ΙΣΠΑΝΟ ΕΛΛΗ ΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟ ΪΣΠΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
ESPAÑOL-GRIEGO GRIEGO-ESPAÑOL DICCIONARIO
m Ε Λ Λ Η Ν Ο Ε Κ Δ Ο Τ Ι ΚΗ www.ellinoekdotiki.gr
Λε£ικά ξένων νλωσσών Ισπανοελληνικό Ελληνοϊσττανικό Λεξικό Τσέπης ISBN: 978-960-5630-06-5 Συγγραφή
Ειρήνη Λαγουδάκου Δ ιό ρ θω ση - Επιμέλεια:
Βασιλική Τσουρή Γραφιστική επιμέλεια & σελιδοποίηση
D.T.P. ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ Αδάμ Σάμιος
Diccionarios de idiomas extranjeros Español-Griego Griego-Español Diccionario de bolsillo ISBN: 978-960-5630-06-5 Escrito y revisado por:
Eirini Lagoudakou Corrección - Revisión:
Vasiliki Tsouri Diseño gráfico y m aquetación:
D.T.P. ELLINOEKDOTIKI Adam Samios
Πρώτη έκδοση: 2013 Παρούσα έκδοση: Ιανουάριος 2013Κ.Ε.ΕΛ: 02/13
Primera edición: 2013 Presente edición: enero 2013, K.E.E.L.: 02/13
© Copyright: Δ.Β. ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.Ε.Ε.
© Copyright: D.V. ELLINOEKDOTIKI S.A.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή εν όλω ή εν μέρα έστω και μκχ αελιδας ή και περιληπτικό. καιύ παρόφροοη ή διασκευή, του παρόντος έργου με οηοκΜόήποτε τρόπο (μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογραφήσεως ή άλλως πώς), σύμφωνα με τους Ν.237/1920, 4301/1929 και 10074, τα NA 3565/56, 4264/62. 2121/93 και λοστούς εν γίνει κανόνες Διεθνούς Δικαίου, χωρίς προηγούμενη γρα πτή άδεια του Εκδότη, ο οποίος παρακρατεί αποκλεκττικά και μόνο για τσν εαυτό του την κυριότητα νομή και κατοχή
Κεντρική διάθεση: Δ.Β. Ε Λ Λ Η Ν Ο ΕΚ ΔΟ ΤΙΚ Η Α.Ε.Ε.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Ιπποκράτους 82, Αθήνα, 106 80 Τηλ.: +30 210 3613676, +30 210 3640632 Fax: +30 210 3635207, +30 210 3635229
Se prohíbe la republicación o, en general, la reproducción comple ta o parcial, aunque sea de una página, o . en forma de resumen como Interpretación, del presente diccionario, de cualquier manera (mecánica, electrónica, fotocopias, grabación o de otro tipo) según la Ley .237/1920, 4301/1929 y 10074. y las N.L 3S65/S6. 4264/62, 2121/93 y en general según las normas del Derecho Internacional, sin permiso previo escrito por el Editor que conserva, de forma ex clusiva y solo para él. la propiedad y la posesión legal del presente.
Ventas Centrales: D.V. ELLIN O EKDO T IKI S.A. Compañía Editorial y Comercial Limitada
82, Ippokratous str., Athens, Greece, P.C.106 80 TEL. +30 210 3613676, +30 210 3640632 FAX: +30 210 3635207, +30 210 3635229
w w w . e lli n o e k d o t ik i .g r e-mail:
[email protected]
παρόν ισπανοελληνικό/ελληνοϊσπανικό λεξικό είναι ένα χρηστικό, ερμηνευτικό λεξικό. Απευθύνεται στο ευρύ τερο κοινό που ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη ισπανική γλώσσα, όπως αυτή αποδίδεται στον προφ ορικό και στον γραπτό λόγο, καθώς και στους σπουδαστές και καθηγητές όλω ν τω ν εκπαιδευ τικών βαθμίδων αλλά και στους φ υσικούς ομιλητές της ισπανικής που αναζητούν ένα ολοκληρω μένο και αναλυτικό γλω σσικό ερ γαλείο. Περιλαμβάνει αλφαβητικό κατάλογο λημμάτων από τον ευρύ γραπτό ή προφ ορικό λόγο, καθώς και από το ειδικό, επιστημονι κό και τεχνικό λεξιλόγιο της ισπανικής γλώσσας. Κάθε λήμμα συ νοδεύεται από φωνηματική μεταγραφή με βάση το ελληνικό και λατινικό αλφάβητο, ενώ παράλληλα σημειώνεται και η γραμματι κή κατηγορία που ανήκει. Σημαντικό προτέρημα του παρόντος λεξικού είναι η κατάταξη τω ν σημασιών του με βάση τη μεταξύ τους λογική σχέση. Η αρίθμηση τω ν σημασιώ ν και η κλιμακωτή παράθεσή τους από τη λογιότερη στην ετυμολογικά επικρατέστε ρη σημασία επιτρέπει στον χρήστη να επιλέξει αυτή που ταιριάζει στο εκάστοτε γλω σσικό περιβάλλον, γεγονός που εξασφαλίζει επιτυχή γλω σσική επικοινωνία. Με ειδικές ενδείξεις αποδίδονται ειδικές π ληρ οφ ορ ίες δηλαδή αν το λήμμα ανήκει σε κάποια κα τηγορία, επιστήμη, τέχνη ή επάγγελμα, αν απαντά στον ενικό ή στον πληθυντικό αριθμό, αν πρόκειται για απρόσωπο ρήμα, αν έχει μεταφορική ή κυριολεκτική σημασία κ λπ . Με τα παραδείγματα που παρατίθενται καταδεικνύεται ευκρι νέστερα η σημασιολογική και συντακτική λειτουργία τω ν λημμά των, ενώ παράλληλα ορίζονται οι διαφοροποιήσεις τω ν γραμμα τικών και συντακτικώ ν τους δομών. Στο τέλος του παρόντος λεξικού εντάσσεται αναλυτικό πα ράρτημα Γραμματικής με κλιτικούς πίνακες και τω ν τριώ ν συ ζυ γιών, καθώς και πλήρης κατάλογος τω ν ανώμαλων ρημάτων και μετοχών, ώ στε ο χρήστης να σχηματίσει εποπτική εικόνα της ισπανικής γλώ σσας και τω ν γενικών αρχών που τη διέπουν.
TO
5
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ/ABREVIATURAS αντ.: αντίθ.: απρ. ρ.: αριθμ.: άρθ.: αρα: εηΐθ.: επίρρ.: επιφ.: θηλ.: καθ.: κυριολ.: μτφ.: μτχ·: ουα: πληθ.: πρόθ.: Ρ·: σύνδ.: σύντμ.: χυδ.:
αντωνυμία αντίθετο απρόσωπο ρήμα αριθμητικό άρθρο αρσενικό επίθετο επίρρημα επιφώνημα θηλυκό καθομιλουμένη κυριολεκτικά μεταφορικά μετοχή ουσιαστικό πληθυντικός πρόθεση ρήμα σύνδεσμος σύντμηση χυδαϊσμός
adj.: adv.: coloq.: conj.: exd.: ¡nterj.: metáf.: nVf.: n./m.: nVn.: n7m.+f.: núm.: pl· pref.: prep.: pron.: v.: v.impers.:
adjetivo adverbio coloquial conjunción exclamación interjunción metáfora nombre femenino nombre masculino nombre neutro nombre masculino+femenino número plural prefijo preposición pronombre verbo verbo impersonal
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΟΡΩΝ/ ABREVIATURAS DE TÉRMINOS Ανατ.: Αρχαιολ.: Αρχιτ.: Αστρον.: Αστρολ.: Βιολ.: Βιοχ.: Βοτ.: Γεωλ.: Γεωμ.: Γεωργ.: Γλωσσ.: Γραμμ.: Δικ.: Εκκλ.:
Ζωολ.: Ηλεκ.: Ιατρ.: Μαθ.: Μηχ.: Μουα: Ναυτ.: Νομ.: Οικον.: Ορν.: Ορυκτ.: Στρατ.: Τεχνολ.: Φυσ.: Χημ.:
Ανατομία Αρχαιολογία Αρχιτεκτονική Αστρονομία Αστρολογία Βιολογία Βιοχημεία Βοτανική Γεωλογία Γεωμετρία Γεωργία Γλωσσολογία Γραμματική Δίκαιο Εκκλησία
6
Ζωολογία Ηλεκτρολογία Ιατρική Μαθηματικά Μηχανολογία Μουσική Ναυτιλία Νομική Οικονομία Ορνιθολογία Ορυκτολογία Στρατός Τεχνολογία Φυσική Χημεία
Anat.: Bot.: Dep.: Der.: Econ.: Fís.: Gram.: Geom.: ig iInfor.: Mar.:
Anatomía Botánica Deportes Derecho Economía Física Gramática Geometría Iglesia Informática Marinería
Mat.: Med.: Mil.: Min.: Mús.: Pol.: Quím.: Tecn.: Zod.: Zool.:
Matemáticas Medicina Milicia Mineralogía Música Política Química Tecnología Zodíaco Zoología
ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜ ΟΥ Γενικά, οι τόνοι στα ισπανικά, όπως και στις άλλες λατινογενείς γλώσσες, δεν γράφονται, εκτός και αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι ή ισχύουν ειδικοί κανόνες που επιβάλλουν τη γραφή τους. Πιο συγκεκριμένα: • Όταν η λέξη είναι οξύτονη, τονίζεται γραφικά αν λήγει σε φωνήεν, -η, ή -s. Για παράδειγμα: bebé, ladrón, explosión, institución, además, corazón. • Οταν η λέξη είναι παροξύτονη, τονίζεται γραφικά αν λήγει σε σύμφωνο (εκτός από το -η ή το -s). Για παράδειγμα: lápiz, móvil, cáncer, fácil. • Όταν η λέξη είναι προπαροξύτονη, τονίζεται πάντα. Για παράδειγμα: técnico, mediterráneo, miércoles, música, página.
7
ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΠΡΟΦΟΡΑ ΣΥΜΦΩΝΑ/ CONSONANTES
Ι Ι
Στην αρχή της λέξης ή μετά από το σύμφ ω νο -m προφέρεται ως (-μπ). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προφέρεται ως ελαφρύ (-μπ).
Για παράδειγμα: bomba —» [μπόμπα] (παχύ -μπ) αλλά labor —►[λάμπορ] (ελαφρύ -μπ). Πριν από τα φωνήεντα -a, -o, -u προφέρεται ως (-κ), όπως στη λέξη κακάο. Για παράδειγμα: caja — [κάχα].
Πριν από τα φ ωνήεντα -e, -i προφέρεται ως (-Θ), όπως στη λέξη θείος. Αλλά: chocolate -* [τσοκολάτε] προφέρεται (-τσα), όπως στη λέξη τσάι. Στην αρχή της λέξης ή μετά από το σύμφ ω νο -η προφέρεται ως (-ντ). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προφέρεται ως (-δ).
Ι
Για παράδειγμα: mandar —►[μαντά ρ] αλλά código - » [κόδιγο]. Προφέρεται ως (-φ). Για παράδειγμα: fuerza — ►[φουέρθα].
■
Στην αρχή της λέξης ή μετά από το σύμφ ω νο -η και πριν από τα φωνήεντα -a, -ο προφέρεται ως (-γ).
Ι
Για παράδειγμα: gata — *[γάτα]. Μετά από τα φ ωνήεντα -e, -i προφέρεται ως (-χ). Για παράδειγμα: gigante —*■[χιγάν^ε].
Προφέρεται ως (-μ). Για παράδειγμα: madre —* [μάδρε].
Β I
Προφέρεται ως (-ν). Για παράδειγμα: nada -* [νάδα].
Πριν από τα σύμφωνα -d, -g, -t προφέρεται αντίστοιχα ως (-ν), (-ντ), (-ν), (-γκ), (-ν), ( -τα) προφέροντας το (-ν) χωριστά. Για παράδειγμα: candela — ►[καν-ντέλα] αλλά niño — ►[νίνιο] προσφέρεται (-νι) παχύ. Προφέρεται ως (-π). Για παράδειγμα: pago -*· [πάγο],
I ■ I
Προφέρεται ως (-κ). Για παράδειγμα: queja - » [κέχα]. Προφέρεται ως (-ρ), ενώ τα -rr προφέρονται ως (-ρ) μακρόσυρτο.
Προφέρεται ως (-σ) εκτός και αν βρίσκεται μετά από τα σύμφωνα -b, -d, -g, -I, -m, -η, οπότε προφέρεται ως ελαφρύ (-ζ), όπως στη λέξη σμήνος,
Για παράδειγμα: sal — ►[σάλ].
Ι
ΓΙροσφέρεται ως (-τα). Για παράδειγμα: tabla -* [τάμπλα].
Στην αρχή της λέξης ή μετά από τα σύμφωνα -m , -η προφέρεται ως (-μπ). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προφέρεται ως (-β).
Ι
Για παράδειγμα: vaca - » [μπάκα] αλλά vivir —►[βιβίρ].
9
Ισχύει ότι και στο (-ν) αλλιώς προφέρεται ως (-γου).
ΦΩΝΗΕΝΤΑ/VOCALES Τα φωνήεντα στην ισπανική γλώσσα προφέρονται το (διο με την ελληνική. Δηλαδή ως (-α), (-ε), (-ι), (-ο), (-ου). Η μόνη εξαίρεση αποτελεί το -y, που προσφέρεται ως (-γι). Για παράδειγμα: yerro —►[γιέρο].
ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΛΔΟΣ/DÍAS DE LA SEMANA Δευτέρα: Τρίτη: Τετάρτη: Πέμπτη: Παρασκευή: Σάββατο: Κυριακή:
lunes martes miércoles jueves viernes sábado domingo
ΟΙ ΜΗΝΕΣ/LOS MESES Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος
: enero ¡febrero : marzo : abril : mayo : junio : julio : agosto : septiembre : octubre : noviembre : diciembre
ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ/LAS ESTACIONES άνοιξη : primavera καλοκαίρι : verano φθινόπωρο : otoño χειμώνας : invierno
10
ΤΑΚΤΙΚΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ/ LOS NÚMEROS ORDINALES 1 ¡ primero (a) 2 ¡ segundo (a) 3 ¡ tercero (a) 4 : cuarto (a) 5 ¡ quinto (a) 6 ¡ sexto (a) 7 ¡ séptimo (a) 8 ¡ octavo (a) 9 ¡ noveno (a) 10 : décimo (a) 11 ¡ undécimo (a) 12 ¡ duodécimo (a) 13 ¡ decimotercero (a) 14 ¡ decimocuarto (a) 15 ¡ decimoquinto (a) 16 ; decimosexto (a) 17 : decimoséptimo (a) 18 : decimoctavo (a) 19 ¡ decimonoveno (a) 20 ¡ vigésimo (a) 21 ¡vigésimo(a) primero(a) 22 : vigésimo (a) segundo (a) 30 : trigésimo (a) 40 : cuadragésimo (a) 50 ¡ quincuagésimo (a) 60 : sexagésimo (a) 70 : septuagésimo (a) 80 ¡ octogésimo (a) 90 : nonagésimo (a) 100 ¡ centésimo (a) 200 ¡ ducentésimo (a) 300 ¡ trecentésimo (a) 400 ¡ cuadrigentésimo (a) 500 : quingentésimo (a) 600 : sexcentésimo (a) 700 ¡ septingentésimo (a)
01 ΑΡΙΘΜΟΙ/ LOS NÚMEROS 0 :cero 1 : uno(a) 2 :dos 3 :tres 4 : cuatro 5 : cinco 6 :seis 7 : siete 8 :ocho 9 : nueve 10 :diez 11 :once 12 :doce 13 : trece 14 ¡catorce 15 ¡quince 16 ¡dieciséis 17 ¡diecisiete 18 ¡dieciocho 19 ¡diecinueve 20 ¡veinte 21 ¡veintiuno 22 ¡veintidós 30 ¡treinta 31 ¡ treinta y uno(a) 32 ¡treinta y dos 40 ¡cuarenta 50 ¡cincuenta 60 ¡sesenta 70 ¡setenta 80 ¡ochenta 90 ¡noventa 100 ¡cien 200 ¡ doscientos (as) 300 ¡ trescientos (as) 400 ; cuatrocientos (as)
11
500 600 700 800 900 1.000 100.000 1.000.000 1.000.000.000.000
: quinientos (as) : seiscientos (as) : setecientos (as) : ochocientos (as) : novecientos (as) : mil : cien mil : un millón : un billón
800 900 1000 2000 1.000.000 1.000.000.000.000
12
: octingentésimo (a) : noningentésimo (a) : milésimo (a) : dos milésimo (a) : millonésimo (a) :billonésimo (a)
ΙΣΠΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
DICCIONARIO ESPAÑOL-GRIEGO
ντοπώλης μπακάλης, ábaco [άμπακο] (ουσ7αρσ.) 1: αβάκιο, άβακας, αριθμητήριο, 2: πλάκα (κυ ρίως διακοσμητική), 3: τραπέζι σκακιού. abad [αμπάδ] (ουσ7αρσ.) ηγούμενος, μοναχός. abada [αμπάδα] (ουσΥθηλ.) ρινόκερος. abadejo [αμπαδέχο] (ουσ7αρσ.) 1: μπα καλιάρος, βασιλίσκος, 2: είδος μύγας, abadía [αμπαδία] (ουσ7θηλ.) αβαείο, μοναστήρι, πρεσβυτέριο, ιερατείο, abadesa [αμπαδέσα] (ουσ7θηλ.) ηγουμένη. abajeño [αμπαχένιο] (επίθ.) παράκτιος, πεδινός καμπίσιος, abajo [αμπάχο] (επίρρ.) κάτω (de) · el libro está abajo de la mesa - το βι βλίο βρίσκεται κάτω από το τραπέζι •Juan vive abajo - ο Χουάν μένει από κάτω. abalanzar [αμπαλανθάρ] (ρ.) 1: ισορ ροπώ, 2: ζυγίζω, abalanzarse [αμπαλανθάρσε] (ρ.) 1: ορμώ, 2: (sobre) σπεύδω, abalear [αμπαλεάρ] (ρ.) πυροβολώ, θερίζω. abalorio [αμπαλόριο] (ουσΥαρσ.) (γυά λινη) χάντρα, aballar [αμπαγιάρ] (ρ.) 1: γκρεμίζω, καταρρίπτω, 2: κουνώ, aballestar [αμπαγιεστάρ] (ρ.) τεντώνω (σχοινί). abanar [αμπανάρ] (ρ.) αερίζω, τινάζω, abanderado [αμπαν'ντεράδο] (ουσ7αρσ.) σημαιοφόρος εκπρόσωπος ενός κινή ματος ή μιας οργάνωσης, abanderar [αμπαντεράρ] (ρ.) 1: (Ναυτ.) όταν ένα πλοίο εγγράφεται υπό τη σημαία μιας ξένης χώρας 2: υψώνω, abanderizador [αμπαντεριθαδόρ] (ουσ7 αρσ.) αρχηγός δικτύου, abandonado [αμπαν'ντονάδο] (επίθ.)
A, a [α] (ουσ7θηλ.) το πρώτο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου. a [α] (πρόθ.) 1: (κατεύθυνση), προς, στον, στη(ν) · ir a Barcelona - πη γαίνω στη Βαρκελώνη, 2: (χρόνος) •ya estamos a viernes - είναι ήδη Παρασκευή · a las dos de la tarde στις δύο το απόγευμα · a mediodía - το μεσημέρι, 3: (τρόπος) · escibir α máquina - γράφω στη γραφομηχανή •está escito a mano - είναι γραμμέ νο στο χέρι · a pie - πεζόςΛή, 4: σε (πριν το άμεσο αντικείμενο -πρόσωπο ή ζώο) · oigo a Juan - ακούω τον Χουάν, 5: (τοποθεσία) · a la derecha - δεξιά · al lado de - δίπλα σε/στον/ στην · vive al lado de María - μένει δίπλα στη Μαρία · al final de - στο τέλος του/της · mi casa está al final de la calle - το σπίτι μου βρίσκεται στο τέλος του δρόμου, 6: (με ρήματα αισθήσεως) · huele a cebolla - μυρίζει κρεμμύδι · sabe a tortilla - έχει γεύση ομελέτας, 7: (με το ρήμα IR σχηματίζει τον Μέλλοντα) · voy a leer - θα δια βάσω · a que no sabes - βάζω στοί χημα ότι δεν ξέρεις · a mi gusto - με την άνεση μου, 8: (παράθεση) · cara a cara - πρόσωπο με πρόσωπο, 9: (τιμή) · el kilo a cinco euros - πέντε ευρώ το κιλό, 10: (τροπικό) · al sa lirβγαίνοντας · al contrario - αντιθέτως •a causa de - εξαιτίας · a lo mejor ίσως · a no ser que - εκτός εάν, 11: (με ιδιωματισμούς) · a lo que - σχετικά με •a lo que parece - όπως φαίνεται · α que - για να. ababa [αμπάμπα] (ουσ7θηλ.) παπαρού να. abacería [αμπαθερία] (ουσ7θηλ.) πα ντοπωλείο, μπακάλικο. abacero [αμπαθέρο] (ουσ./αρσ.) πα 15
abandonamiento 1: εγκαταλελειμμένος 2: ακατάστα τος. abandonamiento [αμπαντοναμιέν'το] (ουσ./αρσ.) 1: αμέλεια, 2: εγκαταλεΙψη, οπισθοχώρηση, παραίτηση από κάτι, λιποταξία, abandonar [αμπαν'ντονάρ] (ρ.) 1: εγκα ταλείπω, αφήνω, παραμελώ, 1. αμελώ, 3: παραιτούμαι, φεύγω, 4: υποκύ πτω. abandono [αμπαν'ντόνο] (ουσΥαρσ.) 1: εγκατάλειψη, παραίτηση, λιποτα ξία, 2: αμέλεια, abanicar [αμπανικάρ] (ρ.) κάνω αέρα με βεντάλια ή ανεμιστήρα, abaniqueo [αμπανικέο] (ουσΥαρσ.) αέρισμα. abaniquero [αμπανικέρο] (ουσΥαρσ.) κατασκευαστής ή πωλητής βεντα λιών. abanicar [αμπανικάρ] (ρ.) κάνω αέρα με τη βεντάλια, abanico [αμπανίκο] (ουσ,/αρσ.) 1: βε ντάλια, 2: ανεμιστήρας, abano [αμπάνο] (ουσ,/αρσ.) ανεμιστή ρας. abaratamiento [αμπαρσταμιέν'τϋ] (ουσ7 αρσ.) εκτύπωση, abaratar [αμπαρστάρ] (ρ.) μειώνω την τιμή. abarca [αμπάρκα] (ουσ7θηλ.) σανδά λι. abarcar [αμπαρκάρ] (ρ.) 1: περικλείω, περιλαμβάνω, περιέχω, 2: αγκαλιά ζω. abarquillar [αμπαρκιγιάρ] (ρ.) 1: κα τσαρώνω, 2: τυλίγω, κάνω ρολό. abarrancadero [αμπαρανκαδέρο] (ouoJ αρσ.) αδιέξοδο, abarrancar [αμπαρανκάρ] (ρ.) 1: διαβρώνω, 2: δημιουργώ ένα χαντάκι, 3: βρίσκομαι σε αδιέξοδο, 4: (Ναυτ.) δεξαμενίζω. abarrotado [αμπαροτάδο] (επίθ.) υπερ
πλήρης, παραγεμισμένος, abarrotar [αμπαροτάρ] (ρ.) 1: παραγε μίζω, 2: μαντρώνω, abarrote [αμπαρότε] (ουσ./αρσ.) πληθ. 1: είδη μπακαλικής , 2: (Ναυτ.) στοί βαγμα, 3: πακετάρισμα. abarrotería [αμπαρροτερία] (ουσ7 θηλ.) μπακάλικο, abarrotero [αμπαρροτέρο] (ουσ7αρσ.) μπακάλης, abastardar [αμπασταρδάρ] (ρ.) 1: υπο βιβάζω, υποβαθμίζω, 2: νοθεύω, abastecedor [αμπαστεθεδόρ] (ουσ./ αρσ.) προμηθευτής τροφοδότης, abastecedor [αμπαστεθεδόρ] (επίθ.) προμηθευτικός τροφοδοτικός, abastecer [αμπαστεθέρ] (ρ.) εφοδιά ζω, προμηθεύω, τροφοδοτώ, abastecimiento [αμπαστεθιμιέν'το] (ουσ./αρσ.) εφοδιασμός προμήθεια, τροφοδοσία, abasto [αμπάστο] (ουσ7αρσ.) 1: αφθο νία, 2: τροφοδοσία, abatatarse [αμπατατάρσε] (ρ.) ντρέ πομαι. abatible [αμπατίμπλε] (επίθ.) πτυσσό μενος. abatido [αμπατίδο] (επίθ.) καταβεβλη μένος εξαντλημένος, abatimiento [αμπατιμιέν'το] (ουσ7 αρσ.) 1: καταβολή, εξάντληση, 2: τα πείνωση. abatir [αμπατίρ] (ρ.) 1: γκρεμίζω, κατε δαφίζω, ρίχνω κάτω, 2: αποκαρδιώ νω, αποθαρρύνω, ταπεινώνω, abdicación [αμπντικαθιόν] (ουσ./θηλ.) παραχώρηση του θρόνου, παραίτηση από την εξουσία ή από ένα δικαίωμα, abdicar [αμπντικάρ] (ρ.) απαρνούμαι · abdicar en alguien - παραχωρώ τον θρόνο σε κάποιον · el rey abdicó el trono en su hermano - o βασιλιάς πα ραχώρησε τον θρόνο στον αδερφό του · abdicar de - εγκαταλείπω κάτι 16
abocar
• Jorge abdicó de sus ideas - o Jorge εγκατέλειψε τις ιδέες του. abdomen [αμπντόμεν] (ουσ,/αρσ.) υπο γάστριο, κοιλιά, abdominal [αμπντομινάλ] (επίθ.) υπο γαστρικός, abecé [αμπεθέ] (ουσ7αρσ.) αλφά βητο. abecedario [αμπεθεδάριο] (ουσ,/αρσ.) αλφάβητο, αλφαβητάριο, abedul [αμπεδούλ] (ουσ,/αρσ.) σημύ δα. abeja [αμπέχα] (ουσ7θηλ.) μέλισσα, abejar [αμπεχάρ] (ουσ,/αρσ.) κυψέλη, abejarrón [αμπεχαρόν] (ουσ./αρσ.) αγριομέλισσα, μπάμπουρας. abejaruco [αμπεχαρούκο] (ουσ,/αρσ.) μελισσοφάγος. abejero (αμπεχέρο](ουσ./αρσ.) μελισσοκόμος. abejón [αμπεχόν] (ουσ,/αρσ.) κηφή νας. abejorro [αμπεχόρο] (ουσ,/αρσ.) χρυσόμυγα. aberración [αμπεραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: παραλογισμός 2: ανωμαλία, aberrante [αμπεράν'τε] (επίθ.) ανώμα λο ς διεστραμμένος abetal [αμπετάλ] (ουσ,/αρσ.) ξύλο από έλατο. abeto [αμπέτο] (ουσΥαρσ.) έλατο, abetunar [αμπετουνάρ] (ρ.) γυαλίζω, λουστράρω, abertura [αμπερτούρα] (ουσ./θηλ.) άνοιγμα, σχισμή, χαραμάδα, abierto [αμπιέρτο] (επίθ.) 1: ανοιχτός · la ventana está abierta - το παράθυ ρο είναι ανοιχτό, 2: (μτφ.) ειλικρινής · María es una persona abierta - η Μα ρία είναι ένα άτομο που μιλάει ανοι χτά (ειλικρινής). abigarrado [αμπιγαράδο] (επίθ.) πο λύχρωμος ανομοιόμορφος, abigarramiento [αμπιγαραμιέν'το] (ουσ/ 17
αρσ.) πολυχρωμία, abigarrar [αμπιγαράρ] (ρ.) χρωματίζω με πολλά χρώματα, abigeato [αμπιγκεάτο] (ουσ,/αρσ.) ήχος κοπαδιού, abigotado [αμπιγοτάδο] (επίθ.) που έχει πολλά μούσια, abintestato [αμπιν'τεστάδο] (επίθ.) (Νομ.) χωρίς διαθήκη, abismal [αμπισμάλ] (επίθ.) αβυσσαλέος απύθμενος, abismo [αμπίσμο] (ουσ,/αρσ.) 1: άβυσ σος χάσμα, 2: κόλαση, abismar [αμπισμάρ] (ρ.) 1: βυθίζομαι στην άβυσσο, 2: μπερδεύω · sus palabras abisman a todos - τα λόγια του τους μπερδεύουν όλους abjurar [αμπχουράρ] (ρ.) παραδέχο μαι ενοχή, ablandamiento [αμπλαν'νταμιέν'το] (ουσ./αρσ.) μαλάκωμα. ablandar [αμπλαντάρ] (ρ.) μαλακώνω, απαλύνω, ablativo [αμπλατίβο] (ουσ,/αρσ.) (Γοαμμ.) αφαιρετική πτώση, ablución [αμπλουθιόν] (ουσΥθηλ.) κά θαρση, άφεση αμαρτιών, abnegación [αμπνεγαθιόν] (ουσ7θηλ.) αυταπάρνηση, αυτοθυσία, αλτρουϊσμός. abnegado [αμπνεγάδο] (επίθ.) αυτός που ενεργεί με αυταπάρνηση, ανι διοτελής. abnegar [αμπνεγάρ] (ρ.) 1: απαρνούμαι, 2: θυσιάζω, abobado [αμπομπάδο] (επίθ.) χαζός ηλίθιος. abobamiento [αμπομπαμιέν'το] (ουσ7 αρσ.) χαζομάρα, ανοησία, abobar [αμπομπάρ] (ρ.) χαζεύω κά ποιον. abocar [αμποκάρ] (ρ.) 1: πλησιάζω, 2: αδειάζω το περιεχόμενο ενός δο χείου σε ένα άλλο ακουμπώντας τα
abocinar
στόμια, 3: (Ναυτ.) μπαίνω στο λιμάνι, abonar [αμπονάρ] (ρ.) 1: πληρώνω, 2: γράφω κάποιον συνδρομητή, 3: (Γεωργ.) abocinar [αμποθινάρ] (ρ.) σχηματίζω χωνί. λιπαίνω. abochornar [αμποτσορνάρ] (ρ.) φέρ abono [αμπόνο] (ουσ,/αρσ.) 1: λίπα νω σε δύσκολη θέση, ντροπιάζω, σμα, λίπανση, 2: συνδρομή, 3: εγγύabofetear [αμποφετεάρ] (ρ.) 1: χα ηση. στουκίζω, 2: προσβά λλω .. abordable [αμπορδάμπλε] (επίθ.) προ abogacía [αμπογαθία] (ουσ./θηλ.) 1: σηνής προσιτός, δικηγορία, 2: συνηγορία, 3: δικηγο abordaje [αμπορδάχε] (ουσ,/αρσ.) ρικό σώμα. (Ναυτ.) 1: επιβίβαση, 2: σύγκρουση, abogaderas [αμπογαδέρας] (ουσ,/θηλ.) abordar [αμπορντάρ] (ρ.) 1: προσεγγί πληθ. ψεύτικα επιχειρήματα, ζω, πλησιάζω, 2: (Ναυτ.) (α) επιβιβά abogado [αμπογάδο] (ουσ./αρσ.) δι ζομαι, (β) συγκρούομαι, aborigen [αμπορίχεν] (ουσ,/αρσ.) ιθα κηγόρος, συνήγορος, abogar [αμπογάρ] (ρ.) 1: υπερασπίζω γενής αυτόχθονος ντόπιος, κάποιον, συνηγορώ, 2: αγορεύω, aborrascarse [αμβορασκάρσε] (ρ.) ο abolengo [αμπολένγκο] (ουσ,/αρσ.) καιρός γίνεται θυελλώδης, προπάτορες πρόγονοι, aborrecer [αμπορεθέρ] (ρ.) 1: αποabolición [αμπολιθιόν] (ουσ./θηλ.) κα στρέφομαι, σιχαίνομαι, αντιπαθώ, 2: τάργηση, εγκαταλείπω τη φωλιά (λέγεται κυρί abolir [αμπολίρ] (ρ.) καταργώ, ως για τα πουλιά). ' aborrecible [αμπορεθίμπλε] (επίθ.) απε abolsado [αμπολσάδο] (επίθ.) σακουλιασμένος. χθής μισητός abolladura [αμπογιαδούρα] (ουσ7θηλ.) aborrecimiento [αμπορεθιμιέν'το] (ουσ./ βαθούλωμα, αρσ.) αποστροφή, απέχθεια αντιπά abollar [αμπογιάρ] (ρ.) βαθουλώνω, θεια, μίσος κάνω λακούβα. abortar [αμπορτάρ] (ρ.) 1: αποβάλλω, abombado [αμπομ'μπάδο] (επίθ.) εξο κάνω έκτρωση, 2: ματαιώνω, γκωμένος, abortivo [αμπορτίβο] (επίθ.) εκτρωτιabombar [αμπομ'μπάρ] (ρ.) εξογκώ κός αμβλωτικός. νω. aborto [αμπόρτο] (ουσ,/αρσ.) 1: απο abominable [αμπομινάμπλε] (επίθ.) βολή, έκτρωση, 2: έκτρωμα, απεχθής, αποτρόπαιος, στυγερός, abotagarse [αμποταγάρσε] (ρ.) φου φρικτός. σκώνω, πρήζομαι, abominación [αμπομιναθιόν] (ουσ./ abotonar [αμποτονάρ] (ρ.) κουμπώ θηλ.) φρίκη, απέχθεια, ειδεχθής πρά νω. abovedado [αμποβεδάδο] (επίθ.) κυρ ξη· abominar [αμπομινάρ] (ρ.) απεχθάνοτός καμπύλος, μαι, καταδικάζω μετά βδελυγμίας/ abovedar [αμποβεδάρ] (ρ.) κυρτώνω, μετά πλήρους αποστροφής, καμπυλώνω, abonable [αμπονάμπλε] (επίθ.) πλη aboyar [αμπογιάρ] (ρ.) τοποθετώ ση μαδούρες, ρωτέος εξοφλήσιμος. abonado [αμπονάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) abozalar [αμποθαλάρ] (ρ.) φιμώνω, συνδρομητής 2: (επίθ.) έμπιστος abra [άμπρα] (ουσ,/θηλ.) 1: ορμίσκος 18
absentismo 2: ορεινό πέρασμα, abracadabra [αμπρακαδάμπρα] (ουσ./ αρσ.) αμπρακατάμπρα. abracijo [αμπραθίχο] (ουσ./αρσ.) αγκαλίτσα. abrasador [αμπρασαδόρ] (επίθ.) καυ τός, ζεματιστός καυστικός, abrasar [αμπρασάρ] (ρ.) καίω, ζεματώ. abrasión [αμπρασιόν] (ουσ./θηλ.) 1: λείανση, 2: απόξεση, abrasivo [αμπρασίβο] (επίθ.) λειαντι κός. abrazadera [αμπραθαδέρα] (ουσ./ θηλ.) σφιγκτήρας, abrazar [αμπραθάρ] (ρ.) αγκαλιάζω, abrazo [αμπράθο] (ουσ,/αρσ.) αγκά λιασμα, εναγκαλισμός, abrecartas [αμπρεκάρτας] (ουσ,/αρσ.) χαρτοκόπτης, ábrego [άμπρεγο] (ουσ,/αρσ.) νοτιο δυτικός άνεμος, abrelatas [αμπρελάτας] (ουσ,/αρσ.) ανοιχτήρι, abrevadero [αμπραβαδέρο] (ουσ./ αρσ.) ποτίστρα (μέρος που ποτίζονται ή πίνουν τα ζώα). abrevar [αμπρεβάρ] (ρ.) ποτίζω ζώα, αρδεύω. abreviación [αμπρεβιαθιόν] (ουσΥθηλ.) συντομογραφία, βραχυλογία, επιτο μή, σύντμηση, συντόμευση, abreviado [αμπρεβιάδο] (επίθ.) σύντο μος abreviar [αμπρεβιάρ] (ρ.) συντομεύω, abreviatura [αμπρεβιατούρα] (ουσ,/θηλ.) σύντμηση, abribonarse [αμπριμπονάρσε] (ρ.) πε ριφέρομαι άσκοπα, χασομερώ, abridor [αμπριδόρ] (ουσ7αρσ.) ανοι-
abrigar [αμπριγάρ] (ρ.) 1: σκεπάζω, καλύπτω, 2: προφυλάσσω, προστα τεύω. abrigo [αμπρίγο] (ουσ,/αρσ.) 1: παλτό, πανωφόρι, 2: καταφύγιο, abril [αμπρίλ] (ουσΥαρσ.) Απρίλιος, abrileño [αμπριλένιο] (επίθ.) απριλιά τικος. abrillantar [αμπριγιαν'τάρ] (ρ.) γυα λίζω. abrir [αμπρίρ] (ρ.) 1: ανοίγω, 2: ξεδι πλώνω. abrochar [αμπροτσάρ] (ρ.) 1: κουμπώ νω, 2: καρφιτσώνω, abrogación [αμπρογαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: ανάκληση, 2: κατάργηση, abrogar [αμπρογάρ] (ρ.) 1: ανακαλώ, 2: καταργώ, abrojo [αμπρόχο] (ουσ,/αρσ.) γαϊδου ράγκαθο. abroquelar [αμπροκελάρ] (ρ.) (Ναυτ.) πραγματοποιώ ελιγμό για να πέσει ο άνεμος στα πανιά της πρύμης, abroquelarse [αμπροκελάρσε] (ρ.) (con) ή (de) προστατεύομαι, abrumador [αμπρουμαδόρ] (επίθ.) 1: αβάσταχτος αφόρητος 2: συντρι πτικός. abrumar [αμπρουμάρ] (ρ.) 1: επιβαρύ νω, 2: αναστατώνω, 3: κουράζω, abrupto [αμπρούπτο] 1: (ουσ,/αρσ.) ανώμαλο έδαφος απόκρημνη πλαγιά, 2: (επίθ.) (α) δύσβατος (β) αδιάβατος, abrutado [αμπρουτάδο] (επίθ.) κτη νώδης. absceso [αμπσθέσο] (ουσ,/αρσ.) από στημα. abscisa [αμπσθίσα] (ουσ./θηλ.) συντε ταγμένη. absenta [αμπσέντα] (ουσ7θηλ.) αψέ ντι. absentismo [αμπσεν'τίσμο] (ουσ,/αρσ.) 1: απουσία από τη δουλειά, 2: απου-
χτήρΐabrigada [αμπριγάδα] (ουσ,/θηλ.) κα ταφύγιο. abrigadero [αμπριγαδέρο] (ουσ7αρσ.) καταφύγιο. 19
ábside ala κατά συνήθεια, ábside [άμπσιδε] (ουσ./αρσ.) το ημικλύκλιο του ναού. absolución [αμπσολουθιόν] (ουσ7θηλ.) 1: άφεση αμαρτιών, αθώωση, 2: απαλ λαγή. absolutam ente [αμπσολουταμέντε] (επίρρ.) απόλυτα, absolutismo [αμπσολουτίσμο] (ουσ7 αρσ.) απολυταρχισμός. absolutista [αμπσολουτίστα] (επίθ.) απολυταρχικός, absoluto [αμπσολούτο] 1: (επίθ.) από λυτος 2: (επίρρ.) · en absoluto - κα θόλου · este tema no me importa en absoluto - αυτό το θέμα δε με ενδια φέρει καθόλου, absolutorio [αμπσολουτόριο] (επίθ.) αθωωτικός · sentencia absolutoria αθωωτική ετυμηγορία, absolver [αμπσολβέρ] (ρ.) (de) αθωώ νω, απαλλάσσω · le absolvó de sus pecados - του έδωσε άφεση αμαρτιών, absorber [αμπσορμπέρ] (ρ.) απορ ροφώ (κυριολ.) · absorber el agua - απορροφά το νερό · absorber una empresa - (μτφ.) ενσωματώνω μια εταιρία. absorbencia [αμπσορμπένθια] (ουσ7 θηλ.) απορροφητικότητα, absorbente [αμπσορμπέν'τε] (επίθ.) 1: απορροφητικός 2: πολύ ενδιαφέ ρων. absorción [αμπσορθιόν] (ουσ7θηλ.) απορρόφηση, absorto [αμπσόρτο] (επίθ.) (en) απορροφημένος · está absorto en su trabajo - είναι απορροφημένος στη δουλειά του. abstemio [αμπστέμιο] (επίθ.) αυτός που δεν πίνει αλκοόλ, abstención [αμπστενθιόν] (ουσ7θηλ.) αποχή. abstencionista [αμπστενθιονίστα] (επίθ.)
αυτός που απέχει, ο μη συμμετέχων. abstenerse [αμπστενέρσε] (ρ.) (de) στερούμαι · se abstiene de las delicias de la vida - στερείται τις χα ρές της ζω ής abstinencia [αμπστινένθια] (ουσ,/θηλ.) εγκράτεια, νηστεία, abstracción [αμπστρακθιόν] (ουσ./ θηλ.) αφηρημάδα, απροσεξία, abstracto [αμπστράκτο] (επίθ.) αφηρημένος · nombre abstracto - αφηρημένη έννοια · arte abstracto αφηρημένη τέχνη, abstraer [αμπστραέρ] (ρ.) αποσπώ, abstraerse [αμπστραέρσε] (ρ.) αφαιρούμαι. abstraído [αμπστραΐδο] (επίθ.) (en) αφηρημένος απορροφημένος · está abstraído en una tarea - είναι απορ ροφημένος σε μια δουλειά, abstruso [αμπστρούσο] (επίθ.) δυσνόητος absuetto [αμπσουέλτο] (επίθ.) (μτχ: του absolver) αυτός που έχει άφεση αμαρ τιών, συγχωρεμένος absurdidad [αμπσουρδιδάδ] (ουσ./ θηλ.) παραλογισμός. absurdo [αμπσοΰρδο] (επίθ.) παράλο γο ς άτοπος, abubilla [αμπουμπίγια] (ουσ,/θηλ.) τσα λαπετεινός, abuchear [αμπουτσεάρ] (ρ.) γιουχαΐ ζω, χλευάζω, κοροϊδεύω, abucheo [αμπουτσέο] (ουσ,/αρσ.) απο δοκιμασία, γιουχάισμα, abuela [αμπουέλα] (ουσ7θηλ.) γιαγιά, abuelita [αμπουελίτα] (ουσ7θηλ.) γιαγιάκα. abuelito [αμπουελίτο] (ουσ7αρσ.) παπ πούλης. abuelo [αμπουέλο] (ουσ7αρσ.) παπ πούς. abulia [αμπούλια] (ουσ7θηλ.) αβου λία. abúlico [αμπούλικο] (επίθ.) άβουλος. 20
acantonar
abultado [αμττουλτάδο] (επίθ.) ογκώ δης πρησμένος, abultamiento [αμπουλταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) όγκος πρήξιμο, abultar [αμπουλτάρ] (ρ.) εξογκώνω, διογκώνω, μεγεθύνω, abundancia [αμπουν'ντάνθια] (ουσ./ θηλ.) αφθονία, abundante [αμπουν'ντάντε] (επίθ.) άφθονος, abundar [αμπουν'ντάρ] (ρ.) αφθονώ. abur [αμπούρ] (επιφ.) αντίο!, aburguesamiento [αμπουργεσαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) η μετάβαση στη μεσοαστι κή ή μεγαλοαστική τάξη. aburrido [αμπουρΙδο] (επίθ.) πληκτι κός βαρετός ανιαρός · ser aburrido - είμαι βαρετός · estar aburrido - βα ριέμαι. aburrimiento [αμπουριμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) πλήξη, βαρεμάρα, ανία. aburrir [αμπουρίρ] (ρ.) κουράζω κά ποιον, τον κάνω να βαριέται, aburrirse [αμπουρίρσε] (ρ.) πλήττω, βαριέμαι. abusar [αμπουσάρ] (ρ.) καταχρώμαι, εκμεταλλεύομαι, abusivo [αμπουσίβο] (επίθ.) καταχρη στικός. abuso [αμπουσο] (ουσ,/αρσ.) κατά χρηση, εκμετάλλευση · abuso sexual - σεξουαλική παρενόχληση, abyecto [αμπγιέκτο] (επίθ.) ταπεινω μένος. acá [ακά] (επίρρ.) εδώ. acabado [ακαμπάδο] (επίθ.) περατωμένος ολοκληρωμένος τελειωμένος. acabamiento [ακαμπαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) περάτωση, ολοκλήρωση, τελείωμα. acabar [ακαμπάρ] (ρ.) περατώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω · acabar de+ απαρέμφατο - μόλις έγινε κάτι ·
acabo de oír una mala noticia - μό λις άκουσα ένα κακό νέο · acabar con - τελειώνω με κάτι · acabé con el estrés - μου τελείωσε το στρες (δεν έχω πια στρες) · acabé con mi novio τελείωσα με το αγόρι μου (χώρισα). acabóse [ακαμπόσε] (ουσ,/αρσ.) τέ λο ς όριο. acacia [ακάθια] (ουσ,/θηλ.) ακακία, academia [ακαδέμια] (ουσ,/θηλ.) ακα δημία, σχολή, académico [ακαδέμικο] (επίθ.) ακαδη μαϊκός · año académico - ακαδημαϊ κό έτος. acaecer [ακαεθέρ] (απρ. ρ.) συμβαίνει (μόνο σε γ'ενικό και γ' πληθυντικό). acaecimiento [ακαεθιμιέν'το] (ουσ/αρσ.) συμβάν, περιστατικό, acalorado [ακαλοράδο] (επίθ.) ένθερ μος acaloramiento [ακαλοραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ζέστη, θέρμη, acalorar [ακαλοράρ] (ρ.) ζεσταίνω, θερμαίνω, acalorarse [ακαλοράρσε] (ρ.) 1: ζεσταί νομαι, 2: εξάτττομαι, παθιάζομαι, acallar [ακαγιάρ] (ρ.) 1: κατευνάζω, καταπραΰνω, 2: σιωπώ, acampanado [ακαμ'πανάδο] (επίθ.) καμπανοειδής acampar [ακαμ'πάρ] (ρ.) κατασκηνώ νω, στρατοπεδεύω, acanalado [ακαναλάδο] (επίθ.) αυλα κωτός κυματοειδής, acanaladura [ακαναλαδούρα] (ουσ./ θηλ.) αυλάκωμα, αυλάκι, acanalar [ακαναλάρ] (ρ.) αυλακώνω, ραβδώνω. acantilado [ακαν'τιλάδο] (ουσ,/αρσ.) απόκρημνη ακτή, γκρεμός, acanto [ακάν'το] (ουσ./αρσ.) άκανθος, acantonar [ακαν'τονάρ] (ρ.) (Στρατ.) επισταθμεύω, χωρίζω σε καταλύμα τα. 21
acaparador
acaparador [ακαπαραδόρ] (επίθ.) μο νοπωλιακός, acaparamiento [ακαπαραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) μονοπώλιο, acaparar [ακαπαράρ] (ρ.) 1: συσσω ρεύω, συγκεντρώνω, 2: μονοπωλώ, acaracolado [ακαρακολάδο] (επίθ.) στριφογυριστός, acaramelado [ακαραμελάδο] (επίθ.) καραμελωμένος με καραμελέ χρώ μα. acardenalar [ακαρδεναλάρ] (ρ.) μαυ ρίζω στο ξύλο, μελανιάζω κάποιον από το ξύλο. acariciador [ακαριθιαδόρ] (επίθ.) χα διάρης. acarreo [ακαρέο] (ουσ,/αρσ.) μεταφο ρά με όχημα, acariciar [ακαριθιάρ] (ρ.) χαϊδεύω, θω πεύω. acarrear [ακαρεάρ] (ρ.) μεταφέρω, προξενώ. acaso [ακάσο] (επίρρ.) μήπως, ίσως · por si acaso - σε περίπτωση που. acatamiento [ακαταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) υπακοή, σεβασμός, τήρηση, acatar [ακατάρ] (ρ.) υπακούω, σέβο μαι, τηρώ. acatarrarse [ακαταράρσε] (ρ.) συνα χώνομαι. acaudalado [ακαουδαλάδο] (επίθ.) πάμπλουτος ζάπλουτος μεγιστάνας, acaudalar [ακαουδαλάρ] (ρ.) θησαυ ρίζω. acaudillar [ακαουδιγιάρ] (ρ.) διοικώ, acceder [ακθεδέρ] (ρ.) 1: συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, αποδέχομαι 2: έχω πρόσβαση, accesibilidad [ακθεσιμπιλιντάδ] (ουσ./ θηλ.) πρόσβαση, accesible [ακθεσίμπλε] (επίθ.) προσβάσιμος προσιτός, ευπρόσιτος accesión [ακθεσιόν] (ουσ,/θηλ.) πρό σβαση, είσοδος.
acceso [ακθέσο] (ουσ,/αρσ.) πρόσβα ση, είσοδος, accesorio [ακθεσόριο] 1: (ουσ,/αρσ.) εξάρτημα, ανταλλακτικό, αξεσουάρ, 2: (επίθ.) (α) εξαρτώμενος (β) δευτερεύων, παρεπόμενος, accidentado [ακθιδεν'τάδο] 1: (ουσ./ αρσ.) τραυματίας, 2: (επίθ.) (α) τρα χύς ανομοιόμορφος (β) περιπετειώ δης επεισοδιακός, accidental [ακθιδεν'τάλ] (επίθ.) συμπτωματικός περιστασιακός τυχαί ος. accidentarse [ακθιδεν'τάρσε] (ρ.) πα θαίνω ή προκαλώ ατύχημα, accidente [ακθιδέν'τε] (ουσ./αρσ.) ατύχημα, απρόοπτο συμβάν, acción [ακθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: πράξη, ενέργεια, 2: μετοχή (μέρισμα), 3: δράση · película de acción - ταινία δράσης. accionamiento [ακθιοναμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) λειτουργία, accionar [ακθιονάρ] (ρ.) 1: ενεργο ποιώ, 2: κάνω χειρονομίες, accionista [ακθιονίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) μέτοχος, acebuche [αθεμπούτσε] (ουσ,/αρσ.) αγριελιά. acecinar [αθεθινάρ] (ρ.) αλατίζω, πα στώνω. acechador [αθετσαδόρ] (ουσ7αρσ.) παρατηρητής κατάσκοπος, acechadera [αθετσαδέρα] (ουσ./θηλ.) κρυψώνα, acechar [αθετσάρ] (ρ.) 1: κατακοπεύω, 2: ενεδρεύω, acecho [αθέτσο] (ουσ7αρσ.) 1: κατα σκοπεία, 2: ενέδρα. acedar [αθεδάρ] (ρ.) πικρίζω, πικραί νω. acedera [αθεδέρα] (ουσ,/θηλ.) ξινόχορτο, λάπαθο, acedía [αθεδία] (ουσ,/θηλ.) 1: ξίνισμα, 22
acerca καούρα, 2: βαρεμάρα, 3: στενοχώ ρια. acedo [αθέδο] (επίθ.) ξινός, Ρινισμέ νος. aceitar [αθεϊτάρ] (ρ.) βάζω λάδι, λα δώνω. aceite [αθέιτε] (ουσ./αρσ.) λάδι •aceite de oliva - ελαιόλαδο · aceite esencial - αιθέριο έλαιο, aceitera [αθεϊτέρα] (ουσ./θηλ.) ελαιοδοχείο. aceitería [αθεϊτερία] (ουσ,/θηλ.) ελαιο τριβείο. aceitero [αθεϊτέρο] (ουσ,/αρσ.) λαδάς, λαδέμπορος, aceitoso [αθεϊτόσο] (επίθ.) λαδερός, aceituna [αθεϊτούνα] (ουσ,/θηλ.) ελιά. aceitunado [αθεϊτουνάδο] (επίθ.) λα δής αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού. aceitunero [αθεϊτουνέρο] (ουσ,/αρσ.) αυτός που μαζεύει τις ελιές, aceituno [αθεϊτούνο] (ουσ,/αρσ.) ελαιόδενδρο. aceleración [αθελεραθιόν] (ουσ./θηλ.) επιτάχυνση, acelerado [αθελεράδο] (επίθ.) ανυπό μονος βιαστικός σε εγρήγορση, aceleradamente [αθελεράδαμεν'τε] (επίρρ.) βιαστικά, acelerador [αθελεραδόρ] (ουσ,/αρσ.) επιταχυντής γκάζι, aceleramiento [αθελεραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) επιτάχυνση, acelerar [αθελεράρ] (ρ.) επιταχύνω, επισπεύδω, βιάζομαι, acelga [αθέλγα] (ουσ,/θηλ.) τεύτλο, acémila [αθέμιλα] (ουσ,/θηλ.) υποζύ γιο, μουλάρι, acendrado [αθεν'ντράδο] (επίθ.) εξα γνισμένος αγνός, acendramiento [αθεν'ντραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) εξαγνισμός acendrar [αθεν'ντράρ] (ρ.)1: εξαγνίζω,
2: (μτφ.) εκλεπτύνω, ραφινάρω, acento [αθέν'το] (ουσ./αρσ.) 1: τόνος 2: προφορά · acento ortográfico ορθογραφικός τόνος, acentuación [αθεν'τουαθιόν] (ουσ,/θηλ.) τονισμός · reglas de acentuación κανόνες τονισμού, acentuar [αθεν'τουάρ] (ρ.) 1: τονί ζω (γραπτός λόγος), 2: (μτφ.) τονίζω (δίνω έμφαση). aceña [αθένια] (ουσ,/θηλ.) υδρόμυ λος. aceñero [αθενιέρο] (ουσ,/αρσ.) μυλω νάς. acepción [αθεπθιόν] (ουσ./θηλ.) έν νοια, σημασία, acepilladora [αθεπιγιαδόρα] (ουσ./ θηλ.) ξυλουργική πλάνη, ροκάνι, acepillar [αθεπιγιάρ] (ρ.) ροκανίζω, aceptabilidad [αθεπταμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) αποδεκτικότητα. aceptable [αθεπτάμπλε] (επίθ.) 1: απο δεκτός 2: υποφεκτός. aceptación [αθεπταθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: αποδοχή, 2: ενθάρρυνση, 3: επι βράβευση, aceptador [αθεπταδόρ] (ουσ,/αρσ.) αποδέκτης, aceptar [αθεπτάρ] (ρ.) δέχομαι, απο δέχομαι. acequia [αθέκια] (ουσ,/θηλ.) κανάλι άρδευσης αυλάκι, acera [αθέρα] (ουσ,/θηλ.) πεζοδρόμιο, aceración [αθεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) ατσάλωμα. acerado [αθεράδο] (επίθ.) χαλύβδινος ατσάλινος, acerar [αθεράρ] (ρ.) χαλυβδώνω, ατσα λώνω. acerbidad [αθερμπιδάδ] (ουσ,/θηλ.) δριμύτητα. acerbo [αθέρμπο] (επίθ.) δριμύς αυ στηρός. acerca [αθέρκα] (επίρρ.) (de) περί, σχε 23
acercamiento ρασμένος με βερνίκι, λουστραρισμένος. achatamiento [ατσαταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ισοπέδωση. achatar [ατσατάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, achicar [ατσικάρ] (ρ.) 1: μικραίνω, 2: υποβιβάζω, 3: αδειάζω το νερό από μια βάρκα, achicado [ατσικάδο] (επίθ.) παιδαριώ δης παιδιάστικος achicoria [ατσικόρια] (ουσ,/θηλ.) (Βοτ.) κιχώριο, πικραλίδα, achicharradero [ατσιτσαραδέρο] (ουσ./ αρσ.) μέρος στο οποίο κάνει υπερβο λική ζέστη, (μτφ.) φούρνος achicharrante [ατσιτσαράν'τε] (επίθ.) καυτός. achicharrar [ατσιτσαράρ] (ρ.) υπερ θερμαίνω, ψήνω, καίω υπερβολικά, achinado [ατσινάδο] (επίθ.) λοξός (για μάτια). achiquitar [ατσικιτάρ] (ρ.) (Λατινική Αμερική) μικραίνω, achispado [ατσισπάδο] (επίθ.) μισομεθυσμένος achisparse [ατσισπάρσε] (ρ.) αποκτώ ευθυμία από το ποτό, (μτφ.) κάνω κεφάλι. achocar [ατσοκάρ] (ρ.) πετώ κάτι στον τοίχο. achocolatado [ατσοκολατάδο] (επίθ.) σοκολατής, achocharse [ατσοτσάρσε] (ρ.) παθαί νω ανία. acholado [ατσολάδο] (ουσ./αρσ.) μιγάς. achubascarse [ατσουμπασκάρσε] (ρ.) συννεφιάζω, achuchado [ατσουτσάδο] (επίθ.) δύ σκολος. achuchar [ατσουτσάρ] (ρ.) σπρώχνω, υποχρεώνω, achuchón [ατσουτσόν] (ουσ,/αρσ.) σπρώξιμο.
τικά με. acercamiento [αθερκαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) προσέγγιση, πλησίασμα, acercar [αθερκάρ] (ρ.) φέρνω κοντά, acercarse [αθερκάρσε] (ρ.) προσεγγί ζω, πλησιάζω, acería [αθερία] (ουσ./θηλ.) χαλυβουρ γείο. acérico [αθέρικο] (ουσ,/αρσ.) μαξιλαράκι για τις καρφίτσες, acero [αθέρο] (ουσ,/αρσ.) ατσάλι, χά λυβας. acérrimo [αθέριμο] (επίθ.) πιστός, αφοσιωμένος. acertadam ente [αθερτάδαμεν'τε] (επίρρ.) επιτυχώς. acertado [αθερτάδο] (επίθ.) 1: επιτυ χής 2: συνετός, acertante [αθερτάν'τε] (επίθ.) επιτυ
χής· acertar [αθερτάρ] (ρ.) 1: μαντεύω, 2: πετυχαίνω, acertijo [αθερτίχο] (ουσ,/αρσ.) αίνιγ μα. acervo [αθέρβο] (ουσ,/αρσ.) σωρός στοίβα. acetal [αθετάλ] (ουσ,/αρσ.) ακετόνη, acetato [αθετάτο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) άλας ολικού οξέος οξικό άλας. acético [αθέτικο] (επίθ.) οξικός, acetona [αθετόνα] (ουσ./θηλ.) ασετυλίνη, ασετόν. achacar [ατσακάρ] (ρ.) καταλογίζω, αποδίδω. achacoso [ατσακόσο] (επίθ.) 1: αρ ρωστιάρης φιλάσθενος 2: ασθενής λόγω γερατειών, achantar [ατσαν'τάρ] (ρ.) 1: εκφοβίζω, τρομάζω, 2: δειλιάζω, achaparrado [ατσαπαράδο] (επίθ.) ογκώδης και κοντός, achaque [στσάκε] (ουσ,/αρσ.) γεροντι κή αρρώστια ή αδιαθεσία, acharolado [ατσαρολάδο] (επίθ.) πε 24
acólito achulado [ατσουλάδο] (επίθ.) καμα ρωτός. achura [ατσούρα] (ουσ./θηλ.) εντόσθια μικρού ζώου. achurar [ατοουράρ] (ρ.) ξεκοιλιάζω (για ζώα). aciago [αθιάγο] (επίθ.) ολέθριος, μοι ραίος. acíbar [αθίμπαρ] (ουσ,/αρσ.) 1: πίκρα, 2: λύπη, 3: (Βοτ.) αλόη. acibarar [αθιμπαράρ] (ρ.) (a alguien) πικραίνω κάποιον, acicalado [αθικαλάδο] (επίθ.) 1: κομ ψός, 2: νοικοκυρεμένος, 3: γυαλι σμένος. acicalarse [αθικαλάρ] (ρ.) 1: στολί ζομαι, 2: νοικοκυρεύομαι, acicate [αθικάτε] (ουσ,/αρσ.) 1: σπι ρούνι, σουβλί, 2: κίνητρο, ερέθισμα, acicatear [αθικατεάρ] (ρ.) κεντρίζω, παρακινώ, acidez [αθιδέθ] (ουσ,/θηλ.) οξύτητα, acidia [αθίδια] (ουσ./θηλ.) τεμπελιά, acidificar [αθιδιφικάρ] (ρ.) οξυδώνω, διαβρώνω. ácido [άθιδο] (επίθ.) οξύς όξινος ξι νός. acierto [αθιέρτο] (ουσ,/αρσ.) επιτυχία, ευστοχία. aclamación [ακλαμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ζητωκραυγή, επευφημία, ademador [ακλαμαδόρ] (ουσ,/αρσ.) χειροκροτητής επευφημών. aclamar [ακλαμάρ] (ρ.) ζητωκραυγά ζω, επευφημώ, aclaración [ακλαραθιόν] (ουσ,/θηλ.) διευκρίνιση, διασάφηση, adarador [ακλαραδόρ] (επίθ.) διευ κρινιστικός, aclarar [ακλαράρ] (ρ.) 1: διευκρινίζω, διασαφηνίζω, 2: αραιώνω ένα υγρό, 3: ανοίγω χρώμα μαλλιών, 4: ξεβγά ζω ρούχα, adaratorio [ακλαρατόριο] (επίθ.) διευ
κρινιστικός επεξηγηματικός, aclimatación [ακλιματαθιόν] (ουσ./ θηλ.) εγκλιματισμός κλιματισμός, aclimatar [ακλιματάρ] (ρ.) εγκλιματί ζω. acné [ακνέ] (ουσ7αρσ.) ακμή. acobardado [ακοβαρδάδο] (επίθ.) φο βισμένος. acobardamiento [ακομπαρδαμιέν'το] (ουσ7αρσ.) εκφοβισμός, acobardar [ακοβαρδάρ] (ρ.) φοβίζω, πτοώ. acobardarse [ακοβαρδάρσε] (ρ.) φο βάμαι. acobrado [ακομπράδο] (επίθ.) χάλκι νος που έχει το χρώμα του χαλκού, acocil [ακοθίλ] (ουσ./αρσ.) γαρίδα του γλυκού νερού, acochinar [ακοτσινάρ] (ρ.) σκοτώνω άμαχο. acodar [ακοδάρ] (ρ.) 1: ακουμπώ κά που στηριζόμενος στους αγκώνες ή ρίχνοντας το βάρος 2: δένω κόμπο, acogedor [ακοχεδόρ] (επίθ.) πρόσχα ρος φιλόξενος, acoger [ακοχέρ] (ρ.) υποδέχομαι, κα λωσορίζω, acogida [ακοχίδα] (ουσ,/θηλ.) υποδο χή, καλωσόρισμα, acogollar [ακογογιάρ] (ρ.) 1: ξεπετιέμαι, βλασταίνω, 2: καλύπτω φυτά για προστασία, acogotar [ακογοτάρ] (ρ.) σκοτώνω με χτύπημα στον αυχένα, acojinar [ακοχινάρ] (ρ.) παραγεμίζω με βαμβάκι, acojonante [ακοχονάν'τε] (επίθ.) εντυ πωσιακός acolchado [ακολτσάδο] (επίθ.) παρα γεμισμένος με βαμβάκι, acolchar [ακολτσάρ] (ρ.) παραγεμίζω με βαμβάκι, acólito [ακόλιτο] (ουσ/αρσ.) παπαδο παίδι. 25
acollarar acollarar [ακογιαράρ] (ρ.) περνώ στο λαιμό κολλάρο. acometedor [ακομετεδόρ] (επίθ.) δρα στήριος. acometer [ακομετέρ] (ρ.) 1: επιτίθεμαι, 2: αναλαμβάνω υποχρέωση, acometido [ακομετίδο] (επίθ.) υπο χρεωτικός, acometida [ακομετίδα] (ουσ,/θηλ.) εφόρμηση, επίθεση, acometimiento [ακομετιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) επίθεση, acometividad [ακομετιβιδάδ] (ουσ./ θηλ.) επιθετικότητα, acomodación [ακομοδαθιόν] (ουσ./ θηλ.) βόλεμα, acomodadizo [ακομοδαδίθο] (επίθ.) 1: συγκαβατικός, 2: βολικός, acomodado [ακομοδάδο] (επίθ.) 1: κατάλληλος 2: ευκατάστατος εύπο ρος 3: βολεμένος, acomodador [ακομοδαδόρ] (ουσ7αρσ.) ταξιθέτης acomodamiento [ακομοδαμιέν'το] (ουσ./αρσ.) καταλληλότητα, acomodar [ακομοδάρ] (ρ.) 1: τοποθε τώ, βολεύω, κανονίζω, 2: τακτοποιώ, 3: προσαρμόζω, 4: συμφιλιώνω, acomodo [ακομόδο] (ουσ7αρσ.) 1: συμβιβασμός 2: θέση, εργασίας πό στο, 3: διαμονή, acompañado [ακομ'πανιάδο] (επίθ.) συνοδευόμενος. acompañador [ακομπανιαδόρ] (ουσ./ αρσ.) συνοδός, βαϊηιρβήβπιΐβηΐοίακομ'πανιαμιέν'το] (ουσ./αρσ.) 1: συνοδεία, 2: συνοδευ τικό φαγητού, γαρνιτούρα, acompañanta [ακομ'πανιάν'τα] (ουσ./ θηλ.) συνοδός (κοπέλα), acompañante [ακομ'πανιάν'τε] (ουσ./ αρσ.-ι- θηλ.) συνοδός ακόλουθος, acompañar [ακομ'πανιάρ] (ρ.) συνο δεύω, συντροφεύω.
acompasadamente [ακομ'πασαδαμέν'τε] (επίρρ.) ρυθμικά, acompasado [ακομ'πασάδο] (επίθ.) ρυθμικός, acompasar [ακομ'πασάρ] (ρ.) 1: αρμονίζω, 2: μετράω, 3: προσαρμόζω, acomplejado [ακομ'πλεχάδο] (επίθ.) νευρωτικός που έχει κόμπλεξ, acomplejar [ακομ'πλεχάρ] (ρ.) προκα λώ κόμπλεξ, acomunarse [ακομουνάρσε] (ρ.) ενώ νω δυνάμεις, aconchabarse [ακοντσαμπάρσε] (ρ.) συσπειρώνομαι, acondicionado [ακον'τιθιονάδο] (επίθ.) 1: αυτός που πληρεί τις προδιαγρα φές 2: σε καλή κατάσταση, acondicionar [ακον'τιθιονάρ] (ρ.) προ σαρμόζω, κλιματίζω, acongojado [ακονγκοχάδο] (επίθ.) θλιμμένος, acongojar [ακονγκοχάρ] (ρ.) 1: αγχώ νω, φοβίζω, 2: θλίβω, aconsejable [ακονσεχάμπλε] (επίθ.) αυτός που συνιστάται. aconsejado [ακονσεχάδο] (επίθ.) συ νετός. aconsejar [ακονσεχάρ] (ρ.) συμβου λεύω, συνιστώ, acontecer [ακον'τεθέρ] (ρ.) συμβαίνω, τυχαίνω. acontecimiento [ακον'τεθιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) συμβάν, γεγονός, acopar [ακοπάρ] (ρ.) δίνω στα φυτά φόρμα κυπέλλου, acopiar [ακοπιάρ] (ρ.) μαζεύω, συγκε ντρώνω, συλλέγω, acopio [ακόπιο] (ουσ,/αρσ.) συλλογή, συγκομιδή, acoplamiento [ακοπλαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ζευγάρωμα (για ζώα), acoplar [ακοπλάρ] (ρ.) 1: ενώνω, συν δέω, 2: εφαρμόζω, 3: προσαρμόζω, acoquinar [ακοκινάρ] (ρ.) τρομάζω, 26
acreditar
μένος. acostar [ακοστάρ] (ρ.) ξαπλώνω, acostarse [ακοστάρσε] (ρ.) πάω/ξα πλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ • siempre me acuesto tarde - πάντα ξαπλώνω αργά. acostumbrado [ακοστουμ'μπράδο] (επίθ.) (estar) συνηθισμένος, acostumbrar [ακοστουμ'μπράρ] (ρ.) (α) συνηθίζω (έχω ως συνήθεια) · Juan acostumbra a comer con su familia los domingos - o Juan συνη θίζει να τρώει με την οικογένειά του τις Κυριακές acostumbrarse [ακοστουμ'μπράρσε] (ρ.) (α) συνηθίζω (αποκτώ μια συνή θεια) · Juan se acostumbró a trabajar tantas horas - o Juan συνήθισε να δουλεύει τόσες ώρες. acotación [ακοταθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: σημείωση στο περιθώριο, 2: σκηνο θεσία. acotar [ακοτάρ] (ρ.) περιορίζω, περι κλείω. acotillo [ακοτίγιο] (ουσ,/αρσ.) βαριά (το είδος σφυριού), acracia [ακράθια] (ουσ7θηλ.) αναρχία, ácrata [άκρατα] (επίθ.) αναρχικός acre [άκρε] (ουσ,/αρσ.) στρέμμα, acre [άκρε] (επίθ.) 1: δριμύς 2: στυφός πικρός acrecentamiento [ακρεθεν'ταμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) αύξηση, acrecentar [ακρεθεν'τάρ] (ρ.) αυξάνω, πληθαίνω, acrecer [ακρεθέρ] (ρ.) αυξάνω κάτι, μεγαλώνω κάτι. acreditación [ακρεδιταθιόν] (ουσ./ θηλ.) διαπίστευση, εγγύηση, acreditado [ακρεδιτάδο] (επίθ.) διαπι στευμένος εγγυημένος, acreditar [ακρεδιτάρ] (ρ.) 1: διαπι στεύω, εγγυώμαι, 2: εξουσιοδοτώ, 3: (Οικον.) δίνω πίστωση.
φοβίζω. acorazado [ακοραθάδο] 1: (ouoVapo.) θωρηκτό, 2: (επίθ.) θωρακισμένος, acorazonado [ακοραθονάδο] (επίθ.) αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, acorazar [ακοραθάρ] (ρ.) θωρακίζω, acorchado [ακορτσάδο] (επίθ.) 1: σπογγώδης, 2: μουδιασμένος, acordado [ακορδάδο] (επίθ.) σύμφω νος σύμφωνη μένος, acordar [ακορδάρ] (ρ.) 1: συμφωνώ, 2: αποφασίζω, 3: θυμίζω σε κάποιον, acordarse [ακορδάρσε] (ρ.) (de) θυμά μαι · todavía me acuerdo de aquel día - ακόμα θυμάμαι εκείνη την ημέ ρα. acorde [ακόρδε] (επίθ.) σύμφωνος ταιριαστός, acordelar [ακορδελάρ] (ρ.) δένω με σχοινί. acordemente [ακοροτεμέν'τε] (επίρρ.) συμφώνως. acordeón [ακορδεόν] (ουσ./αρσ.) ακορ ντεόν. acordeonista [ακορδεονίστα] (ουσ./ αρσ.) ακορντεονίστας. acordonar [ακορδονάρ] (ρ.) 1: περικυκλώνω με σχοινί, 2: περνάω τα κορ δόνια. acordonado [ακορδονάδο] (επίθ.) περικυκλωμένος με σχοινί, acornar [ακορνάρ] (ρ.) κουτουλάω με τα κέρατα, acorralar [ακοραλάρ] (ρ.) 1: (κυριολ.) στριμώχνω, 2: φέρνω κάποιον σε δύ σκολη θέση, 3: μαντρώνω ζώα. acorrer [ακορέρ] (ρ.) βοηθώ, acortar [ακορτάρ] (ρ.) 1: συντομεύω, 2: κονταίνω, acosar [ακοσάρ] (ρ.) καταδιώκω, κα τατρέχω. acoso [ακόσο] (ουσ,/αρσ.) καταδίωξη, κατατρεγμός, acostado [ακοστάδο] (επίθ.) ξαπλω 27
acreedor
acreedor [ακρεεδόρ] 1: (ουσ7αρσ.) πι στωτής, 2: (επίθ.) αξιόπιστος, άξιος, acremente [άκρεμεν'τε] (επίρρ.) δριμέως. acribar [ακριμπάρ] (ρ.) κοσκινίζω, acribillar [ακριμπιγιάρ] (ρ.) (a) 1: διατρυ πώ, 2: προκαλώ πολλαπλά τραύματα, τραυματίζω βαριά · le acribillaron a puñetazos - τον τραυμάτισαν βαριά με μπουνιές, acrílico [ακρίλικο] (επίθ.) ακρυλικός, acriminación [ακριμιναθιόν] (ουσ./ θηλ.) ενοχοποίηση, acriminador [ακριμιναδόρ] 1: (ουσ,/αρσ) κατήγορος 2: (επίθ.) ενοχοποιητικός, acriminar [ακριμινάρ] (ρ.) κατηγορώ, ενοχοποιώ, acrimonia [ακριμόνια] (ουσ7θηλ.) 1: δριμύτητα, 2: οξύτητα, 3: πικρία, acrimonioso [ακριμονιόσο] (επίθ.) δριμύς δηκτικός, acrisolado [ακρισολάδο] (επίθ.) εξα γνισμένος ραφιναρισμένος. acrisolar [ακρισολάρ] (ρ.) διυλίζω, κα θαρίζω. acritud [ακριτούδ] (ουσ,/θηλ.) οξύτη τα, δριμύτητα, πικρία (συνώνυμο με acrimonia), acrobacia [ακρομπάθια] (ουσ,/θηλ.) ακροβασία, acróbata [ακρόμπατα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) ακροβάτης, acrobático [ακρομπάτικο] (επίθ.) ακρο βατικός. acta [άκτα] (ουσΥθηλ.) 1: πρακτικό, 2: έκθεση, 3: καταγραφή, actitud [ακτιτούδ] (ουσ,/θηλ.) στάση, συμπεριφορά, activar [ακτιβάρ] (ρ.) ενεργοποιώ, θέτω σε λειτουργία, δραστηριοποιώ, actividad [ακτιβιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ενέρ γεια, απασχόληση, δραστηριότητα • actividades escolares - σχολικές δραστηριότητες.
activista [ακτιβίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) ακτιβιστής ακτιβίστρια. activo [ακτίβο] (επίθ.) 1: ενεργητικός δραστήριος · estar en activo - εν ενεργεία (επάγγελμα), 2: (Γραμμ.) · voz activa - Ενεργητική φωνή. acto [άκτο] (ουσ,/αρσ.) 1: πράξη, έργο, 2: θεατρική πράξη, παράσταση, actor [ακτόρ] (ουσ,/αρσ.) ηθοποιός (ο).
actriz [ακτρίθ] (ουσ,/θηλ.) ηθοποιός
(η). actuación [ακτουαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: δράση, 2: συμπεριφορά, 3: ηθοποιία, actual [ακτουάλ] (επίθ.) επίκαιρος τω ρινός. actualidad [ακτουαλιδάδ] (ουσ7θηλ.) επικαιρότητα. actualización [ακτουαλιθαθιόν] (ουσ/ θηλ.) 1: ενημέρωση, 2: πραγματοποίη ση, 3: εκσυγχρονισμός, actualizar [ακτουαλιθάρ] (ρ.) 1: κά νω κάτι επίκαιρο, 2: ενημερώνω, 3: πραγματοποιώ, 4: εκσυγχρονίζω, actualmente [ακτουάλμεν'τε] (επίρρ.) τώρα, σήμερα, actuar [ακτουάρ] (ρ.) 1: ενεργώ, δρω, 2: παίζω. actuario [ακτουάριο] (ουσ./αρσ.) δικα στικός υπάλληλος, acuadrillar [ακουαδριγιάρ] (ρ.) σχημα τίζω ομάδα, acuarela [ακουαρέλα] (ουσ,/θηλ.) ακουαρέλα. acuarelista [ακουαρελίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) ζωγράφος ακουαρέλας. acuario [ακουάριο] (ουσ,/αρσ.) 1: ενυ δρείο, 2: (Αστρολ.) Υδροχόος, acuartelamiento [ακουερτελαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) περιορισμός σε στρατό πεδο. acuartelar [ακουαρτελάρ] (ρ.) περιο ρίζω το στράτευμα, acuático [ακουάτικο] (επίθ.) υδάτινος 28
adaptador
τος. acunar [ακουνάρ] (ρ.) νανουρίζω κου νώντας. acuñar [ακουνιάρ] (ρ.) 1: τυπώνω νόμι σμα, κόβω νόμισμα, 2: σφηνώνω, acuosidad [ακουοσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) πλαδαρότητα, χαλαρότητα. acuoso [ακουόσο] (επίθ.) υδατώδης υδάτινος νερουλός, acupuntura [ακουπουν’τούρα] (ουσ./ θηλ.) βελονισμός acurrucarse [ακουρουκάρσε] (ρ.) μα ζεύομαι, ζαρώνω, acusación [ακουσαθιόν] (ουσ,/θηλ.) κατηγορία, καταγγελία, acusado [ακουσάδο] (ουσ,/αρσ.) κα τηγορούμενος, acusador [ακουσαδόρ] (ουα/αρσ.) κα τήγορος. acusar [ακουσάρ] (ρ.) 1: κατηγορώ, 2: καταγγέλλω, acusativo [ακουσατίβο] (ουσ,/αρσ.) (Γραμμ.) αιτιατική πτώση, acusatorio [ακουσατόριο] (επίθ.) κα τηγορητικός, acústica [ακούστικα] (ουσ,/θηλ.) ακου στική. acústico [ακούστικο] (επίθ.) ακουστι κός · guitarra acústica - ακουστική κιθάρα. adagio [αδάχιο] (ουσ7αρσ.) γνωμικό, απόφθεγμα, παροιμία, ρητό, αντάτζο. adalid [αδαλίδ] (ουσ,/αρσ) πρωτα θλητής πρωτοπόρος στην πρώτη θέση. adamado [αδαμάδο] (επίθ.) θηλυπρε πής adán [αδάν] (επίθ.) βρομιάρης, adaptable [αδατττάμπλε] (επίθ.) προ σαρμοστικός, adaptación [αδαπταθιόν] (ουσ7θηλ.) 1: προσαρμογή, 2: διασκευή, adaptador [αδαττταδόρ] (ουσ7αρσ.) με
υδρόβιος · esquí acuático - θαλάσ σιο σκι. acuatizar [ακουατιθάρ] (ρ.) προσθα λασσώνω, acuchillar [ακουτσιγιάρ] (ρ.) μαχαιρώ νω. acuchillado [ακουτσιγιάδο] (επίθ.) 1: πλανισμένος, 2: επιφυλακτικός, acucia [ακούθια] (ουσΥθηλ.) ζήλος, έντονη προθυμία, acuciador [ακουθιαδόρ] (επίθ.) πιεστι κός βιαστικός επείγων, acuciar [ακουθιάρ] (ρ.) 1: βιάζω, επείγω, 2: επιθυμώ έντονα, acucioso [ακουθιόσο] (επίθ.) ασφυκτι κός πιεστικός, acudir [ακουδίρ] (ρ.) 1: παρευρίσκο μαι, 2: προστρέχω, πηγαίνω, acueducto [ακουεδοΰκτο] (ουσΥαρσ.) υδραγωγείο, ácueo [άκουεο] (επίθ.) υδατώδης υδά τινος. acuerdo [ακουέρδο] (ουσ,/αρσ.) συμ φωνία · estar de acuerdo con - είμαι σύμφωνος με · de acuerdo con - σύμ φωνα με · ponerse de acuerdo con alguien - έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον · ¡de acuerdo! - σύμφωνοι!, acuidad [ακουιδάδ] (ουσ7θηλ.) δριμύ τητα, οξύτητα, acuitar [ακουιτάρ] (ρ.) θλίβω, λυπώ. acular [ακουλάρ] (ρ.) 1: στριμώχνω, 2: ρυμουλκώ κάτι απο το πίσω μέρος του. acullá [ακουγιά] (επίρρ.) εκεί πέρα, εκεί κάτω. acumulación [ακουμουλαθιόν] (ουσ./ θηλ.) συσσώρευση, συγκέντρωση, acumulador [ακουμουλαδόρ] (ουσ./ αρσ.) συσσωρευτής, acumular [ακουμουλάρ] (ρ.) συσσω ρεύω, μαζεύω, συγκεντρώνω, acuñación [ακουνιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) τύπωμα νομίσματος κοπή νομίσμα 29
adaptar
νομία, κίνηση, además [αδεμάς] (επίρρ.) εξάλλου, επιπλέον, επίσης, adensar [αντενσάρ] (ρ.) συμπυκνώνω, adentellar [αδεν'τεγιάρ] (ρ.) δαγκώ νω. adentrarse [αδεν'τράρσε] (ρ.) εισχω ρώ, εισδύω, εμβαθύνω. adentro [αδέν'τρο] (επίρρ.) μέσα, εντός. adepto [αδέπτο] (ουσ7αρσ.) 1: οπα δός 2: ακόλουθος, aderezar [αδερεθάρ] (ρ.) 1: διακοσμώ, στολίζω, γαρνίρω, 2: νοστιμεύω, aderezo [αδερέθο] (ουσ,/αρσ.) γαρνί ρισμα, γαρνιτούρα, διακόσμηση. adeudar [αδεουδάρ] (ρ.) οφείλω, χρω στώ. adeudo [αδεούδο] (ουσ,/αρσ.) δα σμός οφειλή, χρέος, adherencia [αδερένθια] (ουσ,/θηλ.) 1: προσκόλληση, 2: (Ανατ.) σύμφυση, adherente [αδερέν'τε] (επίθ.) 1: κολλη τικός 2: προσκολλημένος οπαδός, adherir [αδερίρ] (ρ.) προσκολλώ. adherirse [αδερίρσε] (ρ.) προσκολλούμαι, προσχωρώ, adhesión [αδεσιόν] (ουσ./θηλ.) προ σχώρηση, ένταξη, adhesivo [αδεσίβο] (επίθ.) κολλητικός •cinta adhesiva - κολλητική ταινία, adición [αδιθιόν] (ουσ,/θηλ.) πρόσθε ση. adicional [αδιθιονάλ] (επίθ.) πρόσθε τος. adicionar [αδιθιονάρ] (ρ.) προσθέτω, adicto [αδίκτο] 1: (ουσ,/αρσ.) οπαδός 2: (επίθ.) εθισμένος εξαρτώμενος • drogadicto - άτομο εθισμένο στα ναρκωτικά. adiestrador [αντιεστραδόρ] (ουσ./ αρσ.) εκπαιδευτής εκγυμναστής. adiestar [αντιεστράρ] (ρ.) εκπαιδεύω, εκγυμνάζω, εξασκώ.
τασχηματιστής. adaptar [αδαπτάρ] (ρ.) 1: προσαρμό ζω, 2: διασκευάζω, adarga [αδάργα] (ουσ./θηλ.) ασπίδα, adarme [αδάρμε] (ουσ7αρσ.) δεκάρα, adecentar [αδεθεν'τάρ] (ρ.) συμμα ζεύω, βάζω σε τάξη. adecuación [αδεκουαθιόν] (ουσ,/θηλ.) προσαρμογή, adecuadamente [αδεκουάδαμεν'τε] (επίρρ.) καταλλήλως, όπως πρέπει, adecuado [αδεκουάδο] (επίθ.) 1: κα τάλληλος, 2: πρέπων, ενδεδειγμένος. adecuar [αδεκουάρ] (ρ.) προσαρμόζω, κάνω κατάλληλο, adefesio [αδεφέσιο] (ουσ,/αρσ.) 1: ασχήμια, 2: γελοιότητα, ανοησία 3: υπερβολή · estar/ir hecho un adefesio - είναι ντυμένος χάλια, γε λοία. a.de J.C (σύντμ.) · antes de Jesús Cristo - προ Χριστού, adelantado [αδελαν'τάδο] (επίθ.) 1: προχωρημένος 2: προκαταβολικός 3: ανώτερος, adelantamiento [αδελαν'ταμιέν'το] (ουσ./αρσ.) 1: προσπέραση, 2: βελ τίωση. adelantar [αδελαν'τάρ] (ρ.) 1: προχω ρώ, 2: προωθώ, 3: προκαταβάλλω, 4: προσπερνώ, 5: βάζω μπροστά, επι σπεύδω. adelante [αδελάν'τε] (επίρρ.) μπρο στά, εμπρός · ¡adelante! -περάστε!. adelanto [αδελάν'το] (ουσ./αρσ.) 1: πρόοδος, εξέλιξη, 2: προκαταβολή, adelfa [αδέλφα] (ουσ./θηλ.) πικρο δάφνη. adelgazamiento [αδελγαθανιέν'το] (ουσ./ αρσ.) αδυνάτισμα, λέπτυνση. adelgazar [αδελγαθάρ] (ρ.) αδυνατί ζω, λεπταίνω, ademán [αδεμάν] (ουσ7αρσ.) χειρο 30
adoctrinamiento adiestrado [αδιεστράδο] (επίθ.) εκπαι δευμένος, adiestramiento [αδιεστραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) εκγύμναση, εκπαίδευση, adinerado [αδινεράδο] (επίθ.) εύπο ρος, πλούσιος, adinerarse [αδινεράρσε] (ρ.) πλουτί ζω. adiós [αδιός] (ουσ7αρσ.) αντίο, adiposo [αδιπόσο] (επίθ.) χοντρός παχύς. aditamento [αντιταμέν'το] (ουσ,/αρσ.) προσθήκη, aditivo [αδιτίβο] (ουσ7αρσ.) προσθε τικό. adivinación [αδιβιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) μαντεία, προφητεία, adivinador [αδιβιναδόρ] (ουσ,/αρσ.) μάντης προφήτης, adivinanza [αδιβινάνθα] (ουσ,/θηλ.) αίνιγμα, γρίφος, adivinar [αδιβινάρ] (ρ.) μαντεύω, προ φητεύω. adivino [αδιβίνο] (ουσ7αρσ.) μάντης, adjetivo [αδχετίβο] (ουσ,/αρσ.) (Γραμμ.) επίθετο. adjudicación [αδχουδικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) απονομή, κατακύρωση. adjudicado [αδχουδικάδο] (επίθ.) απονεμημένος, adjudicar [αδχουδικάρ] (ρ.) κατοχυ ρώνω, απονέμω, επιδικάζω, adjuntar [αδχουν'τάρ] (ρ.) επισυνά πτω. adjunto [αδχούν'το] (επίθ.) συνημμέ νος. adminículos [αδμινίκουλος] (ουσ./ αρσ.) πληθ. κουτί πρώτων βοη θειών. administración [αδμινιστραθιόν] (ουσ./ θηλ.) διοίκηση, διαχείριση, administrador [αδμινιστραδόρ] (ουσ./ αρσ.) 1: διοικητικό στέλεχος 2: δια χειριστής
administrar [αδμινιστράρ] (ρ.) διοικώ, διαχειρίζομαι, administrativo [αδμινιστρατίβο] (επίθ.) διοικητικός διαχειριστικός admirable [αδμιράβλε] (επίθ.) θαυμά σιος, υπέροχος, admiración [αδμιραθιόν] (ουσ,/θηλ.) θαυμασμός, admirador [αδμιραδόρ] (ουσ,/αρσ.) θαυμαστής λάτρης admirar [αδμιράρ] (ρ.) θαυμάζω, εκ πλήσσω. admirativo [αδμιρατίβο] (επίθ.) γεμά τος θαυμασμό, θαυμαστικός, admisible [αδμισίβλε] (επίθ.) παραδε χτός επιτρεπτός admisibilidad [αδμισιμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) αποδοχή, admisión [αδμισιόν] (ουσ,/θηλ.) παρα δοχή, αποδοχή, admitir [αδμιτίρ] (ρ.) παραδέχομαι, δέχομαι. admonición [αδμονιθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: προειδοποίηση, 2: επίπληξη, admonitorio [αδμονιτόριο] (επίθ.) προειδοποιητικός, adobado [αδομπάδο] (ουσ,/αρσ.) μαριναρισμένο κρέας, adobar [αδομπάρ] (ρ.) 1: προπαρα σκευάζω, μαρινάρω, 2: κάνω τουρσί, adobasillas [αντομπασίγιας] (ουσ7 αρσ.) επιδιορθωτής καρεκλών, adobe [αδόμπε] (ουσ./αρσ.) ηλιοψη μένο τούβλο, adobera [αντομπέρα] (ουσ,/θηλ.) καλούπι τούβλων, adobería [αντομπερία] (ουσ./θηλ.) πλινθοποιείο, adobo [αδόμπο] (ουσ7αρσ.) 1: προπαρασκευή, 2: μαγείρεμα, 3: μαρινάρισμα. adocenado [αδοθενάδο] (επίθ.) 1: συ νηθισμένος 2: δεύτερης ποιότητας, adoctrinamiento [αδοκτριναμιέν'το] 31
adoctrinar
(ουσ./αρσ.) 1: δογματισμός 2: κατήΧΠσ Π· adoctrinar [αδοκτρινάρ] (ρ.) δογματί ζω, κατηχώ, adolecer [αδολεθέρ] (ρ.) υποφέρω, adolescencia [αδολεσθένθια] (ουσ./ θηλ.) εφηβεία, adolescente [αδολεσθέν'τε] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) έφηβος, adonde [αδόν'ντε] (επίρρ.) όπου. adónde [αδόν'ντε] (ερωτηματική αντ.) προς τα πού, πού; · ¿Adónde vamos? - Πού πάμε;, adondequiera [αδον'ντεκιέρα] (επίρρ.) οπουδήποτε, adopción [αδοπθιόν] (ουσ./θηλ.) υιο θεσία, υιοθέτηση, adoptable [αδοπτάμπλε] (επίθ.) υιοθετήσιμος. adoptar [αδοπτάρ] (ρ.) υιοθετώ, adoptivo [αδοπτίβο] (επίθ.) θετός · hijos adoptivos - θετά παιδιά · padres adoptivos - θετοί γονείς, adoquín [αδοκ'ίν] 1: (ουσ./αρσ.) πλά κα πεζοδρομίου, 2: (επίθ.) ηλίθιος, adoquinado [αδοκινάδο] (επίθ.) λιθό στρωτος. adoquinar [αδοκινάρ] (ρ.) λιθοστρώ νω. adorable [αδοράμπλε] (επίθ.) λατρευ τό ς αξιαγάπητος, adoración [αδοραθιόν] (ουσ,/θηλ.) λα τρεία. adorador [αδαραδόρ] (ουσ,/αρσ.) λά
adormecimiento [αδορμεθιμιέν'το] (ουσ./αρσ.) 1: νύστα, 2: μούδιασμα. adormidera [αδορμιδέρα] (ουσ,/θηλ.) παπαρούνα, adormilarse [αδορμιλάρσε] (ρ.) γλα ρώνω, αποκοιμιέμαι ελαφρά, adornar [αδορνάρ] (ρ.) κοσμώ, στολί ζω, γαρνίρω, adorno [αδόρνο] (ουσ,/αρσ.) στολίδι, γαρνιτούρα · adorno navideño - χρι στουγεννιάτικο στολίδι, adquirir [αδκιρίρ] (ρ.) αποκτώ, adquisición [αδκισιθιόν] (ουσ,/θηλ.) απόκτηση, απόκτημα. adquisitivo [αδκισιτίβο] (επίθ.) αγορα στικός · poder adquisitivo - αγορα στική δύναμη, adrede [αδρέδε] (επίρρ.) επίτηδες σκοπίμως, adrenalina [αδρεναλίνα] (ουσ,/θηλ.) [Βιοχ.) αδρεναλίνη. Adriático [αντριάτικο] (ουσ,/αρσ.) Αδριατική. adscribir [αδσκριμπίρ] (ρ.) 1: διορίζω, 2: καθορίζω, aduana [αδουάνα] (ουσ,/θηλ.) τελω νείο. aduanero [αδουανέρο] (ουσ,/αρσ.) τε λωνειακός, aducir [αδουθίρ] (ρ.) ισχυρίζομια, υπο στηρίζω. aductor [αντουκτόρ] (ουσΛιρσ.) προ σαγωγός. adueñarse [αδουενιάρσε] (ρ.) (de) 1: παίρ νω στην κατοχή μου, 2: κυριεύομαι · el temor se adueñó de Luis - o Luis κυ ριεύτηκε από φόβο. adulación [αδουλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) κολακεία. adulador [αδουλαδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.) κόλακας 2: (επίθ.) κολακευτικός, adular [αδουλάρ] (ρ.) κολακεύω, adulón [αδουλόν] (επίθ.) δουλικός δουλοπρεπής.
