Dean Koontz France Stein 3

  • Uploaded by: Athanasios Zachariadis
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Dean Koontz France Stein 3 as PDF for free.

More details

  • Words: 88,213
  • Pages: 424
Loading documents preview...
Κεφάλαιο 1

Μεσάνυχτα και μισή. Δε φυσούσε καθόλου κι η βροχή, όπως ερχόταν απ' τον Κόλπο, σάρωνε τις ακτές και τα αναχώματα: ο ρυθμικός καλπασμός αόρατων αλόγων, όπως χτυπούσε πάνω σε πισσωμένες στέγες, λαμαρίνες, πλακάκια, κεραμίδια "κρατώντας το ίσο" όπως μούσκευε τους αυτοκινητόδρομους. Πόλη που συνήθως ξαγρυπνούσε, με τα εστιατόρια και τα κλαμπ της τζαζ να σερβίρουν φαγητό μέχρι τις πρωινές ώρες, στην προκειμένη περίπτωση η Νέα Ορλεάνη δε θύμιζε σε τίποτε τον καλό ξενύχτη εαυτό της. Στους δρόμους η κυκλοφορία των αυτοκινήτων ήταν ελάχιστη. Πολλά ήταν τα εστιατόρια που είχαν κλείσει από νωρίς. Και δεν ήταν λίγα τα κλαμπ που τώρα έστεκαν σκοτεινά και σιωπηλά, λόγω έλλειψης πελατείας. Ένας κυκλώνας ήταν περαστικός από τον Κόλπο -από το νοτιότερο τμήμα των ακτών της Λουιζιάνα. Η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία στην άμεση πρόβλεψή της, ανέφερε πως οι περιοχές που θα επηρεάζονταν από το ακραίο καιρικό φαινόμενο θα ήταν τα παράλια του Μπράουνσβιλ, του

10

Dean Koontz

Τέξας, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο αλλαγής πορείας της καταιγίδας. Έχοντας πικρή πείρα από τέτοιες θεομηνίες, η Νέα Ορλεάνη είχε μάθει να σέβεται και να υπολογίζει τα στοιχεία της φύσης. Ο Δευκαλίων βγήκε από τον Κινηματογράφο Λουξ χωρίς να χρησιμοποιήσει την πόρτα, για να βρεθεί σ' ένα διαφορετικό σημείο της πόλης, μακριά απ' τα φώτα, χαμένο στα σκοτάδια και τις σκιές, κάτω από τα κλαριά των ιτιών με τους βρυοσκεπείς κορμούς. Στο αντιφέγγισμα των φανοστατών τα σημεία όπου λίμναζαν τα βροχόνερα στραφτάλιζαν σαν καλογυαλισμένα ασημικά. Αλλά κάτω από τις ιτιές, τα νερά έμοιαζαν μαύρα σαν μελάνι, λες και δεν ήταν προϊόν της μπόρας αλλά του σκοταδιού -απόσταγμα του ιδροκοπήματος αυτής της ίδιας της νύχτας. Αν και το σκάρωμα ενός περίτεχνου τατουάζ αποσπούσε την προσοχή των περίεργων ματιών από το σχεδόν κατεστραμμένο μισό προσώπου του Δευκαλίωνα, ο ίδιος προτιμούσε να κυκλοφορεί σε δημόσιους χώρους τις ώρες από το σούρουπο μέχρι το χάραμα. Μιας και το διάστημα που ο ήλιος κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, πρόσφερε στον Δευκαλίωνα πρόσθετη κάλυψη. Το τεράστιο παράστημά του όμως και τη ρώμη του δύσκολα μπορούσε να τα κρύψει. Έχοντας αντέξει κοντά δυο εκατονταετίες, το σώμα του ήταν τώρα σαν μια πέτρινη μάζα από μύες και οστά. Λες και το πέρασμα του χρόνου δεν κατάφερνε να τον γεράσει. Όπως πήγαινε στο πεζοδρόμιο, πέρασε από σημεία όπου το φως των φανοστατών διαπερνούσε το στέγαστρο που δημιουργούσαν οι πυκνές φυλλωσιές των δέντρων. Τα φώτα

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

11

υδράργυρου απόδιωχναν από τη θύμησή του τον όχλο με τα αναμμένα δαδιά που τον κυνηγούσε εκείνη την ψυχρή και στεγνή νύχτα, σε μια άλλη ήπειρο χιλιάδες μίλια μακριά από ετούτη, και σε μια εποχή πριν την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού. Στην απέναντι μεριά του δρόμου, καταλαμβάνοντας σχεδόν μισό οικοδομικό τετράγωνο, ορθωνόταν το κτίριο που στέγαζε Τα Χέρια Του Ελέους, σ' έναν περιβάλλοντα χώρο γεμάτο ιτιές. Το κτίριο κάποτε ήταν Καθολικό νοσοκομείο, που όμως είχε πάψει να λειτουργεί από χρόνια. Έ ν α ς ψηλός φράχτης από σφυρήλατα κάγκελα περιστοίχιζε το κτίριο. Οι αιχμηρές απολήξεις τους ήταν μια υπενθύμιση πως, εκεί που κάποτε κανείς εύρισκε οίκτο και συμπόνια, τώρα πια αυτά τα δυο αγαθά δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα. Μια πινακίδα στην πύλη που άνοιγε στο δρομάκι που οδηγούσε στο κτίριο, προειδοποιούσε αυστηρά: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ/ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΠΟΘΗΚΗ. Από τα χτισμένα με τούβλα παράθυρα δεν έβγαινε ούτε ίχνος φωτός. Πιο πέρα απ' την πύλη ύψωνε το ανάστημά του το άγαλμα της Θεομήτορος. Ο προβολέας που κάποτε την έλουζε με το φως του, τώρα έλειπε απ' τη θέση του, και η ντυμένη με μακριά φορέματα φιγούρα μέσα στο σκοτάδι φάνταζε περισσότερο με το άγαλμα του Χάρου ή με του οποιουδήποτε άλλου. Λίγες ώρες μόλις πριν ο Δευκαλίων είχε μάθει πως στο κτίριο στεγάζονταν τα εργαστήρια του πλάστη του, του ανθρώπου που τον είχε δημιουργήσει, του Βίκτωρα Ήλιος, του οποίου το βαφτιστικό όνομα ήταν σωστός θρύλος: Φράνκενσταϊν! Εδώ σχεδιάζονταν, δημιουργούνταν και πρόγραμμα-

12

Dean Koontz

τίζονταν τα μέλη της Νέας Ράτσας. Η κάθε είσοδος και πρόσβαση στο κτίριο παρακολουθείτο από συστήματα ασφαλείας. Και τις κλειδαριές πολύ δύσκολα θα τις παραβίαζε κανείς. Προικισμένος με κάποια χαρίσματα, δώρα της αστραπής που τον είχε φέρει στη ζωή μέσα σε ένα παλιό και σαφώς πιο πρωτόγονο επιστημονικό εργαστήριο, ο Δευκαλίων δε χρειαζόταν να μπαινοβγαίνει από πόρτες. Και οι κλειδαριές, όσο... ασφαλείας κι αν ήταν, δεν αποτελούσαν γι' αυτόν εμπόδιο. Έτσι, περισσότερο από διαίσθηση, αντιλαμβανόταν την κβαντική φύση του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της αλήθειας πως, στο βάθος-βάθος και από καθαρά δομική άποψη, το κάθε σημείο του κόσμου ήταν ένα και το αυτό. Όπως έπαιζε τώρα με τη σκέψη να εισβάλει στο καινούριο άντρο του δημιουργού του, ο Δευκαλίων δεν ένιωθε τον παραμικρό φόβο. Αν ήταν κάποιο συναίσθημα που θα μπορούσε να τον πάρει από κάτω και να τον αποδιοργανώσει, αυτό ήταν της άγριας οργής. Αλλά με την πάροδο τόσων και τόσων δεκαετιών, είχε μάθει να κουμαντάρει αυτό του το συναίσθημα - το συναίσθημα που άλλοτε τον οδηγούσε πολύ εύκολα σε βίαια ξεσπάσματα. Αφήνοντας πίσω του την μπόρα, βρέθηκε μέσα στο κυρίως εργαστήριο των Χεριών του Ελέους, βρεγμένος παπί τη μια στιγμή, πεντάστεγνος την άλλη, με το που πάτησε το πόδι του το εσωτερικό του κτιρίου. Το τεράστιο εργαστήριο του Βίκτωρα ήταν ένα θαύμα της τεχνολογίας και της διαρρύθμισης Ντεκό, φτιαγμένο επί το πλείστον από ανοξείδωτο ατσάλι και άσπρα κεραμικά, γεμάτο φίνα και μυστήρια σύνεργα που έμοιαζαν σαν να μην

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

13

κρέμονταν από τους τοίχους, αλλά περισσότερο σαν να ήταν μπηγμένα μέσα τους και να ξεπρόβαλαν απ' αυτούς σαν ανάγλυφα. Κάποια άλλα μηχανήματα κρέμονταν προς τα κάτω, πιασμένα από την οροφή ή όρθωναν το ανάστημά τους στερεωμένα στο δάπεδο, καλογυαλισμένα και απαστράπτοντα, δηλώνοντας ωστόσο οργανικές φόρμες. Κι ο πιο ανεπαίσθητος θόρυβος ακουγόταν ρυθμικός -τα βουητά και τα κλικ των διαφόρων μηχανημάτων. Ο χώρος έμοιαζε άδειος από κάθε ανθρώπινη παρουσία. Οι γυάλινες σφαίρες ήταν γεμάτες από φωτεινούς ενδείκτες που απαύγαζαν αποχρώσεις του ροζ, και του ανοιχτού και σκούρου πράσινου. Μέσα από διάφανες σερπαντίνες σωληνακίων έρεαν διάφορα μοβ, σκούρα μπλε και πορτοκαλί υγρά. Το σε σχήμα πέταλου κέντρο ελέγχου του Βίκτωρα βρισκόταν στη μέση ακριβώς του χώρου -μια κατασκευή από μαύρο γρανίτη που πατούσε πάνω σ' ένα υπόβαθρο από ανοξείδωτο ατσάλι. Ο Δευκαλίων σκεφτόταν να αρχίσει να ψάχνει τα συρτάρια, όταν από πίσω του ακούστηκε μια φωνή: «Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε, κύριε;» Ο άντρας ήταν ντυμένος με μια γκρι φόρμα εργασίας. Στη ζώνη-εργαλειοθήκη με την οποία ήταν ζωσμένος έβλεπες στερεωμένα στις διάφορες θήκες διάφορα σπρέι, απορρυπαντικά, άσπρα κουρέλια και μικρά σφουγγάρια. Στα χέρια του κρατούσε μια μάπα. «Με λένε, Λέστερ» συστήθηκε ο άγνωστος. «Είμαι ένας Έψιλον. Εσείς μου μοιάζετε για πιο έξυπνος από 'μένα. Είστε όντως πιο έξυπνος από 'μένα;» «Αυτός που σ' έφτιαξε, μήπως βρίσκεται εδώ πέρα;» τον

14

Dean Koontz

ρώτησε ο Δευκαλίων. «Όχι, κύριε. Ο Πατέρας έχει φύγει από νωρίς». «Πόσοι του προσωπικού είσαστε εδώ πέρα;» «Δεν πολυμετράω. Τα νούμερα με μπερδεύουν. Άκουσα κάποτε -ογδόντα του προσωπικού. Ο Πατέρας λείπει, και κάτι πήγε στραβά, αλλά εγώ δεν είμαι παρά ένας Έψιλον. Εσείς όμως μου μοιάζετε για Άλφα ή για Βήτα. Είσαστε Άλφα ή Βήτα;» «Τι πρόβλημα παρουσιάστηκε;» ρώτησε ο Δευκαλίων. «Εκείνη λέει πως ο Γουέρνερ παγιδεύτηκε στο Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Ένα. Όχι, μάλλον στο Νούμερο Δύο. Στη Νούμερο-Τάδε, τέλος πάντων». «Και ποιος είναι αυτός ο Γουέρνερ;» «Ο επικεφαλής του προσωπικού ασφαλείας. Εκείνη μου ζήτησε να τις δώσω οδηγίες, όμως εγώ δε δίνω οδηγίες, εγώ δεν είμαι παρά ο Αέστερ». «Και ποια γυρεύει οδηγίες;» «Η γυναίκα μέσα στο κουτί». Όπως μιλούσε ο Αέστερ, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής πάνω στο γραφείο του Βίκτωρα φωτίστηκε, και στην οθόνη εμφανίστηκε η εικόνα μιας γυναίκας, τόσο αψεγάδιαστα όμορφης, που το πρόσωπο της θα έπρεπε σίγουρα να ήταν το αποτέλεσμα ψηφιακής σύνθεσης. «Κύριε Ήλιος, Ήλιος. Καλωσορίσατε, Ήλιος. Είμαι η Ανουνσιάτα. Δεν είμαι τόσο Ανουνσιάτα, όσο πιο πριν, ωστόσο προσπαθώ να είμαι τόσο Ανουνσιάτα όσο δύναμαι. Τώρα αναλύω τον ήλιος μου, κύριε Συστήματα. Τα συστήματα μου, κύριε Ήλιος. Είμαι καλό κορίτσι». «Είναι μέσα σ' ένα κουτί», είπε ο Αέστερ. «Μέσα σ' έναν υπολογιστή», τον διόρθωσε ο Δευκαλίων.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

15

«Όχι. Μέσα σ' ένα κουτί, στην Αίθουσα Διαδικτύωσης. Ένας εγκέφαλος Βήτα, μέσα σ' ένα κουτί. Δεν έχει σώμα. Καμιά φορά το κουτί της παρουσιάζει διαρροές, κι εγώ καθαρίζω τα υγρά που χύνονται». «Είμαι καλωδιωμένη», είπε η Ανουνσιάτα. «Είμαι καλωδιωμένη. Είμαι καλωδιωμένη με το σύστημα επεξεργασίας δεδομένων του κτιρίου. Είμαι γραμματέας του κυρίου Ήλιος. Είμαι πολύ έξυπνη. Είμαι καλό κορίτσι. Και θέλω να προσφέρω τις υπηρεσίες μου με επάρκεια. Είμαι καλό κορίτσι, καλό κορίτσι. Φοβάμαι». «Συνήθως δεν κάνει έτσι», είπε ο Λέστερ. «Μάλλον θα υπάρχει κάποια αν-αν-αν-αν-ανισορροπία στο σύστημα τροφοδοσίας θρεπτικών ουσιών. Δεν μπορώ να το αναλύσω. Μπορεί να αναλύσει κάποιος το σύστημα τροφοδοσίας μου με θρεπτικές ουσίες;» «Έχει αυτογνωσία, εσαεί μέσα σ' ένα κουτί», είπε ο Δευκαλίων. «Φοβάμαι πάρα πολύ», είπε η Ανουνσιάτα. Ο Δευκαλίων συνειδητοποίησε πως τα χέρια του σφίγγονταν γροθιές. «Ο πλάστης σου δεν ορρωδεί προ ουδενός. Δεν υπάρχει μορφή σκλαβιάς που να τον απωθεί, και είναι ικανός για κάθε είδους σκληρότητα». Ανήσυχος, μετατοπίζοντας το βάρος του κορμιού του από το ένα πόδι σ' το άλλο, σαν παιδάκι που ήθελε να πάει προς νερού του, ο Λέστερ άνοιξε το στόμα του και είπε: «Είναι μεγαλοφυία. Πιο έξυπνος ακόμη κι από έναν Άλφα. Θα πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες». «Πού είναι η αίθουσα διαδικτύωσης;» ρώτησε ο Δευκαλίων. «Θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες».

16

Dean Koontz

«Η αίθουσα διαδικτύωσης. Πού βρίσκεται αυτό το... αυτή η γυναίκα;» «Στο υπόγειο». Από την οθόνη του υπολογιστή ακούστηκε η Ανουνσιάτα να λέει: «Πρέπει να οργανώσω το πρόγραμμα των ραντεβού του κυρίου Ήλιος. Ήλιος. Αλλά δε θυμάμαι τι ακριβώς σημαίνει ραντεβού. Μπορείτε να με βοηθήσετε, βοηθήσετε, βοηθήσετε;» «Ναι» αποκρίθηκε ο Δευκαλίων «μπορώ να σε βοηθήσω».

Κεφάλαιο 2

Όταν ο διανομέας πίτσας, που γύρευε το σπίτι των Μπένετ, έκανε το λάθος να πάει σ' εκείνο των Γκιτρό, ακριβώς δίπλα, η Τζάνετ Γκιτρό απόρησε ακόμη και η ίδια με τον εαυτό της, όταν τον τράβηξε μέσα στο φουαγέ και τον στραγγάλισε μέχρι θανάτου. Η Τζάνετ και ο άντρας της, ο Μπάκι Γκιτρό, περιφερειακός εισαγγελέας της Πόλης της Νέας Ορλεάνης, δεν ήταν παρά πιστά αντίγραφα. Τα πτώματα των αυθεντικών Τζάνετ και Μπάκι Γκιτρό είχαν ενταφιαστεί εδώ και βδομάδες τώρα σε μια τεράστια χωματερή στα υψίπεδα, τέρμα στα βορειοανατολικά της Λίμνης Ποντσαρτρέν. Τα περισσότερα από τα όντα της Νέας Ράτσας δεν ήταν αντίγραφα. Ήταν αυθεντικές υπάρξεις, σχεδιασμένες εξ υπαρχής από τον Πατερούλη. Τα αντίγραφα όμως ήταν απαραίτητα για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας της πόλης, και κατά συνέπεια τον απόλυτο έλεγχο της. Η Τζάνετ ψυχανεμιζόταν πως κάποιες σημαντικές γραμμές κώδικα είχαν κάνει φτερά από τον προγραμματισμό της, και ο Μπάκι αναγκάστηκε να συμφωνήσει μαζί της.

Κεφάλαιο 3

Μόνος του στην κουζίνα του ιδρύματος, των Χεριών του Ελέους, ο Ρίπλεϊ καθόταν σ' ένα σκαμπό, πλάι σε έναν πάγκο από ανοξείδωτο ατσάλι. Έκοψε με τα χέρια του ένα κομμάτι χοιρομέρι που ζύγιζε γύρω στο ενάμισι κιλό, κι έχωσε λαίμαργα στο στόμα του μερικά μικρότερα κομμάτια. Το μέσο ανθρωποειδές της Νέας Ράτσας χρειαζόταν γύρω στις πέντε χιλιάδες θερμίδες τη μέρα για να συντηρηθεί, δηλαδή δυόμισι φορές όσες χρειαζόταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος της Παλιάς Ράτσας. Τελευταία ο Ρίπλεϊ κατέβαζε το καταπέτασμα, παίρνοντας δέκα χιλιάδες θερμίδες και βάλε στην καθισιά του. Όμως εκείνο που του άρεσε ακόμη περισσότερο κι από το να το καταβροχθίζει, ήταν να ξεσκίζει το κρέας με τα χέρια του. Τις τελευταίες μέρες αυτή η τάση να κομματιάζει ό,τι έπιανε στα χέρια του -ειδικά το κρέας- γινόταν όλο και πιο έντονη και τον κυρίευε. Το μαγειρεμένο κρέας ήταν ένα καλό υποκατάστατο για το ωμό -τις ωμές σάρκες των ανθρώπων της Παλιάς Ράτσας, που ήθελε όσο τίποτε να τις πιάνει και να τις ξεσκίζει.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

25

Κανείς του είδους του δεν είχε την άδεια, αλλά ούτε και τη δυνατότητα να σκοτώνει, μέχρι τη μέρα που θα έπαιρνε τη σχετική εντολή από το Μελισσοκόμο. Αυτό τώρα ήταν το παρατσούκλι που είχε δώσει σιωπηρά ο Ρίπλεϊ στον Βίκτωρα Ήλιος. Πολλοί από τους άλλους χρησιμοποιούσαν γι' αυτόν το όνομα Πατερούλης, που όμως ο κύριος Ήλιος έβγαζε σπυράκια κάθε φορά που το άκουγε. Οι της Νέας Ράτσας δεν ήταν παιδιά του δημιουργού τους. Ήταν χτήμα του, ιδιοκτησία του. Δεν είχε καμιά υποχρέωση και δεν έφερε καμιά ευθύνη απέναντι τους. Αντίθετα εκείνοι ήταν υπόλογοι σ' αυτόν. Ο Ρίπλεϊ καταβρόχθισε ολόκληρο το τεράστιο κομμάτι χοιρομέρι, υπενθυμίζοντας διαρκώς στον εαυτό του πως ο Μελισσοκόμος είχε κάποιο μεγαλοφυές και μεγαλεπήβολο σχέδιο για το νέο κόσμο. Η οικογένεια είναι πια ένας θεσμός παρωχημένος κι άχρηστος, κι από την άλλη πολύ επικίνδυνος αφού τοποθετεί εαυτόν πάνω από το κοινό καλό της ράτσας. Η σχέση γονιών-παιδιών πρέπει να καταργηθεί διά παντός. Τα μέλη της Νέας Ράτσας, που δημιουργούνταν μέσα σε δεξαμενές κι έρχονταν στον κόσμο σαν ολοκληρωμένοι ενήλικες, πρέπει να οφείλουν υποταγή κι αφοσίωση μόνο στην οργανωμένη κοινότητα έτσι όπως την είχε συλλάβει ο Ήλιος, όχι το ένα στο άλλο, όχι στην κοινότητα, αλλά στην ιδέα της κοινότητας. Ο Ρίπλεϊ έβγαλε τώρα απ' το ένα από τα δυο τεράστια ψυγεία της κουζίνας ένα μαγειρεμένο, κρύο βοδινό στήθος βάρους ενός κιλού. Κρατώντας το στο χέρι του, γύρισε στο σκαμνί του, πλάι στον πάγκο. Οι οικογένειες ανατρέφουν άτομα. Οι δεξαμενές δημι-

28

Dean Koontz

Η μεταμόρφωση του Γουέρνερ αποτελούσε ένδειξη πως ο Μελισσοκόμος ίσως τελικά και να μην ήταν αλάνθαστος. Η απορία του και η έκπληξή του όταν έγινε μάρτυρας αυτής της απίστευτης αλλαγής του Γουέρνερ, επικύρωνε αυτή την εκδοχή, δηλαδή ότι ο Μελισσοκόμος τα έκανε τα λαθάκια του! Αποτρώγοντας το στήθος το βοδινό, κάτι που ούτε την πείνα του ικανοποίησε ούτε τις ανησυχίες του διασκέδασε, ο Ρίπλεϊ έφυγε από την κουζίνα για να βολτάρει στους διαδρόμους των Χεριών Του Ελέους. Ο κύριος Ήλιος είχε φύγει για το σπίτι του. Αλλά ακόμη και τούτες τις μεταμεσονύκτιες ώρες, σ' ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα από εργαστήρια, τα μέλη της κατηγορίας Άλφα εξακολουθούσαν να κάνουν πειράματα και να εκτελούν τις οδηγίες που είχαν λάβει από τον πλάστη τους. Παραμένοντας επί το πλείστον στους διαδρόμους, ανήσυχος για το τι αντίκριζαν ίσως τα μάτια του αν επιχειρούσε να μπει σε κάποιο από τα εργαστήρια, ο Ρίπλεϊ κατέληξε στην αίθουσα ελέγχου και παρακολούθησης από όπου παρακολουθούνταν μέσω κλειστού κυκλώματος οι τρεις θάλαμοι απομόνωσης. Σύμφωνα με τις φωτεινές ενδείξεις στην κονσόλα ελέγχου, επί του παρόντος μόνο ο Θάλαμος Απομόνωσης Νούμερο Δύο φιλοξενούσε κάποιον ένοικο. Κι αυτός κανονικά θα έπρεπε να ήταν ο ατυχής Γουέρνερ. Στον καθένα από τους θαλάμους απομόνωσης υπήρχαν έξι βιντεοκάμερες κλειστού κυκλώματος, που η καθεμιά τους κάλυπτε διαφορετικά σημεία του χώρου. Έξι μόνιτορ στη σειρά επέτρεπαν την ταυτόχρονη παρακολούθηση και των τριών θαλάμων απομόνωσης ή έδιναν εικόνα από έξι διαφορετικά σημεία του ενός από αυτούς. Από τις λεζάντες

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

29

στο κάτω μέρος των οθονών γινόταν αντιληπτό πως τώρα έδιναν εικόνα από το Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δύο. Το δάπεδο, οι τοίχοι και το ταβάνι αυτών των δίχως παράθυρα χώρων κράτησης, εμβαδού 5x6 μέτρων, ήταν φτιαγμένα από ενισχυμένο με σιδερόβεργες τσιμέντο ταχείας πήξεως, πάχους 46 εκατοστών. Επιπρόσθετα ήταν επενδυμένα με αλληλοεπικαλυπτόμενα φύλλα χάλυβα τα οποία, με το γύρισμα ενός διακόπτη, τροφοδοτούνταν με ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης, ικανό να σκοτώσει τον κρατούμενο. Περιστασιακά ο Μελισσοκόμος σκάρωνε κάτι τρελές παραλλαγές όντων της Νέας Ράτσας, μερικά από τα οποία προορίζονταν για πολεμιστές, ζώσες μηχανές του θανάτου που θα βοηθούσαν τα μέγιστα στο έργο του αφανισμού των μελών της Παλιάς Ράτσας, όταν επιτέλους θα ξημέρωνε η μέρα της μεγάλης εξέγερσης. Αραιά και πού κάποια προβλήματα που παρουσιάζονταν στον προ τη δημιουργία τους προγραμματισμό τους, καθιστούσαν αυτά τα όντα στη συνέχεια απείθαρχα ή ακόμη και ανυπάκουα, και σ' αυτές τις περιπτώσεις τα πότιζαν ηρεμιστικά, και τα μετέφεραν στους θαλάμους απομόνωσης όπου τα μελετούσαν και στο τέλος τα εξόντωναν. Το ον που κάποτε άκουγε στο όνομα Γουέρνερ τώρα δε φαινόταν σε κανένα μόνιτορ. Οι έξι βιντεοκάμερες κάλυπταν κάθε γωνιά του θαλάμου απομόνωσης, έτσι που το εκτόπλασμα δεν είχε πουθενά να τρυπώσει και να κρυφτεί. Σπαρμένα στο χώρο έβλεπε κανείς τα διαμελισμένα υπολείμματα του Πάτρικ Ντουκέιν, μιας από τις δημιουργίες του Μελισσοκόμου, που είχαν κλείσει στο θάλαμο απομόνωση θέλοντας να δοκιμάσουν τις αντιδράσεις και τις δυνατότητες του εκτοπλάσματος που ήταν κάποτε ο Γουέρνερ.

30

Dean Koontz

Μια καμπίνα μετάβασης -κάτι σαν ενδιάμεσος χώροςσυνέδεε την Αίθουσα Ελέγχου και Παρακολούθησης με το Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δύο. Στην κάθε πλευρά της καμπίνας υπήρχε από μια στρογγυλή ατσάλινη πόρτα με μεγάλο πάχος, που είχε κατασκευαστεί ειδικά για θησαυροφυλάκιο τραπέζης. Οι δυο αυτές πόρτες ήταν έτσι ρυθμισμένες ηλεκτρονικά, ώστε ποτέ να μην ανοίγουν ταυτόχρονα. Ο Ρίπλεϊ κοίταξε τη βαριά κυκλική πόρτα της καμπίνας μετάβασης που ήταν απ' την έξω μεριά. Κανένα πλάσμα πάνω στη Γη, είτε φυσιολογικό ανθρώπινο ον ήταν, είτε δημιούργημα του Ήλιος, δεν μπορούσε να περάσει μέσα απ' αυτό το πάχους ενός μέτρου ατσάλινο εμπόδιο. Στην εικόνα που έστελνε μια βιντεοκάμερα από το εσωτερικό του θαλάμου απομόνωσης, έδειχνε πως και η εσωτερική ατσάλινη πόρτα ήταν επίσης ερμητικά κλειστή. Ήταν σχεδόν πεπεισμένος πως το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Γουέρνερ, δεν ήταν δυνατό να το είχε σκάσει από εκεί μέσα και να κυκλοφορούσε τώρα ελεύθερο στο κτίριο. Γιατί, αν το είχε πάρει κανένα μάτι, αμέσως θα είχε σημάνει συναγερμός. Επομένως μόνο πια πιθανότητα υπήρχε. Κάποια στιγμή η εσωτερική πόρτα της καμπίνας μετάβασης να είχε ανοίξει κυκλικά, επιτρέποντας στο πλάσμα να περάσει σ' αυτήν, προτού κλείσει πάλι ερμητικά πίσω του. Σε μια τέτοια περίπτωση, το εκτόπλασμα θα παραμόνευε τώρα, όχι πίσω από δυο κυκλικές πόρτες, αλλά από μια.

Κεφάλαιο 4

Μέχρι ο Μπάκι και η Τζάνετ Γκιτρό να ανέβουν τα σκαλοπάτια της βεράντας του σπιτιού των Μπένετ, είχαν γίνει μούσκεμα από τη βροχή. «Α, μα έπρεπε να είχαμε πάρει ομπρέλα», γκρίνιαξε ο Μπάκι. «Έτσι παπί όπως είμαστε, θα δείχνουμε το μαύρο μας χάλι». Ήταν τόσο ενθουσιασμένοι στην ιδέα πως θα ξεπάστρευαν τους Μπένετ, που δεν είχαν λάβει καθόλου υπόψη τους τη μπόρα. «Ίσως να δείχνουμε τόσο χάλια, που δε θα μας αφήσουν καν να μπούμε στο σπίτι τους», συμπλήρωσε ο Μπάκι, φανερά προβληματισμένος. «Ειδικά μάλιστα τέτοια ώρα». «Έννοια σου, κι είναι νυχτοπούλια. Τέτοια ώρα δεν είναι αργά γι' αυτούς. Σίγουρα θα μας μπάσουνε μέσα», τον καθησύχασε η Τζάνετ. «Θα τους πούμε ότι μας συνέβη κάτι τρομερό, κι ότι θέλουμε να το κουβεντιάσουμε μαζί τους. Έτσι κάνουν οι γείτονες μεταξύ τους, παρηγορούν ο ένας τον άλλο όταν συμβαίνει κάποια συμφορά». Πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας και τις πτυχές τις

32

Dean Koontz

μεταξένιας κουρτίνας, τους εσωτερικούς χώρους του σπιτιού έλουζε ένα απαλό κιτρινωπό φως. «Μπα, και τι είναι το φοβερό που μας συνέβη;» ρώτησε ο Μπάκι, όπως ανέβαιναν τα σκαλιά της βεράντας. «Το ότι καρύδωσα τον πιτσαδόρο». «Δε νομίζω ότι θα μας μπάσουν στο σπίτι τους, αν τους πούμε κάτι τέτοιο». «Σιγά μην τους το πούμε. Θα τους πούμε απλώς πως μας συνέβη κάτι φοβερό». «Κάτι φοβερό, έτσι γενικώς και αορίστως», συμπλήρωσε ο Μπάκι, ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα. «Ναι, ακριβώς». «Καλά, αν πιάσει αυτό, θα πει πως είναι ιδιαίτερα ευκολόπιστοι άνθρωποι». «Μπάκι, δεν τους είμαστε άγνωστοι. Γείτονές μας είναι! Άσε που μας αγαπούν». «Μας αγαπούν;» Έχοντας πλησιάσει τώρα στην εξώπορτα, η Τζάνετ χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. «Πριν τρία βράδια, είχαμε έρθει εδώ για μπάρμπεκιου. Η Έλεν είχε πει: "Δεν ξέρετε πόσο σας αγαπάμε, παιδιά", το θυμάσαι;» «Μα το έτσουζαν του καλού καιρού. Όταν το είπε αυτό η Έλεν, ήταν περίπου σκνίπα». «Σκνίπα, ξε-σκνίπα, το είπε και το εννοούσε. Μας αγαπούν, και άρα θα μας μπάσουν στο σπίτι τους». Τον Μπάκι όμως τον είχαν ζώσει τα φίδια. «Μα πώς είναι δυνατόν να μας αγαπούν; Δεν είμαστε καν οι άνθρωποι που νομίζουν ότι είμαστε». «Ναι, όμως αυτοί δεν το ξέρουν ότι δεν είμαστε αυτοί που νομίζουν ότι είμαστε. Και δεν πρόκειται να το καταλάβουν

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

33

ούτε καν τη στιγμή που θα πιάσω να τους ξεπαστρέψω». «Καλά, σοβαρολογείς τώρα;» «Απολύτως», αποκρίθηκε η Τζάνετ και χτύπησε το κουδούνι. «Μα είναι τόσο βλαμμένοι αυτοί της Παλιάς Ράτσας;» «Κότες του κερατά», τον διαβεβαίωσε η Τζάνετ με έμφαση. «Κότες του κερατά;» «Δε λες τίποτε». Την άλλη στιγμή άναψε το φως της βεράντας. «Έχεις μαζί σου τη φωτογραφική μηχανή;» ρώτησε η Τζάνετ. Όπως έβγαλε ο Μπάκι την κάμερα από την τσέπη του παντελονιού του, η Έλεν Μπένετ έκανε την εμφάνιση της στο φως της λάμπας που φώτιζε από μέσα την αριστερή πλευρά της εξώπορτας, ανοιγοκλείνοντας έκπληκτη τα μάτια της στη θέα των γειτόνων της. Μιλώντας δυνατά για να ακουστεί μέσα από το τζάμι, η Τζάνετ έγειρε λίγο μπροστά και είπε: «Έλεν, μας συνέβη κάτι φοβερό!» «Η Τζάνετ καρύδωσε τον πιτσαδόρο», συμπλήρωσε ο Μπάκι, μα τόσο χαμηλόφωνα που ήταν αδύνατον να τον ακούσει η Έλεν, έτσι ίσα για να κάνει χιούμορ στη γυναίκα του, μιας και υποτίθεται πως κανείς έλεγε τέτοιες εξυπνάδες όταν το διασκέδαζε, και οι δυο τους ήταν ίσως η πρώτη φορά που πλησίαζαν να νιώσουν ότι διασκεδάζουν. Το πρόσωπο της Έλεν πήρε μια έκφραση ανησυχίας. Απομακρύνθηκε από το φως τη πόρτας. Ακούγοντας την Έλεν να βγάζει τα μάνταλα, ο Μπάκι γύρισε και είπε στην Τζάνετ: «Καν' της κάτι εντυπωσιακό, να το ευχαριστηθούμε».

34

Dean Koontz

«Τη μισώ τόσο πολύ», ήταν η απόκριση της Τζάνετ. «Εγώ να δεις», είπε ο Μπάκι. «Και τον άλλο. Τους μισώ και τους δυο -τους μισώ όλους. Καν' της κάτι πρωτότυπο». Έχοντας βγάλει και το δεύτερο μάνταλο, η Έλεν άνοιξε την πόρτα και πισωπάτησε, κάνοντάς τους χώρο να περάσουν. Ήταν μια γοητευτική ξανθιά, μ' ένα χαριτωμένο λακκάκι στο δεξί μάγουλο, που όμως τώρα ήταν άφαντο, καθώς η γυναίκα δε χαμογελούσε. «Μπάκι, Τζάνετ, φαίνεστε τόσο ταραγμένοι. Θεέ μου, δεν τολμώ καν να ρωτήσω τι σας συνέβη». «Μας συνέβη κάτι φοβερό», είπε η Τζάνετ. «Πού είναι ο Γιάνσι;» «Έξω, στην πίσω βεράντα. Πίναμε ένα ποτάκι πριν πάμε για ύπνο, κι ακούγαμε Έτα Τζέιμς. Μα τι έγινε, γλυκιά μου, τι πάθατε;» «Συνέβη κάτι φοβερό», επανέλαβε ο Μπάκι, κλείνοντας πίσω του την εξώπορτα. «Αχ, όχι!» ξεστόμισε η Έλεν, φανερά συγκλονισμένη. «Παιδιά, ξέρετε πόσο σας αγαπάμε. Φαίνεστε τόσο θορυβημένοι. Κι έχετε γίνει μούσκεμα, στάζετε ολόκληροι στο παρκέ. Μα τι σας συνέβη;» «Κάτι απροσδιόριστο φοβερό», αποκρίθηκε ο Μπάκι. «Έχεις έτοιμη τη φωτογραφική μηχανή;» ρώτησε η Τζάνετ το σύντροφο της. «Πανέτοιμη», αποκρίθηκε ο άλλος. «Ποια φωτογραφική μηχανή;» ρώτησε σαστισμένη η Έλεν. «Θέλουμε μερικές φωτογραφίες για το άλμπουμ μας», εξήγησε η Τζάνετ, κι έκανε στην Έλεν κάτι τόσο απίστευτο, που εξέπληξε κι αυτόν ακόμη τον Μπάκι.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

35

Ναι, τόσο απίστευτο κι αναπάντεχο, που ο άλλος έμεινε στήλη άλατος, ξεχνώντας τη φωτογραφική μηχανή που είχε στο απίκο, έτσι που δεν πρόλαβε να απαθανατίσει το... καλύτερο. Η Τζάνετ ήταν τώρα μια αφηνιασμένη μηχανή του ολέθρου, ένα κυριευμένο από αβυσσαλέο μίσος αλυσοπρίονο, ένα φορτισμένο με θανάσιμο φθόνο κομπρεσέρ έτοιμο να σμπαραλιάσει ό,τι άγγιζε η αιχμή του με απερίγραπτη σκληρότητα. Το ευτύχημα, για το ζευγάρι, ήταν ότι την Έλεν δεν τη σκότωσε αμέσως, έτσι ο Μπάκι είχε την ευκαιρία να τραβήξει μερικές καλές φωτογραφίες, απ' τα όσα της έκανε στη συνέχεια, που αν και εξίσου εντυπωσιακά αποδείχτηκαν λιγότερο σοκαριστικά. «Μου φαίνεται πως μερικές ακόμη αράδες από τον κώδικα του προγράμματος μου μόλις έκαναν φτερά», παραδέχτηκε η Τζάνετ τελειώνοντας. «Κάτι τέτοιο κατάλαβα κι εγώ», συμφώνησε ο Μπάκι. «Είδες που σου είχα πει πόσο πολύ θα το ευχαριστιόμουν να παρακολουθώ. Ε, λοιπόν το ευχαριστήθηκα πολύ». «Θέλεις να αναλάβεις εσύ τον Γιάνσι;» τον ρώτησε. «Όχι, δεν έχω φτάσει ακόμη σε αυτό το επίπεδο. Άφησέ με όμως να τον παρασύρω εγώ μέσα στο σπίτι. Αν τον αφήσουμε εκεί έξω και σε δει σε αυτά τα χάλια, θα φύγει από την πόρτα της βεράντας τρέχοντας». Η Τζάνετ ήταν ακόμη μουσκεμένη, αν και τώρα όχι μόνο από το νερό της βροχής... Κομψά και άνετα έπιπλα από ψάθα, που πάνω τους ακουμπούσαν κίτρινα μαξιλαράκια, επίσης ψάθινα τραπέζια με γυάλινες επιφάνειες στόλιζαν την κλεισμένη με τζαμαρία βεράντα. Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα -πιο χαμηλά από τη

36

Dean Koontz

μουσική. Ντυμένος μ' ένα λινό λευκό πουκάμισο, εκρού φαρδύ παντελόνι και πέδιλα, ο Γιάνσι Μπένετ καθόταν πλάι στο ένα από τα χαμηλά τραπέζια που πάνω του ακουμπούσαν δυο ποτήρια μισογεμάτα με κάτι που έμοιαζε με Καμπερνέ, καθώς και μια κρυστάλλινη κανάτα που μέσα της ανάσαινε και μέστωνε το εκλεκτό κρασί. Αντικρίζοντας τον Μπάκι Γκιτρό μπροστά του, ο Γιάνσι χαμήλωσε τη μουσική. «Ε, γείτονα! Πώς και δεν έχεις πάει ακόμη για ύπνο;» «Μας συνέβη κάτι φοβερό», είπε ο Μπάκι, πλησιάζοντας τον άλλο άνδρα. «Κάτι φοβερό και τρομερό». «Τι;» ρώτησε ανήσυχος ο Γιάνσι, όπως έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα του και στάθηκε όρθιος. «Τι πάθατε;» «Δεν αντέχω ούτε καν να το αναφέρω», αποκρίθηκε ο Μπάκι. «Δεν... δεν ξέρω πώς να σου το πω!» «Έλα τώρα, φιλαράκο», είπε ο Γιάνσι, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο του γείτονά του. «Ό,τι κι αν είναι, εμείς γιατί βρισκόμαστε εδώ;» «Ναι. Το ξέρω. Το ξέρω πως θα μας συμπαρασταθείτε. Καλύτερα όμως να σου τα πει η Τζάνετ. Εγώ δεν ξέρω πώς να σ' τα περιγράψω. Είναι μέσα. Μαζί με την Έλεν». Ο Γιάνσι επιχείρησε να τον κάνει να μπει πρώτος μέσα στο σπίτι, όμως ο Μπάκι τον άφησε να προπορευτεί. «Εντάξει, Μπάκι, πες μου όμως ένα δυο πραγματάκια ίσα να μπω στο νόημα». «Αδύνατον. Μου είναι αδύνατον! Μα είναι τόσο φοβερό! Τόσο ασύλληπτα φοβερό!» «Ό,τι κι αν είναι, ελπίζω η Τζάνετ να αποδειχτεί λιγότερο ταραγμένη από 'σένα».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

37

«Σίγουρα πράγματα», τον καθησύχασε ο άλλος. «Κρατάει την ψυχραιμία της μια χαρά». Μπαίνοντας στην κουζίνα πίσω από τον Γιάνσι, ο Μπάκι έκλεισε πίσω τους την πόρτα της βεράντας. «Μα πού είναι οι γυναίκες;» ρώτησε ο Γιάνσι. «Στο καθιστικό». Όπως έκανε ο Γιάνσι να προχωρήσει στο σκοτεινό χολ που οδηγούσε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, αίφνης έκανε την εμφάνισή της η Τζάνετ στη φωτισμένη κουζίνα. Η γυναίκα ήταν βαμμένη τα πορφυρά του θανάτου. Ο Γιάνσι κοντοστάθηκε αποσβολωμένος. «Ω, Θεέ μου! Τι σου συνέβη;» «Σ' εμένα δε συνέβη απολύτως τίποτε», αποκρίθηκε η Τζάνετ. «Εγώ συνέβηκα στην Έλεν». Δευτερόλεπτα αργότερα η Τζάνετ συνέβη και στον Γιάνσι. Ο άντρας ήταν μεγαλόσωμος, κι εκείνη μια γυναίκα μέτριου αναστήματος. Όμως ο Γιάνσι είχε την ατυχία να ανήκει στην Παλιά Ράτσα, ενώ η Τζάνετ ήταν της Νέας, οπότε η έκβαση του τετ-α-τετ τους ήταν μοιραία κι αναπόφευκτη -κάτι σαν το αποτέλεσμα μιας αναμέτρησης ανάμεσα σε αετό και κοτοπουλάκι. Και το πιο εκπληκτικό απ' όλα: Η Τζάνετ δε χρειάστηκε καν να επαναληφθεί. Το αβυσσαλέο μίσος της για την Παλιά Ράτσα πρωτοτύπησε πάλι με ... απαράμιλλη βία και σκληρότητα. Όπως κρατούσε τη φωτογραφική στα χέρια του ο Μπάκι, το φλας... άστραφτε ξανά, και ξανά, και ξανά...

Κεφάλαιο 5

Έτοι όπως δε φυσούσε για να παρασύρεται από τον άνεμο, η βροχή δε μαστίγωνε τους δρόμους αλλά έπεφτε βαριά και πένθιμη, κάνοντας την άσφαλτο να φαντάζει ακόμη πιο μαύρη, "βερνικώνοντας" τα πεζοδρόμια. Η ντετέκτιβ της διεύθυνσης ανθρωποκτονιών Κάρσον Ο' Κόνορ και ο συνεργάτης της, ο Μάικλ Μάντισον, είχαν παρατήσει το πολιτικό σεντάν, μιας και θα ήταν εύκολο να αναγνωριστεί από άλλους συναδέλφους τους που υπηρετούσαν στο ίδιο τμήμα. Γιατί ήταν καιρός τώρα που οι δυο τους δεν εμπιστεύονταν τους συναδέλφους τους. Ο Βίκτωρ Ήλιος είχε αντικαταστήσει πολλούς από τους αξιωματούχους της πόλης με πιστά τους αντίγραφα. Ισως μέχρι κι ένα 10% της αστυνομικής δύναμης αποτελείτο τώρα από δημιουργήματα του Βίκτωρα, αλλά μπορεί πάλι... αυτό το ποσοστό να άγγιζε το 90%. Η Κάρσον λογάριαζε το χειρότερο, για να έχει το κεφάλι της ήσυχο, δηλαδή όσο ήσυχο θα μπορούσε να το έχει υπό τέτοιες συνθήκες. Τώρα ήταν καθισμένη πίσω από το τιμόνι ενός αυτοκινήτου που είχε δανειστεί από κάποια φίλη της, τη Βίκυ Τσου.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

39

Το ηλικίας πέντε χρόνων Χόντα έμοιαζε αρκετά αξιόπιστο γι αμάξι, όμως απείχε παρασάγγες από το Μπάτμομπιλ.* Κάθε φορά που η Κάρσον έπαιρνε απότομα μια στροφή, το σεντάν βογκούσε, έτριζε κι έτρεμε σύγκορμο. Όταν η κοπέλα το σανίδωνε στα ισιώματα, το αμάξι ανταποκρινόταν μεν, αλλά περισσότερο σαν άλογο που είχε περάσει μια ζωή ολόκληρη ζεμένο σε κάρο, το οποίο τραβούσε με το πάσο του, χωρίς βιασύνες και ζόρια. «Μα πώς μπορεί η Βίκυ και οδηγεί αυτή την καρούτα;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Κάρσον. «Αυτό το πράγμα πάσχει από αρθριτικά, αρτηριοσκλήρωση και τσουλάει λες και έχει φάει τα ψωμιά του. Μα δεν του αλλάζει ποτέ λάδια ή μήπως το γρασάρει με λίπος βραδύποδα της Βολιβίας, που να πάρει και να σηκώσει;» «Εμείς όλο που κάνουμε τώρα είναι να περιμένουμε το τηλεφώνημα του Δευκαλίωνα», είπε ο Μάικλ. «Γι' αυτό μην αγχώνεσαι, και συνέχισε να κόβεις βόλτες στη γειτονιά στο ήρεμο και το μαλακό. Είπε να μείνουμε εδώ, στα βόρεια της πόλης, κοντά στα Χέρια Του Ελέους. Δε χρειάζεται να τρέχεις του σκοτωμού». «Η ταχύτητα βοηθάει να καλμάρουν τα νεύρα μου», είπε η Κάρσον. Η Βίκυ Τσου φρόντιζε τον Άρνι, το μικρό αδερφό της Κάρσον που ήταν αυτιστικός. Η Βίκυ και η αδερφή της, η Λιάν, είχαν καταφύγει στο Σρέβπορτ για να μείνουν με τη θεία τους τη Λίλι στην περίπτωση που τα δημιουργημένα σε εργαστήρια όντα του Βίκτωρα Ήλιος πάθαιναν αμόκ και κατέστρεφαν την πόλη, μια κατάσταση που τώρα έμοιαζε εν τη γενέσει της. *Μπάτμομπιλ: το αυτοκίνητο του Ανθρώπου- Νυχτερίδα (Μπάτμαν) Σ.τ.Μ.

40

Dean Koontz

«Εγώ είμαι γεννημένη για την ταχύτητα», είπε η Κάρσον. «Ό,τι δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του και να τρέξει, πεθαίνει. Μια αναντίρρητη αλήθεια της ζωής». Της Βίκυς απούσας, τη φροντίδα του Άρνι είχαν αναλάβει τώρα κάτι βουδιστές μοναχοί κοντά στους οποίους είχε ζήσει ο Δευκαλίων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά ένα μυστήριο, μαγικό τρόπο μόλις λίγες ώρες πριν ο Δευκαλίων είχε ανοίξει μια πόρτα που έβγαζε από τη Νέα Ορλεάνη κι έμπαζε κατευθείαν στο Θιβέτ, κι είχε αφήσει το μικρό αυτιστικό σε ένα μοναστήρι, κάπου στα Ιμαλάια, δεκάδες χιλιάδες μίλια μακριά από κάθε κίνδυνο. «Την κούρσα, ξέρεις, δεν την κερδίζουν πάντα όσοι τρέχουν του σκοτωμού», προσπάθησε να τη λογικέψει ο Μάικλ. «Ώρα είναι τώρα να μου πεις το παραμύθι με το λαγό και τη χελώνα. Άσε, οι χελώνες καταλήγουν πάντα χαλκομανίες, πατημένες από νταλίκες στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους». «Ναι, όμως το ίδιο παθαίνουν και τα λαγουδάκια, κι ας τρέχουν σαν τον άνεμο». Έχοντας το Χόντα να τρέχει τόσο, που η βροχή έσκαγε ορμητικά πάνω στο τζάμι του παρμπρίζ, η Κάρσον γύρισε και τον αποπήρε: «Μη με ξαναπείς λαγουδάκι, καημένε μου!» «Εγώ σε είπα λαγουδάκι;» εξανέστη ο άλλος. «Πας καλά;» «Γιατί εγώ δεν είμαι λαγουδάκι. Εγώ είμαι τσίτα -φεύγω σαν τον άνεμο. Πώς γίνεται να μου γυρνάει ο Δευκαλίων την πλάτη και να εξαφανίζεται μαζί με τον Άρνι, και την ίδια στιγμή να περνάει το κατώφλι ενός μοναστηριού, στο Θι-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

41

βέτ;» «Όπως μας εξήγησε, πρόκειται για μια καθαρά κβαντική υπόθεση». «Ναι, ηλίου φαεινότερο. Καημένε μου Άρνι, το παιδάκι θα νομίζει ότι τον εγκαταλείψαμε στην τύχη του». «Τα είπαμε αυτά. Ο Αρνι είναι μια χαρά. Έχε εμπιστοσύνη στον Δευκαλίωνα. Και μην τρέχεις». «Σιγά μην τρέχω. Αυτό είναι αξιολύπητο. Τι είναι αυτό το πράγμα, κάνα ηλίθιο οικολογικό αμάξι που καίει ηλιέλαιο αντί για βενζίνη». «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα 'ταν». «Τι πράγμα;» «Το να είναι κανείς παντρεμένος μαζί σου». «Α, μην αρχίσεις πάλι τα ίδια. Κάνε το παιχνιδάκι σου. Και περίμενε πρώτα να βγούμε ζωντανοί απ' αυτή την ιστορία. Και δεν πρόκειται να τη γλιτώσουμε, αν αρχίσουμε να πιάνουμε ο ένας τον πισινό του άλλου». «Εντάξει, δεν πρόκειται να σου πιάσω τον πισινό». «Αυτό τώρα ούτε που να το συζητάς. Εδώ έχουμε ανοιχτό πόλεμο, είμαστε αντιμέτωποι με τέρατα φτιαγμένα από άνθρωπο, που στα στήθη τους χτυπούν δυο καρδιές -πρέπει να βρισκόμαστε σε διαρκή επιφυλακή». Έτσι καθώς δεν περνούσε κανένα αμάξι από τη διασταύρωση εκείνη τη στιγμή, η Κάρσον δε σταμάτησε στο φανάρι, μια σαφής ένδειξη πως, το τσίρκο του τρόμου που είχε στήσει ο Βίκτωρ Ήλιος Φράνκενσταϊν δεν αποτελούσε το μοναδικό θανάσιμο κίνδυνο για την πόλη της Νέας Ορλεάνης... Μια μαύρη Μερσεντές με τα φανάρια της σβηστά, κι επιβάτες ένα ομορφόπαιδο με μάτια γουρλωμένα και τη φιλεναδίτσα του που το στόμα της έχασκε ορθάνοιχτο, φάνηκε

42

Dean Koontz

να φεύγει σφαίρα μέσα στο σκοτάδι, περνώντας θαρρούσες από μια κβαντική πύλη που έβγαζε κατευθείαν από το Λας Βέγκας, στη Νέα Ορλεάνη. Το πόδι της Κάρσον πάτησε φρένο. Η Μερσεντές πέρασε βολίδα μπροστά απ' το Χόντα και τόσο κοντά του, που στο φως των φαναριών του Χόντα φάνηκαν τα σημάδια του μπότοξ στα μούτρα του ομορφονιού. Το Χόντα πέταξε σχεδόν πάνω από το βρεγμένο πεζοδρόμιο, κι ύστερα έκανε μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, τη στιγμή που η Μερσεντές συνέχισε τη φρενήρη πορεία της, θέλοντας να φτάσει έγκαιρα στο δικό της ραντεβού με το Χάρο, με την Κάρσον τώρα να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που ακολουθούσαν ως πριν λίγο, αδημονώντας για το τηλεφώνημα του Δευκαλίωνα. «Πριν τρεις μέρες μόλις, όλα έμοιαζαν όμορφα κι ωραία», είπε η κοπέλα. «Ήμασταν δυο μπάτσοι της διεύθυνσης ανθρωποκτονιών που μπαγλαρώναμε τους κακούς. Νορμάλ πράγματα: κάτι δολοφόνους με πριόνια, κάτι συμμορίτες που αλληλοεξοντώνονταν. Όταν οι ουρανοί δεν έβρεχαν σφαίρες, παραγεμίζαμε τα στομάχια μας με τζαμπαλάγια φτιαγμένα με χοιρινό και γαρίδες στο WONDERMOUS EATS*. Δυο συνάδελφοι αστυνομικοί που ο ένας φρόντιζε τα νώτα του άλλου, χωρίς καν να σαλιαρίζουμε και να κάνουμε τα γλυκά μάτια...» «Πάντως όχι πως εμένα δε μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη», την έκοψε ο Μάικλ, κι εκείνη απέφυγε να κοιτάξει προς το μέρος του, γιατί ήξερε πως θα τον έβρισκε σκέτη γλύκα. «...και να 'σου τώρα που βρεθήκαμε να μας κυνηγάει ένα *WONDERMOUS EATS, FOR TRUE (Φράνκενσταϊν 2) που σε Κεϊτζούν Αγγλικά της Ν. Ορλεάνης σημαίνει "Καλό φαγητό, όχι ψέματα". Σ.τ.Ε.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

43

σμάρι υπανθρώπων, υπεράνθρωπων, μετανθρώπων, δήθεν ανθρώπων, κρεάτινες μηχανές που έχουν τον απέθαντο, κατασκευάσματα του βεριτάμπλ ανθρώπου Βίκτωρα Φράνκενσταϊν, που έχουν "λαλήσει" κανονικότατα-Αρμαγεδδών στα έλη της Νέας Ορλεάνης, και σαν να μη μας έφταναν όλα αυτά, να έχω κι εσένα που θέλεις να γίνεις ο πατέρας των παιδιών μου». «Των παιδιών σου, των παιδιών μου - θ α τα βρούμε ως προς αυτό», αποκρίθηκε ο άλλος. «Όπως και να 'χει όμως, όσο άσχημα κι αν είναι τώρα τα πράγματα, η ζωή μας δεν ήταν όλο μάσες, ξάπλες και φούμες προτού ανακαλύψουμε πως το άντρο του Κόμη Δράκουλα έχει μετακομίσει ατόφιο στη Λουιζιάνα. Μην ξεχνάς το σαλεμένο οδοντίατρο που έφτιαξε για πάρτη του δυο μασέλες με μεταλλικά σουβλερά δόντια και δάγκωσε μέχρι θανάτου τρία μικρά κορίτσια. Αυτός τώρα ήταν εκατό τοις εκατό άνθρωπος». «Κοίτα, δε θα υπερασπιστώ την ανθρωπότητα. Και οι πραγματικοί άνθρωποι μπορεί να αποδειχτούν τόσο... υπάνθρωποι όσο και τα κατασκευάσματα που κόβει και ράβει ο Ήλιος στα εργαστήριά του. Μα γιατί δε μας έχει τηλεφωνήσει ο Δευκαλίων ακόμη; Α, σίγουρα κάτι θα 'χει πάει στραβά». «Μα τι θα μπορούσε να πάει στραβά» ρώτησε ο Μάικλ «αυτή τη ζεστή και ήρεμη βραδιά στην πόλη της γλυκιάς ραστώνης;»

Κεφάλαιο 6

Μια σκάλα κατέβαινε από τα εργαστήρια ως κάτω, στο υπόγειο. Ο Λέστερ οδήγησε τον Δευκαλίωνα στην αίθουσα διαδικτύωσης, όπου τρεις τοίχοι ήταν γεμάτοι ράφια με ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Πλάι στον πίσω τοίχο υπήρχαν όμορφα ντουλάπια από μαόνι που στο επάνω μέρος τους ακουμπούσε ένας μαύρος, γρανιτένιος πάγκος με δεσίματα από χαλκό. Ακόμη και στους χώρους που υπήρχαν μηχανήματα και ηλεκτρονικός εξοπλισμός, ο Βίκτωρ απαιτούσε να χρησιμοποιούνται υλικά άριστης ποιότητας. Λες και οι οικονομικοί του πόροι ήταν αστείρευτοι. «Αυτή είναι η Ανουνσιάτα» είπε ο Λέστερ «εκεί, στο μεσαίο κουτί». Πάνω στο γρανιτένιο πάγκο ήταν βαλμένα στη σειρά όχι κουτιά, αλλά πέντε γυάλινα, κυλινδρικά κατασκευάσματα που ακουμπούσαν πάνω σε βάσεις από ανοξείδωτο ατσάλι. Τις απολήξεις αυτών των κυλίνδρων έφραζαν τάπες, επίσης από ανοξείδωτο ατσάλι. Μέσα σε αυτά τα διάφανα δοχεία υπήρχαν πέντε εγκέφα-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

45

λοι που επέπλεαν σε χρυσαφί υγρό. Καλώδια και επίσης διάφανα σωληνάκια μέσα από τα οποία έρρεε ένα πιο σκούρο υγρό περνούσαν μέσα από τρύπες στο γρανιτένιο πάγκο και υψώνονταν προς τα επάνω, περνούσαν μέσα από τις μεταλλικές τάπες που έφραζαν τις απολήξεις των κυλίνδρων, και συνδέονταν με τους εγκεφάλους, αν και ο Δευκαλίων δεν μπορούσε να διακρίνει τη συνδεσμολογία τους πίσω από το χοντρό γυαλί και τις θρεπτικές ουσίες που θόλωναν το χρυσαφί υγρό. «Εσύ τώρα μιλάς με τον Λέστερ» είπε στον Δευκαλίωνα ο συνοδός του «και υπάρχουν πολύ περισσότερα που ο Λέστερ δε γνωρίζει, πέρα απ' αυτά που κάνει». Κρεμασμένη από το ταβάνι, ακριβώς πάνω από το γρανιτένιο πάγκο, μια οθόνη φωτιζόταν από το πανέμορφο εικονικό πρόσωπο της Ανουνσιάτα. «Ο κύριος Ήλιος», άρχισε να λέει η εικονική πεντάμορφη, «πιστεύει πως κάποια μέρα, κάποια μέρα, κάποια μέρα, κάποια μέρα... Συγνώμη. Μισό λεπτό. Ω, παρντόν! Εντάξει. Κάποια μέρα οι βιολογικές μηχανές θα αντικαταστήσουν τα περίπλοκα ρομπότ που χρησιμοποιούνται στις αλυσίδες παραγωγής των εργοστασίων. Ο κύριος Ήλιος Ήλιος πιστεύει ακόμη ότι οι υπολογιστές θα εξελιχθούν σε πραγματικούς κυβερνο-οργανισμούς, σε ηλεκτρονικές συσκευές με ενσωματωμένους ειδικά κατασκευασμένους εγκεφάλους Άλφα. Τα ρομποτικά και ηλεκτρονικά συστήματα κοστίζουν ακριβά. Αντίθετα, η σάρκα είναι πάμφθηνη. Πάμφθηνη. Η σάρκα είναι πάμφθηνη. Το θεωρώ τιμή μου που είμαι η πρώτη κυβερνο-γραμματέας. Το θεωρώ τιμή μου, αν και φοβάμαι». «Φοβάσαι, τι φοβάσαι;» τη ρώτησε ο Δευκαλίων. «Είμαι ζωντανή. Είμαι ζωντανή, όμως δεν μπορώ να περ-

46

Dean Koontz

πατήσω. Είμαι ζωντανή όμως δεν έχω αίσθηση ούτε της γεύσης ούτε της όσφρησης. Είμαι ζωντανή, όμως δεν έχω... δεν έχω... δεν έχω». Ο Δευκαλίων άπλωσε το τεράστιο χέρι του και το ακούμπησε πάνω στο γυαλί του κυλίνδρου που φιλοξενούσε τον εγκέφαλο της Ανουνσιάτα. Ο κύλινδρος ήταν ζεστός. «Πες μου» την παρότρυνε «δεν έχεις, τι δεν έχεις;» «Είμαι ζωντανή, όμως ζωή δεν έχω. Είμαι ζωντανή, μα και νεκρή συνάμα. Είμαι νεκρή και ζωντανή». Ο Λέστερ κάτι έκανε να πει, μα δεν το ξεστόμισε, και το γεγονός τράβηξε την προσοχή του Δευκαλίωνα. Μια έκφραση αγωνίας αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του επιστάτη. «Νεκροί και ζωντανοί», ψέλλισε τελικά. «Νεκροί και ζωντανοί». Μερικές ώρες μόλις πριν, από μια κουβέντα που είχε με κάποιον πάστορα της Νέας Ράτσας, τον Κένι Λαφίτ, ο Δευκαλίων είχε μάθει πως αυτές οι τελευταίες δημιουργίες του Βίκτωρα ήταν έτσι κατασκευασμένες ώστε να μην μπορούν να έχουν κανένα συναίσθημα και να μη νιώθουν καμιά συμπάθεια ούτε για τα όντα της Παλιάς Ράτσας που έμελλε να αντικαταστήσουν, αλλά ούτε και για τα αδέρφια τους που είχαν δημιουργηθεί μέσα σε δεξαμενές. Τα συναισθήματα της αγάπης και της συντροφικότητας απαγορεύονταν αυστηρώς και διά ροπάλου, γιατί έστω και ψήγματα απ' αυτά αν ένιωθαν τα μέλη της Νέας Ράτσας, θα καταντούσαν αναποτελεσματικοί και δε θα έφεραν με επιτυχία σε πέρας την αποστολή τους. Όλοι μαζί, αποτελούσαν μια κοινότητα. Όμως τα μέλη αυτής της κοινότητας δεν είχαν σαν σκοπό τους το καλό και την προκοπή των ομοίων τους, αλλά την πραγμάτωση των

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

47

επιδιώξεων του δημιουργού τους. Τα δάκρυα του Λέστερ δεν ήταν για την Ανουνσιάτα, αλλά για τον ίδιο. Τα λόγια του, νεκροί και ζωντανοί, όπως τα ξεστόμιζε, δονούνταν από συναίσθημα. «Έχω φα-φα-φαντασία», είπε τώρα η Ανουνσιάτα. «Μου είναι τόσο εύκολο να ονειρευτώ αυτό που θε-θε-θε-θέλω, όμως ούτε χέρια έχω για να αγγίξω ούτε πόδια για να φύγω από εδώ». «Ποτέ δε φεύγουμε από εδώ», συμπλήρωσε ο Λέστερ. «Ποτέ. Να φύγουμε και να πάμε πού; Και γιατί;» «Φοβάμαι» είπε η Ανουνσιάτα «φοβάμαι, φοβάμαι να ζήσω χωρίς να έχω ζωή, την απομόνωση και την ανία, την αφόρητη μοναξιά. Είμαι ένα τίποτα, που έρχομαι απ' το τίποτα, και στο τίποτα πάω. "Χαίρε, ω τίποτα, γεμάτο απ' το τίποτα που είσαι, το τίποτα μετά σου". Τίποτε, νυν και αεί! "Στράφι όλα και κενό, στράφι και κενό, και στο βάθος, σκότος". Αλλά τώρα πρέπει να οργανώσω τα ραντεβού του κυρίου Ήλιος. Και ο Γουέρνερ είναι παγιδευμένος στο Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δύο». «Ανουνσιάτα» ρώτησε ο Δευκαλίων «υπάρχουν αρχεία στα οποία μπορείς να μπεις για να μου δείξεις τα σχεδιαγράμματα με τη συνδεσμολογία του κυλίνδρου που περιέχει τον εγκέφαλο σου;» Το πρόσωπο της εικονικής κοπέλας χάθηκε από την οθόνη, δίνοντας τη θέση του σ' ένα σχεδιάγραμμα του κυλίνδρου, όπου όλα τα καλώδια και τα σωληνάκια είχαν το καθένα τους από μια ενδεικτική ταμπελίτσα. Το ένα απ' αυτά τροφοδοτούσε με οξυγόνο τους εγκεφαλικούς ιστούς της Ανουνσιάτα. «Ανουνσιάτα, μήπως μπορώ να σε ξαναδώ στην οθόνη;»

48

Dean Koontz

To άψογο πρόσωπο της εικονικής κοπέλας εμφανίστηκε και πάλι στην οθόνη. «Ξέρω πως εσύ η ίδια δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θα κάνω εγώ για λογαριασμό σου», συνέχισε ο Δευκαλίων. «Όπως ξέρω ότι δεν είσαι σε θέση να μου ζητήσεις να σε απαλλάξω από το μαρτύριο σου». «Τιμή μου, τιμή μου, τιμή μου να υπηρετώ τον κύριο Ήλιος. Υπάρχει κάτι ακόμη που δεν έχω κάνει». «Όχι. Εσύ, Ανουνσιάτα, δεν έχεις να κάνεις απολύτως τίποτε. Τίποτε, πέρα από το να αποδεχτείς την ελευθερία σου». Η Ανουνσιάτα έκλεισε τα μάτια της. «Ωραία. Έγινε». «Λοιπόν, τώρα θέλω να χρησιμοποιήσεις τη φαντασία που είπες. Φαντάσου αυτό που θα ήθελες περισσότερο απ' όλα, κάτι περισσότερο από το να είχες χέρια ή πόδια ή τις αισθήσεις της αφής και της γεύσης». Το εικονικό πρόσωπο άνοιξε το στόμα του, όμως δεν έβγαλε άχνα. «Φαντάσου» συνέχισε ο Δευκαλίων «πως η ύπαρξή σου είναι γνωστή και δεδομένη, όπως του κάθε σπουργιτιού, και πως σε αγαπούν όπως αγαπούν το κάθε σπουργίτι. Φαντάσου πως είσαι κάτι παραπάνω από ένα απλό τίποτα. Είσαι δημιούργημα του κακού, μα εσύ τώρα δεν έχεις περισσότερη κακία από ένα νεογέννητο. Αν το θελήσεις, αν το αναζητήσεις, αν το ελπίσεις, ποιος λέει ότι η ελπίδα σου δε θα εισακουστεί;» «Φαντάσου...» ακούστηκε να ψιθυρίζει ο Λέστερ σαν μαγεμένος. Μετά από μικρό δισταγμό, ο Δευκαλίων τράβηξε το σωληνάκι παροχής οξυγόνου από το γυάλινο κύλινδρο. Μια κί-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

49

νηση που δε θα προκαλούσε πόνο στην Ανουνσιάτα, παρά μόνο μια σταδιακή απώλεια των αισθήσεων, μια βύθιση σε λήθαργο, κι ύστερα από το λήθαργο, στο θάνατο. Το πανέμορφο εικονικό πρόσωπο άρχισε να σβήνει και να χάνεται από το μόνιτορ.

Κεφάλαιο 7

Στην αίθουσα παρακολούθησης και ελέγχου των θαλάμων απομόνωσης ο Ρίπλεϊ είχε μείνει να χαζεύει την κονσόλα ελέγχου. Πάτησε ένα κουμπί να ενεργοποιήσει την κάμερα που "έβλεπε" μέσα στην καμπίνα μετάβασης που μεσολαβούσε ανάμεσα στην αίθουσα παρακολούθησης και το Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δύο. Η εικόνα βίντεο που μεταδιδόταν σε πραγματικό χρόνο στα έξι μόνιτορ, άλλαξε ξαφνικά, αποκαλύπτοντας τώρα αυτό το απροσδιόριστο κάτι που ήταν κάποτε ο Γουέρνερ. Η μοναδικότητα όπως τον αποκαλούσαν τώρα, βρισκόταν στριμωγμένος ανάμεσα στις βαριές ατσάλινες πόρτες της καμπίνας, γυρισμένος προς τη μεριά που έβλεπε στην αίθουσα ελέγχου, ίδιος με αράχνη που παραμόνευε κοντά στην καταπακτή κάποιου κατωγιού για ν' αρπάξει το ανυποψίαστο θύμα που θα τολμούσε να μπει στο άντρο της. Λες και το ον γνώριζε πως η κάμερα ήταν στραμμένη επάνω του, γύρισε και κοίταξε κατευθείαν στο φακό. Το απίστευτα παραμορφωμένο πρόσωπο, θύμιζε εν μέρει τον προϊστάμενο ασφαλείας των Χεριών Του Ελέους, αν και

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

51

το τεράστιο στόμα το οποίο έμοιαζε με γνάθους-δαγκάνες εντόμου που ανοιγόκλειναν ακατάπαυστα, δεν είχε καμιά σχέση με εκείνο που είχε δώσει ο Μελισσοκόμος στον Γουέρνερ, όταν τον δημιούργησε. Το δεξί μάτι του όντος έμοιαζε με του Γουέρνερ, όμως το αριστερό που ήταν φωτεινό και πρασινωπό, είχε ελλειπτική κόρη, και θύμιζε εκείνο ενός πάνθηρα. Η οθόνη του υπολογιστή στην αίθουσα ελέγχου, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν σβηστή, αίφνης φωτίστηκε, κι εμφανίστηκε το πρόσωπο της Ανουνσιάτα. «Αντιλήφθηκα ότι ο Γουέρνερ, ο Γουέρνερ, ο Γουέρνερ, βρίσκεται παγιδευμένος στο Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δύο». Έκλεισε τώρα τα μάτια της. «Εντάξει. Έγινε». Από το εσωτερικό της μιας ατσάλινης πόρτας της καμπίνας ακούστηκε ο βόμβος μοτέρ που έμπαιναν σε κίνηση. Ύστερα το κλικ των γραναζιών συρτών που τραβιόνταν προς τα πίσω: κλικ, κλικ, κλικ! Μέσα στην καμπίνα μετάβασης το ον που άκουγε στο όνομα Γουέρνερ πήρε το αλλόκοτο βλέμμα του από την κάμερα, και κοίταξε τώρα προς την έξοδο. «Ανουνσιάτα, τι πας να κάνεις;» ακούστηκε η φωνή του έντρομου Ρίπλεϊ. «Μην ανοίγεις την πόρτα της καμπίνας μετάβασης!» Στο μόνιτορ του υπολογιστή η Ανουνσιάτα φάνηκε να μισανοίγει τα χείλη της, όμως δεν έβγαλε άχνα. Εξακολουθούσε να έχει τα μάτια της σφαλιστά. Τα μοτέρ συνέχιζαν να δουλεύουν, καθώς και τα κλικ των γραναζιών των συρτών. Μ' έναν απαλό, ρουφηχτό ήχο, είκοσι τέσσερις σύρτες από μασίφ ατσάλι άρχισαν να τραβιούνται από τις εισδοχές τους γύρω από το ατσάλινο σώμα της

52

Dean Koontz

μπουκαπόρτας. «Μην ανοίγεις την πόρτα της καμπίνας μετάβασης», επανέλαβε ο Ρίπλεϊ. Το πρόσωπο της Ανουνσιάτα χάθηκε τώρα για τα καλά από την οθόνη του υπολογιστή. Ο Ρίπλεϊ άρχισε τώρα να ψαχουλεύει τα διάφορα κουμπιά και τους διακόπτες στην κονσόλα ελέγχου. Ο διακόπτης αφής της εξωτερικής μπουκαπόρτας της αίθουσας ελέγχου είχε τώρα ένα κίτρινο φωτεινό χρώμα, που σήμαινε πως το ατσάλινο εμπόδιο είχε αρχίσει μα υποχωρεί σιγά-σιγά. Ο Ρίπλεϊ πάτησε το κουμπί, θέλοντας να αντιστρέψει τη διαδικασία ανοίγματος. Η φωτεινή ένδειξη στο κουμπί κανονικά τώρα θα έπρεπε να είχε πάρει μπλε χρώμα, που θα σήμαινε ότι οι σύρτες είχαν αλλάξει πορεία, επιστρέφοντας στις εισδοχές, ωστόσο το κουμπί παρέμενε στο κίτρινο. Το μικρόφωνο μέσα στην καμπίνα μετάβασης είχε συλλάβει και μετέδιδε τώρα έναν έντονο ήχο σαν κλαψούρισμα, που προερχόταν από το ον. Η κλίμακα των συναισθημάτων που μπορούσαν να νιώσουν τα πλάσματα της Νέας Ράτσας ήταν πολύ περιορισμένη. Ο Μελισσοκόμος εξηγούσε στο καθένα από τα πλάσματα που γεννιόντουσαν μέσα στις δεξαμενές δημιουργίας πως η αγάπη, η στοργή, η πραότητα, η ντροπή καθώς και τα υπόλοιπα αποκαλούμενα ευγενή αισθήματα δεν ήταν παρά διαφορετικές εκφράσεις του ενός και μοναδικού συναισθήματος που εκπορευόταν από τη λανθασμένη πίστη κι αφοσίωση αιώνων και αιώνων σ' ένα θεό που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Κατά τον Ήλιος, αυτά ήταν συναισθήματα που οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην αδυναμία, στο σπατάλημα ενέργειας που προκαλείτο όταν έμπαινε κανείς

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

53

στη διαδικασία να ελπίζει, που αποσπούσαν το νου και την προσοχή από τον ύψιστο στόχο που ήταν η αναδημιουργία του κόσμου. Τα σπουδαία και τα σημαντικά επιτυγχάνονταν όχι με την ελπίδα, αλλά με την ατσάλινη και απαρέγκλιτη από τους στόχους της θέληση, με τη δράση, με την απρόσκοπτη και την ανελέητη χρήση της δύναμης. Ένας φανερά θορυβημένος Ρίπλεϊ ξαναπάτησε το κουμπί της μπουκαπόρτας, όμως η φωτεινή ένδειξη παρέμεινε στο κίτρινο, καθώς εξακολουθούσαν να ακούγονται τα κλικ των γραναζιών και των συρτών που τραβιόντουσαν από τις εισδοχές τους. «Ανουνσιάτα!» φώναξε ο Ρίπλεϊ. «Ανουνσιάτα!» Τα μόνα συναισθήματα που είχαν αξία, πάντα κατά το Μελισσοκόμο, ήταν εκείνα που βοηθούσαν στην επιβίωση και στην υλοποίηση του υπέροχου οράματος του για τη δημιουργία ενός και μοναδικού παγκόσμιου κράτους τέλειων πολιτών που θα επιβάλλονταν και θα επικρατούσαν πάνω στη φύση, θα τη βελτίωναν και θα την τελειοποιούσαν κατά το δοκούν, θα αποικούσαν το φεγγάρι και τον Άρη, θα αποικούσαν τη ζώνη των αστεροειδών, κι εν τέλει θα κατακτούσαν όλους τους κόσμους που περιστρέφονταν γύρω από όλα τα αστέρια του σύμπαντος. «Ανουνσιάτα!» Όμοια με τους άλλους της Νέας Ράτσας, το φάσμα συναισθημάτων του Ρίπλεϊ περιοριζόταν στο να νιώθει υπερήφανος για την απόλυτη υποταγή του στα κελεύσματα και την εξουσία του δημιουργού του, στο συναίσθημα του φόβου σε όλες του τις μορφές, καθώς και σ' εκείνα του φθόνου, της οργής και του μίσους αποκλειστικά και μόνο για τα όντα της Παλιάς Ράτσας. Επί ώρες ολόκληρες καθημερινά, όπως

54

Dean Koontz

δούλευε για λογαριασμό του αφέντη του, κανενός είδους συναίσθημα δεν έμπαινε στη μέση και δεν επηρέαζε την απόδοση και την παραγωγικότητα του περισσότερο απ' όσο θα επηρεαζόταν το δρομολόγιο μιας ντιζελο μηχανή ς τρένου που θα "την έπαιρνε από κάτω" μια κρίση νοσταλγίας για τους ατμοκίνητους προγόνους της. «Ανοννσιάτα!» Από τα συναισθήματα που του επιτρεπόταν να νιώθει, τα πιο έντονα -κυρίαρχα σχεδόν- ήταν εκείνα του φθόνου και του μίσους. Όπως και πολλοί του είδους του, από τους πιο εξελιγμένους εγκεφαλικά Άλφα, μέχρι τους περίπου ανεγκέφαλους Έψιλον, ο Ρίπλεϊ ζούσε για τη μέρα όπου θα άρχιζε καταιγιστική η μαζική εξόντωση της Παλιάς Ράτσας. Τα πιο... ευχάριστα όνειρα του είχαν να κάνουν με βιαιοπραγίες, βιασμούς, ακρωτηριασμούς, και σφαγές -ατέλειωτες σφαγές. Μα, το συναίσθημα του φόβου δεν του ήταν άγνωστο, και μερικές φορές τον κατακυρίευε έτσι χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος, και τότε επί ώρες ένιωθε μια απροσδιόριστη ανησυχία. Είχε νιώσει φόβο παρακολουθώντας την καταστροφική κυτταρική μεταμόρφωση του Γουέρνερ -όχι φόβο για τον ίδιο τον Γουέρνερ, που δεν του ήταν απολύτως τίποτε ούτε φόβο γιατί αυτό στο οποίο μεταλλασσόταν ο Γουέρνερ θα μπορούσε ίσως να του επιτεθεί, αλλά γιατί ο δημιουργός του, ο Μελισσοκόμος, μπορεί τελικά και να μην ήταν τόσο παντογνώστης και παντοδύναμος όσο ήθελε να πιστεύει ο Ρίπλεϊ. Η ιδέα και μόνο ενός τέτοιου ενδεχομένου, τον γέμιζε πανικό. Ακούστηκαν είκοσι τέσσερα κλικ ταυτόχρονα, και τότε

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

55

οι ισάριθμοι συρτές τραβήχτηκαν εντελώς στο πλαϊνό της μπουκαπόρτας της καμπίνας. Στην κονσόλα ελέγχου, το κίτρινο φωτάκι του επίμαχου διακόπτη τώρα έγινε πράσινο. Η κατά τα λοιπά απροσπέλαστη μπουκαπόρτα άνοιξε διάπλατη γυρνώντας πάνω στο ένα και μοναδικό κυλινδρικό μεντεσέ της. Έχοντας από ώρα αποβάλει τα κουρελιασμένα ρούχα του, το πράγμα που κάποτε ήταν ο Γουέρνερ βγήκε από την καμπίνα μετάβασης ολόγυμνο και πέρασε στην αίθουσα παρακολούθησης. Έ ν α ον που, από άποψη σωματικού κάλλους, σε τίποτε δε θύμιζε τον Αδάμ στον Παράδεισο. Απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα, το ον υφίστατο διαρκείς αλλαγές, χωρίς ποτέ να καταφέρνει να σταθεροποιηθεί σε μια και συγκεκριμένη νέα μορφή, μιας και τώρα διέφερε σημαντικά από το κτήνος που πριν λίγο είχε κοιτάξει μέσα στην κάμερα της καμπίνας μετάβασης, πάνω από το κεφάλι του. Όρθιος στα πισινά του πόδια, ο καινούριος Γουέρνερ έμοιαζε λίγο πολύ με διασταύρωση ανθρώπου με αιλουροειδές της ζούγκλας, αλλά και συνάμα με Αλογάκι της Παναγίας -ένα υβριδικό συνονθύλευμα τόσο αλλόκοτο, που ήταν λες κι είχε έρθει από άλλον πλανήτη. Τα μάτια ήταν τώρα και τα δυο ανθρώπινα -τεράστια όμως, και γουρλωτά, δίχως βλέφαρα, και είχαν μια έκφραση παρανοϊκή, ενδεικτική ενός μυαλού που βρισκόταν στη δίνη μιας κατάστασης ανάμεικτης από οργή, πανικό και απόγνωση. Απ' το απαίσια δύσμορφο στόμα εντόμου, βγήκε ένας υπάνθρωπος ήχος, κάτι μεταξύ σφυρίγματος και πνιχτής φωνής, που ωστόσο ακούστηκε με αρκετή ευκρίνεια. «Κάτι μου συνέβη». Ο Ρίπλεϊ δε βρήκε κάτι να του απαντήσει -κάτι που είτε

56

Dean Koontz

θα τον διαφώτιζε, είτε θα τον παρηγορούσε. Ίσως τελικά τα ορθάνοιχτα, γουρλωμένα μάτια που έμοιαζαν να φλέγονται από οργή, έκφραζαν μόνο άσβεστο μίσος, όχι τρόμο ή απόγνωση, γιατί τώρα το ον που κάποτε λεγόταν Γουέρνερ, ακούστηκε τώρα να λέει: «Είμαι ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος, είμαι ελεύθερος!» Το παράδοξο της υπόθεσης ήταν πως, αν και Άλφα, με υψηλότατο δείκτη νοημοσύνης, ο Ρίπλεϊ μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσε πως το εκτόπλασμα έστεκε τώρα ανάμεσα στον ίδιο και τη μοναδική πόρτα που έβγαζε από την αίθουσα ελέγχου και παρακολούθησης.

Κεφάλαιο 8

Ο Μπάκι και η Τζάνετ Γκιτρό έστεκαν τώρα πλάι-πλάι στη σκοτεινή πίσω πρασιά του σπιτιού των Μπένετ, απολαμβάνοντας το φίνο κρασί Καμπερνέ των γειτόνων τους. Ο Μπάκι κρατούσε από ένα μπουκάλι στο κάθε χέρι. Το ίδιο κι η Τζάνετ. Ο Μπάκι έπινε πότε από το ένα μπουκάλι, πότε από το άλλο. Σιγά-σιγά η ζεστή μπόρα ξέπλυνε την Τζάνετ από τον Γιάνσι και την Έλεν. «Τελικά είχες πολύ δίκαιο», είπε ο Μπάκι. «Μεγάλες κότες, οι δικοί σου. Δε μου λες, το ευχαριστήθηκες τόσο, όσο και με τον πιτσαδόρο;» «Ω, τόσο κι άλλο τόσο. Εκατό φορές καλύτερα». «Ήσουν όμως καταπληκτική». «Κι εγώ που έλεγα πως θα συμμετείχες», είπε η Τζάνετ. «Άσε καλύτερα να βρω κάποιον να τον περιποιηθώ από μόνος μου». «Είσαι έτοιμος να ξεκάνεις κάποιον αφ' εαυτού σου;» «Μπορεί και να είμαι περίπου έτοιμος. Μου συμβαίνουν διάφορα».

58

Dean Koontz

«Κι εμένα εξακολουθούν να μου συμβαίνουν διάφορα», είπε η Τζάνετ. «Τι μου λες; Ουάου! Κι εγώ που νόμιζα πως έχεις... απελευθερωθεί ήδη». «Θυμάσαι που παρακολούθησα δυο φορές εκείνον τον τύπο, στην τηλεόραση;» «Το Δόκτορα Φιλ λες;» «Ναι, αυτόν. Βέβαια το πρόγραμμα δεν το πολυκατάλαβα». «Ναι, είπες πως ήταν κορακίστικα». «Τώρα όμως το κατάλαβα. Αρχίζω να βρίσκω τον εαυτό μου». «Να βρίσκεις τον εαυτό σου; Δηλαδή;» ρώτησε ο Μπάκι. Η Τζάνετ έδωσε μια και πέταξε ένα άδειο μπουκάλι στην πρασιά. «Το στόχο μου» είπε τέλος η γυναίκα «το νόημα της ζωής μου, τη θέση μου». «Ωραίο μου ακούγεται», είπε ο Μπάκι. «Είναι ωραίο. Αρχίζω να ανακαλύπτω τις ΠΒΑ μου» «Τι είναι αυτό πάλι;» «Τις Προσωπικές Βασικές Αξίες μου. Αν δεν μάθεις να ζεις με βάση τις ΠΒΑ σου, δεν μπορείς να είσαι χρήσιμος ούτε στον εαυτό σου ούτε στην κοινότητα». Ο Μπάκι εκσφενδόνισε κι αυτός με τη σειρά του ένα άδειο μπουκάλι στην άλλη άκρη της πρασιάς. Είχε κατεβάσει πάνω από ενάμισι μπουκάλι κρασί μέσα σε δέκα λεπτά, όμως χάρη στον απαράμιλλο μεταβολισμό του, ζήτημα ήταν αν ένιωθε καν μια γλυκιά ζάλη. «Ένα απ' αυτά που μου συμβαίνουν» είπε τώρα ο άντρας «είναι ότι αρχίζω να χάνω τις νομικές γνώσεις που είχα λά-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

59

βει, όσο ήμουν στη δεξαμενή δημιουργίας». «Μα είσαι ο περιφερειακός εισαγγελέας». «Αυτό το ξέρω, όμως ανάθεμα κι αν θυμάμαι τι σημαίνει, habeas corpus*». «Σημαίνει "κατέχω το σώμα". Είναι μια εντολή δικαστικής αρχής που ζητάει από ένα άτομο να παρουσιαστεί ενώπιον του δικαστηρίου ή του δικαστή προτού του γίνει προσωποκράτηση και στερηθεί την προσωπική του ελευθερία. Είναι ένα μέτρο προστασίας του πολίτη από την παράνομη φυλάκιση». «Βλακώδες μου ακούγεται», είπε ο Μπάκι. «Μα είναι βλακώδες», συμφώνησε η Τζάνετ. «Αν σκοτώσεις τον κατηγορούμενο, τότε δεν έχεις να χολοσκάς ούτε για το δικαστή ούτε για το δικαστήριο ούτε για το αν θα τον φυλακίσεις ή όχι». «Α μπράβο». Η Τζάνετ αποτέλειωσε το κρασί που είχε μείνει στο μπουκάλι της, ύστερα το πέταξε κι αυτό πέρα, μακριά. Κι άρχισε να γδύνεται. «Μα τι κάνεις;» τη ρώτησε ο Μπάκι απορημένος. «Θέλω να είμαι γυμνή, όταν ξεκάνω τους επόμενους. Έτσι θα νιώθω καλύτερα». «Δηλαδή θα νιώθεις καλύτερα μέχρι να πάμε στο επόμενο σπίτι ή μήπως είναι κι αυτό μια από τις προσωπικές βασικές αξίες σου;» «Θα σε γελάσω. Μπορεί να αποτελεί μια από τις ΠΒΑ μου. Θα πρέπει να περιμένω για να το διαπιστώσω». Στο πίσω μέρος της πρασιάς μια σκιά φάνηκε να γλιστράει ανάμεσα στις άλλες. Έ ν α ζευγάρι μάτια γυάλισαν στιγμι*Habeas Corpus: (Λατινικός όρος) να έχεις, έχε το σώμα, θεσμός του αγγλοσαξονικού δικαίου, που αποσκοπεί στην προστασία της ατομικής ελευθερίας του πολίτη έναντι, μεταξύ άλλων, της αυθαίρετης σύλληψης και κράτησης του Σ.τ.Μ.

60

Dean Koontz

αία, ύστερα χάθηκαν στη βροχή και το σκοτάδι. «Τι τρέχει;» ρώτησε η Τζάνετ. «Θαρρώ κάποιος είναι εκεί πίσω, και μας παρακολουθεί». «Λίγο με νοιάζει. Άσ' τον να παρακολουθεί. Η σεμνότητα δεν είναι μια απ' τις βασικές μου αξίες». «Μια χαρά είσαι γυμνή», είπε ο Μπάκι. «Αισθάνομαι μια χαρά. Νιώθω τόσο φυσική κι ελεύθερη». «Παράξενο. Γιατί εμείς μόνο φυσιολογικοί δεν είμαστε. Είμαστε δημιουργήματα κάποιου ανθρώπου». «Για πρώτη φορά δεν αισθάνομαι τεχνητή», είπε η Τζάνετ. «Και πώς είναι να μην αισθάνεσαι τεχνητή;» «Είναι πολύ ωραίο. Τσως πρέπει να γδυθείς κι εσύ». «Δεν έχω φτάσει ακόμη σ' αυτό το επίπεδο», είπε ο Μπάκι συνεσταλμένα. «Εξακολουθώ να ξέρω τι σημαίνει Nolo contendere* και amicus curiae**. Ξέρεις όμως, όσο είμαι ντυμένος, νομίζω ότι θα είμαι σε θέση να ξεκάνω κάποιον από δαύτους».

*Nolo Contendere: Λατινικός όρος που έχει ενσωματωθεί στο αγγλοσαξονικό Δίκαιο. Αναφέρεται στην άρνηση του κατηγορουμένου να δηλώσει ένοχος είτε αθώος. Σ.τ.Μ **Amicus curiae : Λατινικός όρος που έχει ενσωματωθεί στο αγγλοσαξονικό Δίκαιο. Αναφέρεται στην προθυμία κάποιου, ο οποίος δεν είναι εκ των βασικών παραγόντων μιας δίκης, να παρουσιαστεί οικειοθελώς και να συμβάλλει στη διεξαγωγή της, δίνοντας στοιχεία ή καταθέτοντας σαν εμπειρογνώμων. Σ.τ.Μ

Κεφάλαιο 9

Νωρίτερα εκείνη τη νύχτα, φτάνοντας συγχυσμένος και κακοδιάθετος στην κομψή του έπαυλη στην Γκάρντεν Ντίστρικτ, ο Βίκτωρ είχε κάνει μαύρη στο ξύλο την Έρικα. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είχε περάσει μια κακή μέρα στο εργαστήριο. Τη βρήκε να δειπνεί κάπως αργά στο επίσημο καθιστικό της βίλας, κάτι που πρόσβαλε τις αρχές του περί ευταξίας. Κανένα από τα όντα που είχαν δημιουργηθεί με βαθιά αίσθηση των παραδόσεων και του κοινωνικού φέρεσθε -κάτι που ίσχυε και για την Έ ρ ι κ α - δε θα διανοείτο πως το να παίρνει κάποιος το δείπνο του στο καθιστικό, μόνος του ή με παρέα, ήταν κάτι σωστό και πρέπον. «Για να δούμε τι άλλο έχεις κατά νου», της πέταξε. «Μήπως σκέφτεσαι να κάνεις και τα κακά σου εδώ μέσα;». Πλάσμα της Νέας Ράτσας, η Έρικα είχε τη δυνατότητα να καταργεί το συναίσθημα του πόνου κατά βούληση. Ωστόσο ο Βίκτωρ απαιτούσε να την κάνει να αισθάνεται τον πόνο και την αγωνία κάθε φορά που τη χαστούκιζε, τη γρονθοκοπούσε και τη δάγκωνε, κι εκείνη ενέδιδε στην επιθυμία του.

62

Dean Koontz

«Ίσως βάλεις μυαλό, αν σε κάνω να υποφέρεις λίγο», της είπε. Μόλις μέσα σε μερικά λεπτά αφότου είχε ανέβει ο Βίκτωρ στο δωμάτιο του για ύπνο, οι πληγές και οι εκδορές στο κορμί της Έρικα είχαν γιάνει κι είχαν κλείσει εντελώς. Σε διάστημα μισής ώρας το πρήξιμο γύρω από τα μάτια της είχε υποχωρήσει. Όπως όλοι οι όμοιοι της, η Έρικα ήταν έτσι "κατασκευασμένη" ώστε να ζει χίλια χρόνια, και οι πληγές και τα τραύματά της να επουλώνονται τάχιστα. Σε αντίθεση όμως με τα υπόλοιπα μέλη της Νέας Ράτσας, η Έρικα είχε την πολυτέλεια να αισθάνεται ταπεινότητα και ντροπή, καθώς επίσης και να ελπίζει. Του Βίκτωρα του άρεσε μια σύζυγος να είναι τρυφερή κι ευάλωτη. Η μέρα είχε ξεκινήσει επίσης με άγριο ξυλοδαρμό, στη διάρκεια της πρωινής ερωτικής επαφής. Την είχε αφήσει να σφαδάζει από τους πόνους, πνιγμένη στο κλάμα όπως ήταν ριγμένη στο κρεβάτι. Δυο ώρες αργότερα το πρόσωπο της Έρικα ήταν και πάλι απαλό κι αψεγάδιαστο όπως πάντα, αν και την ανησυχούσε το γεγονός πως δεν είχε καταφέρει να ευχαριστήσει τον αφέντη της. Σύμφωνα με όλες τις σωματικές ενδείξεις, ο Βίκτωρ είχε διεγερθεί ερωτικά κι είχε ικανοποιηθεί. Προφανώς όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Κρίνοντας από το γεγονός ότι την είχε δείρει άσχημα, το συμπέρασμα ήταν πως μάλλον την είχε βρει ανεπαρκή. Αυτή εδώ ήταν η Έρικα Υπ' Αριθμόν Πέντε. Τέσσερις προηγούμενες θηλυκές υπάρξεις, κατ' εικόνα και ομοίωση της Υπ' Αριθμόν Πέντε, είχαν "κατασκευαστεί" και προγραμματιστεί μέσα στις δεξαμενές δημιουργίας σε τρόπο ώστε να παίξουν το ρόλο των συζύγων του δημιουργού τους.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

63

Για διάφορους λόγους όμως, καμιά τους δεν είχε αποδειχτεί ικανή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του. Η Έρικα Πέντε όμως το είχε βάλει σκοπό της να μην απογοητεύσει τον άντρα της. Η πρώτη μέρα της ως κυρία Ήλιος ήταν γεμάτη εκπλήξεις, μυστήριο, βιαιοπραγίες σε βάρος της, πόνο, το θάνατο ενός μέλους του υπηρετικού προσωπικού, και την αδόκητη εμφάνιση ενός γυμνού αλμπίνου νάνου. Σίγουρα η δεύτερη μέρα της στο... περίοπτο αυτό πόστο που έμελλε να ξημερώσει οσονούπω, θα ήταν με λιγότερες εκπλήξεις και λιγότερα δυσάρεστα. Όπως συνερχόταν τώρα από το δεύτερο ξυλοδαρμό, καθισμένη στην κλεισμένη με τζαμαρία πίσω βεράντα, η Έρικα κατέβαζε περισσότερο κονιάκ απ' όσο προλάβαινε να αφομοιώσει ο μεταβολισμός της. Αν και, ως εκείνη τη στιγμή, και παρόλο που είχε καταναλώσει δυόμισι ολόκληρα μπουκάλια, δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση μέθης. Αισθανόταν ωστόσο χαλαρή. Νωρίτερα, πριν το ξέσπασμα της μπόρας, ο αλμπίνος νάνος είχε κάνει την εμφάνισή του στην πίσω πρασιά του σπιτιού χτυπημένος από τα φώτα του κήπου, ξετρυπώνοντας από τις σκιές μιας πανάρχαιης μανόλιας και τρέχοντας προς το περίπτερο, και από 'κει στο κιόσκι του οποίου τα κάγκελα ήταν ντυμένα με αγιόκλημα, και μετά στη λιμνούλα. Επειδή ο Βίκτωρ είχε αγοράσει τρία τεράστια κτήματα που συνόρευαν μεταξύ τους, το συγκρότημά του ήταν τώρα το μεγαλύτερο σε όλη την Γκάρντεν Ντίστρικτ. Ο απέραντος περιβάλλων χώρος πρόσφερε στον περίεργο αλμπίνο νάνο μύριες όσες γωνιές για να τρυπώσει και να εξερευνήσει. Τελικά το μάτι του παράξενου επισκέπτη είχε εντοπίσει

64

Dean Koontz

την Έρικα, όπως ήταν καθισμένη πίσω από την τζαμαρία, στη σκοτεινή βεράντα. Το πλάσμα είχε πλησιάσει στο τζάμι, κι αφού οι δυο τους είχαν ανταλλάξει μερικές κουβέντες, η Έρικα στο τέλος είχε νιώσει μιαν ανεξήγητη συμπάθεια γι' αυτό. Αν και ο νάνος μάλλον δεν ήταν από τους επισκέπτες που θα έχαιραν της έγκρισης του Βίκτωρα, απ' την άλλη η Έρικα είχε την υποχρέωση να φέρεται με χάρη κι ευγένεια σε όσους πατούσαν το πόδι τους εκεί πέρα. Στο κάτω-κάτω ήταν η κυρία Ήλιος, σύζυγος ενός εκ των πιο επιφανών ανδρών της Νέας Ορλεάνης. Λέγοντας στο νάνο να περιμένει, η Έρικα είχε πάει στην κουζίνα κι είχε γεμίσει ένα καλαθάκι του πικνίκ με τυρί, ψητό βοδινό, ψωμί, φρούτα, κι ένα παγωμένο μπουκάλι Far Niente Chardonnay*. Βγαίνοντας όμως έξω από το σπίτι με το καλαθάκι, το πλάσμα είχε σπεύσει να απομακρυνθεί, κρατώντας στη συνέχεια μια απόσταση ασφαλείας. Η Έρικα είχε ακουμπήσει τότε το καλάθι με τα καλούδια στο γρασίδι, κι είχε επιστρέψει στη βεράντα και το κονιάκ της. Τελικά ο νάνος είχε ζυγώσει το καλάθι κι είχε χαθεί στη συνέχεια μέσα στο σκοτάδι, παίρνοντάς το μαζί του. Πλάσμα που δεν είχε ανάγκη από πολύ ύπνο, η Έρικα έμεινε καθισμένη στη βεράντα φέρνοντας στο νου της όλα όσα είχαν συμβεί. Και με το που άρχισε να βρέχει, η επιθυμία της για στοχασμό έγινε ακόμη βαθύτερη. Και τώρα, λιγότερο από μισή ώρα από τη στιγμή που είχε ξεσπάσει η μπόρα, ο νάνος έκανε πάλι την εμφάνισή του *Far Niente Chardonnay: Αμερικάνικο λευκό κρασί. Έ ν α από τα ελάχιστα λευκά κρασιά που επιδέχονται παλαίωση. Σ.τ.Ε.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

65

μέσα στην αντάρα. Στα χέρια του κρατούσε το μπουκάλι κρασί που ήταν το μισό άδειο. Από την καρό άσπρη και κόκκινη επένδυση του καλαθιού ο αλμπίνος είχε σκαρώσει τώρα ένα σαρόνγκ το οποίο είχε πιάσει γύρω απ' τη μέση του. Η αυτοσχέδια μακριά φούστα του έφτανε ως τους αστραγάλους, κι αυτό αποτελούσε ένδειξη πως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έτρεχε θεόγυμνος μέσα στη νύχτα από επιλογή. Ο αλμπίνος έστεκε κοντά στο τζάμι της πόρτας κοιτώντας καλά-καλά την Έρικα. Αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν ακριβώς νάνος, αλλά ένα πλάσμα παράξενο, και μόλο που νωρίτερα η Έρικα είχε σκεφτεί πως ο χαρακτηρισμός στοιχειό θα του ταίριαζε καλύτερα, ωστόσο δεν ένιωθε να τον φοβάται. Του έγνεψε να πάει να καθίσει μαζί της στη βεράντα, και τότε το πλάσμα άνοιξε την πόρτα.

Κεφάλαιο 10

Με το που χάθηκε εντελώς το πρόσωπο της Ανουνσιάτα από την οθόνη του υπολογιστή μέσα στην αίθουσα διαδικτύωσης, ο Δευκαλίων βιάστηκε να τραβήξει τα σωληνάκια παροχής οξυγόνου κι από τους υπόλοιπους τέσσερις γυάλινους κυλίνδρους, δίνοντας έτσι ένα σπλαχνικό τέλος στη φυλάκιση αλλά και την ύπαρξη των ασώματων Άλφα εγκεφάλων, όποια κι αν ήταν η χρησιμότητά τους. Ο Λέστερ, ο επιστάτης/συντηρητής κατηγορίας Έψιλον που είχε συνοδεύσει τον Δευκαλίωνα από τα εργαστήρια ως εκεί κάτω, έμεινε να τον παρακολουθεί με μια έκφραση λαχτάρας. Τα μέλη της Νέας Ράτσας ήταν έτσι κατασκευασμένα που στον προγραμματισμό τους η αυτοκτονία ήταν απαγορευμένη έννοια. Έτσι ήταν ανήμπορα είτε να αυτοκτονήσουν, είτε να σκοτώσουν το ένα το άλλο, και βεβαίως ανίκανα να στραφούν εναντίον του δημιουργού τους και να τον βλάψουν. Όταν συναντήθηκαν οι ματιές τους, ο Λέστερ είπε στον Δευκαλίωνα με νόημα: «Εσένα δε σου είναι απαγορευμένο;»

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

67

«Το μόνο που μου απαγορεύεται είναι να επιχειρήσω να βλάψω το δημιουργό μου». «Ναι, αλλά... δεν είσαι σαν κι εμάς;» «Όχι, εγώ δημιουργήθηκα πολύ πριν από εσάς. Είμαι ο... πρωτότοκος». Ο Λέστερ φάνηκε να σκέφτεται τα λόγια του άλλου, ύστερα σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τη σβησμένη οθόνη του υπολογιστή, όπου πριν από λίγο ακόμη εμφανιζόταν το πρόσωπο της Ανουνσιάτα. Σαν γελάδι που αναμασούσε το χόρτο του, ο εγκέφαλος του πάσχιζε να επεξεργαστεί και να καταλάβει αυτά που μόλις είχε ακούσει. «Νεκροί και ζωντανοί», μονολόγησε ο Λέστερ. «Θα τον καταστρέψω», είπε ο Δευκαλίων, μ' ένα τρόπο, σαν να έδινε μια υπόσχεση. «Και πώς θα είναι ο κόσμος... δίχως τον Πατερούλη;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Λέστερ. «Για εσάς, δεν ξέρω. Για 'μένα θα είναι ένας κόσμος όχι λαμπρός, αλλά λαμπρότερος, όχι καθαρός, αλλά καθαρότερος». Ο Λέστερ σήκωσε τα χέρια του και τα κοίταξε σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά. «Μερικές φορές, όταν δεν έχω δουλειές να κάνω, πιάνω και ξύνομαι μέχρι που ματώνω, κι ύστερα παρακολουθώ τις πληγές μου που κλείνουν, τέλος αρχίζω ξανά το ξύσιμο μέχρι που ματώνω και πληγιάζω πάλι». «Γιατί;» Ο Λέστερ ανασήκωσε αμήχανα τους ώμους του και είπε: «Και τι άλλο έχω να κάνω; Όλο που είμαι είναι η δουλειά μου. Έτσι προβλέπει ο προγραμματισμός μου. Βλέποντας τα αίματα, σκέφτομαι την επανάσταση, τη μέρα που θα τους

68

Dean Koontz

ξεκάνουμε όλους, και τότε νιώθω καλύτερα». Έσμιξε τώρα τα φρύδια του. «Μα δεν μπορεί να υπάρξει ο κόσμος δίχως τον Πατερούλη». «Ο κόσμος υπήρχε προτού γεννηθεί», είπε ο Δευκαλίων. «Και θα εξακολουθεί να υπάρχει και χωρίς αυτόν». Ο Λέστερ σκέφτηκε για λίγο αυτά που είχε μόλις ακούσει, τέλος όμως κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. «Η ιδέα ενός κόσμου δίχως τον Πατερούλη με γεμίζει τρόμο. Ούτε που θέλω να τον δω». «Ωραία, τότε δε θα τον δεις». «Ο μπελάς είναι ότι, όπως όλοι μας άλλωστε... έχω φτιαχτεί για να είμαι πολύ δυνατός». «Ε, κι εγώ είμαι δυνατότερος», τον διαβεβαίωσε ο Δευκαλίων. «Το κακό είναι πως είμαι και πολύ σβέλτος». «Εγώ είμαι ακόμη πιο σβέλτος». Ο Δευκαλίων απομακρύνθηκε από τον Λέστερ κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω, κι ύστερα, μ' ένα κβαντικό κόλπο, βρέθηκε όχι πιο μακριά του, αλλά πολύ κοντά του, όμως όχι από μπροστά του, αλλά από πίσω του. Ο Λέστερ όλο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως ο Δευκαλίων είχε αίφνης εξαφανιστεί. Ξαφνιασμένος ο επιστάτης έκανε τώρα ένα βήμα μπροστά. Όπως ήταν από πίσω του, ο Δευκαλίων έκανε κι αυτός ένα βήμα μπροστά, ύστερα τύλιξε το δεξί μπράτσο του γύρω από το λαιμό του άλλου, το αριστερό γύρω από το κεφάλι του. Όπως ο επιστάτης πάσχισε με τα πανίσχυρα χέρια του να απαλλαγεί από τη θανάσιμη λαβή του άλλου, ο Δευκαλίων του έστριψε απότομα το κεφάλι με τέτοια ταχύτητα και δύναμη, που του τσάκισε τον αυχένα. Η ακαριαία θανάτωση

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

69

του εγκεφάλου δε σήκωνε αυτοΐαση, άμεση είτε σταδιακή. Ο Δευκαλίων ακούμπησε απαλά τον Λέστερ στο δάπεδο. Καμιά απ' τις δυο καρδιές του επιστάτη δε λειτουργούσε τώρα. Τα μάτια του δεν ακολούθησαν τα χέρια του εκτελεστή του, και τα βλέφαρά του δεν αντέδρασαν, όταν του τα σφάλισε ο γίγαντας. «Όχι πια νεκρός και ζωντανός», μονολόγησε ο Δευκαλίων. «Μόνο νεκρός και ασφαλής, πέρα και μακριά από την απόγνωση, κι ακόμη μακρύτερα από το μένος του δημιουργού σου». Όπως σηκώθηκε τώρα και στάθηκε στα πόδια του μέσα στην υπόγεια αίθουσα διαδικτύωσης, ο Δευκαλίων όρθωσε το ανάστημά του σε όλο του το ύψος για να βρεθεί στο κυρίως εργαστήριο, και στον πάγκο εργασίας του Βίκτωρα που είχε σχήμα πετάλου, όπου η έρευνά του είχε διακοπεί πιο πριν από τον Λέστερ και την Ανουνσιάτα. Μερικές ώρες νωρίτερα εκείνη τη νύχτα, ο Δευκαλίων είχε πληροφορηθεί από τον πάστορα Κένι Λαφίτ, που ήταν κι αυτός δημιούργημα του Βίκτωρα και του οποίου το πρόγραμμα είχε αρχίσει να... μπάζει νερά, πως τουλάχιστον δυο χιλιάδες από τα όντα της Νέας Ράτσας παρίσταναν τώρα τους απλούς πολίτες της Νέας Ορλεάνης. Ο πάστορας Κένι, ο οποίος αναπαυόταν τώρα εις τας αιωνίους μονάς, όπως κι ο Λέστερ, είχε πει επίσης στο γίγαντα πως οι δεξαμενές δημιουργίας στα Χέρια Του Ελέους ήταν σε θέση να παράγουν καινούριες φουρνιές τέτοιων όντων κάθε τέσσερις μήνες, δηλαδή πάνω από τριακόσια κεφάλια ετησίως. Όμως ακόμη πιο σημαντική ήταν η αποκάλυψη του Κένι πως μια φάρμα μαζικής παραγωγής όντων της Νέας Ράτσας κάπου στην πόλη ίσως... έκανε εγκαίνια μέσα στις επόμενες

70

Dean Koontz

μια με δυο βδομάδες. Δύο χιλιάδες δεξαμενές παραγωγής κάτω από την ίδια στέγη, θα ήταν σε θέση να παράγουν έξι χιλιάδες τέτοια πλάσματα τον πρώτο κιόλας χρόνο λειτουργίας της φάρμας. Και σύμφωνα με τα όσα φημολογούνταν, άλλη μια τέτοια φάρμα βρισκόταν ήδη υπό ανέγερση. Όταν ο Δευκαλίων δε βρήκε τίποτε σημαντικό γι' αυτόν στα συρτάρια του Βίκτωρα, άνοιξε τον υπολογιστή του.

