Koontz, Dean - Phobia

  • Uploaded by: Μάκης Ρωμανός
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Koontz, Dean - Phobia as PDF for free.

More details

  • Words: 216,091
  • Pages: 728
Loading documents preview...
Έ ρ γ α του συγγραφέα που εκδόθηκαν στη σειρά BELL Best Seller: Φωνή απ' το Σκοτάδι (ως Leigh Nichols) Ο Εφιάλτης Παραφυλάει Αστραπή Εφιάλτες του Μεσονυχτίου Νύχτες Τρόμου Το Κρησφύγετο Ψυχρή Φωτιά Τα Δάκρυα του Δράκοντα Ο Σωσίας Χειμωνιάτικο Φεγγάρι Ένταση Φαντάσματα Χωρίς Επιζήσαντες Ψίθυροι στο Σκοτάδι Φοβία

ISBN 960-450-707-9 Τίτλος πρωτοτύπου: «False Memory» Copyright © 1999 by Dean Koontz All rights reserved throughout the world. Για την ελληνική γλώσσα: © 2001 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος Επιμέλεια: Γιώργος Κυριακόπουλος Διόρθωση: Ευαγγελία Μαλακού Κυριάκος Μιχελόγκωνας Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης

Για τον συγγραφέα Ο Ντιν Ρ. Κουντζ γεννήθηκε στο Έ β ε ρ ε τ της Πενσιλβάνια και μεγάλωσε στο Μπέντφορντ. Άρχισε να γράφει μικρά διηγήματα σε ηλικία μόλις οχτώ χρόνων. Το 1965, σπουδαστής ακόμη στο Κολέγιο Σίπενσμπουργκ, βραβεύτηκε για μια νουβέλα του από το Atlantic Monthly. To πρώτο του βιβλίο, Star Quest, εκδόθηκε το 1968. Από τότε έχει δημοσιεύσει περισσότερα από εξήντα έργα, χρησιμοποιώντας πολλές φορές διάφορα ψευδώνυμα. Στις λίστες των μπεστ σέλερ μπήκε για πρώτη φορά το 1979 με το μυθιστόρημά του The Key to Midnight, το οποίο υπέγραψε ως Leigh Nichols, και από τότε κάθε νέος τίτλος του ανεβαίνει στις πρώτες θέσεις. Έ χ ε ι χαρακτηριστεί ως «ο πιο δημοφιλής συγγραφέας αγωνίας της Αμερικής», ενώ το People έγραψε γι' αυτόν: «Έχει τη δύναμη να σου κόβει το αίμα». Διακρίνεται για την ικανότητά του να δημιουργεί ατμοσφαιρικές σκηνές, πιστευτούς χαρακτήρες και απόλυτα αληθοφανείς καταστάσεις, μέσα από τις οποίες εξερευνά τον τρόμο που όλοι υποπτευόμαστε ότι καραδοκεί μόλις ένα βήμα πιο πέρα από την ήσυχη καθημερινότητα της ζωής μας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε σαράντα γλώσσες και έχουν πουλήσει συνολικά πάνω από διακόσια εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Ο συγγραφέας ζει με τη σύζυγο του, Γκέρντα, στη Νότια Καλιφόρνια.

Αυτό το βιβλίο αφιερώνεται στον Τιμ Χέλι Χάτσινσον. Η πίστη σου στη δουλειά μου, πριν από πολΰ καιρό -και τόσα χρόνια τώραμε εμψύχωσε όταν το χρειαζόμουν περισσότερο. Και στην Τζέιν Μόρπεθ. Η εκδοτική μας σχέση είναι η μακρύτερη στη σταδιοδρομία μου, πράγμα που αποτελεί απόδειξη της εξαιρετικής υπομονής σου, της ευγένειάς σου και της ανοχής σου προς τους ανόητους!

Η ΑΥΤΟΦΟΒΙΑ είναι μια υπαρκτή διαταραχή της προσωπικότητας. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τρεις διαφορετικές καταστάσεις: (1) το να φοβάσαι να μείνεις μόνος· (2) το να φοβάσαι ότι είσαι εγωιστής· (3) το να φοβάσαι τον εαυτό σου. Η τρίτη περίπτωση είναι η σπανιότερη απ' όλες.

Αυτό το φάντασμα από πέταλα που πέφτουν χάνεται στη σελήνη και στα λουλοΰδια... -ΟΚΥΟ Τα μουστάκια της γάτας, τα ενωμένα δάχτυλα του σκύλου μου που κολυμπά: Ο Θεός βρίσκεται στις λεπτομέρειες. - Τ Ο ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΗΜΟΥΣ

Στον αληθινό κόσμο, όπως στα όνειρα, τίποτε δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται. - Τ Ο ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΗΜΟ ΥΣ

Η ζωή είναι μια ανελέητη κωμωδία. Σ' αυτό έγκειται η τραγωδία της. — ΜΑΡΤΙΝ ΣΤΙΛΓΟΥΟΤΕΡ

Κ Ε Ί Ν Η ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ, όταν άλλαξε γ ι α π ά ν τ α

η ζωή της, η Μάρτιν Ρόουντς ξύπνησε με πονοκέφαλο, υστέρα την έπιασαν ξινίλες στο στομάχι όταν κατάπιε δΰο ασπιρίνες μαζί με χυμό γκρέιπφρουτ, έκανε το μαλλί της ένα χάλι μαύρο χρησιμοποιώντας κατά λάθος το σαμπουάν του Ντάσιιν αντί για το δικό της, έσπασε ένα νύχι, έκαψε τη φρυγανιά της, ανακάλυψε μια στρατιά μυρμήγκια στο ντουλάπι κάτω απ' το νεροχύτη, τους επιτέθηκε άγρια και τα ξέκανε μ' ένα εντομοκτόνο σπρέι, με την ίδια μανία που η Σιγκούρνι Γουίβερ είχε εξοντώσει μ' ένα φλογοβόλο κάτι εξωγήινα μαμούνια σε μια παλιότερη ταινία, μάζεψε τα μικροσκοπικά κουφάρια με χαρτοπετσέτες και τα έριξε με τελετουργική σοβαρότητα στο σκουπιδοτενεκέ σιγοτραγουδώντας το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ και, τέλος, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τη μητέρα της, τη Σαμπρίνα, που προσευχόταν ακόμη, ύστερα από τρία χρόνια, να διαλυθεί ο γάμος της Μάρτι. Παρ' όλα αυτά, δεν έπαψε ούτε στιγμή να βλέπει με κέφι -ακόμη και με ενθουσιασμό- τη μέρα που είχε μπροστά της, γιατί είχε κληρονομήσει απ' το συχωρεμένο τον πατέρα της, τον Ρόμπερτ Γουντχάουζ, τον «Γελαστό Μπομπ» όπως τον έλεγαν, μια αισιόδοξη φύση, τη θαυμαστή ικανότητα να τα βγάζει πέρα και μια βαθιά αγάπη για τη ζωή, συν τα γαλάζια του μάτια, τα κατάμαυρα μαλλιά του και τα άσχημα δάχτυλα των ποδιών του. Σ' ευχαριστώ, μπαμπά. Αφού έπεισε τη μητέρα της -που πάντα ευελπιστούσεπως ο γάμος της παρέμενε ευτυχισμένος, η Μάρτι φόρεσε ένα πέτσινο μπουφάν κι έβγαλε το σκύλο της, τον Βαλέ -ένα γκόλντεν ριτρίβερ-, για την πρωινή του βόλτα. Βήμα βήμα, ο πονοκέφαλος της έσβησε.

Πάνω στην ακόνη του καθάριου ανατολικού ουρανού, ο ήλιος τρόχιζε νυστέρια φωτός. Στα δυτικά, όμως, ένα ψυχρό αεράκι από τη θάλασσα έσπρωχνε απειλητικές μάζες μελανών νεφών. Ο σκύλος κοίταζε ανήσυχα τον ουρανό, οσμιζόταν επιφυλακτικά τον αέρα και τέντωνε τα κρεμαστά του αυτιά στο θρόισμα των φύλλων των φοινικιών που τ' ανάδευε ο αέρας. Ο Βαλές ήξερε, ολοφάνερα, πως ερχόταν καταιγίδα. Ήταν πράος και παιχνιδιάρης σκύλος. Οι δυνατοί ήχοι τον φόβιζαν, όμως, θαρρείς και ήταν στρατιώτης σε μια προηγούμενη ζωή και τον κατέτρεχαν οι θύμησες από πεδία μαχών που σαρώνονταν από τα πυρά των κανονιών. Ευτυχώς γι' αυτόν, η κακοκαιρία στην Καλιφόρνια σπάνια συνοδευόταν από μπουμπουνητά. Συνήθως η βροχή έπεφτε απροειδοποίητα, συρίζοντας στους δρόμους, ψιθυρίζοντας μέσ' από τις φυλλωσιές, κι αυτοί ήταν ήχοι που γαλήνευαν τον Βαλέ. Τα περισσότερα πρωινά η Μάρτι τον έβγαζε βόλτα για καμιά ώρα στις στενές αλέες της Κορόνα Ντελ Μαρ, όμως κάθε Τρίτη και Πέμπτη είχε μια ειδική υποχρέωση που περιόριζε τον περίπατο τους σε μόλις δεκαπέντε λεπτά. Ο Βαλές έμοιαζε να 'χει ένα ημερολόγιο μες στο τριχωτό του κεφάλι, γιατί στη βόλτα της Τρίτης και της Πέμπτης δεν χασομερούσε ποτέ, αλλά ξαλάφρωνε κοντά στο σπίτι. Αυτό το πρωινό, μόλις ένα τετράγωνο από το σπίτι τους, στη χορταριασμένη έκταση ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και την άκρη του δρόμου, ο σκύλος κοίταξε συνεσταλμένα τριγύρω, σήκωσε διακριτικά το δεξί του πόδι και ως συνήθως έκανε τα τσίσα του σαν να ντρεπόταν που δεν ήταν μόνος. Λιγότερο από ένα τετράγωνο παραπέρα, ετοιμάστηκε να κάνει την άλλη μισή πρωινή του δουλειά, όταν τον τρόμαξε ένας κρότος από την εξάτμιση ενός διερχόμενου απορριμματοφόρου. Μαζεύτηκε πίσω από μια μεγάλη φοινικιά και κοίταξε προσεκτικά πρώτα από τη μια μεριά του κορμού και ύστερα από την άλλη, βέβαιος πως το τρομακτικό όχημα θα εμφανιζόταν ξανά. «Μη φοβάσαι», τον καθησύχασε η Μάρτι. «Έφυγε το μεγάλο κακό σκουπιδιάρικο. Όλα καλά. Το πεδίο είναι ελεύθερο τώρα για να κάνεις κακά». Ο Βαλές δεν πείστηκε. Συνέχισε να 'ναι ανήσυχος. Η Μάρτι ήταν προικισμένη με την υπομονή του Γελαστού Μπομπ, ειδικά σ' ό,τι είχε να κάνει με τον Βαλέ, που

τον αγαπούσε σχεδόν όσο θ' αγαπούσε κι ένα παιδί της, αν είχε παιδί. Ήταν τρυφερός κι όμορφος· με ανοιχτό χρυσαφί χρώμα, στολισμένος με λευκόχρυσες τρίχες στα πόδια, με πάλλευκες στον πισινό και με πλούσια ουρά. Φυσικά, όταν καθόταν έτσι ο σκύλος για να κάνει την ανάγκη του, η Μάρτι δεν τον κοίταζε ποτέ, γιατί το ζώο ένιωθε αμηχανία, σαν καλόγρια σε μπαρ με γυμνόστηθες. Περιμένοντας, του σιγοτραγουδούσε το «Time in a Bottle», του Τζιμ Κρος, που τον γαλήνευε πάντα. Στην αρχή της δεύτερης στροφής, ένα άξαφνο ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της βουβαίνοντάς τη. Δεν ήταν από τις γυναίκες που δίνουν βάση στα κακά προαισθήματα, αλλά, καθώς ανέβαινε η παγερή ανατριχίλα ως το σβέρκο της, την πλημμύρισε μια αίσθηση επικείμενου κινδύνου. Στράφηκε, έχοντας την αίσθηση ότι θα αντίκριζε κάποιον να της επιτίθεται, ή ένα αυτοκίνητο να έρχεται καταπάνω της. Όμως ήταν μονάχη, δεν φαινόταν ψυχή στον ήσυχο δρόμο. Τίποτε φονικό δεν χίμηξε καταπάνω της. Τα μόνα πράγματα που σάλευαν ήταν αυτά που ανάδευε ο άνεμος. Τα δέντρα και οι θάμνοι τρεμούλιαζαν. Μερικά ξερά καφετιά φύλλα γλιστρούσαν στο οδόστρωμα. Γιρλάντες από ασημιά βροχή και χριστουγεννιάτικα φωτάκια, απομεινάρια των γιορτών, θρόιζαν και κροτάλιζαν κάτω από το πρόστεγο ενός γειτονικού σπιτιού. Η Μάρτι ξεφύσηξε, ανήσυχη ακόμη, αλλά νιώθοντας συνάμα και ανόητη. Ακούγοντας την ανάσα της να βγαίνει σφυριχτή ανάμεσα απ' τα δόντια της, κατάλαβε πως είχε το σαγόνι της σφιγμένο. Μάλλον την κατέτρεχε ακόμη το όνειρο που την είχε ξυπνήσει λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αυτό που είχε δει και κάποιες άλλες νύχτες τον τελευταίο καιρό. Εκείνος ο άντρας, ο καμωμένος από νεκρά, σάπια φύλλα, μια εφιαλτική φιγούρα που στροβιλιζόταν μαινόμενη. Ύστερα η ματιά της έπεσε στη μακρόστενη σκιά της, που απλωνόταν στο κοντοκουρεμένο χορτάρι, κατέβαινε απ' το πεζοδρόμιο και εκτεινόταν στο ραγισμένο οδόστρωμα. Ανεξήγητα, η ανησυχία της έγινε πανικός. Έκανε ένα βήμα πίσω, ύστερα άλλο ένα, και φυσικά ο ίσκιος της κινήθηκε μαζί της. Μονάχα όταν έκανε και τρίτο βήμα προς τα πίσω, συνειδητοποίησε πως αυτή η σιλουέτα μπροστά της ήταν που τη φόβιζε.

Γελοίο. Πιο παράλογο κι από τ' όνειρο της. Ο ίσκιος, όμως, είχε κάτι παράξενο: μια οδοντωτή παραμόρφωση, κάτι απειλητικό. Η καρδιά της βροντοχτύπησε, σαν γροθιά πάνω σε πόρτα. Τα σπίτια και τα δέντρα, που τα λόγχιζαν οι πρωινές ηλιαχτίδες, σχημάτιζαν επίσης παραμορφωμένες σιλουέτες στη γη, όμως οι δικοί τους μακρόστενοι και στρεβλοί ίσκιοι δεν τη φόβιζαν -μονάχα ο δικός της. Καταλάβαινε πως ο φόβος της ήταν παράλογος, όμως αυτή η γνώση δεν απάλυνε την ανησυχία της. Βρισκόταν στα πρόθυρα του τρόμου. Ο ίσκιος έμοιαζε να πάλλεται στον αργό ρυθμό της καρδιάς της. Κοιτάζοντάς τον, ο τρόμος την πλημμύρισε. Η Μάρτι σφάλισε τα μάτια και πάσχισε να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχο της. Για μια στιγμή, ένιωσε τόσο ελαφριά, που της φάνηκε πως θα τη σάρωνε ο αέρας και θα την παρέσερνε μακριά απ' τη θάλασσα, μαζί με τα σύννεφα που κινούνταν ασταμάτητα, αδυσώπητα, προς την όλο και πιο μικρή λωρίδα του κρυσταλλένιου γαλανού ουρανού. Παίρνοντας μερικές απανωτές βαθιές ανάσες, όμως, ένιωσε να αποκτά ξανά το βάρος της, σταδιακά. Όταν τόλμησε να ξανακοιτάξει τον ίσκιο της, δεν της φάνηκε να έχει πια κάτι ασυνήθιστο. Αναστέναξε ανακουφισμένη. Η καρδιά της εξακολουθούσε να χτυπά δυνατά, τώρα όμως η αιτία δεν ήταν ο παράλογος τρόμος, αλλά μια εύλογη ανησυχία για τους λόγους που προκάλεσαν αυτό το αλλόκοτο συμβάν. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ πριν κάτι αντίστοιχο. Ο Βαλές είχε σηκώσει απορημένα το κεφάλι και την κοίταζε καλά καλά. Η Μάρτι είχε αφήσει το λουρί του να πέσει. Τα χέρια της ήταν μουσκεμένα στον ιδρώτα. Σκούπισε τις χούφτες της στο μπλουτζίν της. Όταν συνειδητοποίησε πως το ζώο είχε κάνει την ανάγκη του, έβαλε το δεξί της χέρι σ' ένα πλαστικό σακουλάκι για τα περιττώματα του σκύλου, χρησιμοποιώντας το σαν γάντι. Σαν καλή γειτόνισσα που ήταν, μάζεψε προσεκτικά το «δωράκι» του Βαλέ, γύρισε το σακουλάκι το μέσα έξω, το έστριψε για να κλείσει καλά και το έδεσε με διπλό κόμπο. Ο σκύλος την κοίταζε δειλά.

«Αν τολμήσεις ποτέ ν' αμφισβητήσεις την αγάπη μου, αγόρι μου», είπε η Μάρτι, «φρόντισε να θυμηθείς πως αυτό το κάνω κάθε μέρα». Ο Βαλές φαινόταν ευγνώμων. Ή , ίσως, απλώς ανακουφισμένος. Κάνοντας αυτή τη συνηθισμένη, ταπεινή δουλειά, ένιωσε να ξαναβρίσκει την πνευματική της ισορροπία. Το γαλάζιο σακουλάκι και το ζεστό του περιεχόμενο την επανέφεραν για τα καλά στην πραγματικότητα. Το αλλόκοτο συμβάν εξακολουθούσε να την ανησυχεί και να τη σαστίζει, αλλά δεν τη φόβιζε πια.

Ο ΣΚΙΤ ΚΑΘΟΤΑΝ ΨΗΛΑ στη στέγη, με φόντο τον σκοτεινό ουρανό- είχε παραισθήσεις και ήθελε ν' αυτοκτονήσει. Τρία χοντρά κοράκια έκαναν κύκλους πέντ* έξι μέτρα πάνω απ' το κεφάλι του, λες και τον έβλεπαν ήδη σαν ψοφίμι. Κάτω, ο Μάδεργουελ έστεκε στο δρομάκι, με τα μεγάλα του χέρια σφιγμένα σε γροθιές δίπλα στους γοφούς του. Αν και δεν είχε το πρόσωπο του στραμμένο προς το δρόμο, η οργή του ήταν ολοφάνερη από τη στάση του. Ήθελε να σπάσει κάνα κεφάλι. Ο Ντάστι πάρκαρε το βαν του στο πεζοδρόμιο, πίσω από ένα περιπολικό με το σήμα της ιδιωτικής εταιρείας φύλαξης που είχε αναλάβει αυτή την περιοχή με τις ακριβές, καγκελόφραχτες κατοικίες της. Ένας ψηλός ένστολος στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο, κατορθώνοντας να φαίνεται ταυτόχρονα αυταρχικός και περιττός. Το τριώροφο σπίτι, στη στέγη του οποίου ο Σκιτ Κόλφιλντ σκεφτόταν να επιβεβαιώσει έμπρακτα τη θνητότητά του, ήταν ένα έκτρωμα χιλίων τετραγωνικών μέτρων και τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων. Κάμποσα μεσογειακά στυλ -μοντέρνο ισπανικό, κλασικό τοσκανικό, νεοκλασικό ελληνικό και πρώιμο Τάκο Μπελ- είχαν συσσωρευτεί το ένα πάνω στ' άλλο, από έναν αρχιτέκτονα που είχε άθλια εκπαίδευση, ή ίσως σπουδαία αίσθηση του χιούμορ. Μέσα σε μια απέραντη έκταση, όπου οι οξυκόρυφες στέγες με τα καμπυλωτά κεραμίδια ήταν χαοτικά κατασκευασμένες πλάι πλάι και παραφορτωμένες με καπνοδόχους, φριχτές απομιμήσεις κωδωνοατασίων με θόλους, ο άμοιρος ο Σκιτ ήταν σκαρφαλωμένος στην κορυφαία οριζόντια δοκό της ψηλότερης στέγης, δίπλα στο πιο επιβλητικά άσχημο απ' αυτά τα κωδωνοστάσια. Ο φύλακας, ίσως γιατί ήταν αβέβαιος για το ρόλο του σ'

αυτή την κατάσταση κι ένιωθε την ανάγκη να κάνει κάτι, ρώτησε: «Μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε;» «Έχω πάρει την εργολαβία για τον ελαιοχρωματισμό του σπιτιού», αποκρίθηκε ο Ντάστι. Ο ηλιοκαμένος φύλακας είτε ήταν καχύποπτος απέναντι στον Ντάστι είτε είχε εκ φύσεως την τάση να λοξοκοιτάζει, και το πρόσωπο του ήταν τόσο ρυτιδιασμένο, που έμοιαζε μ' αυτές τις τσακιστές γιαπωνέζικες φιγούρες από χαρτί, τα οριγκάμι. «Εργολαβία για τον ελαιοχρωματισμό, ε;» είπε δύσπιστα. Ο Ντάστι φορούσε βαμβακερό παντελόνι, πουλόβερ και μπουφάν ντένιμ, όλα λευκά, κι ένα άσπρο καπελάκι που έγραφε ΕΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΡΟΟΥΝΤΣ πάνω από το γείσο, κι όλα αυτά θα 'πρεπε λογικά να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του. Σκέφτηκε να ρακή σε ι τον καχύποπτο φύλακα αν λυμαίνονταν τη γειτονιά τίποτε επαγγελματίες διαρρήκτες μεταμφιεσμένοι σε ελαιοχρωματιστές, υδραυλικούς και καπνοδοχοκαθαριστές, όμως είπε απλώς, «Λέγομαι Ντάστιν Ρόουντς», κι έδειξε την επιγραφή στο καπέλο του. «Αυτός εκεί πάνω είναι στο συνεργείο μου». «Συνεργείο;» Ο φύλακας συνοφρυώθηκε. «Έτσι το λέτε εσείς;» Μπορεί να σάρκαζε, μπορεί απλώς να μην του ήταν εύκολο να κουβεντιάζει. «Οι περισσότεροι εργολάβοι το λένε συνεργείο, ναι», είπε ο Ντάστι, κοιτάζοντας ψηλά τον Σκιτ, που του κούνησε το χέρι. «Εμείς λέγαμε το δικό μας δύναμη κρσύσεως, όμως αυτό τρόμαζε μερικούς ιδιοκτήτες, ακουγόταν πολύ επιθετικό, κι έτσι τώρα το λέμε συνεργείο όπως όλοι οι υπόλοιποι». «Α», έκανε ο φύλακας. Τα μάτια του στένεψαν ακόμη περισσότερο. Μπορεί να προσπαθούσε να καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε ο Ντάστι, ή να πάσχιζε να αποφασίσει αν θα του έδινε ή δεν θα του έδινε μια γροθιά crto στόμα. «Μην ανησυχείς, θα τον κατεβάσουμε τον Σκιτ», τον διαβεβαίωσε ο Ντάοτι. «Ποιον;» «Αυτόν που θέλει να πηδήξει», διευκρίνισε ο Ντάστι προχωρώντας στο δρομάκι προς τον Μάδεργουελ. «Λες να πρέπει να καλέσω την Πυροσβεστική;» ρώτησε ο φύλακας ακολουθώντας τον. «Μπα. Δεν πρόκειται ν' αυτοπυρποληθεί προτού πηδήξει». «Είναι καλή γειτονιά αυτή».

«Καλή; Διάβολε, είναι τέλεια». «Μια αυτοκτονία θα αναστατώσει τους κατοίκους». «Θα μαζέψουμε τα χυμένα εντόσθια, θα βάλουμε σε μια σακούλα τ' απομεινάρια, θα ξεπλύνουμε το αίμα κι ούτε που θα πάρουν χαμπάρι ότι συνέβη». Ο Ντάστι ένιωθε ανακούφιση κι έκπληξη που δεν είχαν μαζευτεί γείτονες για να παρακολουθήσουν το δράμα. Τόσο νωρίς, μπορεί να έτρωγαν ακόμη ψωμάκια με χαβιάρι και να έπιναν σαμπάνια και πορτοκαλάδα με χρυσά κύπελλα. Ευτυχώς, οι πελάτες του Ντάστι -οι Σόρενσον-, στων οποίων τη στέγη ερωτοτροπούσε ο Σκιτ με το Θάνατο, έκαναν διακοπές στο Λονδίνο. Ο Ντάστι είπε: «Καλημέρα, Νεντ». «Κάθαρμα», αποκρίθηκε ο Μάδεργουελ. «Εγώ;» «Αυτός», είπε ο Μάδεργουελ δείχνοντας τον Σκιτ πάνω στη στέγη. Με ύψος ένα ενενήντα και βάρος εκατόν είκοσι κιλά, ο Νεντ Μάδεργουελ ήταν δεκαπέντε εκατοστά ψηλότερος και γύρω στα σαράντα πέντε κιλά βαρύτερος από τον Ντάστι. Τα χέρια του, ακόμη κι αν ήταν πόδια μεταμοσχευμένα από άλογα Κλαϊντσντέιλ, δεν θα ήταν πιο μυώδη. Φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι, αλλά δίχως μπουφάν από πάνω, παρά τον ψυχρό αέρα - ο Μάδεργουελ έμοιαζε να μη σκοτίζεται ποτέ για τον καιρό περισσότερο απ' όσο θα νοιαζόταν ένα γρανιτένιο άγαλμα του μυθικού γιγάντιου ξυλοκόπου Πολ Μπάνιαν. Χτυπώντας το τηλέφωνο που ήταν στερεωμένο στη ζώνη του, ο Μάδεργουελ είπε: «Να πάρει ο διάολος, αφεντικό, πάει ένας αιώνας που σου τηλεφώνησα. Πού ήσουν;» «Μου τηλεφώνησες πριν από δέκα λεπτά κι αυτό που κάνω από τότε είναι να περνάω με κόκκινο και να πατάω μαθητές στις διαβάσεις». «Το ανώτατο όριο ταχύτητας σ' αυτή εδώ την κοινότητα είναι σαράντα χιλιόμετρα την ώρα», επισήμανε με σοβαρό ύφος ο φύλακας. Αγριοκοιτάζοντας τον Σκιτ Κόλφιλντ, ο Μάδεργουελ κούνησε τη γροθιά του. «Θεέ μου, πόσο θα 'θελα να ρίξω σ' αυτό τον αλήτη μια ξεγυρισμένη γροθιά». «Είναι μπερδεμένο παιδί», είπε ο Ντάστι. «Είναι ένας μαστουρωμένος ηλίθιος», διαφώνησε ο Μάδεργουελ.

«Τώρα τελευταία είναι καθαρός». «Είναι ένας βρομιάρης». «Τι μεγαλόκαρδος που είσαι, Νεντ». «Το σημαντικό είναι πως εγώ έχω μυαλό και δεν πρόκειται να μπλεχτώ με ναρκωτικά και να τα σκατώοω, κι ούτε θέλω γύρω μου αυτοκαταστροφικούς τύπους σαν αυτόν εδώ». Ο Νεντ, ο επιστάτης του συνεργείου, ήταν οπαδός του Ορθού Δρόμου. Αυτό το απίθανο αλλά διογκούμενο κίνημα, που οι οπαδοί του ήταν από έφηβοι έως το πολύ τριαντάρηδες -περισσότεροι άντρες παρά γυναίκες-, απαιτούσε απ' αυτούς να απέχουν από τα ναρκωτικά, την υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος και το περιστασιακό σεξ. Ακουγαν δυνατό ροκ-εν-ρολ, χόρευαν σαν τρελοί και πρόβαλλαν την αυτοσυγκράτηση και τον αυτοσεβασμό. Μπορεί κάποιοι εκπρόσωποι του κατεστημένου να τους είχαν αποδεχτεί σαν παράδειγμα προς μίμηση, αν οι οπαδοί του Ορθού Δρόμου δεν απεχθάνονταν το σύστημα και τα δύο κύρια κόμματα. Καμιά φορά, σε κάποιο κλαμπ, σε κάποια συναυλία, όταν ανακάλυπταν ένα ναρκομανή ανάμεσά τους, τον έσπαζαν στο ξύλο δίχως να τηρήσουν οποιοδήποτε πρόσχημα, μια τακτική που επίσης εξασφάλιζε τον αποκλεισμό τους από το πολιτικό κατεστημένο. Ο Ντάστι συμπαθούσε και τον Μάδεργουελ και τον Σκιτ, αλλά για διαφορετικούς λόγους τον καθένα. Ο Μάδεργουελ ήταν ξύπνιος, αστείος και αξιόπιστος -αλλά εύκολος στο να κατακρίνει. Ο Σκιτ ήταν πράος και γλυκός -αλλά μάλλον καταδικασμένος σε μια άχαρη ζωή μέσα στη μαλθακότητα, όπου οι μέρες θα κυλούσαν άσκοπα και οι νύχτες θα ήταν γεμάτες μοναξιά. Από τους δύο, ο Μάδεργουελ ήταν σαφώς καλύτερος υπάλληλος. Αν ο Ντάστι ενεργούσε αποκλειστικά βάσει των κανόνων που πρέπει ν' ακολουθεί ο έξυπνος επιχειρηματίας, θα είχε διώξει εδώ και καιρό τον Σκιτ από το συνεργείο. Η ζωή θα ήταν εύκολη αν βασίλευε η κοινή λογική· κάποιες φορές, όμως, η εύκολη οδός δεν φαίνεται να είναι και η ορθή. «Μάλλον θα βρέξει», είπε ο Ντάστι. «Γιατί του είπες λοιπόν, κατ' αρχήν, ν' ανέβει στη στέγη;» «Δεν του είπα ν' ανέβει στη στέγη. Του είπα να τρίψει τα κουφώματα στα παράθυρα και τα διακοσμητικά πλαίσια στο ισόγειο. Και ξάφνου τον βλέπω εκεί πάνω να λέει πως θα βουτήξει».

«Θα τον κατεβάσω». «Προσπάθησα. Όσο τον ζύγωνα, τόσο πιο υστερικός γινόταν». «Μάλλον σε φοβάται», είπε ο Ντάστι. «Και καλά κάνει. Αν τον σκοτώσω εγώ, θα είναι πιο οδυνηρό από το ν' ανοίξει απλώς το κεφάλι του στο τσιμέντο». Ο φύλακας άνοιξε το κινητό του τηλέφωνο. «Καλύτερα να καλέσω την αστυνομία». «Όχι!» Ο Ντάστι συνειδητοποίησε πως η φωνή του ήταν υπερβολικά διαπεραστική κι έτσι πήρε βαθιά ανάσα και είπε πιο ήρεμα: «Σε μια τέτοια γειτονιά, ο κόσμος δε θέλει φασαρίες, αν μπορούν να αποφευχθούν». Αν ερχόταν η αστυνομία, μπορεί να κατέβαζε με ασφάλεια τον Σκιτ, ύστερα όμως θα τον έκλειναν σε μια ψυχιατρική πτέρυγα, όπου θα τον κρατούσαν για τρεις ημέρες τουλάχιστον. Μπορεί και παραπάνω. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ο Σκιτ ήταν να πέσει στα χέρια ενός απ' αυτούς τους τρελογιατρούς που βουτούσαν μ' ανενδοίαστο ενθουσιασμό στα θολά νερά των ψυχοδραστικών φαρμάκων για να ετοιμάσουν ένα κοκτέιλ για την αλλαγή της συμπεριφοράς, που, ενώ βραχυπρόθεσμα θα τον γαλήνευε, τελικά θα τον άφηνε με περισσότερες βραχυκυκλωμένες συνάψεις απ' όσες είχε τώρα. «Στις γειτονιές σαν αυτή», είπε ο Ντάστι, «δεν τους αρέσουν τα θεάματα». Κοιτάζοντας τα πελώρια σπίτια κατά μήκος του δρόμου, τους γιγάντιους φοίνικες και τους επιβλητικούς φίκους, τις φροντισμένες πελούζες και τις λουλουδιασμένες βραγιές, ο φύλακας είπε: «Σου δίνω δέκα λεπτά διορία». Ο Μάδεργουελ ύψωσε τη δεξιά του γροθιά και την κούνησε προς τον Σκιτ. Κάτω από την άλω των κορακιών που έκαναν κύκλους, ο Σκιτ κούνησε το χέρι του. Ο φύλακας είπε: «Έτσι κι αλλιώς, δε μου φαίνεται να θέλει ν' αυτοκτονήσει». «Ο ηλίθιος, λέει πως είναι ευτυχισμένος γιατί ένας άγγελος του θανάτου κάθεται πλάι του», εξήγησε ο Μάδεργουελ, «κι ο άγγελος του έδειξε πώς είναι από την άλλη μεριά, και ό,τι είδε, λέει, ήταν απίθανο». «Θα πάω να του μιλήσω», είπε ο Ντάστι. Ο Μάδεργουελ συνοφρυώθηκε. «Τι να του πεις, που να πάρει ο διάβολος; Σπρώξ' τον καλύτερα».

Κ Α Θ Ώ ς Ο ΒΑΡΥΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΧΑΜΗΛΩΝΕ προς τη γη έ-

τοιμος ν' αδειάσει το υδάτινο φορτίο του κι ο αέρας δυνάμωνε, η Μάρτι κι ο σκΰλος γύρισαν τρεχάτοι στο σπίτι. Εκείνη δεν έπαυε να ρίχνει φευγαλέες ματιές στον ίσκιο της, ύστερα όμως τα σύννεφα της καταιγίδας σκέπασαν τον ήλιο κι ο μαύρος σύντροφος της Μάρτι χάθηκε, σαν να ρουφήχτηκε απ' τη γη για να γυρίσει σε κάποιον κάτω κόσμο. Περνώντας μπροστά από τα γειτονικά σπίτια, κάρφωσε τα μάτια της πάνω τους, διερωτώμενη αν την είχε δει κανένας, από κάποιο παράθυρο, να συμπεριφέρεται έτσι αλλόκοτα και ελπίζοντας να μην είχε δώσει τόσο παράξενη εντύπωση όσο παράξενα είχε νιώσει. Σ' αυτή τη γραφική γειτονιά, τα περισσότερα σπίτια ήταν παλιά και μικρά, αλλά κάμποσα ήταν στολισμένα με αγάπη και είχαν πιότερη γοητεία και χαρακτήρα από τους μισούς ανθρώπους που γνώριζε η Μάρτι. Η ισπανική αρχιτεκτονική επικρατούσε, αλλά υπήρχαν και αγροικίες Κότσγουολντ, γαλλικές σομιέρ με αχυροσκεπές, γερμανικά Χόισεν και μπανγκαλόου σε στυλ αρ ντεκό. Αυτό το μείγμα ήταν ευχάριστο, συνδυασμένο αρμονικά μ' ένα πράσινο κέντημα από δάφνες, φοινικιές, ευωδιαστούς ευκαλύπτους, φτέρες, κι ανθισμένους καταρράκτες μπουκαμβίλιας. Η Μάρτι, ο Ντάστι κι ο Βαλές ζούσαν σε μια τέλεια μικρογραφία βικτοριανής κατοικίας, διώροφη, με περίτεχνα κουφώματα. Ο Ντάστι την είχε βάψει με πολλά χρώματα, όπως απαιτούσε η εκλεπτυσμένη παράδοση των βικτοριανών σπιτιών σε κάποιες οδούς του Σαν Φρανσίσκο: ωχροκίτρινο φόντο και γαλάζια, γκρίζα και πράσινα ποικίλματα, με συνετή χρήση του ροζ σε μια μοναδική λεπτομέρεια κατά μήκος της μαρκίζας και στα αετώματα πάνω απ' τα παράθυρα.

Η Μάρτι αγαπούσε το σπίτι τους και το θεωρούσε λαμπρή απόδειξη του τάλαντου και της μαστοριάς του Ντάστι. Η μητε'ρα της, όμως, μόλις το πρωτοείδε βαμμένο, δήλωσε: «Είναι σαν να ζει κάνας παλιάτσος εκεί μέσα». Καθώς άνοιγε η Μάρτι την ξύλινη πύλη στη βόρεια πλευρά του σπιτιού κι ακολουθούσε τον Βαλέ στο στενό πλίνθινο δρομάκι ως την πίσω αυλή, αναρωτήθηκε μήπως ο παράλογος φόβος της πήγαζε, με κάποιον τρόπο, από το καταθλιπτικό τηλεφώνημα της μητέρας της. Εν τέλει, η μεγαλύτερη πηγή άγχους στη ζωή της ήταν η άρνηση της Σαμπρίνα να δεχτεί τον Ντάστι. Ήταν οι δύο άνθρωποι που αγαπούσε περισσότερο η Μάρτι και λαχταρούσε να μονιάσουν. Ο Ντάστι δεν έφταιγε. Η Σαμπρίνα διεξήγε μονάχη αυτόν το θλιβερό πόλεμο. Το χειρότερο ήταν πως η άρνηση του Ντάστι να συγκρουστεί μαζί της έμοιαζε να εντείνει την εχθρότητά της. Σταματώντας στους κάδους απορριμμάτων κοντά στην πίσω μεριά του σπιτιού, η Μάρτι άνοιξε έναν κι έβαλε μέσα το γαλάζιο σακουλάκι με το «δώρο» του Βαλέ. Ίσως η άξαφνη, ανεξήγητη ανησυχία της να πήγαζε από την γκρίνια της μητέρας της επειδή ο Ντάστι δεν φαινόταν να έχει μεγάλες φιλοδοξίες, ούτε και επαρκή μόρφωση, όπως δηλαδή όριζε η Σαμπρίνα αυτό το «επαρκής». Η Μάρτι φοβόταν πως το φαρμάκι της μητέρας της θα δηλητηρίαζε τελικά το γάμο της. Ενάντια στη θέλησή της, μπορεί ν' άρχιζε να βλέπει τον Ντάστι μέσα από τα ανελέητα επικριτικά μάτια της μητέρας της. Ή μπορεί ν' άρχιζε ο Ντάστι να κατηγορεί τη Μάρτι που δεν τον εκτιμούσε η Σαμπρίνα. Στην πραγματικότητα, ο Ντάστι ήταν ο σοφότερος άντρας που είχε γνωρίσει η Μάρτι. Η «μηχανή» ανάμεσα στ' αυτιά του ήταν ακόμη καλύτερα ρυθμισμένη απ' του πατέρα της, κι ο Γελαστός Μπομπ ήταν πολύ πιο έξυπνος απ' όσο άφηνε να εννοηθεί το παρατσούκλι του. Όσο για τα περί φιλοδοξίας... Θα προτιμούσε να έχει έναν καλόκαρδο σύζυγο παρά έναν φιλόδοξο, και στον Ντάστι θα έβρισκες περισσότερη καλοσύνη απ' όση απληστία θα μπορούσες να βρεις σ' ολόκληρο το Λας Βέγκας. Συν τοις άλλοις, η σταδιοδρομία της Μάρτι δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες που είχε για κείνη η μητέρα της. Αφού αποφοίτησε, με πτυχίο στην προώθηση προϊόντων και μεταπτυχιακές σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων, ξεστράτισε από το δρόμο που μπορεί να την οδηγούσε σία με-

γαλεία του υψηλόβαθμου στελέχους επιχείρησης. Προτίμησε να γίνει ανεξάρτητη σχεδιάστρια ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Είχε πουλήσει κάποια παιχνίδια, σχετικά επιτυχημένα, φτιαγμένα αποκλειστικά από την ίδια, και την είχαν προσλάβει για να σχεδιάσει σενάρια, χαρακτήρες και φανταστικούς κόσμους με βάση τις ιδέες άλλων. Κέρδιζε αρκετά χρήματα αλλά όχι πολλά ακόμη και υποπτευόταν πως το να είναι γυναίκα σ' ένα βασικά ανδροκρατούμενο χώρο θα αποδεικνυόταν τελικά τεράστιο πλεονέκτημα, καθώς η οπτική της ήταν πρωτότυπη, φρέσκια. Της άρεσε η δουλειά της και είχε υπογράψει πρόσφατα συμβόλαιο για να δημιουργήσει ένα ολοκαίνουριο παιχνίδι βασισμένο στην τριλογία Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών του Τόλκιν, που μπορεί να της απέφερε κέρδη, από τα δικαιώματα, που θα θάμπωναν ακόμη και τον Σκρουτζ Μακ Ντακ. Παρ' όλα αυτά, η μητέρα της περιέγραφε απορριπτικά τη δουλειά της σαν «καρναβαλίστικη», προφανώς γιατί η Σαμπρίνα συνέδεε τα ηλεκτρονικά παιχνίδια με τα λούνα παρκ και τα λούνα παρκ με τα καρναβάλια. Η Μάρτι φανταζόταν πως ήταν τυχερή που δεν είχε προχωρήσει ακόμη παραπέρα η μητέρα της, αποκαλώντας την τέρας του τσίρκου. Καθώς ανέβαινε με τον Βαλέ τα πίσω σκαλιά και διέσχιζε τη βεράντα, είπε: «Ένας ψυχαναλυτής μπορεί να 'λεγε πως, για μια στιγμή εκεί πίσω, ο ίσκιος μου ήταν ένα σύμβολο της μητέρας μου, της αρνητικής στάσης της...» Ο Βαλές την κοίταξε πρόσχαρα και κούνησε τη φουντωτή ουρά του. «...και μπορεί αυτή η κρίση άγχους να φανέρωνε την υποσυνείδητη ανησυχία μου πως η μαμά... να... πως θα κατορθώσει τελικά να διαβρώσει τις σκέψεις μου, να με μολύνει με τη φαρμακερή της συμπεριφορά». Η Μάρτι έβγαλε τα κλειδιά της από μια τσέπη του μπουφάν της κι άνοιξε την πόρτα. «Θεέ μου, ακούγομαι σαν δευτεροετής φοιτήτρια της ψυχολογίας». Μιλούσε συχνά στο σκύλο. Ο σκύλος άκουγε, αλλά δεν αποκρινόταν ποτέ, και η σιωπή του ήταν ένας από τους στυλοβάτες της υπέροχης σχέσης τους. «Κατά πάσα πιθανότητα», είπε, ακολουθώντας τον Βαλέ στην κουζίνα, «δεν υπήρχε κανένας ψυχολογικός συμβολισμός κι απλώς τρελαίνομαι». Ο Βαλές ξεφύσηξε, σαν να συμφωνούσε με τη διάγνωση

της τρέλας, και υστέρα βάλθηκε να πίνει μ' ενθουσιασμό το νερό από το μπολ του. Πέντε πρωινά την εβδομάδα, ύστερα από ένα μακρύ περίπατο, είτε αυτή είτε ο Ντάστι αφιέρωναν ένα μισάωρο στην περιποίηση του σκύλου, χτενίζοντας τον και βουρτσίζοντάς τον στην πίσω αυλή. Τις Τρίτες και τις Πέμπτες η περιποίηση γινόταν μετά την απογευματινή βόλτα. Το σπίτι τους δεν είχε παρά ελάχιστες σκυλίσιες τρίχες και η Μάρτι σκόπευε να το διατηρήσει έτσι. «Είσαι υποχρεωμένος», υπενθύμισε στον Βαλέ, «να μη σου πέσει ούτε μία τρίχα μέχρι νεοτέρας. Και μην ξεχνάς: το ότι δεν είμαι εδώ για να σε πιάσω επ' αυτοφώρω δε σημαίνει πως ξαφνικά απέκτησες δικαιώματα στα έπιπλα κι απεριόριστη πρόσβαση στο ψυγείο». Ο σκύλος κοίταξε ψηλά, σαν να 'λεγε πως είχε προσβληθεί που δεν του έδειχνε εμπιστοσύνη. Ύστερα συνέχισε να πίνει. Η Μάρτι μπήκε στο μικρό μπάνιο δίπλα στην κουζίνα κι άναψε το φως. Ήθελε να ελέγξει το μακιγιάζ της και να βουρτσίσει τα ανακατεμένα από τον άνεμο μαλλιά της. Ζυγώνοντας στο νιπτήρα, ένιωσε έναν ξαφνικό φόβο να την πλημμυρίζει ξανά, να της σφίγγει την καρδιά. Αυτή τη φορά δεν ένιωσε βέβαιη, όπως προηγουμένως, πως κάποιος θανάσιμος κίνδυνος ήταν πίσω της, αλλά ξάφνου φοβόταν να κοιτάξει στον καθρέφτη. Νιώθοντας αδύναμη, έσκυψε μπροστά καμπουριάζοντας τους ώμους, σαν να είχε φορτωθεί βαριές πέτρες. Αρπάζοντας και με τα δυο χέρια το νιπτήρα, κοίταξε μέσα. Τόσο πολύ την είχε καταβάλει αυτός ο παράλογος φόβος, που κυριολεκτικά δεν μπορούσε να σηκώσει τα μάτια. Είδε μια μαύρη τρίχα, δική της, στη λευκή πορσελάνινη γούβα, με τη μια της άκρη γυρισμένη κάτω από το ανοιχτό πώμα αποστράγγισης, και, ακόμη και αυτή η τρίχα, της φάνηκε απειλητική. Μη τολμώντας να σηκώσει τα μάτια, βρήκε ψηλαφιστά τη βρύση, την άνοιξε και το ζεστό νερό παρέσυρε την τρίχα. Άφησε το νερό να τρέχει κι ανάσανε τους ατμούς, αλλά ούτε μ' αυτό τον τρόπο κατάφερε να διώξει τα ρίγη που τη διαπερνούσαν ξανά. Σταδιακά, ένιωσε το χείλος του νιπτήρα να ζεσταίνεται κάτω από τα δάχτυλά της, που είχαν ασπρίσει από το σφίξιμο, όμως τα χέρια της παρέμειναν παγωμένα.

Ο καθρέφτης περίμενε. Η Μάρτι δεν μπορούσε να τον σκεφτεί πια σαν άψυχο αντικείμενο, σαν ένα άκακο κομμάτι γυαλί ασημωμένο από πίσω. Περίμενε. Ή , μάλλον, κάτι μέσα στον καθρέφτη περίμενε πότε θα το κοίταζε η Μάρτι. Μια οντότητα. Μια παρουσία. Δίχως να σηκώσει το κεφάλι της, κοίταξε δεξιά και είδε τον Βαλέ να στέκεται στην πόρτα. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, η απορημένη έκφραση του σκύλου θα την είχε κάνει να βάλει τα γέλια- τώρα, χρειαζόταν να προσπαθήσει συνειδητά για να γελάσει κι ο τραχύς ήχος που θα έβγαινε από μέσα της δεν θ' ακουγόταν σαν γέλιο. Αν και φοβόταν τον καθρέφτη, φοβόταν ακόμη περισσότερο την αλλόκοτη συμπεριφορά της, αυτή την πρωτόγνωρη απουσία αυτοελέγχου. Ο ατμός υγροποιούνταν στο πρόσωπο της. Τον ένιωθε ασφυκτικό στο λαιμό της. Και το ορμητικό, κελαρυστό νερό άρχισε ν' ακούγεται σαν κακόβουλες φωνές που κάγχαζαν φριχτά. Η Μάρτι έκλεισε τη βρύση. Στη σχετική σιγαλιά, η ανάσα της ακούστηκε ανησυχητικά γοργή και ακανόνιστη, με μια αναμφίβολη χροιά απόγνωσης. Νωρίτερα, στο δρόμο, όταν ανάσανε βαθιά, το κεφάλι της καθάρισε, ο φόβος έσβησε κι ο παραμορφωμένος ίσκιος της έπαψε να είναι απειλητικός. Αυτή τη φορά, όμως, κάθε εισπνοή έμοιαζε να δυναμώνει τον τρόμο της, όπως το οξυγόνο δυναμώνει τη φωτιά. Θα το 'χε βάλει στα πόδια, αλλά όλη η δύναμη της είχε στραγγιχτεί από μέσα της. Ένιωθε να μην τη βαστούν τα πόδια της και φοβόταν πως θα έπεφτε και θα χτυπούσε το κεφάλι της. Αν δεν στηριζόταν στο νιπτήρα, θα είχε σωριαστεί. Πάσχισε να λογικευτεί, ελπίζοντας να ξαναβρεί την πνευματική της ισορροπία με απλούς συλλογισμούς. Ο καθρέφτης δεν μπορούσε να τη βλάψει. Δεν ήταν μια παρουσία αλλά απλώς ένα πράγμα. Έ ν α άψυχο αντικείμενο. Σκέτο γυαλί, που να πάρει η ευχή. Δεν υπήρχε τίποτε μέσα του που θα μπορούσε να την απειλήσει. Δεν ήταν κάνα παράθυρο όπου έστεκε κάποιος παράφρονας, κοιτάζοντας μέσα, μ' ένα τρελό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του και με τα μάτια του να καίνε διψασμένα για φόνο, όπως σ' αυτές τις άθλιες ταινίες που προβάλλονται στα φεστιβάλ τρόμου. Ο καθρέφτης δεν θα

μπορούσε να φανερώσει τίποτε πέρα από το είδωλο του μπάνιου -και της Μάρτι. Δεν κατόρθωσε τίποτε με τη λογική. Σε μια σκοτεινή περιοχή του νου της, όπου δεν είχε ταξιδέψει ξανά, ανακάλυψε ένα παραμορφωμένο τοπίο προλήψεων. Ήταν πεπεισμένη πως μια οντότητα μέσα στον καθρέφτη αποκτούσε όλο και περισσότερη ύπαρξη και δύναμηχάρη στις προσπάθειές της να λογικευτεί και ν' αποτινάξει τον τρόμο, κι έτσι σφάλισε τα μάτια, για να μην αντικρίσει έστω και με την άκρη του ματιού της αυτό το εχθρικό πνεύμα. Δεν υπάρχει παιδί που να μην ξέρει πως ο μπαμπούλας κάτω απ' το κρεβάτι γίνεται πιο δυνατός και φονικός κάθε φορά που αρνείσαι την ύπαρξή του, πως το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μη σκέφτεσαι το πεινασμένο κτήνος εκεί κάτω, μέσα στις σκόνες, κάτω από το σομιέ, με τη μυρωδιά του αίματος άλλων παιδιών στη βρομερή του ανάσα. Απλώς μην τον σκέφτεσαι, αυτόν με τα τρελά κίτρινα μάτια και την αγκαθωτή μαύρη γλώσσα. Μην τον σκέφτεσαι και θα χαθεί και θα 'ρθει επιτέλους ο ευλογημένος ύπνος και ύστερα το πρωί, και θα ξυπνήσεις στο ζεστό κρεβάτι σου, φωλιασμένος κάτω από τις βαριές κουβέρτες, κι όχι στο στομάχι κάποιου δαίμονα. Ο Βαλές άγγιξε τη Μάρτι κι εκείνη παραλίγο να ουρλιάξει. Όταν άνοιξε τα μάτια της, είδε το σκύλο να την κοιτάζει μ' αυτή την έκφραση ικεσίας και ανησυχίας συνάμα, που τα γκόλντεν ριτρίβερ την είχαν καλλιεργήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε ν' αγγίζει την τελειότητα. Αν και ήταν βέβαιη πως δεν θα μπορούσε να σταθεί δίχως να στηρίζεται πάνω στο νιπτήρα, τράβηξε το ένα χέρι. Τρέμοντας, έκανε ν' αγγίξει τον Βαλέ. Η επαφή με το σκύλο ήταν σαν να γείωσε τη Μάρτι, όπως συμβαίνει μ' ένα αλεξικέραυνο- ένα μέρος αυτής της αγωνίας που την παρέλυε βγήκε από μέσα της σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ο αβάσταχτος τρόμος έγινε απλώς φόβος. Ο Βαλές ήταν τρυφερό, γλυκό κι όμορφο πλάσμα αλλά και δειλό. Αν δεν τον τρόμαξε τίποτε μέσα στο μικρό μπάνιο, τότε δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Της έγλειψε το χέρι. Παίρνοντας κουράγιο από το σκύλο, η Μάρτι σήκωσε τελικά το κεφάλι. Αργά. Τρέμοντας, καθώς περίμενε το χειρότερο. Ο καθρέφτης, όμως, δεν της φανέρωσε καμιά τερατώ-

δη όψη, κανένα απόκοσμο τοπίο, κανένα φάντασμα - μονάχα το πρόσωπο της, ωχρό, και τον γνώριμο χώρο του μπάνιου πίσω της. Όταν κοίταξε τα γαλάζια μάτια της στον καθρέφτη, η καρδιά της ξανάρχισε να χτυπάει δυνατά, γιατί ένιωθε τον εαυτό της βαθιά και ουσιαστικά ξένο. Αυτή η γυναίκα που έτρεμε και φοβόταν τον ίδιο της τον ίσκιο, που είχε πανικοβληθεί στην ιδέα πως θα στεκόταν αντίκρυ σ' έναν καθρέφτη... αυτή δεν ήταν η Μάρτιν Ρόουντς, η κόρη του Γελαστού Μπομπ, που άρπαζε πάντα τη ζωή από τα γκέμια και κάλπαζε με ενθουσιασμό και αταραξία. «Τι μου συμβαίνει;» ρώτησε τη γυναίκα στον καθρέφτη, αλλά το είδωλο της δεν μπορούσε να της εξηγήσει, ούτε ο σκύλος. Χτύπησε το τηλέφωνο. Πήγε στην κουζίνα για ν' απαντήσει. Ο Βαλές την ακολούθησε. Την κοίταζε καλά καλά, σαστισμένος, πρώτα κουνώντας την ουρά του και ύστερα κατεβάζοντας τη. «Λάθος κάνατε», ε&τε τελικά και το έκλεισε. Πρόσεξε την παράξενη συμπεριφορά του σκύλου. «Τι τρέχει μ' εσένα;» Ο Βαλές την κοίταξε, με τις τρίχες του λιγάκι ανασηκωμένες. «Σ' τ* ορκίζομαι, δεν ήταν το θηλυκό κανίς των διπλανών στο τηλέφωνο». Όταν γύρισε στο μπάνιο, στον καθρέφτη, πάλι δεν της άρεσε αυτό που είδε, αλλά τώρα ήξερε τι να κάνει.

Ο ΝΤΑΣΤΙ ΠΕΡΑΣΕ ΚΑΤΩ από τα φΰλλα μιας φοινικιάς που θρόιζαν απαλά στον άνεμο και συνέχισε κατά μήκος του σπιτιού. Εδώ βρήκε τον Φόστερ «Φιγκ» Νιούτον, το τρίτο μέλος του συνεργείου. Από τη ζώνη του Νιούτον κρεμόταν ένα ραδιόφωνο - ο προσωπικός του ορός, που δεν τον αποχωριζόταν ποτέ. Ένα ζευγάρι ακουστικά γέμιζαν τ' αυτιά του με ραδιοφωνικές φωνές. Δεν άκουγε τα προγράμματα που ασχολούνταν με τα πολιτικά ζητήματα ή με τα προβλήματα της σύγχρονης ζωής. Οποιαδήποτε ώρα, ημέρα ή νύχτα, ο Νιούτον ήξερε πού θα έβρισκε κάποια εκπομπή για ιπτάμενους δίσκους, απαγωγές από εξωγήινους, τηλεφωνικά μηνύματα από το υπερπέραν, τετραδιάστατα όντα, τον Μπίγκφουτ. «Γεια σου, Φιγκ». «Γεια». Ο Νιούτον έτριβε προσεκτικά το κούφωμα ενός παραθύρου. Τα δάχτυλα του ήταν ροζιασμένα και λευκά από τη σκόνη της τριμμένης μπογιάς. «Ξέρεις για τον Σκιτ;» ρώτησε ο Ντάστι διασχίζοντας το πέτρινο δρομάκι προς τον Νιούτον. Ο Νιούτον, νεύοντας, είπε: «Στη στέγη». «Υποτίθεται πως θα πηδήξει». «Μπορεί και να το κάνει». Ο Ντάστι στάθηκε και γύρισε ξαφνιασμένος. «Το πιστεύεις πραγματικά;» Ο Νιούτον ήταν τόσο ολιγόλογος συνήθως, που ο Ντάστι δεν περίμενε ν' αποκριθεί παρά μόνο ανασηκώνοντας τους ώμους. Εκείνος όμως είπε: «Ο Σκιτ δεν πιστεύει». «Σε τι;» ρώτησε ο Ντάστι.

«Σε τίποτε, γενικά». «Δεν είναι κακό παιδί κατά βάθος». Η απάντηση του Νιούτον ήταν γι' αυτόν το αντίστοιχο μιας αγόρευσης σ' ένα επίσημο δείπνο: «Το πρόβλημα είναι πως δεν είναι τίποτε». Το ολοστρόγγυλο, σαν πίτα, πρόσωπο του Φόστερ Νιούτον, με πιγούνι σαν δαμάσκηνο, γεμάτο στόμα, μΰτη κόκκινη και στρογγυλή στην άκρη σαν κεράσι και φουντωμένα μάγουλα, έπρεπε να τον κάνει να μοιάζει με έκφυλο ηδονιστή, όμως τον έσωζαν, από το να θυμίζει καρικατούρα, τα καθάρια γκρίζα μάτια του που, μεγεθυσμένα από τα χοντρά του γυαλιά, ήταν γεμάτα θλίψη. Δεν ήταν πρόσκαιρη αυτή η θλίψη, εξαιτίας των αυτοκτονικών τάσεων του Σκιτ, αλλά μια διαρκής θλίψη με την οποία ο Νιούτον φαινόταν να βλέπει τους πάντες και τα πάντα. «Κενός», πρόσθεσε ο Νιούτον. «Ο Σκιτ;» «Άδειος». «Θα βρει τον εαυτό του». «Έπαψε να ψάχνει». «Είσαι απαισιόδοξος», είπε ο Ντάστι, έχοντας ελαττώσει τις κουβέντες του στο λακωνικό ύφος με το οποίο συζητούσε ο Νιούτον. «Ρεαλιστής». Ο Νιούτον έγειρε το κεφάλι, έχοντας πάψει να παρακολουθεί τη συζήτηση στο ραδιόφωνο, που ο Ντάστι δεν την άκουγε παρά σαν έναν αχνό μεταλλικό ψίθυρο που έβγαινε από τα ακουστικά. Ο Νιούτον στεκόταν κρατώντας το γυαλόχαρτο του πάνω από το κούφωμα, με τα μάτια του πλημμυρισμένα από μια θλίψη ακόμη πιο βαθιά απ' αυτή που έμοιαζε να πηγάζει από ό,τι αλλόκοτο άκουγε στο ραδιόφωνο, κι ήταν ασάλευτος σαν να τον είχε χτυπήσει η ακτίνα ενός εξωγήινου όπλου, παραλύοντάς τον. Ανήσυχος από την πρόβλεψη του Νιούτον, ο Ντάστι πήγε βιαστικά στη μακριά αλουμινένια σκάλα απ' όπου είχε σκαρφαλώσει νωρίτερα ο Σκιτ. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τη μεταφέρει στην πρόσοψη του σπιτιού. Αλλά ο Σκιτ μπορεί να ταραζόταν, αν τον ζύγωνε μ' αυτό τον τρόπο, και να πηδούσε προτού προλάβει να τον πείσει να κατέβει. Τα σκαλιά κροτάλιζαν κάτω από τα πόδια του Ντάστι καθώς σκαρφάλωνε με γρήγορες κινήσεις. Η σκάλα βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού κι ο

Σκιτ Κόλφιλντ στο μπροστινό, αθέατος πίσω από μια απότομη, επικλινή επιφάνεια από πορτοκαλιά κεραμίδια, που έμοιαζε με φολιδωτό πλευρό κοιμισμένου δράκου. Το σπίτι ήταν χτισμένο πάνω σ' ένα λόφο και, κάπου τρία χιλιόμετρα προς τα δυτικά, πέρα από τις επίπεδες εκτάσεις της παραλίας του Νιοΰπορτ και του υπήνεμου λιμανιού της, απλωνόταν ο Ειρηνικός. Το συνηθισμένο γαλάζιο χρώμα του νερού είχε κατακαθίσει σαν ίζημα στον ωκεάνιο πυθμένα και η τρικυμισμένη θάλασσα είχε πάρει κάμποσες αποχρώσεις του γκρι, με μαύρα στίγματα, καθρεφτίζοντας τον ζοφερό ουρανό. Στον ορίζοντα, ουρανός και θάλασσα έμοιαζαν να καμπυλώνονται και να ενώνονται σ' ένα κολοσσιαίο σκοτεινό κύμα που, αν όντως υπήρχε, θα είχε σαρώσει την ακτή φτάνοντας πέρα από τα Βραχώδη Όρη, κάπου χίλια χιλιόμετρα ανατολικά. Πίσω από το σπίτι, καμιά δεκαπενταριά μέτρα κάτω από τον Ντάστι, υπήρχαν λιθόστρωτα αίθρια, πιο απειλητικά από τη θάλασσα και την επερχόμενη καταιγίδα. Μπορούσε πιο εύκολα να φανταστεί τον εαυτό του τσακισμένο πάνω σ' αυτές τις πλάκες, παρά να δει στη φαντασία του τα Βραχώδη Όρη να σαρώνονται από τη θάλασσα. Γυρίζοντας την πλάτη του στον ωκεανό και στο τρομακτικό κενό, και γέρνοντας τον κορμό του, με τα χέρια του λίγο ανοιχτά και απλωμένα μπροστά για ν' αντισταθμίζουν την επικίνδυνη έλξη της βαρύτητας προς τα πίσω, ο Ντάστι σκαρφάλωσε. Ο αέρας από τη θάλασσα ήταν ακόμη μια δυνατή αύρα κι όχι κανονικός άνεμος, όμως αυτός δεν έπαυε να είναι ευγνώμων που τον είχε. από πίσω κι έτσι κολλούσε στη στέγη αντί να ωθείται προς το κενό. Φτάνοντας στην κορυφή της μακριάς επικλινούς επιφάνειας, την καβάλησε και κοίταξε προς την πρόσοψη, στην πέρα άκρη των άλλων επιφανειών της περίπλοκης στέγης. Ο Σκιτ ήταν σκαρφαλωμένος σε μια άλλη οριζόντια δοκό, παράλληλη μ' αυτή του Ντάστι, πλάι σε μια διπλή καπνοδόχο μεταμφιεσμένη σε κοντόχοντρο κωδωνοστάσιο. Ο σοβατισμένος πύργος ήταν στεφανωμένος με παλαδιανές καμάρες, που οι κίονές τους, από απομίμηση ασβεστόλιθου, στήριζαν έναν ισπανικό-αποικιακό θόλο, επενδυμένο με χαλκό, και πάνω στο θόλο υπήρχε ένα μικρό αλλά περίκομψο γοτθικό βέλος, που δεν φαινόταν περισσότερο αταίριαστο σ' αυτό το τρελό οικοδόμημα απ' όσο θα φαινόταν μια γιγάντια διαφημιστική επιγραφή με νέον για την μπίρα Μπαντβάιζερ.

Με την πλάτη του γυρισμένη στον Ντάστι και με τα γόνατά του τραβηγμένα ψηλά, ο Σκιτ κοίταζε τα κοράκια που έκαναν κΰκλους από πάνω του. Είχε υψωμένα τα χέρια προς το μέρος τους, σαν να ήθελε να τα αγκαλιάσει, προσκαλώντας τα πουλιά να καθίσουν στο κεφάλι και τους ώμους του, σαν να μην ήταν ελαιοχρωματιστής αλλά ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης κι επικοινωνούσε με τους φτερωτούς φίλους του. Προχωρώντας πάνω στη ράχη της στέγης σαν πιγκουίνος, ο Ντάστι πήγε προς τα βόρεια, ώσπου έφτασε σ' ένα σημείο όπου μια χαμηλότερη στέγη, στον άξονα ΑνατολήςΔύσης, χωνόταν κάτω από το γείσο της δικής του στέγης. Κατέβηκε και γλίστρησε πάνω στα καμπυλωμένα κεραμίδια, γέρνοντας προς τα πίσω, γιατί τώρα η βαρύτητα τον τραβούσε αδυσώπητα προς τα εμπρός. Σκυφτός, στάθηκε διστακτικά κοντά στο χείλος, ύστερα όμως πήδηξε πάνω από το λούκι και προσγειώθηκε ένα μέτρο παρακάτω, στη χαμηλότερη επιφάνεια, πατώντας γερά, με τις λαστιχένιες του σόλες στις δύο πλευρές της στέγης. Επειδή το βάρος του δεν ήταν ομοιόμορφα μοιρασμένο, ο Ντάστι έγειρε δεξιά. Πάσχισε να ξαναβρεί την ισορροπία του, αλλά συνειδητοποίησε πως δεν θα κατόρθωνε να σταθεί όρθιος. Προτού γείρει υπερβολικά και γκρεμιστεί, ρίχτηκε προς τα εμπρός και έπεσε με τα μούτρα στα κεραμίδια της στέγης. Το δεξί του πόδι και το δεξί του χέρι γαντζώθηκαν δυνατά στη νότια μεριά της στέγης, τα αριστερά του άκρα στη βόρεια, και κρατήθηκε σαν πανικόβλητος καουμπόι στο ροντέο, καβάλα σ' έναν εξαγριωμένο ταύρο. Έμεινε για λίγο εκεί, να περιεργάζεται το στικτό πορτοκαλί-καφετί φινίρισμα και την πατίνα από νεκρές λειχήνες στα κεραμίδια. Του θύμιζαν την τέχνη του Τζάκσον Πόλοκ, αν και αυτή στα κεραμίδια τού φάνηκε πιο διακριτική, πιο πλήρης από νοήματα και πιο ελκυστική. Όταν θα έβρεχε, το στρώμα των νεκρών λειχήνων δεν θ' αργούσε να γίνει γλοιώδες και τα κεραμίδια επικίνδυνα γλιστερά. Έπρεπε να φτάσει στον Σκιτ και να κατέβουν προτού ξεσπάσει η καταιγίδα. Άρχισε να σέρνεται προς ένα μικρότερο κωδωνοστάσιο. Αυτό δεν είχε θόλο, αλλά ένα επιστέγασμα σαν μικρογραφία εκείνων που βλέπει κανείς στα τζαμιά, ντυμένο με κεραμικά πλακίδια που απεικόνιζαν ένα ισλαμικό σχέδιο, το λεγόμενο Δέντρο του Παραδείσου. Οι ιδιοκτήτες του

σπιτιού δεν ήταν μουσουλμάνοι, οπότε, προφανώς, είχαν συμπεριλάβει αυτή την εξωτική λεπτομέρεια γιατί την είχαν βρει οπτικά ελκυστική -αν και οι μόνοι που θα μπορούσαν να την πλησιάσουν εδώ πάνω για να τη θαυμάσουν ήταν αυτοί που επιδιόρθωναν τις στέγες, οι ελαιοχρωματιστές και οι καπνοδοχοκαθαριστές. Ακουμπώντας πάνω στον δίμετρο πύργο, ο Ντάστι σηκώθηκε. Πιασμένος από αεραγωγό σε αεραγωγό, κάτω από το χείλος του επιστεγάσματος, έκανε το γύρο του οικοδομήματος ως την επόμενη ανοιχτή έκταση. Καβαλικεύοντας για άλλη μια φορά τη ράχη της στέγης και σκυφτός, προχώρησε γοργά προς άλλο ένα αναθεματισμένο ψευτοκωδωνοστάσιο, που είχε κι αυτό θολωτό επιστέγασμα με το Δέντρο του Παραδείσου. Αισθανόταν σαν τον Κουασιμόδο, τον καμπούρη της Παναγίας των Παρισίων, που ζούσε στα ύψη· ίσως όχι τόσο άσχημος όσο εκείνος ο φουκαράς, όμως, από την άλλη, ούτε κατά διάνοια τόσο σβέλτος. 'Εκανε σιγά σιγά το γύρο του επόμενου πύργου και συνέχισε ως την άκρη της στέγης, που εκτεινόταν από ανατολή προς δύση και χωνόταν κάτω από τη στέγη στον άξονα Βορρά-Νότου, αυτή που βρισκόταν πάνω από την μπροστινή πτέρυγα της κατοικίας. Ο Σκιτ είχε βάλει μια κοντή αλουμινένια σκάλα σαν ράμπα από τη χαμηλότερη ράχη της στέγης προς την επικλινή επιφάνεια της ψηλότερης στέγης. Ο Ντάστι την ανέβηκε στα τέσσερα και ύστερα σηκώθηκε σκυφτός σαν πίθηκος, περνώντας από τη σκάλα σε άλλη μια επικλινή επιφάνεια. Όταν έφτασε επιτέλους στην τελευταία κορυφή, ο Σκιτ ούτε ξαφνιάστηκε ούτε ταράχτηκε αντικρίζοντάς τον. «Καλημέρα, Ντάστι», είπε. «Γεια σου, μικρέ». Ο Ντάστι ήταν είκοσι εννιά χρονών, μονάχα πέντε χρόνια μεγαλύτερος από τον Σκιτ, και παρ' όλα αυτά τον έβλεπε σαν παιδί. «Σε πειράζει να καθίσω;» ρώτησε ο Ντάστι. Ο Σκιτ, χαμογελώντας, είπε: «Θα μ' άρεσε να μου κάνεις παρέα». Ο Ντάστι κάθισε πλάι του, στη ράχη της στέγης, με τα γόνατά του ανασηκωμένα και τα παπούτσια του να πατούν γερά στα καμπυλωμένα κεραμίδια. Στην ανατολή, πέρα από τις κορυφές των δέντρων που

ανάδευε ο αέρας, πέρα από τις στέγες και τους αυτοκινητόδρομους και τους οικισμούς, πέρα από τους λόφους Σαν Χοακίν, υψώνονταν τα όρη Σάντα Άννα, καφετιά και ξηρά τώρα, στην αρχή της εποχής των βροχών, και γύρω από τις γέρικες κορυφές τους τυλίγονταν τα σύννεφα σαν βρόμικα σαρίκια. Κάτω στο δρομάκι, ο Μάδεργουελ είχε απλώσει ένα μεγάλο μουσαμά, αλλά ο ίδιος δεν φαινόταν πουθενά. Ο φύλακας τους κοίταξε συνοφρυωμένος και υστέρα είδε την ώρα. Είχε δώσει δέκα λεπτά διορία στον Ντάστι για να κατεβάσει τον Σκιτ. «Συγνώμη γι' αυτό», είπε ο Σκιτ. Η φωνή του ήταν απόκοσμα, τρομακτικά ήρεμη. «Συγνώμη για ποιο;» «Που θα πηδήξω στην ώρα της δουλειάς». «Θα μπορούσες να το κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου», συμφώνησε ο Ντάστι. «Ναι, αλλά ήθελα να πηδήξω την ώρα που είμαι ευτυχισμένος, όχι την ώρα που είμαι δυστυχισμένος, και πιο ευτυχισμένος είμαι στη δουλειά». «Ναι, κάνω ό,τι μπορώ για να δημιουργήσω ένα ευχάριστο περιβάλλον εργασίας». Ο Σκιτ γέλασε σιγανά και σκούπισε με το μανίκι του τη μύτη του, που έτρεχε. Αν και ήταν πάντοτε αδύνατος, ο Σκιτ ήταν κάποτε νευρώδης και σφριγηλός- τώρα παραήταν λιγνός, σχεδόν κοκαλιάρης, αλλά το σώμα του έδινε την εντύπωση πως είχε μαλακώσει, λες και το βάρος που είχε χάσει ήταν μονάχα οστά και μύες. Επίσης, ήταν ωχρός κι ας δούλευε συχνά στον ήλιο· μια φασματική χλομάδα φαινόταν κάτω από το αμυδρό μαύρισμά του, που η απόχρωσή του ήταν περισσότερο γκρίζα. Με τα φτηνά, μαύρα πάνινα παπούτσια του, που είχαν λευκές λαστιχένιες σόλες, τις κόκκινες κάλτσες του, το λευκό του παντελόνι και το κουρελιασμένο ωχροκίτρινο πουλόβερ του με τα ξεφτισμένα μανίκια που κρέμονταν χαλαρά γύρω από τους οστεώδεις καρπούς του, έμοιαζε σαν αγοράκι, ένα χαμένο παιδί που περιπλανιόταν στην έρημο δίχως νερό ή τροφή. Ο Σκιτ σκούπισε ξανά τη μύτη του με το μανίκι του πουλόβερ του και είπε: «Πρέπει να έχω κρυώσει». « Ή μπορεί το συνάχι να 'ναι παρενέργεια». Συνήθως τα μάτια του Σκιτ ήταν μελένια και πολύ φω-

τεινά, τώρα όμως ήταν τόσο υγρά, που το χρώμα τους έμοιαζε να έχει φύγει με τα δάκρυα, αφήνοντάς τα ωχρά και κιτρινωπά. «Σε απογοήτευσα, ε;» «Όχι». «Ναι. Δεν υπάρχει πρόβλημα όμως. Το καταλαβαίνω». «Δεν μπορείς να με απογοητεύσεις», τον διαβεβαίωσε ο Ντάστι. «Αυτό έκανα όμως. Το ξέραμε και οι δυο πως θα το έκανα». «Μόνο τον εαυτό σου μπορείς ν' απογοητεύσεις». «Ηρέμησε, αδερφέ». Ο Σκιτ χάιδεψε καθησυχαστικά το γόνατο του Ντάστι και χαμογέλασε. «Δε σε κακίζω που περίμενες πολλά από μένα, οΰτε κατηγορώ τον εαυτό μου που τα θαλάσσωσα. Το 'χω ξεπεράσει αυτό το στάδιο». Δεκαπέντε μέτρα χαμηλότερα, ο Μάδεργουελ βγήκε από το σπίτι κουβαλώντας μονάχος το στρώμα από ένα διπλό κρεβάτι. Οι ιδιοκτήτες, που έλειπαν σε διακοπές, είχαν αφήσει τα κλειδιά στον Ντάστι, γιατί κάποιοι εσωτερικοί τοίχοι, στους πιο πολυσύχναστους χώρους, ήθελαν επίσης βάψιμο. Αυτό το κομμάτι της δουλειάς είχε τελειώσει. Ο Μάδεργουελ έριξε το στρώμα πάνω στον απλωμένο μουσαμά, κοίταξε τον Ντάστι και τον Σκιτ και ύστερα ξαναμπήκε στο σπίτι. Ακόμη κι από δεκαπέντε μέτρα ψηλά, ο Ντάστι μπορούσε να δει πως ο φύλακας δυσφορούσε επειδή ο Μάδεργουελ λεηλατούσε το σπίτι για να ανακόψει την ορμή της πτώσης του Σκιτ. «Τι πήρες;» ρώτησε ο Ντάστι. Ο Σκιτ ανασήκωσε τους ώμους του κι έστρεψε το πρόσωπο του προς τα κοράκια που έκαναν κύκλους από πάνω. Τα κοίταξε μ' ένα τόσο ανόητο χαμόγελο και με τέτοιο δέος, που θα 'λεγες πως ήταν κάποιος μανιακός με την υγιεινή ζωή, ο οποίος είχε αρχίσει την ημέρα του μ' ένα ποτήρι φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα, ένα κεκάκι από πίτουρο δίχως ζάχαρη, μια ομελέτα με τυρί σόγιας και δέκα χιλιόμετρα περπάτημα. «Δεν μπορεί να μη θυμάσαι τι πήρες», τον πίεσε ο Ντάστι. «Ένα κοκτέιλ», είπε ο Σκιτ. «Χάπια και σκόνες». «Διεγερτικά, ηρεμιστικά;» «Μπορεί και τα δυο. Κι άλλα. Όμως δε νιώθω άσχημα». Απέστρεψε το βλέμμα από τα πουλιά κι έβαλε το δεξί του

χέρι στον ώμο του Ντάστι. «Δε νιώθω χάλια πια. Νιώθω γαλήνιος, Ντάστι». «Παρ' όλα αυτά, θα 'θελα να μάθω τι πήρες». «Γιατί; Μπορεί να ήταν η νοστιμότερη συνταγή που έγινε ποτέ, αλλά εσύ αποκλείεται να τη δοκίμαζες». Ο Σκιτ χαμογέλασε και τσίμπησε τρυφερά το μάγουλο του Ντάστι. «Όχι εσυ. Δεν είσαι σαν εμένα». Ο Μάδεργουελ βγήκε από το σπίτι κουβαλώντας άλλο ένα στρώμα από κάποιο διπλό κρεβάτι. Το έβαλε δίπλα στο πρώτο. «Αυτό είναι ανοησία», είπε ο Σκιτ, δείχνοντας προς την άκρη της απόκρημνης στέγης τα στρώματα. «Θα πηδήξω δεξιά ή αριστερά τους». «Άκου, δεν πρόκειται να πηδήξεις στο δρομάκι των Σόρενσον», είπε αποφασιστικά ο Ντάστι. «Δε θα τους νοιάξει. Είναι στο Παρίσι». «Στο Λονδίνο». «Όπου είναι, τέλος πάντων». «Και θα τους νοιάξει. Θα γίνουν έξω φρενών». Ανοιγοκλείνοντας τα τσιμπλιασμένα του μάτια, ο Σκιτ είπε: «Τι... τόσο συντηρητικοί είναι;» Ο Μάδεργουελ διαπληκτιζόταν με το φύλακα. Ο Ντάστι άκουγε τις φωνές τους, όχι όμως και ό,τι έλεγαν. Ο Σκιτ είχε ακόμη το χέρι του στον ώμο του Ντάστι. «Κρυώνεις». «Όχι», είπε ο Ντάστι. «Μια χαρά είμαι». «Τρέμεις». «Δεν κρυώνω. Απλώς φοβάμαι». «Εσύ;» Τα τσιμπλιασμένα μάτια του Σκιτ σαν να καθάρισαν από τη δυσπιστία. «Τι φοβάσαι;» «Τα ύψη». Ο Μάδεργουελ κι ο φύλακας μπήκαν στο σπίτι. Από ψηλά, έμοιαζε σαν να είχε τυλίξει ο Μάδεργουελ το χέρι του γύρω από την πλάτη του τύπου, σαν να τον είχε σηκώσει και τον κουβαλούσε. «Τα ύψη;» τον ρώτησε χάσκοντας ο Σκιτ. «Όποτε είναι να βαφτεί κάτι σε κάποια στέγη, πάντα θέλεις να το κάνεις μόνος σου». «Μ' έναν κόμπο διαρκώς στο στομάχι». «Σοβαρέψου. Εσύ δε φοβάσαι τίποτε». «Κι όμως». «Εσύ αποκλείεται».

«Ναι, εγώ». «Όχι εσύ!» επέμεινε με ξαφνικό θυμό ο Σκιτ. «Ακόμη κι εγώ». Καταστενοχωρημένος, με τη διάθεση του να έχει αλλάξει ριζικά μέσα σε μια στιγμή, ο Σκιτ τράβηξε το χέρι του από τον ώμο του Ντάστι. Αγκάλιασε τον εαυτό του και άρχισε να λικνίζεται αργά μπρος πίσω, καθισμένος στη στενή ράχη της στέγης. Η φωνή του ήταν γεμάτη αγωνία, γεμάτη πόνο, λες και ο Ντάστι δεν είχε ανακοινώσει απλώς ότι φοβόταν τα ύψη, αλλά ότι είχε καρκίνο και θα πέθαινε: «Όχι εσύ, όχι εσύ, όχι εσύ, όχι εσύ...» Σ' αυτή την κατάσταση, ο Σκιτ μπορεί να αντιδρούσε καλά αν τον τάιζαν κάμποσες γλυκές κουταλιές συμπόνιας· αν θεωρούσε, όμως, πως τον παραχάιδευαν, θα γινόταν σκυθρωπός, απρόσιτος, μπορεί και εχθρικός, που σε κανονικές συνθήκες θα ήταν ενοχλητικό, αλλά στα δεκαπέντε μέτρα πάνω απ' το έδαφος μπορεί να γινόταν επικίνδυνο. Γενικά, αντιδρούσε καλύτερα αν του συμπεριφέρονταν με αγάπη αλλά και με αυστηρότητα, αν του μιλούσαν με χιούμορ και του έλεγαν την ωμή αλήθεια. Στο μονότονο όχι εσύ του Σκιτ, ο Ντάστι αποκρίθηκε: «Είσαιτόσο ανόητος». «Εσύ είσαι ο ανόητος». «Λάθος. Εσύ είσαι ο ανόητος». «Εσύ είσαι ο ανόητος, τελεία και παύλα», είπε ο Σκιτ. Ο Ντάστι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, εγώ είμαι ο ψυχολογικά πρόγηρος». «Ο ποιος;» «Ψυχολογικά σημαίνει "σε σχέση με τη νόηση". Πρόγηρος σημαίνει "κάποιος που πάσχει από προγηρία", η οποία είναι μια "σύμφυτη ανωμαλία, που χαρακτηρίζεται από πρόωρη και ταχεία γήρανση, με αποτέλεσμα ο πάσχων κατά την παιδική ηλικία να δίνει την εντύπωση ηλικιωμένου"». Ο Σκιτ τίναξε το κεφάλι του. «Ε, είδα μια τέτοια ιστορία στο 60 Λ επτά». «Λοιπόν, ψυχολογικά πρόγηρος είναι κάποιος που είναι νοητικά γέρος ακόμη κι όταν είναι παιδί. Ψυχολογικά πρόγηρος. Ο μπαμπάς μου μ' αποκαλούσε έτσι. Κάποιες φορές το συντόμευε στα αρχικά του -ΨΠ. Έλεγε: "Τι κάνει σήμερα ο μικρός μου ΨΠ;" ή "Αν δε θες να με βλέπεις να πίνω κι άλλο ουίσκι, μικρέ μου ΨΠ, πήγαινε στο δεντρόσπιτο, στην πίσω αυλή, να παίξεις με τα σπίρτα για λίγο"».

Αποδιώχνοντας την αγωνία και την οργή του τόσο ξαφνικά όσο τον είχαν πλημμυρίσει, ο Σκιτ είπε συμπονετικά: «Ω... Άρα, δεν ήταν απλώς ένα τρυφερό παρατσούκλι, ε;» «Όχι. Όχι - ήταν κάτι σαν το ανόητος». Ο Σκιτ συνοφρυώθηκε και είπε: «Ποιος ήταν ο μπαμπάς σου;» «Ο δόκτωρ Τρέβορ Πεν Ρόουντς, καθηγητής λογοτεχνίας, ειδικός στη θεωρία της αποδόμησης». «Α, ναι. Ο δόκτωρ Αποδόμηση». Κοιτάζοντας τα όρη Σάντα Άννα, ο Ντάστι παρέφρασε τα λόγια του δόκτορα Ρόουντς: «Η γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει την πραγματικότητα. Η λογοτεχνία δεν έχει καμιά σταθερή πηγή αναφοράς, κανένα αληθινό νόημα. Η ερμηνεία κάθε αναγνώστη είναι εξίσου έγκυρη και σημαντικότερη σε σχέση με την πρόθεση του συγγραφέα. Για την ακρίβεια, τίποτε στη ζωή δεν έχει νόημα. Η πραγματικότητα είναι υποκειμενική. Η αλήθεια και οι αξίες είναι υποκειμενικές. Η ζωή η ίδια είναι κάποιου είδους ψευδαίσθηση. Μπλα, μπλα, μπλα, ας πιούμε άλλο ένα ουίσκι». Τα μακρινά βουνά σίγουρα φαίνονταν αληθινά, και ένιωθε εξίσου αληθινή τη στέγη κάτω από τον πισινό του- και, αν γκρεμιζόταν με το κεφάλι στο δρομάκι, είτε θα σκοτωνόταν είτε θα σακατευόταν για όλη του τη ζωή, πράγμα που δεν θα αποδείκνυε τίποτε στον ξεροκέφαλο δόκτορα Αποδόμηση, αλλά θα ήταν ολότελα πραγματικό για τον Ντάστι. «Γι' αυτό φοβάσαι τα ύψη; Εξαιτίας κάποιου πράγματος που έκανε εκείνος;» ρώτησε ο Σκιτ. «Ποιος; Ο δόκτωρ Αποδόμηση; Μπα. Απλώς τα ύψη με τρομάζουν, αυτό είναι όλο κι όλο». Με ειλικρινή ανησυχία, ο Σκιτ είπε: «Θα μπορούσες ν' ανακαλύψεις το λόγο. Μίλα σ' έναν ψυχίατρο». «Μου φαίνεται πως θα πάω απλώς στο σπίτι μου και θα μιλήσω στο σκύλο μου». «Έχω κάνει κάμποση ψυχοθεραπεία». «Κι έκανε θαύματα, ε;» Ο Σκιτ γέλασε τόσο δυνατά, που έτρεξε μύξα από τη μύτη του. «Συγνώμη». Ο Ντάστι τράβηξε ένα χαρτομάντιλο από την τσέπη του και του το πρόσφερε. Καθώς φυσούσε τη μύτη του, ο Σκιτ είπε: «Εγώ... εγώ είμαι άλλη υπόθεση. Απ' όσο μπορώ να θυμηθώ, φοβάμαι τα πάντα».

«Το ξέρω». «Φοβάμαι να σηκωθώ, φοβάμαι να πλαγιάσω και φοβάμαι ό,τι πρέπει να κάνω στο ενδιάμεσο. Τώρα όμως δε φοβάμαι». Τέλειωσε με το σκούπισμα της μύτης του κι έδωσε το χαρτομάντιλο στον Ντάστι. «Κράτα το», είπε ο Ντάστι. «Ευχαριστώ. Ε, ξέρεις γιατί δε φοβάμαι πια;» «Γιατί είσαι μαστουρωμένος;» Ο Σκιτ γέλασε -το γέλιο του ήταν τρεμάμενο- και ένευσε. «Αλλά και γιατί είδα την Άλλη Μεριά». «Την άλλη μεριά ποιου πράγματος;» «Κεφαλαίο Α, κεφαλαίο Μ. Με επισκέφτηκε ένας άγγελος του θανάτου και μου έδειξε τι μας περιμένει». «Είσαι άθεος», του υπενθύμισε ο Ντάστι. «Όχι πια. Δεν είμαι πια. Κι αυτό πρέπει να σε κάνει πολύ ευτυχισμένο, ε, αδερφέ;» «Τι εύκολα που είναι όλα για σένα. Καταπίνεις ένα χάπι και βρίσκεις το Θεό». Το χαμόγελο στην κάτισχνη φυσιογνωμία του Σκιτ τόνισε το κρανίο κάτω από το δέρμα του, που ήταν τρομακτικά κοντά στην επιφάνεια. «Καλό, ε; Τέλος πάντων, ο άγγελος με πρόσταξε να πηδήξω, έτσι κι εγώ θα πηδήξω». Ξαφνικά ο άνεμος δυνάμωσε, σάρωσε τη στέγη ουρλιάζοντας, πιο παγερός από πριν, φέρνοντας μαζί του την αλμυρή μυρωδιά της μακρινής θάλασσας -και ύστερα, στιγμιαία, σαν οιωνός, τους τύλιξε η βαριά οσμή σάπιων φυκιών. Το να σηκωθεί και να δοκιμάσει να διασχίσει μια τόσο κατηφορική στέγη, με τον άνεμο να λυσσομανά έτσι, ήταν μια πρόκληση που θα προτιμούσε ο Ντάστι να μην την αντιμετωπίσει, γι' αυτό προσευχήθηκε να κοπάσει σύντομα ο αέρας. Ριψοκινδυνεύοντας, βασιζόμενος στην υπόθεση πως οι αυτοκτονικές τάσεις του Σκιτ πήγαζαν, όπως επέμενε, απ' αυτή την ξαφνική αφοβία του, κι ελπίζοντας πως μια γερή δόση τρόμου θα έκανε τον πιτσιρικά ν' αγαπήσει ξανά τη ζωή, ο Ντάστι είπε: «Δεν απέχουμε παρά δεκαπέντε μέτρα απ' το έδαφος, κι από την άκρη της στέγης μέχρι κάτω δε θα είναι πάνω από δέκα μέτρα. Το να πηδήξεις θα ήταν χαρακτηριστική απόφαση ενός ανόητου, αφού το πιθανότερο είναι να μη σκοτωθείς, αλλά να μείνεις παράλυτος για όλη σου τη ζωή, καταδικασμένος να περάσεις τα επόμενα σαράντα χρόνια ανήμπορος, με μηχανική υποστήριξη».

«Όχι, θα πεθάνω», είπε σχεδόν κεφάτα ο Σκιτ. «Δεν μπορείς να είσαι βέβαιος». «Μη μου κάνεις τον έξυπνο, Ντάστι». «Δε σου κάνω τον έξυπνο». «Με το ν' αρνείσαι ότι κάνεις τον έξυπνο κάνεις τον έξυπνο». «Τότε κάνω τον έξυπνο». «Βλέπεις;» Ο Ντάστι πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. «Δεν έχει νόημα να πηδήξεις από δω. Ας κατέβουμε και θα σε πάω με το αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο Φορ Σίζονς στο Φάσιον Άιλαντ. Μπορούμε ν' ανέβουμε στη στέγη, δεκατέσσερις, δεκαπέντε ορόφους ψηλά, όσοι είναι, και να πηδήξεις από κει για να 'σαι βέβαιος πως θα τα καταφέρεις». «Δε θα το 'κάνες». «Και βέβαια θα το 'κανα. Αν είναι να το κάνεις, κάν' το σωστά. Μην τα θαλασσώσεις και σ' αυτό». «Ντάστι, είμαι μαστουρωμένος, αλλά βλάκας δεν είμαι». Ο Μάδεργουελ κι ο φύλακας βγήκαν από το σπίτι μ' ένα πελώριο στρώμα. Παλεύοντας μ' αυτό το άβολο αντικείμενο, θύμιζαν λίγο τον Χοντρό και τον Λιγνό, όμως ο Ντάστι δεν διέκρινε κανένα ίχνος ευθυμίας στο γέλιο του Σκιτ. Κάτω στο δρομάκι, οι δυο άντρες έριξαν το φορτίο τους πάνω στα δυο μικρότερα στρώματα που βρίσκονταν ήδη πάνω στο μουσαμά. Ο Μάδεργουελ κοίταξε τον Ντάστι και σήκωσε τα χέρια, ανοιχτά, σαν να 'λεγε: Τι περιμένεις; Έ ν α από τα κοράκια που έκαναν κύκλους από πάνω άφησε μια «ρουκέτα», με τέτοια ακρίβεια στη στόχευση, που θα τη ζήλευε οποιαδήποτε εξελιγμένη πολεμική αεροπορία στον κόσμο. Μια βρόμικη λευκή μάζα έσκασε στο αριστερό παπούτσι του Σκιτ. Ο Σκιτ κοίταξε το ευκοίλιο κοράκι και ύστερα το βρομισμένο παπούτσι του. Η διάθεσή του άλλαξε τόσο απότομα, που δεν θα ήταν παράξενο αν είχε κάνει μια ολόκληρη στροφή το κεφάλι του από τη βιαιότητα της αλλαγής. Το απόκοσμο χαμόγελο του χάθηκε σαν χώμα στην τρύπα του νιπτήρα και το πρόσωπο του έγινε μια μάσκα απόγνωσης. Με τσακισμένη φωνή, είπε, «Αυτή είναι η ζωή μου», κι έσκυψε για να χώσει το ένα του δάχτυλο στη βρομιά πάνω στο παπούτσι. «Η ζωή μου».

«Μη γίνεσαι γελοίος», είπε ο Ντάστι. «Δεν είσαι τόσο μορφωμένος που να μπορείς να σκέφτεσαι με μεταφορές». Αυτή τη φορά δεν κατόρθωσε να κάνει τον Σκιτ να γελάσει. «Είμαι τόσο κουρασμένος», είπε ο Σκιτ, τρίβοντας ένα κομμάτι της κουτσουλιάς ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη του. «Ώρα να πέσω στο κρεβάτι». Δεν εννοούσε κρεβάτι όταν είπε κρεβάτι. Οΰτε εννοούσε πως θα έπαιρνε έναν υπνάκο πάνω στα στρώματα. Αυτό που εννοούσε ήταν πως ετοιμαζόταν να βυθιστεί στον μεγάλο ύπνο, κάτω από μια χωμάτινη κουβέρτα, και να ονειρευτεί με τα σκουλήκια. Ο Σκιτ σηκώθηκε στην κορυφή της στέγης. Αν και ήταν λεπτός σαν κλαράκι, δεν έσκυβε καθόλου, σαν να μη νοιαζόταν ιδιαίτερα για τον άνεμο που σφύριζε. Όταν σηκώθηκε όμως ο Ντάστι με προσοχή, σκυφτός, ο αέρας τον χτύπησε με θυελλώδη δύναμη, σπρώχνοντάς τον μπροστά και κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να ταλαντευτεί για μια στιγμή, προτού πάρει μια στάση με χαμηλότερο κέντρο βάρους. Είτε ήταν κομμένος και ραμμένος για τον πατέρα του αυτός ο άνεμος, πράγμα που σήμαινε πως η επίδρασή του θα ήταν διαφορετική ανάλογα με την ερμηνεία του καθενός, ένα απαλό αεράκι για τον έναν, ένας τυφώνας για τον άλλο, είτε ο φόβος του Ντάστι για τα ύψη τον έκανε να νιώθει υπερβολικά έντονα την κάθε ριπή του ανέμου. Επειδή εδώ και πολύ καιρό είχε απορρίψει τις παλαβές φιλοσοφίες του γέρου του, σκέφτηκε πως, αφού μπορούσε ο Σκιτ να στέκεται όρθιος δίχως να κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα σαν φρίσμπι, τότε μπορούσε κι ο ίδιος. Ο Σκιτ, υψώνοντας τη φωνή του, είπε: «Αυτό είναι για το καλύτερο, Ντάστι». «Λες και ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο». «Μη δοκιμάσεις να μ' εμποδίσεις». «Κοίτα, πρέπει να προσπαθήσω». «Δεν πρόκειται να με μεταπείσεις». «Το έχω καταλάβει αυτό». Απέμειναν να κοιτάζονται, σαν να ήταν δυο αθλητές έτοιμοι να συναγωνιστούν σ' ένα καινούριο άθλημα σε επικλινή πίστα: ο Σκιτ όρθιος, σαν καλαθοσφαιριστής που περιμένει το τζάμπολ, ο Ντάστι σκυφτός, σαν λιπόβαρος α-

Ολητής του σοΰμο που προσπαθεί να αρπάξει από κάπου τον αντίπαλο του. «Δε θέλω να πάθεις κακό», είπε ο Σκιτ. «Ούτε εγώ θέλω να πάθω κακό». Αν ο Σκιτ ήταν αποφασισμένος να πηδήξει από το σπίτι των Σόρενσον, δεν θα μπορούσε να τον εμποδίσει. Η απότομη κλίση της στέγης, οι καμπυλωμένες επιφάνειες των κεραμιδιών, ο άνεμος κι ο νόμος της βαρύτητας ήταν με το μέρος του. Το μόνο που μπορούσε να ελπίζει ο Ντάστι ήταν ότι θα κατόρθωνε να σιγουρευτεί πως ο δύστυχος ηλίθιος θα έπεφτε ακριβώς από το σωστό σημείο, από την άκρη της στέγης, ώστε να προσγειωθεί πάνω στα στρώματα. «Είσαι φίλος μου, Ντάστι. Ο μόνος αληθινός μου φίλος». «Σ' ευχαριστώ για την ψήφο εμπιστοσύνης, μικρέ». «Και, κατά συνέπεια, ο καλύτερος μου φίλος». «Αφού δεν υπάρχει άλλος», συμφώνησε ο Ντάστι. «Ο καλύτερος φίλος ενός ανθρώπου δε θα 'πρεπε να τον εμποδίζει τη στιγμή του μεγαλείου του». «Μεγαλείου;» «Αυτό που είδα από την Άλλη Μεριά. Το μεγαλείο». Ο μόνος τρόπος για να σιγουρευτεί πως ο Σκιτ θα έπεφτε από τη στέγη ακριβώς πάνω από τα στρώματα ήταν να τον αρπάξει την κατάλληλη στιγμή και να τον τινάξει προς το ιδανικό σημείο στο χείλος της στέγης. Πράγμα που σήμαινε ότι θα έπρεπε να πέσει μαζί του από τη στέγη. Ο άνεμος τίναζε πέρα δώθε, σαν μαστίγια, τα μακριά ξανθά μαλλιά του Σκιτ, που ήταν το τελευταίο ελκυστικό χαρακτηριστικό που είχε απομείνει πάνω του. Κάποτε ήταν όμορφο αγόρι, τραβούσε τις κοπέλες. Τώρα το κορμί του ήταν παραμελημένο, το πρόσωπο του σταχτί και τσακισμένο, τα μάτια του θαμπά σαν τον πάτο μιας πίπας του κρακ. Τα πυκνά, λίγο σγουρά, χρυσαφένια μαλλιά του ήταν τόσο αταίριαστα με την υπόλοιπη εμφάνισή του, που έμοιαζαν με περούκα. Ο Σκιτ στεκόταν ασάλευτος. Μπορεί να ήταν ολότελα μαστουρωμένος, όμως συνάμα ήταν προσεκτικός και σε εγρήγορση, καθώς υπολόγιζε πώς θα ξέφευγε από τον Ντάστι για να βουτήξει ανεμπόδιστος με το κεφάλι στο λιθόστρωτο. Ελπίζοντας πως θα τραβούσε την προσοχή του πιτσιρικά ή πως θα κέρδιζε τουλάχιστον κάποιο χρόνο, ο Ντάστι είπε: «Πάντα αναρωτιόμουν... Με τι μοιάζει ο άγγελος του θανάτου;»

«Γιατί ρωτάς;» «Τον είδες, έτσι δεν είναι;» Ο Σκιτ είπε συνοφρυωμένος: «Ναι, φαινόταν μια χαρά». Μια δυνατή ριπή του ανέμου άδραξε το λευκό καπελάκι του Ντάστι και το έστειλε στη χώρα του Οζ, όμως δεν του απέσπασε την προσοχή από τον Σκιτ. «Έμοιαζε με τον Μπραντ Πιτ;» «Γιατί να μοιάζει με τον Μπραντ Πιτ;» ρώτησε ο Σκιτ κοιτάζοντας λοξά, κρυφά, προς το χείλος της στέγης, και στρέφοντας κατόπιν το βλέμμα του στον Ντάστι. «Ο Μπραντ Πιτ τον έπαιζε σ' εκείνη την ταινία, το Συνάντησε τον Τζο Μπλακ». «Δεν την είδα». Ο Ντάστι, νιώθοντας όλο και μεγαλύτερη απόγνωση, είπε: «Έμοιαζε του Τζακ Μπένι;» «Δεν καταλαβαίνω τι λες». «Ο Τζακ Μπένι τον έπαιξε μια φορά, σε μια πολύ παλιά ταινία. Θυμάσαι; Την είδαμε παρέα». «Δε θυμάμαι πολλά πράματα. Εσύ είσαι αυτός που 'χει φωτογραφική μνήμη». «Ειδητική. Ό χ ι φωτογραφική. Ειδητική κι ακουστική μνήμη». «Βλέπεις; Δε θυμάμαι καν τον όρο. Εσύ θυμάσαι τι έφαγες για βραδινό πριν από πέντε χρόνια. Εγώ δε θυμάμαι καν τι έφαγα χτες το βράδυ». «Είναι ένα κόλπο όλο κι όλο η ειδητική μνήμη. Και, ούτως ή άλλως, είναι άχρηστη». Οι πρώτες χοντρές στάλες βροχής πιτσίλισαν τη στέγη του σπιτιού. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει κάτω ο Ντάστι για να δει τις νεκρές λειχήνες στα κεραμίδια να μεταμορφώνονται σ' ένα λεπτό γλοιώδες στρώμα, γιατί το μύριζε, μια ανεπαίσθητη αλλά χαρακτηριστική οσμή μούχλας, κι επίσης μύριζε τον βρεγμένο πηλό των κεραμιδιών. Μια τρομακτική εικόνα ξεπήδησε φευγαλέα στο νου του: Αυτός κι ο Σκιτ να γλιστρούν από τη στέγη και ύστερα να γκρεμίζονται- ο Σκιτ να πέφτει στα στρώματα χωρίς την παραμικρή αμυχή κι ο Ντάστι να μην τα καταφέρνει και να σπάει τη ραχοκοκαλιά του στο λιθόστρωτο. «Του Μπίλι Κρίσταλ», είπε ο Σκιτ. «Τι... ο Θάνατος εννοείς; Ο άγγελος του θανάτου έμοιαζε με τον Μπίλι Κρίσταλ;»

«Έχεις κάνα πρόβλημα μ' αυτό;» «Για όνομα του Θεού, Σκιτ, δεν είναι δυνατόν να εμπιστεύεσαι έναν άγγελο του θανάτου εξυπνάκια, μισοκακόμοιρο και καλαμπουρτζή σαν τον Μπίλι Κρίσταλ!» «Μ' άρεσε», είπε ο Σκιτ κι έτρεξε προς το χείλος.

Δ Υ Ν Α Τ Έ ς ΥΠΌΚΩΦΕς ΕΚΡΉΞΕΙς ΑΚΟΎΓΟΝΤΑΝ κατά

μήκος των νότιων παραλίων, σαν να υπήρχαν εκεί κάμποσα θωρηκτά που κάλυπταν με τα μεγάλα πυροβόλα τους τους στρατιώτες που εφορμούσαν. Πελώρια κύματα έσκαζαν στην ακτή και σφαίρες νερού τινάζονταν από τον άνεμο και έπεφταν κροταλίζοντας στη στεριά, ανάμεσα στις χαμηλές θίνες και το αραιό χορτάρι. Η Μάρτι Ρόουντς διέσχισε γοργά τον παραθαλάσσιο δρόμο κατά μήκος της χερσονήσου Μπαλμπόα, που ήταν φαρδύς και τσιμεντένιος, με σπίτια που έβλεπαν προς τον ωκεανό από τη μια μεριά και προς τις πλατιές ακρογιαλιές από την άλλη. Ευχόταν να μην έβρεχε για κάνα μισάωρο ακόμη. Το στενό τριώροφο σπίτι της Σούζαν Τζάγκερ ήταν στριμωγμένο ανάμεσα σε παρόμοιες κατοικίες. Το φαγωμένο απ' τη βροχή και τον άνεμο εξωτερικό του σπιτιού, από κέδρινες σανίδες, θύμιζε αόριστα αγροικία τύπου Κέιπ Κοντ, αν και η μικρή έκταση του οικοπέδου ήταν μάλλον απαγορευτική γι' αυτό το αρχιτεκτονικό στυλ. Το σπίτι, όπως και τα γειτονικά του, δεν είχε μπροστινή αυλή, ούτε υπερυψωμένη βεράντα, αλλά μονάχα ένα αίθριο με μερικά φυτά σε γλάστρες. Το αίθριο ήταν πλίνθινο, πίσω από ένα λευκό ξύλινο φράχτη. Η πύλη του φράχτη ήταν ανοιχτή και οι μεντεσέδες έτριζαν. Η Σούζαν έμενε κάποτε στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο μαζί με το σύζυγο της, τον Έρικ, που χρησιμοποιούσε τον δεύτερο -που είχε δική του κουζίνα και μπάνιο- σαν σπίτι-γραφείο. Τώρα ήταν σε διάσταση. Ο Έρικ είχε αλλάξει σπίτι πριν από ένα χρόνο και η Σούζαν είχε μετακομίσει επάνω, νοικιάζοντας τους δύο κάτω ορόφους σ' ένα ήσυχο

ζευγάρι, δυο συνταξιούχους που, απ' ό,τι φαινόταν, το μόνο τους πάθος ήταν τα δύο μαρτίνι που έπινε ο καθένας πριν από το δείπνο και τα μόνα κάτοικίδιά τους ήταν τέσσερα παπαγαλάκια. Μια απότομη εξωτερική σκάλα ανέβαινε απ' το πλάι του σπιτιού ως τον δεύτερο όροφο. Καθώς προχωρούσε η Μάρτι προς το μικρό σκεπαστό κεφαλόσκαλο, πουλιά στριφογύριζαν από πάνω κρώζοντας -γλάροι που έρχονταν από τον Ιΐιρηνικό, διέσχιζαν τη χερσόνησο και πετούσαν κατά το λιμάνι για να κουρνιάσουν προστατευμένοι ώσπου να περάσει η καταιγίδα. Η Μάρτι χτύπησε την πόρτα, ύστερα όμως ξεκλείδωσε δίχως να περιμένει να της ανοίξουν. Η Σούζαν δίσταζε πάντα ν' ανοίξει όταν της χτυπούσαν την πόρτα, απρόθυμη ν' αντιμετωπίσει τον έξω κόσμο, κι έτσι είχε δώσει ένα κλειδί στη Μάρτι πριν από ένα χρόνο περίπου. Επιστρατεύοντας το κουράγιο της για τη δοκιμασία που την περίμενε, μπήκε στην κουζίνα, που φωτιζόταν από ένα και μοναδικό φως, πάνω από το νεροχύτη. Τα παντζούρια ήταν κλειστά και πυκνό σκοτάδι, σαν μενεξελί πέπλο, σκέπαζε τα πάντα. Το δωμάτιο δεν ευωδίαζε από μπαχαρικά ή από μυρωδιές μαγειρέματος. Αντίθετα, στον αέρα πλανιόνταν οι αχνές αλλά όξινες οσμές απολυμαντικού, σκόνης καθαρισμού και παρκετίνης. «Εγώ είμαι», φώναξε η Μάρτι, αλλά η Σούζαν δεν αποκρίθηκε. Το μόνο φως στην τραπεζαρία ερχόταν πίσω από τις πόρτες ενός μικρού σκρίνιου με πορσελάνινες αντίκες που έλαμπαν, τοποθετημένες σε γυάλινα ράφια. Εδώ ο αέρας μύριζε λούστρο επίπλων. Αν ήταν αναμμένα όλα τα φώτα, το διαμέρισμα θα φαινόταν πεντακάθαρο, πιο καθαρό κι από χειρουργείο. Η Σούζαν Τζάγκερ είχε να γεμίσει κάμποσο ελεύθερο χρόνο. Η Μάρτι, κρίνοντας από το μείγμα των οσμών στο καθιστικό, συμπέρανε πως το χαλί είχε σαπουνιστεί πρόσφατα, τα έπιπλα είχαν στιλβωθεί, η ταπετσαρία είχε καθαριστεί και αποξηραμένα αρωματισμένα πέταλα, που μύριζαν κίτρο, είχαν τοποθετηθεί σε δύο μικρά κόκκινα κεραμικά βάζα στα τραπεζάκια δεξιά κι αριστερά από τον καναπέ. Τα μεγάλα παράθυρα, που η θέα τους στον ωκεανό ήταν

πανέμορφη, αναζωογονητική, ήταν καλυμμένα με πτυχωτά ριντό και βαριές κουρτίνες. Μέχρι πριν από τέσσερις μήνες, η Σούζαν μπορούσε τουλάχιστον να ατενίζει με μελαγχολική λαχτάρα τον κόσμο, αν και για δεκάξι μήνες φοβόταν να βγει έξω και δεν άφηνε το σπίτι της παρά μόνο αν είχε μαζί της κάποιον που θα μπορούσε να τη στηρίξει συναισθηματικά. Τώρα, και μόνο η θέα ενός απέραντου ανοιχτού χώρου, απροστάτευτου, δίχως τοίχους ή οροφή, μπορούσε να πυροδοτήσει μια φοβική αντίδραση. Όλες οι λάμπες ήταν αναμμένες και το ευρύχωρο καθιστικό φωτιζόταν άπλετα. Τα καλυμμένα παράθυρα, όμως, και η αφύσικη σιγαλιά έκαναν την ατμόσφαιρα να μοιάζει νεκρική. Με τους ώμους κυρτούς και το κεφάλι χαμηλωμένο, η Σούζαν περίμενε καθισμένη σε μια πολυθρόνα. Φορούσε τη μαύρη φούστα της και το μαύρο της πουλόβερ και είχε τη στάση μιας γυναίκας που πενθούσε. Αν έκρινε κανείς απ' την εμφάνισή της, θα πίστευε πως το χαρτόδετο βιβλίο στα χέρια της ήταν η Βίβλος, όμως ήταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. «Ο δολοφόνος ήταν ο μπάτλερ;» ρώτησε η Μάρτι και κάθισε στην άκρη του καναπέ. Δίχως να σηκώσει τα μάτια, η Σούζαν είπε: «Όχι. Η καλόγρια». «Δηλητήριο;» Εξακολουθώντας να κοιτάζει το βιβλίο, η Σούζαν είπε: «Δύο με τσεκούρι. 'Εναν με σφυρί. Έ ν α ν με συρμάτινο βρόχο. Έναν με φλόγιστρο ακετυλενίου. Και δύο με πιστόλι καρφιών». «Πω, πω, μια καλόγρια κατά συρροήν δολοφόνος». «Μπορείς να κρύψεις κάμποσα όπλα κάτω από ένα ράσο». «Τα αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν αλλάξει από τότε που τα διαβάζαμε στο γυμνάσιο». «Κι όχι πάντα προς το καλύτερο», είπε η Σούζαν κλείνοντας το βιβλίο. Ήταν οι καλύτερες φίλες από δέκα χρονών για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια μοιράζονταν πολύ περισσότερα από τα αστυνομικά μυθιστορήματα -ελπίδες, φόβους, ευτυχία, θλίψη, γέλιο, δάκρυα, κουτσομπολιά, εφηβικό ενθουσιασμό, σκληρά κερδισμένη επίγνωση. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκάξι μηνών, από την ανεξήγητη εμφάνιση της αγο-

ραφοβίας της Σούζαν, μοιράζονταν περισσότερο πόνο παρά απόλαυση. «Έπρεπε να σου είχα τηλεφωνήσει», είπε η Σούζαν. «Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ να δω το γιατρό σήμερα». Αυτή ήταν μια ιεροτελεστία και η Μάρτι έπαιξε το ρόλο της. «Φυσικά μπορείς, Σούζαν. Και θα το κάνεις». Αφήνοντας παράμερα το βιβλίο και κουνώντας το κεφάλι, η Σούζαν είπε: «Όχι' θα τηλεφωνήσω στο δόκτορα Άριμαν και θα του πω ότι είμαι άρρωστη. Έ χ ω κρυώσει, ίσως ν' άρπαξα γρίπη». «Δε μου ακούγεσαι μπουκωμένη». Η Σούζαν μόρφασε. «Μάλλον είναι γρίπη στο στομάχι». «Πού είναι το θερμόμετρο σου; Να δούμε αν έχεις πυρετό». «Αχ, Μάρτι, κοίταξέ με. Είμαι χάλια. Χλομή, με κόκκινα μάτια, και τα μαλλιά μου είναι φρίκη. Δεν μπορώ να βγω έτσι έξω». «Σύνελθε, Σουζ. Είσαι εντάξει». «Έχω τα χάλια μου». «Η Τζούλια Ρόμπερτς, η Σάντρα Μπούλοκ, η Κάμερον Ντίαζ μέχρι και φόνο θα έκαναν για να είναι σαν εσένα, ακόμη κι όταν είσαι άρρωστη του θανατά κι έχεις τρελαθεί στους εμετούς, πράγμα που δε συμβαίνει τώρα». «Είμαι τέρας». «Α, ναι, σωστά, είσαι ο θηλυκός Άνθρωπος Ελέφαντας. Πρέπει να σου φορέσουμε ένα σακί στο κεφάλι και να διώχνουμε μακριά σου τα μικρά παιδιά». Αν η ομορφιά ήταν βάρος, η Σούζαν θα είχε συνθλίβει. Με ασημί-ξανθό μαλλί και πράσινα μάτια, μικροκαμωμένη και με υπέροχα χαρακτηριστικά, με δέρμα άψογο σαν ροδάκινο στον κήπο της Εδέμ, είχε κάνει περισσότερα κεφάλια να στραφούν απ' ό,τι μια ντουζίνα ειδικοί της χειροπρακτικής. «Ξεχειλίζω μέσ' απ' αυτή τη φούστα. Είμαι χοντρή». «Αληθινό αερόπλοιο», είπε σαρκαστικά η Μάρτι. «Ζέπελιν. Η γυναίκα-αερόστατο». Η Σούζαν παρέμενε λυγερή, αν και ο εθελούσιος εγκλεισμός της δεν της επέτρεπε να γυμνάζεται, να κινείται, παρά μόνο όταν έκανε τις δουλειές του σπιτιού και όταν βάδιζε σ' έναν κυλιόμενο τάπητα στο δωμάτιο της. «Έχω πάρει πάνω από μισό κιλό», επέμεινε η Σούζαν. «Θεέ μου, χρειάζεσαι επειγόντως λιποαναρρόφηση», εί-

πε η Μάρτι και τινάχτηκε απ' τον καναπέ. «Πάω να σου φέρω το αδιάβροχο σου. Μπορούμε να τηλεφωνήσουμε στον πλαστικό χειρουργό από το αυτοκίνητο και να του πούμε να έχει έτοιμη μια βιομηχανική αντλία για να ρουφήξουμε όλο αυτό το λίπος». Στο μικρό χολ που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα, υπήρχε μια ντουλάπα για τα πανωφόρια, με συρταρωτές πόρτες με καθρέφτες. Καθώς ζύγωνε η Μάρτι, ένιωσε ανησυχία και δίστασε, φοβούμενη πως θα την πλημμύριζε ο ίδιος παράλογος φόβος που την είχε κυριεύσει νωρίτερα. Έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Η Σούζαν την είχε ανάγκη. Αν έχανε τον αυτοέλεγχο της, η αγωνία της θα αύξανε το φόβο της Σούζαν, και το αντίστροφο, ίσως. Όταν τελικά στάθηκε μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη, τίποτε δεν έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. Προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά το χαμόγελο της της φάνηκε βεβιασμένο. Κοίταξε κατάματα το είδωλο της και ύστερα απέστρεψε γρήγορα το βλέμμα της και άνοιξε τη μία πόρτα. Καθώς τραβούσε το αδιάβροχο από την κρεμάστρα, συλλογίστηκε για πρώτη φορά πως αυτές οι πρόσφατες παράδοξες κρίσεις φόβου μπορεί να σχετίζονταν με το χρόνο που είχε περάσει με τη Σούζαν τον τελευταίο καιρό. Ίσως ήταν λογικό να απορροφήσει κανείς λίγο άγχος, αν συναντούσε συχνά μια γυναίκα που υπέφερε από μια τόσο έντονη φοβία. Τα μάγουλα της Μάρτι φούντωσαν απ' την ντροπή. Ακόμη και το να σκέφτεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο έμοιαζε σκέτη δεισιδαιμονία και ήταν σκληρό και άδικο για τη φτωχή τη Σούζαν. Οι φοβικές διαταραχές και οι κρίσεις πανικού δεν ήταν κολλητικές. Γυρίζοντας την πλάτη στην ντουλάπα και ύστερα απλώνοντας το χέρι πίσω για να την κλείσει, αναρωτήθηκε τι όρο να χρησιμοποιούσαν οι ψυχολόγοι για να περιγράψουν το φόβο ενός ανθρώπου για τη σκιά του. Ο παραλυτικός φόβος για τους πολυσύχναστους χώρους, η πάθηση τής Σούζαν, ονομαζόταν αγοραφοβία. Όμως ο φόβος για τις σκιές; Και για τους καθρέφτες; Η Μάρτι βγήκε από το χολ στο καθιστικό, προτού συνειδητοποιήσει πως είχε πρώτα γυρίσει την πλάτη της και ύστερα είχε απλώσει το χέρι της για να κλείσει τη συρταρωτή πόρτα, για ν' αποφύγει να ξανακοιταχτεί στον καθρέφτη. Ξαφνιασμένη που είχε ενεργήσει με τέτοια ασύνειδη απο-

στροφή, σκέφτηκε να γυρίσει στην ντουλάπα και να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη. Η Σούζαν την παρακολουθούσε καθισμένη στην πολυθρόνα της. Ο καθρέφτης μπορούσε να περιμένει. Η Μάρτι ζύγωσε τη φίλη της κρατώντας το αδιάβροχο ανοιχτό. «Σήκω, φόρα το και πάμε». Η Σούζαν έσφιξε τα χέρια της στα μπράτσα της πολυθρόνας, νιώθοντας δυστυχισμένη στη σκέψη ότι θα άφηνε το καταφύγιο της. «Δεν μπορώ». «Αν δεν έχεις ακυρώσει δυο μέρες νωρίτερα το ραντεβού σου, πρέπει να πληρώσεις». «Δεν μπορώ να πετάω έτσι τα λεφτά μου». «Όχι, δεν μπορείς. Δεν έχεις εισόδημα». Αν εξαιρούσε κανείς την ανεξέλεγκτη πυρομανία, δεν υπήρχε άλλη ψυχολογική πάθηση που θα μπορούσε να καταστρέψει τη σταδιοδρομία της Σούζαν στον κτηματομεσιτικό τομέα πιο αποτελεσματικά από την αγοραφοβία. Ένιωθε αρκετά ασφαλής μέσα σ' ένα σπίτι όταν το 'δείχνε σε κάποιον πελάτη, όμως την πλημμύριζε τέτοιος τρόμος στη διαδρομή από το ένα σπίτι στο άλλο, που δεν μπορούσε να οδηγήσει. «Έχω το ενοίκιο», είπε η Σούζαν, εννοώντας τη μηνιαία επιταγή από τους ξεμυαλισμένους με τα παπαγαλάκια συνταξιούχους του κάτω ορόφου. «Το οποίο δε φτάνει καν για την υποθήκη, τους φόρους, τους λογαριασμούς και τα έξοδα συντήρησης του σπιτιού». «Ένα μεγάλο μέρος του σπιτιού είναι ήδη δικό μου». Που μπορεί να είναι τελικά το μόνο που θα σε σώσει από την απόλυτη ένδεια αν δεν κατανικήσεις αυτή την αναθεματισμένη φοβία, συλλογίστηκε η Μάρτι, αλλά δεν μπορούσε να το πει μεγαλόφωνα, ακόμη κι αν αυτή η τρομερή προοπτική έκανε τη Σούζαν να σηκωθεί από την πολυθρόνα. Σηκώνοντας το λεπτό πιγούνι της, σε μια διόλου πειστική έκφραση θαρραλέας περιφρόνησης, η Σούζαν είπε: «Συν τοις άλλοις, ο Έρικ μου στέλνει μια επιταγή κάθε μήνα». «Όχι πολλά. Δεν είναι παρά χαρτζιλίκι. Κι αν σε χωρίσει το γουρούνι, μπορεί να μην ξαναδείς δεκάρα τσακιστή απ' αυτόν, αν σκεφτείς πως, όταν παντρευτήκατε, εσύ είχες περισσότερα περιουσιακά στοιχεία και δεν υπάρχουν παιδιά». «Ο Έρικ δεν είναι γουρούνι».

«Με συγχωρείς που δεν τα λέω έξω απ' τα δόντια. Δεν είναι γουρούνι, είναι καθίκι». «Να 'σαι ευγενική, Μάρτι». «Προτιμώ να 'μαι ο εαυτός μου. Είναι παλιοτόμαρο». Η Σούζαν ήταν αποφασισμένη να αποφύγει την αυτολύπηση και τα δάκρυα, και αυτό ήταν αληθινά αξιοθαύμαστο, όμως ήταν εξίσου αποφασισμένη να μην ομολογήσει το θυμό της, πράγμα που δεν ήταν τόσο αξιοθαύμαστο. «Απλώς αναστατώθηκε τόσο βλέποντάς με... έτσι. Δεν τ' άντεχε άλλο». «Αχ, ο φτωχός, ευαίσθητος γλυκούλης μας», είπε η Μάρτι. «Κι ήταν πολύ στενοχωρημένος, φαντάζομαι, για να θυμηθεί τον όρκο που πήρε όταν σε παντρεύτηκε, να σταθεί πλάι σου "στην αρρώστια και στην υγεία"». Ο θυμός που ένιωθε η Μάρτι για τον Έρικ ήταν ειλικρινής, αλλά φρόντιζε να τον τροφοδοτεί και να τον διατηρεί άσβεστο. Ή τ α ν πάντα ήσυχος, μετριόφρων και γλυκός -και, παρ' ότι είχε εγκαταλείψει τη σύζυγο του, ήταν ακόμη δύσκολο να τον μισήσεις. Όμως η Μάρτι αγαπούσε πάρα πολύ τη Σούζαν για να μην καταφρονεί τον Έρικ και πίστευε πως η Σούζαν είχε ανάγκη το θυμό σαν κίνητρο στον αγώνα της ενάντια στην αγοραφοβία. «Ο Έρικ θα ήταν εδώ αν είχα καρκίνο ή κάτι αντίστοιχο», είπε η Σούζαν. «Δεν είμαι απλώς άρρωστη, Μάρτι. Είμαι τρελή, να τι είμαι». «Δεν είσαι τρελή», επέμεινε η Μάρτι. «Οι φοβίες και οι κρίσεις άγχους δεν είναι το ίδιο με την τρέλα». «Νιώθω τρελή. Πως χάνω το μυαλό μου». «Δεν άντεξε ούτε τέσσερις μήνες αφότου άρχισε αυτό. Είναι γουρούνι, παλιοτόμαρο, κάθαρμα -κι όχι μόνο». Αυτό το απαίσιο κομμάτι κάθε επίσκεψης -που η Μάρτι το ονόμαζε φάση εξαγωγής- ήταν επίπονο για τη Σούζαν αλλά εντελώς εξαντλητικό για τη Μάρτι. Για να βγάλει την αντιστεκόμενη φίλη της από το σπίτι, έπρεπε να είναι ακλόνητη και αδυσώπητη· και, παρ' ότι αυτή η σκληρότητα πήγαζε από την αγάπη και τη συμπόνια, ένιωθε να καταδυναστεύει τη Σούζαν. Δεν ήταν στο χαρακτήρα της Μάρτι να φέρεται σαν δυνάστης, ακόμη και με καλή πρόθεση, και στο τέλος αυτής της βάναυσης τετράωρης ή πεντάωρης δοκιμασίας γύριζε στο σπίτι της, στην Κορόνα Ντελ Μαρ, νιώθοντας ψυχικά και σωματικά αποκαμωμένη. «Σουζ, είσαι όμορφη, ευγενική, ξεχωριστή κι αρκετά έ-

ξυπνη για να το ξεπεράσεις». Η Μάρτι κούνησε το αδιάβροχο. «Τώρα σήκω, διάβολε, απ' αυτή την πολυθρόνα». «Γιατί δεν μπορεί να έρχεται ο δόκτωρ Άριμαν εδώ;» «Το να βγαίνεις απ' αυτό το σπίτι δύο φορές την εβδομάδα είναι μέρος της θεραπείας. Ξέρεις τη θεωρία: να κάνεις αυτό ακριβώς που φοβάσαι. Κάτι σαν εμβολιασμός». «Δεν πιάνει». «Έλα». «Είμαι χειρότερα». «Εμπρός, σήκω». «Είναι τόσο σκληρό», διαμαρτυρήθηκε η Σούζαν. Αφήνοντας τα μπράτσα της πολυθρόνας, έσφιξε τις γροθιές της στους μηρούς της. «Τόσο σκληρό, διάβολε». «Κλαψιάρα». Η Σούζαν αγριοκοίταξε τη Μάρτι. «Μερικές φορές γίνεσαι τόσο κακιά, αληθινή σκύλα». «Ναι, έτσι είμαι εγώ. Αν ζούσε η Τζόαν Κρόφορντ, θα την προκαλούσα σε μια μονομαχία με κρεμάστρες και θα την κομμάτιαζα». Γελώντας και μετά κουνώντας το κεφάλι, η Σούζαν σηκώθηκε από την πολυθρόνα. «Δεν το πιστεύω πως το είπα αυτό. Συγνώμη, Μάρτι. Δεν ξέρω τι θα 'κανα χωρίς εσένα». Η Μάρτι, κρατώντας το αδιάβροχο καθώς η Σούζαν έβαζε τα χέρια της στα μανίκια, είπε: «Αν είσαι καλή, φιλενάδα, στο γυρισμό απ' το γιατρό θα πάρουμε φαγητό για το σπίτι από κάποιο κινέζικο εστιατόριο. Θ' ανοίξουμε δυο μπουκάλια Τσινγκτάο και θα παίξουμε πινάκλ τρώγοντας, με πενήντα σεντς τον πόντο». «Μου χρωστάς ήδη πάνω από εξακόσιες χιλιάδες δολάρια». «Και λοιπόν; Σπάσε μου τα πόδια άμα θέλεις. Είναι παράνομο να εισπράττεις κέρδη απ' τη χαρτοπαιξία». Αφού έσβησε η Σούζαν όλες τις λάμπες εκτός από μία, πήρε το πορτοφόλι της απ' το τραπεζάκι και βγήκε απ' το καθιστικό, ακολουθούμενη από τη Μάρτι. Καθώς διέσχιζε η Μάρτι την κουζίνα πίσω από τη Σούζαν, της τράβηξε την προσοχή ένα απαίσιο αντικείμενο αφημένο πάνω στο ξύλο κοντά στο νεροχύτη. Ήταν ένα μαχαίρι μεζαλούνα, ένα κλασικό ιταλικό εργαλείο κουζίνας. Η καμπυλωτή λεπίδα του από ανοξείδωτο ατσάλι ήταν μηνοειδής, με μια λαβή σε κάθε μεριά, για να μπορεί κανείς

να τη γέρνει μπρος πίσω με γρήγορες κινήσεις και να κόβει σε κΰβους και σε λεπτές φέτες. Σαν ηλεκτρικό ρεύμα, το φως λαμπύριζε και σπινθήριζε πάνω στην κόψη. Η Μάρτι δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια της από πάνω του. Δεν συνειδητοποίησε πόσο βαθιά την είχε υπνωτίσει το μαχαίρι, μέχρι που άκουσε τη Σούζαν να ρωτά: «Τι συμβαίνει;» Ένιωθε έναν κόμπο στο λαιμό και τη γλώσσα της πρησμένη. Με βραχνή φωνή, έκανε μια ερώτηση που την απάντηση της τη γνώριζε ήδη: «Τι είναι αυτό;» «Δεν έχεις χρησιμοποιήσει ποτέ τέτοιο μαχαίρι; Είναι σπουδαίο. Μπορείς να κόψεις ένα κρεμμύδι στο άψε σβήσε». Η θέα του μαχαιριού δεν γέμιζε με τρόμο τη Μάρτι, όπως είχαν κάνει ο ίσκιος της κι ο καθρέφτης του μπάνιου. Την έκανε όμως να νιώθει ανησυχία, αν και δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή την αλλόκοτη αντίδρασή της. «Μάρτι; Είσαι καλά;» «Ναι, βέβαια, πάμε». Η Σούζαν γύρισε το πόμολο, αλλά δίστασε ν' ανοίξει την πόρτα της κουζίνας. Η Μάρτι έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι της φίλης της και μαζί τράβηξαν την πόρτα προς τα μέσα, αφήνοντας να εισβάλουν το παγερό γκρίζο φως κι ένας τσουχτερός άνεμος. Η Σούζαν χλόμιασε μονομιάς στη σκέψη πως θα προχωρούσε πέρα από το κατώφλι της, σ' έναν κόσμο χωρίς στέγη. «Το 'χουμε ξανακάνει εκατό φορές», την καθησύχασε η Μάρτι. Η Σούζαν άδραξε το πόμολο. «Δεν μπορώ να βγω εκεί έξω». «Θα το κάνεις», επέμεινε η Μάρτι. Η Σούζαν προσπάθησε να γυρίσει στην κουζίνα, αλλά η Μάρτι της έφραξε το δρόμο. «Άσε με να μπω, είναι πολύ σκληρό, υποφέρω». «Κι εγώ υποφέρω», είπε η Μάρτι. «Αηδίες». Η απόγνωση έκλεψε λίγη απ' την ομορφιά του προσώπου της Σούζαν κι ένας πρωτόγονος τρόμος σκοτείνιασε το εξωτικό πράσινο χρώμα των ματιών της. «Το ευχαριστιέσαι αυτό, το λατρεύεις, είσαι τρελή». «Όχι, είμαι κακιά». Η Μάρτι άρπαξε και με τα δυο της χέρια το πόμολο, αποφασισμένη να μην υποχωρήσει. «Εγώ είμαι η κακιά σκύλα. Εσύ είσαι η τρελή σκύλα».

Ξαφνικά η Σούζαν έπαψε να σπρώχνει τη Μάρτι κι αρπάχτηκε πάνω της, γυρεύοντας κάποιο στήριγμα. «Που να πάρει ο διάβολος, το θέλω αυτό το κινέζικο φαγητό». Η Μάρτι ζήλευε τον Ντάστι, που η μεγαλύτερη σκοτούρα του όλο το πρωί θα ήταν αν θα καθυστερούσε αρκετά να έρθει η βροχή, ώστε να προφτάσει το συνεργείο του να κάνει λίγη δουλειά. Χοντρές στάλες βροχής -αρχικά σε ακανόνιστες ριπές αλλά ύστερα πιο επίμονες- άρχισαν να κροταλίζουν στη στέγη πάνω απ' το κεφαλόσκαλο. Τελικά διάβηκαν το κατώφλι και βγήκαν έξω. Η Μάρτι έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε. Η «φάση εξαγωγής» είχε τελειώσει. Τη Μάρτι όμως την περίμεναν χειρότερα πράγματα, και απρόβλεπτα τα περισσότερα.

ΤρΕΧΟΝΤΑΣ ΖΩΗΡΑ, γοργά, ο Σκιτ κατέβηκε την απότομη στέγη προς ένα σημείο στην άκρη της απ' όπου θα έπεφτε σίγουρα στο λιθόστρωτο κι όχι πάνω στα στρώματα. Πηδούσε πάνω στα καφετιά κεραμίδια, σαν να ήταν ένα αγόρι που κατηφόριζε τρεχάτο ένα καλντερίμι για να συναντήσει τον πλανόδιο πωλητή παγωτών, ενώ ο Ντάστι έτρεχε βλοσυρός πίσω του. Σ' αυτούς που παρακολουθούσαν από κάτω πρέπει να έδιναν την εντύπωση δύο εξίσου τρελών ανθρώπων που είχαν συμφωνήσει να αυτοκτονήσουν μαζί. Λίγο μετά τη μέση της στέγης, ο Ντάστι πρόφτασε τον Σκιτ, τον άρπαξε, τον έβγαλε από την πορεία του και διέσχισαν μαζί διαγώνια, παραπατώντας, την κατηφορική επιφάνεια. Μερικά κεραμίδια έσπασαν κάτω απ' τα πόδια τους και κομματάκια κονιάματος κύλησαν κροταλίζοντας προς το λούκι. Το να παραμείνει όρθιος ο Ντάστι μ' αυτή τη μικρή κατολίσθηση κάτω απ' τα πόδια του δεν ήταν ευκολότερο από το να βαδίζει πάνω σε βόλους, και επιπλέον είχε τη βροχή, τις γλιστερές λειχήνες και την έντονη και εύθυμη αντίσταση του Σκιτ, που τίναζε πέρα δώθε τα χέρια του κι έσπρωχνε με τους αγκώνες, ενώ συνάμα χαχάνιζε ενοχλητικά σαν παιδί. Ο αόρατος παρτενέρ του Σκιτ σ' αυτό τον τρελό χορό, ο Θάνατος, έμοιαζε να του χαρίζει υπερφυσική ισορροπία και χάρη, ύστερα όμως ο Ντάστι σωριάστηκε παρασέρνοντας μαζί του τον Σκιτ, και μαζί κουτρουβάλησαν τα τελευταία τρία μέτρα, ίσως προς τα στρώματα, ίσως όχι - ο Ντάστι είχε χάσει τον προσανατολισμό του- κι έπεσαν στο χάλκινο λούκι, που έβγαλε έναν ήχο σαν τεντωμένη χορδή μπάσου. Στον αέρα, καθώς ο Ντάστι έπεφτε αφήνοντας τον Σκιτ,

σκέφτηκε τη Μάρτι· την καθαρή μυρωδιά των μεταξένιων μαύρων μαλλιών της, την καμπύλη του σκανταλιάρικου χαμόγελου της, την ειλικρίνεια στα μάτια της. Δέκα μέτρα δεν ήταν πολλά, τρεις όροφοι όλοι κι όλοι, αλλά ήταν αρκετά για ν' ανοίξει στη μέση το πιο πεισματάρικο κεφάλι, αρκετά για να τσακιστεί μια ραχοκοκαλιά τόσο εύκολα όσο θα 'σπάζε κανένας το ξυλάκι ενός παγωτού, κι έτσι, όταν ο Ντάστι έπεσε ανάσκελα στα στοιβαγμένα στρώματα, ευχαρίστησε το Θεό νιώθοντας να αναπηδά. Ύστερα συνειδητοποίησε πως, πέφτοντας, τη στιγμή που κάθε φευγαλέα σκέψη μπορεί να ήταν η τελευταία, δεν σκεφτόταν παρά τη Μάρτι και πως το Θεό δεν τον είχε συλλογιστεί παρά μόνο όταν έπεσε στα στρώματα. Οι Σόρενσον είχαν εξαιρετικής ποιότητας στρώματα. Του Ντάστι δεν του κόπηκε καν η ανάσα με την πτώση. Κι ο Σκιτ είχε πέσει πάνω στα στρώματα. Τώρα ήταν σωριασμένος όπως ακριβώς είχε πέσει, με το πρόσωπο του βυθισμένο στο στρωματσόπανο από σατέν και τα χέρια του πάνω απ' το κεφάλι του, ασάλευτος, λες κι ήταν τόσο εύθραυστος, που ακόμη και μια πτώση πάνω σε στρώσεις από αφρολέξ και απαλά πούπουλα είχε θρυμματίσει τα κόκαλά του, που ήταν λεπτά σαν τσόφλι αβγού. Καθώς η βροχή μούσκευε γοργά το πάνω στρώμα, ο Ντάστι σηκώθηκε στα τέσσερα και γύρισε τον πιτσιρικά ανάσκελα. Το αριστερό μάγουλο του Σκιτ ήταν γδαρμένο κι ένα μικρό κόψιμο διέσχιζε το ρηχό λακκάκι του πιγουνιού του. Κατά πάσα πιθανότητα, και τα δύο τραύματα οφείλονταν στο κατρακύλισμα πάνω στα κεραμίδια και από κανένα δεν έτρεχε πολύ αίμα. «Πού βρίσκομαι;» ρώτησε ο Σκιτ. «Όχι εκεί που ήθελες να βρεθείς». Τα χαλκόχρωμα μάτια του πιτσιρικά είχαν σκοτεινιάσει από μια αγωνία που δεν υπήρχε τα προηγούμενα λεπτά της παράνοιας πάνω στη στέγη. «Στον παράδεισο;» «Θα φροντίσω να γίνει η κόλαση για σένα, μαστουρωμένο κάθαρμα», είπε ο Μάδεργουελ, που πρόβαλε απειλητικά από πάνω τους και ύστερα άρπαξε απ' το πουλόβερ τον Σκιτ και τον σήκωσε όρθιο. Αν ο ουρανός σκιζόταν από αστραπές και δονούνταν από βροντές, ο Μάδεργουελ θα ήταν ίδιος ο Θωρ, ο σκανδιναβικός θεός του κεραυνού. «Δε

θα ξαναπατήσεις στο συνεργείο μου- ξόφλησες, αποτυχημένε βρομιάρη!» «Ήρεμα, ήρεμα», είπε ο Ντάστι, κατορθώνοντας με δυσκολία να σηκωθεί και να κατέβει από το στρώμα. Κρατώντας ακόμη τον Σκιτ περίπου μισό μέτρο ψηλά, ο Μάδεργουελ επιτέθηκε στον Ντάστι. «Το εννοώ, αφεντικό. Θα φύγει, ειδάλλως θα φύγω εγώ, τελεία και παύλα». «Εντάξει, εντάξει. Άσ' τον κάτω, Νεντ». Αντί ν' αφήσει τον Σκιτ, ο Μάδεργουελ τον ταρακούνησε και ούρλιαξε κολλητά στο πρόσωπο του, ψεκάζοντάς τον με τόσο αφρισμένο σάλιο, που έφτανε για να τον στολίσει σαν χιονισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο: «Για ν' αγοράσουμε καινούρια στρώματα, τρία ακριβά στρώματα, ηλίθιε, πρέπει να ξοδέψουμε σχεδόν όσα θα βγάλουμε απ' αυτή τη δουλειά- καταλαβαίνεις τι σου λέω, βρομιάρη;» Κρεμασμένος από τα χέρια του Μάδεργουελ και δίχως να αντιστέκεται, ο Σκιτ είπε: «Δε σου ζήτησα να τα φέρεις εδώ». «Δεν ήθελα να σώσω εσένα, κάθαρμα». «Πάντα με βρίζεις», είπε ο Σκιτ. «Εγώ δε σ' έβρισα ποτέ». «Είσαι μια τιποτένια κουράδα». Οι οπαδοί του Ορθού Δρόμου, σαν τον Μάδεργουελ, αρνούνταν πολλά πράγματα στον εαυτό τους αλλά ποτέ το θυμό. Ο Ντάστι θαύμαζε την προσπάθεια τους να ζήσουν μια καθαρή ζωή μες στον βρόμικο κόσμο που είχαν κληρονομήσει και καταλάβαινε το θυμό τους κι ας τον κούραζε κάποιες φορές. «Φίλε μου, σε συμπαθώ», είπε ο Σκιτ στον Μάδεργουελ. «Μακάρι να με συμπαθούσες κι εσύ». «Είσαι ένα σπιθούρι στον κώλο της ανθρωπότητας», βροντοφώναξε ο Μάδεργουελ, ρίχνοντας παράμερα τον Σκιτ σαν να πετούσε μια σακούλα με σκουπίδια. Ο Σκιτ παραλίγο να πέσει πάνω στον Φόστερ Νιούτον, που περνούσε από δίπλα. Ο Φιγκ κοντοστάθηκε μόλις σωριάστηκε ο πιτσιρικάς στο δρομάκι, κοίταξε τον Ντάστι και είπε: «Τα λέμε το πρωί, αν δε βρέξει». Πέρασε πάνω από τον Σκιτ και πήγε προς το αυτοκίνητο του, με τ' ακουστικά στα αυτιά του, ακούγοντας ακόμη ραδιοφωνικές συζητήσεις, σαν να έβλεπε καθημερινά στη δουλειά του κόσμο να πηδά από στέγες. «Τι χάλι», είπε ο Νεντ Μάδεργουελ, κοιτάζοντας συνοφρυωμένος τα μουσκεμένα στρώματα.

«Πρέπει να τον πάω να τον συνεφέρουν», είπε ο Ντάστι στον Μάδεργουελ, ενώ βοηθούσε τον Σκιτ να σηκωθεί. «Θα κοιτάξω να συμμαζέψω αυτά το χάλι», τον διαβεβαίωσε ο Μάδεργουελ. «Εσύ κοίτα απλώς να πάρεις αυτό το κάθαρμα από μπροστά μου». Σ' όλη την απόσταση κατά μήκος του βρεγμένου κυκλικού μονοπατιού ως το δρόμο, ο Σκιτ στηριζόταν στον Ντάστι. Η προηγούμενη φρενήρης ενεργητικότητά του, είτε πήγαζε από τα ναρκωτικά είτε από την προοπτική της επιτυχούς αυτοκαταστροφής, είχε εξανεμιστεί κι ήταν άτονος, αποκαμωμένος, σχεδόν κοιμόταν όρθιος. Ο φύλακας τους ζύγωσε καθώς έφταναν στο λευκό βαν του Ντάστι, ένα Φορντ. «Πρέπει να γράψω μια αναφορά γι' αυτό». «Ναι; Για ποιον;» «Για το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου των ιδιοκτητών αυτής της γειτονιάς. Μ' ένα αντίγραφο για την εταιρεία που έχει αναλάβει τη διαχείριση της περιοχής». «Δεν πιστεύω να με στήσουν στον τοίχο, ε;» ρώτησε ο Ντάστι βάζοντας τον Σκιτ πάνω στο βαν. «Μπα, δεν ακούν ποτέ τις συστάσεις μου», είπε ο φύλακας, αναγκάζοντας τον Ντάστι ν' αλλάξει τον τρόπο που τον έβλεπε ως εκείνη τη στιγμή. Βγαίνοντας από τη χαύνωσή του, ο Σκιτ τον προειδοποίησε: «Θα κοιτάξουν να σου πάρουν και την ψυχή ακόμη, Ντάστι. Τα ξέρω αυτά τα καθάρματα». Πίσω από ένα παραπέτασμα νερού που κυλούσε από το γείσο του πηληκίου του, ο φύλακας είπε: «Μπορεί να σε βάλουν στη λίστα των ανεπιθύμητων εργολάβων, αυτών που οι ιδιοκτήτες φροντίζουν να αποφεύγουν όταν πρέπει να γίνουν κάποιες δουλειές στην κοινότητα. Αλλά το πιθανότερο είναι απλώς να σου ζητήσουν να μην ξαναφέρεις εδώ πέρα αυτό τον τύπο. Αλήθεια, πώς είναι ολόκληρο το όνομά του;» Ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού, ο Ντάστι είπε: «Μπρους Γουέιν». «Νόμιζα πως ήταν Σκιτ κάτι». Βοηθώντας τον Σκιτ να μπει στο βαν, ο Ντάστι είπε: «Αυτό είναι απλώς το παρατσούκλι του». Πράγμα που ήταν η αλήθεια, αλλά είχε ειπωθεί για να παραπλανήσει το φύλακα. «Πρέπει να δω την ταυτότητά του».

«Θα τη φέρω αργότερα», είπε ο Ντάοτι κλείνοντας με δύναμη την πόρτα. «Τώρα πρέπει να τον πάω σ' ένα γιατρό». «Χτύπησε;» ρώτησε ο φύλακας, ακολουθώντας τον Ντάστι γΰρω από το βαν ως τη μεριά του οδηγού. «Είναι χάλια», είπε ο Ντάστι καθώς καθόταν στη θέση του οδηγού κι έκλεινε την πόρτα. Ο φύλακας χτύπησε το τζάμι. Ο Ντάστι, καθώς γύριζε με το ένα χέρι το κλειδί και κατέβαζε με το άλλο το παράθυρο, είπε: «Ναι;» «Δεν μπορείς να ξαναχρησιμοποιήσεις το "δύναμη κρούσεως", αλλά ούτε η λέξη "συνεργείο" είναι η σωστή. Καλύτερα να λες "τσίρκο" ή ίσως "πανδαιμόνιο"». «Είσαι εντάξει τύπος», είπε ο Ντάστι. «Σε συμπαθώ». Ο φύλακας χαμογέλασε κι άγγιξε την άκρη του μουσκεμένου πηληκίου του. Ο Ντάστι ανέβασε το παράθυρο, έβαλε σε λειτουργία τους υαλοκαθαριστήρες κι απομακρύνθηκε από το σπίτι των Σόρενσον.

Η ΣΟΥΖΑΝ ΤΖΑΓΚΕΡ ΚΑΤΕΒΗΚΕ την εξωτερική σκάλα του διαμερίσματος της, κολλημένη στον τοίχο και γλιστρώντας το χέρι της πάνω στο ξύλο, σαν να χρειαζόταν διαρκώς να καθησυχάζει τον εαυτό της πως το καταφύγιο της ήταν κοντά. Είχε το κεφάλι κατεβασμένο και τα μάτια καρφωμένα στα πόδια της, κάνοντας κάθε μικρό βήμα με την προσοχή ενός αναρριχητή που σκαρφαλώνει σ' έναν ψηλό κάθετο βράχο από καθαρό γρανίτη. Επειδή φορούσε την κουκούλα του αδιάβροχού της κι ήταν κοντύτερη από τη Μάρτι, το πρόσωπο της ήταν κρυμμένο, αλλά, από προηγούμενες ημέρες, δίχως βροχή, η Μάρτι ήξερε πώς θα ήταν η όψη της Σούζαν. Πανιασμένη από την αγωνία, με σφιγμένο το σαγόνι και το στόμα της. Τα πράσινα μάτια της θα ήταν τρομαγμένα, γεμάτα πανικό, σαν να αντίκρισε φάντασμα- το μόνο φάντασμα, όμως, ήταν το κάποτε ολοζώντανο πνεύμα της, που τώρα το είχε σκοτώσει η αγοραφοβία. «Τι έχει ο αέρας;» ρώτησε ταραγμένη η Σούζαν. «Τίποτε». «Δυσκολεύομαι ν' ανασάνω», παραπονέθηκε η Σούζαν. «Με πνίγει. Και μυρίζει παράξενα». «Είναι απλώς η υγρασία. Και η μυρωδιά είναι δικιά μου. Καινούριο άρωμα». «Εσύ; Άρωμα;» «Έχω κι εγώ τις κοριτσίστικες στιγμές μου». «Είμαστε τόσο εκτεθειμένες», είπε φοβισμένη η Σούζαν. «Δεν είναι πολύς ο δρόμος ως το αυτοκίνητο». «Θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε εκεί έξω». «Τίποτε δεν πρόκειται να συμβεί». «Δεν υπάρχει μέρος να κρυφτούμε».

«Δε χρειάζεται να κρυφτούμε από κάτι». Αυτές οι συζητήσεις, δύο φορές την εβδομάδα, στο δρόμο προς και από τον ψυχοθεραπευτή, δεν ήταν λιγότερο αυστηρά δομημένες από μια θρησκευτική λιτανεία χιλίων πεντακοσίων χρόνων. Καθώς έφταναν στη βάση της σκάλας, η βροχή δυνάμωσε, κροταλίζοντας μέσ' από τα φύλλα των φυτών στις γλάστρες, στο αίθριο και χτυπώντας πάνω στις πλίνθους. Στη γωνία του σπιτιού, η Σούζαν κοντοστάθηκε. Η Μάρτι την αγκάλιασε. «Στηρίξου πάνω μου αν θες». Η Σούζαν έγειρε πάνω της. «Είναι τόσο παράξενα όλα εκεί έξω- δεν είναι όπως παλιά». «Τίποτε δεν άλλαξε. Φταίει απλώς η θύελλα». «Είναι ένας καινούριος κόσμος», διαφώνησε η Σούζαν. «Καινούριος αλλά όχι καλός». Αγκαλιασμένες, με τη Μάρτι να σκύβει για να είναι στο ίδιο ύψος με την καμπουριασμένη Σούζαν, προχώρησαν σ' αυτό τον καινούριο κόσμο, πότε βιαστικά, καθώς η Σούζαν επιτάχυνε το βήμα της για να βρεθεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα στον σχετικά κλειστό χώρο του αυτοκινήτου, και πότε διστακτικά, καθώς την πλάκωνε, σχεδόν συνθλίβοντάς την, το απέραντο κενό από πάνω. Μαστιγωμένες από τον άνεμο και τη βροχή και προστατευμένες από τις κουκούλες και τα αδιάβροχά τους που ανέμιζαν, θα μπορούσαν να είναι δυο φοβισμένες καλόγριες, τυλιγμένες στα ράσα τους, που αναζητούσαν απεγνωσμένα καταφύγιο τις πρώτες στιγμές του Αρμαγεδδώνα. Προφανώς η Μάρτι είχε επηρεαστεί είτε από την αναταραχή της επερχόμενης καταιγίδας είτε από τη φοβισμένη φίλη της, γιατί, καθώς προχωρούσαν παραπαίοντας στον παραθαλάσσιο δρόμο προς την πάροδο όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητο της, ένιωθε όλο και περισσότερο ότι αυτή η μέρα είχε κάτι αλλόκοτο, εύκολο να το αισθανθείς αλλά δύσκολο να το προσδιορίσεις. Στον τσιμεντένιο δρόμο, οι νερόλακκοι, σαν μαύροι καθρέφτες, ήταν γεμάτοι εικόνες, τόσο θρυμματισμένες απ' τη βροχή, που ήταν σχεδόν αδύνατο να τις διακρίνεις και παρ' όλα αυτά προκαλούσαν ταραχή στη Μάρτι. Οι φοινικιές σάλευαν βίαια, σκίζοντας τον αέρα με φύλλα που είχαν σκουρύνει -από πράσινα φαίνονταν σχεδόν μαύρα- και βγάζοντας έναν ήχο σαν σύριγμα και σαν κροτάλισμα συνάμα, που αντηχούσε βαθιά μέσα της μ' ένα πάθος πρωτόγονο και απειλητικό. Στα δεξιά τους η άμ-

μος ήταν λεία και ωχρή, σαν δέρμα πελώριου κοιμισμένου θεριού, και στα αριστερά κάθε σπίτι έμοιαζε γεμάτο με μια δική του θύελλα, καθώς άχρωμες εικόνες των ταραγμένων νεφών και των ανεμοδαρμένων δέντρων σάλευαν στα μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στον ωκεανό. Η Μάρτι είχε ταραχτεί απ' όλες αυτές τις εντυπώσεις αφύσικης απειλής στο γύρω τοπίο κι ακόμη περισσότερο από μια καινούρια, αλλόκοτη αίσθηση μέσα της, που έμοιαζε να πηγάζει απ' την καταιγίδα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα, καθώς την πλημμύριζε μια παράλογη λαχτάρα να παραδοθεί στη μαγική ενέργεια αυτής της αντάρας. Ξαφνικά ένιωσε να φοβάται μια σκοτεινή προοπτική, απροσδιόριστη ακόμη· φοβόταν πως θα έχανε τον αυτοέλεγχο της, θα λιγοθυμούσε, για να συνέλθει αργότερα και να ανακαλύψει πως είχε κάνει κάτι φριχτό... κάτι αποτρόπαιο. Ως εκείνο το πρωί δεν είχε κάνει ποτέ τέτοιες αλλόκοτες σκέψεις. Τώρα είχαν πλημμυρίσει το μυαλό της. Θυμήθηκε τον ασυνήθιστα ξινό χυμό γκρέιπφρουτ που είχε πιει για πρωινό κι αναρωτήθηκε μήπως ήταν χαλασμένος. Δεν ένιωθε αναγούλα, μπορεί όμως να είχε πάθει μια μορφή τροφικής δηλητηρίασης με συμπτώματα περισσότερο νοητικά παρά σωματικά. Αυτή ήταν άλλη μια αλλόκοτη σκέψη. Ο χαλασμένος χυμός δεν ήταν καλύτερη εξήγηση από το ενδεχόμενο να έστελνε η CIA μηνύματα στον εγκέφαλο της μ' έναν πομπό μικροκυμάτων. Αν συνέχιζε να προχωρεί σ' αυτόν το φιδωτό δρόμο του παραλόγου, σε λίγο θα φορούσε καπέλα από αλουμινόχαρτο για να προστατεύεται από την εξ αποστάσεως πλύση εγκεφάλου. 'Οταν είχαν κατέβει πια και τα λίγα τσιμεντένια σκαλιά από τον παραθαλάσσιο δρόμο ως τη στενή πάροδο όπου βρισκόταν το αυτοκίνητο της, όση συναισθηματική υποστήριξη πρόσφερε η Μάρτι στη Σούζαν, τόση έπαιρνε απ' τη φίλη της, αν και ευχόταν να μην το καταλάβαινε η Σούζαν. Η Μάρτι άνοιξε την πόρτα απ' τη μεριά του πεζοδρομίου, βοήθησε τη Σούζαν να μπει στο κόκκινο Σάτερν και ύστερα έκανε το γύρο και κάθισε στη θέση του οδηγού. Η βροχή χτυπούσε στην οροφή μ' έναν παγερό και υπόκωφο ήχο που θύμιζε κλαγγή οπλών, σαν να ζύγωναν καλπάζοντας γοργά στην αμμουδερή ακρογιαλιά οι Τέσσερις Ιππείς της Αποκάλυψης. Η Μάρτι έβγαλε την κουκούλα της. Έψαξε πρώτα στη

μία τσέπη και ΰστερα στην άλλη, μέχρι που βρήκε τα κλειδιά της. Στη θέση του συνοδηγού, η Σούζαν συνέχισε να φορά την κουκούλα της, με το κεφάλι σκυφτό, τα χέρια της κλεισμένα σε γροθιές στα μάγουλά της, τα μάτια της σφαλιστά και το πρόσωπο της σφιγμένο, σαν να βρισκόταν το Σάτερν σ' ένα απ' αυτά τα υδραυλικά μηχανήματα που συνθλίβουν αυτοκίνητα και σε λίγο θα συμπιεζόταν σ' έναν κύβο ένα επί ένα. Η Μάρτι παρατήρησε το κλειδί του αυτοκινήτου, το ίδιο κλειδί που χρησιμοποιούσε πάντα, αλλά ξάφνου η μύτη του φαινόταν απειλητικά αιχμηρή. Οι προεξοχές του θύμιζαν πριονωτό μαχαίρι, που με τη σειρά του της θύμισε το μαχαίρι στην κουζίνα της Σούζαν. Αυτό το απλό κλειδί θα μπορούσε να είναι ένα όπλο. Με εντελώς παράλογο τρόπο, ο νους της Μάρτι γέμισε ασφυκτικά από αιματηρές εικόνες των τραυμάτων που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα κλειδί αυτοκινήτου. «Τι τρέχει;» ρώτησε η Σούζαν, αλλά χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια της. Χώνοντας βίαια το κλειδί στη μίζα και πασχίζοντας να κρύψει την ταραχή της, η Μάρτι είπε: «Δεν μπορούσα να βρω το κλειδί. Εντάξει, δεν τρέχει τίποτε, το βρήκα». Η μηχανή πήρε μπρος μουγκρίζοντας. Όταν έβαλε η Μάρτι τη ζώνη της, τα χέρια της έτρεμαν τόσο πολύ, που, μέχρι να κατορθώσει να την κλείσει, η σκληρή πλαστική υποδοχή και το μεταλλικό γλωσσίδι κροτάλισαν σαν κουρδιστή μασέλα από μαγαζί με τρικ. «Αν μου συμβεί κάτι εδώ έξω και δεν μπορώ να ξαναγυρίσω σπίτι;» είπε ανήσυχα η Σούζαν. «Θα σε φροντίσω εγώ», της υποσχέθηκε η Μάρτι, αν και, στην αλλόκοτη κατάσταση που βρισκόταν, η υπόσχεσή της μπορεί ν' αποδεικνυόταν κούφια. «Κι αν συμβεί κάτι σ' εσένα;» «Τίποτε δεν πρόκειται να μου συμβεί», αποκρίθηκε η Μάρτι κατεβάζοντας το διακόπτη των υαλοκαθαριστήρων. «Σε οποιονδήποτε μπορεί να συμβεί κάτι. Κοίτα τι συνέβη σ' εμένα». Η Μάρτι οδήγησε το αυτοκίνητο στον μικρό δρόμο κι έστριψε αριστερά στη λεωφόρο Μπαλμπόα. «Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα βρισκόμαστε στο ιατρείο». «Όχι αν πάθουμε κάποιο ατύχημα», είπε ταραγμένη η Σούζαν.

«Είμαι καλή οδηγός». «Μπορεί να χαλάσει το αυτοκίνητο». «Το αυτοκίνητο είναι μια χαρά». «Βρέχει πολΰ. Αν πλημμυρίσει ο δρόμος...» « Ή μπορεί να μας απαγάγουν μεγαλόσωμοι γλοιώδεις Αρειανοί», είπε η Μάρτι. «Να μας πάρουν στο σκάφος τους και να μας ζευγαρώσουν με τη βία με φριχτά πλάσματα σαν καλαμάρια». «Οι δρόμοι πλημμυρίζουν εδώ, στη χερσόνησο», τόνισε η Σούζαν. «Ναι, κι αυτή την εποχή ο Μπίγκφουτ κρύβεται στην αποβάθρα και αποκεφαλίζει τους απρόσεχτους περαστικούς. Ας ελπίσουμε να μην πάθουμε καμιά βλάβη σ' εκείνη την περιοχή». «Είσαι κακιά», παραπονέθηκε η Σούζαν. «Χειρότερη απ' το διάβολο», τη βεβαίωσε η Μάρτι. «Σκληρή. Είσαι πραγματικά. Το εννοώ». «Είμαι απαίσια». «Πήγαινέ με σπίτι». «Όχι». «Σε μισώ». «Εγώ σ' αγαπώ όπως και να 'χει», είπε η Μάρτι. «Διάβολε», είπε θλιμμένα η Σούζαν. «Κι εγώ σ' αγαπώ». «Κάνε υπομονή». «Είναι τόσο δύσκολο». «Το ξέρω, γλυκιά μου». «Κι αν μείνουμε από βενζίνη;» «Το ρεζερβουάρ είναι γεμάτο». «Δεν μπορώ ν' ανασάνω εδώ έξω. Δεν μπορώ ν' ανασάνω». «Σουζ, αναπνέεις κανονικά». «Όμως ο αέρας είναι σαν... λάσπη. Και με πονάει το στήθος μου. Η καρδιά μου». «Κι εμένα το κεφάλι μου, από ένα μεγάλο μπελά», είπε η Μάρτι. «Και μάντεψε ποιος είναι». «Είσαι μια κακιά σκύλα». «Το ξανάκουσα αυτό». «Σε μισώ». «Σ' αγαπώ», είπε υπομονετικά η Μάρτι. Η Σούζαν έβαλε τα κλάματα, κρύβοντας το πρόσωπο της στα χέρια της. «Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι». «Δεν έχουμε πολύ ακόμη».

«Μισώ τον εαυτό μου». Η Μάρτι συνοφρυώθηκε. «Μην το λες αυτό. Ποτέ». «Μισώ αυτό που έχω γίνει. Αυτό το φοβισμένο, τρομαγμένο πράγμα που έχω καταντήσει». Δάκρυα συμπόνιας θόλωσαν τα μάτια της Μάρτι. Τα ανοιγόκλεισε για να τα καθαρίσει. Από τον παγερό Ειρηνικό, κύματα μαύρων νεφών σκέπαζαν τον ουρανό, σαν να είχε γυρίσει η παλίρροια της νύχτας, που θα έπνιγε αυτή τη μελαγχολική καινούρια μέρα. Όλα τα αυτοκίνητα που κινούνταν στην αντίθετη κατεύθυνση, προς το βορρά, στον αυτοκινητόδρομο Πασίφικ Κόουστ, είχαν αναμμένους τους προβολείς τους, βάφοντας ασημένια τη μαύρη άσφαλτο. Η αίσθηση που είχε η Μάρτι, μιας αφύσικης απειλής, είχε περάσει. Η βροχερή μέρα δεν φαινόταν πια καθόλου παράξενη. Για την ακρίβεια, ο κόσμος ήταν τόσο απίστευτα όμορφος, τόσο σωστός στην παραμικρή του λεπτομέρεια, που, αν και δεν φοβόταν πια τίποτε απ' όσα έβλεπε γύρω της, φοβόταν τρομερά μήπως θα τα έχανε. Απελπισμένη, η Σούζαν είπε: «Μάρτι, με θυμάσαι... πώς ήμουν;» «Ναι. Πολύ έντονα». «Εγώ δεν μπορώ. Υπάρχουν μέρες που δεν μπορώ να με θυμηθώ παρά μόνο όπως είμαι τώρα. Φοβάμαι, Μάρτι. Όχι απλώς να βγω έξω... έξω απ' το σπίτι. Φοβάμαι... όλα τα χρόνια που έχω μπροστά μου». «Θα το ξεπεράσουμε μαζί», την καθησύχασε η Μάρτι, «και θα 'ρθουν πολλά καλά χρόνια». Πελώριες φοινικιές ήταν φυτεμένες στο δρόμο που οδηγούσε στο Φάσιον Άιλαντ, το υπ' αριθμόν ένα εμπορικό και επιχειρηματικό κέντρο της ακτής του Νιούπορτ. Τα δέντρα, σαν ταραγμένα λιοντάρια έτοιμα να βρυχηθούν, έσειαν τις μεγάλες πράσινες χαίτες τους στον άνεμο. Η σουίτα-ιατρέ ίο του δόκτορα Μαρκ Άριμαν βρισκόταν στον δέκατο τέταρτο όροφο ενός από τα ψηλά κτίρια γύρω από τη μεγάλη πλατεία με τα καταστήματα. Το να πάει τη Σούζαν από το χώρο στάθμευσης ως τον προθάλαμο και ύστερα να διασχίσουν μια έκταση γυαλισμένου γρανίτη που έμοιαζε απέραντη ως τους ανελκυστήρες δεν ήταν τόσο επίπονο όσο το ταξίδι που έκανε ο Φρόντο στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, από το ειρηνικό Σάιρ ως τον τόπο που λεγόταν Μόρντορ, για να καταστρέψει εκεί το Μεγάλο Δαχτυλί-

δι της Δύναμης -αλλά, παρ' όλα αυτά, η Μάρτι ένιωσε ανακούφιση όταν έκλεισαν οι πόρτες κι άρχισε ο θάλαμος να ανεβαίνει μ' ένα σιγανό βόμβο. «Σχεδόν ασφαλής», μουρμούρισε η Σούζαν, με το βλέμμα της καρφωμένο στον φωτεινό πίνακα πάνω από την πόρτα, παρακολουθώντας το φως να κινείται από αριθμό σε αριθμό, προς το 14, όπου θα έβρισκε επιτέλους καταφύγιο. Η Σούζαν, αν και βρισκόταν σ' έναν εντελώς κλειστό χώρο, μονάχη με τη Μάρτι, δεν ένιωθε ποτέ ασφαλής στα ασανσέρ. 'Ετσι, η Μάρτι την αγκάλιασε με το ένα χέρι, ξέροντας πως για το ταραγμένο μυαλό της Σούζαν το δεκατετραώροφο φρεάτιο και οι διάδρομοι απέξω -ακόμη και η αίθουσα αναμονής του ψυχιάτρου- ήταν επίσης εχθρικές περιοχές που έκρυβαν αναρίθμητους κινδύνους. Κάθε δημόσιος χώρος, άσχετα από το πόσο μικρός και προστατευμένος ήταν, δεν έπαυε να είναι ανοιχτός χώρος, με την έννοια πως κάθε στιγμή μπορούσε να μπει ο οποιοσδήποτε. Δεν ένιωθε ασφαλής παρά μόνο σε δύο μέρη: στο σπίτι της στη χερσόνησο και στο ιδιωτικό ιατρείο του δόκτορα Άριμαν, όπου ακόμη και η εντυπωσιακή πανοραμική θέα της ακτής δεν την τάραζε. «Σχεδόν ασφαλής», επανέλαβε η Σούζαν καθώς άνοιγαν οι πόρτες του ανελκυστήρα στον δέκατο τέταρτο όροφο. Παραδόξως, η Μάρτι ξανασκέφτηκε τον Φρόντο. Τον Φρόντο μες στη σήραγγα που ήταν κρυφή είσοδος στον διαβολικό τόπο του Μόρντορ. Τον Φρόντο να αντιμετωπίζει το φύλακα της σήραγγας, το αραχνοειδές τέρας Σέλομπ. Τον Φρόντο χτυπημένο από το θηρίο, να φαίνεται νεκρός, αλλά στην πραγματικότητα να έχει παραλύσει και να έχει αφεθεί παράμερα για να φαγωθεί αργότερα. «Πάμε, πάμε», ψιθύρισε επιτακτικά η Σούζαν. Για πρώτη φορά από τη στιγμή που άφησαν το διαμέρισμα αδημονούσε να προχωρήσει. Ανεξήγητα, όμως, η Μάρτι ήθελε να τραβήξει τη φίλη της πίσω στον ανελκυστήρα, να κατέβουν στον προθάλαμο και να γυρίσουν στο αυτοκίνητο. Για άλλη μια φορά ένιωσε κάτι ανησυχητικά παράξενο στη συνηθισμένη σκηνή γύρω της, σαν να μην επρόκειτο για ένα συνηθισμένο ανελκυστήρα, αλλά για τη σήραγγα όπου είχαν αντιμετωπίσει ο Φρόντο κι ο σύντροφος του, ο Σαμ Γκάμγκι, τη μεγάλη παλλόμενη αράχνη με τα πολλά μάτια. Αντιδρώντας σ' έναν ήχο από πίσω της, στράφηκε έ-

ντρομη, σχεδόν περιμένοντας ν' αντικρίσει το απειλητικό τέρας. Η πόρτα του ανελκυστήρα έκλεινε. Αυτό και τίποτ' άλλο. Στη φαντασία της, μια μεμβράνη που χώριζε τις διαστάσεις είχε σκιστεί κι ο κόσμος του Τόλκιν εισχωρούσε ανελέητα στην παραλία του Νιούπορτ. Μπορεί να είχε δουλέψει πολύ και σκληρά για την προσαρμογή του σε ηλεκτρονικό παιχνίδι. Άραγε μπέρδευε την πραγματικότητα με τη φαντασία, μες στην εμμονή της να σταθεί στο ύψος του άρχοντα των Δαχτυλιδιών και ύστερα από τόση εξαντλητική πνευματική εργασία; Όχι. Δεν ήταν αυτό. Η αλήθεια ήταν λιγότερο φανταστική αλλά εξίσου παράδοξη. Και ύστερα η Μάρτι είδε φευγαλέα τον εαυτό της στο τζάμι μιας πυροσβεστικής φωλεάς στον τοίχο. Αμέσως απέατρεψε το βλέμμα της, ταραγμένη από την ανησυχία που είδε ζωγραφισμένη ολοκάθαρα στο πρόσωπο της. Τα χαρακτηριστικά της φαίνονταν ακανόνιστα, με τις ρυτίδες στις άκρες του στόματος της σαν βαθιές μαχαιριές, το στόμα της σαν ουλή και τα μάτια της να μοιάζουν με πληγές. Όμως δεν ήταν αυτή η διόλου κολακευτική έκφραση που την έκανε να αποστρέψει το βλέμμα. Κάτι άλλο. Χειρότερο. Κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς. Τι μου συμβαίνει; «Πάμε», είπε η Σούζαν πιο επίμονα από πριν. «Μάρτι, τι τρέχει; Πάμε». Απρόθυμα, η Μάρτι συνόδευσε τη Σούζαν έξω από τον προθάλαμο. Έστριψαν αριστερά στο διάδρομο. Η Σούζαν έπαιρνε κουράγιο επαναλαμβάνοντας σαν ινδικό μάντρα τη φράση «σχεδόν ασφαλής, σχεδόν ασφαλής», αλλά η Μάρτι δεν είχε αυτή την παρηγοριά.

ΙΧΑΘΩΣ Ο ΑΕΡΑΣ ΕΓΔΥΝΕ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ απ' τα βρεγμένα τους φύλλα και χείμαρροι κυλούσαν στα ρείθρα προς τους μισοφραγμένους υπονόμους, ο Ντάστι διέσχιζε τους λόφους του Νιούπορτ. «Είμαι μούσκεμα. Κρυώνω», παραπονέθηκε ο Σκιτ. «Κι εγώ. Ευτυχώς, είμαστε ανώτερα πρωτεύοντα με κάμποσα τεχνολογικά μαραφέτια». Ο Ντάστι άναψε το καλοριφέρ. «Τα θαλάσσωσα», μουρμούρισε ο Σκιτ. «Ποιος, εσύ;» «Πάντα τα θαλασσώνω». «Όλοι είναι καλοί σε κάτι». «Είσαι θυμωμένος μαζί μου;» «Αυτή τη στιγμή σ' έχω σιχαθεί», είπε ειλικρινά ο Ντάστι. «Με μισείς;» «Όχι». Ο Σκιτ αναστέναξε και γλίστρησε βαθύτερα στο κάθισμά του. Έτσι όπως είχε σωριαστεί, άψυχα, και καθώς από τα ρούχα του έβγαινε αχνός, θύμιζε λιγότερο άνθρωπο και περισσότερο μια στοίβα άπλυτα. Τα ερεθισμένα και πρησμένα βλέφαρά του έκλεισαν. Το στόμα του κρέμασε. Έμοιαζε να 'χει αποκοιμηθεί. Ο ουρανός κρεμόταν βαρύς από πάνω, γκριζόμαυρος, σαν υγρή τέφρα με κάρβουνα. Η βροχή δεν ήταν ασημόχρωμη, λαμπερή όπως συνήθως, αλλά σκούρα και βρόμικη, σαν να ήταν η φύση μια παραδουλεύτρα που έστυβε μια λερή πατσαβούρα. Ο Ντάστι οδήγησε το αυτοκίνητο ανατολικά και νότια, άφησαν πίσω τους την παραλία του Νιούπορτ και μπήκαν στο Ίρβιν. Ήλπιζε να υπήρχε ελεύθερο κρεβάτι στην κλινι-

κή Νέα Ζωή, ένα κέντρο απεξάρτησης από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Ο Σκιτ είχε ξαναμπεί δύο φορές για αποτοξίνωση, τη μια φορά στη Νέα Ζωή πριν από έξι μήνες. Βγήκε καθαρός και διατεθειμένος ειλικρινά να παραμείνει έτσι. Κάθε φορά που τέλειωνε η θεραπεία, όμως, ξανακυλούσε σταδιακά. Και τώρα είχε φτάσει τόσο χαμηλά, ώστε ήθελε ν' αυτοκτονήσει. Ίσως απ' αυτό το καινούριο βάθος να συνειδητοποιούσε πως αυτή ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Δίχως να σηκώσει το πιγούνι του απ' το στέρνο του, ο Σκιτ είπε: «Ζητώ συγνώμη... για ό,τι έγινε στη στέγη. Συγνώμη που ξέχασα ποιος ήταν ο πατέρας σου. Ο ειδικός της αποδόμησης. Φταίει που είμαι σε τόσο άθλια κατάσταση». «Δεν πειράζει. Εγώ προσπαθώ όλη μου τη ζωή να τον ξεχάσω». «Πάω στοίχημα πως θυμάσαι τον δικό μου πατέρα». «Ο δόκτωρ Χόλντεν Κόλφιλντ, καθηγητής λογοτεχνίας». «Είναι αληθινό κάθαρμα», είπε ο Σκιτ. «Όλοι τους είναι. Έλκεται από τα καθάρματα». Ο Σκιτ σήκωσε αργά το κεφάλι του, σαν να ήταν ένα πελώριο βάρος που το σήκωνε ένα περίπλοκο σύστημα ισχυρών υδραυλικών ανυψωτήρων. «Το Χόλντεν Κόλφιλντ δεν είναι καν το αληθινό του όνομα». Ο Ντάστι σταμάτησε σ' ένα κόκκινο φανάρι και κοίταξε δύσπιστα τον Σκιτ. Το όνομα, ολόιδιο μ' αυτό του πρωταγωνιστή στο Ο Φύλακας στη Σίκαλη, φαινόταν πολύ ταιριαστό για να 'ναι τυχαίο. «Το άλλαξε νόμιμα όταν έγινε είκοσι ενός», είπε ο Σκιτ. «Το κανονικό του ήταν Σαμ Φάρνερ». «Αυτό συνέβη πραγματικά, ή μήπως είσαι τόσο μαστουρωμένος που δεν ξέρεις τι λες;» «Αυτό συνέβη», είπε ο Σκιτ. «Ο πατέρας του γερο-Σαμ ήταν καραβανάς. Ο συνταγματάρχης Τόμας Τζάκσον Φάρνερ. Η μητέρα του, η Λουάν, ήταν νηπιαγωγός. Ο γερο-Σαμ τσακώθηκε μαζί τους -αφού πρώτα τον έστειλαν ο συνταγματάρχης και η Λουάν στο πανεπιστήμιο κι αφού πήρε ο γερο-Σαμ υποτροφία για να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές. Ειδάλλως, μπορεί να ανέβαλλε τον τσακωμό του για να μη χάσει το χαρτζιλίκι». Ο Ντάστι ήξερε τον πατέρα του Σκιτ -τον ψευτο-Χόλντεν Κόλφιλντ- και μάλιστα πολύ καλά, γιατί αυτό το επηρμένο κάθαρμα ήταν ο πατριός του. Ο Τρέβορ Πεν Ρόουντς, ο πα-

τέρας του Ντάστι, ήταν ο δεύτερος από τους τέσσερις συζύγους της μητέρας τους κι ο Χόλντεν Σαμ Κόλφιλντ Φάρνερ ήταν ο τρίτος της. Από την εποχή προτού κλείσει ο Ντάστι τα τέσσερα μέχρι και μετά τα δεκατέσσερά του χρόνια, αυτός ο αυτοχειροτόνητος γαλαζοαίματος κυβερνούσε την οικογένειά τους με μια υπεροπτική αίσθηση θεϊκής εξουσίας και με τόσο αυταρχικό ζήλο και αγριότητα, που θα τον θαύμαζε ακόμη κι ο Χάνιμπαλ Λέκτερ. «Έλεγε πως η μητέρα του ήταν καθηγήτρια στο Πρίνστον κι ο πατέρας του στο Ρούτγκερς. 'Ολες αυτές οι ιστορίες...» «Δεν είναι η βιογραφία του», επέμεινε ο Σκιτ. «Απλώς μια επινοημένη σύνοψη της ζωής του». «Ο τραγικός τους θάνατος στη Χιλή;...» «Κι άλλο ψέμα». Τα κατακόκκινα μάτια του Σκιτ φωτίστηκαν από μια άγρια λάμψη, που μπορεί να ήταν δίψα για εκδίκηση. Για μια στιγμή, ο πιτσιρικάς δεν φαινόταν καθόλου θλιμμένος, καθόλου αποκαμωμένος, ισχνός και τσακισμένος, αλλά γεμάτος άγρια και σχεδόν ασυγκράτητη αγαλλίαση, Ο Ντάστι είπε: «Τσακώθηκε τόσο πολύ με το συνταγματάρχη Φάρνερ, που ήθελε ν' αλλάξει το όνομά του;» «Του άρεσε, φαντάζομαι, το Ο Φύλακας στη Σίκαλη». Ο Ντάστι είχε εκπλαγεί. «Μπορεί να του άρεσε, όμως το κατάλαβε;» Ήταν μια ανόητη ερώτηση. Ο πατέρας του Σκιτ ήταν ρηχός σαν τριβλίο Πέτρι, που μέσα καλλιεργούνταν ο ένας βραχύβιος ενθουσιασμός μετά τον άλλο, οι περισσότεροι καταστροφικοί σαν τη σαλμονέλα. «Ποιος θα ήθελε να είναι ο Χόλντεν Κόλφιλντ;» «Ο Σαμ Φάρνερ, ο γέρος μου. Και πάω στοίχημα πως αυτό δεν έβλαψε τη σταδιοδρομία του στο πανεπιστήμιο. Στη δική του δουλειά, θα ήταν αξιομνημόνευτος μ' αυτό το όνομα». Μια κόρνα ήχησε πίσω τους. Το φανάρι είχε αλλάξει από κόκκινο σε πράσινο. Καθώς συνέχιζαν το δρόμο τους προς την κλινική, ο Ντάστι είπε: «Πού τα έμαθες όλ' αυτά;» «Κατ' αρχήν στο Ίντερνετ». Ο Σκιτ ίσιωσε την πλάτη του και τράβηξε με τα κοκαλιάρικα χέρια του τα βρεγμένα μαλλιά απ' το πρόσωπο του. «Πρώτα απ' όλα κοίταξα τους ομότιμους καθηγητές στο Ρούτγκερς, στη σελίδα του πανεπιστημίου στο Ίντερνετ. Όσους δίδαξαν ποτέ εκεί. Το ίδιο και στο Πρίνστον. Δεν υπήρχε σε κανένα από τα δύο κά-

ποιος καθηγητής ή καθηγήτρια με τα ονόματα των γονιών του. Δηλαδή, των φανταστικών γονιών του». Με φανερό καμάρι στη φωνή του, ο Σκιτ εξιστόρησε τη βασανιστική πορεία που ακολούθησε αναζητώντας την απλή αλήθεια για τον πατέρα του. Η έρευνα απαίτησε συντονισμένες προσπάθειες και κάμποση δημιουργική σκέψη, πέρα από την απαραίτητη νηφαλιότητα. Ο Ντάστι απόρησε που αυτός ο εύθραυστος πιτσιρικάς, ο τυραννισμένος απ' τη ζωή καθώς κι από τον εθισμό του και τις παρορμήσεις του, κατόρθωσε να συγκεντρωθεί τόσο έντονα και για όσο διάστημα χρειαζόταν, προκειμένου να φέρει σε πέρας την έρευνά του. «Ο γέρος του γέρου μου, ο συνταγματάρχης Φάρνερ, έχει πεθάνει εδώ και χρόνια», είπε ο Σκιτ. «Η Λουάν, όμως, η μητέρα του, ζει. Είναι εβδομήντα οχτώ χρονών και ζει στο Κασκέιντ του Κολοράντο». «Η γιαγιά σου», είπε ο Ντάστι. «Μέχρι πριν από τρεις εβδομάδες, αγνοούσα την ύπαρξή της. Της μίλησα δύο φορές στο τηλέφωνο. Μου φάνηκε πραγματικά γλυκιά, Ντάστι. Η καρδιά της ράγισε όταν το μοναχοπαίδι της τους έβγαλε απ' τη ζωή του». «Και γιατί το έκανε;» «Είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις. Μη με ρωτήσεις τι σημαίνει αυτό». «Αυτός αλλάζει τις πεποιθήσεις σαν τις ακριβές του κάλτσες», είπε ο Ντάστι. «Πρέπει να ήταν κάτι άλλο». «Όχι, απ' ό,τι λέει η Λουάν». Το καμάρι για την επιτυχία του, που του είχε χαρίσει τη δύναμη να ισιώσει την πλάτη του και να σηκώσει το πιγούνι απ' το στέρνο του, δεν αρκούσε πλέον για να τον στηρίξει. Σταδιακά, γλίστρησε προς τα κάτω και μαζεύτηκε σαν χελώνα μες στον ατμό, την υγρή μυρωδιά και τις μουσκεμένες ζάρες των βρεγμένων ρούχων του. «Δεν έχεις τα χρήματα για να πληρώσεις ξανά για την αποτοξίνωσή μου», είπε ο Σκιτ, καθώς ο Ντάστι οδηγούσε το αυτοκίνητο στο χώρο στάθμευσης της κλινικής Νέα Ζωή. «Μη σ' ανησυχεί αυτό. Έ χ ω κλείσει δυο μεγάλες δουλειές. Συν τοις άλλοις, η Μάρτι σχεδιάζει κάθε λογής φριχτούς θανάτους για τους Ορκ και όλα τα άλλα τέρατα, κι αυτό σημαίνει μπόλικο χρήμα». «Δεν ξέρω αν μπορώ να ακολουθήσω ξανά αυτό το πρόγραμμα».

«Μπορείς. Πήδηξες από μια στέγη σήμερα το πρωί. Διάβολε, η αποτοξίνωση θα 'πρεπε να σου φαίνεται παιχνιδάκι». Η ιδιωτική κλινική στεγαζόταν σ' ένα κτίριο που θύμιζε κεντρικά γραφεία επιτυχημένης αλυσίδας μεξικανικών ε(Γτιατορίων: ένα διώροφο οίκημα σαν σπίτι σε λατινοαμερικανικό υποστατικό, με αψιδωτά υπόστυλα στο ισόγειο, σκεπαστά μπαλκόνια στον πρώτο όροφο και με πορφυρές μπουκαμβίλιες, σχολαστικά πλεγμένες γύρω από τις κολόνες και κατά μήκος των θολωτών διαδρόμων, που του χάριζαν μια όμορφη όψη ακινησίας. Ήταν τόσο επιδεικτικά τέλειο, που έδινε την εντύπωση του ψεύτικου, σαν σπίτι στην Ντίσνεϊλαντ, σαν να ήταν τα πάντα, απ' το χορτάρι ως τη ιπέγη, φτιαγμένα από πλαστικό. Εδώ, ακόμη και η βρόμικη βροχή είχε μια αργυρή λάμψη. Ο Ντάστι πάρκαρε στο πεζοδρόμιο κοντά στην είσοδο, οτο χώρο στάθμευσης για τους καινούριους ασθενείς. Σταμάτησε τους υαλοκαθαριστήρες, αλλά δεν έσβησε τη μηχανή. «Του είπες αυτά που έμαθες;» «Στο γέρο μου, εννοείς;» Ο Σκιτ έκλεισε τα μάτια και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι. Μου φτάνει που τα ξέρω εγώ». Στην πραγματικότητα ο Σκιτ φοβόταν τον καθηγητή Κόλφιλντ, τέως Φάρνερ, όπως τότε που ήταν παιδί -και ίσως να μην είχε άδικο. «Κασκέιντ, Κολοράντο», είπε ο Σκιτ, προφέροντάς το σαν να ήταν κάποιος μαγικός τόπος, μια πατρίδα μάγων, γρυπών και μονόκερων. «Θες να πας εκεί και να δεις τη γιαγιά σου;» «Είναι πολύ μακριά. Πολύ δύσκολο», είπε ο Σκιτ. «Δεν μπορώ να οδηγήσω πια». Εξαιτίας αναρίθμητων παραβάσεων, είχε χάσει την άδεια του. Καθημερινά, πήγαινε στη δουλειά με τον Φιγκ Νιούτον. «Άκου», είπε ο Ντάστι, «μόλις ολοκληρώσεις το πρόγραμμα, θα σε πάω εγώ στο Κασκέιντ για να γνωρίσεις τη γιαγιά σου». Ο Σκιτ άνοιξε τα μάτια του. «Αχ, φίλε μου, είναι ριψοκίνδυνο αυτό». «Ε, δεν είμαι τόσο κακός οδηγός». «Θέλω να πω, οι άνθρωποι αποδεικνύονται σκέτη απογοήτευση. Πέρα από σένα και τη Μάρτι. Και την Ντομινίκ. Αυτή ποτέ δε με απογοήτευσε».

Η Ντομινίκ ήταν η ετεροθαλής αδερφή τους, κόρη του πρώτου συζύγου της μητέρας τους. Έπασχε από σύνδρομο Ντάουν και πέθανε όταν ήταν βρέφος ακόμη. Δεν την είχε γνωρίσει κανείς τους, αν και ο Σκιτ πήγαινε μερικές φορές στον τάφο της. Αυτή που απέόρασε, έτσι την αποκαλούσε. «Οι άνθρωποι πάντα σε απογοητεύουν», είπε, «και δεν είναι έξυπνο να περιμένεις πάρα πολλά». «Είπες πως ακουγόταν γλυκιά στο τηλέφωνο. Και προφανώς ο πατέρας σου την απεχθάνεται, και αυτό είναι καλό σημάδι. Πολύ καλό. Από την άλλη, αν αποδειχτεί τελικά πως είναι η Σατανική Γιαγιά, θα είμαι μαζί σου και θα της σπάσω τα πόδια». Ο Σκιτ χαμογέλασε. Κοίταξε συλλογισμένος, μελαγχολικός, μέσ' από το βρεγμένο παρμπρίζ, όμως όχι το τοπίο μπροστά τους αλλά μάλλον μια ιδανική εικόνα του Κασκέιντ OTO Κολοράντο που είχε ζωγραφίσει ήδη στη φαντασία του. «Είπε πως μ' αγαπά. Δε μ' έχει γνωρίσει, όμως το είπε». «Είσαι ο εγγονός της», είπε ο Ντάστι σβήνοντας τη μηχανή. Τα μάτια του Σκιτ δεν φαίνονταν απλώς πρησμένα και κατακόκκινα αλλά και πονεμένα, σαν να είχε δει πάμπολλα οδυνηρά πράγματα. Όμως το χαμόγελο του, στο χλομό σαν πάγο, τσακισμένο, κάτισχνο πρόσωπο του, ήταν ζεστό. «Δεν είσαι απλώς ετεροθαλής αδερφός μου. Είσαι κάτι παραπάνω κι από αδερφός». Ο Ντάστι έβαλε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του Σκιτ και τον τράβηξε κοντά του μέχρι που ήρθαν σε επαφή τα μέτωπά τους. Κάθισαν έτσι για λίγο, με τα μέτωπά τους κολλητά, βουβοί. Ύστερα βγήκαν από το βαν στην παγερή βροχή.

Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ του δόκτορα Μαρκ Άριμαν είχε δυο ζευγάρια καρέκλες από λακαριστό ξύλο με μαύρα δερμάτινα καθίσματα. Το δάπεδο ήταν από μαύρο γρανίτη, καθώς και τα δύο ακριανά τραπεζάκια, πάνω στα οποία υπήρχαν τεύχη του Αρκαέκτσονραλ Ντάιτζεστ και τον Βάνιτι Φεαρ. Το χρώμα των τοίχων ταίριαζε με τη μελένια απόχρωση του ξύλου. Δύο πίνακες αρ ντεκό, νυχτερινά τοπία πόλης που θύμιζαν κάποια πρώιμα έργα της Τζόρτζια Ο' Κιφ, ήταν τα μόνα έργα τέχνης. Ο μοντέρνος και ακριβός διάκοσμος ήταν επίσης απρόσμενα γαλήνιος. Όπως πάντα, η Σούζαν έδειξε ολοφάνερη ανακούφιση μόλις διάβηκε το κατώφλι απ' το διάδρομο του δέκατου τέταρτου ορόφου. Για πρώτη φορά από τότε που είχε φύγει από το διαμερισμό της, δεν χρειαζόταν να στηριχτεί πάνω στη Μάρτι. Η στάση του κορμιού της βελτιώθηκε. Σήκωσε το κεφάλι, έσπρωξε πίσω την κουκούλα του αδιάβροχου και πήρε βαθιές ανάσες σαν να βγήκε στην επιφάνεια μιας παγερής, βαθιάς λίμνης. Παραδόξως, και η Μάρτι ένιωσε κάποια ανακούφιση. Αυτό το απροσδιόριστο άγχος της, που δεν φαινόταν να πηγάζει από κάποια συγκεκριμένη αιτία, υποχώρησε κάπως μόλις έκλεισε πίσω τους την πόρτα της αίθουσας αναμονής. Η γραμματέας του γιατρού, η Τζένιφερ, φαινόταν πίσω από το παράθυρο του γραφείου της. Τους κούνησε το χέρι, καθισμένη, ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο. Μια εσωτερική πόρτα άνοιξε αθόρυβα. Σαν να είχε διαισθανθεί τηλεπαθητικά την άφιξη της Σούζαν, ο δόκτωρ Αριμαν μπήκε από το δωμάτιο όπου δεχόταν τους ασθενείς του, το οποίο ήταν επιπλωμένο με το ίδιο γούστο. Ντυμένος

άψογα, μ' ένα σκούρο γκρίζο κοστούμι Βεστιμέντα, μοντέρνος και κομψός όπως το ιατρείο του, κινούνταν με την άνεση και τη χάρη επαγγελματία αθλητή. Ήταν γύρω στα σαράντα πε'ντε, ψηλός, μαυρισμε'νος, με γκριζόμαυρα μαλλιά, κι όμορφος όπως στις φωτογραφίες στα καλύμματα των επιτυχημένων ψυχολογικών βιβλίων του. Αν και τα ξανθοκάστανα μάτια του καρφώνονταν με ασυνήθιστη επιμονή στα μάτια του συνομιλητή του, το βλε'μμα του δεν ήταν αδιάκριτο ή προκλητικό, ούτε παγερά διερευνητικό αλλά ζεστό και καθησυχαστικό. Ο δόκτωρ Άριμαν δεν θύμιζε καθόλου τον πατέρα της Μάρτι, αλλά είχε την καταδεκτικότητα, το ειλικρινές ενδιαφέρον για τους ανθρώπους και την ήρεμη αυτοπεποίθηση του Γελαστού Μπομπ. Της δημιουργούσε μια στοργική, πατρική αίσθηση. Αντί να εντείνει την αγοραφοβία της Σούζαν ρωτώντας την ανήσυχα πώς τα πήγε στη διαδρομή απ' το διαμέρισμά της, μίλησε με άνεση για την ομορφιά της καταιγίδας, λες και το βροχερό πρωινό ήταν φωτεινό σαν πίνακας του Ρενουάρ. Καθώς περιέγραφε τις χαρές μιας βόλτας στη βροχή, η υγρασία και η παγωνιά έμοιαζαν τόσο ευχάριστες, όσο μια ηλιοφώτιστη μέρα στην ακρογιαλιά. Ώσπου να βγάλει η Σούζαν το αδιάβροχό της και να το δώσει στη Μάρτι, χαμογελούσε. Όλη η αγωνία είχε σβήσει από το πρόσωπο της αλλά όχι ολότελα από τα μάτια της. Καθώς περνούσε από την αίθουσα αναμονής στο γραφείο του δόκτορα Αριμαν, δεν κινούνταν πια σαν ηλικιωμένη αλλά σαν κοριτσάκι, δείχνοντας να μην την πτοεί διόλου η θέα της απέραντης ακτής που θα αντίκριζε από τα παράθυρα του δέκατου τέταρτου ορόφου. Όπως πάντα, η Μάρτι εντυπωσιάστηκε από την άμεση κατευναστική επίδραση που είχε ο γιατρός πάνω στη Σούζαν και σχεδόν αποφάσισε να μην του φανερώσει την ανησυχία της. Ύστερα, όμως, πριν ακολουθήσει ο γιατρός τη Σούζαν στο γραφείο του, τον ρώτησε αν θα μπορούσε να του πει ιδιαιτέρως κάτι. Ο γιατρός είπε στη Σούζαν, «Έρχομαι», και ύστερα έκλεισε την πόρτα του γραφείου του. Το χαμόγελο του ήταν ανακουφιστικό σαν ζεστό τσάι, κέικ και μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. «Τα πηγαίνει καλά, κυρία Ρόουντς. Δε θα μπορούσα να είμαι πιο ευχαριστημένος».

«Δε θα μπορούσατε να της δώσετε και κάποια φάρμακα; Διάβασα πως τα αγχολυτικά...» «Στην περίπτωση της, τα αγχολυτικά φάρμακα θα ήταν μεγάλο λάθος. Η λύση δεν είναι πάντα τα φάρμακα, κυρία Ρόουντς. Πιστέψτε με, αν μπορούσαν να τη βοηθήσουν, θα της τα χορηγούσα χωρίς δεύτερη κουβέντα». «Μα είναι έτσι εδώ και δεκάξι μήνες». Εκείνος έγειρε το κεφάλι και την κοίταξε σχεδόν σαν να υποψιαζόταν πως τον κορόιδευε. «Αλήθεια, δεν έχετε δει καμιά αλλαγή επάνω της, ειδικά τους τελευταίους μήνες;» «Α, ναι. Κάμποσες. Και μου φαίνεται... Εντάξει, δεν είμαι γιατρός, ούτε ψυχοθεραπεύτρια, όμως τον τελευταίο καιρό η Σούζαν μου φαίνεται πως πάει χειρότερα. Πολύ χειρότερα». «Έχετε δίκιο. Χειροτερεύει, αλλά αυτό δεν είναι κακό σημάδι». «Όχι;» είπε σαστισμένη η Μάρτι. Νιώθοντας το βάθος της ανησυχίας της Μάρτι και ίσως καταλαβαίνοντας ενστικτωδώς πως η αγωνία της δεν πήγαζε αποκλειστικά από την έγνοια της για τη φίλη της, ο δόκτωρ Άριμαν της έκανε νόημα να καθίσει και κάθισε κι αυτός πλάι της. «Η αγοραφοβία», είπε, «είναι σχεδόν πάντα μια αιφνίδια κατάσταση και σπανίως σταδιακή. Ο φόβος είναι εξίσου έντονος κατά την πρώτη κρίση πανικού όσο και κατά την εκατοστή. Έτσι, όταν υπάρχει μια αλλαγή στην ένταση του φόβου, συχνά αυτό φανερώνει πως ο ασθενής είναι στα πρόθυρα μιας σημαντικής εξέλιξης». «Ακόμη κι αν χειροτερεύει ο φόβος;» «Ειδικά όταν χειροτερεύει». Ο Άριμαν δίστασε. «Είμαι βέβαιος πως καταλαβαίνετε ότι δεν μπορώ να παραβιάσω το ιατρικό απόρρητο κουβεντιάζοντας τις λεπτομέρειες της περίπτωσης της Σούζαν. Γενικά, όμως, ο αγοραφοβικός χρησιμοποιεί συχνά το φόβο του σαν καταφύγιο από τον κόσμο, σαν έναν τρόπο για να αποφύγει να δεσμευτεί απέναντι στους άλλους, ή να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα τραυματικές προσωπικές εμπειρίες. Υπάρχει μια διεστραμμένη παρηγοριά στην απομόνωση...» «Μα η Σούζαν τη σιχαίνεται αυτή την κατάσταση, να είναι έτσι φοβισμένη και παγιδευμένη σ' εκείνο το διαμέρισμα». Ο Άριμαν ένευσε. «Η απόγνωση της είναι βαθιά και ει-

λικρινής. Παρ' όλα αυτά, η ανάγκη της για απομόνωση είναι ακόμη μεγαλύτερη από την αγωνία της για τους περιορισμούς που της επιβάλλει η φοβία της». Η Μάρτι είχε πράγματι προσέξει πως κάποιες φορές η Σούζαν φαινόταν να κάθεται στο διαμέρισμά της περισσότερο γιατί ήταν ευτυχισμένη εκεί παρά γιατί φοβόταν υπερβολικά τον έξω κόσμο. «Όταν αρχίζει να συνειδητοποιεί η ασθενής γιατί αποδέχεται τη μοναξιά της», συνέχισε ο Άριμαν, «όταν αρχίζει επιτέλους ν' αναγνωρίζει το αληθινό τραύμα που προσπαθεί να μην αντιμετωπίσει, τότε, κάποιες φορές, σαν άρνηση, προσκολλάται πιο έντονα στην αγοραφοβία της. Μια επιδείνωση των συμπτωμάτων συνήθως σημαίνει πως δίνει την έσχατη μάχη ενάντια στην αλήθεια. Μόλις θα γκρεμιστεί η άμυνά της, θα αντιμετωπίσει τελικά αυτό που φοβάται αληθινά: όχι τους ανοιχτούς χώρους αλλά κάτι πιο προσωπικό και άμεσο». Η εξήγηση του γιατρού φάνηκε λογική στη Μάρτι, όμως εξακολουθούσε να μην μπορεί να δεχτεί εύκολα την άποψη πως μια ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση θα οδηγούσε αναπόφευκτα στη θεραπεία. Την περασμένη χρονιά η μάχη που έδινε ο πατέρας της με τον καρκίνο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, και στον πάτο δεν τον περίμενε κάποια χαρούμενη εξέλιξη αλλά ο θάνατος. Φυσικά, οι ψυχολογικές αρρώστιες δεν συγκρίνονταν με τις σωματικές. Παρ' όλα αυτά... «Σας καθησύχασα, κυρία Ρόουντς;» Μια εύθυμη λάμψη ζωντάνεψε τα μάτια του. « Ή μήπως νομίζετε πως δε λέω παρά ψυχολογικές αρλούμπες;» Η γοητεία του την κέρδισε. Τα πτυχία στο γραφείο του, που ήταν κάμποσα, η φήμη που είχε ως ο καλύτερος ειδικός στη θεραπεία των φοβιών στην Καλιφόρνια, και ίσως σε ολόκληρη τη χώρα, και ο κοφτερός του νους δεν ήταν πιο σημαντικά για να κερδίζει την εμπιστοσύνη των ασθενών απ' όσο ήταν οι γοητευτικοί του τρόποι. Η Μάρτι χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι. Ο μόνος που λέει αρλούμπες είμαι εγώ. Μάλλον... νιώθω πως την πρόδωσα με κάποιον τρόπο». «Όχι, όχι, όχι». Έβαλε καθησυχαστικά το χέρι του στον ώμο της. «Κυρία Ρόουντς, ό,τι και να 'λεγα για το πόσο σημαντική είστε για τη θεραπεία της Σούζαν θα ήταν λίγο. Η αφοσίωσή σας α' αυτή σημαίνει περισσότερα από οτιδήποτε

μπορώ να κάνω εγώ. Πρέπει να μη διστάζετε να μου λέτε τις ανησυχίες σας. Η έγνοια σας γι' αυτή είναι ο βράχος πάνω στον οποίο στέκεται η Σοΰζαν για να μην γκρεμιστεί». Η φωνή της Μάρτι έγινε βραχνή. «Είμαστε φίλες από παιδιά, έχουμε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας μαζί. Την αγαπώ τόσο πολΰ. Και αδερφή μου να ήταν, δε θα την αγαπούσα περισσότερο». «Αυτό εννοώ κι εγώ. Η αγάπη μπορεί να πετύχει περισσότερα από τη θεραπεία, κυρία Ρόουντς. Δεν έχουν όλοι οι ασθενείς κάποιον σας εσάς. Η Σοΰζαν είναι αληθινά τυχερή απ' αυτή την άποψη». Τα μάτια της Μάρτι θόλωσαν. «Φαίνεται τόσο χαμένη», είπε σιγανά. Το χέρι του έσφιξε ελαφρά τον ώμο της. «Θα βρει το δρόμο της. Πιστέψτε με, θα τον βρει». Τον πίστευε. Την είχε παρηγορήσει, για την ακρίβεια την είχε καθησυχάσει τόσο πολΰ, που παραλίγο να αναφέρει τις δικές της περίεργες κρίσεις άγχους: τον ίσκιο της, τον καθρέφτη, το μαχαίρι, την αιχμή και τα δόντια του κλειδιού του αυτοκινήτου... Στο μέσα γραφείο, η Σοΰζαν περίμενε το γιατρό. Αυτή η ώρα ήταν δική της, όχι της Μάρτι. «Υπάρχει κάτι άλλο;» ρώτησε ο δόκτωρ Άριμαν. «Όχι. Είμαι καλά τώρα», είπε εκείνη και σηκώθηκε. «Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πολΰ, γιατρέ». «Να έχετε πίστη, κυρία Ρόουντς». «Έχω». Χαμογελώντας, σήκωσε τους αντίχειρές του, για να δείξει πως όλα πήγαιναν καλά, μπήκε στο γραφείο του κι έκλεισε την πόρτα. Η Μάρτι διέσχισε τον στενό διάδρομο ανάμεσα στο γραφείο του γιατρού κι ένα μεγάλο δωμάτιο αρχειοθέτησης κι έφτασε σε μια άλλη αίθουσα αναμονής. Αυτή ήταν μικρότερη από την πρώτη αλλά παρόμοια. Εδώ, μια πίσω πόρτα οδηγοΰσε στο γραφείο του δόκτορα Άριμαν και μια άλλη στο διάδρομο του δέκατου τέταρτου ορόφου. Η ΰπαρξη δΰο αιθουσών αναμονής εξασφάλιζε πως οι ασθενείς που έρχονταν και οι πιθανοί συνοδοί τους δεν θα συναντούσαν εκείνους που έφευγαν κι έτσι οι επισκέψεις θα ήταν μυστικές. Η Μάρτι κρέμασε το αδιάβροχο της Σοΰζαν και το δικό της σε δυο γάντζους δίπλα στην έξοδο.

Είχε φέρει ένα βιβλίο τσέπης, ένα θρίλερ, για να περάσει η ώρα, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ιστορία. Κανένα από τα ανατριχιαστικά πράγματα που συνέβαιναν στο μυθιστόρημα δεν ήταν τόσο ανησυχητικό όσο τα πρωινά γεγονότα. Σε λίγο η Τξένιφερ, η γραμματέας του γιατρού, έφερε μια κούπα καφέ -σκέτο, χωρίς ζάχαρη, όπως άρεσε στη Μάρτι- κι ένα μπισκότο με σοκολάτα. «Δε σας ρώτησα μήπως θα θέλατε κανένα αναψυκτικό. Απλώς φαντάστηκα πως μια τέτοια μέρα ο καφές θα ήταν ιδανικός». «Είναι ό,τι πρέπει. Σ' ευχαριστώ, Τζένιφερ». Όταν έφερε για πρώτη φορά τη Σούζαν εδώ, την ξάφνιασε αυτή η απλή, ευγενική χειρονομία. Αν και δεν είχε προηγούμενη εμπειρία από ιατρεία ψυχιάτρων, ήταν βέβαιη πως στα περισσότερα δεν συνηθιζόταν αυτή η αβρότητα, και εξακολουθούσε να τη γοητεύει. Ο καφές ήταν δυνατός αλλά όχι πικρός. Το μπισκότο ήταν έξοχο- θα 'πρεπε να ρωτήσει την Τζένιφερ πού τα αγόραζε. Ήταν παράξενο το πώς μπορούσε ένα μπισκότο να ηρεμήσει το νου, ακόμη και να τονώσει ένα ταραγμένο πνεύμα. Ύστερα από λίγο, μπόρεσε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο. Το γράψιμο ήταν καλό. Η πλοκή πολύ ενδιαφέρουσα. Οι χαρακτήρες ζωηροί. Το απόλαυσε. Η δεύτερη αίθουσα αναμονής ήταν καλό μέρος για διάβασμα. Ήσυχο. Χωρίς παράθυρα. Χωρίς ενοχλητική μουσική. Χωρίς περισπασμούς. Στην ιστορία, υπήρχε ένας γιατρός που του άρεσαν τα χαϊκού, ένα είδος σύντομων ιαπωνικών ποιημάτων. Ψηλός, όμορφος, προικισμένος με μια μελίρρυτη φωνή, απήγγελλε ένα χαϊκού καθώς στεκόταν σ' ένα τεράστιο παράθυρο και παρακολουθούσε μια καταιγίδα: «Πεύκου αέρας δυνατά φυσάει, γοργή βροχή, σκισμένο τον ανέμου χαρτί στον εαντό τον μιλάει». Η Μάρτι βρήκε υπέροχο το ποίημα. Κι αυτοί οι σύντομοι στίχοι απέδιδαν τέλεια την ατμόσφαιρα αυτής της βροχής του Γενάρη, που σάρωνε την ακτή πίσω απ' το παράθυρο. Υπέροχη η θέα της καταιγίδας, υπέροχες και οι λέξεις. Όμως το χαϊκού την τάραξε επίσης. Δύσκολα το ξεχνού-

οες. Κάτι απειλητικά, δυσοίωνο παραμόνευε πίσω από τις όμορφες εικόνες. Μια ξαφνική ανησυχία την πλημμύρισε, μια αίσθηση πως τίποτε δεν ήταν αυτό που φαινόταν. Τι μου συμβαίνει; Ένιωσε μπερδεμένη, αποπροσανατολισμένη. Ήταν όρθια, αλλά δεν θυμόταν πότε είχε σηκωθεί απ' την καρέκλα. Και, για όνομα του Θεοΰ, τι έκανε εόώ; «Τι μου συμβαίνει;» ρώτησε μεγαλόφωνα αυτή τη φορά. Ύστερα έκλεισε τα μάτια, γιατί έπρεπε να ηρεμήσει. Έπρεπε να ηρεμήσει. Ηρέμησε. Έ χ ε πίστη. Σταδιακά ανέκτησε την ψυχραιμία της. Αποφάσισε να περάσει την ώρα μ' ένα βιβλίο. Τα βιβλία ήταν καλή θεραπεία. Μπορούσες να χαθείς μέσα σ' ένα βιβλίο, να ξεχάσεις τα προβλήματά σου, τους φόβους σου. Αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν πολΰ καλό για ν' αποδράσεις, να ξεχαστείς. Αληθινό θρίλερ. Το γράψιμο ήταν καλό. Η πλοκή πολΰ ενδιαφέρουσα. Οι χαρακτήρες ζωηροί. Το απόλαυσε.

Χ ο ΜΟΝΟ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΔΩΜΑΤΙΟ στην κλινική Νέα Ζωή ήταν στον δεύτερο όροφο, με θέα στους κήπους. Μεγάλες φοινικιές και φτέρες αναδεύονταν στον άνεμο και τα πορφυρά κυκλάμινα ήταν ολάνθιστα στις βραγιές. Η βροχή χτυπούσε ρυθμικά στο παράθυρο με τόση δύναμη, που ακουγόταν σαν χαλάζι, αν και δεν έβλεπε ο Ντάστι χάντρες πάγου να γλιστρούν πάνω στο τζάμι. Ο Σκιτ, με τα ρούχα του σχεδόν στεγνά τώρα, καθόταν σε μια γαλάζια πολυθρόνα από τουίντ και φυλλομετρούσε μηχανικά ένα παμπάλαιο τεύχος του Τάιμ. Το δωμάτιο ήταν μονόκλινο* το κρεβάτι είχε ένα κιτρινοπράσινο καρό κάλυμμα και το κομοδίνο ήταν από κιτρινωπή φορμάικα με νερά ξύλου* υπήρχε επίσης μια μικρή ταιριαστή τουαλέτα, οι τοίχοι ήταν υπόλευκοι, οι κουρτίνες πορτοκαλιές και το χαλί πράσινο, στην απόχρωση της χολής. Όταν πήγαιναν στην κόλαση οι αμαρτωλοί διακοσμητές εσωτερικών χώρων, κλείνονταν αιώνια σε δωμάτια σαν κι αυτό. Το μπάνιο είχε μια ντουσιέρα που ήταν στενόχωρη σαν τηλεφωνικός θάλαμος. Μια κόκκινη επιγραφή -ΓΥΑΛΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ- ήταν στερεωμένη σε μια γωνιά του καθρέφτη πάνω από το νιπτήρα* αν έσπαζε, τα θραύσματα δεν θα ήταν κοφτερά ώστε να μπορεί κάποιος να κόψει τις φλέβες του. Αν και το δωμάτιο δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, στοίχιζε αρκετά, γιατί η φροντίδα απ' το προσωπικό της κλινικής Νέα Ζωή ήταν πολύ καλύτερη από τα έπιπλά τους. Η ασφάλεια υγείας του Σκιτ δεν κάλυπτε καταστάσεις του τύπου ήμουν-ηλίθιος-και-αυτοκαταστροφικός-και-τώρα-χρειάζομαι-γενικό-ρεκτιφιέ-στο-μυαλό, κι έτσι ο Ντάστι είχε κόψει ήδη μια επιταγή για τη διαμονή και τη διατροφή τεσσάρων εβδομάδων και είχε υπογράψει πως θα πλήρωνε ό,τι απαι-

τούνταν για τις υπηρεσίες των ψυχοθεραπευτών, παθολόγων, συμβουλών και νοσοκόμων. Επειδή αυτή ήταν η τρίτη προσπάθεια του Σκιτ να αποτοξινωθεί -και η δεύτερή του στην κλινική Νέα Ζωή-, ο Ντάστι είχε αρχίσει να σκέφτεται πως, για να έχει κάποιες ελπίδες επιτυχίας, δεν χρειαζόταν ψυχολόγους, γιατρούς και ψυχοθεραπευτές, αλλά ένα μάγο, ένα θαυματοποιό, μια μάγισσα και μια προσευχή που θα εισακουγόταν. Ο Σκιτ κατά πάσα πιθανότητα θα έμενε στην κλινική για τρεις βδομάδες το λιγότερο. Ίσως και για έξι. Επειδή είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει, θα είχε ένα νοσοκόμο να τον προσέχει όλο το εικοσιτετράωρο για τις τρεις πρώτες ημέρες τουλάχιστον. Ακόμη και με τις δουλειές που είχε κλείσει ο Ντάστι και με τη συμφωνία της Μάρτι να σχεδιάσει ένα καινούριο παιχνίδι βασισμένο στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, φέτος δεν θα πήγαιναν για διακοπές στη Χαβάη. Μπορούσαν όμως να κρεμάσουν μερικά χαβανέξικα φαναράκια στην πίσω αυλή, να φορέσουν χαβανέζικα πουκάμισα, να βάλουν χαβανέζικη μουσική και να ξεφαντώσουν σ' αυτό το εξωτικό περιβάλλον τρώγοντας κονσέρβες. Αλλά, ακόμη κι έτσι, θα διασκέδαζαν. Ό,τι κι αν έκανε με τη Μάρτι, διασκέδαζε, είτε με φόντο έναν εξωτικό κόλπο είτε με φόντο τον χρωματιστό ξύλινο φράχτη στην άκρη του ανθόκηπού τους. Ο Ντάστι κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι ο Σκιτ πέταξε το τεύχος του Τάιμ που ξεφύλλιζε. «Αυτό το περιοδικό έχει τα χάλια του από τότε που έκοψαν τις γυμνές φωτογραφίες». Όταν δεν αποκρίθηκε ο Ντάστι, ο Σκιτ είπε: «Ε, αστείο ήταν, αδερφέ, δε φταίνε τα ναρκωτικά. Δεν είμαι και τόσο μαστουρωμένος πια». «Έλεγες καλύτερα αστεία όταν ήσουν». «Ναι. Αλλά, όταν εκεί που πετάς τσακίζεσαι, είναι δύσκολο να λες αστεία μες στα συντρίμμια». Η φωνή του έτρεμε σαν σβούρα που έχανε την ταχύτητά της. Συνήθως, ο μονότονος ήχος της βροχής στη στέγη ήταν κατευναστικός. Τώρα όμως ήταν καταθλιπτικός, μια ανατριχιαστική υπενθύμιση όλων των ονείρων και των βυθισμένων στα ναρκωτικά χρόνων που είχαν χαθεί στον υπόνομο. Ο Σκιτ πίεσε με τα ωχρά, ζαρωμένα ακροδάχτυλά του τα βλέφαρά του. «Είδα τα μάτια μου στον καθρέφτη του μπάνιου. Ήταν σαν να είχε φτύσει κάποιος φλέματα σε δυο βρόμικα τασάκια. Φίλε μου, έτσι ακριβώς τα νιώθω».

«Θες τίποτ' άλλο εκτός από τα προσωπικά σου είδη; Κανένα καινούριο περιοδικό, κανένα βιβλίο, ένα ραδιόφωνο;» «Μπα. Για μερικές ημέρες θα κοιμάμαι αρκετά». Κοίταξε τα ακροδάχτυλά του, σαν να πίστευε πως θα μπορούσε ένα κομμάτι των ματιών του να έχει κολλήσει πάνω τους. «Το εκτιμώ αυτό, Ντάστι. Δεν τ' αξίζω, αλλά το εκτιμώ. Και θα σ' το ξεπληρώσω με κάποιον τρόπο». «Ξεχνά το». «Όχι. Το θέλω». Κύλησε αργά προς τα κάτω στην πολυθρόνα του, σαν να ήταν κερί με ανθρώπινο σχήμα. «Είναι σημαντικό για μένα. Μπορεί να κερδίσω το λαχείο, ή ποιος ξέρει τι άλλο. Θα μπορούσε να συμβεί, ξέρεις». «Θα μπορούσε», συμφώνησε ο Ντάστι, γιατί, αν και δεν πίστευε στο λαχείο, πίστευε στα θαύματα. Ο νοσοκόμος της πρώτης βάρδιας έφτασε, ένας νεαρός Ασιάτης Αμερικανός ονόματι Τομ Γουόνγκ- η ηρεμία και η ικανότητα που απέπνεε και το αγορίστικο χαμόγελο του έκαναν τον Ντάστι να νιώσει σιγουριά πως άφηνε τον αδερφό του σε καλά χέρια. Το όνομα στο φύλλο ταυτότητας ασθενούς ήταν Χόλντεν Κόλφιλντ ο νεότερος, όμως, όταν το διάβασε μεγαλόφωνα ο Τομ, ο Σκιτ βγήκε από το λήθαργο του. «Σκιτ!» είπε αγριεμένα και τινάχτηκε από την πολυθρόνα του, σφίγγοντας τις γροθιές του. «Αυτό είναι τ' όνομά μου. Σκιτ και τίποτ' άλλο. Μην τολμήσεις να με πεις ποτέ Χόλντεν. Μην τολμήσεις. Πώς γίνεται να είμαι ο Χόλντεν ο νεότερος όταν ο απατεώνας, το κάθαρμα ο πατέρας μου δεν είναι καν ο Χόλντεν ο πρεσβύτερος; Κανονικά θα έπρεπε να είμαι ο Σαμ Φάρνερ ο νεότερος. Όμως μη χρησιμοποιήσεις ούτε αυτό το όνομα! Έτσι και με πεις οτιδήποτε άλλο εκτός από Σκιτ, τότε θα γδυθώ, θα βάλω φωτιά στα μαλλιά μου και θα πηδήξω απ' αυτό το αναθεματισμένο παράθυρο. Εντάξει; Συνεννοηθήκαμε; Αυτό θες; Να πηδήξω φλεγόμενος στον ωραίο σας κηπάκο;» Χαμογελώντας και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του, ο Τομ Γουόνγκ είπε: «Όχι στη δική μου βάρδια, Σκιτ. Τα φλεγόμενα μαλλιά σου θα ήταν εντυπωσιακό θέαμα, αλλά δεν έχω καμιά όρεξη να σε δω γυμνό». Ο Ντάστι χαμογέλασε ανακουφισμένος. Ο τρόπος που τον αντιμετώπιζε ο Τομ ήταν τέλειος. Βουλιάζοντας ξανά στην πολυθρόνα του, ο Σκιτ είπε: «Έχεις δίκιο, κύριε Γουόνγκ». «Θα 'θελα να με λες Τομ». Ο Σκιτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είμαι μια ά-

οχημη περίπτωση ανώριμου ατόμου- κολλημένος στην πρώιμη εφηβεία και πιο μπερδεμένος από δυο σκουλήκια που ζευγαρώνουν. Αυτό που χρειάζομαι, κΰριε Γουόνγκ, δεν είναι μερικοί καινούριοι φίλοι. Εδώ που είμαι, χρειάζομαι κάποιους που θα μου επιβληθούν, που θα με καθοδηγήσουν, γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι, και θέλω αληθινά να βρω το δρόμο μου. Εντάξει;» «Εντάξει», είπε ο Τομ Γουόνγκ. «Θα ξανάρθω με τα πράγματά σου και τα ρούχα σου», είπε ο Ντάστι. Ο Σκιτ δοκίμασε να σηκωθεί, αλλά δεν είχε αρκετή δύναμη για να σταθεί στα πόδια του. Ο Ντάστι έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Σ' αγαπώ, αδέρφε». «Η αλήθεια είναι», είπε ο Σκιτ, «πως δε θα σε ξεπληρώσω ποτέ». «Φυσικά και θα το κάνεις. Το λαχείο -θυμάσαι;» «Δεν είμαι τυχερός». «Τότε θα σ' τ' αγοράσω εγώ», είπε ο Ντάστι. «Αλήθεια, μπορείς; Εσύ είσαι τυχερός. Πάντα ήσουν. Διάβολε, εδώ βρήκες τη Μάρτι. Η τύχη σου φτάνει ως τ' αυτιά». «Σου χρωστάω μερικά μεροκάματα. Θα σου αγοράζω δυο λαχεία τη βδομάδα». «Ωραία». Ο Σκιτ σφάλισε τα μάτια. Η φωνή του έγινε •ψιθυριστή. «Ωραία». Ύστερα αποκοιμήθηκε. «Φτωχό παιδί», είπε ο Τομ Γουόνγκ. Ο Ντάστι ένευσε. Από το δωμάτιο του Σκιτ, ο Ντάστι πήγε κατευθείαν στο γραφείο των νοσοκόμων στον δεύτερο όροφο για να μιλήσει στην προϊσταμένη, την Κολίν Ο' Μπράιεν, μια σωματώδη γυναίκα με φακίδες, άσπρα μαλλιά κι ευγενικά μάτια, που, αν ήταν ηθοποιός, θα έπαιζε την ηγουμένη σ' όλες τις ταινίες με καθολικούς. Του είπε ότι γνώριζε τους περιορισμούς στη θεραπεία του Σκιτ, αλλά εκείνος, όπως και να 'χε, τους της επανέλαβε. «Όχι φάρμακα. Όχι ηρεμιστικά ή υπνωτικά. Όχι αντικαταθλιπτικά. Παίρνει το ένα αναθεματισμένο φάρμακο μετά το άλλο από τότε που ήταν πέντε χρονών, και κάποιες φορές δύο ή τρία μαζί. Είχε μαθησιακά προβλήματα τα οποία χαρακτήρισαν "διαταραγμένη συμπεριφορά" κι ο γέρος του του έδωσε μια σειρά από φάρμακα. Όταν το ένα φάρμακο είχε παρενέργειες, του έδιναν άλλα για να τις κα-

ταπολεμήσουν, κι όταν είχαν αυτά παρενέργειες, του έδιναν κι άλλα φάρμακα για να καταπολεμήσουν τις καινούριες παρενέργειες. Μεγάλωσε μες στις χημικές ουσίες και ξέρω πως αυτό τον διέλυσε. Έχει συνηθίσει τόσο πολύ να καταπίνει χάπια ή να κάνει ενέσεις, που δε διανοείται πώς θα μπορούσε να ζήσει σαν φυσιολογικός άνθρωπος». «Ο δόκτωρ Ντόνκλιν συμφωνεί», είπε εκείνη, δείχνοντας το φάκελο του Σκιτ. «Η γνώμη του είναι ότι δεν πρέπει να του χορηγηθούν φάρμακα». «Ο μεταβολισμός του Σκιτ είναι τόσο απορυθμισμένος και το νευρικό του σύστημα τόσο ρημαγμένο, που κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την αντίδρασή του ακόμη και σε φάρμακα που συνήθως είναι αβλαβή». «Δε θα του δώσουμε ούτε Τιλενόλ». Ακούγοντας τον εαυτό του, ο Ντάστι κατάλαβε πως, μες στην ανησυχία του για τον Σκιτ, φλυαρούσε. «Παραλίγο να σκοτωθεί μονάχος του μια φορά, με ταμπλέτες καφεΐνης -τόσο είχε εθιστεί σ' αυτές. Η καφεΐνη τού προκάλεσε ψύχωση, είχε αλλόκοτες παραισθήσεις και σπασμούς. Τώρα είναι φοβερά ευαίσθητος στην καφεΐνη, αλλεργικός. Αν του δώσει κανείς καφέ ή Κόκα Κόλα, παθαίνει αναφυλαξία». «Αγαπητέ μου», είπε εκείνη, «κι αυτά είναι μες στο φάκελο. Πιστέψτε με, θα τον φροντίσουμε». Ο Ντάστι είδε ξαφνιασμένος την Κολίν Ο' Μπράιεν να κάνει το σταυρό της και ύστερα να του κλείνει το μάτι. «Όσο είμαι εγώ υπεύθυνη, ο μικρός σας αδερφός δεν πρόκειται να πάθει τίποτε». Αν έπαιξε την ηγουμένη σε μια ταινία, θα ήσουν βέβαιος πως μιλούσε για λογαριασμό του εαυτού της και του Θεού συνάμα. «Σας ευχαριστώ, κυρία Ο' Μπράιεν», είπε εκείνος απαλά. «Σας ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ». Όταν βρέθηκε πάλι στο βαν, δεν άναψε αμέσως τη μηχανή. Έτρεμε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να οδηγήσει. Η τρεμούλα ήταν εν μέρει μια καθυστερημένη αντίδραση στην πτώση του από τη στέγη των Σόρενσον. Επίσης, έτρεμε απ' το θυμό. Το θυμό για τον δύστυχο, κατεστραμμένο Σκιτ, που ήταν ένα μόνιμο βάρος. Κι ο θυμός έκανε τον Ντάστι να τρέμει από ντροπή, γιατί αγαπούσε τον Σκιτ κι ένιωθε υπεύθυνος γι' αυτόν, αλλά δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Αυτή η αίσθηση της αδυναμίας ήταν το χειρότερο. Δίπλωσε τα χέρια του στο τιμόνι, χαμήλωσε το κεφάλι του κι έκανε κάτι που δεν είχε επιτρέψει ποτέ στον εαυτό του να κάνει. Έκλαψε.

M E T A ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ με το δόκτορα Άριμαν, η Σούζαν Τζάγκερ φάνηκε να είναι ξανά ο παλιός της εαυτός, η γυναίκα που ήταν πριν από την αγοραφοβία. Καθώς φορούσε το αδιάβροχο της, δήλωσε πως πεινούσε σαν λύκος. Με αρκετή ζωντάνια, οξυδέρκεια και ευθυμία, αξιολόγησε τα τρία κινέζικα εστιατόρια που της πρότεινε η Μάρτι. «Δεν έχω πρόβλημα αν το μοσχάρι Σετσουάν που θα πάρω είναι τεχνητά αρωματισμένο, ή έχει κάμποσες καυτερές πιπεριές, όμως πολύ φοβάμαι πως πρέπει ν' αποκλείσω την τρίτη επιλογή, γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο να μας σερβίρουν μαζί, για γαρνιτούρα, και κατσαρίδες». Τίποτε στο πρόσωπο ή στη συμπεριφορά της δεν φανέρωνε πως ήταν μια γυναίκα που την είχε καταλάβει μια παραλυτική, βαρύτατης μορφής φοβία. Καθώς άνοιγε η Μάρτι την πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο του δέκατου τέταρτου ορόφου, η Σοΰζαν είπε: «Ξέχασες το βιβλίο σου». Το βιβλίο τσέπης ήταν παρατημένο στο τραπεζάκι δίπλα στην καρέκλα όπου καθόταν η Μάρτι. Διέσχισε το δωμάτιο, αλλά, καθώς άπλωνε το χέρι για να σηκώσει το βιβλίο, δίστασε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Σούζαν. «Ε; Α, τίποτα. Πρέπει να έχασα το σελιδοδείκτη μου». Η Μάρτι έβαλε το βιβλίο στην τσέπη του αδιάβροχοΰ της. Σ' όλο το διάδρομο, η Σούζαν παρέμεινε κεφάτη, αλλά μόλις βρέθηκαν μέσα στο ασανσέρ κι άρχισαν να κατεβαίνουν η συμπεριφορά της άλλαξε σταδιακά. Όταν έφτασαν στον προθάλαμο, ήταν κάτωχρη και η φωνή της έτρεμε- η ευθυμία είχε δώσει τη θέση της στην ταραχή. Κύρτωσε τους ώμους, χαμήλωσε το κεφάλι κι έσκυψε μπροστά, σαν να ένιωθε ήδη την παγερή βροχή να τη μαστιγώνει.

Η Σούζαν βγήκε μονάχη από το ασανσέρ, ύστερα όμως από τέσσερα πέντε βήματα στον προθάλαμο άρπαξε το χέρι της Μάρτι για να στηριχτεί. Καθώς ζύγωναν στις πόρτες του προθαλάμου, η Σούζαν ήταν πια αξιοθρήνητη, καταρρακωμένη, παράλυτη από το φόβο. Η επιστροφή στο αυτοκίνητο ήταν εξαντλητική. Όταν έφτασαν πια στο Σάτερν, ο δεξιός ώμος της Μάρτι και το πλάι του λαιμού της την πονούσαν τόσο σφιχτά και απεγνωσμένα κρατούσε το χέρι της η Σούζαν. Η Σούζαν μαζεύτηκε στη θέση του συνοδηγού, αγκάλιασε τον εαυτό της και άρχισε να λικνίζεται σαν να την πονούσε αφόρητα το στομάχι της, με το κεφάλι σκυφτό για να μη βλέπει τον απέραντο κόσμο πέρα από τα παράθυρα. «Ένιωθα τόσο καλά επάνω», είπε θλιμμένη, «όση ώρα ήμουν με το δόκτορα Άριμαν -τόσο καλά. Ένιωθα φυσιολογική. Ήμουν βέβαιη πως θα ήμουν καλύτερα βγαίνοντας, λιγάκι τουλάχιστον, αλλά είμαι χειρότερα απ' ό,τι ήμουν όταν μπήκα». «Δεν είσαι χειρότερα, καλή μου», είπε η Μάρτι βάζοντας μπρος. «Πίστεψέ με· κι όταν ερχόμαστε ήσουν αληθινός μπελάς». «Όμως νιώθω χειρότερα. Νιώθω πως κάτι θα πέσει πάνω μας απ' τον ουρανό και θα με συνθλίψει». «Είναι η βροχή», είπε η Μάρτι ακούγοντας τις στάλες να χτυπούν κακόφωνα το αυτοκίνητο. «Όχι, όχι η βροχή. Κάτι χειρότερο. Έ ν α τρομακτικό βάρος. Που αιωρείται από πάνω μας. Αχ, Θεέ, το μισώ αυτό». «Θα πάρουμε να πιεις ένα μπουκάλι Τσινγκτάο και θα νιώσεις καλύτερα». «Δεν πρόκειται να με βοηθήσει». «Δυο μπουκάλια». «Χρειάζομαι ένα βαρέλι ολόκληρο». «Δύο βαρέλια. Μαζί θα γίνουμε χάλια». Δίχως να σηκώσει το κεφάλι, η Σούζαν είπε: «Είσαι καλή φίλη, Μάρτι». «Για να δούμε αν θα το πιστεύεις ακόμη όταν μας κουβαλήσουν και τις δύο σε καμιά κλινική απεξάρτησης από το αλκοόλ».

r \ n O ΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΝΕΑ ΖΩΗ, συντετριμμένος από την οδΰνη, ο Ντάστι γύρισε στο σπίτι για να βγάλει τα βρεγμένα ροΰχα της δουλειάς και να φορέσει στεγνά. Στην πόρτα από το γκαράζ προς την κουζίνα, ο Βαλές τον καλωσόρισε με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό των σκύλων, κουνώντας τόσο δυνατά την ουρά του, που ολόκληρος ο πισινός του πήγαινε πέρα δώθε. Και μόνο που είδε το ριτρίβερ, ο Ντάστι άρχισε να αναδύεται από τη σκοτεινιά μέσα του. Κάθισε στις φτέρνες του και χαιρέτησε το σκύλο κολλώντας τη μύτη του στη μουσούδα του ζώου και ξύνοντάς τον απαλά πίσω από τα βελουδένια αυτιά του, στο λαιμό του ως το ακρώμιο, κάτω από το πιγούνι, στα προγούλια και στο πυκνό τρίχωμα του στήθους τον. Ο Ντάστι κι ο Βαλές απόλαυσαν εξίσου αυτή τη στιγμή. Το να χαϊδεύεις, να ξύνεις και ν' αγκαλιάζεις ένα σκύλο μπορεί να είναι εξίσου καταπραϋντικό για το μυαλό και την καρδιά όσο ο βαθύς διαλογισμός -και εξίσου καλό για την ψυχή όσο μια προσευχή. Όταν έβαλε ο Ντάστι την καφετιέρα στην πρίζα κι άρχισε να βάζει κουταλιές από ένα καλό κολομβιανό χαρμάνι στο φίλτρο, ο Βαλές γύρισε ανάσκελα, με τα πόδια στον αέρα, θέλοντας να του τρίψει ο Ντάστι την κοιλιά. «Είσαι ένας αχόρταγος χαδιάρης», είπε ο Ντάστι. Η ουρά του Βαλέ πήγε πέρα δώθε πάνω στα πλακάκια. «Χρειάζομαι τη δόση μου από περιποίηση σκύλου», ομολόγησε ο Ντάστι, «όμως αυτή τη στιγμή χρειάζομαι ακόμη περισσότερο τη δόση μου από καφεΐνη. Χωρίς παρεξήγηση». Η καρδιά του έμοιαζε να στέλνει φρέον αντί για αίμα. Μια παγωνιά είχε απλωθεί βαθιά στη σάρκα και στα κόκαλά του- κι ακόμη βαθύτερα. Με το καλοριφέρ του αυτοκινή-

του στο φουλ, δεν είχε κατορθώσει να ζεσταθεί. Στήριζε τις ελπίδες του στον καφέ. Όταν κατάλαβε ο Βαλές πως δεν θα του έτριβε την κοιλιά, σηκώθηκε και διέσχισε αθόρυβα την κουζίνα ως το μικρό μπάνιο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη κι ο σκύλος στάθηκε με τη μουσοΰδα του χωμένη στη χαραμάδα, μυρίζοντας το σκοτάδι μέσα. «Έχεις το δικό σου μπολ με νερό στη γωνιά», είπε ο Ντάστι. «Γιατί θες να πιεις απ' τη λεκάνη;» Ο Βαλές τον κοίταξε, ύστερα όμως έστρεψε την προσοχή του ξανά στο σκοτεινό μπάνιο. Φρέσκος καφές άρχισε να στάζει μες στο γυάλινο δοχείο κι ένα υπέροχο άρωμα γέμισε την κουζίνα. Ο Ντάστι πήγε πάνω και φόρεσε τζιν, λευκό πουκάμισο και γαλάζιο μάλλινο πουλόβερ. Συνήθως, όταν ήταν μόνοι οι δυο τους στο σπίτι, ο σκύλος τον ακολουθούσε τριγύρω, προσδοκώντας μια αγκαλιά, ένα μεζεδάκι, λίγο παιχνίδι, ή απλώς ένα παίνεμα. Αυτή τη φορά, όμως, ο Βαλές έμεινε κάτω. Όταν γύρισε ο Ντάστι στην κουζίνα, ο σκύλος στεκόταν ακόμη στην πόρτα του μικρού μπάνιου. Ήρθε δίπλα στο αφεντικό του, τον παρακολούθησε να γεμίζει ένα φλιτζάνι με αχνιστό καφέ και ύστερα γύρισε στην πόρτα του μπάνιου. Ο καφές ήταν δυνατός, με πλούσιο άρωμα και καυτός, αλλά δεν του χάρισε παρά μόνο επιφανειακή ζεστασιά. Ο πάγος στα κόκαλα του Ντάστι ούτε που άρχισε να λιώνει. Για την ακρίβεια, καθώς ακουμπούσε στον πάγκο κι έβλεπε τον Βαλέ να μυρίζει στη χαραμάδα ανάμεσα στην πόρτα του μπάνιου και στο κούφωμα, τον πλημμύρισε μια καινούρια παγωνιά. «Κάτι τρέχει εκεί μέσα, ε, φιλαράκο;» Ο Βαλές τον κοίταξε και κλαψούρισε. Ο Ντάστι έβαλε άλλο ένα φλιτζάνι καφέ, αλλά, προτού τον δοκιμάσει, πήγε στο μπάνιο, παραμέρισε τον Βαλέ, έσπρωξε την πόρτα κι άναψε το φως. Κάποιος είχε αδειάσει μερικά βρόμικα χαρτομάντιλα από το μπρούντζινο καλάθι των αχρήστων στο νιπτήρα. Το ίδιο το καλάθι ήταν ακουμπισμένο δίπλα, πάνω στο κλειστό σκέπασμα της λεκάνης. Προφανώς, αυτός που το είχε κάνει είχε χρησιμοποιήσει το καλάθι των αχρήστων για να σπάσει τον καθρέφτη του φαρμακείου. Οδοντωτά θραύσματα έλαμπαν σαν στερεοποιημένοι κεραυνοί στο δάπεδο του μπάνιου.

Ο τ Α Ν ΜΠΗΚΕ Η ΜΑΡΤΙ στο εστιατόριο για να πάρει το φαγητό σε πακέτο -μου κου, κάι παν, μοσχάρι Σετσουάν, μπιζέλια και μπρόκολο, ρύζι και μια εξάδα παγωμένες μπίρες Τσινγκτάο-, άφησε τη Σούζαν στο αυτοκίνητο, με τη μηχανή αναμμένη και το ραδιόφωνο σ' ένα σταθμό που έπαιζε κλασικό ροκ. Είχε παραγγείλει καθ' οδόν από το κινητό τηλέφωνο και το φαγητό ήταν έτοιμο όταν έφτασε. Επειδή έβρεχε, είχαν βάλει τα χαρτονένια κουτιά και τις μπίρες σε δυο πλαστικές σακούλες. Ύστερα από λίγα λεπτά, προτού βγει η Μάρτι, το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου δυνάμωσε τόσο, που ακουγόταν και μες στο εστιατόριο ο Γκάρι Γιου Ες Μποντς να τραγουδά δυνατά το «School Is Out», με τα σαξόφωνα να στριγκλίζουν. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, μόρφασε. Οι μεμβράνες των γούφερ στα ηχεία δονούνταν τόσο βίαια, που κάμποσα κέρματα μέσα σ' ένα πιατάκι κουδούνιζαν χτυπώντας το ένα πάνω στ' άλλο. Η Σούζαν, μόνη μέσα στο αυτοκίνητο, αν και θεωρητικά δεν βρισκόταν σε ανοιχτό χώρο και είχε το κεφάλι σκυφτό και το βλέμμα αποστραμμένο απ' τα παράθυρα, πανικοβαλλόταν συχνά στη σκέψη του πελώριου κόσμου που την περιέβαλλε. Κάποιες φορές η δυνατή μουσική βοηθούσε, αποσπώντας την προσοχή της και μειώνοντας τις πιθανότητες να γίνει έρμαιο του φόβου της. Η σφοδρότητα της κρίσης της μπορούσε να υπολογιστεί από το πόσο δυνατά χρειαζόταν να ακούγεται η μουσική για να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Η τωρινή κρίση ήταν εξαιρετικά σοβαρή: το ραδιόφωνο δεν μπορούσε να παίζει πιο δυνατά. Η Μάρτι χαμήλωσε πολύ την ένταση. Ο ορμητικός ρυθ-

μός και η βροντερή μελωδία του τραγουδιού είχαν σκεπάσει εντελώς τους ήχους της καταιγίδας. Τώρα ο θόρυβος της βροχής, σαν ρυθμικά τύμπανα, μαράκες που κροτάλιζαν και τάσια που σύριζαν, τύλιξε ξανά τις δύο γυναίκες. Αναριγώντας και ανασαίνοντας ακανόνιστα, η Σούζαν δεν σήκωσε τα μάτια ούτε μίλησε. Η Μάρτι δεν είπε τίποτε. Κάποιες φορές η Σούζαν χρειαζόταν συμβουλές, καλόπιασμα και περιστασιακά ακόμη και αγριάδα για να ξεφύγει από τον τρόμο της. Άλλες πάλι, όπως τώρα, ο καλύτερος τρόπος για να τη βοηθήσει κάποιος να κατέβει τα σκαλιά απ' την κορυφή της κλίμακας του τρόμου ήταν να μην αναφέρει τίποτε για την κατάστασή της. Το να μιλήσει γι' αυτή θα προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη αγωνία στη Σούζαν. Αφοΰ είχαν διανύσει δύο τετράγωνα, η Μάρτι είπε: «Πήρα και ξυλάκια». «Προτιμώ το πιρούνι, ευχαριστώ». «Το κινέζικο φαγητό δεν είναι ακριβώς κινέζικο όταν χρησιμοποιείς πιρούνι». «Και το αγελαδινό γάλα δεν είναι ακριβώς αγελαδινό αν δεν το πιεις ζουλώντας το μαστάρι». «Μπορεί να έχεις δίκιο», είπε η Μάρτι. «Λοιπόν, θα συμβιβαστώ με την ιδέα ότι δε θα είναι και τόσο αυθεντικό. Δε με πειράζει να είμαι ακαλλιέργητη, αν είμαι μια ακαλλιέργητη με πιρούνι». Όταν σταμάτησαν κοντά στο σπίτι της στη χερσόνησο Μπαλμπόα, η Σούζαν είχε βρει αρκετά τον αυτοέλεγχο της ώστε να πάει από το αυτοκίνητο ως το διαμέρισμά της στον δεύτερο όροφο. Παρ' όλα αυτά, σ' όλο το δρόμο ακουμπούσε στη Μάρτι και η διαδρομή ήταν τυραννικά δύσκολη. Ασφαλής μες στο διαμέρισμά της, μ' όλες τις κουρτίνες και τα ριντό καλά κλεισμένα, η Σούζαν μπόρεσε πάλι να σταθεί στητή, με τους ώμους τραβηγμένους πίσω και το κεφάλι ψηλά. Το πρόσωπο της δεν ήταν πια παραμορφωμένο. Αν και τα μάτια της παρέμεναν βασανισμένα, δεν είχαν την παράνοια του τρόμου. «Θα ζεστάνω το φαγητό στο φούρνο μικροκυμάτων», είπε η Σούζαν, «αν στρώσεις εσύ το τραπέζι». Στην τραπεζαρία, καθώς η Μάρτι έβαζε ένα πιρούνι δίπλα στο πιάτο της Σούζαν, το χέρι της άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. Τα δόντια του πιρουνιού, από ανοξείδωτο ατσάλι, κροτάλισαν πάνω στην πορσελάνη.

Έριξε το πιρούνι στο σουπλά και το κοίταξε μ' έναν αλλόκοτο τρόμο, που εντάθηκε γρήγορα σε μια τόσο σφοδρή αποστροφή, ώστε η Μάρτι πισωπάτησε απ' το τραπέζι. Τα δόντια ήταν απαίσια αιχμηρά. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ πριν πόσο επικίνδυνο μπορούσε να γίνει ένα πιρούνι ανάλογα με τα χέρια που το κρατούσαν. Μπορούσες να βγάλεις ένα μάτι μ' αυτό. Να χαράξεις ένα πρόσωπο. Να το χώσεις στο λαιμό κάποιου και να στρίψεις την καρωτιδική αρτηρία σαν μακαρόνι. Μπορούσες να... Νιώθοντας απεγνωσμένα την ανάγκη να απασχολήσει με κάτι τα χέρια της για να είναι ασφαλή, άνοιξε ένα από τα συρτάρια της σιφονιέρας, βρήκε μια τράπουλα του πινάκλ με εξήντα τέσσερα χαρτιά, για παιχνίδι με δύο παίκτες, και την έβγαλε απ' το κουτί. Όρθια στο τραπέζι της τραπεζαρίας και όσο μακριά γινόταν απ' το πιρούνι, ανακάτεψε τα χαρτιά. Στην αρχή ήταν πολύ αδέξια και της έπεφταν διαρκώς φύλλα στο τραπέζι, μετά όμως ο συντονισμός των κινήσεών της βελτιώθηκε. Δεν μπορούσε να ανακατεύει τα χαρτιά για πάντα. Έπρεπε να είναι απασχολημένη με κάτι, να είναι ασφαλής -μέχρι να περάσει αυτή η παράξενη διάθεση. Πασχίζοντας να κρύψει την ταραχή της, πήγε στην κουζίνα όπου περίμενε η Σούζαν ν' ακουστεί ο βόμβος του χρονομέτρου του φούρνου μικροκυμάτων. Η Μάρτι έβγαλε δυο μπουκάλια Τσινγκτάο απ' το ψυγείο. Τα σύνθετα αρώματα του κινέζικου φαγητού γέμιζαν το δωμάτιο. «Λες να αντιλαμβάνομαι την αυθεντική μυρωδιά της κινέζικης κουζίνας όταν είμαι ντυμένη έτσι;» ρώτησε η Σούζαν. «Τι;» « Ή μήπως θα έπρεπε να φορέσω καμιά κινέζικη ρόμπα για να τη μυρίσω αληθινά',» «Χα, χα», έκανε η Μάρτι, γιατί ήταν πολύ ταραγμένη και δεν μπορούσε να σκεφτεί μια έξυπνη απάντηση. Πήγε να βάλει τις δυο μπίρες στον πάγκο δίπλα στο νεροχύτη για να τις ανοίξει, αλλά το μαχαίρι ήταν ακόμη εκεί, με την απαίσια μηνοειδή του κόψη να λάμπει. Στη θέα του μαχαιριού, ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, οδυνηρά. Τελικά, ακούμπησε τις μπίρες στο μικρό τραπέζι της κουζίνας. Έβγαλε δυο ποτήρια από ένα ντουλάπι και τ' άφησε δίπλα στις μπίρες. Έπρεπε να είναι απασχολημένη.

Έψαξε μέσα σ' ένα συρτάρι γεμάτο μικρά εργαλεία μέχρι που βρήκε ένα ανοιχτήρι. Το τράβηξε ανάμεσα από τα υπόλοιπα αντικείμενα και γύρισε στο τραπέζι. Καθώς πλησίαζε όμως στο τραπέζι της κουζίνας, η μυτερή αιχμή του ανοιχτηριού τής φάνηκε εξίσου φονική με το πιρούνι και το μαχαίρι. Το άφησε βιαστικά δίπλα στις Τσινγκτάο, προτού πέσει απ' το τρεμάμενο χέρι της, ή προτού το πετάξει έντρομη. «Θ' ανοίξεις τις μπίρες;» φώναξε καθώς έβγαινε από την κουζίνα, για να μη δει η Σούζαν την ταραχή στο πρόσωπο της. «Πρέπει να πάω στην τουαλέτα». Διασχίζοντας την τραπεζαρία, απέφυγε να κοιτάξει το τραπέζι, όπου ήταν παρατημένο το πιρούνι, με τα δόντια του προς τα πάνω. Στο χολ μετά το καθιστικό, απέστρεψε το βλέμμα της από τους καθρέφτες στις συρταρωτές πόρτες της ντουλάπας. Κι άλλος καθρέφτης, στο μπάνιο. Παραλίγο να τραβηχτεί πίσω στο χολ. Όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί πού αλλού θα μπορούσε να πάει για να ξαναβρεί την ψυχραιμία της, και δεν ήθελε να τη δει σ' αυτή την κατάσταση η Σούζαν. Επιστρατεύοντας όλο το κουράγιο της για να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη, τελικά διαπίστωσε πως δεν είχε να φοβηθεί τίποτε. Η αγωνία στο πρόσωπο και στα μάτια της ήταν ανησυχητική, αλλά όχι τόσο εμφανής όσο νόμιζε πως θα ήταν. Η Μάρτι έκλεισε γρήγορα την πόρτα, κατέβασε το κάθισμα της λεκάνης και κάθισε. Μονάχα όταν βγήκε ορμητικά η ανάσα της από μέσα της, συνειδητοποίησε πως την κρατούσε εδώ και πολλή ώρα.

Μ Ό Λ Ι ς Ο ΝΤΑΣΤΙ ΕΙΔΕ τον θρυμματισμένο καθρέφτη στο

μικρό μπάνιο δίπλα στην κουζίνα, το πρώτο που σκέφτηκε ήταν πως κάποιος διαρρήκτης ή βάνδαλος ήταν μέσα στο σπίτι. Η στάση του Βαλέ, όμως, δεν στήριζε αυτή την υποψία. Οι τρίχες του δεν ήταν σηκωμένες. Για την ακρίβεια, η διάθεση του σκύλου ήταν παιχνιδιάρικη όταν έφτασε ο Ντάστι. Από την άλλη μεριά, ο Βαλές ήταν ένας χαδιάρης σκύλος, όχι αληθινός φύλακας. Αν είχε συμπαθήσει κάποιον παρείσακτο -όπως έκανε με το ενενήντα τοις εκατό των ανθρώπων που συναντούσε-, θα τον είχε ακολουθήσει τριγύρω γλείφοντας τα αρπακτικά χέρια του, καθώς θα έμπαινε ο ένας οικογενειακός θησαυρός μετά τον άλλο μέσα σ' ένα χοντρό σάκο. Με το σκύλο να τον ακολουθεί αυτή τη φορά, ο Ντάστι έψαξε το σπίτι από δωμάτιο σε δωμάτιο, από ντουλάπα σε ντουλάπα, πρώτα το ισόγειο και ύστερα τον πάνω όροφο. Δεν βρήκε κανέναν, ούτε κάποιο άλλο ίχνος βανδαλισμού, και δεν έλειπε τίποτε. Ο Ντάστι πρόσταξε τον υπάκουο Βαλέ να περιμένει σε μια γωνιά της κουζίνας για να μη χωθεί κανένα μυτερό τζάμι στις πατούσες του. Ύστερα συμμάζεψε το μπάνιο. Ίσως να μπορούσε να του εξηγήσει η Μάρτι τι είχε συμβεί με τον καθρέφτη, όταν θα την έβλεπε αργότερα. Μάλλον επρόκειτο για κάποιο ατύχημα, που συνέβη την ώρα ακριβώς που έπρεπε να φύγει για το σπίτι της Σούζαν. Είτε αυτό, είτε είχε μετακομίσει κάποιο θυμωμένο φάντασμα μαζί τους. Θα είχαν να κουβεντιάσουν πολλά την ώρα του δείπνου: για την παραλίγο μοιραία βουτιά του Σκιτ, για την έξοδό της με τη Σούζαν, για τα ταραχοποιό πνεύματα... * * *

Καθώς έπαιρνε βαθιές ανάσες στο μπάνιο της Σούζαν, η Μάρτι αποφάσισε πως το πρόβλημά της ήταν το άγχος. Μάλλον αυτή ήταν η εξήγηση για όλα. Είχε τόσο πολλά στο μυαλό της, τόσες ευθύνες. Το να σχεδιάσει ένα καινούριο παιχνίδι βασισμένο στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ήταν η πιο σημαντική και δύσκολη δουλειά που είχε αναλάβει ποτέ. Και συνεπαγόταν μια σειρά από απειλητικές τελικές προθεσμίες που της ασκούσαν μεγάλη πίεση, ίσως περισσότερη απ' όση είχε συνειδητοποιήσει ως τώρα. Η μητέρα της, η Σαμπρίνα, και η διαρκής εχθρότητά της απέναντι στον Ντάστι: αυτό ήταν επίσης ένα άγχος που την τυραννούσε εδώ και πολύ καιρό. Και την περασμένη χρονιά είχε αναγκαστεί να παρακολουθήσει τον αγαπημένο της πατέρα να πεθαίνει από καρκίνο. Οι τελευταίοι τρεις μήνες της ζωής του ήταν μια ανελέητη, φριχτή φθορά που είχε υπομείνει ο πατέρας της με τη συνηθισμένη καλή του διάθεση, αρνούμενος να φανερώσει τον πόνο και την ταπείνωση της κατάστασής του. Το τρυφερό του γέλιο και η γοητεία του δεν είχαν κατορθώσει να στηρίξουν τη Μάρτι εκείνες τις τελευταίες ημέρες. Αυτό συνέβαινε μόνο στο παρελθόν. Αντίθετα, το ζεστό χαμόγελο του, κάθε φορά που το αντίκριζε, της ράγιζε την καρδιά... Και αν δεν είχε χάσει αίμα η Μάρτι απ' αυτές τις πληγές, λίγη από την αισιοδοξία της είχε χαθεί κι ακόμη δεν είχε αναπληρωθεί. Και φυσικά η Σούζαν ήταν κάθε άλλο παρά αμελητέα πηγή άγχους. Η αγάπη ήταν ένα ιερό ένδυμα, φτιαγμένο από ένα ύφασμα τόσο λεπτό που ήταν αθέατο, αλλά τόσο γερό ώστε ούτε κι ο θάνατος μπορούσε να το σκίσει, ένα ένδυμα που δεν φθειρόταν με τη χρήση, που χάριζε ζεστασιά σ' έναν κόσμο που, σε διαφορετική περίπτωση, θα ήταν αβάσταχτα παγερός· κάποιες φορές, όμως, η αγάπη μπορούσε να γίνει και μια ασήκωτη πανοπλία. Το να σηκώνεις το φορτίο της αγάπης, όποτε ήταν τόσο βαριά, την έκανε πιο πολύτιμη όταν, σε καλύτερους καιρούς, κυμάτιζε ανάλαφρη στον άνεμο και σε σήκωνε ψηλά. Παρά το άγχος αυτών των επισκέψεων στο γιατρό δύο φορές την εβδομάδα, δεν μπορούσε να παρατήσει τη Σούζαν Τζάγκερ, όπως δεν θα μπορούσε να γυρίσει την πλάτη της στον ετοιμοθάνατο πατέρα της, στη δύστροπη μητέρα της, στον Ντάστι, Θα πήγαινε στην τραπεζαρία, θα έτρωγε κινέζικο φαγη-

τό, θα έπινε ένα μπουκάλι μπίρα, θα έπαιζε πινάκλ και θα υποκρινόταν πως δεν τη βασάνιζαν παράξενα προαισθήματα. Μόλις θα γύριζε στο σπίτι, θα τηλεφωνούσε στο δόκτορα Κλόστερμαν, τον παθολόγο της, και θα έκλεινε ραντεβού για μια εξέταση, μήπως και η δική της διάγνωση, ότι δηλαδή έφταιγε το άγχος, ήταν λαθεμένη. Ένιωθε σε καλή φυσική κατάσταση, αλλά έτσι αισθανόταν κι ο Γελαστός Μπομπ λίγο πριν από την εμφάνιση εκείνου του παράξενου μικρού πόνου που ήταν το πρώτο σημάδι της θανατηφόρας νόσου. Όσο παράλογο κι αν ήταν αυτό, δεν είχε πάψει να θεωρεί ύποπτο εκείνο τον ασυνήθιστα ξινό χυμό γκρέιπφρουτ. Τον τελευταίο καιρό, έπινε τέτοιο χυμό τα περισσότερα πρωινά αντί για πορτοκαλάδα, γιατί είχε λιγότερες θερμίδες. Ίσως αυτό να εξηγούσε και το όνειρο της με τον «Φυλλάνθρωπο», τη μαινόμενη φιγούρα που ήταν καμωμένη από νεκρά, σάπια φύλλα. Ίσως να έδινε ένα δείγμα του χυμού στο δόκτορα Κλόστερμαν για να το στείλει για ανάλυση. Τελικά έπλυνε τα χέρια της και κοιτάχτηκε ξανά στον καθρέφτη. Φαινόταν αρκετά λογική, κατά την άποψή της. Άσχετα, όμως, από το πώς φαινόταν, εξακολουθούσε να νιώθει θεότρελη.

Αφού τέλειωσε ο Ντάστι το μάζεμα τω,ν γυαλιών, έδωσε στον Βαλέ ένα σπέσιαλ μεζεδάκι, γιατί ήταν καλό αγόρι και δεν είχε μπλεχτεί στα πόδια του: μερικά κομμάτια ψητό στήθος κοτόπουλου που είχαν μείνει από το δείπνο της προηγουμένης. Ο σκύλος πήρε ένα ένα τα κομμάτια από το χέρι του αφεντικού του με κινήσεις όλο χάρη, σαν κολιμπρί που ρουφά νερό με ζάχαρη από μια ταΐστρα για τα πουλιά, κι όταν τέλειωσαν κοίταξε τον Ντάστι με μια λατρεία που δεν υστερούσε και πολύ από τη λατρεία στα μάτια των αγγέλων όταν κοιτάζουν το Θεό. «Κι εσύ είσαι άγγελος», είπε ο Ντάστι ξύνοντας απαλά τον Βαλέ κάτω από το πιγούνι. «Ένας μαλλιαρός άγγελος. Και με τόσο μεγάλα αυτιά, που δε χρειάζεσαι φτερά». Αποφάσισε να πάρει μαζί του το σκύλο πρώτα στο διαμέρισμα του Σκιτ και ύστερα στην κλινική Νέα Ζωή. Αν και δεν υπήρχε κανένας παρείσακτος στο σπίτι, ο Ντάστι δεν ένιωθε άνετα ν' αφήσει το σκύλο μονάχο μέχρι να μάθαινε τουλάχιστον τι είχε συμβεί με τον καθρέφτη.

«Φίλε μου, αν είμαι τόσο υπερπροστατευτικός μ' εσένα, φαντάζεσαι πόσο ανυπόφορος θα είμαι όταν αποκτήσω παιδιά;» Ο σκύλος χαμογέλασε σαν να του άρεσε η ιδέα των παιδιών. Και, σαν να κατάλαβε πως θα πήγαινε βόλτα με το αυτοκίνητο μαζί με τον Ντάστι, πλησίασε στην πόρτα που οδηγούσε από την κουζίνα στο γκαράζ και στάθηκε κουνώντας σιγανά, υπομονετικά τη φουντωτή ουρά του. Καθώς φορούσε ο Ντάστι ένα νάιλον μπουφάν με κουκούλα, το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε. Όταν έκλεισε, είπε, «Ήθελαν να με κάνουν συνδρομητή στους Λος Άντζελες Τάιμς», λες και ήθελε να μάθει ο σκύλος ποιος ήταν στο τηλέφωνο. Ο Βαλές δεν στεκόταν πια στην πόρτα του γκαράζ. Ήταν ξαπλωμένος μπροστά της, μισοκοιμισμένος, σαν να μιλούσε ο Ντάστι στο τηλέφωνο για δέκα λεπτά κι όχι για τριάντα δευτερόλεπτα. Ο Ντάστι είπε συνοφρυωμένος: «Πήρες τη δόση σου από πρωτεΐνες κοτόπουλου, χρυσομάλλη. Για να δούμε λίγη ζωντάνια τώρα». Μ' ένα βασανισμένο αναστεναγμό, ο Βαλές σηκώθηκε. Στο γκαράζ, καθώς φορούσε στο σκύλο το περιλαίμιό του κι έβαζε το λουρί, ο Ντάστι είπε: «Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι μια ημερήσια εφημερίδα. Ξέρεις από τι είναι γεμάτες οι εφημερίδες, χρυσόμαλλε φίλε μου;» Ο Βαλές τον κοίταξε απορημένος. «Είναι γεμάτες απ' αυτά που κάνουν εκείνοι που φτιάχνουν τις ειδήσεις. Και ξέρεις ποιοι είναι εκείνοι που φτιάχνουν τις ειδήσεις; Οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι διανοούμενοι των μεγάλων πανεπιστημίων, άνθρωποι που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους κι έχουν μεγάλες ιδέες γενικά. Άνθρωποι σαν το δόκτορα Τρέβορ Πεν Ρόουντς, το γέρο μου. Και άνθρωποι σαν το δόκτορα Χόλντεν Κόλφιλντ, το γέρο του Σκιτ». Ο σκύλος φταρνίστηκε. «Ακριβώς», είπε ο Ντάστι. Δεν περίμενε να μπει πίσω ο Βαλές, ανάμεσα στα σύνεργα και τα υλικά του βαψίματος. Αντίθετα, ο σκύλος πήδηξε στο μπροστινό κάθισμα- το ευχαριστιόταν να κοιτάζει έξω απ' το παρμπρίζ όταν ταξίδευαν. Ο Ντάστι έδεσε τη ζώνη γύρω από το σκύλο και εισέπραξε ένα ευχαριστήριο γλείψιμο προτού κλείσει την πόρτα του συνοδηγού.

Καθισμένος στο τιμόνι, καθώς άναβε τη μηχανή κι έβγαινε με την όπισθεν από το γκαράζ στη βροχή, είπε: «Αυτοί που φτιάχνουν τις ειδήσεις καταστρέφουν τον κόσμο πασχίζοντας να τον σώσουν. Ξέρεις με τι είναι ισοδύναμες όλες αυτές οι μεγάλες ιδέες τους, χρυσομάλλη φίλε μου; Είναι ισοδύναμες μ' αυτά που μαζεύουμε από κάτω, μέσα σ' εκείνα τα γαλάζια σακουλάκια, όταν σ' ακολουθούμε στη βόλτα σου». Ο σκύλος τού χαμογέλασε. Πατώντας το κουμπί στο τηλεχειριστήριο για να κλείσει την πόρτα του γκαράζ, ο Ντάστι αναρωτήθηκε γιατί δεν τα είχε πει όλα αυτά σ' εκείνη που ήθελε να του πουλήσει την εφημερίδα. Όλα αυτά τα ακατάπαυστα τηλεφωνήματα από τους πωλητές των Τάιμς ήταν ένα από τα λιγοστά σοβαρά μειονεκτήματα του να ζεις στη Νότια Καλιφόρνια, μαζί με τους σεισμούς, τις πυρκαγιές και τις κατολισθήσεις ποταμών λάσπης. Αν τα έλεγε όλα αυτά στη γυναίκα -ή μήπως ήταν άντρας;- που πουλούσε τους Τάιμς, μπορεί να διέγραφαν τελικά το όνομά του από τον κατάλογο των υποψήφιων συνδρομητών τους. Καθώς έβγαινε από το δρομάκι του σπιτιού στο δρόμο, ο Ντάστι συνειδητοποίησε κάτι παράξενο: πως δεν θυμόταν αν ο πωλητής των Τάιμς στο τηλέφωνο ήταν άντρας ή γυναίκα. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος να το θυμάται, μια και δεν είχε ακούσει παρά μόνο ό,τι χρειαζόταν για να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο και ύστερα είχε κλείσει το τηλέφωνο. Συνήθως τέλειωνε τη συνδιάλεξή του με τους πωλητές των Τάιμς προτείνοντας τους κάτι για αστείο. Εντάξει, θα γραφτώ συνδρομητής αν δέχεστε να κάνουμε ανταλλαγή. Εγώ θα βάψω ένα από τα γραφεία σας κι εσείς θα μου στέλνετε τους Τάιμς για τρία χρόνια. Ή μπορώ να γίνω συνδρομητής για μια ζωή, αν μου υποσχεθεί η εφημερίδα σας πως δε θ' αποκαλέσει ξανά ήρωα ένα απλό αστέρι των γηπέδων. Αυτή τη φορά δεν το πρότεινε. Από την άλλη, όμως, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς είχε πει, ακόμη κι αν ήταν κάτι απλό, όπως, όχι, ευχαριστώ, ή, σταματήστε να μ' ενοχλείτε. Παράξενο. Το μυαλό του ήταν κενό. Προφανώς, το πρωινό επεισόδιο με τον Σκιτ τον απασχολούσε -και τον ανησυχούσε- πολύ περισσότερο απ' όσο νόμιζε.

Τ ο ΚΙΝΕΖΙΚΟ ΦΑΓΗΤΟ ήταν αναμφίβολα τόσο γευστικό όσο έλεγε η Σοΰζαν, όμως, παρ' ότι έβγαζε και η Μάρτι επιφωνήματα απόλαυσης, στην πραγματικότητα το έβρισκε άγευστο. Και η μπίρα Τσινγκτάο ήταν πικρή σήμερα. Ωστόσο, δεν έφταιγαν ούτε το φαγητό οΰτε η μπίρα. Η απροσδιόριστη ανησυχία της Μάρτι, αν και είχε υποχωρήσει κάπως, την έκανε ανίκανη να απολαύσει οτιδήποτε. Έτρωγε με ξυλάκια, θαρρώντας αρχικά πως δεν χρειαζόταν παρά να δει τη Σούζαν να τρώει με πιρούνι για να πάθει άλλη μια κρίση πανικού. Όμως η θέα των απαίσιων δοντιών του πιρουνιού δεν την τάραξε τελικά όπως νωρίτερα. Δεν φοβόταν αυτό καθαυτό το πιρούνι, αλλά τη ζημιά που μπορούσε να κάνει αν βρισκόταν στα δικά της χέρια. Στα χέρια της Σούζαν φαινόταν ακίνδυνο. Ο φόβος πως αυτή, η ίδια η Μάρτι, έκρυβε μέσα της μια σκοτεινή δυνατότητα για πράξεις ανείπωτης βίας ήταν τόσο ενοχλητικός, που αρνούνταν να τον συλλογιστεί. Ήταν ο πιο παράλογος φόβος, γιατί ήταν βέβαιη μέσα της, στο νου της, στην καρδιά της, πως δεν ήταν ικανή να διαπράξει κάτι βίαιο, κάτι κτηνώδες. Κι όμως, δεν είχε εμπιστευτεί τον εαυτό της να πιάσει το ανοιχτήρι... Με τόση νευρικότητα -και με τόση προσπάθεια που κατέβαλλε για να μην το καταλάβει η Σούζαν-, θα έπρεπε να έχει χάσει ακόμη περισσότερο απ' όσο συνήθως στο πινάκλ. Είχε καλά χαρτιά, όμως, κι έπαιξε επιδέξια, δεν άφησε ευκαιρία να πάει χαμένη, ίσως γιατί το παιχνίδι τής αποσπούσε την προσοχή από τις μακάβριες σκέψεις. «Παίζεις σαν πρωταθλήτρια σήμερα», είπε η Σούζαν. «Είναι η τυχερή μου μέρα».

«Το χρέος σου έχει κατέβει ήδη από τις εξακόσιες χιλιάδες στις πεντακόσιες ενενήντα οχτώ». «Σπουδαία. Τώρα μπορεί να κοιμηθεί επιτέλους ήσυχος ο Ντάστι το βράδυ». «Πώς είναι ο Ντάστι;» «Πιο γλυκός κι απ' τον Βαλέ». «Εσύ πήρες έναν άντρα πιο αξιαγάπητο κι από μαλλιαρό κυνηγόσκυλο». Η Σούζαν αναστέναξε. «Κι εγώ παντρεύτηκα ένα εγωιστικό γουρούνι». «Νωρίτερα υπερασπιζόσουν τον Έρικ». «Είναι γουρούνι». «Συμφωνώ». «Και σ' ευχαριστώ γι' αυτό». Έξω, ο αέρας γρύλιζε αγριεμένα, γρατσούνιζε τα παράθυρα και ούρλιαζε θρηνητικά κάτω από τα γείσα. Η Μάρτι είπε: «Γιατί αυτή η αλλαγή;» «Η ρίζα της αγοραφοβίας μου μπορεί να βρίσκεται στα προβλήματά μου με τον Έρικ, που άρχισαν πριν από δύο χρόνια κι εγώ αρνιόμουν να τα παραδεχτώ». «Αυτό λέει ο δόκτωρ Άριμαν;» «Δεν είναι πράγματα που μου τα υποδεικνύει. Απλώς με βοηθά να... τα δω». Η Μάρτι έριξε μια ντάμα σπαθί. «Δε μου είχες πει ποτέ ότι είχατε προβλήματα εσύ κι ο Έρικ. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που στάθηκε ανίκανος να τα βγάλει πέρα με... μ' αυτό». «Φαντάζομαι πως είχαμε, όμως». Η Μάρτι συνοφρυώθηκε. «Φαντάζεσαι;» «Όχι, δε φαντάζομαι. Είχαμε ένα πρόβλημα». «Πινάκλ», είπε η Μάρτι, παίρνοντας την τελευταία μπάζα. «Τι πρόβλημα;» «Μια γυναίκα». Η Μάρτι έμεινε άναυδη. Ακόμη κι αν ήταν αδερφές, αυτή και η Σούζαν δεν θα ήταν περισσότερο δεμένες μεταξύ τους. Αν και είχαν αρκετό αυτοσεβασμό και οι δύο ώστε να μην αποκαλύπτουν λεπτομέρειες της ερωτικής τους ζωής, δεν κρατούσαν ποτέ μεγάλα μυστικά η μία από την άλλη, κι όμως δεν είχε ξανακούσει γι' αυτή τη γυναίκα. «Το κάθαρμα σε απατούσε;» ρώτησε η Μάρτι. «Όταν ανακαλύπτεις ξαφνικά κάτι τέτοιο, νιώθεις τόσο ευάλωτος», είπε η Σούζαν, αλλά δίχως το συναίσθημα που θα συνεπάγονταν φυσιολογικά τα λόγια της, σαν να μιλούσε

μέσ' από κάποιο βιβλίο ψυχολογίας. «Κι αυτό ακριβώς είναι η αγοραφοβία -μια συντριπτική, παραλυτική αίσθηση πως είσαι ευάλωτος». «Δεν άφησες καν να εννοηθεί κάτι τέτοιο ποτέ». Η Σούζαν ανασήκωσε τους ώμους της. «Μπορεί να ντρεπόμουν». «Να ντρεπόσουν; Γιατί να ντραπείς εσυ;» «Α, δεν ξέρω...» Φάνηκε να σαστίζει και τελικά είπε: «Γιατί θα 'πρεπε να ντραπώ;» Της Μάρτι της φάνηκε πως η Σούζαν το σκεφτόταν για πρώτη φορά αυτό, εκείνη τη στιγμή, πράγμα που ήταν απίστευτο. «Να... φαντάζομαι γιατί... γιατί δεν ήμουν αρκετή γι' αυτόν, δεν ήμουν αρκετά καλή στο κρεβάτι γι' αυτόν». Η Μάρτι την κοίταξε χάσκοντας. «Με ποια μιλάω; Είσαι υπέροχη, Σούζαν, είσαι ερωτική, έχεις υγιείς ορμές...» « Ή μπορεί να μην ήμουν αρκετά συναισθηματική, να μην τον στήριζα αρκετά...» Παραμερίζοντας τα χαρτιά δίχως να αθροίσει τους πόντους, η Μάρτι είπε: «Δεν πιστεύω στ' αυτιά μου». «Δεν είμαι τέλεια, Μάρτι. Κάθε άλλο». Μια θλίψη, βουβή αλλά βαριά και γκρίζα σαν μολύβι, έκανε τη φωνή της αδύναμη. Χαμήλωσε τα μάτια σαν να ντρεπόταν. «Με κάποιον τρόπο τον απογοήτευσα». Η συντριβή της φαινόταν ολότελα άτοπη και τα λόγια της εξόργισαν τη Μάρτι. «Του δίνεις τα πάντα -το κορμί σου, το νου σου, την καρδιά σου, τη ζωή σου- και τα δίνεις μ' αυτό τον υπερβολικό χαρακτηριστικό τρόπο της Σούζαν Τζάγκερ: όλα ή τίποτα. Ύστερα σε απατά και κατηγορείς τον εαυτό σου;» Συνοφρυωμένη, στριφογυρίζοντας στα λεπτά της χέρια ένα μπουκάλι μπίρα και κοιτάζοντάς το σαν να ήταν κάνα φυλαχτό που θα μπορούσε, αν το χειριζόταν κατάλληλα, να την κάνει να καταλάβει ως διά μαγείας, η Σούζαν είπε: «Μπορεί να φταίει αυτό ακριβώς που είπες μόλις τώρα, Μάρτι. Μπορεί ο χαρακτηριστικός τρόπος της Σούζαν Τζάγκερ να τον έκανε να νιώσει... ασφυξία». «Ασφυξία; Για όνομα του Θεού!» «Όχι, μπορεί να συνέβη. Μπορεί...» «Τι είναι όλα αυτά τα "μπορεί";» ρώτησε η Μάρτι. «Γιατί να πρέπει εσύ να βρεις τόσες δικαιολογίες γι' αυτό το γουρούνι; Ποια ήταν η δική του δικαιολογία;»

Η δυνατή βροχή έπαιζε παράφωνη μουσική πάνω στα τζάμια κι από μακριά ακουγόταν το απειλητικό, ρυθμικό βουητό της καταιγίδας που σφυροκοπούσε την ακτή. «Ποια ήταν η δική του δικαιολογία;» επέμεινε η Μάρτι. Η Σούζαν έστρεφε όλο και πιο αργά το μπουκάλι, κι όταν σταμάτησε τελικά να το γυρίζει μόρφασε ολοφάνερα μπερδεμένη. Η Μάρτι είπε: «Σούζαν; Ποια ήταν η δική του δικαιολογία;» Άφησε παράμερα το μπουκάλι, σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι και, κοιτάζοντάς τα, είπε: «Η δική του δικαιολογία; Ε... δεν ξέρω». «Να που βρεθήκαμε ξαφνικά στη Χώρα των Θαυμάτων», είπε εκνευρισμένη η Μάρτι. «Τι εννοείς δεν ξέρεις; Καλή μου, τον έπιασες να 'χει μια σχέση και δε θέλησες να μάθεις το γιατί;» Η Σούζαν αναδεύτηκε ανήσυχα στην καρέκλα της. «Δεν το συζητήσαμε και πολύ». «Μιλάς σοβαρά; Δεν είσαι τέτοιος τύπος, φιλενάδα. Δεν είσαι κάνα δειλό κοριτσάκι». Η Σούζαν μίλησε πιο αργά απ' όσο συνήθως, με τη φωνή της βραχνή σαν κάποιας που είχε μόλις ξυπνήσει και δεν είχε συνέλθει ακόμη εντελώς από τον ύπνο: «Εντάξει, το κουβεντιάσαμε λιγάκι... κι αυτός μπορεί να είναι ο λόγος της αγοραφοβίας μου, αλλά αφήσαμε έξω απ' την κουβέντα τις βρόμικες λεπτομέρειες». Αυτή η συζήτηση είχε γίνει τόσο αλλόκοτη, που η Μάρτι ένιωσε να κρύβεται μέσα της μια επικίνδυνη αλήθεια, κάτι που διαισθανόταν αόριστα και που θα εξηγούσε ξαφνικά όλα τα προβλήματα αυτής της ταραγμένης γυναίκας, αρκεί μόνο να κατόρθωνε να το βρει. Οι δηλώσεις της Σούζαν ήταν συνάμα εξωφρενικές και ασαφείς. Ενοχλητικά ασαφείς. «Πώς την έλεγαν αυτή τη γυναίκα;» ρώτησε η Μάρτι. «Δεν ξέρω». «Θεέ μου! Δε σου είπε ο Έρικ;» Τελικά η Σούζαν σήκωσε το κεφάλι της. Το βλέμμα της ήταν απλανές, σαν να μην κοιτούσε τη Μάρτι αλλά κάποιον άλλο, σ' έναν άλλο τόπο και χρόνο. «Ο Έρικ;» Η Σούζαν είπε με τόση απορία το όνομά του, που η Μάρτι γύρισε για να δει στο δωμάτιο πίσω της, περιμένοντας ν' αντικρίσει τον Έρικ να έχει μπει αθόρυβα. Δεν ήταν εκεί.