τρης· adoratorio [αντορατόριο] (ουσ,/αρσ.) ειδωλολατρικός ναός. adorar [αδοράρ] (ρ.) λατρεύω, adormecedor [αδορμεθεδόρ] (επίθ.) υπνωτικός, adormecer [αδορμεθέρ] (ρ.) 1: κοιμί ζω, 2; ηρεμώ, adormecido [αδορμεθίδο] (επίθ.) 1: νυσταγμένος 2: μουδιασμένος. 32
aeroplano adulonería [αδουλονερία] (ουσΥθηλ.) κολακεία. adulteración [αδουλτεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) νοθεία, αλλοίωση, παραποίηση. adulterado [αδουλτεράδο] (επίθ.) νο θευμένος, αλλοιωμένος, adulterante [αδουλτεράν'τε] (επίθ.) νοθευτικός. adulterar [αδουλτεράρ] (ρ.) νοθεύω, αλλοιώνω, παραποιώ, adulterio [αδουλτέριο] (ουσ7αρσ.) μοιχεία. adúltero [αδούλτερο] (ουσ,/αρσ.) μοι
θολική Εκκλησία) η χρονική περίοδος των τεσσάρων εβδομάδων πριν τα Χριστούγεννα κατά την οποία οι πι στοί προτοιμάζονται για τη γέννηση του Ιησού, adyacencia [αδγιαθένθια] (ουσ,/θηλ.) γειτνίαση. adyacente [αδγιαθέν'τε] (επίθ.) προ σκείμενος πλησίον, aeróbica [αερόμπικα] (ουσ,/θηλ.) αε ροβική γυμναστική, aéreo [αέρεο] (επίθ.) αέριος αέρινος εναέριος. aeroclub [αεροκλούμπ] (ουσΥαρσ.) αερολέσχη, aerodinámica [αεροδινάμικα] (ουσ./ θηλ.) αεροδυναμική, aerodinámico [αεροδινάμικο] (επίθ.) αεροδυναμικός, aeródromo [αερόδρομο] (ουσ,/αρσ.) αεροδρόμιο, aerofaro [αεροφάρο] (ουσ7αρσ.) αε ροφάρος, aerofoto [αεροφότο] (ουσΥθηλ.) αε ροφωτογραφία, aerógrafo [αερόγραφο] (ουσ,/αρσ.) αερογράφος πιστολέτο βαφής. aerograma [αερογράμα] (ουσ,/αρσ.) αερογράμμα. aerolito [αερολίτο] (ουσ,/αρσ.) αερό λιθος μετεωρίτης, aeromodelismo [αερομοδελίσμο] (ουσ./ αρσ.) αερομοντελισμός aeronauta [αερονάουτα] (ουσ./αρσ.) αεροναύτης, aeronáutica [αερονάουτικα] (ουσ,/θηλ.) αεροναυτική, aeronáutico [βερονάουτικο] (επίθ.) αε ροναυτικός aeronaval [αεροναβάλ] (επίθ.) αερο ναυτικός. aeronave [αερονάβε] (ουσ,/θηλ.) αε ρόπλοιο. aeroplano [αεροπλάνο] (ουσ,/αρσ.) αε
χός. adulto [αδούλτο] (επίθ.) ενήλικος, adustez [αδουστέθ] (ουσ,/θηλ.) τρα χύτητα, σκληράδα, adusto [αδούοτΓο] (επίθ.) σοβαρός, αυ στηρός. advenedizo [αδβενεδίθο] (επίθ.) νεό πλουτος. advenimiento [αδβενιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) άφιξη, ερχομός, adventicio [αδβεν'τίθιο] (επίθ.) συμπτωματικός. adverbial [αδβερμπιάλ] (επίθ.) επιρ ρηματικός, adverbio [αδβέρμπιο] (ουσ,/αρσ.) (Γραμμ.) επίρρημα, adversario [αδβερσάριο] (ουσ,/αρσ.) αντίπαλος, adversidad [αδβερσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: αντιξοότητα, 2: δυστυχία, κακοτυχία. adverso [αδβέρσο] (επίθ.) 1: αντίξοος 2: αντίθετος, advertencia [αδβερτένθια] (ουσ,/θηλ.) προειδοποίηση, advertido [αδβερτίδο] (επίθ.) ξύπνιος που είναι σε εγρήγορση, advertir [αδβερτίρ] (ρ.) 1: προειδο ποιώ, 2: ειδοποιώ, 3: παρατηρώ. Adviento [αδβιέν'το] (ουσ7αρσ.) (Κα 33
aeropuerto
afecto [αφέκτο] (ουσ./αρσ.) 1: εκτίμη ση, 2: συμπάθεια, afectuosidad [αφεκτουοσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) 1: στοργή, σπλαχνικότητα, 2: συναισθηματικότητα. afectuoso [αφεκτουόσο] (επίθ.) 1: στοργικός σπλαχνικός 2: φ ιλικός 3: εγκάρδιος, afeitado [αφεϊτάδο] (ουσ,/αρσ.) ξύρι σμα. afeitadora [αφεϊταδόρα] (ουσ,/θηλ.) ξυριστική μηχανή, afeitar [αφεϊτάρ] (ρ.) ξυρίζω, afeitarse [αφεϊτάρσε] (ρ.) ξυρίζομαι, afeite [αφέιτε] (ουσ,/αρσ.) καλλυντικό, afelpado [αφελπάδο] (επίθ.) βελούδι νος στην αφή. afeminación [αφεμιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) θηλυπρέπεια. afeminado [αφεμινάδο] (επίθ.) θηλυ πρεπής. afeminamiento [αφεμιναμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) θηλυπρέπεια. afeminarse [αφεμινάρσε] (ρ.) γίνομαι θηλυπρεπής, aferrado [αφεράδο] (επίθ.) πεισματά ρης επίμονος, aferramiento [αφεραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) σκάλωμα, πείσμα, aferrar [αφεράρ] (ρ.) 1: αγκυροβολώ, 2: αρπάζω, aferrarse [αφεράρσε] (ρ.) 1: αρπάζο μαι, 2: πεισμώνω, afianzamiento [αφιανθαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) 1: ασφάλεια, 2: ενίσχυση, 3: εγ γύηση. afianzar [αφιανθάρ] (ρ.) 1: εγγυώμαι, 2: υποστηρίζω, afición [αφιθιόν] (ουσ7θηλ.) 1: προσή λωση, 2: κλίση, 3: αγάπη, aficionado [αφιθιονάδο] (ουσ./αρσ.) 1: οπαδός 2: θιασώτης 3: ερασιτέχνης aficionarse [αφιθιονάρσε] (ρ.) αφοσιώνομαι.
ροπλάνο. aeropuerto [αεροπουέρτο] (ουσ,/αρσ.) αεροδρόμιο, aerosol [αεροσόλ] (ουσ./αρσ.) αερο ζόλ, αερόλυμα, aeróstato [αερόστατο] (ουσ,/αρσ.) αε ρόστατο. aerotransportado [αεροτρανσπορτάδο] (επίθ.) αερομεταφερόμενος. afabilidad [αφαμπιλιδάδ] (ουσνθηλ.) 1: καλοσύνη, 2: φιλικότητα, afable [αφάμπλε] (επίθ.) 1: καλοσυνά τος 2: φιλικός, afamado [αφαμάδο] (επίθ.) 1: διάση μος ξακουστός 2: διακεκριμένος, afamar [αφαμάρ] (ρ.) κάνω κάποιον διάσημο. afamarse [αφαμάρσε] (ρ.) αποκτώ φήμη. afán [αφάν] (ουσ,/αρσ.) ζήλος πόθος μόχθος. afanarse [αφανάρσε] (ρ.) (por) πασχί ζω. afanoso [αφανόσο] (επίθ.) επίπονος, afarolado [αφαρολάδο] (επίθ.) ερεθι σμένος. afasia [αφασία] (ουσ./θηλ.) αφασία, afásico [αφάσικο] (επίθ.) βουβός σε αφασία. afear [αφεάρ] (ρ.) 1: ασχημίζω, χαλάω, 2: κριτικάρω, afección [αφεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: πά θηση, ασθένεια, νόσος αδιαθεσία, 2: τρυφερότητα, στοργή, afeccionarse [αφεκθιονάρσε] (ρ.) μου αρέσει κάποιος afectación [αφεκταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: επιτήδευση, 2: προσποίηση, afectado [αφεκτάδο] (επίθ.) 1: επιτη δευμένος 2: προσποιητός, afectar [αφεκτάρ] (ρ.) 1: επηρεάζω, 2: επιδρώ. afectivo [αφεκτίβο] (επίθ.) συναισθη ματικός ευαίσθητος. 34
afrentoso
afiche [αφίτσε] (ουσ./αρσ.) αφίσα. áfido [άφιδο] (ουσ./αρσ.) μελίγκρα, φυτόψειρα. afiebrado [αφιεμπράδο] (επίθ.) εμπύ ρετος, πυρετώδης. afiladera [αφιλαδέρα] (ουσ7θηλ.) ακονιστικός τροχός, afilado [αφιλάδο] (επίθ.) ακονισμένος κοφτερός, afilador [αφιλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ακονι στής τροχιστής afiladura [αφιλαδούρα] (ουσ./ θηλ.) ακόνισμα, τρόχισμα, afilalápices [αφιλαλάπιθες] (ουσ./ αρσ.) ξύστρα για μολύβια, afilar [αφιλάρ] (ρ.) τροχίζω, ακονίζω, afiliado [αφιλιάδο] (επίθ.) θυγατρικός, afiliación [αφιλιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) προ σχώρηση, afiliarse [αφιλιάρσε] (ρ.) προσχωρώ, γίνομαι μέλος afilón [αφιλόν] (ουσ,/αρσ.) λουρί ακονίσματος. afín [αφίν] (επίθ.) συναφής παρεμφε ρ ής σχετικός, afinación [αφιναθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: εξευγενισμός 2: τελειοποίηση, ραφινάρισμα, 3: κούρδισμα οργάνου, afinado [αφινάδο] (επίθ.) 1: τελειοποιη μένος 2: κουρδισμένος, afinador [αφιναδόρ] (ουσ,/αρσ.) αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το κούρδισμα των μουσικών οργάνων, afinar [αφινάρ] (ρ.) 1: τελειοποιώ, 2: λεπταίνω, 3: οξύνω, 4: κουρδίζω, afincarse [αφινκάρσε] (ρ.) εγκαθίστα μαι. afinidad [αφινιδάδ] (ουσ,/θηλ.) συνά φεια. afirmación [αφιρμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) βεβαίωση, διαβεβαίωση, afirmar [αφιρμάρ] (ρ.) βεβαιώνω, διαβεβαιώνω. afirmativa [αφιρματίβα] (ουσ,/θηλ.)
κατάφαση, afirmativo [αφιρματίβο] (επίθ.) κατα φατικός. afirmativamente [αφιρματίβαμεν'τε] (επίρρ.) καταφατικά, aflicción [αφλικθιόν] (ουσ,/θηλ.) οδύ νη, θλίψη, λύπη. aflictivo [αφλικτίβο] (επίθ.) αυτός που προκαλεί θλίψη, afligido [αφλιχίδο] (επίθ.) 1: πονεμένος 2: θλιμμένος afligir [αφλιχίρ] (ρ.) θλίβω, λυπώ. aflojamiento [αφλοχαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) χαλάρωμα, λασκάρισμα. aflojar [αφλοχάρ] (ρ.) χαλαρώνω, aflorar [αφλοράρ] (ρ.) προβάλλω, ξε προβάλλω, afluencia [αφλουένθια] (ουσ,/θηλ.) 1: ροή, συρροή, 2: ευγλωττία, afluente [αφλουέν'τε] 1: (ουσ,/αρσ.) παραπόταμος 2: (επίθ.) ευφραδής. afluir [αφλουίρ] (ρ.) 1: εκβάλλω, 2: κυ λώ, 3: συρρέω, aflujo [αφλούχο] (ουσ./αρσ.) είσοδος, afónico [αφόνικο] (επίθ.) άφωνος aforar [αφοράρ] (ρ.) 1: μετρώ με με τρητή, 2: υπολογίζω, εκτιμώ, aforismo [αφορίσμο] (ουσ,/αρσ.) αφορισμός. aforístico [αφορίστικο] (επίθ.) αφορι στικός. aforo [αφόρο] (ουσ7αρσ.) εκτίμηση, υπολογισμός, afortunadamente [αφορτουνάδαμεν'τε] (επίρρ.) ευτυχώς afortunado [αφορτουνάδο] (επίθ.) ευ τυχής. afrecho [αφρέτσο] (ουσ./αρσ.) πίτου ρο. afrenta [αφρέν'τα] (ουσ,/θηλ.) 1: προ σβολή, 2: ντροπή, afrentar [αφρεν'τάρ] (ρ.) προσβάλλω, ατιμάζω. afrentoso [αφρεν'τόσο] (επίθ.) 1: υβρι 35
africano
στικός προσβλητικός 2: ντροπια σμένος. africano [αφρικάνο] (ουσ,/αρσ.) Αφρι κανός. afrodisíaco [αφροδισίακο] (επ(θ.) αφρο δισιακός afrontamiento [αφρον'ταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) 1: αντιπαράθεση, 2: άντιμετώπιση. afrontar [αφρον'τάρ] (ρ.) 1: αντιμετω πίζω, 2: έρχομαι σε αντιπαράθεση, aftosa [αφτόσα] (επίθ.) αφθώδης • fiebre aftosa - αφθώδης πυρετός, afuera [αφουέρα] (επίρρ.) εκτός, έξω. afueras [αφουέρας] (ουσ./θηλ.) πληθ. περίχωρα, agachada [αγατσάδα] (ουσ,/θηλ.) τέ χνασμα, πανουργία, πονηριά, agachadiza [αγατσαδίθα] (ουσ,/θηλ.) μπεκατσίνι, agachar [αγατσάρ] (ρ.) 1: σκύβω, 2: παραχωρώ, agacharse [αγατσάρσε] (ρ.) σκύβω, κυρτώνομαι, agalbanado [αγαλμπανάδο] (επίθ.) τε μπέλης. agalla [αγάγια] (ουσ./θηλ.) όζος σπά ραχνο, βράγχιο. agallas [αγάγιας] (ουσ7θηλ.) πληθ. 1: αμυγδαλές 2: τόλμη, agalludo [αγαγιούδο] (επίθ.) θαρραλέ ος, τολμηρός, agarrada [αγαράδα] (ουσ,/θηλ.) τσα κωμός καβγάς, agarradera [αγαραδέρα] (ουσΥθηλ.) 1: λαβή, 2: επιρροή, agarrado [αγαράδο] (επίθ.) τσιγκού νης. agarrar [αγαράρ] (ρ.) 1: πιάνω, τσα κώνω, αρπάζω, 2: πετυχαίνω κάτι με κόλπο. agarre [αγάρε] (ουσ,/αρσ.) πιάσιμο, άρπαγμα, agarro [αγάρο] (ουσ,/αρσ.) πιάσιμο.
agarrochador [αγαροτσαντόρ] (ουσ./ αρσ.) εκείνος που κεντρίζει με ακό ντιο τους ταύρους, agarrochear [αγαροτσεάρ] (ρ.) κεντρί ζω με ακόντιο τους ταύρους, agarrón [αγαρόν] (ουσ,/αρσ.) 1: τίναγμα, 2: καβγάς, agarrotamiento [αγαροταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) σφίξιμο, agarrotar [αγαροτάρ] (ρ.) δένω σφι χτά. agasajado [αγασαχάδο] (ουσ,/αρσ.) επί σημος προσκεκλημένος agasajar [αγασαχάρ] (ρ.) 1: φιλοδωρώ, 2: παινεύω, agasajo [αγασάχο] (ουσ,/αρσ.) 1: δώ ρο, 2: παίνεμα, agasajos [αγασάχος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. φιλοξενία, ágata [άγατα] (ουσ,/θηλ.) (Γεωλ.) αχά της πυριτικό ορυκτό, agave [αγάβε] (ουσ_/αρσ.+ θηλ.) (Βοτ.) αγαύη. agavillar [αγαβιγιάρ] (ρ.) δένω σε δε μάτια. agavillarse [αγαβιγιάρσε] (ρ.) συσπει ρώνομαι. agazapar [αγαθαπάρ] (ρ.) κουλουριάζω. agazaparse [αγαθαπάρσε] (ρ.) μαζεύ ομαι, συσπειρώνομαι, agencia [αχένθια] (ουσ,/θηλ.) πρακτο ρείο. agenciar [αχενθιάρ] (ρ.) πραγματο ποιώ. agenciero [αχενθιέρο] (ουσ,/αρσ.) ενεχυροδανειστής. agencioso [αχενθιόσο] (επίθ.) εργατι κός. agenda [αγένδα] (ουσ,/θηλ.) ατζέντα, agente [αχέντε] (ουσ,/αρσ.) 1: πράκτο ρας 2: αστυφύλακας, 3: (Γραμμ.) ποιη τικό αίτιο, agible [αχίμπλε] (επίθ.) εφικτός, πραγ 36
agradecer
ασφυκτιώ. agobio [αγόμπιο] (ουσ,/αρσ.) φορτίο, βάρος, καταπίεση, agolpamiento [αγολπαμιέν'το] (ουσ7 αρσ.) στρίμωγμα, συνωστισμός agolparse [αγολπάρσε] (ρ.) στριμώ χνομαι, συνωστίζομαι, agonía [αγονία] (ουσ,/θηλ.) αγωνία, χαροπάλεμα, ψυχορραγητό. agónico [αγόνικο] (επίθ.) ετοιμοθάνα τος agonizante [αγονιθάντε] (επίθ.) ετοι μοθάνατος, agonizar [αγονιθάρ] (ρ.) χαροπαλεύω, ψυχορραγώ, agorar [αγοράρ] (ρ.) προλέγω, προ φητεύω. agorero [αγορέρο] (ουσ,/αρσ.) μά ντης οιωνοσκόπος. agorero [αγορέρο] (επίθ.) δυσοίωνος, agostar [αγοστάρ] (ρ.) 1: κατακαίω, 2: μαραίνω. agosto [αγόστο] (ουσ,/αρσ.) Αύγου στος. agotado [αγοτάδο] (επίθ.) (estar) εξαντλημένος (από την κούραση), εξαντλημένος (τελειωμένος) · este producto está agotado - αυτό το προϊ όν έχει εξαντληθεί, agotador [αγοταδόρ] (επίθ.) εξαντλη τικός agotamiento [αγοταμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) εξάντληση, agotar [αγοτάρ] (ρ.) εξαντλώ, agraciado [αγραθιάδο] (επίθ.) χαριτω μένος agraciar [αγραθιάρ] (ρ.) δίνω χάρη. agracillo [αγραθίγιο] (ουσ,/αρσ.) (ñor.) οξυάκανθα. agradable [αγραδάμπλε] (επίθ.) ευχά ριστος. agradar [αγραδάρ] (ρ.) δίνω ευχαρί στηση. agradecer [αγραδεθέρ] (ρ.) ευχαριστώ,
ματοποιήσιμος εφαρμόσιμος, agigantado [αχιγαν'τάδο] (επίθ.) γιγάντιος πελώριος, agigantar [αχιγαν'τάρ] (ρ.) μεγεθύνω, ágil [άχιλ] (επίθ.) ευκίνητος, agilidad [αχιλιδάδ] (ουσ7θηλ.) ευκινη σία, ευστροφία, agilizar [αχιλιθάρ] (ρ.) κινητοποιώ, agio [άχιο] (ουσ./αρσ.) κερδοσκοπία, agiotaje [αχιοτάχε] (ουσ./αρσ.) 1: κερ δοσκοπία, 2: εικασία, agiotista [αχιοτίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) κερδοσκόπος. agitación [αχιταθιόν] (ουσΥθηλ.) ανα στάτωση, ταραχή, agitado [αχιτάδο] (επίθ.) κυματώδης θυελλώδης (ανα)ταραγμένος. agitador [αχιταδόρ] (ουσ7αρσ.) ταρα χοποιός. agitanado [αχιτανάδο] (επίθ.) τσιγγάνικος γύφτικος, agitar [αχιτάρ] (ρ.) 1: ταράζω, ανατα ράζω, 2: ανακινώ, κουνώ, aglomeración [αγλομεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) συνωστισμός συσσωμάτωση, συνάθροιση, aglomerar [αγλομεράρ] (ρ.) συσσω ρεύω, συναθροίζω, aglomerado [αγλομεράδο] (επίθ.) συσσωρευμένος. aglutinación [αγλουτιναθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: κόλληση, 2: συγκέντρωση, aglutinar [αγλουτινάρ] (ρ.) 1: κολλώ, 2: συγκεντρώνω, agnomento [αγνομέν'το] (ουσ7αρσ.) παρατσούκλι, agnosticismo [αγνοστιθίσμο] (ουσ./ αρσ.) αγνωστικισμός, agnóstico [αγνόστικο] (ουσ7αρσ.) αγνωστικιστής, agobiador [αγομπιαδόρ] (επίθ.) αποπνικτικός καταπιεστικός δυσβάσταχτος. agobiarse [αγομπιάρσε] (ρ.) πνίγομαι, 37
agradecido
ευγνωμονώ, agradecido [αγραδεθίδο] (επίθ.) ευ γνώμων. agradecimiento [αγραδεθιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ευγνωμοσύνη, agrado [αγράδο] (ουσ./αρσ.) 1: ευχα ρίστηση, 2: καλοσύνη, agrandar [αγρανδάρ] (ρ.) μίεγαλώνω, μεγαλοποιώ, agranujado [αγρανουχάδο] (επίθ.) σπυριάρικος. agrario [αγράριο] (επίθ.) αγροτικός, agrarismo [αγραρίσμο] (ουσ,/αρσ.) αγροτική κίνηση, agravación [αγραβαθιόν] (ουσ,/θηλ.) χειροτέρευση, επιδείνωση, agravante [αγραβάν'τε] (ουσΥαρσ.) επιβάρυνση, agravar [αγραβάρ] (ρ.) επιβαρύνω, επι δεινώνω, χειροτερεύω, agraviar [αγραβιάρ] (ρ.) προσβάλλω, αδικώ. agravio [αγράβιο] (ουσ,/αρσ.) προ σβολή, αδικία, agravioso [αγραβιόσο] (επίθ.) προ σβλητικός, agraz [αγράθ] (επίθ.) 1: άγουρος 2: ξι νός 3: πικρός, agredir [αγρεδίρ] (ρ.) επιτίθεμαι, προ σβάλλω. agregado [αγρεγάδο] (ουσ,/αρσ.) 1: συνάθροιση, σύναξη, 2: ακόλουθος βοηθός. agregar [αγρεγάρ] (ρ.) προσθέτω, αθροίζω. agresión [αγρεσιόν] (ουσ,/θηλ.) επί θεση. agresividad [αγρεσιβιδάδ] (ουσ,/θηλ.) επιθετικότητα, agresivo [αγρεσίβο] (επίθ.) επιθετικός, agresor [αγρεσόρ] (επίθ.) επιτιθέμε νος. agreste [αγρέστε] (επίθ.) αγροτικός εξοχικός.
agrete [αγρέτε] (επίθ.) υπόξινος κά πως ξινός, agriado [αγριάδο] (επίθ.) 1: ξινισμένος 2: μνησίκακος χαιρέκακος, agriar [αγριάρ] (ρ.) 1: ξινίζω, 2: θυμώ νω. agrícola [αγρίκολα] (επίθ.) αγροτικός γεωργικός, agricultor [αγρικουλτόρ] (ουσΛιρσ.) αγρότης γεωργός, agricultura [αγρικουλτούρα] (ουσ./ θηλ.) γεωργία, agricultural [αγκρικουλτουράλ] (επίθ.) γεωργικός agridulce [αγριδοϋλθε] (επίθ.) γλυκό ξινος. agriera [αγκριέρα] (ουσ/θηλ.) καούρα στομάχου, agrietar [αγριετάρ] (ρ.) σκάζω, κάνω ρωγμή. agrimensor [αγριμενσόρ] (ουσ7αρσ.) τοποτηρητής χωρομέτρης τοπο γράφος. agrimensura [αγριμενσούρα] (ουσ./ θηλ.) χωρομετρία, agrio [άγριο] (επίθ.) ξινός οξύς δριμύς. agro [άγρο] (ουσ,/αρσ.) γεωργία, agroindustria [αγκροϊνδούστρια] (ουσ./ θηλ.) αγροτοβιομηχανία. agronomía [αγρονομία] (ουσ,/θηλ.) αγρο νομία agrónomo [αγρόνομο] 1: (ουσ,/αρσ.) αγρονόμος 2: (επίθ.) γεωργικός, agrupación [αγρουπαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: ομαδοποίηση, 2: ένωση, agrupar [αγρουπάρ] (ρ.) ομαδοποιώ, agrura [αγρούρα] (ουσ,/θηλ.) ξινίλα, agua [άγουα] (ουσ,/θηλ.) νερό. aguacate [αγουακάτε] (ουσ./αρσ.) αβο κάντο. aguacero [αγουαθέρο] (ουσ,/αρσ.) μπό ρα. aguachento [αγουατσέν'το] (επίθ.) υδά38
agujero
τίνος. aguada [αγουάδα] (ουσ./θηλ.) πλημ μύρα. aguadera [αγουαδέρα] (ουσ./θηλ.) αδιάβροχο, aguadero [αγουαδέρο] (ουσΥαρσ.) ποτίστρα. aguado [αγουάδο] (επίθ.) 1: νερωμέ νος 2: αδύνατος, aguafiestas [αγουαφιέστας] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) σπασίκλας αυτός που χαλάει το κέφι. aguafuerte [αγουαφουέρτε] (ουσ7 θηλ.) χαρακτική, aguafuertista [αγουαφουερτίστα] (ουσ7 αρσ.+ θηλ.) χαράκτης χαράκτρια. aguaitar [αγουαΐτάρ] (ρ.) κατασκοπεύω, aguaje [αγουάχε] (ουσ./αρσ.) απόνερα πλοίου. aguamanil [αγουαμανίλ] (ουσΥαρο.) λαβομάνο, κανάτι, aguamar [αγουαμάρ] (ουο7αρο.) τσού χτρα, θαλάσσια μέδουσα, aguamarina [αγουαμαρίνα] (ουσ./θηλ.) ακουαμαρίνα. aguamiel [αγουαμιέλ] (ουσ7θηλ.) υδρομέλι. aguanieve [αγουανιέβε] (ουσ7θηλ.) χιο νόνερο. aguanoso [αγουανόσο] (επίθ.) διαποτισμένος. aguantable [αγουαν'τάμπλε] (επίθ.) υποφερτός ανεκτός, aguantar [αγουαν'τάρ] (ρ.) συγκρο τώ, αντέχω · ¡no te aguanto! - δεν σε αντέχω!. aguante [αγουάν'τε] (ουσ7αρσ.) αντο χή, ανεκτικότητα, aguar [αγουάρ] (ρ.) νερώνω, aguardar [αγουαρδάρ] (ρ.) περιμένω, αναμένω. aguardentoso [αγουαρντεν'τόσο] (επίθ.) οινοπνευματώδης aguardiente [αγουαρδιέν'τε] (ουσΛιρσ.)
κονιάκ, οινοπνευματώδες ποτό. aguarrás [αγουαράς] (ουσ./αρσ.) (Χημ.) νέφτι. aguazal [αγουαθάλ] (ουσ./αρσ.) βάλ τος. aguazar [αγουαθάρ] (ρ.) πλημμυρίζω, agudeza [αγουδέθα] (ουσ7θηλ.) οξύ τητα, λεπτότητα, agudización [αγουδιθαθιόν] (ουσ7 θηλ.) όξυνση, χειροτέρευση, agudizar [αγουδιθάρ] (ρ.) οξύνω, χει ροτερεύω, agudo [αγούδο] (επίθ.) οξύς μυτερός έξυπνος. agüero [αγουέρο] (ουσ7αρσ.) οιωνός, aguerrido [αγερίδο] (επίθ.) σκληραγωγημένος έμπειρος, aguerrir [αγερίρ] (ρ.) 1: σκληραίνω, 2: εξοικειώνω, aguijada [αγιχάδα] (ουσ7θηλ.) βουκέντρα, εργαλείο για το κέντρισμα βοδιών. aguijar [αγιχάρ] (ρ.) κεντρίζω, βιάζο μαι. aguijón [αγιχόν] (ουσ./αρσ.) κεντρί, aguijonear [αγκιχονάρ] (ρ.) κεντρίζω, águila [άγιλα] (ουσ./θηλ.) αετός, aguileno [αγιλένιο] (επίθ.) αετήσιος. aguilera [αγιλέρα] (ουσ7θηλ.) αετοφωλιά. aguilón [αγιλόν] (ουσ./αρσ.) μεγάλος αετός. aguilucho [αγιλούτσο] (ουσ./αρσ.) αε τόπουλο. aguinaldo [αγινάλντο] (ουσ7αρσ.) μποναμάς μπόνους. aguja [αγούχα] (ουσ7θηλ.) βελόνα, δεί κτης (ρολογιού) · buscar una aguja en un pajar - ψάχνω ψύλλους στα άχυρα. agujerear [αγουχερεάρ] (ρ.) τρυπώ, διατρυπώ, agujero [αγουχέρο] (ουσ7αρσ.) οπή, τρύπα, σχισμή. 39
agujeta
ahogo [αόγο] (ουσ./αρσ.) αποπνιγμός δυσφορία, ασφυξία, ahondar [αον'ντάρ] (ρ.) βαθαίνω, εμβαθΰνω, εντρυφώ, ahora [αόρα] (επίρρ.) τώρα. ahorcado [αορκάδο] (επίθ.) απαγχονισμένος. ahorcadura [αορκαδοϋρα] (ουσΥθηλ.) απαγχονισμός, ahorcajarse [αορκαχάρσε] (ρ.) κάθο μαι καβάλα, ahorcar [αορκάρ] (ρ.) κρεμώ, ahorita [αορίτα] (επίρρ.) άμεσα, τώρα, αμέσως. ahormar [αορμάρ] (ρ.) διαμορφώνω, καλουπώνω, ahorquillado [αορκιγιάδο] (επίθ.) δι χαλωτός. ahorrar [αοράρ] (ρ.) αποταμιεύω, εξοι κονομώ. ahorrativo [αορατίβο] (επίθ.) 1: οικο νόμος 2: λιτός, ahorro [αόρο] (ουσ./αρσ.) αποταμίευ ση, οικονομία, ahuchar [αουτσάρ] (ρ.) βάζω στην άκρη. ahuecar [αουεκάρ] (ρ.) κοιλαίνω, βα θουλώνω, αδειάζω, ahuehuete [αουεουέτε] (ουσ7αρσ.) δέν δρο κωνοφόρο, ahuesarse [αουεσάρσε] (ρ.) 1: αχρη στεύομαι, 2: αδυνατίζω, ahumado [αουμάδο] (επίθ.) 1: καπνι στός 2: πιωμένος, ahumar [αουμάρ] (ρ.) καπνίζω, ahusado [αουσάδο] (επίθ.) αιχμηρός μυτερός. abusarse [αουσάρσε] (ρ.) 1: λεπταίνω, 2: παίρνω κυλινδρική όψη. ahuyentar [αουγιεντάρ] (ρ.) διώχνω, απωθώ. airado [αϊράδο] (επίθ.) θυμωμένος, οργισμένος, airar [αϊράρ] (ρ.) ενοχλώ, παρενοχλώ. aire [άιρε] (ουσ^αρσ.) 1: αέρας άνε
agujeta [αγουχέτα] (ουσ./θηλ.) κορ δόνι. agujetas [αγουχέτας] (ουσ7θηλ.) πληθ. ράμματα. agusanarse [αγουσανάρσε] (ρ.) σκουλικιάζω. aguzamiento [αγουθαμιεν'το] (ouoV αρσ.) ακόνισμα. aguzanieves [αγουθανιέβες] (ουσ7 θηλ.) σουσουράδα, aguzar [αγουθάρ] (ρ.) ακονίζω, οξύ νω. ah [(ουσ./αρσ.)] (επιφ.) α!. ahechaduras [αετσαδούρας] (ουσ^θηλ.) πληθ. άχυρα, ahechar [αετσάρ] (ρ.) κοσκινίζω, aherrojar [αεροχάρ] (ρ.) 1: αλυσοδέ νω, 2: καταπιέζω, περιορίζω, aherrumbrarse [αερουμ'μπράρσε] (ρ.) σκουριάζω, ahí [αΐ] (επίρρ.) εκεί. ahigadado [αίγκαδάδο] (επίθ.) θαρ ραλέος. ahijado [αϊχάδο] (ουσ./αρσ.) βαπτισιμιός. ahijar [αϊχάρ] (ρ.) 1: υιοθετώ, 2: απο δίδω. ahilar [αϊλάρ] (ρ.) 1: πηγαίνω πίσω από κάποιον σχηματίζοντας σειρά, 2: αδυνατίζω από κάποια αρρώστια, 3: ξινίζω (για κρασί), ahincado [αϊνκάδο] (επίθ.) εμφατικός. ahincar [αϊνκάρ] (ρ.) πιέζω, ahincarse [αϊνκάρσε] (ρ.) βιάζομαι, ahínco [αϊνκο] (ουσΥαρσ.) ζήλος, επι μονή. ahitar [αϊτάρ] (ρ.) γεμίζω, στουμπώνω, φράζω. ahito [αΤτο] (επίθ.) χορτάτος μπουκω μένος. ahogado [αογάδο] (επίθ.) 1: πνιγμέ νος, 2: αποπνικτικός. ahogar [αογάρ] (ρ.) πνίγω, στραγγα λίζω. 40
μος 2: ύφος · un mercado al aire libre - μια υπαίθρια αγορά, aireación [αϊρεαθιόν] (ουσ./θηλ.) αέρι σμα, εξαερισμός. airear [αϊρεάρ] (ρ.) αερίζω, airecito [αϊρεθίτο] (ουσ,/αρσ.) αεράκι, airosidad [αϊροσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) (μτφ.) αέρας, χάρη. airoso [άίρόσο] (επίθ.) 1: αεράτος ευάε ρος 2: ακηλίδωτος, aislado [αϊσλάδο] (επίθ.) απομονωμέ νος μεμονωμένος, aislador [αίσλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) μονω τήρας. aislamiento [αϊσλαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) απομόνωση, αποχωρισμός, aislante [αϊσλάν'τε] (ουσ,/αρσ.) μόνω ση. aislar [αϊσλάρ] (ρ.) απομονώνω, μο νώνω. ajá [αχά] (επιφ.) έξοχα!, τέλεια!, ajar [αχάρ] (ουσ,/αρσ.) κήπος με σκόρ δα. ajar [αχάρ] (ρ.) 1: καταχρώμαι, 2: τσα λακώνω, ζαρώνω, 3: μαραίνω, ajarafe [αχαράφε] (ουσ,/αρσ.) 1: ορο πέδιο, 2: ταράτσα, ajardinar [αχαρδινάρ] (ρ.) δημιουργώ έναν κήπο. ajedrea [αχεδρέα] (ουσ,/θηλ.) θυμάρι, ajedrez [αχεδρέθ] (ουσ ./αρσ.) σκάκι, ajeno [αχένο] (επίθ.) 1: ξένος που ανή κει σε άλλον, 2: ανήξερος 3: ελεύθε ρος. ajenjo [αχένχο] (ουσ,/αρσ.) (flor.) αρ τεμίσια, άψινθος. ajetreado [αχετρεάδο] (επίθ.) απασχο λημένος ajetrearse [αχετρεάρσε] (ρ.) κουράζο μαι, ταλαιπωρούμαι, ajetreo [αχετρέο] (ουσ,/αρσ.) τρεχά ματα, πηγαινέλα. ají [άχί] (ουσ,/αρσ.) τσίλι, καυτερή κόκ κινη πιπεριά.
ajilimójili [αχιλιμόχιλι] (ουσ,/αρσ.) σάλτσα σκόρδου και πιπεριάς, ajillo [αχίγιο] (ουσ./αρσ.) σάλτσα από μείγμα σκόρδου και άλλων συστα τικών. ajo [άχο] (ουσ,/αρσ.) σκόρδο, ajobar [αχομπάρ] (ρ.) κουβαλάω στην πλάτη μου. ajobo [αχόμπο] (ουσ,/αρσ.) βάρος φορτίο. ajofaina [αχοφαίνα] (ουσ,/θηλ.) λεκά νη. ajorca [αχόρκα] (ουσ,/θηλ.) μπρασελέ, βραχιόλι. ajomalar [αχορναλάρ] (ρ.) προσλαμ βάνω με ημερομίσθιο, ajotar [αχοτάρ] (ρ.) υποτιμώ, περιφρο νώ. ajuar [αχουάρ] (ουσ,/αρσ.) προικιά, προίκα. ajuiciado [αχουιθιάδο] (επίθ.) λογικός συνετός, ajuiciar [αχουιθιάρ] (ρ.) λογικεύω, ajustado [αχουστάδο] (επίθ.) εφαρ μοστός σφιχτός στενός κολλητός · pantalones ajustados - κολλητό πα ντελόνι. ajustador [αχουσταδόρ] (ουσ,/αρσ.) στοιχειοθέτης εφαρμοστής, ajustamiento [αχουσταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) διακανονισμός, ajustar [αχουστάρ] (ρ.) εφαρμόζω, προ σαρμόζω, σφίγγω, ajuste [αχούστε] (ουσ,/αρσ.) ξεκαθάρισμα. ajusticiar [αχουστιθιάρ] (ρ.) εκτελώ (κά ποιον). al [αλ] (πρόθ.) (a + el) 1: εις το · ¿ Vamos al pueblo? - Πάμε στο χωριό;, 2: α/+ αηαρ.= μόλις · al oír la noticia, se puso a llorar - μόλις άκουσε το νέο, έβαλε τα κλάματα, ala [άλα] (ουσ7θηλ.) 1: φτερό, 2: πτέ ρυγα. 41
alabador ¡ala! [άλα] (επιφ.) άντε!, πάμε!, εμπρός!. alabador [αλαμπαδόρ] (επίθ.) εγκω μιαστικός εκθειαστικός υμνητικός, alabanza [αλαμπάνθα] (ουα7θηλ.) εγκώ μιο, ύμνος alabar [αλαμπάρ] (ρ.) εγκωμιάζω, υμνώ. alabastro [αλαμπάστρο] (ουσ./αρσ.) (Ορυκτ.) αλάβαστρος (Αρχαιολ.) αλά βαστρο. alabeo [αλαμπέο] (ουσ7αρσ.) στρέ βλωση. alacena [αλαθένα] (ουσΥθηλ.) εντοιχι σμένο ντουλάπι, εντοιχισμένη ντου λάπα. alacrán [αλακράν] (ουσ7αρσ.) σκόρ πιός alacre [αλάκρε] (επίθ.) εύστροφος alacridad [αλακριδάδ] (ουσΥθηλ.) έντο νη προθυμία, ζήλος, alado [αλάδο] (ουσΥαρσ.) φτερούγισμα, χτύπημα φτερών, alado [αλάδο] (επίθ.) 1: φτερωτός 2: γρήγορος, aladro [αλάντρο] (ουσ7αρσ.) άροτρο, alambicado [αλαμ'μπικάδο] (επίθ.) αποσταγμένος, διυλισμένος. alambicamiento [αλαμ'μπικαμιέν'το] (ουσ./αρσ.) απόσταξη, διύλιση, alambicar [αλαμ'μπικάρ] (ρ.) αποστά ζω, διυλίζω. alambique [αλαμμπίκε] (ουσ./αρσ.) αποστακτήρας. alambrada [αλαμ'μπράδα] (ουσ7θηλ.) συρματόπλεγμα, alambrado [αλαμμπράδο] (ουσ7αρσ.) συρματόπλεγμα, alambrar [αλαμ'μπράρ] (ρ.) περιφρά ζω με σύρμα, alambre [αλάμ'μπρε] (ουσ./αρσ.) σύρ μα, καλώδιο, alambrera [αλαμβρέρα] (ουσ./θηλ.) 1: δίκτυο, 2: συρματόπλεγμα, alambrista [α λ α μ 'μ π ρ ίσ τα ] (ουσ./
αρσ.+ θηλ.) ισορροπιστής σε τεντω μένο σκοινί, alameda [αλαμέδα] (ουσ7θηλ.) δάσος από λεύκες, álamo [άλαμο] (ουσ./αρσ.) λεύκα, alancear [αλανθεάρ] (ρ.) λογχίζω, alanzar [αλανθάρ] (ρ.) ακοντίζω, alar [αλάρ] (ουσ7αρσ.) κρηπίδα, μαρ κίζα. alarde [αλάρδε] (ουσ7αρσ.) καύχημα, κομπασμός επίδειξη, alardear [αλαρδεάρ] (ρ.) καυχιέμαι, κομπάζω, επιδεικνύομαι, alardeo [αλαρδέο] (ουσ./αρσ.) καυχησιά, κομπασμός, alargamiento [αλαργαμιέν'το] (ουσ7 αρσ.) επιμήκυνση, επέκταση, alargar [αλαργάρ] (ρ.) 1: επιμηκύνω, τεντώνω, μακραίνω, 2: φέρνω κο ντά. alarido [αλαρίδο] (ουσ7αρσ.) κραυγή, ουρλιαχτό, alarma [αλάρμα] (ουσ^θηλ.) 1: συνα γερμός 2: ανησυχία, alarmante [αλαρμάν'τε] (επίθ.) ανησυ χητικός. alarmar [αλαρμάρ] (ρ.) ανησυχώ, τρο μάζω. alarmista [αλαρμίστα] (επίθ.) ανήσυ χος. alazán [αλαθάν] 1: (ουσ7αρσ.) καστανοκόκκινο άλογο, 2: (επίθ.) καστανοκόκκινος (αυτός που έχει το χρώμα της κανέλλας). alba [άλμπα] (ουσΥθηλ.) χαραυγή, αυγή. albacea [αλμπαθέα] (ουσ./αρσ.) εκτε λεστής (διαθήκης). albahaca [αλβαάκα] (ουσΥθηλ.) (Βοτ.) βασιλικός, albanés [αλμπανές] 1: (ουσ7αρσ.) Αλβανός 2: (επίθ.) αλβανικός, albañal [αλμπανιάλ] (ουσ7αρσ.) υπό νομος οχετός. 42
albur
albañil [αλμπανίλ] (ουσ./αρσ.) κτίστης, οικοδόμος, albañilería [αλμπανιλερία] (ουσ7θηλ.) κτίσιμο, οικοδομική εργασία, albar [αλβάρ] (επίθ.) άσπρος, λευκός, albarán [αλμπαράν] (ουσ7αρσ.) 1: τι μολόγιο, 2: ενοικιαστήριο. albarda [αλμπάρδα] (ουσ./θηλ.) σέλα, σαμάρι. albardar [αλμπαρδάρ] (ρ.) σελώνω, σαμαρώνω, albardilla [αλμπαρδίγια] (ουσ./θηλ.) 1: λαρδί, 2: μικρή σέλα. albareque [αλμπαρέκε] (ουσ7αρσ.) τρά τα. albaricoque [αλμπαρικόκε] (ουσ7αρσ.) βερύκοκο. albaricoquero [αλμπαρικοκέρο] (ουσ./ αρσ.) βερυκοκιά. albarrada [αλμπαράδα] (ουσ./θηλ.) τά φρος μεγάλο χαντάκι, albatros [αλμπάτρος] (ουσ7αρσ.) (Ορν.) άλμπατρος. albayalde [αλμπαγιάλντε] (ουσΥαρσ.) 1: ανθρακικός μόλυβδος 2: στου πέτσι. albazo [αλμπάθο] (ουσ./αρσ.) πρωινή μουσική. albear [αλμπεάρ] (ρ.) λευκαίνω, ασπρί ζω. albedrío [αλμπεδρίο] (ουσ./αρσ.) βού ληση, επιθυμία, albéitar [αλμπέϊταρ] (ουσ./αρσ.) κτη νίατρος. albeitería [αλμπεϊτερία] (ουσ7θηλ.) κτη νιατρική. alberca [αλμπέρκα] (ουσΥθηλ.) δεξα μενή. albergar [αλμπεργάρ] (ρ.) στεγάζω, συντηρώ. albergue [αλμπέργε] (ουσ7αρσ.) κα ταφύγιο. albero [αλμπέρο] (ουσ./αρσ.) πετσε τόπανο.
albina [αλμπίνα] (ουσ7θηλ.) αλίπεδο, αλατούχο έδαφος, albino [αλμπίνο] (ουσ./αρσ.) 1: λευκοπαθής, 2: αλμπίνος. albóndiga [αλμπόν'ντιγα] (ουσ7θηλ.) κεφτές, albo [άλμπο] (επίθ.) λευκός, albor [αλμπόρ] (ουσ./αρσ.) αυγή, χα ραυγή. alborada [αλμποράδα] (ουσ7θηλ.) εγερ τήριο, χάραμα, alborear [αλμπορεάρ] (ρ.) ξημερώνω, χαράζω. albornoz [αλμπορνόθ] (ουσ,/αρσ.) ρό μπα μπάνιου, μπουρνούζι, alborotador [αλμποροταδόρ] 1: (ουσ./ αρσ.) ταραξίας 2: (επίθ.) θορυβώ δης. alborotadizo [αλμποροταδίθο] (επίθ.) ευέξαπτος ευερέθιστος οξύθυμος, alborotado [αλμποροτάδο] (επίθ.) εκνευρισμένος ταραγμένος εξεγερμένος. alborotar [αλμποροτάρ] (ρ.) αναστα τώνω, ταράζω, διαταράζω. alboroto [αλμπορότο] (ουσ7αρσ.) ανα στάτωση, φασαρία, ταραχή, διατάρα ξη· alborozador [αλμποροθαδόρ] (επίθ.) διασκεδαστικός. alborozar [αλμποροθάρ] (ρ.) χαρο ποιώ, ενθουσιάζω, διασκεδάζω, alborozo [αλμπορόθο] (ουσ7αρσ.) χα ρά, ενθουσιασμός, albricias [αλμπρίθιας] (ουσ7θηλ.) πληθ. 1: δώρα, 2: συγχαρητήρια, albufera [αλμπουφέρα] (ουσ7θηλ.) λι μνοθάλασσα, álbum [άλμπουμ] (ουσ./αρσ.) άλ μπουμ. albumen [αλμπούμεν] (ουσ./αρσ.) ασπράδι αυγού, albur [αλμπούρ] (ουσ./αρσ.) λευκίσκος ασπρόψαρο. 43
alcachofa alcachofa [αλκατσόφα] (ουσ,/θηλ.) αγκι νάρα. alcahuete [αλκαουέτε] (ουσ,/αρσ.) 1: μαστρωπός νταβατζής 2: κλεπτα ποδόχος. alcahuetear [αλκαουετεάρ] (ρ.) 1: προ άγω γυναίκες, 2: αποδέχομαι κλοπι μαία. alcahuetería [αλκουετερία] (ουσ,/θηλ.) 1: μαστρωπεία, 2: κλεπταποδοχή. alcaide [αλκαΤδε] (ουσ,/αρσ.) διοικη τής, κυβερνήτης, alcaidía [αλκαϊδία] (ουσ7θηλ.) θέση κυ βερνήτη, κυβερνείο, alcalde [αλκάλντε] (ουσ,/αρσ.) δήμαρ χος. alcaldesa [αλκαλδέσα] (ουσ,/θηλ.) δη μαρχίνα. alcaldía [αλκαλντία] (ουσ,/θηλ.) δημαρχία. álcali [άλκαλι] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) αλ κάλιο. alcalino [αλκαλίνο] (επίθ.) αλκαλικός, alcaloide [αλκαλόιδε] (επίθ.) αλκαλοει δές alcance [αλκάνθε] (ουσ,/αρσ.) βεληνε κές απόσταση, εμβέλεια, alcancía [αλκανθία] (ουσ,/θηλ.) κου μπαράς. alcanfor [αλκανφόρ] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) καμφορά, alcanforado [αλκανφοράδο] (επίθ.) καμφορούχος alcantarilla [αλκαν'ταρίλια] (ουσΥθηλ.) υπόνομος αποχέτευση, alcantarillado [αλκαν'ταριγιάδο] 1: (ουσ./αρσ.) δίκτυο αποχέτευσης 2: (επίθ.) αποχετευτικός, alcantarillar [αλκαν'ταριγιάρ] (ρ.) φτιά χνω αποχέτευση, alcanzado [αλκανθάδο] (επίθ.) 1: απένταρος άφραγκος 2: καταχρεωμέ νος. alcanzar [αλκανθάρ] (ρ.) 1: φθάνω, 2:
επιτυγχάνω, 3: προλαβαίνω, alcaparra [αλκαπάρα] (ουσ,/θηλ.) κά παρη. alcazaba [αλκαθάμπα] (ουσ,/θηλ.) πύρ γος κάστρο, alcázar [αλκάθαρ] (ουσ,/αρσ.) φρού ριο, κάστρο, alce [άλθε] (ουσ./αρσ.) 1: άλκη, 2: κό ψιμο τράπουλας, alción [αλθιόν] (ουσ,/θηλ.) (Ορν.) αλκυόνη. alcista [αλθίστα] (επίθ.) υψωτικός. alcoba [αλκόμπα] (ουσΥθηλ.) υπνοδω μάτιο. alcohol [αλκόλ] (ουσ,/αρσ.) οινόπνευ μα. alcohólico [αλκοόλικο] (επίθ.) οινο πνευματώδης αλκοολικός alcoholismo [αλκοολίσμο] (ουσ7αρσ.) αλκοολισμός, alcoholizado [αλκοολιθάδο] (ουσ7 αρσ.) αλκοολικός, alcoholizar [αλκοολιθάρ] (ρ.) αλκοολίζω. alcor [αλκόρ] (ουσ,/αρσ.) λόφος. Alcorán [αλκοράν] (ουσ7αρσ.) το Κοράνι. alcornoque [αλκορνόκε] (ουσ,/αρσ.) βελανιδιά, alcorza [αλκόρθα] (ουσ./θηλ.) γλασάρισμα. alcorzar [αλκορθάρ] (ρ.) γλασάρω. alcotana [αλκοτάνα] (ουσ,/θηλ.) κα σμάς αξίνα. alcubilla [αλκουμπίγια] (ουσ,/θηλ.) δε ξαμενή. alcurnia [αλκούρνια] (ουσ,/θηλ.) γενεα λογία, καταγωγή, alcuza [αλκούθα] (ουσ,/θηλ.) κεραμική φιάλη λαδιού, aldaba [αλντάμπα] (ουσ./θηλ.) ρό πτρο, κρούστης πόρτας, aldabada [αλδαμπάδα] (ουσ,/θηλ.) χτύ πημα στην πόρτα με ρόπτρο. 44
alertar
εύθυμος. alegremente [αλέγρεμεν'τε] (επίρρ.) 1: χαρούμενα, εύθυμα, 2: επιπόλαια, alegría [αλεγρία] (ουσΥθηλ.) χαρά, ευ θυμία, ευφορία, alegro [αλέγρο] (επίθ.) εύθυμος ζωη ρός. alegrón [αλεγρόν] (ουσΥαρσ.) φούντωμα φωτιάς ή χαράς, alejado [αλεχάδο] (επίθ.) απομακρυ σμένος μακρινός απόμακρος alejamiento [αλεχαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) απομάκρυνση, απόσυρση, alejar [αλεχάρ] (ρ.) απομακρύνω. alelado [αλελάδο] (επίθ.) βλάκας ηλί θιος. alelamiento [αλελαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) κατάπληξη, alelar [αλελάρ] (ρ.) εκπλήσσω, κατα πλήσσω. aleluya [αλελούγια] (ουσ./αρσ.) αλλη λούια. alemán [αλεμάν] 1: (ουσΥαρσ.) Γερμα νός 2: γερμανικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) γερμανικός, alentada [αλεν'τάδα] (ουσΥθηλ.) βα θιά ανάσα, alentado [αλεν'τάδο] (επίθ.) γενναίος θαρραλέος, alentador [αλεν'ταδόρ] (επίθ.) ενθαρ ρυντικός εμψυχωτικός. alentar [αλεν'τάρ] (ρ.) ενθαρρύνω, εμ ψυχώνω. alergia [αλέρχια] (ουσΥθηλ.) αλλερ γία. alérgico [αλέρχικο] (επίθ.) αλλεργικός, alero [αλέρο] (ουσ./αρσ.) γείσο, κορ νίζα. alerón [αλερόν] (ουσΥαρσ) πτερύγιο, alerta [αλέρτα] 1: (ουσΥθηλ.) κατάστα ση συναγερμού, 2: (επίθ.) άγρυπνος, alertar [αλερτάρ] (ρ.) θέτω σε επαγρύ πνηση ή σε επιφυλακή.
aldabilla [αλδαμπίγια] (ουσ7θηλ.) σύρ της, μάνταλο. aldabón [αλνταμπόν] (ουσ7αρσ.) χε ρούλι. aldabonazo [αλνταμπονάθο] (ουσ,/αρσ.) δυνατό χτύπημα στην πόρτα, aldea [αλντέα] (ουσΥθηλ.) μικρός οικι σμός, χωριουδάκι. aldeano [αλντεάνο] (ουσΥαρσ.) χωριάτης. aleación [αλεαθιόν] (συσΥθηλ.) κρά μα. alear [αλεάρ] (ρ.) 1: πτερουγίζω, 2: ανα κατεύω. aleatorio [αλεατόριο] (επίθ.) απρόσμε νος, απρόοπτος, alebrarse [αλεμπράρσε] (ρ.) 1: τρέμω από φόβο, 2: πέφτω στο πάτωμα, aleccionador [αλεκθιοναδόρ] (επίθ.) καθοδηγητικός διαφωτιστικός πα ραδειγματικός, aleccionamiento [αλεκθιοναμιέν'το] (ουσΥαρσ.) καθοδήγηση, διαφώτι ση, παραδειγματισμός, aleccionar [αλεκθιονάρ] (ρ.) δίνω οδη γίες, εκπαιδεύω, aledaño [αλεδάνιο] 1: (ουσΥαρσ.) όριο, σύνορο, 2: (επίθ.) συνεχόμενος, aledaños [αλεδάνιος] (ουσΥαρσ.) πληθ. περίχωρα, alegación [αλεγαθιόν] (ουσΥθηλ.) ισχυ ρισμός. alegar [αλεγάρ] (ρ.) ισχυρίζομαι, υπο στηρίζω. alegato [αλεγάτο] (ουσΥαρσ.) ισχυρι σμός ομολογία, alegoría [αλεγορία] (ουσΥθηλ.) αλλη γορία. alegórico [αλεγόρικο] (επίθ.) αλληγορικός συμβολικός alegrar [αλεγράρ] (ρ.) χαροποιώ, alegrarse [αλεγράρσε] (ρ.) χαίρομαι, ευθυμώ. alegre [αλέγρε] (επίθ.) χαρούμενος 45
aleta
φόρος. alficoz [αλφικόθ] (ουσ,/αρσ.) αγγούρι, alfil [αλφίλ] (ουσ,/αρσ.) αξιωματικός alfiler [αλφιλέρ] (ουσ7αρσ.) καρφίτσα, alfilerar [αλφιλεράρ] (ρ.) καρφιτσώνω, alfilerazo [αλφιλεράθο] (συσ7αρσ.) τσί μπημα καρφίτσας alfiletero [αλφιλετέρο] (ουσ7αρσ.) καρφιτσοθήκη. alfombra [αλφόμ'μπρα] (συσ7θηλ.) χα λί. alfombrado [αλφομμπράδο] (συσ7αρσ.) ταπητόστρωση. alfombrar [αλφσμ'μπράρ] (ρ.) στρώνω (με) χαλί. alfombrero [αλφομμπρέρο] (συσ7αρσ.) ταπητοκατασκευαστής alfombrilla [αλφομμπίγια] (ουσ7θηλ.) πατάκι αυτοκινήτου, alforfón [αλφορφόν] (ουσ7αρσ.) (Βοτ.) φαγόπυρο, μαυροσίταρο. alforja [αλφόρχα] (ουσ7θηλ.) μάρσιππος. alforza [αλφόρθα] (ουσ7θηλ.) πιέτα, πτυχή, ουλή. alforzar [αλφορθάρ] (ρ.) πτυχώνω, κά νω διπλώσεις ή πιέτες, alga [άλγα] (ουσ7θηλ.) φύκι. algaba [αλγάμπα] (ουσ7θηλ.) δάσος, algalia [αλγάλια] (συσ7θηλ.) καθετή ρας. algarabía [αλγαραμπία] (ουσ,/θηλ.) 1: αραβική γλώσσα, 2: ακαταλαβίστικη γλώσσα, 3: χαλασμός, algarada [αλγαράδα] (ουσ7θηλ.) 1: κραυγή, 2: καταδρομή, algarrobo [αλγαρόμπο] (ουσ7αρσ.) χαρουπιά, algazara [αλγαθάρα] (ουσ7θηλ.) οχλο βοή, σαματάς βαβούρα. álgebra [άλχεμπρα] (ουσ7θηλ.) άλγε βρα. algebraico [αλχεμπράικο] (επίθ.) αλ γεβρικός.
aleta [αλέτα] (ουσ./θηλ.) πτερύγιο, aletargamiento [αλεταργαμιέν'το] (ουσ7 αρσ.) λήθαργος aletargar [αλεταργάρ] (ρ.) ρίχνω σε λήθαργο, υπνοτίζω. aletear [αλετεάρ] (ρ.) φτεροκοπώ, κουνάω τα χέρια, σπαρταράω, aleteo [αλέτεο] (ουσ,/αρσ.) ■φτεροκό πημα, σπαρτάρισμα, aleudar [αλεουδάρ] (ρ.) φουσκώνω τη ζύμη με μαγιά, alevín [αλεβίν] (ουσ,/αρσ.) ψαράκι, alevosía [αλεβοσία] (ουσ7θηλ.) δόλος πανουργία, alevoso [αλεβόσο] (επίθ.) προδοτικός καταδοτικός. alfa [άλφα] (ουσ,/θηλ.) η ονομασία του γράμματος «Α». alfabético [αλφαμπέτικο] (επίθ.) αλ φαβητικός, alfabetizar [αλφαμπετιθάρ] (ρ.) ταξι νομώ με αλφαβητική σειρά, alfabetización [αλφαμπετιθαθιόν] (ουσ./ θηλ) εκμάθηση γραφής και ανάγνω σης alfabeto [αλφαμπέτο] (ουσ,/αρσ.) αλ φάβητο. alfaque [αλφάκε] (ουσ,/αρσ.) αμμούδα. alfar [αλφάρ] (ουσ,/αρσ.) 1: κεραμοποιείο, 2: πηλός, alfarería [αλφαρερία] (ουσ,/θηλ.) αγ γειοπλαστική, alfarero [αλφαρέρο] (ουσ7αρσ.) αγ γειοπλάστης, alfeñicarse [αλφενικάρσε] (ρ.) αδυνα τίζω. alfeñique [αλφενίκε] (ουσ,/αρσ.) 1: κα ραμέλα, 2: ανθρωπάκι, alféizar [αλφέιθαρ] (ουσ./αρσ.) περβά ζι παραθύρου, alferecía [αλφερεθία] (ουσ,/θηλ.) επι ληψία. alférez [αλφέρεθ] (ουσ,/αρσ.) σημαιο 46
alimental
algente [αλχέν'τε] (επίθ.) ψυχρός, álgido [άλχιδο] (επίθ.) παγωμένος, ψυ-
τσιμπίδα. aliciente [αλιθιέν'τε] (ουσ,/αρσ.) κίνη τρο, μοτίβο. alicantina [αλικαν'τίνα] (ουσ,/θηλ.) πα νουργία. alienación [αλιεναθιόν] (ουσ,/θηλ.) αλ λοτρίωση, αποξένωση, alienado [αλιενάδο] (επίθ.) 1: αλλο τριωμένος αποξενωμένος 2: παράφρων, τρελός, alienar [αλιενάρ] (ρ.) αποξενώνω, αλ λοτριώνω, alienismo [αλιενίσμο] (ουσ7αρσ.) φρε νολογία. alienista [αλιενίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) φρενολόγος, aliento [αλιέν'το] (ουσ./αρσ.) 1: ανά σα, αναπνοή, 2: κουράγιο, θάρρος 3; έμπνευση, alifate [αλιφάτε] (ουσ,/αρσ.) ελαφριά αρρώστια, aligación [αλιγαθιόν] (ουσ./θηλ.) δε σμός δέσιμο, aligeramiento [αλιχεραμιέν'το] (ouaJ αρσ.) 1: ανακούφιση, ξαλάφρωμα, 2: επιτάχυνση, aligerar [αλιχεράρ] (ρ.) 1: ανακουφίζω, ελαφρώνω, 2; επιταχύνω, aligustre [αλιγούστρε] (ουσ7αρσ.) θά μνος λιγούστρο. alijadora [αλιχαδόρα] (ουσ7θηλ.) λεια ντική μηχανή, alijar [αλιχάρ] (ρ.) 1: λειαίνω, εξομαλύ νω, 3: ξαλαφρώνω. alijo [αλίχο] (ουσΥαρσ.) εκφόρτωση. alimaña [αλιμάνια] (ουσ,/θηλ.) ζωύ φιο. alimentador [αλιμεν'ταδόρ] (ουσ,/αρσ.) τροφοδότης προμηθευτής alimentación [αλιμεν'ταθιόν] (ουσ./ θηλ.) τροφοδότηση, τροφοδοσία, σίτιση. alimental [αλιμεντάλ] (επίθ.) θρεπτι κός.
χρύς. algo [άλγο] (αόριστη αντ.) κάτι, οτιδή ποτε · ¿necesitas algo?- χρειάζεσαι κάτι;. algodón [αλγοδόν] (ουσ,/αρσ.) βαμβά κι · esta camisa es de algodón - αυτό το πουκάμισο είναι βαμβακερό, algodonal [αλγοδονάλ] (ουσ7αρσ.) βαμβακοφυτεία, algodonero [αλγοδονέρο] 1: (ουσ./ αρσ.) (α) βαμβακιά, (β) βαμβακοπα ραγωγός 2: (επίθ.) βαμβακερός, alguacil [αλγουαθίλ] (ουσ,/αρσ.) δικα στικός ή δημοτικός κλητήρας, alguien [άλγιεν] (αόριστη αντ.) κά ποιος κανείς · ¿hay aguien aquí? είναι κάποιος εδώ;. algún(o) [αλγούν(ο)] (επίθ.) κάποιος · ¿tienes agún problema? - έχεις κά ποιο πρόβλημα; · si tienes agluna duda, ¡pregúntamel -α ν έχεις κάποια αμφιβολία, ρώτα με!, alhaja [αλάχα] (ουσ,/θηλ.) κόσμημα, alhajar [αλαχάρ] (ρ.) κοσμώ, alharaca [αλαράκα] (ουσ./θηλ.) φασα ρία, σαματάς, alhelí [αλελί] (ουσ,/αρσ.) βιολέτα, alheña [αλένια] (ουσ/θηλ.) αγριομυρτιά. alhucema [αλουθέμα] (ουσ7θηλ.) λε βάντα. aliacán [αλιακάν] (ουσ,/αρσ.) ίκτερος χρυσή. aliado [αλιάδο] (ουσ,/αρσ.) σύμμαχος, alianza [αλιάνθα] (ουσ,/θηλ.) συμμαχία. aliarse [αλιάρσε] (ρ.) συμμαχώ, alias [άλιας] 1: (ουσ,/αρσ.) παρα τσούκλι, 2: (επίρρ.) άλλως, alicaído [αλικαΤδο] (επίθ.) αδύναμος απογοητευμένος, alicate [αλικάτε] (ουσΥαρσ.) λαβίδα, 47
alimentar
alimentar [αλιμεν'τάρ] (ρ.) τρέφω, σι τίζω, τροφοδοτώ, alimenticio [αλιμεν'τίθιο] (επίθ.) θρε πτικός. alimento [αλιμέν'το] (ουσ,/αρσ.) τρο φή. alindar [αλιν'ντάρ] (ρ.) 1: καλλωπίζω, 2: οριοθετώ, συνορεύω. ’ alineado [αλινεάδο] (επίθ.) ευθυγραμ μισμένος, alinear [αλινεάρ] (ρ.) ευθυγραμμίζω, alineación [αλινεαθιόν] (ουσΥθηλ.) ευ θυγράμμιση, aliñar [αλινιάρ] (ρ.) καρυκεύω, νοστι μεύω τη σαλάτα, aliño [αλίνιο] (ουσΥαρσ.) καρύκευμα, aliquebrado [αλικεμπράδο] (επίθ.) απογοητευμένος, alisadura [αλισαδοΰρα] (ουσΥθηλ.) 1: λείανση, εξομάλυνση, 2: ξύρισμα, alisar [αλισάρ] (ρ.) λειαίνω, ισιώνω, alisios [αλίσιος] (ουσΥαρσ.) πληθ. · vientos alisios - αληγείς άνεμοι, aliso [αλίσο] (ουσΥαρσ.) κλήθρα. alistamiento [αλισταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) κατάταξη, alistarse [αλιστάρ] (ρ.) κατατάσσω, alistarse [αλιστάρσε] (ρ.) κατατάσσο μαι. aliteración [αλιτεραθιόν] (ουσΥθηλ.) (Γραμμ.) παρήχηση, aliviadero [αλιβιαδέρο] (ουσ,/αρσ.) υπερχείλιση φράγματος, aliviar [αλιβιάρ] (ρ.) 1: ανακουφίζω, καταπραΰνω, ελαφρύνω, 2: επιταχύ νω το βήμα. alivio [αλίβιο] (ουσΥαρσ.) ανακούφι ση. aljaba [αλχάμπα] (ουσΥθηλ.) φαρέτρα, θήκη για τα βέλη. aljibe [αλχίμπε] (ουσΥαρσ.) 1: στέρνα, δεξαμενή, 2: δεξαμενόπλοιο, aljófar [αλχόφαρ] (ουσΥαρσ.) 1: μαρ γαριτάρι, 2: δροσοσταλίδα.
aljofifa [αλχοφίφα] (ουσ./θηλ.) σφουγ γαρόπανο, aljofifar [αλχοφιφάρ] (ρ.) σφουγγαρί ζω. alma [άλμα] (ουσΥθηλ.) ψυχή. almacén [αλμαθέν] (ουσΥαρσ.) 1: απο θήκη, 2: πολυκατάστημα, almacenaje [αλμαθενάχε] (ουσ,/αρσ.) αποθήκευση, almacenamiento [αλμαθεναμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) εναποθήκευση. almacenar [αλμαθενάρ] (ρ.) αποθη κεύω. almacenero [αλμαθενέρο] (ουσΥαρσ.) αποθηκάριος. almacenista [αλμαθενίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) χονδρέμπορος, almáciga [αλμάθιγα] (ουσΥθηλ.) φυ τώριο. almádena [αλμάδενα] (ουσΥθηλ.) βα ριά (είδος σφυριού). almadreña [αλμαδρένια] (ουσΥθηλ.) τσόκαρο. almanaque [αλμανάκε] (ουσΥαρσ.) ημε ρολόγιο, καζαμίας, almazara [αλμαθάρα] (ουσΥθηλ.) ελαιο τριβείο. almeja [αλμέχα] (ουσΥθηλ.) αχηβάδα. almenara [αλμενάρα] (ουσΥθηλ.) φά ρος. almenas [αλμένας] (ουσΥθηλ.) πληθ. επάλξεις. almendra [αλμέν'ντρα] (ουσΥθηλ.) αμύγδαλο, almendrado [αλμεν'ντράδο] (επίθ.) αμυγδαλωτός, almendral [αλμενδράλ] (ουσ./αρσ.) αμυγδαλεώνας, almendro [αλμέν'ντρο] (ουσ./αρσ.) αμυγδαλιά, almiar [αλμιάρ] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) θη μωνιά. almíbar [αλμίμπαρ] (ουσΥαρσ.) σιρό πι. 48
alquilar
almibarado [αλμιμπαράδο] (επίθ.) σι ροπιαστός, almibarar [αλμιμπαράρ] (ρ.) ερωτο τροπώ με γελοίο τρόπο, σοροπιάζω, almidón [αλμιδόν] (ουσ,/αρσ.) άμυλο, almidonado [αλμιδονάδο] (επίθ.) κολ λαριστός. almidonar [αλμιδονάρ] (ρ.) κολλαρί ζω. almilla [αλμίγια] (ουσ7θηλ.) μπούστο, κορσάζ. almirante [αλμιράν'τε] (ουσ7αρσ.) ναύαρχος, almirantazgo [αλμιραν'τάθγο] (ουσ./ αρσ.) ναυαρχείο, almirez [αλμιρέθ] (ουσ,/αρσ.) γουδί, almizcle [αλμίθκλε] (ουσ,/αρσ.) μό σχος, μοσχάρι, almizclero [αλμιθκλέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: μόσχος, 2: ζαρκάδι, almocafre [αλμοκάφρε] (ουσ7αρσ.) σκαλιστήρι, almohada [αλμοάδα] (ουσ7θηλ.) μα ξιλάρι. almohadilla [αλμοαδίγια] (ουσ7θηλ.) μαξιλαράκι. almohadillado [αλμοαδιγιάδο] (ουσ./ αρσ.) λαξευμένη πέτρα, almohadillado [αλμοαδιγιάδο] (επίθ.) 1: παραγεμισμένος 2: πελεκητός, almohadón [αλμοαδόν] (ουσ7αρσ.) μαξιλάρα. almohaza [αλμοάδα] (ουσ7θηλ.) βούρ τσα αλόγου, almoneda [αλμονέδα] (ουσ7θηλ.) πλειστηριασμός δημοπρασία, almonedear [αλμονεδεάρ] (ρ.) που λάω σε δημοπρασία, almorrana [αλμοράνα] (ουσ./θηλ.) αι μορροΐδα, almorzar [αλμορθάρ] (ρ.) γευματίζω, almuerzo [αλμουέρθο] (ουσ7αρσ.) γεύ μα (τις πρώτες μεσημεριανές ώρες). alocado [αλοκάδο] (επίθ.) τρελός πα
λαβός. alocar [αλοκάρ] (ρ.) τρελαίνω, alocución [αλοκουθιόν] (ουσ7θηλ.) προσφώνηση, áloe [άλοε] (ουσ./αρσ.) αλόη. alojado [αλοχάδο] (ουσ7αρσ.) φιλοξε νούμενος, alojamiento [αλοχαμιέν'το] (ουσ7αρσ.) κατάλυμα, στέγαση, alojar [αλοχάρ] (ρ.) στεγάζω, φιλοξε νώ. alojarse [αλοχάρσε] (ρ.) 1: καταλύω, καταργώ, 2: φιλοξενούμαι, alón [αλόν] (ουσ7αρσ.) φτερούγα. alondra [αλόν'ντρα] (ουσ7θηλ.) κορυ δαλλός. alopecia [αλοπέθια] (ουσ7θηλ.) αλωπεκίαση. alpaca [αλπάκα] (ουσ7θηλ.) προβατο κάμηλος. alpargata [αλπαργάτα] (ουσ7θηλ.) πά νινο σανδάλι, alpargatilla [αλπαργατίγια] (επίθ.) κα τεργάρης, alpende [αλπέν'ντε] (ουσ7αρσ.) υπό στεγο. Alpes [άλπες] (ουσ7αρσ.) πληθ. Αλ πεις. alpestre [αλπέστρε] (επίθ.) άλπειος (μτφ.) ορεινός, alpinismo [αλπινίσμο] (ουσ7αρσ.) ορει βασία. alpinista [αλπινίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) ορειβάτης ορειβάτισσα. alpino [αλπίνο] (επίθ.) αλπικός. alpiste [αλπίστε] (ουσ7αρσ.) σπόρος για πουλιά, alquería [αλκερία] (ουσ7θηλ.) αγροι κία. alquiladizo [αλκιλαδίθο] (επίθ.) ενοι κιαζόμενος, alquilador [αλκιλαδόρ] (ουσ./αρσ.) ενοικιαστής ιδιοκτήτης, alquilar [αλκιλάρ] (ρ.) νοικιάζω. 49
alquiler
alquiler [αλκιλέρ] (ουσ./αρσ) νοίκι, alquimia [αλκίμια] (ουσ,/θηλ.) αλχημία. alquímico [αλκίμικο] (επίθ.) αλχημι κός. alquimista [αλκιμίστα] (ουσΥαρσ.) αλχημιστής. alquitara [αλκιτάρα] (ουσΥθηλ.) αποστακτήρας. alquitarar [αλκιταράρ] (ρ.) αποστάζω, alquitrán [αλκιτράν] (ουσ7αρσ.) πίσ σα, κατράμι, alquitranado [αλκιτρανάδο] (ουσ./ αρσ.) άσφαλτος, alquitranado [αλκιτρανάδο] (επίθ.) κατραμωμένος ασφαλτωμένος. alquitranar [αλκιτρανάρ] (ρ.) ασφαλ τοστρώνω, alrededor [αλρεδεδόρ] (επίρρ.) γύρω, τριγύρω. alta [άλτα] (ουσ,/θηλ.) 1: εξιτήριο, 2: εγγραφή. altanería [αλτανερία] (ουσ,/θηλ.) υπε ρηφάνεια, altanero [αλτανέρο] (επίθ.) αλαζόνας υπερόπτης, altar [αλτάρ] (ουσ,/αρσ.) 1: βωμός 2: Αγία Τράπεζα, altavoz [αλταβόθ] (ουσΥαρσ.) ηχείο, μεγάφωνο, alteración [αλτεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) μετατροπή, διατάραξη, alterable [αλτεράμπλε] (επίθ.) μετα βλητός αλλοιώσιμος, alterabilidad [αλτεραμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) εναλλαγή, alterado [αλτεράδο] (επίθ.) αλλαγμέ νος αλλοιωμένος, alteración [αλτεραθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: αλλαγή, ανατροπή, αλλοίωση, 2: αναστάτωση, alterar [αλτεράρ] (ρ.) 1: μεταβάλλω, ανατρέπω, αλλοιώνω, 2: αναστατώ νω.
altercación [αλτερκαθιόν] (ουσ^θηλ.) λογομαχία, διαπληκτισμός. altercar [αλτερκάρ] (ρ.) λογομαχώ, δι απληκτίζομαι, φιλονικώ, álterego [άλτερεγο] (ουσ./αρσ.) το άλ λο μου εγώ, (μτφ.) αδερφή ψυχή. alternancia [αλτερνάνθια] (ουσ,/θηλ.) εναλλαγή, alternación [αλτερναθιόν] (ουσ,/θηλ.) εναλλαγή, alternado [αλτερνάδο] (επίθ.) εναλλα κτικός. alternador [αλτερναδόρ] (ουσ,/αρσ.) (Ηλεκ.) εναλλακτήρας. alternante [αλτερνάν'τε] (επίθ.) εναλ λασσόμενος, alternar [αλτερνάρ] (ρ.) 1: εναλλάσω, εναλλάσσομαι, 2: σχετίζομαι, alternativa [αλτερνατίβα] (ουσ,/θηλ.) εκλογή, εναλλακτική λύση. alternativo [αλτερνατίβο] (επίθ.) εναλ λακτικός. alterno [αλτέρνο] (επίθ.) εναλλασσό μενος. alteza [αλτέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: ύψος 2: υψηλότητα, 3: ανύψωση, altibajos [αλτιμπάχος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. 1: ανεβοκατεβάσματα, το πά νω -κάτω, 2: ανισορροπία, altilocuencia [αλτιλοκουένθια] (ουσ./ θηλ.) μεγαλοστομία, στόμφος altilocuente [αλτιλοκουέν'τε] (επίθ.) μεγαλόστομος, altillo [αλτίγιο] (ουσ,/αρσ.) λοφίσκος, altímetro [αλτίμετρο] (ουσ,/αρσ.) όρ γανο μέτρησης υψόμετρου, altiplanicie [αλτιπλανίθιε] (ουσ,/αρσ.) οροπέδιο, altiplano [αλτιπλάνο] (ουσ./αρσ.) ορο πέδιο. altisonante [αλτισονάν'τε] (επίθ.) ηχη ρός. altitud [αλτιτούδ] (ουσΥθηλ.) υψόμε τρο. 50
altivarse [αλτιβάρσε] (ρ.) δείχνω σπου δαίος σπουδαιοφέρνω. altivez [αλτιβέθ] (ουσΥθηλ.) υπεροψία, αλαζονεία, σπουδαιοφάνεια. altivo [αλτίβο] (επίθ.) υπεροπτικός αλαζονικός alto [άλτο] 1: (ουσΥαρσ.) στάση, 2: (επίθ.) ψηλός, altoparlante [αλτοπαρλάν'τε] (ουσΥ αρσ.) μεγάφωνο, altruismo [αλτρουίσμο] (ουσΥαρσ.) αλτρουϊσμός. altruista [αλτρουίστα] 1: (ουσΥαρσ.) αλτρουιστής 2: (επίθ.) αλτρουίστικός. altura [αλτούρα] (ουσΥθηλ.) ύψος. alubia [αλούμπια] (ουσΥθηλ.) φασόλι, alucinación [αλουθιναθιόν] (ουσΥθηλ.) παραίσθηση, alucinador [αλουθιναδόρ] (επίθ.) ψευδαισθησιογόνος. alucinar [αλουθινάρ] (ρ.) 1: έχω παραι σθήσεις 2: εξαπατώ, παραπλανώ, alucinógeno [αλουθινόχενο] 1: (ουσΥ αρσ.) παραισθησιογόνο, 2: (επίθ.) παραισθησιογόνος. alud [αλούδ] (ουσΥαρσ.) χιονοστιβά δα. aludido [αλουδίδο] (επίθ.) αυτός που προαναφέρθηκε. aludir [αλουδίρ] (ρ.) υποδηλώνω, αναφέρομαι. alumbrado [αλουμ'μπράδο] 1: (ουσΥ αρσ.) φωτισμός 2: (επίθ.) πεφωτι σμένος. alumbramiento [αλουμ'μπραμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: φωτισμός 2: γέννα, alumbrar [αλουμ'μπράρ] (ρ.) φωτίζω, διαφωτίζω, alumbre [α λο ύ μ 'μ π ρ ε] (ουσΥαρσ.) στύψη. aluminio [αλουμίνιο] (ουσΥαρσ.) αλου μίνιο. alumnado [αλουμνάδο] (ουσΥαρσ.)
1: φοιτητική νεολαία, 2: μαθητικό σώμα. alumno [αλούμνο] (ουσΥαρσ.) 1: μα θητής 2: σπουδαστής φοιτητής, alusión [αλουσιόν] (ουσΥθηλ.) νύξη, υπαινιγμός υπονοούμενο, alusivo [αλουσίβο] (επίθ.) υπαινικτι κός. alustrar [αλουστράρ] (ρ.) 1: γυαλίζω, 2: εξωραΐζω, ευπρεπίζω, aluvial [αλουβιάλ] (επίθ.) προσχωμα τικός. aluvión [αλουβιόν] (ουσΥθηλ.) πρό σχωση, έργα πρόσχωσης, álveo [άλβεο] (ουσΥαρσ.) κοίτη ποτα μού. alvéolo [αλβέολο] (ουσΥαρσ.) (Ανατ.) πνευμονική κυψελίδα, alza [άλθα] (ουσΥθηλ.) αύξηση, alzada [αλθάδα] (ουσΥθηλ.) δικαστική ένσταση. alzamiento [αλθαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) εξέγερση, alzapié [αλθαπιέ] (ουσΥαρσ.) ενέδρα. alzaprima [αλθαπρίμα] (ουσΥθηλ.) (Μουσ.) μοχλός καβαλέτο έγχορδου οργάνου, alzaprimar [αλθαπριμάρ] (ρ.) παίρνω ύψος. alzar [αλθάρ] (ρ.) υψώνω, σηκώνω, allá [αγιά] (επίρρ.) εκεί κάτω, εκεί πέ ρα. allanamiento [αγιαναμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: ισοπέδωση, 2: δικαστικός ισχυρι σμός allanar [αγιανάρ] (ρ.) εξομαλύνω, ισο πεδώνω. allegado [αγιεγάδο] (επίθ.) κοντινός, συγγενής, allegar [αγιεγάρ] (ρ.) συγκεντρώνω, μαζεύω κοντά, allende [αγιέν'ντε] (επίρρ.) από την άλ λη μεριά · allende de - εκτός από. allí [αγ(] (επίρρ.) εκεί. ama [άμα] (ουσΥθηλ.) οικοδέσποινα, 51
amabilidad ιδιοκτήτρια · ama de casa - νοικο κυρά. amabilidad [αμαμπιλιδάδ] (συσ7θηλ.) ευγένεια, καλοσύνη, amable [αμάμπλε] (επίθ.) ευγενικός αξιαγάπητος amado [αμάδο] 1: (συσ7αρσ) εραστής αγαπητικός 2: (επίθ.) αγαπητός, amador/a [αμαδόρ/α] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) εραστής ερωμένη, amaestrado [αμαεστράδο] (επίθ.) εκ παιδευμένος amaestrar [αμαεστράρ] (ρ.) εκπαι δεύω. amaestramiento [αμαεατραμιέν'το] (ουσ7αρσ.) εκπαίδευση, amagar [αμαγάρ] (ρ.) απειλώ, amago [αμάγο] (ουσ,/αρσ.) 1: απειλή, απειλητική χειρονομία ή κίνηση, 2: σύμπτωμα ασθένειας, amainar [αμαϊνάρ] (ρ.) κοπάζω, κατα παύω. amaitinar [αμαϊτινάρ] (ρ.) κατασκο πεύω. amalgama [αμαλγάμα] (ουσ,/θηλ.) αμάλ γαμα, κράμα, amagalmación [αμαγαλμαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αμαλγαμάτωση, amalgamar [αμαλγαμάρ] (ρ.) συγχω νεύω. amamantar [αμαμαν'τάρ] (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω. amancebamiento [αμανθεμπαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) συγκατοίκηση, συμβίωση, amancebarse [αμανθεμπάρσε] (ρ.) συ γκατοικώ, συζώ. amanecer [αμανεθέρ] (ουσ,/αρσ.) ξη μέρωμα, χάραμα, amanecer [αμανεθέρ] (ρ.) ξημερώνει, χαράζει. amanecida [αμανεθίδα] (ουσ,/θηλ.) χάραμα, αυγή. amanerado [αμανεράδο] (επίθ.) επιτη δευμένος προσποιητός.
amaneramiento [αμανεραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) επιτήδευση, εκζήτηση, amanerarse [αμανεράρσε] (ρ.) προ σποιούμαι, υποκρίνομαι, amanezca [αμανέθκα] (ουσ,/θηλ.) αυ
γήamansador [αμανσαδόρ] (ουσ,/αρσ.) θηριοδαμαστής, amansamiento [αμανσαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) θηριοδαμασμός. amansar [αμανσάρ] (ρ.) 1: εξημερώνω, 2: καταπραΰνω. amante [αμάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) 1: εραστής ερωμένη, 2: λάτρης, amanuense [αμανουένσε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) γραφέας γραμματέας, amañado [αμανιάδο] (επίθ.) 1: επιδέ ξιος επιτήδειος 2: κάλπικος πλα στός κίβδηλος, amañar [αμανιάρ] (ρ.) 1: κάνω κάτι με επιδεξιότητα, 2: αλλοιώνω, νοθεύω, amaño [αμάνιο] (ουσ,/αρσ.) επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, τρικ. amapola [αμαπόλα] (ουσ,/θηλ.) παπα ρούνα, amar [αμάρ] (ρ.) αγαπώ, amaraje [αμαράχε] (ουσ7αρσ.) προσθαλάσσωση. amaranto [αμαράν'το] (ουσ7αρσ.) αμά ραντος. amarar [αμαράρ] (ρ.) προσθαλασσώ νω. amargado [αμαργάδο] (επίθ.) πικρα μένος. amargar [αμαργάρ] (ρ.) πικρίζω, πι κραίνω. amargo [αμάργο] (επίθ.) πικρός amargón [αμαργόν] (ουσ7αρσ.) (Βοτ.) πικροράδικο, πικραλίθρα. amargor [αμαργόρ] (ουσ7αρσ.) πικρί λα. amargura [αμαργούρα] (ουσ7θηλ.) πί κρα. amaricado [αμαρικάδο] (επίθ.) θηλυ52
ambiguo πρεττής. amarillear [αμαριγεάρ] (ρ.) κιτρινίζω, χλωμιάζω. amarillecer [αμαριγιεθέρ] (ρ.) κιτρινί ζω. amarillento [αμαριγέν'το] (επίθ.) κιτρι νωπός. amarillez [αμαριγιέθ] (ουσ,/θηλ.) κι τρινίλα. amarillo [αμαρίγιο] (επίθ.) ωχρός, κί τρινος. amarillismo [αμαριγίσμο] (ουσ,/αρσ.) σκανδαλοθηρία, κιτρινισμός. amarillista [αμαριγίστα] (επίθ.) σκανδαλοθηρικός κιτρινιστής. amarra [αμάρα] (ουσ,/θηλ.) κάβος, πα λαμάρι. amarradero [αμαραδέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: κολόνα στην άκρη του δρόμου, 2: (Ναυτ.) αγκυροβόλιο, προσόρμιση, ρεμέντζο. amarrado [αμαράδο] (επίθ.) 1: δεμέ νος 2: τσιγκούνης, amarradura [αμαραδούρα] (ουσ/θηλ) αγκυροβολισμός προσάραξη. amarraje [αμαραχε] (ουσ,/αρσ.) έξοδα αγκυροβολισμού. amarrar [αμαράρ] (ρ.) δένω, προσδέ νω. amartelado [αμαρτελάδο] (επίθ.) ερωτοχτυπημένος. amartelamiento [αμαρτελαμιέν'το] (ουσ./αρσ.) ερωτοχτύπημα, amartelar [αμαρτελάρ] (ρ.) κάνω κά ποιον να με ερωτευθεί. amartillar [αμαρτιγιάρ] (ρ.) σφυροκοπώ. amasadera [αμασαδέρα] (ουσ,/θηλ.) σκάφη για ζύμωμα, amasador [αμασαδόρ] (ουσ,/αρσ.) αρ τοποιός. amasadora [αμασαδόρα] (ουσ7θηλ.) μηχανή για ζύμωμα, amasamiento [αμασαμιέν'το] (ουσ./
αρσ.) ζύμωμα, μασάζ, amasar [αμασάρ] (ρ.) ζυμώνω, amasijo [αμασίχο] (ουσ,/αρσ.) ζύμω μα, μίξη, ανακάτωμα. amatista [αματίστα] (ουσ,/θηλ.) (Ορυκτ.) αμέθυστος amatorio [αματόριο] (επίθ.) ελκυστι κός amazacotado [αμαθακοτάδο] (επίθ.) 1: βαρύς 2: άχαρος, amazona [αμαθόνα] (ουσ,/θηλ.) αμα ζόνα. Amazonas [αμαθόνας] (ουσ,/αρσ.) Αμα ζόνιος. amazónico [αμαθόνικο] (επίθ.) αμαζονικός. ámbar [άμ'μτταρ] (ουσ7αρσ.) (Ορυκτ.) ήλεκτρο, κεχριμπάρι, ambarino [αμ'μπαρίνο] (επίθ.) κεχρι μπαρένιος, ambición [αμ'μπιθιόν] (ουσ,/θηλ.) φι λοδοξία. ambicionar [αμ'μπιθιονάρ] (ρ.) φιλο δοξώ. ambicioso [αμ'μπιθιόσο] (επίθ.) φιλό δοξος. ambidextro [αμ'μπιδέξτρο] 1: (ουσ./ αρσ.) αμφιδέξιος 2: (επίθ.) αμφίχειρας. ambientación [αμ'μπιεν'ταθιόν] (ουσ./ θηλ.) σκηνικό, ambiental [αμ'μπιεν'τάλ] (επίθ.) περι βαλλοντικός, ambientar [αμ'μπιεν'τάρ] (ρ.) δη μιουργώ ατμόσφαιρα, ambiente [αμ'μττιέν'τε] (ουσ,/αρσ.) ατμόσφαιρα, περιβάλλον, ambigú [αμ'μπιγού] (ουσ,/αρσ.) μπου φές (έπιττλο). ambigüedad [αμ'μπιγουεδάδ] (ουσ./ θηλ.) 1: αμφιβολία, ασάφεια, 2: διφο ρούμενη έννοια, δισημία. ambiguo [αμ'μπίγουο] (επίθ.) διφο ρούμενος αμφίβολος. 53
ámbito ámbito [αμ'μττιτο] (ουσΥαρσ.) πεδίο, πλαίσιο. ambivalencia [αμ’μπιβαλένθια] (ουσΥ θηλ.) αμφιθυμία, κυκλοθυμία, ambivalente [α μ 'μ π ιβ α λ έν 'τε] (επίθ.) αμφίθυμος κυκλοθυμικός ambos [άμ'μπος] (αντ.) αμφότεροι, και οι δύο. ambulancia [αμ'μπουλάνθια] (ουσΥ θηλ.) ασθενοφόρο, ambulante [αμ'μπουλάν'τε] (επίθ.) πλανόδιος περιφερόμενος, ambulatorio [αμ'μπουλατόριο] (ουσΥ αρσ.) κέντρο υγείας, ameba [αμέμπα] (ουσΥθηλ.) αμοιβά δα. amedrentar [αμεδρεν'τάρ] (ρ.) τρο μάζω. amelonado [αμελονάδο] (επίθ.) 1: ερωτοχτυπημένος, 2: αυτός που έχει οβάλ σχήμα. amén [αμέν] 1: (ουσΥαρσ.) · amén deεκτός · decir amén a todo - συμφωνώ σε όλα, 2: (επιφ.) (Θρησκ.) αμήν!, amenaza [αμενάθα] (ουσΥθηλ.) απει λή, εκφοβισμός φοβέρα, amenazador [αμεναθαδόρ] (επίθ.) απειλητικός amenazar [αμεναθάρ] (ρ.) απειλώ, φο βερίζω. amenguar [αμενγκουάρ] (ρ.) υποτιμώ, μειώνω, εκμηδενίζω, amenizar [αμενιθάρ] (ρ.) κάνω κάτι ευ χάριστο. amenidad [αμενιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευ χαρίστηση, ameno [αμένο] (επίθ.) ευχάριστος americanizar [αμερικανιθάρ] (ρ.) εξαμερικανίζω. americano [αμερικάνο] 1: (ουσΥαρσ.) Αμερικανός 2: αμερικάνικα (γλώσ σα), 3: (επίθ.) αμερικανικός, ameritar [αμεριτάρ] (ρ.) αξίζω, amerizaje [αμεριθάχε] (ουσΥαρσ.)