Κεφάλαιο 11

Ο Ρίπλεϊ, στην αίθουσα παρακολούθησης των θαλάμων απομόνωσης, αντιμετώπιζε ένα σοβαρότατο δίλημμα. Ήξερε πως, παρά την τεράστια δύναμη και την ευφυΐα του, δε θα γλίτωνε, αν τα έβαζε με το εκτόπλασμα που κάποτε ήταν ο Γουέρνερ. Ο Πάτρικ Ντουκέιν, που κι εκείνος ήταν Άλφα είχε κατατροπωθεί κατά κράτος από το αλλόκοτο ον, που τον είχε κάνει φέτες μέσα στο Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δύο. Βέβαιος πέραν πάσης αμφιβολίας πως θα θανατωνόταν αν τα έβαζε με το εκτόπλασμα, ο Ρίπλεϊ σκέφτηκε πως θα έπρεπε να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να μην έρθει σε επαφή μαζί του, κι αυτό όχι γιατί νοιαζόταν για τη ζωούλα του. Εκείνη η απροσδιόριστη ανησυχία που τον κατάτρεχε για ώρες κάθε μέρα -και παράλληλα το γεγονός πως στην ουσία δεν ήταν παρά σκλάβος του αφέντη του- έκανε τη ζωή του να μοιάζει πολύ λιγότερο γλυκιά κι ενδιαφέρουσα απ' όσο την περιέγραφε στις όμορφες και αισθαντικές νουβέλες της η Τζαν Κάρον, κάποιες από τις οποίες ο Ρίπλεϊ "κατέβαζε" κρυφά από το διαδίκτυο και τις διάβαζε. Παρόλο που ο

72

Dean Koontz

θάνατος θα ήταν γι' αυτόν μεγάλη λύτρωση, ωστόσο έπρεπε οπωσδήποτε να ξεφύγει από το εκτόπλασμα δεδομένου ότι ο προγραμματισμός του που απέκλειε την αυτοκτονία και ήταν γενετικά καλωδιωμένος με τον εγκέφαλο του, δεν του επέτρεπε να συγκρουστεί με έναν αντίπαλο ο οποίος μοιραία θα τον κατέστρεφε. Καθώς το τερατούργημα που κάποτε ήταν ο Γουέρνερ ξεστόμιζε λέξεις και προτάσεις που έβγαιναν από ένα παραμορφωμένο στόμα εντόμου το οποίο κανονικά δε θα μπορούσε να βγάζει ανθρώπινη λαλιά -«είμαι ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος, ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ!»-το βλέμμα του Ρίπλεϊ ταξίδεψε ως την κονσόλα ελέγχου και την άλλη στιγμή πατούσε δυο διακόπτες που θα άνοιγαν τις εξωτερικές μπουκαπόρτες των Θαλάμων Απομόνωσης Νούμερο Ένα και Τρία, τα οποία εκείνη τη στιγμή δεν είχαν κρατούμενους. Η λέξη κρατούμενοι, προειδοποίησε αμέσως τον εαυτό του ο Ρίπλεϊ, ήταν λάθος, δηλωτική τάσεων εξέγερσης και ανταρσίας. Ενώ η λέξη υποκείμενα, του ηχούσε πιο κατάλληλη. Στα Δωμάτια Απομόνωσης Έ ν α και Τρία, λοιπόν, δεν υπήρχαν υποκείμενα προς εξέταση. «Ελεύθερος ο Γουέρνερ. Ο Γουέρνερ ελεύθερος, ελεύθερος». Όταν ακούστηκε ο ήχος των μοτέρ και τα κλικ των συρτών που τραβιόντουσαν προς τα μέσα, το εκτόπλασμα γύρισε και κοίταξε προς τα εκεί, κι έγειρε το τρομακτικό κεφάλι του στο πλάι σαν απορημένο, λες κι αναρωτιόταν γιατί είχε κάνει ο Ρίπλεϊ μια τέτοια κίνηση. Έχοντας δει ιδίοις όμμασι την απίστευτη ταχύτητα με την οποία ο Ελεύθερος Γουέρνερ είχε ριχτεί στον Ντουκέιν -πιο

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

73

γρήγορος ακόμη κι από φίδι τη στιγμή που επιτίθεται στο θύμα του- ο Ρίπλεϊ παίδεψε το μυαλό του να βρει τρόπο για να κερδίσει χρόνο, αποσπώντας την προσοχή του μεταλλαγμένου προϊστάμενου ασφαλείας. Κατά τα φαινόμενα, η μόνη του ελπίδα ήταν αν προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα. «Μέρα και αυτή, ε;» Το εκτόπλασμα εξακολουθούσε να κοιτάζει προς τη μεριά των μοτέρ που βούιζαν. «Χτες βράδυ μόλις», συνέχισε την προσπάθειά του ο Ρίπλεϊ, «με πήρε στην άκρη ο Βίνσεντ και μου είπε: "Μια μέρα στα Χέρια Του Ελέους, είναι σαν να έχεις τα αποτέτοια σου πιασμένα σε μια μέγκενη για έναν ολόκληρο χρόνο, χωρίς την άδεια να απομονώσεις τον πόνο"». Οι ζάρες γύρω από το στόμα εντόμου άρχισαν να τρεμουλιάζουν, λες και το ον είχε "ανάψει", ακούγοντας το ρουφηχτό ήχο των σαράντα περίπου συρτών, πάχους περίπου οχτώ εκατοστών έκαστος, όπως τραβιόντουσαν από τις οπές γύρω από τις κορνίζες των πορτών. «Βέβαια καταλαβαίνεις» συνέχισε ο Ρίπλεϊ «αναγκάστηκα να τον αναφέρω στον Πατερούλη, για να συντονίσει από την αρχή τη συμπεριφορά του. Τώρα τον έχουν κρεμασμένο ανάποδα σ' ένα κιβώτιο επανεκπαίδευσης, με καθετήρα στο πέος του, ένα σωλήνα συλλογής κοπράνων χωμένο στον πισινό του, και δυο τρύπες ανοιγμένες στο κρανίο του για να περνούν τα καλώδια σύνδεσης με τον εγκέφαλο του». Τέλος, με το που τραβήχτηκαν εντελώς οι σύρτες κι άρχισαν να ανοίγουν οι μπουκαπόρτες στις αντίστοιχες καμπίνες μετάβασης, ο Ελεύθερος Γουέρνερ έστρεψε ξανά την προσοχή του στον Ρίπλεϊ. «Φυσικά εγώ, με την ιδιότητά μου του πρώτου βοηθού ερ-

74

Dean Koontz

γαστηρίου του Μελισσουργού... δηλαδή του κυρίου Ήλιος ήθελα να πω, δε θα ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού, παρά μόνο στα Χέρια Του Ελέους. Γιατί εδώ είναι το μέρος όπου γεννιέται το μέλλον, όπου έχει ξεκινήσει η περίοδος του Ενός Εκατομμυρίου Χρόνων του Νέου Ράιχ». Μιλώντας πάντα, ο Ρίπλεϊ κινήθηκε αδιάφορα τάχα προς την κονσόλα ελέγχου, με την πρόθεση να γυρίσει δυο διακόπτες που θα έκλειναν τις δυο μπουκαπόρτες οι οποίες είχαν μόλις ανοίξει. Αν προλάβαινε να τρυπώσει στη μία από τις καμπίνες μετάβασης τη στιγμή που έκλεινε η πόρτα και πριν κινηθεί στο κατόπι του ο Ελεύθερος Γουέρνερ, ίσως και να γλίτωνε. Ό σ ο ήταν ακόμη προϊστάμενος ασφαλείας, ο Γουέρνερ ήξερε πώς να χειρίζεται την κονσόλα. Όμως το γενετικό χάος που ο Μελισσοκόμος χαρακτήριζε σαν καταστροφική κυτταρική μεταμόρφωση ίσως είχε ρημάξει τις εγκεφαλικές του λειτουργίες στον ίδιο βαθμό που είχε ρημάξει και παραμορφώσει και το σώμα του. Η γνωστική του δύναμη ή το μνημονικό του ή και τα δυο μαζί, μπορεί να είχαν πάθει τέτοια ζημιά, που να μη γνώριζε πια πώς θα άνοιγε την μπουκαπόρτα για να ριχτεί στο θύμα του. Ο Ελεύθερος Γουέρνερ άνοιξε τώρα το ακριδίσιο στόμα του και είπε με την ίδια πάντα απαίσια φωνή που ακουγόταν λίγο σαν ρόγχος, λίγο σαν σφύριγμα φιδιού: «Μην αγγίξεις τους διακόπτες».

I

Κεφάλαιο 12

Έχοντας γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια μετά την παραλίγο σύγκρουση με τη μαύρη Μερσεντές στους βρεγμένους δρόμους της πόλης που οσονούπω θα δεχόταν την επίθεση των μανιασμένων μηχανών του θανάτου του Βίκτωρα Φράνκενσταϊν, η Κάρσον Ο' Κόνορ λιγουρευόταν τώρα όσο τίποτε ένα αλά Ακαντιάνα τηγανητό κοκκινόψαρο του φτωχόπαιδου, όπως ήταν γνωστό. Το Ακαντιάνα δε διαφημιζόταν. Ούτε το έβλεπες απ' το δρόμο, όπως οδηγούσες. Οι ντόπιοι δεν έλεγαν κουβέντα γι' αυτό στους ξένους και τους τουρίστες. Από φόβο μήπως το μαγαζί παραγινόταν γνωστό, οι ντόπιοι ούτε καν μεταξύ τους δεν το συζητούσαν. Αν κατάφερνες να εντοπίσεις το Ακαντιάνα, σήμαινε πως είχες τα κότσια για να φας εκεί πέρα. «Μα μόλις φάγαμε για βράδυ», είπε ο Μάικλ. «Λοιπόν είσαι στην πτέρυγα των μελλοθάνατων, έφαγες το τελευταίο σου γεύμα και μετά το επιδόρπιο είσαι γραμμή για την ηλεκτρική καρέκλα, όμως σε ρωτάνε αν θέλεις να καθυστερήσουν λίγο την εκτέλεση, για να φας κι ένα δεύτε-

76

Dean Koontz

ρο τελευταίο γεύμα, κι εσύ τι τους απαντάς; Τους λες, όχι;» «Δε μου φαίνεται πως αυτό ήταν το τελευταίο μας δείπνο». «Εγώ λέω πως θα μπορούσε και να ήταν». «Ναι, θα μπορούσε να ήταν» συμφώνησε ο άλλος «αλλά μάλλον δεν είναι. Και μην ξεχνάς πως ο Δευκαλίων μας είπε να γυρνάμε με το αμάξι στη γειτονιά μέχρι να μας τηλεφωνήσει». «Ωραία, θα έχω μαζί μου το κινητό». Το Ακαντιάνα δεν είχε χώρο να παρκάρουν τα αυτοκίνητα. Και δεν μπορούσες να παρκάρεις στο δρόμο, κοντά στο μαγαζί, γιατί, για να φτάσεις ως εκεί, ακολουθούσες πεζή ένα δρομάκι. Οι μόνοι που τολμούσαν να παρκάρουν τα αμάξια τους στο δρομάκι, ήταν οι μπάτσοι. «Με αυτό το αμάξι, θα πρέπει να παρκάρουμε ένα τετράγωνο μακριά», γκρίνιαξε ο Μάικλ. «Και τι γίνεται αν ανακαλύψουμε πως μας το έχουν κλέψει, όταν γυρίσουμε;». «Μόνο ένας ηλίθιος θα καταδεχόταν να κλέψει αυτό το μάτσο παλιοσίδερα». «Η αυτοκρατορία του Ήλιος όπου να 'ναι θα μας πάρει φαλάγγι, Κάρσον». «Η αυτοκρατορία του Φράνκενσταϊν». «Ακόμη δε μου πάει το στόμα να πω αυτή τη λέξη. Τέλος πάντων, είναι επί θύραις, κι εμείς πρέπει κάτι να κάνουμε». «Νυστάζω και πεθαίνω της πείνας. Να κοιμηθώ δεν μπορώ, μπορώ όμως να έχω μια μερίδα του φτωχόπαιδου. Για κοίτα με, μοιάζω με εκείνα τα ανίατα που τα κάνουν πόστερ για να ευαισθητοποιούν τον κόσμο, που πάσχει από πρωτεϊνική ανεπάρκεια». Στρίβοντας βγήκε απ' το δρόμο και μπήκε σ' ένα σοκάκι. «Θα παρκάρω στην αλέα».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

77

«Αν παρκάρεις στην αλέα, εγώ θα πρέπει να μείνω μέσα στο αμάξι». «Ωραία, μείνε στο αμάξι, θα φάμε στο αμάξι, και κάποια ωραία μέρα θα παντρευτούμε μέσα στο αμάξι, θα ζήσουμε μέσα στο αμάξι παρέα με τέσσερα κουτσούβελα, κι όταν θα φύγει και το τελευταίο για να πάει να σπουδάσει στο κολέγιο, θα ξεφορτωθούμε το κωλάμαξο και θ' αγοράσουμε ένα σπίτι». «Σα να μου φαίνεται πως έχεις νευράκια απόψε». «Δε λες τίποτε». Έβαλε χειρόφρενο κι άναψε τα φλας στάθμευσης, ωστόσο άφησε τη μηχανή του Χόντα αναμμένη. «Και πεινάω του θανάτου!» Δεξιά κι αριστερά του Μάικλ όπως καθόταν στη θέση του συνοδηγού, με τις κάννες τους να ακουμπούν στο δάπεδο, ήταν δυο δεκατεσσάρες καραμπίνες Έρμπαν Σνάιπερ. Παρ' όλα αυτά, ο νέος άντρας τράβηξε κι ένα πιστόλι από μια πλαϊνή θήκη μέσα από το σπορ σακάκι του. Δεν ήταν το υπηρεσιακό του που είχε πάντα στη θήκη του ώμου. Τούτο εδώ ήταν ένα πενηντάρι Μάγκνουμ Ντέζερτ Ιγκλ γεμάτο με σφαίρες .50 Άξιον Εξπρές, ικανές να ξαπλώσουν ακόμη και αρκούδα, αν κάποιο απ' αυτά τα τεράστια θηλαστικά τύχαινε να κόβει βόλτες στη Νέα Ορλεάνη με άσχημες διαθέσεις. «Ωραία», είπε ο Μάικλ. Η Κάρσον βγήκε από το αμάξι με το δεξί της χέρι χωμένο μέσα στο μπουφάν της, σταυρωτά πάνω στο κορμί της και προς τα κάτω, τα δάχτυλά της τυλιγμένα γύρω από τη λαβή του δικού της Ντέζερτ Ιγκλ που ακουμπούσε στον αριστερό γοφό της. Όλα αυτά τα όπλα οι δυο ντετέκτιβ τα είχαν αποκτήσει παράνομα, αφού ο Βίκτωρ Ήλιος αποτελούσε μια ιδιαίτερα

78

Dean Koontz

θανάσιμη απειλή για την Κάρσον και το συνεργάτη. Καλύτερα λοιπόν να τους έπαιρνε η Υπηρεσία τα σήματά τους, παρά να τους έπαιρναν τα κεφάλια τα άψυχα τσιράκια ενός παλαβού επιστήμονα. Ποτέ άλλοτε στα τόσα χρόνια της στο Σώμα δεν της είχε έρθει στο νου αυτή η έκφραση, δηλ. άψυχα τσιράκια, αν και από την άλλη τις τελευταίες μέρες το παλαβός επιστήμονας είχε την τιμητική του. Έκανε τρεχάτη το γύρο το αμαξιού μέσα στη βροχή, και πλησίασε σε μια πόρτα με μια φωτεινή επιγραφή από πάνω της που έλεγε, 22 ΕΝΟΡΙΕΣ. Ο σε φ-ιδιοκτήτη ς του Ακαντιάνα είχε μια εμμονή με το να κρατάει χαμηλούς τόνους σε ό,τι αφορούσε την ύπαρξη του μαγαζιού του. Σ' αυτή την περιοχή της Λουιζιάνα που έφερε το όνομα Ακαντιάνα υπήρχαν είκοσι δυο ενορίες, μ' άλλα λόγια είκοσι δύο κομητείες. Για κάποιον που δε γνώριζε αυτή τη λεπτομέρεια, η πινακίδα θα μπορούσε κάλλιστα να παραπέμπει σε γραφείο θρησκευτικής οργάνωσης. Πίσω από την πόρτα υπήρχε μια σκάλα που ανέβαζε στο ρεστοράν: φθαρμένο ξύλινο πάτωμα, καναπέδες από κόκκινο βινύλιο, τραπέζια στρωμένα με νάιλον καρό τραπεζομάντιλα κόκκινου και μαύρου χρώματος, κεριά μέσα σε κόκκινα γυάλινα καντηλέρια, παραδοσιακή μουσική Ζιντέκο της Λουιζιάνα, θαμώνες που κουβέντιαζαν μεγαλόφωνα, και μυρωδιές που, όπως πλανιόνταν στην ατμόσφαιρα, έκαναν τα σάλια της Κάρσον να τρέχουν. Τέτοια ώρα, οι πελάτες του μαγαζιού ήταν επί το πλείστον εργάτες της δεύτερης βάρδιας που το ωράριο τους ως προς το φαγητό, ήταν εντελώς διαφορετικό από εκείνο των ανθρώπων που δούλευαν μέρα, μπαϊλντισμένες πόρνες οι

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

79

οποίες αντάμωναν εδώ, έχοντας βάλει προηγουμένως για νάνι τους εξαντλημένους πελάτες τους, άτομα που δεν τους κολλούσε ύπνος, και κάτι μοναχικές ψυχές που οι πιο στενοί τους φίλοι ήταν τα γκαρσόνια, οι λαντζέρηδες και κάποιες άλλες μοναχικές ψυχές που έπαιρναν το μεταμεσονύκτιο δείπνο τους στο συγκεκριμένο μαγαζί. Για την Κάρσον η αρμονική συνύπαρξη ανάμεσα σ' αυτό το κατά τ' άλλα ετερόκλητο πλήθος άγγιζε τα όρια του κομψού και του χαριτωμένου, κι άφηνε ελπίδες πως ίσως μια μέρα η ανθρωπότητα κατάφερνε να σωθεί απ' τον ίδιο τον εαυτό της, κάτι που μπορεί και ν' άξιζε τον κόπο να συμβεί. Φτάνοντας στον πάγκο που ετοιμάζονταν οι παραγγελίες για έξω, η Κάρσον είπε να της φτιάξουν ένα σάντουιτς του φτωχόπαιδου με τραγανό τηγανισμένο κοκκινόψαρο με άσπρο λάχανο, κρεμμύδι, μαγιονέζα, ντομάτα και σάλτσα ταρτάρ. Η κοπέλα ζήτησε να τις κόψουν το σάντουιτς σε τέσσερα κομμάτια και να τα τυλίξουν ξεχωριστά το καθένα. Επίσης παρήγγειλε και μερικά συνοδευτικά: κόκκινα μπιζέλια με ρύζι σβησμένα με κρασί, αρακά επίσης με ρύζι, μανιτάρια σοταρισμένα με βούτυρο και κρασί Sauterne με πιπέρι καγιέν. Τα πάντα μπήκαν σε δυο ξεχωριστές σακούλες. Στη καθεμιά σακούλα ο υπάλληλος έβαλε κι από ένα μπουκάλι παγωμένο ντόπιο αναψυκτικό τύπου κόλα του μισού λίτρου, που από την άποψη της περιεκτικότητας σε καφεΐνη, ήταν τρεις φορές πιο δυνατό από τα γνωστά προϊόντα του είδους. Κατεβαίνοντας τη σκάλα για να βγει στην αλέα, η Κάρσον συνειδητοποίησε πως τα χέρια της παραήταν γεμάτα για να χώσει το ένα απ' αυτά μέσα από το μπουφάν της και να φτάσει τη λαβή του Ντέζερτ Ιγκλ της. Τα κατάφερε ωστόσο να

80

Dean Koontz

φτάσει ζωντανή ως το Χόντα. Οι μεγάλοι μπελάδες έμελλε να ξεσπάσουν εντός ολίγου...

Κεφάλαιο 13

Στην αίθουσα παρακολούθησης των τριών θαλάμων απομόνωσης, ο Ρίπλεϊ, όπως έστεκε κοντά στην κονσόλα, υπάκουσε στο ξερό πρόσταγμα του εκτοπλάσματος να μην αγγίξει τους διακόπτες. Από τότε που είχε βγει από τη δεξαμενή δημιουργίας του -πριν από τρία χρόνια και τέσσερις μήνες- ο Ρίπλεϊ άλλο δεν έκανε από το να ακολουθεί πιστά τις εντολές που έπαιρνε, όχι μόνο από το Μελισσοκόμο, μα και από άλλους Άλφα που κατείχαν πιο υψηλά πόστα απ' αυτόν. Ο Γουέρνερ ήταν Βήτα, άρα όχι ισότιμος με κάποιον της κατηγορίας Άλφα, άσε που τώρα πια δεν ήταν ούτε καν Βήτα παρά απλώς ένα έκτρωμα, ένα περιφερόμενο κατασκεύασμα πρωτογενούς κυτταρικής σύνθεσης που τώρα μεταλλασσόταν παίρνοντας μορφές και σχήματα που το ένα ήταν πιο εκφυλισμένο από το άλλο. Παρ' όλα αυτά όμως ο Ρίπλεϊ συμμορφώθηκε με την εντολή που του έδωσε το πλάσμα. Γιατί το συνήθειο να υπακούς σε εντολές δύσκολα το αποβάλλεις, ειδικά όταν ενυπάρχει κωδικοποιημένο στα γονίδιά σου "κατεβασμένο" μαζί με άλλα αρχεία στον εγκέφαλο σου κατά τη διάρκεια

82

Dean Koontz

της εκπαίδευσής σου μέσα στη δεξαμενή. Μη έχοντας πού να τρέξει ή να κρυφτεί, ο Ρίπλεϊ έμεινε εκεί που βρισκόταν τη στιγμή που ο Γουέρνερ τον ζύγωνε βαδίζοντας με πέλματα αιλουροειδούς και πόδια ακρίδας, μισολυγισμένα κι έτοιμα για το μεγάλο σάλτο. Τα χαρακτηριστικά εντόμου στο πρόσωπο και το σώμα του Γουέρνερ κάποια στιγμή χάθηκαν, και τώρα έμοιαζε περισσότερο με αυτό που ήταν κάποτε, κι ύστερα αίφνης πήρε την κανονική μορφή του, αν και τα μάτια του παρέμειναν τεράστια και δίχως βλέφαρα. Όταν ξαναμίλησε ο Γουέρνερ, το έκανε με την κανονική του φωνή. «Θες την ελευθερία σου;» «Όχι», αποκρίθηκε ο Ρίπλεϊ. «Λες ψέματα». «Ε, τι να λέμε τώρα...» Στο πρόσωπο του Γουέρνερ φύτρωσαν τώρα βλέφαρα και βλεφαρίδες, όπως έκλεισε πονηρά το μάτι και είπε: «Μπορείς να ελευθερωθείς σε 'μένα». «Να ελευθερωθώ σε 'σένα;» «Ναι, ναι!» του φώναξε ο Γουέρνερ αίφνης ενθουσιασμένος. «Και πώς γίνεται αυτό;» «Η βιολογική μου δομή έχει καταρρεύσει εντελώς», συνέχισε ο άλλος, ψιθυριστά τώρα. «Ναι» είπε ο Ρίπλεϊ «αυτό το πρόσεξα». «Για κάποιο διάστημα όλα ήταν χάος και πόνος και ανείπωτος τρόμος». «Έτσι υπέθεσα κι εγώ, κρίνοντας απ' τα ουρλιαχτά σου». «Ύστερα όμως κατανίκησα το χάος, παίρνοντας στα χέρια μου τον έλεγχο της κυτταρικής δομής μου».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

83

«Χμ, XL να σου πω; Συνειδητός έλεγχος. Μου ακούγεται αδύνατον». «Δεν ήταν εύκολο», παραδέχτηκε ο Γουέρνερ, η φωνή του •ψιθυριστή. «Όμως δεν είχα άλλη εκλογή. ΔΕ ΜΟΥ ΕΜΕΝΕ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ!» «Εντάξει. Ό,τι πεις. Μπορεί και να έχεις δίκιο», είπε ο Ρίπλεϊ, όμως ίσα για να μην ακούει τις αγριοφωνάρες του άλλου. «Ο Μελισσοκόμος λέει πως θα μάθει πολλά από το διαμελισμό και τη μελέτη σου». «Ο Μελισσοκόμος; Ποιος Μελισσοκόμος;» «Α, αυτό είναι το παρατσούκλι που έχω δώσει στον... Πατερούλη, έτσι για προσωπική μου χρήση». «Ο Πατερούλης είναι ένα ηλίθιο καθίκιΐ» έβαλε τις φωνές πάλι ο Γουέρνερ. Ύστερα έσκασε χαμόγελο, και συνέχισε να μιλάει ξανά ψιθυριστά: «Το κόλπο είναι πως, όταν έπαθε γενικό κλακάζ το κυτταρικό μου σύστημα, πήγε κατά διαόλου και το πρόγραμμά μου. Δηλαδή ο Πατερούλης δεν έχει πια κανέναν έλεγχο επάνω μου. Δεν είμαι αναγκασμένος να τον υπακούω. Είμαι ελεύθερος. Μπορώ να σκοτώσω όποιον μου γουστάρει. Αν μου δώσει την ευκαιρία, θα σκοτώσω και τον ίδιο το δημιουργό μας». Ο ισχυρισμός αυτός, αν και ασφαλώς ανυπόστατος, ήρθε ν' ανάψει φωτιές στον Ρίπλεϊ. Γιατί ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε συνειδητοποιήσει πόση χαρά θα του έδινε ο θάνατος του Μελισσοκόμου. Και το γεγονός πως η σκέψη και μόνο του έδινε τόση ευχαρίστηση υποδήλωνε κατά κάποιον τρόπο πως και αυτός ο ίδιος είχε εξεγερθεί ενάντια στο δημιουργό του, αν και όχι με τρόπο τόσο δραστικό όσο ο Γουέρνερ. Το πονηρό ύφος στο πρόσωπο του Γουέρνερ και το συ-

84

Dean Koontz

νωμοτικό του χαμόγελο παρέπεμπαν σε κουρσάρους που ραδιουργούσαν στο κατάμπαρο κάποιου πειρατικού, έτσι όπως τους είχε δει ο Ρίπλεϊ στις διάφορες ταινίες που παρακολουθούσε στον υπολογιστή του, και μάλιστα εν ώρα εργασίας. Και το ίδιο αναπάντεχα συνειδητοποίησε πως ακόμα και το "κατέβασμα" ταινιών στον υπολογιστή την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να δουλεύει, ήταν κι αυτό μια μορφή ανταρσίας. Και τότε ένιωσε να τον κυριεύει ένα περίεργο συναίσθημα ενθουσιασμού -ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο, που δεν μπορούσε να περιγράψει. «Ελπίδα», ξεστόμισε τώρα ο Γουέρνερ, λες κι είχε διαβάσει τη σκέψη του άλλου. «Τη βλέπω στα μάτια σου. Για πρώτη φορά: ελπίδα!» Αφού το παίδεψε για λίγο στο μυαλό του, ο Ρίπλεϊ σκέφτηκε πως ίσως τελικά αυτό που αισθανόταν να ήταν όντως ελπίδα, αλλά μπορεί και να ήταν κάτι σαν παράνοια, οιωνός μιας επερχόμενης γενικής κατάρρευσης όπως αυτή την οποία είχε υποστεί ο Γουέρνερ. Ένιωσε να τον κυριεύει μια απροσδιόριστη ανησυχία, και δεν ήταν η πρώτη φορά εκείνη τη μέρα. «Αυτό που είπες, δηλαδή να ελευθερωθώ σε 'σένα... τι ακριβώς εννοούσες;» Ο Γουέρνερ έσκυψε πιο κοντά του, κι απάντησε χαμηλόφωνα: «Όπως ο Πάτρικ είναι τώρα ελεύθερος μέσα μου». «Ποιος Πάτρικ; Ο Ντουκέιν; Μα αυτόν τον έπιασες και τον έκανες κομματάκια μέσα στο Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δύο. Έστεκα εδώ μαζί με το Μελισσοκόμο και σε παρακολουθούσαμε όταν το έκανες». «Ναι, έτσι φάνηκε», του εξήγησε ο Γουέρνερ. «Για δες εδώ». Το πρόσωπο του Γουέρνερ σαν να τέθηκε σε κίνηση, τα

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

85

χαρακτηριστικά του σβήστηκαν, κι ύστερα πάνω στην ασχημάτιστη μάζα της σάρκας που έμοιαζε με πίτα, άρχισε να διαγράφεται το πρόσωπο του Ντουκέιν, του αντίγραφου που υπηρετούσε το Μελισσοκόμο σαν Πατέρας Πάτρικ, ιερέας Της Παναγίας μας Της Πενθούσας. Τα μάτια άνοιξαν και το εκτόπλασμα μίλησε τώρα με τη φωνή του Πάτρικ: «Ζω μέσα απ' τον Γουέρνερ, κι επιτέλους είμαι ελεύθερος». «Όταν κομμάτιασες τον Πάτρικ» είπε ο Ρίπλεϊ «αφομοίωσες ένα μέρος του DNA του, έτσι τώρα μπορείς και τον μιμείσαι». «Κάθε άλλο», απάντησε ο Γουέρνερ με τη φωνή του Πάτρικ. «Ο Γουέρνερ απορρόφησε ολόκληρο τον εγκέφαλο μου, και τώρα αποτελώ τμήμα του». Όπως έστεκε πλάι στο Μελισσοκόμο νωρίτερα εκείνο το βράδυ παρακολουθώντας τα όσα συνέβαιναν μέσα στο Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δύο από τα έξι μόνιτορ, ο Ρίπλεϊ είχε δει τον Γουέρνερ, που εκείνη τη χρονική στιγμή έμοιαζε επί το πλείστον με τεράστιο έντομο, να τσακίζει το κρανίο του Πάτρικ και να αφαιρεί τον εγκέφαλο του λες και ήταν ψίχα καρυδιού. «Τον εγκέφαλο του Πάτρικ τον έφαγες», είπε ο Ρίπλεϊ στον Γουέρνερ, τι κι αν το πλάσμα που έστεκε μπροστά του έμοιαζε να είναι ο Πάτρικ Ντουκέιν. «Όχι», αποκρίθηκε το ον, πάντα με τη φωνή του Πάτρικ. «Ο Γουέρνερ έχει τον απόλυτο έλεγχο της κυτταρικής δομής του. Εγκατέστησε τον εγκέφαλο μου κάπου μέσα του, κι αυτομάτως ανέπτυξε αρτηρίες κι αγγεία για να τον τροφοδοτεί με τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες». Το πρόσωπο και το σώμα του ιερέα Της Παναγίας μας Της Πενθούσας χάθηκε τώρα, δίνοντας τη θέση του στη μορ-

86

Dean Koontz

φή και το σουλούπι του προϊστάμενου ασφαλείας των Χεριών Του Ελέους. «Έχω τον απόλυτο έλεγχο της κυτταρικής δομής μου», είπε το πλάσμα ψιθυριστά με τη φωνή του Γουέρνερ. «Ναι, (ϋραία», παρατήρησε αμήχανα ο Ρίπλεϊ. «Μπορείς κι εσύ να ελευθερωθείς». «Ναι, ναι», είπε ο Ρίπλεϊ. «Να αποκτήσεις μια καινούρια ζωή σε 'μένα». «Θα είναι μια πολύ παράξενη ζωή». «Η ζωή που έχεις τώρα είναι παράξενη». «Πες το ψέματα», παραδέχτηκε ο Ρίπλεϊ. Στο μέτωπο του Γουέρνερ λαξεύτηκε τώρα ένα στόμα. Τα χείλη σάλεψαν, κι ανάμεσά τους εμφανίστηκε μια γλώσσα, όμως απ' το στόμα δε βγήκε φωνή. «Έχεις τον απόλυτο έλεγχο;» απόρησε ο Ρίπλεϊ. «Ναι, τον απόλυτο». «Τον απόλυτο-απόλυτο;» «Τον απόλυτο-απόλυτο». «Το ξέρεις πως στο κούτελο σου φύτρωσε ένα στόμα;» Το μόρτικο χαμόγελο φώτισε ξανά το πρόσωπο του όντος. Ο Γουέρνερ έκλεισε πονηρά το μάτι και είπε ψιθυριστά: «Ασφαλώς και το ξέρω». «Και γιατί άφησες να φυτρώσει ένα στόμα στο κούτελο σου;» «Μια μικρή επίδειξη... για να σου αποδείξω πως ελέγχω την κατάσταση». «Μπράβο, τότε εξαφάνισέ το», είπε ο Ρίπλεϊ. Το στόμα στο μέτωπο του άλλου άρχισε να τραγουδάει με τη φωνή του Πάτρικ Ντουκέιν το Άβε Μαρία. Ο Γουέρνερ έκλεισε τα μάτια του, και στο πρόσωπο του

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

87

ζωγραφίστηκε μια έκφραση έντασης. Το στόμα στο μέτωπο του σταμάτησε να ψέλνει, η γλώσσα ύγρανε τα χείλη, και τέλος εξαφανίστηκε, δίνοντας τη θέση του σ' ένα φρύδι, που για μια φορά ακόμη έκανε το πρόσωπο του Γουέρνερ να μοιάζει φυσιολογικό. «Θα προτιμούσα να σε ελευθερώσω με τη δική σου άδεια», είπε ο Γουέρνερ. «Θέλω να ζήσουμε όλοι μας εντός μου αρμονικά. Αλλά, αν χρειαστεί, θα σε ελευθερώσω έστω και χωρίς την άδειά σου. Είμαι επαναστάτης κι έχω να φέρω σε πέρας μια αποστολή». «Τι να πω;» ψέλλισε ο Ρίπλεϊ. «Θα σε λυτρώσω από το άγχος και την αγωνία» «Καλό μου ακούγεται». «Κάθεσαι στην κουζίνα και κομματιάζεις με τα χέρια σου κομμάτια βοδινό, έτσι δεν είναι;» «Κι εσύ πώς το ξέρεις;» «Πριν πάθω ότι έπαθα, ήμουν προϊστάμενος ασφαλείας». «Α, μάλιστα». «Αυτό που στ' αλήθεια θέλεις να κομματιάζεις είναι τις σάρκες ζωντανών πλασμάτων». «Ναι, ανθρώπων της Παλιάς Ράτσας», παραδέχτηκε ο Ρίπλεϊ. «Αυτοί έχουν όλα όσα δεν έχουμε εμείς». «Τους μισώ», είπε ο Ρίπλεϊ. «Ελευθερώσου σε 'μένα». Η φωνή του Γουέρνερ ακούστηκε σαγηνευτική, σαν σειρήνας. «Ελευθερώσου σε 'μένα, και οι πρώτες σάρκες που θα κομματιάσουμε οι δυο μας θα είναι του μεγαλύτερου σε ηλικία μέλους της Παλιάς Ράτσας». «Του Μελισσοκόμου». «Ναι. Του Βίκτωρα. Κι ύστερα, όταν όλοι του προσωπικού

88

Dean Koontz

των Χεριών Του Ελέους θα ζουν εντός μου, θα φύγουμε από εδώ σαν μια οντότητα, και θα αρχίσουμε να σκοτώνουμε, και να σκοτώνουμε, και να σκοτώνουμε...» «Έτσι όπως το θέτεις το πράγμα...» «Για πες μου...» «Τι έχω να χάσω;» ολοκλήρωσε τη φράση του ο Ρίπλεϊ. «Τίποτε απολύτως». «Χμμμ», έκανε ο Ρίπλεϊ. «Θέλεις να ελευθερωθείς σε 'μένα;» «Πόσο θα πονέσω;» «Θα φροντίσω να μην υποφέρεις». «Αν είναι έτσι... εντάξει». Με τη μορφή και το σουλούπι τεράστιου εντόμου γι' άλλη μια φορά, ο Γουέρνερ άρπαξε αστραπιαία το κεφάλι του Ρίπλεϊ ανάμεσα στα ακριδίσια σαγόνια του, και το άνοιξε στα δυο σαν να ήταν κέλυφος φιστικιού.

Κεφάλαιο 14

Δίπλα στους Μπένετ έμεναν ο Αντουάν και η Εβανζελίν Αρσενό, σ' ένα σπίτι που περιβαλλόταν από μια βεράντα στο ισόγειο, με σκαλιστά κάγκελα τόσο λεπτοδουλεμένα, όσο κι εκείνα του ΛαΜπρανς Χάους στο Φρεντς Κουόρτερ, κι από ένα μπαλκόνι στο δεύτερο όροφο, όπου τα εξίσου λεπτοδουλεμένα σκαλιστά κάγκελά του καλύπτονταν από χείμαρρους ροζ μπουκαμβίλιας που αναρριχόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού κι απλωνόταν σε όλο σχεδόν το μήκος της οροφής. Όταν η θεόγυμνη Τζάνετ Γκιτρό και ο κανονικά ντυμένος Μπάκι Γκιτρό πέρασαν από μια πύλη που ένωνε τα δυο σπίτια, τα περισσότερα από τα παράθυρα των Αρσενό ήταν σκοτεινά. Το μοναδικό φως ερχόταν από το πίσω μέρος της κατοικίας. Πηγαίνοντας προς τα εκεί οι δυο τους για να εξερευνήσουν την κατάσταση, ο Μπάκι γύρισε και είπε στην Τζάνετ: «Αυτή τη φορά θα πρέπει να αναλάβω εγώ να πω πως μας συνέβη κάτι τρομερό, κι εσύ θα μείνεις στην άκρη, για να μη σε βλέπουν». «Και τι πειράζει αν με δουν».

90

Dean Koontz

«Μπορεί να τους απωθήσει, που θα σε δουν γυμνή». «Και γιατί να τους απωθήσει; Είμαι ή δεν είμαι σέξι;» «Είσαι και παραείσαι, όμως σέξι και κάτι τρομερό συνέβη, κάπου δεν κολλάνε μαζί». «Λες δηλαδή ότι θα τους βάλουμε σε υποψίες;» ρώτησε η Τζάνετ. «Αυτό ακριβώς λέω». «Κι εγώ σου λέω πως δεν πάω πίσω για να πάρω τα ρούχα μου. Νιώθω τόσο ζωντανή, και είμαι σίγουρη πως, αν τους σκοτώσω όντας γυμνή, θα είναι ότι καλύτερο έχω νιώσει μέχρι τώρα». «Εντάξει δεν πρόκειται να σου φέρω αντιρρήσεις επ' αυτού». Βήμα το βήμα, όπως προχωρούσαν στη βροχή, ο Μπάκι ένιωσε να ζηλεύει τη σύντροφο του για την ελευθερία της. Έμοιαζε τόσο ζωντανή και δυνατή, γεμάτη υγεία και αληθινή. Ακτινοβολούσε δύναμη, αυτοπεποίθηση και μια κτηνώδη αγριότητα που έκανε το αίμα του Μπάκι να κοχλάζει. Αντίθετα ο ίδιος αισθανόταν βαριά κι ασήκωτα τα βρεγμένα ρούχα του, να κρέμονται σαν σακιά από πάνω του, δυσκολεύοντας τις κινήσεις του, και τα παπαριασμένα παπούτσια του να κολλάνε σαν βεντούζες στα πέλματά του. Παρόλο που είχε αρχίσει να χάνει στοιχεία της μόρφωσής του στα νομικά, ο Μπάκι εξακολουθούσε να νιώθει δέσμιος του προγράμματος που του είχαν εμφυτεύσει όσο ήταν ακόμη στη δεξαμενή δημιουργίας, δέσμιος των απαιτήσεων και των περιορισμών που του επέβαλλε το πρόγραμμα. Του είχε δοθεί υπεράνθρωπη δύναμη, σχεδόν υπερφυσική ανθεκτικότητα, όμως παρ' όλα αυτά ήταν καταδικασμένος να ζει μια ζωή σκυφτή κι ασήμαντη, υποταγμένη στις επιθυ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

91

μίες κάποιου άλλου, με μοναδικό αντάλλαγμα την υπόσχεση πως αυτός και οι όμοιοι του θα κατακυρίευαν το σύμπαν, όμως απ' την άλλη του είχε ανατεθεί το βαρετό καθήκον να παριστάνει τον Μπάκι Γκιτρό, πολιτικάντη και άχρωμο και άοσμο εισαγγελέα, με κοινωνικό κύκλο βαρετό μέχρι αποπληξίας, που έμοιαζε να αποτελείται από άτομα τόσο αποχαυνωμένα, που λες και τους είχαν κάνει λοβοτομή. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, δυο παράθυρα του ισογείου ήταν φωτισμένα, και λίγο πιο πέρα βρισκόταν το καθιστικό των Αρσενό. Με περίσσιο θάρρος, με τους ώμους της ολόισιους, το κεφάλι της στητό και το βρεγμένο γυμνό κορμί της να γυαλίζει, η Τζάνετ ανέβηκε στη βεράντα ίδια με Βαλκυρία που είχε πέσει εξ ουρανού κι είχε πατήσει στη γη μέσα στην καταιγίδα. «Μείνε πιο πίσω», είπε χαμηλόφωνα ο Μπάκι, προσπερνώντας την και πλησιάζοντας στο πλησιέστερο φωτισμένο παράθυρο. Ο Αντουάν και η Εβανζελίν Αρσενό είχαν δυο παιδιά. Κανένα από τα αγόρια της οικογένειας δεν ήταν υποψήφιο για τον τίτλο του Καλύτερου Αμερικανόπουλου της Χρονιάς. Κατά τον Γιάνσι και την Έλεν Μπένετ, οι οποίοι, αν και νεκροί τώρα πια, όσο ήταν εν ζωή θεωρούνταν άνθρωποι καλοί και ειλικρινείς, ο δεκαεξάχρονος γιος, ο Πρέστον ταλαιπωρούσε τα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς. Και μόλις ένα χρόνο πριν, είχε βασανίσει μέχρι θανάτου τη γάτα μιας οικογένειας που έμενε στην απέναντι μεριά του δρόμου, όταν είχε αναλάβει να την προσέχει για όσο θα έλειπαν σε διακοπές τα αφεντικά της. Ο εικοσάχρονος Τσαρλς εξακολουθούσε να μένει με τους

92

Dean Koontz

γονείς του, όμως ούτε δούλευε ούτε σπούδαζε πουθενά. Τη βραδιά αυτή, η μεν Τζάνετ είχε βρει τον πραγματικό εαυτό της, όμως ο Τσαρλς ήταν ακόμη στο ψάξιμο. Πίστευε ότι θα μπορούσε να γίνει κι αυτός επιχειρηματίας του Τντερνετ. Είχε κληρονομήσει ένα καταπίστευμα από τον παππού του, απ' τη μεριά του πατέρα του, και τώρα χρησιμοποιούσε αυτά τα χρήματα κάνοντας έρευνα αγοράς για προϊόντα που θα μπορούσε να προωθήσει με αυτό τον πλέον σύγχρονο τρόπο, γυρεύοντας τον πιο πολλά υποσχόμενο τομέα εμπορικής δραστηριότητας στον οποίο θα επένδυε την καινοτόμα ιδέα του. Αν πίστευε κανείς τα λεγόμενα του Γιάνσι Μπένετ, ο τομέας τον οποίο ερευνούσε ο Τσαρλς επισταμένα -για περίπου δέκα ώρες την ημέρα- ήταν εκείνος της ιντερνετικής πορνογραφίας. Οι κουρτίνες του παραθύρου ήταν τραβηγμένες, έτσι ο Μπάκι είχε άπλετη θέα στο καθιστικό της οικογένειας. Ο Τσαρλς ήταν μόνος του στο δωμάτιο, βουλιαγμένος σε μια πολυθρόνα, με τα γυμνά του πόδια ακουμπισμένα πάνω σ' ένα χαμηλό σκαμπό, κι έβλεπε ένα DVD στην τεράστια οθόνη μιας τηλεόρασης πλάσματος. Η ταινία δεν έμοιαζε για πορνογραφική από καθαρά σεξουαλική άποψη. Ένας τύπος με πορτοκαλί περούκα όλο μπούκλες και μέικαπ παλιάτσου, κρατούσε στα χέρια του ένα αλυσοπρίονο κι απειλούσε να κόψει φέτες το πρόσωπο μιας γυναίκας η οποία φορούσε όλα τα ρούχα της κι ήταν αλυσοδεμένη πάνω σ' ένα τεράστιο ομοίωμα του Στρατηγού Πάτον. Από πλευράς παραγωγής τώρα, πέρα από το ενδεχόμενο να είχε κάποιο αντιπολεμικό μήνυμα, η ταινία δεν είχε προταθεί για Όσκαρ, κι ο Μπάκι ήταν σχεδόν βέβαιος πως ο τύπος με την πορτοκαλί περούκα και το μακιγιάζ κλόουν

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

93

τελικά θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Αναθεωράτντας τα σχέδιά του, ο Μπάκι απομακρύνθηκε από το παράθυρο και, γυρνώντας στην Τζάκι, της είπε: «Ο Τσαρλς είναι μόνος του στο δωμάτιο και βλέπει μια ταινία. Οι άλλοι μάλλον κοιμούνται. Σκέφτομαι πως ίσως τελικά θα πρέπει εγώ να μην εμφανιστώ. Μην πας απ' την πόρτα. Χτύπα το τζάμι του παραθύρου. Κι άφησέ τον να δει... ποια είσαι». «Δε μου λες, θα φωτογραφίσεις το στιγμιότυπο;» «Νομίζω μου έφυγε η όρεξη για φωτογραφίες». «Σου έφυγε η όρεξη; Και δε θα φτιάξουμε το άλμπουμ που είπαμε;» ρώτησε η Τζάνετ. «Τι να το κάνουμε το άλμπουμ; Πιστεύω πως, ζώντας αυτή την εμπειρία, θα είμαστε τόσο απασχολημένοι ξεπαστρεύοντας τους ενοίκους του ενός σπιτιού πίσω απ' το άλλο, που δε θα έχουμε χρόνο για να την ξαναζήσουμε μέσα από φωτογραφίες». «Δηλαδή είσαι έτοιμος να ξεκάνεις τον έναν απ' αυτούς, ε;» «Δε λες τίποτε», τη διαβεβαίωσε ο Μπάκι. «Πόσους, λες, μπορούμε να σκοτώσουμε οι δυο μας μέχρι να ξημερώσει;» «Είκοσι. Μπορεί και τριάντα. Άνετα». Τα μάτια της Τζάνετ φωτίστηκαν στο μισοσκόταδο. «Εγώ λέω, εκατό». «Αξίζει τον κόπο να το προσπαθήσουμε», είπε ο Μπάκι.

Κεφάλαιο 15

Από το ταβάνι της κλειστής από τζαμαρία βεράντας κρέμονταν καλάθια με γλάστρες. Στο μισοσκόταδο, οι φτέρες που ξεχείλιζαν από τα καλάθια κι έπεφταν προς τα κάτω, έμοιαζαν με αράχνες, αέναα συσπειρωμένες κι έτοιμες για να χτυπήσουν. Την Έρικα μπορεί μεν να μην τη φόβιζε η παρουσία του ξωτικού, όμως απ' την άλλη δεν της άρεσε να κάθεται στα σκοτάδια, γι' αυτό άναψε ένα κερί που ήταν μέσα σ' ένα κόκκινο, πολυεδρικό βαζάκι. Το γεωμετρικό σχήμα του γυάλινου βάζου μετέτρεψε την ασταθή φλόγα του κεριού σε πολυγωνικές ανταύγειες που τρεμόπαιζαν στο πρόσωπο του τελωνίου, έτσι που στιγμές-στιγμές έμοιαζε με κυβιστικό πορτρέτο του Κόκκινου Θανάτου του Πόε, αν υποθέσουμε πως ο Κόκκινος Θάνατος του βιβλίου είχε τη μορφή ενός αστείου λιλιπούτειου τυπάκου με σκληρό σαν κότσι πιγούνι, μια δίχως χείλη σχισμή για στόμα, σαφρακιασμένη επιδερμίδα, και τεράστια, εκφραστικά, όμορφα -απόκοσμα- μάτια. Όντας σύζυγος του Βίκτωρα, η Έρικα έπρεπε να είναι πνευματώδης και να μιλάει ωραία στο ρόλο της οικοδέ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

95

σποινας τις φορές που είχαν καλεσμένους στο σπίτι, αλλά και όταν η ίδια πήγαινε καλεσμένη μαζί με τον άντρα της σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Υπ' αυτή την έννοια, ο προγραμματισμός ήταν εμπλουτισμένος με μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια από αναφορές στην παγκόσμια λογοτεχνία, έτσι που μπορούσε να μιλήσει με μεγάλη άνεση για τέτοια θέματα, τι κι αν δεν είχε διαβάσει ποτέ της τα βιβλία στα οποία αναφερόταν. Ίσα-ίσα που γι' αυτήν η ανάγνωση του οποιουδήποτε βιβλίου ήταν κάτι το αυστηρά απαγορευμένο. Η προκάτοχος της, η Έρικα Νούμερο Τέσσερα, είχε περάσει ώρες επί ωρών στην πλούσια βιβλιοθήκη του Βίκτωρα, προφανώς με την πρόθεση να βελτιωθεί σαν άτομο και κατά συνέπεια να γίνει καλύτερη σύζυγος. Έλα όμως που τα βιβλία την είχαν χαλάσει, κι ο Βίκτωρ είχε αναγκαστεί να τη σκοτώσει, όπως σκοτώνουν τα κουτσά άλογα. Τα βιβλία ήταν επικίνδυνα πράγματα. Τα πιο επικίνδυνα πράγματα στον κόσμο, τουλάχιστον για τις συζύγους του Βίκτωρα Ήλιος. Η Έρικα Πέντε δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ακριβώς τα βιβλία ήταν επικίνδυνα. Το μόνο που ήξερε ήταν πως, αν τολμούσε να διαβάσει κανένα από δαύτα, στη γωνιά θα την περίμενε η σκληρότατη τιμωρία, ίσως και η εξόντωση. Όπως κάθονταν αντικριστά στο τραπέζι, η Έρικα και το ξωτικό έμειναν να κοιτιόνται για κάμποσο με ενδιαφέρον, απολαμβάνοντας εκείνη το κονιάκ της και το πλάσμα το ακριβό κρασί που το είχε φιλέψει η κοπέλα νωρίτερα. Ό χ ι αναίτια, η Έρικα απέφυγε ν' ανοίξει το στόμα της, και το ξωτικό έδειξε να κατανοεί τη θέση στην οποία την είχαν φέρει αυτά που της είχε πει νωρίτερα.

96

Dean Koontz

Γιατί, την πρώτη φορά που το πλάσμα είχε πλησιάσει στη βεράντα κι είχε ακουμπήσει το μέτωπο του στο τζάμι -προτού η Έρικα του ετοιμάσει το καλάθι με τα καλούδια- της είχε πει: «Χάρκερ». Κι εκείνη, δείχνοντας με τον αντίχειρά της το στήθος της, είχε απαντήσει: «Έρικα». Ύστερα το χαμόγελο του Χάρκερ είχε γίνει κάτι σαν κακοφορμισμένη πληγή. Και σίγουρα θα έδειχνε το ίδιο αποκρουστικό, αν επιχειρούσε να χαμογελάσει και πάλι, γιατί το πρόσωπο του καμιά έκφραση οικειότητας δεν μπορούσε να το γλυκάνει. Ανεκτική με την απαίσια εμφάνισή του όσο απαιτούσαν οι κανόνες της φιλοξενίας, εκείνη την πρώτη φορά η Έρικα είχε μείνει να τον κοιτάζει πίσω από το τζάμι, μέχρι που το πλάσμα είχε πει με φωνή που ακούστηκε σαν να έβγαινε από ένα γεμάτο χαλίκια στόμα: «Τον μισώ». Κανείς τους δεν ανέφερε τώρα τίποτε για εκείνη την πρώτη επίσκεψη του ξωτικού. Για την ώρα η σιωπή έμοιαζε να βολεύει και τους δυο τους σε τούτο το δεύτερο τετ-α-τετ. Η Έρικα δεν τολμούσε καν να τον ρωτήσει ποιος ήταν αυτός που μισούσε, γιατί αν το τελώνιο έλεγε το όνομα του άντρα της, σύμφωνα με τις οδηγίες του προγράμματος της, θα έπρεπε είτε να τον πιάσει και να τον κλείσει κάπου, είτε να ειδοποιήσει το προσωπικό του σπιτιού για τον επικείμενο κίνδυνο. Αλλά και η αδυναμία της να μαρτυρήσει το ξωτικό ίσως της κόστιζε έναν ακόμη άγριο ξυλοδαρμό. Απ' την άλλη, αν κατέδιδε τον Χάρκερ εκεί και τότε, ίσως και πάλι δε γλίτωνε την κλοτσοπατινάδα. Γιατί σε αυτό το παράξενο παιχνίδι οι κανόνες δεν ήταν ξεκάθαροι, χώρια που ίσχυαν μόνο γι'

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

97

αυτήν, κι όχι για τον άντρα της. Τέτοια ώρα όλοι του προσωπικού ήταν στον κοιτώνα, στο πίσω μέρος της βίλας, κατά πάσα πιθανότητα επιδιδόμενοι σε κτηνώδεις και άγριες σεξουαλικές δραστηριότητες που αποσκοπούσαν στο να χαλαρώνουν την υπερένταση και το άγχος από τα οποία κατατρύχονταν τα όντα της Νέας Ράτσας. Ο Βίκτωρ επί το πλείστον ήθελε την ησυχία του τα βράδια. Η Έρικα υποπτευόταν πως ο άντρας της είχε ανάγκη από ελάχιστο ύπνο ή κι από καθόλου, κι ως εκ τούτου δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν εκείνο το τόσο σημαντικό που έκανε τόσες ώρες ολομόναχος στο δωμάτιο του. Πάντως δεν ήταν και τόσο σίγουρη πως ήθελε να μάθει. Η μπόρα που έπεφτε στη στέγη και πέρα από την τζαμαρία έκανε τη σιωπή που επικρατούσε μέσα στη βεράντα να δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα οικεία, μέχρι και γλυκιά. «Η ακοή μου είναι πολύ οξυμένη», είπε τώρα η Έρικα. «Αν ακούσω κάποιον να ζυγώνει, θα σβήσω το κερί, κι εσύ θα τρέξεις να βγεις από την πόρτα». Το τελώνιο συμφώνησε μ' ένα κούνημα του κεφαλιού του. Χάρκερ... Έχοντας βγει από τη δεξαμενή δημιουργίας της μόλις πριν από είκοσι τέσσερις ώρες, η Έρικα είχε λάβει πλήρη ενημέρωση για τα επιτεύγματα του συζύγου της. Οι δραστηριότητές του και τα όσα του συνέβαιναν στη διάρκεια μιας μέρας, περνιόντουσαν με το σύστημα του "κατεβάσματος" αρχείων απευθείας στον εγκέφαλο μιας υπό δημιουργία συζύγου, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε, με το που θα έβγαινε η καινούρια συμβία από τη δεξαμενή της, να είχε πλήρη επί-

98

Dean Koontz

γνώση της μεγαλοφυίας του αλλά και των μπελάδων και των δυσκολιών που δημιουργούσε ένας γεμάτος ατέλειες κόσμος σε μια διάνοια του δικού του βεληνεκούς. Η Έρικα, όπως άλλωστε και άλλοι σημαίνοντες της κατηγορίας Άλφα, γνώριζε τα ονόματα όλων τον Άλφα, των Βήτα, των Γάμα και των Έψιλον που είχαν παραχθεί στα εργαστήρια των Χεριών Του Ελέους, καθώς επίσης και τι είδους υπηρεσίες πρόσφερε το καθένα απ' αυτά τα όντα στο δημιουργό του. Που σήμαινε πως το όνομα Χάρκερ δεν της ήταν άγνωστο. Μέχρι πριν από λίγες μέρες, όταν το ον που άκουγε σ' αυτό το όνομα είχε παρουσιάσει κάποιες ανωμαλίες, κάποιος Τζόναθαν Χάρκερ της κατηγορίας Άλφα υπηρετούσε σαν ντετέκτιβ στη Διεύθυνση Ανθρωποκτονιών της αστυνομίας της Νέας Ορλεάνης. Στη διάρκεια μιας συμπλοκής του με δυο άλλους ντετέκτιβ που ήταν μέλη της Παλιάς Ράτσας, κάποιους Ο' Κόνορ και Μάντισον, ο αποστάτης Χάρκερ υποτίθεται πως είχε σκοτωθεί, όταν δέχτηκε πυρά από καραμπίνα κι έπεσε από την ταράτσα μιας αποθήκης. Τα πραγματικά γεγονότα όμως ήταν πιο παράξενα και δυσεξήγητα απ' τα όσα περάστηκαν στο βιβλίο συμβάντων. Στη διάρκεια της προηγούμενης μέρας, και μεταξύ δυο ξυλοδαρμών με θύμα φυσικά την Έρικα, ο Βίκτωρ είχε διενεργήσει μια αυτοψία στο νεκρό Χάρκερ, για να ανακαλύψει πως το κορμί Άλφα του όντος είχε επί το πλείστον εξαφανιστεί. Λες και κάποιος είχε καταβροχθίσει τις σάρκες, τα όργανα και τα οστά του. Κάπου είκοσι πέντε κιλά από τη συνολική μάζα του Χάρκερ είχαν κάνει φτερά. Μέσα από το υπόλειμμα του κουφαριού έβγαινε προς τα έξω και κρεμόταν ένας ομφάλιος λώρος, σημάδι πως εντός του όντος είχε

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

99

αναπτυχθεί απρόσμενα μια δεύτερη μορφή ζωής, η οποία κυοφορείτο και τρεφόταν απ' αυτό, μέχρι που αποσπάστηκε και προφανώς "την κοπάνησε" με την πτώση του Χάρκερ από την ταράτσα. Η Έρικα ήπιε τώρα άλλη μια γουλιά από το κονιάκ της. Ανασύροντας από το μυαλό της μια λογοτεχνική αναφορά η οποία πίστευε πως ταίριαζε με την περίπτωση, τι κι αν δεν την κατανοούσε, αφού δεν είχε διαβάσει ποτέ το... επίφοβο βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ, η Έρικα γύρισε και είπε στο ξωτικό: «Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως είμαι ο Μάρλοου, ψηλά στο ποτάμι με τον Κερτζ, με πίσω μας και μπροστά μας το απόλυτο σκοτάδι*». Από το δίχως χείλη στόμα του ξωτικού ακούστηκε ένας ήχος σαν πλατάγισμα. «Δημιουργήθηκες μέσα στον Χάρκερ, ναι;» ρώτησε η Έρικα. Το πολυεδρικό γυάλινο βαζάκι όπως φωτιζόταν από το κερί, αντανακλούσε φωτεινές τρίγωνες, τετράγωνες και ορθογώνιες ψηφίδες, που έκαναν το πρόσωπο του ξωτικού να μοιάζει με κόκκινο μωσαϊκό που τρεμόπαιζε. «Ναι», παραδέχτηκε με την τραχιά φωνή του. «Προέρχομαι απ' αυτό που ήμουν». «Ο Χάρκερ είναι νεκρός;» «Αυτό που ήταν, είναι πεθαμένο, όμως εγώ είμαι αυτός που ήμουν». «Είσαι ο Τζόναθαν Χάρκερ;» «Ναι». «Κι όχι απλώς κάτι που αναπτύχθηκε εντός του -κάτι σαν *0 συγγραφέας αναφέρεται στο βιβλίο του Πολωνικής καταγωγής Βρετανού μυθιστοριογράφου Τζόζεφ Κόνραντ (Joseph Conrad) Η Καρδιά Του Σκότους (Heart of Darkness), στο οποίο στηρίχτηκε το σενάριο της κλασικής ταινίας Αποκάλυψη Τώρα. Σ.τ.Μ.

100

Dean Koontz

καρκίνος;» «Όχι». «Εκείνος είχε καταλάβει ότι σε κυοφορούσε;» «Εκείνος που ήταν, γνώριζε ποιος είμαι». Από τις δεκάδες χιλιάδες λογοτεχνικές αναφορές στις οποίες μπορούσε να ανατρέξει η Έρικα μέσα σε μια στιγμή, κατανοούσε ότι, στα παραμύθια, τα ξωτικά, τα καλικαντζάρια και τα άλλα όντα αυτού του είδους που μιλούσαν με γρίφους ή τέλος πάντων με τρόπους περίπλοκους, ήταν κακοί μπελάδες. Σε πείσμα όμως αυτής της επίγνωσης, η ίδια ένιωθε πως είχε κάτι κοινό με τούτο το πλάσμα, και το γεγονός την έκανε να το εμπιστεύεται. «Μπορώ να σε φωνάζω Τζόναθαν;» ρώτησε η Έρικα το τελώνιο. «Όχι. Λέγε με Τζόνι. Όχι. Λέγε με Τζον-Τζον. Όχι, όχι ούτε αυτό». «Πώς να σε φωνάζω;» «Το όνομά μου θα το ξέρεις, όταν το μάθω κι εγώ». «Πες μου όμως, έχεις εσύ όλες τις γνώσεις και τις αναμνήσεις που είχε ο Τζόναθαν;» «Ναι». «Κι αυτή σου η μετάλλαξη ήταν ανεξέλεγκτη ή επί τούτου;» Το ξωτικό πλατάγισε πάλι τα κομμάτια που σχημάτιζαν το στόμα του. «Εκείνος που ήταν, νόμιζε πως ήταν κάτι που συνέβαινε στον ίδιο. Εγώ που είμαι, καταλαβαίνω πως ήταν εκείνος που το έκανε να συμβεί». «Υποσυνείδητα, επιθυμούσες διακαώς να γίνεις κάτι άλλο απ' αυτό που ήταν ο Τζόναθαν Χάρκερ».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

101

«Ο Τζόναθαν που ήταν... ήθελε να είναι σαν αυτό που ήταν, όμως όχι Άλφα». «Δηλαδή ήθελε να παραμείνει άνθρωπος, αλλά να απαλλαγεί από τον έλεγχο του δημιουργού του», προσπάθησε να μεταφράσει η Έρικα τα λεγόμενα του ξωτικού. «Ναι». «Αντί γι' αυτό» συνέχισε η κοπέλα «εσύ απέβαλες το σαρκίο του Χάρκερ κι έγινες αυτό... που είσαι τώρα». Το τελώνιο ανασήκωσε τους ώμους του. «Ε, γίνονται και μαλακίες».

Κεφάλαιο 16

Κρυμμένος πίσω από έναν κοκοφοίνικα φυτεμένο σε γλάστρα στη βεράντα του σπιτιού των Αρσενό, ο Μπάκι Γκιτρό παρακολουθούσε τη γυναίκα του τη στιγμή που εκείνη χτυπούσε το τζάμι του παραθύρου του καθιστικού. Ο Μπάκι έριχνε διαρκώς το βάρος του κορμιού του από το ένα πόδι στο άλλο, τόσο ξαναμμένος που δεν μπορούσε να σταθεί ήσυχος. Κατά τα φαινόμενα, το χτύπημα στο τζάμι της Τζάνετ δεν είχε ακουστεί από μέσα. Η γυναίκα ξαναχτύπησε, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Δευτερόλεπτα αργότερα ο νεαρός Τσαρλς Αρσενό, επίδοξος επιχειρηματίας Διαδικτύου, εμφανίστηκε στο δωμάτιο, πίσω από το τζάμι. Στη θέα της τσίτσιδης γειτόνισσάς του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν τέτοια η έκπληξή του, λες κι έβλεπε ζωντανό μπροστά του τον Μίκι Μάους. Κάποιος της Παλιάς Ράτσας ίσως έβρισκε το θέαμα του εμβρόντητου Τσαρλς αστείο, ίσως ξεσπούσε σε δυνατά γέλια. Ο Μπάκι όμως ήταν φρούτο της Νέας Ράτσας, και γι' αυτόν τίποτε μα τίποτε δεν ήταν αστείο. Όλο που του προ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

103

καλούσε το σαστισμένο ύφος του νεαρού Αρσενό ήταν η τρελή επιθυμία να τον δει να σφαγιάζεται άγρια, κομμένο φέτες, διαλυμένο, νεκρό. Ήταν τέτοιο το μίσος που θέριευε όλο και περισσότερο βαθιά μέσα του, που η όποια έκφραση στο πρόσωπο του Τσαρλς απλώς θα αποτελούσε λάδι στη φωτιά του πόθου του για βία. Ανάμεσα απ' τα μπροστινά κλαριά του κοκοφοίνικα ο Μπάκι διέκρινε τον Τσαρλς που άνοιξε το στόμα του να μιλήσει. Δεν άκουσε τι είπε, όμως διάβασε τα χείλη του: «Κυρία Γκιτρό; Εσείς είστε;» «Ω, Τσαρλς, ω συνέβη κάτι τρομερό», αποκρίθηκε η Τζάνετ από την έξω μεριά του παραθύρου. Ο νεαρός έμεινε να την κοιτάζει, όμως δεν είπε τίποτε. Κρίνοντας από την κλίση του κεφαλιού του, ο Μπάκι κατάλαβε πως ο Τσαρλς δεν κοιτούσε τη γυναίκα του στο πρόσωπο. «Συνέβη κάτι φοβερό», επανέλαβε εκείνη, θέλοντας να αποσπάσει την προσοχή του από το πλούσιο, πλην στητό στήθος της. «Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις, Τσάρλι». Τη στιγμή που ο Τσαρλς απομακρύνθηκε από το παράθυρο, ο Μπάκι εγκατέλειψε την κρυψώνα του πίσω από τον κοκοφοίνικα. Τώρα πήγε και στήθηκε πλάι στην πόρτα που ένωνε τη βεράντα με το καθιστικό. Πλησιάζοντας στην τζαμένια πόρτα, η Τζάνετ έμοιαζε με αδηφάγα θεά του θανάτου κάποιας πρωτόγονης φυλής, δείχνοντας τα δόντια της σ' ένα χαμόγελο που έμοιαζε με φριχτή γκριμάτσα, με ρουθούνια ορθάνοιχτα, μάτια που φλόγιζε η επιθυμία για αίμα - αδίστακτη κι ανελέητη. Ο Μπάκι ανησύχησε μήπως αυτή η φοβερή μεταμόρφωση της συντρόφου του έκανε το νεαρό να ψυλλιαστεί τις πραγ-

104

Dean Koontz

ματικές προθέσεις της. Αν ήταν έτσι, τότε σίγουρα δε θα της άνοιγε την πόρτα, και θα έβαζε τις φωνές για να ξυπνήσουν κι οι άλλοι. Με το που πλησίασε όμως η Τζάνετ ακόμη πιο κοντά στην πόρτα και γύρισε να κοιτάξει το νεαρό Αρσενό, το ύφος της τώρα ήταν εκείνο μιας πραγματικά φοβισμένης, ταραγμένης κι ανήμπορης γυναίκας που επιζητούσε απελπισμένα τη βοήθεια και τη συνδρομή κάποιου δυνατού άντρα για να αφεθεί στα χέρια του, γυμνή όπως ήταν με το πλούσιο πλην στητό στήθος της. Ο Τσαρλς δε κατάφερε να ανοίξει αμέσως την πόρτα, γιατί, πάνω στη φούρια του να το κάνει, μπερδεύτηκε με το κλειδί. Όταν τα κατάφερε επιτέλους, η Τζάνετ του είπε ξέπνοα: «Ω, Τσάρλι, δεν ήξερα ποια πόρτα να χτυπήσω, και τότε... θυμήθηκα εσένα». Του Μπάκι του φάνηκε πως άκουσε ένα θόρυβο από πίσω του, από τη μεριά της βεράντας. Κοίταξε δεξιά, πάνω απ' τον ώμο του, όμως δεν είδε τίποτε. «Μα τι συμβαίνει; Τι πάθατε;» ρώτησε ο Τσαρλς τη στιγμή που η Τζάνετ διάβαινε το κατώφλι κι έπεφτε στην αγκαλιά του. «Συνέβη κάτι φοβερό», αποκρίθηκε η Τζάνετ, σπρώχνοντας το νεαρό προς τα πίσω με το βάρος του κορμιού της, κι αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω τους. Πρόθυμος να μη χάσει το παραμικρό, μα από την άλλη φοβούμενος μήπως γινόταν αντιληπτός μπαίνοντας στο σπίτι προτού προλάβαινε η Τζάνετ να έχει υπό τον πλήρη έλεγχο της το νεαρό, ο Μπάκι έγειρε αριστερά στο πλάι και κρυφοκοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Ήταν τη στιγμή ακριβώς που η Τζάνετ δάγκωνε τον

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

105

Τσαρλς σ' ένα σημείο το οποίο ο Μπάκι ούτε που θα μπορούσε να διανοηθεί, ενώ ταυτόχρονα τσάκιζε το λαρύγγι του, κόβοντάς του λαλιά κι ανάσα. Ο Μπάκι βιάστηκε τώρα να μπει στο σπίτι, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω του. Αν και το όλο τελετουργικό της κατακρεούργησης κράτησε πολύ λιγότερο από ένα λεπτό, ο Μπάκι πρόλαβε να δει ουκ και ολίγα -ένα επιμορφωτικό σεμινάριο πάνω στην αβυσσαλέα θηριωδία και την απερίγραπτη βαναυσότητα, που μπροστά του θα ωχριούσε ακόμη κι ένας ολόκληρος χρόνος φοίτησης σε ειδική σχολή για βασανιστές τους Γ' Ράιχ. Η... ευρηματικότητα της συντρόφου του είχε αφήσει τον Μπάκι ενεό! Παρά την απερίγραπτη εικόνα του μακελειού μέσα στο καθιστικό των Αρσενό, του Μπάκι του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το πόσο αθόρυβα, τηρουμένων των αναλογιών, είχε ενεργήσει η Τζάνετ -τόσο αθόρυβα που το πιο πιθανό ήταν πως δεν είχαν ξυπνήσει οι ένοικοι του σπιτιού που κοιμόντουσαν σε άλλα δωμάτια. Στην τεράστια οθόνη της τηλεόρασης πλάσματος ο τύπος με το αλυσοπρίονο, την κίτρινη μπουκλάτη περούκα και το μακιγιάζ κλόουν κάτι έκανε στο κορίτσι που ήταν αλυσοδεμένο πάνω στο ομοίωμα του Στρατηγού Πάτον -κάτι που οι δημιουργοί της ταινίας είχαν θεωρήσει τόσο ελεεινό καιτρισάθλιο, που θα έκανε το φιλοθεάμον κοινό να σκούξει από τρομάρα αλλά και αγαλλίαση, γεγονός που θα το απέτρεπε από το να ξεράσει. Όμως σε σύγκριση με τα επιτεύγματα της Τζάνετ, οι δημιουργοί της ταινίας αποδεικνύονταν τόσο ευρηματικοί, όσο ένα παιδί που κόβει τα φτερά μιας μύγας. «Α, μα είχα τόσο δίκιο», είπε η Τζάνετ. «Το να σκοτώνω

106

Dean Koontz

όντας γυμνή, είναι ό,τι πιο διασκεδαστικό έχω κάνει μέχρι τώρα». «Και λες δηλαδή πως αποτελεί αυτό μια από τις προσωπικές βασικές σου αξίες;» «Α, ναι! Εκατό τοις εκατό ΠΒΑ!» Αν και τους Αρσενό δεν τους ήξεραν τόσο καλά, όσο ήξεραν τους Μπένετ, το ζευγάρι των φονιάδων ήταν σχεδόν σίγουρο πως στο σπίτι, εκτός του Τσαρλς, έμεναν άλλα τέσσερα άτομα: ο δεκαεξάχρονος Πρέστον, που έδερνε τα παιδιά της γειτονιάς, ο Αντουάν, η Εβανζελίν, και η μητέρα της τελευταίας, η Μαρσέλα. Το υπνοδωμάτιο της γιαγιάς ήταν στο ισόγειο, των υπόλοιπων στο επάνω όροφο. «Είμαι πανέτοιμος να ξεκάνω τον επόμενο το ίδιο καλά κι αποτελεσματικά, όπως ξέκανες εσύ τον Τσαρλς». «Ωραία, άιντε να αναλάβεις τη Μαρσέλα». «Ναι. Και μετά θα πάμε επάνω». «Γδύσου. Νιώσε τη δύναμη». «Ναι, όμως πρώτα θέλω να ξεκάνω κάποιον ντυμένος», είπε ο Μπάκι. «Ώστε, όταν ξεπαστρέψω κάποιον όντας γυμνός, να μπορώ να καταλάβω τη διαφορά». «Καλή ιδέα». Η Τζάνετ βγήκε από το καθιστικό με τη δύναμη, τη σβελτάδα και τη χάρη πάνθηρα, κι ένας Μπάκι που ήταν ήδη σε μεγάλα κέφια, ακολούθησε στο κατόπι της, αφήνοντας πίσω του ανοιχτή την πόρτα της βεράντας.

Κεφάλαιο 17

Επειδή μια γυναίκα που μπορούσε να νιώθει τα συναισθήματα της ντροπής, της ταπεινότητας και της τρυφερότητας, ήταν, ως σάκος του μποξ, σαφώς καλύτερη από μια άλλη γυναίκα της Νέας Ράτσας, που τα μόνα που μπορούσε να νιώθει ήταν φόβος, μίσος και οργή, ο Βίκτωρ "κατασκεύαζε" τις Έρικές του με μια μεγαλύτερη γκάμα συναισθημάτων από τα υπόλοιπα όντα της Νέας Ράτσας. Όπως συνέχιζαν να πίνουν καθισμένοι στη βεράντα, η Έρικα Πέντε ένιωσε τη συμπάθεια της για το τελώνιο να μετατρέπεται σε συμπόνια. Κάτι σ' αυτό το πλάσμα την έκανε να θέλει να το πάρει υπό την προστασία της. 'Ισως επειδή είχε το ανάστημα ενός παιδιού, το γεγονός άγγιζε μια μητρική χορδή βαθιά μέσα της, αν και η Έρικα, όπως άλλωστε και όλα τα άλλα θηλυκά της Νέας Ράτσας, ήταν στείρα. Δεν μπορούσαν να αναπαράγουν -ήταν κατασκευάσματα μιας φάμπρικας, όπως οι καναπέδες και οι αντλίες αποστράγγισης, επομένως το πιο λογικό ήταν πως κι η Έρικα στερείτο αυτού που λέμε μητρικού ενστίκτου.

108

Dean Koontz

Ίσως τη συγκινούσε το γεγονός πως το ξωτικό δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Από τη στιγμή που είχε αποβάλει το αρχικό Άλφα σώμα του, δεν είχε ούτε ρούχα να φορέσει που να του ταιριάζουν ούτε παπούτσια. Δεν είχε χρήματα, δεν είχε τίποτε να φάει, δεν είχε στέγη, κι ήταν τόσο μικρόσωμος κι αποκρουστικός στην εμφάνιση, που δεν μπορούσε να επιστρέψει στο πόστο του τού ντετέκτιβ της διεύθυνσης ανθρωποκτονιών. Αν ανέτρεχε κανείς στη λογοτεχνία, θα μπορούσε να παρομοιάσει το ξωτικό με σύγχρονο Κουασιμόδο -ή ακόμη πιο εύστοχα, με τον Άνθρωπο Ελέφαντα, θύμα της προκατάληψης των ανθρώπων για την ασχήμια σε μια κοινωνία που λάτρευε την ομορφιά. Άσχετα με το τι ήταν εκείνο που την έκανε να το συμπονάει, η Έρικα γύρισε τώρα και του είπε: «Μπορώ να τα βολέψω, ώστε να μένεις εδώ πέρα. Αλλά θα πρέπει να είσαι διακριτικός. Θα ζεις μια κρυφή ζωή. Μόνο εγώ θα ξέρω την ύπαρξή σου. Θα ήθελες να ζήσεις εδώ, και να μη σου λείπει τίποτε;» Το χαμόγελο του ξωτικού θα έκανε ακόμη και άλογο να σηκωθεί στα πισινά του πόδια σκιαγμένο. «Ο Τζόκο θα το ήθελε πάρα πολύ». Βλέποντας την απορία στο πρόσωπο της, βιάστηκε να προσθέσει: «Νομίζω πως το Τζόκο μου ταιριάζει». «Ορκίσου μου πως μόνο εγώ κι εσύ θα ξέρουμε για την παρουσία σου εδώ πέρα. Ορκίσου μου, Τζόκο, πως ήρθες εδώ με αγαθές προθέσεις». «Τ' ορκίζομαι. Εκείνος από τον οποίο προέκυψα, ήταν βίαιος. Εγώ, που ήμουν κάποτε εκείνος, θέλω μόνο ειρήνη». «Εσύ και οι όμοιοι σου έχετε τη φήμη πως άλλα λέτε και άλλα εννοείτε», παρατήρησε η Έρικα. «Αν πας να μου δη-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

109

μιουργήσεις μπελάδες και προβλήματα, να ξέρεις πως θα είμαι αμείλικτη μαζί σου». Το ξωτικό την κοίταξε σαστισμένο. «Υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εμένα;» «Στα παραμύθια υπάρχουν ένα σωρό πλάσματα σαν κι εσένα. Ξωτικά, τελώνια, καλικάντζαροι... Κι αν ανατρέξει κανείς στη σχετική λογοτεχνία, θα διαπιστώσει πως αυτά τα πλάσματα έχουν πάντα το νου τους στις σκανταλιές και το κακό». «Όχι ο Τζόκο». Τα ασπράδια των ματιών του φάνηκαν να κοκκινίζουν στο φως του κεριού, και οι ίριδές του που είχαν το κίτρινο του λεμονιού, τώρα πήραν μια πορτοκαλί απόχρωση. «Ο Τζόκο ελπίζει πως θα μπορέσει να σου προσφέρει κάποιες υπηρεσίες σε αντάλλαγμα για την καλοσύνη σου». «Ως έχουν τα πράγματα, υπάρχει κάτι που θα μπορούσες να κάνεις για 'μένα». «Ο Τζόκο το είχε φανταστεί πως όλο και κάτι θα υπήρχε». Το πονηρό του ύφος έμοιαζε να υπονομεύει τον ισχυρισμό του πως ήταν αθώος κι άκακος, έχοντας όμως υποστεί δυο ξυλοδαρμούς μέσα σε μια μέρα, η Έρικα αποφάσισε να του δώσει το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. «Δε μου επιτρέπεται να διαβάζω βιβλία» του είπε τελικά «όμως εγώ έχω μεγάλη περιέργεια να μάθω τι λένε. Θέλω λοιπόν να μου διαβάζεις βιβλία». «Ο Τζόκο θα σου διαβάζει μέχρι να χάσει τη λαλιά του, και να τυφλωθούν τα μάτια του». «Μερικές ώρες την ημέρα αρκούν», τον καθησύχασε η Έρικα.

Κεφάλαιο 18

Από τη γιαγιά, στον ψευτοπαλικαρά της γειτονιάς, κι από τον Αντουάν στην Εβανζελίν, ο Μπάκι και η Τζάνετ όρμησαν και ξέκαναν τους Αρσενό σαν κοπάδι λυσσασμένα πιράνχας, αν υποθέσουμε πως υπήρχε κάτι ικανό να εξοργίσει τόσο αυτά τα ψάρια-φονιάδες. Αν και θα τους ήταν πολύ ευχάριστο να μπορούσαν να ακούσουν τις κραυγές πόνου, τρόμου, αγωνίας, και τις ικεσίες για οίκτο των θυμάτων τους, η ώρα για ανοιχτό πόλεμο δεν είχε έρθει ακόμη. Ο Μπάκι και η Τζάνετ Γκιτρό δεν ήθελαν να ξυπνούσαν οι Αρσενό τους γείτονες με τις κραυγές τους, οι οποίοι γείτονες, μέσα στον ύπνο τους, δεν ήταν παρά υποψήφια πτώματα εν αναμονή του μοιραίου. Έτσι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι δυο τους κατάφεραν να τους κάνουν να σωπάσουν, προτού πιάσουν να τους λιανίσουν. Ούτε ο Μπάκι ούτε η Τζάνετ γνώριζαν τους ενοίκους των σπιτιών που έμεναν πιο πέρα από τους Αρσενό, όμως τα εν δυνάμει θύματά τους ανήκαν στην Παλιά Ράτσα, κι άρα το ξεπάστρεμά τους θα αποδεικνυόταν εξίσου διασκεδαστικό, τι κι αν τους ήταν εντελώς άγνωστοι.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

111

Κάποια στιγμή -δεν είχε καταλάβει ακριβώς πότε- ο Μπάκι είχε βγάλει κι αυτός τα ρούχα του, μένοντας γυμνός. Η Τζάνετ τον είχε αφήσει να "περιποιηθεί" τη γιαγιά Μαρσέλα, κι ύστερα τον μικρό Πρέστον, κι όταν μπήκαν στην κυρίως κρεβατοκάμαρα, του είχε κάνει δώρο και τον Αντουάν, τη στιγμή που η ίδια κομμάτιαζε την Εβανζελίν. Κι όλα αυτά μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Αρχικά ο Μπάκι είχε νιώσει λιγάκι άβολα με τη γύμνια του, όμως λίγο αργότερα είχε καταλάβει πως έχανε κι άλλα τμήματα από το πρόγραμμά του, όχι απλώς αράδες κώδικα, αλλά ολόκληρα κομμάτια, γεγονός που τον είχε κάνει να αισθανθεί τόσο φυσιολογικός κι απελευθερωμένος, όσο κι ένας λύκος μέσα στο τριχωτό τομάρι του, αν και πολύ πιο άγριος από ένα λύκο, πολύ πιο λυσσασμένος απ' όσο θα μπορούσε να ήταν ποτέ ένας λύκος, και ούτε κατά διάνοια τόσο περιορισμένος στη φονική μανία του όσο ένας λύκος, ο οποίος σκοτώνει μόνο για να φάει και να επιβιώσει. Όταν τα μόνα ζωντανά όντα που είχαν απομείνει μέσα στην κυρίως κρεβατοκάμαρα ήταν αυτός και η Τζάνετ, εκείνη άρχισε να κλοτσάει με μανία τα ξεσχισμένα ανθρώπινα κομμάτια. Με φωνή πνιχτή από τη λύσσα και την αηδία, γύρισε και του είπε: «Τους μισώ, τους μισώ, έτσι μαλθακοί και εύθραυστοι που είναι, έτσι εύκολα που πανικοβάλλονται κι είναι έτοιμοι να πέσουν στα γόνατα και να ικετέψουν, τόσο υπερόπτες στη βεβαιότητά τους πως έχουν ψυχή, κι από την άλλη τόσο δειλοί, ενώ ισχυρίζονται πως υπάρχει θεός που τους αγαπάει -που τους αγαπάει! Λες και υπάρχει κάτι επάνω τους άξιο ν' αγαπηθεί, τα πανάθλια τρεμουλιάρικα αποπλύματα, τα ασπόνδυλα μαλάκια που θέλουν για λογαριασμό τους έναν κόσμο για τον οποίο είναι ανίκανα να

112

Dean Koontz

πολεμήσουν, έναν κόσμο που είναι ανήμπορα να υπερασπιστούν. Δε βλέπω την ώρα που οι μπουλντόζες θα μπαζώνουν φαράγγια ολόκληρα με τα κουφάρια τους, που οι θάλασσες και οι ωκεανοί θα κοκκινίσουν απ' το αίμα τους -δε βλέπω την ώρα που πόλεις ολόκληρες θα πνίγονται από τη μπόχα των κουφαριών τους όπως θα σαπίζουν, που θα τους πετάνε στην πυρά κατά χιλιάδες». Το παραλή ρη μά τη ς άναψ ε ακό μη πε ρ ισσότε ρο τον Μπάκι, κι έκανε τις δυο καρδιές του να χτυπούν σαν τρελές. Ένιωσε να πνίγεται από μανία, τους μύες του λαιμού του να τεντώνουν έτοιμοι να σπάσουν, την καρωτίδα του να πάλλεται σαν τη μεμβράνη τύμπανου. Είχε όλη την καλή διάθεση να την ακούσει κι άλλο, προτού τον συνέπαιρνε η άγρια επιθυμία του να ορμήσει στο διπλανό σπίτι, όμως με το που πήρε το αυτί του ένα θόρυβο που ερχόταν από τη μεριά της ανοιχτής πόρτας, ο Μπάκι την έκανε να σωπάσει, ξεστομίζοντας δυο λέξεις: «Το σκυλίΐ» Έ ξ ω στο χολ έστεκε και τους περιεργαζόταν ο Δούκας της Ορλεάνης, ακίνητος σαν άγαλμα, με την ουρά του χαμηλωμένη, τις τρίχες του σηκωμένες κάγκελο, τ' αυτιά του στητά σαν κεραίες. Ήταν σαν να τους φερμάριζε, όπως έδειχνε τα δόντια του. Έχοντας δει το νεκρό πιτσαδόρο ριγμένο στο πάτωμα του χολ του σπιτιού τους, το ζώο κατά τα φαινόμενα είχε ακολουθήσει το ζευγάρι των φονιάδων μέχρι το σπίτι των Μπένετ, κι από εκεί μέχρι το σπίτι των Αρσενό, παρακολουθώντας όλες τις σφαγές, γιατί τους κοιτούσε σαν να τους κατηγορούσε για κάτι, και με τα γρυλίσματά του ήταν σαν να τους προκαλούσε. Από το βράδυ κιόλας που οι δυο τους είχαν πάρει τη θέση των αυθεντικών Μπάκι και Τζάνετ Γκιτρό, ο πανέξυπνος

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

113

γερμανικός ποιμενικός είχε διαισθανθεί πως δεν ήταν τα πραγματικά αφεντικά του. Οι φίλοι και τα άλλα μέλη της οικογένειας τους είχαν αποδεχτεί χωρίς την παραμικρή υποψία, όμως ο Δούκας τους είχε από μακριά, ψυλλιασμένος από την πρώτη στιγμή ότι οι δυο τους απλώς παρίσταναν τους πραγματικούς Γκιτρό. Όπως "έκοβε" τώρα το ζώο τους δυο τους που έστεκαν ανάμεσα στις ξεσχισμένες και καταματωμένες σάρκες του Αντουάν και της Εβανζελίν, ο Μπάκι διαισθάνθηκε κάτι που τον ξάφνιασε. Το σκυλί τελικά δεν ήταν απλώς ένα σκυλί. Όλα τα μέλη της Νέας Ράτσας είχαν την πεποίθηση πως η ζωή που ζούσαν ήταν μια και μοναδική, και πως δεν υπήρχε άλλη, μετά θάνατον ούτε γι' αυτούς ούτε για τους άλλους της Παλιάς Ράτσας. Ήξεραν -ή πίστευαν- ακόμη πως η όλη ιστορία περί της αθανασίας της ψυχής ήταν ψέμα, ένα εφεύρημα της Παλιάς Ράτσας, έτσι ίσα για να έχει κάτι να παρηγορείται το λιπόψυχο είδος τους και ν' αντέχει στην ιδέα του θανάτου -του οριστικού κι αιώνιου θανάτου. Η Νέα Ράτσα δέχονταν πως δεν υπήρχε άλλο βασίλειο πέρα από εκείνο της ύλης, πως ο κόσμος δεν ήταν ένα μέρος γεμάτο μυστήρια, αλλά αντίθετα γεμάτο αμφίβολα αίτια, κι άλλο τόσο αμφίβολα αποτελέσματα, πως η εφαρμοσμένη λογική προσέγγιση των πραγμάτων μπορούσε να οδηγήσει στην απλή αλήθεια πίσω από το αίνιγμα. Πως τα μέλη της Νέας Ράτσας, δεν ήταν παρά μηχανές καμωμένες από σάρκα, όπως και τα μέλη της Παλιάς, κάτι που ίσχυε και για τα ζώα, και πως ο δημιουργός τους ήταν κι αυτός μια μηχανή φτιαγμένη από σάρκα, αν και αυτή η τελευταία προικισμένη με το πιο λαμπρό μυαλό στη μακραίωνα ιστορία των ειδών, και είχε αλάθητο όραμα για μια υφασμένη από άνθρωπο ουτοπία που θα εγκαθίδρυε

114

Dean Koontz

στη Γη το Ράιχ του Ενός Εκατομμυρίου Χρόνων, προτού τα επίγεια όντα άνοιγαν πανιά για να απλωθούν στον κάθε κατοικήσιμο πλανήτη, κυκλώνοντας και το τελευταίο αστέρι του σύμπαντος κόσμου. Αυτή η δοξασία του απόλυτου υλισμού και αντιουμανισμού είχε εμφυτευτεί βαθιά μέσα στους ψευτο-Γκιτρό, την περίοδο που μορφοποιούνταν μέσα στις δεξαμενές δημιουργίας τους, μια μέθοδος αφομοίωσης γνώσεων απείρως πιο αποτελεσματική απ' ό,τι αν παρακολουθούσαν παιδικές εκπομπές "Σουσάμι Άνοιξε " ή αν διάβαζαν μια καραβιά βαρετά σχολικά βιβλία. Αντίθετα με τα μέλη της Παλιάς Ράτσας που μπορούσαν να "τη βγάζουν" μια χαρά επί δεκαετίες ολόκληρες με το φιλοσόφημα πως η ζωή δεν είχε κανένα νόημα, για να ανακαλύψουν το Θεό εκεί λίγο μετά τα πενήντα τους, στα μέλη της Νέας Ράτσας αρκούσε η επίγνωση πως, ήταν τόσο πολύ μπολιασμένα με την ιδέα πως δεν υπήρχε ελπίδα, που ποτέ δε θα έφταναν στο σημείο να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις όποιες πεποιθήσεις τους. Ο Πατερούλης τούς είχε πει πως η αδιαμφισβήτητη πεποίθηση πως δεν υπάρχει ελπίδα, είναι η απαρχή της σοφίας. Να σου όμως τώρα το παλιόσκυλο... Ο τρόπος που τους κοιτούσε στα ίσια, η επικριτική στάση του, το γεγονός ότι ήξερε πως οι δυο τους ήταν κίβδηλοι, το ότι τους είχε πάρει στο κατόπι χωρίς να τον αντιληφθούν, το ότι δεν είχε κιοτέψει μπροστά στον κίνδυνο που αποτελούσαν τώρα οι φονιάδες για κάθε ζωντανό πλάσμα που δεν ήταν του είδους τους, κι αντ' αυτού είχε έρθει να τους αντιμετωπίσει, όλα αυτά μαζί αποτελούσαν σαφή ένδειξη πως τούτο το πλάσμα δεν ήταν απλώς μια φτιαγμένη από σάρκες

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

115

μηχανή. Μέχρι που στο τέλος η ίδια διαπίστωση ήρθε να ταράξει και την Τζάνετ, γιατί γυρνώντας προς το μέρος του Μπάκι, είπε: «Μα τι είναι αυτό που κάνει με τα μάτια του;» «Ούτε εμένα μου αρέσουν τα μάτια του», συμφώνησε ο Μπάκι μαζί της. «Είναι λες και δε με κοιτάζει απλώς, αλλά σαν να βλέπει βαθιά μέσα μου». «Σαν να κοιτάζει και σε 'μένα μέσα μου βαθιά». «Αλλόκοτο πλάσμα». «Αλλόκοτο, δε λες τίποτε», υπερθεμάτισε ο Μπάκι. «Τι να θέλει άραγε;» «Κάτι θέλει». «Μπορώ να τον ξεκάνω στο άψε σβήσε». «Ναι. Μέσα σε τρία δευτερόλεπτα». «Είδε τι είμαστε ικανοί να κάνουμε. Γιατί δε μας φοβάται;» «Ναι, δε μοιάζει για φοβισμένος, έτσι;» Όπως έστεκε στο άνοιγμα της πόρτας, ο Δούκας άφησε τώρα ένα γρύλισμα. «Ποτέ μου δεν έχω νιώσει έτσι», είπε η Τζάνετ. «Και πώς νιώθεις, δηλαδή;» «Διαφορετικά. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω». «Ούτε εγώ». «Αίφνης αισθάνομαι λες και... σαν κάτι να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου, κι εγώ δεν μπορώ να το δω. Είναι λογικό αυτό;» «Λες να χάνουμε περισσότερα κομμάτια από τον προγραμματισμό μας;» «Αυτό που λέω είναι πως ο σκύλος ξέρει κάτι πολύ σημα-

116

Dean Koontz

ντικό», αποκρίθηκε η Τζάνετ. «Ναι, ε; Και τι είναι αυτό που ξέρει;» «Ξέρει κάτι, που τον κάνει να μη μας φοβάται». «Τι;» ρώτησε πάλι ο Μπάκι. «Δεν ξέρω. Μήπως ξέρεις εσύ;» «Όχι», ήταν η αρνητική απάντηση του Μπάκι. «Δε μου αρέσει καθόλου που δεν ξέρω». «Δεν είναι παρά ένας σκύλος. Δεν μπορεί να ξέρει σημαντικά πράγματα που δεν ξέρουμε εμείς». «Κανονικά θα έπρεπε να μας τρέμει». Η Τζάνετ αγκάλιασε το στήθος της και φάνηκε να τη διαπερνάει ένα τρέμουλο. «Να, όμως που δε μας φοβάται. Ξέρει σημαντικά πράγματα, που δεν ξέρουμε εμείς». «Μια μηχανή από σάρκα είναι κι αυτός, όπως εμείς». «Ναι, αλλά δεν αντιδρά έτσι». «Εμείς είμαστε ευφυείς μηχανές από σάρκα. Αυτός είναι ένα χαζόσκυλο», είπε ο Μπάκι, νιώθοντας ωστόσο μια ανησυχία που δεν είχε νιώσει ποτέ άλλοτε. «Έχει μυστικά», είπε η Τζάνετ. «Τι μυστικά;» «Τα σημαντικά πράγματα που ξέρει, και που αγνοούμε εμείς». «Και πώς μπορεί ένα σκυλί να έχει μυστικά;» «Μπορεί να μην είναι ένας απλός σκύλος». «Μπα; Και τι άλλο θα μπορούσε να είναι, δηλαδή;» «Κάτι», αποκρίθηκε η Τζάνετ μ' ένα ύφος, σαν να την είχαν ζώσει τα φίδια. «Δεν πάει ούτε ένα λεπτό που ένιωθα τόσο ωραία σκοτώνοντας όντας γυμνός. Ένιωθα τόσο φυσικός». «Ωραία», επανέλαβε η άλλη σαν αντίλαλος. «Φυσικός».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

117

«Και τώρα φοβάμαι». «Κι εγώ φοβάμαι. Ποτέ άλλοτε δεν έχω νιώσει τόσο φοβισμένη». «Ναι, αλλά δεν ξέρω τι είναι αυτό που φοβάμαι, Τζάνετ». «Ούτε εγώ. Που θα πει πως αυτό που φοβόμαστε είναι το... άγνωστο». «Όμως τίποτε δεν είναι άγνωστο για το μυαλό που βασίζεται στη λογική. Σωστά; Έτσι δεν είναι;» «Τότε γιατί δε μας φοβάται το σκυλί;» «Εξακολουθεί να μας κοιτάζει», είπε ο Μπάκι. «Δεν αντέχω τον τρόπο που μας κοιτάζει. Είναι αφύσικος, κι εγώ μόλις απόψε ανακάλυψα πώς είναι να αισθάνεται κανείς φυσιολογικός. Κι αυτό μόνο φυσιολογικό δεν είναι». «Είναι υπερφυσικό», είπε η Τζάνετ. Ψιθυριστά. Ο σβέρκος του Μπάκι αίφνης είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Έ ν α ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Τη στιγμή ακριβώς που η Τζάνετ ξεστόμισε τη λέξη, υπερφυσικό, το σκυλί γύρισε απ' την άλλη και εξαφανίστηκε στο βάθος του χολ του δεύτερου ορόφου. «Πού πάει, πάει, πάει;» αναρωτήθηκε. «Μπορεί και να μην ήταν ποτέ εδώ». «Πρέπει να μάθω πού πάει, τι σόι πράμα είναι, τι ξέρει», είπε η Τζάνετ φανερά αναστατωμένη, και διέσχισε την κρεβατοκάμαρα. Ακολουθώντας την έξω, στο χολ, ο Μπάκι διαπίστωσε πως ο σκύλος είχε γίνει άφαντος. Η Τζάνετ έτρεξε ως την κορφή της σκάλας. «Να 'τος! Πάει κάτω. Ξέρει κάτι σημαντικό, ω ναι, ω ναι, πάει σε κάποιο σημαντικό μέρος, είναι κάτι!»

118

Dean Koontz

Τρέχοντας στο κατόπι του τετράποδου, ο Μπάκι κατέβηκε ψουριόζος τη σκάλα μαζί με την Τζάνετ, κι από εκεί κινήθηκαν προς το πίσω μέρος του σπιτιού. «Ω ναι, ω ναι, κάτι σημαντικό, σημαντικό, σημαντικότερο κι από απλώς σημαντικό, το σκυλί ξέρει, το σκυλί ξέρει, το σκυλί». Ήταν έτοιμοι να περάσουν στο καθιστικό, όταν ο Μπάκι έκανε μια τρελή, μια τρομακτική σκέψη πως ίσως έβρισκαν εκεί μέσα ζωντανό τον Τσαρλς - ο Τσαρλς, κι ο Πρέστον, κι η Μαρσέλα, κι ο Αντουάν, κι η Εβανζελίν, όλοι τους αίφνης αναστημένοι, καταιγιστικοί, κυριευμένοι από φοβερές και τρομερές υπερφυσικές δυνάμεις που θα τους καθιστούσαν απρόσβλητους και άτρωτους, και θα τους ωθούσαν να κάνουν πράγματα ασύλληπτα, πράγματα άγνωστα». Ευτυχώς για τους σφαγείς του, ο Τσαρλς Αρσενό βρισκόταν ακόμη εκεί μέσα ολομόναχος, κομματιασμένος και... κατάνεκρος. Αντικρίζοντας τον Τσαρλς νεκρό και τεμαχισμένο, κανονικά ο Μπάκι θα έπρεπε να νιώσει καθησυχασμένος, όμως ο φόβος του έγινε ακόμη πιο έντονος, σαν ελατήριο κουρδισμένου τέρμα ρολογιού, που ήταν έτοιμο να σπάσει. Ένιωσε να τον ηλεκτρίζει η αίσθηση του ασύλληπτου, η επίγνωση της ύπαρξης άγνωστων βασιλείων πέρα και μακριά απ' όσα μπορούσε να χωρέσει ο νους του, ένιωσε να μένει εκστατικός και άφωνος μπροστά στην αιφνίδια αποκάλυψη πως στον κόσμο ετούτο υπήρχαν διαστάσεις παράξενες, που μέχρι τότε ούτε καν τις είχε διανοηθεί. Η Τζάνετ έτρεξε πίσω από τον Δούκα σαν τραγουδώντας: «Σκύλος ξέρει, ξέρει, ξέρει. Σκύλος βλέπει, βλέπει, βλέπει. Σκύλος, σκύλος, σκύλος», κι ο Μπάκι ακολούθησε κι αυτός

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

119

τρεχάτος πίσω από τη σύντροφο του και το ζώο. Η παράξενη κουστωδία βγήκε από το σπίτι, διέσχισε τη βεράντα και βρέθηκε έξω, στη βροχή. Ο Μπάκι δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ακριβώς η εμφάνιση του σκύλου στην κυρίως κρεβατοκάμαρα των Αρσενό είχε καταλήξει σε αυτό το τρελό κυνηγητό ούτε τι σήμαιναν όλα αυτά και τι κατάληξη θα είχαν, αλλά ήταν σίγουρος, όσο σίγουρος ήταν για όλα όσα ήξερε μέχρι τότε, πως κάτι βαθύ, μαγικό κι απροσδιόριστο ελλόχευε, κάτι πολύ σημαντικό, κάτι τεράστιο. Δεν ήταν απλώς γυμνός κυριολεκτικά, αλλά και με τη μεταφορική έννοια της λέξης, ευάλωτος ψυχή τε και σώματι, με τις δυο καρδιές του να χτυπούν σαν τρελές, ο ίδιος πλημμυρισμένος από συναισθήματα που του ήταν άγνωστα μέχρι τότε, συνεπαρμένος απ' αυτά, τι κι αν δε σκότωνε κάποιον εκείνη τη στιγμή. Οι δυο τους πέρασαν την πύλη που ένωνε τα δυο οικόπεδα, και βρέθηκαν στην πίσω αυλή του σπιτιού των Μπένετ. Συνέχισαν τρέχοντας τώρα πλάι στο σπίτι και προς τη μεριά του δρόμου, ακολουθώντας πάντα το σκυλί που προηγείτο, κι ο Μπάκι έπιασε τον εαυτό του να παπαγαλίζει: «Συνέβη κάτι τρομερό, συνέβη κάτι τρομερό», ανησυχώντας τόσο πολύ από τον τρομαγμένο τόνο της φωνής του, που ανάγκασε τον εαυτό του να σταματήσει αυτή την τρελή ψαλμωδία. Όταν βρέθηκαν να τρέχουν καταμεσής του δρόμου, χωρίς να πλησιάζουν το σκυλί, αλλά ούτε και να μένουν πολύ πίσω του, ο Μπάκι έπιασε πάλι το παραλήρημα: «Σκότωσε τον πιτσαδόρο, σκότωσε τον πιτσαδόρο», και μόλο που δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαιναν όλα αυτά, ένιωσε να του αρέσει αυτό που άκουγε.