«Ναι, Σουζ, θυμάσαι τον παλιόφιλο τον Έρικ; Τον αντρούλη σου; Τον μοιχό; Το γουρούνι;» «Δε...» «Τι;» Τώρα η φωνή της Σούζαν έγινε ένας ψίθυρος και το πρόσωπο της πήρε ξάφνου μια όψη τρομακτικά ανέκφραστη, άψυχη σαν μιας κούκλας. «Δεν το 'μαθα από τον Έρικ αυτό». «Και ποιος σ' το είπε;» Καμία απάντηση. Ο άνεμος κόπασε, δεν ούρλιαζε πι α. Όμως ο παγερός του ψίθυρος και ο ύπουλος βρυχηθμός του προκαλούσαν περισσότερη νευρικότητα από τις δυνατές θρηνητικές κραυγές του. «Σουζ; Ποιος σου είπε πως ο Έρικ ξενοπηδούσε;» Η άψογη επιδερμίδα της Σούζαν δεν είχε πια το χρώμα ροδάκινων και κρέμας, αλλά ήταν ωχρή και διάφανη σαν αποβουτυρωμένο γάλα. Μια στάλα ιδρώτα πρόβαλε στην άκρη των μαλλιών της. Η Μάρτι άπλωσε το χέρι της πάνω απ' το τραπέζι και το κράτησε μπροστά στο πρόσωπο της φίλης της. Η Σούζαν δεν φάνηκε να το βλέπει. Κοίταζε μέσα από το χέρι. «Ποιος;» επέμεινε απαλά η Μάρτι. Ξαφνικά, αναρίθμητες στάλες ιδρώτα πρόβαλαν σιο μέτωπο της Σούζαν. Προηγουμένως είχε τα δάχτυλά της πλεγμένα πάνω στο τραπέζι, τώρα όμως είχαν σφιχτεί βίαια, με το δέρμα τσιτωμένο και λευκό πάνω απ' τις αρθρώσεις και με τα νύχια του δεξιού της χεριού να χώνονται με δύναμη στη σάρκα του αριστερού. Η Μάρτι ένιωσε άυλες αράχνες να σέρνονται στο σβέρκο και στη ραχοκοκαλιά της. «Ποιος σου είπε πως ο Έρικ ξενοπηδούσε;» Κοιτάζοντας ακόμη κάποιο φάντασμα, η Σούζαν προσπάθησε να μιλήσει, αλλά δεν μπόρεσε να αρθρώσει ούτε μία λέξη. Τα χείλη της κρέμασαν κι άρχισαν να τρέμουν, σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Έ ν α φασματικό χέρι έμοιαζε να έχει κλείσει το στόμα της Σούζαν. Η αίσθηση μιας άλλης παρουσίας στο δωμάτιο ήταν τόσο έντονη, που η Μάρτι ήθελε να γυρίσει ξανά και να κοιτάξει πίσω της· όμως δεν θα 'βλεπε κανέναν. Είχε το χέρι της σηκωμένο ακόμη μπροστά στο πρόσωπο της Σούζαν. Χτύπησε τα δάχτυλά της.

ΦΟΒΙΑ

105

Η Σούζαν τραβήχτηκε κι ανοιγόκλεισε τα μάτια. Κοίταξε τα χαρτιά που είχε σπρώξει παράμερα η Μάρτι και, πράγμα απίστευτο, χαμογέλασε. «Μου έδωσες και κατάλαβα. Θες άλλη μια μπίρα;» Η στάση της είχε αλλάξει ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη. Η Μάρτι είπε: «Δεν απάντησες στην ερώτησή μου». «Ποια ερώτηση;» «Ποιος σου είπε πως ο Έρικ ξενοπηδοΰσε;» «Αχ, Μάρτι, είναι τόσο βαρετό αυτό». «Εγώ δεν το βρίσκω βαρετό. Εσύ...» «Δεν πρόκειται να το συζητήσω», είπε η Σούζαν περισσότερο σαν να απέρριπτε το ζήτημα αδιάφορα, παρά με θυμό ή ντροπή, που θα ήταν πιο ταιριαστά και τα δυο. Κούνησε το χέρι της σαν να έδιωχνε μια ενοχλητική μΰγα. «Συγνώμη που το ανέφερα». «Θεέ μου, Σουζ, δεν μπορείς πρώτα να πετάς τη βόμβα και υστέρα απλώς να...» «Η διάθεσή μου είναι καλή. Δε θέλω να τη χαλάσω. Ας πούμε ανοησίες, κουτσομπολιά, κάτι ασήμαντο». Τινάχτηκε από την καρέκλα της με κοριτσίστικη σβελτάδα. Πηγαίνοντας στην κουζίνα, είπε: «Τι λες, λοιπόν, για μια μπίρα;» Ήταν μια από κείνες τις μέρες που το να είναι νηφάλια δεν φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστικό, αλλά η Μάρτι αρνήθηκε τη δεύτερη Τσινγκτάο. Στην κουζίνα, η Σούζαν άρχισε να τραγουδά το «New Attitude», το κλασικό τραγούδι της Πάτι Ααμπέλ. Είχε καλή φωνή και τραγουδούσε με μπρίο και πειθώ, ειδικά στο σημείο που οι στίχοι έλεγαν Ελέγχω τα πράγματα κι έχω Ελάχιστες έγνοιες. Ακόμη κι αν δεν ήξερε τίποτε η Μάρτι για τη Σούζαν Τζάγκερ, ήταν βέβαιη πως θα διέκρινε, παρ' όλα αυτά, κάτι ψεύτικο σ' αυτό το φαινομενικά εύθυμο τραγούδι. Όταν σκεφτόταν πώς ήταν η Σούζαν μόλις πριν από λίγα λεπτά -σαν υπνωτισμένη, ανήμπορη να μιλήσει, χλομή σαν νεκρική μάσκα, με το μέτωπο της κάθιδρο, τα μάτια της να κοιτάζουν σε άλλο τόπο και χρόνο και τα χέρια της να σφίγγουν το ένα τ' άλλο-, αυτή η απροσδόκητη αλλαγή από την κατατονία στην ευεξία φαινόταν τρομακτική. Στην κουζίνα, η Σούζαν τραγουδούσε: «Νιώθω καλά απ' την κορυφή του κεφαλιού μου ως τα παπούτσια μου». Στα παπούτσια μπορεί. Στο κεφάλι όμως όχι.

y j ΝΤΑΣΤΙ ΞΑΦΝΙΑΖΟΤΑΝ κάθε φορά που έβλεπε το διαμέρισμα τον Σκιτ. Τα τρία μικρά δωμάτια και το μπάνιο ήταν τακτοποιημένα, σχεδόν με μανία, και πεντακάθαρα. Ο Σκιτ ήταν τόσο καταρρακωμένος, σωματικά και ψυχολογικά, που ο Ντάστι περίμενε πάντα να βρει το σπίτι του άνω κάτω. Καθώς το αφεντικό του γέμιζε δυο βαλίτσες με ρούχα και καλλυντικά, ο Βαλές τριγύριζε στα δωμάτια μυρίζοντας το πάτωμα και τα έπιπλα, απολαμβάνοντας τα έντονα αρώματα των κεριών, της παρκετίνης και των καθαριστικών υγρών, που ήταν διαφορετικά απ' αυτά που χρησιμοποιούνταν στο σπίτι των Ρόουντς. Ο Ντάστι, μόλις τέλειωσε με το πακετάρισμα, κοίταξε στο ψυγείο. Οι προμήθειες έμοιαζαν να έχουν αγοραστεί από έναν άνθρωπο που έπασχε από ανίατη ανορεξία. Το μοναδικό κουτί γάλα είχε λήξει εδώ και τρεις ημέρες κι ο Ντάστι το έχυσε στο νεροχύτη. Ύστερα πέταξε στο σκουπιδοφάγο μισή φραντζόλα λευκό ψωμί και μερικά λουκάνικα, με φριχτά στίγματα, που θαρρείς και ήταν έτοιμα να βγάλουν τρίχες και ν' αρχίσουν να γρυλίζουν. Τα άλλα εφόδια στο ψυγείο ήταν μπίρες, αναψυκτικά και αρτύματα, κι αυτά δεν θα χαλούσαν μέχρι να γυρίσει ο Σκ«. Στον πάγκο, δίπλα στο τηλέφωνο της κουζίνας, ο Ντάστι βρήκε το μόνο ίχνος ακαταστασίας σε ολόκληρο το διαμέρισμα: μερικές σκόρπιες σελίδες από ένα σημειωματάριο. Μαζεύοντάς τες, είδε πως σε κάθε σελίδα ήταν γραμμένο το ίδιο όνομα, σε μερικές μονάχα μία φορά, στις περισσότερες όμως τρεις τέσσερις. Σε δεκατέσσερις σελίδες, ένα -και μόνο ένα- όνομα εμφανιζόταν τριάντα εννέα φορές: Αρ. ΓιενΛο. Σε καμιά από τις δεκατέσσερις σελίδες δεν υπήρχε

κάποιος αριθμός τηλεφώνου ή οποιαδήποτε επιπλέον πληροφορία. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν σίγουρα του Σκιτ. Σε μερικές σελίδες τα γράμματα ήταν αβίαστα και συμμετρικά. Σε άλλες, το χέρι του Σκιτ πρέπει να έτρεμε λιγάκι και, επιπλέον, είχε πιέσει το στυλό πάνω στο χαρτί, αποτυπώνοντας βαθιά τα γράμματα. Παραδόξως, τουλάχιστον στις μισές σελίδες το Δρ. ΓιενΛο ήταν γραμμένο ολοφάνερα με τόση συναισθηματική ένταση -και με προσπάθεια, ίσως-, που κάποια γράμματα είχαν ουσιαστικά χαραχτεί πάνω στο χαρτί αυλακών οντάς το. Ένα φτηνό διαφανές πλαστικό στυλό διαρκείας ήταν επίσης αφημένο πάνω στον πάγκο. Ήταν σπασμένο στη μέση και η εύκαμπτη θήκη του μελανιού, μέσα, ήταν τσακισμένη. Συνοφρυωμένος, ο Ντάστι σκούπισε με το χέρι του τον πάγκο, μαζεύοντας τα κομμάτια του στυλό σ' ένα μικρό σωρό. Δεν του πήρε παρά ένα λεπτό για να βάλει στη σειρά τις δεκατέσσερις σελίδες απ' το σημειωματάριο, με την πιο καλογραμμένη επάνω, αυτή με τα χειρότερα γράμματα κάτω κάτω και τις υπόλοιπες δώδεκα όπου φαινόταν να ταιριάζει η καθεμιά. Ολοφάνερα, ο γραφικός χαρακτήρας χειροτέρευε από σελίδα σε σελίδα. Στην κάτω κάτω, το όνομα ήταν γραμμένο μόνο μια φορά και όχι ολόκληρο -Δρ. Γιε-, ίσως γιατί το στυλό έσπασε στην αρχή του ν. Το προφανές συμπέρασμα ήταν πως ο Σκιτ θύμωνε ή στενοχωριόταν όλο και πιο πολύ, ώσπου τελικά πίεσε τόσο βίαια το στυλό, που έσπασε. Στενοχώρια, όχι θυμός. Ο Σκιτ δεν θύμωνε. Το αντίθετο. Ήταν ευγενικός από τη φύση του και η ιδιοσυγκρασία του είχε γίνει ακόμη πιο ήπια από τα διάφορα ψυχοφάρμακα που του είχαν χορηγήσει κάμποσοι επικίνδυνοι κλινικοί ψυχολόγοι, υπέρμαχοι της επιθετικής θεραπείας, με την ενθουσιώδη ενθάρρυνση του αγαπημένου πατέρα του Σκιτ, του δόκτορα Χόλντεν Κόλφιλντ, ή Σαμ Φάρνερ. Η αίσθηση που είχε το αγόρι για τον εαυτό του ξεθώριασε τόσο πολύ ύστερα από τόσα χρόνια ανελέητου χημικού «ξασπρίσματος», που το κόκκινο του θυμού ήταν αδύνατο πια να βάψει τις ίνες των νεύρων του- η χειρότερη προσβολή, που θα εξόργιζε ένα μέσο άνθρωπο, έκανε τον Σκιτ να ανασηκώνει απλώς τους ώμους και να χαμογελά με ύφος παραίτησης. Η

πικρία που ένιωθε για τον πατέρα του, το πλησιέστερο συναίσθημα στο θυμό για τον Σκιτ, τον είχε στηρίξει στη διάρκεια της ερευνάς του για την αλήθεια της καταγωγής του καθηγητή, όμως δεν αρκούσε για να του δώσει τη δύναμη να αντιμετωπίσει το κάθαρμα λέγοντάς του κατάμουτρα τι είχε ανακαλύψει. Ο Ντάστι δίπλωσε προσεκτικά τις δεκατέσσερις σελίδες απ' το σημειωματάριο, τις έβαλε στην τσέπη του τζιν του και σκούπισε τα κομμάτια του στυλό από τον πάγκο. Ήταν φτηνό στυλό αλλά όχι κακοφτιαγμένο. Το διαφανές πλαστικό του ήταν γερό και άκαμπτο. Η πίεση που απαιτούνταν για να σπάσει σαν κλαράκι πρέπει να ήταν τεράστια. Ο Σκιτ ήταν ανίκανος για τόση οργή και ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς τι μπορεί να του είχε προκαλέσει τόσο μεγάλη στενοχώρια ώστε να πιέσει τόσο βίαια το στυλό. Ο Ντάστι δίστασε για μια στιγμή και ύστερα πέταξε το σπασμένο στυλό στα σκουπίδια. Ο Βαλές έχωσε τη μουσούδα του στο σκουπιδοτενεκέ, μυρίζοντας για να διαπιστώσει αν αυτό που πετάχτηκε ήταν φαγώσιμο. Ο Ντάστι άνοιξε ένα συρτάρι κι έβγαλε τον Χρυσό Οδηγό. Κοίταξε στο ΙΑΤΡΟΙ για το δόκτορα Γιεν Λο, αλλά δεν υπήρχε τέτοιο όνομα. Δοκίμασε στο ΨΥΧΙΑΤΡΟΙ. Ύστερα στο ΨΥΧΟΛΟΓΟΙ. Τελικά στο ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΕΣ. Τίποτε.

Κ Α Θ Ώ ς Η ΣΟΥΖΑΝ ΤΑΚΤΟΠΟΙΟΥΣΕ την τράπουλα του πινάκλ και το σημειωματάριο με τη βαθμολογία, η Μάρτι έπλενε τα πιάτα και τα κουτιά απ' το εστιατόριο, πασχίζοντας να μην κοιτάζει δίπλα το μαχαίρι στον πάγκο. Η Σούζαν έφερε το πιρούνι της στην κουζίνα. «Ξέχασες αυτό». Επειδή η Μάρτι σκούπιζε ήδη τα χέρια της, η Σούζαν έπλυνε η ίδια το πιρούνι και το έβαλε στην πιατοθήκη. Ύστερα κάθισαν στο σαλόνι και η Σούζαν ήπιε κι άλλη μπίρα. Η μουσική που επέλεξε σαν υπόκρουση η Σούζαν ήταν οι Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ, για πιάνο, σε ερμηνεία του Γκλεν Γκουλντ. Όταν ήταν μικρή, η Σούζαν ονειρευόταν να γίνει μουσικός συμφωνικής ορχήστρας. Ήταν πολύ καλή βιολίστρια" όχι παγκόσμιας εμβέλειας, όχι τόσο σπουδαία που να μπορεί να παίξει σαν σολίστ με μια μεγάλη ορχήστρα, αλλά αρκετά καλή ώστε να γίνουν τα πιο προσγειωμένα όνειρά της πραγματικότητα. Για κάποιο λόγο, όμως, έγινε τελικά κτηματομεσίτρια. Ακόμη και μέχρι την τελευταία τάξη του λυκείου, η Μάρτι ήθελε να γίνει κτηνίατρος. Τώρα σχεδίαζε ηλεκτρονικά παιχνίδια. Η ζωή προσφέρει απειράριθμους πιθανούς δρόμους. Κάποιες φορές αποφασίζει το μυαλό σου ποιο δρόμο θα πάρεις και κάποιες άλλες η καρδιά σου. Και κάποιες φορές, καλώς ή κακώς, ούτε το μυαλό ούτε η καρδιά σου μπορούν να σταθούν εμπόδιο στη μοίρα. Κάπου κάπου οι εξαίσιες, γλυκές, κρυσταλλένιες νότες του Γκουλντ θύμιζαν στη Μάρτι πως, αν και είχε κοπάσει ο αέρας, η παγερή βροχή εξακολουθούσε να πέφτει έξω από

τα παράθυρα με τις βαριές κουρτίνες. Το διαμέρισμα ήταν τόσο απομονωμένο και ζεστά, που έμπαινε στον πειρασμό να ενδώσει στην επικίνδυνα ανακουφιστική ιδέα ότι δεν υπήρχε κόσμος πέρα απ' αυτοΰς τους προστατευτικούς τοίχους. Αυτή και η Σοΰζαν κουβέντιασαν για τις παλιές ημέρες, για παλιούς φίλους. Δεν είπαν οΰτε λέξη για το μέλλον. Η Σοΰζαν δεν έπινε πολΰ. Γι' αυτή, δυο μπίρες ήταν αληθινή κραιπάλη. Συνήθως με το ποτό δεν ζαλιζόταν οΰτε γινόταν κακιά αλλά ευχάριστα συναισθηματική. Αυτή τη φορά, όμως, σταδιακά βουβαινόταν και σοβάρευε όλο και πιο πολΰ. Ύστερα από λίγη ώρα, αυτή που μιλοΰσε κυρίως ήταν η Μάρτι. Αυτός ο μονόλογος της φαινόταν όλο και πιο ανόητος κι έτσι σταμάτησε τελικά τη φλυαρία. Η φιλία τους ήταν αρκετά βαθιά ώστε να νιώθουν άνετα ακόμη κι όταν δεν συζητούσαν. Αυτή η σιωπή, όμως, είχε κάτι αλλόκοτο και οδυνηρό, ίσως γιατί η Μάρτι παρακολουθούσε κρυφά τη φίλη της μήπως φαινόταν πάλι σαν υπνωτισμένη, όπως νωρίτερα. Δεν άντεχε να ξανακούσει τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ, γιατί ξάφνου η καθηλωτική ομορφιά της μουσικής έγινε καταθλιπτική. Παραδόξως, για τη Μάρτι, ξαφνικά συμβόλιζε την απώλεια, τη μοναξιά και τη βουβή απόγνωση. Το διαμέρισμα, από κει που ήταν ζεστό, καθησυχαστικό, δεν άργησε να γίνει ασφυκτικό, τρομερά στενόχωρο. Όταν έπιασε η Σούζαν το τηλεχειριστήριο για να ξαναβάλει το ίδιο CD, η Μάρτι κοίταξε το ρολόι της και απαρίθμησε μια σειρά από ανύπαρκτες δουλειές που είχε να κάνει στις πέντε. Στην κουζίνα, αφού φόρεσε το αδιάβροχο της, αγκαλιάστηκε με τη Σοΰζαν, όπως έκαναν πάντα όταν χώριζαν. Αυτή τη φορά το αγκάλιασμα ήταν πιο έντονο απ' ό,τι συνήθως, σαν να πάσχιζαν και οι δυο να δείξουν πάμπολλα πράγματα που ήταν σημαντικά και τα ένιωθαν βαθιά μέσα τους, αλλά δεν μπορούσαν να τα εκφράσουν με λέξεις. Καθώς γύρισε η Μάρτι το πόμολο, η Σοΰζαν τραβήχτηκε πίσω από την πόρτα, όπου θα ήταν προφυλαγμένη από τον τρομακτικό έξω κόσμο. Με αγωνία στη φωνή της, σαν να είχε αποφασίσει ξάφνου να αποκαλύψει ένα βασανιστικό μυστικό που με δυσκολία κρατούσε μέσα της, είπε: «Έρχεται εδώ το βράδυ, όταν κοιμάμαι». Η Μάρτι είχε ανοίξει πέντε εκατοστά την πόρτα. Την έ-

κλείσε, κρατώντας όμως ακόμη το πόμολο. «Τι είπες; Ποιος έρχεται εδώ όταν κοιμάσαι;» Το πράσινο χρώμα των ματιών της Σούζαν φαινόταν πιο παγερό από πριν, σαν να το είχε κάνει ένας καινούριος φόβος πιο έντονο και καθαρό. «Έτσι νομίζω, δηλαδή». Η Σοΰζαν χαμήλωσε τα μάτια. Τα χλομά της μάγουλα είχαν φουντώσει. «Δεν έχω αποδείξεις πως είναι αυτός, αλλά ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι εκτός από τον Έρικ;» Γυρίζοντας την πλάτη της στην πόρτα, η Μάρτι είπε: «Ο Έρικ έρχεται εδώ το βράδυ όταν κοιμάσαι;» «Λέει πως δεν έρχεται, αλλά νομίζω πως λέει ψέματα». «Έχει κλειδί;» «Εγώ δεν του έδωσα». «Κι άλλαξες κλειδαριές». «Ναι. Αλλά με κάποιον τρόπο κατορθώνει να μπαίνει». «Απ' τα παράθυρα;» «Το πρωί... όταν καταλαβαίνω πως ήταν μέσα, ελέγχω όλα τα παράθυρα, όμως είναι πάντα κλειστά». «Πώς ξέρεις ότι ήταν εδώ; Θέλω να πω, τι κάνει;» Αντί να αποκριθεί, η Σούζαν είπε: «Έρχεται και τριγυρίζει κρυφά... τριγυρίζει αθόρυβα σαν αδέσποτο σκυλί». Αναρίγησε. Η Μάρτι δεν λάτρευε βέβαια τον Έρικ, αλλά δυσκολευόταν να τον φανταστεί ν' ανεβαίνει κρυφά τα σκαλιά τη νύχτα και να μπαίνει αθόρυβα στο διαμέρισμα σαν να γλιστρούσε απ' την κλειδαρότρυπα. Κατ' αρχήν, δεν είχε τη φαντασία που χρειαζόταν για να βρει έναν τρόπο να μπαίνει απαρατήρητος· δεν ήταν παρά ένας σύμβουλος επενδύσεων, με το κεφάλι του γεμάτο αριθμούς και στοιχεία, χωρίς καμία αίσθηση μυστηρίου. Άλλωστε, ήξερε πως η Σούζαν είχε ένα όπλο στο κομοδίνο της κι ήταν φοβητσιάρης- ήταν ο τελευταίος άντρας που θα το ριψοκινδύνευε να τον πυροβολήσουν σαν διαρρήκτη, ακόμη κι αν ένιωθε μια διεστραμμένη λαχτάρα να βασανίσει τη σύζυγο του. «Βρίσκεις κάποια πράγματα το πρωί να έχουν μετακινηθεί;» Η Σούζαν δεν αποκρίθηκε. «Δεν τον έχεις ακούσει ποτέ; Δεν ξύπνησες ποτέ όταν ήταν μέσα;» «Όχι». «Λοιπόν, το πρωί υπάρχουν ίχνη;»

«Ίχνη», συμφώνησε η Σοΰζαν, αλλά δίχως να διευκρινίσει τι εννοοΰσε. «Πράγματα που δεν είναι στη θέση τους; Η μυρωδιά της κολόνιας του; Κάτι τέτοιο;» Με το βλέμμα χαμηλωμένο ακόμη, η Σοΰζαν ένευσε. «Όμως τι ακριβώς;» επέμεινε η Μάρτι. Καμία απόκριση. «Ε, Σουζ, μπορείς να με κοιτάξεις;» Όταν σήκωσε το πρόσωπο της η Σοΰζαν, ήταν κατακόκκινη, όχι σαν να ένιωθε απλώς αμηχανία, αλλά σαν να ντρεπόταν. «Σουζ, τι μου κρΰβεις;» «Τίποτε. Είμαι απλώς... παρανοϊκή, φαντάζομαι». «Υπάρχει κάτι που δε μου λες. Αλλά γιατί να μου το αναφέρεις, αν δε θες να μου πεις τι συμβαίνει;» Η Σοΰζαν αγκάλιασε τον εαυτό της και αναρίγησε. «Νόμιζα πως ήμουν έτοιμη να μιλήσω γι' αυτό, αλλά δεν είμαι. Έ χ ω ακόμη... να ξεδιαλύνω κάποια πράγματα στο μυαλό μου». «Ο Έρικ μπαίνει κρυφά εδώ τη νύχτα -αυτό κι αν είναι αλλόκοτο. Είναι τρομακτικό. Και τι κάνει; Σε βλέπει να κοιμάσαι;» «Αργότερα, Μάρτι. Πρέπει να το σκεφτώ λιγάκι ακόμη, να βρω το κουράγιο. Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα». «Τώρα». «Έχεις τόσες δουλειές». «Δεν είναι σημαντικές». Η Σοΰζαν συνοφρυώθηκε. «Πριν από ένα λεπτό μου έδωσες την εντύπωση πως ήταν σημαντικές». Η Μάρτι δεν μπορούσε να πληγώσει τη Σοΰζαν ομολογώντας πως τις είχε βγάλει απ' το μυαλό της όλες αυτές τις δουλειές σαν δικαιολογία για να ξεφύγει απ' αυτό το μελαγχολικό, ασφυκτικό μέρος, για να βγει στον καθαρό αέρα και την αναζωογονητικά παγερή βροχή. «Αν δε μου τηλεφωνήσεις αργότερα για να μου πεις λεπτομερώς τι συμβαίνει, θα ξανάρθω απόψε και θα καθίσω πάνω σου και θα σου διαβάσω σελίδες ολόκληρες απ' το τελευταίο βιβλίο λογοτεχνικής κριτικής του γέρου του Ντάστι. Λέγεται Το Νόημα της Απουσίας Νοήματος: το Χάος ως Δομή, και στη μέση οποιασδήποτε παραγράφου θα νομίζεις πως μέσα στο μυαλό σου υπάρχουν στρατιές από μυρμήγκια που πηγαίνουν πέρα δώθε. Ή μήπως θα προτιμούσες το Τόλμησε να Είσαι

ο Καλύτερος σον Φίλος; Αυτό είναι το τελευταίο του πατριού του. Άκουσε το σε κασέτα και θα σε κάνει να θες να κόψεις τ' αυτιά σου. Είναι μια οικογένεια ηλιθίων που γράφουν βιβλία και θα μπορούσα να σε βασανίσω μ' αυτά». Χαμογελώντας αχνά, η Σούζαν είπε: «Τρομοκρατήθηκα. Δεν υπάρχει περίπτωση να μη σου τηλεφωνήσω». «Μου το υπόσχεσαι;» «Σ' ό,τι έχω ιερό». Η Μάρτι έπιασε πάλι το πόμολο, αλλά δεν άνοιξε την πόρτα. «Είσαι ασφαλής εδώ, Σουζ;» «Φυσικά», αποκρίθηκε η Σούζαν, όμως της Μάρτι της φάνηκε πως είδε μια φευγαλέα αβεβαιότητα να ζωγραφίζεται στα τυραννισμένα πράσινα μάτια της. «Αν μπαίνει κρυφά...» «Ο Έ ρ ι κ εξακολουθεί να είναι άντρας μου», είπε η Σούζαν. «Βλέπε λίγο ειδήσεις. Κάποιοι σύζυγοι κάνουν τρομερά πράγματα». «Ξέρεις τον Έρικ. Μπορεί να είναι γουρούνι...» «Όχι μπορεί. Είναι γουρούνι», επέμεινε η Μάρτι. «...αλλά δεν είναι επικίνδυνος». «Είναι αδύναμος και ηλίθιος». «Ακριβώς». Η Μάρτι δίστασε, ύστερα όμως μισάνοιξε τελικά την πόρτα. «Στις οχτώ η ώρα θα έχουμε φάει βραδινό. Στις έντεκα πια, θα έχουμε ξαπλώσει. Θα περιμένω να μου τηλεφωνήσεις». «Σ' ευχαριστώ, Μάρτι». «Ντε νάδα». «Φίλα μου τον Ντάστι». «Πεταχτά και στο μάγουλο. Όλα τα ζουμερά φιλιά είναι από μένα». Η Μάρτι φόρεσε την κουκούλα της, βγήκε στο κεφαλόσκαλο κι έκλεισε την πόρτα. Ο αέρας είχε κοπάσει εντελώς, σαν να τον είχε αποδιώξει απ' τη μέρα το τρομακτικό βάρος της βροχής που έπεφτε σαν καταρράκτες από σκάγια. Περίμενε ώσπου να ακούσει τη Σούζαν να κλειδώνει και να γυρίζει και το κλειδί στην κλειδαριά ασφαλείας, που θα αποθάρρυνε ακόμη κι έναν επαγγελματία διαρρήκτη. Ύστερα κατέβηκε γοργά την ψηλή, απότομη σκάλα.

Κάτω στάθηκε, στράφηκε και κοίταξε προς το κεφαλόσκαλο και την πόρτα του διαμερίσματος. Η Σοΰζαν Τζάγκερ θΰμιζε όμορφη πριγκίπισσα παραμυθιού, φυλακισμένη σ' έναν πΰργο πολιορκημένο από ξωτικά και κακόβουλα πνεύματα, δίχως γενναίο πρίγκιπα για να τη σώσει. Καθώς η σκοτεινή μέρα αντηχούσε από τα ατελεύτητα, βουερά, μεγάλα κύματα στη διπλανή ακτή, η Μάρτι διέσχισε γοργά την προκυμαία ως τον πλησιέστερο δρόμο, όπου τα ρείθρα είχαν ξεχειλίσει και βρόμικο νερό στροβιλιζόταν γύρω από τα λάστιχα του κόκκινου Σάτερν της. Ευχόταν να είχε εκμεταλλευτεί ο Ντάστι την κακοκαιρία για να μείνει στο σπίτι και να ετοιμάσει τους ασύγκριτους κεφτέδες του με πικάντικη κόκκινη σάλτσα. Τίποτε δεν θα ήταν πιο καθησυχαστικό από το να μπει στο σπίτι και να τον δει με μια ποδιά κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί δίπλα του. Η κουζίνα θα ήταν γεμάτη με υπέροχες ευωδιές. Καλή ποπ μουσική, ρετρό -ίσως Ντιν Μάρτιν-, θα ακουγόταν από τα ηχεία. Και θα την περίμενε το χαμόγελο του Ντάστι, η αγκαλιά του, τα φιλιά του. Ύστερα απ' αυτή την αλλόκοτη μέρα, χρειαζόταν όλη την ανακούφιση του κόσμου, του σπιτιού της, την ανακούφιση που μπορούσε να της προσφέρει ο σύζυγος της. Καθώς άναβε τη μηχανή, μια αηδιαστική σκηνή ξεπήδησε στο νου της, εξαφανίζοντας κάθε ελπίδα πως την υπόλοιπη μέρα την περίμενε λίγη γαλήνη και ανακούφιση. Ήταν πιο αληθινή από μια συνηθισμένη φανταστική σκηνή, τόσο λεπτομερής και έντονη, που λες και εκτυλισσόταν εδώ και τώρα. Ήταν βέβαιη πως κινούνταν προς ένα τρομερό περιστατικό που θα συνέβαινε, βλέποντας φευγαλέα μια αναπόδραστη μελλοντική στιγμή, προς την οποία βουτούσε μοιραία σαν να είχε ριχτεί από το χείλος ενός γκρεμού. Μόλις έβαλε το κλειδί στη μίζα, ο νους της γέμισε με την εικόνα ενός ματιού τρυπημένου από την απαίσια αιχμή και σκισμένου από την οδοντωτή κόψη του κλειδιού, που βυθιζόταν στο μυαλό πίσω απ' το μάτι. Καθώς έχωνε βαθύτερα στη μίζα το κλειδί και το γύριζε, το φανταστικό κλειδί, που ήταν σαν αληθινό, στράφηκε επίσης μες στο μάτι. Δίχως να ανοίξει συνειδητά την πόρτα, η Μάρτι βρέθηκε έξω από το αυτοκίνητο, ακουμπισμένη στο πλάι του, και έκανε εμετό στον βρεγμένο δρόμο. Έμεινε εκεί για κάμποση ώρα, με το κεφάλι σκυφτό.

Η κουκούλα της είχε γλιστρήσει πίσω και τα μαλλιά της, πολύ γρήγορα, είχαν γίνει μούσκεμα. 'Οταν βεβαιώθηκε πως δεν ήθελε να κάνει άλλο εμετό, έβαλε το χέρι στο αυτοκίνητο, τράβηξε μερικά χαρτομάντιλα από ένα κουτί και σκούπισε τα χείλη της. Αν και ένιωθε να ανακατεύεται λιγάκι ακόμη, μπήκε στο Σάτερν κι έκλεισε την πόρτα. Η μηχανή δούλευε στο ρελαντί. Δεν θα χρειαζόταν ν' αγγίξει ξανά το κλειδί μέχρι τη στιγμή που θα είχε σταθμεύσει πια στο γκαράζ της, στην Κορόνα Ντελ Μαρ. Βρεγμένη, δυστυχισμένη, φοβισμένη, σαστισμένη, ήθελε μόνο να βρεθεί στη ζεστασιά του σπιτιού της, στεγνή, ανάμεσα σε οικεία πράγματα. Έτρεμε υπερβολικά και δεν μπορούσε να οδηγήσει. Περίμενε γύρω στα δεκαπέντε λεπτά μέσα στο αυτοκίνητο πριν κατεβάσει τελικά το χειρόφρενο και βάλει ταχύτητα. Αν και λαχταρούσε απεγνωσμένα να γυρίσει στο σπίτι, φοβόταν αυτό που θα μπορούσε να συμβεί όταν θα έφτανε πια. Όχι. Έλεγε ψέματα στον εαυτό της. Δεν φοβόταν τι θα συνέβαινε. Φοβόταν τι θα μπορούσε να κάνει η ίδια. Το μάτι που είχε δει σαν προμήνυμα -αν ήταν όντως προμήνυμα- στη φαντασία της δεν ήταν ένα τυχαίο μάτι. Είχε ένα χαρακτηριστικό γκριζογάλανο χρώμα, λαμπερό και όμορφο. Όπως τα μάτια του Ντάστι.

2*ΤΗΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΝΕΑ ΖΩΗ, η θετική ψυχολογική επίδραση που είχαν τα ζώα θεωρούνταν χρήσιμη σε κάποιες περιπτώσεις κι ο Βαλε'ς ήταν ευπρόσδεκτος. Ο Ντάστι στάθμευσε κοντά στο προστέγασμα, κι έτσι, όταν μπήκαν πια στο κτίριο, δεν είχαν βραχεί παρά ελάχιστα, προς μεγάλη απογοήτευση του σκύλου. Τα δάχτυλα του Βαλε ήταν ενωμένα, σαν να υπήρχε ανάμεσά τους μια νηκτική μεμβράνη· όπως όλα τα γκόλντεν ριτρίβερ, αγαπούσε το νερό και είχε τόσο μεγάλο ταλέντο στην κολύμβηση, που θα μπορούσε κάλλιστα να συμμετέχει στους ολυμπιακούς αγώνες. Στο δωμάτιο του, στον δεύτερο όροφο, ο Σκιτ κοιμόταν βαθιά πάνω από τα σκεπάσματα, έχοντας βγάλει τα παπούτσια του αλλά φορώντας όλα του τα ρούχα. Το σκοτεινό, μελαγχολικό χειμωνιάτικο απόγευμα πίεζε το χλομό του πρόσωπο στο τζάμι και οι σκιές πύκνωναν μέσα στο δωμάτιο. Το μόνο άλλο φως προερχόταν από μια λάμπα ανάγνωσης, με μπαταρία, στερεωμένη στο βιβλίο που διάβαζε ο Τομ Γουόνγκ, ο νοσοκόμος. Αφού έξυσε τον Βαλέ πίσω από τ' αυτιά, ο Τομ εκμεταλλεύτηκε την επίσκεψή τους για να κάνει ένα διάλειμμα. Ο Ντάστι άδειασε αθόρυβα τις δυο βαλίτσες, τακτοποίησε το περιεχόμενο τους στα συρτάρια της τουαλέτας και κάθισε στην πολυθρόνα, στη θέση του νοσοκόμου. Ο Βαλές βολεύτηκε στα πόδια του. Έμεναν άλλες δύο ώρες μέχρι να σκοτεινιάσει εντελώς, αλλά ένα πλέγμα από σκιές απλωνόταν από τις γωνίες, ώσπου άναψε ο Ντάστι τη λάμπα δίπλα στην πολυθρόνα. Αν και ο Σκιτ ήταν κουλουριασμένος σε εμβρυϊκή στάση, δεν θύμιζε παιδί αλλά αφυδατωμένο πτώμα- ήταν τόσο

κοκαλιάρης, που τα ροΰχα του έμοιαζαν τυλιγμένα γύρω από ένα άσαρκο σκέλεθρο.

Στο δρόμο για το σπίτι, η Μάρτι οδηγούσε πολύ προσεκτικά, όχι μόνο εξαιτίας της κακοκαιρίας αλλά και λόγω της κατάστασης της. Η πιθανότητα μιας ακόμη κρίσης άγχους, ενώ θα έτρεχε με εκατό χιλιόμετρα την ώρα, ήταν τρομακτική. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανένας εναέριος αυτοκινητόδρομος από τη χερσόνησο Μπαλμπόα μέχρι την Κορόνα Ντελ Μαρ - ολόκληρη η διαδρομή ήταν από κανονικούς δρόμους και η Μάρτι ακολουθούσε τα πιο αργοκίνητα οχήματα. Στον αυτοκινητόδρομο Πασίφικ Κόουστ, προτού φτάσει καν στα μισά της διαδρομής για το σπίτι, η κυκλοφορία κόλλησε εντελώς. Πιο πέρα, σε απόσταση σαράντα ή πενήντα αυτοκινήτων, γαλάζια και κόκκινα φώτα ασθενοφόρων και περιπολικών στριφογύριζαν στο σημείο ενός δυστυχήματος. Κολλημένη στο μποτιλιάρισμα, πήρε από το κινητό της τηλέφωνο το δόκτορα Κλόστερμαν, τον παθολόγο της, ελπίζοντας να κλείσει ραντεβού για την επομένη, για το πρωί, αν γινόταν. «Είναι επείγον. Δεν πονάω, δηλαδή, αλλά θα ήθελα να τον δω όσο πιο γρήγορα γίνεται». «Τι συμπτώματα έχετε;» ρώτησε η υπάλληλος. Η Μάρτι δίστασε. «Είναι προσωπικό ζήτημα. Δε θα ήθελα να το συζητήσω παρά μόνο με το δόκτορα Κλόστερμαν». «Λείπει σήμερα, αλλά θα μπορούσα να σας κλείσω, κατ' εξαίρεση, ένα ραντεβού για τις οχτώ και μισή αύριο το πρωί». «Σας ευχαριστώ. Θα είμαι εκεί», είπε η Μάρτι κι έκλεισε το τηλέφωνο. Έ ν α λεπτό σάβανο γκρίζας ομίχλης ερχόταν απ' το λιμάνι, με βελόνες βροχής να το τρυπούν, στερεώνοντάς το γύρω από το κορμί της μέρας που ψυχομαχούσε. Ένα ασθενοφόρο ζύγωσε από την κατεύθυνση του δυστυχήματος, από το αντίθετο ρεύμα, όπου η κυκλοφορία ήταν λιγοστή. Η σειρήνα και τα φώτα του ήταν σβηστά. Προφανώς ο τραυματίας δεν είχε καμιά ελπίδα, ή μάλλον δεν ήταν καν τραυματίας, αλλά ένα πακέτο με προορισμό το νεκροτομείο. Η Μάρτι παρακολούθησε βλοσυρή το όχημα να περνά μες στη βροχή και ύστερα έστρεψε το βλέμμα της στον πλάί-

νό καθρέφτη, όπου τα πίσω φώτα του ασθενοφόρου μίκραιναν μες στην ομίχλη. Δεν μπορούσε να είναι βέβαιη ότι το ασθενοφόρο δεν ήταν ουσιαστικά παρά μια νεκροφόρα κι όμως ήταν πεπεισμένη πως μέσα υπήρχε ένα πτώμα. Ένιωσε το Θάνατο να περνά δίπλα της.

Καθώς πρόσεχε τον Σκιτ περιμένοντας να γυρίσει ο Τομ Γουόνγκ, το τελευταίο πράγμα που ήθελε να συλλογιστεί ο Ντάστι ήταν το παρελθόν, όμως το μυαλό του γύριζε διαρκώς στην παιδική του ηλικία με τον Σκιτ, στον αυταρχικό πατέρα του Σκιτ -και, ακόμη χειρότερα, στον άντρα που διαδέχτηκε αυτό το κάθαρμα στο θρόνο του αρχηγού της οικογένειας, στο σύζυγο υπ' αριθμόν τέσσερα, το δόκτορα Ντέρεκ Λάμπτον, νεοφροϋδιστή ψυχολόγο, ψυχίατρο, λέκτορα και συγγραφέα. Η μητέρα τους, η Κλοντέτ, είχε αδυναμία στους διανοούμενους -ειδικά σ' αυτούς που ήταν επίσης μεγαλομανείς. Ο πατέρας του Σκιτ, ο ψευτο-Χόλντεν, άντεξε μέχρι που έγινε ο Σκιτ εννιά χρονών κι ο Ντάστι δεκατεσσάρων. Οι δυο τους γιόρτασαν την αναχώρησή του μένοντας ξύπνιοι όλη νύχτα, παρακολουθώντας τρομακτικές ταινίες, τρώγοντας σακούλες ολόκληρες πατατάκια και κουβάδες παγωτό Μπάσκιν-Ρόμπινς με σοκολάτα και φιστικοβούτυρο, που ήταν φερμπότεν κάτω από το ναζιστικό του καθεστώς, που δεν επέτρεπε τα λιπαρά, τη ζάχαρη, τα συντηρητικά και τη διασκέδαση εν γένει, για όλα τα παιδιά, αν κι όχι για τους ενηλίκους. Το πρωί, νιώθοντας αναγούλα ύστερα από τόσο φαγητό, αποκαμωμένοι, με τα μάτια τους να τσούζουν αλλά μεθυσμένοι απ' αυτή την ξαφνική ελευθερία, κατόρθωσαν να μείνουν ακόμη λίγες ώρες ξύπνιοι για να ψάξουν στη γειτονιά ώσπου να μαζέψουν ένα κιλό σκυλίσια περιττώματα, που τα συσκεύασαν ερμητικά και τα ταχυδρόμησαν στην καινούρια διεύθυνση του εκθρονισμένου δεσπότη. Αν και το πακέτο στάλθηκε ανώνυμα, με ψεύτικη διεύθυνση αποστολέα, φαντάστηκαν πως μπορεί να μάντευε ο καθηγητής την ταυτότητα αυτών που το είχαν στείλει, γιατί, ύστερα από κάμποσα διπλά μαρτίνι, κάποιες φορές θρηνούσε για τη μαθησιακή ανικανότητα του γιου του, ισχυριζόμενος πως ένας δυσώδης σωρός κοπριά είχε μεγαλύτερες δυνατότητες από τον Σκιτ να πετύχει στο πανεπιστήμιο: Είσαι

ευρυμαθής όσο ένα περίττωμα, αγόρι μου, εμβριθής όσο ένα κόπρανο, καλλιεργημένος όσο τα σκατά, λιγότερο έξυπνος απ' τη σβουνιά, με την οξυδέρκεια μιας κουράδας. Στέλνοντας του το κουτί με τα σκυλίσια περιττώματα, τον προκαλούσαν να βάλει σε εφαρμογή τις υπεροπτικές εκπαιδευτικές του θεωρίες και να τα μεταμορφώσει σε καλύτερο μαθητή από τον Σκιτ. Λίγες μόλις μέρες αφότου πήρε δρόμο ο Κόλφιλντ τρώγοντας μια γερή κλοτσιά στον πισινό, εμφανίστηκε ο δόκτωρ Λάμπτον. Επειδή όλοι οι ενήλικοι ήταν αβάσταχτα πολιτισμένοι και πρόθυμοι να διευκολύνουν ο ένας τον άλλο στην αναζήτηση της προσωπικής ολοκλήρωσης, η Κλοντέτ ανακοίνωσε στα παιδιά της ότι θα έπαιρνε γρήγορα συναινετικό διαζύγιο και αμέσως θα ξαναπαντρευόταν. Μεμιάς το γλέντι κόπηκε για τον Ντάστι και τον Σκιτ. Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, ήξεραν πως δεν θ' αργούσε να έρθει η μέρα που θα νοσταλγούσαν τη χρυσή εποχή υπό την εξουσία του ψευτο-Χόλντεν, γιατί ο δόκτωρ Ντέρεκ Λάμπτον θα τους σημάδευε αναμφίβολα με τον αριθμό της ταυτότητας του: 666. Τώρα, όμως, ο Σκιτ έφερε πίσω, από το παρελθόν, τον Ντάστι: «Έχεις μια έκφραση αηδίας, σαν να έφαγες μόλις τώρα ένα σκουλήκι. Τι σκέφτεσαι;» Ήταν κουλουριασμένος ακόμη σαν έμβρυο στο κρεβάτι, αλλά τα τσιμπλιάρικα μάτια του ήταν ανοιχτά. «Τον Λάμπτον τη Σαύρα», είπε ο Ντάστι. «Αχ, φίλε μου, τον σκέφτεσαι πολύ συχνά και θα 'ρθει μια μέρα που θα πρέπει να πείσω εγώ εσένα να κατέβεις από καμιά στέγη». Ο Σκιτ κατέβασε τα πόδια του απ' το κρεβάτι και κάθισε. Ο Βαλές πήγε στον Σκιτ κι έγλειψε τα τρεμάμενα χέρια του. «Πώς νιώθεις;» ρώτησε ο Ντάστι. «Σαν πρώην παραλίγο αυτόχειρας». «Το πρώην είναι καλό». Ο Ντάστι έβγαλε δυο λαχεία από την τσέπη τον πουκαμίσου του και τα έδωσε στον Σκιτ. «Όπως σου είχα υποσχεθεί. Τ' αγόρασα απ' το μαγαζί εδώ δίπλα. Έ ν α λαχείο τους ήταν ο πρώτος αριθμός τον περασμένο Νοέμβρη. Το τζακπότ με τα τριάντα εκατομμύρια». «Κράτα τα μακριά από μένα. Αν τα αγγίξω, αποκλείεται να κερδίσουν». Ο Ντάστι πήγε στο κομοδίνο, άνοιξε ένα συρτάρι κι έ-

βγάλε τη Βίβλο. Την ξεφύλλισε, κοιτάζοντας τα εδάφια, και ύστερα διάβασε μια φράση απ' τον Ιερεμία: «"Ευλογημένος αυτός που εμπιστεύεται το Θεό". Τι λες γι' αυτό;» «Δεν ξέρω για το Θεό, αλλά πάντως τις μεθαμφεταμίνες δεν τις εμπιστεύομαι». «Είναι μια πρόοδος», είπε ο Ντάστι. Έβαλε τα δυο λαχεία μες στη Βίβλο, στη σελίδα από την οποία είχε διαβάσει, έκλεισε το βιβλίο και το ξανάβαλε στο συρτάρι. Ο Σκιτ σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και πήγε τρεκλίζοντας προς το μπάνιο. «Πρέπει να κατουρήσω». «Κι εγώ να σε παρακολουθώ». Ανάβοντας το φως του μπάνιου, ο Σκιτ είπε: «Μην ανησυχείς, αδερφέ. Δεν υπάρχει τίποτε εκεί μέσα για Va σκοτωθώ». «Μπορεί να δοκιμάσεις να χωθείς μες στη λεκάνη και να τραβήξεις το καζανάκι», είπε ο Ντάστι και στάθηκε στην ανοιχτή πόρτα. « Ή να φτιάξω μια θηλιά από χαρτί τουαλέτας». «Βλέπεις; Παραείσαι έξυπνος. Χρειάζεσαι κάποιον να σε προσέχει». Η τουαλέτα είχε ένα ερμητικά κλειστό καζανάκι με κουμπί' δεν υπήρχαν κομμάτια που θα μπορούσε να αποσυναρμολογήσει εύκολα κάποιος για να βρει κάτι μεταλλικό και κοφτερό και ν' ανοίξει τις φλέβες του. Ύστερα από ένα λεπτό, καθώς έπλενε τα χέρια του ο Σκιτ, ο Ντάστι έβγαλε από την τσέπη του τις διπλωμένες σελίδες του σημειωματάριου και διάβασε μεγαλόφωνα αυτό που είχε γράψει ο Σκιτ: «Δρ. Γιεν Λο». Το σαπούνι γλίστρησε από το χέρι του Σκιτ κι έπεσε στο νιπτήρα. Δεν δοκίμασε να το σηκώσει. Έγειρε πάνω στο νιπτήρα, με τα χέρια του κάτω από τη βρύση και το νερό να ξεπλένει τη σαπουνάδα από τα δάχτυλά του. Είχε πει κάτι καθώς του έπεφτε το σαπούνι, όμως ο θόρυβος του νερού σκέπασε τα λόγια του. Ο Ντάστι έγειρε το κεφάλι. «Τι είπες;» Υψώνοντας αμυδρά τη φωνή του, ο Σκιτ είπε: «Ακούω». Σαστισμένος απ' αυτή την απάντηση, ο Ντάστι ρώτησε: «Ποιος είναι ο δόκτωρ Γιεν Λο;» Ο Σκιτ δεν αποκρίθηκε. Είχε την πλάτη γυρισμένη στον Ντάστι. Επειδή το κεφάλι του ήταν σκυφτό, το πρόσωπο του δεν φαινόταν στον καθρέφτη. Έδειχνε να κοιτάζει τα χέρια του, που ήταν ακόμη

κάτω απ' το νερά, αν και κάθε ίχνος σαπουνιού είχε ξεπλυθεί από πάνω τους. «Ε, πιτσιρικά;» Σιωπή. Ο Ντάστι μπήκε στο στενόχωρο μπάνιο, δίπλα στον αδερφό τον. Ο Σκιτ κοίταζε τα χέρια του, με τα μάτια του να λάμπουν, σαν να ήταν γεμάτα θαυμασμό, και το στόμα τον ορθάνοιχτο απ' το δέος, λες κι έβλεπε στα χέρια του την απάντηση στο μυστήριο της ύπαρξης. Σύννεφα ατμού που ευωδίαζαν από το σαπούνι είχαν αρχίσει να υψώνονται απ' το νιπτήρα. Το νερό ήταν απίστευτα καυτό. Τα χέρια του Σκιτ, που συνήθως ήταν κάτωχρα, τώρα είχαν κατακοκκινίσει. «Θεέ μου!» Ο Ντάστι έκλεισε αμέσως τη βρύση. Η μεταλλική στρόφιγγα ήταν τόσο καυτή, που με δυσκολία την άγγιξε. Ο Σκιτ, σαν να μην αισθανόταν καθόλου πόνο, εξακολούθησε να έχει τα ζεματισμένα χέρια του κάτω από τη βρύση. Ο Ντάστι άνοιξε το κρύο νερό κι ο αδερφός του δέχτηκε αυτό τον καινούριο χείμαρρο στα χέρια του δίχως καμιά αλλαγή στην έκφρασή του. Δεν είχε δείξει να ενοχλείται από το καυτό νερό και τώρα δεν έδειχνε να ανακουφίζεται από το κρύο. Στην ανοιχτή πόρτα, ο Βαλές κλαψούρισε. Με το κεφάλι σηκωμένο και τα αυτιά τεντωμένα, έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, στην κρεβατοκάμαρα. Ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Ο Ντάστι έπιασε τον αδερφό του απ' το μπράτσο. Με τα χέρια του σηκωμένα μπροστά του και το βλέμμα του καρφωμένο ακόμη πάνω τους, ο Σκιτ τον άφησε να τον οδηγήσει έξω από το μπάνιο. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και ακούμπησε τα χέρια στα γόνατα του- τα κοίταζε σαν να διάβαζε τη μοίρα του στις χούφτες του. «Μην κουνηθείς», είπε ο Ντάστι και βγήκε βιαστικά απ' το δωμάτιο για να βρει τον Τομ Γουόνγκ.

VJTAN ΜΠΗΚΕ Η ΜΑΡΤΙ ΣΤΟ ΓΚΑΡΑΖ, απογοητεύτηκε βλέποντας πως το βαν του Ντάστι έλειπε. Επειδή θα έπρεπε να έχει ματαιώσει η βροχή τη δουλειά του, ήλπιζε πως θα τον έβρισκε στο σπίτι. Στην κουζίνα, ένα σύντομο σημείωμα ήταν κολλημένο στην πόρτα του ψυγείου, κάτω από μια κεραμική ντομάταμαγνήτη: Ωραία μου, θα γυρίσω ως τις 5:00. Θα βγούμε για δείπνο. Σ' αγαπώ περισσότερο κι απ' τα τάκος. Ντάστι. Πήγε στο μικρό μπάνιο -και δεν συνειδητοποίησε παρά μόνο όταν έπλενε πια τα χέρια της ότι έλειπε ο καθρέφτης από την πόρτα του φαρμακείου. Το μόνο που απέμενε ήταν ένα μικροσκοπικό θραύσμα του, σφηνωμένο στην κάτω δεξιά γωνία του μεταλλικού πλαισίου. Προφανώς ο Ντάστι τον είχε σπάσει κατά λάθος. Εκτός από το μικρό θραύσμα στη γωνία, είχε μαζέψει πολΰ προσεκτικά τα κομμάτια. Αν οι σπασμένοι καθρέφτες σήμαιναν κακοτυχία, δεν υπήρχε χειρότερη μέρα για να σπάσει ένας καθρέφτης. Αν και δεν είχε μείνει καθόλου φαγητό στο στομάχι της, ένιωθε ακόμη αναγούλα. Γέμισε ένα ποτήρι με πάγο και τζιντζερέιλ. Κάτι παγωμένο και γλυκό συνήθως της έφτιαχνε το στομάχι. Όπου κι αν είχε πάει ο Ντάστι, πρέπει να είχε πάρει τον Βαλέ μαζί του. Στην πραγματικότητα το σπίτι τους ήταν μικρό και ζεστό, τώρα όμως της φαινόταν μεγάλο και κρύο -κι έρημο. Η Μάρτι κάθισε στο μικρό τραπέζι δίπλα στο βρεγμένο παράθυρο για να πιει το τζιντζερέιλ, πασχίζοντας ν' αποφασίσει αν προτιμούσε να βγει έξω το βράδυ ή να μείνει στο σπίτι. Στο δείπνο -αν θα μπορούσε βέβαια να φάει- σκό-

πευε να μιλήσει στον Ντάστι για τα ανησυχητικά γεγονότα της ημέρας και φοβόταν μήπως την άκουγε κάποια σερβιτόρα ή κανένας πελάτης. Άλλωστε, δεν ήθελε να είναι κάπου έξω σε περίπτωση που πάθαινε κι άλλη κρίση. Από την άλλη μεριά, αν έμεναν στο σπίτι, δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της να μαγειρέψει βραδινό... Σήκωσε τα μάτια της από το τζιντζερέιλ στη μαχαιροθήκη στον τοίχο κοντά στο νεροχύτη. Τα παγάκια στο ποτήρι που έσφιγγε με το δεξί της χέρι κροτάλισαν πάνω στο γυαλί. Οι αστραφτερές λεπίδες από ανοξείδωτο ατσάλι τής φάνηκαν ν' ακτινοβολούν, σαν να μην αντανακλούσαν απλώς το φως αλλά να το παρήγαν. Αφήνοντας το ποτήρι και σκουπίζοντας το χέρι της στο τζιν της, η Μάρτι απέστρεψε το βλέμμα απ' τα μαχαίρια. Εκείνα, όμως, αμέσως το ξανατράβηξαν. Ήξερε ότι δεν ήταν ικανή να κάνει κάτι βίαιο σε κάποιον, παρά μόνο για να προστατεύσει τον εαυτό της, εκείνους που αγαπούσε και τους αθώους. Αμφέβαλλε επίσης αν μπορούσε να βλάψει τον εαυτό της. Παρ' όλα αυτά, στη θέα των μαχαιριών ταράχτηκε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να καθίσει άλλο στο τραπέζι. Σηκώθηκε, στάθηκε αναποφάσιστη και ύστερα πήγε πρώτα στην τραπεζαρία και μετά στο καθιστικό, τριγυρίζοντας ανήσυχα, δίχως άλλο σκοπό πέρα από το να απομακρυνθεί από τα μαχαίρια. Αφού άλλαξε θέση σε μπιμπελό που δεν χρειάζονταν αλλαγή θέσης, ίσιωσε ένα αμπαζούρ που δεν έγερνε και έστρωσε μαξιλάρια που δεν ήταν τσαλακωμένα. Ύστερα πήγε στο χολ, άνοιξε την εξώπορτα, διάβηκε το κατώφλι και βγήκε στη βεράντα. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που η Μάρτι δονούνταν από τους παλμούς της. Κάθε χτύπος έστελνε τόσο αίμα στις αρτηρίες της, που έκανε τα μάτια της να θολώνουν. Στάθηκε στο πάνω σκαλί της βεράντας. Τα πόδια της ήταν αδύναμα κι έτρεμαν. Ακούμπησε το χέρι της στο ακριανό ξύλινο κάγκελο. Για ν' απομακρυνθεί κι άλλο από τα μαχαίρια, θα έπρεπε να βαδίσει έξω στη βροχή, που τώρα είχε κοπάσει και από νεροποντή είχε γίνει ένα δυνατό ψιχάλισμα. Όπου κι αν πήγαινε, όμως, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου, με καλοκαιρία ή με κακοκαιρία, με λιακάδα ή με σκοτεινιά, θα έ-

βρίσκε αιχμηρά αντικείμενα, οδοντωτά αντικείμενα, εργαλεία και όργανα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για κάτι κακό. Έπρεπε να ηρεμήσει τα νεύρα της και το μυαλό της, να αποδιώξει αυτές τις παράξενες σκέψεις. Έπρεπε να ηρεμήσει. Θεέ, βοήθησε με. Δοκίμασε να πάρει αργές, βαθιές ανάσες, αλλά η αναπνοή της έγινε πιο γρήγορη και ακανόνιστη. Όταν έκλεισε τα μάτια, αναζητώντας την εσωτερική γαλήνη, δεν βρήκε παρά μόνο αναταραχή και μια σκοτεινιά που της προκαλούσε ίλιγγο. Δεν θα κατόρθωνε να ξαναβρεί την ψυχραιμία της αν δεν έβρισκε το κουράγιο να γυρίσει στην κουζίνα και ν' αντιμετωπίσει το αίτιο αυτής της κρίσης άγχους. Τα μαχαίρια. Έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τα μαχαίρια, και γρήγορα μάλιστα, προτού μετατραπεί αυτό το αυξανόμενο άγχος της σε πανικό. Τα μαχαίρια. Απρόθυμα, γύρισε την πλάτη στα σκαλιά της βεράντας και πήγε προς την εξώπορτα. Το χολ, πέρα από το κατώφλι, ήταν τώρα ένα μέρος εχθρικό, απειλητικό. Αυτό ήταν το αγαπημένο της σπιτάκι, όπου είχε περάσει τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της, και να που τώρα της φαινόταν τόσο αγνώριστο όσο το σπίτι ενός ξένου. Τα μαχαίρια. Μπήκε μέσα, δίστασε και ύστερα έκλεισε πίσω της την πόρτα.

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΚΙΤ ήταν πολύ ερεθισμένα, δεν φαίνονταν να είναι σε τόσο άσχημη κατάσταση όσο πριν από λίγα λεπτά κι ούτε είχαν ζεματιστεί. Ο Τομ Γουόνγκ τους έβαλε μια κρέμα με κορτιζόνη. Ο Τομ, βλέποντας την τρομακτική αδιαφορία, την αποστασιοποίηση του Σκιτ και την άρνησή του να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, αποφάσισε να του πάρει αίμα για εξέταση, ώστε να διαπιστώσουν αν είχε πάρει ναρκωτικά. Μόλις μπήκε στην κλινική ο Σκιτ, τον έψαξαν εξονυχιστικά για να δουν αν είχε πάνω του οπιούχα, αντικαταθλιπτικά, διεγερτικά ή παραισθησιογόνα, αλλά δεν βρήκαν τίποτε, ούτε στα ρούχα του ούτε κάπου στο κορμί του. «Θα μπορούσε να είναι μια καθυστερημένη παρενέργεια της ουσίας που πήρε σήμερα το πρωί», είπε ο Τομ φεύγοντας με το δείγμα του αίματος. Τα τελευταία χρόνια, στις χειρότερες από τις περιοδικές φάσεις της εξάρτησής του, ο Σκιτ συμπεριφερόταν πιο παράξενα απ' τον Ντόναλντ Ντακ μαστουρωμένο, όμως ο Ντάστι δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο μ' αυτό το ημικατατονικό, απλανές βλέμμα που είχε τώρα. Στο σπίτι, ο Βαλές απαγορευόταν να ανεβαίνει στα έπιπλα, όμως φαινόταν να έχει ανησυχήσει τόσο πολύ από την κατάσταση του Σκιτ, που ξέχασε τους κανόνες και κουλουριάστηκε στην πολυθρόνα. Ο Ντάστι, καταλαβαίνοντας πολύ καλά την ανησυχία του σκύλου, δεν τον μάλωσε, ενώ ο ίδιος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, δίπλα στον αδερφό του. Τώρα ο Σκιτ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με το κεφάλι του πάνω σε μια στοίβα από τρία μαξιλάρια. Κοίταζε το τα-

βάνι. Στο φως της λάμπας του κομοδίνου το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο- θύμιζε γιόγκι που διαλογίζεται. Ο Ντάστι, θυμούμενος με τι βιασύνη και αγωνία φαινόταν να ε'χει γραφτεί το όνομα στο σημειωματάριο, μουρμούρισε: «Δόκτωρ Γιεν Λο». Παρ' ότι ήταν ακόμη αποστασιοποιημένος από τον κόσμο γύρω του, ο Σκιτ μίλησε για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε αναφέρει ξανά ο Ντάστι αυτό το όνομα, όταν βρίσκονταν στο μπάνιο. «Ακούω», είπε, όπως ακριβώς είχε πει και προηγουμένως. «Τι ακούς;» «Τι ακούω;» «Τι κάνεις;» «Τι κάνω;» ρώτησε ο Σκιτ. «Σε ρώτησα τι ακούς». «Εσένα». «Ναι. Εντάξει, πες μου, λοιπόν, ποιος είναι ο δόκτωρ Γιεν Λο». «Εσύ». «Εγώ; Είμαι ο αδερφός σου. Θυμάσαι;» «Αυτό θες να πω;» Συνοφρυωμένος, ο Ντάστι είπε: «Είναι η αλήθεια, έτσι δεν είναι;» Αν και το πρόσωπο του παρέμεινε άψυχο, ανέκφραστο, ο Σκιτ είπε: «Είναι η αλήθεια; Έ χ ω μπερδευτεί». «Δεν είσαι ο μόνος. Καλώς όρισες στο κλαμπ». «Σε ποιο κλαμπ;» ρώτησε σοβαρά ο Σκιτ. «Σκιτ;» «Ναι;» Ο Ντάστι δίστασε, διερωτώμενος πόσο αποστασιοποιημένος απ' την πραγματικότητα να ήταν ο πιτσιρικάς. «Ξέρεις πού βρίσκεσαι;» «Πού βρίσκομαι;» «Άρα δεν ξέρεις;» «Ξέρω;» «Δεν μπορείς να κοιτάξεις τριγύρω;» «Μπορώ;» «Μήπως παίζουμε κανένα νούμερο των Άμποτ και Κοστέλο;» «Μήπως;» Απαυδισμένος ο Ντάστι, είπε: «Κοίτα γύρω σου».

Ο Σκιτ σήκωσε αμέσως το κεφάλι από τα μαξιλάρια και κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. «Είμαι βέβαιος πως ξέρεις που βρίσκεσαι», είπε ο Ντάστι. «Στην κλινική Νέα Ζωή». Ο Σκιτ κατέβασε ξανά το κεφάλι του στα μαξιλάρια. Τα μάτια του καρφώθηκαν πάλι στο ταβάνι και, ύστερα από λίγο, συνέβη κάτι παράξενο. Αβέβαιος γι' αυτό που. είδε, ο Ντάστι έγειρε πιο κοντά στον αδερφό του για να κοιτάξει καλύτερα το πρόσωπο του. Στο λοξό φως της λάμπας, το δεξί μάτι του Σκιτ ήταν χρυσαφένιο και το αριστερό σκούρο μελένιο- η όψη του ήταν ανησυχητική, σαν να κοίταζαν μέσα από το ίδιο κρανίο δύο προσωπικότητες. Αυτό που τράβηξε την προσοχή του Ντάστι, όμως, δεν ήταν εκείνη η διαφορά εξαιτίας του φωτός. Περίμενε σχεδόν ένα λεπτό ώσπου να το ξαναδεί: τα μάτια του Σκιτ τινάχτηκαν πέρα δώθε, γοργά, για μερικά δευτερόλεπτα, και ύστερα έμειναν πάλι ασάλευτα. «Ναι, στην κλινική Νέα Ζωή», τον διαβεβαίωσε καθυστερημένα ο Ντάστι. «Και ξέρεις γιατί είσαι εδώ;» «Για να βγάλω τα δηλητήρια απ' τον οργανισμό μου». «Σωστά. Μήπως πήρες κάτι, όμως, από τη στιγμή που έφτασες εδώ, μήπως κατόρθωσες να περάσεις λαθραία μέσα τίποτε ναρκωτικά;» Ο Σκιτ αναστέναξε. «Τι θες να σου πω;» Τα μάτια του νεαρού τινάχτηκαν. Ο Ντάστι μέτρησε από μέσα του τα δευτερόλεπτα. Πέντε. Ύστερα ο Σκιτ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα και η ματιά του σταθεροποιήθηκε. «Τι θες να σου πω;» επανέλαβε. «Την αλήθεια», τον ενθάρρυνε ο Ντάστι. «Πες μου αν κατόρθωσες να περάσεις ναρκωτικά μέσα στην κλινική». «Όχι». «Τότε τι συμβαίνει μ' εσένα;» «Τι θες να συμβαίνει μ' εμένα;» «Που να πάρει ο διάβολος, Σκιτ!» Ο Σκιτ συνοφρυώθηκε και το μέτωπο του ρυτιδώθηκε ανεπαίσθητα. «Δεν πρέπει να 'ναι έτσι, υποτίθεται». «Τι δεν πρέπει να 'ναι έτσι;» «Αυτό». Οι άκρες του στόματος του Σκιτ τραβήχτηκαν προς τα κάτω από την ένταση. «Δεν ακολουθείς τους κανόνες». «Ποιους κανόνες;»

Τα άτονα χέρια τον Σκιτ κύρτωσαν και μισοσφίχτηκαν σε γροθιές. Τα μάτια του τινάχτηκαν ξανά, από τη μια μεριά ως την άλλη, αυτή τη φορά γυρίζοντας και προς τα πίσω. Εφτά δευτερόλεπτα. REM. Οι γρήγορες, σπασμωδικές κινήσεις των ματιών. Συμφωνά με τους ψυχολόγους, τέτοιες κινήσεις των κλειστών ματιών φανερώνουν ότι ο κοιμισμένος ονειρεύεται. Τα μάτια του Σκιτ δεν ήταν κλειστά και, παρ' ότι βρισκόταν σε μια παράξενη κατάσταση, δεν κοιμόταν. Ο Ντάσιι είπε: «Βοήθα με, Σκιτ. Δε σε καταλαβαίνω. Για ποιους κανόνες μιλάς; Εξήγησέ μου αυτούς τους κανόνες». Ο Σκιτ δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σταδιακά, έπαψε να είναι συνοφρυωμένος και οι ρυτίδες έσβησαν από το μέτωπο του. Το δέρμα του έγινε λείο και διαυγές σαν καθαρό βούτυρο, σχεδόν φάνηκε να λάμπει το άσπρο κόκαλο από κάτω. Το βλέμμα του παρέμεινε καρφωμένο στο ταβάνι. Τα μάτια του τινάχτηκαν κι όταν σταμάτησαν ξανά μίλησε επιτέλους με μια φωνή που δεν φανέρωνε αγωνία και ήταν λιγότερο άτονη από πριν. Ένας ψίθυρος: «Διαυγείς καταρράκτες». Αυτές οι δυο λέξεις θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν επιλεγεί τυχαία, σαν αριθμημένες μπάλες στην κλήρωση του Λότο. «Διαυγείς καταρράκτες», είπε ο Ντάστι. Όταν δεν αποκρίθηκε ο αδερφός του, τον πίεσε: «Πρέπει να με βοηθήσεις κι άλλο για να καταλάβω, πιτσιρικά». «Στα κύματα σκορπίζουν», ψιθύρισε ο Σκιτ. Ο Ντάστι έστρεψε το κεφάλι του ακούγοντας ένα θόρυβο πίσω του. Ο Βαλές είχε κατέβει από την πολυθρόνα. Ο σκύλος βγήκε αθόρυβα απ' το δωμάτιο, στο διάδρομο, όπου στράφηκε και στάθηκε με τα αυτιά τεντωμένα και την ουρά στα σκέλια, κοιτάζοντάς τους ανήσυχα από το κατώφλι, τρομοκρατημένος. Στα κύματα σκορπίζουν. Κι άλλες μπάλες του Λότο. Μια μικρή πάλλευκη νυχτοπεταλούδα, με εύθραυστες λευκές φτερούγες, λεπτεπίλεπτα δαντελωτές γύρω γύρω, είχε καθίσει στη χούφτα του δεξιού χεριού του Σκιτ. Καθώς περπατούσε η πεταλούδα στην παλάμη του, τα δάχτυλά του δεν κινήθηκαν, ούτε έδειξε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο

πως είχε αντιληφθεί το έντομο. Τα χείλη του ήταν μισάνοιχτα, το σαγόνι του κρεμασμένο. Η ανάσα του ήταν τόσο ελαφριά, που το στήθος του δεν ανεβοκατέβαινε. Τα μάτια του τινάχτηκαν ξανά, αλλά, όταν πέρασε αυτή η αθόρυβη κρίση, θα μπορούσε κάλλιστα να πει κανείς πως ο Σκιτ ήταν νεκρός. «Διαυγείς καταρράκτες», είπε ο Ντάστι. «Στα κύματα σκορπίζουν. Σημαίνει τίποτε αυτό, πιτσιρικά;» «Σημαίνει; Μου ζήτησες να σου εξηγήσω τους κανόνες». «Αυτοί είναι οι κανόνες;» ρώτησε ο Ντάστι. Τα μάτια του Σκιτ τινάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα είπε: «Ξέρεις τους κανόνες». «Πες ότι δεν τους ξέρω». «Αυτοί είναι δύο από τους κανόνες». «Δύο από τους κανόνες». «Ναι». «Δεν είναι ξεκάθαροι σαν τους κανόνες του πόκερ». Ο Σκιτ δεν μίλησε. Αν και όλα τούτα έμοιαζαν με σκέτες ασυναρτησίες, με αποκυήματα ενός νου ποτισμένου με ναρκωτικά, ο Ντάστι είχε την αλλόκοτη πεποίθηση πως αυτή η παράξενη συζήτηση είχε ένα αληθινό -αν και κρυμμένο- νόημα και πως οδηγούσε σε μια ανησυχητική αποκάλυψη. Παρατηρώντας πιο προσεκτικά τον αδερφό του, είπε: «Πες μου πόσοι κανόνες υπάρχουν». «Ξέρεις», είπε ο Σκιτ. «Πες ότι δεν ξέρω». «Τρεις». «Πες μου ποιος είναι ο τρίτος κανόνας». «Ποιος είναι ο τρίτος κανόνας; Γαλάζιες πευκοβελόνες». Διαυγείς καταρράκτες. Στα κύματα σκορπίζουν. Γαλάζιες πευκοβελόνες. Ο Βαλές, που σπάνια γάβγιζε κι ακόμη σπανιότερα γρύλιζε, τώρα στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα, κοιτάζοντας απ' το διάδρομο και γρυλίζοντας σιγανά και απειλητικά. Οι τρίχες του ήταν σηκωμένες, όπως ενός σκύλου σε ταινία κινουμένων σχεδίων που βλέπει ένα φάντασμα. Αν και ο Ντάστι δεν ήταν βέβαιος για την ακριβή αιτία αυτής της ανησυχίας του Βαλέ, κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο άμοιρος ο Σκιτ. Αφού συλλογίστηκε αμίλητος για κάνα λεπτό, ο Ντάστι είπε: «Εξήγησέ μου αυτούς τους κανόνες, Σκιτ. Πες μου τι σημαίνουν».

«Εγώ είμαι τα κύματα». «Εντάξει», είπε ο Ντάοτι, αν και αυτό φαινόταν περισσότερο ακατανόητο από το να έχει ισχυριστεί ο Σκιτ, όπως οι Μπιτλς την εποχή της ψυχεδέλειας, Εγώ είμαι ο θαλάσσιος ίππος. «Εσύ είσαι οι διαυγείς καταρράκτες», συνέχισε ο Σκιτ. «Φυσικά», είπε ο Ντάστι απλώς για να τον ενθαρρύνει. «KaL οι βελόνες είναι αποστολές». «Αποστολές». «Ναι». «Κι όλα αυτά σου φαίνονται λογικά;» «Μου φαίνονται;» «Μάλλον ναι». «Ναι». «Όμως δε μου φαίνονται εμένα». Ο Σκιτ δεν μίλησε. «Ποιος είναι ο δόκτωρ Γιεν Λο;» ρώτησε ο Ντάστι. «Ποιος είναι ο δόκτωρ Γιεν Λο;» Στιγμιαία σιωπή. «Εσύ». «Νόμιζα πως ήμουν οι διαυγείς καταρράκτες». «Το ίδιο είναι». «Όμως δεν είμαι ο δόκτωρ Γιεν Λο». Ρυτίδες εμφανίστηκαν ξανά στο μέτωπο του Σκιτ. Τα χέρια του, που είχαν απομείνει άτονα, σφίχτηκαν ξανά, αργά, σε γροθιές. Η λεπτεπίλεπτη πάλλευκη νυχτοπεταλσύδα πέταξε ανάμεσα σία χλομά δάχτυλα που σφίγγονταν. Αφού ξανάδε τα μάτια του να τινάζονται, ο Ντάστι είπε: «Σκιτ, είσαι ξύπνιος;» Ο Σκιτ δίστασε για μια στιγμή και ύστερα αποκρίθηκε: «Δεν ξέρω». «Δεν ξέρεις αν είσαι ξύπνιος. Άρα... πρέπει να κοιμάσαι». «Όχι». «Αν δεν κοιμάσαι και δεν είσαι βέβαιος αν είσαι ξύπνιος, τότε τι κάνεις;» «Τι κάνω;» «Αυτό ακριβώς σε ρώτησα». «Ακούω». «Ξεκίνησες πάλι, βλέπω». «Για πού;» «Τι για πού;» «Για πού ξεκίνησα;» ρώτησε ο Σκιτ. Ο Ντάστι δεν είχε πια την αίσθηση πως αυτή η συζήτηση ήταν γεμάτη από ένα βαθύ και μυστηριώδες νόημα και πως

ζύγωναν σε μια αποκάλυψη που ξάφνου θα τα ξεκαθάριζε όλα. Η συζήτηση τους, αν και ήταν εξαιρετικά παράξενη, τώρα έμοιαζε εξίσου παράλογη και καταθλιπτική με αναρίθμητες άλλες που είχαν κάνει όταν ο Σκιτ ήταν εντελώς χαμένος στην ομίχλη των ναρκωτικών. «Για πού ξεκίνησα;» ξαναρώτησε ο Σκιτ. «Α, παράτα με, κλείσ' τα μάτια και κοιμήσου», είπε εκνευρισμένος ο Ντάστι. Ο Σκιτ έκλεισε υπάκουα τα μάτια του. Μια έκφραση γαλήνης απλώθηκε στο πρόσωπο του και τα μισοσφιγμένα χέρια του ηρέμησαν. Η ανάσα του έγινε αμέσως ανεπαίσθητη, σιγανή, αργή. Ροχάλισε απαλά. «Τι στην ευχή ήταν αυτό;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα ο Ντάστι. Έβαλε το δεξί του χέρι στο σβέρκο του για να τον ζεστάνει, γιατί ξαφνικά είχε ανατριχιάσει. Όμως το χέρι του είχε παγώσει κι ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Ο Βαλές ξαναμπήκε απ' το διάδρομο, με τις τρίχες του κατεβασμένες τώρα, μυρίζοντας απορημένα και κοιτάζοντας τις σκοτεινές γωνιές και κάτω απ' το κρεβάτι, σαν να γύρευε κάποιον ή κάτι. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον είχε τρομάξει τώρα είχε φύγει. Προφανώς ο Σκιτ κοιμήθηκε γιατί τον πρόσταξαν να το κάνει. Σίγουρα όμως δεν ήταν δυνατόν να μπορεί κάποιος να κοιμηθεί ακαριαία επειδή έτσι τον είχαν προστάξει. «Σκιτ;» Ο Ντάστι έβαλε το χέρι του στον ώμο του αδερφού του και τον κούνησε, πρώτα απαλά και ύστερα λίγο πιο δυνατά. Ο Σκιτ δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε να ροχαλίζει σιγανά. Τα βλέφαρά του σάλευαν καθώς τα μάτια του, από πίσω, τινάζονταν πέρα δώθε. REM. Αυτή τη φορά σίγουρα ονειρευόταν. Σηκώνοντας το δεξί χέρι του Σκιτ, ο Ντάστι πίεσε δύο από τα δάχτυλά του στην κερκιδική αρτηρία στον καρπό του αδερφού του. Ο σφυγμός του ήταν δυνατός και κανονικός αλλά αργός. Ο Ντάστι μέτρησε. Σαράντα οχτώ χτύποι το λεπτό. Ήταν ανησυχητικά αργός, ακόμη και για κοιμισμένο. Ο Σκιτ ονειρευόταν, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ονειρευόταν βαθιά.

Η ΘΗΚΗ ΤΩΝ ΑΝΟΞΕΙΔΩΤΩΝ ΜΑΧΑΙΡΙΩΝ κρεμόταν από δύο γάντζους στον τοίχο, σαν τοτέμ μιας φυλής που λάτρευε το διάβολο και χρησιμοποιούσε τις κουζίνες της για κάτι πιο καταχθόνιο από το μαγείρεμα. Δίχως ν' αγγίξει τα μαχαίρια, η Μάρτι ξεκρέμασε τη θήκη, την έχωσε σ' ένα ράφι, σ' ένα από τα κάτω ντουλάπια, κι έκλεισε αμέσως την πόρτα του. Αυτό δεν αρκούσε. Το να μη βλέπει τα μαχαίρια δεν σήμαινε πως δεν τα σκεφτόταν κιόλας. Μπορούσε ακόμη να τα πιάσει ανά πάσα στιγμή. Έπρεπε να βρίσκονται σε κάποιο μέρος που δεν θα τα έφτανε τόσο εύκολα. Μπήκε στο γκαράζ, βρήκε ένα άδειο χαρτοκιβώτιο κι ένα ρολό αυτοκόλλητη ταινία και γύρισε στην κουζίνα. 'Οταν κάθισε στις φτέρνες της μπροστά στο ντουλάπι όπου είχε κρύψει τα μαχαίρια, δεν μπόρεσε ν' ανοίξει αμέσως την πόρτα. Για την ακρίβεια, φοβόταν ακόμη και να την αγγίξει, σαν να μην ήταν ένα συνηθισμένο ντουλάπι, αλλά μια σατανική λειψανοθήκη όπου υπήρχε ένα κομματάκι από τη δίχηλη οπλή του Βεελζεβούλ. Έπρεπε να επιστρατεύσει όλο της το κουράγιο για να βγάλει τα μαχαίρια και, όταν τελικά τα σήκωσε προσεκτικά από το ράφι, τα χέρια της έτρεμαν τόσο πολύ, που οι λάμες κροτάλιζαν μέσα στις σχισμές της θήκης. Έριξε τα μαχαίρια στο κουτί και το έκλεισε. Έκανε να το σφραγίσει με την ταινία, όμως ύστερα συνειδητοποίησε πως θα χρειαζόταν να την κόψει. 'Οταν άνοιξε το συρτάρι και πήγε να πάρει ένα ψαλίδι, δεν μπόρεσε να το πιάσει. Ήταν αληθινό φονικό όπλο. Είχε δει σε αναρίθμητες ταινίες να χρησιμοποιεί ο φονιάς ένα ψαλίδι αντί για χασαπομάχαιρο.

Υπήρχαν τόσα μαλακά, ευάλωτα σημεία στο ανθρώπινο κορμί. Ο βουβώνας. Το στομάχι. Ανάμεσα στα πλευρά και κατευθείαν στην καρδιά. Το λαρΰγγι. Το πλάι του λαιμού. Σαν τραπουλόχαρτα με εγκλήματα κατά συρροήν δολοφόνων -ΟΛΟΙ ΟΙ ΦΟΝΟΙ ΤΟΥ ΤΖΑΚ ΤΟΥ ΑΝΤΕΡΟΒΓΑΛΤΗ ΜΕ ΚΑΘΕ ΦΡΙΚΙΑΣΤΙΚΗ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ! ΚΑΘΕ TZOKEP ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΟΛΥΧΡΩΜΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ ΤΟΥ ΤΖΕΦΡΙ ΝΤΑ-

ΜΕΡ!-, αλλόκοτες κι αιματοβαμμένες εικόνες πέρασαν γοργά από το μυαλό της Μάρτι. Καθώς βροντούσε το ντουλάπι και έκανε μεταβολή για να μην το βλέπει, πάσχισε να καταπνίξει τις βίαιες εικόνες που κάποιο παράφρον κομμάτι της ψυχής της γεννούσε με άγρια χαρά. Ήταν μόνη στο σπίτι. Δεν μπορούσε να βλάψει κανέναν με το ψαλίδι. Εκτός, βέβαια, από τον εαυτό της. Από τότε που αντέδρασε τόσο παράξενα στη θέα του μαχαιριού, στην κουζίνα της Σούζαν, και του κλειδιού του αυτοκινήτου ύστερα από λίγα λεπτά, η Μάρτι ένιωθε κυριευμένη από μια καινούρια, παράξενη, ανεξήγητη ικανότητα για βία και φοβόταν για το τι θα μπορούσε να προκαλέσει σε κάποιον αθώο σε μια παροδική κρίση τρέλας. Τώρα, για πρώτη φορά, υποπτευόταν πως σε μια κρίση παραλογισμού μπορεί να έβλαπτε τον ίδιο της τον εαυτό. Κοίταξε το κουτί όπου είχε βάλει τη θήκη με τα μαχαίρια. Ακόμη κι αν το πήγαινε στο γκαράζ και το έβαζε σε μια γωνιά και στοίβαζε άλλα πράγματα από πάνω, θα μπορούσε εύκολα να το ξαναπιάσει. Η μοναδική λωρίδα ταινίας, καθώς και το μεγάλο ρολό που κρεμόταν στην άκρη της θα μπορούσαν εύκολα να τραβηχτούν, το κουτί ν' ανοιχτεί και τα μαχαίρια να ξαναβγούν. Μολονότι το χασαπομάχαιρο -όλα τα μαχαίρια- ήταν τώρα μέσα στο κουτί, ένιωθε το βάρος του σαν να το κρατούσε στο δεξί της χέρι, με τον αντίχειρα πάνω στην παγερή λεπίδα και τα άλλα δάχτυλα σφιγμένα γύρω από την ξύλινη λαβή. Έτσι θα το κρατούσε για να το καρφώσει από χαμηλά προς τα πάνω, δυνατά και γρήγορα, και να το χώσει βαθιά για να ξεκοιλιάσει κάποιο ανυποψίαστο θύμα. Τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού άρχισαν να τρέμουν, ύστερα το μπράτσο και τελικά ολόκληρο το κορμί της. Ανοιξε το χέρι της σαν να πάσχιζε να πετάξει παράμερα το φα-

νταστικό μαχαίρι, σχεδόν περιμένοντας ν' ακούσει την ατσάλινη λεπίδα να χτυπά στα πλακάκια του δαπέδου. Όχι, για το Θεό, δεν ήταν ικανή να διαπράξει τέτοιες φρικαλεότητες μ' ένα από αυτά τα μαχαίρια. Ούτε ν' αυτοκτονήσει ή να αυτοακρωτηριαστεί ήταν ικανή. Σνγκρατήσου. Σύνελθε. Όμως δεν μπορούσε να πάψει να σκέφτεται αστραφτερές λεπίδες και αιχμές να σκίζουν και να τρυποΰν. Πάσχισε να αποτινάξει απ' το μυαλό της αυτή την τράπουλα με τα εγκλήματα του Τζακ του Αντεροβγάλτη, αλλά μια γρήγορη πασιέντζα εμφάνισε μια σειρά από φριχτές σκηνές μπροστά στα μάτια του νου της, με το ένα χαρτί να πέφτει, να γλιστρά πάνω στ' άλλο, φλικ-φλικ-φλικ, μέχρι που ένιωσε ίλιγγο, μια δίνη μέσα στο κεφάλι της, που υστέρα κατέβηκε μέσ' από το στήθος της ως το στομάχι της. Δεν θυμόταν να πέφτει στα γόνατα μπροστά στο κουτί. Ούτε θυμόταν να αρπάζει το ρολό της ταινίας, όμως ξάφνου βρέθηκε να στριφογυρίζει το κουτί τυλίγοντας μανιασμένα, σφιχτά, την ταινία γύρω του, ξανά και ξανά, πρώτα κάμποσες φορές κατά μήκος, ύστερα κατά πλάτος και στο τέλος διαγώνια. Τη φόβισε η μανία με την οποία το έκανε αυτό. Προσπάθησε να τραβήξει τα χέρια της, να γυρίσει την πλάτη της στο κουτί, αλλά δεν κατόρθωσε να σταματήσει τον εαυτό της. Δουλεύοντας τόσο γοργά και έντονα που άρχισε να ιδρώνει, να βαριανασαίνει και να σιγοκλαίει από την αγωνία, η Μάρτι τύλιξε ολόκληρο το μεγάλο ρολό γύρω από το κουτί, συνεχόμενο, για να μη χρησιμοποιήσει ψαλίδι. Σφράγισε το κουτί μέσα στην ταινία, όπως τύλιγαν στην αρχαία Αίγυπτο οι βασιλικοί ταριχευτές τους νεκρούς φαραώ τους μέσα σε βαμβακερά σάβανα εμποτισμένα με τανίνες. Όταν τέλειωσε το ρολό, και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένη, γιατί ήξερε πού θα μπορούσε να βρει τα μαχαίρια. Ομολογουμένως, δεν ήταν πια εύκολο να τα βγάλει. Θα 'πρεπε να σκίσει τις πάμπολλες στρώσεις της ταινίας για ν' ανοίξει το κουτί και να φτάσει στα μαχαίρια, όμως δεν θα τολμούσε ποτέ να επιτρέψει στον εαυτό της να πιάσει ένα ξυράφι ή ένα ψαλίδι για να το κάνει, κι έτσι θα έπρεπε να νιώθει ανακουφισμένη. Το κουτί, όμως, δεν ήταν θησαυροφυλάκιο τράπεζας· δεν ήταν παρά χαρτόνι, επομένως η Μάρτι δεν ήταν ασφαλής -κανένας δεν ήταν ασφαλής- όσο ήξερε πού

θα μπορούσε να βρει τα μαχαίρια κι όσο υπήρχε έστω και μια απειροελάχιστη πιθανότητα να τα βγάλει. Μια θολή κόκκινη ομίχλη φόβου σκέπασε τη θάλασσα της ψυχής της, μια παγερή αντάρα, που απλώθηκε στο νου της θολώνοντας τις σκέψεις της και εντείνοντας τη σύγχυσή της -κι όσο εντεινόταν η σύγχυσή της τόσο μεγάλωνε ο τρόμος της. Έβγαλε το κουτί με τα μαχαίρια από το σπίτι, στην πίσω βεράντα, σκοπεύοντας να το θάψει στην αυλή, πράγμα που σήμαινε ότι θα έσκαβε μια τρύπα. Και αυτό σήμαινε ότι θα χρησιμοποιούσε ένα φτυάρι ή μια αξίνα. Αυτά τα σύνεργα, όμως, ήταν κάτι παραπάνω από απλά εργαλεία- θα μπορούσαν να είναι όπλα. Αδυνατούσε να εμπιστευτεί τον εαυτό της, να πιάσει ένα φτυάρι ή μια αξίνα. Έριξε το πακέτο. Τα μαχαίρια κουδούνισαν μες στο κουτί, χτυπώντας το ένα στ' άλλο -ένας πνιχτός αλλά απαίσιος ήχος. Έπρεπε να ξεφορτωθεί τα μαχαίρια. Να τα πετάξει. Ήταν η μόνη λύση. Αύριο ήταν η μέρα που μάζευαν τα σκουπίδια. Αν πετούσε τα μαχαίρια στον κάδο των απορριμμάτων, νωρίς το πρωί θα τα πήγαιναν στη χωματερή. Δεν ήξερε πού βρισκόταν η χωματερή. Δεν είχε ιδέα. Κάπου πέρα στα ανατολικά, ένας μακρινός σκουπιδότοπος. Ίσως και σε άλλη Κομητεία. Δεν θα μπορούσε να ξαναβρεί τα μαχαίρια αν τα πήγαιναν στη χωματερή. Από τη στιγμή που θα περνούσαν οι σκουπιδιάρηδες, θα ήταν ασφαλής. Με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά στα οστέινα κάγκελα του κλουβιού της, άρπαξε το μισητό πακέτο και κατέβηκε τα σκαλιά της βεράντας.

Ο Τομ Γουόνγκ μέτρησε το σφυγμό του Σκιτ, τον ακροάστηκε και του πήρε την πίεση. Ο νεαρός δεν αντέδρασε καθόλου στην αίσθηση του παγερού διαφράγματος του στηθοσκοπίου πάνω στο γυμνό του στήθος και της σφιχτής περιχειρίδας γύρω από το δεξί του μπράτσο -ούτε μια σύσπαση, ένα βλεφάρισμα, ένα ρίγος, ένας αναστεναγμός, ένα γρύλισμα, ένα παράπονο. Ήταν άψυχος και χλομός σαν ξεφλουδισμένο και βρασμένο κολοκύθι. «Οι σφυγμοί του ήταν σαράντα οχτώ όταν τους μέτρη-

σα», είπε ο Ντάστι, παρακολουθώντας από τα πόδια του κρεβατιού. «Τώρα είναι σαράντα έξι». «Δεν είναι επικίνδυνο αυτό;» «Όχι απαραίτητα. Δε δείχνει να υποφέρει, να καταπονείται». Συμφωνά με τον πίνακα με τα στοιχεία για τον Σκιτ, οι μέσοι φυσιολογικοί σφυγμοί του όταν ήταν νηφάλιος και ξύπνιος ήταν εξήντα έξι. Δέκα ή δώδεκα παρακάτω όταν κοιμόταν. «Κάποιες φορές βλέπεις κοιμισμένους να έχουν μόλις σαράντα σφυγμούς», είπε ο Τομ, «αν και είναι σπάνιο». Τράβηξε πίσω τα βλέφαρα του Σκιτ, ένα ένα, κι εξέτασε τα μάτια του μ' ένα οφθαλμοσκόπιο. «Οι κόρες έχουν το ίδιο μέγεθος, αλλά υπάρχει ένα ενδεχόμενο να έπαθε αποπληξία». «Εγκεφαλική αιμορραγία;» « Ή εμβολή. Ακόμη κι αν δεν είναι αποπληκτικό κώμα, θα μπορούσε να είναι άλλου τύπου. Διαβητικό. Ουραιμικό». «Δεν είναι διαβητικός». «Καλύτερα να φωνάξω το γιατρό», είπε ο Τομ βγαίνοντας απ' το δωμάτιο.

Η βροχή είχε σταματήσει, όμως τα ωοειδή φύλλα των ινδικών δαφνών δάκρυζαν ακόμη σαν θλιμμένα πράσινα μάτια. Κουβαλώντας το πακέτο με τα μαχαίρια, η Μάρτι πήγε βιαστικά στην ανατολική πλευρά του σπιτιού κι άνοιξε την πύλη του περιφραγμένου χώρου με τους κάδους απορριμμάτων. Έ ν α παρατηρητικό κομμάτι του εαυτού της, ένα λογικό κομμάτι του εαυτού της, φυλακισμένο από το φόβο της, συνειδητοποιούσε οργισμένο πως στεκόταν και κινούνταν σαν μαριονέτα: με το κεφάλι της τεντωμένο μπροστά, πάνω στον άκαμπτο λαιμό της, και με τους ώμους της σηκωμένους •ψηλά, προχωρώντας με βιασύνη και κουνώντας σπασμωδικά τους αγκώνες και τα γόνατά της. Αν ήταν μαριονέτα, τότε το όνομα του μαριονετίστα ήταν Πανικός. Στο κολέγιο, κάποιοι απ' τους φίλους της ήταν αφοσιωμένοι θαυμαστές της λαμπρής ποίησης της Σίλβια Πλαθ και, παρ' ότι η Μάρτι έβρισκε το έργο της Πλαθ πολύ μηδενιστικό και καταθλιπτικό για να είναι ελκυστικό, θυμό-

ταν μια οδυνηρή παρατήρηση της ποιήτριας -μια πειστική εξήγηση για το τι ωθούσε κάποιους ανθρώπους να φέρονται βάναυσα ο ένας στον άλλο και να κάνουν τόσες αυτοκαταστροφικές επιλογές. Από κει που βρίσκομαι, έγραφε η Πλαθ, βλέπω ένα και μόνο πράγμα να εξουσιάζει τον κόσμο. Ο πανικός, με πρόσωπο σκύλου, δαίμονα, μέγαιρας, πόρνης, ο πανικός με κεφαλαία γράμματα και δίχως πρόσωπο -στον ύπνο ή στον ξύπνο, είναι ο ίδιος Πανικός. Ο κόσμος της Μάρτι, παρά τα είκοσι οχτώ της χρόνια, ήταν ως επί το πλείστον απαλλαγμένος από τον πανικό και γεμάτος από μια γαλήνια αίσθηση αρμονίας, ηρεμίας, σκοπού και επαφής με την πλάση, γιατί ο πατέρας της της είχε μάθει να πιστεύει πως κάθε ζωή είχε κάποιο νόημα. Ο Γελαστός Μπομπ έλεγε πως, αν σε καθοδηγούσαν πάντα το θάρρος, ο αυτοσεβασμός, η τιμιότητα και η συμπόνια κι αν είχες ανοιχτό το μυαλό σου και την καρδιά σου για να δεχτείς τα μαθήματα που σου διδάσκει αυτός ο κόσμος, τότε θα καταλάβαινες τελικά το νόημα της ύπαρξής σου, ίσως ακόμη και σ' αυτό τον κόσμο, αλλά σίγουρα στον επόμενο. Μια τέτοια φιλοσοφία ήταν εγγύηση για μια φωτεινότερη ζωή, λιγότερο σκοτεινιασμένη από το φόβο, απ' όσο η ζωή εκείνων που είναι πεπεισμένοι πως δεν υπάρχει νόημα! Να που τώρα, όμως, ανεξήγητα, ο Πανικός είχε εισβάλει και στη ζωή της Μάρτι, δένοντάς τη με κλωστές που κινούσε με το χέρι του και τινάζοντάς τη σπασμωδικά σ' αυτή την τρελή παράσταση. Στον περιφραγμένο χώρο των σκουπιδιών, δίπλα στο σπίτι, η Μάρτι σήκωσε το καπάκι του τρίτου πλαστικού κάδου, του μοναδικού που ήταν άδειος. Έριξε μέσα το σφραγισμένο με ταινία κουτί με τα μαχαίρια, έκλεισε το καπάκι και το ασφάλισε. Θα 'πρεπε να νιώσει ανακούφιση. Αντίθετα, όμως, η αγωνία της έγινε εντονότερη. Ουσιαστικά τίποτε δεν είχε αλλάξει. Ήξερε πού βρίσκονταν τα μαχαίρια. Αν ήταν αποφασισμένη, θα μπορούσε να τα βγάλει. Δεν θα γλίτωνε απ' αυτά παρά μόνο όταν θα τα έριχναν οι σκουπιδιάρηδες στο απορριμματοφόρο τους και θα τα έπαιρναν μακριά, το πρωί. Ακόμη χειρότερα, αυτά τα μαχαίρια δεν ήταν τα μόνα εργαλεία με τα οποία θα μπορούσε να πραγματώσει αυτές τις καινούριες βίαιες σκέψεις που την τρομοκρατούσαν. Το σπίτι της, με τα φωτεινά χρώματα, με τα όμορφα, περίτεχνα κουφώματά του, μπορεί να έδινε την εντύπωση ενός μέρους

γεμάτου γαλήνη, στην πραγματικότητα όμως ήταν ένα καλά εξοπλισμένο σφαγείο, ένα οπλοστάσιο γεμάτο φονικά όργανα. Αν ήθελες να προκαλέσεις μακελειό, πολλά φαινομενικά ακίνδυνα αντικείμενα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν λεπίδες ή ρόπαλα. Απελπισμένη, η Μάρτι πίεσε τα χέρια της στα μηλίγγια της, σαν να μπορούσε να καταπνίξει μ' αυτό τον τρόπο τον κυκεώνα των τρομακτικών σκέψεων που στροβιλίζονταν και ούρλιαζαν στους σκοτεινούς, φιδωτούς δρόμους του νου της. Ένιωθε το κεφάλι της να δονείται κάτω από τις παλάμες και τα δάχτυλά της και ξαφνικά είχε την αίσθηση πως το κρανίο της ήταν ελαστικό. Όσο δυνατότερα πίεζε, τόσο εντεινόταν η αναταραχή μέσα της. Δράση. Ο Γελαστός Μπομπ έλεγε πάντα πως η δράση είναι η απάντηση στα περισσότερα προβλήματα. Ο φόβος, η απόγνωση, ακόμη κι ένα μεγάλο ποσοστό του θυμού απορρέουν από την αίσθηση πως είμαστε αδύναμοι, ανίσχυροι. Το να ενεργοποιούμαστε για να λύσουμε τα προβλήματά μας είναι υγιές, αλλά θα πρέπει να δρούμε με εξυπνάδα και αίσθηση του καλού και του κακού αν θέλουμε να έχουμε κάποια ελπίδα πως θα κάνουμε ό,τι είναι πιο ορθό και αποτελεσματικό. Η Μάρτι δεν είχε ιδέα για το αν έκανε ό,τι ήταν πιο ορθό ή αποτελεσματικό όταν τράβηξε από τον περιφραγμένο χώρο τον μεγάλο κάδο τσουλώντας τον και τον μετέφερε βιαστικά προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Το να κάνεις κάτι με εξυπνάδα και ακολουθώντας τις δικές σου ηθικές αρχές απαιτούσε να είσαι ήρεμος, αυτή όμως ήταν στο έλεος μιας πνευματικής καταιγίδας και, με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, οι θυελλώδεις άνεμοι μέσα της γίνονταν όλο και πιο δυνατοί. Αυτή τη στιγμή η Μάρτι δεν ήξερε τι ήταν επιβεβλημένο να κάνει, παρά μόνο τι έπρεπε να κάνει. Δεν μπορούσε να περιμένει πότε θα ηρεμούσε για να αποτιμήσει λογικά τις επιλογές της· έπρεπε να δράσει, να κάνει κάτι, οτιδήποτε, γιατί, όταν αδρανούσε, έστω και για μια στιγμή, ένας θυελλώδης άνεμος στροβιλιζόμενων σκοτεινών σκέψεων τη σφυροκοπούσε ακόμη πιο βίαια απ' όσο όταν κινούνταν διαρκώς. Αν τολμούσε να καθίσει, ή έστω να σταθεί για να πάρει ανάσα, αυτός ο άνεμος θα την κομμάτιαζε, θα τη σκόρπιζε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα· αλλά, αν συνέχιζε να κινείται, μπορεί να έκανε περισσότερο κακό παρά καλό,

αν και υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο, έστω και αμυδρό, να κάνει ενστικτωδώς κάτι σωστό κι έτσι ν' ανακουφιστεί κάπως, να βρει τουλάχιστον λίγη γαλήνη. Άλλωστε, βαθιά μέσα της, εκεί που δεν έπαιζαν ρόλο η σκέψη κι ο στοχασμός αλλά μονάχα τα συναισθήματα, ήξερε πως έπρεπε με κάποιον τρόπο να ανακουφίσει την αγωνία της και να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχο της πριν σκοτεινιάσει. Ό,τι αρχέγονο υπάρχει μέσα στον καθένα μας βγαίνει προς την επιφάνεια κατά τη διάρκεια της νύχτας· το τραβά το τραγούδι του φεγγαριού, το παγερό κενό ανάμεσα στα αστέρια μιλά τη γλώσσα του. Στο σκοτάδι, μια κρίση πανικού μπορεί να επιδεινωνόταν σε κάτι χειρότερο, ακόμη και σε ανεξέλεγκτη τρέλα. Αν και η βροχή είχε σταματήσει, ένας ωκεανός από μαύρα νέφη σκέπαζε τον ουρανό, απ' τη μια άκρη του ως την άλλη, κι ένα πρόωρο λυκόφως έπνιγε τη μέρα. Και η ώρα του πραγματικού λυκόφωτος δεν ήταν μακριά πια. Μόλις θα ερχόταν, ο νεφελοσκεπής ουρανός θα σκοτείνιαζε σαν να είχε νυχτώσει. Ήδη, χοντρά σκουλήκια της νύχτας πρόβαλλαν μέσ' από το βρεγμένο χορτάρι, από τα σαπισμένα φύλλα στα παρτέρια, από τους σκοτεινούς γυαλιστερούς θάμνους, από τα δέντρα, που ήταν στολισμένα με στάλες της βροχής. Μέσα στο λυκόφως, η Μάρτι διαισθάνθηκε με ανησυχία την πλούσια ζωή για την οποία ο ήλιος ήταν απαγορευτικός αλλά η νύχτα φιλόξενη. Ένιωσε επίσης ότι ένα φριχτό κομμάτι του εαυτού της μοιραζόταν αυτό τον ενθουσιασμό για τη νύχτα μαζί με τις σαρανταποδαρούσες και όλα τα άλλα τα έρποντα, γλιστερά, κουλουριαστά πλάσματα που έβγαιναν από τις κρυψώνες τους από το σούρουπο ως την αυγή. Αυτό που ένιωθε να σέρνεται μέσα της δεν ήταν μόνο φόβος· ήταν μια φριχτή πείνα, μια ανάγκη, μια παρόρμηση που δεν τολμούσε ούτε καν να την αναλογιστεί. Συνέχισε να κινείσαι, συνέχισε να κινείσαι, συνέχισε να κινείσαι, φτιάξε ένα καταφύγιο όπου δεν θα υπάρχει τίποτε μέσα που θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο στα βίαια χέρια σου.

Το προσωπικό της κλινικής ήταν κυρίως νοσοκόμοι και ψυχοθεραπευτές, όμως υπήρχε κι ένας γιατρός από τις έξι το

πρωί ως τις οχτώ το βράδυ. Στην τωρινή βάρδια ήταν ο δόκτωρ Χένρι Ντόνκλιν, τον οποίο είχε πρωτογνωρίσει ο Ντάστι την προηγούμενη φορά που μπήκε στην κλινική ο Σκιτ. Με τα κατσαρά λευκά του μαλλιά και το μωρουδίστικο ρόδινο δέρμα του που ήταν απίστευτα λείο και απαλό για την ηλικία του, ο δόκτωρ Ντόνκλιν είχε την αγγελική εμφάνιση επιτυχημένου ιεροκήρυκα της τηλεόρασης, αλλά όχι και τη συνακόλουθη γλοιώδη συμπεριφορά που φανέρωνε πως κάμποσοι απ' αυτούς τους τηλεοπτικούς ιεροκήρυκες δεν ήταν καθόλου δύσκολο να ολισθήσουν στην αμαρτία. Αφού έκλεισε το ιατρείο του, ο δόκτωρ Ντόνκλιν ανακάλυψε πως το να βγαίνεις στη σύνταξη ήταν ελάχιστα πιο ελκυστικό από το θάνατο. Είχε αναλάβει αυτή τη θέση στην κλινική Νέα Ζωή γιατί η δουλειά εκεί, ακόμη κι αν δεν ήταν πρόκληση, άξιζε τον κόπο και, όπως το έθεσε ο ίδιος, τον έσωζε από το πνιγηρό καθαρτήριο του ατελείωτου γκολφ και την εν ζωή κόλαση του σάφλμπορντ. Ο Ντόνκλιν άρπαξε το αριστερό χέρι του Σκιτ κι αυτός, ακόμη και μέσα στον ύπνο του, του το έσφιξε. Ο γιατρός επανέλαβε με επιτυχία το ίδιο και με το άλλο χέρι. «Δεν υπάρχουν φανερά σημάδια παράλυσης, ούτε ρεγχώδης αναπνοή», είπε ο Ντόνκλιν, «ούτε φούσκωμα των παρειών κατά την εκπνοή». «Οι κόρες είναι εξίσου διεσταλμένες», επισήμανε ο Τομ Γουόνγκ. Ο Ντόνκλιν, αφού κοίταξε κι ο ίδιος τα μάτια, συνέχισε τη βιαστική εξέτασή του. «Το δέρμα δεν είναι ιδρωμένο, η επιφανειακή θερμοκρασία είναι φυσιολογική. Θα ξαφνιαζόμουν αν πρόκειται για αποπληκτικό κώμα. Δεν έχουμε αιμορραγία, εμβολή, θρόμβωση. Όμως θα εξετάσουμε ξανά αυτή την πιθανότητα και θα τον μεταφέρουμε σ' ένα νοσοκομείο αν δε βρούμε σύντομα τι συμβαίνει». Ο Ντάστι επέτρεψε στον εαυτό του να νιώσει σχετική αισιοδοξία. Ο Βαλές στεκόταν στη γωνία, με το κεφάλι σηκωμένο, παρακολουθώντας με προσήλωση τα τεκταινόμενα -ίσως σε εγρήγορση, μήπως και εμφανιζόταν ξανά ό,τι έκανε τις τρίχες του να σηκωθούν και τον ώθησε να βγει απ' το δωμάτιο πριν από λίγο. Με εντολή του γιατρού, ο Τομ ετοιμάστηκε να βάλει καθετήρα στον Σκιτ και να του πάρει δείγμα ούρων. Γέρνοντας κοντά στον αναίσθητο ασθενή του, ο Ντόν-

κλιν είπε: «Η ανάσα του δεν είναι γλυκιά, πρέπει όμως να εξετάσουμε τα ούρα του για λευκωματίνη και ζάχαρη». «Δεν είναι διαβητικός», είπε ο Ντάστι. «Ούτε με ουραιμικό κώμα μοιάζει», παρατήρησε ο γιατρός. «Ο σφυγμός του θα ήταν δυνατός και ταχύς. Η πίεσή του υψηλή. Δεν έχουμε τέτοια συμπτώματα». «Θα μπορούσε απλώς να κοιμάται;» ρώτησε ο Ντάστι. «Για να κοιμάται κάποιος τόσο βαθιά», είπε ο Χένρι Ντόνκλιν, «πρέπει να τον μάγεψε η κακιά μάγισσα, ή να έφαγε μια δαγκωνιά από το μήλο της Χιονάτης». «Το θέμα είναι ότι... απελπίστηκα λιγάκι μαζί του, με τον τρόπο που συμπεριφερόταν, και του είπα να κοιμηθεί, το είπα κάπως απότομα, κι αυτός έχασε ευθύς τις αισθήσεις του». Το πρόσωπο του Ντόνκλιν πήρε μια έκφραση τόσο ψυχρή, που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από πάγο. «Θες να πεις πως είσαι μάγισσα;» «Εξακολουθώ να είμαι ένας απλός ελαιοχρωματιστής». Επειδή δεν πίστευε πως ήταν αποπληξία, ο Ντόνκλιν διακινδύνευσε να του δώσει κάτι για να τον συνεφέρει, όμως η μυρωδιά του τονωτικού άλατος, του ανθρακικού νατρίου, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. «Αν κοιμάται απλώς», είπε ο γιατρός, «τότε πρέπει να είναι απόγονος του Ριπ βαν Ουίνκλ*».

Επειδή δεν υπήρχε μέσα στον κάδο τίποτ' άλλο εκτός από το κουτί με τα μαχαίρια κι επειδή οι ρόδες του ήταν μεγάλες, η Μάρτι κατόρθωσε να τον ανεβάσει χωρίς να δυσκολευτεί πολύ, σέρνοντάς τον στα σκαλιά ως την πίσω βεράντα. Από το εσωτερικό του κλεισμένου κουτιού, πίσω από τα τοιχώματα του κάδου, ακουγόταν η άγρια μουσική των μαχαιριών που χτυπούσαν το ένα πάνω στ' άλλο. Σκόπευε να μεταφέρει τον κάδο μέσα. Τώρα όμως συνειδητοποίησε πως μ' αυτό τον τρόπο θα ξανάβαζε τα μαχαίρια στο σπίτι. Πάγωσε, αναποφάσιστη, με τα χέρια της να σφίγγουν το χερούλι του κάδου. Αυτό που προείχε ήταν να βγάλει από το σπίτι όλα τα α* Ο Ριπ βαν Ουίνκλ, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ουάσιγκτον Τρβινγκ, κοιμήθηκε επί είκοσι χρόνια κι όταν ξύπνησε βρήκε τα πάντα αλλαγμένα. (Σ.τ.Μ.)

ντικείμενα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν όπλα. Προτού πέσει η νύχτα. Προτού παραδώσει εντελώς τον έλεγχο του εαυτού της στο αρχέγονο πλάσμα μέσα της. Έτσι όπως στεκόταν βουβή κι ασάλευτη, άλλη μια θύελλα φόβου τη σάρωσε, κροταλίζοντας όλες τις πόρτες και τα παράθυρα της ψυχής της. Κουνήσον, κουνήσου, κοννήσου. Άφησε την πίσω πόρτα ανοιχτή και τον κάδο στη βεράντα, στο κατώφλι, εκεί που τη βόλευε. Έβγαλε το καπάκι και το ακούμπησε παράμερα, στο δάπεδο της βεράντας. Στην κουζίνα ξανά, άνοιξε ένα συρτάρι και κοίταξε το αστραφτερό του περιεχόμενο. Μαχαιροπίρουνα: πιρούνια σαλάτας, πιρούνια φαγητού, μαχαίρια φαγητού, μαχαίρια για το βούτυρο. Επίσης, δέκα μαχαίρια για το κρέας, με ξύλινη λαβή. Δεν άγγιξε τα επικίνδυνα αντικείμενα. Αυτό που έκανε ήταν να ξεχωρίσει προσεκτικά τα ασφαλέστερα κομμάτια -κουτάλια της σούπας, του γλυκού, του καφέ- και να τα ακουμπήσει στον πάγκο. Ύστερα έβγαλε το συρτάρι, το πήγε στην ανοιχτή πόρτα και το αναποδογύρισε. Μαζί με τα δύο πλαστικά χωρίσματα του συρταριού, ένας ατσάλινος καταρράκτης από πιρούνια και μαχαίρια έπεσε κουδουνίζοντας στον κάδο. Το μεδούλι στα κόκαλα της Μάρτι συντονίστηκε με τον παγερό ήχο. Ακούμπησε το συρτάρι στο πάτωμα της κουζίνας, σε μια γωνιά για να μην την εμποδίζει. Δεν προλάβαινε να τακτοποιήσει πάλι μέσα τα κουτάλια και να το ξαναβάλει στη θέση του. Το ψευτολυκόφως γινόταν κανονικό σούρουπο. Από την ανοιχτή πόρτα άκουσε τα πρώτα βραχνά τραγούδια των μικρών χειμερινών φρύνων που δεν έβγαιναν παρά μόνο τη νύχτα. Άλλο ένα συρτάρι. Διάφορα μαγειρικά εργαλεία και σκεύη. Έ ν α ανοιχτήρι μπουκαλιών. Έ ν α ξεφλουδιστήρι για πατάτες. Ένας τρίφτης. Έ ν α θερμόμετρο για το κρέας, με απαίσια όψη, σαν μεγάλο καρφί. Έ ν α σφυράκι σαν αυτά για τα σνίτσελ. Έ ν α τιρμπουσόν. Πλαστικά κίτρινα καλαμπόκια-μινιατούρες, με δυο μυτερές βελόνες να εξέχουν από τη μια άκρη, για να τα χώνεις στο φρέσκο καλαμπόκι και να το τρως ευκολότερα. Είχε εκπλαγεί από τον αριθμό και την ποικιλία των κοινών αντικειμένων του νοικοκυριού που θα μπορούσαν να

χρησιμοποιηθούν και σαν όπλα. Οποιοσδήποτε βασανιστής, πριν από μια ανάκριση, θα ένιωθε καλά προετοιμασμένος αν είχε στη διάθεσή του τα αντικείμενα που αντίκριζε τώρα η Μάρτι. Στο συρτάρι υπήρχαν επίσης μεγάλα πλαστικά μανταλάκια για τις σακούλες των τσιπς, κουτάλια-δοσομετρητές, μια κουτάλα για το πεπόνι, μερικές λαστιχένιες σπάτουλες, σύρματά'για τα αβγά κι άλλα αντικείμενα που δεν έδιναν την εντύπωση πως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν φονικά όπλα ακόμη και στα χέρια του ευφυέστερου παράφρονα δολοφόνου. Διστακτικά, έβαλε το χέρι στο συρτάρι θέλοντας να ξεχωρίσει τα επικίνδυνα αντικείμενα από τα ακίνδυνα, όμως αμέσως το τράβηξε πίσω. Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της γι' αυτή τη δουλειά. «Αυτό είναι τρελό, παρανοϊκό», είπε με φωνή τόσο παραμορφωμένη από το φόβο και την απόγνωση, που με δυσκολία την αναγνώρισε. Έριξε όλα τα αντικείμενα μέσα στον κάδο κι έβαλε το δεύτερο συρτάρι πάνω στο πρώτο, στη γωνιά. Ντάστι, πού στην ευχή είσαι; Σε χρειάζομαι. Σε χρειάζομαι. Γύρνα σπίτι, σε παρακαλώ, γύρνα σπίτι. Επειδή έπρεπε να κινείται διαρκώς για να μην παραλύσει από το φόβο, βρήκε το κουράγιο ν' ανοίξει το τρίτο συρτάρι. Κάμποσα μεγάλα πιρούνια σερβιρίσματος. Πιρούνια για το κρέας. 'Ενα ηλεκτρικό μαχαίρι για το κόψιμο του κρέατος. Έ ξ ω ακουγόταν το στριγκό τραγούδι των φρύνων στο υγρό λυκόφως.

Η ΜΑΡΤΙ ΡΟΟΥΝΤΣ, πασχίζοντας να ξεφύγει από τον απόλυτο πανικό, έρμαιο στα χέρια της ψύχωσης και της παρόρμησης, διέσχισε μια κουζίνα που τώρα πια δεν φαινόταν να είναι γεμάτη από θανάσιμες απειλές, αλλά θύμιζε πεδίο μάχης, ρημαγμένο από συγκρουόμενες στρατιές. Βρήκε έναν πλάστη σ' ένα συρτάρι κοντά στο φούρνο. Μπορούσες να τσακίσεις το πρόσωπο κάποιου μ' έναν πλάστη, να του σπάσεις τη μύτη, να του σχίσεις τα χείλη, να τον χτυπήσεις ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι να του διαλύσεις το κεφάλι και να τον αφήσεις σωριασμένο καταγής, να σε κοιτάζει άψυχα, με μάτια κατακόκκινα απ' το αίμα... Αν και δεν υπήρχε κάποιο υποψήφιο θύμα και παρ' ότι η Μάρτι ήξερε πως δεν θα μπορούσε να χτυπήσει κανέναν, χρειάστηκε προσπάθεια για να πείσει τον εαυτό της να πιάσει τον πλάστη και να τον βγάλει απ' το συρτάρι. «Πάρ' τον άντε λοιπόν, για όνομα του Θεού, πάρ' τον, πάρ' τον από κει, ξεφορτώσου τον». Στη μέση της απόστασης ως τον κάδο, έριξε τον πλάστη. Πέφτοντας κάτω, έβγαλε ένα δυνατό, αηδιαστικό ήχο. Δεν μπόρεσε να βρει αμέσως το κουράγιο να τον ξανασηκώσει. Τον κλότσησε κι ο πλάστης κύλησε ως το κατώφλι της ανοιχτής πόρτας. Με τη βροχή, ο άνεμος είχε κοπάσει εντελώς. Τώρα που σκοτείνιαζε, όμως, ένα παγερό ρεύμα αέρα ερχόταν απ' τη βεράντα, μέσα από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας. Ελπίζοντας πως ο ψυχρός αέρας θα της καθάριζε το μυαλό, η Μάρτι ανάσανε βαθιά, αναριγώντας με κάθε ανάσα. Κοίταξε κάτω τον πλάστη, που βρισκόταν μπροστά στα πόδια της. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να το αρπάξει αυτό το παλιόπραμα και να το πετάξει στον κάδο που βρι-

σκόταν στο κατώφλι. Δεν θα το κρατούσε για περισσότερα από ένα δυο δευτερόλεπτα. Μονάχη δεν μπορούσε να βλάψει κανέναν. Και, ακόμη κι αν την κυρίευε μια αυτοκαταστροφική παρόρμηση, ένας πλάστης δεν ήταν το ιδανικό όπλο για να κάνεις χαρακίρι, αν και ήταν καλύτερο από μια πλαστική σπάτουλα. Μ' αυτό το αστειάκι ένιωσε ταπεινωμένη κι έτσι άρπαξε τον πλάστη από κάτω και τον πέταξε στον κάδο. 'Οταν έψαξε στο επόμενο συρτάρι, βρήκε διάφορα εργαλεία και συσκευές, που ως επί το πλείστον δεν την τάραξαν. Έ ν α κόσκινο. Έ ν α χρονοδιακόπτη για τα αβγά. Μια πρέσα για τα σκόρδα. Έ ν α πινέλο που είχε για να βουτυρώνει. Έ ν α τρυπητό. Έ ν α σουρωτήρι. Έ ν α στεγνωτήρα για το μαρούλι. Γουδί και κόπανος. Επικίνδυνα. Το γουδί είχε το μέγεθος μπάλας του μπέιζμπολ φτιαγμένης από συμπαγή γρανίτη. Μπορούσες ν' ανοίξεις το κεφάλι ενός ανθρώπου με δαύτο. Αν τον ζύγωνες από πίσω και το κατέβαζες κάθετα και με δύναμη, θα του έσπαγες το κρανίο. Το γουδί έπρεπε να εξαφανιστεί αμέσως, τώρα, προτού γυρίσει ο Ντάστι, ή προτού της χτυπήσει κάποιος ανυποψίαστος γείτονας το κουδούνι. Ο κόπανος φαινόταν ακίνδυνος, όμως τα δύο αντικείμενα πήγαιναν μαζί κι έτσι τα μετέφερε και τα δύο στον κάδο. Το γρανιτένιο γουδί ήταν κρύο στην παλάμη της. Ακόμη κι αφού το πέταξε, η θύμηση της παγωνιάς και του βάρους του στο χέρι της ήταν ερεθιστική· γι' αυτό ήταν σίγουρη πως είχε δίκιο που το ξεφορτώθηκε. Καθώς άνοιγε άλλο ένα συρτάρι, το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε γεμάτη ελπίδα: «Ντάστι;» «Εγώ είμαι», είπε η Σούζαν Τζάγκερ. «Α». Η καρδιά της σφίχτηκε από την απογοήτευση. Προσπάθησε να μην αφήσει την ανησυχία της να φανεί στη φωνή της. «Τι κάνεις;» «Είσαι καλά, Μάρτι;» «Ναι, φυσικά». «Η φωνή σου έχει κάτι παράξενο». «Μια χαρά είμαι». «Ακούγεσαι λαχανιασμένη». «Σήκωνα κάτι βαρύ». «Κάτι τρέχει».

«Τίποτε δεν τρέχει. Μη με σκοτίζεις, Σουζ. Έ χ ω μια μητέρα γι' αυτή τη δουλειά. Τι συμβαίνει;» Η Μάρτι ήθελε να κλείσει το τηλέφωνο. Είχε τόσα να κάνει. Ήταν τόσα τα συρτάρια και τα ντουλάπια που δεν είχε ψάξει ακόμη. Και υπήρχαν και σ' άλλα δωμάτια επικίνδυνα αντικείμενα. Φονικά εργαλεία ήταν σκορπισμένα παντού στο σπίτι κι έπρεπε να τα βρει όλα, να ξεφορτωθεί και το τελευταίο. «Με κάνει να ντρέπομαι λιγάκι», είπε η Σούζαν. «Ποιό;» «Δεν είμαι παρανοϊκή, Μάρτι». «Το ξέρω πως δεν είσαι». «Έρχεται εδώ κάποιες φορές, ξέρεις, κάποιες φορές τη νύχτα, όταν κοιμάμαι». «Ο Έρικ». «Πρέπει να 'ναι αυτός. Εντάξει, το ξέρω, δεν έχει κλειδί και οι πόρτες και τα παράθυρα είναι κλειδωμένα, δεν υπάρχει τρόπος να μπει, όμως πρέπει να 'ναι αυτός». Η Μάρτι άνοιξε ένα από τα συρτάρια κοντά στο τηλέφωνο. Ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα, υπήρχε και το ψαλίδι που δεν είχε κατορθώσει να το πιάσει νωρίτερα, όταν ήθελε να κόψει την ταινία. Η Σούζαν είπε: «Με ρώτησες πώς ξέρω ότι ήρθε εδώ, αν βρήκα κάποια πράγματα άνω κάτω, αν μύρισα την κολόνια του, κάτι τέτοιο, τέλος πάντων». Οι λαβές του ψαλιδιού ήταν ντυμένες με μαύρο λάστιχο για να πιάνονται καλύτερα. «Όμως είναι κάτι πολύ χειρότερο απ' τη μυρωδιά της κολόνιας του, Μάρτι, είναι τρομακτικό... και με κάνει να ντρέπομαι». Οι ατσαλένιες λεπίδες ήταν γυαλιστερές σαν καθρέφτες απέξω και μ' ένα θαμπό φινίρισμα από μέσα, στην κοφτερή τους μεριά. «Μάρτι;» «Ναι, σ' άκουσα». Πίεζε με τόση δύναμη στο κεφάλι της το ακουστικό, που την πονούσε το αυτί της. «Πες μου, λοιπόν, τι ήταν αυτό το τρομακτικό». «Ξέρω πως ήρθε εδώ, γιατί άφησε το... να...» Η μια λεπίδα ήταν ίσια και κοφτερή. Η άλλη ήταν οδοντωτή. Και οι δύο ήταν απαίσια αιχμηρές. Η Μάρτι έπρεπε να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να παρακολουθεί αυτά που της έλεγε η Σούζαν, γιατί η φα-

ντασία της είχε γεμίσει ξάφνου από εκτυφλωτικές, φευγαλέες εικόνες του ψαλιδιού να κινείται κόβοντας, τρυπώντας, σκίζοντας. «Το ποιο;» «Ξέρεις». «Όχι». «Ξέρεις, αυτό». «Ποιο αυτό;» Στη μια λεπίδα, πάνω ακριβώς από τη βίδα, ήταν χαραγμένη η λέξη Κλικ, που ίσως ήταν το όνομα του κατασκευαστή, αν και αντηχούσε παράξενα στο μυαλό της, σαν να ήταν μια μαγική λέξη με μυστική δύναμη, ανεξιχνίαστη και γεμάτη νόημα. Η Σούζαν είπε: «Το... το σπέρμα του». Για μια στιγμή η Μάρτι ήταν αδύνατο να καταλάβει τη λέξη σπέρμα· απλώς δεν μπορούσε να τη συνδέσει με κάτι, με μια εικόνα, σαν να ήταν μια λέξη δίχως νόημα, που την είχε πλάσει κάποιος λέγοντας ασυναρτησίες. Το μυαλό της ήταν τόσο απορροφημένο από την εικόνα του ψαλιδιού μέσα στο συρτάρι, που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη Σούζαν. «Μάρτι;» «Σπέρμα», είπε η Μάρτι, κλείνοντας τα μάτια και πασχίζοντας να αποδιώξει την εικόνα του ψαλιδιού απ' το μυαλό της και να συγκεντρωθεί στην κουβέντα της με τη Σούζαν. «Ναι, σπέρμα», επανέλαβε η Σούζαν. «Το σπέρμα του». «Ναι». «Έτσι κατάλαβες ότι μπήκε στο σπίτι;» «Φαίνεται αδύνατο κι όμως είναι αλήθεια». «Σπέρμα». «Ναι». Κλικ. Ο ήχος του ψαλιδιού που ανοιγοκλείνει: κλικ-κλικ. Ό μως η Μάρτι δεν άγγιζε το ψαλίδι. Αν και είχε τα μάτια κλειστά, ήξερε πως το ψαλίδι βρισκόταν ακόμη στο συρτάρι, γιατί δεν θα μπορούσε να είναι κάπου αλλού. Κλικ-κλικ. «Είμαι τρομοκρατημένη, Μάρτι». Κι εγώ. Θεέ μου, κι εγώ. Το αριστερό χέρι της Μάρτι έσφιγγε το ακουστικό και το δεξί κρεμόταν άδειο στο πλευρό της. Το ψαλίδι δεν θα μπορούσε ν' ανοιγοκλείσει από μόνο του κι όμως: κλικ-κλικ. «Είμαι τρομοκρατημένη», επανέλαβε η Σούζαν.

Αν δεν ήταν κλονισμένη η Μάρτι από το φόβο και δεν πολεμούσε με νΰχια και με δόντια να κρύψει την αγωνία της από τη Σοΰζαν, αν μπορούσε να συγκεντρωθεί καλύτερα, μπορεί να έβρισκε αλλόκοτο τον ισχυρισμό της φίλης της. Στην τωρινή της κατάσταση, όμως, καθετί που λεγόταν την έκανε να σαστίζει όλο και περισσότερο. «Είπες πως... το αφήνει; Πού;» «Να... μέσα μου». Για ν' αποδείξει στον εαυτό της ότι το δεξί της χέρι ήταν άδειο, ότι δεν κρατούσε το ψαλίδι, η Μάρτι το έφερε στο στήθος της και το πίεσε στην καρδιά της που χτυπούσε δυνατά. Κλικ-κλικ. «Μέσα σου», είπε η Μάρτι. Καταλάβαινε πως η Σούζαν έλεγε εντελώς απίστευτα πράγματα, πως η σημασία τους ήταν τρομακτική και οι συνέπειές τους ίσως φριχτές, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη φίλη της, όχι μ' αυτό το αποτρόπαιο κλικ-κλικ, κλικ-κλικ, κλικ-κλικ. «Κοιμάμαι με την κιλότα μου κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι», είπε η Σούζαν. «Κι εγώ», είπε ανόητα η Μάρτι. «Κάποιες φορές ξυπνώ και αισθάνομαι μέσα στην κιλότα μου κάτι... κάτι κολλώδες... ξέρεις». Κλικ-κλικ. Ο ήχος πρέπει να ήταν φανταστικός. Η Μάρτι ήθελε ν' ανοίξει τα μάτια της για να βεβαιωθεί πως το ψαλίδι βρισκόταν όντως μέσα στο συρτάρι, αλλά, αν το ξανακοίταξε, θα χανόταν ολότελα κι έτσι κράτησε τα μάτια της κλειστά. Η Σούζαν είπε: «Όμως δεν καταλαβαίνω πώς. Είναι τρελό, με καταλαβαίνεις; Θέλω να πω... πώς;» «Ξυπνάς;» «Και πρέπει ν' αλλάξω εσώρουχο». «Είσαι βέβαιη πως είναι αυτό; Σπέρμα;» «Είναι αηδιαστικό. Νιώθω βρόμικη, χρησιμοποιημένη. Κάποιες φορές πρέπει να κάνω ντους». Κλικ-κλικ. Με την καρδιά της να βροντοχτυπά, η Μάρτι ένιωσε ότι η θέα των αστραφτερών λεπίδων την έσπρωχνε γοργά σε μια κρίση απόλυτου πανικού, πολύ χειρότερη από οτιδήποτε είχε νιώσει ως τότε. Κλικ-κλικ-κλικ. «Μα, Σουζ, για όνομα του Θεού, θες να πεις πως σου κάνει έρωτα...» «Ο έρωτας δεν έχει θέση σ' αυτό». «Σε...»

«Με βιάζει. Είναι ακόμη σύζυγος μου, είμαστε σε διάσταση απλώς, το ξέρω, όμως είναι βιασμός». «Μα δεν ξυπνάς;» «Πρέπει να με πιστέψεις». «Εντάξει, φυσικά, γλυκιά μου, σε πιστεύω. Όμως...» «Μπορεί να με ναρκώνει με κάποιον τρόπο». . «Ποια στιγμή ακριβώς θα μπορούσε να σε ναρκώσει ο Έρικ;» «Δεν ξέρω. Ναι, εντάξει, είναι τρελό. Είναι τελείως παρανοϊκό. Όμως συμβαίνει». Κλικ-κλικ. Δίχως ν' ανοίξει τα μάτια, η Μάρτι έκλεισε το συρτάρι. «'Οταν ξυπνάς», είπε ταραγμένη, «φοράς πάλι την κιλότα σου;» «Ναι». Ανοίγοντας τα μάτια και καρφώνοντάς τα στο δεξί της χέρι που έσφιγγε το πόμολο του συρταριοΰ, η Μάρτι είπε: «Λοιπόν, μπαίνει στο σπίτι σου, σε ξεντύνει και σε βιάζει. Ύστερα, προτού φύγει, σου ξαναφορά το κοντομάνικο μπλουζάκι και την κιλότα σου. Γιατί;» «Για να μην καταλάβω πως μπήκε». «Όμως υπάρχει το σπέρμα του». «Δεν υπάρχει άλλο πράγμα που να έχει αυτή τη μυρωδιά». «Σουζ...» «Το ξέρω, το ξέρω, αλλά είμαι απλώς αγοραφοβική, όχι ολότελα ψυχωτική. Θυμάσαι; Αυτό μου είπες νωρίτερα. Και... κοίτα, υπάρχουν κι άλλα». Μέσα από το κλειστό συρτάρι ακούστηκε ένα πνιχτό κλικ-κλικ. «Κάποιες φορές», συνέχισε η Σούζαν, «πονάω». «Πονάς;» «Εκεί κάτω», είπε σιγανά, ντροπαλά η Σούζαν. Το βάθος της αγωνίας της και της ταπείνωσής της φανερώθηκε πιο καθαρά μ' αυτή τη συστολή της παρά με οποιαδήποτε προηγούμενη κουβέντα της. «Δεν είναι... ευγενικός». Μες στο συρτάρι, η μία λεπίδα έπεφτε πάνω στην άλλη: κλικ-κλικ, κλικ-κλικ. Τώρα η Σούζαν ψιθύριζε και ακουγόταν πιο μακριά, σαν να είχε σηκώσει ένα μεγάλο κύμα το παραθαλάσσιο σπίτι της και να το είχε παρασύρει στη θάλασσα. Η Σούζαν έμοιαζε ν' απομακρύνεται σταθερά προς ένα σκοτεινό ορίζοντα. «Κάποιες φορές με πονούν και τα στήθη μου, και μια

φορά είχαν μελανιές... μελανιές στο μέγεθος των ακροδάχτυλών του, εκεί που τα έσφιξε με δύναμη». «Κι ο Έρικ τα αρνείται όλα αυτά;» «Αρνείται πως έχει μπει στο σπίτι. Δε... δεν του έχω πει όλες τις λεπτομέρειες, όμως». «Τι εννοείς;» «Δεν τον έχω κατηγορήσει». Το δεξί χέρι της Μάρτι συνέχιζε να σπρώχνει το συρτάρι, σαν να υπήρχε κάτι εκεί μέσα που θα προσπαθούσε να βγει. Έβαζε τόση δύναμη, που οι μΰες στον πήχη της άρχισαν να την πονούν. Κλικ-κλικ. «Σουζ, για όνομα του Θεοΰ, πιστεύεις πως μπορεί να σε ναρκώνει και να σε πηδάει στον ύπνο σου, αλλά δεν του το έχεις πει;» «Δεν μπορώ. Δεν πρέπει. Απαγορεύεται». «Απαγορεύ εται; » «Να, καταλαβαίνεις, δεν είναι σωστό, δε θα 'πρεπε να το κάνω». «Όχι, δεν καταλαβαίνω. Τι παράξενη λέξη -απαγορεύεται. Από ποιον;» «Δεν εννοούσα ότι απαγορεύεται. Δεν ξέρω γιατί το είπα. Εννοούσα απλώς ότι... τέλος πάντων, δεν ξέρω τι ακριβώς ήθελα να πω. Είμαι τόσο μπερδεμένη». Αν και είχε το δικό της άγχος, τη δική της αγωνία να την απασχολεί, η Μάρτι ένιωσε να κρύβεται κάτι βαθύ στη λέξη που επέλεξε η Σούζαν και αποφάσισε να επιμείνει. «Από ποιον απαγορεύεται;» «Έχω αλλάξει τρεις φορές κλειδαριά», είπε η Σούζαν αντί να απαντήσει στην ερώτηση. Η φωνή της, που προηγουμένως ήταν ψιθυριστή, δυνάμωσε, χρωματίστηκε από μια υστερία που η Σούζαν πάλευε με όλες τις δυνάμεις της να την καταπνίξει. «Και κάθε φορά αγόραζα κλειδαριά από άλλο μαγαζί. Δεν μπορεί να ξέρει κάποιον ο Έρικ σε κάθε μαγαζί της πόλης, έτσι δεν είναι; Και δε σ' το 'χω ξαναπεί, γιατί μπορεί να με θεωρούσες παλαβή, αλλά βάζω ταλκ στα περβάζια ώστε, αν κατορθώσει να μπει από ένα κλειδωμένο παράθυρο, να υπάρχουν στοιχεία, δακτυλικά αποτυπώματα στο ταλκ, κάποιο ίχνος, όμως το ταλκ είναι πάντα άθικτο το πρωί. Και σφηνώνω επίσης μια καρέκλα της κουζίνας κάτω από το πόμολο της πόρτας, ώστε ακόμη κι αν έχει κλειδί το κάθαρμα να μην μπορεί ν' ανοίξει την πόρτα, και το επόμενο πρωί η

καρέκλα είναι πάντα εκεί που την έβαλα, όμως έχω το σπέρμα του μέσα μου, στην κιλότα μου, και πονώ, και ξέρω πως μ' έχει χρησιμοποιήσει βίαια, το ξέρω, και πλένομαι ξανά και ξανά, μ' όλο και πιο καυτό νερό, τόσο καυτό, που κάποιες φορές νιώθω πόνο, αλλά δεν μπορώ να καθαριστώ. Δε νιώθω ποτέ καθαρή πια. Αχ, Θεέ μου, μερικές φορές σκέφτομαι πως αυτό που χρειάζομαι είναι ένας εξορκιστής -ξέρεις;-, ένας παπάς που θα έρθει εδώ και θα προσευχηθεί από πάνω μου, ένας παπάς που θα πιστεύει αληθινά στην ύπαρξη του διαβόλου, αν υπάρχει, δηλαδή, κανένας τέτοιος στις μέρες μας, με αγιασμό και σταυρούς και λιβάνι, γιατί αυτό είναι κάτι που ξεπερνά ολότελα τη λογική, είναι τελείως μεταφυσικό, να τι είναι: μεταφυσικό. Και τώρα θα νομίζεις πως είμαι θεότρελη, όμως δεν είμαι, Μάρτι, δεν είμαι. Είμαι μπερδεμένη, δεν υπάρχει αμφιβολία, το παραδέχομαι, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με την αγοραφοβία, αυτό συμβαίνει αληθινά, και δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι, να ξυπνώ και να βρίσκω... Είναι τρομακτικό, αποκρουστικό. Με καταστρέφει, αλλά δεν ξέρω τι στο διάβολο να κάνω. Νιώθω ανίσχυρη, Μάρτι, νιώθω τόσο ευάλωτη». Κλικ-κλικ. Τώρα, το δεξί χέρι της Μάρτι πονούσε από τον καρπό ως τον ώμο, καθώς πίεζε το συρτάρι με όλο της το βάρος, με όλη της τη δύναμη. Το σαγόνι της ήταν σφιγμένο. Τα δόντια της τρίβονταν το ένα στ' άλλο. Μυτερές βελόνες διαπέρασαν με καυτές κλωστές πόνου το λαιμό της κι ο πόνος «μπάλωσε» με λίγη λογική τις κουρελιασμένες από τη σύγχυση σκέψεις της. Στην πραγματικότητα δεν φοβόταν μήπως ξέφευγε κάτι μέσα από το συρτάρι. Το ψαλίδι δεν είχε ζωντανέψει με κάποιο μαγικό τρόπο, όπως οι σκούπες που βασάνιζαν και κυνηγούσαν τον παραγιό του μάγου στη Φαντασία του Ντίσνεϊ. Ο ξερός μεταλλικός ήχος -κλικ-κλικ- ήταν μέσα στο μυαλό της. Δεν φοβόταν αληθινά το ψαλίδι ή τον πλάστη, δεν φοβόταν τα μαχαίρια, τα πιρούνια, το τιρμπουσόν, τα σουβλιά για το καλαμπόκι, το θερμόμετρο του κρέατος. Εδώ και ώρες, ήξερε το αληθινό αντικείμενο του τρόμου της και το είχε αναλογιστεί φευγαλέα κάμποσες φορές στη διάρκεια αυτής της παράξενης ημέρας, ως τώρα όμως δεν το είχε αντιμετωπίσει ευθέως και δίχως υπεκφυγές. Η μοναδική απειλή που την έκανε να τρέμει ήταν η Μάρτιν Γιουτζίνια Ρόουντς· φοβόταν τον εαυτό της, όχι τα μαχαίρια, ούτε τα σφυριά ούτε τα ψαλίδια, αλλά τον ίδιο τον

εαυτό της. Έσπρωχνε έτσι αποφασιστικά το συρτάρι, γιατί ήταν πεπεισμένη πως, διαφορετικά, θα το άνοιγε αμέσως, θα άρπαζε το ψαλίδι και, ελλείψει άλλου θύματος, θα ξέσκιζε τον εαυτό της με τις μυτερές λεπίδες. «Είσαι εκεί, Μάρτι;» Κλικ-κλικ. «Μάρτι, τι θα κάνω;» Η φωνή της Μάρτι έτρεμε από συμπόνια και αγωνία για τη φίλη της, αλλά και από φόβο για τον εαυτό της και απέναντι στον εαυτό της. «Σουζ, αυτά είναι υπερφυσικές, τρομακτικές ανοησίες, πιο αλλόκοτες κι από τη γρουσουζιά ή τις κατάρες». Αλμυρός κρύος ιδρώτας την έλουζε από την κορυφή ως τα νύχια, σαν να είχε μόλις βγει από τη θάλασσα. Κλικ-κλικ. Το χέρι της, ο ώμος της, ο λαιμός της την πονούσαν τόσο πολύ, που δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της. «Κοίτα, πρέπει να το σκεφτώ λιγάκι πριν σε συμβουλεύσω για το τι θα 'πρεπε να κάνεις, πριν δω πώς θα μπορούσα να σε βοηθήσω». «Είναι αλήθεια, όλα». «Το ξέρω πως είναι αλήθεια, Σουζ». Ανυπομονούσε να κλείσει το τηλέφωνο. Έπρεπε να απομακρυνθεί από το συρτάρι, από το ψαλίδι που περίμενε μέσα, μια και δεν μπορούσε να ξεφύγει από τον εαυτό της, από την πιθανότητα να τον βλάψει. «Συμβαίνει», επέμεινε η Σούζαν. «Το ξέρω. Μ' έχεις πείσει. Γι' αυτό πρέπει να το σκεφτώ. Γιατί είναι τόσο παράξενο. Πρέπει να είμαστε προσεκτικές, να είμαστε σίγουρες ότι κάνουμε αυτό που πρέπει». «Φοβάμαι. Είμαι τόσο μόνη εδώ». «Δεν είσαι μόνη», τη διαβεβαίωσε η Μάρτι, με τη φωνή της να μην τρέμει απλώς, αλλά να έχει ραγίσει, να είναι έτοιμη να σπάσει. «Δε θα σ' αφήσω να μείνεις μόνη. Θα σου ξανατηλεφωνήσω». «Μάρτι...» «Θα το σκεφτώ, θα δω...» «...αν συμβεί οτιδήποτε...» «...τι είναι το καλύτερο...» «...αν μου συμβεί οτιδήποτε...» «...και θα σου ξανατηλεφωνήσω...» «...Μάρτι...» «...σύντομα». Κατέβασε με δύναμη το ακουστικό στο τηλέφωνο του

τοίχου, αν και στην αρχή δεν κατόρθωσε να το αφήσει- το χέρι της ήταν σφιγμένο γύρω του. Όταν τελικά τα κατάφερε, το χέρι της παρέμεινε καμπυλωμένο, κρατώντας ένα φάντασμα ακουστικού. Αφήνοντας το συρτάρι, η Μάρτι μόρφασε νιώθοντας το χέρι της να μυρμηγκιάζει. Σαν σε πήλινο πρόπλασμα, το πόμολο του συρταριού είχε αποτυπωθεί ολοκάθαρα στη μαλακή σάρκα στη βάση των δαχτύλων, στη χούφτα της, και τα μετακάρπιά της την πονούσαν λες και τα κόκκινα βαθουλώματα στη σάρκα της συνεχίζονταν και στο κόκαλο από κάτω. Τραβήχτηκε από το συρτάρι μέχρι που χτύπησε πάνω στο ψυγείο. Μέσα στο ψυγείο, μπουκάλια κροτάλισαν απαλά το ένα πάνω στ' άλλο. Έ ν α απ' αυτά ήταν μια μισοάδεια φιάλη Σαρντονέ που είχε μείνει από το δείπνο της προηγουμένης. Έ ν α μπουκάλι κρασιού είναι χοντρό, ειδικά στον πάτο, που είναι κοίλος για να μαζεύεται το κατακάθι. Συμπαγές. Αμβλύ. Αποτελεσματικό. Θα μπορούσε να το κατεβάσει σαν ρόπαλο, να σπάσει μ' αυτό το κεφάλι κάποιου. Έ ν α σπασμένο μπουκάλι κρασιού μπορούσε να είναι ιδιαίτερα καταστροφικό όπλο. Το κρατάς απ' το λαιμό, με τη σπασμένη μεριά στραμμένη προς τα έξω, και σκίζεις μ' αυτό το πρόσωπο κάποιου ανυποψίαστου, το μπήγεις στο λαιμό του. Αν βροντούσαν πόρτες, ο ήχος τους δεν θα ήταν πιο δυνατός από τους χτύπους της καρδιάς της όπως αντηχούσαν μέσα στο κορμί της.

Χ Α ΟΥΡΑ ΔΕ ΛΕΝΕ ΨΕΜΑΤΑ», είπε ο δόκτωρ Ντόνκλιν.

Από τη «σκοπιά» του κοντά στην πόρτα, ο Βαλές σήκωσε το κεφάλι του και κούνησε τ' αυτιά του σαν να συμφωνούσε. Ο Σκιτ, που τώρα ήταν συνδεδεμένος μ' έναν ηλεκτροκαρδιογράφο, εξακολουθούσε να είναι βυθισμένος σ' έναν ύπνο τόσο βαθύ, που έμοιαζε με αναστολή των λειτουργιών του οργανισμού σε χαμηλή θερμοκρασία. Ο Ντάστι παρακολουθούσε την τεθλασμένη φωτεινή πράσινη γραμμή στην οθόνη του καρδιογράφου. Ο σφυγμός του αδερφού του ήταν αργός αλλά σταθερός, δεν είχε αρρυθμία. Η κλινική Νέα Ζωή δεν ήταν ούτε νοσοκομείο ούτε διαγνωστικό κέντρο. Παρ' όλα αυτά, εξαιτίας των αυτοκαταστροφικών τάσεων και της εξυπνάδας των ασθενών της, είχε τον εξελιγμένο εξοπλισμό που απαιτούνταν για γρήγορη ανάλυση των σωματικών υγρών προκειμένου να διαπιστωθεί αν στον οργανισμό του ασθενούς υπάρχουν ναρκωτικές ουσίες. Νωρίτερα, τα αρχικά δείγματα αίματος του Σκιτ, που είχαν ληφθεί με την άδειά του, αποκάλυψαν το χημικό κοκτέιλ με το οποίο ξεκίνησε τη μέρα του: μεθαμφεταμίνη, κοκαΐνη, DMT. Η μεθαμφεταμίνη και η κοκαΐνη είναι διεγερτικά. Η διμεθυλοτρυπταμίνη -το DMT- είναι συνθετικό παραισθησιογόνο, παρεμφερές της ψιλοκυβίνης, η οποία είναι ένα κρυσταλλικό αλκαλοειδές που εξάγεται από το μανιτάρι ψιλοκύβη η μεξικανική. Ήταν ένα πρωινό σαφώς δυνατότερο από ένα ποτήρι πορτοκαλάδα και δημητριακά με γάλα. Η ανάλυση του τελευταίου δείγματος αίματος, που λήφθηκε ενώ ο Σκιτ ήταν βυθισμένος σ' έναν ύπνο σαν κώμα, δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη· παρ' όλα αυτά, το δείγμα ούρων που είχε ληφθεί με καθετήρα έδειξε πως δεν είχαν μπει

καινούρια ναρκωτικά στον οργανισμό του και, επιπλέον, πως το κορμί του είχε σε μεγάλο βαθμό μεταβολίσει τη μεθαμφεταμίνη, την κοκαΐνη και το DMT. Προς το παρόν, τουλάχιστον, δεν θα έβλεπε άλλο τον άγγελο του θανάτου, που τον είχε παρακινήσει να πηδήξει από τη στέγη των Σόρενσον. «Θα πάρουμε τα ίδια στοιχεία κι από το δεύτερο δείγμα αίματος», προέβλεψε ο Ντόνκλιν. «Γιατί είναι αλήθεια- τα ούρα δε λένε ψέματα. Κι έναν απλό άνθρωπο να ρωτήσεις, θα σου πει πως το κάτουρο λέει πάντα την αλήθεια». Ο Ντάστι αναρωτήθηκε αν ο γιατρός ήταν έτσι ανενδοίαστα ευθύς όταν είχε το δικό του ιατρείο, ή αν απέκτησε αυτή την ευθύτητα αφού πήρε σύνταξη, όταν ανέλαβε αυτή τη θέση στην κλινική Νέα Ζωή. Όπως και να 'χε, ήταν αναζωογονητική. Το δείγμα ούρων είχε αναλυθεί επίσης για απορρίμματα της ουρήθρας, λευκωματίνη και ζάχαρη. Τα αποτελέσματα απέκλειαν το ενδεχόμενο του διαβητικού ή του ουραιμικού κώματος. «Αν η καινούρια ανάλυση αίματος δε μας φανερώσει τίποτε», είπε ο δόκτωρ Ντόνκλιν, «μάλλον θα χρειαστεί να τον πάμε σε κάποιο νοσοκομείο».

Μέσα στο ψυγείο, που πάνω του ακουμπούσε η Μάρτι, το κουδούνισμα του γυαλιού πάνω σε γυαλί σταδιακά έσβησε. Είχε δακρύσει από τον πόνο στα μουδιασμένα χέρια της. Σκούπισε τα μάτια της με τα μανίκια του πουκαμίσου της, όμως εξακολούθησε να βλέπει θολά. Τα δάχτυλά της ήταν καμπυλωμένα, σαν να πάσχιζε να γδάρει έναν εχθρό ή να πιαστεί από το χείλος ενός γκρεμού. Ιδωμένα μέσα από το αρμυρό πέπλο των δακρύων, θα μπορούσαν να είναι τα απειλητικά δάχτυλα ενός δαίμονα σ' ένα όνειρο. Με την εικόνα ενός οδοντωτά σπασμένου μπουκαλιού ολοζώντανη ακόμη στο νου της, συνέχιζε να φοβάται τόσο πολύ το ενδεχόμενο να διαπράξει κάτι βίαιο, τις ασύνειδες προθέσεις της, που είχε παραλύσει. Δράση. Η συμβουλή του πατέρα της. Η ελπίδα κρύβεται στη δράση. Δεν είχε όμως την πνευματική διαύγεια που απαιτούνταν για να σκεφτεί, να αναλύσει και ύστερα

να επιλέξει συνετά τον ορθότερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο δράσης. Όπως και να 'χε, όμως, έδρασε, γιατί, αν δεν έκανε κάτι, θα σωριαζόταν στο πάτωμα, θα κουλουριαζόταν σαν ισόποδο σε μια μπάλα και θα παρέμενε έτσι μέχρι την επιστροφή του Ντάστι. Και όταν πια θα γύριζε ο Ντάστι, μπορεί να είχε κουλουριαστεί τόσο σφιχτά η Μάρτι, που να μην κατόρθωνε ποτέ ξανά να ξεδιπλωθεί. Κι έτσι τώρα, με τη λίγη αποφασιστικότητα που της απέμενε, τραβήχτηκε από το ψυγείο και διέσχισε την κουζίνα ως το ντουλάπι απ' όπου είχε πισωπατήσει μόλις πριν από λίγα λεπτά. Τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν γύρω από το πόμολο. Κλικκλικ. Άνοιξε το συρτάρι κι αντίκρισε το αστραφτερό ψαλίδι. Παραλίγο να κάνει πίσω. Παραλίγο να χάσει τη λιγοστή αποφασιστικότητά της στη θέα των λαμπερών λεπίδων. Δράση. Τράβα το αναθεματισμένο το συρτάρι. Βγάλ' το. Ήταν βαρύτερο απ' όσο περίμενε. Ή μπορεί να μην ήταν στην πραγματικότητα το συρτάρι τόσο βαρύ όσο έδειχνε· μπορεί να ήταν βαρύ μόνο επειδή για τη Μάρτι το ψαλίδι είχε κάτι παραπάνω από το απλό υλικό βάρος. Είχε ψυχολογικό βάρος, ηθικό βάρος, το βάρος ενός μοχθηρού, κακού σκοπού κλεισμένου μες στο ατσάλι. Τώρα πίσω στην ανοιχτή πόρτα. Στον κάδο. Έγειρε το συρτάρι κρατώντας το μακριά της, σκοπεύοντας ν' αδειάσει το περιεχόμενο του στον κάδο. Το ψαλίδι, γλιστρώντας, κροτάλισε πάνω σε άλλα αντικείμενα κι ο ήχος τάραξε τόσο πολύ τη Μάρτι, που έριξε το ίδιο το συρτάρι στον κάδο μαζί με ό,τι περιείχε.

Όταν έφερε ο Τομ Γουόνγκ στο δωμάτιο του Σκιτ τα αποτελέσματα της ανάλυσης των τελευταίων δειγμάτων αίματος, η πρόβλεψη του δόκτορα Ντόνκλιν επαληθεύτηκε. Το μυστήριο της κατάστασης του Σκιτ παρέμεινε άλυτο. Ο νεαρός δεν είχε πάρει κανενός είδους ναρκωτικό τις τελευταίες ώρες. Τα ίχνη της πρωινής του κραιπάλης μόλις που ανιχνεύονταν πια. Ο φυσιολογικός αριθμός των λευκών του αιμοσφαιρίων και το ότι δεν είχε πυρετό αναιρούσαν τη θεωρία πως θα

μπορούσε να έχει προσβληθεί από οξεία μηνιγγίτιδα. Ή να έχει, γενικά, οποιαδήποτε μόλυνση. Αν είχε πάθει τροφική δηλητηρίαση, και συγκεκριμένα αλλαντίαση, πριν από το κώμα θα έκανε εμετό και θα είχε στομαχόπονο και, κατά πάσα πιθανότητα, διάρροια. Ο Σκιτ, όμως, δεν είχε παρουσιάσει κανένα απ' αυτά τα συμπτώματα. Αν και δεν υπήρχαν εμφανή συμπτώματα αποπληξίας, οι δυσοίωνες πιθανότητες της εγκεφαλικής αιμορραγίας, της εμβολής και της θρόμβωσης έπρεπε να επανεξεταστούν. «Εδώ είναι απλώς κλινική αποτοξίνωσης. Πρέπει να μεταφερθεί», αποφάσισε ο δόκτωρ Ντόνκλιν. «Πού προτιμάς να τον πάμε;» Ο Ντάστι είπε: «Στο Χόαγκ, αν έχουν ελεύθερο κρεβάτι». «Κάτι συμβαίνει εδώ», είπε ο Τομ Γουόνγκ δείχνοντάς τους τον ηλεκτροκαρδιογράφο. Επειδή είχαν κλείσει το ενοχλητικό ηχητικό σήμα του ηλεκτροκαρδιογράφου, ούτε ο Ντάστι ούτε ο Ντόνκλιν πρόσεξαν πως οι σφυγμοί του Σκιτ είχαν αυξηθεί. Η πράσινη φωτεινή γραμμή και οι ψηφιακές ενδείξεις φανέρωναν πως είχαν ανέβει από τους σαράντα έξι στους πενήντα τέσσερις. Ξάφνου ο Σκιτ χασμουρήθηκε, τεντώθηκε κι άνοιξε τα μάτια. Οι σφυγμοί του, που τώρα είχαν φτάσει τους εξήντα, εξακολουθούσαν ν' αυξάνονται. Ο Σκιτ κοίταξε καλά καλά τον Τομ Γουόνγκ, το δόκτορα Ντόνκλιν και τον Ντάστι, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Ε, τι γίνεται εδώ», είπε, «κάνα πάρτι;»

Η ανοιγμένη φιάλη του Σαρντονέ και δυο κλειστά μπουκάλια Σαμπλί: στον κάδο. Στο πλυσταριό υπήρχαν φριχτά όπλα. Έ ν α μπουκάλι αμμωνία, που μπορούσε να τυφλώσει και να προκαλέσει ασφυξία. Λευκαντικό. Μια σκόνη ξεβουλώματος με αλισίβα. Όλα αυτά πήγαν στα σκουπίδια. Θυμήθηκε τα σπίρτα. Σ' ένα ντουλάπι της κουζίνας. Μέσα σ' ένα ψηλό τενεκεδένιο δοχείο από μπισκότα. Κάμποσα διαφημιστικά σπίρτα. Σπιρτόκουτα. Μεγάλα σπίρτα για το άναμμα του φιτιλιού στις γυάλινες λάμπες πετρελαίου με τον μακρύ λαιμό.

Αν μπορούσε κάποιος να σκίσει το πρόσωπο ενός αθώου θύματος μ' ένα σπασμένο μπουκάλι κρασιού, αν ήταν τόσο επικίνδυνος που να μην έχει κανέναν ενδοιασμό ώστε να χώσει ένα κλειδί αυτοκινήτου στο μάτι κάποιου που αγαπούσε, τότε δεν θα είχε σοβαρές αναστολές να τον κάψει ή να βάλει φωτιά σ' ένα ολόκληρο σπίτι. Η Μάρτι πέταξε το κλειστό δοχείο στα σκουπίδια και τα σπίρτα έβγαλαν έναν τραχύ ήχο που θύμιζε κροταλία που κουνούσε προειδοποιητικά την ουρά του. Ύστερα, γρήγορα γρήγορα, στο καθιστικό. Είχε τόσα να κάνει. Μέσα στο ψεύτικο τζάκι, που δούλευε με γκάζι, υπήρχαν ρεαλιστικά στην όψη, κεραμικά κούτσουρα. 'Ενας αναπτήρας βουτανίου, που λειτουργούσε με μπαταρία, ήταν ακουμπισμένος στην παραστιά. Μόλις γύρισε στην ανοιχτή πόρτα της κουζίνας και πέταξε τον αναπτήρα βουτανίου στον κάδο, στην πίσω βεράντα, η Μάρτι ανησύχησε μήπως είχε ανάψει το γκάζι στο τζάκι. Δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει, ούτε θυμόταν να το είχε ανάψει, αλλά δεν εμπιστευόταν πια τον εαυτό της. Δεν τολμούσε να εμπιστευτεί τον εαυτό της. Με τη βαλβίδα ανοιγμένη, ένας φονικός χείμαρρος γκαζιού θα ξέφευγε σε ένα δυο λεπτά. Μια σπίθα αρκούσε για να προκαλέσει μια έκρηξη αρκετά δυνατή ώστε να καταστρέψει το σπίτι. Πίσω στο καθιστικό. Σαν φουριόζος χαρακτήρας σε ηλεκτρονικό παιχνίδι, που εποστρακίζεται από κίνδυνο σε κίνδυνο. Δεν μύριζε κλούβιο αβγό. Δεν ακουγόταν το σφύριγμα αερίου που διαφεύγει. Το στέλεχος της βαλβίδας εξείχε από τον τοίχο δίπλα στην παραστιά. Για ν' ανοίξει, γύριζε μ' ένα κλειδί που ήταν ακουμπισμένο στην κορνίζα του τζακιού. Ανακουφισμένη, η Μάρτι έκανε μεταβολή. Μόλις γύρισε όμως στην κουζίνα, ανησύχησε πάλι πως, άθελά της, είχε γυρίσει τη βαλβίδα αφού είχε ελέγξει πρώτα ότι ήταν κλειστή. Αυτό ήταν γελοίο. Δεν μπορούσε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της μπαινοβγαίνοντας στο καθιστικό και ελέγχοντας ξανά και ξανά το τζάκι. Δεν έπασχε από αμνησία, ούτε ήταν εν αγνοία της δολιοφθορέας. Για κάποιον ακατανόητο λόγο, σκέφτηκε τη δεύτερη αίθουσα αναμονής στο ιατρείο του δόκτορα Άριμαν, όπου είχε διαβάσει ένα κομμάτι ενός μυθιστορήματος περιμένο-

ντας τη Σούζαν. Τέλειο μέρος για διάβασμα. Χωρίς παράθυρα. Χωρίς ενοχλητική μουσική. Χωρίς περισπασμοΰς. Έ ν α δωμάτιο δίχως παράθυρα. Κι όμως, δεν είχε σταθεί σ' ένα πελώριο παράθυρο παρακολουθώντας τη σκοτεινή βροχή να σαρώνει την ακτή; Όχι, αυτή ήταν μια σκηνή στο μυθιστόρημα. «Είναι αληθινό θρίλερ», είπε μεγαλόφωνα κι ας ήταν μόνη. «Το γράψιμο είναι καλό. Η πλοκή πολΰ ενδιαφέρουσα. Οι χαρακτήρες ζωηροί. Το απολαμβάνω». Τώρα, στην ακατάστατη κουζίνα, είχε μια ανησυχητική αίσθηση χαμένου χρόνου- είχε την αίσθηση ότι υπήρχε ένα τρομακτικό κενό στη μέρα της και ότι στη διάρκειά του συνέβη κάτι τρομερό. Κοιτάζοντας το ρολόι της, ξαφνιάστηκε βλέποντας πως είχε πάει 5:12 το απόγευμα. Η βροχή είχε παρασύρει στο διάβα της τη μέρα. Δεν ήξερε πότε είχε πρωτοπάει στο καθιστικό για να ελέγξει το τζάκι. Ίσως πριν από ένα λεπτό. Ίσως πριν από δύο ή τέσσερα ή δέκα λεπτά. Ήταν χειμώνας και το σκοτάδι ήδη πύκνωνε στην ανοιχτή πόρτα της πίσω βεράντας. Δεν θυμόταν αν είχε δει το σκοτάδι να πολιορκεί τα παράθυρα του καθιστικού όταν ήταν εκεί. Αν είχε μεσολαβήσει ένα κενό στη μέρα της, αυτό πρέπει να είχε συμβεί σ' εκείνο το δωμάτιο, στο τζάκι. Η Μάρτι πήγε γρήγορα προς την μπροστινή μεριά του σπιτιού και οι χώροι που διέσχισε της φάνηκαν οικείοι αλλά διαφορετικοί από το πρωί. Κανένας δεν ήταν πια ακριβώς ορθογώνιος ή τετράγωνος- ήταν ρευστοί -τη μια στιγμή σχεδόν τριγωνικοί, την άλλη εξαγωνικοί, ύστερα καμπύλοι, με παράξενες αναλογίες. Οροφές που ήταν επίπεδες τώρα έμοιαζαν ελαφρά μυτερές. Θα έπαιρνε όρκο πως το δάπεδο έγερνε κάτω απ' τα πόδια της σαν να ήταν κατάστρωμα πλοίου που πόδιζε. Η αγωνία που στρέβλωνε τις σκέψεις της έμοιαζε κάποιες φορές να παραμορφώνει τον υλικό κόσμο, δίνοντάς του παράξενα σχήματα, αν και η Μάρτι ήξερε πως αυτή η σουρεαλιστική ελαστικότητα ήταν φανταστική. Στο καθιστικό: δεν ακουγόταν το σφύριγμα αερίου που διέφευγε, δεν μύριζε τίποτε. Το κλειδί ήταν ακουμπισμένο στην κορνίζα. Δεν το άγγιξε. Με τη ματιά της καρφωμένη σ' εκείνο το γυαλιστερό μπρούντζινο αντικείμενο, τραβήχτηκε μακριά απ' το τζάκι,

οπισθοχωρώντας προσεκτικά ανάμεσα στις πολυθρόνες και τον καναπέ και βγαίνοντας τελικά από το δωμάτιο. Όταν έφτασε στο διάδρομο, κοίταξε το ρολόι της. Πέντε και δεκατρία. Έ ν α λεπτό είχε περάσει. Δεν είχε χαθεί χρόνος. Δεν είχε πάθει αμνησία. Στην κουζίνα, τρέμοντας ανεξέλεγκτα, ξανακοίταξε το ρολόι της. Ακόμη 5:13. Ήταν εντάξει. Δεν είχε χάσει τις αισθήσεις της. Δεν θα μπορούσε να έχει γυρίσει στο καθιστικό, δίχως να το θυμάται, και να έχει ανοίξει το γκάζι. Είδε έναν αριθμό ν' αλλάζει -5:14. Στο σημείωμά του ο Ντάστι υποσχόταν ότι θα γύριζε στο σπίτι ως τις πέντε. Είχε καθυστερήσει. Ο Ντάστι ήταν συνήθως συνεπής. Κρατούσε τις υποσχέσεις του. «Θεέ μου, σε παρακαλώ», είπε, ταραγμένη από τον αξιοθρήνητο τόνο της φωνής της, από το τρέμουλο που παραμόρφωνε τα λόγια της, «φέρ' τον στο σπίτι. Θεέ μου, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, βοήθησέ με, φέρ' τον, σε παρακαλώ, στο σπίτι τώρα». Όταν θα γύριζε ο Ντάστι, θα έβαζε το βαν στο γκαράζ, πλάι στο Σάτερν της. Όχι. Το γκαράζ ήταν επικίνδυνο μέρος. Εκεί υπήρχαν αναρίθμητα αιχμηρά εργαλεία, φονικά μηχανήματα, δηλητηριώδεις ουσίες, εύφλεκτα υγρά. Θα έμενε στην κουζίνα, θα τον περίμενε εδώ. Δεν θα του συνέβαινε τίποτε στο γκαράζ αν δεν βρισκόταν αυτή εκεί όταν θα έφτανε. Τα αιχμηρά εργαλεία, τα δηλητήρια, οι εύφλεκτες ουσίες... δεν ήταν επικίνδυνα. Η ίδια η Μάρτι ήταν ο αληθινός κίνδυνος, η μόνη απειλή. Από το γκαράζ θα ερχόταν κατευθείαν στην κουζίνα. Έπρεπε να σιγουρευτεί πως είχε βγάλει απ' όλα τα δωμάτια οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο. Ωστόσο, ήταν αληθινή τρέλα να συνεχίσει αυτή την προσπάθεια να πετάξει οτιδήποτε, είτε ήταν αιχμηρό, είτε αμβλύ, είτε τοξικό. Δεν θα έκανε ποτέ κακό στον Ντάστι. Τον αγαπούσε περισσότερο από την ίδια τη ζωή της. Θα πέθαινε γι' αυτόν, όπως ήξερε πως θα πέθαινε κι εκείνος γι' αυτή. Δεν θα μπορούσε κανείς να σκοτώσει κάποιον που αγαπούσε τόσο πολύ. Παρ' όλα αυτά, αυτοί οι παράλογοι φόβοι την πλημμύριζαν, απλώνονταν σαν μόλυνση στο αίμα της, στα κόκαλά της, σέρνονταν απειράριθμοι σαν βακτήρια μέσα στο νου της, αρρωσταίνοντάς την όλο και πιο πολύ κάθε στιγμή που περνούσε.

U

ΣΚΙΤ ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ, ακουμπισμένος π ά ν ω

στα μαξιλάρια, κάτωχρος και με τα μάτια του βυθισμένα μέσα στις κόγχες τους, με χείλη περισσότερο γκρίζα παρά ροζ, αποπνέοντας όμως μια κουρελιασμένη αλλά τραγική αξιοπρέπεια, σαν να μην ήταν άλλη μια ψυχή μες στο πλήθος των χαμένων ψυχών που περιφέρονταν στα ερείπια αυτού του καταρρέοντος πολιτισμού, αλλά ένας φθισικός ποιητής ενός μακρινού παρελθόντος, πιο αθώου απ' αυτό τον καινούριο αιώνα, που πολεμούσε ίσως να γιατρευτεί από τη φυματίωση σε κάποιο ιδιωτικό σανατόριο, παλεύοντας όχι ενάντια στις ορμές του, όχι ενάντια σε εκατό χρόνια γεμάτα θρησκοληψία και ψυχρές φιλοσοφίες που αρνούνταν το σκοπό και το νόημα της ζωής, αλλά ενάντια σ' ένα απίστευτα επίμονο βακτήριο. Στα πόδια του είχε ένα δίσκο. Όρθιος στο παράθυρο, ο Ντάστι μπορεί να ατένιζε τον βραδινό ουρανό, διαβάζοντας το πεπρωμένο του στα σχέδια των νεφών της καταιγίδας. Οι πρώρες και οι τρόπιδες των στραμμένων προς την ανατολή σύννεφων έμοιαζαν στολισμένες με χρυσά φύλλα, φωτισμένες από τη λαμπερή θάλασσα των προαστίων, πάνω από την οποία έπλεαν. Στην πραγματικότητα, η νύχτα μεταμόρφωνε το τζάμι σε μαύρο καθρέφτη, επιτρέποντας στον Ντάστι να περιεργαστεί το άχρωμο είδωλο του Σκιτ στο γυαλί. Περίμενε να δει τον αδερφό του να κάνει κάτι παράξενο και αποκαλυπτικό που δεν θα το έκανε αν ήξερε ότι τον παρατηρούσαν. Ήταν μια παράξενα παρανοϊκή προσδοκία, αλλά είχε γαντζωθεί πάνω του σαν κολλιτσίδα και ήταν αδύνατο να την ξεφορτωθεί. Αυτή η παράδοξη μέρα τον είχε οδηγήσει βαθιά σ' ένα δάσος καχυποψίας, απροσδιόριστης και δίχως αντικείμενο, αλλά παρ' όλα αυτά ενοχλητικής.

Ο Σκιτ έτρωγε νωρίς βραδινό: ντοματόσουπα με βασιλικό και ψιλές φέτες παρμεζάνα, και κοτόπουλο με δεντρολίβανο και σκόρδο μαζί με ψητές πατάτες και σπαράγγια. Τα γεύματα στην κλινική Νέα Ζωή ήταν καλύτερα από τα συνηθισμένα των νοσοκομείων -αν και το φαγητό σερβιριζόταν ψιλοκομμένο ήδη, μια και ο Σκιτ είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Στητός πάνω στην πολυθρόνα, ό Βαλές παρακολουθούσε τον Σκιτ με το ενδιαφέρον γεννημένου καλοφαγά. Ήταν καλό σκυλί, όμως, και παρ' ότι θα έπρεπε ήδη να έχει φάει δεν ζητιάνευε. Με μια μπουκιά κοτόπουλο στο στόμα του, ο Σκιτ είπε: «Έχω βδομάδες να φάω έτσι. Τίποτε δε σου ανοίγει την όρεξη τόσο πολύ όσο το να πηδάς από μια στέγη». Ο νεαρός ήταν τόσο λεπτός, που έμοιαζε να έχει πάρει μαθήματα ανορεξίας από ένα μοντέλο. Αν αναλογιζόταν κανείς πόσο βουλιαγμένο πρέπει να ήταν το στομάχι του, φαινόταν απίστευτο που μπορούσε να φάει την ποσότητα που είχε φάει ήδη. Υποκρινόμενος ακόμη πως γύρευε οιωνούς στα σύννεφα, ο Ντάστι είπε: «Ήταν σαν να κοιμήθηκες επειδή σου το είπα». «Ναι; Γύρισα σελίδα, αδερφέ. Από δω και πέρα θα κάνω ό,τι θέλεις». «Πού τέτοια τύχη». «Θα δεις». Ο Ντάστι έβαλε το δεξί του χέρι στην τσέπη του τζιν του κι άγγιξε τις διπλωμένες σελίδες του σημειωματάριου που είχε βρει στην κουζίνα του Σκιτ. Σκέφτηκε να τον ξαναρωτήσει για το δόκτορα Γιεν Λο, αλλά η διαίσθησή του του είπε πως αυτό το όνομα, αν το ανέφερε, μπορεί να προκαλούσε και δεύτερη απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, οδηγώντας σε άλλο έναν αγχωτικό, ακατανόητο διάλογο, παρόμοιο με τον προηγούμενο. Έτσι, ο Ντάστι είπε: «Διαυγείς καταρράκτες». Το φασματικό είδωλο του Σκιτ στο παράθυρο δεν σήκωσε καν τα μάτια του απ' το φαγητό. «Τι;» «Στα κύματα σκορπίζουν». Τώρα ο Σκιτ σήκωσε το κεφάλι, όμως δεν μίλησε. «Γαλάζιες πευκοβελόνες», είπε ο Ντάστι. «Γαλάζιες;»

Γυρίζοντας απ' το παράθυρο, ο Ντάστι είπε: «Σου λέει τίποτε αυτό;» «Οι πευκοβελόνες είναι πράσινες». «Υπάρχουν και γαλαζοπράσινες, φαντάζομαι». Έχοντας αδειάσει το πιάτο του, ο Σκιτ το άφησε παράμερα για να φάει το επιδόρπιο του -φρέσκιες φράουλες με πηχτή σαντιγί και μαΰρη ζάχαρη. «Κάπου το έχω ξανακούσει αυτό, μου φαίνεται». «Είμαι βέβαιος, γιατί το άκουσα από σένα». «Από μένα;» Ο Σκιτ φάνηκε ειλικρινά ξαφνιασμένος. «Πότε;» «Νωρίτερα. Όταν... είχες χάσει την επαφή με το περιβάλλον». Αφοΰ έφαγε μια φράουλα πασαλειμμένη με σαντιγί, ο Σκιτ είπε: «Παράξενο. Αυτό μου έλειπε, να έχω ένα λογοτεχνικό γονίδιο και να μην το ξέρω». «Τι είναι, γρίφος;» ρώτησε ο Ντάστι. «Γρίφος; Όχι. Ποίημα είναι». «Γράφεις ποιήματα;» ρώτησε με ολοφάνερη δυσπιστία ο Ντάστι, ξέροντας με τι επιμονή απέφευγε ο Σκιτ οτιδήποτε ανήκε στον κόσμο του πατέρα του, του καθηγητή λογοτεχνίας. «Δεν είναι δικό μου», είπε ο Σκιτ γλείφοντας σαν αγοράκι τη σαντιγί απ' το κουτάλι του. «Δεν ξέρω το όνομα του ποιητή. Είναι αρχαίο ιαπωνικό. Χάίκοΰ. Πρέπει να το διάβασα κάπου και να μου έμεινε». «Χάίκοΰ», είπε ο Ντάστι, πασχίζοντας να βρει σ' αυτή την καινούρια πληροφορία ένα νόημα με κάποια χρησιμότητα, δίχως να το κατορθώνει. Χρησιμοποιώντας το κουτάλι του σαν να ήταν μπαγκέτα διευθυντή συμφωνικής ορχήστρας, ο Σκιτ απήγγειλε το ποίημα τονίζοντας το μέτρο του: «Διαυγείς καταρράκτες στα κύματα σκορπίζουν γαλάζιες πευκοβελόνες». Έχοντας αποκτήσει δομή και μέτρο, οι εφτά λέξεις δεν ακούγονταν πια σαν ασυναρτησίες. Ο Ντάστι θυμήθηκε μια οπτική απάτη που είχε δει σ' ένα περιοδικό πριν από πολλά χρόνια. Ήταν ένα σκίτσο, με μολΰβι, πυκνών σειρών από δέντρα -πεΰκα, έλατα, πικέες

και σκλήθρες-, πανύψηλα και στοιχισμένα, με τίτλο Δάσος. Το συνοδευτικό κείμενο διατεινόταν πως αυτή η δασωμένη περιοχή έκρυβε μια πιο περίπλοκη σκηνή, την οποία δεν θα έβλεπε ο αναγνώστης, εκτός κι αν άφηνε κατά μέρος ό,τι περίμενε λογικά να δει, αν κατόρθωνε να ξεχάσει τη λέξη δάσος, για ν' αντικρίσει πίσω από την επιφανειακή εικόνα ένα πανόραμα πολύ διαφορετικό από το δασότοπο. Κάποιοι δεν χρειάζονταν παρά λιγοστά λεπτά για να διακρίνουν τη δεύτερη εικόνα, ενώ άλλοι πάλευαν για περισσότερο από μία ώρα προτού τους αποκαλυφθεί. 'Υστερα από δέκα λεπτά όλα κι όλα, απογοητευμένος, ο Ντάστι έσπρωξε παράμερα το περιοδικό, και τότε είδε φευγαλέα με την άκρη του ματιού του την κρυμμένη πόλη. Όταν ξανακοίταξε κατευθείαν τη ζωγραφιά, αντίκρισε μια πελώρια γοτθική μητρόπολη με γρανιτένια κτίρια κολλητά το ένα στ' άλλο. Τα σκιερά δασικά μονοπάτια μεταμορφώθηκαν σε στενές οδούς θαμμένες βαθιά στο σκοτάδι ανάμεσα στους τεχνητούς πέτρινους γκρεμούς, που υψώνονταν παγεροί και γκρίζοι μπροστά στον μελαγχολικό ουρανό. Αντίστοιχα, ένα καινούριο νόημα αναδύθηκε απ' αυτές τις εφτά λέξεις τη στιγμή που άκουσε ο Ντάστι να τις απαγγέλλουν σαν χαϊκού. Η πρόθεση του ποιητή ήταν ολοφάνερη: Οι «διαυγείς καταρράκτες» ήταν ξαφνικοί άνεμοι που παρέσερναν τις πευκοβελόνες από τα δέντρα και τις έριχναν στη θάλασσα. Ήταν μια καθαρή, ολοζώντανη και διορατική παρατήρηση της ςρύσης, που, αν την ανέλυε κανείς, θα έβρισκε σίγουρα αναρίθμητα μεταφορικά νοήματα σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση. Η πρόθεση του ποιητή, όμως, δεν ήταν το μοναδικό νόημα που μπορούσε να βρεθεί σ' αυτές τις τρεις σύντομες αράδες. Υπήρχε άλλη μια ερμηνεία, που είχε μεγάλη σημασία για τον Σκιτ όταν βρισκόταν σ' εκείνη την παράξενη καταληψία, αλλά που τώρα φαινόταν να την έχει ξεχάσει εντελώς. Προηγουμένως, είχε πει ότι κάθε στίχος ήταν ένας κανόνας, αν και δεν είχε κατορθώσει να εξηγήσει ποια συμπεριφορά, διαδικασία, άθλημα ή παιχνίδι όριζαν αυτοί οι μυστηριώδεις κανόνες. Ο Ντάστι σκέφτηκε να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού του αδερφού του και να συνεχίσει τις ερωτήσεις. Τον εμπόδισε όμως η ανησυχία του μήπως ο Σκιτ, κάτω από τέτοια πίεση, βυθιζόταν ξανά σε μια κατάσταση ημικατατονίας· κι αυτή τη φορά ίσως να μην κατόρθωνε να ξυπνήσει εύκολα.

Άλλωστε, είχαν περάσει μια δύσκολη μέρα. Ο Σκιτ, παρά τον ύπνο του και το δυναμωτικό βραδινό του, πρέπει να ήταν εξίσου αποκαμωμένος με τον Ντάστι, που ένιωθε τσακισμένος, σαν να τον είχαν δείρει.

Φτυάρι. Αξίνα. Τσεκούρι. Σφυριά, κατσαβίδια, πριόνια, τρυπάνια, πένσες, κλειδιά, ντουζίνες μακριά ατσαλένια καρφιά. Αν και η κουζίνα δεν ήταν ακόμη ένα απολύτως ασφαλές μέρος, και παρ' ότι έπρεπε κι άλλα δωμάτια του σπιτιού να ερευνηθούν για να γίνουν ασφαλή, η Μάρτι δεν έπαυε να συλλογίζεται το γκαράζ, απαριθμώντας στο νου της τα πάμπολλα όργανα βασανιστηρίων και θανάτου που υπήρχαν μέσα. Τελικά δεν μπορούσε να τηρήσει πλέον την απόφασή της να μείνει μακριά από το γκαράζ και ν' αποφύγει έτσι τον κίνδυνο να βρίσκεται ανάμεσα στους αιχμηρούς πειρασμούς όταν θα έφτανε ο Ντάστι. Άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε από την κουζίνα στο γκαράζ, ψαχούλεψε για το διακόπτη του φωτός και άναψε τις ράβδους φθορισμού στην οροφή. Καθώς διάβαινε η Μάρτι το κατώφλι, την προσοχή της τράβηξαν πρώτα οι γάντζοι απ' όπου κρέμονταν διάφορα εργαλεία κηπουρικής, που τα είχε ξεχάσει. Εργαλεία μεταφύτευσης σαν μυστριά. Έ ν α ψαλίδι. Έ ν α φτυαράκι. Κλαδευτήρια με επίστρωση τεφλόν. Έ ν α ηλεκτρικό κλαδευτήρι με μπαταρία, για το ξάκρισμα των θάμνων. Μια μεγάλη ψαλίδα.

Ο Σκιτ καθάρισε με θόρυβο από το κύπελλο του επιδορπίου τα τελευταία ίχνη πηχτής σαντιγί και μαύρης ζάχαρης. Σαν να την είχε καλέσει το κουδούνισμα του κουταλιού πάνω στην πορσελάνη, μια νοσοκόμα εμφανίστηκε για τη νυχτερινή βάρδια, η Τζασμίν Χερνάντες, μικροκαμωμένη, όμορφη, τριαντάρα, με μάτια μαύρα-μενεξελιά σαν το δαμάσκηνο, μυστηριώδη αλλά φωτεινά. Η λευκή στολή της έ-

λάμπε και ήταν ατσαλάκωτη, άψογη σαν τον επαγγελματισμό της, αν και τα κόκκινα πάνινα παπούτσια της με τα πράσινα κορδόνια φανέρωναν -ορθά, όπως αποδείχτηκεκάτι παιχνιδιάρικο στο χαρακτήρα της. «Ε, είσαι λιγάκι μικρούλα», της είπε ο Σκιτ. Έκλεισε το μάτι στον Ντάστι. «Αν θελήσω να σκοτωθώ, Τζασμίν, δε βλέπω πώς θα μπορέσεις να μ' εμποδίσεις». Παίρνοντας το δίσκο του βραδινού απ' το κρεβάτι κι αφήνοντάς τον στην τουαλέτα, η νοσοκόμα είπε: «Κοίτα, μικρέ μου τσουπαφλόρ, ακόμη κι αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να σ' εμποδίσω να κάνεις κακό στον εαυτό σου από το να σου σπάσω όλα τα κόκαλα, ένα προς ένα, και ύστερα να σε βάλω απ' το λαιμό και κάτω στο γύψο, μπορώ να τα βγάλω πέρα». «Διάβολε», αναφώνησε ο Σκιτ, «πού τέλειωσες τη σχολή νοσοκόμων, στην Τρανσυλβανία;» «Κάπου ακόμη χειρότερα. Με δίδαξαν καλόγριες, οι Αδελφές του Ελέους. Και σε προειδοποιώ, τσουπαφλόρ: δε θέλω βλαστήμιες στη βάρδια μου». «Συγνώμη», είπε ο Σκιτ, ειλικρινά στενοχωρημένος, αν και είχε ακόμη τη διάθεση να την πειράξει. «Τι θα γίνει σε περίπτωση που θέλω να πάω για πιπί;» Τρίβοντας το αυτί του Βαλέ, η Τζασμίν καθησύχασε τον Σκιτ: «Δεν έχεις κάτι που να μην έχω ξαναδεί, αν και είμαι σίγουρη πως θα 'χω δει μεγαλύτερα». Ο Ντάστι χαμογέλασε στον Σκιτ. «Από δω και πέρα, θα ήταν φρόνιμο να λες μόνο, "Μάλιστα, κυρία"». «Τι πάει να πει τσουπαφλόρ;» ρώτησε ο Σκιτ. «Δεν πιστεύω να μου λες να μη βρίζω και να βλασιημάς η ίδια, ε;» «Τσουπαφλόρ σημαίνει "κολιμπρί"», εξήγησε η Τζασμίν Χερνάντες, χώνοντας ένα ψηφιακό θερμόμετρο στο στόμα του Σκιτ. Με το θερμόμετρο ν' ανεβοκατεβαίνει στο ρυθμό του μουρμουρητού του, ο Σκιτ είπε: «Εσύ λες εμένα κολιμπρί;» «Ναι, τσουπαφλόρ», είπε εκείνη. Ο Σκιτ δεν ήταν συνδεδεμένος πια με τον ηλεκτροκαρδιογράφο κι έτσι του σήκωσε τον κοκαλιάρικο καρπό του για να μετρήσει το σφυγμό του. Ο Ντάστι ένιωσε μια καινούρια ανησυχία, παγερή σαν λάμα ανάμεσα στα πλευρά του, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει την αιτία. Όχι ολότελα καινούρια, για την ακρίβεια. Ήταν η απροσδιόριστη καχυποψία που τον είχε ωθή-

σει νωρίτερα να παρακολουθήσει το είδωλο του Σκιτ στον σκοτεινό καθρέφτη του παραθύρου. Κάτι έτρεχε εδώ, όμως όχι απαραίτητα με τον Σκιτ. Η καχυποψία του εστιάστηκε σ' αυτό το μέρος, στην κλινική. «Τα κολιμπρί είναι χαριτωμένα», είπε ο Σκιτ στην Τζασμίν Χερνάντες. «Κράτα το θερμόμετρο κάτω απ' τη γλώσσα σου», τον πρόσταξε. Μουρμουρίζοντας ξανά, επέμεινε: «Με βρίσκεις χαριτωμένο;» «Είσαι όμορφο αγόρι», του είπε, σαν να μπορούσε να δει τον Σκιτ όπως ήταν κάποτε -υγιής, με δροσερό πρόσωπο και καθάρια μάτια. «Τα κολιμπρί είναι γοητευτικά. Πετούν παντού ελεύθερα». Με την προσοχή της στραμμένη στο ρολόι της, μετρώντας το σφυγμό του Σκιτ, η νοσοκόμα είπε: «Ναι, ακριβώς, το τσονπαφλόρ είναι ένα χαριτωμένο, γοητευτικό, ελεύθερο, ασήμαντο πουλάκι». Ο Σκιτ κοίταξε τον αδερφό του και γύρισε δήθεν απαυδισμένος τα μάτια του προς τα πάνω. Αν πήγαινε κάτι στραβά αυτή τη στιγμή, μ' αυτό το μέρος, μ' αυτούς τους ανθρώπους, ο Ντάστι δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Ο μπάσταρδος γιος του Σέρλοκ Χολμς, γεννημένος από τη μις Τζέιν Μαρπλ, θα έπρεπε να πασχίσει πολύ για να βρει κάποιο λόγο για την καχυποψία που ροκάνιζε τα νεύρα του Ντάστι. Ο εκνευρισμός του ίσως οφειλόταν στην κούρασή του και στην ανησυχία του για τον Σκιτ. Μέχρι να ξεκουραστεί, δεν μπορούσε να εμπιστεύεται τη διαίσθηση του. Απαντώντας στο βλέμμα του αδερφού του, ο Ντάστι είπε: «Σε προειδοποίησα. Δυο λέξεις μόνο: "Μάλιστα, κυρία". Με το "Μάλιστα, κυρία" αποκλείεται να κάνεις κάτι στραβό». Καθώς άφηνε η Τζασμίν τον καρπό του Σκιτ, το ψηφιακό θερμόμετρο ήχησε και η νοσοκόμα το έβγαλε απ' το στόμα του. Ζυγώνοντας στο κρεβάτι, ο Ντάστι είπε: «Πρέπει να πηγαίνω, πιτσιρικά. Υποσχέθηκα στη Μάρτι να βγούμε έξω για φαγητό κι έχω αργήσει». «Να κρατάς πάντα τις υποσχέσεις σου στη Μάρτι. Είναι ξεχωριστή». «Δεν την παντρεύτηκα;»

«Εύχομαι να μη με μισεί», είπε ο Σκιτ. «Ε, μην είσαι ανόητος». Δάκρυα λαμπύρισαν στα μάτια του Σκιτ. «Την αγαπώ, Ντάστι, το ξέρεις; Η Μάρτι ήταν πάντα καλή μαζί μου». «Κι αυτή σ' αγαπά, πιτσιρικά». «Να μια πολύ, πολύ μικρή λέσχη -των Ανθρώπων που Αγαπούν τον Σκιτ. Όμως η λέσχη των Ανθρώπων που Αγαπούν τη Μάρτι... αυτή είναι μεγαλύτερη κι απ' των Ροταριανών, των Κιγουάνις και των Οπτιμιστών μαζί». Ο Ντάστι δεν μπόρεσε να βρει κάποια απάντηση για να τον παρηγορήσει, αφού η παρατήρηση του Σκιτ ήταν αναμφισβήτητα σωστή. Όμως ο νεαρός δεν το έλεγε αυτό γιατί λυπόταν τον εαυτό του. «Φίλε μου, αυτό είναι ένα βάρος που δε θα 'θελα να το φορτωθώ. Βλέπεις, οι άνθρωποι που σ' αγαπούν προσδοκούν διάφορα πράγματα από σένα κι έτσι βρίσκεσαι να έχεις ευθύνες. Όσο περισσότεροι σ' αγαπούν... Να, είναι ένας φαύλος κύκλος αυτό το πράγμα, δε σταματά ποτέ». «Δύσκολο πράγμα η αγάπη, ε;» Ο Σκιτ ένευσε. «Η αγάπη είναι δύσκολη. Πήγαινε, βγάλε τη Μάρτι για φαγητό, για κρασί, πες της πόσο όμορφη είναι». «Τα λέμε αύριο», υποσχέθηκε ο Ντάστι παίρνοντας το λουρί του Βαλέ και πιάνοντάς το από το περιλαίμιο. «Θα με βρεις εδώ», είπε ο Σκιτ. «Θα είμαι αυτός στο γύψο από το λαιμό και κάτω». Καθώς έβγαζε ο Ντάστι τον Βαλέ απ' το δωμάτιο, η Τζασμίν πλησίασε στο κρεβάτι μ' ένα πιεσόμετρο. «Πρέπει να σου μετρήσω την πίεση, τσουπαφλόρ». Ο Σκιτ είπε: «Μάλιστα, κυρία». Αυτή η βασανιστική αίσθηση ξανά, πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν έπρεπε να της δίνει σημασία. Έφταιγε η κούραση. Ήταν στη φαντασία του. Μόλις θα αντίκριζε το πρόσωπο της Μάρτι και θα έπινε ένα ποτήρι κρασί, θα εξανεμιζόταν. Σ' όλο το διάδρομο ως τον ανελκυστήρα, ακούγονταν τα νύχια του Βαλέ να χτυπούν ελαφρά στα πλακάκια από βινύλιο, στο δάπεδο. Οι νοσοκόμες και οι βοηθοί τους. χαμογελούσαν στο γκόλντεν ριτρίβερ. «Γεια σου, σκυλάκι». «Τι όμορφο αγόρι». «Είσαι γλύκας, ε;» Ο Ντάστι κι ο Βαλές μπήκαν στο ασανσέρ μαζί μ' ένα

βοηθό νοσοκόμο, που ήξερε ακριβώς σε ποιο σημείο έπρεπε να τρίψει κανείς τα αυτιά ενός σκύλου για να κάνει τα μάτια του να πάρουν μια ονειροπόλα έκφραση. «Είχα κι εγώ ένα ίδιο. Μια γλυκιά θηλυκιά, τη Σάσι. 'Επαθε καρκίνο και της κάναμε ευθανασία πριν από κάνα μήνα». Κόμπιασε λιγάκι στη λέξη ευθανασία. «Ήταν αδύνατο να της μάθω να πιάνει το φρίσμπι· όλη τη μέρα όμως κυνηγούσε μπάλες του τένις». «Κι αυτός», είπε ο Ντάστι. «Δε ρίχνει την πρώτη μπάλα όταν του πετάς κι άλλη· φέρνει πίσω και τις δύο, και είναι σαν να 'χει μαγουλάδες. Θα πάρεις καινούριο σκύλο;» «Όχι για λίγο καιρό», είπε ο νοσοκόμος, που σήμαινε όχι, ώσπου να πάψει να τον πονάει τόσο πολύ ο χαμός της Σάσι. Στο ισόγειο, στην αίθουσα ψυχαγωγίας δίπλα στον προθάλαμο, καμιά δεκαριά ασθενείς κάθονταν ανά τρεις ή τέσσερις στα τραπέζια κι έπαιζαν χαρτιά. Η κουβέντα τους και το αβίαστο γέλιο τους, ο θόρυβος των χαρτιών καθώς τα ανακάτευαν και η γλυκιά μουσική ενός παλιού κομματιού σουίνγκ του Γκλεν Μίλερ στο ραδιόφωνο έκαναν την ατμόσφαιρα τόσο ζεστή, που μπορεί να νόμιζε κανείς πως αυτή ήταν μια συγκέντρωση φίλων σε μια προαστιακή λέσχη, στην αίθουσα εκδηλώσεων μιας εκκλησίας ή σ' ένα σπίτι, αντί για μια σωματικά ετοιμόρροπη και ψυχολογικά ρημαγμένη ομάδα μεσοαστών εθισμένων στο κρακ, την ηρωίνη, την κοκαΐνη, τα διεγερτικά, τα παραισθησιογόνα και το αλκοόλ, με φλέβες σαν ελβετικό τυρί. Σ' ένα γραφείο κοντά στην εξώπορτα, υπήρχε ένας φύλακας που δουλειά τσυ ήταν να φροντίζει να ειδοποιούνται οι Αρχές ή οι συγγενείς σε περίπτωση που κάποιος ξεροκέφαλος ασθενής αποφάσιζε να φύγει πρόωρα. Ο άντρας που είχε τώρα βάρδια στο γραφείο ασφαλείας ήταν ένας πενηντάρης με χακί παντελόνι, ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο, κόκκινη γραβάτα και γαλάζιο ναυτικό σακάκι. Λεγόταν ΓΟΥΟΛΙ ΚΛΑΡΚ, σύμφωνα με την ταυτότητά του, και διάβαζε ένα ρομάντζο. Ήταν κοντόχοντρος, με λακκάκια, φρεσκολουσμένος, μύριζε αμυδρά άφτερ σέιβ με άρωμα μπαχαρικού και τα μάτια του ήταν γαλανά και ευγενικάέμοιαζαν με μάτια ευσυνείδητου πάστορα και το χαμόγελό του φαινόταν αρκετά γλυκό -όμως όχι υπερβολικά- ώστε να μπορεί ν' αντικαταστήσει το βερμούτ σ' ένα όχι πολύ «ντράι» μαρτίνι. Ο Γουόλι θα ήταν η ιδανική επιλογή κάθε

ργει γιατρεμενος απο οω και οε «α ςαναJ ήταν ψυχρό και υγρό αλλά όχι δυσάρεπου έμοιαζαν να είναι φτιαγμένα από τηκαν φανερώνοντας ένα αργυρό φεγγάγαλήνια στη λίμνη του ουρανοΰ και ύστεί. )μευσης υπήρχαν ακόμη ρηχές λιμνούλες <ε να τραβά το λουρί του για να περάσει •σα τους. πο βαν, ο Ντάστι κοίταξε πίσω, την κλινιτι σε λατινοαμερικανικό υποστατικό. Με •αές να ψιθυρίζουν νανουρίσματα στο αις μπουκαμβίλιες να τυλίγονται γύρω από ποστύλων και να πέφτουν σαν σεντόνια ιρη πάνω απ' τις αψίδες, θα μπορούσε να νίορφέα, του θεού των ονείρων, αδύνατο να αποτινάξει ο Ντάστι μια έμυπήρχε μια άλλη, σκοτεινότερη πραγματι;η γραφική επιφάνεια: ένα μέρος ασταμάητας, κρυφών πήγαιν' έλα και ραδιουρχια κυψέλη, όπου δούλευε μια εφιαλτική 3ΐχτό σκοπό. κ, ο δόκτωρ Ντόνκλιν, η Τζασμίν Χερνάχρκ κι όλοι οι άλλοι που εργάζονταν στην ν ξύπνιοι, επαγγελματίες, αφοσιωμένοι Τίποτε στη συμπεριφορά τους, στη στάση ν παραμικρό λόγο στον Ντάστι να αμφι)ά τους. ) τον ενοχλούσε να ήταν πως όλοι φαίνογια να είναι αληθινοί. Αν έστω κι ένας υ-

πάλληλος ήταν αργόστροφος, αδέξιος, αγενής ή ανοργάνωτος, μπορεί να εξανεμίζονταν οι υποψίες του Ντάστι για την κλινική. Φυσικά, αυτή η ασυνήθιστη ικανότητα, αφοσίωση και φιλικότητα του προσωπικού σήμαινε απλώς ότι η κλινική είχε καλή διεύθυνση. Προφανώς ο διευθυντής προσωπικού είχε ταλέντο στο να προσλαμβάνει και να εκπαιδεύει πρώτης τάξεως υπαλλήλους. Οι ευτυχείς συνέπειες αυτού του γεγονότος θα έπρεπε να κάνουν τον Ντάστι να νιώθει ευγνωμοσύνη κι όχι να υποψιάζεται, με παρανοϊκό τρόπο, ότι υπήρχε κάποια συνωμοσία. Κι όμως, κάτι του φαινόταν λάθος. Φοβόταν πως ο Σκιτ δεν ήταν ασφαλής εδώ. Όσο περισσότερο κοίταζε την κλινική, τόσο εντονότερη γινόταν η καχυποψία του. Η αιτία, όμως, εξακολουθούσε βασανιστικά να του διαφεύγει.

Τα κλαδευτήρια με τις μακριές λεπίδες και το ηλεκτρικό κλαδευτήρι για το ξάκρισμα των θάμνων φαίνονταν τόσο απαίσια και επικίνδυνα, που η Μάρτι δεν αρκέστηκε απλώς να τα πετάξει. Δεν θα ένιωθε ασφαλής παρά μόνο αν διαλύονταν εντελώς. Μεγαλύτερα εργαλεία κηπουρικής ήταν τοποθετημένα με τάξη σ' ένα ψηλό ντουλάπι. Τσουγκράνα για το χώμα, τσουγκράνα για τα φύλλα, φτυάρι, τσάπα. Βαριά. 'Εβαλε το ηλεκτρικό κλαδευτήρι στο τσιμεντένιο δάπεδο, εκεί όπου θα άφηνε ο Ντάστι το βαν όταν θα γύριζε στο σπίτι, και κατέβασε με δύναμη πάνω του τη βαριά. Στο χτύπημα της μεγάλης αμβλείας κεφαλής της βαριάς, το κλαδευτήρι τσίριξε σαν να ήταν ζωντανό, όμως της Μάρτι δεν της φάνηκε να έπαθε καμιά σπουδαία ζημιά. Ζύγιασε το σφυρί και το ξανακατέβασε, ξανά και ξανά. Πλαστικά θραύσματα από τη θρυμματισμένη λαβή, δυο τρεις βίδες κι άλλα κομμάτια χτύπησαν πάνω στα ντουλάπια, τριγύρω, και εποστρακίστηκαν στο Σάτερν. Με κάθε δυνατό χτύπημα, τα παράθυρα του γκαράζ δονούνταν και κομματάκια τσιμέντο τινάζονταν από το δάπεδο. Τα θραύσματα έπεφταν στο πρόσωπο της Μάρτι. Καταλάβαινε πως κινδύνευε να της μπουν στα μάτια, αλλά δεν τολμούσε να σταματήσει για να ψάξει για προστατευτικά γυαλιά. Είχε πολλή δουλειά ακόμη κι από στιγμή σε στιγμή

μπορεί ν' άνοιγε μουγκρίζοντας η μεγάλη πόρτα του γκαράζ και να 'μπαίνε ο Ντάστι. Πέταξε στο δάπεδο το κλαδευτήρι με ελατήριο επαναφοράς και το χτύπησε μανιασμένα, μέχρι που το ελατήριο τινάχτηκε και η λαβή διαλύθηκε. 'Υστερα ένα μικρά τρικράνι. Το χτύπησε ξανά και ξανά, μέχρι που η ξύλινη λαβή κομματιάστηκε και τα δόντια λύγισαν και μπλέχτηκαν σ' ένα άχρηστο κουβάρι. Η βαριά δεν ήταν των δυόμισι κιλών αλλά του ενάμισι. Παρ' όλα αυτά, για να καταφέρει κάποιος ένα καταστροφικό χτύπημα με το εργαλείο, χρειαζόταν δύναμη και ισορροπία. Ιδρώνοντας και κοντανασαίνοντας, με το στόμα της στεγνό και το λαιμό της να καίει, η Μάρτι σήκωνε ψηλά το σφυρί και το κατέβαζε ξανά και ξανά, ρυθμικά, με στρωτές κινήσεις. Το πρωί θα υπέφερε, όλοι οι μύες των ώμων και των χεριών της θα πονούσαν, τώρα όμως ένιωθε τόσο υπέροχα κρατώντας το σφυρί, που δεν την ένοιαζε αν θα πονούσε στο μέλλον. Μια γλυκιά αίσθηση δύναμης τη διαπερνούσε σαν ηλεκτρικό ρεύμα, μια ικανοποιητική αίσθηση πως για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα είχε αυτή τον έλεγχο των πραγμάτων στα χέρια της. Με κάθε χτύπημα της βαριάς ένιωθε ρίγη συγκίνησης, ένιωθε τους παλμούς να περνούν από τη μακριά λαβή στα χέρια της, στα μπράτσα της, στους ώμους και το λαιμό της, και η αίσθηση ήταν απίστευτα όμορφη, σχεδόν ερωτική. Σήκωνε τη βαριά εισπνέοντας βαθιά, την κατέβαζε γρυλίζοντας κι έβγαζε μια άναρθρη κραυγή ευχαρίστησης κάθε φορά που κάτι λύγιζε ή έσπαζε κάτω από το βάρος του σφυριού... ...μέχρι που ξαφνικά άκουσε τον εαυτό της και συνειδητοποίησε πως θύμιζε περισσότερο ζώο παρά άνθρωπο. Κοντανασαίνοντας και σφίγγοντας ακόμη με τα δυο της χέρια το σφυρί, η Μάρτι στράφηκε από τα κατεστραμμένα εργαλεία κι αντίκρισε το είδωλο της στο πλαϊνό παράθυρο του Σάτερν. Οι ώμοι της ήταν κυρτωμένοι, το κεφάλι της παράξενα γερτό, σαν καταδικασμένης φόνισσας που της απονεμήθηκε χάρη, αλλά απέμεινε παραμορφωμένη όταν έσπασε η αγχόνη. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν μπερδεμένα και σηκωμένα σαν να της είχαν κάνει ηλεκτροσόκ. Η παραφροσύνη έκανε το πρόσωπο της να μοιάζει με μέγαιρας και κάτι άγριο έλαμπε στα μάτια της. Με παρανοϊκό τρόπο, θυμήθηκε μια εικόνα σ' ένα βι-

βλίο με παραμυθία που αγαπούσε πολύ όταν ήταν μικρή: ένα μοχθηρό ξωτικό κάτω από μια παλιά πέτρινη γέφυρα, σκυμμένο πάνω από ένα λαμπερό καμίνι, να δουλεύει μ' ένα σφυρί και μια λαβίδα φτιάχνοντας αλυσίδες και δεσμά για τα θύματά του. Τι θα έκανε στον Ντάστι αν είχε φτάσει τη στιγμή που το φρενήρες σφυροκόπημά της είχε φτάσει στην κορύφωσή του -ή ακόμη κι αν έφτανε τώρα; Μ' ένα ρίγος αποστροφής, πέταξε το σφυρί.

Π Ρ Ο Β Λ Έ Π Ο Ν Τ Α ς ΠΩς ΘΑ ΒΡΙΣΚΌΤΑΝ έξω α π ό το σπίτι

την ώρα που έπρεπε να φάει ο Βαλές, ο Ντάστι είχε φέρει το φαγητό του σε μια σακούλα: δύο κύπελλα στεγνό αρνί με ρύζι. Το έβαλε σ' ένα πλαστικό μπολ και τ' άφησε κάτω, δίπλα στο βαν. «Συγνώμη για το απαίσιο περιβάλλον», απολογήθηκε. Ακόμη και αν ο χώρος στάθμευσης της κλινικής ήταν ένα λιβάδι με οργιώδη βλάστηση ή ένα πολυτελές ρετιρέ, ο Βαλές δεν θα έτρωγε με περισσότερη όρεξη απ' όσο τώρα. Όπως όλοι του είδους του, δεν είχε απαιτήσεις, ήταν απλός. Για την ακρίβεια, οι σκύλοι έχουν τόσα αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά, που ο Ντάστι αναρωτιόταν κάποιες φορές αν θα 'πρεπε ν' ανήκει σ' αυτούς ο κόσμος, αν θα 'πρεπε η δουλειά των ανθρώπων να είναι, απλώς, να τους μαγειρεύουν, να τους περιποιούνται, να τους λένε πως είναι χαριτωμένοι και να τους τρίβουν την κοιλιά. Καθώς ο Βαλές έτρωγε με λαιμαργία, ο Ντάστι έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο κάτω από το κάθισμα του οδηγού και τηλεφώνησε στο σπίτι του. Στο τρίτο χτύπημα απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Υποθέτοντας πως η Μάρτι ήθελε να δει πρώτα ποιος ήταν και μετά να το σηκώσει, είπε: «Σκάρλετ, εγώ είμαι, ο Ρετ. Πήρα απλώς για να σου πω ότι όίνω δεκάρα, τελικά». Δεν το σήκωσε. «Μάρτι, είσαι εκεί;» Περίμενε. Ύστερα, παρατείνοντας το μήνυμα για να προφτάσει η Μάρτι να πάει στο γραφείο -και στον αυτόματο τηλεφωνητή-, απ' όπου κι αν βρισκόταν μέσα στο σπίτι, είπε: «Συγνώμη που άργησα. Ήταν απαίσια μέρα. Θα είμαι εκεί σ' ένα μισάωρο και θα βγούμε για φαγητό. Σ' ένα μέρος που θα είναι υπερβολικά ακριβό για μας.

Έ χ ω βαρεθεί να είμαι διαρκώς τόσο μυαλωμένος και υπεύθυνος. Διάλεξε κάτι εξωφρενικό. Ακόμη κι ένα μαγαζί που σου σερβίρουν το φαγητό σε αληθινά πιάτα κι όχι σε πλαστικά. Αν χρειαστεί, θα πάρουμε δάνειο απ' την τράπεζα». Είτε δεν άκουσε το τηλέφωνο είτε έλειπε. Ο Βαλές είχε τελειώσει το φαγητό του. Στριφογυρίζοντας τη γλώσσα του σαν έλικα αεροπλάνου, έκανε στροφές 360 μοιρών γλείφοντας τη μουσούδα του και μαζεύοντας όσα κομματάκια είχαν μπλεχτεί στις τρίχες του. Όταν πήγαινε κάπου με το σκύλο, ο Ντάστι είχε πάντα μαζί του εμφιαλωμένο νερό. Έβαλε λίγο στο γαλάζιο πιάτο. Αφού ήπιε ο Βαλές, έκαναν βόλτα στις κακοφωτισμένες πελούζες που απλώνονταν στις τρεις μεριές της κλινικής Νέα Ζωή. Υποτίθεται πως ο σκοπός αυτού του περιπάτου ήταν να κάνει ο σκύλος την ανάγκη του, όμως έδινε την ευκαιρία στον Ντάστι να περιεργαστεί από πιο κοντά το ακανόνιστο οικοδόμημα. Ακόμη κι αν η κλινική ήταν λιγότερο νόμιμη απ' όσο έδειχνε, ο Ντάστι δεν είχε ιδέα για το πού έπρεπε να ψάξει για ίχνη που θα φανέρωναν την αληθινή της φύση. Αποκλείεται να υπήρχαν κρυφές πόρτες που θα οδηγούσαν στο πελώριο υπόγειο αρχηγείο ενός πολυμήχανου κακού τύπου σαν αυτούς στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ. Ούτε μπορούσε να περιμένει ότι θα ανακάλυπτε τον απάνθρωπο προσωπικό υπηρέτη του κόμη Δράκουλα να μεταφέρει κρυφά το φέρετρο του απέθαντου ευγενή από μια άμαξα στο υπόγειο του κτιρίου. Εδώ ήταν η Νότια Καλιφόρνια στις αρχές της λαμπρής νέας χιλιετίας κι επομένως υπήρχαν πολύ πιο αλλόκοτα πλάσματα από τον Χρυσοδάκτυλο και μερικούς βρικόλακες -αν και αυτή τη στιγμή δεν φαινόταν να καραδοκεί κανένα τριγύρω. Ο χώρος γύρω από την κλινική φαινόταν τόσο φυσιολογικός, που η καχυποψία του Ντάστι έμοιαζε εντελώς αβάσιμη. Το χορτάρι ήταν προσεκτικά κουρεμένο και το χώμα υγρό ακόμη από την πρόσφατη βροχή. Οι θάμνοι ήταν κλαδεμένοι με φροντίδα. Οι νυχτερινοί ίσκιοι δεν ήταν παρά απλοί ίσκιοι. Αν και ο Βαλές τρόμαζε εύκολα, εδώ ένιωθε τόσο άνετα, που έκανε την ανάγκη του δίχως να κοιτάξει πρώτα νευρικά τριγύρω -και την έκανε στο κεχριμπαρένιο φως μιας λάμπας κήπου, διευκολύνοντας έτσι το αφεντικό του στο «μάζεμα».

Η γεμάτη σακούλα, με το ολοφάνερο περιεχόμενο της, έδωσε στον Ντάστι μια δικαιολογία για να εξερευνήσει το δρομάκι πίσω από την κλινική, όπου δεν υπήρχε χορτάρι δίπλα στο τσιμέντο. Βρήκε ένα μικρό σκουπιδοτενεκέ και πέταξε τη σακούλα, ενώ ταυτόχρονα περιεργαζόταν αυτή την πιο ταπεινή όψη του κτιρίου, όπου βρίσκονταν οι είσοδοι για το προσωπικό και τα εμπορεύματα, μερικά κουτιά και άλλος ένας μικρός σκουπιδοτενεκές. Ούτε αυτός ούτε ο τετράποδος δόκτωρ Γουάτσον του ανακάλυψαν κάτι παράξενο στο πίσω δρομάκι -αν και, δίπλα στον δεύτερο σκουπιδοτενεκέ, ο σκύλος βρήκε ένα λιγδιασμένο κουτί από χάμπουργκερ, που πολύ θα 'θελε να το μυρίζει και να το γλείφει για πέντ' έξι ώρες. Γυρίζοντας από το δρομάκι και διασχίζοντας για άλλη μια φορά την πελούζα στη νότια πλευρά της κλινικής, ο Ντάστι κοίταξε ψηλά, στο δωμάτιο του Σκιτ, και είδε έναν άντρα να στέκεται στο παράθυρο. Φωτισμένος από πίσω, από μία και μοναδική λάμπα με σκούρο αμπαζούρ, δεν ήταν παρά μια απρόσωπη σιλουέτα. Αν και τον έβλεπε από τέτοια γωνία που θα μπορούσε να ξεγελαστεί, του φάνηκε υπερβολικά ψηλός και με πολύ φαρδιούς ώμους για να είναι ο Σκιτ ή ο δόκτωρ Ντόνκλιν. Ο Τομ Γουόνγκ είχε φύγει, αλλά κι εκείνος είχε διαφορετική σωματική διάπλαση από αυτή του άντρα που στεκόταν στο παράθυρο. Ο Ντάστι δεν διέκρινε καθόλου το πρόσωπο του ξένου, ούτε καν την αμυδρή λάμψη των ματιών του. Παρ' όλα αυτά, ήταν βέβαιος πως τον παρακολουθούσε. Σαν να συναγωνιζόταν μ' ένα φάντασμα για το ποιος θα κοίταζε πρώτος αλλού, ο Ντάστι κάρφωσε τα μάτια του στο παράθυρο μέχρι που, με τη φασματική ρευστότητα ενός στοιχειού, η σκοτεινή φιγούρα γύρισε την πλάτη και τραβήχτηκε από το παράθυρο. Ο Ντάστι σκέφτηκε ν' ανέβει βιαστικά στο δωμάτιο του αδερφού του για να μάθει ποιος ήταν ο άγνωστος. Ήταν σχεδόν βέβαιο, όμως, πως θα αποδεικνυόταν ότι ήταν κάποιος απ' το προσωπικό. Ή ένας άλλος ασθενής που είχε επισκεφτεί τον Ντάστι. Από την άλλη μεριά, αν επιβεβαιωνόταν αυτή η βασανιστική υποψία του, αντί ν' αποδειχτεί ότι ήταν απλώς μια παρανοϊκή φαντασίωση, αν ο άντρας στο παράθυρο είχε ό-

ντως κακούς σκοπούς, θα έφευγε τώρα που τον είχε δει ο Ντάστι. Αναμφίβολα θα είχε φύγει ήδη. Αυτή η υποψία ήταν ενάντια στην κοινή λογική. Ο Σκιτ ήταν ένας άνθρωπος χωρίς χρήματα, χωρίς προοπτική, χωρίς δύναμη. Δεν είχε τίποτε να δώσει, τίποτε που θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο μιας περίπλοκης συνωμοσίας εναντίον του. Άλλωστε, ένας εχθρός -στην απίθανη περίπτωση που ο ευγενικός Σκιτ είχε όντως κάποιον εχθρό- θα συνειδητοποιούσε πόσο άσκοπη θα ήταν η ύπαρξη ενός περίπλοκου σχεδίου για να βασανίσει και να καταστρέψει τον νεαρό. Αν αφηνόταν μόνος του ο Σκιτ, θα τυραννούσε τον εαυτό του πιο ανελέητα απ' όσο θα τα κατάφερνε ο πιο σκληρός βασανιστής, επιδιώκοντας με συνέπεια και επιμέλεια την αυτοκαταστροφή του. Στο κάτω κάτω, μπορεί αυτό να μην ήταν καν το δωμάτιο του Σκιτ. Ο Ντάστι ήταν βέβαιος πως ήταν το δωμάτιο του νεαρού όταν το πρωτοκοίταξε, όμως... μπορεί το παράθυρο του Σκιτ να ήταν αυτό στα αριστερά. Ο Ντάστι αναστέναξε. Ο πάντα συμπονετικός Βαλές αναστέναξε επίσης. «Ο γέρος σου έχει αρχίσει να τα χάνει», είπε ο Ντάστι. Λαχταρούσε να γυρίσει σπίτι, στη Μάρτι, να ξεφύγει από την παράνοια αυτής της ημέρας και να επιστρέψει στην πραγματικότητα.

Ένα πελέκι έπιασε η Λίζι Μπόρντεν χτες και έδωσε στον άντρα της σαράντα τσεκουριές. Αυτό το ποιηματάκι στριφογύριζε στο μυαλό της Μάρτι, διακόπτοντας επανειλημμένα τον ειρμό των σκέψεών της, κι έτσι έπρεπε να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να παραμείνει συγκεντρωμένη. Στον πάγκο εργασίας του γκαράζ υπήρχε μια μέγκενη. Αφού στήριξε το τσεκούρι σ' ένα ξύλο, η Μάρτι έσφιξε τη μέγκενη μέχρι που έκλεισε πάνω στο στειλιάρι του εργαλείου. Χρειάστηκε πολλή δύναμη για να κατορθώσει να πιάσει στα χέρια της ένα σιδεροπρίονο. Ήταν επικίνδυνο εργαλείο, αλλά λιγότερο τρομακτικό απ' το τσεκούρι, που έπρεπε να καταστραφεί. Αργότερα θα διέλυε και το πριόνι. Βάλθηκε να πριονίζει το ξύλινο στειλιάρι στο λαιμό. Η

ανοξείδωτη ατσαλένια κεφαλή θα εξακολουθούσε να είναι φονική κι από μόνη της, όμως το τσεκούρι ανέπαφο ήταν πολύ πιο θανατηφόρο από τα κομμάτια του ξεχωριστά. Ένα πελέκι έπιασε η Λίζι Μπόρντεν χτες και έδωσε στον άντρα της σαράντα τσεκουριές. Η λεπίδα του σιδεροπρίονου λύγισε, χώθηκε στο στειλιάρι, ελευθερώθηκε, λύγισε ξανά κι έκανε μια άτσαλη πριονιά στο σκληρό ξύλο. Η Μάρτι το πέταξε στο πάτωμα. Ανάμεσα στα εργαλεία υπήρχαν δύο πριόνια ξυλουργού. Το ένα ήταν σκιστοπρίονο για το κόψιμο των νερών του ξύλου και το άλλο σταυροπρίονο, όμως η Μάρτι δεν ήξερε ποιο ήταν ποιο. Διστακτικά δοκίμασε το ένα, ύστερα το άλλο, κι απελπίστηκε και με τα δυο. Και όταν πια τελείωσε ωραία τη δουλειά, τότε έδωσε στον άντρα της με δύναμη άλλη μια. Ανάμεσα στα ηλεκτρικά εργαλεία υπήρχε ένα παλινδρομικό πριόνι χειρός με λάμα τόσο άγρια στην όψη, που η Μάρτι χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλο της το κουράγιο για να το βάλει στην πρίζα, να το σηκώσει και να το βάλει μπρος. Αρχικά τα δσντάκια του απλώς ταλαντεύονταν χωρίς να κάνουν ουσιαστικά τίποτε στο δρύινο στειλιάρι και το πριόνι δονούνταν βίαια, όταν όμως το πίεσε η Μάρτι, η λάμα του διαπέρασε βουίζοντας το ξύλο και η αποκομμένη κεφαλή του τσεκουριού με το κολόβωμα της λαβής έπεσε στον πάγκο. Έσβησε το πριόνι και το άφησε παράμερα. Ύστερα άνοιξε τη μέγκενη, ελευθέρωσε το στειλιάρι και το έριξε στο πάτωμα. Μετά αποκεφάλισε τη βαριά. Έπειτα το φτυάρι. Το στειλιάρι του ήταν μακρύτερο. Άβολο. Δυσκολεύτηκε περισσότερο, απ' όσο με το τσεκούρι και τη βαριά, να το στερεώσει στη μέγκενη. Το παλινδρομικό πριόνι το διαπέρασε και η κεφαλή του φτυαριού έπεσε με θόρυβο στον πάγκο. Πριόνισε την τσάπα. Την τσουγκράνα. Τι άλλο; Ένας λοστός. Αιχμηρός στη μια άκρη και αγκιστρωτός στην άλλη, για το άνοιγμα και το τράβηγμα αντίστοιχα. Ολόκληρος από ατσάλι. Δεν μπορούσε να πριονιστεί. Μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει για να τσακίσει το παλινδρομικό πριόνι. Το ατσάλι κουδούνισε πάνω στο α-

τσόλι, πάνω στο τσιμέντο, και το γκαράζ αντηχούσε σαν μεγάλη καμπάνα. Όταν αχρήστευσε το πριόνι, κρατούσε ακόμη το λοστό. Ήταν εξίσου επικίνδυνος με τη βαριά, που την είχε ωθήσει σε πρώτη φάση να χρησιμοποιήσει τα πριόνια. Έτσι, είχε ξαναβρεθεί στο ίδιο σημείο. Δεν είχε κατορθώσει τίποτε. Για την ακρίβεια, ο λοστός ήταν πιο αποτελεσματικός από τη βαριά γιατί ήταν ευκολότερος στο χειρισμό. Δεν υπήρχε ελπίδα. Δεν υπήρχε τρόπος να κάνει το σπίτι ασφαλές, ούτε καν ένα δωμάτιο, ούτε μια γωνίτσα σ' ένα δωμάτιο. Δεν μπορούσε να γίνει ασφαλές όσο βρισκόταν εκείνη μέσα. Εκείνη, που δεν ήταν ένα άψυχο αντικείμενο, ήταν η πηγή αυτών των βίαιων σκέψεων, η μοναδική απειλή. Θα έπρεπε να είχε στερεώσει το παλινδρομικό πριόνι στη μέγκενη, να το είχε βάλει μπρος και να είχε κόψει τα χέρια της. Τώρα κρατούσε το λοστό όπως βαστούσε προηγουμένως τη βαριά. Φονικές σκέψεις στριφογύριζαν στο νου της τρομοκρατώντας την. Ο μηχανισμός της πόρτας του γκαράζ μπήκε σε λειτουργία. Η πόρτα ανέβηκε με θόρυβο και η Μάρτι στράφηκε προς το μέρος της. Λάστιχα, προβολείς, το παρμπρίζ, ο Ντάστι στη θέση του οδηγού, ο Βαλές πλάι του. Η φυσιολογική ζωή, μ' ένα αυτοκίνητο, έμπαινε στην προσωπική Ζώνη του Λυκόφωτος της Μάρτι. Ήταν μια σύγκρουση συμπάντων αυτή, που η Μάρτι τη φοβόταν από τη στιγμή που η δυσοίωνη εικόνα, στη φαντασία της, ενός ματιού -του Ντάστι- τρυπημένου από ένα κλειδί, είχε κάνει την καρδιά της να βυθιστεί σαν ταχύς ανελκυστήρας και το φαγητό της ν' ανέβει σαν αντίβαρο ως το στόμα της. «Μη με πλησιάζεις!» φώναξε. «Για όνομα του Θεού, μη με πλησιάζεις! Κάτι τρέχει μ' εμένα». Η έκφραση του Ντάστι της αποκάλυψε πόσο αλλόκοτη -πόσο παρανοϊκή- φαινόταν, σαν να κοιταζόταν η Μάρτι σ' έναν καθρέφτη. «Ω Θεέ μου!» Έριξε το λοστό, όμως οι κεφαλές του τσεκουριού και της βαριάς ήταν κοντά της πάνω στον πάγκο, τις έφτανε. Μπορούσε εύκολα να τις αρπάξει και να τις πετάξει στο παρμπρίζ.

To κλειδί. To μάτι. Μπήξε το, γύρισε το. Ξάφνου η Μάρτι συνειδητοποίησε πως δεν είχε ξεφορτωθεί το κλειδί του αυτοκινήτου. Πώς της ξέφυγε και δεν το πέταξε μόλις γύρισε στο σπίτι, προτού ασχοληθεί με τα μαχαίρια, τον πλάστη, τα εργαλεία κηπουρικής κι όλα τα υπόλοιπα; Αν ήταν αυτή η εικόνα στη φαντασία της ένα προμήνυμα, αν ήταν αυτή η βίαιη αποτρόπαιη πράξη αναπόφευκτη, το κλειδί του αυτοκινήτου ήταν το πρώτο πράγμα που θα 'πρεπε να τσακίσει κι έπειτα να θάψει στον πάτο του σκουπιδοτενεκέ. Είχε φτάσει ο Ντάστι κι έτσι το παιχνίδι είχε περάσει στο επόμενο επίπεδο, με το ταπεινό κλειδί του πρώτου επιπέδου να μετατρέπεται τώρα σε δυνατό και μαγικό αντικείμενο, αντίστοιχο με το Μοναδικό Δαχτυλίδι, τον Άρχοντα όλων των Δαχτυλιδιών της Δύναμης, που έπρεπε να μεταφερθεί πίσω στο Μόρντορ και να καταστραφεί στη Φωτιά απ' όπου γεννήθηκε, έπρεπε να λιώσει προτού χρησιμοποιηθεί για κάποιον κακό, σατανικό σκοπό. Αυτό όμως δεν ήταν παιχνίδι. Η φρίκη τώρα ήταν αληθινή. Το αίμα, όταν θα ανέβλυζε, θα ήταν πηχτό, ζεστό και υγρό, κι όχι μια επίπεδη κοκκινίλα σε μια οθόνη. Η Μάρτι έκανε μεταβολή και μπήκε βιαστικά στο σπίτι. Το κλειδί του αυτοκινήτου δεν κρεμόταν από τους γάντζους, εκεί όπου θα 'πρεπε να βρίσκεται. Το γεμάτο στάλες υγρασίας ποτήρι με το τζιντζερέιλ κι ένα σουβέρ από φελλό ήταν τα μοναδικά αντικείμενα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Πεταμένο σε μια καρέκλα: το αδιάβροχο της. Είχε δυο βαθιές τσέπες. Στη μια υπήρχαν μερικά χαρτομάντιλα. Στην άλλη το βιβλίο της. Το κλειδί δεν ήταν πουθενά. Στο γκαράζ, ο Ντάστι τη φώναζε. Πρέπει να είχε βγει από το βαν και να βάδιζε ανάμεσα στο χάος του δαπέδου. Κάθε επανάληψη του ονόματος της ήταν δυνατότερη από την προηγούμενη και ακουγόταν από πιο κοντά. Βγήκε απ' την κουζίνα, διέσχισε το διάδρομο, την τραπεζαρία, το καθιστικό, το χολ προς την εξώπορτα, θέλοντας ν' απομακρυνθεί όσο περισσότερο γινόταν από τον Ντάστι. Ήταν ανίκανη να σκεφτεί τις συνέπειες αυτής της τρελής φυγής, το πού θα πήγαινε τελικά, το τι θα έκανε. Τίποτε δεν είχε σημασία πέρα από το να απομακρυνθεί από τον άντρα της για να είναι σίγουρη πως δεν θα τον έβλαπτε.

Το μικρό περσικό χαλί του χολ έφυγε κάτω απ' τα πόδια της, πάνω στο γυαλισμένο δρύινο δάπεδο - για μια στιγμή η Μάρτι βρέθηκε να γλιστρά μαζί με το χαλί και ύστερα έχασε την ισορροπία της κι έπεσε με δύναμη, με το δεξί της πλευρό. Μόλις χτύπησε ο αγκώνας της στο ξύλο, ο πόνος, σαν άυλες σφήκες, απλώθηκε στα νεύρα του πήχη της, πλημμύρισε το χέρι της, τράνταξε τα πλευρά της, κέντρισε το γοφό της. Ο πόνος που την κλόνισε περισσότερο, όμως, ήταν ο λιγότερο οξύς: ένα τσίμπημα στον δεξιό της μηρό, δυνατό αλλά σύντομο. Την είχε πιέσει κάτι μέσα από τη δεξιά τσέπη του τζιν της και αμέσως κατάλαβε τι ήταν. Το κλειδί του αυτοκινήτου. Αυτή ήταν μια αναμφισβήτητη απόδειξη πως δεν μπορούσε να εμπιστεύεται τον εαυτό της. Πρέπει κάπου μέσα της να ήξερε πως το κλειδί βρισκόταν στην τσέπη της όταν το γύρευε στους γάντζους, στο τραπέζι, όταν έψαχνε ξέφρενα μέσα στο αδιάβροχο της. Είχε κοροϊδέψει τον εαυτό της, και δεν υπήρχε κανένας λόγος να το κάνει εκτός κι αν σκόπευε να χρησιμοποιήσει το κλειδί για να τυφλώσει, να σκοτώσει. Μέσα της υπήρχε μια Άλλη Μάρτιν, η διαταραγμένη προσωπικότητα που φοβόταν, ένα πλάσμα ικανό για οποιαδήποτε φρικαλεότητα, αποφασισμένο να πραγματώσει το φριχτό προμήνυμα: το κλειδί, το μάτι, μπήξε το, γύριοέ το. Η Μάρτι σηκώθηκε γρήγορα γρήγορα από το δάπεδο του χολ και πήγε στην τζαμωτή εξώπορτα. Την ίδια στιγμή, ο Βαλές πήδηξε πάνω στην πόρτα απέξω, με τις πατούσες του κολλημένες στη βάση του τζαμιού, τ' αυτιά του τεντωμένα και τη γλώσσα του να κρέμεται. Τα πολυάριθμα τετράγωνα, ορθογώνια και κύκλοι του λοξότμητου γυαλιού, τονισμένα από πρίσματα σαν πετράδια και μικρές γυάλινες σφαίρες, μεταμόρφωσαν το μαλλιαρό του πρόσωπο σ' ένα κυβιστικό πορτραίτο που φαινόταν συνάμα διασκεδαστικό και δαιμονικό. Η Μάρτι τραβήχτηκε παραπατώντας από την πόρτα, όχι γιατί τη φόβιζε ο Βαλές, αλλά γιατί φοβόταν μήπως του κάνει κακό. Αν ήταν πραγματικά ικανή να βλάψει τον Ντάστι, τότε το δύστυχο, αθώο σκυλί κινδύνευε επίσης. Ο Ντάστι φώναξε απ' την κουζίνα: «Μάρτι;» Εκείνη δεν αποκρίθηκε. «Μάρτι, πού είσαι; Τι συμβαίνει;»

Ανέβηκε τα σκαλιά. Γοργά, δυο δυο, κουτσαίνοντας λίγο γιατί την πονούσε ο γοφός της. Με το αριστερό της χέρι να αρπάζει την κουπαστή και με το δεξί της να ψάχνει μες στην τσέπη της. Έφτασε στο κεφαλόσκαλο σφίγγοντας στο χέρι της το κλειδί, με την ασημένια του αιχμή μονάχα να εξέχει, σαν εγχειρίδιο, μέσα από τα δάχτυλά της. Ίσως θα μπορούσε να το πετάξει από κάποιο παράθυρο. Έξω στη νύχτα. Να το πετάξει στους πυκνούς θάμνους ή πάνω απ' το φράχτη στην αυλή του γείτονα, απ' όπου δεν θα μπορούσε εύκολα να το ξαναπάρει. Στον σκοτεινό διάδρομο του πάνω ορόφου, που φωτιζόταν μονάχα από το φως του χολ που ερχόταν από τη σκάλα, στάθηκε αναποφάσιστη, γιατί δεν άνοιγαν όλα τα παράθυρα. Μερικά ήταν σκέτα τζάμια τοποθετημένα στο κούφωμα. Απ' αυτά που άνοιγαν, πολλά θα είχαν φουσκώσει ύστερα από μια ολόκληρη μέρα ασταμάτητης βροχής και δεν θα κουνιόνταν εύκολα. Το κλειδί. Το μάτι. Μπήξε το, γύρισε το. Δεν της απέμενε παρά ελάχιστος χρόνος. Ο Ντάστι θα την έβρισκε από στιγμή σε στιγμή. Δεν τολμούσε να καθυστερήσει άλλο, δεν μπορούσε να το ριψοκινδυνεύσει δοκιμάζοντας ν' ανοίξει ένα παράθυρο που κατά πάσα πιθανότητα θα είχε φρακάρει, οπότε θα τη ζύγωνε ο Ντάστι, ενώ εκείνη θα κρατούσε ακόμη το κλειδί. Βλέποντάς τον, μπορεί να έχανε ολότελα την αυτοκυριαρχία της και να διέπραττε μια από τις ανομολόγητες φρικαλεότητες που πλημμύριζαν το νου της όλο το απόγευμα. Εντάξει, λοιπόν στο μεγάλο μπάνιο. Για να πετάξει το κλειδί στη λεκάνη και να τραβήξει το καζανάκι. Παρανοϊκό. Κάν' το. Κουνήσου, κουνήσου, κάν' το, είτε είναι είτε δεν είναι παρανοϊκό. Στην μπροστινή βεράντα, με τη μουσούδα του στο διακοσμημένο τζάμι, ο συνήθως ήσυχος Βαλές άρχισε να γαβγίζει. Η Μάρτι μπήκε γρήγορα στην κύρια κρεβατοκάμαρα κι άναψε το φως της οροφής. Έκανε να μπει στο μπάνιο, όμως σταμάτησε όταν η ματιά της, γρήγορη και κοφτερή σαν καρμανιόλα, έπεσε στο κομοδίνο του Ντάστι. Στην ξέφρενη προσπάθειά της να κάνει το σπίτι ασφαλές, είχε ξεφορτωθεί κάθε λογής «επικίνδυνα» αντικείμενα, το ξεφλουδιστήρι για τις πατάτες, τα σουβλιά για το καλα-

μπόκι, αλλά δεν είχε σκεφτεί ούτε στιγμή το πιο επικίνδυνο αντικείμενο στο σπίτι, ένα όπλο, που ήταν όπλο και τίποτ' άλλο, που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σαν πλάστης ή τρίφτης: ένα ημιαυτόματο 45άρι, που είχε αγοράσει ο Ντάστι για αυτοάμυνα. Αυτό ήταν άλλο ένα παράδειγμα έξυπνης αυτοεξαπάτησης. Η Άλλη Μάρτι -η βίαιη προσωπικότητα που ήταν θαμμένη τόσο καιρό μέσα της, αλλά που τώρα είχε ξεθαφτείτην είχε παραπλανήσει, υποκινώντας την υστερία της και αποσπώντας της την προσοχή ως την ύστατη στιγμή, όταν πια δεν θα μπορούσε να σκεφτεί καθαρά ή να ενεργήσει λογικά, όταν ο Ντάστι θα ζύγωνε και θα την έφτανε, επιτρέποντάς της τώρα -αλίμονο, όχι μονάχα επιτρέποντάς της, αλλά παρακινώντας τη- να θυμηθεί το πιστόλι. Κάτω στο χολ, ο Ντάστι φώναξε στο σκύλο μέσα από το τζάμι της εξώπορτας -«Ήσυχα, Βαλέ, ήσυχα!»- κι ο σκύλος σταμάτησε να γαβγίζει. Όταν αγόρασε ο Ντάστι το πιστόλι, επέμεινε να κάνει η Μάρτι μαθήματα σκοποβολής μαζί του. Πήγαν δέκα, δώδεκα φορές στο σκοπευτήριο. Δεν της άρεσαν τα όπλα, δεν το ήθελε αυτό στο σπίτι της, αν και καταλάβαινε πόσο συνετό θα ήταν να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της σ' έναν κόσμο στον οποίο η πρόοδος και η αγριότητα πήγαιναν χέρι χέρι. Η Μάρτι έγινε απρόσμενα επιδέξια στο χειρισμό του όπλου, που ήταν μια προσεκτικά τροποποιημένη εκδοχή από ανοξείδωτο χάλυβα του Κολτ Κομάντερ. Κάτω στο χολ, ο Ντάστι είπε, «Καλό σκυλί», ανταμείβοντας τον Βαλέ για την υπακοή του μ' αυτό τον έπαινο. «Πολύ καλό σκυλί». Η Μάρτι ήθελε απεγνωσμένα να ξεφορτωθεί το Κολτ. Ο Ντάστι κινδύνευε με το όπλο μες στο σπίτι. Όλοι στη γειτονιά θα κινδύνευαν αν έπιανε στα χέρια της το πιστόλι. Πήγε στο κομοδίνο. Για όνομα του Θεού, άο' το στο συρτάρι. Άνοιξε το συρτάρι. «Μάρτι, γλυκιά μου, πού είσαι, τι συμβαίνει;» Ανέβαινε τα σκαλιά. «Φύγε», είπε εκείνη. Αν και πάσχισε να φωνάξει, η λέξη βγήκε βραχνή και ψιθυριστή, γιατί ο λαιμός της είχε κλείσει από το φόβο και γιατί ήταν ξέπνοη -αλλά ίσως κι επειδή η φόνισσα μέσα της δεν ήθελε αληθινά να φύγει ο Ντάστι. Μες στο συρτάρι, ανάμεσα σ' ένα κουτί χαρτομάντιλα

και το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης, το πιστόλι έλαμπε θαμπά, η μοίρα μεταμορφωμένη σ' ένα καλοφτιαγμένο κομμάτι ατσάλι, το σκοτεινό της πεπρωμένο. Σαν ένα σαράκι, με τις σιαγόνες του να κάνουν τικ-τικτικ καθώς άνοιγε σήραγγες βαθιά μέσα στο ξύλο, η Άλλη Μάρτι σάλευε μέσα στη σάρκα της Μάρτι, χωνόταν στα κόκαλά της κι έτρωγε τις ίνες της ψυχής της. Έπιασε το Κολτ. Με κόκορα που έπρεπε να τον τραβάς κάθε φορά για να ρίξεις, ελεγχόμενη οπισθοδρόμηση, σκανδάλη που τραβιόταν με πίεση ίση μ' αυτή που ασκεί ένα βάρος δύο κιλών και με γεμιστήρα εφτά σφαιρών που ουσιαστικά δεν μπλόκαρε ποτέ, ήταν ιδανικό όπλο για προσωπική άμυνα από μικρή απόσταση. Μέχρι που το πάτησε καθώς έκανε μεταβολή απ' το κομοδίνο, η Μάρτι δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε ρίξει κάτω το κλειδί του αυτοκινήτου.

Ο ΝΤΑΣΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΡΟΜΑΞΕΙ τόσο τη στιγμή που έπεφτε από τη στέγη, γιατί τώρα φοβόταν για τη Μάρτι κι όχι για τον εαυτό του. Το πρόσωπο της, προτού ρίξει το λοστό και το βάλει στα πόδια, ήταν βλοσυρό σαν ηθοποιού στο θέατρο Καμπούκι. Με δέρμα λείο, σαν να ήταν βαμμένο λευκό και ωχρό. Τα μάτια της ήταν μαύρα γύρω γύρω από την αγωνία κι όχι από τη μάσκαρα. Και το στόμα της ήταν σαν κόκκινη ξυραφιά. Μη με πλησιάζεις! Για όνομα του Θεού, μη με πλησιάζεις! Κάτι τρέχει μ' εμένα. Ακόμη και με τον τόσο θόρυβο της μηχανής του βαν, είχε ακούσει την προειδοποίησή της, τον τρόμο στη φωνή της. Ένα χάος στο γκαράζ. Στην κουζίνα. Ένας κάδος απορριμμάτων στην πίσω βεράντα, στην ανοιχτή πόρτα, γεμάτος μ' οτιδήποτε άλλο εκτός από σκουπίδια. Όλα αυτά του φαίνονταν ακατανόητα. Το ισόγειο ήταν κρύο, γιατί η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή. Του ήταν πολύ εύκολο να φανταστεί πως το ψύχος πήγαζε κι από την παρουσία ενός παγερού πνεύματος που είχε μπει από μια άλλη πόρτα, όχι ορατή, από ένα μέρος απείρως πιο παράξενο από την πίσω βεράντα. Τα αργυρά κηροπήγια στο τραπέζι της τραπεζαρίας έμοιαζαν ν' αφήνουν να περνά το φως από μέσα τους στον ίδιο βαθμό που το αντανακλούσαν, σαν να ήταν λαξεμένα από πάγο. Το καθιστικό ήταν γεμάτο από το χειμωνιάτικο λαμπύρισμα των γυάλινων μπιμπελό, των μπρούντζινων εργαλείων στο τζάκι και των πορσελάνινων λαμπών. Το μεγάλο εκκρεμές είχε παγώσει στις 11:00. Στο γαμήλιο ταξίδι τους είχαν βρει το ρολόι σ' ένα πα-

λαιοπωλείο και το είχαν αγοράσει σε λογική τιμή. Δεν τους ενδιέφερε πόσο άξιζε σαν αντίκα, οΰτε σκόπευαν να το επισκευάσουν. Οι δείκτες του είχαν σταματήσει στην ώρα του γάμου τους, που τους φάνηκε να είναι ένας καλός οιωνός. Αφού ησύχασε τον Βαλέ, ο Ντάστι αποφάσισε ν' αφήσει προς το παρόν το σκΰλο στην μπροστινή βεράντα κι ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά. Αν και ο αέρας πάνω ήταν αρκετά πιο ζεστός, ο Ντάστι ένιωθε ακόμη την παγωνιά που τον είχε διαπεράσει στη θέα του τυραννισμένου προσώπου της Μάρτι. Τη βρήκε στην κΰρια κρεβατοκάμαρα. Στεκόταν πλάι στο κρεβάτι κρατώντας το 45άρι. Είχε βγάλει το γεμιστήρα και, μουρμουρίζοντας απελπισμένα, ξέφρενα, μόνη της, πάσχιζε να βγάλει από μέσα τις σφαίρες, που είχαν μεταλλικό περίβλημα και ήταν κούφιες μπροστά. Μόλις έβγαλε μία, την πέταξε στην πέρα μεριά του δωματίου. Η σφαίρα χτύπησε σ' έναν καθρέφτη δίχως να τον σπάσει, κροτάλισε πάνω στην τουαλέτα και σταμάτησε ανάμεσα στις διακοσμητικές τσατσάρες και βούρτσες. Αρχικά ο Ντάστι δεν κατάλαβε τι έλεγε, ύστερα όμως ξεχώρισε τα λόγια της: «...κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί...» Με ψιθυριστή φωνή, στριγκή από την αγωνία, μια φωνή σχεδόν σαν φοβισμένου παιδιού, η Μάρτι απήγγελλε τον Χαιρετισμό της Θεοτόκου, ψηλαφώντας άλλη μια από τις σφαίρες στο γεμιστήρα, σαν να ήταν χάντρες ροζαρίου και η Μάρτι μετανοούσε προσευχόμενη. Βλέποντας τη Μάρτι από την πόρτα, ο Ντάστι ένιωσε να του σφίγγει ένας φόβος την καρδιά τόσο δυνατά, που νόμισε πως θα σταματούσε. Η Μάρτι πέταξε άλλη μια σφαίρα, που εποστρακίστηκε απ' την τουαλέτα -και ύστερα τον είδε στην πόρτα. Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο, όμως χλόμιασε ακόμη περισσότερο. «Μάρτι...» «Όχι!» είπε εκείνη με κομμένη την ανάσα, καθώς ο Ντάστι διάβαινε το κατώφλι. Έριξε το πιστόλι και το κλότσησε πάνω στο χαλί, τόσο δυνατά, που τινάχτηκε ως την πέρα μεριά του δωματίου και χτύπησε με θόρυβο στην πόρτα της ντουλάπας. «Εγώ είμαι, Μάρτι». «Φύγε από δω, φύγε, φύγε».

«Γιατί με φοβάσαι;» «Εμένα φοβάμαι!» Τα δάχτυλά της, λεπτά και πάλλευκα, χώθηκαν στο γεμιστήρα με το πείσμα που μπήγονται τα νύχια του γύπα στο ψοφίμι κι έβγαλαν άλλη μια σφαίρα. «Για όνομα του Θεού, τρέχαΐ» «Μάρτι, τι...» «Μη με πλησιάζεις, όχι, μη μ' εμπιστεύεσαι», είπε, με τη φωνή της σβησμένη, τρεμάμενη, σαν του σκοινοβάτη που χάνει την ισορροπία του, και επιτακτική. «Είμαι τρελή, τελείως τρελή». «Άκου, καλή μου, δεν πρόκειται να πάω πουθενά μέχρι να μάθω τι συμβαίνει εδώ», είπε ο Ντάστι, κάνοντας άλλο ένα βήμα προς το μέρος της. Με μια απεγνωσμένη, γοερή κραυγή, η Μάρτι πέταξε προς διαφορετικές κατευθύνσεις τον μισοάδειο γεμιστήρα και τη σφαίρα, όμως όχι προς τον Ντάστι, και ύστερα έτρεξε προς το μπάνιο. Την κυνήγησε. «Σε παρακαλώ», είπε η Μάρτι, πασχίζοντας αποφασιστικά να του κλείσει κατάμουτρα την πόρτα του μπάνιου. Μόλις ένα λεπτό νωρίτερα, ο Ντάστι δεν θα μπ:ορούσε να διανοηθεί πως θα χρησιμοποιούσε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες βία ενάντια στη Μάρτι και τώρα ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται καθώς της αντιστεκόταν. Βάζοντας το ένα γόνατο ανάμεσα στην πόρτα και το κούφωμα, προσπάθησε να τη σπρώξει με τον ώμο και να μπει. Εκείνη έπαψε ξάφνου να αντιστέκεται και τραβήχτηκε. Η πόρτα άνοιξε με τόση ορμή, που ο Ντάστι μόρφασε πονεμένα καθώς διάβαινε παραπατώντας το κατώφλι. Η Μάρτι οπισθοχώρησε ώσπου χτύπησε στην πόρτα του ντους. Αρπάζοντας την πόρτα του μπάνιου καθώς τιναζόταν από το λαστιχένιο στοπ, ο Ντάστι συνέχισε να έχει την προσοχή του στραμμένη στη Μάρτι. Έψαξε ψηλαφιστά το διακόπτη στον τοίχο κι άναψε τη ράβδο φθορισμού στην εσοχή πάνω από τον διπλό νιπτήρα. Εκτυφλωτικό φως πλημμύρισε το χώρο, αντανακλώμενο απ' τους καθρέφτες, την πορσελάνη, τα λευκά και πράσινα κεραμικά πλακάκια, τα επινικελωμένα είδη του μπάνιου, που έλαμπαν σαν ατσάλινα χειρουργικά εργαλεία. Η Μάρτι στεκόταν με την πλάτη στο τζάμι του ντους, τα

μάτια σφαλιστά, το πρόσωπο σφιγμένο και τις γροθιές της να πιέζουν τα μηλίγγια της. Τα χείλη της κινούνταν γοργά, δίχως όμως να βγαίνει κάποιος ήχος από το στόμα της, σαν να είχε βουβαθεί απ' τον τρόμο. Ο Ντάστι φαντάστηκε πως προσευχόταν ξανά. Έκανε τρία βήματα και της άγγιξε το χέρι. Ξαφνικά τα μάτια της άνοιξαν, απειλητικά, γαλάζια και ταραγμένα σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. «Φύγε!» Κλονισμένος από τη σφοδρότητα την αντίδρασής της, την άφησε. Η ερμητικά κλεισμένη με λάστιχο πόρτα του ντους άνοιξε και η Μάρτι πισωπάτησε πάνω από το υπερυψωμένο κατώφλι και μπήκε μέσα. «Δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω. Θεέ μου, δεν μπορείς να φανταστείς, δεν μπορείς να διανοηθείς πόσο βίαιο και άγριο μπορεί να είναι». Πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα του ντους, ο Ντάστι άπλωσε το χέρι του και την κράτησε ανοιχτή. «Μάρτι, δε σε φοβάμαι». «Θα 'πρεπε, πρέπει να με φοβάσαι». Σαστισμένος, είπε: «Πες μου τι συμβαίνει». Οι λαμπερές ραβδώσεις στα μάτια της έμοιαζαν με ραγίσματα σε χοντρό γυαλί, με τις μαύρες κόρες της σαν τρύπες από σφαίρες στο κέντρο. Θρυμματισμένες λέξεις βγήκαν ορμητικά από μέσα της: «Υπάρχουν περισσότερα μέσα μου απ' όσα βλέπεις· ένας άλλος εαυτός, κάπου βαθιά, γεμάτος μίσος, έτοιμος να βλάψει, να κόψει, να θρυμματίσει, ή μπορεί να μην υπάρχει Άλλος και να 'μαι μονάχα εγώ, να μην είμαι αυτή που νόμιζα πάντα πως ήμουν, να 'μαι κάτι διεστραμμένο και φριχτό, φριχτό». Στους χειρότερους εφιάλτες του και στις πιο απεγνωσμένες στιγμές του ξύπνου του, ο Ντάστι δεν είχε ξανανιώσει τόσο βαθιά φοβισμένος, και στην εικόνα που είχε μέσα του σαν άντρας για τον εαυτό του δεν είχε φανταστεί πως θα ένιωθε τόσο κυριευμένος από φόβο όσο αυτή τη στιγμή. Αισθανόταν πως η Μάρτι, όπως την ήξερε ως τώρα, παρασυρόταν μακριά του, τη ρουφούσε ανεξήγητα αλλά αδυσώπητα μια ψυχολογική δίνη πιο παράξενη από οποιαδήποτε μαύρη τρύπα στις εσχατιές του σύμπαντος και πως, κι αν ακόμη απέμενε ένα κομμάτι του εαυτού της όταν θα

έκλεινε η δίνη, θα ήταν εξίσου αινιγματικό με μια εξωγήινη μορφή ζωής. Αν και ως αυτή τη στιγμή ο Ντάστι δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ το μέγεθος του τρόμου που ήταν ικανός να νιώσει, ήξερε πάντα πόσο ψυχρός και θλιβερός θα ήταν αυτός ο κόσμος δίχως τη Μάρτι. Η προοπτική μιας ζωής χωρίς αυτή, μιας ζωής γεμάτης μοναξιά και μελαγχολία, ήταν η πηγή αυτού του φόβου που τον τυραννούσε τώρα. Η Μάρτι τραβήχτηκε από τη γυάλινη πόρτα, μέχρι που στριμώχτηκε σε μια γωνιά του ντους, με τους ώμους της κυρτούς, τα χέρια της διπλωμένα στα στήθη της και τις γροθιές της σφιγμένες στις μασχάλες της. Όλα τα κόκαλά της έμοιαζαν να έχουν βγει στην επιφάνεια -τα γόνατα, τα ισχία, οι αγκώνες, οι ωμοπλάτες, το κρανίο-, σαν να ήταν ο σκελετός της έτοιμος να χωριστεί από τη σάρκα της. Όταν μπήκε ο Ντάστι στο ντους, η Μάρτι είπε, «Μη, αχ, σε παρακαλώ, αχ, μη», με τη φωνή της να αντηχεί υπόκωφα στους ντυμένους με πλακάκια τοίχους. «Μπορώ να σε βοηθήσω». Κλαίγοντας, με το πρόσωπο της παραμορφωμένο και το στόμα της χαλαρό, τρεμάμενο, είπε: «Καλέ μου, όχι. Μην πλησιάζεις». «Ό,τι κι αν συμβαίνει, μπορώ να σε βοηθήσω». Όταν έκανε να την πιάσει ο Ντάστι, η Μάρτι γλίστρησε προς τα κάτω και κάθισε στο δάπεδο, γιατί δεν μπορούσε να τραβηχτεί άλλο μακριά του. Εκείνος έπεσε στα γόνατα. Μόλις έβαλε το χέρι του στον ώμο της, η Μάρτι συσπάστηκε πανικόβλητη και μια λέξη ξέφυγε απ' το στόμα της: «Κλειδί!» «Τι;» «Κλειδί, το κλειδί!» Τράβηξε τις γροθιές της απ' τις μασχάλες της και τις έφερε στο πρόσωπο της. Τα σφιγμένα της δάχτυλα άνοιξαν απότομα, αποκαλύπτοντας πρώτα ένα άδειο δεξί χέρι και ύστερα ένα άδειο αριστερό, και η Μάρτι φάνηκε να ξαφνιάζεται, σαν να είχε εξαφανίσει ένας ταχυδακτυλουργός ένα κέρμα ή ένα τυλιγμένο μεταξωτό μαντίλι από τη χούφτα της δίχως εκείνη να έχει καταλάβει τίποτε. «Όχι, το είχα, ακόμη το έχω, το κλειδί του αυτοκινήτου, κάπου!» Βάλθηκε να χτυπά ξέφρενα απέξω τις τσέπες του τζιν της. Ο Ντάστι θυμήθηκε ότι είχε δει το κλειδί του αυτοκινή-

του στο πάτωμα, κοντά στο κομοδίνο. «Σου έπεσε στην κρεβατοκάμαρα». Τον κοίταξε με δυσπιστία, όμως υστέρα φάνηκε να θυμάται. «Συγνώμη. Τι θα μπορούσα να είχα κάνει! Να το μπήξω, να το γυρίσω. Αχ, Χριστέ μου, Θεέ μου!» Αναρίγησε. Η ντροπή έκανε τα μάτια της να δακρύσουν, τα μάγουλά της να φουντώσουν, δίνοντας λίγο χρώμα στην αφύσικα κέρινη επιδερμίδα της. Όταν έκανε ο Ντάστι να την αγκαλιάσει, η Μάρτι αντιστάθηκε, προειδοποιώντας τον επιτακτικά να μην την εμπιστεύεται, να προστατεύσει τα μάτια του, γιατί, ακόμη κι αν δεν είχε το κλειδί του αυτοκινήτου, είχε ακρυλικά νύχια, αρκετά μυτερά για να του βγάλουν τα μάτια, και ύστερα πάσχισε ξάφνου να ξεριζώσει τα νύχια της, αρπάζοντας με το ένα χέρι τ' άλλο, με το ακρυλικό να ξύνεται απάνω στο ακρυλικό, κάνοντας κλικ-κλικ-κλικ, σαν έντομα, σαν σκαθάρια που συνωστίζονται το ένα πάνω στ' άλλο. Τελικά ο Ντάστι σταμάτησε να πασχίζει να την αγκαλιάσει κι απλώς, διάβολε, την αγκάλιασε, την τύλιξε, την έβαλε με το ζόρι μέσα στην τρυφερή αγκαλιά του, την τράβηξε βίαια πάνω του, σαν να ήταν το κορμί του αλεξικέραυνο και μπορούσε να τη γειώσει στην πραγματικότητα. Εκείνη κοκάλωσε, τραβήχτηκε σ' ένα συναισθηματικό καβούκι και, παρ' ότι ήταν ήδη μαζεμένη σωματικά μες στον εαυτό της, κουλουριάστηκε ακόμη πιο σφιχτά, με την τρομακτική δύναμη του φόβου να τη σπρώχνει ακόμη παραμέσα, συμπυκνώνοντάς τη, μέχρι που θα 'λεγε κανείς πως θα γινόταν συμπαγής σαν βράχος, σκληρή σαν διαμάντι, για να καταρρεύσει τελικά μέσα σε μια μαύρη τρύπα φτιαγμένη από την ίδια και να χαθεί σ' ένα παράλληλο σύμπαν στο οποίο είχε φανταστεί για μια στιγμή πως πήγαν τα κλειδιά της όταν δεν τα είδε σε καμία από τις χούφτες της. Δίχως ν' αποθαρρυνθεί, ο Ντάστι συνέχισε να την κρατά, λικνίζοντάς την αργά μπρος πίσω στο δάπεδο του ντους, λέγοντάς της πως την αγαπούσε, πως τη λάτρευε, πως δεν ήταν μια σατανική Ορκ αλλά μια καλή Χόμπιτ, λέγοντάς της πως, για να δει πόσο Χόμπιτ ήταν, αρκούσε να ρίξει μια ματιά στα παράξενα, διόλου θηλυκά αλλά γοητευτικά δάχτυλα των ποδιών της που είχε κληρονομήσει από τον Γελαστό Μπομπ, λέγοντάς της οτιδήποτε θα μπορούσε να την κάνει να χαμογελάσει. Δεν ήξερε αν χαμογέλασε, γιατί το κεφάλι της ήταν σκυφτό και το πρόσωπο της κρυμμένο. Κάποια

στιγμή, όμως, έπαψε να αντιστέκεται. Και ύστερα από λίγο το κορμί της χαλάρωσε και τον αγκάλιασε κι εκείνη, διστακτικά στην αρχή, έπειτα όμως λιγότερο διστακτικά, μέχρι που λίγο λίγο αφέθηκε ολότελα και σφίχτηκε πάνω του όπως είχε σφιχτεί κι εκείνος πάνω της, με μια απεγνωσμένη αγάπη και ξέροντας με οδυνηρή βεβαιότητα πως οι ζωές τους είχαν αλλάξει για πάντα, καθώς και με την τρομακτική αίσθηση πως τώρα βρίσκονταν πια κάτω από τη γιγάντια και απειλητική σκιά του αγνώστου.