προσθαλάσσωση. amerizar [αμεριθάρ] (ρ.) προσθαλασ σώνω. ametrallador [αμετραγιαδόρ] (ουσΥ αρσ.) πολυβολητής, ametralladora [αμετραγιαδόρα] (ουσ./ θηλ.) πολυβόλο, ametrallar [αμετραγιάρ] (ρ.) πολυβολώ. amianto [αμιάν'το] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) αμίαντος. amiga [αμίγα] (ουσΥθηλ.) φίλη, φιλε νάδα, ερωμένη, amigable [αμιγάμπλε] (επίθ.) φιλικός, amigablemente [αμιγάμπλεμεν'τε] (επίρρ.) φιλικά. amigarse [αμιγάρσε] (ρ.) γίνομαι φί λος. amígdala [αμίγδαλα] (ουσΥθηλ.) αμυ γδαλή. amigo [αμίγο] (ουσΥαρσ.) φ ίλος amigóte [αμιγότε] (ουσΥαρσ.) φιλα ράκος. amiláceo [αμιλάθεο] (επίθ.) αμυλούχος αμυλώδης, amilanar [αμιλανάρ] (ρ.) τρομάζω, εκ φοβίζω. aminoácido [αμινοάθιδο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) αμινοξύ. aminorar [αμινοράρ] (ρ.) ελαττώνω, εκμηδενίζω, amistad [αμιστάδ] (ουσΥθηλ.) φιλία, amistar [αμιστάρ] (ρ.) συμφιλιώνω, amistoso [αμιστόσο] (επίθ.) φιλικός, amnesia [αμνέσια] (ουσΥθηλ.) αμνη σία. amnistía [αμνιστία] (ουσΥθηλ.) αμνη στία. amnistiar [αμνιστιάρ] (ρ.) αμνηστεύω, amo [άμο] (ουσΥαρσ.) αφέντης κύ ριος οικοδεσπότης, amoblado [αμομπλάδο] (επίθ.) επι πλωμένος, amoblar [αμομπλάρ] (ρ.) επιπλώνω. 54
amotinarse
am odorram iento [αμοδοραμιέν'το] (ουσΥαρσ.) υττνηλία, νύστα, amodorrarse [αμοδοράρσε] (ρ.) αποκοιμιέμαι. amodorrido [αμοντορίδο] (επίθ.) μου διασμένος, amohinar [αμοίνάρ] (ρ.) 1: λυπώ, 2: στενοχωρώ κάποιον, amohinarse [αμοίνάρσε] (ρ.) κατσου φιάζω, στενοχωριέμαι, amoladera [αμολαδέρα] (ουσ,/θηλ.) τροχός ακονίσματος. amolador [αμολαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ακόνι, τροχός ακονίσματος amoladura [αμολαδούρα] (ουσΥθηλ.) ακόνισμα, τρόχισμα, amolar [αμολάρ] (ρ.) ακονίζω, τροχί ζω. amoldar [αμολδάρ] (ρ.) πλάθω, προ σαρμόζω, amoldarse [αμολδάρσε] (ρ.) προσαρ μόζομαι, συμμορφώνομαι, amondongado [αμον'ντονγκάδο] (επίθ.) παχύς πλαδαρός, amonedar [αμονεδάρ] (ρ.) κόβω νό μισμα. amonestación [αμονεσταθιόν] (ουσ./ θηλ.) προειδοποίηση, επίπληξη, amonestador [αμονεσταδόρ] (επίθ.) επιφυλακτικός προειδοποιητικός, amonestar [αμονεστάρ] (ρ.) 1: παρα τηρώ, 2: προειδοποιώ, 3: επιπλήττω, amoniaco [αμονιάκο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) αμμωνία. amontonado [αμον'τονάδο] (επίθ.) στοιβαγμένος, amontonamiento [αμον'τοναμιέντο] (ουσ./αρσ.) στοίβαγμα, συσσώρευ ση. amontonar [αμον'τονάρ] (ρ.) στοιβά ζω, σωριάζω, συσσωρεύω, amor [αμόρ] (ουσ,/αρσ.) αγάπη, έρω τας. amoral [αμοράλ] (επίθ.) ανήθικος.
amoratado [αμορατάδο] (επίθ.) μελα νιασμένος από κρύο ή από ξύλο. amoratarse [αμορατάρσε] (ρ.) μελα νιάζω από κρύο ή από ξύλο. amordazar [αμορδαθάρ] (ρ.) φιμώνω, amorfo [αμόρφο] (επίθ.) άμορφος, amorío [αμορίο] (ουσ./αρσ.) ερωτική περιπέτεια, ρομάντζο, amoroso [αμορόσο] (επίθ.) στοργικός τρυφερός ερωτικός, amortajar [αμορταχάρ] (ρ.) σαβανώamortecer [αμορτεθέρ] (ρ.) 1: χαμη λώνω ήχο ή φ ως 2: χάνω τις αισθή σεις μου. amortiguador [αμορτιγουαδόρ] (ουσ./ αρσ.) 1: αποσβεστήρας 2: προφυλα κτήρας. amortiguar [αμορτιγουάρ] (ρ.) απο σβήνω, εξαλείφω, διαγράφω, amortiguación [αμοριγουαθιόν] (ουσ./ θηλ.) κατασιγασμός καθησυχασμός κατευνασμός. βΓηοΓΐίςυβιηίβηΐοίαμορτιγουαμιέν'το] (ουσ./αρσ.) σιγαστήρας, amortizable [αμορτιθάμπλε] (επίθ.) εξαγοράσιμος. amortización [αμορτιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) απόσβεση κεφαλαίου, εξόφλη ση. amortizar [αμορτιθάρ] (ρ.) αποσβήνω, εξοφλώ. amoscarse [αμοσκάρσε] (ρ.) εξάπτομαι, θυμώνω, νευριάζω, amostazar [αμοσταθάρ] (ρ.) εξοργίζω, νευριάζω, amotinado [αμοτινάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) στασιαστής επαναστάτης 2: (επίθ.) στασιαστικός επαναστατικός, amotinamiento [αμοτιναμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) στάση, εξέγερση, ανταρσία, επα νάσταση, amotinar [αμοτινάρ] (ρ.) εξεγείρω, amotinarse [αμοτινάρσε] (ρ.) εξεγεί 55
am ovible
ρομαι, στασιάζω, επαναστατώ, amovible [αμοβίμπλε] (επίθ.) αποσπάσιμος αφαιρέσιμος. amparador [αμ'παραδόρ] 1: (ουσ./ αρσ.) προστάτης 2: (επίθ.) προστα τευτικός amparar [αμ'παράρ] (ρ.) 1: προστα τεύω, 2: υποθάλπτω, 3 επικουρώ, amparo [αμ'πάρο] (ουσ./αρσ.) προ στασία, επικουρία, amperímetro [αμ'περίμετρο] (ουσ./ αρσ.) αμπερόμετρο. amperio [αμ'πέριο] (ουσΥαρσ.) (Ηλεκτρ.) αμπέρ. ampliación [αμ'πλιαθιόν] (ουσΥθηλ.) μεγέθυνση, διεύρυνση, αύξηση, ampliable [αμ'πλιάμπλε] (επίθ.) επε κτατικός. ampliadora [αμ'πλιαδόρα] (ουσΥθηλ.) μεγεθυντής, ampliar [αμ'πλιάρ] (ρ.) μεγεθύνω, διευ ρύνω, αυξάνω, amplificación [αμ'πλιφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) διεύρυνση, ενίσχυση, amplificador Ιαμ'πλιφικαδόρ] (ουσΥ αρσ.) ενισχυτής amplificar [αμ'πλιφικάρ] (ρ.) ενισχύω, amplio [άμ'πλιο] (επίθ.) ευρύς ευρύ χωρος φαρδύς, amplitud [αμ'πλιτούδ] (ουσΥθηλ.) ευ ρύτητα, ευρυχωρία, ampo [άμ'πο] (ουσΥαρσ.) αςττραφτερή λευκότητα, ampolla [αμ'πόγια] (ουσΥθηλ.) 1: φυσαλίδα, φουσκάλα, 2: φιαλίδιο, αμπού λα,. ampollarse [αμ'πογιάρσε] (ρ.) βγάζω φουσκάλες, ampolleta [αμ'πογιέτα] (ουσΥθηλ.) κλε ψύδρα. ampulosidad [αμ'πουλοσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) στόμφος μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία. ampuloso [αμπουλόσο] (επίθ.) 1: επι
τηδευμένος 2: εξεζητημένος, amputación [αμ'πουταθιόν] (ουσΥ θηλ.) απότμηση, ακρωτηριασμός, amputar [αμ'πουτάρ] (ρ.) ακρωτηριά ζω. amueblado [αμουεμπλάδο] (επίθ.) επι πλωμένος, amueblar [αμουεμπλάρ] (ρ.) επιπλώ νω. amuinar [αμουινάρ] (ρ.) εξοργίζω, amulatado [αμουλατάδο] (επίθ.) που μοιάζει με μιγά. amuleto [αμουλέτο] (ουσΥαρσ.) φυ λαχτό. amurallado [αμουραγιάδο] (επίθ.) εντοι χισμένος περιτοιχισμένος, amurallar [αμουραγιάρ] (ρ.) περιτοι χίζω. amurrarse [αμουράρσε] (ρ.) απογοη τεύομαι. amusgar [αμουσγάρ] (ρ.) 1: ρίχνω πί σω τα αυτιά μου (λέγεται για τα ζώα), 2: μισοκλείνω τα μάτια μου. anacarado [ανακαράδο] (επίθ.) μαρ γαριταρένιος anacardo [αναρκάδο] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) ανακάρδιο, ακαζού, anaconda [ανακόνδα] (ουσΥθηλ.) ανακόντα. anacrónico [ανακρόνικο] (επίθ.) ανα χρονιστικός οπισθοδρομικός πα λιομοδίτικος ξεπερασμένος, anacronismo [ανακρονίσμο] (ουσΥαρσ.) αναχρονισμός anafilaxis [αναφιλάξις] (ουσΥθηλ.) ανα φυλαξία, ánade [άναδε] (ουσΥαρσ.) πάπια, anadear [αναδεάρ] (ρ.) περπατώ σαν πάπια. anafe [ανάφε] (ουσΥαρσ.) φορητό κουζινάκι. anagrama [αναγράμα] (ουσΥαρσ.) ανα γραμματισμός ,ανάγραμμα. anal [ανάλ] (επίθ.) πρωκτικός 56
andadura
anales [ανάλες] (ουσ./αρσ.) πληθ. τα χρονικά. analfabetismo [αναλφαμπετίσμο] (ουσ./ αρσ.) αναλφαβητισμός, αγραμματο σύνη. analfabeto [αναλφαμπέτο] (επίθ.) αναλ φάβητος, αγράμματος, analgesia [αναλχεσία] (ουσ,/θηλ.) αναλ γησία, αναισθησία, απάθεια, analgésico [αναλχέσικο] (επίθ.) αναλ γητικός. análisis [ανάλισις] (ουσ,/αρσ.) ανάλυ ση. analista [αναλίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) μικροβιολόγος, analíticamente [αναλίτικαμεν'τε] (επίρρ.) διεξοδικά, αναλυτικά, analítico [αναλίτικο] (επίθ.) αναλυτι κός. analizar [αναλιθάρ] (ρ.) αναλύω, análogamente [ανάλογαμεν'τε] (επίρρ.) αναλογικά, ανάλογα, analogía [αναλοχία] (ουσ,/θηλ.) ανα λογία, ποσοστό, análogo [ανάλογο] (επίθ.) αναλογικός. ananá(s) [ανανά(ς)] (ουσ./αρσ.) ανα νάς. anaquel [ανακέλ] (ουσ7αρσ.) ράφι. anaquelería [ανακελερία] (ουσ,/θηλ.) ράφια, ραφιέρα. anaranjado [αναρανχάδο] (επίθ.) πορτοκαλόχρωμος πορτοκαλής, anarquía [αναρκία] (ουσ,/θηλ.) αναρ χία. anárquico [ανάρκικο] (επίθ.) άναρχος, αναρχικός, anarquismo [αναρκίσμο] (ουσ,/αρσ.) αναρχισμός, anarquista [αναρκίστα] 1: (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αναρχικός, αντεξουσιαστής 2: (επίθ.) αναρχικός, anatema [ανατέμα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) ανάθεμα, αφορισμός. anatematizar [ανατεματιθάρ] (ρ.) ανα
θεματίζω, αφορίζω. anatomía [ανατομία] (ουσ,/θηλ.) ανα τομία. anatómico [ανατόμικο] (επίθ.) ανατο μικός. anatomizar [ανατομιθάρ] (ρ.) κατατέ μνω, κατατεμαχίζω, anca [άνκα] (ουσ7θηλ.) γλουτοί, οπί σθια. ancestral [ανθεστράλ] (επίθ.) προγο νικός. ancestro [ανθέστρο] (ουσ./αρσ.) πρό γονος. ancianidad [ανθιανιδάδ] (ουσ,/θηλ.) γήρας. anciano [ανθιάνο] 1: (ουσ./αρσ.) ηλι κιωμένος, γέρος 2: (επίθ.) ηλικιωμέ νος. anda [άνκλα] (ουσ7θηλ.) άγκυρα, ancladero [ανκλαδέρο] (ουσ./ αρσ.) αγκυροβόλιο, όρμος, anclaje [ανκλάχε] (ουσ,/αρσ.) έξοδα αγκυροβολισμού. anclar [ανκλάρ] (ρ.) αγκυροβολώ, ancho [άντσο] (επίθ.) φαρδύς πλατύς, anchoa [αντσόα] (ουσ7θηλ.) αντζούγια. anchura [αντσούρα] (ουσ./θηλ.) φάρ δος πλάτος, anchuroso [αντσουρόσο] (επίθ.) ευ ρύς ευρύχωρος, ancón [ανκόν] (ουσ,/αρσ.) αραξοβόλι, όρμος. áncora [άνκορα] (ουσ,/θηλ.) άγκυρα, andadas [ανντάδας] (ουσ7θηλ.) πληθ. ίχνη, αχνάρια, andaderas [αν'νταδέρας] (ουσ,/θηλ.) πληθ. μωρουδίστικη στράτα, andado [αν'ντάδο] (επίθ.) τετριμμέ νος παλιός (για ρούχα). andador [αν'νταδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.) περιπατητής 2: (επίθ.) γρήγορος στο βάδην. andadura [αν'νταδούρα] (ουσ,/θηλ.) 57
andaluzada
βάδην, βηματισμός, andaluzada [αν'νταλουθάδα] (ουσ./ θηλ.) υπερβολή, andamiada [αν'νταμιάντα] (ουσΥθηλ.) κρηπίδωμα, εξέδρα, σκαλωσιά, andamiaje [αν'νταμιάχε] (ουσΥαρσ.) σκαλωσιά, andamio [αν'ντάμιο] (ουσΥαρσ.) σκα λωσιά. andana [αν'ντάνα] (ουσΥθηλ.) γραμ μή, σειρά, andanada [αν'ντανάδα] (ουσΥθηλ.) 1: ομοβροντία, 2: κερκίδα, andante [αν'ντάν'τε] (επίθ.) περιπλανώμενος. andanzas [αν'ντάνθα] (ουσΥθηλ.) πληθ. περιπέτεια, andar [αν'ντάρ] (ρ.) περπατώ, βαδίζω, πηγαίνω. andariego [αν'νταριέγο] (επίθ.) 1: ταξι διάρης, 2: αεικίνητος, andarina [αν'νταρίνα] (ουσΥθηλ.) χε λιδόνι. andarivel [αν'νταρίβελ] (ουσΥαρσ.) πλωτό πορθμείο, andas [αν'ντας] (ουσΥθηλ.) πληθ. φο ρείο. andén [αν'ντέν] (ουσΥαρσ.) αποβά θρα. Andes [άνδες] (ουσΥαρσ.) πληθ. Άν δεις. andino [ανδίνο] (επίθ.) των Ανδεων, andorga [αν'ντόργα] (ουσΥθηλ.) κοι λιά. andrajo [αν'ντράχο] (ουσΥαρσ.) ρά κος, κουρέλι, andrajoso [αν'ντραχόσο] (επίθ.) ρα κένδυτος, κουρελής, andrómina [αν'ντρόμινα] (ουσΥθηλ.) ψεματάκι, andurriales [αν'ντουριάλες] (ουσΥαρσ.) πληθ. απόμακρο μέρος, anécdota [ανέκδοτα] (ουσΥθηλ.) ανέκ δοτο.
anecdótico [ανεκδότικο] (επίθ.) ανεκδοτικός anegación [ανεγαθιόν] (ουσΥθηλ.) πλημ μύρα. anegadizo [ανεγαδίθο] (επίθ.) που πλημ μυρίζει συχνά, anegar [ανεγάρ] (ρ.) πλημμυρίζω, anejo [ανέχο] (επίθ.) προσαρτημένος ενσωματωμένος, ενταγμένος. anemia [ανέμια] (ουσΥθηλ.) αναιμία, anémico [ανέμικο] (επίθ.) αναιμικός, anémona [ανέμονα] (ουσΥθηλ.) ανε μώνη. anestesia [ανεστέσια] (ουσΥθηλ.) αναι σθησία, νάρκωση, anestesiar [ανεστεσιάρ] (ρ.) αναισθητοποιώ, ναρκώνω, anestésico [ανεστέσικο] (επίθ.) αναι σθητικός. anestesista [ανεστεσίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αναισθησιολόγος. anexar [ανεξάρ] (ρ.) επισυνάπτω, συ νυποβάλλω, προσαρτώ, anexión [ανεξιόν] (ουσΥθηλ.) προσάρ τηση, εννσωμάτωση, ένταξη, anexionar [ανεξιονάρ] (ρ.) προσαρτώ (έδαφος). anexo [ανέξο] (επίθ.) προσαρτημένος, ενσωματωμένος, anfibio [ανφίβιο] (ουσΥαρσ.) αμφίβιο, anfiteatro [ανφιτεάτρο] (ουσΥαρσ.) αμφιθέατρο, anfitrión [ανφιτριόν] (ουσΥαρσ.) αμφι τρύωνας οικοδεσπότης ánfora [άνφορα] (ουσΥθηλ.) αμφορέ ας. anfractuosidad [ανφρακτουοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) τραχύτητα, δριμύτητα, σκληρότητα, angarillas [ανγκαρίγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. 1: καροτσάκι, καλάθι ποδηλά του, 2: λαδοξιδιέρα. ángel [άνχελ] (ουσΥαρσ.) άγγελος, angelical [ανχελικάλ] (επίθ.) αγγελι58
anisado
μος 2: ασθμαίνων. anidar [ανιδάρ] (ρ.) φωλιάζω, anilla [ανίγια] (ουσ,/θηλ.) κρίκος, anillar [ανιγιάρ] (ρ.) φτιάχνω ή χρησι μοποιώ κρίκους, anillo [ανίγιο] (ουσ/αρσ.) 1: δακτύ λιο ς κύκλος δακτυλίδι, 2: μικρή μπούκλα. ánima [άνιμα] (ουσ7θηλ.) ψυχή. animación [ανιμαθιόν] (ουσ/θηλ.) 1: ζωηρότητα, κίνηση, 2: εμψύχωση. animado [ανιμάδο] (επίθ.) ζωντανός ζωηρός. animador [ανιμαδόρ] (ουσ7αρσ.) 1: ανιματέρ, 2: αρχηγός φιλάθλων, animadversión [ανιμαδβερσιόν] (ουσ./ θηλ.) κακεντρέχεια, μοχθηρία, κακο βουλία, εμπάθεια, δολιότητα. animal [ανιμάλ] (ουσ,/αρσ.) ζώο. animalada [ανομαλάδα] (ουσ,/θηλ.) 1: ανοησία, 2: αίσχος 3: βαρβαρότητα, animalidad [ανιμαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ζωότητα. animar [ανιμάρ] (ρ.) εμψυχώνω, ζωη ρεύω. animarse [ανιμάρσε] (ρ.) 1: παίρνω απόφαση, 2: ζωηρεύω, ánimo [άνιμο] (ουσ,/αρσ.) εμψύχωση, ψυχή, κουράγιο, animoso [ανιμόσο] (επίθ.) αποφασι στικός animosidad [ανιμοσιδάδ] (ουσ7θηλ.) μοχθηρία, κακεντρέχεια, αχρειότη τα. aniñado [ανινιάδο] (επίθ.) παιδαριώ δης παιδιάστικος aniquilación [ανικιλαθιόν] (ουσ7θηλ.) εκμηδένιση, καταστροφή, aniquilar [ανικιλάρ] (ρ.) εκμηδενίζω, καταστρέφω, anís [ανίς] (ουσ,/αρσ.) 1: γλυκάνισος 2: σαμπούκα. anisado [ανισάδο] (επίθ.) με γεύση γλυκάνισου.
angélico [ανχέλικο] (επίθ.) αγγελικός, angina [ανχίνα] (ουσ,/θηλ.) φλεγμονή αμυγδαλών, anglicano [ανγλικάνο] 1: (ουσ./αρσ.) Αγγλικανός 2: (επίθ.) αγγλικανός -ή, -ό, αγγλικανικός. anglicismo [ανγλιθίσμο] (ουσ,/αρσ.) αγγλισμός, anglosajón [ανγλοσαχόν] 1: (ουσ./ αρσ.) Αγγλοσάξων, 2: (επίθ.) αγγλοσαξωνικός. angora [ανγκόρα] (ουσ7θηλ.) ανγκορά (ύφασμα). angostar [ανγκοστάρ] (ρ.) στενεύω, angosto [ανγκόστο] (επίθ.) στενός, angostura [ανγκοστούρα] (ουσ7θηλ.) 1: στενότητα, 2: στενό πέρασμα, angra [άνγκρα] (ουσ7θηλ.) κολπίσκος ρέμα. anguila [ανγκίλα] (ουσ7θηλ.) χέλι. angular [ανγκουλάρ] (επίθ.) γωνιώδης γωνιακός, ángulo [άνγκουλο] (ουσ7αρσ.) γωνία, anguloso [ανγκουλόσο] (επίθ.) γωνιώ δης. angurria [ανγκούρρια] (ουσ7θηλ.) 1: ουρολοίμωξη, 2: συχνοουρία. angurriento [ανγκουρριέν'το] (επίθ.) άπληστος αδηφάγος, αχόρταγος, angustia [ανγκούστια] (ουσ7θηλ.) αγωνία, άγχος, angustiado [ανγκουστιάδο] (επίθ.) αγ χωμένος. angustiar [ανγκουστιάρ] (ρ.) αγχώνω, angustioso [ανγκουστιόσο] (επίθ.) αγωνιώδης αγχώδης, anhelante [ανελάντε] (επίθ.) λαχταρι στός. anhelar [ανελάρ] (ρ.) επιθυμώ διακαώ ς λαχταρώ, anhelo [ανέλο] (ουσ7αρσ.) λαχτάρα, σφοδρός πόθος, anheloso [ανελόσο] (επίθ.) 1: πρόθυ 59
aniversario
aniversario [ανιβερσάριο] (ουσ./αρσ.) επέτειος, ano [άνο] (ουσ./αρσ.) πρωκτός, anoche [ανότσε] (επίρρ.) χθες το βρά δυ. anochecedor [ανοτσεθεδόρ] (ουσ,/αρσ.) νυχτοπούλι, κουκουβάγια, anochecer [ανοτσεθέρ] 1: (ρ.) βρα διάζει, 2: (ουσ,/αρσ.) σούρουπο, δει λινό. anochecida [ανοτσεθίδα] (ουσ,/θηλ.) σούρουπο, λυκόφως, anódino [ανόδινο] (επίθ.) ανώδυνος, αβλαβής, ánodo [άνοδο] (ουσ,/αρσ.) άνοδος, anomalía [ανωμαλία] (ουσ,/θηλ.) ανω μαλία. anómalo [ανόμαλο] (επίθ.) ανώμαλος, anonadación [ανοναδαθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: εξόντωση, καταστροφή, 2: έκπληξη. anonadar [ανοναδάρ ] (ρ.) 1: εξοντώ νω, καταστρέφω, 2: εκπλήσσω, anonimato [ανονιμάτο] (ουσ,/αρσ.) ανωνυμία, αφάνεια. anónimo [ανόνιμο] (επίθ.) ανώνυμος αφανής. anorexía [ανορεξία] (ουσ,/θηλ.) ανο ρεξία. anormal [ανορμάλ] (επίθ.) ανώμαλος, anormalidad [ανορμαλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ανωμαλία, anotar [ανοτάρ] (ρ.) σημειώνω, anquilosamiento [ανκιλοσαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) 1: αδράνεια, 2: αγκύλω ση, παράλυση, anquilosarse [ανκιλοσάρσε] (ρ.) 1: αδρανώ, 2: παθαίνω αγκύλωση, πα ραλύω. ánsar [άνσαρ] (ουσ./αρσ.) χήνα. ansarino [ανσαρίνο] (ουσ,/αρσ.) χηνάκι. ansia [άνσια] (ουσ,/θηλ.) άγχος αδη μονία, πόθος.
ansiado [ανσιάδο] (επίθ.) επιθυμητός ποθητός, ansiar [ανσιάρ] (ρ.) ποθώ, λαχταρώ, ansiedad [ανσιεδάδ] (ουσΥθηλ.) άγ χος αδημονία, ansioso [ανσιόσο] (επίθ.) ανήσυχος νευρικός, anta [αν'τα] (ουσ,/θηλ.) (Ζωολ.) αλκή. antagónico [αν'ταγόνικο] (επίθ.) αντα γωνιστικός ανταγωνίσιμος. antagonismo [αν'ταγονίσμο] (ουσ./ αρσ.) ανταγωνισμός, antagonista [αν'ταγονίστα] 1: (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) ανταγωνιστής ανταγωνίστρια, αντίπαλος 2: (επίθ.) ανταγω νιστικός antaño [αν'τάνιο] (επίρρ.) πριν χρόνια, στο παρελθόν, antártico [αν'τάρτικο] (επίθ.) ανταρκτικός. Antártida [αν'τάρτιδα] (ουσ./θηλ.) Ανταρκτική, ante [άν'τε] (ουσ,/αρσ.) καστόρι, ante [άν'τε] (προθ.) μπροστά, anteado [αν'τεάδο] (επίθ.) φαιοκίτρι νος. anteanoche [αν'τεανότσε] (επίρρ.) προ χθές το βράδυ, anteayer [αν'τεαγέρ] (επίρρ.) προ χθές. antebrazo [αν'τεμπράθο] (ουσΥαρσ.) πήχυς. antecámara [αν'τεκάμαρα] (ουσ,/θηλ.) προθάλαμος αίθουσα αναμονής, antecedencia [αν'τεθεδένθια] (ουσ./ θηλ.) προτεραιότητα, antecedente [αν'τεθεδέν'τε] (επίθ.) προηγούμενος, anteceder [αντεθεδέρ] (ρ.) προηγού μαι. antecesor [αν'τεθεσόρ] (ουσ,/αρσ.) προκάτοχος. antecocina [αν'τεχοθίνα] (ουσ,/θηλ.) λάντζα. 60
anticorrosivo
antedatar [αν'τεδατάρ] (ρ.) προχρο νολογώ. antediluviano [αν'τεδιλουβιάνο] (επίθ.) προκατακλυσμιαίος, antelación [αν'τελαθιόν] (ουσΥθηλ.) προκαταβολή · con antelación - νω ρίτερα, έγκαιρα, πριν. antelina [αν'τελίνα] (ουσΥθηλ.) σουέτ δέρμα. antemano [αν'τεμάνο] (επίρρ.) · de antemano - προκαταβολικά, antena [αν'τένα] (ουσ,/θηλ.) κεραία, antenatal [αν'τενατάλ] (επίθ.) προγενέθλιος πρόγονος, antenombre [αν'τενόμπρε] (ουσΥ αρσ.) τίτλος ευγενείας. anteojera [αν'τεοχέρα] (ουσΥθηλ.) θή κη γυαλιών, anteojeras [αν'τεοχέρας] (ουσΥθηλ.) πληθ. παρωπίδες, anteojo [αν'τεόχο] (ουσ,/αρσ.) μικρό τηλεσκόπιο, κυάλια. antepagar [αν'τεπαγάρ] (ρ.) προπλη ρώνω. antepasado [α\/τεπασάδο] (επίθ.) προη γούμενος προτελευταίος antepasados [αν'τεπασάδος] (ουσΥ αρσ.) πληθ. πρόγονοι, antepatio [αν/τεπάτιο] (ουσΥαρσ.) προ αύλιο. antepecho [αν'τεπέτσο] (ουσΥαρσ.) παραπέτο, περβάζι, antepenúltimo [αν'τεπενούλτιμο] (επίθ.) προπροτελευταίος anteponer [αν'τεπονέρ] (ρ.) 1: τοποθε τώ μπροστά από, 2: προτιμώ, anteproyecto [αν'τεπρογιέκτο] (ουσΥ αρσ.) προσχέδιο, anterior [αν'τεριόρ] (επίθ.) προηγού μενος προγενέστερος, anterioridad [αν'τεριοριδάδ] (ουσ./ θηλ.) προτεραιότητα, anteriormente [αν'τεριόρμεν'τε] (επίρρ.) προηγουμένως νωρίτερα.
antes [άν'τες] (επίρρ.) πριν, προηγου μένως. antesala [αν'τεσάλα] (ουσΥθηλ.) προ θάλαμος. antiácido [αν'τιάθιδο] (επίθ.) αντιόξινος. antiadherente [αν'τιαδερέν'τε] (επίθ.) αντικολλητικός · olla antiadherente - αντικολλητική κατσαρόλα, antiaéreo [αν'τιαέρεο] (επίθ.) αντιαε ροπορικός, antialcohólico [αν'τιαλκοόλικο] (επίθ.) αντιαλκοολικός. antibiótico [αν'τιμπιότικο] 1: (ουσΥ αρσ.) το αντιβιοτικό, 2: (επίθ.) αντιβιοτικός anticiclón [αν'τιθικλόν] (ουσΥαρσ.) αντικυκλώνας, anticipación [αν'τιθιπαθιόν] (ουσΥθηλ.) προκαταβολή · con anticipación - νω ρίτερα, έγκαιρα, προκαταβολικά, anticipado [αν'τιθιπάδο] (επίθ.) προ καταβολικός, anticipar [αν'τιθιπάρ] (ρ.) επισπεύδω, προκαταβάλλω, anticipo [αν'τίθιπο] (ουσΥαρσ.) προ καταβολή, anticlerical [αν'τικλερικάλ] (επίθ.) αντι κληρικός antidericalismo [αν'τικλερικαλίσμο] (ουσΥαρσ.) αντικληρικισμός anticoaguiante [αν'τικοαγουλάν'τε] (επίθ.) αντιπηκτικός, anticoncepción [αν'τικονθεπθιόν] (ουσΥ θηλ) αντισύλληψη, anticonceptivo [αν'τικονθεπτίβο] 1: (ουσΥαρσ.) το αντισυλληπτικό, 2: (επίθ.) αντισυλληπτικός. anticongelante [αν'τικονχελάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) το αντιψυκτικό, 2: (επίθ.) αντιψυκτικός anticonstitucional [αν'τικονστιτουθιονάλ] (επίθ.) αντισυνταγματικός anticorrosivo [αν'τικοροσίβο] (επίθ.) 61
anticristo
1: αντισκωριακός, 2: αντιδιαβρωτικός. anticristo [αν'τικρίστο] (ουσ./αρσ.) ο Αντίχριστος, anticuado [αν'τικουάδο] (επίθ.) παλιο μοδίτικος, απαρχαιωμένος, συντη ρητικός περασμένης μόδας anticuario [αν'τικουάριο] (ουσΥαρσ.) παλαιοπώλης. anticuarse [αν'τικουάρσε] (ρ.) παλαιώνω. anticuerpo [αν'τικουέρπο] (ουσ./αρσ.) αντίσωμα, antidemocrático [αν'τιδεμοκράτικο] (επίθ.) αντιδημοκρατικός. antideportivo [αν'τιδεπορτίβο] (επίθ.) αντιαθλητικός antideslizante [αν'τιδεσλιθάν'τε] (επίθ.) αντιολισθητικός, antideslum brante [αν'τιδεδλουμ'μπράν'τε] (επίθ.) αντιθαμβωτικός. antidetonante [αν'τιδετονάν'τε] (επίθ.) αντιπυροκροτικός. antídoto [αντίδοτο] (ουσ,/αρσ.) αντί δοτο. antiestético [αν'τιεστέτικο] (επίθ.) αντιαισθητικός ακαλαίσθητος, antifascismo [αν'τιφασθίσμο] (ουσ./ αρσ.) αντιφασισμός. antifascista [αν'τιφασθίστα] (επίθ.) αντι φασιστικός, antifaz [αντιφάθ] (ουσ,/αρσ.) προσω πίδα, μάσκα, antígeno [αν'τίχενο] (ουσ7αρσ.) (Βιολ.) αντιγόνο. antigualla [αν'τιγουάγια] (ουσ,/θηλ.) κειμήλιο, αντίκα. antigüedad [αν'τιγουεδάδ] (ουσ,/θηλ.) παλαιότητα, αρχαιότητα, αντίκα. antiguo [αν'τίγουο] (επίθ.) παλιός αρ χαίος antihigiénico [αν'τιιχιένικο] (επίθ.) αν θυγιεινός antihistamínico [αντιισταμίνικο] (επίθ.)
αντιισταμινικός. antiinflacionista [αν'τιινφλαθιονίστα] (επίθ.) αντιπληθωριστικός. antílope [αν'τίλοπε] (ουσ,/αρσ.) αντι λόπη. antillano [αν'τιγιάνο] 1: (ουσ,/αρσ.) κα ταγόμενος από τις Αντίλλες 2: (επίθ.) αντιλλιανός. Antillas [Αντίγιας] (ουσ7θηλ.) πληθ. Αντίλλες. antimisil [αν'τιμίσιλ] (επίθ.) αντιπυ ραυλικός. antimonopolio [αν'τιμονοπόλιο] (επίθ.) αντιμονοπωλιακός. antinacional [αν'τιναθιονάλ] (επίθ.) αντεθνικός, antinatural [αν'τινατουράλ] (επίθ.) ενά ντιος στη φύση, αφύσικος ανώμαλος, antioxidante [αν'τιοξιδάν'τε] (επίθ.) αντιοξειδωτικός. antipara [αν'τιπάρα] (ουσΥθηλ.) παραβάν. antiparras [αν'τιπάρας] (ουσ./θηλ.) πληθ. ματογυάλια, antipatía [αν'τιπατία] (ουσ,/θηλ.) απέ χθεια, αντιπάθεια, αποστροφή, antipatriótico [αν'τιπατριότικο] (επίθ.) αντιπατριωτικός antipático [αν'τιπάτικο] (επίθ.) αντιπα θητικός απεχθής, antipirético [αν^ιπιρέτικο] (επίθ.) αντιπυρετικός antípodas [αν'τίποδας] (ουσ,/θηλ.) πληθ. αντίποδες antiquísimo [αν'τικίσιμο] (επίθ.) αρ χαιότατος, antirreglamentario [αν'τιρεγλαμεν'τάριο] (επίθ.) παράνομος, αντισυνταγ ματικός. antirrobo [αν'τιρόμπο] (ουσ7αρσ.) το αντικλεπτικό. antiséptico [αν'τισέπτικο] 1: (ουσ./ αρσ.) το αντισηπτικό, 2: (επίθ.) αντι σηπτικός. 62
antisocial [αν'τισοθιάλ] (επίθ.) αντι κοινωνικός, antitanque [αν'τιτάνκε] (επίθ.) αντιαρ ματικός. antítesis [αν'τίτεσις] (ουσ7θηλ.) αντί θεση, διαφορά, σύγκρουση, antitético [αν'τιτέτικο] (επίθ.) αντιθε τικός. antojadizo [αν'τοχαδίθο] (επίθ.) ιδιό τροπος καπριτσιόζος. antojarse [αν'τοχάρσε] (απρ. ρ.) (όπως gustar) επιθυμώ, θέλω, έχω όρεξη για κάτι · se me antoja un chocolate έχω όρεξη για σοκολάτα, antojo [αν'τόχο] (ουσ7αρσ.) ιδιορρυθ μία, ιδιοτροπία, παραξενιά, καπρί τσιο. antología [αν'τολοχία] (ουσ,/θηλ.) αν θολογία. antónimo [αν'τόνιμο] (ουσ,/αρσ.) (Γραμμ.) αντώνυμο, π.χ · delante - detrás - μπροστά-πίσω. antonomasia [αν'τονομασία] (ουσ./ θηλ.) αντονομασία, antorcha [αν'τόρτσα] (ουσ./θηλ.) δαυ λό ς δάδα. antracita [αν'τραθίτα] (ουσ^θηλ.) (Ορυκτ.) ανθρακίτης ántrax ['αν'τραξ] (ουσ./αρσ.) (Χημ.) άν θρακας. antro [άν'τρο] (ουσ,/αρσ.) άντρο, κρη σφύγετο, κρυψώνα, καταφύγιο, antropofagia [αν'τροποφάχια] (ouc / θηλ.) ανθρωποφαγία. antropófago [αν'τροπόφαγο] (επίθ.) ανθρωποφάγος. antropología [αν'τροπολοχία] (ουσ./ θηλ.) ανθρωπολογία, antropológico [αν'τροπολόχικο] (επίθ.) ανθρωπολογικός. antropólogo [αν'τροπόλογο] (ουσ./ αρσ.) ανθρωπολόγος, antropomorfismo [αν'τροπομορφίσμο] (ουσ,/αρσ.) ανθρωπομορφισμός
antuvión [αν'τουβιόν] (ουσ/αρσ.) γδού πος κρότος δυνατός χτύπος, anual [ανουάλ] (επίθ.) ετήσιος μονοε τής. anualidad [ανουαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ετή σια πρόοδος, anuario [ανουάριο] (ουσ./αρσ.) επε τηρίδα. anubarrado [ανουμπαράδο] (επίθ.) νε φοσκεπής συννεφιασμένος, anublar [ανουμπλάρ] (ρ.) συννεφιάζω, anudar [ανουδάρ] (ρ.) κάνω κόμπο, δένω. anuencia [ανουένθια] (ουσ7θηλ.) συ γκατάθεση, συναίνεση, συγκατάβα ση. anulación [ανουλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ακύ ρωση. anular [ανουλάρ] (ρ.) ακυρώνω, anular [ανουλάρ] 1: (ουσ,/αρσ.) δαχτυλΐδι, κρίκος, 2: (επίθ.) δαχτυλιοειδής. anunciación [ανουνθιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ανακοίνωση, διάγγελμα, anunciador [ανουνθιαδόρ] (ουσ7αρσ.) εξάγγελος αγγελιοφόρος, anunciante [ανουνθιάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) διαφημιστής anunciar [ανουνθιάρ] (ρ.) αναγγέλλω, ανακοινώνω, εξαγγέλλω, anuncio [ανούνθιο] (ουσΥαρσ.) αγγε λία, αναγγελία, εξαγγελία, anzuelo [ανθουέλο] (ουσ,/αρσ.) αγκί στρι. añadido [ανιαδίδο] (ουσ,/αρσ.) πρό σθημα, ποστίς. añadidura [ανιαδιδούρα] (ουσ7θηλ.) πρόσθεση, añadir [ανιαδίρ] (ρ.) αθροίζω, προσθέ τω. añafea [ανιαφέα] (ουσ./θηλ.) χαρτί συσκευασίας. añagaza [ανιαγάθα] (ουσ,/θηλ.) δόλω μα, κόλπο, añal [ανιάλ] (επίθ.) ενός έτους χρο63
añejar νεια, ευγενικότητα. apacible [απαθίμπλε] (επίθ.) ήπιος ήμερος. apaciguamiento [απαθιγουαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) κατευνασμός καθησυχασμός. apaciguar [απαθιγουάρ] (ρ.) κατευνά ζω, καταπραΰνω, καλμάρω, apache [απάτσε] (ουσΥαρσ.) Ινδιάνος της φυλής Απάτσι, apachurrar [απατσουράρ] (ρ.) συντρί βω, θρυμματίζω, apadrinamiento [απαδριναμιέν'το] (ουσΥαρσ.) αναδοχή, apadrinar [απαδρινάρ] (ρ.) 1: αναδέχομαι, βαφτίζω, 2: υποστηρίζω, προ ωθώ, ενισχύω, apagado [απαγάδο] (επίθ.) 1: σβηστός (για φως ή ηλεκτρική συσκευή), 2: μη ενεργός (για ηφαίστειο), 3: σιγανός (για ήχο), 4: μουντός θαμπός άτονος (για χρώμα). apagador [απαγαδόρ] (ουσΥαρσ.) πυ ροσβεστήρας, apagar [απαγάρ] (ρ.) σβήνω, καταπνί γω. apagón [απαγόν] (ουσΥαρσ.) συσκότι ση, μπλακάουτ. apalabrar [απαλαμπράρ] (ρ.) συμφω νώ, δίνω τον λόγο μου. apalancamiento [απαλανκαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) σύστημα μοχλών, apalancar [απαλανκάρ] (ρ.) ανασηκώνω με μοχλό, apaleamiento [απαλεαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) χτύπος, apalear [απαλεάρ] (ρ.) ξυλοκοπώ, δέρ νω. apaleo [απαλέο] (ουσΥαρσ.) λίχνισμα, ξυλοκόπημα, apanalado [απαναλάδο] (επίθ.) εξαγωνικός apandillar [απαν'ντιγιάρ] (ρ.) σχηματί ζω ομάδα.
νιάρικος. añejar [ανιέχαρ] (ρ.) γερνώ, ηλικιώνομαι. añejo [ανιέχο] (επίθ.) παλιός (κυρίως για κρασί ή ποτό). añicos [ανίκος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. θρύ ψαλα, θρύμματα, añil [ανίλ] (ουσ,/αρσ.) λουλ'άκι, το λουλακί χρώμα, añinos [ανίνος] (ουσΥαρσ.) πληθ. μαλ λί από πρόβατο, año [άνιο] (ουσΥαρσ.) χρόνος, έτος · ¿cuántos años tiene tu hermana? πόσο χρονών είναι η αδερφή σου; •con veinte años fui a Madrid - στα είκοσι μου πήγα στη Μαδρίτη · año académico - ακαδημαϊκό έτος · año escolar - σχολικό έτος · este libro es del año de la pera - αυτό το ββλίο είναι πολύ παλιό · Año Nuevo - Πρω τοχρονιά · ¡Feliz Año Nuevo! -Καλή χρονιά!. añojal [ανιοχάλ] (ουσΥαρσ.) έκταση σε αγρανάπαυση, añoranza [ανιοράνθα] (ουσΥθηλ.) νο σταλγία, añorar [ανιοράρ] (ρ.) νοσταλγώ, añoso [ανιόσο] (επίθ.) πολυετής, aojar [αοχάρ] (ρ.) φοράω χάντρα για το μάτιασμα, aojo [αόχο] (ουσΥαρσ.) το κακό μάτι, μάτιασμα, βασκανία. aorta [αόρτα] (ουσΥθηλ.) αορτή, aovado [αοβάδο] (επίθ.) ωοειδής οβάλ. aovar [αοβάρ] (ρ.) ωοτοκώ. apabullar [απαμπουγιάρ] (ρ.) 1: στρι μώχνω, συνθλίβω, 2: τρομάζω κά ποιον. apacentadero [απαθεν'ταδέρο] (ουσΥ αρσ.) βοσκότοπος, apacentar [απαθεν'τάρ] (ρ.) βοσκώ. apacibilidad [απαθιμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) 1: ηρεμία, πραότητα, 2: προσή 64
apear apandillarse [απαν'ντιγιάρσε] (ρ.) συ σπειρώνομαι, apantallar [απαν'ταγιάρ] (ρ.) σκεπάζω κάτι για να το προστατέψω, εκφοβί ζω. apantanar [απαν'τανάρ] (ρ.) πλημμυ ρίζω. apañado [απανιάδο] (επίθ.) επιδέξιος επιτήδειος apañar [απανιάρ] (ρ.) αρπάζω, βου τάω. apaño [απάνιο] (ουσ,/αρσ.) μπάλωμα, δεξιοτεχνία. aparador [απαραδόρ] (ουσ,/αρσ.) μπου φές (έπιπλο). aparato [απαράτο] (ουσ/αρσ.) συσκευή, μηχανισμός όργανο γυμναστικής, aparatosidad [απαρατοσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) επίδειξη, aparatoso [απαρατόσο] (επίθ.) πομπώ δης επιδεικτικός, aparcamiento [απαρκαμιέντο] (ουσ./ αρσ.) χώρος στάθμευσης παρκάρισμα. aparcar [απαρκάρ] (ρ.) σταθμεύω, παρ κάρω. aparcería [απαρθερία] (ουσ,/θηλ.) συ νεταιρισμός aparcero [απαρθέρο] (ουσ,/αρσ.) συ νέταιρος, aparear [απαρεάρ] (ρ.) ζευγαρώνω, aparecer [απαρεθέρ] (ρ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, aparecido [απαρεθίδο] (ουσ,/αρσ.) φάντασμα, πνεύμα πεθαμένου, aparejado [απαρεχάδο] (επίθ.) αρμόζων, ενδεδειγμένος κατάλληλος, aparejador [απαρεχαδόρ] (ουσ,/αρσ.) υπάλληλος aparejar [απαρεχάρ] (ρ.) 1: προετοιμά ζω, 2: σελώνω (άλογο). aparejo [απαρέχο] (ουσ,/αρσ.) ετοιμα σία, προετοιμασία, aparentar [απαρεν'τάρ] (ρ.) προ
σποιούμαι, δείχνω, aparente [απαρεν'τε] (επίθ.) φαινομε νικός aparición [απαριθιόν] (ουσ./θηλ.) εμ φάνιση. apariencia [απαριένθια] (ουσ,/θηλ.) εμφάνιση, παρουσιαστικό. apartadero [απαρταδέρο] (ουσ,/αρσ.) ξεχωριστή λωρίδα κυκλοφορίας πα ρακαμπτήριος δρόμος, apartado [απαρτάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) παράγραφος ταχυδρομική θυρίδα, 2: (επίθ.) διαφορετικός 3: απόμα κρος παράμερος απόμερος, apartamento [απαρταμέν'το] (ουσ./ αρσ.) διαμέρισμα, apartamiento [απαρταμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) απομόνωση, χωρισμός, apartar [απαρτάρ] (ρ.) απομακρύνω, ξεχωρίζω, παραμερίζω, aparte [απάρτε] (επίρρ.) χωριστά, εκτός. apasionamiento [απασιοναμιέντο] (ουσ/ αρσ.) πάθος ενθουσιασμός apasionadamente [απασιονάδαμεν'τε] (επίρρ.) παθιασμένα, apasionado [απασιονάδο] (επίθ.) πα θιασμένος, apasionante [απασιονάν'τε] (επίθ.) συ ναρπαστικός συγλονισπκός apasionar [απασιονάρ] (ρ.) παθιάζω, συναρπάζω, ενθουσιάζω, apasionarse [απασιονάρσε] (ρ.) πα θιάζομαι, apatía [απατία] (ουσ,/θηλ.) απάθεια, apático [απάτικο] (επίθ.) απαθής ασυ γκίνητος αναίσθητος. Apdo [άπδο] σύντμ. · Apartado postal - ταχυδρομική θυρίδα, apeadero [απεαδέρο] (ουσ,/αρσ.) στά ση, σημείο στάσης, apear [απεάρ] (ρ.) 1: κατεβάζω κά ποιον από το άλογο ή από το αυτο κίνητο, 2: κόβω ένα δέντρο από τη 65
apearse ρίζα. apearse [απεάρσε] (ρ.) κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, ξεκαβαλικεύω, apedazar [απεδαθάρ] (ρ.) κομματιά ζω, μπαλώνω, apedrear [απεδρεάρ] (ρ.) πετροβολώ, apedreo [απεδρέο] (ουσ./αρσ.) λιθο βολισμός, apegado [απεγάδο] (επίθ.) προσκολλημένος. apegarse [απεγάρσε] (ρ.) προσκολ λώμαι. apego [απέγο] (ουσ,/αρσ.) 1: δέσιμο, 2: αδυναμία, apelación [απελαθιόν] (ουσ7θηλ.) έκ κληση, έφεση, apelante [απελάν'τε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) που ασκεί έφεση, apelar [απελάρ] (ρ.) 1: κάνω έκκληση, 2: ασκώ έφεση, a pelativo [απελατίβο] (ουσ./αρσ.) (Γραμμ.) ονοματικός πρ οσδιορ ι σμός. apelmazado [απελμαθάδο] (επίθ.) συ μπαγής, δυσανάγνωστος, apelmazar [απελμαθάρ] (ρ.) συμπιέ ζω. apelotonar [απελοτονάρ] (ρ.) πλάθω σε σφαιρική μορφή, apelotonarse [απελοτονάρσε] (ρ.) συ νωστίζομαι, apellidar [απεγιδάρ] (ρ.) ονομάζω, apellidarse [απεγιδάρσε] (ρ.) ονομά ζομαι στο επώνυμο, το επίθετό μου είναι · ¿cómo te apellidas? -πώ ς είναι το επίθετό σου;, apellido [απεγίδο] (ουσ,/αρσ.) επώνυ μο. apenar [απενάρ] (ρ.) θλίβω, στενοχω ρώ. apenas [απένας] (επίρρ.) μόλις, σχε δόν. apendectomía [απεν'ντεκτομία] (ουσ./ θηλ.) αφαίρεση σκωληκοειδίτιδος.
apéndice [απεν'ντιθε] (ουσ,/αρσ.) 1: (Ιατρ.) απόφυση, 2: παράρτημα, apendicitis [απεν'ντιθίτις] (ουσ./θηλ.) σκωληκοειδίτιδα, apeo [απέο] (ουσ./αρσ.) 1: επιτήρηση, 2: υλοτομία, κοπή δέντρου, aperar [απεράρ] (ρ.) 1: ζεύω άλογο, 2: καλλιεργώ, apercibimiento [απερθιμπιμιέν/το] (ουσ./ αρσ.) 1: προετοιμασία, προειδοποίηση, 2: (Δικ.) μέτρο συμμόρφωσης, apercibir [απερθιμπίρ] (ρ.) προετοιμά ζω, προειδοποιώ, apergaminado [απεργαμινάδο] (επίθ.) μαραμένος ρυτιδωμένος ξεραμέ νος. apergaminarse [απεργαμινάρσε] (ρ.) μαραίνομαι, ρυτιδώνομαι, ξεραίνο μαι. aperitivo [απεριτίβο] (ουσ,/αρσ.) ορε κτικό. apero [απέρο] (ουσ,/αρσ.) εργαλείο, σύνεργο. aperreado [απερεάδο] (επίθ.) αξιο θρήνητος αξιολύπητος aperreador [απερεαδόρ] (επίθ.) κου ραστικός ενοχλητικός, aperrear [απερεάρ] (ρ.) αμολάω σκυ λιά εναντίον κάποιου, aperreo [απερέο] (ουσ./αρσ.) υπερκό πωση. apersogar [απερσογάρ] (ρ.) προσδέ νω. apersonarse [απερσονάρσε] (ρ.) αυτοπαρουσιάζομαι. apertura [απερτούρα] (ουσ,/θηλ.) άνοιγ μα, έναρξη, apesadumbrado [απεσαδουμ'μττράδο] (επίθ.) λυπημένος θλιμμένος στενο χωρημένος, apesadumbrar [απεσαδουμ'μπράρ] (ρ.) λυπώ, στενοχωρώ, apesadumbrarse [απεσαδουμ'μπράρσε] (ρ.) λυπάμαι, θλίβομαι, στενοχω66
apocopar ριέμαι. apestar [απεστάρ] (ρ.) βρομάω, προκαλλώ αηδία, apestoso [απεστόσο] (επίθ.) 1: δύσοσμος 2: απαίσιος αποκρουστικός apetecer [απετεθέρ] (ρ.) (μόνο σε γ’ ενικό και γ' πληθυντικό, όπως gustar) επιθυμώ · me apetece salir esta noche - επθυμώ να βγω απόψε · ¿te apetecerla comer conmigo? - θα επι θυμούσες να φας μαζί μου;, apetecible [απετεθίμπλε] (επίθ.) επι θυμητός. apetencia [απετένθια] (ουσ./θηλ.) όρε ξη, πείνα. apetito [απετίτο] (ουσ./αρσ.) επιθυμία, όρεξη. apetitoso [απετιτόσο] (επίθ.) επιθυμη τό ς ορεκτικός, apiadarse [απιαδάρσε] (ρ.) συμπονώ, ευσπλαχνίζομαι, συμπάσχω, apicararse [απικαράρσε] (ρ.) εκτροχιάζομαι, παρεκτρέπομαι, ápice [άπιθε] (ουσ./αρσ.) αιχμή, κο ρυφή, ακμή. apicultor [απικουλτόρ] (ουσΥαρσ.) μελισσοκόμος. apicultura [απικουλτούρα] (ουσ./θηλ.) μελισσοκομία, apilar [απιλάρ] (ρ.) στοιβάζω, συσσω ρεύω. apimplado [απιμπλάδο] (επίθ.) πιω μένος. apiñado [απινιάδο] (επίθ.) παραγεμι σμένος κωνικός, apiñamiento [απινιαμέν'το] (ουσ./ αρσ.) στοίβαγμα, apiñar [απινιάρ] (ρ.) στριμώχνω, στοι βάζω. apio [άπιο] (ουσΥαρσ.) σέλινο, apiparse [απιπάρσε] (ρ.) μπουκώνο μαι. apisonadora [απισοναδόρα] (ουσΥ θηλ.) οδοστρωτήρας.
apisonar [απισονάρ] (ρ.) οδοοτρώνω. apitonar [απιτονάρ] (ρ.) 1: διαπερνώ, διατρυπώ, 2: φυτρώνω, apizarrado [απιθαράδο] (επίθ.) γκριζόμαυρος. aplacar [απλακάρ] (ρ.) 1: καταπραϋνω, εξευμενίζω, κατευνάζω, 2: ικα νοποιώ. aplanacalles [απλανακάγιες] (επίθ.) αρ γόσχολος κηφήνας, aplanamiento [απλαναμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ισοπέδωση. aplanar [απλανάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, aplastante [απλαστάν'τε] (επίθ.) συ νταρακτικός συντριπτικός, aplastar [απλαστάρ] (ρ.) συνθλίβω, νικώ. aplaudir [απλαουδίρ] (ρ.) χειροκροτώ, aplauso [απλάουσο] (ουσ,/αρσ.) χει ροκρότημα, aplazamiento [απλαθαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) αναβολή, aplazar [απλαθάρ] (ρ.) αναβάλλω, aplicable [απλικάμπλε] (επίθ.) εφαρ μόσιμος. aplicación [απλικαθιόν] (ουσΥθηλ.) εφαρμογή, aplicado [απλικάδο] (επίθ.) επιμελής, aplicar [απλικάρ] (ρ.) εφαρμόζω, χρη σιμοποιώ, ισχύω, aplique [απλίκε] (ουσ./αρσ.) απλίκα, λάμπα τοίχου, aplomar [απλομάρ] (ρ.) αλφαδιάζω. aplomo [απλόμο] (ουσΥαρσ.) 1: ψυ χραιμία, απάθεια, 2; διακριτικότητα, apocado [αποκάδο] (επίθ.) συνεσταλ μένος ντροπαλός, apocamiento [αποκαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) συστολή, ντροπαλότητα, σε μνότητα, μετριοφροσύνη. Apocalipsis [αποκαλίπσις] (ουσΥθηλ.) η Θεία Αποκάλυψη, apocar [αποκάρ] (ρ.) 1: μειώνω, μι κραίνω, ελαττώνω, 2; ταπεινώνω, apocopar [αποκοπάρ] (ρ.) αποκόβω. 67
apócope aporreo [απορέο] (ουσ,/αρσ.) γρονθοκόπημα. aportación [απορταθιόν] (ουσ,/θηλ.) συνεισφορά, συμβολή, aportar [απορτάρ] (ρ.) συνεισφέρω, συμβάλλω, εισφέρω, aporte [απόρτε] (ουσ,/αρσ.) εισφορά, aposentar [αποσεν'τάρ] (ρ.) φιλοξενώ, παρέχω στέγη, aposento [αποσέν'το] (ουσΥαρσ.) ενοικιαζόμενο δωμάτιο, aposición [αποσιθιόν] (ουσ,/θηλ.) (Γραμμ.) το φαινόμενο της παράθε σης apósito [απόσιτο] (ουσ7αρσ.) υλικό επίδεσης τραυμάτων, aposta [απόστα] (επίρρ.) επίτηδες σκόπιμα. apostadamente [αποσταδαμέν'τε] (επίρρ.) επίτηδες ηθελημένα, apostadero [αποσταδέρο] (ουσ,/αρσ.) φυλάκιο, ναύσταθμος, apostador [αποσταδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: παίχτης 2: αυτός που στοιχηματίζει, apostar [αποστάρ] (ρ.) στοιχηματίζω, apostasía [αποστασία] (ουσ,/θηλ.) αποστασία, apóstata [απόστατα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αποστάτης αποστάτρια. apostatar [αποστατάρ] (ρ.) αποστατώ. apostilla [αποστίγια] (ουσ,/θηλ.) υπο σημείωση, apostillar [αποστιγιάρ] (ρ.) υποση μειώνω. apóstol [απόστολ] (ουσ,/αρσ.) από στολος. apostólico [αποστόλικο] (επίθ.) αποστολικός. apostrofar [απόστροφάρ] (ρ.) βρίζω, apóstrofe [απόστροφε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) ύβρις αποστροφή, apóstrofo [απόστροφο] (ουσ,/αρσ.) (Γραμμ.) απόστροφος. apostura [αποστούρα] (ουσΥθηλ.) 1:
apócope [απόκοπε] (ουσ7θηλ.) (Γραμμ.) το φαινόμενο της αποκοπής apócrifo [απόκριφο] (επίθ.) απόκρυ φος μυστικός, apodar [αποδάρ] (ρ.) βγάζω παρα τσούκλι. apoderado [αποδεράδο] (ουσ7αρσ.) 1: πληρεξούσιος αντιπρόσωπος 2: διευθυντής, apoderar [αποδεράρ] (ρ.) καθιστώ πληρεξούσιο, apoderarse [αποδεράρσε] (ρ.) παίρνω στην κατοχή μου. apodo [απόδο] (ουσ,/αρσ.) προσωνυ μία, παρατσούκλι, apogeo [απόχεο] (ουσ,/αρσ.) ακμή, αποκορύφωμα, απόγειο, apelillado [απολιγιάδο] (επίθ.) σκωροφαγωμένος. apolilladura [απολιγιαδούρα] (ουσ./ θηλ.) τρύπα από σκώρο. apelillarse [απολιγιάρσε] (ρ.) σκωροφαγώνομαι. apolítico [απολίτικο] (επίθ.) απολιτι κός. apología [απολοχία] (ουσ7θηλ.) απο λογία. apologista [απολοχίστα] (ουσ,/αρσ.) απολογητής, apoltronado [απολτρονάδο] (επίθ.) τεμπέλης τεμπέλικος apoltronarse [απολτρονάρσε] (ρ.) τε μπελιάζω, apoplejía [αποπλεχία] (ουσ,/θηλ.) απο πληξία. apoplético [αποπλέτικο] (επίθ.) απο πληκτικός apoquinar [αποκινάρ] (ρ.) πληρώνω, ξηλώνω, aporrar [αποράρ] (ρ.) στερεύω, aporreamiento [απορεαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) χτύπημα, aporrear [απορεάρ] (ρ.) χτυπώ επίμο να, σφυροκοπώ. 68
aprobado κομψότητα, 2: καθαρότητα, apoteósico [αποτεόσικο] (επίθ.) 1: αποθεωτικός 2: τεράστιος, apoteosis [αποτεόσις] (ουσΥθηλ.) αποθέωση, apoyar [απογιάρ] (ρ.) στηρίζω, υπο στηρίζω. apoyo [απόγιο] (ουσΥαρσ.) στήριγμα, υποστήριξη, apreciable [απρεθιάμπλε] (επίθ.) 1: αντιληπτός αισθητός 2: αξιόλογος 3: υπολογίσιμος apreciación [απρεθιαθιόν] (ουσΥθηλ.) αντίληψη, εκτίμηση, apreciar [απρεθιάρ] (ρ.) αντιλαμβάνο μαι, εκτιμώ, apreciativo [απρεθιατίβο] (επίθ.) ευ γνώμων. aprecio [απρέθιο] (ουσΥαρσ.) εκτίμη ση. aprehender [απρεεν'ντέρ] (ρ.) 1: αιχ μαλωτίζω, συλλαμβάνω, 2: αντιλαμ βάνομαι. aprehensión [απρεενσιόν] (ουσΥθηλ.) αντίληψη, κατανόηση, aprehesor [απρεεσόρ] (ουσΥαρσ.) αιχμαλωτιστής. apremiante [απρεμιάν'τε] (επίθ.) επεί γων, βιαστικός apremiar [απρεμιάρ] (ρ.) επείγω, βιά ζω, πιέζω, apremio [απρέμιο] (ουσΥαρσ.) βιασύ νη, πίεση, aprender [απρεν'ντέρ] (ρ.) μαθαίνω, aprendiz/za [απρεν'ντίθ/α] (επίθ.) αρ χάριος μαθητευόμενος δόκιμος, aprendizaje [απρεν'ντιθάχε] (ουσΥ αρσ.) μάθηση, μαθητεία, aprensión [απρενσιόν] (ουσΥθηλ.) φό βος εκφοβισμός, aprensivo [απρενσίβο] (επίθ.) ανήσυ χος φοβισμένος, apresador [απρεσαδόρ] (ουσΥαρσ.) αυτός που αιχμαλωτίζει.
apresamiento [απρεσαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) αιχμαλώτιση. apresar [απρεσάρ] (ρ.) αρπάζω, συλ λαμβάνω, αιχμαλωτίζω, aprestar [απρεστάρ] (ρ.) ετοιμάζω, apresto [απρέστο] (ουσΥαρσ.) προε τοιμασία. apresurado [απρεσουράδο] (επίθ.) βια στικός γρήγορος, apresuramiento [απρεσουραμιέν'το] (ουσΥαρσ.) βιασύνη, apresurar [απρεσουράρ] (ρ.) βιάζω, σπεύδω, επιταχύνω, apresurarse [απρεσουράρσε] (ρ.) βιά ζομαι, σπεύδω, apretadera [απρεταδέρα] (ουσΥθηλ.) λουρί, λωρίδα, apretadura [απρεταδούρα] (ουσ./ θηλ.) ζούληγμα, apretado [απρετάδο] (επίθ.) 1: σφι χτός συμπαγής πιεσμένος 2: τσι γκούνης σφιχτοχέρης apretar [απρετάρ] (ρ.) σφίγγω, πιέζω, apretón [απρετόν] (ουσΥαρσ.) 1: σφί ξιμο, 2: δυσκολία, apretujar [απρετουχάρ] (ρ.) ζουλάω, πιέζω με δύναμη, apretujarse [απρετουχάρσε] (ρ.) στρι μώχνομαι, apretujón [απρετουχόν] (ουσΥαρσ.) ζούληγμα, δυνατό σφίξιμο, apretura [απρετοΰρα] (ουσΥθηλ.) έν δεια, φτώχεια, aprieto [απριέτο] (ουσΥαρσ.) 1: δύ σκολη θέση, 2: πίεση, στενότητα, aprisa [απρίσα] (επίρρ.) γρήγορα, βια στικά, επισπευσμένα, aprisco [απρίσκο] (ουσΥαρσ.) στάνη, μαντρί. aprisionar [απρισιονάρ] (ρ.) φυλακίζω, αιχμαλωτίζω, aprobación [απρομπαθιόν] (ουσΥ θηλ.) επιδοκιμασία, έγκριση, aprobado [απρομπάδο] (επίθ.) εγκε69
aprobar κριμένος αποδεκτός, παραδεκτός · exámen aprobado - διαγώνισμα που έχει περάσει. aprobar [απρομπάρ] (ρ.) 1: επιδοκι μάζω, εγκρίνω, 2: περνάω (ένα μά θημα). aprobatorio [απρομπατόριο] (επίθ.) επιδοκιμαστικός. aproches [απρότσες] (ουσ,/αρσ.) πληθ. προσέγγιση, aprontamiento [απρον'ταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) γρήγορη επίδοση, aprontar [απρον'τάρ] (ρ.) ετοιμάζω γρήγορα. apropiación [απροπιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) σφετερισμός οικειοποίηση. apropiado [απροπιάδο] (επίθ.) κατάλ ληλος. apropiar [απροπιάρ] (ρ.) προσαρμό ζω, ταιριάζω, apropiarse [απροπιάρσε] (ρ.) σφετερί ζομαι, οικειοποιούμαι, aprovechable [απροβετσάμπλε] (επίθ.) επωφελής αξιοποιήσιμος εκμεταλλεύσιμος. aprovechado [απροβετσάδο] (ουσ./ αρσ.) εκμεταλλευτής. βρΓονβ^ιβπηΐβηίοΙαπροβετσαμιέν'το] (ουσ./αρσ.) χρήση, εκμετάλλευση, αξιοποίηση, aprovechar [απροβετσάρ] (ρ.) επωφε λούμαι, αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι, aprovisionamiento [απροβισιοναμιέν'το] (ουσ7αρσ.) εφοδιασμός aprovisionar [απροβισιονάρ] (ρ.) εφο διάζω, προμηθεύω, aproximación [απροξιμαθιόν] (ουσ./ θηλ.) προσέγγιση, aproximar [απροξιμάρ] (ρ.) προσεγγί ζω. aproximado [απροξιμάδο] (επίθ.) προσεγγιστικός. aproximativo [απροξιματίβο] (επίθ.) εγγύς κοντινός.
aptitud [απτιτούδ] (ουσ7θηλ.) 1: ικα νότητα, 2 :καταλληλότητα, apto [άπτο] (επίθ.) 1: ικανός 2: κατάλ λη λος apuesta [απουέστα] (ουσ./θηλ.) στοί χημα, ποντάρισμα. apuesto [απουέστο] (επίθ.) κομψός, φινετσάτος στιλάτος, apuntación [απουν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: σημείωση, 2: μουσική νότα. apuntado [απουν'τάδο] (επίθ.) οξύς, αιχμηρός μυτερός, apuntador [απουν'ταδόρ] (ουσ,/αρσ.) υποβολέας, apuntalamiento [απουν'ταλαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) υποστύλωση, στήριξη, apuntalar [απουν'ταλάρ] (ρ.) υπο στυλώνω, υποστηρίζω, apuntamiento [απουν'ταμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) σημείωση, apuntar [απουν'τάρ] (ρ.) 1: επιση μαίνω, σημειώνω, καταγράφω, ση μαδεύω, 2: δείχνω, apunte [απούν'τε] (ουσ,/αρσ.) ση μείωση · apuntes - σημειώσεις που κρατούν οι μαθητές κατά τη διάρ κεια του μαθήματος · tomar apuntes - κρατάω σημειώσεις apuñalar [απουνιαλάρ] (ρ.) μαχαιρώ νω. apuñar [απουνιάρ] (ρ.) αρπάζω, apuñear [απουνιεάρ] (ρ.) δίνω μπου νιά. apuración [απουραζιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: εξαναγκασμός, 2: βιασύνη, apurado [απουράδο] (επίθ.) 1: δύσκο λο ς επικίνδυνος 2: ενδεής, άπορος, φτωχός. apurar [απουράρ] (ρ.) εξαντλώ, εξανα γκάζω, βιάζω, apurarse [απουράρσε] (ρ.) 1: ανησυ χώ, στενοχωριέμαι, 2: βιάζομαι · ¡no se apure usted! - μην ανησυχείτε κύριε!. 70
arbusto apuro [απούρο] (ουσ./αρσ.) 1: αμη χανία, 2: δυσκολία, 3: στενότητα, 4: βιασύνη, 5: ντροπή, aquejar [ακεχάρ] (ρ.) βασανίζω, ταλαι πωρώ. aquel [ακέλΐ/aquella [ακέγια] (αντ.) εκείνος εκείνη · aquel chico - εκείνο το αγόρι · aquella chica - εκείνο το κορίτσι. aquelarre [ακελάρε] (ουσ,/αρσ.) σύνα ξη μαγισσών. aquí [ακί] (επίρρ.) εδώ · por aquí - εδώ τριγύρω. aquiescencia [ακιεσθένθια] (ουσ,/θηλ.) συναίνεση, συγκατάθεση, aquietar [ακιετάρ] (ρ.) καθυσηχάζω. aquilatar [ακιλατάρ] (ρ.) αναλύω κάτι στα συστατικά, aquilón [ακιλόν] (ουσ,/αρσ.) βόρειος άνεμος. ara [άρα] (ουσ,/θηλ.) βωμός θυσια στήριο. árabe [άραμπε] 1: (ουσ./αρσ.) Αραβας 2: αραβικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) αρα βικός. arabesco [αραμπέσκο] (επίθ.) αραβι κού στυλ. Arabia [αράμπια] (ουσ./θηλ.) Αραβία, arábigo [αράμπιγο] (επίθ.) αραβικός, arable [αράμπλε] (επίθ.) καλλιεργήσι μος. arácnido [αράκνιδο] (επίθ.) αραχνο ειδής. arada [αράδα] (ουσ./θηλ.) όργωμα, arado [αράδο] (ουσ./αρσ.) αλέτρι, arador [αραδόρ] (ουσ,/αρσ.) ζευγάς, arambel [αραμ'μπέλ] (ουσ,/αρσ.) κου ρέλι, ράκος, arana [αράνα] (ουσ,/θηλ.) εξαπάτηση, παραπλάνηση, δολιοφθορά, arancel [αρανθέλ] (ουσ,/αρσ.) δασμός, arancelario [αρανθελάριο] (επίθ.) τε λωνειακός, arándano [αράνδανο] (ουσ,/αρσ.)
μύρτιλο. arandela [αρανδέλα] (ουσ,/θηλ.) ρο δέλα. araña [αράνια] (ουσ./θηλ.) 1: αράχνη, 2: πολυέλαιος, arañar [αρανιάρ] (ρ.) γρατζουνίζω. arañazo [αρανιάθο] (ουσ,/αρσ.) εκδο ρά, γρατζουνιά. araño [αράνιο] (ουσ,/αρσ.) εκδορά, γρατζουνιά. arar [αράρ] (ρ.) οργώνω, arbitrador [αρμπιτραδόρ] (ουσ,/αρσ.) διαιτητής arbitraje [αρμπιτράχε] (ουσ7αρσ.) διαιτησία, arbitral [αρμπιτράλ] (επίθ.) διαιτητι κός. arbitrar [αρμπιτράρ] (ρ.) διαιτητεύω, arbitrario [αρμπιτράριο] (επίθ.) αυθαί ρετος. arbitrariedad [αρμπιτραριεδάδ] (ουσ./ θηλ.) αυθαιρεσία, arbitrio [αρμπίτριο] (ουσ,/αρσ.) 1: ελεύθερη βούληση, 2: δικαστική κρί ση ή απόφαση, árbitro [άρμπιτρο] 1: (ουσΥαρσ.) διαι τητής 2: (επίθ.) ανεξάρτητος, árbol [άρμπολ] (ουσ,/αρσ.) 1: δένδρο, 2: (Ναυτ.) κατάρτι, arbolado [αρμπολάδο] (ουσ,/αρσ.) δασική περιοχή, arbolado [αρμπολάδο] (επίθ.) δασώ δης δενδρόφυτος. arboladura [αρμπολαδούρα] (ουσ./ θηλ.) ξάρτια πλοίου, arbolar [αρμπολάρ] (ρ.) κάνω έπαρση σημαίας. arboleda [αρμπολέδα] (ουσ,/θηλ.) δασύλλιο. arbóreo [αρμπόρεο] (επίθ.) δενδρόβιος με σχήμα δένδρου, arbotante [αρμποτάν'τε] (ουσ,/αρσ.) αντιστήριγμα θόλου. arbusto [αρμπούστο] (ουσ,/αρσ.) θά71
arca σίγνωστος archivador [αρτσιβαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αρχειοθέτης 2: αρχείο, archivar [αρτσιβάρ] (ρ.) αρχειοθετώ, archivero [αρτσιβέρο] (ουσΥαρσ.) 1: αρχειοθέτης 2: αρχειοφύλακας, archivo [αρτσίβο] (ουσΥαρσ.) αρχείο, ardentía [αρδεν'τία] (ουσΥθηλ.) 1: καούρα, 2: φωσφορισμός, arder [αρδέρ] (ρ.) καίω, ζεματίζω, arderse [αρδέρσε] (ρ.) (en) καίγομαι, φλέγομαι · me ardo en dolor - καίγο μαι από πόνο. ardid [αρδίδ] (ουσΥαρσ.) τέχνασμα, κόλπο. ardiente [αρδιέν'τε] (επίθ.) διακαής φλογερός θερμός, ardilla [αρδίγια] (ουσΥθηλ.) σκίουρος, ardimiento [αρδιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: κάψιμο, 2: θάρρος τόλμη, ardor [αρδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: ζέστη, θέρμη, καούρα, 2: (μτφ.) ζήλος, ardoroso [αρδορόσο] (επίθ.) 1: καυ τός τρομερός 2: (μτφ.) φοβερός, arduo [άρδουο] (επίθ.) επίπονος κο πιαστικός, área [άρεα] (ουσΥθηλ.) 1: περιοχή, 2: εμβαδόν, επιφάνεια ίση με ένα εκα τοστό του εκταρίου, arena [αρένα] (ουσΥθηλ.) 1: άμμος 2: αρένα. arenáceo [αρενάθεο] (επίθ.) αμμώδης, arenal [αρενάλ] (επίθ.) αμμώδης, arenga [αρένγκα] (ουσΥθηλ.) 1: δη μηγορία, 2: νουθεσία, παραίνεση, προτροπή, arengar [αρενγκάρ] (ρ.) 1: δημηγορώ, 2: νουθετώ, παραινώ, προτρέπω, arenillas [αρενίγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. πέτρες arenisca [αρενίσκα] (ουσΥθηλ.) (Ορυκτ.) αμμόλιθος arenoso [αρενόσο] (επίθ.) αμμώδης, arenque [αρένκε] (ουσΥαρσ.) ρέγκα.
arca [άρκα] (ουσΥθηλ.) μπαούλο, κι βωτός. arcada [αρκάδα] (ουσΥθηλ.) 1: αψ(δα, καμάρα, 2: αναγούλα, arcaduz [αρκαδούθ] (ουσΥαρσ.) σω λήνας, αγωγός, arcaico [αρκάϊκο] (επίθ.) αρχαϊκός, acaísmo [αρκαΐσμο] (ουσΥαρσ.) αρχαϊ σμός. arcaizante [αρκαϊθάν'τε] (επίθ.) αρχαΐζων. arcángel [αρκάνχελ] (ουσΥαρσ.) αρ χάγγελος, arcano [αρκάνο] (επίθ.) απόκρυφος μυστικός arcediano [αρθεδιάνο] (ουσΥαρσ.) αρ χιδιάκονος, arcén [αρθέν] (ουσΥαρσ.) νησίδα αυ τοκινητόδρομου, arcilla [αρθίγια] (ουσΥθηλ.) πηλός, arcilloso [αρθιγιόσο] (επίθ.) αργιλώ δης. arcipreste [αρθιπρέστε] (ουσΥαρσ.) αρ χιερέας arco [άρκο] (ουσΥαρσ.) τόξο, αψίδα, καμάρα. arcón [αρκόν] (ουσΥαρσ.) σεντούκι, μπαούλο, κασέλα, archiconocido [αρτσικονοθίδο] (επίθ.) καταφανής φημισμένος πασίγνωστος archidiácono [αρτσιδιάκονο] (ουσΥαρσ.) αρχιδιάκονος archidiócesis [αρτσιδιόθεσις] (ουσΥθηλ) αρχιδιακονία. archiduque [αρτσιδούκε] (ουσΥαρσ.) αρχιδούκας archiduquesa [αρτσιδουκέσα] (ουσΥ θηλ.) αρχιδούκισσα. archipámpano [αρτσιπάμ'πανο] (ουσΥ αρσ.) σπουδαίο πρόσωπο, archipiélago [αρτσιπιέλαγο] (ουσΥαρσ.) αρχιπέλαγος, archisabido [αρτσισαμπίδο] (επίθ.) πα 72
armatoste arepa [αρέπα] (ουσ./θηλ.) πίτα από κα λαμπόκι. arete [αρέτε] (ουσ,/αρσ.) κρίκος, ενώ τιο, σκουλαρίκι, argamasa [αργαμάσα] (ουσ,/θηλ.) 1: κονίαμα, λάσπη, 2: γουδί, árgano [άργανο] (ουσ,/αρσ.) γερανός, argentado [αρχεν'τάδο] (επίθ.) επάρ γυρος. argentar [αρχεν'τάρ] (ρ.) επαργυρώ νω. argentería [αρχεν'τερία] (ουσ,/θηλ.) εργαστήριο επαργυρώσεων, argentino [αρχεντίνο] 1: (ουσ,/αρσ.) Αργεντινός, 2: αργεντίνικα (γλώσσα), 3: (επίθ.) αργεντίνικος 4: ασημένιος, argila [αρχίλα] (ουσ,/θηλ.) άργιλος, argolla [αργόγια] (ουσ,/θηλ.) 1: δαχτυλίδι, 2: ψηλό κολάρο, argón [αργόν] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) αργόν. argonauta [αργονάουτα] (ουσ,/αρσ.) αργοναύτης, argot [αργότ] (ουσ,/αρσ.) αργκό, argucia [αργούθια] (ουσ,/θηλ.) σοφι στεία. argüir [αργουΐρ] (ρ.) 1: φιλονικώ, δια πληκτίζομαι, 2: συμπεραίνω, argumentación [αργουμεν'ταθιόν] (ουσ./θηλ.) επιχειρηματολογία, argumentador [αργουμεχ/ταδόρ] (ουσ./ αρσ.) επιχειρηματολόγος argumentar [αργουμεν'τάρ] (ρ.) επι χειρηματολογώ, argumento [αργουμέν'το] (ουσ7αρσ.) επιχείρημα, aria [άρια] (ουσ,/θηλ.) άσμα, άρια. aridecer [αριδεθέρ] (ρ.) αποξηραίνω, aridez [αριδέθ] (ουσ,/θηλ.) ξηρασία, στείρωση, árido [άριδο] (επίθ.) 1: ξηρός στείρος άγονος 2: δυσανάγνωστος. Aries [άριες] (ουσ,/αρσ.) (Αστρολ.) (ser) Κριός · mi hermana es arles - η αδερ
φή μου είναι Κριός, arisco [αρίσκο] (επίθ.) ακοινώνητος, arista [αρίστα] (ουσ,/θηλ.) (Γεωμ.) το μή. aristocracia [αριστοκράθια] (ουσ,/θηλ.) αριστοκρατία, aristócrata [αριστόκρατα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αριστοκράτης αριστοκράτισσα. aristocrático [αριστοκράτικο] (επίθ.) αριστοκρατικός aritmética [αριτμέτικα] (ουσ,/θηλ.) αριθμητική, aritmético [αριτμέτικο] (επίθ.) αριθ μητικός. arlequín [αρλεκίν] (ουσ7αρσ.) 1: Αρ λεκίνος (χαρακτήρας της Commedia dell' arte), 2: μπούφος, arlequinada [αρλεκινάδα] (ουσ,/θηλ.) χαζομάρα, ανοησία, arlequinesco [αρλεκινέσκο] (επίθ.) γε λοίος. arma [άρμα] (ουσ7θηλ.) 1: όπλο, 2: στράτευμα ενός κράτους, armada [αρμάδα] (ουσ./θηλ.) (Ναυτ.) στόλος. armadijo [αρμαδίχο] (ουσ7αρσ.) δό κανο, παγίδα, armadillo [αρμαδίγιο] (ουσ./αρσ.) (Ζωολ.) αρμαδίλλος. armado [αρμάδο] (επίθ.) ένοπλος οπλι σμένος armador [αρμαδόρ] (ουσ,/αρσ.) εφο πλιστής. armadura [αρμαδούρα] (ουσ,/θηλ.) πανοπλία, αρματωσιά, σκελετός, armamento [αρμαμέν'το] (ουσ7αρσ.) οπλισμός εξοπλισμός armar [αρμάρ] (ρ.) 1: οπλίζω, εξοπλί ζω, αρματώνω, 2: στήνω, armario [αρμάριο] (ουσ./αρσ.) ντου λάπι, ντουλάπα, armatoste [αρματόστε] (ουσ7αρσ.) τε ρατούργημα. 73
armazón armazón [αρμαθόν] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) σκελετός. armería [αρμερία] (ουσ,/θηλ.) οπλουργείο, οπλοστάσιο, armero [αρμέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) οπλουρ γός αγοραστής ή πωλητής όπλων, 2: οπλοστάσιο, armiño [αρμίνιο] (ουσ,/αρσ.) (Ζωολ.) ερμίνα. arm isticio [αρμιστίθιο] (ουσ,/αρσ.) εκεχειρία, ανακωχή, armonía [αρμονία] (ουσ,/θηλ.) αρμο νία. armónico [αρμόνικο] (επίθ.) αρμονι κός. armonio [αρμόνιο] (ουσ,/αρσ.) αρμό νιο. armonioso [αρμονιόσο] (επίθ.) αρ μονικός. armonizar [αρμονιθάρ] (ρ.) εναρμο νίζω. arnés [αρνές] (ουσ,/αρσ.) πανοπλία, arnaúte [αρναούτε] 1: (ουσ,/αρσ.) Α λ βανός 2: (επίθ.) αλβανικός, aro [άρο] (ουσ,/αρσ.) κρίκος βέρα, σκουλαρίκι, aroma [αρόμα] (ουσ,/αρσ.) άρωμα, aromático [αρομάτικο] (επίθ.) αρωμα τικός. aromatizar [αροματιθάρ] (ρ.) αρωμα τίζω. arpa [άρπα] (ουσ,/θηλ.) άρπα. arpado [αρπάδο] (επίθ.) πριονοειδής οδοντωτός, arpadura [αρπαδούρα] (ουσ,/θηλ.) γρατζούνισμα, arpar [αρπάρ] (ρ.) γρατζουνίζω. arpía [αρπία] (ουσ./θηλ.) 1: (Ορν.) στρίγγλα, 2: (μτφ.) στρίγκλα (γυναίκα κακιασμένη). arpillera [αρπιγιέρα] (ουσ./θηλ.) τσου βάλι. arpón [αρπόν] (ουσ./αρσ.) καμάκι, arponar [αρπονάρ] (ρ.) καμακώνω.