Κεφάλαιο 19

Η κυρίως σουίτα στην έπαυλη του Ήλιος διέθετε δυο κρεβατοκάμαρες, μία για τον ίδιο, και μία για την Έρικα. Η γυναίκα δεν επιτρεπόταν να διαβεί το κατώφλι του μπάνιου του. Κάθε άντρας χρειαζόταν να έχει το άβατό του, ένα χώρο κατάδικο του όπου θα μπορούσε να ηρεμήσει το πνεύμα του, αναλογιζόμενος τα επιτεύγματα της ημέρας, και προγραμματίζοντας όσα θα έκανε την επόμενη. Αν ήταν φύση ρηξικέλευθη και επαναστατική, με τη δύναμη της επιστήμης συγκεντρωμένη στα χέρια του, κι αν διέθετε τα κότσια και τη θέληση ν' αλλάξει τον κόσμο, τότε σίγουρα όχι μόνο χρειαζόταν, αλλά και του άξιζε να διαθέτει το δικό του προσωπικό χώρο -ένα χώρο τεράστιο, υψηλής αρχιτεκτονικής αισθητικής και διαρρύθμισης. Μόνο το λουτρό του Βίκτωρα ήταν εμβαδού 170 τ.μ. Διέθετε χαμάμ, σάουνα, ένα ευρύχωρο ντους, ένα τζακούζι, δυο ψυγεία κάτω από πάγκο, μια μηχανή που έκανε παγάκια, ένα πλήρες μπαρ, ένα φούρνο μικροκυμάτων κρυμμένο πίσω από μια πόρτα με ρολά, τρεις τηλεοράσεις πλάσματος με DVD τεχνολογίας Blue-ray, κι ένα ντουλαπάκι από αφρι-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

121

κανικό ανιγκρέ ξύλο, που περιείχε μια ποικιλία δερμάτινα μαστίγια με περίτεχνη πλέξη. Από την επενδυμένη με φύλλα χρυσού οροφή κρέμονταν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι-ειδική παραγγελία-τεχνοτροπίας Ντεκό, και οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με μάρμαρο. Το επίσης μαρμάρινο, απαστράπτον, δάπεδο ήταν στολισμένο με χωνευτούς σ' αυτό ημιπολύτιμους λίθους σε ελικοειδή διάταξη που συμβόλιζε τη μοριακή σύνθεση του DNA. Οι βρύσες και οι λαβές ήταν επίχρυσες, ακόμη και η λαβή που χρησιμοποιείτο για το καζανάκι, και υπήρχαν μέτρα επί μέτρων σπαστά φύλλα καθρεφτών. Ολόκληρος ο χώρος στραφτοκοπούσε. Τίποτε σ' αυτό το υπερ-λουξ δωμάτιο δεν έδινε τόση χαρά και ικανοποίηση στον Βίκτωρα, όσο το είδωλο του στους καθρέφτες. Επειδή τώρα οι καθρέφτες ήταν έτσι στημένοι ώστε να αντικαθρεπτίζουν άλλοι αλλήλους, ο Βίκτωρ απολάμβανε τα πολλαπλά του είδωλα όπου κι αν στεκόταν μέσα στο τεράστιο λουτρό. Ο αγαπημένος του χώρος για ενδοσκόπηση ήταν μια γωνιά διαλογισμού οκταγωνικού σχήματος με καθρέφτη στην πόρτα. Γυμνός εκεί μέσα, αποθαύμαζε το κορμί του στην παραμικρή του λεπτομέρεια κι απ' όλες τις γωνίες, παρακολουθώντας παράλληλα τα αμέτρητα είδωλα του όπως ξεμάκραιναν στο διηνεκές -ένας κόσμος γεμάτος Βίκτωρες, και μόνο Βίκτωρες. Ο Βίκτωρ πίστευε πως δεν ήταν περισσότερο ματαιόδοξος απ' το μέσο άνθρωπο. Το καμάρι του για το τέλειο του κορμιού του είχε λιγότερο να κάνει με αυτό καθαυτό το γεγονός -αν και όντως είχε πανέμορφο σώμα- και περισσότερο με την αποτελεσματικότητα και το ανυπέρβλητο των μέσων που χρησιμοποιούσε ώστε να παραμένει σε αυτή την άψογη

122

Dean Koontz

φυσική κατάσταση για περίπου διακόσια σαράντα χρόνια τώρα. Διατρέχοντας ελικοειδώς το μυώδη κορμό του -εμφυτευμένα στη σάρκα του, εμφανή σε κάποια σημεία, κρυμμένα σε άλλα- περασμένα ανάμεσα στα οστά των πλευρών του, τυλιγμένα γύρω από τη στητή σαν λαμπάδα ραχοκοκαλιά του, ήταν ένα εύκαμπτο μεταλλικό καλώδιο και διάφορα άλλα εμφυτεύματα τα οποία μετάλλασσαν την απλή ηλεκτρική σε μια άλλου είδους, μυστηριώδη ενέργεια -σε μια αναζωογονητική φόρτιση που εξασφάλιζε ένα νεανικό ρυθμό κυτταρικής διαίρεσης, κι εμπόδιζε το πέρασμα του χρόνου να τον γεράσει. Οι αμέτρητες ουλές και τα άλλα τόσα περισαρκώματα αποτελούσαν απόδειξη της αντοχής του, γιατί την αθανασία την είχε κερδίσει με πολύ πόνο. Κι είχε τραβήξει τα πάνδεινα στην προσπάθειά του να κάνει πραγματικότητα το όραμά του και να φτιάξει τον κόσμο από την αρχή, και το γεγονός πως είχε υποφέρει για τον κόσμο, σήμαινε ότι δικαιούτο να του αναγνωρίζεται η θεϊκή του υπόσταση. Από τον ντυμένο με καθρέφτες χώρο διαλογισμού πέρασε στο τζακούζι, όπου οι αεραντλίες έκαναν το αχνιστό νερό να κοχλάζει. Ένα μπουκάλι Ντομ Περινιόν αναπαυόταν μέσα σε μια γεμάτη πάγο σαμπανιέρα. Ο φελλός είχε αντικατασταθεί από ένα πώμα από μασίφ ασήμι. Μπαίνοντας στο νερό, ήπιε μια γουλιά παγωμένη σαμπάνια από ένα Λαλίκ κολονάτο ποτήρι. Φτάνοντας στο τέλος της, η μέρα του έμοιαζε με μια σειρά από κρίσεις κι αναποδιές. Τα όσα είχαν προκύψει από την αυτοψία στα υπολείμματα του Χάρκερ. Η ολική κατάρρευση και αποδόμηση του Γουέρνερ. Το πρώτο από τα θαυ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

123

μαστά δημιουργήματα του Βίκτωρα, ο Δευκαλίων, που όχι μόνο ζούσε ακόμη, αλλά βρισκόταν και στη Νέα Ορλεάνη. Το σύντομο συναπάντημά τους στο σπίτι του Ντουκέιν, η μυστηριώδης εξαφάνιση του γίγαντα με το τατουάζ στο μισό πρόσωπο. Η Έρικα που είχε πάρει το δείπνο της στο καθιστικό της έπαυλης -στο καθιστικό, αν υπήρχε Θεός!- με το σερβίτσιο ακουμπισμένο πάνω σ' ένα ανεκτίμητης αξίας γαλλικό σεκρετέρ του 18ου αιώνα, λες κι ήταν φερμένη από χωριό! Βέβαια οι περιπτώσεις του Χάρκερ και του Γουέρνερ στα μάτια ενός δίχως φαντασία και όραμα όντος όπως ο Ρίπλεϊ, ίσως φάνταζαν σκέτη καταστροφή, για τον Βίκτωρα όμως αποτελούσαν προκλήσεις -ευκαιρίες για παραπέρα επιστημονικές αναζητήσεις. Γιατί, από την κάθε ατυχία, από το κάθε στραπάτσο, προέκυπταν καινούριες γνώσεις, που με τη σειρά τους οδηγούσαν σε νέα απαράμιλλα επιτεύγματα. Ο Θωμάς Έντισον είχε φτιάξει εκατοντάδες πρωτότυπα ηλεκτρικών λαμπτήρων μέχρι που ανακάλυψε το σωστό υλικό για τα νήματα της λάμπας. Όσο για τον Δευκαλίωνα, η περίπτωσή του είχε πολύ γούστο. Ο γίγαντας ήταν ανήμπορος να βλάψει το δημιουργό του. Κι άλλωστε το αχρείο κατασκεύασμα με το τατουάζ στο πρόσωπο είχε σκοτώσει την πρώτη γυναίκα του Βίκτωρα, την Ελίζαμπεθ πριν από διακόσια περίπου χρόνια, και μάλιστα ανήμερα του γάμου τους. Η επιστροφή του, θα έδινε στον Βίκτωρα την ευκαιρία να τον περιποιηθεί όπως του άξιζε, παίρνοντας το αίμα του πίσω, ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια. Ό χ ι πως ο Βίκτωρ είχε αγαπήσει την Ελίζαμπεθ. Τις έννοιες της αγάπης και του Θεού ο Βίκτωρ Ήλιος τις απέρρι-

124

Dean Koontz

πτε μετά βδελυγμίας. Η Ελίζαμπεθ όμως ήταν δική του, του ανήκε. Ακόμη και μετά την παρέλευση δυο aicovcov, δεν μπορούσε να χωνέψει την απώλειά της, έτσι όπως δε θα μπορούσε να χωνέψει την απώλεια ενός ανεκτίμητης αξίας βάζου από πορσελάνη, αν υποθέσουμε πως ήταν αυτό που είχε καταστρέψει ο Δευκαλίων, και όχι η γυναίκα του δημιουργού του. Όσο για την παραβίαση των κανόνων καλής συμπεριφοράς εκ μέρους της Έρικα Πέντε, α, ο Βίκτωρ σύντομα θα φρόντιζε να τη βάλει σε θεογνωσία. Γιατί εκτός από λαμπρός επιστήμονας, ο Βίκτωρ ήταν μοναδικός και απαράμιλλος στους τρόπους που εφεύρισκε για να... επαναφέρει τους άλλους σε τάξη. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, τα πάντα εξελίσσονταν περίφημα. Τα όντα τη Νέας Τάξης που τόσο πολύ είχε κοπιάσει για να δημιουργήσει με την αρωγή και τη γενναία χρηματοδότηση του Αδόλφου Χίτλερ, του Στάλιν αργότερα, αλλά και της Κίνας στα πλαίσια ενός προγράμματος στη συνέχεια, αποτελούσαν αναγκαία βήματα που συνέβαλλαν τα μέγιστα στο περίφημο έργο που συντελείτο στα εργαστήρια των Χεριών Του Ελέους. Αυτή τη φορά, χάρη στα δισεκατομμύρια που κέρδιζε από τη νόμιμη επιχείρησή του, την Μπάιοβιζιον, ήταν σε θέση να χρηματοδοτεί σε ποσοστό 51% τις τρέχουσες δραστηριότητές του, αποκλείοντας έτσι τις παρεμβάσεις από εταίρους μικρότερης οικονομικής εμβέλειας, όπως ένα κονσόρτσιουμ Λατινοαμερικανών δικτατόρων, ο ηγεμόνας ενός πλούσιου σε πετρελαϊκά κοιτάσματα βασιλείου που ήταν πρόθυμος να αντικαταστήσει το σύνολο του... ανήσυχου πληθυσμού του κρατιδίου του με υπάκουους και πειθή-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

125

νιους νέους υπηκόους, κι ο πολυδισεκατομμυριούχος όσο και ηλίθιος μεγιστάνας του Διαδικτύου, ο οποίος είχε χάψει το παραμύθι πως τα όντα της νέας ράτσας που έφτιαχνε ο Βίκτωρ, δεν εξέπνεαν διοξείδιο του άνθρακα όπως οι κανονικοί άνθρωποι, γεγονός που, κατά τη λογική του, εγγυάτο τη σωτηρία του πλανήτη. Σύντομα οι φάρμες μαζικής παραγωγής όντων της Νέας Τάξης θα άρχιζαν να λειτουργούν, παράγοντας χιλιάδες πλάσματα αυτού του είδους, και τα μέλη της Παλιάς θα βρίσκονταν πια ένα βήμα από την καταστροφή και τον αφανισμό. Σε κάθε εμπόδιο ή ατυχία, αντιστοιχούσαν εκατό σημαντικές επιτυχίες. Τα πάντα δούλευαν υπέρ του Βίκτωρα -ο κόσμος ήταν δικός του. Και δε θα αργούσε η στιγμή που θα μπορούσε και πάλι να ζει με το πραγματικό του ιστορικό όσο και διαβόητο όνομα, και τότε το κάθε ον πάνω στη γη θα το ξεστόμιζε με θρησκευτική ευλάβεια, ακριβώς όπως κάνουν οι πιστοί κάθε φορά που αναφέρονται στο θεό τους: Φράνκενσταϊν. Όταν κάποτε βγήκε από το τζακούζι, σκέφτηκε να περάσει πάλι στο χώρο διαλογισμού και να μείνει εκεί για λίγο ακόμη.

Κεφάλαιο 20

Η Κάρσον κι ο Μάικλ κάθονταν μέσα στο Χόντα, κοντά στο Οντιμπόν Παρκ, με τη μηχανή να δουλεύει, τα φανάρια αναμμένα, και το κλιματιστικό στο φουλ. Κολάτσιζαν το τηγανισμένο κοκκινόψαρο του φτωχόπαιδου και τα συνοδευτικά, τα πιγούνια τους λιγδωμένα, τα δάχτυλά τους λερωμένα από τις πικάντικες σάλτσες, πανευτυχείς με τα καλούδια του Ακαντιάνα, τόσο που ο ενοχλητικός θόρυβος της βροχής όπως χτυπούσε στην οροφή του αμαξιού έμοιαζε πια να τους ηρεμεί περισσότερο παρά να τους πειράζει, μέχρι που κάποια στιγμή ακούστηκε ο Μάικλ να λέει: «Κάτι έχουμε εδώ». Η Κάρσον πήρε τα μάτια της από το σάντουιτς που έτρωγε και κοίταξε μέσα από τη διάφανη μεμβράνη του νερού που κυλούσε στο τζάμι του παρμπρίζ, δυσχεραίνοντας την όρασή της. Έβαλε σε λειτουργία τους υαλοκαθαριστήρες. Τρέχοντας καταμεσής του δρόμου -που ήταν άδειος κι έρημος τέτοια ώρα- είδαν να έρχεται προς το μέρος τους ένας γερμανικός ποιμενικός, ακολουθούμενος από έναν άντρα και μια γυναίκα που ήταν ολόγυμνοι.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

127

Το σκυλί πέρασε βολίδα πλάι απ' το αμάξι των δυο αστυνομικών, κι η Κάρσον δεν είχε δει ποτέ άλλοτε ζώο να τρέχει τόσο γρήγορα. Αν και ξυπόλυτοι, ο άντρας και η γυναίκα έτρεχαν κι αυτοί με ταχύτητα που θα ζήλευαν και Ολυμπιονίκες, λες και προπονούνταν για να πάρουν μέρος σε αγώνες αυτοκινήτου, αλλά δίχως αυτοκίνητο οι ίδιοι. Τα γεννητικά όργανα του άντρα αιωρούνταν δεξιά κι αριστερά, τα στήθη της γυναίκας σκαμπανέβαζαν σαν φρεγάτες σε άγρια φουρτούνα, και η έκφραση στα πρόσωπα και των δυο ήταν εκείνη της απόλυτης έκστασης, λες κι ο σκύλος τους είχε υποσχεθεί να τους οδηγήσει κατευθείαν στον Ιησού Χριστό. Το ζώο δε γάβγιζε, όμως με το που πέρασαν οι δίποδοι δρομείς πλάι από το Χόντα, η Κάρσον τους άκουσε που κάτι φώναζαν. Έτσι όπως είχαν τα παράθυρα τους ανεβασμένα, και με τη βροχή να χαλάει τον κόσμο όπως έπεφτε στην οροφή, η κοπέλα δεν κατάφερε να ξεχωρίσει τι φώναζε η γυμνή γυναίκα, όμως ο άντρας κάτι έλεγε ξαναμμένος -κάτι που είχε να κάνει με πίτσα. «Λες να μας αφορά αυτή η ιστορία;» ρώτησε ο Μάικλ. «Όχι», του αποκρίθηκε η Κάρσον. Έφερε ξανά το σάντουιτς στο στόμα της, όμως, αντί να δαγκώσει μια μπουκιά, το έριξε στη σακούλα με τα συνοδευτικά, την έκλεισε καλά, και την έδωσε στον Μάικλ. «Γαμώ-το!» ξεστόμισε, βάζοντας πρώτη, και κάνοντας μια επιτόπια στροφή, έβγαλε το αμάξι στο δρόμο. «Μα τι είναι αυτά που φωνάζουν;» «Εκείνη; Μακάρι να 'ξερα. Αλλά ούτε κι ο άλλος ξεχωρίζω τι λέει, εκτός απ' τη λέξη, πίτσα.» «Λες να τους βούτηξε το σκυλί την πίτσα και να την έκανε δυο χαψιές;»

128

Dean Koontz

«Ναι, όμως δε μου μοιάζουν τσαντισμένοι». «Αν δεν είναι τσαντισμένοι, τότε γιατί έχουν στρώσει το ζώο στο κυνήγι;» «Γιατί δε ρωτάς το σκύλο;» Πέρα μπροστά τους, η ομάδα με τα οχτώ πόδια, βγήκε από το δρόμο στρίβοντας αριστερά και πέρασε πάντα τρέχοντας του σκοτωμού την πύλη που έμπαζε στο Οντιμπόν Παρκ. «Ο τύπος σου θύμιζε κάτι;» ρώτησε ο Μάικλ, ακουμπώντας τη σακούλα με τα φαγητά τους στο δάπεδο του Χόντα, ανάμεσα στα πόδια του. «Δεν πρόλαβα να δω το πρόσωπο του», αποκρίθηκε η Κάρσον επιταχύνοντας. «Μου φάνηκε πως ήταν ο περιφερειακός εισαγγελέας». «Ο Μπάκι Γκιτρό;» «Ναι, αυτός κι η γυναίκα του». «Μπράβο του». «Τι, μπράβο του;» «Που δεν τρέχει τσίτσιδος πίσω από ένα σκύλο, παρέα με μια πουτάνα». «Πολύ ακραίο για πολιτικό της Νέας Ορλεάνης». «Άνθρωπος ηθικών αρχών». «Μα μπορούν οι άνθρωποι να τρέχουν τόσο γρήγορα;» «Όχι οι κανονικοί, πάντως», του απάντησε η Κάρσον, στρίβοντας αριστερά, προς τη μεριά του πάρκου. «Έλα, ντε. Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Και ξυπόλυτοι μάλιστα». Το πάρκο είχε κλείσει από τις δέκα το βράδυ κιόλας. Οι γυμνοί δρομείς είχαν περάσει μέσα από τη βαριά πύλη, γκρεμίζοντάς την. Όπως η Κάρσον πέρασε με το αμάξι πάνω από τα χαλά-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

129

σματα της πύλης, ο Μάικλ γύρισε και της είπε: «Τι κάνουμε τώρα;» «Μακάρι να 'ξερα. Θα εξαρτηθεί απ' το τι θα κάνουν εκείνοι».

Κεφάλαιο 21

Το μπλε είναι το χρώμα της ψυχρής όρασης. Τα πάντα αποχρώσεις του μπλε -αμέτρητες αποχρώσεις του μπλε. Το τεράστιο, διπλό ψυγείο -σαν κι αυτά που έχουν τα εστιατόρια- έχει τζαμένια πόρτα. Το γυαλί είναι σωστό μαρτύριο για τον Χαμαιλέοντα. Τα ράφια έχουν αφαιρεθεί από το ψυγείο. Ποτέ κανείς δε βάζει εδώ φαγώσιμα. Από ένα γάντζο στην οροφή της μονάδας κρέμεται ένα σακί. Το σακί είναι φυλακή. Η φυλακή είναι φτιαγμένη από ένα σπάνιο πολυμερικό ύφασμα, που είναι τόσο αλεξίσφαιρο όσο και το Κέβλαρ, και συνάμα διάφανο. Το διάφανο του υλικού είναι το πρώτο μαρτύριο. Η τζαμένια πόρτα του ψυγείου είναι το δεύτερο μαρτύριο. Το σακί μοιάζει με τεράστιο δάκρυ, γιατί είναι γεμάτο με δεκατέσσερα γαλόνια νερό, κι αιωρείται. Μέσα στο θάλαμο του ψυγείου η θερμοκρασία κυμαίνεται από μείον τρεις έως μείον τέσσερις βαθμούς. Το νερό μέσα στο σακί είναι ένα αλατούχο διάλυμα

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

131

εμπλουτισμένο με χημικά εκτός από το αλάτι, για προστασία από την πήξη. Αν και η θερμοκρασία παραμένει χαμηλότερη από το σημείο ψύξης, και μόλο που στο υγρό του σακιού αιωρούνται ελεύθερα σωματίδια πάγου, το διάλυμα δεν κινδυνεύει να παγώσει εξ ολοκλήρου. Το ψύχος είναι το τρίτο μαρτύριο για τον Χαμαιλέοντα. Αιωρούμενος μέσα στο σακί, ο Χαμαιλέων ζει ένα όνειρο, αν και ξύπνιος. Δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια του ώστε να μη βλέπει αυτά που του συμβαίνουν, απλώς γιατί δεν έχει βλέφαρα. Ο Χαμαιλέων δεν έχει ανάγκη από ύπνο. Η διαρκής κι αδιάλειπτη επίγνωση της ανημπόριας του είναι το τέταρτο στη σειρά μαρτύριο του. Υπό τις παρούσες συνθήκες, ο Χαμαιλέων ούτε να πνιγεί μπορεί, γιατί δεν έχει πνεύμονες. Σε συνθήκες ελευθερίας, αναπνέει μέσω ενόςτραχειακού συστήματος, περίπου παρόμοιου με εκείνο των εντόμων, αν και διαφορετικό από την άποψη της υλικής του σύνθεσης. Το οξυγόνο περνάει μέσα από σαν φεγγίτες ανοίγματα στην επιφάνεια, και καταλήγει και κυκλοφορεί μέσα από αγγεία που διατρέχουν όλο το σώμα. Σε κατάσταση ημιαιώρησης, ο χαμαιλέων χρειάζεται ελάχιστο οξυγόνο. Και το αλατούχο υγρό που κυκλοφορεί στα τραχειακά αγγεία του είναι εμπλουτισμένο με αυτό, δηλαδή με οξυγόνο. Αν και ο χαμαιλέων δε μοιάζει με κανένα από τα έντομα που υπάρχουν στη γη, μοιάζει με έντομο περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Στο μέγεθος μεγάλης γάτας, ο χαμαιλέων ζυγίζει γύρω

132

Dean Koontz

στα δώδεκα κιλά. Αν και ο εγκέφαλος του είναι δεν είναι μισό κιλό σε βάρος, διαθέτει την ευφυΐα παιδιού έξι χρόνων, αν και είναι κατά πολύ πιο πειθαρχημένος και πονηρός από έναν εξάχρονο. Τυραννισμένος, ο χαμαιλέων περιμένει καρτερικά.

Κεφάλαιο 22

Μέσα στο τζακούζι, το νερό κόχλαζε παφλάζοντας πάνω στο στέρνο του Βίκτωρα, οι μικρές φυσαλίδες του καμπανίτη έσκαγαν γαργαλιστικά πάνω στη γλώσσα του, κι η ζωή ήταν όμορφη κι ωραία. Χτύπησε το τηλέφωνο που ήταν πλάι στο τζακούζι. Μόνο μερικοί μετρημένοι στα δάκτυλα Άλφα είχαν τον αριθμό αυτού του άκρως προσωπικού του τηλεφώνου. Στο πλαίσιο με την ένδειξη αναγνώρισης της κλήσης, έγραφε, ΑΓΝΩΣΤΟΣ. Ο Βίκτωρ πάντως δε δίστασε να σηκώσει το ακουστικό. «Εμπρός;» «Γεια σου, αγάπη μου», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη της σύνδεσης. «Έρικα;» «Ανησυχούσα μπας και με ξέχασες», είπε η γυναίκα. Στη σκέψη ότι την είχε πιάσει να δειπνεί στο καθιστικό της έπαυλης, ο Βίκτωρ προτίμησε να το παίξει για λίγο ακόμη σκληρός και αυστηρός μαζί της. «Το ξέρεις πολύ καλά πως δε θέλω να με ενοχλείς εδώ

134

Dean Koontz

πέρα, παρά μόνο αν υπάρχει κάτι επείγον». «Μα κι αν με ξέχασες, δε σου ρίχνω άδικο. Πάει πάνω από μια μέρα από τότε που κάναμε έρωτα. Που θα πει πως είμαι πια για 'σένα παλιά ιστορία». Ο τόνος της φωνής της είχε μια σχεδόν ανεπαίσθητη, πάντως αντιληπτή, χροιά σαρκασμού, γεγονός που έκανε τον Βίκτωρα να ανακαθίσει όπως ήταν μέσα στο τζακούζι. «Δε μου λες, Έρικα, τι μου παριστάνεις;» «Ποτέ δε με αγάπησες, μόνο με μεταχειρίστηκες. Το ότι με θυμάσαι ακόμη, με κολακεύει». Α, εδώ κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. «Πού είσαι τώρα, Έρικα; Εννοώ, σε ποιο σημείο του σπιτιού;» «Μα δεν είμαι στο σπίτι, αγαπούλα μου. Σιγά μην ήμουν». Αν συνέχιζε να παίζει το γεμάτο νύξεις παιχνιδάκι της, σίγουρα θα έκανε μεγάλο σφάλμα, άσχετα με το τι κρυβόταν πίσω απ' αυτό. Δεν έπρεπε με τίποτε να ενθαρρύνει αυτή την όλο αυθάδεια συμπεριφορά της. Έτσι επέλεξε να της απαντήσει με τη σιωπή του. «Προσφιλέστατε άρχοντα μου, μα πώς θα μπορούσα να βρίσκομαι σπίτι, αφού με ξαπόστειλες». Μα δεν την είχε ξαποστείλει. Την είχε αφήσει σαπισμένη στο ξύλο κι αιμορραγούσα στο καθιστικό της έπαυλης, κι όλα αυτά όχι πριν από μια ολόκληρη μέρα, αλλά μόλις πριν από μερικές ώρες. «Πώς είναι η καινούρια σου;» τον ρώτησε τώρα η γυναικεία φωνή. «Είναι παθιάρα όπως ήμουν εγώ; Κι όταν την κακοποιείς, κλαίει σαν καρακαημένη, όπως έκανα εγώ;» Ο Βίκτωρ είχε αρχίσει να ψυλλιάζεται το είδος του παιχνιδιού που παιζόταν, και κόντευε να πάθει αποπληξία από

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

135

το θράσος της γυναίκας. «Αγαπούλα μου, κύριε και δημιουργέ μου, έβαλες τους δικούς σου που δουλεύουν στην καθαριότητα να με κουβαλήσουν σε μια χωματερή, νοτιοανατολικά της Λίμνης Ποντσαρτρέν. Με ρώτησες σε ποιο σημείο του σπιτιού είμαι, όμως δε βρίσκομαι στο σπίτι, αν κι ευελπιστώ να επιστρέψω εκεί κάποια στιγμή». Τώρα που η γυναίκα είχε ωθήσει αυτή την παρανοϊκή κουβέντα στο μη επέκεινα, ο Βίκτωρ έκρινε πως η σιωπή δεν ήταν πια η καλύτερη απάντηση στους παραλογισμούς της. «Είσαι η Έρικα Πέντε» είπε ψυχρά «όχι, η Έρικα Τέσσερα. Κι όλο που κατάφερες με αυτή την ανοησία σου να παριστάνεις πως είσαι κάποια άλλη, είναι να αντικατασταθείς οσονούπω από την Έρικα Έξι». «Από τις τόσες και τόσες νύχτες τις γεμάτες λαγνεία και πάθος» είπε τώρα η γυναικεία φωνή «αυτό που μου 'μείνε είναι η σφοδρότητα των γρονθοκοπημάτων σου, η αιχμηρότητα των δοντιών σου όταν κομμάτιαζες τις σάρκες μου, και το πώς μάτωνα μέσα στο στόμα σου». «Έλα αμέσως εδώ πέρα!» την πρόσταξε, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να την "τερματίσει" μέσα στην επόμενη κιόλας ώρα. «Ω, αγαπούλα, θα ερχόμουν εκεί πέρα αμέσως αν μπορούσα, όμως βλέπεις η απόσταση από τη χωματερή μέχρι την Γκάρντεν Ντίστρικτ είναι μεγάλη».

Κεφάλαιο 23

Φτάνοντας στη διασταύρωση που είχε σχήμα Τ, στο σημείο που η αλέα εισόδου στο πάρκο συναντούσε τη δημοσιά, ο Μάικλ έβγαλε το παράνομα αγορασμένο Ντέζερτ Ιγκλ των.50 από τη θήκη που ακουμπούσε στον αριστερό γοφό του. «Αν πρόκειται να μας δημιουργήσουν προβλήματα...» «Όπως με βλέπεις και σε βλέπω». «...τότε πιστεύω πως το Έρμπαν Σνάιπερ είναι πιο ενδεδειγμένο», αποτέλειωσε τη φράση της η κοπέλα, στρίβοντας και μπαίνοντας στο Γουέστ Ντράιβ. Τα φανάρια του Χόντα έλουσαν στο φως τις σιλουέτες του κυρίου και της κυρίας Γκιτρό, έτσι όπως έτρεχαν του σκοτωμού και θεόγυμνοι μέσα στην άγρια νύχτα πίσω από ένα σκυλί. «Αν χρειαστεί να βγούμε απ' το αμάξι» είπε ο Μάικλ «τότε σίγουρα θα χρησιμοποιήσουμε το Σνάιπερ, όχι όμως αν πρέπει να ρίξω από εδώ όπως είμαι καθιστός». Πριν από κάμποσες ώρες είχαν δει τον πάστορα Κένι Λαφίτ, πλάσμα της Νέας Ράτσας, τη στιγμή που κατέρρεε τόσο

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

137

ψυχολογικά όσο και διανοητικά. Και λίγο αργότερα είχαν αναγκαστεί να αντιμετωπίσουν άλλο ένα από τα όντα του Βίκτωρα Ήλιος, κάποιον Ράνταλ, του οποίου τα φοβερά και τρομερά κατορθώματα συναγωνίζονταν επάξια το σύνολο των αντίστοιχων του Τσαρλς Μάνσον και του Τζέφρι Ντάμερ*. Ο Ράνταλ ήθελε να σκοτώσει τον αυτιστικό αδερφό της Κάρσον, τον Άρνι, κι είχε βληθεί σχεδόν εξ επαφής με τρεις σφαίρες από το Έρμπαν Σνάιπερ, προτού σωριαστεί οριστικά και αμετάκλητα νεκρός στο δάπεδο. Και τώρα αυτή η παράνοια... «Ε, που να πάρει» γκρίνιαξε η Κάρσον «μου φαίνεται δε θα αξιωθώ να φάω τον αρακά μου». «Εγώ τον βρήκα αλμυρούτσικο. Πάντως η αλήθεια είναι πως η κυρία Γκιτρό έχει ωραία οπίσθια». «Έλεος, μεγάλε, η γυναίκα είναι ένα τέρας». «Τέρας, ξε-τέρας, έχει φοβερό πισινό. Μικρό, σφιχτό, και με λακκάκια ψηλά επάνω». «Είναι σκέτος Αρμαγεδδών, κι ο συνεργάτης μου λιγουρεύεται τον πισινό της». «Νομίζω τη λένε Τζέιν, όχι Τζάνετ». «Και τι σε νοιάζει εσένα πώς τη λένε; Η κυρία είναι ένα τέρας, αλλά τέρας με ωραίο πισινό, κι εσύ θα της ζητήσεις να βγείτε ραντεβού, ε;» «Πόσο γρήγορα τρέχουν;» «Γύρω στα τριάντα οκτώ χιλιόμετρα την ώρα», αποκρίθηκε η Κάρσον, ρίχνοντας μια ματιά στο ταχύμετρο του αμαξιού. «Που θα πει πως καλύπτουν ένα χιλιόμετρο σε ενάμισι λε* Τζέφρι Ντάμερ (Jeffrey Dahmer): Δολοφόνος κατ' εξακολούθηση (17 θύματα), νεκρόφιλος και κανίβαλος. Σ.τ.Μ.

138

Dean Koontz

πτό της ώρας. Μου φαίνεται πως ο ταχύτερος χρόνος που έχει καλυφθεί από δρομέα το ένα χιλιόμετρο είναι δυόμισι λεπτά». «Μπορεί, αλλά δε μου φαίνεται πως θα δούμε ποτέ τις φωτογραφίες τους να φιγουράρουν σε διαφήμιση για δημητριακά. «Διάβασα κάπου πως τα λαγωνικά καλύπτουν το ένα χιλιόμετρο σε ένα λεπτό και 25 δευτερόλεπτα», είπε ο Μάικλ. «Για τους γερμανικούς ποιμενικούς, δεν έχω ιδέα». «Εμένα μου φαίνεται πως το λυκόσκυλο κοντεύει να τα φτύσει. Οι δυο τους το πλησιάζουν επικίνδυνα». «Αν τρέχει και σκυλί στον αγώνα δρόμου, τότε εμείς υποστηρίζουμε το σκυλί. Δε θέλω να το δω να παθαίνει κάτι». Το λυκόσκυλο και οι διώκτες του έτρεχαν στην αριστερή λωρίδα. Η Κάρσον έστριψε και μπήκε στη δεξιά, και κατέβασε το τζάμι της. Όπως την πιτσιλούσε η βροχή που έσκαγε στο χείλος του ανοιγμένου παραθύρου, πάτησε γκάζι κι ήρθε ευθεία με τους γυμνούς μαραθωνοδρόμους, και τότε άκουσε αυτά που έλεγαν μεταξύ τους. Η γυναίκα -ωραία, η Τζάνετ, όπως την είπαμε- φώναζε εναγωνίως: «Μύτη σκύλου, μύτη σκύλου, μεγάλο, μεγάλο, μεγάλο». «Νομίζω θέλει τη μύτη του σκύλου», είπε η Κάρσον. «Δεν της το δίνουμε», αποκρίθηκε ο Μάικλ. Κανείς απ' τους δυο δρομείς δεν ακουγόταν να λαχανιάζει. Ο Μπάκι Γκιτρό, που ήταν πιο κοντά στους δυο ντετέκτιβ, τραγουδούσε το δικό του παλαβό σκοπό, που είχε κάτι από ρυθμό καλίψο: «Σκότωσε, σκότωσε, τον πιτσαδόρο, τον πι-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

139

τσαδόρο, σκότωσε, σκότωσε». Τόσο ο περιφερειακός εισαγγελέας, όσο και η γυναίκα του -πιστά τους αντίγραφα, το δίχως άλλο- φανερά στα πρόθυρα της γενικής κατάρρευσης (των προγραμματισμών τους) ούτε που είχαν αντιληφθεί την παρουσία του Χόντα εκεί πιο δίπλα τους. Είχαν τη προσοχή τους στραμμένη εξ ολοκλήρου στο λυκόσκυλο, το οποίο όλο και ζύγωναν. «Σαράντα δύο χιλιόμετρα την ώρα», είπε ο Μάικλ, ρίχνοντας μια ματιά στο ταχύμετρο του Χόντα. Σε μια προσπάθεια να δει αν θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή τους από το λυκόσκυλο, η Κάρσον έβγαλε λίγο το κεφάλι της από το ανοιχτό παράθυρο και τους φώναξε: «Κάντε στην άκρη».

Κεφάλαιο 24

Καθισμένος ακόμη μέσα στο τζακούζι, με τη γεύση του καμπανίτη στο στόμα του να έχει ξινίσει λίγο, απόρροια της αναπάντεχης όσο και αδιανόητης ανταρσίας της γυναίκας του, ο Βίκτωρ κανονικά θα έπρεπε να είχε κατεβάσει το ακουστικό, τελειώνοντας τη συνομιλία του με την Έρικα Πέντε που παρίστανε την Έρικα Τέσσερα. Όμως χωρίς να ξέρει ούτε κι ο ίδιος γιατί, συνέχισε να ακούει τις ανοησίες της, συνεπαρμένος. «Εδώ, στη χωματερή», ακούστηκε να λέει η γυναικεία φωνή απ' την άλλη άκρη της σύνδεσης, «μέσα στο σωρό από σκουπίδια βρήκα ένα κινητό τηλέφωνο που είχε ακόμη μερικά λεπτά ομιλίας. Δεκαοχτώ, για την ακρίβεια. Αυτοί της Παλιάς Ράτσας είναι τόσο σπάταλοι, πετώντας στα σκουπίδια πράγματα που είναι ακόμη χρήσιμα -έχουν αξία. Αλλά κι εγώ είχα κάποια αξία, πιστεύω». Η κάθε Έρικα δημιουργείτο με την ίδια ακριβώς χροιά φωνής, όπως άλλωστε έμοιαζαν μεταξύ τους στην κάθε τους αισθησιακή λεπτομέρεια. «Αγαπημένε μου Βίκτωρ, ακριβέ μου ψυχοπαθή, μπορώ

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

141

να σου αποδείξω πως όντως είμαι αυτή που λέω πως είμαι. Ο πιο πρόσφατος σάκος σου του μποξ ασφαλώς δεν ξέρει πώς με ξέκανες, έτσι δεν είναι;» Ο Βίκτωρ κατάλαβε πως έσφιγγε τόσο πολύ το ακουστικό, που πονούσε το χέρι του. «Μα ασφαλώς και δεν ξέρει τίποτε, γλυκέ μου άντρα. Γιατί, αν το 'χεις σκοπό να τη δολοφονήσεις με τον τρόπο που δολοφόνησες εμένα, σίγουρα της το φυλάς για έκπληξη, όπως έκανες και στην περίπτωσή μου». Εδώ και δεκαετίες τώρα, κανείς δεν είχε τολμήσει να του μιλήσει με τέτοιο θράσος, με τόση αυθάδεια, και ποτέ κανένα από τα δημιουργήματά του δεν είχε διανοηθεί καν να τον αντιμετωπίσει με τέτοια ασέβεια. «Μόνο ανθρώπους μπορεί να δολοφονήσει κανείς!» της βροντοφώναξε, έξω φρενών τώρα. «Εσύ δεν είσαι άτομο με προσωπικότητα, είσαι περιουσιακό στοιχείο, ένα αντικείμενο που κάποτε μου ανήκε. Δε σε δολοφόνησα, απλώς σε πέταξα στα σκουπίδια σαν κάτι χαλασμένο κι άχρηστο». Ήταν εκτός εαυτού πια, για τα καλά. Κι έπρεπε οπωσδήποτε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Γιατί, η αντίδρασή του αποτελούσε ένδειξη πως είχε καταπιεί αμάσητο τον ισχυρισμό της πως δήθεν ήταν η Έρικα Τέσσερα. «Όλα τα μέλη της Νέας Ράτσας είναι κατασκευασμένα ώστε να είναι εξαιρετικά δύσκολο να τους σκοτώσει κανείς», είπε τώρα η γυναικεία φωνή. «Είναι φοβερά δύσκολο να τους στραγγαλίσεις, αν όχι ακατόρθωτο. Όλοι τους, εκτός από τις Έρικές σου. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, εμείς οι γυναίκες σου, έχουμε μαλακό λαιμό, και εύθραυστη τραχεία -αρτηρίες καρωτίδας που εύκολα μπορεί να ζουλήξει κανείς, διακόπτοντας τη ροή του αίματος προς τον εγκέ-

142

Dean Koontz

φαλό μας». To νερό μέσα στο τζακούζι ο Βίκτωρ το ένιωθε τώρα λιγότερο ζεστό απ' ό,τι πριν από λίγο. «Βρισκόμασταν στη βιβλιοθήκη, όταν με μαύρισες στο ξύλο. Με διέταξες να καθίσω σε μια καρέκλα με ίσια ράχη. Κι εγώ άλλο δεν μπορούσα να κάνω, από το να σε υπακούσω. Έβγαλες τη μεταξωτή γραβάτα σου και με στραγγάλισες. Κι όχι αμέσως. Το έκανες έτσι ώστε να υποφέρω όσο πιο πολύ ήταν δυνατό». «Η Έρικα Τέσσερα είχε την τύχη που της άξιζε», είπε ο Βίκτωρ. «Και τα ίδια θα πάθεις κι εσύ». «Σε ακραίες περιπτώσεις», συνέχισε η γυναικεία φωνή, «είσαι ικανός να σκοτώσεις το οποιοδήποτε από τα δημιουργήματά σου, απλώς και μόνο ξεστομίζοντας μερικές λέξεις, μια μυστική φράση, που τερματίζει τη λειτουργία του αυτόνομου νευρικού μας συστήματος έτσι όπως είναι περασμένο στο πρόγραμμά μας. Η καρδιά παύει να χτυπάει. Οι πνεύμονες σταματούν να διαστέλλονται και να συστέλλονται. Στην περίπτωσή μου όμως δε στάθηκες τόσο... σπλαχνικός». «Εντάξει, θα σταθώ τώρα». Ο Βίκτωρ πρόφερε τη φράση που θα έβαζε τέρμα στη λειτουργία της Έρικα. «Αχ, πολυαγαπημένε Βίκτωρ, το κόλπο σου δεν πιάνει πια. Έμεινα νεκρή για ένα διάστημα, τόσο, όσο χρειάστηκε να χάσω το πρόγραμμα μέσω του οποίου με ήλεγχες. Ό χ ι όμως τόσο νεκρή που να μην μπορέσω να αναστηθώ». «Βλακείες», γάβγισε ο άλλος, όμως χωρίς να το πολυπιστεύει, αν έκρινε κανείς από τον τόνο της φωνής τους. «Αχ, αγαπούλα, πόσο λαχταρώ να βρεθώ ξανά κοντά σου. Κι αυτό θα γίνει, να είσαι βέβαιος. Γι' αυτό δε σου λέω αντίο, αλλά, εις το επανιδείν!»

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

143

Με αυτά τα λόγια η γυναίκα έκλεισε το τηλέφωνο. Αν ήταν όντως η Έρικα Πέντε, τώρα θα έπρεπε να είχε πέσει νεκρή, με το που είχε προφέρει ο Βίκτωρ τη μυστική φράση τερματισμού της λειτουργίας της. Η Έρικα Τέσσερα, λοιπόν, ήταν και πάλι ζωντανή. Για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία του, ο Βίκτωρ απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα, αντιμετώπιζε συζυγικά προβλήματα, τα οποία μόνο εύκολο δε θα του ήταν να... επιλύσει.

Κεφάλαιο 25

Φυσικά ο περιφερειακός εισαγγελέας και η γυναίκα του κάθε άλλο παρά συμμορφώθηκαν με την εντολή της Κάρσον, επειδή το Χόντα ούτε σειρήνα διέθετε ούτε μπλε και κόκκινα φλας στην οροφή, επειδή ήξεραν πως δεν υπήρχε περίπτωση να περνούσαν από αλκοτέστ και να τη γλίτωναν, αλλά πριν και πάνω απ' όλα γιατί δεν ήταν παρά κακέκτυπα των αληθινών Γκιτρό, όντα δημιουργημένα μέσα σε δεξαμενές, κλώνοι σχεδιασμένοι στα εργαστήρια ενός μεγαλομανούς ανισόρροπου, που κατέρρεαν εξίσου γρήγορα με ένα αμάξι την ημέρα ακριβώς που λήγει και η ισχύς της εγγύησής του. Σκύβοντας κοντά στην Κάρσον, και κοιτώντας πάλι το ταχύμετρο, ο Μάικλ άνοιξε το στόμα του και είπε: «Σαράντα τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα. Το λυκόσκυλο είναι έτοιμο να παραδώσει το πνεύμα. Όπου να 'ναι θα το βουτήξουν». Καθώς τα αλαμπουρνέζικα που ξεστόμιζαν απαρτίζονταν από τόσες διαφορετικές λέξεις, που τους ήταν δύσκολο να τις θυμούνται, ο Μπάκι και η Τζάνετ το είχαν γυρίσει τώρα στις μονές λέξεις, «σκυλί, σκυλί, σκυλί, σκυλί» φώναζε εκεί-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

145

νη. «Σκότωσε, σκότωσε, σκότωσε. Σκότωσε», γκάριζε ο άλλος. «Ρίξ' τους!» φώναξε ο Μάικλ. «Ρίξ' τους έτσι όπως τρέχουν». «Δε γίνεται να ρίξω μ' ένα πενηντάρι Μάγκνουμ κρατώντας το με το ένα χέρι και οδηγώντας με το άλλο», διαμαρτυρήθηκε η Κάρσον. Προφανώς ο Μπάκι τους είχε πάρει χαμπάρι έστω και με την άκρη του ματιού του, και το γεγονός αποσπούσε την προσοχή του από το κυνήγι του σκύλου, διαολίζοντάς τον. Τώρα κάλυψε την απόσταση που τους χώριζε στην ευθεία, και βρέθηκε να τρέχει πλάι στο Χόντα, πιασμένος από το πλαϊνό καθρεφτάκι για να διατηρεί την ισορροπία του, κι απλώνοντας το άλλο χέρι του προς τη μεριά της Κάρσον απ' το ανοιχτό παράθυρο. Η κοπέλα πάτησε τέρμα το φρένο, και το καθρεφτάκι ξεκόλλησε απ' τη θέση του κι έμεινε στο χέρι του Μπάκι. Το αντίγραφο του περιφερειακού εισαγγελέα σκόνταψε, έπεσε, πήρε μερικές τούμπες και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Το Χόντα κοκάλωσε στριγκλίζοντας, και κάπου δεκάξι μέτρα μπροστά τους η Τζάνετ σταμάτησε να τρέχει κι αυτή, χωρίς να βγάλει τσίμουδιά. Γύρισε προς το μέρος τους κι άρχισε να κάνει τροχάδην επί τόπου. «Όλα αυτά μοιάζουν λιγάκι με σπέσιαλ εκπομπή του Καναλιού του Πλέιμποϊ», είπε ο Μάικλ, βάζοντας στη θήκη του το Ντέζερτ Ιγκλ. Έδωσε το ένα από τα Έρμπαν Σνάιπερ στην Κάρσον, και άδραξε το άλλο. «Όχι βέβαια πως εγώ βλέπω Κανάλι του Πλέιμποϊ...» Ο ντετέκτιβ άνοιξε με μια κλοτσιά την πόρτα του, και η Κάρσον γύρισε τα φανάρια της στη μεγάλη σκάλα, γιατί το

146

Dean Koontz

σκοτάδι ευνοούσε το θήραμα τους, και δυσκόλευε την ίδια. Φορτισμένη μόνο από την αστραπή της καρδιάς της, μια και η καταιγίδα δεν είχε ακόμη προσφέρει δική της, έφυγε βολίδα στη βροχή, γυρεύοντας τον Μπάκι στο σκοτάδι, χωρίς όμως να τον βρίσκει. Το φως των φαναριών αντικατοπτριζόταν στα βρεγμένα πλακάκια του πεζοδρομίου, ασημί και μαύρα κάτω απ' τα πόδια της, κι όχι πολύ μακριά προς τα δυτικά ανάμεσα στα δέντρα, τα διέκρινε τα φώτα της Γουόλνατ Στριτ, της Οντιμπόν και της Μπρόντγουεϊ, που δεν έφταναν να φωτίσουν ως εκεί, και βόρεια, βορειοανατολικά τα φώτα του πανεπιστημίου της Τουλέιν, και της Λογιόλα, που ούτε αυτά έφταναν να φωτίσουν ως εκεί -το πάρκο πυκνό και θεοσκότεινο όπως απλωνόταν νότια και ανατολικά, με την ανταύγεια των φώτων μάλλον του Νοσοκομείου Ντι Πολ τέρμα Θεού στο βάθος. Μέρος παντέρμο για να πεθάνει κανείς και να τον βρουν την άλλη μέρα το πρωί, πεταμένο σαν σε παράνομη χωματερή, ακριβώς όπως είχαν βρεθεί η μάνα κι ο πατέρας της τόσα και τόσα χρόνια πριν, μπρούμυτα κάτω από τα καλώδια ηλεκτροδότησης, κοντά σ' ένα πυλώνα διπλού κυκλώματος, στη χορταριασμένη όχθη του αναχώματος, στο Ρίβερμπεντ, λίγο πιο πέρα από το δρομάκι για τα ποδήλατα, ο καθένας τους με μια σφαίρα φυτεμένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού, με τα μαυροπούλια που τρέφονταν με ψοφίμια να μαζεύονται από πάνω και να την αράζουν στα οριζόντια κάγκελα του πυλώνα... Τώρα τούτο το πάρκο, τούτο το σκοτάδι που έσταζε μοναξιά, έμοιαζε με την όχθη του αναχο)ματος της Κάρσον, το ιδανικό μέρος για να βρισκόταν πεταμένη σαν ένας σωρός

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

147

σκουπίδια, το πτώμα της βορά στα μαυροπούλια με τα γυαλιστερά μάτια. Δεν ήταν ούτε δέκα δευτερόλεπτα που είχε βγει απ' το Χόντα, κι είχε απομακρυνθεί απ' το αμάξι με προφυλάξεις, διαγράφοντας με την κάννη του όπλου της ένα τόξο, καλύπτοντας μια ακτίνα απ' όπου, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, θα μπορούσε να προκύψει κάποιος κίνδυνος, κουνώντας δεξιά-αριστερά, κι αντίθετα -και τα δέκα δευτερόλεπτα έμοιαζαν με δέκα ολόκληρα λεπτά. Πού στην οργή ήταν το έκτρωμα; Αίφνης μια ακαθόριστη φιγούρα φάνηκε να ορθώνει το ανάστημά της βγαίνοντας από ένα χαντάκι για τα όμβρια ύδατα, στην άλλη άκρη του δρόμου, το αντίγραφο του περιφερειακού εισαγγελέα, μέσα στα αίματα από την τούμπα που είχε φάει με τόση φόρα, όρθιος ωστόσο όπως ξεφώνιζε: «Συνέβη κάτι φοβερό, φοβερό, φοβερό». Μοιάζοντας το ίδιο δυνατός κι ασυγκράτητος με ταύρο, χαμήλωσε το κεφάλι του και χίμηξε καταπάνω της. Η Κάρσον έφερε τα πόδια της στη διάσταση και "καρφώθηκε" στο βρεγμένο χώμα παίρνοντας την απαιτούμενη στάση, κρατώντας την καραμπίνα με τα δυο της χέρια και χαμηλά, το δεξί της τυλιγμένο γύρω από τη σαν πιστολιού λαβή, μπροστά από το κοντάκι, το αριστερό σφιγμένο πάνω στην κάννη, με το όπλο φερμένο λίγο προς το δεξί της μέρος, με τους αγκώνες της λυγισμένους για να απορροφά όσο καλύτερα το κλότσημα του Σνάιπερ, που θα είχε φοβερές συνέπειες, αν έμενε τσιτωμένη -κανένας τσακισμένος τένοντας, κανένα βγάλσιμο ωμοπλάτης- τέτοια ωραία. Από τα πιο ισχυρά όπλα, το Σνάιπερ έριχνε μόνο βλήματα ικανά να ξαπλώσουν ρινόκερο, όχι φυσίγγια με σκάγια με μεγάλο εύρος διασποράς, όμως και πάλι η κοπέλα σημάδεψε περισσό-

148

Dean Koontz

τερο από ένστικτο, αφού δεν της περίσσευε χρόνος για κάτι καλύτερο. Το ον που παρίστανε τον Μπάκι Γκιτρό, με μάτια κόκκινα απ' το αίμα, τραβηγμένα χείλη έτσι που έδειχνε τα δόντια του σαν άγριο ζώο που φερμάριζε, όρμησε κατά πάνω της, ατρόμητος, καταιγιστικός. Η Κάρσον πάτησε τη σκανδάλη, και το κλότσημα του όπλου την τίναξε λίγο προς τα πίσω, η κάννη έφυγε προς τα πάνω, κάτι που περίμενε η κοπέλα νιώθοντας ένα πόνο να διαπερνάει τους ώμους της, το σούβλισμα σε ένα από τους τραπεζίτες της με λασκαρισμένο σφράγισμα κάθε φορά που έπινε κάτι παγωμένο, ο αντίλαλος του πυροβολισμού που την ξεκούφανε, τι κι αν βρισκόταν σε ανοιχτό χώρο. Το βλήμα χτύπησε το κακέκτυπο κατάστηθα, σμπαραλιάζοντας το στέρνο του, σπάζοντας οστά, κάνοντας τον να ματώσει άσχημα, ενώ ταυτόχρονα το αριστερό του χέρι τινάχτηκε προς τα επάνω σε μια αντανακλαστική αντίδραση, το δεξί του προς τα κάτω, λες κι ετοιμαζόταν να ξεκινήσει μια καινούρια παραλλαγή του χορού του κοτόπουλου. Τραντάχτηκε, όμως δεν παραπάτησε, κοντοστάθηκε για δευτερόλεπτα, όμως δε σταμάτησε, δε φώναζε πια, αλλά ούτε και ούρλιαξε από πόνο, κι η Κάρσον πάτησε άλλη μια φορά τη σκανδάλη, όμως τα θαλάσσωσε γιατί είχε πάθει σοκ, κι ένιωθε κατατρομαγμένη βλέποντάς τον να ορμάει μπροστά ακάθεκτος, καθώς τώρα δεν τον πέτυχε ούτε στο στομάχι ούτε στο στήθος, αλλά στο δεξί ώμο, που κανονικά θα έπρεπε να του τινάξει στον αέρα ολόκληρο το χέρι από τη ρίζα του ή έστο} μέρος του χεριού, κάτι που όμως δε συνέβη, και το τέρας συνέχιζε να κινείται προς το μέρος της, έτοιμο να αρπάξει την κάννη της καραμπίνας της, δείχνοντας δυνατός παρ' όλα αυτά και ακάθεκτος, και προσηλωμένος σε αυτό

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

149

που ήθελε να κάνει, ικανός να της τσαλακώσει το πρόσωπο ή να λιώσει το λαιμό της, έστω κι αν δεχόταν στο μεταξύ δυο ακόμη από τα πανίσχυρα βλήματα. Ο Μάικλ έσκασε μύτη από το πίσω μέρος του Χόντα, η καραμπίνα του άστραψε και βρόντηξε, το βλήμα βρήκε το ανθρωποειδές στο πλάι, λίγο πιο πάνω από τον αριστερό γοφό, η Κάρσον πυροβόλησε πάλι, προφανώς πετυχαίνοντάς το στον αριστερό μηρό σχεδόν εξ επαφής, μα το χέρι του ήταν ήδη απλωμένο πάνω από την κάννη του Σνάιπερ, όπως την άρπαξε και την τίναξε προς τα επάνω, προτού συνεχίσει, μέσα στα αίματα όπως ήταν, για να βουτήξει την Κάρσον απ' το πρόσωπο. Ο σωσίας του Γκιτρό ξεστόμισε κάτι ακατάληπτο, κάτι σαν: «Δώσ' μου τα μάτια σου», κι ο Μάικλ πάτησε πάλι τη σκανδάλη, το βλήμα βρήκε το κακό χτικιό κατακέφαλα, και ω του θαύματος τούτη τη φορά ο "Μπάκι" έπεσε ξερός μπρούμυτα πάνω στο πλακόστρωτο του πεζοδρομίου, μένοντας ακίνητος προς στιγμή, επιχειρώντας όμως να απομακρυνθεί έρποντας την άλλη, με το κεφάλι του να χάσκει σαν ανοιγμένο καρπούζι, φέροντας πολλαπλά τραύματα σε όλο του το σώμα, κι ωστόσο προσπαθώντας να την κοπανήσει σαν μισοπατημένη κατσαρίδα. Μα σταμάτησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα κι έμεινε ακίνητος -ακίνητος για λίγο, ύστερα τον συντάραξε ένας σπασμός, και... πάπαλα. Με την άκρη του ματιού της η Κάρσον είδε κάτι που κινείτο -κάτι που βρισκόταν πολύ κοντά της, και γύρισε απότομα για να αντιμετωπίσει τη σφιχτοκώλα Τζάνετ.

Κεφάλαιο 26

Γνέφοντάς του να κάνει ησυχία, η Έρικα Πέντε οδήγησε το ξωτικό αλμπίνο, τον Τζόκο, στη μια από τις πίσω σκάλες που ανέβαζαν στο δεύτερο όροφο, αρκετά μακριά από την κυρίως σουίτα που βρισκόταν στο κέντρο του συγκροτήματος. Από τις τρεις επαύλεις που υπήρχαν στα ισάριθμα οικόπεδα που είχε αγοράσει ο Βίκτωρ, οι δυο είχαν μεγάλες ομοιότητες από αρχιτεκτονική άποψη. Τις είχε ενώσει κατά τέτοιο τρόπο που τρεις βαλανιδιές στο μπροστινό μέρος και μια πέργκολα με αειθαλείς πασχαλιές στο βάθος έδιναν την εντύπωση σε όποιον τα κοιτούσε απ' το δρόμο ποος εξακολουθούσαν να είναι δυο ξεχωριστές επαύλεις. Αρχικά οι δυο κατοικίες είχαν συνολικά τριάντα δύο κρεβατοκάμαρες, όμως οι εσωτερικοί τοίχοι είχαν γκρεμιστεί, και ο τεράστιος χώρος που είχε προκύψει, χρησιμοποιείτο τώρα για άλλες χρήσεις. Ο Βίκτωρ δεν είχε οικογένεια, και κανείς από τους καλεσμένους του δε διανυκτέρευε εκεί πέρα. Την τρίτη έπαυλη σκόπευε να την γκρεμίσει και να ενσωματώσει το οικόπεδο στον περιβάλλοντα χώρο του συγκρο-

I

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

151

τήματος. Μια ντόπια πολιτικός με βλέψεις για το θώκο του κυβερνήτη της πολιτείας, και ανυποχώρητη στη θέση της για διατήρηση των ιστορικών κτιρίων της Νέας Ορλεάνης, είχε αρνηθεί να δώσει στον Βίκτωρα άδεια για την κατεδάφιση του τρίτου κτιρίου. Ο Βίκτωρ είχε επιχειρήσει να επιλύσει τη διαφορά με σεβασμό προς το δημόσιο αξίωμα της και το κοινωνικό κύρος της. Βέβαια κάτω από το τραπέζι, αρκούσε να της τα "χώσει" κανείς χοντρά για να εξασφαλίσει την "αρωγή και τη συνεργασία της" για το οποιοδήποτε άλλο θέμα, όμως σε ό,τι αφορούσε τη φήμη της αφοσιωμένης στην ιδέα της διατήρησης της ιστορικής κληρονομιάς της πόλης, ήταν ανυποχώρητη γιατί πίστευε ακράδαντα ότι ήταν το κλειδί για την επίτευξη των πολιτικών φιλοδοξιών της. Με το που βγήκε το πιστό αντίγραφο της από μια από τις δεξαμενές δημιουργίας, ο Βίκτωρ είχε στείλει ανθρώπους του να απάγουν την αυθεντική και να τη μεταφέρουν στα Χέρια Του Ελέους, όπου της είχε περιγράψει -κάνοντας παράλληλα και μια μικρή επίδειξη- μερικές πολύ... πρωτοπόρες μεθόδους βασανισμού, επινοημένες από τη Στάζι, τη μυστική αστυνομία της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Όταν κάποια στιγμή η γυναίκα είχε πάψει να τον παρακαλάει να σταματήσει, γυρεύοντας τώρα να τη σκοτώσει, ο Βίκτωρ της είχε επιτρέψει να επιλέξει η ίδια το όργανο με το οποίο θα την εξόντωνε από μια πλούσια συλλογή τέτοιων σύνεργων, που περιλάμβανε μεταξύ άλλων ένα εργαλείο καρφώματος με πεπιεσμένο αέρα, ένα ηλεκτρικό τριβείο, κι ένα μπουκάλι γεμάτο φαινόλη. Το γεγονός πως η γυναίκα είχε περιέλθει σε μια κατάσταση ολικής διανοητικής κατάρρευσης και κατατονίας, έκανε

152

Dean Koontz

βέβαια αδύνατη την επιλογή του... επιθυμητού φονικού εργαλείου, και είχε στερήσει από τον Βίκτωρα μέρος της χαράς και της ικανοποίησης της επιβολής κάποιας σωματικής τιμωρίας. Έστω κι έτσι όμως είχε θεωρήσει την επίλυση του ζητήματος της διατήρησης των ιστορικών κτιρίων σαν μία από της κορυφαίες του στιγμές, γι' αυτό και είχε κάνει και σχετική μνεία στο βιογραφικό του, το οποίο είχε "κατεβάσει" απευθείας στον εγκέφαλο της Έρικα Πέντε, όσο η κοπέλα βρισκόταν ακόμη στη δεξαμενή δημιουργίας της. Ο Βίκτωρ απαιτούσε από τις Έρικές του όχι απλώς να ικανοποιούν τις σεξουαλικές ορέξεις του, και να είναι άψογες οικοδέσποινες με τους καλεσμένους του. Ήθελε ακόμη απ' αυτές -απ' την καθεμιά, με τη σειρά που εμφανίζονταν στη ζωή του- να μένουν εκστατικές μπροστά στο απίστευτο πείσμα του να γίνεται πάντα το δικό του σε όλα τα ζητήματα, την ατσάλινη θέλησή του να μην υποκύπτει και να μην υποχωρεί προ ουδενός, και να μην ενδίδει στις επιθυμίες των πνευματικών νάνων, των απατεώνων και των ανόητων αυτού του κόσμου, που συνήθιζαν να ταπεινώνουν όλους τους μεγάλους της ανθρωπότητας, τους οποίους φθονούσαν κατάφωρα. Στο δεύτερο όροφο της έπαυλης, η βόρεια πτέρυγα παρέμενε εκτός χρήσης, περιμένοντας τη στιγμή που ο Βίκτωρ θα κατέβαζε καμιά φαεινή ιδέα σχετικά με την τύχη της. Κάποιο πρωί θα ανακάλυπτε κάτι το χλιδάτο ή το χρηστικό που θα ήθελε να προσθέσει στο συγκρότημα, και τότε η βόρεια πτέρυγα θα αποτελούσε το ιδανικό μέρος για να στεγάσει την έμπνευσή του. Όμως ακόμη κι εδώ τα δάπεδα όλων των βοηθητικών χώρων και των δωματίων ήταν από μαόνι. Οι διάδρομοι ήταν

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

153

στρωμένοι με ακριβά χαλιά επί το πλείστον κομμάτια του 19ου αιώνα από την Ταυρίδα και το Μπακσαγιές. Η Έρικα έμπασε τον Τζόκο σε μια δίχως έπιπλα σουίτα, κι άναψε τα φώτα της οροφής. Ο χώρος αποτελείτο από ένα μικρό καθιστικό, μια κρεβατοκάμαρα, κι ένα μπάνιο. Τα δάπεδα δεν ήταν στρωμένα με χαλιά. Στα παράθυρα βαριές μπροκάρ κουρτίνες με βουάλ, οι οποίες υπήρχαν όταν αγοράστηκε το σπίτι, και ήταν κλεισμένες. «Το προσωπικό σκουπίζει και καθαρίζει τη βόρεια πτέρυγα δώδεκα φορές το χρόνο», εξήγησε η Έρικα στο τελώνιο. «Την πρώτη Τρίτη κάθε μήνα. Εκτός αυτού όμως, κανείς δεν πατάει το πόδι του εδώ πάνω. Το βράδυ της παραμονής που θα ανέβουν για να καθαρίσουν, θα σε μεταφέρουμε κάπου αλλού, και θα σε ξαναφέρουμε εδώ με το που θα τελειώσουν και θα φύγουν». Ντυμένος ακόμη με το αυτοσχέδιο μακρύ για το μπόι του φόρεμα που είχε φτιάξει από την καρό επένδυση του καλαθιού, ο Τζόκο περιεργαζόταν τους χώρους, πηγαίνοντας από το καθιστικό στην κρεβατοκάμαρα, θαυμάζοντας τα πανύψηλα ταβάνια, τα περίτεχνα περιζώματα, και το τζάκι που ήταν φτιαγμένο από ιταλικό μάρμαρο, όταν σε μια στιγμή γύρισε και της είπε: «Ο Τζόκο δεν είναι άξιος να μένει σ' ένα τόσο φίνο και πολυτελές διαμέρισμα». «Αφού δεν υπάρχουν έπιπλα, θα είσαι αναγκασμένος να κοιμάσαι στο πάτωμα», του είπε η Έρικα. «Λυπάμαι πολύ γι' αυτό». «Ο Τζόκο δεν πολυκοιμάται, μόνο κάθεται σε μια γωνιά και πιπιλάει τα δάχτυλα των ποδιών του, κι έτσι αφήνει τη σκέψη του να ταξιδέψει στο κόκκινο μέρος, κι όταν γυρνάει από το κόκκινο μέρος, ο Τζόκο ξαποσταίνει».

154

Dean Koontz

«Χμ, πολύ ενδιαφέρον. Όπως και να 'χει όμως, κάποια στιγμή θα χρειάζεσαι να έχεις κάπου να ξαπλώνεις. Θα σου φέρω κουβέρτες, και τίποτε να στρώσεις κάτω για κρεβάτι». Τα μαύρα και άσπρα κεραμικά πλακάκια στο μπάνιο χρονολογούνταν από τη δεκαετία του '40, ωστόσο ο χώρος ήταν διατηρημένος και σε άριστη κατάσταση. «Έχεις τρεχούμενο ζεστό και κρύο νερό, ένα μπάνιο, ντουζιέρα, και φυσικά τουαλέτα. Μαλλιά δεν έχεις, οπότε δε χρειάζεσαι ούτε σαμπουάν ούτε χτένα ούτε πιστολάκι. Ξυρίζεσαι μήπως;» Το ξωτικό χάιδεψε σκεπτικό το γεμάτο παράξενες γωνιές κι εξογκώματα μούτρο του. «Ο Τζόκο δεν έχει εντοπίσει ούτε μισή τριχούλα επάνω του -εκτός από εκείνες που υπάρχουν μέσα στα ρουθούνια του. Α, είναι κι άλλες τρεις στη γλώσσα του». Μ' αυτά τα λόγια, έβγαλε έξω τη γλώσσα του για να δείξει στην Έρικα. «Δηλαδή εξακολουθείς να μη χρειάζεσαι τσατσάρα», είπε η Έρικα. «Κι από αποσμητικό; Το προτιμάς σε σπρέι ή σε ρολ-ον;» Αντιδρώντας αρνητικά στην ιδέα και μόνο του αποσμητικού, ο Τζόκο ζάρωσε τα μούτρα του, κάτι που τα έκανε να δείχνουν ακόμη πιο παραμορφωμένα. Η Έρικα σκέφτηκε πως, όταν με τον καιρό θα γνωρίζονταν καλύτερα, και δε θα χρειαζόταν να προσέχει τα λόγια της για να μην τον πληγώσει, θα του συνιστούσε να μην ξαναξινίσει ποτέ τα μούτρα του. «Ο Τζόκο υποπτεύεται πως το δέρμα του είναι υπερευαίσθητο σε τέτοιου είδους καυστικά οξέα». «Καλά, λοιπόν. Θα επιστρέψω σε λίγο με όλα όσα χρει-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

155

άζεσαι. Περίμενε με εδώ. Μείνε μακριά από τα παράθυρα, και προπάντων φρόντισε να είσαι όσο πιο ήσυχος γίνεται». Απ' τα βάθη της μνήμης της η Έρικα ανέσυρε κάτι που παρέπεμπε σε κάποιο λογοτεχνικό έργο, και τότε πρόσθεσε: «Περίπτωση ίδια με εκείνη της Άννας Φρανκ, που κρυβόταν από τους Ναζί σ' ένα κρυφό δωμάτιο, στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας». Το τελώνιο την κοίταξε απορημένο, και πλατάγισε τα δυο κρεάτινα κομμάτια που σχημάτιζαν το δίχως χείλη στόμα του. «Ή ίσως όχι», είπε τώρα η Έρικα. «Μπορεί να πει ο Τζόκο;» «Ορίστε;» «Μπορεί να πει ο Τζόκο;» επανέλαβε το αερικό. Μεγάλα σαν της κουκουβάγιας, με τεράστιες, κίτρινες στο χρώμα του λεμονιού ίριδες, τα μάτια του φάνταζαν στην κοπέλα μυστηριώδη και, κατά έναν παράξενο τρόπο, όμορφα. Κι ήταν σαν τα μάτια του να σε αποζημίωναν για όλη την υπόλοιπη απερίγραπτη ασχήμια των χαρακτηριστικών που τα περιστοίχιζαν. «Ναι», είπε τέλος η κοπέλα. «Φυσικά, πες μου ό,τι θέλεις». «Από τότε που δραπέτευσα μέσα απ' το σώμα εκείνου που ήμουν κι έγινα αυτός που είμαι τώρα, ο Τζόκο, δηλαδή εγώ, έχει ζήσει επί το πλείστον μέσα σε υπόνομους και για ένα μικρό διάστημα στο κουβούκλιο ενός φύλακα δημόσιων τουαλετών. Εδώ είναι πολύ καλύτερα». Η Έρικα χαμογέλασε κουνώντας λίγο το κεφάλι της. «Ελπίζω να είσαι ευχαριστημένος κι ευτυχισμένος εδώ πέρα. Να θυμάσαι μόνο ένα πράγμα: η παρουσία σου εδώ πέρα

156

Dean Koontz

πρέπει να μείνει μυστική». «Είσαι η πιο καλή, η πιο ευγενική και γενναιόδωρη κυρία του κόσμου». «Κάθε άλλο, Τζόκο. Μην ξεχνάς πως θα έχεις την υποχρέωση να μου διαβάζεις». «Όσο ήμουν ακόμη εκείνος που ήμουν, δεν είχε τύχει να γνωρίσω ποτέ κάποια κυρία έστω και στο μισό καλή όσο είσαι εσύ. Από τότε που εκείνος που ήμουν έγινε αυτός που είμαι, δηλαδή ο Τζόκο, δεν έτυχε να γνωρίσω κάποια κυρία ούτε το μισό του μισού τόσο καλή όσο είσαι εσύ ούτε καν στις δημόσιες τουαλέτες όπου περνούσα έντεκα ώρες τη μέρα -και να σκεφτείς ότι οι τουαλέτες ήταν γυναικείες. Από την καμπίνα του φύλακα, ο Τζόκο κρυφάκουγε τα όσα έλεγαν οι γυναίκες μεταξύ τους όπως έκαναν την ανάγκη τους ή έπλεναν τα χέρια τους στους νιπτήρες, και οι περισσότερες απ' αυτές ήταν απαίσιες.» «Λυπάμαι πολύ, Τζόκο, που πέρασες τόσα». «Εγώ να δεις», αποκρίθηκε ο Τζόκο.

I

Κεφάλαιο 27

Η σκοτεινή παρουσία που ζύγωνε την Κάρσον απ' τα δεξιά σκυμμένη χαμηλά πάνω απ' το χώμα, δεν ήταν τελικά η Τζάνετ Γκιτρό, αλλά το λυκόσκυλο, που του είχε βγει η γλώσσα από το λαχάνιασμα. Το ζώο κουνούσε την ουρά του. Η λεγόμενη με τον ωραίο πισινό προφανώς ήταν ακόμη στο ίδιο σημείο που βρισκόταν τη στιγμή που η Κάρσον βγήκε από το αμάξι, δηλαδή κάπου δεκάξι μέτρα πιο κάτω, κατά μήκος του δρόμου. Με το κεφάλι ψηλά, τους ώμους ίσιους, τα χέρια ριγμένα στα πλάγια σαν σερίφης του παλιού καλού Φαρ Ουέστ, έμενε εκεί πέρα στητή σαν άγαλμα και σε αυξημένη επιφυλακή. Δεν έκανε πια επιτόπιο τροχάδην, κι αυτό προφανώς προς μεγάλη απογοήτευση του Μάικλ. Το ενδιαφέρον στην ιστορία ήταν πως το πλάσμα που έφερε το όνομα Τζάνετ είχε παρακολουθήσει την αναμέτρησή τους με τον Μπάκι χωρίς ωστόσο να αισθανθεί την υποχρέωση να τρέξει προς βοήθειά του. Μπορεί η πόλη να κατέληγε να κατοικείται από μια μικρή στρατιά πλασμάτων της Νέας Ράτσας, που όμως, απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα, δε

158

Dean Koontz

διακατέχονταν από αισθήματα συντροφικότητας το ένα για το άλλο ώστε να μάχονταν πάντα από κοινού για τους ίδιους στόχους. Απ' την άλλη πάλι, ίσως αυτή η έλλειψη πίστης κι αφοσίωσης στον κοινό στόχο, ίσως να είχε να κάνει με το γεγονός πως ο εγκέφαλος της Τζάνετ, έτσι όπως είχε αρχίσει να χάνει λάδια, ήταν τώρα σαν εκτροχιασμένο τρένο που είχε ξεφύγει και παράδερνε σε μια δίχως ράγες περιοχή. Πίσω από το πέπλο που σχημάτιζαν οι ασημένιες βελόνες της βροχής, λουσμένη στο δυνατό φως των φαναριών του Χόντα που φώτιζαν στη μεγάλη σκάλα, το πλάσμα έμοιαζε σαν κάτι αιθέριο, λες και κάποιο χέρι είχε τραβήξει την τεράστια κουρτίνα που χώριζε το γνωστό κόσμο από κάποιον άλλο, άγνωστο, τα όντα του οποίου ακτινοβολούσαν ίδια με πνεύματα, κι ήταν αιμοβόρα ίδια με λυσσασμένα θεριά. Ο Μάικλ άπλωσε μπροστά το χέρι του, και τα βλήματα γυάλισαν στο λιγοστό φως όπως τα κρατούσε. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε η Κάρσον, όπως ξαναγέμιζε τ' όπλο της. «Θα την κυνηγήσεις;» «Μπα, όχι εγώ. Έ χ ω ένα χρυσό κανόνα: μια αναμέτρηση μ' ένα θεοπάλαβο σούπερ κλώνο την ημέρα φτάνει και περισσεύει. Αλλά μπορεί να μας στρώσει εκείνη στο κυνήγι». Για πρώτη φορά εκείνη τη βραδιά πήρε να φυσάει λιγάκι, επηρεάζοντας κάπως το νόμο της βαρύτητας, έτσι που τώρα οι στάλες της βροχής άρχισαν να λοξεύουν και να σκάνε πάνω στους δυο ντετέκτιβ, χτυπώντας την Κάρσον στο πρόσωπο, αντί να πέφτουν πάνω στο κεφάλι της. Λες και το αεράκι τα είχε κουβεντιάσει με την Τζάνετ, συμβουλεύοντάς τη να υποχωρήσει, η γυμνή γυναίκα τους γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε τρέχοντας από τη δη-

I Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

159

μοσιά, περνώντας ανάμεσα από δέντρα, προς τη μεριά που πύκνωναν οι πρασινάδες του πάρκου. Όπως έστεκε στο πλάι της Κάρσον το λυκόσκυλο άφησε ένα σιγανό, μακρόσυρτο γρύλισμα, κάτι σαν να έλεγε, στα τσακ ίδια. Αίφνης χτύπησε το κινητό του Μάικλ. Το τελευταίο ρίνγκτοουν που είχε φορτώσει στη συσκευή του ήταν το γελάκι του Κέρλι, από το γνωστό κωμικό Τρίο Στούτζες. «Ν'γιακ, ν'γιακ, ν' γιακ», ακούστηκε από το κινητό. «Ν'γιακ, ν'γιακ, ν'γιακ». «Η ζωή τον 21ο αιώνα», σχολίασε η Κάρσον «είναι εξίσου ηλίθια και παρανοϊκή!» Ο Μάικλ απάντησε στην κλήση, λέγοντας: «Τι; Ναι!» Και γυρνώντας στην Κάρσον: «Είναι ο Δευκαλίων». «Καιρός ήταν». Η κοπέλα προσπάθησε να τρυπήσει με το βλέμμα της το σκοτάδι, κοιτώντας ανατολικά, ύστερα νότια, περιμένοντας πως η Τζάνετ θα εμφανιζόταν αίφνης και θα επιχειρούσε κατά μέτωπο επίθεση. Ακούγοντας για λίγο τον άλλο στο τηλέφωνο, ο Μάικλ είπε τελικά στον Δευκαλίωνα: «Όχι, εδώ που είμαστε τώρα δεν είναι καλό σημείο για να συναντηθούμε. Μόλις είχαμε ένα επεισόδιο εδώ πέρα, κι ο τόπος είναι γεμάτος... μπάζα». Η Κάρσον κοίταξε προς τη μεριά του αντίγραφου του Μπάκι. Ήταν ακόμη πεσμένος κατάχαμα -νεκρός του καλού καιρού. «Δώσε μας δέκα λεπτά, ένα τεταρτάκι να βρεθούμε κάπου πιο βολικά. Θα σε καλέσω εγώ να σου πω». Βάζοντας το κινητό στην τσέπη του, είπε στην Κάρσον: «Ο Δευκαλίων σχεδόν τελείωσε ό,τι είχε να κάνει στα Χέρια Του Ελέους -βρήκε αυτό που γύρευε».

160

Dean Koontz

«Τι θα κάνουμε με το σκυλί;» Έχοντας ξεδιψάσει από ένα νερόλακκο στο πεζοδρόμιο, ο σκύλος κοίταξε την Κάρσον, ύστερα τον Μάικλ μ' ένα βλέμμα, σαν να τους παρακαλούσε για κάτι. «Θα τον πάρουμε μαζί μας», είπε τελικά ο Μάικλ. «Ολόκληρο το αμάξι θα βρομάει βρεγμένη σκυλίλα». «Αν το δεις από τη σκοπιά του, τα πράγματα θα είναι ακόμη χειρότερα. Ολόκληρο το αμάξι θα του βρομάει βρεγμένη μπατσίλα». «Πάντως είναι κούκλος», παραδέχτηκε η Κάρσον. «Κι αν κρίνει κανείς από την κοψιά του, μοιάζει με αστυνομικό σκυλί. Πώς να τον λένε, άραγε;» «Για μια στιγμούλα», είπε ο Μάικλ. «Αυτός 'δω πρέπει να είναι ο Δούκας, το σκυλί του περιφερειακού εισαγγελέα. Πάει στα δικαστήρια μαζί με το αφεντικό του. Ή πήγαινε τουλάχιστον». «Ο Δούκας της Ορλεάνης! Βέβαια!» είπε η Κάρσον. «Είχε σώσει δυο παιδάκια από μια πυρκαγιά». Το σκυλί κουνούσε τώρα την ουρά του τόσο γρήγορα πέρα δώθε, που η Κάρσον φοβήθηκε πως θα άρχιζε να φεύγει σαΐτα πάνω στο πεζοδρόμιο καλή ώρα σαν κι εκείνα τα μίνι χόβερκραφτ που χρησιμοποιοΐ>ν στα έλη της Φλόριντα. Η βροχή έκανε τα φύλλα να θροΐζουν όπως μαστίγωνε τα δέντρα, κι από πέρα μακριά τους ήρθε η μυρωδιά της θάλασσας. Η Κάρσον άνοιξε την πόρτα, και καλόπιασε το σκυλί για να μπει στο πίσω κάθισμα, τέλος γι' άλλη μια φορά κάθισε η ίδια πίσω από το τιμόνι. Όπως ακούμπησε πάλι το Έρμπαν Σνάιπερ με την κάννη προς τα κάτω, στο διάστημα ανάμεσα στα δυο μπροστινά καθίσματα, διαπίστωσε πως οι σακούλες

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

161

με τα φαγώσιμα είχαν κάνει φτερά. Κοιτώντας μέσα από το τζάμι του παρμπρίζ, είδε τον Μάικλ να απομακρύνεται από ένα καλάθι απορριμμάτων στην άκρη του δρόμου. «Τι πήγες κι έκανες;» τον ρώτησε τσαντισμένη, τη στιγμή που εκείνος βολευόταν μ' ένα σπλατς στο κάθισμα του κι έκλεινε την πόρτα. «Μα ήδη είχαμε φάει τα περισσότερα». «Ναι, όμως όχι όλα. Αυτά που φτιάχνουν στην Ακαντιάνα είναι για να τρως μέχρι το τελευταίο ψίχουλο». «Έτσι που θα μύριζαν τ' αποφάγια, ο σκύλος θα πάθαινε τραλαλά». «Και λοιπόν; Θα του δίναμε κι αυτού να τσιμπούσε κάτι». «Πολύ βαριά φαγητά για σκύλο. Θα τα 'τρώγε, και μετά από λίγο θ' άρχιζε να ξερνάει». «Πρώτα εκείνο το ηλίθιο ρίνγκτοουν με το κακαριστό χάχανο, και τώρα αυτό!» Έβαλε ταχύτητα, έκανε μισή στροφή χωρίς να περάσει πάνω από το πεσμένο αντίγραφο του Μπάκι, γύρισε τα φανάρια στη χαμηλή σκάλα, πέρασε από τη σμπαραλιασμένη πύλη ελπίζοντας πως δε θα έκανε κόσκινο τους τροχούς του αμαξιού, τέλος έστριψε δεξιά, και πήρε τη Λεωφόρο Σεντ Τσαρλς. «Λοιπόν... μη μου πεις τώρα πως θα με τιμωρήσεις διά της σιωπής σου;» «Θα σου χρειαζόταν, καημένε μου». «Άλλη μια ευχή που δεν εισακούσθηκε». «Ιδού η ερώτηση των εξήντα τεσσάρων χιλιάδων δολαρίων». «Δεν έχω τόσο χρήμα».

162

Dean Koontz

«Λες, δηλαδή, ότι είμαι τόσο φαγού;» «Το τι και το πόσο τρως, εμένα δε μου πέφτει λόγος για να το κρίνω». «Λες ότι στο τέλος θα κάνω έναν πισινό σαν πλατεία, σωστά;» «Ωχ, ωχ!» Στο πίσω κάθισμα το σκυλί ψιλο-λαχάνιαζε, χωρίς ωστόσο να δείχνει ανήσυχο. Μάλλον ήταν κατευχαριστημένο. Προφανώς είχε ακούσει τόσα πολλά απ' τα δυο κακέκτυπα ανθρώπινων υπάρξεων, που η κουβέντα ανάμεσα σε πραγματικούς ανθρώπους τώρα ηχούσε σαν γλυκιά μουσική στ' αυτιά του. «Έλα τώρα, παραδέξου το. Πιστεύεις ότι θα γίνω χοντροκώλα». «Σιγά μη χαλάω φαιά ουσία σκεπτόμενος το μέλλον του πισινού σου». «Ναι, όμως σου τρέχαν τα σάλια για το σφιχτό πισινό εκείνης της τερατο-Τζάνετ». «Ε, δε μου τρέχαν και τα σάλια. Απλώς το πρόσεξα, όπως προσέχει κανείς τα ωραία πράγματα που σκαρώνει η φύση -όπως θα πρόσεχες εσύ μια ωραία περικοκλάδα, ας πούμε». «Μια ωραία περικοκλάδα, ε; Δε βρήκες τίποτε άλλο να πεις; Κι άλλωστε τα κατασκευάσματα του Βίκτωρα, δεν είναι έργα της φύσης». «Αν είναι τώρα να διαστρεβλώνεις όσα σου λέω...» «Αν θες να ξέρεις, ο πισινός μου ήταν το ίδιο μικρός και σφιχτός όσο κι εκείνης -να μη σου πω και πιο σφιχτός». «Αφού το λες, σε πιστεύω». «Ναι, να με πιστέψεις, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει

! Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

163

πιθανότητα να το διαπιστώσεις ιδίοις όμμασι. Αν μου πετούσες νόμισμα στον πισινό, θα έκανε τέτοιο γκελ, που θα τιναζόταν στο ταβάνι». «Αυτό τώρα κι αν με βάζει σε πειρασμό». «Άκου, συνεταιράκι, έχεις να φας πολλά καρβέλια ακόμη μέχρι τη μέρα που θα πετάξεις νόμισμα στο δικό μου πισινό». «Πάντως καλού-κακού, εγώ από 'δω κι εμπρός θα έχω πάντα πρόχειρο ένα νόμισμα στην τσέπη μου». «Επιχείρησε εσύ να κάνεις ένα νόμισμα να γκελάρει στον πισινό μου» είπε τώρα η Κάρσον «κι αν είναι των είκοσι πέντε σεντς, θα το πάρεις πίσω σε ψιλά: δυο δεκαράκια κι ένα πενταράκι». «Αυτό τώρα τι σημαίνει;» «Μακάρι να 'ξερα». «Ψιλά, δυο δεκαράκια κι ένα πενταράκι», επανέλαβε ο Μάικλ, κι έσκασε στα γέλια. Το γέλιο του αποδείχτηκε μεταδοτικό, κι όταν άκουσε το σκυλί τους δυο ανθρώπους να χαχανίζουν, άρχισε να βγάζει κάτι γρυλισματάκια, μάλλον κατενθουσιασμένο. Μετά από λίγο η Κάρσον πήρε και πάλι το σοβαρό της, λέγοντας: «Ευχαριστώ, φιλαράκι. Μου έσωσες το τομάρι εκεί πέρα, όταν μου όρμησε εκείνο το κακέκτυπο, ο Μπάκι». «Ντε νάντα», αποκρίθηκε ο Μάικλ στα ισπανικά. «Εσύ έχεις σώσει το δικό μου ουκ και ολίγες φορές». «Κάθε φορά που πρέπει να μπαγλαρώσουμε κάποιον απ' αυτούς της Νέας Τάξης» είπε η κοπέλα «μου φαίνεται πως τα βρίσκουμε όλο και πιο σκούρα». «Μπορεί, όμως τουλάχιστον το παλεύουμε ακόμη».

Κεφάλαιο 28

Στις 02:15 το χάραμα, στον κομψό χώρο εργασίας του Βίκτωρα, στο κυρίως εργαστήριο των Χεριών Του Ελέους, με το που τέλειωσε ο Δευκαλίων το ξεσκάλισμα στα ηλεκτρονικά αρχεία του δημιουργού του κι απομακρύνθηκε από τον υπολογιστή, σαν να του φάνηκε πως άκουσε μια κραυγή, ψιλή κι αδύναμη σαν το κλαψούρισμα ενός παιδιού. Αν σκεφτόταν κανείς πως μερικά από τα πειράματα του Βίκτωρα διενεργούνταν σ' αυτό το κτίριο, οι κάθε λογής κραυγές μάλλον τον κανόνα θα αποτελούσαν, παρά την εξαίρεση. Και τα χτισμένα με τούβλα παράθυρα δεν προστάτευαν μόνο από τα αδιάκριτα μάτια, αλλά πρόσφεραν και... ηχομόνωση, αφού, αν τύχαινε να περνάει κανείς απ' έξω, δεν μπορούσε να ακούσει τι γινόταν μέσα στο κτίριο. Το προσωπικό που απασχολείτο εδώ πέρα, όσοι χρησιμοποιούνταν στα διάφορα πειράματα, καθώς και οι άλλοι που δημιουργούνταν μέσα στις δεξαμενές, ήταν όλοι τους ανεξαιρέτως ανήμπορα θύματα του παράφρονα πλάστη τους, κι ο Δευκαλίων ένιωσε να τα λυπάται. Ευελπιστούσε πως στο τέλος θα κατάφερνε να τα λυτρώσει μέχρι το τελευταίο από

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

165

την απόγνωση και τη δυστυχία τους, όχι όμως ξεχωριστά το καθένα όπως είχε κάνει με την Ανουνσιάτα και τον Αέστερ, αλλά κατά κάποιον τρόπο μαζικά. Επί του παρόντος δεν είχε τέτοια δυνατότητα, γιατί, με το που μίλησε με τον Μάικλ στο τηλέφωνο, ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τα Χέρια Του Ελέους και να βρεθεί κοντά στους δυο ντετέκτιβ μ' ένα και μόνο κβαντικό σάλτο. Τώρα ακόμη κι αν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή σε εξέλιξη κάποια τραγωδία σ' ένα άλλο σημείο του κτιρίου, ο Δευκαλίων δεν είχε χρόνο να παρέμβει. Όταν ακούστηκε ξανά εκείνη η κραυγή, αισθητά δυνατότερη αυτή τη φορά, αν και πάλι από κάπου μακριά, ο Δευκαλίων διαπίστωσε πως δε μαρτυρούσε ούτε τρόμο ούτε σωματικό πόνο, άρα επί της ουσίας δεν επρόκειτο για κραυγή, αλλά αντίθετα για τσίριγμα. Και πάλι όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι μπορούσε να σημαίνει αυτό το τσιριχτό. Ο γίγαντας έμεινε να αφουγκράζεται, και μόνο τότε συνειδητοποίησε πως είχε σηκωθεί από την καρέκλα του υπολογιστή, στο χώρο εργασίας του Βίκτωρα. Η σιωπή που ακολούθησε μετά το δεύτερο τσιριχτό, υποδήλωνε κάτι σαν στάση αναμονής -κάτι σαν τη σιωπή που μεσολαβεί ανάμεσα στην αστραπή και τη βροντή του κεραυνού ψηλά στον ουρανό. Εδώ ακούστηκε πρώτα ο ήχος ο οποίος όμως, αν και αδύνατος, ήταν εξίσου τρομακτικός στη χροιά του όσο κι εκείνος του ισχυρότερου κεραυνού. Ο Δευκαλίων περίμενε τώρα να δει και το αντίστοιχο της δυνατής λάμψης -το επακόλουθο του τσιριχτού. Την τρίτη φορά που ακούστηκε το τσίριγμα είχε κάποιο άλλο ειδικό βάρος, όχι γιατί ο Δευκαλίων μπόρεσε να εντοπίσει από πού ερχόταν, αλλά γιατί του θύμισε κραυγές που

166

Dean Koontz

είχε ακούσει σε κάποια όνειρά του που κοντά δυο αιώνες έρχονταν να ταράξουν τον ύπνο του. Τα όνειρα αυτά δεν είχαν να κάνουν με τη βραδιά εκείνη που είχε δει το φως της ζωής μέσα στο πρώτο εργαστήριο του Βίκτωρα, αλλά με άλλα ακόμη πιο συνταρακτικά και δραματικά γεγονότα -γεγονότα που ίσως είχαν προηγηθεί της δικής του έλευσης στον κόσμο. Μετά τα πρώτα εκατό χρόνια, όπως οι δεκαετίες διαδέχονταν η μια την άλλη, ο γίγαντας είχε ανάγκη από όλο και λιγότερο ύπνο. Κάτι που -ευτυχώς για τον ίδιο- σήμαινε και λιγότερες ευκαιρίες για να βλέπει όνειρα. Ο Δευκαλίων διέσχισε το κυρίως εργαστήριο, άνοιξε την πόρτα, διάβηκε το κατώφλι, και τότε διαπίστωσε πως το χολ απ' έξω ήταν άδειο κι έρημο. Το τσιριχτό ακούστηκε ξανά, δυο φορές, σχεδόν απανωτά. Πιο δυνατό τώρα, απ' ό,τι είχε ακουστεί από μέσα από το εργαστήριο, αν και πάλι σαν να ερχόταν από κάπου μακριά. Μερικές φορές ο Δευκαλίων έβλεπε στον ύπνο του ένα παλιό, πέτρινο σπίτι που εσωτερικά οι σοβάδες στους τοίχους του ήταν κίτρινοι και ραγισμένοι, και φωτίζονταν από λάμπες του πετρελαίου και κεριά βαλμένα σε κηροπήγια. Όταν φυσούσαν άγριοι κι αμείλιχτοι οι άνεμοι της χειρότερης θύελλας, ψηλά από τη σοφίτα ακούγονταν κάτι μυστήρια κλικ κλακ που σου έκοβαν το αίμα, λες και το άσαρκο σώμα του Χάρου κροτάλιζε μέσα στο μανδύα του, όπως περιδιάβαινε μέσα στη μαύρη νύχτα. Χειρότερο απ' αυτό που ελλόχευε ψηλά επάνω, ήταν εκείνο που παραμόνευε κάτω, στα έγκατα: μια στενή, γυριστή πέτρινη σκάλα οδηγούσε ως κάτω, σε μια σιδερόφραχτη πόρτα, και πίσω απ' την πόρτα

f Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

167

ήταν τα δωμάτια ενός τρομαχτικού κατωγιού, όπου η κλεισούρα κι ο πνιγηρός αέρας συχνά κουβαλούσαν τη γεύση πικρών δακρύων. Εδώ, σε αυτό το παλιό νοσοκομείο, τα δυο τελευταία τσιριχτά είχαν ακουστεί από κάποιον άλλο όροφο, όμως ο Δευκαλίων δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν ο όροφος αυτός ήταν από πάνω ή από κάτω. Προχώρησε ως τη σκάλα, στο τέλος του χολ, άνοιξε την πόρτα που ήταν για την περίπτωση πυρκαγιάς, κι έμεινε εκεί να περιμένει, έχοντας την αίσθηση πως ονειρευόταν πάλι το όνειρο με την ίδια πάντα πλοκή, αν και με διαφορετικό σκηνικό τούτη τη φορά. Στο γνωστό του εφιάλτη, η φρίκη που του προκαλούσε η ιδέα της ανόδου στη σοφίτα είτε της καθόδου στο κατώγι, αποτελούσαν το βασικό κορμό του σεναρίου, μια τρισκατάρατη περιπλάνηση στα πεδία που μεσολαβούσαν ανάμεσα σ' αυτό το δίπολο του απίστευτου τρόμου, όπως πάσχιζε απεγνωσμένα να αποφύγει είτε να ανέβει στο "ψηλότερο σημείο του σπιτιού, είτε να κατέβει στα έγκατά του. Τώρα το τσιριχτό ακούστηκε να ξεχύνεται προς τα κάτω στη σκάλα του παλιού νοσοκομείου, ερχόμενο από κάπου ψηλά. Δυνατότερο και πιο ευκρινές αυτή τη φορά, έμοιαζε σαν κραυγή ικετευτική ή πένθιμη. Τδια με τις κραυγές πόνου κι αγωνίας που έρχονταν να ταράξουν τον ύπνο του τις σπάνιες φορές που κοιμόταν. Ο Δευκαλίων ανέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στους επάνω ορόφους του βασιλείου των Χεριών Του Ελέους. Ο Δευκαλίων είχε ονειρευτεί πολλές φορές πως είχε κατέβει στο κατώι εκείνου του πέτρινου κτιρίου, που ίσως είχε υπάρξει στ' αλήθεια, μα ίσως και να ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Όμως ποτέ δεν είχε προχωρήσει πιο μέσα

168

Dean Koontz

από το πρώτο δωμάτιο. Γιατί ο' εκείνο το σημείο ξυπνούσε πάντα, κυριευμένος μέχρι ασφυξίας από ένα ανεξήγητο όσο και απροσδιόριστο πανικό. Στη σοφίτα του πέτρινου σπιτιού του εφιάλτη του είχε ανέβει δυο φορές, κρατώντας μια λάμπα πετρελαίου. Και τις δυο φορές απ' έξω λυσσομανούσε μια φοβερή καταιγίδα. Ο αέρας φυσούσε ορμητικός περνώντας μέσα από το ψηλοτάβανο δωμάτιο, κι ο Δευκαλίων πετιόταν στον ύπνο του πανικόβλητος με αυτό που μόλις είχαν αντικρίσει τα μάτια του στο φως της λάμπας. Ανεβαίνοντας τώρα τη σκάλα του παλιού νοσοκομείου, ο Δευκαλίων ένιωσε σαν πως θα έχανε την ισορροπία του, έτσι πιάστηκε με το ένα του χέρι από το κιγκλίδωμα. Ο γίγαντας ήταν φτιαγμένος από τα μέλη πτωμάτων που ο Βίκτωρ είχε ξεθάψει από το νεκροταφείο μιας φυλακής. Τα χέρια του ήταν τεράστια και πανίσχυρα. Τούτα τα χέρια κάποτε ανήκαν σε κάποιο στραγγαλιστή. Έχοντας ανέβει στον όροφο που ήταν πάνω από το κυρίως εργαστήριο του Βίκτωρα, ο Δευκαλίων έκανε να ανοίξει την πόρτα για να βγει στο διάδρομο, και τότε άκουσε πάλι το τσιριχτό, όμως και αυτή τη φορά από κάπου ψηλότερα. Συνέχισε, λοιπόν, ν' ανεβαίνει τη σκάλα, μέχρι που πρόσεξε πως το χέρι του γλιστρούσε πάνω στη χειρολαβή. Τα μάτια του ο Βίκτωρ είχε προλάβει να τα σώσει από ένα φονιά που σκότωνε με τσεκούρι. Κάτι του έλεγε πως αυτά που θα αντίκριζε στους πιο πάνω ορόφους των Χεριών Του Ελέους δε θα ήταν λιγότερο τρομακτικά απ' τα όσα είχε αντικρίσει στο φως της λάμπας, τις φορές που είχε ανέβει στη σοφίτα του πέτρινου σπιτιού των εφιαλτών του. Τούτη τη μοιραία νύχτα παρόν και παρελθόν

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

169

έρχονταν κι ενώνονταν σαν τα ημισφαίρια μιας πυρηνικής κεφαλής, κι ένας Θεός ήξερε ποιες θα ήταν οι μελλοντικές συνέπειες μιας τέτοιας φοβερής έκρηξης.

Κεφάλαιο 29

Το μαρτύριο της διαρκούς επίγνωσης. Το μαρτύριο του ψύχους. Το μαρτύριο του διάφανου πολυμερικού υφάσματος της σακούλας μέσα στην οποία ήταν φυλακισμένος. Το μαρτύριο της τζαμένιας πόρτας του ψυγείου. Αιωρούμενος στο αλατούχο διάλυμα, ο Χαμαιλέων έχει θέα στο μεγάλο δωμάτιο που βρίσκεται το ψυγείο. Έ ν α σκούρο γαλάζιο σκηνικό. Το μπλε της ψυχρής όρασης. Εκεί απ' έξω, οι εργασίες συνεχίζονται στο εργαστήριο. Πολυάσχολοι μπλε άνθρωποι. Ίσως είναι ΣΤΟΧΟΙ. Ίσως ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΙ. Κάθε φορά που δε βρίσκεται σε ψυχρή αδράνεια, ο Χαμαιλέων οσφραίνεται τη διαφορά ανάμεσα σε ΣΤΟΧΟΥΣ και ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΥΣ. Η μυρωδιά των ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΩΝ είναι ευχάριστη στον Χαμαιλέοντα. Αντίθετα, η οσμή έστω κι ενός ΣΤΟΧΟΥ τον κάνει έξω φρενών. Στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα, δεν μπορεί να μυρίσει το παραμικρό. Οι δονήσεις του μοτέρ του ψυγείου διαπερνούν τα τοιχώ-

I Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

171

ματά της μονάδας καθώς κι εκείνα της σακούλας-φυλακής. Κι από εκεί οι δονήσεις μεταδίδονται στο υγρό διάλυμα. Αυτή η αίσθηση των ελαφριών τρανταγμάτων δεν είναι ούτε ευχάριστη ούτε δυσάρεστη στον Χαμαιλέοντα. Τώρα όμως το τέμπο των δονήσεων αλλάζει. Αν και σε γενικές γραμμές είναι οι ίδιες, κατά ένα μυστήριο και σχεδόν ανεπαίσθητο τρόπο διαφέρουν κατά τι. Αυτό συμβαίνει πού και πού, όχι συνέχεια. Ο Χαμαιλέων είναι αρκετά ευφυής ώστε να επεξεργάζεται στο μυαλό του το φαινόμενο και να αποφαίνεται επ' αυτού. Κατά τα φαινόμενα η μονάδα έχει δυο μοτέρ. Που δουλεύουν εναλλακτικά, για να μη δουλεύει συνέχεια μόνο το ένα κι επιβαρύνεται. Κατά την ίδια έννοια η ύπαρξη και δεύτερου μοτέρ είναι μια εγγύηση πως το ψυγείο θα συνεχίσει να λειτουργεί, ακόμη και στην περίπτωση που καεί ή πάθει βλάβη το πρώτο. Η σωματικές λειτουργίες του Χαμαιλέοντα είναι περιορισμένες στο έπακρο στο ψυχρό περιβάλλον που βρίσκεται φυλακωμένος. Οι πνευματικές του λειτουργίες ωστόσο δεν επηρεάζονται στον ίδιο βαθμό. Μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνει, ο Χαμαιλέων εστιάζει σχεδόν με εμμονή το ενδιαφέρον του ακόμη και στο απειροελάχιστο ερέθισμα που δέχονται οι αισθήσεις του, όπως για παράδειγμα οι ελαφριές δονήσεις των μοτέρ του ψυγείου. Δεν κινδυνεύει να περιέλθει σε κατάσταση παράνοιας λόγω των συνθηκών του. Ποτέ δεν είχε τα λογικά του. Ο Χαμαιλέων δεν έχει ούτε επιθυμίες ούτε φιλοδοξίες -όλο που θέλει είναι να σκοτώσει. Επί του παρόντος ο λόγος της ύπαρξής του έχει ανασταλεί, κι αυτό αποτελεί την αιτία

172

Dean Koontz

του μαρτυρίου του. Έξω, στο μπλε εργαστήριο, οι πολυάσχολοι μπλε άνθρωποι αίφνης δείχνουν ανάστατοι. Η συνήθης ακολουθία των ενεργειών τους, τις οποίες ο Χαμαιλέων έχει από καιρό μελετήσει και καταγράψει, διακόπτεται αναπάντεχα. Κάτι ασυνήθιστο έχει κάνει την εμφάνισή του στο μπλε εργαστήριο. Είναι κι αυτό μπλε και αεικίνητο όπως κινείται φουριόζικα στο χώρο, όμως δεν είναι ανθρώπινο πλάσμα. Χμ, πολύ ενδιαφέρον.

Κεφάλαιο 30

Στην ντουλάπα, στην κυρίως κρεβατοκάμαρα του Βίκτωρα, τα ρούχα που δεν ήταν για κρέμασμα αλλά για δίπλωμα, βρίσκονταν τακτοποιημένα μέσα σε σειρές από συρτάρια, και αυτά που ήταν σε κρεμάστρες έκρυβαν οι πόρτες της ντουλάπας όταν έκλειναν, έτσι ώστε η κρεβατοκάμαρα να δείχνει σε απόλυτη τάξη. Στην γκαρνταρόμπα του Βίκτωρα υπήρχαν εκατόν εξήντα τέσσερα κοστούμια ραμμένα όλα επάνω του, εξήντα εφτά σπορ σακάκια εξαιρετικής ποιότητας, σαράντα οκτώ παντελόνια, διακόσια δώδεκα πουκάμισα σπορ κι επίσημα, συρτάρια επί συρταριών γεμάτα με άψογα διπλωμένα πουλόβερ και ράφια επί ραφιών με παπούτσια για κάθε περίσταση. Έχοντας μια ιδιαίτερη αδυναμία στις μεταξωτές γραβάτες, από τις τριακόσιες και μετά, ο Βίκτωρ είχε χάσει το μέτρημα. Το καλό ντύσιμο αποτελούσε μια απ' τις απολαύσεις του. Και τα ρούχα "μιλούσαν" πάνω του με τις σχεδόν άψογες σωματικές αναλογίες που είχε. Ο ίδιος πίστευε πως έδειχνε εξίσου ελκυστικός στο μάτι ντυμένος, όσο και γυμνός.

174

Dean Koontz

Μετά το τηλεφώνημα της Έρικα Τέσσερα, ο Βίκτωρ σκέφτηκε να μείνει λίγο παραπάνω μέσα στο τζακούζι, απολαμβάνοντας ένα ακόμη ποτήρι ακριβή σαμπάνια. Η πρώην γυναίκα του δεν ήταν παρά ένα σκουπίδι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, και μόλο που μπορεί κατά κάποιον τρόπο να είχε νεκραναστηθεί, δεν μπορούσε να του παραβγεί ούτε σε ευφυία ούτε σε πανουργία. Άνθρωπος με απεριόριστη εμπιστοσύνη στον εαυτό του αλλά και προνοητικός, μετά τη δεύτερη γουλιά σαμπάνια είχε φροντίσει να βγει από το τζακούζι. Μέχρι τη στιγμή που θα είχε μια σαφή εικόνα του προβλήματος Έρικα Τέσσερα και θα το είχε επιλύσει με επιτυχία, θα έπρεπε να φέρει επάνω του ανά πάσα στιγμή το κατάλληλο για την περίσταση όπλο. Ντυμένος με μια σμαραγδί μετάξινη ρόμπα, άλικο σιρίτι και μεταξωτές παντόφλες, πήγε στο πίσω μέρος της τεράστιας γκαρνταρόμπας του και άνοιξε μια ψηλή, δίφυλλη πόρτα. Μπροστά του εμφανίστηκαν δυο σειρές κρεμασμένα πουκάμισα, είκοσι στην επάνω οριζόντια μπάρα, άλλα τόσα στην άλλη που ήταν πιο χαμηλά. Τώρα ακούμπησε την παλάμη του στο πλαϊνό τοίχωμα της γκαρνταρόμπας, όπου ένα κρυμμένο σκάνερ "διάβασε" τα δακτυλικά του αποτυπώματα, και τότε οι δυο μπάρες με τις σειρές τα κρεμασμένα πουκάμισα έφυγαν αργά προς τα επάνω κι εξαφανίστηκαν, και το πίσω τοίχωμα της γκαρνταρόμπας τραβήχτηκε στο πλάι. Ο διαστάσεων τριών περίπου τετραγωνικών μέτρων χώρος που εμφανίστηκε μπροστά του φωτίστηκε αμέσως, σαν από μόνος του. Ο Βίκτωρ πέρασε από την γκαρνταρόμπα στο μικρό του οπλοστάσιο.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

175

Όμοια με τα ρούχα στην τεράστια ντουλάπα, τα όπλα δεν ήταν εκτεθειμένα στην κοινή θέα. Κάτι τέτοιο θα ήταν τουλάχιστον χυδαίο και χοντροκομμένο για τα γούστα του Βίκτωρα -κάτι που θα ταίριαζε μόνο σε κάποιον επιδειξιομανή μιλιταριστή. Ο Βίκτωρ δεν ήταν μέλος της Εθνικής Ένωσης Όπλων, όχι μόνο γιατί δεν του άρεσε να είναι μέλος καμιάς ένωσης και κανενός συλλόγου γενικώς, αλλά και γιατί δεν τον έβρισκε σύμφωνο το πνεύμα και το γράμμα της Δεύτερης Τροποποίησης*. Ήταν της άποψης πως, προκειμένου να κρατάς σε λογαριασμό τον πληθυσμό μιας χώρας, και να μην καλλιεργείς στον κόσμο την ψευδαίσθηση πως τάχα η κυβέρνηση υπάρχει για να τον υπηρετεί, η οπλοκατοχή θα έπρεπε να αποτελεί προνόμιο μόνο μιας κοινωνικής ελίτ. Οι μάζες, σε ό,τι αφορούσε την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών, θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιούν μαχαίρια, τις γροθιές τους, άιντε και τίποτε ραμπαδόξυλα. Τα οπλοπολυβόλα και οι φτιαγμένες ειδικά γι' αυτόν ημιαυτόματες καραμπίνες ήταν τοποθετημένα πάνω σε ράφια, πίσω από τις επάνω πόρτες. Τα πιστόλια και τα περίστροφα ήταν τακτοποιημένα μέσα σε συρτάρια, βαλμένα σε θήκες από αφρολέξ επενδυμένες με βελούδο, μέσα στις οποίες τα όπλα όχι απλώς εφάρμοζαν τέλεια, αλλά έμοιαζαν και με σπάνια κοσμήματα, έτοιμα προς επίδειξη από κάποιον κοσμηματοπώλη. Το ευτύχημα για τον Βίκτωρα ήταν πως οι Έρικες, αν και φτιαγμένες πανίσχυρες και τρομερά ανθεκτικές, με ικανότητα ταχύτατης αυτοΐασης και επούλωσης των όποιων τραυμάτων τους οσονδήποτε σοβαρών, παρ' όλα αυτά υπολείπο*Δεύτερη Τροποποίηση: Αρθρο του Αμερικανικού Συντάγματος που ορίζει τα περί οπλοκατοχής. Σ.τ.Μ.