/ \ φ Ο Υ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ το βραδινό δελτίο ειδήσεων, η Σούζαν Τζάγκερ πήγε σ' όλα τα δωμάτια του διαμερίσματος και συγχρόνισε κάθε ρολόι μ' αυτό που φορούσε στον καρπό της. Ήταν κάτι που έκανε κάθε Τρίτη βράδυ την ίδια ώρα. Στην κουζίνα, υπήρχαν ενσωματωμένα ρολόγια στον παλιό φούρνο και στο φούρνο μικροκυμάτων κι άλλο ένα κρεμόταν στον τοίχο. Έ ν α κομψό ρολόι αρ ντεκό με μπαταρία ήταν τοποθετημένο στην κορνίζα του τζακιού στο καθιστικό και ένα ραδιόφωνο-ρολόι στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της. Κατά μέσο όρο, κανένα απ' αυτά δεν πήγαινε πάνω από ένα λεπτό μπροστά ή πίσω μέσα σε μια βδομάδα, όμως της Σούζαν της άρεσε να είναι απολύτως συγχρονισμένα. Αυτούς τους δεκαέξι μήνες της σχεδόν απόλυτης απομόνωσης και του μόνιμου άγχους, βασιζόταν στην τήρηση ενός τελετουργικού για να διατηρήσει τα λογικά της. Για κάθε δουλειά του νοικοκυριού είχε καθιερώσει περίπλοκες διαδικασίες, τις οποίες ακολουθούσε με την αυστηρότητα με την οποία θα τηρούσε ένας μηχανικός τις οδηγίες ενός εγχειριδίου λειτουργίας σ' ένα πυρηνικό εργοστάσιο, όπου η ανακρίβεια μπορεί να κατέληγε σε πυρηνική τραγωδία. Το γυάλισμα των δαπέδων και των επίπλων μετατράπηκε σε πολύωρη επιχείρηση, που γέμιζε ώρες οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν κενές. Το να κάνει κάθε δουλειά όσο καλύτερα γινόταν, ενώ ταυτόχρονα συμμορφωνόταν σε κωδικοποιημένους κανόνες νοικοκυριού, της χάριζε μια αίσθηση ελέγχου που την ανακούφιζε κι ας αναγνώριζε ουσιαστικά πως δεν ήταν παρά ψευδαίσθηση. Αφού συγχρόνισε τα ρολόγια, πήγε στην κουζίνα για να

ετοιμάσει το βραδινό. Μια σαλάτα με ντομάτες και αντίδια και κοτόπουλο κρασάτο. Το μαγείρεμα ήταν η αγαπημένη της καθημερινή δουλειά. Ακολουθούσε τις συνταγές με επιστημονική ακρίβεια, μετρώντας και συνδυάζοντας τα συστατικά τόσο προσεκτικά, όσο ένας κατασκευαστής βομβών που αναμειγνύει εκρηκτικές ασταθείς χημικές ουσίες. Οι τελετουργίες της μαγειρικής και της εκκλησίας μπορούσαν να γαληνέψουν όσο τίποτ' άλλο την καρδιά και να ησυχάσουν το νου, ίσως γιατί η πρώτη έτρεφε το κορμί και η άλλη την ψυχή. Αυτή τη βραδιά, όμως, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο κόψιμο, το τρίψιμο, το μέτρημα, το ανακάτεμα. Η προσοχή της στρεφόταν διαρκώς στο βουβό τηλέφωνο. Λαχταρούσε να μιλήσει στη Μάρτι τώρα που είχε βρει επιτέλους το κουράγιο να της πει για τον μυστηριώδη νυχτερινό επισκέπτη της. Πριν από τα πρόσφατα γεγονότα, πίστευε πως θα μπορούσε να φανερώσει οτιδήποτε στη Μάρτι με απόλυτη άνεση, δίχως να νιώσει αμηχανία. Για έξι μήνες, όμως, δεν είχε κατορθώσει να της μιλήσει για τις σεξουαλικές επιθέσεις που είχε δεχτεί ενώ κοιμόταν. Η ντροπή τής έκλεινε το στόμα, όμως ακόμη πιο αποτρεπτικός ήταν ο φόβος πως η Μάρτι θα θεωρούσε ότι είχε παραισθήσεις. Και η ίδια δυσκολευόταν να πιστέψει πως αναρίθμητες φορές την έγδυσαν στον ύπνο της, τη βίασαν και την έντυσαν ξανά δίχως να ξυπνήσει. Ο Έρικ δεν ήταν κανένας μάγος με την ικανότητα να μπαινοβγαίνει κρυφά στο διαμέρισμά της -και στο κορμί της-, ολότελα απαρατήρητος. Αν και ο Έρικ πιθανόν να ήταν τόσο αδύναμος και ηθικά μπερδεμένος όσο έλεγε η Μάρτι, η Σούζαν δεν μπορούσε να πιστέψει πως τη μισούσε τόσο που να της κάνει αυτά τα πράγματα, και δεν υπήρχε αμφιβολία πως βασικό κίνητρο γι' αυτή τη σεξουαλική κακομεταχείριση ήταν το μίσος. Είχαν αγαπήσει ο ένας τον άλλο και είχαν χωρίσει με θλίψη, όχι με θυμό. Αν την ποθούσε, ακόμη και χωρίς την υποχρέωση να της παρασταθεί, μπορεί να τον δεχόταν στην αγκαλιά της. Έ τσι, δεν υπήρχε κανένας λόγος να καταστρώνει τόσο περίπλοκα σχέδια για να την κάνει δική του παρά τη θέλησή της. Κι όμως... αν δεν ήταν ο Έρικ, τότε ποιος ήταν;

Έχοντας μοιραστεί μαζί της αυτό το σπίτι και έχοντας χρησιμοποιήσει τον πάνω όροφο για γραφείο, μπορεί να ήξερε κάποιον τρόπο να παρακάμψει τις πόρτες και τα παράθυρα -όσο απίθανο κι αν φαινόταν κάτι τέτοιο. Δεν υπήρχε κανένας άλλος τόσο εξοικειωμένος μ' αυτό το σπίτι, που θα μπορούσε να πηγαινοέρχεται απαρατήρητος. Το χέρι της έτρεμε, χύνοντας αλάτι από το κουτάλι-μεζούρα. Γύρισε την πλάτη της στον πάγκο και σκούπισε σε μια πετσέτα τις παλάμες της, που ξαφνικά είχαν υγρανθεί. Πήγε στην εξώπορτα του διαμερίσματος κι έλεγξε τις κλειδαριές. Ήταν κλειδωμένες και οι δύο, και η αλυσίδα ασφαλείας βρισκόταν στη θέση της. Έγειρε με την πλάτη στην πόρτα. Δεν έχω παραισθήσεις. Στο τηλέφωνο η Μάρτι φάνηκε να την πιστεύει. Μπορεί να δυσκολευόταν όμως να πείσει κάποιον άλλο. Δεν είχε κανένα πειστικό στοιχείο στα χέρια της ώστε να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι την είχαν βιάσει. Κάποιες φορές την πονούσε ο κόλπος της αλλά όχι πάντα. Μώλωπες στο μέγεθος αντρικών ακροδαχτύλων εμφανίζονταν περιστασιακά στους μηρούς και στα στήθη της, αλλά δεν μπορούσε να αποδείξει πως ήταν έργο κάποιου βιαστή, ή πως δεν είχε χτυπήσει στη διάρκεια μιας οποιασδήποτε φυσιολογικής σωματικής δραστηριότητας. Μόλις ξυπνούσε, ήξερε πάντα αν την είχε επισκεφτεί τη νύχτα ο φασματικός βιαστής, ακόμη κι αν δεν πονούσε, αν δεν ήταν μωλωπισμένη, ακόμη και προτού νιώσει το υγρό που είχε αφήσει μέσα της, γιατί ένιωθε βρόμικη, διαισθανόταν πως είχαν ασελγήσει πάνω της. Τα συναισθήματα, όμως, δεν αποτελούσαν απόδειξη. Το σπέρμα ήταν το μόνο στοιχείο της συνεύρεσής της μ' έναν άντρα, όμως δεν συνεπαγόταν και βιασμό. Άλλωστε, το να παρουσιάσει στις Αρχές τις λεκιασμένες κιλότες της -ή, ακόμη χειρότερα, να της πάρουν κολπικό υγρό στη μονάδα επειγόντων περιστατικών κάποιου νοσοκομείου- θα της προκαλούσε πολύ μεγαλύτερη αμηχανία απ' όση μπορούσε να αντέξει στην τωρινή της κατάσταση. Αυτή η κατάστασή της, για την ακρίβεια η αγοραφοβία της, ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο δίσταζε να το εκμυστηρευτεί στη Μάρτι, πόσο μάλλον στην αστυνομία ή σε άλλους αγνώστους. Αν και οι ενημερωμένοι και μορφωμένοι

άνθρωποι ήξεραν πως μια ακραία φοβία δεν ήταν μια μορφή τρέλας, δεν μπορούσαν να μην τη βλέπουν σαν κάτι παράξενο. Και, αν ισχυριζόταν πως την κακοποιούσε σεξουαλικά στον ύπνο της ένας βιαστής-φάντασμα που δεν τον είχε αντικρίσει ποτέ, ένας άντρας που μπορούσε να περνά μέσα από κλειδαμπαρωμένες πόρτες... Ακόμη και η καλύτερη παιδική της φίλη ίσως να αναρωτιόταν μήπως η αγοραφοβία της, ενώ δεν αποτελούσε η ίδια κάποια μορφή τρέλας, θα μπορούσε να είναι προάγγελος κάποιας αληθινής νοητικής νόσου. Τώρα, αφού έλεγξε ξανά τις κλειδαριές, η Σούζαν πήγε ανυπόμονα στο τηλέφωνο. Δεν μπορούσε να περιμένει ούτε μια στιγμή ακόμη για να το σκεφτεί η Μάρτι και να της απαντήσει. Έπρεπε να βεβαιωθεί πως τουλάχιστον η καλύτερή της φίλη πίστευε στην ύπαρξη του φασματικού βιαστή. Η Σούζαν πήρε τα τέσσερα πρώτα ψηφία του αριθμού της Μάρτι, αλλά το έκλεισε. Υπομονή. Αν έδειχνε πως ήταν ευάλωτη ή πως τη χρειαζόταν απεγνωσμένα, μπορεί να μη γινόταν τόσο πιστευτή. Ξαναπιάνοντας τις δουλειές του μαγειρέματος, συνειδητοποίησε πως ήταν πολύ νευρική και δεν τη γαλήνευαν οι τελετουργίες της κουζίνας. Κι ούτε πεινούσε. Άνοιξε ένα μπουκάλι Μερλό, γέμισε ένα ποτήρι και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Τον τελευταίο καιρό έπινε περισσότερο απ' όσο συνήθως. Αφού ήπιε λίγο Μερλό, σήκωσε το ποτήρι στο φως. Το σκούρο ρουμπινί υγρό ήταν διαυγές, καθάριο. Το Ροϋπνόλ -που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης το είχαν βαφτίσει «ναρκωτικό του αγαπητικού-βιαστή»- μπορεί να εξηγούσε πώς παρέμενε αναίσθητη, ή τουλάχιστον δίχως επίγνωση του περιβάλλοντος, ακόμη και κατά τη διάρκεια μιας βίαιης συνεύρεσης. Βάλε Ροϋπνόλ στο ποτό μιας γυναίκας και θα φαίνεται ολότελα μεθυσμένη: μπερδεμένη, ευεπηρέαστη -ανυπεράσπιστη. Από την απουσία συναίσθησης, υπό την επήρεια του ναρκωτικού, περνά στον κανονικό ύπνο και, ξυπνώντας, δεν θυμάται παρά ελάχιστα ή τίποτε απ' ό,τι έχει συμβεί στη διάρκεια της νύχτας. Το πρωί, όμως, μετά το βιασμό της από το μυστηριώδη επισκέπτη, η Σούζαν δεν παρουσίαζε ποτέ τις χαρακτηριστικές παρενέργειες του Ροϋπνόλ: αναγούλα, στεγνό στόμα, θολή όραση, έντονο πονοκέφαλο, σύγχυση. Ξυπνούσε πά-

ντα με καθαρό μυαλό, ακόμη και αναζωογονημένη, αν και ένιωθε βιασμένη. Παρ' όλα αυτά, είχε αλλάξει επανειλημμένα το παντοπωλείο απ' όπου ψώνιζε. Η Σούζαν βασιζόταν στη Μάρτι για τα ψώνια της, τα τρόφιμα όμως τα παρήγγελλε η ίδια από μικρότερα οικογενειακά μαγαζιά που της τα έστελναν στο σπίτι. Στις μέρες μας είχαν λιγοστέψει αυτά που παρείχαν τη συγκεκριμένη εξυπηρέτηση, ακόμη και με επιπλέον χρέωση. Αν και η Σούζαν τα είχε δοκιμάσει όλα, έχοντας την παράλογη βεβαιότητα πως κάποιος έβαζε στο φαγητό της ναρκωτικό, με την αλλαγή μαγαζιού δεν έπαψαν οι μεταμεσονύχτιοι βιασμοί. Απελπισμένη, είχε αναζητήσει κάποια μεταφυσική εξήγηση. Είχε δανειστεί από την κινητή βιβλιοθήκη τρομακτικά βιβλία για φαντάσματα, βρικόλακες, δαίμονες, εξορκισμούς, μαύρη μαγεία και απαγωγές από εξωγήινους. Ο βιβλιοθηκάριος που της τα έφερνε στο σπίτι, προς τιμήν του, δεν σχολίασε ποτέ την ακόρεστη όρεξη της Σούζαν γι' αυτά τα παράξενα θέματα -ούτε καν ανασήκωσε το φρύδι του επικριτικά. Και, εν πάση περιπτώσει, αυτή η όρεξη ήταν αναμφισβήτητα υγιέστερη από το ενδιαφέρον για τα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα ή τα κοσμικά κουτσομπολιά. Τη Σούζαν τη συνάρπαζε ιδιαίτερα ο μύθος του Στοιχειού του 'Υπνου. Αυτό το κακοποιό πνεύμα επισκεπτόταν τις γυναίκες στον ύπνο τους κι έκανε έρωτα μαζί τους ενώ εκείνες ονειρεύονταν. Τη συνάρπαζε, ναι, αλλά δεν την έπεισε ποτέ. Δεν είχε βυθιστεί τόσο πολύ στη δεισιδαιμονία, ώστε να κοιμάται με αντίτυπα της Βίβλου στις τέσσερις γωνιές του κρεβατιού της και φορώντας ένα περιδέραιο από σκόρδα. Τελικά σταμάτησε τις έρευνές της στο χώρο της μεταφυσικής, γιατί, όσο αναδιφούσε αυτές τις σφαίρες του παραλόγου, η αγοραφοβία της γινόταν εντονότερη. Με το να ευωχείται στο τσιμπούσι του παραλόγου, έμοιαζε να ταΐζει το άρρωστο κομμάτι της ψυχής της όπου έθαλλε ο ανεξήγητος φόβος της. Το ποτήρι της ήταν μισοάδειο. Το ξαναγέμισε. Παίρνοντας μαζί της το κρασί, η Σούζαν έκανε το γύρο του διαμερίσματος για να βεβαιωθεί πως όλες οι πιθανές είσοδοι ήταν ασφαλισμένες. Και τα δύο παράθυρα της τραπεζαρίας έβλεπαν στη γει-

τονική κατοικία, που βρισκόταν σχεδόν κολλητά στο σπίτι της Σοΰζαν. Ήταν ασφαλισμένα. Στο καθιστικό έσβησε τις λάμπες. Κάθισε σε μια πολυθρόνα, αργοπίνοντας Μερλό, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια της στη σκοτεινιά. Αν και η φοβία της είχε αυξηθεί τόσο πολΰ που δυσκολευόταν να κοιτάξει τον κόσμο της μέρας ακόμη και πίσω από ένα παράθυρο, μποροΰσε ακόμη να ανεχτεί τη νυχτερινή θέα όταν ήταν συννεφιασμένος ο ουρανός και δεν απλωνόταν αχανές το αστροποίκιλτο στερέωμα. Με τέτοιο καιρό, έβαζε πάντα σ' αυτή τη δοκιμασία τον εαυτό της γιατί φοβόταν πως, αν δεν ασκοΰσε το αδΰναμο κουράγιο της, θα ατροφοΰσε εντελώς. Όταν τα μάτια της συνήθισαν κάπως στο σκοτάδι και το Μερλό «λίπανε» τον μικρό κινητήρα του κουράγιου στην καρδιά της, πήγε στο μεσαίο από τα τρία παράθυρα που έβλεπαν στον ωκεανό. Δίστασε για μια στιγμή, πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε το πτυχωτό ριντό. Ακριβώς μπροστά στο σπίτι της, το παραθαλάσσιο λιθόστρωτο ξετυλιγόταν ντυμένο με την ψεύτικη παγωνιά του φωτός των λιγοστών φανοστατών. Αν και δεν ήταν αργά, ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος στο ψΰχος του Γενάρη. Έ ν α νεαρό ζευγάρι με πατίνια πέρασε από κάτω. Μια γάτα πρόβαλε από τον έναν ίσκιο και χάθηκε τρεχάτη στον επόμενο. Λεπτοί πλόκαμοι ομίχλης ξεδιπλώνονταν φιδωτοί ανάμεσα στις λιγοστές φοινικιές και τους φανοστάτες. Στον ασάλευτο αέρα, τα φΰλλα τους κρέμονταν άψυχα κι έτσι η έρπουσα ομίχλη έμοιαζε ζωντανή, να προχωρά βουβή και απειλητική. Η Σοΰζαν δεν διέκρινε καθαρά τη σκοτεινή ακρογιαλιά και δεν έβλεπε καθόλου τον Ειρηνικό: η πυκνή ομίχλη είχε φτάσει ως την ακτή και φαινόταν κατά διαστήματα -ψηλή, γκρίζα, σαν κολοσσιαίο απειλητικό τσουνάμι, παγωμένο, λίγο πριν σαρώσει την ακτή. Αραιότεροι πλόκαμοι συστρέφονταν νωθρά από την κΰρια μάζα της ομίχλης όπως υψώνεται ο ατμός από μια παγοκολόνα. , Με τα αστέρια χαμένα πάνω από τα χαμηλά σύννεφα, με τη σκοτεινιά και την ομίχλη να χωρίζουν τον κόσμο σε μικρά κομμάτια, η Σοΰζαν θα 'πρεπε να μποροΰσε να σταθεί στο παράθυρο για ώρες, προστατευμένη από το φόβο της, όμως η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Δεν ήταν η

αγοραφοβία ο λόγος της ξαφνικής ανησυχίας της, αλλά μια αίσθηση που την πλημμύρισε ότι την παρακολουθούσαν. Από τότε που άρχισαν οι νυχτερινοί βιασμοί, την τυραννούσε όλο και περισσότερο αυτή η καινούρια ανησυχία. Σκοποφοβία: ο φόβος ότι σε παρακολουθούν. Σίγουρα, όμως, δεν επρόκειτο για άλλη μια φοβία, για κάποιον παράλογο φόβο, αλλά για ένα φόβο απολύτως λογικό. Αν ο φασματικός βιαστής της ήταν αληθινός, θα παρακολουθούσε κάπου κάπου το σπίτι της για να είναι βέβαιος πως θα ήταν μονάχη όταν θα την επισκεπτόταν. Παρ' όλα αυτά, ανησυχούσε μήπως αποκτούσε κι άλλες φοβίες πέρα από την αγοραφοβία της, μέχρι που θα βρισκόταν τελικά τυλιγμένη, σαν αιγυπτιακή μούμια, με απανωτές ασφυκτικές στρώσεις από γάζες άγχους, παράλυτη και ουσιαστικά ταριχευμένη ζωντανή. Το λιθόστρωτο ήταν έρημο. Οι κορμοί των φοινικιών δεν ήταν αρκετά χοντροί για να κρυφτεί κάποιος από πίσω τους. Αυτός είναι εκεί έξω. Για τρεις συνεχόμενες νύχτες δεν την είχε βιάσει, οπότε είχε έρθει η ώρα να την επισκεφτεί αυτό το τόσο ανθρώπινο δαιμονικό πνεύμα. Η ανάγκη του είχε μια κανονικότητα εξίσου σταθερή με την επίδραση του φεγγαριού στους κύκλους αίματος ενός λυκανθρώπου. Αρκετές φορές η Σούζαν είχε προσπαθήσει να μείνει ξύπνια τις νύχτες που τον περίμενε. Όταν τα κατάφερνε και την έβρισκε το χάραμα αποκαμωμένη και με τα μάτια της να τσούζουν, εκείνος δεν εμφανιζόταν. Συνήθως, όμως, αν την πρόδιδε η θέλησή της και αποκοιμιόταν, εκείνος την επισκεπτόταν. Μια φορά είχε κοιμηθεί ντυμένη σε μια πολυθρόνα και είχε ξυπνήσει, ντυμένη ακόμη, στο κρεβάτι, με την αμυδρή οσμή του ιδρώτα του στο κορμί της και με το μισητό, κολλώδες σπέρμα του στην κιλότα της. Έμοιαζε να έχει μια έκτη αίσθηση που του έλεγε πότε ήταν κοιμισμένη και πιο ευάλωτη. Αυτός είναι εκεί έξω. Στην ακρογιαλιά, που ήταν επίπεδη στη μεγαλύτερή της έκταση, μερικές χαμηλές θίνες υψώνονταν στις παρυφές του οπτικού πεδίου της Σούζαν και οι απαλές καμπύλες τους χάνονταν στη σκοτεινιά και την ομίχλη. Κάποιος θα μπορούσε να παρακολουθεί από πίσω τους, αν και θα 'πρεπε να είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα στην άμμο για να μη φαίνεται.

Ένιωθε τη ματιά του πάνω της. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Η Σούζαν κατέβασε ευθύς το πτυχωτό ριντό, καλύπτοντας το παράθυρο. Έ ξ ω φρενών με τον εαυτό της που είχε κυριευτεί από μια εξοργιστική δειλία, τρέμοντας περισσότερο από το θυμό παρά από το φόβο κι έχοντας απαυδήσει πια από το να είναι το αβοήθητο θύμα, ύστερα από μια ολόκληρη ζωή που μόνο θύμα δεν ήταν, ευχήθηκε ολόψυχα να μπορούσε να ξεπεράσει την αγοραφοβία της και να βγει έξω, να διασχίσει τρέχοντας την ακρογιαλιά ως την κορυφή κάθε θίνας και είτε να αντιμετωπίσει το βασανιστή της, είτε να αποδείξει στον εαυτό της πως δεν υπήρχε κανένας έξω. Όμως δεν είχε το κουράγιο να κυνηγήσει τον κυνηγό της· το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κρύβεται και να περιμένει. Δεν μπορούσε καν να ελπίζει πως θα λυτρωνόταν, γιατί η ελπίδα της, που τη στήριζε τόσο καιρό τώρα, τελευταία είχε συρρικνωθεί τόσο ώστε, αν αποκτούσε σάρκα και οστά, δεν θα φαινόταν ούτε με μεγεθυντικό φακό ή με το ισχυρότερο μικροσκόπιο. Μεγεθυντικός φακός. Καθώς άφηνε να πέσει το κορδόνι του ριντό, της ήρθε μια καινούρια ιδέα. Η Σούζαν την κλωθογύρισε στο νου της και διαπίστωσε πως της άρεσε. Φυλακισμένη στο σπίτι της εξαιτίας της αγοραφοβίας, δεν μπορούσε να κυνηγήσει το διώκτη της, ίσως όμως να μπορούσε να τον παρακολουθήσει καθώς την παρακολουθούσε. Στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας, πάνω από τα κρεμασμένα ρούχα, στο πάνω ράφι, υπήρχε μια πλαστική θήκη μ' ένα ζευγάρι δυνατά κιάλια. Σε καλύτερες εποχές, όταν δεν τρόμαζε ακόμη και στη θέα του απέραντου ηλιοφώτιστου κόσμου, απολάμβανε να παρακολουθεί τις ιστιοδρομίες κατά μήκος της ακτής και τα μεγαλύτερα καράβια με προορισμό τη Νότια Αμερική ή το Σαν Φρανσίσκο. Πήρε απ' την κουζίνα ένα ψηλό σκαμνί που είχε δυο σκαλοπάτια για ν' ανεβαίνεις και πήγε βιαστικά στην κρεβατοκάμαρα. Τα κιάλια βρίσκονταν εκεί που θυμόταν πως ήταν. Τοποθετημένο στο ίδιο ράφι, ανάμεσα σε διάφορα άλλα πράγματα, υπήρχε ένα αντικείμενο που είχε ξεχάσει η Σούζαν: μια βιντεοκάμερα. Η κάμερα ήταν μία από τις βραχύβιες μανίες του Έρικ.

Πολύ καιρό πριν φύγει, είχε βαρεθεί να τραβά ερασιτεχνικές οικογενειακές ταινίες και να τις μοντάρει. Μια διεγερτική πιθανότητα έκανε τη Σούζαν να εγκαταλείψει το σχέδιό της να παρακολουθήσει τις θίνες μήπως και εντόπιζε τον κρυμμένο άντρα. Αφήνοντας τα κιάλια, κατέβασε τη σκληρή πλαστική θήκη που είχε μέσα τη βιντεοκάμερα και τα διάφορα εξαρτήματά της. Την άνοιξε στο κρεβάτι. Εκτός από την κάμερα, στη θήκη υπήρχαν μια εφεδρική μπαταρία, δύο άδειες κασέτες κι ένα βιβλίο με οδηγίες Χρήσης. Δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ την κάμερα. Ο Έρικ γύριζε όλες τις ταινίες. Έτσι τώρα βάλθηκε να διαβάζει με μεγάλο ενδιαφέρον τις οδηγίες χρήσης. Όπως συνήθως, όταν ξεκινούσε ένα καινούριο χόμπι, ο Έρικ δεν αρκούνταν στα συνηθισμένα σύνεργα. Ήθελε να έχει τον καλύτερο, πιο σύγχρονο εξοπλισμό, τα πιο εξελιγμένα μαραφέτια. Αυτή η βιντεοκάμερα χειρός ήταν μικρή αλλά με τους καλύτερους διαθέσιμους φακούς, με σχεδόν άψογη εικόνα και τέλειο ήχο και με αθόρυβη λειτουργία, που δεν μπορούσε να ανιχνευθεί ούτε με μικρόφωνο. Αντί να παίρνει μονάχα εικοσάλεπτες ή ημίωρες κασέτες, έπαιρνε δίωρες. Είχε, επίσης, ένα σύστημα παράτασης του χρόνου μαγνητοσκόπησης, που χρησιμοποιούσε λιγότερα εκατοστά ταινίας ανά λεπτό και έτσι επέτρεπε τρεις ώρες βιντεοσκόπησης σε μια δίωρη ταινία, αν και λεγόταν πως μ' αυτό τον τρόπο η εικόνα γινόταν δέκα τοις εκατό λιγότερο ευκρινής. Η κάμερα ήταν τόσο αποδοτική και η επαναφορτιζόμενη μπαταρία τόσο ισχυρή, που σου εξασφάλιζε δύο με τρεις ώρες λειτουργίας, ανάλογα με το πόσο χρησιμοποιούσες την οθόνη και τα διάφορα συστήματα που απορροφούσαν ενέργεια. Ο ενσωματωμένος μετρητής έδειχνε πως η μπαταρία ήταν νεκρή. Η Σούζαν δοκίμασε την εφεδρική, που ήταν εν μέρει φορτισμένη. Μια και δεν ήταν βέβαιη πως θα μπορούσε να «ζωντανέψει» τη νεκρή μπαταρία, χρησιμοποίησε το καλώδιο φόρτισης για να συνδέσει την εφεδρική σε μια πρίζα του μπάνιου και να τη φορτίσει. Το ποτήρι με το Μερλό ήταν σ' ένα τραπεζάκι στο καθιστικό. Το σήκωσε σαν να έκανε βουβή πρόποση κι αυτή τη

φορά δεν ήπιε μονάχα για να παρηγορηθεί, αλλά και για να το γιορτάσει. Για πρώτη φορά εδώ και μήνες ε'νιωθε ειλικρινά πως είχε τον έλεγχο της ζωής της. Ενώ ήξερε πως δεν είχε κάνει παρά μόνο ένα μικρά βήμα προς τη λύση ενός από τα πάμπολλα οδυνηρά προβλήματα που την τυραννούσαν, ενώ ήξερε πως απείχε πολύ από το να ανακτήσει τον έλεγχο, δεν επέτρεψε σ' αυτή τη σκέψη να μετριάσει τον ενθουσιασμό της. Τουλάχιστον έκανε επιτέλους κάτι, και χρειαζόταν απεγνωσμένα αυτή την ξαφνική αισιοδοξία για να τα βγάλει πέρα. Στην κουζίνα, καθώς μάζευε τα υλικά για το κρασάτο κοτόπουλο κι έβγαζε μια πίτσα με λουκάνικο απ' το ψυγείο, αναρωτήθηκε γιατί είχε χρειαστεί τόσες εβδομάδες, τόσους μήνες για να σκεφτεί την κάμερα. Για την ακρίβεια, άρχισε να συνειδητοποιεί πως ήταν απροσδόκητα παθητική, αν λάμβανε υπόψη τον τρόμο και την κακομεταχείριση που υπέφερε. Α, φυσικά είχε επιδιώξει να κάνει ψυχοθεραπεία. Δύο φορές την εβδομάδα για δεκαέξι μήνες περίπου. Δεν ήταν μικρό κατόρθωμα ο αγώνας της για να πάει στο ραντεβού της με το γιατρό και να γυρίσει, η επιμονή της ενώ τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά· το να υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία, όμως, ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει όταν η ζωή της διαλυόταν. Και η λέξη-κλειδί ήταν αυτό το υποβληθεί, γιατί υποτασσόταν στις μεθόδους θεραπείας και τις συμβουλές του Άριμαν με πρωτοφανή ευπείθεια, αν έπαιρνε κανείς υπόψη πως στο παρελθόν αντιμετώπιζε τους γιατρούς με την ίδια δυσπιστία που έδειχνε και στους πιεστικούς πωλητές αυτοκινήτων, που τους έλεγχε με το να κάνει τη δική της έρευνα και να ζητά μια δεύτερη γνώμη. Βάζοντας την πίτσα στο φούρνο μικροκυμάτων, η Σούζαν χάρηκε που είχε απαλλαγεί από την υποχρέωση να μαγειρέψει ένα περίπλοκο δείπνο και συνειδητοποίησε, σχεδόν με την ένταση μιας θεϊκής αποκάλυψης, πως είχε διατηρήσει τα λογικά της ακολουθώντας κάποιες τελετουργίες εις βάρος της δράσης. Οι τελετουργίες τη νάρκωναν, έκαναν υποφερτή τη δυστυχία της κατάστασής της, αλλά δεν την έφερναν κοντύτερα σε μια λύση των προβλημάτων της, δεν τη γιάτρευαν. Γέμισε το ποτήρι της. Ούτε το κρασί τη γιάτρευε, κι έπρεπε να προσέξει για να μη μεθύσει και τα θαλασσώσει σ'

αυτό που είχε να κάνει, όμως ήταν τόση η έξαψή της, η αδρεναλίνη στον οργανισμό της, που θα μπορούσε να τελειώσει ολόκληρο το μπουκάλι και, έτσι όπως δούλευε ο μεταβολισμός της, να έχει κάψει όλο το αλκοόλ μέχρι τη στιγμή που θα έπεφτε για ύπνο. Καθώς πήγαινε πέρα δώθε στην κουζίνα, περιμένοντας να ετοιμαστεί η πίτσα, η απορία της για τη μακροχρόνια παθητικότητά της μετατράπηκε σε κατάπληξη. Ξαναφέρνοντας τον τελευταίο χρόνο στο νου της, με την τωρινή της αποστασιοποίηση, μπορούσε σχεδόν να πιστέψει πως ένας σατανικός μάγος είχε θολώσει τις σκέψεις της, στραγγίζοντας τη θέλησή της και φυλακίζοντας με τα σκοτεινά του μάγια την ψυχή της. Πάντως, τα μάγια είχαν λυθεί. Η παλιά Σούζαν Τζάγκερ είχε επανέλθει -με καθαρό νου, δραστήρια κι έτοιμη να χρησιμοποιήσει το θυμό της για ν' αλλάξει τη ζωή της. Αυτός ήταν εκεί έξω. Μπορεί ακόμη κι αυτή τη στιγμή να την παρακολουθούσε από τις θίνες. Μπορεί να περνούσε κάπου κάπου μπροστά από το σπίτι της, με τα πατίνια ή με το ποδήλατο του, σαν άλλος ένας Καλιφορνέζος που είχε μανία με τη γυμναστική. Το μόνο σίγουρο, όμως, ήταν πως βρισκόταν εκεί έξω. Το κάθαρμα είχε τρεις συνεχόμενες νύχτες να την επισκεφτεί, αλλά η ανάγκη του είχε μια κανονικότητα που έκανε βέβαιη την επίσκεψή του ως το χάραμα. Ακόμη κι αν δεν κατόρθωνε να μείνει ξύπνια, ακόμη κι αν τη νάρκωνε με κάποιον τρόπο κι έτσι δεν καταλάβαινε η Σούζαν τι της έκανε, θα μάθαινε τα πάντα γι' αυτόν το πρωί, γιατί, με λίγη τύχη, η κρυμμένη κάμερα θα τον τραβούσε επί το έργον. Αν ήταν ο Έρικ στην ταινία, θα τον τσάκιζε, θα τον πατούσε κάτω -και ύστερα θα τον πετούσε έξω απ' τη ζωή της για πάντα. Αν ήταν κάποιος ξένος -πράγμα που φαινόταν εξαιρετικά απίθανο-, θα είχε πλέον στα χέρια της τις αποδείξεις που χρειάζονταν για να πάει στην αστυνομία. Όσο ταπεινωτικό κι αν ήταν να δώσει μια ταινία με τον ίδιο της το βιασμό, αν ήταν απαραίτητο, θα το έκανε. Γυρίζοντας στο τραπέζι για να πάρει το κρασί της, αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν... αν... Αν ένιωθε χρησιμοποιημένη και πονεμένη μόλις θα ξυπνούσε, αν ένιωθε μέσα της αυτή τη ζεστασιά του σπέρματος, αλλά η ταινία την έδειχνε μονάχη στο κρεβάτι, να τινά-

ζεται, είτε εκστατική είτε έντρομη, σαν τρελή σε κατάσταση παροξυσμού. Σαν να ήταν ο επισκέπτης της μια οντότητα -ένας αθέατος δαίμονας- που δεν φαινόταν το είδωλο του στους καθρέφτες και η εικόνα του στη βιντεοταινία. Ανοησίες. Η αλήθεια ήταν εκεί έξω, όμως δεν είχε τίποτε υπερφυσικό. Σήκωσε το ποτήρι της για να πιει μια γουλιά Μερλό και ήπιε το μισό.

Σ Α Ν ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΣΤΙΟΥΑΡΤ, θεάς του σύγχρονου αμερικανικού σπιτιού. Δυο λάμπες δαπέδου με κροσσωτά μεταξωτά αμπαζούρ. Δυο μεγάλες πολυθρόνες με υποπόδια, αντικριστές από τις δυο μεριές ενός τραπεζιού. Πάνω στις πολυθρόνες, μαξιλάρια με κεντητή ούγια. Το τζάκι του καθιστικού στη μια μεριά. Αυτό ήταν το αγαπημένο σημείο της Μάρτι στο σπίτι. Πολλά βράδια τα προηγούμενα τρία χρόνια, αυτή κι ο Ντάστι είχαν καθίσει εκεί μ' ένα βιβλίο στο χέρι, διαβάζοντας σιωπηλοί, ο καθένας χαμένος σ' ένα διαφορετικό μυθιστόρημα κι όμως κοντά ο ένας στον άλλο σαν να κρατιούνταν από το χέρι και να κοιτάζονταν στα μάτια. Τώρα είχε τα πόδια της τραβηγμένα πάνω στην πολυθρόνα κι ήταν λίγο γυρισμένη προς τα αριστερά, δίχως βιβλίο. Καθόταν ασάλευτη, νωθρή· φαινόταν γαλήνια, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν ήρεμη αλλά συναισθηματικά αποκαμωμένη. Στην άλλη πολυθρόνα, ο Ντάστι πάσχιζε να βολευτεί σε μια στάση δήθεν ήρεμου στοχασμού και ανάλυσης, όμως γλιστρούσε επανειλημμένα προς την άκρη της πολυθρόνας. Σταματώντας κάπου κάπου να μιλά, είτε από ντροπή είτε, συχνότερα, γιατί άθελά της έμενε αποσβολωμένη και η ίδια από τις αλλόκοτες λεπτομέρειες της φρενήρους συμπεριφοράς της, η Μάρτι εξιστόρησε τη δοκιμασία της, παύοντας και ξαναρχίζοντας όταν την ενθάρρυνε ήπια με τις ερωτήσεις του ο Ντάστι. Η ίδια η μορφή του Ντάστι την ηρεμούσε και τη γέμιζε ελπίδα, όμως κάποιες φορές δεν μπορούσε να τον κοιτάξει κατάματα. Κάρφωνε το βλέμμα της στο σβηστό τζάκι, σαν να έγλειφαν υπνωτιστικές φλόγες τα κεραμικά κούτσουρα.

Παραδόξως, το διακοσμητικό σετ των μπρούντζινων εργαλείων για το τζάκι δεν την αναστάτωνε. Ένα μικρό φτυάρι. Μια μυτερή λαβίδα. Έ ν α σκαλιστήρι για τη φωτιά. Λίγη ώρα νωρίτερα, η θέα και μόνο του σκαλιστηριού θα είχε παίξει αρπίσματα τρόμου στις χορδές των νεύρων της, σαν ένα αόρατο χέρι. Μέσα της εξακολουθούσε να σιγοκαίει η θράκα της ανησυχίας, τώρα όμως αυτό που φοβόταν περισσότερο ήταν μια ακόμη παραλυτική κρίση πανικού παρά η πιθανότητα να κάνει κάτι βίαιο. Αν και αφηγήθηκε με κάθε ζωηρή λεπτομέρεια την κρίση της, δεν μπορούσε να εκφράσει το πώς είχε νιώσει. Για την ακρίβεια, δυσκολευόταν να θυμηθεί το αληθινό μέγεθος του τρόμου της, γιατί έμοιαζε να 'χει συμβεί σε μια άλλη Μάρτι Ρόουντς, σε μια διαταραγμένη προσωπικότητα που αναδύθηκε για λίγο από το βόρβορο της ψυχής της και τώρα είχε ξαναβυθιστεί. Κάπου κάπου ο Ντάστι κροτάλιζε δυνατά τον πάγο crto ουίσκι του για να της τραβήξει την προσοχή. 'Οταν τον κοίταζε, ύψωνε το ποτό του θυμίζοντάς της να πιει. Η Μάρτι είχε αρνηθεί αρχικά το ουίσκι που της έδωσε, φοβούμενη μήπως έχανε πάλι τον αυτοέλεγχο της. Σιγά σιγά, όμως, το Τζόνι Γουόκερ Ρεντ Λέιμπελ αποδείχτηκε αποτελεσματικό γιατρικό. Ο καλός Βαλές ήταν ξαπλωμένος δίπλα στην πολυθρόνα της και μερικές φορές σηκώθηκε για ν' ακουμπήσει το πιγούνι του στα λυγισμένα της πόδια και να παραδοθεί στα χάδια της, με τα εκφραστικά του μάτια γεμάτα συμπόνια. Δυο φορές έδωσε στο σκύλο μικρά παγάκια απ' το ποτό της. Τα μάσησε μ' ένα παράξενο σοβαρό ύφος απόλαυσης. Όταν τέλειωσε η Μάρτι την εξιστόρησή της, ο Ντάστι είπε: «Και τώρα;» «Θα πάω στο δόκτορα Κλόστερμαν το πρωί. Έκλεισα ραντεβού σήμερα, γυρίζοντας από της Σούζαν, προτού καν χειροτερέψει αληθινά η κατάσταση». «Θα 'ρθω μαζί σου». «Θέλω πλήρη εξέταση. Αίματος. Εγκεφαλογράφημα, μήπως έχω όγκο». «Δεν έχεις όγκο», είπε ο Ντάστι με μια βεβαιότητα βασισμένη καθ' ολοκληρίαν στην ελπίδα. «Δεν έχεις τίποτε σοβαρό». «Έχω κάτι».

«Όχι». Η σκέψη πως μπορεί να είχε κάτι η Μάρτι, και μάλιστα κάτι θανατηφόρο, προκάλεσε τόσο τρόμο στον Ντάστι, που του ήταν αδύνατο να τον κρύψει. Η Μάρτι λάτρευε κάθε γραμμή, κάθε ρυτίδα αγωνίας στο πρόσωπο του, γιατί περισσότερο απ' όλα τα λόγια αγάπης στον κόσμο φανέρωναν πόσο την αγαπούσε. «Αν είχα όγκο στον εγκέφαλο, θα το δεχόμουν», είπε η Μάρτι. «Θα το δεχόσουν;» «Αν το άλλο ενδεχόμενο ήταν μια ψυχική νόσος. Μπορούν να αφαιρέσουν τον όγκο και υπάρχει μια πιθανότητα να μείνεις ο ίδιος άνθρωπος». «Ούτε αυτό είναι», είπε και οι ρυτίδες στο πρόσωπο του βάθυναν. «Ούτε κάποια ψυχική νόσος είναι». «Όμως είναι κάτι», επέμεινε εκείνη.

Καθισμένη στο κρεβάτι, η Σούζαν έτρωγε πίτσα με λουκάνικο κι έπινε Μερλό. Ήταν το πιο υπέροχο δείπνο που γεύτηκε ποτέ. Είχε αρκετή επίγνωση και οξυδέρκεια ώστε να κατανοεί πως τα συστατικά αυτού του απλού γεύματος δεν σχετίζονταν παρά ελάχιστα ή καθόλου με το πόσο νόστιμο κι ευωδιαστό της φαινόταν. Το λουκάνικο, το τυρί και η καλοψημένη ζύμη δεν ήταν σε καμιά περίπτωση τόσο εύγεστα όσο η προοπτική να αποδοθεί δικαιοσύνη. Λυτρωμένη από την παράξενη δειλία και την αδυναμία της, στην πραγματικότητα ορεγόταν λιγότερο την απόδοση δικαιοσύνης και περισσότερο μια μεγάλη, κρύα φέτα εκδίκησης. Δεν είχε αυταπάτες για την αρχέγονη ικανότητά της να νιώσει απόλαυση με την εκδίκηση. Οι άνθρωποι, εν τέλει, κατάγονται απ' τα ζώα, και τα δικά της δόντια ήταν σαν οποιουδήποτε άλλου ανθρώπινου πλάσματος, συμπεριλάμβαναν τέσσερις κυνόδοντες και οκτώ κοπτήρες, για να κόβουν και να ξεσχίζουν. Αναλογιζόμενη τώρα τον τρόπο με τον οποίο είχε υπερασπιστεί τον Έρικ στη Μάρτι, δάγκωσε ένα κομμάτι πίτσα και το μάσησε με άγρια χαρά. Αν ήταν η αγοραφοβία της μια άμυνα απέναντι στον πόνο για τη μοιχεία του Έρικ, τότε ίσως να του άξιζε να πληρώσει γι' αυτό. Αν ήταν εκείνος, όμως, ο φασματικός της ε-

φΟΙΙΙΛ

207

ΛΜΐκέπτης, αυτός που βίαζε έτσι ανελέητα το νου και το Ηομμί της, τότε ήταν ένας ολότελα διαφορετικός άνθρωπος tut,' αυτόν που νόμιζε η Σούζαν πως είχε παντρευτεί. Δεν ήtuv άνθρωπος, για την ακρίβεια, αλλά κάποιο ον, κάτι μισηt(J. Τ/να ερπετό. Με στοιχεία στα χέρια της, θα χρησιμοποιούσε το νόμο για να τον κομματιάσει όπως θα κομμάτιαζε ι'νας ξυλοκόπος έναν κροταλία με το τσεκούρι του. 11 Σούζαν, καθώς έτρωγε, περιεργάστηκε την κρεβατοκάμαρα, προσπαθώντας να αποφασίσει πού θα ήταν καλύιι ρα να κρύψει την κάμερα.

11 Μάρτι καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και παρακολουθούσε τον Ντάστι να συμμαζεύει το χάος που είχε προκαλέσει εκείνη. Όταν έσυρε ο Ντάστι τον κάδο από τη βεράντα στην κουζίνα, το περιεχόμενο του κροτάλισε και κουδούνισε σαν τα εργαλεία στην τσάντα ενός χασάπη. Η Μάρτι κράτησε και με τα δυο της χέρια το ποτήρι με το ουίσκι της και το σήκωσε στα χείλη της. Αφού έκλεισε την πόρτα, ο Ντάστι έβαλε τα μαχαιροπίρουνα και τα υπόλοιπα σκεύη στο πλυντήριο πιάτων. Η θέα των κοφτερών λεπίδων και των αιχμηρών δοντιών, το κουδούνισμα και το ξύσιμο του μετάλλου πάνω στο μέταλλο δεν τάραξαν τη Μάρτι. Ο λαιμός της έκλεισε, όμως, και το ζεστό ουίσκι κατέβηκε αργά, σαν να διέρρεε, παχύρρευστο, μέσα από ένα εμπόδιο στον οισοφάγο της. Ο Ντάστι ξανάβαλε το Σαρντονέ και το Σαμπλί στο ψυγείο. Τα μπουκάλια σίγουρα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν αποτελεσματικά ρόπαλα, ικανά να σχίσουν το δέρμα του κεφαλιού και να σπάσουν το κόκαλο, όμως το μυαλό της Μάρτι δεν ήταν πλημμυρισμένο πια από τον πειρασμό να τα ζυγιάσει και να τα κατεβάσει με δύναμη. Αφού ξανάβαλε τα αδειασμένα συρτάρια στη θέση τους και τακτοποίησε ό,τι δεν χρειαζόταν πλύσιμο, ο Ντάστι είπε: «Τα πράγματα στο γκαράζ μπορούν να περιμένουν ως το πρωί». Εκείνη ένευσε, όμως δεν είπε τίποτε, εν μέρει γιατί δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της να μιλήσει. Εδώ, στο μέρος που έπαθε την αλλόκοτη κρίση της, οι αναμνήσεις από την τρέλα της πλανιόνταν στον αέρα σαν φαρμακερά σπόρια και η

Μάρτι σχεδόν περίμενε να τη μολΰνουν ξανά - σκεφτόταν πως, αν προσπαθούσε να μιλήσει, μπορεί να άκουγε τον εαυτό της να ξεστομίζει κάθε λογής παρανοϊκές κουβέντες. Όταν της πρότεινε ο Ντάστι να δειπνήσουν, η Μάρτι ισχυρίστηκε πως δεν είχε όρεξη, όμως εκείνος επέμεινε πως έπρεπε να φάει. Μέσα στο ψυγείο υπήρχε μια κατσαρόλα με προχθεσινά λαζάνια, που ήταν αρκετά και για τους δυο τους. Ο Ντάστι τα ζέστανε στο φούρνο μικροκυμάτων. Καθάρισε κι έκοψε μερικά φρέσκα μανιτάρια. Το μαχαίρι φαινόταν ακίνδυνο στα χέρια του. Καθώς ο Ντάστι σοτάριζε τα μανιτάρια με βούτυρο και κρεμμύδι κομμένο σε κύβους και μετά τα ανακάτευε σ' ένα κατσαρολάκι μαζί μ' ένα πακέτο γλυκά μπιζέλια, ο Βαλές καθόταν μπροστά στο φούρνο μικροκυμάτων, με βλέμμα ονειροπόλο, και ανάσαινε βαθιά την ευωδιά των λαζανιών που ζεσταίνονταν. Υπό το πρίσμα αυτού που είχε κάνει εδώ η Μάρτι πριν από λίγη ώρα, η ζεστή σπιτική σκηνή τώρα της φαινόταν σουρεαλιστική. Ήταν σαν να είχε διασχίσει μια πελώρια φλεγόμενη πεδιάδα της κόλασης, που βρομούσε θείο, για να καταλήξει σ' ένα μαγαζί με λουκουμάδες. Όταν σέρβιρε ο Ντάστι, η Μάρτι αναρωτήθηκε μήπως είχε βάλει δηλητήριο, νωρίτερα, στα προχθεσινά λαζάνια. Δεν θυμόταν να έχει κάνει κάτι τόσο δόλιο. Εξακολουθούσε όμως να υποψιάζεται πως η μνήμη της παρουσίαζε κενά: υπήρχαν χρονικές περίοδοι κατά τη διάρκεια των οποίων ενεργούσε σαν να είχε επίγνωση, δίχως όμως να θυμάται τίποτε στη συνέχεια. Βέβαιη πως ο Ντάστι θα έτρωγε τα λαζάνια μόνο και μόνο για να αποδείξει την εμπιστοσύνη του σ' αυτή, συγκρατήθηκε και δεν τον προειδοποίησε. Για να προφυλαχτεί από το θλιβερό ενδεχόμενο να ήταν η μόνη που θα επιζούσε από το δείπνο, αγνόησε το γεγονός ότι δεν πεινούσε καθόλου κι έφαγε το περισσότερο φαγητό που ήταν στο πιάτο της. Αρνήθηκε, όμως, να χρησιμοποιήσει πιρούνι, και το έφαγε με το κουτάλι.

Μια βάση Μπιντερμάιερ ήταν στημένη σε μια γωνιά της κρεβατοκάμαρας της Σούζαν Τζάγκερ. Πάνω στη βάση υ-

ΦΟΙΙΙΑ

209

πήρχε ένα μπρούντζινο κύπελλο με μια μινιατούρα δέντρου μινγκ, που δεν το 'βλεπε καθόλου ο ήλιος γιατί οι κουρτίνες ήταν πάντα κλειστές, αλλά που έθαλλε γιατί ένα μικρό φως για φυτά ήταν τοποθετημένο από πίσω του. Στη βάση του μικρού δέντρου υπήρχε πυκνός κισσός με (κπεροειδή φυλλαράκια, που σκέπαζε το χώμα κι έπεφτε στα πλάγια του καμπυλωτού μπρούντζινου δοχείου. Αφού υπολόγισε την καλύτερη οπτική γωνία μεταξύ του δοχείου και του κρεβατιού, τοποθέτησε την κάμερα μες στο δοχείο και την έκρυψε προσεκτικά κάτω από τον κισσό. Έσβησε το φως του φυτού κι άφησε αναμμένη τη λάμπα στο κομοδίνο. Το δωμάτιο δεν έπρεπε να είναι πολύ σκοτεινό, για να φαίνεται κάτι στην ταινία. Για να μην προκαλέσει υποψίες η αναμμένη λάμπα, η Σούζαν έπρεπε να δίνει την εντύπωση ότι είχε αποκοιμηθεί ενώ διάβαζε. Για να το πετύχει, δεν χρειαζόταν παρά ένα μισοτελειωμένο ποτήρι κρασί στο κομοδίνο κι ένα ανοιχτό βιβλίο. Έκανε το γύρο του δωματίου, κοιτάζοντας από κάθε γωνία το μπρούντζινο δοχείο. Η κάμερα ήταν καλά κρυμμένη. Μονάχα από μια πολύ οξεία γωνία, φαινόταν μια κεχριμπαρένια αντανάκλαση της λάμπας να γυαλίζει σαν μάτι θεριού στον σκοτεινό φακό, σαν να κρυφοκοίταζε μια μονόφθαλμη σαύρα μέσα απ' τον κισσό. Αυτό το σημάδι, όμως, ήταν τόσο ασήμαντο, που δεν θα τραβούσε την προσοχή ούτε ενός δαίμονα ούτε ενός κοινού θνητού. Η Σούζαν γύρισε στην κάμερα, έβαλε το δάχτυλο της μέσα στον κισσό, έψαξε για λίγο και πάτησε ένα κουμπί. Ύστερα τραβήχτηκε δυο βήματα και στάθηκε ολότελα ασάλευτη, με το κεφάλι γερτό, κρατώντας την ανάσα της κι ακούγοντας. Αν και η θέρμανση ήταν σβηστή και δεν δούλευε ο ανεμιστήρας του καυστήρα, αν και δεν ψιθύριζε ο αέρας στα γείσα ή στα παράθυρα, αν και η σιγαλιά μες στην κάμαρη ήταν τόσο απόλυτη όσο θα μπορούσε να ελπίζει κανείς σ' αυτή την εποχή των μηχανών, η Σούζαν δεν άκουσε το βουητό της κάμερας. Το μηχάνημα ανταποκρινόταν στην εγγύηση του κατασκευαστή -όντως λειτουργούσε αθόρυβα- κι ο κισσός έπνιγε ολότελα τον αμυδρό ήχο των καρουλιών της κασέτας, καθώς γύριζαν. Ξέροντας πως κάποιες αρχιτεκτονικές ιδιομορφίες μπορούσαν να κάνουν τον ήχο να ταξιδέψει σε απρόσμενες

τροχιές, αυξάνοντας τον στο τέλος της τροχιάς του, έκανε το γΰρο του δωματίου. Πέντε φορές στάθηκε για ν' αφουγκραστεί, όμως δεν άκουσε τίποτε ύποπτο. Η Σούζαν, ικανοποιημένη, έβγαλε την κάμερα από τον κισσό και είδε τι είχε βιντεοσκοπήσει, στην ενσωματωμένη οθόνη της κάμερας. Φαινόταν ολόκληρο το κρεβάτι και στην αριστερή άκρη της εικόνας η είσοδος του δωματίου. Είδε τον εαυτό της να εμφανίζεται και να χάνεται, ξανά και ξανά, σταματώντας για να δει αν ακουγόταν το σιγανό βουητό της κάμερας. Ξαφνιάστηκε βλέποντας πόσο νέα και ελκυστική φαινόταν. Τον τελευταίο καιρό, δεν έβλεπε τόσο καθαρά τον εαυτό της όταν κοιτιόταν στον καθρέφτη. Στον καθρέφτη έβλεπε λιγότερο το σωματικό είδωλο της και περισσότερο το ψυχολογικό: μια Σούζαν Τζάγκερ γερασμένη από το χρόνιο άγχος, με τα χαρακτηριστικά της σβησμένα, θολά ύστερα από δεκάξι μήνες απομόνωσης, σκυθρωπή από την ανία και αδυνατισμένη από την ανησυχία. Αυτή η γυναίκα στην ταινία ήταν όμορφη και λυγερή. Και, το πιο σημαντικό, ήταν γεμάτη αποφασιστικότητα. Ήταν μια γυναίκα με ελπίδα -και μέλλον. Ευχαριστημένη, η Σούζαν ξανάδε την ταινία. Και να την, άλλη μια φορά, να προβάλλει στην οθόνη της κάμερας για να κινηθεί γεμάτη αποφασιστικότητα στην κρεβατοκάμαρα, μπαινοβγαίνοντας στην εικόνα και σταματώντας για να αφουγκραστεί: μια γυναίκα μ' ένα σχέδιο.

Ακόμη κι ένα κουτάλι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο αν το 'πιάνε ανάποδα, το κρατούσε από το κοίλο μέρος και κάρφωνε με τη λαβή. Μολονότι δεν ήταν μυτερό σαν μαχαίρι, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να τρυπήσει, για να τυφλώσει. Σποραδικά ρίγη διαπερνούσαν τη Μάρτι, κάνοντας το κουτάλι να πάλλεται ανάμεσα στα δάχτυλά της. Δυο φορές κροτάλισε πάνω στο πιάτο της σαν να 'θελε να τραβήξει την προσοχή η Μάρτι για να κάνει μια πρόποση. Μπήκε στον πειρασμό ν' αφήσει το κουτάλι σε κάποιο μέρος που δεν θα το έφτανε και να φάει με τα χέρια. Φο-

βούμενη, όμως, πως θα φαινόταν ακόμη πιο τρελή στα μάτια του Ντάστι απ' όσο ε'δειχνε ήδη, συνέχισε να τρώει με το κουτάλι. Η συζήτηση τους καθώς έτρωγαν ήταν αμήχανη. Ακόμη και μετά τη λεπτομερή εξιστόρηση της Μάρτι στο καθιστικό, ο Ντάστι είχε πολλές απορίες σχετικά μ' αυτή την κρίση πανικού κι εκείνη γινόταν όλο και πιο απρόθυμη να το συζητήσει. Κατ' αρχήν το ζήτημα της προκαλούσε κατάθλιψη. Όταν ξανάφερνε στο νου της την αλλόκοτη συμπεριφορά της, ένιωθε αβοήθητη, σαν να είχε ξαναγίνει ένα αδύναμο και εξαρτημένο κοριτσάκι. Συν τοις άλλοις, τη βασάνιζε μια παράλογη αλλά ακλόνητη πεποίθηση πως το να μιλά γι' αυτή την κρίση πανικού θα προκαλούσε μια καινούρια. Ένιωθε πως καθόταν πάνω σε μια καταπακτή και πως, όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο πιθανότερο ήταν να πει τη λέξη που θα 'κανε την πόρτα ν' ανοίξει απότομα ρίχνοντάς τη στην άβυσσο από κάτω. Τον ρώτησε πώς ήταν η μέρα του κι εκείνος απαρίθμησε διάφορες δουλειές που έκανε συνήθως όταν δεν ήταν καλός ο καιρός για βάψιμο. Αν και ο Ντάστι δεν έλεγε ποτέ ψέματα, η Μάρτι διαισθάνθηκε πως κάτι της έκρυβε. Φυσικά, στην τωρινή της κατάσταση, ήταν πολύ παρανοϊκή για να μπορεί να εμπιστευτεί τη διαίσθησή της. Σπρώχνοντας παράμερα το πιάτο του, της είπε: «Αποφεύγεις διαρκώς να με κοιτάξεις στα μάτια». Εκείνη δεν το αρνήθηκε. «Το απεχθάνομαι να με βλέπεις σ' αυτή την κατάσταση». «Σε ποια κατάσταση;» «Αδύναμη». «Δεν είσαι αδύναμη». «Αυτά τα λαζάνια έχουν περισσότερο νεύρο από μένα». «Είναι δύο ημερών. Διάβολε, αν αυτά τα λαζάνια ήταν άνθρωποι, θα ήταν ογδόντα πέντε χρονών». «Αισθάνομαι ογδόντα πέντε χρονών». Εκείνος είπε: «Λοιπόν, σε διαβεβαιώνω, δείχνεις να είσαι σε πολύ, πολύ καλύτερη κατάσταση απ' αυτά τα λαζάνια». «Ξέρεις πώς να ρίξεις ένα κορίτσι, ε;» «Ξέρεις τι λένε για τους μπογιατζήδες». «Τι λένε;» «Τα λόγια του μπογιατζή είναι πιο απαλά κι απ' το πινέλο του».

Τον κοίταξε κατάματα. Αυτός της χαμογέλασε και είπε: «Τα πράματα θα πάνε μια χαρά, Μάρτι». «Όχι, εκτός κι αν καλυτερεύσουν τ' αστεία σου». «Σιγά την αδύναμη».

Κάνοντας το γύρο των επάλξεων του οχυρού της, των τεσσάρων δωματίων του σπιτιού της, η Σούζαν Τζάγκερ βεβαιώθηκε πως όλα τα παράθυρα ήταν σφαλισμένα. Η μόνη πόρτα του διαμερίσματος που άνοιγε στον έξω κόσμο βρισκόταν στην κουζίνα κι έκλεινε με δυο κλειδαριές ασφαλείας και μια αλυσίδα. Αφού έλεγξε τις κλειδαριές, έγειρε μια καρέκλα της κουζίνας στα πίσω πόδια της και τη σφήνωσε κάτω από το πόμολο. Ακόμη κι αν είχε κλειδί ο Έρικ, η καρέκλα θα τον εμπόδιζε ν' ανοίξει την πόρτα. Φυσικά είχε ξαναδοκιμάσει το κόλπο με την καρέκλα και δεν είχε κατορθώσει να εμποδίσει τον παρείσακτο. Αφού είχε κρύψει την κάμερα και είχε ελέγξει τη γωνία λήψης, είχε βγάλει την μπαταρία για να την ξαναβάλει σε μια πρίζα του μπάνιου. Τώρα ήταν πλήρως φορτισμένη. Έβαλε την μπαταρία κι έκρυψε την κάμερα στον κισσό κάτω από το δέντρο μινγκ. Θα την έθετε σε λειτουργία προτού πλαγιάσει και ύστερα θα είχε τρεις ώρες ταινία -με το σύστημα παράτασης του χρόνου μαγνητοσκόπησης- για να πιάσει τον Έρικ εν δράσει. Όλα τα συγχρονισμένα ρολόγια συμφωνούσαν: 9:40 μ.μ. Η Μάρτι είχε υποσχεθεί να τηλεφωνήσει πριν από τις έντεκα. Η Σούζαν εξακολουθούσε να λαχταρά ν' ακούσει την ανάλυση και τις συμβουλές της φίλης της, όμως δεν σκόπευε να της πει για την κάμερα. Μπορεί να είχε παγιδεύσει ο Έρικ το τηλέφωνο της και να την άκουγε. Αχ, τι όμορφα που ένιωθε εδώ, στην πίστα χορού της Ντίσκο Παράνοια, χορεύοντας γύρω γύρω, στην τρομακτική αγκαλιά ενός κακόβουλου ξένου, με την ορχήστρα να παίζει έναν πένθιμο σκοπό κι εκείνη να πασχίζει βλοσυρά να βρει το κουράγιο να κοιτάξει κατάματα το χορευτή που τα βήματά του ακολουθούσε.

Ζ Λ Ύ Ο Π Ο Τ Η Ρ Ι Α Ο Υ Ι Σ Κ Ι , ένα πιάτο προχθεσινά λαζάνια και τα συμβάντα αυτής της φριχτής ημέρας άφησαν τη Μάρτι μουδιασμένη απ' την εξάντληση. Καθώς έπλενε ο Ντάστι τα πιάτα, εκείνη καθόταν στο τραπέζι και τον παρακολουθούσε με τα βλέφαρά της να γέρνουν. Περίμενε να μείνει ξύπνια ως το χάραμα, βασανισμένη από την αγωνία και τρέμοντας το μέλλον. Τώρα όμως το μυαλό της επαναστατούσε στην ιδέα πως θα επωμιζόταν ένα ακόμη βαρύτερο φορτίο ανησυχίας, παύοντας προσωρινά να λειτουργεί. Ένας καινούριος φόβος, πως μπορεί να υπνοβατούσε, ήταν το μόνο που την εμπόδιζε να κλείσει τα μάτια εδώ, στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν είχε υπνοβατήσει ποτέ ως τώρα, αλλά ούτε κρίση πανικού είχε πάθει, οπότε τα πάντα ήταν δυνατά. Αν βάδιζε στον ύπνο της, μπορεί εκείνη η Άλλη Μάρτι να αναλάμβανε τον έλεγχο του κορμιού της. Γλιστρώντας αθόρυβα απ' το κρεβάτι κι αφήνοντας τον Ντάστι να ονειρεύεται, η Άλλη Μάρτι μπορεί να κατέβαινε ξυπόλυτη στο ισόγειο, κινούμενη άνετα σαν τυφλή στο σκοτάδι, για να βγάλει ένα καθαρό μαχαίρι από το πλυντήριο πιάτων. Ο Ντάστι την έπιασε απ' το χέρι και την οδήγησε από το ένα δωμάτιο του ισογείου στο άλλο, σβήνοντας ένα ένα τα φώτα. Ο Βαλές τους ακολουθούσε αθόρυβα, με τα μάτια του κόκκινα και λαμπερά στη σκοτεινιά. Ο Ντάστι είχε φέρει το αδιάβροχο της Μάρτι απ' την κουζίνα και στάθηκε για να το κρεμάσει στην ντουλάπα στο χολ. Νιώθοντας κάτι βαρύ σε μια από τις τσέπες, έβγαλε ένα βιβλίο τσέπης. «Το διαβάζεις ακόμη;» τη ρώτησε.

«Είναι αληθινό θρίλερ». «Μα το κουβαλάς εδώ και αιώνες στο γιατρό της Σούζαν». «Όχι τόσο πολύ». Χασμουρήθηκε. «Το γράψιμο είναι καλό». «Αληθινό θρίλερ -και δεν μπορείς να το τελειώσεις εδώ κι έξι μήνες;» «Δεν έχουν περάσει έξι μήνες, έτσι δεν είναι; Όχι. Αποκλείεται. Η πλοκή είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Οι χαρακτήρες ζωηροί. Το απολαμβάνω». Την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Τι τρέχει μ' εσένα;» «Πολλά. Το σημαντικότερο τώρα, όμως, είναι πως είμαι πτώμα απ' την κούραση». Δίνοντάς της το βιβλίο, είπε: «Αν έχεις πρόβλημα να κοιμηθείς, προφανώς μια σελίδα από τούτο δω είναι καλύτερη κι από Νεμπουτάλ». Να κοιμηθεί: ίσως να υπνοβατήσει, να μαχαιρώσει, να κάψει. Ο Βαλές ανέβηκε πρώτος. Καθώς ανέβαινε η Μάρτι, με το ένα χέρι στην κουπαστή, ενώ ο Ντάστι την κρατούσε από τη μέση, ανακουφίστηκε λιγάκι συνειδητοποιώντας πως ίσως να την ξυπνούσε ο σκύλος σε περίπτωση που υπνοβατούσε. Ο καλός Βαλές θα έγλειφε τα γυμνά της πόδια, θα χτυπούσε την όμορφη ουρά του στις γάμπες της καθώς θα κατέβαινε η Μάρτι τα σκαλιά και σίγουρα θα της γάβγιζε αν έβγαζε ένα χασαπομάχαιρο από το πλυντήριο πιάτων και δεν το χρησιμοποιούσε για να του κόψει ένα μεζεδάκι από το στήθος κοτόπουλου που είχε μες στο ψυγείο.

Η Σούζαν ετοιμάστηκε να ξαπλώσει φορώντας μια απλή άσπρη βαμβακερή κιλότα -δίχως δαντέλα ή κέντημα ή άλλο στολίδι- κι ένα λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι. Πριν από τους τελευταίους μήνες, της άρεσαν τα χρωματιστά, δαντελωτά εσώρουχα. Τώρα, όμως, η ελκυστικότητα και η σεξουαλικότητα είχαν συνδεθεί στο μυαλό της με το βιασμό. Κρόσσια, φραμπαλάδες, φεστόνια, μπροντερί ανγκλέζ, δαντέλες Βρυξελλών, βενετικές, γαϊτανωτές: όλα αυτά μπορούσαν να ενθαρρύνουν το μυστηριώδη μεταμεσονύ-

χτιο επισκέπτη της, μπορεί να θεωρούσε τις δαντέλες πρόκληση για να την κακομεταχειριστεί ακόμη πιο πολΰ. Για λίγο καιρό φορούσε αντρικές πιτζάμες στο κρεβάτι, φαρδιές και άσχημες, και ύστερα μια φαρδιά βαμβακερή φόρμα. Όμως δεν αποθάρρυναν το κάθαρμα. Για την ακρίβεια, αφού την έγδυνε και τη χρησιμοποιούσε βάναυσα, έβρισκε το χρόνο να την ξαναντύσει με μεγάλη προσοχή, σαν να την κορόιδευε. Αν είχε κουμπώσει η Σούζαν όλα τα κουμπιά της πιτζάμας προτού πλαγιάσει, τα κούμπωνε κι εκείνος όλα- αν είχε αφήσει όμως ένα ξεκούμπωτο, το ίδιο εξακολουθούσε να είναι ξεκούμπωτο όταν ξυπνούσε. Και της ξανάδενε το κορδόνι του παντελονιού της πιτζάμας ακριβώς με το φιόγκο που το είχε δέσει και η ίδια. Έτσι, είχε αποφασίσει να φοράει απλά λευκά βαμβακερά εσώρουχα, θέλοντας να δείξει πως παρέμενε αθώα. Ότι αρνούνταν να ταπεινωθεί ή να βρομιστεί, ανεξάρτητα από το τι της έκανε εκείνος.

Ο Ντάστι ανησυχούσε με την ξαφνική χαύνωση της Μάρτι. Ισχυριζόταν πως ήταν αποκαμωμένη, αλλά εκείνος, κρίνοντας από τη συμπεριφορά της, συμπέρανε πως αυτό που την κατέβαλλε ήταν λιγότερο η κούραση και περισσότερο μια βαθιά κατάθλιψη. Κινούνταν νωθρά, όχι με την αδέξια χαλαρότητα κάποιου αποκαμωμένου αλλά με την άκαμπτη, βαριά αποφασιστικότητα κάποιου που κουβαλούσε ένα δυσβάσταχτο φορτίο. Το πρόσωπο της ήταν σφιγμένο, και όχι χαλαρό από την κούραση. Η Μάρτι δεν απείχε παρά μισό βήμα απ' το φανατισμό σε ό,τι αφορούσε την υγιεινή των δοντιών, απόψε όμως δεν μπήκε καν στον κόπο να τα βουρτσίσει. Τρία χρόνια ήταν παντρεμένοι κι αυτό δεν είχε ξανασυμβεί. Κάθε βράδυ, απ' όσο θυμόταν ο Ντάστι, η Μάρτι έπλενε το πρόσωπο της, έβαζε ενυδατική λοσιόν και βούρτσιζε τα μαλλιά της. Όμως όχι απόψε. Παραλείποντας το βραδινό της τελετουργικό, πλάγιασε με τα ρούχα της. Όταν κατάλαβε ο Ντάστι πως δεν σκόπευε να ξεντυθεί, της έλυσε τα κορδόνια και της έβγαλε τα παπούτσια. Τις

κάλτσες. Ύστερα το τζιν. Εκείνη δεν αντιστάθηκε αλλά ούτε συνεργάστηκε. Ήταν πολύ δύσκολο να της βγάλει το πουκάμισο, μια κι ήταν ξαπλωμένη στο πλάι, με τα γόνατα ανεβασμένα και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Αφήνοντάς τη μισοντυμένη, ο Ντάστι τη σκέπασε, της τράβηξε τα μαλλιά απ' το πρόσωπο και τη φίλησε στο μέτωπο. Τα βλέφαρά της έγερναν, όμως στα μάτια της υπήρχε κάτι πιο βαρύ, πιο έντονο από την κούραση απλώς. «Μη φεύγεις», του είπε βραχνά. «Δε φεύγω». «Μη μ' εμπιστεύεσαι». «Κι όμως, σε εμπιστεύομαι». «Μην κοιμηθείς». «Μάρτι...» «Θέλω να μου το υποσχεθείς. Μην κοιμηθείς». «Εντάξει». «Υποσχέσου το». «Σ' το υπόσχομαι». «Γιατί μπορεί να σε σκοτώσω στον ύπνο σου», είπε κι έκλεισε τα μάτια της, που το χρώμα τους ήταν σαν να άλλαξε από γαλάζιο του κενταυρίου σε γαλάζιο της κυανιδίνης και ύστερα σε κόκκινο της αλιζαρίνης καθώς έκλειναν τα βλέφαρά της. Εκείνος απέμεινε να την κοιτάζει, φοβισμένος όχι από την προειδοποίησή της, όχι για τον εαυτό του, αλλά γι' αυτή. Η Μάρτι μουρμούρισε: «Η Σούζαν». «Τι τρέχει με τη Σούζαν;» «Μόλις θυμήθηκα πως δε σου είπα για τη Σούζαν. Παράξενα πράματα. Έπρεπε να της τηλεφωνήσω, υποτίθεται». «Μπορείς να την πάρεις το πρωί». «Τι σόι φίλη είμαι;» μουρμούρισε. «Θα καταλάβει. Τώρα κοίτα μόνο να ξεκουραστείς». Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, η Μάρτι έμοιαζε να έχει αποκοιμηθεί με τα χείλη μισάνοιχτα και ανασαίνοντας από το στόμα. Οι ρυτίδες που είχε χαράξει η αγωνία στις γωνιές των ματιών της έσβησαν. Έπειτα από ένα εικοσάλεπτο, ο Ντάστι ήταν ανακαθισμένος στο κρεβάτι και κλωθογύριζε στο νου του την μπερδεμένη ιστορία που του είχε πει η Μάρτι, πασχίζοντας να την ξεμπερδέψει και να τη βάλει σε μια σειρά μ' ένα ξεκάθαρο νόημα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Για να μην τους

ξυπνούν, είχαν χαμηλώσει τελείως την ένταση στη συσκευή της κρεβατοκάμαρας κι αυτό που χτυπούσε τώρα ήταν το τηλέφωνο στο γραφείο της Μάρτι, στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ύστερα από το δεύτερο κουδούνισμα, απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Φαντάστηκε πως θα ήταν η Σούζαν, αν και θα μπορούσε να είναι ο Σκιτ ή κάποιος από το προσωπικό της κλινικής Νέα Ζωή. Φυσιολογικά θα πήγαινε στο γραφείο της για ν' ακούσει το μήνυμα, όμως δεν ήθελε να ξυπνήσει η Μάρτι ενώ εκείνος θα έλειπε και να ανακαλύψει πως είχε αθετήσει την υπόσχεσή του να μη φύγει. Ο Σκιτ ήταν ασφαλής και σε καλά χέρια, και όποια «παράξενα πράματα» κι αν συνέβαιναν με τη Σούζαν, αποκλείεται να ήταν πιο παράξενα ή πιο σημαντικά απ' αυτά που συνέβησαν απόψε εδώ. Μπορούσε να περιμένει ως το πρωί. Ο Ντάστι έστρεψε ξανά την προσοχή του στα γεγονότα που του είχε αφηγηθεί η Μάρτι. Κάθε αλλόκοτο συμβάν και κάθε παράδοξη λεπτομέρεια τον γέμιζαν με ανησυχία, και βρέθηκε πλημμυρισμένος από μια παράξενη βεβαιότητα πως ό,τι είχε συμβεί στη γυναίκα του με κάποιον τρόπο σχετιζόταν με ό,τι είχε συμβεί στον αδερφό του. Ένιωσε να υπάρχουν κάποιες παράλληλες ιδιορρυθμίες, αν και η ακριβής φύση της σχέσης τους του διέφευγε. Αναμφισβήτητα, αυτή ήταν η πιο παράξενη μέρα στη ζωή του και το ένστικτο του του έλεγε πως δεν ήταν απλή σύμπτωση ότι ο Σκιτ και η Μάρτι είχαν εκδηλωθεί ταυτόχρονα. Σε μια γωνιά της κάμαρης, ο Βαλές ήταν κουλουριασμένος στο κρεβάτι του, ένα μεγάλο μαξιλάρι από προβιά, όμως δεν κοιμόταν. Ήταν ξαπλωμένος με το πιγούνι του ακουμπισμένο στο πόδι του και με τα μάτια του καρφωμένα στην αφεντικίνα του που κοιμόταν στο χρυσαφένιο φως της λάμπας.

Η Μάρτι δεν είχε αμελήσει ποτέ μια υποχρέωσή της- έτσι, είχε κάμποσο «απόθεμα» φερεγγυότητας και η Σούζαν δεν ένιωσε θιγμένη όταν δεν της τηλεφώνησε, όπως της είχε υποσχεθεί, ως τις έντεκα, όμως αισθάνθηκε ανησυχία. Της τηλεφώνησε εκείνη, της απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής και η ανησυχία της εντάθηκε. Αναμφίβολα η Μάρτι είχε αναστατωθεί και είχε σαστί-

οει όταν της είπε η Σούζαν για τον αόρατο βιαστή που έμοιαζε να περνά μέσα από τις κλειδωμένες πόρτες. Της ζήτησε να της δώσει λίγο χρόνο για να το σκεφτεί. Όμως της Μάρτι δεν της άρεσε να υπεκφεύγει κι έλεγε πάντα τα πράγματα με τ' όνομά τους. Τώρα πια θα είχε καταλήξει σε μια σοφή συμβουλή -ειδάλλως θα είχε τηλεφωνήσει για να της πει πως χρειαζόταν κι άλλα στοιχεία για να πιστέψει αυτή την ολότελα απίθανη ιστορία. «Εγώ είμαι», είπε η Σούζαν στον αυτόματο τηλεφωνητή. «Τι τρέχει; Είσαι καλά; Νομίζεις πως είμαι τρελή; Δεν πειράζει αν το νομίζεις. Τηλεφώνησέ μου». Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα και μετά το 'κλείσε". Το πιθανότερο ήταν να μην είχε να προτείνει η Μάρτι κάτι με περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από την κάμερα, κι έτσι η Σούζαν συνέχισε τις προετοιμασίες της. Ακούμπησε ένα μισογεμάτο ποτήρι κρασί στο κομοδίνο, όχι για να το πιει, αλλά για να φαίνεται πως την είχε πάρει ο ύπνος ενώ έπινε. Ύστερα έπεσε στο κρεβάτι μ' ένα βιβλίο, ανακαθισμένη, ακουμπισμένη σε μια στοίβα μαξιλάρια. Ήταν πολύ νευρική για να διαβάσει. Για λίγο παρακολούθησε μια παλιά ταινία στην τηλεόραση, τη Σκοτεινή Διάβαση, όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ιστορία. Το μυαλό της πλανιόταν σε σκοτεινότερα και πιο τρομακτικά σοκάκια απ' οποιοδήποτε είχαν διασχίσει ποτέ ο Μπόγκαρτ και η Μπακόλ. Αν και βρισκόταν σε πρωτοφανή εγρήγορση, θυμόταν άλλες βραδιές που, ενώ είχε την αίσθηση πως θα ξαγρυπνούσε, ξαφνικά βυθιζόταν σ' έναν αφύσικα βαθύ ύπνο -και τη βίαζαν. Αν τη νάρκωναν κρυφά, δεν μπορούσε να προβλέψει πότε θα επιδρούσε το ναρκωτικό και δεν ήθελε ν' ανακαλύψει ξυπνώντας πως και την είχαν βιάσει και δεν είχε βάλει σε λειτουργία την κάμερα. Τα μεσάνυχτα πλησίασε στην κάμερα, έβαλε το δάχτυλο της μέσα στον κισσό κάτω από το δεντράκι μινγκ, πάτησε το κουμπί και ξαναγύρισε στο κρεβάτι. Αν ήταν ακόμη ξύπνια στη μία, θα γύριζε πίσω την ταινία και θ' άρχιζε να βιντεοσκοπεί απ' την αρχή, και πάλι στις δύο και στις τρεις, ώστε, αν την έπαιρνε ο ύπνος, να υπήρχαν λιγότερες πιθανότητες να τελειώσει η ταινία πριν μπει το κάθαρμα στην κρεβατοκάμαρα. Έσβησε την τηλεόραση για να κάνει πιο πειστικό το σε-

νάριο «αποκοιμήθηκα καθώς διάβαζα», αλλά και γιατί ήταν πιθανό ο ήχος της να σκέπαζε τους θορΰβους από άλλα σημεία του διαμερίσματος. Πέρασε λιγότερο από ένα λεπτό σιωπής και, καθώς ετοιμαζόταν να σηκώσει το βιβλίο, το τηλέφωνο χτύπησε. Υποθέτοντας πως ήταν η Μάρτι, η Σούζαν απάντησε: «Ναι;» «Ο Μπεν Μάρκο είμαι». Γρανιτένιοι τοίχοι υψώθηκαν ξαφνικά γύρω από την καρδιά της Σούζαν, σφίγγοντάς την, πιέζοντας τις κοιλίες και τους κόλπους, σαν να ήταν ο Μπεν Μάρκο ένας μαγικός χτίστης που, με τη φωνή του και μόνο, έκανε να εμφανιστούν τούβλα και λάσπη. Καθώς η καρδιά της βροντοχτυπούσε κλεισμένη μες στη φυλακή της, ο νους της άνοιξε σαν να ήταν σπίτι που η στέγη του ξηλώθηκε από έναν κυκλώνα και ξαφνικά οι σκέψεις της σκόρπισαν στον αέρα σαν σκόνη και αραχνιές, και μες στο κεφάλι της απλώθηκε, από τη σκοτεινή απεραντοσύνη που απλωνόταν από πάνω, ένα σκότος γεμάτο ψιθύρους, που πέρασε από τη σοφίτα του μυαλού της στις βαθύτερες περιοχές παρακάτω. «Σ' ακούω», είπε η Σούζαν στον Μπεν Μάρκο. Αμέσως ο φόβος της καταλάγιασε και το καρδιοχτύπι της έγινε πιο αργό. Και τώρα οι κανόνες. Της είπε: «"Η χειμωνιάτικη καταιγίδα..."» «Η καταιγίδα είσαι εσύ», αποκρίθηκε. «"...στο δάσος των μπαμπού κρύφτηκε..."» «Το δάσος είμαι εγώ». «"...και κόπασε στη σιγαλιά"». «Στη σιγαλιά, θα μάθω ό,τι πρέπει», είπε η Σούζαν. Η χειμωνιάτικη καταιγίδα στο δάσος των μπαμπού κρύφτηκε και κόπασε στη σιγαλιά. Πραγματικά, πολύ όμορφο. Μόλις ολοκληρώθηκε η απαρίθμηση των κανόνων, μια θάλασσα σιγαλιάς τύλιξε τη Σούζαν Τζάγκερ: το διαμέρισμα γύρω της βυθίστηκε σε μια βαθιά σιωπή και η ίδια σιωπή απλώθηκε μέσα της, μια απόλυτη σιγή σαν του κενού δίχως ζωή, τη στιγμή πριν από τη μεγάλη έκρηξη στην απαρχή του κόσμου. Όταν ξαναμίλησε η χειμωνιάτικη καταιγίδα, η απαλή

βαθιά του φωνή δεν έμοιαζε ν' ακούγεται από το τηλέφωνο αλλά μέσα από τη Σούζαν. «Πες μου πού βρίσκεσαι». «Στο κρεβάτι». «Πιστεύω πως είσαι μόνη. Πες μου αν έχω δίκιο». «Έχεις». «Άσε με να μπω». «Ναι». «Γρήγορα». Η Σούζαν κατέβασε το ακουστικό, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και διέσχισε γοργά το σκοτεινό διαμέρισμα. Παρά το ταχύ της βήμα, η καρδιά της συνέχισε να χτυπά όλο και πιο αργά: δυνατά, σταθερά, ήρεμα. Το μοναδικό φως στην κουζίνα ήταν ωχρό και πράσινο, από τα ψηφία στα ρολόγια των ηλεκτρικών συσκευών. Το πηχτό σκοτάδι δεν ήταν εμπόδιο για τη Σούζαν. Εδώ και πάμπολλους μήνες, αυτό το μικρό διαμέρισμα ήταν ο κόσμος της, το ήξερε σαν να είχε γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ τυφλή. Μια καρέκλα ήταν γερά σφηνωμένη κάτω από το πόμολο. Την έβγαλε και την έσυρε παραπέρα, ενώ τα ξύλινα πόδια της έτριζαν σιγανά πάνω στα πλακάκια. Ύστερα τράβηξε το σύρτη στην άκρη της αλυσίδας και τον έβγαλε. Όταν τον άφησε να πέσει, οι κρίκοι κροτάλισαν επάνω στο κούφωμα της πόρτας. Ξεκλείδωσε την πρώτη κλειδαριά. Μετά τη δεύτερη. Άνοιξε την πόρτα. Μια καταιγίδα ήταν εκείνος, χειμωνιάτικη, που περίμενε στο κεφαλόσκαλο, βουβός αλλά γεμάτος από τη λύσσα των τυφώνων, από ένα μένος συνήθως αθέατο στον κόσμο, αλλά που πάντα αναδευόταν μέσα του για να φανερωθεί στις πιο προσωπικές του στιγμές. Καθώς διάβηκε το κατώφλι της κουζίνας κάνοντας τη Σούζαν να πισωπατήσει και κλείνοντας πίσω του την πόρτα, έσφιξε το δυνατό του χέρι γύρω από τον λεπτό της λαιμό.

Η Α Ρ Ι Σ Τ Ε Ρ Η Κ Α Ι Η Δ Ε Ξ Ι Α Κ Ο Ι Ν Η Κ Α Ρ Ω Τ Ι Δ Α , απ' όπου γίνεται η κύρια παροχή αίματος στο λαιμό και το κεφάλι, εκφύονται απευθείας από την αορτή κι αυτή με τη σειρά της από την πάνω επιφάνεια της αριστερής κοιλίας. Έχοντας φύγει τόσο πρόσφατα από την καρδιά, το αίμα που κυλά και στα δύο αγγεία είναι ιδιαίτερα ορμητικό και πλούσιο σε οξυγόνο. Με την παλάμη του κλειστή γύρω από το λαιμό της Σούζαν, μπροστά, με τα δάχτυλά του να σφίγγουν την αριστερή μεριά του λαιμού και με την άκρη του αντίχειρά του να την πιέζει κάτω ακριβώς από τη γνάθο και πάνω από τη δεξιά της καρωτίδα, ο δόκτωρ Μαρκ Άριμαν την κράτησε έτσι για ένα λεπτό περίπου, απολαμβάνοντας τον δυνατό, σταθερό σφυγμό της. Ήταν τόσο υπέροχα γεμάτη ζωή. Αν ήθελε να τη στραγγαλίσει, θα μπορούσε να το κάνει δίχως να φοβάται μήπως του αντισταθεί. Όπως ήταν σαν υπνωτισμένη, θα έστεκε πειθήνια και αδιαμαρτύρητα καθώς θα την έπνιγε. Όταν δεν θα τη βαστούσαν πια τα πόδια της, θα 'πεφτε στα γόνατα και ύστερα θα διπλωνόταν αθόρυβα, μια όμορφη άψυχη μάζα στο πάτωμα, καθώς η καρδιά της θα σταματούσε και τα μάτια της θα του ζητούσαν συγνώμη που δεν είχε κατορθώσει να πεθάνει όρθια κι έτσι τον είχε υποχρεώσει να γονατίσει κι αυτός για να την αποτελειώσει. Για την ακρίβεια, καθώς θα πέθαινε η Σούζαν Τζάγκερ, θα χάριζε στο δόκτορα Άριμαν όποια συμπεριφορά και όποια έκφραση θα της ζητούσε. Παιδική λατρεία. Ερωτική έκσταση. Ανίσχυρη οργή, ακόμη και άκακη πραότητα κι ένα βλέμμα γεμάτο απορία, αν ο γιατρός έβρισκε διασκεδαστική κάποια απ' αυτές τις αντιδράσεις.

Δεν σκόπευε όμως να τη σκοτώσει. Σύντομα θα το έκανε, αλλά όχι εδώ, όχι τώρα. Όταν θα ερχόταν αυτή η αναπόφευκτη στιγμή, δεν θα σκότωνε άμεσα τη Σούζαν, γιατί σεβόταν και εκτιμούσε απεριόριστα όλα τα επιστημονικά ερευνητικά τμήματα της αμερικανικής αστυνομίας. Για τέτοιες δουλειές χρησιμοποιούσε πάντα μεσάζοντες που διέπρατταν το φόνο γλιτώνοντάς τον από τον κίνδυνο να τον υποπτευθούν. Επιπλέον, η μεγαλύτερη ευδαιμονία του πήγαζε από τον έξυπνο χειρισμό, όχι άμεσα από τον ακρωτηριασμό και το φόνο. Το πάτημα της σκανδάλης, το μπήξιμο του μαχαιριού, το στρίψιμο του βρόχου -κανένα απ' αυτά δεν τον συνάρπαζε τόσο όσο το να βάζει κάποιον άλλο να διαπράττει φρικαλεότητες για λογαριασμό του. Η δύναμη είναι πιο συναρπαστική από τη βία. Για την ακρίβεια, η μεγαλύτερη απόλαυσή του πήγαζε όχι από το τελικό αποτέλεσμα αυτής της δύναμης αλλά από τη διαδικασία της επιβολής της. Χειρισμός. Έλεγχος. Το να ασκείς απόλυτο έλεγχο, κινώντας νήματα και βλέποντας τους άλλους να ενεργούν όπως τους προστάζεις, αυτό ήταν τόσο βαθιά ικανοποιητικό για το γιατρό, που στις καλύτερες στιγμές της άσκησης αυτής της εξουσίας πάνω στους άλλους, βροντερές κωδωνοκρουσίες απόλαυσης ηχούσαν στο μυαλό του, σαν να δονούνταν ο μπρούντζος της πελώριας καμπάνας ενός καθεδρικού ναού, όπως ένα μεγάλο γκονγκ. Η αίσθηση του λαιμού της Σούζαν κάτω από τα δάχτυλά του του θύμισε μια παλιά συγκίνηση, έναν άλλο λεπτό κι όμορφο λαιμό, που τον έσχισε ένα δόρυ, και σ' αυτή τη θύμηση οι οστέινες καμπάνες της ραχοκοκαλιάς του δονήθηκαν. Στο Σκότσντεϊλ της Αριζόνας υπάρχει ένα παλλαδιανό αρχοντικό όπου μια λυγερή νεαρή κληρονόμος ονόματι Μινέτ Λάκλαντ συνθλίβει το κρανίο της μητέρας της μ' ένα σφυρί κι αμέσως μετά πυροβολεί τον πατέρα της στο πίσω μέρος του κεφαλιού καθώς εκείνος τρώει μια φέτα κέικ και παρακολουθεί σε επανάληψη μια κωμική σειρά στην τηλεόραση. Ύστερα πηδά από έναν εξώστη του δευτέρου ορόφου, πέφτει έξι μέτρα και καρφώνεται σ' ένα δόρυ που το κρατά ένα άγαλμα της Αρτέμιδος, θεάς της σελήνης και του κυνηγιού, που στέκει πάνω σε μια ραβδωτή βάση στο κέντρο της ροτόντας της εισόδου. Το σημείωμα της αυτοκτονίας, αναμφισβήτητα γραμμένο με τον κομψό γραφικό χαρακτήρα της Μινέτ, λέει πως και οι δυο γονείς της την κακομεταχειρίζο-

νταν σεξουαλικά από την παιδική της ηλικία -μια εξωφρενική διαβολή που της υπέβαλε ο δόκτωρ Άριμαν. Γύρω από τα μπρούντζινα πόδια της Αρτέμιδος: κηλίδες αίματος σαν κόκκινα πέταλα ανθών δαμασκηνιάς πάνω στο λευκό μαρμάρινο δάπεδο. Τώρα, μισάγυμνη στη σκοτεινή κουζίνα, με τα πράσινα μάτια της να αντανακλούν το αχνά πράσινο φως του ψηφιακού ρολογιού του ηλεκτρικού φούρνου, η Σούζαν Τζάγκερ φαινόταν ακόμη πιο όμορφη απ' τη μακαρίτισσα τη Μινέτ. Αν και το πρόσωπο της και η σιλουέτα της ήταν ό,τι ακριβώς θα έβλεπε ένας ερωτομανής στα κάθιδρα όνειρά του, τον Άριμαν τον διήγειρε λιγότερο η εμφάνισή της και περισσότερο η γνώση πως μες στα λυγερά της μέλη, μες στο καλλίγραμμο κορμί της, έκρυβε μια φονική δύναμη τόσο μεγάλη όσο εκείνη που είχε ξεσπάσει πριν από τόσα χρόνια στο Σκότσντεϊλ. Η δεξιά της καρωτίδα παλλόταν πάνω στον αντίχειρα του γιατρού, με το σφυγμό της να είναι αργός, παχύρρευστος. Πενήντα έξι σφυγμοί το λεπτό. Δεν φοβόταν. Περίμενε ήρεμα να τη χρησιμοποιήσει, σαν να ήταν ένα άβουλο όργανο -ή, ακριβέστερα, ένα άθυρμα. Χρησιμοποιώντας το όνομα Μπεν Μάρκο και ύστερα απαγγέλλοντας το χαϊκού για να της προκαλέσει εξαρτημένα αντανακλαστικά, ο Άριμαν την έκανε να ενεργεί σαν υπνωτισμένη. Ένας μη ειδήμων θα χρησιμοποιούσε τον όρο υπνωτική έκσταση, πράγμα που άλλωστε ήταν ως ένα βαθμό. Κάποιος ειδικευμένος στην κλινική ψυχολογία θα είχε χαρακτηρίσει την κατάσταση της φυγή, που ήταν πλησιέστερα στην αλήθεια. Κανένας όρος δεν ήταν επαρκής. Μόλις απήγγελλε ο Άριμαν το χαϊκού, η προσωπικότητα της Σούζαν καταπιεζόταν πιο βαθιά και πιο έντονα απ' όσο αν την είχαν υπνωτίσει. Σ' αυτή την παράδοξη κατάσταση, δεν ήταν πια από καμιά ουσιαστική άποψη η Σούζαν Τζάγκερ αλλά μια μη οντότητα, μια μηχανή από σάρκα, με κενό μυαλό που περίμενε να γεμίσει με τις εντολές του Άριμαν. Αν επρόκειτο για τυπική κατάσταση φυγής, η οποία είναι μια σοβαρή διασχιστική διαταραχή, θα έδινε την εντύπωση πως δρούσε σχεδόν φυσιολογικά, με κάποια στοιχεία εκκεντρικότητας στη συμπεριφορά της, αλλά όχι με την αποστασιοποίηση που τη χαρακτήριζε τώρα. «Σούζαν», της είπε, «ξέρεις ποιος είμαι;»

«Ξέρω;» ρώτησε εκείνη, με τη φωνή της εύθραυστη και απόμακρη. Σ' αυτή την κατάσταση ήταν ανίκανη να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, γιατί περίμενε να της πουν τι ήθελαν απ' αυτή, τι έπρεπε να κάνει, ακόμη και πώς έπρεπε να νιώσει κάνοντάς το. «Είμαι ο ψυχίατρός σου, Σούζαν;» Σχεδόν διέκρινε μες στη σκοτεινιά την απορία στο πρόσωπο της. «Είσαι;» Ώσπου να απελευθερωθεί απ' αυτή την κατάσταση, δεν θα αντιδρούσε παρά μονάχα σε προσταγές. Της είπε: «Πες μου πώς σε λένε». Τώρα που την είχε προστάξει άμεσα, μπορούσε να απαντήσει. «Σούζαν Τζάγκερ». «Πες μου ποιος είμαι». «Ο δόκτωρ Άριμαν». «Είμαι ο ψυχίατρός σου;» «Είσαι;» «Πες μου το επάγγελμά μου». «Είσαι ψυχίατρος». Αυτή η κατάσταση, που ήταν κάτι παραπάνω από «έκσταση» και δεν ήταν ακριβώς «φυγή», δεν ήταν εύκολο να επιτευχθεί. Είχε απαιτηθεί κάμποση σκληρή δουλειά και επαγγελματική αφοσίωση για να μετατραπεί η Σούζαν σ' αυτό το ευεπηρέαστο άθυρμα. Πριν από δεκαοχτώ μήνες, προτού γίνει ψυχίατρός της, σε τρεις προσεκτικά σχεδιασμένες περιπτώσεις και δίχως να το ξέρει η Σούζαν, ο Άριμαν της είχε χορηγήσει ένα δυνατό κοκτέιλ ναρκωτικών: Ροϋπνόλ, φαινοκυκλιδίνη, Βάλιουμ και μια θαυμαστή εγκεφαλοτρόπο ουσία που δεν συμπεριλαμβανόταν σε κανέναν από τους φαρμακευτικούς κώδικες που κυκλοφορούσαν. Η συνταγή ήταν δική του και παρασκεύαζε ο ίδιος κάθε δόση από το ιδιωτικό, παράνομο φαρμακείο του, γιατί οι αναλογίες των συστατικών έπρεπε να είναι απόλυτα ακριβείς για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν ήταν τα ίδια τα ναρκωτικά που είχαν οδηγήσει τη Σούζαν στην τωρινή της κατάσταση, αλλά κάθε δόση την άφηνε μισοαναίσθητη, δίχως συναίσθηση της κατάστασης της και εξαιρετικά εύπλαστη. Όσο βρισκόταν σ' αυτή την ημινάρκωση, ο Άριμαν μπορούσε να παρακάμψει το συνειδητό της, την έδρα της βουλητικής σκέψης, και να μιλήσει στα

βάθη του υποσυνειδήτου της, όπου δεν συναντούσε καμία αντίσταση και μπορούσε να της καλλιεργήσει εξαρτημένα αντανακλαστικά. Αυτό που της έκανε στη διάρκεια εκείνων των τριών πολύωρων συναντήσεων θα έβαζε σε πειρασμό τις λαϊκές φυλλάδες και τους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων να χρησιμοποιήσουν τη φράση πλύση εγκεφάλου, όμως δεν επρόκειτο για μια τόσο τυπική τεχνική του 20ού αιώνα. Δεν είχε γκρεμίσει το οικοδόμημα του νου της με σκοπό να το ξαναχτίσει με καινούρια αρχιτεκτονική. Αυτή η προσέγγιση -που κάποτε την προτιμούσαν οι κυβερνήσεις της Σοβιετικής Ένωσης, της Κίνας και της Βόρειας Κορέας, μεταξύ άλλων- ήταν πολύ φιλόδοξη, απαιτούσε μήνες ολόκληρους υποβολής του υποκειμένου στη μέθοδο, σε εικοσιτετράωρη βάση, σ' ένα καταθλιπτικό περιβάλλον φυλακής, με κάμποσα επίπονα ψυχολογικά βασανιστήρια, για να μην αναφέρουμε πως έπρεπε κανείς να υπομένει τα ενοχλητικά ουρλιαχτά και τις ικεσίες του δύστυχου. Ο δόκτωρ Άριμαν είχε υψηλό δείκτη νοημοσύνης, όμως έπληττε εύκολα. Επιπλέον, το ποσοστό επιτυχίας με τις παραδοσιακές τεχνικές πλύσης εγκεφάλου ήταν αποθαρρυντικό και ο έλεγχος σπανίως ήταν απόλυτος. Αυτό που έκανε λοιπόν ο γιατρός ήταν να κατέβει στο υποσυνείδητο της Σούζαν, στο κελάρι, και να προσθέσει ένα καινούριο δωμάτιο -ας το πούμε μυστικό παρεκκλήσι- εν αγνοία του συνειδητού της. Εκεί, την έκανε να λατρέψει ένα θεό αποκλείοντας κάθε άλλον, κι αυτός ο θεός ήταν ο ίδιος ο Μαρκ Άριμαν. Ήταν σκληρός θεός, αρχαίος στον τρόπο που αρνούνταν την ελεύθερη βούληση, καθόλου ανεκτικός απέναντι και στη μικρότερη ανυπακοή και αμείλικτος με τους παραβάτες. Από τότε δεν την είχε ναρκώσει ποτέ ξανά. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Σ' αυτές τις τρεις συναντήσεις είχε εγκαταστήσει τα συστήματα ελέγχου -το όνομα Μάρκο, το χαϊκού- που καταπίεζαν άμεσα την προσωπικότητά της και τη βύθιζαν στα ίδια βάθη της ψυχής της όπου την είχαν βυθίσει οι χημικές ουσίες. Στην τελευταία τους συνάντηση υπό την επήρεια ουσιών, της είχε «εμφυτεύσει» και την αγοραφοβία. Του φάνηκε ενδιαφέρουσα νόσος, μια και αποτελούσε εγγύηση για ικανοποιητικό δράμα και πολλά ζωηρόχρωμα εφέ, καθώς σταδία-

κά θα ράγιζε η Σοΰζαν και τελικά θα κατέρρεε. Το ζητούμενο, εν τέλει, ήταν η διασκέδαση. Τώρα, έχοντας ακόμη το χέρι του στο λαιμό της Σοΰζαν, είπε: «Δε νομίζω πως θα είμαι ο εαυτός μου απόψε. Θέλω κάτι διεστραμμένο. Ξέρεις ποιος είμαι, Σοΰζαν;» «Ποιος είσαι;» «Είμαι ο πατέρας σου», είπε ο Άριμαν. Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Της είπε: «Πες μου ποιος είμαι». «Είσαι ο πατέρας μου». «Λέγε με μπαμπά», την πρόσταξε. Η φωνή της παρέμεινε απόμακρη, δίχως συναίσθημα, γιατί ο Άριμαν δεν είχε συμπεριλάβει ακόμη στο σενάριο το πώς έπρεπε να νιώθει η Σοΰζαν. «Ναι, μπαμπά». Ο σφυγμός στην καρωτίδα της, κάτω από τον δεξιό του αντίχειρα, παρέμεινε αργός. «Πες μου ποιο είναι το χρώμα των μαλλιών μου, Σοΰζαν». Αν και η κουζίνα παραήταν σκοτεινή για να μπορεί να διακρίνει η Σοΰζαν το χρώμα των μαλλιών του, είπε: «Ξανθά». Τα μαλλιά του Άριμαν ήταν αλλοΰ μαΰρα κι αλλού γκριζαρισμένα, όμως ο πατέρας της Σοΰζαν ήταν όντως ξανθός. «Πες μου τι χρώμα είναι τα μάτια μου». «Πράσινα σαν τα δικά μου». Τα μάτια του Άριμαν ήταν ξανθοκάστανα. Πιέζοντας ακόμη με το δεξί του χέρι το λαιμό της Σοΰζαν, ο γιατρός έσκυψε και τη φίλησε σχεδόν αθώα, σεμνά. Το στόμα της ήταν χαλαρό, άψυχο. Δεν συμμετείχε ενεργά στο φιλί- για την ακρίβεια, ήταν τόσο παθητική που θα μποροΰσε να είναι κατατονική, αν όχι σε κώμα. Δαγκώνοντας απαλά τα χείλη της και ΰστερα σπρώχνοντας τη γλώσσα του ανάμεσά τους, τη φίλησε όπως δεν θα έπρεπε ποτέ να φιλά ένας πατέρας την κόρη του και, παρ' ότι το στόμα της παρέμεινε άτονο και ο σφυγμός στην καρωτίδα της δεν επιταχύνθηκε, ο Άριμαν ένιωσε την ανάσα της να κολλάει στο λαιμό της. «Πώς σε κάνει να νιώθεις αυτό, Σούζαν;» «Πώς θες να νιώθω;» Χαϊδεύοντας τα μαλλιά της με το ένα του χέρι, της είπε: «Βαθιά ντροπιασμένη. Ταπεινωμένη. Γεμάτη από τρομερή θλίψη, πόνο... και λιγάκι χολωμένη που σε χρησιμοποιεί έτσι ο ίδιος σου ο πατέρας. Βρόμικη, εξευτελισμένη. Όμως υπάκουη, έτοιμη να κάνεις ό,τι σου λέει... γιατί επίσης σε

διεγείρει παρά τη θέληση σου. Νιώθεις μια νοσηρή, επιτακτική ανάγκη, την οποία θες ν' αρνηθείς, αλλά δεν μπορείς». Την ξαναφίλησε, κι αυτή τη φορά η Σούζαν προσπάθησε να κλείσει το στόμα της για να τον εμποδίσει, ύστερα όμως ενέδωσε και το στόμα της μαλάκωσε, άνοιξε. Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του για να τον απομακρύνει, όμως η αντίσταση της ήταν αδύναμη, σαν παιδιού. Κάτω από τον αντίχειρά του, ο σφυγμός στη δεξιά καρωτίδα της ήταν γοργός σαν λαγός μ' ένα κυνηγόσκυλο στο κατόπι του. «Μπαμπά, όχι». Το αντιφέγγισμα του πράσινου φωτός στα πράσινα μάτια της Σούζαν έλαμψε κι έγινε βαθύτερο και υγρό. Μια ανεπαίσθητη οικεία ευωδιά βγήκε απ' αυτά τα λαμπυρίζοντα βάθη, λιγάκι αψιά, αρμυρή, πλημμυρίζοντας το γιατρό μ' ένα βίαιο πόθο. Κατέβασε το δεξί του χέρι από το λαιμό της στη μέση της, κρατώντας την κοντά του. «Σε παρακαλώ», ψιθύρισε εκείνη, κατορθώνοντας να κάνει αυτές τις δύο λέξεις ν' ακουστούν ταυτόχρονα σαν διαμαρτυρία και σαν νευρική πρόσκληση. Ο Άριμαν ανάσανε βαθιά και ύστερα κατέβασε το στόμα του στο πρόσωπο της. Η αξιοπιστία της δεινής όσφρησης του αρπακτικού επιβεβαιώθηκε: τα μάγουλά της ήταν υγρά και αρμυρά. «Όμορφα». Με απανωτά πεταχτά φιλιά, ύγρανε τα χείλη του πάνω στη βρεγμένη επιδερμίδα της και ύστερα γεύτηκε με την άκρη της γλώσσας του τα αρωματισμένα χείλη της. Και με τα δυο του χέρια γύρω από τη μέση της τώρα, τη σήκωσε και την κουβάλησε προς τα πίσω, και τελικά την πίεσε πάνω στο ψυγείο. «Σε παρακαλώ», ξανά, και ύστερα άλλο ένα «σε παρακαλώ»· το δύστυχο κορίτσι ήταν τόσο αναποφάσιστο, που η λαχτάρα κι ο τρόμος χρωμάτιζαν εξίσου τη φωνή της. Τα δάκρυα της Σούζαν δεν συνοδεύονταν ούτε από κλαψουρίσματα ούτε από αναφιλητά κι ο γιατρός απολάμβανε αυτό το βουβό κλάμα λαχταρώντας να σβήσει την ακόρεστη δίψα του. Έγλειψε ένα αρμυρό μαργαριτάρι από τη γωνιά του στόματος της, άλλο ένα από το τρεμάμενο χείλος του ρουθουνιού της και ύστερα βύζαξε τις στάλες στις βλεφαρί-

δες της, απολαμβάνοντας τη νοστιμιά τους σαν να ήταν τα δάκρυά της η μόνη του τροφή εκείνη τη μέρα. Αφήνοντας τη μέση της και πισωπατώντας μακριά της, είπε: «Πήγαινε στην κρεβατοκάμαρά σου, Σούζαν». Η Σούζαν ήταν ένας λυγερός, κυματιστός ίσκιος· η κίνησή της σαν καυτά δάκρυα, καθαρά και πικρά. Ο γιατρός την ακολούθησε, θαυμάζοντας το όμορφο βάδισμά της, ως το κρεβάτι της στην κόλαση.

Ο Β Α Λ Ε Σ Κ Ο Ι Μ Ο Τ Α Ν , σαλεύοντας και ρουθουνίζοντας παρέα με φανταστικούς λαγούς, όμως η Μάρτι ήταν βουβή και ασάλευτη, σαν νεκρικό γλυπτό πάνω σε βάθρο. Ο ύπνος της ήταν απίστευτα βαθύς ύστερα από τη δίνη των γεγονότων της ημέρας και θύμιζε το λήθαργο του Σκιτ στο δωμάτιο του στην κλινική Νέα Ζωή. Ανακαθισμένος στο κρεβάτι, ξυπόλυτος και φορώντας τζιν και κοντομάνικο μπλουζάκι, ο Ντάστι κοίταζε πάλι συλλογισμένος τις δεκατέσσερις σελίδες από το σημειωματάριο του Σκιτ, με το όνομα Δρ. Γιεν Λο γραμμένο τριάντα εννέα φορές, με διαφορετικό τρόπο. Το άκουσμα αυτού του ονόματος έμοιαζε να τραυματίζει ψυχικά τον Σκιτ, βυθίζοντάς τον σε μια υπνωτική κατάσταση όπου απαντούσε σε κάθε ερώτηση ρωτώντας κι αυτός. Με τα ανοιχτά του μάτια να κινούνται σπασμωδικά σαν να ονειρευόταν, αποκρινόταν άμεσα -αν και ακατανόητα πολλές φορές- μονάχα στις ερωτήσεις που ήταν διατυπωμένες σαν δηλώσεις ή προσταγές. Όταν, απηυδισμένος πια ο Ντάστι, του είπε, Α, παράτα με, κλείσ' τα μάτια και κοιμήσου, ο Σκιτ βυθίστηκε σε μια άβυσσο, τόσο ξαφνικά, σαν να έπασχε από ναρκοληψία και να είχε αντιδράσει αυτόματα στο πάτημα ενός ηλεκτροχημικού διακόπτη στον εγκέφαλο του. Από τα πολλά παράδοξα στη συμπεριφορά του Σκιτ, ένα ενδιέφερε αυτή τη στιγμή τον Ντάστι περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο: η αδυναμία του νεαρού να θυμηθεί οτιδήποτε είχε συμβεί από τη στιγμή που άκουσε το όνομα Δρ. Γιεν Λο μέχρι τη στιγμή που, ύστερα από λίγα λεπτά, υπάκουσε στην ασυλλόγιστη προσταγή του Ντάστι να κοιμηθεί. Μπορεί να επρόκειτο για επιλεκτική αμνησία, όμως έμοια-

ζε περισσότερο σαν να είχε κάνει αυτή την κουβέντα μαζί του ο Ντάστι ενώ ο Σκιτ ήταν λιπόθυμος. Η Μάρτι του είχε πει για την υποψία της πως είχε «χάσει» κάποια χρονικά διαστήματα στη διάρκεια της ημέρας, αν και δεν μπορούσε να εντοπίσει με ακρίβεια αυτά τα κενά. Φοβούμενη πως είχε ανοίξει τη βαλβίδα του γκαζιού στο τζάκι χωρίς ν' ανάψει τα κεραμικά κούτσουρα, είχε επιστρέψει επανειλημμένα στο καθιστικό, βέβαιη πως από στιγμή σε στιγμή το σπίτι θα κατέρρεε από μια φοβερή έκρηξη. Αν και έβρισκε τη βαλβίδα κλειστή κάθε φορά, συνέχισε να τη βασανίζει η αίσθηση πως η μνήμη της είχε τρυπίτσες σαν μάλλινο κασκόλ φαγωμένο απ' το σκόρο. Ο Ντάστι ήταν παρών όταν έπαθε αμνησία ο αδερφός του κι ένιωθε πως ο φόβος της Μάρτι, ότι της είχε συμβεί το ίδιο, ήταν βάσιμος. Ίσως να υπήρχε κάποια σχέση. Ήταν μια απίστευτη μέρα. Οι δυο πιο αγαπημένοι του άνθρωποι είχαν παρουσιάσει διαφορετικά αλλά εξίσου έντονα δείγματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Το να εμφανιστεί σε δυο τόσο κοντινά του πρόσωπα μια τόσο σοβαρή -έστω και προσωρινή- ψυχολογική κατάρρευση ήταν σίγουρα λιγότερο πιθανό από το να κερδίσει το κρατικό λαχείο -όπου υπήρχε μία πιθανότητα στα δεκαοχτώ εκατομμύρια. Ο μέσος πολίτης της θαυμαστής καινούριας χιλιετίας μας μάλλον θα πίστευε πως επρόκειτο απλώς για μια φριχτή σύμπτωση. Το πολύ πολύ να το θεωρούσε παράδειγμα των παράδοξων μοτίβων που εμφανίζονται κάποιες φορές σαν άχρηστα υποπροϊόντα καθώς γυρίζει ανελέητα ο μύλος του σύμπαντος, αλέθοντας. Για τον Ντάστι, όμως, που διέκρινε ένα μυστηριώδες σχέδιο στα πάντα, από το χρώμα των νάρκισσων ως την αθώα χαρά του Βαλέ όταν κυνηγούσε μια μπάλα, δεν υπήρχαν συμπτώσεις. Τον βασάνιζε -και τον φόβιζε- η σχέση των δύο γεγονότων, αν και ήταν δύσκολο να διακρίνει την ακριβή φύση της. Ακούμπησε τις σελίδες από το σημειωματάριο του Σκιτ στο κομοδίνο του κι έπιασε το δικό του σημειωματάριο. Στην πρώτη σελίδα είχε γράψει τους στίχους του χαϊκού που ο αδερφός του το είχε ονομάσει κανόνες.

Διαυγείς καταρράκτες στα κύματα σκορπίζουν γαλάζιες πευκοβελόνες. Ο Σκιτ ήταν τα κύματα. Συμφωνά με τα λεγόμενα του, οι γαλάζιες πευκοβελόνες ήταν αποστολές. Οι διαυγείς καταρράκτες ήταν ο Ντάστι ή ο Γιεν Λο ή ίσως οποιοσδήποτε ανέφερε το χαϊκοΰ στον Σκιτ. Αρχικά τα λεγόμενα του Σκιτ έμοιαζαν με ασυναρτησίες, αλλά, όσο το σκεφτόταν ο Ντάστι, τόσο διαισθανόταν την ύπαρξη μιας κρυμμένης δομής κι ενός σκοπού. Για κάποιο λόγο, άρχισε να αντιλαμβάνεται το χαϊκοΰ σαν ενός είδους μηχανισμό, σαν μια απλή αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική επινόηση, ένα λεκτικό αντίστοιχο του σπρέι που χρησίμευε στο βάψιμο ή του πιστολιοΰ για τα καρφιά. Αν έδινες ένα πιστόλι για καρφιά σ' έναν ξυλουργό της προβιομηχανικής εποχής, παρ' ότι θα διαισθανόταν, ίσως, πως επρόκειτο για κάποιο εργαλείο, θα ήταν απίθανο να καταλάβει σε τι χρησίμευε -μέχρι που θα έμπηγε κατά λάθος ένα καρφί στο πόδι του. Η πιθανότητα να έχει προκαλέσει άθελά του ψυχολογικό τραΰμα στον αδερφό του ώθησε τον Ντάστι να συλλογιστεί για αρκετή ώρα το χαϊκοΰ, για να καταλάβει πρώτα τη χρήση αυτοΰ του εργαλείου πριν αποφασίσει αν θα ερευνοΰσε κι άλλο την επίδρασή του στον Σκιτ. Αποστολές. Για να αντιληφθεί το σκοπό του χαϊκοΰ, έπρεπε να καταλάβει τουλάχιστον τι εννοούσε ο Σκιτ μ' αυτό το αποστολές. Ο Ντάστι ήταν βέβαιος πως θυμόταν με ακρίβεια το χαϊκοΰ και τον παράδοξο τρόπο που το είχε ερμηνεΰσει ο νεαρός, γιατί ήταν προικισμένος με μια τόσο αξιόπιστη φωτογραφική και ακουστική μνήμη, που είχε τελειώσει όλες τις τάξεις του λυκείου και την πρώτη χρονιά στο κολέγιο με άριστα, πριν αποφασίσει πως θα βίωνε πληρέστερα τη ζωή σαν ελαιοχρωματιστής παρά σαν ακαδημαϊκός. Αποστολές. Ο Ντάστι βάλθηκε να στριφογυρίζει παρεμφερείς λέξεις στο νου του. Δουλειά. Εργασία. Καθήκον. Κλίση. Έφεση. Σταδιοδρομία. Καριέρα. Καμιά τους δεν τον έκανε να καταλάβει κάτι παραπάνω. Από το μεγάλο μαξιλάρι του στη γωνιά, ο Βαλές κλαψοΰρισε ανήσυχα, λες και οι λαγοί στο όνειρο του είχαν

βγάλει μυτερά δόντια και τώρα έπαιζαν εκείνοι το ρόλο του σκύλου κι αυτός το ρόλο του λαγού. Η Μάρτι κοιμόταν πολύ βαθιά για να την ξυπνήσουν τα σιγανά κλαψουρίσματα του σκύλου. Κάποιες φορές, όμως, οι εφιάλτες του Βαλέ κλιμακώνονταν μέχρι που ξυπνούσε μ' ένα τρομαγμένο γάβγισμα. «Ήρεμα, αγόρι μου. Ήρεμα», ψιθύρισε ο Ντάστι. Ο σκύλος, σαν να είχε ακούσει τη φωνή του αφεντικού του ακόμη και μέσα στο όνειρο του, σταμάτησε να κλαψουρίζει. «Ήρεμα. Καλό αγόρι». Αν και δεν ξύπνησε ο σκύλος, η φουντωτή και πλουμιστή ουρά του κουνήθηκε λίγες φορές πέρα δώθε πάνω στο μαξιλάρι προτού ξανατυλιχτεί σφιχτά γύρω του. Η Μάρτι κι ο σκύλος συνέχισαν να κοιμούνται γαλήνια, όμως ο Ντάστι τινάχτηκε ξάφνου από τα μαξιλάρια που ήταν στοιβαγμένα στο κεφαλάρι, έχοντας συνειδητοποιήσει κάτι που εξαφάνισε ακόμη και τη σκέψη του ύπνου από μέσα του. Καθώς συλλογιζόταν το χαϊκού, ήταν ολότελα ξύπνιος, σε σύγκριση όμως με την τωρινή του εγρήγορση, θα μπορούσε κάλλιστα να κοιμάται προηγουμένως. Τώρα ήταν σε υπερδιέγερση, με τα μάτια του ορθάνοιχτα και παγωμένος σαν να είχε λιωμένο πάγο αντί για μεδούλι μέσα στη ραχοκοκαλιά του. Είχε θυμηθεί ένα άλλο περιστατικό με το σκύλο, νωρίτερα την ίδια μέρα. Ο Βαλές στέκεται στην κουζίνα, στην πόρτα που οδηγεί στο γκαράζ, έτοιμος να πάει βόλτα με τον Ντάστι στο διαμέρισμα τον Σκιτ και κάνοντας υπομονετικά αέρα με τη φουντωτή ουρά του καθώς ο Ντάστι φορά ένα νάιλον μπουφάν με κουκούλα. Το τηλέφωνο χτυπά. Κάποιος που πουλά συνδρομές για τους Λος Άντζελες Τάιμς. Ο Ντάστι κατεβάζει το ακουστικό ύστερα από μερικά δεντερόλεπτα, γυρίζει προς την πόρτα του γκαράζ και διαπιστώνει πως ο Βαλές δεν στέκεται πια, αλλά είναι ξαπλωμένος στο πλευρό τον, στο κατώφλι, σαν να έχουν περάσει δέκα λεπτά και τον πήρε ο ύπνος. «Πήρες τη δόση σου από πρωτεΐνες κοτόπουλου, χρυσομάλλη. Για να δούμε λίγη ζωντάνια τώρα». Μ' ένα βασανισμένο αναστεναγμό, ο Βαλές σηκώνεται. Ο Ντάστι τριγύρισε σ' εκείνη τη σκηνή, στη φαντασία

t

του, σαν να ήταν τρισδιάστατη, και περιεργάστηκε εξονυχιστικά το σκύλο. Για την ακρίβεια, τώρα μποροΰσε να τη δει καθαρότερα από τότε, κι έτσι βεβαιώθηκε εκ των υστέρων πως ο σκΰλος όντως κοιμόταν. Ακόμη και με την ειδητική και ακουστική του μνήμη δεν μποροΰσε να θυμηθεί αν ο πωλητής των Τάιμς ήταν άντρας ή γυναίκα, οΰτε θυμόταν τι είπε στο τηλέφωνο ή τι του είπαν - είχε απλώς μια αόριστη εντύπωση πως είχαν προσπαθήσει να του πουλήσουν τηλεφωνικά μια συνδρομή. Τότε είχε αποδώσει αυτό το πρωτοφανές κενό μνήμης στο άγχος. Αν έχεις βουτήξει από μια στέγη κι έχεις δει τον αδερφό σου να καταρρέει μπροστά στα μάτια σου, σίγουρα το μυαλό σου δεν μπορεί να λειτουργήσει στην εντέλεια. Αν δεν είχε μιλήσει όμως στο τηλέφωνο μερικά δευτερόλεπτα αλλά πέντε δέκα λεπτά, σίγουρα δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν κάποιος πωλητής των Τάιμς. Για τι στην ευχή θα μποροΰσαν να κουβεντιάζουν τόση ώρα; Για τυπογραφικά στοιχεία; Για το κόστος του χαρτιοΰ; Για τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο -τι σπουδαίος τύπος!- και την εφεΰρεση της τυπογραφίας με κινητά στοιχεία; Για την αποτελεσματικότητα των Τάιμς στην εκπαίδευση του Βαλέ όταν ήταν κουτάβι, για τη μοναδική καταλληλότητα της εφημερίδας, την εξαίρετη απορροφητικότητά της, την αξιοθαύμαστη χρησιμότητά της, μια και ήταν ένα φιλικό προς το περιβάλλον και πλήρως βιοδιασπώμενο περιτύλιγμα περιττωμάτων; Το χρονικό διάστημα που ξάπλωσε ο Βαλές για να κοιμηθεί στην πόρτα ανάμεσα στο γκαράζ και την κουζίνα, ο Ντάστι είτε μιλούσε στο τηλέφωνο με κάποιον άλλο κι όχι μ' έναν πωλητή των Τάιμς είτε μίλησε για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα έκανε κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορούσε να θυμηθεί. Έ ν α χρονικό κενό. Αδύνατο. Όχι κι εγώ, όχι. Ένιωσε χιλιάδες μυρμήγκια να ανεβοκατεβαίνουν στα πόδια του, στα χέρια του, στη ράχη του και, παρ' ότι ήξερε πως δεν είχαν εισβάλει μυρμήγκια στο κρεβάτι του, πως αυτό που ένιωθε ήταν οι νευρικές απολήξεις στην επιδερμίδα του που αντιδρούσαν στην ξαφνική ανατριχίλα, άρχισε να τινάζει από τα μπράτσα του και το λαιμό του ένα στρατό από αόρατους στρατιώτες με έξι πόδια. Μη μπορώντας να κάθεται άπραγος, τινάχτηκε απ' το κρεβάτι, όμως οΰτε όρθιος μπορούσε να σταθεί δίχως να

κάνει τίποτε, κι έτσι άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε, αλλά σε κάποια σημεία το πάτωμα έτριζε κάτω από το χαλί και δεν μπορούσε να βηματίσει αθόρυβα- έτσι, ξάπλωσε ξανά και κάθισε τελικά ασάλευτος. Το δέρμα του ήταν δροσερό τώρα και απαλλαγμένο από τα αόρατα μυρμήγκια, όμως κάτι σερνόταν στις έλικες του εγκεφάλου του: μια καινούρια, δυσάρεστη αίσθηση πως ήταν ευάλωτος, τρωτός, μια αίσθηση τύπου Χ Files, πως άγνωστες παρουσίες, παράξενες και εχθρικές, είχαν εισβάλει στη ζωή του.

Π ρ Ο Σ Ω Π Ο ΦΟΥΝΤΩΜΕΝΟ και μουσκεμένο από t a δάκρυα, υπέροχες καμπύλες κάτω από λευκό βαμβακερό ύφασμα, γυμνά γόνατα ενωμένα. Η Σούζαν καθόταν στην άκρη του κρεβατιού περιμένοντας. Ο Άριμαν καθόταν στην απέναντι μεριά του δωματίου, σε μια πολυθρόνα με κιτρινορόδινη ταπετσαρία από μουαρέ. Δεν βιαζόταν να την κάνει δική του. Από παιδί ακόμη, είχε καταλάβει πως το φτηνότερο παιχνίδι ουσιαστικά δεν διέφερε από τα ακριβά αυτοκίνητα-αντίκες του πατέρα του. Μπορούσες να αντλήσεις την ίδια απόλαυση είτε το περιεργαζόσουν με την ησυχία σου, θαυμάζοντας τις γραμμές και τις λεπτομέρειες του, είτε το χρησιμοποιούσες. Για την ακρίβεια, για να κάνεις ένα παιχνίδι αληθινά δικό σου, για ν' αξίζει να το κατέχεις, έπρεπε να νιώσεις την τέχνη της μορφής του κι όχι απλώς τη συγκίνηση της λειτουργίας του. Η τέχνη στη μορφή της Σούζαν Τζάγκερ ήταν διττή: σωματική, φυσικά, και ψυχολογική. Η ομορφιά του προσώπου και του κορμιού της ήταν εξαιρετική. Όμως υπήρχε ομορφιά και στο μυαλό της -στην προσωπικότητα και την ευφυΐα της. Η λειτουργία της ήταν επίσης διττή, όπως συνέβαινε και με τα παιχνίδια - και το πρώτο κομμάτι ήταν σεξουαλικό. Απόψε και για μερικές ακόμη νύχτες ο Άριμαν θα τη χρησιμοποιούσε πολύ και βίαια. Η δεύτερη λειτουργία της ήταν να υποφέρει και να πεθάνει καλά. Σαν παιχνίδι, του είχε χαρίσει ήδη κάμποση ευχαρίστηση με τη θαρραλέα αν και ανέλπιδη μάχη της να ξεΐίεράσει την αγοραφοβία της -η αγωνία της και η απόγνωσή [ης είχαν τη νοστιμιά ενός αμυγδαλωτού. Η γενναία αποφαΒίστικότητά της να διατηρήσει την αίσθηση του χιούμορ και

να ξανακερδίσει τη ζωή της ήταν αξιολύπητη κι επομένως απολαυστική. Σύντομα ο Άριμαν θα ενέτεινε και θα έκανε πιο περίπλοκη τη φοβία της, ωθώντας τη να κατρακυλήσει γοργά και αμετάκλητα, και υστέρα θα απολάμβανε την ύστατη -και εντονότερη- συγκίνηση που μπορούσε να του χαρίσει η Σούζαν. Τώρα καθόταν δακρυσμένη και ντροπαλή, τρέμοντας στην ιδέα της αιμομειξίας, ταλαντευόμενη ανάμεσα στην αποστροφή και σε μια νοσηρή, γλυκιά λαχτάρα, όπως είχε προγραμματιστεί. Κάπου κάπου τα μάτια της κινούνταν σπασμωδικά -αυτή η χαρακτηριστική κίνηση, σαν να ονειρευόταν, που φανέρωνε καταβύθιση ως τα σκοτεινότερα βάθη της προσωπικότητάς της. Αυτή η σπασμωδική κίνηση αναστάτωνε λίγο το γιατρό και ελάττωνε την ομορφιά της. Η Σούζαν ήξερε ήδη τους ρόλους που έπαιζαν απόψε, ήξερε τι αναμενόταν απ' αυτή στο συγκεκριμένο ερωτικό σενάριο, κι έτσι ο Άριμαν την έφερε πιο κοντά στην επιφάνεια, αλλά πολύ μακριά, ακόμη, από την πλήρη συνείδησηαπλώς όσο χρειαζόταν για να σταματήσει αυτή η σπασμωδική κίνηση των ματιών της. «Σούζαν, θέλω να βγεις από το παρεκκλήσι τώρα», είπε αναφερόμενος σ' εκείνο το φανταστικό μέρος στο βαθύτερο υποσυνείδητο της όπου την είχε οδηγήσει για να της δώσει τις εντολές του. «Βγες και ανέβα μερικά σκαλιά, λίγα όμως, ως το πρώτο πλατύσκαλο, εκεί που έχει λίγο περισσότερο φως. Εκεί, ναι, εκεί». Τα μάτια της ήταν σαν καθάριες λίμνες, λίγο θολωμένες από το καθρέφτισμα των γκρίζων νεφών, που ξαφνικά τις άγγιξαν μερικές αχνές ηλιαχτίδες φανερώνοντας τα βάθη λίγο πιο κάτω από την επιφάνειά τους. «Αυτά που φοράς εξακολουθούν να μ' αρέσουν», είπε. «Το λευκό βαμβακερό ύφασμα. Η απλότητα». Πριν από κάμποσες επισκέψεις, την είχε προστάξει να πέφτει στο κρεβάτι ντυμένη έτσι, ώσπου να της πει κάτι άλλο. Αυτή η εμφάνιση τον ερέθιζε. «Η αθωότητα. Η αγνότητα. Σαν παιδί, όμως τόσο απίστευτα ο&ριμη». Τα ρόδα στα μάγουλά της κοκκίνισαν κι άλλο και τα μάτια της χαμήλωσαν συνεσταλμένα. Δάκρυα ντροπής, σαν στάλες δροσιάς, τρεμούλιασαν στα πέταλα των σάρκινων ρόδων της. Όποτε τολμούσε να κοιτάξει το γιατρό, έβλεπε τον πα-

χέρα της. Τόση ήταν η δύναμη της υποβολής του Άριμαν, όταν της μιλούσε απευθείας σ' εκείνο το απαραβίαστο παρεκκλήσι βαθιά μέσα της. Όταν θα τέλειωναν το αποψινό τους παιχνίδι, θα την πρόσταζε να ξεχάσει όλα όσα είχαν συμβεί από τη στιγμή που της τηλεφώνησε ως την ώρα που έφυγε απ' το διαμέρισμά της. Ύστερα η Σούζαν δεν θα θυμόταν ούτε την επίσκεψή του ούτε αυτή τη φανταστική αιμομειξία. Αν ήθελε όμως, μπορούσε να σκαρφιστεί για τη Σούζαν μια λεπτομερή ιστορία ερωτικής κακομεταχείρισης στα χέρια του πατέρα της. Θα απαιτούνταν πολλές ώρες για να κεντήσει τη φρικιαστική του ιστορία μέσα στην ύφανση των αληθινών της αναμνήσεων, ύστερα όμως θα μπορούσε να την προστάξει να πιστέψει πως είχε κακοποιηθεί επανειλημμένα και να ανακαλέσει σταδιακά αυτά τα τραυματικά απωθημένα στη διάρκεια των συναντήσεων τους στο ιατρείο του. Αν την έσπρωχναν αυτές οι «αναμνήσεις» της να καταγγείλει τον πατέρα της στην αστυνομία κι αν της ζητούσαν να υποβληθεί σε εξέταση με τον ανιχνευτή ψεύδους, θα αποκρινόταν σε κάθε ερώτηση με ακλόνητη βεβαιότητα και με το κατάλληλο συναίσθημα. Η αναπνοή της, η πίεσή της, ο σφυγμός της και η γαλβανική αντίδραση του δέρματος της θα έπειθαν οποιονδήποτε ανιχνευτή ψεύδους πως έλεγε την αλήθεια, γιατί θα ήταν πεπεισμένη η ίδια πως αυτές οι φριχτές κατηγορίες της όντως αλήθευαν. Ο Άριμαν δεν είχε καμιά πρόθεση να παίξει μαζί της μ' αυτό τον τρόπο. Είχε απολαύσει αυτό το παιχνίδι με άλλα θύματά του, όμως τώρα του προκαλούσε ανία. «Κοίτα με, Σούζαν». Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της. Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του κι ο γιατρός θυμήθηκε δυο στίχους του ε. ε. κάμινγκς: Στη ματιά σου μέσα ζει / πράσινος της Αιγύπτου ήχος. «Την επόμενη φορά», είπε, «θα φέρω την κάμερά μου και θα γυρίσουμε άλλη μια ταινία. Θυμάσαι την πρώτη που σε τράβηξα;» Η Σούζαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε θυμάσαι γιατί σου το απαγόρευσα. Ταπεινώθηκες τόσο, που οποιαδήποτε θύμησή της μπορεί να σ' έκανε να θες ν' αυτοκτονήσεις. Δεν ήθελα να έχεις ακόμη τάσεις αυτοκτονίας». Η ματιά της γλίστρησε μακριά του και καρφώθηκε στο δέντρο μινγκ πάνω στη βάση Μπιντερμάιερ.

Εκείνος είπε: «Άλλη μια ταινία για να σε θυμάμαι. Την επόμενη φορά. Προπονώ τη φαντασία μου. Θα είσαι ένα πολΰ βρόμικο κορίτσι την επόμενη φορά, Σοΰζι. Η πρώτη ταινία θα μοιάζει με έργο του Ντίσνεϊ». Δεν ήταν συνετό να διατηρεί αρχείο με βιντεοταινίες, με τα πιο εξωφρενικά πράγματα που είχε βάλει τις μαριονέτες του να κάνουν. Φύλαγε αυτά τα ενοχοποιητικά στοιχεία -αννολικά 121 βιντεοταινίες αυτή τη στιγμή- σ' ένα κλειδωμένο και καλά κρυμμένο θησαυροφυλάκιο, αν και, σε περίπτωση που τύχαινε να υποψιαστούν την ΰπαρξή του κάποιοι που δεν έπρεπε να τη γνωρίζουν, θα διέλυαν το σπίτι του, σανίδα σανίδα, πέτρα πέτρα, ώσπου να βρουν τα αρχεία του. Το διακινδύνευε γιατί κατά βάθος ήταν αισθηματίας, νοσταλγούσε τις παλιές εποχές, τους παλιούς φίλους, τα πεταμένα «παιχνίδια». Η ζωή είναι ένα ταξίδι με τρένο και, στους πολλούς σταθμούς του, άνθρωποι σημαντικοί για μας αποβιβάζονται και τους χάνουμε για πάντα, μέχρι που, στο τέλος του ταξιδιού, καθόμαστε σ' ένα βαγόνι όπου οι περισσότερες θέσεις είναι άδειες. Αυτή η αλήθεια δεν θλίβει λιγότερο το γιατρό απ' όσο τους υπόλοιπους ανθρώπους όταν τη συλλογίζονται -αν και, αναμφισβήτητα, ο χαρακτήρας της θλίψης του διαφέρει από το χαρακτήρα της δικής τους θλίψης. «Κοίτα με, Σοΰζαν». Εκείνη εξακολούθησε να έχει τα μάτια της καρφωμένα στο φυτό πάνω στη βάση. «Μην είσαι πεισματάρα-. Κοίτα τον πατέρα σου, τώρα». Τα δακρυσμένα μάτια της τραβήχτηκαν από το δαντελωτό δέντρο μινγκ και μέσα της αναδύθηκε φευγαλέα μια ικεσία να της επιτραπεί τουλάχιστον λίγη αξιοπρέπεια, μια ικεσία που ο γιατρός την πρόσεξε, την απόλαυσε και την αγνόησε. Αναμφισβήτητα, κάποια βραδιά πολύ μετά το θάνατο της Σούζαν Τζάγκερ, ο γεμάτος νοσταλγία γιατρός θα τη συλλογιζόταν με τρυφερότητα και θα τον πλημμύριζε μια μελαγχολική λαχτάρα να ξανακούσει τη μελωδική φωνή της, να ξαναδεί το όμορφο πρόσωπο της, να ξαναζήσει τις τόσες καλές στιγμές που πέρασαν μαζί. Απόψε θα κακομάθαινε τον εαυτό του καταφεύγοντας στο αρχείο των βιντεοταινιών του. Θα ευχαριστιόταν βλέποντας τη Σούζαν να κάνει πράγματα τόσο οικτρά, τόσο χυδαία, που η μεταμόρφωσή της ήταν εξίσου συγκλονιστική μ' ενός λυκανθρώπου τις νύχτες με πανσέληνο. Όταν κυλιόταν

μ' αυτό τον τρόπο στη χυδαιότητα, η λάμψη της ομορφιάς της έσβηνε αρκετά ώστε να διακρίνει ο γιατρός τη σκοτεινιά στα βάθη της καρδιάς της, το ζώο μέσα της, το προανθρώπινο κτήνος, ταπεινωμένο αλλά πανούργο, τρομαγμένο αλλά και τρομακτικό. Άλλωστε, ακόμη κι αν δεν ένιωθε τόση απόλαυση ξαναβλέποντας αυτές τις βιντεοταινίες, θα διατηρούσε τα αρχεία του γιατί ήταν από τη φύση του ένας χαλκέντερος συλλέκτης. Ολόκληρα δωμάτια στο ακανόνιστο σπίτι του ήταν γεμάτα από τα παιχνίδια που είχε ακούραστα μαζέψει στο πέρασμα των χρόνων: αμέτρητα στρατιωτάκια' σιδερένια αμάξια, πανέμορφα, βαμμένα στο χέρι* μηχανικοί κουμπαράδες που λειτουργούσαν με κέρμα- πλαστικά σετ με χιλιάδες μινιατούρες, από φιγούρες Ρωμαίων μονομάχων μέχρι και αστροναυτών. «Σήκω, κορίτσι». Εκείνη σηκώθηκε απ' το κρεβάτι. «Γύρνα». Γύρισε αργά, για να την περιεργαστεί. «Αχ, ναι», είπε ο γιατρός, «θέλω κι άλλη βιντεοταινία μ' εσένα, για να μπορώ να σε βλέπω για πάντα. Κι ίσως με λίγο αίμα την επόμενη φορά, μ' ένα μικρούλη αυτοακρωτηριασμό. Για την ακρίβεια, το θέμα θα μπορούσε να είναι τα σωματικά υγρά εν γένει. Θα ήταν διασκεδαστικό. Είμαι βέβαιος πως συμφωνείς». Εκείνη, αντί να τον κοιτάζει, είχε τα μάτια της καρφωμένα πάλι στο δέντρο μινγκ, όμως ήταν μια παθητική ανυπακοή αυτή, γιατί τον ξανακοίταξε μόλις την πρόσταξε. «Αν νομίζεις πως θα είναι διασκεδαστικό, πες το μου». «Ναι, μπαμπά. Διασκεδαστικό». Την πρόσταξε να πέσει στα γόνατα κι εκείνη γονάτισε. «'Ελα στα γόνατα ως εμένα, Σούζαν». Σαν μια φιγούρα σ' ένα μηχανικό κουμπαρά που βάζεις το κέρμα στο στόμα της κι αυτή κινείται αυτομάτως και το ρίχνει στη σχισμή στο τέλος της διαδρομής της, η Σούζαν ζύγωσε στην πολυθρόνα, με ρεαλιστικά δάκρυα ζωγραφισμένα στο πρόσωπο της, ένα υπέροχο δείγμα του είδους της, ένα απόκτημα που θα ζήλευε οποιοσδήποτε συλλέκτης.

Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΝΤΑΣΤΙ ΠΡΟΣΕΞΕ τον Κοιμισμένο Σκΰλο είχε ψαλιδιστεί από την προγενέστερη Στιγμή που Χτύπησε το Τηλέφωνο της Κουζίνας και, όσες φορές κι αν «ξανάπαιξε» ο Ντάστι τη σκηνή στο μυαλό του, δεν μπόρεσε να ενώσει αυτά τα ψαλιδισμένα νήματα της ημέρας. Τη μια στιγμή ο σκύλος έστεκε κουνώντας την ουρά του και την επόμενη ο σκύλος ξυπνούσε αφού είχε πάρει ένα σύντομο υπνάκο. Χαμένα λεπτά. Που τα πέρασε μιλώντας με ποιον; Κάνοντας τι; «Ξανάπαιζε» για άλλη μια φορά το επεισόδιο, επικεντρώνοντας την προσοχή του στη μαύρη τρύπα ανάμεσα στη στιγμή που σήκωσε το τηλέφωνο και στη στιγμή που το έκλεισε, πασχίζοντας να γεφυρώσει αυτό το κενό στη μνήμη του, όταν δίπλα του στο κρεβάτι η Μάρτι άρχισε να στενάζει στον ύπνο της. «Ηρέμησε. 'Ολα είναι καλά. Ηρέμησε», της ψιθύρισε, ακουμπώντας απαλά το χέρι του στον ώμο της, προσπαθώντας να τη βγάλει από τον εφιάλτη της, γαληνεύοντάς την ξανά, όπως είχε κάνει νωρίτερα με τον Βαλέ. Εκείνη όμως δεν έλεγε να ηρεμήσει. Οι στεναγμοί της έγιναν κλαψουρίσματα και αναρίγησε, κλοτσώντας αδύναμα τα σεντόνια που είχαν κουλουριαστεί γύρω της, και ύστερα, με τα κλαψουρίσματα της να γίνονται στριγκές κραυγές, τινάχτηκε, ανακάθισε απότομα, πέταξε από πάνω της τα σκεπάσματα και σηκώθηκε όρθια, έχοντας πάψει να σκληρίζει έντρομη αλλά μοιάζοντας να πνίγεται τώρα, έτοιμη να κάνει εμετό, τρίβοντας μανιασμένα το στόμα της και με τα δυο της χέρια σαν να είχε αηδιάσει με κάτι που είχε φάει στο όνειρο της. Ο Ντάστι τινάχτηκε κι αυτός, αμέσως, κι έκανε το γύρο

του κρεβατιού, βλέποντας τον Βαλέ να κοιτάζει ανήσυχος τη Μάρτι. Εκείνη στράφηκε απότομα προς το μέρος του: «Μη με πλησιάζεις/» Ήταν τόση η ταραχή στη φωνή της, που ο Ντάστι κοκάλωσε κι ο σκύλος άρχισε να τρέμει και οι τρίχες στους ώμους του σηκώθηκαν. Σκουπίζοντας ακόμη το στόμα της, η Μάρτι κοίταξε τα χέρια της σαν να περίμενε να τα δει μες στο αίμα -κι ίσως όχι στο δικό της αίμα. «Αχ, Θεέ μου, αχ, Θεέ μου». Ο Ντάστι τη ζύγωσε κι εκείνη τον πρόσταξε ξανά, εξίσου βίαια, να μην την πλησιάσει. «Δεν μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη, σ' το λέω, δεν μπορείς, μη με πλησιάζεις». «Ένας εφιάλτης ήταν». «Αυτό είναι εφιάλτης». «Μάρτι...» Σπασμοί τη διαπέρασαν κι έγειρε μπροστά, με τη θύμηση του ονείρου της να την πνίγει φέρνοντάς της εμετό, και ύστερα έβγαλε ένα πονεμένο βογκητό αηδίας και αγωνίας. Παρά την προειδοποίησή της, ο Ντάστι την πλησίασε ακόμη πιο πολύ και, μόλις την άγγιξε, εκείνη τραβήχτηκε βίαια σπρώχνοντάς τον μακριά της. «Μη μ' εμπιστεύεσαι. Όχι, για όνομα του Θεού, όχι». Αντί να προσπαθήσει να περάσει από δίπλα του, σκαρφάλωσε σαν πίθηκος στο ξέστρωτο κρεβάτι, κατέβηκε από την άλλη μεριά κι έτρεξε προς το μπάνιο. Έ ν α σύντομο, διαπεραστικό κλαψούρισμα ξέφυγε από το στόμα του σκύλου, και συντάραξε τον Ντάστι, γεμίζοντάς τον μ' έναν πρωτόγνωρο φόβο. Το να τη βλέπει για δεύτερη φορά σ' αυτή την κατάσταση ήταν πιο τρομακτικό από το πρώτο επεισόδιο. Η μία φορά μπορεί να ήταν απλώς παρεκτροπή. Οι δυο φορές, όμως, ήταν ένα μοτίβο συμπεριφοράς. Και στα μοτίβα διαφαινόταν το μέλλον. Ακολούθησε τη Μάρτι και τη βρήκε στο νιπτήρα του μπάνιου, όπου το κρύο νερό έρεε ορμητικό. Η πόρτα του φαρμακείου, που ήταν ανοιγμένη, τώρα έκλεινε από μόνη της. «Πρέπει να ήταν ασυνήθιστα άσχημος αυτή τη φορά», της είπε. «Ποιος;» «Ο εφιάλτης».

«Δεν ήταν ο ίδιος· ο Φυλλάνθρωπος είναι ευχάριστος μπροστά του», αποκρίθηκε εκείνη, αν και ήταν ολοφάνερο πως δεν σκόπευε να του πει λεπτομέρειες. Έβγαλε το πώμα του μπουκαλιού ενός δραστικού υπνωτικού που δεν χρειαζόταν συνταγή γιατρού και που σπάνια το χρησιμοποιούσαν. Γαλάζιες ταμπλέτες χύθηκαν στη μισόκλειστη αριστερή της χούφτα. Αρχικά ο Ντάστι νόμιζε πως σκόπευε να πάρει υπερβολική δόση για ν' αυτοκτονήσει, πράγμα γελοίο, γιατί ακόμη κι ένα ολόκληρο μπουκάλι δεν θα τη σκότωνε -και, ούτως ή άλλως, θα 'πρεπε να ξέρει η Μάρτι πως ο Ντάστι θα τίναζε τις ταμπλέτες απ' το χέρι της προτού προφτάσει να τις καταπιεί όλες. Ύστερα όμως άφησε τις περισσότερες ταμπλέτες να ξανακυλήσουν κροταλίζοντας στο μπουκάλι, κρατώντας μονάχα τρεις στη χούφτα της. «Η μέγιστη δόση είναι δύο», της είπε. «Καρφί δε μου καίγεται για τη μέγιστη δόση. Θέλω να πέσω ξερή. Πρέπει να κοιμηθώ, να ξεκουραστώ, όμως δεν πρόκειται να τα καταφέρω έτσι και ξαναδώ τέτοιο όνειροαποκλείεται». Τα μαύρα της μαλλιά ήταν μουσκεμένα απ' τον ιδρώτα και μπερδεμένα σαν τα φίδια στο κεφάλι της φριχτής Μέδουσας που ίσως είχε δει στον ύπνο της. Έπαιρνε τα χάπια για να εξολοθρεύσει τα τέρατα του ονείρου της. Γέμισε ως το χείλος ένα ποτήρι με νερό και κατάπιε μεμιάς και τις τρεις ταμπλέτες. Ο Ντάστι, δίπλα της, δεν επενέβη. Τρεις ταμπλέτες δεν σήμαιναν νοσοκομείο και πλύση στομάχου, κι αν ήταν λιγάκι αδύναμη και ζαλισμένη το πρωί, μπορεί επίσης να ήταν λιγότερο ανήσυχη. Δεν έβλεπε κανένα νόημα στο να της πει πως το να κοιμηθεί βαθύτερα δεν σήμαινε απαραίτητα πως δεν θα ονειρευόταν κιόλας. Ακόμη κι αν κοιμόταν στη φολιδωτή αγκάλη του εφιάλτη, θα ήταν πιο ξεκούραστη το πρωί, παρά αν έμενε άυπνη. Καθώς κατέβαζε η Μάρτι το ποτήρι από τα χείλη της, είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το είδωλο της την έκανε να αναριγήσει όπως δεν είχε κατορθώσει να την κάνει το παγερό νερό. Όπως μια γαλάζια λίμνη γίνεται άσπρη στην παγωνιά του χειμώνα, έτσι πάγωσε ο φόβος το πρόσωπο της Μάρτι,

κάνοντας το να χλομιάσει και τα χείλη της να πάρουν ένα χρώμα λιγότερο ρόδινο και περισσότερο μενεξελί, με ξεραμένα πετσάκια, γκρίζα σαν τον τσίγκο, γιατί τα χείλη της είχαν ξεφλουδίσει καθώς τα έτριβε. «Αχ, Θεέ μου, κοίτα τι είμαι», είπε, «κοίτα τι είμαι». Ο Ντάστι ήξερε πως δεν αναφερόταν στα υγρά και μπερδεμένα της μαλλιά ούτε στη χλομάδα του προσώπου της, αλλά σε κάτι μισητό που φανταζόταν η Μάρτι πως έβλεπε στο βάθος των γαλάζιων της ματιών. Σήκωσε απότομα το ποτήρι, χύνοντας όσο νερό είχε απομείνει μέσα, όμως ο Ντάστι το άρπαξε προτού προλάβει να το πετάξει στον καθρέφτη και το τράβηξε από τα σφιγμένα της δάχτυλα, ενώ το νερό πιτσίλιζε τα πλακάκια κάτω. Στο άγγιγμά του, τινάχτηκε μακριά του τόσο βίαια, που χτύπησε στον τοίχο του μπάνιου κάνοντας την πόρτα του ντους να κροταλίσει. «Μη με πλησιάζεις! Για όνομα του Θεού, δεν καταλαβαίνεις τι θα μπορούσα να κάνω, όλα αυτά που θα μπορούσα να κάνω;» Νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι από την ανησυχία, της είπε: «Μάρτι, δε σε φοβάμαι». «Πόσο απέχει το φιλί από το δάγκωμα;» τον ρώτησε με τη φωνή της βραχνή και τρεμάμενη από το φόβο. «Τι;» «Δεν απέχει πολύ το φιλί από το δάγκωμα, με τη γλώσσα σου στο στόμα μου». «Μάρτι, σε παρακαλώ...» «Το φιλί από το δάγκωμα. Θα ήταν τόσο εύκολο να σου ξεσχίσω τα χείλια. Πώς ξέρεις ότι δε θα μπορούσα; Πώς ξέρεις ότι δε θα το έκανα;» Αν δεν είχε φτάσει ακόμη σε μια κατάσταση απόλυτου πανικού, κατρακυλούσε γοργά προς τα κει κι ο Ντάστι δεν ήξερε πώς να τη σταματήσει, ούτε καν πώς να της κόψει τη φόρα. «Κοίτα τα χέρια μου», τον πρόσταξε. «Αυτά τα νύχια. Είναι ακρυλικά. Γιατί θαρρείς πως δε θα μπορούσα να σε τυφλώσω μ' αυτά; Λες να μην μπορώ να σου βγάλω τα μάτια;» «Μάρτι. Αυτό δεν είναι...» «Υπάρχει κάτι μέσα μου που δεν το είχα καταλάβει ως τώρα, κάτι που με πανικοβάλλει και που θα μπορούσε να κάνει κάτι τρομερό, αληθινά θα μπορούσε, θα μπορούσε να

με κάνει να σε τυφλώσω. Για το καλό σου, πρέπει να το καταλάβεις κι εσύ και ν' αρχίσεις να το φοβάσαι». Οίκτος και αγάπη γέμισαν την καρδιά του Ντάστι, τον πλημμύρισαν σαν χείμαρροι και δίνες. Έκανε να πιάσει τη Μάρτι κι εκείνη κατόρθωσε να περάσει από δίπλα του και να βγει από το μπάνιο βροντώντας πίσω της την πόρτα. Όταν την ακολούθησε στην κρεβατοκάμαρα, τη βρήκε στην ανοιχτή του ντουλάπα. Έψαχνε στα πουκάμισά του για κάτι, και οι κρεμάστρες κροτάλιζαν στο οριζόντιο σίδερο. Τις γραβάτες. Οι περισσότεροι γάντζοι ήταν άδειοι. Δεν είχε παρά τέσσερις όλες κι όλες. Τράβηξε μια μαύρη χωρίς σχέδια και μία με γαλάζιες και κόκκινες ρίγες και τις έτεινε προς τον Ντάστι. «Δέσε με». «Τι; Όχι. Για όνομα του Θεού, Μάρτι». «Το εννοώ». «Κι εγώ. Όχι». «Τους αστράγαλους και τους καρπούς», είπε επιτακτικά. «Όχι». Ο Βαλές ήταν καθισμένος στο μαξιλάρι του και τα φρύδια του κινούνταν σπασμωδικά τονίζοντας μια σειρά από ανήσυχες εκφράσεις καθώς έστρεφε την προσοχή του μια στη Μάρτι και μια στον Ντάστι. Εκείνη είπε: «Ώστε, αν τρελαθώ τη νύχτα, αν παραφρονήσω...» Ο Ντάστι προσπάθησε να είναι ανυποχώρητος αλλά ήρεμος, ελπίζοντας πως έτσι θα τη γαλήνευε. «Σε παρακαλώ, σταμάτα». «...αν τρελαθώ τελείως, τότε θα πρέπει να λυθώ πρώτα, προτού κάνω κακό σε κάποιον. Και, καθώς θα πασχίζω να λυθώ, εσύ θα ξυπνήσεις, σε περίπτωση που έχεις αποκοιμηθεί». «Δε σε φοβάμαι». Η προσποιητή του ηρεμία δεν είχε καμιά επίδραση πάνω της και, για την ακρίβεια, τα λόγια της ξεχύθηκαν ακόμη πιο ορμητικά από μέσα της: «Εντάξει, ναι, μπορεί να μη φοβάσαι, ακόμη κι αν θα 'πρεπε, εσύ μπορεί να μη φοβάσαι, εγώ όμως φοβάμαι. Εγώ φοβάμαι, Ντάστι, φοβάμαι το τι θα μπορούσα να κάνω σ' εσένα ή σε κάποιον άλλο αν πάθαινα μια κρίση, μια κρίση τρέλας, φοβάμαι το τι θα μπορούσα να κάνω σ' εμένα. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, είναι πιο αλλόκοτο κι απ' τον Εξορκιστή, ακόμη κι αν δεν αιωρούμαι και

δε στριφογυρίζει το κεφάλι μου. Αν έπεφτε στα χέρια μου ένα μαχαίρι ή το πιστόλι σου, όταν δε θα 'πρεπε, όταν είμαι σ' αυτή την κατάσταση της παράνοιας, τότε θα το χρησιμοποιούσα πάνω μου, το ξέρω πως θα το έκανα. Νιώθω αυτή τη νοσηρή λαχτάρα εδώ...» Χτύπησε με τη γροθιά της το στομάχι της. «...αυτόν το δαίμονα, το σκουλήκι μέσα μου, να μου ψιθυρίζει για μαχαίρια και όπλα και σφυριά». Ο Ντάστι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Η Μάρτι κάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να δένει τους αστραγάλους της με μια απ' τις γραβάτες, αλλά αμέσως μετά σταμάτησε απελπισμένη. «Διάβολε, δεν ξέρω να φτιάχνω κόμπους όπως εσύ. Πρέπει να με βοηθήσεις». «Μία απ' αυτές τις ταμπλέτες συνήθως φτάνει. Εσύ πήρες τρεις. Δε χρειάζεται να σε δέσω». «Δε θα εμπιστευτώ τα φάρμακα, όχι μονάχα αυτά, αποκλείεται. Είτε θα με βοηθήσεις να δεθώ είτε θα κάνω εμετό τις ταμπλέτες, θα χώσω το δάχτυλο μου στο λαιμό μου και θα τις βγάλω αυτή τη στιγμή». Δεν θ' άλλαζε γνώμη με τη λογική. Ο φόβος της ήταν σαν ναρκωτικό, όπως αυτά που είχε πάρει ο Σκιτ, και δεν ήταν πιο λογική η Μάρτι απ' τον πιτσιρικά όταν είχε ανέβει στη στέγη των Σόρενσον. Καθιστή, αδέξια δεμένη με τις γραβάτες, ιδρώνοντας και τρέμοντας, έβαλε τα κλάματα. «Σε παρακαλώ, καλέ μου, σε παρακαλώ. Πρέπει να κοιμηθώ, είμαι τόσο κουρασμένη, χρειάζομαι ξεκούραση, ειδάλλως θα τρελαθώ, έχω ανάγκη από λίγη ηρεμία και δεν πρόκειται να τη βρω αν δε με βοηθήσεις». Τα δάκρυα τον συγκίνησαν όπως δεν είχε μπορέσει να τον συγκινήσει η οργή. Όταν τη ζύγωσε, εκείνη ξάπλωσε στο κρεβάτι και σκέπασε με τα χέρια της το πρόσωπο της σαν να ντρεπόταν που την είχε κάνει έτσι αδύναμη ο φόβος. Ο Ντάστι έτρεμε δένοντάς της τους αστραγάλους. «Πιο σφιχτά», ακούστηκε η φωνή της πίσω από τα χέρια της· Αν και ο Ντάστι υπάκουσε, δεν έσφιξε τους κόμπους τόσο όσο θα ήθελε η Μάρτι. Η σκέψη πως θα μπορούσε να την πονέσει, έστω και κατά λάθος, του ήταν ανυπόφορη. Εκείνη άπλωσε τα χέρια της, ενωμένα, προς το μέρος του. Με τη μαύρη γραβάτα, ο Ντάστι έδεσε τον έναν καρπό με

τον άλλο, αρκετά σφιχτά ώστε να μείνει δεμένη ως το πρωί, όμως όχι τόσο που να της σταματήσει την κυκλοφορία. Καθώς την έδενε, εκείνη ήταν ξαπλωμένη με τα μάτια σφαλιστά και το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι, μακριά του, ίσως γιατί ένιωθε ταπεινωμένη που είχε παραλύσει από το φόβο, ίσως πάλι γιατί ντρεπόταν για την κατάστασή της. Ίσως. Όμως ο Ντάστι υποψιαζόταν πως βασικά πάσχιζε να κρύψει το πρόσωπο της γιατί ταύτιζε τα δάκρυα με την αδυναμία. Η κόρη του Ρόμπερτ Γουντχάουζ, του «Γελαστού Μπομπ» -που ήταν αληθινός ήρωας πολέμου, αλλά επίσης είχε αποδειχτεί ήρωας και από άλλες απόψεις, κάμποσες φορές στα χρόνια μετά τον πόλεμο-, ήταν αποφασισμένη να σταθεί στο ύψος του κληρονομώντας το κουράγιο του και την τιμή του. Φυσικά, η ζωή που έκανε σαν νεαρή σύζυγος και σχεδιάστρια ηλεκτρονικών παιχνιδιών σε μια ευχάριστη παραλιακή πόλη της Καλιφόρνιας δεν της έδινε συχνά την ευκαιρία για ηρωισμούς. Αυτό ήταν κάτι καλό· δεν ήταν λόγος για να προσπαθήσει να γίνει ηρωίδα, υποτίθεται, σ' ένα καζάνι διαρκούς βίας όπως ήταν τα Βαλκάνια ή η Ρουάντα, ή για να βγει στο Τζερι Σπρίνγκερ Σόου. Όμως ζώντας γαλήνια και χωρίς στερήσεις, μπορούσε να τιμά τη μνήμη του πατέρα της μέσα από τους μικρούς ηρωισμούς της καθημερινής ζωής: κάνοντας καλά τη δουλειά της και επιτελώντας το καθήκον της προς τον κόσμο με το να είναι σε κάθε περίπτωση μια πιστή σύζυγος, να στηρίζει τους φίλους της και να συμπονά όσους υπέφεραν, όπως τον Σκιτ για παράδειγμα, ενώ θα φρόντιζε να μην καταντήσει σαν κι αυτούς και να είναι ειλικρινής και τίμια. Αυτοί οι μικροί ηρωισμοί, που δεν αναγνωρίζονται ποτέ με παράσημα και παρελάσεις, είναι το καύσιμο και το λιπαντικό της μηχανής του πολιτισμού, και σ' έναν κόσμο γεμάτο πειρασμούς που ωθούν κάποιον να γίνει τρυφηλός, εγωκεντρικός και αυτάρεσκος, υπάρχουν απροσδόκητα λιγότεροι ήρωες απ' όσους θα περίμενε κανείς. Όταν έστεκες όμως στον ίσκιο κάποιων μεγάλων ηρωικών πράξεων, όπως η Μάρτι, τότε το να ζεις απλά και με αξιοπρέπεια -ενθαρρύνοντας τους άλλους με το παράδειγμά σου και την καλοσύνη σου- μπορεί να σ' έκανε να αισθάνεσαι ανεπαρκής, και ίσως ακόμη και το κλάμα, μέχρι και σε στιγμές μεγάλης δυστυχίας, να σου προκαλούσε την αίσθηση πως πρόδιδες την κληρονομιά του πατέρα σου. Όλα αυτά τα καταλάβαινε ο Ντάστι, αλλά δεν μπορού-

σε να τα πει στη Μάρτι, σίγουρα όχι τώρα -και ίσως ποτέ-, γιατί, λέγοντάς τα, θα ήταν σαν να έλεγε πως αναγνώριζε τα βαθύτερα τρωτά της σημεία, πράγμα που θα υποδήλωνε έναν οίκτο ο οποίος θα της αφαιρούσε λίγη απ' την αξιοπρέπειά της, όπως συμβαίνει πάντα με τον οίκτο. Η Μάρτι γνώριζε πως εκείνος το ήξερε, κι επίσης πως ήξερε ο Ντάστι ότι εκείνη το γνώριζε, όμως η αγάπη δυναμώνει και βαθαίνει όταν έχουμε τη σοφία να λέμε ό,τι πρέπει να ειπωθεί και τη σοφία να γνωρίζουμε τι δεν χρειάζεται να ειπωθεί ποτέ. Έτσι, ο Ντάστι, με σοβαρό ΰφος, έδεσε σιωπηλά τη μαύρη γραβάτα. 'Οταν πια δέθηκε γερά η Μάρτι, γύρισε στο πλάι κι έκλεισε τα μάτια της, που ήταν ακόμη πλημμυρισμένα από δάκρυα. Καθώς γύριζε, ο Βαλές ζύγωσε αθόρυβα στο κρεβάτι, τέντωσε το λαιμό του και της έγλειψε το πρόσωπο. Ο λυγμός που πολεμούσε τόση ώρα να καταπνίξει ξέφυγε από μέσα της, όμως ήταν μισός λυγμός μονάχα, κι ο άλλος μισός ήταν γέλιο, και ύστερα ακολούθησε άλλος ένας, αυτός περισσότερο γέλιο παρά λυγμός. «Το μαλλιαρό μου αγόρι ήξερε πως είχε ανάγκη η μαμά από ένα φιλί, ε, γλυκούλη μου;» « Ή μήπως φταίει η ευωδιά των υπέροχων λαζανιών μου στην ανάσα σου;» αναρωτήθηκε ο Ντάστι, ελπίζοντας να τροφοδοτήσει έτσι με λίγο οξυγόνο τη φλόγα αυτής της καλοδεχούμενης χαρούμενης στιγμής. «Δεν έχει σημασία αν είναι τα λαζάνια ή η σκυλίσια αγάπη», είπε η Μάρτι, «γιατί ξέρω πως το αγοράκι μου με αγαπά». «Το ίδιο κάνει και το μεγάλο σου αγόρι», είπε ο Ντάστι. Επιτέλους γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Αυτό είναι που με βοήθησε σήμερα να μη χάσω τα λογικά μου, ο φόβος πως έτσι μπορεί να έχανα την αγάπη μας». Ο Ντάστι κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και κράτησε τα δεμένα της χέρια. Ύστερα από λίγο τα μάτια της έκλεισαν από το βάρος της κούρασης και των υπνωτικών. Ο Ντάστι κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο, που του θύμισε το ζήτημα του χαμένου χρόνου. «Δόκτωρ Γιεν Αο». Δίχως ν' ανοίξει τα μάτια της, η Μάρτι είπε βραχνά: «Ποιος;» «Δόκτωρ Γιεν Λο. Τον έχεις ακουστά;»

«Όχι». «Διαυγείς καταρράκτες». «Ε;» «Στα κύματα σκορπίζουν». Η Μάρτι άνοιξε τα μάτια της. Ήταν θολά και σκοτείνιαζαν όλο και περισσότερο από τα σύννεφα του ύπνου. «Είτε εσύ λες ασυναρτησίες είτε εγώ δεν καταλαβαίνω». «Γαλάζιες πευκοβελόνες», είπε τελικά, αν και δεν πίστευε πια πως θα είχε κάτι απ' όλα αυτά κάποια επίδραση πάνω της όπως είχε στον Σκιτ. «Όμορφο», μουρμούρισε και ξανάκλεισε τα μάτια της. Ο Βαλές, αντί να γυρίσει στο μαξιλάρι του, είχε ξαπλώσει στο πάτωμα κοντά στο κρεβάτι. Δεν κοιμόταν. Κάπου κάπου σήκωνε το κεφάλι του για να κοιτάξει την κοιμισμένη αφεντικίνα του ή το σκοτάδι στις πέρα γωνιές του δωματίου. Σήκωνε τα κρεμαστά του αυτιά όσο ψηλότερα μπορούσε, σαν ν' άκουγε κάποιον αχνό αλλά ύποπτο ήχο. Τα υγρά, μαύρα ρουθούνια του άνοιγαν και τρεμούλιαζαν καθώς προσπαθούσε να ξεχωρίσει τις μπερδεμένες οσμές στον αέρα, και γρύλιζε σιγανά. Ο καλός Βαλές έμοιαζε να πασχίζει να μεταμορφωθεί σε φύλακα, αν και εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει ποια ήταν η απειλή. Βλέποντας τη Μάρτι να κοιμάται, με το δέρμα της ακόμη χλομό και τα χείλη της αφύσικα σκούρα, σαν πρόσφατη μελανιά, ο Ντάστι ένιωθε όλο και πιο βέβαιος πως η βύθιση της γυναίκας του προς μια μελλοντική σοβαρή διανοητική ανισορροπία δεν ήταν η μεγαλύτερη απειλή, όπως είχε νομίσει. Ενστικτωδώς, αισθανόταν πως τη ζύγωνε ο θάνατος, όχι η τρέλα, και πως βρισκόταν ήδη με το ένα της πόδι στον τάφο. Για την ακρίβεια, τον πλημμύρισε μια ανεξήγητη αίσθηση πως ο φονιάς της βρισκόταν εκείνη τη στιγμή εκεί, στην κρεβατοκάμαρα, και, νιώθοντας ένα μεταφυσικό τρόμο που τον έκανε να ανατριχιάσει, σηκώθηκε αργά από την άκρη του κρεβατιού και ύψωσε φοβισμένος τα μάτια του, μισοπεριμένοντας να αντικρίσει ένα φάντασμα να αιωρείται κοντά στο ταβάνι: κάτι σαν στρόβιλο από μαύρα ρούχα, μια φιγούρα με κουκούλα και μ' ένα χαμογελαστό σκελετικό πρόσωπο. Αν και δεν υπήρχε από πάνω τους παρά λείος σοβάς, ο Βαλές έβγαλε ένα αργό, παρατεταμένο γρύλισμα. Είχε σηκωθεί δίπλα στο κρεβάτι.

Η Μάρτι συνέχισε να κοιμάται ανενόχλητη, όμως ο Ντάστι έστρεψε την προσοχή του απ' το ταβάνι στο σκύλο. Τα ρουθούνια του Βαλέ άνοιξαν καθώς έπαιρνε μια βαθιά, ερευνητική ανάσα και οι χρυσαφιές του τρίχες σηκώθηκαν, σαν να είχαν φουσκώσει. Τα μαύρα χείλη του τραβήχτηκαν φανερώνοντας τα τρομερά του δόντια. Ο σκύλος έμοιαζε να βλέπει τη φονική παρουσία που ο Ντάστι μονάχα διαισθανόταν. Η ματιά του σκύλου, επιφυλακτική, καρφώθηκε στον ίδιο τον Ντάστι. «Βαλέ;» Παρά το πυκνό χειμωνιάτικο τρίχωμα του σκύλου, ο Ντάστι είδε τους μυς στους ώμους και τους μηρούς του να σφίγγονται. Ο Βαλές πήρε μια ολότελα παράδοξη γι' αυτόν, επιθετική στάση. «Τι τρέχει, φιλαράκο; Εγώ είμαι μόνο». Το σιγανό γρύλισμα έσβησε. Ο σκύλος απέμεινε βουβός αλλά ανήσυχος, σε εγρήγορση. Ο Ντάστι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ο σκύλος ξαναγρύλισε. «Μόνο εγώ», επανέλαβε ο Ντάστι. Όμως ο σκύλος φάνηκε να μην πείθεται.

Ο Τ Α Ν ΤΕΛΕΙΩΣΕ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ μαζί της, η Σ ο ΰ ζ α ν Τζά-

γκερ ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, με τους μηρούς της ντροπαλά κολλημένους μεταξύ τους, σαν να πάσχιζε ν' αρνηθεί πως προηγουμένως ήταν ολάνοιχτοι. Είχε τα χέρια της σεμνά διπλωμένα πάνω στα στήθη της. Έκλαιγε ακόμη, όμως όχι βουβά όπως πριν. Ο Άριμαν της είχε επιτρέψει να εκφράσει λίγη από την αγωνία και την ντροπή της για να τις απολαύσει ο ίδιος. Κουμπώνοντας το πουκάμισο του, έκλεισε τα μάτια του για ν' ακούσει τους τρεμάμενους ήχους που έβγαιναν από το στόμα της και θύμιζαν πληγωμένο πουλί. Τα αναφιλητά της, που ήταν ελαφρά σαν πούπουλα: μοναχικά περιστέρια κάτω απ' την ξύλινη στέγη· η δυστυχία ανεμοδαρμένων γλάρων. Όταν την πρωτοπήγε στο κρεβάτι, χρησιμοποίησε την τεχνική της υπνωτικής παλινδρόμησης για να τη γυρίσει πίσω στην ηλικία των δώδεκα, σε μια εποχή που η Σούζαν ήταν ακόμη αγνή, αθώα, ένα μπουμπούκι ρόδου δίχως αγκάθια. Η φωνή της έγινε τρυφερή και ψιλή· μιλούσε σαν ένα ώριμο παιδί. Το μέτωπο της έγινε πιο λείο, το στόμα της πιο απαλό, σαν να είχε γυρίσει όντως ο χρόνος προς τα πίσω. Τα μάτια της δεν έγιναν πιο φωτεινά πράσινα, όμως έγιναν διαυγέστερα, σαν να είχαν εξανεμιστεί από μέσα τους οι εμπειρίες δεκάξι χρόνων. Ύστερα, φορώντας το προσωπείο του πατέρα της, τη διακόρευσε. Αρχικά της επέτρεψε να αντισταθεί αδύναμα και ύστερα πιο ενεργητικά, και η Σούζαν ένιωθε στην αρχή φοβισμένη και μπερδεμένη τώρα που είχε ξαναβρεί τη σεξουαλική της αθωότητα. Μια διστακτική πείνα, όμως, γλύκανε σύντομα την έντονη αντίστασή της. Υπακούοντας στις προσταγές του γιατρού, η Σούζαν καταλήφθηκε από μια ζω-

ώδη ανάγκη και άρχισε να λικνίζει τους γοφούς της προσκαλώντας τον στην αγκαλιά της. Στη συνέχεια, ο Άριμαν διαμόρφωνε την ψυχολογική της κατάσταση με ψιθυριστές προσταγές και πάντα, πάντα, φόβος, ντροπή και θλίψη χρωμάτιζαν τις ερεθιστικές κοριτσίστικες κραυγές απόλαυσης της Σοΰζαν. Γι' αυτόν, τα δάκρυά της ήταν πιο ζωτικό «λιπαντικό» από τα ερωτικά έλαια που υπήρχαν μες στο κορμί της για να διευκολύνουν την είσοδο του. Ακόμη και τη στιγμή της έκστασης, δάκρυα κυλούσαν απ' τα μάτια της. Τώρα, καθώς ξαναντυνόταν ο Άριμαν, περιεργάστηκε το τέλειο πρόσωπο της. Του φεγγαριού η λάμψη στο νερό, λιμνούλες ανοιξιάτικης βροχής τα μάτια -και στο μυαλό ολοσκότεινο ένα ψάρι κολυμπά. Όχι. Δεν ήταν καλό. Δεν μπορούσε να συνθέσει ένα χαϊκού για να περιγράψει τη μελαγχολική της έκφραση καθώς κοιτούσε το ταβάνι. Το ταλέντο του στην ποίηση ήταν απείρως υποδεέστερο σε σύγκριση με την ικανότητά του να την απολαμβάνει. Ο γιατρός δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις για τα χαρίσματά του. Αν και, με οποιοδήποτε κριτήριο, ήταν αληθινή ιδιοφυΐα, παρ' όλα αυτά ήταν παίκτης, όχι δημιουργός. Είχε ταλέντο στα παιχνίδια, στο να τα χρησιμοποιεί με καινούριους και ευφάνταστους τρόπους, όμως καλλιτέχνης δεν ήταν. Αντίστοιχα, αν και από παιδί τον ενδιέφεραν οι επιστήμες, δεν είχε την απαιτούμενη ιδιοσυγκρασία για να γίνει επιστήμονας: την υπομονή, την αποδοχή των επανειλημμένων αποτυχιών μέχρι να στέφονταν οι προσπάθειές του από επιτυχία, την τάση περισσότερο να μαθαίνει παρά να νιώθει. Ο σεβασμός με τον οποίο αντιμετωπίζονταν οι περισσότεροι επιστήμονες ήταν κάτι που ο νεαρός Άριμαν λαχταρούσε, και του ήταν απόλυτα φυσικό να φέρεται με το κύρος και την ανωτερότητα που συμπεριφέρονταν εκείνοι -σαν πρωθιερείς σ' αυτό τον πολιτισμό που λάτρευε την αλλαγή και την πρόοδο. Όμως δεν έβρισκε διόλου ελκυστικές τη μουντή, μελαγχολική ατμόσφαιρα των εργαστηρίων καθώς και την ανία της σοβαρής έρευνας. Όταν ήταν δεκατριών, ένα παιδί-θαύμα ήδη, που πήγαινε στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου, συνειδητοποίησε πως η ψυχολογία τού πρόσφερε τις ευκαιρίες για μια ιδανική σταδιοδρομία. Αυτοί που ισχυρίζονταν πως καταλάβαιναν

τα μυστικά του νου αντιμετωπίζονταν μ' ένα σεβασμό στα όρια του δέους, όπως θα συνέβαινε τους προηγούμενους αιώνες με τους κληρικούς, όταν η πίστη στην ψυχή ήταν εξίσου διαδεδομένη όσο η τωρινή πίστη στο Εκείνο και στο Εγώ. Αρκούσε να δηλώσει ένας ψυχολόγος πως ήταν αυθεντία και οι απλοί άνθρωποι του το αναγνώριζαν. Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούσαν την ψυχολογία επιστήμη. Κάποιοι την αποκαλούσαν «χαλαρή» επιστήμη, όμως γίνονταν όλο και πιο λίγοι όσοι έκαναν αυτή τη διάκριση. Στις «αυστηρές» επιστήμες -όπως ήταν η φυσική και η χημεία- προτεινόταν μια υπόθεση για να καθοδηγήσει την έρευνα σε μια ομάδα φαινομένων. Επομένως, αν ένα αρκετά μεγάλο σώμα επιστημόνων υποστήριζε τις προτάσεις αυτής της υπόθεσης, μπορεί να γινόταν γενική θεωρία. Κάποια στιγμή, αν αποδεικνυόταν με χιλιάδες πειράματα η καθολική ισχύς μιας θεωρίας, μπορεί να γινόταν νόμος. Οι περισσότεροι ψυχολόγοι πάσχιζαν να διατηρήσουν την επιστήμη τους σ' αυτό το επίπεδο ακρίβειας και αντικειμενικότητας. Ο Άριμαν τους λυπόταν. Ενεργούσαν έχοντας την ψευδαίσθηση πως το κύρος και η ισχύς τους συνδέονταν με την ανακάλυψη κάποιας αιώνιας αλήθειας, ενώ στην πραγματικότητα η αλήθεια ήταν μια ενοχλητική τροχοπέδη για το κύρος και την ισχύ. Η ψυχολογία, κατά την άποψη του Άριμαν, ήταν ένας ελκυστικός τομέας γιατί δεν χρειαζόταν παρά να συνδυάσεις μια σειρά από υποκειμενικές παρατηρήσεις και να βρεις ποιο ήταν το καταλληλότερο πρίσμα για να ερμηνεύσεις μια σειρά στατιστικών δεδομένων, και ύστερα μπορούσες να παρακάμψεις την υπόθεση και τη θεωρία, δηλώνοντας πως ανακάλυψες ένα νόμο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η επιστήμη σήμαινε σκληρή, ανιαρή εργασία. Για τον νεαρό Άριμαν, η ψυχολογία ήταν ολοφάνερα παιχνίδι και τα πιόνια ήταν οι άνθρωποι. Έκανε πάντα πως μοιραζόταν την οργή των συναδέλφων του όταν το έργο τους δυσφημιζόταν σαν «χαλαρή» επιστήμη, όμως αυτός στην πραγματικότητα το θεωρούσε «υγρή» επιστήμη, ακόμη και «αέρια», που ήταν ακριβώς το χαρακτηριστικό της που του άρεσε περισσότερο. Η δύναμη του επιστήμονα, που αντικείμενο του ήταν τα χειροπιαστά γεγονότα, περιοριζόταν απ' αυτά ακριβώς* η δύναμη της ψυχολογίας, όμως, ήταν σαν της θρησκευτικής δεισιδαιμονίας και μπορού-

σε να επηρεάσει τον κόσμο περισσότερο κι από τον ηλεκτρισμό, τα αντιβιοτικά και τις υδρογονοβόμβες. Έχοντας μπει στο πανεπιστήμιο στα δεκατρία, έγινε δόκτωρ ψυχολογίας στα δεκαεφτά. Επειδή ένας ψυχίατρος χαίρει ακόμη πιο μεγάλης εκτίμησης και κύρους απ' όσο ένας ψυχολόγος κι επειδή το μεγαλύτερο κύρος αυτού του τίτλου θα διευκόλυνε τα παιχνίδια που είχε κατά νου ο Άριμαν, πρόσθεσε ένα ιατρικό πτυχίο κι άλλα απαραίτητα πιστοποιητικά στο βιογραφικό του. Σκεπτόμενος πως η ιατρική απαιτεί μπόλικη αληθινή επιστήμη, πίστευε πως θα ήταν ανιαρή, αντιθέτως όμως, αποδείχτηκε εξαιρετικά διασκεδαστική. Εν τέλει, μια καλή ιατρική εκπαίδευση συμπεριλάμβανε μπόλικο αίμα και σπλάχνα* του δόθηκαν αναρίθμητες ευκαιρίες να γίνει μάρτυρας της ανθρώπινης αγωνίας και του πόνου και, όπου ανθούσαν η αγωνία κι ο πόνος, τα δάκρυα δεν στέρευαν ποτέ. Όταν ήταν μικρός, τα δάκρυα τον γέμιζαν με θαυμασμό σαν αυτόν που ένιωθαν τα υπόλοιπα παιδιά για το ουράνιο τόξο, το στερέωμα και τις πυγολαμπίδες. Στην εφηβεία, ανακάλυψε πως και μόνο η θέα των δακρύων, περισσότερο από τη σκληρή πορνογραφία, πυρπολούσε τη λίμπιντο του. Ο ίδιος δεν είχε κλάψει ποτέ. Τώρα, έχοντας φορέσει όλα του τα ρούχα, στάθηκε στα πόδια του κρεβατιού της Σούζαν και περιεργάστηκε το δακρυσμένο της πρόσωπο. Μελαγχολικές λίμνες, τα μάτια της. Το πνεύμα της επέπλεε μέσα τους, μισοπνιγμένο. Ο σκοπός του παιχνιδιού του ήταν να ολοκληρώσει τον πνιγμό. Ό χ ι απόψε, αλλά σύντομα. «Πες μου πόσων χρονών είσαι», της είπε. «Δώδεκα», αποκρίθηκε εκείνη με φωνή μαθήτριας. «Τώρα θα προχωρήσεις στο χρόνο, Σούζαν. Είσαι δεκατριών... δεκατεσσάρων... δεκαπέντε... δεκάξι. Πες μου την ηλικία σου». «Δεκάξι». «Και τώρα είσαι δεκαεφτά... δεκαοχτώ...» Την οδήγησε ως το παρόν, ως την ώρα και τα λεπτά που έδειχνε το ρολόι στο κομοδίνο, και ύστερα την πρόσταξε να ντυθεί. Τα ρούχα της ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα. Τα μάζεψε μ' αυτές τις αργές, προσεκτικές κινήσεις οποιουδήποτε υπνωτισμένου. Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού, καθώς ανέβαζε τη

λευκή βαμβακερή κιλότα στα λεπτά της πόδια, ξάφνου έσκυψε μπροστά ξεφυσώντας, σαν να τη χτύπησαν στο ηλιακό πλέγμα. Ανάσανε αναριγώντας και ύστερα έφτυσε έντρομη κι αηδιασμένη· το σάλιο της έλαμπε σαν ίχνος σαλιγκαριού στους μηρούς της, κι έφτυσε ξανά, σαν να πάσχιζε απεγνωσμένα να απαλλαγεί από μια ανυπόφορη γεύση. Ύστερα άρχισε να συσπάται σαν να ήθελε να κάνει εμετό και, ανάμεσα στους αξιοθρήνητους ήχους που έβγαιναν από το στόμα της, πρόφερε με μεγάλο κόπο δυο λέξεις -«Μπαμπά, γιατί, μπαμπά, γιατί;»-, επειδή, αν και δεν πίστευε πια πως ήταν δώδεκα χρονών, εξακολουθούσε να είναι πεπεισμένη πως ο λατρευτός της πατέρας την είχε βιάσει βάναυσα. Για το γιατρό, αυτό το τελευταίο απρόσμενο ξέσπασμα ντροπής και οδύνης ήταν ένα επιπλέον δωράκι, ένα μικρό επιδόρπιο πόνου, ένα τρουφάκι μετά το κονιάκ. Στάθηκε μπροστά της, ανασαίνοντας βαθιά την αχνή αλλά διαπεραστική, αρμυρή ευωδιά του χειμάρρου των δακρύων της. 'Οταν έβαλε πατρικά το χέρι του στο κεφάλι της, η Σούζαν τραβήχτηκε και τα Μπαμπά, γιατί; έγιναν ένα σιγανό, άναρθρο κλαψούρισμα. Αυτός ο πνιχτός θρήνος τού θύμισε το μακρινό, απόκοσμο, τρομακτικό κλαψούρισμα των κογιότ μια ζεστή νύχτα στην έρημο, ακόμη πιο βαθιά στο παρελθόν από τότε που καρφώθηκε η Μινέτ Λάκλαντ στο δόρυ της Αρτέμιδος στο Σκότσντεϊλ της Αριζόνας. Πέρα ακριβώς από τη λάμψη της Σάντα Φε στο Νέο Μεξικό, βρίσκεται ένα ράντσο με άλογα: ένα όμορφο πλίνθινο σπίτι, στάβλοι, περίβολοι για το ημέρωμα των αλόγων, περιφραγμένα λιβάδια με γλυκό χορτάρι φυτρωμένο τούφες τούφες, όλα περιζωσμένα από θαμνόφυτες εκτάσεις με μυριάδες φοβισμένους λαγούς και με κογιότ να κυνηγούν τη νύχτα σε αγέλες. Ένα καλοκαιρινό βράδυ, δυο δεκαετίες προτού αρχίσει οποιοσδήποτε να συλλογίζεται το χάραμα μιας καινούριας χιλιετίας, η όμορφη σύζυγος του κτηματία, η Φιόνα Παστόρε, σηκώνει το τηλέφωνο κι ακούει τρεις στίχους ενός χαϊκού, ενός ποιήματος του Γιόζα Μπουσόν. Γνωρίζει το γιατρό από διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις -κι επίσης γιατί ο δεκάχρονος γιος της, ο Ντίον, είναι ασθενής του, τον επισκέπτεται για να γιατρευτεί από το άσχημο τραύλισμά του. Η Φιόνα έχει κάνει μερικές φορές σεξ με το γιατρό, συχνά με τόση αχρειότητα, που ύστερα παθαίνει κρίσεις κατάθλιψης, αν και κάθε θύμηση των συνευρέσεών τους έχει σβηστεί

από τη μνήμη της. Λεν αποτελεί κίνδυνο για το γιατρό, όμως έχει τελειώσει μαζί της σωματικά και τώρα είναι έτοιμος να περάσει στην τελευταία φάση της σχέσης τους. Ενεργοποιημένη εξ αποστάσεως με το χαϊκού, η Φιόνα δέχεται τις τελευταίες εντολές της αδιαμαρτύρητα, πηγαίνει κατευθείαν στο γραφείο του συζύγου της και γράφει ένα σύντομο αλλά δηκτικό σημείωμα, προτού αυτοκτονήσει, κατηγορώντας τον αθώο σύζυγο της για έναν ευφάνταστο κατάλογο φρικαλεοτήτων. Τελειώνοντας, ξεκλειδώνει την οπλοθήκη στο ίδιο δωμάτιο και βγάζει ένα εξάσφαιρο 45άρι Κολτ, που είναι μεγάλο όπλο για μια γυναίκα με ύψος μόλις ένα και εξήντα και βάρος πενήντα κιλά, αλλά μπορεί να το χειριστεί. Είναι κορίτσι των νοτιοδυτικών περιοχών, γέννημα θρέμμα · τα μισά από τα τριάντα χρόνια της ζωής της τα έχει περάσει κυνηγώντας και κάνοντας σκοποβολή. Γεμίζει το όπλο με 44άρες σφαίρες Κιθ και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα του γιου της. Το παράθυρο του Ντίον είναι ανοιχτό για να αερίζεται το δωμάτιο, και έχει σήτα για να μην μπαίνουν τα έντομα της ερήμου. Η Φιόνα ανάβει μια λάμπα, και ο γιατρός βλέπει ολοκάθαρα μέσα. Φυσιολογικά, δεν μπορεί να είναι παρών σ' αυτά τα επεισόδια του ύστατου ελέγχου, γιατί δεν θέλει να το διακινδυνεύσει και να ενοχοποιηθεί -αν και έχει φίλους σε υψηλά πόστα, που μπορούν να εξασφαλίσουν την αθώωσή του. Αυτή τη φορά, όμως, οι περιστάσεις είναι ιδανικές για να είναι παρών και δεν μπορεί να αντισταθεί. Το αγρόκτημα, αν και δεν είναι απομονωμένο, είναι αρκετά απόμερο. Ο επιστάτης του αγροκτήματος και η σύζυγος του, υπάλληλοι και οι δύο των Παστόρε, λείπουν σε διακοπές, σε φίλους τους στο Πέκος του Τέξας, για την κεφάτη ετήσια γιορτή του πεπονιού, και οι άλλοι τρεις βοηθοί δεν κατοικούν στο αγρόκτημα. Ο Άριμαν έχει επικοινωνήσει με τη Φιόνα από ένα τηλέφωνο αυτοκινήτου, μόλις πεντακόσια μέτρα από το σπίτι, και έχει ζυγώσει με τα πόδια ως το παράθυρο του Ντίον, φτάνοντας μόλις ένα λεπτό προτού μπει η γυναίκα στην κρεβατοκάμαρα κι ανάψει τη λάμπα. Το κοιμισμένο αγόρι δεν ξυπνά ποτέ, πράγμα που απογοητεύει τόσο το γιατρό, που σχεδόν μιλά πίσω από τη λεπτή σήτα σαν παπάς που δίνει άφεση αμαρτιών μες στο εξομολογητήριο, για να προστάξει τη Φιόνα να ξυπνήσει το γιο της. Εκείνος διστάζει, εκείνη όμως όχι, καθώς ξεπαστρεύει το κοιμισμένο παιδί με δυο σφαίρες. Ο σύζυγος, ο Μπερνάρ-

ντο, φτάνει τρέχοντας, φωνάζοντας ταραγμένος, και η γυναίκα του ρίχνει άλλες όνο σφαίρες. Είναι ένας λεπτός και ηλιοκαμένος άντρας, απ' αυτούς τους σκληραγωγημένους καουμπόηδες που το -ψημένο από τον ήλιο πετσί τους και τα ατσαλωμένα από την κάψα κόκαλά τους τους χαρίζουν τον αέρα του άτρωτου, όμως αντί ν' αναπηδήσουν οι σφαίρες πάνω του, φυσικά τον διαπερνούν με τρομακτική ορμή. Τρεκλίζει, πέφτει σε μια ψηλή σιφονιέρα κι αρπάζεται απεγνωσμένα από πάνω της. Το θρυμματισμένο σαγόνι του έχει στραβώσει. Τα κατάμαυρα μάτια του φανερώνουν πως ο πόνος τον απ' το ξάφνιασμα είναι μεγαλύτερος απ' αυτόν των δύο σφαιρών. Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα όταν αντικρίζει μέσα από τη σήτα το γιατρό. Μελάνι μες στη σκοτεινιά, ένα πλάσμα δίχως φως, μέσα στα ορθάνοιχτα μάτια του. Ενα δόντι ή ένα θραύσμα οστού πέφτει από το σαγόνι του και ύστερα καταρρέει ολόκληρος ακολουθώντας εκείνο το λευκό κομματάκι στο πάτωμα. Ο Άριμαν βρίσκει την παράσταση ακόμη πιο διασκεδαστική απ' όσο περίμενε και, αν αμφισβήτησε ποτέ το κατά πόσο η επαγγελματική του επιλογή ήταν σοφή, ξέρει πως δεν θα το ξανακάνει. Επειδή κάποιες συγκεκριμένες μορφές πείνας δεν είναι εύκολο να κορεστούν, θέλει να αυξήσει αυτές τις συγκινήσεις, ν' ανεβάσει την ένταση, που λέει ο λόγος, βγάζοντας τη Φιόνα, για λίγο τουλάχιστον, από την κατάσταση της, που είναι κάτι παραπάνω από έκσταση αλλά όχι ακριβώς φυγή, οδηγώντας τη σ' ένα υψηλότερο επίπεδο συνείδησης. Τώρα η προσωπικότητά της είναι τόσο απόλυτα καταπιεσμένη που δεν νιώθει, δεν συναισθάνεται τι έχει κάνει και επομένως δεν αντιδρά καθόλου μπροστά στο μακελειό. Αν μπορούσε να απελευθερωθεί από τον έλεγχο, αρκετά ώστε να καταλαβαίνει, να αισθάνεται -τότε η αγωνία της θα είχε σαν αποτέλεσμα ένα μοναδικό χείμαρρο δακρύων, ένα ποτάμι που θα παρ έσερνε το γιατρό σε μέρη πρωτόγνωρα. Ο Άριμαν διστάζει, όμως όχι δίχως λόγο. Αν απελευθερωθεί από τα δεσμά της η γυναίκα, αρκετά ώστε να συνειδητοποιήσει τα τερατώδη εγκλήματά της, μπορεί να συμπεριφερθεί απρόσμενα, μπορεί να αποτινάξει τα δεσμά της και ν' αρνηθεί να της τα ξαναφορέσει. Ο γιατρός είναι βέβαιος πως, ακόμη και στη χειρότερη περίπτωση, θα κατορθώσει να την ελέγξει ξανά μέσα σ' ένα λεπτό, προστάζοντάς την, όμως δεν χρειάζονται παρά λιγοστά δευτερόλεπτα για να στραφεί η γυναίκα προς το ανοιχτό παράθυρο και να τον

πυροβολήσει εξ επαφής. Σε οποιοδήποτε παιχνίδι ή άθλημα υπάρχει η πιθανότητα τραυματισμού: γδαρμένα γόνατα, γρατσουνισμένες αρθρώσεις, μώλωπες, αμυχές, ένα σπασμένο δόντι. Όσον αφορά το γιατρό, όμως, απλώς το ενδεχόμενο να του φυτέψουν μια σφαίρα στο πρόσωπο αρκεί για να εξανεμίσει όλη τη διασκέδαση απ' αυτό το παιχνίδι. Δεν μιλά1 αφήνει τη γυναίκα να ολοκληρώσει το γκραν γκινιόλ κουκλοθέατρο της δίχως να έχει καμιά συναίσθηση. Όρθια πάνω από τη νεκρή οικογένειά της, η Φιόνα Παστόρε βάζει ήρεμα την κάννη του Κολτ στο στόμα της και, δυστυχούς αδάκρυτη, αυτοκτονεί. Σωριάζεται απαλά, όμως ο δυνατός θόρυβος τον ατσαλιού αντηχεί παγερός: το όπλο στο χέρι της, σκαλωμένο στο δείκτη της, χτυπά στα ξύλινα κάγκελα του κρεβατιού. Ο γιατρός, βλέποντας το παιχνίδι τον σπασμένο, να μην μπορεί πια να τον συγκινήσει, στέκεται για λίγο στο παράθυρο και περιεργάζεται για τελευταία φορά την όμορφη φιγούρα της. Δεν είναι τόσο ευχάριστη όσο κάποτε, αφού το πίσω μέρος του κεφαλιού της λείπει τώρα, όμως είναι στραμμένο προς την άλλη μεριά και η παραμόρφωση των οστών του προσώπου της είναι απρόσμενα μικρή. Οι απόκοσμες κραυγές των κογιότ δονούν τον αέρα από την πρώτη στιγμή που έφτασε ο γιατρός στο αγρόκτημα, όμως ως τώρα κυνηγούσαν στη θαμνώδη έκταση δυο τρία χιλιόμετρα ανατολικά. Μια αλλαγή στον τόνο τους, μια καινούρια έξαψη στο κλαψούρισμά τους, φανερώνει στο γιατρό πως ζνγώνονν. Αν η μυρωδιά του αίματος ταξιδεύει γοργά στον αέρα της ερήμου, αυτοί οι λύκοι των λιβαδιών μπορεί σύντομα να μαζευτούν κάτω από το παράθυρο της παιδικής κρεβατοκάμαρας για να γαβγίσουν για τους νεκρούς. Σε όλες τις ινδιάνικες παραδόσεις, το πιο πανούργο πλάσμα ονομάζεται Κογιότ, κι ο Άριμαν δεν το βρίσκει διόλου διασκεδαστικό να συναγωνιστεί στην ευστροφία μια αγέλη από δαύτα. Βαδίζει γοργά, όμως δεν τρέχει, προς την Τζάγκουάρ του, που είναι σταθμευμένη μισό χιλιόμετρο βόρεια. Στο άρωμα της νύχτας υπάρχουν ανακατεμένες η πυριτική μυρωδιά της άμμου, η ελαιώδης του μεσκίτ και μια αμυδρή οσμή σιδήρου που την πηγή της δεν μπορεί να εντοπίσει ο Άριμαν. Καθώς φτάνει ο γιατρός στο αυτοκίνητο του, τα κογιότ βουβαίνονται, γιατί η μυρωδιά ενός καινούριου άγριου ζώου τα κάνει επιφυλακτικά, και αναμφίβολα αυτό το άγριο ζώο

είναι ο Άριμαν. Στην ξαφνική σιγαλιά, ένας ήχος από πάνω τον κάνει να σηκώσει τα μάτια. Σπάνιες αλφικές νυχτερίδες, μια καλλιγραφία στον ουρανό, μπροστά στο ολόγεμο φεγγάρι. Λευκές φτερούγες σηκώνονται ψηλά, κυρτώνουν, έντομα βουίζουν σιγανά πασχίζοντας να ξεφύγουν: Ένα άηχο φονικό. Ο γιατρός παρακολουθεί εκστατικός. Είναι ένα μεγάλο γήπεδο ο κόσμος, το άθλημα είναι ο φόνος και δεν υπάρχει άλλος σκοπός πέρα από το να κατορθώσεις να παραμείνεις στο παιχνίδι. Με το φεγγαρόφωτο στις ωχρές τους φτερούγες, οι τερατόμορφες νυχτερίδες ξεμακραίνουν, χάνονται στη νύχτα και, καθώς ανοίγει ο Άριμαν την πόρτα του αυτοκινήτου, τα κογιότ ξαναρχίζουν το μοιρολόι τους. Είναι τόσο κοντά του που μπορεί να μπει κι αυτός στη χορωδία τους αρκεί να υψώσει τη φωνή του. Καθώς κλείνει πια την πόρτα και βάζει μπρος, έξι κογιότ -οχτώ, δέκα- εμφανίζονται μέσ' από τους θάμνους και μαζεύονται στο χαλικωτό δρομάκι μπροστά στο αυτοκίνητο, με τα μάτια τους άγρια καθώς αντανακλούν το φως των προβολέων. Τη στιγμή που ξεκινά ο Άριμαν, με τα χαλίκια να τρίζουν κάτω από τα λάστιχα, η αγέλη χωρίζεται προς τις δυο μεριές του στενού δρόμου σαν να είναι η προφυλακή μιας φρουράς πραιτωριανών που συνοδεύει την Τζάγκουαρ. Εκατό μέτρα παρακάτω, τη στιγμή που το αυτοκίνητο στρίβει δυτικά, προς τα κει που υψώνονται τα ψηλά κτίρια της πόλης στο βάθος, τα καμπουριασμένα κτήνη απομακρύνονται και συνεχίζουν προς το σπίτι του αγροκτήματος, εξακολουθώντας να βρίσκονται στο παιχνίδι, όπως ο γιατρός. Όπως ο γιατρός. Αν και οι απαλές, τρεμάμενες κραυγές οδύνης και ντροπής της Σοΰζαν Τζάγκερ ήταν σαν τονωτικό και παρ' ότι οι μνήμες της οικογένειας των Παστόρε, που ξΰπνησε η τυραννισμένη φωνή της, ήταν αναζωογονητικές, ο δόκτωρ Άριμαν δεν ήταν νεαρός πια, όπως εκείνη την εποχή στο Νέο Μεξικό, και χρειαζόταν τουλάχιστον μια ώρα καλοΰ ΰπνου. Τον περίμενε μια μέρα που απαιτούσε σθένος και ιδιαίτερα διαυγή νου, γιατί η Μάρτιν και ο Ντάστι Ρόουντς θα γίνονταν πολΰ πιο σημαντικοί παίκτες απ' όσο ήταν ως τώρα, σ' αυτό το περίπλοκο παιχνίδι. Έτσι, πρόσταξε τη Σοΰζαν να ξεπεράσει τα συναισθήματά της και να ντυθεί.

Όταν είχε ξαναφορέσει την κιλότα και το κοντομάνικο μπλουζάκι της, της είπε: «Σήκω όρθια». Σηκώθηκε. «Είσαι μια οπτασία, κόρη. Μακάρι να μπορούσα να σε βιντεοσκοπήσω απόψε αντί για την επόμενη φορά. Αχ, τα γλυκά σου δάκρυα. Γιατί, μπαμπά; Γιατί; Ήταν πολύ σπαρακτικό αυτό. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Μου χάρισες μια στιγμή σαν εκείνη με τις αλφικές νυχτερίδες, τότε». Η προσοχή της στράφηκε αλλού. Εκείνος ακολούθησε τη ματιά της ως το δέντρο μινγκ μέσα στο μπρούντζινο δοχείο πάνω στη βάση Μπιντερμάιερ. «Η φυτοκομία», είπε επιδοκιμαστικά, «είναι ένα θεραπευτικό πάρεργο για έναν άνθρωπο που πάσχει από αγοραφοβία. Τα διακοσμητικά φυτά σού επιτρέπουν να διατηρείς την επαφή σου με τον φυσικό κόσμο πέρα απ' αυτούς τους τοίχους. Όταν σου μιλώ, όμως, θέλω να 'χεις την προσοχή σου στραμμένη σ' εμένα». Τον ξανακοίταξε. Δεν έκλαιγε πια. Τα τελευταία δάκρυά της στέγνωναν στο πρόσωπο της. Κάτι παράδοξο πάνω της, ανεπαίσθητο και απροσδιόριστο, ενόχλησε το γιατρό. Το απλανές βλέμμα της. Το πώς είχε τα χείλη της σφιγμένα και το στόμα της τραβηγμένο στις άκρες. Η υπερέντασή της ήταν άσχετη με την ταπείνωση και την ντροπή της. «Ακάρεα», της είπε. Του φάνηκε πως διέκρινε μια ανησυχία στα μάτια της. «Είναι καταστροφή για ένα δέντρο μινγκ, τα ακάρεα». Αναμφισβήτητα αυτό που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της ήταν ανησυχία, αλλά σίγουρα όχι για την υγεία των φυτών της. Νιώθοντας πως κάτι πήγαινε στραβά, ο Άριμαν πάσχισε να καθαρίσει το μυαλό του από τη θολούρα της συνουσίας και να συγκεντρωθεί στη Σούζαν. «Γιατί είσαι ανήσυχη;» «Γιατί είμαι ανήσυχη;» τον ρώτησε. Ξαναδιατύπωσε την ερώτηση σαν προσταγή: «Πες μου γιατί είσαι ανήσυχη». Βλέποντάς τη να διστάζει, επανέλαβε την προσταγή κι εκείνη είπε: «Για το βίντεο».

Ο ι ΤΡΙΧΕΣ ΤΟΥ ΒΑΛΕ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΗΚΩΜΕΝΕΣ πια και είχε πάψει να γρυλίζει. Τώρα ήταν ο γνώριμος, χαρωπός, τρυφερός σκύλος. Επέμεινε να τον αγκαλιάσει ο Ντάστι και ύστερα γύρισε στο μαξιλάρι του κι αποκοιμήθηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Δεμένη με τη θέλησή της χειροπόδαρα, και υπό την επήρεια των τριών υπνωτικών χαπιών, που ήταν ακόμη πιο αποτελεσματική, η Μάρτι παρέμενε τρομακτικά ασάλευτη και βουβή. Κάπου κάπου ο Ντάστι σήκωνε το κεφάλι του απ' το μαξιλάρι κι έγερνε ανήσυχος κοντά της για ν' ακούσει την ανεπαίσθητη ανάσα της. Αν και περίμενε να ξαγρυπνήσει κι έτσι είχε αφήσει αναμμένη τη λάμπα στο κομοδίνο, τελικά αποκοιμήθηκε. Έ ν α όνειρο τάραξε τον ύπνο του, αναμειγνύοντας τον τρόμο και το παράλογο σε μια παράξενη ιστορία, ασυνάρτητη αλλά ενοχλητική. Είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πάνω απ' τα σκεπάσματα, φορώντας όλα του τα ρούχα εκτός απ' τα παπούτσια του. Ο Βαλές λείπει. Στην απέναντι μεριά του δωματίου, η Μάρτι κάθεται στη στάση τον λωτού πάνω στο μεγάλο μαξιλάρι τον σκύλου από προβιά, ολότελα ασάλευτη, με τα μάτια σφαλιστά και τα δάχτυλά της πλεγμένα στα πόδια της, σαν να διαλογίζεται. Είναι μονάχοι στο δωμάτιο κι όμως αυτός μιλά σε κάποιον άλλο. Νιώθει τα χείλη και τη γλώσσα του να κινούνται και, παρ ' ότι ακούει τη φωνή του να αντηχεί -βαθιά, υπόκωφη, ασαφής- μέσα στα οστά τον κρανίου του, δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε μια λέξη απ' όσα λέει. Τα κενά στην ομιλία τον φανερώνονν πως κουβεντιάζει και δεν μονολογεί, όμως

δεν ακούει άλλη φωνή, έστω και κάποιο μονρμούρισμα, ή έναν ψίθυρο. Έξω απ' το παράθυρο κεραυνοί σχίζουν το κορμί της νύχτας, όμως δεν ακούγονται πονεμένες βροντές ούτε πιτσιλίζει η βροχή, σαν στάλες αίμα, τη στέγη. Ο μόνος ήχος ακούγεται όταν πετά ένα πουλί έξω απ' το παράθυρο, τόσο κοντά που μία απ' τις φτερούγες του αγγίζει το τζάμι, και το πουλί κρώζει. Αν και το πλάσμα ξεπροβάλλει και χάνεται μέσα σε μια στιγμή, ο Ντάστι ξέρει με κάποιον τρόπο πως είναι ερωδιός και η κραυγή του μοιάζει να ταξιδεύει σε κύκλο μες στη νύχτα, σβήνοντας και μετά δυναμώνοντας, ξανά και ξανά. Νιώθει μια ενδοφλέβια βελόνα στο αριστερό του χέρι. Ένας πλαστικός καμπυλωτός σωλήνας ενώνει τη βελόνα με μια διάφανη πλαστική σακούλα, που είναι γεμάτη γλυκόζη και κρέμεται από μια λάμπα δαπέδου που τώρα χρησιμοποιείται σαν αυτοσχέδια βάση ορού. Πάλι αστράφτει κι ο πελώριος ερωδιός περνά έξω απ'το παράθυρο στην τρεμάμενη λάμψη, ενώ η κραυγή του ταξιδεύει στη σκοτεινιά πέρα απ' το φως της αστραπής. Το δεξί μανίκι του πουκαμίσου του Ντάστι είναι σηκωμένο ψηλότερα από το αριστερό γιατί του μετρούν την πίεση• η περιχειρίδα ενός πιεσόμετρου είναι τυλιγμένη γύρω από το μπράτσο του. Ένας μαύρος λαστιχένιος σωλήνας προβάλλει κάτω από την περιχειρίδα και καταλήγει στο φυσητήρα, που αιωρείται, σαν να βρίσκεται σε μηδενική βαρύτητα. Παραδόξως, σαν να τον κρατά ένα αθέατο χέρι, ο φνσητήρας πιέζεται και φουσκώνει ρυθμικά και η περιχειρίδα σφίγγεται γύρω από το χέρι του Ντάστι. Αν υπάρχει κάποιος άλλος στο δωμάτιο, αυτός ο άγνωστος επισκέπτης πρέπει να έχει βρει κάποιον μαγικό τρόπο να γίνεται αόρατος. Όταν αστράφτει ξανά, η λάμψη είναι μες στην κρεβατοκάμαρα, όχι στη νύχτα έξω απ' το παράθυρο. Πολύποδος, σβέλτος αλλά όλο και πιο αργός, πέφτοντας απ' την ταχύτητα τον φωτός στην ταχύτητα της γάτας, ο κεραυνός τινάζεται σνρίζοντας απ' το ταβάνι, σαν να έρχεται μέσα από ένα σύννεφο, χτυπά μια μεταλλική κορνίζα, ύστερα την τηλεόραση και τελικά τη λάμπα δαπέδου πον χρησιμεύει σαν βάση τον ορού, φτύνοντας σπίθες καθώς χώνει τα αστραφτερά τον δόντια στον μπρούντζο. Αμέσως, πίσω από τον κεραυνό, βοντά ο μεγάλος ερωδιός, που έχει μπει στην κρεβατοκάμαρα από κάποιο κλειστό παράθυρο ή έχει περάσει μέσα από τον τοίχο, με το ξι-

φοειδές τον ράμφος ν' ανοίγει διάπλατα καθώς το πουλί ουρλιάζει. Είναι πελώριο, τουλάχιστον ένα μέτρο από το κεφάλι ως τα πόδια, και μοιάζει προϊστορικό, με βλέμμα άγριο σαν πτεροδάκτυλον. Ίσκιοι φτερών γλιστρούν στονς τοίχους, φτερωτές σιλονέτες κινούνται στο τρεμάμενο φως. Τραβώντας τις σκιές τον πίσω τον, το πουλί ορμάει καταπάνω τον κι ο Ντάστι ξέρει πως θα σταθεί στο στήθος του και θα του βγάλει τα μάτια. Νιώθει τα χέρια του σαν να 'ναι δεμένα στο κρεβάτι, αν και το δεξιό δεν το κρατά παρά μόνο η περιχειρίδα και το αριστερό μονάχα το υπέρεισμα που τον εμποδίζει να λυγίσει τον αγκώνα του ενόσω βρίσκεται η βελόνα μες στη φλέβα του. Παρ' όλα αυτά, είναι ξαπλωμένος, ασάλεντος, αννπεράσπιστος, καθώς το πονλί ορμάει καταπάνω τον κρώζοντας. Τη στιγμή πον ο κεραυνός τινάζεται από την τηλεόραση στη λάμπα δαπέδου, η διαφανής πλαστική σακούλα με τη γλυκόζη λάμπει σαν φαναράκι και μια καυτή βροχή από σπίθες -που θα 'πρεπε να βάλουν φωτιά στα σκεπάσματα, αλλά δεν το κάνουν- ραντίζει τον Ντάστι. Η σκιά του ερωδιού θρυμματίζεται σε τόσα μαύρα θραύσματα όσες είναι και οι σπίθες και, καθώς τα νέφη των φωτεινών και των σκοτεινών κουκκίδων αναμειγνύονται θαμπωτικά, ο Ντάστι κλείνει έντρομος και σαστισμένος τα μάτια. Τον διαβεβαιώνουν, ίσως ο αθέατος επισκέπτης, πως δεν πρέπει να φοβάται, όμως, τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια, βλέπει κάτι τρομακτικό να αιωρείται από πάνω του. Το πουλί έχει συμπιεστεί, έχει συνθλίβει και ανατραφεί σε απίστευτο βαθμό, και τώρα μπορεί να χωρέσει μέσα στη φουσκωμένη σακούλα του ορού. Παρά τη φοβερή αυτή συμπίεση, όμως, ο ερωδιός παραμένει αναγνωρίσιμος -αν και θυμίζει πουλί ζωγραφισμένο από κάποιον εκκολαπτόμενο Πικάσο με μακάβρια γούστα. Ακόμη χειρότερα, εξακολουθεί να ζει και να ουρλιάζει, αν και οι στριγκές κραυγές του βγαίνουν πνιχτές μέσα από τη διάφανη πλαστική φυλακή του. Πασχίζει να σαλέψει μες στη σακούλα, πασχίζει να ελευθερωθεί με το μυτερό τον ράμφος και τα νύχια τον, αλλά δεν τα καταφέρνει και καρφώνει με δαιμονική ένταση το ψυχρό, άγριο, μαύρο μάτι του στον Ντάστι. Εκείνος νιώθει επίσης παγιδενμένος, έτσι πον είναι ξαπλωμένος, αβοήθητος κάτω από το κρεμάμενο πονλί: αντός με την αδυναμία κάποιου σταυρωμένου, εκείνο με τη σκοτεινή ενέργεια ενός στολιδιού φτιαγμένον για μια σατανική

παρωδία χριστουγεννιάτικου δέντρορ. Και ύστερα ο ερωδιός διαλύεται, γίνεται ένα αιματώδες, καφετί, πηχτό ρευστό, και το διάφανο υγρό στο σωληνάκι του ορού αρχίζει να θολώνει καθώς εισρέει η ουσία του πουλιού απ' τη σακούλα. Βλέποντας το βρομερό ρευστό να μολύνει εκατοστό εκατοστό το σωληνάκι, ο Ντάστι ουρλιάζει, όμως δεν βγαίνει κανένας ήχος απ' το στόμα του. Παράλυτος, παίρνοντας βαθιές ανάσες, αλλά χωρίς ήχο, όπως κάποιος που πασχίζει να ανασάνει στο κενό, προσπαθεί να σηκώσει το δεξί του χέρι και να τραβήξει τη βελόνα, προσπαθεί να πέσει απ' το κρεβάτι, όμως δεν τα καταφέρνει και στρέφει τα μάτια, παλεύοντας να δει το τελευταίο εκατοστό του σωλήνα καθώς φτάνει η τοξίνη στη βελόνα. Τρομερή ζέστη τον πλημμυρίζει, σαν να σχίζει ο κεραυνός τις αρτηρίες και τις φλέβες του, και ύστερα ουρλιάζει μόλις μπαίνει το πουλί στο αίμα του. Το νιώθει να περνά ορμητικά από τη μεσαία βασιλική του φλέβα, διά μέσου των δικέφαλων μυών του και στον κορμό του, και σχεδόν αμέσως αισθάνεται ένα ανυπόφορο φτερούγισμα μες στην καρδιά του -τα ασταμάτητα τινάγματα, ραμφίσματα και φτεροκοπήματα ενός όντος που φτιάχνει τη φωλιά του. Καθισμένη ακόμη στη στάση του λωτού πάνω στο μαλλιαρό μαξιλάρι του Βαλέ, η Μάρτι ανοίγει τα μάτια της. Δεν είναι γαλάζια, όπως ήταν προηγουμένως, αλλά μαύρα σαν τα μαλλιά της. Χωρίς ασπράδι: κάθε κόγχη είναι γεμάτη από μια ενιαία, στιλπνή, υγρή, κυρτή σκοτεινιά. Τα μάτια των πουλιών είναι συνήθως στρογγυλά κι αυτά είναι αμυγδαλωτά σαν ανθρώπινα, αλλά παρ ' όλα αυτά είναι τα μάτια του ερωδιού. «Καλώς όρισες», του λέει. Ο Ντάστι ξύπνησε απότομα, με το κεφάλι του τόσο καθαρό που, τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του, δεν φώναξε ούτε ανακάθισε στο κρεβάτι για να προσανατολιστεί. Απέμεινε ξαπλωμένος ανάσκελα, ασάλευτος, με τα μάτια του καρφωμένα στο ταβάνι. Η λάμπα στο κομοδίνο του ήταν αναμμένη όπως την είχε αφήσει. Η λάμπα δαπέδου βρισκόταν δίπλα στην πολυθρόνα, στη θέση της, χωρίς να έχει κάποιον ορό κρεμασμένο πάνω της. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, αλλά δεν ένιωθε ο Ντάστι φτερουγίσματα μέσα της. Απ' όσο μπορούσε να καταλάβει, η καρδιά του εξακολουθούσε να είναι αποκλειστικά δι-

κιά του και τίποτε δεν φώλιαζε μέσα της πέρα από τις ελπίδες, τις αγωνίες, τους έρωτες και τις προκαταλήψεις του. Ο Βαλές ροχάλιζε σιγανά. Δίπλα στον Ντάστι, η Μάρτι κοιμόταν κυριολεκτικά τον ύπνο του δικαίου -αν και σ' αυτή την περίπτωση στον ΰπνο του δικαίου συνέβαλλαν τρεις δόσεις αντιισταμινικού υπνωτικού. Όσο το όνειρο παρέμενε ακόμη ολοζώντανο, το κλωθογύρισε στο νου του βλέποντάς το από διάφορες οπτικές γωνίες. Προσπάθησε να εφαρμόσει αυτό που είχε μάθει πριν από τόσα χρόνια από το σχέδιο του δάσους που μεταμορφωνόταν σε γοτθική μητρόπολη όταν το έβλεπες με καθαρό μυαλό. Φυσιολογικά δεν ανέλυε τα όνειρά του. Ο Φρόιντ, όμως, ήταν πεπεισμένος πως από τη θάλασσα των ονείρων μπορούσε να ψαρέψει κανείς τις εκφράσεις του υποσυνείδητου που τόσο ορέγονται οι ψυχαναλυτές. Ο δόκτωρ Ντέρεκ Λάμπτον, ο πατριός του Ντάστι, τέταρτος σύζυγος της Κλοντέτ, έριχνε επίσης τα δίχτυα του στην ίδια θάλασσα και ψάρευε τακτικά αλλόκοτες υποθέσεις που τάιζε στους ασθενείς του δίχως να νοιάζεται αν ήταν δηλητηριώδεις. Ο Ντάστι δεν είχε πρόβλημα με τον Φρόιντ, επειδή όμως πίστευε στα όνειρα κι ο Λάμπτον η Σαύρα, δεν τα είχε πάρει ποτέ στα σοβαρά. Δεν ήθελε να παραδεχτεί πως ήταν πιθανό να κρύβεται κάποιο νόημα στο όνειρο με το πουλί, αλλά ένιωθε πως υπήρχε μια αλήθεια μέσα του. Το να την ανακαλύψει, όμως, μπορεί να αποδεικνυόταν αληθινός άθλος του Ηρακλή. Αν η εξαιρετική ειδητική και ακουστική του μνήμη διατηρούσε όλες τις λεπτομέρειες των ονείρων ταυτόχρονα με την αποθήκευση των αληθινών εμπειριών, τότε μπορούσε τουλάχιστον να είναι βέβαιος πως, ψάχνοντας προσεκτικά ανάμεσα στις άχρηστες εικόνες του εφιάλτη του, θα έβρισκε τελικά την αστραφτερή αλήθεια που περίμενε να ανακαλυφθεί σαν παλιό ασημικό που πετάχτηκε κατά λάθος μαζί με τα αποφάγια.

Τ ο ΒΙΝΤΕΟ», επανέλαβε η Σούζαν απαντώντας στην ερώτηση του Αριμαν κι απέστρεψε πάλι το βλέμμα της απ' το γιατρό, προς το δέντρο μινγκ. Ξαφνιασμένος, ο γιατρός χαμογέλασε. «Είσαι ακόμη τόσο ντροπαλή κοπέλα, αν λάβει κανείς υπόψη τα πράγματα που έχεις κάνει. Ηρέμησε, καλή μου. Δεν έχω τραβήξει παρά μόνο μια ταινία μ' εσένα -ενενήντα εκπληκτικά λεπτά, οφείλω να ομολογήσω- και δε θα τραβήξω παρά μία ακόμη, στην επόμενη συνάντησή μας. Κανένας άλλος εκτός από μένα δε βλέπει τις ταινίες μου. Δεν πρόκειται να προβληθούν στο CNN ή στο NBC, σε διαβεβαιώνω. Αν και οι δείκτες ακροαματικότητας θα απογειώνονταν, δε συμφωνείς;» Η Σούζαν συνέχισε να κοιτάζει το δέντρο μινγκ, όμως τώρα ο γιατρός καταλάβαινε πώς μπορούσε να μην τον κοιτάζει έστω κι αν την είχε προστάξει να μην πάρει τα μάτια της από πάνω του. Η ντροπή ήταν πανίσχυρη, κι απ' αυτή αντλούσε η Σούζαν την απαιτούμενη δύναμη για τούτη τη μικρή αντίσταση εναντίον του. Όλοι κάνουμε πράγματα που μας προκαλούν ντροπή και, άλλος πιο εύκολα, άλλος πιο δύσκολα, συμφιλιωνόμαστε με τον εαυτό μας σχηματίζοντας μαργαριτάρια ενοχών γύρω από κάθε ηθικά δυσάρεστο πετραδάκι που απομένει μέσα μας. Οι ενοχές, σε αντίθεση με την ντροπή, μπορούν να είναι εξίσου κατευναστικές με την αρετή, γιατί δεν νιώθουμε πια τις οδοντωτές άκρες του πράγματος που περιβάλλουν, και, πλέον, είναι οι ίδιες οι ενοχές αυτό που μας απασχολεί. Η Σούζαν θα μπορούσε να έχει φτιάξει ένα περιδέραιο απ' όλες τις στιγμές ντροπής στις οποίες την είχε οδηγήσει ο Άριμαν, αλλά, επειδή ήξερε πως ήταν αποτυπωμένες σε ταινία, δεν μπορούσε να σχήμα-

τίσει τα μικρά μαργαριτάρια των ενοχών της κι έτσι να «λειάνει» την ντροπή. Ο γιατρός την πρόσταξε να τον κοιτάξει κι εκείνη, αφού δίστασε για μια στιγμή, έστρεψε ξανά την προσοχή της από το δέντρο μινγκ στα μάτια του. Την πρόσταξε να κατέβει τα σκαλιά του υποσυνείδητού της μέχρι να γυρίσει στο παρεκκλήσι του νου της απ' όπου της είχε επιτρέψει προηγουμένως ν' ανέβει λιγάκι για να αποκτήσει το παιχνίδι τους περισσότερο ενδιαφέρον. Όταν ξαναβρέθηκε σ' εκείνο το καταφύγιο στα βάθη του μυαλού της, τα μάτια της πήγαν πέρα δώθε σπασμωδικά. Η προσωπικότητά της είχε εξανεμιστεί από μέσα της όπως θα στράγγιζε ένας μάγειρας μια σούπα για να φτιάξει ζωμό κρέατος, και τώρα το μυαλό της ήταν ένα διαυγές υγρό που περίμενε τον Άριμαν να το αρωματίσει ανάλογα με την όρεξή του. Της είπε: «Θα ξεχάσεις πως ήταν εδώ ο πατέρας σου απόψε. Οι μνήμες της μορφής του στη θέση της δικής μου, οι μνήμες της φωνής του αντί για τη δική μου δεν είναι πια παρά άμμος που σκόρπισε ο άνεμος. Είμαι ο γιατρός σου, όχι ο πατέρας σου. Πες μου ποιος είμαι, Σούζαν». Η ψιθυριστή φωνή της ακούστηκε σαν αντίλαλος από ένα υπόγειο δωμάτιο: «Ο δόκτωρ Άριμαν». «Όπως πάντα, φυσικά, δε θα θυμάσαι τίποτε απ' όσα συνέβησαν μεταξύ μας, απολύτως τίποτε για την παρουσία μου εδώ απόψε». Παρά τις προσπάθειες του, κάποια θύμηση είχε απομείνει, ίσως σε κάποια άγνωστη σφαίρα κάτω από το υποσυνείδητο. Ειδάλλως, δεν θα ένιωθε καθόλου ντροπή, γιατί δεν θα είχε καμία ανάμνηση των χυδαίων πράξεων αυτής της βραδιάς, και όλων των προηγούμενων. Η ντροπή της, όμως, αποτελούσε κατά την άποψη του γιατρού απόδειξη ενός «υπο-υποσυνείδητου» -ενός επιπέδου βαθύτερα κι από το id, το Εκείνο-, όπου η εμπειρία άφηνε ένα ανεξίτηλο σημάδι. Ο Άριμαν πίστευε πως αυτή η βαθύτερη μνήμη ήταν ουσιαστικά απροσπέλαστη και δεν αποτελούσε κίνδυνο γι' αυτόν για να είναι ασφαλής, δεν χρειαζόταν παρά να σβήσει το μαυροπίνακα της συνείδησης και του υποσυνείδητού της. Αυτό το υπο-υποσυνείδητο του γιατρού ήταν το ίδιο που κάποιοι άλλοι θα χαρακτήριζαν ψυχή. «Αν παρ' όλα αυτά έχεις κάποιο λόγο να νιώθεις πως

κακοποιήθηκες σεξουαλικά, κάποιον πόνο ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη, δε θα υποπτευθείς παρά το σύζυγο σου που σε εγκατέλειψε, τον Έρικ. Πες μου αν κατάλαβες όλα όσα σου είπα». Μια σπασμωδική κίνηση των ματιών της, σαν να ονειρευόταν, συνόδευσε την απάντηση της, σαν να είχε αποδιώξει τις συγκεκριμένες αναμνήσεις απ' το μυαλό της μέσα από τα μάτια της που έτρεμαν. «Τα κατάλαβα». «Όμως απαγορεύεται ρητά να κατηγορήσεις ευθέως τον Έρικ». «Απαγορεύεται. Καταλαβαίνω». «Ωραία». Ο Άριμαν χασμουρήθηκε. Άσχετα με το πόσο διασκεδαστικό μπορεί να ήταν το παιχνίδι τους, υποβαθμιζόταν τελικά από την ανάγκη να καθαρίσει ο γιατρός στο τέλος, να τακτοποιήσει τα πιόνια και να συγυρίσει το δωμάτιο. Αν και κατανοούσε γιατί η καθαριότητα και η τάξη ήταν απολύτως απαραίτητες, προσπαθούσε να τελειώνει όσο το δυνατόν πιο σύντομα, όπως κι όταν ήταν παιδί. «Σε παρακαλώ, οδήγησέ με στην κουζίνα», της είπε ενώ ταυτόχρονα χασμουριόταν. Χαριτωμένη ακόμη, παρά τη βάναυση μεταχείριση του γιατρού, η Σούζαν διέσχισε το σκοτεινό διαμέρισμα με τη λυγεράδα ελαφίνας που κολυμπά στο φεγγαρόφωτο. Στην κουζίνα, διψασμένος όπως οποιοσδήποτε παίκτης μετά από ένα μακρύ και σκληρό αγώνα, ο Άριμαν είπε: «Πες μου τι μπίρα έχεις». «Τσινγκτάο». «Άνοιξέ μου μία». Η Σούζαν έβγαλε μια μπίρα απ' το ψυγείο, ψαχούλεψε σ' ένα συρτάρι μες στο σκοτάδι μέχρι να βρει το ανοιχτήρι και την άνοιξε. Όταν βρισκόταν σ' αυτό το διαμέρισμα, ο γιατρός πρόσεχε να αγγίζει όσο το δυνατόν πιο σπάνια τις επιφάνειες όπου θα μπορούσαν να μείνουν δακτυλικά αποτυπώματα. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη αν τελικά θα αυτοκτονούσε η Σούζαν όταν θα τέλειωνε μαζί της. Αν αποφάσιζε πως η αυτοκτονία θα ήταν αρκετά διασκεδαστική, τότε η μακρά και καταθλιπτική της πάλη να ξεπεράσει την αγοραφοβία της θα αποτελούσε ένα πεισιικό κίνητρο και το χειρόγραφο Οημείωμα που θα άφηνε θα έκλεινε την υπόθεση χωρίς να γίνει προσεκτική έρευνα. Το πιθανότερο ήταν, όμως, να τη

χρησιμοποιούσε σ' ένα μεγαλύτερο παιχνίδι με τη Μάρτι και τον Ντάστι, που θα κατέληγε σε ομαδική δολοφονία στο Μάλιμπου. Οι άλλες εκδοχές συμπεριλάμβαναν το να κανονίσει να δολοφονηθεί η Σούζαν από το σύζυγο της ή κι από την καλύτερή της φίλη. Αν την ξεπάστρευε ο Έρικ, θα επακολουθούσε έρευνα -ακόμη κι αν τηλεφωνούσε στην αστυνομία από τη σκηνή του εγκλήματος, ομολογούσε, τίναζε τα μυαλά του στον αέρα και σωριαζόταν νεκρός πλάι στη γυναίκα του, με όλα τα στοιχεία που θα συνέλεγε η Σήμανση να οδηγούν στο συμπέρασμα πως το μακελειό ήταν αποτέλεσμα μιας άσχημης συζυγικής φιλονικίας. Ύστερα θα έρχονταν οι ειδικοί του επιστημονικού τμήματος της αστυνομίας, με τα βαλιτσάκια τους και τα απαίσια κουρέματά τους, και θα έψαχναν για αποτυπώματα με τις σκόνες τους και τα ιώδιά τους, με διαλύματα νιτρικού αργύρου, νινυδρίνης, με ατμούς ακρυλικού κυανίου, ακόμη και με διάλυμα μεθανόλης της ροδαμίνης 6G και. με ακτίνες λέιζερ. Αν άφηνε από απροσεξία ο Άριμαν έστω κι ένα αποτύπωμα εκεί που θα έψαχναν αυτοί οι ανιαροί αλλά σχολαστικοί τύποι του επιστημονικού τμήματος, η ζωή του θα άλλαζε, κι όχι προς το καλύτερο. Οι υψηλά ιστάμενοι φίλοι του μπορούσαν να εγγυηθούν πως δεν θα οδηγούνταν εύκολα στο δικαστήριο. Στοιχεία θα εξαφανίζονταν ή θα τροποποιούνταν. Οι ντετέκτιβ της αστυνομίας και οι κατήγοροι στο γραφείο του τοπικού εισαγγελέα θα τα θαλάσσωναν επανειλημμένα και η ζωή όσων θα πάσχιζαν να διεξαγάγουν μια αξιόπιστη έρευνα θα γινόταν αληθινά δύσκολη και μπορεί να καταστρεφόταν από τα κάθε είδους, φαινομενικά άσχετα με το δόκτορα Άριμαν, προβλήματα και τις τραγωδίες που θα τους έβρισκαν. Οι φίλοι του, όμως, δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν τις υποψίες που θα έπεφταν πάνω του ή να τον προστατεύσουν από τις εικασίες του σκανδαλοθηρικού Τύπου. Θα γινόταν διάσημος, κατά κάποιον τρόπο. Αυτό δεν μπορούσε να συμβεί. Η φήμη θα ήταν καταστροφική για το στυλ του. Όταν πήρε την Τσινγκτάο από τη Σούζαν, την ευχαρίστησε κι εκείνη είπε: «Παρακαλώ». Άσχετα με τις περιστάσεις, ο γιατρός πίστευε πως οι καλοί τρόποι έπρεπε να τηρούνται. Ο πολιτισμός είναι το μεγαλύτερο παιχνίδι απ' όλα, ένα υπέροχα περίπλοκο συλλογικό τουρνουά όπου κανείς πρέπει να παίζει καλά για να

του επιτρέπεται να απολαμβάνει κρυφά. Η τέλεια γνώση των κανόνων του -των τρόπων, της ετικέτας- έχει ζωτική σημασία για την επιτυχή συμμετοχή στον αγώνα. Ευγενικά, η Σοΰζαν τον ακολούθησε ως την πόρτα, όπου στάθηκε ο γιατρός για να της δώσει τις τελευταίες εντολές για κείνο το βράδυ. «Διαβεβαίωσε με πως ακούς, Σούζαν». «Σ' ακούω». «Να 'σαι ήρεμη». «Είμαι ήρεμη». «Να 'σαι υπάκουη». «Ναι». «"Η χειμωνιάτικη καταιγίδα..."» «Η καταιγίδα είσαι εσύ», αποκρίθηκε. «"...στο δάσος των μπαμπού κρύφτηκε..."» «Το δάσος είμαι εγώ». «"...και κόπασε στη σιγαλιά"». «Στη σιγαλιά, θα μάθω ό,τι πρέπει», είπε η Σούζαν. «Αφού φύγω, θα κλείσεις την πόρτα της κουζίνας, θα την ασφαλίσεις και θα σφηνώσεις την καρέκλα κάτω από το πόμολο, ακριβώς όπως ήταν. Θα γυρίσεις στο κρεβάτι, θα ξαπλώσεις, θα σβήσεις το φως και θα κλείσεις τα μάτια. Ύστερα, στο μυαλό σου, θα φύγεις απ' το παρεκκλήσι όπου βρίσκεσαι τώρα. Μόλις θα κλείσεις πίσω σου την πόρτα τον παρεκκλησιού, όλες οι αναμνήσεις σου γι' αυτά που συνέβησαν, απ' τη στιγμή που σήκωσες το τηλέφωνο κι άκουσες τη φωνή μου ως τη στιγμή που θα ξυπνήσεις, θα σβηστούν -κάθε ήχος, κάθε εικόνα, κάθε λεπτομέρεια, κάθε μικρό στοιχείο θα εξαφανιστεί από τη μνήμη σου και δε θα το ανακαλέσεις ποτέ πια. Ύστερα, μετρώντας ως το δέκα, θ' ανέβεις τα σκαλιά και, φτάνοντας στο δέκα, θα ανακτήσεις τις αισθήσεις σου και τη συνείδησή σου. Όταν ανοίξεις τα μάτια σου, θα πιστεύεις πως ξύπνησες από έναν αναζωογονητικό ύπνο. Αν κατάλαβες ό,τι είπα, να μου το πεις, σε παρακαλώ». «Κατάλαβα». «Καληνύχτα, Σούζαν». «Καληνύχτα», του είπε ανοίγοντάς του την πόρτα. Ο γιατρός βγήκε στο κεφαλόσκαλο και ι|)ΐθύρισε: «Σ' ευχαριστώ». «Παρακαλώ». Η Σούζαν έκλεισε απαλά την πόρτα. Σαν μια αρμάδα που εισέβαλλε για να κλέψει κάθε μνή-

μη του κόσμου απ' αυτούς που κοιμούνταν στα ζεστά τους σπίτια, τα γαλιόνια της πυκνής ομίχλης ήρθαν από τη θάλασσα, κλέβοντας πρώτα κάθε χρώμα και ύστερα τις λεπτομέρειες, το βάθος και τα σχήματα. Πίσω από την πόρτα ακούστηκε η αλυσίδα ασφαλείας να κλείνει. Η πρώτη κλειδαριά ασφαλίστηκε και ύστερα από μια στιγμή και η δεύτερη. Χαμογελώντας, νεύοντας ικανοποιημένος, ο γιατρός ήπιε λίγη μπίρα και κοίταξε τα σκαλιά μπροστά του, περιμένοντας. Γυαλιστερές δροσοσταλιές, κρύες πάνω στο γκρίζο λάστιχο κάθε σκαλιού: δάκρυα σε νεκρό πρόσωπο. Η ράχη της ξύλινης καρέκλας χτύπησε πάνω στην πόρτα, από πίσω, καθώς τη σφήνωνε η Σούζαν κάτω από το πόμολο. Τώρα θα γύριζε ξυπόλυτη, αθόρυβα, στο κρεβάτι της. Χωρίς να χρειάζεται να κρατιέται από την κουπαστή, σβέλτος σαν αγόρι, ο δόκτωρ Άριμαν κατέβηκε τα απότομα σκαλιά ανεβάζοντας το γιακά του πανωφοριού του. Τα τούβλα στην μπροστινή αυλή ήταν υγρά και σκούρα σαν το αίμα. Απ' όσο μπορούσε να διακρίνει μέσα στην ομίχλη, το μονοπάτι, από ξύλινες σανίδες, μετά την αυλή, ήταν έρημο. Η πύλη στον λευκό ξύλινο φράχτη έτριξε. Μέσα στη θάλασσα της ομίχλης, ο ήχος ήταν πνιχτός, πολύ αμυδρός ακόμη και για να κάνει μια γάτα που γύρευε κάποιο ποντίκι να τεντώσει τ' αυτιά της. Φεύγοντας ο γιατρός απέστρεψε το πρόσωπο του από το σπίτι. Ήταν εξίσου διακριτικός στον ερχομό του. Τότε δεν ήταν κανένα παράθυρο φωτισμένο. Το ίδιο και τώρα. Οι συνταξιούχοι που ενοικίαζαν το ισόγειο και τον πρώτο όροφο ήταν αναμφίβολα χωμένοι κάτω απ' τις κουβέρτες τους και κοιμούνταν όπως τα παπαγαλάκια τους μέσα στα σκεπασμένα τους κλουβιά. Παρ' όλα αυτά, ο Άριμαν έπαιρνε τις απαιτούμενες προφυλάξεις. Ήταν άρχοντας, κύριος της μνήμης, όμως δεν ήταν όλοι τόσο ευπρόσβλητοι από τις δυνάμεις νοητικού ελέγχου που είχε στη διάθεσή του. Πνιχτός μέσα στην πυκνή ομίχλη, ο θόρυβος των νωχελικών κυμάτων που έσπαζαν στην ακτή ήταν λιγότερο ήχος και περισσότερο δόνηση, λιγότερο τον άκουγες και περισσότερο τον ένιωθες σαν τρεμούλιασμα στον παγερό αέρα. Τα φύλλα των φοινικιών κρέμονταν άτονα. Δροσιά στά-

λαζε από τη μύτη κάθε φύλλου σαν διαυγές φαρμάκι από την άκρη της γλώσσας ενός φιδιού. Στάθηκε για να κοιτάξει ψηλά τις κορυφές των φοινικιών, στεφανωμένες από την ομίχλη, νιώθοντας ξαφνικά ανησυχία για κάποιον απροσδιόριστο λόγο. Ύστερα, σαστισμένος, ήπιε άλλη μια γουλιά μπίρα και συνέχισε να κατηφορίζει το μονοπάτι. Η Μερσέντες του βρισκόταν δυο τετράγωνα παρακάτω. Δεν συνάντησε κανέναν καθ' οδόν. Σταθμευμένη κάτω από μια πελώρια δάφνη με τα φύλλα της γεμάτα υγρασία, η μαύρη λιμουζίνα ακουγόταν σαν κακοφτιαγμένο ξυλόφωνο, καθώς έπεφταν πάνω της οι στάλες. Μέσα στο αυτοκίνητο, καθώς ετοιμαζόταν να βάλει μπρος, ο Άριμαν κοκάλωσε ξανά, ανήσυχος ακόμη, και τώρα κόντευε να ανακαλύψει την αιτία αυτής της ανησυχίας του καθώς άκουγε την παράτονη μουσική των σταγόνων του νερού που χτυπούσαν στο ατσάλι. Τελειώνοντας την μπίρα του, κάρφωσε το βλέμμα του έξω, στην κρεμάμενη θολωτή φυλλωσιά της δάφνης, σαν να τον περίμενε μια αποκάλυψη στα περίπλοκα μοτίβα των κλώνων της. Αλλά, αφού δεν ήρθε αυτή η στιγμή της αποκάλυψης, άναψε τη μηχανή και διέσχισε τη λεωφόρο Μπαλμπόα προς τα δυτικά, κατά την άκρη της χερσονήσου. Στις τρεις το πρωί, η κυκλοφορία ήταν αραιή. Είδε μόνο τρία οχήματα στα πρώτα τρία χιλιόμετρα, με τους προβολείς τους να περιβάλλονται από μια χνουδωτή άλω μέσα στην ομίχλη. Το ένα ήταν περιπολικό και κινούνταν αργά στην αντίθετη κατεύθυνση. Στην άλλη μεριά της γέφυρας προς τον αυτοκινητόδρομο Πασίφικ Κόουστ, κοιτάζοντας πρώτα προς τον δυτικότερο δίαυλο του πελώριου λιμανιού στα δεξιά του, όπου κότερα διαφαίνονταν σαν πλοία-φαντάσματα στις προβλήτες, μέσα στην ομίχλη, και ύστερα νότια, ως την Κορόνα Ντελ Μαρ, άρχισε να αναρωτιέται για την αιτία της ανησυχίας του μέχρι που σταμάτησε σ' ένα κόκκινο φανάρι και του τράβηξε την προσοχή ένα μεγάλο καλιφορνέζικο ανακάρδιο, δαντελωτό και κομψό, που υψωνόταν μέσα από τους χαμηλούς καταρράκτες μιας κόκκινης μπουκαμβίλιας. Συλλογίστηκε το δέντρο μινγκ μέσα στο δοχείο, με τα κλαδάκια του κισσού στη βάση του. Το δέντρο μινγκ. Ο κισσός. Το φανάρι έγινε πράσινο.

Τόσο πράσινο -τα μάτια της καρφωμένα στο δέντρο μινγκ. Το μυαλό του γιατρού έτρεχε, αλλά το πόδι του συνέχιζε να πατά με δύναμη το φρένο. Μονάχα όταν έγινε κίτρινο το φανάρι αποφάσισε τελικά να διασχίσει την έρημη διασταύρωση. Στο επόμενο τετράγωνο πλησίασε στην άκρη του δρόμου και σταμάτησε, όμως δεν έσβησε τη μηχανή. Σαν ειδήμων στη φύση της μνήμης, χρησιμοποίησε τις γνώσεις του για να ερευνήσει εξονυχιστικά τις αναμνήσεις του από τα γεγονότα στην κρεβατοκάμαρα της Σούζαν Τζάγκερ.

Εννέα. Ξυπνώντας στο σκοτάδι η Σοΰζαν Τζάγκερ νόμισε πως άκουσε κάποιον να λέει αυτό τον αριθμό. Ύστερα ξάφνιασε τον εαυτό της λέγοντας: «Δέκα». Σε εγρήγορση, με τ' αυτιά της τεντωμένα για να αντιληφθεί οποιαδήποτε κίνηση, αναρωτήθηκε αν είχε πει η ίδια και τους δΰο αριθμούς ή αν ήταν αυτό το δέκα μια απάντηση. Έ ν α λεπτό πέρασε, κι άλλο ένα, δίχως ν' ακοΰγεται τίποτε πέρα από τη σιγανή της ανάσα, και ύστερα, όταν κράτησε την ανάσα της, επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ήταν ολομόναχη. Το ψηφιακό ρολόι με τα φωτεινά νούμερα έλεγε περασμένες τρεις. Προφανώς κοιμόταν πάνω από δΰο ώρες. Τελικά ανακάθισε στο κρεβάτι κι άναψε τη λάμπα. Το μισοτελειωμένο ποτήρι κρασί. Το βιβλίο πεσμένο ανάμεσα στα μπερδεμένα σκεπάσματα. Τα κλειστά παράθυρα, τα έπιπλα -όλα όπως θα 'πρεπε να ήταν. Το δέντρο μινγκ. Σήκωσε τις παλάμες της στο πρόσωπο της και τις μύρισε. Ύστερα μύρισε πρώτα τον δεξιό της πήχη και μετά τον αριστερό. Η μυρωδιά εκείνου. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Εν μέρει ιδρώτας, εν μέρει το άρωμα του αγαπημένου του σαπουνιού. Ίσως να χρησιμοποιούσε κι αρωματική λοσιόν για τα χέρια. Αν δεν την απατούσε η μνήμη της, δεν μύριζε έτσι ο Έρικ. Κι όμως, εξακολουθούσε να είναι βέβαιη πως αυτός και κανένας άλλος ήταν ο απόλυτα υλικός δαίμονας που την επισκεπτόταν στον ύπνο της. Ακόμη και χωρίς τα απομεινάρια της μυρωδιάς του, θα ήξερε πως την είχε επισκεφτεί ενώ κοιμόταν. Ένας πόνος

εδώ, ε'νας ερεθισμός εκεί. Η αμυδρή οσμή του σπέρματος του, σαν αμμωνία. 'Οταν τίναξε τα σκεπάσματα από πάνω της και σηκώθηκε, ένιωσε την κολλώδη ουσία να κυλάει ακόμη από μέσα της κι αναρίγησε. Στη βάση Μπιντερμάιερ, τράβηξε τους βλαστούς του κισσού που έκρυβαν την κάμερα κάτω από το δέντρο μινγκ. Η ταινία είχε φτάσει σχεδόν crto τέλος της, όμως η κάμερα τραβούσε ακόμη. Την έκλεισε και την έβγαλε απ' το δοχείο. Η περιέργεια της και η λαχτάρα της για δικαιοσύνη πνίγηκαν ξάφνου από ένα κύμα αηδίας. Άφησε την κάμερα στο κομοδίνο και πήγε βιαστικά στο μπάνιο. Συχνά, μόλις ξυπνούσε κι ανακάλυπτε πως την είχαν χρησιμοποιήσει, ανακατευόταν από την αηδία κι έκανε εμετό, λες και θα μπορούσε, αδειάζοντας το στομάχι της, να γυρίσει το χρόνο πίσω, πριν απ' το δείπνο της και, επομένως, ώρες προτού τη βιάσουν. Τώρα, όμως, η αναγούλα πέρασε μόλις μπήκε crto μπάνιο. Ήθελε να κάνει ένα πολύ καυτό ντους, για πολλή ώρα και με κάμποσο ευωδιαστό σαπούνι και σαμπουάν, και να τριφτεί δυνατά με το σφουγγάρι. Για την ακρίβεια, μπήκε στον πειρασμό πρώτα να κάνει ντους και ύστερα να παρακολουθήσει το βίντεο, γιατί ένιωθε πιο βρόμικη από οποτεδήποτε πριν, αφόρητα βρομισμένη, σαν να ήταν πασαλειμμένη με μια αθέατη αηδιαστική λίγδα γεμάτη άπειρα μικροσκοπικά παράσιτα. Πρώτα η βιντεοταινία. Η αλήθεια. Και ύστερα το πλύσιμο. Αν και κατόρθωσε να αναβάλει το ντους της, η αποστροφή την ώθησε να βγάλει τα ρούχα της και να πλύνει τα γεννητικά της όργανα. Έτριψε επίσης το πρόσωπο της και ύστερα τα χέρια της κι έκανε γαργάρες μ' ένα υγρό για στοματικές πλύσεις με άρωμα μέντα. Έριξε το κοντομάνικο μπλουζάκι της στο καλάθι για τα άπλυτα. Την κιλότα, με το αηδιαστικό παχύρρευστο υγρό, την άφησε πάνω στο κλειστό σκέπασμα του καλαθιού, γιατί δεν σκόπευε να την πλύνει. Αν είχε τραβήξει με την κάμερα το βιαστή της, μάλλον θα είχε στη διάθεσή της όλα τα στοιχεία που χρειαζόταν για να τον μηνύσει. Παρ' όλα αυτά, ήταν σώφρον να φυλάξει και λίγο σπέρμα για ανάλυση DNA.

Η κατάσταση της και η συμπεριφορά της στην ταινία θα έπειθαν αναμφίβολα τις Αρχές πως την είχαν ναρκώσει, πράγμα που θα αποδείκνυε πως δεν είχε συμμετάσχει οικειοθελώς αλλά ήταν θύμα. 'Οταν θα ειδοποιούσε την αστυνομία, όμως, θα ζητούσε να της πάρουν λίγο αίμα το συντομότερο δυνατόν, όσο θα παρέμεναν ακόμη ίχνη του ναρκωτικού στον οργανισμό της. Όταν θα ήξερε πια πως η κάμερα είχε δουλέψει, πως η εικόνα ήταν καλή και πως είχε αδιάσειστα στοιχεία εναντίον του Έρικ, θα έμπαινε στον πειρασμό να του τηλεφωνήσει προτού ειδοποιήσει την αστυνομία. Όχι για να τον κατηγορήσει. Για να τον ρωτήσει γιατί. Γιατί αυτή η χυδαιότητα. Γιατί αυτή η μηχανορραφία. Γιατί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της και το μυαλό της με κάποιο διαβολικό ναρκωτικό. Γιατί τόσο μίσος. Όμως δεν θα έκανε αυτό το τηλεφώνημα, γιατί ήταν επικίνδυνο να τον προειδοποιήσει. Απαγορευμένο. Απαγορευμένο. Τι παράξενη σκέψη. Συνειδητοποίησε πως είχε χρησιμοποιήσει την ίδια λέξη με τη Μάρτι. Μπορεί να ήταν η σωστή λέξη, γιατί αυτό που της είχε κάνει ο Έρικ ήταν χειρότερο από κακοποίηση, δεν ήταν απλώς παράνομο, ήταν σχεδόν ιεροσυλία. Υποτίθεται πως οι όρκοι που δίνει κανένας όταν παντρεύεται είναι ιεροί, κι απ' αυτή την άποψη η πράξη του ήταν βέβηλη, απαγορευμένη. Στην κρεβατοκάμαρα ξανά, φόρεσε ένα καθαρό κοντομάνικο μπλουζάκι και μια φρεσκοπλυμένη κιλότα. Η σκέψη πως θα μπορούσε να παρακολουθήσει γυμνή τη μισητή βιντεοταινία ήταν ανυπόφορη. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, έπιασε την κάμερα απ' το κομοδίνο και γύρισε πίσω την ταινία. Η κάμερα είχε μια ενσωματωμένη οθόνη τριών ιντσών. Είδε τον εαυτό της να γυρίζει στο κρεβάτι αφού έβαλε μπρος την κάμερα, λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Η μοναδική αναμμένη λάμπα, στο κομοδίνο, παρείχε αρκετό -αν και όχι ιδανικό- φως για τη βιντεοσκόπηση. Συνεπώς, η καθαρότητα της εικόνας στη μικρή οθόνη δεν ήταν καλή. Έβγαλε την κασέτα από την κάμερα, την έβαλε στο βίντεο κι άναψε την τηλεόραση. Κρατώντας και με τα δυο χέρια το τηλεχειριστήριο, κάθισε στα πόδια του κρεβατιού και άρχισε να παρακολουθεί προσηλωμένη και φοβισμένη.

Είδε τον εαυτό της όπως ήταν τα μεσάνυχτα, να πλησιάζει στο κρεβάτι αφοΰ είχε ξαναγυρίσει πίσω την ταινία, τον είδε να ξαπλώνει και να σβήνει την τηλεόραση. Για μια στιγμή, κάθεται στο κρεβάτι πασχίζοντας να διακρίνει οποιονδήποτε ήχο μέσα στο σιωπηλό διαμέρισμα. Ύστερα, καθώς απλώνει το χέρι της για να πιάσει το βιβλίο, το τηλέφωνο χτνπά. Η Σούζαν συνοφρυώθηκε. Δεν θυμόταν να της είχαν τηλεφωνήσει. Σηκώνει τ' ακουστικό. «Ναι;» Στην καλύτερη περίπτωση, η βιντεοταινία δεν θα μπορούσε να της φανερώσει παρά μόνο τη μια πλευρά της συνδιάλεξης. Κάποιες λέξεις δεν ακούγονταν καλά, λόγω της απόστασης από την κάμερα, αλλά ό,τι άκουσε έβγαζε ακόμη λιγότερο νόημα απ' όσο περίμενε. Κλείνει βιαστικά το τηλέφωνο, σηκώνεται απ' το κρεβάτι και βγαίνει απ' το δωμάτιο. Από τη στιγμή του τηλεφωνήματος παρατήρησε κάποιες ανεπαίσθητες αλλαγές στη γλώσσα του προσώπου και του σώματος της, τις οποίες δυσκολευόταν να ερμηνεύσει. Όσο ανεπαίσθητες κι αν ήταν, όμως, αυτές οι αλλαγές, βλέποντας τον εαυτό της να βγαίνει απ' την κρεβατοκάμαρα ένιωθε σαν να παρακολουθούσε μια ξένη. Περίμενε μισό λεπτό και ύστερα προχώρησε γρήγορα την ταινία μέχρι που είδε κάποια κίνηση. Σιλουέτες στο διάδρομο έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ύστερα ο εαυτός της ξαναμπαίνει στο δωμάτιο. Πίσω της ένας άντρας διαβαίνει το κατώφλι από τον σκοτεινό διάδρομο. Ο δόκτωρ Άριμαν. Της κόπηκε η ανάσα από την έκπληξη. Κοκαλωμένη, παγωμένη, ξάφνου έπαψε να ακούει ό,τι λεγόταν στην ταινία, ν' ακούει ακόμη και τους χτύπους της καρδιάς της. Απέμεινε να κάθεται σαν μαρμάρινη κόρη, που ήταν σμιλεμένη για να μπει σε περίοπτη θέση σ' έναν κήπο, και τελικά βρέθηκε πεταμένη εδώ. 'Υστερα από λίγο το ξάφνιασμα μετατράπηκε σε δυσπιστία και η Σούζαν ανάσανε κοφτά. Σταμάτησε την ταινία. Στην παγωμένη εικόνα, καθόταν στην άκρη του κρεβατιού περίπου όπως τώρα. Ο Αριμαν έστεκε από πάνω της. Γύρισε την ταινία κι ο εαυτός της κι ο γιατρός βγήκαν από το δωμάτιο πισωπατώντας. Ύστερα την ξανάβαλε να παίξει κανονικά και οι ίσκιοι στο διάδρομο ξανάγιναν άν-

θρωποι, ενώ η Σοΰζαν σχεδόν είχε πιστέψει πως αυτή τη φορά θα την ακολουθούσε ο Έρικ μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Γιατί ο δόκτωρ Άριμαν... αδΰνατο να ήταν αυτός. Ήταν ηθικός. Τον εκτιμούσαν όλοι. Ήταν τόσο επαγγελματίας. Συμπονετικός. Ενδιαφερόταν για τους άλλους. Ήταν απλώς αδύνατο: εδώ, μ' αυτό τον τρόπο. Δεν θα ήταν περισσότερο δύσπιστη, ακόμη κι αν έβλεπε τον πατέρα της στην ταινία, και περισσότερο κλονισμένη, ακόμη κι αν αντίκριζε ένα δαίμονα με κέρατα στο μέτωπο και μάτια κίτρινα και λαμπερά σαν της γάτας να την ακολουθεί στην κρεβατοκάμαρα. Αλλά, να που, όσο κι αν δεν πίστευε στα μάτια της, πίσω της ξαναφάνηκε ο Άριμαν, ψηλός, γεμάτος αυτοπεποίθηση και δίχως κέρατα. Το πρόσωπο του γιατρού, όμορφο όπως πάντα, όμορφο σαν ενός ηθοποιού, είχε μια έκφραση που δεν είχε ξαναδεί η Σούζαν. Όχι απροκάλυπτα λάγνα, όπως θα περίμενε κανένας, αν και η λαγνεία ήταν ένα συστατικό της. Όχι ένα προσωπείο παραφροσύνης, αν και τα έντονα χαρακτηριστικά του ήταν λιγάκι παράταιρα, σαν να τα π α ρ α μ ό ρ φ ω ν ε μια εσωτερική πίεση που μόλις είχε αρχίσει να εμφανίζεται. Καθώς περιεργαζόταν το πρόσωπο του, η Σούζαν τελικά αναγνώρισε τι φανέρωνε η έκφρασή του: αυταρέσκεια και μακαριότητα. Δεν ήταν η αυτάρεσκη έκφραση -με τα μάτια και το στόμα σφιγμένα και το κεφάλι γερτό- ενός ηθικολόγου ιεροκήρυκα ή κάποιου σεμνότυφου, αποβλακωμένου όχι απ' τις καταχρήσεις αλλά από την εγκράτεια, που ανακοινώνει την περιφρόνηση του για οποιονδήποτε πίνει, καπνίζει και τρώει λιπαρές τροφές. Αυτή ήταν η αυτάρεσκη ανωτερότητα ενός εφήβου. Μόλις πέρασε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, ο Άριμαν είχε τη νωχελική στάση, τις άνετες κινήσεις και το κόρδωμα ενός σχολιαρόπαιδου που θεωρούσε όλους τους ανήλικους ανόητους -και μια λαμπερή, καυτή ματιά που φανέρωνε νευρική εφηβική λαχτάρα. Αυτός ο εγκληματίας και ο ψυχίατρος στον οποίον εξομολογούνταν η Σούζαν δυο φορές την εβδομάδα ήταν πανομοιότυποι σωματικά. Η διαφορά ανάμεσά τους είχε να κάνει ολότελα με τη στάση τους. Κι όμως, ήταν τόσο ανησυχητική, που η Σούζαν ένιωσε την καρδιά της να β ρ ο ν τ ο χ τ υ π ά . Η δυσπιστία της έγινε θυμός και μια αίσθηση προδοσίας, τόσο έντονη, που μια σειρά από ασυνήθιστες για τη

Σούζαν βλαστήμιες ξέφυγαν από το στόμα της, σαν να έπασχε από το σύνδρομο Τουρέτ. Στην ταινία ο γιατρός βγήκε από το πλάνο και κάθισε στην πολυθρόνα. Τη διατάζει να τον ζυγώσει στα τέσσερα κι εκείνη υπακούει. Της ήταν σχεδόν αδύνατο ν' αντέξει αυτή την ταπεινωτική εικόνα, όμως δεν σταμάτησε την ταινία, γιατί η παρακολούθησή της αύξαινε το θυμό της κι αυτό ήταν καλό ετούτη τη στιγμή. Ο θυμός τής χάριζε δύναμη, την τόνωνε ύστερα από δεκάξι μήνες που ένιωθε ανίσχυρη. Προχώρησε γρήγορα την ταινία μέχρι που ξαναφάνηκαν αυτή κι ο γιατρός στο πλάνο. Τώρα ήταν γυμνοί. Με πρόσωπο βλοσυρό, προχωρώντας κάμποσες φορές γρήγορα την ταινία, παρακολούθησε μια σειρά από αχρειότητες διανθισμένες με διαστήματα φυσιολογικού σεξ που, συγκριτικά, φαινόταν αθώο σαν τα εφηβικά χαϊδολογήματα. Πώς μπορούσε να ασκεί αυτό τον έλεγχο πάνω της, πώς μπορούσε να σβήνει αυτά τα απαίσια γεγονότα από το νου της -αυτά τα μυστήρια έμοιαζαν πιο σκοτεινά από την απαρχή του σύμπαντος και το νόημα της ζωής. Έ ν α αίσθημα σαν να ονειρευόταν την πλημμύρισε, λες και τίποτε στον κόσμο δεν ήταν αυτό που φαινόταν, σαν να ήταν τα πάντα ένα θέατρο και οι άνθρωποι απλώς παίκτες. Ωστόσο, όλες αυτές οι αποκρουστικές εικόνες στην τηλεόραση της ήταν αληθινές, αληθινές σαν τις κηλίδες στο εσώρουχο που είχε αφήσει πάνω στο καλάθι στο μπάνιο. Αφήνοντας την ταινία να παίζει, γύρισε την πλάτη της στην τηλεόραση και πήγε στο τηλέφωνο. Πάτησε δύο ψηφία -το 9 και το 1-, όμως όχι και το δεύτερο 1. Αν ειδοποιούσε την αστυνομία, θα έπρεπε να ανοίξει την πόρτα για να μπουν στο διαμέρισμά της. Μπορεί να ήθελαν να πάει μαζί τους κάπου, για να δώσει πλήρη κατάθεση, ή στη μονάδα επειγόντων περιστατικών κάποιου νοσοκομείου για να την εξετάσουν για ενδείξεις βιασμού που θα χρησίμευαν αργότερα σαν στοιχεία στο δικαστήριο. Αν και ο θυμός τής χάριζε δύναμη, δεν ήταν αρκετά δυνατή για να ξεπεράσει την αγοραφοβία της. Η σκέψη και μόνο πως θα έβγαινε έξω αρκούσε για να πλημμυρίσει ξανά ο γνώριμος πανικός την καρδιά της. Θα έκανε ό,τι ήταν αναγκαίο, θα πήγαινε όπου ήθελαν κι όσες φορές ήθελαν. Θα έκανε οτιδήποτε της ζητούσαν,

αρκεί να έκλειναν για πολΰ, πολύ καιρό στη φυλακή αυτό το άρρωστο κάθαρμα, τον Άριμαν. Η προοπτική να βγει έξω με αγνώστους, όμως, παραήταν καταθλιπτική ακόμη και για να τη συλλογιστεί, έστω κι αν αυτοί οι άγνωστοι ήταν αστυνομικοί. Είχε ανάγκη από την υποστήριξη ενός φίλου, κάποιου που θα μπορούσε η Σούζαν να του εμπιστευτεί τη ζωή της, γιατί το να βγει έξω της φαινόταν τόσο κοντά στο θάνατο όσο ο θάνατος ο ίδιος. Τηλεφώνησε στη Μάρτι και της απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Ήξερε πως η συσκευή στην κρεβατοκάμαρά τους δεν χτυπούσε τη νύχτα, όμως κάποιος από τους δυο θα ξυπνούσε από τα κουδουνίσματα στην πέρα άκρη του διαδρόμου και θα πήγαινε στο γραφείο της Μάρτι, έχοντας την περιέργεια να δει ποιος μπορεί να ήταν τέτοια ώρα. Ύστερα από τον χαρακτηριστικό ήχο, μετά το ηχογραφημένο μήνυμα, η Σούζαν είπε: «Μάρτι, εγώ είμαι. Μάρτι, είσαι εκεί;» Σώπασε. «Άκου, αν είσαι εκεί, σήκωσέ το, για όνομα του Θεού». Τίποτε. «Δεν είναι ο Έρικ, Μάρτι. Είναι ο Άριμαν. Ο Άριμαν. Το έχω βιντεοσκοπήσει το κάθαρμα. Το κάθαρμα -αφού πρώτα αγόρασε το σπίτι του σε τόσο καλή τιμή. Μάρτι, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, τηλεφώνησε' μου. Έχω ανάγκη από βοήθεια». Ξάφνου ένιωσε να ανακατεύεται ξανά κι έκλεισε το τηλέφωνο. Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού, η Σούζαν έσφιξε τα δόντια της κι έβαλε το ένα παγωμένο της χέρι στο σβέρκο και το άλλο στην κοιλιά της. Η αναγούλα τής πέρασε. Κοίταξε προς την τηλεόραση -και αμέσως απέστρεψε το βλέμμα. Κοιτάζοντας το τηλέφωνο και προστάζοντάς το από μέσα της να χτυπήσει, είπε: «Μάρτι, σε παρακαλώ. Πάρε με. Τώρα, τώρα». Το μισογεμάτο ποτήρι με το κρασί ήταν αφημένο εδώ και ώρες, απείραχτο, στο κομοδίνο. Το ήπιε μονορούφι. Άνοιξε το πάνω συρτάρι κι έβγαλε το πιστόλι που είχε για προστασία. Απ' όσο ήξερε, ο Άριμαν δεν ερχόταν ποτέ δυο φορές το ίδιο βράδυ. Απ' όσο ήξερε. Ξάφνου συνειδητοποίησε πόσο παράλογο ήταν κάτι που είχε πει στον αυτόματο τηλεφωνητή της Μάρτι: Το κάθαρμα -αφού πρώτα αγόρασε το σπίτι τον σε τόσο καλή τιμή. Είχε πουλήσει στον Μαρκ Άριμαν την τωρινή του κατοικία πριν

από δεκαοχτώ μήνες, δυο μήνες προτού εμφανιστεί η αγοραφοβία της. Εκπροσωπούσε τον ιδιοκτήτη κι ο γιατρός εμφανίστηκε όταν βρισκόταν εκεί η Σούζαν για να το δείξει σε κάποιους υποψήφιους αγοραστές και της ζήτησε να τον εκπροσωπήσει κι εκείνον. Είχε κάνει πολύ καλή δουλειά, φροντίζοντας τα συμφέροντα και του προηγούμενου ιδιοκτήτη και του αγοραστή, όμως ήταν ομολογουμένως υπερβολικό να περιμένει, αν ο πελάτης της ήταν ένας παράφρονας βιαστής, να τη μεταχειριστεί καλύτερα γιατί η Σούζαν ήταν μια κτηματομεσίτρια με αρχές. Έβαλε τα γέλια, πνίγηκε, έκανε να πιει λίγο κρασί, κατάλαβε πως είχε τελειώσει και άφησε το άδειο ποτήρι για να πιάσει το όπλο. «Μάρτι, σε παρακαλώ. Τηλεφώνησέ μου». Το τηλέφωνο χτύπησε. Άφησε το όπλο και άρπαξε το ακουστικό. «Ναι», είπε. Προτού προλάβει να πει δεύτερη κουβέντα, ένας άντρας είπε: «Μπεν Μάρκο». «Σ' ακούω».

JC/ΧΟΝΤΑΣ «ΧΤΙΣΕΙ» ΞΑΝΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ στη μνήμη του, ο Ντάστι τριγύρισε μέσα του σαν σε μουσείο, παρατηρώντας με την ησυχία του πάθε γοτθική εικόνα. Τον ερωδιό στο παράθυρο, τον ερωδιό στο δωμάτιο. Τους άηχους τρεμάμενους κεραυνούς σε μια άηχη καταιγίδα δίχως βροχή. Το μπρούντζινο δέντρο με το γεμάτο γλυκόζη φρούτο του. Τη Μάρτι να διαλογίζεται. Εξετάζοντας τον εφιάλτη, ο Ντάστι ήταν όλο και πιο βέβαιος πως μέσα του κρυβόταν μια τερατώδης αλήθεια, σαν σκορπιός που περίμενε μέσα στο μικρότερο από μια σειρά κινέζικα κουτιά. Τα κουτιά αυτής της σειράς, όμως, ήταν κάμποσα, και πολλά απ' αυτά άνοιγαν με δυσκολία, κι έτσι η αλήθεια παρέμενε κρυμμένη, έτοιμη να τον κεντρίσει. Τελικά, απελπισμένος, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και πήγε στο μπάνιο. Η Μάρτι κοιμόταν τόσο αθόρυβα κι ήταν τόσο γερά δεμένη με τις γραβάτες του, που ήταν απίθανο είτε να ξυπνήσει είτε να βγει απ' το δωμάτιο ενώ θα έλειπε εκείνος. Ύστερα από λίγα λεπτά, καθώς έπλενε τα χέρια του στο νιπτήρα του μπάνιου, ξάφνου του αποκαλύφθηκε κάτι. Δεν ήταν μια απροσδόκητη αποκάλυψη σχετικά με το νόημα του ονείρου αλλά μια απάντηση σε μια ερώτηση που τον απασχολούσε νωρίτερα, προτού ξυπνήσει η Μάρτι και του ζητήσει να τη δέσει χειροπόδαρα. Αποστολές. Το χαϊκού του Σκιτ. Διαυγείς καταρράκτες. Στα κύματα σκορπίζουν. Γαλάζιες πευκοβελόνες. Οι πευκοβελόνες ήταν αποστολές, είχε πει ο Σκιτ. Πολεμώντας να καταλάβει τι εννοούσε, ο Ντάστι είχε φτιάξει στο μυαλό του έναν κατάλογο με παρεμφερείς λέ-

ξεις που όμως δεν τον είχαν βοηθήσει να βγάλει κάποιο νόημα. Δουλειά. Εργασία. Καθήκον. Κλίση. Έφεση. Σταδιοδρομία. Καριέρα. Τώρα, καθώς ξέπλενε τα χέρια του κάτω από το καυτό νερό, μια άλλη σειρά από λέξεις ξεπρόβαλε στο μυαλό του. Θέλημα. Καθήκον. Έργο. Εντολές. Ο Ντάστι απέμεινε να στέκεται στο νιπτήρα σχεδόν όπως είχε σταθεί ο Σκιτ με τα χέρια του κάτω από το ζεματιστό νερό στο μπάνιο της κλινικής Νέα Ζωή, στριφογυρίζοντας στο μυαλό του τη λέξη εντολές. Ξαφνικά ένιωσε τις τριχίτσες στο σβέρκο του να τεντώνονται σαν χορδές πιάνου κι ένα ρίγος σαν βουβό γκλισάντο διέτρεξε τα πλήκτρα της ραχοκοκαλιάς του. Όταν άκουσε ο Σκιτ το όνομα Δόκτωρ Γιεν Λο, η απάντησή του ήταν: Ακούω. Ύστερα απαντούσε στις ερωτήσεις μονάχα μ' ερωτήσεις. Σκιτ, ξέρεις πού βρίσκεσαι; Πού βρίσκομαι; Άρα δεν ξέρεις; Ξέρω; Δεν μπορείς να κοιτάξεις τριγύρω; Μπορώ; Μήπως παίζουμε κανένα νούμερο των Άμποτ και Κοστέλο; Μήπως; Ο Σκιτ είχε απαντήσει στις ερωτήσεις μόνο μ' ερωτήσεις, σαν να ήθελε να του πουν τι θα έπρεπε να σκεφτεί ή να κάνει, όμως στις δηλώσεις είχε αποκριθεί σαν να ήταν προσταγές και στις αληθινές προσταγές σαν να έβγαιναν από τα χείλη του Θεού. Όταν απελπισμένος ο Ντάστι είπε, Α, παράτα με, κλείσ' τα μάτια και κοιμήσου, αμέσως ο αδερφός του λιποθύμησε. Ο Σκιτ είχε αποκαλέσει το χαϊκού «κανόνες» κι ο Ντάστι είχε σκεφτεί αργότερα πως το ποίημα ήταν κάποιου είδους μηχανισμός, μια απλή αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική επινόηση, το λεκτικό αντίστοιχο ενός πιστολιού για καρφιά, αν και δεν ήταν απόλυτα βέβαιος για το τι ακριβώς εννοούσε μ' αυτό. Τώρα, καθώς συνέχιζε να στριφογυρίζει στο νου του το νόημα της λέξης εντολές, συνειδητοποίησε πως το χαϊκού θα μπορούσε να οριστεί καλύτερα όχι σαν μηχανισμός, όχι σαν επινόηση, αλλά σαν σύστημα λειτουργίας υπολογιστή, το

λογισμικό που επιτρέπει να λαμβάνονται, να κατανοούνται και να εκτελούνται οι εντολές. Και τι λογικό συμπέρασμα έπρεπε να βγάλει απ' την υπόθεση ότι το χαϊκού ήταν κάτι σαν λογισμικό; Πως ο Σκιτ ήταν... προγραμματισμένος; Καθώς έκλεινε τη βρύση, ο Ντάστι άκουσε το αμυδρό κουδούνισμα ενός τηλεφώνου. Με τα χέρια του να στάζουν σηκωμένα ψηλά, σαν χέρια χειρουργού που μόλις είχαν καθαριστεί ύστερα από μια εγχείρηση, βγήκε από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα και αφουγκράστηκε. Το σπίτι ήταν σιωπηλό. Αν τους είχαν τηλεφωνήσει, θα είχε απαντήσει στο δεύτερο κουδούνισμα ο αυτόματος τηλεφωνητής στο γραφείο της Μάρτι. Το πιθανότερο ήταν να το είχε φανταστεί. Κανένας δεν τους έπαιρνε ποτέ τέτοια ώρα. Παρ' όλα αυτά, θα έπρεπε να το ελέγξει πριν ξαναπέσει στο κρεβάτι. Γυρίζοντας πάλι στο μπάνιο, καθώς σκούπιζε τα χέρια του με μια πετσέτα, κλωθογύριζε τη λέξη προγραμματισμένος στο μυαλό του, ξανά και ξανά, αναλογιζόμενος το νόημά της. Κοιτάζοντας στον καθρέφτη, δεν είδε το είδωλο του αλλά μια επανάληψη των παράξενων γεγονότων στο δωμάτιο του Σκιτ στην κλινική Νέα Ζωή. Και ύστερα η μνήμη του ξετυλίχτηκε ακόμη πιο πίσω, στο προηγούμενο πρωί, στη στέγη του σπιτιού των Σόρενσον. Ο Σκιτ ισχυριζόταν πως είχε δει την Άλλη Μεριά. Ένας άγγελος του θανάτου τού είχε δείξει τι τον περίμενε μετά απ' αυτό τον κόσμο και του πιτσιρικά τού είχε αρέσει αυτό που είδε. Ύστερα ο άγγελος τον πρόσταξε να πηδήσει. Αυτή ακριβώς ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε ο Σκιτ: Πρόσταξε. Το παγερό γκλισάντο ξανά, στη ραχοκοκαλιά του Ντάστι. Άλλο ένα από τα κινέζικα κουτιά είχε ανοιχτεί, αν και υπήρχε άλλο ένα κουτί μέσα. Το κάθε κουτί ήταν μικρότερο από το προηγούμενο. Ίσως να μην ήταν πολλά τα πέπλα που έπρεπε να τραβηχτούν για να λυθεί το αίνιγμα. Σχεδόν άκουγε το σκορπιό να πηγαίνει πέρα δώθε: ο ήχος μιας απαίσιας αλήθειας που περίμενε να τον κεντρίσει όταν θα σήκωνε το σκέπασμα του τελευταίου κουτιού.

M E TO ΚΥΜΑ ΝΑ ΣΚΑΖΕΙ ΑΠΑΛΑ, νανουριστικά στην απτή, και με την ομίχλη συνεργό του, να σκεπάζει την επιστροφή του, γύρισε. Δροσιά στα γκρίζα σκαλοπάτια. Στο δεύτερο ένα σαλιγκάρι. Το πάτησε με δύναμη. Καθώς ανέβαινε ο γιατρός, ψιθύρισε στο κινητό του τηλέφωνο: «"Η χειμωνιάτικη καταιγίδα..."» Η Σούζαν Τζάγκερ είπε: «Η καταιγίδα είσαι εσύ», «"...στο δάσος των μπαμπού κρύφτηκε..."» «Το δάσος είμαι εγώ», «"...και κόπασε στη σιγαλιά"». «Στη σιγαλιά, θα μάθω ό,τι πρέπει». Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο έξω απ' την πόρτα, της είπε: «Ασε με να μπω». «Ναι». «Γρήγορα», είπε εκείνος και ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο και το έβαλε στην τσέπη του. Κοίταξε ανήσυχα προς τον έρημο δρόμο. Καταρράκτες από ασάλευτα φύλλα φοινικιάς, κρεμασμένοι στην ομίχλη σαν παγωμένα σκοτεινά πυροτεχνήματα. Μ' ένα κροτάλισμα κι ένα σούρσιμο, η καρέκλα τραβήχτηκε κάτω από το πόμολο της πόρτας της κουζίνας. Πρώτη κλειδαριά ασφαλείας. Δεύτερη. Το κουδούνισμα της αλυσίδας καθώς έβγαινε από τη θέση της. Όταν τον χαιρέτησε σεμνά η Σούζαν, χωρίς να πει κουβέντα αλλά κάνοντας μια ελαφρά υποτακτική υπόκλιση σαν γκέισα, ο Άριμαν μπήκε μέσα. Περίμενε να ξανακλείσει την πόρτα η Σούζαν και να ασφαλίσει τη μία από τις κλειδαριές και ύστερα την πρόσταξε να τον οδηγήσει στην κρεβατοκάμαρα.

Καθώς διέσχιζαν την κουζίνα, την τραπεζαρία, το καθιστικό και το μικρό χολ ως την κρεβατοκάμαρα, της είπε: «Νομίζω πως ήσουν κακό κορίτσι, Σούζαν. Δεν ξέρω πώς μπόρεσες να συνωμοτήσεις εναντίον μου, πώς μπόρεσες καν να το διανοηθείς, όμως είμαι βέβαιος πως το έκανες». Νωρίτερα, κάθε φορά που απέστρεφε το βλέμμα της, τα μάτια της κινούνταν προς το δέντρο μινγκ μέσα στο δοχείο. Και, κάθε φορά, πριν κοιτάξει το φυτό, ο Άριμαν είχε αναφέρει είτε τη βιντεοταινία που είχε τραβήξει με τη Σούζαν είτε την ταινία που σκόπευε να γυρίσει στην επόμενη επίσκεψή του. Όταν φάνηκε να τη βασανίζει η ανησυχία, την είχε προστάξει να του πει γιατί ήταν ανήσυχη και, όταν εκείνη αποκρίθηκε απλώς, Για το βίντεο, αυτός είχε καταλήξει στο προφανέστερο συμπέρασμα. Προφανέστερο και μάλλον λανθασμένο. Τον είχε βάλει σε υποψίες, σχεδόν όταν ήταν πια πολύ αργά, το γεγονός πως κοίταξε πάντα προς το δέντρο μινγκ· όχι στο πάτωμα, όπως θα περίμενε κανείς αν ένιωθε ντροπή, ούτε στο κρεβάτι όπου είχε ταπεινωθεί τόσο, αλλά πάντα στο δέντρο μινγκ. Τώρα, ακολουθώντας τη στην κρεβατοκάμαρα, της είπε: «Θέλω να δω τι υπάρχει μέσα στο δοχείο κάτω απ' τον κισσό». Υπάκουα, τον οδήγησε προς τη βάση Μπιντερμάιερ, όμως ο γιατρός κοντοστάθηκε μόλις το βλέμμα του έπεσε στην τηλεόραση. «Να με πάρει ο διάβολος», είπε. Και πράγματι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε αν δεν είχε καταλάβει τι ήταν αυτό που τον έβαλε σε υποψίες, αν είχε πάει στο σπίτι του για ύπνο αντί να γυρίσει εδώ. «Έλα σ' εμένα», της είπε. Καθώς ζύγωνε η Σούζαν, ο γιατρός έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές. Ήθελε να χτυπήσει αυτό το όμορφο πρόσωπο που έβλεπε μπροστά του. Κορίτσια. Όλα ίδια. Όταν ήταν μικρός, δεν μπορούσε να καταλάβει σε τι χρησίμευαν, δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση μαζί τους. Τα κορίτσια τον αρρώσταιναν με τον σεμνότυφο τρόπο που είχαν για να γίνεται το δικό τους. Το μόνο αληθινό τους προτέρημα ήταν πως μπορούσε να τα κάνει να κλαίνε χωρίς μεγάλη προσπάθεια -αχ, όλα εκείνα τα όμορφα, αρμυρά δάκρυα-, ύστερα όμως έτρεχαν πάντα να παραπονεθούν στις μανάδες ή στους πατεράδες τους. Ήταν καλός στο να υπε-

ρασπίζεται τον εαυτό του ενάντια στις υστερικές τους κατηγόριες- οι ενήλικοι συνήθως τον έβρισκαν γοητευτικό και πειστικό. Σύντομα συνειδητοποίησε, όμως, πως έπρεπε να είναι διακριτικός και να μην αφήνει τη δίψα του για δάκρυα να τον ελέγχει όπως έλεγχε η δίψα για κοκαΐνη τους περισσότερους απ' αυτούς στο Χόλιγουντ, με τους οποίους συνεργαζόταν ο πατέρας του. Τελικά, πέφτοντας θύμα των ορμονών του, είχε ανακαλύψει πως χρειαζόταν τα κορίτσια για κάτι περισσότερο από τα δάκρυά τους. Επίσης έμαθε πόσο εύκολα μπορούσε ένας όμορφος νεαρός σαν αυτόν να παίζει παιχνίδια που έκαναν τις καρδιές των κοριτσιών να πέφτουν στα χέρια του, για να τις στύψει ύστερα βγάζοντας περισσότερα δάκρυα από μέσα τους -μ' έναν υπολογισμένο συνδυασμό ειδυλλίου και προδοσίας- απ' όσα κατόρθωνε να βγάζει μικρότερος τσιμπώντας τα, σκουντώντας τα, χτυπώντας τα στα αυτιά και ρίχνοντάς τα στη λάσπη. Ύστερα από τόσες δεκαετίες συναισθηματικού βασανισμού, όμως, τα κορίτσια δεν φαίνονταν περισσότερο ελκυστικά στα μάτια του απ' όσο όταν ήταν ακόμη νήπιο και τους έριχνε κάμπιες μέσα στα ρούχα. Εξακολουθούσε περισσότερο να ενοχλείται παρά να γοητεύεται από τις κοπέλες- αφού τις απολάμβανε, ύστερα ένιωθε λιγάκι άρρωστος και το γεγονός πως επίσης τον σαγήνευαν τον έκανε να τις απεχθάνεται ακόμη περισσότερο. Ακόμη χειρότερα, το σεξ δεν τους αρκούσε ποτέ- σε ήθελαν και για πατέρα των παιδιών τους. Ανατρίχιαζε στην ιδέα πως θα μπορούσε να γίνει πατέρας. Μια φορά παραλίγο να πέσει στην παγίδα, όμως η μοίρα τον βοήθησε να ξεφύγει. Δεν μπορούσες να εμπιστεύεσαι τα παιδιά. Βρίσκονταν πίσω από τις γραμμές της άμυνάς σου και, εκεί που δεν το περίμενες, μπορούσαν να σε σκοτώσουν ή να σου κλέψουν τα πλούτη. Ο γιατρός ήξερε πολύ καλά από τέτοιες προδοσίες. Και, αν έκανες κόρη, η μητέρα και η μικρή θα συνωμοτούσαν σίγουρα εναντίον σου με κάθε ευκαιρία. Κατά την άποψη του γιατρού, όλοι οι υπόλοιποι άντρες ανήκαν σε μια ράτσα διαφορετική -και πολύ υποδεέστερη- από τη δικιά του, όμως οι κοπέλες ήταν ένα ολότελα διαφορετικό είδος κι όχι απλώς άλλη ράτσα- οι κοπέλες ήταν ξένες και τελείως ακατάληπτες. 'Οταν στάθηκε η Σούζαν μπροστά του, ο γιατρός σήκωσε τη γροθιά του. Φάνηκε να μη φοβάται. Η προσωπικότητά της ήταν τόσο

βαθιά καταπιεσμένη τώρα, που της ήταν αδύνατο να δείξει οποιοδήποτε συναίσθημα, παρά μόνο αν την πρόσταζαν να το κάνει. «Θα 'πρεπε να σου τσακίσω το πρόσωπο». Αν και διέκρινε μια αγορίστικη νευρικότητα στη φωνή του, δεν ένιωσε αμηχανία. Ο γιατρός είχε αρκετή αυτεπίγνωση ώστε να καταλαβαίνει πως, στη διάρκεια αυτών των παιχνιδιών εξουσίας, η προσωπικότητά του γυρνούσε προς τα πίσω στο χρόνο. Αυτό το πισωγύρισμα δεν ήταν διόλου ταπεινωτικό ή ανησυχητικό· για την ακρίβεια, ήταν ουσιώδες αν ήθελε να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερη ευχαρίστηση. Σαν ενήλικος με μεγάλη πείρα, είχε βαρεθεί πια- σαν αγόρι, όμως, ένιωθε ακόμη έναν υπέροχα πηγαίο θαυμασμό, τον συνάρπαζε ακόμη κάθε ανεπαίσθητη απόχρωση της ευφάνταστης κατάχρησης εξουσίας. «Θα 'πρεπε να χτυπήσω τόσο δυνατά το ηλίθιο πρόσωπο σου, που να μείνει για πάντα άσχημο». Βαθιά κάτω από την επίδρασή του, η Σούζαν παρέμεινε γαλήνια. Για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια της κινήθηκαν σπασμωδικά σαν να ονειρευόταν, όμως αυτό δεν είχε καμία σχέση με την απειλή του. Τώρα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι διακριτικός και συγκρατημένος. Ο Άριμαν δεν τολμούσε να τη χτυπήσει. Ο θάνατος της, κατάλληλα σκηνοθετημένος, ήταν απίθανο να οδηγήσει σε μια έρευνα για ανθρωποκτονία. Αν ήταν μωλωπισμένη και χτυπημένη, όμως, δεν θα έπειθε για αυτόχειρας. «Δε σε συμπαθώ πια, Σούζι. Δε σε συμπαθώ καθόλου». Εκείνη παρέμεινε βουβή, γιατί δεν την είχε προστάξει να αποκριθεί. «Δεν πιστεύω να ειδοποίησες την αστυνομία. Πες μου αν έχω δίκιο». «Έχεις δίκιο». «Μίλησες σε κανέναν γι' αυτή τη βιντεοταινία στην τηλεόραση;» «Μίλησα;» Ο γιατρός, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του πως δεν του είχε αποκριθεί έτσι για να τον προκαλέσει, πως αυτός ήταν απλώς ο τρόπος που είχε προγραμματιστεί να αποκρίνεται στις ερωτήσεις όταν βρισκόταν βαθιά στο παρεκκλήσι του νου της, χαμήλωσε τη γροθιά του και την ξέσφιξε αργά. «Πες μου αν μίλησες σε κανέναν γι' αυτή τη βιντεοταινία στην τηλεόραση, ναι ή όχι».