arquear [αρκεάρ] (ρ.) κυρτώνω, κα μπυλώνω, κάμπτω, arquearse [αρκεάρσε] (ρ.) ανακατεύο μαι, έχω ναυτία, arqueo [αρκέο] (ουσ7αρσ.) 1: χωρητι κότητα, 2: εξαργύρωση. arqueología [αρκεολοχία] (ουσ,/θηλ.) αρχαιολογία, arqueológico [αρκεολόχικο] (επίθ.) αρ χαιολογικός arqueólogo [αρκεόλογο] (ουσ./αρσ.) αρχαιολόγος, arquería [αρκερία] (ουσ,/θηλ.) αψιδω τή στοά. arquero [αρκέρο] (ουσ7αρσ.) 1: τοξό τη ς 2: τερματοφύλακας, arquetipo [αρκετίπο] (ουσ,/αρσ.) αρ χέτυπο, πρωτότυπο, arquitecto [αρκιτέκτο] (ουσ7αρσ.) αρ χιτέκτονας, arquitectónico [αρχιτεκτόνικο] (επίθ.) αρχιτεκτονικός, arquitectura [αρκιτεκτούρα] (ουσ./ θηλ.) αρχιτεκτονική, arrabal [αραμπάλ] (ουσ,/αρσ.) προάστειο, περίχωρα, arrabalero [αραμπαλέρο] (επίθ.) 1: προαστειακός 2: (μτφ.) λαϊκός arracada [αρακάδα] (ουσ7θηλ.) κρε μαστό σκουλαρίκι, arracimado [αραθιμάδο] (επίθ.) τοπο θετημένος σε δεσμίδες, arraigado [αρραϊγάδο] (επίθ.) ριζω μένος. arraigar [αραϊγάρ] (ρ.) 1: ριζώνω, εγκα θιστώ, 2: καθιερώνω, arraigo [αραΐγο] (ουσ,/αρσ.) ρίζωμα, arrancada [αρανκάδα] (ουσ,/θηλ.) ξαφνική επιτάχυνση, ξαφνικό ξεκί νημα. arrancadero [αρανκαδέρο] (ουσ7αρσ.) σημείο εκκίνησης αφετηρία, arrancador [αρανκαδόρ] (ουσ,/αρσ.) στάρτερ αυτοκινήτου. 74
arrendador arrancamiento [αρανκαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ξερίζωμα. arrancar [αρανκάρ] (ρ.) 1: ξεριζώνω, 2: αποσπώ, αρπάζω, 3: ξεκινώ, arranque [αράνκε] (ουσ./αρσ.) 1: ξεκί νημα, 2: ξέσπασμα, 3: παροξυσμός, arrapiezo [αραπιέθο] (ουσΥαρσ.) 1: κουρέλι, 2: κουταβάκι. arras [άρας] (ουσ./θηλ.) πληθ. εχέγγυο, εγγύηση, ασφάλεια, arrasar [αρασάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, ρη μάζω. arrastradizo [αραστραδίθο] (επίθ.) σερ νόμενος. arrastrar [αραστράρ] (ρ.) 1: σέρνω, τραβώ, 2: φέρω. arrastre [αράστρε] (ουσΥαρσ.) σύρσιμο, τράβηγμα, arrayán [αραγιάν] (ουσ./αρσ.) μυρτιά, arre [άρρε] (επιφ.) εμπρός! ντε! (για να ξεκινήσουν τα άλογα). arrear [αρεάρ] (ρ.) ωθώ, παροτρύνω, arrebañaduras [αρεμπανιαδούρας] (ουσ./θηλ.) πληθ. αποφάγια, arrebañar [αρεμπανιάρ] (ρ.) καθαρίζω το πιάτο μου. arrebatadizo [αρεμπαταδίθο] (επίθ.) ευέξαπτος, οξύθυμος ευερέθιστος, arrebatamiento [αρεμπαταμιέν'το] (ουσ./αρσ.) 1: θυμός, 2: έκσταση, 3: αρπαγή, arrebatar [αρεμπατάρ] (ρ.) αρπάζω, αποσπώ, αποκόβω, arrebatiña [αρεμπατίνια] (ουσΥθηλ.) φιλονικία, arrebato [αρεμπάτο] (ουσΥαρσ.) 1: ξέ σπασμα, έκρηξη, 2: κρίση, arrebol [αρέμπολ] (ουσΥαρσ.) 1: ρουζ, 2: το πορφυρό χρώμα, arrebolar [αρεμπολάρ] (ρ.) πορφυρί ζω, κοκκινίζω, arrebujar [αρεμπουχάρ] (ρ.) τυλίγω, arreciar [αρεθιάρ] (ρ.) επιδεινώνομαι, χειροτερεύω.
arrecife [αρεθίφε] (ουσΥαρσ.) υφαλο κρηπίδα. arrecharse [αρρετσάρσε] (ρ.) 1: ερεθί ζομαι, 2: ευθυμώ, arrechera [αρετσέρα] (ουσΥθηλ.) 1: όρεξη, 2: ζευγάρωμα, arrecho [αρέτσο] (επίθ.) 1: καμαρωτός 2: ευδιάθετος, 3: ερεθισμένος, arrechucho [αρετσούτσο] (ουσΥαρσ.) ξαφνική παρόρμηση. arredrar [αρεδράρ] (ρ.) υποχωρώ, αποχωρώ, οπισθοχωρώ, arregazado [αρεγαθάδο] (επίθ.) πλισέ, με πιέτες. arregazar [αρεγαθάρ] (ρ.) κάνω πιέτες ή πτυχώσεις, arreglado [αρεγλάδο] (επίθ.) τακτο ποιημένος, arreglar [αρεγλάρ] (ρ.) 1: κανονίζω, τακτοποιώ, 2: επιδιορθώνω, 3: ετοι μάζω. arreglarse [αρεγλάρσε] (ρ.) ετοιμάζο μαι, φτιάχνομαι, arreglo [αρέγλο] (ουσΥαρσ.) διακανο νισμός συμφωνία, τακτοποίηση, arregostarse [αρεγοστάρσε] (ρ.) γου στάρω. arrejuntarse [αρρεχουντάρσε] (ρ.) συ γκατοικώ, συζώ. arrellanarse [αρεγιανάρσε] (ρ.) ξα πλώνομαι, arremango [αρεμάνγκο] (ουσΥαρσ.) ανασήκωμα, ετοιμότητα, arremangarse [αρεμανγκάρσε] (ρ.) σηκώνω τα μανίκια, ανασκουμπώ νομαι. arremeter [αρεμετέρ] (ρ.) επιτίθεμαι, arremetida [αρεμετίδα] (ουσΥθηλ.) εξόρμηση, arremetimiento [αρεμετιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) επίθεση, έφοδος, arremolinarse [αρεμολινάρσε] (ρ.) στροβιλίζομαι, arrendador [αρεν'νταδόρ] (ουσΥαρσ.) 75
arrendajo εκμισθωτής, arrendajo [αρεν'ντάχο] (ουσ./αρσ.) 1: κίσσα (πουλί), 2: (μτφ.) μίμος, arrendamiento [αρεν'νταμιεν'τσ] (ουσ./ αρσ.) εκμίσθωση, ενοικίαση. arrendar [αρεν'ντάρ] (ρ.) εκμισθώνω, ενοικιάζω, arrendatario [αρεν'ντατά^ιο] (ουσΥ αρσ.) μισθωτής, ενοικιαστής, arreo [αρέο] (ουσΥαρσ.) 1: στολίδι, 2: εξοπλισμός, arrepentido [αρεπεν'τίδο] (επίθ.) μετανιωμένος. arrepentim iento [αρεπεν'τιμιέν'το] (ουσ./αρσ.) μετάνοια, μεταμέλεια, arrepentirse [αρεπεν'τίρσε] (ρ.) (de) μετανιώνω, μετανοώ · ¡no me arrepiento de nada! - δεν μετανιώ νω για τίποτα!, arrestado [αρεστάδο] (επίθ.) θαρρα λέος τολμηρός, arrestar [αρεστάρ] (ρ.) συλλαμβάνω, θέτω υπό κράτηση, arresto [αρέστο] (ουσΥαρσ.) σύλληψη, κράτηση, φυλάκιση, arriada [αριάδα] (ουσΥθηλ.) πλημμύ ρα. arriar [αριάρ] (ρ.) πλημμυρίζω, arriba [αρίμπα] (επίρρ.) επάνω, ψηλά • de arriba abajo - από πάνω μέχρι κάτω, από την αρχή ως το τέλος, arribada [αριμπάδα] (ουσΥθηλ.) άφι ξη· arribaje [αριμπάχε] (ουσΥαρσ.) κατά πλους. arribar [αριμπάρ] (ρ.) προσλιμενίζο μαι, καταπλέω, arribismo [αριμπίσμο] (ουσ,/αρσ.) αρι βισμός. arribista [αριμπίστα] 1: (ουσΥαρσ.+θηλ) αριβίστας 2: (επίθ.) αριβίστας τυχοδιώ κτης arribo [αρίμπο] (ουσ,/αρσ.) άφιξη, arriendo [αριέν'ντο] (ουσΥαρσ.) εκμί 76
σθωση, ενοικίαση. arriero [αριέρο] (ουσ./αρσ.) μουλαράς (Στρατ.) ημιονηγός, arriesgado [αριεσγάδο] (επίθ.) ριψο κίνδυνος παράτολμος, arriesgar [αριεσγάρ] (ρ.) διακινδυ νεύω. arrimadero [αριμαδέρο] (ουσΥαρσ.) υποστήριξη, arrimadizo [αριμαδίθο] (ουσΥαρσ.) πα ράσιτο. arrimadizo [αριμαδίθο] (επίθ.) 1: παρασιτικός 2: (μτφ.) φορτικός κολλητσίδα. arrimado [αριμάδο] (επίθ.) διπλανός κοντινός arrimar [αριμάρ] (ρ.) πλησιάζω, προ σεγγίζω. arrimo [αρίμο] (ουσΥαρσ.) υποστήρι ξη, βοήθεια, arrinconado [αρινκονάδο] (επίθ.) 1: παγιδευμένος 2: παραμελημένος παραπεταμένος περιθωριοποιημέ νος. arrinconar [αρινκονάρ] (ρ.) στριμώ χνω στη γωνία, παγοδεύω. arriostrar [αριοστράρ] (ρ.) στηρίζω, arriscado [αρισκάδο] (επίθ.) 1: από κρημνος 2: παράτολμος 3: αποφα σισμένος. arriscamiento [αρισκαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) τόλμη, αποφασιστικότητα, ριψοκινδύνευμα. arriscarse [αρισκάρσε] (ρ.) (α) ριψο κινδυνεύω, ρισκάρω · me arrisco a perder todo - ρισκάρω να χάσω τα πάντα. arrobador [αρομπαδόρ] (επίθ.) γοη τευτικός σαγηνευτικός, arrobamiento [αρομπαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) 1: έκσταση, 2: θρησκευτική ανάταση. arrobar [αρομπάρ] (ρ.) μαγεύω, σαγη νεύω.
articular arrocero [αροθέρο] 1: (ουσ./αρσ.) ορυζώνας, 2: (επίθ.) από ρύζι. arrodajarse [αρροδαχάρσε] (ρ.) κάθο μαι σταυροπόδι, arrodillarse [αροδιγιάροε] (ρ.) γονα τίζω. arrogación [αρογάθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: υιοθεσία, 2: αποδοχή, arrogancia [αρογάνθια] (ουσ,/θηλ.) υπερηφάνεια, αλαζονεία, υπεροψία, arrogante [αρογάν'τε] (επίθ.) υπερή φανος αλαζόνας, arrogarse [αρογάρσε] (ρ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζομαι. arrojado [αροχάδο] (επίθ.) παράτολ μος θαρραλέος, arrojador [αροχαωτόρ] (ουσ,/αρσ.) εκσφενδονιστής. arrojar [αροχάρ] (ρ.) 1: ρίχνω, πετάω με δύναμη, 2: διώχνω, arrojo [αρόχο] (ουσ,/αρσ.) ανδρεία, τόλμη. arrollador [αρογιαδόρ] (επίθ.) συντρι πτικός σαρωτικός arrollar [αρογιάρ] (ρ.) τυλίγω, κουλουριάζω. arropar [αροπάρ] (ρ.) σκεπάζω, arrope [αρόπε] (ουσ,/αρσ.) σιρόπι, arrostrar [αροστράρ] (ρ.) αψηφώ, αντιμετωπίζω άφοβα, arroyo [αρόγιο] (ουσ/αρσ.) 1: ρυάκι, 2: υπόνομος, arroz [αρόθ] (ουσ,/αρσ.) ρύζι. arrozal [αροθάλ] (ουσ,/αρσ.) ορυζώ νας. arruga [αρούγα] (ουσ./θηλ.) ρυτίδα, ζάρα. arrugar [αρουγάρ] (ρ.) ρυτιδώνω, ζα ρώνω, τσαλακώνω, arruinamiento [αρουιναμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ερείπωση. arruinar [αρουινάρ] (ρ.) καταστρέφω, ΡΠμάζω. arrullar [αρουγιάρ] (ρ.) νανουρίζω.
arrullo [αρούγιο] (ουσ./αρσ.) νανού ρισμα. arrumaco [αρουμάκο] (ουσ,/αρσ.) χά δι, κοπλιμέντο. arrumaje [αρουμάχε] (ουσ7αρσ.) στοί βαγμα φορτίου, arrumar [αρουμάρ] (ρ.) στοιβάζω φορτίο. arrumbar [αρουμ'μπάρ] (ρ.) παραπε τάω. arsenal [αρσενάλ] (ουσ./αρσ.) 1: οπλο στάσιο, 2: ναυπηγείο, arsénico [αρσένικο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) αρσενικό, arte [άρτε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) τέχνη, artefacto [αρτεφάκτο] (ουσ7αρσ.) αυ τοσχέδια κατασκευή, artejo [αρτέχο] (ουσ./αρσ.) άρθρωση, κότσι. artería [αρτερία] (ουσ7θηλ.) 1: πα νουργία, 2: επιδεξιότητα. arteria [αρτέρια] (ουσ7θηλ.) αρτηρία, arterial [αρτεριάλ] (επίθ.) αρτηριακός, artero [αρτέρο] (επίθ.) 1: πανούργος 2: επιδέξιος, artesa [αρτέσα] (ουσ7θηλ.) ποτίστρα, σκάφη. artesanal [αρτεσανάλ] (επίθ.) χειροτε χνικός artesanía [αρτεσανία] (ουσ7θηλ.) χει ροτεχνία, χειροτεχνήματα, artesano [αρτεσάνο] (ουσ7αρσ.) χει ροτέχνης, artesiano [αρτεσιάνο] (επίθ.) αρτεσιανός. artético [αρτέτικο] (επίθ.) αρθριτικός ártico [άρτικο] (επίθ.) αρτικός. articulación [αρτικουλαθιόν] (ουσ7 θηλ.) 1: (Ανατ.) άρθρωση, 2: (Γλωσσ.) άρθρωση λέξης, articulado [αρτικουλάδο] (επίθ.) 1: αρ θρωτός 2: ευφραδής. articular [αρτικουλάρ] (ρ.) αρθρώνω, διαρθρώνω. 77
articulista articulista [αρτικουλίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αρθρογράφος. artículo [αρτίκουλο] (ουσ./αρσ.) άρ θρο, είδος, artífice [αρτίφιθε] (ουσ./αρσ.) τεχνίτης δημιουργός κατασκευαστής, artificial [αρτιφιθιάλ] (επίθ.) τεχνητός πλαστός, ψεύτικος, artificio [αρτιφίθιο] (ουσ,/αρσ.) τέχνα σμα. artificioso [αρτιφιθιόσο] (επίθ.) δεξιο τέχνης εφευρετικός προσποιητός, artilugio [αρτιλούχιο] (ουσ,/αρσ.) σύ νεργο. artillería [αρτιγερία] (ουσνθηλ.) πυρο βολικό. artillero [αρτιγέρο] (ουσ,/αρσ.) πυρο βολητής. artimaña [αρτιμάνια] (ουσ7θηλ.) 1: πανουργία, κατεργαριά, 2: παγίδα, artista [αρτίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) καλλιτέχνης, artístico [αρτίστικο] (επίθ.) καλλιτε χνικός artrítico [αρτρίτικο] (επίθ.) αρθριτικός, artritis [αρτρίτις] (ουσ./θηλ.) αρθρίτι δα. arveja [αρβέχα] (ουσ7θηλ.) βίκος βικιά. arzobispado [αρθομπισπάδο] (ουσ./ αρσ.) αρχιεπισκοπή, arzobispo [αρθομπίσπο] (ουσ,/αρσ.) αρχιεπίσκοπος, as [ας] (ουσ./αρσ.) 1: ένα, 2: άσσος τράπουλας · tener un as en la manga - κρατώ έναν άσσο στο μανίκι, 3: (μτφ.) πολύ ικανός σε κάτι, εξπέρ. asa [άσα] (ουσ,/θηλ.) λαβή, χερούλι, asadero [ασαδέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) (μτφ.) φούρνος 2: (επίθ.) για ψήσι μο. asado [ασάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) το ψητό, 2: (επίθ.) ψητός, asador [ασαδόρ] (ουσ./αρσ.) σούβλα, 78
ψησταριά, asaduras [ασαδούρας] (ουσ,/θηλ.) πληθ. εντόσθια, γλυκάδια, asaetear [ασαετεάρ] (ρ.) ρίχνω σαΐτα, asalariado [ασαλαριάδο] (επίθ.) μισθω τός μεροκαματιάρης. asalariar [ασαλαριάρ] (ρ.) προσλαμ βάνω με μισθό, asaltador [ασαλταδόρ] (ουσ,/αρσ.) σαλ ταδόρος ληστής κακοποιός asaltar [ασαλτάρ] (ρ.) επιτίθεμαι, κάνω έφοδο. asalto [ασάλτο] (ουσ,/αρσ.) επίθεση, έφοδος. asamblea [ασαμ'μπλέα] (ουσ7θηλ.) συνέλευση, συνεδρίαση, η Βουλή, asar [ασάρ] (ρ.) ψήνω. asaz [ασάθ] (επίρρ.) αρκετά, asbesto [ασμπέστο] (ουσ7αρσ.) (Χημ.) αμίαντος. ascendencia [ασθενδένθια] (ουσ./ θηλ.) καταγωγή, ascendente [ασθεν'ντέν'τε] (επίθ.) 1: ανερχόμενος 2: ανηφορικός ανο δικός. ascender [ασθεν'ντέρ] (ρ.) ανέρχομαι, ανεβαίνω, προάγω, προάγομαι. ascendiente [ασθεν'ντιέν'τε] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) πρόγονος, ascensión [ασθενσι'ον] (ουσ,/θηλ.) άνοδος ανέβασμα, ανάβαση, αναρ ρίχηση. ascenso [ασθένσο] (ουσ./αρσ.) προα γωγή, ανέλιξη, ascensor [ασθενσόρ] (ουσ,/αρσ.) ανελ κυστήρας, ascensorista [ασθενσορίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) χειριστής ανελκυστήρα, asceta [ασθέτα] (ουσΥαρσ.) ασκητής, ascético [ασθέτικο] (επίθ.) ασκητικός, ascetismo [ασθετίσμο] (ουσ,/αρσ.) ασκη τισμός asco [άσκο] (ουσ,/αρσ.) αηδία, σιχαμά ρα · ¡este espectáculo me da asco! -
aseveración αυτό το θέαμα μου προκαλεί αηδία!, ascua [άσκουα] (ουσΥθηλ.) πυρωμένο κάρβουνο · estaren ascuas - είμαι σε αναμμένα κάρβουνα, aseado [ασεάδο] (επίθ.) καθαρός, τα κτοποιημένος, asear [ασεάρ] (ρ.) πλένω, συγυρίζω, καθαρίζω, asearse [ασεάρσε] (ρ.) ευπρεπίζομαι, asechanza [ασετσάνθα] (ουσΥθηλ.) δόκανο, παγίδα, asechar [ασετσάρ] (ρ.) παγιδεύω, asediar [ασεδιάρ] (ρ.) πολιορκώ, asedio [ασέδιο] (ουσΥαρσ.) πολιορ κία. asegurado [ασεγουράδο] (επίθ.) ασφα λισμένος. asegurador [ασεγουραδόρ] 1: (ουσΥ αρσ.) ασφαλιστής, 2: (επίθ.) ασφαλι στικός. asegurar [ασεγουράρ] (ρ.) 1: ασφαλί ζω, 2: σταθεροποιώ, 3: διαβεβαιώνω. asemejar [ασεμεχάρ] (ρ.) παρομοιά ζω, συγκρίνω, asemejarse [ασεμεχάρσε] (ρ.) μοιάζω, asendereado [ασεν'ντερεάδο] (επίθ.) πατη μένος, asenderear [ασεν'ντερεάρ] (ρ.) κατα διώκω. asenso [ασένσο] (ουσΥαρσ.) συγκατά θεση. asentada [ασεν'τάδα] (ουσΥθηλ.) κά θισμα. asentaderas [ασεν'ταδέρας] (ουσΥ θηλ.) πληθ. πισινός, asentado [ασεντάδο] (επίθ.) εγκατε στημένος μόνιμος, asentamiento [ασεν'ταμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) εγκατάσταση, τοποθέτηση, asentar [ασεν'τάρ] (ρ.) καθίζω, εγκαθι στώ, τοποθετώ, asentimiento [ασεν'τιμιεν'το] (ουσΥ αρσ.) συγκατάθεση, συναίνεση.
asentir [ασεν'τίρ] (ρ.) στέργω, συγκατατίθεμαι, συναινώ, asentista [ασεν'τίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) εργολήπτης, aseo [ασέο] (ουσΥαρσ.) 1: καθαριότη τα, υγιεινή, 2: ευπρεπισμός 3: τουα λέτα. asepsia [ασέπσια] (ουσΥθηλ.) ασηψία, aséptico [ασέπτικο] (επίθ.) αντισηπτι κός. asequible [ασεκίμπλε] (επίθ.) προσι τός προσβάσιμος φιλικός, aserción [ασερθιόν] (ουσΤθηλ.) βεβαίω ση. aserradero [ασεραδέρο] (ουσΥαρσ.) πριονιστήριο, aserrador [ασεραδόρ] (ουσΥαρσ.) πριο νιστής aserradora [ασεραδόρα] (ουσΥθηλ.) αλυσοπρίονο. aserraduras [ασεραδούρας] (ουσΥ θηλ.) πληθ. πριονίδια, πριόνισμα, aserrar [ασεράρ] (ρ.) πριονίζω, aserrín [ασερίν] (ουσΥαρσ.) πριονίδι, aserruchar [ασερουτσάρ] (ρ.) πριονί ζω. aserto [ασέρτο] (ουσΥαρσ.) διεκδίκη ση, ισχυρισμός, asertorio [ασερτόριο] (επίθ.) καταφα τικός. asesinar [ασεσινάρ] (ρ.) δολοφονώ, asesinato [ασεσινάτο] (ουσΥαρσ.) δο λοφονία. asesino [ασεσίνο] (ουσΥαρσ.) δολο φόνος. asesor [ασεσόρ] (ουσΥαρσ.) σύμβου λος. asesorar [ασεσοράρ] (ρ.) συμβουλεύω, παρέχω συμβουλευτικές υπηρεσίες, asesoría [ασεσορία] (ουσΥθηλ.) παρο χή συμβουλών, asestar [ασεστάρ] (ρ.) στοχεύω, aseveración [ασεβεραθιόν] (ουσΥθηλ.) βεβαίωση, πιστοποίηση. 79
aseverar aseverar [ασεβεράρ] (ρ.) βεβαιώνω, πιστοποιώ, επικυρώνω, asexual [ασεξουάλ] (επίθ.) άφυλος, asfaltado [ασφαλτάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) ασφάλτωση, 2: (επίθ.) ασφάλτινος. asfaltar [ασφαλτάρ] (ρ.) ασφαλτώνω. asfalto [ασφάλτο] (ουσ./αρσ.) άσφαλ τος. asfixia [ασφίξια] (ουσ,/θηλ.) ασφυξία, asfixiante [ασφιξιάντε] (επίθ.) ασφυ κτικός, αποπνικτικός. asfixiar [ασφιξιάρ] (ρ.) προκαλώ ασφυ ξία, πνίγω, así [ασΠ (επίρρ.) έτσι · así así - έτσι και έτσι · así que - και έτσι · Juan no quería ir conmigo, así que fui solo - o Juan δεν ήθελε να έρθει μαζί μου και έτσι πήγα μόνος μου. asiático [ασιάτικο] (επίθ.) ασιατικός, asidero [ασιδέρο] (ουσ,/αρσ.) χερούλι, asiduidad [ασιδουιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: επιμέλεια, 2: σταθερότητα, asiduo [ασίδουο] (επίθ.) τακτικός, επι μελής. asiento [ασιέν'το] (ουσ,/αρσ.) κάθι σμα, θέση. asignación [ασιγναθιόν] (ουσ7θηλ.) ανάθεση, εκχώρηση, asignar [ασιγνάρ] (ρ.) αναθέτω, asignatario [ασιγνατόριο] (ουσΥαρσ.) κληροδόχος, κληρονόμος, asignatura [ασιγνατούρα] (ουσ,/θηλ.) μάθημα. asilar [ασιλάρ] (ρ.) παρέχω άσυλο ή στέγη. asilo [ασίλο] (ουσ,/αρσ.) άσυλο, κατα φύγιο, στέγη, asimetría [ασιμετρία] (ουσ,/θηλ.) ασυμμετρία, ανισορροπία, asimétrico [ασιμέτρικο] (επίθ.) ασύμ μετρος άνισος. asimiento [ασιμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) 1: αρπαγή, 2: (μτφ.) προσήλωση, asimilación [ασιμιλαθιόν] (ουσ7θηλ.)
1: αφομοίωση, 2: παρομοίωση, asimilar [ασιμιλάρ] (ρ.) 1: αφομοιώνω, 2: παρομοιάζω, asimismo [ασιμίσμο] (επίρρ.) επίσης, asir [ασίρ] (ρ.) πιάνω, asistencia [ασιστένθια] (ουσ./θηλ.) 1: βοήθεια, 2: προσέλευση, 3: περίθαλ ψη. asistenta [ασιστέν'τα] (ουσ,/θηλ.) οι κιακή βοηθός, asistente [ασιστέν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) βοηθός asistir [ασιστίρ] (ρ.) 1: βοηθώ, 2: πα ρίσταμαι, παρευρίσκομαι, 3: νοση λεύω. asma [άσμα] (ουσ,/θηλ.) άσθμα, asmático [ασμάτικο] (επίθ.) ασθματι κός asnada [ασνάδα] (ουσ7θηλ.) ανοησία, χαζομάρα, asnal [ασνάλ] (επίθ.) ανόητος χαζός βλάκας. asno [άσνο] (ουσ,/αρσ.) γάιδαρος, asociación [ασοθιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) σύλλογος σύνδεσμος, asociado [ασοθιάδο] (ουσ,/αρσ.) εταί ρος. asociado [ασοθιάδο] (επίθ.) συνεργα τικός συνεταιρικός asociar [ασοθιάρ] (ρ.) συνδέω, ενώνω, asolador [ασολαδόρ] (επίθ.) σαρωτικός. asolamiento [ασολαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) λεηλασία, ερήμωση. asolar [ασολάρ] (ρ.) καταστρέφω, αφανίζω, σαρώνω, ερημώνω, asoleada [ασολεάδα] (ουσ,/θηλ.) ηλί αση. asolear [ασολεάρ] (ρ.) αφήνω στον ήλιο. asomada [ασομάδα] (ουσ,/θηλ.) σύ ντομη εμφάνιση, asomarse [ασομάρσε] (ρ.) ξεμυτίζω, asombrador [ασομ'μπραδόρ] (επίθ.) 80
astrólogo/a εκπληκτικός, asombrar [ασομ'μττράρ] (ρ.) εκπλήσ σω, καταπλήσσω, asombro [ασομ'μπρο] (ουσΥαρσ.) έκ πληξη, κατάπληξη, asombroso [ασομ'μπρόσο] (επίθ.) εκ πληκτικός, καταπληκτικός, asomo [ασόμο] (ουσΥαρσ.) ένδειξη, asonada [ασονάδα] (ουσΥθηλ.) όχλος, asonancia [ασονάνθια] (ουσΥθηλ.) 1: (Γλωσσ.) παρήχηση, 2: (μτφ.) σχέση, asonante [ασονάν'τε] (επίθ.) παρηχη τικός. asonar [ασονάρ] (ρ.) παρηχώ. aspa [άσπα] (ουσΥθηλ.) φτερά μύλου, aspado [ασπάδο] (επίθ.) σταυρωτός διαγώνιος, aspar [ασπάρ] (ρ.) σταυρώνω, aspaventero [ασπαβεν'τέρο] (επίθ.) θεατρινίστικος. aspaviento [ασπαβιέν'το] (ουσΥαρσ.) θεατρινισμός, aspecto [ασπέκτο] (ουσΥαρσ.) όψη, εμφάνιση, aspereza [ασπερέθα] (ουσΥθηλ.) τρα χύτητα, αγριάδα, asperges [ασπέρχες] (ουσΥαρσ.) ράντισμα. asperjar [ασπερχάρ] (ρ.) ραντίζω, áspero [άσπερο] (επίθ.) τραχύς, από τομος στυφός, asperón [ασπερόν] (ουσΥαρσ.) αμμό λιθος. aspersión [ασπερσιόν] (ουσΥθηλ.) ράντισμα, ψέκασμα. áspid [άσπιδ] (ουσΥαρσ.) ασπίδα, aspillera [ασπιγιέρα] (ουσΥθηλ.) πολε μίστρα. aspiración [ασπιραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εισπνοή, αναπνοή, 2: φιλοδοξία, βλέψη. aspirado [ασπιράδο] (επίθ.) αναρροφητικός aspirador [ασπιραδόρ] (επίθ.) αναρ-
ροφητικός. aspiradora [ασπιραδόρα] <ουσΥθηλ.) ηλεκτρική σκούπα, aspirante [ασπιράν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) υποψήφιος υποψή<ρια. aspirar [ασπιράρ] (ρ.) 1: εισπνέω, ανα πνέω, 2: φιλοδοξώ, αποβλ,έπω. aspirina [ασπιρίνα] (ουσΥθηλ.) ασπιρίνη. asquear [ασκεάρ] (ρ.) αηδιάζω, asquerosidad [ασκεροσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) προστυχιά, αηδία, asqueroso [ασκερόσο] (επίθ.) αηδια στικός σιχαμερός σιχαμένος. asta [άστα] (ουσΥθηλ.) 1: ιστίο, 2: κέ ρατο. astado [αστάδο] (επίθ.) κερασφόρος κερατοειδής. asterisco [αστερίσκο] (ουσΥαρσ.) αστε ρίσκος asteroide [αστεροΐδε] (ουσΥαρσ.) αστε ροειδής astigmático [αστιγμάτικο] (εττίθ.) αστιγ ματικός astigmatismo [αστιγματίμο] (ουσΥαρσ.) αστιγματισμός, astil [αστίλ] (ουσΥαρσ.) χερούλι, λαβή. astilla [αστίγια] (ουσΥθηλ.) θραύσμα, astillar [αστιγιάρ] (ρ.) θρυμματίζω, astillero [αστιγιέρο] (ουσΥαρσ.) νεώ ριο, ναυπηγείο, astral [αστράλ] (επίθ.) αστρικός. astringente [αστρινχέν'τε] (επίθ.) στυπτικός astringir [αστρινχίρ] (ρ.) επιδένω, astro [άστρο] (ουσΥαρσ.) αστέρι, astrofísica [αστροφίσικα] (ουσΥθηλ.) αστροφυσική, astrología [αστρολοχία] (ουσΥθηλ.) αστρολογία, astrológico [αστρολόχικο] (επίθ.) αστρολογικός astrólogo/a [αστρόλογο/α] (ουσΥαρσ. + θηλ.) αστρολόγος. 81
astronauta astronauta [αστρονάουτα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αστροναύτης, astronáutica [αστρον'άουτικα] (ουσ./ θηλ.) αστροναυτική, astronave [αστρονάβε] (ουσ7θηλ.) δια στημόπλοιο, astronomía [αστρονομία] .(ουσ,/θηλ.) αστρονομία, astronómico [αστρονόμικο] (επίθ.) αστρονομικός, astrónomo [αστρονόμο] (ουσ,/αρσ.) αστρονόμος, astroso [αστρόσο] (επίθ.) 1: αχρείος ποταπός ευτελής 2: ακατάστατος, astucia [αστούθια] (ουσ,/θηλ.) 1: πο νηριά, πανουργία, κατεργαριά, 2: οξυδέρκεια, astuto [αστούτο] (επίθ.) πονηρός πα νούργος κατεργάρης asueto [ασουέτο] (ουσ./αρσ.) διάλειμ μα. asumir [ασουμίρ] (ρ.) αναλαμβάνω, asunción [ασουνθιόν] (ουσ,/θηλ.) ανά ληψη. asunto [ασούν'το] (ουσΥαρσ.) υπόθε ση, πλοκή, θέμα. asurar [ασουράρ] (ρ.) 1: ανησυχώ, 2: καίω το φαγητό, asurcano [ασουρκάνο] (επίθ.) αυλακωμένος. asurcar [ασουρκάρ] (ρ.) αυλακώνω. asustadizo [ασουσταδίθο] (επίθ.) φο βητσιάρης άτολμος δειλός asustar [ασουστάρ] (ρ.) φοβίζω, τρο μάζω. atabal [αταμπάλ] (ουσ./αρσ.) κρότα λο. atabalero [αταμπαλέρο] (ουσ,/αρσ.) κροταλιστής. atacador [ατακαδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.) βέργα όπλου, 2: (επίθ.) επιτιθέμενος, atacadura [ατακαδούρα] (ουσ,/θηλ.) εφαρμογή, atacante [ατακάν'τε] 1: (ουσ,/αρσ.)
βέργα όπλου, 2: (επίθ.) επιτιθέμενος, atacar [ατακάρ] (ρ.) επιτίθεμαι, ataderas [αταδέρας] (ουσ,/θηλ.) πληθ. καλτσοδέτες, atadero [αταδέρο] (ουσ,/αρσ.) σχοινί, δέστρα. atadijo [αταδίχο] (ουσ,/αρσ.) χαλαρό δέσιμο. atado [ατάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) μπόγος 2: (επίθ.) (α) συνεσταλμένος (β) από μακρος. atadura [αταδούρα] (ουσ,/θηλ.) δέσι μο, δεσμός, atahona [αταόνα] (ουσ,/θηλ.) αρτο ποιείο. atahonero [αταονέρο] (ουσΥαρσ.) αρ τοποιός. atajamiento [αταχαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) συντόμευση, atajar [αταχάρ] (ρ.) σταματώ, διακό πτω. atajo [ατάχο] (ουσ,/αρσ.) συντόμευση, σύντομος δρόμος, atalantar [αταλαν'τάρ] (ρ.) ενοχλώ, atalaya [αταλάγια] 1: (ουσ,/αρσ.) πα ρατηρητής 2: (ουσ./θηλ.) (α) παρα τηρητήριο, (β) πλεονεκτική θέση. atalayar [αταλαγιάρ] (ρ.) παρατηρώ, κατασκοπεύω, atañer [ατανιέρ] (ρ.) αφορώ, έχω σχέ ση, σχετίζομαι, atapar [αταπάρ] (ρ.) βουλώνω, ataque [ατάκε] (ουσ,/αρσ.) επίθεση, atar [ατάρ] (ρ.) 1: δένω, προσδένω, 2: συσχετίζω, atarantar [αταραν'τάρ] (ρ.) 1: ζαλίζω, 2: θαμπώνω, ataraxia [αταράξια] (ουσ,/θηλ.) ατα ραξία. atardecer [αταρδεθέρ] (ρ.) νυχτώνει, atarear [αταρεάρ] (ρ.) αναθέτω καθή κον ή εργασία, atarjea [αταρχέα] (ουσ./θηλ.) αγωγός, atarragarse [αταραγάρσε] (ρ.) φράζω, 82
atildar στουμπώνω, atarugar [αταρουγάρ] (ρ.) 1: ταπώνω, 2: στερεώνω με τσιμπίδα, atarugarse [αταρουγάρσε] (ρ.) 1: στραβοκαταπίνω, 2: σαστίζω, atascadero [ατασκαδέρο] (ουσ,/αρσ.) τέλμα, βάλτος, atascar [ατασκάρ] (ρ.) φράζω, βουλώ νω. atasco [ατάσκο] (ουσ,/αρσ.) 1: φράξι μο, βούλωμα, 2: μποτιλιάρισμα, ataúd [αταούδ] (ουσ,/αρσ.) φέρετρο, ataviar [αταβιάρ] (ρ.) στολίζω, atavío [αταβίο] (ουσ,/αρσ.) στολισμός, ateísmo [ατείσμο] (ουσ./αρσ.) αθεϊ σμός αρνησιθρησκία. ateísta [ατείστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αρ νησίθεος αρνησίθρησκος αθεϊστής atelaje [ατελάχε] (ουσ,/αρσ.) κοπάδι αλόγων. atemorizar [ατεμοριθάρ] (ρ.) τρομά ζω. atemperación [ατεμ'περαθιόν] (ουσ./ θηλ.) μετρίαση. atemperar [ατεμ'περάρ] (ρ.) μετριά ζω. Atenas [ατένας] (ουσ,/θηλ.) Αθήνα, atención [ατενθιόν] (ουσ./θηλ.) προ σοχή. atender [ατεν'ντέρ] (ρ.) 1: βοηθώ, εξυ πηρετώ, 2: ακούω προσεχτικά, atenerse [ατενέρσε] (ρ.) υπακούω στους νόμους είμαι νομοταγής, ateniense [ατενιένσε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) Αθηναίος, Αθηναία, atentado [ατεν’τάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) (α) απόπειρα, (β) καταπάτηση, 2: (επίθ.) επιφυλακτικός atentamente [ατένταμεν'τε] (επίρρ.) σεβάσμια, με εκτίμηση, atentar [ατεν'τάρ] (ρ.) αποπειρώμαι, δοκιμάζω, atento [ατέν'το] (επίθ.) προσεκτικός, atenuación [ατενουαθιόν] (ουσ,/θηλ.)
εξασθένηση, μείωση, atenuante [ατενουάντε] 1: (ουσ,/αρσ.) ελαφρυντικό, 2: (επίθ.) εξασθενημένος αποδυναμωμένος, atenuar [ατενουάρ] (ρ.) εξασθενίζω, ελαφρύνω, ateo [ατέο] (επίθ.) άθεος, aterciopelado [ατερθιοπελάδο] (επίθ.) βελούδινος, aterirse [ατερίρσε] (ρ.) κοκκαλώνω από κρύο. aterrador [ατεραδόρ] (επίθ.) τρομα κτικός, φοβερός, aterrar [ατεράρ] (ρ.) 1: κατεδαφίζω, 2: τρομάζω. aterrizaje [ατεριθάχε] (ουσ./αρσ.) προσγείωση, aterrizar [ατεριθάρ] (ρ.) προσγειώνω, aterronarse [ατερονάρσε] (ρ.) γεμίζω εξογκώματα, aterrorizar [ατεροριθάρ] (ρ.) τρομο κρατώ. atesorar [ατεσοράρ] (ρ.) θησαυρίζω, atestación [ατεσταθιόν] (ουσ,/θηλ.) επιμαρτυρία, επιβεβαίωση μέσω μαρτυρίας atestado [ατεσταδο] (ουσ,/αρσ.) μάρ τυρας. atestar [ατεστάρ] (ρ.) 1: πιστοποιώ, 2: στριμώχνω, atestiguar [ατεστιγουάρ] (ρ.) μαρτυ ρώ, καταθέτω ως μάρτυρας, atezado [ατεθάδο] (επίθ.) μαυρισμένος από τον ήλιο. atiborrarse [ατιμποράρσε] (ρ.) παρα τρώω. ático [άτικο] (ουσ,/αρσ.) σοφίτα, δώ μα. atiesar [ατιεσάρ] (ρ.) τεντώνω, atigrado [ατιγράδο] (επίθ.) τιγρέ. atildado [ατιλδάδο] (επίθ.) κομψός εκλεπτυσμένος στιλάτος, atildar [ατιλδάρ] (ρ.) (Γραμμ.) βάζω πε ρισπωμένη. 83
atinar atomizador [ατομιθαδόρ] (ουσΥαρσ.) ψεκαστήρας, atomizar [ατομιθάρ] (ρ.) 1: ψεκάζω, 2: διαιρώ κάτι σε μικρότερα μέρη. átomo [άτομο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) άτο μο. atonal [ατονάλ] (επίθ.) άτονος, atónito [ατόνιτο] (επίθ.) κατάπληκτος εμβρόντητος κεραυνόπληκτος, átono [άτονο] (επίθ.) ατονικός εξασθενημένος. atontado [ατον'τάδο] (επίθ.) ζαλισμέ νος αποβλακωμένος χαζεμένος, atontar [ατον'τάρ] (ρ.) ζαλίζω, απο χαυνώνω, atorar [ατοράρ] (ρ.) φράσσω, βουλώ νω. atormentador [ατορμενταδόρ] (επίθ.) βασανιστικός, atormentar [ατορμεν'τάρ] (ρ.) βασανί ζω, τυραννώ. atornillar [ατορνιγιάρ] (ρ.) βιδώνω, atortelar [ατορτολαρ] (ρ.) φοβίζω, τρομάζω κάποιον, atosigar [ατοσιγάρ] (ρ.) ταλαιπωρώ, αγγαρεύω, atosigarse [ατοσιγάρσε] (ρ.) μοχθώ, atrabilario [ατραμπιλάριο] (επίθ.) οξύ θυμος ευέξαπτος, atrabilis [ατραμπίλις] (ουσΥθηλ.) ορ
atinar [ατινάρ] (ρ.) ευστοχώ, πετυχαί νω. atisbador [ατισμπαδόρ] (ουσΥ αρσ.) φύ λακας. atisbar [ατισμπάρ] (ρ.) κρυφοκοιτάζω, κατασκοπεύω, atisbo [ατίσμπο] (ουσΥαρσ.) βλέμμα, atizar [ατιθάρ] (ρ.) 1: υποδαυλίζω, ξε σηκώνω, 2: δίνω χαστούκι, χτύπημα, atlántico [ατλάν'τικο] (επίθ.) ατλαντι κός. atlas [άτλας] (ουσΥαρσ.) άτλας χάρ της. atleta [ατλέτα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αθλη τή ς αθλήτρια, atlético [ατλέτικο] (επίθ.) αθλητικός, atletismo [ατλετίσμο] (ουσΥαρσ.) αθλητισμός, atmósfera [ατμόσφερα] (ουσΥθηλ.) ατμόσφαιρα, atmosférico [ατμοσφέρικο] (επίθ.) ατμοσφαιρικός atocinado [ατοθινάδο] (επίθ.) χο ντρός. atocinar [ατοθινάρ] (ρ.) παστώνω, atocha [ατότσα] (ουσΥθηλ.) σπάρτο, atole [ατόλε] (ουσΥαρσ.) ποτό από κα λαμποκάλευρο, atolón [ατολόν] (ουσΥαρσ.) ατόλη, δακτυλοειδής κοραλλιογενής νήσος, atolondrado [ατολον'ντράδο] (επίθ.) σαστισμένος αποσβολωμένος εμ βρόντητος, atolondramiento [ατολον'ντραμιέν'το] (ουσΥαρσ.) σάστισμα, ταραχή, atolondrar [ατολον'ντράρ] (ρ.) σαστί ζω, ταράζω, atolladero [ατογιαδέρο] (ουσΥαρσ.) 1: βάλτος 2: εμπλοκή, atollar [ατογιάρ] (ρ.) κολλάω στη λά σπη. atómico [ατόμικο] (επίθ.) ατομικός, atomización [ατομιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) ψεκασμός.
γή· atracadero [ατρακαδέρο] (ουσΥαρσ.) μώλος προβλήτα, atracador [ατρακαδόρ] (ουσΥαρσ.) κακοποιός ληστής, atracar [ατρακάρ] (ρ.) 1: ληστεύω, 2: λιμενίζω, αράζω, atracción [ατρακθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: έλξη, 2: διασκέδαση, ψυχαγωγία · parco de atracciones - λούνα παρκ. atraco [ατράκο] (ουσΥαρσ.) ληστεία, atractivo [ατρακτίβο] (επίθ.) ελκυστι κός θελκτικός δελεαστικός, atraer [ατραέρ] (ρ.) ελκύω, προσελ84
auditivo atrofia [ατρόφια] (ουσ,/θηλ.) ατροφία, atrofiar [ατροφιάρ] (ρ.) ατροφώ. atronador [ατροναδόρ] (επίθ.) εκκωφαντικός. atronar [ατρονάρ] (ρ.) 1: ξεκουφαίνω, 2: ταράζω, atropellar [ατροπεγιάρ] (ρ.) 1: χτυπώ, 2: πατώ, καταπατώ, atropello [ατροπέγιο] (ουσ,/αρσ.) 1: δυστύχημα, 2: καταπάτηση, καταστρατήγηση. atroz [ατρόθ] (επίθ.) φρικαλέος φρικτός αποτρόπαιος, atuendo [ατουένδο] (ουσ,/αρσ.) ενδυ μασία. atún [ατούν] (ουσ,/αρσ.) τόνος (ψάρι). atunero [ατουνέρο] 1: (ουσ7αρσ.) ψα ράς τόνου, 2: (επίθ.) που αναφέρεται στον τόνο (ψάρι). aturdido [ατουρδίδο] (επίθ.) ζαλισμέ νος σαστισμένος, aturdimiento [ατουρδιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ζάλη, σάστισμα, aturdir [ατουρδίρ] (ρ.) 1: ζαλίζω, 2: σα στίζω. atusar [ατουσάρ] (ρ.) λειαίνω, ισιώνω μαλλιά. audacia [αουδάθια] (ουσ,/θηλ.) τόλμη, θρασύτητα, αυθάδεια, audaz [αουδάθ] (επίθ.) τολμηρός θρα σύ ς αυθάδης αναιδής, audibilidad [αουδιμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ακουστικότητα, audible [αουδίμπλε] (επίθ.) ευδιάκρι το ς ευκρινής audición [αουδιθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: ακ οή, 2: ακρόαση, audiencia [αουδιένθια] (ουσ,/θηλ.) 1: ακρόαση, 2: ακροατήριο, audífono [αουδίφονο] (ουσ,/αρσ.) ακου στικό βαρυκοΐας audiovisual [αουδιοβισουάλ] (επίθ.) οπτικοακουστικός. auditivo [αουδπίβο] (επίθ.) ακουστι
atragantarse [ατραγαν'τάρσε] (ρ.) στρα βοκαταπίνω, atrancar [ατρανκάρ] (ρ.) φράσσω, αμπαρώνω. atrapar [ατραπάρ] (ρ.) τσακώνω, αρ πάζω, αιχμαλωτίζω, atrás [ατράς] (επίρρ.) πίσω, όπισθεν, atrasado [ατρασάδο] (επίθ.) καθυστε ρημένος. atrasar [ατρασάρ] (ρ.) 1: καθυστερώ, επιβραδύνω, βάζω πίσω, 2: ξεμένω, atraso [ατράσο] (ουσ,/αρσ.) καθυστέ ρηση, επιβράδυνση, atravesado [ατραβεσάδο] (επίθ.) 1: διαμπερής, 2: ύπουλος, αιματηρός, atravesaño [ατραβεσάνιο] (ουσ,/αρσ.) (Ναυτ.) τραβέρσα, atravesar [ατραβεσάρ] (ρ.) διασχίζω, διαπερνώ, atrayente [ατραγιέν'τε] (επίθ.) ελκυ στικός, θελκτικός, atreverse [ατρεβέρσε] (ρ.) τολμώ, atrevido [ατρεβίδο] (επίθ.) τολμηρός, θρασύς. atrevimiento [ατρεβιμι'εν'το] (ουσ./ αρσ.) τόλμη, θράσος, atribución [ατριμπουθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: αρμοδιότητα, 2: άδεια, atribuir [στριμπουίρ] (ρ.) αποδίδω, atribular [ατριμπουλάρ] (ρ.) θλίβω, atributivo [στριμπουτίβο] (επίθ.) (Γραμμ.) κατηγορηματικός, atributo [ατριμπούτο] (ουσ,/αρσ.) 1: ιδιότητα, 2: έμβλημα, (Γραμμ.) το κα τηγορούμενο, atril [ατρίλ] (ουσ,/αρσ.) αναλόγιο εκ κλησιαστικό, atrincherar [ατριντσεράρ] (ρ.) φτιά χνω χαράκωμα, atrio [άτριο] (ουσ,/αρσ.) πρόναος, προ θάλαμος atrocidad [ατροθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) φρι καλεότητα, ωμότητα. 85
auditor κός. auditor [αουδιτόρ] (ουσ,/αρσ.) ακροα τής. auditorio [αουδιτόριο] (ουσ./αρσ.) ακροατήριο, auge [άουχε] (ουσ./αρσ.) ακμή, άνθι ση, απόγειο, augurar [αουγουράρ] (ρ.) προφητεύω, προμαντεύω, augurio [αουγούριο] (ουσ,/αρσ.) οιω νός σημάδι, augusto [αουγούστο] (επίθ.) σεβαστός, aula [άουλα] (ουσ,/θηλ.) αίθουσα, aullar [αουγιάρ] (ρ.) ουρλιάζω, aullido [αουγίδο] (ουσ,/αρσ.) ουρλια χτό. aumentar [αουμεν'τάρ] (ρ.) αυξάνω, aumentativo [αουμεν'τατίβο] (επίθ.) αυξητικός, aumento [αουμέν'το] (ουσ,/αρσ.) αύ ξηση. aun [αούν] (επίρρ.) ακόμη και, · aun así, no quiero verle - ακόμη και έτσι, δεν θέλω να τον δω. aún [αούν] (επίρρ.) ακόμη, μέχρι τώρα • no le he visto aún - δεν τον έχω δει ακόμα, aunar [αουνάρ] (ρ.) ενώνω, aunque [άουνκε] (σύνδ.) αν και, ακόμα και αν, μολονότι, παρόλο που. aura [άουρα] (ουσ^θηλ.) αύρα. áureo [άουρεο] (επίθ.) επίχρυσος χρυ σωμένος. aureola [αουρεόλα] (ουσ,/θηλ.) φωτο στέφανο. aurícula [αουρίκουλα] (ουσ,/θηλ.) καρ διακός κόλπος, auricular [αουρικουλάρ] 1: (ουσ,/αρσ.) ακουστικό τηλεφώνου, 2: (επίθ.) ακου στικός aurora [αουρόρα] (ουσΥθηλ.) χαραυ γή, αυγή. auscultación [αουσκουλταθιόν] (ουσ./ θηλ.) στηθοσκόπηση, ακρόαση. 86
auscultar [αουσκουλτάρ] (ρ.) στηθο σκοπώ, ακροάζομαι, ausencia [αουσένθια] (ουσ,/θηλ.) απου σία. ausentarse [αουσεν'τάρσε] (ρ.) απου σιάζω. ausente [αουσέν'τε] (επίθ.) απών. auspicio [αουσπίθιο] (ουσ,/αρσ.) αιγί δα. auspicioso [αουσπιθιόσο] (επίθ.) ελπιδοφόρος. austeridad [αουστεριδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: αυστηρότητα, 2: λιτότητα, φειδώ, austero [αουστέρο] (επίθ.) 1: αυστη ρός 2: λιτός απέριττος, austral [αουστράλ] (επίθ.) 1: νότιος 2: μεσημβρινός, austríaco [αουστρίακο] 1: (ουσ,/αρσ.) Αυστριακός 2: (επίθ.) αυστριακός, austro [αούστρο] (ουσ,/αρσ.) νότιος άνεμος. autarquía [αουταρκία] (ουσ,/θηλ.) αυ ταρχία, απολυταρχία, auténticación [αουτεν'τικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) πιστοποίηση, επικύρωση, autenticar [αουτεν'τικάρ] (ρ.) πιστο ποιώ, επικυρώνω, autenticidad [αουτεν'τιθιδάδ] (ουσ./ θηλ.) αυθεντικότητα, γνησιότητα, auténtico [αουτέν'τικο] (επίθ.) αυθε ντικός γνήσιος, autentificar [αουτεν'τιφικάρ] (ρ.) αποδεικνύω. autillo [αουτίγιο] (ουσ./αρσ.) κουκου βάγια. autístico [αουτίστικο] (επίθ.) αυτιστικός. auto [άουτο] (ουσ./αρσ.) αυτοκίνητο, autoadhesivo [αουτοαδεσίβο] (επίθ.) αυτοκόλλητος · cinta autoadhesiva - αυτοκόλλητη ταινία, autobiografía [αουτοβιογραφία] (ουσ./ θηλ.) αυτοβιογραφία, autobiográfico [αουτοβιογράφικο] (επίθ.)
avaluación αυτοβιογραφικός autobús [αουτομπούς] (ουσΥαρσ.) λεω φορείο. autocar [αουτοκάρ] (ουσΥαρσ.) πούλ μαν. autocracia [αουτοκράθια] (ουσΥθηλ.) αυταρχία, μοναρχία, autócrata [αουτόκρατα] (ουσΥαρσ.) μονάρχης, autocrático [αουτοκράτικο] (επίθ.) αυ ταρχικός δεσποτικός απολυταρχι κός. autocrítica [αουτοκρίτικα] (ουσΥθηλ.) αυτοκριτική, autóctono [αουτόκτονο] (επίθ.) αυτόχθων, γηγενής ιθαγενής, autodefensa [αουτοδεφένσα] (ουσ./ θηλ.) αυτοάμυνα, autodeterminación [αουτοδετερμιναθιόν] (ουσΥθηλ.) αυτοδιάθεση, autodidacto [αουτοδιδάκτο] (επίθ.) αυτοδίδακτος. autodisciplina [αουτοδισθιπλίνα] (ουσΥ θηλ.) αυτοπειθαρχία, autódromo [αφτόδρομο] (ουσΥαρσ.) αυτοκινητοδρόμιο, autoescuela [αουτοεσκουέλα] (ουσ./ θηλ.) σχολή οδηγών, autógrafo [αουτόγραφο] (ουσΥαρσ.) αυτόγραφο. automaticidad [αουτοματιθιδάδ] (ουσΥ θηλ.) αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, automático [αουτομάτικο] (επίθ.) αυ τόματος. autom otización [αουτομοτιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) αυτοματοποίηση, automotizar [αουτομοτιθάρ] (ρ.) αυτοματοποιώ. automóvil [αουτομόβιλ] (ουσΥαρσ.) αυτοκίνητο, automovilismo [αουτομοβιλίσμο] (ουσΥ αρσ.) αυτοκινητισμός automovilista [αουτομοβιλίστα] (ουσΥ αρσ.) αυτοκινητιστής
automovilístico [αουτομοβιλίστικο] (επίθ.) αυτοκίνητος, autonomía [αουτονομία] (ουσΥθηλ.) αυτονομία, ανεξαρτησία, αυτοτέ λεια. autonómico [αουτονόμικο] (επίθ.) αυ τόνομος (περιοχή), autónomo [αουτόνομο] (επίθ.) αυτό νομος. autopista [αουτοπίοττα] (ουσ./θηλ.) αυτοκινητόδρομος, autopsia [αουτόψια] (ουσΥθηλ.) αυ τοψία. autor [αουτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: συγγρα φέας δημιουργός 2: δράστης, autoridad [αουτοριδάδ] (ουσΥθηλ.) εξουσία, αρχή (πολιτική), κύρος, autoritario [αουτοριτάριο] (επίθ.) αυ ταρχικός τυρρανικός, δεσποτικός. autoritarismo [αουτοριταρίσμο] (ουσΥ αρσ.) αυταρχισμός. autorización [αουτοριθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) εξουσιοδότηση, άδεια, autorizar [αουτοριθάρ] (ρ.) εξουσιο δοτώ, επιτρέπω, εγκρίνω, autorretrato [αουτορετράτο] (ουσ./ αρσ.) αυτοπροσωπογραφία, autoservicio [αουτοσερβίθιο] (ουσΥ αρσ.) αυτοεξυπηρέτηση, autosuficiencia [αουτοσουφιθιένθια] (ουσΥθηλ.) αυτάρκεια. autosuficiente [αουτοσουφιθιέν'τε] (επίθ.) αυτάρκης, auxiliar [αουξιλιάρ] (επίθ.) επικουρι κός βοηθητικός, auxilio [αουξίλιο] (ουσΥαρσ.) βοήθεια, aval [αβάλ] (ουσΥαρσ.) 1: εγγύηση, 2: εγγυητής, avalancha [αβαλάντσα] (ουσΥθηλ.) χιονοστιβάδα, avalentonado [αβαλεν'τονάδο] (επίθ.) υπερόπτης αλαζόνας, avalorar [αβαλοράρ] (ρ.) αξιολογώ, avaluación [αβαλουαθιόν] (ουσΥθηλ.) 87
avaluar εκτίμηση, avaluar [αβαλουάρ] (ρ.) εκτιμώ, avalúo [αβαλούο] (ουσ,/αρσ.) εκτίμη ση. avance [αβάνθε] (συσΥαρσ.) 1: προέ λαση, 2: πρόοδος, 3: επίτευγμα, avanzado [αβανθάδο] (επίθ.) προχω ρημένος, προωθημένος, avanzar [αβανθάρ] (ρ.) 1: προχωρώ, 2: προελαύνω, 3: προοδεύω, avaricia [αβαρίθια] (ουσ7θηλ.) φιλαργυρία, τσιγκουνιά, avaricioso [αβαριθιόσο] (επίθ.) άπλη στος πλεονέκτης. avariento [αβαριέν'το] (επίθ.) φιλάρ γυρος. avaro [αβάρο] (επίθ.) φιλάργυρος τσι γκούνης μίζερος, avasallador [αβασαγιαδόρ] (επίθ.) κυ ριαρχικός avasallamiento [αβασαγιαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) υποταγή, καθυπόταξη. avasallar [αβασαγιάρ] (ρ.) υποδουλώ νω, υποτάσσω, avasallarse [αβασαγιάρσε] (ρ.) υπο τάσσομαι, υποκύπτω, ave [άβε] (ουσ7θηλ.) πτηνό, avecinarse [αβεθινάρσε] (ρ.) προσεγ γίζω, πλησιάζω, avecindarse [αβεθιν'τάρσε] (ρ.) γειτο νεύω. avejentar [αβεχεντάρ] (ρ.) γερνάω, avellana [αβεγιάνα] (ουσ,/θηλ.) φου ντούκι. avellano [αβεγιάνο] (ουσ,/αρσ.) φουντουκιά. avemaria [αβεμαρία] (ουσ,/αρσ.) Χαίρε Μαρία (προσευχή). avena [αβένα] (ουσ,/θηλ.) βρώμη, avenamiento [αβεναμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) αποστράγγιση, avenar [αβενάρ] (ρ.) αποξηραίνω, απο στραγγίζω, avenencia [αβενένθια] (ουσ,/θηλ.) συμ
φωνία. avenerar [αβενεράρ] (ρ.) δηλητηριά ζω. avenida [αβενίδα] (ουσΥθηλ.) λεωφό ρος. avenir [αβενίρ] (ρ.) συμβιβάζω, aventadora [αβεν'ταδόρα] (ουσ,/θηλ.) λιχνιστική μηχανή, aventajado [αβεν'ταχάδο] (επίθ.) εξέχων, διαπρεπής, aventajar [αβεν'ταχάρ] (ρ.) υπερέχω, πλεονεκτώ, ξεπερνώ, aventar [αβεν'τάρ] (ρ.) λιχνίζω, aventura [αβεν'τούρα] (ουσ,/θηλ.) 1: περιπέτεια, 2: τύχη. aventurado [αβεν'τουράδο] (επίθ.) ρι ψοκίνδυνος παρακινδυνευμένος aventurar [αβεν'τουράρ] (ρ.) διακιν δυνεύω, ρισκάρω, aventurero [αβεν'τουρέρο] (ουσ,/αρσ.) τυχοδιώχτης. avergonzado [αβεργονθάδο] (επίθ.) ντροπιασμένος, avergonzar [αβεργονθάρ] (ρ.) ντροπιά ζω. avergonzarse [αβεργονθάρσε] (ρ.) ντρέ πομαι. averia [αβερία] (ουσ/θηλ.) βλάβη, (Μηχ.) αβαρία. averiarse [αβεριάρσε] (ρ.) παθαίνω βλά βη. averiguable [αβεριγουάμπλε] (επίθ.) επαληθεύσιμος averiguación [αβεριγουαθιόν] (ουσ7 θηλ.) 1: επαλήθευση, 2: έρευνα, averiguador [αβεριγουαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ανακριτής ερευνητής averiguar [αβεριγουάρ] (ρ.) εξακρι βώνω. averigüetas [αβεριγουέτας] (ουσ./ αρσ.+θηλ.) αδιάκριτος περίεργος κουτσομπόλης, aversión [αβερσιόν] (ουσ,/θηλ.) απέ χθεια, αποστροφή, αντιπάθεια.
azar avestruz [αβεστρούθ] (ουσ,/αρσ.) στρουθοκάμηλος, avetado [αβεν'τάδο] (επίθ.) ραβδω τός. avezar [αβενζάρ] (ρ.) συνηθίζω, aviación [αβιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) αερο πορία. aviador [αβιαδόρ] (ουσ,/αρσ.) αερο πόρος, πιλότος, avícola [αβίκολα] (επίθ.) πτηνοτροφικός. avicultor [αβικουλτόρ] (ουσ./αρσ.) πτηνοτρόφος. avicultura [αβικουλτούρα] (ουσ,/θηλ.) πτηνοτροφία, avidez [αβιντέθ] (ουσ,/θηλ.) απληστία, αδηφαγία, ávido [άβιδο] (επίθ.) άπληστος αδη φάγος. avieso [αβιέσο] (επίθ.) παραμορφωμέ νος διαστραβλωμένος avilantarse [αβιλαν'τάρσε] (ρ.) αυθαδιάζω. avilantez [αβιλαν'τέθ] (ουσ,/θηλ.) αυ θάδεια, θρασύτητα, αγένεια, avinagrado [αβιναγράδο] (επίθ.) ξι νός όξινος, avinagrar [αβιναγράρ] (ρ.) ξινίζω, avión [αβιόν] (ουσ,/αρσ.) αεροπλάνο, avioneta [αβιονέτα] (ουσ,/θηλ.) μικρό ελαφρύ αεροσκάφος, avisar [αβισάρ] (ρ.) προειδοποιώ, ει δοποιώ, γνωστοποιώ, aviso [αβίσο] (ουσ,/αρσ.) 1: προειδο ποίηση, ειδοποίηση, γνωστοποίηση, 2: απειλή, 3: αγγελία, διαφήμιση, avispa [αβίσπα] (ουσ,/θηλ.) σφήκα, avispado [αβισπάδο] (επίθ.) έξυπνος ατσίδα. avispar [αβισπάρ] (ρ.) σπιρουνίζω, ταράζω. avisparse [αβισπάρσε] (ρ.) ταράζομαι, avispero [αβισπέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: σφη κοφωλιά, 2: χάος 3: (Ιατρ.) κακοήθης
φλύκταινα, avistar [αβιστάρ] (ρ.) διακρίνω, avitaminosis [αβιταμινόσις] (ουσ./ θηλ.) αβιταμίνωση. avivar [αβιβάρ] (ρ.) ζωντανεύω, ζωη ρεύω. avizor [αβιθόρ] (ουσ,/αρσ.) ενεδρευτής avizorar [αβιθοράρ] (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, axial [αξιάλ] (επίθ.) αξονικός, axila [αξίλα] (ουσ7θηλ.) μασχάλη, axioma [αξίομα] (ουσ,/αρσ.) αξίωμα, axiomático [αξιομάτικο] (επίθ.) αξιω ματικός, ay [άι] (επιφ.) άι!, ωχ!, αχ!, aya [άγια] (ουσ7θηλ.) γκουβερνάντα, νταντά, ayer [αγιέρ] (επίρρ.) χθες. ayo [άγιο] (ουσ,/αρσ.) παιδαγωγός, ayuda [αγιούδα] (ουσ7θηλ.) βοήθεια, ayudante [αγιουδάν'τε] (ουσ,/αρσ.) 1: βοηθός 2: υπασπιστής, ayudar [αγιουδάρ] (ρ.) συντρέχω, βοη θώ, συμπαρίσταμαι. ayunar [αγιουνάρ] (ρ.) νηστεύω, ayuno [αγιούνο] (ουσ,/αρσ.) νηστεία, ayuntamiento [αγιουν'ταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) δημαρχείο, azabache [αθαμπάτσε] (ουσ,/αρσ.) στιλπνός άνθρακας για χάντρες, azada [αθάδα] (ουσ,/θηλ.) αξίνα, τσά πα. azafata [αθαφάτα] (ουσ,/θηλ.) αερο συνοδός. azafate [αθαφάτε] (ουσ,/αρσ.) δίσκος (σερβιρίσματος), azafrán [αθαφράν] (ουσ,/αρσ.) 1: ζα φορά, κρόκος 2: κροκί (χρώμα). azahar [αθαάρ] (ουσ,/αρσ.) άνθος εσπεριδοειδούς azalea [αθαλέα] (ουσ,/θηλ.) (Βοτ.) αζα λέα. azar [αθάρ] (ουσ,/αρσ.) 1: τύχη, 2: ατυ χία, αναποδιά. 89
azararse azararse [αθαράρσε] (ρ.) σφάλλω, azaroso [αθαρόσο] (επίθ.) ριψοκίνδυ νος. ázimo [άθιμο] (επίθ.) άζυμος, ázoe [αθόε] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) άζωτο, azogado [αθογάδο] (επίθ.) αεικίνητος, azogar [αθογάρ] (ρ.) επαργυρώνω, azogarse [αθογάρσε] (ρ.) είμαι νευρι κός. azorado (επίθ.) εξοργισμένος, θυμω μένος. azoramiento [αθοραμιέν'το] (ουσΥαρσ.) εκνευρισμός, azorar [αθοράρ] (ρ.) ταράζω, azotar [αθοτάρ] (ρ.) μαστιγώνω, azote [αθότε] (ουσΥαρσ.) 1: μαστίγιο, 2: μαστίγωμα, 3: ξυλιά, μάστιγα, azotea [αθοτέα] (ουσΥθηλ.) ταράτσα, azúcar [αθούκαρ] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ζάχαρη. azucarado [αθουκαράδο] (επίθ.) ζα χαρένιος. azucarar [αθουκαράρ] (ρ.) ζαχαρώνω.
azucarero [αθουκαρέρο] (ουσΥαρσ.) 1: ζαχαροποιός, 2: ζαχαριέρα. azucena [αθουθένα] (ουσΥθηλ.) λευκόκρινος. azuela [αθουέλα] (ουσΥθηλ.) σκεπάρνι. azufre [αθούφρε] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) θειάφι. azufroso [αθουφρόσο] (επίθ.) θειού χος. azul [αθούλ] (επίθ.) κυανός, μπλε, γα λάζιος. azulado [αθουλάδο] (επίθ.) κυανόχρους γαλάζιος. azular [αθουλάρ] (ρ.) κυανίζω, βάφω μπλε. azulejar [αθουλεχάρ] (ρ.) πλακοστρώνω. azulejo [αθουλέχο] (ουσΥαρσ.) πλακά κι (τοίχου, μπάνιου και πατώματος). azulenco [αθουλένκο] (επίθ.) γαλά ζιος. azuzar [αθουθάρ] (ρ.) εξεγείρω, παρα κινώ, ξεσηκώνω.
90
χείο νυχτός πάπια, bacteria [μπακτέρια] (ουσΥθηλ.) βα κτηρίδιο. bactericida [μπακτεριθίδα] (επίθ.) βα κτηριοκτόνος μικροβιοκτόνος. bacteriología [μπακτεριολοχία] (ουσΥ θηλ.) βακτηριολογία, bacteriólogo [μπακτεριόλογο] (ουσΥ αρσ.) βακτηριολόγος. báculo [μπάκουλο] (ουσΥαρσ.) 1: μπα στούνι, ραβδί, 2: στήριγμα, bache [μπάτσε] (ουσΥαρσ.) λακούβα, πτώση. bachicha [μπατσίτσα] (ουσΥθηλ.) κα τακάθια. bachiller [μπατσιγιέρ] (ουσΥαρσ.) από φοιτος λυκείου, bachillerato [μπατσιγεράτο] (ουσΥ αρσ.) 1: μέση εκπαίδευση, 2: απολυ τήριο Λυκείου, bachillería [μπατσιγιερία] (ουσΥθηλ.) φλυαρία. badajazo [μπαδαχάθο] (ουσΥαρσ.) κου δούνισμα, badajo [μπαδάχο] (ουσΥαρσ.) πολυ λογάς. badilejo [μπαδιλέχο] (ουσΥαρσ.) μυ στρί οικοδόμου, badulaque [μπαδουλάκε] (επίθ.) ευή θης ηλίθιος, badulaquear [μπαδουλακεάρ] (ρ.) φέρομαι σαν ηλίθιος, bagaje [μπαγάχε] (ουσΥαρσ.) απο σκευή. bagatela [μπαγατέλα] (ουσΥθηλ.) μπι χλιμπίδι, στολίδι, bagasa [μπαγάσα] (ουσΥθηλ.) εταίρα, bagayo [μπαγάγιο] (ουσΥαρσ.) φόρ τωμα. bagazo [μπαγάθο] (ουσΥαρσ.) πολτός ζαχαροκάλαμου, bagre [μπάγρε] (ουσΥαρσ.) αίλουρος (ψάρι). bagual [μπαγουάλ] (ουσ,/αρσ.) άγριο
B, b [μπε] (ουσΥθηλ.) το δεύτερο γράμ μα του ισπανικού αλφαβήτου, baba [μπάμπα] (ουσ./θηλ.) σάλιο, babadero [μπαμπαδέρο] (ουσΥαρσ.) σαλιάρα. babaza [μπαμπάθα] (ουσΥθηλ.) βλέννα. babearse [μπαμπεάρσε] (ρ.) μου τρέ χουν τα σάλια, λιγουρεύομαι, babel [μπαμπέλ] (ουσΥαρσ.+θηλ.) αταξία, σκανταλιά, babeo [μπαμπέο] (ουσΥαρσ.) σαλιά ρισμα. babero [μπαμπέρο] (ουσΥαρσ.) σα λιάρα. babieca [μπαμπιέκα] (επίθ.) χαζός, babor [μπαμπόρ] (ουσΥαρσ.) αριστε ρή πλευρά του πλοίου, babosa [μπαμπόσα] (ουσΥθηλ.) γυ μνοσάλιαγκας, babosada [μπαμποσάδα] (ουσ./θηλ.) κουταμάρα, χαζομάρα, βλακεία, babosear [μπαμποσεάρ] (ρ.) 1: σαλια ρίζω, 2: κάνω βλακείες, baboso [μπαμπόσο] (επίθ.) 1: σαλιά ρης λιγούρης 2: βλάκας, babucha [μπαμπούτσα] (ουσΥθηλ.) παντόφλα, baca [μπάκα] (ουσΥθηλ.) σχάρα αυτο κινήτου. bacalao [μπακαλάο] (ουσ,/αρσ.) βακαλάος μπακαλιάρος, bacanal [μπακανάλ] (ουσΥθηλ.) όργιο, bacante [μπακάν'τε] (ουσΥθηλ.) βάκχη,γλέντι. baceta [μπαθέτα] (ουσΥθηλ.) τράπου λα. bacía [μπαθία] (ουσΥθηλ.) λεκάνη, bacilo [μπαθίλο] (ουσΥαρσ.) (Βιολ.) βά κιλος (μικρόβιο). bacín [μπαθίν] (ουσΥαρσ.) καθίκι. bacinilla [μπαθινίγια] (ουσΥθηλ.) δο 91
bah - μιλάω χαμηλόφωνα, 2: (προθ.) υπό, κάτω από · bajo el sol - κάτω από τον ήλιο. bajón [μπαχόν] (ουσ,/αρσ.) πτώση, bajorrelieve [μπαχορελιέβε] (ουσ./ αρσ.) ανάγλυφο, bajuno [μπαχούνο] (επίθ.) ταπεινός σεμνός. bala [μπάλα] (ουσΥθηλ.) σφαίρα, βόλι. balacear [μπαλαθεάρ] (ρ.) πυροβολώ, balacera [μπαλαθέρα] (ουσ,/θηλ.) ανταλ λαγή πυροβολισμών, balada [μπαλάδα] (ουσ,/θηλ.) μπαλά ντα. baladí [μπαλαδί] (επίθ.) ευτελής μη δαμινός ασήμαντος, baladrar [μπαλαδράρ] (ρ.) ουρλιάζω, baladro [μπαλάδρο] (ουσ,/αρσ.) ουρ λιαχτό. baladrón [μπαλαδρόν] (επίθ.) μεγάλαυχος καυχησιάρης κομπαστής, baladronada [μπαλανδρονάδα] (ουσ./ θηλ.) καυχησιολογία, κομπορρημοσύνη. baladronear [μπαλανδρονάρ] (ρ.) καυ χιέμαι, παινεύομαι, balance [μπαλάνθε] (ουσ,/αρσ.) ισοζύ γιο, ισορροπία, ισολογισμός, balancear [μπαλανθεάρ] (ρ.) ισορρο πώ. balancearse [μπαλανθεάρσε] (ρ.) αιωρούμαι, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, balanceo [μπαλανθέο] (ουσ,/αρσ.) αιώ ρηση, λίκνισμα, balancín [μπαλανθίν] (ουσ,/αρσ.) ζυγοστάτης λέμβου, balandrán [μπαλαν'ντράν] (ουσ,/αρσ.) ράσο. balandrista [μπαλαν'ντρίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) ιστιοπλόος, balandro [μπάλάν”ντρο] (ουσ,/αρσ.) κότερο. balanza [μπαλάνθα] (ουσ,/θηλ.) 1: ζυ γαριά, 2: ισοζύγιο, ισοσκελισμός.
άλογο, bah [μπα] (εττιφ.) μπα!. bahía [μπαΐα] (ουσ,/θηλ.) όρμος, bailable [μπα'Λάμπλε] (επίθ.) χορευ τικός. bailador [μπαιλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) χο ρευτής, bailar [μπαϊλάρ] (ρ.) χορεύω, bailarín [μπάλαρίν] (ουσ,/αρσ.) χο ρευτής. baile [μπάιλε] (ουσΥαρσ.) χορός, bailotear [μπαιλοτεάρ] (ρ.) χοροπη δώ. baivel [μπαϊβέλ] (ουσ,/αρσ.) φαλτσογωνιά. baja [μπάχα] (ουσ,/θηλ.) 1: πτώση, 2: κενή θέση, 3: απόλυση, bajá [μπαχά] (ουσ,/αρσ.) πασάς, bajada [μπαχάδα] (ουσ,/θηλ.) κάθο δος, κατάβαση, bajamar [μπαχαμάρ] (ουσ,/θηλ.) άμπω τη. bajar [μπαχάρ] (ρ.) 1: κατεβαίνω, 2: κα τεβάζω, χαμηλώνω, bajel [μπάχελ] (ουσ,/αρσ.) βάρκα πλοί ου. bajelero [μπαχελέρο] (ουσ,/αρσ.) πλοί αρχος. bajer [μπάχερ] (ουσ,/αρσ.) σκάφος, bajero [μπαχέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) μεσο φόρι, 2: (επίθ.) χαμηλός, bajeza [μπαχέθα] (ουσ,/θηλ.) χαμέρ πεια, ευτέλεια, ποταπότητα, bajío [μπαχίο] (ουσ,/αρσ.) αμμουδιά, bajista [μπαχίστα] (ουσ./αρσ.) 1: επεν δυτής 2:μπασί<ττας 3: παίχτης χρη ματιστηρίου, bajo* [μπάχο] (ουσ,/αρσ.) 1: ισόγειο, 2: (Μουσ.) (α) μπάσο, (β) βαθύφωνος · planta baja - ισόγειο · tocar el bajoπαίζω μπάσο. bajoJ [μπάχο] 1: (επίθ.) (α) χαμηλός κοντός (β) χαμερπής ευτελής ποταπός (γ) μπάσος · hablar en voz baja 92
ballenera balar [μπαλάρ] (ρ.) βελάζω. balaustrada [μπαλαουστράδα] (ουσΥ θηλ.) περιστύλιο από κιονίσκους, balaustre [μπαλάουστρε] (ουσΥαρσ.) κάγκελο. balay [μπαλάι] (ουσΥαρσ.) ψάθινο πλεκτό καλάθι, balazo [μπαλάθο] (ουσΥαρσ.) βολή, πυροβολισμός, balbucear [μπαλμπουθεάρ] (ρ.) τραυ λίζω, ψελλίζω, balbuceo [μπαλμπουθέο] (ουσΥαρσ.) τραύλισμα, ψέλλισμα, balbuciente [μπαλμπουθιέν'τέ] (επίθ.) τραυλός. balbucir [μπαλμπουθίρ] (ρ.) τραυλίζω, balcón [μπαλκόν] (ουσΥαρσ.) μπαλ κόνι. balda [μπάλδα] (ουσΥθηλ.) ράφι (βι βλιοθήκης, ντουλάπας). baldado [μπαλδάδο] (επίθ.) κουρα σμένος. baldadura [μπαλδαδούρα] (ουσΥθηλ.) αναπηρία, baldaquín [μπαλδακίν] (ουσΥαρσ.) ουρανός κρεβατιού, baldar [μπαλδάρ] (ρ.) καθιστώ ανάπη ρο, σακατεύω, balde [μττάλδε] (ουσΥαρσ.) κουβάς, balde [μττάλδε] (επίρρ.) δωρεάν · en balde - μάταια, baldear [μπαλδεάρ] (ρ.) αδειάζω νε ρό. baldío [μπαλδίο] (επίθ.) χέρσος ακαλ λιέργητος baldón [μπαλδόν] (ουσΥαρσ.) ύβρις προσβολή, baldonar [μπαλδονάρ] (ρ.) προσβάλ λω. baldosa [μπαλδόσα] (ουσΥθηλ.) πλα κάκι, πλάκα, balear [μπαλεάρ] (ρ.) πυροβολώ, balear [μπαλεάρ] (επίθ.) Βαλεαριδικός.
Baleares [μπαλεάρες] (ουσΥθηλ.) πληθ. Βαλεαρίδες, baleo [μπαλέο] (ουσΥαρσ.) πυροβο λισμός. balero [μπαλέρο] (ουσΥαρσ.) καλούπι σφαίρας. balido [μπαλίδο] (ουσΥαρσ.) βέλασμα. balín [μπαλίν] (ουσΥαρσ.) σκάγια, balista [μπαλίστα] (ουσΥθηλ.) καταπέλτης. balístico [μπαλίστικο] (επίθ.) βαλλιστι κός. baliza [μπαλίθα] (ουσΥθηλ.) σημαδού ρα. balneario [μπαλνεάριο] (ουσΥαρσ.) λουτρά, ιαματικά νερά. balompié [μπαλομ'πιέ] (ουσΥαρσ.) ποδόσφαιρο, balón [μπαλόν] (ουσΥαρσ.) μπάλα, baloncesto [μπαλονθέστο] (ουσΥαρσ.) καλαθοσφαίριση, μπάσκετ. balonmano [μπαλονμάνο] (ουσΥαρσ.) χάντμπολ. balonvolea [μπαλόνμπολέα] (ουσ./ θηλ.) πετοσφαίριση, βόλεϊμπολ, balota [μπαλότα] (ουσΥθηλ.) σφαιρί διο, μικρή μπάλα, balsa [μπάλσα] (ουσΥθηλ.) 1: σχεδία, 2: νερόλακκος, balsadera [μπαλσαδέρα] (ουσΥθηλ.) πορθμείο, bálsamo [μπάλσαμο] (ουσΥαρσ.) βάλσαμο. balsero [μπαλσέρο] (ουσΥαρσ.) πορ θμέας. báltico [μπάλτικο] (επίθ.) Βαλτικός, baluarte [μπαλουάρτε] (ουσΥαρσ.) προμαχώνας, balumba [μπαλούμ'μπα] (ουσΥθηλ.) σωρός στοίβα, ballena [μπαγένα] (ουσΥθηλ.) φάλαι να. ballenera [μπαγιενέρα] (ουσΥθηλ) φα93
ballenero σμήνος, κοπάδι πουλιών, bandeja [μπαν'ντέχα] (ουσ,/θηλ.) δί σκος πιατέλα σερβιρίσματος, bandera [μπαν'ντέρα] (ουσ7θηλ.) ση μαία, λάβαρο, bandería [μπαν'ντερία] (ουσ,/θηλ.) φατρία. banderilla [μπαν'ντερίγια] (ουσ7θηλ.) μικρό αγκριστροφόρο ακόντιο ταυ ρομαχίας, banderín [μπαν'ντερίν] (ουσ7αρσ.) μι κρή σημαία, bandidaje [μπαν'ντιδόχε] (ουσ,/αρσ.) ληστεία. bandido [μπαν'ντίδο] (ουσ7αρσ.) λη στής κλέφτης, bando [μπάν'ντο] (ουσ7αρσ.) φατρία, διάταγμα, αναγγελία, bandola [μπαδόλα] (ουσ7θηλ.) μαντο λίνο. bandolerismo [μπανδολερίσμο] (ουσ7 αρσ.) λησταρχία. bandolero [μπαν'ντολέρο] (ουσ7αρσ.) ληστής. bandolina [μπανδολίνα] (ουσ7θηλ.) μαντολίνο, bandoneón [μπανδονεόν] (ουσ7αρσ.) μεγάλο ακορντεόν, bandurria [μπανδούρια] (ουσ./θηλ.) έγχορδο μουσικό όργανο, banjo [μπάνχο] (ουσ7αρσ.) μπάντζο (μουσικό όργανο), banquero [μπανκέρο] (ουσ7αρσ.) τραπεζίτης, banqueta [μπανκέτα] (ουσ7θηλ.) σκα μνί. banquete [μπανκέτε] (ουσ./αρσ.) συ μπόσιο. banquillo [μπανκίγιο] (ουσ7αρσ.) εδώλιο. bañadera [μπανιαδέρα] (ουσ./θηλ.) μπανιέρα, bañador [μπανιαδόρ] (ουσ./αρσ.) μα γιό.
λαινοθηρικό πλοίο, ballenero [μπαγιενέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) φαλαινοθήρας, 2: (επίθ.) φαλαινο θηρικός. ballesta [μπαγιέστα] (ουσ,/θηλ.) 1: βαλλίστρα, 2: ελατήριο, ballet [μπαλέτ] (ουσ,/αρσ.) μπαλέτο, bambolearse [μπαμ'μπολεάρσε] (ρ.) λικνίζομαι, σείομαι, κουνιέμαι, bamboleo [μπαμ'μπολέο] (ουσ7αρσ.) λίκνισμα. bambolla [μ πα μ'μπ όγ ια] (ουσ,/θηλ.) απάτη. bambollero [μπαμ'μπογιέρο] (ουσ7 αρσ.) απατεώνας πλαστός, bambú [μπαμ'μττου] (ουσ,/αρσ.) μπα μπού. banal [μπανάλ] (επίθ.) κοινός κοινό τοπος. banalidad [μπαναλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κοι νοτοπία, χυδαιότητα, banana [μπανάνα] (ουσ,/θηλ.) μπανά να. bananal [μπανανάλ] (ουσ,/αρσ.) μπα νανοφυτεία, banano [μπανάνο] (ουσ,/αρσ.) μπα νανιά. banasta [μπανάστα] (ουσ,/θηλ.) μεγά λο καλάθι, κοφίνι, banasto [μπανάστο] (ουσ,/αρσ.) στρογ γυλό καλάθι, banca [μπάνκα] (ουσ./θηλ.) 1: τραπεζι κό σύστημα, 2: τράπεζα, bancario [μπανκάριο] (επίθ.) τραπεζι τικός. bancarrota [μπανκαρότα] (ουσ,/θηλ.) 1: χρεοκοπία, πτώχευση, 2: αποτυ χία. banco [μπάνκο] (ουσ7αρσ.) 1: τράπε ζα, 2: πάγκος 3: παγκάκι, banda [μπάν'ντα] (ουσ7θηλ.) 1: κορ δέλα, 2: ομάδα, συμμορία, 3: μπάντα, 4: πλευρά, 5: σπείρα, bandada [μπαν'ντάδα] (ουσ7θηλ.) 94
barbicano bañar [μπανιάρ] (ρ.) λούζω, κάνω μπά νιο. bañera [μπανιέρα] (ουσΥθηλ.) λουτή ρας μπανιέρα, bañista [μπανίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) κολυμβητής λουόμενος. baño [μπάνιο] (ουσΥαρσ.) λουτρό, μπάνιο. baptista [μπαπτίστα] (ουσΥαρσ.) βα φτιστής baque [μπάκε] (ουσΥαρσ.) γδούπος βρόντος. baqueano [μπακεάνο] 1: (ουσΥαρσ.) γνώστης της περιοχής 2: (επίθ.) έμπειρος baquelita [μπακελίτα] (ουσ,/αρσ.) βα κελίτης. baqueta [μπακέτα] (ουσΥθηλ.) μπα γκέτα. baqueteado [μπακετεάδο] (επίθ.) 1: έμπειρος 2: που έχει υποστεί κακο μεταχείριση, baquetear [μπακετεάρ] (ρ.) δέρνω, κακομεταχειρίζομαι, baquía [μπακία] (ουσΥθηλ.) εμπειρογνωμοσύνη. baquiano [μπακιάνο] 1: (ουσΥαρσ.) γνώστης της περιοχής 2: (επίθ.) έμπειρος, bar [μπαρ] (ουσΥαρσ.) μπαρ. barabúnda [μπαραούνδα] (ουσΥθηλ.) οχλοβοή, φασαρία, baraja [μπαράχα] (ουσΥθηλ.) τράπου λα. barajar [μπαραχάρ] (ρ.) ανακατώνω, συνδυάζω, baranda [μπαράν'ντά] (ουσΥθηλ.) κά γκελο. barandal [μπαραν'ντάλ] (ουσΥαρσ.) κάγκελο, κουπαστή, barandilla [μπαραν'ντίγια] (ουσΥθηλ.) κουπαστή, barata [μπαράτα] 1: (ουσΥθηλ.) έκπτω ση, 2: φθηνός 3: (επίρρ.) φτηνά.
barajador [μπαραχαδόρ] (επίθ.) που εξαρτάται, που αμφισβητεί, baratear [μπαρατεάρ] (ρ.) ξεπουλάω, baratería [μπαρατερία] (ουσΥθηλ.) απάτη. baratija [μπαρατίχα] (ουσΥθηλ.) χαζόπραγμα, μπιχλιμπίδι, baratillo [μπαρατίγιο] (ουσΥαρσ.) φθηνοπράγματα. barato [μπαράτο] (επίθ.) οικονομικός φθηνός. baratura [μπαρατούρα] (ουσΥθηλ.) φθήνια. baraúnda [μπαραούνδα] (ουσΥθηλ.) θόρυβος βαβούρα. barba [μπάρμπα] (ουσΥθηλ.) μούσι, γένια. barbacoa [μπαρμπακόα] (ουσΥθηλ.) ψησταριά, μπάρμπεκιου. barbado [μπαρμπάδο] (επίθ.) γενειοφόρος. barbárico [μπαρμπάρικο] (επίθ.) βαρβαρικός. barbaridad [μπαρμπαριδάδ] (ουσ./ θηλ.) βαρβαρότητα, τρέλα, barbarie [μπαρμπάριε] (ουσΥθηλ.) αγριότητα, βαρβαρότητα, barbarismo [μπαρμπαρίσμο] (ουσ./ αρσ.) βαρβαρισμός. bárbaro [μπάρμπαρο] (επίθ.) βάρβα ρος. barbarote [μπαρμπαρότε] (ουσΥαρσ.) κτήνος. barbear [μπαρμπεάρ] (ρ.) 1: κουρεύω, 2: ξυρίζω, barbechar [μπαρμπετσάρ] (ρ.) οργώ νω. barbecho [μπαρμπέτσο] (ουσΥαρσ.) αγρανάπαυση, barbería [μπαρμπερία] (ουσΥθηλ.) κουρείο. barbero [μπαρμπέρο] (ουσΥαρσ.) κουρέας. barbicano [μπαρμπικάνο] (επίθ.) ασπρο95
barbilam piño γένης. barbilampiño [μπαρμπιλαμπίνιο] (επίθ.) άμουσος barbilla [μπαρμττίγια] (ουσ./θηλ.) πη γούνι, σαγόνι, barbitúrico [μπαρμπιτούρικο] (επίθ.) βαρβιτουρικός. barbón [μπαρμπόν] (επίθ.) τριχωτός μαλλιαρός. barbot(e)ar (μπαρμποτ(ε)άρ] (ρ.) μουρ μουρίζω. barboteo [μπαρμποτέο] (ουσ,/αρσ.) μουρμούρισμα. barbudo [μπαρμούδο] (επίθ.) μουσά τος. barbulla [μπαρμπούγια] (ουσ,/θηλ.) βοή. barbullar [μπαρμπουγιάρ] (ρ.) 1: θο ρυβώ, 2: φλυαρώ, barca [μπάρκα] (ουσ./θηλ.) βάρκα, λέμβος. barcada [μπαρκάδα] (ουσ,/θηλ.) 1: τα ξίδι, 2: βόλτα με πλοίο, βαρκάδα, barcaza [μπαρκάθα] (ουσ,/θηλ.) φορ τηγίδα, μαούνα, barco [μπάρκο] (ουσ,/αρσ.) πλοίο, κα ράβι. bardo [μπάρδο] (ουσ./αρσ.) βάρδος ποιητής bardoma [μπαρδόμα] (ουσ7θηλ.) ακα θαρσία, ρύπος βρομιά, bario [μπάριο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) βά ριο. barítono [μπαρίτονο] (ουσ,/αρσ.) βα ρύτονος. barlovento [μπαρλοβέντο] (ουσ,/αρσ.) προσήνεμος (καθ.) ορτσαρισμένος. barniz [μπαρνίθ] (ουσ,/αρσ.) βερνίκι, barnizado [μπαρνιθάδο] (ουσ./αρσ.) βερνίκωμα, barnizar [μπαρνιθάρ] (ρ.) βερνικώνω, barométrico [μπαρομέτρικο] (επίθ.) βαρομετρικός barómetro [μπαρόμετρο] (ουσ,/αρσ.)