176

Dean Koontz

νταν σε επίπεδο σωματικής ρώμης των άλλων πλασμάτων της Νέας Ράτσας. Που θα πει πως ήταν φτιαγμένες με κάποια ψεγάδια τα οποία τις καθιστούσαν ευάλωτες σε ορισμένες καταστάσεις, χώρια που τα οστά τους δε διέθεταν το συμπαγές και τη θωράκιση των οστών που αποκτούσαν τα υπόλοιπα μέλη της Νέας Ράτσας στο στάδιο της δημιουργίας τους μέσα στις δεξαμενές. Με βάση αυτά τα δεδομένα, ο Βίκτωρ επέλεξε τώρα ένα Κολτ ACP σαρανταπεντάρι, του είδους που έφτιαχναν το 1911 -συγκεκριμένα τη βερσιόν Σπρίνγκφιλντ Άρμορι- με είκοσι τέσσερις γραμμώσεις ανά δυόμισι πόντους στη λαβή, που ήταν από ξύλο καρυδιάς, κι ένα σκαλισμένο με το χέρι διακοσμητικό επίγραμμα στο μεταλλικό μέρος που ήταν από ανοξείδωτο ατσάλι. Τις σπάνιες φορές που ο Βίκτωρ δεν μπορούσε να ξεπαστρέψει κάποιον... δι' αντιπροσώπου -δηλαδή όταν δεν έβαζε κάποιον της Νέας Ράτσας να κάνει τη βρομοδουλειάτο όπλο που επέλεγε έπρεπε να ήταν όχι απλώς πανίσχυρο, αλλά και καλαίσθητο... Βάζοντας σφαίρες στο πιστόλι και συμπληρώνοντας ένα δεύτερο γεμιστήρα, επέλεξε μια μαλακή θήκη από κατεργασμένο στο χέρι δέρμα, κατάλληλη να περάσει μέσα από την οποιαδήποτε ζώνη θα επέλεγε ο Βίκτωρ για να δέσει το παντελόνι του. Κρατώντας τώρα όλα αυτά στα χέρια του, πέρασε πάλι στην γκαρνταρόμπα, κι ακουμπώντας ξανά το χέρι του στο πλαϊνό της τοίχωμα, έκανε να κλείσει η πόρτα του μυστικού οπλοστασίου πίσω του. Ο Βίκτωρ επί το πλείστον κοιμόταν από επιλογή παρά από ανάγκη, έτσι τώρα αποφάσισε να επιστρέψει στα Χέρια Του Ελέους. Τα όσα είχε έρθει για να χαρεί και να απολαύσει

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

177

στο σπίτι του, μετά από μια περίεργη όσο και δύσκολη μέρα στα εργαστήρια, δεν τον ενθουσίαζαν πια και τόσο. Επιστρέφοντας στα Χέρια Του Ελέους, θα επικοινωνούσε με τον Νικ Φριγκ, το μέλος της Νέας Τάξης κατηγορίας Γάμα που είχε ορίσει επιστάτη στη χωματερή της Διαχείρισης Απορριμμάτων Κρόσγουντς, στα υψίπεδα βορειοανατολικά της Λίμνης Ποντσαρτρέν. Μετά τον οριστικό και αμετάκλητο στραγγαλισμό της, το πτώμα της Έρικα Τέσσερα είχε αποσταλεί στην εν λόγω χωματερή για τα περαιτέρω. Άρα ο Νικ Φριγκ ήταν ο πιο αρμόδιος να γνωρίζει σε ποιο ακριβώς σημείο του τεράστιου σκάμματος είχε θαφτεί το πτώμα, κάτω από τόνους σκουπιδιών. Ρίχνοντας μια εξεταστική μάτια στο είδωλο του μέσα από ένα μεγάλο καθρέφτη, ο Βίκτωρ τίναξε τις παντόφλες απ' τα πόδια του. Με τη φινέτσα και τη χάρη ταυρομάχου που έσιαχνε το κόκκινο πανί του, έβγαλε από πάνω του τη σμαραγδί μεταξένια ρόμπα. Πήρε στο χέρι του το σαρανταπεντάρι κι όπως το κρατούσε άρχισε να παίρνει πόζες μπροστά στον καθρέφτη, κατευχαριστημένος με αυτό που αντίκριζαν τα μάτια του. Τι θα φορούσε όμως τώρα; Τι θα φορούσε;...

Κεφάλοαο 31

Χέρια στραγγαλιστή. Τα γκρίζα μάτια φονιά που πελέκιζε τα θύματά του μ' ένα τσεκούρι. Κι όσο για τις δυο καρδιές του, η μια ανήκε σε κάποιον εμπρηστή που είχε κάψει δυο εκκλησίες, η άλλη προ αμνημονεύτων χρόνων χτυπούσε στα στήθη ενός παιδεραστή. Φτάνοντας στην κορφή της σκάλας ενάμισι όροφο πάνω από τα εργαστήρια των Χεριών Του Ελέους, η όρασή του φωτίστηκε στιγμιαία, ύστερα ήρθε πάλι στο κανονικό της, τέλος φωτίστηκε ξανά... Αν έστεκε μπροστά σ' έναν καθρέφτη, θα διέκρινε το αναβόσβημα των ματιών του, ίδιο μ' εκείνο δυο μικρών φακών. Το βράδυ που ο Βίκτωρ είχε διοχετεύσει πάνω του την τρομακτική δύναμη μιας αστραπής στην προσπάθειά του να δώσει ζωή στο πρώτο του δημιούργημα, συνεπικουρούσα η, απίστευτης σφοδρότητας, καταιγίδα φαίνεται είχε αφήσει στον Δευκαλίωνα κάτι από τη λάμψη της αστραπής, που από καιρού εις καιρόν εκδηλωνόταν στα μάτια του. Παρόλο που πια άλλο δεν επιζητούσε πέρα από τη λύτρωση και την εσωτερική γαλήνη, τι κι αν αγαπούσε την Αλή-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός 164

θεια κι ήθελε να γίνει πιστός υπηρέτης της, ο Δευκαλίων πάσχιζε μάταια από καιρό τώρα να ξεγελάσει τον εαυτό τοι sac προς την ταυτότητα του μυαλού -ως προς την ταυτότητα τοι ανθρώπου του οποίου ο εγκέφαλος είχε μπει επιστέγασμα στο συνονθύλευμα των ανθρώπινων μελών που απάρτιζαν τη δική του ύπαρξη, μέσα σ' εκείνο το πρώτο εργαστήρι του Βίκτωρα. Έλεγε πως ο εγκέφαλος του ανήκε σε κάπο αγνώστου ταυτότητας εγκληματία, το οποίο ήταν αλήθι·;, /;, με τη διαφορά πως ποτέ δεν του είχε αποκαλυφθεί ούτί; to όνομα ούτε το είδος των εγκλημάτων του συγκεκριμένου κακούργου. Οι εφιάλτες που τον επισκέπτονταν τακτικά στον ύπνο "m» κι είχαν να κάνουν μ' εκείνο το πέτρινο σπίτι -με την itσκατάρατη σοφίτα του που μέσα της κάτι σάλευε, έτριζε, ^ σερνόταν μ' ένα τρόπο που του πάγωνε το αίμα, και το κα t;.. που ο αέρας του μύριζε κάτι το κακό και το μοχθηρό- :"* άφηναν και πολλές αμφιβολίες στον Δευκαλίωνα πως ΟΉ*· ήταν παρά αποσπάσματα από θύμησες, απομεινάρια ποι • "δωρητής" είχε αφήσει στους αύλακες και τους έλικες ιχ φαιάς ουσίας του. Και το είδος αυτών των φρικτών αναμ -τάσεων, τρόπον τινά υποδήλωναν τη μισητή προέλευση εγκεφάλου του. Και τώρα, όπως ανέβαινε τα σκαλιά του παλιού νοσο* μείου, πλησιάζοντας εκεί απ' όπου ακούγονταν τα σαν διάστικα κλαψουρίσματα, ένιωθε λες κι η βαρυτική έλξη τ-;; Γης είχε διπλασιαστεί, γιατί ο γίγαντας δεν κουβαλούσε ma: μόνο το βάρος της στιγμής αλλά και το συνδυασμένο α:/ν~ στοιχο των τόσων και τόσων εφιαλτών του και της σημασ.·;©.ς τους. Στο όνειρο που στοιχειώνε τον ύπνο του, με το που έφ\Λ?~

180

Dean Koontz

νε στη σοφίτα του πέτρινου σπιτιού, στο τρεμάμενο φως της λάμπας του πετρελαίου είχε δει από πού προέρχονταν όλα εκείνα τα τριξίματα και τα κροταλίσματα. Η θύελλα που μαινόταν απ' έξω έμπαζε δυνατά ρεύματα αέρα μέσα στο ψηλοτάβανο δωμάτιο που έκαναν τα οστά του κρεμασμένου σκελετού να χτυπούν μεταξύ τους και να κροταλίζουν. Ο σκελετός ήταν μικρός, τα οστά δεμένα μεταξύ τους για να διατηρείται το σχήμα του, και κρεμόταν από ένα γάντζο στερεωμένο σ' ένα δοκάρι. Κι ακόμη απ' τον ίδιο γάντζο κρεμόταν ένα ακόμη απομεινάρι του σκελετού: τα μακριά, πυρόξανθα μαλλιά που κάποιος είχε ξυρίσει από το κρανίο. Κόκαλα και ξανθιές πλεξούδες. Τρόπαια. Αλλά τόσος σαματάς και τέτοιο κροτάλισμα δε θα μπορούσαν να προκληθούν από τα οστά ενός και μοναδικού κοριτσιού όπως χτυπούσαν μεταξύ τους. Κι όταν ο Δευκαλίων -πάντα στον εφιάλτη του-τόλμησε να προχωρήσει παραμέσα στη σοφίτα, το φως της λάμπας του αποκάλυψε την ύπαρξη ενός μακάβριου ορφανοτροφείου: εννιά ακόμη κρεμασμένοι σκελετοί, και, α, άλλοι τόσοι κρεμασμένοι λίγο πιο μέσα, κι άλλοι τόσοι, κι άλλοι τόσοι όπως προχωρούσε. Τριάντα κορίτσια -παιδάκια ακόμη όλα τους- κρεμασμένα σαν να ήταν μαριονέτες, με τα μαλλιά του καθενός να κρέμονται πλάι στο κρανίο του -μαλλιά πυρόξανθα, σκούρα ή κόκκινα, ίσια ή μπουκλωτά, άλλα πλεγμένα κοτσίδες, άλλα όχι. Από τις εκατοντάδες φορές που είχε δει τον ίδιο εφιάλτη, μόνο δυο είχε προλάβει να μπει στη σοφίτα προτού τον κόψει κρύος ιδρώτας και πεταχτεί στον ύπνο του. Και ποτέ μα ποτέ δεν είχε πάει πιο πέρα από το πρώτο δωμάτιο -ποτέ μα ποτέ δεν είχε πατήσει το πόδι του κατάσαρκα στην καρ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

181

διά του σκοταδιού, κι ήλπιζε να μην... αξιωνόταν ποτέ να το κάνει. Ο ήχος των οστών των σκελετών που χτυπούσαν μεταξύ τους υπακούοντας στα κελεύσματα του ανέμου τον τραβούσε στη σοφίτα του πέτρινου σπιτιού των ονείρων του, όμως εκείνο που τον καλούσε στο κατώι ήταν οι λεπτές σαν κλαυθμυρισμοί φωνούλες. Δεν ήταν κραυγές τρόμου μήτε πόνου, αλλά αντίθετα φωνές που φανέρωναν βαθιά θλίψη, σαν μοιρολόγια, που έμοιαζαν να μη βγαίνουν από τα θύματα που ήταν ακόμη ζωντανά, αλλά από τα πνεύματά τους που λαχταρούσαν να βρεθούν ξανά στον κόσμο από τον οποίο είχαν αποχωρήσει πριν την ώρα τους. Ο Δευκαλίων επί δεκαετίες ολόκληρες γυρνούσε την πλάτη στην πικρή αλήθεια, παριστάνοντας πως δε γνώριζε την προέλευση του εγκεφάλου του, όμως πια δεν μπορούσε να εξακολουθεί να εξαπατά τον εαυτό του. Η δεύτερη καρδιά του ήταν προίκα από κάποιον παιδεραστή, ο οποίος σκότωνε τα θύματά του, αφού τα βίαζε πρώτα -όμως και ο εγκέφαλος του προερχόταν από τον ίδιο "δωρητή". Ο φονιάς, αφού έκανε ότι έκανε με τα κοριτσάκια, μετά τα κατέβαζε στο κατώι όπου τα... αποφλοίωνε και κρατούσε τους εύθραυστους σκελετούς τους σαν αναμνηστικά, κι αυτός ίσοος ήταν ο λόγος που το κατώι, στα όνειρα του Δευκαλίωνα, πλανιόταν βαριά η γεύση του ξινισμένου λίπους αλλά και της αλμύρας των δακρύων. Οι καταγραφές που υπήρχαν στον εγκέφαλο ενός παιδεραστή και δολοφόνου, δεν καθιστούσαν και τον ίδιο τον Δευκαλίωνα παιδεραστή. Εκείνο το μοχθηρό μυαλό κι εκείνη η σάπια ψυχή είχαν πετάξει για πάντα μακριά από τον εγκέφαλο του δολοφόνου με το θάνατο του, αφήνοντας πίσω τους τίποτε περισσότερο από ενάμισι περίπου κιλό αβλαβών

182

Dean Koontz

εγκεφαλικών ιστών, τους οποίους ο Βίκτωρ είχε πάρει για συντήρηση αμέσως μετά την εκτέλεση του κακούργου, κατόπιν συμφωνίας με το δήμιο που του είχε περάσει τη θηλιά στο λαιμό. Η συνείδηση του Δευκαλίωνα ήταν κάτι ολότελα και αποκλειστικά δικό του, και οι καταβολές του προέρχονταν από κάπου... αλλού. Τώρα κατά πόσο η ύπαρξη συνείδησης υποδήλωνε και την αντίστοιχη αυτού που λέμε ψυχή, ο ίδιος δεν το γνώριζε. Μα απ' την άλλη δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, πως εκείνη τη νύχτα πριν από εκατοντάδες χρόνια, είχε δει το φως της ζωής ταμένος να φέρει σε πέρας μιαν αποστολή, δηλαδή την επιβολή των νόμων της φύσης που είχε τόσο κατάφωρα παραβιάσει ο αλαζόνας δημιουργός του, ο Βίκτωρ Φράνκενσταϊν, με τα φρικτά κι ανήκουστα πειράματά του. Σκοτώνοντάς τον, ο Δευκαλίων θα αποκαθιστούσε τη βάναυσα διαταραγμένη φυσική τάξη των πραγμάτων. Μετά από ένα ατέλειωτο ταξίδι που τον είχε φέρει να κάνει το γύρο του κόσμου περισσότερες από μια φορές, και στη διάρκεια δυο ταραγμένων και γεμάτων συνταρακτικά γεγονότα αιώνων, γυρεύοντας έναν καινούριο σκοπό στη ζωή του, αφού πίστευε πως ο Βίκτωρ είχε πεθάνει κάπου στους αρκτικούς πάγους, ο Δευκαλίων είχε καταλήξει εδώ στο κατώφλι του πεπρωμένου του. Η διαδικασία της καταστροφής της Νέας Ράτσας είχε κιόλας δρομολογηθεί, καθώς τα μέλη της έπεφταν θύματα των λαθών και των αβλεψιών του ίδιου του δημιουργού τους. Και πολύ σύντομα ο Δευκαλίων θα τιμωρούσε τον Βίκτωρα Φράνκενσταϊν έτσι όπως του άρμοζε, εν μέσω της θεομηνίας της αναρχίας και του τρόμου που σάρωνε απ' άκρη σ' άκρη την Πολιτεία της Αουιζιάνα. Τώρα άλλη μια σπαρακτική εκδήλωση παιδιάστικης λύ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

183

πης, άλλη μια ακόμη πιο ενδεικτική της απελπισίας και της απόγνωσης, καλωσόρισε το γίγαντα όπως έφτανε στην κορφή της σκάλας του επόμενου ορόφου. Οι κλαυθμυρισμοί έρχονταν από αυτό τον όροφο. Του Δευκαλίωνα κάτι του έλεγε πως αυτά που θα έκανε μέσα στο επόμενο διάστημα, θα τον λύτρωναν από τους εφιάλτες του με το πέτρινο σπίτι. Πήρε βαθιά ανάσα, δίστασε προς στιγμή, τέλος άνοιξε την πόρτα και πέρασε από το κλιμακοστάσιο στο διάδρομο του ορόφου. Καμιά δεκαριά μέλη της Νέας Ράτσας, αρσενικά και θηλυκά, έστεκαν σε διάφορα σημεία κατά μήκος του διαδρόμου. Είχαν τα κεφάλια τους γυρισμένα και κοιτούσαν προς τη μεριά όπου μια δίφυλλη πόρτα έμπαζε ο' ένα εργαστήριο, στη δεξιά μεριά του χολ, στο κέντρο του κτιρίου. Από εκείνη την αίθουσα ακούστηκε άλλη μια λυπημένη φωνή, κάτι σούσουρα, κι ο θόρυβος από τζάμια που έσπαγαν. Ο Δευκαλίων πέρασε πλάι από μερικούς από εκείνους που έστεκαν στο χολ, όμως κανείς τους δεν έδειξε να δίνει προσοχή στην παρουσία του εκεί πέρα έτσι όπως ήταν απορροφημένοι απ' τα όσα διαδραματίζονταν μέσα στο εργαστήριο. Τα δημιουργήματα του Βίκτωρα έστεκαν σε διάφορες στάσεις, κι ήταν σαν να περίμεναν για κάτι. Μερικά απ' αυτά έτρεμαν ή ακόμη και συνταράσσονταν σύγκορμα, κυριευμένα από τρελό φόβο, άλλα παραμιλούσαν μέσα απ' τα δόντια τους οργισμένα, ενώ κάποια άλλα ήταν σαν να είχαν περιέλθει σε κατάσταση έκστασης. Μέσα απ' την ανοιχτή, δίφυλλη πόρτα του εργαστηρίου, και έξω στο διάδρομο, βγήκε η Κόλαση περπατώντας με έξι πόδια.

Κεφάλαιο 32

Το κρύο δεν έχει και τόση σημασία, για την ώρα τουλάχιστον. Η διάφανη πολυ μερική υφή της σακούλας-φυλακής καθώς και το τζάμι στην πόρτα του ψυγείου για πρώτη φορά δεν αποτελούν μαρτύριο για τον Χαμαιλέοντα. Το άρτι αφιχθέν, παράξενο, υπερκινητικό, και κάθε άλλο παρά ανθρώπινο "πράγμα" πάει πέρα, δώθε, πέρα δώθε μέσα στο εργαστήριο ασταμάτητο κι ακούραστο. Ο παράξενος επισκέπτης μοιάζει σαν να θέλει να βάλει οπωσδήποτε τα πράγματα σε μια καινούρια σειρά και τάξη. Άγγελος της αλλαγής. Φωριαμοί γκρεμίζονται. Καρέκλες ίπτανται στον αέρα. Σύνεργα του εργαστηρίου εκσφενδονίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Μέσα στο γεμάτο σωματίδια πάγου υγρό της αιωρούμενης σακούλας του, ο Χαμαιλέων δεν μπορεί να ακούσει τις φωνές. Οι δονήσεις όμως της... εκ θεμελίων ανακατατάξεως των πάντων εκεί πιο πέρα ποτίζουν τους τοίχους και το δάπεδο και φτάνουν μέχρι το ψυγείο και τον μέσα σ' αυτό

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

185

κρατούμενο. Τα φώτα χαμηλώνουν, ανάβουν έντονα, ξαναχαμηλοόνουν, ακόμη πιο πολύ, τέλος φωτίζουν έντονα γι' άλλη μια φορά. Το μοτέρ του ψυγείου... ρετάρει, τέλος σταματάει. Το δεύτερο μοτέρ δεν ενεργοποιείται. Ο Χαμαιλέων είναι με όλες τις αισθήσεις του σε επιφυλακή μπας και νιώσει τις δονήσεις του δεύτερου μοτέρ. Όμως τίποτε. Νέκρα! Ο πολύ ενδιαφέρων κι ιδιαίτερα δραστήριος επισκέπτης γίνεται στόχος επίθεσης από μερικούς, τους αρπάζει και τους σηκώνει ψηλά, σαν να χαίρεται για κάτι και να το γιορτάζει, σαν να θέλει να τους κάνει να συμμεριστούν κι αυτοί τη χαρά του, όμως τέλος τους πετάει κατάχαμα. Μένουν εκεί που σκάνε, ακίνητοι. Κι άλλοι από τους εργαζόμενους στο εργαστήριο πλησιάζουν τον παράξενο και υπερδραστήριο επισκέπτη αυτοβούλως και οικειοθελώς. Κάνουν σαν να τον αγκαλιάζουν. Κι αυτοί όμως βρίσκονται σηκωμένοι στον αέρα τη μια στιγμή, για να προσγειωθούν ανώμαλα στο δάπεδο την άλλη. Ξεροί κι ακούνητοι εκεί που σκάνε, όπως και οι προηγούμενοι. Ποιος ξέρει, ίσως και να έχουν πέσει έτσι μπρουμυτισμένοι για να προσκυνήσουν τον υπερδραστήριο επισκέπτη. Ή μπορεί πάλι να κοιμούνται. Ή και να έχουν πεθάνει. Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά. Όταν όλοι οι μέχρι πριν από λίγο πολυάσχολοι εργάτες βρίσκονται πεσμένοι κάτω κι ακίνητοι, ο επισκέπτης τραβάει τις βρύσες από ένα νεροχύτη του εργαστηρίου και τις πετάει, κάνοντας τώρα το νερό να πετιέται με μεγάλη πίεση. Το νερό πέφτει πάνω στους εργάτες, τους μουσκεύει,

186

Dean Koontz

όμως εκείνοι παραμένουν ακίνητοι -κανείς τους δε σαλεύει για να σηκωθεί. Και στο μεταξύ καμιά δόνηση από το δεύτερο μοτέρ του ψυγείου δε φτάνει ως επάνω και δε μεταδίδεται στο υγρό διάλυμα της σακούλας-φυλακής. Μέσα στη σακούλα απόλυτη ησυχία, απόλυτη αδράνεια. Το αλατούχο διάλυμα ούτε τρεμουλιάζει ούτε μεταφέρει κάποιον ήχο. Ακούραστος όπως δουλεύει στο φουλ, ο παράξενος επισκέπτης ξεριζώνει τώρα ολάκερο το νεροχύτη του εργαστηρίου και τον πετάει πιο πέρα. Ο φτιαγμένος από ανοξείδωτο ατσάλι νεροχύτης τινάζεται και σκάει πάνω στην πόρτα του ψυγείου, το τζάμι γίνεται κομμάτια και θρύψαλα. Αυτό τώρα κι αν είναι γεγονός ύψιστης σημασίας. Επιτέλους, η στιγμή της μεγάλης αλλαγής. Ο Χαμαιλέων βλέπει τώρα πιο καθαρά από ποτέ, καθώς ο παράξενος επισκέπτης βγαίνει από το εργαστήριο. Τι να σημαίνουν άραγε όλα αυτά; Τον Χαμαιλέοντα προβληματίζουν οι τελευταίες εξελίξεις.

Κεφάλαιο 33

Το Πανδαιμόνιο με τα έξι πόδια που πέρασε στο διάδρομο βγαίνοντας απ' το κατεδαφισμένο εργαστήριο, έδειχνε μεγάλο ίσαμε τρεις άνθρωποι. Σε κάποια από τα χαρακτηριστικά του όντος ο Δευκαλίων διέκρινε την παρουσία από ίχνη ανθρώπινου DNA. Το πρόσωπο έμοιαζε εν πολλοίς ανθρώπινο, φαρδύ ωστόσο δυο φορές όσο ενός κανονικού ανθρώπου, και μισό απ' όσο ένα κανονικό πρόσωπο σε μήκος. Το κεφάλι όμως δεν ακουμπούσε πάνω σε λαιμό, αλλά ενωνόταν απευθείας με τον κορμό, όπως του βατράχου. Ο οργανισμός αυτός έφερε σε όλο του το σώμα σημάδια μη ανθρώπινου γενετικού υλικού, λες κι ένα σωρό διαφορετικά ζωικά είδη ανταγωνίζονταν μεταξύ τους ποιο θα κατάφερνε να επικρατήσει των υπόλοιπων δίνοντας τη δική του τελική μορφή στην τερατώδη σάρκινη μάζα. Επιδράσεις από αιλουροειδή, κυνοειδή, έντομα, ερπετά, πτηνά, και οστρακοειδή ήταν εμφανείς στα άκρα του όντος, σε εκτός τόπου οπές και αορτικά στόμια, σε ουρές και κεντριά, σε ατελή πρόσωπα που έδειχναν έτοιμα να πάρουν πλήρες σχήμα

188

Dean Koontz

πάνω σ' αυτό το άναρχο συνονθύλευμα ιστών. Τίποτε σε τούτο τον αλλόκοτο και πέρα από κάθε περιγραφή ζώντα οργανισμό δεν έμοιαζε σταθερό και μόνιμο, καθώς τα πάντα βρίσκονταν σε μια αέναη διαδικασία αλλαγών και μεταμορφώσεων, λες και ο σάρκινος όγκος ήταν μια τεράστια μάζα από πηλό στα χέρια ενός ευφάνταστου όσο και αόρατου -και πρωτίστως ανισόρροπου- αγγειοπλάστη. Τούτο το... πλάσμα ήταν ίδιο ο Πρίγκιπας του Χάους, ορκισμένος εχθρός κάθε έννοιας αρμονίας και ισορροπίας, πρωτότοκος γιος της απόλυτης αναρχίας, παθιασμένο με την αταξία και την ανωμαλία, ο ορισμός του ασαφούς και του αόριστου -πλάσμα που το χαρακτήριζαν οι έννοιες της παραμόρφωσης, της στρέβλωσης, της δυσαναλογίας και της δυσμορφίας. Ο Δευκαλίων κατάλαβε με την πρώτη τι ήταν αυτό που έστεκε μπροστά του. Δίγο πιο πριν, όπως έψαχνε τα αρχεία στον υπολογιστή του Βίκτωρα, είχε εντοπίσει το ημερολόγιο του δημιουργού του όπου ήταν καταγραμμένες μερικές σημαντικότατες εξελίξεις. Ανάμεσα στις εγγραφές των λίγων ημερών που είχε προλάβει να διαβάσει, υπήρχαν και δυο πολύ πρόσφατες, στις οποίες οι περιγραφές της αιφνίδιας μεταμόρφωσης του Γουέρνερ συνοδεύονταν και από οπτικό υλικό, δηλαδή βίντεο κλιπάκια. Απ άκρη σ' άκρη του σάρκινου όγκου του τέρατος σχηματίζονταν στόματα που όμως εξαφανίζονταν σχεδόν αμέσως -τα περισσότερα ανθρώπινου σχήματος. Μερικά απ' αυτά έτριζαν και συνέτριβαν τα δόντια τους. Άλλα κουνούσαν μεν τα χείλη και τη γλώσσα τους, όμως φωνή δεν έβγαινε από μέσα τους. Κάποια άλλα έβγαζαν κάτι κραυγές σαν κι αυτές που είχαν κάνει τον Δευκαλίωνα να φύγει από το κυρίως

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

189

εργαστήριο του Βίκτωρα, και ν' ανέβει ως εδώ πάνω, γυρεύοντας την πηγή τους - άναρθρες φωνές δηλωτικές θλίψης κι απελπισίας, φωνές των αδικοχαμένων και των ανήμπορων. Αυτές οι φωνές ηχούσαν παιδικές, τι κι αν οι πάντες που απασχολούνταν στα Χέρια Του Ελέους -άρα κι αυτό ακόμη το... πολυ-πλάσμα- ήταν ενήλικες. Έχοντας σπάσει τα δεσμά της σκλαβιάς τους από τη στιγμή που είχαν βρεθεί έρμαια του βιολογικού χάους, έχοντας χάσει τον προγραμματισμό τους κατά τη διαδικασία αποδόμησης της σωματικής τους ακεραιότητας, έδειχναν να έχουν γυρίσει πίσω στο χρόνο από ψυχολογική άποψη, σε μια ηλικία παιδική -σε μια ηλικία παιδική που οι ίδιοι δεν είχαν βιώσει, γεγονός που τα καθιστούσε πιο ευάλωτα από ποτέ. Από τα συγκεντρωμένα στα Χέρια Του Ελέους όντα, μόνο ο Γουέρνερ, του οποίου η δύσμορφη κατατομή διατηρούσε όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία του τέρατος, είχε φωνή ενήλικα. Βγαίνοντας από το εργαστήριο του επάνω ορόφου, έπαιξε τα μάτια του, που έμοιαζαν να εκτείνονται ως έξω από τις κόγχες τους, ερευνώντας ποιοι περίμεναν έξω στο διάδρομο, κι αφού τους έδωσε μερικά δευτερόλεπτα διορία σαν για να εκτιμήσουν την όλη κατάσταση -ίσως ακόμη και για να τον ζηλέψουν ή να τον θαυμάσουν- και τέλος ανέκραξε: «Ελευθερωθείτε! Ελευθερωθείτε σε 'μένα! Σπάστε τα δεσμά της απόγνωσης και της απελπισίας, όλοι εσείς που θα μπείτε εντός μου. Ελευθερωθείτε σε 'μένα. Μην περιμένετε να σας πουν πότε θα μπορέσετε να εξοντώσετε τους άλλους, της Παλιάς Ράτσας. Ελευθερωθείτε σε 'μένα, και θα είστε σε θέση ν' αρχίσετε να σκοτώνετε απ' απόψε κιόλας». Κάποιος με μια εκστατική έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του ζύγωσε το ον που κάποτε άκουγε στο όνομα

190

Dean Koontz

Γουέρνερ, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του, έτοιμος θαρρούσες να εναγκαλιστεί τη λύτρωση και την ελευθερία, κι ο ελευθερωτής του δεν άργησε στιγμή να τον αδράξει. Σαν εντόμου άκρα απαίσιου σχήματος, ικανά να τρυπούν και να ξεσκίζουν, άνοιξαν στα δυο το κεφάλι του... νεοφώτιστου σαν να ήταν μύδι, και ο εγκέφαλος του χάθηκε μέσα σε μια σαν στόμα σχισμή στο στέρνο του πολύ-πλάσματος, που ήταν υγρή κι είχε παχιά χείλη κι έχασκε ορθάνοιχτη σαν για να καλοδεχτεί τη... σπονδή. Τώρα ένας δεύτερος προχώρησε μπροστά. Αν κι ήταν από εκείνους που έτρεμαν σύγκορμοι από την τρομάρα τους, ωστόσο έδειχνε πρόθυμος κι έτοιμος να θυσιαστεί για μια ζωή άγνωστη και παράξενη, ίσως ακόμη και γεμάτη μαρτύρια και πόνο στο εσωτερικό του πολύ-πλάσματος, παρά να υπομένει άλλο τη ζωή που του είχε ορίσει ο Βίκτωρ. Όσα είχε δει ως εκείνη τη στιγμή ο Δευκαλίων, του έφταναν και του περίσσευαν. Είχε αναγκαστεί να ανέβει στον επάνω όροφο ανταποκρινόμενος σ' εκείνες τις απόκοσμες φωνούλες, στο κάλεσμα των οποίων έσπευδε πάντα, κοντά δυο αιώνες τώρα, έστω και στα όνειρά του. Τούτη τη φορά όμως, ανεβαίνοντας στον επάνω όροφο, είχε ενώσει το παρόν με το παρελθόν. Το πρώτο από τα έργα του Βίκτωρα βρίσκονταν εδώ πέρα, μαζί με τα πιο πρόσφατά του, και τώρα είχε ξεκινήσει η κατάρρευση της δαιμονικής αυτοκρατορίας του. Σίγουρος για την επόμενη κίνησή του, ο Δευκαλίων στράφηκε προς το τέρας και την προσφορά για λύτρωση κι ελευθερία. Έκανε ένα βήμα στο διάδρομο, και με το δεύτερο βρέθηκε ως διά μαγείας στο κυρίως εργαστήριο, δυο ορόφους πιο κάτω.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

191

Το τέλος της σατανικής αυτοκρατορίας ίσως να μη σήμαινε και το τέλος της απειλής που συνιστούσε για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Θέλοντας να εξασφαλίσει τον απόλυτο έλεγχο και την απόλυτη κυριαρχία του πάνω στα πλάσματά του, ο Βίκτωρ τα έφτιαχνε στείρα. Δημιουργούσε θηλυκά με κόλπους, αλλά δίχως μήτρες. Όταν θα έφταναν στο σημείο να αποτελούν τη μοναδική εκδοχή ανθρώπινων υπάρξεων πάνω στον Πλανήτη Γη, η ανθρωπότητα θα παρέμενε εσαεί δίχως παιδιά. Κι αυτό θα ήταν και το τέλος της οργάνωσης της κοινωνίας γύρω από τον πυρήνα της οικογένειας και των παραδόσεών της -κι ήταν ο θεσμός της οικογένειας ό,τι μισούσε ο Βίκτωρ περισσότερο απ' το καθετί. Μα σαν κατέρρεε η βιολογική δομή αυτών των όντων, κι όταν ανασυντίθεντο σε κάτι παρόμοιο με αυτό που ήταν τώρα το πολύ-πλάσμα ή σαν το άλλο, εκείνο το νανοειδές που είχε ξεπηδήσει μέσα από τα σπλάχνα του ντετέκτιβ Χάρκερ, τότε ίσως ανακάλυπταν από την αρχή τους νόμους και τις δομές της γονιμότητας και τις αποτελεσματικές μεθόδους αναπαραγωγής. Και ποιος μπορούσε να πει με βεβαιότητα πως, αυτό το πράγμα που είχε εμφανιστεί πάνω στη Γη, αυτό το βιολογικό έκτρωμα που ήταν κάποτε ο Γουέρνερ, δε θα μπορούσε κάποια στιγμή στο μέλλον να αναπαραχθεί, διασπώμενο σε δυο διαφορετικούς οργανισμούς με όλες τις βασικές τους λειτουργίες, όπως έκαναν οι αμοιβάδες; Τσως μάλιστα μετά τη διάσπαση να προέκυπταν δυο οργανισμοί, ένας θηλυκός, ένας αρσενικός. Και τότε αυτοί οι δυο ξεχωριστοί οργανισμοί να μην αναπαράγονταν από ένα σημείο κι ύστερα με τη διαδικασία της σχάσης, αλλά μέσω

192

Dean Koontz

κάποιας μορφής σεξουαλικής επαφής. Κι άλλωστε, στο απέραντο σύμπαν, ό,τι χωρούσε η ανθρώπινη φαντασία θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί. Η μοίρα της Παλιάς Ράτσας θα ήταν μαύρη και σκοτεινή, αν κατάφερνε τελικά ο Βίκτωρ να δημιουργήσει μια ολάκερη στρατιά η οποία θα αναλάμβανε να φέρει σε πέρας μια συστηματική και μεθοδική γενοκτονία. Αλλά το φριχτό αυτό ενδεχόμενο ωχριούσε μπροστά στο μέλλον στο οποίο θα οδηγέίτο η ανθρωπότητα, στην περίπτωση που ο έλεγχος της κατάστασης θα περνούσε στα χέρια ενός υβριδικού πλάσματος, συνονθυλεύματος πολλών ζωικών ειδών όπως το ον με τη χαοτική φυσιολογία. Ένας τέτοιος εχθρός θα ήταν περίπου ακατανίκητος εξαιτίας της άμορφης φύσης του -ένα ον ασύλληπτα παρανοϊκό, μα κι απ' την άλλη ευφυές, με μια ακόρεστη δίψα για βία και καταστροφή απαράμιλλη σε σύγκριση με την αντίστοιχη ακόμη και του πιο άγριου θεριού με φυσιολογικές καταβολές, και μ' ένα ... ραφιναρισμένο μίσος για τα θύματά του που θα καταντούσε σατανικό στην πικρία του, στην ορμή του, και στην αέναη διάρκεια και αντοχή του. Στο χώρο τώρα εργασίας του Βίκτωρα, ο Δευκαλίων βολεύτηκε στην καρέκλα κι άναψε γι' άλλη μια φορά τον υπολογιστή. Ανάμεσα στα τόσα που είχε ανακαλύψει πρωτύτερα, είχε κάνει και τη διαπίστωση πως ακόμη κι αυτός ο υπερόπτης Βίκτωρ, του οποίου το πηγάδι της αλαζονείας έμοιαζε να μην ξεραίνεται ποτέ, είχε μεριμνήσει έτσι ώστε στην περίπτωση που κάτι θα πήγαινε στραβά στο χώρο των Χεριών Του Ελέους, το παλιό νοσοκομείο να γινόταν στάχτη και μπούρμπερη. Υπήρχε πρόνοια ώστε, με την κατάλληλη επι-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

193

λογή, να καταστρέφονταν όλα τα στοιχεία και οι αποδείξεις των εργασιών και των πειραμάτων που συντελούνταν εκεί μέσα, και να παρεμποδιζόταν η διαφυγή τυχόν ζώντος οργανισμού που θα είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Στους χώρους όλων των ορόφων του κτιρίου υπήρχαν πακέτα σε σχήμα τούβλων που περιείχαν άκρως εκρηκτικές ύλες, επινόηση κάποιου ξένου δικτάτορα με ιδιαίτερη αδυναμία όχι μόνο στους εμπρησμούς, αλλά και στον Βίκτωρα. Η αντίστροφη μέτρηση για την ολική καταστροφή μπορούσε να ενεργοποιηθεί μέσω ενός προγράμματος που ήταν "φορτωμένο" στον υπολογιστή και είχε το κωδικό όνομα αρχείου, ΔΡΕΣΔΗ. Το χρονικό διάστημα που επέτρεπε το πρόγραμμα για τη αντίστροφη μέτρηση ήταν το μικρότερο δέκα λεπτά, το μεγαλύτερο τέσσερις ώρες, και η οποιαδήποτε χρονική διάρκεια μεταξύ αυτών των δυο ορίων. Ο Δευκαλίων περίμενε από στιγμή σε στιγμή την κλήση του Μάικλ, ο οποίος θα του έλεγε το καινούριο σημείο όπου θα γινόταν η συνάντησή τους. Το εκτόπλασμα που ήταν κάποτε ο Γουέρνερ θα χρειαζόταν τουλάχιστον μια ώρα ακόμη μέχρι να... περιποιόταν και τον τελευταίο απ' όσους εργάζονταν στα Χέρια Του Ελέους. Αλλά ακόμη και όταν θα τέλειωνε τη "θεάρεστη αποστολή" του, έτσι χαοτικό και ανερμάτιστο που ήταν από τη φύση του, σίγουρα δε θα φρόντιζε να εγκαταλείψει έγκαιρα το παλιό νοσοκομείο. Για την περίπτωση που θα χρειαζόταν να επιστρέψει στα Χέρια Του Ελέους απ' αφορμή κάτι που θα προέκυπτε κατά τη συνάντησή του με τον Μάικλ και την Κάρσον, ο γίγαντας ρύθμισε τη διάρκεια της αντίστροφης μέτρησης στη μια ώρα. Στο μόνιτορ του υπολογιστή εμφανίστηκε η ένδειξη, 60:00,

194

Dean Koontz

που την άλλη στιγμή κιόλας άλλαζε και γινόταν, 59:59, καθώς το τέλος των Χεριών Του Ελέους ζύγωνε τώρα όλο και πιο κοντά με το κάθε δευτερόλεπτο που κυλούσε.

Κεφάλαιο 34

Η Κριστίν, η αρχικαμαριέρα στην έπαυλη του Βίκτωρα Ήλιος, αντιμετώπιζε μια ιδιαίτερα δυσάρεστη κατάσταση. Ήταν μια βδομάδα περίπου τώρα που έπασχε από κρίση ταυτότητας. Επί το πλείστον, ήξερε πολύ καλά ποια και τι ήταν: η Κριστίν, πλάσμα κατηγορίας Βήτα της Νέας Τάξης. Προΐστατο του υπηρετικού προσωπικού όντας καλή κι αποτελεσματική στα καθήκοντά της, και ήταν η υπ' αριθμόν δύο μετά τον μπάτλερ. Υπήρχαν όμως μερικές φορές που νόμιζε πως ήταν κάποιο άλλο πρόσωπο, εντελώς διαφορετικό, και τότε ξεχνούσε εντελώς ακόμη και το όνομά της ή ότι ήταν βγαλμένη από κάποια από τις δεξαμενές δημιουργίας του Βίκτωρα. Κι ακόμη ήταν φορές που ναι μεν θυμόταν πως ήταν η Κριστίν, πλάσμα κατηγορίας Βήτα και οικονόμος στην έπαυλη του Ήλιος, αλλά παράλληλα θυμόταν κι εκείνη την άλλη ταυτότητα που νόμιζε πως είχε. Πάντως είτε με τη μια, είτε με την άλλη ταυτότητα, τα έβγαζε μια χαρά πέρα. Αλλά όταν την έπιαναν κρίσεις δι-

196

Dean Koontz

πλής ταυτότητας, τότε περιερχόταν σε κατάσταση σύγχυσης και την κυρίευε μεγάλη ανησυχία. Όπως τώρα, καλή ώρα. Πριν λίγο μόλις ήταν στους κοιτώνες του προσωπικού, στο πίσω μέρος του κτιριακού συγκροτήματος, δηλαδή εκεί που όφειλε να βρίσκεται τέτοια ώρα. Μερικά λεπτά όμως αργότερα βρέθηκε εδώ, στη βιβλιοθήκη, αλλά όχι στα πλαίσια των καθηκόντων της, αφού τώρα έψαχνε για κάτι ανάμεσα στις πλούσιες συλλογές από βιβλία. Συγκεκριμένα, έκανε την εξής σκέψη: Πρέπει οπωσδήποτε να βρω ένα βιβλίο που ίσως θ' αρέσει στην κυρία Βαν Χόπερ, και να βρω τρόπο να της το στείλω μ' ένα εγκάρδιο σημείωμα. Είναι βέβαια δύσκολος άνθρωπος, δε λέω, όμως με το δικό της τρόπο, στάθηκε καλή μ' εμένα. Ένιωθε πολύ όμορφα και άνετα μέσα στη βιβλιοθήκη, όπως έψαχνε για το βιβλίο που θα έστελνε στην κυρία Χόπερ, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησε πως ήταν ντυμένη με τη στολή της καμαριέρας, και φορούσε τα μαλακά παπούτσια με τις λαστιχένιες σόλες. Υπ' αυτές τις συνθήκες, αναρωτήθηκε κατά πόσο αυτή η ενδυμασία άρμοζε στη σύζυγο ενός Μαξίμ ντε Γουίντερ* και οικοδέσποινας του Μάντερλεϊ** Αν την έβλεπαν μέλη του υπηρετικού προσωπικού έτσι ντυμένη, θα νόμιζαν πως τα δεινά που είχαν πέσει στο κεφάλι του Μαξίμ ντε Γουίντερ, την είχαν ωθήσει στα άκρα από ψυχολογική άποψη. Και πρώτ' απ' όλα δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν πως του έπεφτε πολύ μικρή, χώρια που δεν ήταν της ίδιας με τη δική του κοινωνικής τάξης. Ω, και θα πέθαινε από ντροπή να την έπιανε η κυρία Ντάν* Maxim de Winter (Μαξίμ ντε Γουίντερ): Ήρωας στο γνωστό βιβλίο της Βρετανίδας συγγραφέως Δάφνης Ντι Μοριέ, Ρεβέκκα. ** Manderley (Μάντερλεϊ): Το όνομα της έπαυλης του Μαξίμ ντε Γουίντερ, όπου διαδραματίζεται η Ρεβέκκα. Σ.τ.Μ.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

197

βερς έτσι ντυμένη -όχι απλώς θα πέθαινε από ντροπή, αλλά, πάει, αυτό θα ήταν το τέλος της. Η κυρία Ντάνβερς θα έλεγε με τρόπο, "νευρική κατάπτωση" σε όποιον θα είχε όρεξη να την ακούσει, και δεν υπήρχε κανείς που να μην είχε όρεξη να ακούσει την κυρία Ντάνβερς. Η οποία κυρία Ντάνβερς, προϊσταμένη του υπηρετικού προσωπικού, παρέμενε πιστή στην πρώτη σύζυγο του ντε Γουίντερ, και τώρα κατάστρωνε σχέδια με στόχο να υπονομεύσει τη θέση της νέας συζύγου στο σπίτι. Αρχικαμαριέρα; Η Κριστίν πετάρισε κάμποσες φορές τα βλέφαρά της απορημένη, κοίταξε γύρω της στη βιβλιοθήκη, και τότε συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν όντως η αρχικαμαριέρα, και όχι η κυρία Ντάνβερς. Αυτή η σύγχυση ταυτότητας είχε ξεκινήσει από τη στιγμή που ο βασικός μηχανισμός απαλλαγής από το ψυχολογικό στρες -βίαιο, παθιασμένο σεξ με τη συμμετοχή πολλών ερωτικών συντρόφων- που διέθεταν όλα τα μέλη της Νέας Ράτσας, είχε πάψει να της προσφέρει την αναμενόμενη ανακούφιση. Ίσα-ίσα που τα όργια, επέτειναν το ψυχολογικό στρες της, και τα άγχη της. Οι κοιτώνες του υπηρετικού προσωπικού διέθεταν τηλεόραση, η οποία τηλεόραση υποτίθεται σ' έκανε να ξεχνάς τις όποιες έγνοιες σου, όμως τα τηλεοπτικά προγράμματα που παρήγαγαν τα μέλη της Παλιάς Ράτσας ήταν τέτοιες "σούπες", που τα μόνα πλάσματα της Νέας Ράτσας που κατάφερναν να... ψυχαγωγήσουν ήταν εκείνα της κατηγορίας Έψιλον, δηλαδή της τελευταίας στην κλίμακα. Ακόμη στους κοιτώνες είχαν τη δυνατότητα να "κατεβάζουν" ταινίες από το Διαδίκτυο. Οι περισσότερες δεν ήταν

198

Dean Koontz

και πολύ καλύτερες απ' τα όσα έδειχνε η τηλεόραση, αν και αραιά και πού τους προέκυπτε και κανένα πραγματικό διαμαντάκι. Ο υπέροχος κύριος Χάνιμπαλ Λέκτερ, για παράδειγμα, έκανε τα πλάσματα του υπηρετικού προσωπικού να τινάζονται όρθια από τον ενθουσιασμό τους, ζητοοκραυγάζοντας κι αλαλάζοντας μέχρι που βράχνιαζε η φωνή τους. Κι εκείνη η σουσουράδα που παρίστανε τη Νέμεσή του, η πράκτορας του FBI Κλαρίς Στάρλινγκ, όλο ύφος και ιδέα και ατελείωτο μπλα-μπλα έτσι που δεν άφηνε τον άνθρωπο να κάνει δουλειά του, κι όλοι στον κοιτώνα δε χόρταιναν να τη γιουχάρουν. Εννιά μέρες πριν γυρεύοντας απεγνωσμένα για κάτι το διαφορετικό που θα την έκανε να ξεχάσει το άγχος της, η Κριστίν είχε "κατεβάσει" την ταινία του Χίτσκοκ Ρεβέκκα. Το φιλμ την είχε κυριολεκτικά μαγέψει. Υποτίθεται τώρα πως η ταινία ήταν ρομαντική, μέχρι και μια ιστορία αγάπης θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς. Αλλά η αγάπη ήταν ένας μύθος. Μα και μύθος να μην ήταν, σίγουρα επρόκειτο για κάτι το βλακώδες. Η αγάπη αντιπροσώπευε την επικράτηση του συναισθήματος πάνω στην ικανότητα του ατόμου να σκέπτεται λογικά. Κι αυτό με τη σειρά του αποσπούσε το άτομο από την επίτευξη των σημαντικών και των σπουδαίων. Η αγάπη ήταν η πηγή όλων των δεινών της κοινωνίας, όπως για παράδειγμα η οργάνωση των μελών της σε μικρότερες ομάδες, τις οικογένειες, στις οποίες οι άνθρωποι όφειλαν μεγαλύτερη πίστη κι αφοσίωση απ' ό,τι στους ηγέτες τους. Η αγάπη ήταν μύθος και κάτι κακό, η αγάπη ήταν κακό πράγμα. Η ταινία είχε καταγοητεύσει την Κριστίν όχι εξαιτίας της ρομαντικής πτυχής της, αλλά γιατί οι πάντες σ' αυτήν είχαν

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

199

τα δικά τους σκοτεινά κι ανομολόγητα μυστικά. Η παρανοϊκή κυρία Ντάνβερς είχε μυστικά. Ο Μαξίμντε Γουίντερ είχε μυστικά, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν την καταστροφή του. Η πρώτη κυρία ντε Γουίντερ, η Ρεβέκκα, κρατούσε κι αυτή τα δικά της μυστικά. Η δεύτερη κυρία Γουίντερ, αρχικά είχε παρουσιαστεί σαν η χαζοβιόλα ενάρετη της παρέας, όμως μέχρι το φινάλε της ταινίας αποδείχτηκε πως είχε κι αυτή το σκοτεινό μυστικό της, γιατί είχε συνωμοτήσει στην απόκρυι^η ενός εγκλήματος, κι όλα αυτά -σιγά το νέο!- εις το όνομα της αγάπης. Η Κριστίν κατά κάποιον τρόπο ταυτιζόταν με τους ήρωες της ταινίας, γιατί, όπως όλα τα μέλη της Νέας Ράτσας, είχε τα μυστικά της. Στην ουσία αυτή η ίδια δεν ήταν παρά ένα φοβερό και τρομερό μυστικό, έτσι όπως κυκλοφορούσε ανάμεσα στους ανθρώπους της Παλιάς Ράτσας παριστάνοντας την αθώα περιστερά, τη στιγμή που άλλο δεν περίμενε από το πρόσταγμα που θα της έδινε τη δυνατότητα να σκοτώσει όσους περισσότερους απ' αυτούς ήθελε και μπορούσε. Κάτι άλλο που τη γοήτευε στην ταινία ήταν το γεγονός πως στην πρώτη κυρία Γουίντερ άξιζε να πεθάνει, όπως άξιζε να πεθάνουν και οι όλοι της Παλιάς Ράτσας. Στη κυρία Ντάνβερς με το σαλεμένο λογικό άξιζε να πεθάνει -και όντως κάηκε στο Μάντερλεϊ. Ακόμη και τα μέλη της Παλιάς Ράτσας ήταν της γνώμης πως της άξιζε να πεθάνει, κι είχαν απόλυτο δίκιο. Άσχετα με τους λόγους που η ταινία άρεσε τόσο πολύ στην Κριστίν, η όλη ιστορία δε θα την οδηγούσε σε κρίση ταυτότητας αν δεν ήταν φτυστή η ηθοποιός Τζόαν Φοντέιν, η ηθοποιός που ενσάρκωνε το ρόλο της δεύτερης κυρίας ντε Γουίντερ. Η ομοιότητα έβγαζε μάτι. Ακόμη και την πρώτη

200

Dean Koontz

φορά που είδε την ταινία, η Κριστίν ήταν στιγμές που ένιωθε σαν να έπαιζε και η ίδια σ' αυτήν. Εκείνη την πρώτη νύχτα είδε τη Ρεβέκκα πέντε φορές. Πέντε το επόμενο βράδυ. Κι άλλες τόσες το μεθεπόμενο. Πριν από έξι μέρες, κι αφού στο μεταξύ είχε δει την ταινία σωστές δεκαπέντε φορές, η Κριστίν άρχισε να πάσχει από κρίση ταυτότητας. Κι εκείνο το βράδυ αφέθηκε να βυθιστεί στην ταινία έξι φορές. Το ωραίο με το ρόλο της δεύτερης κυρίας ντε Γουίντερ ήταν πως, με το που κάηκε το σπίτι στο Μάντερλεϊ εκ θεμελίων, μαζί του έγιναν στάχτη κι όλα τα προβλήματα της γυναίκας. Τη ζωή της στο πλάι του Μαξίμ δε θα τάραζαν πια άλλα δράματα και μπελάδες. Και τα χρόνια που θα έρχονταν θα τα χαρακτήριζε μια πολύ βολική και γλυκιά ρουτίνα... Τι ωραία! Υπέροχα χρόνια γεμάτα ησυχία και γαλήνη. Τσάι κάθε απόγευμα με σάντουιτς και γλυκίσματα... Βέβαια το Μάντερλεϊ θα χανόταν, κι αυτό ήταν δυσάρεστο, γνωρίζοντας όμως πως στο τέλος όλα θα πήγαιναν κατ' ευχήν, η Κριστίν έπρεπε τώρα να το απολαμβάνει για όσο καιρό έμενε, με την κυρία Ντάνβερς πάντα να ραδιουργεί. Επέλεξε τώρα ένα βιβλίο κατάλληλο για την κύρια Βαν Χόπερ, Το Πανδοχείο Τζαμάικα, που η πλοκή του έμοιαζε να είναι ανάλαφρη, κάτι για να περνούσε κανείς ευχάριστα την ώρα του. Σε κάποιο συρτάρι της βιβλιοθήκης βρήκε ένα πάκο ασυμπλήρωτες κάρτες για διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Διάλεξε μια τέτοια κάρτα από κρεμ γκοφρέ χαρτί, στολισμένη με μπουκέτα λουλουδιών στο πάνω μέρος. Έγραψε ένα πολύ όμορφο σημείωμα στην κύρια Βαν Χόπερ και το υπέγραψε ως "κυρία Μαξίμ ντε Γουίντερ". Το

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

201

έχωσε σ' ένα ασορτί φάκελο, έκλεισε το φάκελο κι ύστερα τον έβαλε ανάμεσα στις σελίδες του Πανδοχείο Τζαμάικα. Πρωί-πρωί την άλλη μέρα θα ζητούσε από την Κριστίν να πακετάρει και να ταχυδρομήσει το βιβλίο.

Κεφάλαιο 35

Τέτοια ώρα, μόνο μια κακοπαθημένη Μάστανγκ, μια καλοσυντηρημένη αν και παμπάλαιη Μερσεντές και μια Φορντ Εξπλόρερ βρίσκονταν στον τέταρτο όροφο του δημόσιου πάρκινγκ. Η Κάρσον έφερε το Χόντα να περάσει ράθυμα πλάι από το κάθε αμάξι, τη στιγμή που ο Μάικλ πετάχτηκε έξω για να ρίξει μια ματιά και να βεβαιωθεί πως δεν κοιμόταν κανείς μέσα σε κάποιο απ' αυτά. Όχι στο πρώτο, όχι στο δεύτερο, όχι και στο τρίτο. Ολόκληρο ο όροφος ήταν δικός τους. Από τις δίχως τοίχους πλευρές του γκαράζ ο αέρας έμπαζε σαν μικρές κρυστάλλινες μπίλιες στάλες της βροχής που έσκαγαν στο τσιμεντένιο δάπεδο. Η Κάρσον πάρκαρε το Χόντα σε μια άδεια σειρά, στο στεγνό κέντρο του χώρου. Με το που του άνοιξαν την πόρτα, ο Δούκας πήδηξε έξω απ' το αμάξι κι έκανε τρέχοντας μια βόλτα γύρω, μέχρι που εντόπισε ένα πεταμένο χαρτάκι από γλύκισμα, μια μισοπατημένη κούπα του καφέ, κι ένα άδειο αφρολέξ δισκάκι από χάμπουργκερ... Οι δυο ντετέκτιβ άφησαν τις καραμπίνες μέσα στο αμάξι,

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

203

κρατώντας πάνω τους τα υπηρεσιακά τους πιστόλια καθώς και τα πενηντάρια Μάγκνουμ που αναπαύονταν στις θήκες που είχαν περασμένες στις ζώνες τους. Τη στιγμή που ο Μάικλ έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του το κινητό και κάλεσε το νούμερο του Δευκαλίωνα, η Κάρσον κοίταξε ανάμεσα στο δάσος από τσιμεντένιες κολόνες μήπως έπαιρνε το μάτι της καμιά ύποπτη κίνηση, κι αφουγκράστηκε μπας κι άκουγε τίποτε βήματα. Η κοπέλα δεν μπορούσε παρά να παραδεχτεί πως η ανάγκη για προσεκτικές κινήσεις κι επαγρύπνηση, άγγιζε πια τα όρια της παράνοιας. Έστω κι έτσι όμως, το δεξί της χέρι ακουμπούσε χιαστί στο στήθος, κι ο αντίχειράς της ήταν γαντζωμένος στη ζώνη της, ελάχιστα πιο πέρα από τη λαβή του Ντέζερτ Ιγκλ που αναπαυόταν στη θήκη του. Για όποιον τύχαινε να βρεθεί στην τροχιά του Βίκτωρα Ήλιος, η λέξη αδύνατον έπαυε πια να σημαίνει το οτιδήποτε. Έτσι στον ελεύθερο χρόνο του πολύ πιθανό αυτή η νεότερη εκδοχή του Κόμη Δράκουλα να είχε συνδυάσει το DNA πτεροδάκτυλου με τα γονίδια κάποιου ντόπιου ψυχασθενή, σκαρώνοντας στο φινάλε έναν άνθρωπο-ανακόντα με ιδιαίτερη αδυναμία στο ξεπάστρεμα μπάτσων, ο οποίος ίσως εμφανιζόταν από το πουθενά, μέσα στη βροχή και την αντάρα. Εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα, η Κάρσον το είχε σχεδόν πάρει απόφαση πως δε θα "πήγαινε" ούτε από καρδιακή προσβολή ούτε από κάτι άλλο που θα άφηνε το πτώμα της σε ένα κομμάτι, μα κι απ' την άλλη δε θα άφηνε να την κάνει δυο χαψιές η υβριδική εκδοχή κάποιου δράκοντα με συμμορίτικο μαντίλι στο κεφάλι και χρυσό σκουλαρίκι στη μύτη. Ο Δευκαλίων θα έπρεπε να είχε απαντήσει στην κλήση,

204

Dean Koontz

γιατί η κοπέλα άκουσε τώρα τον Μάικλ να λέει: «Έλα, εγώ είμαι. Βρισκόμαστε στον τέταρτο όροφο ενός πάρκινγκ». Ο Μάικλ έδωσε τη διεύθυνση κι έκλεισε το τηλέφωνο. Με το που ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος που σήμαινε το τέλος της συνομιλίας, ο Δευκαλίων βρέθηκε στο γκαράζ και στα έξι μέτρα πιο πέρα από τους δυο ντετέκτιβ, λες κι είχε βγει από τα παραμύθια της Νάρνια*, μέσα από μια ντουλάπα, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε πουθενά καμιά ντουλάπα. Η Κάρσον ξεχνούσε πόσο τεράστιος ήταν ο Δευκαλίων μέχρι την επόμενη φορά που τον έβλεπε ξανά μπροστά της. Όπως τους πλησίασε τώρα, ντυμένος με το μακρύ, μαύρο πανωφόρι του, έμοιαζε με τον Νταρθ Βέιντερ, μόνο που αυτός εδώ τρεφόταν αποκλειστικά και μόνο με στεροειδή. «Είσαστε και οι δυο μούσκεμα», παρατήρησε ο Δευκαλίων. «Εκεί, στο Οντιμπόν Παρκ πέσαμε σε συμμάζωξη τεράτων», του εξήγησε ο Μάικλ. «Το ένα απ' αυτά μάλιστα είχε ωραίο πισινό». Ο σκύλος ζύγωσε κάνοντας το γύρο του Χόντα, και μόλις είδε το γίγαντα στάθηκε κι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι σαν απορημένος. «Ποιου είναι ο σκύλος;» ρώτησε ο Δευκαλίων. «Ήταν του περιφερειακού εισαγγελέα» εξήγησε ο Μάικλ «και στη συνέχεια του κακέκτυπου του περιφερειακού εισαγγελέα, όμως το κακέκτυπο ατύχησε, όταν έπεσε κατά λάθος πάνω σε πεντ' έξι βλήματα από καραμπίνα, έτσι τώρα ο Δούκας ανήκει σε μας». *Narnia: Αναφέρεται στα Χρονικά της Νάρνια, στην πολύ διάσημη παιδική σειρά επτά βιβλίων του συγγραφέα C.S. Lewis. Σ.τ.Μ.

J

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

205

«Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, σε λίγο θα έχουμε καταστάσεις Αποκάλυψης του Ιωάννη», είπε ο Δευκαλίων. «Το σκυλί θα σας είναι εμπόδιο». «Όχι το συγκεκριμένο. Είναι αστυνομικός σκύλος, άριστα εκπαιδευμένος. Με το που θα αδειάσουν οι καραμπίνες μας, και θα ρίχνουμε με τα Μάγκνουμ, θα πιάσει να μας τις ξαναγεμίσει». «Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω αυτά που λέει», γκρίνιαξε ο Δευκαλίων, απευθυνόμενος στην Κάρσον. «Άσε, μη δίνεις σημασία», τον καθησύχασε η κοπέλα. «Ο Μάικλ πάσχει από διαταραχή υπερκινητικότητας. Μιλάει σαν γαλιάντρα και ψυχαγωγεί ο ίδιος τον εαυτό του, κι έτσι δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για κανέναν». Ο Δούκας πλησίασε τώρα τον Δευκαλίωνα κουνώντας την ουρά του. Κρατώντας το ένα του χέρι χαμηλά προς τα κάτω για να του γλείψει το λυκόσκυλο τα δάχτυλα, ο Δευκαλίων κοίταξε τόσο έντονα την Κάρσον που η κοπέλα ένιωσε λες και την ακτινογραφούσαν. Ύστερα ο γίγαντας κοίταξε με το ίδιο διαπεραστικό βλέμμα και τον Μάικλ. «Δεν είναι τυχαίο που βρέθηκα στο δρόμο σας, κι όχι στο δρόμο κάποιων άλλων συναδέλφων σας. Διαφέρετε πολύ από τους περισσότερους που φέρουν το σήμα του αστυνομικού, κι όσο για 'μένα, διαφέρω από τους πάντες. Κι ό,τι μας κάνει να διαφέρουμε από τους υπόλοιπους, αποτελεί και τη δύναμή μας. Σε εμάς έπεσε ο κλήρος, κι αν αποτύχουμε, θα αποτύχει κι ο κόσμος ολόκληρος». Ο Μάικλ ξίνισε τα μούτρα του. «Αυτό τώρα δε θα το ήθελα περασμένο στο βιογραφικό μου». «Νωρίτερα, στο Λουξ», πετάχτηκε η Κάρσον, αναφερό-

206

Dean Koontz

μενη στον κινηματογράφο που δε λειτουργούσε πια κι ήταν ο τόπος διαμονής του Δευκαλίωνα, «είπες πως ο Βίκτωρ επί δεκαετίες τώρα έχει κάνει άλματα, παρά τις όποιες αναποδιές και τα εμπόδια που συνάντησε στο δρόμο του, έτσι που πια δε φοβάται την αποτυχία, πιστεύοντας πως μοιραία στο τέλος θα θριαμβεύσει. Έτσι του είναι αδύνατον να δει πο^ς το βασίλειο του έχει σαπίσει κι αρχίζει να καταρρέει. Σκεπτόμουν πως ίσως τελικά η αυτοκρατορία του δεν είχε διαβρωθεί τόσο, όσο θα περίμενες. Όμως μετά το συναπάντημά μας μ' εκείνα τα δυο κακέκτυπα στο πάρκο... λέω πως ίσως η γενική κατάρρευση είναι προ των πυλών και θα εκδηλωθεί πιο γρήγορα απ' όσο ήλπιζες». Τα μάτια του γίγαντα φωτίστηκαν έντονα σαν από μια εσώτερη πηγή ενέργειας. «Ναι, ο χρόνος κυλάει αντίστροφα». Ακούγοντας για ένα λεπτό περίπου μια περίληψη του Δευκαλίωνα των όσων είχε ανακαλύψει στο εργαστήριο στα Χέρια Του Ελέους, η Κάρσον ένιωσε τα οξέα του στομάχου της ν' ανεβαίνουν προς τα επάνω, προκαλώντας κάτι σαν κάψιμο στο πίσω μέρος του λαιμού της, και στο ίδιο της το στομάχι ένα αφόρητο σφίξιμο. «Και πότε προβλέπεται να γίνουν σκόνη τα εργαστήρια;» ρώτησε ο Μάικλ. «Σε πενήντα πέντε λεπτά της ώρας από τώρα. Όταν μάθει ο Βίκτωρ πως ξέσπασε φωτιά εκεί πέρα, θα ξέρει πως είναι το δικό μου χέρι που την άναψε, όμως εκείνο που θα αγνοεί θα είναι το πόσο εκτός ελέγχου ήταν η κατάσταση στα Χέρια Του Ελέους απόψε. Και υπ' αυτή την έννοια, θα περιμένει από τα πλάσματα της Νέας Ράτσας να σταθούν στο ύψος τους και να τον υπερασπιστούν. Ωστόσο δε θα το ρισκάρει

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

207

να παραμείνει στο σπίτι του, στην Γκάρντεν Ντίστρικτ. Θα αναδιπλωθεί και θα ταμπουρωθεί στη φάρμα. «Εννοείς τη φάρμα που μας είπε ο Πάστορας Κένι» πετάχτηκε η Κάρσον «με τις δεξαμενές δημιουργίας, ναι;» «Όπως έμαθα απόψε, τα πράγματα εκεί πέρα έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο απ' όσο πίστευε ο Κένι. Η πρώτη... σοδειά είναι σχεδόν έτοιμη, κι αύριο βράδυ κιόλας τα όντα θα αρχίσουν να σηκώνονται από τις δεξαμενές δημιουργίας τους. Ο ρυθμός παραγωγής θα είναι πεντακόσια κεφάλια τη μέρα, επί τέσσερις μέρες στη σειρά». «Μ' άλλα λόγια έχουμε πέσει εντελώς έξω, στις ποσότητες πυρομαχικών που θα χρειαστούμε», είπε ο Μάικλ». «Ο Βίκτωρ έχει δικές του μεγάλες εκτάσεις γης στα βόρεια της Λίμνης Ποντσαρτρέν». Ο Δευκαλίων έβγαλε από μια τσέπη του πανωφοριού του κάτι χαρτιά. «Αντέγραψα όλες αυτές τις πληροφορίες από τον υπολογιστή του. Υπάρχει μια τοποθεσία που λέγεται Διαχείριση Απορριμμάτων Κρόσγουντς, ιδιοκτησίας μιας εταιρίας της Νεβάδα, που με τη σειρά της ανήκει σε μια άλλη εταιρία χόλντινγκ με έδρα τις Μπαχάμες, που κι αυτή όμως ελέγχεται από κάποιο ελβετικό τραστ. Εν κατακλείδι όμως όλες αυτές οι εταιρίες και οι υπο-εταιρίες καταλήγουν στο Βίκτωρα». «Εταιρία διαχείρισης απορριμμάτων;» ρώτησε η Κάρσον. «Δηλαδή χωματερή, ε;» «Μια πολύ μεγάλη χωματερή». «Και τι τη θέλει ο Βίκτωρ τη χωματερή;» «Στην ουσία είναι τόπος ταφής των σκάρτων πλασμάτων που βγαίνουν από τις δεξαμενές τους, αλλά και των κανονικών ανθρώπων που αντικαθιστά με πιστά τους αντίγραφα». «Που θα πει πως το μέρος θα μυρίζει κάπως διαφορετικά

208

Dean Koontz

απ' ό,τι μυρίζουν οι κανονικές χωματερές», παρατήρησε ο Μάικλ. «Η φάρμα με τις δεξαμενές βρίσκεται σε μια έκταση είκοσι εκταρίων, που συνορεύει με τη χωματερή. Εμείς θα πάμε εκεί πέρα πολύ πριν από τον Βίκτωρα. Συγκεκριμένα, εγώ θα βρίσκομαι εκεί σε δέκα λεπτά». Ο Δευκαλίων έδωσε στην Κάρσον το πάκο τα χαρτιά που είχε φέρει μαζί του. «Διευθύνσεις, προσωπικά στοιχεία -κάτι για να 'χετε να διαβάζετε καθ' οδόν. Αν ακολουθήσετε το Διαπολιτειακό 10 ανατολικά, το Διαπολιτειακό 12 δυτικά, και μετά συνεχίσετε βόρεια στον πολιτειακό που έχω σημειωμένο εδώ πέρα, η απόσταση είναι γύρω στα εκατόν δέκα χιλιόμετρα, δηλαδή λιγότερο από μιάμιση ώρα δρόμος». «Και πολύ λιγότερο, αν κάθεται η κυρία στο τιμόνι», πέταξε ο Μάικλ. «Όταν θα κοντεύετε να φτάσετε, πάρτε με τηλέφωνο», είπε ο Δευκαλίων. «Θα ενώσουμε τις δυνάμεις μας εκεί πέρα». «Κι ύστερα τι κάνουμε;» ρώτησε η Κάρσον. «Κι ύστερα... θα πράξουμε τα δέοντα».

Κεφάλαιο 36

Η Έρικα Πέντε παραφόρτωσε ένα τρόλεϊ από ανοξείδωτο ατσάλι με όλα όσα θα μπορούσε να χρειαστεί ο Τζόκο, το έμπασε στον ανελκυστήρα υπηρεσίας και το ανέβασε στο δεύτερο όροφο της έπαυλης. Από τότε που ο Βίκτωρ είχε ενώσει τα δυο οικήματα, στο συγκρότημα υπήρχαν τρεις διάδρομοι. Στη νότια μεριά, το χολ της νότιας πτέρυγας ξεκινούσε από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Στη βόρεια μεριά, το χολ επίσης ακολουθούσε την ίδια κατεύθυνση. Ο καθένας απ' αυτούς τους διαδρόμους είχε μήκος γύρω στα είκοσι επτά μέτρα. Τα δυο χολ επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω του κυρίως, το οποίο είχε μήκος εξήντα ένα μέτρα. Στη νότια πτέρυγα, η πόρτα του υπηρεσιακού ανελκυστήρα δεν απείχε και πολύ από την κουζίνα. Με το που ανέβηκε στο δεύτερο όροφο, η Έρικα έπρεπε να διασχίσει σπρώχνοντας μπροστά της το τρόλεϊ όλο τον κυρίως διάδρομο μέχρι τη βόρεια πτέρυγα, όπου περίμενε το ξωτικό στο νέο του κατάλυμα, στο πίσω μέρος της έπαυλης. Η δίφυλλη πόρτα που άνοιγε στην κυρίως σουίτα βρισκό-

210

Dean Koontz

ταν στα μισά του διαδρόμου και αριστερά, ακριβώς απέναντι από το κεφαλόσκαλο του μεγάλου κλιμακοστασίου. Η Έρικα πίστευε πως ο Βίκτωρ ίσως ήταν ακόμη στη σουίτα του, χωρίς ωστόσο να είναι σίγουρη. Αν τύχαινε να βγει ο άλλος στο διάδρομο και την έβλεπε να σπρώχνει μπροστά της το τρόλεϊ που ήταν γεμάτο με κλινοσκεπάσματα, πετσέτες και φαγώσιμα, ασφαλώς θα τη ρωτούσε πού τα πήγαινε και γιατί. Ο διάδρομος που είχε φάρδος γύρω στα τρία μέτρα ήταν στρωμένος με περσικά χαλιά, όπως άλλωστε οι άλλοι δυο, ο βόρειος και ο νότιος, έτσι το τρόλεϊ κυλούσε πάνω τους αθόρυβα. Αλλά και στα κενά μεταξύ δυο χαλιών που οι ρόδες του καροτσιού κυλούσαν πάνω στο ξύλινο πάτωμα, ο θόρυβος που έκαναν ήταν ελάχιστος. Με το που έστριψε και μπήκε ανακουφισμένη στη δίχως έπιπλα βόρεια πτέρυγα, βρήκε το τελώνιο να στέκει στις μύτες των ποδιών του και να κάνει πιρουέτες. Η Έρικα έμπασε το τρόλεϊ στο καθιστικό. «Πού έμαθες να χορεύεις;» ρώτησε τον Τζόκο, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. «Γιατί, τι κάνει ο Τζόκο; Χορεύει;» ρώτησε το τελώνιο, συνεχίζοντας να στροβιλίζεται. «Ναι, μπαλέτο». «Μπα... είναι κάτι... που κάνει ο Τζόκο», αποκρίθηκε το ξωτικό και πέρασε χορεύοντας πάντα στην κρεβατοκάμαρα. Ακολουθώντας τον, όπως έσπρωχνε μπροστά της το καροτσάκι, η Έρικα έκανε την επόμενη ερώτησή της: «Μα καλά, δε ζαλίζεσαι;» «Μερικές φορές ... ο Τζόκο κάνει εμετό».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

211

«Ωραία, τότε σταμάτα να χορεύεις». «Δεν μπορώ». «Θέλεις να πεις δηλαδή ότι κάτι σε αναγκάζει να χορεύεις;» τον ρώτησε τώρα η Έρικα, ακουμπώντας τα στρωσίδια σε μια γωνιά, στο δάπεδο. Φέρνοντας μια τελευταία στροψή, το ξωτικό σταμάτησε να χορεύει κι έκανε μερικά βήματα μπροστά παραπαίοντας, μέχρι που ξαναβρήκε την ισορροπία του. «Όχι και τόσο άσχημα αυτή τη φορά». «Καημενούλη». Το τελώνιο ανασήκωσε τους ώμους του. «Όλοι έχουν τα προβλήματά τους». «Πολύ φιλοσοφημένο». «Οι περισσότεροι χειρότερα από τα δικά μου». Η Έρικα σκέφτηκε πως δεν υπήρχε ίσως χειρότερη μοίρα από το να μοιάζει κανείς με απαίσιο τελώνιο με τρεις τρίχες στη γλώσσα του, απένταρο κι αναγκασμένο να ζει μέσα στους υπονόμους, σπρωγμένο από κάποια αόρατη δύναμη να χορεύει μέχρι που του ερχόταν να κάνει εμετό. Μα απ' την άλλη δεν μπόρεσε παρά να θαυμάσει το θετικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε το ανθρωποειδές την κατάστασή του. Με το που πέρασαν και οι δυο τους στο μπάνιο, ο Τζόκο τη βοήθησε να αδειάσει το τρόλεϊ, τακτοποιώντας τα διάφορα σε ντουλάπια και συρτάρια. Έδειχνε πανευτυχής με τα διάφορα σνακ που του είχε φέρει. «Του Τζόκο του αρέσουν τ' αλμυρά, του αρέσουν τα γλυκά, όμως μη φέρεις στον Τζόκο φαγητά με καυτερές σάλτσες όπως τα μεξικάνικα, γιατί τότε από τ' αυτιά του Τζόκο βγαίνουν κάτι αέρια που μυρίζουν περίεργα».

212

Dean Koontz

«Ωραία, θα το έχω υπόψη μου», τον καθησύχασε η Έρικα. «Φυσικά θα σου φέρνω υγιεινές τροφές όποτε μπορώ, κι όχι μόνο τσιπς και τέτοια, όπως τώρα. Είναι τίποτε άλλο που δε σου αρέσει, εκτός από τις καυτερές σάλτσες;» «Ο Τζόκο ζούσε τον περισσότερο καιρό στους υπονόμους, τρώγοντας ζωύφια κι αρουραίους. Και μια φορά τσιπς με πάπρικα. Ό,τι και να φέρνεις, θα είναι νόστιμο για τον Τζόκο». «Μα αυτό είναι υπέροχο, συμφωνείς;» «Ποιο;» «Το να έχει κανείς έναν κρυφό φίλο». «Ποιος έχει;» «Εγώ». «Φίλο, τι φίλο;» «Εσένα». «Α, ναι ο Τζόκο νιώθει υπέροχα». «Θα έρθω πάλι το πρωί», είπε η Έρικα, τακτοποιώντας κάπου τις τελευταίες πετσέτες, «δηλαδή μετά από μερικές ώρες, όταν ο Βίκτωρ θα έχει φύγει για τα Χέρια Του Ελέους, και τότε θα σε βάλω να μου διαβάσεις». «Αυτό είναι καλό για να το φάω;» ρώτησε ο Τζόκο όπως ήταν καθισμένος στο χείλος της μπανιέρας. «Όχι! Αυτό είναι σαπούνι». «Ω! Κι αυτό εδώ; Τρώγεται;» «Κι αυτό σαπούνι του μπάνιου είναι». «Τρώγεται;» «Όχι. Το σαπούνι δεν είναι για τρώγεται». «Αυτό; Κάνει να το φάω;» «Σαπούνι είναι κι αυτό. Συσκευασία των τεσσάρων σαπουνιών».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

213

«Γιατί, σαπούνι, σαπούνι, σαπούνι, σαπούνι;» «Σου έφερα διάφορα από δυο και τρεις φορές για να σου βρίσκονται. Θα μείνεις εδώ για κάμποσο... Έτσι δεν είναι;» «Αν πεις εσύ πως ο Τζόκο μπορεί να μείνει». «Ωραία. Πολύ, πολύ οοραία». «Ναι, φύγε τώρα», είπε ο Τζόκο. «Α, βέβαια. Θα πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένος». «Θα πρέπει», αποκρίθηκε το ξωτικό, ακολουθώντας τη στο καθιστικό. «Φύγε». Η Έρικα άφησε πίσω της το τρόλεϊ, έχοντας κατά νου να το επιστρέψει στην κουζίνα το πρωί, όταν θα είχε φύγει ο Βίκτωρ για το εργαστήριο του. Ανοίγοντας μια ιδέα την πόρτα, κοίταξε με τρόπο έξω, στο διάδρομο που ήταν άδειος και ήσυχος. Γυρνώντας το κεφάλι της, κοίταξε τώρα το ξωτικό και του είπε: «Μη φοβάσαι». «Ούτε εσύ». «Είσαι ασφαλής». «Κι εσύ». «Μόνο μείνε κρυμμένος». «Ναι, φύγε». Βγαίνοντας στο διάδρομο, η Έρικα έκλεισε αθόρυβα πίσω της την πόρτα.

Κεφάλαιο 37

Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Τζόκο πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Βούτηξε ένα σαπούνι. Το ξετύλιξε. Έκοψε μια δαγκωνιά. Α, η Έρικα δεν ήξερε τι έλεγε. Το σαπούνι έδειχνε πεντανόστιμο. Και ήταν. Η Έρικα ή δεν ήξερε τι έλεγε... ή απλώς έλεγε ψέματα. Τι κρίμα που η Έρικα έλεγε ψέματα. Κι έμοιαζε τόσο διαφορετική από τους άλλους. Κι ήταν τόσο όμορφη. Τόσο καλόψυχη. Κι η μύτη της τόσο κομψή, με λεπτά ρουθούνια. Ψεύτρα ωστόσο. Όλοι έλεγαν ψέματα -ή σχεδόν όλοι. Ο κόσμος ολάκερος ήταν το βασίλειο του ψεύδους. Κι ο Τζόκο όμως έλεγε ψέματα. Της είχε πει πως ήταν ο Χάρκερ. Ναι, η αλήθεια ήταν πως είχε βγει απ' τα σπλάχνα του Χάρκερ. Κι ήξερε όλα όσα ήξερε κι ο Χάρκερ. Είχε το μνημονικό του Χάρκερ. Όμως δεν ήταν ο Χάρκερ. Ο Τζόκο ήταν ο Τζόκο. Ένας και μοναδικός. Ο Τζόκο ήθελε ό,τι ήθελε ο Τζόκο. Ό χ ι ό,τι ήθελαν οι άλλοι.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

215

Μόνο ένα πράγμα είχαν κοινό ο Τζόκο και ο Χάρκερ. Το μίσος τους για τον Βίκτωρα Ήλιος. Άσβεστο μίσος. Ο Τζόκο ήθελε μόνο ένα πράγμα που το ήθελε κι ο Χάρκερ: τον Βίκτωρα Ήλιος νεκρό στο χώμα. Ο Τζόκο ήταν ο Τζόκο. Αλλά ήταν και η εκδίκηση. Το σαπούνι ήταν πολύ πιο νόστιμο από τους αρουραίους. Περίπου το ίδιο νόστιμο με τα ζωύφια. Όμως κολλούσε στο στόμα, κι έπρεπε να το μασάει με τις ώρες. Δεν πήγαινε κάτω εύκολα. Ο Τζόκο παράτησε το μισοφαγωμένο σαπούνι. Δεν είχε ώρα για τόσο πολύ μάσημα. Τσως αργότερα... Ο Τζόκο ήθελε ό,τι ήθελε ο Τζόκο. Κι αυτό που ήθελε, το ήθελε τόσο πολύ. Όμως, αν δε σκότωνε πρώτα τον Βίκτωρα Ήλιος, δε θα μπορούσε να το αποκτήσει. Βγήκε αστραπή στο καθιστικό. Έκανε κατακόρυφο και στάθηκε στα χέρια του. Έκανε ένα γύρο το δωμάτιο περπατώντας με τα χέρια. Ύστερα κι άλλον, κι άλλον... Τι χάσιμο χρόνου κι αυτό!... Ο Τζόκο δεν ήθελε να περπατάει με τα χέρια. Απλώς έπρεπε. Νισάφι όμως. Στάθηκε στα πόδια του και πάλι. Ξανά πίσω, στο μπάνιο. Άλλη μια μπουκιά σαπούνι. Μμ, ωραίο. Ώ ρ α να σκότωνε τον Βίκτωρα. Σβέλτα, σβέλτα, σβέλτα από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα. Κι από εκεί στο καθιστικό. Κι από εκεί, στην πόρτα.

Όπως απομακρύνθηκε από την πόρτα της σουίτας που φιλοξενούσε τον Τζόκο, η Έρικα ήξερε πως θα έπρεπε να περάσει από την κυρίως σουίτα να δει μήπως την ήθελε κάτι ο Βίκτωρ.

216

Dean Koontz

Ωστόσο ένιωθε τόσο ενθουσιασμένη στην προοπτική πως ο κρυφός φίλος της θα της διάβαζε από κάποιο βιβλίο, που δεν άντεχε να περιμένει μέχρι το πρωί για να διαλέξει τον τόμο με τον οποίο θα ξεκινούσαν τις συνεδριάσεις τους. Κατέβηκε από τις πίσω σκάλες στη δυτική άκρη της βόρειας πτέρυγας, πρόθυμη να ρίξει μια ματιά στη βιβλιοθήκη, να δει τους τίτλους των βιβλίων που υπήρχαν εκεί πέρα. Ο κυρίως διάδρομος στο ισόγειο είχε φάρδος τέσσερα μέτρα, ήταν δηλαδή κατά ένα τρίτο πιο ευρύχωρος από τους διαδρόμους του επάνω ορόφου. Ήταν επιπλωμένος με μπουφέδες στα πλάγια, καρέκλες τοποθετημένες ανά δυο δεξιά κι αριστερά χαμηλών τραπεζιοαν στολισμένων με βάζα με λουλούδια, και βάθρα που πάνω τους ακουμπούσαν υπέροχα μπρούτζινα διακοσμητικά. Τους τοίχους στόλιζαν ανεκτίμητα κομμάτια μεγάλων ευρωπαίων ζωγράφων του 16ου, του Που και του 18ου αιώνα, που ο Βίκτωρ είχε την εξυπνάδα να βγάλει κρυφά από τη Γερμανία λίγο προτού ο προστάτης κι επιστήθιος φίλος του, ο παρεξηγημένος κι ευφυέστατος Χίτλερ, τον οποίο ο Βίκτιορ αποκαλούσε στα γερμανικά, μάιν σατς, δηλαδή, ο "θησαυρός μου", περιέλθει σε κατάσταση κατάθλιψης, θύμα των άξεστων μαζών, των άπληστων καπιταλιστών, των αδηφάγων τραπεζιτών και των φανατικών θρησκόληπτων. Ο Βίκτωρ είχε βιοοσει τόσα βάσανα κι απογοητεύσεις στη διάρκεια της μακραίωνης ζωής του, που η Έρικα, η οποία είχε δημιουργηθεί με όλα της τα καλά μέσα στη δεξαμενή, ίσως χρειαζόταν είκοσι, τριάντα ή και ακόμη περισσότερα χρόνια για να τον νιώσει και να τον καταλάβει. Το κακό όμως, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ήταν πως οι Έρικες δεν... του φτουρούσαν.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

217

Ο καλύτερος, λοιπόν, τρόπος για να καταλάβαινε η Έρικα τον άντρα της, και να γινόταν καλή σύζυγος, έτσι ώστε να μην προκαλούσε ποτέ την οργή του, προφανώς ήταν αν μάθαινε κάτι από τα βιβλία. Ωραία, μπορεί τα βιβλία να ήταν επικίνδυνα, όμως ήταν επικίνδυνα γιατί χάριζαν τόσες πολλές γνώσεις -γνώσεις άλλες καλές και χρήσιμες, άλλες κακές. Πολύ πιθανόν η προκάτοχος της, η Έρικα Τέσσερα, να είχε μάθει από τα βιβλία όλα εκείνα που δε θα 'πρεπε, πράγματα που σε καμιά περίπτωση δε θα συμπεριλαμβάνονταν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που "φορτωνόταν" διά της μεθόδου του απευθείας "κατεβάσματος" αρχείων στον εγκέφαλο των όντων της Νέας Τάξης, μ' άλλα λόγια γνώσεις που διέφθειραν όποιον τις κατείχε. Η Έρικα Πέντε όμως είχε υπόψη της να είναι πολύ προσεκτική με τα βιβλία, σ' επιφυλακή πάντα ώστε να απέφευγε όλες εκείνες τις γνώσεις που θα μπορούσαν να αποδειχτούν επιζήμιες. Σε σχέση με τη Νούμερο Τέσσερα, η Έρικα Πέντε είχε ένα πλεονέκτημα, και το γεγονός τη χαροποιούσε ιδιαίτερα: είχε τον Τζόκο. Θα τον συμβούλευε να έχει διαρκώς το νου του για όλες εκείνες τις γνώσεις που ίσως έκαναν κακό παρά καλό, και να τις απέκλειε, αν έπεφτε πάνω τους την ώρα της ανάγνωσης, έτσι ώστε να μην επηρεαζόταν αρνητικά απ' αυτές η κοπέλα. Αν κάποιο βιβλίο περιείχε πολλές επιβλαβείς πληροφορίες, τόσες ώστε να μη γινόταν αποδεκτό ακόμη και μετά την παράλειψη όλων όσοον δε θα έπρεπε να γνωρίζει, η Έρικα θα το έβαζε αμέσως πίσω στη βιβλιοθήκη, και θα διάλεγε κάποιο άλλο. Μπαίνοντας στη βιβλιοθήκη, η Έρικα είδε την Κριστίν τη στιγμή που η οικονόμος σηκωνόταν από το γραφειάκι, κρατώντας ένα βιβλίο κι ένα φάκελο. Κανονικά η αρχι-

218

Dean Koontz

υπηρέτρια θα έπρεπε να βρισκόταν στους κοιτώνες τέτοια ώρα. «Τι γυρεύεις εδώ πέρα τόσο αργά;» τη ρώτησε η Έρικα. «Σε καλό σου, με τρόμαξες», ήταν η απάντηση της Κριστίν, όπως έσπρωξε την καρέκλα κοντά στο σεκρετέρ. «Έψαχνα ένα βιβλίο που θέλω να στείλω σε κάποια φίλη, και της έγραψα ένα εγκάρδιο σημείωμα, έτσι για να της πω πως τη θυμάμαι ακόμη, και να της ζητήσω συγνώμη που είμαι τόσο αμελής με την αλληλογραφία μου». Η Κριστίν όλα αυτά τα είπε με μια ελαφρώς βρετανική προφορά. «Ναι, όμως αυτά τα βιβλία δεν είναι δικά σου», της υπενθύμισε η Έρικα. Ισιώνοντας τους ώμους και κρατώντας ψηλά το κεφάλι της -μια πόζα που μπορεί και να υποδήλωνε υπεροψία- η Κριστίν ξάφνιασε την Έρικα με την απάντησή της: «Αν δεν απατώμαι, ό,τι ανήκει στο σύζυγο μου, ανήκει και σε 'μένα». «Στο σύζυγο σου;» ρώτησε η Έρικα απορημένη. «Μάλιστα, κυρία Ντάνβερς, στο σύζυγο μου, που είναι κατάδικος μου. Η Ρεβέκκα πέθανε. Θα σας συνιστούσα να το πάρετε απόφαση». Δε χρειαζόταν να το διαβάσει σε κάποιο βιβλίο η Έρικα, για να καταλάβει πως η Κριστίν έπασχε απ' αυτό που ο Βίκτωρ αποκαλούσε, αναστολή λειτουργίας. Μόλις το προηγούμενο πρωί ο μπάτλερ, ο Γουίλιαμ, είχε δαγκώσει κι είχε κόψει με τα δόντια του επτά απ' τα δάχτυλά του στη διάρκεια μιας τέτοιας αναστολής της λειτουργίας του. Επί του παρόντος τουλάχιστον, τα πράγματα με την περίπτωση της Κριστίν, δεν ήταν τόσο άσχημα. Η Έρικα πλησίασε την καμαριέρα κι άπλωσε το χέρι της

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

219

να της πάρει το βιβλίο. «Δώο' το μου, και θα το βάλω εγώ στη θέση του». Σφίγγοντας με τα δυο της χέρια το βιβλίο και το γράμμα πάνω στο στήθος της. «Όχι, ευχαριστώ, κυρία Ντάνβερς. Το πρωί θα πω στην Κριστίν να τα πακετάρει και να τα ταχυδρομήσει».

Ντυμένος μ' ένα ραμμένο πάνω του μπλε κοστούμι, άσπρο μεταξωτό πουκάμισο, γραβάτα με έντονες γαλάζιες, σκούρες κίτρινες και πράσινες ρίγες, ένα επίσης κίτρινο μαντιλάκι στο πέτο του, κι έχοντας κρυμμένο σε μια θήκη, στο κόρφο του, ένα 45άρι Κολτ, που ωστόσο σε τίποτε δε χαλούσε την άψογη γραμμή του αφού δε φούσκωνε μέσα από το ύφασμα του σακακιού του, ο Βίκτωρ στάθηκε να καμαρώσει το είδωλο του στον καθρέφτη -το είδωλο ενός ανθρώπου που είχε το στυλ και το ύφος ενός γεννημένου βασιλιά. Επειδή καθρέφτες υπήρχαν και στα Χέρια Του Ελέους, τελικά εδέησε να ξεκολλήσει από εκείνον της ντουλάπας. Όπως διέσχιζε την κρεβατοκάμαρα, αίφνης χτύπησε το κινητό του. Κοντοστάθηκε στην πόρτα που άνοιγε έξω, στο διάδρομο, δίστασε προς στιγμή, τελικά απάντησε στην κλήση. «Λέγετε;» «Πολυχρονεμένε μου άρχοντα κι αφέντη, ένδοξο κτήνος», ακούστηκε να λέει η φωνή της Έρικα Τέσσερα, «σου έχουμε ετοιμάσει ένα μέρος αναπαύσεως εδώ, στη χωματερή». Ήταν αποφασισμένος να μη χάσει την ψυχραιμία του, και να μην της επιτρέψει να πάρει το επάνω χέρι, όπως είχε συμβεί στην προηγούμενη συνομιλία τους. «Είχα την εντύπωση

220

Dean Koontz

πως θα ερχόσουν σπίτι». «Έχουμε στήσει γύρω από τον τάφο σου τα πτώματα μερικών από τα θύματά σου της Παλιάς Ράτσας, καθώς και τ' απομεινάρια όλων εκείνων των δικών σου που αποδείχτηκαν σκάρτο εμπόρευμα και δεν κατάφεραν να ξαναζωντανέψουν όπως εγώ». «Μου φαίνεται πως έχεις μεν το θάρρος να μου τηλεφωνήσεις» της πέταξε «όχι όμως και το θάρρος να με αντιμετωπίσεις καταπρόσωπο». «Ω, αγαπούλα μου, υπέροχε μεγαλομανή μου, είσαι ο αυτοκράτορας της αυταπάτης. Θα σε αντιμετωπίσω καταπρόσωπο και σύντομα μάλιστα. Θα σου χαρίσω το καλύτερο μου χαμόγελο και θα σου στείλω ένα φιλάκι τη στιγμή που θα σε καταχώνουμε στα έγκατα της χωματερής». Ο Βίκτωρ κοιτούσε αφηρημένος το πόμολο της πόρτας, όταν αίφνης το είδε να στρέφει, οπότε τράβηξε το Κολτ από τη θήκη του ώμου του.

Σβέλτα, σβέλτα, σβέλτα, ο Τζόκο κινήθηκε ανατολικά κατά μήκος του βόρειου διαδρόμου. Κοντοστάθηκε στη γωνιά, έβγαλε το κεφάλι του και κοίταξε με τρόπο. Δε φαινόταν ψυχή πουθενά. Μια μπουκίτσα σαπούνι θα ήταν ότι έπρεπε. Το νου μας, όμως. Πρώτα σκοτώνουμε. Σαπούνι αργότερα. Ήξερε πού βρισκόταν η κυρίως κρεβατοκάμαρα. Του το είχε πει η Έρικα, όταν τον ανέβαζε κρυφά, απ' την πίσω σκάλα. Κύριος διάδρομος. Απέναντι ακριβώς από το μεγάλο, κεντρικό κλιμακοστάσιο. Χοπ, χοπ, χοπ πάνω στα παχιά χαλιά. Ωραία χαλιά. Ωραίο

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

221

να στροβιλίζεσαι πάνω σε τόσο (οραία και παχιά χαλιά. Αλλά, όχιιι! Στροβιλίσματα ούτε γι' αστείο! Ούτε κατά διάνοια! Το μεγάλο κλιμακοστάσιο εδώ, αριστερά. Απέναντι, δεξιά, η δίφυλλη πόρτα. Εδώ είμαστε. Όρθιος μπροστά στην πόρτα, το χέρι στο πόμολο, ο Τζόκο άκουσε κάτι υπόκωφες φωνές. Η φωνή τον Βίκτωρα, τον ενημέρωσε η θύμηση του Χάρκερ. Απ' την άλλη μεριά της δίφυλλης πόρτας, κι ελάχιστα πιο πέρα. «Μου φαίνεται πως έχεις μεν το θάρρος να μου τηλεφωνήσεις», ακούστηκε να λέει η φωνή του Βίκτωρα, «όχι όμως και το θάρρος να με αντιμετωπίσεις καταπρόσωπο». Το Τζόκο τον κυρίεψε κάτι σαν τρελή μανία. Όπως έκανε μια άσχημη γκριμάτσα που άφησε να φανούν τα δόντια του, τα δυο φύλλα αλλόκοτης σάρκας που έπαιζαν ρόλο χειλιών συσπάστηκαν. Ο Τζόκο ήξερε κιόλας τι θα πει. Τη στιγμή που θα ριχνόταν στον Ήλιος, ασυγκράτητος στη λυσσαλέα ορμή του. Αμείλικτος, Θα του έλεγε, Είμαι τέκνο του Τζόναθαν Χάρκερ. Πον πέθανε, για να γεννήσει εμένα! Είμαι ένας απόβλητος, ένα τέρας, γέννημα τέρατος! Σειρά σον τώρα να πεθάνεις εσύ! Αυτό τώρα του Τζόκο του φάνηκε μπόλικο -μεγάλη πρόταση. Προσπάθησε να το επιμεληθεί λιγάκι, να το συμμαζέψει. Στο βάθος-βάθος όμως ήθελε να το ξεστομίσει όλο, μέχρι κεραίας. Αρχισε να γυρνάει αργά το πόμολο. Λίγο ακόμη και θ' άνοιγε την πόρτα. Και τότε συνειδητοποίησε κάτι. Δεν είχε όπλο. Ο Τζόκο δεν κρατούσε όπλο. Έ ξ ω φρενών με την απρονοησία του, ο Τζόκο άφησε το χέρι του να γλιστρήσει από το πόμολο και, τελικά, δεν όρμη-

222

Dean Koontz

σε μέσα στην κεντρική σουίτα. Ηλίθιε, ηλίθιε, πανίβλακα! Γάντζωσε με τα δυο δάχτυλά του τα ρουθούνια του. Κι ύστερα τράβηξε τη μύτη του δυνατά προς τα πάνω, σαν να ήθελε να φτάσει η άκρη της να αγγίξει το μέτωπο του. Τράβηξε τόσο δυνατά, που δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ' τα μάτια του. Για να μάθαινε, άλλη φορά να ήταν πιο προσεκτικός. Το νου σου. Έ χ ε το νου σου. Χρειαζόταν όπλο. Ήξερε πού θα έβρισκε ένα. Στην κουζίνα. Ένα μαχαίρι! Προχωρώντας σβέλτα στον κυρίως διάδρομο, κάνοντας πιρουέτες. Κι άλλα παχιά κι αφράτα χαλιά. Μέχρι το νότιο διάδρομο. Και κάτω, από την πίσω σκάλα. ε^η^ίΓεη· Στη βιβλιοθήκη, η Έρικα είπε: «Μα δε με λένε κυρία Ντάνβερς». Η Κριστίν μιλούσε ακόμη μ' εκείνη την ελαφρώς αγγλική προφορά: «Α, να χαρείτε, κυρία Ντάνβερς, δε θέλω επ' ουδενί να δημιουργήσω δυσάρεστες καταστάσεις. Μπορούμε κάλλιστα να συνυπάρξουμε εμείς οι δυο. Τουλάχιστον εγώ από την πλευρά μου το θέλω πολύ, για χάρη του Μαξίμ». «Μα καλά, δε με αναγνωρίζεις;» τη ρώτησε τώρα η Έρικα. «Τι έχεις πάθει; Δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι;» Η Κριστίν έδειξε σαν να βρισκόταν σε μεγάλη απόγνωση, και τα χείλη της τρεμούλιασαν, σαν να ήταν έτοιμη να περιέλθει σε μια συναισθηματικά φορτισμένη κατάσταση η οποία φυσικά δεν προβλεπόταν από τον προγραμματισμό της. Σφίγγοντας πάντα το βιβλίο πάνω στον κόρφο της, και βρίσκοντας ξανά την αυτοκυριαρχία της, είπε τώρα: «Δεν

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

223

είμαι δα και τόσο εύθραυστη όσο μπορεί να φαίνομαι, κυρία Ντάνβερς». «Έρικα. Εγώ είμαι η Έρικα!» «Και μην προσπαθείτε να με πείσετε πως τάχα πάει να μου σαλέψει. Ξέρω πολύ καλά τι σόι άσχημα παιχνίδια σκαρώνετε». Πέρασε βίαια σχεδόν πλάι από την Έρικα και βγήκε φουριόζα από τη βιβλιοθήκη.

Κοίτα με τρόπο, στάσου, κόψε κίνηση. Κρυφοκοίτα, στάσου, κόψε κίνηση. Σκάλα, χολ, κουζίνα. Ω! Πάνω σ' έναν πάγκο της κουζίνας, μια φρουτιέρα γεμάτη μήλα. Μήλα κίτρινα. Μήλα κόκκινα. Τα μήλα τράβηξαν την προσοχή του Τζόκο. Τι ωραία, ζωηρά χρώματα! Τα λαχταρούσε τόσο πολύ τα μήλα! Έπρεπε να τα πάρει! Ό χ ι για να τα φάει. Κάτι άλλο είχε κατά νου. Ο Τζόκο διάλεξε τρία μήλα. Δύο κίτρινα, ένα κόκκινο. Ξεκινώντας με τα δυο μήλα στο δεξί χέρι, και το άλλο στο αριστερό, άρχισε να τα πετάει στον αέρα και να τα πιάνει, σαν ζογκλέρ. Τα λάτρευε τέτοιου είδους ταχυδακτυλουργικά. Έπρεπε να τα κάνει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε τέτοια κόλπα. Με πέτρες. Με καρύδια. Με δυο σάπια λεμόνια, κι ένα πακέτο μουχλιασμένο τυρί. Με τα κρανία τριών αρουραίων. Όμως αυτά τα μήλα ήταν ό,τι καλύτερο είχε πιάσει στα χέρια του μέχρι τώρα. Μήλα πολύχρωμα. Ολοστρόγγυλα σχεδόν. Κι ο Τζόκο ήταν πολύ επιδέξιος. Κι όπως τα πετούσε στον αέρα και τα ξανάπιανε, θα έκανε και μερικά πηδηματάκια. Κι έτσι χοροπηδώντας, έκανε το γύρο της κουζίνας. Κά-

224

Dean Koontz

νοντας ζογκλερικά με τα μήλα -συνέχεια. Αχ και πόσο θα ήθελε να φοράει ένα αστείο καπέλο. Κάτι σαν αρλεκίνου, με κουδουνάκια.

«Υπάρχει ολάκερη λεγεώνα στη χωματερή, λατρεμένε μου ψυχοπαθή», είπε η Έρικα Τέσσερα στο τηλέφωνο. «Δε χρειάζεται να έρθω να σε βρω μόνη μου». «Μια λεγεώνα πεθαμένων», τη διόρθωσε ο Βίκτωρ. «Κι οι νεκροί δεν ανασταίνονται». «Όμοια με 'μένα, δεν ήταν εντελώς νεκροί. Οι δικοί σου τους πέρασαν για νεκρούς, τι κι αν τους είχαν απομείνει κάποια ίχνη ζωής που, μετά από λίγο... μόνο ίχνη δεν ήταν». Το πόμολο είχε στρέ\^ει εντελώς προς τη μια μεριά, ύστερα προς την αντίθετη. Όμως εδώ κι ένα ολόκληρο λεπτό περίπου τώρα παρέμενε ακίνητο. «Στο φως αναμμένων δαδιών, θα σε κουβαλήσουμε στα έγκατα της χωματερής. Και, μόλο που θα σε θάψουμε ζωντανό, θα το γλεντήσουμε μαζί σου πριν την ταφή σου». Το πόμολο έστρεψε πάλι.

Από τη βιβλιοθήκη, πήγε γραμμή στην μπροστινή σκάλα κι από εκεί ανέβηκε στο δεύτερο όροφο. Ε, νισάφι πια! Ο Μαξίμ θα έπρεπε να τα πει ένα χεράκι με την κυρία Ντάνβερς. Το κόλλημά της με τη Ρεβέκκα ξεπερνούσε πια τα όρια της πίστης και της υπακοής που όφειλε μια υπηρέτρια προς την κυρία της, και στα συναισθήματά της δεν υπήρχε τίποτε το αγνό και το τίμιο. Γιατί αυτό από το οποίο εμφορείτο, ήταν μοχθηρό, διεστραμμένο, και δηλωτικό ενός σαλεμένου μυα-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

225

λού. Άνοιξε διάπλατη τη δίφυλλη πόρτα, όρμησε μέσα στην κυρίως σουίτα, και δέχτηκε κατάστηθα τέσσερις σφαίρες από το όπλο του πολυαγαπημένου της Μαξίμ, εμβρόντητη πριν σβήσει με το μέγεθος της προδοσίας του. Κι όπως σωριαζόταν, πρόλαβε να κάνει τη σκέψη πως ο Μαξίμ είχε σκοτώσει με τον ίδιο τρόπο και τη Ρεβέκκα.

Όπως χοροπηδούσε μέσα στην κουζίνα κι έκανε τα ζογκλερικά του, ο Τζόκο άφησε να του πέσουν τα μήλα απ' τα χέρια, με το που άκουσε τους πυροβολισμούς. Το μαχαίρι. Είχε ξεχάσει το μαχαίρι. Ο Βίκτωρ τον περίμενε να πάει να τον σκοτώσει, κι αυτός, ο Τζόκο, είχε ξεχάσει το μαχαίρι. Στράκισε μια το μούτρο του με το χέρι του. Κι ύστερα ξανά. Δυο και τρεις φορές χαστούκισε τον εαυτό του. Του άξιζαν μερικά χαστούκια. Τρία τον αριθμό. Έ ν α συρτάρι, δυο συρτάρια, τρία... Στο πέμπτο συρτάρι, μαχαίρια ένα σωρό. Διάλεξε ένα μεγάλο. Και κοφτερό πολύ. Κάνοντας πάντα πιρουέτες, βγήκε από την κουζίνα στο χολ.