«Όχι». Ανακουφισμένος, την έπιασε από το μπράτσο και την οδήγησε στο κρεβάτι. «Κάθισε, κορίτσι». Εκείνη κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, πιέζοντας τα γόνατά της και πλέκοντας τα δάχτυλά της στα πόδια της. Για λίγα λεπτά ο γιατρός την ανέκρινε διατυπώνοντας τις ερωτήσεις του σαν δηλώσεις ή προσταγές μέχρι που κατάλαβε γιατί του είχε στήσει την παγίδα με την κάμερα. Ήθελε κάποιο στοιχείο ενάντια στον Έρικ, όχι ενάντια στον ψυχίατρο της. Αν και η μνήμη της σβηνόταν ύστερα από κάθε συνεύρεσή τους, ήταν βέβαιο πως η Σούζαν θα υποπτευόταν ότι τη χρησιμοποιούσαν σεξουαλικά και, αν δεν σφούγγιζε ο γιατρός και δεν έπαιρνε μαζί του κάθε στάλα ιδρώτα και πάθους που έβγαινε απ' το κορμί του, ήταν εξίσου βέβαιο πως θα έβρισκε στοιχεία που θα στήριζαν την υποψία της. Ο Άριμαν είχε επιλέξει να μην είναι μανιακός με τον καθαρισμό μετά τη συνουσία γιατί αυτό θα μείωνε τη συγκίνηση που του χάριζε η εξουσία και θα κλόνιζε την ευχάριστη ψευδαίσθηση πως ο αποτρόπαιος έλεγχος του ήταν απόλυτος. Δεν θα είχε πλάκα πια ένας τουρτοπόλεμος ή ένας αιματηρός φόνος, αν έπρεπε να πλυθούν ύστερα οι τοίχοι και να σφουγγαριστεί το πάτωμα. Στο κάτω κάτω ήταν λάτρης της περιπέτειας, όχι μια νοικοκυρά. Είχε αναρίθμητες τεχνικές για να μετριάσει ή να αποπροσανατολίσει τις υποψίες της Σούζαν. Κατ' αρχήν θα μπορούσε να την είχε προστάξει να αγνοεί απλώς, μόλις θα ξυπνούσε, κάθε σημάδι σωματικής κακοποίησης, να μη βλέπει ούτε τις πιο προφανείς ενδείξεις συνουσίας. Με πιο παιχνιδιάρικη διάθεση, θα μπορούσε να έχει εμφυτεύσει μέσα της την πεποίθηση πως την επισκεπτόταν ένα γέννημα του πυρός της κόλασης με κίτρινα μάτια, αποφασισμένο να ζευγαρώσει μαζί της για να φέρει στον κόσμο τον Αντίχριστο. Φυτεύοντάς της ονειρικές μνήμες ενός διαβολικού εραστή με τραχύ, σκληρό κορμί, θειώδη ανάσα και διχαλωτή μαύρη γλώσσα, θα μπορούσε να κάνει τη ζωή της κυριολεκτικά κόλαση. Ο Άριμαν το είχε κάνει αυτό με άλλους, τους είχε κάνει να χορεύουν στο σκοπό της δεισιδαιμονίας, προκαλώντας σε κάμποσους ασθενείς του δαιμονοφοβία -φόβο για τους διαβόλους και τους δαίμονες- και καταστρέφοντάς τους τη

ζωή. Για λίγο του είχε φανεί πολύ διασκεδαστικό, αλλά μόνο για λίγο. Αυτή η φοβία μπορούσε να είναι πιο φαρμακερή από άλλες, συχνά οδηγώντας ταχύτατα στον πλήρη νοητικό εκφυλισμό και στην απόλυτη παραφροσύνη. Μακροπρόθεσμα, επομένως, δεν ήταν τόσο ικανοποιητική για τον Άριμαν, γιατί τα δάκρυα των τρελών, που ήταν αποστασιοποιημένοι από το μαρτύριο τους, δεν ήταν τόσο αναζωογονητικά όσο τα δάκρυα των λογικών, που εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως είχαν μια ελπίδα να αναρρώσουν. Από τις πολλές άλλες εναλλακτικές λύσεις, ο γιατρός είχε επιλέξει να κατευθύνει τις υποψίες της Σούζαν προς το σύζυγο που την είχε εγκαταλείψει. Αυτό το παιχνίδι, για το οποίο είχε πλάσει στο μυαλό του ένα ιδιαίτερα αιματηρό και περίπλοκο σενάριο, υποτίθεται πως θα τέλειωνε μέσα σε μια τέτοια λαίλαπα βίας, που θα κυκλοφορούσε ύστερα, σαν είδηση, σ' όλο τον κόσμο. Οι ακριβείς λεπτομέρειες αυτού του τελευταίου δράματος αναθεωρούνταν διαρκώς στο μυαλό του γιατρού, με τον Έρικ να παίζει το ρόλο είτε του θύτη είτε του θύματος. Ενθαρρύνοντας τη Σούζαν να εστιάσει τις υποψίες της στον Έρικ και ύστερα απαγορεύοντάς της να τον αντιμετωπίσει καταπρόσωπο, ο Άριμαν είχε κατασκευάσει έναν ευαίσθητο μηχανισμό ψυχολογικής έντασης. Από τη μια βδομάδα στην άλλη, η ένταση αυξανόταν συνεχώς, μέχρι που η Σούζαν μόλις και μετά βίας μπορούσε πια να την αντέξει. Επομένως, λαχταρώντας να λυτρωθεί απ' αυτή την ένταση, είχε αναζητήσει αποδείξεις για την ενοχή του συζύγου της, επαρκή στοιχεία για να μπορέσει να πάει κατευθείαν στην αστυνομία και ν' αποφύγει την απαγορευμένη αντιπαράθεση με τον ίδιο τον Έρικ. Φυσιολογικά, αυτή η κατάσταση δεν θα είχε προκύψει, γιατί ο γιατρός δεν έπαιζε ποτέ με κάποιον όσο είχε παίξει τώρα με τη Σούζαν Τζάγκερ. Είχε αρχίσει να τη ναρκώνει και να της δημιουργεί εξαρτημένα αντανακλαστικά πριν από ενάμιση χρόνο, για όνομα του Θεού, κι ήταν ασθενής του εδώ και δεκατρείς μήνες. Συνήθως βαριόταν στους έξι μήνες και κάποιες φορές μόλις στους δύο ή τρεις. Ύστερα, είτε γιάτρευε τον ασθενή του, αφαιρώντας τη φοβία ή τον ψυχαναγκασμό που είχε εμφυτεύσει ο ίδιος, προβάλλοντας μ' αυτό τον τρόπο το ιατρικό του κύρος, ή εφεύρισκε ένα θάνατο αρκετά εντυπωσιακό ώστε να είναι ικανοποιητικός για έναν παίκτη με τη δική του εμπειρία. Μαγεμένος από

την ξεχωριστή ομορφιά της Σούζαν, είχε χαριεντιστεί μαζί της για πάρα πολύ καιρό, επιτρέποντας να αυξηθεί τόσο η έντασή της, ώστε να την οδηγήσει στο στήσιμο αυτής της παγίδας. Κορίτσια. Γίνονταν πάντα ένας μπελάς, αργά ή γρήγορα. Ο Άριμαν σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού προστάζοντας τη Σούζαν να σηκωθεί επίσης, κι εκείνη υπάκουσε. «Χάλασες το παιχνίδι μου», της είπε, και τώρα ήταν πολύ ανυπόμονος. «Πρέπει να σκεφτώ ένα ολότελα διαφορετικό τέλος». Μπορούσε να την ανακρίνει για να μάθει πότε πρωτοσκέφτηκε η Σούζαν να χρησιμοποιήσει τη βιντεοκάμερα και ύστερα να προχωρήσει από εκείνη τη στιγμή ως την τωρινή, σβήνοντας όλες τις σχετικές αναμνήσεις· στο τέλος, όμως, μπορεί να της φαινόταν πως υπήρχαν παράξενα κενά στην ημέρα της. Μπορούσε να σβήσει σχετικά εύκολα μια ολόκληρη χρονική περίοδο από τη μνήμη ενός υποκειμένου και ύστερα να γεμίσει το κενό με ψεύτικες αναμνήσεις που, αν και ασαφείς, θα ήταν αρκετά πειστικές παρά την απουσία λεπτομέρειας. Συγκριτικά, ήταν αρκετά δύσκολο να αφαιρέσεις μονάχα μια κλωστή από την ύφανση της μνήμης -ήταν σαν να πάσχιζες να βγάλεις τις λεπτές ίνες λίπους από ένα βοδινό φιλέτο αφήνοντας το κρέας ανέπαφο. Μπορούσε να διορθώσει την κατάσταση και να αφαιρέσει από το μυαλό της Σούζαν κάθε γνώση πως ήταν ο βασανιστής της, όμως δεν είχε το χρόνο, την ενέργεια ή την υπομονή να το κάνει. «Σούζαν, πες μου πού έχεις στυλό και χαρτί». «Δίπλα στο κρεβάτι». «Φέρ' τα, σε παρακαλώ». Όταν την ακολούθησε γύρω απ' το κρεβάτι, είδε το πιστόλι στο κομοδίνο. Εκείνη δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για το όπλο. Άνοιξε ένα συρτάρι του κομοδίνου κι έβγαλε ένα στυλό διαρκείας κι ένα σημειωματάριο με γραμμές, στο μέγεθος αυτών που χρησιμοποιούν οι στενογράφοι. Στο πάνω μέρος κάθε σελίδας του σημειωματάριου υπήρχε η φωτογραφία της κι ο λογότυπος και το τηλέφωνο της κτηματομεσιτικής εταιρείας όπου δούλευε πριν τερματίσει η αγοραφοβία τη σταδιοδρομία της. «Κρύψε το όπλο, σε παρακαλώ», της είπε, δίχως όμως να φοβάται πως θα χρησιμοποιούσε το όπλο εναντίον του.

Εκείνη έβαλε το πιστόλι στο κομοδίνο κι έκλεισε το συρτάρι. Γυρίζοντας προς τον Άριμαν, έτεινε το στυλό και το σημειωματάριο προς το μέρος του. Αυτός είπε: «Φέρ' τα μαζί σου». «Πού;» «Ακολοΰθησέ με». Ο γιατρός την οδήγησε στην τραπεζαρία. Εκεί, την πρόσταξε να ανάψει τον πολυέλαιο και να καθίσει στο τραπέζι.

JVOITAZONTA2 ΑΚΟΜΗ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ του μπάνιου και στριφογυρίζοντας ξανά στο νου του την κουβέντα του με τον Σκιτ, στη στέγη, πασχίζοντας να τακτοποιήσει τις λεπτομέρειες που θα έκαναν πιστευτή την απίστευτη θεωρία του πως ο αδερφός του ήταν προγραμματισμένος, ο Ντάστι συνειδητοποίησε πως δεν επρόκειτο να κοιμηθεί άλλο. Πλήθη ερωτήσεων βούιζαν σαν κουνούπια στο μυαλό του, και τα τσιμπήματα τους ήταν πιο καταστροφικά για τον ύπνο απ' όσο ολόκληρες καφετιέρες γεμάτες με μαύρο καφέ, πηχτό σαν μελάσα. Ποιος θα μπορούσε να προγραμματίσει τον Σκιτ; Πότε; Πώς; Πού; Για ποιο λόγο; Και γιατί ειδικά τον Σκιτ, όταν ομολογούσε ο ίδιος για τον εαυτό του πως ήταν ένας αδύναμος ναρκομανής που δεν είχε στον ήλιο μοίρα; Όλη αυτή η υπόθεση βρομούσε, έζεχνε παράνοια. Ίσως αυτή η τρελή θεωρία να φαινόταν λογική στον κόσμο των ραδιοφωνικών συζητήσεων για τα κάθε είδους παραφυσικά φαινόμενα στον οποίο ζούσε ο Φιγκ Νιούτον ενώ έβαφε σπίτια -και, για την ακρίβεια, τις περισσότερες ώρες της ζωής του-, σ' αυτή την εξωπραγματική αλλά πολυαγαπημένη Αμερική όπου μηχανορράφοι εξωγήινοι δεν έκαναν τίποτ' άλλο από το να ζευγαρώνουν με δύσμοιρες ανθρώπινες θηλυκές, όπου όντα από μια άλλη διάσταση ευθύνονταν κατά πάσα πιθανότητα για την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και τους εξωφρενικούς τόκους στις πιστωτικές κάρτες, όπου ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είχε αντικατασταθεί κρυφά από έναν ανδροειδή σωσία του συναρμολογημένο στο υπόγειο του Μπιλ Γκέιτς, όπου ο Έλβις ήταν ζωντανός και κατοικούσε σ' έναν υπερεξελιγμένο διαστημικό σταθμό που κατασκευαστής και χειριστής του ήταν

ο Γουόλτ Ντίσνεϊ, του οποίου ο εγκέφαλος είχε μεταμοσχευτεί στο σώμα ενός ξενιστή που δεν ήταν άλλος από τον γνωστό αστέρα της ραπ και γίγαντα του κινηματογράφου Γουίλ Σμιθ. Η ιδέα, όμως, ενός προγραμματισμένου Σκιτ δεν έδειχνε λογική εδώ, στον αληθινό κόσμο, όπου ο Έλβις ήταν εκατό τοις εκατό νεκρός, κι ο Ντίσνεϊ επίσης, και όπου το πλησιέστερο σε ερωτομανή εξωγήινο ήταν το γερασμένο καστ του Σταρ Τρεκ υπό την επήρεια του Βιάγκρα. Ο Ντάστι θα είχε απορρίψει γελώντας αυτή την παράλογη θεωρία του... αν δεν είχε πει ο Σκιτ πως τον είχαν προστάξει να βουτήξει από τη στέγη των Σόρενσον, αν δεν είχε βυθιστεί ο πιτσιρικάς σ' αυτή την τρομακτική κατάσταση, σαν να είχε υπνωτιστεί ξαφνικά, στην κλινική Νέα Ζωή, αν δεν υπήρχαν κατά τη διάρκεια αυτής της ημέρας -για τον Σκιτ, τη Μάρτι και τον ίδιο τον Ντάστι- διαστήματα χαμένου χρόνου, αν δεν είχαν διαλυθεί οι ζωές τους, ταυτόχρονα, και τόσο αλλόκοτα σαν να ζούσαν σ' ένα επεισόδιο των Χ Files. Αν τα γέλια ήταν δολάρια, αν τα χαχανητά ήταν δεκάρες και τα χαμόγελα σεντς, ο Ντάστι θα ήταν απένταρος. Νιώθεις μοναξιά, Έλβις, εκεί ψηλά σε τροχιά; Βέβαιος πως θα αγρυπνούσε ως το χάραμα, αποφάσισε να ξυριστεί και να κάνει ντους όσο η Μάρτι θα κοιμόταν ακόμη βαθιά. Όταν θα ξυπνούσε, αν ένιωθε ακόμη αυτό τον αλλόκοτο φόβο για τον εαυτό της, θα του ζητούσε να μην την αφήσει ούτε στιγμή μονάχη, φοβούμενη πως με κάποιον τρόπο θα ελευθερωνόταν και θα τον ζύγωνε αθόρυβα, με φονικούς σκοπούς. Ύστερα από λίγα λεπτά, φρεσκοξυρισμένος, έσβησε την ξυριστική μηχανή του -και άκουσε πνιχτές κραυγές αγωνίας απ' την κρεβατοκάμαρα. Όταν έφτασε στη Μάρτι, τη βρήκε να ονειρεύεται ξανά και να κλαψουρίζει στον ύπνο της. Τεντώνοντας τα δεσμά της, μουρμούριζε: «Όχι, όχι, όχι, όχι». Βγαίνοντας ανήσυχος από τα σκυλίσια όνειρά του με μπάλες του τένις και πιάτα γεμάτα φαγητό, ο Βαλές σήκωσε το κεφάλι του και χασμουρήθηκε ανοίγοντας τα σαγόνια του σαν κροκόδειλος, όμως δεν γρύλισε. Η Μάρτι κουνούσε το κεφάλι της πέρα δώθε στο μαξιλάρι, μορφάζοντας και στενάζοντας σιγανά, σαν να είχε ελονοσία και να πλανιόταν απ' τον πυρετό στη γη του παραληρήματος. Ο Ντάστι σκούπισε με μερικά χαρτομάντιλα το μουσκε-

μένο της μέτωπο, τράβηξε τα μαλλιά της απ' το πρόσωπο της και κράτησε τα ντελικάτα, δεμένα χέρια της μέχρι που ησύχασε. Στα νύχια τίνος εφιάλτη είχε πιαστεί; Εκείνου που την είχε βασανίσει κάμποσες φορές τον τελευταίο μισό χρόνο, με την ογκώδη φιγούρα από νεκρά φύλλα; Ή του καινούριου, απ' τον οποίο είχε ξυπνήσει νωρίτερα, πνιγμένη, θέλοντας να κάνει εμετό και τρίβοντας με τα χέρια της το στόμα της; Καθώς ηρεμούσε πάλι η κοιμισμένη Μάρτι, ο Ντάστι αναρωτήθηκε αν το επαναλαμβανόμενο όνειρο της με τον Φυλλάνθρωπο είχε κάποιο νόημα, όπως είχε πιστέψει και για τη δική του συνάντηση με τον κυνηγημένο από τους κεραυνούς ερωδιό. Του είχε περιγράψει πριν από κάμποσους μήνες τον εφιάλτη, τη δεύτερη ή την τρίτη φορά που τον είδε. Τώρα τον έβγαλε ο Ντάστι από το θησαυροφυλάκιο της μνήμης του και τον στριφογύρισε στο μυαλό του με τα μάτια του καρφωμένα στη Μάρτι. Αν και με μια πρώτη ματιά τα όνειρά τους φαίνονταν ολότελα διαφορετικά μεταξύ τους, εξετάζοντάς τα τώρα διαπίστωσε ενοχλητικές ομοιότητες. Όλο και πιο σαστισμένος, αντί να βρει κάποια άκρη, ο Ντάστι συλλογίστηκε αυτά τα σημεία όπου συναντιόνταν οι δύο εφιάλτες. Αναρωτήθηκε αν ο Σκιτ έβλεπε καθόλου όνειρα τώρα τελευταία. Ξαπλωμένος ακόμη στο μαλλιαρό του μαξιλάρι, ο Βαλές ξεφύσηξε απ' τα ρουθούνια του -ένα απ' αυτά τα δυνατά αλλά ολότελα εκούσια φταρνίσματα, με τα οποία καθάριζε τη μύτη του καθώς ετοιμαζόταν να ψάξει για τη μυρωδιά κουνελιών στην πρωινή του βόλτα. Τώρα που βρισκόταν στο σπίτι, όμως, και δεν υπήρχαν κουνέλια τριγύρω, ήταν σαν να αποδοκίμαζε μ' αυτό τον τρόπο το αφεντικό του για την καινούρια του μανία με τα όνειρα. «Κάτι τρέχει εδώ», μουρμούρισε ο Ντάστι. Ο Βαλές ξεφύσηξε ξανά.

ΤΡΙΓΥΡΊΖΟΝΤΑς ΝΕΥΡΙΚΆ ΣΤΟ ΔΩΜΆΤΙΟ, Ο Άριμαν συ-

νέθεσε έναν υπέροχα σπαρακτικό αποχαιρετισμό σια εγκόσμια, τον οποίο έγραψε με τον κομψό γραφικό χαρακτήρα της η Σούζαν. Ήξερε ακριβώς τι να συμπεριλάβει και τι ν' αφήσει απέξω για να πείσει ακόμη και τον πιο σκεπτικιστή ντετέκτιβ της αστυνομίας πως το σημείωμα ήταν γνήσιο. Φυσικά η ανάλυση του γραφικού χαρακτήρα θα άφηνε ελάχιστα περιθώρια για αμφιβολίες, όμως ο γιατρός ήταν σχολαστικός. Η σύνταξη του μηνύματος υπό αυτές τις συνθήκες δεν ήταν εύκολη. Η Τσινγκτάο του είχε αφήσει μια ξινή γεύση στο στόμα. Αποκαμωμένος, με τα μάτια του να καίνε και να τσούζουν, με το μυαλό του θολό από την έλλειψη ύπνου, σκεφτόταν προσεκτικά κάθε πρόταση προτού την υπαγορεύσει. Επιπλέον, η Σούζαν του αποσπούσε την προσοχή. Ίσως επειδή δεν θα την ξανάκανε δική του, του φαινόταν πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Μαλλιά χρυσάφι. Μάτια πράσινες φλόγες. Παιχνίδι θλίψης. Όχι. Ήταν απαίσιο χαϊκού. Θα 'πρεπε να ντρέπεται. Βέβαια, είχε την ιδανική δομή του χαϊκού, όμως δεν είχε τίποτ' άλλο. Κάπου κάπου κατόρθωνε να συνθέσει και μερικούς καλούς στίχους, λόγου χάρη για ένα σαλιγκάρι στο σκαλί και για το πώς το πάτησε με δύναμη, αλλά, όταν ερχόταν η στιγμή να γράψει κάποιους στίχους για την όψη, τη διάθεση και την ουσία ενός κοριτσιού, τα θαλάσσωνε. Μια αλήθεια, στο απαίσιο χαϊκού του: Ήταν πράγματι θλιβερό, αυτό το κάποτε όμορφο παιχνίδι. Αν και φαινόταν

όμορφη ακόμη, ήταν κατεστραμμένη και δεν μπορούσε να τη φτιάξει απλώς με λίγη κόλλα, όπως θα έκανε με μια πλαστική φιγούρα από ένα κλασικό σετ της Μαρξ σαν το Ράντσο Ροντέο του Ρόι Ρότζερς ή τη Διαστημική Ακαδημία του Τομ Κορμπέτ. Κορίτσια. Πάντα σε απογοήτευαν όταν βασιζόσουν πάνω τους. Γεμάτος από ένα παράξενο μείγμα ρομαντικής λαχτάρας και δυσφορίας, ο Άριμαν τέλειωσε τη σύνταξη του σημειώματος και στάθηκε πάνω απ' τη Σούζαν, βλέποντάς τη να υπογράφει στο κάτω μέρος της σελίδας. Δάχτυλα μακριά. Γράμματα κομψά. Αντίο χωρίς δάκρυ. Αηδίες. Αφήνοντας προσωρινά το σημειωματάριο στο τραπέζι, ο γιατρός οδήγησε τη Σούζαν στην κουζίνα. Όταν της το ζήτησε, η Σούζαν έβγαλε ένα εφεδρικό κλειδί του διαμερίσματος από το εντοιχισμένο γραφειάκι όπου καθόταν για να γράφει τους καταλόγους με τα ψώνια και το μενού της εβδομάδας. Είχε ήδη δικό του κλειδί, όμως δεν το είχε φέρει μαζί του. Έβαλε αυτό στην τσέπη του και γύρισαν στην κρεβατοκάμαρα. Η βιντεοταινία έπαιζε ακόμη. Ο γιατρός πρόσταξε τη Σούζαν να τη σταματήσει και ύστερα να τη βγάλει από το βίντεο και να την ακουμπήσει στο κομοδίνο δίπλα στο άδειο ποτήρι του κρασιού. «Πες μου πού βάζεις συνήθως τη βιντεοκάμερα». Τα μάτια της κινήθηκαν σπασμωδικά και ύστερα το βλέμμα της σταθεροποιήθηκε. «Σ' ένα κουτί στο πάνω ράφι αυτής της ντουλάπας», είπε δείχνοντας. «Βάλ' την ξανά στο κουτί, σε παρακαλώ, και κρύψ' την». Η Σούζαν χρειάστηκε να φέρει ένα σκαμνί απ' την κουζίνα για να κάνει αυτό που την πρόσταξε ο γιατρός. 'Υστερα της είπε να σκουπίσει με μια πετσέτα από το μπάνιο τα κομοδίνα, το κεφαλάρι του κρεβατιού και οτιδήποτε μπορεί να είχε αγγίξει ο γιατρός όση ώρα βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα. Δεν πήρε ούτε στιγμή τα μάτια του από πάνω της, για να είναι βέβαιος πως δεν θα της ξέφευγε κάτι. Επειδή πρόσεχε να μην αγγίζει τις περισσότερες επιφάνειες στο διαμέρισμα, δεν ανησυχούσε μήπως είχε αφήσει αποτυπώματα σε οποιοδήποτε άλλο μέρος εκτός από τα δύο προσωπικά δωμάτια της Σούζαν. Όταν τέλειωσε η Σούζαν

με την κρεβατοκάμαρα, άρχισε να γυαλίζει τα πλακάκια και τις γυάλινες, τις μπρούντζινες και τις πορσελάνινες επιφάνειες στο μπάνιο, ενώ ο Άριμαν στεκόταν στην πόρτα και την παρακολουθούσε. Όταν τελείωσε, δίπλωσε προσεκτικά την πετσέτα και την κρέμασε στην μπρούντζινη ράβδο, δίπλα σε μια άλλη πετσέτα διπλωμένη και κρεμασμένη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο γιατρός εκτιμούσε την τάξη. Όταν είδε τη διπλωμένη λευκή βαμβακερή κιλότα πάνω στο καλάθι, παραλίγο να προστάξει τη Σούζαν να τη βάλει μαζί με τα υπόλοιπα άπλυτα, όμως το ένστικτό του τον ώθησε να τη ρωτήσει γιατί ήταν η κιλότα εκεί πάνω. Όταν έμαθε πως την είχε αφήσει εκεί για να τη δώσει στην αστυνομία για ανάλυση DNA, κλονίστηκε. Κορίτσια. Ύπουλα. Πανούργα. Κάμποσες φορές, όταν ήταν μικρός, κάποιο κορίτσι τον είχε προκαλέσει να το σπρώξει απ' τις σκάλες της βεράντας ή μέσα σε μια αγκαθωτή τριανταφυλλιά, για να τρέξει ύστερα στον κοντινότερο ενήλικο και να ισχυριστεί πως η επίθεση του ήταν αναίτια, πως ήταν καθαρή κακία. Κι εδώ, τώρα, ύστερα από δεκαετίες, να τος πάλι ο ίδιος δόλος. Θα μπορούσε να την προστάξει να πλύνει την κιλότα στο νιπτήρα, όμως αποφάσισε πως θα ήταν συνετό να την πάρει μαζί του όταν θα έφευγε, να την απομακρύνει απ' το διαμέρισμα. Ο γιατρός δεν ήταν ειδικός στις τελευταίες τεχνικές που χρησιμοποιούσε η αστυνομία σε μια έρευνα για ανθρωποκτονία, όμως ήταν αρκετά βέβαιος πως τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν έμεναν για περισσότερες από μερικές ώρες στο ανθρώπινο δέρμα. Μπορούσαν να ανιχνευθούν με τη χρήση λέιζερ ή κάποιου άλλου εξελιγμένου εξοπλισμού, όμως ήξερε πως και οι απλούστερες τεχνικές μπορούσαν να είναι εξίσου αποτελεσματικές. Οι κάρτες Κρομεκότ ή το ανεμφάνιστο φιλμ Πολαρόιντ, αν πιεστούν δυνατά στο δέρμα, λαμβάνουν το ενοχοποιητικό αποτύπωμα- στη συνέχεια, αφού πασπαλιστεί η κάρτα ή το φιλμ με μαύρη σκόνη, εμφανίζεται μια κατοπτρική εικόνα του αποτυπώματος και πρέπει να αντιστραφεί με φωτογράφηση. Εν ανάγκη, μπορεί να πασπαλιστεί το δέρμα με μαγνητική σκόνη, με μια Μάγκνα Μπρας, και μια άλλη εναλλακτική μέθοδος είναι η μεταφορά με διάλυμα αργύρου, αν υπάρχουν εύκαιρα ασημόχαρτα και μια συσκευή αιθάλωσης.

Δεν περίμενε να βρεθεί το πτώμα της Σούζαν για πέντ' έξι ώρες, ίσως και για παραπάνω. Τότε πια, τα πρώτα στάδια της σήψης θα είχαν εξαλείψει όλα τα αποτυπώματα στο δέρμα της. Παρ' όλα αυτά, είχε αγγίξει σχεδόν όλες τις επιφάνειες, όλες τις καμπύλες του κορμιού της -και πολλές φορές μάλιστα. Για να βγαίνει κανείς νικητής σ' αυτά τα παιχνίδια, πρέπει να παίζει με ενθουσιασμό αλλά και με λεπτομερή γνώση των κανόνων και με ταλέντο στη στρατηγική. Πρόσταξε τη Σούζαν να κάνει ένα καυτό μπάνιο. Ύστερα, βήμα βήμα, την καθοδήγησε στα τελευταία λεπτά της ζωής της. Καθώς γέμιζε η μπανιέρα, η Σούζαν έβγαλε ένα ξυραφάκι από ένα συρτάρι της τουαλέτας. Το είχε για να ξυρίζει τα πόδια της, τώρα όμως θα το χρησιμοποιούσε για κάτι σοβαρότερο. Το άνοιξε, έβγαλε τη λεπίδα και την ακούμπησε στο χείλος της μπανιέρας. Ξεντύθηκε για να μπει στο νερό. Γυμνή, δεν φαινόταν «κατεστραμμένη», κι ο Άριμαν ευχήθηκε να μπορούσε να την κρατήσει. Η Σούζαν στάθηκε δίπλα στην μπανιέρα περιμένοντας την επόμενη προσταγή του, παρακολουθώντας το νερό να τρέχει ορμητικά απ' τη βρύση. Ο Άριμαν περιεργάστηκε το είδωλο της στον καθρέφτη κι ένιωσε περηφάνια για την ηρεμία της. Η Σούζαν ήξερε πως σύντομα θα πέθαινε, αλλά χάρη στην έξοχη δουλειά που είχε κάνει πάνω της, της έλειπε η ικανότητα για αυθεντικές και αυθόρμητες συναισθηματικές αντιδράσεις ενόσω βρισκόταν σ' αυτή την κατάσταση πλήρους καταστολής της προσωπικότητας. Ο γιατρός στενοχωριόταν που ήταν αναγκασμένος να ξεφορτώνεται αργά ή γρήγορα όλα τα αποκτήματά του, αφήνοντάς τα να πάρουν το δρόμο που περίμενε οτιδήποτε ήταν από σάρκα. Ευχόταν να μπορούσε να τα διατηρήσει όλα σε άψογη κατάσταση και να διαθέσει μερικά δωμάτια του σπιτιού του για να τα εκθέσει, όπως διέθετε κάποιο χώρο τώρα για τα αμαξάκια του, τους μηχανικούς του κουμπαράδες, τα παιχνίδια του και τις υπόλοιπες αγαπημένες του συλλογές. Τι απόλαυση θα ήταν να τριγυρίζει όποτε ήθελε ανάμεσά τους, ανάμεσα σ' αυτές τις γυναίκες και σ' αυτούς τους άντρες

που ήταν οι μαριονέτες του και οι σύντροφοι του όλα αυτά τα χρόνια. Με τα εργαλεία του θα μποροΰσε να χαράξει μόνος του σε μπρούντζινες πινακίδες τα ονόματά τους, τα πιο σημαντικά στοιχεία γι' αυτοΰς και την ημερομηνία απόκτησης του καθενός -όπως έκανε και για τις υπόλοιπες συλλογές του. Οι βιντεοταινίες του ήταν ενθΰμια, όμως δεν ήταν παρά δυσδιάστατη κίνηση, χωρίς το βάθος ή τη ζωντάνια που θα μπορούσαν να προσφέρουν αυτά τα διατηρημένα παιχνίδια. Το πρόβλημα ήταν η σήψη. Ο γιατρός ήταν ένας τελειομανής που δεν θα πρόσθετε οΰτε ένα αντικείμενο σε μία από τις συλλογές του αν δεν ήταν σε άψογη ή σε σχεδόν άψογη κατάσταση. Το πολΰ καλό και το καλό δεν του αρκούσ α ν έτσι, επειδή καμιά γνωστή μορφή διατήρησης, από τη μουμιοποίηση ως την πιο σύγχρονη ταρίχευση, δεν ανταποκρινόταν στις υψηλές απαιτήσεις του, θα εξακολουθούσε αναγκαστικά να αρκείται στις βιντεοταινίες του όταν τον πλημμύριζε η ρομαντική νοσταλγία. Τώρα έστειλε τη Σούζαν στο καθιστικό για να φέρει το σημειωματάριο όπου είχε γράψει τον αποχαιρετισμό της στα εγκόσμια. Όταν το έφερε, το ακούμπησε στα φρεσκογυαλισμένα πλακάκια πάνω στην τουαλέτα, δίπλα στο νιπτήρα, όπου θα το έβρισκαν μαζί με το πτώμα. Η μπανιέρα είχε γεμίσει. Η Σοΰζαν έκλεισε και τις δυο βρύσες. Ύστερα έβαλε αρωματικά άλατα στο νερό. Ο γιατρός ξαφνιάστηκε, γιατί δεν την είχε προστάξει να αρωματίσει το νερό. Προφανώς το έκανε πάντα πριν μπει στην μπανιέρα κι ήταν ουσιαστικά ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό που δεν απαιτούσε κάποια εκούσια απόφαση. Ενδιαφέρον. Οι στριφογυριστές περικοκλάδες του ατμού, που υψώνονταν απ' το νερό, μύρισαν ρόδα, σαν να είχαν ανθίσει. Καθισμένος στο κλειστό σκέπασμα της λεκάνης και προσέχοντας να μην αγγίξει τίποτε με τα χέρια του, ο Άριμαν πρόσταξε τη Σούζαν να μπει στην μπανιέρα, να καθίσει και να πλυθεί προσεκτικά. Δεν υπήρχε πια κίνδυνος να βρεθούν ενοχοποιητικά αποτυπώματα στο δέρμα της μ' ένα λέιζερ, με μια κάρτα Κρομεκότ, με μια Μάγκνα Μπρας, με μια συσκευή αιθάλωσης. Επιπλέον, υπολόγιζε πως με το πλύσιμο θα έφευγε όλο το σπέρμα του απ' το σώμα της. Αναμφίβολα, στην κρεβατοκάμαρα και σε άλλα μέρη

του διαμερίσματος είχε αφήσει τρίχες του και ίνες από τα ρούχα του, που θα μπορούσε να συλλέξει η αστυνομία με μια αντλία. Χωρίς καλά αποτυπώματα, όμως, ή άλλα άμεσα στοιχεία που θα μπορούσαν να τον βάλουν σ' έναν κατάλογο υπόπτων, ήταν αδύνατο να τον εντόπιζαν απ' αυτά τα αμελητέα στοιχεία. Συν τοις άλλοις, αφού είχε καταβάλει τόση προσπάθεια να παρουσιάσει στην αστυνομία ένα πειστικό σκηνικό αυτοκτονίας κι ένα σοβαρό κίνητρο γι' αυτή την πράξη, μάλλον δεν θα ερευνούσαν καθόλου το ενδεχόμενο της δολοφονίας. Θα ήθελε να παρακολουθήσει λίγο ακόμη τη Σούζαν να πλένεται, γιατί ήταν γοητευτικό θέαμα, όμως ήταν κουρασμένος και νυσταγμένος. Άλλωστε, ήθελε να φύγει από το διαμέρισμα προτού χαράξει, όταν οι πιθανότητες να συναντήσει κάποιον θα ήταν ελάχιστες. «Σούζαν, πιάσε, σε παρακαλώ, το ξυράφι». Για μια στιγμή η λεπίδα κόλλησε στο υγρό χείλος της μπανιέρας. Ύστερα την έπιασε ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού της χεριού. Ο γιατρός προτιμούσε τους εντυπωσιακούς θανάτους. Καθώς έπληττε εύκολα, δεν έβρισκε τίποτε συναρπαστικό σ' ένα δηλητηριασμένο φλιτζάνι τσάι, σε μια απλή θηλιά -ή, σ' αυτή την περίπτωση, στο κόψιμο μιας δυο αρτηριών του πήχη. Αληθινά διασκεδαστικά ήταν τα κυνηγετικά όπλα, τα μεγάλου διαμετρήματος πιστόλια, τα τσεκούρια, τα αλυσοπρίονα και τα εκρηκτικά. Το πιστόλι της του είχε τραβήξει την προσοχή. Ένας πυροβολισμός, όμως, θα ξυπνούσε τους συνταξιούχους στον κάτω όροφο, ακόμη κι αν είχαν πέσει στο κρεβάτι ύστερα από κάμποσα μαρτίνι, όπως συνήθως. Απογοητευμένος αλλά αποφασισμένος να μην προδώσει την προτίμησή του για εντυπωσιακούς θανάτους, είπε στη Σούζαν πώς να πιάσει το ξυράφι, πού ακριβώς να κόψει τον αριστερό της καρπό και με πόση δύναμη. Πριν από τη μοιραία ξυραφιά, χάραξε ελαφρά τη σάρκα της, ξανά και ξανά, αφήνοντας αυτά τα σημάδια δισταγμού που ήταν συνηθισμένοι οι αστυνομικοί να βλέπουν στις περισσότερες απ' τις μισές αντίστοιχες αυτοκτονίες. Ύστερα, με το πρόσωπο της εντελώς ανέκφραστο και μονάχα με τη σμαραγδένια ομορφιά των ματιών της να ζωγραφίζεται πάνω του, έκανε άλλη μια χαρακιά, αυτή τη φορά βαθύτερη από τις δύο προηγούμενες. Επειδή είχαν υποστεί και οι τένοντες κάποια αναπόφευ-

κτη ζημιά, πέρα από την αρτηρία, δεν μπόρεσε να κρατήσει τόσο γερά το ξυράφι με το αριστερό της χέρι, όπως το είχε κρατήσει με το δεξί. Η πληγή στον δεξιό της καρπό ήταν συγκριτικά επιφανειακή και αιμορραγούσε λιγότερο απ' αυτή στον αριστερό, όμως κι αυτό συμφωνούσε μ' ό,τι θα ανέμενε η αστυνομία. Η Σούζαν έριξε το ξυράφι και κατέβασε τα χέρια της στο νερό. «Σ' ευχαριστώ», της είπε. «Παρακαλώ». Ο γιατρός περίμενε μαζί της ως το τέλος. Θα μπορούσε να έχει φύγει, βέβαιος πως στην πειθήνια κατάστασή της, ακόμη και χωρίς επίβλεψη, θα καθόταν ήρεμα στην μπανιέρα μέχρι να πεθάνει. Σ' αυτό το παιχνίδι, όμως, η μοίρα τού είχε τραβήξει ήδη μια δυο φορές το χαλί κάτω απ' τα πόδια, κι έτσι ήταν αποφασισμένος να έχει το νου του μήπως συνέβαινε ξανά κάτι παρόμοιο. Τώρα έβγαινε πολύ λιγότερος ατμός απ' το νερό, και δεν μύριζε μονάχα ροδόσταμο. Μέσα στη λαχτάρα του για περισσότερο δράμα, ο Άριμαν σκέφτηκε να ανεβάσει τη Σούζαν μια δυο σκάλες ψηλότερα από το παρεκκλήσι του νου της, πλησιέστερα στην πλήρη συνείδηση, όπου θα μπορούσε να αντιληφθεί καλύτερα την κατάστασή της. Αν και μπορούσε να την ελέγξει ακόμη κι όταν η Σούζαν θα είχε κάποια επίγνωση, υπήρχε παρ' όλα αυτά μια μικρή πιθανότητα να της ξεφύγει μια ακούσια κραυγή τρόμου ή απόγνωσης, αρκετά δυνατή ώστε να ξυπνήσει τους συνταξιούχους ή τα παπαγαλάκια στον κάτω όροφο. Περίμενε. Το νερό στην μπανιέρα σκούραινε και πάγωνε, αν και το χρώμα που του χάριζε η Σούζαν ήταν θερμό. Καθόταν βουβή, δίχως περισσότερο συναίσθημα από την ίδια την μπανιέρα, κι έτσι ο γιατρός ξαφνιάστηκε αντικρίζοντας ένα μοναδικό δάκρυ να κυλά στο πρόσωπο της. Έγειρε μπροστά, μη πιστεύοντας στα μάτια του, βέβαιος πως ήταν απλώς νερό ή ιδρώτας. 'Οταν η στάλα είχε διασχίσει όλο το πρόσωπο της Σούζαν, άλλη μία -μεγαλύτερη από την πρώτη, πελώρια- πρόβαλε από το ίδιο μάτι, και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως ήταν όντως δάκρυ. Να που του χάριζε περισσότερη ψυχαγωγία απ' όση περίμενε. Συνεπαρμένος, είδε το δάκρυ να κατεβαίνει πάνω από

την κομψή καμπύλη του ψηλού ζυγωματικού της, στο μάγουλο της, στη γωνιά του γεμάτου στόματος της, για να συνεχίσει προς το σαγόνι της, όπου ε'φτασε μικρότερο, αλλά αρκετά μεγάλο ακόμη, ώστε να τρεμουλιάσει σαν υγρό πετράδι. Δεν κύλησε και τρίτο δάκρυ. Τα στεγνά χείλη του Θανάτου είχαν στραγγίζει την υγρασία από τα μάτια της. Όταν κρέμασε το στόμα της η Σούζαν, σαν να ήταν γεμάτη δέος, το δεύτερο -και τελευταίο- δάκρυ έπεσε απ' το λεπτοκαμωμένο σαγόνι της στο νερό της μπανιέρας, μ' ένα σιγανό πλινκ, σαν νότα στην ψηλότερη οκτάβα ενός πιάνου που ακουγόταν από πολύ μακριά. Πράσινα μάτια που γίνονται γκρίζα. Δέρμα ροδαλό που χρώμα δανείζεται... απ' τη λεπίδα. Αυτό του άρεσε. Αφήνοντας τα φώτα αναμμένα, φυσικά, ο Άριμαν πήρε το βρόμικο εσώρουχο της από το καλάθι και βγήκε από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα, όπου πήρε τη βιντεοταινία. Στο καθιστικό στάθηκε για να απολαύσει το απαλό άρωμα κίτρου που έβγαινε από τα κεραμικά βαζάκια. Πάντα ήθελε να ρωτήσει τη Σούζαν πού αγόραζε αυτό το συγκεκριμένο άρωμα, για να πάρει για το σπίτι του. Πολύ αργά. Στην πόρτα της κουζίνας, με τα χέρια τυλιγμένα για ασφάλεια μ' ένα χαρτομάντιλο, τράβηξε το μάνταλο που είχε βάλει η Σούζαν μετά την άφιξή του. Έξω, αφού έκλεισε απαλά την πόρτα, ασφάλισε με το εφεδρικό κλειδί και τις δύο κλειδαριές. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για την αλυσίδα. Αυτή η μοναδική λεπτομέρεια, όμως, ήταν αδύνατο να προκαλούσε κάποιες υποψίες στις Αρχές. Η νύχτα και η ομίχλη, οι συνωμότες του, τον περίμεναν ακόμη, και το κύμα είχε δυναμώσει από την τελευταία φορά που το άκουσε, σκεπάζοντας τον ανεπαίσθητο θόρυβο που έκαναν τα παπούτσια του καθώς κατέβαινε τη σκάλα. Κι αυτή τη φορά έφτασε στη Μερσέντες δίχως να συναντήσει κανέναν και, στην ευχάριστη διαδρομή ως το σπίτι του, οι δρόμοι δεν είχαν παρά ελάχιστα περισσότερη κίνηση απ' ό,τι σαράντα πέντε λεπτά νωρίτερα. Το σπίτι του βρισκόταν στην κορυφή ενός λόφου, σε μια έκταση οχτώ στρεμμάτων, σ' ένα περιφραγμένο συγκρότημα: ένας άτακτος, φουτουριστικός, έξυπνα σχεδιασμένος σωρός από τετράγωνες και ορθογώνιες φόρμες, κάποιες από γυαλιστερό μπετόν κι άλλες ντυμένες με μαύ-

ρο γρανίτη, με προεξέχοντα τμήματα, προβόλους, μπρούντζινες πόρτες και παράθυρα από το δάπεδο ως το ταβάνι, τόσο τεράστια, που τα πουλιά χτυπούσαν πάνω τους, όχι ένα ένα αλλά ολόκληρα σμήνη. Το είχε χτίσει ένας νεαρός επιχειρηματίας που είχε γίνει ζάπλουτος πουλώντας λιανικά μέσω Ίντερνετ. Όταν πια ολοκληρώθηκε, αυτός είχε ερωτευτεί τη νοτιοδυτική αρχιτεκτονική και είχε αρχίσει να χτίζει κάπου στην Αριζόνα ένα σπίτι στο στυλ των πλίθινων κατοικιών των Ινδιάνων, κι έτσι είχε αποφασίσει να πουλήσει το προηγούμενο χωρίς να το έχει κατοικήσει ποτέ. Ο γιατρός άφησε τη Μερσέντες στο υπόγειο γκαράζ, που είχε θέσεις για δεκαοχτώ αυτοκίνητα, και ανέβηκε με το ασανσέρ στο ισόγειο. Τα δωμάτια και οι διάδρομοι ήταν μεγάλων διαστάσεων, με γυαλιστερά μαύρα γρανιτένια πατώματα. Τα παλιά περσικά χαλιά -σε λαμπερές γαλάζιες, πράσινες, πορτοκαλιές και βαθυκόκκινες αποχρώσεις- είχαν αποκτήσει μια εξαίσια όψη ύστερα από αιώνες χρήσης και έμοιαζαν να αιωρούνται πάνω στα γρανιτένια πατώματα σαν να ήταν μαγικά, ιπτάμενα, με τη μαύρη επιφάνεια από κάτω τους να μην είναι πέτρα αλλά η βαθιά άβυσσος της νύχτας. Σε διαδρόμους και κύρια δωμάτια, φώτα άναβαν φανερώνοντας σκηνές καθώς έμπαινε ο Άριμαν, ενεργοποιημένα με ανιχνευτές κίνησης που ελέγχονταν με χρονοδιακόπτες. Στα μικρότερα δωμάτια, οι λάμπες άναβαν με φωνητική εντολή. Ο νεαρός δισεκατομμυριούχος είχε φτιάξει όλα ανεξαιρέτως τα συστήματα του σπιτιού να λειτουργούν με ηλεκτρονικό υπολογιστή. Σίγουρα, όταν είδε το 2001: Η Οδύσσεια τον Διαστήματος, θα νόμιζε πως ο ήρωας ήταν ο Χαλ, ο υπολογιστής του σκάφους. Στο γραφείο του με την ξύλινη επένδυση, ο γιατρός τηλεφώνησε στο ιατρείο του κι άφησε μήνυμα στη γραμματέα του ζητώντας της να ακυρώσει για την επόμενη εβδομάδα τα ραντεβού του για τις δέκα και τις έντεκα. Θα πήγαινε μετά το μεσημεριανό. Δεν είχε ραντεβού για το απόγευμα της Τετάρτης. Το είχε αφήσει ελεύθερο για τον Ντάστιν και τη Μάρτιν Ρόουντς, που θα του τηλεφωνούσαν το πρωί ζητώντας απεγνωσμένα τη βοήθειά του. Πριν από δεκαοχτώ μήνες, ο γιατρός είχε καταλάβει

πως η Μάρτι θα μπορούσε να γίνει ένα από τα βασικά πιόνια του σ' ένα υπέροχο παιχνίδι, πιο περίπλοκο από οποιοδήποτε προηγούμενο. Πριν από οχτώ μήνες, της έβαλε στον καφέ το μαγικό του χαρμάνι από φάρμακα, μ' ένα μπισκότο σοκολάτα στο πλάι, και την προγραμμάτισε στη διάρκεια τριών επισκέψεων της Σούζαν, με τον ίδιο τρόπο που είχε γίνει ήδη σκλάβα του η Σούζαν, εδώ και πολύ καιρό. Από τότε η Μάρτι περίμενε να τη χρησιμοποιήσει, δίχως να γνωρίζει πως την είχε προσθέσει ο Άριμαν στη συλλογή του. Το πρωί της Τρίτης, πριν από δεκαοχτώ ώρες, όταν ήρθε στο ιατρείο η Μάρτι μαζί με τη Σούζαν, ο γιατρός την έβαλε επιτέλους στο παιχνίδι συνοδεύοντάς τη βαθιά στο παρεκκλήσι του νου της και εμφυτεύοντας εκεί την εντύπωση πως δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της, πως αποτελούσε κίνδυνο για τον ίδιο της τον εαυτό και για τους άλλους, πως ήταν ένα τέρας ικανό για ακραία βία και απερίγραπτες φρικαλεότητες. Αφού τέλειωσε μαζί της κι έφυγε η Μάρτι με τη Σούζαν, πρέπει να πέρασε μια πολύ ενδιαφέρουσα ημέρα. Ο γιατρός αδημονούσε ν' ακούσει τις εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Δεν είχε χρησιμοποιήσει ακόμη σεξουαλικά τη Μάρτι. Αν και δεν ήταν όμορφη σαν τη Σούζαν, ήταν αρκετά ελκυστική κι ο γιατρός ανυπομονούσε να δει πόσο απόλυτα, υπέροχα χυδαία μπορούσε να γίνει αν προσπαθούσε αληθινά. Δεν υπέφερε ακόμη τόσο που να τον ελκύει ερωτικά. Σύντομα. Τώρα η διάθεσή του ήταν επικίνδυνη -και το ήξερε. Η παλινδρόμηση της προσωπικότητάς του στη διάρκεια των έντονων παιχνιδιών του με τα θύματά του δεν αντιστρεφόταν αμέσως όταν τέλειωνε το παιχνίδι. Σαν δύτης που ανεβαίνει σιγά σιγά από τα βάθη για να μην πάθει αεραιμία, ο Άριμαν αναδυόταν σταδιακά προς την πλήρη ενηλικίωση. Αυτή τη στιγμή δεν ήταν ούτε αγόρι ακριβώς, ούτε ενήλικος, αλλά στη μέση μιας συναισθηματικής μεταμόρφωσης. Στο μπαρ στη γωνιά του γραφείου του, άδειασε ένα μπουκάλι Κόκα Κόλα -την κλασική- σ' ένα ποτήρι για κοκτέιλ Τομ Κόλινς, προσθέτοντας πηχτό σιρόπι κεράσι και πάγο και αναδεύοντας μ' ένα μακρύ ασημένιο κουτάλι. Το δοκίμασε και χαμογέλασε. Καλύτερο απ' την Τσινγκτάο. Αποκαμωμένος αλλά νευρικός, τριγύρισε για λίγο στο σπίτι αφού πρώτα διέταξε τον υπολογιστή να μην τον υπο-

δέχεται σε κάθε δωμάτιο οΰτε με εκτυφλωτικά φώτα οΰτε με απαλό φωτισμό. Ήθελε σκοτεινιά στους χώρους με θέα και μια μοναδική λάμπα, σχεδόν σβηστή, σ' εκείνα που δεν είχαν θέα στο νυχτερινό πανόραμα της Κομητείας Όραντζ. Στις απέραντες πεδινές εκτάσεις κάτω απ' αυτοΰς τους λόφους, αν και οι περισσότεροι κάτοικοι της Κομητείας κοιμούνταν, εκατομμύρια φώτα λαμπύριζαν ακόμη κι αυτή την ώρα. Το φως που έμπαινε από τα παράθυρα με θέα μόλις που έφτανε στο γιατρό για να μπορεί να τριγυρίσει με γατίσια σιγουριά. Του άρεσε αυτή η αχνή, χρυσαφιά λάμψη. Στάθηκε σ' ένα τεράστιο τζάμι στη σκοτεινιά, απολαμβάνοντας τη λάμψη και ατενίζοντας το αστικό πανόραμα μπροστά του, που έμοιαζε με το μεγαλύτερο παιχνίδι στον κόσμο, κατάλαβε πώς θα ένιωθε ο Θεός κοιτάζοντας την Πλάση, αν δηλαδή υπήρχε κάποιος θεός. Ο γιατρός ήταν παίκτης, όχι πιστός. Αργοπίνοντας Κόκα Κόλα με κεράσι, συνέχισε να πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο, διασχίζοντας διαδρόμους και στοές. Το πελώριο σπίτι ήταν ένας λαβύρινθος, κι όχι μ' έναν τρόπο μόνο, αλλά τελικά ξαναγύρισε στο καθιστικό. Εδώ, πάνω από δεκαοχτώ μήνες νωρίτερα, έκανε δικιά του τη Σοΰζαν. Την ημέρα που έκλεισε η συμφωνία, τη συνάντησε εδώ για να πάρει τα κλειδιά του σπιτιού και το χοντρό βιβλίο οδηγιών για τα ηλεκτρονικά συστήματα. Εκείνη ξαφνιάστηκε βρίσκοντάς τον με δυο ποτήρια σαμπάνια κι ένα παγωμένο μπουκάλι Ντομ Περινιόν. Από την ημέρα που συναντήθηκαν, ο γιατρός πρόσεχε να μην αφήσει καμία υπόνοια πως το ενδιαφέρον του γι' αυτή δεν περιοριζόταν μονάχα στις κτηματομεσιτικές γνώσεις της· ακόμη και με τη σαμπάνια στο χέρι, εξέπεμπε τόση ερωτική αδιαφορία, που η Σούζαν δεν ένιωσε πως, παρ' ότι ήταν παντρεμένη, τη φλέρταρε. Για την ακρίβεια, από τη στιγμή που τη γνώρισε κι αποφάσισε να την κάνει δική του, ολοένα πετούσε υπονοούμενα, σαν ψίχουλα σ' ένα περιστέρι, πως ήταν ομοφυλόφιλος. Επειδή ήταν τόσο ευτυχισμένος με το εντυπωσιακό καινούριο του σπίτι κι επειδή οΰτε εκείνη ήταν δυσαρεστημένη με την παχυλή προμήθειά της, δεν της φάνηκε κακό να το γιορτάσουν μ' ένα ποτήρι σαμπάνια -αν και η δικιά της, φυσικά, δεν ήταν σκέτη σαμπάνια. Εδώ, αμέσως μετά το θάνατο της, συγκρουόμενα συναισθήματα βασάνιζαν τον Άριμαν. Στενοχωριόταν για την απώλεια της Σούζαν, μόνο που δεν λιποθυμούσε από τη νο-

σταλγία και τη θλίψη, ταυτόχρονα όμως ένιωθε αδικημένος, προδομένος. Παρά τις τόσες όμορφες στιγμές που είχαν περάσει μαζί, εκείνη θα τον είχε καταστρέψει αν της δινόταν η ευκαιρία. Τελικά βγήκε απ' αυτή την εσωτερική σύγκρουση συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν παρά ένα κορίτσι σαν όλα τ' άλλα, πως δεν της άξιζαν όλος αυτός ο χρόνος και η προσοχή που της είχε αφιερώσει. Το να μελαγχολεί γι' αυτή τώρα ήταν σαν να ομολογούσε πως ασκούσε μια δύναμη πάνω του η Σούζαν, που δεν την είχε καμιά άλλη γυναίκα. Αυτός ήταν ο συλλέκτης, όχι εκείνη. Κατείχε πράγματα, δεν τον κατείχαν. «Χαίρομαι που πέθανες», είπε μεγαλόφωνα μες στο σκοτεινό καθιστικό. «Χαίρομαι που πέθανες, ηλίθιο κορίτσι. Εύχομαι να πονούσε το ξυράφι». Μόλις εξωτερίκευσε το θυμό του, ένιωσε πολύ καλύτερα. Αχ, πραγματικά καλύτερα, χίλια τα εκατό. Αν και ο Σέντρικ και η Νέλλα Χόθορν, το ζευγάρι που διαχειριζόταν το κτήμα, βρίσκονταν επίσης στο σπίτι, ο Άριμαν δεν ανησυχούσε μήπως τον άκουγαν. Οι Χόθορν σίγουρα είχαν ξαπλώσει στο τριάρι τους στην πτέρυγα του προσωπικού. Και, ό,τι κι αν έβλεπαν ή άκουγαν, δεν χρειαζόταν να ανησυχεί μήπως θα θυμούνταν ύστερα κάτι που θα τον έβαζε σε κίνδυνο. «Εύχομαι να πονούσε», επανέλαβε. Ύστερα ανέβηκε με το ασανσέρ στον πάνω όροφο και διέσχισε το διάδρομο ως την κύρια κρεβατοκάμαρα-σουίτα. Βούρτσισε τα δόντια του, τα καθάρισε προσεκτικά με νήμα και φόρεσε μαύρες μεταξωτές πιτζάμες. Η Νέλλα είχε στρώσει στο κρεβάτι ακριβά λευκά σεντόνια με μαύρα κρόσσια και κάμποσα αφράτα μαξιλάρια. Όπως συνήθως, στο κομοδίνο του υπήρχε ένα κύπελλο του Λαλίκ γεμάτο σοκολάτες, δύο από την καθεμιά απ' τις αγαπημένες του μάρκες. Ευχήθηκε να μην είχε βουρτσίσει τα δόντια του. Πριν πλαγιάσει, μέσω της οθόνης δίπλα στο κρεβάτι έδωσε εντολές στο αυτόματο πρόγραμμα του σπιτιού. Μ' αυτό τον πίνακα ελέγχου, μπορούσε να ρυθμίσει τα φώτα σ' όλο το σπίτι, τον κλιματισμό και τη θέρμανση σε κάθε δωμάτιο, το σύστημα ασφαλείας, τις εξωτερικές κάμερες παρακολούθησης, τη θέρμανση της πισίνας και του ιαματικού λουτρού και αναρίθμητα άλλα συστήματα και συσκευές.

Πληκτρολόγησε τον προσωπικό του κωδικό για να μπει στη σελίδα θησαυροφυλάκιο με τα έξι εντοιχισμένα χρηματοκιβώτια που υπήρχαν σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Άγγιξε τη φράση κύριο υπνοδωμάτιο στην οθόνη και η εικόνα ενός πληκτρολόγιου αντικατέστησε τον κατάλογο των χρηματοκιβωτίων. 'Οταν πληκτρολόγησε έναν επταψήφιο αριθμό, ένα γρανιτένιο κομμάτι του τζακιού, που κινούνταν με πεπιεσμένο αέρα, άνοιξε φανερώνοντας ένα μικρό, εντοιχισμένο χαλύβδινο χρηματοκιβώτιο. Ο Άριμαν πληκτρολόγησε το συνδυασμό στην οθόνη και, στην αντικρινή μεριά του δωματίου, ακούστηκε ένα κλικ και η κλειδαριά άνοιξε. Πήγε στο τζάκι, άνοιξε την τετράγωνη χαλύβδινη πόρτα κι έβγαλε το περιεχόμενο του χρηματοκιβωτίου, που ήταν ντυμένο με καπιτονέ επένδυση. Έ ν α βάζο χωρητικότητας ενός λίτρου. Ακούμπησε το βάζο σ' ένα γραφείο από τραχύ ατσάλι και ξύλο με ραβδωτά νερά και κάθισε για να περιεργαστεί το περιεχόμενο του. Τελικά, ύστερα από λίγα λεπτά, δεν κατόρθωσε να αντισταθεί άλλο στις σοκολάτες, που ήταν αληθινό τραγούδι των σειρήνων για τον Άριμαν. Από το βάζο του Λαλίκ, διάλεξε τελικά μια Χέρσεϊ με αμύγδαλα. Δεν θα ξαναβούρτσιζε τα δόντια του. Το να αποκοιμηθεί με τη γεύση της σοκολάτας στο στόμα του ήταν μια αμαρτωλή απόλαυση. Κάποιες φορές ήταν κακό αγόρι. Καθισμένος στο γραφείο του ξανά, ο Άριμαν απόλαυσε τη σοκολάτα, φροντίζοντας να διαρκέσει, καθώς περιεργαζόταν συλλογισμένος το βάζο. Αν και δεν βιάστηκε να τελειώσει τη σοκολάτα, όταν έφαγε πια και τα τελευταία κομματάκια εξακολουθούσε να μην έχει μάθει τίποτε από τα μάτια του πατέρα του. Ήταν ξανθοκάστανα, αλλά με μια θολή μεμβράνη πάνω από τις ίριδες. Τα ασπράδια δεν ήταν πια λευκά αλλά ωχροκίτρινα με αχνές πρασινίλες. Αιωρούνταν μέσα σε φορμαλδεΰδη στο αεροστεγές βάζο, κοιτάζοντας κάποιες φορές με μια μελαγχολική έκφραση μέσα από το καμπυλωτό γυαλί και κάποιες άλλες με αβάσταχτη θλίψη. Ο Άριμαν περιεργαζόταν αυτά τα μάτια όλη του τη ζωή, και όταν βρίσκονταν ακόμη στο κρανίο του πατέρα του και αφού αφαιρέθηκαν. Έκρυβαν μυστικά που λαχταρούσε να μάθει, αλλά που ήταν, όπως πάντα, τελείως απροσπέλαστα.

Ε Ξ Α Ι Τ Ί Α ς ΤΩΝ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΩΝ τ ω ν τ ρ ι ώ ν υ π ν ω τ ι κ ώ ν

χαπιών, φαινόταν αδύνατο να ξαναπάθει η Μάρτι μια κρίση πανικού, ακόμη κι όταν δεν ήταν πια δεμένη με τις γραβάτες και είχε σηκωθεί απ' το κρεβάτι. Ωστόσο, τα χέρια της έτρεμαν σχεδόν ασταμάτητα και ταραζόταν όποτε έκανε ο Ντάστι να την πλησιάσει. Εξακολουθούσε να πιστεύει πως θα μπορούσε να του βγάλει ξαφνικά τα μάτια, να του κόψει με τα δόντια τη μύτη και να του δαγκώσει τα χείλη, τρώγοντας ένά εντελώς ασυνήθιστο πρωινό. Καθώς ξεντυνόταν για να κάνει ντους, η νυσταλέα και συνοφρυωμένη όψη της φάνηκε ιδιαίτερα ελκυστική στον Ντάστι, που την παρακολουθούσε από μια απόσταση που φαινόταν οριακά ασφαλής στη Μάρτι. «Πολύ ερωτική, γεμάτη κρυφό πάθος. Κάποιος θα μπορούσε να διασχίσει ξυπόλυτος, για χάρη σου, ένα γήπεδο γεμάτο καρφιά». «Δε νιώθω ερωτική», του είπε βραχνά, σουφρώνοντας ασυναίσθητα τα χείλη της. «Νιώθω σκατά, σαν κουτσουλιά πουλιού στο πεζοδρόμιο». «Περίεργη». «Ούτε κατά διάνοια». «Πώς;» Βγάζοντας τα εσώρουχά της, είπε: «Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα κι εγώ θέλω να μείνω ζωντανή». «Όχι», της είπε. «Δεν εννοούσα εσένα αλλά τη φράση σου. Νιώθεις λοιπόν σαν κουτσουλιά πουλιού -γιατί συγκεκριμένα πουλιού',» Η Μάρτι χασμουρήθηκε. «Αυτό είπα;» «Ναι».

«Δεν ξέρω. Ίσως γιατί νιώθω σαν να έπεσα από ψηλά και να σκορπίστηκα τη στιγμή που έσκασα κάτω». Δεν ήθελε να είναι μονάχη στο ντους. Ο Ντάστι παρακολουθούσε από την πόρτα καθώς η Μάρτι άπλωνε το χαλάκι του μπάνιου, άνοιγε την πόρτα του ντους και ρύθμιζε το νερό. Όταν μπήκε μέσα, ο Ντάστι κάθισε στο κλειστό σκέπασμα της λεκάνης. Καθώς άρχισε να σαπουνίζεται η Μάρτι, ο Ντάστι είπε: «Είμαστε παντρεμένοι τρία χρόνια κι όμως νιώθω σαν ματάκιας σε στριπτιζάδικο». Έ ν α σαπούνι, ένα μπουκάλι σαμπουάν κι ένα σωληνάριο με κρέμα περιποίησης ήταν τόσο ελάχιστα φονικά εργαλεία, που κατόρθωσε να τελειώσει το μπάνιο της δίχως να την κυριεύσει πάλι ο τρόμος πως θα έκανε κάτι κακό. Ο Ντάστι έβγαλε το σεσουάρ από ένα συρτάρι της τουαλέτας, το έβαλε στην πρίζα και ύστερα ξαναγύρισε στην πόρτα του μπάνιου. Η Μάρτι φοβόταν να χρησιμοποιήσει το σεσουάρ. «Απλώς θα τα σκουπίσω και θα τ' αφήσω να στεγνώσουν». «Θα γίνουν χάλια και ύστερα δε θ' αντέχεις να κοιταχτείς στον καθρέφτη και θα γκρινιάζεις όλη μέρα». «Δεν γκρινιάζω». «Σίγουρα δεν κλαψουρίζεις». «Ακριβώς». «Μήπως παραπονιέσαι όμως;» «Εντάξει. Αυτό το παραδέχομαι». «Λοιπόν, θα παραπονιέσαι όλη μέρα. Γιατί δε θες να χρησιμοποιήσεις το σεσουάρ; Δεν είναι επικίνδυνο». «Δεν ξέρω. Μοιάζει λιγάκι με όπλο». «Δεν είναι όμως». «Δεν είπα πως όλα αυτά είναι λογικά». «Σου υπόσχομαι πως, αν το ανοίξεις στο φουλ και προσπαθήσεις να με στεγνώσεις μέχρι θανάτου, δεν πρόκειται να σταθώ ασάλευτος». «Κάθαρμα». «Το 'ξέρες όταν με παντρεύτηκες». «Συγνώμη». «Για ποιο λόγο;» «Που σε είπα κάθαρμα». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Λέγε με ό,τι θέλεις, αρκεί να μη με ξεπαστρέψεις».

Ούτε οι φλόγες του γκαζιού δεν ήταν τόσο γαλάζιες όσο τα μάτια της όταν έλαμπαν από θυμό. «Δεν είναι αστείο». «Δεν πρόκειται να σε φοβηθώ». «Πρέπει όμως», του είπε θρηνητικά. «Όχι». «Ανόητε άντρα... ανόητε». «Άντρας. Οχ. Η μεγαλύτερη προσβολή. Κοίτα, έτσι και με ξαναπείς άντρα... Δεν ξέρω, μπορεί να είναι το τέλος της σχέσης μας». Τον αγριοκοίταξε κι έκανε τελικά να πιάσει το σεσουάρ, αμέσως όμως τράβηξε το χέρι της πίσω. Ξαναπροσπάθησε, τραβήχτηκε ξανά κι άρχισε να τρέμει, όχι τόσο από το φόβο όσο από την απελπισία και την αγωνία. Ο Ντάστι φοβήθηκε πως μπορεί να έβαζε τα κλάματα. Το προηγούμενο βράδυ, ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται όταν την αντίκρισε δακρυσμένη. Ζυγώνοντάς την, είπε: «Άσε με να το κάνω εγώ». Τραβήχτηκε μακριά του: «Μην πλησιάζεις». Ξεκρέμασε μια πετσέτα και της την έδωσε. «Συμφωνείς πως ένας τρελός δολοφόνος δε θα διάλεγε αυτή την πετσέτα για όπλο;» Η Μάρτι περιεργάστηκε όντως την πετσέτα, σαν να ζύγιαζε προσεκτικά τις φονικές της δυνατότητες. «Πιάσ' την και με τα δύο χέρια», της εξήγησε. «Τράβηξέ τη, βάστα τη γερά, συγκεντρώσου και συνέχισε να τη σφίγγεις. Όσο είναι απασχολημένα τα χέρια σου, δεν μπορείς να με βλάψεις». Παίρνοντας την πετσέτα, φάνηκε να αμφιβάλλει. «Άκου με», της είπε. «Τι θα μπορούσες να κάνεις πέρα απ' το να μου ρίξεις μια με την πετσέτα στον πισινό;» «Θα το ευχαριστιόμουν». «Όμως θα είχα τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό πιθανότητες να επιζήσω». Βλέποντάς τη να διστάζει, της είπε: «Συν τοις άλλοις, έχω το σεσουάρ. Αν δοκιμάσεις να κάνεις οτιδήποτε, ύστερα θα περάσει πολύς καιρός για να ξεχάσεις το κάψιμο που θα νιώσεις». «Νιώθω ανόητη». «Δεν είσαι». Από την πόρτα, ο Βαλές γάβγισε κοφτά. Ο Ντάστι είπε: «Οι ψήφοι είναι δύο προς έναν ενάντια στην ανοησία». «Ας τελειώνουμε», του είπε βλοσυρά.

«Γύρνα προς το νιπτήρα και συνέχισε να στέκεσαι έτσι αν νομίζεις πως είναι πιο ασφαλές». Εκείνη στράφηκε προς το νιπτήρα, αλλά σφάλισε τα μάτια αντί να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Αν και δεν έκανε κρύο στο μπάνιο, η γυμνή ράχη της Μάρτι είχε ανατριχιάσει. Βούρτσιζε συνεχώς τα πυκνά, μαύρα, υπέροχα μαλλιά της ενώ τα στέγνωνε με το σεσουάρ, χτενίζοντάς τα όπως είχε δει να τα χτενίζει κι εκείνη. Από την αρχή της σχέσης τους, ο Ντάστι απολάμβανε να παρακολουθεί τη Μάρτι να περιποιείται τον εαυτό της. Είτε λουζόταν, είτε έβαφε τα νύχια της, είτε έβαζε μακιγιάζ είτε αντηλιακό στο δέρμα της, το έκανε με μια άνετη, σχεδόν νωχελική σχολαστικότητα, που της χάριζε μια υπέροχη, γατίσια χάρη. Ήταν σαν λέαινα, γεμάτη σιγουριά για την εμφάνιση της αλλά όχι ματαιόδοξη. Η Μάρτι φαινόταν πάντα δυνατή και ανθεκτική κι ο Ντάστι δεν ανησυχούσε ποτέ για το τι θα μπορούσε να της συμβεί αν το ήθελε η μοίρα αυτός να πεθάνει πρόωρα, ίσως πέφτοντας από κάποια ψηλή στέγη. Τώρα όμως ανησυχούσε -και η ανησυχία του του φαινόταν σαν προσβολή για τη Μάρτι, σαν να τη λυπόταν, πράγμα που δεν έκανε, που δεν μπορούσε να κάνει. Εξακολουθούσε να είναι πολύ Μάρτι για να του προκαλεί οίκτο. Από την άλλη, όμως, αυτή τη στιγμή φαινόταν ανησυχητικά ευάλωτη, ο λαιμός της τόσο λεπτός, οι ώμοι της τόσο εύθραυστοι, οι ενώσεις της ραχοκοκαλιάς της τόσο ευαίσθητες στο βαθούλωμα της ράχης της, κι ο Ντάστι φοβόταν γι' αυτή τη λατρεμένη γυναίκα, φοβόταν πολύ, αλλά δεν έπρεπε να της το δείξει ποτέ. Όπως είπε κάποτε ο μεγάλος φιλόσοφος Σκιτ: Η αγάπη είναι δύσκολη.

Κάτι παράξενο συνέβη στην κουζίνα. Για την ακρίβεια, ουσιαστικά όλα όσα συνέβησαν στην κουζίνα ήταν παράξενα, το τελευταίο όμως, προτού φύγουν απ' το σπίτι, ήταν το πιο παράδοξο απ' όλα. Πρώτον: η Μάρτι καθόταν άκαμπτη σε μια απ' τις καρέκλες στο τραπέζι, με τα χέρια της παγιδευμένα κάτω απ' τους μηρούς της, ουσιαστικά καθισμένη πάνω στα χέρια της λες και θα άρπαζαν οτιδήποτε υπήρχε τριγύρω και θα

το εκσφενδόνιζαν ενάντια στον Ντάστι αν δεν ήταν περιορισμένα. Επειδή θα της έπαιρναν αίμα και θα της έκαναν εξετάσεις, έπρεπε να μη φάει τίποτε από τις εννιά το προηγούμενο βράδυ μέχρι να τέλειωνε μαζί της ο γιατρός, αργότερα εκείνο το πρωί. Την αναστάτωνε το να κάθεται στην κουζίνα ενώ ο Βαλές καταβρόχθιζε το πρωινό φαγητό του κι ο Ντάστι έπινε ένα ποτήρι γάλα κι έτρωγε ένα ντόνατ, αν και ο λόγος δεν ήταν πως την πείραζε που δεν μπορούσε να φάει κι εκείνη. «Ξέρω τι υπάρχει εκεί μέσα», είπε με την αγωνία της ολοφάνερη στη φωνή της, γνέφοντας προς τα συρτάρια και εννοώντας τα μαχαίρια και τα υπόλοιπα αιχμηρά εργαλεία. Ο Ντάστι της έκλεισε λάγνα το μάτι κι έγνεψε προς το σώμα της: «Κι εγώ ξέρω τι υπάρχει εκεί μέσα». «Διάβολε, το καλύτερο θα ήταν ν' αρχίσεις να παίρνεις στα σοβαρά αυτή την υπόθεση». «Αν είναι να την πάρω στα σοβαρά, καλύτερα να σκοτωθούμε από τώρα και οι δυο μας». Αν και η Μάρτι συνοφρυώθηκε ακόμη περισσότερο, ο Ντάστι ήξερε πως αναγνώριζε και η ίδια τη σοφία των λόγων του. «Ναι, βέβαια, έτσι όπως κάθεσαι εκεί πίνοντας γάλα και τρώγοντας ένα ντόνατ με γλάσό και κρέμα, φαίνεσαι έτοιμος για χαρακίρι». Τελειώνοντας το γάλα του, είπε: «Μου φαίνεται πως ο καλύτερος τρόπος για να ζήσεις φυσιολογικά -και μάλλον πολύ- είναι ν' ακούς ό,τι λένε οι Ναζί της υγιεινής διατροφής και να κάνεις ακριβώς τα αντίθετα». «Κι αν αύριο πουν πως τα χάμπουργκερ και οι τηγανητές πατάτες είναι το υγιεινότερο φαγητό;» «Τότε θα το γυρίσω στα λαχανικά και στο τυρί σόγιας». Πλένοντας το ποτήρι του, της γύρισε την πλάτη κι εκείνη έκανε κοφτά: «Ε...» Έτσι, ο Ντάστι το σκούπισε κοιτάζοντάς τη, για να μη βρει την ευκαιρία η Μάρτι να τον ζυγώσει αθόρυβα και να τον χτυπήσει μέχρι θανάτου με μια κονσέρβα χοιρινό με φασόλια. Δεν θα έβγαζαν τον Βαλέ για τον καθημερινό του περίπατο. Η Μάρτι αρνούνταν να μείνει μόνη στο σπίτι όση ώρα θα έλειπε ο Ντάστι με το σκύλο. Και, αν πήγαινε μαζί τους, αναμφίβολα θα έτρεμε μήπως της ερχόταν να σπρώξει τον Ντάστι κάτω από τις ρόδες κανενός φορτηγού και τον Βαλέ

στις λεπίδες κανενός μηχανήματος απ' αυτά που είχαν οι κηπουροί για το κόψιμο των ξύλων. «Υπάρχει μια αστεία πλευρά σ' όλα αυτά», είπε ο Ντάστι. «Δεν υπάρχει τίποτε αστείο σ' όλα αυτά», διαφώνησε εκείνη με βλοσυρό ΰφος. «Μάλλον έχουμε δίκιο και οι δυο». Άνοιξε την πίσω πόρτα κι έβγαλε τον Βαλέ για να περάσει το πρωινό του στην περιφραγμένη πίσω αυλή. Ο καιρός ήταν δροσερός αλλά όχι ψυχρός και δεν προβλεπόταν να βρέξει. Έβαλε ένα πιάτο με νερό στη βεράντα και είπε στο σκΰλο: «Κάν' τα όπου θες και θα τα μαζέψω αργότερα- μη σου περάσει όμως απ' το μ υ α λ ό πως πρόκειται για κάποιον καινούριο κανόνα». Έκλεισε την πόρτα, την κλείδωσε, κοίταξε προς το τηλέφωνο και τότε συνέβη αυτό το παράξενο πράγμα. Αυτός και η Μάρτι άρχισαν μεμιάς να μιλούν ταυτόχρονα. «Μάρτι, δε θέλω να το πάρεις στραβά...» « Έ χ ω απόλυτη εμπιστοσύνη στο δόκτορα Κλόστερμαν...» «...όμως πιστεύω πως θα 'πρεπε να σκεφτούμε...» «...όμως μπορεί να πάρει μέρες για να βγουν τ' αποτελέσματα των εξετάσεων...» «...το ενδεχόμενο να πάρουμε μια δεύτερη γνώμη...» «...κι όσο κι αν σιχαίνομαι αυτή την ιδέα...» «... όχι από άλλο παθολόγο...» «...νομίζω πως πρέπει να με κοιτάξει...» «...αλλά από έναν ψυχοθεραπευτή...» «...ένας ψυχίατρος...» «...ειδικευμένο σε αγχώδεις διαταραχές...» «...με την κατάλληλη εμπειρία...» «...κάποιον σαν τον...» «... Σκέφτομαι τον...» «...δόκτορα Άριμαν». «...δόκτορα Άριμαν». Είπαν μαζί το όνομα του γιατρού κι απέμειναν να κοιτάζονται βουβοί, χάσκοντας. Ύστερα η Μάρτι είπε: «Κάτι μου λέει πως είμαστε πολλά χρόνια παντρεμένοι». «Λίγο ακόμη και θ' αρχίσουμε να μοιάζουμε ο ένας στον άλλο». «Δεν είμαι τρελή, Ντάστι». «Το ξέρω πως δεν είσαι».

«Όμως τηλεφώνησε του». Πήγε στο τηλέφωνο και βρήκε τον αριθμό του ιατρείου του Άριμαν από τις πληροφορίες καταλόγου. Άφησε μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή του Άριμαν, ζητώντας του να τους κλείσει ένα ραντεβού και λέγοντας τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του.

η κρεβατοκάμαρα ήταν τόσο γυμνή, τόσο αδιακόσμητη και αυστηρά επιπλωμένη, όσο ένα κελί μονάχου. Έχοντας τραβηχτεί σε μια γωνιά για να είναι περιορισμένες οι επιλογές της σε περίπτωση που την καταλάμβανε μια δολοφονική κρίση, η Μάρτι στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα δάχτυλά της σφηνωμένα κάτω από τους δικέφαλοΰς της. «Γιατί δε μου το είπες χτες το βράδυ; Ο δυστυχος ο Σκιτ ξαναμπήκε για αποτοξίνωση κι εσύ μου το λες τώρα;» «Είχες αρκετές σκοτούρες ήδη», είπε ο Ντάστι καθώς έψαχνε κάτω από τα προσεκτικά διπλωμένα ρούχα στο κάτω συρτάρι μιας σιφονιέρας τόσο απλής, ώστε θα μποροΰσε να είναι φτιαγμένη από ένα αυστηρό θρησκευτικό τάγμα που τα μέλη του θεωρούσαν ακόμη και τα έπιπλα των κουακέρων τόσο περίτεχνα που κατέληγαν να είναι αμαρτωλά. «Τι ψάχνεις; Το κομπόδεμά του;» «Όχι. Αν του έχει μείνει καμιά δεκάρα, θα μου πάρει ώρες για να τη βρω. Ψάχνω για... τέλος πάντων, δεν ξέρω για τι \[)άχνω». «Έχουμε ραντεβοΰ με το δόκτορα Κλόστερμαν στο ιατρείο του σε σαράντα λεπτά». «Έχουμε κάμποσο χρόνο», είπε ο Ντάστι αρχίζοντας να ψάχνει στο πιο πάνω συρτάρι. «Ήρθε στη δουλειά μαστουρωμένος;» «Ναι. Πήδησε από τη στέγη των Σόρενσον». «Θεέ μου! Χτύπησε άσχημα;» «Καθόλου». «Καθόλου;» «Είναι μεγάλη ιστορία», είπε ο Ντάστι ανοίγοντας το Z J T O Δ Ι Α Μ Ε Ρ Ι Σ Μ Α T O Y ΣΚΙΤ,

πάνω συρτάρι της σιφονιέρας. Δεν σκόπευε να της πει πως είχε πέσει απ' τη στέγη μαζί με τον Σκιτ, τουλάχιστον όχι ενόσω βρισκόταν η Μάρτι σ' αυτή την κατάσταση. «Τι μου κρύβεις;» ρώτησε επιτακτικά. «Δε σου κρύβω τίποτε». «Τι à ε μου λες;» «Μάρτι, ας αφήσουμε τα παιχνίδια με τις λέξεις, εντάξει;» «Κάτι τέτοιες στιγμές, είναι ηλίου φαεινότερον πως είσαι γιος του Τρέβορ Πεν Ρόουντς». Κλείνοντας το τελευταίο συρτάρι της σιφονιέρας, της είπε: «Πολύ φτηνή αυτή η παρατήρηση. Δε σου κρύβω τίποτε». «Από τι με προστατεύεις;» «Αυτό που γυρεύω, μάλλον», είπε αντί να απαντήσει στην ερώτησή της, «είναι στοιχεία πως ο Σκιτ έχει μπλέξει σε κάποια αίρεση». Επειδή είχε ψάξει ήδη στο μοναδικό κομοδίνο και κάτω από το κρεβάτι, μπήκε στον διπλανό χώρο, ένα μικρό, καθαρό κι ολόλευκο μπάνιο. Άνοιξε το ντουλάπι του φαρμακείου κι έψαξε μέσα με γρήγορες κινήσεις. Από την κρεβατοκάμαρα, με τη φωνή της γεμάτη κατηγόρια και αγωνία, η Μάρτι είπε: «Δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνω εδώ». «Ψάχνεις για κάνα τσεκούρι;» «Κάθαρμα». «Το 'χω ξανακούσει αυτό». «Μια επανάληψη δε βλάπτει». Όταν βγήκε από το μπάνιο, είδε πως η Μάρτι έτρεμε κι ήταν ωχρή σαν πλάσμα που ζει κάτω απ' τις πέτρες, αλλά ομορφότερη. «Είσαι καλά;» «Τι εννοείς "αίρεση";» Αν και μαζεύτηκε όταν την πλησίασε, αυτός την πήρε από το χέρι, την τράβηξε απ' τη γωνία και την πήγε στο καθιστικό. «Ο Σκιτ είπε πως πήδησε από τη στέγη γιατί του το είπε ένας άγγελος του θανάτου». «Φταίνε τα ναρκωτικά». «Μπορεί. Ξέρεις όμως πώς λειτουργούν αυτές οι αιρέσεις, τι πλύση εγκεφάλου σου κάνουν». «Για τι πράμα μιλάς;» «Για την πλύση εγκεφάλου». Στο καθιστικό, η Μάρτι τραβήχτηκε πάλι σε μια γωνιά

και σφήνωσε ξανά τα χέρια της στις μασχάλες της. «Πλύση εγκεφάλου;» «Πλύσιμο όλη μέρα, του μυαλού μες στην μπανιέρα». Στο καθιστικό υπήρχαν ένας καναπές, μια πολυθρόνα, δυο τραπεζάκια, δυο λάμπες και μερικά ράφια με βιβλία και περιοδικά. Ο Ντάστι έγειρε το κεφάλι για να διαβάσει τους τίτλους στις ράχες των βιβλίων. Από τη γωνιά της, η Μάρτι είπε: «Τι μου κρύβεις;» «Άντε πάλι τα ίδια». «Δε θα σκεφτόσουν πως μπορεί να έχει μπλέξει σε κάποια αίρεση -να του έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου, για όνομα του Θεού-, απλώς και μόνο επειδή είπε κάτι για κάποιον άγγελο του θανάτου». «Συνέβη κάτι στην κλινική». «Στη Νέα Ζωή;» «Ναι». «Τι συνέβη;» Όλα τα βιβλία τσέπης στα ράφια ήταν μυθιστορήματα φαντασίας. Ιστορίες με δράκους, μάγους, θαυματοποιούς και ήρωες με σπαθιά, στη γη του κάποτε και του ποτέ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που σάστιζε ο Ντάστι με τις προτιμήσεις του πιτσιρικά· εν τέλει, ο Σκιτ ζούσε έτσι κι αλλιώς σε μια φαντασίωση και δεν θα περίμενε κανείς να έχει ανάγκη κι από λογοτεχνικούς φανταστικούς κόσμους. «Τι συνέβη;» επανέλαβε η Μάρτι. «Υπνωτίστηκε». «Τι εννοείς "υπνωτίστηκε";» «Ξέρεις, όπως όταν ένας μάγος, ένας απ' αυτούς που κάνουν νούμερα υπνωτισμού, σε υπνωτίζει και σε κάνει να κακαρίζεις σαν κοτόπουλο». «Ο Σκιτ κακάριζε σαν κοτόπουλο;» «Όχι, ήταν πιο περίπλοκο». Καθώς συνέχιζε ο Ντάστι να κοιτάζει στα ράφια, οι τίτλοι τού προκαλούσαν όλο και μεγαλύτερη θλίψη. Συνειδητοποίησε πως ήταν πιθανό ο αδερφός του να αναζητούσε καταφύγιο σ' αυτά τα φανταστικά βασίλεια γιατί ήταν καθαρότερες, καλύτερες, πιο εύτακτες φαντασιώσεις απ' αυτές στις οποίες ζούσε. Σ' αυτά τα βιβλία, τα ξόρκια έπιαναν, οι φίλοι ήταν πάντα γενναίοι και ειλικρινείς, το καλό και το κακό ήταν ευδιάκριτα, το καλό νικούσε πάντα -και κανένας δεν εθιζόταν στα ναρκωτικά καταστρέφοντας τη ζωή του.

«Έκρωζε οαν πάπια, έκλωζε σαν γαλοπούλα;» ρώτησε η Μάρτι από την εξορία της στη γωνία. «Τι;» «Με ποιο τρόπο ήταν πιο περίπλοκο αυτό που έκανε ο Σκιτ στην κλινική;» Ψάχνοντας μανιωδώς σε μια στοίβα περιοδικά δίχως να βρίσκει κανένα ίχνος κάποιας αίρεσης πιο ανόσιας από την εταιρεία Τάιμ-Γουόρνερ, είπε: «Θα σου πω αργότερα. Δεν έχουμε χρόνο γι' αυτά τώρα». «Είσαι εκνευριστικός». «Είναι ένα απ' τα χαρίσματά μου», της είπε αφήνοντας τα περιοδικά και τα βιβλία για να ρίξει μια γρήγορη ματιά στη μικρή κουζίνα. «Μη μ' αφήνεις μονάχη εδώ», τον παρακάλεσε. «Τότε έλα μαζί μου». «Αποκλείεται», του είπε, σκεπτόμενη προφανώς τα μαχαίρια και τα πιρούνια και τα πρες-πουρέ. «Αποκλείεται. Εκεί είναι η κουζίνα». «Δεν πρόκειται να σου ζητήσω να μαγειρέψεις». Η κουζίνα-τραπεζαρία ήταν συνεχόμενη με το καθιστικό, ένας ενιαίος χώρος, κι έτσι η Μάρτι τον έβλεπε να ανοίγει συρτάρια και ντουλάπια. Για μισό λεπτό απέμεινε βουβή, αλλά, όταν μίλησε, η φωνή της ήταν τρεμάμενη. «Ντάστι, χειροτερεύω». «Εμένα πάντως μου φαίνεσαι όλο και πιο καλή, γλυκιά μου». «Το εννοώ. Σοβαρολογώ. Είμαι στο χείλος, με το ένα πόδι στον γκρεμό». Ο Ντάστι δεν βρήκε σύνεργα λατρείας ανάμεσα στα τηγάνια και τις κατσαρόλες. Κανένα δαχτυλίδι μ' έναν κρυφό κώδικα επάνω. Κανένα φυλλάδιο για την έλευση του Αρμαγεδδώνα ή για το πώς να αναγνωρίσεις τον Αντίχριστο αν πέσεις πάνω του σε κάποιο εμπορικό κέντρο. «Τι κάνεις εκεί μέσα;» ρώτησε επιτακτικά η Μάρτι. «Μπήγω ένα μαχαίρι στην καρδιά μου για να σε βγάλω από τον κόπο». «Κάθαρμα». «Κάπου το ξανάκουσα αυτό», είπε γυρίζοντας στο καθιστικό. «Είσαι άσπλαχνος άνθρωπος», παραπονέθηκε η Μάρτι. Το χλομό της πρόσωπο σφίχτηκε απ' το θυμό. «Από πέτρα», συμφώνησε ο Ντάστι.

«Είσαι. Το εννοώ». «Σκέτο Γκόλεμ». «Με κάνεις έξω φρενών». «Με κάνεις τόσο ευτυχισμένο», ανταπάντησε ο Ντάστι. Το σφίξιμο της έγινε ξάφνιασμα και, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια, είπε: «Είσαι η Μάρτι μου». «Αυτό δε μου ακούγεται σαν μια ακόμη προσβολή». «Κι εγώ είμαι η Σούζαν σου». «Τι συμφορά. Θα πρέπει ν' αλλάξουμε τα κεντητά μονογράμματα μας στις πετσέτες μας». «Για ένα χρόνο της φερόμουν όπως μου φέρεσαι τώρα. Την καλόπιανα, την τσιγκλούσα για να σταματήσει να λυπάται τον εαυτό της, πάσχιζα να της φτιάξω το κέφι». «Ήσουν αληθινή σκύλα, ε;» Η Μάρτι γέλασε. Ο ήχος ήταν τρεμάμενος, στα πρόθυρα του λυγμού, σαν αυτά τα γέλια στις όπερες, όταν η τραγική ηρωίδα βγάζει μια διαπεραστική τρίλια και την αφήνει να χαμηλώσει σ' ένα τρέμολο απόγνωσης. «Ήμουν σκύλα και σκωπτική, ναι, γιατί την αγαπώ τόσο πολύ». Χαμογελώντας, ο Ντάστι άπλωσε το δεξί του χέρι προς το μέρος της. «Πρέπει να πηγαίνουμε». Κάνοντας ένα βήμα απ' τη γωνιά της, στάθηκε, ανίκανη να συνεχίσει. «Ντάστι, δε θέλω να είμαι Σούζαν». «Το ξέρω». «Δε θέλω να... πέσω τόσο χαμηλά». «Δεν πρόκειται», της υποσχέθηκε. «Φοβάμαι». Αντί για τα φωτεινά χρώματα που προτιμούσε συνήθως, η Μάρτι είχε διαλέξει ρούχα από τη σκούρα μεριά της γκαρνταρόμπας της. Μαύρες μπότες, μαύρο τζιν, μαύρο πουλόβερ και μαύρο πέτσινο μπουφάν. Έμοιαζε με θλιμμένη φίλη σε κηδεία μοτοσικλετιστή. Μ' αυτό το αυστηρό ντύσιμο, θα έπρεπε να φαίνεται σκληρή και τρομερή σαν τη νύχτα, κι όμως έμοιαζε εφήμερη σαν σκιά που συρρικνώνεται, που σβήνει κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο. «Φοβάμαι», επανέλαβε. Δεν ήταν ώρα για καλοπιάσματα αλλά για ειλικρίνεια, κι έτσι ο Ντάστι είπε: «Ναι, κι εγώ». Ξεπερνώντας το φόβο της, πως μπορεί να του έκανε κακό, του έπιασε το χέρι. Το δικό της ήταν παγωμένο, όμως αυτό το άγγιγμα ήταν μια πρόοδος.

«Πρέπει να τηλεφωνήσω στη Σούζαν», του είπε. «Περίμενε να την πάρω χτες το βράδυ». «Θα της τηλεφωνήσουμε από το αυτοκίνητο». Βγαίνοντας από το διαμέρισμα, διασχίζοντας το διάδρομο, κατεβαίνοντας τις σκάλες, ύστερα διασχίζοντας τον μικρό προθάλαμο, όπου είχε γράψει ο Σκιτ το όνομα ΦΑΡΝΕΡ κάτω από το ΚΟΛΦΙΛΝΤ στο γραμματοκιβώτιο του, και βγαίνοντας από το κτίριο, ο Ντάστι ένιωθε το χέρι της Μάρτι να ζεσταίνεται μες στο δικό του, κι έτσι αναθάρρεψε και σκέφτηκε πως μπορούσε να τη σώσει. Ένας κηπουρός, που είχε πιάσει νωρίς δουλειά, έβαζε τα κομμένα κλαριά των θάμνων σ' ένα μουσαμά. Ήταν νέος, όμορφος, λατινοαμερικανικής καταγωγής, με μάτια μαύρα σαν μελάσα, και τους χαμογέλασε νεύοντας. Δίπλα του στο χορτάρι υπήρχαν μια μικρή ψαλίδα κι ένα κλαδευτήρι. Η Μάρτι, αντικρίζοντας τα, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Τράβηξε το χέρι της από του Ντάστι και άρχισε να τρέχει, όχι προς αυτά τα αυτοσχέδια όπλα αλλά μακριά τους,^ προς το κόκκινο Σάτερν που ήταν σταθμευμένο στο πεζοδρόμιο. «Ντισπούτα;» ρώτησε συμπονετικά ο κηπουρός τον Ντάστι, σαν να είχε μεγάλη, πικρή πείρα από τσακωμούς με γυναίκες. «Ινφινιόάδ», αποκρίθηκε ο Ντάστι προσπερνώντας τον γοργά, και είχε φτάσει πια στο αυτοκίνητο όταν συνειδητοποίησε πως ήθελε να πει ενφερμεδάδ, δηλαδή «αρρώστια», κι όχι «άπειρο». Ο κηπουρός τον κοίταζε καλά καλά, όχι σαστισμένος αλλά νεύοντας σοβαρά, λες και η λάθος λέξη του Ντάστι ήταν στην πραγματικότητα μια αναμφισβήτητα βαθιά αλήθεια. Έτσι είναι- η φήμη της σοφίας ενός ανθρώπου χτίζεται πάνω σε θεμέλια που είναι πιο σαθρά από εκείνα των κάστρων στην άμμο. Όταν κάθισε πια ο Ντάστι στο τιμόνι, η Μάρτι ήταν διπλωμένη στη θέση του συνοδηγού, ως εκεί που της επέτρεπε το ταμπλό, βογκώντας και αναριγώντας. Οι μηροί της ήταν κολλημένοι μεταξύ τους, αιχμαλωτίζοντας τα χέρια της σαν να ήταν έτοιμα να μακελέψουν κάποιον. Όταν έκλεισε την πόρτα του ο Ντάστι, η Μάρτι είπε: «Υπάρχει τίποτε αιχμηρό μέσα στο ντουλαπάκι;» «Δεν ξέρο)». «Είναι κλειδωμένο;»

«Δεν ξέρω». «Κλείδωσε το, για όνομα του Θεού». Το κλείδωσε και ύστερα έβαλε μπρος. «Βιάσου», τον ικέτευσε. «Εντάξει». «Όμως μην οδηγείς πολύ γρήγορα». «Εντάξει». «Αλλά βιάσου». «Τι απ' τα δύο να κάνω;» τη ρώτησε ξεκινώντας. «Αν οδηγείς πολύ γρήγορα, μπορεί να προσπαθήσω ν' αρπάξω το τιμόνι και να βγάλω το αυτοκίνητο απ' το δρόμο, να το κάνω να ντεραπάρει ή να το ρίξω σε κάνα φορτηγό». «Αποκλείεται να το κάνεις». «Θα μπορούσα», επέμεινε εκείνη. «Θα το κάνω. Δε θα 'θελες να δεις τι υπάρχει μες στο κεφάλι μου, τις εικόνες μες στο κεφάλι μου». Η επίδραση των τριών υπνωτικών χαπιών έσβηνε γοργά, ενώ η καούρα του Ντάστι από το ντόνατ με γλάσο και κρέμα γινόταν εντονότερη. «Αχ, Θεέ μου», στέναξε η Μάρτι. «Θεέ μου, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μη μ' αφήνεις να βλέπω αυτά τα πράματα, μη με κάνεις να τα βλέπω». Διπλωμένη, περίλυπη, απελπισμένη, νιώθοντας ναυτία από τις βίαιες εικόνες που την πλημμύριζαν άθελά της, η Μάρτι έμοιαζε να πνίγεται, και ύστερα το πνίξιμο μετατράπηκε σε έντονους σπασμούς. Αν είχε φάει πρωινό, θα το είχε βγάλει. Η πρωινή κίνηση σ' αυτούς τους δρόμους ήταν σχετικά αυξημένη κι ο Ντάστι έκανε ελιγμούς αλλάζοντας λωρίδες, κάποιες φορές ριψοκινδυνεύοντας για να χωθεί σ' ένα κενό, αψηφώντας τις άγριες ματιές των υπόλοιπων οδηγών και τα περιστασιακά, δυνατά κορναρίσματά τους. Η Μάρτι έμοιαζε να γλιστρά γοργά σε μια απότομη συναισθηματική κατηφόρα, στο τέλος της οποίας την περίμενε μια κρίση πανικού. Ο Ντάστι ήθελε να βρίσκεται όσο πιο κοντά γινόταν στο ιατρείο του δόκτορα Κλόστερμαν αν κατέρρεε τελικά η Μάρτι όπως το προηγούμενο βράδυ. Αν και τρανταζόταν σύγκορμη απ' τους σπασμούς, δεν μπορούσε να ανακουφιστεί, όχι μονάχα γιατί το στομάχι της ήταν άδειο, αλλά γιατί αυτό που χρειαζόταν οπωσδήποτε ήταν να κάνει εμετό αυτές τις αηδιαστικές εικόνες που δεν έλεγαν να φύγουν από το νου της. Τσως να είχε γεμίσει το

στόμα της σάλιο, όπως συμβαίνει συχνά όταν νιώθει κανείς ναυτία, γιατί έφτυσε κάμποσες φορές κάτω. Ανάμεσα στις κρίσεις της ναυτίας, πάσχιζε να ανασάνει· ο λαιμός της σίγουρα θα ήταν γδαρμένος και θα την πονούσε, από τη δύναμη αυτών των εισπνοών. Ρίγη τη διαπερνούσαν επίσης, τόσο βίαια, που ο Ντάστι αναριγούσε κι αυτός βλέποντάς την κι ας μην μπορούσε να φανταστεί τι τρομερές εικόνες τη βασάνιζαν. Προσπάθησε να οδηγήσει ακόμη πιο γρήγορα και επιθετικά, από λωρίδα σε λωρίδα, ριψοκινδυνεύοντας ακόμη πιο πολύ και με τη συνοδεία περισσότερων κορναρισμάτων καθώς και φρένων που στρίγκλιζαν. Σχεδόν ευχόταν να τον σταματούσε κάποιος αστυνομικός. Με δεδομένη την κατάσταση της Μάρτι, το πιθανότερο ήταν οποιοσδήποτε αστυνομικός κι αν τον σταματούσε όχι μόνο να μην του έκοβε κλήση, αλλά να τον συνόδευε κιόλας χρησιμοποιώντας τη σειρήνα του. Χειροτέρευε. Προς το παρόν οι σπασμοί είχαν σταματήσει, όμως άρχισε να λικνίζεται μπρος πίσω στη θέση της, στενάζοντας, χτυπώντας το μέτωπο της στο μαλακό ταμπλό, απαλά στην αρχή, αργά και άτονα, σαν να πάσχιζε να ξεφύγει λιγάκι από τους δαίμονες στο μυαλό της, ύστερα όμως με μεγαλύτερη δύναμη, ταχύτερα, όλο και πιο γρήγορα, όχι στενάζοντας πια αλλά γρυλίζοντας σαν ποδοσφαιριστής που προπονείται στο μαρκάρισμα πέφτοντας με δύναμη πάνω σ' ένα ανδρείκελο, όλο και πιο γοργά και δυνατά: «Οχ, οχ, οχ, οχ, οοοχχχ». Ο Ντάστι της μιλούσε, προτρέποντάς τη να ηρεμήσει, να κάνει κουράγιο, να θυμάται πως ήταν εκείνος πλάι της, πως την εμπιστευόταν και πως όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν ήξερε αν τον άκουγε. Τίποτε απ' όσα έλεγε δεν έμοιαζε να την ανακουφίζει. Ήθελε απεγνωσμένα να απλώσει το χέρι του και να την ηρεμήσει με το άγγιγμά του, όμως υποπτευόταν πως στη διάρκεια μιας τέτοιας κρίσης οποιαδήποτε επαφή θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από το ποθούμενο. Αν έβαζε το χέρι του στον ώμο της, μπορεί να της προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερο τρόμο και αναγούλα. Το ιατρείο του δόκτορα Κλόστερμαν βρισκόταν σ' έναν ουρανοξύστη δίπλα στο νοσοκομείο. Και τα δύο κτίρια βρίσκονταν στο επόμενο τετράγωνο, τα ψηλότερα στην περιοχή. Όσο μαλακή κι αν ήταν η επένδυση του ταμπλό, σίγου-

ρα θα έκανε κακό στον εαυτό της αν συνέχιζε να χτυπά το κεφάλι της επάνω, όμως δεν έλεγε να σταματήσει. Δεν φώναζε πονεμένα, μονάχα γρύλιζε κάθε φορά που χτυπούσε, βλαστημούσε και τα 'βαζε με τον εαυτό της -«Σταμάτα, σταμάτα, σταμάτα»-, σαν να ήταν δαιμονισμένη. Για την ακρίβεια, ήταν ταυτόχρονα η δαιμονισμένη και ο εξορκιστής που πολεμούσε να εκδιώξει από μέσα της τους δαίμονες. Στο ιατρικό συγκρότημα, σειρές από μεγάλα δέντρα σκίαζαν τους γύρω χώρους στάθμευσης. Έψαξε και τελικά βρήκε ένα χώρο κοντά στον ουρανοξύστη με τα ιατρεία, κάτω από μια πυκνή φυλλωσιά. Ακόμη κι όταν πάτησε φρένο για να σταθμεύσει, ένιωθε σαν να συνέχιζε να κινείται. Έ ν α πρωινό αεράκι ανάδευε τους ίσκιους των φύλλων πάνω στο παρμπρίζ και στο ενδιάμεσο λάμες ηλιόφωτος τρε μούλιαζαν πάνω στο καμπυλωτό τζάμι, μοιάζοντας να τραβιούνται στις δυο μεριές σαν να ήταν φωτεινά φύλλα που παρασέρνονταν από το ρεύμα αέρα στο πέρασμα του Ντάστι. Καθώς έσβηνε τη μηχανή, η Μάρτι σταμάτησε να χτυπά στο ταμπλό. Τα χέρια της, που ως τώρα ήταν παγιδευμένα ανάμεσα στους σφιγμένους μηρούς της, ελευθερώθηκαν. Έ πιασε το κεφάλι της σαν να είχε ημικρανίες και να πάσχιζε να καταπνίξει τα κύματα του πόνου, πιέζοντας τόσο δυνατά το κρανίο της, που το δέρμα στις αρθρώσεις των δαχτύλων της τσιτώθηκε μέχρι που έγινε λείο και λευκό όπως το κόκαλο από κάτω. Είχε πάψει να γρυλίζει, να βλαστημά, να τα βάζει με τον εαυτό της. Ακόμη χειρότερα, όμως, άρχισε να ουρλιάζει, γέρνοντας πάλι μπροστά. Οι στριγκές κραυγές της διακόπτονταν από σπασμωδικές εισπνοές, σαν ενός κολυμβητή που πνιγόταν. Υπήρχε τρόμος στα ουρλιαχτά της, αλλά και οργή και ταραχή και αηδία. Ήταν ουρλιαχτά που δονούνταν από την αποστροφή, σαν κάποιου που κολυμπούσε κι ένιωσε ξάφνου κάτι παράξενο να γλιστρά από κάτω του στο νερό, κάτι παγερό, γλοιώδες, φριχτό. «Μάρτι, τι συμβαίνει; Μίλα μου. Μάρτι, άσε με να σε βοηθήσω». Μπορεί τα ουρλιαχτά της και το βροντερό καρδιοχτύπι της κι ο ταχύς σφυγμός της να μην την άφηναν να τον ακούσει, ή μπορεί απλώς να μην υπήρχε τίποτε που θα μπορούσε να κάνει ο Ντάστι κι επομένως δεν υπήρχε λόγος να του απαντήσει. Πάλευε ενάντια σε ορμητικά ρεύματα βίαιου συ-

ναισθήματος που έμοιαζαν να την παρασέρνουν στα βαθιά νερά, προς μια άβυσσο -την άβυσσο της τρέλας, ίσως. Αν και ήξερε πως δεν έπρεπε, την άγγιξε. Εκείνη αντέδρασε όπως είχε φοβηθεί ο Ντάστι, μαζεύτηκε μακριά του, τίναξε το χέρι του απ' τον ώμο της και κόλλησε στην πόρτα του συνοδηγού, παράλογα πεπεισμένη, ακόμη, πως θα μπορούσε να τον τυφλώσει ή να του κάνει μεγαλύτερο κακό. Μια νέα γυναίκα, που διέσχιζε το χώρο στάθμευσης μαζί με δυο μικρά παιδιά, άκουσε τα ουρλιαχτά της Μάρτι και ζύγωσε στο Σάτερν συνοφρυωμένη, κοιτάζοντας καλά καλά. Το βλέμμα της συναντήθηκε με του Ντάστι και τα μάτια της σκοτείνιασαν σαν να είχε διακρίνει μέσα του όλο το κακό που έκρυβε κάθε κατά συρροήν δολοφόνος, κάθε μαθητής φονιάς, κάθε στραγγαλιστής, κάθε τρελός βομβιστής, κάθε συλλέκτης κεφαλών, απ' αυτούς που έβλεπε μια ζωή στις ειδήσεις. Τράβηξε τα παιδιά της κοντά της και τα οδήγησε ταχύτερα προς το νοσοκομείο, ίσως γυρεύοντας κάποιον φύλακα. Η φρενίτιδα της Μάρτι πέρασε πιο αιφνίδια απ' όσο είχε εμφανιστεί, όχι σταδιακά αλλά σχεδόν αμέσως. Έβγαλε ένα τελευταίο ουρλιαχτό, που έκανε τα τζάμια να τρίξουν μέσα στον μικρό χώρο του αυτοκινήτου, και ύστερα προσπάθησε να ανασάνει, τρέμοντας, μέχρι που οι βαθιές, σπασμωδικές εισπνοές της έγιναν τρεμάμενες ανάσες κι από μέσα τους αναδύθηκε ένα απελπισμένο κλαψούρισμα λαβωμένου ζώου, μια εύθραυστη μεταξένια κλωστή ήχου, πότε προβάλλοντας και ποτέ σβήνοντας, ράβοντας τη μια ακανόνιστη ανάσα με την επόμενη. Αν και δεν είχε δει ο Ντάστι ούτε μια τρομακτική εικόνα απ' αυτές που ξετυλίγονταν στο μυαλό της Μάρτι, το να βλέπει την ίδια σ' αυτή την κατάσταση ήταν ένα μαρτύριο που τον είχε εξουθενώσει. Το στόμα του ήταν στεγνό. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε. Σήκωσε τα χέρια του, τα είδε να τρέμουν και ύστερα σκούπισε τις υγρές χούφτες του στο τζιν του. Τα κλειδιά κουδούνιζαν ακόμη, κρεμασμένα από τη μίζα. Τα έβγαλε, έπνιξε το κουδούνισμά τους μέσα στην παλάμη του και τα έχωσε σε μια από τις τσέπες του προτού σηκώσει το κεφάλι της η Μάρτι και τα δει. Δεν ανησυχούσε μήπως άρπαζε η Μάρτι τα κλειδιά και πάσχιζε να του βγάλει μ' αυτά τα μάτια, όπως ισχυριζόταν πως είχε δει να κάνει ο εαυτός της σ' ένα όραμα. Δεν τη φο-

βόταν περισσότερο τώρα απ' όσο πριν από την τελευταία της κρίση. Αμε'σως μετά την κρίση της, όμως, ίσως να αρκούσε ακόμη και η φευγαλέα θέα των κλειδιών για να την κάνει να κατρακυλήσει ξανά στα σκαλιά του πανικού. Βουβή τώρα, κοντανασαίνοντας, ίσιωσε την πλάτη της και κατέβασε τα χέρια της απ' το κεφάλι της. «Δε θ' αντέξω για πολύ ακόμη σ' αυτή την κατάσταση», •ψιθύρισε. «Τέλειωσε». «Φοβάμαι πως δεν τέλειωσε». «Προς το παρόν, τουλάχιστον». Διάστικτο από το ηλιόφως και τις σκιές των φύλλων, το πρόσωπο της Μάρτι έμοιαζε να τρεμοπαίζει, χρυσαφένιο και μαύρο, σαν να μην ήταν πιο υλικό από μια μορφή σ' ένα όνειρο, λάμποντας όλο και λιγότερο και σκοτεινιάζοντας όλο και πιο πολύ, μέχρι που τελικά θα έχανε κάθε υλικότητα και θα έσβηνε σαν τις τελευταίες φωτεινές σπίθες ενός πυροτεχνήματος στον απύθμενο νυχτερινό ουρανό. Αν και λογικά απέρριπτε την πιθανότητα να τη χάσει, μες στην καρδιά του ήξερε ότι γλιστρούσε μακριά του, αιχμάλωτη μιας δύναμης που δεν μπορούσε μήτε να την καταλάβει ο Ντάστι μήτε να την πολεμήσει. Όχι. Ο δόκτωρ Άριμαν μπορούσε να τη βοηθήσει. Μπορούσε- θα τη βοηθούσε- έπρεπε. Ίσως ο δόκτωρ Κλόστερμαν, μ' όλους τους αξονικούς τομογράφους του και τα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματά του και τα υπόλοιπα μαραφέτια της σύγχρονης ιατρικής, να έβρισκε το πρόβλημα της Μάρτι, την αιτία του και να το θεράπευε. Αν όχι ο Κλόστερμαν όμως, τότε σίγουρα ο δόκτωρ Άριμαν. Μέσα από μια ζούγκλα σκιών από τα φύλλα που ανάδευε ο άνεμος, γαλάζια σαν δυο πετράδια στις κόγχες μιας πέτρινης θεάς, τα μάτια της Μάρτι καρφώθηκαν στα δικά του. Δεν υπήρχε καμιά ψευδαίσθηση στο βλέμμα της. Ούτε δεισιδαιμονική βεβαιότητα πως όλα θα διορθώνονταν σ' αυτό τον καλύτερο απ' όλους τους πιθανούς κόσμους. Απλώς μια ξεκάθαρη αναγνώριση του προβλήματος της. Με κάποιον τρόπο είχε ξεπεράσει τον τρόμο της, πως μπορούσε να τον βλάψει. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του.

Γεμάτος ευγνωμοσύνη, ο Ντάστι το κράτησε. «Φτωχέ μου Ντάστι», του είπε. «Ένας αδερφός ναρκομανής και μια γυναίκα τρελή». «Δεν είσαι τρελή». «Αν δεν είμαι, σύντομα θα γίνω». «Ό,τι σου συμβαίνει», της είπε, «δε συμβαίνει μονάχα σ' εσένα. Συμβαίνει και στους δυο μας. Μαζί θα το πολεμήσουμε». «Το ξέρω». «Σαν δυο σωματοφύλακες». «Σαν τον Μπουτς Κάσιντι και τον Σάντανς Κιντ στους Δυο Ληστές». «Σαν τον Μίκι και τη Μίνι». Δεν χαμογέλασε ο Ντάστι. Ούτε η Μάρτι. Απλώς, με το χαρακτηριστικό της κουράγιο, είπε: «Πάμε να δούμε αν έμαθε τίποτε ο δόκτωρ Κλόστερμαν στο πανεπιστήμιο».

Μ Έ Τ Ρ Η Σ Η ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑΣ, της πίεσης, ταυ σφυγ-

μού, προσεκτική οφθαλμοσκοπική εξέταση του αριστερού ματιού, ύστερα τΟυ δεξιού, μια ματιά με το ωτοσκόπιο στα μυστικά των αυτιών, κάμποση σοβαρή ακρόαση με το στηθοσκόπιο στο στήθος και τη ράχη -Πάρε βαθιά ανάσα, κράτα τη, βγάλ ' την, πάρε βαθιά ανάσα, κράτα την-, ψηλάφηση της κοιλιάς, γρήγορη εξέταση του ακουστικο-οφθαλμοπεριστροφικού αντανακλαστικού, ένα απαλό χτύπημα μ' ένα μικρό σφυρί σε μια όμορφη επιγονατίδα για να εκτιμηθεί το αντανακλαστικό: τα πάντα οδήγησαν το δόκτορα Κλόστερμαν στο συμπέρασμα πως η Μάρτι ήταν μια εξαιρετικά υγιής νέα γυναίκα, οργανικά και σωματικά ακόμη μικρότερη από τα είκοσι οχτώ της χρόνια. Καθισμένος στη δεύτερη καρέκλα στη γωνιά της αίθουσας εξέτασης, ο Ντάστι είπε: «Μοιάζει να μικραίνει από βδομάδα σε βδομάδα». Ο Κλόστερμαν είπε στη Μάρτι: «Έτσι σε κολακεύει όλη την ώρα;» «Ούτε καμιά Μις Υφήλιος να ήμουν». Χαμογέλασε στον Ντάστι. «Αλλά μ' αρέσει». Ο Κλόστερμαν ήταν γύρω στα πενήντα, αλλά, σε αντίθεση με τη Μάρτι, φαινόταν -και αναμφίβολα ήταν σωματικά- μεγαλύτερος από την ηλικία του, όχι μονάχα εξαιτίας των μαλλιών του που είχαν ασπρίσει πρόωρα. Είχε διπλοσάγονα, προγούλια, κρεμασμένα μάγουλα κι ένα στρογγυλό εξόγκωμα για μύτη, μάτια ροζ στις γωνιές και γυαλιστερά κόκκινα, διαρκώς, από την υπερβολική έκθεση στον θαλασσινό αέρα, τον άνεμο και τον ήλιο, κι ένα μαύρισμα που θα έκανε οποιονδήποτε δερματολόγο να βγει από τα ρούχα του -όλα φανέρωναν πως ήταν αφοσιωμένος καλοφαγάς,

ψαράς, αθλητής του γουίντ σέρφινγκ και πως κατά πάσα πιθανότητα ήξερε από μπίρες. Από το μεγάλο του μέτωπο ως το ακόμη μεγαλύτερο στομάχι του, ήταν ζωντανό παράδειγμα των συνεπειών που είχε υποστεί ο ίδιος αψηφώντας τις σοφές συμβουλές που μοίραζε απτόητος στους ασθενείς του. Ο Ντοκ -το παρατσούκλι του στο γουίντ σέρφινγκ- είχε ένα μυαλό κοφτερό σαν νυστέρι, τη συμπεριφορά ενός πολυαγαπημένου παππού που διαβάζει ένα παραμύθι στο ξαπλωμένο του εγγόνι και μια αφοσίωση στο λειτούργημά του που θα έκανε ακόμη και τον Ιπποκράτη να νιώσει ντροπή, όμως ο Ντάστι δεν τον προτιμούσε τόσο γι' αυτά του τα χαρίσματα σε σχέση με τους άλλους παθολόγους, όσο για τις ολότελα ανθρώπινες, αν και ιατρικά επισφαλείς, απολαύσεις και αδυναμίες του. Ο Ντοκ ανήκε σ' αυτό το σπάνιο είδος γιατρού που δεν είναι αλαζονικός ή δογματικός, που μπορεί να εξετάζει ένα πρόβλημα από μια καινούρια σκοπιά κι όχι φορώντας τις παρωπίδες της προκατάληψης που συχνά τυφλώνουν άλλους που δηλώνουν εμπειρογνώμονες και που είναι ταπεινόφρων γιατί γνωρίζει τις αδυναμίες και τους περιορισμούς του. «Εξαίρετη υγεία», δήλωσε ο Κλόστερμαν σημειώνοντας στο φάκελο της Μάρτι. «Γερή κράση. Σαν τον πατέρα σου». Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού, φορώντας μια χάρτινη ρόμπα και γυρισμένες ψηλές κόκκινες κάλτσες, η Μάρτι φαινόταν όντως υγιής σαν μια απ' τις προπονήτριες της αεροβικής σ' αυτές τις εκπομπές εξοντωτικής γυμναστικής που ο παρουσιαστής τους μοιάζει να πιστεύει πως ο θάνατος είναι μάλλον ζήτημα προσωπικής επιλογής παρά κάτι αναπόδραστο. Ο Ντάστι, όμως, διέκρινε τις αλλαγές στη Μάρτι, που ο Κλόστερμαν, παρά την ευαισθησία του απέναντι στους ασθενείς του, δεν μπορούσε να αντιληφθεί. Μια μελαγχολική σκιά στα μάτια της, που σκοτείνιαζε τη συνήθως λαμπερή ματιά της. Ένα επίμονο βλοσυρό σφίξιμο στο στόμα της κι ένα καμπούριασμα των ώμων της, που φανέρωνε ηττοπάθεια. Αν και ο Κλόστερμαν συμφώνησε να στείλει τη Μάρτι στο διπλανό νοσοκομείο για μια σειρά εξετάσεων, ολοφάνερα τις θεωρούσε απλώς σαν ένα λεπτομερές ετήσιο τσεκάπ, όχι σαν ζωτικό βήμα στη διάγνωση μιας κατάστασης που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Ο Ντοκ είχε ακούσει μια εξαιρετικά συντομευμένη περιγραφή της αλλόκοτης

συμπεριφοράς της το τελευταίο εικοσιτετράωρο και, παρ' ότι η Μάρτι δεν είχε περιγράψει με λεπτομέρεια τις βίαιες εικόνες στη φαντασία της, αυτά που είχε πει αρκούσαν για να ευχηθεί ο Ντάστι να μην είχε φάει εκείνο το λιπαρό ντόνατ. Παρ' όλα αυτά, τελειώνοντας ο γιατρός τις σημειώσεις του στο φάκελο της ασθενούς του, άρχισε να εξηγεί τις πάμπολλες αιτίες άγχους, τα ψυχικά και σωματικά προβλήματα που προέκυπταν από το άγχος και τις καλύτερες τεχνικές για να τα αντιμετωπίσει κανείς -λες και τα προβλήματα της Μάρτι πήγαζαν από τον υπερβολικό φόρτο εργασίας, τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, μια τάση να αγχώνεται κι ένα κακό στρώμα. Η Μάρτι διέκοψε τον Κλόστερμαν για να του ζητήσει να κρύψει κάπου το σφυράκι. Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, έχοντας χάσει τον ειρμό της ομιλίας του περί άγχους -τη στιγμή που αγόρευε τόσο ωραία-, είπε: «Να το κρύψω;» «Μου προκαλεί νευρικότητα. Διαρκώς το κοιτάζω. Φοβάμαι για το τι θα μπορούσα να κάνω μ' αυτό». Το γυαλισμένο χαλύβδινο εργαλείο ήταν μικρό σαν παιχνίδι και φαινόταν άχρηστο σαν όπλο. «Αν το άρπαζα και σ' το πετούσα στο πρόσωπο», είπε η Μάρτι -και τα λόγια της ακούγονταν ακόμη πιο ενοχλητικά γιατί η φωνή της ήταν απαλή και λογική-, «θα ζαλιζόσουν, κι όχι μόνο- μπορεί τότε να είχα το χρόνο να αρπάξω κάτι πιο φονικό, όπως το στυλό. Μπορείς να κρύψεις κάπου αυτό το στυλό, σε παρακαλώ;» Ο Ντάστι κάθισε άκρη άκρη στην καρέκλα του. Αρχίσαμε. Ο δόκτωρ Κλόστερμαν κοίταξε το στυλό διαρκείας πάνω στον κλειστό φάκελο της ασθενούς. «Δεν είναι παρά ένα συνηθισμένο στυλό». «Θα σου πω τι θα μπορούσα να κάνω μ' αυτό, γιατρέ. Έ ν α μικρό δείγμα των πραγμάτων που έχω στο μυαλό μου, αυτών των σατανικών πραγμάτων που δεν ξέρω ούτε από πού πηγάζουν ούτε πώς να τα σταματήσω». Η γαλάζια χάρτινη ρόμπα θρόισε απειλητικά σαν αφυδατωμένη χρυσαλλίδα που από μέσα της πάλευε να γεννηθεί κάτι φονικό. Η φωνή της παρέμεινε απαλή, αλλά τώρα είχε γίνει λίγο διαπεραστική. «Δε με νοιάζει τι είδους στυλό είναι, γιατί είναι επίσης αυτοσχέδιο στιλέτο ή σουβλί, και θα μπορούσα να το αρπάξω από εκείνον εκεί το φάκελο και να σου ορμήσω

προτού καταλάβεις τι συμβαίνει, να το μπήξω στο μάτι σου, να το σπρώξω μες στο κρανίο σου, να το στριφογυρίσω, ξανά και ξανά, διαλύοντας το μυαλά σου, και τότε εσύ είτε θα πέθαινες αμέσως είτε θα έμενες φυτό για όλη την υπόλοιπη ζωή σου». Έτρεμε. Τα δόντια της κροτάλιζαν. Έπιασε σφιχτά και με τα δυο της χέρια το κεφάλι της, όπως είχε κάνει στο αυτοκίνητο, σαν να πάσχιζε να καταπνίξει τις φριχτές εικόνες που είχαν φυτρώσει άθελά της στον σκοτεινό κήπο του μυαλού της. «Και, είτε σωριαζόσουν νεκρός είτε ζωντανός, υπάρχουν ένα σωρό πράματα που θα μπορούσα να σου κάνω αφού θα είχα χρησιμοποιήσει το στυλό. Σ' ένα απ' αυτά τα συρτάρια έχεις σύριγγες, βελόνες -κι εκεί, σ' εκείνο τον πάγκο, ένα γυάλινο κύπελλο γεμάτο απ' αυτά τα ξυλάκια για τη γλώσσα. Αν σπάσει το γυαλί, τα θραύσματα είναι σαν μαχαίρια. Θα μπορούσα να σου χαράξω το πρόσωπο - ή να το κομματιάσω και να καρφώσω τα κομμάτια στον τοίχο με βελόνες, να φτιάξω ένα κολάζ απ' το πρόσωπο σου! Θα μπορούσα να το κάνω. Το βλέπω... το βλέπω μες στο κεφάλι μου, αυτή τη στιγμή». Έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της. Ο Κλόστερμαν είχε σηκωθεί μόλις άκουσε τη λέξη φυτό, σαν χορευτής, παρά τον όγκο του, και τώρα σηκώθηκε κι ο Ντάστι. «Πρώτα απ' όλα», είπε αναστατωμένος ο παθολόγος, «θα σου γράψω να πάρεις Βάλιουμ. Πόσα τέτοια επεισόδια έχουν συμβεί;» «Μερικά», είπε ο Ντάστι. «Δεν ξέρω. Αυτό όμως δεν ήταν πολύ άσχημο». Το χαμόγελο ταίριαζε καλύτερα στο στρογγυλό πρόσωπο του Κλόστερμαν του ήταν αδύνατο να φαίνεται αρκετά σοβαρός όταν συνοφρυωνόταν, τον εμπόδιζαν η σφαιρική του μύτη, τα ρόδινα μάγουλά του και τα εύθυμα μάτια του. «Δεν ήταν άσχημο; Τα υπόλοιπα ήταν χειρότερα; Τότε δε θα είχα συστήσει αυτές τις εξετάσεις χωρίς Βάλιουμ. Κάποιες από αυτές ταράζουν τους ασθενείς». «Είμαι ήδη ταραγμένη», είπε η Μάρτι. «Θα σε ηρεμήσουμε για να μην ταλαιπωρηθείς πολύ». Ο Κλόστερμαν πήγε ως την πόρτα και κοντοστάθηκε με το χέρι του στο πόμολο. Κοίταξε τον Ντάστι. «Θα είστε εντάξει εδώ;» Ο Ντάστι ένευσε. «Υπάρχουν μονάχα κάποια πράγματα

που φοβάται να κάνει -όχι κάτι που θα μπορούσε να κάνει. Όχι αυτή, όχι η Μάρτι». «Ναι, σιγά που δε θα μπορούσα», είπε με το πρόσωπο της κρυμμένο πίσω από τα δάχτυλά της. 'Οταν έφυγε ο Κλόστερμαν, ο Ντάστι έβαλε το σφυράκι και το στυλό διαρκείας σ' ένα μέρος όπου δεν τα έφτανε η Μάρτι. «Νιώθεις καλύτερα;» Είχε δει, ανάμεσα στα δάχτυλά της, αυτή τη γεμάτη περίσκεψη πράξη του. «Είναι ταπεινωτικό». «Μπορώ να σου κρατήσω το χέρι;» Εκείνη δίστασε και τελικά είπε: «Ναι». Όταν γύρισε ο Κλόστερμαν, έχοντας τηλεφωνήσει για το Βάλιουμ στο φαρμακείο απ' όπου ψώνιζαν συνήθως η Μάρτι και ο Ντάστι, κρατούσε δυο ξεχωριστά συσκευασμένα δείγματα του φαρμάκου. Άνοιξε το ένα και το έδωσε στη Μάρτι μαζί μ' ένα χάρτινο ποτήρι γεμάτο νερό. «Μάρτι», είπε ο Κλόστερμαν. «Πιστεύω ειλικρινά πως οι εξετάσεις θα αποκλείσουν την περίπτωση κάποιας ενδοκρανιακής μάζας -νεοπλασματικής, κυστικής, φλεγμονώδους και κομμιωματώδους. Πολλοί από μας παθαίνουμε κάποιον ασυνήθιστο πονοκέφαλο που χρειάζεται κάποιο διάστημα για να υποχωρήσει και αμέσως σκεφτόμαστε, βαθιά μέσα μας, πως μάλλον είναι όγκος. Οι όγκοι στον εγκέφαλο, όμως, δεν είναι τόσο συχνοί». «Αυτό δεν είναι πονοκέφαλος», του υπενθύμισε. «Ακριβώς. Και οι πονοκέφαλοι είναι από τα κύρια συμπτώματα όταν υπάρχει κάποιος όγκος. Όπως και τα οιδήματα της θηλής του οπτικού νεύρου, που επίσης δε βρήκα όταν εξέτασα τα μάτια σου. Είπες για ναυτία κι εμετό. Αν έκανες εμετό χωρίς να νιώθεις ναυτία, τότε θα είχαμε ένα κλασικό σύμπτωμα. Απ' ό,τι μου είπες, δεν έχεις παραισθήσεις...» «Όχι». «Απλώς αυτές τις απρόσδεκτες σκέψεις, αυτές τις αλλόκοτες εικόνες μες στο κεφάλι σου, που δεν τις παίρνεις όμως για πράματα που όντως συμβαίνουν. Αυτό που καταλαβαίνω εγώ είναι πως πρόκειται για μια οξεία κρίση άγχους. Έτσι, όταν τελειώσουμε πια με τις εξετάσεις, αν και υπάρχουν κάμποσες σωματικές νόσοι που πρέπει ν' αποκλείσουμε πρώτα... Λοιπόν, φαντάζομαι πως θα πρέπει να σου συστήσω έναν ψυχοθεραπευτή». «Ξέρουμε ήδη κάποιον», είπε η Μάρτι.

«Ναι; Ποιον;» «Θεωρείται απ' τους καλύτερους», είπε ο Ντάστι. «Μπορεί να τον έχεις ακουστά. Ένας ψυχίατρος, ο δόκτωρ Μαρκ Άριμαν». Αν και το στρογγυλό πρόσωπο του Ρόι Κλόστερμαν δεν μπορούσε να φανεί αληθινά συνοφρυωμένο, πήρε αμέσως μια ολότελα ανεξιχνίαστη έκφραση που δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί ευκολότερα απ' όσο κάποια εξωγήινα ιερογλυφικά από έναν άλλο γαλαξία. «Ναι, ο Άριμαν έχει πολύ καλή φήμη. Και τα βιβλία του, φυσικά. Ποιος σας τον σύστησε; Φαντάζομαι πως δε θα έχει καθόλου χρόνο για καινούριους ασθενείς». «Έχει αναλάβει μια φίλη μου», είπε η Μάρτι. «Μπορώ να ρωτήσω τι έχει;» «Αγοραφοβία». «Φριχτό πράγμα». «Της έχει αλλάξει τη ζωή». «Πώς τα πηγαίνει;» Η Μάρτι είπε: «Ο δόκτωρ Άριμαν πιστεύει πως είναι στα πρόθυρα μιας μεγάλης βελτίωσης». «Καλά νέα», είπε ο Κλόστερμαν. Το ηλιοκαμένο δέρμα στις γωνιές των ματιών του ζάρωσε και τα χείλη του τραβήχτηκαν προς τα πάνω με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στις δυο μεριές του στόματος του, όμως αυτό δεν ήταν το συνηθισμένο πλατύ και σαγηνευτικό του χαμόγελο. Για την ακρίβεια, δεν ήταν καν χαμόγελο, απλώς μια παραλλαγή της προηγούμενης ανεξιχνίαστης έκφρασής του, που θύμιζε το χαμόγελο ενός αγάλματος του Βούδα: καλοκάγαθο, αλλά περισσότερο μυστηριώδες παρά εύθυμο. Ακόμη «σουφρωμένος» και «τραβηγμένος», είπε: «Πάντως, αν σας πει ο δόκτωρ Άριμαν πως δεν μπορεί να δεχτεί καινούριους ασθενείς, ξέρω μια θαυμάσια ψυχοθεραπεύτρια, μια συμπονετική και υπέροχη γυναίκα, που είμαι βέβαιος πως θα σε δεχτεί». Έπιασε το φάκελο και το στυλό με το οποίο θα μπορούσε η Μάρτι να του βγάλει το μάτι. «Πριν μιλήσουμε για ψυχοθεραπεία, όμως, ας κάνουμε αυτές τις εξετάσεις. Σε περιμένουν στο νοσοκομείο και τα διάφορα τμήματα υποσχέθηκαν να σε στριμώξουν στο πρόγραμμά τους σαν να ήσουν επείγον περιστατικό, χωρίς να χρειαστεί ραντεβού. Θα έχω τα αποτελέσματα ως την Παρασκευή και ύστερα θα αποφασίσουμε τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια. Μέχρι να ντυθείς και να περάσεις στο δίπλα-

νό δωμάτιο, το Βάλιουμ θα έχει δράσει. Αν χρειαστείς κι άλλο προτού πάρεις απ' το φαρμακείο, έχεις το δεύτερο δείγμα. Καμιά ερώτηση;» Γιατί δε συμπαθείς το δόκτορα Άριμαν; αναρωτήθηκε ο Ντάστι. Δεν έκανε την ερώτηση. Μια και δεν εμπιστευόταν τους περισσότερους πανεπιστημιακούς και ειδικούς -δυο τίτλοι που ο δόκτωρ Άριμαν έφερε αναμφίβολα με καμάρι- και με δεδομένο το θαυμασμό του για το δόκτορα Κλόστερμαν, ο Ντάστι βρήκε την επιφυλακτικότητά του ανεξήγητη. Παρ' όλα αυτά, η ερώτηση παρέμεινε σφηνωμένη ανάμεσα στη γλώσσα του και στον ουρανίσκο του. Ύστερα από λίγα λεπτά, καθώς διέσχιζαν αυτός και η Μάρτι την αυλή που χώριζε τον ουρανοξύστη από το νοσοκομείο, ο Ντάστι συνειδητοποίησε πως η απροθυμία του να κάνει την ερώτηση, αν και παράξενη, ήταν λιγότερο μυστηριώδης από το ότι δεν είχε πει στο δόκτορα Κλόστερμαν πως είχε τηλεφωνήσει ήδη στο ιατρείο του Άριμαν για να κλείσει ένα ραντεβού για αργότερα την ίδια μέρα και περίμενε να τον ειδοποιήσουν. Δυνατοί κρωγμοί από ψηλά του τράβηξαν την προσοχή. Λεπτά γκρίζα σύννεφα κρέμονταν σαν βρόμικη μπουγάδα στον γαλανό ουρανό και τρία μεγάλα μαύρα κοράκια έκαναν κύκλους στον αέρα και κάπου κάπου απομακρύνονταν απότομα σαν να τραβούσαν με το ράμφος τους ξεφτίδια από τα ξηλωμένα σαπρά νέφη για να φτιάξουν τη φωλιά τους σε κάποιο κοιμητήριο. Για κάποιους λόγους που άλλοι ήταν εμφανείς και άλλοι όχι, ο Ντάστι συλλογίστηκε τον Πόε· ένα κοράκι με κακά μαντάτα, καθισμένο πάνω από μια πόρτα. Αν και η Μάρτι, γαληνεμένη από το Βάλιουμ, του κρατούσε το χέρι χωρίς να διστάζει όπως πριν, ο Ντάστι συλλογίστηκε επίσης τη χαμένη κόρη του Πόε, τη Λενόρ, και αναρωτήθηκε αν ο κρωγμός του κορακιού, μεταφρασμένος στη γλώσσα του πουλιού του ποιητή, σήμαινε «ποτέ πια».

Στο αιματολογικό εργαστήριο, καθώς καθόταν η Μάρτι βλέποντας το αίμα της να γεμίζει αργά μια σειρά από σωλήνες, κουβέντιαζε με τον τεχνικό, ένα νεαρό Αμερικανό βιετ-

ναμικής καταγωγής, τον Κένι Φαν, που της είχε τρυπήσει τη φλέβα γρήγορα και δίχως να την πονέσει. «Προκαλώ λιγότερη δυσφορία απ' ό,τι ένας βρικόλακας», είπε ο Κένι χαμογελώντας εγκάρδια, «και συνήθως έχω γλυκύτερη ανάσα». Ο Ντάστι θα παρακολουθούσε απλώς με ενδιαφέρον αν το αίμα που έπαιρναν ήταν δικό του, αλλά τώρα που ήταν της Μάρτι κοίταζε γεμάτος ανησυχία. Εκείνη, νιώθοντας την ανησυχία του, του ζήτησε να πάρει απ' το κινητό του τηλέφωνο τη Σούζαν Τζάγκερ. Ο Ντάστι τηλεφώνησε και τ' άφησε να χτυπήσει δώδεκα φορές. Αφού δεν απάντησε η Σούζαν, το έκλεισε και ζήτησε απ' τη Μάρτι να του πει τον αριθμό. «Τον ξέρεις». «Μπορεί να τον έχω γραμμένο λάθος». Ξαναπήρε, λέγοντας τον αριθμό μεγαλόφωνα και, όταν πάτησε το τελευταίο ψηφίο, η Μάρτι είπε: «Αυτός είναι». Αυτή τη φορά το άφησε να χτυπήσει δεκάξι φορές προτού το κλείσει. «Δεν είναι εκεί». «Όμως πρέπει να 'ναι. Δε λείπει ποτέ -εκτός κι αν είναι μαζί μου». «Μπορεί να κάνει ντους». «Δεν έχει βάλει τον αυτόματο τηλεφωνητή;» «Όχι. Θα ξαναπροσπαθήσω αργότερα». Η Μάρτι, γαληνεμένη από το Βάλιουμ, φάνηκε σκεφτική, ίσως λιγάκι ανήσυχη, αλλά πάντως όχι ταραγμένη. Αντικαθιστώντας ένα σωλήνα γεμάτο αίμα με το τελευταίο άδειο φιαλίδιο, ο Κένι Φαν είπε: «Αλλο ένα για την προσωπική μου συλλογή». Η Μάρτι γέλασε, όχι τρεμουλιαστά αυτή τη φορά, χωρίς να υποβόσκει κάποιο σκοτεινότερο συναίσθημα στο γέλιο της. Παρά τις συνθήκες, ο Ντάστι ένιωσε πως μπορεί να ξανάβρισκαν τη φυσιολογική τους ζωή πολύ πιο εύκολα απ' όσο φανταζόταν στις πιο φριχτές στιγμές του τελευταίου δεκατετραώρου. Καθώς έβαζε ο Κένι Φαν ένα μικρό μενεξελί τσιρότο στην τρυπίτσα απ' τη βελόνα, το κινητό τηλέφωνο του Ντάστι χτύπησε. Ήταν η Τζένιφερ, η γραμματέας του δόκτορα Άριμαν, που έπαιρνε για να επιβεβαιώσει πως ο ψυχίατρος μπορούσε ν' αλλάξει το απογευματινό του πρόγραμμα για να τους δει στη μία και μισή.

«Είμαστε τυχεροί», είπε με ολοφάνερη ανακούφιση η Μάρτι όταν της είπε ο Ντάστι τα νέα. «Ναι». Κι ο Ντάστι ένιωθε ανακουφισμένος -παραδόξως, γιατί, αν το πρόβλημα της Μάρτι ήταν ψυχολογικό, η πρόγνωση για ταχεία και πλήρη ανάρρωση μπορεί να ήταν λιγότερο καθησυχαστική, παρά σε περίπτωση που το αίτιο της αρρώστιας της ήταν καθαρά σωματικό. Δεν είχε συναντήσει ποτέ το δόκτορα Άριμαν, κι όμως, μια ζεστή αίσθηση ασφάλειας, μια ανακουφιστική φλόγα, ξεπήδησε μέσα του με το τηλεφώνημα της γραμματέως του ψυχίατρου -που ήταν επίσης παράδοξη και απρόσμενη αντίδραση. Αν το πρόβλημα δεν ήταν ιατρικό, ο Άριμαν θα ήξερε τι να κάνει. Θα μπορούσε να ξεθάψει τις ρίζες του άγχους της Μάρτι. Η απροθυμία του Ντάστι να δείξει απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάθε λογής ειδικούς ήταν σχεδόν παθολογική κι αυτός ήταν ο πρώτος που το αναγνώριζε. Είχε θορυβηθεί λιγάκι με τον εαυτό του που ήταν τόσο πρόθυμος να πιστέψει πως ο δόκτωρ Άριμαν, μ' όλα τα πτυχία του και τα επιτυχημένα βιβλία του και την εξαίρετη φήμη του, θα μπορούσε με τρόπο σχεδόν μαγικό να γιατρέψει τη Μάρτι. Προφανώς ανήκε περισσότερο στον μέσο όρο των κορόιδων απ' όσο ήθελε να πιστεύει. Όταν διακυβεύονταν τα πιο σημαντικά πράγματα γι' αυτόν -η Μάρτι και η ζωή τους μαζί- κι όταν η γνώση του και η κοινή λογική του δεν αρκούσαν για να λύσουν το πρόβλημα, τότε, μες στο φόβο και την απελπισία του, στρεφόταν προς τους ειδικούς όχι απλώς τρέφοντας κάποιες ρεαλιστικές ελπίδες αλλά με ένα αίσθημα που άγγιζε τη θρησκευτική πίστη. Εντάξει, εντάξει. Και λοιπόν; Αν ξαναγινόταν η Μάρτι κυρία του εαυτού της, όπως ήταν προηγουμένως, υγιής και ευτυχισμένη, ήταν διατεθειμένος να ταπεινωθεί μπροστά σε οποιονδήποτε, οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Ακόμη μαυροντυμένη, αλλά με το μενεξελί τσιρότο στο χέρι της, η Μάρτι έφυγε από το αιματολογικό εργαστήριο χέρι χέρι με τον Ντάστι. Το επόμενο που θα έκανε ήταν μια μαγνητική τομογραφία. Οι διάδρομοι μύριζαν παρκετίνη, απολυμαντικό και μια αμυδρή οσμή αρρώστιας. Μια νοσοκόμα κι ένας νοσοκόμος τούς ζύγωσαν, σπρώχνοντας ένα φορείο με μια γυναίκα πάνω, μεγαλύτερη από

τη Μάρτι. Είχε ορό και στο πρόσωπο της κομπρέσες με κηλίδες νωπού αίματος. Το ένα της μάτι φαινόταν: ανοιχτό, γκριζοπράσινο και σαν γυάλινο από το σοκ. Ο Ντάστι απ έστρεψε τα μάτια του, νιώθοντας πως είχε καταπατήσει το δικαίωμα αυτής της ξένης να υποφέρει μονάχη, και κράτησε πιο σφιχτά το χέρι της Μάρτι, βέβαιος, μ' ένα μεταφυσικό τρόπο, πως το απλανές βλέμμα αυτής της τραυματισμένης γυναίκας ήταν γρουσούζικο, πως μέσα του έκρυβε κακοτυχία, που θα 'πεφτε πάνω τους. Σουφρωμένο και τραβηγμένο, το αινιγματικό χαμόγελο του Κλόστερμαν, σαν το γάτο του Τσεσάιρ από την Αλίκη ατη Χώρα των Θαυμάτων, ξεπήδησε στη μνήμη του Ντάστι.

ΓΙΑΤΡΟΣ ΞΥΠΝΗΣΕ ΑΡΓΑ από έναν ύπνο δίχως όνειρα, αναζωογονημένος και προσμένοντας με λαχτάρα τη μέρα. Στο πλήρως εξοπλισμένο γυμναστήριο που βρισκόταν στην κεντρική σουίτα, έκανε δύο σετ σε κάθε μηχάνημα και μισή ώρα ποδήλατο. Αυτή ήταν όλη κι όλη η γυμναστική που έκανε, τρεις φορές την εβδομάδα, όμως τα τελευταία είκοσι χρόνια είχε την ίδια φυσική κατάσταση, με μέση ογδόντα εκατοστά και σωματική διάπλαση που άρεσε στις γυναίκες. Αυτό το απέδιδε στα γονίδιά του και στο ότι φρόντιζε να μην αφήνει το άγχος να συσσωρεύεται μέσα του. Πριν κάνει ντους, επικοινώνησε με την κουζίνα από το εσωτερικό τηλέφωνο και ζήτησε από τη Νέλλα Χόθορν να του ετοιμάσει πρωινό. Ύστερα από είκοσι λεπτά, με τα μαλλιά του υγρά, μυρίζοντας αμυδρά μια λοσιόν δέρματος με άρωμα μπαχαρικού και φορώντας μια κόκκινη μεταξωτή ρόμπα, γύρισε στην κρεβατοκάμαρα κι έβγαλε το φαγητό του από τον μικρό ανελκυστήρα που επικοινωνούσε με την κουζίνα. Στον παλιό ασημένιο δίσκο υπήρχαν μια καράφα με φρεσκοστυμμένο χυμό πορτοκάλι που διατηρούνταν παγωμένος μέσα σ' ένα μικρό αργυρό κουβά γεμάτο πάγο, δύο κρουασάν με σοκολάτα, ένα μπολ με φράουλες που συνοδεύονταν από μαύρη ζάχαρη και πηχτή σαντιγί, ένα κεκάκι με πορτοκάλι και αμύγδαλο με μισό φλιτζάνι χτυπημένο βούτυρο στο πλάι, μια φέτα κέικ με καρύδα και μαρμελάδα πορτοκάλι και μπόλικα φρεσκοψημένα πεκάν πασπαλισμένα με ζάχαρη και κανέλα, για τσιμπολόγημα ανάμεσα στις υπόλοιπες λιχουδιές. Αν και ήταν σαράντα οχτώ χρονών, ο γιατρός καυχιόταν

πως είχε μεταβολισμό δεκάχρονου αγοριού που έπαιρνε μεθαμφεταμίνες. Έφαγε στο γραφείο του από τραχύ ατσάλι και ξύλο με ραβδωτά νερά, όπου είχε περιεργαστεί πριν από λίγες ώρες τα βγαλμένα μάτια του πατέρα του. Το βάζο με τη φορμαλδεΰδη βρισκόταν ακόμη εκεί. Δεν το είχε ξαναβάλει στο χρηματοκιβώτιο προτού ξαπλώσει. Κάποια πρωινά, άναβε την τηλεόραση για να παρακολουθήσει τις ειδήσεις τρώγοντας πρωινό· κανένας παρουσιαστής ή παρουσιάστρια, όμως, οποιουδήποτε καναλιού, δεν είχε μάτια τόσο διεγερτικά όσο του Τζος Άριμαν, νεκρού εδώ και είκοσι χρόνια. Οι φράουλες ήταν ώριμες και ευωδιαστές, ίσως οι καλύτερες που είχε φάει ποτέ του ο γιατρός. Τα κρουασάν ήταν θεϊκά. Η ματιά του μπαμπά ήταν καρφωμένη άτονα στο πρωινό του γιου. Ο γιατρός, ένα φοβερό παιδί-θαύμα, είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του και είχε ανοίξει ιατρείο όταν ήταν ακόμη είκοσι χρονών, αλλά, αν και είχε αποκτήσει εύκολα γνώσεις, δεν συνέβη το ίδιο με τους εύπορους πελάτες, παρά τις διασυνδέσεις του με το Χόλιγουντ μέσω του πατέρα του. Αν και η αφρόκρεμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας διατυμπάνιζε πως ήταν υπέρμαχη της ισότητας, πολλοί έτρεφαν μια προκατάληψη απέναντι στους νεαρούς ψυχίατρους και δεν ήταν έτοιμοι να ξαπλώσουν στο ντιβάνι ενός εικοσάχρονου ψυχοθεραπευτή. Η αλήθεια ήταν πως ο γιατρός έδειχνε μικρότερος από την ηλικία του -κι εξακολουθούσε να δείχνει-, κι έτσι θα μπορούσε να περάσει για δεκαοχτάρης όταν άνοιξε το ιατρείο του. Παρ' όλα αυτά, στην κινηματογραφική βιομηχανία, όπου η διαχυτικότητα φοριόταν πιο πολύ κι από το πιο μοντέρνο ρούχο, ο Άριμαν απογοητεύτηκε ανακαλύπτοντας πως είχε πέσει θύμα μιας τέτοιας προκατάληψης. Ο πατέρας του εξακολούθησε να του προσφέρει απλόχερα τη στήριξή του, όμως ο γιατρός δεν ήθελε την ελεημοσύνη του γέρου του. Πόσο εξευτελιστικό ήταν να εξαρτάται στα είκοσι οχτώ του, ειδικά αν λάμβανε κανείς υπόψη τα θαυμαστά ακαδημαϊκά του επιτεύγματα. Συν τοις άλλοις, όσο ανοιχτοχέρης κι αν ήταν ο Τζος Άριμαν, το βοήθημα που του έδινε δεν επαρκούσε για να ζει ο γιατρός με τον τρόπο

που επιθυμούσε ή για να χρηματοδοτεί την έρευνα που ήθελε να διεξαγάγει. Μοναχοπαίδι και μόνο£ κληρονόμος, σκότωσε τον πατέρα του με μια μεγάλη δόί^Ί^ θειοβαρβιτάλης υπερβραχείας δράσης και παραλδεΰδης, μέσα σε δυο υπέροχα μικρά αμυγδαλωτά με σοκολάτα α π ^ ω > Υ1" τα οποία τρελαινόταν ο γέρος. Προτού πυρπολήσει το σπίτι για να αφανίσει το πτώμα, ο γιατρός έκανε μια τύΜ στο πρόσωπο του πατέρα του αναζητώντας την πηγή των δακρύων του. Ο Τζος Άριμαν ήταν έν α ? εξαιρετικά επιτυχημένος συγγραφέας, σκηνοθέτης και παραγωγός -εξίσου ονομαστός και με τις τρεις ιδιότητές που η δουλειά του περιλάμβανε από απλά ρομάντζα MXO1 πατριωτικές πολεμικές ιστορίες. Όσο διαφορετικέ^ μεταξύ τους κι αν ήταν αυτές οι ταινίες, είχαν κάτι κοινό: ε'καναν τα μάτια των θεατών σε όλο τον κόσμο να πλημμυρίζουν από τα δάκρυα. Κάποιοι κριτικοί -αλλά όχι όλοι- τις αποκαλούσαν δακρύβρεχτα σκουπίδια, το κοινό που πλήΡ ωνε > όμως, συνέρεε στους κινηματογράφους κι έτσι ο μπαμπάς είχε κερδίσει δύο Ό σκαρ -ένα σαν σκηνοθέτίζ κι ένα σαν σεναριογράφοςπριν από το θάνατο του στί* πενήντα ένα του χρόνια. Οι ταινίες του έσπαγα^ ταμεία γιατί το συναίσθημα σ' αυτές ήταν ειλικρινές. Αν κ α ι ει Χ ε την αναλγησία και υποκρισία που απαιτούνταν γ ι α ν α πετύχει στο Χόλιγουντ, ο μπαμπάς είχε επίσης ευαίσθητη ψυχή και τόσο τρυφερή καρδιά, που στον καιρό τΟυ ήταν πρωταθλητής στο κλάμα. Έκλαιγε στις κηδείες ακόμΐΐ, κι α ν 0 μακαρίτης ήταν κάποιος για το θάνατο του οποίου £ιΧε προσευχηθεί συχνά και ολόψυχα. Έκλαιγε ανενδοίαστα στους γάμους, στις επετείους, στα διαζύγια, στα εβραϊκά μπαρ μιτσβά, στα γενέθλια, στις πολιτικές συγκεντρώσεις, στις κοκορομαχίες, την Ημέρα των Ευχαριστιών, τα Χριστούγεννα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την 4η Ιονίου, την Ημέρα Εργασίας -και, με πιο πικρά και άφθονα δάκρυα, στην επέτειο του θανάτου της μητέρας του, δηλαδή, ό^οτε τη θυμόταν. Να ένας άντρας που γνώριζε όλα τα μυστικά των δακρύων. Πώς να τα κάνει νύ κυλήσουν από τα μάτια και των καλών γιαγιάδων και των κΟ^ιναδόρων. Πώς να συγκινήσει μ' αυτά τις όμορφες γυναικά· Πώς να τα χρησιμοποιήσει για να λυτρωθεί από τη θλίψη, τον πόνο, την απογοήτευση, το άγχος. Ακόμη και οι χ α ρ ο ύ μ ε ν ε ς στιγμές του τονίζονταν και γίνονταν ακόμη πιο υπέροχίζό τ α ν τις καρύκευε με δάκρυα.

Χάρη στην εξαίρετη ιατρική του παιδεία, ο γιατρός ήξερε ακριβώς πώς παράγονταν, αποθηκεύονταν και εκκρίνονταν τα δάκρυα. Παρ' όλα αυτά, περίμενε να μάθει κάτι από την ανατομή των δακρυϊκών αδένων του πατέρα του. Όμως του έμελλε να απογοητευτεί. Αφού ψαλίδισε τα βλέφαρα του μπαμπά και ύστερα έβγαλε απαλά τα μάτια, ο γιατρός ανακάλυψε κάθε δακρυϊκό αδένα εκεί ακριβώς που περίμενε να τον βρει: πάνω και πλάγια από το μάτι. Οι αδένες είχαν κανονικό μέγεθος, σχήμα και μορφή. Τα άνω και κάτω δακρυϊκά σωληνάρια σε κάθε μάτι ήταν επίσης συνηθισμένα. Κάθε δακρυϊκός ασκός -τοποθετημένος σε μια αύλακα του δακρυϊκού οστού, πίσω από τον ταρσαίο σύνδεσμο και δύσκολος στο να αφαιρεθεί ανέπαφος- είχε μήκος δεκατρία χιλιοστά, που ήταν το μέσο μέγεθος για έναν ενήλικο. Επειδή το δακρυϊκό σύστημα ήταν μικροσκοπικό, φτιαγμένο από πολύ μαλακό ιστό που καταστράφηκε στην περιορισμένη νεκροψία του γιατρού, δεν μπόρεσε να σώσει κανένα μέρος του. Τώρα δεν είχε παρά τα μάτια και, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να τα διατηρήσει -με στερεωτικό, με συσκευασία σε κενό αέρα, με τακτική συντήρηση-, δεν μπόρεσε να εμποδίσει ολότελα τη σταδιακή τους καταστροφή. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Άριμαν κουβάλησε μαζί του τα μάτια στη Σάντα Φε του Νέου Μεξικού, όπου πίστευε πως θα κατόρθωνε ευκολότερα να κάνει κάτι μόνος του, ξεφεύγοντας από τη σκιά του μεγάλου σκηνοθέτη, στην οποία θα βρισκόταν πάντα αν έμενε στο Λος Άντζελες. Εκεί έξω, στην έρημο, είχε τις αρχικές του επιτυχίες και ανακάλυψε το μόνιμο πάθος του για τα παιχνίδια εξουσίας. Από τη Σάντα Φε στο Σκότσντεϊλ της Αριζόνας, τα μάτια παρέμειναν μαζί του, καθώς και πιο πρόσφατα στη ακτή του Νιούπορτ. Εδώ, λίγο παραπάνω από μια ώρα νότια από τα παλιά λημέρια του μπαμπά, με την πάροδο του χρόνου και με τα αναρίθμητα επιτεύγματά του, ο γιατρός ξέφυγε για πάντα από την πατρική σκιά κι ένιωσε να βρίσκει επιτέλους το σπίτι του. Όταν χτύπησε ο Άριμαν με το γόνατο του το πόδι του γραφείου, τα μάτια γύρισαν αργά μέσα στη φορμαλδεΰδη σαν να παρακολουθούσαν την τροχιά του τελευταίου πεκάν ως το στόμα του γιατρού.

Άφησε τα βρόμικα πιάτα στο γραφείο, αλλά ξανάβαλε το βάζο στο χρηματοκιβώτιο. Φόρεσε ένα σταυρωτό γαλάζιο μάλλινο σακάκι κι ένα πουκάμισο με φαρδΰ γιακά και γαλλικές μανσέτες, φτιαγμένα σε ράφτη, καθώς και μια μεταξωτή εμπριμέ γραβάτα. Από το ταλέντο του πατέρα του στα δράματα εποχής, είχε μάθει την αξία των κοστουμιών. Πλησίαζε μεσημέρι. Ήθελε να πάει στο ιατρείο του τουλάχιστον δυο ώρες πριν από τον Ντάστι και τη Μάρτι Ρόουντς για να ανασκοπήσει όλες τις έως τότε στρατηγικές του κινήσεις και ν' αποφασίσει πώς ήταν καλύτερα να προχωρήσει στο επόμενο επίπεδο του παιχνιδιού. Στο ασανσέρ, κατεβαίνοντας στο γκαράζ, συλλογίστηκε φευγαλέα τη Σούζαν Τζάγκερ, όμως εκείνη ανήκε στο παρελθόν και το πρόσωπο που του ερχόταν πιο εύκολα στο νου τώρα ήταν της Μάρτι. Δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει τα πλήθη να δακρύσουν, όπως είχε κάνει τόσες φορές ο πατέρας του, όμως μπορούσε να βρει την απόλαυση που γύρευε κάνοντας να δακρύσει το δικό του κοινό, που ήταν ένα μόνο άτομο. Απαιτούνταν σημαντική ευφυΐα, δεξιότητα και πονηριά. Κι ένα όραμα. Καμιά μορφή ψυχαγωγίας δεν ήταν πιο θεμιτή από κάποια άλλη. Καθώς άνοιγαν οι πόρτες του ανελκυστήρα στο γκαράζ, ο γιατρός αναρωτήθηκε αν οι δακρυϊκοί αδένες και οι ασκοί της Μάρτι ήταν παχύτεροι από του μπαμπά.

Ε Χ Ο Ν Τ Α ς ΗΔΗ ΕΞΕΤΑΣΤΕΙ με σπινθηρογράφημα, ακτι-

νογραφίες, διαγράμματα και αναλύσεις αίματος, η Μάρτι δεν είχε παρά να ουρήσει σ' ένα μικρό πλαστικό ποτήρι προτού φύγει απ' το νοσοκομείο με όλες τις εξετάσεις τελειωμένες, και έχοντας δώσει όλα τα δείγματα. Χάρη οτο Βάλιουμ, ήταν αρκετά ήρεμη ώστε να διακινδυνεύσει να πάει crto μπάνιο μόνη, δίχως την ταπεινωμένη και ταπεινωτική παρουσία του Ντάστι, αν και αυτός προσφέρθηκε να τη «φρουρεί καθώς θα κατουρούσε». Εξακολουθούσε να μην είναι ο εαυτός της. Η παράλογη ανησυχία της δεν είχε εξανεμιστεί από το φάρμακο- είχε απλώς ελαττωθεί και συνέχιζε να κοχλάζει στις σκοτεινότερες γωνιές του μυαλού της, έτοιμη να το πλημμυρίσει ξανά. Καθώς έπλενε τα χέρια της στο νιπτήρα, αποτόλμησε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Μέσα στο είδωλο των ματιών της, είδε φευγαλέα την Άλλη Μάρτι, φυλακισμένη και γεμάτη οργή γι' αυτόν το χημικό εγκλεισμό. Καθώς τέλειωνε το πλύσιμο των χεριών της, είχε τα μάτια της χαμηλωμένα. Τη στιγμή που έφευγε πια με τον Ντάστι απ' το νοσοκομείο, η ανησυχία την είχε πλημμυρίσει ξανά. Δεν είχαν περάσει παρά τρεις ώρες από τότε που πήρε το πρώτο Βάλιουμ -όχι το ιδανικό διάστημα ανάμεσα σε δύο δόσεις. Παρ' όλα αυτά, ο Ντάστι άνοιξε το δείγμα, της έδωσε τη δεύτερη ταμπλέτα και η Μάρτι την κατάπιε πίνοντας νερό από έναν ψύκτη στον προθάλαμο. Περισσότερος κόσμος από πριν πηγαινοερχόταν στην αυλή. Μια ήρεμη φωνή μέσα στη Μάρτι, απαλή σαν καταχθόνιο πνεύμα σε πνευματιστική συγκέντρωση, σχολίαζε και συνέκρινε διαρκώς την τρωτότητα όσων κυκλοφορού-

σαν τριγύρω. Να κάποιος με το πόδι στο γύψο, που βάδιζε με δεκανίκια κι ήταν τόσο εύκολο να σωριαστεί ανυπεράσπιστος, απόλυτα ευάλωτος αν του πίεζε η μύτη μιας μπότας το λαιμό. Και να μια χαμογελαστή γυναίκα, πάνω σε μια ηλεκτρική αναπηρική πολυθρόνα, με το αριστερό της χέρι ατροφικό και αδύναμο στα πόδια της και με το δεξί στο χειριστήριο της πολυθρόνας, εντελώς ανυπεράσπιστη. Η Μάρτι κάρφωσε τα μάτια της στο πεζοδρόμιο μπροστά της κι έκανε σαν να μην υπήρχε κανένας γύρω της, πασχίζοντας να καταπνίξει τη μισητή φωνή μέσα της, που τόσο την τρομοκρατούσε. Κρατήθηκε σφιχτά από το χέρι του Ντάστι, υπολογίζοντας στη βοήθεια του συζύγου της και του Βάλιουμ για να φτάσει στο αυτοκίνητο. Τη στιγμή που έφτασαν στο χώρο στάθμευσης, το αεράκι του Γενάρη δυνάμωσε φέρνοντας μια ελαφριά παγωνιά από τα βορειοδυτικά. Τα μεγάλα δέντρα ψιθύρισαν συνωμοτικά. Οι φευγαλέες σκιές και οι αναλαμπές του ηλιόφωτος στα δεκάδες παρμπρίζ ήταν σαν προειδοποιήσεις σ' έναν ακατάληπτο κώδικα. Πρόφταιναν να γευματίσουν πριν από το ραντεβού τους με το δόκτορα Άριμαν. Αν και σύντομα θα επιδρούσε το δεύτερο Βάλιουμ, η Μάρτι δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της να περάσει σαράντα πέντε λεπτά ακόμη και στο πιο ζεστό και συμπαθητικό καφέ, χωρίς να πάθει κρίση, κι έτσι ο Ντάστι άρχισε να ψάχνει για κάποιο φαστ φουντ. Δεν είχε διανύσει παρά δυο χιλιόμετρα περίπου, όταν του ζήτησε η Μάρτι να σταματήσει μπροστά σ' ένα ακανόνιστο τριώροφο συγκρότημα κατοικιών. Το συγκρότημα βρισκόταν πίσω από μια πελούζα, πράσινη σαν γήπεδο του γκολφ, σκιασμένο από κομψά καλιφορνέζικα ανακάρδια, δαντελωτές μυρτιές και μερικές ψηλές ιακαράνδες με πρόωρα μενεξελιά άνθη. Οι τοίχοι του ήταν ωχροκίτρινοι. Η στέγη του είχε κόκκινα κεραμίδια. Φαινόταν καθαρό, ασφαλές, άνετο. «Χρειάστηκε να ξαναχτίσουν το μισό μετά τη φωτιά», είπε η Μάρτι. «Εξήντα διαμερίσματα κάηκαν ολοσχερώς». «Πριν από πόσα χρόνια;» «Δεκαπέντε. Και αντικατέστησαν τις στέγες των κτιρίων που δεν καταστράφηκαν, γιατί η φωτιά είχε εξαπλωθεί τόσο γρήγορα εξαιτίας των παλιών δοκαριών από ξύλο κέδρου». «Δε μοιάζει με στοιχειωμένο, ε;» «Θα 'πρεπε. Εννέα άτομα πέθαναν, ανάμεσά τους και

τρία μικρά παιδιά. Είναι παράξενο... πόσο όμορφο φαίνεται τώρα, σαν να μην ήταν εκείνη η νύχτα παρά ένα όνειρο». «Τα πράματα θα ήταν χειρότερα χωρίς τον πατέρα σου». Αν και ο Ντάστι ήξερε όλες τις λεπτομέρειες, η Μάρτι ήθελε να μιλήσει για τη φωτιά. Το μόνο που είχε πια απ' τον πατέρα της ήταν οι αναμνήσεις και, μιλώντας γι' αυτές, τις διατηρούσε ολοζώντανες. «Ήταν ήδη κόλαση όταν έφτασαν τα πυροσβεστικά οχήματα. Δεν πίστευαν πως θα την έσβηναν γρήγορα. Ο Γελαστός Μπομπ μπήκε τέσσερις φορές εκεί μέσα, τέσσερις φορές μες στην πνιγηρή, καυτή, εφιαλτική καρδιά της φωτιάς, και κατόρθωσε να βγει και τις τέσσερις. Σε άθλια κατάσταση, αλλά κατόρθωνε να βγαίνει, έχοντας μαζί του ανθρώπους που δε θα είχαν ζήσει σε διαφορετική περίπτωση, άλλους κουβαλώντας τους κι άλλους οδηγώντας τους. Μια ολόκληρη οικογένεια, πέντε ανθρώπους που είχαν μπερδευτεί, είχαν τυφλωθεί από τον καπνό, είχαν παγιδευτεί απ' τη φωτιά, όμως τους έβγαλε έξω, σώους. Υπήρχαν κι άλλοι ήρωες εκεί, κάθε άντρας απ' το πλήρωμα κάθε οχήματος, κανένας όμως δεν μπορούσε να τα καταφέρει όπως εκείνος, καταπίνοντας τον καπνό σαν να ήταν λιχουδιά, σχεδόν απολαμβάνοντας την αφόρητη ζέστη σαν να βρισκόταν σε σάουνα, συνεχίζοντας απτόητος -αλλά έτσι ήταν πάντα ο Γελαστός Μπομπ. Πάντα. Έσωσε δεκάξι ανθρώπους προτού καταρρεύσει και τον μεταφέρουν εσπευσμένα από δω με ασθενοφόρο». Εκείνη τη νύχτα, καθώς πήγαινε βιαστικά στο νοσοκομείο με τη μητέρα της, και ύστερα, στο προσκεφάλι του Γελαστού Μπομπ, την είχε πλημμυρίσει ένας φόβος που λίγο έλειψε να τη συνθλίψει. Το πρόσωπο του ήταν κόκκινο από τα εγκαύματα πρώτου βαθμού, με μαύρες ρίγες αιθάλης, τόσο βαθιά χωμένης στους πόρους του από την απίστευτη δύναμη μιας έκρηξης, που δεν μπορούσε να φύγει εύκολα με το πλύσιμο. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και το ένα πρησμένο, μισόκλειστο. Τα φρύδια του και τα περισσότερα μαλλιά του είχαν τσουρουφλιστεί και είχε ένα άσχημο έγκαυμα δευτέρου βαθμού στο σβέρκο. Το αριστερό του χέρι είχε κοπεί από τζάμια κι ήταν ραμμένο και τυλιγμένο με επιδέσμους. Και η φωνή του ήταν τόσο τρομακτική - τραχιά, βραχνή, αδύναμη όσο δεν ήταν καμιά άλλη φορά. Μιλούσε ασθμαίνοντας και μαζί έβγαινε μια ξινή οσμή καπνού, εξακολουθούσε να έχει τη μυρωδιά του καπνού στην ανάσα του, η δυσωδία του έβγαινε απ' τα πνευμόνια του. Η Μάρτι,

δεκατριών χρονών, είχε νιώσει μόλις εκείνο το πρωί ενήλικη κι ανυπομονούσε να αναγνωρίσει κι ο κόσμος αυτή την ενηλικίωση της. Εκεί, όμως, στο νοσοκομείο, με τον Γελαστό Μπομπ έτσι τσακισμένο, ένιωσε ξάφνου ασήμαντη και ευάλωτη, αδύναμη σαν τετράχρονο πιτσιρίκι. «'Επιασε με το γερό του χέρι, το δεξί, το δικό μου, κι ήταν τόσο αποκαμωμένος που με δυσκολία κατόρθωσε να το κρατήσει. Και, μ' αυτή τη φριχτή φωνή, που έζεχνε καπνό, είπε, "Καλώς τη δεσποινίδα Μ.", κι εγώ είπα: "Γεια". Πάσχισε να χαμογελάσει, όμως το πρόσωπο του τον πονούσε παρά πολύ, κι έτσι ήταν αλλόκοτο εκείνο το χαμόγελο του και δε μου έφτιαξε τη διάθεση. Μου είπε, "Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι", κι εγώ απλώς ένευσα, γιατί, Θεέ μου, θα υποσχόμουν ακόμη και να κόψω το χέρι μου για χάρη του, οτιδήποτε, και το 'ξερε. Άσθμαινε κι έβηχε πολύ, όμως είπε: "Όταν πας στο σχολείο αύριο, μην καυχηθείς ότι ο μπαμπάς σου έκανε αυτό και τ' άλλο. Θα σε ρωτήσουν, επαναλαμβάνοντας πράγματα που άκουσαν στις ειδήσεις για μένα, εσύ όμως κοίτα να μην παρασυρθείς. Μη δείξεις πως καμαρώνεις. Πες τους ότι είμαι εδώ... και τρώω παγωτό, ταλαιπωρώ τις νοσοκόμες, τα περνάω φίνα, τσεπώνω όσο επίδομα ασθενείας μπορώ να βουτήξω μέχρι να καταλάβουν πως λουφάρω"». Ο Ντάστι δεν είχε ξανακούσει αυτό το κομμάτι της ιστορίας. «Γιατί σ' έβαλε να το υποσχεθείς αυτό;» «Κι εγώ τον ροπή σα γιατί. Μου είπε πως κι όλα τα υπόλοιπα παιδιά στο σχολείο είχαν πατέρες και τους θεωρούσαν επίσης ήρωες ή λαχταρούσαν να γίνουν. Και οι περισσότεροι ήταν ήρωες, σύμφωνα με τον μπαμπά μου, ή μπορούσαν να γίνουν αν τους δινόταν η ευκαιρία. Όμως ήταν λογιστές και πωλητές και μηχανικοί και χειριστές ηλεκτρονικών υπολογιστών και απλώς δεν ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να βρεθούν στο σωστό σημείο την κατάλληλη στιγμή, όπως ήταν ο μπαμπάς μου στη δουλειά του. Μου είπε: "Αν πάει κάποιο παιδί στο σπίτι του και κοιτάξει τον πατέρα του με απογοήτευση γιατί εσύ καυχιόσουν για μένα, τότε θα 'χεις κάνει κάτι ατιμωτικό, δεσποινίς Μ. Και ξέρω πως δεν είσαι κοπέλα χωρίς τιμή. Όχι εσύ, ποτέ. Είσαι μια κούκλα, δεσποινίς Μ. Αληθινή κούκλα"». «Τυχερή», είπε γεμάτος θαυμασμό ο Ντάστι, κουνώντας το κεφάλι του. «Ήταν σπουδαίος, ε;»

«Σπουδαίος». Ο έπαινος που πήρε ο πατέρας της από την Πυροσβεστική για τη γενναιότητα του εκείνο το βράδυ δεν ήταν ο πρώτος κι οΰτε θα ήταν ο τελευταίος. Πριν του κάνει ο καρκίνος ό,τι δεν μπορούσαν να του κάνουν οι φλόγες, είχε γίνει ο πιο παρασημοφορημένος πυροσβέστης στην ιστορία της Πολιτείας. Επέμενε να παίρνει κάθε έπαινο κατ' ιδίαν, χωρίς τελετή και δελτίο Τύπου. Θεωρούσε πως δεν έκανε παρά μόνο αυτό που πληρωνόταν να κάνει. Συν τοις άλλοις, όλοι οι κίνδυνοι και οι πληγές ήταν πράγματα ασήμαντα, προφανώς, μπροστά σ' αυτά που είχε περάσει στον πόλεμο. «Δεν ξέρω τι του συνέβη στο Βιετνάμ», είπε η Μάρτι. «Δε συζητούσε ποτέ γι' αυτό το θέμα. Όταν ήμουν έντεκα χρονών, βρήκα τα παράσημά του σ' ένα κουτί στη σοφίτα. Μου είπε πως τα κέρδισε γιατί ήταν ο ταχύτερος δακτυλογράφος του διοικητή της μεραρχίας και, όταν δεν το έχαψα, είπε πως έκαναν κάμποσους διαγωνισμούς μαγειρικής στο Βιετνάμ και τα είχε κερδίσει με τα υπέροχα κέικ του. Ακόμη και στα έντεκα, όμως, ήξερα πως δε σου απονέμουν τον Ορειχάλκινο Αστέρα γιατί έφτιαξες ένα υπέροχο κέικ. Δεν ξέρω αν ήταν τόσο θαυμάσιος άντρας όταν πήγε στο Βιετνάμ όσο ήταν όταν γύρισε, όμως για κάποιο λόγο πιστεύω πως ό,τι υπέφερε τον έκανε καλύτερο, τον έκανε πολύ ταπεινό και τόσο ευγενικό και γενναιόδωρο -τόσο γεμάτο αγάπη για τη ζωή, για τους ανθρώπους». Τα λυγερά ανακάρδια και οι μυρτιές λικνίζονταν στο αεράκι και οι ιακαράνδες λαμπύριζαν μενεξελιές μπροστά στον μισοσκότεινο ουρανό. «Μου λείπει τόσο πολύ», είπε η Μάρτι. «Το ξέρω». «Κι αυτό που φοβάμαι αληθινά... σε σχέση μ' αυτό το τρελό πράγμα που μου συμβαίνει...» «Θα το ξεπεράσεις, Μάρτι». «Όχι, θέλω να πω, φοβάμαι πως εξαιτίας αυτής της κατάστασης... θα κάνω κάτι που θα προσβάλει την τιμή του!» «Αδύνατο». «Δεν ξέρεις εσύ», είπε αναριγώντας. «Ξερω. Αδύνατο. Είσαι κόρη του πατέρα σου». Η Μάρτι μπόρεσε να χαμογελάσει αδύναμα, και τούτο την ξάφνιασε. Ο Ντάστι θόλωσε μπροστά της και, παρ' ότι

πίεζε σφιχτά τα τρεμάμενα χείλη της, γεύτηκε στην άκρη του στάματος της την αρμύρα των δακρύων.

Γευμάτισαν στο αυτοκίνητο, στο χώρο στάθμευσης πίσω από ένα φαστ φουντ. «Χωρίς τραπεζομάντιλο, κεριά και βάζο με λουλούδια», είπε ο Ντάστι απολαμβάνοντας ένα σάντουιτς με ψάρι και μια μερίδα τηγανητές πατάτες, «όμως πρέπει ν' αναγνωρίσεις πως έχουμε υπέροχη θέα: εκείνους εκεί τους σκουπιδοτενεκέδες». Αν και δεν είχε προγευματίσει η Μάρτι, είχε παραγγείλει μονάχα ένα μικρό μιλκσέικ με βανίλια και το έπινε αργά. Δεν ήθελε να είναι το στομάχι της γεμάτο από λιπαρό φαγητό αν την πλημμύριζαν πάλι εκείνες οι τρομακτικές εικόνες θανάτου που είχαν κατακλύσει το νου της στη διαδρομή από το διαμέρισμα του Σκιτ στο ιατρείο του δόκτορα Κλόστερμαν. Πήρε από το κινητό της τηλέφωνο τη Σούζαν. Το άφησε να χτυπήσει είκοσι φορές και ύστερα το έκλεισε. «Κάτι συμβαίνει», είπε. «Ας μην προτρέχουμε». «Δεν μπορώ να τρέξω. Όλη η δύναμη έχει εξανεμιστεί απ' τα πόδια μου», είπε, και τούτο αλήθευε, εξαιτίας του Βάλιουμ. Για την ακρίβεια, η ανησυχία της ήταν ήπια, αόριστη, όμως δεν έπαυε να είναι ανησυχία. «Αν δεν τη βρούμε μετά το ραντεβού με το δόκτορα Άριμαν, θα περάσουμε απ' το σπίτι της να δούμε τι συμβαίνει», της υποσχέθηκε ο Ντάστι. Τυραννισμένη από τα δικά της αλλόκοτα βάσανα, η Μάρτι δεν είχε βρει την ευκαιρία να αναφέρει στον Ντάστι τον απίστευτο ισχυρισμό της Σούζαν, πως τη βίαζε ένας νυχτερινός επισκέπτης που πηγαινοερχόταν όποτε ήθελε, δίχως να της αφήνει καμιά ανάμνηση των επισκέψεών του. Ούτε τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Είχε επιτύχει μια επισφαλή ισορροπία και φοβόταν πως, αν αφηγούνταν την κουβέντα της με τη Σούζαν, θα κλυδωνιζόταν ξανά. Άλλωστε, σε λίγα λεπτά θα έφταναν στο ιατρείο του δόκτορα Άριμαν, κι έτσι δεν είχε το χρόνο να μεταφέρει με τις απαιτούμενες λεπτομέρειες εκείνη τη συζήτηση στον Ντάστι. Αργότερα.

«Κάτι συμβαίνει», επανέλαβε, δίχως όμως να πει κάτι άλλο.

Παράξενο, να βρίσκεται εδώ, σ' αυτή την κομψή, μαΰρη και μελένια αίθουσα αναμονής, χωρίς τη Σούζαν. Διαβαίνοντας το κατώφλι, πατώντας το πόδι της στο μαύρο γρανιτένιο δάπεδο, η Μάρτι ένιωσε την ανησυχία της να ελαττώνεται σημαντικά, ένιωσε μια καινούρια ελαφράδα στο μυαλό και στο κορμί της και μια καλοδεχούμενη ελπίδα στην καρδιά της. Και αυτό της φάνηκε παράξενο και αρκετά διαφορετικό από την επίδραση του Βάλιουμ. Το φάρμακο σκέπαζε το άγχος της, το καταπίεζε, όμως η Μάρτι το ένιωθε ακόμη να σαλεύει μέσα στο χημικό κελί του. Εδώ, όμως, ένιωσε ένα μέρος της αγωνίας της να χάνεται, όχι απλώς να καταπιέζεται, αλλά να διαλύεται. Δύο φορές την εβδομάδα τον περασμένο χρόνο, δίχως καμιά εξαίρεση, το ίδιο συνέβαινε και με τη Σούζαν: ένιωθε μεγάλη ανακούφιση καθώς έμπαινε σ' αυτό το ιατρείο. Ποτέ δεν ηρεμούσε σε άλλους κλειστούς χώρους, πέρα από τους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος της, ποτέ δεν ξεφορτωνόταν το αβάσταχτο βάρος της αγοραφοβίας, αλλά, καθώς διάβαινε αυτό το κατώφλι, γαλήνευε. Η Τζένιφερ, η γραμματέας, σήκωσε τα μάτια της και τους είδε να μπαίνουν απ' το διάδρομο, και αμέσως μετά η πόρτα του ιατρείου του δόκτορα Άριμαν άνοιξε κι ο ψυχίατρος βγήκε στο καθιστικό για να τους υποδεχτεί. Ήταν ψηλός και όμορφος. Η στάση του σώματος του, η συμπεριφορά του και το άψογο ντύσιμο του θύμισαν στη Μάρτι τους κομψούς πρωταγωνιστές των παλιών ταινιών: τον Γουίλιαμ Πάουελ, τον Κάρι Γκραντ. Η Μάρτι δεν ήξερε πώς κατόρθωνε ο γιατρός να αναδίδει έναν τόσο καθησυχαστικό αέρα γαλήνιας εξουσίας και ικανότητας, όμως δεν προσπάθησε να το αναλύσει, γιατί η μορφή του, ακόμη περισσότερο από την είσοδο της σ' αυτόν το χώρο, την ηρέμησε, κι έτσι ένιωσε απλώς ευγνώμων που μπόρεσε να αισθανθεί λίγη ελπίδα.

IVllA ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΑΠΛΩΘΗΚΕ απειλητική στη θάλασσα, ώρες πριν απ' το λυκόφως, σαν να αναδυόταν ένα αρχέγονο κακό από τις βαθιές ωκεάνιες τάφρους και να απλωνόταν σε κάθε ακτή. Τα γκρίζα σύννεφα που υφαίνονταν ασταμάτητα απ' το πρωί είχαν σαβανώσει ολότελα τον ουρανό, δίχως ν' αφήσουν λίγο γαλάζιο για να καθρεφτιστεί στο νερό δίνοντάς του χρώμα ή λίγο ήλιο για να λαμπυρίσει στις ράχες των κυμάτων. Παρ' όλα αυτά, ο μολυβένιος και χρωματισμένος με μαύρες φλέβες Ειρηνικός φαινόταν ακόμη πιο σκοτεινός στον Ντάστι, απ' όσο θα 'πρεπε να δείχνει αυτή την ώρα. Και η μακριά ακτή -οι σκοτεινιασμένες ακρογιαλιές, οι ράχες των λόφων στα νότια, οι κατοικημένες πεδιάδες στα δυτικά και τα βόρεια- φαινόταν ζοφερή από τον δέκατο τέταρτο όροφο. Το πράσινο της φύσης έμοιαζε με αραιωμένο χρώμα περασμένο πάνω στη βασική γκρίζα απόχρωση κι όλα τα έργα του ανθρώπου δεν ήταν παρά μελλοντικά χαλάσματα που περίμεναν απλώς πότε θα γινόταν κάποιος σεισμός ή ένας πόλεμος. Όταν απέστρεψε το βλέμμα του από τη θέα πέρα από το τεράστιο παράθυρο, η παράδοξη ανησυχία του Ντάστι εξανεμίστηκε τόσο απόλυτα και ξαφνικά σαν να είχε γίνει αυτό με το πάτημα ενός κουμπιού. Οι επενδυμένοι με μαόνι τοίχοι, η βιβλιοθήκη με τους τακτοποιημένους τόμους, τα αραδιασμένα πτυχία από τα πιο ονομαστά πανεπιστήμια της χώρας, το ζεστό πολύχρωμο φως από τρεις λάμπες σε στυλ Τίφανι -αυθεντικές Τίφανι;- και τα καλαίσθητα έπιπλα ασκούσαν μια ηρεμιστική επίδραση. Ξαφνιάστηκε που ένιωσε ανακούφιση μπαίνοντας με τη Μάρτι στην αίθουσα ανα-

μονής του Άριμαν, όμως εδώ, η ανακούφιση του μετατράπηκε σε γαλήνη τύπου ζεν. Η καρέκλα του βρισκόταν κοντά στο πελώριο παράθυρο, όμως η Μάρτι και ο δόκτωρ Άριμαν κάθονταν μακριά του, σε δυο αντικριστές πολυθρόνες στην άλλη μεριά ενός χαμηλού τραπεζίου. Με περισσότερη αυτοκυριαρχία από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από τότε που την είχε βρει ο Ντάστι στο γκαράζ το περασμένο βράδυ, η Μάρτι μιλούσε για τις κρίσεις πανικού. Ο ψυχίατρος άκουγε προσεκτικά και με μια ολοφάνερη συμπόνια, που ήταν παρηγορητική. Για την ακρίβεια, ο Ντάστι ένιωθε τόσο ανακουφισμένος, που έπιασε τον εαυτό του να χαμογελά. Αυτό το μέρος ήταν ασφαλές. Ο δόκτωρ Άριμαν ήταν σπουδαίος ψυχίατρος. Όλα θα πήγαιναν καλά τώρα που είχε αναλάβει τη Μάρτι. Ο δόκτωρ Άριμαν ήταν ολόψυχα αφοσιωμένος στους ασθενείς του. Ο δόκτωρ Άριμαν θα έκανε όλα τα προβλήματα να εξαφανιστούν. Ύστερα ο Ντάστι έστρεψε ξανά την προσοχή του στη θέα κι ο ωκεανός του φάνηκε σαν πελώριος βάλτος, σαν να ήταν τόσο πηχτά τα νερά, γεμάτα σύννεφα λάσπης και κουβαριασμένα φύκια, που τα κύματα ήταν ιξώδη. Και, σ' αυτό το παράξενο φως, οι πυκνές κορυφές των κυμάτων δεν ήταν λευκές αλλά στικτές, γκρίζες και κίτρινες. Τις χειμωνιάτικες ημέρες, κάτω από το νεφοσκεπή ουρανό, η θάλασσα είχε συχνά αυτή την όψη, όμως δεν του είχε προκαλέσει ξανά τόση ανησυχία. Αντίθετα, στο παρελθόν του φαινόταν πως αυτές οι σκηνές είχαν μια σπάνια, άγρια ομορφιά. Η φωνούλα της λογικής μέσα του του είπε πως απέδιδε στη θέα συναισθήματα που δεν σχετίζονταν πραγματικά μ' αυτή, που πήγαζαν από αλλού. Η θάλασσα ήταν απλώς η θάλασσα, όπως πάντα, και η αληθινή αιτία για την ανησυχία του ήταν άλλη. Αυτή η σκέψη τον έκανε να σαστίσει γιατί δεν υπήρχε τίποτε μέσα σ' αυτό το δωμάτιο που θα μπορούσε να ευθύνεται για την ανησυχία του. Αυτό το μέρος ήταν ασφαλές. Ο δόκτωρ Άριμαν ήταν σπουδαίος ψυχίατρος. Όλα θα πήγαιναν καλά τώρα που είχε αναλάβει τη Μάρτι. Ο δόκτωρ Άριμαν ήταν ολόψυχα αφοσιωμένος... «Πρέπει να κουβεντιάσουμε κι άλλο», είπε ο δόκτωρ Άριμαν, «να ανακαλύψουμε κι άλλα, προτού κάνω με απόλυ-

τη βεβαιότητα κάποια διάγνωση. Όμως θα ριψοκινδυνεύσω να ονοματίσω αυτό που σου συμβαίνει, Μάρτι». Η Μάρτι έγειρε λίγο μπροστά στην καρέκλα της κι ο Ντάστι είδε πως περίμενε τη διάγνωση του γιατροΰ .σχεδόν χαμογελαστή και δίχως κάποια φανερή ανησυχία στο πρόσωπο της. «Είναι μια δύσκολη και σπάνια κατάσταση», είπε ο •ψυχίατρος. «Αυτοφοβία, φόβος του εαυτού σου. Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοια περίπτωση, όμως ξέρω όσα έχουν γραφτεί γι' αυτή τη διαταραχή. Εκδηλώνεται με απίστευτους τρόπους -όπως, δυστυχώς, γνωρίζεις πολύ καλά πλέον». «Αυτοφοβία», είπε απορημένη η Μάρτι, περισσότερο συνεπαρμένη παρά αγχωμένη όπως θα περίμενε κανείς, σαν να την είχε γιατρέψει ο ψυχίατρος απλώς και μόνο αναφέροντας το όνομα της αρρώστιας. Μπορεί να οφειλόταν στο Βάλιουμ. Τη στιγμή που απορούσε ο Ντάστι με την αντίδραση της Μάρτι, συνειδητοποίησε πως κι αυτός χαμογελούσε και έγνεφε. Ο δόκτωρ Άριμαν θα έκανε αυτό το πρόβλημα να εξαφανιστεί. «Από την άποψη της στατιστικής», είπε ο Άριμαν, «είναι απίστευτο που η καλύτερή σου φίλη και εσύ πάθατε και οι δυο τόσο σοβαρές φοβίες. Οι έντονες φοβίες, σαν τη δική σου και της Σούζαν, δεν είναι κοινές, οπότε φαντάζομαι πως θα υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ τους». «Σύνδεση; Πώς, γιατρέ;» ρώτησε ο Ντάστι κι αυτή η φωνούλα της λογικής μέσα του δεν μπόρεσε να μη σχολιάσει τον τόνο του, που θύμιζε το ύφος δωδεκάχρονου αγοριού που ρωτούσε τον κύριο Μάγο σ' εκείνη την παλιά τηλεοπτική εκπομπή που παρουσίαζε με διασκεδαστικό τρόπο τα θαυμαστά επιτεύγματα της επιστήμης στα παιδιά. Ο Άριμαν ένωσε τα δάχτυλά του κάτω απ' το πιγούνι του και, με συλλογισμένο ύφος, είπε: «Μάρτι, φέρνεις ένα χρόνο τη Σούζαν εδώ...» «Από τότε που την εγκατέλειψε ο Έρικ». «Ναι. Και είσαι για τη Σούζαν ό,τι είναι για το δύτη το σχοινί που τον συνδέει με την επιφάνεια, μια και ψωνίζεις γι' αυτή, τη βοηθάς. Επειδή έχει παρουσιάσει τόσο λίγη φανερή βελτίωση, ανησυχείς όλο και πιο πολύ. Καθώς αυξαίνει η ανησυχία σου, αρχίζεις να κατηγορείς τον εαυτό σου για την αποτυχία της να ανταποκριθεί γρήγορα στη θεραπεία».

Ξαφνιασμένη, η Μάρτι είπε: «Αλήθεια; Κατηγορώ τον εαυτό μου;» «Απ' όσο σε ξέρω, μάλλον είναι στη φύση σου να νιώθεις υπεύθυνη για τους άλλους. Ίσως υπερβολικά υπεύθυνη, μάλιστα». Ο Ντάστι είπε: «Είναι τα γονίδια του Γελαστού Μπομπ». «Ο πατέρας μου», εξήγησε η Μάρτι στον Άριμαν. «Ο Ρόμπερτ Γουντχάουζ». «Α. Τέλος πάντων, αυτό που νομίζω πως συνέβη είναι πως ένιωσες ότι πρόδωσες κατά κάποιον τρόπο τη Σούζαν κι αυτή η αίσθηση προδοσίας μετατράπηκε σε ενοχές. Η αυτοφοβία πηγάζει από τις ενοχές. Αν πρόδωσες τη φίλη σου, που αγαπάς τόσο πολύ, τότε... να, αρχίζεις να λες στον εαυτό σου πως δεν είσαι προφανώς ο καλός άνθρωπος που νόμιζες πως ήσουν, πως μπορεί μάλιστα να είσαι κακός άνθρωπος, αλλά πως σίγουρα είσαι κακή φίλη, ανάξια εμπιστοσύνης». Ο Ντάστι σκέφτηκε πως αυτή η εξήγηση παραήταν απλή για να είναι αληθινή -κι όμως, από την άλλη μεριά, ακουγόταν πειστική. Όταν τον κοίταξε κατάματα η Μάρτι, ο Ντάστι είδε πως η αντίδρασή της ήταν παρόμοια με τη δική του. Θα μπορούσε μια τόσο περίπλοκη, αλλόκοτη διαταραχή να συμβεί σε κάποιον μέσα σε μια νύχτα, και μάλιστα σε κάποιον που προηγουμένως ήταν σταθερός σαν τα Βραχώδη Όρη; «Μόλις χτες», υπενθύμισε ο Άριμαν στη Μάρτι, «όταν έφερες τη Σούζαν για το ραντεβού της, με πήρες παράμερα για να μου πεις πόσο ανησυχούσες γι' αυτή». «Ε, ναι». «Και θυμάσαι τι άλλο είπες;» Όταν δίστασε η Μάρτι, ο Άριμαν της υπενθύμισε: «Μου είπες πως ένιωθες ότι την είχες προδώσει». «Όμως δεν εννοούσα...» «Το είπες με βεβαιότητα. Με αγωνία. Ότι την πρόδωσες». Ξαναφέρνοντας το στο νου της, είπε: «Δεν είναι αλήθεια;» Ξεπλέκοντας τα δάχτυλά του και στρέφοντας τις παλάμες του προς τα πάνω σαν να 'λεγε, Ορίστε, τι σου 'λεγα; ο δόκτωρ Άριμαν χαμογέλασε. «Αν με την περαιτέρω συζήτησή μας επιβεβαιωθεί αυτή η διάγνωση, τότε σου έχω καλά νέα». «Έχω ανάγκη από μερικά καλά νέα», είπε η Μάρτι, αν

και δεν είχε φανεί ούτε μια στιγμή ταραγμένη από τότε που μπήκε στο ιατρείο του. «Το να βρει κανείς τις ρίζες της φοβίας, την κρυφή αιτία, είναι συχνά η δυσκολότερη φάση της θεραπείας. Αν πηγάζει η αυτοφοβία σου από τις ενοχές σου για τη Σούζαν, τότε γλιτώνουμε ένα χρόνο ψυχανάλυση. Ακόμη καλύτερα, σ' αυτή την περίπτωση πάσχεις λιγότερο από μια γνήσια φοβία και περισσότερο από μια συμπαθητική φοβία -με την ιατρική έννοια του όρου». «Όπως έχουν κάποιοι σύζυγοι σπασμούς και τάση προς εμετό το πρωί, όταν είναι οι γυναίκες τους έγκυες;» ρώτησε η Μάρτι. «Ακριβώς», απάντησε ο Άριμαν. «Και μια συμπαθητική φοβία, αν έχεις κάτι τέτοιο τελικά, είναι απείρως ευκολότερο να θεραπευτεί από μια βαθιά ριζωμένη κατάσταση σαν της Σούζαν. Σου εγγυώμαι πως δε θα έρχεσαι για πολύ καιρό εδώ». «Για πόσο;» «Για ένα με τρεις μήνες. Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν υπάρχει τρόπος να καθοριστεί μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Πολλά πράγματα εξαρτώνται από... εσένα κι εμένα». Ο Ντάστι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, ακόμη πιο ανακουφισμένος. Ένας μήνας, ακόμη και τρεις, δεν ήταν τόσο πολύ. Ειδικά αν βελτιωνόταν σταθερά η Μάρτι. Μπορούσαν να το αντέξουν. Ο δόκτωρ Άριμαν ήταν σπουδαίος -ψυχίατρος. Ο δόκτωρ Άριμαν θα έκανε αυτό το πρόβλημα να εξαφανιστεί. «Είμαι έτοιμη ν' αρχίσω», ανακοίνωσε η Μάρτι. «Ήδη, σήμερα το πρωί είδα τον παθολόγο μας...» «Ποια ήταν η γνώμη του;» ρώτησε ο Άριμαν. «Πιστεύει πως θα 'πρεπε να κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο για ν' απορρίψουμε το ενδεχόμενο κάποιου όγκου στον εγκέφαλο, αλλά το πιθανότερο είναι πως δε χρειάζεται θεραπεία, τουλάχιστον ιατρική». «Απ' ό,τι φαίνεται, είναι ένας πολύ καλός, προσεκτικός γιατρός». «Έκανα κάποιες εξετάσεις στο νοσοκομείο, ό,τι μου ζήτησε να κάνω. Τώρα όμως... εντάξει, τίποτε δεν είναι βέβαιο, όμως πιστεύω πως εδώ θα βοηθηθώ αληθινά». «Ας ξεκινήσουμε λοιπόν!» είπε εύθυμα ο δόκτωρ Άριμαν, μ' ένα σχεδόν αγορίστικο ενθουσιασμό που ο Ντάστι τον βρήκε ενθαρρυντικό, γιατί του φάνηκε σαν έκφραση της

αφοσίωσης τον γιατρού στη δουλειά του και της αυτοπεποίθησης του για τις ικανότητες του. Ο Ντάστι κοίταξε τη Μάρτι για να δει αν συμφωνούσε. Εκείνη χαμογέλασε και ένευσε. Αυτό το μέρος ήταν ασφαλές. Θα ήταν καλά εδώ. «Ναι, βέβαια». Ο Ντάστι σηκώθηκε από την καρέκλα του. Η Μάρτι του έδωσε το πέτσινο μπουφάν της, το οποίο είχε βγάλει καθώς έμπαινε στο ιατρείο, κι αυτός το κρέμασε στο χέρι του μαζί με το πανωφόρι του. «Από δω, κύριε Ρόουντς», είπε ο δόκτωρ Άριμαν, διασχίζοντας το μεγάλο γραφείο προς την πόρτα που οδηγούσε στη δεύτερη αίθουσα αναμονής. Τα φολιδωτά σύννεφα, γλοιώδη και γκρίζα σαν σάπια •ψάρια, έμοιαζαν σαν βρομερά εκκρίματα του ταραγμένου Ειρηνικού, πηγμένα στον ουρανό. Οι κατάμαυρες φλέβες στο νερό ήταν κιρσώδεις και είχαν πληθύνει* μεγάλες περιοχές της θάλασσας φαίνονταν τρομακτικά σκοτεινές, τουλάχιστον στον Ντάστι. Η σύντομη ανησυχία του αμέσως έσβησε μόλις στράφηκε από το πελώριο παράθυρο κι ακολούθησε το δόκτορα Άριμαν. Η πόρτα ανάμεσα στο επενδυμένο με μαόνι ιατρείο και τη δεύτερη αίθουσα αναμονής ήταν απρόσμενα χοντρή. Ερμητικά κλειστή σαν καπάκι ασφαλείας σε βάζο, άνοιξε μ' έναν απαλό θόρυβο φελλού που βγαίνει και μ' έναν «αναστεναγμό», σαν να είχε σπάσει μια τσιμούχα. Ο Ντάστι φαντάστηκε πως μια τέτοια πόρτα ήταν αναγκαία για να προστατεύονται οι πελάτες του γιατρού απ' αυτούς που θα ήθελαν να κρυφακούσουν. Αναμφίβολα στο εσωτερικό της υπήρχαν στρώσεις ηχομονωτικού υλικού. Οι μελένιοι τοίχοι, το μαύρο γρανιτένιο δάπεδο και τα έπιπλα σ' αυτή τη δεύτερη αίθουσα αναμονής ήταν ίδια μ' εκείνα του πρώτου καθιστικού στην κύρια είσοδο της σουίτας. «Τι θα 'θελες να σου φέρει η Τζένιφερ, καφέ, Κόκα Κόλα, παγωμένο νερό;» ρώτησε ο Άριμαν τον Ντάστι. «Τίποτε, ευχαριστώ. Είμαι μια χαρά». «Αυτά», είπε ο Άριμαν δείχνοντας μια στοίβα περιοδικά σ' ένα τραπέζι, «είναι όλα πρόσφατα». Χαμογέλασε. «Το δικό μας ιατρείο δεν είναι ένα νεκροταφείο περιοδικών των περασμένων δεκαετιών». «Αυτό είναι αξιέπαινο».

Ο Άριμαν έβαλε καθησυχαστικά το χέρι του στον ώμο του Ντάστι. «Θα γίνει καλά, κύριε Ρόουντς». «Είναι μαχήτρια». «Να έχεις πίστη». «Έχω». Ο ψυχίατρος γύρισε στη Μάρτι. Η πόρτα έκλεισε μ' έναν πνιχτό αλλά εντυπωσιακό γδούπο και η κλειδαριά γύρισε αυτόματα. Δεν υπήρχε πόμολο απ' αυτή τη μεριά. Η πόρτα μπορούσε να ανοιχτεί μονάχα από το ιατρείο.

JVLAYPA ΡΟΥΧΑ, ΜΑΛΛΙΑ. Μάτια γαλάζια, πετράδια. Όλη ένα φως. Ο γιατρός σκάρωσε αυτό το χαϊκοΰ στο μυαλό του, ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα, καθώς γΰριζε στην πολυθρόνα του και καθόταν αντίκρυ στη Μάρτι Ρόουντς, από την άλλη μεριά του χαμηλού τραπεζιού. Βουβός, περιεργάστηκε το πρόσωπο της, κάθε χαρακτηριστικό του ξεχωριστά, και ύστερα όλο μαζί, με την ησυχία του, περίεργος να δει αν η παρατεταμένη του σιωπή θα της προκαλούσε ανησυχία. Ατάραχη, εκείνη περίμενε, σίγουρη προφανώς πως υπήρχε κάποιος ιατρικός λόγος για τη βουβή εξέταση του γιατρού, που θα της τον εξηγούσε όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Όπως και με τη Σούζαν Τζάγκερ, ο δόκτωρ Άριμαν είχε υποβάλει στη Μάρτι και στον Ντάστι Ρόουντς την ιδέα πως θα ένιωθαν άνετα στο ιατρείο του και πως θα ηρεμούσαν αντικρίζοντάς τον. Είχε εμφυτεύσει έξι σκέψεις στο ασυνείδητο τους, σαν μικρές προσευχές, στις οποίες μπορούσαν να καταφύγουν είτε ξεχωριστά είτε σε όλες μαζί, σαν να ήταν μία και μοναδική, μεγάλη, ηρεμιστική προσευχή, αν ένιωθαν νευρικότητα ή αμφιβολία με την παρουσία του γιατρού. Αυτό το μέρος είναι ασφαλές. Ο δόκτωρ Άριμαν είναι σπουδαίος ψυχίατρος. Όλα Θα πάνε καλά τώρα που μ' έχει αναλάβει -ή, στην περίπτωση του Ντάστι, που έχει αναλάβει τη Μάρτι. Ο δόκτωρ Άριμαν είναι ολόψυχα αφοσιωμένος στους ασθενείς του. Ο δόκτωρ Άριμαν θα κάνει όλα τα προβλήματα να εξαφανιστούν. Ακόμη κι όταν βρίσκονταν σε πλήρη εγρήγορση,

αυτές οι φράσεις θα ενέτειναν την εντύπωση τους πως ο δόκτωρ Άριμαν ήταν η μόνη σωτηρία τους. Ο γιατρός το είχε βρει αφάνταστα διασκεδαστικό να τους βλέπει να χαμογελούν και να νεύουν τη στιγμή που θα αναρωτιόνταν και οι ίδιοι πώς είχαν απαλλαγεί έτσι ξαφνικά από την ανησυχία τους. Και πόσο διασκεδαστικό αλήθεια ήταν να σου εμπιστεύεται κάποιος με τόση ευγνωμοσύνη τη γυναίκα του, όταν η πρόθεσή σου ήταν να την εξευτελίσεις, να την υποβιβάσεις, να την ταπεινώσεις και τελικά να την καταστρέψεις. Μετά το απρόσμενο «ημίχρονο» εξαιτίας της αυτοκτονίας της Σούζαν, το παιχνίδι θα ξανάρχιζε. «Μάρτι;» είπε. «Ναι, γιατρέ;» «Ρέιμοντ Σο». Η συμπεριφορά της άλλαξε αμέσως. Ίσιωσε την πλάτη της και κάθισε άκαμπτη στην πολυθρόνα της. Το όμορφο, αχνό χαμόγελο της πάγωσε, έσβησε, και η Μάρτι είπε: «Ακούω». Έχοντας «πατήσει το διακόπτη της» μ' αυτό το όνομα, ο γιατρός έβαλε στο μυαλό της το περίπλοκο πρόγραμμα εντολών που είχε κωδικοποιήσει τόσο περιεκτικά στο προσωπικό της χαϊκού. «Φυσώντας απ' τη δύση ο άνεμος...» «Εσύ είσαι η δύση κι ο δυτικός άνεμος», του είπε υπάκουα. «...τα πεσμένα φύλλα μαζεύει...» «Τα φύλλα είναι οι εντολές σου». «...στην ανατολή». «Εγώ είμαι η ανατολή», είπε η Μάρτι και τώρα όλες οι εντολές που θα της έδινε ο γιατρός θα μαζεύονταν μέσα της σαν φθινοπωριάτικα φύλλα για να σαπίσουν στα σκοτεινά, ζεστά βάθη του υποσυνείδητού της.

Καθώς κρεμούσε ο Ντάστι το μαύρο πέτσινο μπουφάν της Μάρτι στο πορτμαντό, άγγιξε το βιβλίο της στη δεξιά τσέπη. Ήταν το μυθιστόρημα που είχε μαζί της όταν έφερνε εδώ τη Σούζαν, όχι όλη την τελευταία χρονιά, αλλά τουλάχιστον εδώ και τέσσερις πέντε μήνες. Αν και του είχε πει πως ήταν αρκετά ενδιαφέρον, του

Ντάστι του φάνηκε ολοκαίνουριο, σαν να μην είχε ανοιχτεί ποτέ από τότε που αγοράστηκε. Η ράχη ήταν λεία, αζάρωτη. Όταν το φυλλομέτρησε, οι σελίδες ήταν τόσο καινούριες που θα μπορούσε να ήταν η πρώτη φορά που χώριζαν η μια από την άλλη μετά την ένωσή τους στο βιβλιοδετείο. Θυμήθηκε πώς του είχε μιλήσει η Μάρτι γι' αυτό το μυθιστόρημα με τον γενικόλογο τρόπο μιας μαθήτριας που γράφει μια έκθεση για ένα βιβλίο που δεν πρόφτασε να διαβάσει. Ξαφνικά ήταν βέβαιος πως η Μάρτι δεν το είχε ανοίξει ποτέ, όμως δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο λόγο θα του έλεγε ψέματα για κάτι τόσο ασήμαντο. Για την ακρίβεια, ο Ντάστι δυσκολευόταν να πιστέψει πως θα μπορούσε η Μάρτι να του πει ψέματα για οτιδήποτε, είτε για κάτι σπουδαίο είτε για κάτι ασήμαντο. Ο ασυνήθιστος σεβασμός για την αλήθεια ήταν μια λυδία λίθος με την οποία έλεγχε διαρκώς το δικαίωμά της να αυτοαποκαλείται κόρη του Ρόμπερτ Γουντχάουζ, του «Γελαστού Μπομπ». Αφού κρέμασε και το δικό του πανωφόρι, κρατώντας ακόμη το βιβλίο τσέπης, κοίταξε τα περιοδικά στο τραπέζι. Ήταν όλα της ίδιας κατηγορίας: τα μισά κολάκευαν αναίσχυντα τις διάφορες διασημότητες και τα άλλα μισά σχολίαζαν, με έξυπνο τρόπο υποτίθεται, τα λόγια και τις πράξεις των διασημοτήτων -σχόλια που ουσιαστικά δεν ήταν τίποτ' άλλο από αναίσχυντες κολακείες, επίσης. Αφήνοντας τα περιοδικά, κάθισε κρατώντας το βιβλίο. Είχε ακουστά τον τίτλο. Στην εποχή του, το μυθιστόρημα είχε μεγάλη επιτυχία και μια διάσημη ταινία είχε γυριστεί, βασισμένη στην υπόθεσή του. Ο Ντάστι δεν το είχε διαβάσει ούτε είχε δει την ταινία. Ο Άνθρωπος από τη Μαντζουρία, του Ρίτσαρντ Κόντον. Στην πρώτη σελίδα διάβασε πως το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1959. Σ' έναν άλλο αιώνα. Σε μια άλλη χιλιετία. Όμως εξακολουθούσε να κυκλοφορεί. Καλό σημάδι. Κεφάλαιο 1. Το βιβλίο, αν και θρίλερ, δεν ξεκινούσε με μια σκοτεινή θυελλώδη νύχτα αλλά με λιακάδα στο Σαν Φρανσίσκο. Ο Ντάστι άρχισε να διαβάζει.

Ο γιατρός ζήτησε από τη Μάρτι να καθίσει στον καναπέ, όπου μπορούσε να καθίσει πλάι της. Εκείνη σηκώθηκε υπάκουα απ' την πολυθρόνα. Ολόμαυρο περιτύλιγμα. Παράξενο χρώμα για ένα παιχνίδι -που δεν έσπασε ακόμη. Κι αυτό το χαϊκού του άρεσε και το στριφογύρισε μερικές φορές στο μυαλό του με ολοένα μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Δεν ήταν καλό σαν εκείνο με τα πετράδια ούτε είχε τον σωστό αριθμό συλλαβών, όμως ήταν πολύ καλύτερο από τις πρόσφατες απόπειρές του να αποδώσει ποιητικά τη Σούζαν Τζάγκερ. Καθισμένος στον καναπέ κοντά στη Μάρτι, αλλά όχι κολλητά, ο γιατρός είπε: «Σήμερα, μαζί, μπαίνουμε σε μια καινούρια φάση». Φυλακισμένη στο σκοτεινό και σιωπηρό παρεκκλήσι του μυαλού της, όπου άναβαν κεριά μονάχα για το θεό Άριμαν, η Μάρτι άκουγε κάθε λέξη του με τη βουβή αποδοχή και τη λαμπερή, ονειροπόλα ματιά της Ιωάννας της Λορένης όταν άκουγε τη δική της Φωνή. «Από δω και πέρα, θα ανακαλύψεις πως η καταστροφή και η αυτοκαταστροφή είναι απείρως ελκυστικές. Τρομακτικές, ναι. Όμως ακόμη κι ο τρόμος ασκεί μια γοητεία. Πες μου αν έχεις ανέβει ποτέ στα "ρωσικά βουνά" στο λούνα παρκ, σ' αυτά που γυρίζεις ανάποδα καθώς κινείσαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα». «Ναι». «Πες μου τι ένιωσες». «Φόβο». «Όμως ένιωσες και κάτι άλλο». «Χαρά. Απόλαυση». «Ορίστε. Ο τρόμος και η απόλαυση είναι ενωμένα μέσα μας. Είμαστε ένα αποκλίνον είδος, Μάρτι. Απολαμβάνουμε τον τρόμο, και όταν τον γευόμαστε και όταν τον προκαλούμε στους άλλους. Είμαστε πιο υγιείς όταν ομολογούμε αυτή την απόκλιση και δεν πασχίζουμε να είμαστε καλύτεροι απ' όσο μας επιτρέπει η φύση μας. Καταλαβαίνεις τι λέω;» Τα μάτια της σάλεψαν σπασμωδικά, σαν να ονειρευόταν, και είπε: «Ναι». «Ανεξάρτητα από το σχέδιο του Δημιουργού μας, αυτό που γίναμε τελικά είναι αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα. Η συμπόνια, η αγάπη, η ταπεινοφροσύνη, η τιμιότητα, η πίστη, η ειλικρίνεια -όλ' αυτά είναι σαν τεράστια τζάμια

που πάνω τους πέφτουν και ξαναπέφτουν τα ανόητα μικρά πουλιά. Τσακιζόμαστε πάνω στα τζάμια της αγάπης, της αλήθειας, παλεύοντας ανόητα να πάμε εκεί που δε θα μπορούσαμε ποτέ να φτάσουμε, να είμαστε κάτι που δεν είμαστε φτιαγμένοι να γίνουμε». «Ναι». «Η δύναμη, η εξουσία και οι βασικές συνέπειές της ~ο θάνατος και το σεξ. Αυτά μας ωθούν. Η εξουσία πάνω στους άλλους είναι για μας η μέγιστη απόλαυση. Θαυμάζουμε τους πολιτικούς γιατί έχουν τόση εξουσία και λατρεύουμε τις διασημότητες γιατί μοιάζει η ζωή τους να 'ναι γεμάτη δύναμη, εξουσία, περισσότερο απ' ό,τι η δική μας. Οι δυνατοί ανάμεσά μας κρατούν την εξουσία στα χέρια τους και η μόνη απόλαυση των αδύναμων είναι να θυσιάζονται στο βωμό αυτής της εξουσίας. Δύναμη. Η δύναμη να σκοτώνεις, να ακρωτηριάζεις, να πληγώνεις, να λες στους άλλους τι να κάνουν, πώς να σκέφτονται, τι να πιστεύουν και τι όχι. Η δύναμη να τρομοκρατείς. Η καταστροφή είναι το ταλέντο μας, η μοίρα μας. Και θα σε προετοιμάσω για να κυλιστείς στο βούρκο της καταστροφής, Μάρτι, μέχρι, τελικά, ν' αυτοκαταστραφείς -για να γνωρίσεις τη συγκίνηση του να συνθλίβεις και να συνθλίβεσαι». Γαλάζια κίνηση. Γαλάζια ακινησία. Τα χέρια της στα πόδια της, με τις παλάμες προς τα πάνω, σαν έτοιμα να λάβουν. Τα χείλη της ανοιχτά για να δεχτούν μέσα τους. Το κεφάλι της ελαφρά γερτό, σαν μιας προσηλωμένης μαθήτριας. Ο γιατρός έβαλε το χέρι του στο πρόσωπο της και της χάιδεψε το μάγουλο. «Φίλα μου το χέρι, Μάρτι». Εκείνη πίεσε τα χείλη της στα δάχτυλά του. Χαμηλώνοντας το χέρι του, ο γιατρός είπε: «Θα σου δείξω κι άλλες φωτογραφίες, Μάρτι. Εικόνες που θα δούμε προσεκτικά μαζί. Είναι παρόμοιες μ' αυτές που είδαμε χτες, όταν ήσουν εδώ με τη Σούζαν. Όπως εκείνες, αυτές οι φωτογραφίες είναι αποκρουστικές, αηδιαστικές, τρομακτικές. Παρ' όλα αυτά, θα τις περιεργαστείς ήρεμα, προσέχοντας κάθε λεπτομέρεια. Θα τις φυλάξεις στη μνήμη σου, φαινομενικά ξεχνώντας τες -κάθε φορά, όμως, που θα διογκώνεται το άγχος σου, καταλήγοντας σε μια κρίση πανικού, αυτές οι εικόνες θα πλημμυρίζουν το νου σου. Και τότε <5ε θα τις βλέπεις σαν φωτογραφίες σ' ένα βιβλίο, τοποθετημένες με τάξη μέσα στο λευκό τους πλαίσιο και με λεζάντες από

κάτω, αλλά σαν εικόνες που θα γεμίζουν το μυαλό σου και θα είναι mo ζωντανές κι αληθινές από οτιδήποτε έχεις ζήσει στην πραγματικότητα. Πες μου, σε παρακαλώ, αν με καταλαβαίνεις ή όχι, Μάρτι». «Σε καταλαβαίνω». «Είμαι περήφανος για σένα». «Σ' ευχαριστώ». Γυρεύουν, τα γαλάζια μάτια της. Η σοφία του όραση τους χαρίζει. Δάσκαλος και μαθήτρια. Όχι άσχημο τεχνικά, αλλά λανθασμένο. Δεν είναι δάσκαλος της ούτε εκείνη μαθήτριά του, από καμία άποψη. Παίκτης και παιχνίδι. Κύριος και κτήμα. «Μάρτι, όταν θα εμφανίζονται ξανά αυτές οι εικόνες στο μυαλό σου, στις κρίσεις πανικού, θα σου προκαλούν αηδία, ναυτία, θα σε γεμίζουν απόγνωση... αλλά επίσης θα σου ασκούν μια παράξενη γοητεία. Θα τις βρίσκεις αποκρουστικές αλλά ακαταμάχητες. Αν και μπορεί να νιώθεις απελπισία για τα θύματα σ' αυτές τις εικόνες, σ' ένα σημείο βαθιά στο μυαλό σου θα αισθάνεσαι εκτίμηση για τους φονιάδες τους. Έ ν α κομμάτι του εαυτού σου θα ζηλεύει αυτούς τους φονιάδες για τη δύναμή τους και θα αναγνωρίζεις μέσα σου ένα τέτοιο φονικό στοιχείο. Θα φοβάσαι αυτή τη βίαιη, Αλλη Μάρτι... κι όμως θα λαχταράς να αφεθείς στον έλεγχο της. Θα βλέπεις αυτές τις εικόνες σαν ευχές, σαν εξάρσεις βίας στις οποίες θα αφηνόσουν για να μην προδώσεις αυτή την Άλλη Μάρτι, τον βίαιο, άγριο εαυτό σου που είναι στην πραγματικότητα η αληθινή ανθρώπινη φύση σου. Αυτή η Άλλη Μάρτι είναι ο αληθινός εαυτός σου. Η ευγενική γυναίκα που μοιάζεις να 'σαι... δεν είναι παρά μια πλάνη, ένας ίσκιος που ρίχνεις στο φως του πολιτισμού για να δείχνεις στους αδύναμους πως ανήκεις σ' αυτούς, ώστε να μην τους φοβίζεις. Στις επόμενες συναντήσεις μας, θα σου δείξω πώς να γίνεις η Μάρτι που είσαι προορισμένη να γίνεις, πώς να απαλλαγείς απ' αυτή τη σκιώδη ύπαρξη και να γίνεις αληθινά ζωντανή, πώς να"εκμεταλλευτείς τις δυνατότητές σου, ν' αδράξεις τη δύναμη και τη δόξα που είναι το πεπρωμένο σου». Ο γιατρός είχε φέρει δυο μεγάλα κι όμορφα εικονογραφημένα εγχειρίδια μαζί του στον καναπέ. Αυτοί οι ακριβοί τόμοι χρησιμοποιούνταν στα μαθήματα εγκληματολογίας σε πολλά πανεπιστήμια. Οι περισσότεροι ντετέκτιβ της αστυ-

νομίας και οι ιατροδικαστές στις μεγάλες πόλεις τα γνώριζαν, όμως ελάχιστοι πολίτες ήξεραν την ύπαρξή τους. Το πρώτο ήταν μια ολοκληρωμένη μελέτη στην ιατροδικαστική, που είναι η επιστήμη της αναγνώρισης και της ερμηνείας των ασθενειών, των τραυμάτων και των πληγών στο ανθρώπινο κορμί. Η ιατροδικαστική ενδιέφερε το δόκτορα Άριμαν γιατί ήταν άνθρωπος της ιατρικής και γιατί ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει ποτέ κανένα στοιχείο -στα οργανικά ερείπια που προέκυπταν απ' τα παιχνίδια του-, το οποίο θα μπορούσε να τον οδηγήσει από την έπαυλή του σ' ένα κελί φυλακής ή ψυχιατρείου. Δεν σκόπευε να του πέσει ποτέ η κάρτα ΠΗΓΑΙΝΕ ΚΑ-

ΤΕΥΘΕΙΑΝ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ. Εν τέλει, σε αντίθεση με τη Μο-

νόπολη, αυτό το παιχνίδι δεν είχε κάρτες που να λένε ΒΓΕΣ

ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ, ΕΙΣΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ.

Το δεύτερο εγχειρίδιο ήταν μια περιεκτική μελέτη των μεθόδων, των διαδικασιών και των τεχνικών της αστυνομίας σε μια έρευνα για ανθρωποκτονία. Ο γιατρός το είχε πάρει με τη λογική πως, για να 'σαι καλός παίκτης, πρέπει να κατανοείς πλήρως τη στρατηγική των αντιπάλων σου. Και οι δύο τόμοι περιείχαν πινακοθήκες με τη σκοτεινή τέχνη του Θανάτου. Το ιατροδικαστικό εγχειρίδιο είχε περισσότερα παραδείγματα και μεγαλύτερη ποικιλία φρικαλεοτήτων, όμως ο τόμος που αφορούσε τις έρευνες για ανθρωποκτονία πρόσφερε περισσότερες επιτόπου φωτογραφίες θυμάτων, που είχαν μια γοητεία η οποία συχνά έλειπε από τις φωτογραφίες στο νεκροτομείο, με τον ίδιο τρόπο που ένα σφαγείο είναι πιο συναρπαστικό, οπτικά, από οποιοδήποτε κρεοπωλείο. Γκούγκενχαϊμ αίματος, Λούβρα βίας, μουσεία της ανθρώπινης κακίας και δυστυχίας, με περιεχόμενα και ευρετήρια για εύκολη αναζήτηση. Εκείνη περίμενε υπάκουα. Με χείλη μισάνοιχτα. Μάτια διάπλατα. Έ ν α σκεύος έτοιμο να γεμίσει. «Είσαι όμορφη», της είπε ο γιατρός. «Μάρτι, οφείλω να το ομολογήσω: τυφλωμένος απ' το φως της Σούζαν, δεν είχα εκτιμήσει την ομορφιά σου. Μέχρι τώρα». Καρυκευμένη με λίγη δυστυχία ακόμη, θα γινόταν υπέροχα ερωτική. Έτσι, άρχισε με το βιβλίο που αφορούσε τις έρευνες για ανθρωποκτονία. Άνοιξε σε μια σελίδα σημειωμένη μ' ένα χαρτάκι. Κρατώντας τον τόμο μπροστά στη Μάρτι, ο Άριμαν κα-

τηύθυνε την προσοχή της σε μια φωτογραφία ενός νεκρού, ξαπλωμένου ανάσκελα σ' ένα ξύλινο δάπεδο. Ήταν γυμνός και πετσοκομμένος, με τριάντα έξι μαχαιριές στο κορμί του. Ο γιατρός φρόντισε να προσέξει ιδιαίτερα η Μάρτι με τι ευφάνταστο τρόπο είχε χρησιμοποιήσει ο φονιάς τα γεννητικά όργανα του θύματος. «Κι εκεί, ο ήλος σιδηροτροχιάς στο μέτωπο», είπε ο Άριμαν. «Είναι χαλύβδινος, με μήκος είκοσι πέντε εκατοστά και διάμετρο κεφαλής τρία εκατοστά, όμως ο περισσότερος δε φαίνεται. Κρατά κολλημένο το κορμί στο δρύινο δάπεδο. Μια αναφορά στη Σταύρωση, αναμφίβολα - ο ήλος στο χέρι κι ο ακάνθινος στέφανος συνδυασμένοι σ' ένα αποτελεσματικό σύμβολο. Ρούφηξε την εικόνα, Μάρτι. Κάθε λαμπρή λεπτομέρειά της». Εκείνη κοίταξε καλά καλά, όπως την πρόσταξε, με τη ματιά της να ταξιδεύει από πληγή σε πληγή στη φωτογραφία. «Το θύμα ήταν παπάς», την πληροφόρησε ο γιατρός. «Ο φονιάς σίγουρα θα ταλαιπωρήθηκε με το δρύινο πάτωμα, όμως κανένας κατασκευαστής δεν αξιώθηκε ακόμη να φτιάξει πατώματα με περαστές σανίδες από ξύλο κρανιάς». Γαλάζια κίνηση. Γαλάζια ακινησία. 'Ενα βλεφάρισμα. Η φωτογραφία αποθηκεύτηκε στη μνήμη. Ο Άριμαν γύρισε σελίδα.

Τόσο που ανησυχούσε ο Ντάστι για τη Μάρτι, δεν περίμενε να κατορθώσει να συγκεντρωθεί στο μυθιστόρημα. Όμως η γαλήνη που είχε απλωθεί μέσα του μόλις μπήκε στο ιατρείο του δόκτορα Άριμαν δεν είχε σβήσει, κι έτσι απορροφήθηκε τελικά από την ιστορία, πιο εύκολα απ' όσο περίμενε. Ο Άνθρωπος από τη Μαντζουρία είχε πολύ ενδιαφέρουσα πλοκή και ζωηρούς χαρακτήρες, όπως είχε πει η Μάρτι με την παράξενα μονότονη φωνή της και τις άχρωμες φράσεις της. Αν λάμβανε κανείς υπόψη πόσο καλό ήταν το μυθιστόρημα, το ότι δεν είχε κατορθώσει να το τελειώσει -ούτε καν να διαβάσει το περισσότερο- τόσους μήνες που το κουβαλούσε στα ραντεβού της Σούζαν έμοιαζε ακόμη πιο ανεξήγητο. Στο Κεφάλαιο 2, ο Ντάστι συνάντησε μια παράγραφο που άρχιζε με το όνομα Δόκτωρ ΓιενΛο. Ταράχτηκε τόσο, που παραλίγο να του φύγει το βιβλίο

απ' τα χέρια. Κατόρθωσε να το κρατήσει, όμως έχασε τη σελίδα. Φυλλομετρώντας το για να την ξαναβρεί, ήταν βέβαιος πως τον είχαν γελάσει τα μάτια του. Πρέπει να είχε δει κάποια φράση με τέσσερις συλλαβές παρόμοιες μ' εκείνες του ασιατικού ονόματος, και την είχε διαβάσει λάθος. Ο Ντάστι βρήκε το δεύτερο κεφάλαιο, τη σελίδα, την παράγραφο και ξανάδε το όνομα, γραμμένο με ολοκάθαρα τυπογραφικά στοιχεία, όπως ακριβώς το είχε γράψει ο Σκιτ, ξανά και ξανά, στις σελίδες του σημειωματάριου: Δόκτωρ Γιεν Λο. Τα γράμματα χοροπηδούσαν καθώς τα χέρια του έτρεμαν. Αυτό το όνομα είχε κάνει τον πιτσιρικά να περιέλθει αμέσως σ' εκείνη την παράξενη διασχιστική κατάσταση, σαν να ήταν υπνωτισμένος, και τώρα έκανε τον Ντάστι να ανατριχιάσει τόσο, που ο σβέρκος του ζάρωσε σαν τσαλακωμένο χαρτί. Ακόμη και η εξαιρετικά ηρεμιστική επίδραση του διάκοσμου της αίθουσας αναμονής δεν μπόρεσε να ζεστάνει τη ραχοκοκαλιά του, που ήταν παγωμένη σαν θερμόμετρο μέσα σε ψυγείο κρεάτων. Βάζοντας το δάχτυλο του για σελιδοδείκτη, σηκώθηκε και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε στο μικρό δωμάτιο, πασχίζοντας να βρει τη δύναμη που χρειαζόταν για να κρατήσει σχετικά ακίνητο το βιβλίο κι έτσι να μπορέσει να το διαβάσει. Γιατί βασάνιζε και επηρέαζε τόσο τον Σκιτ ένα όνομα που ανήκε απλώς σ' ένα χαρακτήρα κάποιου μυθιστορήματος; Αναλογιζόμενος τις λογοτεχνικές προτιμήσεις του πιτσιρικά, τα βαρυφορτωμένα με μυθιστορήματα φαντασίας ράφια στο διαμέρισμά του, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν θα είχε διαβάσει καν αυτό το θρίλερ. Δεν είχε ούτε ένα δράκο μέσα, ούτε ένα ξωτικό, ούτε ένα μάγο. Αφού έκανε κάμποσους γύρους μέσα στο δωμάτιο και άρχισε να καταλαβαίνει πώς ένιωθε ένας πάνθηρας κλεισμένος σε ζωολογικό κήπο, ο Ντάστι ξανακάθισε στην καρέκλα του, αν και ένιωθε ακόμη πως όλο το υγρό στη ραχοκοκαλιά του είχε μαζευτεί, σαν παγωμένος υδράργυρος, στη μέση του. Συνέχισε να διαβάζει. Δόκτωρ ΓιενΛο...

Η Τ Α Ν ΤΣΑΠΑΤΣΟΥΛΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ Ο αποκεφαλισμός, α-

φού είχε γίνει προφανώς με λάθος εργαλείο. «Εδώ μας ενδιαφε'ρουν τα μάτια του θύματος, Μάρτι. Πόσο γουρλωμένα είναι. Τα πάνω βλέφαρα είναι τόσο ζαρωμένα προς τα πίσω από τον κλονισμό, που δείχνουν σχεδόν σαν να 'χουν αποκοπεί. Υπάρχει τόσο μυστήριο στη ματιά του, κάτι τόσο απόκοσμο, που μοιάζει σαν ν' αντίκρισε τη στιγμή του θανάτου ό,τι τον περίμενε στην άλλη μεριά». Εκείνη κοίταξε τα αξιολύπητα μάτια στη φωτογραφία. Βλεφάρισμα. Βλεφάρισμα. Γυρνώντας στην επόμενη σημειωμένη σελίδα, ο γιατρός είπε: «Αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, Μάρτι. Να την παρατηρήσεις καλά». Η Μάρτι χαμήλωσε το κεφάλι της προς τη σελίδα. «Τελικά θα ζητηθεί από σένα και τον Ντάστι να ακρωτηριάσετε με παρόμοιο τρόπο μια γυναίκα και να τοποθετήσετε τα διάφορα μέρη του σώματος της όπως εδώ. Το θύμα στη φωτογραφία είναι ένα κορίτσι, μόλις δεκατεσσάρων χρονών, όμως το δικό σας άτομο θα είναι σχετικά μεγαλύτερης ηλικίας». Ο γιατρός ήταν τόσο προσηλωμένος στη φωτογραφία, που δεν είδε τα πρώτα δυο δάκρυα μέχρι που είχαν διασχίσει πια το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της Μάρτι. Σηκώνοντας τα μάτια κι αντικρίζοντας αυτά τα δυο υγρά μαργαριτάρια, έμεινε κατάπληκτος. «Μάρτι, υποτίθεται πως βρίσκεσαι σ' εκείνο το βαθύτερο απ' όλα τα μέρη του μυαλού σου, κάτω κάτω, στο παρεκκλήσι. Πες μου αν είσαι εκεί ή όχι». «Ναι. Εδώ. Στο παρεκκλήσι». Με την προσωπικότητά της τόσο βαθιά καταπιεσμένη,

δεν θα 'πρεπε να μπορεί να αντιδρά συναισθηματικά σε ό,τι κι αν έβλεπε, σε ό,τι κι αν της έκαναν. Όπως με τη Σούζαν, ο γιατρός θα 'πρεπε να τη βγάλει από το παρεκκλήσι και να την ανεβάσει μερικά σκαλοπάτια, σ' ένα υψηλότερο επίπεδο συνείδησης, προτού είναι ικανή η Μάρτι για οποιαδήποτε αντίδραση τόσο απολαυστική όσο αυτή. «Πες μου τι τρέχει, Μάρτι». Η φωνή της δεν ήταν παρά μια ψιθυριστή ανάσα όλη κι όλη: «Τόσος πόνος». «Πονάς;» «Αυτή». «Πες μου ποια». Καθώς κυλούσαν κι άλλα δάκρυα απ' τα μάτια της, λαμπυρίζοντας, έδειξε το κομματιασμένο κορίτσι στη φωτογραφία. Σαστισμένος, ο Άριμαν είπε: «Είναι απλώς μια φωτογραφία». «Ενός πραγματικού προσώπου», μουρμούρισε εκείνη. «Έχει πεθάνει εδώ και πολύ καιρό». «Κάποτε ζούσε». Η Μάρτι είχε προφανώς έξοχους δακρυϊκούς αδένες. Οι δακρυϊκοί ασκοί της άδειασαν στα δακρυϊκά της λιμνία, που πλημμύρισαν, και άλλες δυο στάλες δυστυχίας κύλησαν από τα μάτια της. Ο Άριμαν θυμήθηκε το στερνό δάκρυ της Σούζαν, που κύλησε το τελευταίο λεπτό της ζωής της. Φυσικά, το να πεθαίνεις πρέπει να είναι μια εξαιρετικά αγωνιώδης εμπειρία, ακόμη κι όταν ξεψυχάς γαλήνια και με την προσωπικότητά σου ολότελα καταπιεσμένη, θαμμένη. Η Μάρτι δεν πέθαινε. Κι όμως, αυτά τα δάκρυα... «Δεν ήξερες αυτό το κορίτσι», επέμεινε ο γιατρός. Ψιθυριστά: «Όχι». «Μπορεί να του άξιζε». «Όχι». «Μπορεί να ήταν μια έφηβη πόρνη». Απαλά, μελαγχολικά: «Δεν έχει σημασία». «Μπορεί να ήταν κι αυτή φόνισσα». «Αυτή είναι εγώ». «Τι σημαίνει αυτό;» τη ρώτησε. «Τι σημαίνει;» παπαγάλισε η Μάρτι. «Λες πως αυτή είναι εσύ. Εξήγησέ το μου». «Δεν μπορεί να εξηγηθεί».

«Τότε δεν έχει νόημα». «Μπορείς μονάχα να το ξέρεις». «Μπορείς μονάχα να το ξέρεις», επανέλαβε εκείνος περιφρονητικά. «Ναι». «Μήπως είναι κάνας γρίφος αυτό, κανένα απ' αυτά τα κόαν του ζεν;» «Είναι;» τον ρώτησε. «Κοπέλες», είπε εκείνος ανυπόμονα. Η Μάρτι δεν μίλησε. Ο γιατρός έκλεισε το βιβλίο, περιεργάστηκε για μια στιγμή την κατατομή της και υστέρα είπε: «Κοίταξέ με». Έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος του. «Στάσου ακίνητη», της είπε. «Θέλω να τα γευτώ». Ο Άριμαν πίεσε τα χείλη του πρώτα στο ένα δακρυσμένο μάτι της και υστέρα στο άλλο. Και λιγάκι τη γλώσσα του, επίσης. «Αρμυρά», είπε, «αλλά και κάτι άλλο. Είναι κάτι ανεπαίσθητο, συναρπαστικό». Τα γεύτηκε λίγο ακόμη. Σαν να ονειρευόταν η Μάρτι, τα μάτια της τρεμούλιασαν ερωτικά στην άκρη της γλώσσας του. Ο Άριμαν τραβήχτηκε πάλι από τη Μάρτι και είπε: «Στυφά αλλά όχι πικρά». Υγρό κοριτσίστικο πρόσωπο. Όλη η θλίψη του κόσμου. Κι όμως τόση ομορφιά. Τολμώντας να πιστέψει πως αυτές οι τρεις αράδες ήταν η αρχή ενός ακόμη χαϊκού που θ' άξιζε να γραφτεί, ο γιατρός τις φύλαξε στο νου του για να τις δουλέψει αργότερα. Τα μάτια της στέγνωσαν ξανά, σαν να είχε εξασθενήσει ο δακρυϊκός μηχανισμός της από τη ζεστασιά των χειλιών του Άριμαν. «Θα με διασκεδάσεις πολύ περισσότερο απ' όσο περίμενα», είπε ο Άριμαν. «Θα χρειαστείς κάμποση προσπάθεια, αλλά αξίζει τον κόπο. Σαν όλα τα καλύτερα παιχνίδια, η τέχνη της μορφής σου -ο νους και η καρδιά σου- είναι τουλάχιστον ισάξια με τη συγκίνηση της λειτουργίας σου. Τώρα θέλω να είσαι ήρεμη, απόλυτα ήρεμη, αποστασιοποιημένη, παρατηρητική, υπάκουη». «Καταλαβαίνω». Ξανάνοιξε το εγχειρίδιο. Με την υπομονετική καθοδήγηση του γιατρού, αδάκρυτη αυτή τη φορά, η Μάρτι περιεργάστηκε τη φωτογραφία του

διαμελισμένου κοριτσιού, που είχε «συναρμολογηθεί» με πρωτότυπο τρόπο. Την πρόσταξε να φανταστεί πώς θα ήταν να διέπραττε εκείνη αυτή τη φρικαλεότητα, να απολάμβανε τη δυσώδη υγρή πραγματικότητα αυτού που έβλεπε στη γυαλιστερή σελίδα. Για να είναι βέβαιος πως θα χρησιμοποιούσε η Μάρτι και τις πέντε αισθήσεις της σ' αυτή την άσκηση, επιστράτευσε τις ιατρικές του γνώσεις, την πείρα του και την εξασκημένη του φαντασία για να τη βοηθήσει με τις λεπτομέρειες στο χρώμα, την υφή και την οσμή. Και ύστερα άλλες σελίδες. Άλλες φωτογραφίες. Άνθρωποι που μόλις είχαν πεθάνει, αλλά και άλλοι, σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης. Βλεφάρισμα. Βλεφάρισμα. Τελικά ξανάβαλε τους δυο μεγάλους τόμους στη βιβλιοθήκη. Είχε ξοδέψει δεκαπέντε λεπτά παραπάνω με τη Μάρτι, όμως το είχε απολαύσει εκλεπτύνοντας την εκτίμηση της για το θάνατο. Κάποιες φορές ο γιατρός σκεφτόταν πως θα μπορούσε να γίνει εξαίρετος δάσκαλος, με κοστούμια από τουίντ, παπιγιόν και τιράντες· και ήξερε πως θα το χαιρόταν να δουλεύει με παιδιά. Πρόσταξε τη Μάρτι να ξαπλώσει ανάσκελα στον καναπέ και να κλείσει τα μάτια. «Τώρα θα φέρω τον Ντάστι εδώ, όμως δε θ' ακούσεις ούτε λέξη απ' όσα θα πούμε. Δε θ' ανοίξεις τα μάτια σου μέχρι να σ' το πω εγώ. Τώρα θα πας σ' ένα μέρος δίχως φως και ήχο, θα κοιμηθείς βαθιά και θα ξυπνήσεις πίσω στο παρεκκλήσι του μυαλού σου μονάχα όταν θα σου φιλήσω τα μάτια και θα σε αποκαλέσω πριγκιπέσα». Αφού περίμενε ένα λεπτό, ο γιατρός μέτρησε το σφυγμό στον αριστερό καρπό της Μάρτι. Αργός, βαρύς, σταθερός. Πενήντα δύο το λεπτό. Και τώρα στον κύριο Ρόουντς, ελαιοχρωματιστή, απορριφθέντα απ' το πανεπιστήμιο, κρυφοδιανοούμενο και σύντομα διαβόητο ανά τον κόσμο, ασυνείδητο όργανο εκδίκησης.

Το θέμα του μυθιστορήματος ήταν η πλύση εγκεφάλου, πράγμα που κατάλαβε ο Ντάστι μια δυο σελίδες μετά την εμφάνιση του δόκτορα Γιεν Λο. Αυτή η ανακάλυψη τον ξάφνιασε σχεδόν τόσο όσο όταν

αντίκρισε το όνομα από το σημειωματάριο του Σκιτ. Τοΰτη τη φορά δεν κινδύνεψε να του πέσει το βιβλίο από τα χέρια ούτε έχασε τη σελίδα, όμως μουρμούρισε: «Διάβολε». Στο διαμέρισμα του πιτσιρικά, ο Ντάστι είχε ψάξει δίχως επιτυχία για ενδείξεις ανάμειξης σε κάποια αίρεση. Δεν βρήκε φυλλάδια ή μπροσούρες. Ούτε θρησκευτικά ενδύματα ή εικόνες. Ούτε καν ένα κοτόπουλο μέσα σ' ένα κλουβί, να κακαρίζει ανήσυχα περιμένοντας να θυσιαστεί. Τώρα, ενώ ο Ντάστι δεν σκεφτόταν καν τα προβλήματα του Σκιτ, εμφανίστηκε αυτός ο μυστηριώδης Κινέζος γιατρός, ξεφύτρωσε μέσα από το μυθιστόρημα του Κόντον για να αποκαλυφθεί πως ήταν ειδικός στην επιστήμη και την τέχνη της πλύσης εγκεφάλου. Ο Ντάστι δεν πίστευε στις συμπτώσεις. Η ζωή ήταν ένας τάπητας με σχέδια που διακρίνονταν αν έψαχνες να τα βρεις. Τούτο το βιβλίο δεν έτυχε απλώς να είναι αυτό που είχε μαζί της η Μάρτι εδώ και μήνες. Έφτασε στα χέρια τους γιατί περιείχε κάποιο στοιχείο για την αλήθεια σ' αυτή την παρανοϊκή κατάσταση. Θα είχε δώσει τον δεξιό του όρχι -ή, πιο πρόθυμα, όλα τα χρήματα στο λογαριασμό τουςγια να μάθει ποιος είχε φροντίσει να βρίσκεται ο Άνθρωπος από τη Μαντζουρία εδώ, τώρα, την κατάλληλη στιγμή. Αν και ο Ντάστι πίστευε σ' ένα σύμπαν ευφυώς σχεδιασμένο, δυσκολευόταν να πιστέψει πως η φύση θα συμπεριλάμβανε ανάμεσα σ' όλα τα ουράνια και επίγεια θαύματά της τις αποκαλύψεις μέσω ενός βιβλίου τσέπης. Εντάξει, δεν ήταν κάποιο σχέδιο της φύσης, δεν ήταν σύμπτωση, επομένως έπρεπε να ευθύνεται κάποιος με σάρκα και οστά. Ο Ντάστι άκουσε τον εαυτό του να μονολογεί, σαν να μιμούνταν μια κουκουβάγια, και σιώπησε συνειδητοποιώντας πως ήξερε πολύ λίγα για να δώσει απάντηση στο ερώτημά του. Στο μυθιστόρημα του Κόντον, που εκτυλισσόταν στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας και αμέσως μετά, ο δόκτωρ Γιεν Λο είχε κάνει πλύση εγκεφάλου σε μερικούς Αμερικανούς στρατιώτες, μετατρέποντας έναν απ' αυτούς σε φονικό ρομπότ χωρίς καμιά επίγνωση σχετικά με ό,τι του είχαν κάνει. Πίσω στην πατρίδα, όπου έγινε δεκτός σαν ήρωας, ο στρατιώτης ζούσε μια φυσιολογική ζωή, μέχρι που, ενεργοποιημένος από ένα απλό παιχνίδι πασιέντσας, και λαμβάνοντας κατόπιν κάποιες εντολές, έγινε ένας υπάκουος φονιάς.

Όμως ο πόλεμος της Κορε'ας είχε λήξει το 1953 κι αυτό το θρίλερ είχε εκδοθεί το 1959, πολύ πριν γεννηθεί ο Ντάστι. Ούτε ο νεαρός στρατιώτης ούτε ο δόκτωρ Γιεν Λο ήταν αληθινά πρόσωπα. Δεν υπήρχε κανένας φανερός λόγος για να 'χει κάποια σχέση αυτό το μυθιστόρημα με τον Ντάστι, τη Μάρτι και τον Σκιτ με τους κανόνες του σε μορφή χαϊκού. Δεν είχε παρά να διαβάσει παρακάτω, σε αναζήτηση μιας αποκάλυψης. Ο Ντάστι είχε διαβάσει κάμποσες σελίδες ακόμη, όταν άκουσε το πόμολο να γυρίζει τρίζοντας από την άλλη μεριά της πόρτας, τη μεριά του ιατρείου του Άριμαν άκουσε τον μεταλλικό θόρυβο της κλειδαριάς και ξαφνικά ένιωσε πως δεν έπρεπε να τον πιάσει κανένας να διαβάζει αυτό το βιβλίο. Αισθάνθηκε μια ξαφνική και ανεξήγητη νευρικότητα και, όταν άνοιξε η πόρτα μ' έναν απαλό θόρυβο φελλού που βγαίνει και μ' έναν «αναστεναγμό», σαν να είχε σπάσει μια τσιμούχα, πέταξε ταραγμένος το βιβλίο τσέπης, σαν να τον είχαν τσακώσει να διαβάζει ένα χυδαίο πορνογράφημα ή, ακόμη χειρότερα, έναν από τους αναρίθμητους πομπώδεις τόμους που συνέγραψαν ο πατέρας του και οι πατριοί του. Το βιβλίο γλίστρησε πάνω στο τραπεζάκι, δίπλα στην καρέκλα του, κι έπεσε μ' έναν πνιχτό ήχο στο πάτωμα καθώς άνοιγε η βαριά πόρτα κι εμφανιζόταν ο δόκτωρ Άριμαν. Έχοντας κοκκινίσει ακατανόητα, ο Ντάστι ήδη σηκωνόταν ενώ ακόμη γλιστρούσε το βιβλίο κι έβηξε για να μην ακουστεί που θα έπεφτε. Ταραγμένος, άκουσε τον εαυτό του να λέει: «Γιατρέ, είναι η Μάρτι... Πήγε... Θα γίνει...» «Βαϊόλα Νάρβιλι», είπε ο γιατρός. «Ακούω».

M E T A ΤΗΝ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ του προσωπικού

χαϊκού του Ντάστι, ο δόκτωρ Άριμαν τον συνόδευσε στο ιατρείο και τον οδήγησε κατευθείαν στην πολυθρόνα όπου καθόταν νωρίτερα η Μάρτι. Εκείνη κοιμόταν στον καναπέ κι ο Ντάστι δεν της έριξε ούτε μια ματιά. Ο Άριμαν κάθισε στην άλλη πολυθρόνα και περιεργάστηκε για ένα λεπτό το υποκείμενο του. Ο άντρας φαινόταν λιγάκι αποστασιοποιημένος, όμως αποκρίθηκε αμέσως στο άκουσμα της φωνής του γιατρού. Η παθητική έκφρασή του δεν ήταν πιο παράξενη από τις εκφράσεις που έβλεπε κανείς στα πρόσωπα των βαριεστημένων οδηγών σ' ένα μποτιλιάρισμα. Ο Ντάστιν Ρόουντς ήταν σχετικά καινούριο απόκτημα στη συλλογή του Άριμαν. Ο γιατρός δεν τον έλεγχε πλήρως, παρά μόνο τους τελευταίους δυο μήνες. Η ίδια η Μάρτι, με την καθοδήγηση του γιατρού, είχε σερβίρει σε τρεις περιπτώσεις στο σύζυγο της τις προσεκτικά αναμεμειγμένες δόσεις των φαρμάκων που απαιτούνταν για να βυθιστεί ο Ντάστι στην απαραίτητη για τον αποτελεσματικό προγραμματισμό του ημινάρκωση: Ροϋπνόλ, φαινοκυκλιδίνη, Βάλιουμ και μια ουσία γνωστή -μόνο σε ελάχιστους ειδήμονες- ως Σάντα Φε No. 46. Επειδή ο Ντάστι έτρωγε πάντα επιδόρπιο το βράδυ, πήρε την πρώτη δόση μέσα σε μια φέτα πίτας με φυστικοβούτυρο- η δεύτερη, ύστερα από δυο βράδια, δεν χάρισε μήτε γεύση μήτε άρωμα σ' ένα μπολ κρεμ μπριλέ γαρνιρισμένη με καβουρντισμένη καρύδα- την τρίτη, τρία βράδια μετά τη δεύτερη, δεν θα την οσμιζόταν ούτε λαγωνικό όπως ήταν χωμένη σ' ένα παγωτό με σιρόπι σοκολάτας, βύσσινα, αμύγδαλα και ψιλοκομμένο χουρμά. Ήξερε να τρώει. Τουλάχιστον όσον αφορούσε τις μα-

γειρικές τους προτιμήσεις, ο γιατρός ένιωθε πως είχαν κάτι κοινό. Ο προγραμματισμός είχε γίνει στην κρεβατοκάμαρα των Ρόουντς, με τον Ντάστι στο κρεβάτι, τη Μάρτι να κάθεται σταυροπόδι παράμερα, στο μεγάλο μαλλιαρό μαξιλάρι στη γωνία, και με μια λάμπα δαπέδου να χρησιμεύει σαν βάση για τον ορό. Όλα πήγαν καλά. Ο σκύλος ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα, όμως ήταν υπερβολικά γλυκός και υπάκουος για να κάνει κάτι παραπάνω από το να γρυλίζει και να κατσουφιάζει. Τον έκλεισαν στο γραφείο της Μάρτι μ' ένα μπολ νερό, μια κίτρινη λαστιχένια πάπια με σφυρίχτρα στην κοιλιά κι ένα ψεύτικο κόκαλο. Τώρα, αφού πρώτα τα μάτια του Ντάστι κινήθηκαν μερικές φορές σπασμωδικά, ο δόκτωρ Άριμαν είπε: «Δε θα καθυστερήσουμε, όμως οι εντολές μου σήμερα είναι πολύ σημαντικές». «Μάλιστα, κύριε». «Η Μάρτι θα ξανάρθει εδώ να με δει την Παρασκευή, μεθαύριο, κι εσύ θα κανονίσεις το πρόγραμμά σου έτσι ώστε να μπορέσεις να τη φέρεις. Πες μου αν είναι κατανοητό». «Ναι. Κατανοητό». «Λοιπόν. Με ξάφνιασες χτες, με τους ηρωισμούς σου στο σπίτι των Σόρενσον. Αυτό δεν ήταν στο σχέδιο μου. Στο μέλλον, αν είσαι παρών όταν θα κάνει ο αδερφός σου ο Σκιτ κάποια απόπειρα αυτοκτονίας, δε θα παρέμβεις. Μπορείς να προσπαθήσεις να τον μεταπείσεις, όμως μονάχα θα του μιλήσεις και τελικά θα τον αφήσεις ν' αυτοκαταστραφεί. Πες μου αν με καταλαβαίνεις». «Σε καταλαβαίνω». «Όταν θ' αυτοκτονήσει, θα νιώσεις ολότελα απελπισμένος. Και θυμωμένος. Εξοργισμένος. Θα αφεθείς να σε παρασύρουν τα συναισθήματά σου. Θα καταλάβεις ενάντια σε ποιον θα πρέπει να στρέψεις την οργή σου γιατί τ' όνομά του θα είναι στο σημείωμα που θ' αφήσει ο Σκιτ προτού αυτοκτονήσει. Περισσότερα θα πούμε την Παρασκευή». «Μάλιστα, κύριε». Σαν άνθρωπος που έβρισκε πάντα το χρόνο για λίγη διασκέδαση, ακόμη κι όταν πνιγόταν στη δουλειά, ο γιατρός κοίταξε φευγαλέα τη Μάρτι στον καναπέ και ύστερα έστρεψε την προσοχή του στον Ντάστι. «Η γυναίκα σου είναι χυμώδης, δε νομίζεις;»

«Νομίζω;» «Νομίζεις δε νομίζεις, εγώ τη βρίσκω χυμώδη». Τα μάτια του Ντάστι ήταν κυρίως γκρίζα, αλλά με γαλάζιες ραβδώσεις που τα έκαναν μοναδικά. Όταν ήταν μικρός, ο Άριμαν μάζευε γυάλινους βόλους και είχε κάμποσα σακούλια γεμάτα απ' αυτούς, τρεις απ' τους οποίους έμοιαζαν με τα μάτια του Ντάστι, αν και δεν ήταν τόσο λαμπεροί. Η Μάρτι έβρισκε τα μάτια του συζύγου της ιδιαίτερα όμορφα, και τούτος ήταν ο λόγος που το είχε διασκεδάσει τόσο πολύ ο γιατρός όταν της εμφύτευσε την υπόδειξη πως η αυτοφοβία της θα εκδηλωνόταν αληθινά όταν θα έβλεπε ξάφνου στη φαντασία της πως έμπηγε ένα κλειδί σ' ένα απ' αυτά τα πανέμορφα μάτια. «Τέρμα οι κοφτές απαντήσεις σ' αυτό το θέμα», είπε ο Άριμαν. «Ας κουβεντιάσουμε πραγματικά για το πόσο χυμώδης είναι η γυναίκα σου». Η ματιά του Ντάστι δεν ήταν καρφωμένη στον Άριμαν αλλά σ' ένα σημείο ανάμεσά τους, καθώς είπε δίχως κανένα χρώμα στη φωνή του, ανέκφραστος σαν μηχανή: «Όταν λες χυμώδης, φαντάζομαι, εννοείς ζουμερή». «Ακριβώς», αποκρίθηκε ο γιατρός. «Τα σταφύλια είναι ζουμερά. Οι φράουλες. Τα πορτοκάλια. Τα καλά παϊδάκια είναι ζουμερά», είπε ο Ντάστι. «Όμως δεν είναι μια λέξη που... περιγράφει με ακρίβεια ένα άτομο». Χαμογελώντας γεμάτος ευχαρίστηση, ο Άριμαν είπε: «Α, ναι - ώστε δεν περιγράφει με ακρίβεια; Πρόσεχε, μπογιατζή. Φαίνονται τα γονίδιά σου. Κι αν ήμουν κανίβαλος;» Ο Ντάστι, μη μπορώντας σ' αυτή την κατάσταση να απαντήσει σε μια ερώτηση παρά μόνο ζητώντας κι άλλες πληροφορίες, ρώτησε: «Είσαι κανίβαλος;» «Αν ήμουν κανίβαλος, θα περιέγραφα με ακρίβεια τη νόστιμη γυναίκα σου αποκαλώντας τη χυμώδη. Πες μου τι λες γι' αυτό, κύριε Ντάστιν Πεν Ρόουντς». Η φωνή του Ντάστι παρέμεινε μονότονη, άψυχη, όμως τώρα είχε μια στεγνή, δασκαλίστικη χροιά, που διασκέδασε πολύ το γιατρό. «Από "ανθρωποφαγική" άποψη, η λέξη στέκει». «Πολύ φοβάμαι πως, κάτω από το προσωπείο σου του απλού εργάτη, κρύβεται ένας βαρετός καθηγητής». Ο Ντάστι δεν μίλησε, όμως τα μάτια του κινήθηκαν σπασμωδικά σαν να ονειρευόταν.

«Λοιπόν, αν και δεν είμαι κανίβαλος», είπε ο Αριμαν, «βρίσκω τη γυναίκα σου χυμώδη. Από δω και πέρα, για την ακρίβεια, θα τη φωνάζω μ' ένα καινούριο χαϊδευτικό. Θα 'ναι το μικρό μου παϊδάκι». Ο γιατρός ολοκλήρωσε τη συνάντηση με τις συνηθισμένες εντολές να μη διατηρήσει ο Ντάστι καμιά συνειδητή ή προσβάσιμη υποσυνείδητη ανάμνηση όσων συνέβησαν μεταξύ τους. Ύστερα είπε: «Θα επιστρέψεις στην αίθουσα αναμονής στην έξοδο, Ντάστι. Θα πάρεις το βιβλίο που διάβαζες και θα καθίσεις εκεί που καθόσουν προηγουμένως. Βρες το σημείο στο κείμενο, όπου σε διέκοψα. Ύστερα, στο μυαλό σου, βγες απ' το παρεκκλήσι όπου βρίσκεσαι τώρα. Καθώς θα κλείνεις την πόρτα του παρεκκλησιού, όλες οι αναμνήσεις αυτών που συνέβησαν από τη στιγμή που βγήκα απ' το ιατρείο μου, από τότε που άκουσες την κλειδαριά να ανοίγει, μέχρι τη στιγμή που θα ξυπνήσεις από την τωρινή σου κατάσταση θα σβηστούν. Ύστερα, μετρώντας αργά ως το δέκα, θ' ανέβεις τα σκαλιά απ' το παρεκκλήσι. Όταν θα φτάσεις στο δέκα, θα ξαναβρείς πλήρως τις αισθήσεις σου -και θα συνεχίσεις να διαβάζεις». «Κατάλαβα». «Καλό απόγευμα, Ντάστι». «Ευχαριστώ». «Παρακαλώ». Ο Ντάστι σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα του και διέσχισε το γραφείο δίχως να ρίξει ούτε μια ματιά στη σύζυγο του στον καναπέ. Όταν βγήκε ο κύριος, ο γιατρός πήγε στην κυρία και την περιεργάστηκε. Χυμώδης, αυτό να λέγεται. Γονάτισε πλάι στον καναπέ, φίλησε τα σφαλιστά της μάτια και είπε: «Παϊδάκι μου». Αυτό, φυσικά, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, όμως διασκέδασε το γιατρό. Άλλο ένα φιλί σε κάθε μάτι. «Πριγκιπέσα». Εκείνη ξύπνησε εξακολουθώντας όμως να βρίσκεται στο παρεκκλήσι του νου της, δίχως να της έχει επιτραπεί ακόμη να ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις της. Ο Άριμαν την πρόσταξε να γυρίσει στην πολυθρόνα όπου καθόταν νωρίτερα. Ύστερα βολεύτηκε στη δική του καρέκλα και είπε: «Μάρτι, όλο το υπόλοιπο απόγευμα μέχρι νωρίς το βράδυ θα νιώθεις κάπως πιο ήρεμη σε σχέση με το προηγούμενο

εικοσιτετράωρο. Η αυτοφοβία σου δεν θα έχει εξαφανιστεί, αλλά θα έχει υποχωρήσει λιγάκι. Για λίγο δε θα νιώθεις παρά μια αόριστη ανησυχία, μια αίσθηση πως είσαι ευάλωτη, μαζί με σύντομα διαστήματα εντονότερου φόβου, ανά μία ώρα περίπου και διάρκειας μόλις ενός δύο λεπτών το καθένα. Αργότερα όμως, στις... α, περίπου στις εννιά, θα πάθεις τη χειρότερη κρίση πανικού ως τώρα. Θ' αρχίσει με τον συνηθισμένο τρόπο, θα κλιμακωθεί όπως πριν -ξάφνου όμως θα περάσουν από το νου σου όλοι οι νεκροί και βασανισμένοι που περιεργαστήκαμε μαζί, όλα τα μαχαιρωμένα και πυροβολημένα και ακρωτηριασμένα κορμιά, τα σηπόμενα κουφάρια, και θα 'σαι βέβαιη, παράλογα βέβαιη, πως ευθύνεσαι προσωπικά για ό,τι τους συνέβη, πως όλα αυτά τα βασανιστήρια και οι φόνοι είναι έργα των χεριών σου. Των χεριών σου. Των δικών σου χεριών. Πες μου αν καταλαβαίνεις αυτά που είπα». «Των δικών μου χεριών». «Αφήνω σ' εσένα τις λεπτομέρειες αυτής της μεγάλης στιγμής. Σίγουρα έχεις μέσα σου τις πρώτες ύλες για να τα καταφέρεις». «Κατάλαβα». Μάτια καυτά, παθιασμένα. Στη σούπα του έρωτα βράζουν. Χυμώδες παϊδάκι μου. Έ ν α χαϊκού με μαγειρικές μεταφορές. Μάλλον δεν θα το ενέκριναν οι Ιάπωνες δάσκαλοι της ποίησης, όμως, αν και ο γιατρός σεβόταν την απαιτητικά τυπική δομή ενός χαϊκού, ήταν αρκετά ελεύθερο πνεύμα ώστε να φτιάχνει κάπου κάπου τους δικούς του κανόνες.

Ο Ντάστι διάβαζε για το δόκτορα Γιεν Λο και την ομάδα των αφοσιωμένων κομμουνιστών που ήταν ειδικευμένοι στον έλεγχο του νου, που κατέστρεφαν τους εγκεφάλους των άμοιρων Αμερικανών στρατιωτών, όταν ξαφνικά αναφώνησε, «Τι στην ευχή είναι αυτό», εννοώντας το βιβλίο τσέπης που κρατούσε στα χέρια του. Παραλίγο να εκσφενδονίσει τον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία στην άλλη μεριά της αίθουσας αναμονής, όμως συγκρατήθηκε. Απλώς έριξε το βιβλίο στο τραπεζάκι δίπλα στην καρέκλα του, τινάζοντας το δεξί του χέρι σαν να τον είχε κάψει.

Πετάχτηκε όρθιος κι απέμεινε να κοιτάζει κάτω, το αναθεματισμένο βιβλίο. Ακόμη κι αν η κατάρα ενός καταχθόνιου μάγου είχε μεταμορφώσει το βιβλίο σε κροταλία, δεν θα ήταν περισσότερο ταραγμένος και φοβισμένος. Όταν τόλμησε να αποστρέψει το βλέμμα του απ' το βιβλίο, κοίταξε την πόρτα του ιατρείου του δόκτορα Άριμαν. Κλειστή. Έμοιαζε να 'ναι έτσι κλειστή από τα πανάρχαια χρόνια και φαινόταν τρομερή σαν μονολιθικό μνημείο. Το τρίξιμο της πετούγιας, ο μεταλλικός ήχος της κλειδαριάς: είχε ακούσει ολοκάθαρα και τους δυο ήχους. Αμηχανία, ανησυχία, ντροπή, μια αίσθηση κινδύνου. Ανεξήγητα, αυτά τα συναισθήματα κι ακόμη περισσότερα τον διαπέρασαν γοργά σαν ηλεκτρικό τόξο που γεφυρώνει ένα μικροσκοπικό κενό σ' ένα κύκλωμα: Μη σε πιάσουν να το διαβάζεις! Είχε πετάξει με μια αντανακλαστική κίνηση το βιβλίο στο τραπέζι και, επειδή το γυαλιστερό του εξώφυλλο ήταν γλιστερό, είχε πέσει από την άλλη άκρη της γρανιτένιας επιφάνειας. Από την πόρτα είχε ακουστεί πάλι εκείνος ο ήχος, που θύμιζε φελλό που τραβιέται και αναστεναγμό, αυτός έκανε να σηκωθεί καθώς το βιβλίο έπεφτε μ' έναν πνιχτό θόρυβο στο πάτωμα, και ύστερα... ...και ύστερα κρατούσε πάλι το μυθιστόρημα και το διάβαζε, καθισμένος στην καρέκλα του, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ εκείνη η στιγμή της ανησυχίας με τον ήχο της πετούγιας, της κλειδαριάς, του φελλού, του αναστεναγμού, του βιβλίου στο πάτωμα. Μπορεί ολόκληρη η ζωή του, από τη γέννηση ως το θάνατο, να ήταν γραμμένη σε μια βιντεοταινία εκεί ψηλά, στη μέλλουσα ζωή, και κάποιος από τους ουράνιους μοντέρ να τη γύρισε μερικά δευτερόλεπτα προς τα πίσω, ως τη στιγμή ακριβώς πριν από τους ήχους της πόρτας, που τον τάραξαν, σβήνοντας όλα εκείνα τα συμβάντα απ' το παρελθόν του αλλά ξεχνώντας να τα σβήσει από τη μνήμη του. Προφανώς ήταν μαθητευόμενος μοντέρ και είχε κάμποσα ακόμη να μάθει. Μαγεία. Ο Ντάστι θυμήθηκε τα μυθιστορήματα φαντασίας στο διαμέρισμα του Σκιτ. Μάγοι, θαυματοποιοί, οιωνοσκόποι, νεκρομάντες. Αυτού του είδους οι εμπειρίες σ' έκαναν να πιστέψεις στη μαγεία -ή να αμφιβάλλεις για τα λογικά σου. Έκανε να πιάσει το βιβλίο απ' το τραπέζι, εκεί που το είχε ρίξει -για δεύτερη φορά;- και ύστερα δίστασε. Έσπρωξε με το ένα δάχτυλο το βιβλίο, αυτό όμως ούτε έβγα-

λε κανένα συριστικό ήχο ούτε άνοιξε κανένα μάτι στο εξώφυλλο του για να τον κοιτάξει. Το σήκωσε, το στριφογύρισε απορημένα στα χέρια του και ύστερα το φυλλομέτρησε. Ο ήχος των σελίδων που γυρνούσαν του 'φερε στο νου το θόρυβο τράπουλας που ανακατεύεται, που του θύμισε με τη σειρά του πως ο Αμερικανός στρατιώτης που είχε υποστεί πλύση εγκεφάλου στο μυθιστόρημα, αυτός που τον προγραμμάτισαν να γίνει φονιάς, ενεργοποιήθηκε όταν του έδωσαν μια τράπουλα και τον ρώτησαν, Γιατί όεν περνάς την ώρα σου ρίχνοντας μια πασιέντσα; Για να 'ναι αποτελεσματική η ερώτηση, έπρεπε να γίνει μ' αυτά ακριβώς τα λόγια. Τότε εκείνος έριξε την πασιέντσα μέχρι που εμφανίστηκε η ντάμα καρό και ο υποσυνείδητος νους του «άνοιξε» σ' αυτόν που τον έλεγχε κι ετοιμάστηκε να λάβει τις διαταγές του. Κοιτάζοντας συλλογισμένος το βιβλίο τσέπης, ο Ντάστι το φυλλομέτρησε ξανά. Κάθισε, και συνέχισε να φυλλομετρά συλλογισμένος το βιβλίο. Αυτό που είχε συμβεί εδώ δεν ήταν μαγεία. Ήταν άλλο ένα διάστημα χαμένου χρόνου, μόλις μερικά δευτερόλεπτα, ακόμη πιο σύντομο απ' αυτό στην κουζίνα την προηγούμενη μέρα, όταν μίλησε στο τηλέφωνο. Ακόμη πιο σύντομο; Όντως ήταν; Κοίταξε το ρολόι του. Ίσως να μην ήταν συντομότερο. Δεν μπορούσε να είναι βέβαιος, γιατί δεν είχε κοιτάξει την ώρα από τότε που διάβασε τις πρώτες λέξεις του μυθιστορήματος. Μπορεί να είχε χάσει μερικά δευτερόλεπτα ή ίσως δέκα λεπτά, ή και περισσότερα. Χαμένος χρόνος. Τι νόημα έβγαζε; Κανένα. Σπρωγμένος απ' το ένστικτο του, με το μυαλό του να ξετυλίγει μια αλυσίδα συνειρμών πιο στριφογυριστή κι από το ανθρώπινο έντερο, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί πλέον στο μυθιστόρημα του Κόντον. Διέσχισε το δωμάτιο ως το πορτμαντό κι έχωσε το βιβλίο στο δικό του μπουφάν, όχι στης Μάρτι. Από μια άλλη τσέπη του μπουφάν έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο.