βαρόμετρο, barón [μπαρόν] (ουσ,/αρσ.) βαρώνος. baronesa [μπαρονέσα] (ουσ,/θηλ.) βαρώνη. baronía [μπαρονία] (ουσ,/θηλ.) βαρωνία. barquero [μπαρκέρο] (ουσ,/αρσ.) βαρ κάρης. barqueta [μπαρκέτα] (ουσ,/θηλ.) βαρ κούλα. barquilla [μπαρκίγια] (ουσ,/θηλ.) κα λάθι. barquillo [μπαρκίγιο] (ουσ7αρσ.) χω νάκι παγωτού, barquinazo [μπαρκινάθο] (ουσ,/αρσ.) τράνταγμα, ταρακούνημα, barra [μπάρα] (ουσ,/θηλ.) 1: βέργα, 2: πάγκος μπάρα · servicio de barra αυτοεξυπηρέτηση (selfservice). barrabasada [μπαραμπασάδα] (ουσ./ θηλ.) πανουργία, barraca [μπαράκα] (ουσ./θηλ.) καλύ βα, παράγκα. barragana [μπαραγάνα] (ουσ,/θηλ.) παλλακίδα, (καθ.) πουτάνα. barranca [μπαράνκα] (ουσ,/θηλ.) χα ράδρα. barranco [μπαράνκο] (ουσ,/αρσ.) φα ράγγι. barrear [μπαρεάρ] (ρ.) χτίζω οδό φραγμα. barrena [μπαρένα] (ουσ/θηλ.) τρυ πάνι. barrenar [μπαρενάρ] (ρ.) ανοίγω τρύ πα με τρυπάνι, barrendero [μπαρενντέρο] (ουσ,/αρσ.) οδοκαθαριστής barreno [μπαρένο] (ουσ,/αρσ.) διά τρηση. barreño [μπαρένιο] (ουσ,/αρσ.) λεκά νη. barrer [μπαρέρ] (ρ.) σκουπίζω, σαρώ νω. barrera [μπαρέρα] (ουσ,/θηλ.) μπάρα, 96
bastilla φράγμα, εμπόδιο, barrero [μπαρέρο] (ουσ,/αρσ.) λασπώ δες έδαφος, barriada [μπαριάδα] (ουσ,/θηλ.) φτω χογειτονιά, barrica [μπαρίκα] (ουσ./θηλ.) μεγάλο βαρέλι. barricada [μπαρικάδα] (ουσ7θηλ.) οδόφραγμα, barrida [μπαρίδα] (ουσΥθηλ.) σάρωμα. barrido [μπαρίδο] (ουσ,/αρσ.) σάρωμα, σκούπισμα. barriga [μπαρίγα] (ουσ,/θηλ.) κοιλιά, barrigón [μπαριγόν] (επίθ.) 1: κοιλαράς 2: χοντρός, barrigudo [μπαριγούδο] (επίθ.) κοιλαράς. barril [μπαρίλ] (ουσ./αρσ.) βαρέλι, barrilería [μπαριλερία] (ουσΥθηλ.) βα ρελοποιείο, barrilero [μπαριλέρο] (ουσ,/αρσ.) βα ρελοποιός, barrilete [μπαριλέτε] (ουσ,/αρσ.) βα ρελάκι. barrio [μπάριο] (ουσ,/αρσ.) συνοικία, γειτονιά, προάστιο, barrizal [μπαριθάλ] (ουσ./αρσ.) βαλ τότοπος. barro [μπάρο] (ουσ7αρσ.) λάσπη, πη λός. barroco [μπαρόκο] (επίθ.) μπαρόκ, barroquismo [μπαροκίσμο] (ουσ,/αρσ.) ρυθμός μπαρόκ, barroso [μπαρόσο] (επίθ.) 1: λασπώ δης, 2: κοκκινωπός, barrote [μπαρότε] (ουσ,/αρσ.) κάγκε λο. barruntar [μπαρουν'τάρ] (ρ.) υποψιά ζομαι, προαισθάνομαι, barrunto [μπαρούν'το] (ουσ,/αρσ.) έν δειξη, υποψία, bártulos [μπάρτουλος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. υπάρχοντα.
barullo [μπαρούγιο] (ουσ,/αρσ.) οχλο βοή, βαβούρα, αναστάτωση, basalto [μπασάλτο] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.) βασάλτης, basamento [μπασαμέν'το] (ουσ,/αρσ.) βάση. basar [μπασάρ] (ρ.) βασίζω, στηρίζω, basca [μπάσκα] (ουσ./θηλ.) ναυτία, bascosidad [μπασκοσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) βρομιά, bascoso [μπασκόσο] (επίθ.) αηδιαστι κός, εμετικός, báscula [μπάσκουλα] (ουσ,/θηλ.) ζυ γαριά, πλάστιγγα, basculante [μπασκουλάν'τε] (ουσ./ αρσ.) εκφορτωτής, bascular [μπασκουλάρ] (ρ.) ταλαντεύο μαι, γέρνω, base [μπάσε] (ουσ,/θηλ.) βάση, στή ριγμα. básico [μπάσικο] (επίθ.) βασικός, θε μελιώδης, basílica [μπασίλικα] (ουσ7θηλ.) βασι λική (ναός), basilisco [μπασιλίσκο] (ουσ./αρσ.) ιγκουάνα. basta [μπάστα] (ουσ,/θηλ.) τρύπωμα, bastante [μπαστάν'τε] (επίρρ.) αρκε τά. bastar [μπαστάρ] (ρ.) αρκώ, φτάνω, bastardear [μπασταρδεάρ] (ρ.) εκφυ λίζω, νοθεύω, bastardía [μπασταρδία] (ουσ,/θηλ.) νο θεία. bastardilla [μπασταρδίγια] (ουσ,/θηλ.) 1: πλάγια γράμματα, 2: είδος φλάου του. bastardo [μπαστάρδο] (ουσ,/αρσ.) νώθος εξώγαμος (καθ.) μπάσταρδος bastear [μπαστεάρ] (ρ.) τρυπώνω, bastidor [μπαστιδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: πλαίσιο, 2: τελάρο, 3: παρασκήνιο, bastilla [μπαστίγια] (ουσΥθηλ.) στρί φωμα. 97
bastimento bastimento [μπαστιμέν'το] (ουσΥαρσ.) εφοδιασμός, bastión [μπαστιόν] (ουσΥαρσ.) προ μαχώνας. basto [μπάστο] 1: (ουσΥαρσ.) μπα στούνι (τράπουλας), 2: (επίθ.) (α) άξε στος χυδαίος (β) αδρός τραχύς, bastón [μπαστόν] (ουσΥαρσ.) 1: μπα στούνι, 2: ρόπαλο, bastonazo [μπαστονάθο] (ουσΥαρσ.) μπαστουνιά, bastonera [μπαστονέρα] (ουσΥθηλ.) ομπρελοθήκη, basura [μπασούρα] (ουσΥθηλ.) 1: απόρριμμα, σκουπίδι, 2: κάδος σκουπιδιών. basural [μπασουράλ] (ουσΥαρσ.) χω ματερή. basurero [μπασουρέρο] (ουσΥαρσ.) 1: σκουπιδιάρης 2: σκουπιδότοπος bata [μπάτα] (ουσΥθηλ.) ρόμπα, πο διά. batacazo [μπατακάθο] (ουσΥαρσ.) ροπαλιά. batahola [μπαταόλα] (ουσΥθηλ.) σα ματάς φασαρία, batalla [μπατάγια] (ουσΥθηλ.) μάχη, πάλη, αγώνας, batallar [μπαταγιάρ] (ρ.) μάχομαι, πο λεμώ. batallón [μπαταγιόν] (ουσΥαρσ.) τάγ μα. batata [μπατάτα] (ουσΥθηλ.) γλυκο πατάτα. bate [μπάτε] (ουσΥαρσ.) μπαστούνι του μπέιζμπολ. batea [μπατέα] (ουσΥθηλ.) λεκάνη, σκά φη. bateador [μπατεαδόρ] (ουσΥαρσ.) παί χτης που χειρίζεται το μπαστούνι του μπέιζμπολ. batear [μπατεάρ] (ρ.) χτυπώ με το μπαστούνι του μπέιζμπολ. batel [μπατέλ] (ουσΥαρσ.) βαρκούλα,
σχεδία. bateria [μπατερία] (ουσΥθηλ.) 1: μπα ταρία, 2: ντραμς 3: πυροβολαρχία, batida [μπατίδα] (ουσΥθηλ.) 1: χτύπη μα, 2: έφοδος αστυνομίας επιδρο μήbatido [μπατίδο] (ουσΥαρσ.) ρόφημα από γάλα και φρούτα, batidora [μπατιδόρα] (ουσΥθηλ.) μί ξερ. batifondo [μπατιφόν'ντο] (ουσΥαρσ.) αναταραχή, ανακατωσούρα, batín [μπατίν] (ουσΥαρσ.) αντρική ποδιά, batir [μπατίρ] (ρ.) χτυπώ, batista [μπατίστα] (ουσΥθηλ.) βατίστα (λεπτό ύφασμα). batuquear [μπατουκεάρ] (ρ.) ταρακουνώ. baturro [μπατούρο] (επίθ.) αγροίκος άξεστος. batuta [μπατούτα] (ουσΥθηλ.) μπα γκέτα (διευθυντή ορχήστρας). baúl [μπαούλ] (ουσΥαρσ.) μπαούλο, bausa [μπαούσα] (ουσΥθηλ.) τεμπελιά, νωθρότητα. bausán [μπαουσάν] (ουσΥαρσ.) φυγό πονος νωθρός, bautismal [μπαουτισμάλ] (επίθ.) βαφτιστικός. bautismo [μπαουτίσμο] (ουσΥαρσ.) βάφτισμα, bautizar [μπαουτιθάρ] (ρ.) βαφτίζω, bautizo [μπαουτίθο] (ουσΥαρσ.) βά φτιση. bauxita [μπαουξίτα] (ουσΥθηλ.) (Χημ.) βωξίτης, baya [μπάγια] (ουσΥθηλ.) μούρο, bayeta [μπαγέτα] (ουσΥθηλ.) πετσέτα, bayo [μπάγιο] (επίθ.) πυρόξανθος. bayoneta [μπαγιονέτα] (ουσΥθηλ.) ξι φολόγχη. bazar [μπαθάρ] (ουσΥαρσ.) παζάρι, υπαίθρια αγορά.
bendición bazo [μπάθο] (ουσ./αρσ.) σπλήνα, bazofia [μπαθόφια] (ουσ./θηλ.) απαί σιο φαγητό, bazuca [μπαθούκα] (ουσ./θηλ.) μπαζούκας. bazuquear [μπαθουκεάρ] (ρ.) ανακα τεύω. beatería [μπεατερία] (ουσ,/θηλ.) ευσέ βεια, ευλάβεια, θεοσέβεια, beatificación [μπεατιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) μακαρισμός, αγιοποίηση. beatificar [μπεατιφικάρ] (ρ.) μακαρί ζω, αγιοποιώ. beatífico [μπεατίφικο] (επίθ.) μακά ριος. beatitud [μπεατιτούδ] (ουσ7θηλ.) μα καριότητα, ευδαιμονία, beato [μπεάτο] (επίθ.) ευσεβής ευλα βής θεοσεβούμενος. bebé [μπεμπέ] (ουσΥαρσ.) μωρό, βρέ φος. bebedero [μπεμπεδέρο] (ουσ,/αρσ.) ποτίστρα. bebedizo [μπεμπεδίθο] (επίθ.) πόσι μος. bebedor [μπεμπεδόρ] (ουσ7αρσ.) πό της bebendurria [μπεμπενδοΰρια] (ουσ./ θηλ.) μεθύσι, beber [μπεμπέρ] 1: (ουσ,/αρσ.) ποτό, πόση, 2: (ρ.) πίνω. bebible [μπεμπίμπλε] (επίθ.) πόσιμος, bebida [μπεμπίδα] (ουσ./θηλ.) ποτό. bebido [μπεμπίδο] (ουσ7αρσ.) πιωμέ νος μεθυσμένος, beca [μπέκα] (ουσ./θηλ.) υποτροφία, becario [μπεκάριο] (επίθ.) υπότροφος, becerro [μπεθέρο] (ουσ,/αρσ.) δαμάλι, μικρό μοσχάρι, bechamel [μπετσαμέλ] (ουσ,/θηλ.) μπεσαμέλ. bedel [μπεδέλ] (ουσ./αρσ.) επιστάτης, beduino [μπεδουίνο] (ουσΥαρσ.) Βεδουίνος.
befa [μπέφα] (ουσ./θηλ.) σαρκασμός χλευασμός, befar [μπεφάρ] (ρ.) σαρκάζω, befo [μπέφο] (επίθ.) που έχει χοντρά χείλια. begonia [μπεγόνια] (ουσ,/θηλ.) (Βοτ.) μπεγκόνι α. beige [μπέιζ] (επίθ.) μπεζ. béisbol [μπέϊσμπολ] (ουσ,/αρσ.) μπέϊζμπολ. beisbolista [μπεϊσμπολίστα] (ουσ./ αρσ.) παίχτης του μπέϊζμπολ. bejuco [μπεχούκο] (ovaJapo.) καλά μιbelicista [μπελιθίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) πολεμοκάπηλος, bélico [μπέλικο] (επίθ.) πολεμικός, belicoso [μπελικόσο] (επίθ.) πολεμο χαρής. beligerancia [μπελιγεράνθια] (ουσ./ θηλ.) εμπόλεμη κατάσταση, beligerante [μπελιχεράν'τε] (επίθ.) εμπόλεμος, bellaco [μπεγιάκο] (επίθ.) μοχθηρός πονηρός δόλιος, bellaquear [μπεγιακεάρ] (ρ.) εξαπατώ, παραπλανώ, bellaquería [μπεγιακερία] (ουσ7θηλ.) πανουργία, πονηριά, belleza [μπεγέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: ομορ φιά, 2: καλλονή, bello [μπέγιο] (επίθ.) ευειδής όμορ φ ος ωραίος, bellota [μπεγιότα] (ουσ./θηλ.) βελα νίδι. bemba [μπέμ'μπα] (ουσ./θηλ.) σαρκώ δη χείλη. bembo [μπέμ'μπο] (επίθ.) χειλαράς benceno [μπενθένο] (ουσ./αρσ.) (Χημ.) βενζόλη. bencina [μπενθίνα] (ουσ./θηλ.) (Χημ.) βενζίνη. bendecir [μπεν'ντεθίρ] (ρ.) ευλογώ, bendición [μπεν'ντιθιόν] (ουσ,/θηλ.) 99
bendito ευλογία. bendito [μπεν'ντίτο] (επίθ.) ευλογημέ νος, αγιασμένος, benefactor [μπενεφακτόρ] (ουσ./αρσ.) αγαθοεργός, αγαθοποιός ευεργέτης, beneficencia [μπενεφιθένθια] (ουσ./ θηλ.) ευεργεσία, αγαθοεργία, beneficiar [μπενεφιθιάρΗρ.) ωφελώ, beneficiario [μπενεφιθιάριο] (ουσ./ ρσ.) δικαιούχος, beneficio [μπενεφίθιο] (ουσ,/αρσ.) όφε λος, κέρδος, ωφέλεια, beneficioso [μπενεφιθιόσο] (επίθ.) επι κερδής, επωφελής, ευεργετικός, benéfico [μπενέφικο] (επίθ.) ευεργετι κός ωφέλιμος χρήσιμος, benemérito [μπενεμέριτο] (επίθ.) αξιέ παινος. beneplácito [μπενεπλάθιτο] (ουσ,/αρσ.) επιδοκιμασία, συγκατάθεση, benevolencia [μπενεβολένθια] (ουσ./ θηλ.) ευμένεια, εύνοια, ευδοκία, benévolo [μπενέβολο] (επίθ.) εύνους ευμενής. bengala [μπενγάλο] (ουσ,/θηλ.) φωτο βολίδα. benignidad [μπενιγνιδάδ] (ουσ,/θηλ.) καλοσύνη, benigno [μπενίγνο] (επίθ.) ήπιος κα λοκάγαθος καλοήθης πράος, benjamín [μπενχαμίν] (ουσ,/αρσ.) βενιαμίν, ο μικρότερος, beodez [μπεοδέθ] (ουσ,/θηλ.) μεθύσι, beodo [μπεόδο] (επίθ.) μεθυσμένος μεθύστακας μπεκρής, berberecho [μπερμπερέτσο] (ουσ./ αρσ.) κυδώνι (είδος θαλασσινού). berbiquí [μπερμπικί] (ουσ7αρσ.) τρυ πάνι. berenjena [μπερενχένα] (ουσ,/θηλ.) μελιτζάνα, berenjenal [μπερενχενάλ] (ουσ,/αρσ.) μελιτζανόκηπος bergante [μπεργάν'τε] (ουσ,/αρσ.) 100
αλήτης. bergantín [μπεργαντίν] (ουσ./αρσ.) μπρίκι (είδος ιστιοφόρου). bermellón [μπερμεγιόν] (ουσ,/αρσ.) βερμιγκόν, ερυθρό χρώμα, berrear [μπερεάρ] (ρ.) μουγκρίζω, ουρλιάζω, berrido [μπερίδο] (ουσ,/αρσ.) μουγκρητό, ουρλιαχτό, στόνος. berrinche [μπερίντσε] (ουσ,/αρσ.) θυ μός στενοχώρια (λέγεται συνήθως για τα μικρά παιδιά). berrinchudo [μπεριντσούδο] (επίθ.) κακότροπος δύστροπος ευέξαπτος, berro [μπέρο] (ουσ,/αρσ.) νεροκάρ δαμο. berza [μπέρθα] (ουσ,/θηλ.) λάχανο, berzal [μπερθάλ] (ουσ,/αρσ.) λαχανό κηπος, besar [μπεσάρ] (ρ.) φιλώ. besarse [μπεσάρσε] (ρ.) φιλιέμαι, beso [μπέσο] (ουσ,/αρσ.) φιλί. bestia [μπέστια] (ουσ,/θηλ.) κτήνος τέρας ζώο. bestial [μπεστιάλ] (επίθ.) κτηνώδης bestialidad [μπεστιαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κτηνωδία. besugo [μπεσούγο] (ουσ,/αρσ.) χάνος (ψάρι). besuguera [μπεσουγέρα] (ουσ,/θηλ.) τηγάνι για ψάρια, besuquear [μπεοουκεάρ] (ρ.) φιλώ συ νεχόμενα, besuqueo [μπεσουκέο] (ουσ,/αρσ.) χαϊδολόγημα, betel [μπετέλ] (ουσ,/αρσ.) ινδοκάρυδο. betún [μπετούν] (ουσ,/αρσ.) 1: λού στρο παπουτσιών, 2: κατράμι, bi [μπι] (πρόθ.) δι -, αμφι biberón [μπιμπερόν] (ουσ,/αρσ.) θή λαστρο, μπιμπερό. Biblia [μπίμπλια] (ουσ,/θηλ.) Βίβλος, bíblico [μπίμπλικο] (επίθ.) βιβλικός.
bigote bibliófilo [μπιμπλιόφιλο] (ουσΥαρσ.) βιβλιόφιλος, bibliografía [μπιμπλιογραφία] (ουσΥ θηλ.) βιβλιογραφία, bibliográfico [μττιμπλιογράφικο] (επίθ.) βιβλιογραφικός, bibliógrafo [μπιμπλιόγραφο] (ουσΥ αρσ.) βιβλιογράφος. biblioteca [μπιμπλιοτέκα] (ουσΥθηλ.) βιβλιοθήκη, bibliotecario [μπιμπλιοτεκάριο] (ουσΥ αρσ.) βιβλιοθηκάριος, bicarbonato [μπικαρμπονάτο] (επίθ.) (Χημ.) διανθρακικός. bicentenario [μπιθεν'τενάρισ] (ουσΥ αρσ.) δισεκατονταετηρίδα. bíceps [μπίθεπς] (ουσΥαρσ.) δικέφα λος μυς. bici [μπίθι] (ουσΥθηλ.) ποδήλατο, bicicleta [μπιθικλέτα] (ουσΥθηλ.) πο δήλατο. bicolor [μπικολόρ] (επίθ.) δίχρωμος, biche [μπίτσε] (επίθ.) άγουρος ανώ ριμος. bicho [μπίτσο] (ουσΥαρσ.) ζωύφιο, ζουζούνι, bidé [μπιδέ] (ουσΥαρσ.) μπιντές, bidón [μπιδόν] (ουσΥαρσ.) τενεκεδάκι. bien [μπιέν] 1: (ουσΥαρσ.) καλό, 2: (επίρρ.) καλά, σωστά, επιτυχώς · esíoy bien - είμαι καλά (στην υγεία μου) · /bien hecho! - έπραξες σωστά! /καλά έκανες!, bienal [μπιενάλ] (επίθ.) διετής, bienandanza [μπιενανδάνθα] (ουσΥ θηλ.) ευημερία, ευζωία, ευτυχία, bienaventurado [μπιεναβεν'τουράδο] (επίθ.) μακάριος, ευτυχής, bienaventuranza [μπιεναβεν'τουράνθα] (ουσΥθηλ.) μακαριότητα ευδαι μονία. bienestar [μπιενεστάρ] (ουσΥαρσ.) ευ ημερία, ευζωία.
bienhablado [μπιεναμπλάδο] (επίθ.) καλοειπωμένος. bienhadado [μπιεναδάδο] (επίθ.) τυ χερός. bienhechor [μπιενετσόρ] 1: (ουσΥ αρσ.) ευεργέτης 2: (επίθ.) ευεργετι κός γενναιόδωρος, bienintencionado [μπιενιντενθιονάδο] (επίθ.) καλοπροαίρετος, bienio [μπιένιο] (ουσΥαρσ.) διετής πε ρίοδος διετία, bienoliente [μπιενολιέν'τε] (επίθ.) ευωδιαοττός εύοσμος μυρωδάτος bienquerencia [μπιενκερένθια] (ουσΥ θηλ.) στοργή, τρυφερότητα, φρο ντίδα. bienquerer [μπιενκερέρ] (ρ.) αγαπώ, υπεραγαπώ. bienquistar [μπιενκιστάρ] (ρ.) συμφι λιώνω. bienvenida [μπιενβενίδα] (ουσΥθηλ.) καλωσόρισμα, bienvenido [μπιενβενίδο] (επίθ.) ευπρόσδεκτος · ¡bienvenido! - καλώς ήρθες!. bifásico [μπιφάσικο] (επίθ.) (Ηλεκ.) διφασικός. bife [μπιφέ] (ουσΥαρσ.) μπριζόλα, bifocal [μπιφοκάλ] (επίθ.) διεστιακός bifurcación [μπιφουρκαθιόν] (ουσΥ θηλ.) διακλάδωση, bifurcado [μπιφουρκάδο] (επίθ.) διχα λωτός. bifurcarse [μπιφουρκάρσε] (ρ.) διακλαδώνω. bigamia [μπιγάμια] (ουσΥθηλ.) διγα μία. bigamo [μπίγαμο] (επίθ.) δίγαμος, bigardear [μπιγαρδεάρ] (ρ.) τριγυρνάω, κόβω βόλτες (καθ.) σουλατσά ρω. bigardo [μπιγάρδο] (επίθ.) οκνηρός αργόσχολος, bigote [μπιγότε] (ουσΥαρσ.) μουστά101
bigotudo
bigotudo [μπιγοτούδο] (ουσ./αρσ.) μουστακαλής, bigudí [μπιγουδί] (ouoVapo.) μπικουτΙ. bilateral [μπιλατεράλ] (επίθ.) διμερής αμφίπλευρος, biliar [μπιλιάρ] (ουσ,/αρσ.) {Ιατρ.) χο λόλιθος. bilingüe [μπιλίνγκουε] (επίθ.) δίγλωσ σος. bilingüismo [μπιλινγκουίσμο] (ουσ./ αρσ.) διγλωσσία, bilioso [μπιλιόσο] (επίθ.) χολώδης. bilis [μπίλις] (ουσ,/θηλ.) χολή. billar [μπιγιάρ] (ουσ,/αρσ.) μπιλιάρδο, billete [μπιγιέτε] (ουσ,/αρσ.) 1: εισιτή ριο, 2: χαρτονόμισμα, billetera [μπιγιετέρα] (ουσ./θηλ.) πορ τοφόλι. billón [μπιγιόν] (ουσ7αρσ.) δισεκα τομμύριο, bimensual [μπιμενσουάλ] (επίθ.) δε καπενθήμερος, bimestral [μπιμεστράλ] (επίθ.) δίμηνος. bimestre [μπιμέστρε] (ουσ./αρσ.) διμηνία. binario [μπινάριο] (επίθ.) δυαδικός, bingo [μπίνγκο] (ουσ7αρσ.) μπίνγκο. binóculos [μπινόκουλος] (ουσ./αρσ.) πληθ. κιάλια, binza [μπίνθα] (ουσ7θηλ.) φλούδα κρεμ μυδιού. biofísica [μπιοφίσικα] (ουσ,/θηλ.) βιο φυσική. biografía [μπιογραφία] (ουσ,/θηλ.) βιογραφία, biográfico [βιογράφικο] (επίθ.) βιογραφικός. biógrafo [βιόγραφο] (ουσ,/αρσ.) βιο γράφος. biología [μπιολοχία] (ουσ,/θηλ.) βιο λογία. 102
biológico [μπιολόχικο] (επίθ.) βιολο γικός biólogo [μπιόλογο] (ουσ./αρσ.) βιο λόγος. biombo [μπιόμ'μπο] (ουσ./αρσ.) παραβάν. biopsia [μπιόπσια] (ουσ./θηλ.) βιοψία, bioquímico [μπιοκίμικο] 1: (ουσ./αρσ.) βιοχημικός (επάγγελμα), 2: (επίθ.) βιοχημικός biotecnología [μπιοτεκνολοχία] (ουσ./ θηλ.) βιοτεχνολογία, bióxido [μπιόξιδο] (ουσ./αρσ.) {Χημ.) διοξείδιο, bípedo [μπίπεδο] (ουσ/αρσ.) δίποδο, biplano [μπιπλάνο] (ουσ./αρσ.) διπλάνο. birlocha [μπιρλότσα] (ουσ,/θηλ.) χαρ ταετός. birreta [μπιρέτα] (ουσ7θηλ.) καπέλο καρδινάλιου, birrete [μπιρέτε] (ουσΥαρσ.) καπέλο δικαστή. birria [μπίρια] (ουσ7θηλ.) 1: αηδία, αποστροφή, 2: χάλι. bis [μπις] (επίρρ.) δύο φορές, bisabuelo [μπισαμπουέλο] (ουσΥαρσ.) προπάππους, bisagra [μπισάγρα] (ουσ./θηλ.) μεντεσές. bisbisar [μπισμπισάρ] (ρ.) μουρμου ρίζω. bisbiseo [μπισμπίσεο] (ουσ,/αρσ.) μουρμούρισμα, μουρμούρα, bisecar [μπισεκάρ] (ρ.) (Γεωμ.) διχο τομώ. bisel [μπισέλ] (ουσ./αρσ.) λοξή γωνία, biselar [μπισελάρ] (ρ.) λοξεύω, bisexual [μπισεξουάλ] (επίθ.) αμφισεξουαλικός. bisiesto [μπισιέστο] (επίθ.) δίσεκτος, bisnieto [μπισνιέτο] (ουσ./αρσ.) δισέγ γονος. bisonte [μπισόν'τε] (ουσ7αρσ.) βίσο-
boa νας. bisoñé [μπισονιέ] (ουσ./αρσ.) περουκίνι. bisoño [μπισόνιο] (επίθ.) άπειρος ανεκπαίδευτος πρωτάρης, bisté [μπιστέ] (ουσΥαρσ.) φιλέτο, bisturí [μπιστουρί] (ουσΥαρσ.) νυστέ ρι. bisutería [μπισουτερία] (ουσΥθηλ.) ψεύτικο κόσμημα, φο μπιζού, bizantino [μπιθαν'τίνο] (επίθ.) 1: βυζα ντινός 2: άστοχος ανώφελος, bizarría [μπιθαρία] (ουσΥθηλ.) 1: γεν ναιότητα, 2: γενναιοδωρία, bizarro [μπιθάρο] (επίθ.) 1: γενναίος 2: γενναιόδωρος, bizcar [μπιθκάρ] (ρ.) αλληθωρίζω, bizco [μπίθκο] (επίθ.) αλλήθωρος, bizcochería [μπιθκοτσερία] (ουσΥθηλ.) ζαχαροπλαστείο μπισκότων, bizcocho [μπιθκότσο] (ουσΥαρσ.) κέικ. bizma [μπίθμα] (ουσΥθηλ.) κατάπλα σμα. bizquear [μπιθκεάρ] (ρ.) αλληθωρίζω, λοξοκοιτάζω, στραβίζω, bizquera [μπιθκέρα] (ουσΥθηλ.) αλληθώρισμα, στραβισμός. Blancanieves [μπλανκανιέβες] (ουσΥ θηλ.) Χιονάτη, blanco [μπλάνκο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) στό χος (β) λευκό, άσπρο, 2: (επίθ.) λευ κός άσπρος. •me quedé en blanco - έμεινα άφωνος • dar en el blanco - βρίσκω στόχο, blancura [μπλανκούρα] (ουσΥθηλ.) λευ κότητα, ασπρίλα, blancuzco [μπανκούθκο] (επίθ.) ασπρου λιάρης ασπριδερός blandengue [μπλαν'ντένγκε] (επίθ.) αδύναμος μαλακός, μαλθακός, blandir [μπλαν'ντίρ] (ρ.) κραδαίνω, σείω. blando [μπλάν'ντο] (επίθ.) μαλακός, blanducho [μπλαν'ντούτσο] (επίθ.)
πλαδαρός, blandura [μπλαν'ντούρα] (ουσΥθηλ.) απαλότητα, τρυφερότητα, blanquear [μπλανκεάρ] (ρ.) ασπρίζω, λευκαίνω, blanquecino [μπλανκεθίνο] (επίθ.) ασπριδερός blanqueo [μπλανκέο] (ουσΥαρσ.) λεύ κανση. blasfemador [μπλασφεμαδόρ] (επίθ.) βλάσφημος, blasfemar [μπλαφεμάρ] (ρ.) βλασφημώ. blasfemia [μπλασφέμια] (ουσΥθηλ.) βλασφημία, blasfemo [μπλασφέμο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) βλάσφημος, blasón [μπλασόν] (ουσΥαρσ.) θυρεός οικόσημο, bledo [μπλέδο] (ουσΥαρσ.) ασημαντότητα · me interesa un bledo - δε με ενδιαφέρει καθόλου, blindado [μπλινδάδο] (επίθ.) 1: θωρα κισμένος 2: αλεξίσφαιρος blindaje [μπλιν'ντάχε] (ουσΥαρσ.) θωράκιση. blindar [μπλιν'ντάρ] (ρ.) θωρακίζω, bloc [μπλοκ] (ουσΥαρσ.) σημειωματά ριο. blocar [μπλοκάρ] (ρ.) μπλοκάρω. blondo [μπλόν'ντο] (επίθ.) ξανθός, bloque [μπλόκε] (ουσΥαρσ.) 1: μπλοκ, ομάδα, συνασπισμός 2: πλίνθος 3: οικοδομικό τετράγωνο, bloquear [μπλοκεάρ] (ρ.) 1: μπλοκά ρω, αποκλείω, αποκόβω, 2: περικυκλώνω. bloqueo [μπλοκέο] (ουσΥαρσ.) 1: μπλό κο, αποκλεισμός 2: περικύκλωση, bluf [μπλούφ] (ουσΥαρσ.) μπλόφα, blusa [μπλούσα] (ουσΥθηλ.) μπλούζα, blusón [μπλουσόν] (ουσΥαρσ.) που καμίσα, boa [μπόα] (ουσΥθηλ.) βόας. 103
boato boato [μποάτο] (ουσ,/αρσ.) φιγούρα, επίδειξη. bobada [μπομπάδα] (ουσ,/θηλ.) μω ρολογία, βλακεία, ανοησία, bobalicón [μπομπαλικόν] (επίθ.) πα νηλίθιος. bobetas [μπομπέτας] (επίθ.) ευήθης, ηλίθιος. bobera [μπομπέρα] (ουσ,/θηλ.) χαζο μάρα, σαχλαμάρα, bobería [μπομπερία] (ουσ,/θηλ.) ανοη σία, κουταμάρα, bobina [μπομπίνα] (ουσ,/θηλ.) καρού λι. bobinar [μπομπινάρ] (ρ.) τυλίγω (πάνω σε καρούλι). bobo [μπόμπο] (επίθ.)Ι: μωρός, βλά κας, κουτός 2: απλοϊκός 3: κλόουν, boca [μπόκα] (ουσ7θηλ.) 1: στόμα, 2: είσοδος άνοιγμα, 3: έξοδος 4: στό μιο, 5: αρχή · la boca del metro - η είσοδος του μετρό · andar de boca en boca - από στόμα σε στόμα · se quedó con la boca abierta - έμεινε με το στόμα ανοιχτό · boca de río εκβολή ποταμού · a boca de invierno - στην αρχή του χειμώνα, bocabajo [μποκαμπάχο] (επίρρ.) μπρού μυτα. bocacalle [μποκακάγιε] (ουσ,/θηλ.) παράδρομος. bocadillo [μποκαδίγιο] (ουσ./αρσ.) σά ντουιτς. bocadito [μποκαδίτο] (ουσ,/αρσ.) μπου κιά. bocado [μποκάδο] (ουσ,/αρσ.) μπου κιά, δάγκωμα · lo comió en un bocado - το έκανε μια χαψιά, bocajarro [μποκαχάρο] (επίρρ.) · α bocajarro - εν ψυχρώ, αιφνίδια, bocallave [μποκαγιάβε] (ουσ,/θηλ.) κλειδαρότρυπα, bocamanga [μποκαμάνγκα] (ουσ./ θηλ.) μανσέτα.
bocamina [μποκαμίνα] (ουσ7θηλ.) εί σοδος ορυχείου, bocana [μποκάνα] (ουσ,/θηλ.) εκβολή ποταμού. bocanada [μποκανάδα] (ουσ,/θηλ.) 1: γουλιά, ρουφηξιά, τζούρα, 2: πνοή. bocazas [μποκάθας] (ουσ7αρσ.) φλύα ρος πολυλογάς, boceras [μποθέρας] (επίθ.) χαζός, boceto [μποθέτο] (ουσ,/αρσ.) 1: προ σχέδιο, 2: πρόπλασμα, μακέτα, bocina [μποθίνα] (ουσ,/θηλ.) κόρνα, κλάξον. bocinazo [μποθινάθο] (ουσ./αρσ.) κορνάρισμα. bocio [μπόθιο] (ουσ,/αρσ.) (Ιατρ.) βρογχοκήλη, bocón [μποκόν] (επίθ.) 1: αδιάκριτος 2: μεγαλόστομος, bocoy [μποκόι] (ουσ,/αρσ.) βαρέλα, bochar [μποτσάρ] (ρ.) 1: απορρίπτω, 2: διώχνω, boche [μπότσε] (επίθ.) σνομπ. bochinche [μποτσίντσε] (ουσ,/αρσ.) αναστάτωση, αναταραχή, bochinchear [μποτσιντσεάρ] (ρ.) προ καλώ αναταραχή, bochinchero [μποτσιντσέρο] (ουσ./ αρσ.) ταραχοποιός σαματατζής, bochorno [μποτσόρνο] (ουσ,/αρσ.) 1: κουφόβραση, 2: δυσφορία, αποπνιγμός 3: ντροπή, boda [μπόδα] (ουσ,/θηλ.) γάμος, bodega [μποδέγα] (ουσ,/θηλ.) 1: κάβα, κρασοπωλείο, 2: υπόγειο, 3: αμπάρι, bodegón [μποδεγόν] (ουσ,/αρσ.) οι κονομικό εστιατόριο, ταβέρνα, bodeguero [μποδεγέρο] (ουσ,/αρσ.) οινοπώλης. bodorrio [μποδόριο] (ουσ,/αρσ.) σα ματατζίδικη παρέα, bodrio [μπόδριο] (ουσ,/αρσ.) ανακα τωσούρα, bofetada [μποφετάδα] (ουσ,/θηλ.) χα
104
bombilla στούκι. bofetón [μποφετόν] (ουσ,/αρσ.) καρ παζιά. boga [μπόγα] (ουσ,/θηλ.) 1: κωπηλα σία, 2: μόδα. bogar [μπογάρ] (ρ.) κωπηλατώ, bogavante [μπογαβάν'τε] (ουσ,/αρσ.) 1: κωπηλάτης 2: αστακός bohemio [μποέμισ] (ουσ,/αρσ.) Βοημός. bohío [μποίο] (ουσ7αρσ.) καλύβι, boicot [μποΐκότ] (ουσ,/αρσ.) εμπάρ γκο, μποϊκοτάζ, boicotear [μποϊκοτεάρ] (ρ.) μποϊκο τάρω. boina [μποΐνα] (ουσ,/θηλ.) μπερές bojote [μποχότε] (ουσ,/αρσ.) σωρός στοίβα, bol [μπολ] (ουσ,/αρσ.) μπολ. bola [μπόλα] (ουσ,/θηλ.) 1: βώλος μπάλα, 2: ψέμα. bolada [μπολάδα] (ουσ7θηλ.) ρίψη σφαίρας. bolado [μπολάδο] (ουσ,/αρσ.) υπόθε ση. boleada [μπολεάδα] (ουσ,/θηλ.) γυά λισμα παπουτσιών. bolear [μπολεάρ] (ρ.) λουστράρω, bolera [μπολέρα] (ουσ,/θηλ.) διάδρο μος του μπόουλινγκ. bolero [μπολέρο] (ουσ7αρσ.) 1: ψεύ τη ς 2: μπολερό, 3: λουστραδόρος, boleta [μπολέτα] (ουσ,/θηλ.) 1: πάσο, άδεια, εισιτήριο, 2: ψηφοδέλτιο, boletería [μπολετερία] (ουσ,/θηλ.) γκι σέ εισιτηρίων, πρακτορείο, boletero [μπολετέρο] (ουσ,/αρσ.) εκ δότης εισιτηρίων, boletín [μπολετίν] (ουσ,/αρσ.) δελτίο, boleto [μπολέτο] (ουσ,/αρσ.) 1: εισιτή ριο, 2: δελτίο, λαχνός, boli [μπόλι] (ουσ,/αρσ.) συντμ. του bolígrafo. boliche [μπολίτσε] (ουσ,/αρσ.) μπόου-
λινγκ. bólido [μπόλιδο] (ουσ./αρσ.) 1: βολί δα, 2: αγωνιστικό αυτοκίνητο, bolígrafo [μπολίγραφο] (ουσ,/αρσ.) στυλό διαρκείας bolillo [μπολίγιο] (ουσ./αρσ.) 1: κου βαρίστρα για δαντέλα, 2: στρογγυλό ψωμί. bolo [μπόλο] (ουσ7αρσ.) μπάλα του μπόουλινγκ. bolsa [μπόλσα] (ουσ,/θηλ.) 1: τσάντα, σακούλα, σάκος σακούλι συσκευασίας 2: θύλακας 3: χρηματιστήριο, bolsillo [μπολσίγιο] (ουσ,/αρσ.) τσέπη, bolsista [μπολσίστα] (ουσ,/αρσ.) χρη ματιστής. bolso [μπόλσο] (ουσ,/αρσ.) γυναικεία τσάντα · bolso de viage - σάκος τα ξιδιού. bolladura [μπογιαδούρα] (ουσ7θηλ.) 1: βαθούλωμα, 2: εξόγκωμα, bollería [μπογιερία] (ουσ,/θηλ.) αρτο ποιείο, ζαχαροπλαστείο, bollero [μπογιέρο] (ουσ,/αρσ.) αρτο ποιός ζαχαροπλάστης, bollo [μπόγιο] (ουσ,/αρσ.) 1: τσουρέκι, 2: βαθούλωμα, bomba [μπόμ'μπα] (ουσ,/θηλ.) 1: βόμ βα, 2: αντλία, bombacho [μπομ'μπάτσο] (επίθ.) φαρδουλός, bombardear [μπομ'μπαρδεάρ] (ρ.) βομβαρδίζω, bombardeo [μπομ'μπαρδέο] (ουσ./ αρσ.) βομβαρδισμός (αεροσκάφος). bombardero [μ π ο μ 'μ π α ρ δ έ ρ ο ] (ουσ./ αρσ.) βομβαρδιστικό, bombástico [μπομ'μπάστικο] (επίθ.) πομπώδης, bombear [μπομ'μττεάρ] (ρ.) 1; αντλώ, 2: ανατινάζω, bombero [μπομ'μπέρο] (ουσ7αρσ.) πυροσβέστης, bombilla [μπομ'μπίγια] (ουσ,/θηλ.) λαμπτή 105
bombo ρας γλόμπος, bombo [μπόμ'μττο] ΐ: (ουσ./αρσ.) (α) κληρωτίδα, (β) τύμπανο, (γ) υπερβο λικός έπαινος 2: (επίθ.) αποσβολω μένος αποχαυνωμένος, bombón [μπομ'μπόν] (ουσ,/αρσ.) σοκολατάκι. bombona [μπομ'μττόνα] · (ουσΥθηλ.) μπουκάλα, φιάλη, bombonera [μπομ'μπονέρα] (ουσ./ θηλ.) μπομπονιέρα, bomboneria [μπομ'μπονερία] (ουσΥ θηλ.) ζαχαροπλαστείο, bonachón [μπονατσόν] (επίθ.) άκακος, άδολος, bonanza [μπονάνθα] (ουσΥθηλ.) 1: μπουνάτσα, 2: ευημερία, bondad [μπον'ντάδ] (ουσΥθηλ.) καλο σύνη, ευγένεια, bondadoso [μπον'νταδόσο] (επίθ.) κα λόκαρδος καλοκάγαθος ευγενικός, bonete [μπονέτε] (ουσΥαρσ.) καπέλο ιερέα. bongo [μπόνγκο] (ουσΥαρσ.) μεγάλο κανό. boniato [μπονιάτο] (ουσΥαρσ.) γλυκο πατάτα. bonificación [μπονιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) βελτίωση, bonificar [μπονιφικάρ] (ρ.) 1: βελτιώ νω, 2: κάνω έκπτωση, bonito [μπονίτο] 1: (ουσΥαρσ.) τόνος (ψάρι), 2: (επίθ.) ευειδής ωραίος όμορφος, bono [μπόνο] (ουσΥαρσ.) 1: κουπόνι, απόδειξη, 2: ομόλογο, boquear [μποκεάρ] (ρ.) 1: εκστομίζω, ανοίγω το στόμα, 2: είμαι στο τέλος πεθαίνω, ψυχορραγώ, boquerón [μποκερόν] (ουσΥαρσ.) γαύρος (ψάρι). boquete [μποκέτε] (ουσΥαρσ.) άνοιγ μα, ρωγμή, boquiabierto [μποκιαμπιέρτο] (επίθ.)
αυτός που μένει με το στόμα ορθά νοιχτο, (μτφ.) που μένει κατάπλη κτος. boquilla [μποκίγια] (ουσΥθηλ.) 1: στό μιο, 2: πίπα, 3: τσιγαροθήκη, bórax [μπόραξ] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) βόρακας. borboll(e)ar [μπορμπογι(ε)άρ] (ρ.) αφρί ζω, κοχλάζω, borbollón [μπορμπογιόν] (ουσΥαρσ.) άφρισμα. borbotar [μπορμποτάρ] (ρ.) αφρίζω, κοχλάζω. borceguí [μπορθεγί] (ουσΥαρσ.) πλε χτό καλτσάκι μωρού, borda [μπόρδα] (ουσΥθηλ.) κουπα στή. bordado [μπορδάδο] (ουσΥαρσ.) κέ ντημα. bordador/a [μπορδαδόρ/α] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) κεντητής κεντήστρα, bordar [μπορδάρ] (ρ.) κεντώ, borde [μπόρδε] (ουσΥαρσ.) 1: περιθώ ριο, 2: άκρη, χείλος, bordear [μπορδεάρ] (ρ.) κινούμαι στην περιφέρεια, περιβάλλω, bordillo [μπορδίγιο] (ουσΥαρσ.) κρά σπεδο. bordo [μπόρδο] (ουσΥαρσ.) (Ναυτ.) κατάστρωμα · a bordo - επί του σκά φους. boreal [μπορεάλ] (επίθ.) βόρειος bórico [μπόρικο] (επίθ.) (Χημ.) βορικός. boricua [μπορίκουα] (ουσΥαρσ.) Πορτορικανός. borla [μπόρλα] (ουσΥθηλ.) φούντα, borne [μπόρνε] (ουσΥαρσ.) πόλος, bornear [μπορνεάρ] (ρ.) κάμπτω, λυ γίζω. borneo [μπόρνεο] (ουσΥαρσ.) κάμψη, borra [μπόρα] (ουσΥθηλ.) γέμιση μα ξιλαριού. borrachera [μπορατσέρα] (ουσΥθηλ.)
106
bóveda μεθύσι, μέθη · ayer me pillé una borrachera increíble - χθες μέθυσα πάρα πολύ. borracho [μποράτσο] (επίθ.) 1: μεθυ σμένος 2 μεθύστακας, αλκοολικός μπεκρής. borrador [μποραδόρ] (ουσ,/αρσ.) πρόχειρο, borradura [μποραδούρα] (ουσ,/θηλ.) σβήσιμο, διαγραφή, borrar [μποράρ] (ρ.) σβήνω, διαγρά φω. borrasca [μποράσκα] (ουσ,/θηλ.) θύελ λα, καταιγίδα, μπουρίνι. borrascoso [μπορασκόσο] (επίθ.) θυελ λώδης. borrego [μπορέγο] (ουσ,/αρσ.) πρό βατο. borricada [μπορικάδα] (ουσ,/θηλ.) ανο ησία. borrico [μπορίκο] (ουσ./αρσ.) γαϊδού ρι. borrón [μπορόν] (ουσ,/αρσ.) μουτζούρωμα, μουτζούρα, λεκές. borronear [μπορονεάρ] (ρ.) μουτζουρώνω. borroso [μπορόσο] (επίθ.) θολός θα μπός. borujo [μπορούχο] (ουσ,/αρσ.) ελαιο πυρήνας. borujón [μπορουχόν] (ουσ,/αρσ.) οί δημα, πρήξιμο, εξόγκωμα, boscoso [μποσκόσο] (επίθ.) δασώδης, bosque [μπόσκε] (ουσ,/αρσ.) δάσος, bosquejar [μποσκεχάρ] (ρ.) 1: σκιτσάρω, 2: προσχεδιάζω, bosquejo [μποσκέχο] (ουσ,/αρσ.) 1: σκίτσο, 2: προσχέδιο, bosta [μπόστα] (ουσ./θηλ.) κοπριά, bostezar [μποστεθάρ] (ρ.) χασμουριέ μαι. bostezo [μποστέθο] (ουσ,/αρσ.) χα σμουρητό, bota [μπότα] (ουσ,/θηλ.) 1: μπότα, 2:
φλασκί, ασκί. botadero [μποταδέρο] (ουσ,/αρσ.) χωματερή, botánica [μποτάνικα] (ουσ./θηλ.) βο τανική. botánico [μποτάνικο] (επίθ.) βοτανι κός. botanista [μποτανίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) βοτανολόγος, botar [μποτάρ] (ρ.) 1: καθελκύω, 2: πετώ, ρίχνω με δύναμη, 3: πηδώ, αναπηδώ, botarate [μποταράτε] (επίθ.) 1: ηλί θιος 2: σπάταλος, bote [μπότε] (ουσ,/αρσ.) 1: γυάλινο βάζο, μπουκαλάκι, 2: λέμβος 3: ανα πήδημα, γκελ. botella [μποτέγια] (ουσ,/θηλ.) μπου κάλι, φιάλη, botica [μποτίκα] (ουσ,/θηλ.) φαρμα κείο. boticario [μποτικάριο] (ουσ,/αρσ.) φαρ μακοποιός botija [μποτίχα] (ουσ,/θηλ.) πήλινη κα νάτα. botín [μποτίν] (ουσ,/αρσ.) 1: κλοπι μαία, λάφυρα, 2: δερμάτινη κνημίδα. botina [μποτίνα] (ουσ,/θηλ.) πλεχτό μποτάκι μωρού, botiquín [μποτικίν] (ουσ,/αρσ.) φορη τό φαρμακείο, boto [μπότο] (επίθ.) 1: αμβλύς 2: ανια ρός βαρετός, botón [μποτόν] (ουσ7αρσ.) κουμπί · los botones de su camisa son rojos - τα κουμπιά του πουκαμίσου του είναι κόκκινα · pulse el botón para entrar - πατήστε το κουμπί για να εισέλθετε. botonadura [μποτοναδούρα] (ουσ7 θηλ.) σειρά κουμπιών, botulismo [μποτουλίσμο] (ουσ7αρσ.) τροφική δηλητηρίαση, bóveda [μπόβεδα] (ουσ7θηλ.) θόλος. 107
bovino bovino [μποβίνο] (επίθ.) βοδινός, boxeador [μποξεαδόρ] (ουσΥαρσ.) πυγμάχος, μποξέρ. boxear [μποξεάρ] (ρ.) πυγμαχώ, boxeo [μποξέο] (ουσΥαρσ.) πυγμαχία, bóxer [μπόξερ] (ουσΥαρσ.) μπόξερ (ράτσα σκύλου). boya [μπόγια] (ουσΥθηλ:) σημαδού ρα. boyante [μπογιάν'τε] (επίθ.) αυτός που επιπλέει, ο επιπλέων. boyar [μπογιάρ] (ρ.) επιπλέω, bozal [μποθάλ] (ουσΥαρσ.) φίμωτρο, bozo [μπόθο] (ουσΥαρσ.) χνούδι, bracear [μπραθεάρ] (ρ.) κουνώ τα μπράτσα μου. bracero [μπραθέρο] (ουσΥαρσ.) εργά τη ς μεροκαματιάρης. braga [μπράγα] (ουσΥθηλ.) 1: κιλότα, 2: πάνα. bragadura [μπραγαδούρα] (ουσΥθηλ.) καβάλος. braguero [μπραγέρο] (ουσΥαρσ.) κη λεπίδεσμος, bragueta [μπραγέτα] (ουσ./ θηλ.) μπ ρ οστινό άνοιγμα του παντε λονιού. bramante [μπραμάν'τέ] (ουσΥαρσ.) 1: επίδεσμος 2: σπάγγος. bramar [μπραμάρ] (ρ.) βρυχώμαι, μουγκρίζω, bramido [μπραμίδο] (ουσΥαρσ.) βρυ χηθμός μούγκρισμα. branquia [μπράνκια] (ουσΥθηλ.) βράγ χια. brasa [μπράσα] (ουσΥθηλ.) θράκα, brasero [μπρασέρο] (ουσΥαρσ.) μα γκάλι. bravata [μπραβάτα] (ουσΥθηλ.) απει λή, φοβέρα, bravear [μπραβεάρ] (ρ.) 1: μεγαλοστομώ, 2: απειλώ, φοβερίζω, braveza [μπραβέθα] (ουσΥθηλ.) αγριό τητα, γενναιότητα.
bravio [μπραβίο] (επίθ.) άγριος ανή μερος. bravo [μπράβο] (επίθ.) γενναίος θαρ ραλέος ανδρείος, bravucón [μπραβουκόν] 1: (ουσΥαρσ.) νταής ψευτοπαλικαράς 2: (επίθ.) τραμπούκος, bravura [μπραβούρα] (ουσΥθηλ.) γεν ναιότητα, αγριότητα, braza [μπράθα] (ουσΥθηλ.) (Ναυτ.) ορ γιά (μονάδα μέτρησης). brazada [μπραθάδα] (ουσΥθηλ.) 1: άνοιγμα και κλείσιμο των μπράτσων, όπως στο κολύμπι, 2: αγκαλιά, brazal [μπραθάλ] (ουσΥαρσ.) περι βραχιόνιο, brazalete [μπραθαλέτε] (ουσΥαρσ.) βραχιόλι. brazo [μπράθο] (ουσΥαρσ.) 1: βραχίο νας μπράτσο, 2: κλαδί δέντρου, brea [μπρέα] (ουσΥθηλ.) πίσσα, κα τράμι. brebaje [μπρεμπάχε] (ουσΥαρσ.) φίλ τρο. brecha [μπρέτσα] (ουσΥθηλ.) 1: παρά βαση, 2: ρωγμή, brega [μπρέγα] (ουσΥθηλ.) καβγάς, bregar [μπρεγάρ] (ρ.) παλεύω, πολε μάω. bren [μπρεν] (ουσΥαρσ.) πίτουρο, brete [μπρέτε] (ουσΥαρσ.) δεσμά. bretón [μπρετόν] 1: (ουσΥαρσ.) λα χανάκι Βρυξελλών, 2: Βρετανός 3: (επίθ.) βρετανικός, breva [μπρέβα] (ουσΥθηλ.) σύκο. breve [μπρέβε] (επίθ.) σύντομος, brevedad [μπρεβεδάδ] (ουσΥθηλ.) συντομία, συνοπτικότητα. brevete [μπρεβέτε] (ουσΥαρσ.) 1: ση μείωση, 2: τίτλος επικεφαλίδα, breviario [μπρεβιάριο] (ουσΥαρσ.) προσευχητάρι. brezal [μπρεθάλ] (ουσΥαρσ.) χερσό τοπος.
108
brújula brezo [μπρέθο] (ουσ./αρσ.) (Βοτ.) ρεί κι. briba [μπρίμπα] (ουσ./θηλ.) αργόσχο λη ζωή. bribón [μπριμπόν] 1: (ουσ,/αρσ.) απα τεώνας 2: (επ(θ.) κατεργάρης bribonada [μπριμπονάδα] (ουσ,/θηλ.) απατεωνιά, κατεργαριά, πανουργία, brida [μπρίδα] (ουσ,/θηλ.) χαλινάρι, brigada [μπριγάδα] (ουσ,/θηλ.) τα ξιαρχία, σώμα. brigadier [μπριγαδιέρ] (ουσ,/αρσ.) ταξίαρχος. brillante [μπριγιάν'τε] (επίθ.) λαμπε ρός αστραφτερός, brillantez [μπριγιαν'τέθ] (ουσΥθηλ.) 1: λαμπρότητα, λάμψη, 2: (μτφ.) αίγλη, brillantina [μπργιαντίνα] (ουσ,/θηλ.) μπριγιαντίνη, brillar [μπριγιάρ] (ρ.) 1: λάμπω, 2: φεγ γίζω. brillo [μπρίγιο] (ουσ,/αρσ.) στιλπνότη τα, λάμψη, brincar [μπρινκάρ] (ρ.) πηδώ. brinco [μπρίνκο] (ουσ,/αρσ.) πήδημα, brindar [μπριν'ντάρ] (ρ.) 1: κάνω πρό ποση, 2: προσφέρω, brindis [μπρίν'ντις] (ουσ./αρσ.) πρό ποση. brío [μπρίο] (ουσ,/αρσ.) μπρίο, ζωντά νια. brioso [μπριόσο] (επίθ.) με μπρίο, με ζωντάνια, brisa [μπρίσα] (ουσ7θηλ.) αύρα. brizna [μπρίθνα] (ουσ,/θηλ.) νήμα, κλωστή. broca [μπρόκα] (ουσ,/θηλ.) καρούλι, brocado [μπροκάδο] (ουσ./αρσ.) ύφα σμα μπροκάρ. brocha [μπρότσα] (ουσ./θηλ.) βούρ τσα, πινέλο, brochada [μπροτσάδα] (ουσ,/θηλ.) βουρ τσιά, πινελιά, broche [μπρότσε] (ουσ7αρσ.) καρφί
τσα, κούμπωμα, αγκράφα, brocheta [μπροτσέτα] (ουσ,/θηλ.) σού βλα. broma [μπρόμα] (ουσ,/θηλ.) αστείο · lo dije en broma - το είπα για αστείο, bromear [μπρομεάρ] (ρ.) αστειεύομαι, bromuro [μπρομούρο] (ουσ7αρσ.) (Χημ.) βρωμιούχο άλας bronca [μπρόνκα] (ουσΥθηλ.) 1: τσα κωμός 2: αποδοκιμασία · echarle α alguien una bronca - κατσαδιάζω κάποιον. bronce [μπρόνθε] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.) ορείχαλκος μπρούντζος, bronceado [μπρονθεάδο] 1: (ουσ./ αρσ.) μαύρισμα, 2: (επίθ.) μαυρισμένος. broncearse [μπρονθεάρσε] (ρ.) μαυρί ζω από τον ήλιο. bronco [μπρόνκο] (επίθ.) τραχύς, bronquedad [μπρονκεδάδ] (ουσ./ θηλ.) τραχύτητα, bronquial [μπρονκιάλ] (επίθ.) βρογχικός. bronquitis [μπρονκίτις] (ουσ,/θηλ.) βρογχίτιδα, broqueta [μπροκέτα] (ουσ,/θηλ.) σού βλα. brotar [μπροτάρ] (ρ.) αναβλύζω, ξεπετώ, ξεπετιέμαι. brote [μπρότε] (ουσ,/αρσ.) 1: βλαστά ρι, μπουμπούκι, 2: εκδήλωση, bruces [μπρούθες] (επίρρ.) (de) μπρού μυτα · dormir de bruces - κοιμάμαι μπρούμυτα · dar de bruces con alguien - συναντώ τυχαία κάποιον/ πέφτω μούρη με μούρη · ayer di de bruces con María - χθες ήρθα μούρη με μούρη με τη Μαρία, bruja [μπρούχα] (ουσ./θηλ.) μάγισσα, brujería [μπρουχερία] (ουσ,/θηλ.) μα γεία. brujo [μπρούχο] (ουσ,/αρσ.) μάγος, brújula [μπρούχουλα] (ουσ,/θηλ.) πυ-
109
brulote ξίδα. brulote [μπρουλότε] (ουσ./αρσ.) πυρ πολικό. bruma [μπρούμα] (ουσ,/θηλ.) ομίχλη, brumoso [μπρουμόοο] (επίθ.) ομιχλώ δης. bruno [μπρούνο] (επίθ.) σταράτος (απόχρωση), καστανός. , bruñido [μπρουνίδο] (επίθ.) στιλπνός γυαλιστερός, bruñidor [μπρουνιδόρ] (ουσ,/αρσ.) στιλβωτής bruñir [μπρουνίρ] (ρ.) στιλβώνω, γυα λίζω. bruscamente [μπρούσκαμεν'τε] (επίρρ.) απότομα brusco [μπρούσκο] (επίθ.) απότομος, brusquedad [μπρουσκεδάδ] (ουσ./ θηλ.) αγριάδα, τραχύτητα, brutal [μπρουτάλ] (επίθ.) κτηνώδης ωμός βάναυσος, brutalidad [μπρουταλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κτηνωδία, ωμότητα, βαναυσότητα, brutalizarse [μπρουταλιθάρσε] (ρ.) απο κτηνώνομαι, brutalmente [μπρουτάλμεν'τε] (επίρρ.) κτηνωδώς ωμά, βίαια, bruto [μπτρούτο] (επίθ.) 1: ωμός ακα τέργαστος 2: άξεστος 3: μικτός, bruza [μπρούθα] (ουσ,/θηλ.) χοντρή βούρτσα, bu [μπου] (ουσ,/αρσ.) μπαμπούλας, búa [μπούα] (ουσ,/θηλ.) σπυρί, bucal [μπουκάλ] (επίθ.) στοματικός, bucanero [μπουκανέρο] (ουσΥαρσ.) πειρατής κουρσάρος, buceador [μπουθεαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: δύτης υποβρύχιος κολυμβητής βατραχάνθρωπος, bucear [μπουθεάρ] (ρ.) καταδύομαι, βουτώ. bucle [μπούκλε] (ουσΥαρσ.) μπούκλα. buche [μπούτσε] (ουσΥαρσ.) στομάχι μηρυκαστικού, μπάκα.
Buda [μπούδα] (ουσ,/αρσ.) Βούδας, budín [μπουδίν] (ουσ./αρσ.) μπουτίγκα (γλύκισμα), budismo [μπουδίσμο] (ουσ,/αρσ.) βου δισμός budista [μπουδίστα] 1: (ουσ7αρσ.+ θηλ.) βουδιστής/βουδίστρια, 2: (επίθ.) βουδιστικός buen [μπουέν] (επίθ.) καλός (bueno + αρσενικό ουσιαστικό ενικού αριθμού= buen) · Juan es un buen chico - o Juan είναι ένα καλό παιδί, buenamente [μπουεναμέν'τε] (επίρρ.) 1: εύκολα, 2: πρόθυμα, buenaventura [μπουεναβεν'τούρα] (ουσΥθηλ.) καλοτυχία, καλή τύχη. buenazo [μπουενάθο] (επίθ.) καλοσυ νάτος καλόκαρδος bueno [μπουένο] (επίθ.) 1: (ser) κα λό ς ωφέλιμος · Juan es un chico bueno - o Juan είναι ένα καλό παιδί • fumar no es bueno para la salud το κάπνισμα δεν κάνει καλό στην υγεία · buenas tardes - καλησπέρα · estoy de buenas - έχω καλή διάθεση, 2: (estar) όμορφος ελκυστικός · ¡qué bueno estás con el nuevo traje! - τι όμορφος που είσαι με το καινούριο κουστούμι! 3: ευγενικός, buey [μπουέι] (ουσΥαρσ.) βόδι. búfalo [μπούφαλο] (ουσ,/αρσ.) βου βάλι. bufanda [μπουφάν'ντα] (ουσ,/θηλ.) κασκόλ, φουλάρι, μαντίλι, bufar [μπουφάρ] (ρ.) ρουθουνίζω, bufé [μπουφέ] (ουσ,/αρσ.) μπουφές bufete [μπουφέτε] (ουσ,/αρσ.) δικηγο ρικό γραφείο, bufido [μπουφίδο] (ουσ,/αρσ.) ρουθούνισμα. bufón [μπουφόν] (ουσ,/αρσ.) γελωτο ποιός (μτφ.) καραγκιόζης, bufonada [μπουφονάδα] (ουσ,/θηλ.) χαζό αστείο, φάρσα.
110
bursátil bufonearse [μπουφονάρσε] (ρ.) αστειεύ ομαι, (μτφ.) κάνω τον καραγκιόζη, bugle [μπούγλε] (ουσΥαρσ.) (Μουσ.) σάλπιγγα, buhardilla [μπουαρδίγια] (ουσΥθηλ.) σοφίτα. búho [μπούο] (ουσΥαρσ.) κουκουβά για. buhonero [μπουονέρο] (ουσΥαρσ.) πλα νόδιος μικροπωλητής. buitre [μπουίτρε] (ουσΥαρσ.) γΰπας. bujía [μπουχία] (ουσΥθηλ.) 1: μπουζί, 2: κερί. bula [μπούλα] (ουσΥθηλ.) παπικό διά ταγμα. bulbo [μπούλμπο] (ουσΥαρσ.) βολ βός. bulboso [μπουλμπόσο] (επίθ.) βολβοειδής. bule [μπούλε] (ουσΥαρσ.) κανάτα νε ρού. bulevar [μπουλεβάρ] (ουσΥαρσ.) λεω φόρος. bulo [μπούλο] (ουσΥαρσ.) απάτη, bulto [μπούλτο] (ουσΥαρσ.) 1: όγκος εξόγκωμα, 2: δέμα. bulla [μπούγια] (ουσΥθηλ.) φασαρία, αναταραχή, bullanga [μπουγιάνγα] (ουσΥθηλ.) εξέγερση, bullebulle [μπουγιεμπούγιε] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) κουτσομπόλης κουτσο μπόλα. bullicio [μπουγίθιο] (ουσΥαρσ.) σαμα τάς θόρυβος οχλοβοή, bullicioso [μπουγιθιόσο] (επίθ.) θορυ βώδης ταραχώδης, bullir [μπουγίρ] (ρ.) βράζω, κοχλάζω, bullirse [μπουγίρσε] (ρ.) κινούμαι χω ρίς να μένω καθόλου στάσιμος, buñolería [μπουνιολερία] (ουσΥθηλ.) λουκουματζίδικο. buñuelo [μπουνιουέλο] (ουσΥαρσ.) λουκουμάς δίπλα, τηγανίτα. 111
buque [μπούκε] (ουσΥαρσ.) πλοίο, burbuja [μπουρμπούχα] (ουσ./θηλ.) μπουρμπουλήθρα, φούσκα, φυσαλίδα. burbujear [μπουρμπουχεάρ] (ρ.) κάνω μπουρμπουλήθρες αφρίζω, burbujeo [μπουρμπούχεο] (ουσΥαρσ.) άφρισμα. burdel [μπουρδέλ] (ουσΥαρσ.) μπορντέλο, πορνείο, οίκος ανοχής, burdo [μπούρδο] (επίθ.) 1: τραχύς 2: κοινός. bureo [μπουρέο] (ουσΥαρσ.) διασκέ δαση. burgués [μπουργές] 1: (ουσΥαρσ.) μέλος της αστικής τάξης 2: (επίθ.) αστός, burguesía [μπουργεσία] (ουσΥθηλ.) αστική τάξη. buril [μπουρίλ] (ουσΥαρσ.) σμίλη, burilar [μπουριλάρ] (ρ.) σμιλεύω, χαράσσω. burla [μπούρλα] (ουσΥθηλ.) χλευα σμός σαρκασμός κοροϊδία, burlar [μπουρλάρ] (ρ.) παραπλανώ, εξαπατώ, ξεγελώ, burlarse [μπουρλάρσε] (ρ.) σκώπτω, χλευάζω, κοροϊδεύω, burlesco [μπουρλέσκο] (επίθ.) φαι δρός αστείος, burlón [μπουρλόν] (επίθ.) σκωπτικός χλευαστικός κοροϊδευτικός, buró [μπουρό] (ουσΥαρσ.) γραφείο (έπιπλο). burocracia [μπουροκράθια] (ουσΥ θηλ.) γραφειοκρατία, burócrata [μπουρόκρατα] (ουσΥαρσ.) γραφειοκράτης, burocrático [μπουροκράτικο] (επίθ.) γραφειοκρατικός, burrada [μπουράδα] (ουσΥθηλ.) 1: κοπάδι γαϊδουριών, 2: χαζομάρα, 3: μεγάλη ποσότητα, burro [μπούρο] (ουσΥαρσ.) γάιδαρος, bursátil [μπουρσάτιλ] (επίθ.) χρηματι
bus στηριακός. bus [μπους] (ουσ,/αρσ.) (autobús) λεω φορείο. busca [μπούοκα] (ουσ./θηλ.) αναζήτη ση, ψάξιμο, buscabullas [μπουσκαμπούγιας] (ουσ./ αρσ.) καβγατζής buscador [μπουσκαδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: ερευνητής 2: ερευνητής κοιτασμά των χρυσού, 3: (μτφ.) χρυσοθήρας. buscapiés [μπουσκαπιές] (ουσ,/αρσ.) πυροτέχνημα, buscapleitos [μπουσκαπλέιτος] (ουσ./ αρσ.) σαματατζής φασαριόζος. buscar [μπουσκάρ] (ρ.) ψάχνω, αναζη τώ, ερευνώ, busca [μπούσκα] (ουσΥθηλ.) έρευνα, ψάξιμο. buscavidas [μπουσκαβίδας] 1: (ουσ./ αρσ.) ανακατωσούρης ανακατώστρας 2: (επίθ.) περίεργος αδιάκριτος
112
busilis [μπουσίλις] (ουσ,/αρσ.) κώλυ μα, δυσκολία, búsqueda [μπούσκεδα] (ουσ,/θηλ.) αναζήτηση,έρευνα, busto [μπούστο] (ουσ,/αρσ.) 1: προτο μή, 2: μπούστο. butaca [μπουτάκα] (ουσ,/θηλ.) πολυ θρόνα, κάθισμα, butano [μπουτάνο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) υγραέριο, γκάζι, buzo [μπούθο] (ουσΥαρσ.) 1: δύτης 2: ολόσωμη φόρμα εργασίας, buzón [μπουθόν] (ουσ,/αρσ.) 1: γραμ ματοκιβώτιο, 2: ηλεκτρονικό ταχυ δρομείο · buzón de voz - τηλεφω νητής
C, c [θε] (ουσΥθηλ.) το τρίτο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, cabal [καμπάλ] (επ(θ.) ακριβής, πλήΡΠζ· cabalgadura [καμπαλγαδούρα] (ουσΥ θηλ.) άλογο ιππασίας, cabalgar [καμπαλγάρ] (ρ.) ιππεύω, ανεβαίνω στο άλογο, cabalgata [καμπαλγάτα] (ουσΥθηλ.) καβαλαρία. cabalista [καμπαλίστα] (ουσ,/αρσ.) σκευωρός, μηχανορράφος. cabalístico [καμπαλίστικο] (επίθ.) καβαλιστικός απόκρυφος, caballa [καμπάγια] (ουσΥθηλ.) σκου μπρί (ψάρι). caballada [καμπαγιάδα] (ουσΥθηλ.) κοπάδι αλόγων, caballar [καμπαγιάρ] (επίθ.) ιππικός, caballejo [καμπαγιέχο] (ουσ./αρσ.) αλογάκι. caballeresco [καμπαγιερέσκο] (επίθ.) ιπποτικός. caballería [καμπαγερία] (ουσΥθηλ.) άλογο ιππασίας, caballeriza [καμπαγερίθα] (ουσΥθηλ.) στάβλος. caballerizo [καμπαγερίθο] (ουσΥθηλ.) σταβλίτης, ιπποκόμος, caballero [καμπαγέρο] (ουσΥαρσ.) 1: καβαλάρης, 2: ιππότης 3: κύριος · Caballeros, quiero decirles que hoy será un día difícil - Κύριοι, θέλω να σας πω ότι σήμερα θα είναι μια δύ σκολη μέρα. caballerosidad [καμπαγεροσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ιπποτισμός ευγένεια, caballeroso [καμπαγιερόσο] (επίθ.) ιπποτικός. caballete [καμπαγέτε] (ουσΥαρσ.) κα βαλέτο. caballista [καμπαγίστα] (ουσΥαρσ.) ιπ
πέας καβαλάρης, caballito [κσμπαγίτο] (ουσΥαρσ.) αλο γάκι, πόνι · caballito de madera - ξύ λινο αλογάκι, caballo [καμπάγιο] (ουσΥαρσ.) άλογο, caballón [καμπαγιόν] (ουσΥαρσ.) κο ρυφογραμμή, ράχη. caballuno [καμπαγιούνο] (επίθ.) αλο γίσιος. cabanga [καμπάνγκα] (ουσΥθηλ.) με λαγχολία, θλίψη, cabaña [καμπάνια] (ουσΥθηλ.) καλύ βα. cabaré [καμπαρέ] (ουσΥαρσ.) καμπα
ρέcabaretera [καμπαρετέρα] (ουσΥθηλ.) καμπαρετζού, cabe [κάμπε] (προθ.) κοντά, δίπλα (χρησιμοποιείται στον ποιητικό λόγο). cabeceada [καμπεθεάδα] (ουσΥθηλ.) νεύμα, γνέψιμο, cabecear [καμπεθεάρ] (ρ.) κουνάω το κεφάλι, γνέφω. cabaceo [καμπεθέο] (ουσΥαρσ.) κουτούλημα. cabecera [καμπεθέρα] (ουσΥθηλ.) 1: προσκέφαλο, 2: κεφαλή, 3: επικεφα λίδα. cabecilla [καμπεθίγια] (ουσΥαρσ.) αρ χηγός συμμορίας cabellera [καμπεγέρα] (ουσΥθηλ.) κόμη. cabello [καμπέγιο] (ουσΥαρσ.) τρίχα, μαλλιά. cabelludo [καμπεγιούδο] (επίθ.) τρι χωτός μαλλιαρός, caber [καμπέρ] (ρ.) χωράω · mi ropa no cabe en la maleta - τα ρούχα μου δεν χωράνε στη βαλίτσα · no cabe duda - δεν χωράει αμφιβολία · cabe admitir que tiene razón - πρέπει να/ αρκεί να παραδεχτούμε ότι έχει δί κιο (ως αποτέλεσμα). cabestrar [καμπεστράρ] (ουσΥαρσ.) χα 113
cabestrillo λινάρι. cabestrillo [καμπεστρίγιο] (ουσ./αρσ.) χειρολαβή, cabestro [καμπέστρο] (ουσ,/αρσ.) χα λινάρι. cabeza [καμπέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: κε φάλι, κεφαλή, 2: αρχή, αρχηγός · me duele la cabeza - μέ πονάει το κεφάλι μου · el padre es la cabeza de la familia - o πατέρας είναι o αρχηγός της οικογένειας · eres una cabeza cuadrada - είσαι ξεροκέφα λος · mi abuelo se sienta siempre en la cabeza de la mesa - o παππούς μου κάθεται πάντα στην κεφαλή του τραπεζιού, cabezada [καμπεθάδα] (ουσ,/θηλ.) κε φαλιά, κίνηση κεφαλιού, cabezal [καμπεθάλ] (ουσ,/αρσ.) 1: μαξιλάρα, 2: κεφαλή ηλεκτρικών συ σκευών. cabezazo [καμπεθάθο] (ουσ,/αρσ.) κε φαλιά. cabezón [καμπεθόν] (επίθ.) ξεροκέ φαλος. cabezota [καμπεθότα] 1: (ουσ,/αρσ.) κεφάλας, 2: (επίθ.) ξεροκέφαλος, cabezudo [καμπεθούδο] (επίθ.) ξερο κέφαλος, κεφάλας, cabezuela [καμπεθουέλα] (ουσ,/θηλ.) (Βοτ.) σκούπα, cabida [καμπίδα] (ουσ,/θηλ.) χωρητι κότητα, έκταση, cabildear [καμπιλδεάρ] (ρ.) συνωμο τώ, σκευωρώ, ραδιουργώ, cabildeo [καμπιλδέο] (ουσ,/αρσ.) συ νωμοσία, σκευωρία, cabildo [καμπίλδο] (ουσ7αρσ.) 1: δη μοτικό συμβούλιο, 2: παπική διάτα ξη· cabillo [καμπίγιο] (ουσ,/αρσ.) (Βοτ.) μί σχος. cabina [καμπίνα] (ουσ,/θηλ.) καμπίνα, cabinera [καμπινέρα] (ουσ,/θηλ.) (Λα
τινική Αμερική) αεροσυνοδός, cabio [κάμπιο] (ουσ,/αρσ.) (Αρχιτ.) πα τόξυλο πόρτας και παραθύρου, cabizbajo [καμπιθμπάχο] (επίθ.) σκυ θρωπός, κατσούφης, κατηφής. cable [κάμπλε] (ουσ,/αρσ.) καλώδιο, cablear [καμπλεάρ] (ρ.) καλωδιώνω. cablegrafiar [καμπλεγραφιάρ] (ρ.) τη λεγραφώ, cablegrama [καμπλεγράμα] (ουσ,/αρσ.) τηλεγράφημα, cabo [κάμπο] (ουσ,/αρσ.) 1: ακρωτή ριο, άκρη, 2: δεκανέας, 3: κομμάτι σχοινί. cabotaje [καμποτάχε] (ουσ,/αρσ.) ακτοπλοΐα, cabra [κάμπρα] (ουσ7θηλ.) γίδα, κα τσίκα · queso de cabra - κατσικίσιο τυρί. cabrear [καμπρεάρ] (ρ.) θυμώνω, cabrero [καμπρέρο] (ουσ,/αρσ.) γιδο βοσκός. cabrío [καμπρίο] (επίθ.) τραγίσιος. cabriola [καμπριόλα] (ουσ,/θηλ.) σκίρ τημα. cabriolar [καμπριολάρ] (ρ.) σκιρτώ, cabrito [καμπρίτο] (ουσ,/αρσ.) κατσι κάκι. cabrón [καμπρόν] (ουσ,/αρσ.) κερατάς. cabronada [καμπρονάδα] (ουσ,/θηλ.) άτιμο κόλπο, cabruno [καμπρούνο] (επίθ.) τραγίσιος. cábula [κάμπουλα] (ουσ,/θηλ.) κόλπο, συνωμοσία, ίντριγκα, cabuya [καμπούγια] (ουσ,/θηλ.) κά βος, σχοινί, τριχιά, caca [κάκα] (ουσ,/θηλ.) σκατά, κακά. cacahual [κακαουάλ] (ουσ,/θηλ.) φυ τεία κακάο, cacahuete [κακαουέτε] (ουσ,/αρσ.) φι στίκι αράπικο, cacao [κακάο] (ουσ,/αρσ.) 1: κακάο, 2: 114
cadena κακαό ρόφημα, cacaraña [κακαράνια] (ουσ,/θηλ.) ση μάδι ανεμοβλογιάς κακάδι. cacarear [κακαρεάρ] (ρ.) 1: κακαρίζω, 2: (μτφ.) καυχιέμαι, cacareo [κακαρέο] (ουσ,/αρσ.) 1: κακάρισμα, 2: (μτχ.) καύχημα, cacatúa [κακατούα] (ουσ./θηλ.) κακατούα (παπαγάλος), cacera [καθέρα] (ουσ,/θηλ.) αρδευτικό κανάλι. cacería [καθερία] (ουσ./θηλ.) κυνήγι, cacerola [καθερόλα] (ουσ,/θηλ.) κα τσαρόλα, χύτρα, cacicazgo [καθικάθγο] (ουσ,/αρσ.) φέ ουδο. cacimba [καθίμπα] (ουσ,/θηλ.) πηγάδι, cacique [καθίκε] (ουσ7αρσ.) 1: τοπικός άρχοντας αρχηγός 2: τύραννος, caciquismo [καθικίσμο] (ουσ,/αρσ.) δεσποτισμός απολυταρχία, caco [κάκο] (ουσ,/αρσ.) κλέφτης λω ποδύτης. cacofonía [κακοφονία] (ουσ,/θηλ.) κακοφωνία. cacto [κάκτο] (ουσ7αρσ.) κάκτος, cacumen [κακούμεν] (ουσ,/αρσ.) οξυ δέρκεια, εξυπνάδα, cacha [κάτσα] (ουσ,/θηλ.) λαβή, χε ρούλι. cachada [κατσάδα] (ουσ7θηλ.) ξεκοίλιασμα (στην ταυρομαχία). cachar [κατσάρ] (ρ.) 1: θρυμματίζω, 2: τραυματίζω με τα κέρατα, 3: πιάνω επ' αυτοφώρω. cacharpas [κατσάρπας] (ουσ7θηλ.) πληθ. παλιατζούρες cacharrería [κατσαρερία] (ουσ7θηλ.) υαλοπωλείο. cacharro [κατσάρο] (ουσ./αρσ.) 1: πή λινο δοχείο, 2: παλιό αντικείμενο, cachaza [κατσάθα] (ουσ7θηλ.) βρα δύτητα. cachazudo [κατσαθούδο] (επίθ.) 1: αρ
γοκίνητος ανενεργός, cachear [κατσεάρ] (ρ.) ερευνώ για όπλα. cacheo [κατσέο] (ουσ7αρσ.) έρευνα για οπλοκατοχή, cachetada [κατσετάδα] (ουσ7θηλ.) χα στούκι. cachete [κατσέτε] (ουσ7αρσ.) χαστούcachetear [κατσετεάρ] (ρ.) χαστουκί ζω. cachetina [κατσετίνα] (ουσ7θηλ.) γρονθοκόπημα. cachetudo [κατσετσύδο] (επίθ.) στρου μπουλός παχουλός, cachimba [κατσίμ'μπα] (ουσ7θηλ.) 1: φυσίγγιο, 2: πίπα. cachiporra [κατσιπόρα] (ουσ7θηλ.) ρό παλο, γκλομπ. cachivache [κατσιβάτσε] (συσ7αρσ.) άχρηστο αντικείμενο, σκουπίδι, cacho [κάτσο] (ουσ7αρσ.) κέρατο, cachondearse [κατσον'ντεάρσε] (ρ.) 1: αστειεύομαι, 2: (Μεξικό) ερεθίζομαι ερωτικά. cachondeo [κατσον'ντέο] (ουσ7αρσ.) αστεϊσμός, cachondez [κατσον'ντέθ] (ουσ7θηλ.) ερεθισμός (ερωτικός). cachondo [κατσόν'ντο] (επίθ.) ερεθι σμένος (ερωτικά). cachorro [κατσόρο] (ουσ7αρσ.) κου τάβι, νεογνό ζώο. cachudo [κατσούδο] (ουσ7αρσ.) κε ρασφόρος που έχει κέρατα, cada [κάδα] (επίθ.) έκαστος κάθε. cadalso [καδάλσο] (ουσ./αρσ.) αγχό νη, ικρίωμα, κρεμάλα, cadáver [καδάβερ] (ουσ7αρσ.) πτώ μα. cadavérico [καδαβέρικο] (επίθ.) που μοιάζει με πτώμα, cadena [καδένα] (ουσ7θηλ.) 1: αλυσί δα, σειρά, ακολουθία, 2: δεσμά. 115
cadencia cadencia [καδένθια] (ουσ/θηλ.) ρυθ μός. cadencioso [καδενθιόσο] (επίθ.) ρυθ μικός μελωδικός cadeneta [καδενέτα] (ουσΥθηλ.) αλυ σίδες. cadera [καδέρα] (ουσΥθηλ.) γοφός, cadete [καδέτε] (ουσΥαρσ.) 1: δόκι μος 2: εύελπις. cadmio [κάδμιο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) κάδμιο. caducar [καδουκάρ] (ρ.) λήγω. caducidad [καδουθιδάδ] (ουσΥθηλ.) λήξη. caduco [καδούκο] (επίθ.) γεροντικός, caedizo [καεδίθο] (επίθ.) 1: βραχύβιος εφήμερος παροδικός 2: φυλλοβό λος. caer [καέρ] (ρ.) 1: πέφτω, καταρρέω · como si hubiera caído del cielo - aa να είχε πέσει από τον ουρανό · tus padres me caen bien - οι γονείς σου μου κάθονται καλά (τους συμπαθώ), 2: ρίχνω, αφήνω να πέσει, café [καφέ] (ουσΥαρσ.) 1: καφές (φυτό), 2: καφές (ρόφημα). cafeína [καφείνα] (ουσΥθηλ.) καφεΐνη, cafetal [καφετάλ] (ουσΥαρσ.) φυτεία καφέ. cafetalero [καφεταλέρο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) βιομηχανία καφέ, (β) καλλιεργη τής καφέ, 2: (επίθ.) καφετής, cafetera [καφετέρα] (ουσΥθηλ.) καφε τιέρα. cafetería [καφετερία] (ουσΥθηλ.) καφετέρια. cafetero [καφετέρο] (ουσΥαρσ.) καφετζής. cafeto [καφέτο] (ουσΥαρσ.) καφεόδε ντρο. cáfila [κάφιλα] (ουσΥθηλ.) ομάδα, σύ νολο, γκρουπ, cafre [κάφρε] (ουσΥαρσ.) κάφρος, cagada [καγάδα] (ουσΥθηλ.) σκατά.