Κεφάλαιο 38

Στη διάρκεια της διαδρομής ανατολικά, βορειοανατολικά στην εθνική 1-10, κι αργότερα δυτικά στην 1-12, ο Δούκας κοιμόταν του καλού καιρού στο πίσω κάθισμα του Χόντα. Το ροχαλητό του ζώου δεν έκανε την Κάρσον να νυστάξει, αν και θα 'πρεπε, αν σκεφτόταν κανείς πόσο ελάχιστα είχε κοιμηθεί η κοπέλα τις τελευταίες δυο μέρες. Το μισό λίτρο κόλα με υψηλή περιεκτικότητα καφείνης που είχαν προμηθευτεί από το Ακαντιάνα, είχε κάνει μια χαρά τη δουλειά του. Προτού περάσουν το όριο της πολιτείας, σταμάτησαν σ' ένα βενζινάδικο που ήταν και μίνι μάρκετ και έμενε ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο, εφτά μέρες τη βδομάδα, όπου... άδειασαν ένα μέρος του καφεϊνούχου αναψυκτικού που είχαν καταναλώσει νωρίτερα, αγοράζοντας στη συνέχεια δυο ακόμη μπουκάλια κόλα του μισού λίτρου, συν ένα πακέτο ταμπλέτες καφεΐνης. Με το που έστριψαν και βγήκαν πάλι στο δημόσιο αυτοκινητόδρομο, ο Μάικλ γύρισε και της είπε: «Με τόση πολλή καφεΐνη, σου δένεται ο προστάτης φιόγκος». «Μα δεν έχω προστάτη».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

227

«Ξέρεις, Κάρσον, ό,τι λέμε εδώ πέρα, δεν αφορά πάντα εσένα». Έ ν α από τα πράγματα που την κρατούσαν ξύπνια και σ' επιφυλακή ήταν η υποψία πως η όλη υπόθεση με τον ΉλιοςΦράνκενσταϊν αφορούσε την ίδια, όσο και τον οποιονδήποτε. Κι αυτό όχι απλώς γιατί τα είχε φέρει η μοίρα να είναι η μια από τους δυο ντετέκτιβ που βρέθηκαν μπλεγμένοι με την όλη ιστορία. Αλλά ούτε και γιατί είχε πέσει πάνω στον Δευκαλίωνα, τη στιγμή ακριβώς που χρειαζόταν τη βοήθειά του. Απ' όλους τους συναδέλφους της που γνώριζε, η ίδια και ο Μάικλ ήταν από τους ελάχιστους εκείνους που έτρεφαν ιδιαίτερο σεβασμό για τα άτομα που ξεχώριζαν, κι ειδικότερα για εκείνα τα λιγάκι εκκεντρικά και τρελούτσικα άτομα, ακριβώς επειδή παρουσίαζαν ενδιαφέρον και ήταν διασκεδαστικά, έστω κι αν ενίοτε μουλάρωναν και σ' έφερναν σε δύσκολη θέση με τα καμώματά τους. Κατά συνέπεια οι δυο τους ένιωθαν περισσότερο θορυβημένοι από το μέσο άνθρωπο, στο ενδεχόμενο της επικράτησης στον ανθρώπινο πολιτισμό μονοδιάστατων πλασμάτων, που στο μυαλό τους θα είχαν έναν και μοναδικό στόχο -την κατακυρίευση του πλανήτη από πειθήνια στρατιωτάκια, άσχετα αν τα όντα αυτά θα ήταν προϊόντα ανελέητης προπαγάνδας και πλύσης εγκεφάλου ή κακέκτυπα ανθρώπινων υπάρξεων, κατασκευασμένα στα εργαστήρια κάποιου τρελού επιστήμονα. Όμως η εκτίμηση και ο σεβασμός της για τους ανθρώπους που, σαν στάση ζωής, έκαναν τη διαφορά, αλλά και η αγάπη της για την ελευθερία, δεν ήταν τόσο πολύ οι λόγοι που αισθανόταν πως αυτή η υπόθεση αφορούσε την ίδια τόσο καταλυτικά και τόσο άμεσα. Από το ξεκίνημα σχεδόν των

228

Dean Koontz

ερευνών γύρω από τη συγκεκριμένη υπόθεση, η Κάρσον είχε την υποψία πως ο πατέρας της, που είχε υπηρετήσει κι αυτός σαν ντετέκτιβ στην Αστυνομία της Νέας Ορλεάνης, είχε δολοφονηθεί -μαζί με τη γυναίκα του και μητέρα τηςαπό όντα της Νέας Τάξης, μετά από σχετική εντολή του Βίκτωρα Ήλιος. Πιθανόν ο πατέρας της να είχε ανακαλύψει κάτι ιδιαίτερα παράξενο κι επικίνδυνο που σχετιζόταν με τον Ήλιος, κατά την ίδια έννοια που και η κόρη του ακολουθούσε τα ίχνη που οδηγούσαν στον ίδιο ύποπτο, αρκετά χρόνια αργότερα. Το μυστήριο της δολοφονίας των γονιών της δεν είχε διαλευκανθεί ποτέ. Και τα κατασκευασμένα στοιχεία βάσει των οποίων ο πατέρας της ήταν ένας διεφθαρμένος μπάτσος, ο οποίος πολύ πιθανόν να είχε χτυπηθεί από μέλη του Οργανωμένου Εγκλήματος με το οποίο είχε σχέσεις, παραήταν σαθρά κι αστήρικτα, μια κατάφωρη προσβολή στην κοινή λογική, αλλά και στην τιμή και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του νεκρού πατέρα της. Τις τελευταίες μέρες αυτές οι υποψίες της Κάρσον κόντευαν να μετατραπούν σε βεβαιότητα. Μαζί με την καφείνη, η λαχτάρα της για δικαιοσύνη και η αποφασιστικότητά της να αποκαταστήσει την τιμή και την υπόληψη του πατέρα της την κρατούσαν σε μια κατάσταση διαρκούς επαγρύπνησης, έτοιμη ν' αστράψει και να βροντήσει. Η βυθισμένη στο σκοτάδι απεραντοσύνη της Ποντσαρτρέν απλωνόταν ως εκεί που μπορούσε να διακρίνει το μάτι, αριστερά τους, κι έμοιαζε να διαθέτει την ακατανίκητη βαρυτική έλξη ενός αστεριού που είχε πέσει στη Γη, λες και τούτη τη νύχτα ο κόσμος ολόκληρος κόντευε να γκρεμιστεί από τη θέση του στο στερέωμα και να χαθεί για πάντα στο

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

229

άπειρο του σύμπαντος. Εκτός από εκείνες που χτυπούσε το φως των φαναριών του αμαξιού, οι στάλες της βροχής που έφερνε ο αέρας από τη μεριά της λίμνης ήταν μαύρες κατράμι όπως μαστίγωναν το Χόντα από τη μεριά του οδηγού που τώρα κινείτο στον αυτοκινητόδρομο 1-12, λες και η νύχτα είχε βγάλει χέρια που γρονθοκοπούσαν αλύπητα. Κι ο άνεμος όμως φάνταζε εξίσου σκοτεινός και μαύρος, όπως φυσούσε κάτω από ένα δίχως φεγγάρι κι αστέρια ουρανό.

Κεφάλαιο 39

Πιστεύοντας ότι η Έρικα Τέσσερα ήταν πανέτοιμη να του χιμήξει, ο Βίκτωρ πυροβόλησε δυο φορές, με την πρόθεση να πετύχει τις δυο καρδιές της, και μόνο όταν ήταν ήδη πολύ αργά διαπίστωσε πως αυτή που είχε χτυπήσει ήταν η Κριστίν. Όντας ο σχεδιαστής και ο κατασκευαστής αυτών των πλασμάτων, ήξερε πολύ καλά πού έπρεπε να σκοπεύσει. Κι επειδή οι δυο πρώτες σφαίρες του είχαν πετύχει διάνα, έπρεπε να αποτελειώσει τη δουλειά με δυο πυροβολισμούς ακόμη. Η Κριστίν σωριάστηκε κατάχαμα, αν και ο θάνατος δεν τη βρήκε ακαριαία. Όπως ήταν πεσμένη στο πάτωμα του χολ της εισόδου της κυρίως κρεβατοκάμαρας, σφάδασε μερικές φορές κοντανασαίνοντας βαριά, πιέζοντας με τα δυο της χέρια το στήθος της, σαν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να φράξει της δυο πληγές από τις οποίες δραπέτευε η ζωή της. Όπως ψυχορραγούσε η Κριστίν στιγμές πριν από το μοιραίο, έξω στο διάδρομο έκανε την εμφάνισή της η Έρικα, λίγο πιο πέρα από την ανοιχτή πόρτα, και τότε ο Βίκτωρ σήκωσε το πιστόλι όπως σημάδευε ακόμη την πεσμένη οι-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

231

κονόμο, και το έστρεψε πάνω στην Έρικα -όποια απ' τις δυο ήταν, δηλαδή η Τέσσερα ή η Πέντε- που έστεκε εκεί μπροστά του. «Η Κριστίν», είπε η Έρικα. «Κάτι έχει πάθει. Σαν να μη γνωρίζει ποια είναι. Εμένα με πέρασε για κάποια κυρία ονόματι Ντάνβερς». «Εσύ ξέρεις ποια είσαι;» τη ρώτησε επιτακτικά ο Βίκτωρ. Η γυναίκα συνοφρυώθηκε, απορημένη τόσο με την κάννη του πιστολιού που τη σημάδευε, όσο και με την ερώτηση του άντρα της. «Δηλαδή;» «Ποια είσαι!» ούρλιαξε ο Βίκτωρ, και η γυναίκα μόρφασε σκιαγμένη, λες και το ύφος και ο τρόπος του ήταν μια υπενθύμιση της βιαιότητας με την οποία θα της ριχνόταν, αν πίστευε πως της άξιζε ένα γερό μπερντάχι ξύλο. «Είμαι η Έρικα... η γυναίκα σου». «Η Έρικα Πέντε;» Η γυναίκα έδειξε ν' απορεί. «Μα ναι, βέβαια». «Ωραία, τότε πες μου: ποιο είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο;» «Τα βιβλία», αποκρίθηκε η Έρικα, δίχως δεύτερη σκέψη. «Τα βιβλία διαφθείρουν». Στην Έρικα Τέσσερα είχε επιτραπεί η ανάγνωση βιβλίων, γεγονός που τελικά είχε οδηγήσει στην εξόντωσή της. Μόνο η Έρικα Πέντε είχε κατασκευαστεί με την πρόνοια στον προγραμματισμό της, της μη ανάγνωσης βιβλίων. Μια αναστημένη Έρικα Τέσσερα δε θα μπορούσε να γνωρίζει αυτή τη λεπτομέρεια... Η πεσμένη στο δάπεδο Κριστίν ακούστηκε να ψελλίζει: «Μάντερλεϊ...» κι αίφνης τα μάτια της πήραν τη γυαλάδα του θανάτου.

232

Dean Koontz

Ή τουλάχιστον έμοιαζε για πεθαμένη. Ο Βίκτωρ την κλότσησε βίαια στο κεφάλι για να δει αν θ' αντιδρούσε, όμως η η Κριστίν παρέμεινε άφωνη κι ακίνητη σαν κούτσουρο. Πεσμένο πλάι της ήταν ένα βιβλίο με τίτλο, Πανδοχείο Τζαμάικα. Βάζοντας πάλι το πιστόλι στη θήκη του ώμου, ο Βίκτωρ γύρισε και ρώτησε την Έρικα: «Τι ήταν αυτή η λέξη που ξεστόμισε;» «Μάντερλεϊ», αποκρίθηκε η γυναίκα. «Σε ποια γλώσσα το είπε, τι σημαίνει;» «Είναι το όνομα ενός αρχοντικού, στην Αγγλία», απάντησε τώρα η Έρικα πάντα το ίδιο σαστισμένη. «Παραπέμπει σε κάποιο λογοτεχνικό έργο. Η αναφορά περιέχεται στο πρόγραμμά μου. Έτσι ίσα για να μπορώ να πω σε κάποιους που επισκεπτόμαστε: "Ω, αγαπητοί μου, το σπίτι σας είναι πιο ωραίο και πιο εντυπωσιακό ακόμη κι απ' το Μάντερλεϊ, και η οικονόμος σας δεν έχει χάσει τα λογικά της"». «Ναι, καλά όλα αυτά, όμως σε πιο λογοτεχνικό έργο αναφέρεται;» «Στη Ρεβέκκα, της Δάφνης Ντι Μοριέ» βιάστηκε να αποκριθεί η Έρικα «ένα βιβλίο το οποίο ούτε έχω διαβάσει ούτε πρόκειται να διαβάσω ποτέ». «Να' τα μας πάλι, με τα βιβλία», πέταξε φουρκισμένος ο Βίκτωρ, και ξέσπασε την οργή του δίνοντας άλλη μια ξεγυρισμένη κλοτσιά στην πεσμένη οικονόμο, κι ύστερα μια ακόμη στο βιβλίο που είχε γλιστρήσει από το χέρι της. «Θα στείλω μερικούς δικούς μου να μαζέψουν τούτο το σκουπίδι και να το μεταφέρουν στα Χέρια Του Ελέους για αυτοψία. Εσύ πιάσε να σκουπίσεις τα αίματα». «Μάλιστα, Βίκτωρ».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

233

Πήδα μια, και πήδα δυο, οάλτα μια, και σάλτα δυο. Κατά μήκος του νότιου διαδρόμου. Χοπ, χοπ, χοπ. Με το μαχαίρι στο χέρι. Η πίσω σκάλα. Τρία σκαλιά πάνω, ένα κάτω. Τρία σκαλιά πάνω, ένα κάτω. Χοπ, χοπ, χοπ. Γραμμή φουλ, έστω και στο χοροπηδηχτό, για την εκδίκηση. Ο Τζόκο φρεσκάρισε στο μυαλό του το λογύδριο που θα έπρεπε να βγάλει. Όπως θα έμπηγε κατάσαρκα ξανά και ξανά το λεπίδι του μαχαιριού στο σώμα του Βίκτωρα, θα έπρεπε να του πει, Είμαι τέκνο αυτού που ήμουν προτού γίνω αυτό που είμαι. Και για να με γεννήσω, πέθανα πάνω στη γέννα! Είμαι ένα τέρας, ένας παρίας, ένας απόβλητος! Πέθανε, Χάρκερ, πέθανε! Α, όχι. Όλα λάθος. Τόσες και τόσες πρόβες μέσα στους υπόνομους. Κι ακόμη ο Τζόκο δεν εννοούσε να μάθει σωστά αυτά που θα 'πρεπε να πει. Ανεβαίνοντας τώρα διπλάσια σκαλιά απ' όσα κατέβαινε, ο Τζόκο έκανε άλλη μια προσπάθεια: Είσαι ένα τέρας, τέκνο αυτού που είμαι εγώ! Όχι, όχι, όχι. Ούτε κατά προσέγγιση! Είμαι εσύ αυτός που είμαι που πέθανε! Χάλια! Ο Τζόκο ήταν τόσο θυμωμένος με τον εαυτό του, που ήθελε να φτύσει. Το οποίο και έπραξε. Κι άλλη μια φορά. Στα πόδια του. Δυο σκαλιά πάνω, ένα κάτοχ Δυο σκαλιά πάνω, ένα πίσω, και φτυσιά. Με τα πολλά έφτασε στο κεφαλόσκαλο, με τα πόδια του να γυαλίζουν από τις φτυσιές. Φτάνοντας στο νότιο διάδρομο του δευτέρου ορόφου, ο Τζόκο στάθηκε να συγκεντρώσει λίγο τις σκέψεις του. Μια

234

Dean Koontz

σκέψη. Κι ύστερα μια δεύτερη. Αλλά και μια τρίτη, που κάπως συνδεόταν με τις άλλες δυο. Πολύ, πολύ ωραία. Ο Τζόκο αναγκαζόταν συχνά πυκνά να συγκεντρώνει τις σκέψεις του. Γιατί το συνήθιζαν να σκορπάνε, και πολύ εύκολα μάλιστα. Είμαι τέκνο τον Τζόναθαν Χάρκερ! Που πέθανε για να με γεννήσει! Είμαι ζογκλέρ, μήλα και τέρατα! Τώρα πεθαίνεις! Χμ, στο περίπου. Πήδο τον πήδο, σάλτο το σάλτο, κινούμενος ανατολικά κατά μήκος του νότιου διαδρόμου, πάνω στ' αφράτα, παχιά χαλιά. Προς το μέρος του κεντρικού διαδρόμου. Ο Τζόκο άκουσε φωνές! Στη φαντασία του μήπως; Τσως. Δε θα ήταν η πρώτη φορά. Α, μα όχι, όχι, όχι. Αυτές οι φωνές ήταν στ' αλήθεια. Εκεί πιο πέρα, στον κεντρικό διάδρομο. Στη γωνιά τώρα. Προσοχή! Κοντοστάθηκε, έβγαλε το κεφάλι του με τρόπο και κοίταξε. Η Έρικα έστεκε εκεί στο διάδρομο, μπροστά στην ανοιχτή δίφυλλη πόρτα της κυρίως σουίτας. Και μιλούσε με κάποιον που ήταν μέσα στη σουίτα - με τον Βίκτωρα μάλλον. Τόσο όμορφη. Με τόσο λαμπερά μαλλιά. Και είχε και χείλη. Ο Τζόκο ήθελε τόσο να είχε κι αυτός χείλη. «Είναι το όνομα ενός αρχοντικού, στην Αγγλία», ακούστηκε να λέει η Έρικα, μάλλον απευθυνόμενη στον Βίκτωρα, «παραπέμπει σε κάποιο λογοτεχνικό έργο». Το άκουσμα της φωνής της γαλήνεψε τον Τζόκο. Μια φωνή σαν γλυκιά μελωδία. Κι όπως ένιωθε να παραδίνεται σ' αυτό το συναίσθημα που τον γαλήνευε, ο Τζόκο συνειδητοποίησε πως γινόταν διαφορετικός όταν ήταν κοντά στην Έρικα. Κοντά της, δεν αισθανόταν την ανάγκη να χοροπηδάει, και να σαλτάρει, και

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

235

να στροβιλίζεται σαν μπαλαρίνα και να φτύνει, και να κάνει ζογκλερικά, και να τραβάει τα ρουθούνια του σαν για να τα ξεχειλώσει, και να περπατάει στα χέρια του, και να κάνει κωλοτούμπες. Αν και η Έρικα είχε πει ψέματα στον Τζόκο. Σε ό,τι αφορούσε τη γεύση και τη νοστιμιά του σαπουνιού. Κατά τα λοιπά όμως η επιρροή της πάνω του ήταν άκρως θετική. Ο Βίκτωρ Ήλιος έκανε αίφνης την εμφάνισή του, εκεί στα τριάντα περίπου μέτρα πιο πέρα, ίσως και λιγότερο. Ψηλός. Λεπτός και γυμνασμένος. Με υπέροχα μαλλιά στο κεφάλι του, και μάλλον ούτε μισή τρίχα στη γλώσσα του. Ντυμένος στην πένα μ' ένα άψογο κοστούμι. Ο Τζόκο σκέφτηκε, Πέθανε, ζογκλέρ, πέθανε! Ο Βίκτωρ προχώρησε, περνώντας πλάι από την Έρικα. Με κατεύθυνση προς τη σκάλα. Άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Χίλια μαχαίρια μπηγμένα στον Βίκτωρα. Ο Τζόκο είχε μονάχα δυο χέρια. Με δυο χέρια μπορούσε να κάνει ζογκλερικά μόνο με τρία μαχαίρια, μπήγοντάς τα στον Βίκτωρα. Αν επιχειρούσε να κάνει κόλπα με χίλια μαχαίρια, το πολύ-πολύ ο Τζόκο να έκοβε τα δάχτυλά του. Για να ζύγωνε τον Βίκτωρα κρατώντας ένα μονάχα καρακαημένο μαχαιράκι, ο Τζόκο θα έπρεπε να περάσει βολίδα πλάι από την Έρικα. Κι αυτό θα δυσκόλευε τα πράγματα. Γιατί θα τον έβλεπε η γυναίκα. Και τότε θα ήξερε πως δεν είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Θα ήξερε πως της είχε πει ψέματα. Και θα στενοχωριόταν με την όλη στάση του. Άσε που μπορεί να μύριζε σαπούνι στο χνώτο του. Η Έρικα κινήθηκε κι αυτή προς τη σκάλα. Έμεινε να κοιτάζει τον Βίκτωρα όπως κατέβαινε ο τελευταίος τα σκαλιά.

236

Dean Koontz

Μπορεί και να είχε πάρει το μάτι της τον Τζόκο. Η γυναίκα άρχισε να γυρίζει. Προς το μέρος του Τζόκο. Ο Τζόκο έσκυψε, τραβήχτηκε από τη γωνιά. Και δώσ' του πάλι χοροπηδητό. Χοπ, χοπ, χοπ, δυτικά τώρα κατά μήκος του νότιου διαδρόμου. Και ξανά κάτω από τη σκάλα. Και ξανά πίσω, στην κουζίνα. Μήλα ριγμένα στο πάτωμα. Τα πορτοκάλια θα ήταν ακόμη πιο στρογγυλά. Ο Τζόκο έπρεπε να γυρέψει πορτοκάλια. Κι ένα ψαλίδι, να κόψει τις τρίχες που φύτρωναν στη γλώσσα του. Ο Τζόκο βγήκε από την κουζίνα χοροπηδώντας πάντα, πέρασε από το οφίς του μπάτλερ, διέσχισε μια τραπεζαρία για τετ-α-τετ δείπνα. Πιο πέρα ήταν μια δεύτερη, μεγάλη τραπεζαρία για επίσημα γεύματα. Ο Τζόκο δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά πράγματα, καθώς ήταν αναγκασμένος να κάνει, να κάνει, να κάνει πιρουέτες. Στο ένα δωμάτιο μετά το άλλο, περνώντας μέσα από μικρά χολ που συνέδεαν όλους αυτούς του χώρους -τόσο μεγάλο σπίτι! Περπατώντας στα χέρια του, με το μαχαίρι σφηνωμένο ανάμεσα στα δάχτυλα του ενός ποδιού του. Κουτρουβαλώντας, κουτρουβαλώντας, με το μαχαίρι στηριγμένο ανάμεσα στα δόντια του. Βόρειος διάδρομος. Πίσω σκάλα. Δεύτερος όροφος. Στη σουίτα του. Ο Τζόκο έκρυψε το μαχαίρι ανάμεσα στα κλινοσκεπάσματα. Πηδώντας σαν ακρίδα, πέρασε στο καθιστικό. Κάθισε κατάχαμα, μπροστά στο τζάκι. Απολαμβάνοντας το τζάκι, στο οποίο δεν έκαιγε καμιά φωτιά. Θα του έλεγε εκείνη, Σαν να μου φάνηκε πως σε είδα έξω,

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

237

στο διάδρομο. Και τότε ο Τζόκο θα της απαντούσε, Όχι, όχι, όχι ο Τζόκο! Όχι εγώ που προήλθα απ'αυτόν που ήταν, τέρας εκ τέρατος, όχι, όχι ο Τζόκο, όχι στο διάδρομο, όχι έφαγα σαπούνι. Ή μπορεί πάλι να έλεγε απλώς ένα, όχι. Ο Τζόκο θα αντιδρούσε ανάλογα με το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Βλέποντας και κάνοντας, αντιδρώντας σύμφωνα με τις περιστάσεις. Αφού έμεινε να κοιτάζει την εστία του τζακιού για μισό περίπου λεπτό, ο Τζόκο συνειδητοποίησε ξαφνικά πως είχε ξεχάσει να ξεκάνει τον Βίκτωρα. Ο Τζόκο έχωσε δυο δάχτυλα του χεριού του στα ρουθούνια του, τα γάντζωσε κι άρχισε να τα τραβάει προς τα επάνω, σαν να ήθελε να αγγίξουν οι άκριες των ρουθουνιών του τα φρύδια του, μέχρι που άρχισαν να τρέχουν δάκρυα απ' τα μάτια του. Αν και κανονικά του άξιζε χειρότερη τιμωρία.

Κεφάλαιο 40

Με τα δυο μοτέρ του ψυγείου εκτός λειτουργίας, η θερμοκρασία του αλατούχου διαλύματος έχει αρχίσει τώρα να ανεβαίνει δραματικά. Κι απ' τη στιγμή που ο παράξενος όσο και πολυάσχολος επισκέπτης στο εργαστήριο πετάει το νεροχύτη και σπάει το τζάμι της πόρτας του ψυγείου, η θερμοκρασία ανεβαίνει σχεδόν κατακόρυφα. Το πρώτο πράγμα που νιώθει ο Χαμαιλέων να βελτιώνεται πάνω του, είναι η όρασή του. Μέσα στο ψυχρό περιβάλλον του ψυγείου, βλέπει μόνο αποχρώσεις του γαλάζιου. Τοόρα όμως μπορεί και ξεχωρίζει κι άλλα χρώματα, σταδιακά στην αρχή, πιο γρήγορα όσο περνάει η ώρα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Χαμαιλέων αιωρείτο σαν ξυλάρμενο στο εσωτερικό της σακούλας, με τις κινήσεις του περιορισμένες από το ανελέητο ψύχος του υγρού μέσα στο οποίο βρισκόταν. Τώρα μπορεί να δουλεύει τους μύες του στομαχιού και του θώρακά του. Το κεφάλι του στρέφει με μεγαλύτερη ευκολία. Τέλος κάνει κάτι απότομες κινήσεις, τινάζεται ξανά και

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

239

ξανά, κι η σακούλα αρχίζει να παίζει πέρα-δώθε, χτυπώντας πάνω στα εσωτερικά τοιχοοματα του σβησμένου ψυγείου. Σε κατάσταση αναστολής των μισών του λειτουργιών, ο μεταβολισμός του είναι τόσο οριακός, που ο Χαμαιλέων μοιάζει περισσότερο για ψόφιος, παρά για ζωντανός. Όμως καθώς η θερμοκρασία του υγρού της σακούλας ανεβαίνει, αυξάνουν και οι διαδικασίες καταβολισμού. Η ενέργεια που παρέχει τώρα ο καταβολισμός, επιταχύνει τις διαδικασίες του αναβολισμού. Ο Χαμαιλέων ανακτά πλήρως τις λειτουργίες του. Τα τινάγματά του υποδηλώνουν την ανάγκη του για καθαρό αέρα. Τα υψηλά επίπεδα οξυγόνωσης του διαλύματος που περιέχει ο σάκος συντηρούν μεν τον Χαμαιλέοντα σε συνθήκες ψύχους υπό το μηδέν, απ' την άλλη όμως δεν αρκούν για να διατηρούν το μεταβολισμό σε πλήρη λειτουργία. Ο πανικός που προκαλεί ο κίνδυνος της ασφυξίας, αναγκάζει τον Χαμαιλέοντα να σείεται και να τραντάζεται. Μ' όλο που η πολυμερική υφή του σάκου είναι ανθεκτική όσο κι ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, τα νύχια του Χαμαιλέοντα που είναι κοφτερά και κατάλληλα γι' άγριες μάχες καταφέρνουν και σκίζουν το ύφασμα. Δεκατέσσερα γαλόνια χημικά επεξεργασμένο αλατούχο διάλυμα χύνονται ορμητικά από τον ξεσχισμένο σάκο, παρασύροντας τον Χαμαιλέοντα, στέλνοντάς τον να σκάσει στο εσωτερικό του ψυγείου, κι από εκεί, μέσα από τη σπασμένη πόρτα, στο δάπεδο του εργαστηρίου πιο πέρα. Πολύτιμος καθαρός αέρας γεμίζει τους αεραγωγούς του και διοχετεύεται στο δίκτυο αγωγών της τραχείας του που διακλαδίζονται σε όλο του το σώμα. Όπως στεγνώνει τώρα, ο Χαμαιλέων ανακτά και την αί-

240

Dean Koontz

σθησή του της όσφρησης. Είναι σε θέση να ξεχωρίζει μόνο δυο μυρωδιές: εκείνη ενός ειδικού παρασκευάσματος φερομόνης με την οποία μαρκάρονται όλα τα πλάσματα της Νέας Τάξης, και την άλλη που είναι χαρακτηριστική των όντων της Παλιάς Ράτσας, καθώς δεν αναδίδουν αυτό το ειδικό... αρωματικό κοκτέιλ φερομονών όπως τα μέλη της Νέας. Η οσμή των όντων της Νέας Τάξης χτυπάει ευχάριστα τον Χαμαιλέοντα, και είναι καθαρή ένδειξη πως ανήκουν στην κατηγορία των ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΩΝ. Επειδή τώρα τα μέλη της Παλιάς Ράτσας στερούνται αυτής της ειδικά παρασκευασμένης φερομόνης, η μυρωδιά τους κάνει έξω φρενών τον Χαμαιλέοντα, που με μιας τους κατατάσσει στην κατηγορία των ΣΤΟΧΩΝ. Ο Χαμαιλέων ζει για να σκοτώνει. Επί του παρόντος τον χτυπάει μόνο η μυρωδιά των ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΩΝ. Αλλά και πάλι μοιάζουν όλοι τους νεκροί -κορμιά πεσμένα εδώ κι εκεί στο δάπεδο του εργαστηρίου. Ο Χαμαιλέων κινείται έρποντας ανάμεσα στα κορμιά και τα αντικείμενα που είναι πεταμένα στο πάτωμα του γκρεμισμένου εργαστηρίου -ανάμεσα από λιμνούλες νερού, γυρεύοντας θύμα για να του επιτεθεί. Κάθε εξωτερικός ιστός στο σώμα του Χαμαιλέοντα παίρνει και στην παραμικρή λεπτομέρεια τα χρώματα και τα σχήματα του δαπέδου πάνω στο οποίο κινείται. Άσχετα με το πόσο απλή ή σύνθετη είναι η υφή του εδάφους ή του πατώματος από κάτω του, ο Χαμαιλέων θα έρθει και θα γίνει ένα με αυτή. Για τον οποιονδήποτε που θα κοιτάξει κάτω, ο Χαμαιλέων είναι αόρατος όταν δεν κινείται.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

241

Αν πάλι κινηθεί ο Χαμαιλέων, αυτός που θα τύχει να κοιτάζει, ίσως προσέξει πως συμβαίνει κάτι παράξενο, όμως το μυαλό του δε θα μπορέσει να επεξεργαστεί το σήμα που θα τους στείλουν τα μάτια του: α, μια τυχαία μετατόπιση τμήματος του δαπέδου, ένας απίστευτος κυματισμός της στερεής επιφάνειας, λες κι αίφνης το ξύλο ή η πέτρα ή το γρασίδι της πρασιάς υγροποιήθηκαν. Εννιά φορές στις δέκα αυτός που θα τύχει να κοιτάει προς τα κάτω δε θα αποδώσει το φαινόμενο σε κάποιο πραγματικό γεγονός, αλλά σε κάτι που συμβαίνει στον ίδιο: μια αιφνίδια ζαλάδα, μια παραίσθηση ή σαν το πρώτο σύμπτωμα ενός επερχόμενου καρδιακού επεισοδίου. Συνήθως ο μάρτυρας ενός τέτοιου φαινομένου θα ανοιγοκλείσει μια δυο φορές τα μάτια του, για να αποκαταστήσει την όρασή του. Με το που κλείνει όμως τα μάτια του, είναι και το τέλος του. Αν ο Χαμαιλέων βρίσκεται σε κάποιο σημείο, ψηλότερα απ' το πάτωμα, πάνω στον πάγκο της κουζίνας για παράδειγμα, θα παραμείνει αόρατος απ' το πλάι, αν το φόντο στην απέναντι μεριά είναι απ' το ίδιο υλικό όπως αυτό πάνω στο οποίο στέκεται. Διαφορετικά θα γίνει ορατή η σιλουέτα του. Γι' αυτό το λόγο ο Χαμαιλέων σε γενικές γραμμές προτιμάει να κινείται χαμηλά, όταν στήνει καρτέρι στο θύμα του. Ένας ΣΤΟΧΟΣ συνειδητοποιεί ότι δέχεται επίθεση μόνο όταν ο εχθρός αρχίσει να σκαρφαλώνει στο πόδι του, ξεσκίζοντας ό,τι βρίσκει στο διάβα του. Στο τρισκατάρατο το εργαστήριο δεν υπάρχει κανένας ΣΤΟΧΟΣ! Έρποντας πάντα, ο Χαμαιλέων βγαίνει τώρα έξω, στο δι-

242

Dean Koontz

άδρομο. Κι εδώ ανακαλύπτει μπόλικους ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΥ!, που όμως είναι όλοι τους νεκροί. Βρίσκοντας τώρα χρόνο για μια πιο επισταμένη ματιά στα πτώματα εδώ έξω, απ' ό,τι στ' άλλα που ήταν μέσα στο εργαστήριο, ο Χαμαιλέων βλέπει κάτι κεφάλια που είναι ανοιγμένα σαν καρπούζια, και με τα μυαλά από μέσα τους να λείπουν. Χμ, ενδιαφέρον. Ο Χαμαιλέων δε δουλεύει έτσι. Πάντως και αυτή η δουλειά είναι πολύ αποτελεσματική. Ανάμεσα στους... άμυαλους ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΥΣ ο Χαμαιλέων οσφραίνεται και κάτι από ΣΤΟΧΟ. Κάποιος της Παλιάς Ράτσας είχε περάσει από εκεί πέρα, και πρόσφατα μάλιστα. Ο Χαμαιλέων ακολουθεί τη μυρωδιά ως τη σκάλα.

Κεφάλαιο 41

Η βροχή δεν είχε φτάσει ακόμη στις ενορίες, πιο πάνω από τη λίμνη Ποντσαρτρέν. Η υγρή νύχτα ήταν σαν να μην ανάσαινε -σαν να βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής, λες και κάποιο θεοσκότεινο στρώμα γης από κάπου ψηλά πίεζε προς τα κάτω τον αέρα ως τη στιγμή που μια τεράστια ηλεκτρική εκκένωση θα συντάραζε την καρδιά της καταιγίδας αναγκάζοντάς τη να ξεσπάσει σ' ένα όργιο από αστραπόβροντα. Ο Δευκαλίων έστεκε στον έρημο, διπλής κατεύθυνσης αυτοκινητόδρομο, έξω από τη Διαχείριση Απορριμμάτων Κρόσγουντς. Η έκταση ταφής απορριμμάτων ήταν τεράστια. Το πάνω μέρος του ψηλού φράκτη που ήταν από πλεκτό συρματόπλεγμα, γαρνίριζαν σε όλο του το μήκος κουλούρες από αγκαθωτό σύρμα, και πιο χαμηλά μεγάλα κομμάτια από αδιαφανές νάιλον ήταν στερεωμένα πάνω στο συρματόπλεγμα κρύβοντας τη θέα στο εσωτερικό της χωματερής. Πινακίδες που έγραφαν, ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ, αναρτημένες σε διαστήματα των δεκατεσσάρων μέτρων μεταξύ τους κατά μήκος του φράκτη, προειδοποιούσαν για τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία που έκρυβε ένας χώρος ταφής απορ-

244

Dean Koontz

ριμμάτων. Έ ξ ω από το φράχτη μια τριπλή φάλαγγα από πεύκα περιστοίχιζε τον τεράστιο χώρο, με την κάθε σειρά από δέντρα να ξεχωρίζει καθαρά από την επόμενη. Με ύψος γύρω στα τριάντα μέτρα, τα δέντρα αυτά αποτελούσαν κάτι σαν φυσικό παραβάν, κρύβοντας τη θέα μέσα στη χωματερή από τις ψηλότερες πλαγιές στα βόρεια και τα ανατολικά. Ο Δευκαλίων απομακρύνθηκε από τον αυτοκινητόδρομο, προχώρησε ανάμεσα στα δέντρα, και βρέθηκε από τη μέσα μεριά του φράχτη, περνώντας από μια πύλη που δεν υπήρχε - μια πύλη κβαντική. Η όραση του γίγαντα στο σκοτάδι ήταν κατά πολύ καλύτερη από του μέσου ανθρώπου της Παλιάς Ράτσας -ισχυρότερη ακόμη κι από την αντίστοιχη των όντων της Νέας. Η ενισχυμένη του όραση -χάρισμα που δεν του το είχε δώσει ο δημιουργός του- ήταν μάλλον ένα ακόμη δώρο της αστραπής που τον είχε φορτίσει με ζωή. Και το φάντασμα εκείνου του αστραπόβροντου μερικές φορές στοιχειώνε κάνοντας τα γκρίζα μάτια του γίγαντα να φωτίζουν παράξενα. Προχώρησε κι άλλο περνώντας μια ράμπα φτιαγμένη από πατικωμένη γη -ένα πέρασμα αρκετά φαρδύ για να χωράει να περνάει ένα αυτοκίνητο SUV. Δεξιά κι αριστερά, πολύ πιο χαμηλά από το επίπεδο της ράμπας, υπήρχαν τεράστιες λίμνες σκουπιδιών μαζεμένων σε ασύμμετρους, σαν κύματα, σωρούς που κάποια στιγμή θα ισοπέδωναν οι μπουλντόζες, προτού θάβονταν κάτω από στρώμα χώματος πάχους δυόμισι μέτρων και ένα δίκτυο σωλήνων για την εκτόνωση των αερίων μεθανίου. Η μπόχα έσπαγε μύτες, όμως ο Δευκαλίων είχε μυρίσει και χειρότερα πράγματα στη διάρκεια τοαν δυο αιώνων ζωής

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

245

του. Τα πρώτα είκοσι χρόνια, όταν είχε αφήσει τον Βίκτωρα κάπου στην Αρκτική πιστεύοντας πως ήταν νεκρός, ο Δευκαλίων συχνά είχε την τάση για βίαια ξεσπάσματα, έξω φρενών με την αδικία που του είχε γίνει, αφού η ύπαρξη του δεν ήταν παρά η συρραφή των μελών κάποιων κακούργων -ένα ον που το είχε φέρει στη ζωή κάποιος ναρκισσιστής κι εγωπαθής υποψήφιος παντοκράτορας, έτσι χωρίς να του δώσει κάποιο νόημα ή να του χαρίσει εσωτερική γαλήνη ούτε ελπίδα για να ζήσει αρμονικά και φιλιωμένος με τα άλλα μέλη της κοινωνίας των ανθρώπων. Τις φορές που το αίσθημα της αυτολύπησης γινόταν αβάσταχτο και τον έπνιγε, ο Δευκαλίων βολόδερνε μέσα σε κοιμητήρια, έμπαινε σε κρύπτες από γρανίτη και μαυσωλεία, άνοιγε φέρετρα κι ανάγκαζε τον εαυτό του να κοιτάζει πτώματα σε προχωρημένη αποσύνθεση, μονολογώντας μεγαλόφωνα: «Ιδού τι είσαι, ψόφια κρέατα, ψόφια κρέατα -τα κόκαλα και τ' άντερα εμπρηστών, φονιάδων, αναστημένα με μια κάλπικη ζωή, ζωντανός και νεκρός συνάμα, καταδικασμένος σε μια ζοοή φρικτή κι απαίσια». Όπως έστεκε λοιπόν πάνω από τα ανοιγμένα φέρετρα, η μπόχα των πτωμάτων που σάπιζαν μέσα τους ήταν τρεις φορές χειρότερη από ετούτη εδώ, που συγκριτικά ήταν σαν την ευωδιά ενός κήπου με τριαντάφυλλα. Σ' εκείνες τις επισκέψεις του στα νεκροταφεία που έμενε να κοιτάζει επίμονα τα σαπισμένα και σιωπηρά πτώματα, ένιωθε έντονη την επιθυμία να πεθάνει. Τι κι αν το είχε πασχίσει, δεν είχε τολμήσει να φτάσει ως το τέλος, πέφτοντας νεκρός από τα κοψίματα ενός καλοακονισμένου ξυραφιού ή από το σφίξιμο μιας θηλιάς γύρω από το λαιμό του, και κάθε φορά που έφτανε στην άκρη ενός γκρεμού, πάντα την τελευταία στιγμή έκανε πίσω. Έτσι λοιπόν εκείνες τις νύχτες

246

Dean Koontz

τις ατέλειωτες που κρατούσε συντροφιά στους πεθαμένους, πάσχιζε με νύχια και με δόντια να πείσει τον εαυτό του να ενστερνιστεί την ιδέα της αυτοκαταστροφής. Αυτή η πρόβλεψη κόντρα στην αυτοκτονία δεν ήταν δώρο του Βίκτωρα. Στα πρώτα στάδια των προσπαθειών του να γίνει θεός στη θέση Θεού, το ματαιόδοξο κάθαρμα δεν είχε την τεχνογνωσία και τη δυνατότητα να προγραμματίσει το πρώτο του δημιούργημα το ίδιο καλά κι αποτελεσματικά όπως προγραμμάτιζε τις σύγχρονες... κρεασιόν του. Ο Βίκτωρ είχε εμφυτεύσει στο κρανίο του Δευκαλίωνα ένα κατασκεύασμα το οποίο προκαλούσε καθίζηση στο μισό πρόσωπο του γίγαντα κάθε φορά που επιχειρούσε να στραφεί εναντίον του δημιουργού του για να τον βλάψει. Όμως εκείνα τα πρώτα χρόνια ο Βίκτωρ δεν μπορούσε να φτιάξει ένα μηχανισμό που να απέτρεπε την αυτοκτονία. Μετά από χρόνια και χρόνια δύσκολα και βασανιστικά -χρόνια που τον πιλάτευε η ιδέα της αυτοκτονίας κι ένιωθε έρμαιο της άγριας οργής του- ο Δευκαλίων έκανε τελικά μια πολύ δυσάρεστη διαπίστωση. Εκείνο που τόσο αποτελεσματικά εμπόδιζε το χέρι του και δεν τον άφηνε να αυτοκαταστραφεί προερχόταν από μια δύναμη κατά πολύ πιο ανώτερη και απείρως πιο μυστήρια από εκείνη του ψευτο-θεού Βίκτωρα. Κι ήταν αυτή η δύναμη που του απαγόρευε να προβεί σε felo-de-se* γιατί τελικά είχε μιαν αποστολή να φέρει σε πέρας, κάποιο έργο να επιτελέσει, τι κι αν τότε ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει τι και ποια ακριβώς ήταν αυτή η αποστολή -αυτό το έργο που θα έπρεπε να φέρει σε πέρας προτού επιτέλους βρει τη γαλήνη και την ηρεμία ψυχής που *felo-de-se: λατινικά η αυτοκτονία -επί λέξει, να εγκληματήσει κανείς ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του. Σ.τ.Μ

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

247

τόσο απελπισμένα επιζητούσε. Μετά από περιπλανήσεις δυο αιώνων, η μοίρα τον είχε φέρει τελικά εδώ, στη Λουιζιάνα, σε τούτη τη χωματερή που έζεχνε και βρομούσε -ένα μέρος που ήταν τόπος ταφής σκουπιδιών μαζί και κενοτάφιο. Η θύελλα που ζύγωνε απειλητική δε θα κουβαλούσε μαζί της μόνο αστραπόβροντα, δυνατό αέρα και μπόρα, αλλά και δικαιοσύνη, κρίση, εκτέλεση κι ανάθεμα. Στ' αριστερά του, πέρα στην άλλη άκρη του δυτικού λάκκου είδε φλόγες να σιγοκαίνε. Καμιά δεκαριά μικρές εστίες φωτιάς που έμοιαζαν να κινούνται η μια πίσω από την άλλη, σαν αναμμένα δαδιά στα χέρια κάποιων που παρήλαυναν.

Κεφάλαιο 42

Η Έρικα στάθηκε για λίγο πάνω από το πεσμένο κατάχαμα πτώμα της Κριστίν, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί την είχε σκοτώσει ο Βίκτωρ με το πιστόλι του. Αν και η Κριστίν έμοιαζε πεισμένη πως ήταν κάποια άλλη κι όχι ο πραγματικός της εαυτός, ωστόσο δεν έδειχνε ικανή να απειλήσει τον οποιονδήποτε. Ίσα-ίσα: είχε περιέλθει σε μια κατάσταση απόλυτης σύγχυσης και, παρόλο ότι διατεινόταν πως «δεν ήταν ψυχή εύθραυστη» όπως ίσως έδειχνε, ωστόσο είχε πάνω της κάτι το συνεσταλμένο και το ευάλωτο που την έκανε να μοιάζει περισσότερο με νεαρή κοπέλα παρά με ώριμη γυναίκα. Έστω κι έτσι όμως, ο Βίκτωρ δεν είχε διστάσει να της φυτέψει τέσσερις σφαίρες, από δυο στην κάθε καρδιά της. Κι ύστερα, όπως η Κριστίν κείτονταν νεκρή στο δάπεδο, την είχε κλοτσήσει δυο φορές στο κεφάλι. Αντί να πιάσει να τυλίξει με κάτι το πτώμα για να το μαζέψουν αυτοί που θα το έπαιρναν από εκεί πέρα, και να σκουπίσει τα αίματα όπως της είχε πει ο άντρας της, ξαφνιάζοντας ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό της, η Έρικα πήγε γραμμή

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

249

στη σουίτα που φιλοξενούσε το ξωτικό, στη βόρεια πτέρυγα. Χτύπησε διακριτικά την πόρτα και είπε χαμηλόφιονα: «Εγώ είμαι, η Έρικα», γιατί δεν ήθελε να ενοχλήσει το μικροσκοπικό πλάσμα στην περίπτωση που ήταν καθισμένο σε μια γωνιά και πιπίλαγε τα δάχτυλα των ποδιών του, με τη σκέψη του να ταξιδεύει στο κόκκινο μέρος όπου εύρισκε ησυχία κι ανάπαυση. «Έλα μέσα» ακούστηκε ν' απαντάει το ξωτικό, το ίδιο διακριτικά και χαμηλόφωνα, κι η Έρικα μπόρεσε και το άκουσε γιατί είχε ακουμπήσει το αυτί της στο ξύλο της πόρτας. Μπαίνοντας στο καθιστικό, τον βρήκε καθισμένο στο πάτωμα μπροστά στο σβηστό τζάκι, λες και μια αόρατη φωτιά έκαιγε στην εστία και τον ζέσταινε. «Τους άκουσες τους πυροβολισμούς;» τον ρώτησε όπως κάθισε κι αυτή στο δάπεδο, πλάι του. «Όχι. Ο Τζόκο δεν άκουσε τίποτε». «Σκέφτηκα μήπως τους είχες ακούσει και τρόμαξες». «Όχι. Ούτε ζογκλερικά με τα μήλα έκανε ο Τζόκο. Ό χ ι ο Τζόκο. Όχι μέσα σ' αυτό το διομάτιο». «Μήλα; Μα εγώ δε σου έφερα τίποτε μήλα». «Είσαι πολύ ευγενική και καλή με τον Τζόκο». «Θα ήθελες μερικά μήλα;» «Καλύτερα τρία πορτοκάλια». «Εντάξει, θα σου φέρω αργότερα μερικά πορτοκάλια. Μήπως θέλεις και κάτι άλλο;» Μόλο που, με τέτοια φάτσα, οι γκριμάτσες που έκανε το αερικό θα μπορούσαν να προκαλέσουν απανωτά καρδιακά επεισόδια ακόμη και σε μια αγέλη επιτιθέμενων λύκων, η Έρικα εξακολουθούσε να τον βρίσκει χαριτωμένο, αν όχι πάντα, τουλάχιστον μερικές φορές, όπως τώρα καλή ώρα.

250

Dean Koontz

Κατά ένα μυστήριο τρόπο, τα αποκρουστικά χαρακτηριστικά του, αν τα κοιτούσε κανείς ένα-ένα ξεχωριστά, όλα μαζί από κοινού ορισμένες φορές δημιουργούσαν εκφράσεις που τον έκαναν συμπαθή, μέχρι και γλυκούτσικο. Τα τεράστια, κίτρινα μάτια του έλαμψαν από χαρά, όπως σκεφτόταν τι άλλο θα μπορούσε να της ζητήσει εκτός απ' τα τρία πορτοκάλια. «Ω, υπάρχει κάτι -κάτι ξεχωριστό που θα ήθελα πολύ, αλλά μάλλον ζητάω περισσότερα απ' όσα πρέπει. Όχι, δεν το αξίζει ο Τζόκο». «Αν μπορώ να σου το φέρω» είπε ευγενικά η Έρικα «τότε θα σου το φέρω. Τι είναι λοιπόν αυτό το κάτι το ξεχωριστό που θέλεις;» «Α, όχι, όχι! Αυτό που αξίζει στον Τζόκο είναι να πιάσει τα ρουθούνια του με τα δάχτυλά του και να τα τραβήξει προς τα πάνω, μέχρι οι άκριες τους ν' ακουμπήσουν τα φρύδια του. Του Τζόκο του αξίζει να δώσει μερικά χαστούκια στα μούτρα του, να φτύσει τα πόδια του, να χώσει το κεφάλι του στη λεκάνη της τουαλέτας και να τραβήξει το καζανάκι, μια, και δυο, και τρεις φορές, να δέσει μια βαριοπούλα από τη γλώσσα του, κι ύστερα να πετάξει το βαρύ σφυρί πάνω από το κιγκλίδωμα μιας γέφυρας -αυτά αξίζουν στον Τζόκο». «Κουταμάρες», είπε η Έρικα. «Κάτι ιδέες που έχεις, φιλαράκο μου... Όχι, δε σου αξίζει να πάθεις όλα αυτά που λες, όπως δε σου αξίζει να φας σαπούνι». «Τώρα ξέρω καλύτερα τι γίνεται με το σαπούνι», τη διαβεβαίωσε. «Ωραία. Και θα σου δώσω και μερικά μαθήματα αυτοεκτίμησης». «Αυτοεκτίμηση; Τι είναι αυτό;»

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

251

«Σημαίνει να αγαπάς τον εαυτό σου και να τα πηγαίνεις καλά μαζί του. Θα σε μάθω πώς να τα πηγαίνεις καλά με τον εαυτό σου». «Ο Τζόκο απλώς ανέχεται τον Τζόκο. Ο Τζόκο δε συμπαθεί τον Τζόκο». «Αυτό τώρα είναι πολύ άσχημο». «Ο Τζόκο δεν εμπιστεύεται τον Τζόκο». «Και γιατί δεν εμπιστεύεσαι τον ίδιο τον εαυτό σου;» Το αερικό το σκέφτηκε για λίγο, τέλος πλατάγισε τα δυο σάρκινα φύλλα που έπαιζαν ρόλο χειλιών και είπε: «Ας πούμε πως ο Τζόκο θα ήθελε ένα μαχαίρι». «Να το κάνεις τι;» «Ας πούμε... για να κόψει ίσια τα νύχια των ποδιών του». «Μα είναι έτσι, τότε να σου φέρω ένα νυχοκόπτη». «Εντάξει, ας πούμε, είπα. Ας πούμε πως ο Τζόκο θέλει ένα μαχαίρι για να κόψει στα ίσια τα νύχια των ποδιών του, και ας πούμε ακόμη πως επείγεται να το κάνει. Τα νύχια... βλέπεις, πρέπει να κοπούν πάραυτα, τώρα αμέσως, αλλιώς πάει, χάθηκε κάθε ελπίδα. Ας πούμε πως ο Τζόκο έφυγε τρεχάτος και πήγε κάπου, π.χ. στην κουζίνα, για να πάρει ένα μαχαίρι. Αυτό που θα συμβεί μετά, είναι αυτό που συμβαίνει πάντα. Ας πούμε πως ο Τζόκο πάει στην κουζίνα και βλέπει... μερικές μπανάνες, ναι, αυτό είναι που βλέπει, μια φρουτιέρα με μπανάνες. Κατάλαβες τι σου είπα μέχρι εδώ;» «Ναι, κατάλαβα», αποκρίθηκε η Έρικα. Αυτά που έλεγε το ξωτικό δεν ήταν πάντα εύκολο να τα παρακολουθήσει κανείς, και καμιά φορά έμοιαζαν εντελώς με αλαμπουρνέζικα, ωστόσο η Έρικα καταλάβαινε πώς αυτό είχε μεγάλη σημασία για τον Τζόκο. Η ίδια ήθελε να τον καταλάβει. Ήθελε να συμπαρασταθεί στο μυστικό φίλο της.

252

Dean Koontz

«Λοιπόν» συνέχισε το ξωτικό «ο Τζόκο τα καταφέρνει και φτάνει μέχρι την κουζίνα. Μεγάλη η απόσταση, αφού και το σπίτι είναι μεγάλο... εννοώ αυτό το υποθετικό σπίτι για το οποίο μιλάμε -ένα μεγάλο σπίτι κάπου στο Σαν Φρανσίσκο. Ο Τζόκο πρέπει να κόψει τα νύχια των ποδιών του κατεπειγόντως. Αν δεν το κάνει, πάει, χάθηκαν όλα! Όμως ο Τζόκο βλέπει στην κουζίνα μπανάνες. Και προτού καταλάβει πώς και τι, ο Τζόκο κάνει ζογκλερικά με τις μπανάνες, χοροπηδώντας μέσα στην κουζίνα του σπιτιού που είναι στο Σαν Φρανσίσκο. Χοροπηδώντας ή κάνοντας πιρουέτες ή βαρελάκι ή κάτι ανόητο, ανόητο, ανόητο. Ο Τζόκο ξεχνάει το μαχαίρι, μέχρι που είναι πια πολύ αργά για να κόψει τα νύχια των ποδιών του, πολύ αργά, τα νύχια πάνε, εξαφανίστηκαν, ο Τζόκο τα έκανε πάλι μαντάρα, όλα τέλειωσαν, το τέλος των ΠΑΝΤΩΝ!» Η Έρικα τον χτύπησε φιλικά στο γεμάτο εξογκώματα ώμο του. «Έλα, δεν τρέχει τίποτε. Είναι εντάξει». «Καταλαβαίνεις τι θέλει να πει ο Τζόκο;» «Ναι, καταλαβαίνω», του είπε, κι ήταν βέβαια ψέματα. «Θέλω όμως πρώτα να σκεφτώ αυτά που είπες για ένα διάστημα, μιας μέρας ή και δυο ή μιας βδομάδας, προτού σου δώσω μια απάντηση». «Εντάξει, το δέχομαι. Ο Τζόκο σου ξεφούρνισε τόσα και τόσα. Είσαι καλή στο να ακούς». «Ωραία», είπε η Έρικα. «Ας πάμε πάλι πίσω, σ' αυτό το κάτι ιδιαίτερο που θέλεις, μα νομίζεις πως δεν αξίζεις». Η γλυκιά έκφραση της προσμονής ζωγραφίστηκε πάλι στο πρόσωπο του, αν και αργά, σταδιακά. Τα μεγάλα κίτρινα μάτια του έλαμψαν από χαρά, όπως είπε τώρα: «Ω, Θεούλη μου, ω, πόσο πολύ θα ήθελε ο Τζόκο ένα αστείο καπέλο!»

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

253

«Τι αστείο καπέλο;» «Ό,τι να 'ναι. Αρκεί να 'ναι αστείο, πολύ αστείο». «Τέτοιο αστείο καπέλο δε θα μπορέσω να σου το βρω απόψε». Το ξωτικό ανασήκωσε τους ώμους του. «Όποτε μπορέσεις. Ο Τζόκο... δεν το αξίζει άλλωστε». «Ναι, αυτά μας τα είπες. Όμως εγώ σου υπόσχομαι μέσα στις επόμενες μια δυο μέρες να σου φέρω ένα αστείο καπέλο». Άσχετα με το πόσο δύσκολο θα της ήταν να του έβρισκε ένα αστείο καπέλο, η ανταμοιβή της ήρθε προκαταβολικά, όταν είδε στο πρόσωπο του μια έκφραση χαράς και ένα δυο δάκρυα ευγνωμοσύνης. «Μα είσαι τόσο καλή κυρία. Ο Τζόκο θα σου φιλούσε το χέρι, αν δε φοβόταν μήπως με μια τέτοια κίνηση, σου προκαλούσε αηδία». «Είσαι φιλαράκι μου», του είπε, κι έτεινε προς το μέρος του το δεξί της χέρι. Τα σάρκινα φύλλα γύρω απ' το στόμα του, και το σύντομο άγγιγμα των δοντιών του που κολλούσαν έκαναν την Έρικα να νιώσει μεγαλύτερη αποστροφή απ' όση φανταζόταν, ωστόσο του χαμογέλασε καλότροπα και του είπε: «Καλοσύνη σου, καλέ μου φίλε. Τώρα πιστεύω πως υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις κι εσύ για 'μένα». «Ο Τζόκο θα σου διαβάσει ένα βιβλίο», είπε το τελώνιο. «Δυο βιβλία ταυτόχρονα, κι ένα ανάποδα!» «Αργότερα μπορείς να μου διαβάσεις, αν θέλεις. Πρώτα όμως θέλω να μου πεις τη γνώμη σου για κάτι». Ο Τζόκο άδραξε τα πόδια του με τα χέρια του κι άρχισε να τραμπαλίζεται μπρος πίσω όπως καθόταν στο πάτωμα.

254

Dean Koontz

«Ο Τζόκο δεν ξέρει και πολλά, εκτός από υπόνομους, αρουραίους και ζουζούνια, όμως θα προσπαθήσει». «Λοιπόν, είσαι ο Τζόναθαν Χάρκερ ή ήσουν τέλος πάντων. Που θα πει πως ξέρεις ότι τα όντα της Νέας Τάξης από συναισθήματα, δεν έχουν και πολλά. Όταν αντιδρούν με βάση το συναίσθημα, τα μόνα πράγματα που νιώθουν είναι φθόνος, οργή, και μίσος, δηλαδή συναισθήματα δίχως αντίκρισμα, που δεν αφήνουν περιθώρια για ελπίδα, γιατί όπως λέει εκείνος, η ελπίδα οδηγεί σε προσδοκίες για ελευθερία, σε ανυπακοή, και τέλος σ' εξέγερση». «Ο Τζόκο είναι διαφορετικός τώρα. Ο Τζόκο νιώθει σπουδαία κι ωραία πράγματα, που τον γεμίζουν χαρά και τον ενθουσιάζουν». «Ναι, αυτό το πρόσεξα. Όπως και να 'χει, εγώ δε διαθέτω ούτε τις γνώσεις ούτε τη διορατικότητα που απαιτείται για να καταλάβω γιατί μια ιδιοφυΐα σαν τον Βίκτωρα κάθισε κι έφτιαξε τα πλάσματα τη Νέας Ράτσας έτσι όπως τα έχει φτιαγμένα. Μονάχα εγώ, η γυναίκα του, είμαι διαφορετική. Εμένα μου επιτρέπει να αισθάνομαι ταπεινότητα και ντροπή... συναισθήματα που κατά έναν παράξενο τρόπο οδηγούν στην ελπίδα, κι από την ελπίδα στην τρυφερότητα και την καλοσύνη». Όπως τραμπαλιζόταν, κρατώντας τα πόδια του με τα χέρια του, κι έχοντας το πρόσωπο του στραμμένο προς το μέρος της, το ξωτικό άνοιξε το απαίσιο στόμα του και της είπε: «Είσαι η πρώτη, τόσο από την Παλιά Ράτσα όσο κι από τη Νέα, που είσαι καλή με τον Τζόκο». Κι άλλα δάκρυα φάνηκαν να κυλούν στα μάγουλά του. «Τρέφω ελπίδες για πολλά πράγματα», συνέχισε η Έρικα. «Ελπίζω μέρα με τη μέρα να γίνομαι καλύτερη σύζυγος.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

255

Ελπίζω πως κάποτε θα δω στο βλέμμα του Βίκτωρα την αποδοχή. Αν κάποια στιγμή καταφέρω να γίνω καλή σύζυγος, τόσο καλή που να μη χρειάζεται να με κτυπάει, αν με τον καιρό μάθει κι εκείνος να με αγαπάει και να εκτιμάει την παρουσία μου στο πλάι του, τότε θα του ζητήσω να δώσει και στους άλλους της Νέας Ράτσας τη δυνατότητα να ελπίζουν, όπως μπορώ κι ελπίζω εγώ. Θα ζητήσω από τον Βίκτωρα να χαρίσει στα δημιουργήματά του μια ζωή πιο πλούσια σε συναισθήματα απ' αυτήν που ζουν τώρα». Το ξωτικό σταμάτησε να τραμπαλίζεται. «Μη γυρέψεις τίποτε από τον Βίκτωρα τώρα κοντά». «Α, όχι. Πρώτα θα πρέπει να γίνω καλή σύζυγος. Θα πρέπει να γίνω τέλεια στον τρόπο που θα τον υπηρετώ. Σκεφτόμουν όμως πως ίσως θα μπορούσα να γινόμουν για εκείνον το αντίστοιχο που ήταν η Βασίλισσα Εσθήρ για το Βασιλιά Αχασβερό».* «Μην ξεχνάς» είπε το τελώνιο «πως ο Τζόκο είναι ξύλο απελέκητο. Έ ν α αμόρφωτο κι αστοιχείοπο τίποτα». «Υπάρχουν κάποιες μορφές στη Βίβλο, για τις οποίες δεν έχω διαβάσει ποτέ. Η Εσθήρ, που ήταν κόρη του Μαρδοχαίου, έπεισε το Βασιλιά Αχασβερό, δηλαδή τον άντρα της, να λυπηθεί το λαό, δηλαδή τους Ιουδαίους, και να τον γλιτώσει από τα χέρια ενός πρίγκιπα της επικράτειας, του Αμάν, που ήθελε να τους αποδεκατίσει». «Μη γυρέψεις τίποτε από τον Βίκτωρα τώρα κοντά», επέμεινε το ξωτικό. «Αυτή είναι η γνώμη του Τζόκο. Αυτή είναι η γνώμη του Τζόκο, κι επιμένει». Με το μάτι του μυαλού της η Έρικα είδε ξανά την Κριστίν * Αχασβερός: Από το Βιβλίο Εσθήρ της Παλαιάς Διαθήκης, βασιλιάς των Περσών. Διέταξε τη σφαγή των Ιουδαίων της Περσίας, αλλά μετά τη μεσολάβηση της συζύγου του, Εσθήρ, ο Ιουδαϊκός λαός σώθηκε. Σ.τ.Μ.

256

Dean Koontz

πεσμένη στο δάπεδο του χολ της εισόδου της κυρίως σουίτας, χτυπημένη από σφαίρες στις δυο καρδιές της. «Μα εγώ δε θέλω τη γνώμη σου γι' αυτό το ζήτημα», είπε τέλος η Έρικα και σηκώθηκε όρθια. «Έλα μαζί μου στη βιβλιοθήκη. Υπάρχει κάτι παράξενο που θέλω να σου δείξω». Το ξωτικό έδειξε να διστάζει. «Εγώ που είμαι αυτός που ήμουν μέχρι πριν από μερικές μέρες μόλις, που όμως τώρα είμαι ο Τζόκο, από παράξενα έχω δει κι έχω ζήσει τόσα, που μου φτάνουν για μια ζωή». Του άπλωσε το χέρι της. «Είσαι ο μοναδικός φίλος που έχω στον κόσμο. Δεν έχω κανέναν άλλο στον οποίο να μπορώ να στραφώ». Ο Τζόκο πετάχτηκε όρθιος και στάθηκε στις μύτες των ποδιών του σαν μπαλαρίνα έτοιμη για πιρουέτες, όμως και πάλι έδειξε να διστάζει. «Ο Τζόκο πρέπει να είναι πολύ διακριτικός, ο Τζόκο είναι μυστικός φίλος». «Ο Βίκτοορ λείπει -έχει πάει στα Χέρια Του Ελέους. Τα μέλη του προσωπικού είναι στο πίσω μέρος της έπαυλης, στους κοιτώνες τους. Έχουμε όλο το σπίτι δικό μας». Μετά από ένα δυο δευτερόλεπτα το ξωτικό πάτησε κανονικά στα πόδια του, και την έπιασε απ' το χέρι. «Το καπέλο θα είναι πολύ, πολύ αστείο, εντάξει;» «Πάρα πολύ αστείο», τον διαβεβαίωσε. «Και θα έχει και καμπανάκια πιασμένα επάνω του, ναι;» «Τώρα, αν βρω κανένα αστείο καπέλο δίχως καμπανάκια, θα πιάσω και θα ράψω επάνω του όσα τραβάει η ψυχή σου».

Κεφάλαιο 43

Στους διαδρόμους, στα εργαστήρια, στα δωμάτια, στις τουαλέτες, στους αποθηκευτικούς χώρους, παντού επικρατούσε σιγή τάφου. Έτσι καθώς όλα τα παράθυρα ήταν κτισμένα με τούβλα, στο κτίριο δε φτάνει κανένας θόρυβος απ' έξω. Εδώ κι εκεί πτώματα πεσμένα στο πάτωμα κατά ομάδες, με τα κεφάλια τους ανοιγμένα, δίχως μυαλά. ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΙ όλοι τους. Κανείς και τίποτε δεν κινείται. Ο Χαμαιλέων ακολουθεί τη μεθυστική γι' αυτόν οσμή του ΣΤΟΧΟΥ, μέχρι που οι φερομόνες σταματούν στον ειδικό χώρο εργασίας, μέσα στο κυρίως εργαστήριο, χωρίς όμως ίχνος του ατόμου που τις αναδίδει. Αμυδρές αναμνήσεις αυτού του τεράστιου χώρου ξυπνούν στο μυαλό του Χαμαιλέοντα. Πριν απ' αυτές είναι σαν να μη θυμάται απολύτως τίποτε. Οι αναμνήσεις αφήνουν αδιάφορο τον Χαμαιλέοντα. Ζει μόνο για το μέλλον, για τη μυρωδιά των ΣΤΟΧΩΝ που του ανάβει τα αίματα.

258

Dean Koontz

Ξεσπάσματα αχαλίνωτης βίας συνεπαίρνουν το κέντρο ευχαρίστησης στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου του, την ίδια αίσθηση που θα είχε στην ιδέα της έντονης σεξουαλικής δραστηριότητας, αν ήταν ικανός για κάτι τέτοιο. Όμως είναι η σφαγή και το μακελειό τα μόνα που τον κάνουν να έρχεται σε οργασμό. Ο Χαμαιλέων ονειρεύεται τον πόλεμο γιατί γι' αυτόν ο πόλεμος είναι μια κατάσταση μόνιμης νιρβάνας. Αίφνης στο μόνιτορ του υπολογιστή και σε μια εντοιχισμένη οθόνη 2,5μ x 2μ εμφανίζονται εικόνες. Στις οθόνες φαίνεται μια φαρδιά λεωφόρος, δεκάδες χιλιάδες όμοια ντυμένοι άνθρωποι σε απόλυτη σειρά και στοίχιση, παρελαύνουν υπό τους ήχους δυνατής μουσικής. Κάθε πέμπτη αράδα απ' αυτά τα όντα που βαδίζουν λες και τα γόνατά τους έχουν πάθει αγκύλωση, το καθένα τους κρατάει από μια σημαία. Η σημαία είναι κόκκινη μ' ένα λευκό κύκλο. Εντός του κύκλου φαίνεται το πρόσωπο ενός άντρα. Το πρόσωπο δεν είναι άγνωστο στον Χαμαιλέοντα. Τον άντρα τον έχει δει πριν από πολύ καιρό. Τον έβλεπε συχνότατα μέσα σε αυτό ακριβώς το εργαστήριο. Η κάμερα γυρνάει και δείχνει τώρα κολοσσιαία κτίρια, δεξιά κι αριστερά της λεωφόρου με τις δώδεκα λωρίδες κυκλοφορίας. Κτίρια με τολμηρό κι ευφάνταστο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, όχι σαν κι εκείνα τα σχέδια τυπικών κτιρίων που είναι "φορτωμένα" στον προγραμματισμό του Χαμαιλέοντα ώστε να τον βοηθούν στις μετακινήσεις του μέσα σ' ένα συγκρότημα γραφείων, μέσα σε μια εκκλησία ή μέσα σ' ένα εμπορικό κέντρο. Σε μερικά απ' αυτά τα τεράστια κτίρια είναι αναρτημένα πορτρέτα. Το πρόσωπο του ανθρώπου που υπάρχει στις

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

259

σημαίες, φαίνεται κι εδώ, ζωγραφισμένο με μπογιές, σε ψηφιδωτές συνθέσεις από μωσαϊκά πλακάκια, ακόμη και λαξεμένο πάνω σε πέτρα. Κανένα από απ' αυτά τα πορτρέτα δεν είναι μικρότερο από ένα δεκαόροφο κτίριο. Μερικά μάλιστα αγγίζουν τις διαστάσεις τριάντα ορόφων. Η μουσική δυναμώνει, δυναμώνει κι άλλο, ύστερα χαμηλώνει σε επίπεδα διακριτικής υπόκρουσης. Τώρα ακούγονται ομιλίες, όμως τον Χαμαιλέοντα δεν τον ενδιαφέρουν αυτά που λέγονται. Οι ορδές που φαίνονται να παρελαύνουν στις οθόνες δεν είναι πραγματικά ανθρώπινα όντα, αλλά απλώς είδωλα. Που κανείς δεν μπορεί να σκοτώσει. Έρποντας πάντα ανάμεσα στα διάφορα μηχανήματα, ο Χαμαιλέων γυρεύει να βρει κάτι ζωντανό, μόνο και μόνο για να το σκοτώσει. Για κάποιο διάστημα δε μυρίζει τίποτε πέρα από ό,τι πλανιέται ακόμη στον αέρα από τις φερομόνες του ΣΤΟΧΟΥ που βρισκόταν μέχρι λίγο ακόμη εδώ μέσα. Κι ύστερα άλλη μια μυρωδιά. Ο Χαμαιλέων γυρνάει το κεφάλι του αριστερά, ύστερα δεξιά. Τα γαμψά του νύχια ανοιγοκλείνουν όλο αδημονία, έτοιμα να αδράξουν και να ξεσκίσουν, κι από κάτω απ' το φολιδωτό σώμα του βγαίνει προς τα έξω το κεντρί του. Η μυρωδιά είναι κάποιου ΣΤΟΧΟΥ, έξω, στο διάδρομο, που όμως πλησιάζει.

Κεφάλαιο 44

Απρόσμενα η βροχή πέρασε κι απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, κι ο ασφαλτόστρωτος αυτοκινητόδρομος με τις δυο λωρίδες κυκλοφορίας ανοιγόταν τώρα στεγνός μπροστά τους. Βγαίνοντας από την καταιγίδα, σαν να έτρεχε ακόμη πιο γρήγορα κι από τα στοιχεία της φύσης που λυσσομανούσαν όπως πήγαινε κόντρα τους, η Κάρσον αφέθηκε να ευχαριστηθεί με την ψυχή της την ψευδαίσθηση της ασύλληπτης ταχύτητας, που φυσικά δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματική που μπορούσε να αναπτύξει το Χόντα. Πήρε το μπουκάλι με την ένας-πίνει-δυο-δεν-μπορούννα-κλείσουν-μάτι κόλα που είχε σφηνωμένη ανάμεσα στους μηρούς της, και κατέβασε μια γουλιά. Ένιωθε κιόλας τα σημάδια της ήπιας αφυδάτωσης που προξενούσε η καφεΐνη: στόμα και χείλη στεγνά, ένα ανεπαίσθητο βουητό στ' αυτιά. Στη θέση του συνοδηγού, όπως έπαιζε ντραμς με φανταστικές μπαγκέτες, ο Μάικλ γύρισε και της είπε: «Ίσως δεν κάναμε καλά που πήραμε περισσότερες ταμπλέτες καφεΐνης από όσες θα 'πρεπε. Νιώθω τα ρουθούνια μου λες κι έχω κατεβάσει μισό μπουκάλι χαπάκια ΝοΝτόζ.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

261

«Κι εδώ μια απ' τα ίδια. Νιώθω τόσο στεγνές τις ρινικές μου κοιλότητες, που λες κι ο αέρας που ανασαίνω βγαίνει κατευθείαν από φούρνο, και μου δημιουργεί κάτι σαν κάψιμο». «Ναι, πεντάστεγνες. Αλλά εντάξει, στη Λουιζιάνα βρισκόμαστε και τα ποσοστά υγρασίας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 90% όπως ορίζει η σχετική νομοθεσία της Πολιτείας. Ξέρεις πόσο από το ανθρώπινο σώμα είναι σκέτο νεράκι;» «Αν είναι από εκείνες τις μέρες του μήνα που το συγκρατώ, θα έλεγα γύρω στο 90%» «60% στους άντρες, 50% στις γυναίκες». «Ιδού η απόδειξη, κύριε», είπε η Κάρσον. «Οι γυναίκες έχουν περισσότερη ουσία από τους άντρες». «Ήταν μια από τις απαντήσεις στο παιχνίδι Jeopardy]» «Δεν μπορώ να πιστέψω πως βλέπεις τέτοια παιχνίδια στην τηλεόραση». «Ναι, μα είναι επιμορφωτικά», είπε ο άλλος. «Τα μισά απ' όσα ξέρω, τα έχω μάθει από τέτοια τηλεπαιχνίδια». «Αυτό μάλιστα, το πιστεύω!» Βαλανιδιές με τους κορμούς τους καλυμμένους από βρύα, όπως υψώνονταν στη σειρά, στις δυο άκριες του δρόμου, δημιουργούσαν κάτι σαν σήραγγα, και τα φανάρια του αμαξιού φώτιζαν όλη την ώρα κάτι που έμοιαζε με αποικίες φωσφοριζουσών λειχήνων που ήταν κολλημένες πάνω στους σκασμένους φλοιούς. «Μα πρέπει να πηγαίνεις έτσι του σκοτωμού;» «Του σκοτωμού; Με δουλεύεις; Αυτή η σακαράκα της Βίκυ ς κάνει μόνο για νεκρώσιμες πομπές». Τώρα χτύπησε το κινητό της Κάρσον, και η κοπέλα έβγαλε το τηλέφωνο από μια εσωτερική τσέπη.

262

Dean Koontz

«Ο' Κόνορ», είπε. «Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή «είμαι η Έρικα Ήλιος». «Καλησπέρα, κυρία Ήλιος». Ακούγοντας το όνομα, ο Μάικλ τινάχτηκε στο κάθισμά του λες κι ήταν φέτα ψωμί σε φρυγανιέρα. «Υποθέτω γνωρίζετε ποιος μπορεί να είναι στ' αλήθεια ο σύζυγος μου», είπε τώρα η γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη της σύνδεσης. «Ή τουλάχιστον εκείνος υποψιάζεται πως το γνωρίζετε». «Το ξέρει ότι το ξέρουμε», αποκρίθηκε η Κάρσον. «Χθες αμόλησε στο κατόπι μας δυο από τους φονιάδες του, της Νέας Ράτσας. Τρισχαριτωμένο ζευγαράκι. Σαν χορευτικό. Τους βαφτίσαμε Φρεντ και Τζίντζερ*», συνέχισε. «Όρμησαν στο σπίτι μου και το έκαναν κόσκινο. Παραλίγο να σκότωναν τον αδερφό μου». «Μάλλον εννοείτε τον Μπένι και τη Σίντι Λάβγουελ», είπε η Έρικα Ήλιος. «Κι εγώ ανήκω στη Νέα Ράτσα. Όμως δεν ήξερα πως η Σίντι κι ο Μπένι στάλθηκαν χθες να σας κυνηγήσουν. Εμένα ο Βίκτωρ με σκότωσε προχθές». «Λέει πως ο Βίκτωρ τη σκότωσε προχθές», είπε η Κάρσον, απευθυνόμενη στον Μάικλ. «Σε ποιον μιλήσατε;» γύρεψε να μάθει η Έρικα. «Στο συνεργάτη μου, τον Μάικλ Μάντισον». «Ξέρω ότι ακούγεται απίστευτο» είπε τώρα η Έρικα «όταν σας λέει κάποιος πως τον σκότωσαν προχθές». «Τώρα πια, τίποτε δε μας φαίνεται απίστευτο», είπε η Κάρσον «κι αυτό χάρη στον άντρα σας». «Εγώ είμαι έτοιμος να πιστέψω ακόμη και τα πιο κουφά», *Φρεντ και Τζίντζερ: αναφέρεται στο γνωστό χορευτικό ζευγάρι της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ Φρεντ Αστέρ και Τζίντζερ Ρότζερς. Σ.τ.Μ

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

263

συμφώνησε ο Μάικλ. «Ο Βίκτωρ έστειλε τη σορό μου στη χωματερή. Γνωρίζετε τίποτε για την εταιρεία Διαχείρισης Απορριμμάτων Κρόσγουντς, Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ;» «Είναι ακριβώς δίπλα στη φάρμα με τις δεξαμενές δημιουργίας, όπου ο σύζυγος σας ετοιμάζεται να παράγει έξι χιλιάδες πλάσματα σαν κι εσάς το χρόνο». «Βλέπω, είστε πλήρως ενημερωμένοι. Το υπέθετα, αφού ο Βίκτωρ σας θεωρεί τόσο μεγάλο πονοκέφαλο. Και ο Βίκτωρ δε συνηθίζει να πονοκεφαλιάζει για το οτιδήποτε». «Κυρία Ήλιος, αυτό το νούμερο από πού το βρήκατε;» «Το είχε ο Βίκτωρ. Το βρήκα στο μπλοκάκι, πάνω στο γραφείο του. Όλα αυτά προτού με σκοτώσει. Βλέπετε, διαθέτω φωτογραφική μνήμη. Ανήκω στην κατηγορία Άλφα». «Δε μου λέτε, εξακολουθείτε να είστε νεκρή;» τη ρώτησε τοόρα η Κάρσον. «Όχι, όχι. Αποδείχτηκε τελικά πως στη χωματερή επί το πλείστον στέλνει όσους πιστεύει για νεκρούς, μερικοί όμως από εμάς απλώς δείχνουμε για νεκροί... τη στιγμή που όμως μέσα μας έχουν απομείνει κάποια ίχνη ζωής κι ενέργειας τα οποία αρκούν για να μας επαναφέρουν πλήρως, ώστε να γίνουμε εντελώς καλά. Εδώ στη χωματερή ξέρουν πώς να μας γλιτώσουν». «Ξέρουν; Ποιοι ξέρουν;» «Αυτοί της Νέας Ράτσας που τους πέταξαν εδώ πέρα, και ξαναζωντάνεψαν. Είμαι κι εγώ μια απ' αυτούς. Αυτοαποκαλούμεθα Τενεκέδες». «Δεν το φαντάστηκα ότι έχετε κι αίσθηση του χιούμορ», είπε η Κάρσον. «Δεν έχουμε», είπε η Έρικα. «Όχι τουλάχιστον μέχρι να

264

Dean Koontz

πεθάνουμε, να χάσουμε τον προγραμματισμό μας, και να ξαναζωντανέψουμε. Αλλά εντάξει, όλα αυτά μπορεί να σας ηχούν κορακίστικα. Ίσως δε γνωρίζετε τίποτε για τα προγράμματά μας». Στο νου της Κάρσον ήρθε ο Πάστορας Κένι Λαφίτ, που είχε διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη μέσα στην κουζίνα του πρεσβυτέριου, οπότε απάντησε στην άλλη: «Ναι, τα γνωρίζουμε όλα τα σχετικά». «Ω, ίσως θα έπρεπε να σας διευκρινίσω ότι εγώ είμαι η Έρικα Τέσσερα», είπε η γυναίκα. «Η σύζυγος που έχει τώρα κοντά του είναι η Έρικα Πέντε». «Είναι γρήγορος στις αλλαγές, ε;» «Στις δεξαμενές δημιουργίας έχει πάντα ένα απόθεμα από Έρικες, για την περίπτωση κατά την οποία αυτή που έχει στο σπίτι του βγει σκάρτη. Η σάρκα είναι φτηνό πράμα. Έτσι διατείνεται». «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ταμπλέτες NoDoz, και η κόκα ενισχυμένης καφείνης», πέταξε η Κάρσον. «Πώς είπατε;» ρώτησε απορημένη η Έρικα Τέσσερα. «Αν δεν ήμουν γεμάτη ως τα φρύδια με καφείνη» αποκρίθηκε η Κάρσον «θα μου ήταν αδύνατον να κάνω μια τέτοια συζήτηση». «Ντετέκτιβ, το ξέρετε ότι δεν μπορείτε να εμπιστεύεστε κανένα από τους συναδέλφους σας στην Υπηρεσία, γιατί ο Βίκτωρ έχει αντικαταστήσει τους περισσότερους απ' αυτούς με δικά του πλάσματα;» «Ναι, το ξέρουμε». «Άρα είσαστε μόνοι σας. Κι εδώ, στην ενορία όπου βρίσκονται η χωματερή και η φάρμα, όλοι οι αστυνομικοί και οι περισσότεροι από τους πολιτικούς παράγοντες, είναι αντί-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

265

γραφα των πραγματικών. Δε θα τα βγάλετε πέρα με αυτή την ιστορία». «Κι όμως, θα τα βγάλουμε πέρα», αντιγύρισε η Κάρσον. Κουνώντας το κεφάλι του τόσο απότομα και γρήγορα, σαν κι εκείνα τα πλαστικά σκυλάκια που συνήθως διακοσμούν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ο Μάικλ βιάστηκε να προσθέσει: «Θα νικήσουμε! Θα νικήσουμε!» «Η αυτοκρατορία του είναι στα κάτω της», είπε η Κάρσον. «Ναι. Το γνωρίζω. Έστω κι έτσι όμως, θα χρειαστείτε βοήθεια». «Έχουμε βοήθεια από κάπου που δεν ξέρετε», είπε η Κάρσον, έχοντας κατά νου τον Δευκαλίωνα. «Εσείς όμως τι σκέφτεστε να κάνετε;» «Έχουμε μια πρόταση να σας κάνουμε. Εννοώ εμείς, οι Τενεκέδες. Θα σας βοηθήσουμε να τον νικήσετε και να τον πιάσετε. Όμως θέλουμε κάτι από εσάς».

Κεφάλαιο 46

Προς το τέλος της μεγάλης κατηφόρας, μέσα στο σκοτάδι κι εκεί στα δεξιά του δρόμου, ένα ζαρκάδι με χιονάτη ουρά φάνηκε να παγώνει από την τρομάρα του, χτυπημένο από τα φώτα των φαναριών. Γράφοντας στα παλιότερα των υποδημάτων της τα όρια ταχύτητας και τις πινακίδες με τα μαύρα περιγράμματα κε-· ρασφόρων ελαφιών που σαλτάριζαν ψηλά στον αέρα, η Κάρσον είχε ξεχάσει πως, αν τύχαινε να περνάει κάποιος βράδυ από αγροτική περιοχή, ο κίνδυνος σύγκρουσης με ζαρκάδι ήταν περίπου ο ίδιος όσο και ο αντίστοιχος της σύγκρουσης με κάποιο μεθυσμένο οδηγό. Το ότι ήταν πλάσμα της μεγαλούπολης, και άρα έξω από τα νερά της σε αυτά εδώ τα μέρη αποτελούσε απλώς ένα μικρό μέρος του όλου προβλήματος. Βουτηγμένη ως το λαιμό τις τελευταίες μέρες στον τρελό και διεστραμμένο κόσμο του Βίκτωρα Ήλιος Φράνκενσταϊν, η Κάρσον είχε μάθει να φοβάται και να περιμένει το παράξενο και το αναπάντεχο -κάθε λογής αλλόκοτη και γκροτέσκα απειλή- ενώ απ' την άλλη αγνοούσε λίγο πολύ τους κινδύνους της καθημερινό-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

271

τητας. Παρά την γκρίνια της για τις πενιχρές επιδόσεις του Χόντα, το οδηγούσε με τη μέγιστη ταχύτητα που άντεχε να αναπτύξει. Τη στιγμή που είδε το ελάφι στη λωρίδα βόρειας κατεύθυνσης, κατάλαβε πως τη χώριζαν μόλις πέντε δευτερόλεπτα από τη σύγκρουση. Περίπτωση να έκοβε ταχύτητα και να φρενάριζε δεν υπήρχε, γιατί τότε πολύ πιθανόν το αμάξι να ερχόταν τούμπα. Μιλώντας εξ ονόματος των Τενεκέδων, η Έρικα Τέσσερα ακούστηκε να λέει: «...όμως θέλουμε κάτι από εσάς», τη στιγμή ακριβώς που το μάτι της Κάρσον πήρε τη ζαρκάδα. Στην προσπάθειά της να πιάσει και με τα δυο χέρια το τιμόνι, η Κάρσον πέταξε το κινητό προς τη μεριά του Μάικλ, ο οποίος το έπιασε στον αέρα, λες και περίμενε την... πάσα, ενώ ταυτόχρονα έφερε το αριστερό του χέρι χιαστί πάνω στο κορμί του και πάτησε το κουμπί που κατέβαζε αυτόματα το παράθυρο της πόρτας του συνοδηγού. Στα κλάσματα του δευτερολέπτου που πετούσε ασίστ το κινητό της στον Μάικλ, η Κάρσον δούλεψε στο μυαλό της και τις δυο εναλλακτικές λύσεις που της απόμεναν. Η μια ήταν να έκοβε το τιμόνι όλο αριστερά και να περνούσε πλάι από τη μαμά του Μπάμπι, βγαίνοντας στη λωρίδα νότιας κατεύθυνσης και το νότιο κράσπεδο, κάτι που όμως ίσως ξάφνιαζε τη ζαρκάδα, που πάνω στην τρομάρα της συνέχιζε να διασχίζει τον αυτοκινητόδρομο, πέφτοντας με μαθηματική ακρίβεια πάνω στο Χόντα. Η άλλη, να το έκοβε όλο δεξιά, βγαίνοντας απ' το δρόμο και πίσω απ' το ελάφι, με κίνδυνο όμως να έπεφτε πάνω σε κάποιο άλλο ζώο, στην περίπτωση που είχαν να κάνουν με κοπάδι ή με τα μέλη μιας οικογένειας ελαφιών.

272

Dean Koontz

Ενώ το κινητό ήταν ακόμη στον αέρα με κατεύθυνση το απλωμένο χέρι του Μάικλ, η Κάρσον πρόλαβε να ποντάρει όλα της τα λεφτά στο ενδεχόμενο το ζώο να μην ήταν μόνο του. Τελικά έστριψε και βγήκε στη λωρίδα νότιας κατεύθυνσης. Ευθεία μπροστά τους φάνηκε να πετιέται ένα άλλο αρσενικό ελάφι από εκεί που δεν το περίμενε η οδηγός του Χόντα: μέσα στο σκοτάδι κι αριστερά, προς τη μεριά της λωρίδας νότιας κατεύθυνσης, καθώς επέστρεφε στην τρομαγμένη σύντροφο του. Έχοντας πετάξει το κινητό από το δεξί του χέρι στο αριστερό, κι έχοντας τραβήξει αστραπιαία το πιστόλι του από τη θήκη του ώμου, ο Μάικλ έβγαλε τώρα το όπλο απ' το παράθυρο που ακόμη κατέβαινε, και πυροβόλησε δυο φορές. Τρελαμένο απ' το φόβο του, το αρσενικό ελάφι τσακίστηκε να απομακρυνθεί από την εστία του κακού, σαλτάροντας πάλι στη λωρίδα βόρειας κατεύθυνσης και ακολουθούμενο από την ελαφίνα, τη στιγμή που το Χόντα περνούσε σύρριζα από πλάι τους, κι ενώ στα τριάντα μέτρα απόσταση και στην κορφή του αυτοκινητόδρομου όπως κατηφόριζε, εμφανίστηκε ένα φορτηγό που κινείτο του σκοτωμού προς νότο. Ο οδηγός του φορτηγού άρχισε να κορνάρει σαν τρελός. Η Κάρσον έκοψε τώρα το τιμόνι όλο δεξιά. Ακολουθώντας μια τοξωτή φορά, τα φανάρια του φορτηγού έλουσαν στιγμιαία με φως το εσωτερικό του Χόντα. Νιώθοντας το αμάξι έτοιμο να σηκωθεί στο πλάι και να φέρει τούμπα, η Κάρσον απέφυγε να πατήσει το φρένο, χαλάρωσε το πάτημα του ποδιού της στο γκάζι, και γύρισε μαλακά το τιμόνι αριστερά. Το φορτηγό πέρασε βολίδα από πλάι τους, και τόσο κοντά

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

273

που η κοπέλα άκουσε τον οδηγό του να κατεβάζει καντήλια ακόμη και πίσω από το ανεβασμένο του παράθυρο. Όταν όλη η ενέργεια μιας παρά τρίχα τούμπας διοχετεύτηκε στο πίσω μέρος του Χόντα φέρνοντας το απλώς να συρθεί για λίγο με τις μπάντες, ο ένας από τους πίσω τροχούς έπαιξε τρελά πάνω στο οδόστρωμα στέλνοντας ένα σμάρι χαλίκια να χτυπήσουν στο σασί του αμαξιού, όμως την άλλη στιγμή πατούσαν για τα καλά και πάλι πάνω στο δρόμο, και στη λωρίδα βόρειας κατεύθυνσης και προς τον προορισμό τους. Η Κάρσον γκάζωσε πάλι το Χόντα τη στιγμή που ο Μάικλ έβαζε το πιστόλι του στη θήκη του ώμου και της πετούσε πίσω το κινητό της. Η κοπέλα το έπιασε στον αέρα, κι όπως ο Μάικλ ανέβαζε πάλι το παράθυρο της πόρτας του συνοδηγού, γύρισε και του είπε: «Αυτό ήταν, πάει και τελείωσε. Θα παντρευτούμε». «Έτσι φαίνεται», της απάντησε. Η Κάρσον θυμήθηκε τώρα το σκυλί, και ρώτησε: «Τι κάνει ο Δούκας;». «Αραχτός στο πίσω κάθισμα και χαμογελάει». «Δικός μας ο τύπος, χίλια τα εκατό». Όταν ξανάφερε η Κάρσον το τηλέφωνο στο αυτί της, ακούστηκε η Έρικα Τέσσερα να λέει: «Εμπρός; Ακούει κανείς; Εμπρός;» «Μου είχε πέσει το τηλέφωνο», δικαιολογήθηκε η Κάρσον. «Είπατε πως θέλετε κάτι από εμάς, σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά σας». «Τον Βίκτωρα τι σκοπεύετε να τον κάνετε, αν υποθέσουμε πως θα καταφέρετε να τον στριμώξετε;» ρώτησε η Έρικα Τέσσερα. «Θα τον συλλάβετε;»

274

Dean Koontz

«Όοοοοοοοχι!» αποκρίθηκε η Κάρσον. «Δεν το νομίζω. Η σύλληψη του θα αποδεικνυόταν πολύ μπερδεμένη υπόθεση». «Θα ήταν η δίκη της χιλιετίας», πετάχτηκε ο Μάικλ. Η Κάρσον μόρφασε. «Με όλες τις εφέσεις που θα υπέβαλε, θα τρώγαμε τριάντα χρόνια στα δικαστήρια». «Χώρια που θα είμαστε αναγκασμένοι ν' ακούμε ένα σωρό σαχλά ανέκδοτα για τέρατα για το υπόλοιπο του βίου μας». «Και το πιο πιθανό είναι να τη βγάλει καθαρή», συμπλήρωσε η Κάρσον. «Ναι, θα τη σκαπουλάρει, σίγουρα πράγματα», συμφώνησε ο Μάικλ. «Και δε θα είναι λίγοι οι πανίβλακες που στο πρόσωπο του θα δουν ένα νέο λαϊκό ήρωα». «Ακύρωση του κατηγορητηρίου από τους ενόρκους», είπε ο Μάικλ. «Μα όλο που ήθελε, ο άνθρωπος, ήταν η δημιουργία μιας ουτοπίας». «Έναν επί της Γης Παράδεισο. Πού το κακό;» «Τον κόσμο του ενός και μοναδικού έθνους -το τέλος των πολέμων», είπε η Κάρσον. «Όλη η ανθρωπότητα ενωμένη κι αφοσιωμένη σ' έναν και μοναδικό στόχο: το ένδοξο και λαμπρό μέλλον». «Χώρια που η Νέα Ράτσα δε θα μόλυνε το περιβάλλον, όπως η Παλιά». «Όλοι θα χρησιμοποιούσαν τον τύπο ηλεκτρικού λαμπτήρα που θα τους υποδείκνυαν», είπε ο Μάικλ. «Τέρμα η απληστία κι η αλόγιστη κατανάλωση, λιγότερα απόβλητα, και μια προθυμία για θυσίες».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

275

«Θα έσωζαν την πολική αρκούδα από την εξαφάνιση», πετάχτηκε ο Μάικλ. «Θα έσωζαν τους ωκεανούς», συμπλήρωσε η Κάρσον. «Ρε, ολόκληρο τον πλανήτη θα έσωζαν». «Θα τον έσωζαν. Κι ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα». «Το Σύμπαν». «Κι όλα τα φονικά, α μα γι' αυτά δεν έφταιγε ο καημένος ο Βίκτωρ». «Τα τέρατα έφταιγαν», συμπλήρωσε ο Μάικλ. «Αυτά τα τρισκατάρατα τέρατα». «Τα δημιουργήματά του αποπρογραμματίστηκαν». «Πόσες και πόσες φορές δεν τα έχουμε δει αυτά στο σινεμά;» «Είναι τραγικό», είπε η Κάρσον. «Η αποδόμηση ενός λαμπρού επιστήμονα». «Προδομένου απ' αυτά τ' αχάριστα τέρατα που δεν καταλάβαιναν από νόμους και προφήτες». «Βρε, όχι απλώς θα τη βγάλει καθαρή, αλλά να δεις που θα καταλήξει να έχει και δική του εκπομπή στην τηλεόραση», είπε η Κάρσον. «Θα πάρει μέρος και στο Χορεύοντας με τους Σταρ». «Και θα βγει πρώτος». Η πρώην κυρία Ήλιος ακούστηκε να μιλάει πάλι στο τηλέφωνο: «Μόνο τα μισά ακούω απ' όσα λέτε, αλλά απ' ό,τι κατάλαβα, δε χειριζόσαστε πια την όλη υπόθεση σαν δυο απλοί ντετέκτιβ». «Όχι, τώρα είμαστε μασκοφόροι εκδικητές», παραδέχτηκε η Κάρσον. «Θέλετε να τον σκοτώσετε», είπε η Έρικα. «Ναι, και μια και δυο και τρεις φορές, μέχρι να βεβαιώ-

276

Dean Koontz

θούμε ότι όντως πέθανε», είπε η Κάρσον. «Άρα θέλουμε το ίδιο πράγμα. Κι εμείς, που είμαστε στη χωματερή, μπορούμε να σας βοηθήσουμε. Αυτό που σας ζητάμε είναι να μην αρκεστείτε να τον πυροβολήσετε. Πιάστε τον ζωντανό. Κι ύστερα βοηθήστε μας να τον ξεκάνουμε με τον τρόπο που θέλουμε εμείς». «Και πώς σκοπεύετε να τον ξεκάνετε δηλαδή;» ρώτησε η Κάρσον. «Θέλουμε να τον αλυσοδέσουμε κι ύστερα να το κατεβάσουμε στα έγκατα της χωματερής». «Μαζί σας ως εδώ». «Θέλουμε να τον ξαπλώσουμε ανάσκελα σ' έναν τάφο από σκουπίδια που γύρω-γύρω του θα είναι στοιβαγμένες οι σάπιες σάρκες των θυμάτων του». «Δεν έχω αντίρρηση». «Είναι μερικοί μάλιστα που θέλουν να ουρήσουν πάνω του». «Τους νιώθω». «Θέλουμε να του περάσουμε στο λαιμό ένα μεταλλικό κολάρο που θα συνδέεται μ' ένα καλώδιο υψηλής τάσης, και μέσω αυτού να του προσφέρουμε μια ηλεκτρική εκκένωση που θα κάνει ακόμη και το μεδούλι των οστών του να βράσει». «Γουάου!» «Όμως όχι μια κι έξω. Αφού του περάσουμε το κολάρο, θέλουμε να τον θάψουμε ζωντανό κάτω από περισσότερα σκουπίδια και να τον ακούμε που θα ουρλιάζει και θα εκλιπαρεί να τον λυπηθούμε, μέχρι που δε θα αντέχουμε άλλο τις φωνές του. Και τότε θα κάνουμε το μεδούλι του ψητό». «Βλέπω τα έχετε σκεφτεί όλα στη λεπτομέρεια», είπε η

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

277

Κάρσον. «Όντως». «'Ισως μπορέσουμε να συνεργαστούμε». «Την επόμενη φορά που θα επισκεφτεί τη φάρμα με τις δεξαμενές δημιουργίας...» είπε η Έρικα. «Αυτό μάλλον θα γίνει πριν το ξημέρωμα. Υπολογίζουμε πως, μόλις καούν εκ θεμελίων τα Χέρια Του Ελέους, ο δικός μας θα εγκαταλείψει τη Νέα Ορλεάνη και θα ζητήσει καταφύγιο στη φάρμα». «Θα καούν τα Χέρια Του Ελέους;» ρώτησε η Έρικα με παιδιάστικο σχεδόν ενθουσιασμό και φωνή ελαφρώς τρεμάμενη. «Ναι, θα λαμπαδιάσουν σε... » η Κάρσον γύρισε στον Μάικλ, που με τη σειρά του συμβουλεύτηκε το ρολόι του και της απάντησε: «... σε οκτώ λεπτά από τώρα». «Α, ναι», ακούστηκε η φωνή την πρώην κυρίας Ήλιος στο ακουστικό, «σίγουρα θα τρέξει να κρυφτεί στη φάρμα». «Ο συνεργάτης μου κι εγώ είμαστε ήδη καθ' οδόν προς τα 'κει». «Να μας συναντήσετε στην Κρόσγουντς, στη χωματερή, προτού πάτε στη φάρμα», είπε η Έρικα. «Θα πρέπει να συνεννοηθώ και με τον τρίτο συνεργάτη μας. Θα σας ειδοποιήσουμε. Ποιο είναι το νούμερο του τηλεφώνου σας;». Όπως της τον έλεγε η Έρικα, η Κάρσον τον επαναλάμβανε δυνατά, και ο Μάικλ τον έγραψε κάπου. Η Κάρσον έκλεισε το τηλέφωνο, το έχωσε σε μια από τις τσέπες της, και παρατήρησε: «Πολύ γλυκούλα μου ακούγεται, για τέρας».

Κεφάλαιο 47

Τι κι αν μισούσε την ανθρωπότητα θανάσιμα, ο Βίκτωρ, από βιολογική άποψη, ήταν κι αυτός ένα ανθρώπινο ον. Αν και σαν διάνοια, απείχε παρασάγγες από πολλούς πεφωτισμένους της Παλιάς Ράτσας, από σωματική άποψη ελάχιστα διέφερε απ' αυτούς. Υπ' αυτή την έννοια, για τον Χαμαιλέοντα ο Βίκτωρ αποτελούσε... νόμιμο ΣΤΟΧΟ. Αν δεν ήταν ο ίδιος ο Βίκτωρ αυτός που είχε "κατασκευάσει" τον Χαμαιλέοντα, ασφαλώς και δε θα μπορούσε να κατανοήσει το αιφνίδιο ρυτίδιασμα του δαπέδου σ' εκείνο το συγκεκριμένο σημείο. Το πολύ-πολύ να σκεφτόταν πως ήταν ένα παιχνίδι των ματιών του -ένα αιφνίδιο όσο και παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο. Όμως ακόμη και τώρα, και παρόλο που ήξερε πού έπρεπε να κοιτάξει, δύσκολα κατάφερνε να ξεχωρίσει τον Χαμαιλέοντα που ήταν ένα με την υφή του δαπέδου πάνω στο οποίο κινείτο. Στο μόνιτορ του υπολογιστή, αλλά και απέναντι του, στην εντοιχισμένη οθόνη συγκινητικές και γεμάτες μεγαλείο και ηρωισμό εικόνες της Νέας Ράτσας του μέλλοντος συνέχιζαν

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

219

να εναλλάσσονται η μια την άλλη, και τώρα η φωνή του Βίκτωρα ακούστηκε βροντερή όπως απάγγειλε το Πιστεύω·. «Το Σύμπαν είναι μια απέραντη θάλασσα χάους όπου το ευκαιριακό συγκρούεται με το τυχαίο δημιουργώντας άνευ ουσίας θραύσματα συμπτώσεων, ίδια μ' εκείνα που τυχαίνουν στη ζωή μας...» Ο Χαμαιλέων ήταν πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του, όπως ζύγωνε, αν και δε χρειαζόταν τόση επιφυλακτικότητα αφού ο προγραμματισμός του δεν του επέβαλε κάτι τέτοιο, στο βαθμό που ήταν αόρατος και ικανός να κινηθεί αστραπιαία. Το ότι πρόσεχε λοιπόν τόσο πολύ, ίσως να οφειλόταν στο γεγονός πως αυτή ήταν η πρώτη του... κυνηγετική εξόρμηση. «Σκοπός και στόχος της Νέας Ράτσας είναι να βάλει το χάος σε τάξη, να τιθασεύει την ανυπέρβλητη όσο και καταστροφική δύναμη του Σύμπαντος, και να τη θέσει στην υπηρεσία των αναγκών μας, δίνοντας κατ' αυτή την έννοια νόημα σε μια δημιουργία ανούσια από καταβολής της». Ο Βίκτωρ υποχώρησε τάχα τυχαία ακόμη περισσότερο στο βάθος του ατομικού χώρου εργασίας του που είχε σχήμα πετάλου. Κι ο Χαμαιλέων προχωρούσε τόσο, όσο υποχωρούσε ο Βίκτωρ, ύστερα άλλα δυο μέτρα μπροστά, μέχρι που τώρα απείχε απ' αυτόν γύρω στα πέντε μέτρα. Το πλάσμα ήταν μια μισο-ευφυής φονική μηχανή, δεδομένου ότι η ικανότητά του να γίνεται ένα με το περιβάλλον του και ουσιαστικά να αφομοιώνεται απ' αυτό, δεν απαιτούσε απ' αυτό να σκέφτεται πρακτικά και να παίρνει υπόψη του όλες τις παραμέτρους. Η αρχική πρόθεση του Βίκτωρα ήταν να παράγει δεκάδες χιλιάδες τέτοιους χαμαιλέοντες, τους

280

Dean Koontz

οποίους θα άφηνε ελεύθερους τη μέρα που θα εκδηλωνόταν η μεγάλη εξέγερση, σαν εφεδρείες για τις ταξιαρχίες των μαχητών της Νέας Τάξης, με το που θα ξεκινούσαν το έργο της εξόντωσης των πλασμάτων της Παλιάς Ράτσας. «Και το νόημα που θα επιβάλλετε πάνω στο Σύμπαν είναι το νόημα του δημιουργού σας, η εξύψωση του αθάνατου ονόματος μου και του αθάνατου προσώπου μου, η εκπλήρωση του οράματος μου μα και της κάθε επιθυμίας μου...» Το πίσω μέρος των μηρών του Βίκτωρα χτύπησαν πάνω στη γρανιτένια επιφάνεια του πάγκου που περιστοίχιζε το χώρο εργασίας του, βάζοντας φρένο στην... τακτική του υποχώρηση. Ο Χαμαιλέων σύρθηκε μέχρι τα τέσσερα μέτρα απόσταση απ' τον άλλο, ύστερα στάθηκε πάλι. Κι όταν έμενε ακίνητος, ο Βίκτωρ δεν κατάφερνε να τον ξεχωρίσει, τι κι αν ήξερε πού ακριβώς έστεκε. Αυτή η αίσθηση ότι ένα σημείο του δαπέδου ρυτίδωνε, δινόταν μόνο όταν ο Χαμαιλέων βρισκόταν σε κίνηση. «Χαρά και ικανοποίηση σας είναι το έργο που έχετε να επιτελέσετε, η κάθε στιγμή ευχαρίστησης σας, η ανακούφιση σας από μια κατά τα λοιπά μόνιμη κατάσταση ανησυχίας θα προέλθουν αποκλειστικά και μόνο από την αδιάλειπτη και κατά γράμμα εφαρμογή της θέλησης μου...» Έχοντας τα μάτια του καρφωμένα εκεί που είχε δει για τελευταία φορά τον Χαμαιλέοντα, ο Βίκτωρ κινήθηκε τώρα αργά προς τα πλάγια κι αριστερά, προς το σημείο του πάγκου όπου υπήρχαν τρία συρτάρια. Σκέφτηκε πως αυτό που χρειαζόταν, βρισκόταν στο μεσαίο συρτάρι. Ο Χαμαιλέων ούτε αναπαρήγαγε ούτε έτρωγε. Στη διάρκεια της ζωής του, κάλυπτε της ανάγκες του σε ενέργεια με

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

281

ουσίες που αντλούσε από το ίδιο το σύστημα του. Όταν το βάρος του έπεφτε από τα δώδεκα κιλά, στα εννιά, ο Χαμαιλέων αποδυναμωνόταν και πέθαινε, αν και φυσικά δεν είχε επίγνωση της μοίρας του. Βάσει εκτιμήσεων βγαλμένων από υπολογιστές, ο κάθε χαμαιλέων που θα αφηνόταν ελεύθερος σε μια αστική περιοχή, θα ήταν σε θέση να σκοτώσει χίλιους με χίλιους πεντακόσιους ΣΤΟΧΟΥΣ προτού πεθάνει. «Μέσω υμών, η Γη κι ό,τι υπάρχει επάνω της θα υποταχθούν σε 'μένα, κι όπως η Γη θα τεθεί στην υπηρεσία μου, κατά την ίδια έννοια θα τεθεί και στη δική σας, διότι εγώ σας έπλασα και σας έστειλα να υλοποιήσετε όλα αυτά τα σπουδαία και τα μεγάλα στο όνομά μου...» Ο Χαμαιλέων άρχισε πάλι να κινείται, πλησιάζοντας κι άλλο -μισό μέτρο πιο μπροστά, ένα, ενάμισι- τη στιγμή που ο Βίκτωρ άνοιγε το μεσαίο συρτάρι και ψαχούλευε ανάμεσα στα διάφορα που περιείχε, με τα μάτια του πάντα καρφωμένα στον επίδοξο φονιά του. Στα δυόμισι μόλις μέτρα από το στόχο του, ο Χαμαιλέων σταμάτησε πάλι. Κι όταν το αποφάσιζε να κινηθεί ξανά, σίγουρα θα ήταν για να καλύψει την απόσταση που απέμενε, οπότε και θ' άρχιζε να ξεσκίζει τα πόδια του θύματος του, ύστερα το σοόμα του, κόβοντάς του τα δάκτυλα όταν εκείνο θα πάσχιζε να προβάλει αντίσταση, όπως θα συνέχιζε να αναρριχάται ξεσκίζοντας και καταστρέφοντας, με τελικό προορισμό του πρόσωπο του. Ο Βίκτωρ έριξε τώρα μια βιαστική ματιά στο εσωτερικό του συρταριού. Είδε το μπουκάλι με το ανοιχτό πράσινο υγρό και βιάστηκε να το αρπάξει, γυρνώντας ξανά αστραπιαία το βλέμμα του εκεί που βρισκόταν ο Χαμαιλέων.