Ο άνθρωπος που του έκαναν πλύση εγκεφάλου και τον προγραμμάτισαν μπορούσε να ενεργοποιηθεί με μια ερώτηση διατυπωμένη με ακρίβεια -Γιατί δεν περνάς την ώρα σου ρίχνοντας μια πασιέντσα; Αλλά δεν θα μπορούσε να ενεργοποιείται και μ' ένα όνομα; Δόκτωρ ΓιενΛο... Αντί να «άνοιγε» με την εμφάνιση της ντάμας καρό το βαθύ υποσυνείδητο σ' αυτόν που έλεγχε το μυαλό του θύματος... γιατί να μη συνέβαινε αυτό με την απαγγελία μερικών στίχων... ενός χαϊκού; Βηματίζοντας νευρικά, ο Ντάστι σχημάτισε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Νεντ Μάδεργουελ. Ο Νεντ απάντησε στο πέμπτο χτύπημα. Βρισκόταν ακόμη στο σπίτι των Σόρενσον. «Δεν μπορέσαμε να βάψουμε σήμερα, υπάρχει ακόμη υγρασία απ' τη βροχή, αλλά κάναμε κάμποση προπαρασκευαστική δουλειά. Διάβολε, ο Φιγκ κι εγώ κάναμε περισσότερη δουλειά σήμερα, οι δυο μας μόνο, απ' όση κάναμε σε δυο μέρες μαζί μ' αυτό το άξιοθρήνητο μαστουρωμένο σκουπίδι». «Ο Σκιτ τα πηγαίνει μια χαρά», είπε ο Ντάστι. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που ρώτησες». «Εύχομαι, όπου τον πήγες, να τον καταχερίζουν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο». «Φυσικά, Τον πήγα σε ειδική κλινική "ξυλοθεραπείας"». «Θα 'πρεπε να υπάρχει τέτοιο μέρος». «Είμαι βέβαιος πως, αν αναλαμβάνατε εσείς του Ορθού Δρόμου την Εκκλησία, θα έκλειναν όλοι οι ναοί. Κοίτα, Νεντ, μπορείς να πεις στον Φιγκ να τελειώσει μόνος του τη δουλειά σήμερα κι εσύ να μου κάνεις μια χάρη;» «Βέβαια. Ο Φόστερ Φιγκ δεν είναι ένα μαστουρωμένο, αυτοκαταστροφικό, δίποδο αρχίδι. Ο Φόστερ είναι αξιόπιστος». «Έχει δει τον Μπίγκφουτ τώρα τελευταία;» «Αν έλεγε πως τον είδε, θα τον πίστευα». «Κι εγώ», παραδέχτηκε ο Ντάστι. Είπε στον Νεντ Μάδεργουελ τι έπρεπε να γίνει και συμφώνησαν για το πότε και το πού θα συναντιόνταν. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, ο Ντάστι το έβαλε στη ζώνη του και κοίταξε το ρολόι του. Ήταν κοντά τρεις. Ξανακάθισε. Ύστερα από δυο λεπτά, σκυφτός στην καρέκλα του, με τους πήχεις του στους μηρούς του, τα χέρια του σφηνωμένα ανάμεσα στα γόνατά του και τα μάτια του καρφωμένα στο

μαΰρο γρανιτένιο δάπεδο, ο Ντάστι συλλογιζόταν τόσο έντονα, που θα 'πρεπε να τιναχτεί το κερί μέσα από τα αυτιά του σαν σφαίρα. Όταν γύρισε η πετούγια κι άνοιξε η κλειδαριά, στράφηκε απότομα, αλλά δεν τινάχτηκε όρθιος. Η Μάρτι βγήκε πρώτη απ' το ιατρείο, μ' ένα όμορφο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της, κι ο Ντάστι σηκώθηκε για να την καλωσορίσει, μ' ένα λιγότερο όμορφο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, ενώ ο δόκτωρ Αριμαν μπήκε από πίσω της στην αίθουσα αναμονής, αυτός χαμογελώντας πατρικά, κι ίσως το χαμόγελο του Ντάστι να έγινε λιγάκι πιο όμορφο στη θέα του ψυχίατρου, γιατί ο γιατρός κυριολεκτικά ακτινοβολούσε συμπόνια και αυτοπεποίθηση κι όλων των ειδών τα καλά πράγματα. «Εξαίρετη συνάντηση», διαβεβαίωσε ο δόκτωρ Άριμαν τον Ντάστι. «Ήδη προοδεύουμε. Πιστεύω πως η Μάρτι θα ανταποκριθεί έξοχα στη θεραπεία, αληθινά το πιστεύω». «Δόξα σοι ο Θεός», είπε ο Ντάστι ξεκρεμώντας το μπουφάν της Μάρτι απ' το πορτμαντό. «Όχι πως δε θα υπάρξουν δυσκολίες», τον προειδοποίησε ο γιατρός. «Μπορεί κι ακόμη χειρότερες κρίσεις πανικού από τις μέχρι τούδε. Πρόκειται, εν τέλει, για μια σπάνια και δύσκολη φοβία. Αλλά, όποιες σύντομες υποτροπές κι αν παρουσιάσει, είμαι απόλυτα βέβαιος πως μακροπρόθεσμα θα θεραπευτεί πλήρως». «Μακροπρόθεσμα;» ρώτησε ο Ντάστι, αλλά όχι με ανησυχία, γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να 'ναι ανήσυχος μπροστά στο γεμάτο αυτοπεποίθηση χαμόγελο του γιατρού. «Όχι πάνω από μερικούς μήνες», είπε ο δόκτωρ Άριμαν, «και μπορεί πολύ γρηγορότερα. Αυτά τα πράγματα έχουν τους δικούς τους ρυθμούς και δεν μπορούμε να τους αλλάξουμε. Έχουμε όμως κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι. Δεν πρόκειται να μπω καν στη διαδικασία να σκεφτώ την περίπτωση κάποιας φαρμακευτικής αγωγής προς το παρόν θα κάνουμε μια δυο βδομάδες ψυχοθεραπεία και ύστερα βλέπουμε». Ο Ντάστι παραλίγο να πει για το Βάλιουμ που είχε χορηγήσει ο δόκτωρ Κλόστερμαν, όμως η Μάρτι μίλησε πρώτη. Φορώντας το μαύρο πέτσινο μπουφάν της, που της το κρατούσε ο Ντάστι, είπε: «Αγάπη μου, νιώθω πολύ καλά. Αλήθεια, πολύ, πολύ καλύτερα. Αλήθεια σου λέω». «Παρασκευή πρωί. Στις δέκα», της υπενθύμισε ο δόκτωρ Άριμαν.

«Θα 'μαστέ εδώ», τον διαβεβαίωσε ο Ντάστι. . Χαμογελώντας και νεύοντας, ο Άριμαν είπε: «Είμαι βέβαιος». 'Οταν γύρισε στο γραφείο του ο γιατρός κι έκλεισε τη βαριά πόρτα, ήταν σαν να χάθηκε μια πηγή ζεστασιάς από την αίθουσα αναμονής και να μπήκε λίγη παγωνιά από κάπου. «Είναι αληθινά σπουδαίος ψυχίατρος», είπε η Μάρτι. Κλείνοντας το μπουφάν του, ο Ντάστι είπε, «Είναι ολόψυχα αφοσιωμένος στους ασθενείς του», και, πάρ' ότι χαμογελούσε κι ένιωθε ακόμη καλά, ένα δύστροπο κομμάτι του εαυτού του αναρωτήθηκε πώς ήξερε ότι ο Άριμαν ήταν αφοσιωμένος σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το να τα τσεπώνει απ' τους ασθενείς του. Ανοίγοντας την πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο του δέκατου τέταρτου ορόφου, η Μάρτι είπε: «Θα με κάνει καλά. Το νιώθω». Στον μακρύ διάδρομο, καθώς κατευθύνονταν προς τον ανελκυστήρα, ο Ντάστι είπε: «Ποιος χρησιμοποιεί τη φράση μέχρι τούδε·,» «Τι εννοείς;» «Τη χρησιμοποίησε. Ο δόκτωρ Άριμαν. Μέχρι τούδε». «Αλήθεια; Είναι απλώς μια φράση, σωστά;» «Όμως πόσο συχνά την ακούς; Θέλω να πω, έξω απ' το γραφείο κάποιου δικηγόρου ή από μια αίθουσα δικαστηρίου». «Πού θες να καταλήξεις;» «Δεν ξέρω», είπε συνοφρυωμένος ο Ντάστι. Μπροστά στην πόρτα του ασανσέρ, αφού πάτησε το κουμπί, η Μάρτι είπε: «Μέχρι τούδε, γενικά φαινόσουν λογικός, αλλά όχι πια». «Είναι στομφώδης φράση». «Όχι, δεν είναι». «Στην καθημερινή ομιλία, είναι», επέμεινε εκείνος. «Είναι κάτι που θα 'λεγε ο γέρος μου. Ο Τρέβορ Πεν Ρόουντς. Ή ο γέρος του Σκιτ. Ή οποιοδήποτε από τ' άλλα δυο ελιτίστικα καθάρματα που την παντρεύτηκαν». «Λες ανοησίες, πράγμα που σπάνια έκανες μέχρι τούδε. Πού θες να καταλήξεις, λοιπόν;» Αναστέναξε. «Μάλλον δεν ξέρω». Καθώς κατέβαιναν με το ασανσέρ, ο Ντάστι ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται σαν να βρίσκονταν σ' έναν ανελκυστήρα-εξπρές για την κόλαση. Διασχίζοντας τον προθάλαμο, ένιωσε σαν να αποσυ-

μπιεζόταν υστέρα από μια βουτιά σε μια βαθιά ωκεάνια τάφρο ή σαν να προσαρμοζόταν στη βαρύτητα ύστερα από μια βδομάδα σ' ένα διαστημικό λεωφορείο. Σαν να ξυπνούσε από ένα όνειρο. Καθώς ζύγωναν στις πόρτες, η Μάρτι τον έπιασε απ' το μπράτσο κι εκείνος της είπε: «Συγνώμη, Μάρτι. Απλώς νιώθω... παράξενα». «Μη στενοχωριέσαι. Ήσουν παράξενος κι όταν σε παντρεύτηκα».

ZdE ΑΝΤΙΘΕΣΗ ME ΤΗ ΣΟΥΙΤΑ του δόκτορα Άριμαν στον δέκατο τέταρτο όροφο, από το χώρο στάθμευσης δεν φαινόταν ο κοντινός Ειρηνικός. Ο Ντάστι δεν έβλεπε αν ήταν τόσο απειλητικά σκοτεινός ο ωκεανός τώρα, όσο του είχε φανεί α π ό το ιατρείο του ψυχίατρου.

Ο ουρανός ήταν σαν λάσπη, όμως δεν απειλούσε να συνθλίψει ό,τι υπήρχε από κάτω του, όπως πρωτύτερα, και στα έργα του ανθρώπου δεν έβλεπε πια ο Ντάστι τα χαλάσματα μελλοντικών κατακλυσμιαίων καταστροφών. Το αεράκι είχε γίνει κανονικός άνεμος που σάρωνε τα νεκρά φύλλα και τα σκουπίδια στο δρόμο. Μέσα στο αυτοκίνητο, η Μάρτι ήταν νευρική, αλλά ελάχιστα σε σχέση με το πρωί. Νιώθοντας ακόμη καλά, μετά τη συνάντηση με το γιατρό, έψαξε στο ντουλάπι του συνοδηγού, βρήκε μερικά σοκολατάκια και τα καταβρόχθισε ένα ένα, μασώντας τα όλο απόλαυση. Προφανώς δεν ανησυχούσε μήπως τα έβγαζε αργότερα, σε μια κρίση πανικού, διπλωμένη μπροστά και κάνοντας ακατάσχετα εμετό. Αρνούμενος ένα σοκολατάκι που του πρόσφερε η Μάρτι, ο Ντάστι έβγαλε το βιβλίο από την τσέπη του και είπε: «Πού το βρήκες αυτό;» Εκείνη έριξε μια ματιά στο βιβλίο κι ανασήκωσε τους ώμους της. «Το πήρα από κάπου». «Το αγόρασες;» «Τα βιβλιοπωλεία δε χαρίζουν βιβλία, ξέρεις». «Σε ποιο βιβλιοπωλείο το πήρες;» Συνοφρυωμένη, είπε: «Τι νόημα έχουν όλα αυτά;» «Θα σου εξηγήσω. Πρώτα όμως πρέπει να μάθω. Σε ποιο βιβλιοπωλείο; Στο Μπαρνς εντ Νομπλ; Στο Μπόρ-

ντερς; Στο Μπουκ Κάρνιβαλ, εκεί που αγοράζεις τα αστυνομικά μυθιστορήματα;» Μασουλώντας σοκολάτα, περιεργάστηκε για κάμποση ώρα το βιβλίο και μια σαστισμένη έκφραση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. «Δεν ξέρω». «Κοίτα, δεν αγοράζεις κι εκατό βιβλία τη βδομάδα από είκοσι διαφορετικά βιβλιοπωλεία», της είπε ανυπόμονα. «Ναι, εντάξει, όμως ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως έχω το μνημονικό σου. Εσύ δε θυμάσαι από πού το πήρα;» «Μάλλον δεν ήμουν μαζί σου». Η Μάρτι άφησε τα σοκολατάκια και πήρε το βιβλίο από τα χέρια του. Δεν το άνοιξε ούτε το φυλλομέτρησε, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά το κράτησε και με τα δυο χέρια, κοιτάζοντας καλά καλά τον τίτλο, το κράτησε πολύ σφιχτά, σαν να πάσχιζε να στύψει από μέσα του τη θύμηση του πού το είχε αγοράσει, όπως θα έστυβε ένα πορτοκάλι. «Μου φαίνεται πως πρέπει να ξαναπάω στο νοσοκομείο και να κάνω εξετάσεις για πρώιμη νόσο του Αλτσχάιμερ», είπε τελικά ξαναδίνοντας το βιβλίο στον Ντάστι και πιάνοντας τα σοκολατάκια. «Μπορεί να ήταν δώρο», της είπε. «Από ποιον;» «Αυτό θέλω να μάθω». «Όχι. Αν ήταν δώρο, θα το θυμόμουν». «Όταν περιεργάστηκες τώρα το βιβλίο, γιατί δεν το άνοιξες;» «Να τ' ανοίξω; Δεν υπάρχει τίποτε μέσα που θα μπορούσε να μου φανερώσει από πού τ' αγόρασα». Του πρόσφερε τα σοκολατάκια. «Πάρε. Είσαι λιγάκι νευρικός. Μπορεί να 'χεις υπογλυκαιμία. Βάλε λίγη ζάχαρη στον οργανισμό σου». «Δε θέλω. Μάρτι, αυτό το μυθιστόρημα... ξέρεις περί τίνος πρόκειται;» «Φυσικά. Είναι ένα θρίλερ». «Όμως ένα θρίλερ για ποιο πράγμα;» «Η πλοκή είναι πολύ ενδιαφέρουσα, οι χαρακτήρες ζωηροί. Τ' απολαμβάνω». «Ναι, αλλά ποιο είναι το θέμα του;» Η Μάρτι κοίταξε καλά καλά το βιβλίο μασουλώντας πιο αργά. «Ξέρεις πώς είναι τα θρίλερ. Έχει κυνηγητά, πυροβολισμούς, ξανά κυνηγητά». Ο Ντάστι ένιωσε το βιβλίο να παγώνει στα χέρια του.

Να βαραίνει, και η υφή του ν' αλλάζει επίσης: Το πολύχρωμο εξώφυλλο του φάνηκε πιο στιλπνό από πριν. Σαν να μην ήταν απλώς ε'να βιβλίο. Σαν να ήταν κάτι παραπάνω από ένα βιβλίο. Έ ν α φυλαχτό, που τα μάγια του θα μπορούσαν να ρίξουν οποιαδήποτε στιγμή τον Ντάστι μέσα από μια μαγική πόρτα σε μια εναλλακτική πραγματικότητα γεμάτη δράκους, από εκείνους που κέντριζαν το ενδιαφέρον του Σκιτ. Ή μπορεί να είχε κάνει ήδη τα μάγια του το φυλαχτό, δίχως ν' αντιληφθεί ο Ντάστι πως είχε περάσει από έναν κόσμο σ' έναν άλλο. Εδώ υπήρχαν δράκοι. «Μάρτι, δε νομίζω πως έχεις διαβάσει ούτε μια πρόταση απ' αυτό το βιβλίο. Δε νομίζω πως το 'χεις ανοίξει καν». Κρατώντας ένα σοκολατάκι ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη της, έτοιμη να το πετάξει στο στόμα της, είπε: «Σου είπα, είναι αληθινό θρίλερ. Το γράψιμο είναι καλό. Η πλοκή πολύ ενδιαφέρουσα και οι χαρακτήρες ζωηροί. Το... απολαμβάνω». Ο Ντάστι είδε πως είχε καταλάβει και η ίδια πόσο μονότονη ήταν η φωνή της. Το στόμα της ήταν ανοιχτό, όμως το σοκολατάκι παρέμενε αφάγωτο και τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα από την έκπληξη. Σηκώνοντας το βιβλίο, με το οπισθόφυλλο προς το μέρος της, της είπε: «Το θέμα του είναι η πλύση εγκεφάλου, Μάρτι. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς κι από τ' οπισθόφυλλο ακόμη». Η έκφρασή της, πιο αποκαλυπτική από οποιεσδήποτε κουβέντες θα μπορούσε να πει, φανέρωσε ότι πρώτη φορά άκουγε η Μάρτι το θέμα του βιβλίου. «Η ιστορία εκτυλίσσεται στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας και λίγα χρόνια μετά», της είπε. Το σοκολατάκι είχε αρχίσει να λιώνει ανάμεσα στα δάχτυλά της, κι έτσι το 'βαλε στο στόμα της. «Είναι για ένα στρατιώτη», είπε ο Ντάστι, «τον Ρέιμοντ Σο, που έχει...» «Ακούω», είπε εκείνη. Ο Ντάστι είχε την προσοχή του στραμμένη στο βιβλίο όταν τον διέκοψε η Μάρτι και, σηκώνοντας τα μάτια, είδε μια ήρεμη, αποστασιοποιημένη έκφραση να έχει ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της. Το στόμα της έχασκε. Είδε το σοκολατάκι πάνω στη γλώσσα της. «Μάρτι;» «Ναι», είπε εκείνη βραχνά, δίχως να νοιαστεί να κλεί-

σει το στόμα της, με το σοκολατάκι να τρέμει πάνω στη γλώσσα της. Το επεισόδιο με τον Σκιτ στην κλινική Νέα Ζωή, που τώρα επαναλαμβανόταν με τη Μάρτι. «Διάβολε», είπε ο Ντάστι. Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια, έκλεισε το στόμα, έσπρωξε με τη γλώσσα το σοκολατάκι μέσα από το αριστερό της μάγουλο και είπε: «Τι τρέχει;» Η Μάρτι ήταν πάλι εκεί, πλάι του κι όχι κάπου μακριά, και τα μάτια της ήταν καθαρά τώρα. «Που χάθηκες;» «Εγώ; Πότε;» «Εδώ. Μόλις τώρα». Έγειρε το κεφάλι της. «Πραγματικά πιστεύω πως χρειάζεσαι λίγη ζάχαρη». «Γιατί είπες "Ακούω";» «Δεν το είπα». Ο Ντάστι κοίταξε μέσ' από το παρμπρίζ και δεν είδε κανένα κάστρο από οψιδιανό με δαίμονες με κόκκινα μάτια στις οδοντωτές του πολεμίστρες, ούτε δράκους να κατασπαράζουν ιππότες. Μονάχα τον ανεμοδαρμένο χώρο στάθμευσης, τον κόσμο που ήξερε, αν και δεν του φαινόταν πια τόσο γνωστός όσο πριν. «Σου 'λεγα για το βιβλίο», της υπενθύμισε. «Θυμάσαι το τελευταίο πράγμα που είπα γι' αυτό;» «Ντάστι, τι στην ευχή...» «Απάντησέ μου». Εκείνη αναστέναξε. «Λοιπόν, έλεγες γι' αυτό τον τύπο, το στρατιώτη...» «Και;» «Και ύστερα είπες: "Διάβολε". Αυτό όλο κι όλο». Και μόνο που κρατούσε το βιβλίο, ο Ντάστι είχε ανατριχιάσει. Το ακούμπησε στο ταμπλό. «Δε θυμάσαι το όνομα του στρατιώτη;» «Δε μου το είπες». «Σου το είπα. Και ύστερα... χάθηκες. Χτες το βράδυ μου είπες ότι νιώθεις να λείπουν διαστήματα χρόνου. Λοιπόν, μόλις έχασες μερικά δευτερόλεπτα». Τον κοίταξε με δυσπιστία. «Δεν το αισθάνομαι». «Ρέιμοντ Σο», είπε εκείνος. «Ακούω».

Αποστασιοποιημένη ξανά. Με βλέμμα απλανές. Όμως όχι τόσο βαθιά υπνωτισμένη όσο ο Σκιτ. Αν ήταν το όνομα που ενεργοποιούσε το υποκείμενο; Και ύστερα το χαϊκού που έκανε το υποσυνείδητο του να ανοίξει για να λάβει οδηγίες; «Διαυγείς καταρράκτες», είπε ο Ντάστι, γιατί αυτό ήταν το μόνο χαϊκού που ήξερε. Τα μάτια της δεν κινούνταν σπασμωδικά σαν του Σκιτ. Δεν είχε αντιδράσει στο άκουσμα αυτών των στίχων το προηγούμενο βράδυ, καθώς αποκοιμιόταν, και δεν θα αντιδρούσε τώρα. Το «κουμπί» της ήταν το όνομα Ρέιμοντ Σο κι όχι το Δόκτωρ ΓιενΛο, και το δικό της χαϊκού ήταν διαφορετικό από του Σκιτ. Παρ' όλα αυτά, της είπε: «Στα κύματα σκορπίζουν». Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Ποια πράγματα σκορπίζουν;» «Χάθηκες ξανά». Κοιτάζοντάς τον πάλι με δυσπιστία, είπε: «Και ποιος κράτησε τότε τη θέση μου ζεστή;» «Σοβαρολογώ. Χάθηκες. Όπως ο Σκιτ, όμως όχι με τον ίδιο τρόπο. Μόλις άκουσε το όνομα δόκτωρ ΓιενΛο άρχισε να παραμιλά για τους κανόνες, έχοντας αναστατωθεί μ' εμένα γιατί δεν τον χειριζόμουν σωστά. Εσύ όμως είσαι πιο αδιαπέραστη, περιμένεις να ειπωθεί το σωστό πράγμα και ύστερα, επειδή δε λέω το στίχο που θα σε "ανοίξει" για να λάβεις εντολές, συνέρχεσαι». Τον κοίταξε σαν να έλεγε ασυναρτησίες. «Δεν τα 'χω χαμένα», επέμεινε εκείνος. «Σίγουρα είσαι πιο παράξενος από τότε που σε παντρεύτηκα. Τι 'ναι όλα αυτά για τον Σκιτ;» «Κάτι αλλόκοτο συνέβη στην κλινική Νέα Ζωή χτες. Δε μου δόθηκε η ευκαιρία να σου μιλήσω γι' αυτό». «Τώρα την έχεις». Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αργότερα. Θέλω να τελειώνω μ' αυτό πρώτα, να σου αποδείξω τι συμβαίνει. Έχεις καθόλου σοκολάτα μες στο στόμα σου;» «Στο στόμα μου;» «Ναι. Έφαγες το τελευταίο σοκολατάκι ή το μασουλάς ακόμη;» Η Μάρτι έβγαλε το μισολιωμένο σοκολατάκι από το μάγουλο της, του το 'δείξε στην άκρη της γλώσσας της και ύ-

στερα το ξανάβαλε μέσα. Προσψέροντάς του τα σοκολατάκια, είπε: «Όμως δε θα προτιμούσες ένα αμάσητο;» Παίρνοντάς της τα σοκολατάκια, της είπε: «Κατάπιε το». «Μερικές φορές μ' αρέσει να λιώνει σιγά σιγά». «Μπορείς ν' αφήσεις το επόμενο να λιώσει σιγά σιγά», της είπε ανυπόμονα. «Άντε, λοιπόν, κατάπιε το». «Σίγουρα έχεις υπογλυκαιμία». «Όχι, είμαι νευρικός απ' τη φύση μου», της είπε βγάζοντας ένα σοκολατάκι απ' τη σακούλα. «Κατάπιες;» Εκείνη κατάπιε επιδεικτικά. «Δεν έχεις καθόλου σοκολάτα στο στόμα σου;» επέμεινε ο Ντάστι. «Την κατάπιες όλη;» «Ναι, ναι. Όμως τι σχέση έχει αυτό με...» «Ρέιμοντ Σο», είπε ο Ντάστι. «Ακούω». Μάτια απλανή, πρόσωπο ελαφρώς άτονο, στόμα ανοιχτό όλο προσμονή· ήταν έτοιμη να ακούσει το χαϊκού που δεν ήξερε ο Ντάστι. Αντί για ποίηση, ο Ντάστι της χάρισε ένα σοκολατάκι, βάζοντάς το ανάμεσα στα ανοιχτά της χείλη, μέσ' από τα δόντια της και πάνω στη γλώσσα της, που δεν σάλεψε καν όταν την άγγιξε το γλυκό. Καθώς ο Ντάστι τραβιόταν μακριά της, η Μάρτι ανοιγόκλεισε τα μάτια, έκανε να ολοκληρώσει τη φράση που είχε διακόψει ο Ντάστι με το όνομα Ρέιμοντ Σο -και συνειδητοποίησε πως είχε ένα σοκολατάκι στο στόμα. Για τη Μάρτι, αυτή η στιγμή ήταν αντίστοιχη μ' εκείνη που ανακάλυψε ο Ντάστι το βιβλίο στα χέρια του ξανά, ως διά μαγείας, μια στιγμή αφότου το είχε ρίξει στο πάτωμα της αίθουσας αναμονής. Παραλίγο να εκσφενδονίσει το βιβλίο στην πέρα μεριά του δωματίου, από την ταραχή του, προτού κατορθώσει να συγκρατηθεί. Η Μάρτι, όμως, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί: Της κόπηκε η ανάσα από την έκπληξη, πνίγηκε, έβηξε κι έφτυσε το σοκολατάκι με απείρως μεγαλύτερη δύναμη απ' αυτή που πετάγονται οι καραμέλες Πεζ απ' το κουτί τους, πετυχαίνοντας τον Ντάστι κατακούτελα. «Νόμιζα πως σ' άρεσε να τις αφήνεις να λιώνουν», της είπε. «Λιώνει». Σκουπίζοντας τη σοκολάτα απ' το μέτωπο του μ' ένα χαρτομάντιλο, ο Ντάστι είπε: «Χάθηκες για μερικά δευτερόλεπτα».

«Χάθηκα», συμφώνησε με τρεμάμενη φωνή. Η ευεξία που ένιωθε μετά τη συνάντησή της με το γιατρό εξανεμιζόταν. Έτριψε νευρικά το στόμα της με την ανάστροφη του χεριού της, κατέβασε το αλεξήλιο για να περιεργαστεί το πρόσωπο της στο καθρεφτάκι και αμέσως τραβήχτηκε μόλις είδε το είδωλο της και ανέβασε ξανά το αλεξήλιο. Ύστερα μαζεύτηκε πίσω στο κάθισμά της. «Πες μου για τον Σκιτ», του είπε. Όσο πιο περιληπτικά γινόταν, της μίλησε για τη βουτιά από τη στέγη των Σόρενσον, για τις σελίδες απ' το σημειωματάριο στην κουζίνα του Σκιτ, για το περιστατικό στην κλινική Νέα Ζωή και για το πώς είχε συνειδητοποιήσει πρόσφατα ότι υπήρχαν και για τον ίδιο κάποια σύντομα διαστήματα χαμένου χρόνου. «Κενά μνήμης, περίοδοι προσωρινής αμνησίας, πες τα όπως θες». «Εσύ, εγώ, ο Σκιτ», είπε εκείνη. Κοίταξε το βιβλίο στο ταμπλό. «Όμως... πλύση εγκεφάλου;» Ήξερε πολύ καλά πόσο εξωφρενική ακουγόταν η θεωρία του, όμως τα γεγονότα του τελευταίου εικοσιτετραώρου τής χάριζαν αξιοπιστία, δίχως βέβαια να την κάνουν να φαίνεται λιγότερο παρόίλογη. «Μπορεί, ναι. Κάτι μας συνέβη. Κάτι μας έκαναν». «Γιατί σ' εμάς;» Κοίταξε το ρολόι του. «Καλύτερα να πηγαίνουμε. Έ χ ω ραντεβού με τον Νεντ». «Τι σχέση έχει μ' αυτό ο Νεντ;» Ο Ντάστι, ανάβοντας τη μηχανή, είπε: «Καμία. Του ζήτησα να μου βρει κάποια πράγματα». Καθώς ο Ντάστι έβγαινε με την όπισθεν από το χώρο στάθμευσης, η Μάρτι είπε: «Πίσω στο μεγάλο ερώτημα. Γιατί σ' εμάς; Γιατί να συμβαίνει αυτό σ' εμάς;» «Εντάξει, ξέρω τι σκέφτεσαι. Ένας ελαιοχρωματιστής, μια σχεδιάστρια ηλεκτρονικών παιχνιδιών κι ο φτωχός, αδύναμος Σκιτ. Ποιος θα κέρδιζε κάτι επεμβαίνοντας στο μυαλό μας, ελέγχοντάς μας;» Αρπάζοντας το βιβλίο απ' το ταμπλό, του είπε: «Γιατί κάνουν πλύση εγκεφάλου στον τύπο σ' αυτή την ιστορία;» «Τον μετατρέπουν σ' ένα φονιά που δε θα μπορούσε να προδώσει ποτέ αυτούς που τον ελέγχουν». «Εσύ, εγώ κι ο Σκιτ... φονιάδες;» «Μέχρι που πυροβόλησε τον Τζον Κένεντι, ο Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ ήταν ένα μεγάλο τίποτα, όπως εμείς».

ΦΟΒΓΑ

389

«Α, σ' ευχαριστώ». «Είναι η αλήθεια. Όπως και ο Σιρχάν Σιρχάν. Και ο Τζον Χίνκλεϊ». Είτε του φαινόταν η θάλασσα να 'ναι γεμάτη μαύρες φλέβες είτε όχι -όταν θα την αντίκριζε-, ο Ντάστι ένιωσε τη διάθεσή του να χειροτερεύει τώρα που είχε αφήσει πίσω του το ανακουφιστικό περιβάλλον του ιατρείου του Άριμαν. Στην έξοδο του χώρου στάθμευσης, το κουβούκλιο του ταμία με τη ριγωτή μπάρα του, που έφραζε το δρόμο, έμοιαζε να κρύβει μέσα του μια απειλή, σαν να ήταν φυλάκιο σε μια απομακρυσμένη, ξεχασμένη απ' το Θεό συνοριακή περιοχή στο Τέξας, όπου κακοποιοί οπλισμένοι με πολυβόλα έκλεβαν τακτικά τους ταξιδιώτες και κάποιες φορές τους δολοφονούσαν. Ο ταμίας ήταν μια γυναίκα με ευχάριστο πρόσωπο, τριαντάρα, λιγάκι στρουμπουλή και μ' ένα κοκαλάκι-πεταλούδα στα μαλλιά της, όμως ο Ντάστι είχε την παρανοϊκή αίσθηση πως η γυναίκα στο ταμείο δεν ήταν ό,τι φαινόταν να 'ναι. Όταν σηκώθηκε η μπάρα και ο Ντάστι οδήγησε το αυτοκίνητο έξω από το χώρο στάθμευσης, τα μισά οχήματα στο δρόμο του φάνηκαν να κρύβουν μέσα τους ομάδες φονιάδων που είχαν την εντολή να τον ακολουθήσουν.

i l ΤΗΝ ΟΔΟ ΝΙΟΥΠΟΡΤ ΣΕΝΤΕΡ, οι φοινικιές αναδεύο-

νταν στον άνεμο σαν να προειδοποιούσαν τον Ντάστι να μη συνεχίσει στο δρόμο που ακολουθούσε. Η Μάρτι είπε: «Εντάξει, αν μας συνέβη κάτι τέτοιο, ποιος το έκανε;» «Στον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία είναι οι Σοβιετικοί, οι Κινέζοι και οι Βορειοκορεάτες». «Η Σοβιετική 'Ενωση δεν υπάρχει πια», είπε η Μάρτι. «Και για κάποιο λόγο δεν μπορώ να μας φανταστώ σαν εργαλεία μιας περίπλοκης συνωμοσίας του ασιατικού ολοκληρωτισμού». «Στον κινηματογράφο θα ήταν κάποιοι εξωγήινοι». «Σπουδαία», είπε εκείνη σαρκαστικά. «Ας τηλεφωνήσουμε στον Φιγκ Νιούτον για να μας φωτίσει με τις γνώσεις του πάνω στο θέμα». « Ή κάποια κολοσσιαία επιχείρηση αποφασισμένη να μας μετατρέψει όλους σε ανεγκέφαλα καταναλωτικά ρομπότ». «Έχω μισογίνει ήδη, χωρίς τη βοήθειά τους», του είπε. «Μια μυστική κρατική υπηρεσία, μηχανορράφοι πολιτικοί, ο Μεγάλος Αδερφός». «Αυτό είναι ανησυχητικά αληθινό. Και πάλι όμως, γιατί εμάς;» «Αν δεν ήμασταν εμείς, θα 'πρεπε να 'ναι κάποιος άλλος». «Δεν αρκεί». «Το ξέρω», είπε ο Ντάστι, νιώθοντας πιο καταπιεσμένος από ένα στερημένο καλόγερο κάποιου αυστηρού τάγματος. Στις σκοτεινές περιοχές του νου του, ένιωσε μια άλλη απάντηση να τον βασανίζει, λάμποντας θαμπά αλλά όχι αρκετά για να τη διακρίνει καθαρά. Για την ακρίβεια, κάθε φορά που τη γύρευε μες στο σκοτάδι, χανόταν εντελώς.

Θυμήθηκε τη ζωγραφιά του δάσους που έγινε πόλη όταν τελικά την είδε με ανοιχτό μυαλό. Αυτή ήταν άλλη μια περίπτωση που δεν μπορούσε ο Ντάστι να διακρίνει την πόλη μέσα στα δέντρα. Επίσης θυμήθηκε το όνειρο με τον κεραυνό και τον ερωδιό. Ο φυσητήρας του πιεσόμετρου αιωρούνταν στον αέρα και πιεζόταν και φούσκωνε ρυθμικά από ένα αόρατο χέρι. Σ' εκείνο το όνειρο, εκτός από τον ίδιο και τη Μάρτι, υπήρχε μια τρίτη παρουσία, διάφανη σαν φάντασμα. Εκείνη η παρουσία ήταν ο βασανιστής τους, είτε ήταν εξωγήινος είτε πράκτορας είτε ο Μεγάλος Αδερφός είτε οποιοσδήποτε άλλος. Ο Ντάστι υποψιαζόταν πως, αν όντως λειτουργούσε σύμφωνα με κάποιο υπνωτιστικά εμφυτευμένο πρόγραμμα, τότε οι προγραμματιστές του θα του είχαν υποβάλει την ιδέα ότι, σε περίπτωση που υποψιαζόταν κάποια στιγμή κάτι, οι υποψίες του δεν θα έπεφταν σ' αυτούς αλλά σε κάποιους άλλους, είτε πιθανούς είτε απίθανους υπόπτους, όπως ήταν οι εξωγήινοι και οι κυβερνητικοί πράκτορες. Ο εχθρός του μπορούσε να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή και να 'ναι τόσο αθέατος στην πραγματική ζωή όσο ήταν και στον εφιάλτη με τον ερωδιό που ούρλιαζε. Καθώς έστριβε δεξιά ο Ντάστι, στον αυτοκινητόδρομο Πασίφικ Κόουστ, η Μάρτι άνοιξε τον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία κι έψαξε για την πρώτη φράση που περιείχε το όνομα το οποίο της προκάλεσε αυτό το σύντομο κενό μνήμης. Ο Ντάστι την είδε να αναριγεί διαβάζοντάς το, όμως όχι και να περνά σ' αυτή την αποστασιοποιημένη κατάσταση αναμονής. Ύστερα η Μάρτι το πρόφερε δυνατά, «Ρέιμοντ Σο», και το μόνο που έπαθε ήταν να αναριγήσει ξανά. «Μπορεί να μη σε επηρεάζει όταν το διαβάζεις ή όταν το λες η ίδια», είπε ο Ντάστι, «αλλά μονάχα όταν σ' το λέει κάποιος άλλος». « Ή μπορεί, τώρα που ξέρω το όνομα, να μην έχει πια τη δυνατότητα να με επηρεάσει». «Ρέιμοντ Σο», της είπε. «Ακούω». Όταν ξαναβρήκε πλήρως τις αισθήσεις της η Μάρτι, ύστερα από καμιά δεκαριά δευτερόλεπτα, ο Ντάστι είπε: «Καλώς όρισες πίσω. Κι αποχαιρέτα την προηγούμενη θεωρία σου».

Κοιτάζοντας συνοφρυωμένη το βιβλίο, είπε: «Θα 'πρεπε να το πάρουμε στο σπίτι και να το κάψουμε». «Δεν ε'χει νόημα. Υπάρχουν στοιχεία μέσα. Μυστικά. Όποιος σ' το έδωσε -και τείνω να πιστέψω πως δε βγήκες απλώς και το αγόρασες-, οποιοσδήποτε κι αν είναι, πρέπει να είναι αντίπαλος αυτών που μας προγραμμάτισαν. Θέλει να μάθουμε τι μας συμβαίνει. Και το βιβλίο είναι μια απάντηση, ένα κλειδί. Σου έδωσαν ένα κλειδί για να ξεκλειδώσεις το μυστικό αυτής της υπόθεσης». «Ναι; Γιατί δεν ήρθαν να μου πουν, "Ε, κυρά μου, κάποιοι που ξέρουμε παίζουν με το μυαλό σου, φυτεύοντας μες στο κεφάλι σου την αυτοφοβία και κάμποσα άλλα πράγματα για τα οποία δεν έχεις την παραμικρή ιδέα ακόμη, για κάποιους λόγους που δε θα μπορούσες καν να διανοηθείς, και αυτό δε μας αρέσει καθόλου";» «Λοιπόν, ας πούμε πως είναι κάποια μυστική κρατική υπηρεσία που μέσα της υπάρχει μια μικρή φατρία ηθικά αντίθετη στο πρόγραμμα...» «Αντίθετη στην Επιχείρηση Πλύσης Εγκεφάλου του Ντάστι, του Σκιτ και της Μάρτι». «Ναι. Δεν μπορούν όμως να έρθουν ανοιχτά σε επαφή μαζί μας». «Γιατί;» επέμεινε εκείνη. «Γιατί θα τους σκότωναν. Ή μπορεί απλώς να φοβούνται μήπως απολυθούν και χάσουν τη σύνταξή τους». «Ηθικά αντίθετοι, αλλά όχι τόσο αντίθετοι ώστε να θέσουν σε κίνδυνο τη σύνταξή τους. Αυτό ακούγεται ανατριχιαστικά πραγματικό. Το υπόλοιπο όμως... Μου δίνουν λοιπόν κρυφά το βιβλίο. Σαν να μου κάνουν νόημα πίσω απ' την πλάτη των προϊσταμένων τους. Και ύστερα, για κάποιο λόγο, με προγραμματίζουν να μην το διαβάσω». Ο Ντάστι σταμάτησε πίσω από τα υπόλοιπα αυτοκίνητα σ' ένα κόκκινο φανάρι. «Δεν είναι και τόσο πειστικό, ε;» Βρίσκονταν σε μια γέφυρα που διέσχιζε το κανάλι ανάμεσα στο λιμάνι του Νιούπορτ και τον πίσω κόλπο. Κάτω από τον σκοτεινό ουρανό, η απέραντη υδάτινη έκταση ήταν γκριζοπράσινη, αλλά όχι μαύρη, και γραμμοσκιασμένη από τον άνεμο, από πάνω, και τα ρεύματα, από κάτω, με αποτέλεσμα να φαίνεται φολιδωτή, σαν τρομακτικό κοιμισμένο ερπετό της Ιουράσιας Περιόδου. «Όμως υπάρχει κάτι που είναι πειστικό», είπε η Μάρτι, «κάτι πολύ πειστικό. Κάτι που συμβαίνει στη Σούζαν».

Η βλοσυρότητα στη φωνή της τράβηξε την προσοχή του Ντάστι, που ήταν στραμμένη στο λιμάνι. «Τι τρέχει με τη Σοΰζαν;» «Και γι' αυτή, υπάρχουν χρονικές περίοδοι που δε θυμάται τι έκανε. Κι όχι μικρές. Ολόκληρες νΰχτες». Το πέπλο του Βάλιουμ, αυτή η καλοδεχούμενη αλλά πλαστή ηρεμία, σηκωνόταν σταδιακά από τα μάτια της, ξαναδίνοντας τη θέση του στο άγχος. Στο ιατρείο του δόκτορα Άριμαν, η προηγούμενη αφύσικη χλομάδα της είχε αντικατασταθεί από ένα ρόδινο χρώμα, όμως τώρα σκιές μαζεύονταν στο απαλό δέρμα κάτω από τα μάτια της, σαν να σκοτείνιαζε το πρόσωπο της μαζί με το χειμωνιάτικο απόγευμα, καθώς χανόταν το φως. Στην πέρα άκρη της γέφυρας, το κόκκινο φανάρι έγινε πράσινο. Τα οχήματα άρχισαν να κινούνται. Η Μάρτι του είπε για τον φασματικό βιαστή της Σούζαν. Προηγουμένως ο Ντάστι ήταν ανήσυχος. Φοβισμένος. Τώρα ένα συναίσθημα χειρότερο από την ανησυχία ή το φόβο του έσφιξε την καρδιά. Κάποιες φορές, όταν ξυπνούσε μες στην άβυσσο της νύχτας κι απέμενε να ακούει τη γλυκιά, απαλή ανάσα της Μάρτι, ένας θανάσιμος τρόμος -πολύ πιο φρικτός από τον απλό φόβο- τον πλημμύριζε. Ύστερα από λίγα ποτηράκια κρασί παραπάνω στο δείπνο κι από ένα βαρύ φαγητό με μπόλικη σάλτσα ή σκόρδο, ένιωθε το μυαλό του ξινό σαν το στομάχι του και η σιγαλιά πριν από το χάραμα δεν του φαινόταν πολύτιμη όπως συνήθως- αντί να τον γαληνεύει, τον έκανε να αισθάνεται την απειλή του κενού. Παρά την πίστη του στη ζωή του με τη Μάρτι, που ήταν το στήριγμά του, το σκουλήκι της αμφιβολίας τρύπωνε στην καρδιά του κάνοντάς τον να αναρωτιέται μήπως θα την έχανε και δεν θα έμενε στη θέση της παρά ένα σκοτάδι δίχως αναμνήσεις, δίχως καν μοναξιά. Δεν του αρκούσε να 'ναι μαζί της ως το θάνατο, ήθελε να 'ναι μαζί της γία πάντα, όμως μια πένθιμη φωνή μέσα του του έλεγε πως το «για πάντα» ήταν μια ψευδαίσθηση, και τότε άπλωνε το χέρι του ο Ντάστι για ν' αγγίξει τη Μάρτι ενώ κοιμόταν. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει, μονάχα να νιώσει αυτό που πάντα είχε μέσα της η Μάρτι, και που το ένιωθε ο Ντάστι ακόμη και με το απαλότερο άγγιγμα: τη χάρη της, την ομορφιά της, που ήταν σαν υπόσχεση πως θα έμεναν αιώνια μαζί. Τώρα, καθώς άκουγε τη Μάρτι να του αφηγείται την ι-

στορία της Σοΰζαν, τρύπωσε πάλι μέσα του το σκουλήκι της αμφιβολίας. Αυτά που τους συνέβαιναν έμοιαζαν φανταστικά, δίχως νόημα, σαν φευγαλέα ματιά στο χάος που κρύβεται κάτω απ' τη ζωή. Τον κυρίευσε η αίσθηση πως το απόλυτο τέλος, ο χαμός, ζύγωνε γοργά, πως όδευαν σαν τυφλοί προς ένα βίαιο, βάναυσο θάνατο. 'Οταν τέλειωσε η Μάρτι, ο Ντάστι της έδωσε το κινητό του τηλέφωνο. «Δοκίμασε να ξαναπάρεις τη Σούζαν». Εκείνη σχημάτισε τον αριθμό κι άκουσε το τηλέφωνο της Σούζαν να χτυπά, ξανά και ξανά και ξανά. «Πάμε να δούμε αν ξέρουν οι συνταξιούχοι που μένουν από κάτω πού πήγε», πρότεινε η Μάρτι. «Δεν είναι μακριά». «Ο Νεντ θα μας περιμένει. Θα πάμε στη Σούζαν μόλις πάρω αυτά που του ζήτησα. Πάντως αποκλείεται να είναι ο Έρικ αυτός που μπαίνει κρυφά στο σπίτι της τις νύχτες». «Γιατί όποιος της το κάνει αυτό είναι ο ίδιος που κρύβεται πίσω απ' όσα συμβαίνουν σ' εσένα, σ' εμένα και στον Σκιτ». «Ναι. Και ο Έρικ, για το Θεό, είναι σύμβουλος επενδύσεων, η ειδικότητά του είναι οι αριθμοί, όχι το να ελέγχει το μυαλό των άλλων». Η Μάρτι ξανακάλεσε τη Σούζαν και πίεσε το τηλέφωνο στο αυτί της. Το πρόσωπο της ήταν σφιγμένο από την ένταση με την οποία ευχόταν να απαντήσει η φίλη της.

Χ ο ΚΑΜΑΡΙ ΤΟΥ ΝΕΝΤ ΜΑΔΕΡΓΟΥΕΛ ήταν μια Σ ε β ρ ο -

λέτ Καμάρο του '82: άβαφη αλλά περασμένη με γκρίζο μίνιο, μετασκευασμένη, με καμπυλωμένους προβολείς και χωρίς γυαλιστερά μεταλλικά κομμάτια, εκτός από τις δυο επιχρωμιωμένες εξατμίσεις. Παρκαρισμένη στη νοτιοανατολική γωνιά του χώρου στάθμευσης, όπου είχαν κανονίσει να συναντηθούν, έμοιαζε με εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο. Καθώς ο Ντάστι έβαζε το αυτοκίνητο του δυο θέσεις στάθμευσης παρακάτω, ο Νεντ βγήκε απ' την Καμάρο. Καθώς έκλεινε την πόρτα, έμοιαζε με γίγαντα δίπλα στο χαμηλό, μετασκευασμένο αυτοκίνητο, που δεν ήταν καθόλου μικρό. Αν και η μέρα ήταν δροσερή και βράδιαζε, φορούσε μόνο ένα λευκό παντελόνι, σαν στρατιωτικό, κι ένα άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι, όπως συνήθως. Αν παρουσίαζε ποτέ βλάβη η Καμάρο, φαινόταν ικανός να την κουβαλήσει με τα χέρια στο συνεργείο. Τα δέντρα γύρω από το χώρο στάθμευσης αναδεύονταν στον άνεμο και μικροί στρόβιλοι σκόνης και σκουπιδιών στριφογύριζαν στην άσφαλτο, όμως ο Νεντ φαινόταν όχι μόνο να μη νοιάζεται για τον αέρα, αλλά ούτε καν να τον νιώθει. 'Οταν κατέβασε ο Ντάστι το παράθυρο του, ο Νεντ κοίταξε μέσα, χαμογέλασε και είπε: «Γεια σου, Μάρτι». «Γεια σου, Νεντ». «Έμαθα πως δε νιώθεις πολύ καλά. Λυπάμαι». «Λένε πως θα ζήσω». Απ' το τηλέφωνο, στην αίθουσα αναμονής του δόκτορα Λριμαν, ο Ντάστι είχε πει πως η Μάρτι είχε αρρωστήσει και δεν ένιωθε καλά για να πάει στο φαρμακείο ή στο βι-

βλιοπωλείο και πως αυτός δεν ήθελε να την αφήσει μονάχη στο αυτοκίνητο. «Είναι ήδη δύσκολο να δουλεύεις γι' αυτό τον τύπο», είπε ο Νεντ στη Μάρτι, «οπότε φαντάζομαι πόσο θα 'χει αρρωστήσει εσένα, που ζεις μαζί του. Χωρίς παρεξήγηση, αφεντικό». «Κανένα πρόβλημα». Ο Νεντ έδωσε απ' το παράθυρο τη μικρή σακούλα απ' το φαρμακείο. Μέσα ήταν το Βάλιουμ για το οποίο είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα ο δόκτωρ Κλόστερμαν. Επίσης κρατούσε μια μεγαλύτερη σακούλα απ' το βιβλιοπωλείο. «Αν με ρωτούσες σήμερα το πρωί τι είναι το χαϊκού», είπε ο Νεντ, «θα σου έλεγα πως είναι κάποιου είδους πολεμική τέχνη όπως το τάε κβον ντο. Τελικά διαπίστωσα πως είναι όλα αυτά τα τηλεγραφικά ποιήματα». «Τηλεγραφικά;» ρώτησε ο Ντάστι κοιτάζοντας μέσα στη σακούλα. «Κομμένα», είπε ο Νεντ. «Όπως το αυτοκίνητο μου, για να 'ναι αεροδυναμικό. Πάντως είναι ωραία. Αγόρασα κι εγώ ένα βιβλίο με χαϊκού». Ο Ντάστι είδε εφτά συλλογές χαϊκού μέσα στη σακούλα. «Τόσο πολλές». «Έχουν ένα μεγάλο ράφι γεμάτο απ' αυτά», είπε ο Νεντ. «Όσο μέγεθος τους λείπει, φαίνεται, τόση αξία έχουν». «Θα σου δώσω μια επιταγή γι' αυτά αύριο». «Μη βιάζεσαι. Τα αγόρασα με την πιστωτική κάρτα μου, κι έτσι υπάρχει περιθώριο». Ο Ντάστι έδωσε απ' το παράθυρο το κλειδί του σπιτιού, της Μάρτι, στον Νεντ. «Είσαι σίγουρος πως έχεις χρόνο να φροντίσεις τον Βαλέ;» «Δεν έχω πρόβλημα. Όμως δεν ξέρω από σκυλιά». «Δεν είναι πολλά αυτά που πρέπει να ξέρεις». Ο Ντάστι του είπε πού θα έβρισκε το φαγητό του σκύλου. «Δώσ' του δυο πιάτα. Ύστερα θα θέλει να πάει βόλτα, εσύ όμως άσ' τον απλώς στην πίσω αυλή για κάνα δεκάλεπτο και θα βολευτεί». «Ύστερα θα είναι εντάξει στο σπίτι, μόνος;» «Όσο έχει νερό και το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης, θα είναι ευτυχισμένος». «Η μαμά μου λατρεύει τις γάτες», είπε ο Νεντ. «Έχει πάντα μια ψιψίνα στο σπίτι». Το ν' ακούει κανείς τον μεγαλόσωμο Νεντ να λέει ·ψιψί-

να ήταν σαν να 'βλεπε έναν αμυντικό στο ποδόσφαιρο να χορεύει ξαφνικά μπαλέτο, εκτελώντας ένα τέλειο αντρσά. «Μια φορά, ένας γείτονας δηλητηρίασε έναν κίτρινο ριγωτό γάτο που η μαμά μου αγαπούσε αληθινά. Κΰριο Τζινγκλς τον έλεγαν, το γάτο, όχι το γείτονα». «Τι σόι άνθρωπος θα μποροΰσε να δηλητηριάσει μια γάτα;» είπε συμπονετικά ο Ντάστι. «Είχε νοικιάσει το διπλανό σπίτι και παρασκεύαζε κρυσταλλική μεθεδρίνη», είπε ο Νεντ. «Σκουπίδι. Του 'σπασα και τα δυο πόδια, κάλεσα το 911 κάνοντας πως ήμουν αυτός και είπα πως έπεσα απ' τις σκάλες και χρειαζόμουν βοήθεια. Έστειλαν ένα ασθενοφόρο, είδαν το εργαστήριο παρασκευής μεθεδρίνης και τον έκλεισαν μέσα». «Έσπασες τα πόδια ενός εμπόρου ναρκωτικών;» είπε η Μάρτι. «Δεν είναι επικίνδυνο;» «Όχι αληθινά. Ύστερα από δυο βράδια, ένα από τα φιλαράκια του με πυροβόλησε, όμως ήταν τόσο μαστουρωμένος που αστόχησε. Του έσπασα και τα δυο χέρια, τον έβαλα στο αυτοκίνητο του και το έριξα σ' ένα χαντάκι. Κάλεσα το 911, είπα πως ήμουν αυτός και ζήτησα βοήθεια. Βρήκαν βρόμικο χρήμα και ναρκωτικά μες στο πορτ μπαγκάζ του, του έφτιαξαν τα χέρια και τον έκλεισαν μέσα για δέκα χρόνια». «Κι όλα αυτά για μια γάτα;» αναρωτήθηκε ο Ντάστι. «Ο κΰριος Τζινγκλς ήταν καλός γάτος. Άλλωστε, ήταν της μαμάς μου». Η Μάρτι είπε: «Κάτι μου λέει πως ο Βαλές θα είναι σε καλά χέρια». Χαμογελώντας και νεΰοντας, ο Νεντ είπε: «Δε θ' άφηνα να συμβεί τίποτε στο σκυλάκι σου».

Στη χερσόνησο, στη λεωφόρο Μπαλμπόα, μερικά τετράγωνα μακριά από το σπίτι της Σοΰζαν, η Μάρτι φυλλομετρούσε μια συλλογή χαϊκού όταν της κόπηκε ξάφνου η ανάσα, άφησε το βιβλίο να της πέσει απ' τα χέρια και διπλώθηκε μπροστά, στο κάθισμά της, με το κορμί της σφιγμένο σαν να πονοΰσε φριχτά. «Σταμάτα. Σταμάτα τώρα, αμέσως». Δεν πονοΰσε, φοβόταν. Πως θα άρπαζε το τιμόνι. Πως θα έμπαινε στο αντίθετο ρεΰμα. Ο γνωστός πια δαίμονας την είχε κυριεύσει ξανά. Το καλοκαίρι, όταν ήταν γεμάτες οι παραλίες, ο Ντάστι

θα 'πρεπε να ψάχνει για καμιά ώρα ίσως, ενώ ο πανικός θα πλημμύριζε τη Μάρτι, μέχρι να βρει κάπου να σταθμεύσει. Το Γενάρη αρκούσε να οδηγήσει το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και να παρκάρει. Έφηβοι με πατίνια τους προσπερνούσαν γοργά από τη μεριά του πεζοδρομίου, γυρεύοντας κάποιον ηλικιωμένο για να τον στείλουν στο νοσοκομείο, και ποδηλάτες περνούσαν από τα δεξιά, παίζοντας κορόνα γράμματα τη ζωή τους στην κίνηση. Κανένας δεν έδινε την παραμικρή προσοχή στον Ντάστι και τη Μάρτι. Αυτό μπορεί ν' άλλαζε, όμως, αν ξανάρχιζε η Μάρτι να ουρλιάζει. Ο Ντάστι συλλογιζόταν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να τη συγκρατήσει αν άρχιζε να χτυπά το κεφάλι της στο ταμπλό. Δεν υπήρχε κάποιος ακίνδυνος τρόπος για να τα καταφέρει. Μες στον πανικό της, θα αντιστεκόταν σθεναρά, θα πάσχιζε να ελευθερωθεί κι αυτός άθελά του θα τη χτυπούσε. «Σ' αγαπώ», της είπε απελπισμένα. Ύστερα άρχισε να της μιλά σιγανά, καθώς εκείνη λικνιζόταν στη θέση της προσπαθώντας να ανασάνει και βογκώντας σαν έγκυος που την έπιασαν πρόωρα οι πόνοι, με τον πανικό της να παλεύει να γεννηθεί. Ο Ντάστι δεν προσπάθησε να τη λογικέψει ή να την καλοπιάσει, γιατί η Μάρτι ήξερε ήδη πόσο παράλογο ήταν αυτό που της συνέβαινε. Απλώς της μίλησε για το πρώτο τους ραντεβού. Ήταν καταστροφή. Ο Ντάστι είχε εκθειάσει το εστιατόριο που θα πήγαιναν, αλλά, μέσα στις έξι βδομάδες που είχε να πάει, η διεύθυνση είχε αλλάξει. Ο καινούριος αρχιμάγειρας πρέπει να είχε εκπαιδευτεί στο Μαγειρικό Ινστιτούτο της Αγροτικής Ισλανδίας, γιατί το φαγητό ήταν τελείως παγωμένο και κάθε πιάτο είχε μια αμυδρή γεύση ηφαιστειακής τέφρας. Ο βοηθός του σερβιτόρου έχυσε ένα ποτήρι νερό πάνω στον Ντάστι, ο Ντάστι άλλο ένα πάνω στη Μάρτι κι ο σερβιτόρος άδειασε μια γεμάτη σαλτσιέρα πάνω του. Η φωτιά στην κουζίνα, την ώρα που έπαιρναν το επιδόρπιο, ήταν αρκετά μικρή ώστε να σβηστεί δίχως να έρθει η Πυροσβεστική, αλλά αρκετά μεγάλη για να χρειαστεί να την πολεμήσουν με πυροσβεστήρες ένας βοηθός σερβιτόρου, ένας σερβιτόρος, ο αρχισερβιτόρος κι ο βοηθός του αρχιμάγειρα (ένας μεγαλόσωμος τζέντλεμαν απ' τη Σαμόα) - α ν και μάλλον χρειάστηκαν έναν ωκεανό

αφρού για να τη σβήσουν, γιατί τον περισσότερο τον έριξαν ο ένας στον άλλο, και όχι στις φλόγες. Όταν είχαν φύγει πια απ' το εστιατόριο, πεθαίνοντας της πείνας, και είχαν καταλήξει να δειπνούν σε μια καφετέρια, γέλασαν τόσο πολύ, που δέθηκαν ο ένας με τον άλλο. Κανένας απ' τους δυο δεν γελούσε τώρα, όμως ο δεσμός τους ήταν πιο ισχυρός από ποτέ. Είτε γιατί της μιλούσε έτσι ήρεμα ο Ντάστι, είτε γιατί βρισκόταν ακόμη υπό την επήρεια του Βάλιουμ ή του δόκτορα Άριμαν, η Μάρτι δεν έπαθε μια έντονη κρίση πανικού. Μέσα σε δυο τρία λεπτά, δεν φοβόταν πια τόσο και ίσιωσε την πλάτη της στο κάθισμα. «Είμαι κάπως καλύτερα», είπε. «Όμως νιώθω ακόμη σκατά». «Σαν κουτσουλιά πουλιού στο πεζοδρόμιο», της υπενθύμισε. «Ναι». Αν και έμενε ακόμη μια ώρα για να σουρουπώσει, πάνω από τα μισά διερχόμενα αυτοκίνητα, και στις δύο κατευθύνσεις, είχαν τους προβολείς τους αναμμένους. Με τη μουντάδα που απλωνόταν σιγά σιγά από τα δυτικά προς τ' ανατολικά στον ουρανό, ήταν σαν να σουρούπωνε ήδη. Ο Ντάστι άναψε τα φώτα του αυτοκινήτου και το οδήγησε σ' ένα κενό στην κυκλοφορία. «Σ' ευχαριστώ γι' αυτό που έκανες», είπε η Μάρτι. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω». «Την επόμενη φορά, απλώς ξαναμίλα μου. Η φωνή σου. Με στηρίζει, μ' επαναφέρει στην πραγματικότητα». Ο Ντάστι αναρωτήθηκε πόσος καιρός θα περνούσε μέχρι να μπορέσει να την κρατήσει στην αγκαλιά του χωρίς να κοκαλώσει η Μάρτι απ' το φόβο της, χωρίς εκείνη τη λάμψη του πανικού στα μάτια της. Πόσος καιρός; Μήπως ποτέ;

Η βοερή θάλασσα πάσχιζε να ξεφύγει από τα βάθη και να σκεπάσει τη στεριά, ενώ η ακρογιαλιά, στο άγγιγμα του ανέμου, άπλωνε δάχτυλα άμμου στον παραθαλάσσιο δρόμο, σαν να ήθελε να τον αδράξει. Τρεις γλάροι ήταν καθισμένοι γερτά στην κουπαστή της σκάλας, σαν φρουροί που παρακολουθούσαν τη θάλασσα προσπαθώντας να αποφασίσουν αν θα 'πρεπε να έγκατα-

λείψουν την ανεμοδαρμένη ακτή για να κουρνιάσουν σε πιο προφυλαγμένα μέρη, παραμέσα. Καθώς ανέβαιναν η Μάρτι κι ο Ντάστι τα απότομα σκαλιά ως το κεφαλόσκαλο του δευτέρου ορόφου, τα πουλιά πέταξαν, ένα ένα, και γλίστρησαν ανατολικά πάνω στα κύματα του ανέμου. Αν και οι γλάροι δεν είναι ποτέ λιγομίλητοι, ούτε ένας τους δεν έκρωξε καθώς πετούσαν μακριά. Η Μάρτι χτύπησε την πόρτα, περίμενε και ξαναχτύπησε, όμως η Σούζαν δεν απάντησε. Με το κλειδί της, ξεκλείδωσε τις δυο κλειδαριές ασφαλείας. Άνοιξε την πόρτα και φώναξε δυο φορές το όνομα της Σούζαν, εκείνη όμως δεν απάντησε. Σκούπισαν τα παπούτσια τους στο χαλάκι και μπήκαν, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους και ξαναφωνάζοντας το όνομά της, δυνατότερα. Η κουζίνα ήταν σκοτεινή, όμως τα φώτα στην τραπεζαρία ήταν αναμμένα. «Σούζαν;» επανέλαβε η Μάρτι, πάλι όμως δεν πήρε καμιά απάντηση. Φωνές αντηχούσαν στο διαμέρισμα, όμως όλες ήταν του ανέμου που μονολογούσε. Φλυαρούσε πάνω στην ξύλινη σκεπή. Έσκουζε και γελούσε στο πρόστεγο. Σφύριζε σε κάθε χαραμάδα και ψιθύριζε σε κάθε παράθυρο. Σκοτεινιά στο καθιστικό, μ' όλα τα ριντό κατεβασμένα και τις κουρτίνες τραβηγμένες. Και στο διάδρομο, σκοτεινιά - φως έβγαινε όμως απ' την κρεβατοκάμαρα, όπου η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. Στο μπάνιο, η έντονη λάμψη των λαμπτήρων φθορισμού, και η πόρτα μισάνοιχτη. Διστάζοντας και ξαναφωνάζοντας τη Σούζαν, η Μάρτι μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Με το χέρι του στην πόρτα του μπάνιου, προτού καν αρχίσει να τη σπρώχνει, ο Ντάστι κατάλαβε. Το άρωμα του ροδόνερου δεν κατόρθωνε να σκεπάσει μια οσμή που και ολόκληρες ανθισμένες τριανταφυλλιές δεν θα είχαν καλύψει. Δεν ήταν η Σούζαν πια. Με το πρόσωπο της πρησμένο από το βακτηριακό αέριο, το δέρμα της πράσινο, τα μάτια της γουρλωμένα από την πίεση στο κρανίο της, με υγρό να τρέχει από τα ρουθούνια και το στόμα της και μ' αυτή τη χαρακτηριστικά, αφύσικα κρεμασμένη γλώσσα που μας κάνει όλους σκύλους στο θάνατο, χάρη στον επιταχυντικό παράγοντα του καυτού νερού μέσα στο οποίο είχε πεθάνει δεν ή-

ταν πια άνθρωπος αλλά κάτι που είχε υποβιβάσει η φιλεύσπλαχνη φύση σε εφιάλτη. Ο Ντάστι είδε το σημειωματάριο στην τουαλέτα δίπλα στο νιπτήρα, το καθαρογραμμένο σημείωμα, και ξάφνου η καρδιά του δεν έστελνε πια μονάχα αίμα αλλά και τρόμο, όχι τρόμο μπροστά στην άμοιρη νεκρή μες στην μπανιέρα, όχι τον ευτελή φόβο που νιώθει κανείς σε μια ταινία τρόμου, αλλά έναν παγερό φόβο για το τι μπορεί να σήμαινε αυτό για τον ίδιο, τη Μάρτι και τον Σκιτ. Είδε μεμιάς την αλήθεια που κρυβόταν πίσω από τη σκηνή που έβλεπε μπροστά του, τη διαισθάνθηκε, και κατάλαβε πως ήταν ακόμη πιο ευάλωτοι απ' όσο είχε φανταστεί, ευάλωτοι ο ένας απέναντι στον άλλο, ευάλωτοι ο καθένας απέναντι στον εαυτό του, μ' έναν τρόπο και σ' ένα βαθμό που σχεδόν δικαίωναν την αυτοφοβία της Μάρτι. Δεν πρόφτασε να διαβάσει παρά λιγοστές λέξεις απ' το σημείωμα κι άκουσε τη Μάρτι να τον καλεί, την άκουσε να βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα στο διάδρομο. Στράφηκε αμέσως και κινήθηκε, εμποδίζοντάς την. «Όχι». Σαν να είδε στα μάτια του ό,τι είχε αντικρίσει εκείνος στο μπάνιο, η Μάρτι είπε: «Ω Θεέ μου. Πες μου πως δεν είναι αλήθεια, πες το μου». Προσπάθησε να τον σπρώξει για να δει, όμως εκείνος τη συγκράτησε και την ώθησε πίσω προς το καθιστικό. «Δε θες να 'ναι έτσι το στερνό σου αντίο». Κάτι έσπασε μέσα της, κάτι που ο Ντάστι δεν είχε δει να σπάζει παρά μόνο μια φορά ακόμη, σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου, τη νύχτα που ο πατέρας της ηττήθηκε τελικά απ' τον καρκίνο, κουρελιάζοντάς την, έτσι που δεν μπορούσε να βαδίσει ευκολότερα από μια πάνινη κούκλα, ούτε μπορούσε να σταθεί στητή πιο εύκολα απ' όσο μπορούν να σταθούν από μόνα τους τα γεμάτα άχυρο ράκη ενός σκιάχτρου. Την πήγε ως το καθιστικό κι εκεί σωριάστηκε η Μάρτι, με δάκρυα να αναβρύζουν απ' τα μάτια της. Άρπαξε ένα μαξιλάρι και το 'σφίξε στο στήθος της, το αγκάλιασε βίαια, σαν να αιμορραγούσε η καρδιά της και προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα με το μαξιλάρι. Καθώς ο αέρας υποκρινόταν πως πενθούσε, ο Ντάστι κάλεσε το 911, αλλά εδώ και ώρες δεν χρειαζόταν να έρθει ασθενοφόρο σ' αυτό το μέρος.

Δ Υ Ο ΕΝΣΤΟΛΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΕΦΤΑΣΑΝ πρώτοι, με το

ανεμοδαρμένο απόγευμα πίσω τους και με μια μυρωδιά μέντας στις ανάσες τους, που πολεμούσε να σκεπάσει τη σκορδίλα του μεσημεριανού τους. Η ατμόσφαιρα μες στο διαμέρισμα -η βουβή οδύνη της Μάρτι, η ψιθυριστή συμπόνια του Ντάστι και οι φασματικές φωνές του ανέμου- είχε αφήσει ανέγγιχτη ως τώρα την παράλογη, εύθραυστη κλωστή της ελπίδας που συγκρατεί την καρδιά για να μην κομματιαστεί ύστερα από ένα θάνατο. Ο Ντάστι την ένιωθε μέσα του, παρά την εικόνα που είχε αντικρίσει- ένιωθε την τρελή, απεγνωσμένη, ανεπαίσθητη αλλά όχι ολότελα σβησμένη, αξιοθρήνητη ελπίδα να πιστέψει πως είχε γίνει ένα φριχτό λάθος, πως η νεκρή δεν ήταν νεκρή αλλά απλώς αναίσθητη ή σε κώμα ή κοιμισμένη, πως θα ξυπνούσε και θα 'μπαίνε στο δωμάτιο και θ' αναρωτιόταν γιατί ήταν έτσι σκυθρωποί. Είχε δει την πρασινωπή χλομάδα της Σούζαν, το μαυρισμένο δέρμα στο λαιμό της, το πρησμένο της πρόσωπο, το υγρό που έρεε από τα ρουθούνια και το στόμα της, κι όμως, μια τοσοδούλα παράλογη φωνή μέσα του του έλεγε πως ίσως να μην είχε δει παρά μονάχα ίσκιους, παιχνίδια του φωτός, και να τα είχε παρερμηνεύσει. Στη Μάρτι, που δεν είχε αντικρίσει το πτώμα, αυτή η αχνή, τρελή ελπίδα θα ήταν αναπόφευκτα πιο έντονη απ' ό,τι στον Ντάστι. Οι αστυνομικοί έβαλαν ένα τέλος στην ελπίδα, με την παρουσία τους και μόνο. Ήταν ευγενικοί, γλυκομίλητοι, επαγγελματίες, αλλά επίσης ήταν μεγαλόσωμοι άντρες, ψηλοί και στιβαροί, και με τον όγκο τους και μόνο επέβαλλαν μια σκληρή πραγματικότητα που απόδιωχνε την ψεύτικη ελπίδα. Η ιδιόλεκτος τους -όπου το «Ν.Κ.» σήμαινε νεκρό σώ-

μα και το «πιθανή 10-56» μάλλον περίπτωση αντοκτονίαςέκανε βέβαιο το θάνατο, και τα λόγια και τα μηνύματα που ακούγονταν, ανακατεμένα με παράσιτα, από τον πομποδέκτη που ήταν στερεωμένος στη ζώνη του ενός, ήταν η τρομακτική φωνή της μοίρας, ακατανόητη αλλά τελεσίδικη. Άλλοι δυο ένστολοι αστυνομικοί έφτασαν και αμέσως μετά δύο ντετέκτιβ με πολιτικά και πίσω από τους ντετέκτιβ ένας άντρας και μια γυναίκα από το γραφείο του ιατροδικαστή. Όπως είχαν κλέψει οι δυο πρώτοι άντρες τη στιγμή της ελπίδας, αυτή η μεγαλύτερη ομάδα άθελά της έκλεψε από το θάνατο το μυστήριο και την αξιοπρέπειά του, αντιμετωπίζοντάς τον όπως ο λογιστής τους φακέλους του, με το σεβασμό ενός υπάλληλου για την καθημερινή του ρουτίνα και με την αποστασιοποίηση κάποιου που είχε αντικρίσει τα πάντα. Οι αστυνομικοί είχαν κάμποσες ερωτήσεις αλλά λιγότερες απ' όσες περίμενε ο Ντάστι, κυρίως γιατί οι συνθήκες του θανάτου και η κατάσταση του πτώματος αποτελούσαν σχεδόν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις πως ήταν αυτοκτονία. Η δήλωση της νεκρής, σε τέσσερις σελίδες του σημειωματάριού της, εξηγούσε με σαφήνεια τα κίνητρά της, ενώ ταυτόχρονα ήταν αρκετά συναισθηματική -και με αρκετά σημεία που η απόγνωση τα έκανε ακατανόητα- ώστε να φαίνεται αυθεντική. Η Μάρτι αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα της Σούζαν. Οι συγκρίσεις με μια αταχυδρόμητη επιστολή της προς τη μητέρα της και με δείγματα από την ατζέντα της απέκλεισαν το ενδεχόμενο της πλαστογραφίας. Αν προέκυπτε από την έρευνα η πιθανότητα της ανθρωποκτονίας, το σημείωμα θα δινόταν σ' ένα γραφολόγο για ανάλυση. Η Μάρτι ήταν επίσης η πλέον αρμόδια να επιβεβαιώσει ότι, όπως λεγόταν στο σημείωμα της νεκρής, η Σούζαν Τζάγκερ υπέφερε από οξεία αγοραφοβία για δεκάξι μήνες, ότι η σταδιοδρομία της είχε καταστραφεί, ότι ο γάμος της είχε διαλυθεί και ότι βασανιζόταν από κρίσεις κατάθλιψης. Οι διαμαρτυρίες της, πως παρ' όλα αυτά η Σούζαν απείχε πολύ από την αυτοκτονία, ακούστηκαν ακόμη και στον Ντάστι σαν θλιβερές προσπάθειες να προστατέψει η Μάρτι την υπόληψη μιας καλής φίλης και να εμποδίσει την αμαύρωση της μνήμης της. Συν τοις άλλοις, οι μομφές της Μάρτι για τον εαυτό της, ειπωμένες λιγότερο στους αστυνομικούς ή στον Ντάστι και

περισσότερο στον εαυτό της, φανέρωναν ξεκάθαρα πως ήταν πεπεισμένη ότι επρόκειτο για αυτοκτονία. Κατηγορούσε τον εαυτό της που δεν ήταν παρούσα όταν τη χρειαζόταν η Σούζαν, που δεν τηλεφώνησε στη Σούζαν το προηγούμενο βράδυ, διακόπτοντάς την, ίσως, πάνω που ετοιμαζόταν να κόψει τις φλέβες της. Πριν φτάσουν οι Αρχές, ο Ντάστι και η Μάρτι είχαν αποφασίσει να μην αναφέρουν την ιστορία της Σούζαν για τον φασματικό νυχτερινό επισκέπτη που άφηνε πίσω του μια δυο κάθε άλλο παρά φασματικές κουταλιές βιολογικών ιχνών. Η Μάρτι πίστευε πως αυτή η ιστορία θα έπειθε απλώς την αστυνομία ότι η Σούζαν ήταν ανισόρροπη, ίσως και εντελώς τρελή, σπιλώνοντας ακόμη περισσότερο την υπόληψή της. Επίσης ανησυχούσε μήπως, θίγοντας αυτό το ευαίσθητο ζήτημα, αναγκαζόταν να απαντήσει σε ερωτήσεις που θα φανέρωναν την αυτοφοβία της. Δεν ήθελε να υποστεί μια ψυχολογική ανατομή με τις παγερές ανακρίσεις τους. Δεν είχε βλάψει τη Σούζαν, αλλά, αν τους έλεγε για την πεποίθησή της πως μπορούσε να κάνει κακό, οι ντετέκτιβ θα έβαζαν ένα ερωτηματικό στη βεβαιότητά τους πως επρόκειτο για αυτοκτονία και θα την ταλάνιζαν για ώρες μέχρι να πειστούν πως ο φόβος της για τον εαυτό της ήταν τόσο παράλογος όσο έδειχνε. Και, αν το άγχος όλης αυτής της κατάστασης επέφερε άλλη μια κρίση πανικού, μπροστά στους αστυνομικούς, μπορεί να αποφάσιζαν πως ήταν επικίνδυνη για τον εαυτό της και για τους άλλους και να την έκλειναν παρά τη θέλησή της σε μια ψυχιατρική πτέρυγα για εβδομήντα δύο ώρες, πράγμα που είχαν δικαίωμα να κάνουν. «Δε θ' άντεχα να βρεθώ σ' ένα τέτοιο μέρος», είχε πει η Μάρτι στον Ντάστι προτού φτάσει η αστυνομία. «Κλειδωμένη. Να με παρακολουθούν. Δε θα τα 'βγαζα πέρα». «Δεν πρόκειται να συμβεί», της είχε υποσχεθεί. Κατανοούσε τους λόγους που η Μάρτι δεν ήθελε να μιλήσει για τον φασματικό βιαστή της Σούζαν, όμως ο ίδιος είχε ακόμη ένα λόγο, τον οποίο δεν της είχε φανερώσει. Ήταν πεπεισμένος, όσο θα ευχόταν η Μάρτι να μπορούσε να είναι και η ίδια, πως η Σούζαν δεν είχε αυτοκτονήσει, όχι τουλάχιστον με τη θέλησή της ή ξέροντας τι έκανε. Αλλά, αν το φανέρωνε αυτό στην αστυνομία και έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να τους πείσει πως επρόκειτο για

μια ασυνήθιστη υπόθεση με ανώνυμους συνωμότες και αποτελεσματικές τεχνικές ελέγχου του νου, τότε, όπως και να 'χε, ως το τέλος της εβδομάδας αυτός και η Μάρτι θα ήταν νεκροί. Κι ήταν ήδη Τετάρτη. Από τότε που ανακάλυψε το δόκτορα Γιεν Λο σ' εκείνο το μυθιστόρημα, και ιδιαίτερα αφότου είδε το μυθιστόρημα να έχει γυρίσει ως διά μαγείας στα τρεμάμενα χέρια του αφοΰ έπεσε στο πάτωμα της αίθουσας αναμονής, ο Ντάστι βασανιζόταν από μια αίσθηση κινδύνου που γινόταν όλο και πιο έντονη. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν σ' ένα ρολόι που ήταν αθέατο και άηχο, αλλά ο Ντάστι ένιωθε βαθιά μέσα του την αντήχηση κάθε οδυνηρού χτύπου του. Ο χρόνος που τους απέμενε, σ' αυτόν και τη Μάρτι, τελείωνε. Για την ακρίβεια, είχε ενταθεί τόσο ο φόβος του, που ανησυχούσε μήπως οι αστυνομικοί διέκριναν την αγωνία του και την παρανοούσαν, με αποτέλεσμα ν' αρχίσουν να τον υποπτεύονται. Η μητέρα της Σούζαν, που ζούσε με τον καινούριο της σύζυγο στην Αριζόνα, είχε ειδοποιηθεί τηλεφωνικά, όπως κι ο πατέρας της, που έμενε στη Σάντα Μπάρμπαρα με τη νέα του σύζυγο. Και οι δύο ήταν καθ' οδόν. Αφού ο ντετέκτιβ που είχε αναλάβει την υπόθεση, ο υπαστυνόμος Μπίζμετ, έκανε κάποιες ερωτήσεις στη Μάρτι σχετικά με το πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα ανάμεσα στη Σούζαν και στο σύζυγο της, τηλεφώνησε στον Έρικ - του απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής κι ο υπαστυνόμος είπε το όνομά του, το βαθμό του κι ένα τηλέφωνο, δίχως όμως να περιγράψει τι είχε συμβεί. Ο Μπίζμετ, ένας απίστευτα ογκώδης άντρας με κοντοκομμένα ξανθά μαλλιά και μια ματιά διαπεραστική σαν τρυπάνι, έλεγε στον Ντάστι πως δεν τους χρειάζονταν άλλο εκεί, όταν η Μάρτι έπαθε άλλη μια κρίση αυτοφοβίας. Ο Ντάστι αναγνώρισε τα σημάδια της κρίσης. Την ξαφνική ανησυχία στα μάτια της. Το σφιγμένο και κάτωχρο πρόσωπο της. Η Μάρτι σωριάστηκε στον καναπέ απ' όπου είχε σηκωθεί, διπλώθηκε, αγκάλιασε τον εαυτό της και βάλθηκε να λικνίζεται όπως είχε κάνει νωρίτερα στο αυτοκίνητο, αναριγώντας και πασχίζοντας να ανασάνει. Αυτή τη φορά, με τους αστυνομικούς παρόντες, ο Ντάστι δεν μπορούσε να την ηρεμήσει με αναμνήσεις από τον πρώ-

το καιρό της σχέσης τους. Δεν μπορούσε παρά να στέκει εκεί ανίσχυρος και να προσεύχεται να μην πάθαινε η Μάρτι κανονική κρίση πανικού. Προς μεγάλη έκπληξη του Ντάστι, ο υπαστυνόμος Μπίζμετ παρερμήνευσε την αυτοφοβία της Μάρτι σαν μια ακόμη κρίση οδύνης. Απέμεινε να την κοιτάζει με ολοφάνερη ανησυχία, είπε αμήχανα μερικές κουβέντες για να την παρηγορήσει και κοίταξε συμπονετικά τον Ντάστι. Κάποιοι απ' τους υπόλοιπους αστυνομικούς έριξαν μια φευγαλέα ματιά στη Μάρτι και ύστερα γύρισαν ο καθένας στη δουλειά του χωρίς να υποψιαστούν τι συνέβαινε πραγματικά. «Πίνει;» ρώτησε ο Μπίζμετ τον Ντάστι. «Τι να κάνει;» είπε εκείνος, με τα νεύρα του τόσο τεντωμένα, που στην αρχή δεν μπόρεσε να καταλάβει το νόημα της λέξης πίνει, σαν να του είχαν μιλήσει στα σουαχίλι. «Α, αν πίνει. Ναι, λιγάκι. Γιατί;» «Πήγαινέ τη σ' ένα καλό μπαρ και κέρνα τη μερικά ποτά για να ηρεμήσει». «Καλή συμβουλή», συμφώνησε ο Ντάστι. «Εσύ όμως όχι», πρόσθεσε συνοφρυωμένος ο Μπίζμετ. Με την καρδιά του να βροντοχτυπά, ο Ντάστι είπε: «Τι;» «Μερικά ποτά γι' αυτή, αλλά μονάχα ένα για σένα, αν οδηγείς». «Ναι, βέβαια. Δεν πήρα ποτέ ούτε μια κλήση κι ούτε σκοπεύω να πάρω». Η Μάρτι λικνίστηκε, αναρίγησε, της κόπηκε η ανάσα και είχε την πρόνοια να προσθέσει και μερικά πνιχτά αναφιλητά γεμάτα θλίψη. Σ' ένα δυο λεπτά η κρίση πέρασε, όπως είχε συμβεί στο αυτοκίνητο. Αφού ο Μπίζμετ τους ευχαρίστησε και τους συλλυπήθηκε, ύστερα από μια ώρα όλη κι όλη στο διαμέρισμα, βγήκαν έξω, στο σούρουπο. Ο αέρας δεν είχε κοπάσει τώρα που βράδιαζε. Η παγωμένη του ανάσα, αρωματισμένη με την αρμύρα του Ειρηνικού και με το ιώδιο των κουβαριασμένων φυκιών που μαραίνονταν στη γειτονική ακτή, περσνιασε τον Ντάστι και τη Μάρτι, σφυρίζοντας και ουρλιάζοντας σαν να τους κατηγορούσε πως ήταν ένοχοι, πως συγκάλυπταν την αλήθεια. Μέσα στο χαώδη θόρυβο των φύλλων των φοινικιών, που αναδεύονταν και χτυπούσαν το ένα στ' άλλο, ο Ντάστι διέκρινε αμυδρά τους ρυθμικούς χτύπους ενός ρολογιού. Ά-

κουσε τους χτύπους του ρολογιού και στα βήματα τους στον παραλιακό δρόμο και στους τριγμούς ενός μικρού διακοσμητικού ανεμόμυλου στην αυλή ενός απ' τα παραθαλάσσια σπίτια που προσπέρασαν κι ανάμεσα στους χτύπους της δικής του καρδιάς. Ο χρόνος τελείωνε.

Ο ΝΤΕΪΒΙ ΚΡΟΚΕΤ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΤΑΝ γενναία το Άλαμο, όμως όχι μονάχα με τους συνηθισμένους συμπατριώτες του στο πλευρό του. Αυτή τη φορά ο Ντέιβι είχε τη βοήθεια του Έλιοτ Νες και κάμποσων αντρών του FBI. Θα περίμενε κανείς πως, αν είχαν οι ατρόμητοι άντρες στο Άλαμο μερικά υποπολυβόλα, θα είχε αλλάξει η έκβαση εκείνης της ιστορικής μάχης το 1836. Εν τέλει, το Γκάτλινγκ, που ήταν η πρώτη, χοντροκαμωμένη εκδοχή του πολυβόλου, ήθελε ακόμη είκοσι έξι χρόνια για να εφευρεθεί. Για την ακρίβεια, εκείνη την εποχή δεν χρησιμοποιούνταν ούτε τα αυτόματα τουφέκια, και τα πιο εξελιγμένα όπλα που διέθεταν οι μαχόμενοι ήταν εμπροσθογεμή. Δυστυχώς για τους υπερασπιστές του Άλαμο, αυτή τη φορά πολιορκούνταν και από τους Μεξικανούς στρατιώτες και από μια συμμορία αδίστακτων κακοποιών της εποχής της Ποτοαπαγόρευσης, που επίσης διέθεταν υποπολυβόλα. Ο συνδυασμός της άγριας πανουργίας του Αλ Καπόνε και του στρατηγικού ταλέντου του στρατηγού Σάντα Άννα μπορεί να αποδεικνυόταν καταστροφικός για τον Κρόκετ και τον Νες. Ο γιατρός σκέφτηκε φευγαλέα να κάνει πιο περίπλοκη αυτή την επική μάχη προσθέτοντας αστροναύτες και φουτουριστικά όπλα από τη συλλογή του της Γαλαξιακής Διοίκησης. Αντιστάθηκε σ' αυτό τον παιδιάστικο πειρασμό γιατί η πείρα τον είχε διδάξει πως όσο περισσότερους αναχρονισμούς συνδύαζε σ' ένα παιχνίδι τόσο λιγότερο ικανοποιητικό ήταν. Για να 'ναι συναρπαστικό ένα παιχνίδι, έπρεπε να ελέγχει ο γιατρός τη φανταχτερή φαντασία του και ν' ακολουθεί αυστηρά ένα έξυπνο αλλά πιστευτό σενάριο. Ακρί-

τες, Μεξικανοί στρατιώτες, άντρες του FBI, κακοποιοί και αστροναύτες, παραήταν ανόητο. Ντυμένος άνετα, με μια μαύρη πιτζάμα σαν στολή νίντζα, και ξυπόλυτος, ο γιατρός έκανε αργά το γύρο του παιχνιδιού αναλύοντας με πανουργία τις θέσεις των αντίπαλων στρατευμάτων. Καθώς έκανε αναγνώριση, κουνούσε μέσα σ' ένα ποτήρι δυο ζάρια. Το παιχνίδι του ήταν απλωμένο ο' ένα τετράγωνο τραπέζι με πλευρά μήκους δυόμισι μέτρων, στο κέντρο του δωματίου. Αυτά τα 6,25 τετραγωνικά μέτρα «εδάφους» μπορούσαν να ανασχεδιάζονται για κάθε καινούριο παιχνίδι -με κομμάτια από τη μεγάλη συλλογή κατασκευασμένων επί παραγγελία τοπογραφικών στοιχείων- του γιατρού. Τα μόνα άλλα έπιπλα στο ευρύχωρο δωμάτιο, εμβαδού ογδόντα τετραγωνικών μέτρων, ήταν μια πολυθρόνα κι ένα τραπεζάκι για το τηλέφωνο, πάνω στο οποίο υπήρχαν διάφορα πρόχειρα φαγώσιμα. Τώρα, η μόνη πηγή φωτός ήταν τα σποτ στην οροφή πάνω ακριβώς απ' το παιχνίδι. Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Και στους τέσσερις τοίχους υπήρχαν ράφια με εκατοντάδες πλαστικούς στρατούς μες στα κουτιά τους. Τα περισσότερα κουτιά ήταν σε άψογη ή σχεδόν άψογη κατάσταση, και πάντως όλα σε εξαιρετική. Το κάθε σετ περιείχε όλες τις αρχικές του φιγούρες, τα κτίρια κι όλο τον εξοπλισμό και τα εξαρτήματα. Ο Άριμαν μάζευε μόνο σετ της Μαρξ, αυτά που παράγονταν από τον Λούις Μαρξ στις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70. Οι φιγούρες τους είχαν θαυμαστές λεπτομέρειες, ήταν όμορφα κατασκευασμένες και πωλούνταν για εκατοντάδες -ακόμη και χιλιάδες- δολάρια στην αγορά των σπάνιων παιχνιδιών. Εκτός από το Άλαμο και τους Αδιάφθορους, η συλλογή του περιλάμβανε τις Περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών, την Αμερικανική Περίπολο, την Επίθεση των Τεθωρακισμένων, τον Μπεν Χουρ, το Πεδίο Μάχης, το Λοχαγό Γκάλαντ της Λεγεώνας των Ξένων, το Φορτ Απάτσι, το Ράντσο Ροντέο του Ρόι Ρότζερς, τη Διαστημική Ακαδημία του Τομ Κορμπέτ και δεκάδες άλλα, πολλά διπλά και τριπλά, πράγμα που του επέτρεπε να γεμίζει το τραπέζι με μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων. Απόψε ο γιατρός ήταν σε εξαιρετικά καλή διάθεση. Το παιχνίδι μπροστά του υποσχόταν να είναι τρομερά διασκε-

δαστικό. Ακόμη καλύτερα, το άλλο και πολύ μεγαλύτερο παιχνίδι του, που παιζόταν στον κόσμο πέρα απ' αυτό το δωμάτιο, γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρον. Ο κύριος Ρόουντς διάβαζε τον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία. Ήταν πολύ πιθανό να έλειπαν απ' τον Ντάστι η φαντασία και η ευφυΐα που χρειάζονταν για να αφομοιώσει όλα τα στοιχεία στο μυθιστόρημα και να μπορέσει να οικοδομήσει πάνω τους τις σκέψεις του για να αντιληφθεί τον ιστό όπου είχε πιαστεί. Οι πιθανότητες να σώσει τον εαυτό του και τη σύζυγο του ήταν θλιβερές, αν και καλύτερες απ' ό,τι προτού ν' ανοίξει το βιβλίο. Μονάχα ένας ανίατος ναρκισσιστής, μεγαλομανής ή άλλου είδους ψυχωτικός θα έπαιζε όλη του τη ζωή το ίδιο άθλημα αν ήξερε εκ των προτέρων πως κάθε φορά θα κέρδιζε. Για τον αληθινό -και ισορροπημένο- παίκτη, λίγη αμφιβολία, τουλάχιστον μια δόση αγωνίας, ήταν απαραίτητη για να αποκτά ενδιαφέρον το παιχνίδι. Έπρεπε να δοκιμάζει τις ικανότητές του και να προκαλεί την τύχη, όχι για να 'ναι τίμιος απέναντι στους άλλους παίκτες -η τιμιότητα ήταν για τους ανόητους-, αλλά για ν' ακονίζει την ευστροφία του και να εξασφαλίζει διασκέδαση απ' το παιχνίδι. Ο γιατρός καρύκευε πάντα τα σενάριά του με παγίδες για τον ίδιο. Συχνά οι παγίδες παρέμεναν αδρανείς, όμως το ενδεχόμενο μιας καταστροφής, όταν αιωρούνταν απειλητικό μπροστά του, ήταν αναζωογονητικό και όξυνε την ευφυΐα του. Λάτρευε αυτό το σκανταλιάρικο κομμάτι του εαυτού του και δεν το καταπίεζε ποτέ. Για παράδειγμα, είχε επιτρέψει στη Σούζαν Τζάγκερ να αντιλαμβάνεται το σπέρμα που άφηνε μέσα της. Θα μπορούσε να την είχε προστάξει να αγνοεί αυτό το δυσάρεστο στοιχείο κι εκείνη θα το απέκλειε από το νου της. Αφήνοντάς τη να το αντιλαμβάνεται και υποδεικνύοντάς της να στρέψει τις υποψίες της στο σύζυγο της, είχε δημιουργήσει μεγάλες εντάσεις των οποίων τις συνέπειες δεν μπορούσε να προβλέψει. Για την ακρίβεια, αυτό ήταν που είχε οδηγήσει στο περιστατικό με τη βιντεοταινία, που ήταν η τελευταία εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει διανοηθεί ο γιατρός. Ανάμεσα στις υπόλοιπες παγίδες σ' αυτό το παιχνίδι ήταν ο Άνθρωπος από τη Μαντζουρία. Είχε δώσει το βιβλίο τσέπης στη Μάρτι, προστάζοντάς τη να ξεχάσει από πού το βρήκε. Της εμφύτευσε την ιδέα πως, στη διάρκεια καθενός από τα ραντεβού της Σούζαν, διάβαζε λίγο απ' το μυθιστό-

ρημα, αν και στην πραγματικότητα δεν διάβαζε ούτε σελίδα, και είχε στηρίξει ανεπαρκώς αυτή την ψεύτικη εντύπωση φυτεύοντας μέσα της μερικές απίστευτα γενικόλογες προτάσεις που θα χρησιμοποιούσε η Μάρτι για να περιγράψει την ιστορία σε περίπτωση που της το ζητούσε η Σούζαν ή οποιοσδήποτε άλλος. Αν αυτή η αόριστη, στεγνή περιγραφή του βιβλίου σάστιζε τη Σούζαν, μπορεί να του έριχνε μια ματιά και να ανακάλυπτε πως υπήρχαν πράγματα μέσα που είχαν κάποια σχέση με το δίλημμα που αντιμετώπιζε η ίδια στη ζωή της. Της ίδιας της Μάρτι δεν της είχε απαγορεύσει ρητά να διαβάσει το βιβλίο, απλώς την είχε αποθαρρύνει, οπότε υπήρχε πιθανότητα να ξεπερνούσε τελικά η Μάρτι αυτή την αποθάρρυνση όταν θα το περίμενε λιγότερο ο Άριμαν. Τελικά, για κάποιο λόγο, ο κύριος Ρόουντς είχε αρχίσει να το διαβάζει. Πού τελειώνει η μυθοπλασία και πού αρχίζει η πραγματικότητα; Αυτή είναι η ουσία του παιχνιδιού. Καθώς έκανε ο γιατρός το γύρο του μεγάλου τραπεζιού διερωτώμενος αν θα νικούσε ο Κρόκετ ή ο Καπόνε, η μαύρη μεταξένια πιτζάμα-στολή νίντζα θρόιζε και τα ζάρια κροτάλιζαν μέσα στο ποτήρι.

Οι διακοσμητές, αν τους ρωτούσαν, θα αποκρίνονταν πως το στυλ ήταν σύγχρονου ιταλικού μπιστρό. Δεν θα 'λεγαν ψέματα, ούτε θα ήταν απαραίτητα ανειλικρινείς, όμως η απάντηση τους θα ήταν άσχετη. Όλο αυτό το γυαλιστερό σκούρο ξύλο και το μαύρο μάρμαρο, όλες αυτές οι στιλπνές λουστραρισμένες επιφάνειες, οι απλίκες από κεχριμπάρι και όνυχα, η μακρόστενη τοιχογραφία πίσω απ' το μπαρ, μιας ζούγκλας ζωγραφισμένης στο ναΐφ στυλ του Ανρί Ρουσό, με βλάστηση πιο οργιώδη από οποιαδήποτε θα μπορούσε να υπάρξει στην πραγματικότητα και με μυστηριώδη γατίσια μάτια να κοιτάζουν ανάμεσα σε φύλλα στολισμένα με στάλες βροχής -όλα αυτά δεν μιλούσαν παρά μόνο για ένα πράγμα: σεξ. Το μισό μαγαζί ήταν εστιατόριο, το άλλο μισό μπαρ, και οι δύο χώροι συνδέονταν μ' έναν ογκώδη θολωτό διάδρομο που είχε δεξιά κι αριστερά κολόνες από μαόνι πάνω σε μαρμάρινες βάσεις. Ήταν νωρίς το βράδυ και οι εργαζόμενοι μόλις είχαν σχολάσει από τα γραφεία - το μπαρ ήταν γε-

μάτο από πλούσιους νεαρούς εργένηδες που κυνηγούσαν πιο επιθετικά από οποιονδήποτε αίλουρο της ζούγκλας, όμως η τραπεζαρία δεν είχε ακόμη κόσμο. Η σερβιτόρα έβαλε τον Ντάστι και τη Μάρτι σ' ένα χώρισμα που οι θέσεις του είχαν τόσο ψηλές ράχες ώστε ήταν ουσιαστικά απομονωμένο, με μόνο μία μεριά ανοιχτή, προς τη σάλα. Η Μάρτι ήταν ανήσυχη σ' ένα μέρος με τόσο κόσμο, γιατί κινδύνευε να ταπεινωθεί εντελώς, αν πάθαινε μια οξεία κρίση πανικού. Αντλούσε δύναμη από το γεγονός πως οι πρόσφατες κρίσεις της, από τότε που έφυγε απ' το ιατρείο του δόκτορα Άριμαν, ήταν σχετικά ήπιες και μικρής διάρκειας. Παρά τον κίνδυνο της ταπείνωσης, προτιμούσε να φάει εδώ παρά στην ασφάλεια της κουζίνας της. Δεν ήθελε να πάει σπίτι, όπου το χάος στο γκαράζ θα της θύμιζε με πόσο παρανοϊκό τρόπο ήταν αποφασισμένη να ξεφορτωθεί από το σπίτι κάθε αντικείμενο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο. Ακόμη πιο τρομακτικός απ' το γκαράζ ή τις υπόλοιπες υπενθυμίσεις τού πώς είχε χάσει τον αυτοέλεγχο της, ο αυτόματος τηλεφωνητής θα την περίμενε στο γραφείο της, και ήταν βέβαιο, όσο και ότι το Χαλοουίν είναι τον Οκτώβρη, πως θα είχε ένα μήνυμα της Σούζαν, απ' το περασμένο βράδυ. Το καθήκον και η τιμή δεν θα επέτρεπαν στη Μάρτι να σβήσει την κασέτα δίχως να την ακούσει, ούτε μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της να φορτώσει αυτή τη δυσάρεστη ευθύνη στον Ντάστι. Το χρωστούσε στη Σούζαν ν' ακούσει το μήνυμά της. Προτού να 'ναι σε θέση ν' ακούσει εκείνη την αγαπημένη φωνή και ν' αντέξει τις ακόμη μεγαλύτερες ενοχές που σίγουρα θα της προκαλούσε, έπρεπε να επιστρατεύσει όλο της το κουράγιο -και να τονωθεί πίνοντας κάτι. Σαν νομοταγείς πολίτες, ακολούθησαν τη συμβουλή του υπαστυνόμου Μπίζμετ: ένα μπουκάλι Χάινεκεν για τον Ντάστι, Σιέρα Νεβάδα για τη Μάρτι. Με την πρώτη γουλιά μπίρα, κατάπιε κι ένα Βάλιουμ, παρά την προειδοποίηση στο μπουκάλι, να μην ανακατεύονται ποτέ οι βενζοδιαζεπίνες με οινόπνευμα. Ζήσε άσχημα, πέθανε νέος. Ή πέθανε νέος έτσι κι αλλιώς. Αυτές φαίνονταν να 'ναι οι δύο επιλογές τους.

«Μόνο να της είχα τηλεφωνήσει χτες το βράδυ», είπε η Μάρτι. «Δεν ήσουν σε θέση να της τηλεφωνήσεις. Έτσι κι αλλιώς, δε θα μπορούσες να τη βοηθήσεις». «Μπορεί, αν είχα καταλάβει απ' τη φωνή της τι σκόπευε να κάνει, να είχα ζητήσει από κάποιον άλλο να τη βοηθήσει». «Δε θα το καταλάβαινες απ' τη φωνή της, γιατί δε θ' ακουγόταν πιο στενοχωρημένη ή τόσο απελπισμένη ώστε να υποψιαστείς ότι ήθελε να αυτοκτονήσει». «Δε θα το μάθουμε ποτέ», είπε θλιμμένα εκείνη. «Το ξέρουμε», επέμεινε ο Ντάστι. «Δε θ' ακουγόταν τόσο απελπισμένη ώστε να φανταστείς ότι θα αυτοκτονούσε, γιατί δεν αυτοκτόνησε».

Ο Νες ήταν ήδη νεκρός, από τα πρώτα θύματα, μια αληθινή καταστροφή για τους υπερασπιστές του Αλαμο! Ο ευγενής άνθρωπος του νόμου είχε σκοτωθεί από ένα συνδετήρα. Ο γιατρός έβγαλε το μικρό πλαστικό κουφάρι απ' το τραπέζι. Για ν' αποφασίζει ποιο στρατιωτάκι θα άνοιγε πυρ και ποιο θα ήταν το όπλο του, ο Άριμαν χρησιμοποιούσε έναν περίπλοκο τύπο βασισμένο σε ό,τι έφερνε το ζάρι και σ' ένα χαρτί που τραβούσε τυχαία από μια τράπουλα. Τα μόνα όπλα ήταν ένας συνδετήρας κι ένας βόλος, που ρίχνονταν αντίστοιχα μ' ένα λαστιχάκι και με τον αντίχειρα. Φυσικά, αυτές οι δυο απλές μέθοδοι μπορούσαν να συμβολίζουν πολλούς φριχτούς θανάτους: από βέλος, από πυροβόλο όπλο, από κανόνι, από μαχαίρι, από τσεκούρι στο πρόσωπο... Δυστυχώς, δεν ήταν στη φύση των πλαστικών παιχνιδιών να αυτοκτονούν και θα ήταν εξωφρενική προσβολή για την Αμερική και τους πολίτες της να υπονοηθεί πως άνθρωποι σαν τον Ντέιβι Κρόκετ και τον Έλιοτ Νες θα μπορούσαν να σκεφτούν ποτέ το ενδεχόμενο της αυτοκαταστροφής. Έτσι, έλειπε αυτή η συναρπαστική διάσταση από τούτα τα παιχνίδια. Στο μεγαλύτερο παιχνίδι, όπου το πλαστικό ήταν σάρκα και το αίμα αληθινό, μια ακόμη αυτοκτονία θα σχεδιαζόταν σύντομα. Ο Σκιτ έπρεπε να πεθάνει.

Αρχικά, όταν είχε συλλάβει ο γιατρός αυτό το παιχνίδι, νόμιζε πως ο Χόλντεν «Σκιτ» Κόλφιλντ θα ήταν ο αστέρας, χωμένος ως το λαιμό στη σφαγή όταν θα ερχόταν η στιγμή της τελικής αιματοχυσίας. Θα γινόταν πρώτη είδηση σε όλα τα δελτία. Το όνομά του θα γινόταν αθάνατο, ένας θρύλος στην ιστορία των εγκλημάτων, διαβόητο σαν του Τσαρλς Μάνσον. Ο Σκιτ, ίσως επειδή το μυαλό του είχε καταστραφεί από τόσα ναρκωτικά που έπαιρνε από τότε που ήταν παιδί, αποδείχτηκε κακό υποκείμενο προγραμματισμού. Η ικανότητά του να συγκεντρώνεται -ακόμη κι όταν ήταν υπνωτισμένος!- δεν ήταν καλή και δυσκολευόταν να συγκρατήσει υποσυνείδητα τους στοιχειώδεις κανόνες-φράσεις που έθεταν σε λειτουργία τα εξαρτημένα αντανακλαστικά του. Αντί για τις συνηθισμένες τρεις συναντήσεις που απαιτούνταν για τον προγραμματισμό, ο γιατρός χρειάστηκε να αφιερώσει έξι στον Σκιτ και ύστερα απαιτήθηκαν και μερικές συντομότερες -αλλά πρωτοφανείς- συναντήσεις «επιδιόρθωσης», όπου επανατοποθετήθηκαν όσα στοιχεία του προγράμματος του είχαν φθαρεί. Μερικές φορές δεν χρειαζόταν ν' ακούσει καν το χαϊκού ο Σκιτ, παρά μόνο το όνομα Δόκτωρ ΓιενΛο, που τον ενεργοποιούσε, για να αφεθεί στον έλεγχο του δόκτορα Άριμαν. Ο κίνδυνος που συνεπαγόταν αυτή η εύκολη πρόσβαση ήταν ανυπολόγιστος. Αργά ή γρήγορα, για την ακρίβεια γρήγορα, θα 'πρεπε να πετύχει ένας συνδετήρας τον Σκιτ, μεταφορικά. Έπρεπε να έχει πεθάνει την Τρίτη το πρωί, αλλά αυτό θα συνέβαινε σίγουρα απόψε. Στα ζάρια έφερε εννιά. Απ' την τράπουλα τράβηξε μια ντάμα καρό. Με γρήγορους υπολογισμούς, ο Άριμαν βρήκε πως η επόμενη φιγούρα που θα έριχνε ήταν μία που βρισκόταν στη νοτιοδυτική γωνιά της στέγης του Άλαμο: ένας από τους πιστούς άντρες του Έλιοτ Νες. Αναμφίβολα, ο θλιμμένος άντρας του FBI θα διψούσε για εκδίκηση. Το όπλο του ήταν ένας βόλος, που ήταν πιο φονικός από έναν απλό συνδετήρα, και, με το πλεονέκτημα της θέσης του, ψηλά στη στέγη, μπορεί να έκανε μεγάλο κακό στους τριγύρω Μεξικανούς στρατιώτες και στα καθάρματα τους κακοποιούς, που θα βλαστημούσαν την ώρα και τη στιγμή που είχαν συμφωνήσει να κάνουν τις βρομοδουλειές του Αλ Καπόνε.

«Δεν αυτοκτόνησε», επανέλαβε ο Ντάστι, μιλώντας απαλά και σκύβοντας συνωμοτικά, στο χώρισμα, αν και οι φωνές από το μπαρ εμπόδιζαν οποιονδήποτε να κρυφακούσει. Η βεβαιότητα στη φωνή του άφησε άναυδη τη Μάρτι. Κομμένες φλέβες. Κανένα ίχνος πάλης. Έ ν α σημείωμα με τον γραφικό χαρακτήρα της Σούζαν. Η επιθυμία της ν' αυτοκτονήσει ήταν αναμφισβήτητη. Ο Ντάστι σήκωσε το δεξί του χέρι σφιγμένο σε γροθιά και με κάθε επιχείρημα τέντωνε κι από ένα δάχτυλο. «Πρώτ ο ν χτες, στη Νέα Ζωή, ο Σκιτ ενεργοποιήθηκε με το όνομα Δόκτωρ Γιεν Λο και ύστερα μου φανέρωσε το χαϊκού που μου επέτρεπε την πρόσβαση στο υποσυνείδητο του, για να τον προγραμματίσω». «Να τον προγραμματίσεις», είπε εκείνη με δυσπιστία. «Είναι τόσο δύσκολο ακόμη να το πιστέψω». «Εμένα μου φαίνεται σαν προγραμματισμός. Περίμενε να του δοθούν εντολές. Αποστολές, τις ονόμασε. Δεύτερον όταν έχασα την υπομονή μου μαζί του και του είπα να με παρατήσει και να κοιμηθεί, αυτός έχασε αμέσως τις αισθήσεις του. Υπάκουσε σε μια εντολή που φαινόταν απίθανη. Θέλω να πω, πώς μπορείς να κοιμηθείς με τη θέλησή σου εν ριπή οφθαλμού; Τρίτον νωρίτερα χτες, όταν ήταν έτοιμος να πηδήξει από τη στέγη, είπε πως κάποιος τον είχε προστάξει να πηδήξει». «Ναι, ο άγγελος του θανάτου». «Δε λέω, ήταν μαστουρωμένος. Αυτό δε σημαίνει όμως πως δεν υπήρχε κάποια αλήθεια στα λόγια του. Τέταρτον στον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία, ο στρατιώτης που έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου είναι ικανός να διαπράξει φόνο αν τον προστάξει αυτός που τον ελέγχει, ξεχνώντας ύστερα κάθε λεπτομέρεια της πράξης του, όμως, πρόσεξέ με, θα υπακούσει ακόμη και στην εντολή ν' αυτοκτονήσει, αν είναι απαραίτητο». «Δεν είναι παρά ένα θρίλερ». «Ναι, το ξέρω. Το γράψιμο είναι καλό. Η πλοκή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και οι χαρακτήρες ζωηροί. Το απολαμβάνεις». Μη ξέροντας τι να του απαντήσει, η Μάρτι ήπιε κι άλλη μπίρα.

Ο στρατηγός Σάντα Άννα ήταν νεκρός και η ιστορία ξαναγραφόταν. Ο Αλ Καπό ν ε έπρεπε τώρα να διοικεί και τους Μεξικανούς και τον υπόκοσμο του Σικάγου. Οι λιγοστοί υπερασπιστές του Άλαμο καλά θα έκαναν να μην πανηγυρίζουν ακόμη. Ο Σάντα Άννα ήταν τρομερός γνώστης της στρατηγικής τέχνης, όμως ο Καπόνε ήταν πολύ πιο αδίστακτος. Μια φορά, ο αληθινός Αλ Καπόνε, όχι η πλαστική φιγούρα, είχε βασανίσει έναν καταδότη μ' ένα χειροκίνητο τρυπάνι. Στερέωσε το κεφάλι του τύπου σε μια μεγάλη μέγκενη και, με τους μπράβους του να κρατούν από τα χέρια και τα πόδια τον προδότη, ο παλιόφιλος ο Αλ άνοιξε ο ίδιος με το τρυπάνι μια αδαμαντοειδή οπή στο μέτωπο του τρομοκρατημένου άντρα. Κάποτε ο γιατρός είχε σκοτώσει μια γυναίκα μ' ένα τρυπάνι, όμως ήταν ηλεκτρικό, Μπλακ & Ντέκερ.

Ο Ντάστι είπε: «Το βιβλίο του Κόντον είναι φανταστικό, δεν αντιλέγω, όμως έχεις την αίσθηση πως για τις τεχνικές ψυχολογικού ελέγχου που περιγράφονται μέσα ο συγγραφέας έχει κάνει αληθινή έρευνα, πως αυτό που παρουσιάζει σαν φανταστικό ήταν εφικτό ακόμη και τότε. Και, Μάρτι, η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια. Πριν αρχίσει να ταξιδεύει ο κόσμος με επιβατικά τζετ». «Προτού πάμε στο φεγγάρι». «Ναι. Προτού αποκτήσουμε κινητά τηλέφωνα, φούρνους μικροκυμάτων και πατατάκια χωρίς λιπαρά με μια προειδοποίηση ότι μπορούν να προκαλέσουν διάρροια πάνω στο σακουλάκι. Φαντάσου τι θα μπορούσαν να κάνουν τώρα οι ειδικοί στον έλεγχο του νου, έχοντας τόσες δυνατότητες, απεριόριστες, και καθόλου συνείδηση». Σταμάτησε για να πιει λίγη μπίρα και ύστερα είπε: «Πέμπτον ο δόκτωρ Άριμαν είπε πως ήταν απίστευτο ότι και εσύ και η Σούζαν παρουσιάσατε τέτοιες έντονες φοβίες. Είπε...» «Ξέρεις, μάλλον έχει δίκιο που υποψιάζεται πως η δική μου φοβία συνδέεται με της Σούζαν, πως πηγάζει απ' αυτό που νιώθω, ότι απέτυχα να τη βοηθήσω, από την...» Ο Ντάστι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κι έσφιξε ξα-

νά το χέρι του σε γροθιά. « Ή σας εμφύτευσαν τις φοβίες σας, και τη δική σου και της Σούζαν, σας προγραμμάτισαν σαν μέρος ενός πειράματος, ή υπάρχει κάποιος άλλος, απίστευτος λόγος». «Μα ο δόκτωρ Άριμαν δεν άφησε καν να εννοηθεί πως...» Ανυπόμονα, ο Ντάστι είπε: «Είναι σπουδαίος ψυχίατρος, καμία αντίρρηση, και είναι αφοσιωμένος στους ασθενείς του. Όμως έχει μάθει, απ' την εκπαίδευσή του και την πείρα του, να ψάχνει για ψυχολογικά αίτια κι αποτελέσματα, για κάποιο τραύμα στο παρελθόν σου, που προκάλεσε την κατάστασή σου. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που δεν παρουσίαζε καμιά πρόοδο η Σούζαν, γιατί δε φταίει τελικά κάποιο τραύμα. Και, Μάρτι, αν μπορούν να σε προγραμματίσουν να φοβάσαι τον εαυτό σου, να βλέπεις όλες αυτές τις βίαιες εικόνες, να κάνεις αυτά που έκανες στο σπίτι χτες... τι άλλο θα μπορούσαν να σε βάλουν να κάνεις;» Μπορεί να ήταν η μπίρα. Μπορεί να ήταν το Βάλιουμ. Μπορεί να ήταν ακόμη και η λογική του Ντάστι. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, η Μάρτι έβρισκε τα επιχειρήματά του όλο και πιο ακαταμάχητα.

Λεγόταν Βιβέκα Σκόφιλντ. Ήταν μια στάρλετ, ένα τσουλί, είκοσι πέντε χρόνια νεότερη από τον πατέρα του γιατρού, μέχρι και τρία χρόνια νεότερη από τον ίδιο το γιατρό, που τότε ήταν είκοσι οχτώ ετών. Έχοντας αναλάβει τον δεύτερο γυναικείο ρόλο στο τελευταίο φιλμ του γέρου, χρησιμοποίησε όλα τα διόλου ευκαταφρόνητα τεχνάσματά της για να τον πείσει να την παντρευτεί. Ακόμη κι αν δεν λαχταρούσε ο γιατρός να ξεφύγει απ' τη σκιά του πατέρα του και ν' αποκτήσει κι ο ίδιος ένα όνομα, θα 'πρεπε να φροντίσει να ξεφορτωθεί τη Βιβέκα Σκόφιλντ προτού γίνει κυρία Τζος Άριμαν και είτε βάλει στο χέρι την οικογενειακή περιουσία είτε την κατασπαταλήσει. Όσο καλά κι αν ήξερε ο μπαμπάς να τα βγάζει πέρα στο Χόλιγουντ, όσο ταλαντούχος κι αν ήταν στο να πηδά τους συνεργάτες του και να φοβερίζει ακόμη και τα πιο άθλια και ψυχωτικά αφεντικά των στούντιο, δεν έπαυε να 'ναι δεκαπέντε χρόνια χήρος και πρωταθλητής στο κλάμα, στον καιρό του- να 'ναι τόσο ευάλωτος από μερικές απόψεις όσο απρόσβλητος ήταν από άλλες. Η Βιβέκα θα τον είχε πα-

ντρευτεί, θα είχε βρει έναν τρόπο να τον πεθάνει πριν από την ώρα του, θα είχε φάει το συκώτι του με ψιλοκομμένα κρεμμυδάκια το βράδυ πριν απ' την κηδεία και ύστερα θα είχε πετάξει το γιο του από την έπαυλη, δίνοντάς του μονάχα μια μεταχειρισμένη Μερσέντες κι ένα συμβολικό μηνιαίο επίδομα. Το δίκαιο επέβαλλε λοιπόν να έχει προετοιμαστεί ο γιατρός να εξοντώσει και τη Βιβέκα το ίδιο βράδυ που σκότωσε τον πατέρα του. Ετοίμασε μια δεύτερη σύριγγα με μείγμα θειοβαρβιτάλης υπερβραχείας δράσης και παραλδεΰδης, σκοπεύοντας να το εγχύσει σε κάτι που θα έτρωγε η στάρλετ ή κατευθείαν στον οργανισμό της. Όταν ο μεγάλος σκηνοθέτης σωριάστηκε νεκρός στη βιβλιοθήκη, δηλητηριασμένος από τα γλυκίσματα, αλλά προτού ν' αφαιρεθεί το δακρυϊκό του σύστημα, ο γιατρός αναζήτησε τη Βιβέκα και τη βρήκε στο κρεβάτι του πατέρα του. Μια ξύλινη πίπα κρακ και διάφορα άλλα από τα σύνεργα ενός ναρκομανούς ήταν σκορπισμένα στο κομοδίνο και μια ποιητική συλλογή ήταν αφημένη στα κουβαριασμένα σεντόνια πλάι στη στάρλετ. Η Βιβέκα ροχάλιζε σαν αρκούδα φουσκωμένη από μεθυστικά όψιμα μούρα, με φυσαλίδες σάλιου να προβάλλουν και να σκάζουν στα χείλη της. Ήταν γυμνή όπως την έκανε η φύση και, επειδή η φύση εκείνη τη στιγμή είχε προφανώς λάγνες διαθέσεις, κάθε είδους βίαιες ερωτικές ιδέες ξεπήδησαν στο νου του νεαρού γιατρού. Εδώ παίζονταν πολλά χρήματα, όμως, και τα χρήματα σήμαιναν δύναμη και η δύναμη ήταν καλύτερη από το σεξ. Νωρίτερα εκείνη τη μέρα, κάποια στιγμή που ήταν μόνοι οι δυο τους, είχαν φιλονικήσει και η Βιβέκα είχε παρατηρήσει ψευτοντροπαλά πως δεν είχε δει ποτέ να τον πλημμυρίζει η συγκίνηση όπως συνέβαινε τόσο συχνά με τον πατέρα του. «Μοιάζουμε εσύ κι εγώ», του είπε. «Ο πατέρας σου πήρε το μερίδιο του από δάκρυα και το δικό σου, ενώ εγώ, μόλις οχτώ χρονών, είχα εξαντλήσει ήδη το δικό μου. Δεν έχουμε και οι δυο ούτε ένα δάκρυ μέσα μας. Τώρα, το πρόβλημα μ' εσένα, μικρέ μου γιατρέ, είναι πως έχεις ακόμη κάτι που μοιάζει με καρδιά, ενώ εμένα δε μου μένει ούτε ίχνος. Έτσι, αν δοκιμάσεις να στρέψεις το γέρο σου εναντίον μου, θα σ' ευνουχίσω και ύστερα θα σε βάζω να με ψυχαγωγείς κάθε βράδυ τραγουδώντας μου με φωνή σοπράνο».

Η θύμηση αυτής της απειλής έδωσε στο γιατρό μια ιδέα καλύτερη απ' το σεξ. Πήγε ως την πέρα άκρη του κτήματος, στο άρτια εξοπλισμένο δωμάτιο που ήταν ταυτόχρονα αποθήκη εργαλείων και εργαστήρι ξυλουργικής, στο κτίριο όπου βρίσκονταν επίσης, στον πάνω όροφο, τα δωμάτια του ζευγαριού που διαχειριζόταν το κτήμα, του κυρίου και της κυρίας Χάουφμπροκ, και του τεχνίτη-επιστάτη, του Ερλ Βέντνορ. Οι Χάουφμπροκ είχαν πάρει μια εβδομάδα άδεια κι ο Ερλ ήταν αναμφίβολα αναίσθητος μετά τη βραδινή πατριωτική του προσπάθεια να στηρίξει την αμερικανική βιομηχανία ζύθου για να μην πτωχεύσει εξαιτίας του ανταγωνισμού των ξένων. Έτσι, χωρίς να χρειάζεται να κρύβεται, ο γιατρός διάλεξε από τα διάφορα εργαλεία ένα ηλεκτρικό τρυπάνι Μπλακ & Ντέκερ. Προνόησε επίσης να πάρει μια εφτάμετρη, πορτοκαλιά μπαλαντέζα. Ξαναγυρνώντας στην κρεβατοκάμαρα του πατέρα του, έβαλε την μπαλαντέζα σε μια πρίζα στον τοίχο, συνέδεσε το τρυπάνι, σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και καβαλίκεψε γονατιστός τη Βιβέκα. Ήταν τόσο μαστουρωμένη που συνέχισε να ροχαλίζει, κι έτσι ο γιατρός αναγκάστηκε να φωνάξει τρεις απανωτές φορές το όνομά της για να την ξυπνήσει. Όταν τελικά συνήρθε, ανοιγοκλείνοντας ανόητα τα μάτια της, του χαμογέλασε σαν να νόμιζε πως ήταν κάποιος άλλος και πως το ηλεκτρικό τρυπάνι ήταν κάνας περίπλοκος καινούριος σουηδικός δονητής. Χάρη στην έξοχη εκπαίδευση που είχε λάβει στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, ο γιατρός τοποθέτησε με απόλυτη ακρίβεια τη μύτη του τρυπανιού. Στη σαστισμένη και χαμογελαστή Βιβέκα, είπε: «Αν δεν έχεις καρδιά, πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο εκεί μέσα κι ο καλύτερος τρόπος για να το βρούμε είναι να πάρουμε ένα δείγμα». Το ουρλιαχτό του δυνατού μικρού κινητήρα του τρυπανιού την έβγαλε από τη χαύνωσή της. Τότε όμως, ο γιατρός την τρυπούσε ήδη και, για την ακρίβεια, είχε σχεδόν τελειώσει. Αφού θαύμασε με την ησυχία του την ομορφιά της νεκρής, ο γιατρός πρόσεξε την ποιητική συλλογή που ήταν ανοιχτή πάνω στα σεντόνια. Μια αιμάτινη σπείρα κηλίδωνε και τις δύο σελίδες, όμως σ' έναν ολόλευκο κύκλο στη μέση της πορφυρής κηλίδας υπήρχαν τρεις στίχοι.

Αυτό το φάντασμα από πέταλα που πέφτουν χάνεται στη σελήνη και στα λουλούδια... Δεν ήξερε πως αυτό το ποίημα ήταν ένα χάίκοΰ που γράφτηκε από τον Όκυο το 1890 και μιλοΰσε για τον επικείμενο θάνατο του ποιητή και πως, όπως πολλά χαϊκοΰ, δεν μποροΰσε να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες διατηρώντας τις δεκαεφτά συλλαβές, πέντε στον πρώτο στίχο, εφτά στον δεΰτερο και πέντε στον τρίτο, του ιαπωνικού πρωτοτύπου. Αυτό που ήξερε, όμως, ήταν πως τοΰτο το ποιηματάκι τον συγκίνησε απρόσμενα, βαθιά, όπως δεν τον είχε συγκινήσει ξανά τίποτ' άλλο. Οι στίχοι εξέφραζαν, όπως δεν θα μποροΰσε ποτέ να την εκφράσει ο ίδιος ο Άριμαν, τη μισοαπωθημένη και ασχημάτιστη ως τότε αίσθηση που είχε ο γιατρός, της θνητότητάς του. Οι τρεις στίχοι του Όκυο του φανέρωσαν αμέσως, και με οδυνηρό τρόπο, τη φριχτή θλιβερή αλήθεια πως κι εκείνου του έμελλε τελικά να πεθάνει. Κι αυτός ήταν ένα φάντασμα, ήταν ευπαθής σαν ένα λουλοΰδι, και μια μέρα θα 'πεφτε κι αυτός καταγής όπως τα μαραμένα πέταλα. Όπως ήταν γονατιστός πάνω στο κρεβάτι και κρατοΰσε και με τα δυο του χέρια το βιβλίο με τα χαϊκοΰ, διαβάζοντας ξανά και ξανά αυτοΰς τους τρεις στίχους κι έχοντας ξεχάσει την τρυπημένη στάρλετ που βρισκόταν από κάτω του, ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος κι έναν κόμπο στο λαιμό, στη σκέψη του αναπόφευκτου θανάτου του. Πόσο σύντομη είναι η ζωή! Πόσο άδικος ο θάνατος! Πόσο ασήμαντοι είμαστε όλοι! Πόσο σκληρό το σΰμπαν. Τόσο έντονες ήταν αυτές οι σκέψεις, που ο γιατρός ήταν βέβαιος πως έκλαιγε. Κρατώντας μόνο με το αριστερό του χέρι το βιβλίο, σήκωσε το δεξί στα στεγνά του μάγουλα και υστέρα στα μάτια του, που ήταν αδάκρυτα. Παρ' όλα αυτά, ήταν σίγουρος πως είχε σχεδόν κλάψει κι ήξερε πια πως είχε τη δυνατότητα να κλάψει αν του συνέβαινε ποτέ κάτι τόσο θλιβερό που ν' άνοιγε τον κρουνό των δακρΰων του. Αυτή η συνειδητοποίηση τον ευχαρίστησε γιατί σήμαινε πως είχε περισσότερα κοινά με τον πατέρα του απ' όσα νόμιζε και γιατί αποδείκνυε πως δεν ήταν σαν τη Βιβέκα Σκόφιλντ, όπως είχε ισχυριστεί η ίδια. Μπορεί εκείνη να μην είχε οΰτε ένα δάκρυ, τα δικά του όμως ήταν φυλαγμένα μέσα του και περίμεναν.

Επίσης είχε κάνει λάθος πως δεν είχε καρδιά. Είχε, δεν υπήρχε αμφιβολία, αν και φυσικά δεν χτυπούσε πια. Ο γιατρός ξεκαβαλίκεψε τη Βιβέκα, αφήνοντάς τη σαν μισοτελειωμένη ξύλινη κατασκευή, με το τρυπάνι χωμένο μέσα της, και για κάμποση ώρα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, μελετώντας το βιβλίο με τα χαϊκού. Εδώ, αυτή την ακατάλληλη στιγμή και σ' αυτό το ακατάλληλο μέρος, είχε ανακαλύψει την καλλιτεχνική του πλευρά. Όταν κατόρθωσε τελικά να ξεκολλήσει απ' το βιβλίο, κουβάλησε το πτώμα του μπαμπά πάνω, το έβαλε στο κρεβάτι, σκούπισε το στόμα του που ήταν πασαλειμμένο με μαύρη σοκολάτα, έκανε ανατομή στο δακρυϊκό σύστημα του μεγάλου σκηνοθέτη και αφαίρεσε τα διάσημα μάτια του. Από τη Βιβέκα πήρε λιγοστό αίμα, έξι μικροσκοπικές κιλότες απ' το συρτάρι της τουαλέτας -από τότε που είχε αρραβωνιαστεί με τον πατέρα του, ζούσε στο σπίτι τους- κι έσπασε ένα από τα ακρυλικά νύχια της. Όταν μπήκε μ' ένα αντικλείδι στο διαμέρισμα του Ερλ Βέντνορ, βρήκε πάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού ένα χοντροκαμωμένο αντίγραφο του Κεκλιμένου Πύργου της Πίζας φτιαγμένο από άδεια κουτιά Μπαντβάιζερ. Ο τεχνίτης, όμως, δεν ήταν απλώς κεκλιμένος αλλά ολότελα σωριασμένος στον καναπέ, ροχαλίζοντας εξίσου δυνατά με τη Βιβέκα, ενώ ο Ροκ Χάτσον φλερτάριζε την Ντόρις Ντέι σε μια παλιά ταινία στην τηλεόραση. Πού τελειώνει η φαντασία και πού αρχίζει η πραγματικότητα; Αυτή είναι η ουσία του παιχνιδιού. Ο Χάτσον φλερτάρει την Ντέι- ο Ερλ, μεθυσμένος, πλημμυρισμένος από λαγνεία, βιάζει την άμοιρη στάρλετ και διαπράττει μια βίαιη διπλή δολοφονία -πιστεύουμε ό,τι είναι εύκολο να πιστέι|)ουμε, είτε είναι φαντασία είτε γεγονός. Ο νεαρός γιατρός πιτσίλισε με το αίμα της Βιβέκα το παντελόνι και το πουκάμισο του κοιμισμένου τεχνίτη. Με όσο αίμα απέμεινε, μούσκεψε μία απ' τις κιλότες. Τύλιξε προσεκτικά το σπασμένο νύχι στο ματωμένο εσώρουχο και ύστερα έβαλε και τις έξι κιλότες στο κάτω συρτάρι της τουαλέτας στην κρεβατοκάμαρα του Ερλ. Όταν έφυγε ο Άριμαν, ο Ερλ εξακολουθούσε να κοιμάται βαθιά. Θα τον ξυπνούσαν οι σειρήνες. Στο διπλανό υπόστεγο με τα σύνεργα κηπουρικής, όπου ήταν αποθηκευμένες οι χλοοκοπτικές μηχανές, ο γιατρός

βρήκε ένα πεντάλιτρο μπιτόνι βενζίνη. Το πήγε στο κύριο οίκημα, πάνω, στην κρεβατοκάμαρα του πατέρα του. Αφού έβαλε σε μια σακούλα τα ματωμένα του ρούχα, πλύθηκε γρήγορα γρήγορα και φόρεσε μια καινούρια αλλαξιά, ράντισε τα πτώματα με βενζίνη, πέταξε το άδειο μπιτόνι στο κρεβάτι κι έβαλε φωτιά. Ο γιατρός έμενε όλη τη βδομάδα στο εξοχικό του πατέρα του στο Παλμ Σπρινγκς και είχε γυρίσει εκείνο το απόγευμα στο Μπελ Αιρ για να κανονίσει αυτές τις επείγουσες οικογενειακές υποθέσεις. Μόλις τέλειωσε, γύρισε στην έρημο. Παρά τις πάμπολλες και πολύτιμες αντίκες που μπορεί να καίγονταν αν δεν ερχόταν γρήγορα η Πυροσβεστική, ο Άριμαν πήρε μαζί του μόνο τη σακούλα με τα ματωμένα του ρούχα, το βιβλίο με τα χαϊκού και τα μάτια του μπαμπά του σ' ένα βάζο γεμάτο μ' ένα προσωρινό στερεωτικό διάλυμα. Ύστερα από μιάμιση ώρα, στο Παλμ Σπρινγκς, έκαψε τα ενοχοποιητικά ρούχα στο τζάκι μαζί με μερικά αρωματικά κομματάκια κέδρο κι αργότερα έριξε τις στάχτες στο χούμο του ροδόκηπου δίπλα στην πισίνα. Όσο ριψοκίνδυνο κι αν ήταν να κρατήσει τα μάτια και τη λεπτή ποιητική συλλογή, ήταν πολύ αισθηματίας για να τα ξεφορτωθεί. Έμεινε ξάγρυπνος όλη νύχτα για να παρακολουθήσει ένα μαραθώνιο παλιών ταινιών με τον Μπέλα Λουγκόζι, έφαγε ένα ολόκληρο οικογενειακό παγωτό και μια μεγάλη σακούλα πατατάκια, ήπιε όση τσιτσιμπίρα και γκαζόζα τραβούσε η ψυχή του κι έπιασε ένα μεγάλο σκαθάρι μέσα σ' ένα μεγάλο γυάλινο βάζο και ύστερα το βασάνισε μ' ένα σπίρτο. Η προσωπική του φιλοσοφία είχε εμπλουτιστεί ανυπολόγιστα από τους τρεις στίχους του χαϊκού του Όκυο και είχε λάβει σοβαρά υπόψη του το μάθημα του ποιητή. Η ζωή είναι σύντομη, όλοι πεθαίνουμε, οπότε κοίτα να διασκεδάσεις όσο περισσότερο μπορείς.

Το δείπνο σερβιρίστηκε μαζί με τις δεύτερες μπίρες. Μια και δεν είχε φάει καθόλου πρωινό και μονάχα ένα μικρό μιλκσέικ βανίλια για μεσημεριανό, η Μάρτι πέθαινε της πείνας. Παρ' όλα αυτά, ένιωθε πως το να πεινά, τόσο σύντομα μετά το θάνατο της Σούζαν, ήταν προδοσία απέναντι στη φίλη της. Η ζωή συνεχιζόταν και, ακόμη κι όταν πεν-

θοΰσε, μπορούσε ν' απολαμβάνει επίσης, άσο λάθος κι αν φαινόταν αυτό. Επίσης, μπορούσε να φοβάται διαρκώς και συνάμα να απολαμβάνει, κι έτσι η Μάρτι ευχαριστήθηκε τις γαρίδες της ακούγοντας το σύζυγο της να πασχίζει να κατανοήσει τον όλεθρο που τους απειλούσε. Δάχτυλα ξεφύτρωσαν ξανά από τη γροθιά του Ντάστι: «Έκτον αν μπορούσε να προγραμματιστεί η Σούζαν για να δεχτεί επανειλημμένα τη σεξουαλική κακοποίηση και ύστερα οι αναμνήσεις της απ' αυτά τα περιστατικά να σβηστούν από το νου της, αν μπορούσε, με μια προσταγή, να δεχτεί να τη βιάσουν, τότε τι δεν μπορούσε να διαταχθεί να κάνει; Έβδομον άρχισε να υποψιάζεται τι συνέβαινε, κι ας μην είχε καμία απόδειξη, και μπορεί αυτή η αμυδρή υποψία να αρκούσε για να θορυβηθούν εκείνοι που την έλεγχαν. 'Ογδοον σου φανέρωσε τις υποψίες της κι εκείνοι το έμαθαν και ανησύχησαν μήπως τις φανέρωνε σε κάποιον που δεν έλεγχαν, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να πεθάνει». «Πώς μπορούσαν να το μάθουν;» «Μπορεί να είχαν παγιδεύσει το τηλέφωνο της. Υπάρχουν πολλά ενδεχόμενα. Αλλά, αν αποφάσισαν να την εξοντώσουν, τη διέταξαν να αυτοκτονήσει κι εκείνη υπάκουσε επειδή ήταν προγραμματισμένη, τότε δεν πρόκειται για αληθινή αυτοκτονία. Ούτε από ηθική άποψη και, μάλλον, ούτε από νομική. Πρόκειται για φόνο». «Εμείς, όμως, τι μπορούσε να κάνουμε;» Τρώγοντας την μπριζόλα του, συλλογίστηκε για λίγο την ερώτησή της και ύστερα είπε: «Δεν έχω ιδέα -τουλάχιστον όχι ακόμη. Γιατί δεν μπορούμε ν' αποδείξουμε τίποτε». «Αν μπορούσαν απλώς να της τηλεφωνήσουν και να την κάνουν να αυτοκτονήσει πίσω απ' τις κλειδωμένες της πόρτες... τι θα πρέπει να κάνουμε εμείς την επόμενη φορά που θα χτυπήσει το τηλέφωνο μας;» αναρωτήθηκε η Μάρτι. Κοιτάχτηκαν κατάματα, κλωθογυρίζοντας αυτό το ερώτημα στο μυαλό τους κι έχοντας ξεχάσει το φαγητό τους. Τελικά ο Ντάστι είπε: «Δε θ' απαντήσουμε». «Αυτή δεν είναι μια πρακτική μακροπρόθεσμη λύση». «Η αλήθεια είναι, Μάρτι, πως, αν δε βρούμε γρήγορα μια λύση, δεν πρόκειται να είμαστε για πολύ καιρό ακόμη εδώ». Η Μάρτι σκέφτηκε τη Σούζαν στην μπανιέρα, αν και δεν είχε δει το πτώμα, κι ένιωσε δάχτυλα να της σφίγγουν την καρδιά -τα καυτά δάχτυλα της οδύνης και τα παγερά του φό-

βου. «Όχι, όχι για πολύ καιρό ακόμη», συμφώνησε. «Όμως πώς ακριβώς θα βρούμε τη λύση; Από πού να ξεκινήσουμε;» «Δεν μπορώ να σκεφτώ παρά μόνο ένα πράγμα. Τα χαϊκού». «Τα χαϊκού;» ρώτησε εκείνη και φταρνίστηκε. «Γείτσες», είπε ο Ντάστι κι άνοιξε τη σακούλα του βιβλιοπωλείου που είχε φέρει στο εστιατόριο. Από τα εφτά βιβλία που είχε αγοράσει ο Νεντ, έδωσε ένα στη Μάρτι και πήρε κι ο ίδιος ένα. «Αν κρίνω από το εξώφυλλο, αυτά είναι μερικά από τα κλασικά ποιήματα του είδους. Θα τα κοιτάξουμε πρώτα -ελπίζοντας να βρούμε κάτι. Μάλλον υπάρχουν τόσο πολλά σύγχρονα, που θα μπορούσαμε να ψάχνουμε για βδομάδες αν δεν το βρούμε στα κλασικά». «Για τι ψάχνουμε;» «Για κάποιο ποίημα που θα σε κάνει ν' ανατριχιάσεις». «Όπως όταν ήμουν δεκατριών χρονών και διάβαζα τους στίχους του Ροντ Στιούαρτ;» «Θεέ μου. Κάνω πως δεν τ' άκουσα αυτό. Εννοώ ν' ανατριχιάσεις όπως όταν διάβασες εκείνο το όνομα στον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία». Η Μάρτι μπορούσε να λέει αυτό το όνομα χωρίς να επηρεάζεται, όπως θα συνέβαινε αν το άκουγε από κάποιον άλλο: «Ρέιμοντ Σο. Ορίστε, μόλις το 'πα, ανατρίχιασα». «Ψάξε για ένα χαϊκού που θα κάνει το ίδιο πράμα». «Και ύστερα;» Αντί να απαντήσει, μοίρασε την προσοχή του ανάμεσα στο δείπνο και στο βιβλίο. Σε λίγα λεπτά, της είπε: «Να! Δε με ανατριχιάζει, όμως σίγουρα το ξέρω. "Διαυγείς καταρράκτες... στα κύματα σκορπίζουν... γαλάζιες πευκοβελόνες"». «Το χαϊκού του Σκιτ». Σύμφωνα με το βιβλίο, το ποίημα είχε γραφτεί από τον Ματσούο Μπασό, που έζησε από το 1644 ως το 1694. Επειδή τα χαϊκού ήταν σύντομα, μπορούσε κανείς να διαβάσει κάμποσα μέσα σ' ένα δεκάλεπτο, και η Μάρτι ήταν αυτή που έκανε την επόμενη μεγάλη ανακάλυψη προτού καν τελειώσει τις γαρίδες της. «Το βρήκα. Γραμμένο από τον Γιόζα Μπουσόν εκατό χρόνια μετά τον Μπασό σου. "Φυσώντας απ' τη δύση ο άνεμος... τα πεσμένα φύλλα μαζεύει... στην ανατολή"». «Είναι το δικό σου;» «Ναι». «Είσαι βέβαιη;»

«Δε μου 'φυγε ακόμη η ανατριχίλα». Ο Ντάστι της πήρε το βιβλίο απ' τα χέρια και διάβασε ο ίδιος τους στίχους. Η σχέση δεν του διέφυγε. «Πεσμένα φύλλα». «Το επαναλαμβανόμενο όνειρο μου», του είπε. Έτρεμε σύγκορμη, σαν να άκουγε εκείνη τη στιγμή τον Φυλλάνθρωπο να σέρνει τα βήματά του προς το μέρος της μέσα στο τροπικό δάσος.

Τόσοι νεκροί... Χίλιοι εξακόσιοι είχαν χαθεί το 1836 και εκατοντάδες ακόμη είχαν πεθάνει αυτό το βράδυ του Γενάρη, ανάλογα με τα καπρίτσια των ζαριών και των τραπουλόχαρτων. Κι ακόμη μαινόταν η μάχη. Καθώς έπαιζε τους Αδιάφθορους στο Αλαμο, ο γιατρός σχεδίασε τις λεπτομέρειες του τέλους του Χόλντεν «Σκιτ» Κόλφιλντ. Ο Σκιτ έπρεπε να πεθάνει πριν απ' το χάραμα, όμως ένας ακόμη θάνατος, μέσα στο μακελειό, είχε ελάχιστη σημασία. Έριξε άσους και ταυτόχρονα τράβηξε άσο μπαστούνι, που σήμαινε, σύμφωνα με τους περίπλοκους κανόνες του γιατρού, πως ο ανώτατος διοικητής κάθε στρατού έπρεπε να γίνει προδότης και ν' αυτομολήσει. Τώρα ο συνταγματάρχης Τζέιμς Μπόουι, βαριά άρρωστος με τυφοειδή πυρετό και πνευμονία, θα ηγούνταν του μεξικανικού στρατού, ενώ ο κύριος Αλ Καπόνε θα μαχόταν για την ανεξαρτησία της περιοχής του Τέξας. Ο Σκιτ δεν έπρεπε να αυτοκτονήσει στη Νέα Ζωή. Ο Άριμαν ήταν συνεταίρος στην κλινική και έπρεπε να προστατέψει μια σημαντική επένδυση. Αν και δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί μήπως μήνυαν ο Ντάστιν και η Μάρτι την κλινική, μπορεί κάποιος συγγενής που δεν έλεγχε ο γιατρός, ίσως ένας δεύτερος εξάδελφος που ζούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια σε μια καλύβα στο Θιβέτ και δεν είχε γνωρίσει καν τον Σκιτ, να εμφανιζόταν μαζί μ' έναν άθλιο δικηγόρο και να υπέβαλλε μήνυση, ένα πεντάλεπτο αφότου θα σωριαζόταν ο ναρκομανής φιλαράκος. Και ύστερα κάποιοι ηλίθιοι ένορκοι -το μόνο είδος που υπήρχε στις μέρες μας, απ' ό,τι φαινόταν- θα έδιναν στον εξάδελφο από το Θιβέτ ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Όχι - ο Σκιτ έπρεπε να απομακρυνθεί από τη Νέα Ζωή, εσκεμμένα, απερίσκεπτα, παρά τις συμ-

βουλές των γιατρών -και να τερματίσει τη ζωή του κάπου αλλού. Ένας βόλος, ριγμένος από έναν απ' τους ήρωες του Άλαμο, εποστρακίστηκε εδώ κι εκεί, ξεπαστρεύοντας ούτε έναν ούτε δύο αλλά εννιά Μεξικανούς στρατιώτες και δύο από τους άντρες του Καπόνε που δεν είχαν αυτομολήσει οι ίδιοι στους Τεξανούς. Ο Άγιος Αντόνιο ντε Βαλέρο, του οποίου το όνομα είχαν δώσει οι φραγκισκανοί στην ιεραποστολή γύρω από την οποία χτίστηκε το μεγάλο οχυρό του Άλαμο, θα είχε δακρύσει μπροστά σ' αυτούς τους ατελείωτους σκοτωμούς στον ίσκιο της εκκλησίας του -μόνο που ήταν νεκρός και είχε πάψει να δακρύζει πολύ πριν από το 1836. Το πιθανότερο ήταν να αποκαρδιωνόταν επίσης, βλέποντας τον Αλ Καπόνε να αποδεικνύεται καλύτερος υπερασπιστής του ιερού χώρου του από τον Ντέιβι Κρόκετ. Η ιδιωτική νοσοκόμα που πρόσεχε τον Σκιτ στη βραδινή βάρδια ήταν η Τζασμίν Χερνάντες, αυτή με τα κόκκινα πάνινα παπούτσια και τα πράσινα κορδόνια, η οποία ήταν θλιβερά καλή επαγγελματίας και αδέκαστη. Ο γιατρός δεν είχε το χρόνο ούτε ενδιαφερόταν να υποβάλει την αδελφή Χερνάντες σ' ένα περίπλοκο σχέδιο προγραμματισμού απλώς για να μπορέσει να δώσει άφοβα μπροστά της τις εντολές που έπρεπε να δώσει στον Σκιτ. Επομένως, θα 'πρεπε να περιμένει ώσπου να τελειώσει η βάρδια της. Η νοσοκόμα που ερχόταν τα μεσάνυχτα ήταν μια νωθρή ηλίθια που θα θρονιαζόταν στο σαλόνι τον προσωπικού και θα παρακολουθούσε μεταμεσονύχτια σόου στην τηλεόραση πίνοντας Κόκα Κόλα, ενόσω ο Άριμαν θα έκανε μια κουβεντούλα με τον αξιοθρήνητο ετεροθαλή αδερφό του Ντάστιν. Δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει να προστάξει τηλεφωνικά τον Σκιτ να αυτοκτονήσει. Ο αξιολύπητος Κόλφιλντ ο νεότερος ήταν τόσο αμφίβολο υποκείμενο προγραμματισμού, που ήταν απαραίτητο να τον διατάξει αυτοπροσώπως. Συνδετήρας. Πινγκ. Καταστροφή. Ο συνταγματάρχης Μπόουι χτυπήθηκε! Ο μεξικανικός στρατός είναι τώρα χωρίς αρχηγό. Ο Καπόνε γελά χαιρέκακα.

Πανέμορφο, το δάσος, βαθύ και δροσερό. Τα πελώρια δέντρα είναι τόσο κοντά το ένα στ' άλλο, πον οι λείοι, καφε-

κόκκινοι, στιλπνοί κορμοί τους ενώνονται σ' ένα αδιάσπαστο ξύλινο τείχος. Η Μάρτι ξέρει με κάποιον τρόπο πως είναι σουιετενίες, τα δέντρα που δίνουν το μαόνι, αν και δεν έχει δει ποτέ της τέτοιο δέντρο. Πρέπει να 'ναι μια ζούγκλα της Νότιας Αμερικής, όπου ευδοκιμούν οι σουιετενίες, όμως δεν θυμάται να έχει κανονίσει κάποιο ταξίδι για κει ή να έχει ετοιμάσει τις αποσκευές της. Ελπίζει να 'χει φέρει αρκετά ρούχα, να θυμήθηκε να πάρει το ταξιδιωτικό σίδερο και να 'χει μαζί της αντιφάρμακο, ειδικά αυτό το τελευταίο, γιατί μόλις τώρα ένα φίδι έχωσε τα δόντια του στο αριστερό της χέρι. Το δόντι του, ενικός αριθμός: το ερπετό φαίνεται να 'χει μονάχα ένα δόντι και μάλιστα αρκετά παράξενο· ασημένιο και λεπτό σαν βελόνα. Το φίδι έχει λεπτό, διάφανο κορμί και κρέμεται από ένα ασημένιο δέντρο δίχως φύλλα και μ' έναν κλώνο μόνο, όμως δεν είναι παράξενο να συναντά κανείς εξωτικά ερπετά και φυτά στον Αμαζόνιο. Προφανώς το φίδι δεν είναι ιοβόλο γιατί η Μάρτι δεν ανησυχεί, ούτε η Σούζαν, που συμμετέχει επίσης στην αποστολή στη Νότια Αμερική. Αυτή τη στιγμή κάθεται σε μια πολυθρόνα στην απέναντι άκρη του ξέφωτου, μισογυρισμένη από την άλλη μεριά, έτσι που η Μάρτι βλέπει μόνο το προφίλ της, και τόσο ασάλευτη και βουβή, που πρέπει να διαλογίζεται ή να 'ναι χαμένη στις σκέψεις της. Η ίδια η Μάρτι είναι ξαπλωμένη σ' ένα ράντζο ή ίσως σε κάτι πιο στέρεο, ίσως σ' έναν καναπέ, με διακοσμητικά κουμπιά και με μια ζεστή δερμάτινη στιλπνότητα. Πρέπει να 'ναι πρώτης τάξεως εκδρομή, για να 'χουν μπει σε τόσο κόπο να κουβαλήσουν πολυθρόνες και καναπέδες. Κάπου κάπου συμβαίνουν μαγικά και διασκεδαστικά πράγματα. Ένα σάντουιτς αιωρείται -μάλλον με βούτυρο μπανάνας και φιστικιών αλειμμένο σε χοντρές φέτες λευκό ψωμί-, πηγαίνει μπρος πίσω, πάνω κάνω, και μπουκιές εξαφανίζονται από πάνω του, σαν να υπάρχει κάποιο φάντασμα στο δάσος μαζί της, ένα πεινασμένο φάντασμα που γευματίζει. Ένα μπουκάλι τσιτσιμπίρα αιωρείται επίσης, γέρνει προς αόρατα χείλη για να σβήσει τη δίψα τον ίδιου φαντάσματος κι αυτό επαναλαμβάνεται αργότερα μ ' ένα μπουκάλι γκαζόζα. Η Μάρτι φαντάζεται πως είναι κάτι αναμενόμενο γιατί, εν τέλει, οι Νοτιοαμερικανοί συγγραφείς είναι αυτοί πον δημιούργησαν τον μαγικό ρεαλισμό. Μια μαγική πινελιά ακόμη είναι το παράθυρο πον βρί-

σκεται πάνω και πίσω της, ρίχνοντας φως στο δάσος, που ειδάλλως Θα ήταν αρκετά σκοτεινά και απειλητικό. Τελικά, αυτό είναι καλό μέρος για να κατασκηνώσουν. Με μόνη εξαίρεση τα φύλλα. Πεσμένα φύλλα είναι σκορπισμένα στο ξέφωτο, ίσως απ' τις σουιετενίες, ίσως από άλλα δέντρα, και, παρ' ότι δεν είναι τίποτ' άλλο από νεκρά φύλλα, κάνουν τη Μάρτι να νιώθει ανήσυχη. Κάπου κάπου θρυμματίζονται αν και δεν πατά κανείς επάνω τους. Η άπνοια μες στο δάσος είναι απόλυτη, όμως τα ανήσυχα φύλλα τρέμουν μόνα τους και κατά ομάδες, αναδεύονται και τρίβονται το ένα στ' άλλο, σέρνονται στο έδαφος με απειλητικούς ψιθυριστούς ήχους, λες και θα μπορούσαν τα φύλλα να συνωμοτούν, να δολοπλοκούν. Απροειδοποίητα, ένας δυνατός άνεμος φυσά από τα δυτικά. Το παράθυρο είναι δυτικό, αλλά πρέπει να 'ναι ανοιχτό, γιατί ο αέρας περνά ορμητικός στο ξέφωτο, ουρλιάζοντας και φέρνοντας κι άλλα φύλλα, μεγάλες μάζες που αναδεύονται, συρίζοντας και φτερουγίζοντας σαν νέφη νυχτερίδων, κάποια χλωρά και ευλύγιστα, άλλα ξερά, νεκρά. Ο αέρας σαρώνει και τα φύλλα στο έδαφος και όλα μαζί στροβιλίζονται στην περίμετρο του ξέφωτου -κόκκινα φθινοπωριάτικα φύλλα, χλωρά φύλλα, πέταλα, κοτσάνια, βράκτεια-, στροβιλίζονται σαν τ' αλογάκια στο λούνα παρκ, μονάχα που στη θέση των αλόγων υπάρχουν παράξενα θηρία φτιαγμένα από φύλλα. Ύστερα, σαν να τα έχει τραβήξει η μουσική απ' τον αυλό του Πανός, όλα τα φύλλα ανεξαιρέτως πετούν προς το κέντρο του ξέφωτου και ενώνονται σχηματίζοντας μια αντρική φιγούρα, σκεπάζουν την αόρατη παρουσία που βρισκόταν πάντα εκεί, το φάντασμα που έτρωγε το σάντουιτς κι έπινε τα αναψυκτικά, χαρίζοντάς του μορφή και ουσία. Ο Φυλλάνθρωπος ορθώνεται απειλητικός, πελώριος, τρομερός: με το άγριο πρόσωπο του, σαν μάσκα του Χαλοουίν, με μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών, με ακανόνιστα δόντια. Η Μάρτι παλεύει να σηκωθεί από τον καναπέ προτού την αγγίξει, προτού 'ναι πολύ αργά, όμως είναι πολύ αδύναμη, σαν να 'χει τροπικό πυρετό, ελονοσία. Ή μπορεί το φίδι να ήταν τελικά ιοβόλο και το φαρμάκι του ν' άρχισε τώρα να δρα. Ο αέρας έχει παρασύρει τα φύλλα από τα δυτικά και η Μάρτι είναι η ανατολή και τα φύλλα πρέπει να μπουν μέσα της, γιατί είναι η ανατολή, κι ο Φυλλάνθρωπος βάζει το πελώ-

ριο άγριο χέρι του στο πρόσωπο της. Η ουσία του είναι φύλλα, μάζες φύλλων που αναδεύονται, κάποια ζαρωμένα, ξερά, άλλα χλωρά κι άλλα πάλι γλοιώδη από τους μύκητες, από τη μούχλα, κι ο Φυλλάνθρωπος σπρώχνει την ουσία του στο στόμα της κι εκείνη αποκόβει με τα δόντια της ένα κομμάτι του κτήνους, πασχίζει να το φτύσει, όμως κι άλλα φύλλα χώνονται στο στόμα της και πρέπει να καταπιεί, να καταπιεί ή να πνιγεί, γιατί κι άλλα τσακισμένα, σαθρά φύλλα χώνονται στη μύτη της και μια μουχλιασμένη μάζα φύλλων μπαίνει στ' αυτιά της. Πασχίζει να ουρλιάξει, να καλέσει τη Σούζαν σε βοήθεια, όμως πνίγεται, πολεμά να φωνάξει τον Ντάστι, όμως ο Ντάστι δεν έχει έρθει εδώ, στη Νότια Αμερική, ή όπου βρίσκεται αυτό το μέρος, είναι πίσω στην Καλιφόρνια, δεν υπάρχει κανείς να τη βοηθήσει, τα φύλλα γεμίζουν το κορμί της, το στομάχι της, τα πνευμόνια της, το λαιμό της, πνίγεται απ' τα <ρύλλα, κι ένας στρόβιλος φύλλων στριφογυρίζει μες στο κεφάλι της, μες στο κρανίο της, τρίβεται πάνω στο μυαλό της, μέχρι που δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά πια, μέχρι που ολάκερη η προσοχή της είναι στραμμένη στον ήχο των φύλλων, το αδιάκοπο ξύσιμο-τρίψιμο-κροτάλισμα-θρυμμάτισμα-ψιθύρισμα-θρόισμα των ΦΥΛΛΩΝ... «Και σ' αυτό το σημείο ξυπνάω πάντα», είπε η Μάρτι. Χαμήλωσε τα μάτια στην τελευταία γαρίδα της, πάνω στα υπολείμματα των ζυμαρικών της, και της θύμισε λιγότερο θαλάσσιο πλάσμα και περισσότερο ένα κουκούλι σαν αυτά που έβλεπε κάπου κάπου όταν σκαρφάλωνε, μικρή, στα δέντρα. Στους ψηλότερους κλώνους ενός φυτικού γίγαντα, μες στο χρυσαφένιο ηλιόφως, τα σμαραγδένια φύλλα και τον κρυσταλλένιο αέρα, είχε βρει κάποτε δεκάδες χοντρά κουκούλια, γερά κολλημένα στα φύλλα που καμπύλωναν μισοκρύβοντάς τα, σαν να είχε πειστεί το δέντρο να βοηθήσει τα παράσιτα που το έτρωγαν. Αηδιασμένη, αλλά όχι πολύ, και θυμίζοντας στον εαυτό της πως οι κάμπιες γίνονταν τελικά πεταλούδες, περιεργάστηκε αυτούς τους μεταξένιους ασκούς και είδε πως μέσα σε κάποιους κάτι ζωντανό ανασάλευε. Αποφασίζοντας να ελευθερώσει όποιο θαύμα με χρυσαφιές ή άλικες φτερούγες σάλευε εκεί μέσα, να το βγάλει στον κόσμο μερικά λεπτά ή ίσως και ώρες προτού ελευθερωθεί από μόνο του, η Μάρτι έσχισε προσεκτικά το κουκούλι -και δεν βρήκε μια πεταλούδα, ούτε καν μια νυχτοπεταλούδα, αλλά δεκάδες μικρές αράχνες που ξεχύθηκαν απ' τον ωόσακο. Έχοντας κάνει αυτή την ανακά-

λυψη, δεν λαχτάρησε ξανά να βρεθεί σε μια ψηλή κορυφή δέντρου, ή, για την ακρίβεια, σε οποιοδήποτε ψηλό σημείοκαι κατάλαβε πως σερνόμενα γλοιώδη πράγματα δεν συναντούσε κανείς μονάχα στη λάσπη αλλά και ψηλά. Της κόπηκε η όρεξη κι άφησε την τελευταία γαρίδα, προτιμώντας να πιει λίγη μπίρα. Παραμερίζοντας τα υπολείμματα του φαγητού του, ο Ντάστι είπε: «Θα 'θελα να μου είχες αφηγηθεί νωρίτερα με τόση λεπτομέρεια τον εφιάλτη σου». «Δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Τι θα καταλάβαινες, έτσι κι αλλιώς;» «Τίποτε», ομολόγησε εκείνος. «Όχι τουλάχιστον μέχρι το όνειρο που είδα χτες το βράδυ. Τότε πια, θα έβλεπα μεμιάς τις σχέσεις των δύο, αν και δεν είμαι βέβαιος για το τι θα πίστευα πως μπορεί να σήμαιναν». «Ποιες σχέσεις;» «Και στων δύο τα όνειρα υπάρχει μια... αόρατη παρουσία. Και μια, ας πούμε, δαιμονοληψία, γιατί αυτή η σκοτεινή και ανεπιθύμητη παρουσία εισβάλλει στην καρδιά και στο νου. Και το σωληνάκι του ορού, φυσικά, για το οποίο δε μου είχες μιλήσει ξανά». «Το σωληνάκι του ορού;» «Στο όνειρο μου είναι ολοφάνερα ένα σωληνάκι ορού, κρεμασμένο από τη λάμπα δαπέδου στην κρεβατοκάμαρά μας. Στο δικό σου όνειρο, είναι ένα φίδι». «Μα είναι φίδι». Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Σ' αυτά τα όνειρα, πολλά πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται να είναι. Είναι όλα σύμβολα, μεταφορές. Γιατί δεν πρόκειται απλώς για όνειρα». «Είναι αναμνήσεις», υπέθεσε η Μάρτι και, λέγοντάς το, ένιωσε πως ήταν αληθινό. «Απαγορευμένες αναμνήσεις απ' τον προγραμματισμό μας», συμφώνησε ο Ντάστι. «Οι... οι χειριστές μας -φαντάζομαι πως έτσι θα τους ονόμαζες-, όποιοι κι αν είναι, έσβησαν όλες αυτές τις αναμνήσεις- πρέπει να το έκαναν, γιατί δε θα 'θελαν να θυμόμαστε το παραμικρό». «Αυτή η εμπειρία όμως έμεινε μέσα μας, κάπου βαθιά». «Κι όταν αναδύθηκε, εμφανίστηκε έτσι παραμορφωμένη, με σύμβολα, γιατί μας είχε απαγορευτεί να την ανακαλέσουμε με διαφορετικό τρόπο». «Είναι σαν να σβήνεις ένα αρχείο από τον υπολογιστή

σου, τ' όνομα του να εξαφανίζεται και να μην έχεις πια πρόσβαση σ' αυτό, αλλά να παραμένει στον σκληρό δίσκο για πάντα». Της είπε για το όνειρο με τον ερωδιό και τον κεραυνό. Καθώς τέλειωνε ο Ντάστι, η Μάρτι ξανάνιωσε αυτόν το γνώριμο, παράλογο φόβο να την πλημμυρίζει σαν να έβγαιναν χιλιάδες μικρές αράχνες μέσ' από κουκούλια στη ραχοκοκαλιά της. Χαμηλώνοντας το κεφάλι, κάρφωσε τα μάτια της στην μπίρα της, σφίγγοντάς την και με τα δυο της χέρια. Αν πετούσε το ποτήρι, θα μπορούσε να ρίξει αναίσθητο τον Ντάστι. Αν το έσπαζε στο τραπέζι, θα μπορούσε να του χαράξει το πρόσωπο. Τρέμοντας, προσευχήθηκε να μη διάλεγε ο βοηθός του σερβιτόρου αυτή τη στιγμή για να μαζέψει τα πιάτα τους. Η κρίση πέρασε σ' ένα δυο λεπτά. Η Μάρτι σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε το κομμάτι του εστιατορίου που φαινόταν από το κλειστό χώρισμά τους. Κι άλλοι πελάτες είχαν καθίσει για φαγητό και περισσότεροι σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν, όμως κανένας δεν την κοίταζε, ούτε παράξενα ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. «Είσαι καλά;» ρώτησε ο Ντάστι. «Τελικά με βοήθησε». «Το Βάλιουμ, η μπίρα». «Κάτι», συμφώνησε εκείνη. Δείχνοντας το ρολόι του, είπε: «Συμβαίνουν ανά μία ώρα, αλλά, όσο εξακολουθούν να είναι τόσο ήπιες...» Έ ν α ανατριχιαστικό προαίσθημα κυρίευσε τη Μάρτι: φοβόταν πως αυτές οι μικρές κρίσεις των τελευταίων ωρών δεν ήταν παρά «προσεχώς», σύντομα στιγμιότυπα απ' την επικείμενη ταινία. Καθώς περίμεναν να τους φέρει ο σερβιτόρος το λογαριασμό και ύστερα τα ρέστα, κοίταξαν ξανά τα βιβλία με τα χαϊκού. Η Μάρτι ήταν που βρήκε και το επόμενο, που ήταν του Ματσούο Μπασό, ο οποίος είχε γράψει το χαϊκού του Σκιτ με τις γαλάζιες πευκοβελόνες. Αστράφτει ο κεραυνός και του βραδινού ερωδιού η κραυγή στο σκοτάδι ταξιδεύει.

Αντί να απαγγείλει το ποίημα στον Ντάστι, του έδωσε το βιβλίο. «Αυτό πρέπει να 'ναι. Και τα τρία είναι κλασικά». Τον είδε να αναριγεί καθώς διάβαζε το ποίημα. Ο σερβιτόρος έφερε τα ρέστα, τους ευχαρίστησε για άλλη μια φορά και τους ευχήθηκε να περάσουν όμορφα τη μέρα τους κι ας είχε νυχτώσει πριν από δυο ώρες. Καθώς ο Ντάστι άφηνε ένα φιλοδώρημα, είπε: «Ξέρουμε πως τα ονόματα που μας ενεργοποιούν προέρχονται απ' το βιβλίο του Κόντον, οπότε θα 'ναι εύκολο να βρω και το δικό μου. Τώρα ξέρουμε και τα χαϊκού μας. Θέλω να δω τι θα συμβεί όταν τα... χρησιμοποιήσουμε ο ένας στον άλλο. Σίγουρα όμως δεν είναι το κατάλληλο μέρος εδώ για να το δοκιμάσουμε». «Πού;» «Πάμε σπίτι». «Είναι ασφαλές το σπίτι;» «Και ποιο μέρος είναι;» τη ρώτησε.

Μ Ό Ν Ο ς ΤΟΥ ΟΛΗ ΤΗ ΜΕΡΑ κι έχοντας βγει στην πίσω αυλή αντί να πάει μια κανονική βόλτα, όπως δικαιούνταν κάθε καλός σκύλος, ταϊσμένος από έναν τρομακτικό γίγαντα που τον είχε δει μόνο άλλες δυο φορές, ο Βαλές είχε κάθε δικαίωμα να είναι κατσούφης, ψυχρός και να τους χαιρετήσει μ' ένα δυσαρεστημένο γρύλισμα. Εκείνος όμως έλαμπε απ' τη χαρά του, συγχωρώντας τους, με τα μάτια του να χαμογελούν και την ουρά του να πηγαίνει πέρα δώθε, πρώτα ζητώντας να τον αγκαλιάσουν και ύστερα τρέχοντας όλο χαρά γιατί είχαν γυρίσει τ' αφεντικά του, για ν' αρπάξει μια κίτρινη πάπια και να τη δαγκώσει βγάζοντας μια κακοφωνία από κρωξίματα. Δεν είχαν θυμηθεί να πουν στον Νεντ Μάδεργουελ να ανάψει τα φώτα για τον Βαλέ, όμως ο Νεντ τον είχε φροντίσει, αφήνοντας την κουζίνα ολόφωτη. Επίσης, είχε αφήσει στο τραπέζι ένα σημείωμα κολλημένο με σελοτέιπ σ' ένα φάκελο: Ντάστι, τον βρήκα στερεωμένο πάνω στην πόρτα σου. Η Μάρτι έσχισε το φάκελο κι ο Βαλές ενθουσιάστηκε, ίσως γιατί ο θόρυβος του θύμισε τον ήχο μιας σακούλας με λιχουδιές όταν την ανοίγουν. Από μέσα, έβγαλε ένα βιβλίο με σκληρό κίτρινο εξώφυλλο. «Είναι απ' το δόκτορα Άριμαν». Σαστισμένος, ο Ντάστι πήρε το βιβλίο κι ο Βαλές σήκωσε το κεφάλι του κι άνοιξε τα ρουθούνια του, μυρίζοντας. Ήταν το τελευταίο επιτυχημένο βιβλίο του Άριμαν, ένα ψυχολογικό δοκίμιο για το πώς μπορούσε να μάθει κάποιος ν' αγαπά τον εαυτό του. Ούτε ο Ντάστι ούτε η Μάρτι το είχαν διαβάσει, γιατί προτιμούσαν τη λογοτεχνία, αν και δεν ήταν ζήτημα αρχής αυτό, γιατί είχαν διαβάσει και οι δυο κάποια πολύ διαφωτι-

στικά επιστημονικά βιβλία. Απλώς έβρισκαν όλες αυτές τις αναλύσεις κουραστικές. Αλλά αυτά, βέβαια, ήταν ένα βιβλίο του δόκτορα Άριμαν, γραμμένο με την ίδια αφοσίωση που είχε ο γιατρός για τους ασθενείς του. Κοιτάζοντας τη φωτογραφία στο εξώφυλλο, ο Ντάστι είπε: «Αναρωτιέμαι γιατί δε μας είπε πως το ταχυδρόμησε». «Δεν το ταχυδρόμησε», είπε η Μάρτι δείχνοντάς του το φάκελο, που δεν είχε γραμματόσημο. «Το 'φερε κάποιος -κι όχι ο δόκτωρ Άριμαν». Πάνω ήταν γραμμένα το όνομα και η διεύθυνση του δόκτορα Κλόστερμαν. Μέσα στο βιβλίο υπήρχε ένα σύντομο σημείωμα απ' τον παθολόγο: Η γραμματέας μου περνά απ' το σπίτι σας γυρίζοντας στο δικό της, κι έτσι της ζήτησα να σας το αφήσει. Σκέφτηκα πως μπορεί να σας ενδιέφερε το τελευταίο βιβλίο του δόκτορα Άριμαν. Μπορεί να μην έχετε διαβάσει κάποιο απ' αυτά που έχει εκδώσει. «Παράξενο», είπε η Μάρτι. «Ναι. Δε συμπαθεί το δόκτορα Άριμαν». «Ποιος;» «Ο δόκτωρ Κλόστερμαν». «Φυσικά τον συμπαθεί», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Όχι, το είδα στην έκφρασή του, στον τόνο της φωνής του». «Τι δεν του αρέσει όμως; Ο δόκτωρ Άριμαν είναι σπουδαίος ψυχίατρος. Είναι τόσο αφοσιωμένος στους ασθενείς του». Κουάκ, κουάκ, κουάκ, έκανε η πάπια του Βαλέ. «Το ξέρω, ναι, και κοίτα πόσο καλύτερα είσαι ύστερα από μία μόνο συνάντηση. Σου έκανε καλό». Τρέχοντας τριγύρω στην κουζίνα, με τ' αυτιά του να ανεμίζουν, τα πέλματά του να χτυπούν στα πλακάκια και την πάπια στο στόμα, ο Βαλές έβγαζε περισσότερα κρωξίματα από ένα ολάκερο σμήνος πουλιά. «Βαλέ, ήσυχα», τον πρόσταξε η Μάρτι. Και ύστερα: «Μπορεί ο δόκτωρ Κλόστερμαν... Μπορεί να ζηλεύει την επιτυχία του δόκτορα Άριμαν». Ανοίγοντας το βιβλίο και ξεφυλλίζοντάς το απ' την αρχή, ο Ντάστι είπε: «Να τον ζηλεύει; Μα ο Κλόστερμαν δεν είναι ψυχίατρος. Αυτός κι ο δόκτωρ Άριμαν έχουν διαφορετικές ειδικότητες».

Πάντα υπάκουος, ο Βαλές σταμάτησε να στριφογυρίζει στην κουζίνα, αλλά συνέχισε να δαγκώνει την πάπια μέχρι που άρχισε να αισθάνεται ο Ντάστι σαν να βρίσκονταν μέσα σε μια ταινία κινουμένων σχεδίων με πρωταγωνιστές και τα δυο διάσημα παπιά -τον Ντάφι και τον Ντόναλντ. Ο Ντάστι είχε εκνευριστεί λιγάκι με τον Κλόστερμαν που τους έστειλε αυτό το ανεπιθύμητο δώρο. Κρίνοντας από τη διακριτική αλλά ολοφάνερη αντιπάθεια που είχε δείξει ο παθολόγος για το δόκτορα Άριμαν, συμπέρανε πως οι προθέσεις του δεν θα ήταν ούτε ευγενικές ούτε καλοκάγαθες. Αυτή η ενέργεια του φάνηκε ενοχλητικά μικροπρεπής. Εφτά σελίδες απ' την αρχή του βιβλίου του ψυχίατρου, ο Ντάστι βρήκε ένα σύντομο ποίημα πριν από την πρώτη σελίδα του πρώτου κεφαλαίου. Ήταν ένα χαϊκού. Αυτό το φάντασμα από πέταλα που πέφτουν χάνεται στη σελήνη και στα λουλούδια... -Όκυο, 1890 «Τι τρέχει;» ρώτησε η Μάρτι. Στο μυαλό του Ντάστι στριφογύρισαν στριγκές νότες μιας μουσικής παιγμένης από θέρεμιν, από μια παλιά ταινία με τον Μπόρις Καρλόφ. «Ντάστι;» «Παράξενη σύμπτωση», είπε δείχνοντάς της το χαϊκού. Διαβάζοντας τους τρεις στίχους, η Μάρτι έγειρε το κεφάλι της σαν ν' άκουγε κι εκείνη τη μουσική που γεννούσε το ποίημα. «Παράξενο», συμφώνησε. Κι ο σκύλος έκρωξε ξανά.

Η Μάρτι βράδυνε το βήμα της καθώς ανέβαινε τη σκάλα. Ο Ντάστι ήξερε ότι έτρεμε στην ιδέα πως θα άκουγε τη φωνή της Σούζαν στον αυτόματο τηλεφωνητή. Είχε προσφερθεί να την ακούσει μόνος του και να της πει τι έλεγε, όμως για τη Μάρτι αυτό θα ήταν μια πράξη δειλίας και ανηθικότητας. Στο χώρο εργασίας της Μάρτι, το μεγάλο γραφείο της, σχήματος U, της παρείχε όλο το χώρο που χρειαζόταν για

να βγάλει τους Χόμπιτ από το Εριάντορ και να τους βάλει να διασχίσουν τη γη του Γκόντορ και του Ροβάνιον ως το σατανικό βασίλειο του Μόρντορ - α ν βέβαια της έδινε η ζωή την ευκαιρία να γυρίσει στον τακτοποιημένο και λογικό κόσμο του Τόλκιν. Δΰο πλήρως εξοπλισμένοι υπολογιστές κι ένας κοινός εκτυπωτής καταλάμβαναν κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο του γραφείου. Συνδεδεμένος με το τηλέφωνο ήταν ο αυτόματος τηλεφωνητής που χρησιμοποιούσε η Μάρτι από τότε που είχε αποφοιτήσει. Σ' αυτή την εποχή των ηλεκτρονικών συσκευών, δεν ήταν απλώς παλιός αλλά αντίκα. Στην οθόνη έλεγε πως υπήρχαν πέντε μηνύματα. Η Μάρτι στάθηκε μακριά απ' το γραφείο, κοντά στην πόρτα, λες και η απόσταση θα την προφύλασσε κάπως από τον συναισθηματικό αντίκτυπο της φωνής της Σούζαν. Κι εδώ υπήρχε ένα μαλλιαρό μαξιλάρι για τον Βαλέ, όμως αυτός έμεινε πλάι στην αφεντικίνα του σαν να ήξερε πως θα χρειαζόταν παρηγοριά. Ο Ντάστι πάτησε το κουμπί μηνύματα. Η κασέτα γύρισε πίσω και ύστερα άρχισε να παίζει. Το πρώτο μήνυμα ήταν αυτό που είχε αφήσει ο Ντάστι όταν της τηλεφώνησε το περασμένο βράδυ από το χώρο στάθμευσης στην κλινική Νέα Ζωή. «Σκάρλετ, εγώ είμαι, ο Ρετ. Πήρα απλώς για να σου πω ότι δίνω δεκάρα, τελικά...» Το δεύτερο τηλεφώνημα ήταν απ' τη Σούζαν και πρέπει να έγινε λίγη ώρα αφότου κοιμήθηκε η Μάρτι, την πρώτη φορά, από την εξάντληση και το ουίσκι, προτού ξυπνήσει απ' τον εφιάλτη και ψάξει στο φαρμακείο για κάτι που θα τη βοηθούσε να κοιμηθεί. «Εγώ είμαι. Τι τρέχει; Είσαι καλά; Νομίζεις πως είμαι τρελή; Δεν πειράζει αν το νομίζεις. Τηλεφώνησε μου». Η Μάρτι είχε πισωπατήσει δυο βήματα, ως την πόρτα, σαν να την είχε σπρώξει η φωνή της νεκρής φίλης της. Το πρόσωπο της ήταν λευκό, όμως τα χέρια της, που το έκρυβαν, ήταν ακόμη πιο άσπρα. Ο Βαλές στεκόταν μπροστά της, κοιτάζοντας ψηλά, με τ' αυτιά του τεντωμένα και το κεφάλι του γερτό, ελπίζοντας να διώξει τη θλίψη της με τη σκυλίσια του γοητεία. Το τρίτο μήνυμα ήταν επίσης απ' τη Σούζαν, στις 3:20 τα ξημερώματα. Πρέπει να τ' άφησε όταν έπλενε ο Ντάστι τα χέρια του στο μπάνιο και η Μάρτι κοιμόταν τον «τέλειο ύ-

πνο του δικαίου», όπως εγγυόταν η τηλεοπτική διαφήμιση για τα συγκεκριμένα υπνωτικά χάπια. «Μάρτι, εγώ είμαι. Μάρτι, είσαι εκεί;» Η Σούζαν σταμάτησε, περιμένοντας να το σηκώσει κάποιος, και στην πόρτα η Μάρτι βόγκηξε. Με πίκρα, γεμάτη τύψεις, είπε, «Ναι», και το νόημα αυτής της μοναδικής λέξης ήταν ολοκάθαρο: Ναι, ήμουν εδώ- ναι, μπορεί να σε βοηθούσα* ναι, σε πρόδωσα. «Άκου, αν είσαι εκεί, σήκωσέ το, για όνομα του Θεού». Μόλις σώπασε ξανά η Σούζαν, η Μάρτι κατέβασε τα χέρια της απ' το πρόσωπο της και κοίταξε έντρομη τον αυτόματο τηλεφωνητή. Ο Ντάστι ήξερε τι περίμενε ν' ακούσει ύστερα, γιατί ήταν το ίδιο πράγμα που περίμενε κι αυτός. Τη Σούζαν να λέει πως θα αυτοκτονούσε. Να εκλιπαρεί για βοήθεια, για τη συμβουλή μιας φίλης, για παρηγοριά. «Α εν είναι ο Έρικ, Μάρτι. Είναι ο Άριμαν. Ο Αριμαν. Το έχω βιντεοσκοπήσει το κάθαρμα. Το κάθαρμα -αφού πρώτα αγόρασε το σπίτι του σε τόσο καλή τιμή. Μάρτι, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, τηλεφώνησέ μου. Έχω ανάγκη από βοήθεια». Ο Ντάστι σταμάτησε την κασέτα πριν προχωρήσει ο τηλεφωνητής στο τέταρτο μήνυμα. Ήταν σαν να τράνταζε ένας σεισμός το σπίτι, σαν να συγκρούονταν τεκτονικές πλάκες βαθιά κάτω από την ακτή της Καλιφόρνιας, αλλά αυτός ο σεισμός ήταν του νου. Ο Ντάστι κοίταξε τη Μάρτι. Τι όμορφα μάτια, τα μάτια της. Ο τωρινός κλονισμός της είχε ραγίσει ακόμη και τη βαθιά της οδύνη, κάνοντας τα μάτια της να φαίνονται ακόμη πιο έντονα γαλάζια απ' όσο συνήθως, και μέσα τους υπήρχε τώρα κάτι που δεν είχε αντικρίσει ξανά ο Ντάστι στα μάτια κανενός, κάτι απροσδιόριστο. Ακουσε τον εαυτό του να λέει: «Πρέπει να 'χε τρελαθεί λιγάκι στο τέλος. Θέλω να πω, τι νόημα έχει αυτό που είπε; Τι βιντεοσκόπησε; Ο δόκτωρ Άριμαν είναι...» «...σπουδαίος ψυχίατρος. Είναι...» «...βαθιά αφοσιωμένος στους...» «...ασθενείς του». Αυτή η αχνή μουσική, που έμοιαζε να βγαίνει από θέρεμιν, απόκοσμη κι ατονική, γέμισε την αίθουσα συναυλιών μες στο κρανίο του Ντάστι: όχι μουσική, για την ακρίβεια,

αλλά το ψυχικό αντίστοιχο ενός διαπεραστικού βονίσματος στα αυτιά, ένας βόμβος του νου. Την είχε προκαλέσει κάτι που ένας ακριβοπληρωμένος ψυχολόγος θα ονόμαζε νοητική παραφωνία: το να πιστεύει κάποιος διαμετρικά αντίθετα πράγματα για το ίδιο θέμα. Το θέμα σ' αυτή την περίπτωση ήταν ο Μαρκ Άριμαν. Ο Ντάστι ήταν έρμαιο της νοητικής παραφωνίας, γιατί πίστευε πως ο Άριμαν ήταν σπουδαίος ψυχίατρος και τώρα, επίσης, βιαστής, γιατί πίστευε πως ο Άριμαν ήταν ένας γιατρός βαθιά αφοσιωμένος στους ασθενείς του αλλά και φονιάς, γιατί πίστευε πως ήταν συμπονετικός ψυχοθεραπευτής αλλά και κάποιος που έλεγχε και μεταχειριζόταν βάναυσα τους άλλους. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια», είπε. «Δεν μπορεί», συμφώνησε εκείνη. «Όμως το χαϊκού». «Το δάσος με τις σουιετενίες στο όνειρο μου». «Το γραφείο του είναι ντυμένο με μαόνι». «Κι έχει ένα δυτικό παράθυρο», είπε η Μάρτι. «Είναι τρελό». «Ακόμη κι αν είναι αυτός -γιατί εμάς;» «Ξέρω γιατί εσένα», είπε βαριά ο Ντάστι. «Για τον ίδιο λόγο με τη Σούζαν. Όμως εμένα, γιατί;» «Και τον Σκιτ;» Από τα δύο τελευταία μηνύματα στην κασέτα, το πρώτο ήταν στις εννέα εκείνο το πρωί, το δεύτερο στις τέσσερις το απόγευμα, και ήταν και τα δυο από τη μητέρα της Μάρτι. Το πρώτο ήταν σύντομο- η Σαμπρίνα είχε τηλεφωνήσει απλώς για κουβέντα. Το δεύτερο μήνυμα ήταν μεγαλύτερο, γεμάτο ανησυχία, γιατί η Μάρτι δούλευε στο σπίτι και συνήθως έπαιρνε τη μητέρα της μια δυο ώρες από τη στιγμή που της είχε τηλεφωνήσει εκείνη, κι έτσι η καθυστέρησή της είχε δώσει στη Σαμπρίνα την ευκαιρία για κάθε είδους ζοφερές εικασίες. Επίσης, άρρητη στο μήνυμα -αλλά ολοφάνερη σε οποιονδήποτε γνώριζε το ταλέντο της Σαμπρίνα να εκφράζεται έμμεσα-, υπήρχε η διακαής ελπίδα ότι (1) η Μάρτι είχε ραντεβού μ' ένα δικηγόρο ειδικευμένο στα διαζύγια, (2) ο Ντάστι είχε αποδειχτεί μέθυσος και τώρα βρισκόταν σε μια κλινική για απεξάρτηση, (3) ο Ντάστι είχε αποδειχτεί μοιχός και τώρα βρισκόταν στο νοσοκομείο ύστερα από έναν ξυλοδαρμό -έναν άγριο ξυλοδαρμό- από το σύζυγο κάποιας άλλης, ή (4) ο Ντάστι, ο μέθυσος, προσπαθούσε να απεξαρτηθεί σε

μια κλινική αφού τον είχε ξυλοκοπήσει -άγρια- ο σύζυγος κάποιας άλλης και η Μάρτι βρισκόταν στο γραφείο ενός δικηγόρου ειδικευμένου στα διαζύγια. Φυσιολογικά, ο Ντάστι θα είχε ενοχληθεί παρά τη θέληση του, όμως αυτή τη φορά η έλλειψη πίστης της Σαμπρίνα για το πρόσωπο του φαινόταν ασήμαντη. Γύρισε πίσω την κασέτα, στο βασικό μήνυμα της Σούζαν. Από κάθε άποψη, αυτή τη φορά ήταν δυσκολότερο να το ακούσουν απ' όσο ήταν την πρώτη φορά. Η Σούζαν νεκρή, όμως τώρα άκουγαν τη φωνή της. Ο Άριμαν ο θεραπευτής, ο Άριμαν ο φονιάς. Νοητική παραφωνία. Η κασέτα του αυτόματου τηλεφωνητή δεν ήταν το αναμφισβήτητο στοιχείο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, επειδή το μήνυμα της Σούζαν δεν ήταν αρκετά συγκεκριμένο. Δεν κατηγορούσε τον ψυχίατρο για βιασμό -ή, για την ακρίβεια, για οτιδήποτε άλλο πέρα από το ότι ήταν κάθαρμα. Παρ' όλα αυτά, η κασέτα ήταν ενός είδους στοιχείο κι έπρεπε να τη φυλάξουν. Ο Ντάστι έβγαλε τη μίνι κασέτα, πήρε ένα κόκκινο στυλό απ' το γραφείο κι έγραψε στην ετικέτα ΣΟΥΖΑΝ, ενώ η Μάρτι έβαλε μια καινούρια στον αυτόματο τηλεφωνητή. Ύστερα ο Ντάστι έβαλε τη σημειωμένη κασέτα στο ρηχό κεντρικό συρτάρι του γραφείου. Η Μάρτι φαινόταν πληγωμένη. Η Σούζαν ήταν νεκρή. Και τώρα ο δόκτωρ Άριμαν, που έμοιαζε αληθινός στυλοβάτης σ' έναν αβέβαιο κόσμο, είχε μεταμορφωθεί σε καταπακτή, σε παγίδα.

Α Π Ο ΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ, ο Ντάστι τηλεφώνησε στο ιατρείο του δόκτορα Κλόστερμαν και συνδέθηκε με το τηλεφωνικό κέντρο που λάμβανε τις κλήσεις του γιατρού τις ώρες που δεν λειτουργούσε το ιατρείο του. Είπε πως η Μάρτι είχε εμφανίσει αλλεργική αντίδραση στα φάρμακα που της είχε χορηγήσει ο γιατρός. «Είναι επείγον», είπε. Καθώς το αφεντικό και η αφεντικίνα του κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας, περιμένοντας να τους τηλεφωνήσει ο γιατρός, ο Βαλές ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς κάτω απ' το τραπέζι, αναστενάζοντας για να τους δείξει πως σπαταλούσαν πολύτιμο χρόνο που θα μπορούσαν να ξοδέψουν καλύτερα παίζοντας μ' ένα σπάγκο ή με την μπάλα. Ο Ντάστι έψαχνε στον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία για κάποιο όνομα που θα τον έκανε να αναριγήσει όπως όταν είχε διαβάσει το ποίημα του Μπασό για τον ερωδιό. Στην αίθουσα αναμονής του δόκτορα Άριμαν είχε διαβάσει κάμποσο από το θρίλερ, κι έτσι είχε συναντήσει τα περισσότερα κύρια πρόσωπα της ιστορίας, αν όχι όλα, όμως κανένα απ' αυτά τα ονόματα δεν τον έκανε ν' ανατριχιάσει. Τώρα, μετά τη μέση του βιβλίου, κοιτάζοντας γρήγορα, βρήκε έναν ελάσσονα χαρακτήρα που τον έκανε τελικά να αναριγήσει: μια δευτεροκλασάτη τραγουδίστρια της όπερας, τη Βαϊόλα Νάρβιλι, που ακουγόταν ανόητο όνομα για να το επιλέξει ο Άριμαν -ή οποιοσδήποτε άλλος- για έναν τέτοιο φονικό σκοπό. Τώρα θα διάβαζαν τα χαϊκού ο ένας στον άλλο. Ο Ντάστι είπε πρώτος το όνομα που ενεργοποιούσε τη Μάρτι. «Ρέιμοντ Σο». «Ακούω», είπε εκείνη, απόμακρη, με μάτια απλανή αλλά σε εγρήγορση.

«Φυσώντας απ' τη δύση ο άνεμος...» «Εσύ είσαι η δύση κι ο δυτικός άνεμος». Ξαφνικά ο Ντάστι δεν ήθελε να συνεχίσει με τους υπόλοιπους στίχους του ποιήματος, γιατί δεν ήξερε πώς να τη χειριστεί αν πετύχαινε να εισέλθει στο υποσυνείδητο της. Όντας ανοιχτή για να λάβει εντολές, θα ήταν σίγουρα τρωτή, ευάλωτη, και οι υποδείξεις που θα της έκανε ή οι ερωτήσεις που θα της έθετε μπορεί να είχαν σοβαρές συνέπειες, να προκαλούσαν απρόβλεπτη ψυχολογική βλάβη. Άλλωστε, δεν ήξερε πώς να τη βγάλει ύστερα από την ύπνωσή της, πέρα από να την προστάξει να κοιμηθεί κανονικά ώσπου να συνέλθει, όπως συνέβη με τον Σκιτ. Κι ο Σκιτ, στην κλινική Νέα Ζωή, είχε κοιμηθεί τόσο βαθιά, που δεν ξυπνούσε ύστερα όταν φώναζαν το όνομά του, όταν τον τράνταξαν, ακόμη κι όταν του έδωσαν να μυρίσει πτητικό άλας για τις λιποθυμίες, αλλά συνήλθε με τους δικούς του ρυθμούς. Αν η αίσθηση του Ντάστι, πως τέλειωνε ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους, ήταν διορατική κι όχι απλώς παρανοϊκή, δεν μπορούσαν να το ριψοκινδυνεύσουν και να βυθιστεί η Μάρτι σε μια κωματώδη κατάσταση από την οποία δεν θα μπορούσε να τη βγάλει. Όταν δεν προχώρησε ο Ντάστι στη δεύτερη στροφή του χαϊκού, η Μάρτι βλεφάρισε και η εκστατική της έκφραση χάθηκε μόλις ανέκτησε πλήρως τη συνείδησή της. «Λοιπόν;» Της είπε τι είχε γίνει. «Αλλά θα είχε λειτουργήσει. Αυτό είναι ολοφάνερο. Τώρα δοκίμασε εσύ -μέχρι και τον πρώτο στίχο του ποιήματος μου». Η Μάρτι δεν το θυμόταν καλά κι έτσι το κοίταξε στην ποιητική συλλογή. Ο Ντάστι την είδε ν' ανοίγει το στόμα της για να μιλήσει... ...και ύστερα ο σκύλος έσπρωχνε το δυνατό κεφάλι του στην αγκαλιά του, θέλοντας να παρηγορήσει ή να παρηγορηθεί. Έ ν α κλάσμα του δευτερολέπτου νωρίτερα, ο Βαλές ήταν σωριασμένος στα πόδια του Ντάστι. Όχι, όχι ένα κλάσμα ενός δευτερολέπτου. Δέκα με δεκαπέντε δευτερόλεπτα είχαν περάσει, ίσως παραπάνω, ένα χρονικό διάστημα χαμένο για τον Ντάστι. Προφανώς, όταν χρησιμοποίησε η Μάρτι το όνομα που τον ενεργοποιούσε, το Βαϊόλα Νάρβιλι, ο Ντάστι ανταποκρίθηκε -κι ο σκύλος,

νιώθοντας πως κάτι έτρεχε με το αφεντικά του, σηκώθηκε για να το ελέγξει. «Είναι τρομακτικά», είπε η Μάρτι κλείνοντας την ποιητική συλλογή και σπρώχνοντάς την παράμερα μορφάζοντας, σαν να ήταν κάνα σατανικό βιβλίο. «Η όψη σου... ολότελα απόμακρη, χαμένη». «Δε θυμάμαι καν να λες το όνομα». «Το είπα. Και τον πρώτο στίχο του ποιήματος: "Αστράφτει ο κεραυνός". Κι εσύ είπες: "Εσύ είσαι ο κεραυνός"». Το τηλέφωνο χτύπησε. Ο Ντάστι τινάχτηκε απ' το τραπέζι και παραλίγο να ρίξει την καρέκλα του καθώς άρπαζε το ακουστικό απ' το τηλέφωνο του τοίχου, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν αν στο Λέγετε του θα απαντούσε ο δόκτωρ Κλόστερμαν ή κάποιος άλλος που θα 'λεγε Βαΐόλα Νάρβιλι. Η υποδούλωση ταυτιζόταν πια με δυο λέξεις ειπωμένες απ' το τηλέφωνο. Ο Κλόστερμαν. Ο Ντάστι ζήτησε συγνώμη που του είπε ψέματα για να επικοινωνήσει μαζί τους το συντομότερο. «Δεν υπάρχει καμιά αλλεργική αντίδραση αλλά η κατάσταση είναι επείγουσα, γιατρέ. Το βιβλίο που έστειλες...» «Το Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου», είπε ο Κλόστερμαν. «Ναι. Γιατρέ, γιατί μας το 'στειλες;» «Σκέφτηκα πως θα 'πρεπε να το διαβάσετε», αποκρίθηκε ο Κλόστερμαν δίχως κάποια ένδειξη στη φωνή του πως αυτό θα μπορούσε να ληφθεί σαν θετική ή σαν αρνητική κρίση για το βιβλίο ή το συγγραφέα του. «Γιατρέ...» Ο Ντάστι δίστασε και ύστερα πήρε τη μεγάλη απόφαση: «Διάβολε, δεν υπάρχει κάποιος τρόπος να τ' αφήσω απλώς να εννοηθεί. Νομίζω πως υπάρχει ένα πρόβλημα με το δόκτορα Άριμαν. Έ ν α μεγάλο πρόβλημα». Ακόμη και τη στιγμή που διατύπωνε αυτή την κατηγορία, μια φωνή μέσα του πρόβαλλε αντιρρήσεις. Ο ψυχίατρος, σπουδαίος και αφοσιωμένος, δεν είχε κάνει τίποτε για να υποστεί αυτή την έλλειψη σεβασμού, την κατασυκοφάντηση. Ο Ντάστι ένιωσε ένοχος, αγνώμων, προδότης, παράλογος. Κι αυτά τα συναισθήματα τον φόβισαν, γιατί, υπό τις παρούσες συνθήκες, είχε κάθε λόγο να υποπτεύεται τον ψυχίατρο. Η τρομερά πειστική φωνή μέσα του δεν ήταν η δική του φωνή αλλά μιας αθέατης παρουσίας, της ίδιας που πίεζε το φυσητήρα του πιεσόμετρου στο όνειρο του, της ίδιας

που μάζευε πάνω της τα μανιασμε'να φΰλλα στον εφιάλτη της Μάρτι, και τώρα αυτή η παρουσία τριγύριζε στους διαδρόμους του νου του, αθέατη αλλά όχι βουβή, παροτρύνοντάς τον να εμπιστεύεται το δόκτορα Άριμαν, να αποδιώξει αυτή την παράλογη υποψία, να εμπιστεύεται, να έχει πίστη. Αφού ο Ντάστι δεν μιλούσε, ο Κλόστερμαν του έκανε μια ερώτηση: «Η Μάρτι τον είδε ήδη, έτσι δεν είναι;» «Σήμερα το απόγευμα. Τώρα πιστεύουμε όμως... πως έχει ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα. Εδώ και κάμποσους μήνες, όταν άρχισε να πηγαίνει μια φίλη της για να τον δει. Γιατρέ, θα με πάρεις για τρελό...» «Όχι απαραίτητα. Όμως δεν πρέπει να το συζητήσουμε άλλο στο τηλέφωνο. Μπορείτε να περάσετε από δω;» «Από πού;» «Μένω στο νησί Μπαλμπόα». Ο Κλόστερμαν του εξήγησε πώς να πάει. «Θα 'ρθουμε το συντομότερο. Μπορούμε να έχουμε και το σκύλο μας μαζί;» «Θα παίξει με τον δικό μου». Όταν έκλεισε το τηλέφωνο ο Ντάστι και στράφηκε στη Μάρτι, εκείνη είπε: «Ίσως δε θα 'πρεπε να το κάνουμε». Άκουγε τη δική της εσωτερική φωνή. «Ίσως», είπε, «αν τηλεφωνήσουμε στο δόκτορα Άριμαν και του μιλήσουμε για όλα αυτά, να μας δώσει μια εξήγηση». Η αθέατη παρουσία στους διαδρόμους του νου του Ντάστι πρότεινε το ίδιο με τη Μάρτι, σχεδόν κατά λέξη. Εκείνη σηκώθηκε ξάφνου. «Αχ, Θεέ μου, τι στην ευχή λέω;» Το πρόσωπο του Ντάστι φούντωσε, κι ήξερε πως, αν κοιταζόταν σ' έναν καθρέφτη, θα έβλεπε τα μάγουλά του να 'ναι κατακόκκινα. Καυτή ντροπή τον πλημμύριζε, ντροπή για την καχυποψία του, για την αποτυχία του να δείξει στο δόκτορα Άριμαν την εμπιστοσύνη και το σεβασμό που του άξιζαν. «Η ζωή μας έχει γίνει σαν ριμέικ της Μακάβριας Εισβολής», είπε ταραγμένος ο Ντάστι. Ο Βαλές είχε βγει από κάτω απ' το τραπέζι. Έστεκε με την ουρά του κατεβασμένη, τους ώμους του πεσμένους και το κεφάλι του χαμηλωμένο, συμμεριζόμενος τη διάθεση τους. «Γιατί παίρνουμε το σκύλο μαζί μας;» ρώτησε η Μάρτι. «Γιατί δε νομίζω πως θα γυρίσουμε εδώ για κάποιο διάστημα. Δε νομίζω πως μπορούμε να το διακινδυνεύσουμε.

Έλα», είπε διασχίζοντας την κουζίνα προς το διάδρομο. «Πάμε να βάλουμε μερικά πράγματα στις βαλίτσες, ρούχα για λίγες μέρες. Και γρήγορα». Ύστερα από μερικά λεπτά, πριν κλείσει τη βαλίτσα του, ο Ντάστι έβγαλε το τροποποιημένο 45άρι Κολτ από το συρτάρι του κομοδίνου. Δίστασε, αποφάσισε να έχει το όπλο σ' ένα μέρος όπου θα το έφτανε εύκολα, έκλεισε τη βαλίτσα δίχως να το βάλει μέσα κι έβγαλε απ' την ντουλάπα ένα πέτσινο μπουφάν με βαθιές τσέπες. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε το όπλο να τους προσφέρει αληθινή προστασία. Αν έμπαινε αυτή τη στιγμή στο δωμάτιο ο Μαρκ Άριμαν, η δόλια φωνή μέσα στον Ντάστι μπορεί να τον καθυστερούσε όσο χρειαζόταν για να χαμογελάσει ο ψυχίατρος και να πει Βαΐόλα Νάρβιλι, προτού προλάβει να πατήσει τη σκανδάλη. Και ύστερα θα έβαζα το όπλο στο στόμα μου σαν να ήταν γλειφιτσούρι και θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα τόσο υπάκουα όσο έκοψε η Σούζαν τις φλέβες της; Βγήκαν απ' την κρεβατοκάμαρα, κατέβηκαν τη στενή σκάλα κουβαλώντας από μια βαλίτσα, με το σκύλο να προπορεύεται, σταμάτησαν για να πάρουν τα βιβλία απ' την κουζίνα και ύστερα μπήκαν στο Σάτερν, έχοντας όλο και πιο έντονη την αίσθηση πως έδιναν έναν αγώνα δρόμου για να ξεφύγουν απ' τον ίσκιο μιας επικείμενης καταστροφής.

Μ Ι Α ΧΑΜΗΛΗ, ΑΨΙΔΩΤΗ ΓΕΦΥΡΑ σ υ ν ε δ ε ε τ ο ν η σ ί

Μπαλμπόα στο λιμάνι του Νιούπορτ με τη στεριά. Η λεωφόρος Μαρίν, με τα εστιατόρια και τα μαγαζιά της, ήταν σχεδόν έρημη. Φύλλα απ' τους ευκαλύπτους και τις φοινικιές στροβιλίζονταν σε μικρούς σίφουνες στο δρόμο, σαν να επαναλαμβανόταν εδώ το όνειρο της Μάρτι. Ο δόκτωρ Κλόστερμαν δεν έμενε σ' έναν από τους εσωτερικούς δρόμους αλλά αντίκρυ στη θάλασσα. Στάθμευσαν κοντά στο τέλος της λεωφόρου Μαρίν και, μαζί με τον Βαλέ, προχώρησαν στο παραθαλάσσιο λιθόστρωτο που περιέβαλλε το νησί και χωριζόταν απ' το λιμάνι μ' ένα χαμηλό κυματοθραύστη. Προτού βρουν το σπίτι του Κλόστερμαν, ακριβώς μια ώρα μετά την προηγούμενη κρίση της, ένα κύμα αυτοφοβίας συγκλόνισε πάλι τη Μάρτι. Ήταν ανεκτή κρίση, ήπια όσο οι προηγούμενες τρεις, όμως στη διάρκειά της δεν μπορούσε να περπατήσει, ούτε καν να σταθεί. Κάθισαν στον κυματοθραύστη και περίμεναν να περάσει η κρίση. Ο Βαλές ήταν υπομονετικός κι ούτε τραβήχτηκε φοβισμένος ούτε διακινδύνευσε να πλησιάσει για να μυρίσει έναν πιθανό φίλο, όταν τους προσπέρασε ένας άντρας μ' ένα σκύλο Δαλματίας. Είχε φουσκονεριά. Ο άνεμος σάρωνε το συνήθως γαλήνιο λιμάνι, τα κύματα μαστίγωναν τον τσιμεντένιο κυματοθραύστη και οι αντανακλάσεις των φώτων απ' τα παραθαλάσσια σπίτια χόρευαν στο ρυτιδωμένο νερό. Τα ιστιοφόρα και τα άλλα σκάφη που ήταν αραγμένα στις ιδιωτικές αποβάθρες κλυδωνίζονταν στενάζοντας και

τρίζοντας. Τα μαντάρια και τα μεταλλικά εξαρτήματα χτυπούσαν πάνω στους χαλύβδινους ιστούς. Όταν πέρασε γρήγορα η κρίση της, η Μάρτι είπε: «Είδα ένα νεκρό παπά μ' έναν ήλο σιδηροτροχιάς καρφωμένο στο μέτωπο του. Ευτυχώς η εικόνα ήταν φευγαλέα, όχι όπως νωρίτερα σήμερα, που δεν μπορούσα ν' αποδιώξω αυτές τις εικόνες απ' το μυαλό μου. Από πον πηγάζουν όμως;» «Κάποιος τις έβαλε εκεί». Ενάντια σε ό,τι του έλεγε η επίμονη φωνή μέσα του, ο Ντάστι είπε: «Ο Άριμαν τις έβαλε εκεί». «Αλλά πώς;» Ο αέρας παρέσυρε μακριά την ερώτησή της, που δεν πήρε απάντηση, και ξεκίνησαν πάλι για να αναζητήσουν το δόκτορα Κλόστερμαν. Κανένα από τα σπίτια στο νησί δεν είχε πάνω από τρεις ορόφους, και ελκυστικά μπανγκαλόου ήταν στριμωγμένα πλάι σε πελώριες πολυτελείς κατοικίες. Ο Κλόστερμαν έμενε σ' ένα συμπαθητικό διώροφο με καλκάνια, διακοσμητικά παντζούρια κι εγγλέζικες πρίμουλες στα παράθυρα. Όταν τους άνοιξε, ο παθολόγος ήταν ξυπόλυτος και φορούσε σοκολατί βαμβακερό παντελόνι, με το στομάχι του να κρέμεται από πάνω, κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι που διαφήμιζε σανίδες του σέρφινγκ. Δίπλα του ήταν ένα μαύρο λαμπραντόρ με μεγάλα, περίεργα μάτια. «Από δω η Σαρλότ», είπε ο δόκτωρ Κλόστερμαν δείχνοντας το σκυλί. Ο Βαλές ήταν συνήθως ντροπαλός όταν υπήρχαν κι άλλα σκυλιά τριγύρω, αλλά, μόλις τον άφησαν, κόλλησε αμέσως τη μύτη του στη μουσούδα της Σαρλότ, κουνώντας την ουρά του. Έκαναν ο ένας το γύρο του άλλου, μυρίζοντας, και ύστερα η Σαρλότ διέσχισε τρέχοντας τον προθάλαμο κι ανέβηκε τα σκαλιά, με τον Βαλέ να τρέχει σαν τρελός πίσω της. «Μην ανησυχείτε», είπε ο Ρόι Κλόστερμαν. «Δεν μπορούν να ρίξουν κάτι που δεν έχει πέσει ήδη». Ο γιατρός προσφέρθηκε να πάρει τα πανωφόρια τους, όμως τα κράτησαν γιατί ο Ντάστι είχε στην τσέπη του δικού του το Κολτ. Στην κουζίνα, από μια μεγάλη κατσαρόλα με σάλτσα για μακαρόνια αναδιδόταν η ορεκτική ευωδιά κεφτέδων και λουκάνικων. Ο Κλόστερμαν πρόσφερε ποτό στον Ντάστι, καφέ στη

Φ OBIA

447

Μάρτι -«αρκεί να μην έχεις πάρει κι άλλο Βάλιουμ»- και του ζήτησαν και οι δυο καφέ. Κάθισαν στο λουστραρισμένο τραπέζι από 'ξύλο πεύκου καθώς ο γιατρός ξεσπόριαζε κι έκοβε κάμποσες χοντρές κίτρινες πιπεριές. «Σκόπευα να 'μαι λιγάκι επιφυλακτικός στην αρχή», είπε ο Κλόστερμαν, «μέχρι ν' αποφασίσω πόσο ειλικρινής μπορώ να είμαι μαζί σας. Ύστερα όμως αποφάσισα πως, για το Θεό, δεν υπήρχε κανένας λόγος να δειλιάζω. Εκτιμούσα αφάνταστα τον πατέρα σου, Μάρτι, κι αν του μοιάζεις, που πιστεύω πως του μοιάζεις, τότε ξέρω πως μπορώ να βασίζομαι στη διακριτικότητά σου». «Σ' ευχαριστώ». «Ο Άριμαν», είπε ο Κλόστερμαν, «είναι ένα ναρκισσιστικό κάθαρμα, ντροπή για τους υπόλοιπους ψυχίατρους. Δεν είναι απλώς η γνώμη μου. Είναι αποδεδειγμένο γεγονός, τόσο βέβαιο, που θα 'πρεπε να επιβάλλεται διά νόμου να το αναφέρουν στο βιογραφικό του στα εξώφυλλα των βιβλίων του». Σήκωσε τα μάτια του απ' τις πιπεριές για να δει αν τους είχε ταράξει -και χαμογέλασε όταν είδε πως δεν είχαν ξαφνιαστεί. Με τα λευκά μαλλιά του, τα διπλοσάγονα, τα προγούλια του, τα κρεμασμένα του μάγουλα και το χαμόγελο του, ήταν ένας Aï-Βασίλης χωρίς γενειάδα. «Έχετε διαβάσει κανένα απ' τα βιβλία του;» ρώτησε. «Όχι», είπε ο Ντάστι. «Έριξα απλώς μια ματιά σ' αυτό που μας έστειλες». «Είναι χειρότερο από κάποιες εκλαϊκευτικές, δήθεν επιστημονικές ανοησίες. Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου. Ο Μάρκ Άριμαν δε χρειάστηκε ποτέ να μάθει ν' αγαπά τον Μαρκ Άριμαν. Είναι ξεμυαλισμένος με τον εαυτό του από τότε που γεννήθηκε. Διαβάστε το βιβλίο και θα δείτε». «Τον έχεις ικανό να δημιουργήσει διαταραχές προσωπικότητας στους ασθενείς του;» ρώτησε η Μάρτι. «Ικανό; Δε θα ξαφνιαζόμουν αν τα μισά απ' αυτά που θεραπεύει είναι καταστάσεις που δημιούργησε κατ' αρχήν ο ίδιος». Αυτή η απάντηση άφηνε να εννοηθούν πράγματα που έκοψαν την ανάσα του Ντάστι. «Πιστεύουμε πως η καλύτερη φίλη της Μάρτι, αυτή που αναφέραμε σήμερα το πρωί...» «Εκείνη που πάσχει από αγοραφοβία». «Λεγόταν Σούζαν Τζάγκερ», είπε η Μάρτι. «Την ήξερα

από τότε που ήμασταν δέκα χρονών. Αυτοκτόνησε χτες το βράδυ». Η Μάρτι κλόνισε το γιατρό·όπως δεν είχε κατορθώσει εκείνος να τους κλονίσει. Άφησε κάτω το μαχαίρι και γύρισε την πλάτη του στις κίτρινες πιπεριές, σκουπίζοντας τα χέρια του με μια μικρή πετσέτα. «Η φίλη σου». «Βρήκαμε το πτώμα της σήμερα το απόγευμα», εξήγησε ο Ντάστι. Ο Κλόστερμαν κάθισε στο τραπέζι και πήρε το χέρι της Μάρτι ανάμεσα στα δικά του. «Κι εσύ που νόμιζες πως πήγαινε καλύτερα». «Αυτό μου είπε χτες ο δόκτωρ Άριμαν». Ο Ντάστι είπε: «Έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως η αυτοφοβία της Μάρτι -όπως ξέρουμε πλέον ότι λέγεταιδεν εμφανίστηκε από μόνη της». «Για ένα χρόνο, πήγαινα με τη Σούζαν στο ιατρείο του δυο φορές την εβδομάδα», εξήγησε η Μάρτι. «Κι άρχισα να διαπιστώνω πως είχα... παράξενα κενά μνήμης». Καμένα από τον ήλιο, ξερά απ' τον αέρα, με μόνιμες κοκκινίλες στις άκρες, τα μάτια του γιατρού ήταν παρ' όλα αυτά περισσότερο ευγενικά παρά κατεστραμμένα. Γύρισε το χέρι της Μάρτι μέσα στο δικό του και περιεργάστηκε τη χούφτα της. «Θα σας πω ό,τι σημαντικό ξέρω για το κάθαρμα». Τον διέκοψε η Σαρλότ, που μπήκε τρέχοντας στην κουζίνα με μια μπάλα στο στόμα και τον Βαλέ να ακολουθεί κατά πόδας. Τα σκυλιά γλίστρησαν πάνω στα πλακάκια και βγήκαν απ' το δωμάτιο ορμητικά όπως είχαν μπει. Ο Κλόστερμαν είπε: «Πέρα από το να μην κάνουν την ανάγκη τους στο σπίτι, εμείς μαθαίνουμε λιγότερα στα σκυλιά απ' όσα μας μαθαίνουν εκείνα. Τέλος πάντων, κάνω λίγη εθελοντική εργασία. Δεν είμαι κανένας άγιος. Πολλοί γιατροί κάνουν περισσότερα. Η δική μου δουλειά έχει να κάνει με κακοποιημένα παιδιά. Με χτύπησαν όταν ήμουν παιδί. Δε μου άφησαν σημάδια. Θα μπορούσα να σπαταλήσω το χρόνο μου μισώντας τους ενόχους... ή να τους αφήσω στα χέρια του νόμου και να χρησιμοποιήσω την ενέργειά μου για να βοηθήσω τους αθώους. Τέλος πάντων... θυμάστε την υπόθεση Όρνβαλ;» Η οικογένεια Όρνβαλ είχε ένα δημοφιλές νηπιαγωγείο στο Λαγκούνα Μπιτς για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Κάθε χρονιά οι γονείς έδιναν μάχη για το ποιος θα γράψει το παιδί του.

Πριν από δύο χρόνια, η μητέρα ενός πεντάχρονου κοριτσιού είχε κάνει μήνυση στα μέλη της οικογένειας Όρνβαλ, με την κατηγορία πως είχαν κακοποιήσει σεξουαλικά την κόρη της και πως άλλα παιδιά είχαν χρησιμοποιηθεί για ομαδικό σεξ και σε σατανιστικές τελετές. Μέσα στην υστερία που επακολούθησε, άλλοι γονείς των μαθητών των Όρνβαλ άρχισαν να ερμηνεύουν κάθε παραξενιά στη συμπεριφορά των παιδιών τους σαν ανησυχητική συναισθηματική αντίδραση στην κακοποίηση που είχαν υποστεί. «Δεν είχα καμιά σχέση με τους Όρνβαλ ή με τις οικογένειες των μαθητών», είπε ο Ρόι Κλόστερμαν, «κι έτσι μου ζητήθηκε να εξετάσω εθελοντικά τα παιδιά για λογαριασμό της Υπηρεσίας Προστασίας Ανηλίκων και του εισαγγελέα. Είχαν κι έναν ψυχίατρο, που δούλευε γι' αυτούς εθελοντικά. Μιλούσε με τα νήπια των Όρνβαλ για να δει αν μπορούσαν να περιγράψουν κάτι που θα επιβεβαίωνε πως τα είχαν κακοποιήσει». «Ο δόκτωρ Άριμαν», μάντεψε η Μάρτι. Ο Ρόι Κλόστερμαν σηκώθηκε απ' το τραπέζι, έφερε την καφετιέρα και ξαναγέμισε τα φλιτζάνια τους. «Συναντηθήκαμε για να συντονίσουμε τις διάφορες πλευρές του ιατρικού μέρους της έρευνας για την υπόθεση Όρνβαλ. Αμέσως αντιπάθησα τον Άριμαν». Τύψεις σούβλισαν την καρδιά του Ντάστι, κάνοντάς τον να μετακινηθεί ανήσυχα στην καρέκλα του. Η επίμονη φωνή μέσα του τον ονείδιζε για την απιστία του απέναντι στον ψυχίατρο, ακόμη και γιατί καθόταν κι άκουγε αυτά τα αρνητικά σχόλια. «Κι όταν ανέφερε αδιάφορα πως χρησιμοποιούσε θεραπεία ύπνωσης-παλινδρόμησης για να βοηθήσει μερικά παιδιά να ξαναζήσουν τα πιθανά περιστατικά της κακοποίησης τους», είπε ο Κλόστερμαν, «ένας συναγερμός ήχησε μέσα μου». «Δεν είναι η ύπνωση μια αποδεκτή θεραπευτική τεχνική;» ρώτησε η Μάρτι, ίσως επαναλαμβάνοντας τα λόγια του εσωτερικού της σύμβουλου. «Ανάλογα. Ένας ψυχοθεραπευτής χωρίς αβρότητα μπορεί εύκολα, ασυνείδητα, να εμφυτεύσει ψευδείς αναμνήσεις. Οποιοδήποτε υπνωτισμένο υποκείμενο είναι ευάλωτο. Κι αν αποσκοπεί σε κάτι ο ψυχοθεραπευτής και δεν είναι ηθικός...»

«Λες ν' αποσκοπούσε σε κάτι ο Άριμαν στην υπόθεση Όρνβαλ;» Αντί να απαντήσει στην ερώτηση, ο Κλόστερμαν είπε: «Τα παιδιά είναι πολύ ευεπηρέαστα στην υποβολή, ακόμη και χωρίς την ύπνωση. Πάμπολλες μελέτες έχουν δείξει πως "θυμούνται" ό,τι πιστεύουν πως θέλει κάποιος πειστικός •ψυχοθεραπευτής να θυμηθούν. Όταν μιλάς μαζί τους, πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός για να μην κατευθύνεις την κατάθεσή τους. Και πολλές απωθημένες αναμνήσεις που ανακτώνται από ένα παιδί είναι ουσιαστικά άχρηστες». «Το κουβέντιασες με τον Άριμαν;» ρώτησε η Μάρτι. Αρχίζοντας πάλι να καθαρίζει και να κόβει τις πιπεριές, ο Κλόστερμαν είπε: «Το κουβέντιασα -κι αποδείχτηκε ένα αλαζονικό γουρούνι που έβλεπε τους άλλους με συγκατάβαση. Όμως ήταν ήρεμος. Είναι καλός πολιτικός. Για όλες τις ανησυχίες μου, έδωσε μια απάντηση, άσε που κανένας άλλος απ' αυτούς που συμμετείχαν στην έρευνα δε μοιραζόταν αυτές τις ανησυχίες. Αχ, δεν άρεσε στη φτωχή, καταδικασμένη οικογένεια Όρνβαλ, όμως αυτή ήταν μια απ' τις περιπτώσεις που η μαζική υστερία ανατρέπει τις σωστές διαδικασίες». «Εξετάζοντας τα παιδιά, βρήκες καθόλου σωματικά σημάδια κακοποίησης;» ρώτησε ο Ντάστι. «Κανένα. 'Οταν πρόκειται για μεγαλύτερα παιδιά, ένας βιασμός δεν αφήνει πάντα σωματικά ίχνη. Αυτά όμως ήταν νήπια, μικρά παιδιά. Αν τους είχαν κάνει όντως κάποια απ' τα πράγματα που λεγόταν πως τους έκαναν, ήταν σχεδόν βέβαιο πως θα είχα βρει κάποια βλάβη στους ιστούς, ουλές και χρόνιες μολύνσεις. Ο Άριμαν αποκάλυπτε όλες αυτές τις ιστορίες περί σατανικού σεξ και βασανιστηρίων, όμως εγώ δεν μπορούσα να βρω ούτε ένα τόσο δα ιατρικό ίχνος». Πέντε μέλη της οικογένειας Όρνβαλ κατηγορήθηκαν και το νηπιαγωγείο σχεδόν διαλύθηκε για να βρεθεί κάποιο στοιχείο. «Ύστερα», είπε ο Κλόστερμαν, «με πλησίασε κάποιος που ήξερε τη γνώμη μου για τον Άριμαν... και μου είπε πως, προτού αρχίσουν όλα αυτά, ο ψυχίατρος είχε αναλάβει την αδερφή της γυναίκας που κατηγόρησε τους Όρνβαλ». «Δε θα 'πρεπε να έχει αποκαλύψει ο Άριμαν αυτή τη σχέση;» ρώτησε ο Ντάσα. «Οπωσδήποτε. Πήγα λοιπόν στον εισαγγελέα· η γυναίκα αποδείχτηκε πως ήταν η αδερφή της ενάγουσας, όμως ο Άριμαν ισχυρίστηκε πως δε γνώριζε τη σχέση τους».

«Δεν τον πίστεψες;» «Όχι. Ο εισαγγελέας όμως τον πίστεψε -και τον κράτησε στην επιτροπή. Γιατί, αν είχαν ομολογήσει πως ο Άριμαν είχε λερωμένη τη φωλιά του, δε θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις συνεντεύξεις του απ' τα παιδιά. Για την ακρίβεια, όποιες ιστορίες κι αν του είπαν τα παιδιά θα 'πρεπε να θεωρηθεί πως είχαν εξαναγκαστεί να τις θυμηθούν, ακόμη και πως τους τις είχαν υποβάλει. Θα ήταν άχρηστες στο δικαστήριο. Για να σταθούν οι κατηγορίες, ήταν απαραίτητη η ακλόνητη πίστη στην ακεραιότητα του Άριμαν». «Δε θυμάμαι να το διάβασα στις εφημερίδες», είπε η Μάρτι. «Θα φτάσω και σ' αυτό», της υποσχέθηκε ο Κλόστερμαν. Έκοβε με όλο και μικρότερη ακρίβεια, όλο και πιο επιθετικά τις πιπεριές, σαν να είχε κάτι άλλο μπροστά του και το λιάνιζε με το μαχαίρι. «Οι πληροφορίες μου έλεγαν πως την ασθενή του Άριμαν την πήγαινε συχνά στο ιατρείο του η αδερφή της, η γυναίκα που κατηγόρησε τους Όρνβαλ». «Όπως πήγαινα εγώ τη Σούζαν», είπε η Μάρτι. «Αν αλήθευε αυτό, τότε σίγουρα την είχε συναντήσει τουλάχιστον μια φορά. Αλλά δεν είχα αποδείξεις· απλώς είχα ακούσει κάποιες φήμες. Αν δεν έχεις χειροπιαστά στοιχεία, δεν αρχίζεις να μιλάς δημόσια για κάποιον σαν τον Άριμαν, εκτός κι αν θες να σε μηνύσουν για συκοφαντική δυσφήμηση». Νωρίτερα την ίδια μέρα, στο ιατρείο του, ο Κλόστερμαν είχε δοκιμάσει να συνοφρυωθεί, μια έκφραση που απέτυχε οικτρά στην ολοστρόγγυλη σαν μπαλόνι φυσιογνωμία του. Τώρα ο θυμός του κατόρθωσε να ξεπεράσει το εμπόδιο της γεωμετρίας του προσώπου του κι ένα αγριεμένο σκυθρωπό ύφος ζωγραφίστηκε εκεί που το συνοφρύωμα δεν τα είχε καταφέρει. «Δεν ήξερα πώς να βρω τις αποδείξεις που χρειαζόμουν. Δεν είμαι γιατρός-ντετέκτιβ όπως αυτός στην τηλεόραση. Όμως σκέφτηκα... Λοιπόν, για να δούμε αν υπάρχει τίποτε στο παρελθόν του καθάρματος. Φαινόταν παράξενο που είχε αλλάξει τελείως τόπο, δύο φορές στη σταδιοδρομία του. Ύστερα από δέκα χρόνια -και παραπάνω- στη Σάντα Φε, πήγε στο Σκότσντεϊλ της Αριζόνας. Και, ύστερα από εφτά χρόνια εκεί, ήρθε εδώ, στο Νιούπορτ. Σε γενικές γραμμές, οι επιτυχημένοι γιατροί δεν κλείνουν στα καλά

καθούμενα το ιατρείο τους για να μετακομίσουν σε μια άλλη πόλη». Ο Κλόστερμαν τέλειωσε με το κόψιμο των πιπεριών. Ξέπλυνε το μαχαίρι, το σκούπισε και το 'βαλε στη θέση του. «Ρώτησα διάφορους γιατρούς για να δω αν ήξερε κανένας κάποιον με ιατρείο στη Σάντα Φε. Ένας φίλος μου καρδιολόγος είχε ένα φίλο απ' την ιατρική, που εγκαταστάθηκε στη Σάντα Φε, και με σύστησε. Αποδείχτηκε πως ο γιατρός στη Σάντα Φε ήξερε όντως τον Άριμαν όταν ήταν εκεί ο ψυχίατρος... και δεν τον συμπαθούσε περισσότερο από μένα. Και ύστερα η έκπληξη... εκεί είχε αποκαλυφθεί μια μεγάλη υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης σ' ένα νηπιαγωγείο κι ο Άριμαν είχε πάρει συνεντεύξεις από τα παιδιά, όπως εδώ. Κι εκεί υπήρξαν κάποια ερωτηματικά σχετικά με τις τεχνικές του». Ο Ντάστι ένιωσε ξαφνικά ξινίλες και, παρ' ότι δεν πίστευε πως έφταιγε ο καφές, τον έσπρωξε παράμερα. «Ένα απ' τα παιδιά, ένα πεντάχρονο κορίτσι, αυτοκτόνησε πάνω που άρχιζε η δίκη», είπε ο Ρόι Κλόστερμαν. «Πέντε χρονών. Άφησε μια θλιβερή ζωγραφιά που είχε φτιάξει, ενός κοριτσιού σαν αυτή... γονατιστού μπροστά σ' ένα γυμνό άντρα. Ο άντρας ήταν "σωστός" από ανατομική άποψη». «Θεέ μου», είπε η Μάρτι σπρώχνοντας την καρέκλα της μακριά απ' το τραπέζι. Έκανε να σηκωθεί, δεν είχε πού να πάει και ξανακάθισε. Ο Ντάστι αναρωτήθηκε αν η φριχτή εικόνα του πτώματος του πεντάχρονου κοριτσιού θα ξεπηδούσε στο μυαλό της Μάρτι στην επόμενη κρίση πανικού. «Η υπόθεση ήταν ουσιαστικά τελειωμένη, με τους ενόχους σερβιρισμένους στο πιάτο. Ο εισαγγελέας της Σάντα Φε πέτυχε κάμποσες καταδίκες». Ο γιατρός έβγαλε ένα μπουκάλι μπίρα απ' το ψυγείο και το άνοιξε. «Καλοί άνθρωποι πάθαιναν άσχημα πράγματα όταν βρίσκονταν γύρω απ' το δόκτορα Μαρκ Άριμαν, αυτός όμως κατέληγε πάντα να φαίνεται σαν σωτήρας. Μέχρι τους φόνους των Παστόρε στη Σάντα Φε. Η κυρία Παστόρε, μια πολύ καλή γυναίκα που δεν κακολογούσε ποτέ κανέναν ούτε είχε μια στιγμή αστάθειας στη ζωή της, γέμισε ξαφνικά ένα περίστροφο κι αποφάσισε να σκοτώσει την οικογένειά της. Άρχισε απ' τον δεκάχρονο γιο της».

Αυτή η ιστορία αναζωπύρωσε το φόβο της Μάρτι για τη δική της ικανότητα για βίαιες πράξεις, και τώρα είχε κάπου να πάει. Σηκώθηκε απ' το τραπέζι, πήγε στο νεροχύτη, άνοιξε τη βρύση, έβαλε υγρό σαπούνι στα χέρια της και τα έπλυνε με μανία. Αν και η Μάρτι δεν είχε πει ούτε μια κουβέντα στο δόκτορα Κλόστερμαν, αυτός δεν φάνηκε να βρίσκει τις πράξεις της αγενείς ή παράξενες. «Το αγόρι ήταν ασθενής του Άριμαν. Τραύλιζε άσχημα. Υπήρχαν υποψίες πως ο Άριμαν και η μητέρα του ήταν εραστές. Κι ένας μάρτυρας κατέθεσε πως είδε τον Άριμαν στο σπίτι των Παστόρε τη νύχτα των φόνων. Για την ακρίβεια, να στέκει έξω απ' το σπίτι και να παρακολουθεί από ένα ανοιχτό παράθυρο το μακελειό». «Να παρακολουθεί;» είπε η Μάρτι σκουπίζοντας τα χέρια της με χαρτί κουζίνας. «Απλώς... να παρακολουθεί;» «Σαν να ήταν κάποιος αγώνας», είπε ο Ρόι Κλόστερμαν. «Σαν να είχε πάει εκεί γιατί... ήξερε πως θα συνέβαινε». Ο Ντάστι δεν μπορούσε να κάθεται άλλο ασάλευτος. Σηκώθηκε και είπε: «Ήπια δυο μπίρες απόψε, αλλά, αν ισχύει ακόμη η προσφορά σου...» «Σερβιρίσου», είπε ο Ρόι Κλόστερμαν. «Η κουβέντα για το δόκτορα Μαρκ Άριμαν ευνοεί την κατανάλωση οινοπνεύματος». Πετώντας το χαρτί κουζίνας στο σκουπιδοτενεκέ, η Μάρτι είπε: «Λοιπόν, αυτός ο μάρτυρας τον είδε εκεί- και τι έγινε μετά;» «Τίποτε. Δεν τον πίστεψαν. Και η φημολογούμενη ερωτική σχέση δεν μπόρεσε ν' αποδειχτεί. Άλλωστε, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως ήταν η κυρία Παστόρε που πάτησε τη σκανδάλη. Υπήρχαν πάμπολλα στοιχεία. Όμως οι Παστόρε ήταν συμπαθείς και πολλοί θεώρησαν πως πίσω απ' την τραγωδία κρυβόταν, με κάποιον τρόπο, ο Άριμαν». Γυρίζοντας στο τραπέζι με την μπίρα, ο Ντάστι είπε: «Έτσι, δεν του άρεσε πια η ατμόσφαιρα στη Σάντα Φε και μετακόμισε στο Σκότσντεϊλ». «Όπου κι άλλα άσχημα πράγματα συνέβησαν και σε άλλους καλούς ανθρώπους», είπε ο Κλόστερμαν ανακατεύοντας τη σάλτσα με τους κεφτέδες και τα λουκάνικα μες στην κατσαρόλα. «Έχω ένα αρχείο με όλα αυτά- θα σας το δώσω προτού φύγετε».

«Ξέροντας όλα αυτά», είπε ο Ντάστι, «θα 'πρεπε να τον είχες στριμώξει στην υπόθεση των Όρνβαλ». Ο Ρόι Κλόστερμαν ξανακάθισε στο τραπέζι και η Μάρτι τον μιμήθηκε. Ο γιατρός είπε: «Όχι». Ο Ντάστι είπε ξαφνιασμένος: «Σίγουρα, όμως, και μόνο η υπόθεση του νηπιαγωγείου αρκούσε για να...» «Δεν τη χρησιμοποίησα ποτέ». Το μαυρισμένο πρόσωπο του παθολόγου σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο απ' την οργή, φούντωσε κι αγρίεψε κάτω απ' την ηλιοκαμένη επιφάνεια. Ο Κλόστερμαν καθάρισε το λαιμό του και συνέχισε: «Κάποιος ανακάλυψε πως τηλεφωνούσα σε κόσμο στη Σάντα Φε και στο Σκότσντεϊλ και ρωτούσα για τον Άριμαν. Ένα βράδυ, γύρισα σπίτι απ' το ιατρείο και βρήκα δυο άντρες εδώ, στην κουζίνα, να κάθονται εκεί που κάθεστε εσείς τώρα. Με σκούρα κοστούμια, γραβάτες, περιποιημένοι. Όμως ήταν άγνωστοι -και, μόλις στράφηκα για να βγω τρέχοντας από το σπίτι, αντίκρισα άλλο έναν πίσω μου». Απ' όλα τα μέρη όπου περίμενε ο Ντάστι να τον οδηγήσει με τις αποκαλύψεις του ο Κλόστερμαν, εδώ ήταν που φανταζόταν λιγότερο πως θα κατέληγε. Δεν ήθελε να βρεθεί σ' αυτό το μέρος, γιατί έμοιαζε να κρύβει μονάχα απόγνωση γι' αυτόν και τη Μάρτι. Αν ο δόκτωρ Άριμαν ήταν εχθρός τους, τότε ήταν αληθινά πελώριος εχθρός. Μονάχα στη Βίβλο είχε νικήσει ο Δαβίδ τον Γολιάθ. Μονάχα στις ταινίες είχε κάποια ελπίδα ο ανθρωπάκος ενάντια στον Λεβιάθαν. «Ο Άριμαν χρησιμοποιεί τόσο φτηνές μεθόδους; Χρησιμοποιεί μπράβους;» ρώτησε η Μάρτι, γιατί δεν είχε συνειδητοποιήσει πλήρως αυτό που είχε καταλάβει ο Ντάστι -ή γιατί δεν ήθελε να το πιστέψει. «Δεν έχουν τίποτε φτηνό. Έχουν εξασφαλισμένη σύνταξη, εξαίρετη ιατρική περίθαλψη και, στη δουλειά, μετακινούνται με λιμουζίνες. Τέλος πάντων, είχαν φέρει μια βιντεοταινία και μ' έβαλαν να τη δω στην τηλεόραση στο μικρό καθιστικό. Στην ταινία ήταν ένα αγοράκι, ασθενής μου. Η μαμά του κι ο μπαμπάς του είναι ασθενείς μου επίσης, και στενοί φίλοι. Αγαπημένοι φίλοι». Ο παθολόγος αναγκάστηκε να σταματήσει. Πνιγόταν απ' το θυμό, την οργή. Το χέρι του έσφιγγε τόσο δυνατά την μπίρα του, που το μπουκάλι φαινόταν έτοιμο να θρυμματιστεί. Ύστερα είπε: «Το αγόρι είναι εννιά χρονών, πολύ καλό

παιδί. Δάκρυα τρέχουν απ' τα μάτια του στη βιντεοταινία. Λέει σε κάποιον εκτός πλάνου για το πώς, από έξι χρονών, τον παρενοχλεί σεξουαλικά ο γιατρός του. Εγώ. Δεν άγγιξα ποτέ μ' αυτό τον τρόπο το αγόρι, ποτέ δε θα το έκανα, δε θα μπορούσα να το κάνω. Όμως η μαρτυρία του είναι πολύ πειστική, συναισθηματική και παραστατική. Όποιος γνωρίζει το αγόρι ξέρει πως αποκλείεται να υποκρίνεται, πως θα ήταν αδύνατο να πει τέτοιο ψέμα. Είναι πολύ αθώο παιδί για να 'ναι τόσο δόλιο. Πιστεύει τα πάντα, απ' την πρώτη ως την τελευταία λέξη. Στο μυαλό του, συνέβησαν αυτά τα αισχρά πράγματα που υποτίθεται πως του έκανα». «Το αγόρι ήταν ασθενής του Άριμαν», υπέθεσε ο Ντάστι. «Όχι. Αυτοί οι τρεις κοσιουμαρισμένοι, που δεν είχαν κανένα δικαίωμα να βρίσκονται στο σπίτι μου, αυτά τα καλοντυμένα καθάρματα, μου λένε πως η μητέρα του αγοριού ήταν ασθενής του Άριμαν. Δεν το ήξερα. Δεν έχω ιδέα για ποιο λόγο πήγαινε στον ψυχίατρο». «Μέσω της μητέρας», είπε η Μάρτι, «το αγόρι έπεσε στα χέρια του Άριμαν». «Και κάτι του έκανε, ίσως με υπνωτική υποβολή, εμφυτεύοντάς του αυτές τις ψευδείς αναμνήσεις». «Είναι κάτι παραπάνω από υπνωτική υποβολή», είπε ο Ντάστι. «Δεν ξέρω τι είναι, αλλά φτάνει πολύ βαθύτερα». Αφού ήπιε λίγη μπίρα, ο Ρόι Κλόστερμαν είπε: «Τα καθάρματα μου είπαν... πως το αγόρι στη βιντεοταινία ήταν υπνωτισμένο. Όταν θα είχε πλήρως τις αισθήσεις του, δε θα θυμόταν αυτές τις ψευδείς αναμνήσεις, τα φριχτά πράγματα που έλεγε για μένα. Δε θα τα ονειρευόταν καν, ούτε θα τον βασάνιζαν υποσυνείδητα. Δε θα είχαν καμιά επίδραση στην ψυχολογία του, στη ζωή του. Όμως οι ψευδείς αναμνήσεις θα εξακολουθούσαν να βρίσκονται θαμμένες σ' αυτό που αποκάλεσαν υπο-υποσυνείδητο του, καταπιεσμένες κι έτοιμες να ξεπηδήσουν από μέσα του, αν το πρόσταζαν να τις θυμηθεί. Μου υποσχέθηκαν πως θα του έδιναν αυτή την εντολή αν δοκίμαζα να δημιουργήσω προβλήματα στον Μαρκ Άριμαν σε σχέση με την υπόθεση του νηπιαγωγείου των Όρνβαλ ή με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα. 'Υστερα έφυγαν παίρνοντας μαζί τους τη βιντεοταινία». Ο συνήγορος του Άριμαν, στους διαδρόμους του νου του Ντάοτι, είχε περιπλανηθεί μακριά και η φωνή του ήταν πολύ πιο αχνή από πριν δεν ήταν πια πειστική.

Η Μάρτι είπε: ««Φαντάζεσαι ποιοι μπορεί να ήταν εκείνοι οι τρεις;» «Δεν έχει μεγάλη σημασία για μένα το όνομα του ιδρύματος ή της υπηρεσίας που τους πληρώνει κάθε μήνα», είπε ο Ρόι Κλόστερμαν. «Αλλά ξέρω τι μου μύριζαν». «Εξουσία», είπε ο Ντάστι. «Βρομοκοπούσαν», επιβεβαίωσε ο παθολόγος. Προφανώς, αυτή τη στιγμή η Μάρτι δεν φοβόταν τόσο τη δική της ικανότητα για βία όσο την ικανότητα των άλλων, γιατί έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι του Ντάστι και το έσφιξε δυνατά. Το λαχάνιασμα των σκύλων και ο απαλός θόρυβος των πελμάτων τους ακούστηκαν απ' το διάδρομο. Ο Βαλές και η Σαρλότ γύρισαν στην κουζίνα, παίζοντας, με τα μάτια τους χαμογελαστά. Πίσω τους ακούστηκαν βήματα κι ένας ογκώδης άντρας με φιλικό πρόσωπο, χαβανέζικο πουκάμισο και μακρύ σορτς μπήκε στην κουζίνα. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα φάκελο. «Από δω ο Μπράιαν», είπε ο Ρόι Κλόστερμαν και τους σύστησε. Αφού χαιρετήθηκαν, ο Μπράιαν έδωσε το φάκελο στον Ντάστι. «Να ο φάκελος που έφτιαξε ο Ρόι για τον Άριμαν». «Όμως δεν τον πήρες από μας», τον προειδοποίησε ο παθολόγος. «Και δε χρειάζεται να τον ξαναφέρεις». «Για την ακρίβεια», είπε ο Μπράιαν, «δε θέλουμε να τον ξαναδούμε». «Μπράιαν», είπε ο Ρόι Κλόστερμαν, «δείξ' τους το αυτί σου». Τραβώντας τα σχετικά μακριά ξανθά μαλλιά του προς τα πίσω, από την αριστερή πλευρά του προσώπου του, ο Μπράιαν έστριψε, τράβηξε, σήκωσε και ξεκόλλησε τ' αυτί του. Της Μάρτι της κόπηκε η ανάσα. «Ψεύτικο», εξήγησε ο Ρόι Κλόστερμαν. «Όταν έφυγαν οι τρεις κοστουμαρισμένοι εκείνο το βράδυ, πήγα πάνω και βρήκα τον Μπράιαν αναίσθητο. Το αυτί του ήταν αποκομμένο -και η πληγή ραμμένη επαγγελματικά. Το είχαν πετάξει στο σκουπιδοφάγο για να μην του το ξαναράψουν». «Τι γλυκούληδες», είπε ο Μπράιαν κάνοντας δήθεν αέρα με το αυτί του, μ' ένα μακάβριο χιούμορ που έκανε τον Ντάστι να χαμογελάσει παρά τις περιστάσεις.

«Ο Μπράιαν κι εγώ είμαστε μαζί πάνω από είκοσι τέσσερα χρόνια», είπε ο γιατρός. «Πάνω από είκοσι πέντε», τον διόρθωσε ο Μπράιαν. «Ρόι, με τις επετείους είσαι σκέτη απελπισία». «Δεν ήταν ανάγκη να του το κάνουν αυτό», είπε ο παθολόγος. «Το βίντεο με το αγόρι ήταν υπεραρκετό. Το έκαναν απλώς για να γίνουν απόλυτα κατανοητοί». «Μ' εμένα τα κατάφεραν πάντως», είπε ο Μπράιαν ξαναβάζοντας το ψεύτικο αυτί του. «Επιπλέον», είπε ο Ρόι Κλόστερμαν, «ίσως να μπορείτε να καταλάβετε τώρα πώς ήταν ακόμη πιο αποτελεσματική στην περίπτωση μου η απειλή του αγοριού. Εξαιτίας της ζωής μας, εμένα και του Μπράιαν, κάποιοι θα μπορούσαν πιο εύκολα να με κατηγορήσουν για σεξουαλική παρενόχληση παιδιού. Όμως, μα το Θεό, αν ένιωθα ποτέ τον παραμικρό τέτοιο πειρασμό, αν ποθούσα ένα παιδί, θα έκοβα ο ίδιος το λαρύγγι μου». «Αν δε σ' το έκοβα πρώτος εγώ», είπε ο Μπράιαν. Με την εμφάνιση του Μπράιαν, η οργή του Κλόστερμαν είχε καταλαγιάσει σιγά σιγά και το φούντωμα κάτω απ' το μαύρισμά του είχε σβήσει. Τώρα το πρόσωπο του σκοτείνιασε ξανά. «Δεν αγαπώ ιδιαίτερα τον εαυτό μου που έκανα πίσω. Οι Όρνβαλ καταστράφηκαν κι ήταν όλοι αθώοι. Αν είχα ν' αντιμετωπίσω μονάχα τον Μαρκ Άριμαν, θα είχα παλέψει, όποιο κι αν ήταν το κόστος. Είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όμως, που ξεφυτρώνουν από παντού για να τον προστατέψουν... Δεν το καταλαβαίνω. Κι ό,τι δεν καταλαβαίνω, δεν μπορώ να το παλέψω». «Ίσως να μην μπορούμε ούτε εμείς», είπε ο Ντάστι. «Μπορεί όχι», συμφώνησε ο Κλόστερμαν. «Και θα προσέξατε πως απέφυγα να σας ρωτήσω τι μπορεί να συνέβη ακριβώς με τη φίλη σας τη Σούζαν και τι προβλήματα έχετε εσείς με τον Άριμαν. Γιατί, ειλικρινά, δε θέλω να μάθω άλλα. Είναι δειλία από μέρους μου, φαντάζομαι. Δεν είχα θεωρήσει ποτέ τον εαυτό μου δειλό μέχρι που έγινε οίυτό, μέχρι τον Άριμαν, τώρα όμως ξέρω πως έχω κι εγώ τα όριά μου». Η Μάρτι, αγκαλιάζοντάς τον, είπε: «Όλοι έχουμε τα όριά μας. Και δεν είσαι δειλός, γιατρέ. Είσαι ένας αξιαγάπητος και γενναίος άντρας». «Του το λέω», είπε ο Μπράιαν, «όμως εμένα δε μ' ακούει ποτέ». Κρατώντας πολύ σφιχτά τη Μάρτι για μια στιγμή, ο πα-

θολόγος είπε: «Θα χρειαστείς όλη τη δύναμη και τα κότσια του πατέρα σου». «Τα 'χει», είπε ο Ντάστι. Αυτή ήταν η πιο παράξενη στιγμή συντροφικότητας που είχε ζήσει ο Ντάστι: οι τέσσερις τους, τόσο ανόμοιοι από πάμπολλες απόψεις, κι όμως ενωμένοι σαν να ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι σ' έναν πλανήτη αποικισμένο από εξωγήινους. «Θα φάτε μαζί μας;» ρώτησε ο Μπράιαν. «Ευχαριστώ», είπε ο Ντάστι, «αλλά φάγαμε. Κι έχουμε πολλά να κάνουμε απόψε». Η Μάρτι φόρεσε στον Βαλέ το λουρί του και τα δυο σκυλιά αποχαιρετίστηκαν μυρίζοντας τα γεννητικά τους όργανα. Στην εξώπορτα, ο Ντάστι είπε: «Δόκτορ Κλόστερμαν...» «Ρόι». «Σ' ευχαριστούμε, Ρόι. Δεν μπορώ να πω πως θα ήμασταν λιγότερο μπλεγμένοι, η Μάρτι κι εγώ, αν είχα εμπιστευτεί το ένστικτο μου και είχα πάψει να με θεωρώ παρανοϊκό, αλλά μπορεί να ήμασταν μισό βήμα πιο μπροστά απ' το σημείο που βρισκόμαστε τώρα». «Η παράνοια», είπε ο Μπράιαν, «είναι το πιο ξεκάθαρο σημάδι πνευματικής υγείας στη νέα χιλιετία». Ο Ντάστι είπε: «Λοιπόν... όσο παρανοϊκό κι αν ακούγεται... έχω έναν αδερφό που προσπαθεί ν' αποτοξινωθεί απ' τα ναρκωτικά. Είναι η τρίτη του φορά. Οι δυο προηγούμενες ήταν στην ίδια κλινική. Και, χτες το βράδυ, όταν τον άφησα εκεί, κάτι μ' ενόχλησε σ' αυτό το μέρος, είχα αυτή την παρανοϊκή αίσθηση...» «Ποια κλινική είναι;» ρώτησε ο Ρόι. «Η Νέα Ζωή. Την ξέρεις;» «Στο Ίρβιν. Ναι. Ο Άριμαν είναι ένας απ' τους ιδιοκτήτες». Θυμούμενος την ψηλή, αρχοντική σιλουέτα στο παράθυρο του Σκιτ, ο Ντάστι είπε: «Ναι. Αυτό θα με ξάφνιαζε χτες... όμως όχι σήμερα». Μετά τη ζεστασιά του σπιτιού του Κλόστερμαν, η νύχτα του Γενάρη έμοιαζε πιο παγερή. Ουρλιάζοντας, ο άνεμος ξάφριζε την επιφάνεια του λιμανιού και ράντιζε με αφρό τον παραθαλάσσιο δρόμο του νησιού.

ΖλίΧΩΣ ΝΑ ΧΑΜΗΛΩΣΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ ή ν α σηκωθεί η αυλαία για ν α καταλάβει η Μάρτι πως άρχιζε η παράσταση, δίχως ν α υ π ά ρ χ ο υ ν «προσεχώς» για ν α την προϊδεάσουν, νεκροί ιερωμένοι με καρφιά στο κεφάλι κι άλλες νοητικές ταινίες, με ακόμη χειρότερο περιεχόμενο, ξεπήδησαν ξαφνικά σε μια οθόνη στον κινηματογράφο της πιο στοιχειωμένης γειτονιάς του μυαλού της. Φώναξε και τινάχτηκε στο κάθισμά της, στο αυτοκίνητο, σαν ν α είχε νιώσει έ ν α γλοιώδη αρουραίο, χοντρό απ' το ποπκόρν και τη σοκολάτα, ν α τρέχει στα πόδια της.

Κι αυτή τη φορά δεν ήταν ένα ήπιο κατρακύλισμα στον πανικό, ένα αργό γλίστρημα σε μια μακριά τσουλήθρα φόβου: εκεί που κουβέντιαζε για τον Σκιτ, η Μάρτι βυθίστηκε σ' ένα βαθύ λάκκο γεμάτο τρόμους. Της κόπηκε η ανάσα, έβγαλε δυο κοφτά βογκητά και ύστερα άρχισε κιόλας να ουρλιάζει. Πάσχισε να διπλωθεί μπροστά, όμως την εμπόδισε η ζώνη ασφαλείας. Τα λουριά την τρομοκράτησαν όσο οι εικόνες στο νου της, ίσως γιατί πολλές απ' αυτές τις φρικαλεότητες είχαν γίνει με αλυσίδες, σχοινιά, δεσμά, ήλους στο κεφάλι, καρφιά στις παλάμες. Τράβηξε και με τα δυο χέρια τα νάιλον λουριά, δίχως όμως να φαίνεται ότι θυμόταν τι ήταν αυτό που την εμπόδιζε, πολύ φοβισμένη για να σκεφτεί απλώς να λύσει τη ζώνη. Διέσχιζαν μια πλατιά λεωφόρο με αραιή κυκλοφορία κι ο Ντάστι άλλαξε λωρίδες προς το πεζοδρόμιο. Σταμάτησε, με τα φρένα να στριγκλίζουν, πάνω σ' ένα στρώμα από ξερές βελόνες αειθαλών δέντρων, κάτω από ένα πελώριο πεύκο που πάλευε με τον αέρα. 'Οταν προσπάθησε να βοηθήσει τη Μάρτι να ελευθερωθεί από τη ζώνη της, εκείνη τραβήχτηκε και άρχισε να χτυ-

πιέται ακόμη πιο μανιασμένα και άσκοπα πάνω στα λουριά, τινάζοντας ταυτόχρονα τα χέρια της προς το μέρος του για να τον κρατήσει μακριά. Παρ' όλα αυτά, κατόρθωσε να βρει την αγκράφα της ζώνης και να την ανοίξει. Για μια στιγμή συνέχισε να πολεμά με τα λουριά που την εμπόδιζαν, υστέρα όμως ξέφυγε και τ' άφησε να μαζευτούν. Ωστόσο, αυτή η μικρή ελευθερία δεν έφερε κάποια ανάπαυλα κι ο εντεινόμενος πανικός της έκανε τον Βαλέ να κλαψουρίζει συμπονετικά απ' το πίσω κάθισμα, μέχρι που οι κραυγές της Μάρτι έγιναν συσπάσεις, σαν να πνιγόταν και να ήθελε να κάνει εμετό. Αυτή τη φορά το στομάχι της ήταν γεμάτο και, όταν έσκυψε μπροστά η άμοιρη Μάρτι, οι ξεροί ήχοι που έβγαιναν από το στόμα της με κάθε σύσπαση έγιναν υγροί. Καταπίνοντας ξανά την τροφή που είχε ανέβει στο λαρύγγι της κι αναριγώντας αηδιασμένη, άρπαξε το χερούλι της πόρτας πασχίζοντας να βγει από το αυτοκίνητο. Μπορεί να ήθελε να βγει για να μη λερώσει το αυτοκίνητο, αν έκανε τελικά εμετό, αλλά μπορεί επίσης να πάσχιζε να το βάλει στα πόδια, μόλις θα βρισκόταν έξω, όχι απλώς για να ξεφύγει απ' την τρομακτική παράσταση μες στο κεφάλι της αλλά κι από τον Ντάστι και το ενδεχόμενο να προσπαθούσε να του κάνει κακό. Ο Ντάστι δεν μπορούσε να την αφήσει να φύγει, γιατί, μες στον πανικό της, κινδύνευε να βγει στην κίνηση και να τη χτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο. Η Μάρτι άνοιξε λίγο την πόρτα κι ο ορμητικός παγερός αέρας εισέβαλε αμέσως από το άνοιγμα κάνοντας τα μαλλιά της να ανεμίσουν σαν σημαία. «Ρέιμοντ Σο», είπε ο Ντάστι. Επειδή ο αέρας σφύριζε μανιασμένα περνώντας απ' τη χαραμάδα της πόρτας και βοούσε αδιάκοπα, κι επειδή οι κραυγές της Μάρτι ήταν πολύ δυνατές, δεν άκουσε το όνομα. Άνοιξε κι άλλο την πόρτα. «Ρέιμοντ Σο!» φώναξε ο Ντάστι. Ήταν μισοστραμμένη προς την άλλη μεριά κι ο Ντάστι δεν την άκουσε να λέει, Ακούω, όμως κατάλαβε πως μάλλον το είχε πει, γιατί η Μάρτι πάγωσε και σώπασε, περιμένοντας το χαϊκού. Σκύβοντας γοργά από πάνω της, έκλεισε την πόρτα. Στη σχετική σιγαλιά, πριν προλάβει η Μάρτι ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια και να συνέλθει για να την πλημμυρίσει πάλι ο πανικός, ο Ντάστι έβαλε το χέρι του κάτω απ' το πι-

γούνι της, έστρεψε το πρόσωπο της προς το μέρος του και είπε: «Φυσώντας απ' τη δύση ο άνεμος...» «Εσύ είσαι η δύση κι ο δυτικός άνεμος». «...τα πεσμένα φύλλα μαζεύει...» «Τα φύλλα είναι οι εντολές σου». «...στην ανατολή». «Εγώ είμαι η ανατολή». Ολότελα «ανοιχτή» και περιμένοντας να την προστάξουν, η Μάρτι κοίταζε με μάτια απλανή μέσ' από τον Ντάστι, σαν να ήταν αυτός η αθέατη παρουσία τώρα κι όχι ο Άριμαν. Ταραγμένος από την ήρεμη, άτονη έκφραση της Μάρτι και την απόλυτη υπακοή που φανέρωνε, ο Ντάστι απέστρεψε το βλέμμα του. Η καρδιά του δούλευε σαν έμβολο, το μυαλό του στριφογύριζε σαν σφόνδυλος. Ήταν απίστευτα ευάλωτη τώρα. Αν της έδινε λανθασμένες εντολές, αν τις εξέφραζε με τέτοιες λέξεις που να σημαίνουν αθέλητα κάτι ολότελα διαφορετικό, μπορεί να αντιδρούσε απρόβλεπτα. Το ενδεχόμενο να της προκαλέσει άθελά του μεγάλη ψυχολογική ζημιά φαινόταν τρομακτικά αληθινό. Όταν είχε πει στον Σκιτ να κοιμηθεί, δεν είχε προσδιορίσει πόσο χρόνο θα 'πρεπε να διαρκέσει αυτός ο ύπνος. Ο Σκιτ δεν μπορούσε να ξυπνήσει για πάνω από μια ώρα και θα μπορούσε κάλλιστα να κοιμάται για ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή για όλη την υπόλοιπη ζωή του, με μηχανήματα να τον κρατούν στη ζωή και με την ελπίδα ενός ξυπνήματος που δεν θα ερχόταν ποτέ. Πριν δώσει ο Ντάστι την απλούστερη εντολή στη Μάρτι, έπρεπε να τη σκεφτεί προσεκτικά. Η διατύπωση έπρεπε να ήταν όσο το δυνατόν σαφέστερη. Πέρα από την ανησυχία του, μήπως προκαλούσε άθελά του κάποια βλάβη, τον τρόμαζε ο απόλυτος έλεγχος που μπορούσε να ασκήσει στη Μάρτι, καθώς εκείνη περίμενε υπομονετικά την εντολή του. Αγαπούσε αυτή τη γυναίκα περισσότερο απ' τη ζωή του την ίδια, όμως κανένας δεν θα 'πρεπε να μπορεί να έχει απόλυτη εξουσία πάνω σ' έναν άλλο άνθρωπο, άσχετα με το πόσο αγνές μπορεί να ήταν οι προθέσεις του. Ο θυμός ήταν λιγότερος φαρμακερός για την ψυχή από την απληστία, η απληστία λιγότερο τοξική από το φθόνο κι ο φθόνος ασύγκριτα υποδεέστερος από τη μαυλιστική δύναμη της εξουσίας. Ξερές πευκοβελόνες, σαν ραβδάκια του I Τσινγκ, σκορ-

πίζονταν πάνω στο παρμπρίζ, φτιάχνοντας σχέδια που άλλαζαν διαρκώς, αλλά, αν προμηνούσαν το μέλλον, ο Ντάστι δεν μπορούσε να καταλάβει τις προβλέψεις τους. Κοίταξε κατάματα τη σύζυγο του και τα μάτια της σάλεψαν φευγαλέα, σπασμωδικά, όπως και τα μάτια του Σκιτ. «Μάρτι, θέλω να μ' ακούσεις προσεκτικά». «Ακούω». «Θέλω να μου πεις πού βρίσκεσαι τώρα». «Στο αυτοκίνητο μας». «Σωματικά, ναι. Εκεί ακριβώς βρίσκεσαι. Όμως μου φαίνεται πως νοητικά είσαι κάπου αλλού. Θα 'θελα να μάθω πού βρίσκεται αυτό το άλλο μέρος». «Είμαι (Ko παρεκκλήσι του νου», είπε εκείνη. Ο Ντάστι δεν είχε ιδέα τι μπορεί να σήμαινε αυτό, όμως δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε την ετοιμότητα και την αυτοσυγκέντρωση που χρειάζονταν για να το ψάξει εκείνη τη στιγμή. Θα 'πρεπε να ριψοκινδυνεύσει και να προχωρήσει έχοντας στα χέρια του μονάχα αυτό τον όρο: παρεκκλήσι του νου. «Όταν κρατήσω τα δάχτυλά μου μπροστά στο πρόσωπο σου και τα χτυπήσω, θα βυθιστείς σ' ένα βαθύ και γαλήνιο ύπνο. Όταν τα ξαναχτυπήσω, θα ξυπνήσεις και, επίσης, θα επιστρέψεις απ' το παρεκκλήσι του νου όπου βρίσκεσαι τώρα. Θα έχεις ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις σου... και η κρίση πανικού που σε είχε καταλάβει θα έχει περάσει. Με καταλαβαίνεις;» «Σε καταλαβαίνω;» Ιδρώτας κύλησε στο μέτωπο του. Το σκούπισε με το χέρι του. «Πες μου αν καταλαβαίνεις». «Καταλαβαίνω». Σήκωσε το δεξί του χέρι, με τον αντίχειρα και τον μέσο κολλημένους, ύστερα όμως δίστασε, τον σταμάτησε η αμφιβολία. «Επανάλαβε τις εντολές μου». Τις επανέλαβε λέξη προς λέξη. Η αμφιβολία εξακολουθούσε να τον εμποδίζει, όμως δεν μπορούσε να κάθεται εκεί όλη νύχτα, έτοιμος να χτυπήσει τα δάχτυλά του κι ελπίζοντας να κατόρθωνε κάποια στιγμή να βρει το κουράγιο. Έψαξε βαθιά στη μνήμη του για να θυμηθεί όλα όσα είχε μάθει γι' αυτές τις τεχνικές ελέγχου παρατηρώντας τον Σκιτ κι όσα είχε συμπεράνει από τις κάθε είδους μικρές ενδείξεις. Δεν βρήκε κάποιο σφάλμα στο σχέδιο του -πέρα από το ότι βασιζόταν περισσότερο

στην άγνοια παρά στη γνώση. Για την περίπτωση που τα θαλάσσωνε και βύθιζε τη Μάρτι σε κώμα για πάντα, της χάρισε δυο ψιθυριστές λέξεις για να πάρει μαζί της στο σκοτάδι -«Σ' αγαπώ»- και υστέρα χτύπησε τα δάχτυλά του. Η Μάρτι σωριάστηκε στο κάθισμά της, έχοντας κοιμηθεί αμέσως, το πίσω μέρος του κεφαλιού της χτύπησε μια φορά στο προσκέφαλο και ύστερα το κεφάλι της έγειρε μπροστά, το πιγούνι της ακούμπησε στο στήθος της και τα μαλλιά της διπλώθηκαν σαν κατάμαυρες φτερούγες κρύβοντας το πρόσωπο της απ' τον Ντάστι. Αυτός ένιωσε τα πνευμόνια του να κλείνουν σφιχτά, κι έτσι χρειάστηκε να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να βγάλει την τελευταία ανάσα από μέσα του, και, ταυτόχρονα, χτύπησε τα δάχτυλά του. Η Μάρτι ίσιωσε τη ράχη της, ξύπνια, σε εγρήγορση· αυτό το απόμακρο βλέμμα είχε χαθεί τώρα από τα μάτια της, και κοίταξε ξαφνιασμένη τριγύρω. «Τι στην ευχή;» Τη μια στιγμή ήταν πλημμυρισμένη από τον πανικό και πάσχιζε να βγει από το αυτοκίνητο -και την επόμενη ήταν ήρεμη κι η πόρτα του αυτοκινήτου ήταν κλειστή. Το τσίρκο του θανάτου, που είχε στήσει τις σκηνές του μέσα στο κεφάλι της, με όλους τους καρφωμένους ιερωμένους του και τα αποσυντεθειμένα πτώματά του, είχε χαθεί μεμιάς σαν να το είχε παρασύρει μακριά ο νυχτερινός αέρας. Τον κοίταξε κι αυτός είδε πως καταλάβαινε τι της είχε συμβεί. «Εσύ». «Δε νομίζω να είχα άλλη επιλογή. Θα ήταν πολύ άσχημη κρίση». «Νιώθω... καθαρή». Από το πίσω κάθισμα, ο Βαλές έγειρε ανάμεσα στις μπροστινές θέσεις κοιτώντας αριστερά δεξιά φοβισμένος και γυρεύοντας να τον καθησυχάσουν. Χαϊδεύοντας το σκύλο, η Μάρτι είπε: «Καθαρή. Είναι δυνατόν να τέλειωσε;» «Όχι τόσο εύκολα», υπέθεσε ο Ντάστι. «Ίσως με λίγη σκέψη και προσοχή... ίσως να μπορέσουμε να "αναιρέσουμε" ό,τι μας έκαναν. Πρώτα όμως...» «Πρώτα», είπε εκείνη φορώντας τη ζώνη της, «να βγάλουμε από κείνο το μέρος τον Σκιτ».

Η ΓΑΤΑ ΠΟΥ ΕΨΑΧΝΕ για κανέναν αρουραίο, κατάμαυρη σαν το κατράμι και με την κίνηση της κυματιστή κι ευλύγιστη σαν του καπνού, κοίταξε τους προβολείς του Σάτερν, με τα μάτια της πύρινα πορτοκαλιά, και ύστερα τρύπωσε στις θεοσκότεινες γωνιές της νύχτας.

Ο Ντάστι στάθμευσε δίπλα σ' έναν κάδο απορριμμάτων, κοντά στο κτίριο, για να μην κλείνει το δρόμο. Ο σκύλος τούς παρακολουθούσε, με τη μύτη του κολλημένη στο παράθυρο του αυτοκινήτου και την ανάσα του να θολώνει το τζάμι, καθώς βάδιζαν γοργά προς την είσοδο υπηρεσίας της κλινικής Νέα Ζωή. Αν και το επισκεπτήριο είχε τελειώσει πριν από είκοσι λεπτά, το πιθανότερο ήταν πως θα τους άφηναν ν' ανέβουν για να δουν τον Σκιτ αν πήγαιναν από την κύρια είσοδο και ειδικά αν έλεγαν πως είχαν έρθει για να τον βγάλουν από την κλινική. Όμως, αυτή η τολμηρή είσοδος τους στην κλινική θα οδηγούσε σε κάμποσες διαβουλεύσεις με την προϊσταμένη και με το γιατρό της νυχτερινής βάρδιας, και σε καθυστερήσεις μέχρι να συμπληρωθούν τα απαραίτητα έγγραφα. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να είχε επισυνάψει ο Άριμαν στο φάκελο του Σκιτ μια εντολή να τον ειδοποιήσουν αν ο ασθενής ή η οικογένειά του ζητούσαν την αναχώρησή του από την κλινική. Ο Ντάστι δεν ήθελε να συναντηθούν με τον ψυχίατρο, δεν είχε τη διάθεση να το ρισκάρει, τουλάχιστον όχι ακόμη. Ευτυχώς, η είσοδος υπηρεσίας ήταν ξεκλείδωτη. Από πίσω υπήρχε μια μικρή, μισοσκότεινη, έρημη αίθουσα υποδοχής μ' ένα άνοιγμα αγωγού αποχέτευσης στη μέση του τσιμεντένιου δαπέδου. Η διαπεραστική μυρωδιά αποσμητικού

χώρου με άρωμα πεύκου σκέπαζε, αλλά όχι εντελώς, μια ξινή οσμή, μάλλον γάλακτος που είχε στάξει από ένα τρύπιο κουτί κατά την παραλαβή και υστέρα είχε διαποτίσει το πορώδες τσιμέντο· του Ντάστι, όμως, του φάνηκε πως ήταν μυρωδιά ξεραμένου αίματος ή παλιού εμετού, απομεινάρι μιας φρικαλεότητας ή ενός εγκλήματος. Σ' αυτή την καινούρια χιλιετία, με την απάνθρωπη πραγματικότητά της, ακόμη κι αυτός ο συνηθισμένος χώρος μποροΰσε να του φανεί σαν κρυφό σφαγείο όπου τελούνταν θυσίες τα πρώτα μεσάνυχτα κάθε πανσελήνου. Δεν ήταν αρκετά παρανοϊκός ώστε να πιστεύει πως κάθε μέλος του προσωπικού της κλινικής ήταν μαριονέτα του δόκτορα Άριμαν, όμως αυτός και η Μάρτι προχώρησαν αθόρυβα, κρυφά, σαν να βρίσκονταν σε εχθρική περιοχή. Μετά το πρώτο δωμάτιο υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος που λίγο παρακάτω διασταυρωνόταν μ' έναν άλλο διάδρομο κι ακόμη πιο πέρα υπήρχαν δυο πόρτες που μάλλον οδηγούσαν στον προθάλαμο. Γραφεία, αποθήκες και ίσως η κουζίνα βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά του διαδρόμου. Δεν φαινόταν κανείς, αλλά δυο άνθρωποι ακούγονταν να κουβεντιάζουν στο βάθος, όχι στα αγγλικά αλλά μάλλον σε κάποια ασιατική γλώσσα. Οι φωνές τους ήταν αιθέριες, σαν να μην έβγαιναν από ένα απ' τα δωμάτια μπροστά τους αλλά πίσω από το πέπλο που χώριζε αυτό τον κόσμο από έναν άλλο, παράξενο. Ακριβώς στα δεξιά, έξω από την αίθουσα υποδοχής, η Μάρτι έδειξε μια πόρτα με την πινακίδα ΚΛΙΜΑΚΟΣΤΑΣΙΟ και, ω του θαύματος, υπήρχαν όντως σκάλες από πίσω.

Φορώντας ένα απλό ανθρακί κουστούμι, ένα λευκό πουκάμισο με το γιακά ξεκούμπωτο και μια γαλάζια και κίτρινη ριγωτή γραβάτα χαλαρή στο λαιμό, χωρίς μαντίλι στην τσέπη κι έχοντας αφήσει τον άνεμο να του ανακατέψει τα πυκνά μαλλιά, για να τα χτενίσει ύστερα αφηρημένα με τα δάχτυλά του, καθώς έμπαινε στον προθάλαμο της κλινικής Νέα Ζωή, ο Μαρκ Άριμαν ήταν ντυμένος και χτενισμένος για το ρόλο του αφοσιωμένου γιατρού που τα βράδια του δεν του ανήκαν όταν τον χρειάζονταν οι ασθενείς του. Στο γραφείο του φύλακα καθόταν ο Γουόλι Κλαρκ, κο-

ντόχοντρος, με λακκάκια, ροδομάγουλος και χαμογελαστός, μοιάζοντας σαν έδεσμα σε χαβανέζικη γιορτή. «Δόκτορ Άριμαν», είπε ο Γουόλι καθώς διέσχιζε ο γιατρός τον προθάλαμο κρατώντας μια μαύρη ιατρική τσάντα, «ούτε λεπτό ανάπαυση για τους κουρασμένους, ε;» «Θα 'πρεπε να πεις, "Ούτε λεπτό ανάπαυση για τους αμαρτωλούς"», τον διόρθωσε ο γιατρός. Ο Γουόλι γέλασε ευσυνείδητα μ' αυτό το αυτοσαρκαστικό ευφυολόγημα. Χαμογελώντας από μέσα του καθώς φανταζόταν πώς θα κοβόταν η ανάσα του Γουόλι αν αντίκριζε ένα συγκεκριμένο βάζο που περιείχε δυο διάσημα μάτια, ο γιατρός είπε: «Όμως η ανταμοιβή που έχει κανείς θεραπεύοντας είναι πολύ σημαντικότερη από μερικά χαμένα δείπνα». Γεμάτος θαυμασμό, ο Γουόλι είπε: «Δε θα ήταν καλό να είχαν όλοι οι γιατροί τη συμπεριφορά σας, κύριε;» «Α, είμαι βέβαιος πως οι περισσότεροι έτσι συμπεριφέρονται», είπε μεγαλόψυχα ο Άριμαν καθώς καλούσε το ασανσέρ. «Όμως θα συμφωνήσω πως δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από κάποιον που ασκεί το ιατρικό λειτούργημα και δε νοιάζεται πια, που δουλεύει απλώς μηχανικά. Αν χάσω ποτέ, Γουόλι, τη χαρά αυτής της δουλειάς, ελπίζω να έχω τη σωφροσύνη ν' αλλάξω επάγγελμα». Καθώς άνοιγαν οι πόρτες του ασανσέρ, ο Γουόλι είπε: «Εύχομαι να μην έρθει ποτέ αυτή η μέρα. Θα λείψετε τρομερά στους ασθενείς σας, γιατρέ». «Αν είναι έτσι, τότε, προτού αποσυρθώ, θα πρέπει να τους σκοτώσω όλους». Γελώντας, ο Γουόλι είπε: «Με κοροϊδεύετε, δόκτορ Άριμαν». «Να φυλάς την πόρτα από τους βάρβαρους, Γουόλι», αποκρίθηκε εκείνος μπαίνοντας στο ασανσέρ. «Μπορείτε να βασίζεστε πάνω μου, κύριε». Ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο, ο γιατρός ευχήθηκε να μην ήταν δροσερή η βραδιά. Αν ήταν πιο ζεστός ο καιρός, θα μπορούσε να έχει μπει με το σακάκι κρεμασμένο στον ώμο και τα μανίκια ανεβασμένα, δίνοντας καλύτερα την εικόνα που ήθελε να δημιουργήσει, δίχως να χρειάζεται να την ενισχύσει κουβεντιάζοντας. Αν είχε επιλέξει να γίνει ηθοποιός του κινηματογράφου, ήταν βέβαιος πως δεν θα γινόταν απλώς διάσημος αλλά ξακουστός σε όλο τον κόσμο. Τα βραβεία θα έπεφταν βροχή.

Αρχικά θα ακούγονταν διάφορα μικροπρεπή σχόλια περί νεποτισμού, όμως το ταλέντο του θα έκλεινε τελικά το στόμα των κακεντρεχών. Ωστόσο, ο Αριμαν, έχοντας μεγαλώσει μέσα στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας του Χόλιγουντ και στα στούντιο, δεν έβρισκε πια καμιά μυστηριώδη γοητεία στη βιομηχανία του κινηματογράφου, όπως ο γιος οποιουδήποτε τριτοκοσμικού δικτάτορα μπορεί κάποια στιγμή να βαριόταν ακόμη και το θέαμα στις καλά εξοπλισμένες αίθουσες βασανιστηρίων και τη φαντασμαγορία των ομαδικών εκτελέσεων. Επιπλέον, η φήμη ενός κινηματογραφικού αστέρα -και η απώλεια της ανωνυμίας που τη συνόδευε- επέτρεπε σε κάποιον να βασανίζει μονάχα τα συνεργεία, τα ακριβοπληρωμένα κολ γκερλ που είχαν για πελάτες τα πιο διεστραμμένα μέλη του κινηματογραφικού στερεώματος και τις νεαρές ηθοποιούς που ήταν αρκετά ανόητες ώστε να πέφτουν θύματα. Ο γιατρός δεν θα αρκούνταν ποτέ σε τόσο εύκολη λεία. Ντινγκ. Το ασανσέρ έφτασε στον δεύτερο όροφο.

Στον δεύτερο όροφο, όταν ο Ντάστι και η Μάρτι πρόβαλαν προσεκτικά από την πίσω σκάλα, η τύχη τους συνεχίστηκε. Τριάντα μέτρα μακριά, στη διασταύρωση των καλοφωτισμένων κεντρικών διαδρόμων, δυο γυναίκες βρίσκονταν στο γραφείο των νοσοκόμων, όμως έτυχε να μην κοιτάζει καμιά τους προς τις σκάλες. Δίχως να τους δουν, ο Ντάστι οδήγησε τη Μάρτι στο γειτονικό δωμάτιο του Σκιτ. Το μόνο φως στο δωμάτιο ήταν της τηλεόρασης. Μια σκηνή δράσης με κλέφτες κι αστυνομικούς στην οθόνη έκανε ωχρές φωτεινές φιγούρες να σαλεύουν στους τοίχους σαν φαντάσματα. Ο Σκιτ ήταν καθιστός στο κρεβάτι, στημένος σαν πασάς πάνω στα μαξιλάρια, και έπινε με καλαμάκι ένα αναψυκτικό με βανίλια. Όταν αντίκρισε τους επισκέπτες του, φύσηξε στο καλαμάκι σαν να ήταν σάλπιγγα, γεμίζοντας το αναψυκτικό με φυσαλίδες, και τους καλωσόρισε χαρούμενα. Η Μάρτι ζύγωσε στο κρεβάτι για να αγκαλιάσει τον Σκιτ και να τον φιλήσει στο μάγουλο κι ο Ντάστι χαιρέτησε την Τζασμίν Χερνάντες, τη νοσοκόμα που πρόσεχε τον Σκιτ

για να μην κάνει καμιά απόπειρα ν' αυτοκτονήσει, κι άνοιξε τη μικρή ντουλάπα. 'Οταν στράφηκε ο Ντάστι απ' την ντουλάπα κρατώντας τη βαλίτσα του Σκιτ, η αδελφή Χερνάντες είχε σηκωθεί από την πολυθρόνα και κοίταζε τον φωτεινό πίνακα του ρολογιού της. «Το επισκεπτήριο έχει τελειώσει». «Ναι, σωστά, όμως δεν ήρθαμε για να τον επισκεφτούμε», είπε ο Ντάστι. «Συμβαίνει κάτι επείγον», είπε η Μάρτι υποχρεώνοντας τον Σκιτ ν' αφήσει το αναψυκτικό του και να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού. «Κάποιος στην οικογένεια αρρώστησε», πρόσθεσε ο Ντάστι. «Ποιος αρρώστησε;» ρώτησε ο Σκιτ. «Η μαμά», του είπε ο Ντάστι. «Ποιανού η μαμά;» ρώτησε ο Σκιτ, αδυνατώντας ολοφάνερα να πιστέψει αυτό που είχε ακούσει. Η Κλοντέτ άρρωστη; Η Κλοντέτ, που του είχε χαρίσει τον Χόλντεν Κόλφιλντ για πατέρα και ύστερα το δόκτορα Ντέρεκ Λάμπτον, τη «Σαύρα», για πατριό; Αυτή η γυναίκα με την ομορφιά και την παγερή αδιαφορία μιας θεάς; Η ερωμένη δευτεροκλασάτων πανεπιστημιακών; Η μούσα συγγραφέων που δεν έβρισκαν κανένα νόημα στον γραπτό λόγο και αποτυχημένων ψυχολόγων που καταφρονούσαν την ανθρώπινη ράτσα; Η Κλοντέτ, η σκληρή και πανούργα, δήθεν υπαρξίστρια, με την περιφρόνησή της για όλους τους κανόνες και τους νόμους, για κάθε ορισμό της πραγματικότητας που δεν περιστρεφόταν γύρω από την ίδια; Πώς μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε σ' αυτό το ακλόνητο και φαινομενικά αθάνατο πλάσμα; «Η μαμά μας», επιβεβαίωσε ο Ντάστι. Ο Σκιτ φορούσε ήδη κάλτσες, κι έτσι η Μάρτι γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι κι έχωσε τα πόδια του στα πάνινα παπούτσια του. «Μάρτι», είπε ο νεαρός, «φοράω ακόμη τις πιτζάμες μου». «Δεν προλαβαίνουμε ν' αλλάξεις εδώ, καλέ μου. Η μαμά σου είναι πολύ άρρωστη». Με τη φωνή του γεμάτη θαυμασμό, ο Σκιτ είπε: «Αλήθεια; Η Κλοντέτ είναι αληθινά άρρωστη;» Τραβώντας γρήγορα γρήγορα τα ρούχα του Σκιτ απ' τα

συρτάρια και πετώντας τα στη βαλίτσα του, ο Ντάστι είπε: «Τη χτύπησε τόσο ξαφνικά». «Τι, κάνα φορτηγό;» ρώτησε ο Σκιτ. Η Τζασμίν Χερνάντες πρόσεξε τη σχεδόν χαρούμενη χροιά στη φωνή του Σκιτ και συνοφρυώθηκε. «Τσουπαφλόρ, αυτό σημαίνει πως παίρνεις μόνος σου εξιτήριο;» Ο Σκιτ απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια: «Μα, είμαι καθαρός».