cagadero [καγαδέρο] (ουσΥαρσ.) από πατος τουαλέτα, cagado [καγάδο] (επίθ.) χέστης χεσμένος, (μτφ.) δειλός, cagalera [καγαλέρα] (ουσΥθηλ.) διάρ ροια. cagar [καγάρ] (ρ.) αφοδεύω, (καθ.) χέζω. cagarse [καγάρσε] (ρ.) 1: χέζομαι πάνω μου, 2: (μτφ.) φοβάμαι υπερβολικά, cagatintas [κακατίν'τας] (ουσΥαρσ.) γραφιάς υπάλληλος γραφείου, caída [καΐδα] (ουσΥθηλ.) 1: πτώση, πέ σιμο, 2: (del cabello) τριχόπτωση, 3: (de precio) έκπτωση, caído [καΐδο] (επίθ.) πεσμένος caimán [καιμάν] (ουσΥαρσ.) είδος κροκοδείλου, caimiento [καϊμιέν'το] (ουσΥαρσ.) πτώ ση. cairel [καιρέλ] (ουσΥαρσ.) φράντζα, caja [κάχα] (ουσΥθηλ.) 1: κουτί, κιβώ τιο, κάσα, 2: ταμείο · caja de cambios κιβώτιο ταχυτήτων · la caja de Pandora - το κουτί της Πανδώρας, cajero [καχέρο] (ουσΥαρσ.) ταμίας, cajete [καχέτε] (ουσΥαρσ.) (Λατινική Αμερική) κατσαρόλα, cajetilla [καχετίγια] (ουσΥθηλ.) πακέτο από τσιγάρα, cajista [καχίστα] (ουσΥαρσ.) 1: στοι χειοθέτης (σε τυπογραφείο), 2: δημιουρ γός συνθέτης cajón [καχόν] (ουσ,/αρσ.) 1: συρτάρι, 2: κιβώτιο συσκευασίας κούτα. cal [καλ] (ουσΥθηλ.) ασβέστης, cala [κάλα] (ουσΥθηλ.) φαράγγι, calabacera [καλαμπαθέρα] (ουσΥθηλ.) κολοκυθιά. calabacín [καλαμπαθίν] (ουσΥαρσ.) κολοκύθι, calabaza [καλαμπάθα] (ουσΥθηλ.) 1: κολοκύθα, 2: (μτφ.) χαζός, calabazo [καλαμπάθο] (ουσΥαρσ.) κο
116
caldeo λοκύθα. calabozo [καλαμττόθο] (ουσ,/αρσ.) κε λί φυλακής, calabrote [καλαμπρότε] (ουσ./αρσ.) (Ναυτ.) παλαμάρι, calada [καλάδα] (ουσ,/θηλ.) 1: βουτιά, 2: ρουφηξιά, τζούρα, calado [καλάδο] (επίθ.) που είναι μού σκεμα, βρεγμένος, calamar [καλαμάρ] (ουσ,/αρσ.) καλα μάρι. calambre [καλάμ'μπρε] (ουσ7αρσ.) κρά μπα. calambur [καλαμπούρ] (ουσ,/αρσ.) καλαμπούρι, αστείο, calamidad [καλαμιδάδ] (ουσΥθηλ.) συμφορά, καταστροφή, θεομηνία, calamita [καλαμίτα] (ουσ7θηλ) (Ορυκτ.) μαγνήτης, calamitoso [καλαμιτόσο] (επίθ.) επι κίνδυνος, ολέθριος, cálamo [κάλαμο] (ουσ,/αρσ.) καλάμι, calamoco [καλαμόκο] (ουσ,/αρσ.) κρύσταλλο πάγου, calamorra [καλαμόρα] (ουσ,/θηλ.) κε φάλι. calandrajo [καλαν'ντράχο] (ουσ,/αρσ.) κουρέλι. calandria [καλάν'ντρια] (ουσ,/θηλ.) κορυδαλλός, calaña [καλάνια] (ουσ ./θηλ.) σχέδιο, μοντέλο. calar [καλάρ] (ρ.) 1: μουσκεύω, 2: δια περνώ, διατρυπώ, calar [καλάρ] 1: (ουσ,/αρσ.) λατομείο ασβεστόλιθου, 2: (επίθ.) ασβεστολιθικός. calavera [καλαβέρα] (ουσ,/θηλ.) νε κροκεφαλή, κρανίο, calcado [καλκάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) χά ραξη, 2: (επίθ.) αντιγραμμένος, calcañar/calcañal [καλκανιάρ/καλκανιάλ] (ουσ,/αρσ.) φτέρνα, calcar [καλκάρ] (ρ.) 1: χαράζω, σχεδιά
ζω, 2: αντιγράφω, ξεπατικώνω, calcáreo [καλκάρεο] (επίθ.) ασβεστώ δης. calce [κάλθε] (ουσ,/αρσ.) ζάντα. calceta [καλθέτα] (ουσ,/θηλ.) γυναι κεία κάλτσα, calcetería [καλθετερία] (ουσ,/θηλ.) κα τάστημα με ανδρικά εσώρουχα, calcetero [καλθετέρο] (ουσ,/αρσ.) έμπορος εσωρούχων, calcetín [καλθετίν] (ουσ,/αρσ.) κάλ τσα. calcificar [καλθιφικάρ] (ρ.) ασβεστοποιώ. calcinar [καλθινάρ] (ρ.) απανθρακώ νω, καίω, καρβουνιάζω, calcio [κάλθιο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) ασβέστιο, calco [κάλκο] (ουσ,/αρσ.) 1: χάραξη, σχεδίαση, 2: αντίγραφο, calcomanía [καλκομανία] (ουσ,/θηλ.) χαλκομανία, calculable [καλκουλάμπλε] (επίθ.) υπολογιστέος, υπολογίσιμος, calculador [κάλκουλαδόρ] 1: (ουσ./ αρσ.) αριθμομηχανή, 2: (επίθ.) υπο λογιστής συμφεροντολόγος, calculadora [καλκουλαδόρα] (ουσ./ θηλ.) αριθμομηχανή, calcular [καλκουλάρ] (ρ.) 1: υπολογί ζω, λογαριάζω, 2: υποθέτω, 3: θεω ρώ, εκτιμώ, cálculo [κάλκουλο] (ουσ,/αρσ.) 1: υπο λογισμός λογαριασμός 2: θεώρηση, εκτίμηση, λογισμός 2: πέτρα στα νεφρά. caldas [κάλδας] (ουσΥθηλ.) πληθ. θερ μές πηγές, caldeamiento [καλδεαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ζέσταμα, caldear [καλδεάρ] (ρ.) θερμαίνω, ζε σταίνω. caldeo [καλδέο] (ουσ,/αρσ.) θέρμαν ση. 117
caldera caldera [καλδέρα] (ουσνθηλ.) καζάνι, λέβητας. caldero [καλδέρο] (ουσ./αρσ.) κου βάς. caldereta [καλδερέτα] (ουσ,/θηλ.) μι κρός βραστήρας, calderilla [καλδερίγια] (ουσ7θηλ.) κέρ ματα, ψιλά. caldo [κάλδο] (ουσ,/αρσ.) ζωμός, calefacción [καλεφακθιόν] (ουσ,/θηλ.) θέρμανση · calefacción autónoma - αυτόνομη θέρμανση · calefacción cental - κεντρική θέρμανση, calefaccionar [καλεφακθιονάρ] (ρ.) θερμαίνω, calefactor [καλεφακτόρ] (ουσ,/αρσ.) αερόθερμο, θερμάστρα, caleidoscopio [καλειδοσκόπιο] (ουσ./ αρσ.) καλειδοσκόπιο, calendario [καλεν'ντάριο] (ουσΥαρσ.) ημερολόγιο, caléndula [καλέν'ντουλα] (ουσ7θηλ.) καλενδούλα. calentador [καλεν'ταδόρ] (ουσ7αρσ.) θερμοσίφωνας, calentamiento [καλενταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ζέσταμα, calentar [καλεν'τάρ] (ρ.) θερμαίνω, ζε σταίνω. calentón [καλεντόν] (επίθ.) ξαναμμέ νος, ερεθισμένος (καθ.) καυλωμένος. calentura [καλεν'τούρα] (ουσ,/θηλ.) πυ ρετός. calenturiento [καλεν'τουριέν'το] (επίθ.) πυρετώδης. calenturón [καλεντουρόν] (ουσ,/αρσ.) υψηλός πυρετός, calenturoso [καλεντουρόσο] (επίθ.) πυρετικός, calera [καλέρα] (ουσ7θηλ.) λατομείο ασβεστόλιθου, calés [καλές] (ουσ./αρσ.) είδος άμα ξας. calesita [καλεσίτα] (ουσ,/θηλ.) περι
στρεφόμενα αλογάκια του λούνα παρκ. caletre [καλέτρε] (ουσ./αρσ.) οξυδέρ κεια, εξυπνάδα, calibrador [καλιμπραδόρ] (ουσ7αρσ.) διαβήτης εσωτερικών διαμετρημά των. calibrar [καλιμπράρ] (ρ.) διαμετρώ. calibre [καλίμπρε] (ουσ,/αρσ.) διαμέ τρημα, διάμετρος calicó [καλικό] (ουσ,/αρσ.) βαμβακερό ύφασμα. caliche [καλίτσε] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) νι τρικό κάλιο. calidad [καλιδάδ] (ουσ7θηλ.) ποιότη τα · de buena calidad - καλής ποιό τητας · control de calidad - έλεγχος ποιότητας, cálido [κάλιδο] (επίθ.) θερμός, calidoscópico [καλιδοσκόπικο] (επίθ.) καλειδοσκοπικός, calidoscopio [καλιδοσκόπιο] (ουσ./ αρσ.) καλειδοσκόπιο, caliente [καλιέν'τέ] (επίθ.) ζεστός θερ μός. califa [καλίφα] (ουσ,/αρσ.) χαλίφης, califato [καλιφάτο] (ουσ,/αρσ.) χαλι φάτο. calificación [καλιφικαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1:χαρακτηρ*σμόςπροσδιορισμός εκτί μηση, 2: βαθμολογία · calificación de sobresaliente - αριστούχος, calificado [καλιφικάδο] (επίθ.) που έχει τα προσόντα, calificar [καλιφικάρ] (ρ.) 1: χαρακτηρί ζω, προσδιορίζω, 2: εκτιμώ, 3: βαθ μολογώ. calificativo [καλιφικατίβο] (επίθ.) προσδιοριστικός. caligrafía [καλιγραφία] (ουσ,/θηλ.) καλ λιγραφία. caligráfico [καλιγράφικο] (επίθ.) καλ λιγραφικός calina [καλίνα] (ουσ,/θηλ.) καταχνιά,
118
callejuela ομίχλη. calinoso [καλινόσο] (επίθ.) 1: κατα χνιασμένος 2: μουντός, calipso [καλίπσο] (ουσΥαρσ.) καλύψω (είδος χορού). cáliz [κάλιθ] (ουσΥαρσ.) κάλυκας, caliza [καλίθα] (ουσΥθηλ.) ασβεστό λιθος. calma [κάλμα] (ουσΥθηλ.) ηρεμία, γα λήνη, νηνεμία, calmante [καλμάν'τε] (επίθ.) καταπρα ϋντικό, κρεμιστικό. calmar [καλμάρ] (ρ.) καταπραΰνω, κα θησυχάζω, κατευνάζω, ηρεμώ, calmoso [καλμόσο] (επίθ.) ήρεμος ήσυχος. caló [καλό] (ουσΥαρσ.) διάλεκτος των τσιγγάνων. calor [καλόρ] (ουσΥαρσ.) ζέστη, θερ μότητα · hace calor - κάνει ζέστη · tener calor - ζεσταίνομαι, caloría [καλορία] (ουσΥθηλ.) θερμίδα, calorífero [καλορίφερο] 1: (ουσΥαρσ.) καλοριφέρ, 2: (επίθ.) θερμαντικός, calorífico [καλορίφικο] (επίθ.) θερμα ντικός θερμογόνος calorífugo [καλορίφουγο] (επίθ.) θερμοανθεκτικός. calostro [καλόστρο] (ουσΥαρσ.) το πρώτο γάλα που δίνει η αγελάδα μετά τη γέννα, calumnia [καλούμνια] (ουσΥθηλ.) συ κοφαντία, δυσφήμιση. calumniar [καλουμνιάρ] (ρ.) συκοφα ντώ, δυσφημώ, calumnioso [καλουμνιόσο] (επίθ.) συ κοφαντικός, δυσφημητικός. caluroso [καλουρόσο] (επίθ.) 1: θερ μός, ζεστός 2: ενθουσιώδης ένθερ μος. calva [κάλβα] (ουσΥθηλ.) φαλάκρα. Calvario [καλβάριο] (ουσΥαρσ.) Γολ γοθάς. calvario [καλβάριο] (ουσΥαρσ.) βάσα
νο, μαρτύριο, calvicie [καλβίθιε] (ουσΥθηλ.) αλωπεκίαση, φαλάκρα, calvinismo [καλβανίσμο] (ουσΥαρσ.) καλβινισμός, calvinista [καλβινίστα] 1: (ουσΥαρσ.) καλβινιστής, 2: (επίθ.) καλβινιστικός. calvo [κάλβο] (επίθ.) 1: (για άνθρωπο) φαλακρός 2: (για τόπο) χωρίς βλά στηση, άγονος, calza [κάλθα] (ουσΥθηλ.) σφήνα, calzada [καλθάδα] (ουσΥθηλ.) λιθόστρωμα, δρόμος, calzado [καλθάδο] (ουσΥαρσ.) υπό δημα. calzador [καλθαδόρ] (ουσΥαρσ.) κό καλο παπουτσιών. calzar [καλθάρ] (ρ.) 1: φοράω παπού τσια, 2: το νούμερο του παπουτσιού μου είναι · normalmente calzo un 39 número- συνήθως φοράω 39 νού μερο. calzo [κάλθο] (ουσΥαρσ.) 1: σφήνα, τά κος 2: πέλμα, calzón [καλθόν] (ουσΥαρσ.) σορτς κι λότα, εσώρουχο, calzoncillo [καλθονθίγιο] (ουσΥαρσ.) σώβρακο, callada [καγιάδα] (ουσΥθηλ.) ησυχία, σιωπή · dar la callada por respuesta - η σιωπή προς απάντηση, callado [καγιάδο] (επίθ.) σιωπηλός ήσυχος. callarse [καγιάρσε] (ρ.) σωπαίνω, σκάω • ¡cállate! - σκάσε, calle [κάγιε] (ουσΥθηλ.) οδός δρόμος, callejear [καγιεχεάρ] (ρ.) περιπλανιέ μαι στους δρόμους, callejero [καγιεχέρο] (επίθ.) οδικός, callejón [καγιεχόν] (ουσΥαρσ.) 1: δρομίσκος στενό δρομάκι, 2: αδιέξο δος. callejuela [καγιεχουέλα] (ουσΥθηλ.) δρο μάκι, πάροδος. 119
callista callista [καγίστα] (ουσ./αρσ.) θεραπευ τής κάλων. callo [κάγιο] (ουσ,/αρσ.) κάλος ρόζος, πατσάς. callosidad [καγιοσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ρό ζιασμα. calloso [καγιόσο] (επίθ.) ροζιασμένος, cama [κάμα] (ουσ,/θηλ.) κρεβάτι, κλί νη · cama de matrimonio - διπλό κρεβάτι · cama plegada - σπαστό κρεβάτι · hacer la cama - στρώνω το κρεβάτι. camada [καμάδα] (ουσ,/θηλ.) ράτσα, camaleón [καμαλεόν] (ουσ,/αρσ.) χαμαιλέων. camándula [καμάνδουλα] (ουσ,/θηλ.) κομποσχοίνι. camandulería [καμανδουλερία] (ουσ./ θηλ.) υποκρισία, ψευτοαφοσίωση, camandulero [καμανδουλέρο] 1: (ουσ./ αρσ.) υποκριτής 2: (επίθ.) υποκριτι κός. cámara [κάμαρα] (ουσ,/θηλ.) αίθουσα, δωμάτιο · cámara fotográfica - φω τογραφική μηχανή, camarada [καμαράδα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) 1: σύντροφος 2: συνάδελφος, camaradería [καμαραδερία] (ουσ./ θηλ.) συντροφικότητα, συναδελφι κότητα. camarera [καμαρέρα] (ουσ,/θηλ.) κα μαριέρα, υπηρέτρια, camarero [καμαρέρο] (ουσ,/αρσ.) σερ βιτόρος καμαρότος, camarín [καμαρίν] (ουσ,/αρσ.) καμα ρίνι. camarón [καμαρόν] (ουσ7αρσ.) γαρί δα. camarote [καμαρότε] (ουσ,/αρσ.) κα μπίνα. cambalache [καμ'μπαλάτσε] (ουσ./ αρσ.) μαγαζί μεταχειρισμένων, cámbaro [κάμ'μπαρο] (ουσ./αρσ.) κα ραβίδα του γλυκού νερού.
cambiable [καμ'μπιάμπλε] (επίθ.) 1: μεταβλητός 2: ανταλλάξιμος, cambiante [καμ'μπιάν'τε] 1: (ουσ./ αρσ.) αργυραμοιβός 2: (επίθ.) μετα βλητός. cambiar [καμ'μττιάρ] (ρ.) αλλάζω, ανταλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω, cambio [καμ'μττιο] (ουσ./αρσ.) αλλαγή, ανταλλαγή, μεταβολή, μετατροπή, cambullón [καμ'μπουγιόν] (ουσ,/αρσ.) εξαπάτηση, camelar [καμελάρ] (ρ.) φλερτάρω, πεί θω. camelia [καμέλια] (ουσ,/θηλ.) καμέλια. camelista [καμελίστα] (ουσ,/αρσ.) κό λακας. camelo [καμέλο] (ουσ,/αρσ.) 1: ξεγέ λασμα, 2: φλερτ, camello [καμέγιο] (ουσ./αρσ.) καμήλα, camerino [καμερίνο] (ουσ,/αρσ.) κα μαρίνι. camilla [καμίγια] (ουσ,/θηλ.) φορείο, camillero [καμιγιέρο] (ουσ,/αρσ.) τραυματιοφορέας, caminante [καμινάν'τε] (ουσ,/αρσ.) πεζοπόρος οδοιπόρος ταξιδιώτης, caminar [καμινάρ] (ρ.) περπατώ, πε ζοπορώ. caminata [καμινάτα] (ουσ,/θηλ.) πεζο πορία. camino [καμίνο] (ουσ,/αρσ.) δρόμος διαδρομή, camión [καμιόν] (ουσ,/αρσ.) φορτηγό, camionaje [καμιονάχε] (ουσ,/αρσ.) ρυμούλκηση, camionero [καμιονέρο] (ουσ,/αρσ.) φορτηγατζής, camioneta [καμιονέτα] (ουσ,/θηλ.) φορτηγάκι, camisa [καμίσα] (ουσ,/θηλ.) πουκάμι σο, φανέλα, camisería [καμισερία] (ουσ,/θηλ.) κα τάστημα πουκαμίσων, camisero [καμισέρο] (ουσ,/αρσ.) ρά-
120
canallada φτης ή πωλητής πουκαμίσων, camiseta [καμισέτα] (ουσ7θηλ.) φα νέλα. camisón [καμισόν] (ουσ,/αρσ.) νυχτι κό. camomila [καμομίλα] (ουσ,/θηλ.) χα μομήλι. camorra [καμόρα] (ουσ7θηλ.) καβγάς, camote [καμότε] (ουσ./αρσ.) γλυκοπατάτα. campamento [καμ'παμέν'το] (ουσ./ αρσ.) κατασκήνωση, στρατόπεδο, campana [καμ'πάνα] (ουσ,/θηλ.) κα μπάνα. campanada [καμ'πανάδα] (ουσ/θηλ.) κωδωνοκρουσία, campanario [καμπανάριο] (ουσ,/αρσ.) καμπαναριό, κωδωνοστάσιο, campaneo [καμπανέο] (ουσ,/αρσ.) κωδωνοκρουσία, campanero [καμπανέρο] (ουσ,/αρσ.) κωδωνοκρούστης. campanilla [καμ'πανίγια] (ουσ ./θηλ.) καμπανάκι, κουδουνάκι. campanillear [καμ'πανιγιάρ] (ρ.) κου δουνίζω. campanilleo [καμ'πανιγιέο] (ουσ,/αρσ.) κουδούνισμα, campante [καμ'πάν'τε] (επίθ.) 1: αυτά ρεσκος, 2: άνετος, campanudo [καμ'πανούδο] (επίθ.) καμπανοειδής. campaña [καμ'πάνια] (συσΥθηλ.) εκ στρατεία, καμπάνια. campante [καμ'πάν'τε] (επίθ.) 1: ικα νοποιημένος 2: ελεύθερος, campar [καμ'πάρ] (ρ.) στρατοπεδεύω, campear [καμ'πεάρ] (ρ.) 1: ανιχνεύω, 2: πάω για βοσκή. campachanía [καμ'πατσανία] (ουσ./ θηλ.) εγκαρδιότητα, όρεξη, campechano [καμ'πατσάνο] (επίθ.) εγκάρδιος με όρεξη, κεφάτος, campeón [καμ'πεόν] (ουσ/αρσ.) πρω
ταθλητής, campeonato [καμ'πεονάτο] (ουσ,/αρσ.) πρωτάθλημα, campero [καμπέρο] (επίθ.) υπαίθριος campesinado [καμ'πεσινάδο] (ουσ./ αρσ.) οι χωρικοί, campesino [καμ'πεσίνο] 1: (ουσ./αρσ.) αγρότης χωριάτης 2: (επίθ.) αγροτι κός. campestre [καμ'πέστρε] (επίθ.) αγρο τικός του αγρού, υπαίθριος, camping [κάμ'πινγ] (ουσ./αρσ.) κατα σκήνωση, campiña [καμ'πίνια] (ουσ,/θηλ.) εξοχή, κάμπος αγρός, campista [καμ'πίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) κατασκηνωτής κατασκηνώτρια. campo [κάμ'πο] (ουσ,/αρσ.) 1: εξο χή, ύπαιθρος 2: τομέας · campo de batalla - πεδίο μάχης · campo literario - τομέας της λογοτεχνίας, camposanto [καμ'ποσάν'το] (ουσ./ αρσ.) κοιμητήριο, νεκροταφείο, camuflaje [καμουφλάχε] (ουσ,/αρσ.) καμουφλάζ. camuflar [καμουφλάρ] (ρ.) καμουφλά ρω. can [καν] (ουσ./αρσ.) κύων, σκύλος cana [κάνα] (ουσ/θηλ.) λευκή τρίχα, canal [κανάλ] (ουσΥαρσ.) διώρυγα, κα νάλι, πορθμός, canalete [καναλέτε] (ουσΥαρσ.) μικρό κουπί του κανό. canalización [καναλιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) διάνοιξη καναλιών. canalizar [καναλιθάρ] (ρ.) ανοίγω κα νάλια. canalizo [καναλίθο] (ουσ,/αρσ.) πλωτό κανάλι. canalón [καναλόν] (ουσ,/αρσ.) αποχέ τευση. canalla [κανάγια] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) παλιάνθρωπος, canallada [καναγιάδα] (ουσ,/θηλ.) πα 121
canallesco candar [καν'ντάρ] (ρ.) κλειδώνω, candela [καν'ντέλα] (ουσΥθηλ.) κερί. candelabro [κα\Λ/τελάμπρο] (ουσΥαρσ.) κηροπήγιο, candelera [καν'ντελέρο] (ουσ,/αρσ.) κηροπήγιο, candente [καν'ντέντε] (επίθ.) πυρα κτωμένος φλεγόμενος καυτός, candidato [κανδιδάτο] (ουσΥαρσ.) υπο ψήφιος. candidatura [κανδιδατούρα] (ουσΥ θηλ.) υποψηφιότητα, candidez [κανδιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1: αφέλεια, 2: αγνότητα, 3: απλότητα, candido [κάνδιδο] (επίθ.) 1: αφελής 2: αγνός 3: απλός, candil [κανδίλ] (ουσ,/αρσ.) καντήλι, candileja [κανδιλέχα] (ουσΥθηλ.) φιά λη λάμπας λαδιού, candiota [κανδιότα] (ουσΥθηλ.) φλα σκί κρασιού, candonga [κανδόνγα] (ουσΥθηλ.) κο ροϊδία. candonguear [κανδονγκεάρ] (ρ.) κο ροϊδεύω. candor [καν'ντόρ] (ουσΥαρσ.) αφέ λεια, αγνότητα, αθωότητα, candoroso [καν'ντορόσο] (επίθ.) αφε λή ς αγνός αθώος, canear [κανεάρ] (ρ.) ξυλοκοπώ, χτυ πώ, δέρνω, canela [κανέλα] (ουσΥθηλ.) κανέλα, canelero [κανελέρο] (ουσΥαρσ.) δέ ντρο κανέλας, canelo [κανέλο] (επίθ.) κανελής canelón [κανελόν] (ουσΥαρσ.) 1: κανελόνι, 2: παγάκι. caney [κανέι] (ουσΥαρσ.) καλύβι, cangilón [κανχιλόν] (ουσΥαρσ.) κα νάτι. cangrejo [κανγκρέχο] (ουσΥαρσ.) κά βουρας. canguro [κανγκούρο] (ουσΥαρσ.) καγκουρό.
λιανθρωπιά. canallesco [καναγιέσκο] (επίθ.) κακε ντρεχής, μοχθηρός, canapé [καναπέ] (ουσΥαρσ.) καναπές καναπεδάκι (φαγητό). canario [κανάριο] 1: (ουσΥαρσ.) κανα ρίνι, 2: (επίθ.) από τα Κανάρια νησιά, canasta [κανάστα] (ουσΥθηλ.) καλάθι, canastero [καναστέρο] (ουσΥαρσ.) κα λαθοπλέκτης canastilla [καναστίγια] (ουσΥθηλ.) καλαθάκι. canasto [κανάστο] (ουσΥαρσ.) κοφίνι, μεγάλο καλάθι, cáncano [κάνκανο] (ουσΥαρσ.) ψείρα, cancel [κανθέλ] (ουσΥαρσ.) παραβάν, διαχωριστικό χώρισμα, cancela [κανθέλα] (ουσΥθηλ.) καγκελόπορτα. cancelación [κανθελαθιόν] (ουσΥθηλ.) ακύρωση, διαγραφή, cancelar [κανθελάρ] (ρ.) ακυρώνω, διαγράφω, cancelaría [κανθελαρία] (ουσΥθηλ.) πα πική καγκελαρία, cáncer [κάνθερ] (ουσΥαρσ.) 1: καρκί νος (ασθένεια), 2: (Αστρολ.) Καρκί νος. cancerígeno [κανθερίχενο] (επίθ.) καρ κινογόνος, canceroso [κανθερόσο] (επίθ.) καρκι νογόνος. canciller [κανθιγιέρ] (ουσΥαρσ.) κα γκελάριος, canción [κανθιόν] (ουσΥθηλ.) τραγού δι, άσμα. cancionero [κανθιονέρο] (ουσΥαρσ.) βιβλίο τραγουδιών. cancionista [κανθιονίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) τραγουδοποιός, cancha [κάντσα] (ουσΥθηλ.) πεδίο, γή πεδο. candado [καν'ντάδο] (ουσΥαρσ.) λουκέτο. 122
canturrear caníbal [κανίμπαλ] 1: (ουσ,/αρσ.) κα νίβαλος ανθρωποφάγος, 2: (επίθ.) αγροίκος ωμός κανιβαλικός canibalismo [κανιμπαλίσμο] (ουσ./ αρσ.) 1: κανιβαλισμός 2: (μτφ.) ωμό τητα, θηριωδία, canica [κανίκα] (ουσ./θηλ.) βώλος, canicie [κανίθιε] (ουσ7θηλ.) άσπρισμα μαλλιών. canícula [κανίκουλα] (ουσ./θηλ.) καύ σωνας. caniche [κανίτσε] (ουσ./αρσ.) κανίς (ράτσα σκύλου). canijo [κανίχο] (επίθ.) κοκαλιάρης αρ ρωστιάρης φιλάσθενος, canilla [κανίγια] (ουσ./θηλ.) καλάμι (ποδιού). canillera [κανιγιέρα] (ουσ./θηλ.) περι κνημίδα. canilludo [κανιγισύδο] (επίθ.) μακρυπόδης. canino [κανίνο] (επίθ.) σκυλίσιος, canje [κάνχε] (ουσ./αρσ.) ανταλλαγή, canjear [κανχεάρ] (ρ.) ανταλλάζω, cano [κάνο] (επίθ.) γκριζομάλλης ασπρο μάλλης. canoa [κανόα] (ουσ,/θηλ.) κανό. canódromo [κανόδρομο] (ουσ,/αρσ.) κυνοδρόμιο. canon [κάνον] (ουσ./αρσ.) κανόνας νόρμα. canónico [κανόνικο] (επίθ.) κανονι κός. canóniga [κανόνιγα] (ουσ,/θηλ.) ύπνος πριν το γεύμα, canonización [κανονιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αγιοποίηση. canonizar [κανονιθάρ] (ρ.) αγιοποιώ. canoso [κανόσο] (επίθ.) ασπρομάλ λης. cansado [κανσάδο] (επίθ.) 1: εξαντλη μένος κουρασμένος 2: κουραστι κός βαρετός · estar cansado - είμαι κουρασμένος · soy cansado - είμαι
κουραστικός, cansancio [κανσάνθιο] (ουσ,/αρσ.) κού ραση, εξάντληση, cansar [κανσάρ] (ρ.) 1: κουράζω, 2: ενοχλώ. cansarse [κανσάρσε] (ρ.) 1: κουράζο μαι, 2: ενοχλούμαι, cantador [κανταδόρ] (ουσ,/αρσ.) τρα γουδιστής δημοτικών τραγουδιών. cantante [καν'τάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) τραγουδιστής τραγουδίστρια, cantaor [κανταόρ] (ουσ7αρσ.) τρα γουδιστής φλαμέγκο. cantar [καν'τάρ] (ρ.) τραγουδώ, cantarín [καν'ταρίν] (ουσ,/αρσ.) τραγουδιάρης cántaro [κάν'ταρο] (ουσ,/αρσ.) στά μνα, κανάτι, cantata [καντάτα] (ουσ,/θηλ.) καντάτα. cante [κάν'τέ] (ουσ./αρσ.) τραγούδι, cantera [καν'τέρα] (ουσ,/θηλ.) λατο μείο, ορυχείο, cantería [καν'τερια] (ουσ,/θηλ.) (Χημ.) λιθοδομή, cantero [καν'τέρο] (ουσ./αρσ.) λιθοδόμος, κτίστης, cántico [κάν'ντικο] (ουσ,/αρσ.) άσμα, ύμνος ψαλμός. cantidad [καν'τιδάδ] (ουσ./θηλ.) πο σότητα, σύνολο, cantilena [καν'τιλένα] (ουσ,/θηλ.) μπα λάντα. cantimplora [καν'τιμ'πλόρα] (ουσ,/θηλ.) παγούρι. cantina [καν'τίνα] (ουσ/θηλ.) καντίνα, κυλικείο. cantinero [καν'τινέρο] (ουσ,/αρσ.) καντινιέρης μπάρμαν. canto [κάντο] (ουσ7αρσ.) 1: άσμα, τραγούδι, 2: χείλος, cantor [καν'τορ] (ουσ./αρσ.) αοιδός τραγουδιστής, canturrear [καν'τουρεάρ] (ρ.) τραγου123
canturreo δώ χαμηλόφωνα, σιγοτραγουδώ. canturreo [καν'τουρέο] (ουσ,/αρσ.) σι γανό τραγούδισμα, canuto [κανούτο] (ουσ,/αρσ.) καρφιτσοθήκη. caña [κάνια] (ουσ,/θηλ.) 1: καλάμι, 2: μπύρα σε ποτήρι · caña de azúcar ζαχαροκάλαμο · caña dé pescar - κα λάμι ψαρέματος, cañada [κανιάδα] (ουσ,/θηλ.) γκρεμός χαράδρα, cañamazo [κανιαμάθο] (ουσ,/αρσ.) κανναβάτσο, καμβάς, cañamelar [κανιαμελάρ] (ουσ,/αρσ.) φυτεία ζαχαροκάλαμου, cañamiel [κανιαμιέλ] (ουσ,/θηλ.) ζαχα ροκάλαμο, cáñamo [κάνιαμο] (ουσ,/αρσ.) κάννα βη, μαριχουάνα, cañavera [κανιαβέρα] (ουσ,/θηλ.) καλαμόχορτο. cañaveral [καναβεράλ] (ουσ,/αρσ.) 1: καλαμώνας 2: φυτεία ζαχαροκάλα μου. cañería [κανερία] (ουσ,/θηλ.) σωλήνας αποχέτευσης, cañizal [κανιθάλ] (ουσ,/αρσ.) καλαμιά, caño [κάνιο] (ουσΥαρσ.) στόμιο πη γής·
cañón [κανιόν] (ουσ,/αρσ.) 1: κανόνι, 2: κάννη, 3: φαράγγι, cañonazo [κανιονάθο] (ουσ,/αρσ.) κα νονιά. cañonear [κανιονεάρ] (ρ.) κανονιοβο λώ. cañoneo [κανιόνεο] (ουσ,/αρσ.) κανο νιοβολισμός, caoba [καόμπα] (ουσ,/θηλ.) μαόνι, caolín [καολίν] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.) καολίνης caos [κάος] (ουσ,/αρσ.) χάος. caótico [καότικο] (επίθ.) χαώδης, capa [κάπα] (ουσ,/θηλ.) 1: μανδύας 2: στρώμα.
capacidad [καπαθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: χωρητικότητα, 2: ικανότητα, 3: αντί ληψη. capacitación [καπαθιταθιόν] (ουσ./ θηλ.) εκπαίδευση, capacitar [καπαθιτάρ] (ρ.) 1: εφοδιά ζω, 2: εκπαιδεύω, 3: δίνω την ικανό τητα. capacha [καπάτσα] (ουσ,/θηλ.) καλά θι. capacho [καπάτσο] (ουσ,/αρσ.) ψάθι νο καλάθι, capar [καπάρ] (ρ.) ευνουχίζω, caparazón [καπαραθόν] (ουσ,/αρσ.) καύκαλο, κέλυφος καβούκι, capataz [καπατάθ] (ουσ,/αρσ.) επιστά τη ς αρχιεργάτης εργοδηγός capaz [καπάθ] (επίθ.) ικανός άξιος επιδέξιος, capazo [καπάθο] (ουσ,/αρσ.) πανέρι, capcioso [καπθιόσο] (επίθ.) 1: πανούρ γο ς 2: παραπλανητικός απατηλός capear [καπεάρ] (ρ.) παραπλανώ, εξα πατώ. capellán [καπεγιάν] (ουσ,/αρσ.) ιερέ ας εφημέριος, caperuza [καπερούθα] (ουσ,/θηλ.) μυ τερή κουκούλα, capilar [καπιλάρ] (επίθ.) τριχοειδής capilla [καπίγια] (ουσ,/θηλ.) παρεκ κλήσι. capirucho [καπιρούτσο] (ουσ,/αρσ.) κουκούλα, capitación [καπιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) κατά κεφαλήν, κεφαλικός φόρος, capital [καπιτάλ] (ουσ,/αρσ.) (Οικον.) κεφάλαιο, capital [καπιτάλ] (ουσ7θηλ.) πρωτεύ ουσα. capitalino [καπιταλίνο] 1: (ουσ,/αρσ.) πρωτευουσιάνος 2: (επίθ.) πρωτευουσιάνικος. capitalismo [καπιταλισμό] (ουσ7αρσ.) καπιταλισμός
124
caramelo capitalista [καπιταλίστα] 1: (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) καπιταλιστής, καπιταλίστρια, 2: (επίθ.) καπιταλιστικός, capitalización [καπιταλιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) κεφαλαιοποίηση, capitalizar [καπιταλιθάρ] (ρ.) κεφαλαιοποιώ. capitán [καπιτάν] (ουσΥαρσ.) 1: κα πετάνιος πλοίαρχος 2: λοχαγός 3: αρχηγός. capitana [καπιτάνα] (ουσΥθηλ.) ναυαρ χίδα. capitanear [καπιτανεάρ] (ρ.) ηγούμαι, capitanía [καπιτανία] (ουσΥθηλ.) αρχηγία. capitel [καπιτέλ] (ουσΥαρσ.) κιονό κρανο. capitulación [καπιτουλαθιόν] (ουσΥ θηλ.) συνθηκολόγηση, capitular [καπιτουλάρ] (ρ.) 1: συνθη κολογώ, 2: φτάνω σε συμφωνία, 3: παραδίνομαι, capítulo [καπίτουλο] (ουσΥαρσ.) 1: κεφάλαιο (βιβλίου), 2: κατηγορία, 3: θέμα. capó [καπό] (ουσΥαρσ.) καπό. capón [καπόν] 1: (ουσΥαρσ.) καρπα ζιά, 2: κόκκορας 3: (επίθ.) ευνούχος, caponera [καπονέρα] (ουσΥθηλ.) κο τέτσι. capota [καπότα] (ουσΥθηλ.) 1: σκού φος περίβλημα, 2: κουκούλα κα μπριολέ αυτοκινήτου, capote [κάποτε] (ουσΥαρσ.) (Στρστ.) χλαίνη. capricornio [καπρικόρνιο] (ουσΥαρσ.) (Αστρολ.) Αιγόκερως. capricho [καπρίτσο] (ουσΥαρσ.) ιδιο τροπία, καπρίτσιο, caprichoso [καπριτσόσο] (επίθ.) ιδιό τροπος καπριτσιόζος cápsula [κάψουλα] (ουσΥθηλ.) κάψου λα. captar [καπτάρ] (ρ.) 1: πιάνω, συλλαμ
βάνω, 2: αντιλαμβάνομαι, 3: προσελ κύω. captura [καπτούρα] (ουσΥθηλ.) σύ λ ληψη, αιχμαλωσία, capturar [καπτουράρ] (ρ.) συλλαμβά νω, αιχμαλωτίζω, φυλακίζω, capucha [καποΰτσα] (ουσΥθηλ.) κου κούλα. capuchino [καπουτσίνο] (ουσΥαρσ.) 1: καπουτσίνος (τάγμα), 2: καπουτσίνο (καφές). capuchón [καπουτσόν] (ουσΥαρσ.) κα πάκι. capullo [καπούγιο] (ουσΥαρσ.) 1: μπουμπούκι, 2: κουκούλι, caqui [κάκι] 1: (ουσΥαρσ.) παραλλαγή στρατιώτη, 2: (επίθ.) χακί. caqui [κάκι] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) λωτός. cara [κάρα] (ουσΥθηλ.) 1: πρόσωπο, όψη, 2: (Γεωμ.) πλευρά, carabina [καραμπίνα] (ουσΥθηλ.) καραμπίνα. carabinero [καραμπινέρο] (ουσΥαρσ.) τυφεκιοφόρος, caracol [καρακόλ] (ουσΥαρσ.) 1: σαλί γκαρος κοχλίας 2: μπούκλα. caracola [καρακόλα] (ουσΥθηλ.) κοχύλι. carácter [καράκτερ] (ουσΥαρσ.) 1: χα ρακτήρας (ανθρώπου), 2: χαρακτή ρας (ψηφίο). característico [καρακτερίστικο] (επίθ.) χαρακτηριστικός τυπικός, caracterizar [καρακτεριθάρ] (ρ.) χαρα κτηρίζω. caracho [καράτσο] (επίθ.) ιώ δης μοβ. caradura [καραδούρα] (επίθ.) θρασύς, carajo [καράχο] 1: (ουσΥαρσ.) τύπος (άνθρωπος), 2: (επιφ.) διάβολε!, caramba [καράμ'μττα] (επιφ.) Θεέ μου!, carámbano [καράμ'μπανο] (ουσΥαρσ.) παγοκρύσταλλος caramelo [καραμέλο] (ουσΥαρσ.) κα ραμέλα. 125
caramillo caramillo [καραμίγιο] (ουσ,/αρσ.) (Μουσ.) πλαγίαυλος, carantoña [καραν'τόνια] (ουσνθηλ.) γαλαντομία, γενναιοδωρία, carapacho [καραπάτσο] (ουσ7αρσ.) όστρακο. carátula [καράτουλα] (ουσ./θηλ.) 1: εξώφυλλο βιβλίου, 2: μάσκα, caravana [καραβάνα] (ουσ,/θηλ.) κα ραβάνι. caray [καράι] (επιφ.) Θεέ μου!, carbohidrato [καρμποίδράτο] (ουσ./ αρσ.) (Χημ.) υδατάνθρακας, carbón [καρμπόν] (ουσ,/αρσ.) άνθρα κας κάρβουνο, carbonato [καρμπονάτο] (επίθ.) αν θρακικός, carbonera [καρμπονέρα] (ουσ,/θηλ.) ανθρακωρυχείο, carbonería [καρμπονερία] (ουσ,/θηλ.) αποθήκη κάρβουνου, carbonero [καρμπονέρο] (επίθ.) ανθρακοειδής, καρβουνιάρικος, carbónico [καρμπόνικο] (επίθ.) αν θρακικός, carbonizar [καρμπονιθάρ] (ρ.) καρ βουνιάζω, carbono [καρμπόνο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) άνθρακας, carburador [καρμπουραδόρ] (ουσ./ αρσ.) εξαεριωτήρας καρμπιρατέρ, carburante [καρμπουράντε] (ουσ./ αρσ.) υγρό καύσιμο, carburo [καρμπούρο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) καρβίδιο. carca [κάρκα] (επίθ.) αντιδραστικός, carcaj [καρκάχ] (ουσΥαρσ.) φαρέτρα, θήκη. carcajada [καρκαχάδα] (ουσ,/θηλ.) καγ χασμός, δυνατό γέλιο, carcamal [καρκαμάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) παλιά καραβάνα, 2: (επίθ.) γεροπα ράξενος. cárcel [κάρθελ] (ουσ,/θηλ.) φυλακή.
carcelero [καρθελέρο] (ουσ,/αρσ.) δε σμοφύλακας, carcinoma [καρθινόμα] (ουσ,/αρσ.) καρκίνωμα, carcoma [καρκόμα] (ουσ,/θηλ.) σα ράκι. carcomer [καρκόμερ] (ρ.) 1: υπονο μεύω, 2: κατατρώω. cardar [καρδάρ] (ρ.) ξαίνω, cardenal [καρδενάλ] (ουσ/αρσ.) 1: καρδινάλιος 2: αιμάτωμα, cardenillo [καρδενίγιο] (ουσ,/αρσ.) σκουριά του χαλκού, cárdeno [κάρδενο] (επίθ.) πορφυρός, cardíaco [καρδίακο] (επίθ.) καρδια κός. cardinal [καρδινάλ] (επίθ.) απόλυτος κύριος. cardiograma [καρδιογράμα] (ουσ./ αρσ.) καρδιογράφημα, cardiología [καρδιολοχία] (ουσ,/θηλ.) καρδιολογία, cardiólogo [καρδιόλογο] (ουσ,/αρσ.) καρδιολόγος, cardo [κάρδο] (ουσ./αρσ.) κάρδος γα ϊδουράγκαθο, carear [καρεάρ] (ρ.) συγκρίνω, carecer [καρεθέρ] (ρ.) (de) στερούμαι · la película carece de acción - η ταινία δεν έχει δράση, carencia [καρένθια] (ουσ,/θηλ.) στέρη ση, έλλειψη, ανεπάρκεια, carente [καρέν'τε] (de) (επίθ.) στερη μένος. carestía [καρεστία] (ουσ,/θηλ.) 1: ακρί βεια, 2: στενότητα, έλλειψη, careta [καρέτα] (ουσ,/θηλ.) μάσκα, προσωπείο, carey [καρέι] (ουσ./αρσ.) 1: ταρταρού γα, 2: χελώνα, carga [κάργα] (ουσ,/θηλ.) 1: φορτίο, βάρος 2: φόρτωση, 3: φόρτιση (ηλε κτρικών συσκευών), 4: φόρος, cargado [καργάδο] (επίθ.) φορτωμέ
126
carpidor νος.
cargador [καργαδόρ] (ουσΥαρσ.) φορ τωτής. cargamento [καργαμέν'το] (ουσΥ αρσ.) φορτίο, cargante [καργάν'τε] (επίθ.) φορτικός ενοχλητικός, cargar [καργάρ] (ρ.) 1: φορτώνω, 2: φορτίζω (ηλεκτρικές συσκευές), τρο φοδοτώ, 3: χρεώνω, αποδίδω, 4: γε μίζω. cargarse [καργάρσε] (ρ.) φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επωμίζομαι, cargo [κάργο] (ουσΥαρσ.) 1: θέση, 2: καθήκον, ευθύνη, 3: κατηγορία, 4: χρέωση, χρέος, cargoso [καργκόσο] (επίθ.) ενοχλητι κός. carguero [καργέρο] (ουσΥαρσ.) (Στρατ.) φορτηγίδα, cariacontesido [καριακον/τεσίδο] (επίθ.) απογοητευμένος, cariado [καριάδο] (επίθ.) σάπιος, caricatura [καρικατούρα] (ουσΥθηλ.) γελοιογραφία, καρικατούρα, caricaturista [καρικατουρίστα] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) γελοιογράφος καρικα τουρίστας, caricaturesco [καρικατουρέσκο] (επίθ.) γελοίος. caricaturizar [καρικατουριθάρ] (ρ.) γε λοιογράφο), caricia [καρίθια] (ουσΥθηλ.) χάδι. caridad [καριδάδ] (ουσΥθηλ.) ευσπλα χνία, φιλανθρωπία, έλεος, caries [κάριες] (ουσΥθηλ.) τερηδόνα, carilargo [καριλάργο] (επίθ.) μακρο πρόσωπος, cariño [καρίνιο] (ουσΥαρσ.) στοργή, φροντίδα, cariñoso [καρινιόσο] (επίθ.) στοργι κός τρυφερός, carisma [καρίσμα] (ουσΥαρσ.) χάρι σμα.
carismático [καρισμάτικο] (επίθ.) χα ρισματικός προικισμένος, caritativo [καριτατίβο] (επίθ.) φιλεύ σπλαχνος φιλανθρωπικός, cariz [καρίθ] (ουσ,/αρσ.) όψη, εμφά νιση. carlinga [καρλίνγκα] (ουσΥθηλ.) πιλο τήριο, καμπίνα, carmenar [καρμενάρ] (ρ.) ξεμπερδεύω μαλλί. carmesí [καρμεσί] 1: (ουσΥαρσ.) βυσσινί χρώμα, 2: (επίθ.) βυσσινής. carmín [καρμίν] (ουσΥαρσ.) 1: άλικο, έντονο κόκκινο, 2: κραγιόν, carnada [καρνάδα] (ουσΥθηλ.) δόλω μα. carnal [καρνάλ] (επίθ.) σαρκικός, carnaval [καρναβάλ] (ουσΥαρσ.) Απο κριά, καρναβάλι, carne [κάρνε] (ουσΥθηλ.) κρέας σάρ κα. carné [καρνέ] (ουσΥαρσ.) δελτίο, καρ νέ · carné de identidad - ταυτότητα •carné de conducir - δίπλωμα οδή γησης carnero [καρνέρο] (ουσΥαρσ.) πρόβα το, κριάρι, carnicería [καρνιθερία] (ουσΥθηλ.) κρεοπωλείο, σφαγείο, carnicero [καρνιθέρο] (ουσΥαρσ.) κρεο πώλης. carnívoro [καρνίβορο] 1: (ουσΥαρσ.) κρεοπώλης 2: (επίθ.) σαρκοφάγος (μτφ.) αιμοσταγής, carnosidad [καρνοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευσαρκία, παχυσαρκία, carnoso [καρνόσο] (επίθ.) σαρκώδης, caro [κάρο] (επίθ.) 1: ακριβός 2: αγα πητός. carpa [κάρπα] (ουσΥθηλ.) τέντα, σκη νή. carpeta [καρπέτα] (ουσΥθηλ.) χαρτο φύλακας. carpidor [καρπιδόρ] (ουσΥαρσ.) σκα 127
carpintería λιστήρι. carpintería [καρπιν'τερία] (ουσ,/θηλ.) ξυλουργείο, ξυλουργική, carpintero [καρπιν'τέρο] (ουσΥαρο.) ξυλουργός επιπλοποιός μαραγκός, carraca [καράκα] (ουσ./θηλ.) σαπιοκάραβο, σακαράκα, carral [καράλ] (ουσ./αρσ.) κάδος, carraspear [καρασπεάρ] (ρ.) ξεροβή χω. carraspera [καρασπέρα] (ουσ,/θηλ.) βράχνιασμα. carrasposo [καρασπόσο] (επίθ.) 1: βρα χνός 2: τραχύς, carrera [καρέρα] (ουσ./θηλ.) 1: αγώνας ταχύτητας τρέξιμο, κούρσα, 2: πανε πιστημιακές σπουδές 3: σταδιοδρο μία, καριέρα, 4: πόντος, carreta [καρέτα] (ουσ,/θηλ.) άμαξα, κάρο. carretada [καρετάδα] (ουσ,/θηλ.) φορ τίο άμαξας, carrete [καρέτε] (ουσ,/αρσ.) καρούλι, carretear [καρετεάρ] (ρ.) έλκω, ρυ μουλκώ. carretel [καρετέλ] (ουσ7αρσ.) μπομπί να, καρούλι, carretera [καρετέρα] (ουσ,/θηλ.) εθνι κή οδός. carretero [καρετέρο] (ουσ,/αρσ) αμα ξοποιός. carretilla [καρετίγια] (ουσ,/θηλ.) κα ροτσάκι. carricuba [καρικούμπα] (ουσ,/θηλ.) υδροφόρα, carril [καρίλ] (ουσ,/αρσ.) λωρίδα, ράΥα· carrilero [καριλέρο] (επίθ.) σιδηρο δρομικός carrillo [καρίγιο] (ουσ,/αρσ.) μάγουλο, carrizal [καριθάλ] (ουσ,/αρσ.) καλαμώνας. carrizo [καρίθο] (ουσ,/αρσ.) καλάμι, carro [κάρο] (ουσ,/αρσ.) 1: κάρο, 2:
(Στρατ.) τανκ. carrocería [καροθερία] (ουσ,/θηλ.) αμά ξωμα. carrocero [καροθέρο] (ουσ,/αρσ.) αμα ξοποιός. carroña [καρόνια] (ουσ./θηλ.) ψοφίμι, carroza [καρόθα] (ουσ./θηλ.) 1: άμαξα, καρότσα, 2: παλιομοδίτικος carruaje [καρουάχε] (ουσ,/αρσ.) άμα ξα. carrusel [καρουσέλ] (ουσ./αρσ.) καρουσέλ. carta [κάρτα] (ουσ,/θηλ.) 1: γράμ μα επιστολή, 2: τραπουλόχαρτο, 3: χάρτης 4: κατάλογος εστιατορίου, μενού. cartapacio [καρταπάθιο] (ουσ,/αρσ.) σημειωματάριο, cartearse [καρτεάρσε] (ρ.) αλληλο γραφώ. cartel [καρτέλ] (ουσ,/αρσ.) ταμπέλα, αφίσα, πόστερ. cártel [κάρτελ] (ουσ,/αρσ.) παράνομη οργάνωση, cartelera [καρτελέρα] (ουσ,/θηλ.) δια φημιστικό πλαίσιο, carteo [καρτέο] (ουσ,/αρσ.) αλληλο γραφία. cartera [καρτέρα] (ουσ,/θηλ.) 1: πορ τοφόλι, 2: χαρτοφυλάκιο, carterista [καρτερίστα] (ουσ,/αρσ.) πορτοφολάς, cartero [καρτέρο] (ουσ,/αρσ.) ταχυ δρόμος. cartílago [καρτίλαγο] (ουσ,/αρσ.) χόν δρος. cartilla [καρτίγια] (ουσ./θηλ.) 1: αλφα βητάριο, 2: βιβλιάριο, cartografía [καρτογραφία] (ουσ,/θηλ.) χαρτογράφηση, χαρτογραφία, cartográfico [καρτογράφικο] (επίθ.) χαρτογραφικός, cartógrafo [καρτόγραφο] (ουσ,/αρσ.) χαρτογράφος.
128
castañuela cartomancia [καρτομάνθια] (ουσ./ θηλ.) χαρτομαντεία, cartón [καρτόν] (ουσΥαρσ.) 1: χαρτόνι, 2: χαρτοκιβώτιο, 3: κουτί, cartuchera [καρτουτσέρα] (ουσΥθηλ.) φυσιγγιοθήκη, cartucho [καρτούτσο] (ουσΥαρσ.) φυ σίγγιο. cartujano [καρτουχάνο] (επίθ.) καρτε σιανός. cartulina [καρτουλίνα] (ουσΥθηλ.) χαρτόνι λεπτό, casa [κάσα] (ουσΥθηλ.) σπίτι, οικία, οί κος. casaca [κασάκα] (ουσΥθηλ.) καζάκα, casado [κασάδο] 1: (ουσΥαρσ.), (επίθ.) παντρεμένος, casamentero [κασαμεν'τέρο] (ουσΥ αρσ.) προξενητής. casamiento [κασαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) γάμος. casar [κασάρ] (ρ.) 1: παντρεύω, 2: (μτφ.) ταιριάζω, εναρμονίζω, casarse [κασάρσε] (ρ.) παντρεύομαι, casca [κάσκα] (ουσΥθηλ.) φλοιός δέ ντρου. cascabel [κασκαμπέλ] (ουσΥαρσ.) κουδουνάκι. cascabelear [κασκαμπελεάρ] (ρ.) 1: κουδουνίζω, 2: κοροϊδεύω, cascabeleo [κασκαμπελέο] (ουσΥαρσ.) κουδούνισμα, cascada [κασκάδα] (ουσΥθηλ.) καταρράχτης. cascado [κασκάδο] (επίθ.) καταρρα κωμένος, σπασμένος, cascajo [κασκάχο] (ουσΥαρσ.) τρίμμα, θρύψαλο, θρύμμα, cascanueces [κασκανουέθες] (ουσΥ αρσ.) καρυοθραύστης, cascar [κασκάρ] (ρ.) ραγίζω, θραύω, σπάζω, διαμελίζω, cáscara [κάσκαρα] (ουσΥθηλ.) φλού δα, τσόφλι.
cascarón [κασκαρόν] (ουσΥαρσ.) κέλυφ ος τσόφλι αυγού, cascarrabias [κασκαράμπιας] (επίθ.) ευέξαπτος γκρινιάρης casco [κάσκο] (ουσΥαρσ.) 1: περικε φαλαία, κράνος 2: οπλή, θήκη, 3: φιάλη. cascote [κασκότε] (ουσΥαρσ.) χάλα σμα, μπάζα, caseoso [κασεόσο] (επίθ.) τυρώδης. caserío [κασερίο] (ουσΥαρσ.) αγροι κία, εξοχική κατοικία, casero [κασέρο] 1: (ουσΥαρσ.) σπιτο νοικοκύρης 2: επιστάτης 3: (επίθ.) σπιτίσιος σπιτόγατος, caserón [κασερόν] (ουσΥαρσ.) μεγάλο και ξεχαρβαλωμένο σπίτι, caseta [κασέτα] (ουσΥθηλ.) περίπτερο (σε έκθεση). casi [κάσι] (επίρρ.) σχεδόν, περίπου, κατά προσέγγιση, casilla [κασίγια] (ουσΥθηλ.) 1: καλύβι, παράγκα, 2: τετραγωνίδιο, casimir [κασιμίρ] (ουσΥαρσ.) κασμίρι, casino [κασίνο] (ουσΥαρσ.) καζίνο, caso [κάσο] (ουσΥαρσ.) 1: περίπτωση, υπόθεση, 2: συμβάν, περιστατικό, κρούσμα, 3: (Γραμμ.) πτώση, caspa [κάσπα] (ουσΥθηλ.) πιτυρίδα, casquete [κασκέτε] (ουσΥαρσ.) κασκέ το, κράνος, casta [κάστα] (ουσΥθηλ.) φυλή, κάστα, ράτσα. castaña [καστάνια] (ουσΥθηλ.) κάστα νο. castañar [καστανιάρ] (ουσΥαρσ.) δά σος με καστανιές, castañero [καστανιέρο] (ουσΥαρσ.) καστανάς, castañeta [καστανιέτα] (ουσΥθηλ.) κα στανιέτα. castaño [καστάνιο] 1: (ουσΥαρσ.) καστα νιά, 2: (επίθ.) καστανός, castañuela [καστανιουέλα] (ουσΥθηλ.)
129
castellano καστανιέτα, castellano [καστεγιάνο] 1: (ουσ./αρσ.) ισπανική γλώσσα (στην περιοχή της Castilla), 2: (επίθ.) από την περιοχή της Castilla, casticidad [καστιθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κα θαρότητα αγνότητα, castidad [καστιδάδ] (ου07θηλ.) αγνό τητα. castigador [καοττιγαδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: τιμωρός 2: γυναικοκατακτητής, castigar [καστιγάρ] (ρ.) 1: τιμωρώ, 2: επικρίνω. castigo [καστίγο] (ουσ./αρσ.) 1: τιμω ρία, ποινή, 2: επίκριση, castillo [καστίγιο] (ουσ,/αρσ.) κάστρο, φρούριο. castizo [καστίθο] (επίθ.) αυθεντικός, γνήσιος. casto [κάστο] (επίθ.) αγνός άσπιλος αθώος. castor [καστόρ] (ουσ7αρσ.) κάστορας, castración [καστραθιόν] (ουσ,/θηλ.) ευνουχισμός castrado [καστράδο] 1: (ουσ./αρσ.) ευ νούχος 2: (επίθ.) ευνουχισμένος castrar [καστράρ] (ρ.) ευνουχίζω, castrense [καστρένσε] (επίθ.) στρα τιωτικός casual [κασουάλ] (επίθ.) τυχαίος, συμπτωματικός. casualidad [κασουαλιδάδ] (ουσ/θηλ.) τύχη, σύμπτωση, συγκυρία · le conocí por casualidad - τον γνώρισα τυ χαία. casualmente [κασουάλμεν'τέ] (επίρρ.) τυχαία, συμπτωματικά. casuca [κασούκα] (ουσ/θηλ.) χαμό σπιτο. cata [κάτα] (ουσ,/θηλ.) δοκιμή, cataclismo [κατακλίσμο] (ουσ,/αρσ.) κατακλυσμός, catacumbas [ κατακούμ'μπας] (ουσ./ θηλ.) πληθ. κατακόμβες.
catador [καταδόρ] (ουσ,/αρσ.) δοκι μαστής. catadura [καταδούρα] (ουσ,/θηλ.) δο κιμή. catalán [καταλάν] 1: (ουσ,/αρσ.) Καταλανός 2: καταλανικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) καταλανικός. catalejo [καταλέχο] (ουσ,/αρσ.) κιάλι, τηλεσκόπιο, catalizador [καταλιθαδόρ] (ουσ,/αρσ.) καταλύτης. catalogación [καταλογαθιόν] (ουσ./ θηλ.) καταχώρηση σε κατάλογο, καταλογογράφηση. catalogar [καταλογάρ] (ρ.) καταχωρώ, ταξινομώ, catálogo [κατάλογο] (ουσ,/αρσ.) κα τάλογος. cataplasma [καταπλάσμα] (ουσ/αρσ.) κατάπλασμα, catapulta [καταπούλτα] (ουσ,/θηλ.) καταπέλτης σφεντόνα, catar [κατάρ] (ρ.) δοκιμάζω, γεύομαι, catarata [καταράτα] (ουσ,/θηλ.) κα ταρράκτης catarro [κατάρο] (ουσ,/αρσ.) καταρ ροή, συνάχι, κρύωμα, catarsis [κατάρσις] (ουσ,/θηλ.) κάθαρ ση. catártico [κατάρτικο] (επίθ.) καθαρτι κός. catástrofe [κατάστροφε] (ουσ,/θηλ.) καταστροφή, catastrófico [καταστρόφικο] (επίθ.) καταστροφικός, catavinos [καταβίνος] (ουσ7αρσ.) 1: δοκιμαστής κρασιών, οινογεύστης, 2: αλκοολικός μεθύστακας μπε κρής. catear [κατεάρ] (ρ.) 1: ψάχνω, 2: παρα κολουθώ, ενεδρεύω, catecismo [κατεθίσμο] (ουσ,/αρσ.) κατήχηση. cátedra [κάτεδρα] (ουσΥθηλ.) έδρα
130
cavilar καθηγητή, catedral [κατεδράλ] (ουσΥθηλ.) μη τρόπολη, καθεδρικός ναός. catedrático [κατεδράτικο] (ουσ,/αρσ.) καθηγητής, categoría [κατεγορία] (ουσ./θηλ.) κα τηγορία. categóricamente [κατεγόρικαμεν'τε] (επίρρ.) κατηγορηματικά, categórico [κατεγόρικο] (επίθ.) κατηγορικός κατηγορηματικός, catcquesis [κατεκέσις] (ουσ7θηλ.) κα τήχηση. catequizar [κατεκιθάρ] (ρ.) κατηχώ, caterva [κατέρβα] (ουσ/θηλ.) πλήθος, cátodo [κάτοδο] (ουσ,/αρσ.) κάθοδος, catolicismo [κατολιθίσμο] (ουσ,/αρσ.) καθολικισμός, católico [κατόλικο] (επίθ.) καθολικός, catorce [κατόρθε] (αριθμ. επίθ.) δεκα τέσσερα. catorceavo [κατορθεάβο] (αριθμ. επίθ.) δέκατος τέταρτος, catre [κάτρε] (ουσ,/αρσ.) πτυσσόμενο κρεβάτι, ράντζο, catrecillo [κατρεθίγιο] (ουσ,/αρσ.) πτυσ σόμενη καρέκλα, cauce [κάουθε] (ουσ,/αρσ.) κοίτη, caución [καουθιόν] (ουσ,/θηλ.) επιφύ λαξη. caucionar [καουθιονάρ] (ρ.) 1: εγγυώ μαι, διαβεβαιώνω, 2: προλαμβάνω, cauchal [καουτσάλ] (ουσ./αρσ.) φυ τεία καουτσούκ, cauchera [καουτσέρα] (ουσ,/θηλ.) δέ ντρο καουτσούκ, caucho [κάουτσο] (ουσ./αρσ.) καου τσούκ. caudal [καουδάλ] (ουσ./αρσ.) 1: ρους, 2: περιουσία, 3: αφθονία, πληρότη τα. caudaloso [καουδαλόσο] (επίθ.) συνε χόμενης ροής. caudillaje [καουδιλάχε] (ουσ,/αρσ.)
αρχηγία. caudillo [καουδίγιο] (ουσ,/αρσ.) αρΧΠΥώς. causa [κάουσα] (ουσ,/θηλ.) 1: αιτία, αί τιο, λόγος, 2: σκοπός, causal [καουσάλ] (επίθ.) αιτιώδης, causalidad [καουσαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) αιτιότητα, causante [καουσάν'τε] (επίθ.) αίτιος υπαίτιος. causar [καουσάρ] (ρ.) προξενώ, προ καλώ. cáustico [κάουστικο] (επίθ.) καυστικός, cautela [καουτέλα] (ουσ./θηλ.) προ σοχή, επιφύλαξη, προφύλαξη · con cautela - προσεκτικά, cautelarse [καουτελάρσε] (ρ.) επιφυ λάσσομαι, cauteloso [καουτελόσο] (επίθ.) προσε κτικός επιφυλακτικός, cauterizar [καουτεριθάρ] (ρ.) καυτη ριάζω. cautivar [καουτιβάρ] (ρ.) αιχμαλωτίζω, φυλακίζω, cautiverio [καουτιβέριο] (ουσ,/αρσ.) αιχμαλωσία, φυλάκιση, cautivo [καουτίβο] (επίθ.) αιχμάλωτος, κρατούμενος, cauto [κάουτο] (επίθ.) συνετός προσε κτικός επιφυλακτικός cava [κάβα] (ουσ./θηλ.) κάβα. cavar [καβάρ] (ρ.) σκάβω, caverna [καβέρνα] (ουσ,/θηλ.) σπή λαιο, σπηλιά, cavernícola [καβερνίκολα] (ουσ./αρσ.) άνθρωπος των σπηλαίων, cavernoso [καβερνόσο] (επίθ.) σπη λαιώδης. caviar [καβιάρ] (ουσ,/αρσ.) χαβιάρι, cavidad [καβιδάδ] (ουσΥθηλ.) κοιλό τητα, κοίλωμα, cavilación [καβιλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) σκέ ψη, συλλογισμός, cavilar [καβιλάρ] (ρ.) σκέπτομαι, συλ 131
cayado λογίζομαι, cayado [καγίάδο] (ουσΥαρσ.) μπα στούνι. cayo [κάγιο] (ουσΥαρσ.) νησάκι. caza [κάθα] (ουσΥθηλ.) κυνήγι, κατα δίωξη. cazador [καθαδόρ] (ουσΥαρσ.) κυνη γός. cazadora [καθαδόρα] (ουσΥθηλ.) μπου φάν. cazar [καθάρ] (ρ.) κυνηγώ, τσακώνω, cazo [κάθο] (ουσΥαρσ.) 1: κουτάλα, 2: κατσαρόλι με χερούλι, κατσαρόλα, cazoleta [καθολέτα] (ουσΥθηλ.) μικρή κατσαρόλα, cazón [καθόν] (ουσΥαρσ.) σκυλόψα ρο. cazuela [καθουέλα] (ουσΥθηλ.) κατσα ρόλα. cazurro [καθούρο] (επίθ.) σκυθρωπός, κατηφής κατσούφης. ce [θε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του γράμματος «C». ceba [θέμπα] (ουσΥθηλ.) 1: σίτηση, 2: λίπανση, 3: γέμισμα όπλου, 4: προ θέρμανση, cebada [θεμπάδα] (ουσΥθηλ.) κριθά ρι. cebadero [θεμπαδέρο] (ουσΥαρσ.) 1: έμπορος κριθαριού, 2: κτηνοτροφείο. cebar [θεμπάρ] (ρ.) 1: επισιτίζω, 2: πα χαίνω, 3: γεμίζω όπλο, 4: προθερμαί νω. cebo [θέμπο] (ουσΥαρσ.) 1: δόλωμα, 2: τροφή για ζώα. cebolla [θεμπόγια] (ουσΥθηλ.) κρεμ μύδι. cebolleta [θεμπογιέτα] (ουσΥθηλ.) ψι λό κρεμμύδι, cebollino [θεμπογίνο] (ουσΥαρσ.) γλυκοκρέμμυδο. cebón [θεμπόν] (επίθ.) ευτραφής, χοντρούλης.
cebra [θέμπρα] (ουσ./θηλ.) ζέβρα. cecear [θεθεάρ] (ρ.) ψευδίζω. ceceo [θεθέο] (ουσΥαρσ.) ψεύδισμα. ceceoso [θεθεόσο] (επίθ.) ψευδός, cecina [θεθίνα] (ουσΥθηλ.) καπνιστό κρέας. ceder [θεδέρ] (ρ.) 1: παραχωρώ, υπο κύπτω, 2: υποχωρώ, cedro [θέδρο] (ουσΥαρσ.) κέδρος, cédula [θέδουλα] (ουσΥθηλ.) 1: δεί κτης 2:ταυτότητα. CEE σύντμ. · Comunidad Económica Europea - Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, cefalalgia [θεφαλάλχια] (ουσΥθηλ.) κεφαλαλγία, πονοκέφαλος, cefalea [θεφαλέα] (ουσΥθηλ.) ημικρα νία. cefálico [θεφάλικο] (επίθ.) κεφαλικός. cefalópodo [θεφαλόποδο] (ουσΥαρσ.) κεφαλόποδο. céfiro [θέφιρο] (ουσΥαρσ.) ζέφυρος, cegador [θεγαδόρ] (επίθ.) εκτυφλωτι κός εκθαμβωτικός, cegar [θεγάρ] (ρ.) 1: τυφλώνω, 2: κλεί νω ένα άνοιγμα, βουλώνω, μπλοκάρω. cegato [θεγάτο] 1: (ουσΥαρσ.) μύω πας 2: (επίθ.) μυωπικός, ceguedad [θεγεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: τύ φλωση, 2: μυωπία, ceguera [θεγέρα] (ουσΥθηλ.) τύφλω ση. ceja [θέχα] (ουσΥθηλ.) φρύδι, cejar [θεχάρ] (ρ.) ανακαλώ, υποχωρώ, cejijunto [θεχιχούν'το] (επίθ.) συνο φρυωμένος, cejudo [θεγούδο] (επίθ.) πυκνοφρύδης. celada [θελάδα] (ουσΥθηλ.) ενέδρα, παγίδα. celador [θελαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: επι μελητής 2: φύλακας, celar [θελάρ] (ρ.) επιτηρώ, παρακο
132
censor λουθώ, φυλάω, celar [θελάρ] (ρ.) κρύβω, αποκρύπτω, celda [θέλδα] (ουσ,/θηλ.) κελί. celdilla [θελδίγια] (ουσ./θηλ.) κελί κυ ψέλης. celebérrimo [θελεμπέριμο] (επίθ.) διασημότατος πασίγνωστος, celebración [θελεμπραθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: εορτασμός πανηγυρισμός 2: τέλεση. celebrar [θελεμπράρ] (ρ.) 1: εορτάζω, χαίρομαι 2: εγκωμιάζω, 3: τελώ. célebre [θέλεμπρε] (επίθ.) περιώνυμος διάσημος ξακουστός φημισμένος celebridad [θελεμπριδάδ] (ουσ,/θηλ.) διασημότητα, φήμη. celeridad [θελεριδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: ετοιμότητα, 2: ταχύτητα, celeste [θελέστε] (επίθ.) 1: ουράνιος 2: ουρανής γαλάζιος, celestial [θελεστιάλ] (επίθ.) θείος εξαί σιος θεσπέσιος. celestina [θελεστίνα] (ουσ,/θηλ.) μαστροπός (καθ.) τσατσά. celibato [θελιμπάτο] (ουσ,/αρσ.) αγαμία. célibe [θέλιμπε] 1: (ουσ./αρσ.) εργέ νης 2: (επίθ.) άγαμος, celo [θέλο] (ουσ,/αρσ.) 1: ζήλος 2: επο χή ζευγαρώματος (για ζώα). celofán [θελοφάν] (ουσ,/αρσ.) σελο φάν. celos [θέλος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. ζήλια, celosía [θελοσία] (ουσ,/θηλ.) στόρι. celoso [θελόσο] (επίθ.) ζηλιάρης, celta [θέλτα] 1: (ουσ,/αρσ.) (α) Κέλτης (β) κέλτικα (γλώσσα), 2: (επίθ.) κέλτι κος. céltico [θέλτικο] (επίθ.) κέλτικος, célula [θέλουλα] (ουσ./θηλ.) κύτταρο, celular [θελουλάρ] (επίθ.) κυτταρικός celulitis [θελουλίτις] (ουσ,/θηλ.) κυτ ταρίτιδα. celuloide [θελουλόιδε] (ουσ,/αρσ.)
κελλουλοΐτης. celulosa [θελουλόσα] (ουσ/θηλ.) (Χημ.) κυτταρίνη, cellisca [θεγίσκα] (ουσ7θηλ.) χιονόνε ρο. cementar [θεμεν'τάρ] (ρ.) 1: σκληραί νω, 2: κολλάω, cementerio [θεμεν'τέριο] (ουσ,/αρσ.) κοιμητήριο, νεκροταφείο, cemento [θεμέν'το] (ουσ,/αρσ.) τσι μέντο. cena [θένα] (ουσΥθηλ.) δείπνο, cenáculo [θενάκουλο] (ουσ7αρσ.) κλί κα ατόμων, στενό περιβάλλον, ομά δα. cenagal [θεναγάλ] (ουσ,/αρσ.) βούρ κος τέλμα, cenagoso [θεναγόσο] (επίθ.) τελμα τώδης, cenar [θενάρ] (ρ.) δειπνώ, cencerrada [θενθεράδα] (ουσ,/θηλ.) εκκωφαντική μουσική, cencerrear [θενθερεάρ] (ρ.) ξεκουφαίνω. cencerro [θενθέρο] (ουσ./αρσ.) κουδούνα. cenefa [θενέφα] (ουσ,/θηλ.) μπορ ντούρα. cenicero [θενιθέρο] (ουσ,/αρσ.) στα χτοδοχείο, τασάκι. Cenicienta [θενιθιέν'τα] (ουσ/θηλ.) Στα χτοπούτα, ceniciento [θενιθιέν'το] (επίθ.) σταχτήζ· cénit [θένιτ] (ουσ,/αρσ.) ζενίθ, ceniza [θενίθα] (ουσ,/θηλ.) στάχτη, τέφρα. cenizo [θενίζο] (επίθ.) 1: σταχτής 2: γκαντέμης γρουσούζης, cenobio [θενόμπιο] (ουσ7αρσ.) κοι νόβιο. censar [θενσάρ] (ρ.) απογράφω. censo [θένσο] (ουσ,/αρσ.) απογραφή. censor [θενσόρ] (ουσ,/αρσ.) λογοκρι
133
censual τής. censual [θενσουάλ] (επίθ.) απογραφικός. censura [θενσούρα] (ουσΥθηλ.) λογο κρισία, επίκριση, censurable [θενσουράμπλε] (επίθ.) λογοκριτέος. censurar [θενσουράρ] (ρ.) λογοκρίνω, επικρίνω. centavo [θεν'τάβο] (αριθμ. επίθ.) εκα τοστός. centauro [θεν'τάουρο] (ουσΥαρσ.) Κέ νταυρος. centella [θεν'τέγια] (ουσΥθηλ.) σπιν θήρας, αστραπή, centelleante [θεν'τεγιεάν'τε] (επίθ.) σπινθηροβόλος. centellear [θεν'τεγιεάρ] (ρ.) σπινθηρί ζω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ, centelleo [θεν'τεγέο] (ουσΥαρσ.) σπινθηρισμός, σπινθήρισμα. centena [θεν'τένα] (ουσΥθηλ.) εκατο ντάδα. centenar [θεν'τενάρ] (ουσΥαρσ.) εκα τοντάδα. centenario [θεν'τενάριο] (ουσΥαρσ.) 1: εκατονταετηρίδα, 2: (επίθ.) εκατονταετής, αιωνόβιος, centeno [θεν'τένο] (ουσΥαρσ.) σίκα λη. centesimal [θεν/τεθιμάλ] (αριθμ. επίθ.) εκατοστός, centésimo [θεν'τέσιμο] (ουσΥαρσ.) εκατοστό, centígrado [θεν'τίγραδο] (επίθ.) εκα τοντάβαθμος (κλίμακας Κελσίου). centigramo [θεν'τιγράμο] (ουσΥαρσ.) εκατοστόγραμμο, centilitro [θεν'τιλίτρο] (ουσΥαρσ.) εκα τοστόλιτρο, centímetro [θεν'τίμετρο] (ουσΥαρσ.) εκατοστόμετρο, εκατοστό, πόντος, céntimo [θέν'τιμο] (αριθμ. επίθ.) εκα τοστός.
centinela [θεν'τινέλα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) σκοπός, φρουρός, φρούραρχος, centolla [θεν'τόγια] (ουσΥθηλ.) κα βουρομάνα, centrado [θεν'τράδο] (επίθ.) επικε ντρωμένος, συγκεντρωμένος, central [θεν'τράλ] 1: (ουσΥθηλ.) κε ντρικό γραφείο, 2: (επίθ.) κεντρικός, centralismo [θεν'τραλίσμο] (ουσΥαρσ.) συγκεντρωτισμός, centralista [θεν'τραλίστα] (επίθ.) συ γκεντρωτικός, centralita [θεν/τραλίτα] (ουσΥθηλ.) τη λεφωνικό κέντρο, centralizar [θεν'τραλιθάρ] (ρ.) 1: συ γκεντρώνω, 2: επικεντρώνω, centralización [θεν'τραλιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) συνάθροιση, συγκέντρωση, centrar [θεν'τράρ] (ρ.) τοποθετώ στο κέντρο, επικεντρώνω, εστιάζω, céntrico [θέν'τρικο] (επίθ.) κεντρικός, centrifugar [θεν'τριφουγάρ] (ρ.) στε γνώνω με φυγόκεντρο δύναμη, centrífugo [θεν'τρίφουγο] (επίθ.) φυγόκεντρος. centro [θέν'τρο] (ουσΥαρσ.) κέντρο, εστία · centro comercial - εμπορικό κέντρο · ser el centro de atención - εί μαι το κέντρο της προσοχής. Centroamérica [θεν'τροαμέρικα] (ουσΥ θηλ.) Κεντρική Αμερική, centroamericano [θεν'τροαμερικάνο] 1: (ουσΥαρσ.) Κεντροαμερικανός, 2: (επίθ.) κεντροαμερικάνικος. centuplicar [θεν'τουπλικάρ] (ρ.) εκα τονταπλασιάζω, centurión [θεν'τουριόν] (ουσΥαρσ.) κεντουρίων, εκατόνταρχος, ceñido [θενίδο] (επίθ.) εφαρμοστός, στενός. ceñir [θενίρ] (ρ.) 1: σφίγγω, 2: περιτρι γυρίζω, περικυκλώνω 3: περιορίζω, ceño [θένιο] (ουσΥαρσ.) συνοφρύωμα, κατσούφιασμα. 134
cerrado ceñudo [θενιούδο) (επίθ.) συνοφρυω μένος κατσουφιασμένος cepa [θέπα] (ουσ./θηλ.) 1: το σημείο του κορμού του δέντρου που βρί σκεται μέσα στη γη κοντά στις ρίζες 2: κλήμα, cepillar [θεπιγιάρ] (ρ.) βουρτσίζω, cepillo [θεπίγιο] (ουσ,/αρσ.) βούρτσα, cepo [θέπο] (ουσ7αρσ.) παγίδα, φάκα. cera [θέρα] (ουσ./θηλ.) κερί · hacer Ια cera - κάνω αποτρίχωση με κερί. cerámica [θεράμικα] (ουσ7θηλ.) κερα μική, αγγειοπλαστική, cerámico [θεράμικο] (επίθ.) κεραμι κός. ceramista [θεραμίστα] (ουσ,/αρσ.) αγ γειοπλάστης, cerbatana [θερμπατάνα] (ουσ,/θηλ.) φυσοκάλαμο, cerca [θέρκα] (ουσ7θηλ.) φράχτης, cerca [θέρκα] (επίρρ.) (de) κοντά · mis abuelos viven cerca de mi casa - 01 παππούδες μου μένουν κοντά στο σπίτι μου. cercado [θερκάδο] (ουσ7αρσ.) περί βολος. cercanía [θερκανία] (ουσ,/θηλ.) εγγύ τητα, γειτνίαση · tren de cercanías προαστιακός σιδηρόδρομος, cercano [θερκάνο] (επίθ.) κοντινός εγ γύς γειτονικός, cercar [θερκάρ] (ρ.) 1: φράζω, περι βάλλω, περικυκλώνω, 2: πολιορκώ, cercenar [θερθενάρ] (ρ.) ακρωτηριά ζω. cerciorarse [θερθιοράρσε] (ρ.) (de) σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι · me cercioré de sus propósitos - βεβαιώ θηκα για τις προθέσεις του. cerco [θέρκο] (ουσ7αρσ.) 1: κύκλος 2: πολιορκία, cerda [θέρδα] (ουσ./θηλ.) τρίχα ζώων. cerdo [θέρδο] (ουσ,/αρσ.) χοίρος γου ρούνι.
cerdoso [θερδόσο] (επίθ.) αγκαθωτός ακανθώδης, cereales [θερεάλες] (ουσ./αρσ.) πληθ. δημητριακά, cerealista [θερεαλίστα] (επίθ.) σιτοπαραγωγικός. cerebelo [θερεμπέλο] (ουσ,/αρσ.) (Ανατ.) παρεγκεφαλίδα, cerebral [θερεμπράλ] (επίθ.) εγκεφα λικός cerebro [θερέμπρο] (ουσ,/αρσ.) εγκέ φαλος. ceremonia [θερεμόνια] (ουσ,/θηλ.) τε λετή. ceremonial [θερεμονιάλ] (επίθ.) εθι μοτυπικός παραδοσιακός, ceremonioso [θερεμονιόσο] (επίθ.) τε λετουργικός τυπικός, cereza [θερέθα] (ουσ7θηλ.) κεράσι, cerezal [θερεθάλ] (ουσ,/αρσ.) κερασόκηπος. cerezo [θερέθο] (ουσΛιρσ.) κερασιά, cerilla [θερίγια] (ουσ,/θηλ.) σπίρτο, cerillera [θεριγιέρα] (ουσ./θηλ.) σπιρτοθήκη. cerillo [θερίγιο] (ουσ7αρσ.) 1: κερί εκ κλησίας 2: σπίρτο, cernedor [θερνεδόρ] (ουσΥαρσ.) κό σκινο. cerner [θερνέρ] (ρ.) κοσκινίζω, cernidor [θερνιδόρ] (ουσ,/αρσ.) κόσκι νο. cernidura [θερνιδούρα] (ουσ,/θηλ.) κο σκίνισμα. cero [θέρο] (ουσ,/αρσ.) μηδέν · desde cero - από το μηδέν, από την αρχή · después de esta catástrofe tuvo que construir su vida desde cero - μετά από αυτήν την καταστροφή, έπρεπε να χτίσει τη ζωή του από το μηδέν, ceroso [θερόσο] (επίθ.) κέρινος, cerote [θερότε] (ουσ,/αρσ.) κερί υπο δηματοποιού, cerrado [θεράδο] (επίθ.) 1: κλειστός 2:
135
cerradura κλειδωμένος, cerradura [θεραδούρα] (ουσΥθηλ.) κλει δαριά. cerraja [θεράχα] (ουσΥθηλ.) κλειδα ριά. cerrajería [θεραχερία] (ουσΥθηλ.) κλειδαράδικο. cerrajero [θεραχέρο] (ουσΥαρσ.) κλει δαράς. cerrar [θεράρ] (ρ.) 1: κλείνω, 2: κλει δώνω. cerril [θερίλ] (επίθ.) 1: αδάμαστος 2: ορεινός, cerro [θέρο] (ουσΥαρσ.) λόφος, cerrojo [θερόχο] (ουσΥαρσ.) μάνταλο, σύρτης. certamen [θερτάμεν] (ουσΥαρσ.) δια γωνισμός certero [θερτέρο] (επίθ.) εύστοχος ακριβής. certeza [θερτέθα] (ουσΥθηλ.) βεβαιό τητα, πεποίθηση, certidumbre [θερτιδούμ'μττρε] (ουσΥ θηλ.) βεβαιότητα, σιγουριά, certificable [θερτιφικάμπλε] (επίθ.) βεβαιώσιμος επιβεβαιώσιμος. certificación [θερτκρικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) πιστοποίηση, βεβαίωση, επι βεβαίωση, certificado [θερτιφικάδο] (ουσΥαρσ.) πιστοποιητικό, βεβαίωση, certificar [θερτιφικάρ] (ρ.) πιστοποιώ, επιβεβαιώνω, εγγυώμαι, certitud [θερτιτούδ] (ουσΥθηλ.) βε βαιότητα, σιγουριά, cerumen [θερούμεν] (ουσΥαρσ.) κερί των αυτιών, κυψελίδα, cervato [θερβάτο] (ουσΥαρσ.) ελαφάκι. cervecería [θερβεθερία] (ουσΥθηλ.) 1: μπυραρία, 2: ζυθοποιία, cervecero [θερβεθέρο] (ουσΥαρσ.) ζυθοποιός. cerveza [θερβέθα] (ουσΥθηλ.) μπΰρα.
cervical [θερβικάλ] (επίθ.) αυχενικός cerviz [θερβίθ] (ουσΥαρσ.) αυχένας σβέρκο. cesación [θεσαθιόν] (ουσΥθηλ.) παύ ση, αναστολή, cesante [θεσάν'τε] (επίθ.) σε διαθεσι μότητα, άνεργος, cesantía [θεσαν'τία] (ουσΥθηλ.) διαθε σιμότητα, ανεργία, cesar [θεσάρ] (ρ.) 1: παύω, σταματώ, 2: απολύω, 2: παραιτούμαι, διακόπτω τη δουλειά μου. cesárea [θεσάρεα] (ουσΥθηλ.) καισα ρική τομή. cese [θέσε] (ουσΥαρσ.) 1: παύση, σταμάτημα, κατάπαυση, 2: απόλυση · cese de pagos - διακοπή πληρωμών, cesión [θεσιόν] (ουσΥθηλ.) παραχώ ρηση, εκχώρηση, césped [θέσπεδ] (ουσΥαρσ.) 1: γκαζόν, 2: αθλητικό τερέν. cesta [θέστα] (ουσΥθηλ.) κάνιστρο, κα λάθι, πανέρι, cestería [θεστερία] (ουσΥθηλ.) καλα θοπλεκτική, cestero [θεστέρο] (ουσΥαρσ.) καλαθο πλέκτης ψαθάς. cesto [θέστο] (ουσΥαρσ.) καλάθα. cesura [θεσούρα] (ουσΥθηλ.) προσω διακή τομή (ποίηση). cetrero [θετρέρο] (ουσΥαρσ.) νεωκόρος. cetrino [θετρίνο] (επίθ.) ωχρός κιτρι νωπός. cetro [θέτρο] (ουσΥαρσ.) σκήπτρο. Cía [θία] (ουσΥθηλ.) συντμ,του compañía -lia . cía [θία] (ουσΥθηλ.) γοφός ισχίο, cianuro [θιανούρο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) κυάνιο, ciar [θιάρ] (ρ.) υποχωρώ, ciática [θιάτικα] (ουσΥθηλ.) ισχιαλγία, ciático [θιάτικο] (επίθ.) ισχιακός cibernética [θιμπερνέτικα] (ουσΥθηλ.)
136
cilindradora κυβερνητική, cicatear [θικατεάρ] (ρ.) τσιγκουνεύομαι. cicatería [θικατερία] (ουσ./θηλ.) τσι γκουνιά. cicatero [θικατέρο] (επίθ.) τσιγκούνης, cicatriz [θικατρίθ] (ουσ,/θηλ.) ουλή. cicatrización [θικατριθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) επούλωση, cicatrizar [θικατριθάρ] (ρ.) επουλώνω, cidamen [θικλάμεν] (ουσ,/αρσ.) κυ κλάμινο, cíclico [θίκλικο] (επίθ.) κυκλικός, ciclismo [θικλίσμο] (ουσ./αρσ.) ποδη λασία. ciclista [θικλίστα] (ουσ7αρσ.) ποδη λάτης. ciclo [θίκλο] (ουσ,/αρσ.) κύκλος, ciclón [θικλόν] (ουσ7αρσ.) κυκλώνας θύελλα. cíclope [θίκλοπε] (ουσ,/αρσ.) κύκλω πας. ciclópeo [θικλόπεο] (επίθ.) κυκλώπειος, cicuta [θικούτα] (ουσ,/θηλ.) κώνειο, cidra [θίδρα] (ουσ./θηλ.) κίτρο, ciego [θιέγο] (επίθ.) τυφλός · cita α ciegas - ραντεβού στα τυφλά, cielo [θιέλο] (ουσ,/αρσ.) ουρανός ciempiés [θιεμ'πιές] (ουσ,/αρσ.) σαρανταποδαρούσα. cien [θιέν] 1: (ουσ,/αρσ.) εκατό, 2: (αριθμ. επίθ.) (ciento) εκατό, [ciento+ ουσιαστικό αρσενικού ή θηλυκού γέ νους (ενικό και πληθυντικό) = cien] · si pudiera, comería cien helados al día - αν μπορούσα, θα έτρωγα εκατό πα γωτά την ημέρα · te lo he dicho cien veces - στο έχω πει εκατό φορές, ciénaga [θιέναγα] (ουσ,/θηλ.) 1: τέλμα, 2: λασπότοπος βάλτος, ciencia [θιένθια] (ουσ7θηλ.) επιστήμη, ciencia -ficción [θιένθια -φικθιόν] (ουσ./θηλ.) επιστημονική φαντασία, cieno [θιένο] (ουσ,/αρσ.) βούρκος.
científico [θιεν'τίφικο] 1: (ουσ,/αρσ.) επιστήμονας 2: (επίθ.) επιστημονι κός. ciento [θιέν'το] 1: (ουσ7αρσ.) εκατό, 2: (αριθμ. επίθ.) εκατό · estamos en la página ciento veintiuno - είμαστε στη σελίδα εκατόν εικοσιένα · este mes hay rebajas de un 20 por ciento αυτόν τον μήνα έχει εκπτώσεις 20%. cierne [θιέρνε] (ουσ,/αρσ.) άνθηση, ανθοφορία, cierre [θιέρε] (ουσ,/αρσ.) 1: κλείσιμο, σφάλισμα, κλείδωμα, 2: λήξη. cierto [θιέρτο] (επίθ.) 1: αληθινός 2: βέβαιος σίγουρος, ciervo [θιέρβο] (ουσ,/αρσ.) ελάφι, cierzo [θιέρθο] (ουσΥαρσ.) βοριάς cifra [θίφρα] (ουσ/θηλ.) αριθμός ψη φίο. cifrado [θιφράδο] (επίθ.) κωδικοποιημένος. cifrar [θιφράρ] (ρ.) γράφω σε κώδικα, κρυπτογραφώ, cigala [θιγάλα] (ουσ,/θηλ.) καραβίδα, cigarra [θιγάρα] (ουσ,/θηλ.) τζίτζικας, cigarrera [θιγαρέρα] (ουσ,/θηλ.) κουτί για πούρα, cigarrería [θιγαρερία] (ουσ/θηλ.) κα πνοπωλείο, cigarrillo [θιναρίγιο] (ουσ7αρσ.) τσι γάρο. cigarro [θιγάρο] (ουσ/αρσ.) πούρο, cigoto [θιγότο] (ουσ,/αρσ.) (Βιολ.) το ζυγωτό. cigüeña [θιγουένια] (ουσ./θηλ.) πε λαργός. cigüeñal [θιγουενιάλ] (ουσ,/αρσ.) στρο φαλοφόρος άξονας, cilantro [θιλάν'τρο] (ουσ,/αρσ.) (Βοτ.) κόλιαντρος. cilicio [θιλίθιο] (ουσ,/αρσ) αγκαθωτή σιδερένια λωρίδα μετάνοιας, cilindradora [θιλιν'ντραδόρα] (ουσ./ θηλ.) οδοστρωτήρας.