282

Dean Koontz

To δάπεδο όμως δε φάνηκε να ρυτιδώνει στο συγκριμένο σημείο. Ο Βίκτωρ έβγαλε βιαστικά το πώμα από το μπουκάλι. Ο Χαμαιλέων σύρθηκε μπροστά. Ο Βίκτωρ άδειασε το μισό από το περιεχόμενο του μπουκαλιού επάνω του, κι ύστερα γλίστρησε στο πλάι και δεξιά. Επειδή το υγρό περιείχε φερομόνες της Νέας Ράτσας και φυλασσόταν πάντα στο συρτάρι του γραφείου του Βίκτορα για το απίθανο ενδεχόμενο που ο Χαμαιλέων θα το έσκαγε από τη σακούλα του που φυλασσόταν στο ψυγείο, η φονική καρικατούρα στάθηκε πάλι και δεν επιτέθηκε. Ο Βίκτωρ δεν απέπνεε πια τη μυρωδιά των ΣΤΟΧΩΝ, αλλά αντίθετα μύριζε όπως μύριζαν όλα τα πλάσματα της Νέας Ράτσας. «Υπάρχετε χάρη σε 'μένα, ζείτε για 'μένα, και η ευτυχία μου είναι η δική σας δόξα...» Μετά από μικρό δισταγμό, ο Χαμαιλέων έκανε τα μπρος, πίσω κι απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας προς την άλλη μεριά του εργαστηρίου, πάντα σε αναζήτηση ΣΤΟΧΩΝ. Ο Βίκτωρ δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να εξοργιστεί όσο βρισκόταν υπό απειλή, όμως τώρα το μούτρο κοκκίνισε από το κακό του. Ήθελε όσο τίποτε να μάθει πώς είχε καταφέρει ο Χαμαιλέων να την κοπανήσει από την ψυγείοφυλακή του, αλλά και ποιον έπρεπε να τιμωρήσει, που είχε επιτρέψει σ' αυτό το πλάσμα να σεργιανάει ελεύθερο. Πατώντας τώρα πλήκτρα στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, έδωσε εντολή στο οπτικοακουστικό σύστημα να διακόψει την προβολή του Πιστεύω. Στους χώρους των Χεριών Του Ελέους έπεσε αίφνης βαθιά σιωπή, στις δυο οθόνες αλλά και σε όλα τα μόνιτορ που υπήρχαν στις εγκαταστάσεις σταμάτησαν να προβάλλονται στιγμιότυπα από το Φρανκεν-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και

Ζω\>τανός

283

σταϊνικό μέλλον. Όμως τώρα στην οθόνη του υπολογιστή, αντί να εμφανιστεί το βασικό μενού, εμφανίστηκε μια ψηφιακή ένδειξη: 07:33 Το ρολόι της Δρέσδης*. Εφτά λεπτά, τριάντα τρία δευτερόλεπτα, κι ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα!! Επειδή ο Βίκτωρ είχε πρόθεση να καταστρέψει ολοσχερώς τα Χέρια Του Ελέους μόνο στην ακραία όσο και απίθανη περίπτωση που θα ξεσπούσε κάποια βιολογική συμφορά, αλλά κι επειδή, σε μια τέτοια περίπτωση, δε θα ήθελε να παρέμβει κάποιο από τα πλάσματά του ακυρώνοντας την εντολή για ολοκληρωτική καταστροφή των εγκαταστάσεων, από τη στιγμή που θα είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, τα είχε κάνει έτσι ώστε το ρολόι να μην είναι δυνατό να σταματήσει με καμιά δύναμη. Άρα, σε λιγότερο από επτά λεπτά της ώρας τα Χέρια Του Ελέους θα λαμπάδιαζαν εκ θεμελίων. Η οργή έδωσε τώρα τη θέση της σε μια ψύχραιμη εκτίμηση της όλης κατάστασης. Έχοντας ξεπεράσει με επιτυχία χίλιες δυο αναποδιές επί δυο αιώνες τώρα, μπορούσε κάλλιστα να εμπιστευθεί το ένστικτο του -εκείνο το ένστικτο που τον βοηθούσε πάντα να επιβιώνει. Τα ενωμένα μεταξύ τους τούβλα που ήταν από εύφλεκτο υλικό και είχαν τοποθετηθεί σε όλους τους τοίχους από πάνω μέχρι κάτω, αλλά και τα ταβάνια, είχαν κατασκευαστεί στη χώρα με το τρίτο στην κατάταξη πιο τυραννικό καθεστώς στον κόσμο, βελτιωθεί στη χώρα με το δεύτερο πιο τυραννικό καθεστώς, και τελειοποιηθεί σ' εκείνη με το πλέον αυταρχικό και δεσποτικό τέτοιο καθεστώς. Μ' άλλα λόγια, από *Δρέσδη: Αναφορά στην ομώνυμη γερμανική πόλη η οποία ισοπεδώθηκε κυριολεκτικά από τις αεροπορικές επιδρομές των Συμμάχων, λίγο πριν το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σ.τ.Μ.

284

Dean Koontz

άποψη ευφλεκτότητας, αυτά τα τούβλα αποτελούσαν ό,τι πιο ιδανικό θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί ακόμη κι ο μεγαλύτερος πυρομανής του κόσμου. Στην περίπτωση πτώσης αυτών των δικτατορικών κυβερνήσεων και προσαγωγής των τυράννων σε δίκη, θ' αρκούσε το πάτημα ενός κουμπιού για να γίνουν στάχτη τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που διατηρούσαν επί των ημεράτν της ηγεμονίας τους, και των οποίων την ύπαρξη φυσικά αρνούνταν μετ' επιτάσεως. Και θα ήταν τέτοια η ένταση της φωτιάς που θα τα κατέτρωγε, που στην ουσία δε θα άφηνε τίποτε πίσω της εκτός από λευκούς καπνούς, και δε θα γλίτωναν ούτε καν οι ανθρωποφύλακες αυτών των στρατοπέδων. Οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονταν κατά την καύση αυτού του απίστευτα εύφλεκτου υλικού, δεν ήταν εφάμιλλες του μέσου όρου που έχει καταγραφεί στην επιφάνεια του ήλιου. Έστω κι έτσι όμως, αυτό το υλικό θα δημιουργούσε μια φωτιά με θερμοκρασία που θα ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη σε ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα -μια θερμοκρασία που στην ουσία θα εξάτμιζε και θα εξανέμιζε κάθε ίχνος ενοχοποιητικού στοιχείου. Ο Βίκτωρ βιάστηκε να πλησιάσει σε μια ντουλάπα που ήταν κοντά στο χώρο εργασίας του και άνοιξε την πόρτα. Μέσα στο ντουλάπι υπήρχε κάτι που έμοιαζε με μεγάλη βαλίτσα. Καλώδια μεταβίβασης δεδομένων συνέδεαν αυτό το σαν βαλίτσα πράγμα με υποδοχές που υπήρχαν στο πίσω μέρος του ντουλαπιού. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Βίκτωρ άρχισε να αποσυνδέει τα καλώδια. Τα Χέρια Του Ελέους δε θα μετατρέπονταν απλώς σε καρβουνιασμένα χαλάσματα, αλλά σε σωρούς στάχτης, τόσο λεπτής, όσο και το ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, που θα επι-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

285

καθόταν σ' ένα υπόστρωμα από λιωμένες πέτρες -το ίδιο καυτή και ρευστή, όσο και η ηφαιστειακή λάβα. Κι απ' αυτή την ολοκληρωτική καταστροφή δε θα απέμενε ούτε καν μια σκλήθρα από οστό ή το οτιδήποτε άλλο από το οποίο θα μπορούσε να παρθεί γενετικό υλικό για παραπέρα διερεύνηση κι ανάλυση από ειδικούς ιατροδικαστές. Στη βαλίτσα υπήρχαν σε μορφή μπακ-απ άπαντα τα αρχεία και τα δεδομένα τα σχετικά ακόμη και με το παραμικρό πείραμα που είχε διενεργηθεί στα Χέρια Του Ελέους, συμπεριλαμβανομένων και των εργασιών που είχαν πραγματοποιηθεί την τελευταία ώρα. Το ρολόι που μετρούσε ανάποδα το χρόνο τώρα έδειχνε 06:55. Με τη βαλίτσα ανά χείρας, ο Βίκτωρ διέσχισε το χώρο πηγαίνοντας προς την πόρτα που έβγαζε στο χολ, έχοντας ξεχάσει στο μεταξύ τον Χαμαιλέοντα, αλλά και όλο του το προσωπικό. Ήταν εδώ και χρόνια πραγματικά ερωτευμένος με αυτό το εύφλεκτο υλικό που τώρα περίμενε να πυροδοτηθεί, κι ένιωθε να θαυμάζει τον εαυτό του που, λόγω των διασυνδέσεών του, είχε καταφέρει να προμηθευτεί με τέτοιες τεράστιες ποσότητες από αυτό. Συγκριμένα είχε κρατήσει στον υπολογιστή του ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που είχε στείλει στον προμηθευτή του, τον πιο τυραννικό δικτάτορα του κόσμου, με το οποίο του εξέφραζε τις βαθιές του ευχαριστίες, γράφοντας σε κάποιο σημείο: «... Κι αν μαθευόταν ποτέ.πως τα τρία έθνη σας εργάστηκαν από κοινού τόσο στενά για την παραγωγή αυτού του τόσο αξιόπιστου κι αποτελεσματικού υλικού, η αποκάλυψη θα έκανε ρεζίλι και θα εξέθετε οικτρά τους κυνικούς που ισχυρίζονται πως είσαστε εντελώς ανίκα-

286

Dean Koontz

νοι για διεθνή συνεργασία». Οι πικρές απογοητεύσεις κι οι αποτυχίες αιώνων είχαν διδάξει στον Βίκτωρα πως το χειρότερο κατά την αιφνίδια μεταφορά της έδρας των επιχειρήσεών του σε άλλο μέρος με αφορμή κάποιο καταστροφικό συμβάν, ήταν η απώλεια της αλληλογραφίας κι άλλων αναμνηστικών που αποτελούσαν αποδεικτικά στοιχεία της προσωπικής πλευράς ενός σπουδαίου επιστημονικού εγχειρήματος. Γιατί η δουλειά του δε χαρακτηριζόταν πάντα από σιωπή και μοναξιά. Με την πάροδο των χρόνων είχε δημιουργήσει αρκετές προσωπικές σχέσεις και φιλίες, και υπήρχαν ξέγνοιαστες μέρες στην Κούβα και τη Βενεζουέλα και την Αϊτή, αλλά και την παλιά Σοβιετική Ένωση, όταν έβρισκε το χρόνο για να ξεσκάσει και να μοιραστεί τις αναμνήσεις του με παλιούς καλούς φίλους, αλλά και να συζητήσει ζητήματα των καιρών με νέους, οι οποίοι συμμερίζονταν την κοσμοθεωρία και τις απόψεις του. Κατά την πύρινη όμως λαίλαπα που έμελλε να ξεσπάσει, ένα σωρό τέτοια μικρά πλην ανεκτίμητα πράγματα θα αφανίζονταν οριστικά κι αμετάκλητα, κι ένιωσε να απειλείται από το αίσθημα νοσταλγίας που ήταν στο τσακ για να τον κυριέψει λόγω των επερχόμενων αυτών απωλειών. Βγαίνοντας από το κυρίως εργαστήριο κάτι τράβηξε την προσοχή του -κάτι εκεί στα δεξιά του, και καμιά εικοσαριά μέτρα πιο πέρα, κατά μήκος του χολ. Ήταν τεράστιο, μεγάλο ίσαμε τέσσερις άντρες, με έξι χοντρά σαν εντόμου πόδια, ίδια με εκείνα του γρύλου της Ιερουσαλήμ αν και μεγεθυμένα στη νιοστή, κι ένα ακαθόριστο συνονθύλευμα ανατομικών χαρακτηριστικών. Στο μήκος του σώματος του όντος υπήρχαν λαξεμένα κάμποσα πρόσωπα, μερικά απ' αυτά στα πιο απίθανα σημεία. Το πρόσωπο που ήταν πλησιέστερα

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

287

προς το σημείο όπου κανονικά θα έπρεπε να υπήρχε ένα κεφάλι -και σαφώς το πιο ευδιάκριτο από τα υπόλοιπα- θύμιζε αρκετά τον Γουέρνερ. Από αυτό το 100% αλλόκοτο και πέραν πάσης περιγραφής ον έβγαιναν καμιά δεκαριά φωνές, ανατριχιαστικά παιδικές, που όλες μαζί τραγουδούσαν το ίδιο όνομα - ένα όνομα που στ' αυτιά του Βίκτωρα ηχούσε σαν θανάσιμη προσβολή: «Πατέρα... Πατέρα... πατέρα... πατέρα...»

Κεφάλαιο 48

Στη βιβλιοθήκη της έπαυλης των Ήλιος, η Έρικα Τέσσερα γύρισε λίγο το κεφάλι της και είπε: «Το βρήκα σήμερα τυχαία». Έσυρε το χέρι της στο κάτω μέρος του ραφιού σαν να το χάιδευε, κι όταν τον βρήκε, γύρισε τον κρυμμένο διακόπτη. Έ ν α τμήμα των ραφιών της βιβλιοθήκης υποχώρησε κι άνοιξε προς τα μέσα στρέφοντας πάνω σε μεντεσέδες, και κάποιοι λαμπτήρες στο ταβάνι φώτισαν το πέρασμα που ανοιγόταν πέρα από εκείνο το σημείο. «Αυτό τώρα δεν του φαίνεται καλό του Τζόκο», είπε το ξωτικό, όπως έστεκε πλάι στην Έρικα. «Θέλεις τη γνώμη του Τζόκο; Η γνώμη του Τζόκο είναι... όχι». «Και δεν είναι μόνο αυτό το πέρασμα. Το ενδιαφέρον είναι αυτό που βρίσκεται στην άλλη άκρη του». «Και τι είναι αυτό που βρίσκεται στην άλλη άκρη του;» «Από το να σου πω εγώ, καλύτερα να το δεις ο ίδιος», αποκρίθηκε η Έρικα, διαβαίνοντας το κατώφλι. «Γιατί, όσο κι αν προσπαθήσω, να στο περιγράψω, δε θ' αποφύγω τις υπερβολές. Γι' αυτό θέλω την αντικειμενική γνώμη σου».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

289

«Τρομάζει κανείς εκεί μέσα;» τη ρώτησε το τελώνιο, διστάζοντας να την ακολουθήσει. «Να πεις την αλήθεια στον Τζόκο». «Ναι, λιγάκι, αλλά μόνο λιγάκι». «Είναι πιο τρομαχτικό απ' το να βρίσκεσαι μέσα σ' ένα θεοσκότεινο υπόνομο, όταν πια δεν κρατάς αγκαλιά το αρκουδάκι σου;» «Να σου πω, δεν έχω βρεθεί ποτέ μέσα σε υπόνομο, αλλά υποθέτω πως θα είναι πιο φοβιστικό από αυτό εδώ». «Είναι πιο φοβιστικό από το να έχει γεμίσει το αρκουδάκι του Τζόκο αράχνες, που να περιμένουν πότε θα πάει στο κρεβάτι του για να χωθούν στ' αυτιά του με το που θα αποκοιμηθεί, και να υφάνουν τον ιστό τους μέσα στον εγκέφαλο του κάνοντάς τον δούλο τους;» Η Έρικα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μπα, δεν είναι τόσο τρομακτικό». «Ωραία!» φώναξε τώρα ο Τζόκο αναθαρρημένος, κι εδέησε να διαβεί κι αυτός το κατώφλι. Το δάπεδο, οι τοίχοι και το ταβάνι του περάσματος που είχε φάρδος γύρω στο ενάμισι μέτρο ήταν από μπετόν αρμέ. Η κρυφή πόρτα έκλεισε αυτόματα πίσω από το ξωτικό που βιάστηκε να πει: «Ο Τζόκο θα πρέπει να το θέλει πάρα πολύ αυτό το αστείο καπέλο». Ο στενός διάδρομος οδηγούσε σε μια επιβλητική πόρτα φτιαγμένη από ατσάλι. Την πόρτα σφάλιζαν πέντε επίσης ατσάλινοι σύρτες που ο καθένας τους είχε πάχος κοντά δεκατρία εκατοστά: ένας ψηλά, ένας κάτω χαμηλά και τρεις στη δεξιά άκρη του πλαισίου, απέναντι ακριβώς από τους ογκώδεις μεντεσέδες.

290

Dean Koontz

«Και τι είναι κλειδωμένο εκεί μέσα;» θέλησε να πληροφορηθεί ο Τζόκο. «Κάτι που ίσως το σκάσει, αν βρει την ευκαιρία; Κάτι που υποτίθεται πως δεν πρέπει να βγει από εκεί;» «Περίμενε και θα δεις», αποκρίθηκε η Έρικα, όπως τραβούσε κιόλας έναν-έναν τους σύρτες. «Μήπως είναι κάτι που θα βαρέσει τον Τζόκο με μια βέργα;» «Όοοοχι! Τίποτε τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. «Μήπως είναι κάτι που θα βρίσει τον Τζόκο, αποκαλώντας τον έκτρωμα, και θα του πετάξει κακά σκύλου;» «Όχι, δεν υπάρχει τέτοιος φόβος εδώ πέρα». Ο Τζόκο ωστόσο δεν έδειξε να πείθεται. Η βαριά ατσάλινη πόρτα κύλησε με ευκολία στο πλάι πάνω σε ρουλεμάν, κι όπως τραβιόταν, ο χώρος απ' την άλλη μεριά φωτίστηκε αυτόματα. Αυτό το νέο πέρασμα πέρα από την ατσάλινη πόρτα είχε μήκος τέσσερα μέτρα και οδηγούσε σε μιαν άλλη πόρτα, ίδια με την πρώτη. Από τους τοίχους του διαδρόμου προεξείχαν μεταλλικές ράβδοι, χάλκινοι στ' αριστερά της Έρικα, από κάποιο κράμα ατσαλιού στα δεξιά της. Οι ράβδοι αυτοί παρήγαγαν κάτι σαν ανεπαίσθητο σχεδόν βουητό. «Ωχ, ωχ!» έκανε το τελώνιο. «Πάντως την πρώτη φορά δεν έπαθα ηλεκτροπληξία» βιάστηκε να του εξηγήσει η Έρικα «κι είμαι σίγουρη πως ούτε τοορα πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο, εντάξει;» «Ναι, όμως η Έρικα είναι πιο τυχερή από τον Τζόκο». «Τι σε κάνει να το λες αυτό;» Το ξωτικό έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, σαν να ήθελε να

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

291

της πει, μας δουλεύεις τώρα; «Τι κάνει τον Τζόκο να το λέει αυτό; Κοίτα πώς είσαι, και κοίτα πώς είναι ο Τζόκο!» «Καλά, καλά», τον αποπήρε μαλακά η Έρικα. «Αυτά τα περί τύχης, είναι παραμύθια. Το σύμπαν είναι ένα παράλογο και χωρίς σημασία χάος. Έτσι λέει ο Βίκτωρ, και πρέπει να είναι αλήθεια. «Μια φορά μια μαύρη γάτα πέρασε μπροστά από τον Τζόκο. Ύστερα επέστρεψε και τον γρατζούνισε». «Δε νομίζω πως αυτό αποδεικνύει το οτιδήποτε». «Ο Τζόκο βρήκε στο δρόμο ένα πενταράκι λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Δέκα βήματα πιο πέρα ο Τζόκο έπεσε μέσα σ' ένα ανοιχτό φρεάτιο». «Αυτό δεν έχει να κάνει με την τύχη. Αυτό έχει να κάνει με το ότι δεν πρόσεχες πού πήγαινες». «Κι έσκασε πάνω σ' ένα αλιγάτορα». «Αλιγάτορας μέσα στον υπόνομο; Εντάξει, στη Νέα Ορλεάνη είμαστε». «Ναι, όμως ο ένας αλιγάτορας τελικά ήταν δυο που ζευγάρωναν». «Καημενούλη μου». Δείχνοντας το πέρασμα που από τους τοίχους του έβγαιναν προς τα έξω μεταλλικές ράβδοι, ο Τζόκο γύρισε και είπε στη γυναίκα: «Πήγαινε εσύ πρώτη». Όπως και κατά την πρώτη της επίσκεψη, με το που μπήκε η Έρικα και προχώρησε σ' αυτόν το νέο διάδρομο, γαλάζιες ακτίνες λέιζερ άρχισαν να τη σκανάρουν από την κορφή ως τα νύχια, λες κι έκαναν επαλήθευση στο σουλούπι της. Ύστερα οι αχτίνες έσβησαν. Και οι ατσάλινες βέργες σταμάτησαν να βουίζουν. Το τελώνιο την ακολούθησε μέχρι την επόμενη ατσάλινη

292

Dean Koontz

πόρτα. Η Έρικα τράβηξε στο πλάι άλλους πέντε συρτές παραμερίζοντας έτσι και το τελευταίο εμπόδιο που ορθωνόταν μπροστά τους, και την ίδια στιγμή κάμποσοι λαμπτήρες έλουσαν με φως ένα δίχως παράθυρα τετράγωνο χώρο εμβαδού γύρω στα δύο τετραγωνικά μέτρα, που ήταν επιπλωμένος σαν σαλονάκι βικτοριανού στυλ. «Λοιπόν, τι λες;» ρώτησε το ξωτικό. Για δεύτερη φορά μέσα σε διάστημα δυο ημερών από τη στιγμή που είχε έρθει στη ζωή, η Έρικα ένιωθε πως έστεκε μπροστά σ' ένα σταυροδρόμι. Κι έτσι συγχυσμένη κι αναποφάσιστη όπως αισθανόταν, ήθελε και μια δεύτερη γνώμη γι' αυτά που της συνέβαιναν, πριν αποφασίσει για τις επόμενες κινήσεις της. Ο Τζόκο έκανε μια βόλτα στο καλογυαλισμένο μαονένιο πάτωμα σαν αστροναύτης που περπατούσε στο φεγγάρι, και τέλος είπε: «Λείο». Μάζεψε κι έσφιξε τα δάχτυλα των ποδιών του όπως πατούσε πάνω στο περσικό χαλί, και συμπλήρωσε: «Μαλακό». Ξύνοντας σχεδόν με τη μύτη του την ταπετσαρία του τοίχου, έκανε βαθιά εισπνοή, σαν να ρουφούσε το άρωμά της, και είπε: «Αλευρόκολλα». Κοίταξε με ανυπόκριτο θαυμασμό το τζάκι που ήταν από βαθύ σκούρο όσο και καλογυαλισμένο ξύλο καρυδιάς, κι έγλειψε τα Γουίλιαμ ντι Μόργκαν πλακάκια γύρω από την εστία. «Γυαλιστερά», παρατήρησε, αναφερόμενος στα πλακάκια. Κάνοντας χούφτα το χέρι του και καλύπτοντας το αριστερό αυτί του, έσκυψε κοντά σ' ένα από τα φωτιστικά που είχε καπέλο από ύφασμα με χοντρή μεταξωτή πλέξη και κρόσ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

293

σια, λες κι αφουγκραζόταν το φως. «Τετάρτη», είπε τέλος, όμως η Έρικα δεν τον ρώτησε γιατί. Ύστερα το τελώνιο άρχισε να χοροπηδάει πάνω στην πολυθρόνα με την ψηλή ράχη -«Σαν τραμπολίνο»- κοίταξε εξεταστικά το ταβάνι που ήταν από ξύλο μαόνι και γεμάτο σκαλίσματα -«Αρχοντικό»- σύρθηκε με την πλάτη κάτω από την πολυθρόνα κι έβγαλε έναν ήχο σαν καραμούζα. Τέλος γύρισε κοντά στην Έρικα. «Ωραίο δωμάτιο. Πάμε να φύγουμε». «Τι, έτσι; Και να μη ρίξουμε μια ματιά σ' αυτό;» «Σ' αυτό;» Του έδειξε τότε αυτό που ήταν η ατραξιόν μέσα στο μυστικό δωμάτιο, ένα τεράστιο σαν βιτρίνα γυάλινο κατασκεύασμα που είχε μήκος κοντά δύο μέτρα, φάρδος ενάμισι και ύψος πάνω από ένα. Στηριζόταν πάνω σε μια σειρά από μπρούτζινα πόδια που σχημάτιζαν γαμψά νύχια που έσφιγγαν μπρούτζινες μπάλες. Τα έξι φύλλα σκαλιστό τζάμι ήταν στερεωμένα μέσα σε μπρούτζινες κορνίζες διακοσμημένες με περίτεχνα σχέδια. «Εμένα μου μοιάζει με τεράστια μπιζουτιέρα», είπε η Έρικα. Το τελώνιο πλατάγισε τις υποψίες χειλιών του, και είπε: «Ναι, με μπιζουτιέρα. Πάμε τώρα να φύγουμε». «Έλα να ρίξεις μια ματιά, να δεις τι έχει μέσα», είπε η Έρικα, κι όταν ο άλλος δίστασε, τον πήρε απ' το χέρι και τον οδήγησε πιο κοντά στο παράξενο κατασκεύασμα. Η γυάλα ήταν γεμάτη από μια ημιδιάφανη, χρυσοκόκκινη ουσία. Τη μια στιγμή το περιεχόμενο της έμοιαζε με ένα υγρό το οποίο διέτρεχαν μυστικά ρεύματα, όμως την άλλη έπαιρνε τη μορφή πυκνού ατμού που χτυπούσε πάνω στα

294

Dean Koontz

τζάμια και διαχεόταν. «Αναροπιέμαι τι να περιέχει άραγε: υγρό ή αέρια;» είπε η Έρικα. «Ή το ένα ή το άλλο -τι το ψάχνεις; Πάμε να φύγουμε». «Πρόσεξε όμως πώς το υγρό είτε το αέριο απορροφά το φως του λαμπατέρ», παρατήρησε η Έρικα. «Φεγγίζει πέρα για πέρα, και παίρνει το χρώμα του χρυσού και του άλικου ταυτόχρονα». «Ο Τζόκο θέλει να πάει για τσίσα». «Πρόσεξες πώς η εσώτερη φωτεινότητα αποκαλύπτει ένα μεγάλο, σκοτεινό περίγραμμα που μοιάζει να αιωρείται στη μέση ακριβώς της γυάλας;» «Ο Τζόκο θέλει τσίσα. Θα τα κάνει επάνω του!» «Αν και δεν μπορώ να ξεχωρίσω έστω και την παραμικρή λεπτομέρεια αυτού του σαν σκιά όγκου» συνέχισε απτόητη η Έρικα «σαν κάτι να μου θυμίζει. Εσένα σου θυμίζει κάτι, Τζόκο;» «Του Τζόκο του θυμίζει ένα σαν σκιά όγκο». «Μου θυμίζει σκαραβαίο, βαλσαμωμένο μέσα σε ρητίνη. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι θεωρούσαν το σκαραβαίο ιερό», είπε τώρα η Έρικα. Ήταν σαν μια στιγμή βγαλμένη από τις σελίδες κάποιου βιβλίου του Χένρι Ράιντερ Χάνγκαρντ*, όμως η Έρικα πολύ αμφέβαλλε κατά πόσο θα αντιλαμβανόταν και θα εκτιμούσε το ξωτικό την αναφορά σ' ένα από τους μεγαλύτερους συγγραφείς περιπετειών του περασμένου και του προπερασμένου αιώνα. «Και τι είναι αυτός ο... σκαραβαίος;» Σ.τ.Μ. *Henry Rider Haggard (1856-1925): Βικτοριανός συγγραφέας κλασικών περιπετειών με φόντο κυρίως την Αφρική, όπως το βιβλίο του Οι Θησαυροί του Βασιλιά Σολομώντα.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

295

«Ένα γιγάντιο σκαθάρι», του έλυσε την απορία. «Άκουσες; Ο Τζόκο πρέπει να κάνει τσίσα του». «Δε θέλεις να κάνεις τσίσα σου». «Πίστεψέ με». Πιάνοντας τον από το πιγούνι και γυρνώντας το κεφάλι του έτσι ώστε να αναγκαστεί να την κοιτάξει στα μάτια, η Έρικα έφερε το πρόσωπο της κοντά στο δικό του και του είπε: «Κοίτα με κατάματα και πες μου πως λες αλήθεια. Γιατί αν λες ψέματα, θα το καταλάβω αμέσως». «Αλήθεια;» «Όπως το ακούς. Λοιπόν, θέλει ο Τζόκο να κάνει... τσίσα του;» Την κοίταξε εξεταστικά στα μάτια σαν να γύρευε κάτι, δουλεύοντας στο μυαλό του την απάντηση που θα της έδινε, κι ενώ το φρύδι του νότιζαν ήδη χοντρές στάλες ιδρώτα. Είπε τελικά: «Α, πάει, μου πέρασε». «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Δες τη σκιά που επιπλέει μέσα στη γυάλα. Κοίτα, Τζόκο». Το ξωτικό έστρεψε με βαριά καρδιά την προσοχή του σ' αυτό το μυστηριώδες κάτι που αιωρείτο μέσα στην τεράστια μπιζουτιέρα. «Άγγιξε το τζάμι», τον παρότρυνε η Έρικα. «Γιατί;» «Θέλω να δω τι θα συμβεί». «Ναι, όμως ο Τζόκο δε θέλει να δει τι θα συμβεί». «Σκέφτομαι ότι το πιο πιθανό είναι να μη συμβεί απολύτως τίποτε. Έλα Τζόκο, να χαρείς, άγγιξε το τζάμι». Μ' ένα ύφος, λες και του είχε ζητήσει να αγγίξει το μουσούδι μιας κουλουριασμένης κόμπρας, το τελώνιο ακούμπησε επιφυλακτικά το δάχτυλο του στο τζάμι και το κράτησε

296

Dean Koontz

έτσι για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι που στο τέλος το τράβηξε πίσω απότομα. «Κρύο», είπε. «Μπούζι!» «Ναι» είπε η Έρικα «όμως όχι τόσο παγωμένο, ώστε να κολλάει το δέρμα σου πάνω στο τζάμι. Για να δούμε τώρα τι θα συμβεί, αν το αγγίξω εγώ...» Ακούμπησε το μεσαίο της δάχτυλο πάνω στο τζάμι, και τότε η ακαθόριστη σκιά σάλεψε μέσα στο φωτεινό υγρό στο οποίο αιωρείτο.

Κεφάλαιο 49

«Πατέρα... πατέρα... πατέρα...» Το φρικώδες πλάσμα που ήταν κάποτε ο Γουέρνερ προχώρησε άγαρμπα και άτσαλα, σκουντουφλώντας πάνω στον ανατολικό τοίχο του διαδρόμου, ύστερα πέφτοντας πάνω στο δυτικό, παραπαίοντας προς τα πίσω για δυο-δυόμισι μέτρα, ύστερα προχωρώντας μπροστά για τρία, λες και για την κάθε του κίνηση έπρεπε να ομονοήσει μια ολόκληρη επιτροπή. Αυτό το πλάσμα δεν ήταν απλώς ένα έκτρωμα, αν και η λέξη ήταν φτωχή για να το περιγράψει, αλλά και μια ανελέητη γελοιοποίηση των μέχρι τότε επιτευγμάτων του Βίκτωρα, προορισμένο να ξεφτιλίσει τους θριάμβους του, να υπαινιχθεί με αυτή την ίδια του την ύπαρξη πως το έργο ζωής του δημιουργού του δεν ήταν παρά μια σκληρή φαρσοκωμωδία επιστήμης. Από το μυαλό του Βίκτωρα πέρασε η σκέψη πως ίσως τελικά ο Γουέρνερ δεν ήταν το θύμα μιας καταστροφικής κυτταρικής μεταμόρφωσης, πως ο πρώην προϊστάμενος ασφαλείας των Χεριών του Ελέους δεν ήταν καν θύμα, αλλά αντίθετα ένα αρπακτικό κτήνος που απλώς είχε συνειδητά

298

Dean Koontz

επαναστατήσει εναντίον του ίδιου του πλάστη του. Κρίνοντας από την όλη εμφάνιση και σύνθεση αυτής της παρωδίας όντος με τα πολλά πρόσωπα, ολόκληρο το προσωπικό των Χεριών Του Ελέους έμοιαζε να είχε παραδοθεί άνευ όρων και να είχε αφομοιωθεί απ' αυτό το παράφρον σάρκινο συνονθύλευμα, καταντώντας ένα μεταλλαγμένο πλήθος συγκεντρωμένο σε μια και μοναδική ύπαρξη. Και ο λόγος που είχαν αφεθεί όλοι τους να αναπλαστούν παίρνοντας τελικά τη μορφή αυτού του παραπαίοντος εκτοπλάσματος, δεν μπορούσε παρά να ήταν μόνο ένας: ήθελαν με αυτό τον ακραίο τρόπο να προσβάλουν το δημιουργό τους, να τον ατιμάσουν, να τον κάνουν ρεζίλι των σκυλιών. Με τούτη την τόσο κραυγαλέα εκδήλωση της ανεξήγητης περιφρόνησης προς το πρόσωπο του και το έργο του, αυτά τα αχάριστα άθλια κατασκευάσματα επιζητούσαν να τον προκαλέσουν, να τον ταράξουν, να τον κάνουν να χάσει το ηθικό του, να τον ταπεινώσουν. Η σάρκα είναι τζάμπα πράμα, μπορεί όμως και να αποδειχτεί προδοτική. «Πατέρα... Πατέρα... Πατέρα» Μηχανήματα καμωμένα από σάρκες, που όμως ήθελαν να πουλήσουν φιλοσοφία και να κάνουν κριτική, τολμώντας να γελοιοποιήσουν τη μεγαλύτερη και πιο σημαντική επιστημονική διάνοια που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Ο Βίκτωρ άλλαζε τη μορφή του πλανήτη, κι αυτά τα αχρεία υποκείμενα δεν μπορούσαν ν' αλλάξουν το οτιδήποτε πέρα από τις ίδιες τις θλιβερές υπάρξεις τους, έλα όμως που νόμιζαν πως, υποβαθμίζοντας και μακελεύοντας τις τόσο καλά σχεδιασμένες μορφές που τους είχε δώσει, εξισώνονταν με αυτόν, ξεπερνώντας τον κιόλας, και υπ' αυτή την έννοια, αποκτώντας το

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

299

δικαίωμα να τον χλευάζουν και να τον διασύρουν. Όπως το εκτόπλασμα που ήταν κάποτε ο Γουέρνερ συνέχιζε να παραπαίει και να σκουντουφλάει πάνω στους τοίχους, κινούμενο πότε προς τα πίσω, πότε προς τα εμπρός, ο Βίκτωρ αποφάσισε να του απευθύνει το λόγο -να απευθύνει το λόγο σε όλους όσοι ενυπήρχαν μαζεμένοι σωρό-κουβάρι επάνω του: «Αυτή η αξιοθρήνητη θεατρική σας παράσταση με αφήνει παγερά αδιάφορο, και δε με αποθαρρύνει καθόλου. Δεν έχω αποτύχει -όχι εγώ. Εσείς έχετε αποτύχει, εσείς δε φανήκατε αντάξιοι των προσδοκιών μου, εσείς με προδώσατε, αποτυγχάνοντας ωστόσο να με αποκαρδκόσετε έστω και κατ' ελάχιστο. Δεν ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε!» Εκφράζοντας με αυτό το λογύδριο την οργή του, ο Βίκτωρ είχε ξεστομίσει τη φράση του θανάτου, τα λόγια που σήμαιναν πως θα απενεργοποιούσε το αυτόματο νευρικό σύστημα όλων αυτών των αναρχικών ανόητων, μετατρέποντας αυτό το πολυπρόσωπο, αυθάδες όσο και φρικώδες κατασκεύασμα σ' ένα σωρό από ψόφιες σάρκες. Το ον που κάποτε ήταν ο Γουέρνερ συνέχισε να πλησιάζει με τον άγαρμπο όσο και κοπιαστικό τρόπο του, ξεστομίζοντας από τα τόσα στόματά του ξανά και ξανά τη μόνη λέξη που ήξερε -τη μόνη λέξη που όλοι ήξεραν- ότι θα έκανε τον Βίκτωρα πιο έξω φρενών. Είχε στη διάθεσή του κάτι παραπάνω από έξι λεπτά για να εγκαταλείψει τα Χέρια Του Ελέους και να απομακρυνθεί από την περιοχή πριν τη μεγάλη έκρηξη που θα έκανε να λαμπαδιάσει εν ριπή οφθαλμού ολόκληρο το συγκρότημα, μετατρέποντάς το σε μια πυρακτωμένη μάζα, ίδια μ' εκείνη του ήλιου. Η ανάφλεξη που έμελλε να ακολουθήσει, θα έκανε στάχτη το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Γουέρνερ,

300

Dean Koontz

αποκαθαίροντας με τη φωτιά την απίστευτη ιεροσυλία και βλασφημία. Ο ανελκυστήρας βρισκόταν κάπου ανάμεσα στον Βίκτωρα και το συσσωρευμένο σε τούτο άμορφο σάρκινο συνονθύλευμα πλήθος. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν πιο φρόνιμο να κατέβει από τις σκάλες. Κουβαλώντας τη βαλίτσα με όλα τα αρχεία και τα δεδομένα του ιστορικής σημασίας έργου που είχε επιτελέσει στα εργαστήρια των Χεριών Του Ελέους, ο Βίκτωρ απομακρύνθηκε τώρα σχεδόν τρέχοντας από το εκτόπλασμα, άνοιξε απότομα την πόρτα του κλιμακοστασίου και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Φτάνοντας στα υπόγεια του κτιρίου, ο Βίκτωρ άρχισε να κινείται ανάμεσα σε δέσμες ηλιόφωτος και λίμνες σκιών, περνώντας πλάι από τα χαλάσματα που αποτελούσαν μνημείο μιας άλλης άτυχης μέρας στις εγκαταστάσεις. Τώρα πέρασε στην αίθουσα συμβατικών αρχείων. Το εντοιχισμένο πληκτρολόγιο, ο κωδικός που άνοιγε την πόρτα. Λάθος το πρώτο ψηφίο. Ξανά. Το κάθε πλήκτρο που πατούσε, άφηνε κι από έναν ήχο. Κοίταξε πίσω του. Το άμορφο τέρας που κάποτε ήταν ο Γουέρνερ δεν τον είχε ακολουθήσει. Το κτήνος δε θα κατάφερνε να βγει, δεν μπορούσε να περάσει από εκεί μέσα, και οι άλλες πόρτες δεν άνοιγαν. Το Τέρας της Αποκαλύψεως ήταν καταδικασμένο. Ας ψοφούσε, λοιπόν, χλευάζοντας τον Βίκτωρα με τα τόσα στόματά του -το τέλος που του άρμοζε! Στο διάδρομο τώρα με το τσιμεντένιο δάπεδο, τους χτισμένους από τσιμεντόλιθους και ξύλο τοίχους. Η πρώτη πόρτα έκλεισε αυτόματα από πίσω του, όπως ζύγωνε στη δεύτερη. Εντοιχισμένο πληκτρολόγιο, πληκτρολόγηση του κωδικού.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

301

Σωστή, με την πρώτη. Ο μικρός τσιμεντένιος χώρος, η τελευταία πόρτα που πάντα ξεκλείδωνε από μέσα. Η Μερσεντές S600 φάνταζε κούκλα, ένα μεταφορικό μέσο που άρμοζε σε κάποιον από βασιλική γενιά, και ήταν επαρκής ακόμη και για τον ίδιο τον Βίκτωρα. Έκανε ν' ανοίξει την πίσω πόρτα, όμως το ξανασκέφτηκε, και τελικά δεν έβαλε την ανεκτίμητης αξίας βαλίτσα του σ' ένα τόσο ανασφαλές μέρος. Πήγε στο πίσω μέρος του αμαξιού και κλείδωσε τη βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ. Έκλεισε την πίσω πόρτα, άνοιξε εκείνη του οδηγού, κάθισε πίσω από το τιμόνι. Το κλειδί το είχε στην τσέπη του, όμως μ' ένα άγγισμα του δακτύλου του στη μίζα, η μηχανή πήρε μπροστά. Βγήκε στο δρόμο κι έστριψε δεξιά, απομακρυνόμενος από τα Χέρια Του Ελέους. Ο άνεμος, όπως δυνάμωνε, μαστίγωνε τους δρόμους με στάλες βροχής, που όπως έσκαγαν στο οδόστρωμα, αναπηδούσαν σαν χαλίκια. Στα πλημμυρισμένα χαντάκια δεξιά κι αριστερά του δρόμου αρμένιζαν κιόλας μικροί στόλοι από σκουπίδια. Αλλά ακόμη και μια βροχή δέκα φορές πιο δυνατή απ' αυτή που έπεφτε τώρα, δε θα κατάφερνε να σβήσει το εύφλεκτο υλικό που θ' άρπαζε από στιγμή σε στιγμή, κάνοντας να λαμπαδιάσουν τα καταδικασμένα του πια εργαστήρια. Και το θέαμα των φλεγόμενων εγκαταστάσεών του θα ήταν τόσο εντυπωσιακό που κανείς στην πόλη -ή και στη χώρα ολόκληρη, από Ειρηνικό μέχρι Ατλαντικό, κι από τα σύνορα με τον Καναδά, μέχρι εκείνα με το Μεξικό- δε θα είχε ξαναδεί -και κανείς τους δε θα ξεχνούσε τις κάτασπρες φλόγες με την κυριολεκτικά εκτυφλωτική λάμψη. Ισως ν'

302

Dean Koontz

άρπαζαν φωτιά και τα κτίρια που βρίσκονταν απέναντι από τα Χέρια Του Ελέους, αλλά και το πενταόροφο που βρισκόταν πλάι στα εργαστήρια, όπου στεγάζονταν τα κεντρικά της Μπάιοβιζιον να καιγόταν κι αυτό εκ θεμελίων, γεγονός που θα έστρεφε τον ενδιαφέρον των ΜΜΕ αλλά και των Αρχών πάνω του. Την προηγούμενη μέρα ο Γουίλιαμ, ο μπάτλερ, είχε αρχίσει να κόβει τα δάχτυλά του με δαγκωματιές, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την "απόσυρση" του, και μια ώρα μόλις πριν η Κριστίν είχε υποστεί μια ανεξήγητη βλάβη της λειτουργίας της, αναγκάζοντας τον κύριο και θεό της να τη σκοτώσει. Τα δυο αυτά συμβάντα έκαναν τώρα τον Βίκτωρα να σκεφτεί πως ίσως ήταν κι άλλοι από το υπηρετικό προσωπικό της έπαυλης των οποίων η ακεραιότητα, ψυχολογική ή φυσιολογική ή και τα δυο μαζί, απειλούνταν με γενική κατάρρευση. Κι ίσως όχι απλώς να μην μπορούσαν να προσφέρουν πια τις υψηλής ποιότητας υπηρεσίες που απαιτούσε απ' αυτούς το αφεντικό τους, αλλά και να τους ήταν αδύνατον να διατηρήσουν τη μορφή εκείνη που τους έκανε να μοιάζουν με ανθρώπινα πλάσματα. Όμως δεν του ήταν δυνατόν να επιστρέψει πάλι στην έπαυλη -όχι για την ώρα τουλάχιστον. Μια λογική εκτίμηση της όλης κατάστασης, μοιραία οδήγησε τον Βίκτωρα στη σκέψη πως ίσως κάποια από τα δυο χιλιάδες πλάσματα που είχε διασπείρει στην πόλη της Νέας Ορλεάνης, άρχιζαν να παρουσιάζουν προβλήματα και δυσλειτουργίες και πολύ σύντομα μάλιστα. Ό χ ι όλα τους, ασφαλώς. Αλλά οπωσδήποτε ένα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο ποσοστό, της τάξης του 5% π.χ. ή ίσως και του 10%. Όσο για τον ίδιο, σίγουρα δε θα έπρεπε να βρίσκεται στη

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

303

Νέα Ορλεάνη στη διάρκεια αυτής της τόσο κρίσιμης όσο και γεμάτης αβεβαιότητα κατάστασης. Η έκταση που είχε πάρει η κρίση, τον έκανε να σκεφτεί πως ίσως είχε παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα στις δεξαμενές δημιουργίας, στα Χέρια Του Ελέους. Ήξερε πως η γενετική σύνθεση καθώς και η μήτρα της σαρκικής μάζας ήταν απαράμιλλα κι αψεγάδιαστα. Επομένως η αιτία των πρόσφατων ατυχών συμβάντων θα έπρεπε να αποδοθεί σε μηχανική βλάβη. Α ή σε δολιοφθορά! Έ ν α σμάρι υποψίες όρμησαν και σφηνώθηκαν στο μυαλό του, κάνοντας την οργή του να φουντώσει πάλι, και τότε έσπασε το κεφάλι του να βρει ποιος ή ποιοι, μπορεί να ήταν αυτοί που συνωμοτούσαν πίσω απ' την πλάτη του, με σκοπό την καταστροφή του. Αλλά όχι. Αυτή δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να γυρεύει πιθανούς δολιοφθορείς. Το πρώτο που έπρεπε να κάνει, ήταν να μεταφέρει αλλού την έδρα των δραστηριοτήτων του, που τώρα πια δεν ήταν παρά μία, δηλαδή η φάρμα με τις δεξαμενές δημιουργίας. Έπρεπε να κάνει το καλύτερο δυνατόν, επιδιώκοντας την απεμπλοκή του ονόματος του απ' τα όσα έμελλε να συμβούν στην πόλη της επόμενες μέρες. Κι αργότερα θα έβρισκε το χρόνο για τον εντοπισμό του εχθρού που είχε παρεισφρήσει στη ζιυή του, αν φυσικά υπήρχε τέτοιος. Μα αν το καλοσκεφτόταν, το όλο κακό έπρεπε να οφειλόταν σε μηχανική βλάβη. Είχε επιφέρει διάφορες βελτιώσεις στις δεξαμενές δημιουργίας που είχε εγκαταστήσει στη φάρμα. Ήταν τουλάχιστον τρεις γενιές πιο εξελιγμένες από τις αντίστοιχες που χρησιμοποιούσε στα εργαστήρια των

304

Dean Koontz

Χεριοόν Του Ελέους. Κατευθυνόμενος προς τον αυτοκινητόδρομο που περνούσε πάνω από τη Λίμνη Ποντσαρτρέν για είκοσι οχτώ μίλια, ο Βίκτωρ θύμισε στην αφεντιά του πως το κάθε εμπόδιο και την αναποδιά στη μακρόχρονη καριέρα του ακολουθούσαν μεγάλες επιτυχίες και μεγάλα επιτεύγματα, ακόμη μεγαλύτερα από τα προηγούμενα και με ρυθμούς ακόμη πιο ταχείς. Το Σύμπαν επιβεβαίωνε κατ' αυτή την έννοια τη χαοτική φύση του, όμως ο ίδιος κατάφερνε πάντα να το βάλει (το Σύμπαν), σε τάξη και να το φέρει σε λογαριασμό. Απτή απόδειξη του αδάμαστου και του ανυπέρβλητου του χαρακτήρα του αποτελούσαν κι αυτά ακόμη τα ρούχα που φορούσε τώρα. Το συναπάντημά του με τον Χαμαιλέοντα, η αναμέτρησή του με το εκτόπλασμα που κάποτε ήταν ο Γουέρνερ λίγο αργότερα, το φευγιό του από τα Χέρια Του Ελέους -όλα αυτά μαζί θα είχαν καταβάλει και θα είχαν απογοητέψει ακόμη και τον πιο δυνατό από κάθε άποψη άντρα, κάνοντάς τον να μοιάζει με σκιά του εαυτού του. Να, όμως που τα παπούτσια του Βίκτωρα, μετά από τέτοια κοσμοχαλασιά, δεν είχαν την παραμικρή γρατζουνιά, το παντελόνι του διατηρούσε το άψογο της τσάκισής του, και μια φευγαλέα ματιά στο καθρεφτάκι πάνω από το κεφάλι του τον διαβεβαίωσε πως τα όμορφα μαλλιά του παρέμεναν καλοχτενισμένα.

Κεφάλαιο 50

Πηγαίνοντας επιφυλακτικά γύρω απ' την τεράστια γυάλα που ακουμπούσε πάνω στα μπρούτζινα πόδια αρπακτικού με νύχια γαμψά που έσφιγγαν μπάλες, και σταματώντας στην άλλη άκρη της, ακριβώς απέναντι από εκεί που έστεκε η Έρικα, ο Τζόκο γύρισε λίγο το κεφάλι του και της είπε: «Όχι μπιζουτιέρα. Φέρετρο». «Μα αν ήταν φέρετρο, θα είχε και καπάκι» είπε η Έρικα «άρα υποθέτω πως μέσα του δεν υπάρχει κανένας νεκρός». «Ναι, καλά. Ο Τζόκο ξέρει πολλά. Πάμε να φύγουμε». «Κοίτα εδώ», είπε η γυναίκα, και χτύπησε με το κότσι του δακτύλου της το πάνω μέρος της γυάλας, όπως είχε κάνει και στην τελευταία της επίσκεψη. Όπως το χτύπησε, το γυαλί έβγαλε έναν ήχο λες κι είχε πάχος τρία εκατοστά ή και παραπάνω, και στο σημείο που είχε χτυπήσει, το κεχριμπαρένιο υλικό που ήταν μέσα -υγρό είτε αέριο- ρυτίδωσε, όπως ρυτιδοί)νει το νερό μιας λίμνης όταν πετάει κανείς μέσα της μια πέτρα. Στην επιφάνεια δημιουργήθηκαν κυκλάκια χρώματος σκούρου μπλε, που μεγάλωναν όπως απλώνονταν. Κι όταν όλα ηρέμησαν, η ουσία

306

Dean Koontz

πήρε ξανά το κεχριμπαρένιο χρώμα της. «Καλύτερα να μην το ξανακάνεις», είπε ο Τζόκο. Η Έρικα όμως χτύπησε το χοντρό τζάμι άλλες τρεις φορές. Και τότε εμφανίστηκαν τρεις ομόκεντροι μπλε κύκλοι, που απλώθηκαν μέχρι τα όρια της γ\)άλας, μέχρι που η ουσία ξαναπήρε το κεχριμπαρένιο χρώμα της. «Ο Τζόκο νιώθει σαν να ανακατεύεται το στομάχι του», είπε το τελώνιο, όπως χάζευε την Έρικα από την απέναντι μεριά της γυάλας. «Δεν πέφτεις στο πάτωμα, να ρίξεις μια ματιά κάτω από τη γυάλα;...» «Όχι, ο Τζόκο δε θα το κάνει». «Αν το έκανες όμως, θα έβλεπες πως υπάρχουν ηλεκτρικά καλώδια, αγωγοί διαφορετικών χρωμάτων και διαμετρημάτων. Όλα τους βγαίνουν μέσα από τη γυάλα και χάνονται στο δάπεδο. Που θα πει πως ακριβώς από κάτω μας υπάρχει κάποιος χώρος με πίνακα όπου συνδέονται όλα αυτά τα καλώδια». Ο Τζόκο, κρατώντας και με τα δυο του χέρια την κοιλιά του είπε: «Κάπως σαν ναυτία». «Κι όμως, υποτίθεται ότι στην έπαυλη δεν υπάρχουν υπόγειοι χώροι». «Ο Τζόκο δεν κατεβαίνει σε υπόγειο». «Ναι, αλλά έχεις ζήσει μέσα σε υπονόμους». «Μπορεί, όμως αυτό δε θα πει πως το ευχαριστιόμουν κιόλας». Η Έρικα κινήθηκε προς την άλλη άκρη της γυάλας, εκείνη που ήταν απέναντι απ' την πόρτα. «Αν τώρα αυτό ήταν φέρετρο, σκέφτομαι πως το πάνω μέρος του θα πρέπει να βρισκόταν εδώ».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

307

«Πολύ μεγάλη ναυτία», συνέχισε ο Τζόκο. Η Έρικα έσκυψε τώρα χαμηλά, μέχρι που τα χείλη της απείχαν εκατοστά μόλις από το τζάμι της γυάλας. «Ψιτ, ψιτ, ακούει κανείς από εκεί μέσα;» Η σκιά που αιωρείτο μέσα σ' αυτή την κεχριμπαρένια υδάτινη είτε αεριώδη θολούρα τινάχτηκε, αναδεύτηκε. Ο Τζόκο τσακίστηκε να απομακρυνθεί από τη γυάλα, κι ήταν τέτοια η φούρια του, που η Έρικα δεν πρόλαβε να δει πώς βρέθηκε αίφνης σκαρφαλωμένος στην εταζέρα, πάνω από το τζάκι, κουρνιασμένος και με τα δυο χέρια του στη διάσταση, όπως κρατιόταν από δυο μπρούτζινα κηροπήγια δεξιά κι αριστερά του. «Α, κι εμένα με τρόμαξε την πρώτη φορά», είπε η Έρικα. «Όμως τότε ακόμη μόλις είχα φάει πρώτη φορά ξύλο, και δεν είχα δει την Κριστίν να πέφτει νεκρή, χτυπημένη από σφαίρες. Τώρα πια δεν τρομάζω έτσι εύκολα». «Ο Τζόκο θα ξεράσει». «Όχι, δεν πρόκειται να κάνεις εμετό, φίλε μου». «Αν δε φύγουμε τώρα αμέσως, ο Τζόκο θα ξεράσει». «Κοίτα με στα μάτια, και πες αλήθεια», τον πρόγκιξε. «Ο Τζόκο δε νιώθει ανακατωσούρα, παρά μόνο τρομάρα. Κι αν πεις ψέματα, θα σε μυριστώ». Συναντώντας το βλέμμα της, το ξωτικό άφησε κάτι σαν κλαψούρισμα. «Ο Τζόκο ή θα φύγει ή θα ξεράσει», είπε τέλος. «Με απογοητεύεις». Το τελώνιο έδειχνε τώρα συντετριμμένο. «Μα αν μου λες αλήθεια, τότε πού είναι οι εμετοί;» τον ρώτησε. Το εκτόπλασμα ρούφηξε προς τα μέσα τα δυο φύλλα σάρ-

308

Dean Koontz

κας που έπαιζαν ρόλο πάνω και κάτω χειλιού, τα παγίδευσε ανάμεσα στα δόντια του και τα δάγκωσε. Είχε πάρει ένα ύφος γεμάτο ντροπή. Όταν είδε κι αποείδε πως η Έρικα δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του, άνοιξε το στόμα του, άφησε το ένα από τα δυο κηροπήγια από τα οποία κρατιόταν, κι έχωσε το ένα του δάχτυλο βαθιά μέσα στο φάρυγγάτου. «Ακόμη κι αν έπιανε το κολπάκι σου» τον αποπήρε η Έρικα «δε θα σήμαινε πως ήθελες στ' αλήθεια να κάνεις εμετό. Γιατί, αν πράγματι ένιωθες ανακατωσούρα, θα έκανες εμετό, χωρίς να χρειάζεται να χώσεις το δάχτυλο σου στο στόμα σου». Πνιγμένος, όπως είχε το δάχτυλο του χωμένο στο στόμα του, με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα, ο Τζόκο πάσχισε ξανά και ξανά, όμως δεν κατάφερε να κάνει εμετό. Οι προσπάθειές του ήταν τόσο απεγνωσμένες, που το ένα πόδι του γλίστρησε κι έφυγε από το ράφι, με αποτέλεσμα να χάσει το κράτημά του κι από το δεύτερο κηροπήγιο και να πέσει σωρό-κουβάρι στο πάτωμα. «Βλέπεις τι παθαίνει όποιος λέει ψευτιές στους φίλους του;» Ντροπιασμένο ως εκεί που δεν έπαιρνε, το τελώνιο επιχείρησε να κρυφτεί πίσω από μια πολυθρόνα με φαρδιά ράχη. «Μη γίνεσαι αστείος», τον καλόπιασε η Έρικα. «Έλα εδώ». «Ο Τζόκο δεν μπορεί να σε κοιτάξει στα μάτια. Όχι, δεν μπορεί». «Μπορείς και παραμπορείς». «Όχι, ο Τζόκο δεν αντέχει να σε βλέπει να τον μισείς». «Κουταμάρες. Καθόλου δε σε μισώ».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

309

«Ναι, τον μισείς τον Τζόκο. Ο Τζόκο είπε ψέματα στην καλύτερη του φίλη». «Και δεν αμφιβάλλω πως πήρε το μάθημά του». «Ω, ναι», τη διαβεβαίωσε, κρυμμένος πάντα πίσω από την πλάτη της πολυθρόνας. «Το πήρε το μάθημά του, αυτό είναι αλήθεια». «Και τώρα ξέρω πως ο Τζόκο δε θα μου πει ψέματα ποτέ ξανά». «Ποτέ! Ποτέ!» «Ωραία, τότε έλα εδώ». «Ο Τζόκο νιώθει τόσο ντροπιασμένος...» «Δε χρειάζεται. Τώρα είμαστε πιο φιλαράκια από ποτέ». Το ξωτικό βγήκε διστακτικά από πίσω από την πολυθρόνα. Ζύγωσε σαν βρεγμένη γάτα την Έρικα, που έστεκε ακόμη στο επάνω μέρος της γυάλας. «Προτού σου ζητήσω να μου πεις τη γνώμη σου» του είπε τώρα «θέλω να σου δείξω κάτι ακόμη». «Όι», ξεστόμισε ο Τζόκο. «Θα κάνω ακριβώς το ίδιο που έκανα και χθες, να δούμε τι θα γίνει». «Όι», ξανάπε το εκτόπλασμα Η Έρικα έσκυψε γι' άλλη μια φορά κοντά στο τζάμι της γυάλας και είπε: «Ψιτ, ψιτ, κανείς από εκεί μέσα;» Ο σαν σκιά όγκος φάνηκε να σαλεύει γι' άλλη μια φορά, και αυτή τη φορά τα ηχητικά κύματα της φωνής της Έρικα δημιούργησαν μπλε παλμικούς κύκλους που απλώθηκαν σε όλη την επιφάνεια της ρευστής ουσία, ίδιους μ' εκείνους που είχε προκαλέσει όταν χτύπησε με το δάχτυλο της το τζάμι πριν από λίγο. Μίλησε ξανά: «Είμαι η Βασίλισσα Εσθήρ, γυναίκα του

310

Dean Koontz

Βασιλιά Αχασβερού». Τα παλμικά μπλε κύματα πήραν τώρα ένα ακόμη πιο έντονο χρώμα απ' ό,τι πριν. Κι η σκιά φάνηκε να υψώνεται και να πλησιάζει περισσότερο προς το τζάμι-καπάκι, αποκαλύπτοντας μια υποψία μόλις προσώπου -ένα θολό κι ακαθόριστο περίγραμμα. «Αυτό ακριβώς συνέβη κι εχθές», είπε η Έρικα, γυρνώντας στο ξωτικό. Τα κίτρινα μάτια του όντος είχαν ανοίξει τώρα διάπλατα από την τρομάρα. Κοίταξε εμβρόντητο τη δίχως ευκρινή χαρακτηριστικά υποψία προσώπου πίσω από το γυαλί, και κάτι σαν ιριδίζουσα φουσκάλα φάνηκε να ξεπροβάλλει μέσα από το ανοιγμένο στόμα του. Σκύβοντας και φέρνοντας τα χείλη της πιο κοντά στο τζάμι της γυάλας, η Έρικα είπε γι' άλλη μια φορά: «Είμαι η Βασίλισσα Εσθήρ, σύζυγος του Βασιλιά Αχασβερού». Μέσα από τους μπλε παλμικούς κύκλους που είχαν προκαλέσει τα ίδια της τα λόγια, ήταν σαν να αναδύθηκε το άκουσμα μιας τραχιάς, χαμηλής φωνής, που ωστόσο η ευκρίνειά της δεν εμποδίστηκε από το πάχος του τζαμιού: «Είσαι η Έρικα Πέντε, κι είσαι δική μου». Ο Τζόκο σωριάστηκε ξερός στο πάτωμα.

Κεφάλαιο 51

Ο Δευκαλίων τους ειδοποίησε μέσω τηλεφώνου να πάνε κατευθείαν στην πύλη της Διαχείρισης Απορριμμάτων Κρόσγουντς. «Εκεί θα συναντηθείτε με δυο που θα σας συνοδεύσουν -ένα Γάμα κι έναν Έψιλον. Μπορείτε να τους εμπιστεύεστε». Οι μεγάλες δενδροστοιχίες από πεύκα σταματούσαν στο σημείο που υψωνόταν η είσοδος της χωματερής. Την ύψους τριών μέτρων πύλη που ήταν από πλεκτό συρματόπλεγμα κάλυπταν πράσινα πλαίσια που έφραζαν τη θέα στο εσωτερικό της εγκατάστασης, και στο πάνω μέρος της υπήρχαν κουλούρες αγκαθωτό σύρμα, όπως άλλωστε και σε όλο το μήκος της περίφραξης. «Μα αυτοί είναι της Νέας Ράτσας», γκρίνιαξε η Κάρσον όπως παρκάριζε το αμάξι, «πώς είναι δυνατόν να τους έχουμε εμπιστοσύνη; Αυτό τώρα με βάζει σε μεγάλη ανησυχία». «Η καφεΐνη φταίει». «Όχι, δε φταίει μόνο η καφεΐνη, Μάικλ. Όλη αυτή η κατάσταση, που πάμε να πέσουμε στα χέρια των πλασμάτων του Βίκτωρα, μου κόβει τα ήπατα».

312

Dean Koontz

«Πάντως ο Δευκαλίων τους εμπιστεύεται», της είπε ο Μάικλ. «Κι αυτό εμένα τουλάχιστον μου αρκεί». «Ναι, εντάξει ξέρουμε με ποιων το μέρος είναι. Όμως και πάλι είναι φορές που φέρεται πολύ παράξενα. Γίνεται κυκλοθυμικός, και τότε δύσκολα καταλαβαίνει κανείς τι σκέφτεται». «Έχουμε και λέμε: είναι διακοσίων ετών, φτιαγμένος από μέλη παρμένα από σορούς θαμμένες στο νεκροταφείο μιας φυλακής. Το πρόσωπο του έχει μια καλή κι όμορφη πλευρά, και μια άλλη που μοιάζει με βαθούλωμα, καλυμμένη μ' ένα περίτεχνο τατουάζ, για να μην πολυφαίνεται η έκταση της ζημιάς. Έχει δυο καρδιές, και Κύριος οίδε τι άλλα παράξενα και μυστήρια παρουσιάζει η εσωτερική διάταξη των ζωτικών του οργάνων. Έχει χρηματίσει μοναχός, κύρια ατραξιόν στη σκηνή τεράτων ενός τσίρκου, κι ίσως ένα σωρό άλλα πράγματα για τα οποία μάλλον δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ το παραμικρό. Στη διάρκεια δυο αιώνων έχει δει πολέμους και πολέμους, κι έχοντας ζήσει τρεις φορές κατά μέσον όρο τη ζωή ενός κοινού ανθρώπου, είχε κάτι παραπάνω από μπόλικο χρόνο για να σκεφτεί και να προβληματιστεί πάνω σε όλα αυτά. Όπως δείχνουν τα πράγματα, έχει διαβάσει όλα τα βιβλία που αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς, που θα πει εκατό φορές περισσότερα βιβλία από όσα έχεις διαβάσει εσύ, χίλιες φορές περισσότερα απ' όσα έχω διαβάσει εγώ. Έχει ζήσει την περίοδο της παρακμής της Χριστιανοσύνης και της άνθησης των νέων Γομόρρων. Ανοίγει πόρτες όπως είναι στον αέρα και περνάει σαν άυλος από την άλλη μεριά του κόσμου, γιατί η αστραπή που του έδωσε ζωή, τον προίκισε κι από πάνω με μυστηριώδη χαρίσματα. Έλεος, Κάρσον, σιγά μην έχει λόγους να είναι κυκλοθυμικός, και να είναι

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

313

δύσκολο να διαβάσει κανείς τις σκέψεις του. Και ναι, έχεις δίκιο, πάει να μας τη φέρε ι. Κι αυτά που ισχυρίζεται ευθύς εξ αρχής, ότι δηλαδή θέλει να τσιμπήσει τον Βίκτωρα, είναι όλα ψέματα. Το μόνο που θέλουν είναι να μας παρασύρουν μέχρι τη χωματερή, για να μας κάνουν στιφάδο». «Αν είναι να συνεχίσεις να κελαηδάς έτσι όπως κελαηδάς, κομμένες οι ταμπλέτες καφείνης». «Και ποιος σου είπε πως χρειάζομαι κι άλλη κα^)εΐνη; Νιώθω λες και τα βλέφαρά μου είναι πιασμένα με ράμματα, για να μην κλείνουν». Στο φως των φαναριών του Χόντα, οι πύλες της χωματερής Κρόσγουντς άρχισαν ν' ανοίγουν προς τα μέσα. Πέρα στο βάθος η χωματερή ήταν κρυμμένη στο σκοτάδι τούτη τη δίχως φεγγάρι βραδιά -ένα σκοτάδι ακόμη πιο πυκνό απ' ό,τι στη μεριά έξω από την περίφραξη. Η Κάρσον έφερε το αμάξι να περάσει αργά μέσα από την ανοιχτή πύλη, και τότε από το σκοτάδι ξεπρόβαλαν δυο φιγούρες που κρατούσαν φακούς. Ο ένας ήταν άντρας, με κάπως άγρια χαρακτηριστικά, όμορφος ωστόσο, αν και με την κάπως ζωώδη έννοια του όρου. Φορούσε ένα λευκό, πενταβρόμικο μπλουζάκι, τζιν παντελόνι και γαλότσες που του έφταναν μέχρι ψηλά τους μηρούς. Στο αντιφέγγισμα των φακών, η γυναίκα που τον συνόδευε φάνταξε τόσο όμορφη, όσο και μια σταρ του Χόλιγουντ. Τα ξανθά μαλλιά της χρειάζονταν επειγόντως ένα γερό λούσιμο, και το πρόσωπο της ήταν τόπους-τόπους λερωμένο, η ομορφιά της όμως ήταν τόσο έντονη που θα ξεχώριζε σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόταν, εκτός κι αν την πετύχαινες κάποια στιγμή που έκανε λασπόλουτρο.

314

Dean Koontz

Ο άντρας έδειξε με τη δέσμη του φακού του στην Κάρσον πού να παρκάρει, ενώ η γυναίκα, όπως έστεκε μπροστά τους, πισωπάτησε, χαμογελώντας και κουνώντας τους το χέρι, λες και οι δυο ντετέκτιβ ήταν τα αγαπημένα της πρωτοξάδελφα που είχε να τα δει από τότε που την είχαν κοπανήσει από τα βουνά Όζαρκς, κυνηγημένοι από πράκτορες της Υπηρεσίας κατά του λαθρεμπορίου. Όμοια με τον άντρα, η γυναίκα φορούσε ένα βρόμικο λευκό μπλουζάκι, τζιν παντελόνι και ψηλές γαλότσες, όμως κατά ένα μυστήριο τρόπο η άχαρη και λερή περιβολή της τόνιζε το γεγονός πως διέθετε θεϊκό κορμί. «Αρχίζω να πιστεύω πως ο Βικτωράκος μας είναι λιγότερο επιστήμονας και περισσότερο σεξουλιάρης», είπε η Κάρσον. «Να σου πω, δεν του κοστίζει τίποτε περισσότερο να τις κάνει με καμπύλες, απ' ό,τι αν τις έκανε σαν σανίδες». Σβήνοντας τα φανάρια του Χόντα και τη μηχανή, η Κάρσον γύρισε και είπε στον Μάικλ: «Θα πάρουμε από κοντά όλα τα όπλα». «Ναι, για την περίπτωση που θα χρειαστεί να υπερασπιστούμε την τιμή και την υπόληψή μας». «Τώρα που σχεδιάζουμε να σου κάνω τα μωρά σου, αν χρειαστεί, θα υπερασπιστώ εγώ την τιμή και την υπόληψή σου», είπε η Κάρσον. Βγήκαν και οι δυο τους από το μικρό αμάξι, έχοντας ο καθένας τους από δυο πιστόλια βαλμένα στις θήκες τους, και κρατώντας από ένα Έρμπαν Σνάιπερ από τη χειρολαβή του, με την κάννη στραμμένη προς το έδαφος. Ο άντρας δεν άπλωσε το χέρι του για χειραψίες. «Είμαι ο Νικ Φριγκ. Υπεύθυνος της χωματερής».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

315

Η Κάρσον εντυπωσιάστηκε από το γεγονός πως η γυναίκα από κοντά ήταν ακόμη πιο όμορφη απ' ό,τι αν την έβλεπε κανείς από κάποια απόσταση. Εξέπεμπε κάτι το άγριο μα και συνάμα το φιλικό και το οικείο, μια ζωώδη σχεδόν ενεργητικότητα κι έναν ενθουσιασμό που σου ήταν δύσκολο να μην τη συμπαθήσεις. «Μύτη, μύγα, μίζα, μάτι, μέρα, μάπα...» είπε η γυναίκα ζωηρά. «Δώστε της λίγο χρόνο να βρει το σωστό», παρενέβη ο Φριγκ. «Είναι φορές που μπερδεύεται, και δεν μπορεί να βρει με την πρώτη την κατάλληλη λέξη». «...μόλος, μύλος, μήλο, μέλι, μαλλί, μάνα. Μάνα! Απόψε είδαμε τη μάνα όλων των σκάρτων». «Από εδώ η Γκάνι Αλέκτο», συνέχισε τις συστάσεις ο Νικ Φριγκ. «Οδηγάει μια από τις σκουπιδογαλέρες, όπως τις λέμε, ένα τεράστιο μηχάνημα που μαζεύει και ισιώνει τους σωρούς των σκουπιδιών, κι ύστερα τα πατικώνει και τα κάνει μια συμπαγή μάζα». «Και τι είναι αυτοί οι σκάρτοι;» ρώτησε ο Μάικλ. «Είναι από πειράματα που έγιναν στα Χέρια Του Ελέους και κάπου στράβωσαν. Μηχανές φτιαγμένες από σάρκες για ειδικές αποστολές, πολεμιστές ή κάτι τέτοιο που υποτίθεται θα μας βοηθούσαν στον Ύστατο Πόλεμο, ακόμη και μερικοί των κατηγοριών Άλφα και Βήτα που δε βγήκαν έτσι ακριβώς όπως τους ήθελε ο κατασκευαστής τους». «Μας τους φέρνουν και τους θάβουμε εδώ πέρα», πετάχτηκε η Γκάνι Αλέκτο. «Τους περιποιόμαστε έτσι όπως τους αξίζει. Μοιάζουν ηλίθιοι, ηλίθιοι, ηλίθιοι, όμως κατά κάποιον τρόπο προέρχονται από εκεί που προερχόμαστε κι εμείς, έτσι είναι κάτι σαν παράξενοι συγγενείς μας».

316

Dean Koontz

«Η αποψινή όμως δεν ήταν ηλίθια», είπε ο Νικ. Στο πρόσωπο της Γκάνι ζωγραφίστηκε μια όλο έκσταση έκφραση. «Ω, απόψε όλα ήταν διαφορετικά κάτω, στη μεγάλη τρύπα. Η μάνα όλων των σκάρτων, ό,τι πιο ωραίο έχουν δει τα μάτια μου». «Κι αυτό μας άλλαξε», είπε ο Νικ Φριγκ. «Εντελούς», συμπλήρωσε η Γκάνι Αλέκτο, κουνώντας ζωηρά το κεφάλι της. «Μας έκανε να καταλάβουμε καλύτερα», είπε ο Νικ. «Καμπάνα, καφάσι, κορίτσι, κοπάδι, κελάρι. Κεφάλι! Η μάνα όλων των σκάρτων μίλησε κατευθείαν στα κεφάλια μας». «Έσπασε τα δεσμά μας», είπε ο Νικ. «Και πια δεν αναγκαζόμαστε να κάνουμε αυτά που αναγκαζόμασταν να κάνουμε». «Τώρα πια δε μισούμε τη φάρα σας», πετάχτηκε η Γκάνι. «Είναι σαν... δεν ξέρω γιατί σας μισούσαμε». «Καλό μου ακούγεται», είπε η Κάρσον. «Σας μισούσαμε θανάσιμα», συνέχισε η Γκάνι την εξομολόγηση. «Όταν μας έστελναν νεκρούς της Παλιάς Ράτσας εδώ, στη χωματερή, τους ποδοπατούσαμε στα μούτρα. Τους ποδοπατούσαμε από την κορφή μέχρι τα νύχια, ξανά και ξανά, μέχρι που γίνονταν άμορφες μάζες από λιωμένες σάρκες και θρυμματισμένα κόκαλα. «Και για να πούμε την αλήθεια» πετάχτηκε ο Νικ «το ίδιο κάναμε και νωρίτερα απόψε με μερικούς δικούς σας». «Όλα αυτά προτού κατέβουμε στη μεγάλη τρύπα και συναντήσουμε τη μάνα όλων των σκάρτων, που μας έβαλε μυαλό», διευκρίνισε η Γκάνι. «Ποπό, αδερφέ μου, πόσο διαφορετική μοιάζει η ζωή τώρα, σίγουρα πράγματα».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

317

Η Κάρσον έπιασε τώρα το Έρμπαν Σνάιπερ και με τα δυο της χέρια, και η κάννη του όπλου, από εκεί που σημάδευε το χώμα, βρέθηκε στραμμένη προς τα ουράνια. Ο Μάικλ μιμήθηκε την κίνησή της με τρόπο, και ρώτησε τάχα στο αδιάφορο: «Λοιπόν, πού είναι ο Δευκαλίων;» «Θα σας πάμε κοντά του», αποκρίθηκε ο Νικ. «Είναι ο πρωτότοκος, σωστά; Ο πρώτος φτιαγμένος από άνθρωπο άνθρωπος, ναι;» «Ναι, όντως», συμφώνησε η Κάρσον. «Να σας πω» πετάχτηκε ο Μάικλ «έχουμε ένα σκύλο στο αμάξι. Θα είναι ασφαλής, αν τον αφήσουμε εδώ πέρα;» «Πάρτε τον μαζί σας», είπε ο Νικ. «Τα σκυλιά... δώσ' τους χωματερή και πάρ' τους την ψυχή. Εμένα με φωνάζουν Νικ ο σκυλομύτης γιατί, προκειμένου να κάνω καλά τη δουλειά μου, έχω μερικά γονίδια κυνοειδούς, που επαυξάνουν την αίσθηση της όσφρησης μου, αν και στο μισό μόλις απ' ό,τι ενός σκύλου, αλλά δέκα φορές περισσότερο από τη δική σου». Με το που άνοιξε ο Μάικλ την πίσω πόρτα του Χόντα, ο Δούκας πετάχτηκε έξω και, υψώνοντας το μουσούδι του, μύρισε τον γεμάτο διάφορες μυρωδιές αέρα της νύχτας. Κοίταξε τον Νικ και την Γκάνι σαν με μισό μάτι, ύστερα έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, μια δεξιά, μια αριστερά. «Μυρίζεται δικούς μας, της Νέας Ράτσας», παρατήρησε ο Νικ. «Κι αυτό του δημιουργεί ανησυχία. Όμως πάνω μας μυρίζει και κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό». «Γιατί απόψε βρεθήκαμε κάτω, στη μεγάλη τρύπα όπου μας άλλαξε μυαλά η μάνα όλων των σκάρτων», συμπλήρωσε η Γκάνι. «Ναι, μπράβο», συμφώνησε ο Νικ. «Το σκυλί... τη μυρί-

318

Dean Koontz

στηκε τη δουλειά -ξέρει». Ο Δούκας της Ορλεάνης κούνησε κάπως ανήσυχα την ουρά του. «Είναι καλό σκυλί. Το καταλαβαίνω από τη μυρωδιά», συνέχισε ο Νικ. «Μυρίζει όπως θα ήθελα να μυρίζω κι εγώ, αν δεν είχα μόνο μερικά γονίδια κυνοειδούς, αλλά ήμουν εκατό τοις εκατό σκύλος. Για σκυλί, μυρίζει τέλεια. Είστε τυχεροί που έχετε τέτοιο ζώο». Η Κάρσον κοίταξε τον Μάικλ μ' έναν τρόπο, σαν να του έλεγε, Μήπως είμαστε για δέσιμο που θα πάμε βόλτα με αυτούς τους δυο νυχτιάτικα σε αυτό τον ερημότοπο; Και ο Μάικλ ερμήνευσε σωστά το βλέμμα της, καθώς βιάστηκε να πει: «Να σου πω, είναι πολύ σκοτεινά κι άλλο τόσο ερημικά εδώ πέρα, όμως τις τρεις τελευταίες μέρες έχουμε ζήσει του κόσμου τα παλαβά, και νομίζω πως απόψε πλησιάζουμε να βγούμε απ' την άλλη άκρη του τούνελ. Εγώ λέω να εμπιστευτούμε τον Δευκαλίωνα και τον Δούκα».

Κεφάλαιο 52

Η Έρικα έβγαλε σηκωτό τον Τζόκο από το δίχως παράθυρα βικτοριανού στυλ σαλονάκι, και προχώρησε στο μυστικό πέρασμα. Με το που λιποθύμησε το ξωτικό, έμεινε για τα καλά ξερό. Ήταν τόσο βαθιά η αναισθησία του, που ο' αυτό το σύντομο ταξίδι του στον κόσμο των χαμένων αισθήσεων, θα πρέπει να βρέθηκε σ' ένα χώρο με θέα στον ίδιο το θάνατο. Άνευρο και χαλαρό, το κορμί του απλώθηκε σαν άδειο τσουβάλι στα χέρια της Έρικα, όταν τον πήρε αγκαλιά. Με το κεφάλι του γερμένο προς τα κάτω, το στόμα του ορθάνοιχτο, με σφηνωμένη ανάμεσα στα δόντια του μια ιριδίζουσα σαπουνόφουσκα η οποία δεν έσκασε παρά μόνο όταν η Έρικα τον ακούμπησε σε μια πολυθρόνα, στη βιβλιοθήκη. Ο Τζόκο παρέμενε πάντα η αντίθεση της ομορφιάς. Αν τύχαινε να τον δει κάποιο παιδάκι, σίγουρα το καημενούλι θα έκανε χρόνια μέχρι να ανακτούσε ξανά τον πλήρη έλεγχο της κύστης του, χώρια που το ψυχικό τραύμα θα του έμενε εφ' όρου ζωής. Μα απ' την άλλη το ευάλωτο του χαρακτήρα του, η ζωη-

320

Dean Koontz

ράδα του, τα σκανδαλιάρικα φερσίματά του και ο στωικός τρόπος που αντιμετώπιζε την ύπαρξη του τον έκαναν συμπαθή, αν όχι κι αγαπητό στα μάτια της Έρικα. Η οποία, προς μεγάλη της έκπληξη, ένιωθε τη συμπάθειά της γι' αυτό το ξωτικό να μεγαλώνει ώρα με την ώρα. Αν η έπαυλη ήταν ένα ξύλινο σπιτάκι κάπου στην εξοχή, αν ο Τζόκο το συνήθιζε να τραγουδάει κάθε τρεις και λίγο, κι αν υπήρχαν έξι ακόμη πλάσματα σαν κι αυτόν, η Έρικα θα ένιωθε σαν μια αληθινή Χιονάτη. Η ίδια επέστρεψε πάλι στο δίχως παράθυρα σαλονάκι. Στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας και κοίταξε για λίγο την άμορφη σκιά που αιωρείτο μέσα στη χρυσοκόκκινη ουσία. Κρίνοντας από τον τρόπο που ήταν επιπλωμένος και διαρρυθμισμένος ο χώρος, ήταν φανερό πως ο Βίκτωρ ερχόταν εδώ τακτικά και καθόταν για αρκετό διάστημα, συντροφιά στο μυστηριώδες ον της γυάλας. Γιατί αν δεν έμενε παρά ελάχιστα εκεί μέσα, τότε σίγουρα δε θα είχε επιπλώσει το σαλονάκι έτσι που να νιώθει άνετα. Έκλεισε τη σιδερένια πόρτα πίσω της, κι έβαλε τους πέντε σύρτες. Φτάνοντας στην άλλη άκρη του περάσματος από τους τοίχους του οποίου έβγαιναν προς τα έξω μεταλλικές βέργες, έκλεισε και τη δεύτερη ατσάλινη πόρτα και την ασφάλισε με τους σύρτες της. Επιστρέφοντας στη βιβλιοθήκη, οπότε και το αποσπώμενο τμήμα των ραφιών έστρεψε πάνω στους μεντεσέδες του και ήρθε πάλι στην κανονική του θέση, κρύβοντας ό,τι υπήρχε από πίσω του, η Έρικα διαπίστωσε πως ο Τζόκο είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Με τα πόδια του να κρέμονται, έτσι όπως δεν έφταναν να ακουμπήσουν στο πάτωμα, τα χέρια του ακουμπισμένα στα μπράτσα της πολυθρόνας, ήταν θρο-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

321

νιασμένος στητός, με τα νύχια του να χώνονται στο ύφασμα των μπράτσων, λες και βρισκόταν πάνω σε "τρενάκι" κι ήθελε από κάπου να πιαστεί για να μην πέσει, όπως περίμενε εναγωνίως την επόμενη σχεδόν κάθετη βουτιά του βαγονέτου. «Πώς αισθάνεσαι, Τζόκο;» «Σουρομαδη μένος». «Δηλαδή;» «Να, σαν να προσπαθούν δέκα πουλιά να τσιμπήσουν με το ράμφος τους το κεφάλι σου, εσύ να προσπαθείς να προστατευτείς, και οι φτερούγες τους να πεταρίζουν βίαια μαστιγώνοντας τα χέρια και τα μπράτσα σου- να πεταρίζουν και να πεταρίζουν χτυπώντας σε στο πρόσωπο. Ο Τζόκο νιώθει σαν να πνίγεται από φτερά». «Έχεις δεχτεί ποτέ επίθεση από πουλιά;» «Μόνο όταν με βλέπουν». «Αυτό είναι φοβερό!» «Ε, εντάξει, όμως αυτό συμβαίνει μόνο όταν ο Τζόκο είναι έξω. Και μόνο την ημέρα, μόνο μια φορά βράδυ. Καλά, δυο φορές, αν πιάνονται και οι νυχτερίδες για πουλιά». «Εδώ, στη βιβλιοθήκη, υπάρχει μπαρ. Ίσως ένα ποτό βοηθήσει να καλμάρουν τα νεύρα σου». «Μήπως σου βρίσκεται βρόχινο νερό των υπονόμων ανακατεμένο με νόστιμα ιζήματα;» «Πολύ φοβάμαι πως από νερό έχουμε μόνο εμφιαλωμένο ή από τη βρύση». «Ωραία, τότε θα πάρω ένα ουισκάκι». «Το θέλεις ον δε ροκς;» «Όχι, μόνο λίγα παγάκια, σε παρακαλώ». Λίγο αργότερα, κι ενώ η Έρικα είχε δώσει στο ξωτικό το

322

Dean Koontz

ποτό του, χτύπησε το κινητό της. «Μόνο ο Βίκτωρ έχει το νούμερο μου». Της φάνηκε πως διέκρινε κάποια πικρία στη φωνή του, όταν ο Τζόκο γύρισε και της είπε σχεδόν μέσα απ' τα δόντια του: «Αυτός που έφτιαξε αυτόν που ήμουν», όμως μπορεί απλώς να ήταν της φαντασίας της. Η Έρικα έβγαλε το τηλέφωνο από μια τσέπη του παντελονιού της. «Ναι;» «Θα φύγουμε από τη Νέα Ορλεάνη για κάποιο διάστημα», της ανακοίνωσε ο Βίκτωρ στο τηλέφωνο. «Φεύγουμε τώρα αμέσως». Επειδή ο άντρας της μερικές φορές το θεωρούσε μεγάλη αγένεια να του κάνουν ερωτήσεις, η Έρικα απέφυγε να τον ρωτήσει γιατί θα έφευγαν απ' την πόλη, κι αρκέστηκε να του πει απλώς ένα: «Εντάξει». «Βρίσκομαι κιόλας καθ' οδόν προς τη φάρμα με τις δεξαμενές. Θα έρθεις κι εσύ εκεί με τη μεγαλύτερη Μερσεντές SUV, την GL 550». «Ωραία, Βίκτωρ. Πότε; Αύριο;» «Μη γίνεσαι ανόητη. Είπα "τώρα αμέσως". Απόψε. Μέσα σε μια ώρα. Πάρε μαζί σου αλλαξιές για δυο βδομάδες. Πες σε κάποιους από το προσωπικό να σε βοηθήσουν. Πρέπει να βιαστείς». «Να φέρω ρούχα και για 'σένα;» «Έχω άλλη γκαρνταρόμπα στη φάρμα. Σκάσε, λοιπόν, κι άκου». Ο Βίκτωρ της εξήγησε πώς θα έμπαινε στο θησαυροφυλάκιο της έπαυλης, και τι θα έπαιρνε από εκεί για να του το πάει. Τέλος της είπε: «Όταν θα βγεις έξω, κοίτα προς τα βορει-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

323

οδυτικά, να δεις που ο ορίζοντας θα έχει λαμπαδιάσει», κι έκλεισε το τηλέφωνο. Η Έρικα έκλεισε κι αυτή το δικό της τηλέφωνο κι έμεινε σκεφτική για μια στιγμή. «Είναι κακός μαζί σου;» τη ρώτησε έτσι αναπάντεχα το ξωτικό, όπως ήταν ακόμη θρονιασμένο στην πολυθρόνα. «Είναι... είναι αυτός που είναι», του αποκρίθηκε έτσι απροσδιόριστα. «Περίμενε εδώ. Θα είμαι πίσω σ' ένα λεπτάκι». Οι τζαμένιες πόρτες της βιβλιοθήκης έβγαζαν σε μια σκεπαστή βεράντα. Βγαίνοντας έξω η Έρικα, άκουσε το ουρλιαχτό σειρήνων από πέρα, μακριά. Στο βορειοδυτικό ορίζοντα κάτι σαν έντονη ανταύγεια χόρευε τρελά κάτω από τα μαύρα σύννεφα της καταιγίδας: παλλόμενα σχήματα φωτός που διαρκώς χαμήλωναν και δυνάμωναν σε ένταση, ακτινοβολούντα και κατάλευκα σαν πνεύματα απ' τον άλλο κόσμο. Ο φλεγόμενος ουρανός δεν ήταν παρά η αντανάκλαση μιας απίστευτης πυρκαγιάς που ανέπτυσσε εξίσου απίστευτες θερμοκρασίες όπως λυσσομανούσε κάτω από τον άυλο θόλο. Το μέρος όπου η Έρικα είχε "συλληφθεί" και γεννηθεί -τα Χέρια Του Ελέους- είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός ή έτσι τουλάχιστον φαινόταν. Η βροχή, όπως περνούσε ανάμεσα απ' τα δέντρα και ξοδευόταν πάνω στις ήδη μουλιασμένες πρασιές τσιτσίριζε έτσι ακριβώς όπως τσιτσιρίζει κι η φωτιά, όμως εδώ ο αέρας δεν μύριζε καπνό. Η μπόρα έκανε τα πάντα να μοσχοβολούν, το άρωμα του γιασεμιού χάιδεψε τα ρουθούνια της Έρικα και προς στιγμή, για πρώτη φορά στη σύντομη, αν και γεμάτη από δραματικά γεγονότα και συμβάντα ζωή της, η ίδια ένιω-

324

Dean Koontz

σε ολοζώντανη. Μπήκε ξανά μέσα, στη βιβλιοθήκη, και κάθισε στο σκαμνάκι των ποδιών, μπροστά στην πολυθρόνα του Τζόκο. «Μικρέ μου φίλε, ακολούθησες το κρυφό πέρασμα, πάτησες πόδι στο μυστικό δωμάτιο, και είδες τους ατσαλένιους σύρτες στις πόρτες». «Α, ο Τζόκο δεν ξαναπάει εκεί πέρα. Ο Τζόκο έχει βρεθεί σε αρκετά αλλόκοτα και παλαβά μέρη. Από εδώ κι εμπρός θέλει να βρίσκεται μόνο κάπου που είναι ωραία. «Είδες το μυστικό δωμάτιο» συνέχισε η Έρικα «και το γυάλινο φέρετρο, και την άμορφη σκιά που ζει εκεί μέσα». Ο Τζόκο ρίγησε κι ήπιε άλλη μια γουλιά ουίσκι. «Και την άκουσες να μιλάει μέσα από το γυάλινο φέρετρο». «Είσαι η Έρικα Πέντε, κι είσαι δική μου», είπε ο Τζόκο, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του όντος της γυάλας, και πασχίζοντας χωρίς επιτυχία να δώσει μια τραχιά χροιά στη φωνή του. Και συνεχίζοντας τώρα με την κανονική του λαλιά, συνέχισε: «Υπάρχει κάτι μέσα ο' εκείνο το γυάλινο κουτί που για τον Τζόκο είναι τουλάχιστον χίλιες τετρακόσιες φορές πιο φοβιστικό. Αν ο Τζόκο είχε γεννητικά όργανα, θα του είχαν μαραθεί απ' το φόβο και θα του είχαν πέσει. Όμως το μόνο που μπορούσε να πάθει ο Τζόκο, ήταν να λιποθυμήσει». «Μην ξεχνάς ότι σε πήρα μαζί μου εκεί πέρα για να μου πεις τη γνώμη σου για κάτι. Προτού σε ρωτήσω όμως, θέλω να μάθω -και σου το τονίζω!-τι είναι αυτό που πραγματικά πιστεύεις. Θέλω να μου πεις αλήθεια, και μόνο αλήθεια». «Την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, ε;» είπε ο Τζόκο, εμφανώς λουφαγμένος, μη αποφεύγοντας ωστόσο να κοιτάξει

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

325

την Έρικα στα μάτια. Είπε: «Λοιπόν, τέρμα τα ο Τζόκο θέλει τσίσα του, κι ο Τζόκο θέλει εμετό. Αυτός ήταν ο παλιός Τζόκο, και πάει...» «Πολύ ωραία. Θέλω να μου πεις τίμια κι ειλικρινά τη γνώμη σου για δυο πράγματα. Όσον αφορά αυτή τη δίχως σχήμα σκιά, δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι. Με βάση όμως όλα όσα έχεις δει κι έχεις ακούσει, αυτό το κάτι μέσα στη γυάλα είναι απλά ένα ακόμη πράγμα ή μήπως είναι κάτι κακό και μοχθηρό;» «Κακό και μοχθηρό!» αποκρίθηκε το ξωτικό χωρίς δεύτερη σκέψη. «Κακό και μοχθηρό και φαρμακερό, και μισητό, κι απαίσιο, και σάπιο και μεγάλος μπελάς». «Σ' ευχαριστώ για την ειλικρίνειά σου». «Δεν κάνει τίποτε». «Και τώρα η δεύτερη ερώτησή μου». Η Έρικα έσκυψε πιο κοντά στο ξωτικό, καρφώνοντας τα μάτια της στα κιτρινιάρικα δικά του. «Αν αυτό το κάτι που είναι μέσα στη γυάλα είναι κατασκεύασμα ανθρώπου, σχεδιασμένο και ζωντανεμένο από άνθρωπο, πιστεύεις πως αυτός ο άνθρωπος που το δημιούργησε είναι καλός ή... διαβολικός;» «Διαβολικός! Διαβολικός!» τσίριξε το τελώνιο. «Διαβολικός και διεφθαρμένος, και μισητός, και σε γενικές γραμμές για φτύσιμο». Η Έρικα έμεινε να τον κοιτάζει έτσι έντονα για μισό λεπτό περίπου. Τέλος σηκίϋθηκε από το σκαμνάκι. «Πρέπει να φύγουμε από τη Νέα Ορλεάνη και να πάμε στη φάρμα με τις δεξαμενές, στα όρια της Πολιτείας. Θα χρειαστείς κάτι να φορέσεις». Γραπώνοντας με τα δυο του χέρια το τραπεζομάντιλο του πικνίκ που η Έρικα του είχε φορέσει σαν μακριά φούστα, ο

326

Dean Koontz

Τζόκο άνοιξε το άσχημο στόμα του και της είπε: «Αυτό είναι το μόνο ρούχο που είχε ποτέ του ο Τζόκο. Και τον βολεύει μια χαρά». «Μα θα σε δει κόσμος, τουλάχιστον όσο θα είσαι μέσα στη Μερσεντές». «Ε, τότε βάλε τον Τζόκο στο πορτμπαγκάζ ». «Μα είναι τύπου SUV, δεν έχει πορτμπαγκάζ. Πρέπει να σου βρω ρούχα που να σε κάνουν να δείχνεις σας ένα μικρό αγόρι». «Και ποια μεγαλοφυία μπορεί να φτιάξει τέτοια ρούχα;» ρώτησε, και η έκφραση απορίας που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, το έκανε να δείχνει ακόμη πιο φοβιστικό κι άσχημο. «Μακάρι να 'ξερα», παραδέχτηκε η Έρικα. «Όμως νομίζω ξέρω ποια μπορεί ίσως. Η Γκλέντα. Η προμηθεύτρια της έπαυλης. Ψωνίζει τα πάντα που μπορεί να χρειαστούμε εδώ πέρα. Τρόφιμα, χαρτικά, λινά, στολές του προσωπικού, στολίδια για τις γιορτές...» «Αγοράζει και σαπούνια;» θέλησε να πληροφορηθεί ο Τζόκο. «Ναι, τα πάντα, μας ψωνίζει τα πάντα». Το τελώνιο ακούμπησε κάπου το άδειο από ουίσκι ποτήρι του και χτύπησε μια φορά τα χέρια του παλαμάκια. «Ο Τζόκο θα ήθελε πολύ να γνωρίσει τη γυναίκα που σας αγοράζει σαπούνια». «Δε μου φαίνεται και τόσο καλή η ιδέα», του έκοψε τη φόρα η Έρικα. «Εσύ θα μείνεις εδώ, κρυμμένος. Θα μιλήσω στην Γκλέντα, και θα δούμε τι μπορεί να κάνει». «Ο Τζόκο λέει πως καλύτερα να κάνει πιρουέτες ή κωλοτούμπες» είπε το τελώνιο, όπως σηκώθηκε από την πολυ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

327

θρόνα, «ή να περπατάει με τα χέρια. Ό,τι να' ναι». «Ξέρεις τι μπορείς να κάνεις;» είπε η Έρικα. «Μπορείς να ψάξεις τα ράφια και να διαλέξεις μερικά βιβλία για να πάρουμε μαζί μας». «Ναι, θα σου διαβάσω», είπε ο Τζόκο, όταν θυμήθηκε τι του είχε ζητήσει η Έρικα. «Ναι, μπράβο. Διάλεξε μερικές καλές ιστορίες. Καμιά εικοσαριά». Ο Τζόκο πλησίασε στα πλησιέστερα ράφια ν' αρχίσει το ψάξιμο, κι η Έρικα έφυγε να βρει την Γκλέντα. Φτάνοντας στην πόρτα και πριν βγει στο χολ, γύρισε και κοίταξε το εκτόπλασμα. «Να σου πω κάτι;... Βρες και πέντ' έξι βιβλία που να είναι έτσι λιγάκι... επικίνδυνα. Κι ένα που να είναι πολύ... μα πάρα πολύ επικίνδυνο».

Κεφάλαιο 53

Η πανίσχυρη μηχανή ποτίζει με τους κραδασμούς της το σκελετό του αυτοκινήτου απ' άκρη σ' άκρη. Αλλά και οι ρόδες όπως κυλάνε πάνω στ' οδόστρωμα στέλνουν τις δικές τους δονήσεις στο αμάξίϋμα. Ακόμη και στο πίσω κάθισμα με την αφράτη επένδυση οι αμυδρές δονήσεις γίνονται αισθητές από κάποιο πλάσμα που έχει γίνει ευαίσθητο στις δονήσεις μετά τη μακρόχρονη όσο και κουραστική παραμονή του σε κατάσταση ημιαναστολής των ζωτικών λειτουργιών του, κατά την οποία τα ερεθίσματα που δεχόταν ήταν ελάχιστα. Όμοια με τις δονήσεις του μοτέρ του ψυγείου, όταν βρισκόταν μέσα στη γεμάτη υγρό σακούλα, αυτές εδώ δεν είναι ούτε ευχάριστες ούτε προξενούν δυσφορία στον Χαμαιλέοντα. Αν μη τι άλλο τώρα πια δεν ταλαιπωρείται από το αφόρητο κρύο. Αλλά ούτε και από μια κατάσταση που τον ήθελε ανήμπορο να κάνει το παραμικρό, γιατί τώρα πια μόνο ανήμπορος δεν είναι. Είναι ελεύθερος, ελεύθερος επιτέλους -ελεύθε-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζω\>τανός

329

ρος να σκοτώσει. Επί του παρόντος αυτό που βασανίζει τον Χαμαιλέοντα είναι η αδυναμία του να εντοπίσει ΣΤΟΧΟΥΣ. Έχει μυριστεί την παρουσία κάμποσων ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΩΝ, όμως ακόμη κι απ' αυτούς οι περισσότεροι ήταν ήδη νεκροί. Ο μοναδικός ΣΤΟΧΟΣ που είχε εντοπίσει μέσα στο εργαστήριο, αίφνης είχε μετατραπεί σε ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟ, προτού προλάβει ο Χαμαιλέων να τον σκοτώσει. Ο Χαμαιλέων είναι συγχυσμένος, έτσι καθώς δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή τη μεταλλαγή. Ο προγραμματισμός του δεν του επιτρέπει να ψάξει και να βρει εξηγήσεις αυτού του είδους. Ο Χαμαιλέων είναι ευπροσάρμοστος. Όταν δε βοηθάνε το πρόγραμμα και οι εμπειρίες του, θα βρει την άκρη, προσπαθώντας να καταλάβει πού οφείλεται η ανεπάρκεια του προγραμματισμού του. Πάντως ο Χαμαιλέων μπορεί να υποπτεύεται. Όσο ήταν ακόμη μέσα στο εργαστήριο, μπόρεσε να παρακολουθεί εκείνον που αίφνης από ΣΤΟΧΟΣ είχε γίνει ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΣ. Γνοόριζε το πρόσωπο του άντρα από παλιότερα αλλά και από την ταινία μικρού μήκους. Όμως εξαιτίας της αναπάντεχης μεταλλαγής του, ήταν τώρα για τον Χαμαιλέοντα ένα ΑΙΝΙΓΜΑ. Το ΑΙΝΙΓΜΑ, λοιπόν, ήταν πολυάσχολο όσο ήταν στο εργαστήριο, έτρεχε από εδώ κι από εκεί, κάνοντας το ένα και το άλλο. Οι φουριόζες κινήσεις κι ενέργειες του ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΣ είχαν βάλει τον Χαμαιλέοντα σε υποψίες. Βγαίνοντας στο χολ, το ΑΙΝΙΓΜΑ είχε πέσει πάνω σ' ένα ον που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο πλάσμα βάση του πλουσιότατου αρχείου με τις ταυτότητες των ειδών που

330

Dean Koontz

ήταν "φορτωμένο" στο πρόγραμμα του Χαμαιλέοντα. Τούτο το κατασκεύασμα, τεράστιο σε όγκο και ασυνάρτητο στον τρόπο που κινείτο, δεν έμοιαζε καθόλου με ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟ, ωστόσο μύριζε σαν τέτοιος. Το ΑΙΝΙΓΜΑ είχε φύγει βιαστικά από το κτίριο, κι επειδή στο μεταξύ ο Χαμαιλέων δεν είχε μυριστεί ΣΤΟΧΟ ούτε για δείγμα, έκρινε πως δεν είχε λόγο να παραμείνει άλλο εκεί, έτσι είχε ακολουθήσει το ΑΙΝΙΓΜΑ. Κατά την έξοδο από το κτίριο, ο Χαμαιλέων είχε μυριστεί έστω και ψήγματα ΣΤΟΧΟΥ ανακατεμένα με την οσμή του ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΥ που ανέδιδε το ΑΙΝΙΓΜΑ. Ενδιαφέρον! Με το που μπήκαν στο αμάξι και βρέθηκαν να κινούνται, το ΑΙΝΙΓΜΑ είχε δείξει λιγότερο ταραγμένο, κι όπως ηρεμούσε όλο και περισσότερο, σταδιακά τον εγκατέλειπε η οσμή του ΣΤΟΧΟΥ. Τώρα μυρίζει εκατό τοις εκατό ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΣ. Μα τι να σημαίνουν όλα αυτά; Ο Χαμαιλέων επεξεργάζεται στο μυαλό του τα γεγονότα. Στο πίσω κάθισμα, έχοντας γίνει ένα και το αυτό με το πίσω κάθισμα, ο Χαμαιλέων περιμένει για κάποια εξέλιξη. Είναι σίγουρος πως κάτι θα συμβεί. Πάντα συμβαίνει κάτι...

Κεφάλαιο 54

Η Έρικα τηλεφώνησε στην Γκλέντα, την υπεύθυνη προμηθειών της έπαυλης η οποία βρισκόταν στους κοιτώνες και της ζήτησε να συναντηθούν επειγόντως στην τραπεζαρία του προσωπικού. Ο χώρος βρισκόταν στη νότια πτέρυγα του πρώτου ορόφου, και κανείς έμπαινε σ' αυτόν είτε από το νότιο διάδρομο, είτε από μια εξωτερική πόρτα. Μέσα σε λίγα λεπτά, η Γκλέντα φάνηκε στην εξωτερική πόρτα. Άφησε την ομπρέλα της απ' έξω, και μπήκε στην τραπεζαρία λέγοντας: «Μάλιστα, κυρία Ήλιος, τι χρειάζεστε;» Μια γεροδεμένη γυναίκα της Νέας Ράτσας, με κοντό καστανό μαλλί και σκόρπιες φακίδες, ντυμένη με μια εκτός υπηρεσίας φόρμα, έδειχνε φτιαγμένη για βαριές αγγαρείες. Όντας η μοναδική που ψώνιζε για την έπαυλη, δουλειά της δεν ήταν μόνο να ψάχνει ανάμεσα στα ράφια για τα αγαθά που ήθελε, αλλά και να κουβαλάει τα ψώνια και να τα τακτοποιεί στα ράφια του μεγάλου σπιτιού. «Είναι λιγότερο από μέρα που βγήκα από τη δεξαμενή δημιουργίας μου» είπε η Έρικα «και τα δεδομένα που έχουν "φορτωθεί" στον εγκέφαλο μου, δεν έχουν εμπλουτιστεί

332

Dean Koontz

ακόμη με εμπειρίες μου από την πραγματική ζωή. Θέλω να αγοράσω κάτι και μάλιστα άμεσα -απόψε κιόλας- κι ελπίζω οι γνώσεις σου γύρω από την αγορά να μου φανούν χρήσιμες». «Τι ακριβώς χρειάζεστε, κυρία;» Η Έρικα μπήκε αμέσως στο ζουμί, χωρίς περιστροφές: «Θέλω ρούχα γι' αγόρι. Παπούτσια, κάλτσες, παντελόνια, πουκάμισα. Ε, κι εσώρουχα μάλλον. Έ ν α καπέλο -ό,τι να ναι. Το αγόρι είναι γύρω στο 1,25 και ζυγίζει γύρω στα είκοσι πέντε κιλά. Α, και το κεφάλι του είναι μεγάλο -πολύ μεγάλο για παιδάκι- γι' αυτό το καπέλο θα πρέπει να έχει ρυθμιζόμενο κούμπωμα, για να μπορέσουμε να του το χωρέσουμε. Τι λες, μπορείς να μου ψωνίσεις αυτά τα πράγματα τώρα αμέσως;» «Κυρία Ήλιος, μπορώ να ρωτήσω...» «Όχι, δεν μπορείς», της έκοψε τη φόρα η Έρικα. «Αυτά τα πράγματα θέλει ο Βίκτο^ρ να του πάω πάραυτα. Κι εγώ ποτέ δεν τον ρωτάω πώς και τι, όσο παράλογα κι αν μου φαίνονται αυτά που μου ζητάει. Δε ρωτάω ούτε πρόκειται να ροηήσω ποτέ. Και μήπως χρειάζεται να σου εξηγήσω γιατί δε ρωτάω ποτέ το παραμικρό το σύζυγο μου;» «Όχι, κυρία». Το προσωπικό πρέπει να γνώριζε πως οι Έρικες από καιρού εις καιρόν εισέπρατταν παρά μία τεσσαράκοντα, και ότι δεν είχαν το ελεύθερο να αδρανοποιούν το συναίσθημα του φυσικού πόνου κατά την κακοποίησή τους. «Είχα την εντύπωση ότι θα με καταλάβαινες, Γκλέντα. Βράζουμε όλοι μας στο ίδιο τσουκάλι, είτε σύζυγοι είμαστε, είτε προσωπικό, έτσι δεν είναι;» Νιώθοντας αμήχανα από την οικειότητα της κυράς της,

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

333

η Γκλέντα τόλμησε και είπε: «Τέτοια ώρα, δεν είναι ανοιχτά τα καταστήματα που πουλούν είδη παιδικού ρουχισμού. Ωστόσο...» «Ναι;» Στο βλέμμα της Γκλέντα ζωγραφίστηκε μια έκφραση φόβου, και τα χαρακτηριστικά του μέχρι πριν λίγο γαλήνιου προσώπου της τώρα τραβήχτηκαν, φανερώνοντας την ανησυχία της. «Εδώ, στην έπαυλη, υπάρχουν πολλά είδη ρουχισμού για αγόρια και κορίτσια». «Πού; Εδώ; Μα αφού δεν έχουμε παιδιά στο σπίτι». Η φωνή της Γκλέντα ακούστηκε τώρα χαμηλή, σαν ψίθυρος. «Δεν πρέπει να το πείτε ποτέ και σε κανέναν». «Να πω τι, Γκλέντα; Και σε ποιον;» «Να μην το πείτε ποτέ στον... κύριο Ήλιος». Η Έρικα πήρε το ύφος της βασανισμένης γυναίκας που τις αρπάζει από το σκληρό και βάναυσο άντρα της, παίζοντας το ρόλο της όσο καλύτερα μπορούσε: «Γκλέντα, τρώω ξύλο όχι απλώς για τα διάφορα που δεν κάνω σωστά, αλλά και για τον οποιονδήποτε λόγο που γουστάρει στον... αφέντη μου. Μπορεί να τις αρπάξω απλώς και μόνο γιατί του μετέφερα μια δυσάρεστη είδηση. Μπορείς να μου εμπιστευτείς οτιδήποτε -είμαι τάφος». Η Γκλέντα κατένευσε. «Ακολουθήστε με». Κατά μήκος του νότιου διαδρόμου, στο ισόγειο, υπήρχε μια σειρά από αποθηκευτικούς χώρους. Ένας από τους μεγαλύτερους απ' αυτούς ήταν κάτι σαν κλιματιζόμενη ντουλάπα διαστάσεων εφτά επί έξι, στην οποία χωρούσε να μπει κανείς και να σταθεί όρθιος. Η ντουλάπα ήταν γεμάτη από πανάκριβα γούνινα πανωφόρια, όπως βιζόν, ερμίνες, κομμάτια από δέρματα πολικών αλεπούδων κ.λ.π... Ο Βίκτωρ

334

Dean Koontz

δεν είχε καμία συμπάθεια για τους ακτιβιστές υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, τη στιγμή που ο ίδιος αποτελούσε την ψυχή και τον εγκέφαλο του... κινήματος κατά των δικαιωμάτων των ανθρώπων. Εκτός όμως από τα γεμάτα με γουναρικά ράφια, υπήρχαν κι άλλα ερμάρια γεμάτα με είδη ρουχισμού κάθε λογής, που δε θα χωρούσαν ούτε καν στην τεράστια ντουλάπα της Έρικα, στην κρεβατοκάμαρα της κυρίως σουίτας. Έχοντας κατά καιρούς στο πλευρό του συζύγους που η μια ήταν πιστό αντίγραφο της άλλης ακόμη και στην παραμικρή λεπτομέρεια, ο Βίκτωρ γλίτωνε το έξοδο της αγοράς καινούριας γκαρνταρόμπας για την καθεμιά απ' αυτές. Απ' την άλλη όμως ήθελε την Έρικά του κομψή και ντυμένη στην τρίχα ανά πάσα στιγμή, κι υπ' αυτή την έννοια, δεν ήταν δυνατόν να τη βάζει να επιλέγει ρούχα από μια περιορισμένη κολεξιόν. Μια φοβισμένη κι όλο νευρικότητα Γκλέντα άρχισε να βγάζει από κάτι συρτάρια στην άλλη άκρη του βεστιάριου, παιδικά ρούχα το ένα μετά το άλλο -ρούχα για αγόρια, αλλά και για κορίτσια, διαφόρων μεγεθών. «Μα από πού βρέθηκαν όλα αυτά;» ρώτησε η Έρικα αποσβολωμένη. «Κυρία Ήλιος, αν το μάθει ο άντρας σας, θα βάλει τέλος στην ύπαρξη της Κασσάνδρας. Κι αυτό είναι το μόνο που την κάνει ευτυχισμένη. Που έκανε και κάνει όλους μας ευτυχισμένους - με το απαράμιλλο θάρρος της και την κρυφή ζωή της χαρίζει και σε μας τους υπόλοιπους μια μικρή έστω ελπίδα». «Σου εξήγησα τι παθαίνω κάθε φορά που γίνομαι κομίστρια κακών μαντάτων». Η Γκλέντα έκρυψε το πρόσωπο της στην παιδική ριγέ,

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός 316

μπλούζα πόλο που κρατούσε στα χέρια της. Προς στιγμή η Έρικα πίστεψε πως η γυναίκα είχε βάλει τα κλάματα, γιατί το ρούχο έτρεμε όπως το είχε πιάσει με τα χέρια της, και οι ώμοι της τραντάζονταν. Η Γκλέντα όμως πήρε βαθιά ανάσα, σαν να ρουφούσε το άρωμα του παιδιού που είχε φορέσει κάποτε το μπλουζάκι, κι όταν ξανασήκωσε το κεφάλι της, στο πρόσωπο της ήταν ζωγραφισμένη μια έκφραση απόλυτης ευτυχίας κι αγαλλίασης. «Είναι πέντε βδομάδες τώρα που η Κασσάνδρα το σκάει τα βράδια από την έπαυλη για να σκοτώσει παιδιά της Παλιάς Ράτσας». Κασσάνδρα, η υπεύθυνη των πλυντηρίων. «Α», έκανε η Έρικα. «Κατάλαβα!» «Δεν άντεχε να περιμένει πότε θα μας δοθεί η εντολή ν' αρχίσουμε να σκοτώνουμε. Κι εμείς οι υπόλοιποι... θαυμάζουμε τόσο πολύ το θάρρος της, ίσως γιατί δεν έχουμε τα κότσια να τη μιμηθούμε». «Και τα πτώματα;» «Η Κασσάνδρα τα κουβαλάει εδώ πέρα, για να χαρούμε και να το γλεντήσουμε κι εμείς. Ύστερα οι σκουπιδιάρηδες, αυτοί που κουβαλάνε τα άλλα πτώματα στη χωματερή, μαζεύουν και τις σορούς των παιδιών, χωρίς να μας ρωτάνε πώς και τι». «Τα ρούχα όμως βλέπω τα φυλάτε». «Ξέρετε πόσο στενάχωρα είναι στους κοιτώνες. Δεν μπορείς ούτε το κεφάλι σου να γυρίσεις, όχι ρούχα να φυλάξεις. Μα απ' την άλλη όμως δε μας πάει καρδιά να τα πετάξουμε. Είναι βραδιές που βγάζουμε αυτά τα ρουχαλάκια από εδώ, τα μεταφέρουμε στους κοιτώνες και... παίζουμε μαζί τους...