Ο γιατρός πήγε στο γραφείο των νοσοκόμων στον δεύτερο όροφο για να τους πει πως δεν ήθελε να ενοχλήσουν ούτε τον ίδιο ούτε τον ασθενή του στο δωμάτιο 246 όσο θα τον εξέταζε. «Μου τηλεφώνησε για να μου πει πως σκοπεύει να φύγει το πρωί, πράγμα που θα 'ναι η καταστροφή του. Πρέπει να τον αποτρέψω. Είναι ακόμη εθισμένος. Από τη στιγμή που θα βγει στους δρόμους, σε μια ώρα θα πάρει ηρωίνη και, αν έχω δίκιο για την ψυχοπαθολογική του κατάσταση, αυτό που θέλει είναι να πάρει υπερβολική δόση και να πεθάνει». «Αυτός που δεν έχει κανένα λόγο να θέλει να πεθάνει», είπε η αδελφή Γκάνγκας. Ήταν τριαντάρα, ελκυστική και συνήθως αφοσιωμένη επαγγελματίας. Μ' αυτό τον ασθενή, όμως, ήταν σαν ερεθισμένη μαθήτρια παρά σαν πτυχιούχος νοσοκόμα, έτοιμη διαρκώς να λιγοθυμήσει από την ανεπαρκή κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο, γιατί πήγαινε όλο στο υπογάστριο και τα γεννητικά της όργανα. «Και είναι τόσο γλυκός», πρόσθεσε η αδελφή Γκάνγκας. Η νεότερη γυναίκα, η αδελφή Κάιλα Γούστεν, δεν είχε εντυπωσιαστεί από τον ασθενή στο δωμάτιο 246, όμως τη γοήτευε ολοφάνερα ο ίδιος ο δόκτωρ Άριμαν. Όποτε τύχαινε να της μιλήσει ο γιατρός, η αδελφή Γούστεν έδινε ολόκληρη παράσταση με τη γλώσσα της. Προσποιούμενη πως δεν ήξερε τι έκανε -ενώ, στην πραγματικότητα, έλεγχε τα πάντα με την ακρίβεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή-, έγλειφε συχνά τα χείλη της για να τα υγράνει: τα σαρκώδη, αισθησιακά χείλη της. Όταν συλλογιζόταν κάτι που είχε πει ο Άριμαν, έβγαζε μερικές φορές τη γλώσσα της, η αλεπού, δαγκώνοντας την άκρη της, θαρρείς κι αυτό τη βοηθούσε να σκέφτεται καλύτερα.

Ναι, να την η γλώσσα, στη δεξιά άκρη των χειλιών της, ίσως γύρευε ένα γλυκό ψίχουλο σφηνωμένο σ' αυτή την ώριμη και τρυφερή ζάρα. Και ύστερα τα χείλη της χωρίστηκαν από την έκπληξη και η γλώσσα της τινάχτηκε στον ουρανίσκο της. Και πάλι, η ύγρανση των χειλιών. Η αδελφή Γούστεν ήταν όμορφη, όμως δεν ενδιέφερε το γιατρό. Πρώτ' απ' όλα, το είχε σαν αρχή να μην κάνει πλύση εγκεφάλου στους υπαλλήλους του. Μολονότι ένα προσωπικό που θα είχε υποστεί πλύση εγκεφάλου, στις διάφορες επιχειρήσεις του γιατρού, δεν θα πρόβαλλε αιτήματα για αυξήσεις και επιδόματα, οι πιθανές επιπλοκές ήταν τόσο σοβαρές ώστε δεν άξιζε τον κόπο να το ρισκάρει. Μπορεί να είχε κάνει μια εξαίρεση για την αδελφή Γούστεν, γιατί η γλώσσα της τον συνάρπαζε. Ήταν ένα ζωηρό, θρασύ πραματάκι. Θα του άρεσε να της κάνει κάτι έξυπνο. Δυστυχώς, σε μια εποχή που το καλλωπιστικό τρύπημα του σώματος δεν ήταν πια κάτι εντυπωσιακό, σε μια εποχή που τ' αυτιά, τα φρύδια, τα ρουθούνια, τα χείλη, οι αφαλοί, ακόμη και οι γλώσσες είχαν συχνά τρύπες με μπιχλιμπίδια περασμένα μέσα, δεν θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα στη γλώσσα της Γούστεν, που, μόλις θα ξυπνούσε η νοσοκόμα, θα τα έβρισκε τρομακτικά ή έστω δυσάρεστα. Κάποιες φορές ένιωθε απογοήτευση με το να είναι σαδιστής σε μια εποχή που ο αυτοακρωτηριασμός ήταν τόσο της μόδας. Εμπρός, λοιπόν, για το δωμάτιο 246 και τον αστέρα ασθενή του. Ο γιατρός ήταν ο κύριος μέτοχος στην κλινική Νέα Ζωή, όμως δεν είχε συχνά ασθενείς εδώ. Σε γενικές γραμμές, αυτοί που είχαν προβλήματα με τα ναρκωτικά δεν τον ενδιέφεραν - κατέστρεφαν με τόση επιμέλεια τη ζωή τους, που οποιαδήποτε επιπλέον δυστυχία θα μπορούσε να τους προκαλέσει θα ήταν μάταιος κόπος. Αυτή τη στιγμή, ο μοναδικός ασθενής του στην κλινική βρισκόταν στο 246. Φυσικά ενδιαφερόταν ιδιαίτερα και για τον αδερφό του Ντάστιν Ρόουντς, που βρισκόταν παρακάτω στο διάδρομο, στο 250, όμως δεν τον παρακολουθούσε επίσημα- η συμβουλή του σ' αυτή την περίπτωση ήταν άτυπη. 'Οταν μπήκε στο 246, που ήταν μια σουίτα με δυο δωμάτια και πλήρες μπάνιο, βρήκε τον διάσημο ηθοποιό στο καθιστικό, στηριγμένο στο κεφάλι του, με τις παλάμες του

κολλημένες στο πάτωμα και τις φτέρνες και τους γλουτούς του στον τοίχο, να παρακολουθεί ανάποδα τηλεόραση. «Μαρκ; Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;» ρώτησε ο ηθοποιός, διατηρώντας τη στάση της γιόγκα -ή ό,τι ήταν, τέλος πάντων. «Ήρθα για έναν άλλο ασθενή. Σκέφτηκα να περάσω και να δω πώς τα πηγαίνεις». Ο γιατρός είχε πει ψέματα στις νοσοκόμες Γκάνγκας και Γούστεν δεν του είχε τηλεφωνήσει ο ηθοποιός, ούτε είχε απειλήσει ότι θα έφευγε από την κλινική το πρωί. Αυτό που ήθελε ο Αριμαν στην πραγματικότητα ήταν να βρίσκεται εδώ όταν θα άρχιζε η νυχτερινή βάρδια, για να μπορέσει να προγραμματίσει τον Σκιτ αφού θα έφευγε η υπερβολικά φιλότιμη αδελφή Χερνάντες για το σπίτι της. Ο ηθοποιός ήταν η κάλυψη του. Ύστερα από δύο ώρες στο 246, τα λιγοστά λεπτά που θα περνούσε με τον Σκιτ θα έμοιαζαν με μια τυχαία επίσκεψη και οποιοσδήποτε απ' το προσωπικό κι αν τον έβλεπε θα το θεωρούσε μια απλή σύμπτωση. Ο ηθοποιός είπε: «Περνώ κάπου μια ώρα την ημέρα σ' αυτή τη στάση. Είναι καλή για την κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο. Θα ήταν ωραίο να είχα μια δεύτερη, μικρότερη τηλεόραση που θα μπορούσα να την αναποδογυρίζω όποτε θέλω». Βλέποντας την οικογενειακή κωμική σειρά στην τηλεόραση, ο Άριμαν είπε: «Αν παρακολουθείς τέτοια πράγματα, μάλλον θα είναι καλύτερα με την τηλεόραση ανάποδα». «Σε κανέναν δεν αρέσουν οι επικρίσεις, Μαρκ». «Δον Αντριάνο ντε Αρμάντο». «Ακούω», είπε ο ηθοποιός τρέμοντας λιγάκι αλλά κατορθώνοντας να διατηρήσει την ισορροπία του ανάποδα. Για την ενεργοποίηση αυτού του υποκειμένου, ο γιατρός είχε επιλέξει το όνομα ενός χαρακτήρα από το Αγάπης Αγώνας Άγονος του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο αναποδογυρισμένος ηθοποιός, που ήταν κάπου τριάντα χρονών και κέρδιζε είκοσι εκατομμύρια δολάρια συν ποσοστά για να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία, ήταν ουσιαστικά αμόρφωτος και ανεκπαίδευτος σε οποιοδήποτε επάγγελμα. Όταν διάβαζε ένα σενάριο, συχνά δεν κοίταζε παρά μόνο τις δικές του ατάκες, και πιο πιθανό ήταν να βγάλουν ξάφνου οι βάτραχοι φτερά παρά να διαβάσει αυτός Σαίξπηρ. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να του δώσουν κάποιο ρόλο σε οποιοδήποτε έργο γραμμένο από τον Βάρδο του 'Ειβον -εκτός κι αν έπεφτε κάποια στιγμή το καθα-

ρό θέατρο στα χέρια των μπαμπουίνων και των χιμπατζήδων-, κι επομένως κανένας κίνδυνος ν' ακούσει το όνομα Δον Αντριάνο ντε Αρμάντο από οποιονδήποτε άλλο εκτός από το γιατρό. Ο Άριμαν απήγγειλε στον ηθοποιό το προσωπικό του χαϊκοΰ.

Καθώς τέλειωνε η Μάρτι με το δέσιμο των κορδονιών των αθλητικών παπουτσιών του Σκιτ, η Τζασμίν Χερνάντες είπε: «Αν τον πάρετε από δω, πρέπει να υπογράψετε ένα χαρτί, πως δεν είναι πλέον υπεύθυνη η κλινική γι' αυτόν». «Θα τον φέρουμε πίσω αύριο», είπε η Μάρτι και σηκώθηκε, προτρέποντας τον Σκιτ να σηκωθεί επίσης από την άκρη του κρεβατιού. «Ναι», είπε ο Ντάστι στριμώχνοντας ακόμη ρούχα μέσα στη βαλίτσα, «θέλουμε απλώς να τον πάμε να δει τη μαμά και θα γυρίσουμε». «Και πάλι θα πρέπει να υπογράψετε», επέμεινε η αδελφή Χερνάντες. «Ντάστι», είπε ο Σκιτ, «κοίτα να μη σ' ακούσει ποτέ η Κλοντέτ να τη λες Μαμά αντί για Κλοντέτ. Θα σου ρίξει μια γερή κλοτσιά». «Μόλις χτες αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει», τους υπενθύμισε η αδελφή Χερνάντες. «Η κλινική δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη να τον αφήσει να φύγει σ' αυτή την κατάσταση». «Απαλλάσσουμε την κλινική από οποιεσδήποτε ευθύνες και τις αναλαμβάνουμε πλήρως εμείς», τη διαβεβαίωσε η Μάρτι. «Τότε θα φέρω να υπογράψετε το χαρτί, πως αναλαμβάνετε την ευθύνη». Η Μάρτι στάθηκε μπροστά στη νοσοκόμα αφήνοντας τον Σκιτ να ταλαντεύεται, προσπαθώντας να μη σωριαστεί. «Γιατί δε μας βοηθάς να τον ετοιμάσουμε; Ύστερα μπορούμε να πάμε και οι τέσσερις στο γραφείο των νοσοκόμων και να υπογράψουμε το χαρτί». Στενεύοντας τα μάτια, η αδελφή Χερνάντες είπε: «Τι τρέχει εδώ;» «Βιαζόμαστε, αυτό όλο κι όλο». «Αλήθεια; Τότε θα φέρω γρήγορα το χαρτί», αποκρίθη-

κε η αδελφή Χερνάντες σπρώχνοντας τη Μάρτι για να περάσει. Στην πόρτα, έδειξε τον Σκιτ και τον πρόσταξε: «Μην πας πουθενά ώσπου να γυρίσω, τσονπαφλόρ». «Ναι, βέβαια», υποσχέθηκε ο Σκιτ. «Όμως μπορείς να κάνεις γρήγορα; Η Κλοντέτ είναι αληθινά άρρωστη και δε θέλω να το χάσω αυτό».

Ο γιατρός πρόσταξε τον ηθοποιό να πάψει να στέκεται ανάποδα και να καθίσει στον καναπέ. Ο επιδειξιμανής γόης φοροΰσε μόνο ένα μαΰρο σλιπάκι. Είχε το κορμί δεκαεξάχρονου, ήταν λεπτός και μυώδης, παρά τις αναρίθμητες αυτοκαταστροφικές έξεις του. Διέσχισε το δωμάτιο με τη χάρη και τη λυγεράδα ενός χορευτή. Για την ακρίβεια, αν και η προσωπικότητά του ήταν βαθιά καταπιεσμένη και σ' αυτή την κατάσταση δεν είχε περισσότερη συνείδηση από ένα γογγύλι, κινούνταν σαν να έπαιζε κάποιο ρόλο. Η βεβαιότητά του, προφανώς, πως οι θαυμαστές του τον παρακολουθούσαν διαρκώς και τον λάτρευαν δεν ήταν μια αίσθηση που είχε αποκτήσει καθώς τον διέφθειρε η φήμη, αλλά μια πεποίθηση βαθιά ριζωμένη στα γονίδιά του. Ενώ ο ηθοποιός περίμενε, ο δόκτωρ Άριμαν έβγαλε το σακάκι του κι ανέβασε τα μανίκια του πουκαμίσου του. Περιεργάστηκε το είδωλο του στον καθρέφτη πάνω απ' τον μπουφέ. Τέλειο. Οι πήχεις του ήταν δυνατοί, τριχωτοί, αντρικοί, δίχως να τον κάνουν να μοιάζει με πιθηκάνθρωπος. Όταν θα έβγαινε απ' αυτό το δωμάτιο τα μεσάνυχτα και θα διέσχιζε το διάδρομο ως το δωμάτιο του Κόλφιλντ, θα έριχνε το σακάκι του στον ώμο και θα ήταν η τέλεια ενσάρκωση του κουρασμένου, φιλόπονου, βαθιά αφοσιωμένου και ελκυστικού άντρα της ιατρικής. Ο Άριμαν τράβηξε μια καρέκλα ως τον καναπέ και κάθισε αντικριστά στον ηθοποιό. «Ηρέμησε». «Είμαι ήρεμος». Τα γαλάζια μάτια που προκαλούσαν λιποθυμία στην αδελφή Γκάνγκας κινούνταν πέρα δώθε, σπασμωδικά. Αυτός ο κινηματογραφικός πρίγκιπας είχε ζητήσει τη βοήθεια του Άριμαν του νεότερου κι όχι οποιουδήποτε άλλου ψυχίατρου λόγω της εξ αίματος συγγένειας του γιατρού με το Χόλιγουντ. Ο Άριμαν ο πρεσβύτερος, ο Τζος, είχε πε-

Θάνε ι, δηλητηριασμένος από αμυγδαλωτά, όταν αυτός εδώ ο λεβέντης κοβόταν στα μαθηματικά, την ιστορία και σε διάφορα άλλα μαθήματα στο γυμνάσιο, κι έτσι οι δυο τους δεν είχαν συνεργαστεί ποτέ. Όμως ο ηθοποιός πίστευε πως, αφού ο μεγάλος σκηνοθέτης είχε κερδίσει δύο Όσκαρ, τότε ο γιος του μεγάλου σκηνοθέτη θα 'πρεπε να είναι ο καλύτερος ψυχίατρος στον κόσμο. «Με εξαίρεση τον Φρόιντ», είχε πει στο γιατρό, «αλλά αυτός είναι κάπου στην Ευρώπη και δεν μπορώ να πηγαινοέρχομαι για να τον βλέπω». Αφού ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ είχε κλειστεί τελικά για κάμποσο καιρό στη φυλακή, αυτό εδώ το χρυσοπληρωμένο βόδι ανησυχούσε μήπως το συλλάμβαναν επίσης οι «φασίστες της Δίωξης Ναρκωτικών». Ενώ δεν ήθελε ν' αλλάξει τον τρόπο της ζωής του για να ευχαριστήσει τις δυνάμεις της καταπίεσης, τον ενθουσίαζε ακόμη λιγότερο η ιδέα να βρεθεί στο ίδιο κελί μ' ένα μανιακό δολοφόνο που θα είχε ένα λαιμό σαν του ταύρου και δεν θα είχε καμιά ιδιαίτερη σεξουαλική προτίμηση σε σχέση με το φύλο. Αν και ο Άριμαν δεν δεχόταν ασθενείς που είχαν προβλήματα με ναρκωτικά, αυτόν τον είχε αναλάβει. Ο ηθοποιός κινούνταν στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας, όπου θα μπορούσε να προκαλέσει έξοχες ζημιές διασκεδάζοντας αληθινά το γιατρό. Για την ακρίβεια, με τη χρησιμοποίηση του ηθοποιού, προετοιμαζόταν ήδη ένα εξαιρετικό παιχνίδι με σοβαρές συνέπειες στη χώρα και σε όλο τον κόσμο. «Έχω μερικές σημαντικές εντολές να σου δώσω», είπε ο Άριμαν. Κάποιος χτύπησε δυνατά, επιτακτικά την πόρτα της σουίτας.

Η Μάρτι πάσχιζε να φορέσει ένα μπουρνούζι στον Σκιτ, αυτός όμως αντιστεκόταν. «Καλέ μου», είπε, «έχει παγωνιά απόψε. Δεν μπορείς να βγεις έξω μ' αυτή τη λεπτή πιτζάμα». «Αυτό το μπουρνούζι είναι απαίσιο», διαμαρτυρήθηκε ο Σκιτ. «Μου το έδωσαν εδώ. Δεν είναι δικό μου, Μάρτι. Είναι όλο κόμπους και σιχαίνομαι τις ρίγες». Στο άνθος της ηλικίας του, προτού τον καταστρέψουν τα ναρκωτικά, ο πιτσιρικάς τραβούσε τις γυναίκες όπως τραβούσε η μυρωδιά του ωμού βοδινού τον Βαλέ. Εκείνες τις

μέρες ήταν καλοντυμένος, ένα πλουμιστό αρσενικό πουλί. Ακόμη και τώρα, που ήταν έτσι ρημαγμένος, το καλό του γούστο στο ντύσιμο ξανάβγαινε περιστασιακά στην επιφάνεια, αν και η Μάρτι δεν καταλάβαινε γιατί είχε βγει τώρα. Κλείνοντας τη βαλίτσα, ο Ντάστι είπε: «Πάμε». Αυτοσχεδιάζοντας μες στη βιασύνη της, η Μάρτι τράβηξε την κουβέρτα απ' το κρεβάτι του Σκιτ και την έριξε στους ώμους του. «Τι λες γι' αυτό;» «Λιγάκι ινδιάνικο», είπε τυλίγοντας γΰρω του την κουβέρτα. «Μ' αρέσει». Έπιασε τον Σκιτ απ' το χέρι και τον ώθησε προς την πόρτα, όπου περίμενε ο Ντάστι. «Περίμενε!» είπε ο Σκιτ σταματώντας και γυρίζοντας. «Τα λαχεία». «Ποια λαχεία;» «Στο κομοδίνο», είπε ο Ντάστι. «Μέσα στη Βίβλο». «Δεν μπορούμε να φύγουμε δίχως αυτά», επέμεινε ο Σκιτ.

Ακούγοντας τα χτυπήματα στην πόρτα, ο γιατρός φώναξε ανυπόμονα, νευρικά: «Σας είπα να μη μ' ενοχλήσετε». Διστακτική παύση, και ύστερα κι άλλα χτυπήματα. Ο Άριμαν είπε σιγανά στον ηθοποιό: «Πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα, ξάπλωσε στο κρεβάτι και περίμενέ με». Σαν να είχε δοθεί αυτή η προσταγή από έναν αγαπητικό που υποσχόταν όλες τις απολαύσεις της σάρκας, ο ηθοποιός σηκώθηκε απ' τον καναπέ και βγήκε αθόρυβα απ' το δωμάτιο. Κάθε αέρινο βήμα του, κάθε κίνηση των γοφών του ήταν αρκετά ελκυστικά για να γεμίζουν τους κινηματογράφους σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα χτυπήματα ακούστηκαν και τρίτη φορά: «Δόκτορ Άριμαν; Δόκτορ Άριμαν;» Καθώς πήγαινε προς την πόρτα ο γιατρός, αποφάσισε πως, αν αυτή η διακοπή οφειλόταν στην αδελφή Γούστεν, θα σκεφτόταν σοβαρότερα το τι θα μπορούσε να κάνει με τη γλώσσα της. ***

Η Μάρτι πήρε τα δυο λαχεία κι έκανε να τα δώσει στον Σκιτ. Σφίγγοντας με το αριστερό του χέρι την κουβέρτα-μανδύα, έκανε νόημα με το δεξί πως δεν τα 'θελε. «Όχι, όχι! Αν τ' αγγίξω, δε θ' αξίζουν τίποτε, όλη η τΰχη θα φύγει από μέσα τους». Καθώς έχωνε η Μάρτι τα λαχεία στην τσέπη της, άκουσε κάποιον παρακάτω στο διάδρομο να φωνάζει το δόκτορα Άριμαν.

Όταν άνοιξε ο Άριμαν την πόρτα του 246, θορυβήθηκε περισσότερο αντικρίζοντας την Τζασμίν Χερνάντες απ' ό,τι αν είχε δει την αδελφή Γούστεν με την αεικίνητη ρόδινη γλώσσα της. Η Τζασμίν ήταν εξαίρετη πτυχιούχος νοσοκόμα, όμως έμοιαζε πολύ με κάποιες ιδιαίτερα ενοχλητικές κοπέλες που είχε γνωρίσει ο γιατρός όταν ήταν παιδί και στις αρχές της εφηβείας, μια ράτσα θηλυκών τις οποίες ονόμαζε Οι Ξερόλες. Ήταν αυτές που τον κορόιδευαν με τα μάτια τους, με τα σεμνότυφα βλέμματά τους και τα αυτάρεσκα χαμογελά τους, που τα 'βλεπε ο γιατρός με την άκρη του ματιού του καθώς έκανε να τους γυρίσει την πλάτη. Πίστευε πως οι Ξερόλες έβλεπαν μέσα του, τον καταλάβαιναν με τρόπους που δεν ήθελε να τον καταλάβουν. Ακόμη χειρότερα, είχε την αλλόκοτη αίσθηση πως γνώριζαν κάτι φαιδρό γι' αυτόν, κάτι που δεν ήξερε ο ίδιος, πως ήταν ένας περίγελος γι' αυτές, εξαιτίας κάποιων χαρακτηριστικών του που δεν διέκρινε ο ίδιος. Από την ηλικία των δεκαέξι, δεκαεφτά, όταν από αδέξια χαριτωμένος άρχισε να γίνεται αληθινά όμορφος, ο γιατρός σπάνια είχε προβλήματα πια με τις Ξερόλες, που έμοιαζαν να έχουν χάσει ως επί το πλείστον την ικανότητά τους να τον διακρίνουν. Ωστόσο, η Τζασμίν Χερνάντες ήταν μια από δαύτες, και, παρ' ότι δεν είχε κατορθώσει ακόμη να δει μέσα του, υπήρχαν κάποιες φορές που ήταν βέβαιος πως θα ανοιγόκλεινε ξαφνιασμένη τα μάτια της και θα τον περιεργαζόταν με περισσότερη προσοχή, και ύστερα τα μάτια της θα γέμιζαν μ' αυτή την ιδιαίτερη κοροϊδία κι ένα αχνό αυτάρεσκο χαμόγελο θα ανασήκωνε τις άκρες του στόματος της. «Γιατρέ, συγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά, όταν είπα στην

αδελφή Γκάνγκας τι συμβαίνει και μου είπε πως βρισκόσασταν εδώ, σκέφτηκα πως θα θέλατε να το μάθετε». Ήταν τόσο αποφασιστική, που ο γιατρός τραβήχτηκε δυο βήματα κι εκείνη το θεώρησε αυτό σαν πρόσκληση για να μπει στο δωμάτιο, που δεν ήταν διόλου ο σκοπός του Άριμαν. «Ένας ασθενής φεύγει χωρίς εξιτήριο», είπε η αδελφή Χερνάντες, «και μάλιστα κάτω από παράξενες συνθήκες, κατά την άποψη μου».

Ο Σκιτ είπε: «Θα μπορούσα να έχω το Γιούχου μου;» Η Μάρτι τον κοίταξε σαν να είχε τρελαθεί λιγάκι. Φυσικά, όταν το σκέφτηκε καλύτερα, κατάλαβε πως και οι όνο φαίνονταν σαν να μην είχαν ολότελα τα λογικά τους, κι έτσι του αναγνώρισε κάποια ελαφρυντικά. «Το ποιο;» «Το αναψυκτικό του», είπε ο Ντάστι από την πόρτα. «Πάρ' το και πάμε να φύγουμε από δω!» «Κάποιος φώναξε τον Άριμαν», είπε η Μάρτι. «Είναι εδώ». «Το άκουσα κι εγώ», είπε ο Ντάστι. «Άντε, πάρε το αναθεματισμένο το αναψυκτικό». «Το Γιούχου με βανίλια, αν και, για την ακρίβεια, αυτό έχει σοκολάτα», είπε ο Σκιτ καθώς έκανε η Μάρτι το γύρο του κρεβατιού κι έπιανε το μπουκάλι από το κομοδίνο. «Δεν είναι αναψυκτικό. Δεν είναι αεριούχο. Είναι μάλλον ένα ποτό-επιδόρπιο». Βάζοντας το μπουκάλι στο δεξί χέρι του Σκιτ, η Μάρτι είπε: «Ορίστε το ποτό-επιδόρπιό σου, καλέ μου. Και τώρα κουνήσου αν δε θες να φας καμιά κλοτσιά».

Αρχικά, μέσα στη σύγχυσή του, ο γιατρός υπέθεσε πως η αδελφή Γκάνγκας είχε αναφέρει στην αδελφή Χερνάντες πως ο ηθοποιός θα έφευγε απ' το νοσοκομείο και πως αυτός ήταν ο ασθενής για τον οποίο ήταν τόσο αναστατωμένη. Επειδή ολόκληρη η ιστορία για τον ηθοποιό ήταν απλώς ένα ψέμα για να καλυφθεί ο αληθινός σκοπός της αποψινής επίσκεψης του γιατρού στην κλινική, της είπε: «Μην ανησυχείς, αδελφή Χερνάντες, δε θα φύγει τελικά».

«Πώς; Τι θέλετε να πείτε; Προσπαθούν να τον βγάλουν άρον άρον από δω, αυτή τη στιγμή». Ο Άριμαν στράφηκε για να κοιτάξει το καθιστικό και την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Περίμενε σχεδόν να αντικρίσει κάμποσες κοπέλες, ίσως μέλη μιας λέσχης θαυμαστριών, να κατεβάζουν τον ημίγυμνο, υπνωτισμένο ηθοποιό από ένα παράθυρο, σκοπεύοντας να τον φυλακίσουν και να τον κάνουν ερωτικό τους σκλάβο. Δεν υπήρχαν απαγωγείς. Ούτε κινηματογραφικός αστέρας. Γυρίζοντας ξανά προς τη νοσοκόμα, της είπε: «Για ποιον μιλάς;» «Για το τσονπαφλόρ», είπε εκείνη. «Το μικρό κολιμπρί. Τον Χόλντεν Κόλφιλντ».

Η Μάρτι κατέβαινε τα σκαλιά στηρίζοντας τον Σκιτ. Ο πιτσιρικάς ήταν τόσο χλομός κι αδύναμος, που, με την πιτζάμα και τη λευκή κουβέρτα, θα μπορούσε να είναι ένα φάντασμα που στοιχειώνε τους χώρους υπηρεσίας της κλινικής Νέα Ζωή. Έ ν α ασθενικό φάντασμα. Παραπατούσε στα σκαλιά, με τα γόνατά του κομμένα, διατηρώντας μετά βίας την ισορροπία του, κινδυνεύοντας με κάθε βήμα να μπλεχτεί η σερνόμενη κουβέρτα στα πόδια του. Σέρνοντας τη βαλίτσα, ο Ντάστι ακολουθούσε τη Μάρτι και τον Σκιτ, κατεβαίνοντας πλάγια και καλύπτοντας τα νώτα τους, έχοντας το νου του μήπως εμφανιζόταν ο Άριμαν από πάνω τους στη σκάλα. Είχε βγάλει το 45άρι Κολτ από την τσέπη του μπουφάν του. Το να πυροβολήσει ένα διακεκριμένο ψυχίατρο δεν θα του εξασφάλιζε μια θέση στο ηρώο πλάι στον Ρόμπερτ Γουντχάουζ, τον «Γελαστά Μπομπ». Αντί να παραθέτουν δείπνα προς τιμήν του, θα στεκόταν στη σειρά στην τραπεζαρία κάποιας φυλακής. Παρά τα όσα είχε μάθει και είχε συμπεράνει για το δόκτορα Άριμαν, η πικρή αλήθεια ήταν πως δεν είχαν καμιά απόδειξη πως ήταν ένοχος, πως είχε διαπράξει κάποια παράνομη ή ανήθικη πράξη. Η κασέτα απ' τον αυτόματο τηλεφωνητή, με το μήνυμα της Σούζαν, ήταν το πιο ισχυρό αποδεκτό στοιχείο που είχαν στα χέρια τους, όμως το μόνο που λεγόταν για τον ψυχίατρο ήταν πως ήταν κάθαρμα. Αν είχε

βιντεοσκοπήσει με κάποιον τρόπο η Σοΰζαν τον Άριμαν, όπως ισχυριζόταν, τότε η βιντεοταινία είχε χαθεί. Ο Σκιτ κατέβαινε σαν νήπιο. Κατέβαζε το δεξί του πόδι στο επόμενο σκαλί, υστέρα έβαζε πλάι το αριστερό, δίσταζε μια στιγμή για να σκεφτεί την επόμενη κίνησή του κι επαναλάμβανε τη διαδικασία. Έφτασαν στο πλατύσκαλο χωρίς να εμφανιστεί κανένας πάνω. Ο Ντάστι περίμενε εκεί, καλύπτοντας τη σκάλα που κατέβηκαν ήδη, ενώ η Μάρτι κι ο πιτσιρικάς συνέχισαν να κατεβαίνουν προς την έξοδο. Αν εμφανιζόταν ο Άριμαν στη σκάλα στον δεύτερο όροφο και τους έβλεπε να φεύγουν, θα αντιλαμβανόταν πως τον είχαν καταλάβει, πως κινδύνευε απ' αυτούς, κι έτσι θα 'πρεπε ο Ντάστι να τον πυροβολήσει επιτόπου, γιατί, αν πρόφταινε ο γιατρός να πει Βαϊόλα Νάρβιλι και ύστερα να απαγγείλει το χαϊκού με τον ερωδιό, θα μπορούσε να ελέγξει το πιστόλι κι ας το κρατούσε ο Ντάστι. Ύστερα θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε.

Ταραγμένος αλλά πολύ έμπειρος ηθοποιός για ν' αφήσει να φανεί η ανησυχία του, ο γιατρός ακολούθησε την αδελφή Χερνάντες έξω από το δωμάτιο 246 και στο διάδρομο, διαβεβαιώνοντάς την πως ο Ντάσιιν και η Μάρτιν Ρόουντς δεν θα 'παιρναν κάποια βιαστική απόφαση θέτοντας σε κίνδυνο την αποτοξίνωση του Σκιτ. «Για την ακρίβεια, η κυρία Ρόουντς έγινε πρόσφατα ασθενής μου και ξέρω πως εμπιστεύεται πλήρως τον τρόπο που φροντίζουμε τον κουνιάδο της». «Είπαν μια ιστορία, πως η μητέρα του τσουπαφλόρ αρρώστησε...» «Τι κρίμα». «...όμως μου φάνηκε σκέτο παραμύθι, αν θέλετε τη γνώμη μου. Και ύστερα μπορούν να κατηγορήσουν την κλινική...» «Ναι, ναι, καλά, θα το ξεκαθαρίσω, είμαι βέβαιος». Αφού έκλεισε την πόρτα του 246, ο δόκτωρ Άριμαν διέσχισε το διάδρομο προς το δωμάτιο 250, ακολουθούμενος από την Τζασμίν Χερνάντες. Δεν ήθελε να βιαστεί, γιατί αυτό θα φανέρωνε πως θεωρούσε το ζήτημα πιο σημαντικό απ' όσο υποκρινόταν ότι ήταν. Χαιρόταν που είχε προφτάσει να βγάλει το σακάκι του και να ανασκουμπωθεί. Αυτή η πινελιά, του σκληρά εργαζό-

μενού γιατρού, και οι αντρίκειοι πήχεις του ενίσχυαν την αύρα αυτοπεποίθησης και ικανότητας που ήθελε να εκπέμπει. Το μοναδικό δείγμα ζωής στο 250 ήταν η ψεύτικη ζωή στην τηλεόραση! Το κρεβάτι ήταν ξέστρωτο, τα συρτάρια της ντουλάπας ανοιχτά και άδεια, ένα μπουρνούζι της κλινικής ήταν κουβαριασμένο κάτω κι ο ασθενής δεν φαινόταν πουθενά. «Πήγαινε, σε παρακαλώ, και ρώτα την αδελφή Γκάνγκας αν τους είδε να φεύγουν από τις μπροστινές σκάλες ή με το ασανσέρ», πρόσταξε ο γιατρός την Τζασμίν Χερνάντες. Επειδή η Τζασμίν Χερνάντες δεν ήταν προγραμματισμένη, επειδή η βούλησή της ήταν ελεύθερη, και μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό, προσπάθησε να φέρει αντίρρηση: «Μα δεν μπορεί να πρόλαβαν να...» «Ένας από μας φτάνει για να ελέγξει τις πίσω σκάλες», τη διέκοψε ο γιατρός. «Τώρα πήγαινε, σε παρακαλώ, να ρωτήσεις την αδελφή Γκάνγκας». Μορφάζοντας τόσο άγρια που δεν θα βρισκόταν άνθρωπος να την αμφισβητήσει αν ισχυριζόταν πως ήταν μια γυναικεία μετενσάρκωση του Πάντσο Βίλα, η Τζασμίν Χερνάντες έκανε μεταβολή και πήγε προς το γραφείο των νοσοκόμων. Στις πίσω σκάλες, ο Άριμαν άνοιξε την πόρτα, βγήκε στο κεφαλόσκαλο, αφουγκράστηκε, δεν άκουσε τίποτε και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά δυο δυο. Τα βαριά βήματά του αντηχούσαν στους τσιμεντένιους τοίχους και οι αντίλαλοι μπερδεύονταν, μέχρι που, όταν πια έφτασε στη βάση της σκάλας, ήταν σαν να είχε ένα κοινό που χειροκροτούσε δυνατά από πίσω του. Ο διάδρομος του ισογείου ήταν έρημος. Άνοιξε την πόρτα της αίθουσας υποδοχής στο πίσω μέρος του κτιρίου. Δεν υπήρχε κανείς. Άνοιξε άλλη μια πόρτα, που οδηγούσε στο δρομάκι. Καθώς έβγαινε έξω ο Άριμαν, ο άνεμος κροτάλισε το καπάκι ενός από τους σκουπιδοτενεκέδες και ήταν σαν να παρέσυρε στο διάβα του ένα κόκκινο Σάτερν. Στο τιμόνι ήταν ο Ντάστιν Ρόουντς. Κοίταξε φευγαλέα το γιατρό. Ο φόβος και η γνώση είχαν ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του ελαιοχρωματιστή. Ο ναρκομανής, αδύναμος, άχρηστος αδερφός του ήταν στο πίσω κάθισμα. Του κούνησε το χέρι. Με τα πίσω φώτα του να μικραίνουν, όπως τα φώτα ενός

διαστημόπλοιου που χάνεται στο σκοτεινό κενό, το Σάτερν ε'σχισε με επικίνδυνη ταχύτητα τη νύχτα. Ο γιατρός ευχήθηκε να έπεφτε το αυτοκίνητο σε έναν από τους κάδους απορριμμάτων πίσω από τα κτίρια κατά μήκος του δρόμου, ευχήθηκε να έχανε τον έλεγχο ο οδηγός, να ντεραπάριζε και να 'πιάνε φωτιά. Ευχήθηκε να καίγονταν ζωντανοί, ο Ντάστι, η Μάρτι κι ο Σκιτ, να μετατρέπονταν τα κουφάρια τους σε καψαλισμένα κόκαλα και απανθρακωμένα κομμάτια κρέας που κάπνιζαν, και υστέρα ευχήθηκε να πρόβαλλε από τον ουρανό ένα μεγάλο σμήνος γιγάντια μεταλλαγμένα κοράκια, που θα κάθονταν πάνω στα καμένα απομεινάρια του Σάτερν και θα ξέσχιζαν το ψημένο κρέας των νεκρών, θα το τραβούσαν, θα το ράμφιζαν, θα το έκοβαν, μέχρι που δεν θα έμενε ούτε ένα τόσο δα κομματάκι. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν συνέβη. Το αυτοκίνητο διέσχισε δυο τετράγωνα και ύστερα έστριψε αριστερά στον κεντρικό δρόμο. Για αρκετή ώρα αφότου χάθηκε το Σάτερν, ο γιατρός συνέχιζε να στέκει στη μέση του δρόμου κοιτάζοντας σαν να το έβλεπε ακόμη. Ο αέρας τον μαστίγωνε. Οι παγερές ριπές του ήταν καλοδεχούμενες απ' το γιατρό, σαν να παρέσερναν τη σύγχυση του καθαρίζοντας το μυαλό του. Στη δεύτερη αίθουσα αναμονής, νωρίτερα την ίδια μέρα, ο Ντάστι διάβαζε τον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία, τον οποίο είχε δώσει ο γιατρός στη Μάρτι σαν μπαλαντέρ που, αν παιζόταν ποτέ, θα πρόσθετε μια σχετική, αποδεκτή συγκίνηση στο παιχνίδι. Διαβάζοντας το θρίλερ ο Ρόουντς, θα ένιωθε σουβλιές φόβου, πολύ έντονες για να δικαιολογούνται από την ίδια την ιστορία, ειδικά όταν θα έβρισκε το όνομα Βαϊόλα Νάρβιλι και θα αναγνώριζε παράδοξες σχέσεις με τα γεγονότα στη δική του ζωή. Το βιβλίο θα τον έκανε να σκεφτεί, να αναρωτηθεί. Παρ' όλα αυτά, η πιθανότητα το μυθιστόρημα του Κόντον, από μόνο του, να ωθούσε τον Ντάστι να κάνει τα μεγάλα λογικά άλματα που θα τον οδηγούσαν στην αποκάλυψη της πραγματικής φύσης του γιατρού και στους αληθινούς στόχους του ήταν απειροελάχιστη, μικρότερη από την πιθανότητα να ανακάλυπταν οι αστροναύτες μια αλυσίδα εστιατορίων στο φεγγάρι και τον Έλβις να κάθεται σε μια γωνιά και να τρώει. Και του φαινόταν ολωσδιόλου απίθανο να κα-

τέληγε ο ελαιοχρωματιστής σε όλα αυτά τα συμπεράσματα μέσα σε ένα απόγευμα. Επομένως, έπρεπε να υπάρχουν κι άλλοι μπαλαντέρ, που δεν είχαν μπει από τον ίδιο το γιατρό στην τράπουλα, αλλά που μοιράστηκαν τυχαία από τη μοίρα. Ένας απ' αυτούς θα ήταν ο Σκιτ. Ο Σκιτ, που το μυαλό του ήταν τόσο θολωμένο απ' τα ναρκωτικά, ώστε δεν μπορούσε να προγραμματιστεί με απόλυτη ακρίβεια. Ανησυχώντας για την αξιοπιστία του βοηθού του ελαιοχρωματιστή, ο Άριμαν είχε έρθει εδώ απόψε ειδικά για να εμφυτεύσει ένα σενάριο αυτοκτονίας στο υποσυνείδητο του Σκιτ και ύστερα να στείλει το κατεστραμμένο σκουπίδι να οδηγηθεί μονάχο του, παραπαίοντας, στο θάνατο του, προτού ξημερώσει. Τώρα χρειαζόταν ένα καινούριο σχέδιο. Ποιοι άλλοι μπαλαντέρ υπήρχαν εκτός από τον Σκιτ; Αναμφισβήτητα, υπήρχαν κι άλλοι. Όσα κι αν ήξεραν ο Ντάστι και η Μάρτι -και μπορεί η γνώση τους να μην ήταν τόσο πλήρης όσο έδειχνε-, δεν είχαν συναρμολογήσει ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του παζλ μονάχα με το βιβλίο και τον Σκιτ. Αυτή η απρόσμενη εξέλιξη δεν ταίριαζε στο αθλητικό πνεύμα του Άριμαν. Του άρεσε να έχουν τα παιχνίδια του κάποιο ρίσκο, αλλά μόνο ως ένα σημείο. Ήταν παίκτης, όχι τζογαδόρος. Προτιμούσε την αρχιτεκτονική των κανόνων από τη ζούγκλα της τύχης.

Χ Α ΤΡΟΧΟΣΠΙΤΑ ΕΜΟΙΑΖΑΝ ΚΟΛΛΗΜΕΝΑ το ένα στ'

άλλο, σαν να πάσχιζαν να προφυλαχτούν απ' τον δυνατά άνεμο, σαν να περίμεναν έναν απ' τους ανεμοστρόβιλους, που, απ' ό,τι φαινόταν, έβρισκαν πάντα πού υπήρχαν μαζεμένα τέτοια πρόχειρα καταλύματα, για να τα σκορπίσουν προσφέροντας χυδαία απόλαυση στα τηλεοπτικά συνεργεία. Ευτυχώς, οι ανεμοστρόβιλοι ήταν σπάνιοι, αδύναμοι και σύντομοι στην Καλιφόρνια. Οι κάτοικοι των τροχόσπιτων δεν θα χρειαζόταν να υπομείνουν την εξασκημένη συμπόνια των δημοσιογράφων, που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην έξαψη μιας τέτοιας μεγάλης είδησης καταστροφής και σ' όση λιγοστή ανθρώπινη κατανόηση τους απέμενε ύστερα από χρόνια δουλειάς στο βραδινό δελτίο ειδήσεων. Οι δρόμοι ανάμεσα στα τροχόσπιτα ήταν χαραγμένοι κάθετα και οριζόντια, με απόλυτη ακρίβεια, σχηματίζοντας ένα πλέγμα, και τα εκατοντάδες καταλύματα ήταν στημένα σε θεμέλια από τσιμεντόλιθους και σχεδόν πανομοιότυπα. Παρ' όλα αυτά, ο Ντάστι δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει το «σπίτι» του Φόστερ Φιγκ Νιούτον, όταν το αντίκρισε. Αυτή η κοινότητα είχε καλωδιακή τηλεόραση και το τροχόσπιτο του Φιγκ ήταν το μοναδικό με δορυφορικό πιάτο στην οροφή. Στην πραγματικότητα, τρεις δορυφορικοί δέκτες ήταν τοποθετημένοι στην οροφή του Φιγκ και οι σιλουέτες τους διαγράφονταν μπροστά στον νυχτερινό ουρανό που είχε ένα άσχημο κιτρινωπό-μαύρο χρώμα από τα φώτα των προαστίων. Κάθε πιάτο ήταν διαφορετικού μεγέθους από τα άλλα. Έ ν α ήταν στραμμένο προς το νότο κι ένα προς το βορρά· σταθερά και τα δύο, ακίνητα. Το τρίτο, στερεωμένο σε μια περίπλοκη αρθρωτή βάση με αντίβαρα, έγερνε και πε-

ριστρεφόταν ασταμάτητα, σαν να τσιμπολογούσε νόστιμες μπουκιές απροσδιόριστων στοιχείων και πληροφοριών από τον αέρα, όπως αρπάζει ένα πουλί τα έντομα. Εκτός από τους δορυφορικούς δίσκους, εξωτικές κεραίες πρόβαλλαν από την οροφή: μυτερές ράβδοι, με ύψος γύρω στα δύο μέτρα, η καθεμιά μ' ένα διαφορετικό αριθμό κοντόχοντρων οριζόντιων ράβδων πάνω της· μια διπλή έλικα από χάλκινη ταινία - ένα αντικείμενο που θύμιζε αναποδογυρισμένο και απογυμνωμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στερεωμένο στη μύτη του, με όλες τις άκρες των κλώνων να σημαδεύουν τον ουρανό - και κάτι άλλο, σαν κερασφόρο κράνος των Βίκινγκς στημένο πάνω σ' ένα δίμετρο στύλο. Μ' όλες αυτές τις συσκευές συλλογής πληροφοριών, θα μπορούσε να είναι εξωγήινο διαστημόπλοιο πρόχειρα μεταμφιεσμένο σε τροχόσπιτο, από εκείνα που ανέφεραν πάντα οι «μάρτυρες» στα ραδιοφωνικά προγράμματα που άρεσαν στον Φιγκ. Ο Ντάστι, η Μάρτι, ο Σκιτ κι ο Βαλές στάθηκαν στη μικρή τετράγωνη βεράντα, που ήταν σκεπασμένη μ' ένα φύλλο αλουμινίου, το οποίο θα μπορούσε, μετά την απογείωση, να χρησιμοποιηθεί σαν ηλιακό ιστίο. Ο Ντάστι δεν είδε πουθενά κουδούνι και χτύπησε την πόρτα. Ο Σκιτ, σφίγγοντας την κουβέρτα-μανδύα, που κυμάτιζε και ανέμιζε στον αέρα, θύμιζε ήρωα από μυθιστόρημα φαντασίας που ακολουθούσε τα ίχνη ενός φυγά μάγου, αποκαμωμένος απ' τις περιπέτειες και βασανισμένος από τα ξωτικά και τα δαιμόνια. Υψώνοντας τη φωνή του για ν' ακουστεί μες στον άνεμο, είπε: «Είστε βέβαιοι πως δεν είναι άρρωστη η Κλοντέτ;» «Είμαστε. Δεν είναι», τον διαβεβαίωσε η Μάρτι. Γυρίζοντας προς τον Ντάστι, ο πιτσιρικάς είπε: «Μα μου είπες πως ήταν άρρωστη». «Ήταν ψέμα, για να σε βγάλουμε απ' την κλινική». Ο Σκιτ είπε απογοητευμένος: «Αλήθεια πίστεψα πως ήταν άρρωστη». «Δε θα 'θελες αληθινά να αρρωστήσει», είπε η Μάρτι. «Δε θα 'θελα απαραίτητα να πεθάνει. Οι σπασμοί και οι εμετοί θα μου αρκούσαν». Το φως της βεράντας άναψε. «Και μια φριχτή διάρροια», πρόσθεσε ο Σκιτ. Ο Ντάστι είχε την αίσθηση πως τον περιεργάζονταν απ' το ματάκι της πόρτας.

Ύστερα από μια στιγμή, η πόρτα άνοιξε κι ο Φόστερ Νιούτον πρόβαλε στο κατώφλι, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τον πίσω από τα χοντρά γυαλιά του. Τα γκρίζα μάτια του φαίνονταν πελώρια πίσω από τους φακούς, γεμάτα απ' αυτή τη θλίψη που δεν έσβηνε ποτέ από μέσα τους, ακόμη κι όταν γελούσε. «Γεια». «Φόστερ», είπε ο Ντάστι, «συγνώμη που σ' ενοχλώ στο σπίτι σου, και μάλιστα τέτοια ώρα, όμως δεν ήξερα πού αλλού να πάω». «Κανένα πρόβλημα», είπε ο Φόστερ παραμερίζοντας για να περάσουν. «Σε πειράζει ο σκύλος;» ρώτησε ο Ντάστι. «Όχι». Η Μάρτι βοήθησε τον Σκιτ ν' ανέβει τα σκαλιά. Ο Βαλές κι ο Ντάστι ακολούθησαν. Καθώς έκλεινε ο Φόστερ την πόρτα, ο Ντάστι είπε: «Είμαστε άσχημα μπλεγμένοι, Φόστερ. Θα είχα πάει στον Νεντ, αλλά μάλλον θα κατέληγε αργά ή γρήγορα να στραγγαλίσει τον Σκιτ, κι έτσι...» «Θα καθίσετε;» ρώτησε ο Φιγκ οδηγώντας τους σ' ένα μικρό τραπέζι. Δέχτηκαν την πρόσκληση, τράβηξαν τις καρέκλες και κάθισαν, ο σκύλος χώθηκε από κάτω και η Μάρτι είπε: «Θα μπορούσαμε να έχουμε πάει στη μητέρα μου, όμως...» «Χυμό;» ρώτησε ο Φόστερ. «Χυμό;» επανέλαβε ο Ντάστι. «Πορτοκάλι, δαμάσκηνο, σταφύλι», είπε ο Φόστερ. «Καφέ έχεις;» ρώτησε ο Ντάστι. «Όχι». «Πορτοκάλι», αποφάσισε ο Ντάστι. «Ευχαριστώ». «Εγώ θα 'θελα σταφύλι», είπε η Μάρτι. «Έχεις καθόλου Γιούχου με βανίλια;» ρώτησε ο Σκιτ. «Όχι». «Σταφύλι». Ο Φόστερ πήγε στο ψυγείο, στον συνεχόμενο χώρο της κουζίνας. Στο ραδιόφωνο, καθώς έβαζε ο Φόστερ τους χυμούς, κάποιοι μιλούσαν για «ενεργό και ανενεργό εξωγήινο DNA μεταμοσχευμένο στην ανθρώπινη γενετική δομή» και ανησυχούσαν για το αν «ο σκοπός του παρόντος αποικισμού της Γης από εξωγήινους είναι ο εξανδραποδισμός της ανθρώπινης φυλής, η εξύψωσή της σ' ένα υψηλότερο επίπεδο

ή η απλή συγκομιδή ανθρώπινων οργάνων για να σερβιριστούν σαν εδε'σματα σε εξωγήινα τραπέζια». Η Μάρτι σήκωσε τα φρύδια της σαν να ρωτούσε τον Ντάστι: Θα πιάσει αυτό; Κοιτάζοντας ολόγυρα το τροχόσπιτο και γνέφοντας χαμογελαστός, ο Σκιτ είπε: «Μ' αρέσει εδώ. Έχει ένα όμορφο... βουητό».

Αφού η αδελφή Χερνάντες στάλθηκε στο σπίτι της με την υπόσχεση να πληρωθεί κανονικά έστω κι αν έφυγε δυο ώρες νωρίτερα, αφού η αδελφή Γκάνγκας καθησυχάστηκε επανειλημμένα ότι προς το παρόν ο κινηματογραφικός αστέρας-ασθενής της δεν ήθελε τίποτε κι αφού η αδελφή Γούστεν βρήκε μερικές ακόμη δικαιολογίες για να επιδείξει τις γυμναστικές ικανότητες της ζωηρής ρόδινης γλώσσας της, ο δόκτωρ Άριμαν επέστρεψε στην ανολοκλήρωτη δουλειά του στο δωμάτιο 246. Ο ηθοποιός ήταν στο κρεβάτι, όπου είχε διαταχθεί να περιμένει, πάνω στα σκεπάσματα, φορώντας το μαύρο σλιπάκι του. Κοίταζε το ταβάνι με το ίδιο ακριβώς συναίσθημα που έπαιζε τους ρόλους του στην αλυσίδα των κολοσσιαίων κινηματογραφικών επιτυχιών του. Ο γιατρός κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και είπε: «Πες μου πού βρίσκεσαι τώρα, όχι σωματικά αλλά πνευματικά». «Βρίσκομαι στο παρεκκλήσι». «Ωραία». Σε μια προηγούμενη επίσκεψή του, ο Άριμαν είχε προστάξει τον ηθοποιό να μην ξαναπάρει ποτέ ηρωίνη, κοκαΐνη, μαριχουάνα ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη ουσία. Αντίθετα με ό,τι είπε ο γιατρός στις αδελφές Γκάνγκας και Γούστεν, αυτός ο άντρας ήταν ολότελα θεραπευμένος τώρα από τον εθισμό του στα κάθε λογής ναρκωτικά. Ο δόκτωρ Άριμαν δεν είχε λυτρώσει τον ασθενή του απ' αυτή την καταστροφική συνήθεια από συμπόνια ή από κάποια αίσθηση επαγγελματικής ευθύνης. Απλώς, του ήταν πιο χρήσιμος νηφάλιος παρά μαστουρωμένος. Ο κινηματογραφικός αστέρας θα χρησιμοποιούνταν σύντομα σ' ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τρομακτικές ιστορικές συνέπειες· επομένως, όταν θα ερχόταν η στιγμή να μπει στο

παιχνίδι, δεν έπρεπε να υπάρχει καμιά πιθανότητα να βρίσκεται σ' ένα κελί φυλακής για κατοχή ναρκωτικών, περιμένοντας να τον βγάλουν με εγγύηση. Έπρεπε να παραμείνει ελεύθερος κι έτοιμος για το ραντεβού του με τη μοίρα. «Κυκλοφορείς στην υψηλή κοινωνία, στην αφρόκρεμα», είπε ο γιατρός. «Αυτό που έχω συγκεκριμένα στο νου μου είναι ένα κοινωνικό γεγονός στο οποίο είναι προγραμματισμένο να παρευρεθείς σε δέκα ημέρες, την επόμενη βδομάδα, το βράδυ του Σαββάτου. Πες μου, σε παρακαλώ, ακριβώς ποιο γεγονός εννοώ». «Είναι μια δεξίωση για τον Πρόεδρο», είπε ο ηθοποιός. «Τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών». «Ναι». Για την ακρίβεια, η δεξίωση είχε διοργανωθεί για να συγκεντρωθούν χρήματα για το κόμμα του ρεπουμπλικανού Προέδρου και θα λάμβανε χώρα σε μια έπαυλη στο Μπελ Αιρ, ενός σκηνοθέτη που είχε κερδίσει περισσότερα λεφτά, είχε μαζέψει πιο πολλά Όσκαρ και είχε διακινδυνεύσει να κολλήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα με περισσότερες ανερχόμενες ηθοποιούς, απ' ό,τι ο συχωρεμένος ο Τζος Άριμαν, ο Βασιλιάς των Δακρύων. Διακόσιοι διάσημοι του Χόλιγουντ θα πλήρωναν είκοσι χιλιάδες δολάρια ο καθένας για το προνόμιο να κολακέψουν αυτόν το μεγάλο πολιτικό όπως κολάκευαν και τους ίδιους καθημερινά οι πάντες, από τους παρουσιαστές της τηλεόρασης μέχρι το λαουτζίκο στους δρόμους. Αυτό που θα κέρδιζαν μ' αυτά τα λεφτά θα ήταν, εναλλάξ, στη διάρκεια της βραδιάς, ένα τόσο τρομερό κανάκε μα του εγώ τους, που θα τους προκαλούσε αυτόματους οργασμούς, και μια υπέροχα διεστραμμένη αίσθηση πως δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ταπεινοί εκπρόσωποι της λαϊκής κουλτούρας μπροστά σ' ένα μεγάλο άνδρα. «Τίποτε απολύτως δε θα σ' εμποδίσει να παρευρεθείς σ' αυτή τη δεξίωση για τον Πρόεδρο», τον πρόσταξε ο γιατρός. «Τίποτε». «Αρρώστια, τραυματισμός, σεισμοί, ελκυστικοί έφηβοι θαυμαστές και θαυμάστριες -κανένα απ' αυτά, ούτε τίποτ' άλλο, δε θα σ' εμποδίσει να βρίσκεσαι στην ώρα σου στη δεξίωση». «Καταλαβαίνω». «Νομίζω πως ο Πρόεδρος είναι μεγάλος θαυμαστής σου». «Ναι».

«Εκείνη τη βραδιά, όταν θα συναντηθείς με τον Πρόεδρο, θα χρησιμοποιήσεις τη γοητεία σου και την ικανότητά σου να επηρεάζεις τους άλλους, για να τον κάνεις να νιώσει αμέσως άνετα. Ύστερα κάν' τον να σκύψει πολύ κοντά σου, σαν να θέλεις να του φανερώσεις ένα πικάντικο κουτσομπολιό για μια από τις ομορφότερες ηθοποιούς που θα είναι παρούσες στη δεξίωση. Όταν θα είναι πολύ κοντά σου, και αληθινά ευάλωτος, θα αρπάξεις με τα δυο σου χέρια το κεφάλι του και θα του κόψεις με τα δόντια τη μύτη». «Καταλαβαίνω».

Στο τροχόσπιτο ακουγόταν όντως ένα βουητό, όπως είπε ο Σκιτ, όμως η Μάρτι το 'βρίσκε περισσότερο ενοχλητικό παρά όμορφο. Για την ακρίβεια, ένα ακουστικό πλέγμα από ηλεκτρονικά βουίσματα, γουργουρίσματα και ανεπαίσθητα τιτιβίσματα γέμιζε τον αέρα, με κάποιους ήχους να 'ναι σταθεροί στον τόνο και την ένταση, άλλοι διακεκομμένοι και άλλοι, πάλι, κυματιστοί. Όλοι οι ήχοι ήταν αρκετά απαλοί, σιγανοί, ποτέ στριγκοί, κι ο συνδυασμός τους σου δημιουργούσε την αίσθηση πως καθόσουν σ' ένα λιβάδι μια καλοκαιριάτικη βραδιά, τριγυρισμένος από τζιτζίκια, τριζόνια κι άλλους μικροσκοπικούς τροβαδούρους που τραγουδούσαν τη μονότονη καντάδα τους. Ίσως γι' αυτόν το λόγο η Μάρτι ένιωθε φαγούρα, σαν να σκαρφάλωναν σερνόμενα ζωύφια στα πόδια της. Δυο τοίχοι του καθιστικού, του οποίου προέκταση ήταν αυτός ο χώρος με το τραπέζι, ήταν γεμάτοι ράφια με οθόνες υπολογιστή και τηλεόρασης, αναμμένες οι περισσότερες, μ' έναν ατέλειωτο χείμαρρο μέσα τους από εικόνες, αριθμούς, διαγράμματα και αφηρημένα κινούμενα γεωμετρικά μοτίβα με εναλλασσόμενα χρώματα, που της Μάρτι της φαίνονταν ακατανόητα. Επίσης, στα ράφια υπήρχαν κάμποσες μυστηριώδεις συσκευές με παλμογράφους, οθόνες ραντάρ, μετρητές, φωτεινά φίδια που σέρνονταν σε διαγράμματα και ψηφιακές ενδείξεις σε έξι διαφορετικά χρώματα. Όταν πήραν όλοι το χυμό τους, ο Νιούτον κάθισε μαζί τους στο τραπέζι. Ο τοίχος πίσω του ήταν γεμάτος αστρονομικούς χάρτες του Βόρειου και του Νότιου Ημισφαίριου. Έμοιαζε με επαρχιώτη εξάδελφο του κυβερνήτη Τζέιμς

Κερκ σε μια ταπεινή, φτηνή εκδοχή του διαστημόπλοιου Εντερπράιζ. Η μασκότ της γέφυρας του διαστημόπλοιου, ο Βαλές, έπινε νερό από ένα κύπελλο που του είχε δώσει ο κυβερνήτης. Όπως έδειχνε η χαρούμενη συμπεριφορά του, δεν τον ενοχλούσε καθόλου το βουητό μες στο τροχόσπιτο. Η Μάρτι αναρωτήθηκε αν το διαρκώς αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του Νιούτον και η κατακόκκινη μύτη του ήταν αποτελέσματα της ακτινοβολίας όλου εκείνου του ηλεκτρονικού εξοπλισμού, και όχι της καθημερινής δουλειάς του στον ήλιο. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Νιούτον. Ο Ντάστι είπε: «Η Μάρτι κι εγώ πρέπει να πάμε στη Σάντα Φε και χρειαζόμαστε...» «Για να φορτιστείτε ενεργειακά;» «Πώς;» «Έχει αυξημένη ενέργεια», είπε σοβαρά ο Νιούτον. «Ποιος; Η Σάντα Φε; Τι είδους ενέργεια;» «Απόκρυφη». «Αλήθεια; Ε, όχι, θέλουμε απλώς να μιλήσουμε σε κάποιους που μπορεί να είναι μάρτυρες ενός... εγκλήματος. Θέλουμε ν' αφήσουμε κάπου τον Σκιτ για μια δυο μέρες, κάπου που να μη σκεφτεί κανείς να τον ψάξει. Αν θα μπορούσες...» «Θα πηδήξεις;» ρώτησε ο Νιούτον τον Σκιτ. «Να πηδήξω από πού;» «Απ' τη στέγη μου». «Χωρίς παρεξήγηση», είπε ο Σκιτ, «δεν είναι αρκετά ψηλά». «Τότε, μήπως σκοπεύεις να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα;» «Όχι, όχι», υποσχέθηκε ο Σκιτ. «Εντάξει», είπε ο Νιούτον πίνοντας λίγο χυμό δαμάσκηνο. Ήταν ευκολότερο απ' όσο περίμενε η Μάρτι. Είπε: «Ξέρουμε πως σε βάζουμε σε μπελάδες, Φόστερ, αλλά μήπως μπορείς να βολέψεις κάπου και τον Βαλέ;» «Το σκύλο;» «Ναι. Είναι πολύ γλυκός, δε γαβγίζει, δε δαγκώνει και είναι σπουδαία συντροφιά αν...» «Λερώνει;» «Πώς;»

«Μες στο σπίτι», είπε ο Νιούτον. «Α, όχι, ποτέ». «Εντάξει». Η Μάρτι κοίταξε κατάματα τον Ντάστι και είδε πως ένιωθε κι αυτός τις ίδιες ενοχές, γιατί είπε: «Φόστερ, πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Νομίζω πως κάποιος γυρεύει τον Σκιτ, ίσως όχι μόνο ένας. Δεν το θεωρώ πιθανό να εμφανιστούν εδώ, αλλά, αν φανούν... είναι επικίνδυνοι». «Ναρκωτικά;» ρώτησε ο Νιούτον. «Όχι. Καμιά σχέση. Είναι...» Όταν δίστασε ο Ντάστι, πασχίζοντας να περιγράψει τον αλλόκοτο κίνδυνο που διέτρεχαν με λέξεις που δεν θα έκαναν τον Νιούτον να τους πάρει για τρελούς, ανέλαβε η Μάρτι: «Όσο τρελό κι αν ακούγεται, είμαστε μπλεγμένοι σ' ένα πείραμα ελέγχου του νου, πλύσης εγκεφάλου, μια συνωμοσία από κάποιους...» «Εξωγήινους;» ρώτησε ο Νιούτον. «Όχι, όχι. Είναι...» «Όντα από άλλη διάσταση;» «Όχι. Στην περίπτωσή μας είναι...» «Η κυβέρνηση;» «Μπορεί», είπε η Μάρτι. «Η Αμερικανική Ένωση Ψυχολόγων;» Η Μάρτι απέμεινε άφωνη κι ο Ντάστι είπε: «Πώς σου 'ρθε αυτό;» «Υπάρχουν μόνο πέντε πιθανοί ύποπτοι», είπε ο Νιούτον. «Ποιος είναι ο πέμπτος;» Γέρνοντας πάνω απ' το τραπέζι, με το ρόδινο ολοστρόγγυλο πρόσωπο του να 'χει πάρει την πιο σοβαρή του έκφραση και τα διαυγή γκρίζα μάτια του πλημμυρισμένα από τη διαρκή θλίψη του για την ανθρώπινη κατάσταση, είπε: «Ο Μπιλ Γκέιτς». «Ωραίος χυμός», είπε ο Σκιτ.

Ο γυμνός ηθοποιός. Έ ν α άμυαλο κορμί του σινεμά. Φήμη και προστυχιά. Φριχτό. Αν οι όμορφες γυναίκες δεν ενέπνεαν εύκολα το γιατρό να φτάσει στα ύψη της ποιητικής σύνθεσης, αυτός ο ηθοποιός με τη χειρουργικά αλλαγμένη μύτη και τα τονι-

σμένα με κολλαγόνο χείλη ήταν απίθανο να γίνει ποτέ θέμα ενός αθάνατου χάίκού. Ο Άριμαν σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού, κοίταξε κάτω, το γαλήνιο πρόσωπο και τα μάτια που σάλευαν σπασμωδικά, και είπε: «Δε θα μασήσεις τη μύτη όταν θα την κόψεις. Θα τη φτύσεις αμέσως, σε τέτοια κατάσταση που να μπορεί να ξανακολληθεί από μια ομάδα εξαίρετων χειρουργών. Σκοπός δεν είναι η δολοφονία ούτε η μόνιμη παραμόρφωση. Υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να στείλουν στον Πρόεδρο ένα μήνυμα -μια προειδοποίηση, αν θεςπου να μην μπορεί να αγνοήσει. Εσύ είσαι απλώς ο μαντατοφόρος. Πες μου αν είναι ξεκάθαρα όλα αυτά». «Είναι ξεκάθαρα». «Επανάλαβε τις εντολές μου». Ο ηθοποιός επανέλαβε τις εντολές κατά λέξη, πολύ πιο πιστά απ' όσο είχε πει ποτέ οποιαδήποτε ατάκα του. «Αν και δε θα κάνεις άλλο κακό στον Πρόεδρο, θα κάνεις σ' όποιον από τους υπόλοιπους παρόντες δοκιμάσει να σ' εμποδίσει να δραπετεύσεις». «Καταλαβαίνω». «Το ξάφνιασμα που θα προκαλέσει η επίθεσή σου θα σου δώσει μια ευκαιρία να ξεφύγεις από τους πράκτορες της Μυστικής Υπηρεσίας πριν προλάβουν ν' αντιδράσουν». «Ναι». «Αμέσως, όμως, θα σε κυνηγήσουν. Ύστερα, κάνε ό,τι είναι αναγκαίο... αν και όε θα σε πιάσουν ζωντανό. Μπορείς να θεωρήσεις τον εαυτό σου, άν θες, σαν Ιντιάνα Τζόουνς περικυκλωμένο από κακοποιούς ναζί κι από τους σατανικούς υπηρέτες τους. Να είσαι εφευρετικός, προκαλώντας αληθινό μακελειό, χρησιμοποιώντας καθημερινά αντικείμενα σαν όπλα, ανοίγοντας με τη βία δρόμο για να ξεφύγεις, μέχρι να σε πυροβολήσουν». Αυτό το όμορφο σενάριο με τον ηθοποιό ήταν απ' τις δουλειές με συμβόλαιο που ήταν υποχρεωμένος να αναλαμβάνει κάπου κάπου ο γιατρός. Ήταν το τίμημα, για να μπορεί να χρησιμοποιεί για προσωπική διασκέδαση τις τεχνικές του, δίχως να φοβάται πως θα κατέληγε στη φυλακή αν πήγαινε κάτι στραβά με κάποιο απ' τα παιχνίδια του. Αν ήταν αυτό ένα απ' τα δικά του παιχνίδια, το σενάριο δεν θα ήταν τόσο απλό. Παρά την απουσία πολυπλοκότητας, όμως, ήταν ένα αρκετά διασκεδαστικό παιχνιδάκι. Αφού προγραμμάτισε τον ηθοποιό να μη θυμάται τίποτε

απ' αυτά που είχαν συμβεί ανάμεσά τους εκείνο το βράδυ, ο Άριμαν τον οδήγησε στο καθιστικά της σουίτας. Αρχικά ο γιατρός σκόπευε να περάσει τουλάχιστον μια ώρα υπαγορεύοντας μισοκατανοητές ψυχωτικές φλυαρίες για να τις γράψει ο ηθοποιός στο χειρόγραφο ημερολόγιο του σαν να ήταν δικές του σκοτεινές φαντασιώσεις. Είχαν κάνει το ίδιο σε κάποιες προηγούμενες συναντήσεις τους και κοντά διακόσιες σελίδες πυρετώδους παρανοϊκού τρόμου, πικρού μίσους και καταστροφικών προφητειών -που ουσιαστικά σχετίζονταν όλες με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών- γέμιζαν το πρώτο μισό του ημερολογίου. Ο ηθοποιός δεν θα θυμόταν πως είχε γράψει οτιδήποτε απ' όλα αυτά και δεν θα άνοιγε το ημερολόγιο παρά μόνο αν τον πρόσταζε ο ψυχίατρος· ύστερα όμως από την επίθεσή του στην προεδρική μύτη, όταν θα ήταν πια νεκρός, οι Αρχές θα ανακάλυπταν αυτό το αποτρόπαιο ντοκουμέντο, θαμμένο κάτω απ' τις κιλότες που μάζευε για ενθύμια ο κινηματογραφικός αστέρας από τις μυριάδες γυναίκες που είχε ξελογιάσει. Τώρα, ανήσυχος ύστερα από την «αλά κομάντο» απαγωγή του Σκιτ από τους Ρόουντς, ο Άριμαν προτίμησε να παραλείψει την υπαγόρευση. Οι διακόσιες σελίδες που υπήρχαν ήδη ήταν αρκετές για να πείσουν και τους πράκτορες του FBI και τους αναγνώστες των λαϊκών εφημερίδων. Με την προσταγή του Άριμαν, ο ηθοποιός στάθηκε ξανά στο κεφάλι του, ακουμπισμένος στον τοίχο του καθιστικού απέναντι στην τηλεόραση, σβέλτος όσο ένας έφηβος γυμναστής είκοσι χρόνια νεότερος του. «Άρχισε να μετράς», είπε ο Άριμαν. Όταν έφτασε ο ηθοποιός στο δέκα, επέστρεψε από το παρεκκλήσι του νου στην πλήρη συνείδηση. Απ' όσο ήξερε, ο ψυχίατρος μόλις είχε μπει στο δωμάτιο. «Μαρκ; Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;» «Ήρθα για έναν άλλο ασθενή. Εσύ τι κάνεις;» «Περνώ κάπου μία ώρα την ημέρα σ' αυτή τη στάση. Είναι καλή για την κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο». «Τα αποτελέσματα είναι ολοφάνερα». «Είναι, ε;» είπε ο κινηματογραφικός αστέρας χαμογελώντας ανάποδα. Λέγοντας στον εαυτό του να έχει υπομονή, ο γιατρός έκανε για δέκα λεπτά μια βασανιστικά ανιαρή κουβέντα σχετικά με τις τεράστιες εισπράξεις της τελευταίας κολοσ-

σιαίας επιτυχίας του ηθοποιού, δίνοντας έτσι στο υποκείμενο του κάτι για να 'χει να θυμάται απ' την επίσκεψη του. Όταν τελικά έφυγε απ' το δωμάτιο 246, ήξερε πολΰ περισσότερα απ' όσα θα νοιαζόταν ποτέ να μάθει για τις κατηγορίες στις οποίες ανήκε το κοινό των κινηματογράφων στα εμπορικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής του Σικάγου. Ο διάσημος ηθοποιός. Τη μΰτη της δημοκρατίας δαγκώνει. Επευφημούν τα πλήθη. Όχι σπουδαίο αλλά πολύ καλύτερο. Αξιζε να το δουλέψει.

Ενώ ο άνεμος του Γενάρη λυσσομανούσε έξω και τα ηλεκτρονικά τριζόνια βούιζαν μέσα, ο Ντάστι ενεργοποίησε τον Σκιτ με το όνομα Δόκτωρ ΓιενΛο. Ο πιτσιρικάς κάθισε λιγάκι πιο στητός στο τραπέζι και το ωχρό πρόσωπο του έγινε τόσΟ ανέκφραστο, που ο Ντάστι δεν συνειδητοποίησε παρά μόνο τώρα την ανεπαίσθητη αλλά γεμάτη αγωνία προηγούμενη έκφραση του. Αυτή η παρατήρηση έκανε βαθύτερη τη θλίψη που ένιωθε πάντα για τον αδερφό του, που στερήθηκε τόσο νέος τη δυνατότητα μιας ζωής ολοκληρωμένης, με νόημα. Όταν τέλειωσαν με το χαϊκού και τις τρεις αποκρίσεις του Σκιτ, ο Φόστερ Νιούτον είπε, «Ακριβώς», σαν να ήταν γνώστης αυτών των ψυχολογικών μηχανισμών ελέγχου. Λίγα λεπτά νωρίτερα, σ' ένα βιαστικό συμβούλιο στη βιβλιοθήκη του Νιούτον -μια μικρή κρεβατοκάμαρα γεμάτη βιβλία για UFO, απαγωγές από εξωγήινους, ανθρώπους που αναφλέγονταν αυτόματα, όντα από άλλη διάσταση και για το Τρίγωνο των Βερμούδων-, ο Ντάστι είχε περιγράψει συνοπτικά στη Μάρτι τα αποτελέσματα που ήλπιζε να πετύχει με τον Σκιτ. Αυτό που πρότεινε φαινόταν εξαιρετικά επικίνδυνο για την ήδη εύθραυστη ψυχολογική κατάσταση του Σκιτ και ανησυχούσε μήπως έκανε περισσότερο κακό παρά καλό. Προς μεγάλη του έκπληξη, η Μάρτι αποδέχτηκε αμέσως το σχέδιο του. Ο Ντάστι είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στην κοινή λογική της παρά στο ότι ο ήλιος θα 'βγαίνε απ' την ανατολή, κι έτσι, με την επιδοκιμασία της, ήταν έτοιμος πια να αναλάβει τη φοβερή ευθύνη των επιπτώσεων του σχεδίου του. Τώρα που ο Σκιτ ήταν «ανοιχτός» και τα μάτια του κινού-

νταν σπασμωδικά όπως είχε συμβεί και στην κλινική Νέα Ζωή, ο Ντάστι είπε: «Πες μου αν ακούς τη φωνή μου, Σκιτ». «Ακούω τη φωνή σου». «Σκιτ... όταν σε προστάξω, θα με υπακούσεις;» «Θα σε υπακούσω;» Υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ό,τι είχε μάθει την προηγούμενη φορά στην κλινική, ο Ντάστι ξαναδιατύπωσε την ερώτησή του σαν δήλωση: «Σκιτ, θα υπακούσεις σ' όσες εντολές σου δώσω. Αν συμφωνείς, επιβεβαίωσέ το». «Συμφωνώ». «Είμαι ο δόκτωρ Γιεν Λο, Σκιτ». «Ναι». «Και είμαι οι διαυγείς καταρράκτες». «Ναι». «Στο παρελθόν, σου έχω δώσει πολλές εντολές». «Οι γαλάζιες πευκοβελόνες», είπε ο Σκιτ. «Σωστά. Τώρα, Σκιτ, σε λιγάκι, θα χτυπήσω τα δάχτυλά μου. Όταν θα το κάνω αυτό, θα βυθιστείς σ' ένα γαλήνιο ύπνο. Πες μου αν με καταλαβαίνεις ως τώρα». «Σε καταλαβαίνω». «Και ύοτερα θα χτυπήσω τα δάχτυλά μου άλλη μια φορά. Στο δεύτερο χτύπημα των δαχτύλων μου, θα ξυπνήσεις, θα έχεις πλήρως τις αισθήσεις σου, αλλά επίσης θα ξεχάσεις όλες τις προηγούμενες εντολές που σου έδωσα. Ο έλεγχος μου πάνω σου θα λήξει. Εγώ - ο δόκτωρ Γιεν Λο, οι διαυγείς καταρράκτες- δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να έχω πρόσβαση στο μυαλό σου. Σκιτ, πες μου αν καταλαβαίνεις ή όχι αυτά που σου είπα». «Καταλαβαίνω». Ο Ντάστι ζήτησε την επιβεβαίωση της Μάρτι. Εκείνη ένευσε. Μια και δεν ήξερε τι σκόπευαν να κάνουν, ο Νιούτον είχε γείρει πάνω απ' το τραπέζι, εκστασιασμένος, έχοντας ξεχάσει το χυμό του. «Αν και θα ξεχάσεις όλες τις προηγούμενες εντολές μου, Σκιτ, θα θυμάσαι οτιδήποτε σου πω τώρα, θα το πιστεύεις και θα ενεργείς βάσει αυτού σε όλη την υπόλοιπη ζωή σου. Πες μου αν καταλαβαίνεις ό,τι σου είπα μόλις τώρα». «Καταλαβαίνω». «Σκιτ, δε θα ξαναπάρεις παράνομες ουσίες. Δε θα έχεις καμιά επιθυμία να πάρεις. Οι μόνες ουσίες που θα παίρνεις

θα είναι αυτές που μπορεί να σου γράψει κάποιος γιατρός, αν αρρωστήσεις», είπε ο Ντάστι αναλαμβάνοντας αυτός τώρα το ρόλο του δόκτορα Άριμαν. «Καταλαβαίνω». «Σκιτ, απ' αυτή τη στιγμή θα πιστεύεις πως είσαι βασικά καλός άνθρωπος, πως δε βρίσκεσαι σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ό,τι αρνητικό έχει πει όλα αυτά τα χρόνια για σένα ο πατέρας σου, οι επικρίσεις της μητέρας σου, η κριτική του Ντέρεκ Λάμπτον εναντίον σου, τίποτε απ' όλα αυτά δε θα σε επηρεάσει, δε θα σε πληγώσει, δε θα σε περιορίσει ποτέ ξανά». «Καταλαβαίνω». Στην άλλη μεριά του τραπεζιού, δάκρυα έλαμψαν στα μάτια της Μάρτι. Ο Ντάστι χρειάστηκε να σταματήσει και να πάρει μια βαθιά ανάσα προτού συνεχίσει. «Σκιτ, θα κοιτάξεις πίσω στην παιδική σου ηλικία και θα βρεις την εποχή που πίστευες στο μέλλον, που ήσουν γεμάτος όνειρα κι ελπίδες. Θα ξαναπιστέψεις στο μέλλον. Θα πιστέψεις στον εαυτό σου. Θα γεμίσεις ελπίδα, Σκιτ, και δε θα τη χάσεις ποτέ, ποτέ ξανά». «Καταλαβαίνω». Ο Σκιτ κοίταζε με απλανές βλέμμα, ο Νιούτον ήταν καθηλωμένος κι ο πιστός Βαλές παρακολουθούσε μελαγχολικά τη σκηνή. Η Μάρτι σκούπισε τα μάτια της με το μανίκι του πουκαμίσου της. Ο Ντάστι ακούμπησε τον αντίχειρά του στον μέσο του. Δίστασε, αναλογιζόμενος όλα αυτά που θα μπορούσαν να πάνε στραβά και τις απρόβλεπτες επιπτώσεις που είχαν συχνά οι καλές προθέσεις. Χτύπησε τα δάχτυλά του. Τα μάτια του Σκιτ έκλεισαν και σωριάστηκε στην καρέκλα του, βαθιά κοιμισμένος. Το πιγούνι του ακούμπησε στο στέρνο του. Συντετριμμένος απ' την ευθύνη που μόλις είχε αναλάβει, ο Ντάστι σηκώθηκε απ' το τραπέζι, στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος και ύστερα πήγε στην κουζίνα. Στο νεροχύτη, άνοιξε το κρύο νερό, έβαλε από κάτω τις χούφτες του κι έβρεξε πολλές φορές απανωτά το πρόσωπο του. Η Μάρτι ήρθε πλάι του. «Όλα θα πάνε μια χαρά, καλέ μου». Το Λ/ερό μπορεί να έκρυβε τα δάκρυά του, όμως δεν

μπορούσε να κρύψει τη συγκίνηση στη φωνή του. «Κι αν τον έκανα χειρότερα απ' ό,τι ήταν;» «Αποκλείεται», του είπε με βεβαιότητα. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν μπορείς να το ξέρεις. Το μυαλό είναι κάτι τόσο ευαίσθητο. Ένα από τα χειρότερα προβλήματα σ' αυτό τον κόσμο είναι πως... υπάρχουν τόσο πολλοί που θέλουν να παίξουν με το μυαλό των άλλων και προκαλούν τόση ζημιά. Τόση ζημιά. Δεν μπορείς να το ξέρεις, κανείς μας δεν μπορεί». «Εγώ μπορώ», επέμεινε ήρεμα εκείνη, ακουμπώντας το χέρι της στο υγρό του πρόσωπο. «Γιατί αυτό που έκανες μόλις τώρα έγινε από καθαρή αγάπη, από καθαρή αγάπη για τον αδερφό σου, και τίποτε κακό δεν μπορεί να προκύψει απ' αυτό». «Ναι. Κι ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». «Κι ο δρόμος για τον παράδεισο;» Αναριγώντας, νιώθοντας έναν κόμπο να του φράζει το λαιμό, της είπε έναν ακόμη βαθύτερο φόβο του: «Φοβάμαι για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν πετύχουμε... αλλά ακόμη περισσότερο για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν δεν πετύχουμε. Είναι αληθινή τρέλα. Αν χτυπήσω τα δάχτυλά μου κι αυτός που ξυπνήσει είναι ο παλιός Σκιτ, ακόμη γεμάτος απέχθεια για τον εαυτό του, ακόμη μπερδεμένος, ακόμη αξιολύπητα αδύναμος; Αυτή είναι η τελευταία του ευκαιρία και θέλω τόσο πολύ να πιστέψω πως θα τα καταφέρουμε, αλλά, αν χτυπήσω τα δάχτυλά μου κι αποδειχτεί πως η τελευταία του ευκαιρία δεν ήταν ευκαιρία εν τέλει; Τότε τι θα γίνει, Μάρτι;» Η δύναμη στη φωνή της τον τόνωσε, όπως πάντα: «Τότε, τουλάχιστον, θα 'χεις προσπαθήσει». Ο Ντάστι κοίταξε προς την τραπεζαρία, το πίσω μέρος του κεφαλιού του Σκιτ, τα ανακατωμένα, αχτένιστα μαλλιά του. Τον κοκαλιάρικο λαιμό, τους αδύναμους ώμους. «Έλα», είπε απαλά η Μάρτι. «Χάρισέ του μια καινούρια ζωή». Ο Ντάστι έκλεισε τη βρύση. Έκοψε μερικά κομμάτια χαρτί κουζίνας και σκούπισε το πρόσωπο του. Τα τσαλάκωσε και τα πέταξε στο σκουπιδοτενεκέ. Έτριψε τα χέρια του, το ένα με τ' άλλο, λες και θα κα-

τόρθωνε μ' αυτό τον τρόπο να τα κάνει να σταματήσουν να τρέμουν. Τα νύχια του περίεργου Βαλέ ακούστηκαν πάνω στο δάπεδο, καθώς πλησίαζε στην κουζίνα. Ο Ντάστι χάιδεψε το χρυσαφένιο κεφάλι του σκύλου. Τελικά ακολούθησε τη Μάρτι πίσω στο τραπέζι και ξανακάθισαν με τον Νιούτον και τον Σκιτ. Πάλι, ο αντίχειρας στον μέσο. Και τώρα η μαγεία, καλή ή κακή, ελπίδα ή απόγνωση, χαρά ή δυστυχία, κενό ή νόημα, ζωή ή θάνατος: τα δάχτυλα χτύπησαν. Ο Σκιτ άνοιξε τα μάτια, σήκωσε το κεφάλι, κάθισε πιο στητός στην καρέκλα του, κοίταξε τους υπόλοιπους τριγύρω και είπε: «Λοιπόν, πότε ξεκινάμε;» Δεν θυμόταν τι είχε συμβεί. «Κλασικό», δήλωσε ο Νιούτον κουνώντας ζωηρά το κεφάλι του. «Σκιτ;» είπε ο Ντάστι. Ο πιτσιρικάς στράφηκε προς το μέρος του. Ο Ντάστι πήρε μια βαθιά ανάσα και την έβγαλε λέγοντας συνάμα το όνομα: «Δόκτωρ Γιεν Λο». Ο Σκιτ έγειρε το κεφάλι του. «Ε;» «Δόκτωρ Γιεν Λο». Ύστερα δοκίμασε η Μάρτι: «Δόκτωρ Γιεν Λο». Ύστερα ο Νιούτον: «Δόκτωρ Γιεν Λο». Ο Σκιτ παρατήρησε τα πρόσωπα γύρω του, που τον κοίταζαν καλά καλά, καθώς και το πρόσωπο του σκύλου, που είχε σηκωθεί όρθιος, με τα μπροστινά του πόδια πάνω στο τραπέζι. «Τι 'ναι αυτό, κάνας γρίφος, κανένα αίνιγμα μήπως; Ήταν κάποιο ιστορικό πρόσωπο αυτός ο Λο; Δεν ήμουν ποτέ καλός στην ιστορία». «Λοιπόν», είπε ο Νιούτον. «Διαυγείς καταρράκτες», είπε ο Ντάστι. Σαστισμένος, ο Σκιτ είπε: «Μοιάζει με όνομα υγρού για τα πιάτα». Τουλάχιστον το πρώτο μέρος του σχεδίου του είχε πάει καλά. Ο Σκιτ δεν ήταν πια προγραμματισμένος, δεν μπορούσε να ελεγχθεί. Μονάχα με το πέρασμα του χρόνου θα φαινόταν, όμως, αν είχε επιτευχθεί κι ο δεύτερος στόχος του Ντάστι: η λύτρωση του Σκιτ από το άσχημο παρελθόν του.

Ο Ντάστι έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε. Ύστερα είπε στον Σκιτ: «Σήκω». «Ε;» «Άντε, αδερφέ, σήκω». Αφήνοντας την κουβέρτα της κλινικής να γλιστρήσει απ' τους ώμους του, ο πιτσιρικάς σηκώθηκε απ' την καρέκλα. Θύμιζε αχυρένιο σκιάχτρο ντυμένο με την πιτζάμα ε-, νός χοντρού. Ο Ντάστι έβαλε τα χέρια του γύρω απ' τον αδερφό του και τον κράτησε σφιχτά, πολύ σφιχτά, κι όταν μίλησε τελικά, είπε: «Προτού φύγουμε, θα σου δώσω μερικά λεφτά για να πάρεις Γιούχου με βανίλια, εντάξει;»

Ο

ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΓΥΡΙΖΕ. Υπήρχαν δυο θέσεις για

μια πτήση της Γιουνάιτεντ νωρίς το πρωί, από το Διεθνές Αεροδρόμιο Τζον Γουέιν στη Σάντα Φε μέσω Ντένβερ. Με την πιστωτική του κάρτα, ο Ντάστι έκλεισε τηλεφωνικά τις θέσεις απ' την κουζίνα του Φόστερ Νιούτον. «Όπλο;» ρώτησε ο Νιούτον λίγα λεπτά αργότερα, όταν ο Ντάστι και η Μάρτι στέκονταν στην πόρτα κι ετοιμάζονταν ν' αφήσουν τον αδερφό και το σκύλο τους στη φροντίδα του. «Τι όπλο;» ρώτησε ο Ντάστι. «Χρειάζεστε;» «Όχι». «Νομίζω πως χρειάζεστε», διαφώνησε ο Νιούτον. «Πες μου, σε παρακαλώ, πως δεν έχεις κάνα οπλοστάσιο αρκετά μεγάλο για ν' αρχίσεις κανονικό πόλεμο», είπε η Μάρτι, ανησυχώντας ολοφάνερα μήπως ο Φόστερ Νιούτον ήταν κάτι πιο επικίνδυνο από έναν απλό εκκεντρικό τύπο. «Δεν έχω», τη διαβεβαίωσε ο Νιούτον. «Εν πάση περιπτώσει, έχω αυτό», είπε ο Ντάστι βγάζοντας απ' το μπουφάν του το τροποποιημένο 45άρι Κολτ Κομάντερ. «Με αεροπλάνο δεν πηγαίνετε;» είπε ο Νιούτον. «Δεν πρόκειται να δοκιμάσω να το πάρω μαζί μου στην πτήση. Θα το βάλω σε μια απ' τις βαλίτσες μας». «Μπορεί να τύχει να την περάσουν από έλεγχο», είπε ο Νιούτον. «Ακόμη κι αν δεν είναι χειραποσκευή;» «Τώρα τελευταία, ναι». «Ακόμη και στις κοντινές πτήσεις;» «Ακόμη και σ' αυτές», επέμεινε ο Νιούτον.

«Φταίνε όλες αυτές οι τρομοκρατικές ενέργειες τώρα τελευταία. Όλοι είναι νευρικοί και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αεροπορίας εξέδωσε μερικές καινούριες εντολές για την αντιμετώπισή τους», εξήγησε ο Σκιτ. Ο Ντάστι και η Μάρτι δεν τον κοίταξαν με λιγότερη έκπληξη απ' αυτή που θα 'δειχναν αν είχε ανοίξει ξάφνου ένα τρίτο μάτι στο κέντρο του μετώπου του. Οπαδός της θεωρίας πως η πραγματικότητα έχει τα χάλια της, ο Σκιτ δεν διάβαζε ποτέ εφημερίδα ούτε παρακολουθούσε τις ειδήσεις στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Καταλαβαίνοντας το λόγο της έκπληξής τους, ο Σκιτ ανασήκωσε τους ώμους και είπε: «Τέλος πάντων, άκουσα τυχαία να το λέει ένας έμπορος σ' έναν άλλο». «Έμπορος;» ρώτησε η Μάρτι. «Σαν να λέμε έμπορος ναρκωτικών,» «Πάντως γλειφιτσούρια δεν πουλούσε». «Οι έμποροι ναρκωτικών κάθονται και κουβεντιάζουν για την επικαιρότητα;» «Νομίζω πως επηρέασε τις δουλειές τους. Ήταν πολύ τσατισμένοι». Ο Ντάστι είπε στον Νιούτον: «Πόσο τυχαίος είναι λοιπόν ο τυχαίος έλεγχος; Μια βαλίτσα στις δέκα; Στις πέντε;» «Σε κάποιες πτήσεις μπορεί να ελέγχουν το πέντε τοις εκατό». «Ε, τότε...» «Και σε κάποιες άλλες το εκατό τοις εκατό». Κοιτάζοντας το πιστόλι στο χέρι του, ο Ντάστι είπε: «Είναι νόμιμο, αλλά δεν έχω άδεια να το παίρνω μαζί μου». «Και μάλιστα σε άλλη Πολιτεία», επισήμανε ο Νιούτον. «Ακόμη χειρότερο, ε;» «Πάντως καλύτερο δεν είναι». Κλείνοντας το μάτι του, που έμοιαζε με μάτι κουκουβάγιας, πρόσθεσε: «Όμως έχω κάτι». Ο Νιούτον εξαφανίστηκε στα πίσω δωμάτια του τροχόσπιτου, αλλά γύρισε ύστερα από ένα λεπτό κρατώντας ένα κουτί. Από μέσα έβγαλε ένα αστραφτερό πυροσβεστικό όχημα και πέρασε με δύναμη το χέρι του κάτω απ' τις ρόδες, που άρχισαν να γυρνούν. «Βρουουουουμ! Μεταφορά».

Από τους μαύρους ουρανούς, μαύρος άνεμος. Μαύρα, τα παραθύρια του σπιτιού. Άραγε μένει μέσα ο άνεμος; Στην πίσω βεράντα του σπιτιού των Ρόουντς, που έμοιαζε με μικρογραφία βικτοριανής κατοικίας την οποία ο Άριμαν έβρισκε υπερβολικά εξεζητημένη για τα γούστα του, στάθηκε διστάζοντας στην πόρτα, ακούγοντας τους ρυθμούς, σαν από μαράκες, των δέντρων που αναδεύονταν μέσα στη νύχτα και το χαϊκού με τον μαύρο άνεμο μέσα στο μυαλό του, ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Όταν πρωτοήρθε εδώ για να «προγραμματίσει» τον Ντάστι, πριν από δυο μήνες, πήρε ένα από τα εφεδρικά κλειδιά των Ρόουντς, όπως είχε πάρει ένα για το διαμέρισμα της Σούζαν. Τώρα μπήκε μέσα κι έκλεισε αθόρυβα πίσω του την πόρτα. Αν ζούσε εδώ ο άνεμος, έλειπε τώρα. Το σκοτάδι ήταν ζεστό και ασάλευτο. Ούτε υπήρχε κάποιος άλλος μέσα, ούτε καν ο σκύλος. Συνηθισμένος στο βασιλικό δικαίωμα να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στα σπίτια των σκλάβων του, άναψε δίχως δισταγμό τα φώτα της κουζίνας. Δεν ήξερε τι έψαχνε, όμως ήταν βέβαιος πως θα το αναγνώριζε όταν θα το αντίκριζε. Σχεδόν αμέσως, μια ανακάλυψη. Ένας ταχυδρομικός φάκελος, σχισμένος και πεταμένος στο τραπέζι της κουζίνας. Την προσοχή του τράβηξε η διεύθυνση του αποστολέα: Δρ. Ρόι Κλόστερμαν. Εξαιτίας της θεαματικής επιτυχίας που είχε γνωρίσει, τόσο στο επάγγελμά του όσο και με τα βιβλία του, επειδή είχε κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία και τον φθονούσαν, επειδή δεν ανεχόταν τους ηλίθιους, επειδή είχε την τάση να νιώθει περισσότερο καταφρόνια παρά εκτίμηση για τους υπόλοιπους γιατρούς -που του προκαλούσαν ασφυξία με τους γεμάτους αυτοθαυμασμό ηθικούς κώδικες και τις δογματικές απόψεις τους-, και για κάμποσους άλλους λόγους, ο Άριμαν είχε αποκτήσει ελάχιστους φίλους αλλά πολύ περισσότερους εχθρούς ανάμεσα στους γιατρούς συναδέλφους του, όλων των ειδικοτήτων. Επομένως, θα ξαφνιαζόταν αν ο παθολόγος των Ρόουντς όεν ήταν απ' αυτούς που είχαν αρνητική γνώμη. Έτσι, το ότι ήταν ασθενείς του αυτοανακηρυγμένου αγίου Κλόστερμαν ήταν ελάχιστα πιο ενοχλητικό από το να είχαν έναν από τους υπόλοιπους γιρι-

τροΰς που ο Άριμαν αποκαλούσε «ανθρώπους του θερμόμετρου και του κλύσματος». Αυτό που τον ανησύχησε ήταν ένα χειρόγραφο σημείωμα που υπήρχε μέσα στον σχισμένο φάκελο. Το σημείωμα ήταν σ' ένα χαρτί από το μπλοκ του Κλόστερμαν και υπογεγραμμένο από τον ίδιο. Η γραμματέας μου περνά απ' το σπίτι σας γυρίζοντας στο δικό της, κι έτσι της ζήτησα να σας το αφήσει. Σκέφτηκα πως μπορεί να σας ενδιέφερε το τελευταίο βιβλίο του δόκτορα Άριμαν. Μπορεί να μην έχετε διαβάσει κάποιο απ' αυτά που έχει εκδώσει. Να άλλος ένας μπαλαντέρ. Ο δόκτωρ Άριμαν δίπλωσε το σημείωμα και το έβαλε στην τσέπη του. Το βιβλίο στο οποίο αναφερόταν ο Κλόστερμαν δεν βρισκόταν εδώ. Αν ήταν όντως το τελευταίο του, τότε πρέπει να ήταν ένα αντίτυπο, με σκληρό εξώφυλλο, του Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου. Ο γιατρός χάρηκε με τη διαπίστωση πως οι εχθροί του συνέβαλλαν στην εκδοτική επιτυχία των βιβλίων του. Παρ' όλα αυτά, όταν θα έληγε αυτή η κρίση, ο Άριμαν θα 'πρεπε να στρέψει την προσοχή του στον άγιο Κλόστερμαν. Το κεφάλι του φίλου του μπορούσε να ξαναγίνει συμμετρικό με το κόψιμο του αυτιού που του απέμενε. Από τον ίδιο τον Κλόστερμαν θα μπορούσε ίσως να αφαιρεθεί ο δεξιός μέσος, πράγμα που θα μείωνε την ικανότητά του για χυδαίες χειρονομίες- ένας άγιος δεν θα 'πρεπε να έχει αντίρρηση να απαλλαγεί από ένα δάχτυλο που θα μπορούσε να γίνει τόσο πρόστυχο.

Το πυροσβεστικό όχημα -με φάρδος δώδεκα εκατοστά, ύψος επίσης δώδεκα εκατοστά και μήκος είκοσι πέντε- ήταν φτιαγμένο από πεπιεσμένο μέταλλο. Γεμάτο λεπτομέρειες και βαμμένο στο χέρι, κατασκευασμένο στην Ολλανδία από τεχνίτες με αγάπη για τη δουλειά τους και ταλέντο, θα μάγευε κάθε παιδί. Καθισμένος στο τραπέζι, με τους επισκέπτες του μαζεμένους γύρω του για να βλέπουν, ο Νιούτον έβγαλε μ' ένα μικροσκοπικό κατσαβίδι οχτώ μπρούντζινες βίδες κι απέσπασε την καρότσα του οχήματος απ' το σασί και τις ρόδες.

Μέσα στο όχημα υπήρχε μια μικρή ισόχινη τσάντα από εκείνες που χρησιμοποιούνται για το πακετάρισμα των παπουτσιών στις αποσκευές, για να μην τρίβονται. «Το όπλο», είπε ο Νιούτον. Ο Ντάστι του έδωσε το 45άρι Κολτ. Ο Νιούτον τύλιξε το μικρό πιστόλι μέσα στην τσάντα για τα παπούτσια, για να μην κροταλίζει, κι έβαλε την τσάντα μέσα στην κούφια καρότσα του πυροσβεστικού οχήματος. Αν ήταν πολύ μεγαλύτερο το όπλο, θα χρειάζονταν μεγαλύτερο όχημα. «Εφεδρικός γεμιστήρας;» ρώτησε ο Νιούτον. «Δεν έχω», είπε ο Ντάστι. «Θα 'πρεπε». «Πάντως δεν έχω». Ο Νιούτον συνέδεσε πάλι την καρότσα με το σασί, κόλλησε από κάτω με ταινία το μικρό κατσαβίδι κι έδωσε το όχημα στον Ντάστι: «Ας ψάξουν τώρα». «Βάλ' το πλαγιαστά μέσα σε μια βαλίτσα, και στο μηχάνημα θα φαίνεται πως είναι παιχνίδι», είπε όλο θαυμασμό η Μάρτι. «Ακριβώς», είπε ο Νιούτον. «Δε θα έβαζαν κάποιον ν' ανοίξει μια βαλίτσα για να ελέγξουν κάτι τέτοιο». «Όχι». «Ίσως θα μπορούσαμε να το πάρουμε μαζί μας σε μια χειραποσκευή», είπε ο Ντάστι. «Ακόμη καλύτερα». «Καλύτερα;» είπε η Μάρτι. «Ναι, εντάξει, γιατί κάποιες φορές οι αεροπορικές εταιρείες χάνουν τις αποσκευές σου». Ο Νιούτον ένευσε. «Ακριβώς». «Εσύ το έχεις χρησιμοποιήσει ποτέ;» ρώτησε ο Σκιτ. «Ποτέ», είπε ο Νιούτον. «Τότε γιατί το 'χεις;» «Καλού κακού». Στριφογυρίζοντας το πυροσβεστικό όχημα στα χέρια του, ο Ντάστι είπε: «Είσαι παράξενος άνθρωπος, Φόστερ Νιούτον». «Σ' ευχαριστώ», είπε ο Νιούτον. «Αλεξίσφαιρα γιλέκα;» «Ε;» «Γιλέκα. Αλεξίσφαιρα». «Αλεξίσφαιρα γιλέκα;» είπε ο Ντάστι.

«Έχετε;» «Όχι». «Θέλετε;» «Έχεις τέτοια γιλέκα;» είπε κατάπληκτη η Μάρτι. «Φυσικά». Ο Σκιτ είπε: «Τα χρειάστηκες ποτέ, Φόστερ;» «Όχι ακόμη», είπε ο Νιούτον. Η Μάρτι κούνησε το κεφάλι της. «Δε μένει παρά να μας δώσεις κάνα εξωγήινο ακτινοπίστολο». «Δεν έχω», είπε ολοφάνερα απογοητευμένος ο Νιούτον. «Ας αφήσουμε τα αλεξίσφαιρα γιλέκα», είπε ο Ντάστι. «Μπορεί η ασφάλεια του αεροδρομίου να προσέξει πόσο ογκώδεις θα φαινόμαστε». «Μπορεί», συμφώνησε ο Νιούτον, παίρνοντάς τον στα σοβαρά.

Ο γιατρός δεν βρήκε τίποτ' άλλο που να του κίνησε το ενδιαφέρον στο ισόγειο. Αν και τον ενδιέφεραν πολύ οι τέχνες και η διακόσμηση εσωτερικών χώρων, δεν στάθηκε για να θαυμάσει ούτε έναν πίνακα, ούτε ένα έπιπλο ή ένα αντικείμενο τέχνης. Η διακόσμηση τον άφησε παγερά αδιάφορο. Στην κρεβατοκάμαρα υπήρχαν σημάδια βιαστικής αναχώρησης. Δυο συρτάρια της ντουλάπας δεν ήταν κλειστά και το ένα φύλλο ήταν ανοιχτό. Έ ν α πουλόβερ ήταν πεταμένο κάτω. Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά στην ντουλάπα, είδε δυο ασορτί βαλίτσες τοποθετημένες σ' ένα ράφι ψηλά. Πλάι τους υπήρχε ένας άδειος χώρος όπου προηγουμένως μπορεί να βρίσκονταν δυο μικρότερες τσάντες. Κοίταξε στην άλλη κρεβατοκάμαρα με μπάνιο, δεν βρήκε τίποτε και μπήκε στο γραφείο της Μάρτι. Στον πάγκο εργασίας, σχήματος U, υπήρχαν στοιβαγμένα βιβλία, χάρτες φανταστικών χωρών, σκίτσα χαρακτήρων και διάφορα άλλα σχετικά με το παιχνίδι που βασιζόταν στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Ο Άριμαν τα περιεργάστηκε περισσότερη ώρα απ' όση χρειαζόταν, ενδίδοντας στον ενθουσιασμό του για οτιδήποτε είχε να κάνει με παιχνίδια. Καθώς κοίταζε με προσοχή τα σχέδια σε υπολογιστή των Χόμπιτ, των Ορκ και των υπόλοιπων πλασμάτων, ο γιατρός συνειδητοποίησε έναν απ' τους λόγους που μπορούσε

να συνθέτει, γενικά, καλύτερα χαϊκού για τη Μάρτι απ' αυτά που συνέθετε εμπνευσμένος απ' τη Σούζαν ή από άλλες γυναίκες. Αυτός και η Μάρτι μοιράζονταν ένα κοινό ενδιαφέρον για τα παιχνίδια. Της άρεσε η δύναμη να ορίζει έναν ολόκληρο κόσμο παίζοντας, όπως του άρεσε κι εκείνου. Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό της, τουλάχιστον, που αντανακλούσε ένα δικό του και τους έφερνε πιο κοντά. Αναρωτήθηκε αν θα ανακάλυπτε με το πέρασμα του χρόνου πως μοιράζονταν κι άλλες συμπεριφορές και πάθη. Όταν θα ξεπερνούσαν την τωρινή δυσάρεστη αναστάτωση στη σχέση τους, τι ειρωνικό θα ήταν να μάθαιναν πως τους περίμενε ένα πιο περίπλοκο κοινό μέλλον απ' αυτό που θα μπορούσε ποτέ να έχει διαβλέψει ο γιατρός, όπως αποσπόταν η προσοχή του από την εξαιρετική ομορφιά της Σούζαν και τον οικογενειακό περίγυρο της Μάρτι. Ο γλυκός αισθηματίας μέσα στον Άριμαν καταχάρηκε στη σκέψη πως μπορεί επιτέλους να ερωτευόταν, ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Αν και η ζωή του ήταν πλήρης και οι συνήθειές του εδραιωμένες, δεν θα έλεγε όχι στα μπερδέματα ενός ειδυλλίου. Προχωρώντας από τον πάγκο στα συρτάρια, ένιωθε τώρα λιγότερο σαν ντετέκτιβ και περισσότερο σαν σκανταλιάρης αγαπητικός π ο υ ξεφυλλίζει το η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο της καλής του αναζητώντας τα πιο κρυφά μυστικά της καρδιάς της. Στα τρία πλαϊνά συρτάρια δεν βρήκε κάτι που θα ενδιέφερε έναν ντετέκτιβ ή έναν αγαπητικό. Στο φαρδύ αλλά ρηχ ό κεντρικό συρτάρι, όμως, ανάμεσα στους χάρακες, τα μολύβια, τις γομολάστιχες και τα συναφή, βρήκε μια μικρή κασέτα με το ό ν ο μ α ΣΟΥΖΑΝ γ ρ α μ μ έ ν ο π ά ν ω με κ ό κ κ ι ν α γράμματα.

Ένιωσε ό,τι θα ένιωθε, ίσως, ένας οιωνοσκόπος διαβλέποντας ένα εξαιρετικά δυσάρεστο μέλλον μια ανατριχίλα που πάγωσε τη ραχοκοκαλιά του. Έψαξε στα υπόλοιπα συρτάρια για κάποιο κασετόφωνο που θα έπαιρνε τέτοιες μικρές κασέτες, όμως δεν βρήκε. Όταν είδε τον αυτόματο τηλεφωνητή σε μια γωνιά του γραφείου, συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που κρατούσε.

Η αλουμινένια τέντα παλλόταν στον άνεμο μ' έναν ήχο σαν γρύλισμα θηρίου, σαν να καραδοκούσε κάτι πεινασμένο μέ-

οα σιη νΰχτα, έτοιμο να ορμήσει όταν θα άνοιγε ο Ντάστι την πόρτα του τροχόσπιτου. «Αν πιστέψουμε τα μετεωρολογικά δελτία, ο καιρός την υπόλοιπη βδομάδα θα 'χει τα χάλια του», είπε στον Νιούτον. «Μη δοκιμάσεις καν να πας στο σπίτι των Σόρενσον. Απλώς πρόσεχέ μου τον Σκιτ και τον Βαλέ». «Ως πότε;» ρώτησε ο Νιούτον. «Δεν ξέρω. Εξαρτάται από το τι θα βρούμε εκεί. Μπορεί μεθαύριο, την Παρασκευή, να γυρίσουμε. Όμως μπορεί και το Σάββατο». «Δε θα βαρεθούμε», υποσχέθηκε ο Νιούτον. «Θα παίξουμε χαρτιά», είπε ο Σκιτ. «Και θα ψάξουμε στα βραχέα κύματα για τυχόν εξωγήινους κώδικες επικοινωνίας», είπε ο Νιούτον -μια φράση που γι' αυτόν ισοδυναμούσε με ολόκληρη αγόρευση. «Στοιχηματίζω πως θ' ακούσουμε συζητήσεις στο ραδιόφωνο», πρόβλεψε ο Σκιτ. «Ε, θα 'θελες να τινάξεις στον αέρα ένα δικαστήριο;» είπε ο Νιούτον στον Σκιτ. «Ε, κόφ' το!» έκανε η Μάρτι. «Αστείο ήταν», είπε ο Νιούτον κλείνοντάς της το μάτι. «Κακόγουστο», του είπε προειδοποιητικά εκείνη. Έξω, καθώς ο Ντάστι και η Μάρτι κατέβαιναν τα σκαλιά και διέσχιζαν τη μικρή βεράντα, ο άνεμος τους μαστίγωνε και, σ' όλο το δρόμο ως το αυτοκίνητο, μεγάλα νεκρά καφετιά φύλλα μανόλιας πήγαιναν πέρα δώθε σαν ποντίκια γύρω απ' τα πόδια τους. Πίσω τους, από την ανοιχτή πόρτα του τροχόσπιτου, ακούστηκε το διαπεραστικό, δυστυχισμένο κλαψούρισμα του Βαλέ, σαν να του έλεγε η σκυλίσια του διαίσθηση πως δεν θα τους ξανάβλεπε.

Η οθόνη του αυτόματου τηλεφωνητή έδειχνε δύο μηνύματα. Ο δόκτωρ Άριμαν αποφάσισε να τ' ακούσει πριν από την κασέτα που έγραφε πάνω ΣΟΥΖΑΝ. Το πρώτο τηλεφώνημα ήταν από τη μητέρα της Μάρτι. Ακουγόταν σαν να αγωνιούσε να ανακαλύψει τι συνέβαινε, να μάθει γιατί δεν είχαν απαντήσει στα προηγούμενα τηλεφωνήματά της. Η δεύτερη φωνή στην κασέτα ήταν μιας γυναίκας από έ-

να ταξιδιωτικό πρακτορείο. «Κύριε Ρόουντς, παρέλειψα να σας ρωτήσω την ημερομηνία λήξης της πιστωτικής σας κάρτας. Αν λάβετε αυτό το μήνυμα, θα μου τηλεφωνήσετε, σας παρακαλώ, για να μου την πείτε;» Έδινε έναν αριθμό τηλεφώνου από 800. «Ακόμη κι αν δε με πάρετε, όμως, τα δυο εισιτήριά σας για Σάντα Φε θα σας περιμένουν το πρωί». Ο δόκτωρ Άριμαν τους θαύμασε, που είχαν εστιάσει τόσο γρήγορα την προσοχή τους στην εποχή που ζούσε στο Νέο Μεξικό. Η Μάρτι κι ο Ντάστι έμοιαζαν υπερφυσικοί αντίπαλοι... μέχρι που ο γιατρός συνειδητοποίησε πως τη Σάντα Φε μάλλον τους την είχε υποδείξει ο άγιος Κλόστερμαν. Παρ' όλα αυτά, οι αργοί και σταθεροί σφυγμοί του γιατρού, που ακόμη κι όταν διέπραττε κάποιο φόνο σπάνια αυξάνονταν κατά δέκα ανά λεπτό, αυξήθηκαν μόλις έμαθε για τα ταξιδιωτικά σχέδια των Ρόουντς. Έχοντας διαρκώς, σαν αθλητής, συναίσθηση του κορμιού του και μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε ό,τι είχε να κάνει με την υγεία του, ο γιατρός κάθισε ξανά, πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες και ύστερα μέτρησε τους σφυγμούς του με το ρολόι του. Συνήθως, όταν καθόταν, είχε εξήντα με εξήντα δύο σφυγμούς το λεπτό, γιατί η φυσική του κατάσταση ήταν εξαίρετη. Τώρα μέτρησε εβδομήντα, οχτώ παραπάνω, δίχως να υπάρχει κάποια νεκρή γυναίκα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την αύξηση.

Στο αυτοκίνητο, καθώς ο Ντάστι έψαχνε για κάποιο ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο, η Μάρτι τηλεφώνησε τελικά στη μητέρα της. Η Σαμπρίνα ήταν ταραγμένη και εκνευρισμένη. Χρειάστηκε κάμποση ώρα για να πιστέψει πως η Μάρτι δεν ήταν τραυματισμένη ή σακατεμένη, πως δεν είχε πέσει θύμα αυτοκινητικού ατυχήματος, πως δεν την είχαν πυροβολήσει ούτε είχε καεί ούτε την είχε χτυπήσει ένας κεραυνός ή κάποιος δυσαρεστημένος ταχυδρομικός υπάλληλος ή αυτό το φριχτό σαρκοφάγο βακτήριο που ανέφεραν ξανά στις ειδήσεις. Ακούγοντας αυτή τη φλυαρία, η Μάρτι ένιωσε να την πλημμυρίζει μια ξεχωριστή στοργή που μονάχα η μητέρα της μπορούσε να την προκαλέσει. Η Σαμπρίνα αγαπούσε το μοναχοπαίδι της με μια παρανοϊκή ένταση που θα είχε κάνει τη Μάρτι ανίατα νευρωτική

από τα έντεκα της χρόνια αν δεν ήταν τόσο αποφασιστικά ανεξάρτητη από τη μέρα, σχεδόν, που έκανε τα πρώτα της βήματα. Σ' αυτό τον κόσμο, όμως, υπήρχαν χειρότερα πράγματα από την παρανοϊκή αγάπη. Το παρανοϊκό μίσος. Α, υπήρχε κάμποσο από δαΰτο. Και η σκέτη παράνοια -που ήταν επίσης άφθονη. Η Σαμπρίνα δεν αγαπούσε τον Γελαστό Μπομπ λιγότερο από την κόρη της. Ο χαμός του, στα πενήντα τρία του χρόνια, την έκανε πιο προστατευτική από ποτέ απέναντι στη Μάρτι. Η πιθανότητα να πέθαιναν και ο άντρας της και η κόρη της νέοι, από διαφορετικές αιτίες, μπορεί να ήταν τόσο μικρή όσο η πιθανότητα να καταστρεφόταν η γη από έναν αστεροειδή προτού ξημερώσει, όμως οι παγερές στατιστικές και οι πίνακες των ασφαλιστικών εταιρειών δεν μπορούσαν να παρηγορήσουν μια λαβωμένη και δύσπιστη καρδιά. Η Μάρτι, επομένως, δεν σκόπευε να πει λέξη στη μητέρα της για την πλύση εγκεφάλου, τα χαϊκού, τον Φυλλάνθρωπο, τον ιερωμένο με τον ήλο στο κεφάλι, τα αποκομμένα αυτιά ή το ταξίδι στη Σάντα Φε. Αν άκουγε η Σαμπρίνα όλα αυτά τα αλλόκοτα νέα, η αγωνία της θα γινόταν κανονική υστερία. Ούτε για τη Σούζαν Τζάγκερ σκόπευε να μιλήσει στη μητέρα της, εν μέρει γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της πως θα κατόρθωνε να μιλήσει για το χαμό της φίλης της δίχως να καταρρεύσει, αλλά και γιατί η Σαμπρίνα αγαπούσε τη Σούζαν σχεδόν σαν να ήταν κόρη της. Αυτή ήταν μια είδηση που έπρεπε να την ανακοινώσει όταν θα έβλεπε τη μητέρα της και θα μπορούσε να της κρατήσει ταυτόχρονα το χέρι, δίνοντάς της -και παίρνοντας- κουράγιο. Για να εξηγήσει το λόγο που δεν της τηλεφώνησε νωρίτερα, της είπε για την απόπειρα αυτοκτονίας του Σκιτ και την είσοδο του στην κλινική Νέα Ζωή. Φυσικά, όλα αυτά είχαν γίνει το προηγούμενο πρωί, της Τρίτης, κι έτσι δεν εξηγούσαν τη στάση της Μάρτι την Τετάρτη, όμως παραποίησε τα γεγονότα, δίνοντας την εντύπωση πως ο Σκιτ είχε βουτήξει από τη στέγη των Σόρενσον τη μια μέρα και είχε μπει στην κλινική την επόμενη, προκαλώντας, έτσι, μια αναστάτωση που είχε κρατήσει δύο μέρες. Η αντίδραση της Σαμπρίνα ήταν μονάχα ως ένα βαθμό αυτή που περίμενε η Μάρτι -κι ήταν απροσδόκητα συναισθηματική. Δεν ήξερε καθόλου καλά τον Σκιτ κι ούτε είχε

εκφράσει ποτέ κάποια επιθυμία να τον γνωρίσει καλύτερα. Για τη μητέρα της Μάρτι, ο φτωχός ο Σκιτ ήταν εξίσου επικίνδυνος μ' ένα οπλισμένο μέλος του κολομβιανού καρτέλ ναρκωτικών, μια βίαιη και μοχθηρή φιγούρα που στόχος της ήταν να ξεμοναχιάζει παιδιά στις παιδικές χαρές και να τους βάζει με το ζόρι ηρωίνη στις φλέβες. Αλλά να που τώρα αντέδρασε με δάκρυα και αναφιλητά, με ερωτήσεις γεμάτες ανησυχία για το αν πληγώθηκε, για τις προοπτικές του, και πάλι μ' αναφιλητά. «Αυτό είναι που φοβόμουν, που με βασάνιζε διαρκώς», είπε η Σαμπρίνα. «Ήξερα πως θα συνέβαινε, ήταν αναπόφευκτο να συμβεί, και να το -και την επόμενη φορά μπορεί η κατάληξη να μην είναι τόσο καλή. Την επόμενη φορά μπορεί να πέσει ο Ντάστι απ' τη στέγη και να σπάσει το λαιμό του, να μείνει παράλυτος για όλη του τη ζωή ή να πεθάνει. Και ύστερα τι; Σε ικέτεψα να μην παντρευτείς μπογιατζή, να βρεις κάποιον με μεγαλύτερες φιλοδοξίες, κάποιον που θα έχει ένα ωραίο γραφείο, που θα κάθεται στο γραφείο του και δε θα πέφτει όλη την ώρα απ' τις στέγες, που δε θα 'χει καν την ευκαιρία να γκρεμιστεί από μια στέγη». «Μαμά...» «Ζούσα μ' αυτή την έγνοια όλη μου τη ζωή, με τον πατέρα σου. Τον πατέρα σου και τη φωτιά. Πάντα φωτιές, κτίρια που καίγονταν, πράγματα που τινάζονταν στον αέρα, που μπορεί να γκρεμίζονταν πάνω του. Όλη μου τη ζωή, από τότε που τον παντρεύτηκα, έτρεμα κάθε φορά που έφευγε για τη δουλειά, με κυρίευε ο πανικός κάθε φορά που άκουγα σειρήνες, δεν μπορούσα να δω ειδήσεις στην τηλεόραση γιατί, όποτε έδειχναν κάποιο έκτακτο ρεπορτάζ για μια μεγάλη πυρκαγιά, σκεφτόμουν πως μπορεί να ήταν κι εκείνος εκεί. Και είχε πληγωθεί, πάμπολλες φορές. Και μπορεί ο καρκίνος του να είχε κάποια σχέση με το ότι ανάσαινε τόσο καπνό στις φωτιές. Όλες αυτές οι τοξίνες στον αέρα, σε μια μεγάλη πυρκαγιά. Και τώρα για σένα είναι οι στέγες, όπως ήταν για μένα οι φωτιές. Στέγες και σκάλες, κινδυνεύει καθημερινά να τσακιστεί κι εσύ δε θα βρεις ποτέ λίγη γαλήνη». Αυτός ο εναγώνιος, ειλικρινής λόγος έκανε τη Μάρτι να σαστίσει, να μείνει άναυδη. Στην άλλη άκρη της γραμμής, η Σαμπρίνα έκλαιγε. Νιώθοντας προφανώς πως ήταν μια στιγμή με ιδιαίτερη

βαρύτητα ανάμεσα στη μητέρα και, την κόρη και υποθέτοντας πως θα είχε αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, ο Ντάστι έστρεψε το βλέμμα του απ' την κυκλοφορία και ψιθύρισε: «Τι τρέχει;» Τελικά η Μάρτι είπε: «Μαμά, δεν έχεις ξαναπεί κουβέντα για όλα αυτά. Δεν...» «Η γυναίκα ενός πυροσβέστη δε μιλά γι' αυτό, δεν του γκρινιάζει ούτε ανησυχεί μεγαλόφωνα», είπε η Σαμπρίνα. «Ποτέ, ούτε μια φορά, γιατί, αν μιλήσεις γι' αυτό, τότε είναι που συμβαίνει. Η γυναίκα ενός πυροσβέστη πρέπει να είναι δυνατή, να είναι θετική, να τον στηρίζει, να καταπίνει το φόβο της και να χαμογελά. Όμως μες στην καρδιά της υπάρχει πάντα αυτός ο φόβος, και τώρα εσύ πήγες και παντρεύτηκες κάποιον που είναι όλη την ώρα ανεβασμένος σε σκάλες και πηγαινοέρχεται στις στέγες και γκρεμίζεται, ενώ θα μπορούσες να 'χεις βρει κάποιον που θα δούλευε σ' ένα γραφείο και το χειρότερο που θα μπορούσε να πάθει θα ήταν να πέσει απ' την καρέκλα του». «Η ουσία είναι πως τον αγαπώ, μαμά». «Το ξέρω πως τον αγαπάς, καλή μου», είπε με λυγμούς η μητέρα της. «Απλώς είναι τρομερό». «Γι' αυτό δεν έχεις πάψει να εναντιώνεσαι ούτε στιγμή στο γάμο μου με τον Ντάστι;» «Δεν εναντιώνομαι, καλή μου. Εγώ θέλω το καλό σου». «Πάντως αυτή την εντύπωση μου είχες δώσεις. Μαμά... μπορώ να συμπεράνω απ' αυτό πως είναι δυνατόν, λιγάκι έστω, να, τόσο δα, να συμπαθείς τον Ντάστι;» Ο Ντάστι ξαφνιάστηκε τόσο πολύ ακούγοντας αυτή την ερώτηση, που τα χέρια του γλίστρησαν απ' το τιμόνι και το Σάτερν παραλίγο ν' αλλάξει λωρίδα. «Είναι γλυκό αγόρι», είπε η Σαμπρίνα σαν να ήταν ακόμη στο γυμνάσιο η Μάρτι και να έβγαινε με εφήβους. «Είναι πολύ γλυκός, ξύπνιος, ευγενικός και ξέρω γιατί τον αγαπάς. Κάποια μέρα, όμως, θα γκρεμιστεί από μια στέγη και θα σκοτωθεί κι αυτό θα σου καταστρέψει τη ζωή. Δε θα το ξεπεράσεις ποτέ. Η καρδιά σου θα πεθάνει μαζί του». «Γιατί δεν το είπες απλώς, πριν από τόσο καιρό, παρά μόνο γκρίνιαζες για οτιδήποτε έκανε ο Ντάστι;» «Δεν γκρίνιαζα, καλή μου. Προσπαθούσα να σου δείξω την ανησυχία μου. Δεν μπορούσα να σου πω, ευθέως, ότι μπορεί να 'πεφτε από κάποια στέγη. Ποτέ, γιατί, όταν το λες, τότε είναι που συμβαίνει. Και να που τώρα το συζητά-

με! Τώρα θα γκρεμιστεί από κάποια στέγη και το λάθος θα είναι δικό μου». «Μαμά, αυτό είναι παράλογο. Δεν πρόκειται να συμβεί». «Συνέβη ήδη», είπε η Σαμπρίνα. «Και τώρα θα ξανασυμβεί. Πυροσβέστες και φωτιές. Μπογιατζήδες και στέγες». Κρατώντας το τηλέφωνο προς το μέρος του Ντάστι, για να μπορεί η μητέρα της ν' ακούει και τους δυο, η Μάρτι τον ρώτησε: «Πόσους μπογιατζήδες γνωρίζεις, που είτε έχουν δουλέψει για σένα είτε όχι;» «Πενήντα; Εξήντα; Δεν ξέρω. Τουλάχιστον τόσους». «Και πόσοι έχουν πέσει από κάποια στέγη;» «Εκτός από μένα και τον Σκιτ;» «Εκτός από σένα και,τον Σκιτ». «Ένας. Έσπασε το πόδι του». Ξαναβάζοντας το ακουστικό στο αυτί της, η Μάρτι είπε: «Τ' άκουσες αυτό, μαμά; Ένας. Έσπασε το πόδι του». «Ένας που ξέρει εκείνος», είπε η Σαμπρίνα. «Ένας, κι αυτός είναι ο επόμενος». «Έπεσε ήδη από μια στέγη. Οι πιθανότητες να πέσει οποιοσδήποτε μπογιατζής από μια στέγη δυο φορές στη ζωή του πρέπει να είναι μία στο εκατομμύριο». «Η πρώτη του πτώση δε μετρά», είπε η Σαμπρίνα. «Προσπαθούσε να σώσει τον αδερφό του. Δεν ήταν ατύχημα. Το ατύχημα δε συνέβη ακόμη». «Μαμά, σ' αγαπώ αφάνταστα, αλλά είσαι λιγάκι τρελή». «Το ξέρω, καλή μου. Τόσα χρόνια ανησυχία. Κι εσύ θα καταλήξεις να γίνεις λιγάκι τρελή». «Θα 'μαστέ απασχολημένοι τις επόμενες δυο μέρες, μαμά. Κοίτα μην τρελαθείς απ' την αγωνία αν δεν απαντήσω αμέσως σ' ένα απ' τα τηλεφωνήματά σου, εντάξει; Δεν πρόκειται να πέσουμε από καμιά στέγη». «Δώσε μου τον Ντάστι να του μιλήσω». Η Μάρτι του έδωσε το τηλέφωνο. Εκείνος φάνηκε να διστάζει, αλλά το πήρε. «Γεια σου, Σαμπρίνα. Ναι. Ε, ξέρεις. Ναι. Βέβαια. Όχι, δεν πρόκειται. Όχι. Σ' το υπόσχομαι. Έτσι είναι, σωστά; Ε; Α, όχι, ποτέ δεν το πήρα στα σοβαρά. Μη στενοχωριέσαι. Ναι, κι εγώ σ' αγαπώ, Σαμπρίνα. Πώς; Βέβαια. Μαμά. Κι εγώ σ' αγαπώ, μαμά». Ξανάδωσε το τηλέφωνο στη Μάρτι κι εκείνη το έκλεισε. Για λίγο απέμειναν βουβοί και ύστερα η Μάρτι είπε:

«Ποιος θα το φανταζόταν -μια επανασύνδεση μητέρας-παιδιού μέσα σ' αυτό το χάος». Είναι παράξενο πώς φυτρώνει η ελπίδα εκεί που το περιμένεις λιγότερο, σαν λουλούδι στον ερημότοπο. «Της είπες ψέματα, γλυκιά μου», είπε ο Ντάστι. Η Μάρτι ήξερε πως δεν εννοούσε ο Ντάστι το ψέμα της για το πότε πήδηξε ο Σκιτ και το πότε μπήκε στο νοσοκομείο, ούτε το ότι δεν της είπε για τη Σούζαν και για όλα τα υπόλοιπα. Νεύοντας, είπε: «Ναι, της είπα πως δεν πρόκειται να πέσουμε από καμιά στέγη -και, διάβολε, αργά ή γρήγορα θα γκρεμιστούμε όλοι». «Εκτός κι αν είμαστε οι πρώτοι που θα ζήσουμε για πάντα». «Αν είμαστε, τότε πρέπει να πάρουμε λιγάκι πιο σοβαρά το θέμα της σύνταξής μας». Η Μάρτι έτρεμε μήπως τον έχανε. Σαν τη μητέρα της, δεν μπορούσε να μιλήσει για το φόβο της, μήπως κι αυτό που την τρόμαζε γινόταν αληθινό. Το Νέο Μεξικό ήταν η Πολιτεία όπου τα υψίπεδα συναντούσαν τα Βραχώδη Όρη, στην κορυφή των νοτιοδυτικών περιοχών της Αμερικής, και η Σάντα Φε ήταν χτισμένη σε μεγάλο υψόμετρο, σχεδόν δυόμισι χιλιάδες μέτρα πάνω από τη θάλασσα: μεγάλο ύψος για να γκρεμιστεί κανείς.

Στην κασέτα του τηλεφωνητή που έγραφε ΣΟΥΖΑΝ, μονάχα ένα από τα πέντε μηνύματα ήταν σημαντικό· ο γιατρός, ακούγοντάς το, ξανάνιωσε την καρδιά του να χτυπά ταχύτερα. Άλλος ένας μπαλαντέρ. Όταν άκουσε τα δυο μηνύματα από τη μητέρα της Μάρτι, ύστερα απ' αυτό της Σούζαν που τον τάραξε τόσο, έσβησε την κασέτα. Μόλις σβήστηκε, την έβγαλε απ' τον τηλεφωνητή, την έριξε κάτω και την πάτησε μέχρι να θρυμματιστεί. Μέσα απ' τα κομμάτια, έβγαλε τη στενή μαγνητική ταινία και τα δυο μικροσκοπικά καρούλια. Δεν γέμιζαν καν τη χούφτα του: τόσος κίνδυνος συμπιεσμένος σ' ένα τόσο μικρό αντικείμενο. Κάτω, στο καθιστικό, ο Άριμαν άνοιξε τον καπνοφράκτη στην καμινάδα του τζακιού κι έβαλε την ταινία και τα

δυο πλαστικά καροΰλια πάνω σ' ένα από τα κεραμικά κούτσουρα. Απ' το σακάκι του, έβγαλε ένα λεπτό, κομψό και άψογα κατασκευασμένο αναπτήρα Καρτιέ. Είχε έναν αναπτήρα πάνω του από τότε που ήταν έντεκα χρονών, πρώτα κάποιον που είχε κλέψει απ' τον πατέρα του και ύστερα, κάμποσα χρόνια μετά, αυτό εδώ το καλύτερο μοντέλο. Ο γιατρός δεν κάπνιζε, όμως υπήρχε πάντα η πιθανότητα να θελήσει να κάψει κάποιον. 'Οταν ήταν δεκατριών, και ήδη στο πρώτο του έτος στο πανεπιστήμιο, έβαλε φωτιά στη μητέρα του. Αν δεν είχε αναπτήρα στην τσέπη του όταν τον χρειάστηκε, η ζωή του μπορεί να άλλαζε προς το χειρότερο εκείνη την απαίσια μέρα πριν από τριάντα πέντε χρόνια. Αν και η μητέρα του υποτίθεται πως έκανε σκι -βρίσκονταν στο εξοχικό τους, στο Βέιλ, για τις διακοπές των Χριστουγέννων-, τον έπιασε πάνω που ετοιμαζόταν να κάνει μια τομή σε μια ζωντανή γάτα. Μόλις την είχε ναρκώσει με χλωροφόρμιο που είχε παρασκευάσει από κοινά οικιακά καθαριστικά υγρά, της είχε στερεώσει με ταινία τα πόδια στο μουσαμά που θα χρησίμευε για χειρουργικό τραπέζι, της είχε κλείσει το στόμα, επίσης με ταινία, για να μην ακουστούν οι κραυγές της όταν θα ξυπνούσε και είχε αραδιάσει το σετ των χειρουργικών εργαλείων που είχε προμηθευτεί από την εταιρεία ιατρικού εξοπλισμού που έκανε εκπτώσεις στους φοιτητές ιατρικής. Και ύστερα... γεια σου, μαμά. Συχνά έκανε μήνες ολόκληρους να τη δει, όταν γύριζε κάποια ταινία ή όταν πήγαινε σ' ένα απ' αυτά τα αναίμακτα φωτογραφικά σαφάρι που τόσο της άρεσαν, τώρα όμως είχε νιώσει ξάφνου τύψεις που θα τον άφηνε μόνο για να πάει για σκι με τις φιλενάδες της και αποφάσισε να περάσουν μαζί το απόγευμα κάνοντας κάτι βαρετό που υποτίθεται πως θα τους έφερνε πιο κοντά. Και είχε διαλέξει αυτή τη στιγμή. Είδε πως η μητέρα του κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί στο κουτάβι της εξαδέλφης του της Χέδερ την Ημέρα των Ευχαριστιών και ίσως να διαισθάνθηκε την αλήθεια πίσω από την εξαφάνιση του τετράχρονου γιου του διαχειριστή του κτήματος τους πριν από ένα χρόνο. Η μητέρα του ήταν τρομερά εγωίστρια, μια κλασική τριαντάρα ηθοποιός που έβαζε σε κορνίζες τις φωτογραφίες της από τα εξώφυλλα

των περιοδικών και στόλιζε μ' αυτές την κρεβατοκάμαρα της, όμως ανόητη δεν ήταν. Εύστροφος όπως πάντα, ο νεαρός Άριμαν τράβηξε το πώμα από το μπουκάλι με το χλωροφόρμιο και πιτσίλισε το λαμπερό πρόσωπο της. Αυτό του έδωσε το χρόνο που χρειαζόταν για να ελευθερώσει τη γάτα, να μαζέψει το μουσαμά και τα χειρουργικά εργαλεία, να σβήσει τις λυχνίες στο φούρνο, ν' ανοίξει το γκάζι, να βάλει φωτιά στη μητέρα του ενώ ήταν ακόμη αναίσθητη, ν' αρπάξει τη γάτα και να το βάλει στα πόδια. Η έκρηξη ταρακούνησε το Βέιλ κι αντήχησε σαν βροντή στα χιονισμένα βουνά, προκαλώντας μερικές χιονοστιβάδες, πολΰ μικρές όμως για να 'ναι διασκεδαστικές. Το σαλέ, που ήταν φτιαγμένο από ξύλο σεκόγιας και είχε δέκα δωμάτια, θρυμματίστηκε και κάηκε ολοσχερώς. Όταν οι πυροσβέστες βρήκαν τον νεαρό Άριμαν να κάθεται στο χιόνι, τριάντα μέτρα απ' τη φωτιά, σφίγγοντας τη γάτα που είχε σώσει από την έκρηξη, ο μικρός ήταν τόσο κλονισμένος, που αρχικά δεν μπορούσε να μιλήσει, και ήταν πολύ σαστισμένος ακόμη και για να κλάψει. «Έσωσα τη γάτα», τους είπε τελικά, με φωνή τόσο τσακισμένη, που χρόνια αργότερα εξακολουθούσε ν' αντηχεί βασανιστική στα αυτιά τους, «όμως δεν μπόρεσα να σώσω τη μαμά μου. Δεν μπόρεσα να σώσω τη μαμά μου». Αργότερα αναγνώρισαν το κουφάρι της μητέρας του από τα δόντια της. Η μικρή σορός, όταν αποτεφρώθηκε, δεν γέμισε καν τη μισή τεφροδόχο. (Το ήξερε ο Άριμαν- το έλεγξε ο ίδιος.) Στην κηδεία της είχε έρθει η αφρόκρεμα του Χόλιγουντ, κι αυτό το θορυβώδες τιμητικό άγημα στις κηδείες των διασήμων -τα ελικόπτερα των μέσων μαζικής ενημέρωσης- έκανε κύκλους από πάνω. Θα ήθελε να ξαναδεί τη μητέρα του να πρωταγωνιστεί σε μια καινούρια ταινία, γιατί ήταν έξυπνη στην επιλογή των σεναρίων και συνήθως έπαιζε σε καλά φιλμ, όμως η ίδια δεν του έλειψε, όπως ήξερε ο Άριμαν πως ούτε εκείνος θα της έλειπε σε περίπτωση που αντιστρέφονταν οι μοίρες τους. Η μητέρα του αγαπούσε τα ζώα κι ήταν ταγμένη στην προστασία τους- απλώς τα παιδιά δεν την άγγιζαν τόσο βαθιά όσο οτιδήποτε είχε τέσσερα πόδια. Στη μεγάλη οθόνη, έκανε την καρδιά σου να σκιρτά, να γεμίζει από χαρά ή απόγνωση, αλλά δεν είχε το ίδιο ταλέντο στην αληθινή ζωή. Δυο τρομερές φωτιές, που απείχαν μεταξύ τους δεκαπέ-

ντε χρόνια, άφησαν ορφανό το γιατρό (αν εξαιρούσε κανείς τα δηλητηριασμένα αμυγδαλωτά): η πρώτη ήταν ένα φοβερό ατύχημα, το οποίο πλήρωσε ακριβά ο κατασκευαστής του φούρνου γκαζιού, και η δεύτερη έργο του μεθυσμένου, τρελαμένου από τον πόθο, δολοφόνου τεχνίτη, του Ερλ Βέντνορ, που πέθανε τελικά στη φυλακή πριν από δύο χρόνια, μαχαιρωμένος από έναν άλλο τρόφιμο στη διάρκεια ενός καβγά. Τώρα, καθώς άναβε ο Άριμαν τον παλιομοδίτικο αναπτήρα, με τσακμάκι, κι έβαζε φωτιά στην ταινία του αυτόματου τηλεφωνητή, στο τζάκι, συλλογιζόταν τον κεντρικό ρόλο που έπαιζε η φωτιά και στη δική του ζωή και στης Μάρτι, καθώς ο πατέρας της ήταν ο πιο παρασημοφορημένος πυροσβέστης στην ιστορία της Πολιτείας. Να κάτι ακόμη που είχαν κοινό. Κρίμα. Ύστερα από τις τελευταίες εξελίξεις, μάλλον δεν θα κατόρθωνε ν' αφήσει τη σχέση τους να εξελιχθεί. Περίμενε με τόση ανυπομονησία την ημέρα που αυτός κι εκείνη η πανέμορφη γυναίκα, που τόσο αγαπούσε τα παιχνίδια, θα σήμαιναν κάτι ξεχωριστό ο ένας για τον άλλο. Αν κατόρθωνε να την εντοπίσει, μαζί με το σύζυγο της, θα μπορούσε να τους ενεργοποιήσει, να τους οδηγήσει στο παρεκκλήσι του νου τους και να βρει τι άλλο είχαν μάθει γι' αυτόν και σε ποιον μπορεί να το είχαν πει. Το πιθανότερο ήταν να μπορούσε η ζημιά να διορθωθεί και το παιχνίδι να συνεχιστεί κανονικά ως το τέλος. Είχε τον αριθμό του κινητού τους τηλεφώνου, όμως το ήξεραν ότι τον είχε κι ήταν απίθανο να απαντήσουν στην τωρινή παρανοϊκή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Και δεν μπορούσε να τους ενεργοποιήσει παρά μόνο έναν έναν αλλά, αν ενεργοποιούσε μόνο τον έναν, ο άλλος θα λάμβανε τα μέτρα του. Πολύ ριψοκίνδυνο. Το ζήτημα ήταν να τους βρει. Ήταν κυνηγημένοι, σε εγρήγορση, και θα κρύβονταν μέχρι να επιβιβαστούν στην πρωινή τους πτήση για το Νέο Μεξικό. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους ζυγώσει στο αεροδρόμιο, στην πύλη επιβίβασης. Ακόμη κι αν δεν το έβαζαν στα πόδια, δεν θα μπορούσε να τους ενεργοποιήσει, να τους ανακρίνει και να τους προστάξει μες στον κόσμο. Μόλις θα έφταναν στο Νέο Μεξικό, δεν θα είχαν καμιά ελπίδα. Όταν άρχισε η ταινία να καίγεται, βγάζοντας μια απαί-

σια μυρωδιά, ο γιατρός άνοιξε το γκάζι στο τζάκι. Ύστερα από δυο λεπτά, δεν είχε απομείνει τίποτε από την ταινία, πέρα από ένα κολλώδες υπόλειμμα πάνω στα κεραμικά κούτσουρα. Η διάθεση του γιατρού ήταν άσχημη, αλλά το βασικότερο συστατικό της δεν ήταν η θλίψη. Όλη η διασκέδαση είχε εξανεμιστεί απ' αυτό το παιχνίδι. Είχε επενδύσει τόσο κόπο, τόση σκέψη, τώρα όμως το τέλος του δεν θα παιζόταν στις ακρογιαλιές του Μάλιμπου, όπως το είχε σχεδιάσει. 'Ηθελε να κάψει το σπίτι. Το μίσος δεν ήταν το μοναδικό του κίνητρο, ούτε η απέχθειά του για το διάκοσμο. Αν δεν ξόδευε σχεδόν όλη τη μέρα ψάχνοντας το σπίτι σπιθαμή προς σπιθαμή, δεν μπορούσε να είναι βέβαιος πως η κασέτα με τις κατηγορίες της Σούζαν ήταν το μοναδικό στοιχείο εναντίον του που είχαν στα χέρια τους η Μάρτι κι ο Ντάστι. Δεν είχε μια ολόκληρη μέρα για χάσιμο, και το να κάψει το σπίτι ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος για να προστατευτεί. Το μήνυμα της Σούζαν δεν αρκούσε, ομολογουμένως, για να καταδικαστεί ο γιατρός, δεν αρκούσε καν για να παραπεμφθεί σε δίκη. Ήταν άνθρωπος, όμως, που δεν άφηνε ποτέ κάτι στην τύχη. Το να κάψει ο ίδιος το σπίτι ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Μόλις θα άναβε τη φωτιά, μπορεί να τον έβλεπε κάποιος να φεύγει -και να τον αναγνώριζε κάποια μέρα στο δικαστήριο. Έκλεισε το γκάζι στο τζάκι. Φεύγοντας, έσβησε τα φώτα σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Στην πίσω βεράντα έβαλε το κλειδί του κάτω απ' το χαλάκι της πόρτας, όπου θα είχε εντολές να το ψάξει ο επόμενος επισκέπτης. Προτού χαράξει, θα έκαιγε το σπίτι, αλλά μέσω αντιπροσώπου. Είχε έναν υποψήφιο, προγραμματισμένο και εύκολα προσβάσιμο απ' το τηλέφωνο, που θα διέπραττε αυτό τον εμπρησμό όταν θα τον πρόσταζε, ενώ δεν θα θυμόταν ποτέ, στη συνέχεια, ότι είχε κάνει κάτι τέτοιο. Ο αέρας εξακολουθούσε να λυσσομανά. Στο δρόμο για το αυτοκίνητο του, που ήταν σταθμευμένο τρία τετράγωνα παρακάτω, ο γιατρός προσπάθησε να συνθέσει ένα χαϊκού για τον άνεμο, όμως χωρίς επιτυχία. Περνώντας μπροστά απ' το γραφικό βικτοριανό σπιτάκι

των Ρόουντς, το φαντάστηκε φλεγόμενο κι έστυψε το μυαλό του για να συνθέσει ένα χαϊκού για τη φωτιά τώρα, όμως για άλλη μια φορά δεν τα κατάφερε. Αυτό που του ήρθε στο νου ήταν οι στίχοι που συνέθεσε τόσο αβίαστα όταν, μπαίνοντας στο γραφείο της Μάρτι, αντίκρισε τη δουλειά της στοιβαγμένη στον πάγκο. Γαλανομάτα πολυάσχολη. Με τους Χόμπιτ παιχνίδια να κλώθεις. Το θάνατο σου, στο Μόρντορ, τον νιώθεις; Το διασκεύασε για να ταιριάζει στις πρόσφατες εξελίξεις: Γαλανομάτα πολυάσχολη. Σαν ντετέκτιβ παιχνίδια να κλώθεις. Στη Σάντε Φε, το θάνατο σου τον νιώθεις;

ΙνίΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΛΙΑ στο Σαν Κουέντιν, πολΰ διαφορετικό από το μουντό γκρίζο εσωτερικό μιας φυλακής, το δωμάτιο του ξενοδοχείου, γεμάτο χρώματα και σχέδια σε υπερβολικό βαθμό, έδινε παρ' όλα αυτά την εντύπωση κελιοΰ. Στο μπάνιο, η μπανιέρα θΰμισε στη Μάρτι τη Σοΰζαν να μουλιάζει μέσα στο πορφυρό νερό, αν και δεν είχε αντικρίσει η ίδια τη νεκρή της φίλη. Όλα τα παράθυρα ήταν μονίμως σφραγισμένα κι ο ζεστός αέρας που κυκλοφορούσε μέσα, ακόμη και με το θερμοστάτη ρυθμισμένο στη χαμηλότερη θερμοκρασία, ήταν αποπνιχτικός. Ένιωθε απομονωμένη, κυνηγημένη, σχεδόν παγιδευμένη. Η αυτοφοβία, ανεπαίσθητη από τις εννιά η ώρα, έμοιαζε έτοιμη να μετατραπεί σε οξεία κλειστοφοβία. Δράση. Η δράση, βασισμένη στην ευφυΐα και την ηθική, ήταν η λΰση στα περισσότερα προβλήματα. Αυτό ήταν γραμμένο στην πρώτη σελίδα της φιλοσοφίας του Γελαστοΰ Μπομπ. Και δρούσαν, αν και μονάχα ο χρόνος θα έδειχνε πόση ευφυΐα υπήρχε στις ενέργειές τους. Πρώτα απ' όλα μελέτησαν το φάκελο του Ρόι Κλόστερμαν για τον Μαρκ Άριμαν, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις πληροφορίες που σχετίζονταν με τους φόνους των Παστόρε και την υπόθεση του νηπιαγωγείου στο Νέο Μεξικό. Από τις φωτοτυπίες των άρθρων των εφημερίδων, έκαναν έναν κατάλογο με τα ονόματα αυτών που υπέφεραν και των οποίων τα βάσανα μπορεί να έκρυβαν ενδείξεις και να οδηγούσαν σε καταδικαστικές μαρτυρίες. Τελειώνοντας με το φάκελο του Κλόστερμαν, ο Ντάστι οδήγησε με το όνομα Ρέιμοντ Σο και το χαϊκοΰ με τα φύλλα τη Μάρτι πίσω στο παρεκκλήσι του νου της -αν και πρώτα

ορκίστηκε μεγαλόφωνα ν' αφήσει το χαρακτήρα της και τα ελαττώματα της ολότελα ανέπαφα, πράγμα που της φάνηκε διασκεδαστικό και συγκινητικό. Όπως και με τον Σκιτ, την πρόσταξε προσεκτικά να ξεχάσει οτιδήποτε της είχε πει ως τότε ο Ρέιμοντ Σο, να ξεχάσει όλες τις εικόνες θανάτου που είχε εμφυτεύσει ο Σο στο μυαλό της, να ελευθερωθεί από το πρόγραμμα ελέγχου που είχε εγκαταστήσει μέσα της ο Σο και να λυτρωθεί για πάντα από την αυτοφοβία της. Στο επίπεδο της συνείδησης, η Μάρτι δεν άκουσε τίποτε απ' όσα της είπε και αργότερα δεν θυμόταν το παραμικρό απ' αυτά που είχαν συμβεί από τη στιγμή που είπε ο Ντάστι το όνομα Ρέιμοντ Σο, μέχρι που... Χτύπημα δαχτύλων, και η Μάρτι ξύπνησε νιώθοντας ελεύθερη και καθαρή όπως δεν είχε νιώσει εδώ και δυο μέρες. Η παλιά της φίλη, η ελπίδα, την πλημμύρισε ξανά. Όταν της είπε ο Ντάστι το όνομα Ρέιμοντ Σο, η Μάρτι δεν αντέδρασε. Με τη σειρά της, η Μάρτι ελευθέρωσε τον Ντάστι αφού μπήκε στο μυαλό του με το όνομα Βαϊόλα Νάρβιλι και το χαϊκού με τον ερωδιό. Ύστερα, μ' ένα χτύπημα των δαχτύλων της, ο Ντάστι συνήλθε. Η Μάρτι κοίταζε τα όμορφα μάτια του όταν καθάρισαν από την ύπνωση και συνειδητοποίησε την τρομερή ευθύνη που πρέπει να ένιωθε εκείνος όταν μπήκε μες στο μυαλό του Σκιτ και τον πρόσταξε. Πόσο φριχτό, πόσο τρομακτικό ήταν να έχει τον άντρα της τόσο ευάλωτο μπροστά της, με τα βαθύτερα μέρη του νου του εκτεθειμένα σ' αυτή, για να τα αναδιαμορφώσει όπως θα ήθελε' και πόσο τρομερό επίσης, και ταπεινωτικό, ήταν να του εκθέσει τον.βαθύτερο εαυτό της, να είναι τόσο γυμνή και ανίσχυρη, δίχως άλλη άμυνα πέρα από την απόλυτη εμπιστοσύνη. Όταν του είπε δοκιμαστικά το όνομα Βαϊόλα Νάρβιλι, εκείνος δεν αντέδρασε. «Ελεύθερος», είπε ο Ντάστι. «Ακόμη καλύτερα», είπε, «όταν θα σου λέω από δω και πέρα να βγάλεις τα σκουπίδια, θα είσαι υπάκουος σαν σκύλος». Το γέλιο του ήταν υπερβολικό σε σχέση με το αστείο. Σαν δήλωση της ανεξαρτησίας της, η Μάρτι έριξε τα Βάλιουμ στη λεκάνη της τουαλέτας.

* * *

Έχοντας καλή διάθεση όταν έφυγε απ' το σπίτι του νωρίτερα εκείνο το βράδυ, ο γιατρός είχε πάρει την κερασιά Φεράρι Τεσταρόσα του, που ήταν χαμηλή και γρήγορη σαν σαύρα, αλλά υπερβολικά φανταχτερή για να ταιριάζει με την τωρινή του διάθεση. Η Μερσέντες του θα ήταν επίσης λαθεμένη επιλογή, αφού παραήταν επιβλητική και επίσημη για κάποιον που δεν σκεφτόταν παρά μόνο πώς θα εκτονωνόταν κόβοντας κανένα λαρύγγι. Έ ν α παλιό αυτοκίνητο από τη συλλογή του θα ταίριαζε καλύτερα: ειδικά η μαύρη Μπιούικ Ριβιέρα του '63 που, με την κομμένη οροφή, την οδοντωτή μάσκα, τα ελλειπτικά βαθουλώματα στο καπό, τον καγκελωτό πίσω προφυλακτήρα και τις υπόλοιπες κατά παραγγελία λεπτομέρειές της, έμοιαζε με σατανικό αμάξι από κάποια ταινία, που θα αναλάμβανε μόνο του κάποιες φονικές αποστολές· ένα αμάξι δαιμονισμένο και ακατάβλητο. Σταμάτησε σ' ένα παντοπωλείο για να τηλεφωνήσει, γιατί δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει ούτε το κινητό του τηλέφωνο ούτε του σπιτιού του. Αυτός ο τόπος της θαυμαστής καινούριας χιλιετίας ήταν ένα γιγάντιο εξομολογητήριο, με τους ιερείς της κοσμικής εκκλησίας να παρακολουθούν αθέατοι, με ηλεκτρονικά μέσα, κάθε συνδιάλεξη. Μια φορά το μήνα ο γιατρός έλεγχε τα τηλέφωνα στο σπίτι, στα γραφεία και στα αυτοκίνητά του για συσκευές παρακολούθησης, και μάλιστα το έκανε ο ίδιος, με εξοπλισμό που είχε αγοράσει πληρώνοντας με μετρητά, γιατί δεν εμπιστευόταν καμία από τις εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας που πρόσφεραν τέτοιες υπηρεσίες. Έ ν α τηλέφωνο, όμως, μπορούσε να παρακολουθείται κι από ένα άλλο σημείο της γραμμής, επομένως τα ενοχοποιητικά τηλεφωνήματα έπρεπε να γίνονται από συσκευές που δεν ήταν καταχωρισμένες στο όνομά του. Το τηλέφωνο με κερματοδέκτη έξω απ' το παντοπωλείο ήταν στερεωμένο στον τοίχο. Ο άνεμος θα σκέπαζε τη φωνή του αν τον παρακολουθούσε κάποιος μ' ένα ευαίσθητο μικρόφωνο, αν και ήταν βέβαιος πως δεν τον ακολούθησε κανείς. Αν χρησιμοποιούνταν αυτό το τηλέφωνο από εμπόρους ναρκωτικών, μπορεί να ήταν παγιδευμένο και να ηχογραφούνταν όλες οι συνδιαλέξεις, οπότε υπήρχε μια πιθανότητα το τηλεφώνημα του Άριμαν να αποτελούσε ένοχο-

ποιητικό στοιχείο στο δικαστήριο, όμως αυτό ήταν ένα μηδαμινό και αναπόφευκτο ρίσκο. Αν και μπορούσε να βασίζεται στους υψηλά ιστάμενους φίλους του, πως θα φρόντιζαν να αθωωθεί για οποιοδήποτε έγκλημα κι αν τον κατηγορούσαν, παρ' όλ' αυτά πρόσεχε. Για την ακρίβεια, η πιθανότητα να τον παρακολουθούν αυτοί οι φίλοι ήταν που τον έκανε να ελέγχει το σπίτι του κάθε μήνα για συσκευές παρακολούθησης, και ανησυχούσε λιγότερο για την αστυνομία και περισσότερο για το ενδεχόμενο να μάθουν εκείνοι κάτι σχετικά με τα ιδιωτικά του παιχνίδια. Ο ίδιος ο γιατρός θα είχε προδώσει δίχως δισταγμό κάποιον φίλο αν αυτό τον συνέφερε αρκετά, κι έτσι φανταζόταν πως οποιοσδήποτε φίλος του θα έκανε το ίδιο. Κάλεσε έναν αριθμό, έβαλε μερικά κέρματα στο τηλέφωνο, σκέπασε με το χέρι του το ακουστικό για να μην ακούγεται το ουρλιαχτό του ανέμου και, όταν του απάντησαν στο τρίτο κουδούνισμα, είπε, «Εντ Μάβολε», που ήταν το όνομα ενός χαρακτήρα στον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία. «Ακούω». Ο γιατρός τού απήγγειλε το προσωπικό του χαϊκού και ύστερα είπε: «Πες μου αν είσαι ή δεν είσαι μόνος». «Είμαι μόνος». «Θέλω να πας στο σπίτι του Ντάστι και της Μάρτι στην Κορόνα Ντελ Μαρ». Κοίταξε το ρολόι του. Μεσάνυχτα, σχεδόν. «Θέλω να πας στο σπίτι τους στις τρεις το πρωί, κάπου τρεις ώρες από τώρα. Πες μου αν με καταλαβαίνεις». «Σε καταλαβαίνω». «Θα πάρεις μαζί σου είκοσι λίτρα βενζίνη κι ένα κουτί σπίρτα». «Ναι». «Να 'σαι διακριτικός. Να λάβεις όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μη σε δουν». «Ναι». «Θα μπεις απ' την πίσω πόρτα. Κάτω απ' το χαλάκι υπάρχει ένα κλειδί που άφησα για σένα». «Σ' ευχαριστώ». «Παρακαλώ». Βέβαιος πως το υποκείμενο του δεν θα είχε τις γνώσεις που απαιτούνταν για να διαπράξει έναν απολύτως επιτυχημένο εμπρησμό και θέλοντας να είναι σίγουρος πως το σπίτι θα καταστρεφόταν ολοσχερώς, ο γιατρός μαζεύτηκε για να προφυλαχτεί από τον άνεμο που λυσσομανούσε κι αφιέρω-

οε ένα πεντάλεπτο για να εξηγήσει πώς μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καλύτερα τα εύφλεκτα υγρά και υλικά που βρίσκονταν ήδη στο σπίτι, σε συνδυασμό με τη βενζίνη. Επιπλέον, διαφώτισε τον υπάκουο ακροατή του για τις τέσσερις ζωτικές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς ενός εμπρηστή.

Παρά τον κίνδυνο που διέτρεχαν, ή ίσως εξαιτίας του, παρά την οδύνη τους, ή ίσως εξαιτίας της, η Μάρτι κι ο Ντάστι έκαναν έρωτα. Το αργό, ήρεμο σμίξιμό τους ήταν εξίσου έρωτας και επιβεβαίωση: επιβεβαίωση πως ήταν ζωντανοί και επιβεβαίωση της αγάπης τους και της πίστης τους στο μέλλον. Για μερικά υπέροχα λεπτά, κανένας φόβος δεν τους βασάνιζε, κανένας δαίμονας του νου ή του κόσμου, ούτε έμοιαζε το δωμάτιο του ξενοδοχείου μικρό ή ασφυχτικό όπως πριν. Όσο διήρκεσε το απαλό, ρυθμικό σμίξιμό τους, μια ξεκάθαρη γραμμή χώριζε την πραγματικότητα απ' τη φαντασία, το γεγονός απ' το μυθιστόρημα, γιατί η πραγματικότητα ήταν μόνο τα δυο κορμιά τους και η τρυφερότητα που μοιράζονταν.

Στο σπίτι, στο γραφείο του με την ξύλινη επένδυση, ο γιατρός κάθισε στην εργονομική καρέκλα του από πετσί στρουθοκαμήλου, άγγιξε ένα από τα πολλά κουμπιά στο συρόμενο ταμπλό και παρακολούθησε τον υπολογιστή του να σηκώνεται σιγά σιγά. Ένας σιγανός βόμβος ακουγόταν από το μηχανισμό ανύψωσης. Έγραψε ένα μήνυμα, προειδοποιώντας για τα ταξιδιωτικά σχέδια της Μάρτιν και του Ντάστιν Ρόουντς, δίνοντας λεπτομερείς περιγραφές και ζητώντας, σαν προσωπική χάρη, να παρακολουθούνται από τη στιγμή που θα προσγειώνονταν στο Νέο Μεξικό. Αν η έρευνά τους απέβαινε άκαρπη, θα τους άφηναν να επιστρέψουν στην Καλιφόρνια. Αν έβρισκαν κάποιες πληροφορίες επιζήμιες για το γιατρό, προτιμούσε να τους σκοτώσουν επιτόπου, στη Γη της Μαγείας, όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι, για να τον γλιτώσουν απ' τον μπελά να τους ξεφορτωθεί όταν θα επέστρε-

φαν εδώ, στη Χρυσαφένια Πολιτεία. Αν η θανάτωση τους στο Νέο Μεξικό κρινόταν απαραίτητη, τότε θα έπρεπε πρώτα να τους πείσουν να αποκαλύψουν πού βρισκόταν ο αδερφός του κυρίου Ρόουντς, ο Σκιτ Κόλφιλντ. Καθώς ξανακοίταξε ο Άριμαν το μήνυμά του για να βεβαιωθεί πως ήταν σαφές, δεν αισιοδοξούσε να ξαναδεί ζωντανούς τον Ντάστι και τη Μάρτι, όμως ούτε ήταν ολότελα απαισιόδοξος. Ως τώρα είχαν φανεί εκπληκτικά επινοητικοί, όμως δεν μπορούσε παρά να πιστέψει πως ένας ελαιοχρωματιστής και μια σχεδιάστρια ηλεκτρονικών παιχνιδιών είχαν και κάποια όρια εν τέλει. Αν δεν αποδεικνύονταν ταλαντούχοι ντετέκτιβ, ίσως να μπορούσε ο Άριμαν, όταν θα γύριζαν στην Καλιφόρνια, να κανονίσει ένα ραντεβού μαζί τους. Θα έμπαινε στο μυαλό τους, θα τους ανέκρινε για να μάθει τι γνώριζαν για την αληθινή του φύση και θα τους επανέφερε, αφαιρώντας όλες τις αναμνήσεις που είτε θα τους εμπόδιζαν να υπακούσουν είτε θα ελάττωναν τον προγραμματισμένο θαυμασμό τους γι' αυτόν. Αν μπορούσε να γίνει αυτό, το παιχνίδι θα σωζόταν. Θα μπορούσε να ζητήσει απ' τους ανθρώπους του στο Νέο Μεξικό να τους απαγάγουν και να τους βάλουν, έναν ένα, να μιλήσουν τηλεφωνικά μαζί του, πράγμα που θα του επέτρεπε να μπει στο μυαλό τους, να τους ανακρίνει και να τους επαναφέρει εξ αποστάσεως. Δυστυχώς, όμως, αυτό θα φανέρωνε στους φίλους του το ιδιωτικό του παιχνίδι κι ο γιατρός δεν ήθελε να ξέρουν τίποτε για τις τακτικές, τα κίνητρα και τις προσωπικές του απολαύσεις. Αυτή τη στιγμή, ο γιατρός και οι συνάδελφοι του «μαριονετίστες» στο Νέο Μεξικό είχαν μια ιδανική σχέση, από την οποία ωφελούνταν όλοι. Πριν από είκοσι χρόνια, ο δόκτωρ Άριμαν είχε βρει ένα συνδυασμό φαρμάκων που έκανε το μυαλό επιδεκτικό ελέγχου, κι από τότε δεν είχε πάψει να τον βελτιώνει. Επίσης, είχε γράψει το «ευαγγέλιο» πάνω στο θέμα των τεχνικών προγραμματισμού, από το οποίο δεν είχε παρεκκλίνει κανένας ως σήμερα. Μια χούφτα άντρες -και δυο γυναίκες- μπορούσαν να πραγματοποιήσουν αυτά τα θαύματα ελέγχου του νου, όμως ο γιατρός ήταν αξεπέραστος. Ήταν ο μαριονετίστας και, όταν είχαν οι υπόλοιποι κάποια δυσκολία ή μια ιδιαίτερα λεπτή δουλειά, ζητούσαν τη βοήθειά του. Ποτέ δεν τους την είχε αρνηθεί, ποτέ δεν τους είχε χρεώσει -όμως έπαιρνε αποζημίωση για τα έξοδα

του ταξιδιού, ένα γενναιόδωρο επίδομα φαγητού ανά ημέρα κι ένα μικρό αλλά σοφά διαλεγμένο προσωπικό αντικείμενο σαν δώρο (δερμάτινα γάντια οδήγησης, μανικετόκουμπα από λαζουρίτη, ένα λαιμοδέτη χρωματισμένο με το χέρι από τα προικισμένα παιδιά ενός θιβετιανού ορφανοτροφείου) κάθε Χριστούγεννα. Τρεις τέσσερις φορές το χρόνο, ύστερα από δική τους παράκληση, πήγαινε αεροπορικώς ως το Όλμπανι ή το Λιτλ Ροκ, το Χάίαλία ή το Ντε Μόιν ή το Φολς Τσερτς, τις περισσότερες φορές σε μέρη που ειδάλλως δεν θα επισκεπτόταν ποτέ, ντυμένος έτσι που να περνά απαρατήρητος από τους ντόπιους και ταξιδεύοντας με κάποιο ψευδώνυμο, όπως Τξιμ Σάιταν, Μπιλ Σάμαελ και Τζακ Απόλιον. Εκεί, μ' ένα προσωπικό κάτω από τις διαταγές του, έκανε επιδείξεις προγραμματισμού -συνήθως με ένα ή δύο υποκείμενα- για τρεις ως πέντε ημέρες, προτού γυρίσει σπίτι του, στις ήπιες ακτές του Ειρηνικού. Σαν αποζημίωση και αναγνώριση του μοναδικού του κύρους, ο Άριμαν ήταν το μόνο μέλος της «αδελφότητας» στο οποίο επέτρεπαν οι επιτηρητές τους να χρησιμοποιεί τις ικανότητές του σε ιδιωτικά προγράμματα. Ένας από τους υπόλοιπους ψυχολόγους του προγράμματος -ένας νεαρός Γερμανοαμερικανός με γενάκι, που είχε το αταίριαστο επίθετο Φούγκερ- είχε αποπειραθεί να σφετεριστεί κι ο ίδιος αυτό το προνόμιο, όμως τον έπιασαν. Μπροστά στους υπόλοιπους προγραμματιστές, για παραδειγματισμό, ο Φούγκερ διαμελίστηκε και τα κομμάτια του ρίχτηκαν σε μια λιμνούλα γεμάτη μανιασμένους κροκόδειλους! Επειδή δεν απαγορεύονταν στο δόκτορα Άριμαν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν τον είχαν προσκαλέσει, και έτσι είχε μάθει για τον παραδειγματισμό κατόπιν εορτής. Είχε ζήσει τη ζωή του με τέτοιο τρόπο που δεν μετάνιωνε παρά μόνο για ελάχιστα πράγματα, όμως δεν έπαψε να εύχεται να είχε παρευρεθεί στη γιορτή αποχαιρετισμού του Φούγκερ. Τώρα, στο δωμάτιο με την ξύλινη επένδυση, πάνω στο γραφείο του από όνυχα, ο γιατρός πρόσθεσε δυο αράδες στο μήνυμά του, για να αναφέρει πως είχε προγραμματίσει πλήρως τον ηθοποιό, όπως του ζητήθηκε, και πως η προεδρική μύτη θα γινόταν σύντομα πρωτοσέλιδο για μια βδομάδα τουλάχιστον, μαζί με τις βαθυστόχαστες αναλύσεις από τους συνηθισμένους ειδικούς καθώς και από μερικούς κορυφαίους ρινολόγους.

Κάποιοι ενοχλητικοί, που τους είχε ανατεθεί από τον Λευκό Οίκο να ελέγξουν τις διάφορες δραστηριότητες συγκεκριμένων φιλόδοξων γραφειοκρατών στο υπουργείο Εμπορίου, αναμφίβολα θα καλούνταν να σταματήσουν μέσα σ' ένα εικοσιτετράωρο μετά την επανασυγκόλληση της προβοσκίδας του αρχηγού του κράτους και η κυβέρνηση θ' άρχιζε πάλι να ασχολείται αποκλειστικά με τα ζητήματα του λαού. Ο γιατρός, σαν καλός πολιτικός που ήταν κι ο ίδιος, πρόσθεσε μερικές προσωπικές νότες: ευχές για τα γενέθλια ενός από τους άλλους προγραμματιστές, μια ερώτηση σχετικά με την υγεία του μεγαλύτερου παιδιού του διευθυντή του προγράμματος, που είχε μια βαριά γρίπη, και θερμά συγχαρητήρια στον Κέρλι, στη συντήρηση, γιατί δέχτηκε η φιλενάδα του την πρόταση γάμου που της έκανε. Έστειλε το μήνυμα στο ινστιτούτο στη Σάντα Φε, με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, χρησιμοποιώντας ένα απόλυτα ασφαλές κρυπτογραφικό πρόγραμμα που είχε σχεδιαστεί αποκλειστικά για την αδελφότητα και το προσωπικό της. Τι μέρα. Με τα πάνω της και τα κάτω της -αλλά τι πάνω και τι κάτω! Για να φτιάξει τη διάθεσή του και να ανταμείψει τον εαυτό του που είχε παραμείνει τόσο ήρεμος και συγκεντρωμένος μπροστά σε τόσες αναποδιές, ο γιατρός πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε ένα μεγάλο παγωτό κεράσι με σόδα. Επίσης πρόσφερε στον εαυτό του ένα πιάτο με μιλανέζικα μπισκότα της Πέπεριτζ Φαρμ, που ήταν από τα αγαπημένα της μητέρας του.

Το ουρλιαχτό του αέρα έμοιαζε με τραγούδι που το έλεγαν πενθούσες νεράιδες, με κραυγές ξωτικών που στροβιλίζονταν προς τα πάνω, κάνοντας τα δέντρα να χτυπιούνται, να αναδεύονται, και σιντριβάνια από σπίθες μπλέκονταν σαν πορτοκαλιά κουρέλια μέσα στις φοινικιές και τις δάφνες. Σαν Χαλοουίν του Γενάρη, ή σαν οποιαδήποτε μέρα στην κόλαση. Κι άλλα παράθυρα του δευτέρου ορόφου εξερράγησαν. Τα θραύσματά τους έλαμπαν αντανακλώντας τις φλόγες και έπεφταν στη στέγη της μπροστινής βε-

ράντας μ' έναν ήχο που θύμιζε πλήκτρα πιάνου σε μια κακόφωνη συμφωνία καταστροφής. Πυροσβεστικά και άλλα οχήματα γέμιζαν τον στενό δρόμο, με τα φώτα τους να περιστρέφονται, να λάμπουν, και με φωνές που κροτάλιζαν σαν τις φλόγες ν' ακούγονται από τους ασυρμάτους τους. Σωλήνες, σαν δεκάδες πύθωνες, σέρνονταν στο βρεγμένο οδόστρωμα λες και τους γήτευε ο ρυθμικός ήχος των αντλιών. Η κατοικία των Ρόουντς ήταν ολότελα τυλιγμένη στις φλόγες όταν πια έφτασε το πρώτο πυροσβεστικό όχημα και, επειδή τα σπίτια σ' αυτή τη γειτονιά ήταν τόσο κοντά το ένα στ' άλλο, το πρώτο μέλημα των πυροσβεστών ήταν να βρέξουν τις στέγες των γειτόνων και τα γύρω δέντρα για να εμποδίσουν τη φωτιά να εξαπλωθεί και στις υπόλοιπες κατοικίες. Έχοντας μετά βίας αποτρέψει αυτή την καταστροφή, έστρεψαν τον εκτοξευτή του μεγαλύτερου οχήματος προς τη βικτοριανή κατοικία. Το σπίτι, με τα διακοσμητικά του κουφώματα, έδειχνε φωτεινό όπως το στεφάνωναν οι φλόγες, από κάτω, όμως, το χαρακτηριστικό για κατοικία του Σαν Φρανσίσκο ζωηρό χρώμα του είχε ήδη μαυρίσει και ξεφλουδίσει. Ο μπροστινός τοίχος έγειρε θρυμματίζοντας το τελευταίο παράθυρο. Η κεντρική στέγη βούλιαξε και η στέγη της βεράντας κατέρρευσε. Επιτέλους, όλοι οι σωλήνες ήταν στραμμένοι προς το σπίτι, όμως η φωτιά έμοιαζε να χαίρεται το νερό, να το ρουφά δίχως να σβήνει. Όταν ένα μεγάλο τμήμα της κεντρικής στέγης γκρεμίστηκε μες στο φλεγόμενο εσωτερικό, μια τρομαγμένη κραυγή ακούστηκε από τους γείτονες που είχαν μαζευτεί στην απέναντι μεριά του δρόμου. Ξαφνικά ξεχύθηκαν μάζες μαύρου καπνού και, σπρωγμένες απ' τον άνεμο, όρμησαν προς τη δύση σαν κοπάδι εφιαλτικών αλόγων.

Τη Μάρτι την κουβαλούσαν μέσα από μια μαινόμενη φωτιά -και τα δυνατά χέρια που την κρατούσαν ήταν του πατέρα της, του Ρόμπερτ Γουντχάουζ, του «Γελαστού Μπομπ». Φορούσε τη στολή του: κράνος, με τη μονάδα του και τον αριθμό τον στο σήμα μπροστά, φορεσιά με ανακλαστικές λωρίδες ασφαλείας και αλεξίπυρα γάντια. Τα καπνισμένα χαλά-

σματα έτριζαν κάτω απ' τις μπότες τον καθώς τη μετέφερε σ' ένα μέρος όπου θα ήταν ασφαλής. «Μα, μπαμπά, είσαι νεκρός», είπε η Μάρτι κι ο Γελαστός Μπομπ αποκρίθηκε: «Λοιπόν, είμαι και δεν είμαι νεκρός, δεσποινίς Μ., αλλά από πότε το να είμαι νεκρός σημαίνει πως δε θα βρίσκομαι εδώ για να σε βοηθήσω όταν με χρειάζεσαι;» Φλόγες τους κύκλωναν, άλλοτε τρεμάμενες και διάφανες και άλλοτε συμπαγείς σαν πέτρες, σαν να μην ήταν απλώς ένα μέρος αυτό που το κατέστρεφαν οι φλόγες, αλλά ένα μέρος καμωμένο από φλόγες, ένας Παρθενώνας του θεού της φωτιάς, με τεράστιους κίονες και πύρινες αψιδωτές στοές, με μωσαϊκά δάπεδα πον είχαν περίπλοκα πύρινα σχέδια και θολωτές φλόγινες οροφές, με ατέλειωτα πύρινα δωμάτια, μέσα από τα οποία περνούσαν αναζητώντας μάταια κάποια έξοδο. Όμως η Μάρτι ένιωθε ασφαλής στα χέρια του πατέρα της, όπως κρατιόταν από πάνω του, με τ' αριστερό της χέρι γύρω από τους ώμους του, ήταν σίγουρη πως αργά ή γρήγορα θα την έβγαζε απ' αυτό το μέρος -μέχρι που, κοιτάζοντας πίσω τους, είδε το διώκτη τους. Ο Φυλλάνθρωπος τους ακολουθούσε και, παρ' ότι φλεγόταν ολόκληρος, οι φλόγες δεν τον αφάνιζαν. Αντίθετα, έμοιαζε να μεγαλώνει και να δυναμώνει, γιατί η φωτιά δεν ήταν εχθρός του, ήταν η πηγή της δύναμης του. Καθώς τους ζύγωνε, τινάζοντας από πάνω του φλεγόμενα φύλλα και σύννεφα στάχτης, άπλωσε τα χέρια για να αρπάξει τον Γελαστό Μπομπ και την κόρη του, ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλά του στον καυτό αέρα μπροστά στο πρόσωπο της. Η Μάρτι άρχισε να τρέμει και να κλαίει μ' αναφιλητά από τον τρόμο, κι ας ήταν στην αγκαλιά του πατέρα της, να κλαίει ασταμάτητα. Όλο και πιο κοντά πλησίαζαν, τα σκοτεινά κενά μάτια και το πεινασμένο μαύρο στόμα, τα ακανόνιστα χείλη από φύλλα και τα φλόγινα δόντια, όλο και πιο κοντά, και τώρα άκουγε τη φθινοπωριάτικη φωνή τον Φυλλάνθρωπου, παγερή, όπως ένας αγρός γεμάτος αγκάθια κάτω από την πανσέληνο του Οκτώβρη. «Θέλω να γευτώ. Θέλω να γευτώ τα δάκρυα σου...» Ξαφνικά ξύπνησε και τινάχτηκε απ' το κρεβάτι, σε πλήρη εγρήγορση, όμως ένιωθε το πρόσωπο της καυτό σαν να την έζωνε ακόμη η φωτιά και μύριζε αμυδρά καπνό. Είχαν αφήσει ένα φως αναμμένο στο μπάνιο και την πόρτα μισάνοιχτη, για να μην είναι κατασκότεινο το στενό-

χωρο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Η Μάρτι έβλεπε αρκετά καλά για να καταλάβει πως ο αέρας ήταν καθαρός, χωρίς καπνούς. Όμως συνέχισε να 'χει στα ρουθούνια της εκείνη την αμυδρή αλλά έντονη οσμή κι άρχισε να φοβάται πως το ξενοδοχείο καιγόταν και η μυρωδιά -αν όχι ο ίδιος ο καπνός- έμπαινε κάτω από την πόρτα, απ' το διάδρομο. Ο Ντάστι κοιμόταν και η Μάρτι έκανε να τον ξυπνήσει, όταν διέκρινε έναν άντρα να στέκει μες στη σκοτεινιά, όσο πιο μακριά γινόταν από το χλομό τρίγωνο του φωτός που έμπαινε απ' το μπάνιο. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του καθαρά, όμως το σχήμα του πυροσβεστικού του κράνους δεν άφηνε περιθώριο για αμφιβολία. Ή οι φωτεινές ρίγες ασφαλείας στη στολή του. Έ ν α παιχνίδι των σκιών. Ναι, βέβαια. Κι όμως... όχι. Δεν ήταν απλώς μια παραίσθηση, μια οφθαλμαπάτη. Η Μάρτι ήταν βέβαιη, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως είχε ξυπνήσει. Κι όμως, αυτός έστεκε εκεί, μόλις τρία τέσσερα μέτρα μακριά, έχοντας βγάλει τη Μάρτι από τον εφιάλτη με τη μαινόμενη φωτιά. Ο ονειρικός κόσμος κι ο κόσμος όπου υπήρχε αυτό το δωμάτιο έμοιαζαν ξάφνου να ισχύουν εξίσου, να είναι κομμάτια της ίδιας πραγματικότητας, χωρισμένα από ένα πέπλο ακόμη πιο λεπτό από το παραπέτασμα του ύπνου. Ήταν μια αλήθεια αυτή, ολοκάθαρη και διαπεραστική, που σπάνια μας δίνεται η ευκαιρία να διακρίνουμε, και η Μάρτι είχε απομείνει άναυδη, καθηλωμένη, αντικρίζοντάς την. Ήθελε να πάει μαζί του, όμως την εμπόδιζε μια παράξενη αίσθηση ευπρέπειας, η ενστικτώδης γνώση πως αυτός ανήκε στον δικό του κόσμο κι εκείνη στον δικό της, πως αυτή η προσωρινή διασταύρωση των δύο κόσμων ήταν μια εφήμερη κατάσταση, μια χάρη που δεν έπρεπε να καταχραστεί η Μάρτι. Μες στις σκιές του, ο πυροσβέστης -κι επίσης φύλακαςφάνηκε να νεύει επιδοκιμαστικά στη Μάρτι για την αυτοσυγκράτησή της. Της φάνηκε πως είδε φωτεινά δόντια να προβάλλουν μέσα από χείλη μισάνοιχτα σ' ένα οικείο κι αγαπημένο χαμόγελο. Ξανάπεσε στο κρεβάτι, με το κεφάλι της ακουμπισμένο σε δύο μαξιλάρια, και τράβηξε τα σκεπάσματα ως το πι-

γούνι της. Δεν ένιωθε πια καυτό το πρόσωπο της οΰτε μύριζε καπνό. Το ρολόι στο κομοδίνο έλεγε 3:35 το πρωί. Αμφέβαλλε αν θα κατόρθωνε να ξανακοιμηθεί. Γεμάτη θαυμασμό και απορία, κοίταξε προς εκείνους τους ξεχωριστούς ίσκιους κι αυτός ήταν ακόμη εκεί. Χαμογέλασε, ένευσε κι έκλεισε τα μάτια της και, όταν άκουσε μετά από λίγο το χαρακτηριστικό τρίξιμο από τις λαστιχένιες πυροσβεστικές μπότες του, δεν τα άνοιξε. Ούτε όταν ένιωσε το αλεξίπυρο γάντι από αμίαντο να της αγγίζει το κεφάλι και να της σιάζει τα μαλλιά πάνω στο μαξιλάρι. Αν και η Μάρτι περίμενε να μείνει άυπνη την υπόλοιπη νύχτα, βυθίστηκε σ' έναν υπέροχο, γαλήνιο ύπνο, μέχρι που ξύπνησε πάλι, πάνω από μία ώρα αργότερα, στη σιγαλιά πριν από το χάραμα, μόλις λίγα λεπτά προτού τους ξυπνήσουν απ' τη ρεσεψιόν. Δεν έφτανε πια στα ρουθούνια της ούτε η πιο ανεπαίσθητη μυρωδιά καπνού και κανένας επισκέπτης δεν έστεκε φύλακας στους βελούδινους ίσκιους. Ξαναζούσε σε ένα μόνο κόσμο, στον κόσμο της, τόσο οικείο, τρομακτικό, αλλά και γεμάτο ελπίδα. Δεν θα μπορούσε να αποδείξει σε κανέναν τι απ' αυτά που συνέβησαν τη νύχτα ήταν αληθινό και τι όχι, γι' αυτή όμως η αλήθεια ήταν ξεκάθαρη. Μόλις χτύπησε το τηλέφωνο στο κομοδίνο για να ξυπνήσουν, κατάλαβε πως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ πια τον Γελαστό Μπομπ, όμως, για όση ζωή τής απέμενε -για πενήντα χρόνια ή για μία ακόμη μέρα- θα τον ένιωθε πάντα μαζί της, πλάι της.

Ζ-ΤΙΣ ΕΡΗΜΟΥΣ, ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΥΨΟΜΕΤΡΟ, σπάνια κάνει λίγη ζέστη τσ χειμώνα και, το πρωί της Τρίτης, στο Δημοτικό Α ε ρ ο δ ρ ό μ ι ο της Σάντα Φε, η Μάρτι κι ο Ντάστι βγήκαν α π ό το α ε ρ ο π λ ά ν ο στην παγερή ξηρή ατμόσφαιρα και σ' έν α ν τόπο τόσο ωχρό και με τόση άπνοια που έμοιαζε με την επιφάνεια της σελήνης.

Είχαν βάλει και τις δυο μικρές αποσκευές στο αεροπλάνο, αφοΰ πέρασε η τσάντα με το πυροσβεστικό όχημα από έλεγχο στην πΰλη ασφαλείας στην Κομητεία Όραντζ. Μια και δεν είχαν να παραλάβουν άλλες αποσκευές, πήγαν κατευθείαν στο πρακτορείο ενοικίασης αυτοκινήτων. Καθώς έμπαιναν στο δίπορτο Φορντ, ένα άρωμα αποσμητικού χώρου τύλιξε τη Μάρτι, τόσο έντονο, σαν να βρισκόταν σε πορτοκαλεώνα. Κι όμως, το άρωμα δεν μπορούσε να σκεπάσει ολότελα την απαίσια, επίμονη μυρωδιά από καπνό τσιγάρου. Στην οδό Σερίγιος, καθώς ο Ντάστι οδηγούσε το αυτοκίνητο στην πόλη, η Μάρτι ξεβίδωσε τις μπρούντζινες βίδες από το κάτω μέρος του πυροσβεστικού οχήματος. Έβγαλε την τσόχινη τσάντα παπουτσιών κι από μέσα το πιστόλι. «Θες να το 'χεις εσύ;» ρώτησε τον Ντάστι. «Όχι, πάρ' το». Ο Ντάστι είχε παραγγείλει το Σπρίνγκφιλντ Άρμορι Τσάμπιον, μια εκδοχή του Κολτ Κομάντερ που κατασκεύαζε η Σπρίνγκφιλντ, με αναρίθμητα επιπλέον κομμάτια. Με λοξότμητη υποδοχή γεμιστήρα, στενεμένη κάννη, χαμηλωμένη και πεπλατυσμένη θυρίδα εξωστήρα, κλισιοσκόπιο Νόβακ, στιλβωμένο μηχανισμό τροφοδοσίας και με σκανδάλη τύπου Α-1 ρυθμισμένη για πίεση 4,5 λιβρών, ήταν ένα ελαφρύ, μικρό και εύκολο στο χειρισμό, εφτάσφαιρο πιστόλι.

Αρχικά η Μάρτι δεν ήθελε να 'χει στην κατοχή του ο Ντάστι ένα όπλο. Ύστερα, όμως, από καμιά δωδεκαριά φορές στο σκοπευτήριο και δυο χιλιάδες σφαίρες, αποδείχτηκε καλύτερη σκοπεύτρια από τον Ντάστι, πράγμα που την εξέπληξε περισσότερο απ' όσο εκείνον. Έβαλε το πιστόλι στο τσαντάκι της. Δεν ήταν ο ιδανικός τρόπος για να το μεταφέρει, γιατί ήταν αδύνατο να το τραβήξει γρήγορα και ανεμπόδιστα. Ο Ντάστι είχε κοιτάξει τους διάφορους τύπους θηκών που υπήρχαν αποκλειστικά για χρήση στο σκοπευτήριο, όμως δεν είχε επιλέξει ακόμη κάποιον. Επειδή φορούσε μπλουτζίν, γαλάζιο πουλόβερ και γαλάζιο σακάκι από τουίντ, δεν θα μπορούσε η Μάρτι να βάλει το όπλο κάτω απ' τη ζώνη της, είτε μπροστά είτε πίσω, και να το κρύψει με το πουλόβερ. Και στις δυο περιπτώσεις, θα ένιωθε πολύ άβολα, κι έτσι το τσαντάκι ήταν η μόνη λύση. «Τώρα είμαστε επισήμως παράνομοι», του είπε αφήνοντας το φερμουάρ στο τσαντάκι ανοιχτό για να μπορεί να βγάλει ταχύτερα το πιστόλι. «Ήμασταν ήδη παράνομοι απ' τη στιγμή που μπήκαμε στο αεροπλάνο». «Ναι, και τώρα είμαστε παράνομοι και στο Νέο Μεξικό». «Πώς νιώθεις;» «Ο Μπίλι Μπόνεϊ δεν ήταν απ' τη Σάντα Φε;» τον ρώτησε. «Ο Μπίλι δε Κιντ; Δεν ξέρω». «Πάντως καταγόταν απ' το Νέο Μεξικό. Ό,τι κι αν νιώθω, όμως, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον Μπίλι δε Κιντ. Εκτός κι αν κινδύνευε κι αυτός να κατουρηθεί πάνω του απ' το φόβο». Σταμάτησαν σ' ένα εμπορικό κέντρο κι αγόρασαν ένα κασετόφωνο και κάμποσες μίνι κασέτες και μπαταρίες. Σ' έναν τηλεφωνικό κατάλογο που βρήκαν δεμένο μέσα σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο, με το παγερό σύννεφο της ανάσας τους να τυλίγει τις σελίδες, έψαξαν τα λιγοστά ονόματα που είχαν συγκεντρώσει από τα άρθρα στο φάκελο του Ρόι Κλόστερμαν. Κάποιοι δεν υπήρχαν, είτε γιατί είχαν πεθάνει είτε γιατί είχαν αλλάξει πόλη -ή μπορεί τα ενήλικα πλέον κορίτσια να είχαν παντρευτεί και να είχαν αλλάξει όνομα. Πάντως, βρήκαν τις διευθύνσεις μερικών. Στο αυτοκίνητο ξανά, καθώς έτρωγαν τάκος με κοτόπουλο αγορασμένα από ένα φαστ φουντ, ο Ντάστι μελέτησε

το χάρτη της πόλης που τους έδωσε το πρακτορείο ενοικίασης αυτοκινήτων, ενώ η Μάρτι έβαζε μπαταρίες στο κασετόφωνο και κοίταζε το φυλλάδιο με τις οδηγίες χρήσης. Το κασετόφωνο ήταν πολύ απλό και εύκολο στη χρήση του. Δεν ήταν βέβαιοι για το τι μαρτυρίες θα κατόρθωναν να συγκεντρώσουν κι αν θα στήριζαν κάποιες απ' αυτές την ιστορία που ήλπιζαν να αποκαλύψουν στην αστυνομία της Καλιφόρνιας, όμως δεν είχαν να χάσουν τίποτε κάνοντας μια προσπάθεια. Δίχως τις καταθέσεις κι άλλων που υπέφεραν στα χέρια του Άριμαν, ώστε να διαφανεί σε γενικές γραμμές η αλήθεια, οι δικές τους μηνύσεις θα έμοιαζαν με παρανοϊκά μωρολογήματα και δεν θα τους έπαιρναν στα σοβαρά, ακόμη κι αν παρουσίαζαν την ταινία με το τηλεφώνημα της Σούζαν. Δυο πλεονεκτήματα τους έδιναν κουράγιο. Πρώτον, χάρη σε όσα είχε ανακαλύψει ο Ρόι Κλόστερμαν, ήξεραν πως υπήρχαν άνθρωποι στη Σάντε Φε που μισούσαν τον Άριμαν, που τον υποψιάζονταν για τα χειρότερα αδικήματα, ενάντια στους όρκους που είχε δώσει σαν γιατρός και ψυχοθεραπευτής, και που ένιωθαν απίστευτη απελπισία βλέποντάς τον να γλιτώνει την τιμωρία και να φεύγει απ' την Πολιτεία με τη φήμη του ανέπαφη και με την άδεια να ασκεί το λειτούργημα του γιατρού απρόσβλητη. Σίγουρα αυτά τα άτομα θα μπορούσαν να γίνουν σύμμαχοι τους. Δεύτερον, επειδή ο Άριμαν δεν γνώριζε πως ήξεραν για το παρελθόν του κι επειδή ήταν απίθανο να τους αναγνωρίσει είτε τη φιλοδοξία είτε την ευφυία να ανακαλύψουν την προϊστορία του γιατρού σε σχέση με την πλύση εγκεφάλου, δεν θα σκεφτόταν να τους γυρέψει στη Σάντα Φε. Πράγμα που σήμαινε πως για μια δυο μέρες, τουλάχιστον, κι ίσως για παραπάνω, θα μπορούσαν να δράσουν δίχως να τραβήξουν την προσοχή των τρομακτικών μυστηριωδών αντρών που είχαν κόψει το αυτί του Μπράιαν. Εδώ, στον τόπο του παρελθόντος του Άριμαν, πετώντας κάτω από το ύψος που έπιανε το ραντάρ του ψυχίατρου και των αινιγματικών συνεργατών του, μπορεί να κατόρθωναν να συγκεντρώσουν αρκετές πληροφορίες για να κάνουν την ιστορία τους πιστευτή όταν θα ζητούσαν τελικά τη βοήθεια των Αρχών στην Καλιφόρνια. Ό χ ι . Το μπορεί δεν ήταν αποδεκτή λέξη. Το μπορεί άρμοζε σε κάποιον προετοιμασμένο για να χάσει. Το θα κατόρθωναν ήταν η φράση που όφειλε να χρησιμοποιήσει

η Μάρτι, από το λεξιλόγιο των νικητών. Θα κατόρθωναν να συγκεντρώσουν αρκετές πληροφορίες γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Δράση. Όταν έφυγαν από το εμπορικό κέντρο, οδήγησε η Μάρτι, ενώ ο Ντάστι κοίταζε στο χάρτη και την καθοδηγούσε. Σ' αυτό το υψόμετρο, ο ουρανός είχε το χρώμα του γύψου του Νέου Μεξικού. Και τα αργοκίνητα σύννεφα φαίνονταν παγερά και, σύμφωνα με το ραδιοφωνικό μετεωρολογικό δελτίο, πριν από το τέλος της μέρας θα χιόνιζε.

Μόλις λίγα τετράγωνα από τον καθεδρικό ναό του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, το σπίτι περιβαλλόταν από έναν πλίθινο τοίχο με μια υπερυψωμένη, βαθμιδωτή αψίδα όπου ήταν τοποθετημένη μια ατρακτοειδής ξύλινη πύλη. Η Μάρτι στάθμευσε στο πεζοδρόμιο. Αυτή κι ο Ντάστι ετοιμάζονταν να κάνουν την πρώτη τους επίσκεψη εφοδιασμένοι με κασετόφωνο και κρυμμένο πιστόλι, φέρνοντας μαζί τους λίγο από το καλιφορνέζικο στυλ στη μυστηριώδη Σάντα Φε. Δίπλα στην πύλη, ένας καταρράκτης από κόκκινες πιπεριές έπεφτε ως τη βάση του τοίχου κάτω από μια μπρούντζινη λάμπα με χαλκόχρωμα τζάμια από μαρμαρυγία. Αυτή η φωτεινή φθινοπωριάτικη διακόσμηση, ολότελα εκτός εποχής, είχε παγώσει, αλλά ήταν ζωηρόχρωμη και γυαλιστερή εκεί που ο πάγος σκέπαζε το μαρμαρυγία. Η πύλη ήταν μισάνοιχτη κι από πίσω υπήρχε μια αυλή στρωμένη με πλίθους. Οι χαμηλοί πυκνοί αθάνατοι και τα ψηλά πεύκα θα έριχναν βαθιές σκιές αν είχε λιακάδα. Το ίδιο το μονώροφο, μεξικανικού τύπου σπίτι επαλήθευε τον ισχυρισμό της Πολιτείας, πως ήταν η Γη της Μαγείας. Ήταν συμπαγές και με στρογγυλεμένες άκρες, όλο απαλές γραμμές και γήινες αποχρώσεις. Η πόρτα και τα παράθυρα ήταν τοποθετημένα βαθιά και με απλή διάταξη. Μια μπροστινή βεράντα αύξανε το πλάτος του οικήματος, στηριγμένη σε ελάτινους στύλους, λειασμένους με το πέρασμα του χρόνου, και σε σκαλιστά φουρούσια βαμμένα γαλάζια, με σχέδια αστεριών. Στην οροφή, δικτυωτά από ξύλο λεύκας γεφύρωναν τα χάσματα ανάμεσα στα μεγάλα ελάτινα πάτερα που στήριζαν τη στέγη.

Ρόδακες, κόγχες και τρέσες ήταν σκαλισμένοι στην αψιδωτή εξώπορτα. Το σφυρήλατο σιδερένιο ρόπτρο είχε το σχήμα ενός κογιότ που κρεμόταν από τα πίσω πόδια του. Τα μπροστινά κρέμονταν πάνω σ' ένα μεγάλο μεταλλικό «σήμαντρο» στερεωμένο στην πόρτα και, όταν χτύπησε ο Ντάστι, ο ήχος ταξίδεψε ως την πέρα άκρη της αυλής, στον παγερό αέρα. Η τριαντάρα που τους άνοιξε πρέπει να ήταν Ιταλίδα δεύτερης γενιάς, από τη μια μεριά της φαμίλιας της, όμως η άλλη μεριά είχε σίγουρα μέσα της αίμα Ναβάχο. Πανέμορφη, με ψηλά ζυγωματικά, μάτια μαΰρα σαν φτερά κόρακα και μαλλιά ακόμη πιο μαΰρα από της Μάρτι, ήταν μια πριγκίπισσα των νοτιοδυτικών περιοχών με λευκό πουκάμισο, με γαλαζοπούλια κεντημένα στο γιακά, ξεθωριασμένη τζιν φούστα, διπλωμένα σοσόνια και φθαρμένα λευκά πάνινα παπούτσια. Ο Ντάστι συστήθηκε και σύστησε τη Μάρτι. «Ψάχνουμε τον Τσέιζ Γκλίζον». «Είμαι η Ζίνα Γκλίζον», τους είπε, «η σύζυγος του. Μήπως μπορώ να βοηθήσω εγώ;» Ο Ντάστι δίστασε και η Μάρτι είπε: «Θα θέλαμε να του μιλήσουμε για το δόκτορα Αριμαν. Τον Μαρκ Άριμαν». Το πρόσωπο της κυρίας Γκλίζον παρέμεινε γαλήνιο και η φωνή της ευχάριστη, όταν είπε: «Έρχεστε στην πόρτα μου και λέτε τ' όνομα του διαβόλου. Γιατί να σας μιλήσω;» «Δεν είναι ο διάβολος», είπε η Μάρτι. «Περισσότερο μοιάζει με βρικόλακα και θέλουμε να του καρφώσουμε ένα παλούκι στην καρδιά». Η καθάρια και εξεταστική ματιά της κυρίας Γκλίζον ήταν διαπεραστική όσο οποιουδήποτε γέροντα σ' ένα συμβούλιο ινδιάνικης φυλής. Ύστερα από μια στιγμή τραβήχτηκε πίσω και τους προσκάλεσε να μπουν από την παγερή βεράντα στα ζεστά δωμάτια πίσω από τους χοντρούς πλίθινους τοίχους.

Φυσιολογικά ο γιατρός δεν κουβαλούσε πάνω του κάποιο κρυμμένο όπλο, όμως μ' όλους αυτούς τους αστάθμητους παράγοντες στην περίπτωση των Ρόουντς, πίστευε πως η σωφροσύνη απαιτούσε να είναι οπλισμένος. Η Μάρτι κι ο Ντάστι δεν αποτελούσαν άμεσο κίνδυνο

γι' αυτόν εκεί που βρίσκονταν, στο Νέο Μεξικό. Οΰτε όταν, και αν, γΰριζαν θα τον απειλούσαν, εκτός κι αν δεν μπορούσε να τους πλησιάσει αρκετά ώστε να πει τα ονόματα -Σο, Νάρβιλι- που ενεργοποιούσαν τα προγράμματά τους. Ο Σκιτ ήταν άλλη υπόθεση. Το θολωμένο από τα ναρκωτικά μυαλό του δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις βασικές λεπτομέρειες ενός προγράμματος ελέγχου χωρίς τακτικό επαναληπτικό προγραμματισμό. Αν του καρφωνόταν για κάποιο λόγο η ιδέα να κυνηγήσει τον Άριμαν, μπορεί να μην αντιδρούσε αμέσως στο Δόκτωρ Γιεν Λο κι έτσι να κατόρθωνε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι ή το περίστροφο που θα είχε πάνω του. Το σταυρωτό, γκρίζο, ριγωτό σακάκι του γιατρού ήταν κομψά ραμμένο και θα 'πρεπε κανονικά, χάριν της μόδας, να υπήρχε ένας ομοσπονδιακός νόμος που να απαγόρευε να καταστρέφει κάποιος τη γραμμή ενός καλού ρούχου φορώντας από μέσα μια θήκη για πιστόλι. Ευτυχώς, πάντα προνοητικός, ο γιατρός είχε παραγγείλει μια θήκη από μαλακό δέρμα, που φοριόταν τόσο βαθιά στη μασχάλη του και τόσο σφιχτά πάνω στο κορμί του, που ούτε οι μεγάλοι Ιταλιάνοι μόδιστροι δεν θα μπορούσαν να διακρίνουν το όπλο. Στο να μη φαίνεται κάποιο άσχημο εξόγκωμα συνέβαλλε, επίσης, το γεγονός ότι το όπλο ήταν ένα μικρό αυτόματο, το Τόρους ΡΤ-111 Μιλένιουμ, με προσαρμοσμένη προέκταση Πιρς στη λαβή. Μικρό αλλά δυνατό. Μετά τη δραστήρια νύχτα του, ο γιατρός είχε κοιμηθεί μέχρι αργά, πράγμα που οφειλόταν μάλλον στο ότι δεν χρειαζόταν να πάει στο συνηθισμένο πρωινό ραντεβού του, της Πέμπτης, με τη Σούζαν Τζάγκερ, τώρα που ήταν νεκρή. Χωρίς υποχρεώσεις ως το απόγευμα, διασκέδασε πηγαίνοντας στο αγαπημένο του κατάστημα με παιχνίδια αντίκες, όπου αγόρασε ένα σετ της Μαρξ, το Γκάνσμοουκ Ντοτζ Σίτι, σε τέλεια κατάσταση, για 3250 δολάρια μόνο, και μια χυτή Φεράρι Τζόνι Λάιτνινγκ για 115 δολάρια. Άλλοι δυο πελάτες χασομερούσαν στο μαγαζί, κουβεντιάζοντας με τον ιδιοκτήτη, κι ο δόκτωρ Άριμαν διασκέδασε βλέποντας στη φαντασία του πώς θα ήταν να τους ξαφνιάσει τραβώντας το πιστόλι του και πυροβολώντας τους στην κοιλιά. Φυσικά δεν το έκανε, γιατί ήταν ευχαριστημένος με τις αγορές του κι ήθελε να αισθάνεται άνετα μαζί του ο ιδιοκτήτης όταν θα ξαναρχόταν για να ψωνίσει κι άλλα πολύτιμα παιχνίδια στο μέλλον.

***

Η κουζίνα μοσχομύριζε μπομπότα και τσίλι, από μια μεγάλη κατσαρόλα στο μάτι, χωρίς φασόλια. Η Ζίνα τηλεφώνησε στο σύζυγο της στη δουλειά. Είχαν μια αίθουσα τέχνης στην οδό Κάνιον. Όταν άκουσε εκείνος το λόγο που τον γύρευαν η Μάρτι κι ο Ντάστι, ήρθε σπίτι σε λιγότερα από δέκα λεπτά. Καθώς τον περίμεναν, η Ζίνα τους πρόσφερε, σε κόκκινες κεραμικές κούπες, δυνατό καφέ με κανέλα, για να 'ναι πιο γλυκόπιοτος, και στρογγυλά μπισκότα με καβουρντισμένο κουκουνάρι. Η πρώτη εντύπωσή τους απ' τον Τσέιζ, όταν έφτασε, ήταν πως αυτός ο άντρας δεν κέρδιζε τα προς το ζην πουλώντας έργα τέχνης αλλά σαν καουμπόης στο λιβάδι· ήταν ψηλόλιγνος, με ανακατωμένα αχυρένια μαλλιά κι όμορφο πρόσωπο που είχε σκληρύνει από τον άνεμο και τον ήλιο. Ήταν απ' αυτούς τους άντρες που, μπαίνοντας απλώς σ' ένα στάβλο, θα κέρδιζαν την εμπιστοσύνη των αλόγων τα ζώα θα του χρεμέτιζαν απαλά και θα τέντωναν τους λαιμούς τους πάνω απ' τις πόρτες του στάβλου για να τρίψουν τη μουσούδα τους στο χέρι του. Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά έντονη όταν κάθισε μαζί τους στο τραπέζι της κουζίνας. «Τι έκανε ο Άριμαν σ' εσάς και στους δικούς σας;» Η Μάρτι του είπε για τη Σούζαν. Για την επιδεινούμενη αγοραφοβία της και τις υποψίες πως τη βίαζαν. Για την ξαφνική αυτοκτονία της. «Κάπως την έσπρωξε εκείνος να το κάνει», είπε ο Τσέιζ Γκλίζον. «Το πιστεύω. Απόλυτα. Κάνατε τόσο δρόμο για τη φίλη σας;» «Ναι. Για την καλύτερή μου φίλη». Η Μάρτι δεν είχε κανένα λόγο να πει περισσότερα. «Πάνε δεκαεννιά χρόνια», είπε ο Τσέιζ, «από τότε που κατέστρεψε την οικογένειά μου, και πάνω από δέκα από τότε που ξεκουμπίστηκε απ' τη Σάντα Φε. Για λίγο ήλπιζα πως είχε πεθάνει. Και ύστερα έγινε διάσημος απ' τα βιβλία του». «Σας πειράζει να ηχογραφήσουμε αυτά που θα μας πείτε;» ρώτησε ο Ντάστι. «Όχι, καθόλου. Όμως το μόνο που έχω να πω... διάβολε, τα είπα όλα, καμιά εκατοστή φορές, στην αστυνομία και

σε διάφορους εισαγγελείς, μάλλιασε η γλώσσα μου να τα λέω. Κανένας δε μ' άκουσε. Για την ακρίβεια, τη μία και μοναδική φορά που μ' άκουσε κάποιος και πίστεψε πως μπορεί να έλεγα την αλήθεια, κάποιοι ισχυροί φίλοι του Άριμαν τον επισκέφτηκαν και του έδωσαν ένα μάθημα για να καταλάβει μια και καλή τι έπρεπε να νομίζει για τη μητέρα και τον πατέρα μου». Καθώς η Μάρτι κι ο Ντάστι ηχογραφούσαν τον Τσέιζ Γκλίζον, η Ζίνα κάθισε σ' ένα σκαμνί μπροστά σ' ένα καβαλέτο κοντά στην πλίθινη παραστιά και σχεδίασε με μολύβι μια απλή σύνθεση που είχε στήσει νωρίτερα σε μια γωνιά του πεύκινου τραπεζιού όπου κάθονταν. Η σύνθεση αποτελούνταν από πέντε ινδιάνικα αγγεία με ασυνήθιστα σχήματα, συμπεριλαμβανομένης μιας δίστομης γαμήλιας στάμνας. Η ουσία της ιστορίας του Τσέιζ ήταν η ίδια με των άρθρων στο φάκελο του Ρόι Κλόστερμαν. Η Τερέζα κι ο Καρλ Γκλίζον είχαν για χρόνια ένα επιτυχημένο νηπιαγωγείο, το Σχολείο του Μικρού Λαγού, μέχρι που κατηγορήθηκαν, μαζί με τρεις υπαλλήλους τους, για σεξουαλική παρενόχληση παιδιών και των δύο φύλων. Όπως στην υπόθεση των Όρνβαλ στο Λαγκούνα Μπιτς, χρόνια αργότερα, ο Άριμαν έκανε διερευνητικές συζητήσεις με τα παιδιά, θεωρητικά προσεκτικές και ψυχιατρικά έγκυρες, κάποιες φορές χρησιμοποιώντας τεχνικές ύπνωσης-παλινδρόμησης -και ανακάλυψε ιστορίες που στήριζαν τις αρχικές κατηγορίες. «Όλη η υπόθεση ήταν ένα μάτσο αηδίες, κύριε Ρόουντς», είπε ο Τσέιζ Γκλίζον. «Οι γονείς μου ήταν οι καλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο». Η Ζίνα είπε: «Η Τέρι, η μητέρα του Τσέιζ, θα προτιμούσε να κόψει το χέρι της παρά να κάνει κακό σ' ένα παιδί». «Το ίδιο κι ο πατέρας μου», είπε ο Τσέιζ. «Άλλωστε, σπάνια πήγαινε στο Μικρό Λαγό. Μόνο μερικές φορές, για να κάνει κάποιες επισκευές, γιατί έπιαναν τα χέρια του. Υπεύθυνη για το σχολείο ήταν η μητέρα μου. Ο μπαμπάς ήταν συνιδιοκτήτης μιας αντιπροσωπείας αυτοκινήτων και είχε πολλή δουλειά. Πολύς κόσμος στην πόλη δεν πίστεψε ποτέ ούτε λέξη απ' αυτά που ειπώθηκαν». «Όμως ήταν και κάποιοι που τα πίστεψαν», πρόσθεσε μελαγχολικά η Ζίνα. «Α», έκανε ο Τσέιζ, «πάντα υπάρχουν αυτοί που πιστεύουν οτιδήποτε για οποιονδήποτε. Και να τους έλεγες πως δεν κατάγονται απ' τον πίθηκο αλλά απ' το σαλιγκάρι, θα

πίστευαν πως οι προγονοί τους είχαν κεραίες και κέλυφος. Οι περισσότεροι θεώρησαν πως δεν μπορεί να ήταν αλήθεια και, επειδή δεν υπήρχαν χειροπιαστές αποδείξεις, οι γονείς μου δε θα καταδικάζονταν ποτέ... μέχρι που η Βάλερι-Μαρί Παντίγια αυτοκτόνησε». Η Μάρτι είπε: «Μια απ' τις μαθήτριες, ένα πεντάχρονο κοριτσάκι». «Ακριβώς». Το πρόσωπο του Τσέιζ σκοτείνιασε σαν να πέρασε ένα σύννεφο ανάμεσα σ' αυτόν και στα φώτα από πάνω. «Άφησε το στερνό της αντίο, εκείνη τη ζωγραφιά με ξυλομπογιές, τη θλιβερή πρόχειρη ζωγραφιά που άλλαξε τα πάντα. Εικονιζόταν η ίδια κι ένας άντρας». «"Σωστός", από ανατομική άποψη», είπε η Μάρτι. «Ακόμη χειρότερα, ο άντρας είχε μουστάκι... σαν τον πατέρα μου. Στη ζωγραφιά, φορούσε καουμπόικο καπέλο, λευκό, με κόκκινη κορδέλα κι ένα μαΰρο φτερό στερεωμένο από κάτω, σαν αυτό που φορούσε πάντα ο πατέρας μου». Με μια βίαιη κίνηση που τράβηξε την προσοχή τους, η Ζίνα Γκλίζον έσχισε την πάνω σελίδα του μπλοκ της, την τσαλάκωσε και την έριξε στο τζάκι. «Ο πατέρας του Τσέιζ ήταν νονός μου, ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου. Ήξερα τον Καρλ από μικρή. Αυτός ο άνθρωπος... σεβόταν τους άλλους, όποιοι κι αν ήταν, όσο λίγα κι αν είχαν κι όποια κι αν ήταν τα ελαττώματά τους. Επίσης, σεβόταν τα παιδιά, τ' άκουγε, νοιαζόταν γι' αυτά. Ούτε μια φορά δε μ' άγγιξε έτσι και ξέρω πως δεν άγγιξε ούτε τη Βάλερι-Μαρί. Αν αυτοκτόνησε, ήταν εξαιτίας των αποτρόπαιων, κακών πραγμάτων που έβαλε στο κεφάλι της ο Άριμαν, εξαιτίας όλου εκείνου του διεστραμμένου σεξ και των ιστοριών, πως θυσίαζαν ζώα στο σχολείο και τους ανάγκαζαν να πιουν το αίμα τους. Αυτό το παιδί ήταν πέντε χρονών. Τι ζημιά κάνεις στο μυαλό ενός μικρού παιδιού, τι φριχτή κατάθλιψη του προκαλείς, όταν το υπνωτίζεις και το ρωτάς τέτοια πράγματα, όταν το βοηθάς να θυμηθεί κάτι που δε συνέβη;» «Ηρέμησε, Ζι», είπε τρυφερά ο σύζυγος της. «Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν». «Όχι για μένα, όχι». Πήγε στο φούρνο. «Δε θα τελειώσουν ώσπου να πεθάνει». Φόρεσε ένα γάντι κουζίνας. «Και δεν πρόκειται να πιστέψω τη νεκρολογία του». 'Εβγαλε ένα ταψί με έτοιμη μπομπότα από το φούρνο. «Θα πρέπει ν' αντικρίσω η ίδια το πτώμα του και να χώσω το δάχτυλο μου στο μάτι του για να δω αν θ' αντιδράσει».

Αν ήταν Ιταλίδα, τότε ήταν Σιτσιλιάνα, κι αν ήταν Ινδιάνα, δεν ήταν φιλειρηνική Ναβάχο αλλά Απάτσι. Είχε μια ασυνήθιστη δύναμη, μια σκληράδα και, αν της δινόταν η ευκαιρία να ξεπαστρέψει η ίδια τον Άριμαν δίχως να συλληφθεί, μάλλον θα την εκμεταλλευόταν. Η Μάρτι τη συμπάθησε πολύ. «Τότε ήμουν δεκαεφτά χρονών», είπε ο Τσέιζ σχεδόν μονολογώντας. «Ένας Θεός ξέρει γιατί δεν κατηγόρησαν κι εμένα. Πώς ξέφυγα; Όταν καίνε μάγισσες, γιατί όχι ολόκληρη την οικογένεια;» Επιστρέφοντας σε κάτι που είχε πει η Ζίνα, ο Ντάστι έκανε μια κρίσιμη ερώτηση: «Αν αυτοκτόνησε; Τι εννοούσες μ' αυτό;» «Πες του, Τσέιζ», είπε η Ζίνα κοιτάζοντας την κατσαρόλα με το τσίλι. «Δες αν τους φαίνεται σαν κάτι που θα μπορούσε να κάνει ένα κοριτσάκι στον εαυτό του». «Η μητέρα της ήταν στο διπλανό δωμάτιο», είπε ο Τσέιζ. «Άκουσε τον πυροβολισμό, έτρεξε και βρήκε τη ΒάλεριΜαρί λίγα δευτερόλεπτα αφότου συνέβη. Δεν ήταν κανένας άλλος εκεί. Το κορίτσι σίγουρα αυτοκτόνησε με το πιστόλι του πατέρα του». «Πρώτα όμως έπρεπε να βγάλει το πιστόλι μέσ' απ' το κουτί του στην ντουλάπα», είπε η Ζίνα. «Και το κουτί με τις σφαίρες. Και ύστερα να γεμίσει το πιστόλι. Έ ν α παιδί που δεν είχε ξαναπιάσει όπλο στη ζωή του». «Κι αυτό δεν είναι το πιο απίστευτο», είπε ο Τσέιζ. «Πιο απίθανο ακόμη είναι το πώς...» Δίστασε. «Είναι φριχτά όλα αυτά, κυρία Ρόουντς». «Έχω αρχίσει να τα συνηθίζω», είπε βλοσυρά η Μάρτι. Ο Τσέιζ συνέχισε: «Ο τρόπος που αυτοκτόνησε η Βάλερι-Μαρί... Στις ειδήσεις είπαν πως ο Άριμαν τον αποκάλεσε "πράξη αυτοαπέχθειας, άρνησης του φύλου, μια προσπάθεια να καταστρέψει το σεξουαλικό κομμάτι του εαυτού της, που οδήγησε στην κακοποίησή της". Αυτό το κοριτσάκι, βλέπετε, προτού τραβήξει τη σκανδάλη, γδύθηκε και ύστερα έβαλε το όπλο στο... στο...» Η Μάρτι είχε τιναχτεί όρθια πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει πως σκόπευε να σηκωθεί. «Θεέ μου». Έπρεπε να κινηθεί, να πάει κάπου, να κάνει κάτι, όμως δεν είχε πουθενά να πάει παρά μονάχα -όπως ανακάλυψε όταν έφτασε πια εκεί- στη Ζίνα Γκλίζον, και ύστερα την αγκάλιασε ό-

πως θα έκανε και με τη Σούζαν μια τέτοια στιγμή- «Τότε τα είχες με τον Τσέιζ;» «Ναι», είπε η Ζίνα. «Και στάθηκες πλάι του. Και τον παντρεύτηκες». «Δόξα σοι ο Θεός», μουρμούρισε ο Τσέιζ. «Πρέπει να ήταν οδυνηρό», είπε η Μάρτι, «μετά την αυτοκτονία, να υπερασπίζεσαι τον Καρλ απέναντι στις άλλες γυναίκες και να παραστέκεσαι στο γιο του». Η Ζίνα είχε δεχτεί το αγκάλιασμα της Μάρτι τόσο φυσικά όσο της προσφέρθηκε. Η θύμηση εκείνου του περιστατικού, ύστερα από τόσα χρόνια, έκανε αυτή την πριγκίπισσα των νοτιοδυτικών περιοχών να τρέμει, αλλά και η Σιτσιλιάνα και η Απάτσι μέσα της σιχαίνονταν το κλάμα. «Κανένας δεν κατηγόρησε τον Τσέιζ», είπε, «όμως τον υποψιάστηκαν. Κι εμένα... οι άνθρωποι μου χαμογελούσαν, όμως κρατούσαν τα παιδιά τους μακριά μου. Για χρόνια». Η Μάρτι οδήγησε τη Ζίνα πίσω στο τραπέζι και κάθισαν οι τέσσερις τους. «Ξεχάστε όλα αυτά τα περί άρνησης του φύλου και καταστροφής της σεξουαλικότητας», είπε η Ζίνα. «Αυτό που έκανε η Βάλερι-Μαρί κανένα παιδί δε θα σκεφτόταν να το κάνει. Κανένα. Αυτό το κοριτσάκι έκανε ό,τι έκανε γιατί κάποιος του το έβαλε στο μυαλό. Όσο κι αν φαίνεται αδύνατο, όσο κι αν ακούγεται τρελό, ο Άριμαν της έδειξε πώς να γεμίζει ένα όπλο και της είπε τι να κάνει στον εαυτό της κι εκείνη πήγε σπίτι και το έκανε, γιατί ήταν... ήταν, δεν ξέρω, υπνωτισμένη, ή κάτι τέτοιο». «Δε μας φαίνεται ούτε αδύνατο ούτε τρελό», τη διαβεβαίωσε ο Ντάστι. Η πόλη συγκλονίστηκε από το θάνατο της Βάλερι-Μαρί Παντίγια, και η πιθανότητα να είχαν κι άλλα παιδιά του Μικρού Λαγού τάσεις αυτοκτονίας προκάλεσε μαζική υστερία για μια περίοδο που η Ζίνα αποκάλεσε Χρονιά του Λοιμού. Κατά τη διάρκεια αυτού του λοιμού, δώδεκα ένορκοι, εφτά γυναίκες και πέντε άντρες, καταδίκασαν ομόφωνα και τους πέντε κατηγορούμενους. «Ίσως θα ξέρετε», είπε ο Τσέιζ, «πως, για τους υπόλοιπους φυλακισμένους, αυτοί που έχουν κακοποιήσει παιδιά σεξουαλικά είναι τα χειρότερα σκουπίδια. Ο πατέρας μου... άντεξε μόλις δεκαεννιά μήνες και ύστερα δολοφονήθηκε ενώ δούλευε στην κουζίνα των φυλακών. Τέσσερις μαχαιριές, μία σε κάθε νεφρό, από πίσω, και δύο στην κοιλιά, α-

πό μπροστά. Ίσως να τον στρίμωξαν δυο φυλακισμένοι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε, κι έτσι δε βρέθηκε ο ένοχος ή οι ένοχοι». «Η μητέρα σου ζει;» ρώτησε ο Ντάστι. Ο Τσέιζ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Οι άλλες τρεις κυρίες του σχολείου, καλές γυναίκες όλες τους, έμειναν η καθεμιά τέσσερα χρόνια στη φυλακή. Η μητέρα μου αποφυλακίστηκε ύστερα από πέντε χρόνια και, όταν την άφησαν ελεύθερη, είχε καρκίνο». «Επίσημα, αυτό που τη σκότωσε ήταν ο καρκίνος, αλλά ο αληθινός φονιάς ήταν η ντροπή», είπε η Ζίνα. «Η Τέρι ήταν καλή γυναίκα, ευγενική, και περήφανη. Δεν είχε κάνει τίποτε, τίποτε, όμως τη σκότωσε η ντροπή, στη σκέψη αυτών που πίστευε ο κόσμος ότι είχε κάνει. Έζησε μαζί μας, όμως όχι για πολύ καιρό. Το σχολείο έκλεισε κι ο Καρλ έχασε το μερίδιο του στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Όλα τα λεφτά έφυγαν στους δικηγόρους. Μόλις που τα βγάζαμε πέρα τότε, και μετά βίας βρήκαμε τα χρήματα για να τη θάψουμε. Πάνε δεκατρία χρόνια απ' το θάνατο της κι εμένα μου φαίνεται σαν να έγινε μόλις χτες». «Τώρα πώς είναι τα πράγματα για σας εδώ;» ρώτησε ο Ντάστι. Η Ζίνα κι ο Τσέιζ κοιτάχτηκαν, και σ' εκείνη τη ματιά χώρεσε ολόκληρη η ζωή τους. Ο Τσέιζ είπε: «Πολύ καλύτερα από παλιά. Κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν πως όλα εκείνα συνέβησαν, όμως όχι πολλοί, ύστερα από τους φόνους των Παστόρε. Και κάποια απ' τα παιδιά του Μικρού Λαγού... τελικά αναίρεσαν τις ιστορίες τους». «Αφού είχαν περάσει δέκα χρόνια». Εκείνη τη στιγμή, τα μάτια της Ζίνα ήταν πιο μαύρα απ' τον ανθρακίτη και πιο σκληρά απ' το σίδερο. Ο Τσέιζ αναστέναξε. «Μπορεί να χρειάστηκαν δέκα χρόνια για ν' αρχίσουν να καταρρέουν, να σβήνουν αυτές οι ψεύτικες αναμνήσεις. Δεν ξέρω». «Όλο εκείνο το διάστημα», είπε η Μάρτι, «σκεφτήκατε ποτέ να τα μαζέψετε και να φύγετε απ' τη Σάντα Φε;» «Αγαπάμε τη Σάντα Φε», είπε ο Τσέιζ, και φαινόταν να το λέει μέσα από την καρδιά του. «Είναι το καλύτερο μέρος στη γη», συμφώνησε η Ζίνα. «Συν τοις άλλοις, αν φεύγαμε ποτέ, θα υπήρχαν κάποιοι που θα θεωρούσαν την αναχώρησή μας απόδειξη πως ήταν

αλήθεια όλα και πως το είχαμε βάλει στα πόδια απ' την ντροπή μας». Ο Τσέιζ ένευσε. «Λίγοι όμως». «Κι ένας να ήταν», είπε η Ζίνα, «δε θα έφευγα χαρίζοντας του αυτή την ικανοποίηση». Τα χέρια της Ζίνα ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι κι ο Τσέιζ τα σκέπασε με τα δικά του. «Κύριε Ρόουντς, αν νομίζετε πως θα σας βοηθούσε, κάποια απ' αυτά τα παιδιά του Μικρού Λαγού, αυτά που αναίρεσαν τις ιστορίες τους, ξέρω πως θα σας μιλούσαν. Ήρθαν σ' εμάς. Μας ζήτησαν συγνώμη. Δεν είναι κακοί άνθρωποι. Τους χρησιμοποίησαν. Νομίζω πως θα ήθελαν να βοηθήσουν». «Αν μπορείτε να το κανονίσετε», είπε ο Ντάστι, «θ' αφιερώσουμε την αυριανή μέρα σ' αυτούς. Σήμερα, όσο είναι ακόμη μέρα και δε χιονίζει, θέλουμε να πάμε στο αγρόκτημα των Παστόρε». Ο Τσέιζ έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε· τώρα φαινόταν ψηλότερος. «Ξέρετε το δρόμο;» «Έχουμε χάρτη», είπε ο Ντάστι. «Θα σας οδηγήσω ως τη μέση της διαδρομής», είπε ο Τσέιζ. «Γιατί, στη μέση της διαδρομής ως το αγρόκτημα των Παστόρε, υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να δείτε. Το Ινστιτούτο Μπέλον-Τόκλαντ». «Τι 'ναι αυτό;» «Δεν ξέρω με βεβαιότητα. Βρίσκεται εκεί είκοσι πέντε χρόνια. Εκεί θα βρείτε τους φίλους του Μαρκ Άριμαν, αν έχει κανέναν δηλαδή». Δίχως να φορέσει μπουφάν ή πουλόβερ, η Ζίνα βγήκε μαζί τους στο δρόμο. Τα πεύκα στην αυλή ήταν ασάλευτα σαν δέντρα σε μακέτα, κλεισμένα πίσω από τζάμι. Το τρίξιμο των σιδερένιων μεντεσέδων στην ατρακτοειδή πύλη ήταν ο μόνος ήχος στη χειμωνιάτικη μέρα, σαν να είχε εξαφανιστεί και η τελευταία ψυχή απ' την πόλη, σαν να ήταν η Σάντα Φε ένα πλοίο-φάντασμα σε μια θάλασσα άμμου. Ούτε ένα αυτοκίνητο δεν διέσχιζε το δρόμο. Ούτε μια γάτα δεν τριγύριζε, ούτε ένα πουλί δεν πετούσε. Μια βαριά σιωπή πίεζε τον κόσμο απειλώντας να τον συνθλίψει. Ο Ντάστι είπε στον Τσέιζ, που είχε παρκάρει εκεί μπροστά το αυτοκίνητο του, μια Λίνκολν Ναβιγκέιτορ: «Αυτό το φορτηγάκι απέναντι είναι κανενός γείτονα;»

Ο Τσέιζ κοίταξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δε νομίζω. Τσως. Γιατί;» «Α, τίποτα. Απλώς είναι ωραίο». Η Ζίνα κοίταξε τον ουρανό και είπε: «Να, έρχεται, το βλέπω». Αρχικά η Μάρτι νόμισε πως εννοούσε ότι χιόνιζε, όμως δεν ήταν αυτό. Ο ουρανός ήταν περισσότερο λευκός παρά γκρίζος. Αν τα σύννεφα κινούνταν καθόλου, η κίνησή τους ήταν εσωτερική, κρυφή πίσω από τη χλομή ασάλευτη επιφάνεια που έδειχναν στον κόσμο από κάτω. «Κάτι κακό». Η Ζίνα έπιασε το μπράτσο της Μάρτι. «Η ινδιάνικη διαίσθησή μου. Το αίμα του πολεμιστή νιώθει τη βία όταν ζυγώνει. Να προσέχετε, Μάρτι Ρόουντς». «Θα προσέχουμε». «Μακάρι να ζούσες στη Σάντα Φε». «Κι εσύ μακάρι να ζούσες στην Καλιφόρνια». «Ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος κι όλοι μας είμαστε πολύ μικροί», είπε η Ζίνα κι αγκαλιάστηκαν ξανά. Στο αυτοκίνητο, καθώς η Μάρτι οδηγούσε ακολουθώντας τη Ναβιγκέιτορ του Τσέιζ, κοίταξε τον Ντάστι. «Γιατί ρώτησες για το φορτηγάκι;» Γυρισμένος στη θέση του και κοιτάζοντας από το πίσω παράθυρο, της είπε: «Μου φάνηκε πως το είδα και νωρίτερα». «Πού;» «Στο εμπορικό κέντρο όπου αγοράσαμε το κασετόφωνο». «Μας ακολουθεί;» «Όχι». Μια δεξιά στροφή και τρία τετράγωνα αργότερα, τον ρώτησε: «Ακόμη;» «Όχι. Μάλλον θα έκανα λάθος».

Σ Τ Η Ν ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ, που είχε μια ώρα δ ι α φ ο ρ ά α π ό τη

Σάντα Φε, ο Μαρκ Άριμαν γευμάτιζε μονάχος ο' ένα τραπέζι για δυο, ο' ένα κομψό μπιστρό στο Λαγκούνα Μπιτς. Στα αριστερά του απλωνόταν μαγευτικός ο Ειρηνικός και στα δεξιά του ένα γενικά καλοντυμένο κι ευκατάστατο πλήθος που επίσης γευμάτιζε. Δεν ήταν τα πάντα τέλεια. Δυο τραπέζια πιο πέρα, ένας τριαντάρης τζέντλεμαν -αν και αυτός ο χαρακτηρισμός δεν ήταν ιδιαίτερα ταιριαστός- γελούσε κάπου κάπου σαν να γκάριζε -ένα γκάρισμα τόσο τραχύ και παρατεταμένο, που όλοι οι γάιδαροι δυτικά του ποταμού Πέκος θα τέντωναν τ' αυτιά τους ακούγοντάς το. Μια ηλικιωμένη γυναίκα στο διπλανό τραπέζι φορούσε ένα γελοίο μουσταρδί καπέλο κλος. Έξι νεότερες γυναίκες στην πέρα άκρη του χώρου χαχάνιζαν ενοχλητικά. Ο σερβιτόρος έφερε λάθος ορεκτικό και πέρασαν κάμποσα λεπτά για να ξανάρθει φέρνοντας αυτή τη φορά το σωστό πιάτο. Παρ' όλα αυτά, ο γιατρός δεν πυροβόλησε κανέναν τους. Σ' έναν αληθινό σπόρτσμαν σαν αυτόν, το να ξεφαντώνει πυροβολώντας δεν πρόσφερε καμιά απόλαυση. Οι αλόγιστοι πυροβολισμοί ταίριαζαν στους σαλεμένους, τους ανίατους ηλίθιους, τους οργισμένους έφηβους με υπερβολική έπαρση και διόλου αυτοπειθαρχία και τους πολιτικά φανατισμένους που ήθελαν ν' αλλάξουν τον κόσμο ως την Τρίτη. Άλλωστε, το μικρό πιστόλι του, των εννέα χιλιοστών, είχε ένα διπλό γεμιστήρα που έπαιρνε μονάχα δέκα σφαίρες. Αφού τέλειωσε το γεύμα του με μια φέτα κέικ σοκολάτα και παγωτό με ζαφορά, ο γιατρός πλήρωσε κι έφυγε, δίνοντας άφεση ακόμη και στη γυναίκα με το γελοίο καπέλο κλος.

Το απόγευμα της Πέμπτης ήταν ευχάριστα δροσερό, όχι ψυχρό. Τη νΰχτα, ο αέρας είχε φτάσει ως τη μακρινή Ιαπωνία. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, όμως η βροχή που υποτίθεται πως θα 'πεφτε λίγο μετά το χάραμα δεν είχε πέσει ακόμη. Καθώς ο παρκαδόρος έφερνε τη Μερσέντες, ο δόκτωρ Άριμαν περιεργαζόταν τα νύχια του. Ήταν τόσο ευχαριστημένος με το έξοχο μανικιούρ του, που σχεδόν αγνόησε ό,τι συνέβαινε γύρω του, δεν σήκωσε το βλέμμα του απ' τα χέρια του -δυνατά, αρρενωπά κι όμως με δάχτυλα όμορφα, μακριά και λεπτά, σαν τα δάχτυλα ενός πιανίστα- και παραλίγο να μη δει τον άγνωστο που ήταν ακουμπισμένος σ' ένα ημιφορτηγό στην απέναντι μεριά του δρόμου. Το ημιφορτηγό ήταν μπεζ, καλά συντηρημένο αλλά όχι καινούριο, από εκείνα τα οχήματα που δεν θα ανήκαν ποτέ σε μια συλλογή, ούτε μετά από χίλια χρόνια, και που επομένως ενδιέφεραν τόσο λίγο τον Άριμαν, ώστε δεν είχε ιδέα για το μοντέλο και το έτος κατασκευής. Η καρότσα του ήταν κλειστή, μ' ένα σκέπαστρο για κάμπινγκ, κι ο γιατρός ανατρίχιασε στη σκέψη των διακοπών αυτού του είδους. Ο άντρας, αν και άγνωστος, ήταν αόριστα οικείος. Ήταν σαραντάρης, με κοκκινωπά μαλλιά, στρογγυλό φουντωμένο πρόσωπο και χοντρά γυαλιά. Δεν κοίταζε κατευθείαν τον Άριμαν, αλλά υπήρχε κάτι στη στάση του που κραύγαζε παρακολούθηση. Έκανε πως κοίταζε το ρολόι του και ύστερα, ανυπόμονα, προς ένα γειτονικό κατάστημα, σαν να περίμενε κάποιον, όμως οι υποκριτικές του ικανότητες ήταν πολύ υποδεέστερες ακόμη κι απ' του κινηματογραφικού αστέρα που αυτή τη στιγμή προετοιμαζόταν να παίξει τον μεγαλύτερο ρόλο της ζωής του κόβοντας την προεδρική μύτη. Στο κατάστημα με τα παιχνίδια αντίκες. Πριν από λίγες ώρες. Μισή ώρα με το αυτοκίνητο, και έξι πόλεις πιο μακριά. Εκεί είχε δει ο γιατρός τον αναψοκοκκινισμένο άντρα. Ενώ διασκέδαζε αναλογιζόμενος την έκπληξη του προσωπικού του καταστήματος σε περίπτωση που πυροβολούσε από καπρίτσιο και μόνο τους υπόλοιπους πελάτες στο στομάχι, αυτός ήταν ένας απ' τους δυο πελάτες τους οποίους πυροβολούσε στη φαντασία του. Σε μια Κομητεία με τρία εκατομμύρια πληθυσμό, ήταν δύσκολο να πιστέψει πως αυτή η δεύτερη συνάντηση μέσα σε λίγες μόλις ώρες ήταν συμπτωματική. Έ ν α μπεζ ημιφορτηγό με σκέπαστρο για κάμπινγκ δύ-

σκολα έφερνε στο νου αστυνομικούς ή ιδιωτικούς ντετέκτιβ που παρακολουθούσαν κρυφά κάποιον. Όταν όμως ο Άριμαν πρόσεξε καλύτερα το ημιφορτηγό, είδε πως είχε δυο κεραίες, εκτός από τη συνηθισμένη του ραδιοφώνου. Η μία ήταν ελαστική, συνδεδεμένη στην καμπίνα, και μάλλον ανήκε σ' έναν πομποδέκτη της αστυνομίας. Η άλλη ήταν ένα αλλόκοτο εξάρτημα στερεωμένο στον πίσω προφυλακτήρα: μια δίμετρη, ίσια, ασημένια κεραία μ' ένα μυτερό εξόγκωμα στην κορυφή, μ' ένα μαύρο πηνίο γύρω γύρω. Καθώς απομακρυνόταν ο δόκτωρ Άριμαν με το αυτοκίνητο του από το εστιατόριο, δεν ξαφνιάστηκε βλέποντας το ημιφορτηγό να τον ακολουθεί. Η τεχνική παρακολούθησης του αναψοκοκκινισμένου άντρα ήταν ερασιτεχνική. Δεν κολλούσε πίσω από τη Μερσέντες, αλλά άφηνε ένα δυο αμάξια να μπουν ανάμεσα κρύβοντάς τον, όπως είχε μάθει παρακολουθώντας, ίσως, ανόητες αστυνομικές σειρές στην τηλεόραση, όμως δεν είχε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε ν' αφήσει από τα μάτια του τον Άριμαν για περισσότερα από ένα δυο δευτερόλεπτα κι οδηγούσε διαρκώς κοντά στην κεντρική λωρίδα ή όσο κοντύτερα τολμούσε να πλησιάσει στα σταθμευμένα αυτοκίνητα στα δεξιά, πηγαίνοντας μπρος πίσω καθώς η κυκλοφορία μπροστά του του έκρυβε φευγαλέα τη Μερσέντες. Έτσι, στους καθρέφτες του γιατρού, το ημιφορτηγό ήταν η μόνη ανωμαλία στην κυκλοφορία- ήταν τόσο εμφανές, με τη μεγάλη κεραία του να σχίζει τον αέρα, καθώς έκανε ελιγμούς σαν συγκρουόμενο στο λούνα παρκ. Σήμερα, που οι επαγγελματίες είχαν στη διάθεσή τους από υπερσύγχρονους πομποδέκτες μέχρι δορυφορικά συστήματα εντοπισμού και παρακολούθησης, μπορούσαν να ακολουθούν μέρα νύχτα έναν ύποπτο μένοντας ουσιαστικά ένα δυο χιλιόμετρα μακριά του. Αυτός στο ημιφορτηγό ήταν τόσο θλιβερά ερασιτέχνης, που η μόνη επαγγελματική του ενέργεια ήταν να μη στολίσει την κεραία του με πολύχρωμες σημαιούλες. Ο γιατρός είχε σαστίσει -και όλα αυτά του είχαν κεντρίσει την περιέργεια. Βάλθηκε να στρίβει συστηματικά σε δρόμους που οδηγούσαν σε όλο και πιο έρημες γειτονιές, όπου δεν υπήρχε κίνηση για να κρυφτεί το ημιφορτηγό. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο άντρας αντιστάθμισε την απώλεια κάλυψης μέ-

νοντας απλώς παραπίσω, σχεδόν ένα τετράγωνο μακριά, σαν να ήταν βέβαιος πως το θήραμά του είχε την αίσθηση του γύρω χώρου και τη νοητική ικανότητα μιας μυωπικής αγελάδας. Δίχως να φανερώσει την πρόθεσή του βγάζοντας φλας, ο γιατρός έστριψε ξαφνικά δεξιά, επιτάχυνε ως το πλησιέστερο σπίτι, μπήκε ορμητικά στο δρομάκι του, έβαλε όπισθεν, ξαναβγήκε στο δρόμο και γύρισε από κει που είχε έρθει -ακριβώς τη στιγμή που το ημιφορτηγό έστριβε στη γωνία καταδιώκοντάς τον βλακωδώς. Ζυγώνοντας και προσπερνώντας το ημιφορτηγό, ο δόκτωρ Άριμαν έκανε πως έψαχνε μια διεύθυνση, σαν να αγνοούσε πλήρως πως τον παρακολουθούσαν. Δυο γοργές ματιές αριστερά ήταν αρκετές για να εξανεμίσουν κάμποσο απ' το μυστήριο του παιχνιδιού. Στη γωνία, σταμάτησε, βγήκε από τη Μερσέντες και πήγε ως την πινακίδα με το όνομα του δρόμου, όπου στάθηκε κοιτάξοντάς την, ξύνοντας το κεφάλι του κι ελέγχοντας μια φανταστική διεύθυνση σ' ένα φανταστικό χαρτί στο χέρι του, σαν να του είχε δώσει κάποιος λαθεμένες πληροφορίες. Όταν γύρισε στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε, καθυστέρησε ωσότου να ξαναδεί πίσω του το μπεζ ημιφορτηγό. Δεν ήθελε να τους χάσει. Αν εξαιρούσε την πρωινή τους συνάντηση στο κατάστημα παιχνιδιών, ο οδηγός τού ήταν άγνωστος, όμως δεν ήταν μόνος στο ημιφορτηγό. Με τα μάτια ολάνοιχτα απ' την έκπληξη και ύστερα γυρίζοντας γοργά το κεφάλι του από την άλλη όταν είδε τη Μερσέντες του Άριμαν, ο Σκιτ Κόλφιλντ καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Ενώ ο Ντάστι και η Μάρτι σκάλιζαν το παρελθόν του γιατρού στο Νέο Μεξικό, ο Σκιτ έπαιζε επίσης τον ντετέκτιβ. Αυτή η ανόητη ιδέα ήταν αναμφισβήτητα δική του, μια και ο αδερφός του παραήταν έξυπνος για να του την έχει προτείνει. Ο αναψοκοκκινισμένος άντρας με τα γυαλιά-τηλεσκόπια ήταν μάλλον κάποιος απ' τους πρεζάκηδες, τους μαστούρηδες φίλους του Σκιτ. Ο Σέρλοκ Χολμς κι ο Γουάτσον παιγμένοι από τον Τσιτς και τον Τσονγκ. Άσχετα με το τι θα συνέβαινε με τον Ντάστι και τη Μάρτι στο Νέο Μεξικό, ο Σκιτ ήταν η μεγαλύτερη εκκρεμότητα. Το να ξεφορτωθεί το ναρκομανή με το θολωμένο μυαλό ή-

ταν η προτεραιότητα του εδώ και δυο μέρες, αφότου τον είχε στείλει να πηδήξει από μια στέγη. Τώρα, ανακουφισμένος που είχε εντοπίσει τον Σκιτ, ο δόκτωρ Άριμαν έπρεπε απλώς να οδηγεί μετρημένα, για να μην τον χάσει ο πιτσιρικάς, μέχρι να εκτιμούσε την κατάσταση και να αποφάσιζε ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να εκμεταλλευτεί αυτή την απρόοπτη εξέλιξη. Το παιχνίδι άρχιζε και πάλι.

Η Μάρτι ακολούθησε τη Ναβιγκέιτορ του Τσέιζ Γκλίζον στο χώρο στάθμευσης ενός εστιατορίου λίγα χιλιόμετρα μετά το όριο της πόλης. Το μαγαζί ήταν στολισμένο μ' ένα γιγάντιο καουμπόη που χόρευε με μια γιγάντια καουμπόισσα, όμως το νέον γύρω από τις δυο φιγούρες ήταν σβηστό τώρα κι απέμεναν λίγες ώρες ακόμη μέχρι να αρχίσουν η μουσική και το ποτό. Στάθμευσαν αντίθετα προς το κτίριο, στραμμένοι προς τον αυτοκινητόδρομο. Ο Τσέιζ άφησε τη Ναβιγκέιτορ του και βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα του νοικιασμένου Φορντ. «Αυτό εκεί πέρα είναι το Ινστιτούτο Μπέλον-Τόκλαντ». Το ινστιτούτο καταλάμβανε περίπου ογδόντα στρέμματα στη μέση μιας πολύ μεγαλύτερης θαμνώδους έκτασης. Περιβαλλόταν από έναν πέτρινο τοίχο ύψους δυόμισι μέτρων. Το κτίριο που ορθωνόταν πίσω από τον τοίχο ήταν εμπνευσμένο από το έργο του αρχιτέκτονα Φρανκ Λόιντ Ράιτ, ιδιαίτερα από το πιο φημισμένο σπίτι του, τον Καταρράκτη. Μονάχα που αυτός ήταν ένας καταρράκτης δίχως νερό και το κτίσμα ήταν υπερβολικά μεγάλο, τόσο που να παραβαίνει, ακόμη και να καταφρονεί, την πεποίθηση του Ράιτ πως κάθε κτίσμα πρέπει να εναρμονίζεται με τον γύρω χώρο. Αυτός ο ογκώδης σωρός από πέτρα και στόκο, με το τεράστιο εμβαδόν, δεν ακολουθούσε τις αυστηρές, γυμνές γραμμές της ερήμου αλλά έμοιαζε να εκρήγνυται από μέσα τους, έμοιαζε περισσότερο με προϊόν βίας παρά αρχιτεκτονικής σχεδίασης. Έτσι θα φαινόταν ένα αρχιτεκτόνημα του Ράιτ αν προσπαθούσε να το κατασκευάσει ο Άλμπερτ Σπέερ, ο αγαπημένος αρχιτέκτονας του Χίτλερ. «Λιγάκι γοτθικό», είπε ο Ντάστι. «Τι κάνουν εκεί μέσα;» ρώτησε η Μάρτι. «Ετοιμάζουν το τέλος του κόσμου;»

Ο Τσέιζ δεν ήταν καθησυχαστικός. «Πιθανόν ναι. Ποτέ δεν κατάφερα να καταλάβω αυτά που λένε πως κάνουν, όμως μπορεί εσείς να μην είσαστε τόσο χοντροκέφαλοι όσο είμαι εγώ. Έρευνα, λένε, έρευνα που οδηγεί στην...» Ανέφερε κάτι που πρέπει να είχε διαβάσει: «..."εφαρμογή των τελευταίων ανακαλύψεων στην ψυχολογία και την ψυχοφαρμακολογία για το σχεδιασμό πιο ορθών και σταθερών δομικών μοντέλων για την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις, την κουλτούρα και την κοινωνία εν γένει, τα οποία θα συνεισφέρουν σ' ένα καθαρό περιβάλλον, σ' ένα πιο αξιόπιστο σύστημα δικαιοσύνης, στην εκμετάλλευση των ανθρωπίνων δυνατοτήτων και στην παγκόσμια ειρήνη..."» «Ωσαννά και αλληλούια και αμήν», πρόσθεσε περιφρονητικά ο Ντάστι. «Πλύση εγκεφάλου», δήλωσε η Μάρτι. «Λοιπόν», είπε ο Τσέιζ, «δεν πρόκειται να σου φέρω αντίρρηση σ' αυτό -ή σε οτιδήποτε άλλο θα διάλεγες να πεις. Θα μπορούσαν κάλλιστα να 'χουν κι ένα εξωγήινο διαστημόπλοιο εκεί μέσα». «Θα προτιμούσα να ήταν εξωγήινοι, ακόμη κι αν ήταν φριχτοί και τρελαίνονταν για ανθρώπινο συκώτι», είπε ο Ντάστι. «Δε θα με τρόμαζε ούτε κατά διάνοια τόσο όσο ο Μεγάλος Αδερφός». «Α, δεν είναι κρατικό το ινστιτούτο», τον διαβεβαίωσε ο Τσέιζ Γκλίζον. «Τουλάχιστον δεν υπάρχει κάποια φανερή σχέση». «Τότε ποιοι είναι;» «Το ινστιτούτο χρηματοδοτήθηκε αρχικά από είκοσι δύο μεγάλα πανεπιστήμια και έξι ιδιωτικά ιδρύματα απ' όλη τη χώρα, κι αυτά τα έξι ιδρύματα είναι που συνεχίζουν να το χρηματοδοτούν, μαζί με κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις». «Πανεπιστήμια;» είπε συνοφρυωμένη η Μάρτι. «Τι απογοήτευση για την παρανοϊκή που κρύβω μέσα μου. Ο Μεγάλος Καθηγητής δεν έχει καμιά σχέση με τον Μεγάλο Αδερφό». «Ναι, αρκεί να μην είναι σαν τον Λάμπτον τη Σαύρα», είπε ο Ντάστι. «Τον Λάμπτον τη Σαύρα;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Ο δόκτωρ Ντέρεκ Λάμπτον. Ο πατριός μου». «Αν αναλογιστεί κανείς πως δουλεύουν για την παγκόσμια ειρήνη», είπε ο Τσέιζ, «η φρούρηση του ινστιτούτου είναι υπερβολικά αυστηρή».

Λιγότερο από πενήντα μέτρα προς το βορρά, τα αυτοκίνητα που έμπαιναν στο ινστιτούτο ήταν υποχρεωμένα να σταματήσουν σε μια επιβλητική πύλη δίπλα σ' ένα φυλάκιο. Τρεις ένστολοι έλεγχαν κάθε επισκέπτη μόλις έφτανε στην πύλη, και ο ένας έκανε ακόμη και το γύρο του αυτοκινήτου ελέγχοντάς το από κάτω μ' έναν καθρέφτη στην άκρη ενός λοξού βραχίονα. «Για τι ψάχνουν;» αναρωτήθηκε ο Ντάστι. «Για λαθρεπιβάτες, για βόμβες;» «Μπορεί και για τα δύο. Η ηλεκτρονική φρούρηση είναι πολύ αυστηρή επίσης, ίσως αυστηρότερη απ' αυτή του Λος Άλαμος». «Αυτό δε λέει πολλά», παρατήρησε ο Ντάστι, «αν αναλογιστεί κανείς πως οι Κινέζοι βούτηξαν με την άνεσή τους απ' το Λος Άλαμος όλα τα πυρηνικά μυστικά μας». Η Μάρτι είπε: «Αν κρίνουμε απ' όλα αυτά τα μέτρα ασφαλείας, δε χρειάζεται ν' ανησυχούμε μήπως βουτήξουν οι Κινέζοι και τα μυστικά μας για την παγκόσμια ειρήνη». «Ο Άριμαν είχε πολλές σχέσεις μ' αυτό το μέρος», είπε ο Τσέιζ. «Είχε το δικό του ιατρείο στην πόλη, όμως η αληθινή του δουλειά ήταν εδώ. Κι όταν χρειάστηκε να κινήσουν κάποιοι τα κατάλληλα νήματα για να σωθεί, μετά τους φόνους των Παστόρε, αυτοί οι κάποιοι βρίσκονταν εδώ». Η Μάρτι δεν κατάλαβε. «Μα, αν δεν είναι της κυβέρνησης, πώς μπορούν να έχουν του χεριού τους την αστυνομία και τους εισαγγελείς κι όλο τον υπόλοιπο κόσμο;» «Κατ' αρχήν, έχουν τεράστια οικονομική δύναμη. Και διασυνδέσεις. Το ότι δεν είναι της κυβέρνησης δε σημαίνει πως δεν την επηρεάζουν σ' όλους τους τομείς... καθώς και την αστυνομία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι καλύτερα δικτυωμένοι ακόμη κι απ' τη Μαφία, αλλά έχουν πολύ καλύτερο προφίλ». «Προωθώντας την παγκόσμια ειρήνη, αντί να είναι έμποροι ναρκωτικών, παράνομοι αντιγραφείς CD και τοκογλύφοι». «Ακριβώς. Κι αν το καλοσκεφτείς, είναι σε καλύτερη μοίρα απ' την κυβέρνηση. Δεν έχουν ελεγκτικές επιτροπές του Κογκρέσου πάνω απ' το κεφάλι τους. Ούτε πρέπει να δίνουν λόγο σε κάθε απατεώνα πολιτικό. Είναι απλώς μερικοί καλοί τύποι που κάνουν το καλό, για ένα καλύτερο αύριο, κι έτσι είναι απίθανο να τους ελέγξει κάποιος πραγματικά. Διάβολε, ό,τι κι αν κάνουν σ' αυτό το μέρος, είμαι βέ-

βαιος πως οι περισσότεροι πιστεύουν πως είναι όντως καλοί και σώζουν τον κόσμο». «Εσύ όμως δεν πιστεύεις κάτι τέτοιο». «Κι ο λόγος είναι αυτό που έκανε ο Άριμαν στους δικούς μου και οι στενές του σχέσεις μ' αυτό το μέρος. Οι περισσότεροι εδώ γύρω, όμως, δεν πολυσκέφτονται το ινστιτούτο. Δεν είναι σημαντικό γι' αυτούς. Ή , αν το σκέφτονται, έχουν απλώς μια θολή εικόνα». «Ποιοι είναι οι Μπέλον και Τόκλαντ;» ρώτησε η Μάρτι. «Ο Κορνέλ Μπέλον κι ο Ναθάνιελ Τόκλαντ. Δυο εξοστρακισμένοι καθηγητές, που παλιά ήταν σπουδαίες προσωπικότητες στο χώρο της ψυχολογίας. Η ιδέα γι' αυτό το μέρος ήταν δική τους. Ο Μπέλον πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Ο Τόκλαντ είναι εβδομήντα δύο ετών, συνταξιούχος και παντρεμένος με μια πανέμορφη, έξυπνη γυναίκα με χιούμορ -και κληρονόμο, επίσης, μιας μεγάλης περιουσίας-, γύρω στα πενήντα χρόνια νεότερή του. Αν τους έβλεπες μαζί, θα ήταν αδύνατο να καταλάβεις τι του βρίσκει, γιατί, εκτός από γέρος, είναι και τόσο στεγνός, άσχημος, και δεν έχει καθόλου χιούμορ». Το βλέμμα της Μάρτι συναντήθηκε με το βλέμμα του Ντάστι. «Χαϊκού». « Ή κάτι παρόμοιο». Ο Τσέιζ είπε: «Τέλος πάντων, σκέφτηκα πως έπρεπε να το δείτε. Γιατί αυτό, με κάποιον τρόπο -δεν ξέρω ακριβώς πώς, αλλά με κάποιον τρόπο- εξηγεί και την περίπτωση του Άριμαν. Και σας δίνει μια καλύτερη ιδέα για το τι έχετε να αντιμετωπίσετε». Παρά την επίδραση του έργου του Ράιτ, το ινστιτούτο θα φαινόταν πιο ταιριαστό με το περιβάλλον του αν βρισκόταν ψηλά στα Καρπάθια ή στην επόμενη γωνιά από το κάστρο του βαρόνου Φρανκενστάιν, με την ομίχλη να το τυλίγει διαρκώς και τους κεραυνούς να το χτυπούν συντηρώντας το αντί να το καταστρέφουν.

Ύστερα από ένα έξοχο γεύμα, ο δόκτωρ Άριμαν σκόπευε να περάσει από το σπίτι των Ρόουντς και να ρίξει μια ματιά στα αποτελέσματα της πυρκαγιάς. Τώρα όμως που τον ακολουθούσαν ο Σκιτ και η μετενσάρκωση του επιθεωρητή

Κλουζό, αυτού του είδους οι επισκέψεις στα αξιοθέατα δεν φαίνονταν ιδιαίτερα συνετές. Όπως και να 'χε, δεν ήταν όλη η μέρα του ελεύθερη, γιατί είχε έναν ασθενή προγραμματισμένο για το απόγευμα. Πήγε κατευθείαν, αλλά ήρεμα, στο ιατρείο του στο Φάσιον Άιλαντ. Έκανε πως δεν είδε το ημιφορτηγό να παρκάρει στον ίδιο χώρο στάθμευσης, δυο σειρές πίσω από τη Μερσέντες. Η σουίτα του στον δέκατο τέταρτο όροφο έβλεπε στον ωκεανό, όμως πέρασε πρώτα από το ιατρείο ενός ωτορινολαρυγγολόγου στην ανατολική μεριά του κτιρίου. Τα παράθυρα στην αίθουσα αναμονής έβλεπαν στο χώρο στάθμευσης. Η γραμματέας, που δακτυλογραφούσε ένα κείμενο, δεν σήκωσε καν τα μάτια της όταν ζύγωσε ο Άριμαν στο παράθυρο, αναμφίβολα υποθέτοντας πως ήταν άλλος ένας ασθενής που θα 'πρεπε να περιμένει μαζί με τους υπόλοιπους κακόμοιρους, με τις μπουκωμένες μύτες, τα κατακόκκινα μάτια και τους ερεθισμένους λαιμούς, που κάθονταν στις άβολες καρέκλες και διάβαζαν αρχαία περιοδικά γεμάτα μικρόβια. Εντόπισε τη Μερσέντες και ύστερα το μπεζ ημιφορτηγό με το λευκό σκέπαστρο στην καρότσα. Το ατρόμητο δίδυμο είχε βγει από το αυτοκίνητο. Τέντωναν τα πόδια τους για να ξεμουδιάσουν, κουνούσαν τους ώμους τους κι έπαιρναν λίγο καθαρό αέρα, προφανώς προετοιμασμένοι να περιμένουν μέχρι να εμφανιστεί ξανά το θήραμά τους. Ωραία. Μπαίνοντας στο ιατρείο του, ο γιατρός ρώτησε τη γραμματέα του, την Τζένιφερ, αν ήταν νόστιμο το σάντουιτς με φρυγανιές σικάλεως, τυρί σόγιας και φύτρες φασολιών, που ήταν το μεσημεριανό της κάθε Πέμπτη. Όταν τον διαβεβαίωσε πως ήταν υπέροχο -ήταν τρελή με την υγιεινή διατροφή και αναμφίβολα είχε γεννηθεί με τους μισούς γευστικούς κάλυκες απ' όσους είχε ένας φυσιολογικός άνθρωπος-, ο γιατρός σπατάλησε μερικά λεπτά κάνοντας πως ενδιαφερόταν για το πόσο απαραίτητο ήταν να συμπληρώνει κανείς την καθημερινή του διατροφή με τεράστιες ποσότητες γκίνκο και ύστερα κλείστηκε στο γραφείο του. Τηλεφώνησε στον Σέντρικ Χόθορν, το διαχειριστή του σπιτιού του, και του ζήτησε να αφήσει το λιγότερο φανταχτερό από τα αυτοκίνητα που είχε στη συλλογή του -μια Σεβρολέτ Ελ Καμίνο του 1959- στο χώρο στάθμευσης του κτι-

ρίου δίπλα σ' αυτό που βρισκόταν το ιατρείο του. Έπρεπε να βάλει τα κλειδιά σ' ένα μαγνητικό κουτί κάτω από το δεξί πίσω φτερό. Η σύζυγος του Σέντρικ μπορούσε να τον ακολουθήσει μ' ένα άλλο αυτοκίνητο για να τον πάρει πίσω στο σπίτι. «Α, και φέρε και μια μάσκα του σκι», πρόσθεσε ο γιατρός. «Άσ' την κάτω από τη θέση του οδηγού». Ο Σέντρικ δεν τον ρώτησε τι ήθελε τη μάσκα του σκι. Η δουλειά του δεν ήταν να κάνει ερωτήσεις. Ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένος για κάτι τέτοιο. Πάρα πολύ καλά. «Ναι, βέβαια, κύριε, μια μάσκα του σκι». Ο γιατρός ήταν ήδη οπλισμένος. Είχε αποφασίσει ποιος θα ήταν ο τρόπος δράσης του. Όλα τα κομμάτια του παιχνιδιού ήταν τώρα στη θέση τους. Σύντομα το παιχνίδι θ' άρχιζε.

Η

ΑΓΡΟΙΚΙΑ ΕΙΧΕ ΦΘΑΡΜΕΝΑ, πλίθινα δ ά π ε δ α μεξικα-

νικού στυλ κι οροφές με δικτυωτά από ξύλο λεύκας και πάτερα που προεξείχαν. Στα κύρια δωμάτια, ευωδιαστές φωτιές -απαλά αρωματισμένες με κουκουνάρια και με μερικές σχίζες από κέδρο- κροτάλιζαν και σπιθοβολούσαν μέσα σε όμορφα πλίθινα τζάκια. Εκτός από τις ταπετσαρισμένες πολυθρόνες και τους καναπέδες, όλα τα τραπέζια, οι καρέκλες και τα ντουλάπια ήταν κυρίως έπιπλα της εποχής του Ομοσπονδιακού Προγράμματος για τις Τέχνες, του '30, και έμοιαζαν σχεδιασμένα από τον Γκούσταβ Στίκλεϊ, ενώ παντού ήταν στρωμένα υπέροχα χαλιά των Ναβάχο -με εξαίρεση το δωμάτιο όπου είχαν γίνει οι φόνοι. Εδώ δεν υπήρχε αναμμένο τζάκι. Όλα τα έπιπλα, εκτός από ένα, είχαν πουληθεί. Το πάτωμα ήταν γυμνό. Έ ν α αχνό γκρίζο φως έμπαινε από τα παράθυρα, που δεν είχαν κουρτίνες, και μια παγωνιά αναδιδόταν από τους τοίχους. Κάπου κάπου η Μάρτι είχε την αίσθηση πως έβλεπε με την άκρη του ματιού της το γκρίζο φως να κάμπτεται γύρω από κάτι, σαν να το εξέτρεπε το πέρασμα μιας σχεδόν διάφανης φιγούρας, αλλά όταν κοίταζε απευθείας, δεν αντίκριζε τίποτε- το φως παρέμενε σκληρό και άκαμπτο. Κι όμως, εδώ ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς σε αθέατες παρουσίες. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε μια ξύλινη καρέκλα, δίχως μαξιλαράκι στο επίπεδο κάθισμά της. Ίσως να είχε επιλεγεί ακριβώς επειδή ήταν τόσο άβολη. Κάποιοι μοναχοί πίστευαν πως η ικανότητα ενός ανθρώπου να συγκεντρώνεται στο διαλογισμό και την προσευχή ελαττωνόταν από τις ανέσεις. «Κάθομαι εδώ μερικές φορές κάθε βδομάδα», είπε ο

Μπερνάρντο Παστόρε, «συνήθως για δέκα ή δεκαπέντε λεπτά... κάποιες φορές, όμως, για ώρες ολόκληρες». Η φωνή του ήταν βραχνή και κάπως μακρόσυρτη. Οι λέξεις ήταν σαν βόλοι μες στο στόμα του, που όμως τους γυάλιζε υπομονετικά και κατόρθωνε να τους βγάζει. Ο Ντάστι κρατούσε το κασετόφωνο με το ενσωματωμένο μικρόφωνο στραμμένο προς τον κτηματία για να είναι σίγουρος πως θα μπορούσε να ξεχωρίσει ύστερα τα λόγια του. Το δεξί μισό του προσώπου του Μπερνάρντο Παστόρε δεν μπορούσε να πάρει καμιά έκφραση, μια και τα νεύρα του ήταν ανεπανόρθωτα κατεστραμμένα. Το δεξί μέρος του σαγονιού κι ένα κομμάτι του πιγουνιού του είχαν συναρμολογηθεί ξανά, με μεταλλικές πλάκες, σύρματα, χειρουργικές βίδες, κομμάτια σιλικόνης και μοσχεύματα οστού. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετά λειτουργικό αλλά όχι και κάνας θρίαμβος της αισθητικής. «Την πρώτη χρονιά», είπε ο Μπερνάρντο, «περνούσα πολύ καιρό σ' αυτή την καρέκλα πασχίζοντας να καταλάβω πώς συνέβη κάτι τέτοιο, πώς ήταν δυνατόν». 'Οταν μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο, μόλις άκουσε τον πυροβολισμό που σκότωσε τον κοιμισμένο γιο του, ο Μπερνάρντο χτυπήθηκε από δυο σφαίρες, από τη σύζυγο του, τη Φιόνα. Η πρώτη διαπέρασε τον δεξιό του ώμο και η δεύτερη θρυμμάτισε το σαγόνι του. «Ύστερα από λίγο πίστεψα πως δεν είχε πια νόημα να πασχίζω να καταλάβω. Αν δεν ήταν μαύρη μαγεία, ήταν κάτι εξίσου αποτρόπαιο. Εκείνη την εποχή, καθόμουν εδώ και τους συλλογιζόμουν, του έλεγα πως τους αγαπούσα, πως δεν της κρατούσα κακία, πως ήξερα ότι ήταν εξίσου μυστήριο και για κείνη, όσο ήταν για μένα. Γιατί πιστεύω πως έτσι είναι. Έτσι πρέπει να 'ναι». Οι χειρουργοί είπαν πως ήταν απίστευτο ότι κατόρθωσε να ζήσει. Η σφαίρα που θρυμμάτισε το σαγόνι του εποστρακίστηκε ως εκ θαύματος προς τα πάνω και προς τα πίσω από την κάτω γνάθο του, διαπέρασε τη μαστοειδή απόφυση και βγήκε απ' το πρόσωπό του πάνω από την αψίδα του ζυγωματικού δίχως να καταστρέψει την εξωτερική καρωτιδική αρτηρία στον κρόταφο, που θα είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο του πολύ πριν φτάσει το ασθενοφόρο. «Αγαπούσε τον Ντίον όσο κι εγώ, κι όλες αυτές οι κατηγόριες στο σημείωμά της, τα πράγματα που έλεγε πως έκα-

να ο' εκείνη και στον Ντίον, ήταν ψέματα. Ακόμη κι αν τα έκανα, ακόμη κι αν ήθελε ν' αυτοκτονήσει, δεν ήταν από τις γυναίκες που θα σκότωναν ένα παιδί, το δικό τους ή οποιοδήποτε άλλο». Χτυπημένος δυο φορές, ο Παστόρε σωριάστηκε πάνω σε μια ψηλή σιφονιέρα κοντά στο παράθυρο, που ήταν ανοιχτό γιατί ήταν καλοκαίρι και η νύχτα ζεστή. «Και να, εκείνος, να στέκει απέξω και να μας κοιτάζει με μια φριχτή, αποτρόπαια έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Χαμογελούσε κι ήταν κάθιδρος από την έξαψη. Τα μάτια του έλαμπαν». «Ο Άριμαν, σωστά;» ρώτησε ο Ντάστι για να γραφτεί στην κασέτα. «Ο δόκτωρ Μαρκ Άριμαν», επιβεβαίωσε ο Παστόρε. «Έστεκε εκεί σαν να 'ξερε τι θα γινόταν, σαν να είχε αγοράσει εισιτήριο στις θέσεις μπροστά μπροστά για να παρακολουθήσει τους σκοτωμούς. Με κοίταξε. Δεν μπορώ να περιγράψω αυτό που είδα σ' εκείνα τα μάτια. Αν υπήρχε αληθινά κόλαση, ένα μέρος που θα πηγαίναμε για τα κρίματά μας, κι αν κατέληγα εκεί, τότε αναμφίβολα θα ξανάβλεπα τέτοια μάτια». Για λίγο σώπασε, κοιτάζοντας το παράθυρο που τώρα δεν το γέμιζε παρά μονάχα το σκληρό φως. «Ύστερα σωριάστηκα». Πεσμένος, με το αλάβωτο μισό πρόσωπο του στο πάτωμα και την όρασή του πότε να θολώνει και πότε να επανέρχεται, είδε τη σύζυγο του να αυτοκτονεί και να σωριάζεται μόλις μερικά εκατοστά μακριά του. «Ήρεμη, τόσο παράξενα ήρεμη. Σαν να μην ήξερε τι έκανε. Δίχως δισταγμό, δίχως δάκρυα». Αιμορραγώντας, με το στομάχι του να ανακατεύεται απ' τον πόνο, ο Μπερνάρντο Παστόρε πότε λιποθυμούσε και πότε συνερχόταν, ενώ τα λεπτά κυλούσαν, όμως κάθε φορά που είχε τις αισθήσεις του, σερνόταν λίγο λίγο προς το τηλέφωνο στο κομοδίνο. «Άκουγα τα κογιότ έξω, στην αρχή μακριά μες στη νύχτα, ύστερα όμως όλο και πιο κοντά. Δεν ήξερα αν ο Άριμαν έστεκε ακόμη στο παράθυρο, όμως υποψιαζόμουν πως είχε φύγει και φοβόμουν πως τα κογιότ, ακολουθώντας τη μυρωδιά του αίματος, μπορεί να έμπαιναν μέσα σχίζοντας .τη σήτα στο παράθυρο. Μόνα τους, είναι δειλά πλάσματα... όμως όχι όταν είναι αγέλη». Έφτασε στο τηλέφωνο, το τράβηξε στο πάτωμα και κά-

λεοε βοήθεια, κατορθώνοντας με πολλή δυσκολία να βγάλει μερικές μισοκατανοητές λέξεις απ' το πρησμένο του λαρύγγι και το θρυμματισμένο του στόμα. «Και ύστερα περίμενα, πιστεύοντας πως θα πέθαινα προτού φτάσουν. Και δε θα με πείραζε. Μπορεί να ήταν προτιμότερο. Αφού η Φιόνα και ο Ντίον ήταν νεκροί, δε μ' ενδιέφερε πια η ζωή. Μονάχα δυο πράγματα μ' έκαναν να θέλω να ζήσω. Έπρεπε να βρω, να καταλάβω ποια ήταν η ανάμειξη του δόκτορα Άριμαν. Ήθελα να αποδοθεί δικαιοσύνη. Και ύστερα... αν και ήμουν έτοιμος να πεθάνω, δεν ήθελα να φάνε τα κογιότ εμένα και την οικογένειά μου σαν να ήμασταν κουνέλια». Κρίνοντας από το πόσο δυνατές ήταν τώρα οι κραυγές τους, συμπέρανε πως η αγέλη των κογιότ είχε μαζευτεί κάτω απ' το παράθυρο. Γρυλίσματα. Νύχια που έξυναν το περβάζι. Μουσούδες που έσπρωχναν τη σήτα. Καθώς ο Παστόρε γινόταν όλο και πιο αδύναμος και το μυαλό του θόλωνε όλο και πιο πολύ, άρχισε να πιστεύει πως αυτά δεν ήταν κογιότ που προσπαθούσαν να μπουν, αλλά πλάσματα άγνωστα ως τώρα στο Νέο Μεξικό, που είχαν έρθει από Αλλού, μέσα από μια πόρτα στη νύχτα την ίδια. Αδέρφια του Άριμαν, με μάτια ακόμη πιο παράξενα απ' του γιατρού. Έσπρωχναν τη σήτα όχι γιατί ήθελαν να τραφούν με ζεστή σάρκα, αλλά γιατί τα ωθούσε η πείνα τους για τρεις χαμένες ψυχές.