137
cilindrar cilindrar [θιλιν'ντράρ] (ρ.) ισοπεδώνω, cilindrico [θιλίν'ντρικο] (επίθ.) κυλιν δρικός. cilindro [θιλίν'ντρο] (ουσ,/αρσ.) κύλιν δρος. cima [θίμα] (ουσ./θηλ.) κορωνίδα, κολοφώνας κορυφή, αποκορύφωμα, cimarrón [θιμαρόν] 1: (ουσ7αρσ.) δραπέτης φυγάς 2: (επίθ.) ακαλλιέρ γητος, αγροίκος, άγριος, címbalo [θ ίμ 'μ π α λ ο ] (ουσ,/αρσ.) κύμ βαλο. cimbor(r)io [θιμ'μπόρ(ρ)ιο] (ουσ,/αρσ.) τρούλος θόλος. cimbrear [θιμ'μττρ εά ρ] (ρ.) ταλαντεύω. cimbreño [θιμ'μπρένιο] (επίθ.) ευέλι κτος. cimbreo [θ ιμ 'μ π ρ έο ] (ουσ,/αρσ.) ταλάντευση, αιώρηση, cimbrón [θ ιμ 'μ π ρ ό ν ] (ουσ,/αρσ.) δό νηση, αναπαλμός. cimentación [θιμεν'ταθιόν] (ουσ7θηλ.) θεμελίωση. cimentar [θιμεν'τάρ] (ρ.) θεμελιώνω, cimero [θιμέρο] (επίθ.) κορυφαίος, cimiento [θιμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) θεμέ λιο. cinc [θινκ] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) ψευδάρ γυρος. cincel [θινθέλ] (ουσ,/αρσ.) σμίλη, κα λέμι. cincelador [θινθελαδόρ] (ουσ,/αρσ.) σμιλευτής χαράκτης, cincelar [θινθελάρ] (ρ.) σμιλεύω, λα ξεύω. cinco [θίνκο] 1: (ουσ./αρσ.) πέντε (το νούμερο), 2: (αριθμ. επίθ.) πέντε, cincuenta [θινκουέν'τα] 1: (ουσ,/αρσ.) πενήντα (το νούμερο), (αριθμ. επίθ.) πενήντα. cincuentavo [θινκουεν'τάβο] (αριθμ. επίθ.) πεντηκοστός cincuentena [θινκουεν'τένα] (ουσ./ θηλ.) πενηντάδα.
cincuentón [θινκουεν'τόν] (ουσ,/αρσ.) πενηντάρης, cincha [θίντσα] (ουσ./θηλ.) λουρί σέ λας. cinchar [θιντσάρ] (ρ.) δένω με λουρί, περιζώνω, cincho [θίντσο] (ουσ7αρσ.) ζώνη. cine [θίνε] (ουσ./αρσ.) κινηματογρά φ ος σινεμά. cineasta [θινεάστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) παραγωγός ταινιών, σκηνοθέτης cine -club [θίνε -κλούμπ] (ουσ,/αρσ.) κινηματογραφική λέσχη, cinemática [θινεμάτικα] (ουσ,/θηλ.) ταινιοθήκη, cinematografía [θινεματογραφία] (ουσ./ θηλ.) κινηματογραφία, cinematografiar [θινεματογραφιάρ] (ρ.) κινηματογραφώ. cinematográfico [θινεματογράφικο] (επίθ.) κινηματογραφικός cinematógrafo [θινεματόγραφο] (ουσ./ αρσ.) κινηματογράφος, cineración [θινεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) απο τέφρωση. cinerama [θινεράμα] (ουσ,/αρσ.) σινέ ραμα. cinética [θινέτικα] (ουσ,/θηλ.) κινητι κή. cinético [θινέτικο] (επίθ.) κινητικός, cínico [θίνικο] (επίθ.) κυνικός, σαρκα στικός ειρωνικός, cinismo [θινίσμο] (ουσ,/αρσ.) κυνισμός σαρκασμός, ειρωνεία, cinta [θίν'τα] (ουσ/θηλ.) κορδέλα, ται νία, μαγνητοταινία, cinto [θίν'το] (ουσ,/αρσ.) ζωστήρας, cintura [θιντούρα] (ουσ,/θηλ.) μέση. cinturón [θιντουρόν] (ουσ,/αρσ.) ζώ νη · cinturón de seguridad - ζώνη ασφαλείας. cipote [θιπότε] 1: (ουσΥαρσ.) ψωλή, 2: (επίθ.) βλακώδης, ciprés [θιπρές] (ουσ,/αρσ.) κυπαρίσσι. 138
ciudadela cipresal [θιπρεσάλ] (ουσ,/αρσ.) κυπα ρισσώνας, circo [θίρκο] (ουσ./αρσ.) τσίρκο, circuir [θιρκουίρ] (ρ.) περιβάλλω, circuito [θιρκουίτο] (ουσΥαρσ.) 1: γύ ρος, περιφέρεια 2: κύκλωμα, circulación [θίρκουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) κυκλοφορία, circulante [θιρκουλάν'τε] (επίθ.) κυκλοφοριακός. circular [θιρκουλάρ] 1: (ρ.) κυκλοφο ρώ 2: (ουσΥθηλ.) εγκύκλιος 3: (επίθ.) κυκλικός. circulatorio [θιρκουλατόριο] (επίθ.) κυκλοφοριακός. círculo [θίρκουλο] (ουσΥαρσ.) κύκλος κυκλικός δίσκος, circuncidar [θιρκουνθιδάρ] (ρ.) περι τέμνω. circuncisión [θιρκουνθισιόν] (ουσΥθηλ.) περιτομή, circunciso [θιρκουνθίσο] (επίθ.) περί τμητος. circundante [θιρκουν'ντάν'τε] (επίθ.) περιβάλλων. circundar [θιρκουν'ντάρ] (ρ.) περικυκλώνω. circunferencia [θιρκουνφερένθια] (ουσΥ θηλ.) περιφέρεια, circunferir [θιρκουνφερίρ] (ρ.) περιο ρίζω. circunflejo [σιρκουνφλέχο] (ουσΥαρσ.) περισπωμένη, circunlocución [θιρκουνλοκουθιόν] (ουσΥθηλ.) περίφραση, circunscribir [θιρκουνσκριμπίρ] (ρ.) 1: περιγράφω, 2: περιορίζω, circunscripción [σιρκουνσκριττθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: περιγραφή, 2: περιοχή, circunspección [θιρκουνσπεκθιόν] (ουσΥ θηλ.) επιφύλαξη, circunspecto [θιρκουνσπέκτο] (επίθ.) επιφυλακτικός, circunstancia [θιρκουνστάνθια] (ουσ./
θηλ.) περίσταση, περιστατικό, circunstanciado [θιρκουνστανθιάδο] (επίθ.) λεπτομερής, circunstancial [θιρκουμνστανθιάλ] (επίθ.) περιστασιακός. circunstante [θιρκουνστάν'τε] (επίθ.) παριστάμενος. circunvalación [θιρκουνβαλαθιόν] (ουσΥ θηλ.) περιφερειακή οδός. circunvecino [θιρκουνβεθίνο] (επίθ.) όμορος γειτονικός, cirio [θίριο] (ουσΥαρσ.) λαμπάδα, cirrosis [θιρόσις] (ουσΥθηλ.) κίρρωση, ciruela [θιρουέλα] (ουσΥθηλ.) δαμά σκηνο. ciruelo [θιρουέλο] (ουσΥαρσ.) δαμα σκηνιά. cirugía [θιρουχία] (ουσΥθηλ.) χειρουρ γική. cirujano [θιρουχάνο] (ουσΥαρσ.) χει ρουργός. ciscar [θισκάρ] (ρ.) βρομίζω, λερώνω, cisma [θίσμα] (ουσΥαρσ.) σχίσμα, δι άσπαση, cisne [θίσνε] (ουσΥαρσ.) κύκνος, cisterna [θιστέρνα] (ουσΥθηλ.) δεξα μενή. cistitis [θιστίτις] (ουσΥθηλ.) κυστίτιδα, cita [θίτα] (ουσΥθηλ.) 1: ραντεβού, 2: παράθεση, 3: μνεία, citación [θιταθιόν] (ουσΥθηλ.) κλήση, κλήτευση. citado [θιτάδο] (επίθ.) (προ)αναφερθείς. citar [θιτάρ] (ρ.) 1: καλώ, κλητεύω, 2: ορίζω ραντεβού, 3: παραθέτω, cítrico [θίτρικο] (επίθ.) κιτρικός ciudad [θιουδάδ] (ουσΥθηλ.) πόλη. ciudadanía [θιουδαδανία] (ουσ./θηλ.) ιθαγένεια, υπηκοότητα, ciudadano [θιουδαδάνο] 1: (ουσΥαρσ.) πολίτης 2: (επίθ.) αστικός, dudadela [θιουδαδέλα] (ουσΥθηλ.) ακρό πολη. 139
cívico cívico [ΘΙβικο] (επίθ.) 1: αστικός 2: πα τριωτικός . civil [θιβΙλ] (επίθ.) 1: αστικός πολιτι κός 2: λαϊκός · guardia civil - πολιτο φυλακή · estado civil - οικογενειακή κατάσταση · matrimonio civil - πολι τικός γάμος · Código Civil - Αστικός Κώδικας. civilidad [θιβιλιδάδ] (ουσ7θηλ.) ευγέ νεια. civilización [θιβιλιθαθιόν] (ουσ/θηλ.) πολιτισμός, civilizar [θίβιλιθάρ] (ρ.) εκπολιτίζω, cizalla [θιθάγια] (ουσ7θηλ.) κόπτης σύρματος, cizaña [θιθάνια] (ουσ./θηλ.) 1: ζιζάνιο, 2: (μτφ.) διχόνοια, clamar [κλαμάρ] (ρ.) αξιώνω, απαιτώ, clamor [κλαμόρ] (ουσ./αρσ.) κραυγή, clamoroso [κλαμορόσο] (επίθ.) κραυ γαλέος επιδεικτικός, εξεζητημένος, clan [κλαν] (ουσ7αρσ.) 1: φατρία, φυλή, 2: συμμορία, φάρα. clandestinidad [κλαν'ντεστινιδάδ] (ουσ./ θηλ.) 1: μυστικότητα, 2: παρανομία, clandestino [κλαν'ντεστίνο] (επίθ.) 1: κρυφός λαθραίος 2: παράνομος, clara [κλάρα] (ουσ/θηλ.) ασπράδι αυ γού . claraboya [κλαραμπόγια] (ουσΥθηλ.) φεγγίτης. clarear [κλαρεάρ] (ρ.) 1: φωτίζει, 2: χα ράζει, ξημερώνει, clarete [κλαρέτε] (ουσ,/αρσ.) κρασί ροζέ. claridad [κλαριδάδ] (ουσΥθηλ.) διαύ γεια, σαφήνεια, φως. clarificación [κλαριφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αποσαφήνιση, διασαφήνιση, clarificar [κλαριφικάρ] (ρ.) διευκρινί ζω, διασαφηνίζω, clarín [κλαρίν] (ουσ./αρσ.) (Μουσ.) τρομπέτα, clarinete [κλαρινέτε] (ουσ7αρσ.) (Μουσ.)
κλαρινέτο, clarividencia [κλαριβιδένθια] (ουσ./ θηλ.) διαύγεια, οξύνοια, clarividente [κλαριβιδέν'τε] (επίθ.) διαυ γής οξύνους. claro [κλάρο] (επίθ.) 1: σαφής καθα ρός, προφανής 2: φωτεινός · pelo claro - αραιά μαλλιά · ¡claro! - φυσικά!/βέβαια!. claroscuro [κλαροσκούρο] (ουσ./αρσ.) φωτοσκίαση, clase [κλάσε] (ουσ./θηλ.) 1: μάθημα, 2: τάξη, κλάση, είδος, 3: αίθουσα · clase social - κοινωνική τάξη · los jueves tengo clases de español - τις Πέμπτες έχω μαθήματα Ισπανικών · esta chica tiene clase - αυτή η κοπέ λα έχει κλάση · aquí venden ropa de todas las clases - εδώ πουλάνε ρού χα όλων των ειδών, clasicismo [κλασιθίσμο] (ουσ,/αρσ.) κλασικισμός, clásico [κλάσικο] (επίθ.) κλασικός, dasificable [κλασιφικάμπλε] (επίθ.) ταξινομήσιμος κατατακτέος. clasificación [κλασιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) ταξινόμηση, κατάταξη, clasificador [κλασιφικαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ταξινομητής. clasificar [κλασιφικάρ] (ρ.) ταξινομώ, κατατάσσω, clasista [κλασίστα] (επίθ.) 1: ταξικός 2: σνομπ. claudicar [κλαουντικάρ] (ρ.) ενδίδω, claustro [κλάουστρο] (ουσ,/αρσ.) πε ριστύλιο. claustrofobia [κλαουστροφόμπια] (ουσ./ θηλ.) κλειστοφοβία, cláusula [κλάουσουλα] (ουσ,/θηλ.) άρ θρο, ρήτρα, διάταξη, clausura [κλαουσούρα] (ουσ,/θηλ.) 1: κλείσιμο, λήξη, 2: απομόνωση, clausurar [κλαουσουράρ] (ρ.) κλείνω, τελειώνω.
140
club clavado [κλαβάδο] (επίθ.) καρφωμέ νος, στερεωμένος, clavar [κλαβάρ] (ρ.) καρφώνω, στερεώ νω. clave [κλάβε] (ουσ./θηλ.) κλειδί, κωδι κός. clavel [κλαβέλ] (ουσ./αρσ.) γαρύφα λλο. clavicémbalo [κλαβιθέμ'μπαλο] (ουσ./ αρσ.) (Μουσ.) αρπίχορδο. clavicordio [κλαβικόρδιο] (ουσΥαρσ.) (Μουσ.) κλειδόχορδο. clavícula [κλαβίκουλα] (ουσ./θηλ.) κλειδοκόκκαλο. clavija [κλαβίχα] (ουσ7θηλ.) πίρος βύ σμα. clavo [κλάβο] (ουσ,/αρσ.) 1: καρφί, 2: αποξηραμένο γαρύφαλλο, claxon [κλάξον] (ουσ,/αρσ.) κόρνα, clemátide [κλεμάτιδε] (ουσ,/θηλ.) κλη ματίδα. d e επιείκεια, έλεος mencia [κλεμένθια] (ουσ./θηλ.). clemente [κλεμέν'τε] (επίθ.) επιεικής, cleptomanía [κλεπτομανία] (ουσ./ θηλ.) κλεπτομανία, cleptómano [κλεπτόμανο] (επίθ.) κλε πτομανής, clerecía [κλερεθία] (ουσ./θηλ.) (Εκκλ.) κλήρος. clerical [κλερικάλ] (επίθ.) ιερατικός κληρικός. clericalismo [κλερικαλίσμο] (ουσ,/αρσ.) κληρικαλισμός clericato [κλερικάτο] (ουσ,/αρσ.) ιε ρατείο. clérigo [κλέριγο] (ουσΥαρσ.) κληρικός ιερωμένος ιερέας, clero [κλέρο] (ουσ,/αρσ.) (Εκκλ.) κλή ρος, ιερατείο, cliché [κλιτσέ] (ουσ7αρσ.) κλισέ, cliente [κλιέν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) πε λάτης πελάτισσα, clientela [κλιεν'τέλα] (ουσ,/θηλ.) πε
λατεία. clima [κλίμα] (ουσ,/αρσ.) κλίμα, climaterio [κλιματέριο] (ουσ,/αρσ.) κλιμακτήριος climático [κλιμάτικο] (επίθ.) κλιματι κός. climatización [κλιματιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) κλιματισμός, dimatizado [κλιματιθάδο] (επίθ.) κλι ματιζόμενος, climatología [κλιματολοχία] (ουσ./ θηλ.) κλιματολογία, climatológico [κλιματολόχικο] (επίθ.) κλιματολογικός. clímax [κλίμαξ] (ουσ,/αρσ.) κολοφώνας αποκορύφωμα, κορωνίδα, clínica [κλίνικα] (ουσΥθηλ.) κλινική, clínico [κλίνικο] (επίθ.) κλινικός clisar [κλισάρ] (ρ.) φτιάχνω στερεότυ πο. clítoris [κλίτορις] (ουσΥαρσ.) κλειτο ρίδα. cloaca [κλοάκα] (ουσ,/θηλ.) υπόνο μος. cloquear [κλοκεάρ] (ρ.) κακαρίζω, cloqueo [κλόκεο] (ουσ./αρσ.) κακάρισμα. clorato [κλοράτο] (ουσ7αρσ.) (Χημ.) χλωρικό άλας. clorhídrico [κλορίδρικο] (επίθ.) (Χημ.) υδροχλωρικός · ácido clorhídrico υδροχλωρικό οξύ. d oro [κλόρο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) χλώ ριο. clorofila [κλοροφίλα] (ουσ,/θηλ.) χλω ροφύλλη. cloroformar [κλοροφορμάρ] (ρ.) χλω ροφορμίζω, cloroformo [κλοροφόρμο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) χλωροφόρμιο, cloruro [κλορούρο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) χλωρίδιο. club [κλουμπ] (ουσ,/αρσ.) λέσχη, κλα μπ. 141
clueca clueca [κλουέκα] (ουσ./θηλ.) κλώσα. coacc¡ón [κοακθιόν] (ουσΥθηλ.) εξα ναγκασμός, καταναγκασμός, coaccionar [κοακθιονάρ] (ρ.) εξανα γκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, coactivo [κοακτίβο] (επίθ.) εξαναγκα στικός, καταναγκαστικός υποχρεω τικός. coacusado [κοακουσάδο] (ουσ./αρσ.) συγκατηγορούμενος, coadyuvar [κοαδγιουβάρ] (ρ.) συμπαρίσταμαι, συντρέχω, coagulación [κοαγκουλαθιόν] (ουσΥ θηλ.) πήξη. coagulante [κοαγουλάν'τε] 1: (ουσ./ αρσ.) το πηκτικό, 2: (επίθ.) πηκτικός, coagular [κοαγουλάρ] (ρ.) πήζω. coágulo [κοάγουλο] (ουσΥαρσ.) θρόμ βος. coalición [κοαλιθιόν] (ουσΥθηλ.) συ νασπισμός, coartada [κοαρτάδα] (ουσ,/θηλ.) άλ λοθι. coartar [κοαρτάρ] (ρ.) περιορίζω, coautor [κοαουτόρ] (ουσΥαρσ.) συγ γραφέας από κοινού, coba [κόμπα] (ουσΥθηλ.) 1: χλωρό σα πούνι, 2: (μτφ.) κολακεία, cobalto [κομπάλτο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) κοβάλτιο, cobarde [κομπάρδε] (επίθ.) δειλός άνανδρος, cobardear [κομπαρδεάρ] (ρ.) δειλιά ζω. cobardía [κομπαρδία] (ουσΥθηλ.) δει λία, ανανδρία, cobayo [κομπάγιο] (ουσΥαρσ.) πει ραματόζωο, cobertera [κομπερτέρα] (ουσΥθηλ.) καπάκι. cobertizo [κομπερτίθο] (ουσΥαρσ.) υπόστεγο, παράπηγμα, cobertor [κομπερτόρ] (ουσΥαρσ.) κου βέρτα, κάλυμμα.
cobertura [κομπερτούρα] (ουσΥθηλ.) κάλυμμα, κάλυψη, cobijar [κομπιχάρ] (ρ.) στεγάζω, δίνω άσυλο. cobista [κομπίστα] (επίθ.) γλοιώδης χαμερπής. cobra [κόμπρα] (ουσΥθηλ.) κόμπρα, cobrador [κομπραδόρ] (ουσΥαρσ.) εισπράκτορας. cobranza [κομπράνθα] (ουσΥθηλ.) εί σπραξη. cobrar [κομπράρ] (ρ.) εισπράττω, παίρ νω, πληρώνομαι, cobre [κόμπρε] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) χαλ κός. cobrizo [κομπρίθο] (επίθ.) χάλκινος, cobro [κόμπρο] (ουσΥαρσ.) είσπραξη, πληρωμή, coca [κόκα] (ουσΥθηλ.) κοκαΐνη, cocaína [κοκαΐνα] (ουσΥθηλ.) κοκαΐ νη. cocción [κοκθιόν] (ουσΥθηλ.) μαγείρε μα, βράσιμο, cóccix [κόκθιξ] (ουσΥαρσ.) κόκκυγας, cocear [κοθεάρ] (ρ.) κλωτσώ, cocer [κοθέρ] (ρ.) βράζω, ψήνω, μα γειρεύω. cocido [κοθίδο] (επίθ.) μαγειρεμένος βρασμένος cociente [κοθιέν'τε] (ουσΥαρσ.) πηλί κο. cocina [κοθίνα] (ουσΥθηλ.) κουζίνα, cocinar [κοθινάρ] (ρ.) μαγειρεύω, cocinero [κοθινέρο] (ουσΥαρσ.) μά γειρας coco1 [κόκο] 1: (ουσΥαρσ.) ινδική κα ρύδα, 2: (ρ.) παθιάζομαι, 3: κάνω πλύση εγκεφάλου. coco2 [κόκο] (ουσΥαρσ.) 1: μπαμπού λας φάντασμα, 2: έκτρωμα, cocodrilo [κοκοδρίλο] (ουσΥαρσ.) κροκόδειλος, cocotal [κοκοτάλ] (ουσΥαρσ.) φυτεία καρύδας. 142
cogote cocotero [κοκοτέρο] (ουσ./αρσ.) δέ ντρο καρύδας, φοινικόδεντρο. cóctel [κόκτελ] (ουσ,/αρσ.) κοκτέιλ, coctelera [κοκτελέρα] (ουσ,/θηλ.) σέικερ. cochambre [κοτσάμπρε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) βρομιά, ρυπαρότητα, cochambroso [κοτσαμπρόσο] (επίθ.) βρομερός, ρυπαρός, coche [κότσε] (ουσΥαρσ.) 1: αυτοκίνη το, 2: βαγόνι, cochera [κοτσέρα] (ουσΥθηλ.) γκαράζ. cochero [κοτσέρο] (ουσ,/αρσ.) αμα ξάς. cochinada [κοτσινάδα] (ουσ,/θηλ.) βρο μιά. cochinillo [κοτσινίγιο] (ουσ,/αρσ.) γου ρουνόπουλο, cochino [κοτσίνο] (ουσ7αρσ.) γου ρούνι. cochitril [κοτσίτριλ] (ουσ7αρσ.) χοιρο στάσιο. codazo [κοδάθο] (ουσ,/αρσ.) αγκωνιά, codear [κοδεάρ] (ρ.) δίνω αγκωνιά, σκουντώ με τους αγκώνες, codearse [κοδεάρσε] (ρ.) σχετίζομαι, codeina [κοδείνα] (ουσ./θηλ.) (Χημ.) κωδεϊνη (ουσία του κώνειου). codera [κοδέρα] (ουσ,/θηλ.) μπάλωμα στους αγκώνες, códice [κόδιθε] (ουσ./αρσ.) κώδικας, codicia [κοδίθια] (ουσ7θηλ.) απληστία, πλεονεξία, codiciar [κοδιθιάρ] (ρ.) επιθυμώ, λα χταρώ. codicioso [κοδιθιόσο] (επίθ.) άπλη στος πλεονέκτης. codificación [κοδιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) κωδικοποίηση, codificar [κοδιφικάρ] (ρ.) κωδικοποιώ, código [κόδιγο] (ουσ,/αρσ.) κώδικας κωδικός · código postal - ταχυδρομι κός κώδικας.
codillo [κοδίγιο] (ουσ./αρσ.) γόνατο, codo [κόδο] (ουσ,/αρσ.) αγκώνας, codorniz [κοδόρνιθ] (ουσ,/θηλ.) ορ τύκι. coeducación [κοεδουκαθιόν] (ουσ./ θηλ.) συνεκπαίδευση, coeficiente [κοεφιθιέν'τε] (ουσ./αρσ.) (Χημ., Μαθ.) συντελεστής δείκτης, coercer [κοερθέρ] (ρ.) εξαναγκάζω, coerción [κοερθιόν] (ουσΥθηλ.) εξα ναγκασμός, coercitivo [κοερθιτίβο] (επίθ.) εξανα γκαστικός, coetáneo [κοετάνεο] (επίθ.) σύγχρο νος. coexistencia [κοεξιστένθια] (ουσ7θηλ.) συνύπαρξη, coexistir [κοεξιστίρ] (ρ.) συνυπάρχω, cofradía [κοφραδία] (ουσ,/θηλ.) 1: αδελφότητα, 2: συμμορία, cofre [κόφρε] (ουσ./αρσ.) σεντούκι, cofrecito [κοφρεθίτο] (ουσ,/αρσ.) σεντουκάκι, κασετίνα, cogedor [κοχεδόρ] (ουσ,/αρσ.) φαρά σι. coger [κοχέρ] (ρ.) 1: παίρνω, πιάνω, αρ πάζω, 2: μαζεύω · coger el autobús - παίρνω το λεωφορείο · coger un resfiado - αρπάζω ένα κρύωμα · ¡cógete de mi mano! - πιάσου από το χέρι μου! (προσοχή: α' ενικό οριστι κής: cojo και στην υποτακτική: coja, cojas, coja, cojamos, cojáis, cojan), cogestión [κοχεστιόν] (ουσ,/θηλ.) συ νεταιρισμός cogida [κοχίδα] (ουσ,/θηλ.) 1: συγκο μιδή, 2: τραυματισμός με κέρατα, cognado [κογνάδο] 1: (ουσ./αρσ.) συγ γενής 2: (επίθ.) συγγενικός cognición [κογνιθιόν] (ουσ./θηλ.) γνώ ση, νόηση, cogollo [κογόγιο] (ουσ./αρσ.) 1: βλα στός 2: καρδιά μαρουλιού, cogote [κογότε] (ουσ,/αρσ.) σβέρκος. 143
cohabitación cohabitación [κοαμπιταθιόν] (ουσΥθηλ.) συγκατοίκηση, cohabitar [κοαμπιτάρ] (ρ.) συγκατοι κώ. cohechar [κοετσάρ] (ρ.) δωροδοκώ, cohecho [κοέτσο] (ουσΥαρσ.) δωρο δοκία. coherencia [κοερένθια] (ουσΥθηλ.) συ νοχή. coherente [κοερέν'τε] (επίθ.) συνα φ ής σχετικός παρεμφερής cohesión [κοεσιόν] (ουσΥθηλ.) συνο χή, συνάφεια, cohesivo [κοεσίβο] (επίθ.) συνεκτικός, cohete [κοέτε] (ουσΥαρσ.) πύραυλος ρουκέτα. cohibición [κοίμπιθιόν] (ουσΥθηλ.) συ γκράτηση, αναχαίτιση, cohibido [κοϊμπίδο] (επίθ.) 1: συγκρο τημένος 2: αναχαιτιστικός ανεσταλμένος. cohibir [κοΤμπίρ] (ρ.) 1: συγκροτώ, 2: αναχαιτίζω, ανακόπτω, αναστέλλω, cohombro [κοόμ'μπρο] (ουσΥαρσ.) αγγούρι. coima [κοΐμα] (ουσΥθηλ.) παλλακίδα, coincidencia [κοίνθιδένθια] (ουσ./ θηλ.) σύμπτωση, coincidir [κοίνθιδίρ] (ρ.) συμπίπτω, coito [κόιτο] (ουσΥαρσ.) συνουσία, cojear [κοχεάρ] (ρ.) 1: κουτσαίνω, 2: χωλαίνω. cojera [κοχέρα] (ουσΥθηλ.) 1: κούτσαμα, 2: χωλότητα. cojín [κοχίν] (ουσΥαρσ.) μαξιλάρα, μα ξιλάρι καναπέ, cojinete [κοχινέτε] (ουσΥαρσ.) μαξιλαράκι. cojo [κόχο] (επίθ.) 1: ανάπηρος σακά τη ς κουτσός 2: χωλός, cojón [κοχόν] (ουσΥαρσ.) όρχις αρχίδι. cojonudo [κοχονούδο] (επίθ.) κατα πληκτικός. 144
col [κολ] (ουσΥθηλ.) λάχανο. cola1[κόλα] (ουσΥθηλ.) 1: ουρά (ζώου), 2: ουρά (σειρά) · la cola del zorro es grande - η ουρά της αλεπούς είναι μεγάλη · en este restaurante hay mucha cola - σε αυτό το εστιατόριο έχει μεγάλη ουρά. cola3[κόλα] (ουσΥθηλ.) κόλλα · tenemos que pegar las piezas con cola - πρέπει να κολλήσουμε τα κομμάτια με κόλ λα. colaboración [κολαμποραθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: σύμπραξη, συνεργασία, συ νέργεια, 2: συμμετοχή, colaboracionismo [κολαμποραθινίσμο] (ουσΥαρσ.) συνεργασία, colaboracionista [κολαμποραθιονίστα] (ουσΥαρσ.) δωσίλογος υπόλογος colaborador [κολαμποραδόρ] (ουσΥ αρσ.) συνεργάτης συνέταιρος, colaborar [κολαμποράρ] (ρ.) συνερ γάζομαι. colación [κολαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ανα φορά, 2: κολατσιό, colada [κολάδα] (ουσΥθηλ.) μπουγάδα. coladero [κολαδέρο] (ουσΥαρσ.) σου ρωτήρι. colador [κολαδόρ] (ουσΥαρσ.) σου ρωτήρι. coladura [κολαδούρα] (ουσΥθηλ.) φιλ τράρισμα, στράγγισμα. colapsar [κολαπσάρ] (ρ.) καταρρέω, colapso [κολάπσο] (ουσΥαρσ.) 1: συμ φόρηση, 2: κατάρρευση, κατάπτω ση. colar [κολάρ] (ρ.) διυλίζω, φιλτράρω, στραγγίζω, σουρώνω, colateral [κολατεράλ] (επίθ.) παρά πλευρος. colcha [κόλτσα] (ουσΥθηλ.) κάλυμμα κρεβατιού, colchón [κολτσόν] (ουσΥαρσ.) στρώ μα.
colon colchonería [κολτσονερία] (ουσΥθηλ.) στρωματοποιείο, στρωματοπωλείο. colchoneta [κολτσονέτα] (ουσ./θηλ.) στρώμα γυμναστικής, colear [κολεάρ] (ρ.) κουνάω την ουρά. colección [κολεκθιόν] (ουσ7θηλ.) συλ λογή. coleccionista [κολεκθιονίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) συλλέκτης συλλέκτρια. coleccionar [κολεκθιονάρ] (ρ.) συλλέ γω. colecta [κολέκτα] (ουσ,/θηλ.) έρανος, colectar [κολεκτάρ] (ρ.) συλλέγω, συ γκεντρώνω, μαζεύω, colectividad [κολεκτιβιδάδ] (ουσ./ θηλ.) συλλογικότητα. colectivo [κολεκτίβο] (επίθ.) συλλογι κός μαζικός, colector [κολεκτόρ] (ουσΥαρσ.) συλ λέκτης colega [κολέγα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) 1: συνάδελφος 2: φ ίλος σύντροφος, colegial [κολεχιάλ] (επίθ.) κολεγιακός, colegiata [κολεχιάτα] (ουσ7θηλ.) ιερα τική σχολή, colegio [κολέχιο] (ουσ7αρσ.) 1: γυ μνάσιο, 2: λύκειο, 3: κολέγιο, 4: σύλ λογος. cólera [κόλερα] 1: (ουσ,/αρσ.) χολέρα, 2: (ουσΥθηλ.) οργή. colérico [κολέρικο] (επίθ.) οργισμέ νος. colesterol [κολεστερόλ] (ουσΥαρσ.) χοληστερίνη, coleta [κολέτα] (ουσ,/θηλ.) πλεξίδα, κοτσίδα. coletilla [κολετίγια] (ουσ,/θηλ.) υστε ρόγραφο, coleto [κολέτο] (ουσ,/αρσ.) χιτώνας ιμάτιο. colgado [κολγάδο] (επίθ.) κρεμασμέ νος. colgadura [κολγαδούρα] (ουσ,/θηλ.) κουρτίνα, παραπέτασμα.
colgajo [κολγάχο] (ουσ,/αρσ.) κουρέ λι, ράκος. colgante [κολγάν'τε] (επίθ.) κρεμα στός. colgar [κολγάρ] (ρ.) 1: κρεμώ, 2: κλεί νω το τηλέφωνο, colibrí [κολιμπρί] (ουσ./αρσ.) κολιμπρί. cólico [κόλικο] (ουσ,/αρσ.) κολικός. coliflor [κολιφλόρ] (ουσΥθηλ.) κου νουπίδι. colilla [κολίγια] (ουσ,/θηλ.) αποτσίγα ρο, γόπα. colina [κολίνα] (ουσ7θηλ.) λόφος ύψωμα. colindante [κολιν'ντάν'τε] (επίθ.) γει τονικός παρακείμενος, colindar [κολιν'ντάρ] (ρ.) γειτονεύω, συνορεύω, colisión [κολισιόν] (ουσ,/θηλ.) σύγκρου ση, τρακάρισμα, colmado [κολμάδο] (επίθ.) πλήρης γε μάτος. colmar [κολμάρ] (ρ.) υπερπληρώ, γεμί ζω, ξεχειλίζω, colmena [κολμένα] (ουσ,/θηλ.) κυψέ λη . colmenar [κολμενάρ] (ουσ7αρσ.) με λισσοκομείο, colmenero [κολμενέρο] (ουσ,/αρσ.) μελισσοκόμος. colmillo [κολμίγιο] (ουσΛιρσ.) κυνό δοντας. colmo [κόλμο] (ουσ,/αρσ.) αποκορύ φωμα, το άκρον άωτον. colocación [κολοκαθιόν] (ουσ7θηλ.) 1: τοποθέτηση, 2: θέση, δουλειά, απα σχόληση. colocar [κολοκάρ] (ρ.) τοποθετώ, θέ τω, βάζω. colofón [κολοφόν] (ουσ,/αρσ.) κολοφώνας κορωνίδα. Colón [κολόν] (ουσ,/αρσ.) Κολόμβος. colon [κόλον] (ουσ,/αρσ.) (Ανατ.) κό145
colonia λον (στο παχύ έντερο). colonia [κολόνια] (ουσ./θηλ.) 1: αποι κία, παροικία, 2: κολώνια. colonial [κολονιάλ] (επίθ.) αποικιακός, colonialismo [κολονιαλίσμο] (ουσ./ αρσ.) αποικιοκρατία, colonialista [κολονίαλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αποικιοκρότης. colonización [κολονιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) αποικισμός. colonizador [κολονιθαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αποικιστής 2: άποικος. colonizar [κολονιθάρ] (ρ.) αποικιζω, αποικώ. colono [κολόνο] (ουσΥαρσ.) άποικος. coloquial [κολοκιάλ] (επίθ.) καθομιλούμενος. coloquio [κολόκιο] (ουσΥαρσ.) συζή τηση, κουβέντα, διάλεξη, color [κολόρ] (ουσΥαρσ.) χρώμα, βαφή, μπογιά. coloración [κολοραθιόν] (ουσΥθηλ.) χρωματισμός colorado [κολοράδο] (επίθ.) 1: χρω ματιστός 2: κόκκινος · compré un vestido colorado - αγόρασα ένα χρω ματιστό φόρεμα · me puse colorado - κοκκίνισα (από ντροπή). colorante [κολοράν'τε] (ουσΥαρσ.) χρωστική ουσία, colorar [κολοράρ] (ρ.) χρωματίζω, colorear [κολορεάρ] (ρ.) χρωματίζω, colorete [κολορέτε] (ουσΥαρσ.) ρουζ. colorido [κολορίδο] (ουσΥαρσ.) πολυ χρωμία. colorín [κολορίν] (ουσΥαρσ.) έντονο χρώμα. colosal [κολοσάλ] (επίθ.) κολοσσιαίος, πελώριος, coloso [κολόσο] (ουσΥαρσ.) κολοσ σός. columbrar [κολουμ'μπράρ] (ρ.) 1: δια κρίνω, 2: ξεχειλίζω, columna [κολοΰμνα] (ουσΥθηλ.) στή
λη, σειρά, κολώνα, κίονας, columnata [κολουμνάτα] (ουσΥθηλ.) κιονοστοιχία. columnista [κολουμνίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αρθρογράφος. columpiar [κολουμ'πιάρ] (ρ.) ταλαντεύω, λικνίζω, columpiarse [κολουμ'πιάρσε] (ρ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, columpio [κολούμ'πιο] (ουσΥαρσ.) κούνια, ταλάντευση. colusión [κολουσιόν] (ουσΥθηλ.) συ νέργεια. collage [κογιάχε] (ουσΥαρσ.) κολάζ. collar [κογιάρ] (ουσΥαρσ.) περιδέραιο, κολιέ, κολάρο, collera [κογιέρα] (ουσΥθηλ.) λαιμαριά, λουρί. coma [κόμα] (ουσΥαρσ.) 1: κώμα, 2: κόμμα. comadre [κομάδρε] (ουσΥθηλ.) 1: κου μπάρα, νονά, γειτόνισσα, 2: κουτσο μπόλα. comadrear [κομαδρεάρ] (ρ.) φλυαρώ, κουτσομπολεύω, comadreja [κομαδρέχα] (ουσΥθηλ.) νυφίτσα, κουνάβι, comadreo [κομαδρέο] (ουσ,/αρσ.) 1: κουμπαριά, 2: κουτσομπολιό, comadrona [κομαδρόνα] (ουσΥθηλ.) μαία, μαμή. comandancia [κομαν'ντάνθια] (ουσ./ θηλ.) διοικητήριο, διοίκηση, comandante [κομαν'ντάν'τε] (ουσ./ αρσ.) διοικητής comandar [κομαν'ντάρ] (ρ.) διοικώ, comando [κομάν'ντο] (ουσΥαρσ.) ομά δα καταδρομέων, κομάντο, comarca [κομάρκα] (ουσΥθηλ.) περιο χή-
comarcal [κομαρκάλ] (επίθ.) τοπικός της περιοχής, comatoso [κοματόσο] (επίθ.) κωμα τώδης.
146
comicidad comba [κόμ'μπα] (ουσΥθηλ.) κύρτωση, καμπή, combar [κομ'μπάρ] (ρ.) κυρτώνω, κα μπυλώνω, combate [κομ'μπάτε] (ουσ7αρσ.) μάΧΠ· combatiente [κομ'μπατιέν'τε] 1: (ουσ./ αρσ.) μαχητής, 2: (επίθ.) μαχητικός, combatir [κομ'μττατίρ] (ρ.) μάχομαι, καταπολεμώ, combatividad [κομ'μπατιβιδάδ] (ουσ./ θηλ.) μαχητικότητα, επιθετικότητα, combativo [κ ο μ 'μ π α τ ίβ ο ] (επίθ.) μα χητικός. combinación [κομ'μττιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: συνδυασμός, 2: κομπινεζόν, combinar [κομ'μπινάρ] (ρ.) συνδυάζω, ταιριάζω. combinarse [κομ'μπινάρσε] (ρ.) συν δυάζομαι, combustible [κομ'μπουστίμπλε] 1:(ουσ/ αρσ.) καύσιμο, 2: (επίθ.) εύφλεκτος, combustión [κομ'μπουστιόν] (ουσ./ θηλ.) καύση, ανάφλεξη, comedero [κομεδέρο] (ουσ7αρσ.) πα χνί. comedia [κομέδια] (ουσ./θηλ.) κωμω δία. comediante [κομεδιάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) 1: κωμικός, 2: υποκριτής, comedido [κομεδίδο] (επίθ.) μετριο παθής εγκρατής comedimiento [κομεδιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) μετριοπάθεια, εγκράτεια, comediógrafo [κομεδιόγραφο] (ουσ./ αρσ.) κωμωδιογράφος, comedón [κομεδόν] (ουσ,/αρσ.) μπι μπίκι, στίγμα, comedor [κομεδόρ] (ουσ./αρσ.) τρα πεζαρία. comején [κομεχέν] (ουσ,/αρσ.) τερμί της. comemierda [κομεμιέρδα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) γλοιώδης τύπος.
comensal [κομενσάλ] (ουσ7αρσ.) συν δαιτυμόνας ομοτράπεζος, comentador [κομεν'ταδόρ] (ουσ/αρσ.) σχολιαστής, comentar [κομεν'τάρ] (ρ.) σχολιάζω, comentario [κομεν'τάριο] (ουσ,/αρσ.) σχόλιο. comentarista [κομεν'ταρίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) σχολιαστής σχολιάστρια. comenzar [κομενθάρ] (ρ.) αρχίζω, ξε κινώ. comer [κομέρ] (ρ.) τρώγω, γευματί ζω · me comen los celos - με τρώει η ζήλια. comerciable [κομερθιάμπλε] (επίθ.) εμπορεύσιμος. comercial [κομερθιάλ] (επίθ.) εμπο ρικός · centro comercial - εμπορικό κέντρο. comercialización [κομερθιαλιθαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εμπορευματοποίηση. comercializar [κομερθιαλιθάρ] (ρ.) εμπορευματοποιώ, comerciante [κομερθιάν'τε] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) έμπορος, comerciar [κομερθιάρ] (ρ.) εμπορεύο μαι. comercio [κοαμέρθιο] (ουσ,/αρσ.) 1: εμπόριο, 2: κατάστημα, comestible [κομεστίμπλε] (επίθ.) εδώ διμος φαγώσιμος, comestibles [κομεστίμπλες] (ουσ,/αρσ.) πληθ. τρόφιμα, προμήθειες cometa [κομέτα] 1: (ουσ,/αρσ.) κομή τη ς 2: (ουσ7θηλ.) χαρταετός, cometido [κομετίδο] (ουσΛιρσ.) κα θήκον, αποστολή, comezón [κομεθόν] (ουσ,/θηλ.) (en) φαγούρα, κνησμός · me da comezón en la mano - (μτφ.) με τρώει το χέρι μου. cómic [κόμικ] (ουσ,/αρσ.) κόμικ. comicidad [κομιθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κω147
comicios μικότητα. comicios [κομίθιος] (ουσ./αρσ.) πληθ. γενικές εκλογές, cómico [κόμικο] (επίθ.) κωμικός, αστεί ος. comida [κομίδα] (ουσ,/θηλ.) τροφή, φαγητό. comienzo [κομιένθο] (ουσ,/αρσ.) αρ χή, έναρξη, comilón [κομιλόν] (ουσ7αρσ.) 1: φα γάς φαταούλας 2: (μτφ.) αδηφάγος άπληστος πλεονέκτης. comilona [κομιλόνα] (ουσ,/θηλ.) φα γοπότι. comillas [κομίγιας] (ουσ7θηλ.) πληθ. εισαγωγικά · entre comillas - σε ει σαγωγικά, comino [κομίνο] (ουσ,/αρσ.) κύμινο, comisaría [κομισαρία] (ουσ,/θηλ.) αστυνομικό τμήμα, comisario [κομισάριο] (ουσ7αρσ.) αρχιφύλακας. comiscar [κομισκάρ] (ρ.) τσιμπολογώ. comisión [κομισιόν] (ουσ./θηλ.) 1: αποστολή, 2: προμήθεια, 3: επιτρο πή, 4: εκτέλεση εντολής, comisionado [κομισιονάδο] (ουσ./ αρσ.) επίτροπος, comisionar [κομισιονάρ] (ρ.) αναθέτω εξουσία, εξουσιοδοτώ, comiso [κομίσο] (ουσ,/αρσ.) κατάσχε ση. comité [κομιτέ] (ουσ/αρσ.) επιτροπή, comitiva [κομιτίβα] (ουσ,/θηλ.) συνο δεία, πομπή, como [κόμο] (επίρρ.) όπω ς σαν, όσο, αφού, επειδή · ¡Hazlo como te da la gana! - κάντο όπως σου αρέσει! · como ves, me encantan las flores όπως βλέπεις μου αρέσουν πολύ τα λουλούδια · tan - como/· tanto - como - τόσο, όσο · María es tan guapa como su hermana - Η Μαρία είναι τόσο όμορφη, όσο η αδερφή
της · María trabaja tanto como su hermana - Η Μαρία δουλεύει τόσο, όσο η αδερφή της · como si no le hubiera visto - σαν να μην τον είχε δει · como no entendía, el profesor se lo esplicó detalladamente - επειδή δεν καταλάβαινε, o δάσκαλος του το εξήγησε λεπτομερώς, cómo [κόμο] (ερωτηματική αντ.) πώς · ¿cómo estás? - πώς είσαι; · ¿cómo te llamas7- πώς σε λένε;, cómoda [κόμοδα] (ουσ,/θηλ.) κομό (έπιπλο), σιφονιέρα comodidad [κομοδιδάδ] (ουσ7θηλ.) άνεση. comodín [κομοδίν] (ουσ,/αρσ.) μπαλαντέρ. cómodo [κόμοδο] (επίθ.) άνετος ανα παυτικός. comodón [κομοδόν] (ουσ,/αρσ.) κα λοπερασάκιας, comoquiera [κομοκιέρα] (συνδ.) αφού, όπως και να. compacidad [κομπαθιδάδ] (ουσ./θηλ.) πυκνότητα, compactar [κομ'πακτάρ] (ρ.) πυκνώ νω. compacto [κομ'πάκτο] (επίθ.) συμπα γής
compadecer [κομπαδεθέρ] (ρ.) συ μπάσχω, συμπονώ, compadrazgo [κομπαδράθγο] (ουσ./ αρσ.) κουμπαριά, compadre [κομ'πάδρε] (ουσ,/αρσ.) 1: νονός 2: κουμπάρος, compadrear [κομ'παδρεάρ] (ρ.) γίνο μαι φίλος, compaginar [κομ'παχινάρ] (ρ.) ταιριά ζω, συμφωνώ, συμπίπτω, compañerismo [κομ'πανιερίσμο] (ουσ./ αρσ.) συντροφικότητα ομαδικό πνεύ μα. compañero [κομ'πανιέρο] (ουσ./αρσ.) 1: σύντροφος 2: συμμαθητής 3: συ
148
complaciente νάδελφος 4: συγκάτοικος. compañía [κομ'πανία] (ουσΥθηλ.) 1: συναναστροφή, συντροφιά, παρέα, 2: εταιρεία, comparable [κομ'παράμπλε] (επίθ.) συγκρίσιμος, comparación [κομ'παραθιόν] (ουσΥ θηλ.) σύγκριση, παραβολή, comparado [κομ'παράδο] (επίθ.) συ γκριτικός σχετικός, comparar [κομ'παράρ] (ρ.) συγκρίνω, παραβάλλω, comparativo [κομ'παρατίβο] (επίθ.) συγκριτικός σχετικός, comparecencia [κομ'παρεθένθια] (ουσΥ θηλ.) 1: εμφάνιση, 2: παράσταση ενώ πιον δικαστηρίου, comparecer [κομ'παρεθέρ] (ρ.) πα ρουσιάζομαι, comparsa [κομ'πάρσα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) κομπάρσος 2: (ουσΥθηλ.) πο μπή. compartimento [κομ'παρπμέν'το] (ουσΥ αρσ.) μοίρασμα, διαμέρισμα, compartir [κομ'παρτίρ] (ρ.) 1: μοιρά ζω, 2: μοιράζομαι, compás [κομ'πάς] (ουσΥαρσ.) 1: δια βήτης 2: παλμός ρυθμός, compasión [κομ'πασιόν] (ουσΥθηλ.) συμπόνια, οίκτος compasivo [κομ'πασίβο] (επίθ.) συ μπονετικός οικτίρμων. compatibilidad [κομ'παπμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) συμβατότητα, compatible [κομ'πατίμπλε] (επίθ.) συμ βατός compatriota [κομ'πατριότα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) συμπατριώτης συμπατριώτισσα. compeler [κομ'πελέρ] (ρ.) υποχρεώ νω, αναγκάζω, compendiar [κομ'πεν'ντιάρ] (ρ.) περι κόπτω. compendio [κομ'πέν'ντιο] (ουσΥαρσ.)
1: περικοπή, 2: επιτομή, σύναψη, περίληψη. compendioso [κομ'πεν'ντιόσο] (επίθ.) σύντομος περιεκτικός, compenetración [κομ'πενετραθιόν] (ουσΥθηλ.) αλληλοκατανόηση, compenetrarse [κομ'πενετράρσε] (ρ.) αλληλοκατανοώ. compensación [κομπενσαθιόν] (ουσΥ θηλ.) αποζημίωση, ανταμοιβή, compensar [κομ'πενσάρ] (ρ.) αποζη μιώνω, ανταμείβω, competencia [κομ'πετένθια] (ουσΥ θηλ.) Τ: ανταγωνισμός 2:συναγωνισμός 3: αρμοδιότητα, competente [κομ'πετέν'τε] (επίθ.) αρ μόδιος ικανός κατάλληλος, competición [κομπετιθιόν] (ουσΥθηλ.) συναγωνισμός διαγωνισμός άμιλ λα. competidor [κομ'πετιδόρ] (ουσΥαρσ.) συναγωνιστής, competir [κομ'πετίρ] (ρ.) συναγωνίζο μαι, ανταγωνίζομαι, competitivo [κομ'πετιτίβο] (επίθ.) συναγωνιστικός ανταγωνιστικός, compilación [κομ'πιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: σύνταξη καταλόγου, 2: συλλογή υλικού για βιβλίο, compilador [κομ'πιλαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: συντάκτης καταλόγου, 2: συλλέ κτης υλικού για βιβλίο, compilar [κομ'πιλάρ] (ρ.) 1: συντάσ σω κατάλογο, 2: συλλέγω υλικό για βιβλίο. compinche [κομ'πίντσε] (ουσΥαρσ.) κολλητός φίλος complacencia [κομ'πλαθένθια] (ουσ./ θηλ.) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προ θυμία. complacer [κομ'πλαθέρ] (ρ.) ευχαρι στώ, ικανοποιώ, complaciente [κομ'πλαθιέν'τε] (επίθ.) πρόθυμος εξυπηρετικός.
149
complejidad complejidad [κομ'πλεχιδάδ] (ουσ./ θηλ.) πολυττλοκότητα, περιπλοκή, complejo [κομ'πλέχο] 1: (ουσ,/αρσ.) σύμπλεγμα, 2: συγκρότημα (κτηρίων), 3: κόμπλεξ, 4: (επίθ πολύπλοκος, πε ρίπλοκος. complementar [κομ'πλεμεν'τάρ] (ρ.) συμπληρώνω, ολοκληρώνω, complementario [κομ'πλεμεν'τάριο] (επίθ.) συμπληρωματικός επιπρό σθετος. complemento [κομ'πλεμέν'το] (ουσ./ αρσ.) 1: συμπλήρωμα, 2: (Γραμμ.) αντικείμενο, completamente [κομ'πλεταμέν'τε] (επίρρ.) εντελώς, πλήρως ολοκληρωτικά · el restaurante está completamente lleno - το εστιατόριο είναι εντελώς γεμάτο. completar [κομ'πλετάρ] (ρ.) συμπλη ρώνω, ολοκληρώνω, completo [κομ'πλέτο] (επίθ.) πλήρης ολόκληρος, complexión [κομ'πλεξιόν] (ουσ,/θηλ.) σύσταση, δομή. complicación [κομ'πλικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) περιπλοκότητα. complicado [κομ'πλικάδο] (επίθ.) πο λύπλοκος περίπλοκος, complicar [κομ'πλικάρ] (ρ.) περιπλέ κω, εμπλέκω, cómplice [κόμ'πλιθε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) συνένοχος, complicidad [κομ'πλιθιδάδ] (ουσ7θηλ.) συνενοχή, complot [κομ'πλότ] (ουσ7αρσ.) συνω μοσία, σκευωρία, componente [κομ'πονέντε] 1: (ουσ./ αρσ.) συστατικό, υλικό, 2: (επίθ.) συ στατικός. componer [κομ 'πονέρ] (ρ.) συνθέτω, συγκροτώ, αποτελώ, comportamiento [κομ'πορταμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) συμπεριφορά, διαγωγή.
comportar [κομ'πορτάρ] (ρ.) 1: ανέχο μαι, 2: συνεπάγομαι, comportarse [κομ'πορτάρσε] (ρ.) συ μπεριφέρομαι · me comporto bien/ mal - συμπεριφέρομαι καλά/άσχη μα. composición [κομ'ποσιθιόν] (ουσ./ θηλ.) σύνθεση, compositor [κομ'ποσιτόρ] (ουσ,/αρσ.) συνθέτης compostura [κομ'ποστούρα] (ουσ./ θηλ.) επιδιόρθωση, επισκευή, compota [κομ'πότα] (ουσ,/θηλ.) κο μπόστα. compra [κόμ'πρα] (ουσ/θηλ.) αγο ρά · compras - ψώνια · ¿vamos de compras hoy? - πάμε για ψώνια σή μερα;. comprador [κομ'πραδόρ] (ουσ,/αρσ.) αγοραστής, comprar [κομ'πράρ] (ρ.) αγοράζω, compraventa [κομ'πραβέν'τα] (ουσ./ θηλ.) αγοραπωλησία, comprender [κομ'πρεν'ντέρ] (ρ.) 1: καταλαβαίνω, κατανοώ, 2: περιέχω, περιλαμβάνω, comprensible [κομ'πρενσίμπλε] (επίθ.) καταληπτός ευκολονόητος κατανο ητός. comprensión [κομ'πρενσιόν] (ουσ./ θηλ.) κατανόηση, συναίσθηση, comprensivo [κομ'πρενσίβο] (επίθ.) συμπονετικός, compresa [κομ'πρέσα] (ουσΥθηλ.) κο μπρέσα. compresión [κομ'πρεσιόν] (ουσ7θηλ.) συμπίεση, compresor [κομ'πρεσόρ] (ουσ,/αρσ.) συμπιεστής comprimido [κομ'πριμίδο] (επίθ.) συ μπιεσμένος comprimir [κομ'πριμίρ] (ρ.) συμπιέζω, comprobable [κομ'προμπάμπλε] (επίθ.) επαληθεύσιμος
150
concatenar comprobación [κομ'προμπαθιόν] (ουσ./θηλ.) επαλήθευση, εξακρίβω ση. comprobante [κομ'προμπάν'τε] (ουσ./ αρσ.) απόδειξη, comprobar [κομ'προμπάρ] (ρ.) επαλη θεύω, εξακριβώνω, comprometedor [κομ'προμετεδόρ] (επίθ.) διακινδυνευμένος, comprometer [κομ'προμετέρ] (ρ.) εκ θέτω σε κίνδυνο, comprometerse [κομ'προμετέρσε] (ρ.) 1: δεσμεύομαι, 2: συμβιβάζομαι, compromiso [κομ'προμίσο] (ουσ./ αρσ.) δέσμευση, υπόσχεση, compuerta [κομ'πουέρτα] (ουσ,/θηλ.) φράγμα, υδατοφράχτης, compuesto [κομ'πουέστο] (επίθ.) συνιστάμενος αποτελούμενος. compulsa [κομ'πούλσα] (ουσ7θηλ.) επικύρωση, compulsar [κομ'πουλσάρ] (ρ.) επικυ ρώνω. compulsión [κομ'πουλσιόν] (ουσ,/θηλ.) καταναγκασμός, επιβολή, compulsivo [κομ'πουλσίβο] (επίθ.) καταναγκαστικός. compunción [κομ'πουνθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: μεταμέλεια, μετάνοια, 2: λύπη. compungir [κομ'πουνχίρ] (ρ.) έχω τύ ψεις. computación [κομ'πουταθιόν] (ουσ./ θηλ.) υπολογισμός εκτίμηση, computadora [κομ'πουταδόρα] (ουσ./ θηλ.) 1: αριθμομηχανή, 2: (Λατινική Αμερική) ηλεκτρονικός υπολογιστής, computar [κομ'πουτάρ] (ρ.) καταμε τρώ, υπολογίζω, cómputo [κόμ'πουτο] (ουσ./αρσ.) κα ταμέτρηση, υπολογισμός, comulgante [κομουλγάν'τε] (ουσ./ αρσ.) μεταλαμβάνων, κοινωνός. comulgar [κομουλγάρ] (ρ.) μεταλαμ-
βάνω, κοινωνώ. común [κομούν] 1: (ουσ./αρσ.) 1: (α) κοινωνία, (β) ομάδα, 2: (επίθ.) δημό σιος κοινός συνηθισμένος · por Ιο común - συνήθως, γενικά, comuna [κομούνα] (ουσ,/θηλ.) άναρ χη κοινότητα, κοινόβιο, comunal [κομουνάλ] (επίθ.) κοινοτι κός. comunicable [κομουνικάμπλε] (επίθ.) ανακοινώσιμος, comunicación [κομουνικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) επικοινωνία, comunicado [κομουνικάδο] (ουσ./ αρσ.) ανακοίνωση, comunicar [κομουνικάρ] (ρ.) 1: επικοι νωνώ, 2: συγκοινωνώ, συνδέω, 3: με ταβιβάζω, comunicativo [κομουνικατίβο] (επίθ.) ομιλητικός εξωστρεφής κοινωνι κός. comunidad [κομουνιδάδ] (ουσΥθηλ.) κοινότητα, comunión [κομουνιόν] (ουσ./θηλ.) με τάληψη, κοινωνία, comunismo [κομουνίσμο] (ουσ7αρσ.) κομμουνισμός comunista [κομουνίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) κομμουνιστής κομμουνίστρια. comunitario [κομουνιτάριο] (επίθ.) κοινοτικός con [κον] (πρόθ.) με (con+ απαρέμφατο= γερούνδιο) · con trabajar más, verrás resultados positivos - δουλεύο ντας περισσότερο, θα δεις θετικά αποτελέσματα · ¡con lo buena que es, tendría que haberles gustado! είναι τόσο καλή που θα έπρεπε να τους είχε αρέσει, conato [κονάτο] (ουσ7αρσ.) απόπει ρα. concatenación [κονκατεναθιόν] (ουσ./ θηλ.) συνειρμός αλληλουχία, concatenar [κονκατενάρ] (ρ.) βάζω σε 151
concavidad αλληλουχία, αλληλοσυνδέω. concavidad [κονκαβιδάδ] (ουσΥθηλ.) κοιλότητα, κοίλωμα, cóncavo [κόνκαβο] (επίθ.) κοίλος βα θουλός. concebible [κο\Αεμπίμπλε] (επίθ.) κατανο ητός αντιληπτός concebir [κονθεμπίρ] (ρ.) συλλαμβά νω, διανοούμαι, κατανοώ, αντιλαμ βάνομαι. conceder [κονθεδέρ] (ρ.) 1: απονέμω, χορηγώ, 2: παραχωρώ, επιτρέπω, concejal [κονθεχάλ] (ουσΥαρσ.) δημο τικός σύμβουλος concejo [κονθέχο] (ουσΥαρσ.) δημοτι κό συμβούλιο, concentración [κονθεν'τραθιόν] (ουσΥ θηλ.) συγκέντρωση, concentrado [κονθεντράδο] (επίθ.) συγκεντρωμένος, concentrar [κονθεν'τράρ] (ρ.) συγκε ντρώνω. concentrarse [κονθεν'τράρσε] (ρ.) συ γκεντρώνομαι, concéntrico [κονθέν'τρικο] (επίθ.) ομόκεντρος, concepción [κονθεπθιόν] (ουσΥθηλ.) σύλληψη, concepto [κονθέπτο] (ουσΥαρσ.) έν νοια, ιδέα. concerniente [κονθερνιέν'τε] (επίθ.) αφορών, σχετικός με. concernir [κονθερνίρ] (ρ.) (γ' ενικό - γ' πληθυντικό) (en) όσον αφορά, concertado [κονθερτάδο] (επίθ.) συ ντονισμένος, concertar [κονθερτάρ] (ρ.) 1: συντονί ζω, κανονίζω, 2: συμφωνώ, concertina [κονθερτίνα] (ουσΥθηλ.) φυσαρμόνικα, concertino [κονθερτίνο] (ουσΥαρσ.) πρώτο βιολί (σε ορχήστρα). concertista [κονθερτίστα] (ουσΥαρσ.) σολίστας.
concesión [κονθεσι'όν] (ουσΥθηλ.) 1: απονομή, χορήγηση, 2: παραχώρη ση. concesionario [κονθεσιονάριο] (ουσΥ αρσ.) δικαιούχος, conciencia [κονθιένθια] (ουσΥθηλ.) συνείδηση, συναίσθηση, concienciar [κονθιενθιάρ] (ρ.) κάνω κάποιον να συνειδητοποιήσει κάτι. concienciarse [κονθιενθιάρσε] (ρ.) συ νειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, concienzudo [κονθιενθούδο] (επίθ.) ευσυνείδητος φιλότιμος, concierto [κονθιέρτο] (ουσ,/αρσ.) συ ναυλία, κονσέρτο, αρμονία, conciliable [κονθιλιάμπλε] (επίθ.) συμβιβάσιμος συμφιλιώσιμος. conciliación [κονθιλιαθιόν] (ουσΥθηλ.) συμβιβασμός συμφιλίωση, conciliador [κονθιλιαδόρ] 1: (ουσΥ αρσ.) συμφιλιωτής 2: (επίθ.) συμβι βαστικός. conciliar [κονθιλιάρ] (ρ.) συμβιβάζω, συμφιλιώνω, κατευνάζω, conciliatorio [κονθιλιατόριο] (επίθ.) συμβιβαστικός συμφιλιωτικός concilio [κονθίλιο] (ουσΥαρσ.) σύνο δος. concisión [κονθισιόν] (ουσΥθηλ.) συ ντομία, λακωνικότητα, συνοπτικότητα. conciso [κονθίσο] (επίθ.) σύντομος λακωνικός λιτός, concitar [κονθιτάρ] (ρ.) υποκινώ, υπο δαυλίζω. conciudadano [κονθιουδαδάνο] (ουσΥ αρσ.) συμπολίτης, cóndave [κόνκλαβε] (ουσΥαρσ.) (Θρησκ.) κονκλάβιο, μυστική σύνοδος, concluir [κονκλουίρ] (ρ.) τελειώνω, τερματίζω, καταλήγω, conclusión [κονκλουσιόν] (ουσΥθηλ.) συμπέρασμα, τέλος · en conclusión - εν κατακλείδι, συμπερασματικά, τε 152
condensado λικά. concluyente [κονκλουγιέν'τέ] (επίθ.) κατηγορηματικός, τελικός αποφα σιστικός. concomitante [κονκομιτάν'τε] (επίθ.) συνακόλουθος, concordancia [κονκορδάνθια] (ουσ,/θηλ.) (Γραμμ.) συμφωνία· Concordando de los tiempos - Ακολουθία Χρόνων · concordancia de nombre y adjetivo συμφωνία ουσιαστικού και επιθέτου (σε γένος και αριθμό). concordar [κονκορδάρ] (ρ.) 1: συμφι λιώνω, 2: συμφωνώ, concordato [κονκορδάτο] (ουσ7αρσ.) (Νομ.) κονκορδάτο, concorde [κονκόρδε] (επίθ.) σύμφω νος. concordia [κονκόρδια] (ουσ,/θηλ.) ομό νοια, αρμονία, concreción [κονκρεθιόν] (ουσ,/θηλ.) συμπαγής μάζα. concretamente [κονκρεταμέν'τε] (επίρρ.) συγκεκριμένα, ειδικά, concretar [κονκρετάρ] (ρ.) 1: συγκε κριμενοποιώ, 2: επισημαίνω, τονίζω, concreto [κονκρέτο] 1: (ουσ7αρσ.)(α) σύμπηξη, (β) σκυρόδεμα, μπετόν, 2: (επίθ.) συγκεκριμένος ορισμένος καθορισμένος, concubina [κονκουμπίνα] (ουσ./θηλ.) παλλακίδα, concubinato [κονκουμπινάτο] (ουσ./ αρσ.) συμβίωση ενός ζευγαριού (χω ρίς να έχει προϋπάρξει γάμος). concupiscencia [κσνκουπισθένθια] (ουσ./ θηλ.) 1: απληστία πλεονεξία 2: ηδυπάθεια λαγνεία concupiscente [κονκουπισθέν'τε] (επίθ.) 1: άπληστος πλεονέκτης 2: ηδυπαθής λάγνος concurrencia [κονκουρένθια] (ουσ./ θηλ.) συμφωνία, σύμπτωση, concurrente [κονκουρέν'τε] (επίθ.) συ-
μπίπτων, συντρέχων, συνδρόμων, concurrido [κονκουρίδο] (επίθ.) 1: πο λυσύχναστος 2: δημοφιλής, concurrir [κονκουρίρ] (ρ.) 1: συχνάζω, 2: προσέρχομαι, συμβάλλω, concursante [κονκουρσάν'τε] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) διαγωνιζόμενος διαγωνιζόμενη. concursar [κονκουρσάρ] (ρ.) διαγωνί ζομαι. concurso [κονκούρσο] (ουσΛιρσ.) 1: διαγωνισμός 2: συναγωνισμός 3: συνάθροιση, 4: συνεργασία, concusión [κονκουσιόν] (ουσ,/θηλ.) (Ιατρ.) διάσειση. concha [κόντσα] (ουσ/θηλ.) κοχύλι, κέλυφος, όστρακο, conchabar [κοντσαμπάρ] (ρ.) ανακα τεύω. concho [κόντσο] (ουσ,/αρσ.) ίζημα, κατακάθι. condado [κο^δάδο] (ουσ,/αρσ.) κο μητεία. conde [κόν'δε] (ουσ,/αρσ.) κόμης. condecoración [κο\/δεκοραθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: παράσημο, 2: παρασημοφόρηση. condecorar [κον'δεκοράρ] (ρ.) παρα σημοφορώ, condena [κον'δένα] (ουσ,/θηλ.) κατα δίκη, ποινή, condenable [κον'δενάμπλε] (επίθ.) με μπτός κατακριτέος, condenación [κον'δεναθιόν] (ουσ./ θηλ.) καταδίκη, ποινή, condenado [κον'δενάδο] 1: (ουσ./ αρσ.) κατάδικος 2: (επίθ.) καταδικα σμένος καταραμένος, condenar [κον'δενάρ] (ρ.) καταδικά ζω, απονέμω ποινή, condensación [κον'δενσαθιόν] (ουσ./ θηλ.) συμπύκνωση, condensado [κον'δενσάδο] (επίθ.) συ μπυκνωμένος.
153
condensador condensador [κον'όενσαδόρ] (ουσ./ αρσ.) συμπυκνωτής, condensar [κονδενσάρ] (ρ.) συμπυ κνώνω, συνοψίζω, condesa [κονδέσα] (ουσ./θηλ.) κόμησσα. condescendencia [κον'δεσθεν'ντένθια] (ουσΥθηλ.) συγκατάβαση, συναίνεση, condescender [κον'δεσθεν'ντέρ] (ρ.) συγκαταβαίνω, συναινώ, condescendiente [κον'δεσθεν'ντιέν'τε] (επίθ.) συγκαταβατικός συναινετικός, condición [κον'ντιθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: κατάσταση, 2: όρος προϋπόθεση, 3: συνθήκη. condicionado [κον'ντιθιονάδο] (επίθ.) υπό όρους με προϋποθέσεις condicional [κον/ντιθιονάλ] (επίθ.) εξαρτώμενος condicionamiento[κov'vτιθιovαμιέv'τo] (ουσΥαρσ.) εξαρτοποίηση. condicionar [κον'ντιθιονάρ] (ρ.) εξαρ τώ. condimentar [κον'ντιμεντάρ] (ρ.) κα ρυκεύω, νοστιμεύω, condimento [κον'τιμέν'το] (ουσΥαρσ.) καρύκευμα, condiscípulo [κον'ντισθίπουλο] (ουσΥ αρσ.) συμφοιτητής, condolencia [κον'ντολένθια] (ουσΥ θηλ.) 1: λύπη, 2: συλλυπητήρια, condolerse [κον'ντολέρσε] (ρ.) (de ή por) συλλυπούμαι. condominio [κον'ντομίνιο] (ουσΥαρσ.) συγκυριαρχία, cóndor [κόν'ντορ] (ουσΥαρσ.) (Ορν.) κόνδωρας. conducción [κονντουκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: οδήγηση, καθοδήγηση 2: μεταφο ρά. conducir [κον'ντουθίρ] (ρ.) 1: οδηγώ, 2: μεταφέρω, conducta [κον'ντουκτα] (ουσΥθηλ.) διαγωγή, συμπεριφορά. 154
conducto [κον'ντούκτο] (ουσΥαρσ.) σωλήνας αγωγός, conductor [κον'ντουκτόρ] (ουσΥαρσ.) οδηγός, αγωγός, conectado [κονεκτάδο] (επίθ.) συνδεδεμένος. conectar [κονεκτάρ] (ρ.) συνδέω, συ σχετίζω. conejar [κονεχάρ] (ουσΥαρσ.) κλουβί για κουνέλια, conejera [κονεχέρα] (ουσΥθηλ.) φω λιά κουνελιού, conejillo [κονεχίγιο] (ουσΥαρσ.) κου νελάκι · conejillo de Indias - ινδικό χοιρίδιο. conejo [κονέχο] (ουσΥαρσ.) κουνέλι, conexión [κονεξιόν] (ουσΥθηλ.) σύν δεση, σχέση, conexionarse [κονεξιονάρσε] (ρ.) συν δέομαι. conexo [κονέξο] (επίθ.) συνδεδεμένος. confabulación [κονφ αμ πουλαθ ιόν] (ουσ./θηλ.) συνωμοσία, σκευωρία, confabularse [κονφαμπουλάρσε] (ρ.) συνωμοτώ, confección [κονφεκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ραπτική, ράψιμο, 2: παρασκευή, προετοιμασία, confeccionado [κονφεκθιονάδο] (επίθ.) 1: παρασκευασμένος 2: ετοιμοπαρά δοτος. confeccionar [κονφεκθιονάρ] (ρ.) πα ρασκευάζω, confederación [κονφεδεραθιόν] (ουσΥ θηλ.) συνομοσπονδία, confederado [κονφεδεράδο] 1: (ουσ./ αρσ.) ομόσπονδος 2: (επίθ.) ομο σπονδιακός, confederarse [κονφεδεράρσε] (ρ.) συ νασπίζομαι, conferencia [κονφερένθια] (ουσΥθηλ.) 1: σύσκεψη, διάσκεψη, ομιλία, 2: υπε ραστική συνδιάλεξη.
conformidad conferenciante [κονφερενθιάν'τε] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) ομιλητής ομιλήτρια. coferenciar [κονφερενθιάρ] (ρ.) (con) συνδιαλέγομαι, conferir [κονφερίρ] (ρ.) απονέμω, βραβεύω, confesar [κονφεσάρ] (ρ.) ομολογώ, εξομολογώ, confesarse [κονφεσάρσε] (ρ.) εξομο λογούμαι, confesión [κονφεσιόν] (ουσ,/θηλ.) ομο λογία, εξομολόγηση, confesionario [κονφεσ(ι)ονάριο] (ουσ./ αρσ.) εξομολογητήριο, confeso [κονφέσο] (ουσ./αρσ.) ομο λογητής. confesor [κονφεσόρ] (ουσ./αρσ.) εξο μολογητής, confeti [κονφέτι] (ουσ./αρσ.) κονφετί. confiable [κονφιάμπλε] (επίθ.) έμπι στος. confiado [κονφιάδο] (επίθ.) 1: εύπι στος, 2: σίγουρος, confianza [κονφιάνθα] (ουσ7θηλ.) 1: εμπιστοσύνη, 2: οικειότητα, confiar [κονφιάρ] (ρ.) εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον · confio mi coche a Juan - εμπιστεύομαι το αυτοκίνητό μου στον Juan, confiarse [κονφιάρσε] (ρ.) (en) εμπι στεύομαι κάποιον/έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον · confio mucho en ti - σε εμπιστεύομαι πολύ. confidencia [κονφιδένθια] (ουσ,/θηλ.) εκμυστήρευση, confidencial [κονφιδενθιάλ] (επίθ.) εμπιστευτικός. confidente [κονφιδέν'τε] 1: (ουσ,/αρσ.) εκμυστηρευτής, 2: (επίθ.) έμπιστος c o n fig u ra c ió n [κ ο νφ ιγ ο υ ρ α θ ιό ν] (ουσ./ θ η λ.) δια μ ό ρ φ ω σ η , σ χ η μα τισμ ός, configurar [κονφιγουράρ] (ρ.) διαμορ φώνω.
confín [κονφίν] (ουσ./αρσ.) όριο, πέ ρας σύνορο, confinado [κονφινάδο] (επίθ.) 1: εξό ριστος 2: υπό περιορισμό, confinar [κονφινάρ] (ρ.) εγκλείω, πε ριορίζω. confirmación [κονφιρμαθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: επιβεβαίωση, 2: χρίσμα, confirmar [κονφιρμάρ] (ρ.) 1: επιβε βαιώνω, 2: χρίζω, confiscación [κονφισκαθιόν] (ουσ./ θηλ.) κατάσχεση, δήμευση, confiscar [κονφισκάρ] (ρ.) κατάσχω, confitar [κονφιτάρ] (ρ.) ζαχαρώνω, confite [κονφίτε] (ουσ7αρσ.) ζαχαρω τό. confitería [κονφιτερία] (ουσ,/θηλ.) ζα χαροπλαστείο, confitero [κονφιτέρο] (ουσ,/αρσ.) ζα χαροπλάστης confitura [κσνφιτούρα] (ουσ,/θηλ.) μαρμελάδα. conflagración [κονφλαγραθιόν] (ουσ7 θηλ.) παρανάλωμα πυρός. conflictivo [κονφλικτίβο] (επίθ.) συγκρουόμενος. conflicto [κονφλίκτο] (ουσ,/αρσ.) δια μάχη, σύγκρουση, confluencia [κονφλουένθια] (ουσ7 θηλ.) 1: συμβολή (ποταμών), 2: συρ ροή. confluente [κονφλουέν'τε] (επίθ.) συμβάλλων, συρρέων. confluir [κονφλουίρ] (ρ.) συμβάλλω, συρρέω. conformación [κονφορμαθιόν] (ουσ7 θηλ.) μορφή, conformar [κονφορμάρ] (ρ.) διαμορ φώνω, σχηματίζω, conformarse [κονφορμάρσε] (ρ.) συμ βιβάζομαι, αρκούμαι. conforme [κονφόρμε] (επίθ.) σύμφω νος · conforme α - σύμφωνα με. conformidad [κονφορμιδάδ] (ουσ./ 155
conformismo θηλ.) 1: συμφωνία, συγκατάθεση, 2: ομοιότητα, συμμετρία, conformismo [κονφορμίσμο] (ουσ,/αρσ.) συμβατικότητα, κονφορμισμός conformista [κονφορμίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.), (επίθ.) κονφσρμιστής κονφορμίστρια. confort [κονφόρτ] (ουσ./αρσ.) άνεση, confortable [κονφορτάμπλε] (επίθ.) άνετος. confortante [κονφορτάν'τε] (επίθ.) ανακουφιστικός, confortar [κονφορτάρ] (ρ.) 1: ανακου φίζω, 2: ενδυναμώνω, τονώνω, confortativo [κονφορτατίβο] (επίθ.) ανακουφιστικός, ενδυναμωτικός, confraternidad [κονφρατερνιδάδ] (ουσ./ θηλ.) 1: αδελφότητα, 2: συναδελφικό τητα. confrontación [κονφρον'ταθιόν] (ουσ./ θηλ.) αντιμετώπιση, confrontar [κονφρον'τάρ] (ρ.) (con) 1: φέρνω αντιμέτωπους δύο ανθρώ πους αντιπαραθέτω, 2: παραβάλλω, confrontarse [κονφρον'τάρσε] (ρ.) (con) αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι. confundible [κονφουν'ντίμπλε] (επίθ.) ασαφής συγκεχυμένος, confundir [κονφουν'ντίρ] (ρ.) μπερ δεύω, συγχέω, confusión [κονφουσιόν] (ουσΥθηλ.) σύγχυση, μπέρδεμα, confusionismo [κονφουσιονίσμο] (ουσ./ αρσ.) σύγχυση, confuso [κονφούσο] (επίθ.) συγκεχυ μένος μπερδεμένος, conga [κόνγκα] (ουσ./θηλ.) κόνγκα (χορός). congelación [κονχελαθιόν] (ουσΥθηλ.) ψύξη. congelado [κονχελάδο] (επίθ.) κατεψυγμένος. congelador [κονγελαδόρ] (ουσ,/αρσ.) καταψύκτης.
congelar [κονχελάρ] (ρ.) καταψύχω, παγώνω. congénere [κονχένερε] (επίθ.) ομοειδής congeniar [κονχενιάρ] (ρ.) ταιριάζω με κάποιον. congénito [κονχένιτο] (επίθ.) εκ γενε τής. congestión [κονχεστιόν] (ουσ7θηλ.) συμφόρηση, congestionar [κονχεστιονάρ] (ρ.) προ καλώ συμφόρηση, conglomeración [κονγκλομεραθιόν] (ουσ7θηλ.) συσσώρευση, conglomerado [κονγκλομεράδο] (ουσ./ αρσ.) συσσώρευμα. conglomerar [κονγκλομεράρ] (ρ.) συσ σωρεύω. congoja [κονγόχα] (ουσ7θηλ.) κατά θλιψη, θλίψη, congraciar [κονγκραθιάρ] (ρ.) παίρνω με το μέρος μου. congratulaciones [κονγκρατουλαθιόνες] (ουσ/θηλ.) πληθ. συγχαρητή ρια. congratular [κονγρατουλάρ] (ρ.) συγ χαίρω. congregación [κονγκρεγαθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: εκκλησίασμα, 2: συνάθροι ση, συγκέντρωση, congresista [κονγκρεσίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) σύνεδρος, congregar [κονγκρεγάρ] (ρ.) συνα θροίζω, συγκεντρώνω, congreso [κονγκρέσο] (ουσ./αρσ.) συ νέδριο, κοινοβούλιο, congruencia [κονγκρουένθια] (ουσ./ θηλ.) αριθμητική αναλογία, congruente [κονγκρουέν'τε] (επίθ.) ανάλογος, cónico [κόνικο] (επίθ.) κωνικός, conifero [κονίφερο] (επίθ.) κωνοφό ρος. conjetura [κονχετούρα] (ουσ,/θηλ.) ει-
156
consagrar κασ(α, υπόθεση, conjetural [κ ο νχ ετο υ ρ ά λ] (επίθ.) συ μπερασματικός, conjeturar [κονχετουράρ] (ρ.) εικάζω, υποθέτω. conjugación [κονχουγαθιόν] (ουσΥθηλ.) (Γοαμμ.) κλίση, συζυγία, conjugar [κονχουγάρ] (ρ.) συνδυάζω, κλίνω. conjunción [κονχουνθιόν] (ουσΥθηλ.) σύνδεση, (Γραμμ.) σύνδεσμος, conjuntar [κονχουν'τάρ] (ρ.) καλοσυνδέω. conjuntiva [κονχουντίβα] (ουσΥθηλ.) (Ανατ.) επιπεφυκώς. conjuntivitis [κονχουντιβίτις] (ουσΥ θηλ.) επιπεφυκίτιδα. conjuntivo [κονχουντίβο] (επίθ.) συν δετικός ενωτικός. conjunto [κονχούν'το] 1: (ουσΥαρσ.) σύνολο, 2: (επίθ.) ενωμένος. conjura [κονχούρα] (ουσΥθηλ.) συ νωμοσία, σκευωρία, μηχανορραφία, conjuración [κονχουραθιόν] (ουσ./ θηλ.) συνωμοσία, conjurar [κονχουράρ] (ρ.) 1: συνωμο τώ, 2: εξορκίζω. conjuro [κονχούρο] (ουσΥαρσ.) εξορκισμός. conllevar [κονγιεβάρ] (ρ.) ανέχομαι, conmemoración [κονμεμοραθιόν] (ουσΥθηλ.) μνημόνευση, εορτασμός επετείου. conmemorar [κονμεμοράρ] (ρ.) μνη μονεύω. conmemorativo [κονμεμορατίβο] (επίθ.) αναμνηστικός επετειακός conmigo [κονμίγο] (αντ.) μαζί μου · ¡quédate conmigo! - μείνε μαζί μου!, conminar [κονμινάρ] (ρ.) απειλώ, προ ειδοποιώ, conminatorio [κονμινατόριο] (επίθ.) απειλητικός προειδοποιητικός conmiseración [κονμισεραθιόν] (ουσΥ
θηλ.) συμπόνια, ευσπλαχνία, conmoción [κονμοθιόν] (ουσΥθηλ.) κλονισμός δόνηση, conmovedor [κονμοβεδόρ] (επίθ.) συ γκινητικός conmover [κονμοβέρ] (ρ.) συγκινώ, συγκλονίζω, conmutador [κονμουταδόρ] (ουσΥ αρσ.) διακόπτης, conmutar [κονμουτάρ] (ρ.) ανταλλάσ σω. connatural [κονατουράλ] (επίθ.) εγγε νής έμφυτος, connivencia [κονιβένθια] (ουσΥθηλ.) συμπαιγνία, σκευωρία, connotación [κονοταθιόν] (ουσΥθηλ.) συνεκδοχή, connotar [κονοτάρ] (ρ.) υπονοώ, cono [κόνο] (ουσΥαρσ.) κώνος, conocedor [κονοθεδόρ] (ουσΥαρσ.) γνώστης εμπειρογνώμονας ειδήμων. conocer [κονοθέρ] (ρ.) γνωρίζω, ξέρω. conocido [κονοθίδο] (επίθ.) γνωστός ξακουστός διάσημος, conocimiento [κονοθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) 1: γνώση, 2: γνωστικό, λογική, conque [κόνκε] (σύνδ.) ώστε, γι' αυ τό, και έτσι · hoy no tenemos clases, conque podemos ir a la playa - σή μερα δεν έχουμε μαθήματα και έτσι μπορούμε να πάμε στην παραλία, conquista [κονκίστα] (ουσΥθηλ.) κατάκτηση. conquistador [κονκισταδόρ] (ουσ./ αρσ.) κατακτητής. conquistar [κονκιστάρ] (ρ.) κατακτώ, consabido [κονσαμπίδο] (επίθ.) πασί γνωστος διάσημος, consagración [κονσαγραθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: καθαγιασμός 2: αφιέρωση, consagrado [κονσαγράδο] (επίθ.) κα θαγιασμένος, consagrar [κονσαγράρ] (ρ.) 1: καθα 157
consanguinidad γιάζω, 2: καθιερώνω, 3: αφιερώνω, consanguinidad [κονσανγκινιδάδ] (ουσ./ θηλ.) συγγένεια εξ αίματος consciente [κσνσθιέν'τε] (επίθ.) ενσυ νείδητος που έχει τις αισθήσεις του. conscripción [κονσκριπθιόν] (ουσ,/θηλ.) στρατολόγηση. conscripto [κονσκρίπτο] (επίθ.) στρατολογημένος. consecución [κονσεκουθιόν] (ουσ./ θηλ.) επίτευξη, κατόρθωμα, consecuencia [κονσεκουένθια] (ουσ./ θηλ.) συνέπεια, αποτέλεσμα, consecuente [κονσεκουέντε] (επίθ.) συνεπής. consecutivo [κονσεκουτίβο] (επίθ.) συ νεχόμενος συμπερασματικός, conseguir [κονσεγίρ] (ρ.) επιτυγχάνω, κατορθώνω, consejero [κονσεχέρο] (ουσ,/αρσ.) σύμβουλος, consejo [κονσέχο] (ουσ,/αρσ.) 1: συμ βουλή, 2: συμβούλιο · dar un consejo δίνω μια συμβουλή · pedir un consejo - ζητάω μια συμβουλή, consenso [κονσένσο] (ουσ./αρσ.) συ γκατάθεση, συναίνεση, consentido [κονσεν'τίδο] (επίθ.) 1: κακομαθημένος 2: συγκαταβατικός consentimiento [κονσεν'τιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) συγκατάθεση, συναίνεση, consentir [κονσεν'τίρ] (ρ.) 1: συγκατατίθεμαι, επιτρέπω, 2: κακομαθαίνω, conserje [κονσέρχε] (ουσ./αρσ.) θυ ρωρός. conserjería [κονσερχερία] (ουσΥθηλ.) θυρωρείο, conserva [κονσέρβα] (ουσ./θηλ.) 1: κονσέρβα, 2: κονσερβοποίηση, conservación [κονσερβαθιόν] (ουσ./ θηλ.) συντήρηση, διατήρηση, conservador [κονσερβαδόρ] (επίθ.) συντηρητικός, conservadurismo [κονσερβαδουρίσμο]
(ουσ,/αρσ.) συντηρητισμός conservar [κονσερβάρ] (ρ.) συντηρώ, διατηρώ. conservatorio [κονσερβατόριο] (ουσ./ αρσ.) ωδείο, conservero [κονσερβέρο] (επίθ.) κονσερβοποιητικός. considerable [κονσιδεράμπλε] (επίθ.) σημαντικός σπουδαίος, consideración [κονσιδεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) εκτίμηση, σεβασμός, considerado [κονσιδεράδο] (επίθ.) αυ τός που λαμβάνει υπ' όψιν τα αισθή ματα των άλλων, considerar [κονσιδεράρ] (ρ.) 1: θεω ρώ, λαμβάνω υπ' όψη, 2: μελετώ, consigna [κονσίγνα] (ουσ,/θηλ.) 1: δια ταγή, παράγγελμα, εντολή, 2: χώρος φύλαξης αποσκευών, consignación [κονσιγναθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: καταμερισμός 2: αποστολή εμπορευμάτων, consignar [κονσιγνάρ] (ρ.) 1: καταμε ρίζω, 2: αποστέλλω εμπορεύματα, consignatario [κονσιγνατάριο] (ουσ./ αρσ.) παραλήπτης consigo [κονσίγο] (αντ.) μαζί του/της • cada vez que salimos, María trae consigo a su hermana - κάθε φορά που βγαίνουμε, η Μαρία φέρνει μαζί της την αδερφή της consiguiente [κονσιγιέν'τε] (επίθ.) επακόλουθος, consistencia [κονσιστένθια] (ουσ./ θηλ.) στερεότητα, σταθερότητα, consistente [κονσιστέν'τε] (επίθ.) στε ρεός, σταθερός, consistir [κονσιστίρ] (ρ.) συνίσταμαι, αποτελούμαι, consistorial [κονσιστοριάλ] (επίθ.) συ νοδικός. consistorio [κονσιστόριο] (ουσ,/αρσ.) σύνοδος καρδιναλίων, consola [κονσόλα] (ουσ,/θηλ.) κονσό-
158
cónsul λα. consolación [κονσολαθιόν] (ου o J θηλ.) παρηγοριά, consolador [κονσολαδόρ] (επίθ.) πα ρηγορητικός, παρήγορος. consolar [κονσολάρ] (ρ.) παρηγορώ, consolidación [κονσολιδαθιόν] (ουσ./ θηλ.) στερεοποίηση, σταθεροποίη ση, εδραίωση. consolidar [κονσολιδάρ] (ρ.) στερεο ποιώ, σταθεροποιώ, εδραιώνω, consomé [κονσομέ] (ουσ,/αρσ.) κονσομέ (σούπα). consonancia [κονσονάνθια] (ουσΥθηλ.) αρμονία, (Μουσ.) συνήχηση, consonante [κονσονάν'τε] (ουσΥθηλ.) (Γραμμ.) σύμφωνο, consonar [κονσονάρ] (ρ.) είμαι σε αρμονία. consorcio [κονσόρθιο] (ουσ,/αρσ.) κοινοπραξία, (Οικον.) κονσόρτσιουμ, σύμπραξη επιχειρήσεων, συνεταιρι σμός. consorte [κονσόρτε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) σύζυγος. conspicuo [κονσπίκουο] (επίθ.) εξέχων, ευδιάκριτος, conspiración [κονσπιραθιόν] (ουσ./ θηλ.) συνωμοσία, conspirador [κονσπιραδόρ] (ουσ,/αρσ.) συνωμότης conspirar [κονσπιράρ] (ρ.) συνωμοτώ, constancia [κονστάνθια] (ουσ,/θηλ.) 1: σταθερότητα, 2: επιμονή, constante [κονστάν'τε] (επίθ.) σταθε ρός συνεχής constar [κονστάρ] (ρ.) 1: αποτελείται, 2: είναι καταγεγραμμένο/καταχωρημένο. constatación [κονςτταταθιόν] (ουσ./ θηλ.) διαπίστωση, επαληθεύω, constatar [κονστατάρ] (ρ.) διαπιστώ νω. constelación [κονστελαθιόν] (ουσ./
θηλ.) αστερισμός, constelado [κονστελάδο] (επίθ.) ένα στρος. consternación [κονστερναθιόν] (ουσ./ θηλ.) καταθορύβηση, κατάπληξη με φόβο, σάστισμα, consternar [κονστερνάρ] (ρ.) καταθορυβώ. constipación [κονστιπαθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: κρύωμα, 2: δυσκοιλιότητα, constipado [κονοτιπάδο] (ουσ7αρσ.) συνάχι, καταρροή · estoy constipado - είμαι συναχωμένος, constiparse [κονστιπάρσε] (ρ.) κρυο λογώ. constitución [κονστιτουθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: σύνταγμα, 2: συγκρότηση, ίδρυση. constitucional [κονστιτουθιονάλ] (επίθ.) συνταγματικός, constituir [κονστιτουίρ] (ρ.) αποτελώ, συγκροτώ, ιδρύω, constituyente [κονοτιτουγιέν'τε] (επίθ.) ο έχων εκλογικό δικαίωμα, constreñir [κονστρενίρ] (ρ.) 1: υποχρεώ νω, 2: περιορίζω, συστέλλω, constricción [κονστρικθιόν] (ουσ,/θηλ.) σφίξιμο, συστολή, construcción [κονστρουκθιόν] (ουσ./ θηλ.) οικοδομή, κατασκευή, constructivo [κονστρουκτίβο] (επίθ.) εποικοδομητικός constructor [κονστρουκτόρ] (ουσ,/αρσ.) κατασκευαστής construir [κονστρουίρ] (ρ.) 1: κατα σκευάζω, 2: χτίζω, οικοδομώ, consuegro [κσνσουέγρο] (ουσ,/αρσ.) συμπέθερος, consuelo [κονσουέλο] (ουσ,/αρσ.) πα ρηγοριά. consuetudinario [κονσουετουδινάριο] (επίθ.) συνήθης cónsul [κόνσουλ] (ουσ,/αρσ.) πρόξε νος. 159
consulado consulado [κονσουλάδο] (ουσΥαρσ.) προξενείο, consular [κονσουλάρ] (επίθ.) προξε νικός. consulta [κονσούλτα] (ουσΥθηλ.) 1: ζήτηση συμβουλής 2: επίσκεψη, 3: ιατρείο. consultación [κονσουλταθιόν] (ουσΥ θηλ.) ζήτηση συμβουλής, consultar [κονσουλτάρ] (ρ.) συμβου λεύομαι. consultivo [κονσουλτίβο] (επίθ.) συμ βουλευτικός, consultorio [κονσουλτόριο] (ουσΥ αρσ.) 1: ιατρείο, 2: συμβουλευτικό τμήμα. consumación [κονσουμαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αποπεράτωση, ολοκλήρωση, consumado [κονσουμάδο] (επίθ.) ολο κληρωμένος, consumar [κονσουμάρ] (ρ.) αποπερα τώνω, ολοκληρώνω, τελεσφορώ, consumición [κονσουμιθιόν] (ουσΥ θηλ.) κατανάλωση, consumido [κονσουμίδο] (επίθ.) κατα ναλωμένος εξαντλημένος, consumidor [κονσουμιδόρ] (ουσΥ αρσ.) καταναλωτής consumir [κονσουμίρ] (ρ.) 1: κατανα λώνω, 2: ξοδεύω, εξαντλώ, 3: κατα στρέφω, διαλύω, consumo [κονσούμο] (ουσΥαρσ.) κα τανάλωση, consunción [κονσουνθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: κατανάλωση, 2: σωματική αδυνα μία, φθίση, contabilidad [κονταμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) λογιστική, contabilizar [κονταμπιλιθάρ] (ρ.) κά νω λογιστική, contable [κον'τάμπλε] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) λογιστής λογίστρια, 2: (επίθ.) μετρήσιμος υπολογίσιμος, contacto [κον'τάκτο] (ουσΥαρσ.) 1:
επαφή, επικοινωνία, 2: σύνδεσμος, contado [κον'τάδο] (επίθ.) μετρημέ νος, αριθμημένος. contador [κον'ταδόρ] (ουσΥαρσ.) μετρητής. contaduría [κονταδουρία] (ουσΥθηλ.) λογιστική, contagiar [κον'ταχιάρ] (ρ.) μεταδίδω αρρώςτΓία, μολύνω, contagio [κον'τάχιο] (ουσΥαρσ.) μετά δοση αρρώστιας μόλυνση, contagioso [κον'ταχιόσο] (επίθ.) μετα δοτικός κολλητικός μολυσμένος. contaminación [κον/ταμιναθιόν] (ουσΥ θηλ.) μόλυνση, contaminar [κον'ταμινάρ] (ρ.) μολύ νω. contante [κοντάν'τε] (επίρρ.) τοις μετρητοίς. contar [κον'τάρ] (ρ.) 1: μετρώ, (con) λογαριάζω, 2: διηγούμαι, αφηγούμαι • cuento mucho con mis amigos εμπιστεύομαι πολύ τους φίλους μου •¿cuento contigo para la fiesta7 - Σε υπολογίζω για τη γιορτή; •¡cuéntame algo! - πες μου κάτι!. contemplación [κον'τεμ'πλαθιόν] (ουσΥ θηλ.) θαυμασμός παρατήρηση, contemplar [κον'τεμ'πλάρ] (ρ.) θαυ μάζω, παρατηρώ με προσοχή, contemplativo [κον'τεμ'πλατίβο] (επίθ.) στοχαστικός contemporáneo [κσν'τεμ'ποράνεο] (επίθ.) σύγχρονος contemporización [κον'τεμ'ποριθαθιόν] (ουσΥθηλ.) προσαρμογή, contemporizador [κον'τεμ'ποριθαδόρ] (επίθ.) προσαρμοστικός contemporizar [κον'τεμ'ποριθάρ] (ρ.) προσαρμόζω, contención [κον'τενθιόν] (ουσΥθηλ.) αναχαίτιση, καταστολή, contencioso [κοντενθιόσο] (επίθ.) αμ φισβητούμενος.