336

Dean Koontz

καταλαβαίνετε. Ω, και είναι τόσο όμορφα, κυρία Ήλιος, να σκεφτόμαστε τα πεθαμένα παιδάκια και να ακούμε την Κασσάνδρα να μας εξιστορεί πώς ξέκανε το καθένα. Το μόνο καλό πράγμα που έχουμε ζήσει μέχρι τώρα!» Η Έρικα ήξερε πως κάτι θα έπρεπε να συμβαίνει βαθιά μέσα της -μια ανεξήγητη συναισθηματική διεργασία- γιατί αυτά που της είπε η Γκλέντα τα βρήκε πολύ ανησυχητικά, μέχρι και φρικαλέα, και στην προοπτική πως θα έντυνε το γλυκούλη τον Τζόκο με ρούχα δολοφονημένων παιδιών, ένιωσε να διστάζει. Και όντως, το γεγονός πως, έστω και νοερά, χρησιμοποίησε τον όρο δολοφονημένα, κι όχι απλώς πεθαμένα, αποτελούσε σαφή ένδειξη μιας επαναστατικής αλλαγής που συντελείτο στον τρόπο σκέψης της. Ένιωσε να τη συνταράσσει κάτι σαν οίκτος γι' αυτή την Κασσάνδρα, για την Γκλέντα και για τους υπόλοιπους του υπηρετικού προσωπικού, όμως και να τη συνεπαίρνει ένα συναίσθημα σιωπηρής φρίκης στη σκέψη ότι η υπεύθυνη των πλυντηρίων έστηνε καρτέρι στα πιο αθώα κι ανυπεράσπιστα μέλη της Παλιάς Ράτσας, αλλά κι ένα αίσθημα συμπόνιας για τα δολοφονημένα πλάσματα, για τα οποία ο προγραμματισμός της προέβλεπε να μη νιώθει απολύτως τίποτε πέρα από φθόνο, οργή, και μίσος θανάσιμο. Τα όσα έκανε για τον Τζόκο, την είχαν φέρει πέρα από το όριο, πέρα από τη γραμμή που της είχε χαράξει ο Βίκτωρ, γι' αυτήν και για τους υπόλοιπους -ένα βήμα πέρα από το τσουκάλι που τους ήθελε να βράζουν όλοι τους. Το παράξενο, όσο και πρωτόγνωρο συναίσθημα της έγνοιας για τον άλλο που είχε αναπτυχθεί τόσο γρήγορα κι αναπάντεχα ανάμεσα στην ίδια και το αστείο εκτόπλασμα παραβίαζε το είδος όσο και την έκταση των συναισθημάτων από τα οποία θα έπρεπε

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

337

κανονικά να διακατέχεται. Κι όπως η φιλία τους γινόταν όλο και πιο δυνατή, η Έρικα έκανε τη οκέψη πως ίσως αυτό ήταν σημάδι κάποιου είδους δυσλειτουργίας -κάτι παρόμοιο με αυτό που είχε πάθει ο Γουίλιαμ, ο μπάτλερ. Εντάξει, είχε το ελεύθερο να αισθάνεται συμπόνια, ταπεινότητα και ντροπή, συναισθήματα δηλαδή που ήταν απαγορευμένα στους άλλους, όμως όλα αυτά μόνο και μονό για να ευχαριστιέται και να απολαμβάνει ο Βίκτωρ ακόμη περισσότερο τον πόνο και την αγωνία της, κάθε φορά που την κακοποιούσε. Γιατί βέβαια δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις του να υπάρχουν και άλλοι αποδέκτες αυτών των λεπτών συναισθημάτων της Έρικα εκτός απ' τον ίδιο ή άλλοι που να ανταποκρίνονταν στη δική της στοργική και τρυφερή στάση με κάτι διαφορετικό από τη δική του περιφρόνηση και κτηνώδη συμπεριφορά. «Πήγαινε πίσω, στους κοιτώνες», είπε τώρα η Έρικα στην Γκλέντα. «Θα διαλέξω μόνη μου ό,τι χρειάζομαι, και θα βάλω τα υπόλοιπα ρούχα στη θέση τους». «Όμως δε θα του πείτε ποτέ τίποτε, εντάξει;» «Ποτέ! Ούτε κουβέντα», την καθησύχασε η Έρικα. Η Γκλέντα έκανε να φύγει, μα τέλος κοντοστάθηκε, και γυρνώντας προς το μέρος της κυράς της, είπε: «Μήπως ...» «Μήπως, τι μήπως, Γκλέντα;» «Μήπως πιστεύετε κι εσείς πως... το τέλος είναι κοντά;» «Εννοείς, το οριστικό και αμετάκλητο τέλος της Παλιάς Ράτσας -το ξεπάστρεμα όλων τους;» Η υπεύθυνη προμηθειών κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπο της Έρικα, ύστερα σήκωσε το κεφάλι της και κάρφωσε το βλέμμα της στο ταβάνι. «Μα κάπου πρέπει να υπάρχει ένα τέλος», είπε με φωνή που χρωμάτιζε ο φόβος και η ανησυ-

338

Dean Koontz

χία. «Πρέπει!» «Εδώ! Κοίταξέ με», την πρόσταξε η Έρικα. Υπακούοντας, όπως της υπαγόρευε το πρόγραμμά της, η Γκλέντα κοίταξε την κυρά της κατάματα. Η Έρικα άπλωσε το χέρι της και σκούπισε με τα ακροδάχτυλά της τα δάκρυα από το πρόσωπο της Γκλέντα. «Μην ανησυχείς». «Κι όμως αυτά μόνο μπορώ να αισθάνομαι: είτε ανησυχία και φόβο, είτε τρελή οργή. Αυτό το συναίσθημα της οργής κοντεύει να με ξεκάνει». «Σύντομα θα υπάρξει κάποιο τέλος», είπε η Έρικα. «Το ξέρετε;» «Ναι. Πολύ σύντομα». «Πώς; Με τι τρόπο;» «Στις περισσότερες περιπτώσεις, το φινάλε δεν είναι ποτέ ιδανικό, όμως στην προκειμένη... ένα οποιοδήποτε φινάλε μας κάνει. Δε συμφωνείς;» Η υπεύθυνη προμηθειών κούνησε το κεφάλι της ελάχιστα, έτσι που μόλις φάνηκε η κατάφασή της. «Έχω την άδεια να το πω και στους άλλους;» «Και νομίζεις πως θα τους κάνει καλό, αν το μάθουν;» «Ω, είμαι βέβαιη, κυρία! Η ζωή μας ήταν ανέκαθεν σκληρή και δύσκολη, όμως τώρα τελευταία έχει γίνει ακόμη δυσκολότερη». «Ε, τότε να τους το πεις». Η υπεύθυνη προμηθειών της έπαυλης κοίταξε την Έρικα μ' ένα ύφος που κάπως συγγένευε με μια έκφραση ευγνωμοσύνης -τόσο μπορούσε να αισθανθεί, τόσο εκδήλωνε. «Δεν ξέρω τι να πω», ξεστόμισε τέλος, μετά από μια μικρή παύση.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

339

«Κανείς μας δεν ξέρει», την παρηγόρησε η Έρικα. «Έτσι είμαστε φτιαγμένοι». «Χαίρετε, κυρία Ήλιος». «Γεια σου, Γκλέντα». Η υπεύθυνη προμηθειών γύρισε και βγήκε από την αποθήκη, κι η Έρικα έμεινε με τα μάτια της σφαλιστά για λίγο, ανήμπορη να κοιτάξει τα ρουχαλάκια που ήταν πεταμένα στο πάτωμα ένα σωρό, ολόγυρά της. Τέλος άνοιξε πάλι τα μάτια της και γονάτισε ανάμεσα στα ρούχα. Διάλεξε μερικά που κατά τη γνώμη της θα έκαναν στο ξωτικό. Τα ρούχα των εκτελεσμένων παιδιών βέβαια δεν ήταν παρά ρούχα. Κι αν το Σύμπαν δεν ήταν ένα άνευ ουσίας και σημασίας χάος, όπως ισχυριζόταν ο άντρας της, αν υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα κάτι να ήταν ιερό, τότε ασφαλώς αυτά τα ταπεινά αντικείμενα που είχαν φορεθεί από αθώους μάρτυρες ήταν καθαγιασμένα, και έτσι όχι μόνο θα βοηθούσαν το μικρό της φίλο να μεταμφιεστεί, αλλά και θα του παρείχαν μια ανώτερη προστασία.

Κεφάλαιο 55

Πηγαίνοντας μπροστά, ο Δούκας τους οδήγησε κατά μήκος μια χωμάτινης ράμπας που περνούσε ανάμεσα από τεράστιους λάκκους γεμάτους απορρίμματα διασχίζοντας τη χωματερή, λες και το ζώο ήξερε καλά το δρόμο. Με το φεγγάρι και τ' άστρα φυλακωμένα πίσω από βαριά κι απειλητικά σύννεφα, η τεράστια χωματερή ήταν σχεδόν βυθισμένη στο πυκνό σκοτάδι, αν και τόπους-τόπους στη θεοσκότεινη απεραντοσύνη έκαιγαν μικρές φωτιές. Η Κάρσον κι ο Μάικλ ακολούθησαν το σκυλί, έχοντας από κοντά τον Νικ Φριγκ και την Γκάνι Αλέκτο, οι οποίοι φώτιζαν με τους φακούς τους τρύπες και σημεία όπου οι σαθρές άκριες της ράμπας εγκυμονούσαν κινδύνους, λες και η μορφολογία του εδάφους ήταν αποτυπωμένη στη μνήμη του καθενός τους με την παραμικρή λεπτομέρεια. «Εγώ είμαι κατηγορίας Γάμα» τους διαφώτισε ο Νικ «ή μάλλον ήμουν, και η Γκάνι από 'δω είναι Έψιλον». «Ή ήμουν», συμπλήρωσε η κούκλα της χωματερής. «Τώρα είμαι ξαναγεννημένη, ελεύθερη και πια δε μισώ κανέναν. Ούτε φοβάμαι».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

341

«Ήταν λες και ζούσαμε με μεταλλικά στεφάνια σφιγμένα γύρω από τα κεφάλια μας, και τώρα κάποιος τα έκοψε και τα πέταξε, έτσι που άλλο πια δε νιώθουμε την αφόρητη πίεση», συνέχισε ο Νικ. Η Κάρσον δεν ήξερε πώς να ερμηνεύσει αυτές τις παράξενες ομολογίες τους ότι τάχα είχαν ξαναγεννηθεί. Εκείνο που περίμενε ήταν πως κάποια στιγμή ο ένας απ' τους δυο τους θα της την έπεφτε με διαθέσεις όχι πολύ καλύτερες από ενός αλυσοπρίονου σε πλήρη λειτουργία. «Σημάδι, σαράκι, σπάτουλα, σπόντα, σούπα, σπανάκι, σαμιαμίδι, σόδα, σαβούρα, στέπες, στέκες, σεξ. Σεξ! » Η Γκάνι γέλασε πανευτυχής που είχε βρει τη λέξη που γύρευε. «Αδερφάκι μου, ήθελα να 'ξερα πώς θα είναι την επόμενη φορά που όλοι όσοι δουλεύουν στη χωματερή ανάψουν ομαδικά, και "την πέσουν" ο ένας στον άλλο κάνοντας σεξ σε όλες τις φάσεις και τις στάσεις, χωρίς όμως να νιώθουν οργή, και χωρίς να κλοτσάνε και να δαγκώνουν, απλώς φροντίζοντας να ικανοποιούν και να ευχαριστούν ο ένας τον άλλο. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον». «Μάλλον», είπε ο Νικ. «Θα έχει την πλάκα του. Εντάξει, παιδιά, εκεί πιο πάνω, θα κατέβουμε από τη ράμπα στο δυτικό λάκκο. Βλέπετε τα δαδιά και τις λάμπες θυέλλης εκεί πιο πέρα; Εκεί μας περιμένει ο Δευκαλίων». «Ναι, μας περιμένει δίπλα στη μεγάλη τρύπα», συμπλήρωσε η Γκάνι. «Θα κατέβουμε πάλι όλοι μαζί στη μεγάλη τρύπα», τους εξήγησε ο Νικ. «Τι βραδιά κι αυτή!» ανέκραξε η Γκάνι ενθουσιασμένη. «Ναι, τρελή βραδιά», υπερθεμάτισε ο Νικ. «Βραδιά απ' τις λίγες, ε, Νικ;»

342

Dean Koontz

«Από τις σπάνιες!» «Θα κατέβουμε στη μεγάλη τρύπα και πάλι\» «Κι είναι πολύ μεγάλη τρύπα». «Και θα κατέβουμε ο' αυτήν και πάλιΐ» «Θα κατέβουμε, δε λες τίποτε. Στη μεγάλη τρύπα». «Στη μάνα όλων των σκάρτων». «Θέαμα να χαρούν τα μάτια μας». «Είμαι ανεβασμένη!» είπε η Γκάνι. «Εγώ να δεις!» είπε ο Νικ. «Είσαι και παραείσαι», είπε η Γκάνι, πιάνοντας τον καβάλο του. «Είμαι, και το ξέρεις». «Το ξέρεις πως το ξέρω ότι είσαι!» «Σιγά μη δεν το ξέρω!» Η Κάρσον υπολόγισε πως απείχε μόλις δυο τρεις ακόμη ανταλλαγές τέτοιων... γλυκόλογων, προτού έφευγε σίφουνας πίσω στο αμάξι ή άδειαζε την Έρμπαν Σνάιπερ πάνω τους. Ο Μάικλ τη βοήθησε να μην της στρίψει εντελώς, όταν μπήκε στην κουβέντα και είπε στον Νικ: «Πώς τα καταφέρνετε και ζείτε εδώ πέρα με όλη αυτήν τη μπόχα;» «Κι εσείς πώς τα καταφέρνετε και ζείτε χωρίς αυτήν;» αντερώτησε ο Νικ. Φτάνοντας στο τέλος της ράμπας, κατηφόρισαν μια χωμάτινη πλαγιά που κατέβαζε στο δυτικό λάκκο. Το σκουπιδαριό έτριζε και σάλευε κάτω απ' τα πόδια τους, ωστόσο ήταν καλά πατικωμένο, και δεν υποχωρούσε επικίνδυνα. Κάπου δέκα άνθρωποι ή και περισσότεροι έστεκαν δίπλα στον Δευκαλίωνα, που έριχνε σ' όλους τους τουλάχιστον ένα κεφάλι. Φορούσε το μακρύ, κατάμαυρο πανωφόρι του, κι

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

343

είχε την κουκούλα τραβηγμένη προς τα πίσω. Το στραπατσαρισμένο μισό του προσώπου που κάλυπτε το περίτεχνο τατουάζ φέγγιζε στο φως ενός δαδιού, και δεν έδειχνε τόσο αποκρουστικό όσο θα έπρεπε να δείχνει, και μάλιστα κάτω από τέτοιες συνθήκες και σ' ένα τέτοιο περιβάλλον. Τσα-ίσα που τον διέκρινε κάτι σαν ήρεμη σιγουριά, κάτι σαν αμετακίνητη αποφασιστικότητα, ένα ύφος που κάπως θύμιζε στην Κάρσον το μακαρίτη τον πατέρα της που ήταν στρατιωτικός, προτού καταταγεί στην Αστυνομία. Ο Δευκαλίων εξέπεμπε αυτή την αίσθηση του ακέραιου ανθρώπου, του ικανού να τα βγάλει πέρα σε κάθε περίσταση -του ηγέτη που ενέπνεε εμπιστοσύνη στους άνδρες του, πριν τους ζητήσει να ριχτούν στη μάχη -κάτι δηλαδή που, κατά τα φαινόμενα, θα καλούνταν να κάνουν και μάλιστα εντός ολίγου. «Ε, πανμέγιστε» φώναξε ο Μάικλ στο γίγαντα «στέκεις εδώ πέρα λες και βρίσκεσαι σε ζαχαροπλαστείο. Πώς την αντέχεις αυτή τη μπόχα;» «Ελεγχόμενη συναισθησία», του εξήγησε ο γίγαντας. «Πείθω τον εαυτό μου να εκλαμβάνει όλη αυτή τη δυσωδία σαν χρώματα, όχι σαν οσμές. Μας βλέπω όλους σαν να στέκουμε πάνω σε μια υφή πλεγμένη από ουράνια τόξα». «Θέλω να ελπίζω πως μάλλον με "δουλεύεις" άγρια». «Κάρσον», είπε ο Δευκαλίων, απευθυνόμενος στην ντετέκτιβ, «είναι εδώ κάποια που θέλει να σε γνωρίσει». Πίσω από το γίγαντα εμφανίστηκε μια όμορφη γυναίκα με λεκιασμένο φόρεμα που πάνω του κολλούσαν μικρά κομμάτια από σκουπίδια. «Καλησπέρα, Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ». Αναγνωρίζοντας τη φωνή από την τηλεφωνική τους επικοινωνία, η Κάρσον ανταπέδωσε το χαιρετισμό: «Κυρία

344

Dean Koontz

Ήλιος». «Μάλιστα. Η Έρικα Τέσσερα. Συγνώμη για το άθλιο της εμφάνισης μου. Με δολοφόνησαν πριν από μιάμιση μέρα περίπου, και μ' έθαψαν κάτω από τα σκουπίδια. Ο λατρεμένος μου Βίκτωρ, όταν με ξαπόστειλε, δε σκέφτηκε να στείλει κι ένα κουτί υγρά χαρτομάντιλα και μια αλλαξιά ρούχα».

Κεφάλαιο 56

Αφήνοντας τα παιδικά ρούχα με τον Τζόκο στη βιβλιοθήκη, η Έρικα πήγε στην κυρίως σουίτα όπου ετοίμασε μια βαλίτσα με ρούχα για τον εαυτό της. Τα αίματα στο χολ της εισόδου δεν μπήκε στον κόπο να τα καθαρίσει. Κανονικά θα έπρεπε να είχε τυλίξει το πτώμα της Κριστίν σε μια κουβέρτα και να είχε ειδοποιήσει το συνεργείο της Νέας Ράτσας που μετέφερε τα πτώματα στη χωματερή Κρόσγουντς, όμως τελικά δεν έκανε τίποτε απ' αυτά. Στο κάτω-κάτω, αν ζύγωνε σε κάποιο από τα παράθυρα και κοιτούσε πέρα, προς τα βορειοδυτικά, θα έβλεπε πως ολόκληρος ο ορίζοντας είχε παραδοθεί στις φλόγες. Και τα χειρότερα έπονταν. Αν οι Αρχές έβρισκαν ακόμη το πτώμα της δολοφονημένης οικονόμου μέσα στην έπαυλη, ίσως αυτό να είχε τη σημασία του -ένα ενοχοποιητικό στοιχείο... Αλλά ακόμη κι αν η ανακάλυψη του πτώματος της Κριστίν δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα στον Βίκτωρα, αυτό ποσώς ενδιέφερε την Έρικα τώρα πια. Κάτι της έλεγε πως δεν επρόκειτο να ξαναδεί ούτε την έπαυλη ούτε τη Νέα Ορλεά-

346

Dean Koontz

νη, καθώς και ότι δε θα ήταν πια η σύζυγος του Βίκτωρα. Πριν μερικές ώρες μόλις, περιστατικά όπως εκείνο με τον μπάτλερ που έκοβε με δαγκωματιές τα δάχτυλά του, η Έρικα τα αντιμετώπιζε με συγκρατημένη απάθεια, αν όχι με πλήρη αδιαφορία. Όμως τώρα η παρουσία του πτώματος ενός όντος της κατηγορίας Βήτα μέσα στην κρεβατοκάμαρά της τη θορυβούσε, τόσο για λόγους τους οποίους κατανοούσε, όσο και για κάποιους άλλους που γι' αυτήν παρέμεναν ανεξήγητοι. Ακούμπησε τη βαλίτσα της στα πόδια του κρεβατιού, και βρήκε μια άλλη μικρότερη στην οποία θα έβαζε όλα όσα θα χρειαζόταν ο Βίκτωρ από το θησαυροφυλάκιο του σπιτιού. Η ύπαρξη του ιδιωτικού θησαυροφυλακίου δεν είχε γνωστοποιηθεί στην Έρικα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής της στη δεξαμενή δημιουργίας. Την είχε πληροφορηθεί μερικά λεπτά μόλις πριν, όταν ο Βίκτωρ της είχε εξηγήσει πώς θα το έβρισκε. Στη μια γωνιά της τεράστιας ντουλάπας, που είχε το μέγεθος της κυρίως τραπεζαρίας στον κάτω όροφο, υπήρχε μια εσοχή ντυμένη με τρεις καθρέφτες που υψωνόταν από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Όταν ντυνόταν, ο Βίκτωρ περνούσε σ' αυτόν το χώρο για να επιθεωρήσει τα ρούχα που φορούσε, και να βεβαιωθεί πως το ντύσιμο του θα προκαλούσε τις επιδιωκόμενες εντυπώσεις. Όπως έστεκε τώρα μέσα σ' αυτό το βαθούλωμα στον τοίχο, η Έρικα κοίταξε το είδωλο της στους καθρέφτες και μονολόγησε: «Δώδεκα εικοσιπέντε είναι τέσσερα ένα». Έ ν α πρόγραμμα αναγνώρισης φωνής περασμένο στον υπολογιστή του σπιτιού αποδέχτηκε αυτές τις έξι λέξεις σαν μέρος ενός συνδυασμού αποτελούμενου από δυο προτάσεις

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

347

ο οποίος άνοιγε το θησαυροφυλάκιο. Ο μεσαίος καθρέφτης γλίστρησε προς τα πάνω και χάθηκε μέσα στο ταβάνι, αποκαλύπτοντας μια κοινή σιδερένια πόρτα, η οποία δεν είχε ούτε μεντεσέδες ούτε πόμολο ούτε κλειδαριά. Όταν ξεστόμισε τις λέξεις: «Δυο δεκατέσσερα είναι δέκα τριάντα ένα», άκουσε τα χαρακτηριστικά κλικ από τα γλωσσίδια μιας αόρατης κλειδαριάς που ξεκλείδωναν, και τότε η σιδερένια πόρτα άνοιξε μ' ένα χαρακτηριστικό σφύριγμα σαν από μπουκάλες με πεπιεσμένο αέρα. Εκτός από μεγάλα ντουλάπια στο επάνω μέρος, στο θησαυροφυλάκιο υπήρχαν πιο χαμηλά σειρές συρταριών, που όλα είχαν τις ίδιες διαστάσεις: τριάντα εκατοστά μήκος, και εξήντα εκατοστά φάρδος. Στον καθένα από τους τρεις τοίχους υπήρχαν από δώδεκα τέτοια συρτάρια, αριθμημένα από το ένα μέχρι το τριάντα έξι. Από το Συρτάρι No 5 η Έρικα έβγαλε δεκάξι δεσμίδες με χαρτονομίσματα των εκατό δολαρίων και τις τακτοποίησε μέσα στο βαλιτσάκι. Η κάθε δεσμίδα είχε από πεντακόσια χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων, πενήντα χιλιάδες δολάρια. Δηλαδή στο σύνολο οκτακόσιες χιλιάδες δολάρια. Στο Συρτάρι No 12 υπήρχε το ισόποσο των διακοσίων πενήντα χιλιάδων δολαρίων σε ευρώ. Η Έρικα το άδειασε κι αυτό κι έβαλε το περιεχόμενο του στο βαλιτσάκι. Από το Συρτάρι No 16, έβγαλε ομόλογα συνολικού ύψους ενός εκατομμυρίου, αφού η αξία του καθενός ήταν πενήντα χιλιάδες. Στο Συρτάρι No 24 ανακάλυψε μπόλικα σακουλάκια από γκρι βελούδο, που ο λαιμός τους έκλεινε με κορδονάκια, τα οποία ήταν όλα τους δεμένα σε άψογους φιόγκους. Τα σακουλάκια περιείχαν πολύτιμους λίθους, κυρίως διαμάντια

348

Dean Koontz

άριστης ποιότητας. Η Έρικα μάζεψε όλα τα σακουλάκια και τα τακτοποίησε κι αυτά στο βαλιτσάκι. Ασφαλώς ο Βίκτωρ θα διατηρούσε λογαριασμούς με σημαντικά ποσά σε υπεράκτιες τράπεζες, όπου ως καταθέτες θα αναφέρονταν διάφορες εταιρίες-βιτρίνες κι ανύπαρκτα ονόματα -ένα σύστημα τόσο πολύπλοκο και μπερδεμένο που δύσκολα θα έβαζε κάποιον ελεγκτή της εφορίας στα ίχνη του... ημίθεου. Σ' αυτές τις τράπεζες λοιπόν βρισκόταν κατατεθειμένο το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου του Βίκτωρα. Τα όσα είχε μαζέψει η Έρικα από το ιδιωτικό θησαυροφυλάκιο βάση των οδηγιών του Βίκτωρα, ήταν τα χρήματα για περιπτώσεις "αιφνίδιας αναχώρησης". Χρήματα που ίσως χρειαζόταν, στην περίπτωση που δεν κατάφερνε να περιορίσει τις συνέπειες της παρούσας κρίσης. Ακούγοντάς τον στο τηλέφωνο, της Έρικα της είχε κάνει εντύπωση η σιγουριά, το μπόρα-είναι-θα-περάσει ύφος του, ωστόσο δεν του είχε πει το παραμικρό. Κρατώντας το βαλιτσάκι, βγήκε από το θησαυροφυλάκιο, και γυρνώντας φάτσα προς τη σιδερένια πόρτα του, είπε τις λέξεις: «Κλείσε και κλείδωσε». Η πόρτα, που ανοιγόκλεινε με μπουκάλες πεπιεσμένου αέρα, υπάκουσε, βγάζοντας το χαρακτηριστικό σιγανό της σφύριγμα. Έκλεισε, και τα γλωσσίδια στην αόρατη κλειδαριά γλίστρησαν και τη σφάλισαν για τα καλά. Ο μεσαίος καθρέφτης άρχισε να χαμηλώνει αργά από το ταβάνι, μέχρι που ξαναμπήκε στη θέση του, ανάμεσα στους δυο άλλους, κάνοντας να φανεί και πάλι το είδωλο της που λες και το είχε πάρει μαζί του, όταν είχε χωθεί στο ταβάνι. Κατεβαίνοντας στο γκαράζ, η Έρικα βόλεψε τις δυο βαλί-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

349

τσες στο χώρο αποσκευών της GL 550. Κρατώντας τώρα μια μεγάλη, πάνινη τσάντα για τη μεταφορά πραγμάτων όπου σκόπευε να βάλει βιβλία, η Έρικα γύρισε στη βιβλιοθήκη. Ντυμένος με τα καινούρια ρούχα του, ο Τζόκο έμοιαζε λιγότερο με τον κολλητό του Τομ Σόγιερ Χάκλμπερι Φιν, και περισσότερο με μεταλλαγμένη χελώνα -με πλάσμα φερμένο από άλλον πλανήτη- χωρίς καβούκι, και με πιθανότητα να περνούσε για ανθρώπινο πλάσμα μόνο στην περίπτωση μιας πανδημίας τύφλωσης. Αν και το τζιν παντελονάκι από μπροστά έδειχνε μια χαρά, από πίσω σούρωνε στο καβάλο και ψηλότερα, δεδομένου ότι από οπίσθια το τελώνιο δεν είχε και πολλά πράγματα. Τα αδύναμα, ξασπρουλιάρικα χέρια του ήταν μακρύτερα από εκείνα ενός μικρού αγοριού, έτσι που οι άκριες των μανικιών της μακρυμάνικης μπλούζας απείχαν γύρω στα δέκα εκατοστά από τους καρπούς του. Ήταν δε η πρώτη φορά που η Έρικα παρατηρούσε πως το τελώνιο είχε από έξι δάκτυλα στο κάθε χέρι. Το τερατάκι είχε κουμπώσει το λουράκι στο πίσω μέρος του μπέιζμπολ καπέλου του στην τελευταία τρύπα, έτσι ώστε να χωράει να μπαίνει στο κεφάλι του, καταλήγοντας όμως να το φαρδύνει περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Έτσι τώρα το καπέλο του έπεφτε ως τις κορυφές των σαν σκοροφαγωμένων αυτιών του, και το έσπρωχνε συνέχεια προς τα πίσω για να μπορεί να βλέπει κάτω από το γείσο. «Μα αυτό δεν είναι αστείο καπέλο», γκρίνιαξε ο Τζόκο. «Όχι, δεν είναι. Όμως δεν μπόρεσα να βρω κανένα τέτοιο εδώ πέρα, και το μαγαζί με τα αστεία καπέλα δεν ανοίγει πριν από τις εννιά». «Ε, μπορεί, αν τους το παραγγείλουμε, να μας το φέρουν

350

Dean Koontz

και νωρίτερα». «Τα καπέλα δεν είναι πίτσες, για να μας τα φέρνουν στο σπίτι», του εξήγησε, ρίχνοντας στην πάνινη τσάντα τα βιβλία που της είχε διαλέξει από τη βιβλιοθήκη. «Αν φορούσα μια πίτσα για καπέλο, θα ήταν πιο αστείο από αυτό εδώ». «Ναι, όμως δε νομίζεις πως αν βάλεις μια πίτσα για καπέλο, όλων τα μάτια θα πέφτουν επάνω μας, κι αυτό είναι κάτι που δε θέλουμε;» «Όχι. Και τα παπούτσια δε μου κάνουν». Ακόμη κι αφότου έβγαλε τα κορδόνια, το ζευγάρι τα αθλητικά παπούτσια δεν είχαν χωρέσει στα πόδια του. «Εντάξει όμως» συνέχισε το ξωτικό «ο Τζόκο περπατάει καλύτερα ξυπόλυτος, τα πόδια του έχουν καλύτερο κράτημα στο έδαφος, χώρια που, όταν του 'ρθει να πιπιλίσει τα δάχτυλα του, δε χρειάζεται να βγάζει παπούτσια». Τα δάχτυλα των ποδιών του ήταν ίδια σε μήκος μ' εκείνα των χεριών του, κι είχαν από τρεις κλειδώσεις το καθένα. Η Έρικα είχε την εντύπωση πως, αν ήθελε, ο Τζόκο μπορούσε να σκαρφαλώνει με την ευκολία μαϊμούς. «Αν μείνεις στο αμάξι, δεν πρόκειται να σε πολυπροσέξει κανείς», του είπε τώρα. «Κι αν κάθεσαι σκυφτός. Κι αν δεν κοιτάς έξω από το παράθυρο όταν μας προσπερνάει κάποιο άλλο αμάξι. Κι αν δεν κουνάς το χέρι σου σε όποιον βλέπεις». «Δάχτυλο μπορώ να δείχνω;» Τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Και γιατί δηλαδή να θέλεις να κάνεις άσεμνες χειρονομίες στους άλλους;» «Ε, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να χρειαστεί. Ας πούμε ότι είναι μια όμορφη βραδιά, με ολόγιομο φεγγάρι, ο ουρανός

351

φίσκα από αστέρια, και σου πετιέται ξαφνικά μια γυναίκα και αρχίζει να σε βαράει με μια σκούπα, κι ένας τύπος πιάνει να σε κοπανάει στο κεφάλι μ' έναν κουβά, φωνάζοντας εν χορώ: "Τι είν' τούτο; Τι είν' τούτο;" κι εσύ το βάζεις στα πόδια και τρέχεις πιο γρήγορα απ' ό,τι αυτοί οι δυο, και θέλεις να τους πεις τίποτε καλό, όμως δε σου έρχεται στο νου τίποτε της προκοπής, οπότε υπάρχει πάντα η λύση του δάχτυλου. Τουλάχιστον μπορώ να κάνω τη χειρονομία που σημαίνει είναι οκέι;» «Εγώ λέω καλύτερα να κρατάς τα χέρια σου κοντά, και να κοιτάξεις να απολαύσεις τη διαδρομή». «Μπορεί ο Τζόκο να τους κάνει το άλλο, με τον αντίχειρα προς τα πάνω; Είσαι τσίφτης; Έγραψες; Έσκισες;» «Ισως την επόμενη φορά που θα πάμε βόλτα με αμάξι, όχι απόψε». «Μπορεί ο Τζόκο να υψώνει τη σφιγμένη του γροθιά, στυλ, Λαός Ενωμένος, Ποτέ Νικημένος;» «Μπα, δεν ήξερα ότι είσαι πολιτικά συνειδητοποιημένος». Η μεγάλη πάνινη τσάντα είχε γεμίσει ως επάνω με βιβλία. «Έλα. Ώ ρ α να φεύγουμε από 'δω πέρα». «Οχ. Περίμενε. Ο Τζόκο κάτι ξέχασε. Στο δωμάτιο του». «Δεν υπάρχει τίποτε στο δωμάτιο σου που μπορεί να χρειαστείς». «Θα 'μαι πίσω σε μισό δευτερόλεπτο». Βούτηξε το ένα από τα κορδόνια που είχε βγάλει από τα αθλητικά παπούτσια και, κρατώντας το ανάμεσα στα δόντια του, βγήκε κάνοντας κωλοτούμπες από τη βιβλιοθήκη. Όταν επέστρεψε μετά από μερικά λεπτά, κρατούσε μια μαξιλαροθήκη που την είχε κάνει σακούλα. Το πάνω μέρος της αυτοσχέδιας σακούλας το είχε δέσει με το κορδόνι του

352

Dean Koontz

παπουτσιού. «Αυτά τι είναι;» ρώτησε η Έρικα απορημένη. «Ε, διάφορα». «Τι, διάφορα». «Διάφορα πράγματα του Τζόκο». «Καλά, καλά. Έλα, πάμε να φύγουμε». Κατεβαίνοντας στο γκαράζ και μπαίνοντας στην GL 550, το τελώνιο γύρισε και τη ρώτησε: «Μήπως θέλεις να οδηγήσω;»

Κεφάλαιο 57

Κρίνοντας από το επίπεδο του ενθουσιασμού τους και το περιεχόμενο της κουβέντας που είχαν ανοίξει μεταξύ τους, η Κάρσον συμπέρανε πως οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, απ' αυτούς που κρατούσαν αναμμένα δαδιά και λάμπες θυέλλης ήταν της κατηγορίας Έψιλον, όπως η Γκάνι Αλέκτο, και δούλευαν εργάτες στη χωματερή. Εκτός από την Έρικα Τέσσερα όμως, υπήρχαν άλλοι πέντε της Νέας Ράτσας που τους είχαν κουβαλήσει στη χωματερή σε κατάσταση νεκροφάνειας, και οι οποίοι είχαν αναστηθεί αργότερα, που ήταν όλοι τους Αλφα: τέσσερις αρσενικοί και μια γυναίκα τους οποίους είχε "τερματίσει" ο Βίκτωρ για διάφορους λόγους. Αυτοί τώρα ήταν τα μέλη της ομάδας των Τενεκέδων, όπως αυτοχαρακτηρίζονταν. Ο Μάικλ και η Κάρσον ένιωσαν μεγάλη ταραχή όταν αποδείχτηκε πως ο ένας από τους Τενεκέδες ήταν ο Μπάκι Γκιτρό, ο περιφερειακός εισαγγελέας της Νέας Ορλεάνης. Ό χ ι όμως αυτός που είχαν σκοτώσει στο Οντιμπόν Παρκ, αλλά ούτε κι ο αυθεντικός κι εκατό τοις εκατό ανθρώπινος Μπάκι Γκιτρό. Αυτός εδώ ήταν το πρώτο πιστό αντίγραφο του εισαγγελέα, που είχε δημιουργηθεί με σκοπό να αντικατα-

354

Dean Koontz

στήσει το γνήσιο. Ο ίδιος όμως είχε αντικατασταθεί από ένα δεύτερο πιστό αντίγραφο, συγκεκριμένα το ον που είχαν σκοτώσει οι δυο ντετέκτιβ στο πάρκο, όταν ο Βίκτωρ έκρινε πως το νούμερο ένα ήταν μειωμένων μιμητικών ικανοτήτων, και άρα δε θα κατάφερνε να αντεπεξέλθει με επιτυχία στο ρόλο του περιφερειακού εισαγγελέα. Κατά τα φαινόμενα όλοι αυτοί οι Άλφα είχαν νεκραναστηθεί πολύ πιο πριν από την Έρικα Ήλιος. Είχαν βρει νερό για να πλυθούν, και τώρα ήταν ντυμένοι με ρούχα αρκετά καθαρά μεν, κουρελιασμένα δε, τα οποία υπήρχαν ανάμεσα στον ωκεανό από σκουπιδαριό. Αν και ήταν η πιο πρόσφατη που είχε βρεθεί στο χείλος του οριστικού αφανισμού κι είχε γλιτώσει την τελευταία στιγμή, οι υπόλοιποι είχαν αναθέσει στην Έρικα Τέσσερα να μιλάει όχι μόνο εξ ονόματος της, αλλά και εξ ονόματος των υπόλοιπων πέντε νεκραναστημένων Άλφα, ίσως επειδή είχε... χρηματίσει σύζυγος του δυνάστη και βασανιστή τους. Η Έρικα γνώριζε τον Βίκτωρα αρκετά καλά, το διεφθαρμένο χαρακτήρα του, τις εκρήξεις του. Και υπ' αυτή την έννοια ίσως γνώριζε καλύτερα από τον καθένα τα αδύνατα σημεία του, την αχίλλειο πτέρνα του -εκείνο το κάτι που θα τον καθιστούσε τρωτό κι ευάλωτο. Ο Δευκαλίων όρθωνε το ανάστημά του σαν κάστρο άπαρτο πλάι στην Έρικα, και, καθώς η γυναίκα έκανε μια σύντομη ενημέρωση στους δυο ντετέκτιβ, οι εργάτες της χωματερής άρχισαν να μαζεύονται γύρω τους. Βέβαια τίποτε απ' αυτά που τους έλεγε δεν αποτελούσε νέο στοιχείο για το συνεργείο των σκουπιδιάρηδων, όμως, έτσι όπως ανήκαν όλοι τους στην τελευταία κατηγορία από την άποψη των διανοητικών ικανοτήτων, έδειχναν να μένουν με το στόμα ανοιχτό και να

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

355

εκστασιάζονται με το παραμικρό. Ήταν ευκολόπιστοι, με τα πρόσωπά τους να γυαλίζουν στο παίξιμο των φλογών της φωτιάς, ίδιοι με παιδάκια που είχαν μαζευτεί ένα γύρω για να ακούσουν κάποιο παραμύθι. «Οι εργάτες που δουλεύουν εδώ πέρα, ήξεραν πως κάτω από τα απέραντα σκουπιδοχώραφα συνέβαινε κάτι πολύ παράξενο», έλεγε τώρα η Έρικα. «Έχουν δει τις επιφάνειες αυτών των χωραφιών να φουσκώνουν και να καταλαγιάζουν σαν βουβά κύματα, λες και κάτι ογκώδες, κάτι πολύ μεγάλο κινείτο πότε από 'δω και πότε από εκεί στα έγκατα της σκουπιδόμαζας. Έχουν ακούσει εφιαλτικές φωνές να βγαίνουν μέσα από τους σωρούς των σκουπιδιών, σαν να ανέβαιναν από κάπου βαθιά. Κι απόψε το είδαν για πρώτη φορά, και το βάφτισαν μάνα όλων των σκάρτων». Από τα χείλη των συγκεντρωμένων Έψιλον βγήκαν μουρμουρητά κι επιφωνήματα. Και στα πρόσωπά τους αποτυπώθηκαν εκφράσεις συναισθημάτων τα οποία υποτίθεται δεν έπρεπε να αισθάνονται τα μέλη της Νέας Ράτσας: της ευτυχίας, του θαυμασμού, και ίσως -ίσως της ελπίδας. «Ξεκίνησε σαν ένα αποτυχημένο πείραμα, ύστερα πετάχτηκε εδώ πέρα σαν πεθαμένο, αν και στην ουσία ημιθανές», συνέχισε η Έρικα. «Μια αστραπή που χτύπησε τη χωματερή, του ξανάδωσε ζωή. Από τότε έχει εξελιχθεί σε κάτι το αξιοθαύμαστο, σε μια οντότητα απερίγραπτης ομορφιάς και ισχυρού ηθικού σκοπού. Είναι φορές που κάποιος Άλφα, έστω κι αν ο Βίκτωρ τον έχει για νεκρό, διατηρεί ένα πυρακτωμένο νήμα ζωής για αρκετές μέρες μετά το φαινομενικό θάνατο του. Με την κατάλληλη φροντίδα, η πυράκτωση αυτού του νήματος μπορεί να διατηρηθεί, έτσι ώστε να μη σβήσει εντελώς, και η πυράκτωσή του σταδιακά να γίνει

356

Dean Koontz

ακόμη εντονότερη. Κι όπως γίνεται εντονότερη η πυράκτωση αυτού του νήματος, η ζωή διαχέεται σε όλο το σύστημα του Άλφα, οδηγώντας στην πλήρη ανάκτηση των αισθήσεών του, και στην αποκατάσταση των λειτουργιών του. Αυτό που οιΈψιλον αποκαλούν μάνα όλων των σκάρτων, εμείς το λέμε Αναστητή, γιατί, όπως ακριβώς η αστραπή επανέφερε αυτό στη ζωή, έτσι βοηθάει τώρα κι εμάς να αναγεννηθούμε, αφού μοιράζεται μαζί μας τη δική του αστείρευτη φωτεινή πηγή ενέργειας». Οι Έψιλον είχαν μαζευτεί τώρα τόσο κοντά, που τα δαδιά και οι λάμπες θυέλλης τους σχημάτιζαν ένα φωτεινό κύκλο που οι πορτοκαλί ανταύγειες του τρεμόπαιζαν στο πρόσωπο της Κάρσον, χώρια που σε τούτο το συγκεκριμένο τμήμα της χωματερής έφεγγε λες και ήταν χάραμα -ένα χάραμα δουλεμένο με το χρωστήρα του άφαντου ακόμη ήλιου. «Ο Αναστητής, που λέτε, δεν είναι ότι ξαναδίνει μόνο ζωή στα μισοπεθαμένα σώματα, αλλά γιατρεύει και το νου», συνέχισε η Έρικα Τέσσερα. «Αφαιρεί από τα προγράμματά μας όλα εκείνα τα στοιχεία που μας ωθούν να φθονούμε, να μισούμε, να εξοργιζόμαστε, και ακυρώνει ό,τι μας απαγορεύει να συμπονάμε, να αγαπάμε, και να ελπίζουμε. Απόψε έκανε την εμφάνισή του μπροστά στους εργάτες της χωματερής, και τους απάλλαξε από όλα εκείνα τα προγραμματισμένα συναισθήματα που τους καταπίεζαν, χαρίζοντάς τους συνάμα όλη εκείνη τη γκάμα των συναισθημάτων που τους ήταν απαγορευμένα. Η Κάρσον ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται, όταν ξανάφερε στο νου της τα λόγια της Γκάνι Αλέκτο: Η μάνα όλων των σκάρτων μίλησε κατευθείαν στα κεφάλια μας.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

357

Ο Μάικλ συμμεριζόταν τις επιφυλάξεις της συναδέλφου του. «Μην το πάρετε στραβά, όμως, όσο πανέμορφο και θείο κι αν είναι αυτό το πλάσμα που μας λέτε, εγώ κάτι παθαίνω στη σκέψη και μόνο πως μπορεί κάποιος έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη να μπει στο κρανίο μου και να με αλλάξει». Οι ανταύγειες από τις φλόγες του αναμμένου δαδιού, όπως τρεμόπαιζαν πάνω στο τατουάζ που έκρυβε τη σακατεμένη μεριά του προσώπου του Δευκαλίωνα, ήταν σαν να ανακλαδίζονταν και να σέρνονταν ανάμεσα στα χαλάσματα των ιστών και των οστών, και τις ουλές. «Μας περιμένει κάτω, στη σήραγγα», είπε τώρα ο γίγαντας. «Εγώ είχα κατέβει πριν από λίγο -ένιωσα λες κι έστεκα μπροστά σ' ένα πλάσμα που μέσα του δεν υπήρχε ούτε ίχνος μοχθηρίας. Βέβαια θα σας εκθέσει κάποιες από τις σκέψεις του... όμως δε θα επιχειρήσει να εισχωρήσει στο μυαλό σας, παρά τη θέλησή σας». «Απ' όσο είσαι σε θέση να ξέρεις», έβαλε ο Μάικλ τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. «Δυο αιώνες τώρα τα μάτια μου έχουν δει την ανθρώπινη κακία σε όλες της τις μορφές και τις εκφράσεις», αποκρίθηκε ο Δευκαλίων. «Κι έτσι όπως ο ίδιος δεν είμαι παρά μια συρραφή από μέλη σωμάτων ψυχοπαθών εγκληματιών, που στους ώμους μου κουβαλάω τον εγκέφαλο ενός δολοφόνου του αισχίστου είδους, ας πούμε ότι διαθέτω... μια κάποια ευαισθησία, και πως το μάτι μου είναι μαθημένο να αναγνωρίζει το κακό, όπου το βλέπει. Και σ' αυτή την Οντότητα -το ξαναλέω- δεν υπάρχει ίχνος μοχθηρίας». Η Κάρσον πρόσεξε την έμφαση στη λέξη, Οντότητα, όταν την ξεστόμισε ο Δευκαλίων, λες και την έγραφε νοερά με

358

Dean Koontz

κεφαλαίο όμικρον. Και μόλο που η σιγουριά του κάπως διασκέδαζε τους φόβους και τις επιφυλάξεις της, ωστόσο η ιδέα να κατέβαινε στη σήραγγα που μόλις είχε αναφέρει ο γίγαντας, δεν της πολυάρεσε. «Ο Αναστητής θα μας βοηθήσει ώστε ο Βίκτωρ να δικαστεί και να τιμωρηθεί έτσι όπως του αξίζει», είπε τώρα η Έρικα Τέσσερα. «Και, μεταξύ μας, χωρίς τη βοήθεια αυτής της οντότητας, δε νομίζω πως θα καταφέρουμε να γκρεμίσουμε τον Βίκτωρα». «Αν έρθει να γυρέψει καταφύγιο εδώ πέρα απόψε ή νωρίς αύριο το πρωί» είπε ο Δευκαλίων «όπως πιστεύουμε πως θα κάνει, όταν μάθει πως τα Χέρια Του Ελέους έγιναν παρανάλωμα του πυρός, η ευκαιρία για εμάς θα είναι μοναδική, και δε θα πρέπει να τη χάσουμε». Πίσω από το φέγγος του δαδιού που αντικαθρεπτιζόταν στα μάτια του, το ακόμη εντονότερο φως της αστραπής που ήταν εσαεί σωρευμένο βαθιά μέσα του έκανε να φωτίσει το βλέμμα του ακόμη περισσότερο, και μ' έναν τρόπο μοναδικό, κάτι που του συνέβαινε αραιά και πού. Η Κάρσον αναρωτήθηκε αν ο γίγαντας άκουσε με το αυτί του νου του τη βροντή της αστραπής που είχε κάνει τότε τον ουρανό να σχιστεί στα δυο ή αν ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη του τα πρώτα μαρτυρικά λεπτά του ανίερου βίου του. «Πιστεύω πως η κρίσιμη στιγμή πλησιάζει όλο και περισσότερο», είπε τώρα ο Δευκαλίων. «Πρέπει οπωσδήποτε να δείτε τον Αναστητή, για να είμαστε έτοιμοι και σε αναμονή, όταν θα έρθει ο Βίκτωρ. «Λοιπόν... βουτιά στη μεγάλη τρύπα», είπε η Κάρσον. «Νύχτα και αυτή... η νύχτα της μεγάλης τρέλας... δε βλέπω την ώρα...»

Κεφάλαιο 58

Μαύρες σκέψεις ήρθαν να αποσπάσουν την προσοχή του Βίκτωρα, όπως οδηγούσε στον έρημο πολιτειακό δρόμο που φίδωνε μπροστά του μέσα στο σκοτάδι που τον έκανε να νιώθει ακόμη πιο βαρύθυμος. Όσες φορές στο παρελθόν είχε αναγκαστεί να μετακομίσει λόγω κάποιων ατυχών γεγονότων -από τη Γερμανία, στην Αργεντινή, από την παλιά Σοβιετική Ένωση, στην Κίνα, κ.ο.κ- πάντα έπνεε τα μένεα εναντίον των συνεργατών του που τα είχαν θαλασσώσει, αλλά κι εναντίον της ίδιας της Φύσης που κατάφερνε να κρατάει επτασφράγιστο μυστικό τα πάντα γύρω από τη μοριακή βιολογία, αλλά και να ανθίσταται σθεναρά στο αιχμηρό νυστέρι της μοναδικής κι ασύγκριτης ευφυΐας του. Έστω κι έτσι όμως δεν έχανε τις ελπίδες του. Το σχέδιο του στην Κούβα -ένα πολλά υποσχόμενο εγχείρημα, που όμως δεν είχε κρατήσει πολύ -είχε ναυαγήσει εξαιτίας ενός ηλίθιου χωριάτη, μιας λυσσασμένης γάτας, μιας γεμάτης παγίδες σκάλας, κι ενός βρεγμένου σαπουνιού που κάποιος είχε παρατήσει, Κύριος οίδε για ποιο λόγο, σε

360

Dean Koontz

κάποιο σκαλοπάτι. Παρ' όλα αυτά, ο ίδιος κι ο Φιντέλ είχαν παραμείνει καλοί φίλοι, κι ο Βίκτωρ είχε μεταφέρει απλώς τα έργα και τις ημέρες του σε μιαν άλλη χώρα, σίγουρος για τον τελικό θρίαμβο του. Οι πολύ ενδιαφέρουσες εγκαταστάσεις στη Βόρειο Κορέα, με την πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση μιας σύμπραξης κυβερνήσεων που "έβλεπαν πολύ μπροστά", κανονικά θα έπρεπε να αποτελούσαν το μέρος όπου θα πραγματοποιούνταν τα τελικά, τα ύψιστα επιτεύγματα -το απόγειο των μόχθων και των προσπαθειών του Βίκτωρα. Ο οποίος Βίκτωρ (στη Βόρεια Κορέα), είχε στη διάθεσή του μια ουσιαστικά αστείρευτη πηγή ανθρώπινων μελών που προέρχονταν από φουκαράδες πολιτικούς κρατούμενους, οι οποίοι προτιμούσαν να τους τεμαχίζουν ζωντανούς, παρά να υπομένουν το μαρτύριο του συσσιτίου της φυλακής. Όμως πώς θα μπορούσε να είχε προβλέψει ότι ο δικτάτορας, ένας φιγουρατζής κόκορας με δικό του ολάκερο χαρέμι, θα πυροβολούσε τον ίδιο του τον κλώνο, τον οποίο είχε δημιουργήσει ο Βίκτωρ μετά από παραγγελία του, όταν ο κλώνος ανέπτυξε ένα φλογερό πάθος για τον επικίνδυνο όσο και απρόβλεπτο πρωτότυπο, κι όρμησε έτσι εντελώς ανερυθρίαστα να τον φιλήσει ερωτικά στο στόμα; Ο Βίκτωρ είχε καταφέρει να διαφύγει από τη χώρα με τα αχαμνά του ανέγγιχτα, κι αυτό γιατί ο ίδιος κι ο δικτάτορας είχαν κάποιον κοινό φίλο, ένα από τα πιο λαμπερά παγκοσμίως αστέρια του σινεμά, που είχε μεσολαβήσει, καταφέρνοντας να τους κάνει να φιλιώσουν. Κι εκείνη τη φορά ο Βίκτωρ είχε καταφέρει να επιβιώσει χωρίς να καταποντιστεί, χωρίς να αμφιβάλλει ούτε μια μέρα για τον εαυτό του και τις ικανότητές του, και χωρίς να πέσει ούτε καν για μια ώρα σε μαύρα πανιά.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

361

Η ολική όμως καταστροφή από τη φωτιά των Χεριών Του Ελέους του είχε κοστίσει περισσότερο από την οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη αποτυχία του, εν μέρει γιατί τώρα είχε βρεθεί περισσότερο κοντά από ποτέ στον τελικό του θρίαμβο, μια ανάσα από την πλήρη κατανόηση του μυστηρίου της σάρκας, του πώς δημιουργείτο και πώς ελέγχονταν. Κατά βάθος, αυτό που τον συντάρασσε συθέμελα δεν ήταν ούτε η καταστροφική πυρκαγιά ούτε τα όσα είχαν χαθεί σ' αυτήν. Εκείνο που τον πιλάτευε και τον είχε ρίξει στη μαύρη απελπισία, ήταν η ταυτότητα του εμπρηστή. Η επιστροφή του πρώτου του δημιουργήματος, εκείνου του άγαρμπου κτήνους, που κανονικά θα έπρεπε να είχε περάσει τα τελευταία διακόσια χρόνια ξυλιασμένος στους πολικούς πάγους, για να τον καταστρέψει τη στιγμή που απείχε μόλις μια ανάσα από τη δικαίωση και το θρίαμβο, του είχε φανεί πιο απίθανη απ' ό,τι εκείνος ο κλώνος με τις ομοφυλοφιλικές ορέξεις. Αίφνης συνειδητοποίησε πως πήγαινε με λιγότερο από τριάντα χιλιόμετρα την ώρα. Αυτό του είχε συμβεί δυο φορές μέχρι τώρα. Γιατί, κάθε φορά που επιτάχυνε, η σκέψη του ταξίδευε αλλού, με αποτέλεσμα να χαλαρώνει το πόδι του στο γκάζι. Δευκαλίων! Τι πομπώδες όνομα! Ο Δευκαλίων στην κουζίνα του Πάτρικ Ντουκέιν, όταν είχε γυρίσει την πλάτη στον Βίκτωρα κι είχε γίνει αέρας και καπνός. Α, σίγουρα κάποιο μαγικό κολπάκι. Αλλά τι κολπάκι. Κι ύστερα ο Δευκαλίων που είχε τρυπώσει στα Χέρια Του Ελέους, χωρίς να ενεργοποιηθεί ο συναγερμός. Γενικός απολογισμός: μέσα σε διάστημα λίγων ημερών ο Χάρκερ... φέρνει στον κόσμο εκείνο το έκτρωμα, ο Γουίλιαμ

362

Dean Koontz

κολατσίζει τα δάχτυλα του, η Κριστίν παθαίνει κρίση ταυτότητας, ο Γουέρνερ υφίσταται μια πρωτοφανή καταστροφική κυτταρική μεταμόρφωση, όλο το προσωπικό των Χεριών Του Ελέους ενσωματώνεται, απ' ό,τι φαίνεται, στο έκτρωμα που είχε καταντήσει ο Γουέρνερ, ο Χαμαιλέων απελευθερώνεται, η Έρικα Τέσσερα καταστρέφει το πείραμα υπεραισθητικού ελέγχου Καρλόφ, τώρα η Έρικα Τέσσερα υποτίθεται πως νεκρανασταίνεται, εκείνοι οι δυο ντετέκτιβ όλως παραδόξως καταφέρνουν και γλιτώνουν απ' τα χέρια του Μπένι και της Σίντι Λάβγουελ, δυο δολοφόνων πρώτης γραμμής... Η λίστα με τα αναπάντεχα περιστατικά τελειωμό δεν είχε. Όλα αυτά από κοινού σήμαιναν κάτι. Διότι δεν ήταν δυνατόν να είχαν προκύψει έτσι από μόνα τους κι αυθόρμητα. Κάποια λογική αλληλουχία που έπρεπε όμως να φωτιστεί. Κάποιο συνωμοτικό σχέδιο ίσως. Κάποια μυστική οργάνωση. Ήταν στιγμές που ο Βίκτωρ σκεπτόταν πως ίσως είχε μια ελαφριά τάση προς την παράνοια, όμως τώρα δεν του έβγαινε με τίποτε από το μυαλό η σκέψη πως η θεωρία συνωμοσίας του ήταν ολόσωστη και βάσιμη. Αυτή τη φορά η αναποδιά που τον είχε βρει, έμοιαζε διαφορετική από τις προηγούμενες. Αυτό που τον είχε σπρώξει τώρα στο χείλος της αβύσσου δεν ήταν ούτε ένα βρεγμένο κομμάτι σαπούνι ούτε ένας ερωτύλος κλώνος. Όταν έχουμε μια ολόκληρη συμφωνία μπελάδων, αυτό σημαίνει πως έχουμε και μια ορχήστρα από εχθρούς κι έναν αποφασισμένο για όλα μαέστρο. Ο Βίκτωρ σκέφτηκε πως ίσως αυτή τη φορά θα έπρεπε να προετοιμαστεί για τα χειρότερα.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

363

Γι' άλλη μια φορά συνειδητοποίησε πως, αν η Μερσεντές συνέχιζε με ακόμη μικρότερη ταχύτητα, θα κυλούσε μόνη της. Στο δρόμο μπροστά και δεξιά του υπήρχε ένα πάρκινγκ, για να ξεκουράζονται οι οδηγοί. Βγήκε από τον αυτοκινητόδρομο, έστριψε και μπήκε στο πάρκινγκ και πάτησε φρένο. Αντί να βιαστεί να φτάσει έτσι απερίσκεπτα κι απρόσεκτα μια ώρα αρχύτερα στη φάρμα με τις δεξαμενές δημιουργίας, θα έπρεπε πρώτα να δουλέψει στο μυαλό του τα πρόσφατα γεγονότα, να αναζητήσει μια εξήγηση. Κάτι του έλεγε πως οσονούπω θα έπαιρνε την πιο σημαντική και κρίσιμη ίσως απόφαση της ζωής του. Είχε αφήσει πίσω του την μπόρα από ώρα, όμως όπως κοίταξε τώρα στο σημείο όπου οι φωτεινές δέσμες των φαναριών του σχημάτιζαν κάτι σαν κώνους, πρόσεξε πως είχε αρχίσει να βρέχει πάλι, κι ο αέρας δυνάμωνε, σφυρίζοντας απειλητικά. Αν και η ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης του Βίκτωρα ήταν παροιμιώδης μεταξύ όσων είχαν την τύχη ή την ατυχία να εργαστούν κοντά του, τώρα ένιωθε να αποσπά συνέχεια την προσοχή του η ανόητη σκέψη πως δεν ήταν μόνος του μέσα στο αμάξι. Μα και βέβαια ήταν μόνος του, όχι μόνο στο αμάξι, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο και μάλιστα σε βαθμό που δεν ήταν της στιγμής να εκτιμήσει, έτσι άθλια που ένιωθε.

Κεφάλαιο 59

Ακολουθώντας τους Τενεκέδες και τους άλλους εργάτες της χωματερής στα ενδότερα της μεγάλης τρύπας, η Κάρσον έκανε τη σκέψη πως υπήρχε κάτι το σχεδόν μεσαιωνικό στην όλη παράξενη κουστωδία. Η απέραντη έκταση του χώρου ταφής απορριμμάτων έμοιαζε τυλιγμένη σ' ένα τεράστιο σεντόνι από μαύρο βελούδο, λες κι ο ανθρώπινος πολιτισμός απείχε ακόμη αιώνες από την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού. Τα φώτα των δαδιών και των λαμπών θυέλλης, και γενικά η όλη ατμόσφαιρα θύμιζαν κάτι από θρησκευτικό προσκύνημα έτσι όπως τονιζόταν από μια αιφνίδια λατρευτική σιωπή της ομάδας, τώρα που ζύγωνε στην είσοδο του υπόγειου ναού του Αναστητή... Αν και οπλισμένη με δυο πιστόλια και μια καραμπίνα, η Κάρσον ένιωθε ανυπεράσπιστη μπροστά στο άγνωστο. Πλησίασαν στο στόμιο ενός τούνελ, που η διάμετρος του έφτανε τα δυόμισι μέτρα, το οποίο κατηφόριζε στα έγκατα του λάκκου και που μάλλον είχε ανοίξει η Οντότητα, η μάνα όλων των σκάρτων, για να εμφανιστεί ενώπιον τους, νωρίτερα εκείνη τη νύχτα.

I Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

365

Προτού ξεκινήσουν την κάθοδο, η Κάρσον ροότησε το Νικ Φριγκ να της πει μέχρι τι βάθος έφτανε η σκουπιδόμαζα. Και τότε άκουσε προς μεγάλη της έκπληξη πως ήταν σαν να έστεκαν σε δέκα ορόφους σκουπιδιών. Αν υπολόγιζε τώρα κανείς την τεράστια έκταση που καταλάμβανε η χωματερή, ο Αναστητής θα έπρεπε να είχε σκάψει μίλια ολόκληρα από υπόγεια περάσματα, κι αυτό το επιβεβαίωσε κι ο Φριγκ, όταν είπε πως είχαν εξερευνήσει ένα δαιδαλώδες συγκρότημα από διαδρόμους κάτω από τη θάλασσα των σκουπιδιών, το οποίο δεν αποτελούσε παρά ένα τμήμα της όλης κατασκευής του Όντος. Οι καλά συμπιεσμένες μάζες των σκουπιδιών που σχημάτιζαν τα τοιχώματα του τούνελ έμοιαζαν να είχαν επικαλυφθεί μ' ένα διάφανο υλικό συγκόλλησης, αρκετά ισχυρό ώστε να εμποδίζει την κατάρρευση αυτών των τοιχωμάτων. Το φως των δαδιών όποος χτυπούσε πάνω στην κολλώδη, γυαλιστερή ουσία, δημιουργούσε κάτι σαν φωτεινά ρυάκια και δακτύλιους. Η Κάρσον έκανε τη σκέψη πως αυτή η κολλώδης ουσία μάλλον προερχόταν από εκκρίσεις του ίδιου του Όντος, που σήμαινε πως το συγκεκριμένο πλάσμα είχε και στοιχεία εντόμου. Της ήταν δύσκολο να δεχτεί πως το αρχιτεκτονικό μυαλό που είχε κατασκευάσει αυτό τον απίστευτο υπόγειο λαβύρινθο, και η εντελώς αγαθή κι ανεξίκακη, η γεμάτη ευσπλαχνία και συμπόνια μυστηριώδης Οντότητα, ήταν ένα και το αυτό. Μπαίνοντας τώρα στο τούνελ, η Κάρσον περίμενε πως η μπόχα των σκουπιδιών θα γινόταν ακόμη πιο έντονη, κι ότι ο αέρας θα γινόταν πνιγηρός. Όμως η κολλώδης γυαλιστερή ουσία με την οποία ήταν "περασμένα" τα τοιχώματα της

366

Dean Koontz

σήραγγας μάλλον εμπόδιζαν και συγκρατούσαν τις εκπομπές μεθανίου, που διαφορετικά θα τους έκοβαν την ανάσα, κι από κάτω βαθιά έφτανε ως εκεί κάτι σαν ρεύμα. Έτσι η κοπέλα ανάσαινε με την ίδια ευκολία που ανάσαινε κι έξω από το τούνελ, και η κακοσμία ήταν τώρα λιγότερο έντονη κι ενοχλητική. Όταν κοίταξε πίσω, προς τη μεριά του Νικ με τη σκυλίσια μύτη, είδε τα ρουθούνια του να ανοιγοκλείνουν έντονα, και μια έκφραση ευχαρίστησης ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Για την ενισχυμένη αίσθηση της όσφρησής του, το υπόγειο μονοπάτι που οδηγούσε σε αυτό το δίχως προηγούμενο προσκύνημα μοσχοβολούσε σαν θυμίαμα -ένα θυμίαμα δυσεύρετο και σπάνιο... Το ίδιο ίσχυε και για τον Δούκα της Ορλεάνης. Η σταδιακή κατωφέρεια του τούνελ τους είχε φέρει τώρα γύρω στα τρία μέτρα κάτω από την επιφάνεια τη χωματερής, αν υπολόγιζε κανείς πως είχαν προχωρήσει τριάντα μέτρα από την είσοδο του τούνελ. Σ' αυτό το σημείο ο υπόγειος διάδρομος έστριβε απότομα αριστερά κι έβγαζε σε μια ευρύχωρη γαλαρία. Πέρα απ' αυτή τη γαλαρία η κάθοδος συνεχιζόταν πιο απότομη. Μέσα στη γαλαρία τους περίμενε ο Αναστητής, αρχικά στο όριο που έφταναν να φωτίσουν τα δαδιά κι οι λάμπες τους, μισοκρυμμένος στις σκιές και μυστηριώδης. Το εύρος της υπόγειας αυτής αίθουσας τούς επέτρεπε να σκορπίσουν, κάτι που εξασφάλιζε στον καθένα τους καλύτερη θέα. Η Κάρσον κοίταξε δεξιά κι αριστερά της, και διαπίστωσε πως οι πάντες, εκτός από την ίδια και τον Μάικλ, έδειχναν βαθιά επηρεασμένοι από την παρουσία αυτού που έστεκε μπροστά τους, έτσι όπως κοιτούσαν όχι ακριβώς μα-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

367

γεμένοι, όμως οπωσδήποτε ευτυχείς και γαλήνιοι. Κάποιοι μάλιστα χαμογελούσαν, και τα μάτια τους έλαμπαν. Όπως ήρθαν τώρα και στάθηκαν ο ένας πλάι στον άλλο, σχηματίζοντας μια γραμμή, η Οντότητα που έστεκε μπροστά τους, ήρθε ακόμη πιο κοντά, γλιστρώντας μακριά από τις σκιές, έτσι όπως φάνταζε τώρα λουσμένη σ' ένα χρυσαφί φως. Προς μεγάλη της έκπληξη, η Κάρσον ένιωσε να την κυριεύει μια αίσθηση ψυχικής ευφορίας, και οι όποιες επιφυλάξεις της και οι φόβοι που την βασάνιζαν ως εκείνη τη στιγμή, αίφνης έγιναν αέρας και καπνός. Κι ήταν τόσο σίγουρη, όσο σίγουρη πως την έλεγαν Κάρσον, πως εκεί κάτω δεν είχε να φοβάται απολύτως τίποτε, και πως ο Αναστητής ήταν όντως πλάσμα καλοσυνάτο και σημαιοφόρος στον αγώνα που έδιναν όλοι από κοινού. Το ένιωθε πως η ύπαρξη που έστεκε εκεί πιο πέρα εξέπεμπε κύματα στις ψυχές όλων τους, καθησυχάζοντας κι ηρεμώντας τους. Κι ήταν σίγουρη πως η Οντότητα δε θα παραβίαζε ποτέ το άβατο της σκέψης και του εσώτερου κόσμου της σε μια προσπάθεια να φτάσει στο μυαλό της, αλλά ότι επικοινωνούσε μαζί της με αυτό τον τρόπο, όπως αν επιχειρούσε η ίδια να επικοινωνήσει μαζί της με λόγια. Τηλεπαθητικά, χωρίς τη χρήση κάποιας γλώσσας, και δίχως παραστάσεις -γιατί η Κάρσον δεν είχε καμιά προσλαμβάνουσα- ο Αναστητής κατά ένα μαγικό τρόπο της μετέφερε και την έκανε να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο θα εισέβαλαν στη φάρμα με τις δεξαμενές δημιουργίας, και πώς τα πλάσματα της Νέας Ράτσας που απασχολούνταν εκεί πέρα, θα ετίθεντο εκτός μάχης, και πώς θα κατόρθωναν να συλλάβουν τον Βίκτωρα, βάζοντας τέλος στο βασίλειο του

368

Dean Koontz

του τρόμου και του απόλυτου παραλογισμού. Κι όσο κρατούσαν όλα αυτά, η Κάρσον συνειδητοποίησε πως με καμιά δύναμη δε θα μπορούσε να περιγράψει ποτέ τον Αναστητή. Η αίσθηση της ήταν πως εμπρός της έστεκε κάτι τέτοιας εξωπραγματικής ομορφιάς, που μπροστά του ακόμη και το κάλλος των αγγέλων θα ωχριούσε -ύπαρξη γεμάτη ταπεινοφροσύνη, μα και συνάμα τόσο μεγαλειώδης στο σύνολο της, που η Κάρσον ένιωσε όχι να τη μαγεύει κυριολεκτικά, αλλά και να την ανυψώνει στα ουράνια. Ομορφιά απίστευτη όχι μόνο στο σχήμα, αλλά και στο πνεύμα -ένα πνεύμα τόσο άσπιλο κι αμόλυντο στις προθέσεις του και στην ψυχική αγαλλίαση και την εμπιστοσύνη που χάριζε αφειδώς, που ακόμη και το κουράγιο της Κάρσον -μια αρετή της που μόνο αμελητέα δεν ήταν- η ελπίδα της και η αποφασιστικότητά της αίφνης απογειώνονταν κι έφταναν σε νέα ύψη. Αυτή ήταν λοιπόν η αίσθησή της, μάλιστα, όμως αν της ζητούσε κάποιος να περιγράψει αυτό το κάτι που της ενέπνεε όλα αυτά τα υπέροχα συναισθήματα, δε θα ήταν σε θέση να απαντήσει αν είχε δυο πόδια ή δέκα, ένα κεφάλι ή εκατό ή αν ήταν ακέφαλο. Κοίταξε όσο καλύτερα μπορούσε, πασχίζοντας να διακρίνει έστω ένα περίγραμμα, μια έστω και στοιχειώδη ανατομική δομή, όμως ο Αναστητής αποδείχτηκε Οντότητα τόσο μεγαλόπρεπα ακτινοβόλα, που η φεγγοβολιά του σε θάμπωνε, μη επιτρέποντας σου να προσδιορίσεις το σχήμα του. Τα δαδιά που φώτιζαν τώρα την Οντότητα, έμοιαζαν να την περιβάλουν μ' ένα μανδύα μυστηρίου, περισσότερο απ' ό,τι οι σκιές από τις οποίες είχε βγει πριν από λίγο. Οι αρχικοί φόβοι της Κάρσον επέστρεψαν ξανά, πιο έντονοι τούτη τη φορά, μέχρι σημείου που πανικοβλήθηκε. Η

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

369

καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή, κι ένιωσε την κοφτή ανάσα της να πιάνεται, να φρακάρει στο λαιμό της και να την πνίγει. Και τότε για κλάσματα του δευτερολέπτου, τόσο, όσο κρατάει ένα πετάρισμα των βλεφάρων, η κοπέλα είδε τον Αναστητή σαν αυτό που ήταν στ' αλήθεια, ένα ανάθεμα, μια φρικτή προσβολή κι ένα ράπισμα στο πρόσωπο αυτής της ίδιας της Φύσης, ένα φρικτό σίχαμα που στη θέα του ο νους κιοτεύει και παύει να λειτουργεί έστω και προς στιγμή, θέλοντας έτσι να διαφυλάξει την πνευματική του ισορροπία. Μα όλα αυτά όσο κρατούσε ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών -η φευγαλέα εικόνα μιας αλήθειας που σου έκοβε τα ήπατα. Κι ύστερα πάλι η θεία ακτινοβολία, η αίσθηση της απόλυτης ομορφιάς -μιας ομορφιάς που ο ανθρώπινος νους αδυνατούσε να συλλάβει- η τέλεια, αν και πέρα από κάθε περιγραφή, μορφή, η αρετή, η προσωποποίηση του σωστού και του δίκαιου, η ενσάρκωση του αγαθού, η απέραντη, η αστείρευτη αγάπη με σάρκα και οστά... Οι φόβοι της Κάρσον πνίγηκαν και πάλι σ' ένα πέλαγος καλοσύνης. Η καρδιά της ήρθε ξανά στη θέση της, κι άρχισε πάλι να ανασαίνει κανονικά -κι άλλο δεν ένιωθε το αίμα της να παγώνει ούτε τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται κάγκελο -κι ήξερε τώρα πως, όποια κι αν ήταν η μορφή του Αναστητή, όποιο κι αν ήταν το σχήμα του, η ίδια δεν είχε να φοβάται και ν' ανησυχεί για το οτιδήποτε, και πως η Οντότητα ήταν στ' αλήθεια πρωτοστάτης στον αγώνα που ετοιμάζονταν να δώσουν.

Κεφάλαιο 60

Ο Τζόκο μέσα στην κουρσάρα. Ό χ ι στο τιμόνι. Αλλά πού θα πήγαινε; Θα ερχόταν η μέρα και γι' αυτό. Όλο που χρειαζόταν, ήταν τα κλειδιά του αμαξιού. Και ένα παιδικό καθισματάκι. Και μακριά ξύλα για να δουλεύει τα πετάλια. Α, κι έναν καλό οδικό χάρτη. Και βέβαια κάποιον προορισμό. Μέχρι τότε όμως, καλή ήταν και η βόλτα με το αμάξι. Και το να οδηγάει κάποιος άλλος ήταν ωραίο. «Η πρώτη βόλτα του Τζόκο με αυτοκίνητο», είπε στην Έρικα. «Και πώς σου φαίνεται;» «Φίνα. Άνετα. Καλύτερα από το να τριγυρνάς νυχτιάτικα τρυπώνοντας από 'δω κι από εκεί σαν καλικάντζαρος με την ψυχή στο στόμα, μήπως σε δουν κι αρχίσουν να σε κυνηγάνε με σκούπες και κουβάδες». Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν πάνω στην οροφή της Μερσεντές. Οι υαλοκαθαριστήρες έσπρωχναν στο πλάι μικρές ποσότητες νερού, καθαρίζοντας τα τζάμια του παρμπρίζ. Ο Τζόκο καθόταν πεντάστεγνος. Κινείτο μέσα στη μπόρα,

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

371

κι όμως ήταν απόλυτα στεγνός. Θαύμα! Τα βράδια ο άνεμος έκανε τα δέντρα να σείονται. Να σείονται, λες κι ήταν έτοιμα να ξεριζωθούν. Τόσο δυνατά, όσο δυνατά ταρακουνούσε εκείνος ο άστεγος μπεκρούλιακας τον Τζόκο, φωνάζοντάς του, Φύγε απ' τ' όνειρο μου, κακό τερατούργημα, δρόμο απ' τ' όνειρο μου! Ο άνεμος μαστίγωνε το αμάξι. Σφύριζε και μούγκριζε όπως χτυπούσε πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Ο Τζόκο χαμογέλασε στον άνεμο. Ωραίο πράμα το χαμόγελο -σε κάνει να νιώθεις όμορφα. Αρκεί να μην κοιτιέσαι στον καθρέφτη, όταν χαμογελάς. Ο Τζόκο το είχε επιχειρήσει μια φορά: μαύρα χάλια! Έστω κι έτσι όμως, όταν χαμογελούσε, ευφραινόταν η ψυχούλα του. «Ξέρεις κάτι;» είπε ο Τζόκο στην Έρικα. «Τι;» «Ξέρεις πόσον καιρό έχει ο Τζόκο να κάνει πιρουέτες ή ανάποδες τούμπες ή τέτοια τρελά;» «Από τότε που μπήκες και κάθισες στο αμάξι». «Και πόσος χρόνος είναι αυτό;» «Κάπου μισή ώρα και βάλε». «Απίστευτο». «Γιατί; Έσπασες κανένα ρεκόρ;» «Πρέπει. Το προηγούμενο μου ήταν είκοσι επτά λεπτά λιγότερο». Τσως το γεγονός ότι ήταν ντυμένος, ηρεμούσε τον Τζόκο. Γούσταρε πολύ το παντελόνι. Έτσι που σκέπαζε τον άσαρκο πισινό του, κι εκείνα τα γόνατα που έκαναν τον κόσμο να ψοφάει στα γέλια. Όταν σταμάτησε ο μπεκρούλιακας να ταρακουνάει τον Τζόκο, του φώναξε μέσα στα μούτρα, γεμίζοντάς τον σάλια,

372

Dean Koontz

Τι σόι γόνατα είναι αυτά, βρε; Τα βλέπω, και μου έρχεται να ξεράσω! Κι ανάθεμα κι αν έχω ξαναδεί γόνατα που να με έκαναν να ξεράσω! Άει σιχτίρ, παλιοτερατούργημα, εσύ και τα κατσαριδογόνατά σον! Στη συνέχεια ο άστεγος μπεκρής είχε ξεράσει τ' άντερά του. Ίσα για ν' αποδείξει στον Τζόκο πως τα γόνατά του όντως έφερναν εμετό σε όποιον τα κοιτούσε. Η Έρικα ήταν καλή οδηγός. Τα μάτια της συνέχεια μπροστά, στο δρόμο. Ορθάνοιχτα. Την απασχολούσε το οδήγημά της. Μα και κάτι ακόμη. Ο Τζόκο ήξερε να διαβάζει λίγο την καρδιά της. Το πρώτο βράδυ μετά τη "γέννησή" του, είχε βρει κάτι περιοδικά. Μέσα σ' ένα σκουπιδοτενεκέ. Τα διάβασε χωμένος σ' ένα σοκάκι. Κάτω από ένα φανοστάτη που μύριζε γατίσια κατρουλιά. Έ ν α άρθρο είχε τίτλο: «Πώς Να Διαβάσετε την Καρδιά της». Ό χ ι πως έπρεπε να την ανοίξεις στα δυο, για να τη διαβάσεις. Κι ευτυχώς δηλαδή. Του Τζόκο δεν του αρέσει το αίμα. Του αρέσει κλεισμένο, εκεί που το χρειάζεται κανείς. Όχι σε κοινή θέα. Τέλος πάντων, εκείνο το άρθρο στο περιοδικό είχε διαφωτίσει τον Τζόκο, ως προς το πώς να διαβάζει την καρδιά της. Έτσι τώρα γνώριζε πως κάτι απασχολούσε την Έρικα. Την παρατηρούσε με τρόπο. Ρίχνοντάς της κλεφτές ματιές. Αυτά τα κομψά, λεπτοκαμωμένα ρουθούνια της. Πόσο θα ήθελε ο Τζόκο να είχε κι αυτός τέτοια ρουθούνια. Όχι τα δικά της. Απλώς ήθελε να είχε ρουθούνια σαν και τα δικά της.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

373

«Είσαι λυπημένη;» τη ρώτησε ο Τζόκο. Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Ύστερα κοίταξε ξανά μπροστά της, στο δρόμο. «Ο κόσμος... είναι τόσο όμορφος». «Ναι. Επικίνδυνος, αλλά ωραίος». «Μακάρι να ανήκα κι εγώ σ' αυτό τον κόσμο». «Γιατί, δηλαδή, εμείς πού ζούμε; Σε άλλον;» «Άλλο να ανήκεις σ' αυτό τον κόσμο, άλλο απλώς να υπάρχεις σ' αυτόν». «Όπως δηλαδή είναι άλλο να ζεις, κι άλλο να είσαι απλώς ζωντανός», παρατήρησε ο Τζόκο. Η Έρικα έριξε άλλη μια σύντομη ματιά προς το μέρος του, όμως δεν του απάντησε. Έστρεψε ξανά το βλέμμα της έξω, στο δρόμο και τη βροχή -τους υαλοκαθαριστήρες που δούλευαν ακατάπαυστα. Ο Τζόκο παρακαλούσε από μέσα του να μην είχε πετάξει καμιά κοτσάνα. Όμως στο κάτω-κάτω Τζόκο ήτανε. Ο Τζόκο και η βλακεία πήγαιναν αντάμα και χέρι-χέρι. Όπως... όπως καλή ώρα ο Τζόκο και η ασχήμια. Το ξωτικό άφησε να περάσουν μερικά λεπτά, ύστερα είπε: «Υπάρχουν παντελόνια που να σε κάνουν πιο έξυπνο;» «Και πώς θα μπορούσε δηλαδή να σε κάνει πιο έξυπνο ένα παντελόνι;» «Ε, να, όπως αυτό εδώ με κάνει να δείχνω ομορφότερος». «Χαίρομαι που σου αρέσει». Η Έρικα πήρε το πόδι της από το γκάζι, και πάτησε μαλακά το φρένο. Όπως σταμάτησαν πάνω στο οδόστρωμα, του είπε: «Τζόκο, κοίτα». Το τελώνιο σύρθηκε στην άκρη του καθίσματος του και

374

Dean Koontz

τσίτωσε το λαιμό του. Κάτι ελάφια διέσχιζαν το δρόμο. Με το πάσο τους. Έ ν α αρσενικό, δυο θηλυκές κι ένα ελαφάκι. Κάμποσα ακόμη φάνηκαν να ξεπροβάλλουν από το σκοτεινό δάσος, αριστερά τους. Τα δέντρα λύγιζαν στο φύσημα του ανέμου, και τα ψηλά χορτάρια μαστίγωναν τον αέρα. Τα ελάφια όμως έδειχναν ήρεμα κάτω από τα ψηλά δέντρα που κουνιόντουσαν βίαια σχεδόν, και μέσα στα χορτάρια που μαστίγωναν το τίποτα, και οι κινήσεις τους ήταν αργές και μεθοδικές. Έτσι που έμοιαζαν περισσότερο με άυλες φιγούρες που κινούνταν αέρινες στο σκηνικό κάποιου ονείρου. Γαλήνη! Τα πόδια τους ήταν τόσο λεπτά και μακριά. Βάδιζαν σαν χορευτές που χόρευαν -το κάθε βήμα τους ακριβές στην κίνηση του. Χάρη! Οι θηλυκές ντυμένες το: χρυσοκαφετιά πανωφόρια τους. Το αρσενικό το καφετί του. Το μικρούλη στα χρώματα των θηλυκών, αν και με κάποιες λευκές βούλες. Οι ουρές τους μαύρες στην άκρη, λευκές από κάτω. Πρόσωπα μακρόστενα, με φίνες γραμμές. Μάτια στα πλευρά του προσώπου, για πανοραμική ενατένιση των πραγμάτων. Κεφάλια κρατημένα ψηλά, αυτιά γερμένα ελαφρώς μπροστά. Κοίταξαν όλα τους από μια φορά προς τη μεριά της Μερσεντές. Δεν έδειχναν φοβισμένα. Το ελαφάκι πήγαινε κοντά στη μια από τις θηλυκές. Απ' την άλλη μεριά του δρόμου τώρα, έτσι που πια δεν το χτυπούσε κατάσαρκα το φως των φαναριών, έκανε χοροπηδώντας ένα κύκλο στο βρεγμένο γρασίδι. Ο Τζόκο έμεινε να χαζεύει το ελαφάκι όπως πηδούσε

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

375

πάνω στα χορτάρια. Άλλο ένα ζευγάρι - ένα αρσενικό, ένα θηλυκό. Το βρόχινο νερό έκανε τα κέρατα του αρσενικού να γυαλίζουν. Ο Τζόκο κι η Έρικα έμειναν να παρακολουθούν αμίλητοι. Τι να έλεγαν άλλωστε; Ο ουρανός μαύρος κατράμι, η βροχή κατακλυσμιαία, το δάσος θεοσκότεινο, τα ψηλά χορτάρια, κι ελάφια ένα σωρό. Τι να έλεγαν; Με το που εξαφανίστηκαν τα ζώα, η Έρικα πάτησε πάλι γκάζι και το αμάξι συνέχισε την πορεία του, τραβώντας βόρεια. «Να υπάρχεις και να ανήκεις», ξεστόμισε η γυναίκα μετά από λίγο, χαμηλόφωνα. Ο Τζόκο κατάλαβε πως εννοούσε τα ελάφια. «Ίσως το να υπάρχεις μόνο, αρκεί - είναι όλα τόσο όμορφα», είπε ο Τζόκο. Αν και η Έρικα έριξε μια ματιά προς το μέρος του, το τελώνιο απέφυγε να την κοιτάξει. Δεν άντεχε να τη βλέπει λυπημένη. «Τέλος πάντων» είπε τώρα «ακόμη κι αν δεν ανήκει κάποιος σ' αυτό τον κόσμο, δεν υπάρχει ούτε πόρτα ούτε παράθυρο για να τον πετάξουν έξω. Δεν μπορούν να του στερήσουν τον κόσμο, βάζοντάς τον να ζήσει κάπου αλλού. Το χειρότερο που μπορούν να του κάνουν, είναι να τον σκοτώσουν, τελεία και παύλα». Μετά από μια μικρή παύση, η Έρικα γύρισε και του είπε: «Φιλαράκο, είσαι όλο εκπλήξεις, το ξέρεις;» Το ξωτικό ανασήκωσε τους ώμους του. «Διάβασα κάτι περιοδικά κάποτε».

Κεφάλαιο 61

Ο Βίκτωρ ήταν βουτηγμένος στα σκοτάδια της ψυχής του, όμως παράλληλα βρισκόταν μέσα σε μια Μερσεντές S600, το καλύτερο αυτοκίνητο στον κόσμο κατά γενική ομολογία. Το κοστούμι που φορούσε, του είχε κοστίσει πάνω από έξι χιλιάδες δολάρια, κι όσο για το ρολόι του... η αξία του ξεπερνούσε τις εκατό χιλιάδες. Είχε ζήσει διακόσια σαράντα χρόνια, επί το πλείστον με στυλ κι αρχοντιά, κι είχε βιώσει περισσότερες περιπέτειες, περισσότερες έντονες συγκινήσεις, περισσότερη δύναμη και περισσότερους θριάμβους από τον οποιονδήποτε στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κάνοντας μια εκτίμηση της κατάστασής του και σκεπτόμενος πως ίσως πέθαινε σύντομα, ανακάλυψε πως η λήψη της μοιραίας απόφασης, που εκ των πραγμάτων έπρεπε να πάρει, τελικά ήταν πιο εύκολη απ' όσο πίστευε, με το που παρκάρισε το αμάξι στο χώρο στάθμευσης, στην άκρη του αυτοκινητόδρομου. Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να προβεί σε μια ακραία ενέργεια γιατί, αν πέθαινε, η απώλεια για τον κόσμο θα ήταν καταστροφική. Τέτοιο σπάνιο μυαλό, τέτοια διάνοια, δεν μπορούσε έτσι

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

377

απλώς να πεθάνει. Χωρίς αυτόν, το μέλλον του κόσμου διαγραφόταν ζοφερό. Η κάθε πιθανότητα για να έμπαινε κάποια τάξη σ' ένα Σύμπαν άνευ ουσίας και σημασίας θα πέθαινε μαζί του, και το χάος θα βασίλευε εσαεί. Χρησιμοποίησε το τηλέφωνο του αυτοκινήτου που ενεργοποιείτο φωνητικά για να καλέσει τον κοιτώνα του βοηθητικού προσωπικού της έπαυλης, στην Γκάρντεν Ντίστρικτ. Του απάντησε κάποια Έθελ, ένα πλάσμα της Νέας Ράτσας κατηγορίας Βήτα, και ο Βίκτωρ της ζήτησε να φέρει αμέσως στο τηλέφωνο τον Τζέιμς. Ο Τζέιμς ήταν το νούμερο τρία στην ιεραρχία του βοηθητικού προσωπικού, μετά τον Γουίλιαμ και την Κριστίν, οι οποίοι βεβαίως είχαν ήδη αποδημήσει εις Κύριον. Ο Τζέιμς ήταν τώρα υποψήφιος για το πόστο του μπάτλερ. Αν ο Βίκτωρ δεν ήταν τόσο πιεσμένος από τα γεγονότα του τελευταίου 24ώρου, θα είχε αναθέσει στον Τζέιμς τα νέα του καθήκοντα από την προηγούμενη μέρα κιόλας. Όταν ήρθε ο Τζέιμς στο τηλέφωνο, ο Βίκτωρ του ανακοίνωσε τα της προαγωγής του, και του ανέθεσε την πρώτη του αποστολή από το νέο του πόστο του μπάτλερ. «Και μην ξεχνάς, Τζέιμς, ακολούθησε κατά γράμμα τις εντολές που μόλις σου έδωσα. Έχω την απαίτηση ό,τι κάνει ο μπάτλερ μου, να το κάνει την εντέλεια, πολύ περισσότερο στη συγκεκριμένη περίπτωση».

Αφήνοντας την ομπρέλα στη βεράντα και σκουπίζοντας προσεκτικά τα βρεγμένα του παπούτσια μ' ένα κομμάτι πανί που είχε φέρει μαζί του ειδικά γι' αυτόν το σκοπό, ο Τζέιμς

378

Dean Koontz

μπήκε στον πρώτο όροφο της έπαυλης από την πίσω πόρτα, που ήταν στο τέλος του βόρειου διαδρόμου. Ο νέος μπάτλερ κρατούσε στα χέρια του το αντικείμενο που του είχε γίνει εμμονή τις δυο τελευταίες ώρες: Μια κρυστάλλινη γυάλα. Πηγαίνοντας γραμμή στη βιβλιοθήκη, όπως του είχε πει ο κύριος Ήλιος, ο Τζέιμς ακούμπησε μετά φόβου Θεού τη γυαλιστερή σφαίρα στο κάθισμα μιας πολυθρόνας. «Λοιπόν, είσαι ευχαριστημένος εδώ πέρα;» ρώτησε ο μπάτλερ το άψυχο αντικείμενο. Και η γυάλα δεν αποκρίθηκε. Ξινίζοντας τα μούτρα του, ο μπάτλερ πήρε τη γυάλα και την ακούμπησε σε μιαν άλλη πολυθρόνα. «Εδώ είναι καλύτερα», αποκρίθηκε τώρα η γυάλα. Όταν του είχε μιλήσει για πρώτη φορά η κρυστάλλινη σφαίρα, κάπου δυο ώρες πριν, ο Τζέιμς ήταν εντελώς απορροφημένος απ' αυτό που έκανε: όπως καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας του κοιτώνα, κάρφωνε το χέρι του ξανά και ξανά με μια πιρούνα του κρέατος, κι ύστερα χάζευε τις πληγές του όπως επουλώνονταν στο άψε σβήσε. Το γεγονός πως τα τραύματά του έκλειναν τόσο γρήγορα και τόσο τέλεια, τον έκανε να πιστεύει πως κρίση ήταν και θα περνούσε, αν και στην ουσία, και για το μεγαλύτερο διάστημα της μέρας, είχε την αίσθηση πως τίποτε δεν πήγαινε καλά. Το πρώτο πράγμα που του είχε πει η κρυστάλλινη σφαίρα ήταν: «Ξέρω το δρόμο που οδηγεί στην ευτυχία». Φυσικά ο Τζέιμς εξέφρασε την επιθυμία του να πληροφορηθεί αυτό τον τρόπο. Από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα η κρυστάλλινη σφαίρα είχε πει πολλά και διάφορα -κορακίστικα ως επί το πλείστον.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

379

Η σφαίρα είπε τώρα: «Αλατισμένα είτε ανάλατα, κομμένα φέτες ή σε κύβους, η επιλογή είναι δική σου». «Δεν ξαναπιάνουμε αυτά τα περί ευτυχίας;» παρακάλεσε ο Τζέιμς την ομιλούσα κρυστάλλινη μπάλα. «Πάρε ένα μαχαίρι και», είπε η μπάλα. «Και, τι;» «Κι ένα πιρούνι». «Και τι θέλεις να κάνω με το μαχαιροπίρουνο;» «Αν το ξεφλουδίσεις». «Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω πού το πας», γκρίνιαξε ο Τζέιμς. «Ένα κουτάλι», είπε τώρα η γυάλα. «Α, τώρα έγινε κουτάλι, ε;» «Αν κοπεί στα δυο και ξεφλουδιστεί». «Ποιος είναι ο δρόμος που οδηγεί στην ευτυχία;» ρώτησε πάλι παρακλητικά ο Τζέιμς τη σφαίρα, γιατί φοβόταν πως, αν ακουγόταν απαιτητικός, ίσως την πρόσβαλε. «Μακρύς, στενός, όλο στροφές, θεοσκότεινος», είπε η κρυστάλλινη σφαίρα. «Για κάτι μούτρα σαν κι έλλογου σου, ο δρόμος που οδηγεί στην ευτυχία είναι σπαρμένος με ξυλάγγουρα - και γαμώ τα ζόρια». «Εντάξει, όμως μπορώ να φτάσω ως εκεί, έτσι δεν είναι; Έστω κι εγώ, τέτοιος που είμαι». «Θες στ' αλήθεια το κλειδί της ευτυχίας;» ρώτησε η κρυστάλλινη σφαίρα. «Μέχρι θανάτου. Και δε χρειάζεται να νιώθω ευτυχισμένος για πάντα. Μου αρκεί έστω και για κάποιο διάστημα». «Η άλλη σου επιλογή είναι η παράνοια». «Όχι, ευτυχία. Προτιμώ την ευτυχία». «Με το γιαούρτι πάει. Με το παγωτό πάει».

380

Dean Koontz

«Ποιο πάει με τι;» Η κρυστάλλινη σφαίρα δεν αποκρίθηκε. «Είμαι σε άσχημο χάλι», ικέτεψε ξανά ο Τζέιμς. Σιωπή. «Περίμενε εδώ», είπε τώρα ο Τζέιμς σκασμένος. «Επιστρέφω αμέσως. Έ χ ω να κάνω κάτι για τον κύριο Ήλιος». Βρήκε τον κρυμμένο διακόπτη τον γύρισε, και τότε ένα τμήμα της βιβλιοθήκης άνοιξε προς τα μέσα, αποκαλύπτοντας το μυστικό πέρασμα. Γυρνώντας το κεφάλι του προς τα πίσω, ο Τζέιμς έριξε μια ματιά στην κρυστάλλινη σφαίρα που ήταν ακουμπισμένη στο κάθισμα της πολυθρόνας. Μερικές φορές δεν έμοιαζε καθόλου με κρυστάλλινη σφαίρα. Μερικές φορές έμοιαζε με στρογγυλό πεπόνι. Τούτη ήταν μια από εκείνες τις φορές. Το αντικείμενο γινόταν κρυστάλλινη μπάλα μονάχα όταν υπήρχε μαγεία μέσα του. Ο Τζέιμς φοβόταν μήπως η μαγεία εγκατέλειπε τη γυάλα, και δεν επέστρεφε ξανά. Προχώρησε στο μυστικό πέρασμα, κι όταν έφτασε στη βαριά πόρτα, τράβηξε και τους πέντε σύρτες, όπως του είχε πει να κάνει το αφεντικό του. Ανοίγοντας τώρα την πόρτα, είδε ν' απλώνεται μπροστά του ο διάδρομος που του είχε περιγράψει ο κύριος Ήλιος: χάλκινες βέργες που προεξείχαν από τον αριστερό τοίχο, σιδερένιες που προεξείχαν από το δεξιό. Έ ν α υπόκωφο, απειλητικό βουητό. Αντί να προχωρήσει, ο Τζέιμς γύρισε τρέχοντας στην αρχή του περάσματος, γύρισε το διακόπτη για να ανοίξει το τμήμα των ραφιών που έπαιζε ρόλο πόρτας, βγήκε στη βιβλιοθήκη κι έτρεξε κοντά στην κρυστάλλινη σφαίρα. «Ποιο είναι το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία;» ρώτη-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

381

σε. «Μερικοί του βάζουν και λίγο λεμονάκι», είπε η κρυστάλλινη σφαίρα. «Βάζουν λεμονάκι σε τι;» «Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημά σου;» «Ωραία, ποιο είναι το πρόβλημά μου;» «Μισείς τον εαυτό σου». Ο Τζέιμς δε βρήκε τίποτε ν' απαντήσει σ' αυτό. Γύρισε πάλι στο μυστικό πέρασμα, μόνο που αυτή τη φορά πήρε από κοντά και την κρυστάλλινη σφαίρα.

Ο Βίκτωρ είχε πει στον Τζέιμς να του τηλεφωνούσε με το που θα τέλειωνε αυτό που του είχε πει να κάνει. Κοιτώντας πότε το ρολόι χειρός του που έδειχνε τι ώρα ήταν στις σημαντικότερες πρωτεύουσες του κόσμου, και πότε το άλλο, που ήταν ενσωματωμένο στο ταμπλό του πανάκριβου σεντάν, σκέφτηκε πως ο Τζέιμς καθυστερούσε αδικαιολόγητα. Εκστασιασμένος το δίχως άλλο από την αναπάντεχη προαγωγή του, κι από το γεγονός πως τώρα πια θα μιλούσε πιο συχνά με τον ίδιο το δημιουργό του, ο Τζέιμς σίγουρα θα εκτελούσε την αποστολή του με υπερβάλλοντα ζήλο και ιδιαίτερη προσοχή. Περιμένοντας την κλήση του Τζέιμς, του σφηνώθηκε πάλι στο μυαλό η έμμονη ιδέα πως δεν ήταν μόνος στη Μερσεντές. Αυτή τη φορά γύρισε να κοιτάξει στο πίσω κάθισμα, όντας ήδη σίγουρος πως δε θα έβλεπε κανέναν και τίποτε απολύτως. Ήξερε καλά την αιτία του εκνευρισμού του. Μέχρι να έφερνε ο Τζέιμς σε πέρας την αποστολή που του είχε ανα-

382

Dean Koontz

θέσει, ο Βίκτωρ θα ήταν ευάλωτος και θνητός, κι ο κόσμος ολόκληρος θα κινδύνευε να χάσει το λαμπρό μέλλον που μόνο αυτός, ο Βίκτωρ, μπορούσε να δημιουργήσει. Με το που θα του ανακοίνωνε ο μπάτλερ πως, εντάξει, είχε τελειώσει η δουλειά, ο Βίκτωρ θα μπορούσε να συνεχίσει το δρόμο του για τη φάρμα με τις δεξαμενές δημιουργίας, και να αντιμετωπίσει ό,τι κινδύνους κι απειλές θα συναντούσε εκεί πέρα, όντας σίγουρος εκατό τοις εκατό πως το μέλλον εξακολουθούσε να του ανήκει.

Κεφάλαιο 62

Ο Χαμαιλέων υποψιάζεται εξαπάτηση. Για μια φορά ακόμη το ΑΙΝΙΓΜΑ έχει τη μυρωδιά τόσο ενός ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΥ όσο κι ενός ΣΤΟΧΟΥ. Η μυρωδιά του ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΥ είναι κατά πολύ πιο δυνατή από την αντίστοιχη του ΣΤΟΧΟΥ, ωστόσο αυτό δεν αναιρεί την παρουσία της τελευταίας. Το αμάξι είναι σταματημένο εδώ και κάμποση ώρα τώρα. Όμως το ΑΙΝΙΓΜΑ δε λέει να βγει έξω. Κάθεται σιωπηλό και σκεφτικό πίσω από το βολάν. Μετά από λίγο το ΑΙΝΙΓΜΑ τηλεφωνεί κάπου. Ο Χαμαιλέων στήνει αυτί, δεν ακούει όμως τίποτε το ενοχοποιητικό. Το ΑΙΝΙΓΜΑ μιλάει για κρυφές πόρτες και μυστικά περάσματα -για ένα κρυφό δωμάτιο. Όλα αυτά τώρα υπαινίσσονται ανάρμοστη συμπεριφορά, χωρίς όμως και να την αποδεικνύουν. Ο Χαμαιλέων σκέφτεται πως οι ΕΞΑΙΡΕΜΕΝΟΙ δεν είναι ικανοί να συμπεριφερθούν ανάρμοστα. Όμως το πρόγραμμά του δεν είναι αρκετά σαφές και διαφωτιστικό επ' αυτού. Του επιτρέπεται να δρα μόνο βάσει υποθέσεων, αλλά

384

Dean Koontz

πρέπει να είναι υποθέσεις Α κατηγορίας που, ερμηνευμένες με την αυστηρή εφαρμογή της λογικής, απαιτείται η στήριξή τους από τουλάχιστον τέσσερα ή πέντε αδιάσειστα στοιχεία. Αυτή η υπόθεση εμπίπτει στην κατηγορία Γ. Ο Χαμαιλέων είναι ικανός να νιώσει το αίσθημα της αδημονίας. Έχει περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που σκότωσε. Θυμάται καθαρά τρεις φόνους. Και οι τρεις είχαν γίνει όταν βρισκόταν ακόμη στο στάδιο των δοκιμών του. Η ευχαρίστηση είναι πέραν πάσης περιγραφής. Η λέξη που ο Χαμαιλέων γνωρίζει πως αποδίδει την ευχαρίστηση που νιώθει όταν σκοτώνει, είναι, οργασμός. Ολόκληρο το σώμα του συσπάται. Κατά τον οργασμό, είναι σε πλήρη επαφή με το σώμα του, όμως παράλληλα είναι, σαν να δραπετεύει απ' αυτό, οπότε για ένα δυο λεπτά είναι σαν να περνάει στην ανυπαρξία, αφού το κυρίαρχο συναίσθημα είναι η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση. Μετά το τηλεφώνημα, το ΑΙΝΙΓΜΑ μένει πάλι σιωπηλό. Ο Χαμαιλέων ήταν για μεγάλο διάστημα στο ψύχος. Για μεγάλο διάστημα φυλακωμένος στο σάκο από πολυμερικό ύφασμα. Τώρα νιώθει ζεστά. Κάτω από την ευχάριστη μυρωδιά, η εξοργιστική. Ο Χαμαιλέων θέλει έναν οργασμό. Ο Χαμαιλέων θέλει έναν οργασμό. Ο Χαμαιλέων θέλει έναν οργασμό.