Ο μοναδικός ασθενής του γιατρού εκείνη τη μέρα ήταν η τριανταδυάχρονη σύζυγος ενός άντρα που είχε κερδίσει μισό δισεκατομμύριο δολάρια σε μετοχές στο Ίντερνετ μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια. Αν και ήταν ελκυστική γυναίκα, δεν την είχε δεχτεί σαν ασθενή για την εμφάνισή της. Δεν τον ενδιέφερε ερωτικά γιατί, όταν πια ζήτησε τη βοήθειά του, ήταν ήδη νευρωτική σαν εργαστηριακό ποντίκι τυραννισμένο για μήνες από διαρκείς αλλαγές στο λαβύρινθο του κι από περιστασιακά ηλεκτροσόκ. Τον Άριμαν τον διέγειραν μονάχα γυναίκες που έρχονταν σ' αυτόν υγιείς, γερές, γυναίκες που είχαν να χάσουν τα πάντα. Ούτε ο τεράστιος πλούτος της ασθενούς έπαιξε κάποιο ρόλο. Μια και δεν του έλειψαν ποτέ τα χρήματα, ο γιατρός

καταφρονούσε αυτούς που κίνητρο τους ήταν το οικονομικό όφελος. Η καλύτερη δουλειά ήταν αυτή που γινόταν με μόνο σκοπό την απόλαυση. Ο σύζυγος έσπρωξε άρον άρον τη γυναίκα του να ζητήσει τη βοήθεια του Άριμαν όχι τόσο πολύ γιατί τον ανησυχούσε η κατάστασή της, όσο γιατί σκόπευε να βάλει υποψηφιότητα για γερουσιαστής. Πίστευε πως η πολιτική του σταδιοδρομία θα κινδύνευε από μια σύζυγο με αλλόκοτα ξεσπάσματα στο όριο της παραφροσύνης, που ίσως ήταν μια παράλογη ανησυχία αν αναλογιζόταν κανένας πως τέτοια ξεσπάσματα ήταν για πολλά χρόνια το σήμα κατατεθέν κάμποσων πολιτικών κάθε απόχρωσης και των συζύγων τους, δίχως σημαντικές επιπτώσεις στις εκλογές. Συν τοις άλλοις, ο σύζυγος ήταν πιο βαρετός από έναν ψόφιο φρύνο κι αυτό από μόνο του έκανε απίθανη την εκλογή του. Ο γιατρός τη δέχτηκε σαν ασθενή μόνο και μόνο γιατί τον ενδιέφερε η κατάστασή της. Αυτή η γυναίκα ωθούσε σταθερά τον εαυτό της προς μια μοναδική φοβία που μπορεί να τον προμήθευε με συναρπαστικό υλικό για τα μελλοντικά του παιχνίδια. Ήταν πιθανό, επίσης, να χρησιμοποιούσε την περίπτωσή της στο επόμενο βιβλίο του, που θα είχε ως θέμα τις εμμονές και τις φοβίες και στο οποίο είχε δώσει με επιφύλαξη τον τίτλο Μη Φοβάσαι, Γιατί Είμαι Πλάι Σου, αν και θα άλλαζε βέβαια το όνομά της για να διαφυλάξει την ιδιωτική της ζωή. Αυτή η μέλλουσα πιθανή σύζυγος γερουσιαστή είχε εδώ και κάμποσο καιρό μια όλο και πιο έντονη έμμονη ιδέα μ' έναν ηθοποιό, τον Κιάνου Ριβς. Έφτιαχνε δεκάδες χοντρά λευκώματα με φωτογραφίες του Κιάνου, με άρθρα για τον Κιάνου, με κριτικές για τις ταινίες του Κιάνου. Δεν υπήρχε κριτικός που να ήξερε τα μισά, έστω, απ' όσα ήξερε εκείνη για τη φιλμογραφία αυτού του ηθοποιού, μια και, καθισμένη άνετα στην ιδιωτική της αίθουσα προβολών, χωρητικότητας σαράντα ατόμων και με κανονική μεγάλη οθόνη, είχε παρακολουθήσει καθεμιά απ' τις ταινίες του τουλάχιστον είκοσι φορές και κάποτε είχε περάσει σαράντα οχτώ ώρες βλέποντας το Σπιντ, ξανά και ξανά, μέχρι που τελικά λιποθύμησε από την έλλειψη ύπνου και την υπερβολική δόση από Ντένις Χόπερ. Πριν από λίγο καιρό είχε αγοράσει ένα καρδιόσχημο παντατίφ Καρτιέ αξίας διακοσίων χιλιάδων δολαρίων, χρυσό με διαμάντια, κι από πίσω ζήτησε να χαράξουν τις λέξεις Ποθώ τον Κιάνου.

Αυτός ο έρωτας ξάφνου ξίνισε, για λόγους που η ίδια η ασθενής αδυνατούσε να καταλάβει. Άρχισε να υποψιάζεται πως ο Κιάνου είχε μια σκοτεινή πλευρά. Πως είχε αντιληφθεί το ενδιαφέρον της γι' αυτόν και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Πως είχε προσλάβει ανθρώπους να την παρακολουθούν. Και ύστερα πως την παρακολουθούσε ο ίδιος. 'Οταν χτυπούσε το τηλέφωνο κι αυτός που έπαιρνε της το 'κλείνε χωρίς να μιλήσει ή έλεγε, Συγνώμη, λάθος νούμερο, ήταν πεπεισμένη πως ήταν ο Κιάνου. Κάποτε λάτρευε το πρόσωπο του, τώρα την τρομοκρατούσε. Κατέστρεψε όλα τα λευκώματα κι έκαψε όλες τις φωτογραφίες του που είχε στην κρεβατοκάμαρά της, γιατί πίστευε όλο και πιο έντονα πως μπορούσε να τη δει από μακριά μέσω οποιασδήποτε φωτογραφίας του. Για την ακρίβεια, μόλις αντίκριζε πια το πρόσωπο του, πάθαινε κρίση πανικού. Δεν μπορούσε πλέον να παρακολουθήσει τηλεόραση γιατί φοβόταν μήπως έβλεπε κάποια διαφήμιση της τελευταίας του ταινίας. Δεν τολμούσε να διαβάσει τα περισσότερα περιοδικά γιατί μπορεί να γύριζε σελίδα και ν' αντίκριζε τον Κιάνου να την παρακολουθεί- μέχρι και η θέα του ονόματος του την τάραζε κι ο κατάλογος των περιοδικών που ήταν ασφαλή περιλάμβανε μόνο το Ζητήματα Εξωτερικής Πολιτικής και ιατρικές εκδόσεις του τύπου Πρόοδοι στη Νεφρολογία. Ο δόκτωρ Άριμαν ήξερε πως σύντομα, όπως συνέβαινε σ' αυτές τις περιπτώσεις, η ασθενής του θα πίστευε με βεβαιότητα πως ο Κιάνου Ριβς την κυνηγούσε, πως την ακολουθούσε όπου πήγαινε, και τότε η φοβία της θα εδραιωνόταν πλήρως. Ύστερα, είτε θα σταθεροποιούνταν είτε θα μάθαινε να ζει μια τόσο περιορισμένη ζωή όσο η Σούζαν Τζάγκερ κάτω από την επήρεια της αγοραφοβίας της, ειδάλλως θα κατρακυλούσε ως την απόλυτη ψύχωση και ίσως να χρειαζόταν να παραμείνει, τουλάχιστον για λίγο καιρό, σ' ένα καλό ίδρυμα. Η θεραπεία με φάρμακα χάριζε κάποια ελπίδα σ' αυτού του είδους τους ασθενείς, όμως ο γιατρός δεν σκόπευε να θεραπεύσει τη συγκεκριμένη με συμβατικό τρόπο. Τελικά θα την προγραμμάτιζε σε τρεις διαδοχικές συναντήσεις, όχι για να την ελέγξει αλλά απλώς για να την προστάξει να μη φοβάται τον Κιάνου. Έτσι θα είχε για το επόμενο βιβλίο του ένα μεγάλο κεφάλαιο σχετικά με μια θαυματουργή θεραπεία, την οποία θα απέδιδε στις αναλυτικές του ικανότητες και τη θεραπευτική του ιδιοφυΐα, επινοώντας μια περί-

πλοκή ιστορία θεραπείας που στην πραγματικότητα θα ήταν ανύπαρκτη. Δεν είχε αρχίσει ακόμη την πλύση εγκεφάλου, γιατί η φοβία της ήθελε κι άλλο χρόνο για να ωριμάσει. Έπρεπε να υποφέρει κι άλλο για να δώσει η θεραπεία της υλικό για μια καλύτερη ιστορία και για να εξασφαλίσει ο γιατρός την απεριόριστη ευγνωμοσύνη της, όταν θα τέλειωναν όλα. Αν τη χειριζόταν σωστά, μπορεί να συμφωνούσε η γυναίκα να εμφανιστεί μαζί του στην εκπομπή της Όπρα στην τηλεόραση, όταν θα κυκλοφορούσε το βιβλίο του. Τώρα, καθισμένος στην πολυθρόνα απέναντι της, με το χαμηλό τραπέζι ανάμεσά τους, άκουγε τις πυρετώδεις εικασίες της για τις μακιαβελικές μηχανορραφίες του κυρίου Ριβς, δίχως να νοιάζεται να κρατήσει σημειώσεις, αφού ένα κρυμμένο κασετόφωνο ηχογραφούσε το μονόλογο της και τις περιστασιακές παραινετικές ερωτήσεις της. Σκανταλιάρης όπως πάντα, ο γιατρός σκέφτηκε ξάφνου πόσο διασκεδαστικό θα ήταν αν ο ηθοποιός που περίμενε να επιτεθεί στην προεδρική μύτη ήταν ο ίδιος ο Κιάνου. Φαντάσου τον τρόμο της ασθενούς όταν θα μάθαινε τα νέα, που θα την έπειθαν απόλυτα πως η αποκομμένη μύτη θα ήταν η δική της αν δεν έριχνε η μοίρα στα δόντια του Κιάνου τη μύτη του αρχηγού του κράτους. Τέλος πάντων. Αν υπήρχε κάποιο χιούμορ πίσω από τον τρόπο που δούλευε το σύμπαν, σίγουρα δεν ήταν τόσο αιχμηρό όσο του γιατρού. «Γιατρέ, δε μ' ακούς». «Φυσικά σ' ακούω», τη διαβεβαίωσε. «Όχι, ονειροπολούσες, και δεν πληρώνω αυτά τα εξωφρενικά ποσά για να ρεμβάζεις», του είπε απότομα. Αν και πριν από πέντε χρόνια αυτή η γυναίκα κι ο βαρετός σύζυγος της μετά βίας μπορούσαν ν' αγοράσουν μια μερίδα πατάτες μαζί με το χάμπουργκέρ τους, είχαν γίνει αυταρχικοί και απαιτητικοί σαν να είχαν γεννηθεί μες στα πλούτη. Για την ακρίβεια, η τρέλα της με τον Κιάνου και η παρανοϊκή ανάγκη του κακάσχημου συζύγου της να επιβεβαιωθεί μέσω της κάλπης ήταν απόρροια της ξαφνικής οικονομικής τους επιτυχίας και των ενοχών που τους τυραννούσαν γιατί είχαν κατορθώσει να κερδίσουν τόσο πολλά με τόσο λίγη προσπάθεια, καθώς και του άρρητου φόβου τους πως, ό,τι είχε έρθει τόσο γρήγορα, μπορούσε εξίσου γρήγορα να χαθεί.

«Δεν υπάρχει θέμα σύγκρουσης συμφερόντων των ασθενών, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε με ξαφνική ανησυχία. «Πώς;» «Μια κρυφή σύγκρουση συμφερόντων των ασθενών. Δε γνωρίζεις τον Κ-Κ-Κιάνου, έτσι δεν είναι, γιατρέ;» «Όχι. Όχι βέβαια». «Το να μη μου φανερώσεις τη σχέση σου μαζί του θα ήταν πολύ ανήθικο. Πολύ. Και πώς ξέρω εγώ ότι δε θα συμπεριφερόσουν με τόσο ανήθικο τρόπο; Τι ξέρω στην πραγματικότητα για σένα;» Αντί να τραβήξει το Τόρους ΡΤ-111 Μιλένιουμ από τη θήκη του και να δώσει στην ανόητη νεόπλουτη ένα μάθημα καλών τρόπων, ο γιατρός επιστράτευσε την εξαιρετική του γοητεία και την έπεισε τελικά να συνεχίσει την παρανοϊκή της φλυαρία. Το ρολόι του τοίχου έλεγε πως απέμενε λιγότερο από ένα ημίωρο μέχρι την ώρα που θα μπορούσε να την ξαποστείλει στον έξω κόσμο, που ήταν γεμάτος απ' τον τρόμο του Κιάνου Ριβς. Ύστερα θα ασχολούνταν με τον Σκιτ Κόλφιλντ και τον αναψοκοκκινισμένο άντρα.

Σε κάποια σημεία, το πλίθινο πάτωμα είχε φθαρεί. «Έβλεπα διαρκώς κηλίδες αίματος εκεί», εξήγησε ο Μπερνάρντο Παστόρε. «Όταν ήμουν στο νοσοκομείο, κάποιοι φίλοι καθάρισαν το δωμάτιο, ξεφορτώθηκαν τα έπιπλα, τα πάντα. Όταν γύρισα, δεν υπήρχαν καθόλου κηλίδες... όμως εγώ τις έβλεπα. Για ένα χρόνο, έτριβα λιγάκι κάθε μέρα. Δεν πάσχιζα ν' απαλλαγώ απ' το αίμα, αλλά από τη θλίψη. Όταν το συνειδητοποίησα, σταμάτησα τελικά να τρίβω το πάτωμα». Τις πρώτες ημέρες στην Εντατική, πάλευε να επιβιώσει και είχε μονάχα κατά διαστήματα τις αισθήσεις του· τα τραύματά του και το άσχημα πρησμένο πρόσωπο του τον εμπόδιζαν να μιλήσει ακόμη κι όταν ήταν σε εγρήγορση. Όταν πια κατηγόρησε τον Άριμαν, ο ψυχίατρος είχε ετοιμάσει ήδη μια ιστορία, με μάρτυρες, για να καλυφθεί. Ο Παστόρε πήγε στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας και κοίταξε έξω, στο αγρόκτημα. «Εδώ ακριβώς τον είδα. Εδώ ακριβώς, να κοιτάζει μέσα. Δεν ήταν κάτι που ονειρεύτηκα αφού χτυπήθηκα, όπως είπαν».

Ζυγώνοντας στο πλευρό του κτηματία, με το κασετόφωνο κοντά του, ο Ντάστι είπε: «Και κανένας δε σε πίστεψε;» «Μερικοί. Μονάχα ένας, όμως, που θα μπορούσε να κάνει κάτι. Ένας αστυνομικός. Άρχισε να ψάχνει το άλλοθι του Άριμαν και μπορεί να ήταν έτοιμος να βρει κάτι, γιατί φρόντισαν να τον σταματήσουν του ανέθεσαν άλλη υπόθεση κι έκλεισαν γρήγορα γρήγορα αυτή». «Λες εμάς να μας μιλούσε;» ρώτησε ο Ντάστι. «Ναι. Ύστερα από τόσα χρόνια, νομίζω πως ναι. Θα του τηλεφωνήσω και θα του πω για σας». «Αν θα μπορούσες να το κανονίσεις γι' απόψε, θα βόλευε. Πιστεύω πως ο Τσέιζ Γκλίζον θα φροντίσει όλη η αυριανή μέρα μας να είναι γεμάτη με πρώην μαθητές του Μικρού Λαγού». «Δε θα καταφέρετε τίποτε, ό,τι κι αν κάνετε», είπε ο Παστόρε και τα μάτια του έμοιαζαν να κοιτάζουν το παρελθόν ή το μέλλον, αντί για το αγρόκτημα όπως ήταν τώρα. «Για κάποιο λόγο, ο Άριμαν μοιάζει να είναι απρόσβλητος». «Θα δούμε». Ακόμη και στο γκρίζο φως που κατόρθωνε να περάσει μέσα από την γκρίζα σκόνη του παραθύρου, τα χοντρά χηλοειδή σημάδια στη δεξιά πλευρά του προσώπου του Παστόρε φαίνονταν κατακόκκινα. Σαν να ένιωσε τη ματιά της Μάρτι, ο κτηματίας την κοίταξε. «Θα 'χεις εφιάλτες ύστερα», της είπε. «Εγώ αποκλείεται. Μ' αρέσει το πρόσωπο σου, κύριε Παστόρε. Είναι τίμιο. Άλλωστε, όταν έχει συναντήσει κάποιος τον Μαρκ Άριμαν, τίποτ' άλλο δεν μπορεί να του προκαλέσει εφιάλτες». «Έτσι είναι», είπε ο Παστόρε στρέφοντας ξανά το βλέμμα του στο απόγευμα έξω, που έσβηνε. Ο Ντάστι έκλεισε το κασετόφωνο. «Τώρα πια, θα μπορούσαν να αφαιρέσουν τα περισσότερα απ' αυτά τα σημάδια», είπε ο Μπερνάρντο Παστόρε. «Κι ήθελαν να κάνω κι άλλες εγχειρήσεις στο σαγόνι. Υποσχέθηκαν πως θα μου το ίσιωναν. Όμως τι με νοιάζει πια το πώς φαίνομαι;» Δεν ήξεραν τι ν' απαντήσουν σ' αυτό, ούτε ο Ντάστι ούτε η Μάρτι. Ο κτηματίας δεν ήταν πάνω από σαράντα πέντε χρονών και είχε ακόμη κάμποσα χρόνια ζωής μπροστά του, όμως κανένας δεν μπορούσε να τον κάνει να τα θέλει κιόλας, κανένας εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό.

Η Τζένιφερ έμενε τρία χιλιόμετρα μακριά απ' το ιατρείο. Είτε ήταν καλός ο καιρός είτε κακός, πηγαινοερχόταν με τα πόδια, γιατί το περπάτημα ήταν μέρος της υγιεινής ζωής της, όπως ήταν το τυρί σόγιας, οι φύτρες φασολιών και το γκίνκο. Ο γιατρός τής ζήτησε να του κάνει τη χάρη να πάει το αυτοκίνητο του στην αντιπροσωπεία της Μερσέντες και να το αφήσει για αλλαγή λαδιών και ζυγοστάθμιση. «Θα σε πάνε σπίτι σου με το δικό τους αυτοκίνητο». «Α, δεν πειράζει», του είπε. «Θα γυρίσω με τα πόδια». «Μα είναι κάπου δεκατέσσερα χιλιόμετρα». «Αλήθεια; Ωραία!» «Κι αν βρέξει;» «Έχει αλλάξει η πρόγνωση. Θα βρέξει αύριο, όχι σήμερα. Εσείς, όμως, πώς θα πάτε σπίτι;» «Θα πάω με τα πόδια στο Μπαρνς εντ Νομπλ για να ρίξω μια ματιά σε κάνα βιβλίο και ύστερα θα συναντηθώ μ' ένα φίλο για ποτό», είπε ψέματα. «Θα με πάει αυτός σπίτι μου». Κοίταξε το ρολόι του. «Φύγε νωρίς... σε κάνα τέταρτο. Έτσι, ακόμη και με δεκατέσσερα χιλιόμετρα περπάτημα, θα φτάσεις σπίτι σου τη συνηθισμένη ώρα. Και πάρε τριάντα δολάρια απ' τα λεφτά που έχουμε για τα μικροέξοδα, για να πάρεις κάτι να φας απ' αυτό το μαγαζί που σ' αρέσει -Πράσινα Στρέμματα δεν το λένε;» «Είστε άνθρωπος που σκέφτεται πάντα τους άλλους», του είπε. Δεκαπέντε λεπτά αρκούσαν για να βγει ο Άριμαν από το κτίριο, από την μπροστινή είσοδο, για να μην τον δουν τα αγόρια στο μπεζ ημιφορτηγό, και να πάει στο χώρο στάθμευσης πίσω από το διπλανό κτίριο, όπου θα τον περίμενε η Σεβρολέτ του, μοντέλο Ελ Καμίνο, του '59.

Οι μάντρες για το ημέρωμα των αλόγων και τα περιφραγμένα λιβάδια ήταν έρημα, αφού είχαν κλείσει όλα τα ζώα στους ζεστούς στάβλους γιατί θα ξεσπούσε καταιγίδα. 'Οταν στάθηκε η Μάρτι δίπλα στο νοικιασμένο αυτοκίνητο, η πλίθινη αγροικία δεν της φάνηκε γραφική και ρομαντική όπως όταν την πρωτοείδε. Όπως συνέβαινε γενικά με

την αρχιτεκτονική του Νέου Μεξικού, αυτό το μέρος τής είχε φανεί μαγικό, σαν να είχε ξεφυτρώσει με θαυμαστό τρόπο στην έρημο, αλλά τώρα οι χωμάτινοι τοίχοι με τα θαμπά τους χρώματα δεν της φάνηκαν πιο ρομαντικοί απ' τη λάσπη και το σπίτι δεν έμοιαζε να υψώνεται αλλά να σωριάζεται, να πέφτει, να λιώνει στη γη απ' όπου είχε ξεπηδήσει, για να χαθεί σύντομα σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ, μαζί με τους ανθρώπους που είχαν γνωρίσει κάποτε την αγάπη και τη χαρά μέσα σ' αυτοΰς τους τοίχους. «Αναρωτιέμαι, με τι έχουμε να κάνουμε;» είπε ο Ντάστι καθώς έφευγαν με το αυτοκίνητο από την αγροικία, με τη Μάρτι στο τιμόνι. «Τι είναι ο Άριμαν... πέρα απ' αυτό που μοιάζει να είναι;» «Δε μιλάς απλώς για τις διασυνδέσεις του, για το ινστιτούτο, για το ποιος τον προστατεύει και γιατί». «Όχι». Η φωνή του είχε χαμηλώσει, ήταν απαλή και σοβαρή, σαν να μιλούσε για κάτι ιερό. «Ποιος είναι, πέρα από τις προφανείς κι εύκολες απαντήσεις;» «Ένας ψυχοπαθής. Ένας νάρκισσος, σύμφωνα με τον Κλόστερμαν». Όμως η Μάρτι ήξερε πως κι αυτή η απάντηση δεν ικανοποιούσε τον Ντάστι. Το ιδιωτικό, χαλικωτό δρομάκι που οδηγούσε από το αγρόκτημα στον κεντρικό δρόμο είχε μήκος πάνω από ενάμισι χιλιόμετρο. Διέσχιζε πρώτα μια επίπεδη έκταση και ύστερα μια σειρά από λόφους. Κάτω από τον μελαγχολικό λευκό ουρανό, αυτή την τελευταία ώρα του χειμωνιάτικου φωτός, οι βαθυπράσινοι θάμνοι έμοιαζαν διάστικτοι με ασημιά φύλλα. Οι μπάλες των αγκαθιών, που κανονικά κατρακυλούσαν με τον άνεμο, τώρα έστεκαν ασάλευτες σαν τους παράξενους βραχώδεις σχηματισμούς που θύμιζαν μισοθαμμένα οστά προϊστορικών τεράτων. «Αν εμφανιζόταν αυτή τη στιγμή ο Άριμαν, να έρχεται διασχίζοντας την έρημο», είπε ο Ντάστι, «θα έβγαιναν άραγε χιλιάδες κροταλίες απ' τις τρύπες τους και θα τον ακολουθούσαν υπάκουοι σαν γατάκια;» «Μην προσπαθείς να με τρομάξεις, καλέ μου». Όμως η Μάρτι δεν δυσκολευόταν να φανταστεί τον Άριμαν στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του Ντίον Παστόρε, μετά τους πυροβολισμούς, ανενόχλητο απ' τα κογιότ, να στέκει ανάμεσά τους σαν επίτιμο μέλος της αγέλης τους, πιέζοντας το πρόσωπο του στη σήτα για να οσμιστεί το αί-

μα, ενώ τα αρπακτικά του λιβαδιού, δεξιά κι αριστερά του, γρύλιζαν σιγανά κι έξυναν με τα δόντια τους το πλέγμα. Εκεί που το δρομάκι έκανε το γύρο μιας λοφοπλαγιάς και κατηφόριζε απότομα, κάποιος είχε βάλει μια ταινία με καρφιά, που ήταν ένα από τα κόλπα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι αστυνομικοί στις καταδιώξεις στην πόλη, όταν δυσκολεύονταν να συλλάβουν κάποιον ύποπτο. Η Μάρτι την είδε πολύ αργά. Φρέναρε τη στιγμή που τα δυο μπροστινά λάστιχα έσκαζαν. Το τιμόνι άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε και η Μάρτι πάλεψε για να μη χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Ένα κροτάλισμα ακούστηκε, σαν να υπήρχε κάτω από το αυτοκίνητο ένα φίδι με σπασμένη ραχοκοκαλιά- η λουρίδα τινάχτηκε προς τα πίσω και τα καρφιά της βρήκαν κι άλλο ελαστικό για να χωθούν. Τα πίσω λάστιχα έσκασαν. Τα τέσσερα σκασμένα λάστιχα, που γλιστρούσαν και κομματιάζονταν στην απότομη χαλικωτή κατηφόρα, έκαναν τη Μάρτι να χάσει ακόμη περισσότερο τον έλεγχο απ' όσο αν γλιστρούσε το Φορντ πάνω σε πάγο. Το αυτοκίνητο γύρισε πλάγια στο δρόμο. «Κρατήσου!» φώναξε, αν και δεν χρειαζόταν να το πει. Και ύστερα έπεσαν σε μια λακκούβα. Το Φορντ τινάχτηκε, έγειρε, φάνηκε να διστάζει για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και αναποδογύρισε. Της Μάρτι της φάνηκε πως κατρακύλησε δυο φορές, αν και μπορεί να ήταν τρεις, μια και το μέτρημα δεν ήταν το πρώτο της μέλημα, ειδικά όταν το αυτοκίνητο βγήκε από την άκρη του δρόμου, σ' ένα πλατύ, ξερό βαθούλωμα, κατρακυλώντας και γλιστρώντας, παράξενα, νωχελικά, αργά, για έξι εφτά μέτρα. Το παρμπρίζ θρυμματίστηκε και κομμάτια του αυτοκινήτου αποσπάστηκαν με τριξίματα και μεταλλικούς κρότους, προτού σταματήσει τελικά το Φορντ, γυρισμένο ανάποδα.

για τις λιποθυμίες, η διαπεραστική δυσωδία της βενζίνης έκανε τη Μάρτι να συνέλθει. Επίσης, άκουσε τη βενζίνη να τρέχει από μια τρύπα. «Είσαι καλά;» «Ναι», είπε ο Ντάστι, ενώ πάσχιζε να λύσει τη ζώνη του και βλαστημούσε είτε γιατί είχε σφηνώσει η αγκράφα είτε γιατί δεν μπορούσε να τη βρει. Κρεμασμένη ανάποδα από τη ζώνη και κοιτάζοντας πάνω, το τιμόνι, κι ακόμη ψηλότερα τα πόδια της και το δάπεδο, η Μάρτι ήταν λιγάκι αποπροσανατολισμένη. «Θα 'ρθουν να μας βρουν». «Το όπλο», είπε εκείνος επιτακτικά. Το Κολτ ήταν στο τσαντάκι της, όμως το τσαντάκι της δεν βρισκόταν πια στο κάθισμα, σφηνωμένο ανάμεσα στο μηρό της και την πόρτα. Το ένστικτο της της είπε να κοιτάξει προς το δάπεδο, όμως τώρα το δάπεδο ήταν από πάνω της. Ήταν αδύνατο να έχει πέσει το τσαντάκι προς τα πάνω. Με τρεμάμενα δάχτυλα, βρήκε την αγκράφα της ζώνης της, ελευθερώθηκε από τα πεισματάρικα λουριά και γλίστρησε πάνω στην οροφή. Φωνές. Όχι κοντά, αλλά ζύγωναν. Θα στοιχημάτιζε το σπίτι της το ίδιο πως εκείνοι που πλησίαζαν δεν ήταν νοσοκόμοι που έσπευδαν να τους σώσουν. Ο Ντάστι ελευθερώθηκε από τα λουριά του και γλίστρησε πάνω στην οροφή. «Πού είναι;» «Δεν ξέρω». Οι λέξεις βγήκαν σφυριχτές από μέσα της γιατί η δυσοσμία της βενζίνης τη δυσκόλευε όλο και πιο πολύ να ανασάνει. Το φως μέσα στο αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο ήταν Χ Λ Χ Υ Τ Ε Ρ Α ΚΙ Α Π Ο Ε Ι Δ Ι Κ Ο Α Λ Α Τ Ι

μουντό. Έξω, ο συννεφιασμένος ουρανός ξεθώριαζε καθώς σουρούπωνε. Το σπασμένο παρμπρίζ ήταν γεμάτο αγκαθιές και άλλους θάμνους που σκέπαζαν τον πάτο του βαθουλώματος, κι έτσι δεν έμπαινε σχεδόν καθόλου φως από εκεί. «Εκεί!» είπε ο Ντάστι. Εκείνη είδε το τσαντάκι κοντά στο πίσω τζάμι και σύρθηκε μπρούμυτα πάνω στην οροφή. Το τσαντάκι είχε ανοίξει και κάμποσα αντικείμενα είχαν χυθεί έξω. Η Μάρτι παραμέρισε ένα καθρεφτάκι, μια χτένα, ένα κραγιόν και διάφορα άλλα, κι άρπαξε την τσάντα που ήταν βαριά από το όπλο. Πετραδάκια κροτάλισαν στο εκτεθειμένο κάτω μέρος του αυτοκινήτου, ριγμένα από τα πόδια αντρών που κατέβαιναν την πλαγιά από το χαλικωτό δρομάκι. Η Μάρτι κοίταξε πρώτα αριστερά και ύστερα δεξιά, στα πλαϊνά παράθυρα, που ήταν χαμηλά στο έδαφος, περιμένοντας να δει τα πόδια των αντρών. Πάσχισε να μην κάνει κανένα θόρυβο καθώς αφουγκραζόταν, ώστε να καταλάβει έγκαιρα από μια μεριά ζύγωναν, όμως αναγκάστηκε να ανασάνει ασθμαίνοντας γιατί ο αέρας ήταν αποπνιχτικός από τις αναθυμιάσεις. Ο Ντάστι ανάσανε με θόρυβο επίσης, και οι απεγνωσμένες σφυριχτές ανάσες τους ήταν ακόμη πιο τρομακτικές από το κροτάλισμα των πετρών που έπεφταν. Ταπ, ταπ -δεν ήταν ο ήχος της καρδιάς της αυτός, γιατί η καρδιά της βροντοχτυπούσε-, ταπ, ταπ, και ύστερα κάτι υγρό που στάλαζε στο πλάι του προσώπου της. Η Μάρτι τινάχτηκε και κοίταξε προς το κάτω μέρος του αυτοκινήτου. Βενζίνη έσταζε μέσα από το δάπεδο. Η Μάρτι γύρισε το κεφάλι της, κοίταξε πίσω και είδε άλλα τρία τέσσερα σημεία όπου η βενζίνη στάλαζε μέσα στο αναποδογυρισμένο Φορντ. Οι στάλες, καθώς έπεφταν, λαμπύριζαν στο λιγοστό φως σαν μαργαριτάρια. Το πρόσωπο του Ντάστι. Κοίταζε με μάτια γουρλωμένα, συνειδητοποιώντας πόσο απελπιστική ήταν η κατάστασή τους. Οι τσουχτερές αναθυμιάσεις έκαναν τη Μάρτι να δακρύσει και, καθώς το πρόσωπο του Ντάστι θόλωνε, τον είδε να σχηματίζει με τα χείλη του, περισσότερο απ' όσο τον άκουσε να τις λέει ασθμαίνοντας, τις λέξεις, Μην πυροβολήσεις. Αν η φλόγα της εκπυρσοκρότησης δεν προκαλούσε έ-

κρηξη -που σίγουρα θα το 'κάνε-, τότε οι σπίθες, σε περίπτωση που εποστρακιζόταν η σφαίρα, θα τους αφάνιζαν ήταν βέβαιος γι' αυτό. Η Μάρτι σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της τα δακρυσμένα της μάτια κι αντίκρισε ένα ζευγάρι καουμπόικες μπότες στο κοντινότερο παράθυρο. Κάποιος άρχισε να τραβά την πόρτα που είχε τσαλακωθεί και δεν έλεγε ν' ανοίξει.

Η μενεξελιά σαν σταφύλι Σεβρολέτ Ελ Καμίνο του '59 ήταν κομψά τροποποιημένη: είχε καπό με σχισμές εξαερισμού, επίπεδους ενιαίους προφυλακτήρες, όμορφη σωληνωτή μάσκα, στέγαστρο για τους επιβάτες, πίσω, κι άξονες Μακγκόλι'ς Κλάσικ Σέβι. Ο δόκτωρ Άριμαν περίμενε στη θέση του οδηγού, στο δρόμο, σ' ένα σημείο απ' όπου έβλεπε την έξοδο του χώρου στάθμευσης πίσω από το κτίριο όπου βρισκόταν το ιατρείο του. Κάτω από τη θέση του οδηγού ήταν η μάσκα του σκι. Το είχε ελέγξει προτού ξεκινήσει. Ο Σέντρικ δεν τον είχε απογοητεύσει, για άλλη μια φορά. Το βάρος του μικρού πιστολιού στη θήκη κάτω από το αριστερό του μπράτσο δεν τον εμπόδιζε καθόλου. Για την ακρίβεια, ήταν ένα ευχάριστο ζεστό πραγματάκι κάτω απ' τη μασχάλη του. Μπαμ, μπαμ, και σωριαζόσουν νεκρός. Και να η Τζένιφερ στη Μερσέντες, που σταμάτησε στην είσοδο μόνο και μόνο για να χαιρετήσει το φύλακα, γιατί το αυτοκίνητο είχε μια κάρτα μηνιαίας στάθμευσης κολλημένη στο παρμπρίζ του. Και ύστερα η ριγωτή μπάρα σηκώθηκε και η Τζένιφερ προχώρησε ως το στοπ στο δρόμο. Πίσω της, το ημιφορτηγό φρέναρε απότομα στην είσοδο, μ' όλες του τις κεραίες να τρέμουν βίαια. Η Τζένιφερ έστριψε αριστερά στο δρόμο. Κρίνοντας από την ώρα που έμειναν στην είσοδο, σκέφτηκε πως οι δυο ντετέκτιβ δεν είχαν φροντίσει να έχουν ψιλά για να βγουν γρήγορα. Όταν βγήκαν πια στο δρόμο, η Μερσέντες έστριβε στη γωνία στην πέρα άκρη του τετραγώνου και λίγο έλειψε να τη χάσουν. Ο γιατρός είχε ανησυχήσει μήπως ο Σκιτ κι ο συνεργάτης του, βλέποντας μονάχα την Τζένιφερ κι όχι το αληθινό τους θήραμα, συνέχιζαν να περιμένουν στο χώρο στάθμευ-

σης μέχρι να εμφανιζόταν ο Άριμαν ή μέχρι να πέθαιναν από τη δίψα. Ίσως να μην είχαν έτοιμα ψιλά ακριβώς γιατί προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν ήταν σωστό να ακολουθήσουν το αυτοκίνητο χωρίς να 'ναι μέσα το θήραμά τους. Τελικά, όπως περίμενε ο γιατρός, τσίμπησαν το δόλωμα. Δεν τους ακολούθησε. Ήξερε πού. πήγαινε η Τζένιφερ και ξεκίνησε για την αντιπροσωπεία της Μερσέντες από άλλη διαδρομή, για να κόψει δρόμο. Η Ελ Καμίνο είχε πολύ δυνατό κινητήρα. Ο γιατρός το απολάμβανε να διασχίζει με μεγάλη ταχύτητα την ακτή του Νιούπορτ, έχοντας το νου του μήπως έβλεπε κάναν τροχονόμο, έτοιμος να κορνάρει στους πεζούς που θα τολμούσαν να περάσουν το δρόμο από κάποια διάβαση. Στάθμευσε απέναντι από την είσοδο προσωπικού της αντιπροσωπείας και περίμενε σχεδόν ένα πεντάλεπτο μέχρι να εμφανιστούν η Μερσέντες και το ημιφορτηγό. Η Τζένιφερ πήγε κατευθείαν στο χώρο του συνεργείου, ενώ το ημιφορτηγό σταμάτησε παρακάτω στο δρόμο, λίγο μπροστά από την Ελ Καμίνο. Επειδή το σκέπαστρο στην καρότσα τούς εμπόδιζε να δουν από το πίσω τζάμι, ο Σκιτ κι ο συνεργάτης του δεν μπορούσαν να διακρίνουν εύκολα ποιος ήταν σταθμευμένος πίσω τους. Θα μπορούσαν να είχαν ελέγξει το δρόμο από τους πλαϊνούς καθρέφτες, όμως ο Άριμαν υποπτευόταν πως, βλέποντας τους εαυτούς τους σαν μια ατρόμητη ομάδα παρακολούθησης, δεν κατανοούσαν το ενδεχόμενο να τους παρακολουθούν επίσης.

Το μικρό, τροποποιημένο, επίπεδο στα πλάγια Κολτ χώρεσε ευκολότερα απ' όσο περίμενε η Μάρτι κάτω από τη ζώνη της, από πίσω. Τράβηξε από πάνω το πουλόβερ της κι έσιαξε κάπως το σακάκι της καθώς άνοιγε η πόρτα του οδηγού μ' ένα δυνατό τριγμό στραπατσαρισμένου μετάλλου. Ένας άντρας τούς πρόσταξε να βγουν. Εισπνέοντας απεγνωσμένα αναθυμιάσεις, με τα πονεμένα της πνευμόνια να λαχταρούν λίγο οξυγόνο, η Μάρτι σύρθηκε με την κοιλιά στην οροφή του αυτοκινήτου και βγήκε από την πόρτα στον καθαρό αέρα. Ένας άντρας την άρπαξε από το αριστερό μπράτσο και

την έστησε απότομα όρθια, την τράβηξε προς το μέρος του και ύστερα την πέταξε στο πλάι. Η Μάρτι τρέκλισε και σωριάστηκε με δύναμη, μισή στο αμμώδες έδαφος και μισή στους αγκαθωτούς θάμνους. Δεν αποπειράθηκε να πιάσει το πιστόλι της, γιατί εξακολουθούσε να ασθμαίνει ανεξέλεγκτα και να 'ναι μισοτυφλωμένη από τα δάκρυα. Ο λαιμός της την έκαιγε και την πονούσε, και είχε μια στυφή γεύση στο στόμα. Ένιωθε τα ρουθούνια της καψαλισμένα και τις αναθυμιάσεις της βενζίνης να φτάνουν ως τα ιγμόρειά της, τσουχτερές μες στις κοιλότητες στο μέτωπο της, που τώρα την πονούσε τρομερά. Άκουσε να σέρνουν τον Ντάστι μέσα από το νοικιασμένο αυτοκίνητο και να τον πετούν, όπως κι εκείνη, στο έδαφος. Απέμειναν και οι δυο εκεί που είχαν σωριαστεί, παίρνοντας βαθιές, τρεμάμενες ανάσες, νιώθοντας όμως τον υπερβολικά γλυκό αέρα να τους πνίγει και εκπνέοντας βίαια προτού προφτάσει να πάει όλος στα πνευμόνια τους. Τα δάκρυα στα μάτια της Μάρτι θόλωναν και παραμόρφωναν τα πάντα, όμως είδε δυο άντρες, τον ένα να στέκει από πάνω τους και να τους παρακολουθεί κρατώντας κάτι που έμοιαζε με όπλο και τον άλλο να κάνει το γύρο του αναποδογυρισμένου αυτοκινήτου. Μεγαλόσωμοι άντρες. Με σκούρα ρούχα και πρόσωπα ακόμη θολά. Κάτι φτερούγισε πάνω στο πρόσωπο της. Σκνίπες. Σύννεφα από σκνίπες. Αλλά παγερές. Όχι σκνίπες, αλλά χιόνι. Είχε αρχίσει να χιονίζει. Τώρα ανάσαινε ευκολότερα αλλά όχι φυσιολογικά, και η όρασή της καθάριζε καθώς στέγνωναν τα δακρυσμένα της μάτια, όταν την άρπαξαν απ' τα μαλλιά και την τράβηξαν για να σταθεί πάλι όρθια. «Εμπρός, πάμε», γρύλισε ανυπόμονα ο ένας από τους ξένους. «Αν μας καθυστερήσεις, θα σου τινάξουμε τα μυαλά στον αέρα και θα σ' αφήσουμε εδώ». Η Μάρτι πήρε στα σοβαρά την απειλή κι άρχισε ν' ανεβαίνει την ομαλή πλαγιά του βαθουλώματος όπου είχε κατρακυλήσει το αυτοκίνητο.

Όταν φάνηκε η Τζένιφερ στην πέρα μεριά του δρόμου, να απομακρύνεται από την αντιπροσωπεία της Μερσέντες, τα λαγωνικά σάστισαν. Ήταν προετοιμασμένοι να την ακο-

λουθήσουν με τη σακαράκα τους, όμως οΰτε ο αδύναμος Σκιτ οΰτε ο στρογγυλοπρόσωπος φίλος του ήταν σε αρκετά καλή φυσική κατάσταση για να την πάρουν από πίσω πεζοί. Ακόμη χειρότερα, η Τζένιφερ βάδιζε σαν να την κυνηγούσαν όλα τ' αγριόσκυλα της κόλασης και πέντ' έξι φορτικοί ασφαλιστές. Με το κεφάλι στητό, τους ώμους πίσω, το στήθος προτεταμένο και τους γοφούς της να πηγαίνουν πέρα δώθε, προχωρούσε στο δροσερό απόγευμα σαν να ήθελε να φτάσει στα σύνορα της Νεβάδα προτού νυχτώσει. Φορούσε ακόμη το ίδιο ταγέρ, όμως είχε αλλάξει τις ψηλοτάκουνες γόβες της με καλά παπούτσια πεζοπορίας. Ό,τι χρειαζόταν ήταν μέσα σε μια θήκη στη μέση της, κι έτσι τα χέρια της ήταν ελεύθερα και τα κουνούσε ρυθμικά σαν να έκανε βάδην στους ολυμπιακούς. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα πίσω και η αλογοουρά της αναπηδούσε χαριτωμένα καθώς η Τζένιφερ κατηφόριζε γοργά στο πεζοδρόμιο καθ' οδόν για το υγιεινό της δείπνο. Τα παράθυρα της Ελ Καμίνο ήταν λίγο σκούρα και η Τζένιφερ δεν ήξερε αυτό το αυτοκίνητο. Όταν το προσπέρασε, στην απέναντι μεριά του δρόμου, δεν έριξε καν μια φευγαλέα ματιά στο γιατρό. Έστριψε στη γωνία, ορατή ακόμη, και άρχισε ν' ανεβαίνει μια μακριά αλλά όχι απότομη ανηφόρα. Η αλογοουρά χοροπηδούσε, ξανά και ξανά. Οι γλουτοί της φαίνονταν τόσο σφιχτοί, που θα μπορούσε η Τζένιφερ να σπάσει ένα καρύδι ανάμεσά τους. Χειρονομώντας ο ένας στον άλλο, οι ντετέκτιβ ξεκίνησαν, έκαναν αναστροφή, προσπέρασαν την Ελ Καμίνο δίχως να κοιτάξουν προς το μέρος της, έφτασαν στη γωνία και σταμάτησαν ξανά. Μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπάνω, στην επόμενη διασταύρωση, η Τζένιφερ έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε δυτικά. Λίγο πριν χαθεί, το ημιφορτηγό την ακολούθησε. Ο γιατρός άφησε να περάσει ένα εύλογο διάστημα και ύστερα ακολούθησε το ημιφορτηγό. Ακόμη μια φορά, το σαράβαλο σταμάτησε στο πλάι του δρόμου καμιά εκατοστή μέτρα πίσω από την Τζένιφερ. Ο δρόμος μπροστά ανηφόριζε για ενάμισι χιλιόμετρο περίπου και προφανώς τα λαγωνικά σκόπευαν να παρακολουθήσουν την Τζένιφερ μέχρι να φτάσει στην κορυφή, ΰ-

στερα να την προφτάσουν και να σταματήσουν για λίγο, πάλι, στο πλάι του δρόμου. Τα Πράσινα Στρέμματα, η Μέκκα των οπαδών της υγιεινής διατροφής, απείχαν κάπου έξι χιλιόμετρα κι ο Άριμαν δεν έβλεπε το λόγο να ακολουθήσει το ημιφορτηγό, σταματώντας κι αυτός διαρκώς. Το προσπέρασε, ύστερα προσπέρασε και την Τζένιφερ και συνέχισε προς το εστιατόριο. Οι δύο ερασιτέχνες ντετέκτιβ διασκέδαζαν αφάνταστα το γιατρό, ο Σέρλοκ κι ο Γουάτσον δίχως τη σοφία ή τα καλά κοστούμια. Η γλυκιά τους ανοησία τους χάριζε μια ολότελα ξεχωριστή γοητεία. Σχεδόν ευχόταν να μη χρειαζόταν να τους σκοτώσει, να μπορούσε να τους κρατήσει σαν δυο κατοικίδιες μαϊμούδες που θα ζωντάνευαν κάποια πληκτικά απογεύματα. Φυσικά, είχε περάσει πολύ καιρός από τότε που αφαίρεσε άμεσα μια ανθρώπινη ζωή αντί να χρησιμοποιήσει κάποιον μεσάζοντα, και αδημονούσε να βάψει τα χέρια του με αίμα, που λέει ο λόγος.

Αργυρές τούφες, ξηλωμένες από τον μπαμπακένιο ουρανό, κατέβαιναν μες στο ασάλευτο σούρουπο, κι ένα λευκό πουλόβερ πλεκόταν ήδη γύρω από κάθε θάμνο. Όταν έφτασαν πια στην κορυφή της πλαγιάς, η όραση της Μάρτι είχε καθαρίσει και η ανάσα της ήταν δύσκολη αλλά όχι ακανόνιστη. Έφτυνε ακόμη σάλια, πικρά απ' τις αναθυμιάσεις της βενζίνης, όμως είχε πάψει να πνίγεται. Μια βαθυγάλαζη BMW ήταν σταματημένη στο δρόμο του αγροκτήματος, με τις πόρτες ανοιχτές, τη μηχανή της αναμμένη και με συννεφάκια ατμού να βγαίνουν απ' την εξάτμισή της. Αντιολισθητικές αλυσίδες ήταν περασμένες στα βαριά χειμερινά της λάστιχα. Η Μάρτι κοίταξε πίσω στο βαθούλωμα, το κατεστραμμένο Φορντ, ελπίζοντας να ανατιναζόταν. Σ' αυτή τη σιωπηλή και ανοιχτή γη, ο ήχος μπορεί να ακουγόταν ακόμη κι ένα χιλιόμετρο μακριά, ως την αγροικία' ή ίσως ο Μπερνάρντο Παστόρε, κοιτάζοντας από κάποιο παράθυρο την κατάλληλη στιγμή, μπορεί να έβλεπε τη λάμψη της έκρηξης πίσω απ' το λόφο. Ήταν φρούδες ελπίδες, και το ήξερε. Ακόμη και στο μισοσκόταδο, η Μάρτι έβλεπε πως και οι

δύο ένοπλοι είχαν αυτόματα πιοτόλια με ενισχυμένους γεμιστήρες. Δεν ήξερε πολλά από όπλα, απλώς ότι τα συγκεκριμένα έριχναν βολές κατά ριπάς, πράγμα που σήμαινε πως ήταν θανατηφόρα ακόμη και στα χέρια ενός άθλιου σκοπευτή κι ακόμη πιο φονικά αν τα χειρίζονταν άνθρωποι που ήξεραν τι έκαναν. Αυτοί οι δύο έμοιαζαν φτιαγμένοι σ' ένα εργαστήριο κλωνοποίησης, με βάση ένα γενετικό τύπο που ονομαζόταν εμφανίσιμος κακοποιός. Αν και ευπαρουσίαστοι, καθαροί και σχεδόν άψογοι με τα κομψά χειμωνιάτικα ρούχα τους, ήταν τρομερό δίδυμο, με λαιμούς πολύ χοντρούς για να τυλιχτεί γύρω τους οποιαδήποτε συρμάτινη θηλιά λεπτότερη από σύρμα βαρούλκου και με τόσο ογκώδεις ώμους, που φαίνονταν ικανοί να κουβαλήσουν στις πλάτες τους τα άλογα μέσα από ένα φλεγόμενο στάβλο. Ο ξανθομάλλης άνοιξε το πορτ μπαγκάζ της BMW και πρόσταξε τον Ντάστι να μπει μέσα. «Και μην κάνεις καμιά βλακεία, όπως το να δοκιμάσεις να μου επιτεθείς με κάνα κλειδί, γιατί θα σε ξεπαστρέψω προτού προλάβεις να σηκώσεις το χέρι σου». Ο Ντάστι κοίταξε φευγαλέα τη Μάρτι, όμως ήξεραν και οι δυο πως δεν ήταν'η κατάλληλη στιγμή για να τραβήξει το Κολτ, με τα δύο αυτόματα πιστόλια να τους σημαδεύουν. Το πλεονέκτημά τους δεν ήταν το κρυμμένο πιστόλι- ήταν ο αιφνιδιασμός, ένα αξιολύπητο πλεονέκτημα, που δεν έπαυε όμως να 'ναι το μόνο που είχαν στη διάθεσή τους. Οργισμένος μ' αυτή την καθυστέρηση, ο ξανθός κινήθηκε γοργά και κλότσησε τον Ντάστι στα πόδια, τον σώριασε καταγής και ούρλιαξε: «Μπες στο πορτ μπαγκάζ!» Μη θέλοντας ν' αφήσει τη Μάρτι μονάχη μαζί τους, αλλά μη έχοντας κι άλλη λογική επιλογή από το να υπακούσει, ο Ντάστι σηκώθηκε και μπήκε στο πορτ μπαγκάζ. Η Μάρτι είδε το σύζυγο της εκεί μέσα, πεσμένο στο πλάι, να κοιτάζει θλιμμένα έξω. Αυτή ήταν η στάση των θυμάτων της Μαφίας στα πρωτοσέλιδα των λαϊκών εφημερίδων, και το μόνο που έλειπε από τη σύνθεση ήταν το παγωμένο επιθανάτιο βλέμμα και το αίμα. Σαν να ύφαινε ένα σάβανο, το χιόνι έμπαινε στο πορτ μπαγκάζ σκεπάζοντας πρώτα τα φρύδια και τις βλεφαρίδες του Ντάστι. Η Μάρτι ένιωσε ναυτία στη σκέψη πως δεν θα τον ξανάβλεπε.

Ο ξανθός βρόντηξε το καπό και το κλείδωσε. Ύστερα πήγε από τη μεριά του οδηγού και κάθισε στο τιμόνι. Ο δεύτερος άντρας έσπρωξε τη Μάρτι στο πίσω κάθισμα και κάθισε δίπλα της, πίσω από τον οδηγό. Και οι δύο ένοπλοι κινούνταν με τη χάρη αθλητών και τα πρόσωπά τους δεν θύμιζαν παραδοσιακούς μπράβους. Ήταν ασημάδευτα, δροσερά, με ψηλό μέτωπο, όμορφα ζυγωματικά, αριστοκρατική μύτη και τετράγωνο πιγούνι- ήταν άντρες, και οι δυο, που μια πλούσια κληρονόμος θα εμφάνιζε στη μαμά και τον μπαμπά δίχως να της κόψουν το χαρτζιλίκι και δίχως να της αφήσουν μόνο ένα φλιτζάνι του τσαγιού για προίκα. Έμοιαζαν τόσο πολύ, που μονάχα το χρώμα των μαλλιών τους -σκούρα ξανθά και κόκκινα στην απόχρωση του χαλκού- και το προσωπικό στυλ του καθενός τούς έκαναν να μη φαίνονται σαν κλώνοι. Ο ξανθός έμοιαζε να 'ναι ο πιο ευερέθιστος από τους δύο. Οργισμένος ακόμη, εξαιτίας του δισταγμού του Ντάστι να μπει στο πορτ μπαγκάζ, έβαλε βίαια ταχύτητα, γκάζωσε κάνοντας το χαλίκι να κροταλίσει κάτω από το αυτοκίνητο και απομακρύνθηκαν από το αγρόκτημα των Παστόρε προς τον αυτοκινητόδρομο, ένα χιλιόμετρο μακριά. Ο κοκκινομάλλης χαμογέλασε στη Μάρτι και σήκωσε τα φρύδια του σαν να 'θελε να πει πως κάποιες φορές ο συνεργάτης του ήταν αληθινό βάσανο. Στο ένα χέρι κρατούσε το αυτόματο πιστόλι, στραμμένο προς το δάπεδο ανάμεσα στα πόδια του. Φαινόταν να μην ανησυχεί μήπως η Μάρτι αντιστεκόταν. Όντως, η Μάρτι δεν θα μπορούσε ποτέ να του πάρει το όπλο απ' τα χέρια ή να του δώσει ένα δυνατό χτύπημα. Τόσο ταχύς και μεγαλόσωμος που ήταν, μπορούσε να της τσακίσει την τραχεία με μια αγκωνιά ή να της χτυπήσει το πρόσωπο πάνω στο πλαϊνό τζάμι. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόταν στο πλευρό της τον Γελαστό Μπομπ, είτε τον ίδιο είτε το πνεύμα του. Μ' ένα πυροσβεστικό τσεκούρι. Νόμιζε πως κατευθύνονταν προς τον αυτοκινητόδρομο στα νότια. Ύστερα από τριακόσια ή τετρακόσια μέτρα, όμως, έστριψαν από το δρόμο του αγροκτήματος και συνέχισαν ανατολικά σ' ένα δρόμο γεμάτο αυλακιές από τροχούς, που δεν ξεχώριζε από το έδαφος γύρω παρά μόνο γιατί ήταν καθαρισμένος από τα βάτα και τους κάκτους. Αν θυμόταν σωστά από το χάρτη -και κρίνοντας απ' ό,τι

είχε δει στο ταξίδι τους από τη Σάντα Φε-, σ' αυτή την κατεύθυνση υπήρχε μόνο ένας απέραντος ερημότοπος. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, σαν αφρισμένος καταρράκτης από νιφάδες, αδιαπέραστο από το φως των προβολέων, κι έτσι θα μπορούσε να υπάρχει ακόμη και μια ολόκληρη πόλη μπροστά. Πάντως η Μάρτι δεν περίμενε ν' αντικρίσει καμιά μητρόπολη, αλλά μάλλον έναν τόπο γεμάτο θαμμένους αλλά ακήδευτους νεκρούς. «Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε, καθώς σκέφτηκε πως θα περίμεναν απ' αυτή να κάνει ασταμάτητες, νευρικές ερωτήσεις. «Στο δρομάκι των εραστών», είπε ο οδηγός και τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της, στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, γυρεύοντας να δουν το φόβο μέσα τους. «Ποιοι είστε;» «Εμείς; Είμαστε το μέλλον», είπε ο οδηγός. Ο άντρας στο πίσω κάθισμα χαμογέλασε ξανά και σήκωσε τα φρύδια του, σαν να 'θελε να κοροϊδέψει τη βαρύγδουπη δήλωση του συνεργάτη του. Η BMW δεν έτρεχε τόσο όσο στο δρόμο του αγροκτήματος, αν και πάλι πήγαινε γρήγορα γι' αυτό το έδαφος. Πέφτοντας σε μια λακκούβα, αναπήδησε δυνατά και το σιλανσιέ και το ντεπόζιτο χτύπησαν κάτω. Επειδή ούτε ο κοκκινομάλλης ούτε η Μάρτι φορούσαν ζώνη, τινάχτηκαν μπροστά. Η Μάρτι άδραξε την ευκαιρία κι έχωσε το δεξί της χέρι κάτω από το σακάκι και το πουλόβερ της, από πίσω. Καθώς τραντάζονταν ακόμη, τράβηξε το πιστόλι από τη ζώνη της. Τη στιγμή που το αυτοκίνητο σταμάτησε να γλιστράει πέρα δώθε, η Μάρτι κράτησε το όπλο στο πλευρό της, πάνω στο κάθισμα, κολλητά στο μηρό της, με το ξεκούμπωτο σακάκι της να το σκεπάζει. Επίσης, το κορμί της εμπόδιζε και τον κοκκινομάλλη να δει το Κολτ. Το πιστόλι του οδηγού πρέπει να ήταν στο κάθισμα πλάι του, σ' ένα μέρος που θα το έφτανε εύκολα. Δίπλα στη Μάρτι, ο κοκκινομάλλης έσφιγγε ακόμη το όπλο με το δεξί του χέρι, ανάμεσα στα γόνατά του, με την κάννη στραμμένη προς τα κάτω. Δράση. 'Επρεπε να δράσει έξυπνα και ανενδοίαστα. Είχε εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα της και ήταν σε αυτοάμυνα, άρα είχε το δίκιο με το μέρος της. Η στιγμή, όμως, δεν ήταν η κατάλληλη.

Συντονισμός. Ο σωστός συντονισμός ήταν εξίσου σημαντικός στο μπαλέτο και στην ανταλλαγή πυροβολισμών. Κάπου το είχε ακούσει αυτό. Δυστυχώς, παρά την προπόνησή της στο σκοπευτήριο, έχοντας ρίξει μονάχα σε χάρτινες σιλουέτες ανθρώπων, δεν ήξερε τίποτε, ούτε περί μπαλέτου ούτε περί ανταλλαγής πυροβολισμών. «Θα τιμωρηθείτε γι' αυτό», είπε με αληθινό τρόμο στη φωνή της, γιατί αυτό θα ενίσχυε την πεποίθησή τους πως ήταν αδύναμη. Ο οδηγός φάνηκε να διασκεδάζει. Με φωνή κοροϊδευτικά τρεμάμενη, δήθεν γεμάτη αμφιβολία, είπε στο συνεργάτη του: «Ζάκαρι, λες να τιμωρηθούμε γι' αυτό;» «Ναι», είπε ο κοκκινομάλλης. Ξανασήκωσε τα φρύδια του και μαζί τους ώμους του. «Ζάκαρι», είπε ο οδηγός, «πώς αποκαλούμε μια τέτοια επιχείρηση;» «Απλό ξεπάστρεμα και ξεφόρτωμα», είπε ο Ζάκαρι. «Τ' ακούς αυτό, κοπέλα; Με την έμφαση στο απλό. Δεν είναι τίποτε. Σαν βόλτα στο πάρκο. Παιχνιδάκι». «Ξέρεις, Κέβιν, για μένα», είπε ο Ζάκαρι, «η έμφαση είναι στο ξεπάστρεμα». Ο Κέβιν γέλασε. «Κοπέλα, μια και το ξεπάστρεμα και το ξεφόρτωμα αφορούν εσένα και τον άντρα σου, φυσικά έχουν μεγάλη σημασία για σας. Όμως δεν έχουν για μας, έτσι δεν είναι, Ζάκαρι;» «Όχι». «Κι ούτε για τους μπάτσους θα έχουν σημασία. Πες της πού πηγαίνει, Ζάκαρι». «Μαζί μου, στην Πόλη του Οργασμού». «Φίλε μου, δεν ξέρεις τι λες, αλλά έχεις πλάκα. Και ύστερα από την Πόλη του Οργασμού;» «Στον πάτο ενός ινδιάνικου πηγαδιού», είπε ο Ζάκαρι στη Μάρτι, «κι ένας Θεός ξέρει πόσο βαθιά στον υδροφόρο ορίζοντα από κάτω». «Αφού εδώ και τριακόσια χρόνια δε ζουν Ινδιάνοι σ' αυτό το μέρος ούτε το χρησιμοποιούν», εξήγησε ο Κέβιν. «Δε θα θέλαμε να μολύνουμε το πόσιμο νερό», είπε ο Ζάκαρι. «Είναι ομοσπονδιακό αδίκημα». «Κανένας δεν πρόκειται να βρει ποτέ τα πτώματά σας. Μπορεί, αφού ντεραπάρισε το αυτοκίνητο σας, να περιπλανηθήκατε στην έρημο, να χάσατε τον προσανατολισμό σας, να χαθήκατε στην καταιγίδα και να παγώσατε».

Η ταχύτητα του αυτοκινήτου μειώθηκε και απόκοσμες φιγούρες φάνηκαν στο χιόνι δεξιά κι αριστερά. Ήταν χαμηλές και κυματιστές, ωχροί σχηματισμοί που αντανακλούσαν το φως των προβολέων και περνούσαν πλάι τους σαν πλοία-φαντάσματα μες στην ομίχλη. Παλιά χαλάσματα. Θραύσματα κτισμάτων, οι πέτρες και οι πλίθοι των τοίχων ενός οικισμού εγκαταλειμμένου εδώ και χρόνια. Όταν φρέναρε ο Κέβιν και σταμάτησε το αυτοκίνητο, η Μάρτι στράφηκε προς τον Ζάκαρι και κόλλησε το 45άρι Κολτ στο πλευρό του, τόσο δυνατά, που το πρόσωπο του σφίχτηκε απ' τον πόνο. Το βλέμμα του ήταν ενός ανθρώπου άφοβου και αδυσώπητου, όμως όχι ανόητου. Δίχως να του πει τίποτε η Μάρτι, έριξε το αυτόματο πιστόλι στο δάπεδο ανάμεσα στα πόδια του. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Κέβιν, με το ένστικτο του να λειτουργεί άψογα. Καθώς έψαχνε ο οδηγός τη Μάρτι στον καθρέφτη, εκείνη είπε: «Λύγισε πίσω τα χέρια σου και βάλ' τα στο προσκέφαλο, κάθαρμα». Ο Κέβιν δίστασε. «Τώρα», ούρλιαξε η Μάρτι, «πριν ανοίξω μια τρύπα στο στομάχι αυτού του ηλίθιου και άλλη μια στο κεφάλι σου. Βάλε τα χέρια σου στο προσκέφαλο για να τα βλέπω». «Έχουμε ένα πρόβλημα εδώ», επιβεβαίωσε ο Ζάκαρι. Ο δεξιός ώμος του Κέβιν χαμήλωσε ελαφρά, καθώς ο άντρας έκανε να πιάσει το αυτόματο πιστόλι στην μπροστινή θέση. « Τ Α Χ Ε Ρ Ι Α Σ Ο Υ Σ Τ Ο Π Ρ Ο Σ Κ Ε Φ Α Λ Ο ΤΩΡΑ,

ΚΑΘΑΡΜΑ!»

μούγκρισε η Μάρτι και ταράχτηκε διαπιστώνοντας πόσο ψυχωτική ακουγόταν, όχι απλώς σαν μια γυναίκα που υποκρινόταν τη σκληρή, αλλά σαν μια αληθινή τρελή -και, για την ακρίβεια, μάλλον ήταν τρελή τώρα, είχε παραφρονήσει από το φόβο. Ο Κέβιν ξανακάθισε στητός, λύγισε πίσω τα χέρια του κι έσφιξε το προσκέφαλο. Με το Κολτ κολλημένο στο στομάχι του, ο Ζάκαρι θα υπάκουε γιατί η Μάρτι μπορούσε να πιέσει τη σκανδάλη πιο γρήγορα απ' όσο μπορούσε να κινηθεί ο ίδιος. «Αποβιβαστήκατε με τις χειραποσκευές σας μονάχα», είπε ο Κέβιν. «Βούλωσ' το. Σκέφτομαι».

Η Μάρτι δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν, ούτε καν δυο ανθρώπινα σκουπίδια σαν κι αυτούς, αν μπορούσε να το αποφύγει τουλάχιστον. Πώς μπορούσε, όμως; Πώς μπορούσε να βγει από το αυτοκίνητο και να τους βγάλει επίσης κι αυτούς δίχως να τους δώσει την ευκαιρία να αντισταθούν; Ο Κέβιν επέμεινε. «Μονάχα χειραποσκευές· πού βρήκατε λοιπόν το όπλο;» Είχε να παρακολουθεί και τους δύο. Κι έπρεπε να κάνουν κάμποσες κινήσεις για να βγουν. Επικίνδυνες στιγμές αστάθειας. «Πού βρήκες το όπλο;» επέμεινε ο Κέβιν. «Το 'βγαλα απ' τον πισινό του φίλου σου. Τώρα βούλωσ' το!» Βγαίνοντας από τη μεριά του οδηγού, θα 'πρεπε κάποια στιγμή να γυρίσει την πλάτη σ' έναν απ' τους δύο. Κακή ιδέα. Έτσι, έπρεπε να βγει σιγά σιγά προς τα πίσω, από τη μεριά του συνοδηγού. Να υποχρεώσει τον Ζάκαρι να την ακολουθήσει, κρατώντας το όπλο στην κοιλιά του, ενώ δεν θα έπαιρνε τα μάτια της από τον Κέβιν στο μπροστινό κάθισμα. Με τους υαλοκαθαριστήρες ακίνητους, το χιόνι είχε αρχίσει να σκεπάζει το τζάμι. Η κίνηση των νιφάδων, καθώς έπεφταν, τη ζάλιζε. Μην κοιτάζεις έξω. Κοίταξε κατάματα τον Ζάκαρι. Εκείνος κατάλαβε την αναποφασιστικότητά της. Η Μάρτι παραλίγο να αποστρέψει το βλέμμα της, συνειδητοποίησε πως θα ήταν επικίνδυνο κι έχωσε την κάννη του Κολτ ακόμη πιο βαθιά στην κοιλιά του άντρα, μέχρι που τον είδε να κοιτάζει αλλού. «Μπορεί να μην είναι αληθινό όπλο», είπε ο Κέβιν. «Μπορεί να 'ναι πλαστικό». «Αληθινό είναι», του είπε αμέσως ο Ζάκαρι. Ήταν επικίνδυνο να βγει από το αυτοκίνητο προς τα πίσω, ψηλαφιστά. Θα μπορούσε να σκοντάψει στο πλαίσιο της πόρτας ή στην ίδια την πόρτα. Να πέσει. «Μα είστε απλώς μπογιατζήδες, που να πάρει ο διάβολος», είπε ο Κέβιν. «Εγώ είμαι σχεδιάστρια ηλεκτρονικών παιχνιδιών». «Τι;» «Ο άντρας μου είναι μπογιατζής».

Και, αφού θα έβγαινε, όταν θα την ακολουθούσε ο Ζάκαρι, θα έκλεινε για μια στιγμή με το σώμα του το άνοιγμα της πόρτας, με το όπλο της στην κοιλιά του, ενώ ο Κέβιν θα ήταν αθέατος. Το πιο έξυπνο που είχε να κάνει ήταν να τους πυροβολήσει όσο είχε ακόμη το πλεονέκτημα. Ο Γελαστός Μπομπ δεν της είχε πει τι να κάνει όταν η εξυπνάδα και η ηθική συγκρούονται. «Δε μου φαίνεται να ξέρει η κυρία τι πρέπει να κάνει», είπε ο Ζάκαρι στο συνεργάτη του. «Μάλλον κολλήσαμε», είπε ο Κέβιν. Δράση. Αν τη θεωρούσαν ανίκανη για ανελέητη δράση, τότε θα δρούσαν εκείνοι. Σκέψου. Σκέψου.

IVlIA ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ, παγωμένη μέσα σε μια γυάλινη σφαίρα γεμάτη υγρό: σι απαλές και στρογγυλεμένες γραμμές των ινδιάνικων χαλασμάτων, οι γκριζωποί θάμνοι, μια βαθυγάλαζη BMW, δυο άντρες και μια γυναίκα μέσα, κι άλλος ένας άντρας, αθέατος, μες στο πορτ μπαγκάζ -δυο για ξεφόρτωμα και δυο που θα τους ξεφορτώνονταν-, και τα πάντα ασάλευτα, όλοι και όλα ακίνητα όσο το άδειο σύμπαν πριν από τη Μεγάλη Έκρηξη, εκτός από το χιόνι, μια χιονοθύελλα δίχως άνεμο, που έπεφτε ασταμάτητα, λες και το χέρι ενός γίγαντα κουνούσε σιγανά τη σφαίρα -το λεπτό λευκό χιόνι ενός ολόκληρου αρκτικού χειμώνα. «Ζάκαρι», είπε τελικά η Μάρτι, «χωρίς να μου γυρίσεις την πλάτη, άνοιξε με το αριστερό σου χέρι την πόρτα. Κέβιν, συνέχισε να έχεις τα χέρια σου στο προσκέφαλο». Ο Ζάκαρι δοκίμασε την πόρτα. «Κλειδωμένη». «Ξεκλείδωσέ την», του είπε η Μάρτι. «Δεν μπορώ. Είναι κλειδαριά ασφαλείας για τα παιδιά. Πρέπει να to κάνει ο Κέβιν». «Πού είναι το κουμπί που σηκώνει την ασφάλεια, Κέβιν;» ρώτησε η Μάρτι. «Στο ταμπλό». Αν τον άφηνε να αγγίξει το κουμπί, το χέρι του δεν θα απείχε παρά λίγα εκατοστά από το αυτόματο πιστόλι, που βρισκόταν αναμφίβολα στη θέση του συνοδηγού. «Κράτα τα χέρια σου στο προσκέφαλο, Κέβιν». «Τι είδους ηλεκτρονικά παιχνίδια σχεδιάζεις;» ρώτησε ο Κέβιν πασχίζοντας να της αποσπάσει την προσοχή. Αγνοώντας τον, η Μάρτι είπε: «Έχεις κάνα σουγιά πάνω σου, Ζάκαρι;» «Σουγιά; Όχι».

«Κακό αυτό. Αν κάνεις την παραμικρή κίνηση, θα χρειαστείς ένα μαχαίρι για να βγάλεις τις δυο σφαίρες που θα καρφωθούν στα έντερά σου, μια και δε θα ζήσεις όσο χρειάζεται για να πας σ' ένα νοσοκομείο και να σ' τις βγάλει ένας αληθινός γιατρός». Γλιστρώντας προς τα πίσω στο κάθισμα, ως ένα σημείο ανάμεσα στα προσκέφαλα των μπροστινών θέσεων, η Μάρτι συνέχισε να σημαδεύει τον κοκκινομάλλη, μολονότι το όπλο θα τον φόβιζε περισσότερο αν ήταν κολλημένο ακόμη στην κοιλιά του. «Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι», του είπε, «το πιστόλι οπλίζεται αυτόματα και η σκανδάλη δε χρειάζεται πίεση δέκα λιβρών αλλά τεσσεράμισι· αρκεί ένα απαλό τράβηγμα, κι έτσι η κάννη του δεν πηγαίνει πέρα δώθε και οι σφαίρες δε φεύγουν δεξιά αριστερά αλλά ευθεία». Δεν μπορούσε να δει καθαρά στο μπροστινό κάθισμα, κι έτσι ανασηκώθηκε και έγειρε σιγά σιγά μπροστά, με τα γόνατά της λυγισμένα, τα πόδια της ανοιχτά, να πατούν γερά στο δάπεδο, και στραμμένη προς τον Ζάκαρι, με τον δεξιό της ώμο ν' ακουμπά στη ράχη της μπροστινής θέσης, ενώ συνέχιζε να τον σημαδεύει. Άβολο. Επικίνδυνα άβολο, ίσως και ανόητο, όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο για να συνεχίσει να σημαδεύει τον Ζάκαρι και να μπορεί να βλέπει το χέρι του Κέβιν καθώς θα το κατέβαζε ο άντρας προς το ταμπλό. Δεν τολμούσε να σκύψει η ίδια στο μπροστινό κάθισμα. Δεν θα είχε ισορροπία, ούτε θα μπορούσε να προσέχει τον Ζάκαρι. Δύο οργισμένοι Ορκ κι ένας Χόμπιτ, κλειδωμένοι σ' ένα αυτοκίνητο. Τι πιθανότητες έχουν να βγουν και οι τρεις ζωντανοί; Ελάχιστες; Είτε κερδίζει ο Χόμπιτ και περνά στο επόμενο επίπεδο του παιχνιδιού, είτε το παιχνίδι τελειώνει. Για να δει στο μπροστινό κάθισμα, έπρεπε να αποστρέψει το πρόσωπο της απ' τον Ζάκαρι, βλέποντάς τον μονάχα με την άκρη του ματιού της. «Αν ακούσω την παραμικρή κίνηση, αν δω την παραμικρή κίνηση με την άκρη του ματιού μου, πέθανες». «Αν ήμουν εγώ στη θέση σου κι εσύ στη δικιά μου, θα ήσουν ήδη νεκρή», παρατήρησε ο Ζάκαρι. «Ναι, μόνο που εγώ δεν είμαι εσύ, ηλίθιε. Αν είσαι αρκετά ξύπνιος, θα καθίσεις εκεί που είσαι και θα ευχαριστή-

οεις το Θεό που σου δίνεται μια ευκαιρία να βγεις από δω μέσα ζωντανός». Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζε πως θα έσπαζε. Κανένα πρόβλημα. Αυτό σήμαινε περισσότερο αίμα στον εγκέφαλο. Καθαρότερη σκέψη. Έστρεψε το κεφάλι κι έσκυψε για να κοιτάξει στο μπροστινό κάθισμα. Όπως το περίμενε, το αυτόματο πιστόλι του Κέβιν βρισκόταν στο κάθισμα του συνοδηγού, σ' ένα σημείο που ο άντρας το έφτανε εύκολα. Είχε μεγάλο γεμιστήρα. Έπαιρνε τριάντα σφαίρες. «Εντάξει, Κέβιν, κούνησε προσεκτικά το δεξί σου χέρι για να βγάλεις την ασφάλεια, κι όταν λέω προσεκτικά, το εννοώ, και ύστερα ξαναβάλ' το στο προσκέφαλο». «Ήρεμα. Μη με ξεπαστρέψεις στα καλά καθούμενα». «Είμαι ήρεμη», είπε η Μάρτι και η σταθερότητα της φωνής της την ξάφνιασε γιατί, μέσα της τουλάχιστον, έτρεμε σαν ποντίκι στη σκιά μιας κουκουβάγιας που ορμάει. «Θα κάνω ό,τι μου είπες». Ο Κέβιν κατέβασε αργά το δεξί του χέρι. Η Μάρτι έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ζάκαρι, που είχε τα χέρια του ψηλά, κοντά στο πρόσωπο του, για να μην την τρομάξει, αν και δεν του είχε πει η Μάρτι να το κάνει -και θα 'πρεπε να του το είχε πει-, και ύστερα ξανακοίταξε προς το μπροστινό κάθισμα. Κατεβάζοντας σιγά σιγά το χέρι του προς το κουμπί της ασφάλειας, ο Κέβιν είπε: «Μ' αρέσει να παίζω Carmageddon. Το ξέρεις αυτό το παιχνίδι;» «Το Kingpin θα σου ταίριαζε καλύτερα, μου φαίνεται», είπε η Μάρτι. «Ναι, κι αυτό έχει μπόλικη δράση». «Ήρεμα τώρα». Ο Κέβιν πάτησε το κουμπί. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν σαν να είχε σχεδιαστεί από τους δυο άντρες μαζί, τηλεπαθητικά. Οι ασφάλειες σηκώθηκαν μ' ένα σιγανό ήχο. Αμέσως, ο Ζάκαρι άνοιξε την πίσω πόρτα και κύλησε έξω, και η Μάρτι τον είδε με την άκρη του ματιού της να απλώνει ταυτόχρονα το χέρι του για ν' αρπάξει το πιστόλι από το δάπεδο. Τη στιγμή που η Μάρτι έριχνε δυο σφαίρες στον κοκκινο-

μάλλη, έχοντας την αίσθηση πως τουλάχιστον η μία τον είχε πετύχει, ο Κέβιν βούτηξε στο πλάι και άρπαξε το όπλο του. Ενώ ο δεύτερος πυροβολισμός της ηχούσε ακόμη σαν κανονιά μέσα στο αυτοκίνητο, η Μάρτι έπεσε στο δάπεδο, κάτω από το οπτικό πεδίο του Κέβιν, έστρεψε το Κολτ προς τη ράχη της μπροστινής θέσης και τη γάζωσε με τέσσερις σφαίρες δίχως να είναι βέβαιη αν θα τη διαπερνούσαν. Ήταν τρωτή από μπροστά κι από πίσω. Τίποτε δεν εμπόδιζε τον Κέβιν να ανταποδώσει τα πυρά της μέσα από το κάθισμα, κι αυτός είχε τριάντα σφαίρες για να την πετύχει. Αν δεν είχε χτυπηθεί, μπορεί να σηκωνόταν και να της έριχνε από ψηλά. Ή τ α ν τρωτή, επίσης, από την ανοιχτή πόρτα, απ' τον Ζάκαρι, που είχε κι αυτός ένα αυτόματο πιστόλι. Δεν μπορούσε να μείνει εκεί. Κουνήσου, κουνήσου. Τη στιγμή που έριχνε την τέταρτη σφαίρα στη ράχη του καθίσματος, είχε αρχίσει να κινείται ξανά. Δεν τολμούσε να σπαταλήσει χρόνο οπισθοχωρώντας κι ανοίγοντας την πόρτα πίσω της, κι έτσι βγήκε απ' την ίδια πόρτα με τον Ζάκαρι, κινδυνεύοντας να βρεθεί σε μια βροχή από σφαίρες, ενώ στο δικό της όπλο είχε απομείνει μόνο μία. Όμως δεν την περίμενε καμιά βροχή από σφαίρες. Ο Ζάκαρι -για μένα, η έμφαση είναι στο ξεπάστρεμα- δεν την περίμενε. Ήταν χτυπημένος, σωριασμένος, αλλά όχι νεκρός. Με μία τουλάχιστον σφαίρα, μπορεί και δύο, στη φαρδιά πλάτη του, το θηρίο πάλευε να προχωρήσει στα τέσσερα. Η Μάρτι είδε τι προσπαθούσε να φτάσει μπουσουλώντας. Το πιστόλι του. Όταν σωριάστηκε, το όπλο τού είχε φύγει απ' το χέρι. Ήταν πεσμένο κάπου τρία μέτρα μακριά του, στο χιονισμένο έδαφος. Τώρα, υπακούοντας μονάχα στο ένστικτο της επιβίωσης, με το σχολείο και το κατηχητικό να μην είναι τίποτε μπροστά στο άγριο ζώο που έκρυβε μέσα της, τον κλότσησε στα πλευρά κι αυτός γρύλισε πονεμένα, πάσχισε να την αρπάξει και ύστερα σωριάστηκε μπρούμυτα. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που η εικόνα μπροστά της παλλόταν και θόλωνε στις άκρες με κάθε χτύπο. Ένιωθε έναν κόμπο στο λαιμό της, από το φόβο. Οι ανάσες της έφταναν σαν κομμάτια πάγου στα πνευμόνια της και ύστερα έβγαιναν κροταλίζοντας από μέσα της. Προσπέρασε τον Ζάκαρι κι έτρεξε προς το πιστόλι. Το σήκωσε από κά-

τω, περιμένοντας να τιναχτεί μακριά καθώς μια βροχή από σφαίρες θα την πετύχαινε στην πλάτη. Ο Ντάστι ήταν κλειδωμένος στο πορτ μπαγκάζ της BMW. Την καλούσε απεγνωσμένα, χτυπώντας από μέσα το καπό. Ξαφνιασμένη που ζούσε ακόμη, έριξε το Κολτ και γύρισε κρατώντας το καινούριο όπλο και μισοκλείνοντας τα μάτια της μες στη σκοτεινιά και το χιόνι, γυρεύοντας ένα στόχο, όμως ο Κέβιν δεν ήταν πίσω της. Η πόρτα του οδηγού ήταν κλειστή. Δεν τον διέκρινε μέσα στο αυτοκίνητο. Ίσως να ήταν νεκρός στο μπροστινό κάθισμα. Ίσως όχι. Δεν είχε απομείνει σχεδόν καθόλου φως στον χειμωνιάτικο ουρανό. Ούτε καν το προηγούμενο λευκό στην απόχρωση του γύψου. Τώρα ο ουρανός στην ανατολή ήταν τέφρα και αιθάλη. Το χιόνι ήταν πολύ πιο φωτεινό από τη σκοτεινιά ψηλά, σαν να έπεφταν νιφάδες φωτός, τα τελευταία κομματάκια της μέρας που αποτίναζε η ανυπόμονη νύχτα. Μαργαριταρένια στους προβολείς του αυτοκινήτου, τα απανωτά παραπετάσματα του χιονιού παιχνίδιζαν, και ήταν σαν να σάλευαν μέσα τους σκοτεινές φιγούρες εκεί που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμία σκιά. Υπακούοντας σ' αυτό το ζωώδες ένστικτο της επιβίωσης, η Μάρτι έπεσε στο ένα γόνατο προσφέροντας μικρότερο στόχο και κοίταξε προσεκτικά στη σκοτεινιά και στις φωτεινές σφήνες των προβολέων, αναζητώντας οποιαδήποτε κίνηση πέρα από αυτή του χιονιού που έπεφτε κατακόρυφα, ασταμάτητα. Ο Ζάκαρι ήταν σωριασμένος μπρούμυτα, ασάλευτος. Νεκρός; Αναίσθητος; Μήπως υποκρινόταν; Καλύτερα να τον πρόσεχε. Μέσα στο πορτ μπαγκάζ, ο Ντάστι εξακολουθούσε να τη φωνάζει και τώρα πάσχιζε απεγνωσμένα να μπει στο αυτοκίνητο κλοτσώντας την πλάτη του πίσω καθίσματος. «Ήσυχα!» του φώναξε. «Είμαι καλά. Ήσυχα. Ο ένας είναι εκτός μάχης, μπορεί και οι δύο. Ησύχασε, γιατί δεν μπορώ ν' ακούσω». Ο Ντάστι σώπασε αμέσως. Τώρα, παρά το βροντερό της καρδιοχτύπι, η Μάρτι συνειδητοποίησε πως το αυτοκίνητο ήταν αναμμένο και δούλευε στο ρελαντί. Άψογη μηχανή. Βαρύ σιλανσιέ. Ακουγόταν μόνο ένας σιγανός βόμβος.

Παρ' όλα αυτά, ο θόρυβος ήταν αρκετός για να σκεπάσει οποιουσδήποτε ήχους θα μποροΰσε να κάνει ο Κέβιν αν ήταν σωριασμένος, λαβωμένος, στο αυτοκίνητο. Σκουπίζοντας τις χιονονιφάδες απ' τις βλεφαρίδες της, ανασηκώθηκε λίγο, μισοκλείνοντας τα μάτια, και είδε πως η μπροστινή πόρτα της BMW απ' τη μεριά του συνοδηγού ήταν ανοιχτή. Δεν το είχε προσέξει πρωτύτερα. Είτε είχε λαβωθεί ο Κέβιν είτε όχι, πάντως είχε βγει από το αυτοκίνητο.

Φτάνοντας στα Πράσινα Στρέμματα πολύ πριν από την ανυποψίαστη Τζένιφερ και τους δυο ανόητους ανιψιούς της μις Τζέιν Μαρπλ, ο δόκτωρ Άριμαν μπήκε στο εστιατόριο για να πάρει κάτι πρόχειρο, για να ξεγελάσει την πείνα του ως το δείπνο, που θα 'πρεπε κατά πάσα πιθανότητα να αναβάλει εκείνο το βράδυ, μέχρι αργά, ανάλογα με τις εξελίξεις. Ο «χωριάτικος» διάκοσμος ήταν αληθινό πλήγμα για τις ευαισθησίες του* ο γιατρός ένιωσε σαν να του είχαν ρίξει μια σφυριά στην ευαίσθητη επιφάνεια του μετωπιαίου λοβού του εγκεφάλου του. Δάπεδο από δρύινες σανίδες. Χωριάτικα καρό υφάσματα. Ριγωτές βαμβακερές κουρτίνες. Φριχτά βιτρό με δεμάτια στάχυα, κούκλες καλαμποκιού, φασολάκια, καρότα, μπρόκολα κι άλλα παραδείγματα από τα άπειρα δώρα της Μητέρας Φύσης χώριζαν το ένα τραπέζι από το άλλο. Όταν είδε ο γιατρός τις σερβιτόρες να φορούν τζιν μπουφάν, ζιπ κιλότ, λευκό, και κόκκινο καρό πουκάμισο και ψάθινο καπελάκι μικρό σαν καλότα, παραλίγο να το βάλει στα πόδια. Στάθηκε δίπλα στο ταμείο και άρχισε να διαβάζει τον κατάλογο, που του φάνηκε πιο φριχτός από οποιοδήποτε εικονογραφημένο ιατροδικαστικό εγχειρίδιο είχε μελετήσει ποτέ. Θα περίμενε ένα εστιατόριο με τόσο απαίσια κουζίνα να φαλίριζε σ' ένα μήνα, όμως, ακόμη και τόσο νωρίς, υπήρχαν κάμποσοι πελάτες που μπούκωναν τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπά τους με πελώριες πράσινες σαλάτες, γυαλιστερές από τη σάλτσα με γιαούρτι, αχνιστά μπολ με σούπα χωρίς κρέας, ομελέτες από ασπράδι μόνο, μαζί με στοίβες φρυγανισμένες φέτες ψωμί σικάλεως, σάντουιτς με λαχανικά ορεκτικά σαν τύρφη και παχύρρευστες μάζες φαγητού της κατσαρόλας με πατάτες και τυρί σόγιας. Αηδιασμένος, ήθελε να ρωτήσει την αρχισερβιτόρα για-

τί δεν προχωρούσε το εστιατόριο την παρανοϊκή κουζίνα του ένα βήμα παραπέρα, ως τη λογική κατάληξή της. Να βάζει απλώς στη γραμμή τους πελάτες, σ' ένα παχνί, ή να σκορπίζει το γεύμα τους στο πάτωμα και να τους αφήνει να βοσκήσουν ξυπόλυτοι, με την άνεση τους, βελάζοντας και μουγκανίζοντας. Προτιμώντας να πεθάνει της πείνας παρά να φάει οποιοδήποτε από τα φαγητά αυτού του καταλόγου, ο γιατρός έστρεψε γεμάτος ελπίδα την προσοχή του στα μεγάλα, ξεχωριστά τυλιγμένα μπισκότα κοντά στο ταμείο. Μια ταμπέλα γραμμένη στο χέρι δήλωνε περήφανα πως ήταν ΣΠΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΡΕΠΤΙΚΑ. Με ραβέντι και μήλο. Όχι. Με μπιζέλι και φιστικοβούτυρο. Όχι. Με πιπερόριζα, μελάσα και καρότο. Όχι. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ στη θέα της τέταρτης και τελευταίας ποικιλίας, που είχε βγάλει το πορτοφόλι του από την τσέπη του πριν συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν με σοκολάτα αλλά με κομμάτια χαρούπι, κατσικίσιο γάλα και αλεύρι σικάλεως. «Έχουμε κι αυτά», είπε η αρχισερβιτόρα βγάζοντας διστακτικά ένα καλάθι με μπισκότα τυλιγμένα με σελοφάν, που ήταν κρυμμένο πίσω από τα ξερά φρούτα. «Δεν τα ζητάνε πολύ. Θα τα σταματήσουμε». Άπλωσε το καλάθι προς το γιατρό, κοκκινίζοντας σαν να προσπαθούσε να πουλήσει ταινίες πορνό. «Μπισκότα με σοκολάτα και καρύδα». «Αληθινή σοκολάτα, αληθινή καρύδα;» ρώτησε εκείνος καχύποπτα. «Ναι, όμως, σας διαβεβαιώνω, δεν έχουν βούτυρο, μαργαρίνη ή υδρογονωμένα φυτικά λιπαρά». «Όπως και να 'χει, θα τα πάρω όλα», της είπε. «Μα είναι εννιά». «Ναι, ωραία, και τα εννιά», είπε ο γιατρός σκορπίζοντας τα χρήματά του πάνω στον πάγκο μες στη βιασύνη του να τ' αγοράσει. «Κι ένα μπουκάλι χυμό μήλο, αν δεν έχετε τίποτε καλύτερο». Τα μπισκότα με σοκολάτα και καρύδα έκαναν τρία δολάρια το ένα, όμως η αρχισερβιτόρα ανακουφίστηκε τόσο πολύ που τα ξεφορτώθηκε, που τα έδωσε στο γιατρό για δεκαοχτώ δολάρια και τα εννιά κι εκείνος γύρισε στην Ελ Καμίνο του πιο ενθουσιασμένος απ' όσο θα φανταζόταν, λίγα λεπτά νωρίτερα, πως θα μπορούσε να νιώσει. Ο Άριμαν είχε σταματήσει σ' ένα σημείο απ' όπου έβλεπε καθαρά και την είσοδο του χώρου στάθμευσης και την

πόρτα των Πράσινων Στρεμμάτων. Ήταν καθισμένος στο τιμόνι, βουλιαγμένος στη θέση του, κι έτρωγε το δεύτερο μπισκότο, όταν φάνηκε η Τζένιφερ στο λιγοστό φως του απογεύματος που έσβηνε γοργά. Τα βήματά της ήταν εξίσου γρήγορα και μεγάλα όσο στην αρχή της διαδρομής και τα χέρια της ταλαντεύονταν με αμείωτο σφρίγος. Η αλογοουρά της αναπηδούσε ζωηρά. Μοιάζοντας σαν να μην είχε χΰσει οΰτε μια σταγόνα ιδρώτα, πήγε προς τα Πράσινα Στρέμματα, με τα μάτια της να λάμπουν, ανυπομονώντας ολοφάνερα να γευτεί την εξαίρετη ζωοτροφή του μαγαζιοΰ. Ακολουθώντας αθόρυβα την Τζένιφερ από μια όχι και τόσο διακριτική απόσταση και ξερνώντας γαλάζιο καυσαέριο, σαν γέρικη κουτσή αλεποΰ στο κατόπι ενός λαγοΰ, το σαραβαλιασμένο ημιφορτηγό με το σκέπαστρο στην καρότσα μπήκε στο χώρο στάθμευσης καθώς το θήραμά του, με την αλογοουρά και τους σφιχτούς γλουτοΰς, άνοιγε την πόρτα των Πράσινων Στρεμμάτων κι έμπαινε μέσα. Ο γιατρός θα προτιμούσε να είχαν σταθμεύσει λίγο πιο μακριά, όμως δεν θα τον έβλεπαν ακόμη κι αν καθόταν σ' ένα αποκριάτικο άρμα φορώντας ένα καπέλο-μπανάνα αλά Κάρμεν Μιράντα. Περίμεναν λίγα λεπτά, προφανώς συζητώντας για τις επιλογές τους, και ΰστερα ο αναψοκοκκινισμένος άντρας βγήκε από το ημιφορτηγό, τεντώθηκε και μπήκε στα Πράσινα Στρέμματα, αφήνοντας μονάχο του τον Σκιτ. Ίσως να υποψιάζονταν πως η Τζένιφερ είχε έρθει εδώ για να συναντήσει το γιατρό, για ένα ρομαντικό τετ-α-τετ πάνω από μπολ με πίτουρα και πιάτα με αχνιστό πολτό. Ο Άριμαν σκέφτηκε να πάει στο ημιφορτηγό, ν' ανοίξει την πόρτα του Σκιτ και να δοκιμάσει να τον ενεργοποιήσει με το όνομα δόκτωρ ΓιενΛο. Αν έπιανε, μπορεί να κατόρθωνε να βάλει τον Σκιτ στην Ελ Καμίνο και ν' απομακρυνθεί προτού γυρίσει ο άλλος άντρας. Το πρόγραμμα του Σκιτ, όμως, δεν λειτουργούσε πάντα κανονικά, εξαιτίας της θλιβερής κατάστασης του εγκεφάλου του, κι έτσι, αν πήγαινε κάτι σΐραβά, ο κοκκινομούρης συνεργάτης του μπορεί να τσάκωνε το γιατρό στα πράσα. Ούτε μπορούσε να πάει στο ημιφορτηγό και να πυροβολήσει τον Σκιτ, γιατί, τώρα που σουρούπωνε, πλήθη πελατών με αθεράπευτα κατεστραμμένο αισθητήριο της γεύσης έμπαιναν με τα αυτοκίνητά τους στο χώρο στάθμευσης του

εστιατορίου. Εν τέλει, οι μάρτυρες ήταν μάρτυρες, άσχετα αν ήταν καλοφαγάδες ή απλώς αδηφάγοι. Ο αναψοκοκκινισμένος άντρας βγήκε από το εστιατόριο, γύρισε στο ημιφορτηγό και, ύστερα από δυο λεπτά, ξαναμπήκε μαζί με τον Σκιτ στα Πράσινα Στρέμματα. Προφανώς θα παρακολουθούσαν την Τζένιφερ καταβροχθίζοντας κι αυτοί κάποια αηδία. Ο γιατρός γινόταν όλο και πιο ευδιάθετος, γιατί περίμενε πως, κάποια στιγμή εκείνο το ίδιο βράδυ, θα ξεφορτωνόταν και τους δυο άντρες σ' ένα μέρος χωρίς μάρτυρες και ύστερα θα χάριζε στον εαυτό του ένα λιονταρίσιο δείπνο. Σκόπευε να χρησιμοποιήσει και τις δέκα σφαίρες του γεμιστήρα, είτε τις χρειαζόταν είτε όχι, απλώς γιατί έτσι θα το διασκέδαζε περισσότερο. Τελικά δεν είχε βρέξει και τώρα τα σύννεφα διαλύονταν, καθώς σουρούπωνε κι αστέρια πρόβαλλαν από πάνω. Αυτό ευχαρίστησε επίσης το γιατρό. Του άρεσαν τα αστέρια. Κάποτε ήθελε να γίνει αστροναύτης. Είχε φάει το μισό από το τρίτο μπισκότο του, όταν είδε κάτι που λίγο έλειψε να χαλάσει την υπέροχη διάθεσή του. Μια σειρά πιο κει, προς την ανατολική μεριά του χώρου στάθμευσης, υπήρχε μια όμορφη Ρολς Ρόις με φιμέ παράθυρα, παραδοσιακά στολίδια στην κουκούλα και γυαλιστερά τάσια από τιτάνιο. Ο γιατρός κλονίστηκε που κάποιος αρκετά πλούσιος ώστε να έχει μια Ρολς Ρόις κι αρκετά εξευγενισμένος ώστε να επιλέξει ένα τέτοιο αυτοκίνητο θα μπορούσε να έρθει ποτέ με τη θέλησή του για να δειπνήσει στα Πράσινα Στρέμματα. Αυτός ο πολιτισμός ήταν πραγματικά ετοιμοθάνατος. Ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός είχε διασκορπίσει τόσο πολύ τον πλούτο, ώστε μπορούσες να δεις ακόμη κι έναν άξεστο που μασουλούσε ρίζες και βοσκούσε χορτάρι να πηγαίνει με βασιλική άμαξα για να δειπνήσει στο χορτοφαγικό αντίστοιχο ενός Μακντόναλντ'ς. Η θέα αυτού του οχήματος σε τούτο το μέρος αρκούσε για να κάνει το γιατρό να θέλει να δώσει για παλιοσίδερα την παλιά Ρολς Ρόις του, μοντέλο Σίλβερ Κλάουντ. Απέστρεψε το βλέμμα από τη λευκή καλλονή κι ορκίστηκε να μην ξανακοιτάξει. Για να βγάλει το καταθλιπτικό θέαμα απ' το μυαλό του, γύρισε το κλειδί της Ελ Καμίνο, έβαλε στο κασετόφωνο μια κασέτα με κλασικές ραδιοφωνικές εκπομπές του Σπάικ Τζόουνς και συγκεντρώθηκε στο μπισκότο του.

***

Στις τρεις πλευρές, το χωριό-φάνταομα. Τους περασμένους αιώνες, οι φωτιές, τα σπαρματσέτα και τα φανάρια από μαρμαρυγία έδιωχναν τη νύχτα. Τώρα δεν υπήρχε καμιά αντίσταση ενάντια στην παγερή σκοτεινιά. Φαντάσματα το κατοικούσαν, ίσως όλα τους απλώς φιγούρες από χιόνι, ίσως και κάποια αληθινά φαντάσματα ανάμεσά τους. Στα νότια, πίσω από τη Μάρτι, ορθώνονταν ρημαγμένοι πλίθινοι τοίχοι στο σκοτάδι- σε μερικά σημεία είχαν ύψος δύο ορόφων και σε άλλα μόλις λίγων μέτρων, με βαθιά ανοίγματα για τα παράθυρα. Είσοδοι δίχως πόρτες οδηγούσαν σε δωμάτια χωρίς στέγη, ως επί το πλείστον, και γεμάτα χαλάσματα, κατοικημένα από ταραντούλες και σκορπιούς όταν ο καιρός ήταν ζεστός. Στα ανατολικά, περισσότερο ορατές στις δέσμες των προβολέων του αυτοκινήτου αλλά και πάλι μισοαθέατες, •ψηλές ρημαγμένες πέτρινες καπνοδόχοι υψώνονταν από στρογγυλούς πέτρινους σχηματισμούς, ίσως αρχαίους φούρνους ή τζάκια. Βόρεια βρίσκονταν οι χαμηλοί καμπυλωτοί τοίχοι ενός κτίσματος που το περισσότερο ήταν αθέατο πίσω απ' την BMW. Παραδόξως, μέσα από τα ημικυκλικά γκρεμίσματα ορθώνονταν ψηλές λεύκες. Πέρα από το βαθύ πηγάδι που είχε αναφέρει ο Ζάκαρι, πρέπει να υπήρχε νερό κοντά στην επιφάνεια, κάπου που να το έφταναν οι ρίζες. Ο Κέβιν θα μπορούσε να τη ζυγώνει κινούμενος από ερείπιο σε ερείπιο, από δέντρο σε δέντρο. Η Μάρτι έπρεπε να κρυφτεί, όμως έτρεμε στην ιδέα να τον κυνηγήσει -και να την κυνηγήσει- μέσα σ' αυτό το παράξενο, αρχαίο μέρος. Σκυφτή, πήγε βιαστικά στο αυτοκίνητο και διπλώθηκε κολλητά στην πίσω ρόδα από τη μεριά του οδηγού. Η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή και χλομό φως έβγαινε από το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Η Μάρτι έπεσε μπρούμυτα και τόλμησε να ρίξει μια γρήγορη ματιά κάτω από το αυτοκίνητο. Ο Κέβιν δεν ήταν εκεί. Στο φως των προβολέων, το λεπτό πέπλο του χιονιού στην άλλη μεριά της BMW έλαμπε. Απ' αυτή τη γωνία, όπως ήταν πεσμένη καταγής, είδε πως κάποιος είχε αναταράξει

ο' ένα σημείο το πάλλευκο στρώμα του χιονιού καθώς απομακρυνόταν από το αυτοκίνητο. Ξανασηκώθηκε, σκυφτή, έγειρε μες στο φως που ερχόταν από το εσωτερικό της BMW και περιεργάστηκε το αυτόματο πιστόλι για να είναι βέβαιη πως δεν θα βρισκόταν προ εκπλήξεως όταν θα αναγκαζόταν να το χρησιμοποιήσει. Ο μεγάλος γεμιστήρας την τρόμαζε. Από τον αριθμό των σφαιρών που έπαιρνε, η Μάρτι συμπέρανε πως το πιστόλι ήταν πλήρως αυτόματο, όχι απλώς ημιαυτόματο, και δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην ικανότητά της να ελέγξει ένα τόσο δυνατό όπλο. Συν τοις άλλοις, τα χέρια της ήταν παγωμένα. Τα δάχτυλά της είχαν μουδιάσει. Έκλεισε την πίσω πόρτα, ακούμπησε πάνω της με την πλάτη και κοίταξε καλά καλά τον Ζάκαρι. Εξακολουθούσε να 'ναι ασάλευτος, μπρούμυτα στο έδαφος. Αν υποκρινόταν τον αναίσθητο, περιμένοντας μια στιγμή που δεν θα είχε το νου της η Μάρτι, τότε ήταν υπερφυσικά υπομονετικός. Προτού μπορέσει να στρέψει ολότελα την προσοχή της στον Κέβιν, έπρεπε να σιγουρευτεί πως αυτός ο άντρας δεν αποτελούσε πια απειλή. Αφού το σκέφτηκε για λίγο, τον ζύγωσε με τόλμη και όχι με προσοχή, κινούμενη γοργά, και κόλλησε την κάννη του αυτόματου πιστολιού στο σβέρκο του. Δεν σάλεψε. Τράβηξε πίσω το γιακά του καπιτονέ πανωφοριού του και πίεσε τα παγωμένα της δάχτυλα στο λαιμό του, στην καρωτίδα του, για να βρει το σφυγμό του. Τίποτε. Το κεφάλι του ήταν στραμμένο πλάγια. Τράβηξε πίσω το βλέφαρο του. Ακόμη και στο λιγοστό φως, το απλανές βλέμμα του δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας. Οι τύψεις ένωσαν την καρδιά της με το μυαλό της, και σουβλιές πόνου διαπέρασαν το στήθος της καθώς αναλογιζόταν τι είχε κάνει. Δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια, γιατί είχε αφαιρέσει μια ζωή. Αν και οι περιστάσεις δεν της είχαν δώσει άλλη επιλογή απ' το να σκοτώσει ή να σκοτωθεί και παρ' ότι αυτός ο άντρας είχε επιλέξει να υπηρετήσει το κακό, η Μάρτι ένιωσε το βάρος της πράξης της να τη συνθλίβει, να της αφαιρεί με πολλούς τρόπους κάτι απ' τον εαυτό της. Μια συγκεκριμένη αθωότητα είχε χαθεί ανεπιστρεπτί. Κι όμως, μαζί με τις τύψεις αισθανόταν και μια ικανοποίηση, μια ψυχρή κι άγρια ευχαρίστηση, που τα είχε κατα-

φέρει τόσο καλά ως τώρα, που οι πιθανότητες αυτής και του Ντάστι να επιβιώσουν είχαν αυξηθεί, που είχε θρυμματίσει την αλαζονική πεποίθηση των ένοπλων κακοποιών πως ήταν ανώτεροι. Μια διεγερτική αίσθηση απόδοσης δικαιοσύνης την πλημμύριζε, ταυτόχρονα εμψυχώνοντάς την και τρομοκρατώντας την. Ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο, στην μπροστινή πόρτα από τη μεριά του οδηγού, και σηκώθηκε αργά ώσπου να δει από το τζάμι. Η πόρτα του συνοδηγού ήταν ανοιχτή. Ο Κέβιν δεν ήταν μέσα και το κάθισμα ήταν ματωμένο. Σκύβοντας κάτω απ' το παράθυρο ξανά, συλλογίστηκε αυτό που είχε δει. Τουλάχιστον μία από τις τέσσερις σφαίρες που έριξε στην πλάτη του καθίσματος πρέπει να τον είχε πετύχει. Δεν υπήρχε πολύ αίμα, όμως κι αυτό το λίγο σήμαινε πως τώρα ο άντρας πονούσε και βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Τα κλειδιά ήταν στη μίζα. Να έσβηνε τη μηχανή και να άνοιγε το πορτ μπαγκάζ για να ελευθερώσει τον Ντάστι; Τότε θα ήταν δύο εναντίον ενός. Όχι. Μπορεί να την περίμενε ο Κέβιν, πότε θα έκανε να πιάσει τα κλειδιά, μπορεί να έβλεπε καθαρά το εσωτερικό του αυτοκινήτου από την ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού. Ακόμη κι αν έπαιρνε η Μάρτι τα κλειδιά δίχως να χτυπηθεί, θα ήταν εύκολος στόχος όταν θα στεκόταν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και θα προσπαθούσε να ξεκλειδώσει το καπό. Όσο κι αν ήθελε να το αποφύγει, το πιο ασφαλές ήταν, μάλλον, να χωθεί μες στα χαλάσματα σία νότια και να εκμεταλλευτεί την κάλυψη των ρημαγμένων κτισμάτων και των δέντρων για να κάνει τον κύκλο προς τα ανατολικά και ύστερα προς τα βόρεια, για να φτάσει στην άλλη μεριά του αυτοκινήτου, όπου είχε πάει ο Κέβιν. Αν έκανε έναν αρκετά μεγάλο κύκλο, μπορεί να έφτανε πίσω από το βόρειο σημείο όπου παραμόνευε ο άντρας σημαδεύοντας την BMW. Φυσικά, μπορεί να μην ήταν πεσμένος για να παρακολουθεί το αυτοκίνητο από μια σταθερή θέση. Μπορεί να κινούνταν κι εκείνος, να έκανε το ίδιο πράγμα που θα έκανε κι εκείνη, ακολουθώντας απλώς αντίστροφη πορεία. Να χρησιμοποιούσε το εγκαταλειμμένο χωριό και τα δέντρα για να κινηθεί πρώτα προς τα ανατολικά και ύστερα προς τα νότια. Να έκανε τον κύκλο γυρεύοντάς την. Αν έπρεπε να τον κυνηγήσει μες στο λαβύρινθο των πλί-

θινων τοίχων και των δέντρων, ενώ θα έκανε κι εκείνος το ίδιο, οι πιθανότητές της να έβγαινε εκείνη ζωντανή από την αναμέτρηση ήταν ελάχιστες. Δεν είχε πια το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και, παρ' ότι ο άντρας ήταν λαβωμένος, ήταν επαγγελματίας, έμπειρος, κι εκείνη ερασιτέχνης. Η τύχη δεν ευνοούσε τους ερασιτέχνες. Η τύχη δεν ευνοούσε τους διστακτικούς, επίσης. Δράση. Η δράση θα ήταν το σύνθημα του Κέβιν, επίσης· θα του το είχαν ενσταλάξει οι στρατιωτικοί ή παραστρατιωτικοί ειδικοί που τον είχαν εκπαιδεύσει, καθώς και οι σκληρές εμπειρίες που είχε ζήσει ο ίδιος. Ξάφνου ήταν βέβαιη πως ο άντρας κινούνταν επίσης και πως το τελευταίο πράγμα που θα περίμενε από μια σχεδιάστρια ηλεκτρονικών παιχνιδιών και σύζυγο ενός ελαιοχρωματιστή ήταν να τον ακολουθήσει θαρραλέα, να τον αναζητήσει παίρνοντας την ευθύτερη οδό που θα μπορούσε να επιλέξει. Μπορεί να αλήθευε αυτό. Μπορεί και όχι. Όπως και να 'χε, έπεισε τον εαυτό της πως δεν θα 'πρεπε ούτε να κάνει κύκλο από πίσω του ούτε να τον περιμένει να εμφανιστεί, αλλά να τον καταδιώξει επιθετικά, να τον ψάξει ακολουθώντας όποιο ίχνος είχε αφήσει στο φρέσκο χιόνι. Δεν τόλμησε να περάσει μπροστά από τους προβολείς. Γιατί να μην πυροβολούσε η ίδια τον εαυτό της, σ' αυτή την περίπτωση, γλιτώνοντάς τον απ' τον κόπο να το κάνει εκείνος; Αυτό που έκανε ήταν να υποχωρήσει σκυφτή από το πλάι του αυτοκινήτου, μακριά από τους προβολείς. Στον πίσω προφυλακτήρα, δίστασε, ύστερα όμως συνέχισε πίσω από την BMW. Τα κόκκινα πίσω φώτα ήταν πολύ πιο αδύναμα από τους εκτυφλωτικούς προβολείς, όμως οι χιονονιφάδες, περνώντας από μπροστά τους, μεταμορφώνονταν σε αίμα. Το καυσαέριο ήταν σαν αιμάτινη ομίχλη. Οι τολύπες του ατμού έκρυψαν τη Μάρτι, αλλά ταυτόχρονα την τύφλωσαν, το πέρασμά της από μέσα τους ήταν σαν τρομακτική βάπτιση στο αίμα. Ύστερα πρόβαλε μέσα από το σύννεφο που αναδευόταν, εκτεθειμένη και ευάλωτη τώρα, στη βόρεια μεριά του αυτοκινήτου. Ό,τι φαινόταν τολμηρό στη σχεδίαση ήταν τρομερά επικίνδυνο στην εκτέλεση. Σκυφτή, αλλά και πάλι ένας τέλειος στόχος, έτρεξε προς τα ίχνη που ξεκινούσαν από την ανοιχτή μπροστινή πόρτα της BMW.

Τα βήματα και οι στάλες του αίματος, που είχε μισοσκεπάσει το χιόνι, φανέρωναν πως ο Κέβιν είχε πάει προς το στρογγυλό πλίθινο κτίσμα, καμιά δωδεκαριά μέτρα μακριά. Η Μάρτι δεν το διέκρινε καθαρά από την άλλη μεριά του αυτοκινήτου. Τώρα που το έβλεπε καλύτερα, της φάνηκε ακόμη πιο μυστηριώδες. Ένας δίμετρος καμπυλωτός τοίχος χανόταν στο σκοτάδι και διαφαινόταν μια χαμηλή θολωτή στέγη. Ήταν δύσκολο να υπολογίσει από εκείνο το σημείο τη διάμετρο του κτίσματος, όμως σίγουρα ήταν δέκα με δεκαπέντε μέτρα. Σκαλιά, με πλαϊνά διακοσμητικά βαθμιδωτά τοιχεία, οδηγούσαν στη στέγη, όπου έμοιαζε να βρίσκεται η είσοδος, και το πιο λογικό συμπέρασμα ήταν πως το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου ήταν υπόγειο. Κίβα. Η λέξη τής ήρθε στο νου από ένα ντοκιμαντέρ που είχε δει κάποτε. Κίβα, ένας υπόγειος χώρος τελετών, το πνευματικό κέντρο του χωριού. Καθώς απομακρυνόταν η Μάρτι από το αυτοκίνητο, το σκοτάδι γινόταν πιο πυκνό και, με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, καταρράκτες χιονιού σκέπαζαν τα ίχνη. Όμως εξακολουθούσαν να είναι αρκετά ευδιάκριτα, γιατί οι πατημασιές γίνονταν σημάδια από σερνόμενα πόδια και οι στάλες αίματος μεγάλες κηλίδες. Με την καρδιά της να χτυπά βροντερά και τα τύμπανα των αυτιών της να δονούνται στο ρυθμό της, ακολούθησε τα ίχνη, τρέμοντας μήπως είχε σκαρφαλώσει ο άντρας στη στέγη και ύστερα είχε κατέβει στο κίβα και την περίμενε μες στον στρογγυλό σκοτεινό χώρο. Στα σκαλιά, όμως, είχε κοντοσταθεί, χάνοντας περισσότερο αίμα, κι έπειτα είχε συνεχίσει κατά μήκος του καμπυλωτού τοίχου. Η Μάρτι προχώρησε με τη ράχη της κολλημένη στον πλίθινο τοίχο, κάνοντας το γύρο του κίβα, τυλιγμένη στο σκοτάδι, μακριά από την τελευταία ανταύγεια των προβολέων της BMW, κρατώντας το αυτόματο πιστόλι και με τα δύο χέρια, με το δάχτυλο της έτοιμο πάνω στη σκανδάλη. Το βαθύ σκοτάδι φωτιζόταν μόνο από το χιόνι που είχε καλύψει το έδαφος κι από τις φωσφορίζουσες χιονονιφάδες που έπεφταν από ψηλά. Πνιχτός, πίσω από το ενδιάμεσο κτίσμα και τα παραπετάσματα του χιονιού, ο θόρυβος της μηχανής του αυτοκινήτου έσβησε, έγινε σχεδόν ένας ήχος στη φαντασία της Μάρτι, και μια σιωπή την τύλιξε. Έστησε αυτί για να ακούσει το

θήραμα της, τα συρτά βήματά του ή την ακανόνιστη ανάσα του, όμως δεν άκουσε τίποτε. Ακόμη και στη σκοτεινιά, μπορούσε να ακολουθεί τον Κέβιν, αλλά όχι από τα ίχνη που είχαν αφήσει τα σερνόμενα πόδια του. Τώρα μόνο το αίμα φαινόταν αρκετά καθαρά για να την οδηγήσει, μια φιδωτή γραμμή από μαύρες στάλες πάνω στο κατάλευκο χιόνι, σαν ένα γράμμα, ένα ψηφίο που είχε γράψει ο άντρας ξανά και ξανά, και η Μάρτι ευχαρίστησε το Θεό γι' αυτή την ατέρμονη επανάληψη. Αμέσως, η Μάρτι τρόμαξε που είχε ευχαριστήσει το Θεό για το αίμα ενός άλλου ανθρώπου, κι όμως, δεν μπόρεσε να καταπνίξει την περηφάνια της για την αποτελεσματικότητά της. Αυτή η περηφάνια, προειδοποίησε τον εαυτό της, μπορεί να την έκανε να βρεθεί κι εκείνη με μερικές σφαίρες σφηνωμένες στο κορμί της. Προχωρώντας εκατοστό εκατοστό, προς το πλάι, θυμόταν κάπου κάπου να ρίχνει μια ματιά πίσω, μήπως και είχε κάνει ο άντρας το γύρο του κτιρίου και την είχε ζυγώσει αθόρυβα. Κοιτάζοντας πίσω, χτύπησε με το αριστερό της πόδι κάτι στο έδαφος, γύρισε το κεφάλι κι αντίκρισε ένα μαύρο σχήμα, πιο γεωμετρικό από τις κηλίδες του αίματος. Ο ήχος ήταν χαρακτηριστικός. Πάγωσε, φοβούμενη πως είχε φανερωθεί από το θόρυβο, αλλά και γιατί δεν πίστευε στα μάτια της. Πασχίζοντας να καταπνίξει την ελπίδα που ξάφνου την πλημμύρισε, γλίστρησε προς τα κάτω κολλημένη στον τοίχο του κίβα και κάθισε στις φτέρνες της για ν' αγγίξει το πράγμα που είχε κλοτσήσει. Το δεύτερο αυτόματο πιστόλι. Θα χρειαζόταν και τα δυο χέρια της για να ελέγξει αυτό που κρατούσε ήδη. Έσπρωξε το όπλο του Κέβιν πίσω της, δίχως να ανησυχεί πλέον μήπως τη ζύγωνε αθόρυβα από εκείνη την κατεύθυνση. Δέκα βήματα παραπέρα, είδε την ογκώδη σιλουέτα του, διπλωμένη, με τα ανοιχτά του πόδια μαύρα πάνω στο χιονισμένο έδαφος. Ήταν σωριασμένος πάνω στον τοίχο του κίβα σαν να ταξίδευε όλη τη μέρα πεζός και τώρα ήταν ολότελα αποκαμωμένος. Η Μάρτι στάθηκε λίγο μακριά του, για να μην τη φτάνει, σημαδεύοντάς τον με το αυτόματο πιστόλι και περιμένοντας να προσαρμοστούν καλύτερα τα μάτια της στην κατασκότει-

νη νύχτα. Το κεφάλι του ήταν γερμένο αριστερά. Τα χέρια του κρέμονταν στα πλευρά του. Απ' όσο μποροΰσε να δει η Μάρτι, δεν έβγαινε καθόλου χνότο από το στόμα του. Από την άλλη, όμως, δεν υπήρχε αρκετό φως εδώ, για να αντανακλαστεί πάνω στο χνότο. Οΰτε τη δικιά της ανάσα έβλεπε. Τελικά η Μάρτι ζΰγωσε, κάθισε στις φτέρνες της και πίεσε προσεκτικά τα παγωμένα της δάχτυλα στο λαιμό του, όπως είχε κάνει με τον Ζάκαρι. Αν ζοΰσε ακόμη, δεν μποροΰσε να τον αφήσει εδώ να πεθάνει. Δεν θα προλάβαινε να φέρει έγκαιρα βοήθεια για να τον σώσει και, ακόμη κι αν μποροΰσε να φέρει βοήθεια, δεν θα τολμοΰσε να το κάνει κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, κινδυνεύοντας να την κατηγορήσουν για φόνο. Μποροΰσε όμως να είναι μάρτυρας στο θάνατο του, να σταθεί πλάι του, γιατί κανένας, ακόμη κι ένας τέτοιος άντρας, δεν θα 'πρεπε να πεθαίνει μόνος. Ένας άρρυθμος σφυγμός. Μια ζεστή ανάσα στην ανάστροφη του χεριού της. Σαν δόκανο, το χέρι του τινάχτηκε και της άρπαξε τον καρπό. Η Μάρτι σωριάστηκε ανάσκελα πιέζοντας τη σκανδάλη. Το πιστόλι κλότσησε και οι σφαίρες σφηνώθηκαν στους ψήλους κλώνους μιας λεΰκας.

Παράλογος χρόνος, δευτερόλεπτα μεγάλα σαν λεπτά, λεπτά ατέλειωτα σαν ώρες, εδώ, μες στο πορτ μπαγκάζ της BMW. Η Μάρτι είχε πει στον Ντάστι να περιμένει, να μη μιλά, γιατί έπρεπε ν' αφουγκραστεί, μήπως κινούνταν τίποτε τριγύρω. Ο ένας ήταν εκτός μάχης, του είπε. Ο ένας, μπορεί και οι δύο. Το μπορεί ήταν η αιτία του τρόμου του. Αυτό το μικρό μπορεί ήταν σαν καλλιέργεια μέσα σε τρυβλίο, που γεννούσε φόβο αντί για βακτήρια, και πλημμύριζε τον Ντάστι. Από τη στιγμή που τον έκλεισαν στο πορτ μπαγκάζ, είχε ψάξει ψηλαφιστά γύρω, ειδικά κατά μήκος του κάτω μέρους του καπό, γυρεύοντας κάποιον μηχανισμό που θα το άνοιγε από μέσα. Δεν είχε βρει τίποτε. Σ' ένα πλαϊνό βαθούλωμα υπήρχαν μερικά εργαλεία. Ένας συνδυασμός κλειδιού, γρύλου και λοστού. Ακόμη κι αν

μπορούσε όμως ν' ανοιχτεί το καπό, για να γίνει αυτό θα 'πρεπε να τραβηχτεί απέξω κι όχι από μέσα. Πρώτα η σκέψη πως ήταν μονάχη μαζί τους, ύστερα οι πυροβολισμοί -και τώρα η σιωπή. Μόνο ο ρυθμικός θόρυβος της μηχανής και μια σιγανή δόνηση στο δάπεδο του πορτ μπαγκάζ. Κι αυτός να περιμένει, με τον τρόμο να τον πλημμυρίζει. Να περιμένει, μέχρι που δεν άντεχε άλλο πια. Ξαπλωμένος πλάγια, έχωσε την κοφτερή άκρη του λοστού στις άκρες του επενδυμένου μπροστινού τοιχώματος του πορτ μπαγκάζ, ξήλωσε συνδετήρες, λύγισε την άκρη του τοιχώματος, έβαλε τα χέρια του στο άνοιγμα και, τραβώντας με κάμποση δύναμη, το ξήλωσε ρίχνοντάς το στο δάπεδο. Άφησε το λοστό, γύρισε ανάσκελα, σήκωσε τα γόνατα του στο στήθος του όσο του επέτρεπε ο στενός χώρος και τίναξε τα πόδια του προς την πλάτη του πίσω καθίσματος του αυτοκινήτου. Ξανά και ξανά, και τέταρτη φορά, και πέμπτη, κοντανασαίνοντας, με την καρδιά του να βροντοχτυπά... ...όχι τόσο δυνατά, όμως, που να μην ξανακούσει ο Ντάστι πυροβολισμούς, το άγριο κροτάλισμα ενός αυτόματου όπλου, μακριά, τατ-τατ-τατ-τατ-τατ-τατ. Μπορεί να ήταν και οι δύο εκτός μάχης. Μπορεί όχι. Η Μάρτι δεν είχε αυτόματο πιστόλι. Τα καθάρματα είχαν. Κράτησε την ανάσα του και αφουγκράστηκε, όμως δεν ακούστηκε άλλη ριπή. Κλότσησε πάλι, ξανά και ξανά, μέχρι που άκουσε πλαστικό ή φάιμπεργκλας να σπάζει κι ένιωσε κάτι να κινείται. Μια λεπτή λωρίδα αχνού φωτός μες στη σκοτεινιά. Φως από το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Στράφηκε κι έσπρωξε με τα χέρια και τους ώμους, σηκώνοντας ταυτόχρονα.

Ο ετοιμοθάνατος ξόδεψε όση δύναμη του απέμενε για ν' αδράξει τον καρπό της Μάρτι, ίσως όχι με την πρόθεση να τη βλάψει, αλλά για να της τραβήξει την προσοχή. 'Οταν εκείνη σωριάστηκε ανάσκελα ρίχνοντας οχτώ, δέκα σφαίρες ato δέντρο, το χέρι του Κέβιν την άφησε κι έπεσε μακριά της. Καθώς κομμάτια κλώνων έπεφταν από την πελώρια λεύκα, χτυπούσαν στον τοίχο του κίβα και κατέληγαν στο χιόνι, η Μάρτι τραβήχτηκε προς τα πίσω και ύστερα σηκώθηκε

στα γόνατα αρπάζοντας πάλι με τα δυο της χέρια το αυτόματο πιστόλι. Έστρεψε το όπλο προς τον Κέβιν, αλλά δεν πάτησε τη σκανδάλη. Τα τελευταία κομματάκια λεύκας έπεσαν τη στιγμή που η Μάρτι κατόρθωνε να ξαναβρεί την ανάσα της και, καθώς απλωνόταν πάλι η σιγαλιά, ο άντρας είπε ασθμαίνοντας: «Ποια είσαι;» Η Μάρτι σκέφτηκε πως πρέπει να παραληρούσε αυτές τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, με το μυαλό του θολωμένο από την απώλεια τόσου αίματος. «Ήρθε η ώρα να μετανιώσεις για τα κρίματά σου και να γυρέψεις τη γαλήνη», τον συμβούλεψε τρυφερά, μη μπορώντας να σκεφτεί κάτι άλλο να πει. Αυτή θα ήταν η μόνη πολύτιμη συμβουλή που θα μπορούσε να του δώσει κάποιος, ακόμη κι αν ο άντρας ήταν άγιος, κι ήταν ακόμη πιο ταιριαστή αν αναλογιζόταν κανείς πόσο απείχε ο συγκεκριμένος άνθρωπος από την αγιοσύνη. Όταν μπόρεσε να ξαναβρεί την ανάσα του και να μιλήσει πάλι, η Μάρτι κατάλαβε πως δεν παραληρούσε. Με φωνή φθαρμένη σαν πανί υφασμένο πριν από χιλιετίες, είπε: «Ποια είσαι στ' αλήθεια;» Μετά βίας διέκρινε η Μάρτι την αχνή λάμψη των ματιών του. «Με τι... είχαμε να κάνουμε;» Έ ν α ρίγος διαπέρασε τη Μάρτι, άσχετο με την παγερή νύχτα και το χιόνι, γιατί θυμήθηκε πως ο Ντάστι είχε ρωτήσει κάτι παρόμοιο για το δόκτορα Άριμαν μια στιγμή προτού πάρουν τη στροφή στο δρόμο του αγροκτήματος και πατήσουν στη λουρίδα με τα καρφιά. «Ποια... είσαι... στ' αλήθεια;» ξαναρώτησε ο Κέβιν. Κάτι του έφραξε το λαιμό κι ο άντρας πνίγηκε και συσπάστηκε. Ο παγερός αέρας γέμισε από μια μεταλλική μυρωδιά που βγήκε απ' τον άντρα μαζί με την τελευταία του ανάσα κι ένα ποτάμι αίμα κύλησε από το στόμα του. Καθώς ξεψυχούσε, το χιόνι δεν στροβιλίστηκε ούτε πρόβαλε φευγαλέα η κρυμμένη σελήνη ούτε ανασάλεψαν τα δέντρα. Απ' αυτή την άποψη, κι ο δικός της θάνατος, όταν θα 'ρχόταν, αργά ή γρήγορα, θα ήταν σαν τον δικό του: με τον κόσμο ν' αδιαφορεί, συνεχίζοντας όπως πάντα το δρόμο του προς τη μαγεία του επόμενου πρωινού. Σαν σε όνειρο, η Μάρτι σηκώθηκε κι απέμεινε ασάλευτη, παγωμένη και σαστισμένη, μη μπορώντας να βρει μια απάντηση στην τελευταία του ερώτηση. Ακολούθησε προς τα πίσω τα χνάρια της και τα δικά

του, επιστρέφοντας από το δρόμο που την είχε φέρει σ' αυτόν. Κάποια στιγμή έγειρε πάνω στον τοίχο του κίβα και ύστερα συνέχισε. Στρίβοντας προς το φως, μέσα από το χιόνι που έπεφτε πυκνό, η Μάρτι κρατούσε με τα δυο χέρια το πιστόλι, έτοιμη να ρίξει, γιατί τη βασάνιζε μια σχεδόν μεταφυσική αίσθηση πως ένα επικίνδυνο πλάσμα τριγύριζε ακόμη στη νύχτα, ύστερα όμως κατέβασε το όπλο, συνειδητοποιώντας πως τα μάτια μέσα από τα οποία κοίταζε αυτό το επικίνδυνο πλάσμα ήταν τα δικά της. Προχώρησε προς το άνοιγμα ανάμεσα στα χαλάσματα, προς το αυτοκίνητο, ενώ ο κόσμος διαλυόταν, σκόρπιζε μες στο χιόνι. Ο Ντάστι, έχοντας ελευθερωθεί, ακολουθούσε μια γραμμή από πατημασιές και στάλες αίματος, που έσβηναν γρήγορα. Αντικρίζοντάς τον, η Μάρτι άφησε το όπλο να γλιστρήσει απ' τα χέρια της. Συναντήθηκαν στα σκαλιά του κίβα κι αγκαλιάστηκαν. Τη στήριξε. Ο κόσμος δεν μπορούσε να διαλυθεί, να σκορπίσει, μ' εκείνον μέσα του, γιατί της φάνηκε αιώνιος, παντοτινός σαν τα βουνά. Ίσως να ήταν ψευδαίσθηση αυτό, όπως τα βουνά, όμως η Μάρτι αρπάχτηκε από πάνω της.

Π Ο Λ Υ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ, ανεβάζοντας τα παντελό-

νια τους πάνω απ' τις γεμάτες τους κοιλιές και ξεσκαλώνοντας με οδοντογλυφίδες πεισματάρικα κομματάκια άμορφης φυτικής μάζας από τα δόντια τους, ο Σκιτ κι ο ροδαλός του φίλος βγήκαν βιαστικά από τα Πράσινα Στρέμματα και πήγαν κατευθείαν στο ολέθριο για το περιβάλλον όχημά τους, που πήρε μπρος ασθμαίνοντας και βγάζοντας ένα σύννεφο καμένης βενζίνης, που ο γιατρός σίγουρα θα μπορούσε να το μυρίσει ακόμη και μέσα στην κλειστή Ελ Καμίνο του. Έ ν α λεπτό αργότερα, η Τζένιφερ βγήκε επίσης απ' το εστιατόριο, στιλπνή και σφριγηλή σαν νεαρό άλογο που μόλις άδειασε το τάγιστρό του. Έκανε μερικά τεντώματα για να ξεπιαστούν τα καπούλια, οι κνήμες, οι ταρσοί και οι μηροί της. Ύστερα ξεκίνησε για το σπίτι, με ρυθμό περισσότερο τριποδισμού παρά γοργού καλπασμού, με τη χαίτη της να αναπηδά και το όμορφο κεφάλι της αναμφίβολα γεμάτο όνειρα για την ώρα που θα ξάπλωνε στο αχυρόστρωμά της, που ήταν καθαρό, δίχως ποντίκια, και θα έτρωγε ένα ωραίο τραγανιστό μήλο προτού κοιμηθεί. Άοκνοι όσο και άμυαλοι, οι ντετέκτιβ την ακολούθησαν, αλλά η δουλειά τους είχε δυσκολέψει τώρα απ' το σκοτάδι και τη μικρότερη ταχύτητα της φοραδίτσας. Μολονότι ακόμη κι ο Σκιτ και ο φιλαράκος του μπορεί να καταλάβαιναν σύντομα πως αυτή η γυναίκα δεν είχε κανένα ραντεβού με το γιατρό και πως το αληθινό τους θήραμα είχε ξεγλιστρήσει εδώ και ώρα, ο Άριμαν αποφάσισε να το ρισκάρει και δεν τους ακολούθησε. Για άλλη μια φορά προηγήθηκε, ως το δρόμο μπροστά από το συγκρότημα διαμερισμάτων όπου έμενε η Τζένιφερ. Στάθμευσε κάτω από τα α-

πλωμένα κλαριά ενός εξωτικού δέντρου τόσο μεγάλου που χωρούσε άνετα ολόκληρη την οικογένεια των Ροβινσώνων, για να μην είναι εκτεθειμένος στο φως των φανοστατών.

Κάτω από άλλες συνθήκες, η Μάρτι κι ο Ντάστι θα είχαν πάει στην αστυνομία, όμως αυτή τη φορά ούτε καν το σκέφτηκαν. Στη θύμηση του κομματιασμένου προσώπου του Μπερνάρντο Παστόρε και της απογοήτευσης που περίμενε τον κτηματία σε κάθε στροφή, όταν πάσχιζε να αποδοθεί δικαιοσύνη για το χαμό του γιου του και της γυναίκας του, ο Ντάστι αναρίγησε μόλις σκέφτηκε το ενδεχόμενο να καλέσει εκεί την αστυνομία. Όσα είχαν συμβεί δεν αρκούσαν για να πείσουν τους αστυνομικούς πως το Ινστιτούτο Μπέλον-Τόκλαντ, στον αγώνα του για την παγκόσμια ειρήνη, συνήθιζε να προσλαμβάνει φονιάδες. Τι έρευνα διεξήχθη για την υποτιθέμενη αυτοκτονία της πεντάχρονης Βάλερι-Μαρί Παντίγια; Καμιά. Ποιος τιμωρήθηκε; Κανένας. Ο Καρλ Γκλίζον κατηγορήθηκε άδικα, καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες και πέθανε μαχαιρωμένος στη φυλακή. Η σύζυγος του, η Τέρι, πέθανε απ' την ντροπή της, σύμφωνα με τη Ζίνα. Τι δικαιοσύνη είχαν βρει εκείνοι; Και η Σούζαν Τζάγκερ. Είχε αφαιρέσει η ίδια τη ζωή της, ναι, όμως δεν είχε τον έλεγχο του εαυτού της. Το να πείσουν τους αστυνομικούς για όλα αυτά, ακόμη και τους τίμιους -που ήταν η πλειοψηφία-, θα ήταν πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο. Και, ανάμεσά τους, οι λίγοι διεφθαρμένοι θα δούλευαν ακούραστα για να εξασφαλίσουν την απόκρυψη της αλήθειας και την τιμωρία των αθώων. Μ' ένα δυνατό φακό με έξι μπαταρίες που βρήκαν στην BMW, έψαξαν στα γειτονικά χαλάσματα και δεν άργησαν να εντοπίσουν το αρχαίο πηγάδι που είχαν αναφέρει οι δύο ένοπλοι. Έμοιαζε να είναι ένα φυσικό φρέαρ σε μαλακό ηφαιστειογενές πέτρωμα, διαπλατυσμένο με το χέρι και ενισχυμένο με πέτρες, μ' ένα πέτρινο τοιχείο γύρω γύρω αλλά δίχως στέγαστρο. Ο πυθμένας δεν φαινόταν στη δέσμη του μεγάλου φακού. Οι νιφάδες του χιονιού κατέβαιναν στριφογυρίζοντας στα βάθη του πηγαδιού, λάμποντας σαν νυχτοπεταλούδες,

για να χαθούν στη σκοτεινιά, και μια αχνή, νοτερή μυρωδιά έβγαινε από μέσα. Μαζί, ο Ντάστι και η Μάρτι έσυραν το πτώμα του Ζάκαρι ως το πηγάδι, το έριξαν πάνω από το τοιχείο και το άκουσαν να χτυπιέται στα τοιχώματα καθώς έπεφτε. Τα κόκαλά του έσπαζαν μ' ένα θόρυβο που θύμιζε πυροβολισμούς κι ο νεκρός γκρεμιζόταν για τόση ώρα, που ο Ντάστι αναρωτήθηκε αν θα έφτανε ποτέ στον πάτο. Όταν έφτασε, δεν ακούστηκε ούτε παφλασμός ούτε γδούπος, αλλά ένας ήχος ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο. Ίσως το νερό στον πυθμένα να μην ήταν τόσο καθαρό όσο παλιά, αφού θα είχε γίνει πηχτό από τα ιζήματα αιώνων κι ίσως από τα αποτρόπαια απομεινάρια άλλων ανθρώπων, πεταμένων εδώ κάποιες προηγούμενες νύχτες. Μόλις έπεσε το πτώμα, ακούστηκε ένας υγρός και τρομακτικός σάλος, σαν να ζούσε στον πυθμένα κάτι που αυτή τη στιγμή έτρωγε ή απλώς περιεργαζόταν τον νεκρό άντρα, προσπαθώντας να τον αναγνωρίσει ψαχουλεύοντας το πρόσωπο και το κορμί του όπως τα δάχτυλα ενός τυφλού ένα κείμενο γραμμένο με σύστημα Μπράιγ. Το πιο πιθανό ήταν να είχε αναταράξει το πτώμα δηλητηριώδη αέρια παγιδευμένα μέσα στο ιξώδες παχύρρευστο υγρό, που τώρα αναδευόταν και φυσαλίδες έσκαζαν στην επιφάνειάτου. Για τον Ντάστι αυτό ήταν σαν επίγεια κόλαση, και για τη Μάρτι το ίδιο, όπως μπορούσε να καταλάβει από τη φρίκη στο χλομό της πρόσωπο. Μια γειτονιά της κόλασης έξω ακριβώς από τη Σάντα Φε. Και η δουλειά που είχαν μπροστά τους ήταν η δουλειά των καταραμένων. Το κουβάλημα του δεύτερου πτώματος ως το πηγάδι τούς εξουθένωσε και τους δυο, αλλά όχι μόνο εξαιτίας της προσπάθειας που χρειάστηκε να καταβάλουν. Ο Κέβιν είχε χάσει περισσότερο αίμα από τον Ζάκαρι, το μεγαλύτερο μέρος από τα έξι εφτά λίτρα του, κι ακόμη δεν είχε παγώσει όλο στο δέρμα και στα ρούχα του. Βρομούσε, επίσης, γιατί προφανώς είχε ακράτεια τις στιγμές της επιθανάτιας αγωνίας του. Βαρύς, κολλώδης, εξίσου πεισματάρης στο θάνατο όσο και τη στιγμή που πέθαινε, ήταν δύσκολος στο κουβάλημα. Ακόμη χειρότερη, όμως, ήταν η όψη του, πρώτα καθώς πρόβαλε στη δέσμη του φακού σωριασμένος πάνω στον τοίχο του κίβα και ύστερα καθώς τον κουβαλούσαν και τον έσερναν μπροστά από τους προβολείς, με το αιμάτινο μούσι

του, τα ματωμένα του δόντια, το κόκκινο μουστάκι του και το τεφρό δέρμα του κάτω από τις λευκές χιονονιφάδες. Στα γυάλινα μάτια του ήταν ζωγραφισμένη μια καθαρή και διαπεραστική έκφραση τρόμου, λες και τη στιγμή της αναχώρησής του απ' αυτό τον κόσμο είχε αντικρίσει το Θάνατο αυτοπροσώπως να σκύβει για να τον φιλήσει -και ύστερα, πίσω από τις άδειες κόγχες του οστεώδους προσώπου του Θεριστή, μια φριχτή αιωνιότητα. Η δουλειά των καταραμένων, και δεν είχαν τελειώσει ακόμη. Μοχθούσαν βουβοί, γιατί κανένας δεν τολμούσε να πει ούτε μια λέξη. Αν μιλούσαν γι' αυτό που έκαναν, ύστερα θα τους ήταν αδύνατο να συνεχίσουν τούτη την αναγκαία δουλειά. Θα αναγκάζονταν να αποστρέψουν έντρομοι το βλέμμα. Έριξαν τον Κέβιν στο πηγάδι και, όταν χτύπησε στον πυθμένα μ' έναν ακόμη πιο στέρεο ήχο από του συνεργάτη του, άκουσαν πάλι εκείνον το φριχτό σάλο. Στη φαντασία του ο Ντάστι είδε το αποτρόπαιο θέαμα: ο Ζάκαρι και ο Κέβιν να γίνονται δεκτοί, κάτω, από τα προηγούμενα θύματά τους, εφιαλτικές φιγούρες σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης, αλλά ζωντανεμένες από τη δίψα τους για εκδίκηση. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του Νέου Μεξικού είναι ξερό στην επιφάνεια, κάτω από την Πολιτεία υπάρχει ένα τόσο μεγάλο απόθεμα νερού που μονάχα ένα απειροελάχιστο μέρος του έχει χρησιμοποιηθεί. Αυτή η κρυφή θάλασσα τροφοδοτείται από υπόγειους ποταμούς που μεταφέρουν το νερό από τα υψίπεδα των Κεντρικών Πολιτειών και από τα Βραχώδη Όρη. Τα θαύματα των σπηλαίων Κάρλσμπαντ είναι αποτέλεσμα της ασταμάτητης δράσης αυτών των υπόγειων ρευμάτων που περνούν από τις ρωγμές του ασβεστόλιθου - και αναμφισβήτητα υπάρχουν ανεξερεύνητα δίκτυα σπηλαίων αρκετά μεγάλα για να χωρέσουν μια πόλη. Αν ταξίδευαν πλοία-φαντάσματα σ' αυτή την κρυφή θάλασσα, επανδρωμένα από τους νεκρούς που δεν μπορούσαν να βρουν ανάπαυση, αυτά τα δυο καινούρια μέλη μπορεί να περνούσαν την αιωνιότητα σαν κωπηλάτες σε μια γαλέρα ή ναυτικοί υπεύθυνοι για τα σάπια ιστία ενός μουχλιασμένου γαλιονιού, που θα ταξίδευε μ' ένα φασματικό άνεμο κάτω από πέτρινους ουρανούς, για άγνωστα λιμάνια κάτω από την Αλμπουκέρκη, το Πορτάλες, το Αλαμογκόρντο και τη Λας Κρούσες.

Ένας ωκεανός από κάτω, αλλά καθόλου νερό πάνω απ' το έδαφος για να ξεπλύνουν το αίμα απ' τα χέρια τους. Μάζεψαν χιόνι και τα έτριψαν. Ξανά, κι άλλο χιόνι, κι άλλο τρίψιμο, μέχρι που τα παγωμένα τους δάχτυλα πόνεσαν αφόρητα και το δέρμα τους κοκκίνισε από το τρίψιμο και ύστερα άσπρισε απ' την παγωνιά, όμως αυτοί συνέχισαν να μαζεύουν χιόνι και να τρίβουν, όλο και πιο δυνατά, πασχίζοντας όχι μονάχα να καθαριστούν αλλά και να εξαγνιστούν. Νιώθοντας ξαφνικά πως τους απειλούσε η τρέλα, ο Ντάστι σήκωσε τα μάτια του απ' τα πονεμένα του χέρια και είδε τη Μάρτι γονατιστή, σκυμμένη, με το πρόσωπο της γεμάτο αποστροφή και με τα μαύρα της μαλλιά σχεδόν ολότελα κρυμμένα κάτω από μια δαντελωτή λευκή μαντίλα από χιονονιφάδες. Έτριβε τα χέρια της με πυκνό χιόνι που είχε γίνει σχεδόν πάγος τόσο βίαια, που σε λίγο θ' άρχιζαν να αιμορραγούν. Άρπαξε τους καρπούς της, την ανάγκασε απαλά ν' αφήσει το παγωμένο χιόνι και είπε: «Φτάνει». Εκείνη ένευσε. Με φωνή τρεμάμενη απ' το φόβο και την ευγνωμοσύνη, είπε: «Θα τα 'τριβα όλη νύχτα αν μπορούσα έτσι να καθαριστώ απ' την τελευταία ώρα». «Το ξέρω», της είπε. «Το ξέρω».

Σε πενήντα λεπτά -ή ύστερα από δύο κλασικά ραδιοφωνικά επεισόδια του Φιλ Χάρις-Άλις Φέι Σο- η Τζένιφερ έφτασε στο σπίτι, έτοιμη για δρόσισμα και κουκούλωμα, σαν άλογο μετά τον αγώνα. Οι διστακτικές «σκιές» της, ο Σκιτ κι ο αναψοκοκκινισμένος άντρας, έφτασαν στο κατόπι της. Για την ακρίβεια, μπήκαν στο χώρο στάθμευσης του συγκροτήματος διαμερισμάτων και σταμάτησαν τη στιγμή που η Τζένιφερ έμπαινε στο κτίριο. Από το σκοτεινό παρατηρητήριο του, κάτω από τους απλωμένους κλώνους, ο γιατρός τούς παρακολουθούσε να παρακολουθούν, επιτρέποντας στον εαυτό του να περηφανευτεί λιγάκι για την υπεράνθρωπη υπομονή του. Ένας καλός παίκτης πρέπει να ξέρει πότε να κάνει μια κίνηση και πότε να περιμένει, αν και η αναμονή μπορεί κάποιες φορές να είναι αληθινή δοκιμασία για τα λογικά του. Προφανώς, ο Ντάστι και η Μάρτι είχαν εμπιστευτεί α-

περίσκεπτα τον Σκιτ στον αναψοκοκκινισμένο άντρα. Η υπομονή του, επομένως, θα ανταμειβόταν με δυο σκοτωμούς και με το έπαθλο του παιχνιδιού. Τώρα πια ήξερε αρκετά καλά τους δυο ντετέκτιβ ώστε να είναι βέβαιος πως κι αυτοί ακόμη θα ήταν πολύ βαριεστημένοι και αποκαρδιωμένοι για να συνεχίσουν την παρακολούθησή τους κι επιτέλους θα παραδέχονταν πως τα θαλάσσωσαν. Άλλωστε, τα δυο αγόρια, παραφουσκωμένα με γκούλας με ραβέντι και σούπα με μπάμιες και γλυκοπατάτα, θα ένιωθαν άτονα, νωθρά, και θα λαχταρούσαν τις ανέσεις του σπιτιού: δυο βρόμικες σεζλόνγκ και τις πιο βλακώδεις κωμικές σειρές που έβγαιναν από τα πελώρια, φανταχτερά, βουερά σωθικά της αμερικανικής βιομηχανίας διασκέδασης. Τότε, όταν θα ήταν σχετικά απομονωμένοι και θα ένιωθαν βολεμένοι και ασφαλείς, ο γιατρός θα χτυπούσε. Μονάχα ήλπιζε να ζούσαν η Μάρτι κι ο Ντάστι για να αναγνώριζαν τις σορούς και να πενθούσαν. Ο δόκτωρ Άριμαν ξαφνιάστηκε λιγάκι βλέποντας τον άντρα με τα γυαλιά-τηλεσκόπια να βγαίνει από το ημιφορτηγό, να πηγαίνει στο πίσω μέρος και να βγάζει ένα σκύλο από την καρότσα. Αυτό ήταν μια απρόβλεπτη εξέλιξη που απαιτούσε, ίσως, κάποια αλλαγή στο σχέδιο του. Ο άντρας πήγε το σκύλο σε μια χορταριασμένη έκταση ανάμεσα στα κτίρια του συγκροτήματος. Αφού μύρισε για κάμποση ώρα, και μετά από μπόλικες ανεπιτυχείς απόπειρες, το ζώο έκανε την ανάγκη του. Ο Άριμαν το αναγνώρισε. Το καλότροπο και ντροπαλό ριτρίβερ του Ντάστι και της Μάρτι. Πώς τον έλεγαν; Βάρνεϊ; Βόλεϊ; Βλήμα; Βαλέ. Τελικά δεν θα χρειαζόταν καμιά αλλαγή στο σχέδιο του. Α, ναι, μια μικρή μονάχα. Θα 'πρεπε να φυλάξει μια σφαίρα για το σκύλο. Ο αναψοκοκκινισμένος άντρας ξανάβαλε τον Βαλέ στην καρότσα και μπήκε πάλι στο ημιφορτηγό. Ο γιατρός ετοιμάστηκε να τους ακολουθήσει με την ησυχία του, όμως το ημιφορτηγό δεν κουνήθηκε. Ύστερα από ένα λεπτό, πρόβαλε ο Σκιτ. Κρατώντας ένα φακό κι ένα γαλάζιο αντικείμενο, έψαξε στην περιοχή όπου είχε κάνει την ανάγκη του ο σκύλος. Ο Σκιτ βρήκε το έπαθλο. Το γαλάζιο πράγμα ήταν μια πλαστική σακούλα. Τη γέμισε, την έστριψε, έκανε ένα δι-

πλό κόμπο και την πέταξε στο διακοσμητικό κάδο απορριμμάτων από ξύλο σεκόγιας που βρισκόταν κοντά στο ημιφορτηγό. Συγχαρητήρια, κύριε και κυρία Κόλφιλντ. Αν και ο γιος σας είναι ένας ανίκανος μαστούρης, με μυαλό κοκωβιού, που τα έχει ολότελα χαμένα, στέκει μια βαθμίδα παραπάνω στη σκάλα της κοινωνικής υπευθυνότητας απ' αυτούς που δεν μαζεύουν τα περιττώματα των σκύλων τους. Το ημιφορτηγό βγήκε από το χώρο στάθμευσης, προσπέρασε την Ελ Καμίνο και κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά. Επειδή ο δρόμος ήταν μακρύς και ίσιος, με ορατότητα μέχρι πέντε τετράγωνα μακριά, τουλάχιστον, κι επειδή το ημιφορτηγό πήγαινε αργά, ο γιατρός ενέδωσε σε μια σκανταλιάρικη παρόρμηση. Βγήκε γοργά από την Ελ Καμίνο, πήγε στον ξύλινο κάδο απορριμμάτων, άρπαξε το γαλάζιο σακουλάκι, γύρισε στο αυτοκίνητο του και ξεκίνησε ενώ το ημιφορτηγό φαινόταν ακόμη στο βάθος. Στη διάρκεια του προγραμματισμού του Σκιτ, όταν τον είχε ρωτήσει για το παρελθόν του, είχε μάθει για τη φάρσα που έκαναν κάποτε στον Χόλντεν Κόλφιλντ τον πρεσβύτερο. Όταν η μητέρα του Σκιτ και του Ντάστι ξεφορτώθηκε τον πατέρα του Σκιτ για να παντρευτεί τον Ντέρεκ Λάμπτον, τον τρελό ψυχίατρο, τα αδέρφια, γεμάτα χαρά, μάζεψαν περιττώματα σκύλων απ' όλη τη γειτονιά και τα ταχυδρόμησαν ανώνυμα στον μεγάλο καθηγητή λογοτεχνίας. Αν και ο δόκτωρ Άριμαν δεν ήξερε ακόμη ακριβώς τι θα έκανε με το «δωράκι» του Βαλέ, ήταν βέβαιος πως, με λίγη σκέψη, θα 'βρίσκε ένα διασκεδαστικό τρόπο να το χρησιμοποιήσει. Θα πρόσθετε μια ευωδιαστή νότα με συμβολικό νόημα σ' έναν από τους επικείμενους θανάτους. Είχε βάλει τη γαλάζια πλαστική σακούλα στο δάπεδο μπροστά από τη θέση του συνοδηγού. Το δέσιμο στο άνοιγμά της ήταν απρόσμενα αποτελεσματικό: δεν άφηνε να ξεφύγει ούτε ίχνος δυσάρεστης οσμής. Τώρα, βέβαιος πως με τις ικανότητές του στην παρακολούθηση θα ήταν ουσιαστικά αθέατος από την ομάδα υγιεινής του Βαλέ, ο γιατρός ζύγωσε το ημιφορτηγό και το ακολούθησε. Ταξίδευε στη γεμάτη περιπέτεια νύχτα, με πέντε από τα εννιά μπισκότα με σοκολάτα και καρύδα αφάγωτα ακόμη, και με δέκα σφαίρες αχρησιμοποίητες.

Αποκαμωμένη, με το μυαλό της μουδιασμένο, συναισθηματικά ευάλωτη, η Μάρτι πέρασε την επόμενη ώρα λέγοντας στον εαυτό της πως οι δουλειές που'είχαν να κάνουν δεν ήταν παρά απλό νοικοκυριό. Απλώς τακτοποιούσαν, συγύριζαν. Απεχθανόταν το νοικοκυριό, όμως μετά τις δουλειές στο σπίτι ένιωθε πάντα καλύτερα. Έριξαν και τα δύο αυτόματα πιστόλια στο πηγάδι. Αν και ήταν απίθανο να ανακαλυφθούν τα πτώματα, η Μάρτι ήθελε να ξεφορτωθεί και το 45άρι Κολτ, γιατί οι σφαίρες και στους δύο νεκρούς ταίριαζαν με το πιστόλι. Μπορεί κάποιος στο ινστιτούτο να ήξερε πού σκόπευαν τ' αγόρια τους να ρίξουν εκείνη και τον Ντάστι, και ίσως έψαχναν εδώ για τον Κέβιν και τον Ζάκαρι, αφού δεν θα εμφανίζονταν. Δεν σκόπευε να το διακινδυνεύσει. Δεν μπορούσε να πετάξει και το Κολτ στο πηγάδι, γιατί υπήρχε κίνδυνος να το βρουν μαζί με τα πτώματα, κι απ' αυτό να εντοπίσουν τον Ντάστι. Ανάμεσα σ' αυτό το μέρος και τη Σάντα Φε υπήρχαν χιλιόμετρα έρημης γης όπου το πιστόλι δεν θα βρισκόταν ποτέ. Το μπροστινό κάθισμα της BMW δεν ήταν πολύ ματωμένο, όμως δεν έπαυε να είναι μπελάς. Ο Ντάστι έβγαλε δυο κουρέλια από την εργαλειοθήκη στο πορτ μπαγκάζ και χρησιμοποίησε το ένα, μαζί με μια χούφτα λιωμένο χιόνι, για να καθαρίσει όσο καλύτερα γινόταν την ταπετσαρία. Η Μάρτι κράτησε το δεύτερο κουρέλι για να το χρησιμοποιήσουν αργότερα. Στο δάπεδο μπροστά από τη θέση του συνοδηγού ανακάλυψε το κασετόφωνο. Εδώ ήταν επίσης το τσαντάκι της με ό,τι είχε απομείνει μέσα -συμπεριλαμβανομένων των μικρών κασετών που είχαν χρησιμοποιήσει για να ηχογραφήσουν τον Τσέιζ Γκλίζον και τον Μπερνάρντο Παστόρε. Προφανώς κάποιος από τους δυο άντρες είχε ψάξει βιαστικά για τις κασέτες, καθώς η Μάρτι ήταν καθισμένη καταγής δίπλα στο αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο, κοντανασαίνοντας και δακρύζοντας από τις αναθυμιάσεις της βενζίνης. Σκόπευαν αναμφίβολα να ρίξουν τις κασέτες στο πηγάδι. Ακόμη είχε άπνοια. Αν και το χιόνι δεν ήταν τόσο πυκνό που να τους τυφλώνει, η ορατότητα ήταν μικρή, κι έτσι δεν ήταν βέβαιοι αν θα μπορούσαν να βρουν το δρόμο για να γυρίσουν από τα στοιχειωμένα ερείπια στο δρόμο του αγροκτήματος. Τελικά το δρομάκι φαινόταν, από τα βάτα και τους κά-

κτους που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά του. Το ύψος του χιονιού ήταν μόλις τέσσερα πέντε εκατοστά, και δεν φυσούσε αέρας για να το παρασύρει και να το συσσωρεύσει, κι έτσι το δρομάκι δεν είχε σκεπαστεί. Με τα χειμερινά λάστιχά της και τις αλυσίδες της, η BMW δεν πτοούνταν από την κακοκαιρία. Γύρισαν από το δρόμο του αγροκτήματος στο σημείο όπου είχε πέσει το νοικιασμένο Φορντ στη λουρίδα με τα καρφιά. Οδηγημένοι από τη δέσμη του φακού, πεζοί, κατέβηκαν την ομαλή κατηφόρα ως τον πυθμένα του βαθουλώματος. Το αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο ήταν γερμένο μπροστά, κι έτσι ο Ντάστι μπόρεσε ν' ανοίξει το πορτ μπαγκάζ όσο χρειαζόταν για να βγάλει τις δυο βαλίτσες. Κρατώντας ο καθένας από μια βαλίτσα, ανέβηκαν τη γλιστερή πλαγιά, εγκαταλείποντας το πυροσβεστικό αυτοκινητάκι του Νιούτον και τα λιγοστά αντικείμενα από το τσαντάκι της Μάρτι που ήταν σκορπισμένα μέσα στο στραπατσαρισμένο όχημα. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου έζεχνε ακόμη βενζίνη και κανένας τους δεν ήθελε να προκαλέσει τη μοίρα. Αργότερα, προτού φτάσουν στον αυτοκινητόδρομο, ο Ντάστι σταμάτησε το αυτοκίνητο και η Μάρτι πήγε καμιά δεκαπενταριά μέτρα μακριά από τον χαλικωτό δρόμο και βρήκε ένα μέρος για να θάψει το Κολτ. Το αμμώδες έδαφος δεν ήταν παγωμένο. Το σκάψιμο ήταν εύκολο. Φτυάρισε χώμα και με τα δυο χέρια, έβαλε το πιστόλι στην τρύπα και τη σκέπασε. Ύστερα βρήκε μια πέτρα μεγάλη όσο μια σακούλα ζάχαρη και την έβαλε από πάνω. Τώρα ήταν άοπλοι, ανυπεράσπιστοι και με περισσότερους εχθρούς από ποτέ. Αυτή τη στιγμή ήταν πολύ αποκαμωμένη για να τη νοιάζει κάτι τέτοιο. Άλλωστε, δεν ήθελε να ξαναχρησιμοποιήσει όπλο στη ζωή της. Μπορεί την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα να αισθανόταν διαφορετικά. Ο χρόνος μπορεί να γιάτρευε ό,τι ένιωθε τώρα. Όχι, όχι να το γιάτρευε. Μπορεί όμως ο χρόνος να την έκανε πιο σκληρή. Έχοντας τελειώσει το νοικοκυριό, η Μάρτι γύρισε στο αυτοκίνητο των νεκρών κι ο Ντάστι ξεκίνησε για τη Σάντα Φε.

Ταξίδευε νότια στον αυτοκινητόδρομο Πασίφικ Κόουστ, ανάμεσα στην Κορόνα Ντελ Μαρ και το Λαγκούνα Μπιτς. Η

κυκλοφορία ήταν αραιή. Οι κάτοικοι της ακτής δειπνούσαν ή βρίσκονταν στη ζεστασιά του σπιτιού τους. Στον ουρανό δεν υπήρχαν πια παρά ξεφτίδια νεφών που ξετυλίγονταν προς τ' ανατολικά. Ψυχρά αστέρια, παγερό φεγγάρι. Φτερά στη σκοτεινιά. Το νυχτοπούλι που τη λεία του γυρεύει. Δεν μπορούσε να κριτικάρει τα ποιήματά του απόψε. Θα χάριζε στον εαυτό του μια ανάπαυλα από την ψύχωση του με τα υψηλά καλλιτεχνικά κριτήρια. Απόψε, εν τέλει, ήταν λιγότερο καλλιτέχνης και περισσότερο αρπακτικό, αν και το ένα δεν απέκλειε το άλλο. Ο γιατρός ένιωθε ελεύθερος σαν νυχτοπούλι και νέος ξανά, σαν να 'χε μόλις ξεμυτίσει απ' τη φωλιά. Δεν είχε σκοτώσει κανέναν από τότε που 'δωσε στον πατέρα του τα δηλητηριασμένα γλυκίσματα κι άνοιξε μια τρύπα στην καρδιά της Βιβέκα. Για περισσότερα από είκοσι χρόνια, ικανοποιούνταν διαφθείροντας τους άλλους και χαρίζοντας το θάνατο διά μέσου των υπάκουων χεριών τους. Φυσικά, η ανθρωποκτονία εξ αποστάσεως ήταν απείρως ασφαλέστερη από την άμεση δράση. Κάποιος που ήταν εξέχον μέλος της κοινότητάς του και είχε πολλά να χάσει έπρεπε να 'χει ιδιαίτερα καλλιεργημένες ευαισθησίες απέναντι σ' αυτά τα ζητήματα, να μάθει να απολαμβάνει περισσότερο τη δύναμη να ελέγχει τους άλλους, να τους προστάζει να σκοτώσουν, παρά τον ίδιο το φόνο. Κι ο γιατρός περηφανευόταν για το γεγονός πως οι ευαισθησίες του δεν ήταν απλώς καλλιεργημένες ή εκλεπτυσμένες αλλά κυριολεκτικά διυλισμένες μέχρι να αποκτήσουν μια έξοχη καθαρότητα. Παρ' όλα αυτά, η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι περιστασιακά νοσταλγούσε τον παλιό καιρό. Ήταν αθεράπευτα αισθηματίας. Η προοπτική να λερώσει τα χέρια του με αίμα τον έκανε να νιώθει σαν αγόρι ξανά. Αυτή τη μοναδική νύχτα, λοιπόν. Αυτή τη μοναδική χάρη στον εαυτό του. Για να θυμηθεί τον παλιό καιρό. Και ύστερα είκοσι χρόνια ακλόνητης εγκράτειας. Μπροστά του, χωρίς να βγάλει φλας, το ημιφορτηγό έστριψε δεξιά από τον αυτοκινητόδρομο, σε μια πάροδο που οδηγούσε διά μέσου μιας ανεκμετάλλευτης παράκτιας έκτασης στο χώρο στάθμευσης μιας δημόσιας παραλίας. Αυτή η εξέλιξη ξάφνιασε τον Άριμαν. Οδήγησε το αυτο-

κινητό στ ο πλάι του αυτοκινητόδρομου, σταμάτησε κι έσβησε τους προβολείς του. Το ημιφορτηγό ήταν άφαντο. Αυτή την ώρα, ειδικά μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα, ο Σκιτ κι ο αναψοκοκκινισμένος άντρας θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα μόνοι στην ακρογιαλιά. Αν ζύγωνε ο Άριμαν με το αυτοκίνητο, ακόμη κι αυτοί οι δυο ηλίθιοι θα υποπτεύονταν πως τους παρακολουθούσαν. Θα περίμενε ένα δεκάλεπτο. Αν δεν εμφανίζονταν, θα 'πρεπε να τους ακολουθήσει στο χώρο στάθμευσης. Μια έρημη ακρογιαλιά μπορεί να ήταν ιδανικό μέρος για να τους ξεπαστρέψει.

Σ τ ο ΦΩΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ, η Σάντα Φε ήταν μαγευτική. Αυτή τη χιονισμένη νύχτα, όμως, όλοι οι δρόμοι που διέσχιζαν ο Ντάστι και η Μάρτι έμοιαζαν απειλητικοί. Η Μάρτι ένιωθε το υψόμετρο πολύ περισσότερο από πριν. Ο αέρας ήταν ανεπαρκής. Ένιωθε μια αδυναμία στο στήθος, μια αίσθηση συρρίκνωσης, σχεδόν σαν να είχαν καταστραφεί τα πνευμόνια της και δεν μπορούσαν να φουσκώσουν ξανά σε μια τόσο αραιή ατμόσφαιρα. Μια ενοχλητική αίσθηση ελαφρότητας στο κορμί της τη ζάλιζε, κάνοντάς τη να νιώθει πως σ' αυτά τα ύψη η βαρύτητα ήταν λιγότερη και οι δεσμοί της Μάρτι με τη γη εξασθενούσαν. Όλες αυτές οι εντυπώσεις ήταν υποκειμενικές και η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να φύγει από τη Σάντα Φε ούτε εξαιτίας της αραιής ατμόσφαιρας ούτε γιατί μπορεί να κόβονταν οι δεσμοί της με τη γη. Ήθελε να φύγει γιατί εδώ είχε ανακαλύψει πράγματα μέσα της που θα προτιμούσε να μην είχε αναγνωρίσει ποτέ. Όσο μακρύτερα θα βρισκόταν απ' τη Σάντα Φε, τόσο ευκολότερα θα συμφιλιωνόταν μ' αυτά τα πράγματα που είχε ανακαλύψει μέσα της. Άλλωστε, αν έμεναν στην πόλη μέχρι την πρώτη πτήση το επόμενο πρωί, ο κίνδυνος θα ήταν πολύ μεγάλος. Ίσως να περνούσαν ώρες μέχρι να γύρευαν τον Ζάκαρι και τον Κέβιν. Το πιθανότερο ήταν, όμως, να τους περίμεναν στο ινστιτούτο για να δώσουν αναφορά μόλις θα ολοκλήρωναν την αποστολή τους, κάτι που 'πρεπε να είχαν κάνει πλέον. Σύντομα μπορεί να άρχιζαν να τους ψάχνουν, να ψάχνουν για το αυτοκίνητο τους -και ύστερα για τη Μάρτι και τον Ντάστι. «Αλμπουκέρκη», πρότεινε ο Ντάστι. «Πόσο μακριά είναι;» «Κάπου ενενήντα χιλιόμετρα».

«Θα τα καταφέρουμε μ' αυτό τον καιρό;» Τώρα φυσούσε δυνατός αέρας, σαρώνοντας τις χιονονιφάδες, παρασέρνοντας τες σε μια χιονοθύελλα. Αυστηρά παραταγμένες φασματικές λευκές στρατιές διέσχιζαν ορμητικά τα υψίπεδα. «Μπορεί το χιόνι να 'ναι λιγότερο πιο χαμηλά». «Η Αλμπουκέρκη είναι μεγαλύτερη από τη Σάντα Φε;» «Έξι μ' εφτά φορές. Θα είναι ευκολότερο να κρυφτούμε ως το πρωί». «Έχει αεροδρόμιο;» τον ρώτησε. «Μεγάλο». «Πάμε τότε». Οι υαλοκαθαριστήρες καθάριζαν το παρμπρίζ απ' το χιόνι, και σταδιακά η Σάντα Φε εξαφανίστηκε από μπροστά τους.

Καθώς περίμενε ο δόκτωρ Άριμαν στο πλάι του αυτοκινητόδρομου, ένας ξαφνικός άνεμος σάρωσε το ψηλό χορτάρι στην ακτή και ταρακούνησε την Ελ Καμίνο δυνατότερα από το ρεύμα αέρα των διερχόμενων αυτοκινήτων και των φορτηγών. Ένας δυνατός αέρας θα σκέπαζε τους πυροβολισμούς ή τουλάχιστον θα τους παραμόρφωνε, κι έτσι θα ήταν δύσκολο για οποιονδήποτε τύχαινε να τους ακούσει να καταλάβει από πού ακριβώς είχε έρθει ο ήχος. Ο γιατρός, όμως, είχε αμφιβολίες για την παραλία. Τι έκαναν αυτοί οι δυο ανόητοι εκεί τέτοια ώρα και μ' αυτό τον καιρό; Αν ήταν απ' αυτούς τους γελοίους που δοκιμάζουν το σθένος τους κολυμπώντας στο παγωμένο νερό; Πολικές αρκούδες, αυτοαποκαλούνταν. Κι αν ήταν πολικές αρκούδες που τους άρεσε να κολυμπούν γυμνές·, Το ενδεχόμενο να δει γυμνούς τον Σκιτ και το φιλαράκο του ήταν αρκετό για να νιώσει άσχημα με τα τέσσερα μπισκότα που είχε φάει ήδη. Ο ένας ήταν κινούμενο σκέλεθρο κι ο άλλος θα 'θελε να 'ναι πεζοναύτης. Δεν πίστευε πως ήταν αδερφές, αν και δεν απέκλειε αυτή την πιθανότητα. Μια ρομαντική παράνομη συνάντηση στο χώρο στάθμευσης μιας παραλίας. Αν τους έβρισκε στο αυτοκίνητο τους να πασπατεύονται

σαν άτριχες μαϊμούδες, θα 'πρεπε να τους σκοτώσει όπως είχε σχεδιάσει ή να τους δώσει αναστολή; Όταν θα βρίσκονταν τα πτώματα, η αστυνομία και οι δημοσιογράφοι θα υπέθεταν πως τους σκότωσαν εξαιτίας των ερωτικών τους προτιμήσεων. Αυτό θα ήταν ενοχλητικό. Ο γιατρός δεν έπασχε από ομοφυλοφιλοφοβία. Γενικώς δεν ήταν μισαλλόδοξος. Στην επιλογή των στόχων του ήθελε να 'ναι τίμιος και να δίνει ίσες ευκαιρίες σ' όλους. Ομολογουμένως, είχε κάνει περισσότερες γυναίκες παρά άντρες να υποφέρουν. Σύντομα όμως θα επανόρθωνε αυτή την ανισορροπία -και ειδικά όταν θα 'χε τελειώσει πια το παιχνίδι όπου αυτοί οι δυο σκοτωμοί δεν ήταν παρά μια φάση και μόνο. 'Υστερα από δέκα λεπτά, όταν δεν εμφανίστηκε το ημιφορτηγό, ο γιατρός παραμέρισε τους φόβους του. Χάριν του παιχνιδιού, άναψε τους προβολείς του και μπήκε στο χώρο στάθμευσης. Όντως, δεν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο εκτός απ' το ημιφορτηγό. Μονάχα το φεγγάρι φώτιζε το χώρο στάθμευσης, όμως ο Άριμαν είδε πως η καμπίνα του ημιφορτηγού ήταν άδεια. Αν ίσχυε η εκδοχή του ειδυλλίου, τότε μπορεί να βρίσκονταν στη σκεπαστή καρότσα. Ύστερα θυμήθηκε το σκύλο. Μόρφασε αηδιασμένος. Αποκλείεται. Σταμάτησε λίγο πιο πέρα από το ημιφορτηγό και συμβούλεψε τον εαυτό του να κινηθεί γρήγορα. Η αστυνομία μπορεί να έκανε περιπολίες σε τέτοια μέρη, μια δυο φορές στη διάρκεια της νύχτας, για να αποθαρρύνει τα υπαίθρια θορυβώδη γλέντια των μεθυσμένων εφήβων. Αν σημείωναν οι αστυνομικοί τον αριθμό κυκλοφορίας του δόκτορα Άριμαν, τότε το πρωί θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση, όταν θα ανακάλυπταν τα πτώματα. Το κόλπο ήταν να τους ξεπαστρέψει γρήγορα και να φύγει πριν εμφανιστούν οι αστυνομικοί ή οποιοσδήποτε άλλος απ' τον αυτοκινητόδρομο. Φόρεσε τη μάσκα του σκι, βγήκε από την Ελ Καμίνο και κλείδωσε την πόρτα. Μπορεί να κέρδιζε λίγα πολύτιμα δευτερόλεπτα στην επιστροφή αν άφηνε το αυτοκίνητο ξεκλείδωτο, όμως, ακόμη και σ' αυτή τη μεριά της Χρυσής Ακτής της Καλιφόρνιας, στην Κομητεία Όραντζ, όπου η εγκληματικότητα ήταν πολύ μικρότερη σε σύγκριση με άλλα μέρη, οι κατεργάρηδες δυστυχώς δεν έλειπαν. Ο αέρας ήταν θαυμάσιος: δροσερός αλλά όχι παγερός,

δυνατός αλλά όχι τόσο πολΰ ώστε να εμποδίσει το γιατρό, και σίγουρα θα έπνιγε και θα παραμόρφωνε τους πυροβολισμοΰς. Και το κοντινότερο σπίτι βρισκόταν σε απόσταση χιλίων πεντακοσίων μέτρων προς τα βόρεια. Ακοΰγοντας τη βοή του κΰματος, κατάλαβε πως δεν ήταν μονάχα ο άνεμος που θα συνωμοτούσε μαζί του. Όλη η φΰση έμοιαζε να 'ναι σΰμμαχός του, και τον πλημμύρισε μια γλυκιά αίσθηση πως ήταν κι αυτός κομμάτι της. Τραβώντας το Τόρους ΡΤ-111 Μιλένιουμ από τη θήκη στη μασχάλη του, ζΰγωσε γοργά στο ημιφορτηγό. Κοίταξε από το τζάμι για να σιγουρευτεί πως δεν ήταν κανένας μέσα. Στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού, πίεσε το καλυμμένο από τη μάσκα αυτί του στην πόρτα του σκέπαστρου, μήπως ακούγονταν ήχοι ζώου μέσα, κι ένιωσε ανακούφιση όταν δεν άκουσε τίποτε. Προσπέρασε το ημιφορτηγό και, κοιτάζοντας πέρα δώθε στο σκοτάδι, είδε ένα μοναδικό φως στην ακτή, κάπου πενήντα μέτρα προς τα βόρεια. Ορατοί στο φεγγαρόφωτο, δυο άντρες, κάπου έξι εφτά μέτρα από κει που έφτανε το κύμα, κάτι έκαναν σκυμμένοι. Αναρωτήθηκε αν ήταν πιθανό να σκάβουν για στρείδια. Ο γιατρός δεν είχε ιδέα αν τα στρείδια τα ξέθαβαν, κι οΰτε τον ένοιαζε να μάθει. Κάποιοι είχαν γεννηθεί για να δουλεύουν και κάποιοι για να παίζουν, κι αυτός ήξερε πολύ καλά σε ποιο στρατόπεδο τον είχε πετάξει ο πελαργός. Μια τσιμεντένια σκάλα με σωληνωτό κιγκλίδωμα οδηγούσε, τρία μέτρα χαμηλότερα, στην ακρογιαλιά, όμως προτίμησε να μη ζυγώσει τους άντρες από την άμμο. Στο φεγγαρόφωτο, θα τον έβλεπαν να πλησιάζει και μπορεί να τον υποπτεύονταν. Αυτό που έκανε ο Άριμαν ήταν να προχωρήσει βόρεια, διασχίζοντας μια έκταση με μαλακή άμμο και χορτάρι, μένοντας μακριά από το ανάχωμα, μήπως τύχαινε τα θηράματά του να σηκώσουν τα μάτια και να δουν τη σιλουέτα του μπροστά στον νυχτερινό ουρανό. Τα χειροποίητα ιταλικά παπούτσια του είχαν γεμίσει άμμο. Όταν θα τέλειωνε τη δουλειά του ο Άριμαν, θα είχαν γδαρθεί υπερβολικά για να μπορούν να γυαλιστούν. Το φεγγαρόφωτο στην άμμο. Τα μαύρα μου παπούτσια χλομά λάμπουν, τρίβονται. Γι' αυτό, άραγε, το φεγγάρι να κατηγορήσω; Ευχήθηκε να είχε μια ευκαιρία να αλλάξει ρούχα. Φο-

ροΰσε το ίδιο κοστούμι απ' το πρωί κι ήταν φριχτά τσαλακωμένο. Η εμφάνιση έπαιζε σημαντικό ρόλο στη στρατηγική του και κανένα παιχνίδι δεν ήταν όπως θα 'πρεπε να είναι όταν παιζόταν με λάθος ρούχα. Ευτυχώς, η σκοτεινιά και το φεγγαρόφωτο θα τον έκαναν να φαίνεται πιο καλοντυμένος και κομψός απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα. Όταν υπολόγισε πως είχε διανύσει πενήντα μέτρα, ο Άριμαν ζύγωσε στο χείλος της χαμηλής ακτής -κι ακριβώς μπροστά του ήταν ο Σκιτ κι ο φιλαράκος του. Έστεκαν μόλις πέντε μέτρα από τη βάση του αναχώματος, με την πλάτη γυρισμένη στο γιατρό, στραμμένοι προς τη θάλασσα. Ο σκύλος ήταν μαζί τους. Κι αυτός κοίταζε προς τον Ειρηνικό. Ο άνεμος, που φυσούσε απ' τη θάλασσα προς τη στεριά, εξασφάλιζε στο γιατρό πως δεν θα τον μύριζε ο σκύλος. Τους παρακολούθησε, πασχίζοντας να καταλάβει τι έκαναν. Ο Σκιτ κρατούσε έναν προβολέα σημάτων που δούλευε με μπαταρία, με φωτοφράκτη και μ' ένα σύστημα φακών που του επέτρεπε ν' αλλάζει το χρώμα της φωτεινής δέσμης. Προφανώς έστελνε μήνυμα σε κάποιον στη θάλασσα. Ο άλλος άντρας είχε στο δεξί του χέρι ένα μικρό ευαίσθητο μικρόφωνο, μάλλον, με δέκτη «πιάτο» και λαβή σαν πιστολιού. Στο αριστερό κρατούσε ένα ζευγάρι ακουστικά και πίεζε το ένα στο αριστερό του αυτί, αν και ήταν απίθανο να μπορεί ν' ακούσει κάτι όπως λυσσομανούσε ο άνεμος. Μυστήριο. Και ύστερα ο Άριμαν συνειδητοποίησε πως οι άντρες δεν είχαν στραμμένο το φως ή το μικρόφωνο προς κάποιο πλοίο στη θάλασσα αλλά ψηλά στον νυχτερινό ουρανό. Κι άλλο μυστήριο. Μη μπορώντας να καταλάβει τι συνέβαινε, παραλίγο να αποφασίσει να αναβάλει το σχέδιο του. Όμως διψούσε για δράση. Αποφασίζοντας να μη διστάσει άλλο, κατέβηκε γοργά στο σαθρό ανάχωμα. Η άμμος ήταν αθόρυβη κάτω απ' τα πόδια του. Θα μπορούσε να τους είχε πυροβολήσει πισώπλατα. Ύστερα, όμως, από τη φαντασίωσή του στο κατάστημα των παλιών παιχνιδιών, νωρίτερα εκείνη τη μέρα, λαχταρούσε να πυροβολήσει κάποιον στην κοιλιά. Άλλωστε, το να πυροβολείς κάποιον πισώπλατα δεν είναι διασκεδαστικό· δεν θα μπορούσε να δει τα πρόσωπά τους, τα μάτια τους.

Πήγε τολμηρά μπροστά απ' τους άντρες, ξαφνιάζοντάς τους. Σημαδεύοντας με το Μιλένιουμ τον αναψοκοκκινισμένο άντρα, ο γιατρός ύψωσε τη φωνή του για ν' ακουστεί πάνω από τον αέρα και τα κύματα. «Τι στην ευχή κάνετε εδώ;» «Εξωγήινοι», αποκρίθηκε ο άντρας. «Επικοινωνούμε μαζί τους», είπε ο Σκιτ. Υποθέτοντας πως ήταν «φτιαγμένοι» από ένα συνδυασμό ναρκωτικών και πως ό,τι κι αν του έλεγαν δεν θα 'βγάζε κανένα νόημα, ο Άριμαν πυροβόλησε το φιλαράκο του Σκιτ δυο φορές στην κοιλιά. Ο άντρας τινάχτηκε πίσω, νεκρός ή ετοιμοθάνατος, ρίχνοντας το μικρόφωνο και τα ακουστικά καθώς σωριαζόταν. Ο γιατρός στράφηκε προς τον κατάπληκτο Σκιτ, τον πυροβόλησε επίσης δυο φορές στην κοιλιά κι ο Σκιτ σωριάστηκε σαν σκελετός εργαστηρίου βιολογίας που τον ξεκρέμασαν ξαφνικά από το γάντζο του. Φεγγάρι, αστέρια, πυροβολισμοί. Δυο θάνατοι εκεί που άρχισε η ζωή. Η θάλασσα, το κύμα. Αυτό που μετρούσε ήταν η ταχύτητα. Δεν είχε χρόνο για ποίηση. Δυο σφαίρες ακόμη για τον σωριασμένο Σκιτ -μπαμ, μπαμ-, για να τον αποτελειώσει. «Η μητέρα σου είναι πόρνη, ο πατέρας σου απατεώνας, ο πατριός σου έχει σκατά στο κεφάλι του», είπε χαιρέκακα ο Άριμαν. Στράφηκε, σημάδεψε. Μπαμ, μπαμ. Άλλες δυο, στο στήθος, για τον ανόητο φιλαράκο του Σκιτ, για να 'ναι βέβαιος ο γιατρός. Δυστυχώς, δεν γνώριζε τίποτε για την οικογένειά του κι έτσι δεν μπορούσε να χρωματίσει αυτή τη στιγμή με προσβολές. Η διαπεραστική μυρωδιά των πυροβολισμών ήταν ευχάριστη, όμως δυστυχώς το χλομό φεγγαρόφωτο δεν ήταν ο ιδανικός φωτισμός για ν' απολαύσει κανείς τις πληγές και το αίμα. Ίσως να μπορούσε να ξοδέψει ένα λεπτό για να πάρει μερικά ενθύμια με το σουγιά του. Ένιωθε τόσο νέος. Αναζωογονημένος. Ο θάνατος ήταν αναμφισβήτητα το νόημα της ζωής. Του 'μεναν δυο σφαίρες. Ο πράος σκυλάκος κλαψούριζε, γάβγιζε, μέχρι που τόλμησε ν' αγριέψει στο γιατρό. Είχε τραβηχτεί ως το κύμα και δεν θα του ορμούσε. Παρ' όλα αυτά, ο γιατρός αποφάσισε να φυλάξει την ένατη και τη δέκατη σφαίρα για τον Βαλέ.

Με τον όγδοο πυροβολισμό να ηχεί ακόμη στα αυτιά του, έστρεψε το όπλο προς το σκΰλο -και παραλίγο να πιέσει τη σκανδάλη, όταν συνειδητοποίησε ξάφνου πως ο σκύλος δεν γάβγιζε σ' αυτόν αλλά σε κάτι στο χαμηλό ανάχωμα πίσω του. Όταν στράφηκε ο Άριμαν, αντίκρισε μια παράξενη φιγούρα να στέκει πάνω στο ανάχωμα και να τον κοιτάζει. Για μια στιγμή είχε την παράλογη αίσθηση πως ήταν ένας από τους εξωγήινους με τους οποίους προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν ο Σκιτ κι ο φιλαράκος του. Ύστερα αναγνώρισε το υπόλευκο ταγέρ Σεν Τζον, φωτεινό στο φεγγαρόφωτο, τα ξανθά μαλλιά και την αλαζονική στάση της νεόπλουτης. Στο ιατρείο, νωρίτερα εκείνη τη μέρα, σε μια κρίση παράνοιας, τον είχε κατηγορήσει για σύγκρουση συμφερόντων των ασθενών, για ανήθικη συμπεριφορά. Δε γνωρίζεις τον Κ-Κ-Κιάνου, έτσι δεν είναι, γιατρέ; Τότε είχε πιστέψει πως είχε εξανεμίσει με τη γοητεία του τις γελοίες υποψίες της, αλλά προφανώς είχε κάνει λάθος. Απ' όλους τους ανθρώπους, ο γιατρός θα 'πρεπε να ήξερε καλύτερα. Αυτή ήταν μία από τις ειδικές περιπτώσεις του και το θέμα, επίσης, του επόμενου βιβλίου του, του Μη Φοβάσαι, Γιατί Είμαι Πλάι Σον. Οι άνθρωποι με έντονες έμμονες ιδέες και με έντονες φοβίες -κι αυτή είχε και τις δύο- ήταν εξαιρετικά απρόβλεπτοι και, στη χειρότερη περίπτωση, ικανοί για ενέργειες ακραίου παραλογισμού. Ένας αληθινός κινούμενος μπελάς με παπούτσια εξακοσίων δολαρίων να τι ήταν αυτή η γυναίκα. Για την ακρίβεια, κρατούσε αυτά τα παπούτσια, ένα σε κάθε χέρι, κι έστεκε φορώντας μονάχα το καλσόν της. Ο γιατρός ένιωσε ανόητος που είχε καταστρέψει τα ακριβά ιταλικά παπούτσια του. Προηγουμένως δεν γνώριζε τι αυτοκίνητο είχε η γυναίκα, αλλά τώρα πια το ήξερε. Μια λευκή Ρολς Ρόις. Ενώ εκείνος διασκέδαζε ακολουθώντας τους άχρηστους ντετέκτιβ, αυτή η παρανοϊκή γυναίκα ακολουθούσε εκείνον, περιμένοντας να τον πιάσει σ' ένα συνωμοτικό ραντεβού με τον Κιάνου Ριβς. Η απροσεξία του τον γέμισε τρόμο. Όλα αυτά ήταν πράγματα που συνειδητοποίησε ο ξαφνιασμένος γιατρός μέσα σε δύο δευτερόλεπτα. Στο τρίτο, σήκωσε το πιστόλι του κι έριξε μια από τις σφαίρες που είχε φυλάξει για το σκύλο.

Μπορεί να έφταιγε ο άνεμος, ή η απόσταση, ή η γωνία, ή η ταραχή του μόλις την αντίκρισε, αλλά, όποιος κι αν ήταν ο λόγος, αστόχησε. Εκείνη το 'βαλε στα πόδια. Μακριά από το χαμηλό ανάχωμα. Ο γιατρός δεν την έβλεπε πια. Στενοχωρημένος που 'πρεπε να φύγει χωρίς να ξεπαστρέψει το σκύλο και να πάρει ενθύμια από τους δύο άντρες, ο γιατρός έτρεξε πίσω από την «Κιανουφοβική» ασθενή του. Λαχταρούσε να τη θεραπεύσει μια και καλή. Το έτρεξε δεν ήταν ακριβής περιγραφή της ταχύτητάς του, μόλις έφτασε στη βάση του αναχώματος. Η αμμώδης σαθρή πλαγιά δεν είχε καθόλου χορτάρι, που θα την έκανε λιγάκι πιο στέρεα. Το ανέβασμα ήταν πολύ δυσκολότερο απ' το κατέβασμα. Η άμμος υποχωρούσε επικίνδυνα κάτω απ' τα πόδια του. Βρέθηκε βυθισμένος ως τους αστραγάλους και, όταν πια έφτασε στην κορυφή, σχεδόν μπουσουλούσε. Το κοστούμι του είχε τα χάλια του. Η ασθενής ήταν ήδη πολύ μακριά, σβέλτη σαν γαζέλα, τουλάχιστον όμως δεν κρατούσε κανένα όπλο εκτός από μια ψηλοτάκουνη γόβα σε κάθε χέρι. Αν κατόρθωνε να την πιάσει, θα χρησιμοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την τελευταία σφαίρα στο Μιλένιουμ και, αν για κάποιο λόγο αστοχούσε ακόμη και εξ επαφής, μπορούσε να βασιστεί στον μεγαλύτερο όγκο του και στη δύναμή του για να τη σωριάσει και να την πνίξει. Το πρόβλημα ήταν να την πιάσει. Όταν έφτασε η γυναίκα στη σκληρή επιφάνεια του χώρου στάθμευσης, αύξησε την ταχύτητά της ενώ ο δόκτωρ Άριμαν πάσχιζε ακόμη να κινηθεί στην άμμο. Η απόσταση μεταξύ τους άρχισε να μεγαλώνει κι ο γιατρός μετάνιωσε που είχε φάει το τρίτο και το τέταρτο μπισκότο. Η λευκή Ρολς Ρόις βρισκόταν κοντά στην άκρη της παρόδου, στραμμένη προς το χώρο στάθμευσης. Η γυναίκα έφτασε στο αυτοκίνητο και μπήκε μέσα τη στιγμή που ο γιατρός έφτανε στην άσφαλτο. Η μηχανή πήρε μπρος μουγκρίζοντας. Αυτός απείχε ακόμη τουλάχιστον είκοσι μέτρα. Οι σκοτεινοί προβολείς ξάφνου άναψαν εκτυφλωτικοί. Δεκαεφτά μέτρα. Έβαλε όπισθεν. Τα λάστιχα ούρλιαξαν στο οδόστρωμα καθώς πατούσε το πόδι της στο γκάζι.

Ο γιατρός σταμάτησε, σήκωσε το Μιλένιουμ, το έσφιξε και με τα δύο χέρια και πήρε μια τέλεια στάση βολής: με το κεφάλι και τον κορμό του αντικριστά στη γυναίκα, το δεξί του πόδι προς τα πίσω για ισορροπία και το αριστερό του γόνατο ελαφρά λυγισμένο, αλλά δίχως να λυγίζει καθόλου τη μέση του... Η απόσταση παραήταν μεγάλη. Η Ρολς έκανε όπισθεν και χάθηκε πίσω απ' το λόφο, κατηφορίζοντας προς τον αυτοκινητόδρομο. Δεν είχε νόημα να πυροβολήσει. Ο χρόνος είναι χρήμα, όπως λένε, μονάχα που τώρα, για το γιατρό, ο χρόνος ήταν κάτι ακόμη πιο πολύτιμο. Πίσω, γύρνα πίσω, Ω Χρόνε, που περνάς και φεύγεις, είχε γράψει η Ελίζαμπεθ Έικερς Άλεν, κι ο Άριμαν ευχήθηκε ολόψυχα να 'χε ένα μαγικό ρολόι που να κάνει αυτό ακριβώς, γιατί ο Ντέλμορ Σουόρτς δεν έγραψε ποτέ κάτι πιο αληθινό από το Ο Χρόνος είναι η φωτιά που μέσα της καιγόμαστε, κι ο γιατρός έτρεμε το κάψιμο, αν και η ηλεκτρική καρέκλα δεν χρησιμοποιούνταν στην Καλιφόρνια για την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Χρόνος, ένας μανιακός που σκόνη σκορπίζει, έγραψε ο Τένισον, κι ο γιατρός φοβόταν μήπως ήταν η δική του σκόνη που θα σκόρπιζε, αν και ήξερε πως έπρεπε να ηρεμήσει και να υιοθετήσει τη στάση του Έντουαρντ Γιανγκ, που 'χε γράψει, Αγνόησε τα δόντια του χρόνου. Η Σάρα Τίσντεϊλ έλεγε, Ο Χρόνος είναι ένας ευγενικός φίλος, όμως δεν ήξερε τι της γινόταν, κι ο Χάρι Γουόντσγουορθ Λονγκφέλοου έλεγε, Οι θεϊκοί βάρδοι που τα μακρινά τους βήματα αντηχούν στους διαδρόμους του Χρόνου, που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με την παρούσα κατάσταση, όμως ο γιατρός ήταν ιδιοφυΐα, τόσο μορφωμένος που καταντούσε γελοίο, και ταραγμένος, κι έτσι όλες αυτές οι σκέψεις κι άλλες, αναρίθμητες, περνούσαν σαν βολίδες από το νου του καθώς έτρεχε προς την Ελ Καμίνο, έβαζε μπρος και ξεκινούσε από το χώρο στάθμευσης. Όταν έφτασε πια ο Άριμαν στον αυτοκινητόδρομο, η Ρόλς Ρόις δεν φαινόταν πουθενά. Η πλούσια ανόητη κι ο βαρετός σύζυγος της έμεναν στη γειτονική ακτή του Νιούπορτ, όμως μπορεί η γυναίκα να μην πήγαινε κατευθείαν σπίτι της. Για την ακρίβεια, αν η φοβία της είχε επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο απ' όσο νόμιζε προηγουμένως ο γιατρός, μπορεί να μην ήθελε να ξαναγυρίσει στο σπίτι της, φοβούμενη μήπως ο Κιάνου ή κάποιος από τους μπράβους του -όπως ο ένοπλος ψυχία-

τρός της, για παράδειγμα- την περίμενε εκεί για να της κάνει κακό. Ακόμη κι αν πίστευε ο Άριμαν πως θα γύριζε σπίτι της, δεν θα την ακολουθούσε ως εκεί. Ήταν βέβαιο πως αυτή κι ο σύζυγος της θα είχαν κάμποσο προσωπικό, κι ο καθένας απ' τους υπηρέτες τους ήταν ένας πιθανός μάρτυρας και την προστάτευε. Αυτό που έκανε ο γιατρός ήταν να βγάλει τη μάσκα του σκι και να γυρίσει στο δικό του σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Γ ^ Θ Ω Σ ΓΥΡΙΖΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ο δόκτωρ Άριμαν, δεν ξεπήδησαν άλλες ποιητικές παρατηρήσεις σχετικά με το χρόνο από το θησαυροφυλάκιο του νου του, όμως, το πρώτο μισό της δεκάλεπτης διαδρομής του, απ' το στόμα του έβγαιναν αφροί, άγριες βρισιές -όλες για την «Κιανουφοβική», λες και μπορούσε να τον ακούσει- και παθιασμένοι όρκοι, ότι θα την εξευτέλιζε, θα την κακοποιούσε, θα την ακρωτηρίαζε και θα τη διαμέλιζε με άπειρους ευφάνταστους τρόπους. Αυτή η κρίση φανέρωνε ανωριμότητα, δεν ήταν αντάξιά του, πράγμα που καταλάβαινε ο γιατρός, όμως είχε ανάγκη να ξεσπάσει. Στο δεύτερο μισό της διαδρομής, σκέφτηκε αν θα μπορούσε η γυναίκα να τηλεφωνήσει στην αστυνομία -και πότε- για να αναφέρει τους δύο φόνους. Μέσα στην παράνοιά της μπορεί να υποψιαζόταν πως ο καταχθόνιος Κιάνου έλεγχε κάθε αστυνομικό, από τους απλούς ένστολους ως τους άντρες του FBI, και σ' αυτή την περίπτωση δεν θα μιλούσε, για κάποιο διάστημα τουλάχιστον, ενώ θα αναρωτιόταν αν θα έπρεπε τελικά να ειδοποιήσει τις Αρχές. Μπορεί να εξαφανιζόταν για λίγο, ακόμη και να το έσκαγε από τη χώρα και να κρυβόταν μέχρι να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Με την περιουσία της, μισό δισεκατομμύριο δολάρια, μπορούσε να πάει αληθινά μακριά, σ' ένα μέρος όπου θα ήταν αδύνατο να βρεθεί. Η σκέψη της πιθανής εξαφάνισής της τον τάραξε και κρύος ιδρώτας κύλησε στο σβέρκο του. Οι υψηλά ιστάμενοι φίλοι του μπορούσαν εύκολα να τον βοηθήσουν να σκεπάσει τη σχέση του με οποιοδήποτε φριχτό έγκλημα είχαν διαπράξει άλλοι υπό τον έλεγχο του- όμως ήταν ολότελα διαφορετική υπόθεση, και πολύ πιο αμφίβολο, το να τον προ-

στατέψουν από τις συνέπειες των εγκλημάτων που είχε διαπράξει με το ίδιο του το χέρι -άλλωστε, αυτός ήταν ένας απ' τους λόγους που δεν το είχε διακινδυνεύσει εδώ και είκοσι χρόνια. Ο ιδρώτας από το σβέρκο του τώρα κυλούσε στη ραχοκοκαλιά του. Ήταν άνθρωπος με απόλυτη αυτοπεποίθηση και δεν είχε ξανανιώσει έτσι στη ζωή του. Συνειδητοποίησε πως έπρεπε πάση θυσία να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχο του. Ήταν άρχοντας της μνήμης, πατέρας του ψεύδους και μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση. Ναι, εντάξει, μερικά πράγματα είχαν πάει στραβά τελευταία, όμως και κάποια αναποδιά κάπου κάπου ήταν καλοδεχούμενη, γιατί πρόσθετε νοστιμιά. Όταν μπήκε στο λαβυρινθώδες υπόγειο γκαράζ του, είχε ανακτήσει πλήρως τον αυτοέλεγχό του. Βγήκε από την Ελ Καμίνο και κοίταξε τρομαγμένος την άμμο στα καθίσματα και στο δάπεδο του αυτοκινήτου. Η άμμος ή το χώμα, οποιουδήποτε είδους, ήταν αποδεκτό στοιχείο σε μια δίκη. Οι επιστήμονες οποιασδήποτε ικανής υπηρεσίας της αστυνομίας μπορούσαν να συγκρίνουν τη σύσταση, το μέγεθος του κόκκου κι άλλα στοιχεία αυτής της άμμου με ένα δείγμα άμμου παρμένο από τον τόπο των εγκλημάτων -και να βρουν πως ήταν ίδιες. Ο Άριμαν άφησε τα κλειδιά στη μίζα και πήρε μόνο δύο αντικείμενα από την Ελ Καμίνο. Το δεμένο γαλάζιο πλαστικό σακουλάκι με το έπαθλο του Βαλέ και τη μισογεμάτη με μπισκότα σακούλα από τα Πράσινα Στρέμματα. Άφησε προσεκτικά τις δυο σακούλες στο κόκκινο γρανιτένιο δάπεδο του γκαράζ. Με γρήγορες κινήσεις, έβγαλε τα κατεστραμμένα του παπούτσια, τις κάλτσες, το παντελόνι, το σακάκι του και τα στοίβαξε κάτω. Το πορτοφόλι του, το πιστόλι και τη θήκη τ' άφησε παράμερα μαζί με τις δυο σακούλες. Ύστερα έβγαλε τη γεμάτη άμμο γραβάτα του και το λευκό πουκάμισο του και τα έβαλε επίσης στο σωρό, αν και κράτησε την είκοσι τεσσάρων καρατίων αλυσίδα της γραβάτας του. Είδε έκπληκτος κάμποση άμμο και πάνω στα εσώρουχά του. Γι' αυτό, γδύθηκε εντελώς και πέταξε το κοντομάνικο μπλουζάκι του και το σώβρακο του μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα. Ο γιατρός έδεσε με τη ζώνη του τα ρούχα σ' έναν τακτοποιημένο μπόγο και τον έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο.

Λίγη ενοχλητική άμμος ήταν μπλεγμένη στις τρίχες του κορμιού του. Την τίναξε με τα χέρια του όσο καλύτερα μπορούσε. Γυμνός, φορώντας μονάχα το ρολόι του και κρατώντας τα λιγοστά πράγματα που είχε πάρει από το αυτοκίνητο, μπήκε στο ισόγειο και πήρε το ασανσέρ για την κύρια σουίτα στον δεύτερο όροφο. Από το πληκτρολόγιο αφής άνοιξε το κρυφό χρηματοκιβώτιο στο τζάκι. Έκρυψε το Τόρους Ρ-111 Μιλένιουμ στο μικρό επενδυμένο κουτί με το βάζο που είχε μέσα τα μάτια του πατέρα του και, ύστερα από λίγη σκέψη, έβαλε μαζί και το γαλάζιο σακουλάκι. Αυτή ήταν προσωρινή θέση για το ενοχοποιητικό όπλούστερα από μια δυο μέρες θα αποφάσιζε πώς θα το ξεφορτωνόταν μόνιμα. Το περίττωμα μπορεί να το χρειαζόταν το πρωί. Αφού φόρεσε μια πρασινοκίτρινη μεταξωτή ρόμπα με μαύρα πέτα και μαύρη ζώνη, τηλεφώνησε κάτω στο διαμέρισμα του διαχειριστή του σπιτιού και ζήτησε από τον Σέντρικ Χόθορν να έρθει αμέσως στο καθιστικό της σουίτας. Όταν έφτασε ο Σέντρικ, ύστερα από λίγα λεπτά, ο Άριμαν τον «ενεργοποίησε» με το όνομα ενός ύποπτου μπάτλερ από ένα μυθιστόρημα μυστηρίου της Ντόροθι Σέιερς και ύστερα του απήγγειλε το προσωπικό του χάίκού. Ο γιατρός είχε σαν αρχή να μην προγραμματίζει τους υπαλλήλους του, αλλά, για να μπορεί να κινείται εντελώς ανεμπόδιστος, έκρινε πως ήταν απαραίτητο να ελέγχει απόλυτα τα δυο βασικά μέλη του προσωπικού στο σπίτι του. Φυσικά, δεν χρησιμοποιούσε τη δύναμή του για να τους εκμεταλλευτεί. Πληρώνονταν καλά, είχαν εξαίρετη ασφάλιση και μεγάλη άδεια διακοπών -αν και είχε εμφυτεύσει και στους δύο μια αυστηρή απαγόρευση να εκμεταλλεύονται τα προνόμιά τους στην κουζίνα για να βάζουν χέρι στις αγαπημένες του λιχουδιές. Με λίγα λόγια, πρόσταξε τον Σέντρικ να πάει με την Ελ Καμίνο στο κοντινότερο κέντρο διανομής της Κοινωνικής Πρόνοιας και ν' αφήσει τον μπόγο των γεμάτων άμμο ρούχων του. Από εκεί, έπρεπε να γεμίσει το ρεζερβουάρ και να πάει κατευθείαν στην Τιχουάνα, στο Μεξικό, στην άλλη μεριά των συνόρων από το Σαν Ντιέγκο. Σε μια από τις πιο επικίνδυνες γειτονιές της Τιχουάνα, αν δεν του έκλεβαν δηλαδή το αυτοκίνητο μέσ' από τα χέρια, θα το άφηνε με τις

πόρτες ξεκλείδωτες και τα κλειδιά στη μίζα για να 'ναι βέβαιος πως θα το βουτούσαν. Θα πήγαινε με τα πόδια στο πλησιέστερο μεγάλο ξενοδοχείο, θα κανόνιζε να νοικιάσει ένα αυτοκίνητο και θα γύριζε στην ακτή του Νιούπορτ πολύ πριν από το χάραμα. (Δεν ήταν ακόμη 8:00 μ. μ., και ο γιατρός υπολόγισε πως ο Σέντρικ θα γύριζε ως τις 3:00 π.μ.) Φτάνοντας στην Κομητεία Όραντζ, θα επέστρεφε το νοικιασμένο αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο και θα έπαιρνε ένα ταξί για να γυρίσει στο σπίτι. Θα έπεφτε στο κρεβάτι, θα κοιμόταν για δυο ώρες και θα ξυπνούσε ξεκούραστος, δίχως να θυμάται ότι πήγε οπουδήποτε. Κάποια απ' αυτά που τον πρόσταξε να κάνει θα ήταν δύσκολα, γιατί θα έφτανε αργά στο Μεξικό, όμως με τις πέντε χιλιάδες δολάρια που του έδωσε ο Αριμαν έπρεπε λογικά να τα καταφέρει. Και το ρευστό δεν άφηνε ίχνη. «Καταλαβαίνω», είπε ο Σέντρικ. «Εύχομαι να σε ξαναδώ ζωντανό, Σέντρικ». «Σας ευχαριστώ, κύριε». Αφού έφυγε ο Σέντρικ, ο γιατρός τηλεφώνησε κάτω στη Νέλλα Χόθορν και της ζήτησε να έρθει αμέσως στο καθιστικό της σουίτας απ' όπου είχε μόλις φύγει ο σύζυγος της για μια περιπέτεια στο Μεξικό. Όταν ήρθε η Νέλλα, ο Άριμαν την «ενεργοποίησε» με το όνομα της ραδιούργας οικονόμου του Μάντερλι, της έπαυλης από τη Ρεβέκκα της Δάφνης ντυ Μοριέ. Την πρόσταξε να σκουπίσει και τον τελευταίο κόκκο άμμου απ' το γκαράζ, να ανοίξει μια βαθιά τρύπα σ' ένα από τα παρτέρια στην πίσω αυλή και να θάψει τη σακούλα της ηλεκτρικής σκούπας. Μόλις θα τέλειωνε, έπρεπε να ξεχάσει πως είχε κάνει οτιδήποτε απ' όλα αυτά. «Ύστερα γύρισε στο δωμάτιο σου και περίμενε περαιτέρω εντολές», την πρόσταξε ο Άριμαν. «Καταλαβαίνω». Με τον Σέντρικ καθ' οδόν για το Μεξικό και τη Νέλλα απασχολημένη, ο γιατρός κατέβηκε στο γραφείο του στον κάτω όροφο. Ο υπολογιστής του δεν χρειαζόταν παρά εφτά δευτερόλεπτα για να βγει αυτόματα από την επιφάνεια του γραφείου, όμως ο γιατρός χτυπούσε ανυπόμονα τα δάχτυλά του περιμένοντάς τον να βγει και ν' ανοίξει. Καθώς ο υπολογιστής του σπιτιού ήταν συνδεδεμένος μ' αυτόν του γραφείου του, ο γιατρός έψαξε στους φακέλους των ασθενών του και βρήκε το τηλέφωνο της «Κιανουφοβι-

κής». Είχε δώσει δύο αριθμούς: του σπιτιού της και του κινητού τηλεφώνου της. Είχαν περάσει το πολύ σαράντα λεπτά από τη φυγή της απ' το χώρο στάθμευσης της παραλίας. Αν και στενοχωριόταν που ήταν αναγκασμένος να της τηλεφωνήσει από το σπίτι του, ο χρόνος ήταν κάτι παραπάνω από χρήμα -καθώς και η φωτιά που μέσα της καιγόμαστε-, κι έτσι δεν είχε την πολυτέλεια να ανησυχήσει μήπως τον εντόπιζαν μ' αυτό τον τρόπο. Δοκίμασε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου. Αναγνώρισε τη φωνή της όταν απάντησε στο τέταρτο χτύπημα: «Ναι;» Προφανώς, όπως το περίμενε ο γιατρός, βρισκόταν σε μια κατάσταση παρανοϊκής σύγχυσης και τριγύριζε άσκοπα με το αυτοκίνητο πασχίζοντας να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει γι' αυτό που είχε δει. Αχ, πόσο θα 'θελε να την είχε προγραμματίσει. Ήταν μια λεπτή συζήτηση. Καθώς πρόσταζε τους Χόθορν και κανόνιζε ό,τι άλλο χρειαζόταν, δεν είχε πάψει ούτε στιγμή να σκέφτεται ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να την προσεγγίσει. Απ' όσο μπορούσε να δει, δεν υπήρχε παρά μόνο μία τακτική που θα μπορούσε να έχει κάποιο αποτέλεσμα. «Ναι;» επανέλαβε εκείνη. «Ξέρεις ποιος είναι», της είπε. Δεν αποκρίθηκε, γιατί αναγνώρισε τη φωνή του. «Μίλησες σε κανέναν γι' αυτό το... συμβάν;» «Όχι ακόμη». «Ωραία». «Όμως θα το κάνω. Μη νομίζεις πως δε θα το κάνω». Παραμένοντας ατάραχος, ο γιατρός ρώτησε: «Είδες το Μάτριξ;» Η ερώτηση ήταν άσκοπη, καθώς ήξερε ήδη πως είχε δει κάθε ταινία με τον Κιάνου Ριβς τουλάχιστον είκοσι φορές, μονάχη, στη μεγάλη ιδιωτική αίθουσα προβολών. «Φυσικά το είδα», του είπε. «Πώς είναι δυνατόν να με ρωτάς κάτι τέτοιο αν άκουγες αυτά που σου 'λεγα στο ιατρείο σου; Μάλλον ονειροπολούσες όμως, όπως συνήθως». «Δεν είναι απλώς μια ταινία». «Τότε τι είναι;» «Η πραγματικότητα», είπε ο γιατρός όσο πιο απειλητικά μπορούσε, με το αξιόλογο υποκριτικό ταλέντο που διέθετε.

Εκείνη δεν μίλησε. «Όπως στην ταινία, δε βρισκόμαστε στην αρχή μιας καινούριας χιλιετίας, όπως νομίζεις. Στην πραγματικότητα, είμαστε στο έτος 2300... και η ανθρωπότητα είναι υποδουλωμένη εδώ και αιώνες». Αν και δεν μίλησε, τώρα ανέπνεε με πιο κοφτές ανάσες, που είναι μια έγκυρη σωματική ένδειξη ότι το άτομο κατακλύζεται από παρανοϊκές φαντασιώσεις. «Και, όπως στην ταινία», συνέχισε, «αυτός ο κόσμος που θεωρείς αληθινό δεν είναι αληθινός. Δεν είναι παρά μια •ψευδαίσθηση, μια πλάνη, μια εικονική πραγματικότητα, μια τρομακτικά λεπτομερής εικόνα που έχει δημιουργήσει ένας μοχθηρός υπολογιστής για να σας έχει υπόδουλους του». Η σιωπή της δεν του φάνηκε τόσο εχθρική· μάλλον ήταν προβληματισμένη, και οι κοφτές ανάσες της τον ενθάρρυναν. «Στην πραγματικότητα, εσΰ και τα υπόλοιπα δισεκατομμύρια των ανθρώπων, όλοι, εκτός από μερικούς επαναστάτες, είστε κλεισμένοι σε δοχεία, ταΐζεστε με ορό και είστε συνδεδεμένοι με τον υπολογιστή για να του παρέχετε τη βιοηλεκτρική ενέργειά σας και να ενδυναμώνετε τη φαντασίωση αυτής της εικόνας». Εκείνη δεν μίλησε. Ο γιατρός περίμενε. Αποδείχτηκε πιο υπομονετική. Τελικά της είπε: «Εκείνοι οι δΰο που είδες... στην παραλία απόψε. Δεν ήταν άνθρωποι. Ήταν μηχανές αστυνόμευσης της εικονικής πραγματικότητας, όπως στην ταινία». «Θα νομίζεις πως είμαι τρελή», είπε εκείνη. «Κάθε άλλο. Σε αναγνωρίσαμε σαν έναν απ' αυτοΰς που έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την εικονική πραγματικότητα. Μια πιθανή επαναστάτρια. Και θέλουμε να σε βοηθήσουμε να απελευθερωθείς». Αν και δεν του μίλησε, την άκουσε να κοντανασαίνει σιγανά, όπως ένα κανίς ή ένα πεκινουά ή οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα μικροσκοπικά μαλλιαρά σκυλιά-σφουγγαρίστρες, όταν ονειρεύεται ένα μπισκότο. Αν ήταν ήδη παρανοϊκή, όπως υποψιαζόταν ο γιατρός, το σενάριο που της είχε εκθέσει θα της πήγαινε γάντι. Ο κόσμος πρέπει να της φαινόταν ξάφνου λιγότερο μπερδεμένος. Προηγουμένως ένιωθε να την περιζώνουν εχθροί με αναρίθμητα, συχνά ανεξήγητα και αντικρουόμενα κίνητρα, ενώ τώρα είχε έναν εχθρό για να εστιάσει την προσοχή της:

τον γιγάντιο, μοχθηρό, κυρίαρχο υπολογιστή και τη μηχανική του αστυνομία. Η ψύχωσή της με τον Κιάνου -πρώτα βασισμένη στην αγάπη και υστέρα στο φόβο- τη σάστιζε συχνά και τη γέμιζε απελπισία, γιατί φαινόταν τόσο αλλόκοτο να δίνεις τόση σημασία σε κάποιον που δεν ήταν παρά ένας ηθοποιός· τώρα όμως μπορεί να καταλάβαινε πως δεν ήταν απλώς ένας κινηματογραφικός αστέρας αλλά ο Ένας, ο Εκλεκτός που θα έσωζε την ανθρωπότητα από τις μηχανές, ο μεγαλύτερος ήρωας, που άξιζε επομένως όλο το ενδιαφέρον που του έδειχνε. Σαν παρανοϊκή, ήταν πεπεισμένη πως η πραγματικότητα, όπως τη δεχόταν η μάζα της ανθρωπότητας, ήταν πλαστή, πως η αλήθεια ήταν πιο παράξενη και τρομακτική από την ψεύτικη πραγματικότητα που δέχονταν οι περισσότεροι, και τώρα ο γιατρός επιβεβαίωνε τις υποψίες της. Της πρόσφερε παράνοια αλλά με καθορισμένο πλαίσιο και με μια ανακουφιστική αίσθηση τάξης, πράγμα που θα 'πρεπε λογικά να είναι ακαταμάχητο. Τελικά του είπε: «Φαίνεται ότι εννοείς πως ο Κ-Κ-Κιάνου είναι φίλος μου, σύμμαχος μου. Εγώ ξέρω όμως πως είναι... επικίνδυνος». «Κάποτε τον αγαπούσες». «Ναι, αλλά είδα την αλήθεια». «Όχι», τη διαβεβαίωσε ο γιατρός. «Ό,τι ένιωθες αρχικά για τον Εκλεκτό ήταν διορατικό. Η ενστικτώδης εντύπωσή σου πως είναι ξεχωριστός κι αξίζει τη λατρεία σου είναι αληθινή. Ο κατοπινός φόβος σου γι' αυτόν σου εμφυτεύτηκε από τον μοχθηρό υπολογιστή, που θέλει να σε διατηρήσει φυλακισμένη και παραγωγική». Ακούγοντας τον εαυτό του, τη συμπόνια και την ειλικρίνεια στη φωνή του, ο γιατρός άρχισε να νιώθει σαν παράφρονας που παραληρούσε. Εκείνη σώπασε ξανά, όμως δεν έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Άριμαν της έδωσε όσο χρόνο χρειαζόταν για να σκεφτεί. Δεν έπρεπε να φανεί πως πάσχιζε να την εξαναγκάσει να το πιστέψει. Περιμένοντας, σκέφτηκε τι θα 'θελε για δείπνο. Σκέφτηκε να παραγγείλει ένα καινούριο κοστούμι σαν αυτό που είχε ξεφορτωθεί. Σκέφτηκε κάποιους έξυπνους τρόπους για να χρησιμοποιήσει τη σακούλα με το περίττωμα. Σκέφτηκε τι συναρπαστικό που ήταν να πυροβολεί. Σκέφτηκε την αιφνιδιαστική νίκη του Καπόνε στο Άλαμο.

«Θα χρειαστώ κάποιο χρόνο για να το σκεφτώ», του είπε τελικά. «Φυσικά». «Μη δοκιμάσεις να με βρεις». «Πήγαινε όπου θες στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας», είπε ο Άριμαν, «και στην πραγματικότητα θα εξακολουθήσεις να 'σαι ασάλευτη και συνδεδεμένη με τον υπολογιστή». Εκείνη το σκέφτηκε για λίγο και του είπε: «Έχεις δίκιο, φαντάζομαι». Νιώθοντας πως είχε αρχίσει να δέχεται το σενάριο που της είχε σερβίρει, ο γιατρός έκανε ένα παράτολμο βήμα: «Μου 'χει δοθεί η αρμοδιότητα να σου πω ότι ο Εκλεκτός δε σε θεωρεί απλώς μια πιθανή νέα επαναστάτρια». Μια ξέπνοη σιωπή και ύστερα, πάλι, αυτό το απαλό, σιγανό, σκυλίσιο λαχάνιασμα, αν και αυτή τη φορά ο ήχος ήταν διαφορετικός, με μια ανεπαίσθητη ερωτική χροιά. Ύστερα του είπε: «Ο Κιάνου ενδιαφέρεται προσωπικά για μένα;» Δεν τραύλισε λέγοντας το όνομα του ηθοποιού. Ερμηνεύοντάς το σαν σημάδι προόδου, ο γιατρός απάντησε προσεκτικά: «Είπα ό,τι είχα την εξουσιοδότηση να πω γι' αυτό το θέμα. Αν θες, πάντως, μπορείς να το σκεφτείς όλη τη νύχτα. Αύριο θα 'μαι συνεχώς στο ιατρείο μου, για να μου τηλεφωνήσεις όποτε θα είσαι έτοιμη». «Αν σου τηλεφωνήσω», του είπε. «Αν», συμφώνησε εκείνος. Η γυναίκα έκλεισε το τηλέφωνο. «Ανόητη πλούσια σκύλα», είπε ο γιατρός κατεβάζοντας το ακουστικό. «Κι αυτή είναι η επαγγελματική μου διάγνωση». Ήταν βέβαιος πως θα του τηλεφωνούσε και πως εκείνος θα κατόρθωνε να την πείσει να συναντηθούν. Ύστερα θα την προγραμμάτιζε. Μετά από λίγα λεπτά αστάθειας ο άρχοντας της μνήμης ήταν πάλι ασφαλής στο θρόνο του. Πριν ειδοποιήσει τη Νέλλα Χόθορν για το δείπνο του, ο Άριμαν κοίταξε την ηλεκτρονική αλληλογραφία του κι ανακάλυψε δυο κωδικοποιημένα μηνύματα από το ινστιτούτο στο Νέο Μεξικό. Τα αποκωδικοποίησε κι έπειτα, αφού τα διάβασε, τα έσβησε από τον σκληρό δίσκο. Το πρώτο είχε σταλεί το πρωί και ήταν μια απάντηση

ο' εκείνο που τους είχε στείλει το προηγούμενο βράδυ. Ο κύριος και η κυρία Ρόουντς παρακολουθούνταν διαρκώς από τη στιγμή που κατέβηκαν από το αεροπλάνο στο Δημοτικό Αεροδρόμιο της Σάντα Φε. Πριν από την άφιξη τους, είχε τοποθετηθεί στο νοικιασμένο αυτοκίνητο τους ένας πομπός για ηλεκτρονική παρακολούθηση. Ο Κέρλι, στη συντήρηση, ήθελε να πει στον Άριμαν πως αυτός και η αρραβωνιαστικιά του είχαν αποφασίσει να τα φτιάξουν όταν ανακάλυψαν πόσο άρεσε και στους δυο το Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου. Το δεύτερο μήνυμα είχε σταλεί μόλις πριν από λίγες ώρες και ήταν λακωνικό. Όλη τη μέρα, ο κύριος και η κυρία Ρόουντς ανέκριναν επίμονα ανθρώπους που είχαν κάποια ανάμειξη στις υποθέσεις Γκλίζον και Παστόρε και οι οποίοι ήταν απόλυτα διατεθειμένοι να τους βοηθήσουν. Επομένως, θα έμεναν στην περιοχή της Σάντα Φε για πάντα ή μέχρι να συμπυκνωνόταν το σύμπαν σ' ένα βόλο ύλης μεγέθους μπιζελιού. Ο Άριμαν ένιωσε ανακούφιση που μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στους συναδέλφους του ότι θα προστάτευαν τα συμφέροντά του, όμως στενοχωρήθηκε που το τωρινό του παιχνίδι -ένα από τα σημαντικότερα της ζωής του- θα 'πρεπε να ματαιωθεί ή να ξανασχεδιαστεί. Χρειαζόταν τουλάχιστον τον Σκιτ ή τον Ντάστι ή τη Μάρτι -κατά προτίμηση δύο απ' αυτούς- για να ολοκληρώσει το περίπλοκο σχέδιο τουκαι τώρα ήταν όλοι νεκροί ή θα πέθαιναν σύντομα. Δεν είχε λάβει επιβεβαίωση των εκτελέσεων στη Σάντα Φε, όμως σύντομα θα του την έστελναν, ίσως πριν πλαγιάσει. Τέλος πάντων, εξακολουθούσε να 'ναι παίκτης και, όσο συνέχιζε να παίζει, η έκβαση οποιουδήποτε μεμονωμένου παιχνιδιού δεν είχε δα και καθοριστική σημασία. Όσο παρέμενε παίκτης, θα τον περίμενε πάντα ένα καινούριο παιχνίδι, και μέχρι αύριο θα είχε σκαρφιστεί κάποιο. Παρηγορημένος, τηλεφώνησε κάτω στη Νέλλα Χόθορν και παρήγγειλε το δείπνο του: δυο λουκάνικα με τσίλι, ψιλοκομμένο κρεμμύδι και τυρί τσένταρ, μια σακούλα πατατάκια, δυο μπουκάλια τσιτσιμπίρα κι ένα κομμάτι τούρτα Μπλακ Φόρεστ. Όταν ξανανέβηκε στη σουίτα του, ανακάλυψε πως ο αξιόπιστος Σέντρικ είχε πάει νωρίτερα στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, είχε βγάλει από τη Μερσέντες τις πρωινές αγορές του γιατρού και τις είχε αφήσει στο γραφείο του στην

κρεβατοκάμαρα: τη σιδερένια Φεράρι Τζόνι Λάιτνινγκ και το σετ της Μαρξ, το Γκάνσμοουκ Ντοτζ Σίτι, σε άριστη κατάσταση. Κάθισε στο γραφείο του, άνοιξε το σετ και περιεργάστηκε κάποιες απ' τις μικρές πλαστικές φιγούρες. Σερίφηδες και πιστολάδες. Έ ν α κορίτσι του σαλούν. Η λεπτομέρειά τους ήταν έξοχη, ερέθιζε τη φαντασία, όπως συνέβαινε ουσιαστικά με ό,τι παρήγε ο συχωρεμένος ο Λούις Μαρξ. Ο γιατρός εκτιμούσε τους ανθρώπους που έκαναν τη δουλειά τους, όποια κι αν ήταν, με σημασία στη λεπτομέρεια, όπως έκανε πάντα ο ίδιος. Έ ν α παλιό γνωμικό ξεπήδησε στο πάντα δραστήριο και γόνιμο μυαλό του: Ο διάβολος είναι στις λεπτομέρειες. Αυτό τον διασκέδασε περισσότερο, ίσως, απ' όσο θα 'πρεπε. Έσκασε στα γέλια. 'Υστερα θυμήθηκε μια παραλλαγή αυτού του ρητού: Ο Θεός είναι στις λεπτομέρειες. Αν και ο γιατρός ήταν παίκτης, όχι πιστός, αυτή η σκέψη έκανε το γέλιο να παγώσει στα χείλη του. Για δεύτερη φορά εκείνη τη βραδιά, και για δεύτερη φορά σε ολόκληρη τη ζωή του, παγωμένος ιδρώτας κύλησε απ' το σβέρκο του. Συνοφρυωμένος, ξανάφερε στο νου του εκείνη τη μεγάλη και γεμάτη εκπλήξεις ημέρα, ψάχνοντας στη μνήμη του για κάποια ζωτική λεπτομέρεια την οποία μπορεί ως τότε να είχε παρερμηνεύσει ή να είχε παραβλέψει. Όπως ήταν η Ρολς Ρόις στο χώρο στάθμευσης των Πράσινων Στρεμμάτων, για την οποία είχε κάνει ένα τρομερό λάθος. Ο Αριμαν πήγε στο μπάνιο κι έπλυνε κάμποσες φορές τα χέρια του με μπόλικο υγρό σαπούνι, τρίβοντάς τα με μια μαλακή βούρτσα που είχε για να καθαρίζει τα νύχια του. Έτριψε με δύναμη τα χέρια του κι από τις δυο μεριές, από τα ακροδάχτυλα ως τον καρπό, με ιδιαίτερη προσοχή στις ζάρες των αρθρώσεων. Η «Κιανουφοβική» ήταν απίθανο να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και να αποκαλύψει πως ο γιατρός είχε σκοτώσει δυο άντρες στην παραλία, κι επίσης ήταν απίθανο να τον είχε δει οποιοσδήποτε άλλος εκεί γύρω. Αν, όμως, εμφανιζόταν ξάφνου η αστυνομία, δεν έπρεπε να έχει ο γιατρός ούτε ίχνος μπαρουτιού στα χέρια του, που θα ανιχνευόταν στα εργαστηριακά τεστ κι έτσι θα αποδεικνυόταν πως ο Άριμαν είχε πυροβολήσει εκείνο το βράδυ. Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλη λεπτομέρεια που να είχε παραβλέψει ως τότε.

Αφού σκούπισε τα χέρια του, γύρισε στο γραφείο της κρεβατοκάμαρας κι έβαλε το σερίφη Ντίλον κι ένα σκληρό πιστολά να μονομαχήσουν. «Μπαμ, μπαμ, μπαμ», είπε και, μ' ένα τίναγμα του δαχτύλου του, χτύπησε τόσο δυνατά τον νεκρό σερίφη, που η φιγούρα αναπήδησε στον τοίχο έξι εφτά μέτρα μακριά. Σερίφηδες και πιστολάδες. Μονομαχίες το σούρουπο. Και οι γύπες πάντα χορτάτοι. Ένιωθε καλύτερα. Το δείπνο του έφτασε. Η ζωή ήταν όμορφη. Το ίδιο κι ο θάνατος, αν ήσουν εσύ που τον μοίραζες.

Από την ψηλότερη έρημο στην ψηλή έρημο, καθώς κατέβαιναν πάνω από εξακόσια μέτρα, από τη Σάντα Φε στην Αλμπουκέρκη, ο Ντάστι έκανε ενενήντα χιλιόμετρα σε ενενήντα λεπτά. Η ένταση της θύελλας ελαττώθηκε, όμως χιόνιζε σταθερά και στην πόλη που βρισκόταν σε μικρότερο υψόμετρο. Βρήκαν ένα κατάλληλο μοτέλ και πλήρωσαν για το δωμάτιο με μετρητά, γιατί μπορεί το πρωί να δοκίμαζε κάποιος να τους εντοπίσει από τις πιστωτικές κάρτες τους. Αφού έβαλαν τις βαλίτσες τους στο δωμάτιο, πήγαν την BMW κάπου ενάμισι χιλιόμετρο μακριά και την άφησαν σε μια πάροδο όπου δεν θα φαινόταν αταίριαστη ούτε θα τραβούσε την προσοχή για μερικές μέρες. Ο Ντάστι ήθελε να πάει μόνος και να μείνει η Μάρτι στο ζεστό δωμάτιο του μοτέλ, όμως εκείνη αρνήθηκε να χωρίσουν έστω και για λίγο. Η Μάρτι χρησιμοποίησε το δεύτερο κουρέλι για να σκουπίσει το τιμόνι, το ταμπλό, τα χερούλια και τις υπόλοιπες επιφάνειες που μπορεί να είχαν αγγίξει. Ο Ντάστι δεν άφησε τα κλειδιά στο αυτοκίνητο. Αν το έκλεβαν κάποιοι πιτσιρικάδες για να πάνε βόλτα, μπορεί να επικοινωνούσε η αστυνομία με τους ιδιοκτήτες της BMW και το ινστιτούτο θα τους αναζητούσε αμέσως στην Αλμπουκέρκη. Κλείδωσε το αυτοκίνητο κι έριξε τα κλειδιά στην πλησιέστερη σχάρα υπονόμου. Γύρισαν με τα πόδια στο μοτέλ, μέσα στο χιόνι, πιασμένοι χέρι χέρι. Το κρύο δεν ήταν τόσο τσουχτερό κι ο άνεμος, που φυσούσε ψηλότερα, εδώ είχε κοπάσει.

Η βόλτα θα μπορούσε να ήταν διασκεδαστική, ακόμη και ρομαντική, μια οποιαδήποτε νύχτα εκτός από αυτή. Τώρα ο Ντάστι συνέδεε το χιόνι με το θάνατο και υποψιαζόταν πως αυτά τα δυο θα παρέμεναν συνδεδεμένα στο μυαλό του για όλη την υπόλοιπη ζωή του, πως θα προτιμούσε πάντα να μένει στην ήπια ακτή της Καλιφόρνιας τους χειμερινούς μήνες. Σ' ένα διανυκτερεύον παντοπωλείο αγόρασαν μια φραντζόλα λευκό ψωμί, λίγο τυρί, ένα βάζο μουστάρδα, τσιπς με καλαμπόκι και μπίρες. Καθώς τριγύριζαν στους διαδρόμους του καταστήματος και διάλεγαν -κάτι που συνήθως θα τον γέμιζε μ' ανυπομονησία-, ο Ντάστι ήταν τόσο πλημμυρισμένος από συναισθήματα, τόσο ευγνώμων που ήταν ζωντανός, τόσο χαρούμενος που είχε τη Μάρτι στο πλευρό του, που ένιωσε τα πόδια του αδύναμα, ένιωσε τα γόνατά του έτοιμα να λυγίσουν, κι έγειρε πάνω σ' ένα ράφι, κάνοντας πως διάβαζε την ετικέτα σε μια κονσέρβα με κρέας. Μάλλον θα ξεγελούσε όποιον τον έβλεπε, όμως όχι τη Μάρτι. Στάθηκε πλάι του, με το χέρι της στο σβέρκο του, κάνοντας πως διάβαζε την ετικέτα μαζί του, και είπε ψιθυριστά: «Καλέ μου, σ' αγαπώ». Πίσω στο δωμάτιο τους, ο Ντάστι κάλεσε έναν αριθμό τηλεφωνικής εταιρείας από 800 για να μάθει πότε αναχωρούσε η πρώτη πτήση το πρωί. Βρήκε θέσεις και χρησιμοποίησε την πιστωτική του κάρτα μονάχα για την κράτηση, λέγοντας στον πράκτορα πως δεν θα πλήρωνε τα εισιτήρια μ' αυτή. «Προτιμώ να πληρώσω με μετρητά όταν θα τα πάρω αύριο». Για κάμποση ώρα έκαναν καυτό ντους. Τα λεπτά σαπουνάκια-μινιατούρες του μοτέλ είχαν λιώσει πια, όταν τέλειωσαν. Ο Ντάστι ανακάλυψε ένα γδάρσιμο πίσω από το δεξί του αυτί. Το αίμα είχε ξεραθεί. Ίσως να είχε χτυπήσει όταν ντεραπάρισε το αυτοκίνητο. Ούτε που το είχε νιώσει ως τώρα. Καθισμένοι στο κρεβάτι, με μια πετσέτα μπάνιου για τραπεζομάντιλο, έφτιαξαν σάντουιτς με τυρί. Είχαν διατηρήσει τις μπίρες κρύες μέσα σ' έναν κάδο σκουπιδιών γεμάτο πάγο. Τα σάντουιτς και τα τσιπς δεν είχαν ούτε καλή ούτε κακή γεύση. Ήταν απλώς φαγητό. Καύσιμο για τα κορμιά

τους. Η μπίρα ήταν για να τους βοηθήσει να κοιμηθούν, αν θα τα κατάφερναν δηλαδή. Κανένας τους δεν είχε μιλήσει ιδιαίτερα στο ταξίδι από τη Σάντα Φε, οΰτε και τώρα μιλούσαν πολΰ. Στα χρόνια που θα έρχονταν, αν είχαν την τύχη να ζήσουν για χρόνια και όχι για ημέρες ή για ώρες, μάλλον δεν θα μιλούσαν ποτέ γι' αυτό που είχε συμβεί σ' εκείνα τα ινδιάνικα χαλάσματα. Η ζωή ήταν υπερβολικά μικρή για να τη σπαταλήσουν στους εφιάλτες και όχι στα όνειρα. Πολΰ αποκαμωμένοι για να κουβεντιάσουν, έφαγαν παρακολουθώντας τηλεόραση. Οι ειδήσεις ήταν γεμάτες εικόνες πολεμικών αεροσκαφών και εκρήξεων μες στη νΰχτα, στην άλλη μεριά του πλανήτη. Ακολουθώντας τις συμβουλές των ειδικών στις διεθνείς σχέσεις, η πιο ισχυρή συμμαχία κρατών στον κόσμο προσπαθούσε για άλλη μια φορά να φέρει δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βομβαρδίζοντας πολιτικούς στόχους για να διαλύσει την υποδομή των αντιπάλων. Γέφυρες, νοσοκομεία, μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, βιντεολέσχες, υδραγωγεία, εκκλησίες, φαστ φουντ. Κρίνοντας από τις ειδήσεις, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι κανένας στο χώρο της πολιτικής και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, για την ακρίβεια κανένας προνομιούχος σε οποιονδήποτε χώρο, δεν αμφέβαλλε για το κατά πόσο μια τέτοια επιχείρηση ήταν ηθική. Οι συζητήσεις των ειδικών επικεντρώνονταν στην ποσότητα και στους τύπους των βομβών που έπρεπε να ριχτούν για να προκαλέσουν λαϊκή εξέγερση ενάντια στην κυβέρνηση, έτσι ώστε να αποφευχθεί ένας κανονικός πόλεμος. «Για τους ανθρώπους που βρίσκονταν σ' εκείνο το αναθεματισμένο εστιατόριο», είπε η Μάρτι, «είναι ήδη κανονικός πόλεμος». Ο Ντάστι έκλεισε την τηλεόραση. Αφού έφαγαν -κι ήπιαν δυο μπίρες ο καθένας-, χώθηκαν κάτω απ' τα σκεπάσματα κι απέμειναν ξαπλωμένοι στο σκοτάδι, πιασμένοι χέρι χέρι. Την προηγούμενη νύχτα, το να κάνουν έρωτα ήταν μια επιβεβαίωση πως ζούσαν. Τώρα έμοιαζε με βλασφημία. Έτσι κι αλλιώς, το μόνο που χρειάζονταν ήταν να 'ναι κοντά ο ένας στον άλλο.

Ύστερα από λίγο η Μάρτι ρώτησε: «Υπάρχει τρόπος να γλιτώσουμε;» «Δεν ξέρω», απάντησε εκείνος με ειλικρίνεια. «Αυτοί οι άνθρωποι στο ινστιτούτο... ό,τι κι αν κάνουν, δεν είχαν τίποτε εναντίον μας προτού έρθουμε εδώ. Μας κυνήγησαν για να προστατέψουν τον Άριμαν». «Τώρα όμως είναι ο Ζάκαρι κι ο Κέβιν». «Μάλλον θα το δουν πρακτικά. Θέλω να πω, γι' αυτούς είναι μες στο κόστος της δουλειάς. Δεν έχουμε τίποτε στα χέρια μας για να τους κατηγορήσουμε, οπότε δεν αποτελούμε απειλή γι' αυτούς». «Και λοιπόν;» «Λοιπόν, αν πέθαινε ο Άριμαν... δε θα μας άφηναν στην ησυχία μας;» «Μπορεί». Για λίγο δεν μίλησε κανένας τους. Η νύχτα ήταν τόσο σιωπηλή, που του Ντάστι του φαινόταν πως σχεδόν άκουγε τις χιονονιφάδες να πέφτουν στο έδαφος έξω. «Θα μπορούσες να τον σκοτώσεις;» τη ρώτησε τελικά. Έκανε πολλή ώρα για ν' απαντήσει. «Δεν ξέρω. Εσύ; Έτσι... εν ψυχρώ; Να σταθείς μπροστά του και να πατήσεις τη σκανδάλη;» «Ίσως». Για λίγο απέμεινε βουβή, εκείνος όμως ήξερε πως δεν ήταν έτοιμη ν' αποκοιμηθεί. «Όχι», του είπε τελικά. «Δε νομίζω πως θα μπορούσα. Να τον σκοτώσω, εννοώ. Αυτόν ή οποιονδήποτε άλλο. Όχι ξανά». «Το ξέρω πως δε θα 'θελες να αναγκαστείς να το κάνεις. Όμως ξέρω πως θα μπορούσες. Το ίδιο κι εγώ». Ξαφνιασμένος, βρέθηκε να της λέει για την οπτική απάτη που τόσο τον είχε μαγέψει όταν ήταν παιδί, για τη ζωγραφιά του δάσους που, με μια απλή αλλαγή της εστίασης, αποκάλυπτε ξάφνου μια μητρόπολη γεμάτη κίνηση. «Αυτό έχει σχέση;» τον ρώτησε. «Ναι. Γιατί απόψε αυτή η ζωγραφιά ήμουν εγώ ο ίδιος. Πάντα πίστευα πως ήξερα ακριβώς ποιος ήμουν. Και ύστερα, με μια απλή αλλαγή της εστίασης, αντικρίζω ένα διαφορετικό εαυτό. Ποιος είναι αληθινός και ποιος ψεύτικος;» «Και οι δύο είναι αληθινοί», του είπε. «Κι ούτε είναι κακό αυτό».

Με το να λέει πως δεν ήταν κακό, το έκανε να μην είναι κακό. Αν και δεν το ήξερε η Μάρτι, και παρ' ότι ο Ντάστι δεν θα κατόρθωνε ποτέ να της εξηγήσει πώς ακριβώς ένιωθε, εκείνη ήταν η μόνη λυδία λίθος στη ζωή του, που του έδειχνε πόσο άξιζε σαν άνθρωπος. Αργότερα, όταν ήταν έτοιμος να αποκοιμηθεί, η Μάρτι του είπε: «Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος για να γλιτώσουμε. Χρειάζεται απλώς μια αλλαγή... εστίασης». Μπορεί να είχε δίκιο. Ένας τρόπος για να γλιτώσουν. Δεν κατόρθωσε όμως να τον βρει, οΰτε στον ξΰπνο του ούτε στα όνειρά του.

Σ τ ο ΓΑΛΑΝΟ ΠΡΩΙΝΟ, πετώντας από την Αλμπουκέρκη

χωρίς να 'χει μαζί της οΰτε πυροσβεστικό αυτοκινητάκι οΰτε πιστόλι, πιασμένη και πονεμένη ΰστερα από τις περιπέτειες της προηγούμενης μέρας, η Μάρτι ένιωθε αποκαμωμένη και γερασμένη. Καθώς ο Ντάστι διάβαζε το Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου για να καταλάβει καλύτερα τον εχθρό τους, η Μάρτι πίεζε το μέτωπο της στο παράθυρο και κοίταζε τη χιονοσκέπαστη πόλη, από κάτω τους, να χάνεται γοργά. Ολόκληρος ο κόσμος είχε γίνει τόσο παράξενος, που θα μπορούσαν κάλλιστα να φεύγουν από την ΚουάλαΛουμπούρ ή κάποια άλλη εξωτική πρωτεύουσα. Λιγότερο από εβδομήντα δΰο ώρες νωρίτερα, είχε βγάλει τον Βαλέ για την πρωινή του βόλτα κι ο ίσκιος της την είχε τρομοκρατήσει. Μόλις πέρασε εκείνη η παράξενη στιγμή, παραλίγο να βάλει τα γέλια. Η πιο αγαπημένη της φίλη ήταν ακόμη ζωντανή. Δεν είχε πάει ακόμη στη Σάντα Φε. Τότε, πίστευε πως στη ζωή υπήρχε ένα μυστηριώδες σχέδιο και διέκρινε καθησυχαστικά μοτίβα επανάληψης στα καθημερινά γεγονότα. Ακόμη πίστευε πως υπήρχε κάποιο σχέδιο, αν και τώρα διέκρινε εντελώς διαφορετικά μοτίβα στη ζωή της, διαφορετικά και τόσο περίπλοκα που την αναστάτωναν. Περίμενε να υποφέρει από φριχτούς εφιάλτες -κι όχι γιατί είχε πιει δυο μπίρες και είχε φάει μερικά φτωχικά σάντουιτς με τυρί. Ο ύπνος της, όμως, ήταν αδιατάρακτος. Ούτε ο Γελαστός Μπομπ την είχε επισκεφτεί στα όνειρά της ή σ' εκείνες τις στιγμές, στη διάρκεια της νύχτας, που έψαχνε ξύπνια μες στο σκοτάδι του δωματίου του μοτέλ, αναζητώντας το χαρακτηριστικό σχήμα του κράνους του και τις αμυδρά φωτεινές ρίγες στο πανωφόρι της στολής του. Η Μάρτι λαχταρούσε να τον δει, είτε στα όνειρά της εί-

τε όχι. Ένιωθε εγκαταλειμμένη, σαν να μην άξιζε πια την προστασία του. Τώρα που γύριζε στην Καλιφόρνια και σ' όλα όσα την περίμεναν εκεί, είχε ανάγκη και τους δύο άντρες της ζωής της, και τον Ντάστι και τον Γελαστό Μπομπ, για να μπορεί να ελπίζει.

Ο γιατρός σπάνια έβλεπε ασθενείς κάποια άλλη μέρα εκτός από τις τέσσερις πρώτες της βδομάδας. Αυτή την Παρασκευή είχε στο πρόγραμμά του μόνο τη Μάρτι και τον Ντάστι Ρόουντς, που δυστυχώς δεν θα τα κατάφερναν να έρθουν στο ραντεβού τους. «Να προσέχεις», είπε στο είδωλο του στον καθρέφτη του μπάνιου. «Σε λίγο καιρό δε θα σου μείνει κανένας ασθενής αν συνεχίσεις να τους ξεπαστρεύεις». Καθώς είχε γλιτώσει από την κρίση των δύο τελευταίων ημερών με την ουρά και τα κέρατά του ανέπαφα -για να κάνει και λίγο μεταφυσικό χιούμορ-, είχε υπέροχη διάθεση. Συν τοις άλλοις, είχε σκεφτεί έναν τρόπο να ξαναζωντανέψει το παιχνίδι που έμοιαζε χαμένο την περασμένη νύχτα, καθώς κι ένα θαυμάσιο τρόπο να χρησιμοποιήσει το ευωδιαστό περιεχόμενο της γαλάζιας σακούλας. Φόρεσε ένα από τα ακριβά του κοστούμια: μαύρο, φτιαγμένο σε ράφτη, με πέτα στο τελευταίο στυλ της μόδας και με δυο κουμπιά στο σακάκι. Φαινόταν τόσο εντυπωσιακός στον τρίφυλλο καθρέφτη της ντουλάπας του, που σκέφτηκε να στήσει τη βιντεοκάμερα για να απαθανατίσει την υπέροχη όψη του αυτή την ιστορική ημέρα. Δυστυχώς, ο χρόνος ήταν κάτι παραπάνω από χρήμα, όπως την περασμένη νύχτα. Είχε υποσχεθεί στην «Κιανουφοβική» να βρίσκεται όλη μέρα στο ιατρείο του περιμένοντάς τη να αποφασίσει αν θα συμμετείχε ή όχι στην επανάσταση ενάντια στον μοχθηρό υπολογιστή. Δεν έπρεπε να απογοητεύσει την τρελή νεόπλουτη. Για δεύτερη συνεχόμενη μέρα αποφάσισε να πάρει μαζί του ένα όπλο. Η απειλή έμοιαζε να έχει υποχωρήσει, τώρα που τόσοι απ' τους εχθρούς του ήταν πια νεκροί, όμως οι καιροί ήταν επικίνδυνοι. Αν και το Τόρους ΡΤ-111 Μιλένιουμ δεν ήταν δηλωμένο -μια και του το είχαν δώσει, όπως και όλα τα όπλα του, οι

καλοί του φίλοι στο ινστιτούτο-, δεν μπορούσε να το ξαναχρησιμοποιήσει. Τώρα που συνδεόταν με το φόνο δυο ανθρώπων, ήταν επικίνδυνο- έπρεπε να το διαλύσει και να το ξεφορτωθεί όσο πιο διακριτικά γινόταν. Από το «χρηματοκιβώτιο» των όπλων, που ήταν κρυμμένο πίσω από τα ράφια στο καθιστικό της σουίτας του, διάλεξε μια Μπερέτα 85F, ένα κομψό πιστόλι που έπαιρνε οχτώ σφαίρες. Κι αυτό ήταν αδήλωτο και αχρησιμοποίητο. Έβαλε σ' ένα χαρτοφύλακα Μαρκ Κρος, με δέρμα κατεργασμένο στο χέρι, το γαλάζιο σακουλάκι, τη σακούλα από τα Πράσινα Στρέμματα και το κασετόφωνο που χρησιμοποιούσε για να υπαγορεύει. Περιμένοντας το τηλεφώνημα της ασθενούς, θα σχεδίαζε κάποιο παιχνίδι και θα ετοίμαζε ένα κεφάλαιο του Μη Φοβάσαι, Γιατί Είμαι Πλάι Σον. Στο γραφείο του, κοίταξε την ηλεκτρονική αλληλογραφία του και ξαφνιάστηκε βλέποντας πως δεν του είχαν στείλει ακόμη επιβεβαίωση για τους δυο θανάτους στο Νέο Μεξικό. Σαστισμένος αλλά όχι ανήσυχος, έστειλε ένα σύντομο κωδικοποιημένο μήνυμα στο ινστιτούτο, ρωτώντας τους. Πήρε την αντίκα Ρολς Ρόις που είχε στη συλλογή του, τη Σίλβερ Κλάουντ. Το αυτοκίνητο του ενέπνευσε κάμποσα χαϊκού στη σύντομη διαδρομή ως το ιατρείο. Μέρα γαλανή, σύννεφο αργυρό. Όχημα βασιλικό. Και στη γαλανή σακούλα, το σκατό. Ο γιατρός ήταν σε τέλεια φόρμα και το κέφι του είχε σαν αποτέλεσμα άλλο ένα παιχνιδιάρικο ποιηματάκι μόλις δυο τετράγωνα από το γραφείο. Σύννεφο αργυρό, μαύρη άσφαλτος. Ένας τυφλός στη διάβαση, τη μαγκούρα του χτυπά. Οίκτο να του δείξω ή να περάσω καλά; Διάλεξε τον οίκτο κι άφησε τον τυφλό να περάσει σώος. Στο κάτω κάτω, η Ρολς Ρόις ήταν σε άψογη κατάσταση κι ο γιατρός αναρίγησε στη σκέψη πως θα μπορούσε να πάθει το αυτοκίνητο την παραμικρή ζημιά.

Καθώς κατέβαιναν απότομα προς την Καλιφόρνια, ο Ντάστι υποψιαζόταν πως αυτός και η Μάρτι θα συνέχιζαν να πέφτουν ακόμη κι όταν οι τροχοί του αεροσκάφους θα άγγιζαν το διάδρομο. Πίσω απ' αυτή την ηλιόλουστη μέρα, τους

περίμεναν σκοτεινά μέρη που δεν είχε επισκεφτεί άλλος πριν απ' αυτούς. Αοπλος, αλλά οπλισμένος με γνώση, πίστευε πως δεν είχε άλλη επιλογή από το ν' αντιμετωπίσει τον'Άριμαν. Δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις πως ο ψυχίατρος θα ομολογούσε ή θα έδινε κάποια εξήγηση. Το καλύτερο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν πως ο Μαρκ Άριμαν θα φανέρωνε άθελά του κάτι που θα τους βοηθούσε κάπως, έστω για να καταλάβουν σχετικά καλύτερα την προσωπικότητά του και το ινστιτούτο στο Νέο Μεξικό. «Άλλωστε, δε νομίζω να 'χει αντιμετωπίσει πολλές αναποδιές ο Άριμαν. Η ζωή του ως τώρα ήταν σαν κυριακάτικη βόλτα. Κρίνοντας απ' αυτά που διάβασα στο ηλίθιο βιβλίο του, συμπεραίνω πως είναι ακριβώς ο νάρκισσος που μας είπε ο δόκτωρ Κλόστερμαν». «Έχει τρομερή αυτοπεποίθηση», πρόσθεσε η Μάρτι, γιατί ο Ντάστι της είχε διαβάσει μερικά αποσπάσματα από το Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου. «Είναι ισχυρός, με διασυνδέσεις, ευφυής, όμως στο βάθος μπορεί να 'ναι ευάλωτος. Αν τον ταρακουνήσουμε, αν τον ταπεινώσουμε και τον φοβίσουμε, κατά πάσα πιθανότητα θα διατηρήσει σχετικά την ψυχραιμία του, όμως μπορεί να κάνει κάτι ανόητο, να αποκαλύψει κάτι που δε θα 'πρεπε. Και, αυτή τη στιγμή, χρειαζόμαστε όποιο πλεονέκτημα μπορούμε να κερδίσουμε, όσο ασήμαντο κι αν είναι». Αφού πήραν το Σάτερν από το χώρο στάθμευσης του αεροδρομίου, πήγαν στο Φάσιον Άιλαντ στην ακτή του Νιούπορτ, στον ουρανοξύστη όπου είχε ο Άριμαν το ιατρείο του. Στον Πύργο του Σιρίθ Ουνγκόλ, όπως είπε η Μάρτι, αναφερόμενη σ' ένα σατανικό μέρος από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Καθώς ανέβαιναν με το ασανσέρ στον δέκατο τέταρτο όροφο, ο Ντάστι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος και στο στομάχι, λες και ο θάλαμος κατέβαινε αντί να ανεβαίνει. Λίγο έλειψε να αποφασίσει να μη βγει από το ασανσέρ, να ξανακατέβει στο ισόγειο. Και ύστερα... μια ιδέα.

Ο γιατρός ήταν καθισμένος στο γραφείο του κι έκανε διάλειμμα τρώγοντας σνακ όταν ο υπολογιστής του -που λειτουργούσε πάντα- έβγαλε ένα σιγανό κουδούνισμα και η ο-

θόνη γέμισε με την εικόνα του καθιστικού από την κάμερα ασφαλείας, όπως γινόταν κάθε φορά που έμπαινε κάποιος από το διάδρομο του ορόφου. Αν δούλευε στον υπολογιστή του, η εικόνα απ' την κάμερα θα είχε εμφανιστεί μικρότερη στην οθόνη και δεν θα είχε δει τόσο καθαρά ο γιατρός τη Μάρτι και τον Ντάστι Ρόουντς. Κοίταξε το Ρόλεξ του και είδε πως είχαν αργήσει μόλις έξι λεπτά στο ραντεβού τους. Προφανώς κάτι είχε πάει εντελώς στραβά στο Νέο Μεξικό. Διάφορα εικονίδια ασφαλείας είχαν εμφανιστεί στο κάτω μέρος της οθόνης. Ο γιατρός επέλεξε με το ποντίκι του την εικόνα ενός όπλου. Ένας εξαιρετικά ευαίσθητος ανιχνευτής μετάλλων έδειξε πως είχαν και οι δύο μικρές ποσότητες μετάλλου πάνω τους -κέρματα, κλειδιά και τα συναφή-, αλλά κανένας τους δεν είχε κρυμμένη μια μεταλλική μάζα αρκετά μεγάλη για να 'ναι όπλο. Σε άλλο εικονίδιο. Κλικ. Καθώς οι δύο επισκέπτες στέκονταν στο παράθυρο της αίθουσας υποδοχής και μιλούσαν στην Τζένιφερ, βρίσκονταν μπροστά στις λυχνίες Ρέντγκεν που ήταν κρυμμένες ανάμεσα στις ράβδους της σχάρας κλιματισμού στον τοίχο αριστερά. Ακτινοσκοπικές εικόνες εμφανίζονταν στην οθόνη του Άριμαν. Είχαν καλούς σκελετούς. Στέρεη οστέινη κατασκευή, καλά αρθρωμένες κλειδώσεις, εξαίρετη στάση σώματος. Αν είχαν και το ανάλογο τάλαντο, θα γίνονταν έξοχοι κλασικοί χορευτές. Σαν να αιωρούνταν σε μηδενική βαρύτητα, διάφορα αντικείμενα αποκαλύφθηκαν γύρω από τα καλά στημένα κόκαλα. Κέρματα, κλειδιά, κουμπτά, μεταλλικά φερμουάρ, όμως κανένα μαχαίρι σε μια θήκη χεριού ή ποδιού, τίποτε φονικό. Έ ν α συνονθύλευμα από μικροαντικείμενα στο τσαντάκι της Μάρτι ήταν δύσκολο να αναγνωριστούν. Ανάμεσά τους μπορεί να υπήρχε κι ένας σουγιάς. Ήταν αδύνατο να 'ναι βέβαιος. Το τρίτο εικονίδιο ήταν το σχέδιο μιας μύτης. Τελειώνοντας το σνακ του, ο γιατρός επέλεξε τη μύτη. Αυτό ενεργοποιούσε έναν αναλυτή οσμών που εξέταζε δείγματα αέρα από την αίθουσα υποδοχής. Αυτή η συ-

σκευή, προγραμματισμένη να αναγνωρίζει τη χημική ταυτότητα τριάντα δύο διαφορετικών εκρηκτικών ενώσεων, ήταν αρκετά ευαίσθητη ώστε να ανιχνεύει μόλις τρία χαρακτηριστικά μόρια ανά κυβικό εκατοστό αέρα. Αρνητικό. Κανένας από τους επισκέπτες του δεν είχε μια βόμβα πάνω του. Βέβαια, δεν περίμενε πραγματικά να έχουν, είτε ο Ντάστι είτε η Μάρτι, την απαιτούμενη πείρα στα εκρηκτικά ή απλώς την εξυπνάδα και την τόλμη για να έρθουν με βόμβες κολλημένες στα κορμιά τους. Ο γιατρός είχε εγκαταστήσει αυτό το εξαιρετικό σύστημα ασφαλείας γιατί μερικές φορές είχε να κάνει με ασθενείς πολύ λιγότερο σταθερούς απ' αυτούς τους δυο. Όλες αυτές τις περίπλοκες προφυλάξεις κάποιοι θα μπορούσαν να τις θεωρήσουν ενδείξεις παράνοιας. Για το γιατρό, όμως, ήταν απλώς προσοχή στη λεπτομέρεια. Ο πατέρας του τον συμβούλευε συχνά για το πόσο σημαντική ήταν η ασφάλεια. Τα γραφεία του μεγάλου σκηνοθέτη ήταν εξοπλισμένα με τα πιο σύγχρονα (για εκείνη την εποχή) συστήματα ασφαλείας, που τον προστάτευαν από τις παρατημένες στάρλετ, από τους ευερέθιστους ηθοποιούς που κατέφθαναν εξοργισμένοι με τον τρόπο που είχε μοντάρει τις σκηνές τους κι από οποιονδήποτε κριτικό που μπορεί να είχε ανακαλύψει ποιος είχε πληρώσει για να σπάσουν τα πόδια της μητέρας του. Τώρα, βέβαιος πως ούτε ο Ντάστι ούτε η Μάρτι μπορούσαν να τον βλάψουν ταχύτερα απ' όσο μπορούσε εκείνος να τους «ενεργοποιήσει», ο Άριμαν είπε από το εσωτερικό τηλέφωνο στην Τζένιφερ πως ήταν έτοιμος για το ραντεβού του. Δίχως να σηκωθεί απ' το γραφείο του, ξεκλείδωσε την ηλεκτρονική κλειδαριά της πόρτας της αίθουσας υποδοχής, που άνοιξε αργά προς τα μέσα. Ο γιατρός επέλεξε ένα εικονίδιο που έδειχνε ένα ζευγάρι ακουστικά. Η Μάρτι κι ο Ντάστι μπήκαν, και φαίνονταν αγριεμένοι αλλά πιο ήπιοι απ' όσο περίμενε ο γιατρός. Όταν τους είπε να καθίσουν στις δυο μικρότερες καρέκλες αντικριστά στο γραφείο, υπάκουσαν. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους. «Γιατρέ», είπε η Μάρτι, «δεν ξέρουμε τι στην ευχή συμβαίνει, αυτό που ξέρουμε όμως είναι πως ό,τι κι αν συμβαίνει είναι βρόμικο, νοσηρό και θέλουμε κάποιες απαντήσεις». Καθώς του μιλούσε, ο Άριμαν κοίταζε την οθόνη του υ-

πολογιστή του. Η απουσία χαμηλού ηλεκτρονικού πεδίου που να σχετίζεται με κάποιον αναμεταδότη φωνής, φανέρωνε πως δεν είχε κρυμμένο μικρόφωνο πάνω της. «Μια στιγμή, σε παρακαλώ», είπε επιλέγοντας ένα εικονίδιο με μικρόφωνο. «Κοίτα», είπε θυμωμένα ο Ντάστι, «δε θα καθόμαστε εδώ πέρα να σε...» «Σσσ», έκανε ο γιατρός βάζοντας το δάχτυλο του στα χείλη του. «Μια στιγμή μονάχα, σε παρακαλώ, θέλω απόλυτη ησυχία. Απόλυτη». Κοιτάχτηκαν καθώς ο Άριμαν διάβαζε την αναφορά στην οθόνη. Ο γιατρός είπε: «Μάρτι, υπάρχουν εξαιρετικά ευαίσθητα μικρόφωνα σ' αυτό το δωμάτιο, που ανιχνεύουν τον χαρακτηριστικό επαναλαμβανόμενο ήχο μιας κασέτας που γυρίζει σ' ένα κασετόφωνο. Βλέπω πως έχεις αφήσει το τσαντάκι σου ανοιχτό και το κρατάς ελαφρά γερμένο προς το μέρος μου. Υπάρχει κάποιο κασετόφωνο μέσα;» Ολοφάνερα ταραγμένη, έβγαλε το κασετόφωνο. «Βάλ' το στο γραφείο, σε παρακαλώ». Εκείνη έγειρε κι άφησε το κασετόφωνο. Ο Άριμαν το έκλεισε κι έβγαλε τη μικρή κασέτα. «Έχεις την κασέτα», είπε οργισμένη η Μάρτι. «Εντάξει. Όμως έχουμε στα χέρια μας μια καλύτερη, κάθαρμα. Έχουμε μία με τη Σούζαν Τζάγκερ...» «Ρέιμοντ Σο», είπε ο γιατρός. «Ακούω», αποκρίθηκε η Μάρτι κοκαλώνοντας λίγο, καθώς ενεργοποιούνταν. Αμέσως, καθώς ο Ντάστι γύριζε συνοφρυωμένος προς τη γυναίκα του, ο Άριμαν είπε: «Βαΐόλα Νάρβιλι». Το να τους ενεργοποιήσει ταυτόχρονα ήταν δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο. Αν περνούσαν πάνω από έξι δευτερόλεπτα ανάμεσα σε δυο στίχους του χαϊκού τους, θα ανακτούσαν πλήρως τη συνείδησή τους. Επομένως, θα 'πρεπε να περνά από τον ένα στον άλλο, σαν ζογκλέρ που στριφογυρίζει πιάτα πάνω σε ραβδιά. Στη Μάρτι είπε: «Φυσώντας απ' τη δύση ο άνεμος...» «Εσύ είσαι η δύση κι ο δυτικός άνεμος». Στον Ντάστι είπε: «Αστράφτει ο κεραυνός». «Εσύ είσαι ο κεραυνός». Τώρα στη Μάρτι: «...τα πεσμένα φύλλα μαζεύει...» «Τα φύλλα είναι οι εντολές σου».

Και πάλι στον Ντάστι: «...και του βραδινού ερωδιού η κραυγή...» «Οι κραυγές είναι οι εντολές σου». Ο Άριμαν τέλειωσε με τη Μάρτι: «...στην ανατολή». «Εγώ είμαι η ανατολή». Και τελικά στον Ντάστι: «...στο σκοτάδι ταξιδεύει». «Εγώ είμαι το σκοτάδι». Η Μάρτι καθόταν με το κεφάλι της λίγο γερμένο και τα μάτια της στα χέρια της, που έσφιγγαν το τσαντάκι. Όμορφο σκυφτό κεφάλι. Αν της έλεγε τα μυαλά της να τινάξει στον αέρα... τον κύριό της θα υπάκουε. Ομολογουμένως, αυτό δεν ήταν καν χαϊκού, όμως διαπνεόταν από ένα συναίσθημα που του γιατρού τού φάνηκε γοητευτικό. Γυρισμένος ακόμη προς τη σύζυγο του και γέρνοντας ελαφρά, σαστισμένα το κεφάλι, ο Ντάστι έμοιαζε να 'χει την προσοχή του στραμμένη πάνω της. Φυσικά εκείνη δεν την ενδιέφερε πραγματικά το τσαντάκι της, ούτε ο σύζυγος της είχε αληθινά συναίσθηση της παρουσίας της Μάρτι, γιατί δεν περίμεναν και οι δυο παρά ένα πράγμα: εντολές. Τέλεια. Κατάπληκτος και κατευχαριστημένος, ο Άριμαν έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και θαύμασε την ταχύτητα με την οποία είχε αλλάξει η τύχη του προς το καλύτερο. Το παιχνίδι, το οποίο είχε αποφασίσει ν' αλλάξει εκείνο το ίδιο πρωί, μπορούσε τώρα να παιχτεί σχεδόν με τον αρχικό τρόπο. Όλα τα προβλήματά του είχαν λυθεί. Εντάξει, με μόνη εξαίρεση την «Κιανουφοβική». Τώρα όμως, που φαινόταν να 'χει το σύμπαν με το μέρος του, περίμενε πως το ζήτημα της πάμπλουτης τρελής θα λυνόταν προς όφελος του την ίδια κιόλας μέρα. Ήταν περίεργος να μάθει πώς αυτό το απίθανο ζευγάρι, ο ελαιοχρωματιστής και η σχεδιάστρια ηλεκτρονικών παιχνιδιών, είχε γλιτώσει στο Νέο Μεξικό. Για την ακρίβεια, δεν είχε μονάχα μια ερώτηση να τους κάνει αλλά πεντακόσιες· θα μπορούσε να περάσει ολόκληρη τη μέρα ανακρίνοντάς τους για το πώς είχαν καταλάβει τόσο πολλά γι' αυτόν, ακόμη και μ' αυτούς τους λίγους μπαλαντέρ που τους έτυχαν. Όσο κι αν πρέπει όμως να δίνει κανείς σημασία στη λεπτομέρεια, πρέπει και να θυμάται ποιος είναι ο τελικός στόχος, το έπαθλο. Σ' αυτή την περίπτωση, το έπαθλο ήταν

η επιτυχής ολοκλήρωση του σπουδαιότερου παιχνιδιού στη σταδιοδρομία του γιατρού. Αν και σκόπευε αρχικά να παίξει λιγάκι με τη Μάρτι προτού τους χρησιμοποιήσει, εκείνη και τον Ντάστι, στο Μάλιμπου, δεν ήταν διατεθειμένος πια να περιμένει μήνες, εβδομάδες, ακόμη και ώρες, για να φτάσει το παιχνίδι στο τέλος του. Εν τέλει, παρά την ευφυΐα τους, η Μάρτι κι ο Ντάστι ήταν απλώς δυο πληβείοι, δυο κοινά ανθρωπάκια που πολεμούσαν απεγνωσμένα να ξεπεράσουν την κοινωνική τους τάξη, όπως λαχταρούσαν όλοι οι πληβείοι κι ας μην το ομολογούσαν - δεν ήταν παρά δυο άνθρωποι που μοχθούσαν μάταια για ένα απραγματοποίητο όνειρο. Αναμφίβολα, κάποιες απ' τις λεπτομέρειες της αξιολύπητης έρευνάς τους θα ήταν διασκεδαστικές, τελικά όμως, οι περιπέτειές τους δεν θα ήταν παρά ελάχιστα πιο ενδιαφέρουσες από τα καμώματα του ντετέκτιβ Σκιτ και του ανώνυμου φιλαράκου του. Είχαν ενδιαφέρον όχι γι' αυτό που ήταν αλλά αποκλειστικά για το πώς μπορούσαν να ελεγχθούν. Πριν τηλεφωνήσει ή εμφανιστεί η «Κιανουφοβική» περιπλέκοντας τα πράγματα, ο Άριμαν έπρεπε να προστάξει τον Ντάστι και τη Μάρτι, να τους «κουρδίσει» και να τους στείλει στο φονικό όργιο που ήταν η ολοκλήρωση αυτού του παιχνιδιού. «Μάρτι, Ντάστι, τώρα μιλώ και στους δυο σας. Θα σας προστάξω ταυτόχρονα για να εξοικονομήσω χρόνο. Έγινα κατανοητός;» «Έγινες κατανοητός;» ρώτησε η Μάρτι και ταυτόχρονα ο Ντάστι είπε: «Έγινες;» «Πείτε μου αν καταλαβαίνετε ή όχι αυτό που σας είπα». «Καταλαβαίνω», είπαν ταυτόχρονα. Γέρνοντας στην πολυθρόνα του και απολαμβάνοντας αυτή τη στιγμή, κυριολεκτικά μεθώντας απ' την ευχαρίστηση, δίχως καν να στενοχωριέται που τώρα δεν θα μπορούσε να παίξει μερικές φορές με τη Μάρτι, ο γιατρός είπε: «Αργότερα, σήμερα, θα πάτε με το αυτοκίνητο ως το Μάλιμπου...» «Το Μάλιμπου...» μουρμούρισε η Μάρτι. «Ναι, σωστά, το Μάλιμπου. Ξέρετε πού. Θα επισκεφτείτε τη μητέρα του Ντάστι, την Κλοντέτ, και το σύζυγο της -αυτό τον άπληστο, αρχομανή, υπερόπτη ηλίθιο, το δόκτορα Ντέρεκ Λάμπτον». «Καταλαβαίνω», είπε ο Ντάστι. «Ναι, είμαι βέβαιος πως καταλαβαίνεις», είπε ο Άριμαν

διασκεδάζοντας το, «μια και ήσουν αναγκασμένος να ζεις κάτω απ' την ίδια στέγη μ' αυτό το βρομερό ουροδοχείο. Λοιπόν, όταν φτάσετε στο Μάλιμπου, αν λείπει είτε η Κλοντέτ είτε ο ηλίθιος ο Ντέρεκ, πρέπει να περιμένετε μέχρι να είναι και οι δυο στο σπίτι». Ο γιατρός συνειδητοποίησε πως κορόιδευε τον Λάμπτον σαν έφηβος, βρίζοντάς τον, όμως, αχ, πόσο γλυκό ήταν, πόσο λυτρωτικό. Με όλο και μεγαλύτερη έξαψη, είπε: «Για την ακρίβεια, πρέπει να περιμένετε μέχρι να γυρίσει κι ο γιος τους, ο φαρμακερός ετεροθαλής αδερφός σου, ο Ντέρεκ ο νεότερος -που είναι, επί τη ευκαιρία, εξίσου πυώδες εξάνθημα στον πισινό της ανθρωπότητας, όσο είναι κι ο γέρος του. Ο ηλίθιος ο Ντέρεκ ο νεότερος μάλλον θα 'ναι εκεί όταν θα φτάσετε, γιατί παρακολουθεί μαθήματα κατ' οίκον, όπως θα ξέρετε ήδη. Ο συφιλιδικός πατριός σου έχει τις δικές του ηλίθιες θεωρίες περί εκπαίδευσης, κάποιες απ' τις οποίες επέβαλε και σ' εσάς, φαντάζομαι, σ' εσένα και στον Σκιτ. Τέλος πάντων, πρέπει να 'ναι παρόντες όλοι προτού δράσετε. Θα τους ακινητοποιήσετε, αλλά δε θα τους σκοτώσετε αμέσως. Θα τους ακρωτηριάσετε και θα τους διαμελίσετε με την εξής σειρά: πρώτα την Κλοντέτ, ύστερα τον Ντέρεκ τον νεότερο και τέλος την αυτού ηλίθια εξοχότητα, τον Ντέρεκ τον πρεσβύτερο. Πρέπει να 'ναι τελευταίος για να παρακολουθήσει ό,τι θα κάνετε στην Κλοντέτ και στον μικρό. Την Τετάρτη, Μάρτί, σου έδειξα τη φωτογραφία μιας κοπέλας που το διαμελισμένο της κορμί είχε αναδιαταχθεί απ' το φονιά της μ' έναν εξαιρετικά ευφυή τρόπο και σου ζήτησα να εστιάσεις ιδιαίτερα την προσοχή του σ' αυτή τη σκηνή. Μόλις θα την κομματιάσετε, εσύ κι ο Ντάστι, θα ξανασυναρμολογήσετε την Κλοντέτ με τον ίδιο τρόπο, με μία μόνο διαφορά, που έχει να κάνει με τα μάτια της...» Σταμάτησε για να πάρει μια βαθιά ανάσα και να πιει λίγο αναψυκτικό με γεύση κεράσι, συνειδητοποιώντας πως, μες στην έξαψή του, βιαζόταν υπερβολικά. «Με συγχωρείτε. Συγνώμη. Πρέπει να γυρίσω λιγάκι πίσω στις εντολές μου. Πριν πάτε στο Μάλιμπου, θα σταματήσετε σε μια αποθήκη στο Αναχάίμ για να πάρετε ένα σακίδιο γεμάτο χειρουργικά εργαλεία. Κι ένα πριόνι για νεκροψίες με επιπλέον λεπίδες -μεταξύ αυτών μερικές έξοχες κρανιακές, που ανοίγουν οποιοδήποτε κεφάλι, ακόμη κι έ-

να τόσο ξερό όσο του Ντέρεκ. Έ χ ω αφήσει επίσης δυο αυτόματα πιστόλια Γκλοκ και εφεδρικούς γεμιστήρες...» Έχει να κάνει με τα μάτια της. Αυτές οι λέξεις από τις εντολές του κλωθογΰριζαν στο μυαλό του, δίχως να καταλαβαίνει αρχικά το λόγο. Έχει να κάνει με τα μάτια της. Σηκώθηκε απότομα, σπρώχνοντας την πολυθρόνα του προς τα πίσω, μακριά του. «Μάρτι, κοίταξέ με». Η γυναίκα δίστασε για μια στιγμή και ύστερα σήκωσε το σκυμμένο της κεφάλι και τα χαμηλωμένα της μάτια. Γυρίζοντας προς το σύζυγο της, ο Άριμαν είπε: «Ντάστι, γιατί κοιτάζεις τόση ώρα τη Μάρτι;» «Γιατί κοιτάζω τη Μάρτι;» αποκρίθηκε ο Ντάστι, απαντώντας ορθά στην ερώτηση με ερώτηση, όπως έπρεπε να κάνει όταν ήταν έτσι βαθιά υπνωτισμένος. «Ντάστι, κοίταξέ με. Κοίτα με στα μάτια». Ο Ντάστι έστρεψε το βλέμμα του από τη γυναίκα του στον Άριμαν. Η Μάρτι ξανακοίταξε τα χέρια της. «Μάρτι!» της είπε ο γιατρός. Εκείνη τον κοίταξε πάλι υπάκουα. Ο Άριμαν κοίταξε καλά καλά τη Μάρτι, περιεργάστηκε τα μάτια της και ύστερα στράφηκε στον Ντάστι, άρχισε να κοιτάζει από τον ένα στον άλλο, από τον ένα στον άλλο, ξανά και ξανά, μέχρι που είπε, πιο ταραγμένα απ' όσο θα 'θελε: «Καμιά σπασμωδική κίνηση των ματιών». «Ακριβώς», είπε ο Ντάστι και σηκώθηκε. Η στάση τους άλλαξε. Το ανέκφραστο βλέμμα τους χάθηκε, το ίδιο και η υπακοή τους. Δεν θα μπορούσε κανείς να υποκριθεί εύκολα πως κινούσε τα μάτια του σπασμωδικά, σαν να ονειρευόταν, κι έτσι δεν το προσπάθησαν καν. Η Μάρτι σηκώθηκε απ' την καρέκλα της και είπε: «Τι είσαι; Τι είδους αηδιαστικό, αξιολύπητο πράγμα είσαι;» Του γιατρού δεν του άρεσε ο τόνος της φωνής της, δεν του άρεσε καθόλου. Η αποστροφή. Η περιφρόνηση. Δεν του μιλούσε έτσι ο κόσμος. Αυτή η έλλειψη σεβασμού ήταν ανυπόφορη. Προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο: «Ρέιμοντ Σο». «Να πας στο διάβολο», είπε η Μάρτι. Ο Ντάστι έκανε να τον πλησιάσει γύρω απ' το γραφείο.

Νιώθοντας πως η κατάσταση μπορεί να γινόταν βίαιη, ο γιατρός τράβηξε την Μπερέτα από τη θήκη στη μασχάλη του. Η θέα του όπλου τούς σταμάτησε. «Αποκλείεται να αποπρογραμματιστήκατε», επέμεινε ο Άριμαν. «Αποκλείεται». «Γιατί;» ρώτησε η Μάρτι. «Επειδή δεν έχει ξανασυμβεί;» «Τι έχεις ενάντια στον Ντέρεκ Λάμπτον;» ρώτησε επιτακτικά ο Ντάστι. Ο κόσμος δεν ρωτούσε επιτακτικά το γιατρό. Τουλάχιστον όχι πάνω από μια φορά. Ήθελε να πυροβολήσει αυτό το ηλίθιο, τιποτένιο ανθρωπάκι, με τα φτηνιάρικα ρούχα, αυτό τον τιποτένιο μπογιατζή, ανάμεσα στα μάτια, να του διαλύσει το πρόσωπο, να του τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Ένας φόνος εδώ, φυσικά, θα είχε δυσάρεστες επιπτώσεις. Την αστυνομία με τις ατελείωτες ερωτήσεις της. Τους δημοσιογράφους. Κηλίδες που μπορεί να μην έβγαιναν ποτέ απ' το περσικό χαλί. Για μια στιγμή υποψιάστηκε πως τον είχαν προδώσει απ' το ινστιτούτο: «Ποιος σας αναπρογραμμάτισε;» «Η Μάρτι εμένα», ισχυρίστηκε ο Ντάστι. «Κι ο Ντάστι ελευθέρωσε εμένα». Ο Άριμαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Λέτε ψέματα. Αυτό είναι αδύνατο. Λέτε ψέματα και οι δυο». Ο γιατρός διέκρινε μια νότα πανικού στη φωνή του και ντράπηκε. Υπενθύμισε στον εαυτό του πως ήταν ο Μαρκ Άριμαν, ο μοναχογιός του μεγάλου σκηνοθέτη και σπουδαιότερος στο χώρο του απ' όσο ήταν ο μπαμπάς στο Χόλιγουντ ένας μαριονετίστας, όχι μια μαριονέτα. «Ξέρουμε πολλά για σένα», είπε η Μάρτι. «Και θα μάθουμε κι άλλα», υποσχέθηκε ο Ντάστι. «Όλα, ως την τελευταία αποκρουστική λεπτομέρεια». Λεπτομέρεια. Αυτή η λέξη ξανά. Που την περασμένη νύχτα του είχε φανεί σαν οιωνός, και όχι καλός. Όντας βέβαιος πως τους είχε ενεργοποιήσει, τους είχε φανερώσει πάρα πολλά. Τώρα είχαν ένα πλεονέκτημα και μπορεί να έβρισκαν τελικά κάποιον τρόπο να το χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά. Ένας πόντος για την αντίπαλη ομάδα. «Θα μάθουμε τι έχεις ενάντια στον Ντέρεκ Λάμπτον», ορκίστηκε ο Ντάστι. «Και, όταν θα 'χουμε καταλάβει τα κίνητρα σου, αυτό θα 'ναι άλλο ένα καρφί στο φέρετρο σου». «Σε παρακαλώ», είπε ο γιατρός μορφάζοντας δήθεν πο-

νεμένα. «Μη με βασανίζεις με φτηνές μεταφορές. Αν θες να με φοβίσεις, να 'χεις τουλάχιστον την ευγένεια ν' αποκτήσεις πρώτα λίγη μόρφωση, να βελτιώσεις το λεξιλόγιο σου και μετά να 'ρθεις να με ξαναβρείς με μερικά αληθινά πρωτότυπα σχήματα λόγου». Πολύ καλύτερα. Για μια στιγμή είχε ξεφύγει απ' το ρόλο του. Ήταν ένας ρόλος απαιτητικός, περίπλοκος, πνευματώδης και γεμάτος λεπτές αποχρώσεις. Από τους ηθοποιούς που κέρδισαν Όσκαρ πρωταγωνιστώντας στις δακρύβρεχτες ταινίες του μπαμπά του, κανένας δεν θα μπορούσε να παίξει αυτόν το ρόλο τόσο βαθιά και ικανοποιητικά όσο ο γιατρός. Το να ξεφεύγει κάπου κάπου ήταν κατανοητό, όμως τώρα ήταν πάλι ο άρχοντας της μνήμης. Τώρα, σαν απάντηση στην αξιολύπητη προσπάθεια τους να τον φοβίσουν, τους έδωσε ένα μάθημα για το τι σήμαινε αληθινός φόβος: «Ενώ θα κάνετε αυτή τη σταυροφορία εναντίον μου, για να με οδηγήσετε στη δικαιοσύνη, μπορεί να χρειαστεί να μείνετε με την πολυαγαπημένη μαμά σου για λίγο. Το γουστόζικο σπιτάκι σας κάηκε την Τετάρτη το βράδυ». Τα φτωχά ανόητα παιδιά σάστισαν για μια στιγμή, αβέβαια για το αν αυτό που τους είπε ήτάν αλήθεια ή ψέμα· αν ήταν ψέμα, όμως, δεν μπορούσαν να καταλάβουν το λόγο που ειπώθηκε. «Η υπέροχη συλλογή σας από φτηνιάρικα έπιπλα... πολύ φοβάμαι πως κάηκε όλη. Και η ενοχοποιητική κασέτα που αναφέρατε νωρίτερα, το μήνυμα απ' τη Σούζαν, κάηκε επίσης. Η τραγωδία της φωτιάς. Η ασφάλεια δεν μπορεί ποτέ ν' αντικαταστήσει ό,τι έχει συναισθηματική αξία, έτσι δεν είναι;» Τώρα τον πίστεψαν. Τα πρόσωπά τους πήραν τη σαστισμένη έκφραση του στερημένου, του πρόσφυγα. Καθώς παρέπαιαν συναισθηματικά, ο γιατρός τούς κατάφερε άλλο ένα σκληρό χτύπημα. «Ο γουρλομάτης ηλίθιος που του αφήσατε τον Σκιτ. Πώς τον λένε;» Κοιτάχτηκαν και ύστερα ο Ντάστι είπε: «Φιγκ*». Ο γιατρός συνοφρυώθηκε. «Φιγκ;» «Φόστερ Νιούτον». «Α, μάλιστα. Λοιπόν, αυτός ο Νιούτον είναι νεκρός. Με τέσσερις σφαίρες στο στομάχι και το στήθος». Κλονισμένος, ο Ντάστι ρώτησε: «Πού είναι ο Σκιτ;» * Fig: Σύκο, στα αγγλικά. (Σ.τ.Μ.)

«Νεκρός, επίσης. Κι αυτός με τέσσερις σφαίρες στο στομάχι και το στήθος. Ο Σκιτ κι ο Νιούτον. Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια». Όταν έκανε ο Ντάστι να τον πλησιάσει ξανά, ο Άριμαν τον σημάδεψε στο πρόσωπο και η Μάρτι άρπαξε το σύζυγο της απ' το χέρι και τον εμπόδισε. «Δυστυχώς», είπε ο γιατρός, «δεν μπόρεσα να σκοτώσω το σκύλο σας. Θα ήταν μια έξοχη δραματική νότα και μια όμορφη επιπλέον αποκάλυψη. Όπως στις ταινίες του πατέρα μου. Όμως ο αληθινός κόσμος δεν είναι λογικά φτιαγμένος, όπως αυτός του κινηματογράφου». Επιτέλους, αυτός ήταν ο παλιός καλός γιατρός. Αν μπορούσε, θα 'χε πηδήξει στον αέρα φωνάζοντας, «Κόλλα το», για να δώσει συγχαρητήρια στον εαυτό του. Τεράστια συναισθήματα έβραζαν μέσα στους πληβείους γιατί, όπως όλοι του είδους τους, ωθούνταν περισσότερο απ' το συναίσθημα παρά απ' τη λογική, όμως η Μπερέτα τους υποχρέωνε να ελέγξουν τον εαυτό τους και, καθώς κυλούσαν τα δευτερόλεπτα, αναγκάζονταν να συμβιβαστούν με τη σκληρή πραγματικότητα πως το πιστόλι δεν ήταν το μόνο όπλο του γιατρού. Αν ήταν διατεθειμένος να ομολογήσει το φόνο του Σκιτ και του Νιούτον, ακόμη κι εδώ, στην απόλυτη απομόνωση του άδυτου των αδύτων του, τότε μάλλον δεν φοβόταν καθόλου το ενδεχόμενο να δικαστεί για φόνο, μάλλον ήταν βέβαιος πως ήταν απρόσβλητος. Απρόθυμα, οδυνηρά, οδηγούνταν στο συμπέρασμα πως, όσο σθεναρά κι αν πάσχιζαν να τον νικήσουν, θα τους εξολόθρευε με τη σκοπευτική του δεινότητα, με την ανώτερη ευφυΐα του, με την περιφρόνησή του για όλους τους κανόνες πέρα απ' τους δικούς του, με το ξεχωριστό τάλαντο του στην εξαπάτηση -πράγμα που, για την ακρίβεια, έκανε το πιστόλι να είναι το υποδεέστερο από τα όπλα του. Αφού τους άφησε ένα λεπτό για να διυλιστεί αυτή η αλήθεια μέσα από τη θλιβερά πορώδη φαιά ουσία τους, ο γιατρός τερμάτισε αυτό το ιντερμέδιο. «Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να φύγετε τώρα. Και θα σας δώσω μερικές συμβουλές για να 'ναι αυτό το παιχνίδι πιο τίμιο». «Παιχνίδι;» είπε η Μάρτι. Η καταφρόνια και η αποστροφή στη φωνή της δεν μπορούσαν ν' αγγίξουν πλέον τον Άριμαν. «Τι θέλετε;» ρώτησε με βραχνή φωνή ο Ντάστι. «Εσείς του ινστιτούτου... γιατί;»

«Α», είπε ο γιατρός, «σίγουρα θα καταλαβαίνεις κι εσύ πως κάπου κάπου είναι χρήσιμο να ξεφορτώνεσαι κάποιον που εμποδίζει την κυβερνητική πολιτική. Ή να ελέγχεις κάποιον που μπορεί να την προωθήσει. Και, κάποιες φορές, μια βομβιστική ενέργεια από έναν ακροδεξιό φανατικό και την επόμενη εβδομάδα από έναν ακροαριστερό φανατικό, ή μια δραματική μαζική δολοφονία από έναν μοναχικό ένοπλο ή ένα θεαματικό σιδηροδρομικό δυστύχημα ή μια καταστροφική διαρροή πετρελαίου... αυτά τα πράγματα έχουν τεράστια κάλυψη απ' τον Τύπο, στρέφουν την προσοχή του κόσμου σ' ένα συγκεκριμένο ζήτημα και προωθούν τη θέσπιση νόμων που θα εξασφαλίζουν μια σταθερότερη κοινωνία, που θα μας επιτρέπουν ν' αποφύγουμε τα πολιτικά άκρα». «Άνθρωποι σαν εσένα θα μας σώσουν απ' τους εξτρεμιστές;» Αγνοώντας το σαρκασμό, ο γιατρός είπε: «Όσο για τις συμβουλές που σας είπα... Από δω και πέρα μην κοιμάστε ταυτόχρονα. Μη χωρίζεστε. Να καλύπτετε ο ένας τα νώτα του άλλου. Και να θυμάστε πως οποιοσδήποτε στο δρόμο, οποιοσδήποτε μες στο πλήθος, θα μπορούσε να 'ναι υποχείριο μου». Κατάλαβε πως δεν άντεχαν να φύγουν έτσι άπρακτοι. Η καρδιά τους βροντοχτυπούσε, το μυαλό τους ήταν ένας κυκεώνας θυμού, κλονισμού, οδύνης, γύρευαν μια λύση εδώ και τώρα, όπως έκανε πάντα το είδος τους, γιατί δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική. Ήταν ανίκανοι να συμβιβάσουν την απεγνωσμένη ανάγκη τους για άμεση συναισθηματική κάθαρση με το ψυχρό γεγονός της ανίσχυρης θέσης τους. «Πηγαίνετε», είπε ο Άριμαν κάνοντας νόημα προς την πόρτα με την Μπερέτα. Έφυγαν, γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Από την εικόνα της κάμερας ασφαλείας στην οθόνη του υπολογιστή, ο γιατρός τούς παρακολούθησε να διασχίζουν την αίθουσα αναμονής και να βγαίνουν απ' την εξώπορτα στο διάδρομο. Αφήνοντας την Μπερέτα στο γραφείο του αντί να την ξαναβάλει στη θήκη στη μασχάλη του, για να την έχει πρόχειρη, κάθισε για να συλλογιστεί αυτή την τελευταία εξέλιξη. Ο γιατρός έπρεπε να μάθει περισσότερα για το πώς είχαν ανακαλύψει αυτοί οι δυο χωριάτες ότι ήταν προγραμματισμένοι και το πώς είχαν αποπρογραμματιστεί. Η απί-

στευτη αυτοαπελευθέρωσή τους έμοιαζε λιγότερο με κατόρθωμα και περισσότερο με θαύμα. Δυστυχώς, ήταν απίθανο να μάθει κι άλλα, εκτός κι αν κατόρθωνε να τους ναρκώσει ξανά, να ξαναφτιάξει το παρεκκλήσι του νου τους και να τους προγραμματίσει πάλι, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να επαναλάβει τις κουραστικές τρεις συναντήσεις που είχε χρειαστεί ο καθένας τους. Ήταν προσεκτικοί τώρα, είχαν συνειδητοποιήσει τη λεπτή γραμμή που χώριζε στον σύγχρονο κόσμο τη λογική απ' τη φαντασία, κι έτσι ήταν απίθανο να του δώσουν αυτή την ευκαιρία, όσο έξυπνος κι αν ήταν. Θα 'πρεπε να ζήσει μ' αυτό το μυστήριο. Το να τους εμποδίσει να κάνουν κι άλλη ζημιά ήταν πιο σημαντικό απ' το να μάθει την αλήθεια για το πώς είχαν σώσει τους εαυτούς τους. Έτσι κι αλλιώς, δεν έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για την αλήθεια. Η αλήθεια ήταν ένα γλοιώδες πράγμα, άμορφο, άλλαζε σχήμα μπρος στα μάτια σου. Ο Άριμαν είχε περάσει όλη τη ζωή του πλάθοντας την αλήθεια τόσο εύκολα, όσο ο αγγειοπλάστης ένα βάζο απ' τον άμορφο πηλό. Η δύναμη υπερίσχυε πάντα έναντι της αλήθειας. Δεν μπορούσε να σκοτώσει αυτούς τους ανθρώπους με την αλήθεια, όμως με τη δύναμη, αν την ασκούσε με τον κατάλληλο τρόπο, μπορούσε να τους συνθλίψει, να τους βγάλει απ' το παιχνίδι για πάντα. Από το χαρτοφύλακά του, έβγαλε το γαλάζιο σακουλάκι. Το έβαλε στο κέντρο του γραφείου του και το κοίταξε για ένα δυο λεπτά. Το παιχνίδι μπορούσε να παιχτεί ως το τέλος του μέσα στις επόμενες λίγες ώρες. Ήξερε πού θα πήγαιναν από κει η Μάρτι κι ο Ντάστι. Όλες οι κύριες φιγούρες θα βρίσκονταν στο ίδιο μέρος, ευάλωτες σε κάποιον τόσο ευφυή στη στρατηγική όσο ήταν ο γιατρός. Θα μάθουμε τι έχεις ενάντια στον Ντέρεκ Λάμπτον. Και, όταν θα 'χουμε καταλάβει τα κίνητρά σου, αυτό θα 'ναι άλλο ένα καρφί στο φέρετρο σου. Πόσο απελπιστικά αφελείς ήταν. Ύστερα απ' όλα όσα υπέφεραν, πίστευαν ακόμη σ' έναν κόσμο τόσο τακτοποιημένο όσο στα μυθιστορήματα μυστηρίου. Οι ενδείξεις, τα στοιχεία, οι αποδείξεις, η αλήθεια, τίποτε απ' αυτά δεν θα τους ωφελούσε τώρα. Το παιχνίδι οριζόταν από πιο θεμελιώδεις δυνάμεις.

Ελπίζοντας να μην τηλεφωνούσε η ασθενής του στο σύντομο διάστημα που θα έλειπε, ο γιατρός έβαλε στη θήκη την Μπερέτα, κατέβηκε με το ασανσέρ στο ισόγειο, βγήκε από το κτίριο, διέσχισε την κεντρική οδό του Νιούπορτ μέχρι ένα από τα εστιατόρια στο γειτονικό εμπορικό κέντρο και κάλεσε από έναν τηλεφωνικό θάλαμο το ίδιο νούμερο που είχε καλέσει την Τετάρτη το βράδυ για να κανονίσει για τη φωτιά. Μιλούσε. Χρειάστηκε να πάρει τέσσερις φορές μέχρι τελικά ν' απαντήσει. «Ναι;» «Εντ Μάβολε», είπε ο γιατρός. «Ακούω». Αφού απήγγειλε τους στίχους του προσωπικού του χαϊκού, ο γιατρός είπε: «Πες μου αν είσαι ή δεν είσαι μόνος». «Είμαι μόνος». «Φύγε απ' το σπίτι. Πάρε μπόλικα ψιλά μαζί σου. Πήγαινε κατευθείαν σ' ένα τηλέφωνο με κερματοδέκτη, όπου θα είσαι σχετικά απομονωμένος. Σε δεκαπέντε λεπτά από τώρα, κάλεσε σ' αυτό τον αριθμό». Του είπε τον αριθμό της προσωπικής του γραμμής στο ιατρείο του. «Πες μου αν κατάλαβες τι σου είπα». «Κατάλαβα». Ο Άριμαν έβγαλε το υποκείμενο από το παρεκκλήσι του νου του στην κατάσταση της πλήρους συνείδησης, μετρώντας ως το δέκα, είπε, «Συγνώμη, λάθος νούμερο», κι έκλεισε. Επιστρέφοντας κατευθείαν στη σουίτα του στον δέκατο τέταρτο όροφο, ο γιατρός δίστασε πριν μπει στην αίθουσα υποδοχής, μήπως τον περίμενε η «Κιανουφοβική» κρατώντας μια γόβα-στιλέτο σε κάθε χέρι. Η Τζένιφερ σήκωσε τα μάτια της απ' το γραφείο, πίσω από το τζάμι, και του κούνησε εύθυμα το χέρι. Ο γιατρός τη χαιρέτησε, αλλά μπήκε βιαστικά στο γραφείο του προτού προλάβει η γραμματέας να βγάλει έναν ενθουσιώδη λόγο για το πόσο ωφέλιμο ήταν για την υγεία να τρώει κανείς πέντε ουγκιές ρευστοποιημένου φλοιού πεύκου την ημέρα. Στο γραφείο του ξανά, έβγαλε την Μπερέτα από τη θήκη και την άφησε σ' ένα μέρος όπου θα την έφτανε εύκολα. Έβγαλε άλλο ένα μπουκάλι αναψυκτικό με γεύση κεράσι από το ψυγείο του γραφείου και το ήπιε τρώγοντας άλλο ένα σνακ. Χρειαζόταν ζάχαρη.

Πίσω στη δράση, ξανά. Είχε περάσει μια δυο στιγμές αστάθειας, όμως αυτή η κρίση απλώς τον είχε αναζωογονήσει. Πάντα αισιόδοξος, ήξερε πως σε λίγες μόλις ώρες τον περίμενε άλλη μια θεαματική νίκη, κι έτσι ήταν κατενθουσιασμένος. Κάπου κάπου, οι άνθρωποι ρωτούσαν το γιατρό πώς κατόρθωνε να φαίνεται τόσο νέος, στην όψη και στο σώμα, και να είναι τόσο δραστήριος κάθε μέρα, να ζει μια τόσο πολυάσχολη ζωή. Η απάντησή του ήταν πάντα η ίδια. Αυτό που τον κρατούσε νέο ήταν ότι διασκέδαζε. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, χρειάστηκε να ενεργοποιήσει και να «ανοίξει» για άλλη μια φορά το υποκείμενο του: «Εντ Μάβολε». «Ακούω». Μετά το χαϊκού, ο Άριμαν είπε: «Θα πας κατευθείαν σε μια αποθήκη στο Άναχάίμ». Του έδωσε τη διεύθυνση της αποθήκης, τον αριθμό του ντουλαπιού που είχε νοικιάσει με ψεύτικη ταυτότητα και το συνδυασμό της κλειδαριάς της πόρτας. «Ανάμεσα στα άλλα πράγματα στο ντουλάπι, θα βρεις δυο αυτόματα πιστόλια Γκλοκ 18 και κάμποσους γεμιστήρες των τριάντα τριών σφαιρών. Πάρε ένα απ' τα πιστόλια και... τέσσερις γεμιστήρες πρέπει να φτάνουν». Δυστυχώς, επειδή τώρα έπρεπε να πεθάνουν πέντε κι όχι τρεις άνθρωποι στο σπίτι στο Μάλιμπου και δεν υπήρχε παρά μόνο ένα άτομο για να τους σκοτώσει, αντί για δύο, δεν γινόταν να 'ναι τόσο αθόρυβη η κατάληψη του σπιτιού ώστε να μπορούν, έπειτα, να διαμελιστούν όλα τα θύματα για να δημιουργηθεί μια ειρωνική σύνθεση σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο. Θα ήταν τόσοι οι πυροβολισμοί, που η αστυνομία θα κατέφτανε διακόπτοντας αυτό το έργο: οι αστυνομικοί ήταν διαβόητοι για το ανύπαρκτο χιούμορ τους. Τσως, όμως, να υπήρχε αρκετός χρόνος για να μεταμορφωθεί ο δόκτωρ Ντέρεκ Λάμπτον σε αντικείμενο χλευασμού, όπως του άξιζε. «Σκότωσε όποιον βρεις μες στο σπίτι». Απαρίθμησε τους ανθρώπους που περίμενε να είναι παρόντες. «Αν υπάρχουν κι άλλοι όμως -γείτονες, κάποιος που πέρασε για να κοιτάξει τα ρολόγια, οποιοσδήποτε-, σκότωσέ τους επίσης. Μπες ορμητικά και προχώρα γοργά από δωμάτιο σε δωμάτισ, κυνηγώντας τους αν το βάλουν στα πόδια, και κοίτα να μη σπαταλήσεις καθόλου χρόνο. Ύστερα, προτού φτάσει η αστυνομία, θα αφαιρέσεις την κορυφή του κρανί-

ου του δόκτορα Ντέρεκ Λάμπτον μ' ένα κρανιακό πριόνι». Του περιέγραψε την τεχνική με την οποία θα το κατόρθωνε καλύτερα. «Τώρα πες μου αν κατάλαβες ό,τι σου είπα». «Κατάλαβα». «Θα βγάλεις τον εγκέφαλο και θα τον αφήσεις κάπου παράμερα. Επανάλαβε, σε παρακαλώ». «Θα βγάλω τον εγκέφαλο και θα τον αφήσω κάπου παράμερα». Ο γιατρός κοίταξε μελαγχολικά το γαλάζιο σακουλάκι πάνω στο γραφείο του. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος, με το χρόνο που είχε στη διάθεση του, να συναντηθεί μ' αυτό τον προγραμματισμένο φονιά και να του δώσει το χρήσιμο δημιούργημα του Βαλέ. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να βάλεις μέσα στο άδειο κρανίο. Αν έχουν σκύλο οι Λάμπτον, μπορεί να βρεις ό,τι χρειάζεσαι, αλλά, αν δεν έχουν, θα πρέπει να το παραγάγεις ο ίδιος». Του έδωσε τις τελευταίες εντολές του, συμπεριλαμβανομένης της προσταγής να αυτοκτονήσει. «Καταλαβαίνω». «Σου ανέθεσα μια πολύ σημαντική δουλειά και είμαι βέβαιος πως θα τη φέρεις άψογα σε πέρας». «Ευχαριστώ». «Παρακαλώ». "Οταν έκλεισε ο Αριμαν το τηλέφωνο, ευχήθηκε να μπορούσε να προγραμματίσει την ίδια τη σιχαμερή οικογένεια Λάμπτον -τον ανυπόφορο Ντέρεκ, την πόρνη σύζυγο του και τον παράφρονα γιο τους- και να τους χρησιμοποιήσει σαν μαριονέτες. Δυστυχώς, τον ήξεραν πολύ καλά και μπορεί να τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία· θα είχε πολύ λίγες πιθανότητες, ή ίσως και καμία, να τους πλησιάσει όσο χρειαζόταν για να τους χορηγήσει τα αναγκαία ναρκωτικά και να τους προγραμματίσει σε τρεις πολύωρες συναντήσεις. Παρ' όλα αυτά, ήταν ευδιάθετος. Ο θρίαμβος ήταν κοντά. Αναψυκτικό κεράσι. Ένας νεκρός ηλίθιος στο Μάλιμπου. Μάθε να αγαπάς τον εαυτό σου. Τέλειο. Ο γιατρός έκανε μια πρόποση για την ποιητική του ιδιοφυΐα.

Σ τ ο ΚΕΪΠ ΚΟΝΤ Ή ΣΤΟ ΜΑΡΘΑ'Σ ΒΙΝΓΙΑΡΝΤ, αυτό το

σπίτι θα έδειχνε σαν ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου, το μέρος όπου έφτανες διασχίζοντας ένα ποτάμι κι ένα δάσος τη δροσερή αυγή μιας Ημέρας των Ευχαριστιών κι όπου ο Aï-Βασίλης έμοιαζε να 'ναι αληθινός το πρωί των Χριστουγέννων, ακόμη και για τους ενήλικους* το πρότυπο του σπιτιού της ιδανικής γιαγιάς. Μολονότι ένα τέλειο σπίτι -ή μια τέλεια γιαγιά- δεν υπήρξε ποτέ στην αληθινή ζωή, αυτό το έθνος των ευσυγκίνητων ανθρώπων πίστευε πως έτσι έπρεπε να 'ναι τα σπίτια των γιαγιάδων σε όλο τον κόσμο. Πέτρινη στέγη με στενό μπαλκονάκι. Πλευρές με γκριζωπές σανίδες από ξύλο κέδρου. Κουφώματα και παντζούρια σία παράθυρα με λευκό «ναυτικό» φινίρισμα. Μια πλατιά μπροστινή βεράντα με λευκές ψάθινες κουνιστές πολυθρόνες και κούνια, κι ένας περιποιημένος κηπάκος με χαμηλούς λευκούς ξύλινους φράχτες γύρω από κάθε ολάνθιστο παρτέρι. Στο Κέιπ Κοντ ή στο Μάρθα'ς Βίνγιαρντ, μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν, μπορεί να συναντούσες τον εικονογράφο Νόρμαν Ρόκγουελ να κάθεται μπροστά στο καβαλέτο του, στην μπροστινή αυλή, και να ζωγραφίζει δυο αξιολάτρευτα παιδιά πον κυνηγούσαν μια χήνα με μια κόκκινη κορδέλα μισοδεμένη σαν παπιγιόν γύρω απ' το λαιμό της, ενώ ένα ευτυχισμένο σκυλί θα έπαιζε στο βάθος. Εδώ, στο Μάλιμπου, ακόμη και στην καρδιά του χειμώνα, πάνω σ' ένα χαμηλό απόκρημνο ύψωμα δίπλα στον Ειρηνικό, με σκαλιά να οδηγούν κάτω στην ακρογιαλιά και με πάμπολλες φοινικιές, το σπίτι φαινόταν αταίριαστο. Όμορφο, κομψό, καλά σχεδιασμένο και κατασκευασμένο, αλλά παρ' όλα αυτά αταίριαστο. Αν ζούσε κάποιου η γιαγιά εδώ, θα είχε νύχια βαμμένα μπλε, ξανθό μαλλί ξανοιγμένο με ο-

ξυζενέ, χείλη αισθησιακά αναπλασμένα με ενέσεις κολλαγόνου και στήθη με σιλικόνη. Το σπίτι ήταν μια αστραφτερή φαντασίωση που έκρυβε πιο σκοτεινές αλήθειες και, αντικρίζοντάς το τώρα ο Ντάστι -για πέμπτη μόλις φορά από τότε που είχε φύγει, πριν από δώδεκα χρόνια, όταν ήταν δεκαοχτώ ετών-, ένιωσε να τον επηρεάζει όπως όλες τις προηγούμενες φορές· ένα ρίγος τον διαπέρασε, όχι τη ραχοκοκαλιά του αλλά την καρδιά του. Φυσικά δεν έφταιγε το σπίτι. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν παρά ένα απλό σπίτι. Παρ' όλα αυτά, αφού στάθμευσαν στο δρομάκι, εκείνος και η Μάρτι, καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά της μπροστινής βεράντας, της είπε: «Ο Πύργος του Σιρίθ Ουνγκόλ». Δεν τολμούσε να αναλογιστεί το σπιτάκι τους στην Κορόνα Ντελ Μαρ. Αν είχε όντως καεί ολοσχερώς, όπως ισχυρίστηκε ο Άριμαν, ο Ντάστι δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει το συναισθηματικό κόστος. Αναμφίβολα, ένα σπίτι δεν είναι παρά ένα σπίτι, οτιδήποτε άψυχο μπορεί να αντικατασταθεί, αλλά, αν έχεις ζήσει καλά σ' ένα σπίτι και το αγαπάς, αν έχεις καλές αναμνήσεις από αυτό, τότε δεν μπορείς παρά να πενθείς για την απώλειά του. Ούτε τολμούσε να αναλογιστεί τον Σκιτ και τον Νιούτον. Αν έλεγε την αλήθεια ο Άριμαν, αν τους είχε σκοτώσει, τότε η καρδιά του Ντάστι και μαζί ολόκληρος ο κόσμος ήταν δυο μέρη πιο σκοτεινά από χτες και θα παρέμεναν σκοτεινά για την υπόλοιπη ζωή του. Ο πιθανός χαμός του προβληματικού αλλά λατρεμένου αδερφού του τον έκανε να νιώθει μουδιασμένος, όπως ήταν αναμενόμενο· όμως είχε ξαφνιαστεί λιγάκι με το πόσο βαθιά θλιμμένος ένιωθε, επίσης, στη σκέψη του θανάτου του Νιούτον. Ο σιωπηλός και φιλότιμος μπογιατζής ήταν όντως αλλόκοτος, αλλά και ευγενικός και καλόψυχος, και το κενό που είχε αφήσει ο χαμός του στη ζωή του Ντάστι είχε το μέγεθος και το σχήμα μιας παράξενης αλλά ουσιαστικής φιλίας. Η μητέρα του, η Κλοντέτ, άνοιξε την πόρτα -κι όπως πάντα ο Ντάστι ξαφνιάστηκε και αφοπλίστηκε από την ομορφιά της. Στα πενήντα δύο, περνούσε για τριανταπεντάρα" και στα τριάντα πέντε είχε τη δύναμη να καθηλώνει τους πάντες σ' ένα κατάμεστο δωμάτιο απλώς και μόνο με την είσοδο της, μια δύναμη που θα είχε αναμφίβολα και στα ογδόντα πέντε της. Ο πατέρας του, ο δεύτερος από τους τέσσερις συζύγους της, είχε πει κάποτε: «Από τότε που γεννή-

θηκε η Κλοντέτ, ήταν τόσο όμορφη που σου ερχόταν να τη φας. Όλοι στρέφουν τα βλέμματα τους πάνω της και τους τρέχουν τα σάλια». Αυτό ήταν τόσο σωστό και περιεκτικό, που ο Τρέβορ, ο πατέρας του, μάλλον δεν το είχε σκεφτεί μόνος του, αλλά το είχε διαβάσει κάπου και, παρ' ότι αρχικά φαινόταν χυδαίο, στην πραγματικότητα δεν ήταν ήταν η αλήθεια. Ο Τρέβορ δεν αναφερόταν στη σεξουαλικότητά της, αλλά στην ομορφιά σαν κάτι πέρα από την ερωτική έλξη, την ομορφιά σαν ιδανικό, μια ομορφιά τόσο εκθαμβωτική που μιλούσε κατευθείαν στην ψυχή. Γυναίκες κι άντρες, μωρά και αιωνόβιοι, έλκονταν απ' την Κλοντέτ, ήθελαν να 'ναι κοντά της και, βαθιά μες στα μάτια τους, όταν την κοίταζαν, υπήρχε κάτι σαν καθαρή ελπίδα κι έκσταση μαζί, όμως διαφορετικό και μυστηριώδες. Η αγάπη που της χάριζε τόσος κόσμος ήταν μια αγάπη που δεν είχε κερδιστεί -και που παρέμενε χωρίς ανταπόδοση. Τα μάτια της ήταν παρόμοια με του Ντάστι, γκριζογάλανα, όμως με λιγότερο γαλάζιο απ' ό,τι τα δικά τον και μέσα τους δεν είχε αντικρίσει ποτέ του ο Ντάστι ό,τι λαχταρά κάθε γιος να δει στα μάτια της μητέρας του, ούτε είχε βρει ποτέ κάποιο λόγο για να πιστέψει πως εκείνη θα 'θελε ή θα δεχόταν την αγάπη που θα μπορούσε να της χαρίσει, περισσότερο σαν παιδί, αλλά ακόμη και τώρα. «Σέργουντ», είπε δίχως να τον φιλήσει ή έστω να του σφίξει το χέρι, «αυτό είναι το συνήθειο των νεαρών στις μέρες μας, να 'ρχονται χωρίς να ειδοποιήσουν;» «Μητέρα, ξέρεις πως δε με λένε Σέργουντ...» «Σέργουντ Πεν Ρόουντς. Το λέει στο πιστοποιητικό γέννησης σου». «Ξέρεις πολύ καλά πως το άλλαξα νόμιμα...» «Ναι, όταν ήσουν δεκαοχτώ χρονών, έκανες την επανάστασή σου κι ήσουν ακόμη πιο ανόητος από τώρα», του είπε. «Ντάστι με φώναζαν από μικρό όλοι οι φίλοι μου». «Οι φίλοι σου ήταν πάντα οι αποτυχημένοι της τάξης, Σέργουντ. Πάντα είχες πάρε δώσε με τους λάθος ανθρώπους, τόσο συστηματικά, που φαινόταν σχεδόν ηθελημένο. Ντάστιν Ρόουντς. Τι νόμιζες; Πώς θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε την υπόληψή μας συστήνοντάς σε σε καλλιεργημένους ανθρώπους σαν Ντάστι Ρόουντς;» «Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ». «Γεια σου, Κλοντέτ», είπε η Μάρτι, που η παρουσία της είχε αγνοηθεί ως τώρα.

«Καλή μου», είπε η Κλοντέτ, «χρησιμοποίησε, σε παρακαλώ, την καλή επιρροή που έχεις σ' αυτό το αγόρι για να τον πείσεις να ξαναπάρει ένα σοβαρό όνομα». Η Μάρτι χαμογέλασε. «Μ' αρέσει ο Ντάστι -και το αγόρι και το όνομα». «Μάρτιν», είπε η Κλοντέτ. «Να ένα όνομα αληθινού ανθρώπου, καλή μου». «Μ' αρέσει να με φωνάζουν Μάρτι». «Ναι, το ξέρω. Τι κρίμα. Έτσι δε δίνεις το καλό παράδειγμα στον Σέργουντ». «Ντάστιν», επέμεινε ο Ντάστι. «Όχι στο σπίτι μου», τον αντέκρουσε η Κλοντέτ. Όποτε έφτανε εδώ, όσος καιρός κι αν είχε περάσει απ' την προηγουμένη επίσκεψή του, τον περίμενε η ίδια ψυχρή υποδοχή, όχι πάντα με μια λογομαχία για το όνομά του, αλλά κάποιες φορές με εκτενή σχόλια για το εργατικό του ντύσιμο ή για το παλιομοδίτικο κοΰρεμά του, ή με διερευνητικές ερωτήσεις για το αν είχε κοιτάξει για κάποια σοβαρή δουλειά αντί να μπογιατίξει ακόμη σπίτια. Μια φορά, τον κράτησε στην μπροστινή βεράντα μιλώντας του για την πολιτική κρίση στην Κίνα για τουλάχιστον ένα πεντάλεπτο, αν και εκείνου του φάνηκε πως πέρασε μια ώρα ολόκληρη. Τελικά τον προσκαλούσε πάντα μέσα, όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν ποτέ βέβαιος πως θα τον άφηνε να διαβεί το κατώφλι. Ο Σκιτ είχε ενθουσιαστεί κάποτε βλέποντας μια ταινία με αγγέλους, με τον Νίκολας Κέιτζ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η βασική ιδέα της ταινίας ήταν πως οι φυλακές άγγελοι δεν επιτρέπεται να γεΰονται τη ρομαντική αγάπη ή οποιοδήποτε άλλο δυνατό συναίσθημα- πρέπει να παραμένουν αυστηρά πνευματικά όντα, για να υπηρετούν την ανθρωπότητα χωρίς να εμπλέκονται συναισθηματικά. Για τον Σκιτ, αυτό εξηγούσε το χαρακτήρα της μητέρας τους, που την ομορφιά της θα τη ζήλευαν ακόμη και οι άγγελοι αλλά που μπορούσε να 'ναι πιο ψυχρή από μια κανάτα λεμονάδα χωρίς ζάχαρη το κατακαλόκαιρο. Τελικά, έχοντας εισπράξει τα «ψυχικά διόδια» που γύρευε με αυτές τις καθυστερήσεις, η Κλοντέτ τραβήχτηκε προσκαλώντας τους να μπουν, δίχως μια λέξη ή μια χειρονομία. «Ο ένας γιος εμφανίζεται μ' έναν... ξένο σχεδόν τα μεσάνυχτα, ο άλλος με τη σύζυγο του, και κανένας δεν τηλε-

φωνεί πρώτα. Ξέρω πως κάνατε και οι δυο μαθήματα καλών τρόπων, αλλά προφανώς ήταν πεταμένα λεφτά». Ο Ντάστι υπέθεσε πως ο άλλος γιος ήταν ο Ντέρεκ ο νεότερος, που ήταν δεκαπέντε χρονών και ζοΰσε εδώ, αλλά, όταν πέρασαν, αυτός και η Μάρτι, μπροστά απ' την Κλοντέτ, ο Σκιτ κατέβηκε τρεχάτος τα σκαλιά για να τους προϋπαντήσει. Φαινόταν πιο χλομός απ' την τελευταία φορά που τον είχαν δει, και πιο λεπτός επίσης, με μαΰρους κΰκλους γΰρω απ' τα μάτια, όμως ήταν ζωντανός. Όταν τον αγκάλιασε ο Ντάστι, ο Σκιτ έκανε, «Οχ, οχ», και το επανέλαβε όταν αγκάλιασε τη Μάρτι. Κατάπληκτος, ο Ντάστι είπε: «Νομίζαμε πως ήσουν...» «Μας είπαν», είπε η Μάρτι, «πως ήσουν...» Προτού προλάβουν να ολοκληρώσουν τη σκέψη τους, ο Σκιτ σήκωσε το πουλόβερ και τη φανέλα του, κάνοντας τη μητέρα τους να μορφάσει αποδοκιμαστικά, κι έδειξε τον γυμνό κορμό του. «Τραύματα από σφαίρες!» ανακοίνωσε με έκπληξη και με μια παράξενη περηφάνια. Τέσσερις άσχημες μελανιές, απαίσια σκούρες στο κέντρο και με επικαλυπτόμενους ομόκεντρους δακτυλίους, στόλιζαν το ισχνό του στέρνο και το στομάχι του. Ανακουφισμένος που έβλεπε τον Σκιτ ζωντανό, χαρούμενος αλλά και σαστισμένος, ο Ντάστι είπε: «Τραύματα από σφαίρες;» «Όχι ακριβώς», είπε ο Σκιτ. «Θα ήταν τραύματα από σφαίρες αν εγώ κι ο Φόστερ δε φοράγαμε...» «Φορούσαμε», τον διόρθωσε η μητέρα του. «Ναι, αν εγώ κι ο Φόστερ δε φορούσαμε αλεξίσφαιρα γιλέκα». Ο Ντάστι ένιωσε την ανάγκη να καθίσει. Η Μάρτι ήταν επίσης έτοιμη να σωριαστεί. Όμως είχαν έρθει με μια αίσθηση πως δεν είχαν ούτε λεπτό για ξόδεμα και μπορεί να αποδεικνυόταν θανάσιμο λάθος να την έχαναν τώρα. «Και γιατί φορούσατε αλεξίσφαιρα γιλέκα;» «Πάλι καλά που δεν τα 'θελες για το Νέο Μεξικό», είπε ο Σκιτ. «Εγώ κι ο Φόστερ τα φοράγαμε...» Ένα φευγαλέο, ένοχο βλέμμα στη μητέρα του. «Εγώ κι ο Φόστερ σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι χρήσιμο, κι έτσι αποφασίσαμε να παρακολουθήσουμε το δόκτορα Άριμαν». «Να κάνετε τι;» «Τον ακολουθήσαμε με το ημιφορτηγό του Φόστερ...» «Το οποίο τους υποχρέωσα να βάλουν στο γκαράζ», εί-

πε η Κλοντέτ. «Δε θέλω να δει κανένας αυτό το όχημα μπροστά στο σπίτι μου». «Είναι ωραίο ημιφορτηγό», είπε ο Σκιτ. «Τέλος πάντων, φορέσαμε τα γιλέκα για να 'μαστέ ασφαλείς, τον ακολουθήσαμε και με κάποιο τρόπο κατέληξε να μας παρακολουθεί εκείνος. Νομίσαμε πως τον χάσαμε και πήγαμε στην ακρογιαλιά για να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε μ' ένα από τα μεγάλα διαστημόπλοια κι αυτός μας πλησίασε και μας πυροβόλησε και τους δυο από τέσσερις φορές». «Θεέ μου», είπε η Μάρτι. Ο Ντάστι έτρεμε, πλημμυρισμένος από περισσότερα συναισθήματα απ' όσα θα μπορούσε να ξεχωρίσει ή να κατονομάσει. Παρ' όλα αυτά, πρόσεξε πως τα μάτια του Σκιτ ήταν φωτεινότερα και διαυγέστερα απ' όσο ήταν οποιαδήποτε άλλη φορά ύστερα από κείνη την εορταστική ημέρα, πάνω από δεκαπέντε χρόνια πριν, όταν έβαλαν οι δυο τους σκυλίσια περιττώματα σ' ένα κουτί, το τύλιξαν και το ταχυδρόμησαν στον Χόλντεν Κόλφιλντ τον πρεσβύτερο, αφού τον είχε ξεφορτωθεί η Κλοντέτ για να παντρευτεί τον Ντέρεκ. «Φορούσε μια μάσκα του σκι, κι έτσι δεν ήμασταν βέβαιοι για να τον καταγγείλουμε στην αστυνομία. Δεν πήγαμε καν στην αστυνομία. Δε μας φάνηκε πως θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν. Όμως ξέραμε πως ήταν αυτός. Δε μας ξεγέλασε». Ο Σκιτ έλαμπε ολόκληρος σαν να είχαν πιάσει κορόιδο τον ψυχίατρο. «Πυροβόλησε δυο φορές τον Φόστερ, ύστερα εμένα τέσσερις φορές, κι ήταν σαν να με χτύπησαν στο στομάχι μ' ένα σφυρί, μου κόπηκε η ανάσα και σχεδόν λιποθύμησα, ήθελα να ανασάνω, όμως δεν το 'κανα κι ας λυσσομανούσε ο άνεμος γύρω μου, γιατί μπορεί να μ' άκουγε και να καταλάβαινε πως δεν ήμουν αληθινά νεκρός. Ο Φόστερ παρίστανε τον νεκρό επίσης. Έ τσι, προτού γυρίσει πάλι προς τον Φόστερ για να τον πυροβολήσει άλλες δυο φορές, μου είπε: "Η μητέρα σου είναι πόρνη, ο πατέρας σου απατεώνας, ο πατριός σου έχει σκατά στο κεφάλι του"». Η Κλοντέτ είπε παγερά: «Δεν έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου αυτό τον ψευτοψυχίατρο της δεκάρας». «Ύστερα καταλάβαμε, κι ο Φόστερ κι εγώ, πως ο Άριμαν έφυγε βιαστικά, όμως μείναμε ξαπλωμένοι γιατί ήμαCPtav τρομοκρατημένοι. Και, μετά από λίγο, δεν μπορούσαμε πια να κινηθούμε. Σαν να είχαμε κοκαλώσει. Κι έπειτα,

όταν κατορθώσαμε να κινηθούμε, ήρθαμε εδώ για να δούμε γιατί θεωρεί τη μητέρα πόρνη». «Πήγες στο νοσοκομείο;» ρώτησε ανήσυχα η Μάρτι. «Μπα, είμαι μια χαρά», είπε ο Σκιτ κατεβάζοντας τελικά το πουλόβερ του. «Θα μπορούσες να 'χεις κάνα ραγισμένο πλευρό ή εσωτερικά τραύματα». «Το ίδιο του είπα κι εγώ», είπε η Κλοντέτ, «χωρίς αποτέλεσμα. Ξέρεις πώς είναι ο Χόλντεν, Σέργουντ. Είχε πάντα περισσότερο ενθουσιασμό παρά κοινή λογική». «Πάντως θα ήταν καλή ιδέα να πας σ' ένα νοσοκομείο και να σ' εξετάσουν όσο φαίνονται ακόμη τα τραύματα», συμβούλεψε ο Ντάστι τον Σκιτ. «Είναι αποδεκτά στοιχεία αν κατορθώσουμε ποτέ να πάμε αυτόν το σκατοκέφαλο στο δικαστήριο». «Το κάθαρμα», τον επέπληξε η Κλοντέτ, «ή τον ηλίθιο. Και τα δύο αρκούν, Σέργουντ. Η άσκοπη χυδαιολογία δε μ' εντυπωσιάζει. Αν νομίζεις πως το σκατοκεφαλος θα με σοκάρει, σε συμβουλεύω να το ξανασκεφτείς. Σ' αυτό το σπίτι, όμως, δε θεωρήσαμε ποτέ τον Γουίλιαμ Μπάροουζ λογοτέχνη κι ούτε πρόκειται να το κάνουμε τώρα». «Τη λατρεύω τη μητέρα σου», είπε η Μάρτι στον Ντάστι. Τα μάτια της Κλοντέτ στένεψαν ανεπαίσθητα. «Πώς ήταν το Νέο Μεξικό;» ρώτησε ο Σκιτ. «Ένας μαγικός τόπος», είπε ο Ντάστι. Στην άκρη του διαδρόμου, η παλινδρομική πόρτα της κουζίνας άνοιξε και πρόβαλε ο Ντέρεκ Λάμπτον. Ζύγωσε με τους ώμους του στητούς, την πλάτη του ολόισια, το στήθος του προτεταμένο- όμως, αν και είχε στάση στρατιωτικού, ήταν σαν να γλίστρησε προς το μέρος τους. Ο Σκιτ κι ο Ντάστι τον αποκαλούσαν κρυφά Σαύρα, ουσιαστικά από τη μέρα που εμφανίστηκε, όμως ο Λάμπτον θύμιζε περισσότερο βιζόν, κάτι μικρό, συμπαγές, γλοιώδες και ευλύγιστο, με μαλλιά πυκνά και στιλπνά σαν γούνα και με τα αεικίνητα, μαύρα, παρατηρητικά μάτια ενός πλάσματος έτοιμου να εισβάλει σ' ένα κοτέτσι τη στιγμή που θα γύριζε ο αγρότης την πλάτη του. Τα χέρια του, που δεν έσφιξαν ούτε το χέρι του Ντάστι ούτε το χέρι της Μάρτι, είχαν λεπτά δάχτυλα με χοντρό δέρμα ανάμεσά τους και με λίγο μυτερά νύχια, σαν ενός αρπακτικού. Το βιζόν συγγενεύει με τη νυφίτσα. «Πέθανε κάποιος και θ' ανοίξουμε τη διαθήκη του;» ρώ-

τησε ο Λάμπτον, καθώς αυτή ήταν η ιδέα του περί χιούμορ κι ο τρόπος του να τους χαιρετήσει. Κοίταξε τη Μάρτι, απ' την κορφή ως τα νύχια, με τη ματιά του να κοντοστέκεται στα στήθη της κάτω απ' το πουλόβερ της, όπως έκανε πάντα, ανενδοίαστα, όταν αντίκριζε μια ελκυστική γυναίκα. Όταν τελικά την κοίταξε κατάματα, τράβηξε τα χείλη του πίσω, φανερώνοντας τα μικρά, κοφτερά, κάτασπρα δόντια του. Αυτό ήταν το χαμόγελο του -ίσως μάλιστα αυτό που ο ίδιος θεωρούσε σαγηνευτικό χαμόγελο του. «Ο Σέργουντ και η Μάρτιν ήταν στο Νέο Μεξικό», είπε η Κλοντέτ στο σύζυγο της. «Αλήθεια;» είπε ο Λάμπτον σηκώνοντας τα φρύδια του. «Σ' το είπα», είπε ο Σκιτ. «Όντως», επιβεβαίωσε ο Λάμπτον μιλώντας περισσότερο στον Ντάστι παρά στον Σκιτ. «Μας το είπε, με τόσες φανταχτερές λεπτομέρειες, που νομίζαμε πως ήταν μια απ' αυτές τις φαντασιώσεις του». «Δεν έχω φαντασιώσεις», τον αντέκρουσε ο Σκιτ κατορθώνοντας να βάλει λίγη ειρωνεία στη φωνή του, αν και δεν μπορούσε να κοιτάξει κατάματα τον Λάμπτον και, φέρνοντάς του αντίρρηση, είχε τα μάτια χαμηλωμένα στο πάτωμα. «Χόλντεν, δε χρειάζεται ν' αμύνεσαι», είπε κατευναστικά ο Λάμπτον. «Δε σε κατακρίνω όταν αναφέρω τις φαντασιώσεις σου, όχι περισσότερο απ' όσο θα κατέκρινα τον Ντάστι αν ανέφερα την παθολογική αποστροφή του για οποιαδήποτε εξουσία ή Αρχή». «Δεν έχω καμιά παθολογική αποστροφή για κάθε Αρχή γενικά», είπε ο Ντάστι, θυμώνοντας με τον εαυτό του που ένιωθε την ανάγκη να απαντήσει και πασχίζοντας να διατηρήσει τη φωνή του ήρεμη, ακόμη και φιλική. «Απλώς μου προκαλεί μια εύλογη αποστροφή η ιδέα πως μια χούφτα άνθρωποι, μια ελίτ, μπορούν να λένε στους πάντες τι να κάνουν και τι να σκέφτονται. Αυτό που αποστρέφομαι είναι οι αυτοδιορισμένοι ειδικοί». «Σέργουντ», είπε η Κλοντέτ, «δεν ενισχύεις το επιχείρημά σου όταν χρησιμοποιείς αθέλητα οξύμωρα σχήματα όπως το αυτοδιορισμένοι ειδικοί». Με θαυμαστή ηρεμία και μετρημένο τόνο, η Μάρτι είπε: «Στην πραγματικότητα, Κλοντέτ, δεν ήταν οξύμωρο σχήμα. Ήταν μια μετωνυμία, γιατί αντικατέστησε με το αντοδιορι-

σμένοι το πιο χυδαίο, αν και ακριβέστερο, υπερόπτες μαλάκες ειδικοί». Αν είχε ποτέ την παραμικρή αμφιβολία πως θα αγαπούσε τη Μάρτι για πάντα, ο Ντάστι κατάλαβε τώρα πως θα έμεναν ενωμένοι ως το θάνατο. Σαν να μην είχε ακούσει τη νύφη της, η Κλοντέτ είπε στον Σκιτ: «Ο Ντέρεκ έχει απόλυτο δίκιο, Χόλντεν, και στα δύο θέματα. Δε σε κατέκρινε. Δεν είναι τέτοιου είδους άνθρωπος. Και, φυσικά, έχεις φαντασιώσεις. Αν δεν αναγνωρίσεις την κατάστασή σου, δεν πρόκειται ποτέ να θεραπευτείς». Το να διαβεί κανείς το κατώφλι, αν και δύσκολο, ήταν πάντα μικρότερο κατόρθωμα απ' το να προχωρήσει πέρα από τον προθάλαμο. «Ο Χόλντεν σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακά του», είπε ο Ντέρεκ Αάμπτον στον Ντάστι καθώς το βλέμμα του γλίστρησε προς τα κάτω και κοντοστάθηκε ξανά στα στήθη της Μάρτι. «Μου είχες δώσει εφτά», είπε ο Σκιτ. «Όταν πια τα είχα πάρει όλα, το πρωί, δεν έμενε άλλος χώρος στο στομάχι μου για πρωινό». «Δε θα καταλάβεις ποτέ τις δυνατότητές σου», τον επέπληξε η Κλοντέτ, «αν δε συνειδητοποιήσεις την κατάστασή σου και δεν την αντιμετωπίσεις». «Νομίζω πως θα 'πρεπε να είχε σταματήσει εδώ και καιρό να παίρνει αυτά τα φάρμακα», είπε ο Ντάστι. Σηκώνοντας το βλέμμα του από τα στήθη της Μάρτι, ο Λάμπτον είπε: «Οι συμβουλές των αδαών δε βοηθούν τον Χόλντεν να γίνει καλά». «Ο πατέρας του τον βοηθούσε να γίνει καλά μέχρι τα εννιά του χρόνια κι από τότε τον βοηθάς εσύ». Ο Ντάστι πιέστηκε να χαμογελάσει και να μιλήσει ανάλαφρα, ξέροντας όμως πως δεν θα ξεγελούσε κανέναν μ' αυτό τον τρόπο. «Κι ως τώρα έχω δει πολλή βοήθεια και λίγη βελτίωση». Ζωηρεύοντας, ο Σκιτ είπε: «Μητέρα, το 'ξερες πως τ' όνομα του πατέρα μου δεν είναι στην πραγματικότητα Χόλντεν Κόλφιλντ; Προτού το αλλάξει, ήταν Σαμ Φάρνερ». Τα μάτια της Κλοντέτ μισόκλεισαν απειλητικά. «Πάλι έχεις φαντασιώσεις, Χόλντεν». «Όχι, είναι η αλήθεια. Έ χ ω την απόδειξη στο σπίτι. Ίσως να εννοούσε αυτό ο Άριμαν, αφού με πυροβόλησε, όταν τον αποκάλεσε απατεώνα». Η Κλοντέτ έδειξε τον Ντάστι. «Τον ενθαρρύνεις να κό-

ψει τα φάρμακα του και να ποια είναι η κατάληξη». Στον Σκιτ είπε: «Αυτός ο Άριμαν με αποκάλεσε πόρνη. Μήπως πρέπει να υποθέσω, Χόλντεν, ότι πιστεύεις πως αυτή η λέξη μού ταιριάζει όπως πιστεύεις πως το απατεώνας ταιριάξει στον πατέρα σου;» Το κεφάλι του Ντάστι ήταν γεμάτο μ' αυτό το απειλητικό βουητό που συνήθως δεν εμφανιζόταν πριν από το πρώτο μισάωρο, τουλάχιστον, σ' αυτό το σπίτι. Θέλοντας απεγνωσμένα να επανέλθει στο επείγον ζήτημα, είπε: «Ντέρεκ, γιατί να τρέφει τόση έχθρα για σένα ο Μαρκ Άριμαν;» «Γιατί ξεσκέπασα αυτό που είναι στην πραγματικότητα». «Και τι είναι;» «Ένας τσαρλατάνος». «Και πότε τον ξεσκέπασες;» «Με κάθε ευκαιρία», είπε ο Λάμπτον με τα μάτια του να λάμπουν σαν της νυφίτσας, γεμάτα από σκοτεινή χαρά. Η Κλοντέτ πήγε στο πλευρό του συζύγου της, έβαλε το χέρι της γύρω απ' τη μέση του, τον αγκάλιασε παιχνιδιάρικα και είπε: «Όταν κάποιος ανόητος σαν αυτόν τον Μαρκ Άριμαν νιώθει το τσουχτερό κεντρί της ευφυΐας του Ντέρεκ μου, δεν το ξεχνά». «Πώς;» επέμεινε η Μάρτι. «Πώς τον ξεσκέπασες;» «Με δοκίμια, με αναλυτικά άρθρα σε δύο απ' τα καλύτερα περιοδικά», είπε ο Λάμπτον, «που εξέθεταν τις κούφιες θεωρίες του και τον βαρετό του λόγο». «Γιατί;» «Ένιωσα αποστροφή βλέποντας πόσοι ψυχολόγοι είχαν αρχίσει να τον παίρνουν στα σοβαρά. Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι διανοούμενος. Ένας φιγουρατζής είναι, και τίποτ' άλλο». «Αυτό όλο κι όλο;» ρώτησε η Μάρτι. «Δύο δοκίμια;» Ο Λάμπτον φανέρωσε τα αστραφτερά, μυτερά του δόντια και ζάρωσε τις γωνιές των ματιών του. Αν και ήταν μια εύθυμη έκφραση, υποτίθεται, στην πραγματικότητα έμοιαζε σαν να είχε μόλις αντικρίσει ένα ποντίκι και σκόπευε να το αρπάξει και να το κομματιάσει. «Αχ, καλή μου, λαίδη Κλόντι, δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να είσαι ο στόχος μιας επίθεσης του Λάμπτον, έτσι δεν είναι;» «Εγώ νομίζω πως καταλαβαίνω», είπε ο Σκιτ, όμως ούτε η μητέρα του ούτε ο πατριός του φάνηκαν να τον άκουσαν. Σαν να ήταν ο Λάμπτον πνευματώδης ή σκανταλιάρης ή και τα δύο, η Κλοντέτ έβγαλε ένα σύντομο κοριτσίστικο χα-

χάνισμα, τόσο γεμάτο από ειλικρινή ευθυμία όσο το κροτάλισμα του κροταλία. «Αχ, καλή μου, λαίδη Κλόντι», επανέλαβε ο Λάμπτον κάνοντας μια χορευτική κίνηση και χτυπώντας τα δάχτυλά του σαν να ήταν κάποιος μαύρος που μιλούσε τη γλώσσα του δρόμου. «Άρθρα σε δύο περιοδικά. Λίγος έξυπνος ανταρτοπόλεμος. Και μια παρωδία του ύφους του για την τελευταία σελίδα του ένθετου για τα βιβλία στους Νιου Γιορκ Τάιμς...» «Απίστευτα διασκεδαστική και ειρωνική», τον διαβεβαίωσε η Κλοντέτ. «...συν την κριτική που έγραψα για το τελευταίο του βιβλίο, για λογαριασμό ενός μεγάλου εκδοτικού οργανισμού, η οποία δημοσιεύτηκε σε εβδομήντα οχτώ εφημερίδες σ' όλη τη χώρα. Έχω όλα τα αποκόμματα. Μπορείς να πιστέψεις πως αυτό το φριχτό βιβλίο ήταν στον κατάλογο των πρώτων σε πωλήσεις, στους Τάιμς, για εβδομήντα οχτώ βδομάδες;» «Εννοείς το Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου;» ρώτησε η Μάρτι. «Εκλαϊκευτικές ψυχολογικές ανοησίες», δήλωσε ο Λάμπτον. «Μάλλον έκανε μεγαλύτερη ζημιά στον αμερικανικό νου από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο δημοσιεύτηκε την τελευταία δεκαετία». «Εβδομήντα οχτώ βδομάδες», είπε ο Ντάστι. «Είναι μεγάλο διάστημα για να 'ναι ένα βιβλίο στον κατάλογο των πρώτων σε πωλήσεις;» «Για ένα βιβλίο αυτής της κατηγορίας, είναι ολόκληρη αιωνιότητα», είπε ο Λάμπτον. «Πόσες εβδομάδες ήταν το δικό σου βιβλίο στον κατάλογο;» Προσπαθώντας ξαφνικά να υπεκφύγει, ο Λάμπτον είπε: «Δεν τις μέτρησα. Το ζήτημα δεν είναι αυτού του είδους η επιτυχία. Το ζήτημα είναι η ποιότητα του έργου, η επίδρασή του στην κοινωνία και το πόσους ανθρώπους βοηθά». «Μου φαίνεται πως ήταν δώδεκα ή δεκατέσσερις βδομάδες», είπε ο Ντάστι. «Α, όχι, ήταν περισσότερες», είπε ο Λάμπτον. «Δεκαπέντε, τότε». Λαχταρώντας να αναφερθούν σωστά τα επιτεύγματά του αλλά έχοντας αυτοπαγιδευτεί, ο Λάμπτον κοίταξε την Κλοντέτ γυρεύοντας βοήθεια κι εκείνη είπε: «Είκοσι δύο εβδομάδες ήταν στον κατάλογο. Ο Ντέρεκ δεν ενδιαφέρεται

ποτέ γι' αυτά τα πράγματα, όμως εγώ νοιάζομαι. Είμαι περήφανη γι' αυτόν. Είκοσι δυο εβδομάδες είναι μεγάλη επιτυχία, πολΰ μεγάλη μάλιστα, για ένα βιβλίο με ουσία». «Λοιπόν, αυτό είναι και το πρόβλημα», είπε πένθιμα ο Λάμπτον. «Οι εκλαϊκευτικές ψυχολογικές αηδίες έχουν πάντα μεγαλΰτερη επιτυχία απ' τα σοβαρά βιβλία. Μπορεί να μη βοηθοΰν κανέναν, όμως είναι ευκολότερες στην ανάγνωση». «Και το αμερικανικό κοινό», είπε η Κλοντέτ, «όσο έχει ανάγκη από στέρεες ψυχολογικές συμβουλές, τόσο νωθρό και χαμηλοΰ μορφωτικού επιπέδου είναι». Κοιτάζοντας τη Μάρτι, ο Ντάστι είπε: «Μιλάμε για το Τόλμησε να Γίνεις ο Καλύτερος Σον Φίλος, του Ντέρεκ». «Δεν κατόρθωσα να το τελειώσω», είπε ο Σκιτ. «Δε σου λείπει το μυαλό για να τα καταφέρεις», είπε η Κλοντέτ. «Όταν δεν παίρνεις όμως τα φάρμακά σου, η μαθησιακή σου αναπηρία επανέρχεται εντονότερη και δεν μπορείς οΰτε το όνομά σου να διαβάσεις. "Ίαση και Μόρφωση"». Κοιτάζοντας φευγαλέα προς το καθιστικό, ο Ντάστι αναρωτήθηκε τι ποσοστό επισκεπτών κατόρθωνε να περάσει τον προθάλαμο. Ο Σκιτ βρήκε λίγο κουράγιο ακόμη. «Δεν έχω πρόβλημα να διαβάσω τα φανταστικά μυθιστορήματά μου, είτε με φάρμακα είτε δίχως αυτά». «Τα φανταστικά μυθιστορήματά σου», είπε ο Λάμπτον, «είναι μέρος του προβλήματος, Χόλντεν, όχι της θεραπείας». «Κι ο ανταρτοπόλεμος;» ρώτησε ο Ντάστι. Όλοι τον κοίταξαν σαστισμένοι. «Είπες πως του έκανες έξυπνο ανταρτοπόλεμο, του Μαρκ Άριμαν», υπενθΰμισε ο Ντάστι στον Λάμπτον. Πάλι το χαμόγελο που σήμαινε «είμαι έτοιμος να αρπάξω και να κομματιάσω το ποντίκι». «Ελάτε, θα σας δείξω!» Ο Λάμπτον τους οδήγησε στον πάνω όροφο. Ο Βαλές περίμενε στο διάδρομο του πρώτου ορόφου, προφανώς γιατί τον είχαν φοβίσει οι αψιμαχίες στον προθάλαμο. Η Μάρτι κι ο Ντάστι στάθηκαν για να τον αγκαλιάσουν, να τον χαϊδέψουν στο λαιμό και πίσω από τ' αυτιά κι αυτός με τη σειρά του να τους γλείψει και να τους μαστιγώσει με την ουρά του. Αν είχε κάποια επιλογή ο Ντάστι, θα προτιμούσε να κα-

θίσει κάτω και να περάσει την υπόλοιπη μέρα με τον Βαλέ. Εκτός από το αγκάλιασμα του Σκιτ -Οχ, οχ!-, το καλωσόρισμα του σκύλου ήταν η μόνη στιγμή ειλικρίνειας και αλήθειας που γεύτηκε ο Ντάστι από τότε που χτύπησε το κουδούνι αυτού του σπιτιού. Ο Λάμπτον χτύπησε ελαφρά μια πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. Κοιτάζοντας πίσω, τον Ντάστι και τη Μάρτι, είπε: «Ελάτε, ελάτε». Η Κλοντέτ και ο Σκιτ μπήκαν σ' ένα δωμάτιο στην απέναντι μεριά του διαδρόμου: το γραφείο του Λάμπτον. Αν και ο Ντάστι δεν άκουσε να απαντά κανένας μέσ' απ' το δωμάτιο, ο Λάμπτον άνοιξε την πόρτα που είχε μόλις χτυπήσει κι ο Ντάστι και η Μάρτι τον ακολούθησαν και διάβηκαν το κατώφλι. Αυτή ήταν η κρεβατοκάμαρα του Ντέρεκ του νεότερου. Ο Ντάστι είχε τέσσερα χρόνια να βρεθεί εκεί μέσα, από τότε που ο μικρός ήταν έντεκα χρονών. Τότε, ο διάκοσμος ήταν αθλητικός. Αφίσες με αστέρες του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ. Τώρα το ταβάνι κι όλοι οι τοίχοι ήταν βαμμένοι γυαλιστεροί μαύροι, και το μαύρο χρώμα τους ρουφούσε το φως, έτσι που το δωμάτιο έδειχνε σκοτεινό ακόμη κι όταν φωτιζόταν με τριακόσια βατ. Το σιδερένιο σωληνωτό κεφαλάρι του κρεβατιού ήταν μαύρο, καθώς και τα σεντόνια και το κάλυμμα. Το γραφείο και η καρέκλα ήταν μαύρα, όπως και τα ράφια. Το πάτωμα, από ξύλο σφενταμιού στο φυσικό του χρώμα, που φαινόταν τόσο όμορφο στο υπόλοιπο σπίτι, εδώ είχε βαφτεί μαύρο. Το μοναδικό χρώμα στο δωμάτιο ήταν αυτό στις ράχες των βιβλίων στα μαύρα ράφια και σε δυο μεγάλες σημαίες στερεωμένες στο ταβάνι: στην κόκκινη σημαία με τον λευκό κύκλο και τη μαύρη σβάστικα, την οποία προσπάθησε ο Αδόλφος Χίτλερ να κάνει να κυματίσει σε ολόκληρο τον κόσμο, και στη σημαία με το σφυροδρέπανο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Πριν από τέσσερα χρόνια, αθλητικές ιστορίες και βιογραφίες, βιβλία για την τοξοβολία και μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας γέμιζαν τα ράφια. Τώρα είχαν αντικατασταθεί από βιβλία για το Νταχάου, το Άουσβιτς, το Μπούχενβαλντ, τα σοβιετικά γκουλάγκ, την Κου Κλουξ Κλαν, τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, κάμποσους σύγχρονους κατά συρροήν δολοφόνους και μερικούς τρελούς βομβιστές. Ο ίδιος ο Ντέρεκ ο νεότερος φορούσε λευκά πάνινα πα-

πούτσια, λευκές κάλτσες, σοκολατί βαμβακερά παντελόνι κι άσπρο πουκάμισο. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και διάβαζε ένα βιβλίο μ' ένα σωρό αποσυντεθειμένα ανθρώπινα κουφάρια στο εξώφυλλο και, εξαιτίας της τεράστιας αντίθεσης ανάμεσα στα ροΰχα του και στα κλινοσκεπάσματα από μαύρο σατέν, έμοιαζε να αιωρείται σαν γιόγκι. «Ε, αδερφέ, πώς τα πας;» ρώτησε αμήχανα ο Ντάστι. Δεν ήξερε ποτέ τι να πει στον ετεροθαλή αδερφό του, αφού ήταν ουσιαστικά ξένοι. Είχε φύγει απ' το σπίτι -το είχε σκάσει- πριν από δώδεκα χρόνια, όταν ο μικρός ήταν μονάχα τριών χρονών. «Σου φαίνομαι να 'χω πεθάνει;» ρώτησε βαρύθυμα ο Ντέρεκ ο νεότερος. Στην πραγματικότητα το αγόρι φαινόταν υπέροχα ζωντανό, πολύ ζωντανό γι' αυτό τον κόσμο, σαν να είχε υπερφορτιστεί με φασματική ενέργεια βάζοντας το δάχτυλο του σε μια πρίζα στο Υπερπέραν, με αποτέλεσμα τώρα να λάμπει. Δεν είχε κληρονομήσει κανένα από τα γλοιώδη χαρακτηριστικά του πατέρα του, που θύμιζαν νυφίτσα. Η μοίρα αποφάσισε να του επιδαψιλεύσει τα γονίδια της μητέρας του, να τον ευλογήσει μ' ένα τέλειο κορμί και πρόσωπο, που όμοιά τους δεν είχε κανένα από τα υπόλοιπα παιδιά της. Αν κάποια ημέρα αποφάσιζε ν' ανέβει στη σκηνή, να πιάσει ένα μικρόφωνο και να τραγουδήσει, άσχετα με το αν θα ήταν η φωνή του καλή ή απλώς ανεκτή, θα μπορούσε να γίνει πιο διάσημος από τον 'Ελβις και τους Μπιτλς και τον Ρίκι Μάρτιν μαζί, και οι νέοι και των δύο φύλων θα ούρλιαζαν από κάτω, θα έκλαιγαν, θα ρίχνονταν πάνω στη σκηνή και κάμποσοι θα χαίρονταν, αν τους το ζητούσε, να κοπούν μονάχοι τους για να του χαρίσουν το αίμα τους. «Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε ο Ντάστι δείχνοντας το μαύρο δωμάτιο και τις σημαίες στο ταβάνι. «Εσένα σαν τι σου μοιάζει;» ρώτησε ο Ντέρεκ ο νεότερος. «Γκόθικ;» «Το γκόθικ είναι βλακεία. Είναι για τα πιτσιρίκια». «Μοιάζει σαν προετοιμασία για θάνατο», είπε η Μάρτι. «Κοντά έπεσες», είπε ο Ντέρεκ ο νεότερος. «Τι νόημα έχει;» Το αγόρι άφησε το βιβλίο του. «Τι νόημα έχουν όλα τα υπόλοιπα;» «Επειδή όλοι πεθαίνουμε, θες να πεις;» «Γι' αυτό είμαστε εδώ», είπε ο Ντέρεκ ο νεότερος. «Για

να σκεφτόμαστε το θάνατο. Για να τον βλέπουμε να συμβαίνει στους άλλους. Για να προετοιμαζόμαστε γι' αυτόν. Και τέλος για να μας συμβαίνει και να χανόμαστε για πάντα». «Τι είναι αυτό;» ξαναρώτησε ο Ντάστι, όμως αυτή τη φορά απηύθυνε την ερώτηση στον πατριό του. «Οι περισσότεροι έφηβοι, όπως ο Ντέρεκ, περνούν μια περίοδο που τους γοητεύει ο θάνατος, θαρρώντας πως κάνουν βαθύτερες σκέψεις γι' αυτό το θέμα από οποτεδήποτε πριν», είπε ο Λάμπτον μιλώντας για το γιο του σαν να μην τον άκουγε. Όταν ζούσαν ο Ντάστι κι ο Σκιτ κάτω απ' την εξουσία του, έκανε το ίδιο: μιλούσε γι' αυτούς σαν να ήταν ενδιαφέροντα πειραματόζωα που δεν καταλάβαιναν ούτε μια λέξη απ' όσα έλεγε. «Το σεξ κι ο θάνατος. Είναι τα μεγάλα ζητήματα στην εφηβεία. Και τα αγόρια και τα κορίτσια, αλλά ειδικά τα αγόρια, έχουν ψύχωση μ' αυτά τα δύο θέματα. Περιοδικά περνούν φάσεις που είναι κυριολεκτικά ψυχωτικοί. Είναι ζήτημα ορμονικής ανισορροπίας και το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς είναι να τους αφήνει να κυριεύονται απ' την ψύχωσή τους, γιατί η φύση θα διορθώσει αργά ή γρήγορα αυτή την ανισορροπία». «Εγώ πάντως δε θυμάμαι να είχα καμιά ψύχωση με το θάνατο», είπε η Μάρτι. «Είχες», είπε ο Λάμπτον σαν να τη γνώριζε από παιδί, «όμως τη μετέτρεψες σε άλλα ενδιαφέροντα -κούκλες Μπάρμπι, μακιγιάζ». «Το μακιγιάζ είναι μια εναλλακτική μορφή της ψύχωσης με το θάνατο;» «Δεν είναι ολοφάνερο;» είπε με δασκαλίστικη αυταρέσκεια ο Λάμπτον. «Ο σκοπός του μακιγιάζ είναι να αντισταθεί κάποιος στη φθορά του χρόνου, κι ο χρόνος δεν είναι παρά ένα συνώνυμο του θανάτου». «Και οι Μπάρμπι;» ρώτησε ο Ντάστι. «Σκέψου το», τον παρακίνησε ο Λάμπτον. «Τι είναι μια κούκλα, αν όχι η εικόνα ενός πτώματος; Ασάλευτη, δίχως ανάσα, άκαμπτη, άψυχη. Τα κοριτσάκια που παίζουν με κούκλες παίζουν με πτώματα -και μαθαίνουν να μη φοβούνται πολύ το θάνατο». «Θυμάμαι πως είχα ψύχωση με το σεξ», ομολόγησε ο Ντάστι, «όμως...» «Το σεξ είναι ψέμα», είπε ο Ντέρεκ ο νεότερος. «Το σεξ είναι άρνηση. Οι άνθρωποι καταφεύγουν στο σεξ για ν' α-

ποφύγουν ν' αντικρίσουν κατάματα την ουσία της ζωής, που είναι ο θάνατος. Δεν είναι η δημιουργία, αλλά ο θάνατος». Ο Λάμπτον χαμογε'λασε στο γιο του, σαν να ήταν έτοιμος να σκάσει από το πολύ καμάρι. «Ο Ντέρεκ διάλεξε να βυθιστεί στο θάνατο για λίγο, για να ξεπεράσει το φόβο του θανάτου πολύ πιο γρήγορα απ' τους περισσότερους ανθρώπους. Είναι ένας θεμιτός τρόπος για να επισπεύσει κάποιος από μόνος του την ωρίμασή του». «Εγώ πάντως δεν τον έχω ξεπεράσει», παρατήρησε η Μάρτι. «Βλέπεις;» είπε ο Λάμπτον σαν να είχε επιβεβαιώσει η Μάρτι τα λόγια του. «Πέρυσι ήταν το σεξ, όπως συμβαίνει πάντα με τα δεκατετράχρονα αγόρια. Του χρόνου, το σεξ ξανά, όταν θα έχει τελειώσει με το θάνατο». Ο Ντάστι υποψιαζόταν πως, ύστερα από ένα χρόνο ζωής σ' αυτό το μαύρο δωμάτιο και ψύχωσης με το θάνατο, ο Ντέρεκ ο νεότερος μπορεί να γινόταν πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων, κι όχι γιατί θα είχε κερδίσει σ' ένα διαγωνισμό ορθογραφίας. Ο Λάμπτον είπε στο αγόρι: «Ο Ντάστι και η Μάρτι θέλουν να μάθουν για τον ανταρτοπόλεμο μας ενάντια στον Μαρκ Άριμαν». «Αυτό το κάθαρμα», είπε ο Ντέρεκ ο νεότερος. «Θες να το ξανακάνουμε;» «Γιατί όχι;» είπε ο Λάμπτον τρίβοντας τα χέρια του. Ο Ντέρεκ ο νεότερος σηκώθηκε απ' το κρεβάτι, τεντώθηκε και ύστερα έκανε να βγει απ' το δωμάτιο. Περνώντας μπροστά από τη Μάρτι, είπε: «Ωραία βυζιά». Χαμογελώντας από πίσω του, ο Λάμπτον είπε: «Είδατε; Ήδη βγαίνει απ' αυτή τη φάση, της ψύχωσης με το θάνατο, αν και δεν το αναγνωρίζει ακόμη ο ίδιος». Στο παρελθόν ο Ντάστι και η Μάρτι ήθελαν να απαγάγουν το αγόρι, να κρυφτούν κάπου μακριά μαζί του και να το αναθρέψουν οι ίδιοι, δίνοντάς του μια ευκαιρία να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Μια φευγαλέα ματιά στη Μάρτι ήταν αρκετή για να βεβαιωθεί ο Ντάσΐι πως, όπως ο ίδιος, εξακολουθούσε κι εκείνη να θέλει να κρυφτεί, μόνο που τώρα θα ήθελε μάλλον να κρυφτεί από τον Ντέρεκ τον νεότερο και όχι μαζί τον. Ακολούθησαν το αγόρι στο γραφείο του Λάμπτον, όπου τους περίμεναν ο Σκιτ και η Κλοντέτ μαζί με τον Φόστερ Νιούτον.

«Γεια σου, Φόστερ», είπε ο Ντάστι. Εκείνος στράφηκε. «Γεια». «Είσαι καλά;» είπε ανήσυχα η Μάρτι. Ο Νιούτον σήκωσε το πουκάμισο του για να τους δείξει το στέρνο και το στομάχι του, που δεν ήταν'ούτε τόσο ωχρά ούτε τόσο λεπτά όσο του Σκιτ, αλλά που ήταν μελανιασμένα από εξίσου άσχημα χτυπήματα, από τις τέσσερις σφαίρες που την πορεία τους είχε ανακόψει το αλεξίσφαιρο γιλέκο. «Αληθινά δυσάρεστο πρωινό», είπε η Κλοντέτ μορφάζοντας γεμάτη αποστροφή. «Καλά είμαι», τη διαβεβαίωσε ο Νιούτον, παρανοώντας τα λόγια της. «Μας έσωσες τη ζωή», του είπε η Μάρτι. «Με το πυροσβεστικό αυτοκινητάκι;» «Ναι». «Και τη δική μου», είπε ο Σκιτ. Ο Νιούτον κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι εγώ, το γιλέκο». Το αγόρι κάθισε στο γραφείο του πατέρα του, μπροστά στον υπολογιστή. Ο Λάμπτον στάθηκε πίσω από τον Ντέρεκ τον νεότερο, για να βλέπει πάνω απ' τον ώμο του. «Φύγαμε». Ο Ντάστι και η Μάρτι πλησίασαν και είδαν το αγόρι να πληκτρολογεί μια καυστική και καλογραμμένη μικρή κριτική του Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου. «Θα το στείλουμε στη σελίδα με τις κριτικές των αναγνωστών», είπε ο Λάμπτον, «στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο Άμαζον. Έχουμε γράψει και στείλει πάνω από εκατόν πενήντα επικριτικά κείμενα για το Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου χρησιμοποιώντας διαφορετικά ονόματα και ηλεκτρονικές διευθύνσεις». Αηδιασμένος, ο Ντάστι θυμήθηκε την απάνθρωπη κακία στο πρόσωπο και στα μάτια του Άριμαν όταν τον αντιμετώπισαν στο γραφείο του πριν από λίγη ώρα. «Ποιων τα ονόματα και τις διευθύνσεις;» είπε, διερωτώμενος με τι τρόπο θα μπορούσε να είχε εκδικηθεί ο ψυχίατρος αυτούς τους ανυποψίαστους αθώους. «Μην ανησυχείς», είπε ο Λάμπτον, «όποτε χρησιμοποιούμε αληθινά ονόματα, διαλέγουμε ανθρώπους με απονεκρωμένους εγκέφαλους που δε διαβάζουν ιδιαίτερα. Αποκλείεται να μπουν στο Άμαζον και να δουν την κριτική». «Όπως και να 'χει», είπε ο Ντέρεκ ο νεότερος, «συνή-

θως βγάζουμε ονόματα και διευθύνσεις απ' το μυαλό μας, που είναι ακόμη καλύτερο». «Μπορείτε να το κάνετε;» αναρωτήθηκε η Μάρτι. «Το Ίντερνετ είναι ρευστό», είπε το αγόρι. Πασχίζοντας να καταλάβει το νόημα αυτής της δήλωσης, ο Ντάστι είπε: «Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τη φαντασία απ' την πραγματικότητα». «Ακόμη καλύτερα. Η φαντασία και η πραγματικότητα δεν έχουν σημασία. Είναι το ίδιο, όλα, το ίδιο ποτάμι». «Τότε πώς βρίσκεις την αλήθεια για οτιδήποτε;» Ο Ντέρεκ ο νεότερος ανασήκωσε τους ώμους του. «Ποιος νοιάζεται; Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τι είναι αληθινό.. . αλλά τι μπορεί να γίνει και τι όχι». «Είμαι βέβαιος πως, στη σελίδα του Άμαζον, οι μισές εγκωμιαστικές κριτικές για το ηλίθιο βιβλίο του Άριμαν έχουν γραφτεί από τον ίδιο», είπε ο Λάμπτον. «Ξέρω κάποιους μυθιστοριογράφους που περνούν περισσότερο χρόνο κάνοντας αυτό παρά γράφοντας. Το μοναδικό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να αποκαταστήσουμε την ισορροπία». «Έστειλες κι εσύ εγκωμιαστικές κριτικές για το Τόλμησε να Γίνεις ο Καλύτερος Σου Φίλος·,» ρώτησε η Μάρτι. «Εγώ; Όχι, όχι», τη διαβεβαίωσε ο Λάμπτον. «Αν το βιβλίο είναι πραγματικά καλό, τα καταφέρνει από μόνο του». Ναι, βέβαια. Για ώρες, για μέρες, αναμφίβολα, αυτές οι έξυπνες ροζ πατούσες νυφίτσας θα πληκτρολογούσαν αυτοεπαίνους με τέτοια ταχύτητα, που το πληκτρολόγιο θα μπλοκάριζε διαρκώς. «Ύστερα απ' αυτό», είπε ο Ντέρεκ ο νεότερος, «θα σας δείξω τι μπορούμε να κάνουμε με τους διάφορους δικτυακούς τόπους που σχετίζονται με το βιβλίο του Άριμαν». «Ο Ντέρεκ είναι τρομερά ικανός στα θέματα των υπολογιστών», καυχήθηκε ο Ντέρεκ ο πρεσβύτερος. «Κυνηγάμε τον Άριμαν παντού στο Ίντερνετ· παντού. Δεν υπάρχει σύστημα ασφαλείας που να μπορεί να εμποδίσει τον μικρό». Γυρίζοντας την πλάτη στον υπολογιστή, ο Ντέρεκ είπε: «Νομίζω πως είδαμε αρκετά». Πιάνοντας και με τα δυο της χέρια το δεξί μπράτσο του Ντάστι, η Μάρτι τον τράβηξε παράμερα. Η έκφρασή της, όσο φριχτή κι αν ήταν, αποκλείεται να ήταν πιο έντρομη απ' τη δική του. Του είπε: «Όταν αντιπροσώπευε η Σούζαν τον ιδιοκτήτη του σπιτιού του Άριμαν, τον προηγούμε-

vo ιδιοκτήτη, μου ζήτησε να το δω. Ήταν εντυπωσιακό και πολΰ επιβλητικό, σαν σκηνικό για το Λυκόφως των Θεών. Έπρεπε να το δω, μου είπε. Έτσι, τη συνάντησα βκεί. Ήταν τη μέρα που το έδειξε για πρώτη φορά στον Άριμαν, τη μέρα που τον γνώρισε. Έφτασα όταν του το έδειχνε ακόμη. Τον γνώρισα κι εγώ επίσης εκείνη τη μέρα. Οι τρεις... κουβεντιάσαμε για λίγο». «Θεέ μου. Δεν μπορείς να θυμηθείς;...» «Προσπαθώ. Όμως, δεν είμαι βέβαιη. Μπορεί να αναφέρθηκε το θέμα του βιβλίου του. Τώρα βρίσκεται εβδομήντα οχτώ εβδομάδες στον κατάλογο των πρώτων σε πωλήσεις. Άρα, τότε θα ήταν σχετικά καινούριο. Πριν από δεκαοχτώ μήνες. Και, αν κατάλαβα τι είδους βιβλίο ήταν... μπορεί να ανέφερα τον Ντέρεκ». Πασχίζοντας να ηρεμήσει λίγο τη Μάρτι, που οδηγούνταν σ' ένα τρομερό συμπέρασμα, ο Ντάστι είπε: «Δεσποινίς Μ., σταμάτα αμέσως. Σταμάτα αυτό που σκέφτεσαι. Ο Άριμαν θα είχε κάνει έτσι κι αλλιώς ό,τι έκανε στη Σούζαν. Τόσο όμορφη που ήταν, την είχε προσέξει προτού εμφανιστείς εσύ». «Μπορεί». «Σίγουρα». Ο Λάμπτον είχε γυρίσει την πλάτη του στον υπολογιστή για ν' ακούσει. «Έχεις γνωρίσει αυτό τον ηλίθιο ψυχίατρο της πεντάρας;» Αγριοκοιτάζοντας τον Ντέρεκ τον πρεσβύτερο μ' ένα βλέμμα που θα είχε παγώσει το αίμα στις φλέβες του, αν είχε αίμα στις φλέβες του δηλαδή, η Μάρτι είπε: «Εξαιτίας σου, είμαστε όλοι νεκροί». Ο Λάμπτον, υποθέτοντας πως επρόκειτο γι' αστείο και περιμένοντας ν' ακούσει το τέλος του, είχε τραβήξει ήδη τα χείλη του φανερώνοντας τα κοφτερά μικρά του δόντια. Η Μάρτι είπε: «Νεκροί, εξαιτίας ενός παιδιάστικου ανταγωνισμού». Σαν ακτινοβόλα Βαλκυρία που έρχεται πετώντας στο πλευρό του λαβωμένου της πολεμιστή, η Κλοντέτ στάθηκε πλάι στον Λάμπτον. «Δεν υπάρχει τίποτε παιδιάστικο εδώ πέρα. Είσαι έξω από τον ακαδημαϊκό κόσμο, Μάρτιν. Δεν μπορείς να καταλάβεις έναν αληθινό διανοούμενο». «Αλήθεια;» είπε αγριεμένη η Μάρτι. Ο Ντάστι διέκρινε τόση αποστροφή σ' αυτό το Αλήθεια; που χάρηκε που δεν είχε πια η Μάρτι το πιστόλι.

«Όταν συναγωνίζονται, άντρες σαν τον Ντέρεκ», είπε η Κλοντέτ, «δεν το κάνουν για το εγώ τους. Το κάνουν για τις ιδέες τους. Ιδέες που διαμορφώνουν την κοινωνία, τον κόσμο, το μέλλον. Για να δοκιμαστούν και να αποκρυσταλλωθούν αυτές οι ιδέες, για να 'ναι έτοιμες να εφαρμοστούν, πρέπει να επιβιώσουν από τέτοιες προκλήσεις, από κάθε είδους διαμάχες, σε όλους τους στίβους». «Όπως, για παράδειγμα, στη σελίδα με τις κριτικές των αναγνωστών στο Άμαζον», είπε δηκτικά η Μάρτι. Η Κλοντέτ συνέχισε απτόητη. «Η μάχη των ιδεών είναι αληθινός πόλεμος, όχι ένας παιδιάστικος ανταγωνισμός όπως θες να την παρουσιάσεις εσύ». Ο Βαλές τραβήχτηκε απ' το δωμάτιο κι απέμεινε να παρακολουθεί απ' το διάδρομο. Υψώνοντας το παράστημά του δίπλα στον Ντάστι και τη Μάρτι, αλλά φροντίζοντας να σταθεί από πίσω τους, ο Σκιτ βρήκε το κουράγιο να πει: «Έχει δίκιο η Μάρτι». «Όταν δεν παίρνεις τα φάρμακά σου», του είπε ο Λάμπτον, «η κρίση σου δεν είναι αρκετά καλή για να 'σαι καλοδεχούμενος σύμμαχος, Χόλντεν». «Από μένα, τουλάχιστον, είναι», διαφώνησε ο Ντάστι. Έχοντας μπλεχτεί σ' αυτή την κουβέντα, η Κλοντέτ ήταν περισσότερο παθιασμένη από οποιαδήποτε άλλη φορά θυμόταν ο Ντάστι. «Θαρρείτε πως η ζωή είναι ηλεκτρονικά παιχνίδια, ταινίες, μόδα, ποδόσφαιρο, κηπουρική κι ό,τι άλλο γεμίζει τη μέρα σας, όμως η ζωή είναι ιδέες. Άνθρωποι σαν τον Ντέρεκ, άνθρωποι με ιδέες, διαμορφώνουν τον κόσμο. Διαμορφώνουν την κυβέρνηση, τη θρησκεία, την κοινωνία, κάθε μικρό κομμάτι του πολιτισμού μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ρομπότ με τη θέλησή τους, σπαταλούν την ημέρα τους σε ασήμαντα πράγματα, απορροφημένοι από κάθε είδους ανοησίες, ζουν τη ζωή τους δίχως να καταλαβαίνουν πως ο Ντέρεκ και οι όμοιοι του έχουν φτιάξει αυτή την κοινωνία και την κυβερνούν με τη δύναμη των ιδεών». Εδώ, σ' αυτή την άσχημη αντιπαράθεση με την Κλοντέτ, που για τον Ντάστι, όπως σίγουρα και για τον Σκιτ, μετατρεπόταν γοργά σε μια σύγκρουση με μυθικές διαστάσεις, η Μάρτι ήταν ο παλαδίνος τους, με τη λόγχη υψωμένη και τη ματιά της καρφωμένη στο δράκο. Ο Σκιτ στεκόταν πίσω της, με τα χέρια του στους ώμους της, κι ο Ντάστι ήταν έτοι-

μος να σταθεί πίσω απ' τον Σκιτ, για ακόμη μεγαλύτερη προστασία. «Το να τολμάς να γίνεις ο καλύτερος σου φίλος», είπε η Μάρτι, «και να μαθαίνεις ν' αγαπάς τον εαυτό σου... αυτές είναι σι ιδέες που διαμορφώνουν,;» «Δεν υπάρχει καμιά σύγκριση ανάμεσα στο δικό μου βιβλίο και στο βιβλίο του Άριμαν», διαμαρτυρήθηκε ο Λάμπτον, όμως ύστερα από τη σθεναρή υπεράσπισή του απ' τη σύζυγο του, τα δικά του λόγια ακούστηκαν σαν απλή γκρίνια. Μπαίνοντας η μισή μπροστά απ' τον Λάμπτον, σαν να προσπαθούσε να υπερασπίσει σωματικά τον πολιορκούμενο άντρα της, αλλά και για να πιέσει, επίσης, τον πισινό της πάνω του, η Κλοντέτ επέμεινε: «Ο Ντέρεκ γράφει ζωντανά, βαθυστόχαστα βιβλία ψυχολογίας. Ιδέες διατυπωμένες με ακρίβεια και αυστηρότητα. Του Άριμαν δεν είναι παρά εκλαϊκευτικά ψυχολογικά ξερατά». Ο Ντάστι δεν είχε ξαναδεί τη μητέρα του να πετά από πάνω της το παγερό της πέπλο αποκαλύπτοντας την ερωτική της φύση, κι ευχόταν να μην την ξανάβλεπε ποτέ. Αυτό που την ερέθιζε δεν ήταν οι ίδιες οι ιδέες αλλά η σκέψη πως οι ιδέες σήμαιναν δύναμη. Η δύναμη ήταν το αληθινό αφροδισιακό" όχι η ωμή δύναμη των στρατηγών, των πολιτικών, των πυγμάχων ή ακόμη και των κατά συρροήν δολοφόνων, αλλά μια δύναμη που διαμόρφωνε το μυαλό των στρατηγών, των πολιτικών, των κληρικών, των δασκάλων, των δικηγόρων, των σκηνοθετών. Η δύναμη του χειρισμού των άλλων. Στα ανοιγμένα της ρουθούνια και στη γυαλάδα των ματιών της έβλεπε τώρα έναν ερωτισμό εξίσου παγερό μ' αυτόν που έχει το θηλυκό αλογάκι της Παναγίας όταν ετοιμάζεται να καταβροχθίσει το ταίρι του. «Ακόμη δεν καταλαβαίνεις», είπε οργισμένα η Μάρτι. «Για να υπερασπιστείς το Τόλμησε να Γίνεις ο Καλύτερος Σου Φίλος έκαψες το σπίτι μας. Για να υπερασπιστείς το Τόλμησε να Γίνεις ο Καλύτερος Σου Φίλος πυροβόλησες τον Σκιτ και τον Φόστερ. Νομίζεις πως ό,τι λένε πως συνέβη χτες το βράδυ είναι απλώς μια φαντασίωση, Κλοντέτ. Αυτές οι μελανιές είναι αληθινές, οι σφαίρες ήταν αληθινές. Η ηλίθια, γελοία άποψή σου για το πώς είναι αληθινά μια αντιπαράθεση ιδεών, η άποψή σου ότι παρενόχληση και λογική συζήτηση είναι το ίδιο, αυτή η άποψη είναι που όπλισε εκείνο το χέρι. Και το λες αυτό διαμόρφωση της κοινωνίας; Εσύ μπορεί να 'σαι έτοιμη να πεθάνεις για τις

ζωντανές, διατυπωμένες με ακρίβεια και αυστηρότητα, ψυχολογικά εμβριθείς ναρκισσιστικές ανοησίες του Ντέρεκ, όμως εγώ δεν είμαι!» Από τη θέση του στο παράθυρο, ο Νιούτον είπε: «Λέξους». Η Κλοντέτ ήταν έτοιμη να βγάλει φωτιές απ' το στόμα. «Τι εύκολο που είναι να προβάλλεις αφελή, αληθοφανή επιχειρήματα όταν δεν έχεις παρακολουθήσει ούτε ένα μάθημα λογικής στο πανεπιστήμιο. Αν ο Άριμαν καίει σπίτια και πυροβολεί ανθρώπους, τότε είναι μανιακός, ψυχοπαθής, κι ο Ντέρεκ έχει δίκιο να του επιτίθεται μ' όποιον τρόπο μπορεί. Για την ακρίβεια, αν όσα λες αληθεύουν, κάνοντάς το έδειξε αληθινό θάρρος». Τολμώντας να γίνει ο καλύτερος του φίλος, ο Λάμπτον είπε: «Πάντα διαισθανόμουν πως υπήρχε μια ψυχοπαθολογική άποψη για τον κόσμο στα γραπτά του, πως ήταν επικίνδυνο να του εναντιωθώ, όμως πρέπει κανείς να διακινδυνεύει αν νοιάζεται». «Α, ναι», είπε η Μάρτι, «τι θα 'λεγες να τηλεφωνήσουμε στο Πεντάγωνο και να ζητήσουμε να σου απονείμουν το Μετάλλιο της Τιμής; Για ανδρεία στο πεδίο της ακαδημαϊκής μάχης και γενναιότητα στο πληκτρολόγιο του ηλεκτρονικού υπολογιστή, για τη θαρραλέα χρήση ψευδωνύμων και πλαστών ηλεκτρονικών διευθύνσεων». «Δε σας θέλω άλλο στο σπίτι μου», είπε η Κλοντέτ. «Ένα Λέξους στο δρόμο», είπε ο Νιούτον. «Τι κι αν υπάρχουν εκατό γαμημένα Λέξους!» είπε η Κλοντέτ δίχως να πάρει τα μάτια της απ' τη Μάρτι. «Κάθε ηλίθιος φαντασμένος σ' αυτή τη γειτονιά έχει Λέξους ή Μερσέντες». «Παρκάρει», είπε ο Νιούτον. Η Μάρτι κι ο Ντάστι πήγαν δίπλα στον Νιούτον στο παράθυρο. Η πόρτα του Λέξους άνοιξε κι ένας ψηλός, όμορφος, μαυρομάλλης άντρας βγήκε από το αυτοκίνητο. Ο Έρικ Τζάγκερ. «Θεέ μου», είπε η Μάρτι. Μέσω της Σούζαν, ο Άριμαν είχε προγραμματίσει τη Μάρτι. Με ή χωρίς το πλεονέκτημα του μαθήματος της λογικής στο πανεπιστήμιο, ο Ντάστι δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι συνέβαινε.

Ο Έρικ έσκυψε μέσα στο αυτοκίνητο για να πάρει κάτι που είχε αφήσει στο κάθισμα. Μέσω της Σοΰζαν, ο Άριμαν είχε προγραμματίσει και τον Έρικ, προστάζοντάς τον ΰστερα να απομακρυνθεί απ' τη γυναίκα του κι αφήνοντάς την έτσι μονάχη και πιο ευάλωτη, πιο προσβάσιμη όποτε θα ήθελε ο ψυχίατρος να την κάνει δική του. Και τώρα ήταν κάτι άλλο που ήθελε ο Άριμαν από τον Έρικ, κάτι πιο δΰσκολο από το να εγκαταλείψει τη σύζυγο του. «Σιδηροπρίονο», είπε ο Νιούτον. «Πριόνι για νεκροψίες», τον διόρθωσε ο Ντάστι. «Με κρανιακές λεπίδες», πρόσθεσε η Μάρτι. «Όπλο», είπε ο Νιούτον. Ο Έρικ προχώρησε προς το σπίτι.

U

ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΧΕΙ ΣΤΥΛ, ό π ω ς και οτιδή-

ποτε άλλο: πάει η μαύρη άμαξα με τα μαύρα άλογα· έγινε ασημιά Λέξους. Πάει ο μαύρος μανδύας με τη μελοδραματική κουκούλα- έγινε χαμηλά ακριβά δερμάτινα παπούτσια, μαύρο παντελόνι κι ακριβό πουλόβερ. Τα αλεξίσφαιρα γιλέκα ήταν στο ημιφορτηγό και το ημιφορτηγό στο γκαράζ, έτσι ο Σκιτ κι ο Νιούτον ήταν απροστάτευτοι όπως όλοι οι υπόλοιποι, κι αυτή τη φορά, έτσι κι αλλιώς, θα τους πυροβολούσαν στο κεφάλι. «Όπλο;» είπε ο Λάμπτον όταν τον ρώτησε η Μάρτι. «Τι εννοείς, εδώ;» «Όχι, όχι βέβαια, μη γίνεσαι γελοία», είπε η Κλοντέτ σαν να ετοιμαζόταν ακόμη και τώρα να λογομαχήσει, «δεν έχουμε όπλο». «Κρίμα τότε που δεν έχετε μια αληθινά φονική ιδέα», είπε η Μάρτι. Ο Ντάστι άρπαξε τον Λάμπτον από το μπράτσο. «Η στέγη της πίσω βεράντας. Μπορεί να βγει κανείς εκεί απ' το δωμάτιο του μικρού ή από την κύρια κρεβατοκάμαρα». Ανοιγοκλείνοντας σαστισμένος τα μάτια και κουνώντας τη μύτη του σαν να πάσχιζε να διακρίνει μια μυρωδιά που θα του φανέρωνε την ακριβή φύση του κινδύνου, ο άντραςβιζόν είπε: «Μα τι...» «Βιάσου!» είπε ο Ντάστι. «Όλοι σας. Εμπρός. Βγείτε στη στέγη της βεράντας, κατεβείτε στον κήπο, τρέξτε στην παραλία και κρυφτείτε στο σπίτι κάποιου γείτονα». Ο Ντέρεκ ο νεότερος ήταν ο πρώτος που βγήκε τρεχάτος από την πόρτα του γραφείου, μια και δεν ήταν έτοιμος προφανώς να βυθιστεί σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την ιδέα του θανάτου.

Ο Ντάστι ακολούθησε το αγόρι, τραβώντας από το γραφείο του Λάμπτον την καρέκλα με τις ρόδες και διασχίζοντας τρεχάτος το διάδρομο, σπρώχνοντάς την μπροστά του, ενώ οι υπόλοιποι έτρεξαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όχι, όχι όλοι. Να ο Σκιτ, ο αγαπημένος αλλά άχρηστος τώρα Σκιτ. «Τι μπορώ να κάνω;» «Που να πάρει ο διάβολος, πιτσιρικά, εξαφανίσου!» «Βοήθα με μ' αυτό», είπε η Μάρτι. Ούτε εκείνη το είχε βάλει στα πόδια. Στεκόταν μπροστά σ' ένα δίμετρο μπουφέ Σέρατον, στον τοίχο του διαδρόμου, αντίκρυ στο κεφαλόσκαλο. Μ' ένα τίναγμα του χεριού της, έριξε ένα βάζο και μερικά αργυρά κηροπήγια, που έπεσαν κάτω σπάζοντας και κροταλίζοντας. Προφανώς είχε καταλάβει τι ήθελε να κάνει ο Ντάστι με την καρέκλα του γραφείου, όμως ήταν της άποψης πως χρειάζονταν πιο βαριά «πυρομαχικά». Και οι τρεις μαζί, αφού άφησαν παράμερα την καρέκλα, έσυραν τον μπουφέ μακριά απ' τον τοίχο και τον πλάγιασαν στο κεφαλόσκαλο. «Τώρα αφήστε τον», είπε ο Ντάστι. Η φωνή του ήταν βραχνή από τον τρόμο, χειρότερη απ' ό,τι όταν ντεραπάρισε το νοικιασμένο αυτοκίνητο έξω από τη Σάντα Φε, γιατί τότε τουλάχιστον είχε την παρηγοριά να ξέρει, καθώς κατέβαιναν οι ένοπλοι την πλαγιά προς το μέρος τους, πως η Μάρτι είχε το Κολτ Κομάντερ, ενώ τώρα δεν είχαν παρά έναν αναθεματισμένο μπουφέ. Η Μάρτι άρπαξε τον Σκιτ από το μπράτσο κι εκείνος προσπάθησε να αντισταθεί, όμως αυτή ήταν πιο δυνατή. Στον κάτω όροφο, μια ριπή θρυμμάτισε το μολυβδύαλο της εξώπορτας και τίναξε κομμάτια ξύλου και σοβά από τον τοίχο στον προθάλαμο. Ο Ντάστι βούτηξε στο πάτωμα, πίσω από τον αναποδογυρισμένο μπουφέ, και κοίταξε προς τη βάση της σκάλας. Ο σύμβουλος επενδύσεων μπήκε ορμητικά από τη θρυμματισμένη πόρτα στο σπίτι, λες και ένας τίτλος ανωτάτων σπουδών από το Χάρβαρντ στη διοίκηση επιχειρήσεων απαιτούσε τώρα μαθήματα στην άσκηση βίας και τη χρήση βαρέος οπλισμού. Άφησε το πριόνι για νεκροψίες στο τραπέζι του προθαλάμου, έσφιξε με τα δυο του χέρια το αυτόματο πιστόλι και έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών γαζώνοντας το δωμάτιο κάτω. Ή τ α ν ενισχυμένος γεμιστήρας, ίσως τριάντα τριών

σφαιρών, όμως δεν ήταν καμιά αστείρευτη πηγή πυρομαχικών, κι ε'τσι, στο τε'λος της μισής περιστροφής του Έρικ, οι σφαίρες τέλειωσαν. Είχε εφεδρικούς γεμιστήρες κάτω από τη ζώνη του. Προσπάθησε αδέξια να βγάλει τον άδειο γεμιστήρα απ' το πιστόλι. Δεν έπρεπε να ψάξει πρώτα στον κάτω όροφο, γιατί, μπαίνοντας στην κουζίνα, μπορεί να αντίκριζε κόσμο να πέφτει από τη στέγη της πίσω βεράντας ή να τρέχει στην πίσω αυλή προς την ακρογιαλιά. Το σπίτι έμοιαζε να αντηχεί ακόμη από τους πυροβολισμούς, όμως ο Ντάστι ήξερε πως ήταν απλώς το εσωτερικό των αυτιών του, που δονούνταν, κι έτσι φώναξε: «Μπεν Μάρκο!» Ο Έρικ κοίταξε προς το κεφαλόσκαλο, όμως δεν κοκάλωσε ούτε έγιναν τα μάτια του απλανή. Συνέχισε να πολεμά με το πιστόλι, με το οποίο ήταν ολοφάνερα ανεξοικείωτος. «Μπόμπι Λέμπεκ!» φώναξε ο Ντάστι. Ο άδειος γεμιστήρας ήχησε στο δάπεδο του προθαλάμου. Σ' αυτή την περίπτωση, μπορεί το όνομα που τον ενεργοποιούσε να μην προερχόταν από τον Άνθρωπο από τη Μαντζουρία. Μπορεί να ήταν απ' τον Νονό ή το Μωρό της Ρόζμαρι, ή μπορεί κάλλιστα να ήταν από το Ο Γουίνι, ο Τίγρης και η Παρέα Τους, όμως δεν πρόφταινε να δοκιμάσει όλα τα δημοφιλή λογοτεχνήματα των τελευταίων πενήντα χρόνων μέχρι να βρει τον σωστό χαρακτήρα. «Τζόνι Τζελιν!» Ο Έρικ έβαλε έναν καινούριο γεμιστήρα στο αυτόματο πιστόλι και τον ασφάλισε χτυπώντας τον δυνατά με την παλάμη του. «Γουέν Τσανγκ!» Ο Έρικ έριξε μια ριπή οχτώ δέκα σφαιρών, που διαπέρασαν το συμπαγές ξύλο κερασιάς του μπουφέ -ποκ, ποκ, ποκ, πιο πολλά ποκ απ' όσα θα μπορούσε να μετρήσει κανείς-, θρυμμάτισαν τα συρτάρια, βγήκαν από την πίσω μεριά και σφηνώθηκαν στον τοίχο του διαδρόμου πίσω από τον Ντάστι, περνώντας πάνω απ' το κεφάλι του και ραντίζοντάς τον με παρασχίδες. Σφαίρες με περίβλημα πολύ πιο σκληρό απ' όσο θα 'θελε να διανοηθεί καν ο Ντάστι και ίσως με μύτη από τεφλόν. «Τζόσελιν Τζόρνταν!» φώναξε ο Ντάστι καθώς ένα άηχο βουητό γέμιζε τα αυτιά του, και το κεφάλι του δονούνταν

υστέρα από τους εκκωφαντικούς πυροβολισμούς. Είχε διαβάσει ένα μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος και του είχε ρίξει μια γρήγορη ματιά ως το τέλος, ψάχνοντας για διάφορα ονόματα και ειδικά γι' αυτό που ενεργοποιούσε τον ίδιο. Τα θυμόταν όλα. Η ειδητική του μνήμη ήταν το μόνο χάρισμα με το οποίο γεννήθηκε σ' αυτό τον κόσμο, αυτό και η κοινή λογική του, που τον ώθησε να γίνει ελαιοχρωματιστής και όχι κάποιος που θα έλυνε και θα έδενε στον κόσμο των Μεγάλων Ιδεών, όμως το μυθιστόρημα του Κόντον ήταν γεμάτο χαρακτήρες, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες -τόσο δευτερεύοντες όσο η Βαϊόλα Νάρβιλι, που δεν εμφανιζόταν καν ως την τριακοσιοστή σελίδα-, και μπορεί, προτού προλάβαινε να τους αναφέρει όλους, να του τίναζε ο Έρικ τα μυαλά στον αέρα. «Άλαν Μέλβιν!» Ο Έρικ σταμάτησε να πυροβολεί και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά. Ο Ντάστι τον άκουσε να πλησιάζει. Ανέβαινε γρήγορα, απτόητος από τον μπουφέ, που υπήρχε κίνδυνος να γκρεμιστεί πάνω του. Ζύγωνε σαν ρομπότ. Και ήταν, για την ακρίβεια: ένα ζωντανό ρομπότ, μια σάρκινη μηχανή. «Έλλη Ίζελιν!» φώναξε ο Ντάστι, μισότρελος από το φόβο αλλά και συνειδητοποιώντας, ταυτόχρονα, πόσο γελοίο θα ήταν να πέθαινε φωνάζοντας ονόματα σαν αλλόφρων παίκτης σε τηλεπαιχνίδι, που πάσχιζε να προφτάσει πριν τελειώσει ο χρόνος. «Νόρα Λέμον!» Ασυγκίνητος από το Νόρα Λέμον, ο Έρικ συνέχισε να ζυγώνει κι ο Ντάστι σηκώθηκε ξαφνικά, έσπρωξε τον μπουφέ και βούτηξε προς τα αριστερά, μακριά από το κεφαλόσκαλο, πίσω από έναν τοίχο, καθώς άλλη μια ριπή γάζωνε το ογκώδες ξύλινο έπιπλο του δέκατου όγδοου αιώνα, που γκρεμιζόταν. Ο Έρικ γρύλισε και βλαστήμησε, όμως ήταν αδύνατο να καταλάβει ο Ντάστι, μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο του μπουφέ που έπεφτε, αν ο άντρας απλώς χτύπησε ή παρασύρθηκε κιόλας στον προθάλαμο κάτω. Η σκάλα ήταν φαρδύτερη από το αναποδογυρισμένο παλιό έπιπλο, κι έτσι ήταν πιθανό να το είχε αποφύγει ο Έρικ. Με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο του διαδρόμου δίπλα στη σκάλα, ο Ντάστι δεν τολμούσε να βγάλει το κεφάλι του απ' τη γωνιά για να κοιτάξει. Πέρα από το ότι δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ μαθήματα λογικής στο πανεπιστήμιο,

δεν είχε κάνει οΰτε μαθήματα μαγείας, κι έτσι δεν ήξερε πώς πιάνει κανείς τις σφαίρες με τα δόντια του. Και, Θεέ μου, ενώ ακουγόταν ακόμη ο εκκωφαντικός ήχος απ' τη σκάλα, εμφανίστηκε η Μάρτι -που θα 'πρεπε να το 'χει βάλει στα πόδια, μαζί με τους υπόλοιπους-, σπρώχνοντας στο διάδρομο μια αρχειοθήκη με ρόδες, που είχε βγάλει από το γραφείο του Λάμπτον. Ο Ντάστι την αγριοκοίταξε. Τι στην ευχή φανταζόταν; Πως θα τέλειωναν οι σφαίρες του Έρικ προτοΰ τους τελειώσουν τα έπιπλα; Αρπάζοντας την αρχειοθήκη, σπρώχνοντας στην άκρη τη Μάρτι και χρησιμοποιώντας την ψηλή μεταλλική συρταριέρα για κάλυψη, ο Ντάστι ξαναπήγε προς το κεφαλόσκαλο. Ο Έρικ είχε κουτρουβαλήσει στον προθάλαμο μαζί με τον μπουφέ. Το αριστερό πόδι του ήταν σφηνωμένο από κάτω. Κρατοΰσε ακόμη το αυτόματο πιστόλι και πυροβόλησε προς το κεφαλόσκαλο. Βουτώντας κάτω, ο Ντάστι άκουσε τις σφαίρες να σφυρίζουν ολόγυρα. Καρφώθηκαν στο ταβάνι και μερικές διαπέρασαν μ' ένα μεταλλικό θόρυβο τους αγωγοΰς και τους σωλήνες πίσω από το σοβά. Οΰτε μία δεν εποστρακίστηκε από την αρχειοθήκη. Η καρδιά του βροντούσε, λες και κάμποσες σφαίρες εποστρακίζονταν μέσα της, από τοίχωμα σε τοίχωμα. Όταν ξανακοίταξε προσεκτικά κάτω στον προθάλαμο, είδε πως ο Έ ρ ι κ είχε ελευθερώσει το πόδι του απ' τον μπουφέ και σηκωνόταν. Αδυσώπητος σαν ρομπότ και δρώντας με προγραμματισμένες εντολές κι όχι με τη λογική ή το συναίσθημα, παρ' όλα αυτά ήταν έξω φρενών. «Γιουτζίνι Ρόουζ Τσέινι!» Χωρίς καν να κουτσαίνει, κινούμενος αβίαστα, ο Έρικ προχώρησε προς τη σκάλα. Η αρχειοθήκη δεν είχε οΰτε τον μισό όγκο του μπουφέ. Θα την απέφευγε και θα συνέχιζε να ανεβαίνει πυροβολώντας. «Εντ Μάβολε!» «Ακοΰω». Ο Έρικ κοκάλωσε στη βάση της σκάλας. Η φονική έκφραση χάθηκε απ' το πρόσωπο του κι αυτό που την αντικατέστησε δεν ήταν η βλοσυρά αποφασιστική όψη που είχε όταν μπήκε στο σπίτι αλλά το απλανές κι ελαφρά σαστισμένο βλέμμα που σήμαινε ενεργοποίηση. Το όνομα Εντ Μάβολε ήταν το σωστό, δεν υπήρχε αμφι-

βολία, όμως ο Ντάστι εξακολουθούσε να μην ξέρει το χαϊκού. Όπως είχε πει ο Νεντ Μάδεργουελ, υπήρχαν πάμπολλα ράφια στο βιβλιοπωλείο που είχαν αποκλειστικά χαϊκού, κι έτσι, ακόμη κι αν είχε τώρα στη διάθεσή του ο Ντάστι όλους τους τόμους που είχε φέρει ο Νεντ -που δεν τους είχε-, μπορεί να μη συμπεριλάμβαναν το σωστό χαϊκού. Κάτω στον προθάλαμο, ο Έρικ σάλεψε, ανοιγόκλεισε τα μάτια κι ανέκτησε τις φονικές διαθέσεις του. «Εντ Μάβολε», ξανάπε ο Ντάστι και για άλλη μια φορά ο Έρικ πάγωσε και είπε: «Ακούω». Δεν ήταν διασκεδαστικό, αλλά λογικά ήταν εφικτό: να επαναλάμβανε το όνομα ενεργοποιώντας ξανά τον Έρικ κάθε φορά που συνερχόταν, να κατέβαινε τα σκαλιά ως τον προθάλαμο, να του άρπαζε απ' το χέρι το όπλο, να τον έριχνε κάτω, να τον χτυπούσε με τη λαβή του όπλου στο κεφάλι, αρκετά δυνατά ώστε να χάσει τις αισθήσεις του χωρίς να μείνει φυτό για όλη του τη ζωή, και ύστερα να τον έδενε μ' ό,τι υπήρχε πρόχειρο. Μπορεί, όταν θα ξανάβρισκε τις atσθήσεις του, να μην ήταν πια ένας φονιάς-ρομπότ. Ειδάλλως, θα τον κρατούσαν δεμένο, θ' αγόραζαν όλα τα βιβλία με χαϊκού, θα έφτιαχναν δέκα λίτρα δυνατό καφέ και θα του τα διάβαζαν ένα προς ένα μέχρι να βρουν το σωστό. Καθώς ο Ντάστι παραμέριζε την αρχειοθήκη, η Μάρτι είπε, «Αχ, Θεέ μου, σε παρακαλώ, αγάπη μου, μην το διακινδυνεύσεις», κι ο Έρικ ξαναπήρε τη φονική του έκφραση. «Εντ Μάβολε». «Ακούω». Ο Ντάστι κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά. Ο Έρικ τον κοίταξε κατάματα, όμως δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι επρόκειτο να συμβεί. Προτού καν κατέβει το ένα τρίτο της σκάλας, ο Ντάστι δεν το ριψοκινδύνευσε και φώναξε, «Εντ Μάβολε», ο Έρικ Τζάγκερ αποκρίθηκε, «Ακούω», και, μερικά σκαλιά παρακάτω, ο Ντάστι ξανάπε, «Εντ Μάβολε», για ν' ακούσει πάλι, τη στιγμή που έφτανε στον Έρικ, την απάντηση: «Ακούω». Με τα μάτια του καρφωμένα στο στόμιο του όπλου, που φαινόταν μεγάλο σαν οδική σήραγγα, ο Ντάστι έκλεισε το ένα χέρι του γύρω από την κάννη, την έσπρωξε μακριά απ' το πρόσωπο του, άρπαξε το όπλο από τα άψυχα χέρια του Έρικ και ταυτόχρονα τον χτύπησε δυνατά με τον αγκώνα του σωριάζοντάς τον στο πάτωμα. Ο Ντάστι έπεσε επίσης και κύλησε πάνω στα τζάμια και τα κομμάτια ξύλου από τη γαζωμένη εξώπορτα, φοβούμε-

νος μήπως το πιστόλι εκπυρσοκροτούσε κατά λάθος. Έπεσε πάνω στο μηνοειδές τραπέζι που ήταν κολλημένο στον τοίχο του προθαλάμου και χτύπησε δυνατά το μέτωπο του στη σκληρή ράβδο που ένωνε τα τρία πόδια του τραπεζιού, όμως δεν αυτοπυροβολήθηκε στο μηρό, στο βουβώνα ή οπουδήποτε αλλού. Όταν κατόρθωσε να σηκωθεί ο Ντάστι, είδε πως ο Έρικ στεκόταν ήδη στα πόδια του. Φαινόταν σαστισμένος αλλά παρ' όλα αυτά θυμωμένος και προγραμματισμένος ακόμη να σκοτώσει. Κατεβαίνοντας γοργά τα σκαλιά, η Μάρτι είπε, «Εντ Μάβολε», προτού προλάβει να το πει ο Ντάστι, και ξαφνικά του φάνηκε να είναι αυτό το πιο θλιβερό ηλεκτρονικό παιχνίδι που σχεδίασε ποτέ η Μάρτι: Ελαιοχρωματιστής Εναντίον Συμβούλου Επενδύσεων, ο ένας οπλισμένος μ' ένα αυτόματο όπλο κι ο άλλος με έπιπλα και μαγικά ονόματα. Θα μπορούσε να ήταν αστεία αυτή η σκέψη, αυτή τη στιγμή, αν δεν κοίταζε πίσω από τη Μάρτι, προς το κεφαλόσκαλο, για να αντικρίσει τον Ντέρεκ τον νεότερο να στέκει με μια οπλισμένη βαλλίστρα στα χέρια. «Όχι!» κραύγασε ο Ντάστι. Σσσσσς. Τα βέλη της βαλλίστρας είναι μικρότερα και πιο χοντρά από τα κανονικά, και είναι πιο δύσκολο να τα δει κανείς όταν εκτοξεύονται, γιατί κινούνται πολύ ταχύτερα. Έμοιαζε μαγικός ο τρόπος που φάνηκε αυτό το βέλος να ξεφυτρώνει από το στέρνο του Έρικ Τζάγκερ, σαν να έβγαινε από την καρδιά του, όπως ξεπροβάλλει το κουνέλι απ' το καπέλο του ταχυδακτυλουργού. Πέντε εκατοστά από την άκρη του εξείχαν μέσα από ένα μικρό αιμάτινο γαρύφαλλο. Ο Έρικ έπεσε στα γόνατα. Η φονική ^κφραση έσβησε από τα μάτια του και κοίταξε τριγύρω σαστισμένος τον προθάλαμο, σαν να τον αντίκριζε για πρώτη φορά. Ύστερα έστρεψε τα μάτια του στον Ντάστι, τα ανοιγόκλεισε και η απορία ζωγραφίστηκε μέσα τους καθώς .σωριαζόταν νεκρός. Όταν προσπάθησε η Μάρτι να σταματήσει τον Ντάστι, που κινήθηκε προς τα σκαλιά, εκείνος την παραμέρισε και τα ανέβηκε δυο δυο, με το μέτωπο του να πονά εκεί που το είχε χτυπήσει στο τραπέζι και με την όρασή του θολή, όμως όχι από το χτύπημα στο κεφάλι, αλλά γιατί το κορμί του ήταν πλημμυρισμένο από τις χημικές ενώσεις του εγκεφάλου που προκαλούν και συντηρούν την οργή, με την καρδιά του

να στέλνει όχι μονάχα αίμα αλλά και οργή, βλέποντας τώρα το αγόρι με την αγγελική όψη μέσα από ένα σκοτεινό φακό κι ένα κόκκινο πέπλο, σαν να έτρεχαν αιμάτινα δάκρυα από τα μάτια του. Το αγόρι προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη βαλλίστρα σαν ασπίδα, για να εμποδίσει τον Ντάστι. Εκείνος την άρπαξε από τη μέση και το περικόχλιο του μηχανισμού ασφάλισης χώθηκε στη χούφτα του. Τράβηξε τη βαλλίστρα από τα χέρια του αγοριού, την πέταξε στο πάτωμα και συνέχισε να κινείται. Έσπρωξε το αγόρι ως την απέναντι μεριά του διαδρόμου, στο σημείο όπου βρισκόταν προηγουμένως ο μπουφές, και το κόλλησε με τόση δύναμη στον τοίχο, που το κεφάλι του αναπήδησε από το σοβά μ' ένα γδούπο που θύμιζε το χτύπημα της μπάλας του τένις πάνω στη ρακέτα. «Αρρωστημένο κάθαρμα!» «Είχε όπλο!» «Του το είχα πάρει ήδη», ούρλιαξε ο Ντάστι ραντίζοντας το αγόρι με σάλια, όμως ο Ντέρεκ ο νεότερος επέμεινε: «Δεν το είδα!» Και συνέχισαν να επαναλαμβάνουν τις ίδιες άχρηστες κουβέντες ο ένας στον άλλο, δυο φορές, τρεις, μέχρι που ο Ντάστι τον κατηγόρησε με τόση ένταση, που τα λόγια του αντήχησαν ως το βάθος του διαδρόμου: «Το 'ξέρες, το είδες και παρ' όλα αυτά το έκανες!» Και ύστερα εμφανίστηκε η Κλοντέτ και χώθηκε ανάμεσά τους αναγκάζοντάς τους να χωρίσουν, με τη ράχη της προς τον Ντέρεκ και το πρόσωπο της απέναντι στο πρόσωπο του Ντάστι, με τα μάτια της πιο σκληρά από ποτέ, να σπιθίζουν γκρίζα σαν τσακμακόπετρες. Για πρώτη φορά στη ζωή της, το πρόσωπο της δεν ξάφνιαζε με την ομορφιά του αλλά με τη φριχτή αγριότητά του. «Άσ' τον ήσυχο, άσ' τον ήσυχο, μην τον αγγίζεις!» «Σκότωσε τον Έρικ». «Μας έσωσε! Θα ήμασταν όλοι νεκροί, αλλά μας έσωσε!» Για πρώτη φορά στη ζωή της στρίγκλιζε έτσι η Κλοντέτ και τα χείλη της ήταν χλομά και το δέρμα της τεφρό, σαν να ήταν μια ζωντανεμένη, μαινόμενη πέτρινη θεά, μια μέγαιρα που, με τη δύναμη της θέλησης και μόνο, θ' άλλαζε την πραγματικότητα καταπώς τη βόλευε, όπως μονάχα οι θεοί και οι θεές μπορούσαν να κάνουν. «Είχε τα κότσια και το μυαλό να δράσει, να μας σώσειΐ» Ο Λάμπτον πρόβαλε, με κατευναστικά λόγια να βγαίνουν σε πηχτά ρυάκια από το στόμα του· κοινοτοπίες και α-

συναρτησίες για να πνίξουν το θυμό της, ασυγκράτητες όπως το πετρέλαιο από ένα ναυαγισμένο δεξαμενόπλοιο. Μιλούσε, μιλούσε, ασταμάτητα, καθώς η σύζυγος του υπερασπιζόταν το αγόρι με τις στριγκλιές της· φλυαρούσαν ταυτόχρονα και οι δυο, και οι λέξεις τους έμοιαζαν με πινέλα που παλεύουν να σκεπάσουν μια κηλίδα με απανωτές στρώσεις μπογιάς. Την ίδια στιγμή ο Λάμπτον πάσχιζε να τραβήξει το αυτόματο πιστόλι από το δεξί χέρι του Ντάστι, που στην αρχή δεν είχε συνειδητοποιήσει καν πως το κρατούσε. Όταν κατάλαβε τι ήθελε ο Λάμπτον, άφησε το όπλο. «Να καλέσουμε την αστυνομία», είπε ο Λάμπτον, αν και σίγουρα οι γείτονες το είχαν κάνει ήδη, και απομακρύνθηκε βιαστικά. Ο Σκιτ ζύγωσε προσεκτικά, μένοντας μακριά από τη μητέρα του αλλά παρ' όλα αυτά πλησιάζοντας για να σταθεί στο πλευρό του Ντάστι, κι ο Νιούτον εμφανίστηκε παραπίσω στο διάδρομο, παρακολουθώντας τους σαν να είχε επικοινωνήσει τελικά με τους εξωγήινους που τόσο καιρό λαχταρούσε να συναντήσει. Κανένας δεν το είχε σκάσει από το σπίτι, όπως τους είχε προτρέψει ο Ντάστι να κάνουν - ή είχαν φτάσει ως τη στέγη της βεράντας και είχαν γυρίσει. Τουλάχιστον ο Λάμπτον και η Κλοντέτ πρέπει να ήξεραν πως ο Ντέρεκ ο νεότερος όπλιζε τη βαλλίστρα σκοπεύοντας να μπει κι αυτός στη μάχη και προφανώς δεν δοκίμασε κανένας τους να τον σταματήσει. Οποιοσδήποτε γονιός με κοινή λογική ή με αληθινή αγάπη για το παιδί του θα τσυ έπαιρνε τη βαλλίστρα από τα χέρια και θα το έβγαζε ακόμη και με τη βία, αν ήταν απαραίτητο, από το σπίτι. Ή ίσως η ιδέα ενός αγοριού μ' ένα πρωτόγονο όπλο, να νικά έναν άντρα οπλισμένο μ' ένα αυτόματο πιστόλι -μια διεστραμμένη εκδοχή του ευγενή αγρίου του Ρουσό, που κανένας σοβαρός ακαδημαϊκός δεν θα τολμούσε να διανοηθεί καν- ήταν πολύ υπέροχη για να της αντισταθούν. Ο Ντάστι δεν μπορούσε να υποκρίνεται πια πως κατανοούσε την αλλόκοτη λογική αυτών των ανθρώπων και είχε κουραστεί να προσπαθεί. «Σκότωσε έναν άνθρωπο», υπενθύμισε ο Ντάστι στη μητέρα του, γιατί γι' αυτόν κανένα στριγκό επιχείρημα δεν μπορούσε να αλλάξει αυτή την ουσιώδη αλήθεια. «Έναν παρανοϊκό, έναν μανιακό, έναν οπλισμένο παράφρονα», επέμεινε η Κλοντέτ.

«Τον είχα αφοπλίσει». «Εσύ το λες αυτό». «Είναι η αλήθεια. Μπορούσα να τα βγάλω πέρα μαζί του». «Δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα με τίποτε. Απέτυχες στο σχολείο, απέτυχες στη ζωή, μπογιατίζεις σπίτια για να ζήσεις». «Αν το ζητούμενο ήταν η ικανοποίηση του πελάτη», της είπε, ξέροντας πως δεν θα 'πρεπε να το πει αλλά μη μπορώντας να αντισταθεί, «τότε θα ήμουν εξώφυλλο στο Τάιμ κι ο Ντέρεκ θα ήταν στη φυλακή, πληρώνοντας για όλους τους ασθενείς που κατέστρεψε τη ζωή τους». «Αχάριστο κάθαρμα». Ταραγμένος, έτοιμος να βάλει τα κλάματα, ο Σκιτ ικέτευσε: «Μην αρχίζετε τώρα. Μην αρχίζετε. Δε θα σταματήσει ποτέ αν αρχίσετε τώρα». Ο Ντάστι κατάλαβε πόσο δίκιο είχε ο Σκιτ. Ύστερα από τόσα χρόνια που είχε σκυμμένο το κεφάλι και υπέμενε, παραμένοντας υπάκουος αν και μακριά τους, με τόσες πληγές να μένουν ανεπούλωτες και τόσα κρίματα απλήρωτα, τώρα ήταν αληθινός πειρασμός να τα ξεπληρώσει όλα μ' ένα τρομερό ξέσπασμα. Ήθελε ν' αποφύγει αυτή τη φριχτή βουτιά, όμως αυτός και η μητέρα του έμοιαζαν να βρίσκονται στο χείλος ενός βροντερού, μαινόμενου Νιαγάρα και να μήν έχουν άλλη επιλογή απ' το να παρασυρθούν. «Εγώ ξέρω τι είδα», επέμεινε η Κλοντέτ. «Και δεν πρόκειται να μου αλλάξεις γνώμη, κανένας σας, και σίγουρα όχι εσύ, Ντάστι». Δεν μπορούσε να τ' αφήσει αναπάντητο και να εξακολουθήσει να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. «Δεν ήσουν εδώ. Δεν μπορούσες να δεις τίποτε». Η Μάρτι είχε έρθει πλάι τους. Πιάνοντας το χέρι του Ντάστι και σφίγγοντάς το δυνατά, είπε: «Κλοντέτ, μονάχα δύο άνθρωποι είδαν τι συνέβη. Εγώ κι ο Ντάστι». «Το είδα», δήλωσε οργισμένη η Κλοντέτ. «Κανένας δεν μπορεί να μου πει τι είδα και τι όχι. Ποια θαρρείς πως είσαι; Δεν είμαι καμιά ξεμωραμένη παλιόγρια που της λένε οι άλλοι τι να σκεφτεί, τι είδε!» Πίσω από τη μητέρα του, ο Ντέρεκ ο νεότερος χαμογέλασε. Κοίταξε κατάματα τον Ντάστι και ήταν τόσο αναίσχυντος, που δεν απέστρεψε το βλέμμα. «Τι τρέχει μ' εσένα;» ρώτησε επιτακτικά η Κλοντέτ τον

Ντάστι. «Τι τρέχει μ' εσένα, που θα προτιμούσες να δεις τη ζωή του αδερφού σου να καταστρέφεται για κάτι τέτοιο, χωρίς νόημα;» «Ο φόνος είναι χωρίς νόημα για σένα;» Η Κλοντέτ χαστούκισε τον Ντάστι, τον χαστούκισε δυνατά, ύστερα τον άρπαξε απ' το πουκάμισο, προσπάθησε να τον σπρώξει και βάλθηκε να τον τραντάζει ρυθμικά, ενώ οι λέξεις έβγαιναν μία μία με τον ίδιο ρυθμό απ' το στόμα της: «Δε-θα-το-κάνεις-αυτό-σε-μένα». «Δε θέλω να του καταστρέψω τη ζωή, μητέρα. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα 'θελα να κάνω. Χρειάζεται βοήθεια. Δεν το βλέπεις; Χρειάζεται βοήθεια και πρέπει κάποιος να του τη δώσει». «Μην τον επικρίνεις, Ντάστι». Αυτή η έμφαση στο όνομά του είχε τόσο φαρμάκι, τόση πικρία. «Μια χρονιά στο πανεπιστήμιο δε σε κάνει ειδικό στην ψυχολογία, ξέρεις. Δε σε κάνει τίποτε, παρά μόνο αποτυχημένο». Κλαίγοντας τώρα, ο Σκιτ είπε: «Μητέρα, σε παρακαλώ...» «Κλείσ' το», είπε η Κλοντέτ επιτιθέμενη στον μικρότερο γιο της. «Κλείσ' το, Χόλντεν. Δεν είδες τίποτε και το καλό που σου θέλω να μην υποκρίνεσαι πως είδες. Κανένας δεν πρόκειται να σε πιστέψει, έτσι κι αλλιώς, στην κατάστασή σου». Η Μάρτι τράβηξε τον Σκιτ παράμερα, μακριά απ' τον καβγά, κι ο Ντάστι κοίταξε πίσω από την Κλοντέτ, τον Ντέρεκ τον νεότερο που χαμογελούσε αυτάρεσκα παρακολουθώντας τον Σκιτ. Ο Ντάστι σχεδόν άκουσε ένα διακόπτη να πατιέται, κι ένα κομμάτι του νου του, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν σκοτεινό, φωτίστηκε. Οι Ιάπωνες το αποκαλούν σατόρι, μια στιγμή ξαφνικής συνειδητοποίησης: ήταν μια λέξη που έμαθε ο Ντάστι στον ένα χρόνο φοίτησής του στο πανεπιστήμιο. Σατόρι. Να ο Ντέρεκ ο νεότερος, με το πρόσωπο του όμορφο σαν της μητέρας του, και προικισμένος με τη γοητεία της επίσης. Και ευφυής. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για την ευφυΐα του. Με την ηλικία που είχε η μητέρα του, θα ήταν το τελευταίο της παιδί και το μοναδικό με την προοπτική να εκπληρώσει τις προσδοκίες της. Να η τελευταία ευκαιρία της να μην είναι μονάχα μια γυναίκα με ιδέες και σύζυγος ενός άντρα με ιδέες, αλλά και μητέρα ενός άντρα με ιδέες. Ναι, στο μυαλό της, αν και όχι στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία της να σχετιστεί με ιδέ-

ες που θα άλλαζαν τον κόσμο, μια και οι τρεις πρώτοι σύζυγοι της είχαν αποδειχτεί άνθρωποι που οι μεγάλες ιδέες τους δεν είχαν καμιά βάση κι έτσι γκρεμίστηκαν με το πρώτο αεράκι. Ακόμη κι ο Ντέρεκ, με την τόση επιτυχία του, ήταν τσονπαφλόρ, όχι αϊτός, και η Κλοντέτ το ήξερε. Τον Ντάστι τον θεωρούσε πολύ ξεροκέφαλο για να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητές του και τον Σκιτ υπερβολικά ευάλωτο. Και η Ντομινίκ, το πρώτο της παιδί, ήταν εδώ και χρόνια νεκρή και ασφαλής. Ο Ντάστι δεν γνώρισε ποτέ την ετεροθαλή αδερφή του, είχε δει το γλυκό, μικρό, ευγενικό πρόσωπο της μονάχα σε μια φωτογραφία, ίσως τη μοναδική της. Ο Ντέρεκ ο νεότερος ήταν πια η μόνη ελπίδα της Κλοντέτ κι ήταν αποφασισμένη να πιστέψει πως το μυαλό και η καρδιά του ήταν όμορφα σαν το πρόσωπο του. Καθώς η μητέρα του συνέχιζε την επίθεσή της στον Σκιτ, ο Ντάστι άκουσε τον εαυτό του να λέει: «Μαμά, πώς πέθανε η Ντομινίκ;» Ήταν μια επικίνδυνη ερώτηση κι έκανε την Κλοντέτ να σωπάσει όπως δεν θα την είχε κάνει, ίσως, τίποτ' άλλο εκτός από άλλο έναν πυροβολισμό. Την κοίταξε κατάματα δίχως να μεταμορφωθεί σε πέτρα, όπως θα ήθελε εκείνη, και η ντροπή -παρά η απουσία της- τον εμπόδισε να αποστρέψει το βλέμμα του. Η ντροπή, που είχε καταλάβει την αλήθεια, αρχικά ενστικτωδώς κι έπειτα με τη λογική· είχε ήδη καταλάβει την αλήθεια από παιδί κι όμως έκανε πως δεν την ήξερε και δεν την είπε ποτέ. Η ντροπή, που άφησε ο Ντάστι τη μητέρα του και τον πομπώδη πατέρα του Σκιτ και ύστερα τον Ντέρεκ Λάμπτον να καταστρέψουν τον Σκιτ, ενώ, αν είχε αποκαλυφθεί η αλήθεια για την Ντομινίκ, αυτό μπορεί να τους είχε αφοπλίσει χαρίζοντας μια καλύτερη ζωή στον Σκιτ. «Πόσο πρέπει να απογοητεύτηκες», είπε ο Ντάστι, «όταν το πρώτο παιδί σου γεννήθηκε μογγολάκι. Τόσες ελπίδες, και η πραγματικότητα να είναι τόσο θλιβερή». «Τι κάνεις;» Η φωνή της ήταν πιο απαλή τώρα, αλλά ακόμη πιο πλημμυρισμένη από οργή. Ο διάδρομος φάνηκε να στενεύει και το ταβάνι να κατεβαίνει αργά, σαν να ήταν ένα από εκείνα τα φονικά δωμάτια-παγίδες στις κοινότοπες παλιές ταινίες περιπέτειας και απειλούσε να τους συνθλίψει όλους. «Και ύστερα άλλη μια τραγωδία. Το βρέφος πέθανε στην κούνια του, για άγνωστους λόγους, ίσως εξαιτίας ανα-

πνευστικών προβλημάτων. Πόσο δύσκολο να τ' αντέξεις... τους ψίθυρους, την έρευνα για την αιτία του θανάτου, μέχρι να βγει το τελικά πόρισμα». Η Μάρτι ανάσανε κοφτά, συνειδητοποιώντας ποια θα ήταν η κατάληξη, και είπε: «Ντάστι», εννοώντας, Ίσως δε θα 'πρεπε να το κάνεις. Ο Ντάστι, όμως, δεν είχε μιλήσει όταν θα μπορούσε να βοηθήσει έτσι τον Σκιτ, και τώρα ήταν αποφασισμένος να κάνει ό,τι μπορούσε για να την αναγκάσει να βρει τρόπο να γιατρευτεί ο Ντέρεκ ο νεότερος όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. «Μια από τις καθαρότερες αναμνήσεις μου, μητέρα, είναι από μια μέρα όταν ήμουν πέντε χρονών, σχεδόν έξι... δυο βδομάδες αφού ήρθε ο Σκιτ στο σπίτι απ' το μαιευτήριο. Γεννήθηκες πρόωρα, Σκιτ. Το 'ξέρες αυτό;» «Μου φαίνεται», είπε ταραγμένος ο Σκιτ. «Δεν πίστευαν πως θα ζούσες, όμως εσύ τα κατάφερες. Ύστερα, όταν σε έφεραν σπίτι, πίστευαν πως κατά πάσα πιθανότητα είχες υποστεί κάποια εγκεφαλική βλάβη που θα εμφανιζόταν αργά ή γρήγορα. Πράγμα που αποδείχτηκε, φυσικά, πως δεν ίσχυε». «Η μαθησιακή μου αναπηρία», του υπενθύμισε ο Σκιτ. «Ναι, μπορεί», συμφώνησε ο Ντάστι. «Αν όντως την είχες, δηλαδή». Η Κλοντέτ κοίταξε τον Ντάστι σαν να ήταν φίδι· ήθελε να τον λιώσει προτού μαζευτεί και της ορμήσει, όμως φοβόταν να του επιτεθεί προκαλώντας έτσι αυτό που την τρομοκρατούσε περισσότερο. Της είπε: «Εκείνη τη μέρα, όταν ήμουν πέντε χρονών στα έξι, είχες παράξενη διάθεση, μητέρα. Τόσο αλλόκοτη, που ακόμη κι ένα αγοράκι δεν μπορούσε παρά να νιώσει πως κάτι τρομερό θα συνέβαινε. Έβγαλες τη φωτογραφία της Ντομινίκ». Εκείνη ύψωσε τη γροθιά της σαν να ήθελε να τον ξαναχτυπήσει, όμως το χέρι της απέμεινε να αιωρείται αναποφάσιστο. Από κάποιες απόψεις, αυτό ήταν το δυσκολότερο πράγμα που είχε κάνει ποτέ ο Ντάστι, από κάποιες άλλες, όμως, ήταν τόσο εύκολο που τον φόβιζε, εύκολο με τον ίδιο τρόπο που το να πηδάς από μια στέγη είναι εύκολο, αν δεν έχει αυτή η πτώση κάποιες συνέπειες. Τώρα, όμως, θα υπήρχαν συνέπειες. «Ήταν η πρώτη φορά που είδα εκείνη τη φωτογραφία, που έμαθα πως είχα κάποτε μια αδερφή.

Εκείνη τη μέρα την κουβαλούσες παντού μαζί σου στο σπίτι. Δεν μπορούσες να σταματήσεις να την κοιτάζεις. Και, αργά το απόγευμα, τη βρήκα στο διάδρομο έξω από το παιδικό δωμάτιο». Η Κλοντέτ χαμήλωσε τη γροθιά της και του γύρισε την πλάτη. Του φάνηκε πως το χέρι του ανήκε σ' έναν άλλο, πιο τολμηρό άντρα, όταν το είδε να απλώνεται και να την πιάνει απ' το μπράτσο αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει. Ο Ντέρεκ ο νεότερος έκανε ένα βήμα μπροστά για να την προστατέψει. «Σε συμβουλεύω να μαζέψεις τη βαλλίστρα σου και να την οπλίσεις», είπε ο Ντάστι στο αγόρι, «ειδάλλως δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα μαζί μου». Αν και η βία στα μάτια του ήταν πιο άγρια ακόμη κι απ' την οργή στα μάτια της μητέρας του, ο Ντέρεκ ο νεότερος τραβήχτηκε προς τα πίσω. «Όταν μπήκα στο παιδικό δωμάτιο», είπε ο Ντάστι, «δε μ' άκουσες. Ο Σκιτ ήταν στην κούνια. Στεκόσουν από πάνω του μ' ένα μαξιλάρι στα χέρια σου. Στεκόσουν από πάνω του για κάμποση ώρα και ύστερα κατέβασες το μαξιλάρι προς το πρόσωπο του. Αργά. Και τότε είπα κάτι. Δε θυμάμαι τι. Όμως κατάλαβες πως ήμουν εκεί και... σταμάτησες. Τότε δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που παραλίγο να συμβεί. Αργότερα όμως... ύστερα από χρόνια, κατάλαβα, δεν μπόρεσα όμως να αντιμετωπίσω την αλήθεια». «Θεέ μου», είπε ο Σκιτ, και η φωνή του ήταν αδύναμη σαν παιδιού. «Αχ, Θεέ μου». Αν και ο Ντάστι πίστευε στη δύναμη της αλήθειας, δεν ήταν βέβαιος για το αν αυτή η αποκάλυψη θα έκανε περισσότερο καλό ή κακό στον Σκιτ. Τόσο πολύ τον βασάνιζε η σκέψη του κακού που θα μπορούσε να προκαλέσει, ώστε, όταν ένιωσε ναυτία για μια στιγμή, σκέφτηκε πως, αν έβγαζε κάτι από το στόμα του, δεν θα μπορούσε να είναι τίποτ' άλλο εκτός από αίμα. Η Κλοντέτ έσφιγγε τόσο πολύ τα δόντια της, που οι μύες στα σαγόνια της έκαναν συσπάσεις. «Πριν από δύο λεπτά, μητέρα, σε ρώτησα αν ο φόνος είναι κάτι δίχως νόημα για σένα κι αυτή η ερώτηση δε σ' έκανε καν να σταματήσεις μια στιγμή για να σκεφτείς. Κι αυτό είναι παράξενο, γιατί αυτή είναι μια μεγάλη ιδέα. Αν υπήρξε ποτέ μια ιδέα που ν' αξίζει να συζητηθεί, είναι αυτή».

«Τέλειωσες;» «Όχι ακριβώς. Ύστερα από τόσα χρόνια που ανέχομαι αυτές τις αηδίες, έχω το δικαίωμα να τελειώσω ό,τι έχω να πω. Ξέρω τα χειρότερα μυστικά σου, μητέρα, τα χειρότερα. Υπέφερα απ' αυτά, όλοι μας υποφέραμε, και θα βασανιστούμε κι άλλο...» Τραβώντας το χέρι της και ματώνοντάς τον με τα νύχια της, η Κλοντέτ ελευθερώθηκε και είπε: «Αν δεν ήταν η Ντομινίκ μογγολάκι κι αν δεν την είχα γλιτώσει από τη μισερή ζωή που την περίμενε, αν ζούσε τώρα, αυτό δε θα ήταν χειρότερο; Ε, δε θα ήταν;» Όσο δυνάμωνε η φωνή της τόσο λιγότερο νόημα έβγαζαν τα λόγια της, κι έτσι ο Ντάστι δεν καταλάβαινε τώρα τι ακριβώς ήθελε να του πει. Ο Ντέρεκ ο νεότερος πλησίασε στο πλευρό της μητέρας του. Στάθηκαν πιασμένοι χέρι χέρι, αντλώντας μια παράξενη δύναμη ο ένας απ' τον άλλο. Δείχνοντας προς τον νεκρό που ήταν σωριασμένος στον προθάλαμο -μια χειρονομία που έμοιαζε να μην έχει καμία σχέση με τα λόγια της-, είπε: «Το σύνδρομο Ντάουν, τουλάχιστον, ήταν μια φανερή κατάσταση. Αλλά αν φαινόταν φυσιολογική, και ύστερα... μεγαλώνοντας, γινόταν σαν τον πατέρα της;» Ο πατέρας της Ντομινίκ, ο πρώτος σύζυγος της Κλοντέτ, ήταν πάνω από είκοσι χρόνια μεγαλύτερος της, ένας ψυχίατρος ονόματι Λιφ Ράισλερ, ένας παγερός άντρας με χλομά μάτια και λεπτό μουστάκι, που ευτυχώς δεν έπαιξε κανένα ρόλο είτε στη ζωή του Ντάστι είτε στου Σκιτ. Παγερός, ναι, όμως όχι το τέρας που υπονοούσε η ερώτησή της πως ήταν. Προτού προλάβει ο Ντάστι να τη ρωτήσει, η Κλοντέτ διευκρίνισε τι εννοούσε. Ύστερα από τρεις ημέρες απανωτών εκπλήξεων, ο Ντάστι πίστευε πως δεν θα ξαφνιαζόταν ποτέ ξανά, όμως, με έξι λέξεις η μητέρα του τον συγκλόνισε: «Αν ήταν σαν τον Μαρκ Άριμαν;» Τα υπόλοιπα ήταν περιττά: «Λες πως καίει σπίτια, πυροβολεί ανθρώπους, είναι ψυχοπαθής... κι αυτός ο τρελός, που κείτεται νεκρός κάτω, έχει κάποια σχέση μαζί του. Θα 'θελες να 'χεις λοιπόν το παιδί του για ετεροθαλή αδερφή σου;» Σήκωσε το χέρι του Ντέρεκ του νεότερου και το φίλησε, σαν να 'λεγε πως χαιρόταν ιδιαίτερα που τον είχε γλιτώσει από τον μπελά αυτής της προβληματικής αδερφής. Όταν ισχυρίστηκε ο Ντάστι πως γνώριζε τα χειρότερα

μυστικά της, εκείνη υπέθεσε πως εννοούσε κάτι περισσότερο από το αν ο ξαφνικός θάνατος της Ντομινίκ ήταν στην πραγματικότητα φόνος. Τώρα, βλέποντας την αντίδραση του Ντάστι και της Μάρτι, η Κλοντέτ συνειδητοποίησε πως αυτή η αποκάλυψη θα μπορούσε να μην είχε γίνει ποτέ, αλλά, αντί να σιωπήσει, προσπάθησε να εξηγήσει. «Ο Λιφ ήταν στείρος. Δε θα κατορθώναμε ποτέ να κάνουμε παιδιά. Ήμουν είκοσι ενός κι ο Λιφ σαράντα τεσσάρων, και θα μπορούσε να γίνει τέλειος πατέρας, με την τρομερή γνώση που είχε, την οξυδέρκειά του, τις θεωρίες του για τη συναισθηματική εξέλιξη. Ο Λιφ είχε μια λαμπρή φιλοσοφία σχετικά με την ανατροφή των παιδιών». Ναι, απ' όλους τους επιστήμονες, η Κλοντέτ επέλεγε ειδικά αυτούς που είχαν μια λαμπρή φιλοσοφία σχετικά με την ανατροφή των παιδιών, διάλεγε συζύγους με οξυδέρκεια και αμείωτο ενδιαφέρον να διαμορφώσουν την κοινωνία. Ίαση και Μόρφωση, και πάει λέγοντας. «Ο Μαρκ Άριμαν ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών, όμως είχε μπει στο πανεπιστήμιο λίγο μετά τα δέκατα τρίτα γενέθλιά του κι ήταν ήδη διδάκτορας όταν τον γνώρισα. Ήταν το παιδί-θαύμα κι όλοι στο πανεπιστήμιο τον αντιμετώπιζαν με δέος. Μια απίστευτη ιδιοφυΐα. Φυσικά, κανένας δε θα τον θεωρούσε ιδανικό για πατέρα. Δεν ήταν παρά ένα φαντασμένο παλιόπαιδο, μεγαλωμένο μες στον κόσμο του Χόλιγουντ. Όμως με τι μυαλό». «Ήξερε πως ήταν δικό του το παιδί;» «Ναι. Γιατί να μην το ξέρει; Κανένας μας δεν ήταν συντηρητικός». Το βουητό μες στο κεφάλι του Ντάστι, που ήταν η συνοδευτική μουσική σε κάθε επίσκεψή του σ' αυτό το σπίτι, τώρα ήταν πιο απειλητικό απ' όσο συνήθως. «Όταν γεννήθηκε η Ντομινίκ μογγολάκι... πώς το χειρίστηκες, μητέρα;» Εκείνη κοίταξε το αίμα στα χέρια του, εκεί που τον είχε γρατσουνίσει, και, όταν σήκωσε τα μάτια της για να τον κοιτάξει, το μόνο που είπε ήταν: «Ξέρεις πώς το χειρίστηκα». Για άλλη μια φορά σήκωσε το χέρι του Ντέρεκ του νεότερου στα χείλη της και του φίλησε τα δάχτυλα, αυτή τη φορά σαν να ήθελε να πει πως όλοι οι μπελάδες που είχε με τα προβληματικά της παιδιά άξιζαν τον κόπο τώρα που ο Θεός της είχε χαρίσει εκείνον. Ο Ντάστι είπε: «Δεν εννοώ τι έκανες με την Ντομινίκ,

αλλά πώς αντέδρασες όταν έμαθες για την κατάσταση της. Αν σε ξέρω καλά, ο Άριμαν πρέπει να βρήκε άσχημα τον μπελά του. Πάω στοίχημα πως τον ταπείνωσες πολύ περισσότερο απ' όσο είχε συνηθίσει να ταπεινώνεται ένα φαντασμένο βρομόπαιδο του Χόλιγουντ». «Τίποτε τέτοιο δεν είχε εμφανιστεί ποτέ στη δική μου οικογένεια», του είπε επιβεβαιώνοντας πως ο Άριμαν είχε δεχτεί τα ανελέητα πυρά της. Η Μάρτι δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο. «Έτσι, πριν από τριάντα δύο χρόνια τον ταπείνωσες και σκότωσες το παιδί του...» «Χάρηκε όταν έμαθε πως ήταν νεκρή». «Είμαι βέβαιη, τώρα που τον ξέρω πια. Όπως και να 'χει, όμως, τον ταπείνωσες. Και, τόσα χρόνια αργότερα, ο άντρας που σου χάρισε τον Ντέρεκ τον νεότερο, αυτό το χρυσό αγόρι...» Ο μικρός χαμογέλασε σαν να τον φλέρταρε η Μάρτι. «...ο άντρας που σου χάρισε το αγόρι που δεν μπόρεσε να σου δώσει ο Άριμαν, ο σύζυγος σου, χλευάζει τον Άριμαν, τον μειώνει, τον εκθέτει δημόσια με κάθε ευκαιρία που του δίνεται, μέχρι που τον σαμποτάρει μ' αυτές τις τιποτένιες αηδίες που στέλνει στο Άμαζον. Κι εσύ δεν έκανες τίποτε για να τον σταματήσεις;» Ο θυμός της Κλοντέτ αναζωπυρώθηκε μ' αυτή την κατηγορία της Μάρτι, πως η κρίση της δεν ήταν ορθή. «Το ενθάρρυνα. Γιατί όχι; Ο Μαρκ Άριμαν δεν είναι περισσότερο ικανός να γράψει ένα βιβλίο απ' όσο είναι ικανός να κάνει ένα μωρό. Γιατί να 'χει μεγαλύτερη επιτυχία από τον Ντέρεκ; Γιατί να 'χει οτιδήποτε;» «Ανόητη γυναίκα». Η Μάρτι διάλεξε προφανώς αυτή την προσβολή γιατί ήξερε πως θα έθιγε την Κλοντέτ περισσότερο απ' οποιαδήποτε άλλη. «Ανόητη, ανίδεη γυναίκα». Ο Σκιτ, ταραγμένος από την ευθύτητα της Μάρτι και φοβούμενος γι' αυτή, προσπάθησε να την τραβήξει πίσω. Η Μάρτι, όμως, του άρπαξε το χέρι και το κράτησε σφιχτά, όπως κρατούσε η Κλοντέτ το χέρι του Ντέρεκ. Όμως αυτή δεν αντλούσε δύναμη από τον Σκιτ- του έδινε. «Ησύχασε, καλέ μου». Συνεχίζοντας την επίθεση, είπε: «Κλοντέτ, δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ικανός να κάνει ο Άριμαν. Δεν ξέρεις τίποτε γι' αυτόν -για την κακία του, για τη σκληρότητά του». «Ξέρω...»

«Ιδέα δεν έχεις! Του άνοιξες την πόρτα βάζοντάς τον στη ζωή όλων μας, όχι μονάχα στη δική σου. Δε θα μου είχε ρίξει ούτε δεύτερη ματιά αν δεν είχα κάποια σχέση μ' εσένα. Αν δεν ήσουν εσύ, τίποτε απ' αυτά δε θα μου συνέβαινε, ούτε θα χρειαζόταν να κάνω...» Κοίταξε θλιμμένη τον Ντάστι κι εκείνος κατάλαβε πως η Μάρτι σκεφτόταν τους δυο νεκρούς στο Νέο Μεξικό, «...αυτά που έκανα». Η Κλοντέτ δεν πτοούνταν ούτε από τη δριμύτητα μιας φιλονικίας ούτε από τα γεγονότα που την προκαλούσαν. «Τα παρουσιάζεις όλα σαν να 'ναι προσωπικό σου θέμα. Όπως λένε, τα σκατά συμβαίνουν στον καθένα. Είμαι βέβαιη πως θα 'χεις ξανακούσει τέτοιου είδους κουβέντες στον κύκλο σου. Τα σκατά συμβαίνουν στον καθένα, Μάρτι. Σ' όλους μας. Το δικό μου σπίτι είναι αυτό που διαλύθηκε, αν δεν το πρόσεξες». «Κοίτα να το συνηθίσεις», ανταπάντησε η Μάρτι, «γιατί ο Άριμαν δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ. Θα στείλει κάποιον άλλο, κι άλλον, και ύστερα άλλους δέκα, ανθρώπους που θα μας είναι άγνωστοι και ανθρώπους που θα ξέρουμε και θα τους εμπιστευόμαστε σ' όλη μας τη ζωή, αιφνιδιάζοντάς μας ξανά και ξανά, και δε θα σταματήσει μέχρι να είμαστε όλοι νεκροί». «Αυτά που λες δε βγάζουν καν νόημα», είπε οργισμένα η Κλοντέτ. «Αρκετά! Κλείστε το, κλείστε το όλοι σας!» Ο Ντέρεκ στεκόταν κάτω, στον προθάλαμο, κοντά στο πτώμα του Έρικ, και τους φώναζε. «Οι γείτονες πρέπει να λείπουν, γιατί δεν είχε καλέσει κανένας την αστυνομία μέχρι που τους ειδοποίησα εγώ. Μέχρι να 'ρθουν, θα σας πω εγώ τι πρόκειται να γίνει. Αυτό είναι το σπίτι μου, μ' ακούτε; Σκούπισα το όπλο και το ξανάβαλα στο χέρι του. Ντάστι, Μάρτι, αν θέλετε να μας κατηγορήσετε, κάντε ό,τι νομίζετε, όμως αυτό θα σημαίνει πόλεμο ανάμεσά μας και θα κοιτάξω να σας δυσφημήσω μ' όποιον τρόπο μπορώ. Είπατε πως κάηκε το σπίτι σας; Θα τους πω πως χαρτοπαίζετε, πως έχετε χρέη και πως το κάψατε για να εισπράξετε την ασφάλεια». Κλονισμένος απ' αυτή τη γελοία απειλή, όμως όχι ξαφνιασμένος, ο Ντάστι είπε: «Ντέρεκ, για όνομα του Θεού, σε τι θα ωφελούσε οποιονδήποτε από μας αυτή τη στιγμή;» «Θα θολώσει τα νερά», είπε ο Λάμπτον. «Θα μπερδέψει την αστυνομία. Αυτός εδώ ήταν ο σύζυγος της φίλης σου, Μάρτι; Λοιπόν, θα πω στους αστυνομικούς πως ήρθε

εδώ για να σκοτώσει τον Ντάστι γιατί ο Ντάστι πηδούσε τη Σούζαν». «Ηλίθιο κάθαρμα», είπε η Μάρτι. «Η Σούζαν είναι νεκρή. Είναι...» Η Κλοντέτ ακολούθησε το παράδειγμα του συζύγου της. «Τότε κι εγώ θα πω πως ο Έρικ ομολόγησε ότι σκότωσε τη Σούζαν, προτού αρχίσει να πυροβολεί δεξιά αριστερά, τη σκότωσε γιατί πηδιόταν με τον Ντάστι. Σας προειδοποιώ, θα θολώσουμε τόσο τα νερά, που δε θα μπορεί πια η αστυνομία να δει καν το αγόρι μου, πόσο μάλλον να το κατηγορήσει για φόνο, όταν το μόνο που έκανε ήταν να μας σώσει τη ζωή». Ο Ντάστι δεν θυμόταν να είχε περάσει μέσα από έναν καθρέφτη ή να τον είχε παρασύρει ένας ανεμοστρόβιλος γεμάτος σκοτεινή μαγεία, αλλά να που βρισκόταν σ' έναν κόσμο όπου τα πάντα ήταν ανάποδα, όπου τα ψέματα εξυμνούνταν σαν αλήθειες και η αλήθεια ήταν παραγνωρισμένη και ανεπιθύμητη. «Έλα, Κλοντέτ», την προέτρεψε ο Λάμπτον κάνοντάς της νόημα να κατέβει. «Έλα, Ντέρεκ. Στην κουζίνα. Γρήγορα. Πρέπει να κουβεντιάσουμε προτού έρθει η αστυνομία. Οι ιστορίες μας πρέπει να ταιριάζουν». Το αγόρι χαμογέλασε αυτάρεσκα στον Ντάστι καθώς ακολουθούσε τη μητέρα του κρατώντας ακόμη το χέρι της, μέχρι τη σκάλα και ύστερα κάτω. Ο Ντάστι έκανε μεταβολή και διέσχισε το διάδρομο προς τον Νιούτον, που σε όλη τη διάρκεια του καβγά στεκόταν ασάλευτος. «Πω, πω», έκανε ο Νιούτον. «Τώρα καταλαβαίνεις καλύτερα τον Σκιτ;» «Ναι, αυτό να λέγεται». «Πού είναι ο Βαλές;» ρώτησε ο Ντάστι, επειδή ο σκύλος ήταν ένας δεσμός με την πραγματικότητα, όπως ήταν ο Τότο για την Ντόροθι στον Μάγο του Οζ, θυμίζοντάς του πως υπήρχε ένας κόσμος όπου οι κακές μάγισσες δεν ήταν αληθινές. «Στο κρεβάτι», είπε ο Νιούτον δείχνοντας προς την ανοιχτή πόρτα της κεντρικής κρεβατοκάμαρας. Το κρεβάτι Σέρατον ήταν αρκετά ψηλό, κι έτσι ο Βαλές είχε μπορέσει να στριμωχτεί από κάτω. Τον πρόδωσε η ουρά του, που πρόβαλλε από το κάλυμμα. Ο Ντάστι πήγε στην πέρα μεριά του κρεβατιού, έπεσε

στα τέσσερα, σήκωσε το κάλυμμα και είπε: «Υπάρχει χώρος και για μένα εκεί;» Ο Βαλές κλαψούρισε σαν να τον προσκαλούσε να τον αγκαλιάσει. «Έτσι κι αλλιώς θα μας έβρισκαν», τον διαβεβαίωσε ο Ντάστι. «Βγες από κει, φιλαράκο. Έλα να σου χαϊδέψω την κοιλιά». Με πολλά καλοπιάσματα, ο Βαλές σύρθηκε έξω, αν και ήταν πολύ τρομαγμένος για να γυρίσει ανάποδα και να του χαϊδέψουν την κοιλιά, ακόμη κι αυτοί που εμπιστευόταν περισσότερο. Η Μάρτι ήρθε δίπλα στον Ντάστι και κάθισε κάτω, με τον Βαλέ ανάμεσά τους. «Λοιπόν, ξανασκέφτηκα την ιδέα να κάνω οικογένεια. Νομίζω πως αυτή εδώ είναι η καλύτερη -εσύ, εγώ κι ο Βαλές». Ο σκύλος φάνηκε να συμφωνεί. Η Μάρτι είπε: «Όταν ερχόμασταν εδώ, δεν πίστευα πως τα πράγματα θα μπορούσαν να χειροτερέψουν κι άλλο, κοίτα όμως πού βρισκόμαστε τώρα. Ως το λαιμό και συνεχίζουμε να βουλιάζουμε. Έ χ ω μουδιάσει, ξέρεις. Ξέρω τι συνέβη στον Έρικ, όμως δεν το νιώθω ακόμη». «Ναι. Εγώ είμαι κάτι παραπάνω από μουδιασμένος». «Τι θα κάνεις;» Ο Ντάστι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω. Και τι νόημα έχει; Θέλω να πω, το αγόρι θα θεωρηθεί ήρωας, έτσι δεν είναι; Ό,τι κι αν πω εγώ. Ή εσύ. Το βλέπω τόσο καθαρά όσο δεν έχω δει τίποτ' άλλο στη ζωή μου. Η αλήθεια θ' ακουστεί λιγότερο πιστευτή». «Κι ο Άριμαν;» «Φοβάμαι, Μάρτι». «Κι εγώ». «Ποιος θα μας πιστέψει; Ήδη θα ήταν πολύ δύσκολο να πείσουμε κάποιον να μας ακούσει, ακόμη και πριν από... αυτό. Τώρα όμως, που ο Λάμπτον και η Κλοντέτ είναι αποφασισμένοι να βγάλουν διάφορες ιστορίες απ' το μυαλό τους για μας, απλώς για να θολώσουν τα νερά... Αν αρχίσουμε να μιλάμε για πλύση εγκεφάλου και προγραμματισμένη αυτοκτονία και προγραμματισμένους φονιάδες... αυτό θα κάνει πιο πειστικά τα ψέματά τους για μας». «Κι αν έκαψε όντως κάποιος το σπίτι μας - ο Άριμαν ή κάποιος σταλμένος απ' αυτόν-, θα θεωρηθεί προφανώς εμπρησμός. Τι άλλοθι έχουμε;»

Ο Ντάστι ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένος τα μάτια του. «Ήμασταν στο Νέο Μεξικό». «Και κάναμε τι;» Άνοιξε το στόμα του για να της απαντήσει, υστέρα όμως το 'κλείσε δίχως να πει κουβέντα. «Αν αναφέρουμε το Νέο Μεξικό, θα πρέπει να πούμε για τον Άριμαν. Και, ναι, έχουμε κάποιες αποδείξεις στα χέρια μας -αυτά που συνέβησαν σ' όλους εκείνους τους ανθρώπους εκεί, πριν από τόσα χρόνια. Πώς θα τα αναφέρουμε όμως όλα αυτά δίχως να διακινδυνεύσουμε;... Είναι ο Ζάκαρι κι ο Κέβιν». Για μια στιγμή χάιδεψαν αμίλητοι το σκύλο και τελικά ο Ντάστι είπε: «Θα μπορούσα να τον σκοτώσω. Θέλω να πω, χτες το βράδυ με ρώτησες αν θα μπορούσα να το κάνω και σου είπα πως δεν ήξερα. Τώρα όμως ξέρω». «Κι εγώ θα μπορούσα να το κάνω», του είπε. «Αν τον σκοτώσουμε, γλιτώνουμε». «Αρκεί να μη μας κυνηγήσουν απ' το ινστιτούτο». «Άκουσες τον Άριμαν στο ιατρείο του σήμερα το πρωί. Το ινστιτούτο δεν έχει καμιά ανάμειξη σ' όλα αυτά. Είναι προσωπική υπόθεση. Και πλέον ξέρουμε πόσο προσωπική είναι». «Σκότωσέ τον», του είπε, «και θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου στη φυλακή». «Μπορεί». «Σίγουρα. Γιατί κανένας δικαστής δε θα δεχτεί μια τόσο γελοία δικαιολογία: "Τον σκότωσα γιατί είναι ένας δαίμονας που ελέγχει τους άλλους κάνοντας τους πλύση εγκεφάλου"». «Και θα με' κλείσουν για δέκα χρόνια σ' ένα άσυλο. Είναι προτιμότερο, σε κάθε περίπτωση». «Όχι, εκτός αν μας κλείσουν και τους δυο στο ίδιο άσυλο». . Ο Βαλές σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε σαν να 'λεγε τρεις. Ακούστηκαν τρεχαλητά στο διάδρομο του πρώτου ορόφου κι ο Φόστερ Νιούτον μπήκε ορμητικά στο δωμάτιο, με τα γυαλιά του στραβά και το πρόσωπο του πιο κόκκινο απ' όσο συνήθως. «Ο Σκιτ». «Τι έπαθε;» ρώτησε η Μάρτι και τινάχτηκε όρθια. «Έφυγε». «Πού πήγε;»

«Στον Άριμαν». «Τι;» «Το όπλο». Ο Ντάστι είχε σηκωθεί επίσης. «Που να πάρει ο διάβολος, Φόστερ, φτάνουν τα τηλεγραφήματα για σήμερα. Μίλα!» Νεΰοντας, ο Νιούτον πιέστηκε για να μιλήσει κανονικά: «Πήρε τ' όπλο του νεκρού. Κι έναν από τους γεμάτους γεμιστήρες. Πήρε τη Λέξους. Είπε πως κανένας σας δε θα ήταν ασφαλής αν δεν το έκανε». Η Μάρτι είπε στον Ντάστι: «Να το πούμε στην αστυνομία για να τον σταματήσει;» «Να τους πούμε πως είναι καθ' οδόν για να πυροβολήσει έναν εξέχοντα πολίτη, οπλισμένος μ' ένα αυτόματο πιστόλι; Σ' ένα κλεμμένο αυτοκίνητο; Θα 'ναι σαν να υπογράφουμε τη θανατική καταδίκη του». «Τότε πρέπει να τον προφτάσουμε», του είπε. «Φόστερ, πρόσεχε τον Βαλέ. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ γύρω που μπορεί να ήθελαν να τον σκοτώσουν γιατί θα το 'βρισκαν διασκεδαστικό». «Ούτε εγώ αισθάνομαι τόσο ασφαλής», είπε ο Νιούτον. «Ξέρουν οι υπόλοιποι πού πήγε ο Σκιτ;» «Όχι. Ακόμη δεν ξέρουν καν πως έφυγε». «Πες τους πως πήρε κάτι χάπια νωρίτερα σήμερα, κι άρχισε ξαφνικά να συμπεριφέρεται περίεργα. Πες τους πως πήρε το όπλο και είπε ότι θα πήγαινε στη Σάντα Μπάρμπαρα για να κανονίσει τους λογαριασμούς του με κάποιους που του πούλησαν σκάρτο πράμα». «Αυτό ακούγεται μάλλον σαν κάτι που θα 'λεγε κάποιος πιο σκληρός από τον Σκιτ». «Ο Λάμπτον θα ξετρελαθεί. Βοηθά να θολώσουν τα νερά». «Τι θα γίνει όταν θα πω ψέματα στην αστυνομία;» «Δε θα πεις τίποτε στην αστυνομία. Η σιωπή είναι η ειδικότητά σου. Πες το απλώς στον Λάμπτον κι αυτός θα κανονίσει τα υπόλοιπα. Και πες του πως φύγαμε για να βρούμε τον Σκιτ. Στη Σάντα Μπάρμπαρα». Μόλις ο Ντάστι και η Μάρτι κατέβηκαν στον προθάλαμο, πέρασαν δίπλα από το πτώμα και τον μπουφέ και βγήκαν στην μπροστινή βεράντα, ενώ ο Λάμπτον και η Κλοντέτ φώναζαν από πίσω τους. Ο Ντάστι άκουσε σειρήνες στο βάθος.

Διέσχισαν το δρόμο του σπιτιού, έστριψαν νότια στον αυτοκινητόδρομο και διήνυσαν γύρω στα δύο χιλιόμετρα ώσπου να δουν το πρώτο περιπολικό να πηγαίνει ολοταχώς προς το σπίτι τον Λάμπτον. Ως το λαιμό και συνέχιζαν να βουλιάζουν.

Σ τ ο ΙΑΤΡΕΙΟ ΤΟΥ, στον δέκατο τε'ταρτο όροφο, ο γιατρός ασχολιόταν με το καινούριο βιβλίο του, βελτιώνοντας μια διασκεδαστική ιστορία για μια ασθενή που η φοβία της για το φαγητό την έκανε να πέσει από τα εβδομήντα κιλά στα τριάντα τέσσερα και να κινδυνεύσει να πεθάνει, πριν ανακαλύψει ο γιατρός την εξήγηση για την κατάσταση της και να τη γιατρέψει την τελευταία στιγμή. Φυσικά δεν ήταν ολόκληρη η ιστορία της διασκεδαστική, αλλά μάλλον σκοτεινή και δραματική, ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να του εξασφαλίσει μια εμφάνιση στην τηλεόραση, μαζί με την ευγνώμονα ασθενή, όταν θα ερχόταν ο καιρός να προωθήσει το βιβλίο του, όμως κάπου κάπου, μες στη σκοτεινιά, υπήρχαν φωτεινές, εύθυμες στιγμές, ακόμη κι ένα ξεκαρδιστικό επεισόδιο. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του τόσο έντονα όσο συνήθως γιατί το μυαλό του ταξίδευε ολοένα ως το Μάλιμπου. Αφού υπολόγισε το χρόνο που θα χρειαζόταν ο Έρικ για να περάσει από την αποθήκη και ύστερα για να κάνει το ταξίδι ως το σπίτι των Λάμπτον, αποφάσισε πως ο πρώτος πυροβολισμός θα έπεφτε περίπου στη μία παρά τέταρτο, το πολύ στη μία. Επίσης αποσπούσε την προσοχή του, αλλά όχι τόσο πολύ, η σκέψη της «Κιανουφοβικής», που δεν είχε τηλεφωνήσει ακόμη. Δεν τον ένοιαζε. Θα τηλεφωνούσε σύντομα. Ελάχιστοι άνθρωποι ήταν πιο αξιόπιστοι απ' αυτούς που βασανίζονταν από ψυχώσεις και φοβίες. Η Μπερέτα ήταν ακουμπισμένη κοντά του, στη δεξιά γωνιά του γραφείου. Δεν περίμενε να κατέβαινε η «Κιανουφοβική» με σχοινί από τη στέγη για να εισβάλει από το φεγγίτη κρατώντας έ-

να υποπολυβόλο και ρίχνοντας χειροβομβίδες, ούτε την υποτιμούσε όμως. Οι πιο σκληρές γυναίκες που είχε γνωρίσει ποτέ φορούσαν κομψά αλλά συντηρητικά πλεχτά ταγέρ Σεν Τζον και παπούτσια Φεραγκάμο. Πολλές ήταν σύζυγοι γηραιότερων διευθυντών των στούντιο και ισχυρών ατζέντηδων, φαίνονταν καλλιεργημένες και εκλεπτυσμένες όπως οποιαδήποτε αριστοκράτισσα της Βοστόνης με οικογενειακές ρίζες βαθιά κάτω από το Βράχο του Πλίμουθ, όπου πάτησαν το πόδι τους οι πρώτοι άποικοι κατεβαίνοντας απ' το καράβι Μεϊφλάουερ, όμως θα σου έτρωγαν την καρδιά για μεσημεριανό και τα νεφρά σου για επιδόρπιο, μαζί μ' ένα ποτήρι φίνο Μερλό. Ο γιατρός παρήγγειλε φαγητό από ένα εστιατόριο που πίστευε στις αρετές της μαγιονέζας και του φυτικού και ζωικού λίπους σε κάθε μορφή και απόλαυσε το μεσημεριανό του στο ιατρείο του. Έφαγε με το γαλάζιο σακουλάκι τοποθετημένο, για αστείο, κοντά στο πιάτο του. Δεν ενοχλούνταν από το περιεχόμενο του, γιατί ήταν μια χαρωπή υπενθύμιση της κατάστασης στην οποία θα έβρισκε η αστυνομία το πτώμα του Ντέρεκ Λάμπτον. Στη μία και τέταρτο, έχοντας τελειώσει το μεσημεριανό του, καθάρισε το γραφείο του από τα πιάτα και τα περιτυλίγματα του εστιατορίου, όμως δεν ασχολήθηκε πάλι με την ιστορία της ανορεξικής για το βιβλίο του. Πάνω στο δερμάτινο ταμπόν του με τα ένθετα από απομίμηση ελεφαντόδοντου, έστεκε μόνο του το γαλάζιο σακουλάκι. Δυστυχώς δεν μπορούσε να απολαύσει από πρώτο χέρι την ταπείνωση του Λάμπτον και δεν θα 'βλεπε ούτε μια ικανοποιητική φωτογραφία, εκτός αν κάποια από τις πιο άθλιες λαϊκές εφημερίδες έκανε καλά τη δουλειά της. Οι φωτογραφίες με ανοιχτά κρανία γεμάτα περιττώματα δεν δημοσιεύονταν από τους Νιου Γιορκ Τάιμς, ούτε καν από τη Γισυ-Ες-Ει Τσυντει. Ο γιατρός, όμως, είχε μπόλικη φαντασία. Με το γαλάζιο σακουλάκι μπροστά του, για να εμπνέεται, δεν δυσκολεύτηκε να δει στο μυαλό του τις πιο ζωντανές και διασκεδαστικές εικόνες. Στη μία και μισή, υπέθεσε πως ο Έρικ Τζάγκερ θα είχε τελειώσει πια με το πιστολίδι και θα ήταν απασχολημένος -μπορεί να τελείωνε κιόλας- με την ερασιτεχνική κρανιοτομή. Όταν έκλεινε τα μάτια του, ο γιατρός άκουγε τον ρυθμικό, τραχύ ήχο της κρανιακής λεπίδας. Με δεδομένη την πυ-

κνή οστέινη μάζα του κρανίου του Λάμπτον, η κρανιακή λεπίδα ήταν σοφή απόφαση. Αν δεν είχαν σκύλο οι Λάμπτον, ο γιατρός ήλπιζε να συμπεριλαμβανόταν στο διαιτολόγιο του Έρικ κάποιο δημητριακό πλούσιο σε φυτικές ίνες. Αυτό που τον λυπούσε περισσότερο ήταν πως δεν είχε κατορθώσει να ολοκληρώσει το αρχικό του παιχνίδι, στο οποίο ο Ντάστι, ο Σκιτ και η Μάρτι θα βασάνιζαν και θα σκότωναν την Κλοντέτ και τους δύο Ντέρεκ. Πριν αυτοκτονήσουν, ο Ντάστι, ο Σκιτ και η Μάρτι θα έγραφαν μια μακροσκελή επιστολή, όπου θα κατηγορούσαν τον Ντέρεκ τον πρεσβύτερο και τη σύζυγο του πως είχαν κακομεταχειριστεί φριχτά τον Σκιτ και τον Ντάστι όταν ήταν παιδιά και είχαν επανειλημμένα βιάσει, με τη βοήθεια του Ροϋπνόλ, τη Μάρτι και τη Σούζαν Τζάγκερ, την οποία μπορεί να είχε συμπεριλάβει ο Άριμαν στη φονική ομάδα αν δεν είχε προσπαθήσει η γυναίκα να τον παγιδεύσει με το βίντεο. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών θα ήταν εφτά, συν τους οικονόμους κι όσους γείτονες τύχαινε να βρίσκονται εκεί· αυτό, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Άριμαν, ήταν το μικρότερο μακελειό που θα χρειαζόταν κανείς για να τραβήξει την προσοχή των εθνικών μέσων ενημέρωσης -αν και με τη φήμη που είχε ο Ντέρεκ, σαν γκουρού της εκλαϊκευτικής ψυχολογίας, οι εφτά θάνατοι θα τραβούσαν την προσοχή όσο και διακόσιοι θάνατοι ανωνύμων. Τέλος πάντων, αν και το παιχνίδι είχε παιχτεί με λιγότερη χάρη απ' όση θα ήθελε ο γιατρός, χαιρόταν παρ' όλα αυτά που θα κέρδιζε. Καθώς δεν υπήρχε τρόπος να αποκτήσει τον εγκέφαλο του Ντέρεκ Λάμπτον, ίσως να σφράγιζε αεροστεγώς το γαλάζιο σακουλάκι μέσα σε ακρυλική ρητίνη σαν συμβολικό τρόπαιο.

Αν και οι σκέψεις του Σκιτ είχαν γίνει πιο καθαρές και πιο αποτελεσματικές στη διάρκεια των δύο τελευταίων ημερών, που τις είχε περάσει χωρίς ναρκωτικά, εξακολουθούσε να μην έχει την απαιτούμενη οξύνοια όχι μόνο για να διευθύνει ένα πυρηνικό εργοστάσιο αλλά ούτε καν για να σκουπίσει τους διαδρόμους του. Ευτυχώς το ήξερε και σκόπευε να σκεφτεί προσεκτικά κάθε βήμα της επίθεσής του ενάντια στο δόκτορα Άριμαν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από το Μάλιμπου ως την ακτή του Νιούπορτ.

Επίσης ήταν πολύ αναστατωμένος συναισθηματικά, συχνά έβαζε τα κλάματα, μέχρι που ξεσπούσε σε αναφιλητά. Το να οδηγεί βλέποντας θολά ήταν πολύ επικίνδυνο στον αυτοκινητόδρομο Πασίφικ Κόουστ την εποχή των βροχών, γιατί ποταμοί λάσπης και αποκολλημένοι βράχοι στο μέγεθος ημιφορτηγού έπεφταν ξαφνικά στο οδόστρωμα, οπότε οι οδηγοί έπρεπε να έχουν τα αντανακλαστικά γάτας σε εγρήγορση. Ακόμη χειρότερα, η ταχύτητα της κυκλοφορίας στον αυτοκινητόδρομο προς τα νότια, νωρίς το απόγευμα, ήταν εκατόν είκοσι χιλιόμετρα την ώρα, κι ας ήταν τα εκατό το όριο ταχύτητας· έτσι, τα ανεξέλεγκτα αναφιλητά μ' αυτή την ταχύτητα μπορεί να είχαν καταστροφικά αποτελέσματα. Το στέρνο και η κοιλιά του πονούσαν από τις τέσσερις σφαίρες που είχε σταματήσει το αλεξίσφαιρο γιλέκο. Το στομάχι του σφιγγόταν από πόνους άσχετους με τις μελανιές, πόνους που πήγαζαν από το άγχος και το φόβο. Είχε ημικρανία, που τον βασάνιζε κάθε φορά που έβλεπε τη μητέρα του, είτε σκοτωνόταν κάποιος από βέλος βαλλίστρας στη διάρκεια της επίσκεψης είτε όχι. Ο πόνος στη καρδιά του, όμως, ήταν χειρότερος από οποιονδήποτε από τους σωματικούς του πόνους. Το σπίτι του Ντάστι και της Μάρτι είχε καταστραφεί κι αυτός ένιωθε σαν να ήταν το δικό του σπίτι που κάηκε. Ήταν οι καλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο, η Μάρτι κι ο Ντάστι, οι καλύτεροι. Δεν τους άξιζε να βασανίζονται έτσι. Το πανέμορφο σπιτάκι τους είχε χαθεί μες στις φλόγες, η Σούζαν ήταν νεκρή, ο Έρικ το ίδιο, και ζούσαν μες στο φόβο. Ένιωσε ακόμη περισσότερο πόνο στην καρδιά όταν σκέφτηκε τον εαυτό του μωρό και τη μητέρα του να στέκει από πάνω του κρατώντας ένα μαξιλάρι - η δική του, όμορφη μητέρα. Όταν της το είπε ο Ντάστι, εκείνη δεν αρνήθηκε καν πως σκόπευε να τον σκοτώσει. Ήξερε πως ήταν ολότελα αποτυχημένος, και σαν ενήλικος και σαν παιδί, αλλά τώρα μπορούσε να φανταστεί πως φαινόταν τόσο πολύ σαν υποψήφιος αποτυχημένος, ακόμη κι όταν ήταν μωρό, που η ίδια η μητέρα του δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να προσπαθήσει να τον πνίξει ενώ κοιμόταν στην κούνια του. Δεν ήθελε να 'ναι τόσο αποτυχημένος. Ήθελε να κάνει το σωστό, να τα καταφέρει, να καμαρώνει γι' αυτόν ο αδερφός του, ο Ντάστι, όμως πάντα έχανε το δρόμο του δίχως να το καταλαβαίνει. Επίσης ήταν σίγουρος πως είχε

προκαλέσει πολΰ πόνο στον Ντάστι κι αυτό τον έκανε να νιώθει χειρότερα. Νιώθοντας πόνους crto στήθος του, στην κοιλιά του, στο στομάχι του, στο κεφάλι του και στην καρδιά του, βλέποντας θολά, ενώ τα αυτοκίνητα γύρω του κινούνταν με εκατόν είκοσι χιλιόμετρα την ώρα αναγκάζοντάς τον να έχει την προσοχή του στραμμένη διαρκώς στο δρόμο, και ανησυχώντας γιατί η άδεια οδήγησής του είχε ακυρωθεί πριν από χρόνια, έφτασε στην ακτή του Νιούπορτ, στο χώρο στάθμευσης πίσω από το κτίριο του Άριμαν, λίγο πριν από τις τρεις το απόγευμα, δίχως να έχει σκεφτεί προσεκτικά κανένα βήμα της επίθεσής του ενάντια στο γιατρό. «Είμαι εντελώς αποτυχημένος», μονολόγησε. Έτσι αποτυχημένος που ήταν, είχε ελάχιστες πιθανότητες -ούτε μία στο εκατομμύριο- να καταφέρει να διασχίσει το χώρο στάθμευσης, να ανέβει στον δέκατο τέταρτο όροφο, να μπει στο ιατρείο του Άριμαν και να εκτελέσει το κάθαρμα. Είχε ένα πλεονέκτημα. Αν, παραδόξως, κατόρθωνε να πυροβολήσει τον ψυχίατρο, δεν θα τον έκλειναν ισόβια στη φυλακή, όπως θα συνέβαινε σίγουρα με τον Ντάστι ή τη Μάρτι. Με δεδομένη την προϊστορία του, με τις αποτοξινώσεις και με μια στοίβα από ελάχιστα κολακευτικές ψυχιατρικές γνωματεύσεις, καθώς και με τον κάθε άλλο παρά βίαιο, αλλά μάλλον παθολογικά πράο χαρακτήρα του, ο Σκιτ θα κατέληγε πιθανώς σε κάποιο ίδρυμα, με την ελπίδα ότι θα έβγαινε κάποια μέρα, αν απέμενε δηλαδή κάτι απ' αυτόν ύστερα από δεκαπέντε χρόνια εντατικής θεραπείας με φάρμακα. Το πιστόλι είχε μακρύ γεμιστήρα, όμως μπόρεσε να το χώσει κάτω από τη ζώνη του και να το σκεπάσει με το πουλόβερ του. Ευτυχώς, το πουλόβερ ήταν φαρδύ, για την ακρίβεια ακόμη πιο φαρδύ απ' όσο θα 'πρεπε, γιατί το είχε αγοράσει πριν από χρόνια και, καθώς έχανε συνεχώς βάρος, τώρα του έπεφτε δυο νούμερα πιο μεγάλο. Βγήκε από τη Λέξους και θυμήθηκε να πάρει μαζί του τα κλειδιά. Αν τα άφηνε στη μίζα, μπορεί κάποιος να έκλεβε το αυτοκίνητο, ίσως κάνοντάς τον συνεργό, μ' αυτό τον τρόπο, σε κλοπή. 'Οταν το όνομά του θα ήταν σε όλες τις εφημερίδες και οι άνθρωποι θα έβλεπαν στην τηλεόραση τη σύλληψή του, δεν ήθελε να νομίσουν πως ήταν τύπος που θα έκλεβε ένα αυτοκίνητο. Δεν είχε κλέψει ούτε μια πεντάρα σ' όλη του τη ζωή. Η ημέρα ήταν γλυκιά κι ο ουρανός γαλανός. Δεν φυσού-

σε, κι ο Σκιτ ένιωθε ευγνωμοσύνη γι' αυτή τη γαλήνη, γιατί ένιωθε πως μια δυνατή ριπή του ανέμου θα μπορούσε να τον παρασύρει στο πέρασμα της. Πήγε πέρα δώθε μπροστά στο αυτοκίνητο, κοιτάζοντας κάτω, το πουλόβερ του, και γέρνοντας το κεφάλι του πότε δεξιά και πότε αριστερά, πασχίζοντας να διακρίνει το περίγραμμα του όπλου από κάθε δυνατή γωνία. Δεν φαινόταν καθόλου. Καυτά δάκρυα κύλησαν ξανά απ' τα μάτια του, καθώς ετοιμαζόταν να μπει στο κτίριο και να κάνει ό,τι ήταν να κάνει, κι έτσι άρχισε πάλι να πηγαίνει πέρα δώθε σκουπίζοντας τα μάτια του με τα μανίκια του πουλόβερ του. Ήταν πιθανό να υπήρχε κάποιος φύλακας στον προθάλαμο. Ο Σκιτ κατάλαβε πως ένας κάτισχνος άντρας με χλομό πρόσωπο, δακρυσμένα μάτια και ρούχα που κρέμονταν από πάνω του μάλλον θα προκαλούσε υποψίες. Σε μια σειρά μπροστά από εκείνη όπου είχε παρκάρει ο Σκιτ τη Λέξους, και λίγες θέσεις στάθμευσης βορειότερα, μια γυναίκα βγήκε από μια λευκή Ρολς Ρόις και στάθηκε πλάι της, κοιτάζοντάς τον απροκάλυπτα. Τώρα τα μάτια του ήταν αρκετά στεγνά ώστε να μπορεί να δει ο Σκιτ πως ήταν μια όμορφη ξανθιά, πολύ κομψή, με ροζ πλεχτό ταγέρ -προφανώς επιτυχημένη και ευυπόληπτη. Έμοιαζε με γυναίκα που δεν θα 'χε την αγένεια να στέκεται και να περιεργάζεται κάποιον ξένο, κι έτσι ο Σκιτ σκέφτηκε πως μάλλον φαινόταν ιδιαίτερα ύποπτος, σαν να φορούσε φισεκλίκια και να κρατούσε ένα τουφέκι. Αν αυτή η κυρία με το ροζ ταγέρ έβρισκε την όψη του ανησυχητική, τότε ο φύλακας ήταν πολύ πιθανό να τον παρέλυε με αέριο ή με ηλεκτροσόκ και να τον χτυπούσε με το ρόπαλο του τη στιγμή που θα διάβαινε ο Σκιτ το κατώφλι του προθαλάμου. Θα τα θαλάσσωνε για άλλη μια φορά. Δεν άντεχε να απογοητεύσει, να προδώσει τον Ντάστι και τη Μάρτι, τους μοναδικούς ανθρώπους που τον αγάπησαν ποτέ, που τον αγαπούσαν αληθινά, όλη του τη ζωή. Αν δεν μπορούσε να κάνει αυτό τώρα για να τους ευχαριστήσει, τότε καλά θα έκανε να βγάλει το όπλο και να πυροβοληθεί επιτόπου στο κεφάλι. Όσο ήταν ικανός να κλέψει, άλλο τόσο ικανός ήταν ν' αυτοκτονήσει. Τέλος πάντων, με εξαίρεση τη βουτιά από τη στέγη των Σόρενσον την Τρίτη. Απ' όσο καταλάβαινε, όμως, αυτό μπορεί να μην ήταν δική του ιδέα.

Η κυρία με τα ροζ συνέχισε να τον περιεργάζεται, κι εκείνος έκανε πως δεν την πρόσεχε, πασχίζοντας να φαίνεται πολΰ ευτυχισμένος και ευχαριστημένος με τη ζωή για να 'ναι ένας ένοπλος τρελός. Σφυρίζοντας το «What a Wonderful World», γιατί ήταν το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο νου, διέσχισε το χώρο στάθμευσης ως το κτίριο και μπήκε μέσα, δίχως να κοιτάξει οΰτε μια φορά πίσω.

Ο γιατρός δεν ήταν συνηθισμένος να του επιβάλλουν άλλοι το πρόγραμμά του κι ένιωθε όλο και πιο ενοχλημένος με την «Κιανουφοβική», που δεν του τηλεφωνούσε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως θα ανταποκρινόταν σ' αυτή τη φαντασίωση που της είχε πλασάρει, για τον σατανικό υπολογιστή· η ψύχωσή της δεν άφηνε περιθώρια για κάτι άλλο. Προφανώς, όμως, η ηλίθια δεν είχε ίχνος ευγένειας, ίχνος σεβασμού για το χρόνο των άλλων: τυπική χοντροκέφαλη νεόπλουτη. Αδυνατώντας να συγκεντρωθεί στο γράψιμο, αλλά και μη μπορώντας να φύγει από το ιατρείο του για ν' ασχοληθεί με τα παιχνίδια του, αρκέστηκε να συνθέσει ένα ποιηματάκι από τα ταπεινά πράγματα που είχε μπροστά του. Το γαλάζιο σακουλάκι μου. Η εφτάσφαιρη Μπερέτα μου. Θα 'πρεπε άραγε το αφόδευμα του σκύλου να πυροβολήσω; Απαίσιο. Χωρίς την απαραίτητη δομή, άθλιο από κάθε άποψη. Παρ' όλα αυτά, δεν είχε δει ποτέ κάτι καλύτερο, από τεχνική άποψη, στον Σαίξπηρ που να εξηγούσε την αθάνατη φήμη του. Το εφτάσφαιρο όπλο μου. Η μικρή μου Κιανουφοβική. Σκότωσε, σκότωσε, σκότωσε. Εξίσου απαίσιο αλλά πιο ικανοποιητικό.

Ο φύλακας, που ήταν διπλάσιος από τον Σκιτ και φορούσε ρούχα στο νούμερο του, καθόταν πίσω από τον πάγκο στις Πληροφορίες. Διάβαζε ένα βιβλίο και δεν σήκωσε καν τα μάτια του. Ο Σκιτ κοίταξε στον πίνακα για να βρει το ιατρείο του Αριμαν, πήγε στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί και κάρφωσε το βλέμμα του στις πόρτες. Σκέφτηκε πως ο φύλακας, ένας

καλά εκπαιδευμένος επαγγελματίας, θα το αντιλαμβανόταν αμέσως, αν κάποιος τον κοίταζε ανήσυχα. Έ ν α από τα ασανσέρ έψτασε γρήγορα. Τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, σαν νευρικά πουλιά, και τρεις όμορφοι Σιχ με τουρμπάνια βγήκαν από το θάλαμο. Η μια τριάδα έστριψε δεξιά και η άλλη αριστερά. Ήδη φοβισμένος και σε υπερένταση, ο Σκιτ ταράχτηκε αντικρίζοντας τις γηραιές κυρίες και τους Σιχ. Όπως είχε μάθει από τον Νιούτον τις προηγούμενες τριάντα έξι ώρες, οι αριθμοί τρία και έξι έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση του λόγου για τον οποίο οι εξωγήινοι βρίσκονταν κρυφά στη Γη, και να τώρα μια εξάδα που αποτελούνταν από δύο τριάδες. Κακός οιωνός. Δυο άνθρωποι μπήκαν στο ασανσέρ μαζί με τον Σκιτ. Ένας κούριερ που έσπρωχνε ένα καρότσι όπου ήταν στοιβαγμένα τρία κουτιά και πίσω του η γυναίκα με το ροζ ταγέρ. Ο Σκιτ είχε πατήσει το κουμπί του δέκατου τέταρτου ορόφου. Ο κούριερ πάτησε του ένατου. Η κυρία με τα ροζ δεν πάτησε κανένα κουμπί.

Μπαίνοντας στο κτίριο, ο Ντάστι είδε αμέσως τον Σκιτ να μπαίνει σ' ένα ασανσέρ στην πέρα άκρη του προθαλάμου. Η Μάρτι τον είδε επίσης. Ήθελε να φωνάξει στον αδερφό του, όμως ένας φύλακας ήταν καθισμένος εκεί κοντά και το τελευταίο που χρειάζονταν ήταν να τραβήξουν την προσοχή της ασφάλειας του κτιρίου. Κανένα από τα υπόλοιπα τρία ασανσέρ δεν ήταν στο ισόγειο. Δύο ανέβαιναν, δύο κατέβαιναν. Από τα δύο που κατέβαιναν, αυτό που βρισκόταν κοντύτερα ήταν στον πέμπτο όρόφο. «Απ' τα σκαλιά;» ρώτησε η Μάρτι. «Δεκατέσσερις ορόφους; Όχι». Έδειξε τον πίνακα καθώς το ένα ασανσέρ κατέβαινε από τον πέμπτο στον τέταρτο. «Μ' αυτό θα φτάσουμε γρηγορότερα».

Ο κούριερ κατέβηκε στον ένατο και, μόλις έκλεισαν οι πόρτες, η κυρία με το ροζ ταγέρ πάτησε το κουμπί της στάσης.

«Δεν είσαι νεκρός», είπε. «Πώς;» «Σε πυροβόλησαν τέσσερις φορές στο στήθος χτες το βράδυ στην ακρογιαλιά, και να που τώρα είσαι εδώ». Ο Σκιτ ξαφνιάστηκε. «Ήσουν εκεί;» «Όπως θα το ξέρεις κι εσύ, είμαι βέβαιη». «Όχι, αλήθεια, δε σε είδα εκεί». «Γιατί δεν είσαι νεκρός;» «Αλεξίσφαιρο γιλέκο». «Δε νομίζω». «Αλήθεια. Παρακολουθούσαμε έναν επικίνδυνο άνθρωπο», της είπε, σκεφτόμενος πως δεν ακουγόταν διόλου πειστικός, σαν να προσπαθούσε να την εντυπωσιάσει, πράγμα που έκανε, για την ακρίβεια. Ήταν όμορφη γυναίκα κι ο Σκιτ ένιωθε μια ταραχή μέσα του που είχε πολύ καιρό να νιώσει. « Ή μήπως ήταν κάτι ψεύτικο; Στημένο, για μένα;» «Δεν ήταν στημένο. Το στήθος και το στομάχι μου πονούν αφόρητα». «Όταν πεθαίνεις στο Μάτριξ», του είπε, «πεθαίνεις στ' αλήθεια». «Ε, σ' άρεσε κι εσένα αυτή η ταινία;» «Πεθαίνεις στ' αλήθεια... εκτός αν είσαι μηχανή». Η γυναίκα είχε αρχίσει να τρομάζει λιγάκι τον Σκιτ, και η διαίσθησή του επιβεβαιώθηκε όταν την είδε να βγάζει ένα πιστόλι με σιγαστήρα απ' το λευκό τσαντάκι που κρεμόταν απ' τον αριστερό της ώμο. «Τι έχεις κάτω απ' το πουλόβερ σου;» τον ρώτησε επιτακτικά. «Εγώ; Κάτω απ' αυτό το πουλόβερ; Τίποτε». «Βλακείες. Σήκωσε το πουλόβερ σου πολύ αργά». «Γαμώ το», είπε αποκαρδιωμένος, γιατί, για άλλη μια φορά, τα είχε θαλασσώσει. «Είσαι της ασφάλειας του κτιρίου, σωστά;» «Είσαι με το μέρος του Κιάνου ή εναντίον του;» Ο Σκιτ ήταν βέβαιος πως δεν είχε πάρει ναρκωτικά τις τελευταίες τρεις ημέρες, αλλά αυτό που συνέβαινε τώρα θύμιζε τα αποτελέσματα των πιο αξέχαστων χημικών κοκτέιλ του. «Κοίτα, είμαι με το μέρος του όταν παίζει σε καλές ταινίες επιστημονικής φαντασίας, αλλά είμαι εναντίον του όταν παίζει σε αηδίες όπως το Μια Βόλτα στα Σύννεφα».

* **

«Γιατί σταμάτησαν τόση ώρα στον ένατο όροφο;» ρώτησε ο Ντάστι κοιτάζοντας συνοφρυωμένος τον πίνακα πάνω από το ασανσέρ όπου είχε μπει ο Σκιτ. «Απ' τα σκαλιά;» πρότεινε ξανά η Μάρτι. Αφοΰ καθυστέρησε λιγάκι στον τρίτο όροφο, το ασανσέρ που περίμεναν ξεκίνησε τελικά για τον δεύτερο. «Έτσι μπορεί να τον περάσουμε».

Το αυτόματο πιστόλι που πήρε από τον Σκιτ δεν χωρούσε εύκολα στο τσαντάκι της. Η άκρη του γεμιστήρα εξείχε, όμως δεν φάνηκε να τη νοιάζει. Συνεχίζοντας να τον σημαδεύει, πάτησε το κουμπί του δέκατου τέταρτου ορόφου και το ασανσέρ ξεκίνησε ξανά. «Δεν είναι παράνομοι οι σιγαστήρες;» ρώτησε ο Σκιτ. «Ναι, φυσικά». «Εσύ έχεις, όμως, γιατί είσαι της ασφάλειας του κτιρίου, ε;» «Για όνομα του Θεού, όχι. Αξίζω πεντακόσια εκατομμύρια δολάρια και μπορώ να έχω ό,τι θέλω». Δεν ήξερε αν αυτό που του έλεγε αλήθευε ή όχι, ούτε του φαινόταν να έχει σημασία. Αν και ήταν αρκετά όμορφη, ο Σκιτ άρχισε να διακρίνει κάτι που τον τρόμαζε στα πράσινα μάτια της ή στη στάση της ή και στα δύο. Περνούσαν από τον δέκατο τρίτο όροφο, όταν συνειδητοποίησε ο Σκιτ γιατί τον φόβιζε τόσο: είχε πάνω της κάτι ακαθόριστο, αλλά αναμφισβήτητο, που του θύμιζε τη μητέρα του. Εκείνη τη στιγμή, καθώς έφταναν στον δέκατο τέταρτο όροφο, ο Σκιτ κατάλαβε πως ήταν ουσιαστικά νεκρός.

Όταν άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ, η Μάρτι μπήκε αμέσως και πάτησε το 14. Ο Ντάστι την ακολούθησε, έκλεισε το δρόμο σε δυο άλλους άντρες που έκαναν να μπουν από πίσω τους και είπε: «Συγνώμη, έκτακτη ανάγκη. Πηγαίνουμε κατευθείαν στον δέκατο τέταρτο».

Η Μάρτι είχε πιέσει το κουμπί που έκλεινε τις πόρτες, αμέσως μόλις πάτησε αυτό του ορόφου, κι εξακολουθούσε να το πιέζει με τον αντίχειρά της. Ο ένας απ' τους άντρες ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένος τα μάτια του κι ο άλλος πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως οι πόρτες έκλεισαν πριν προλάβουν να μιλήσουν.

Καθώς έβγαιναν από το ασανσέρ στο διάδρομο του δέκατου τέταρτου ορόφου, ο Σκιτ είπε: «Πού πηγαίνουμε;» «Μην είσαι τόσο υποκριτής. Είναι ηλίθιο και ενοχλητικό. Ξέρεις πολύ καλά πού πηγαίνουμε. Τώρα κουνήσου». Απ' ό,τι φαινόταν, η γυναίκα ήθελε απ' τον Σκιτ να πάει αριστερά, έτσι κι αυτός συμμορφώθηκε, όχι απλώς γιατί τον σημάδευε μ' ένα όπλο αλλά και γιατί σ' όλη του τη ζωή οι άνθρωποι του έλεγαν πού να πάει. Τον ακολούθησε, κρατώντας κολλημένο στην πλάτη του το στόμιο του σιγαστήρα. Ο μακρύς, ταπητοστρωμένος διάδρομος ήταν σιωπηλός. Η ηχομόνωση στην οροφή απορροφούσε τις φωνές τους. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν πίσω από τους τοίχους του διαδρόμου. Θα μπορούσαν να είναι οι δύο τελευταίοι άνθρωποι στον πλανήτη. «Κι αν σταθώ εδώ;» ρώτησε ο Σκιτ. «Τότε θα σε πυροβολήσω εδώ», τον διαβεβαίωσε. Ο Σκιτ συνέχισε να προχωρά. Καθώς περνούσαν μπροστά από τις πόρτες των γραφείων στις δυο μεριές του διαδρόμου, διάβαζε τα ονόματα στις μπρούντζινες ανάγλυφες πινακίδες. Οι περισσότεροι ήταν γιατροί, διαφόρων ειδικοτήτων -αλλά υπήρχαν και δύο δικηγόροι. Αυτό ήταν βολικό, σκέφτηκε ο Σκιτ. Αν κατόρθωνε με κάποιον τρόπο να επιζήσει τα επόμενα λίγα λεπτά, θα χρειαζόταν αναμφίβολα μερικούς καλούς γιατρούς κι ένα δικηγόρο. 'Εφτασαν σε μια πόρτα που η μπρούντζινη πινακίδα της έγραφε ΔΡ. ΜΑΡΚ ΑΡΙΜΑΝ. Κάτω από το όνομα του ψυχίατρου, με μικρότερα γράμματα, ο Σκιτ διάβασε: ΕΔΡΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ: ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑ.

«Εδώ;» ρώτησε. «Ναι», του είπε εκείνη. Καθώς έσπρωχνε ο Σκιτ την πόρτα προς τα μέσα, η γυναίκα με τα ροζ τον πυροβόλησε πισώπλατα. Αν το πιοτόλι

με το σιγαστήρα έκανε καθόλου θόρυβο, εκείνος δεν τον άκουσε γιατί ο πόνος ήταν τόσο άμεσος και φριχτός, που, και μια μπάντα να περνούσε από δίπλα του, δεν θα την είχε ακούσει. Ήταν ολότελα, έντονα συγκεντρωμένος στον πόνο, και ξαφνιάστηκε που πονούσε τόσο πιο πολύ όταν σε πυροβολούσαν δίχως να φοράς αλεξίσφαιρο γιλέκο. Ενώ τον πυροβολούσε η γυναίκα, ταυτόχρονα τον έσπρωχνε δυνατά για να μπει στην αίθουσα υποδοχής του δόκτορα Άριμαν.

Μπινγκ! Ο υπολογιστής του Άριμαν τον ειδοποίησε πως κάποιος είχε μπει και η εικόνα της αίθουσας υποδοχής, από την κάμερα ασφαλείας, γέμισε την οθόνη. Νιώθοντας μια πρωτόγνωρη έκπληξη, ενώ προηγουμένως κοίταζε στοχαστικά το γαλάζιο σακουλάκι, στράφηκε και αντίκρισε τον Σκιτ να μπαίνει τρεκλίζοντας στο σαλόνι, ενώ η πόρτα του διαδρόμου έκλεινε αργά πίσω του. Στο μπροστινό μέρος του κίτρινου πουλόβερ του είχε μια μεγάλη κηλίδα αίμα, πράγμα απόλυτα λογικό, μια και ο γιατρός τον είχε πυροβολήσει τέσσερις φορές, από κοντά, στο στέρνο και στην κοιλιά. Αν και μπορεί να ήταν το ίδιο πουλόβερ που φορούσε ο Σκιτ την προηγουμένη, δεν φαινόταν αρκετά καθαρά από εκεί που βρισκόταν η κάμερα, για να δει ο Άριμαν αν υπήρχαν τέσσερις τρύπες από σφαίρες στο ματωμένο ύφασμα. Ο Σκιτ σήκωσε τα χέρια του στον αέρα σαν να πάσχιζε να κρατηθεί από κάπου, παραπάτησε και σωριάστηκε μπρούμυτα στο πάτωμα. Ο γιατρός είχε ακούσει ιστορίες για σκύλους που έχασαν τυχαία τα αφεντικά τους ενώ βρίσκονταν μακριά απ' το σπίτι τους και διέσχισαν εκατοντάδες, ακόμη και χιλιάδες χιλιόμετρα αφιλόξενου εδάφους, μες στη βροχή, το χιόνι, το χαλάζι, τον καυτό ήλιο, συχνά με κομμένα πόδια και με ακόμη χειρότερες πληγές, για να εμφανιστούν ύστερα από βδομάδες στο κατώφλι της ξαφνιασμένης και δακρυσμένης απ' τη χαρά οικογένειας τους. Δεν είχε ακούσει ποτέ ούτε μια ιστορία για κάποιον που τον πυροβόλησαν στην κοιλιά και σηκώθηκε απ' την ακρογιαλιά, περπάτησε κάπου δέκα δώδεκα χιλιόμετρα σε -κοίταξε το ρολόι του- δεκαοχτώ ώρες, σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, ανέβηκε δεκατέσσερις ορόφους με το ασανσέρ και μπήκε παραπαίοντας στο

γραφείο αυτού που τον πυροβόλησε, για να τον κατηγορήσει- έτσι, ήταν βέβαιος πως κρύβονταν περισσότερα πίσω απ' αυτή την τροπή, απ' όσα φαίνονταν εκ πρώτης όψεως. Με το ποντίκι του ο γιατρός επέλεξε το εικονίδιο ασφαλείας με το όπλο. Ο ανιχνευτής μετάλλων έδειξε πως ο Σκιτ δεν είχε κάποιο πυροβόλο όπλο πάνω του. Καθώς ήταν σωριασμένος στο πάτωμα, ο επίδοξος ντετέκτιβ δεν ήταν ευθυγραμμισμένος με τις λυχνίες Ρέντγκεν, κι έτσι η ακτινοσκόπηση ήταν αδύνατη. Η Τζένιφερ πρόβαλε από το γραφείο της και στάθηκε πάνω από τον σωριασμένο Σκιτ. Έμοιαζε να ουρλιάζει -παρ' ότι ο Άριμαν δεν ήταν βέβαιος για το αν ο λόγος ήταν ότι είχε τρομοκρατηθεί αντικρίζοντας τον λαβωμένο άντρα ή είχαν θιγεί οι χορτοφαγικές ευαισθησίες της στη θέα του αίματος. Ο γιατρός ενεργοποίησε τον ήχο. Ναι, ούρλιαζε, αλλά όχι δυνατά, ήταν περισσότερο σαν να άσθμαινε, σαν να μην μπορούσε να ανασάνει όσο χρειαζόταν για να ουρλιάξει κανονικά. Καθώς η Τζένιφερ έπεφτε στο ένα γόνατο πλάι στον Σκιτ για να δει αν ήταν ζωντανός, ο Άριμαν Επέλεξε το εικονίδιο με τη μύτη, ενεργοποιώντας τον αναλυτή οσμών. Η ευπιστία οποιουδήποτε λογικού ανθρώπου θα έφτανε στα όριά της στην ιδέα πως αυτός ο άντρας, χτυπημένος από τέσσερις σφαίρες, είχε κάνει μια στάση στο δεκαοχτάωρο ταξίδι του για να αγοράσει εκρηκτικά και να φτιάξει μια βόμβα, την οποία είχε τώρα δεμένη στο στήθος του. Παρ' όλα αυτά, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του πως η προσοχή στη λεπτομέρεια ήταν σημαντική, ο γιατρός περίμενε το αποτέλεσμα στον υπολογιστή. Αρνητικό: δεν είχε εκρηκτικά πάνω του. Η Τζένιφερ σηκώθηκε και βγήκε τρέχοντας από την εικόνα της κάμερας. Σκόπευε αναμφίβολα να καλέσει ασθενοφόρο και την αστυνομία. Της μίλησε από το εσωτερικό τηλέφωνο. «Τζένιφερ;» «Γιατρέ, αχ, Θεέ μου, είναι ένας...» «Ναι, ξέρω. Ένας χτυπημένος. Μην καλέσεις ασθενοφόρο ή την αστυνομία, Τζένιφερ. Θα το κάνω εγώ. Κατάλαβες;» «Μα αιμορραγεί άσχημα. Είναι...» «Ηρέμησε, Τζένιφερ. Μην ειδοποιήσεις κανέναν. Θα το χειριστώ εγώ». Είχε περάσει λιγότερο από ένα λεπτό απ' τη στιγμή που

μπήκε ο Σκιτ, παραπαίοντας, στο σαλόνι. Ο γιατρός υπολόγισε πως είχε ακόμη ένα λεπτό, το πολύ δύο, ώσπου να θορυβηθεί η Τζένιφερ βλέποντας πως καθυστερούσε να καλέσει ασθενοφόρο και να το κάνει η ίδια. Αυτό που τον ανησυχούσε και για το οποίο χρειαζόταν μια απάντηση ήταν το εξής: Αν ένας άντρας με τέσσερα σοβαρά τραύματα από σφαίρες μπορούσε να εμφανιστεί δεκαοχτώ ώρες αργότερα, γιατί όχι δύο; Όσο ευφάνταστος κι αν ήταν ο γιατρός, δεν μπορούσε να φανταστεί τον λαβωμένο Σκιτ και τον επίσης πληγωμένο φιλαράκο του να διασχίζουν τρεκλίζοντας την ακρογιαλιά, έχοντας ο ένας το χέρι του στους ώμους του άλλου για να μη σωριαστούν, σαν δυο μεθυσμένοι πειρατές στο δρόμο για το καράβι ύστερα από μια νύχτα ξεφαντώματος στη στεριά. Κι όμως, αφού εμφανίστηκε ο ένας, μπορεί κι ο άλλος να ήταν ζωντανός και να καραδοκούσε κάπου.

Η χειρότερη καθυστέρηση ήταν στον έκτο όροφο. Το ασανσέρ σταμάτησε και οι πόρτες άνοιξαν, αν και η Μάρτι πατούσε συνεχώς το κουμπί για να κλείσουν. Μια παχιά και αποφασισμένη γυναίκα με γκρίζες μπούκλες, σαν μεταλλικές, και πρόσωπο τραβεστί λιμενεργάτη επέμεινε να μπει αν και ο Ντάστι την εμπόδισε και της είπε πως ήταν έκτακτη ανάγκη. «Τι έκτακτη ανάγκη;» Έβαλε το πόδι της στο ασανσέρ, ενεργοποιώντας έτσι το μηχανισμό ασφαλείας και εμποδίζοντας την πόρτα να κλείσει όσο κι αν πίεζε η Μάρτι το κουμπί. «Δε βλέπω καμιά έκτακτη ανάγκη». «Καρδιακή προσβολή. Στον δέκατο τέταρτο». «Δεν είστε γιατροί», είπε καχύποπτα. «Είναι η μέρα που έχουμε? ρεπό». «Οι γιατροί δεν ντύνονται σαν εσάς, ακόμη κι όταν έχουν ρεπό. Όπως και να 'χει, εγώ πηγαίνω στον δέκατο πέμπτο». «Τότε μπες, μην καθυστερείς», είπε υποχωρώντας ο Ντάστι. Όταν ήταν πια μέσα, με τις πόρτες κλειστές, η γυναίκα πάτησε το κουμπί του δωδέκατου ορόφου και τους αγριοκοίταξε θριαμβευτικά. Ο Ντάστι ήταν έξω φρενών. «Κυρά μου, αγαπώ τον αδερφό μου. Αν πάθει τίποτε, θα σε βρω και θα σε κομματιάσω».

Η γυναίκα τον κοίταξε από πάνω ως κάτω με απροκάλυπτη καταφρόνια και είπε: «Εσύ;»

Ο γιατρός άρπαξε την Μπερέτα απ' το γραφείο και πήγε προς την πόρτα, όμως κοντοστάθηκε μόλις θυμήθηκε το γαλάζιο σακουλάκι. Βρισκόταν ακόμη πάνω στο ταμπόν. Ό,τι κι αν συνέβαινε υστέρα, τελικά η αστυνομία θα ερχόταν. Πριν από τον ερχομό τους, ο Άριμαν σκόπευε να αποτελειώσει τον Σκιτ, αν δηλαδή δεν ήταν ήδη νεκρός. Μ' ένα πτώμα σωριασμένο μέσα σε μια λίμνη αίματος στο σαλόνι, οι αστυνομικοί θα είχαν σίγουρα κάμποσες ερωτήσεις να του κάνουν. Θα έριχναν τουλάχιστον μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Αν κάτι τους έβαζε σε υποψίες, θα άφηναν κάποιον να προσέχει το ιατρείο και θα ζητούσαν ένταλμα για κανονική έρευνα. Ο νόμος δεν τους επέτρεπε να ψάξουν τα αρχεία των ασθενών, κι έτσι δεν φοβόταν ο γιατρός μήπως έβρισκαν τίποτε -εκτός από την Μπερέτα και το γαλάζιο σακουλάκι. Δεν είχε άδεια για το πιστόλι και, ενώ δεν θα κατέληγε ποτέ στη φυλακή για κάτι τέτοιο, δεν ήθελε να τους δώσει κανένα λόγο να αναρωτηθούν γι' αυτόν. Αν αναρωτιόνταν, μπορεί για κάποιο διάστημα να τον παρακολουθούσαν, καταστρέφοντας έτσι το στυλ της ζωής του. Το σακουλάκι με το σκυλίσιο περίττωμα δεν ήταν ενοχοποιητικό στοιχείο, όμως ήταν... παράξενο. Αναμφισβήτητα παράξενο. Αν το έβρισκαν στο γραφείο του, σίγουρα θα ρωτούσαν τι δουλειά είχε εκεί. Όσο ευφυής κι αν ήταν, δεν μπορούσε να βρει μια λογική απάντηση σε τόσο περιορισμένο χρόνο. Και σ' αυτή την περίπτωση θα αναρωτιόνταν γι' αυτόν. Γύρισε γρήγορα στο γραφείο του, άνοιξε ένα βαθύ συρτάρι κι έριξε μέσα το σακουλάκι. Ύστερα συνειδητοποίησε, όμως, πως, αν έβγαζαν τελικά ένταλμα έρευνας, θα έβρισκαν το σακουλάκι στο συρτάρι -όπου δεν θα φαινόταν λιγότερο παράξενο απ' όσο αν το έβρισκαν κάπου έξω, σε κοινή θέα. Για την ακρίβεια, όπου κι αν έβαζε το σακουλάκι στο ιατρείο του, θα τους φαινόταν αλλόκοτο όταν θα το έβρισκαν. Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του γιατρού, αφού όλα ήταν τόσο διαυγή τώρα, όσο

τον καιρό που ήταν παιδί-θαύμα, όμως υπενθύμισε στον εαυτό του πως ο χρόνος ήταν ένας μανιακός που σκόρπιζε σκόνη. Βιάσου, βιάσου. Η πρόθεσή του ήταν να ξεφορτωθεί την Μπερέτα και τη θήκη πριν από τον ερχομό της αστυνομίας, οπότε μπορούσε κάλλιστα να πετάξει μαζί και το γαλάζιο σακουλάκι. Πράγμα που σήμαινε πως θα 'πρεπε να το πάρει μαζί του τώρα. Για πολλούς λόγους, και σίγουρα γιατί δεν ταίριαζε με το προσωπικό του στυλ, δεν ήθελε να τον δει η Τζένιφερ να κουβαλά το σακουλάκι. Άλλωστε, θα τον εμπόδιζε αν αναγκαζόταν να κανονίσει το φιλαράκο του Σκιτ. Πώς τον είχε πει ο Ντάστι; Φιγκ. Ναι. Το γαλάζιο σακουλάκι θα τον εμπόδιζε αν ο Φιγκ καραδοκούσε κάπου εκεί έξω. Βιάσου, βιάσου. Έκανε να βάλει το σακουλάκι σε μια εσωτερική τσέπη του σακακιού του, όμως η σκέψη πως θα μπορούσε ν' ανοίξει και να του καταστρέψει το κοστούμι ήταν φριχτή. Αυτό που έκανε τελικά ήταν να το βάλει προσεκτικά στην άδεια θήκη του πιστολιού. Ευχαριστημένος από τη γρήγορη απόφασή του και βέβαιος πως δεν είχε ξεχάσει καμιά λεπτομέρεια που θα μπορούσε να τον καταστρέψει, ο Άριμαν βγήκε στο σαλόνι κρατώντας την Μπερέτα κολλημένη στο πλευρό του για να μην τη δει η Τζένιφερ. Εκείνη στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου της, με τα μάτια της γουρλωμένα, τρέμοντας. «Αιμορραγεί, γιατρέ, αιμορραγεί». Κι ο μεγαλύτερος ανόητος μπορούσε να δει πως ο Σκιτ αιμορραγούσε. Για την ακρίβεια, ήταν αδύνατο να έχανε αίμα μ' αυτή την ταχύτητα για δεκαοχτώ ώρες και να είχε κατορθώσει να φτάσει ως εδώ. Ο γιατρός έσκυψε στο ένα γόνατο πλάι στον Σκιτ. Με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα του διαδρόμου, έλεγξε το σφυγμό του. Ζούσε, ο ηλίθιος ναρκομανής, όμως ο σφυγμός του δεν ήταν καλός. Θα ήταν εύκολο να τον αποτελειώσει. Πρώτα αυτό τον Φιγκ Νιούτον. Ή όποιον άλλο ήταν εκεί έξω. Ο γιατρός πήγε στην πόρτα, κόλλησε πάνω της το αυτί του κι αφουγκράστηκε. Τίποτε. Προσεκτικά, άνοιξε την πόρτα και κοίταξε στο διάδρομο. Κανένας.

Διάβηκε το κατώφλι, κρατώντας την πόρτα ανοιχτή, και κοίταξε δεξιά αριστερά. Δεν φαινόταν κανένας σ' όλο το διάδρομο. Ήταν ολοφάνερο πως ο Σκιτ δεν είχε πυροβοληθεί εδώ, αφού η εκπυρσοκρότηση θα είχε τραβήξει την προσοχή. Κανένας δεν είχε προβάλει από το γραφείο του παιδοψυχολόγου στην απέναντι μεριά τον διαδρόμου -του δόκτορα Μόσλιν, αυτού του ανυπόφορα βαρετού και αθεράπευτου χοντροκέφαλου, που οι θεωρίες του για τα αίτια της νεανικής βίας ήταν εξίσου απαράδεκτες με τις γραβάτες του. Το μυστήριο του πώς είχε φτάσει εδώ ο Σκιτ μπορεί να παρέμενε μυστήριο, αφήνοντας άυπνο το γιατρό για κάμποσες νύχτες, όμως το σημαντικό τώρα ήταν να τελειώσει με τα πιο επείγοντα θέματα. Θα γύριζε στο σαλόνι και θα πρόσταζε την Τζένιφερ να καλέσει τελικά ασθενοφόρο και την αστυνομία. Ενώ εκείνη θα ήταν απασχολημένη στο τηλέφωνο, αυτός θα γονάτιζε πλάι στον Σκιτ για να τον βοηθήσει, υποτίθεται, αλλά στην πραγματικότητα για να του κλείσει το στόμα και τη μύτη για περίπου ενάμισι λεπτό, που λογικά θα ήταν αρκετό για να τον αποτελειώσει στην κατάσταση που βρισκόταν. Ύστερα θα ξανάβγαινε γρήγορα στο διάδρομο, θα πήγαινε κατευθείαν στο ντουλάπι της καθαρίστριας, που άνοιγε με το κλειδί της σουίτας του, και θα έκρυβε εκεί το πιστόλι, τη θήκη και το γαλάζιο σακουλάκι, πίσω από τα διάφορα απορρυπαντικά και τα χαρτιά υγείας, για να τα πάρει όταν θα έφευγε η αστυνομία. Αγνόησε τα δόντια τον χρόνον. Βιάσου, βιάσου. Καθώς έκανε στροφή για να ξαναμπεί στο ιατρείο του, αντιλήφθηκε πως δεν υπήρχαν κηλίδες αίματος στο χαλί του διαδρόμου, ενώ θα 'πρεπε να υπάρχουν μπόλικες αν το είχε διασχίσει ο Σκιτ αιμορραγώντας όπως αιμορραγούσε τώρα. Πάνω που το γοργό σαν αστραπή μυαλό του -μυαλό παίκτη- συνειδητοποιούσε τη σημασία αυτής της παράδοξης λεπτομέρειας, ο γιατρός άκουσε την πόρτα του Μόσλιν να ανοίγει πίσω του κι αναλογίστηκε με φρίκη πως θα επακολουθούσε το συνηθισμένο Τι γίνεται, Άριμαν, κάνονμε διάλειμμα; κι ένας χείμαρρος από ανοησίες. Ο Άριμαν δεν δέχτηκε μια βροχή από λέξεις, αλλά από σφαίρες. Δεν άκουσε ούτε έναν πυροβολισμό, όμως τις ένιωσε, αυτό να λέγεται, τρεις τουλάχιστον, να τον βρίσκουν

στη μέση, από πίσω, και να τον διαπερνούν διαγώνια ως τον δεξιό ώμο. Με λιγότερη χάρη απ' όση θα 'θελε, μπήκε τρεκλίζοντας στο σαλόνι, σωριάστηκε ο μισός πάνω στον Σκιτ, κύλησε μακριά απ' τον ηλίθιο ναρκομανή γεμάτος αποστροφή, γύρισε ανάσκελα και κάρφωσε το βλέμμα του στην πόρτα. Η «Κιανουφοβική» έστεκε στο κατώφλι, κρατώντας την πόρτα ανοιχτή με το σώμα της κι έχοντας ένα πιστόλι με σιγαστήρα στα δυο της χέρια. «Είσάι μια απ' τις μηχανές», είπε. «Γι' αυτό δε μου έδινες σημασία στις συναντήσεις μας. Οι μηχανές δε νοιάζονται για τους αληθινούς ανθρώπους σαν εμένα». Ο Άριμαν διέκρινε στα μάτια της κάτι τρομακτικό που είχε παραβλέψει πριν: ήταν μια από τις Ξερόλες, εκείνες τις κοπέλες που μπορούσαν να δουν πίσω απ' το προσωπείο του, που τον κορόιδευαν πίσω απ' την πλάτη του με τα μάτια τους, με τα αυτάρεσκα χαμογελά τους και τα πονηρά τους βλέμματα, που ήξεραν κάτι αστείο γι' αυτόν ενώ ο ίδιος το αγνοούσε. Από τα δεκαπέντε του χρόνια, όταν είχε αποκτήσει πια την τωρινή ομορφιά του, οι Ξερόλες δεν μπορούσαν να διαπεράσουν το προσωπείο του κι έτσι είχε πάψει να τις φοβάται. Και τώρα συνέβαινε αυτό. Προσπάθησε να σηκώσει την Μπερέτα για να πυροβολήσει, όμως διαπίστωσε πως είχε παραλύσει. Η γυναίκα έστρεψε το πιστόλι στο πρόσωπο του. Εκείνη ήταν πραγματικότητα και φαντασία, ψέμα κι αλήθεια, κάτι φαιδρό και φονικά σοβαρό συνάμα, ήταν τα πάντα για όλους κι ένα μυστήριο για την ίδια, η πεμπτουσία της εποχής της. Ήταν μια νεόπλουτη ανόητη μ' ένα βαρετό σύζυγο, ταυτόχρονα όμως ήταν η Άρτεμις, η θεά της σελήνης και του κυνηγιού, που στο μπρούντζινο δόρυ της είχε καρφωθεί η Μινέτ Λάκλαντ σ' εκείνο το παλλαδιανό αρχοντικό, αφού πρώτα σκότωσε τον πατέρα της με πιστόλι και τη μητέρα της με σφυρί. Πόσο διασκεδαστικό ήταν εκείνο και πόσο διόλου διασκεδαστικό αυτό τώρα. Πλούσια Άρτεμις μου. Στη σελήνη πέτα μαζί μου. Στο χορό των αστεριών. Γλυκερό. Ρομαντική αηδία. Απομίμηση. Άχρηστο. Πλούσια Άρτεμις μου. Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ. Σε μισώ, σε μισώ. «Κάν' το», είπε.

Η θεά άδειασε to γεμιστήρα στο πρόσωπο του και το φάντασμα του γιατρού, μια βροχή από πέταλα, χάθηκε στη σελήνη, στα λουλούδια. Και στη φωτιά.

Καθώς έβγαινε με τον Ντάστι από το ασανσέρ, η Μάρτι είδε μια γυναίκα να στέκει στην είσοδο του ιατρείου του Άριμαν, κοντά στην πέρα άκρη του διαδρόμου. Το ροζ ταγέρ φανέρωνε πως ήταν η ίδια γυναίκα που είχε μπει στο ασανσέρ μαζί με τον Σκιτ, κάτω στον προθάλαμο. Ύστερα η γυναίκα χάθηκε μπαίνοντας στο ιατρείο. Καθώς έτρεχε στο διάδρομο, με τον Ντάστι ξοπίσω της, η Μάρτι συλλογίστηκε το μαγικό Νέο Μεξικό -και τους δυο νεκρούς στον πάτο ενός αρχαίου πηγαδιού. Την καθαρότητα του χιονιού -κι όλο το αίμα που σκέπαζε. Συλλογίστηκε το πρόσωπο της Κλοντέτ -και την καρδιά της Κλοντέτ. Την ομορφιά των χαϊκού -και τον φριχτό τρόπο που είχαν χρησιμοποιηθεί. Τη λαμπρότητα των ψηλών, καταπράσινων κλώνων -και τις αράχνες να βγαίνουν από τα αβγά στα κουλουριασμένα φύλλα. Πράγματα ορατά κι αόρατα. Πράγματα φανερωμένα και κρυφά. Αυτό το ροζ χρώμα, χαρούμενο, μωρουδίστικο, σαν των ανθών της κερασιάς, και συνάμα μια αίσθηση σκοτεινιάς, κάτι φαρμακερό στο ροζ. Όλοι οι φριχτοί φόβοι της έγιναν φριχτή, αποτρόπαια πραγματικότητα, μόλις έσπρωξε την πόρτα του ιατρείου του Μαρκ Άριμαν κι αντίκρισε σώματα σωριασμένα μες στο αίμα. Ο γιατρός ήταν πεσμένος ανάσκελα, αλλά δεν είχε πρόσωπο: αραιός φαρμακερός καπνός έβγαινε από τα τσουρουφλισμένα μαλλιά, τους φριχτούς κρατήρες στη σάρκα, τα διαλυμένα ζυγωματικά, τις κόκκινες λιμνούλες στη θέση των ματιών -κι από ένα μάγουλο που έχασκε, από ένα χαμόγελο που είχε απομείνει μισό. Ο Σκιτ, σωριασμένος μπρούμυτα, ήταν η λιγότερο δραματική φιγούρα από τις δύο, αλλά και η πιο αληθινή. Η δική του κόκκινη λίμνη τον περιέβαλλε, κι ήταν τόσο ισχνός, που έμοιαζε να πλέει μες στο πορφυρό υγρό, σαν να μην ήταν παρά ένα μάτσο κουρέλια. Η θέα του Σκιτ κλόνισε τη Μάρτι περισσότερο απ' όσο περίμενε. Ο Σκιτ ο αδύναμος, το αιώνιο παιδί, τίμιος αλλά δίχως ίχνος στιβαρότητας, ο αυτοκαταστροφικός, που ήθελε

πάντα να κάνει στον εαυτό του ό,τι είχε αποτύχει να του κάνει η μητέρα του μ' ένα μαξιλάρι. Η Μάρτι τον α γ α π ο ύ σ ε , όμως τώρα συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά το πόσο τον αγαπούσε -και το γιατί. Παρ' όλα τα ελαττώματά του, ο Σκιτ ήταν ευγενική ψυχή και, σαν τον λατρεμένο αδερφό του, είχε κι αυτός καλή καρδιά. Σ' έναν κόσμο όπου οι καρδιές ήταν σπανιότερες απ' τα διαμάντια, ήταν ένας θησαυρός' με ελαττώματα, βέβαια, αλλά θησαυρός παρ' όλα αυτά. Δεν άντεχε η Μάρτι να γονατίσει πλάι του, να τον αγγίξει και να ανακαλύψει πως επίσης ήταν ένας θησαυρός χαμένος για πάντα· ^ Αδιαφορώντας για το αίμα, ο Ντάστι έπεσε στα γόνατα κι έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο του αδερφού του, άγγιξε τα σφαλιστά μάτια του Σκιτ, ψηλάφισε το λαιμό του και, με μια φωνή που πρώτη φορά την άκουγε τόσο τσακισμένη η Μάρτι, φώναξε: «Αχ, Θεέ μου, ένα ασθενοφόρο! Γρήγορα, κάποιος!» Η Τζένιφερ πρόβαλε στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου της. «Τους ειδοποίησα. Έρχονται. Είναι στο δρόμο». Η γυναίκα με τα ροζ έστεκε στο παράθυρο του γραφείου υποδοχής και είχε ακουμπήσει στο περβάζι δυο όπλα, το ένα από τα οποία ήταν το αυτόματο πιστόλι που είχε πάρει ο Σκιτ από το πτώμα του Έρικ. «Τζένιφερ, δε νομίζεις πως θα ήταν καλή ιδέα να τα βάλεις αυτά κάπου μέχρι να έρθει η αστυνομία; Τους ειδοποίησες;» «Ναι. Είναι στο δρόμο κι αυτοί». Η Τζένιφερ πλησίασε προσεκτικά στο παράθυρο, πήρε τα δύο όπλα και τα άφησε παράμερα, στο γραφείο της. Ίσως να ήταν η σκέψη πως ο Σκιτ πέθαινε, ίσως να ήταν η φρίκη του προσώπου του Άριμαν και του αίματος ολόγυρα' όποιος κι αν ήταν ο λόγος, πάντως, η Μάρτι δεν μπορούσε να σκεφτεί αρκετά καθαρά για να καταλάβει τι είχε συμβεί εδώ. Είχε πυροβολήσει ο Σκιτ τον Άριμαν; Ο Άριμαν τον Σκιτ; Ποιος είχε πυροβολήσει πρώτος και πόσες φορές; Η θέση των σωμάτων δεν ταίριαζε με οποιοδήποτε σενάριο μπορούσε να φανταστεί η Μάρτι. Και η αφύσικη, τρομακτική ηρεμία της γυναίκας με τα ροζ -σαν να ήταν συνηθισμένη να παρακολουθεί καθημερινά πιστολίδια και σκοτωμούς- φανέρωνε πως είχε παίξει επίσης κάποιο μυστηριώδη ρόλο. Η γυναίκα τραβήχτηκε στη λιγότερο ματωμένη γωνία του σαλονιού, έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο απ' το τ σ α ν τ ά κ ι της και κάλεσε έναν αριθμό. Οι σειρήνες ακούγονταν μακριά, αλλά ζύγωναν ο στρι-

γκός ήχος τους, παραμορφωμένος απ' την απόσταση, τρομακτικός, θύμιζε κραυγές πτεροδάκτυλου. Η Τζένιφερ πήγε βιαστικά στην πόρτα, την άνοιξε κι έβαλε μια μικρή λαστιχένια σφήνα για να μην ξανακλείσει. Ύστερα είπε στη Μάρτι: «Βοήθησέ με να πάω αυτές τις καρέκλες στην άκρη του διαδρόμου, για να έχουν χώρο οι νοσοκόμοι όταν θα 'ρθουν». Η Μάρτι χάρηκε που είχε κάτι να κάνει. Ένιωθε σαν να στεκόταν σ' ένα σαθρό χείλος. Βοηθώντας την Τζένιφερ, κατόρθωσε να τραβηχτεί από την άβυσσο. Κρατώντας το τηλέφωνο μακριά απ' το στόμα της, η γυναίκα με τα ροζ επαίνεσε την Τζένιφερ: «Μ' έχεις εντυπωσιάσει, δεσποινίς». Η γραμματέας την κοίταξε παραξενεμένη. «Ε, ευχαριστώ». 'Οταν πια και η τελευταία καρέκλα και το τραπεζάκι είχαν μεταφερθεί στην πλησιέστερη άκρη του διαδρόμου, οι σειρήνες ακούγονταν πιο δυνατά, και ύστερα, μία μία, έσβησαν. Οι νοσοκόμοι πρέπει να ανέβαιναν με το ασανσέρ. Μιλώντας στο κινητό τηλέφωνο της, η γυναίκα με τα ροζ είπε: «Θα σταματήσεις να φλυαρείς, Κένεθ; Για ακριβοπληρωμένος δικηγόρος, είσαι λιγάκι κουτορνίθι. Θα χρειαστώ τον καλύτερο συνήγορο, ειδικευμένο στα εγκλήματα, και μάλιστα τώρα. Λοιπόν, σύνελθε και κάν' το». Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, η γυναίκα χαμογέλασε στη Μάρτι. Ύστερα έβγαλε μια κάρτα απ' το τσαντάκι της και την έδωσε στην Τζένιφερ. «Θα χρειαστείς δουλειά, φαντάζομαι. Χρειάζομαι μια ικανή γυναίκα σαν εσένα, αν ενδιαφέρεσαι». Η Τζένιφερ δίστασε, ύστερα όμως πήρε την κάρτα. Γονατισμένος μες στο αίμα και σιάζοντας ξανά και ξανά τα μαλλιά του Σκιτ, τραβώντας τα απ' το κάτωχρο πρόσωπο του, ο λατρεμένος σύζυγος της μιλούσε τρυφερά στον αδερφό του, αν και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη πως ο πιτσιρικάς μπορούσε να τον ακούσει. Ο Ντάστι μιλούσε για τις παλιές ημέρες, για πράγματα που έκαναν όταν ήταν παιδιά, για φάρσες που είχαν σκαρώσει, ανακαλύψεις και όνειρα που είχαν μοιραστεί, αποδράσεις που είχαν σχεδιάσει. Η Μάρτι άκουσε ανθρώπους να τρέχουν στο διάδρομο, τις βαριές μπότες των νοσοκόμων της Πυροσβεστικής, και είχε την παράλογη, υπέροχη αίσθηση για μια στιγμή πως, όταν θα έμπαιναν ορμητικά, μαζί τους θα ήταν κι ο Γελαστός Μπομπ.

Ι ν ί Ε Σ Λ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΟΣ, κι άλλο χάος για λίγο. Πάμπολλα άγνωστα πρόσωπα κι άγνωστες φωνές· μιλούσαν όλοι μαζί, νοσοκόμοι κι αστυνομικοί, ορίζοντας με βιασύνη αλλά και θόρυβο τις αρμοδιότητες του καθενός, απ' τις δυο μεριές του συνόρου μεταξύ ζωής και θανάτου. Αν ήταν η σύγχυση ψωμί και η καχυποψία ψάρια, δεν θα χρειάζονταν θαύματα για να τραφούν τα πλήθη. Η σύγχυση της Μάρτι έγινε εντονότερη με την αποκάλυψη πως η γυναίκα με το ροζ ταγέρ ήταν αυτή που είχε πυροβολήσει τον Σκιτ και τον Αριμαν. Το ομολόγησε η ίδια και ζήτησε να τη συλλάβουν, όμως δεν είπε άλλες λεπτομέρειες αν και παραπονέθηκε για τη δυσωδία από τα καμένα μαλλιά του γιατρού. Ο Σκιτ ήταν σωριασμένος σ' ένα φορείο, φαινόταν άψυχος, και τον φρόντιζαν τέσσερις σωματώδεις λευκοντυμένοι νοσοκόμοι, με τις στολές τους παράξενα ακτινοβόλες στα φώτα φθορισμού του διαδρόμου, σαν ποδοσφαιριστές που είχαν πάει στον παράδεισο και είχαν επιστρέψει ντυμένοι μ' αυτή τη μοντέρνα εκδοχή της φορεσιάς των αγγέλων. Ένας έτρεχε μπροστά για να κρατήσει ανοιχτές τις πόρτες του ασανσέρ, ένας τραβούσε, ένας έσπρωχνε κι ένας κρατούσε ψηλά τον ορό, δίπλα στο φορείο· πήραν τον Σκιτ, γρήγορα και εύκολα, και της Μάρτι της φάνηκε πως ούτε οι ρόδες του φορείου ούτε τα πόδια τους πατούσαν κάτω, σαν να διέσχιζαν πετώντας τον μακρύ διάδρομο, όχι μεταφέροντας έναν ετοιμοθάνατο στο νοσοκομείο αλλά συνοδεύοντας την ψυχή του σ' ένα πολύ πιο μακρινό ταξίδι. Οι αστυνομικοί, έχοντας διαπιστώσει από τα λεγόμενα της Τζένιφερ -κι από τη λακωνική ομολογία της γυναίκας με τα ροζ- πως ο Ντάστι δεν είχε καμιά ανάμειξη, του επέ-

τρεψαν να πάει μαζί με τον αδερφό του. Αυτός άρπαξε τη Μάρτι απ' τους ώμους, την τράβηξε κοντά του, την έσφιξε για μια στιγμή, τη φίλησε και ύστερα έτρεξε πίσω απ' το φορείο. Τον παρακολούθησε μέχρι που έστριψε στη γωνία του διαδρόμου και χάθηκε, και ύστερα είδε πως τα χέρια του είχαν αφήσει αχνά ματωμένα αποτυπώματα στο πουλόβερ της. Τρέμοντας ανεξέλεγκτα, η Μάρτι αγκάλιασε το κορμί της κι έβαλε τα χέρια της στα φριχτά κόκκινα αποτυπώματα, λες και το πνεύμα της, καθώς τα άγγιζε, θα βρισκόταν στο πλευρό του Ντάστι και του Σκιτ, κι έτσι θα μπορούσε να αντλήσει δύναμη απ' αυτούς, κι εκείνοι θα αντλούσαν δύναμη από την ίδια. Δεν επέτρεψαν στη Μάρτι να φύγει. Επειδή η αστυνομία του Μάλιμπου είχε επικοινωνήσει, όταν ήταν πια πολύ αργά, με την αστυνομία του Νιούπορτ, τα γεγονότα του ιατρείου είχαν συσχετιστεί με το θάνατο του Έρικ Τζάγκερ από βέλος, πράγμα που σήμαινε ότι η Μάρτι και ο Ντάστι ήταν ουσιώδεις μάρτυρες στη μία περίπτωση, ή ίσως και οτις δύο. Ένας αστυνομικός ήταν καθ' οδόν για το νοσοκομείο, για να ανακρίνει τον Ντάστι στην αίθουσα αναμονής, όμως η αστυνομία προτιμούσε να διεξαγάγει την αρχική ανάκριση του ενός, τουλάχιστον, εδώ και τώρα, κι όχι κάπου αλλού κι αργότερα. . Ο φωτογράφος της αστυνομίας, οι τεχνικοί της Σήμανσης, οι ειδικοί απ' το γραφείο του ιατροδικαστή, οι ντετέκτιβ, όλοι γκρίνιαζαν πως είχε «μολυνθεί» η σκηνή του εγκλήματος και ουνέλεγαν στοιχεία, μεθοδικά, παρά την ομολογία της γυναίκας με τα ροζ, γιατί υπήρχε πιθανότητα, φυσικά, να την ανακαλούσε αργότερα ή να ισχυριζόταν πως την είχε αναγκάσει η αστυνομία να ομολογήσει. Την Τζένιφερ την ανέκριναν στο γραφείο της, όμως ζήτησαν από τη Μάρτι να καθίσει με δύο ντετέκτιβ, που ήταν γλυκομίλητοι και ευγενικοί, στο γραφείο του Άριμαν. Ο ένας κάθισε πλάι της στον καναπέ κι ο άλλος σε μια πολυθρόνα αντίκρυ. Ήταν παράξενο να βρίσκεται ξανά σ' αυτό το δάσος από σουιετενίες, στο δάσος του εφιάλτη της, όπου κυβερνούσε ο Φυλλάνθρωπος. Ένιωθε ακόμη την παρουσία του κι ας ήταν νεκρός. Σταύρωσε τα χέρια της, με το αριστερό στον δεξιό ώμο και το δεξί στον αριστερό και με τα δάχτυλά της ανοιχτά πάνω στις κόκκινες δαχτυλιές,του Ντάστι.

Οι ντετέκτιβ το πρόσεξαν και τη ρώτησαν αν ήθελε να πλΰνει τα χέρια της. Δεν καταλάβαιναν. Εκείνη κούνησε απλώς αρνητικά το κεφάλι της. Ύστερα, όπως ο αέρας στο χαϊκού της παρέσερνε τα φύλλα από τη δύση, έτσι παρασύρθηκε κι από μέσα της ό,τι είχε να πει η Μάρτι, με μια παρατεταμένη ριπή. Δεν έκρυψε καμιά λεπτομέρεια, όσο φανταστική ή απίθανη κι αν ακουγόταν -μόνο που, όταν τους είπε για τους Γκλίζον στη Σάντα Φε και για τον Μπερνάρντο Παστόρε και την τραγωδία της οικογένειάς του, δεν ανέφερε τη συνάντηση με τον Ζάκαρι και τον Κέβιν στο χιονισμένο λυκόφως. Περίμενε να την αντιμετωπίσουν με δυσπιστία, και με δυσπιστία την αντιμετώπισαν, κοιτάζοντάς τη με μάτια μισόκλειστα και στόμα ορθάνοιχτο, έστω κι αν τώρα, που το μακελειό ήταν ακόμη πρόσφατο, τα γεγονότα τής χάριζαν τουλάχιστον κάποια αξιοπιστία. Ακούγοντας τα νέα για το πιστολίδι σ' ένα από τα πρώτα δελτία στο ραδιόφωνο, ο Ρόι Κλόστερμαν είχε έρθει απ' το ιατρείο του, που απείχε μόλις λίγα χιλιόμετρα. Η Μάρτι άκουσε πως ήταν στο διάδρομο και μιλούσε στην αστυνομία όταν φώναξαν έναν απ' αυτούς που την ανέκριναν. Μόλις γύρισε ο αστυνομικός, ήταν αρκετά κλονισμένος ώστε να αποκαλύψει πως ο Κλόστερμαν επιβεβαίωνε με τη μαρτυρία του τα λεγόμενά της. Κι έπειτα ήταν το ζήτημα της Μπερέτα, που δεν χρησιμοποιήθηκε και την οποία έσφιγγε στο άψυχο χέρι του ο Άριμαν. Ένας γρήγορος έλεγχος στον υπολογιστή, στις άδειες κατοχής όπλου, αποκάλυψε πως ο ψυχίατρος δεν είχε αγοράσει ποτέ ούτε αυτό ούτε κανένα άλλο όπλο. Επίσης, δεν του είχε δοθεί ποτέ άδεια να φέρει κρυφά όπλο στην Κομητεία Όραντζ. Η εικόνα του, του έντιμου και νομοταγή πολίτη, κηλιδώθηκε κάπως απ' αυτές τις αποκαλύψεις. Ίσως αυτό που έπεισε τελικά τους αστυνομικούς πως η συγκεκριμένη υπόθεση ήταν εξαιρετικά αλλόκοτη, χωρίς προηγούμενο στα χρονικά του εγκλήματος, ακόμη και της Νότιας Καλιφόρνιας, να ήταν η ανακάλυψη μιας σακούλας με περιττώματα στην όμορφη, χειροποίητη θήκη του πιστολιού του γιατρού. Ο ίδιος ο Σέρλοκ Χολμς θα δυσκολευόταν να βρει κάποια λογική εξήγηση γι' αυτό το απρόσμενο εύρημα. Αμέσως δημιουργήθηκε η εντύπωση πως εδώ συνέβαινε κάτι βαθιά διεστραμμένο. Το γαλάζιο σακουλάκι συσκευάστηκε, συμπληρώθηκαν τα απαραίτητα στοιχεία στην

ετικέτα της συσκευασίας και στάλθηκε στο εργαστήριο, ενώ οι αστυνομικοί έβαζαν στοιχήματα σχετικά με το φύλο και το είδος του μυστηριώδους ατόμου ή πλάσματος στο οποίο ανήκε το περίττωμα. Η Μάρτι νόμιζε πως δεν θα κατόρθωνε να οδηγήσει, όμως, μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο, ξεκίνησε χωρίς κανένα πρόβλημα για το νοσοκομείο. Δεν έπλυνε τα χέρια της μέχρι που βρήκε τον Ντάστι στην αίθουσα αναμονής της Εντατικής κι έμαθε πως ο Σκιτ είχε επιζήσει ύστερα από τρεις ώρες στο χειρουργείο. Ήταν σε κρίσιμη κατάσταση, αναίσθητος, όμως άντεχε. Ακόμη και τότε, στις γυναικείες τουαλέτες, η Μάρτι πανικοβλήθηκε και παραλίγο να μην καθαρίσει τα χέρια της από το αίμα, φοβούμενη πως, μόλις θα χανόταν αυτός ο δεσμός με τον Σκιτ, εκείνος δεν θα μπορούσε πια να αντλεί δύναμη απ' αυτή, το πνεύμα του απ' το δικό της. Ξαφνιάστηκε και η ίδια μ' αυτή τη μεταφυσική υστερία. Αφού είχε επιζήσει, όμως, απ' τη συνάντησή της με το διάβολο, μπορεί να είχε σοβαρούς λόγους για να 'ναι προληπτική. Τελικά έπλυνε τα χέρια της, υπενθυμίζοντας στον εαυτό της πως ο διάβολος ήταν νεκρός. Λίγο μετά τις έντεκα, πάνω από εφτά ώρες αφότου μπήκε στο νοσοκομείο, ο Σκιτ ανέκτησε τις αισθήσεις του- δεν είχε χάσει τα λογικά του, αλλά ήταν αδύναμος. Τους άφησαν να τον επισκεφτούν, όμως μονάχα για δυο τρία λεπτά. Ήταν αρκετά για να πουν ό,τι έπρεπε να ειπωθεί, που στην Εντατική είναι πάντα το ίδιο απλό πράγμα, αυτό που έρχεται να πει σε κάθε ασθενή η οικογένειά του· το ίδιο απλό πράγμα, που όμως μετρά περισσότερο απ' όλα τα λόγια όλων των γιατρών: Σε αγαπάμε. Εκείνη τη νύχτα έμειναν με τη μητέρα της Μάρτι, που τους ετοίμασε σπιτικό ψωμί και σούπα με λαχανικά. Όταν ξαναπήγαν στο νοσοκομείο το Σάββατο το πρωί, η κατάσταση του Σκιτ είχε βελτιωθεί: από κρίσιμη είχε γίνει απλώς σοβαρή. Το πόσο μεγάλη είδηση έμελλε να γίνει αυτή η ιστορία στα δελτία όλης της χώρας φάνηκε ήδη από τα δύο τηλεοπτικά συνεργεία και τους τρεις δημοσιογράφους εφημερίδων που είχαν στρατοπεδεύσει στο νοσοκομείο και περίμεναν τη Μάρτι και τον Ντάστι. ***

Εφοδιασμένοι με ένταλμα, οι αστυνομικοί χρειάστηκαν τρεις ήμερες για να ερευνήσουν διεξοδικά το πελώριο σπίτι του Μαρκ Άριμαν. Αρχικά δεν βρήκαν τίποτε πιο παράξενο από την τεράστια συλλογή παιχνιδιών του ψυχίατρου και, στα μέσα της πρώτης ημέρας, φαινόταν πως η έρευνα θα αποδεικνυόταν άκαρπη. Η ακανόνιστη έπαυλη είχε ένα περίπλοκο αυτοματοποιημένο σύστημα. Οι ειδικοί στους υπολογιστές αστυνομικοί βρήκαν τον κωδικό που εξασφάλιζε στον Άριμαν την αποκλειστική πρόσβαση σε κάθε σημείο του σπιτιού και σύντομα ανακάλυψαν τέσσερα κρυμμένα χρηματοκιβώτια διαφόρων μεγεθών. Μόλις βρέθηκαν οι συνδυασμοί, το πρώτο χρηματοκιβώτιο -στο γραφείο με την ξύλινη επένδυση- αποδείχτηκε πως δεν περιείχε τίποτ' άλλο από έγγραφα οικονομικού περιεχομένου. Το δεύτερο, στο καθιστικό της κεντρικής σουίτας, ήταν μεγαλύτερο και είχε πέντε μικρά όπλα, δύο αυτόματα πιστόλια και ένα Ούζι. Ο Μαρκ Άριμαν δεν είχε άδεια για κανένα, ούτε βρέθηκε κάποιος επίσημος έμπορος όπλων που να του τα είχε πουλήσει. Το τρίτο χρηματοκιβώτιο ήταν ένα μικρό κουτί έξυπνα κρυμμένο στο τζάκι της κύριας κρεβατοκάμαρας. Εκεί η αστυνομία ανακάλυψε άλλο ένα όπλο, ένα Τόρους ΡΤ-111 Μιλένιουμ με άδειο γεμιστήρα, που, απ' ό,τι φαινόταν, είχε χρησιμοποιηθεί πρόσφατα. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον και για τους εγκληματολόγους και για τους κινηματογραφόφιλους είχε το δεύτερο αντικείμενο στο κουτί: ένα αεροστεγώς κλεισμένο βάζο γεμάτο μ' ένα χημικό διάλυμα, που περιείχε δυο ανθρώπινα μάτια. Σε μια πλαστικοποιημένη ετικέτα στο σκέπασμα υπήρχε ένα χαϊκού όμορφα γραμμένο με το χέρι. Του πατέρα τα μάτια, το βάζο δικό μου. Μέγας βασιλιάς των δακρύων στο Χόλιγουντ. Εγώ προτιμώ να γελάω. Στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ξέσπασε θύελλα. Ο Ντάστι και η Μάρτι δεν μπορούσαν πλέον να μείνουν στο σπίτι της Σαμπρίνα, καθώς το πολιορκούσαν για μέρες ολόκληρες οι δημοσιογράφοι. Την τρίτη ημέρα η αστυνομία βρήκε μια συλλογή από βι-

ντεοταινίες, αποθηκευμένες σε μια κρυπτή που δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των χρηματοκιβωτίων στον υπολογιστή του σπιτιού. Οι ταινίες ήταν τα πολύτιμα ενθύμια του γιατρού, το αρχείο των πιο επικίνδυνων παιχνιδιών του, συμπεριλαμβανομένης της ταινίας με τη Σούζαν και το βασανιστή της, που τραβήχτηκε κρυφά από τη γλάστρα του δέντρου μινγκ στην κρεβατοκάμαρά της. Η θύελλα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης έγινε αληθινός τυφώνας. Ο Νεντ Μάδεργουελ είχε αναλάβει τη δουλειά, ενώ η Μάρτι κι ο Ντάστι έμεναν για κάποιο διάστημα σε φίλους, κυνηγημένοι από τα μικρόφωνα και τις κάμερες. Η μοναδική είδηση που εκτόπισε τη θεαματική ιστορία του γιατρού από την πρώτη θέση στα βραδινά δελτία ήταν η παρανοϊκή επίθεση ενάντια στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια δεξίωση για τη συγκέντρωση χρημάτων για το κόμμα του Προέδρου και η επακόλουθη θανάτωση, με σφαίρα, του εγκληματία κινηματογραφικού αστέρα από τους εξοργισμένους πράκτορες της Μυστικής Υπηρεσίας, αυτούς που δεν ήταν απασχολημένοι, δηλαδή, με τη διάσωση και τη διαφύλαξη της προεδρικής μύτης. Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη στιγμή που έγινε γνωστό πως ο κινηματογραφικός αστέρας γνώριζε τον Μαρκ Άριμαν και, για την ακρίβεια, είχε νοσηλευτεί πρόσφατα σε μια κλινική αποτοξίνωσης της οποίας συνιδιοκτήτης ήταν ο Άριμαν, ο τυφώνας στα μέσα μαζικής ενημέρωσης έγινε η θεομηνία του αιώνα.

Τελικά ο σάλος κόπασε από μόνος του, επειδή είναι στη φύση αυτών των παράξενων καιρών οποιοδήποτε ανοσιούργημα, άσχετα με το πόσο αποτρόπαιο είναι, να ακολουθείται αναπόφευκτα από ένα καινούριο ανοσιούργημα, ακόμη πιο ασυνήθιστο και φριχτό. Στα τέλη της άνοιξης ο Σκιτ είχε τελειώσει την αποτοξίνωσή του κι ήταν πιο υγιής από οποιαδήποτε άλλη στιγμή εδώ και χρόνια. Η γυναίκα με τα ροζ, με τη θέλησή της και χωρίς κάποια απειλή ή αγωγή, δώρισε στον Σκιτ ένα εκατομμύριο εφτακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια, καθαρά, έτσι κι αυτός αποφάσισε, τώρα που η υγεία του είχε αποκατασταθεί, να σταματήσει για λίγους μήνες τη δουλειά του ελαιοχρωματιστή για να ταξιδέψει και να σκεφτεί τις επιλογές του.

Μαζί, ο Σκιτ κι ο Φόστερ Νιούτον σχεδίασαν ένα δρομολόγιο που ξεκινούσε από το Ρόσγουελ στο Νέο Μεξικό και συνέχιζε σε άλλα σημαντικά σημεία που επισκέφτηκαν εξωγήινοι. Τώρα που ο Σκιτ είχε δίπλωμα οδήγησης ξανά, αυτός κι ο Νιούτον θα μπορούσαν να οδηγούν εναλλάξ το καινούριο τροχόσπιτο του Σκιτ. Η γυναίκα με τα ροζ ισχυρίστηκε πως ο Μαρκ Άριμαν της είχε κάνει πλύση εγκεφάλου και την είχε ωθήσει σε σεξουαλικές αχρειότητες και πως, γι' αυτόν το λόγο, εκείνη βρισκόταν σε αυτοάμυνα όταν τον πυροβόλησε. Τον Σκιτ τον πυροβόλησε κατά λάθος, όπως ισχυρίστηκε, αντί για τον Άριμαν. Μετά από κάμποση αναταραχή και άγριες λογομαχίες στο γραφείο του εισαγγελέα, κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία και αφέθηκε ελεύθερη με εγγύηση. Το καλοκαίρι πια, ήταν σχεδόν βέβαιο πως δεν θα δικαζόταν. Αν οδηγούνταν τελικά στο δικαστήριο, ποιο σώμα ενόρκων θα την έκρινε ένοχη ύστερα από τη συγκινητική εμφάνισή της στη δημοφιλέστερη τηλεοπτική εκπομπή, στο τέλος της οποίας η Όπρα την αγκάλιασε και είπε, «Κορίτσι μου, μας εμπνέεις όλους», ενώ όλο το κοινό έκλαιγε ασυγκράτητα; Ο Ντέρεκ Λάμπτον ο νεότερος έγινε ήρωας για μια βδομάδα κι εμφανίστηκε στις ειδήσεις σε όλη τη χώρα, κάνοντας επίδειξη τοξοβολίας. Όταν τον ρώτησαν τι ήθελε να γίνει όταν θα μεγάλωνε, αποκρίθηκε, «Αστροναύτης», που δεν ακούστηκε καθόλου παιδιάστικο μια και ήταν αριστούχος μαθητής με ταλέντο στις επιστήμες και μαθητευόμενος πιλότος ήδη. Στα μέσα του καλοκαιριού, το Ινστιτούτο Μπέλον-Τόκλαντ στη Σάντα Φε είχε απαλλαγεί απ' όλες τις υποψίες, για οποιαδήποτε ανάμειξη στα αλλόκοτα πειράματα του Μαρκ Άριμαν πάνω στον έλεγχο του νου. Η πεποίθηση πως εργαζόταν στο ινστιτούτο ή πως σχετιζόταν μ' αυτό, με οποιονδήποτε τρόπο, καταρρίφθηκε πέρα από κάθε αμφιβολία. «Ήταν ψυχοπαθής», δήλωσε ο διευθυντής του ινστιτούτου, «κι ένας αξιολύπητος νάρκισσος, ένας εκλαϊκευτής ψυχολόγος που ήθελε να αποκτήσει κύρος ισχυριζόμενος πως είχε κάποια σχέση μ' αυτό το διεθνούς αίγλης ίδρυμα και με το μεγάλο έργο του για την παγκόσμια ειρήνη». Αν και η φύση της έρευνας του ινστιτούτου περιγράφηκε με διάφορους τρόπους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κανένα ρεπορτάζ, από εκείνο των Νιου Γιορκ Τάιμς μέχρι εκείνο του Νάσιοναλ Ενκουάιρερ, δεν μπόρεσε να την κάνει κατανοητή.

Η Μάρτι ακύρωσε το συμβόλαιο της για τη σχεδίαση ενός καινούριου ηλεκτρονικού παιχνιδιού βασισμε'νου στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Εξακολουθούσε να αγαπά τον Τόλκιν, όμως ένιωθε την ανάγκη να κάνει κάτι αληθινό. Ο Ντάστι της πρόσφερε δουλειά, να μπογιατίζει σπίτια, κι εκείνη τη δέχτηκε για λίγο. Ήταν αρκετά αληθινή δουλειά, ώστε να νιώθει η Μάρτι έναν υπέροχο πόνο στους μυς της, και της έδινε χρόνο για να σκεφτεί. Η εγχείρηση στη μύτη του Προέδρου πέτυχε. Ο Νεντ Μάδεργουελ πούλησε τρία χαϊκού σ' ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Δεν κληρώθηκε ο αριθμός των δύο λαχείων.

Κάπου κάπου στη διάρκεια του καλοκαιριού, η Μάρτι κι ο Ντάστι επισκέπτονταν τρία κοιμητήρια, όπου ο Βαλές λάτρευε να κάνει εξερευνήσεις ανάμεσα στις ταφόπετρες. Στο πρώτο πήγαιναν άνθη στον Γελαστό Μπομπ. Στο δεύτερο στη Σούζαν και τον Έρικ Τζάγκερ. Στο τρίτο στην Ντομινίκ, την ετεροθαλή αδερφή που ο Ντάστι δεν γνώρισε ποτέ. Η Κλοντέτ ισχυρίστηκε πως είχε χάσει τη μοναδική φωτογραφία του μωρού. Ίσως να ήταν αλήθεια. Ή μπορεί να μην ήθελε να τη δώσει στον Ντάστι. Κάθε φορά που περιέγραφε ο Ντάστι το γλυκό, ευγενικό πρόσωπο της Ντομινίκ, όπως το θυμόταν απ' τη φωτογραφία, η Μάρτι αναρωτιόταν αν αυτό το μωρό, έτσι και του επιτρεπόταν να ζήσει, θα λύτρωνε την Κλοντέτ. Παρέχοντας φροντίδα και προστασία σ' ένα τόσο αθώο πλάσμα, ίσως να μεταμορφωνόταν η Κλοντέτ, να μάθαινε το νόημα της συμπόνιας και της ταπεινοφροσύνης. Αν κι ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς πως ένα μογγολάκι γεννημένο από τον Άριμαν και τη μητέρα του Ντάστι θα μπορούσε να είναι κρυφή ευλογία, το σύμπαν ήταν γεμάτο από πράγματα ακόμη πιο παράξενα κι όμως θαυμαστά, όταν τα αναλογιζόταν κανείς. Στα τέλη του Ιουλίου, στην εκατοστή εβδομάδα του στον κατάλογο των πρώτων σε πωλήσεις βιβλίων των Μου Γιορκ Τάιμς, το Μάθε να Αγαπάς τον Εαυτό Σου εξακολουθούσε να βρίσκεται ψηλά, στην πέμπτη θέση. Στις αρχές του Αυγούστου, ο Σκιτ κι ο Νιούτον τηλεφώνησαν από το Όρεγκον, όπου είχαν τραβήξει μια φωτογρα-

φία του Μπίγκφουτ και την έστελναν με το ταχυδρομείο, εξπρές. Η φωτογραφία ήταν θολή αλλά συναρπαστική. Στα τέλη του καλοκαιριού, η Μάρτι αποφάσισε να κρατήσει την κληρονομιά που της άφησε στη διαθήκη της η Σούζαν Τζάγκερ. Μετά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του σπιτιού στη χερσόνησο Μπαλμπόα, το ποσό ήταν σημαντικό. Αρχικά δεν ήθελε ούτε δεκάρα- είχε την αίσθηση πως έπαιρνε χρήματα κερδισμένα με το αίμα άλλων. Ύστερα συνειδητοποίησε πως μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να πραγματοποιήσει αυτό που ήθελε τόσο όταν ήταν παιδί, για να γυρίσει πίσω το χρόνο και ν' ακολουθήσει το μονοπάτι της ζωής από το οποίο είχε παρεκκλίνει. Η Σούζαν δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να γυρίσει πίσω το χρόνο και να γίνει βιολίστρια, όπως ονειρευόταν όταν ήταν μικρή, κι έτσι η Μάρτι θεώρησε σωστό, απ' αυτό το δώρο που είχε έρθει μέσα από το θάνατο, να φτιαχτεί μια ζωή.

Επειδή η Μάρτι ήταν φιλόπονη φοιτήτρια, δεν πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να αποφοιτήσει από την κτηνιατρική σχολή και ταυτόχρονα ν' ανοίξει ένα νοσοκομείο για ζώα, και καταφύγιο για κακοποιημένους σκύλους και γάτες. Δεν έμειναν πολλά χρήματα από την κληρονομιά, όμως, ούτως ή άλλως, δεν χρειάζονταν πολλά. Με λίγη τύχη, θα κέρδιζε απ' το κτηνιατρείο όσα θα χρειαζόταν για τη διάσωση των ζώων και θα της έμεναν αρκετά, περίπου όσα κέρδιζε ο Ντάστι μπογιατίζσντας σπίτια. Το πάρτι έγινε στο σπίτι τους στην Κορόνα Ντελ Μαρ, που είχε ξαναφτιαχτεί πριν από χρόνια, πάνω στις στάχτες του παλιού. Το καινούριο σπίτι ήταν πανομοιότυπο με το προηγούμενο, μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, συμπεριλαμβανομένων των χρωμάτων που η Σαμπρίνα έβρισκε «χτυπητά», όσο μειλίχια κι αν είχε γίνει στο μεταξύ. Από την οικογένεια του Ντάστι, ο μόνος προσκεκλημένος ήταν ο Σκιτ. Ήρθε με τη σύζυγο του, την Τζασμίν, και το τρίχρονο αγόρι τους, τον Φόστερ, που όλοι αποκαλούσαν Τσουπαφλόρ. Ο Νιούτον και η σύζυγος του, η Πρίμροουζ, που ήταν η μεγαλύτερη αδερφή της Τζασμίν, έφεραν πάμπολλα αντίτυ-

πα του τελευταίου φυλλαδίου της επιχείρησης που ο Φιγκ είχε ξεκινήσει μαζί με τον Σκιτ. Το τουριστικό γραφείο Παράξενα Φαινόμενα έκανε χρυσές δουλειές. Αν ήθελες ν' ακολουθήσεις το μονοπάτι του Μπίγκφουτ και να δεις τους χώρους όπου συνέβησαν οι διασημότερες απαγωγές από εξωγήινους στις Ηνωμένες Πολιτείες, να μείνεις σε μια σειρά από στοιχειωμένα σπίτια ή ν' ακολουθήσεις τον Έλβις στις περιπλανήσεις του σ' αυτή τη μεγάλη χώρα μετά τον υποτιθέμενο θάνατο του, τα Παράξενα Φαινόμενα ήταν το μοναδικό ταξιδιωτικό πρακτορείο που πρόσφερε κάθε λογής εκδρομικά πακέτα αυτού του είδους. Ο Νεντ Μάδεργουελ ήρθε με τη φιλενάδα του, τη Σπάικ, φέρνοντας υπογεγραμμένα αντίτυπα από το τελευταίο βιβλίο του με χαϊκού. Όπως είπε, δεν υπήρχαν πολλά χρήματα στην ποίηση, σίγουρα πάντως όχι αρκετά για να σταματήσει να μπογιατίζει σπίτια για να ζήσει, αλλά υπήρχε μπόλικη ευχαρίστηση. Συν τοις άλλοις, εμπνεόταν από την καθημερινή του δουλειά: το καινούριο βιβλίο του είχε τον τίτλο Πινέλα και Σκάλες. Η Λουάν Φάρνερ, η γιαγιά του Σκιτ, που την είχε γνωρίσει ταξιδεύοντας πριν από μερικά χρόνια με τον Νιούτον, ήρθε από το Κασκέιντ του Κολοράντο φέρνοντας χειροποίητο ψωμί με μπανάνα και καρύδι. Ήταν υπέροχη γυναίκα, όμως το καλύτερο ήταν πως κανένας δεν μπορούσε να διακρίνει πάνω της κάτι που να θυμίζει το γιο της, τον Σαμ Φάρνερ, ή Χόλντεν Κόλφιλντ τον πρεσβύτερο. Ο Ρόι Κλόστερμαν κι ο Μπράιαν ήρθαν με το μαύρο λαμπραντόρ τους, τη Σαρλότ, και υπήρχαν ακόμη κάμποσα σκυλιά -αλλά κανένα παιδί. Ένα πλουσιοπάροχο γεύμα σερβιρίστηκε στα τετράποδα κι ο Βαλές αποδείχτηκε γενναιόδωρος οικοδεσπότης, ακόμη και με τα μπισκότα με χαρούπι. Ο Τσέιζ και η Ζίνα Γκλίζον ήρθαν με αεροπλάνο από τη Σάντα Φε, φέρνοντας τσίλι κι άλλους θησαυρούς των νοτιοδυτικών περιοχών. Η κατεστραμμένη υπόληψη της μητέρας και του πατέρα του Τσέιζ είχε αποκατασταθεί και, τώρα πια, δεν υπήρχε ούτε ένας από τους πρώην μαθητές του Μικρού Λαγού που να θυμάται πως δήθεν τον είχαν κακοποιήσει. Αργά εκείνο το βράδυ, όταν έφυγαν οι καλεσμένοι, τα τρία μέλη της οικογένειας Ρόουντς, με τα οχτώ πόδια και τη μία ουρά τους, χώθηκαν στο τεράστιο κρεβάτι. Αναγνωρίζοντας την προχωρημένη ηλικία του Βαλέ, του επέτρεπαν πια να ανεβαίνει στα έπιπλα -και στο κρεβάτι.

Η Μάρτι ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα· ο Βαλές ήταν κουλουριασμένος στα πόδια της, και ένιωθε στους αστραγάλους της τον ευγενικό χτύπο της μεγάλης του καρδιάς. Ο Ντάστι ήταν πλαγιασμένος και η Μάρτι ένιωθε επίσης τον αργό, σταθερό ρυθμό της δικής του καρδιάς. Της φίλησε τον ώμο και, μέσα στη μεταξένια, ζεστή σκοτεινιά, εκείνη του είπε: «Αν γινόταν να κρατήσει αυτό για πάντα». «Ναι». «Έχω ό,τι λαχταρούσα πάντα, εκτός από μια λατρεμένη φίλη κι έναν πατέρα. Όμως ξέρεις κάτι;» «Τι;» «Αγαπώ τη ζωή μου, όχι γιατί είναι ένα όνειρο, αλλά γιατί είναι τόσο αληθινή. Όλοι οι φίλοι μας, ό,τι κάνουμε, το πού είμαστε... τόσο αληθινά, όλα. Βγάζουν νόημα αυτά που λέω;» «Ναι», τη διαβεβαίωσε. Εκείνη τη νύχτα η Μάρτι ονειρεύτηκε τον Γελαστό Μπομπ. Φορούσε το μαύρο πανωφόρι του με τις δυο λωρίδες που φωσφόριζαν, όμως δεν βάδιζε μέσα στις φλόγες. Περπατούσαν μαζί σε μια χλοερή λοφοπλαγιά, κάτω από τον γαλανό καλοκαιριάτικο ουρανό. Της είπε πως καμάρωνε γι' αυτή κι εκείνη ζήτησε συγνώμη που δεν ήταν πάντα τόσο θαρραλέα, όπως αυτός. Εκείνος επέμεινε πως ήταν πάντα θαρραλέα και πως τίποτε δεν θα τον ευχαριστούσε περισσότερο από το να μάθαινε πως, στο μέλλον, τα τρυφερά, δυνατά χέρια της θα χάριζαν ανακούφιση, παρηγοριά, στους πιο αθώους αυτού του κόσμου. Όταν ξύπνησε απ' αυτό το όνειρο, στη μέση της νύχτας, της φάνηκε πως ένιωσε μια παρουσία μες στο σκοτάδι, εξίσου αληθινή με τον Βαλέ που ροχάλιζε και τον Ντάστι που κοιμόταν στο πλευρό της.

Related Documents