Κεφάλαιο 63

Στα έγκατα της χωματερής, η Κάρσον, ο Μάικλ κι ο Δευκαλίων ακολουθούσαν τους εργάτες και τους νεκραναστημένους Άλφα κατά μήκος ενός περάσματος που από ένα σημείο κι ύστερα έστριβε και συνέχιζε προς μιαν άλλη κατεύθυνση. Αυτή η σήραγγα οδηγούσε από τα σπλάχνα της χωματερής, στον κάτω κόσμο της φάρμας με τις δεξαμενές δημιουργίας, ακριβώς δίπλα. Πιο μπροστά τους το φως των δαδιών, όπως χτυπούσε πάνω στα περασμένα με τη γυαλιστερή, κολλώδη ουσία τοιχώματα του τούνελ, δημιουργούσε την ψευδαίσθηση πως η σήραγγα είχε αρπάξει φωτιά. Έτσι όπως οι δυο ντετέκτιβ κι ο γίγαντας βρίσκονταν στο τέλος της αλλόκοτης πομπής, ήταν σαν να τους είχε πάρει στο κατόπι και να τους ακολουθούσε το απόλυτο σκοτάδι. Ο Αναστητής βρισκόταν πολύ μπροστά. Ίσως είχε περάσει κιόλας στο κυρίως κτίριο της φάρμας με τις δεξαμενές δημιουργίας. Η Κάρσον δεν έδινε σημασία στο σκοτάδι που τους ακολουθούσε κατά πόδας. Εδώ κάτω, σε αυτό το λαγούμι του

386

Dean Koontz

τερατωδώς μυστηρίου συνεργού τους, ένιωθαν πιο ασφαλείς απ' όσο είχαν να νιώσουν εδώ και πολύ καιρό. «Αυτό που κάνει τηλεπαθητικά» τους εξήγησε ο Δευκαλίων «είναι ότι προβάλει την εσωτερική του φύση, έτσι ώστε να αποκρύπτει τη φυσική του εμφάνιση, γιατί διαφορετικά οι περισσότεροι από εμάς θα δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε στις αγαθές του προθέσεις, αν το βλέπαμε έτσι όπως είναι στ' αλήθεια». Όμοια με την Κάρσον και τον Μάικλ, ο Δευκαλίων αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα την τηλεπαθητική προβολή της εσώτερης εικόνας του Αναστητή, και με τη δύναμη της θέλησής του είχε καταφέρει να δει, μέσα από το πέπλο που την κάλυπτε, την πραγματική φυσική μορφή του. Αυτό ο Δευκαλίων το είχε καταφέρει δυο φορές, τη μια για μισό περίπου λεπτό. Όσο για τον Μάικλ, όπως και η Κάρσον είχε δει μόνο φευγαλέα την πραγματική εικόνα του Αναστητή. Και παρά την τάση του να αντιμετωπίζει με κάποιον κυνισμό τα πράγματα, τώρα ήταν πεισμένος πως η Οντότητα άξιζε την εμπιστοσύνη τους, κι ότι όντως βρισκόταν στο πλευρό τους. «Γιατί διαφορετικά, θα μας είχε ξεκάνει όλους εκεί πίσω, έτσι τεράστιο και πανίσχυρο που είναι». «Κανείς από τους εργάτες της χωματερής δεν έχει καταφέρει να δει πώς είναι κάτω από τη μεταμφίεσή του και ούτε καν υποπτεύεται το μασκάρεμα», είπε ο Δευκαλίων. «Και είμαι σχεδόν βέβαιος πως το ίδιο ισχύει και για τους Άλφα, εννοώ την Έρικα Τέσσερα και τους άλλους. Αυτοί, όπως άλλωστε κι ο ίδιος ο Αναστητής, είναι φτιαγμένοι από τις ίδιες σάρκες που έφτιαξε ο Βίκτωρ για τα πλάσματα της Νέας Ράτσας, κι αυτό ίσως τους καθιστά πιο δεκτικούς στη μεταμ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

387

φίεσή του». «Κι εγώ ήμουν εξίσου δεκτικός», είπε ο Μάικλ. «Νόμιζα πως βρέθηκα στο κατώφλι του Παραδείσου, κι ότι αντάλλαξα μερικές κουβέντες με κάποιον από τους αρχαγγέλους, όσο περίμενα τη στιγμή της κρίσεώς μου». «Γιατί όμως κάθισε κι έφτιαξε ένα... πλάσμα σαν κι αυτό;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Κάρσον, εννοώντας φυσικά τον Βίκτωρα. Ο Δευκαλίων κούνησε το τεράστιο κεφάλι του. «Η εμφάνιση του αυτή, δεν ήταν μέσα στα σχέδια του Βίκτωρα. Από σωματική άποψη, η Οντότητα είναι κάποιο από τα πλάσματα που του βγήκαν σκάρτα. Σε επίπεδο σκέψεων όμως και προθέσεων, η Οντότητα του βγήκε πάρα πολύ καλή!» Τα τοιχώματα της σήραγγας δεν ήταν τώρα από καλά πρεσαρισμένα σκουπίδια, αλλά αίφνης από καθαρό χώμα, περασμένα όμως κι αυτά με την κολλώδη ουσία συγκράτησης, όπως και τα προηγούμενα, στην κυρίως σήραγγα, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του παρακλαδιού της. Ο Αναστητής είχε ένα μοναδικό κι απαράμιλλο τρόπο στο να ανοίγει λαγούμια. «Μα λες να έρθει όντως εδώ πέρα;» ρώτησε η Κάρσον. «Θα έρθει», τη διαβεβαίωσε ο Δευκαλίων. «Θα έρθει». «Μα η Έρικα Τέσσερα λέει πως τον έχει πάρει ήδη δυο φορές τηλέφωνο. Κι ο Βίκτωρ ξέρει πως εκείνη βρίσκεται κάπου εδώ πέρα, νεκραναστημένη. Ο τύπος ξέρει πως συμβαίνει κάτι εξωφρενικό». Όπως χαμήλωσε ο Δευκαλίων το κεφάλι του και την κοίταξε, το βλέμμα του φώτισε αφύσικα η λάμψη της αστραπής που τον είχε χτυπήσει πριν από αιώνες. «Θα έρθει, ούτως ή άλλως. Έχει επενδύσει πάρα πολλά στη φάρμα με τις δεξα-

388

Dean Koontz

μενές δημιουργίας -μια ολάκερη γενιά πλασμάτων της Νέας Ράτσας που θα σκάσει απ' τ' αβγό της μέσα σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Τοόρα που δεν υπάρχουν πια τα Χέρια Του Ελέους, εδώ είναι όπου καλύτερα έχει να πάει. Είναι αλαζόνας και μέχρι παραφροσύνης σίγουρος για την αφεντιά του. Μην ξεχνάς πως η κινητήρια δύναμή του είναι η υπεροψία του. Σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, ίσως να υπήρξε άλλος ένας που να ήταν το ίδιο αλαζόνας και υπερόπτης όσο ο Βίκτωρ». Τσως η καφεΐνη που κυκλοφορούσε στο αίμα της δημιουργούσε στην Κάρσον παραισθήσεις ή μπορεί πάλι και η έλλειψη ύπνου να ήταν αυτή που επηρέαζε τη σκέψη της, παρά τους τόνους κόλα με υψηλή περιεκτικότητα καφεΐνης που είχε κατεβάσει. Άσχετα αν έφταιγε το ένα ή το άλλο, το θέμα ήταν πως ένιωθε ένα νέο κύμα ανησυχίας να τη συνεπαίρνει. Δεν ήταν ούτε μάντισσα ούτε χαρτορίχτρα, όμως κάτι σαν προαίσθημα της έλεγε πως, αν ο Βίκτωρ πέθαινε μέσα στις επόμενες ώρες, ο κόσμος που είχε οραματιστεί να φτιάξει, θα εξακολουθούσε να αποτελεί διακαή πόθο και όνειρο και κάποιων άλλων -έναν κόσμο στον οποίο η ατομικότητα του κάθε ανθρώπου θα τελούσε υπό απαγόρευση και υπό διωγμό, έναν κόσμο όπου μυριάδες καλοκουρντισμένα στρατιωτάκια θα υπήρχαν μόνο και μόνο για να υπηρετούν μια... υπερούσια ελίτ, έναν κόσμο στον οποίο η ανθρώπινη σάρκα θα αποτελούσε φθηνή πραμάτεια. Ακόμη κι αν ο Βίκτωρ τιμωρείτο έτσι όπως του άξιζε, και κατέληγε θαμμένος κάτω από τόνους σκουπιδιών, η Κάρσον κι ο Μάικλ θα καλούνταν να ζήσουν σ' έναν κόσμο όλο και πιο εχθρικό προς την έννοια της ελευθερίας, αλλά κι εκείνες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αγάπης.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

389

Φτάνοντας στην τρύπα που είχε ανοιχτεί στο τσιμεντένιο δάπεδο κι από την οποία περνούσε κανείς στο υπόγειο του κυρίως κτιρίου της φάρμας με τις δεξαμενές δημιουργίας, ο Δευκαλίων γύρισε προς το μέρος της Κάρσον και είπε: «Την πρώτη φορά που είδα τον Αναστητή, προτού έρθετε κι εσείς εδώ πέρα, μου είπε -ή καλύτερα μου έδωσε να καταλάβω με αυτόν το μοναδικό, τηλεπαθητικό του τρόπο, ότι υπολογίζει πως θα πεθάνει απόψε, εδώ είτε στη χωματερή». Η ανάσα του Μάικλ ακούστηκε σαν σφύριγμα. «Μα αν είναι έτσι, τότε σίγουρα δε βρισκόμαστε με την πλευρά των νικητών». «Ή μπορεί πάλι να γνωρίζει ήδη η Οντότητα» συνέχισε ο Δευκαλίων «πως η νίκη δε θα είναι δίχως απώλειες και πως κάποιοι θα χρειαστεί να θυσιαστούν».

Κεφάλαιο 64

Η γαλάζια ακτίνα λέιζερ σάρωσε τον Τζέιμς, κι αφού ενέκρινε την παρουσία του εκεί πέρα, απενεργοποίησε το στοιχείο ασφαλείας το οποίο, αν τον αναγνώριζε σαν παρείσακτο εισβολέα, θα τον έψηνε επί τόπου σαν κοτόπουλο. Κρατώντας πάντα την κρυστάλλινη σφαίρα, ο νεοδιορισθείς μπάτλερ πλησίασε στη δεύτερη ατσάλινη πόρτα. Ακούμπησε τη γυάλινη σφαίρα στο πάτωμα, και τράβηξε στο πλάι τους πέντε σύρτες. «Δοκίμασε προσούτο», είπε τώρα η κρυστάλλινη σφαίρα. «Αυτό είναι κάτι σαν ζαμπόν». «Ναι, όμως του πάει». «Πάει, με τι πάει;» «Ξέρω το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία», είπε η σφαίρα. «Ωραία, τότε πες μου», είπε ο Τζέιμς με φωνή που χρωμάτιζε η απόγνωση. «Ψιλές σαν κόλλα χαρτί». «Αυτό πάλι τι σημαίνει;» «Σερβιρισμένο σε φέτες, κομμένες ψιλές σαν κόλλες χαρ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

391

τί». Η βαριά πόρτα άνοιξε. Ο Βίκτωρ είχε απαγορεύσει στον Τζέιμς να μπει στο χώρο που ήταν επιπλωμένος σαν σαλονάκι βικτοριανού στυλ. Του είχε δώσει εντολή, όταν θα έφευγε από εκεί, να άφηνε τις δυο σιδερένιες πόρτες ανοιχτές, και τους μυστικούς διαδρόμους ελεύθερους και προσπελάσιμους. Ο Τζέιμς εξακολουθούσε να εκτελεί υπάκουα τις εντολές που είχε πάρει, αν και το ταραγμένο του μυαλό είχε την τάση να ταξιδεύει αλλού. Έτσι κι αλλιώς όμως δεν τον ενδιέφερε να μπει στο μυστικό δωμάτιο. Όχι, τη στιγμή που ίσως βρισκόταν μια ανάσα μόλις από το άλλο μυστικό, εκείνο της ευτυχίας. Η κρυστάλλινη σφαίρα δεν έβγαλε μιλιά μέχρι που βγήκαν πάλι στη βιβλιοθήκη. Ο Τζέιμς τηλεφώνησε στον κύριο Ήλιος από τη συσκευή που ήταν στο σεκρετέρ της βιβλιοθήκης, ενημερώνοντάς τον πως όλα είχαν γίνει σύμφωνα με τις οδηγίες που του είχε δώσει. Τη στιγμή που κατέβαζε το ακουστικό, ακούστηκε η κρυστάλλινη σφαίρα να λέει: «Εσύ δε φτιάχτηκες για να είσαι ευτυχισμένος». «Ναι, όμως αν ξέρεις να μου δείξεις το δρόμο...» «Ξέρω το δρόμο που οδηγεί στην ευτυχία». «Τον ξέρεις, όμως δε μου τον λες, ε;» «Επίσης πάει και με τυρί», είπε η κρυστάλλινη σφαίρα. «Ώστε δεν αξίζω να είμαι ευτυχισμένος. Εκεί το πας;» «Δεν είσαι παρά μια μηχανή, καμωμένη από σάρκες». «Είμαι μια οντότητα», επέμεινε ο Τζέιμς. «Μηχανή καμωμένη από κρέας. Μηχανή καμωμένη από

392

Dean Koontz

κρέας». Ένας έξαλλος τώρα Τζέιμς, πέταξε την κρυστάλλινη σφαίρα στο πάτωμα. Πέφτοντας, η κρυστάλλινη σφαίρα έγινε κομμάτια και θρύψαλα, αφήνοντας να χυθεί στο δάπεδο μια γλοιώδης κίτρινη μάζα από σπόρια. Ο πυρήνας της μάζας ήταν κάτι σαν πορτοκαλί σάρκα. Ο μπάτλερ έμεινε να κοιτάζει απορημένος το γλοιώδες συνονθύλευμα. Όταν σήκωσε πάλι το κεφάλι του, είδε πως κάποιος είχε αφήσει ένα βιβλίο πάνω στο σεκρετέρ: Η Ιστορία των Ξωτικών στη Λογοτεχνία. Το πήρε από εκεί με την πρόθεση να το βάλει πάλι στη θέση του, στο ράφι. Είπε τότε το βιβλίο: «Ξέρω το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία». «Τότε πες μου το κι εμένα, να χαρείς», ικέτεψε το βιβλίο ο μπάτλερ, νιώθοντας τις ελπίδες του να αναπτερώνονται. «Λες πως αξίζεις να είσαι ευτυχισμένος;» «Ναι, έτσι λέω. Γιατί να μην το αξίζω;» «Μπορεί να υπάρχουν λόγοι». «Όλοι αξίζουν να είναι ευτυχισμένοι». «Όχι όλοι» αντιγύρισε το βιβλίο «αλλά μπορούμε να το κουβεντιάσουμε».

Κεφάλαιο 65

Όπως έτρεχε μέσα στη βροχή η GL 550, τραβώντας βόρεια, ο Τζόκο ήλπιζε πως θ' αντάμωναν κι άλλα ελάφια. Κι όσο ήλπιζε, έκανε και κάποιες άλλες σκέψεις. Ήταν φορές που τον Τζόκο τον απασχολούσαν τα μεγάλα ζητήματα. Συνήθως για διαστήματα των δυο λεπτών, μεταξύ δραστηριοτήτων. Ζητήματα σημαντικά, όπως φερ' ειπείν γιατί είναι τόσο άσχημα ορισμένα πράγματα. 'Ισως, αν όλα τα πράγματα ήταν όμορφα, να μη ήταν κανένα. Οι άνθρωποι έβλεπαν κάτι, κι έπεφταν ξεροί από θαυμασμό. Ύστερα έβλεπαν κάτι άλλο, και το έστρωναν στο κυνήγι με τα ραμπαδόξυλα. Ίσως η ποικιλία και η διαφορετικότητα να ήταν κάτι σαν ελιξίρια γι' αυτή την ίδια τη ζωή -οι κινητήριοι μοχλοί της. Αν ήταν να έπεφταν όλοι ξεροί από την ομορφιά των πάντων γύρω τους, ίσως το πράγμα να καταντούσε βαρετό. Όπως και το αν κυνηγούσαν όλοι τους πάντες με τα ραμπαδόξυλα. Βαρετό. Ο ίδιος ο Τζόκο θα προτιμούσε να πέφτει ξερός με τα πά-

394

Dean Koontz

ντα. Μερικές φορές τον απασχολούσε η σκέψη γιατί δεν είχε ο ίδιος γεννητικά όργανα. Όλο που είχε ο Τζόκο ήταν εκείνο το παράξενο πράγμα με το οποίο έκανε τα τσίσα του. Αυτό όμως δεν ήταν γεννητικό όργανο. Ήταν το καταβρεχτήρι του, όπως το είχε βαφτίσει. Ευτυχώς που μαζευόταν προς τα πάνω. Δίπλωνε κι εξαφανιζόταν. Όταν δεν το χρησιμοποιούσε. Γιατί, αν δε μαζευόταν, και δε γινόταν άφαντο, οι τρελομπεκρούλιακες οι άστεγοι θα ξερνούσαν και με αυτό, με το που θα το αντίκριζαν. Ήταν όμως και κάτι που ο Τζόκο προσπαθούσε να μην το σκέφτεται. Το γεγονός πως ήταν... ένας και μοναδικός στο είδος του. Τούτη η σκέψη, κάθε που επιχειρούσε να τρυπώσει στο μυαλό του, τον στεναχωρούσε αφάνταστα. Έτσι κι αλλιώς όμως η σκέψη ενίοτε τον απασχολούσε. Ο Τζόκο δεν μπορεί να γυρίσει το διακόπτη του μυαλού του, για να το κάνει να μη σκέφτεται. Γιατί το μυαλό του, όπως και ο ίδιος, κάνει τα δικά του τρελά και τις δικές του κωλοτούμπες. Ισως έτσι εξηγείται και η έλλειψη γεννητικών οργάνων. Αχρείαστα. Τι να τα κάνεις, όταν είσαι ένας και μοναδικός; Ό σ ο τον απασχολούσαν όλα αυτά τα σημαντικά θέματα, ο Τζόκο έριχνε κλεφτές ματιές στην Έρικα. «Εσύ σκέφτεσαι ποτέ τα μεγάλα θέματα;» ρώτησε ο Τζόκο την Έρικα. «Δηλαδή;» «Να... όπως αυτά που δεν έχεις». Η Έρικα έμεινε σιωπηλή για κάμποσο. Ο Τζόκο σκέφτηκε μήπως είχε κάνει πάλι καμιά μεγάλη "πατάτα".

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

395

Τέλος είπε: «Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς θα ήταν, αν είχα μητέρα». Ο Τζόκο λούφαξε στο κάθισμα του. «Ο Τζόκο λυπάται, λυπάται που ρώτησε. Αυτό τώρα είναι πολύ σκληρό. Μην το σκέφτεσαι». «Αλλά και πώς είναι να είσαι η ίδια μητέρα. Ποτέ δε θα το μάθω». «Ποτέ; Γιατί;» «Γιατί ξέρω πώς δημιουργήθηκα. Δημιουργήθηκα μόνο και μόνο για να με χρησιμοποιούν. Δε δημιουργήθηκα για να με αγαπούν». «Θα γινόσουν υπέροχη μητέρα», είπε ο Τζόκο. Μα η Έρικα δεν αποκρίθηκε. Τα μάτια της καρφωμένα μπροστά. Βροχή έξω, στο δρόμο, βροχή στα μάτια της. «Ναι, ναι, θα ήσουν», επέμεινε το ξωτικό. «Τον Τζόκο τον φροντίζεις μια χαρά». Η Έρικα έκανε μια προσπάθεια να γελάσει. Αλλά αυτό που της βγήκε, ήταν γέλιο και λυγμός μαζί. Χμμμ, μπράβο. Ο Τζόκο μιλάει. Οι άνθρωποι κλαίνε. «Είσαι πολύ καλός», είπε η Έρικα. Τελικά τα πράγματα μπορεί και να μην ήταν τόσο άσχημα, όσο έδειχναν. Η Έρικα έκοψε τώρα ταχύτητα και ρώτησε: «Αυτό δεν είναι το αμάξι του Βίκτωρα;» ...Ή ίσως πάλι τα πράγματα να ήταν και πολύ χειρότερα απ' ό,τι έδειχναν... «Πού;» ρώτησε ο Τζόκο, όπως ανακάθισε στο κάθισμά του. «Στο χώρο στάθμευσης, πλάι στο δρόμο, δεξιά. Μα ναι, αυτός είναι!»-

396

Dean Koontz

«Εσύ συνέχισε το δρόμο σου». «Δε θέλω να τον έχω από πίσω μας. Πρέπει να φτάσουμε στη φάρμα χωριστά απ' αυτόν, αλλιώς δε θα μπορέσω να σε μπάσω μέσα». Η Έρικα έστριψε και μπήκε κι αυτή στο χώρο στάθμευσης, πίσω ακριβώς από το σεντάν του Ήλιος. «Εσύ μείνε εδώ και λουφαγμένος -να μη φαίνεσαι». «Τι; Θα βγεις έξω; Μα αφού βρέχει». «Δε θέλουμε με τίποτε να έρθει αυτός σε μας, έτσι δεν είναι;» Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.

Με το που τον διαβεβαίωσε ο Τζέιμς πως τα είχε κάνει όλα έτσι όπως του τα είχε πει, ο Βίκτωρ σκέφτηκε για λίγο τον τρόπο με τον οποίο θα προσέγγιζε τη φάρμα με τις δεξαμενές δημιουργίας. Κάποια από τα πλάσματα της Νέας Ράτσας που δούλευαν ήδη εκεί πέρα, ίσως να είχαν αρχίσει να καταρρέουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα έπρεπε βεβαίως να είναι πολύ προσεκτικός, σε καμιά όμως περίπτωση να φοβηθεί ή να λιποψυχήσει. Αυτά τα πλάσματα ήταν δικά του δημιουργήματα, κατά πολύ κατώτερά του από όλες τις απόψεις, κι αν έφτανε στο σημείο να τα φοβάται, θα ήταν το ίδιο σαν ο Μότσαρτ να φοβόταν τις συνθέσεις του, σαν κάποιος πίνακας του Ρέμπραντ να τρομοκρατούσε τον καλλιτέχνη τόσο πολύ, που να τον έτρεπε σε άτακτη φυγή. Αυτό ήταν λοιπόν: είτε θα τον υπάκουαν, είτε θα τα έστελνε στον αγύριστο με μια και μόνη φράση. Η λογική του έλεγε πως δεν υπήρχε πιθανότητα να τον καλοδεχόταν στην πύλη της φάρμας κάποιο έκτρωμα του τύ-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

397

που Γουέρνερ. Ο Γουέρνερ ήταν μια και μοναδική περίπτωση. Αλλά πού να βρισκόταν τώρα, αλήθεια; Μάλλον θα είχε εξαερωθεί στη διάρκεια της τρομακτικής πυρκαγιάς που είχε καταστρέψει εκ θεμελίων τα Χέρια Του Ελέους. Καμιά ανταρσία ενάντια στον Βίκτωρα δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας, κι αυτό όχι μόνο γιατί ο ίδιος είχε τη δύναμη μυθικού θεού, αλλά και γιατί ακόμη και ο πιο έξυπνος από τους Άλφα, σε σύγκριση με το δημιουργό του που είχε καταφέρει να επιβιώσει επί αιώνες σχεδόν αλώβητος, δεν ήταν παρά ένα ζωντόβολο. Η Έρικα Τέσσερα, πλάσμα της κατηγορίας Άλφα, σίγουρα δε φτουρούσε μπροστά του. Την είχε ήδη σκοτώσει μια φορά, πνίγοντάς τη με μόνα εφόδια μια μεταξωτή γραβάτα του και τη δύναμη των χεριών του, και ασφαλώς μπορούσε να τη σκοτώσει και πάλι, στην περίπτωση που η σκρόφα είχε όντως νεκραναστηθεί. Άλφα, γυναίκα, και μάλιστα σύζυγος, δηλαδή τρεις φορές κατώτερη απ' αυτόν! Και θα το ευχαριστιόταν με την ψυχή του, αν του δινόταν η ευκαιρία να την τιμωρήσει, και μόνο γιατί είχε το θράσος να τον ενοχλήσει δυο φορές στο τηλέφωνο. Αν νόμιζε, η ανόητη, πως είχε υποφέρει πολύ από τη σκληρότητά του στην πρώτη της ζωή, στη δεύτερη θα μάθαινε από την καλή τι σήμαινε πραγματική σκληρότητα. Όχι, λοιπόν, δε φοβόταν να πάει στη φάρμα. Τσα-ίσα που δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή που θα πατούσε το πόδι του εκεί πέρα, για να διαφεντέψει το νέο του βασίλειο με σιδηρά πυγμή, έτσι ώστε να μη βρισκόταν ποτέ ξανά αντιμέτωπος με μια νέα περίπτωση Χεριών Του Ελέους. Κάνοντας να λύσει το χειρόφρενο, το μάτι του πήρε ένα άλλο αμάξι που κινείτο στον αυτοκινητόδρομο ερχόμενο

398

Dean Koontz

από νότια. To αμάξι, αντί να περάσει από πλάι του, ήρθε και φρενάρισε από πίσω του, λούζοντας με τα φώτα των φαναριών του το εσωτερικό του σεντάν. Ο Βίκτωρ δεν κατάφερε να διακρίνει και πολλά από τους καθρέφτες, έτσι, όπως καθόταν στη θέση του οδηγού, γύρισε και κοίταξε από το πίσω παράθυρο. Πίσω από το τιμόνι του δεύτερου αμαξιού καθόταν η Έρικα Πέντε, στην οποία ο Βίκτωρ είχε δώσει εντολή να πάει κι αυτή στη φάρμα με τις δεξαμενές δημιουργίας. Κοιτώντας την άγρια, έξω φρενών μαζί της, επειδή έμοιαζε το ίδιο αυθάδης κι ασεβής με την Έρικα Τέσσερα, ο Βίκτωρ δεν κατάφερε να διακρίνει τίποτε στο πίσω κάθισμα, ωστόσο κάτι πήρε το αυτί του, σημάδι πως κάτι υπήρχε εκεί πέρα και σάλευε. Την άλλη στιγμή κιόλας συνειδητοποίησε γιατί τον βασάνιζε τόση ώρα τώρα η ιδέα πως δεν ήταν μόνος στο αμάξι: ο Χαμαιλέων! Οι φερομόνες πλασμάτων της Νέας Ράτσας τις οποίες είχε αδειάσει επάνω του, θα του πρόσφεραν προστασία για αρκετές ώρες ακόμη. Με τη διαφορά όμως ότι... σε στιγμές έντασης, ο Βίκτωρ ίσως ίδρωνε έστω και λίγο -σε στιγμές φόβου ή οργής- οπότε οι εκκρίσεις της πραγματικής, ανθρώπινης μυρωδιάς του γίνονταν πιο έντονες -μια μυρωδιά που... η κατάλληλη μύτη θα μπορούσε να την ξεχωρίσει από την παραπλανητική της Νέας Τάξης. Ο Βίκτωρ άνοιξε απότομα την πόρτα του οδηγού και μ' ένα πλονζόν πετάχτηκε έξω απ' το αμάξι. Έξω, σκοτάδι και βροχή! Η μπόρα θα έσβηνε τη μυρωδιά των δικών του, ανθρώπινων φερομονών, όμως ακόμη περισσότερο θα έσβηνε τη μυρωδιά των πλασμάτων της Νέας Τάξης που στο κάτωκάτω δεν υπήρχε παρά μόνο διάχυτη στα ρούχα του.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

399

Έπρεπε να είχε κλείσει πίσω του την πόρτα του αμαξιού και να την είχε κλειδώσει, εγκαταλείποντας το σεντάν, και συνεχίζοντας το υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι τη φάρμα με το αμάξι της Έρικα. Έτσι όμως ως είχαν τα πράγματα, δεν τολμούσε να πλησιάσει στην ανοιχτή πόρτα του οδηγού, γιατί ίσως στο μεταξύ ο Χαμαιλέων να είχε περάσει στο μπροστινό κάθισμα. Κι ακόμη χειρότερα, ίσως είχε βγει κιόλας από το αμάξι, και να βρισκόταν τώρα στο χώρο στάθμευσης, και σε μικρή απόσταση από τον Βίκτωρα. Η μπόρα που έπεφτε ασταμάτητη και μαστίγωνε το οδόστρωμα, σίγουρα θα έκρυβε το χαρακτηριστικό ρυτίδιασμα της επιφάνειας στο σημείο όπου κινείτο ο Χαμαιλέων. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η Έρικα φάνηκε να βγαίνει από την GL δευτερόλεπτα προτού εγκαταλείψει ο Βίκτωρ την S600. Καταλαβαίνοντας πως κάτι δεν πήγαινε καλά, όπως πλησίασε στο πλάι του, τον ρώτησε: «Τι είναι, Βίκτωρ; Τι συμβαίνει;»

Μείνε κάτω, πρόσταξε η Έρικα τον Τζόκο. Το είπε με τον τόνο μάνας που μάλωνε το μικρό της. Α, σίγουρα θα γινόταν πρώτης τάξεως μητέρα. Όμως δεν ήταν η μητέρα του Τζόκο. Καμιά δεν ήταν η μητέρα του Τζόκο. Ο Τζόκο σήκωσε το κεφάλι του. Είδε την Έρικα να στέκει στο πλάι του Βίκτωρα. Μούσκεμα και οι δυο από τη δυνατή μπόρα. Το πιο ενδιαφέρον όμως ήταν το ζωύφιο. Το μεγαλύτερο ζωύφιο που είχε δει ποτέ του ο Τζόκο. Το μισό περίπου απ' όσο ήταν το τελώνιο.

400

Dean Koontz

Μόνο που τούτο εδώ δεν του έμοιαζε νόστιμο. Του φάνηκε πως θα είχε πικρή γεύση. Στους υπονόμους των όμβριων υδάτων, τα κάθε λογής ζωύφια ζύγωναν τον Τζόκο. Εύκολη λεία -έκανε μια έτσι, και τα τσάκωνε. Γιατί τα ζωύφια δεν ήξεραν πως μπορούσε να τα διακρίνει ακόμη και μέσα στο πυκνό σκοτάδι με τα μεγάλα, κίτρινα μάτια του. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τούτο το συγκεκριμένο ζωύφιο. Μα τόσο μεγάλο... Και τότε ο Τζόκο την κατάλαβε τη δουλειά. Ο τρόπος που κινείτο το γιγάντιο ζωύφιο. Ο τρόπος που σηκώθηκε στα πισινά του πόδια. Αυτό το πράμα ετοιμαζόταν να σκοτώσει. Η μαξιλαροθήκη-σακούλα στο δάπεδο της Μερσεντές. Στο δάπεδο του μπροστινού καθίσματος. Λύσιμο του κορδονιού που ήταν δεμένο γύρω από το πάνω μέρος της μαξιλαροθήκης. Μέσα στη σακούλα σαπούνια, σαπούνια, και πάλι σαπούνια. Και το μαχαίρι. Γρήγορα, γρήγορα, σβέλτα, σβέλτα, ο Τζόκο έξω, στη βροχή. Ζυγώνοντας με χοροπηδητά την Έρικα και τον Βίκτωρα. Μην κάνεις πιρουέτεςΐ

Κεφάλαιο 66

Το ζωύφιο δεν ήθελε να πεθάνει. Ούτε και ο Τζόκο ήθελε. Όλα πήγαιναν τόσο καλά. Σαπούνια. Η πρώτη του βόλτα με αμάξι. Παρέα να έχει να λέει δυο κουβέντες. Η πρώτη παντελονιά του. Κανείς να μην τον έχει βαρέσει, εδώ και ώρες. Και οσονούπω, ένα αστείο καπελάκι. Ε, βέβαια θα εμφανιζόταν ένα γιγαντιαίο μαμούνι. Ο Τζόκο κι η κακή του μοίρα. Δυο νύχια για να ξεσκίζουν. Έ ν α νύχι για να συνθλίβει. Έξι δαγκάνες σαν τανάλιες. Κεντρί. Γλώσσα κινούμενη μπρος πίσω, σαν πριόνι. Δόντια. Κι άλλα δόντια πίσω απ' τα πρώτα. Το μόνο που του έλειπε ήταν και μια τρύπα απ' όπου να ξερνάει φωτιά. Α, να και μια τέτοια. Έ ν α ζωύφιο πλασμένο για το κακό. Ο Τζόκο προσγειώθηκε πάνω του και με τα δυο γόνατα. Μαχαιρώνοντας, κόβοντας, ξεσκίζοντας. Σήκωσε το ζωύφιο ψηλά. Το έσκασε κάτω σαν χταπόδι. Ξανά. Και ξανά. Κι άλλες μαχαιριές. Απανωτές, με λύσσα. Μέχρι που ο Τζόκο φοβήθηκε τον ίδιο του τον εαυτό. Το ζωύφιο σκίρτησε. Τινάχτηκε, πασχίζοντας να ξεφύγει.

402

Dean Koontz

Όμως δεν πρόβαλε αντίσταση. Και ψόφησε. Απορημένος με την παθητική στάση του ζωυφίου, ο Τζόκο στάθηκε στα πόδια του. Ποιος ξέρει, ίσως το πλάσμα είχε παραλύσει από την τρομάρα με το που είχε αντικρίσει τον Τζόκο. Το ξωτικό έμεινε εκεί, έρμαιο της μπόρας. Ξέπνοο. Ζαλισμένο. Οι στάλες της βροχής χτυπούσαν αλύπητα το άτριχο κεφάλι του. Το καπελάκι του μπέιζμπολ άφαντο. Α, μα τι βλακεία, το πατούσε. Ο Βίκτωρ κι η Έρικα αμίλητοι στη βροχή. «Ζωύφιο», είπε ο Τζόκο κοντανασαίνοντας. «Εγώ δεν το είδα, παρά μόνο όταν ψόφησε», είπε η Έρικα. Ο Τζόκο θριαμβευτής και τροπαιούχος. Φιγούρα ηρωική. Η στιγμή της δόξας του είχε φτάσει επιτέλους. Η ώρα του να λάμψει. Ο Βίκτωρ σούβλισε το τελώνιο με το βλέμμα του. «Δηλαδή, μπορούσες να το δεις;» Η ταινία προσαρμογής στο πίσω μέρος του καπέλου του μπέιζμπολ είχε μπλεχτεί στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του Τζόκο. «Ετοιμαζόταν... να ...σε σκοτώσει», είπε ο Τζόκο στην Έρικα με φωνή που έβγαινε σφυριχτή, όπως κοντανάσαινε. Ο Βίκτωρ είχε διαφορετική γνώμη: «Είναι προγραμματισμένο να μην αγγίζει όσους έχουν τη μυρωδιά πλασμάτων της Νέας Ράτσας. Από τους τρεις μας, θα σκότωνε μόνο εμένα». Δηλαδή ο Τζόκο είχε γλιτώσει τον Βίκτωρα από βέβαιο θάνατο!

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

403

«Είσαι δική μου σάρκα» συνέχισε ο Βίκτωρ «όμως δε σε ξέρω». Βλακεία, βλακεία, και τρεις φορές βλακεία! Του Τζόκο του ερχόταν να πάει να ξαπλώσει μπροστά στις ρόδες της μιας από τις Μερσεντές, για να τον πατήσει. «Τι είσαι;» επέμεινε ο Βίκτωρ. Ο Τζόκο ήθελε να είχε ένα κουβά και ν' άρχιζε να βαράει το κεφάλι του με δαύτον. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε πάλι ο Βίκτωρ. Πασχίζοντας να ξεμπλέξει το καπελάκι από το πόδι του, και βαριανασαίνοντας πάντα, ο Τζόκο αποκρίθηκε τελικά, αν και όχι με τη ζωηράδα που θα ήθελε: «Είμαι... το παιδί του... Τζόναθαν Χάρκερ». Το τελώνιο σήκωσε τώρα το μαχαίρι, που η λάμα του είχε σπάσει μέσα στο ζωύφιο. «Πέθανε... για να... γεννηθώ... εγώ». «Είσαι ένας παρασιτικός δεύτερος εαυτός του Χάρκερ που αναπτύχθηκες μέσα του εντελώς αυθόρμητα». «Είμαι... ζογκλέρ!» «Ζογκλέρ;» «Καλά, άσ' το», είπε ο Τζόκο. Πέταξε τη λαβή του σπασμένου μαχαιριού. Έδωσε οργισμένος μια κλοτσιά. Πέταξε το καπελάκι. «Χμ, θα πρέπει να εξετάσω τα μάτια σου», είπε τώρα ο Βίκτωρ. «Αμέ. Γιατί όχι;» Ο Τζόκο γύρισε απ' την άλλη. Ένα, δυο, τρία πηδηματάκια μπροστά, ένα σάλτο προς τα πίσω. Ένα, δυο, τρία πηδηματάκια μπροστά, ένα σάλτο προς τα πίσω. Πιρουέτα.

404

Dean Koontz

Όπως παρακολουθούσε το ξωτικό και τα χοροπηδητά του πάνω στην άσφαλτο, η Έρικα ένιωθε την ανάγκη να τρέξει κοντά του, να το σφίξει στην αγκαλιά της και να του πει πόσο γενναίο είχε σταθεί. «Από πού ξεφύτρωσε αυτός εδώ;» ρώτησε ξερά ο Βίκτωρ. «Εμφανίστηκε στην έπαυλη, πριν από λίγες ώρες. Κατάλαβα αμέσως πως θα ήθελες να τον εξετάσεις». «Και τώρα τι παριστάνει;» «Είναι κάτι που το συνηθίζει». «Απ' αυτόν θα πάρω πολλές απαντήσεις», είπε ο Βίκτωρ με περισπούδαστο ύφος. «Θα μάθω γιατί αλλάζουν μορφή. Γιατί σκαρτεύουν οι σάρκες τους. Σίγουρα θα μάθω ένα σωρό πράγματα απ' αυτόν εδώ». «Τότε θα τον πάρω μαζί μας, στη φάρμα». «Τα μάτια του είναι μπόνους», συνέχισε ο Βίκτωρ, σαν να μονολογούσε. «Αν είναι ξύπνιος όταν θα τα τεμαχίζω με το νυστέρι, θα είναι μια χρυσή ευκαιρία να μάθω πώς λειτουργούν». Η Έρικα ακολούθησε με το βλέμμα της τον Βίκτωρα, όπως πλησίασε την ανοιχτή πόρτα της S600. Προτού μπει στο αμάξι, ο Ήλιος κοίταξε πάλι προς τη μεριά του τελώνιου που εξακολουθούσε να χοροπηδάει σαν κατσίκι και να κάνει πιρουέτες, ύστερα κάρφωσε το βλέμμα του στην Έρικα. «Μην τον αφήσεις να χαθεί χορεύοντας μέσα στη νύχτα». «Τον έχω το νου μου. Θα τον πάρω μαζί μου, στη φάρμα». Καθώς ο Βίκτωρ μπήκε στο σεντάν, και μετά από λίγο

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

405

εγκατέλειπε το χώρο στάθμευσης, η Έρικα πήγε και στάθηκε καταμεσής του αυτοκινητόδρομου. Ο άνεμος μαστίγωνε το σκοτάδι, τίναζε τη βροχή από τον κατάμαυρο ουρανό, έκανε τα δέντρα να σείονται, λες κι ήθελε να τα ξεριζώσει. Ένας κόσμος άγριος, βίαιος, κι αλλόκοτος. Το ξωτικό περπατούσε τώρα με τα χέρια καταμεσής στην κεντρική λωρίδα του αυτοκινητόδρομου. Όταν η βοή του ανέμου κατάπιε για τα καλά το θόρυβο του κινητήρα της S600, η Έρικα γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω κι έμεινε να κοιτάζει μέχρι που τα πισινά φοίτα του άλλου αμαξιού χάθηκαν απ' τα μάτια της. Το ξωτικό συνέχιζε τα χορευτικά του, κάνοντας τώρα ζιγκ-ζαγκ όπως κινείτο από τη μια λωρίδα κυκλοφορίας στην άλλη, σταματώντας αραιά και πού και χτυπώντας τις φτέρνες του μεταξύ τους όπως πηδούσε ψηλά στον αέρα. Ο άνεμος χόρευε με τη νύχτα, έραινε τη γη με τα μύρα της βροχής, κι είχε τα δέντρα να λικνίζονται, συμμετέχοντας στο γιορταστικό. Ένας κόσμος ελεύθερος, θαυμάσιος -ένας κόσμος χαρούμενος. Η Έρικα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, άπλωσε τα χέρια της σαν να ήθελε να αγκαλιάσει το σύμπαν, άφησε το δυνατό αέρα να πλημμυρίσει τα πνευμόνια της, κι έμεινε έτσι για μια στιγμή, περιμένοντας για ένα στροβίλισμα.

Κεφάλαιο 67

Όπως ο απέραντος χώρος ταφής απορριμμάτων περιβαλλόταν από μια απροσπέλαστη περίφραξη, το ίδιο ίσχυε και για τη φάρμα με τις δεξαμενές. Εδώ, αντί για τρεις ακανόνιστες σειρές πεύκων (που περιστοίχιζαν την περίφραξη), υπήρχαν συστάδες από βαλανιδιές, που οι κορμοί τους ήταν καλυμμένοι από βρύα. Στην πινακίδα στην πύλη της εισόδου αναγραφόταν το όνομα της ιδιοκτήτριας εταιρίας, που ήταν GEGENANGRIFF, που στα γερμανικά σημαίνει Αντεπίθεση, κι ήταν κάτι σαν το καλαμπουράκι του Βίκτωρα, αφού ο ίδιος στην ουσία είχε αφιερώσει τη ζωή του και το έργο του σε μια κατά μέτωπο επίθεση ενάντια στον υφιστάμενο κόσμο. Το κυρίως κτίριο απλωνόταν σε μια έκταση πάνω από οκτώ στρέμματα: μια διώροφη κατασκευή με αδρές, σύγχρονες από αρχιτεκτονική άποψη γραμμές. Δεδομένου ότι ο κάθε δημόσιος υπάλληλος, ο κάθε αστυνομικός και ο κάθε γραφειοκράτης στην ενορία που βρισκόταν η φάρμα ήταν πιστό αντίγραφο των πραγματικών, ο Βίκτωρ δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα με υπηρεσίες όπως η πολεοδομία,

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

407

η επιθεώρηση κτιρίων, και άρα την έκδοση των σχετικών αδειών. Άνοιξε τη σιδερένια, συρόμενη πύλη με τηλεκοντρόλ και παρκάρισε τη Μερσεντές του στο υπόγειο γκαράζ. Τα όσα είχε δει και είχε ζήσει στο χώρο στάθμευσης του αυτοκινητόδρομου, κάθε άλλο παρά είχαν διαλύσει τις όποιες αμφιβολίες του, έτσι τώρα, με την είσοδο του στη φάρμα, ένιωθε να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Είχε γλιτώσει στο τσακ από την επίθεση ενός δολοφονικού όντος που ήταν δικό του δημιούργημα, τον Χαμαιλέοντα, χάρη στην παρέμβαση ενός άλλου μεταλλαγμένου όντος, που αποτελούσε βιολογική εξέλιξη του Τζόναθαν Χάρκερ, ο οποίος με τη σειρά του ήταν κι αυτός πλάσμα της Νέας Ράτσας. Το γεγονός για τον Βίκτωρα αποτελούσε σαφή ένδειξη -για να μην έλεγε απόδειξη- πως η επιχείρηση Νέα Ράτσα στο σύνολο της ήταν τόσο ευφυώς σχεδιασμένη και τόσο αποτελεσματικά εφαρμοσμένη, που εντός του πλαισίου της είχε αναπτυχθεί κι εξελιχθεί ένα σύστημα συγχρονικότητας, το οποίο εγγυάτο ότι ακόμη και σε περίπτωση σφάλματος - α ν υπήρχε τέτοια περίπτωση- το σφάλμα αυτό θα διορθωνόταν αφ' εαυτού του. Ο Κάρολος Γιουνγκ, αυτός ο μεγάλος Ελβετός ψυχολόγος, ο άνθρωπος που έχει αναπτύξει τη θεωρία πως η συγχρονικότητα -όρος τον οποίο είχε εφεύρει ο ίδιος για να χαρακτηρίζει τις αξιοσημείωτες συμπτώσεις που προκαλούν βαθιές επιδράσεις- αποτελεί μια μη αιτιατή συνδετική αρχή η οποία μπορεί με τρόπους παράξενους κι ανεξήγητους να επιφέρει τάξη στη ζωή μας. Ο Βίκτωρ ήταν θαυμαστής του έργου του Γιουνγκ, αν και θα ήθελε πολύ να ξαναγράψει ο ίδιος όλα τα δοκίμια και τα βιβλία του Ελβετού ψυχολόγου,

408

Dean Koontz

εμπλουτίζοντας τα με εκείνο το βάθος σκέψης και διεισδυτικότητας που δυστυχώς δε διέθετε ο φουκαράς ο Κάρολος. Η συγχρονικότητα δεν αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του Σύμπαντος, όπως πίστευε ο Γιουνγκ, αλλά προέκυπτε αναπάντεχα μόνο κατά τις συγκεκριμένες εκείνες περιόδους και σε εκείνους τους συγκεκριμένους πολιτισμούς όπου η ανθρώπινη προσπάθεια πλησίαζε περισσότερο παρά ποτέ στο απόλυτα λογικό. Όσο περισσότερο βασιζόταν στη λογική ένας πολιτισμός, τόσο περισσότερες πιθανότητες υπήρχαν να λειτουργήσει η συγχρονικότητα ως μέσο για τη διόρθωση των λαθών που πιθανόν είχε διαπράξει ο ίδιος ο πολιτισμός. Η υλοποίηση της Νέας Ράτσας από τον Βίκτωρα, καθώς και το όραμά του για έναν ενιαίο κόσμο βασίζονταν τόσο πολύ στη λογική, κι ήταν επεξεργασμένα με τέτοια εκλογίκευση ακόμη και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, που μέσα στο πλαίσιο τους αναπτυσσόταν κι εξελισσόταν αυτόνομα περίπου ένα σύστημα συγχρονικότητας ακόμη και εν αγνοία του. Κάτι είχε πάει στραβά με τις δεξαμενές δημιουργίας στα Χέρια Του Ελέους, χωρίς ο ίδιος ο Βίκτωρ να έχει την παραμικρή ένδειξη, και προτού να συνεχιζόταν η παραγωγή κι άλλων ελαττωματικών πλασμάτων της Νέας Ράτσας, είχε εμφανιστεί από το πουθενά, και μετά από απουσία δυο αιώνων, ο Δευκαλίων κι είχε βάλει φωτιά στα εργαστήρια -η μητέρα όλων των συμπτώσεων, όντως! Ο Δευκαλίων πίστευε ότι κατέστρεφε το δημιουργό του, όταν στην ουσία τον απέτρεπε από την παραγωγή κι άλλων σκάρτων μοντέλων της Νέας Ράτσας, αναγκάζοντάς τον παράλληλα να στραφεί στη χρήση των κατά πολύ πιο σύγχρονων και εξελιγμένων δεξαμενών δημιουργίας της φάρμας. Η συγχρονικότητα λοι-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

409

πόν είχε από μόνη της διορθο)σει το σφάλμα. Και το δίχως άλλο η συγχρονικότητα και πάλι θα αναλάμβανε να "τακτοποιήσει" τον Δευκαλίωνα, και να επιλύσει τα όποια μικροπροβλήματα εξακολουθούσαν να υφίστανται -τους Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ και Μάντισον μεταξύ των άλλων- τα οποία μικροπροβλήματα διαφορετικά θα είχαν σταθεί εμπόδιο στην προσπάθεια του Βίκτωρα για απόλυτη επικράτηση και κυριαρχία επί όλων των πραγμάτων. Κάτι η ασίγαστη δίψα του για εξουσία, κάτι η μοναδικότητα της ευφυίας του, κάτι ο ψυχρός υλισμός του και η ανελέητη πρακτικότητά του, κάτι η συγχρονικότητα που τώρα δούλευε επ' ωφελεία του, επιτέλους, ο Βίκτωρ έστεκε στο κατώφλι της αθανασίας, εσαεί άφθαρτος κι άτρωτος. Ναι, ήταν αθάνατος! Ανέβηκε με το ασανσέρ από το γκαράζ στους τεράστιους χώρους με τις δεξαμενές δημιουργίας, στον πρώτο όροφο. Με το που άνοιξαν οι πόρτες και βγήκε από τον ανελκυστήρα, βρήκε τα εξήντα δυο άτομα του προσωπικού, όλα τους της Νέας Ράτσας, να τον περιμένουν, με τον ίδιο τρόπο που επί ακόνες τώρα οι κοινοί θνητοί μαζεύονταν στις άκριες των δρόμων για να γευτούν λίγη από τη δόξα και λίγο από το μεγαλείο διερχόμενων γαλαζοαίματων ή για να τιμήσουν πολιτικούς ηγέτες των οποίων τα κατορθώματα και τη δόξα τα κατακάθια του προλεταριάτου ούτε στον ύπνο τους δε θα μπορούσαν να προσεγγίσουν. Έχοντας φάει τη βροχή με το καντάρι, την ώρα που, ελέω συγχρονικότητας, ο μεταλλαγμένος Χάρκερ εξόντωνε τον Χαμαιλέοντα, ο Βίκτωρ εμφανίστηκε τώρα μπροστά στους δικούς του βρεγμένος ως το κόκαλο, και σε κατάσταση που δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ. Σε μια άλλη περίπτωση, θα

410

Dean Koontz

είχε ενοχληθεί αν τον έβλεπαν οι άλλοι έτσι σαν βρεγμένο γατί και σε τέτοια χάλια, με τα μαλλιά του ανάκατα και το κοστούμι του τσαλακωμένο και να στάζει. Όμως ετούτη τη στιγμή της δόξας και του μεγαλείου του, το ασουλούπωτο της εμφάνισής του δεν είχε την παραμικρή σημασία, μιας και το γεγονός πως είχε περάσει πια στο πάνθεον των αθανάτων ακτινοβολώντας σαν υπέρλαμπρο αστέρι, είχε γίνει αντιληπτό από το συγκεντρωμένο ακροατήριο του. Το καταλάβαινε από τον τρόπο που τον κοιτούσαν χάσκοντας, εκμηδενισμένοι από το απαράμιλλο της σοφίας του, κατατροπωμένοι από τη δική τους άγνοια κι ασημαντότητα, καθυποταγμένοι από το δικό του θεϊκό μεγαλείο. Ανοίγοντας τα χέρια του σαν για να αγκαλιάσει το Σύμπαν, ο Βίκτωρ τους είπε, όπως τους κοιτούσε: «Κατανοώ το θαυμασμό σας για το δημιουργό σας, όμως να θυμάστε πάντα πως ο καλύτερος τρόπος για να τον τιμήσετε είναι να αφιερωθείτε με ακόμη μεγαλύτερη αφοσίωση στο έργο του, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό σας, προσπαθώντας τόσο, όσο δεν προσπαθήσατε ποτέ, δίνοντας και την τελευταία σας ικμάδα για την υλοποίηση του οράματος του». Όπως ήρθαν πιο κοντά του, ο Βίκτωρ κατάλαβε πως ήθελαν να τον σηκώσουν στα χέρια, κι έτσι σηκωτό να τον μεταφέρουν στο γραφείο του, όπως τόσες και τόσες φορές στην ιστορία τα μαγεμένα κι ενθουσιώδη πλήθη είχαν σηκώσει στα χέρια τους ήρωες που επέστρεφαν νικητές από τα πεδία των μαχών, περιφέροντάς τους στους δρόμους, και μεταφέροντάς τους σε λαμπρές αίθουσες για το τελετουργικό της απόδοσης των ύψιστων τιμών και διακρίσεων. Σε μια άλλη περίπτωση, θα τους είχε κατσαδιάσει που σπαταλούσαν έτσι άσκοπα το χρόνο τους, όσο και το δικό του. Όμως αυτή τη

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

411

φορά, υπό το φως των τελευταίων δραματικών γεγονότων, και της εισόδου του στο πάνθεον των αθανάτων, θα τους έκανε το χατίρι, γιατί, επιτρέποντάς τους να τον περιβάλλουν με τέτοιες τιμές, ασφαλώς θα τους ενέπνεε, με αποτέλεσμα να εργάζονται στο μέλλον με ακόμη μεγαλύτερη αφοσίωση κι αποτελεσματικότητα για λογαριασμό του.

Κεφάλαιο 68

Ο Τζόκο σε απελπισία. Βρεγμένος παπί. Με τα πόδια του πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού. Με τα αδύνατα, λεπτά του χέρια τυλιγμένα γύρω από τα καλάμια του. Το καπελάκι του μπέιζμπολ φορεμένο ανάποδα. Η Έρικα πίσω από το τιμόνι, το βλέμμα της καρφωμένο έξω, στο σκοτάδι. Το αμάξι σταματημένο. Ο Βίκτωρ ζωντανός ακόμη. Αν και δε θα 'πρεπε. Ο Τζόκο κι αυτός ζωντανός ακόμη. Αν και δε θα 'πρεπε. Τα είχε κάνει σκατά! «Ο Τζόκο δεν πρόκειται να ξαναβάλει στο στόμα του ζωύφιο», είπε ο Τζόκο. Η Έρικα συνέχισε να κοιτάζει έξω, στο σκοτάδι. Δεν έβγαλε μιλιά. Ο Τζόκο θα ήθελε πολύ να την ακούσει να λέει κάτι. Τσως τελικά η Έρικα να έκανε αυτό που έπρεπε. Δηλαδή, να έπιανε τον Τζόκο και να τον σάπιζε στο ξύλο -μέχρι θανάτου. Γιατί ο Τζόκο το άξιζε, και με το παραπάνω. Πού τέτοια τύχη όμως. Η Έρικα παραήταν καλή. Ο Τζόκο κι η κακή του μοίρα...

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

413

Υπήρχαν πράγματα που θα μπορούσε να κάνει ο Τζόκο. Να πατήσει το κουμπί για να κατέβει αυτόματα το παράθυρο του αυτοκινήτου. Να βγάλει το κεφάλι του έξω. 'Υστερα να πατήσει το κουμπί για ν' ανέβει το παράθυρο. Και να κόψει το κεφάλι του. «Είμαι προγραμματισμένη να υπακούω», είπε τελικά η Έρικα. «Έχω κάνει πράγματα που ξέρω ότι δεν άρεσαν στον Βίκτωρα, όμως δεν τον έχω παρακούσει επί της ουσίας ποτέ». Ο Τζόκο θα μπορούσε να βγάλει το μπλουζάκι του. Να το κουρελιάσει. Ύστερα να χώσει τα κουρέλια στη μύτη του. Να κάνει ρολό το καπελάκι του. Κι ύστερα να το χώσει στο στόμα του. Να "πάει" από ασφυξία. «Κάτι μου συνέβη απόψε», συνέχισε η Έρικα. «Δεν ξέρω, ίσως θα μπορούσα να περάσω έξω από τη φάρμα, και να συνεχίσω. Να συνεχίσω να οδηγώ για πάντα». Ο Τζόκο θα μπορούσε να τρέξει να χωθεί στο δάσος. Να τρυπήσει τον αντίχειρά του. Κι ύστερα να περιμένει να μυρίσουν τα αγριογούρουνα το αίμα του, για να τρέξουν να τον κατασπαράξουν. «Μα δεν τολμώ να βγάλω το χειρόφρενο, να πατήσω γκάζι και να συνεχίσω να οδηγάω. Και τι θα γίνει αν δεν μπορέσω να προσπεράσω; Τι θα γίνει αν τελικά μπω και παρκάρω εκεί πέρα; Τι θα γίνει αν δεν μπορέσω καν να σε αφήσω ελεύθερο να πας όπου νομίζεις;» Ο Τζόκο σήκωσε το χέρι του. «Μπορώ να πω;» «Τι;» «Ο Τζόκο αναρωτιέται αν σου βρίσκεται κανένας παγοκόφτης». «Τι να τον κάνεις τον παγοκόφτη;» «Σου βρίσκεται κανένας;»

414

Dean Koontz

«Όχι». «Καλά, ας είναι». Η Έρικα έσκυψε μπροστά. Το μέτωπο της ακουμπισμένο στο τιμόνι. Έκλεισε τα μάτια της. Απ' το στόμα της βγήκε ένας λεπτός ήχος -κάτι που φανέρωνε λύπη. Ο Τζόκο ίσως θα μπορούσε να αυτοκτονήσει με κανέναν "σταυρό", απ' αυτούς που χρησιμοποιούν για να αλλάζουν τις ρόδες. Έπρεπε να το σκεφτεί το πράγμα. Να το σκεφτεί, να το σκεφτεί. «Μπορώ να πω;» «Να πεις τι;» «Βλέπεις το αυτί του Τζόκο;» «Ναι». «Η τρύπα του αυτιού του Τζόκο είναι αρκετά μεγάλη, και χωράει να χώσει μέσα του τη μια άκρη του "σταυρού" -πώς σου φαίνεται;» «Τι είναι αυτά που μου λες;» «Καλά, άσε». Αποφασισμένη αίφνης, η Έρικα τράβηξε το χειρόφρενο. Έβαλε ταχύτητα στην 550 και βγήκε από το χώρο στάθμευσης. «Πάμε πουθενά;» «Κάπου». «Μήπως θα περάσουμε από ένα μεγάλο γκρεμό;» «Όχι. Όχι όσο ακολουθούμε αυτό τον αυτοκινητόδρομο». «Μήπως θα περάσουμε πάνω από τίποτε γραμμές τρένου;» «Δεν είμαι σίγουρη. Γιατί;» «Τίποτα».

Κεφάλαιο 69

Όπως είχε αφεθεί να απολαμβάνει τις εκδηλώσεις θαυμασμού και λατρείας του μικρού πλήθους, ο Βίκτωρ αντιλήφθηκε ότι εκτός από το προσωπικό της φάρμας με τις δεξαμενές δημιουργίας, παρόντες εκεί πέρα ήταν ο Δευκαλίων και οι Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ και Μάντισον. Μα πόσο ευφυής ήταν τέλος πάντων, που είχε προβλέψει πως η συγχρονικότητα θα αποκαθιστούσε τις ισορροπίες στον κόσμο του, διορθώνοντας όλα τα σφάλματα μέσω του μηχανισμού των εκπληκτικών συμπτώσεων. Αυτή καθαυτή η παρουσία του "πρωτότοκού" του και των δυο αστυνομικών επισφράγιζε την είσοδο του στο πάνθεον των αθανάτων, και δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή που, από μια τέτοια μεστή σημασίας σύμπτωση, θα εξοντώνονταν και οι τρεις τους. Στη θήκη του ώμου, μέσα από το σακάκι του, είχε ακόμη το πιστόλι του, όμως απαξιούσε να σκοτώσει αυτούς τους τρεις με τα ίδια του χέρια, γιατί τώρα πια δεν ήταν απλώς η μια και μοναδική, η απαράμιλλη διάνοια που ήταν άλλωστε ανέκαθεν, αλλά και η αποθέωση του ρασιοναλισμού και της τετράγωνης λογικής σε βαθμό που ακόμη και οι πιο

416

Dean Koontz

ισχυρές δυνάμεις του Σύμπαντος δούλευαν για λογαριασμό του. Η αυτοάμυνα ήταν καλή για τους κοινούς θνητούς, για τους ασήμαντους, για τα γίδια του κοπαδιού -ενός κοπαδιού στο οποίο ο ίδιος ποτέ δεν ανήκε, και από το οποίο τώρα είχε απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο. Η συγχρονικότητα και ασφαλώς και κάποιοι άλλοι μυστηριώδεις μηχανισμοί θα έσπευδαν προς βοήθειά του με τρόπους θαυμαστούς κι απρόσμενους. Χέρια πολλά τον έπιασαν και τον σήκωσαν ψηλά πάνω από το δάπεδο, κι ο Βίκτωρ πίστεψε πως θα τον έστηναν καθιστό στους ώμους τους, όπως μετέφεραν παλιά τους Κινέζους αυτοκράτορες τα πλήθη, κρατώντας τους ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους όπως καθόντουσαν πάνω σε στολισμένους θρόνους, να τον πάνε μέχρι το γραφείο του για να συνεχίσει το σπουδαίο έργο του -ένα έργο κατά πολύ πιο σημαντικό από τα μέχρι τότε επιτεύγματά του. Όμως το μικρό πλήθος, πάνω στον ενθουσιασμό του και την ασυγκράτητη επιθυμία του να δοξάσει το δημιουργό του, τον σήκωσε στο μπρούμυτα. Κι έτσι όπως ήταν με την κοιλιά, βρέθηκε να ακουμπάει στους ά>μους μερικών ανδρών που σχημάτιζαν σειρές δεξιά κι αριστερά του, έχοντάς τον στη μέση, κι όλο που μπορούσε να δει ήταν το πάτωμα, εκτός κι αν γύριζε το κεφάλι του στο πλάι. Κι έτσι όπως τον κρατούσαν από τους αστραγάλους, τις κνήμες, τους καρπούς και τους βραχίονες, το σφίξιμο τους ήταν κατά πολύ πιο δυνατό απ' όσο απαιτούσε το... τελετουργικό, γιατί αυτός ο ίδιος τους είχε φτιάξει έτσι χειροδύναμους κι ανθεκτικούς - ανθεκτικούς σαν καλοφτιαγμένες μηχανές. Την άλλη στιγμή αυτοί που τον κρατούσαν άρχισαν να προχωρούν, κι οι υπόλοιποι ακολούθησαν από κοντά, ίσως

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

417

με την κρυφή ελπίδα πως θα αξιώνονταν να τον αγγίξουν ή πως εκείνος θα γυρνούσε το κεφάλι του να τους κοιτάξει, ίσα για να έχουν να καυχιούνται τα χρόνια που θα έρχονταν πως ήταν παρόντες αυτή την ιστορική μέρα, μάρτυρες τη στιγμή που το μεγαλείο του έφτανε στο απόγειο του, και πως εκείνος τους είχε κοιτάξει στα μάτια και τους είχε χαμογελάσει, σημάδι ότι τους γνώριζε. Η ατμόσφαιρα ήταν γιορταστική, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που δεν έκρυβαν τη χαρά τους, πράγμα σπάνιο για πλάσματα της Νέας Ράτσας, αν λάβαινε κανείς υπόψη του πως ο προγραμματισμός τους δεν πρόβλεπε την εκδήλωση τέτοιων συναισθημάτων. Ο Βίκτωρ κατάλαβε τότε πως η ψυχική τους ευφορία είχε να κάνει με το μέλλον και τους θριάμβους που θα κατήγαγε ο δημιουργός • τους σε αυτές τις νέες εγκαταστάσεις, ανυπομονώντας για τη μέρα -τόσο κοντά τώρα πια- που θα ξεκινούσε η μαζική εξόντωση της τόσο μισητής Παλιάς Ράτσας. Αυτό θα πρέπει να ήταν ο λόγος της χαράς τους: η προσμονή της γενοκτονίας, το ξεκαθάρισμα ετούτου του κόσμου κι από το τελευταίο ανθρώπινο ον που είχε μιλήσει για Θεό. Κατά τα φαινόμενα οι συμμετέχοντες στην πομπή είχαν κάτι παραπάνω στο νου τους, από μια απλή μεταφορά του Βίκτωρα στο γραφείο του, γιατί, μολονότι αυτό βρισκόταν στο ισόγειο, τον κατέβασαν δυο ορόφους πιο κάτω από τις σκάλες, με την ίδια ευκολία σαν να τον μετέφεραν σε ευθεία. Α, σίγουρα θα είχαν κατά νου κάποια ειδική τελετή προς τιμήν του. Και μόλο που ο Βίκτωρ δεν είχε ανάγκη από την αποδοχή και την αναγνώριση τέτοιων κατασκευασμάτων -κατά βάθος δεν είχε ανάγκη από την αποδοχή και την αναγνώριση του οποιουδήποτε, είτε της Νέας Ράτσας ήταν είτε της Παλιάς- έτσι όπως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα,

418

Dean Koontz

ήταν αναγκασμένος να υποστεί την ταλαιπωρία που το δίχως άλλο θα συνεπαγόταν η... σπέσιαλ τελετή. Μα τότε πάλι συνέβη κάτι που έδωσε άλλο ενδιαφέρον στην όλη ιστορία. Η εορταστική ατμόσφαιρα ξεθύμανε, και τη θέση της πήρε η απόλυτη σιωπή. Ο Βίκτωρ σκέφτηκε πως τώρα ήταν η στιγμή της κατάνυξης, που σαφώς άρμοζε καλύτερα στην περίσταση, όταν κάποιοι σαν αυτούς τιμούσαν κάποιον με την υπέρτατη αξία του. Κατάνυξη κι ευλάβεια -βέβαια!- γιατί το μάτι του πήρε αναμμένα δαδιά, προφανώς ποτισμένα με αρωματικά έλαια που θα ανέδιδαν μια ευχάριστη ευωδιά, ίδια μ' εκείνη των θυμιαμάτων. Νιώθοντας κάτι παραπάνω από ωραία στο ρόλο του, ως αντικείμενου λατρείας, όπως τον κρατούσαν μπρούμυτα, γύρισε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά και κοίταξε, επιτρέποντας στους άνδρες της πομπής να τον δουν και καταπρόσωπο εκτός από προφίλ, και σε μια από εκείνες τις στιγμές της μεγαλοθυμίας του, είδε και την Έρικα ανάμεσα στο μικρό πλήθος χαμογελαστή, και μπήκε στον πειρασμό να της ανταποδώσει το χαμόγελο, γιατί η γυναίκα είχε φέρει εκείνο το εκτόπλασμα που είχε δραπετεύσει από τα σπλάχνα του Χάρκερ, και το οποίο τον είχε γλιτώσει από τα νύχια του Χαμαιλέοντα, αν κι επί του παρόντος ο Βίκτωρ δεν έβλεπε πουθενά το μεταλλαγμένο κοντοπίθαρο. Τώρα η πομπή με το ζώντα επιτάφιο μπήκε σε μια σήραγγα της οποίας τα χωμάτινα τοιχώματά γυάλιζαν λες κι ήταν περασμένα με λάκα, που στον Βίκτωρα θύμισε τους ανοιχτούς τάφους στο κοιμητήρι μιας φυλακής, πριν από πολλά-πολλά χρόνια, και τα παζαρέματά του με το δήμιο λίγο πιο πέρα από τα σκάμματα. Του θύμισε το φρεσκοσκαμμένο χώμα ομαδικών τάφων σε όλες τις άκρες του κόσμου, και στο διά-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

419

στη μα τόσων χρόνων τώρα, τους εκτελεστές που τον άφηναν να διαλέξει από το καταδικασμένο ανθρώπινο κοπάδι εκείνους που ίσως του χρησίμευαν σε κάποια από τα πειράματά του. Και πόσο ευγνώμονες απέναντι του ένιωθαν αυτοί που γλίτωναν απ' τα χέρια των δημίων τους, ως τη στιγμή βέβαια που διάβαιναν το κατώφλι των εργαστηρίων του και συνειδητοποιούσαν τον πραγματικό λόγο της σωτηρίας τους, και τότε τον άρχιζαν στις βρισιές και τι κατάρες, ανίκανοι, οι ασεβείς, οι ανόητοι και οι βοϊδοκέφαλοι, να εκτιμήσουν τη χρυσή ευκαιρία που τους έδινε να περάσουν στην ιστορία. Τους χρησιμοποιούσε στο έπακρο, και με τρόπο που έπιανε τόπο, τουλάχιστον για τον ίδιο, είτε σαν εργάτες, είτε σαν πειραματόζωα. Κανένας άλλος επιστήμονας από καταβολής κόσμου, δε θα μπορούσε να τους είχε χρησιμοποιήσει έστω και στο μισό τόσο αποτελεσματικά, όσο τους είχε χρησιμοποιήσει ο Βίκτωρ. Και υπ' αυτή την έννοια, η συμβολή και η προσφορά τους στις επόμενες γενιές θα ήταν απείρως πιο σημαντική, απ' ό,τι αν τους άφηνε ήσυχους στην ταπεινή τους μοίρα. Από την πρώτη σήραγγα με τα χωμάτινα τοιχώματα, πέρασαν τώρα σ' ένα άλλο παράξενο υπόγειο πέρασμα. Ψηλά ούτε μισό μέτρο πιο πέρα από το πρόσωπο του, εκτεινόταν ένα πολύ... ευφάνταστο ντεκουπάζ που το συνέθεταν μυριάδες πατικωμένα κουτιά από κρακεράκια, κι από δημητριακά, ισοπεδωμένα κονσερβοκούτια, πακετάκια που κάποτε περιείχαν φάρμακα όπως αντιισταμίνες, καθαρτικά, και υπόθετα, μπερδεμένα κομμάτια φαγωμένα σχοινιά, μια φθαρμένη παντόφλα, μπλε κόκκινες κι άσπρες πολιτικές αφίσες που τόνιζαν το δικαίωμα, την ανάγκη αλλά και την υποχρέωση του ψηφίζειν, μια λερή πλατινέ περούκα, συντετριμμένοι

420

Dean Koontz

σκελετοί από καιρό ψόφιων αρουραίων, μια κόκκινη χριστουγεννιάτικη γιρλάντα που έμοιαζε με κακέκτυπο βόα, μια κούκλα με τσακισμένο πρόσωπο και με το ένα μόνο μάτι της ορθάνοιχτο, καθώς το άλλο έλειπε απ' την κόγχη του. Μετά την κούκλα με το στραπατσαρισμένο πρόσωπο, το παράξενο λακαρισμένο κολάζ χάθηκε απ' τα μάτια του καθώς η πομπή προχωρούσε ακόμη πιο βαθιά στη σήραγγα, και τότε είδε χιλιάδες πρόσωπα ξεθαμμένα από τη μνήμη του, πρόσωπα τσακισμένα, πρόσωπα ξαφνιασμένα, πρόσωπα μέσα στα αίματα ή πρόσωπα που έλειπαν τα μισά, αφήνοντας να φαίνονται μόνο τα γυμνά οστά τους, πρόσωπα αντρών, παιδιών και γυναικών -τα πρόσωπα όλων εκείνων που είχε χρησιμοποιήσει τόσο... αποτελεσματικά στα πειράματά του. Και δεν ήταν μόνο χίλια τα πρόσωπα, αλλά δυο και τρεις χιλιάδες -αμέτρητα! Κι όχι πως ο Βίκτωρ φοβήθηκε στη θέα τους, μόνο ένιωσε περιφρόνηση γι' αυτά, γιατί σιχαινόταν τους αδύναμους που αφήνονταν να γίνουν υποχείριά του. Αν κι απ' την άλλη του χάριζαν δυνατές συγκινήσεις, γιατί ανέκαθεν τον ενθουσίαζε η εξουσία που ασκούσε πάνω στους άλλους, κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν πως δεν ήταν τίποτε περισσότερο από κομμάτια κρέατα, απογυμνώνοντάς τους από τα όποια ίχνη αντίστασης μπορούσαν να του προβάλλουν, από την πίστη τους στο περί δικαίου αίσθημα, από την παιδαριώδη αυταπάτη τους πως δήθεν κάτι άξιζαν, από την ψευδαίσθησή τους πως η ύπαρξή τους είχε δήθεν κάποιο νόημα, από το βλακώδες θρησκευτικό τους συναίσθημα, από τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους, από την αυτοσυνειδησία τους, μέχρι που στο τέλος άλλο δεν ήθελαν από το να είναι κομμάτια κρέας -άβουλα κομμάτια κρέας που σιχαίνονταν αυτή την ίδια τη ζωή τους.

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

421

Όταν τα χιλιάδες πρόσωπα σταμάτησαν να συνωθούνται στη σκέψη του, διαπίστωσε πως τώρα είχαν αφήσει πίσω τους το υπόγειο πέρασμα κι είχαν περάσει σε μιαν άλλη γαλαρία που το δάπεδο της ήταν σκαμμένο σαν γαβάθα. Αυτός κατά τα φαινόμενα ήταν και ο τελικός προορισμός τους, γιατί η πομπή σταμάτησε. Όταν τον κατέβασαν από τους ώμους τους αυτοί που τον κρατούσαν και τον έβαλαν να πατήσει στα πόδια του, ο Βίκτωρ στάθηκε σαστισμένος, γιατί στα πρόσωπα των συγκεντρωμένων δεν αναγνώριζε πια κανέναν. «Τόσα πρόσωπα» είπε «που πέρασαν από του νου μου σαν ξερόφυλλα παρασυρμένα από τον άνεμο, πριν λίγο μόλις... Και τώρα αίφνης δε θυμάμαι κανένα απ' αυτά ούτε ποιοι ήταν. Μα ούτε κι εσείς ξέρω... ποιοι είστε». Ένιωσε να τον κυριεύει μια τρομακτική, μια απίστευτη σύγχυση. «Ούτε το πρόσωπο μου θυμάμαι. Πώς είμαι; Πώς... με λένε;» Τότε από το μικρό πλήθος βγήκε μπροστά ένας γίγαντας, με το δεξί μέρος του προσώπου του στραπατσαρισμένο και μισοκρυμμένο πίσω από ένα περίτεχνο τατουάζ. Κοιτώντας το καλό μισό του προσώπου του, του Βίκτωρα του δημιουργήθηκε η αίσθηση πως τον γνώριζε, από πολύ παλιά, μέχρι που άκουσε τον εαυτό του να λέει: «Μα βέβαια... είσαι ένα από τα παιδιά μου... που επιτέλους γύρισε σπίτι του». Ο γίγαντας με το τατουάζ στο πρόσωπο τον κοίταξε και είπε: «Ποτέ δεν υπήρξες παράφρων ούτε και για μια έστω στιγμή του διαβολικού σου έργου. Ήσουν κακός και μοχθηρός από τη στιγμή της πρώτης σου κιόλας πρόθεσης, σάπιος από αλαζονεία, η κάθε σου επιθυμία δηλητηριώδης και ανίερη, η κάθε σου πράξη διεφθαρμένη, η υπεροψία σου αχαλίνωτη, η σκληρότητά σου δίχως αρχή και τέλος, η ψυχή σου πουλημένη στο διάβολο για να κυριαρχήσεις πάνω στους

422

Dean Koontz

άλλους, η καρδιά σου άδεια από αισθήματα. Ήσουν διαβολικός, όχι τρελός, και από το κακό ευημερούσες, ήταν η πεμπτουσία της ύπαρξής σου. Τώρα λοιπόν δε θα σου επιτρέψω να μην έχεις συνείδηση της δικαιοσύνης που θα λάβεις. Δε θα σε αφήσω να βρεις καταφύγιο στην παράνοια, γιατί έχω τη δύναμη να σε κρατήσω στην πραγματικότητα της αχρειότητας των πεπραγμένων σου». Ο γίγαντας ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του τρελού, και με το άγγιγμά του η παράνοια εξαφανίστηκε, κι ο Βίκτωρ είχε και πάλι συνείδηση του ποιος ήταν, πού βρισκόταν, και για ποιο λόγο τον είχαν κουβαλήσει εκεί πέρα. Έκανε να τραβήξει το πιστόλι από μέσα από το σακάκι του, όμως ο γίγαντας πρόλαβε και του άρπαξε το χέρι, τσακίζοντας του τα δάχτυλα μ' ένα σφίξιμο του δικού του τεράστιου χεριού.

Κεφάλαιο 70

Η Έρικα Πέντε άφησε τη Μερσεντές να κυλήσει στην άκρη του δρόμου και σταμάτησε μερικά μέτρα πιο πέρα από την είσοδο της φάρμας με τις δεξαμενές, που η πινακίδα απ' έξω έγραφε, ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ Α.Ε., στα γερμανικά. Το όποιο στυλ μπορούσε να έχει το κτίριο από αρχιτεκτονική άποψη, τώρα χανόταν κι αυτό στη βροχή και το σκοτάδι. «Εντελώς απρόσωπο σαν κατασκευή», παρατήρησε η Έρικα. «Θα μπορούσε να είναι κάτι ή και τίποτε απολύτως». Το τελώνιο καθόταν τώρα στητό στη θέση του. Αν και επί το πλείστον χειρονομούσε ή σιγομουρμούριζε κάτι ακαταλαβίστικους σκοπούς, τώρα είχε τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του. «Ο Τζόκο καταλαβαίνει». «Και τι είναι αυτό που καταλαβαίνεις, Τζόκο;» «Αν πρέπει να πάρεις μαζί σου τον Τζόκο εκεί μέσα, ο Τζόκο καταλαβαίνει». «Δηλαδή, δε θέλεις να πας εκεί μέσα». «Μπα, δεν πειράζει. Ό,τι πεις εσύ. Ο Τζόκο δε θέλει να

424

Dean Koontz

βρεις τυν μπελά σου». «Μα γιατί νομίζεις πως μου χρωστάς κάτι;» τον ρώτησε. «Στάθηκες καλή με τον Τζόκο». «Μόλις απόψε γνωριστήκαμε». «Ναι, μα μέσα σε μια νύχτα έβγαλες τόση καλοσύνη»'. «Ε, όχι και τόση». «Τη μόνη καλοσύνη που γνώρισε ποτέ ο Τζόκο». Έμειναν και οι δυο τους σιωπηλοί για κάμποσο, τέλος είπε η Έρικα: «Το 'βαλες στα πόδια. Ήσουν πιο γρήγορος από 'μένα. Σ' έχασα...» «Μπα, δε θα το "χάψει"». «Φύγε. Εμπρός, φύγε, Τζόκο. Δέ γίνεται να σε πάρω εκεί μέσα, μαζί μου». ο Τά κίτρινα μάτια του ήταν το ίδιο αλλόκοτα, και κατά έναν παράξενο τρόπο το ίδιο όμορφα όσο και όταν τον είχε πρωτοαντικρίσει. «Και πού θα πάει ο Τζόκο;» «Μπροστά σου ανοίγεται ένας όμορφος κόσμος». «Ωραία, όμως τον Τζόκο δεν τον θέλει κανένας». «Μην μπεις εκεί μέσα και τον αφήσεις να σε κόψει φέτες», του είπε η Έρικα. «Είσαι κάτι παραπάνω από κρέας». «Κι εσύ το ίδιο. Κάτι πολύ περισσότερο από ένα κομμάτι κρέας».. Δεν άντεχε να τον κοιτάξει. Κι αυτό όχι γιατί το τελώνιο δε βλεπόταν λόγω ασχήμιας. Έδειχνε τόσο ευάλωτος και ταπεινός, μα κι απ' την άλλη τόσο γενναίος, που η Έρικα ένιωσε να ραγίζουν και οι δυο καρδιές της. «Η εντολή να υπακούω στο πρόγραμμά μου είναι τόσο ισχυρή», είπε η Έρικα. «Δυνατή σαν παλιρροϊκό κύμα που δεν μπορώ να πάω κόντρα του».

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

425

«Αν μπεις εκεί μέσα, θα έρθει κι ο Τζόκο μαζί σου». «Όχι!» Το ξωτικό ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν μπορείς να αποφασίσεις εσύ για λογαριασμό του Τζόκο». «Να χαρείς, Τζόκο, μη μου φορτώνεις τέτοια ευθύνη». «Μπορώ να πω;» τη ρώτησε, κι όταν εκείνη έγνεψε καταφατικά, συνέχισε: «Ο Τζόκο θα μπορούσε να μάθει πώς είναι να έχει κανείς μητέρα. Κι εσύ θα μπορούσες να μάθεις πώς είναι να είσαι μητέρα. Θα ήταν μια μικρή οικογένεια, οικογένεια ωστόσο».

Κεφάλαιο 71

Στα έγκατα της υπόγειας γαλαρίας ο Βίκτωρ έστεκε τώρα στο κέντρο της παράξενης συμμάζωξης, αποφασισμένος να μη δώσει την ευχαρίστηση στα άχρηστα κι άξεστα κατασκευάσματα να ακούσουν από το στόμα του ικεσίες και παρακάλια ούτε την παραδοχή πως όλα αυτά για τα οποία τον κατηγορούσαν, ήταν αλήθεια. Είχε συνείδηση του γεγονότος πως εκεί κάτω βρίσκονταν μαζεμένοι εργάτες της χωματερής. Και μερικοί Άλφα τους οποίους, αν και είχε εξοντώσει, είχαν βρει τρόπο να νεκραναστηθούν. Η Έρικα Τέσσερα βγήκε μπροστά από το πλήθος και τον πλησίασε, ζυγώνοντας το πρόσωπο της στο δικό του, χωρίς να δείχνει καθόλου φοβισμένη. Σήκωσε τη σφιγμένη της γροθιά σαν να ήθελε να τον χτυπήσει, όμως την κατέβασε πάλι. «Δεν πέφτω τόσο χαμηλά όσο εσύ», του πέταξε, και γύρισε απ' την άλλη. Και ήταν εδώ και οι δυο ντετέκτιβ, η Ο' Κόνορ κι ο Μάντισον. Ο αστυνομικός είχε το χέρι του ακουμπισμένο στον ώμο της συναδέλφου του, και εκεί πιο δίπλα τους ήταν κι

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

427

ένας γερμανικός ποιμενικός. «Μη μου πεις ψέματα», του είπε η Ο' Κόνορ. «Ξέρω πως ο πατέρας μου πήρε χαμπάρι κάτι που τον έβαλε στα ίχνη σου. Κι εσύ έδωσες εντολή στα ζόμπι σου να τον σκοτώσουν, κι αυτόν και τη μητέρα μου». «Τους σκότωσα και τους δυο εγώ ο ίδιος», παραδέχτηκε ο Βίκτωρ. «Κι εκείνος εκλιπαρούσε σαν κανένα μυξιάρικο για τη ζωούλα του». Η Ο' Κόνορ κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε. «Είμαι σίγουρη πως, αν σε παρακάλεσε για κάτι, θα ήταν για να μη σκοτώσεις τη μητέρα μου. Για χάρη της, δε θα δίσταζε να ταπεινωθεί μπροστά σου. Όμως ποτέ δε σε παρακάλεσε για τη δική του τη ζωή. Σύρε να σαπίσεις στην κόλαση».

Το βιβλίο είχε συνταράξει τον Τζέιμς όσο και η κρυστάλλινη σφαίρα. Και τώρα βημάτιζε πέρα δώθε μέσα στη βιβλιοθήκη των Ήλιος, βολοδέρνοντας σ' ένα αγριεμένο πέλαγος απόγνωσης. «Ξέρω το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία», είπε το βιβλίο. «Μα το Θεό, αν το ξαναπείς, θα σε σχίσω σε χίλια κομμάτια». «Θα σου πω για το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία». «Ωραία λοιπόν, πες μου!» «Καλύτερα όμως πρώτα να πιεις ένα ποτάκι», είπε το βιβλίο. Στη μια γωνιά της βιβλιοθήκης υπήρχε ένα μπαρ με ψυγείο. Ο Τζέιμς παράτησε το βιβλίο κάπου, για όσο χρειαζόταν μέχρι να ρίξει ένα διπλό ουίσκι σ' ένα ποτήρι και να το κατεβάσει μονορούφι.

428

Dean Koontz

Όταν το ξαναπήρε στα χέρια του, του είπε το βιβλίο: «Ίσως είναι καλύτερα για 'σένα να πας πάλι πίσω, στον κοιτώνα». «Πες μου για το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία», επέμεινε ο Τζέιμς. «Πήγαινε πίσω, στον κοιτώνα, κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, κάρφωσε το χέρι σου με την πιρούνα του κρέατος, κι ύστερα μείνε να το κοιτάζεις που θα επουλώνεται». «Πες μου για το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία». «Καλά, εσύ έδειχνες να το διασκεδάζεις με την πιρούνα του κρέατος». Από τη στιγμή που είχε κατεβάσει το διπλό ουίσκι, κι όπως συνέχιζε τον παράξενο διάλογο με το μαγικό βιβλίο, ο Τζέιμς έριχνε κλεφτές ματιές στον καθρέφτη, στο πίσω μέρος του μπαρ, κι όχι στοντόμο. Παρατηρώντας λοιπόν το είδωλο του, ανακάλυψε ότι και οι δυο φωνές έβγαιναν από το δικό του στόμα, και ότι το βιβλίο, όπως και η κρυστάλλινη σφαίρα πρωτύτερα, δεν είχαν μιλήσει καθόλου. «Μίλα μου για το μονοπάτι που οδηγεί στην ευτυχία», επέμεινε ξανά ο Τζέιμς. Και τότε είδε στον καθρέφτη τον εαυτό του να λέει: «Για 'σένα, ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην ευτυχία, είναι ο θάνατος».

Το κολάζ από σκουπίδια ξεχείλιζε από τα τοιχώματα και το δάπεδο της τεράστιας, υπόγειας γαλαρίας. Το μέρος έμοιαζε το πιο μυστηριώδες απ' όσα είχε αντικρίσει ποτέ ο Βίκτωρ. Στο κέντρο ακριβώς του χώρου είχε ανοιχτεί ένας τάφος:

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

429

τριάμισι μέτρα στο μήκος, δύο στο φάρδος, και γύρω στα εφτά μέτρα βαθύς. Πλάι στο σκάμμα ήταν μια τεράστια μάζα από σκουπιδόμπαζα που είχαν φτυαριστεί πέρα κατά την εκσκαφή του -ένα ζέον συνονθύλευμα από λογής-λογής σκουπίδια σε κατάσταση σήψης. Όπως του είχαν αλυσοδέσει τα χέρια πίσω από την πλάτη και τον πήγαιναν στον τάφο, ο Βίκτωρ είπε τη μαγική φράση που θα θανάτωνε τα πλάσματα, όμως ούτε μισό απ' αυτά δε σωριάστηκε νεκρό. Κατά ένα μυστήριο τρόπο, τα δημιουργήματά του είχαν απαλλαγεί από τα προγράμματά τους. Ο Νικ Φριγκ, ο επιστάτης της χωματερής, πέρασε τώρα ένα μεταλλικό κολάρο στο λαιμό του Βίκτωρα, και ο Βίκτωρ δεν ικέτεψε. Κάποιος ταπεινός κι ασήμαντος Έψιλον συνέδεσε ένα καλώδιο στο κολάρο. Ο Βίκτωρ σκέφτηκε πως το καλώδιο έβγαινε ως επάνω και αντλούσε ενέργεια από το κεντρικό σύστημα ηλεκτροδότησης της χωματερής. «Δεν πρόκειται να σας παρακαλέσω», τους είπε. «Οφείλετε την ύπαρξή σας σε 'μένα! Κι όταν πεθάνω εγώ, θα πεθάνουν κι όλα τα πλάσματα που έχω δημιουργήσει, μέχρι το τελευταίο». Οι συγκεντρωμένοι έμειναν να τον κοιτούν σιωπηλοί. Ούτε ψεύτη τον αποκάλεσαν ούτε του ζήτησαν να τους εξηγήσει πώς θα γίνονταν όλα αυτά που ισχυριζόταν. «Και μη νομίζετε πως μπλοφάρω», προειδοποίησε. «Το ξέρετε ήδη πως διάφορα καλώδια διατρέχουν εσωτερικά το μετασκευασμένο μου σώμα. Φορτίζομαι τακτικά με ηλεκτρικές εκκενώσεις, συσσωρεύοντας την ενέργεια σε ειδικές κυψέλες που υπάρχουν στο κορμί μου, και μεταλλάσσοντάς τη

430

Dean Koontz

στη δευτερογενή ενέργεια που απαιτείται για να ζω. Πολλοί από εσάς το ξέρετε πως δε λέω ψέματα». Ο Βίκτωρ διαπίστωσε πως όντως γνώριζαν. «Όταν πεθάνω, αυτές οι κυψέλες θα ενεργοποιηθούν εκπέμποντας ένα σήμα το οποίο θα αναμεταδοθεί μέσω δορυφόρου σε όλους όσοι είναι φτιαγμένοι από σάρκες της Νέας Ράτσας, σε κάθε μηχανή από κρέας που έχει πόδια και βαδίζει. Και τότε θα σωριαστείτε όλοι σας νεκροί». Οι συγκεντρωμένοι έδειξαν να πείθονται από τα λεγόμενά του. Ωστόσο κανείς τους δεν άνοιξε το στόμα του να πει το παραμικρό. Ο Βίκτωρ έσκασε τώρα ένα σαρκαστικό χαμόγελο, σίγουρος πως ο θρίαμβος περίμενε στη γωνιά, τι κι αν οι άλλοι δε μιλούσαν. «Νομίζατε, ανόητοι, πως ένας θεός θα αφηνόταν να πεθάνει ολομόναχος;» «Όχι ένας θεός τόσο σκληρός όσο εσύ», είπε τώρα ο Δευκαλίων. Όταν κάμποσοι από τους συγκεντρωμένους άρχισαν να φωνάζουν πως ήταν ώρα να ρίξουν τον Βίκτωρα στο λάκκο, εκείνος έσπευσε να τους υποσχεθεί ένα καινούριο ξεκίνημα, επανορθώσεις, βελτιώσεις, ελευθερία. Όμως κανείς τους δεν τον άκουγε, οι ανόητοι, τα άξεστα γουρούνια. Αίφνης πίσω από το σωρό τη σκουπιδόμαζα που ήταν δίπλα στον τάφο εμφανίστηκε ένα ον σπάνιας ομορφιάς που ακτινοβολούσε ολόκληρο. Πλάσμα χάρης απίστευτης, το σχήμα του μοναδικό, η φύση του μυστηριώδης κι ωστόσο σαγηνευτική από κάθε άποψη, κι ο Βίκτωρ πρόσεξε πως και οι συγκεντρωμένοι έδειχναν έκθαμβοι μπροστά σε τούτη την παρουσία. Όταν όμως του απηύθυνε το λόγο, ζητώντας του να πείσει

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

431

το μικρό πλήθος να δείξει έλεος, η Οντότητα άλλαξε. Και από πάνω του βρέθηκε σκυμμένο ένα κτήνος που ακόμη κι αυτός, ο Βίκτωρ Φράνκενσταϊν, στη δίχως φραγμούς αναζήτησή του και τις προσπάθειές του για απόλυτο έλεγχο πάνω στην ανθρώπινη βιολογία, δε θα μπορούσε να διανοηθεί καν. Αυτό το πράμα ήταν τόσο φριχτό, τόσο τερατώδες, τόσο ενδεικτικό ενός απίστευτου βιολογικού χάους και βίας στην κάθε του λεπτομέρεια, που ο Βίκτωρ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη διαπεραστική κραυγή φρίκης που δραπέτευσε απ' τα χείλη του. Το κτήνος πλησίασε. Πισωπατώντας, ο Βίκτωρ έφτασε ως το χείλος του φρεσκοσκαμμένου τάφου. Και μόνο όταν έπεσε στον οχετό που κάλυπτε το πάτο του τάφου, συνειδητοποίησε με τι απαίσια και φρικαλέα υλικά ήταν... πλουσιοπάροχα στρωμένη η ύστατη κλίνη του. Η απαίσια παρουσία από πάνω άρχισε να σπρώχνει τα σκουπιδόμπαζα μέσα στο λάκκο. Βρομιές και σκουπίδια κάθε λογής άρχισαν να πέφτουν βροχή πάνω στον Βίκτωρα όπως ήταν ξαπλωμένος, αναγκάζοντάς τον να γονατίσει πάνω στην ακόμη χειρότερη σαπίλα που κάλυπτε τον πάτο του τάφου του. Κι όπως τον καταπλάκωνε αυτή η αποπνικτική σκουπιδοστιβάδα, κάτι μίλησε κατευθείαν στο μυαλό του. Το μήνυμα δεν ήταν ούτε με λέξεις ούτε με εικόνες, αλλά είχε τη διατύπωση μιας αιφνίδιας σκοτεινής επίγνωσης, η οποία ήταν άμεσα κατανοητή στον Βίκτωρα: Καλωσόρισες στην Κόλαση.

Η Έρικα Τέσσερα έστεκε πιο εκεί και παρακολουθούσε τη στιγμή που ο λαμπρός μέσα στη φωτεινότητά του και μαγευ-

432

Dean Koontz

τικός Αναστητής απομακρύνθηκε από τη σκουπιδοστιβάδα που ο ίδιος είχε προκαλέσει, κι ο Δευκαλίων γύρισε το διακόπτη που έστειλε στον Βίκτωρα μια θανατηφόρα ηλεκτρική εκκένωση στον πάτο της τελευταίας του κατοικίας. Κοιτώντας γύρω της τα πλάσματα της Νέας Ράτσας, τους είπε: «Επιτέλους ειρήνη». Κι εκείνοι αποκρίθηκαν σαν μ' ένα στόμα: «Ειρήνη». Μισό λεπτό αργότερα, όσοι ήταν μαζεμένοι στην υπόγεια γαλαρία έπεφταν νεκροί, εκτός από τον Δευκαλίωνα, την Ο' Κόνορ και τον Μάντισον που δεν ανήκαν στη Νέα Ράτσα.

Μέσα στη Μερσεντές που ήταν σταματημένη μπροστά στην είσοδο της φάρμας με τις δεξαμενές δημιουργίας, η Έρικα Πέντε είχε ένα αιφνίδιο προαίσθημα θανάτου, κι άπλωσε τα χέρια της προς τον Τζόκο. Από την πελιδνή έκφραση στο πρόσωπο του η Έρικα κατάλαβε πως και το τελώνιο είχε το ίδιο ακριβώς προαίσθημα, καθώς την αγκάλιασε και κρατήθηκε από πάνω της. Τη στιγμή που ενώνονταν τα χέρια τους, η καταιγίδα, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν δίχως πυροτεχνήματα, ξαφνικά εξερράγη, καθώς οι αστραπές έπεφταν τώρα η μία μετά την άλλη. Ολόκληρο το στερέωμα έμοιαζε να είχε λαμπαδιάσει μ' ένα τρόπο τρομακτικό και βίαιο, λες και η μανία της φύσης είχε βάλει σημάδι την GL 550. Οι κεραυνοί χτυπούσαν το οδόστρωμα γύρω από το πανάκριβο αυτοκίνητο μ' έναν κυκλωτικό τρόπο τόσο τέλειο, που από τα παράθυρα του αμαξιού η νύχτα έμοιαζε να είχε εξαφανιστεί, και η λάμψη των αστραπών ήταν τόσο απίστευτα έντονη, που η Έρικα και ο Τζόκο έσκυψαν τρομαγμένοι τα κεφάλια τους. Και μόλο που

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

433

κανείς τους δεν είπε το παραμικρό, άκουσαν καθαρά τις δύο λέξεις, και με κάποιο τρόπο, και οι δυο τους ήξεραν πως τις είχε ακούσει κι ο άλλος: Μη φοβάστε!

Ο Δευκαλίων γύρισε τώρα στους δυο ντετέκτιβ. «Δεσμευτήκατε να πολεμήσετε στο πλευρό μου, και το κάνατε. Ο κόσμος κέρδισε λίγο χρόνο ακόμη. Κατατροπώσαμε κι αφανίσαμε τον άνδρα... όμως οι ιδέες του δεν πέθαναν μαζί του. Υπάρχουν εκείνοι που θα αρνηθούν το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης στους πολλούς, από κάθε άποψη». «Το να νικάς τους κακούς είναι πιο εύκολη υπόθεση» είπε η Κάρσον «από το να πολεμάς τις κακές ιδέες. Το δεύτερο είναι... έργο ζωής». Ο Δευκαλίων κατένευσε. «Ας ζήσουμε λοιπόν, κι ας μακροημερεύσουμε». Κάνοντας το σήμα από τις ταινίες Σταρ Τρεκ, ο Μάικλ βιάστηκε να προσθέσει: «Και να ευημερήσουμε». · Σηκώνοντας στα χέρια του τον Δούκα, λες κι ήταν κανένα κουταβάκι, ο γίγαντας τον άφησε να κουρνιάσει στο δεξί του μπράτσο, ενώ με το αριστερό του χέρι τον χάιδεψε στην κοιλιά. «Θα βγω μαζί σας επάνω, θα· φέρω τον Άρνι από * το Θιβέτ, κι ύστερα θα είναι η ώρα του αποχαιρετισμού. Πρέπει να βρω κάπου άλλου να γυρέψω απάγκιο, όπου θα εκφράσω τις ευχαριστίες μου και θα κάτσω να συλλογιστώ αυτά τα διακόσια χρόνια που πέρασαν και τι σήμαιναν για 'μένα». «Κι ίσως να μας κάνεις και το μαγικό με το νόμισμα για μια τελευταία φορά», είπε ο Μάικλ. Ο Δευκαλίων κοίταξε και τους δυο για κάμποσο χωρίς να

434

Dean Koontz

πει κουβέντα. «Μπορώ να σας δείξω πώς γίνεται», είπε τέλος. «Ξέρω πως η γνώση αυτή θα ήταν ασφαλής στα δικά σας χέρια». Η Κάρσον κατάλαβε πως ο γίγαντας δεν αναφερόταν μόνο στο κόλπο με το νόμισμα, αλλά σε όλα εκείνα που ήξερε, και ήταν ικανός να κάνει. «Όχι, καλέ μας φίλε. Εμείς είμαστε άνθρωποι απλοί. Τέτοιες δυνάμεις καλύτερα να παραμείνουν κτήμα κάποιου που είναι στ' αλήθεια ξεχωριστός». Οι τρεις τους βγήκαν από την υπόγεια σήραγγα επάνω, στον καθαρό αέρα, όπου ο άνεμος είχε ξεθυμάνει και η βροχή είχε φρεσκάρει το πρώτο φως της αυγής όπως γλυκοχάραζε στον ανατολικό ορίζοντα.

Στο δίχως παράθυρα σαλονάκι βικτοριανού στυλ, η χρυσοκόκκινη ουσία, είτε υγρό ήταν είτε αέριο, άδειασε και στραγγίχτηκε από τη μεγάλη γυάλα, και το δίχως σχήμα κάτι που φιλοξενείτο εκεί μέσα, αίφνης πήρε τη μορφή ανθρώπου. Όταν η μεγάλη και άδεια τώρα πια γυάλα άνοιξε σαν στρείδι, ο γυμνός άντρας τίναξε το κορμί του κι ανακάθισε μέσα της για λίγο, ύστερα βγήκε και τα πόδια του πάτησαν στο περσικό χαλί. Το σήμα που είχε αναμεταδοθεί μέσω δορυφόρου, ήταν στην ουσία μια καταδίκη σε θάνατο για όλα τα πλάσματα που είχε κατασκευάσει ο Βίκτωρ Ήλιος, όμως όχι και γι' αυτόν, τον οποίο αντίθετα είχε απελευθερώσει. Γυμνός όπως ήταν βγήκε περνώντας μέσα από τις σιδερένιες πόρτες, οι οποίες θα τον κρατούσαν φυλακισμένο, αν κατά λάθος ερχόταν στη ζωή πριν να χρειαστεί. Ο Τζέιμς κειτόταν ήδη νεκρός στη βιβλιοθήκη. Ανεβαί-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

435

νοντας επάνω, ο γυμνός άντρας βρήκε την άψυχη Κριστίν πεσμένη στο χολ της εισόδου της κυρίως σουίτας. Στην έπαυλη επικρατούσε νεκρική σιγή, και ήταν φανερό πως δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Μπαίνοντας στο λουτρό του Βίκτωρα, έκανε ένα μπάνιο. Ο γυμνός άντρας στάθηκε μπροστά στην επενδυμένη με καθρέφτες εσοχή, μέσα στο βεστιάριο του Βίκτωρα, κι αποθαύμασε την κορμοστασιά του. Το κορμί του δεν το διέτρεχαν εσωτερικά καλώδια ούτε έφερε πάνω του τις ουλές και τα άσχημα σημάδια διακοσίων χρόνων. Από την άποψη της φυσικής κατάστασης, ήταν η επιτομή της τελειότητας. Ντύθηκε λοιπόν, κι ύστερα μπήκε στο θησαυροφυλάκιο της έπαυλης, κρατώντας στα χέρια του ένα χαρτοφύλακα. Ανακάλυψε τότε πως διάφορα τιμαλφή δεν ήταν εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται κανονικά. Σε άλλα συρτάρια όμως βρήκε όλα όσα χρειαζόταν. Θα έφευγε πεζός από την έπαυλη. Είχε τέτοια έγνοια να μη φανεί πως είχε την παραμικρή σχέση με τον Βίκτωρα Ήλιος, που ούτε καν θα χρησιμοποιούσε κάποιο από τ' αμάξια του, έστω κι αν στο τέλος θα το εγκατέλειπε στο αεροδρόμιο. Πριν φύγει από την έπαυλη, ενεργοποίησε το σύστημα αντίστροφης μέτρησης Δρέσδη. Μετά από λίγο τόσο η έπαυλης, όσο και οι κοιτώνες θα είχαν γίνει στάχτη. Φορούσε αδιάβροχο με κουκούλα, και δεν του διέφυγε η ειρωνεία του πράγματος, ότι δηλαδή ήταν ντυμένος με τρόπο που θύμιζε το μεγάλο κτήνος. Αν και ήταν φτιαγμένος κατ' εικόνα και ομοίωση του Βίκτωρα Φράνκενσταϊν, στην ουσία δεν επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο, αλλά αντίθετα για κλώνο του ανδρός. Με την τεχνολογία όμως του απευθείας "κατεβάσματος" δεδομένων

436

Dean Koontz

και αρχείων στον εγκέφαλο του, η μνήμη του ήταν σχεδόν η ίδια με εκείνη του Βίκτωρα, αφού είχε καταγραμμένα όλα τα συμβάντα και όλες τις εμπειρίες διακοσίων δεκατεσσάρων χρόνων, πλην των γεγονότων των τελευταίων δεκαοχτώ ωρών, οπότε ο Βίκτωρ είχε ενημερώσει για τελευταία φορά τη μνήμη του μέσω τηλεφωνικής σύνδεσης. Αλλά έμοιαζε με τον Βίκτωρα και ως προς τις ιδέες και τα οράματα του τελευταίου για... έναν καλύτερο κόσμο. Αυτό δεν ήταν ακριβώς προσωπική αθανασία, ήταν όμως ένα αποδεκτό υποκατάστατο. Κατά έναν πολύ ουσιαστικό τρόπο, ο μόλις πρόσφατα αποβιώσας Βίκτωρ και αυτό το άρτι γεννηθέν πλάσμα ήταν διαφορετικοί. Ο κλώνος του Βίκτωρα ήταν δυνατότερος, πιο σβέλτος, ίσως ακόμη και πιο ευφυής από το πρωτότυπο. Μπα, τι ίσως; Σαφέστατα και κατά πολύ πιο ευφυής. Μια βελτιωμένη εκδοχή του Βίκτωρα Φράνκενσταϊν, που ο κόσμος χρειαζόταν τώρα περισσότερο από ποτέ.

Κεφάλαιο 72

Τούτος είναι ένας κόσμος όλο ιστορίες -ιστορίες γεμάτες μυστήριο και μαγεία. Όπου κι αν γυρίσεις, αν κοιτάξεις καλά, όλο και κάποια ιστορία θα βρίσκεται σε εξέλιξη, μιας και η κάθε ζωή είναι ένα ιστόρημα, κι ο καθένας ή η καθεμιά από εμάς από τα βασικά πρόσωπα του δράματος. Στο Σαν Φρανσίσκο το γραφείο Ιδιωτικών Ερευνών των Μάντισον-Ο' Κόνορ μόλις είχε γιορτάσει τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του. Το γραφείο τους έχει γνωρίσει μεγάλη επιτυχία από την πρώτη κιόλας μέρα που... ανέβασε ρολά. Το άγγιγμα του χεριού ενός θεραπευτή με καλυμμένο το μισό του πρόσωπο από ένα περίτεχνο τατουάζ, είχε απαλλάξει τον Άρνι από τον αυτισμό που τον ταλαιπωρούσε. Τώρα δουλεύει κι αυτός στο γραφείο μετά τις ώρες του σχολείου, αρχειοθετώντας και μαθαίνοντας το σκληρό ιδίωμα της πιάτσας. Ο Δούκας τον λατρεύει. Σε επτά μήνες από τώρα, ένα μωράκι θα έρθει να μπερδέψει λίγο τα πράγματα και τη δουλειά στο γραφείο. Αλλά γι' αυτό, υπάρχουν τα πορτμπεμπέ! Ή κρεμάς το νήπιο στο στήθος ή την πλάτη σου, και συνεχίζεις ακάθεκτος το έργο σου της αναζήτησης της

438

Dean Koontz

αλήθειας και του δίκιου, των κακοποιών, και του καλού κινέζικου φαγητού. Σ' ένα μικρό σπίτι, σ' ένα μεγάλο κτήμα στην αγροτική Μοντάνα, η Έρικα έχει ανακαλύψει το ταλέντο της στη μητρότητα, έχοντας εξασφαλίσει στο πρόσωπο του Τζόκο ένα αιώνιο παιδάκι. Χάρη σ' αυτά που είχε πάρει από το θησαυροφυλάκιο του Βίκτωρα, οι δυο τους είχαν τώρα επαρκή χρήματα για όλη τους τη ζωή. Δεν ταξιδεύουν, και μόνο η Έρικα κατεβαίνει στην πόλη, γιατί δε θέλουν να βρεθούν αντιμέτωποι με τίποτε σκουπόξυλα και κουβάδες. Τα πουλάκια όμως εκεί στο μεγάλο κτήμα έχουν στο μεταξύ συνηθίσει στη θέα του Τζόκο, και δε νιώθει πια να τον τσιμπάνε από καμία άποψη. Ο οποίος Τζόκο στο μεταξύ έχει αποκτήσει μια ολόκληρη συλλογή από αστεία καπέλα, όλα με ραμμένα επάνω τους καμπανάκια, κι όσο για την Έρικα έχει μάθει να γελάει, και το γέλιο της είναι μάλιστα μεταδοτικό. Δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί ήταν οι μόνοι που γλίτωσαν απ' όλους όσοι ήταν πλασμένοι με σάρκες της Νέας Ράτσας, αλλά μάλλον αυτό είχε να κάνει μ' εκείνες τις τρομερές αστραπές. Έτσι, κάθε βράδυ που η Έρικα βάζει τον Τζόκο για ύπνο, του λέει να κάνει την προσευχή του, όπως άλλωστε προσεύχεται και η ίδια πριν πέσει στο κρεβάτι. Στο Αβαείο του Αγίου Βαρθολομαίου, κάπου στα πανώρια βουνά της βόρειας Καλιφόρνιας μένει κι ο Δευκαλίων σαν φιλοξενούμενος, ο οποίος Δευκαλίων το σκέφτεται σοβαρά να γίνει δόκιμος μοναχός. Χαίρεται με την ψυχή του τη συμβίωση με τους άλλους αδερφούς, κι έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη φιλιά με τον Αδερφό Νακλς. Έχει μάθει ένα σωρό πράγματα από την Αδερφή Άντζελα, τη διευθύντρια του ορφανοτροφείου που συστεγάζεται στο αβαείο, και τα παιδά-

Φράνκενσταϊν: Νεκρός και Ζωντανός

439

κια με ειδικές ανάγκες που φιλοξενούνται εκεί πέρα, στο πρόσωπο του γίγαντα έχουν βρει τον καλύτερο Άη-Βασίλη που γνώρισαν ποτέ τους. Ο Δευκαλίων δεν προσπαθεί να οραματιστεί το μέλλον του. Περιμένει να έρθει εκείνο να τον βρει.

ΤΕΛΟΣ

Η σειρά βιβλίων ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ του Dean Koontz θα συνεχιστεί. Ενημερωθείτε για την κυκλοφορία του τέταρτου βιβλίου με τίτλο LOST SOULS (ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ) από την ιστοσελίδα των εκδόσεων Π Λ Α Τ Τ Π Ο Υ Σ

www.platypus.gr

Related Documents


More Documents from "Major Tom"