160
contrabalanza contender [κον'τεν'ντέρ] (ρ.) μάχομαι, συναγωνίζομαι, contendiente [κον'τεν'νπέν'τε] 1: (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) (α) διαγωνιζόμενος/-η, (β) αντίπαλος 2: (επίθ.) αγωνιστικός συναγωνιστικός contener [κον'τενέρ] (ρ.) 1: περιέχω, περικλείω, 2: συγκρατώ. contenido [κον'τενίδο] (ουσ,/αρσ.) πε ριεχόμενο, contentamiento [κοντεν'ταμιέν'το] (ουσ7 αρσ.) ευχαρίστηση, contentar [κον'τεν'τάρ] (ρ.) ευχαρι στώ, ικανοποιώ, contento [κον'τέν'το] (επίθ.) (estar) ευχαριστημένος χαρούμενος ικα νοποιημένος contertulio [κον'τερτούλιο] (ουσ./ αρσ.) συμπότης contestable [κον'τεστάμπλε] (επίθ.) αμφισβητήσιμος. contestación [κον'τεσταθιόν] (ουσ./ θηλ.) απάντηση, contestador [κον'τεσταδόρ] (ουσ./ αρσ.) τηλεφωνητής · contestador automático - αυτόματος τηλεφωνη τής contestar [κον'τεστάρ] (ρ.) 1: απαντώ, 2: αντιμιλώ, contexto [κον'τέξτο] (ουσΛιρσ.) νόη μα κειμένου, συμφραζόμενα. contextura [κον'τεξτούρα] (ουσΥθηλ.) ύφανση. contienda [κον'τιέν'ντα] (ουσ./θηλ.) μάχη, φιλονικία, contigo [κον'τίγο] (αντ.) μαζί σου · quiero ir contigo - θέλω να έρθω μαζί σου. contigüidad [κοντιγουίδάδ] (ουσ./ θηλ.) 1: συνάφεια, 2: γειτνίαση. contiguo [κον'τίγουο] (επίθ.) παρακεί μενος διπλανός, continencia [κον'τινένθια] (ουσ,/θηλ.) εγκράτεια.
continental [κον'τινεν'τάλ] (επίθ.) ηπει ρωτικός. continente [κον'τινέν'τε] (ουσ,/αρσ.) ήπειρος. contingencia [κον'τινχένθια] (ουσ./ θηλ.) ενδεχόμενο, δυνατότητα, contingente [κον'τινχέν'τε] (επίθ.) εν δεχόμενος, continuación [κον'τινουαθιόν] (ουσ./ θηλ.) συνέχεια, continuamente [κον'πνουαμεν'τε] (επίρρ.) συνεχώς, αδιάκοπα, continuar [κον'τινουάρ] (ρ.) συνεχίζω, εξακολουθώ, continuidad [κον'τινουιδάδ] (ουσ./ θηλ.) συνέχεια, continuo [κον'τίνουο] (επίθ.) συνεχής αδιάκοπος, contonearse [κον'τονεάρσε] (ρ.) κου νιέμαι, λικνίζομαι, contoneo [κον'τονέο] (ουσ,/αρσ.) κού νημα, λίκνισμα, contorno [κον'τόρνο] (ουσ./αρσ.) πε ριφέρεια, περίγραμμα, contorsión [κον'τορσιόν] (ουσ,/θηλ.) βίαιος μορφασμός, contorsionarse [κον'τορσιονάρσε] (ρ.) συσπώμαι. contorsionista [κοντορσιονίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) ευλύγιστος εύκαμπτος, contra [κόντρα] (πρόθ.) ενάντια, αντί θετα, κατά · estoy en contra de la violencia - είμαι ενάντια της βίας. contraalmirante [κον'τρααλμιράν'τε] (ουσ,/αρσ.) αντιναύαρχος, contraatacar [κον'τραατακάρ] (ρ.) αντε πιτίθεμαι. contraataque [κοντραατάκε] (ουσ./ αρσ.) αντεπίθεση, contrabajo [κον'τραμπάχο] (ουσ,/αρσ.) (Μουσ.) κοντραμπάσο, contrabalancear [κον'τραμπαλανθεάρ] (ρ.) εξισορροπώ, αντισταθμίζω, contrabalanza [κσν ’τράμπαλάνθα] (ουσ./ 161
contrabandear θηλ.) εξισορρόπηση, αντιστάθμιση, contrabandear [κον τράμπαν'ντεάρ] (ρ.) κάνω λαθρεμπόριο, contrabandista [κοντραμπαν'ντίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) λαθρέμπορος, contrabando [κον'τραμπάν'ντο] (ουσ./ αρσ.) λαθρεμπόριο, contracción [κον'τρακθιόν] (ουσ7θηλ.) σύσπαση, συστολή, contracorriente [κον'τρακοριέν'τε] (ουσ7 θηλ) αντίθετο ρεύμα, contractual [κον'τρακτουάλ] (επίθ.) σύμ φωνος με σύμβαση, συμβατικός, contracultura [κοχ/τρακουλτούρα] (ουσ./ θηλ.) ανπκουλτούρα contrachapado [κον'τρατσαπάδο] (ουσ./ αρσ.) κόντρα πλακέ. contradecir [κον'τραδεθίρ] (ρ.) αντιλέγω, ανπφάσκω. contradicción [κοντραδικθιόν] (ουσ./ θηλ.) αντιλογία, αντίφαση, contradictorio [κον'τραδικτόριο] (επίθ.) αντιφατικός ανακόλουθος ασυνεπής contraer [κον'τραέρ] (ρ.) 1: συστέλλω, 2: συνάπτω, 3: αποκτώ, 4: προσβάλ λομαι, κολλάω ασθένεια, contraespionaje [κον'τραεσπιονάχε] (ουσΥαρσ.) αντικατασκοπεία. contrafirma [κοντραφίρμα] (ουσ./ θηλ.) προσυπογραφή. contrafuerte [κον'τραφουέρτε] (ουσ./ αρσ.) αντιτείχισμα. contragolpe [κον'τραγόλπε] (ουσ7 αρσ.) αντίκτυπος (μτφ.) επίπτωση, συνέπεια. contrahacer [κοντρααθέρ] (ρ.) παραχαράσσω. contrahecho [κο\/τραέτσο] (επίθ.) πλα στός κίβδηλος, contraindicación [κοντραΐνντικαθιόν] (ουσ,/θηλ.) αντένδειξη, contraindicar [κοντραι'ντικάρ] (ρ.) αντενδείκνυται. contralto [κοντράλτο] (ουσ,/αρσ.) βα
θύφωνος, contramaestre [κον'τραμαέστρε] (ουσ./ αρσ.) υποναύκληρος επιστάτης, contramandar [κον'τραμαν'ντάρ] (ρ.) ανακαλώ, ανατρέπω, contramanifestación [κον'τραμανιφεσταθιόν] (ουσ7θηλ.) αντιδιαδήλωση, contramano [κον'τραμάνο] (ουσ./ αρσ.) αντίθετη κατεύθυνση, contramarcha [κον'τραμάρτσα] (ουσ./ θηλ.) όπισθεν, αντίστροφη πορεία, contraofensiva [κον'τραοφενσίβα] (ουσ./ θηλ.) αντεπίθεση, contraorden [κον'τραόρδεν] (ουσ,/θηλ.) ανάκληση διαταγής contrapartida [κον'τραπαρτίδα] (ουσ./ θηλ.) ισοσκέλιση. contrapelo [κοντραπέλο] (επίρρ.) ανά ποδα, αντίθετα, contrapesar [κον'τραπεσάρ] (ρ.) αντι σταθμίζω, contrapeso [κον'τραπέσο] (ουσ,/αρσ.) αντίβαρο, contraponer [κον'τραπονέρ] (ρ.) αντιπαρα βάλλω, contraposición [κον'τραποσιθιόν] (ουσ./ θηλ.) αντιπαραβολή, contraproducente [κον'τραπροδουθέν'τε] (επίθ.) αντιπαραγωγικός contrapuesto [κοντραπουέστο] (επίθ.) αντιτιθέμενος αντικρουόμενος. contrapunto [κον'τραπούν'το] (ουσ./ αρσ.) αντίστιξη, contrariar [κον'τραριάρ] (ρ.) 1: ενα ντιώνομαι, 2: δυσαρεστώ, ενοχλώ, contrariedad [κον'τραριεδάδ] (ουσ./ θηλ.) 1: αναποδιά, αντιξοότητα, εμπό διο, 2: δυσαρέσκεια, δυσανασχέτιση. contrario [κον'τράριο] (επίθ.) ενάντιος αντίθετος ανάποδος · o/ contrario αντιθέτως. contrarréplica [κον'τραρέπλικα] (ουσ./ θηλ.) ανασκευή, contrarrestar [κον/τραρεστάρ] (ρ.) αντι-
162
convalecencia μετωττίζω, εξουδετερώνω, contrarrevolución [κον'τραρεβολουθιόν] (ουσ./θηλ.) αντεπανάσταση, contrarrevolucionario [κον'τραρεβολουθιονάριο] (επίθ.) αντεπαναστατικός. contrasentido [κοντρασεν'τίδο] (ουσΥ αρσ.) παράφραση, παρερμηνεία, contraseña [κσν'τρασένια] (ουσΥθηλ.) παρασύνθημα, κωδικός πρόσβασης, contrastar [κον'τραστάρ] (ρ.) 1: ανππαραβάλλω, αντιπαραθέτω, 2: συ γκρίνω. contraste [κον'τράστε] (ουσΥαρσ.) 1: αντίθεση, 2: σύγκριση, contratación [κον'τραταθιόν] (ουσΥ θηλ.) σύμβαση, contratante [κον'τρατάν'τε] (επίθ.) συμβαλλόμενος, contratar [κον'τρατάρ] (ρ.) 1: υπογρά φω συμβόλαιο, 2: προσλαμβάνω, contratiempo [κον'τρατιέμ'πο] (ουσΥ αρσ.) κακοτυχία, αντιξοότητα, ανα ποδιά. contratista [κον'τρατίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ανάδοχος έργου, εργολήπτης, contrato [κον'τράτο] (ουσΥαρσ.) συμ βόλαιο. contravención [κον'τραβενθιόν] (ουσΥ θηλ.) παράβαση, contraveneno [κον'τραβενένο] (ουσΥ αρσ.) αντίδοτο, contravenir [κον'τραβενίρ] (ρ.) παρα βαίνω, αντιβαίνω, contraventana [κον'τραβεν'τάνα] (ουσΥ θηλ.) παραθυρόφυλλο, contribución [κον'τριμπουθιόν] (ουσΥ θηλ.) συνεισφορά, συμβολή, contribuidor [κον'τριμπουιδόρ] (επίθ.) συνεισφέρων, συμβάλλων. contribuir [κον'τριμπουίρ] (ρ.) συνει σφέρω, συμβάλλω, συντελώ, contribuyente [κον'τριμπουγιέντε] (ουσΥ αρσ.) φορολογούμενος
contrición [κον'τριθιόν] (ουσΥθηλ.) μεταμέλεια, contrincante [κον'τρινκάν'τέ] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) ανταγωνιστής αντίπα λος. contristar [κον'τριστάρ] (ρ.) θλίβω, contristarse [κον'τριστάρσε] (ρ.) θλί βομαι. contrito [κον'τρίτο] (επίθ.) συντετριμ μένος μεταμελημένος. control [κον'τρόλ] (ουσΥαρσ.) έλεγ χος. controlador [κο\/τρολαδόρ] (ουσΥαρσ.) ελεγκτής controlar [κον'τρολάρ] (ρ.) ελέγχω, εξετάζω. controversia [κον'τροβέρσια] (ουσΥ θηλ.) αντιγνωμία, διαφωνία, controvertir [κον'τροβερτίρ] (ρ.) αμφι σβητώ, θέτω επιχειρήματα εναντίον μιάς άποψης αντιτίθεμαι, αντιγνωμώ, διαφωνώ, contubernio [κον'τουμπέρνιο] (ουσΥ αρσ.) σπείρα (εγκληματιών). contumacia [κον'τουμάθια] (ουσΥθηλ.) πείσμα. contumaz [κον'τουμάθ] (επίθ.) πει σματάρης, contundente [κον'τουν'ντέν'τε] (επίθ.) συντριπτικός πειστικός, contundir [κον'τουν'ντίρ] (ρ.) μωλω πίζω. conturbación [κον'τουρμπαθιόν] (ουσΥ θηλ.) καταθορύβηση, ανησυχία, conturbar [κον'τουρμπάρ] (ρ.) καταθορυβώ, ανησυχώ, contusión [κον'τουσιόν] (ουσΥθηλ.) μώλωπας, contusionar [κον'τουσιονάρ] (ρ.) μω λωπίζω. contuso [κσν'τούσο] (επίθ.) μωλωπι σμένος. convalecencia [κονβαλεθένθια] (ουσΥ θηλ.) ανάρρωση. 163
convalecer convalecer [κονβαλεθέρ] (ρ.) αναρρώνω. convaleciente [κονβαλεθιέν'τέ] (επίθ.) αναρρωτικός αναρρωνύων. convalidación [κονβαλιδαθιόν] (ουσ./ θηλ.) επικύρωση, νομιμοποίηση, convalidar [κονβαλιδάρ] (ρ.) επικυρώ νω, νομιμοποιώ, convección [κονβεκθιόν] (ουσ./θηλ.) μεταφορά, convecino [κονβεθίνο] (ουσ7αρσ.) γείτονας, convencer [κονβενθέρ] (ρ.) πείθω, convencim iento [κονβενθιμιέν'το] (ουσ./αρσ.) πεποίθηση, convención [κονβενθιόν] (ουσ,/θηλ.) σύμβαση, συνέδριο, convencional [κονβενθιονάλ] (επίθ.) συμβατικός, convecionalismo [κονβενθισναλίσμο] (ουσ7αρσ.) συμβατικότητα, convenible [κονβενίμπλε] (επίθ.) χρή σιμος, κατάλληλος συμφέρων. conveniencia [κονβενιένθια] (ουσ./ θηλ.) καταλληλότητα, συμφέρον, conveniente [κονβενιέν’τε] (επίθ.) 1: ωφέλιμος, 2: ενδεδειγμένος αρμόζων, πρέπων, κατάλληλος βολικός, convenio [κονβένιο] (ουσ./αρσ.) συμ φωνία, σύμβαση, convenir [κονβενίρ] (ρ.) 1: συμφωνώ, 2: συμφέρει, 3: ωφελώ, convento [κονβέν'το] (ουσ,/αρσ.) μο νή, μοναστήρι, convergencia [κονβερχένθια] (ουσ./ θηλ.) σύγκλιση, ταύτιση, convergente [κονβερχέν'τε] (επίθ.) συγκλίνων. converger [κονβερχέρ] (ρ.) συγκλίνω, conversación [κονβερσαθιόν] (ουσ./ θηλ.) συνομιλία, κουβέντα, συζήτη ση. conversador [κονβερσαδόρ] (επίθ.) ομι λητικός
conversar [κονβερσάρ] (ρ.) συνομιλώ, κουβεντιάζω, συζητώ, conversión [κονβερσιόν] (ουσ./θηλ.) 1: μετατροπή, 2: προσηλυτισμός 3: αλλαξοπιστία. converso [κονβέρσο] (επίθ.) προσηλυ τισμένος. convertibilidad [κονβερτιμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) μετατρεψιμότητα. convertible [κονβερτίμπλε] (επίθ.) με τατρέψιμος, convertidor [κονβερτιδόρ] (ουσ,/αρσ.) (Ηλεκ.) μεταλλάκτης, convertir [κονβερτίρ] (ρ.) μετατρέπω, προσηλυτίζω, convexidad [κονβεξιδάδ] (ουσ,/θηλ.) κυρτότητα, καμπυλότητα, convexo [κονβέξο] (επίθ.) κυρτός καμπυλωτός. convicción [κονβικθιόν] (ουσ^θηλ.) πεποίθηση, convicto [κσνβίκτο] (ουσ,/αρσ.) κατά δικος. convidado [κονβιδάδο] (επίθ.) 1: καλε σμένος 2: κερασμένος. convidar [κονβιδάρ] (ρ.) 1: προσκαλώ, 2: κερνώ. convincente [κονβινθέν'τε] (επίθ.) πει στικός convite [κονβίτε] (ουσ,/αρσ.) πρόσκλη ση. convivencia [κονβιβένθια] (ουσ^θηλ.) συμβίωση, συνύπαρξη, convivir [κονβιβίρ] (ρ.) συμβιώνω, συ νυπάρχω, convocación [κονβοκαθιόν] (ουσ./ θηλ.) σύγκληση, συνέλευση, convocar [κονβοκάρ] (ρ.) συγκαλώ, convocatoria [κονβοκατόρια] (ουσ./ θηλ.) σύγκληση, convoy [κονβόι] (ουσ,/αρσ.) εφοδιο πομπή. convulsión [κονβουλσιόν] (ουσ./θηλ.) σπασμός, δόνηση, αναταραχή.
164
coraza convulsionar [κονβουλσιονάρ] (ρ.) συσπώ, αναταράσσω. convulsivo [κονβουλσίβο] (επίθ.) σπα σμωδικός, convulso [κονβούλσο] (επίθ.) συσπασμένος συγκλονισμένος, conyugal [κογισυγάλ] (επίθ.) συζυγι κός. cónyuge [κόνγιουγε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) σύζυγος, coñac [κονιάκ] (ουσ,/αρσ.) κονιάκ. coñazo [κονιάθο] (ουσΥαρσ.) μπέρδε μα, ανυπόφορη κατάσταση, coñearse [κονιεάρσε] (ρ.) πιάνομαι κορόιδο, καβγαδίζω, coño [κόνιο] (ουσ,/αρσ.) αιδοίο, μουνί. cooperación [κοοπεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) σύμπραξη, συνεργασία, cooperador [κοοπεραδόρ] (ουσ,/αρσ.) συνεργάτης, cooperar [κοοπεράρ] (ρ.) συμπράττω, συνεργάζομαι, cooperativa [κοοπερατίβα] (ουσ./ θηλ.) συνεταιρισμός, cooperativo [κοοπερατίβο] (επίθ.) συνεργάσιμος συνεταιριστικός, coordenada [κοορδενάδα] (ουσ,/θηλ.) συντεταγμένη, coordinación [κοορδιναθιόν] (ουσ./ θηλ.) συντονισμός συνδυασμός, coordinador [κοορδιναδόρ] 1: (ουσ./ αρσ.) συντονιστής 2: (επίθ.) συντο νιστικός. coordinar [κοορδινάρ] (ρ.) συντονίζω, συνδυάζω, copa [κόπα] (ουσΥθηλ.) 1: ψηλό ποτή ρι, 2: κούπα (τράπουλα), 3: κύπελλο, 4: ποτό, 5: κορυφή, copar [κσπάρ] (ρ.) περικυκλώνω. copartícipe [κοπαρτίθιπε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) παρτενέρ. copear [κοπεάρ] (ρ.) τα πίνω, τα τσού ζω. copete [κοπέτε] (ουσ ./αρσ.) φράντζα.
copla [κόπια] (ουσ/θηλ.) αντίγραφο, αντίτυπο, απομίμηση, copiadora [κοπιαδόρα] (ουσ7θηλ.) φωτοτυπικό μηχάνημα, copiante [κοπιάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αντιγραφέας. copiar [κοπιάρ] (ρ.) αντιγράφω, μιμού μαι. copiloto [κοπιλότο] (ουσ7αρσ.) συνοδηγός συγκυβερνήτης. copioso [κοπιόσο] (επίθ.) πλουσιοπά ροχος άφθονος, copista [κοπίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) αντιγραφέας copla [κόπλα] (ουσΥθηλ.) άσμα, τρα γούδι. copo [κόπο] (ουσΥαρσ.) νιφάδα, coproducción [κοπροδουκθιόν] (ουσ7 θηλ.) συμπαραγωγή, copropietario [κοπροπιετάριο] (ουσ./ αρσ.) συνιδιοκτήτης copudo [κοπούδο] (επίθ.) δασύς φου ντωτός. cópula [κόπουλα] (ουσ,/θηλ.) 1: ζευγά ρωμα, συνουσία 2: (Γραμμ.) συνδετι κό ρήμα. copularse [κοπουλάρσε] (ρ.) ζευγαρώ νω, συνουσιάζομαι, coqueta [κοκέτα] (ουσ,/θηλ.) 1: κοκέ τα, 2: μπουντουάρ, coquetear [κοκετεάρ] (ρ.) ερωτοτρο πώ, φλερτάρω, coqueteo [κοκετέο] (ουσ,/αρσ.) 1: φιλαρέσκεια, 2: ερωτοτροπία, φλερτ, coraje [κοράχε] (ουσ,/αρσ.) θάρρος κουράγιο, corajudo [κοραχούδο] (επίθ.) θαρρα λέος τολμηρός, coral [κοράλ] (ουσ7αρσ.) 1: κοράλλι, 2: χορωδία. coralino [κοραλίνο] (επίθ.) κοραλλέ νιος. Corán [κόράν] (ουσ,/αρσ.) Κοράνι. coraza [κοράθα] (ουσ,/θηλ.) 1: καβού 165
corazón κι, 2: θώρακας πανοπλίας, corazón [κοραθόν] (ουσ./αρσ.) καρ διά. corazonada [κοραθονάδα] (ουσΥθηλ.) προαίσθημα, corbata [κορμπάτα] (ουσΥθηλ.) γρα βάτα. corbatín [κορβατίν] (ουσΥάρσ.) παπιγιόν. corcel [κορθέλ] (ουσΥαρσ.) άτι, πολε μικός ίππος, corcova [κορκόβα] (ουσΥθηλ.) κα μπούρα. corcovado [κορκοβάδο] (επίθ.) κα μπούρης. corcovar [κορκοβάρ] (ρ.) κυρτώνω, καμπουριάζω, corchero [κορτσέρο] (επίθ.) φτιαγμέ νος από φελλό, φελλένιος. corchete [κορτσέτε] (ουσΥαρσ.) πόρ πη, αρχαιοελληνικό κόσμημα, corcho [κόρτσο] (ουσΥαρσ.) φελλός, cordal [κορδάλ] (ουσΥαρσ.) φρονιμί της. cordaje [κορδάχε] (ουσΥαρσ.) ξάρτια, cordel [κορδέλ] (ουσΥαρσ.) κορδόνι, σχοινί. cordelería [κορδελερία] (ουσΥθηλ.) σχοινοποιία. cordero [κορδέρο] (ουσΥαρσ.) αρνί. cordial [κορδιάλ] (επίθ.) εγκάρδιος θερμός ανοιχτόκαρδος. cordialidad [κορδιαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) εγκαρδιότητα, πηγαιότητα. cordialmente [κορδιάλμεν'τε] (επίρρ.) εγκαρδίως θερμά, cordillera [κορδιγιέρα] (ουσΥθηλ.) οροσειρά, cordón [κορδόν] (ουσΥαρσ.) κορδόνι · cordón umbilical - ομφάλιος λώρος, cordura [κορδούρα] (ουσΥθηλ.) φρό νηση. coreografía [κορεογραφία] (ουσΥθηλ.) χορογραφία.
coreógrafo [κορεόγραφο] (ουσΥαρσ.) χορογράφος. corintio [κορίν'τιο] 1: (ουσΥαρσ.) Κορίνθιος 2: (επίθ.) κορινθιακός corista [κορίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) χο ρωδός. corm orán [κορμοράν] (ουσ./αρσ.) κορμοράνος, cornada [κορνάδα] (ουσ./θηλ.) κου τουλιά με τα κέρατα, cornadura [κορναδούρα] (ουσΥθηλ.) κέρατα. córnea [κόρνεα] (ουσΥθηλ.) κερατοειδής χιτώνας (μάτι). corneja [κορνέχα] (ουσΥθηλ.) κόρα κας. córneo [κόρνεο] (επίθ.) κερατοειδής κεράτινος, corneta [κορνέτα] 1: (ουσΥαρσ.) σαλπιστής 2: (ουσΥθηλ.) κορνέτα, τρο μπέτα. cornisa [κορνίσα] (ουσΥθηλ.) γείσο, κορνίζα, corno [κόρνο] (ουσΥαρσ.) κέρας. cornucopia [κορνουκόπια] (ουσΥθηλ.) σκαλιστός καθρέφτης, cornudo [κορνούδο] 1: (ουσΥαρσ.) κερασφόρος κερατάς 2: (επίθ.) κε ρατωμένος, coro [κόρο] (ουσΥαρσ.) χορωδία, corola [κορόλα] (ουσΥθηλ.) στεφάνη λουλουδιών. corolario [κορολάριο] (ουσΥαρσ.) πό ρισμα. corona [κορόνα] (ουσΥθηλ.) 1: στεφά νι, 2: στέμμα, κορώνα, coronación [κοροναθιόν] (ουσΥθηλ.) στέψη. coronamiento [κοροναμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) 1: αποκορύφωμα, 2: αποπερά τωση. coronar [κορονάρ] (ρ.) στέφω, στεφα νώνω. coronario [κορονάριο] (επίθ.) στεφα-
166
corriente νικός, στεφανιαίος, coronel [κορονέλ] (ουσ7αρσ.) συνταγ ματάρχης, coronilla [κορονίγια] (ουσ,/θηλ.) κο ρυφή κεφαλιού · estoy hasta la coronilla - είμαι έτοιμος να εκραγώ. corpino [κορπίνιο] (ουσ./αρσ.) κορσές, corporación [κορποραθιόν] (ουσ./ θηλ.) εταιρεία, corporal [κορποράλ] (επίθ.) σωματι κός. corporativo [κορπορατίβο] (επίθ.) εν σωματωμένος, corpóreo [κορπόρεο] (επίθ.) σωματι κός. corpulencia [κορπουλένθια] (ουσ,/θηλ.) παχυσαρκία, corpulento [κορλουλέν'το] (επίθ.) σω ματώδης, ευτραφής. Corpus [κόρπους] (ουσ,/αρσ.) τελετή της Αγίας Δωρεάς, corpúsculo [κορπούσκουλο] (ουσ./ αρσ.) σωματίδιο, μόριο, corral [κοράλ] (ουσ./αρσ.) κοτέτσι, correa [κορέα] (ουσ,/θηλ.) λουρί, ζώ νη. correaje [κορεάχε] (ουσ./αρσ.) ηνία. corrección [κορεκθιόν] (ουσ7θηλ.) διόρ θωση. correccional [κορεκθιονάλ] (ουσ7αρσ.) αναμορφωτήριο, correctivo [κορεκτίβο] (επίθ.) επιδιορθωτικός επανορθωτικός, correcto [κορέκτο] (επίθ.) ορθός, σω στός, ακριβής σχολαστικός καθώς πρέπει. corrector [κορεκτόρ] (επίθ.) διορθω τικός corredera [κορεδέρα] (ουσ7θηλ.) ράγα. corredizo [κορεδίθο] (επίθ.) συρτα ρωτός. corredor [κορεδόρ] (ουσ7αρσ.) 1: δρομέας 2: μεσίτης 3: διάδρομος.
corregible [κορεχίμπλε] (επίθ.) επανορθώσιμος. corregidor [κορεχιδόρ] (ουσ./αρσ.) βασιλικός δικαστής, corregir [κορεχίρ] (ρ.) διορθώνω, correlación [κορελαθιόν] (ουσ7θηλ.) συσχετισμός συνάφεια, αντιστοιχία, correlativo [κορελατίβο] (επίθ.) συσχετιζόμενος συναφής, correligionario [κορελιχιονάριο] (επίθ.) ομόθρησκος, correo [κορέο] (ουσ7αρσ.) 1: ταχυ δρομείο, 2: ταχυδρόμος · correo electrónico - ηλεκτρονικό ταχυδρο μείο. correr [κορέρ] (ρ.) 1: τρέχω, 2: διατρέ χω, 3: ρέω, 4: τραβώ · el tiempo corre - περνάει ο καιρός correría [κορερία] (ουσ7θηλ.) επιδρο μήcorrerse [κορέρσε] (ρ.) μαζεύομαι, τραβιέμαι, correspondencia [κορεσπον'ντένθια] (ουσ7θηλ.) 1: αλληλογραφία, 2: αντι στοιχία. corresponder [κορεσπον'ντέρ] (ρ.) 1: αντιστοιχώ, 2: ανταποκρίνομαι, 3: αλληλογραφώ, correspondiente [κορεσπον'ντιέν'τε] (επίθ.) αντίστοιχος ανάλογος, corresponsal [κορεσπονσάλ] (ουσ7 αρσ.) ανταποκριτής corretaje [κορετάχε] (ουσ./αρσ.) με σιτεία. corretear [κορετεάρ] (ρ.) τρέχω πάνω κάτω. correve(i)dile [κορεμπε(ι)ντίλε] (ουσ7 αρσ.+ θηλ.) μαρτυριάρης μαρτυ ριάρα. corrida [κορίδα] (ουσ7θηλ.) 1: ταυρο μαχία, 2: αγώνας δρόμου, corrido [κορίδο] (επίθ.) συνεχόμενος, παρακείμενος, corriente [κοριέν'τε] 1: (ουσ7θηλ.) ρεύ
167
corrillo μα · corriente eléctrica - ηλεκτρικό ρεύμα · corriente de aire - ρεύμα αέρα · ir contra corriente - πάω ενά ντια στο ρεύμα, 2: (επίθ.) (α) τρεχού μενος (β) κοινός συνηθισμένος, corrillo [κορίγιο] (ουσΥαρσ.) κλίκα, φατρία. corrimiento [κοριμιέν'το] (ουσΥαρσ.) κατολίσθηση, corro [κόρο] (ουσΥαρσ.) κύκλος corroboración [κορομποραθιόν] (ουσΥ θηλ.) επιβεβαίωση, corroborar [κορομποράρ] (ρ.) επιβε βαιώνω. corroborativo [κορομπορατίβο] (επίθ.) επιβεβαιωτικός ενισχυτικός. corroer [κοροέρ] (ρ.) διαβρώνω. corromper [κορομ'πέρ] (ρ.) 1: διαφθείρω, δωροδοκώ, 2: σαπίζω, απο συνθέτω. corrosión [κοροσιόν] (ουσΥθηλ.) διά βρωση. corrupción [κορουπθιόν] (ουσΥθηλ.) διαφθορά, δωροδοκία, σαπίλα, corruptela [κορουπτέλα] (ουσΥθηλ.) διαφθορά, corruptible [κορουπτίμπλε] (επίθ.) φθαρτός αλλοιώσιμος, που μπορεί να διαφθαρεί. corrupto [κορούπτο] (επίθ.) διεφθαρ μένος σάπιος, corruptor [κορουτττόρ] (ουσΥαρσ.) διαφθορέας φθοροποιός, corsario [κορσάριο] (επίθ.) πειρατι κός. corso [κόρσο] 1: (ουσΥαρσ.) Κορσικα νό ς 2: (επίθ.) κορσικανικός. cortabolsas [κορταμπόλσας] (ουσ./ αρσ.) τσαντάκιας, cortacircuitos [κορταθιρκουίτος] (ουσΥ αρσ.) ρελέ, διακόπτης ηλεκτρικού κυ κλώματος, cortado [κορτάδο] (επίθ.) κομμένος cortador [κορταδόρ] (ουσΥαρσ.) κό
φτης. cortadura [κορταδούρα] (ουσΥθηλ.) κό ψιμο. cortalápices [κορταλάπιθες] (ουσΥ αρσ.) μολυβοξύστρα, cortante [κορτάν'τε] (επίθ.) κοφτερός αιχμηρός, cortapapeles [κορταπαπέλες] (ουσΥ αρσ.) χαρτοκόπτης, cortapisa [κορταπίσα] (ουσΥθηλ.) πε ριορισμός απαγόρευση, cortaplumas [κορταπλούμας] (ουσΥ αρσ.) σουγιάς, cortapuros [κορταπούρος] (ουσΥαρσ.) κόπτης πούρων, cortar [κορτάρ] (ρ.) 1: κόβω, 2: κου ρεύω, 3: διαχωρίζω, αποκόπτω · corto con el passado - κόβω με το παρελθόν · corto por lo sano - κόβω διά παντός τις σχέσεις μου. cortaúñas [κορταούνιας] (ουσΥαρσ.) νυχοκόπτης. corte [κόρτε] (ουσΥαρσ.) κόψιμο, το μή. corte [κόρτε] (ουσΥθηλ.) 1: βασιλική αυλή, 2: φλερτ, cortedad [κορτεδάδ] (ουσΥθηλ.) σε μνότητα, ντροπαλότητα, συστολή, cortejar [κορτεχάρ] (ρ.) ερωτοτροπώ, κορτάρω, φλερτάρω, cortejo [κορτέχο] (ουσΥαρσ.) 1: συνο δεία, 2: κόρτε, φλερτ, cortés [κορτές] (επίθ.), φιλόφρων, αβρός ευγενικός, cortesano [κορτεσάνο] (επίθ.) αυλικός. cortesía [κορτεσία] (ουσΥθηλ.) φιλοφόνηση, ευγένεια, corteza [κορτέθα] (ουσΥθηλ.) 1: φλοι ό ς τσόφλι, 2: κόρα. cortijo [κορτίχο] (ουσΥαρσ.) αγροικία, cortina [κορτίνα] (ουσΥθηλ.) κουρτί να, παραπέτασμα, corto [κόρτο] (επίθ.) 1: κοντός βραχύς
168
costurara 2: ντροπαλός συνεσταλμένος, corva [κόρβα] (ουσ./θηλ.) πίσω μέρος του γονάτου, corvadura [κορβαδούρα] (ουσΥθηλ.) καμπυλότητα, αψίδα, corvejón [κορβεχόν] (ουσ,/αρσ.) κότσι. corveta [κορβέτα] (ουσ,/θηλ.) τίναγμα αλόγου. corvo [κόρβο] (επίθ.) καμπύλος κυρ τός. corzo [κόρθο] (ουσ,/αρσ.) ζαρκάδι, cosa [κόσα] (ουσ,/θηλ.) πράγμα, cosaco [κοσάκο] (επίθ.) κοζάκικος, coscorrón [κοσκορόν] (ουσ,/αρσ.) χτύ πημα στο κεφάλι, cosecha [κοσέτσα] (ουσΥθηλ.) συγκο μιδή, σοδειά, cosechadora [κοσετσαδόρα] (ουσ./ θηλ.) θεριστική μηχανή, cosechar [κοσετσάρ] (ρ.) συγκομίζω, σοδιάζω, θερίζω, cosechero [κοσετσέρο] (ουσ,/αρσ.) θεριστής coseno [κοσένο] (ουσ,/αρσ.) συνημί τονο. coser [κοσέρ] (ρ.) ράβω. cosido [κοσίδο] (ουσ,/αρσ.) 1: ράψιμο, 2: βελονιά, consignatario [κονσιγνατάριο] (ουσ./ αρσ.) συνυπογράφων. cosmético [κοσμέτικο] 1: (ουσ,/αρσ.) καλλυντικό, 2: (επίθ.) καλλυντικός καλλωπιστικός, cósmico [κόσμικο] (επίθ.) κοσμικός, cosmografía [κοσμογραφία] (ουσ./ θηλ.) κοσμογραφία, cosmología [κοσμολοχία] (ουσ/θηλ.) κοσμολογία, cosmonauta [κοσμονάουτα] (ουσ./ αρσ.) κοσμοναύτης, cosmopolita [κοσμοπολίτα] (επίθ.) κο σμοπολίτης, cosmos [κόσμος] (ουσ,/αρσ.) κόσμος
σύμπαν. coso1[κόσο] (ουσ7αρσ.) περίβολος. cosoJ [κόσο] (ουσ7αρσ.) σαράκι ξύ λου. cosquillas [κοσκίγιας] (ουσ,/θηλ.) πληθ. γαργαλιστική αίσθηση, cosquillear [κοσκιγεάρ] (ρ.) γαργαλώ. cosquilleo [κοσκιγιέο] (ουσ,/αρσ.) γαργάλισμα. cosquilloso [κοσκιγιόσο] (επίθ.) γαρ γαλιστικός, costa [κόστα] (ουσ./θηλ.) 1: κόστος (Νομ.) έξοδα · a toda costa - με οποιοδήποτε κόστος 2: ακτή. costado [κοστάδο] (ουσ,/αρσ.) πλευ ρά:
costal [κοστάλ] (ουσ7αρσ.) σακί. costanera [κοστανέρα] (ουσ,/θηλ.) 1: δοκάρι οροφής 2: πλαγιά, costar [κοστάρ] (ρ.) κοστίζω, αξίζω, coste [κόστε] (ουσ,/αρσ.) κόστος τιμή, αξία. costear1[κοστεάρ] (ρ.) χρηματοδοτώ. costear1 [κοστεάρ] (ρ.) πλέω δίπλα στην ακτή. costeño [κοστένιο] (επίθ.) παράκτιος, costero [κοστέρο] (επίθ.) παραλιακός, costilla [κοστίγια] (ουσ,/θηλ.) πλευρό, παΐδι. costo [κόστο] (ουσ,/αρσ.) κόστος, costoso [κοστόσο] (επίθ.) δαπανηρός ακριβός costra [κάστρα] (ουσ,/θηλ.) 1: εφελκίδα, κακάδι τραύματος 2: κρούστα, costroso [κοστρόσο] (επίθ.) με κρού στα. costumbre [κοστούμ'μπρε] (ουσ,/θηλ.) συνήθεια, έθιμο, costumbrista [κοστουμ'μπρίστα] (επίθ.) ηθογραφικός, costura [κοστούρα] (ουσ,/θηλ.) ραφή, ράψιμο. costurera [κοστουρέρα] (ουσ/θηλ.) μο δίστρα ράφτρα.
169
costurero costurero [κοστουρέρο] (ουσ/αρσ.) κουτί ραψίματος, cota [κότα] (ουσΥθηλ.) υψόμετρο, συν δρομή. cotejar [κοτεχάρ] (ρ.) αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, cotejo [κοτέχο] (ουσΥαρσ.) αντιπαρα βολή, σύγκριση, coterráneo [κοτεράνεο] (ουσΥαρσ.) συντοπίτης συμπατριώτης, cotidiano [κοτιδιάνο] (επίθ.) καθημε ρινός. cotiledón [κοτιλεδόν] (ουσΥαρσ.) (Bo j .) κοτυληδόνα, cotilla [κοτίγια] (επίθ.) κουτσομπόλης, cotillear [κοτιγεάρ] (ρ.) κουτσομπο λεύω. cotilleo [κοτιγιέο] (ουσΥαρσ.) κουτσο μπολιό. cotización [κοτιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) τρέχουσα τιμή. cotizado [κοτιθάδο] (επίθ.) εκτιμώμενος. cotizar [κοτιθάρ] (ρ.) καθορίζω τιμή. coto [κότο] (ουσΥαρσ.) περιφραγμένη έκταση, χώρος για κυνήγι, cotón [κοτόν] (ουσΥαρσ.) εμπριμέ βαμβακερό ύφασμα, cotorra [κοτόρα] 1: (ουσΥθηλ.) παπα γάλος 2: (επίθ.) (μτφ.) φλύαρος πο λυλογάς. cotorrear [κοτορεάρ] (ρ.) φλυαρώ, πο λυλογώ. cotorreo [κοτορέο] (ουσΥαρσ.) φλυα ρία. coturno [κοτούρνο] (ουσΥαρσ.) κό θορνος. covacha [κοβάτσα] (ουσΥθηλ.) μικρή σπηλιά. coxis [κόξις] (ουσΥαρσ.) κόκκυγας ζώ ων. coyote [κογιότε] (ουσΥαρσ.) τσακάλι, κογιότ. coyuntura [κογιουν'τούρα] (ουσΥθηλ.) 170
1: άρθρωση, 2: ευκαιρία, coz [κοθ] (ουσΥθηλ.) κλωτσιά, crac [κρακ] (ουσΥαρσ.) (Οικον.) κραχ. crampón [κραμ'πόν] (ουσΥαρσ.) άγκι στρο. craneal [κρανεάλ] (επίθ.) κρανιακός, cráneo [κράνεο] (ουσ,/αρσ.) κρανίο, crápula [κράπουλα] (ουσΥθηλ.) 1: με θύσι, 2: κραιπάλη, ξεφάντωμα. craquear [κρακεάρ] (ρ.) ραγίζω, crasitud [κρασιτούδ] (ουσΥθηλ.) λί πος. craso [κράσο] (επίθ.) 1: λιπαρός χο ντρός 2: ασυγχώρητος, cráter [κράτερ] (ουσΥαρσ.) κρατήρας creación [κρεαθιόν] (ουσΥθηλ.) δη μιούργημα, δημιουργία, πλάση, creador [κρεαδόρ] (ουσΥαρσ.) δη μιουργός πλάστης, crear [κρεάρ] (ρ.) δημιουργώ, πλάθω, creativo [κρεατίβο] (επίθ.) δημιουρ γικός. crecer [κρεθέρ] (ρ.) μεγαλώνω, αυξά νω. creces [κρέθες] (ουσΥθηλ.) πληθ. αύ ξηση. crecida [κρεθίδα] (ουσΥθηλ.) υπερχείλιση. crecido [κρεθίδο] (επίθ.) μεγάλος, creciente [κρεθιέν'τε] (επίθ.) αυξανό μενος ανοδικός, crecimiento [κρεθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) αύξηση, ανάπτυξη, credenciales [κρεδενθιάλες] (ουσΥ θηλ.) πληθ. διαπιστευτήρια, credibilidad [κρεδιμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) αξιοπιστία, εμπιστοσύνη, crediticio [κρεδιτίθιο] (επίθ.) πιστωτι κός. crédito [κρέδιτο] (ουσΥαρσ.) 1: πί στωση, 2: πίστη · tarjeta de crédito - πιστωτική κάρτα · carta de crédito - πιστωτική κάρτα · cuenta de crédito - πιστωτικός λογαριασμός.
criptográfico Credo [κρέδο] (ουσ./αρσ.) το Πιστεύω, credulidad [κρεδουλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευπιστία. crédulo [κρέδουλο] (επίθ.) εύπιστος, creencia [κρεένθια] (ουσ,/θηλ.) πίστη, δόγμα, δοξασία, creer [κρεέρ] (ρ.) (en) πιστεύω, θεωρώ • creo en ella - πιστεύω σε αυτή · creo que se trata de una buena chica - πι στεύω ότι πρόκειται για ένα καλό κο ρίτσι · ¡no te creas! - μην ψαρώνεις. creíble [κρεΐμπλε] (επίθ.) πιστευτός αξιόπιστος creído [κρεΐδο] (επίθ.) 1: εύπιστος 2: αυτάρεσκος αλαζονικός. crema [κρέμα] (ουσ7θηλ.) κρέμα, αν θόγαλα. cremación [κρεμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) αποτέφρωση, cremallera [κρεμαγιέρα] (ουσ,/θηλ.) φερμουάρ, crematística [κρεματίστικα] (ουσ./ θηλ.) χρηματιστική. crematorio [κρεματόριο] 1: (ουσ./ αρσ.) κρεματόριο, 2: (επίθ.) αυτός που εξαφανίζει με κάψιμο, cremoso [κρεμόσο] (επίθ.) κρεμώδης. crencha [κρέντσα] (ουσ,/θηλ.) χωρί στρα. crepé [κρεπέ] (ουσΥαρσ.) κρεπ ύφα σμα. crepitación [κρεπιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: σπινθήρισμα, 2: κροτάλισμα, τρί ξιμο. crepitar [κρεπιτάρ] (ρ.) 1: σπινθηρίζω, 2: κροταλίζω, τρίζω, crepuscular [κρεπουσκουλάρ] (επίθ.) δειλινός. crepúsculo [κρεπούσκουλο] (ουσ./ αρσ.) δειλινό, λυκόφως σούρουπο, crespo [κρέσπο] (επίθ.) κατσαρός σγουρός, σγουρομάλλης. cresta [κρέατα] (ουσ,/θηλ.) λειρί, λο φίο πετεινού. 171
cretinismo [κρετινισμό] (ουσ./αρσ.) κρετινισμός, cretino [κρετίνο] 1: (ουσ,/αρσ.) ηλίθιος 2: (επίθ.) κρετίνος. cretona [κρετόνα] (ουσ,/θηλ.) κρετόν ύφασμα. creyente [κρεγιέν'τε] (επίθ.) πιστός, cría [κρία] (ουσ./θηλ.) 1: κτηνοτροφία, 2: ζώο μικρής ηλικίας, criadero [κριαδέρο] (ουσ./αρσ.) 1: φυ τώριο, 2: εκτροφείο, criado [κριάδο] (ουσ7αρσ.) υπηρέτης, criador [κριαδόρ] (ουσ7αρσ.) εκτροφέας. crianza [κριάνθα] (ουσ7θηλ.) εκτρο φή, ανατροφή, criar [κριάρ] (ρ.) 1: θηλάζω, 2: ανατρέ φω, μεγαλώνω, criatura [κριατούρα] (ουσ,/θηλ.) 1: πλάσμα, δημιούργημα, 2: βρέφος, criba [κρίμπα] (ουσΥθηλ.) κόσκινο, cribar [κριμπάρ] (ρ.) κοσκινίζω, crimen [κρίμεν] (ουσ./αρσ.) έγκλημα, δολοφονία, criminal [κρίμινάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) εγκλη ματίας 2: (επίθ.) εγκληματικός criminalidad [κριμιναλιδάδ] (ουσ/θηλ.) εγκληματικότητα. (ουσ,/αρσ.) εγκληματολόγος criminalista [κριμιναλίστα] (ουα/αρσ.+ θηλ) εγκληματολόγος criminología [κριμινολοχία] (ουσ,/θηλ.) εγκληματολογία criminólogo [κριμινόλογο] crin [κριν] (ουσΥθηλ.) χαίτη, crío [κρίο] (ουσ,/αρσ.) μικρό παιδί, criollo [κριόγιο] 1: (ουσ./αρσ.) Κρεολό ς Ισπανοαμερικάνος 2: (επίθ.) κρεολός. cripta [κρίπτα] (ουσΥθηλ.) κρύπτη, criptografía [κριπτογραφία] (ουσ,/θηλ.) κρυπτογραφία, criptográfico [κριπτογράφικο] (επίθ.) κρυπτογραφικός.
criptógrafo criptógrafo [κριτττόγραφο] (ουσ,/αρσ.) κρυτττογράφος. criptograma [κριτττογράμα] (ουσ7 αρσ.) κρυπτογράφημα, crisálida [κρισάλιδα] (ουσ7θηλ.) χρυ σαλλίδα. crisantemo [κρισαν'τέμο] (ουσ7αρσ.) χρυσάνθεμο, crisis [κρίσις] (ουσ7θηλ.) κρίση · pasar por una etapa de crisis - ξεπερνώ μια κρίση. crisma [κρίσμα] (ουσ,/αρσ.) χρίσμα, crispar [κρισπάρ] (ρ.) 1: τεντώνω, 2: ερεθίζω. cristal [κριστάλ] (ουσ,/αρσ.) κρύσταλ λος, κρύσταλλο, τζάμι, γυαλί, cristalería [κρισταλερία] (ουσ,/θηλ.) 1: υαλικά, 2: υαλοπωλείο. cristalino [κρισταλίνο] (επίθ.) κρυστάλ λινος, διάφανος, κρυσταλλοειδής. cristalizar [κρισταλιθάρ] (ρ.) κρυσταλ λώνω. cristalografía [κρισταλογραφία] (ουσ./ θηλ.) κρυσταλλογραφία, cristianar [κριστιανάρ] (ρ.) βαφτίζω, cristiandad [κριαστιανδάδ] (ουσ./ θηλ.) χριστιανοσύνη, cristianismo [κριστιανίσμο] (ουσ,/αρσ.) χριστιανισμός, cristiano [κριστιάνο] 1: (ουσ,/αρσ.) χρι στιανός 2: (επίθ.) χριστιανικός. Cristo [κρίστο] (ουσ,/αρσ.) Χριστός cristo [κρίστο] (επίθ.) εσταυρωμένος, criterio [κριτέριο] (ουσ,/αρσ.) κριτή ριο. crítica [κρίτικα] (ουσΥθηλ.) κριτική, επίκριση. criticar [κριτικάρ] (ρ.) κριτικάρω, επι κρίνω. crítico [κρίτικο] 1: (ουσΥαρσ.) κριτικός 2: (επίθ.) κριτικός criticón [κριτικόν] (επίθ.) επικριτικός croar [κροάρ] (ρ.) κοάζω, cromado [κρομάδο] (ουσ,/αρσ.) χρω
μάτωση. cromático [κρομάτικο] (επίθ.) χρωμα τικός. cromatismo [κροματίσμο] (ουσ,/αρσ.) χρωματισμός, cromo [κρόμο] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) χρώ μιο. cromosoma [κρομόσομα] (ουσ7αρσ.) (Βιολ.) χρωμόσωμα, crónica [κρόνικα] (ουσ./θηλ.) (Λογ.) χρονικό, χρονογράφημα, crónico [κρόνικο] (επίθ.) χρόνιος, cronista [κρονίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) χρονικογράφος, cronología [κρονολοχία] (ουσ/θηλ.) 1: επιστήμη χρονολόγησης 2: χρο νολόγηση, cronológico [κρονολόχικο] (επίθ.) χρο νολογικός cronometrador [κρονομετραδόρ] (ουσ7 αρσ.) χρονομετρητής cronometraje [κρονομετράχε] (ουσ./ αρσ.) χρονομέτρηση, cronómetro [χρονόμετρο] (ουσ,/αρσ.) χρονόμετρο, croqueta [κροκέτα] (ουσ,/θηλ.) κρο κέτα. croquis [κρόκις] (ουσ,/αρσ.) σχεδιά γραμμα. cruce [κρούθε] (ουσ,/αρσ.) διασταύ ρωση · cruce peatonal/de peatones - διασταύρωση πεζών, crucero [κρουθέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: κρουαζιερόπλοιο, 2: κρουαζιέρα, crucial [κρουθιάλ] (επίθ.) κρίσιμος κα θοριστικός, crucificar [κρουθιφικάρ] (ρ.) σταυρώ νω. crucifijo [κρουθιφίχο] (ουσ,/αρσ.) ο Εσταυρωμένος, crucifixión [κρουθιφιξιόν] (ουσ,/θηλ.) σταύρωση, crucigrama [κρουθιγράμα] (ουσ./ αρσ.) σταυρόλεξο.
172
cuál crudeza [κρουδέθα] (ουσΥθηλ.) ωμό τητα, δριμύτητα, σκληρότητα, crudo [κρούδο] (επίθ.) 1: ωμός, άψη τος 2: δριμύς. cruel [κρουέλ] (επίθ.) σκληρός σκλη ρόκαρδος άσπλαχνος, crueldad [κρουελδάδ] (ουσΥθηλ.) σκληρότητα, ασπλαχνία, cruento [κρουέν'το] (επίθ.) αιματη ρός crujido [κρουχίδο] (ουσΥαρσ.) θρόι σμα. crujiente [κρουχιέν'τε] (επίθ.) 1: θροΐζων, 2: τραγανός, crujir [κρουχίρ] (ρ.) τρίζω, crustáceo [κρουστάθεο] (ουσΥαρσ.) οστρακοειδής cruz [κρουθ] (ουσΥθηλ.) σταυρός, cruzada [κρουθάδα] (ουσΥθηλ.) σταυ ροφορία. cruzado [κρουθάδο] (ουσΥαρσ.) σταυ ροφόρος, cruzamiento [κρουθαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) διασταύρωση ράτσας, cruzar [κρουθάρ] (ρ.) 1: διασταυρώνω, 2: διασχίζω, 3: σταυρώνω τα πόδια, cte συντμ. του corriente - τρέχων. cu [κου] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του γράμματος «Q». c/c συντμ. του cuenta corriente - τρέ χων λογαριασμός cuadernillo [κουαδερνίγιο] (ουσΥ αρσ.) βιβλιαράκι, cuaderno [κουαδέρνο] (ουσΥαρσ.) τε τράδιο. cuadra [κουάδρα] (ουσΥθηλ.) στά βλος. cuadrado [κουαδράδο] (επίθ.) τετρά γωνος · ser una cabeza cuadrada είμαι ξεροκέφαλος, cuadragenario [κουαδραχενάριο] (ουσΥαρσ.) σαραντάρης, cuadragésimo [κουαδραχέσιμο] (επίθ.) τεσσαρακοστός
cuadrangular [κουαδρανγκουλάρ] (επίθ.) τετραγωνικός cuadrángulo [κουαδράνγκουλο] (ουσΥ αρσ.) τετράγωνο, cuadrar [κουαδράρ] (ρ.) τετραγωνίζω, cuadrícula [κουαδρίκουλα] (ουσΥθηλ.) τετραγωνάκι. cuadriculado [κουαντρικουλάδο] (επίθ.) τετραγωνισμένος cuadricular [κουντρικουλάρ] (ρ.) χω ρίζω σε τετραγωνίδια, cuadriga [κουαδρίγα] (ουσΥθηλ.) τέ θριππο (είδος άρματος), cuadrilátero [κουαδριλάτερο] (επίθ.) τετράπλευρος, cuadrilla [κουαδρίγια] (ουσΥθηλ.) ομά δα, συμμορία, σπείρα, cuadro [κουάδρο] (ουσΥαρσ.) 1: πίνα κας κάδρο, κορνίζα, 2: τετράγωνο, cuadrúpedo [κουαδρούπεδο] (επίθ.) τετράποδος. cuádruple [κουάδρουπλε] (επίθ.) τε τραπλάσιος, cuadruplicar [κουαντρουπλικάρ] (ρ.) τετραπλασιάζω, cuádruplo [κουάντρουπλο] (επίθ.) τε τραπλός. cuajada [κουαχάδα] (ουσΥθηλ.) στάλπη, τυρόπηγμα, cuajado [κουαχάδο] (επίθ.) πηγμένος παχύρρευστος, cuajar [κουαχάρ] (ρ.) 1: πήζω, 2: κόβω, 3: παγώνω, cuajo [κουάχο] (ουσΥαρσ.) (Βιολ.) πυ τιά (ττυκτικό ένζυμο). cual [κουάλ] (αναφορική αντ.) οποί ος, οποία, οποίο · no sé la razón por la cual se comporta así - δεν ξέρω τον λόγο για τον οποίο συμπεριφέρεται έτσι · el chico del cual te hablé ayer se llam a Jorge το αγόρι για το οποίο σου μίλησα χθες ονομάζεται Jorge, (πληθυντι κός - cuales). 173
cualidad cuál [κουάλ] (ερωτηματική αντ.) ποιος, ποια, ποιο · ¿cuál es tu color preferido7 - ποιο είναι το αγαπημέ νο σου χρώμα; · ¿cuál es tu madre7 - ποια είναι η μαμά σου; · ¿cuáles son tus intereses7- ποια είναι τα ενδιαφέροντά σου;. cualidad [κουαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ιδιό τητα, ποιότητα, προσόν, cualificado [κουαλιφικάδο] (επίθ.) δι πλωματούχος ο έχων τα προσόντα, cualificar [κουαλιφικάρ] (ρ.) 1: χαρα κτηρίζω, 2: προκρίνω, 3: έχω τα προ σόντα. cualitativo [κουαλιτατίβο] (επίθ.) ποιο τικός. cualquiera [κουαλκιέρα] (επίθ.) οποιοσ δήποτε, οποιαδήποτε, (πριν από ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό, cualquier) · podemos ver cualquier película - μπορούμε να δούμε οποια δήποτε ταινία · vamos a cualquier restaurante - πάμε σε οποιοδήποτε εστιατόριο · una persona cualquiera - ένα οποιοδήποτε άτομο. cuán [κουάν] (επίρρ.) πόσο · ¡cuán guapo estás! - πόσο όμορφος είσαι!, cuando [κουάν'ντο] (χρον. σύνδ.) όταν, όποτε · cuando vengas, tráeme mis gafas - όταν θα έρθεις φέρε μου τα γυαλιά μου · cuando pienso en esta situación me pongo de mal humor όταν σκέφτομαι αυτήν την κατάστα ση, γίνομαι κακοδιάθετος, cuándo [κουάν'ντο] (επίρρ.) πότε · ¿cuándo naciste7 - πότε γεννήθηκες. cuantía [κουαν'τία] (ουσ7θηλ.) ποσό, ποσότητα, cuantioso [κουαν'τιόσο] (επίθ.) άφθο νος πλούσιος (καθ.) μπόλικος, cuantitativo [κουαν'τιτατίβο] (επίθ.) ποσοτικός. cuanto [κουάν'το] (αναφορική αντ.)
όσος όση, όσο · puedes invitar cuanta gente quieras - μπορείς να καλέσεις όσο κόσμο θέλεις, cuánto [κουάν'το] (ερωτηματική αντ.) πόσος πόση, πόσο · ¿cuántos años tienes7 - πόσο χρονών είσαι; · ¿cuánto cuesta esta falda7 - πόσο κάνει αυτή η φούστα;, cuarenta [κουαρέν'τα] 1: (ουσ./αρσ.) σαράντα (το νούμερο), 2: (αριθμ. επίθ.) σαράντα, cuarentena [κουαρεν'τένα] (ουσ,/θηλ.) 1: σαρανταριά, 2: καραντίνα, cuarentón [κουαρεν'τόν] (ουσ,/αρσ.) σαραντάρης Cuaresma [κουαρέσμα] (ουσ7θηλ.) Σαρακοστή. cuaresmal [κουαρεσμάλ] (επίθ.) σαρακοστιανός. cuartear [κουαρτεάρ] (ρ.) διαιρώ στα τέσσερα. cuartel [κουαρτέλ] (ουσ./αρσ.) στρα τόπεδο, αρχηγείο, cuarteto [κουαρτέτο] (ουσΛιρσ.) κουαρτέτο, cuartilla [κουαρτίγια] (ουσΥθηλ.) φύλ λο χαρτιού, cuarto [κουάρτο] 1: (ουσ./αρσ.) (α) τέταρτο, (β) δωμάτιο · son las cinco y cuarto - είναι πέντε και τέταρτο · el cuarto de baño - το μπάνιο · ¡no me molestes!, quiero quedarme en mi cuarto - μη με ενοχλείς, θέλω να μείνω στο δωμάτιό μου!, 2: (επίθ.) τέ ταρτος. cuarzo [κουάρθο] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.) κουάρτζ, χαλαζίας, cuaternario [κουατερνάριο] (επίθ.) τε τραμερής τετραδικός, cuatrienio [κουατριένιο] (ουσ7αρσ.) τετραετία, cuatrillizos [κουατριγίθος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. τετράδυμα. cuatrimestre [κουατριμέστρε] (ουσ./
174
cuenta , αρσ.) τετράμηνο. cuatrimotor [κουατριμοτόρ] (επίθ.) τετρακινητήριος, cuatro [κουάτρο] 1: (ουσ./αρσ.) τέσσε ρα, 2: (αριθμ. επίθ.) τέταρτος, cuatrocientos [κουατροθιέν'τος] 1: (ουσ./αρσ.) τετρακόσια, 2: (αριθμ. επίθ.) τετρακοσιοστός, cuba [κούμπα] (ουσ/θηλ.) βαρέλι, cubalibre [κουμπαλίμπρε] (ουσΥαρσ.) ποτό με ρούμι, κόκα -κόλα και λεμό νι. cubertería [κουμπερτερία] (ουσΥθηλ.) μαχαιροπίρουνα, cubeta [κουμπέτα] (ουσΥθηλ.) κουβαδάκι. cubicación [κουμπικαθιόν] (ουσΥθηλ.) κυβοποίηση. cúbico [κούμπικο] (επίθ.) κυβικός, cubículo [κουμπίκουλο] (ουσΥαρσ.) θαλαμίσκος, cubierta [κουμπιέρτα] (ουσΥθηλ.) 1: κάλυμμα, 2: εξώφυλλο βιβλίου, 3: κατάστρωμα, cubierto [κουμπιέρτο] (ουσΥαρσ.) σερ βίτσιο. cubil [κουμπίλ] (ουσΥαρσ.) φωλιά ζώ ων. cubismo [κουμπίσμο] (ουσΥαρσ.) κυ βισμός. cubista [κουμπίστα] 1: (ουσΥαρσ.) κυβιστής 2: (επίθ.) κυβικός, cubito [κουμπίτο] (ουσΥαρσ.) παγάκι. cubito [κούμπιτο] (ουσΥαρσ.) ωλένη (οστό). cubo [κοΰμπο] (ουσΥαρσ.) 1: κύβος 2: κουβάς. cubrecama [κουμπρεκάμα] (ουσΥ αρσ.) κουβερλί. cubrir [κουμπρίρ] (ρ.) σκεπάζω, καλύ πτω. cucaracha [κουκαράτσα] (ουσΥθηλ.) κατσαρίδα, cuclillas [κουκλίγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ.
• en cuclillas - κάθομαι στις φτέρνες, cuclillo [κουκλίγιο] (ουσΥαρσ.) κού κος. cuco [κούκο] (επίθ.) 1: έξυπνος 2: χα ριτωμένος, cucú [κούκου] (ουσΥαρσ.) ρολόι κού κος. cucurucho [κουκουρούτσο] (ουσΥαρσ.) χάρτινο χωνί. cuchara [κουτσάρα] (ουσΥθηλ.) κου τάλι. cucharada [κουτσαράδα] (ουσΥθηλ.) κουταλιά. cucharadita [κουτσαραδίτα] (ουσ./ θηλ.) κουταλίτσα. cucharetear [κουτσαρετεάρ] (ρ.) ανα κατεύω με κουτάλι, cucharilla [κουτσαρίγια] (ουσΥθηλ.) κουταλάκι, cucharón [κουτσαρόν] (ουσΥαρσ.) κουτάλα. cuchichear [κουτσιτσεάρ] (ρ.) ψιθυ ρίζω. cuchicheo [κουτσιτσέο] (ουσΥαρσ.) ψιθύρισμα, ψίθυρος cuchilla [κουτσίγια] (ουσ,/θηλ.) ξυρά φι, ξυραφάκι, cuchillada [κουτοιγιάδα] (ουσΥθηλ.) 1: μαχαιριά, 2: άνοιγμα σε φόρεμα, cuchillero [κουτσιγιέρο] (ουσΥαρσ.) μαχαιροποιός. cuchillo [κουτσίγιο] (ουσΥαρσ.) μα χαίρι. cuchitril [κουτσιτρίλ] (ουσΥαρσ.) τρώ γλη, παράγκα, χαμόσπιτο, cuelgacapas [κουελγακάπας] (ουσΥ αρσ.) καλόγηρος (κρεμάστρα). cuello [κουέγιο] (ουσΥαρσ.) 1: λαιμός 2: κολάρο, γιακάς, cuenca [κουένκα] (ουσΥθηλ.) (Ανατ.) κόγχη, κοίλωμα, cuenco [κουένκο] (ουσΥαρσ.) πήλινο τσουκάλι, cuenta [κουέν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: λογα
175
cuentacorrentista ριασμός, 2: χάντρα · cuenta bancaria - τραπεζικός λογαριασμός · tener en cuenta - έχω υπόψιν μου · trabajar por cuenta propria - ελεύθερος επαγγελματίας · por mi cuenta, tienes que aceptarlo - κατά τη γνώμη μου, πρέ πει να το δεχτείς, cuentacorrentista [κουεντάκορεντίστα] (ουσ./αρσ.) κάτοχος τρέχοντος λο γαριασμού, cuentagotas [κουεν'ταγότας] (ουσ./ αρσ.) σταγονόμετρο, cuentakilómetros [κουεν'τακιλόμετρος] (ουσ7αρσ.) χιλιομετρητής cuentarrevoluciones [κουεν'ταρεβσλουθιόνες] (ουσ./αρσ.) στροφόμε τρο. cuentista [κοαυεν/τίστα] (ουσ,/αρσ.) πα ραμυθάς cuento [κουέν'το] (ουσΥαρσ.) παρα μύθι, διήγημα, cuerda [κουέρδα] (ουσ./θηλ.) 1: σχοινί, 2: χορδή. cuerdo [κουέρδο] (επίθ.) συνετός λο γικός μυαλωμένος, cuerno [κουέρνο] (ουσ,/αρσ.) κέρατο, cuero [κουέρο] (ουσ,/αρσ.) δέρμα, cuerpo [κουέρπο] (ουσ7αρσ.) 1: σώμα, 2: πτώμα, 3: τόμος (μτφ.). cuervo [κουέρβο] (ουσ,/αρσ.) (Ζωολ.) κοράκι. cuesco [κουέσκο] (ουσ,/αρσ.) κουκού τσι. cuesta [κουέστα] (ουσ,/θηλ.) επικλινές έδαφος πλαγιά, cuestación [κουεσταθιόν] (ουσ,/θηλ.) έρανος. cuestión [κουεστιόν] (ουσ./θηλ.) ερώ τηση, ζήτημα, θέμα · es cuestión de tiempo - είναι θέμα χρόνου, cuestionable [κουεστιονάμπλε] (επίθ.) αμφισβητήσιμος. cuestionar [κουεστιονάρ] (ρ.) αμφι σβητώ.
cuestionario [κουεστιονάριο] (ουσ/ αρσ.) ερωτηματολόγιο, cueva [κουέβα] (ουσ7θηλ.) σπηλιά, σπήλαιο. cuévano [κουέβανο] (ουσ,/αρσ.) πα νέρι. cuidado [κουιδάδο] (ουσ,/αρσ.) προ σοχή, φροντίδα, cuidadoso [κουιδαδόσο] (επίθ.) προ σεκτικός. cuidar [κουιδάρ] (ρ.) προσέχω, φρο ντίζω. cuidarse [κουιδάρσε] (ρ.) προσέχω τον εαυτό μου · ¡cuídate mucho! - να προσέχεις πολύ!, cuita [κουίτα] (ουσ,/θηλ.) ανησυχία. cuitado [κουιτάδο] (επίθ.) ανήσυχος, culantro [κουλάν'τρο] (ουσ,/αρσ.) κόλιαντρος. culata [κουλάτα] (ουσ,/θηλ.) κοντάκιο, υποκόπανος (οπίσθιο τμήμα όπλου). culatazo [κουλατάθο] (ουσ,/αρσ.) κλώτσημα όπλου, culebra [κουλέμπρα] (ουσ7θηλ.) φίδι. culebrear [κουλεμπρεάρ] (ρ.) έρπομαι. culebrón [κουλεμπρόν] (ουσ7αρσ.) σαπουνόπερα, culinario [κουλινάριο] (επίθ.) μαγειρι κός. culminación [κουλμιναθιόν] (ουσ7 θηλ.) κορύφωμα, culminante [κουλμινάντε] (επίθ.) κο ρυφαίος διακεκριμένος culminar [κουλμινάρ] (ρ.) κορυφώνω. culo [κούλο] (ουσ,/αρσ.) κώλος. culpa [κούλπα] (ουσ,/θηλ.) φταίξιμο, σφάλμα, ευθύνη · por culpa de - εξαιτίας culpabilidad [κουλπαμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ενοχή, culpable [κουλπάμπλε] (επίθ.) ένοχος, culpar [κουλπάρ] (ρ.) ρίχνω την ευθύ νη, κατηγορώ.
176
cursilería cultivador [κουλτιβαδόρ] (ουσΥαρσ.) καλλιεργητής, cultivar [κουλτιβάρ] (ρ.) καλλιεργώ, cultivo [κουλτιβο] (ουσΥαρσ.) καλ λιέργεια. culto [κούλτο] 1: (ουσΥαρσ.) λατρεία, 2: (επίθ.) μορφωμένος, καλλιεργη μένος. cultura [κουλτούρα] (ουσΥθηλ.) πολι τισμός μόρφωση, κουλτούρα, cultural [κουλτουράλ] (επίθ.) πολιτι στικός μορφωτικός, cumbre [κ ο ύ μ 'μ π ρ ε] (ουσΥθηλ.) 1: κο ρυφή, 2: (μτφ.) συνάντηση κορυφής, cumpleaños [κουμπλεάνιος] (ουσΥ αρσ.) γενέθλια, cumplido [κουμ'πλίδο] (ουσΥαρσ.) φι λοφρόνηση, κομπλιμέντο. cumplidor [κουμ'πλιδόρ] (επίθ.) έμπι στος συνεπής, cumplimentar [κουμπλιμεν'τάρ] (ρ.) συγχαίρω, cumplimiento [κουμ'πλιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) εκπλήρωση, εκτέλεση, cumplir [κουμ'πλίρ] (ρ.) 1: εκτελώ, εκπληρώνω, 2: συμπληρώνω, 3: (απρόσ.) λήγει, cúmulo [κούμουλο] (ουσΥαρσ.) σω ρός στοίβα, cuna [κούνα] (ουσΥθηλ.) κούνια, λί κνο. cundir [κουν'ντίρ] (ρ.) εξαπλώνω, δια δίδω. cunear [κουνεάρ] (ρ.) λικνίζω, κουνώ, cuneiforme [κουνεϊφόρμε] (εττίθ.) σφηνοειδής cuneta [κουνέτα] (ουσΥθηλ.) τάφρος ρείθρο. cuña [κούνια] (ουσΥθηλ.) σφήνα, cuñada [κουνιάδα] (ουσΥθηλ.) κουνιά δα, νύφη. cuñado [κουνιάδο] (ουσΥαρσ.) κουνιά δος γαμπρός, cuño [κούνιο] (ουσΥαρσ.) στάμπα.
cuota [κουότα] (ουσΥθηλ.) συνδρομή, cupo [κούπο] (ουσΥαρσ.) μερίδιο, με τοχή. cupón [κουπόν] (ουσΥαρσ.) απόκομ μα, κουπόνι, λαχνός, cúpula [κούπουλα] (ουσΥθηλ.) τρού λος. cura [κούρα] 1: (ουσΥαρσ.) παπάς 2: (ουσΥθηλ.) θεραπεία, curable [κουράμπλε] (επίθ.) θεραπεύ σιμος curación [κουραθιόν] (ουσΥθηλ.) θε ραπεία. curado [κουράδο] 1: (ουσΥαρσ.) κα τεργασμένο δέρμα, 2: (επίθ.) (α) θε ραπευμένος (β) παστωμένος curandero [κουραν'ντέρο] (ουσΥαρσ.) εμπειρικός γιατρός κομπογιαννίτης. curar [κουράρ] (ρ.) θεραπεύω, για τρεύω. curativo [κουρατίβο] (επίθ.) θεραπευ τικός. curato [κουράτο] (ουσΥαρσ.) ενορία, curia [κούρια] (ουσΥθηλ.) δικαστικό σώμα. curiosear [κουριοσεάρ] (ρ.) 1: περιερ γάζομαι, επεξεργάζομαι, 2: αναμει γνύομαι. curiosidad [κουριοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: περιέργεια, 2: καθαριότητα, curioso [κουριόσο] (επίθ.) 1: περίερ γο ς 2: καθαρός, currante [κουράν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) εργαζόμενος εργαζόμενη, currar [κουράρ] (ρ.) δουλεύω, currículo [κουρίκουλο] (ουσΥαρσ.) κύ κλος σπουδών · currículo vitae - βιογραφικό σημείωμα, cursar [κουρσάρ] (ρ.) 1: σπουδάζω, 2: στέλνω. cursi [κούρσι] (επίθ.) ματαιόδοξος γελοίος αλαζονικός σνομπ. cursilería [κουρσιλερία] (ουσΥθηλ.) κα κογουστιά, κιτς 177
cursillo cursillo [κουρσίγιο] (ουσ,/αρσ.) κύκλος μαθημάτων, cursiva [κουρσίβα] (ουσ7θηλ.) κυρτή γραφή. curso [κούρσο] (ουσ7αρσ.) 1: σχολικό έτος, 2: τάξη, 3: μάθημα, 4: πορεία, κατεύθυνση, cursor [κουρσόρ] (ουσ,/αρσ.) δρομέας κέρσορας. curtido [κουρτίδο] 1: (ουσ7αρσ.) βυρ σοδεψία, 2: (επίθ.) κατεργασμένος, curtidor [κουρτιδόρ] (ουσ,/αρσ.) βυρ σοδέψης. curtiduría [κουρτιδουρία] (ουσ,/θηλ.) βυρσοδεψείο, curtir [κουρτίρ] (ρ.) κατεργάζομια, τεχνουργώ. curva [κούρβα] (ουσ,/θηλ.) καμπύλη, στροφή. curvatura [κουρβατούρα] (ουσ,/θηλ.) καμπυλότητα, curvilíneo [κουρβιλίνεο] (επίθ.) καμπυλωτός καμπύλος, curvo [κούρβο] (επίθ.) καμπύλος, cuscurro [κουσκούρο] (ουσ,/αρσ.) κρουτόν.
cuscús [κουσκούς] (ουσ,/αρσ.) κουσκούς (ζυμαρικό). cúspide [κούσπιδε] (ουσ7θηλ.) κορυ φή, κορύφωμα, custodia [κουστόδια] (ουσΥθηλ.) προ στασία, φρουρά, συνοδεία, custodiar [κουστοδιάρ] (ρ.) προστα τεύω, φρουρώ, cutáneo [κουτάνεο] (επίθ.) δερματι κός. cutícula [κουτίκουλα] (ουσ,/θηλ.) μεμ βράνη. cutis [κούτις] (ουσ7αρσ.) επιδερμίδα, δέρμα προσώπου, cuyo [κούγιο] (αναφορική αντ.) του οποίου · la casa cuyo dueño es mi profesor es muy bonita- το σπίτι του οποίου είναι ιδιοκτήτης ο δάσκαλός μου, είναι πολύ όμορφο · el chico cuya pronunciación es tan buena, es de España - το αγόρι του οποίου η προφορά είναι τόσο καλή, είναι από την Ισπανία, cuzco [κούθκο] (ουσΥαρσ.) σκυλάκι.
178
Ch, ch [τσε] (ουσ,/θηλ.) το τέταρτο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, chabacanear [τσαμπακανεάρ] (ρ.) μι λάω χυδαία, chabacanería [τσαμπακανερία] (ουσΥ θηλ.) χοντροκοπιά, χυδαιότητα, chabacano [τσαμπακάνο] (επίθ.) χο ντροκομμένος, χυδαίος, άξεστος, chabola [τσαμπόλα] (ουσ,/θηλ.) παράγκα. chacal [τσακάλ] (ουσ,/αρσ.) τσακάλι, chacarero [τσακαρέρο] (επίθ.) χωριά τικος chacolí [τσακολί] (ουσ,/αρσ.) κρασί της βόρειας Ισπανίας, chacolotear [τσακολοτεάρ] (ρ.) κρο ταλίζω. chacota [τσακότα] (ουσ,/θηλ.) χλεύη, χλευασμός κοροϊδία, chacotear [τσακοτεάρ] (ρ.) κοροϊδεύω, αστειεύομαι, chacra [τσάκρα] (ουσ,/θηλ.) μικρό αγρό κτημα. chacha [τσάτσα] (ουσ./θηλ.) παραμά να, γκουβερνάντα. chachara [τσατσάρα] (ουσ,/θηλ.) φλυα ρία. chacharear [τσατσαρεάρ] (ρ.) φλυα ρώ. chafar [τσαφάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, κατα στρέφω. chafarrinada [τσαφαρινάδα] (ουσ./ θηλ.) λεκές κηλίδα. chafarrinar [τσαφαρινάρ] (ρ.) λεκιάζω, λερώνω. chaflán [τσαφλάν] (ουσ,/αρσ.) λσξότμηση, φαλτσογωνιά. chal [τσαλ] (ουσ,/αρσ.) σάλι. chalado [τσαλάδο] (επίθ.) ξετρελαμέ νος τρελός, chalanear [τσαλανεάρ] (ρ.) παζαρεύω, chalar [τσαλάρ] (ρ.) τρελαίνω.
chalé [τσαλέ] (ουσ,/αρσ.) έπαυλη, βί λα, σαλέ. chaleco [τσαλέκο] (ουσ,/αρσ.) γιλέκο, chalina [τσαλίνα] (ουσ,/θηλ.) πλατιά γραβάτα. chalupa [τσαλούπα] (ουσ,/θηλ.) 1: βάρκα, 2: κέικ καλαμποκιού, chamaco/a [τσαμάκο/α] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) (Μεξικό) αγόρι, κορίτσι, chamarilero [τσαμαριλέρο] (ουσ,/αρσ.) παλιατζής chamarra [τσαμάρα] (ουσ,/θηλ.) σα κάκι από δέρμα προβάτου, chamarro [τσαμάρο] (ουσ,/αρσ.) τραχιά μάλλινη κουβέρτα, chamba [τσάμμπα] (ουσ7θηλ.) 1: λιμνούλα, 2: χαντάκι, chambelán [τσαμπελάν] (ουσ7αρσ.) θαλαμηπόλος, chambón [τσαμμπόν] (επίθ.) αδέξιος chambonada [τσαμ'μττονάδα] (ουσ./ θηλ.) αδεξιότητα, chambonear [τσαμ'μττονεάρ] (ρ.) κερ δίζω από τύχη. chambra [τσάμ'μττρα] (ουσ7θηλ.) ρό μπα σπιτιού, chamelote [τσαμελότε] (ουσ,/αρσ.) ύφασμα καμηλό, chamizo [τσαμίθο] (ουσ,/αρσ.) αχυρο καλύβα. chamorrar [τσαμοράρ] (ρ.) κουρεύω, μαδώ. chamorro [τσαμόρο] (επίθ.) κουρεμέ νος γουλί, champán [τσαμ'πάν] (ουσ,/αρσ.) σα μπάνια. champiñón [τσαμ'πινιόν] (ουσ./αρσ.) μανιτάρι. champú [τσαμ'πού] (ουσ./αρσ.) σα μπουάν. champurrar [τσαμπουράρ] (ρ.) ανα μειγνύω ποτά. chamullar [τσαμουγιάρ] (ρ.) πολυλο γώ, φλυαρώ. 179
chamuscar chamuscar [τσαμουσκάρ] (ρ.) τσου ρουφλίζω, chamusquina [τσαμουσκίνα] (ουσΥθηλ.) καψάλισμα, chanada [τσανάδα] (ουσΥθηλ.) τέχνα σμα, κόλπο, chancar [τσανκάρ] (ρ.) αλέθω, chance [τσάνθε] (ουσΥαρσ.) (Λατινική Αμερική) τύχη, ευκαιρία, chancear [τσανθεάρ] (ρ.) σαχλαμαρί ζω. chancero [τσανθέρο] (ουσΥαρσ.) καλαμπουρτζής. chancla [τσάνκλα] (ουσΥθηλ.) σαγιο νάρα. chancleta [τσανκλέτα] (ουσΥθηλ.) σα γιονάρα. chancletero [τσανκλετέρο] (επίθ.) λα ϊκός, μπανάλ, chanclo [τσάνκλο] (ουσΥαρσ.) τσόκα ρο, γαλότσα. chancha [τσάντσα] (ουσΥθηλ.) γου ρούνα. chanchi [τσάντσι] 1: (επίθ.) έξοχος απίθανος θαυμάσιος 2: (επίρρ.) έξο χα, απίθανα, θαυμάσια, chancho [τσάντσο] 1: (ουσΥαρσ.) γουρούνι, αγριογούρουνο, 2: (επίθ.) βρόμικος chanchullero [τσαντσουγιέρο] (επίθ.) ανέντιμος, chanchullo [τσαντσούγιο] (ουσΥαρσ.) βρομοδουλειά, απατεωνιά, chándal [τσάν'νταλ] (ουσΥαρσ.) αθλη τική φόρμα, chanfaina [τσανφαΤνα] (ουσΥθηλ.) πα τσάς. chanflón [τσανφλόν] (επίθ.) κακο φτιαγμένος, changador [τσανγαδόρ] (ουσΥαρσ.) αχθοφόρος, chango [τσάνγο] (επίθ.) 1: γρήγορος 2: έξυπνος, changüí [τσανγουί] (ουσΥαρσ.) πλάκα, 180
ξεγέλασμα, chantaje [τσαν'τάχε] (ουσ,/αρσ.) εκ βιασμός. chantajear [τσαν'ταχεάρ] (ρ.) εκβιά ζω. chantajista [τσαν'ταχίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) εκβιαστής εκβιάστρια. chantar [τσαντάρ] (ρ.) φορώ. chantre [τσάν'τρε] (ουσΥαρσ.) πρωτο ψάλτης. chanza [τσάνθα] (ουσΥθηλ.) αστείο, chao [τσάο] (επιφ.) γεια χαρά!, chapa [τσάπα] (ουσΥθηλ.) έλασμα, με ταλλικό καπάκι, chapado [τσαπάδο] (επίθ.) επιχρυσω μένος. chapalear [τσαπαλεάρ] (ρ.) πλατσου ρίζω, τσαλαβουτώ. chapaleo [τσαπαλέο] (ουσΥαρσ.) πλα τσούρισμα, chapar [τσαπάρ] (ρ.) επιμεταλλώνω, chaparrear [τσαπαρεάρ] (ρ.) βρέχει καταρρακτωδώς. chaparro [τσαπάρο] (επίθ.) κοντόχο ντρος. chaparrón [τσαπαρόν] (ουσΥαρσ.) κα ταιγίδα, μπόρα, chapetón [τσαπετόν] 1: (ουσΥαρσ.) καταιγίδα, μπόρα, 2: (επίθ.) πρωτά ρης στη δουλειά, chapitel [τσαπιτέλ] (ουσΥαρσ.) κιονό κρανο. chapó [τσαπό] (επιφ.) μπράβο!, chapodar [τσαποδάρ] (ρ.) ψαλιδίζω, κλαδεύω. chapotear [τσαποτεάρ] (ρ.) τσαλα βουτώ. chapoteo [τσαποτέο] (ουσΥαρσ.) τσα λαβούτημα, chapucear [τσαλουθεάρ] (ρ.) κάνω προχειροδουλειά, τσαπατσουλιά, chapucería [τσαπουθερία] (ουσΥθηλ.) προχειροδουλειά, τσαπατσουλιά, chapucero [τσαπουθέρο] (επίθ.) τσα-
chaval πατσούλης αδέξιος, chapurrar [τσαπουράρ] (ρ.) ανακα τεύω ποτά. chapuza [τσαπούθα] (ουσ,/θηλ.) προ χειροδουλειά, chapuzar [τσαπουθάρ] (ρ.) βουτώ κά ποιον στο νερό. chapuzarse [τσαπουθάραε] (ρ.) βου τάω. chapuzón [τσαπουθόν] (ουσ,/αρσ.) βου τιά. chaqueta [τσακέτα] (ουσ,/θηλ.) σα κάκι. chaquetear [τσακετεάρ] (ρ.) 1: αποστατώ, 2: δειλιάζω, chaquetero [τσακετέρο] (ουσ,/αρσ.) αποστάτης, chaquetón [τσακετόν] (ουσ,/αρσ.) κα ζάκα. charada [τσαράδα] (ουσ,/θηλ.) λογο παίγνιο. charanga [τσαράνγα] (ουσ,/θηλ.) 1: πανδαιμόνιο, 2: στρατιωτική μπάντα. charango [τσαράνγο] (ουσ,/αρσ.) μι κρή κιθάρα, charca [τσάρκα] (ουσ,/θηλ.) λιμνούλα. charco [τσάρκο] (ουσ,/αρσ.) νερόλακ κος. charcutería [τσαρκουτερία] (ουσ7 θηλ.) αλλαντοπωλείο, charla [τσάρλα] (ουσΥθηλ.) συζήτηση, διάλεξη, κουβέντα, charlador [τσαρλαδόρ] (επίθ.) φλύα ρος. charladuría [τσαρλαδουρία] (ουσ./ θηλ.) πολυλογία, φλυαρία, charlar [τσαρλάρ] (ρ.) συζητώ, κουβε ντιάζω, φλυαρώ, charlatán [τσαρλατάν] 1: (ουσ,/αρσ.) πολυλογάς φαφλατάς 2: (επίθ.) φλύαρος charlatanear [τσαρλατανεάρ] (ρ.) φλυα ρώ ασταμάτητα.
charlatanería [τσαρλατανερία] (ουσ./ θηλ.) πολυλογία, φλυαρία, charnela [τσαρνέλα] (ουσ,/θηλ.) αρ μός μεντεσές. charol [τσαρόλ] (ουσ,/αρσ.) 1: λού στρο, 2: λουστρίνι, charolar [τααρολάρ] (ρ.) λουστράρω, charrada [τσαράδα] (ουσ,/θηλ.) φανταχτερό στολίδι, charrasca [τσαράσκα] (ουσ,/θηλ.) αιχ μηρό όπλο. charrasquear [τσαρασκεάρ] (ρ.) μα χαιρώνω. charretera [τσαρετέρα] (ουσ,/θηλ.) επωμίδα. charro [τσάρο] (ουσ,/αρσ.) αγροίκος άξεστος χωριάτης. chasca [τσάσκα] (ουσ,/θηλ.) τούφα, chascarrillo [ταασκαρίγιο] (ουσ,/αρσ.) αστεία ιστοριούλα. chascar [τσασκάρ] (ρ.) πλαταγίζω τη γλώσσα. chasco [τσάσκο] (ουσ,/αρσ.) φιάσκο, παταγώδης αποτυχία, chasis [τσάσις] (ουσΥαρσ.) (Τεχνολ.) σασί. chasquear [τσασκεάρ] (ρ.) εξαπατώ, παραπλανώ, κοροϊδεύω, chasquido [τσακίδο] (ουσ,/αρσ.) πλα τάγισμα, στράκα. chatarra [τσατάρα] (ουσ,/θηλ.) παλιο σίδερα, σαράβαλο, chatarrero [τσαρατέρο] (ουσ,/αρσ.) πωλητής έμπορος παλιοσιδερικών. chato [τσάτο] (ουσ,/αρσ.) 1: άνθρω πος με πλακουτσωτή μύτη, 2: ποτήρι κρασιού. chauvinismo [τσαουβινίσμο] (ουσ,/αρσ.) σοβινισμός εθνικισμός, chauvinista [τσαουβινίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ) σοβινιστής/σοβινίστρια εθνικιστής/εθνικίστρια. chaval [τσαβάλ] (ουσ7αρσ.) αγόρι, παιδί. 181
chaveta chaveta [τσαβέτα] (ουσ,/θηλ.) περόνη. chavo [τσάβο] (ουσ,/αρσ.) 1: νόμισμα μικρής αξίας, 2: παιδί, che [τσε] (ουσ,/θηλ.) η ονομασία του γράμματος «CH». chepa [τσέπα] (ουσ7θηλ.) καμπούρα, cheque [τσέκε] (ουσ,/αρσ.) επιταγή, τσεκ. chequear [τσεκεάρ] (ρ.) ελέγχω, chequeo [τσεκέο] (ουσ./αρσ.) γενικός έλεγχος. chequera [τσεκέρα] (ουσ,/θηλ.) μπλοκ επιταγών, chic [τσικ] (επίθ.) κομψός σικ. chica [τσίκα] (ουσ,/θηλ.) κορίτσι, κο πέλα. chicano [τσικάνο] (ουσ,/αρσ.) (επίθ.) Με ξικανός που ζει στις ΗΠΑ. chicle [τσίκλε] (ουσ7αρσ.) τσίχλα, chico [τσίκο] (ουσ7αρσ.) 1: αγόρι, 2: παιδί. chicolear [τσικολεάρ] (ρ.) φλερτάρω, chicoria [τσικόρια] (ουσ,/θηλ.) κιχώριο, σικορέ. chicote [τσικότε] (ουσ./αρσ.) αποτσί γαρο. chicotear [τσικοτεάρ] (ρ.) μαστιγώνω, chicha [τσίτσα] (ουσ/θηλ.) λικέρ από καλαμπόκι, chícharo [τσιτσάρο] (ουσ,/αρσ.) μπι ζέλι. chicharra [τσιτσάρα] (ουσ,/θηλ.) τζιτζίκι. chicharrón [τσιτσαρόν] (ουσ,/αρσ.) ξε ροψημένο χοιρινό λίπος, chichear [τσιτσεάρ] (ρ.) γιουχαΐζω, chicheo [τσιτσέο] (ουσ,/αρσ.) γιουχάι σμα. chichón [τσιτσόν] (ουσ./αρσ.) καρού μπαλο. chifla [τσίφλα] (ουσ./θηλ.) σφύριγμα, chiflado [τσιφλάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) τρε λό ς 2: (επίθ.) παράφρων, παρανοϊ
κός. chifladura [τσιφλαδούρα] (ουσ./θηλ.) παραφροσύνη, παράνοια, τρέλα, chiflar [τσιφλάφ] (ρ.) τρελαίνω, ξετρε λαίνω. chiflido [τσιφλίδο] (ουσ,/αρσ.) σφύ ριγμα. chilaba [τσιλάμπα] (ουσ7θηλ.) κελεμπία. chile [τσίλε] (ουσ,/αρσ.) κόκκινο πιπέρι· chilla [τσίγια] (ουσ,/θηλ.) τάβλα, σα νίδα. chillar [τσιγιάρ] (ρ.) κραυγάζω, φωνά ζω. chillería [τσιγιερία] (ουσ,/θηλ.) φασα ρία. chillido [τσιγίδο] (ουσ,/αρσ.) κραυγή, chillón [τσιγιόν] (επίθ.) φωνακλάς, chimar [τσιμάρ] (ρ.) ενοχλώ, chimenea [τσιμενέα] (ουσ./θηλ.) 1: τζάκι, 2: καπνοδόχος καμινάδα, φουγάρο, chimpancé [τσιμ'πανθέ] (ουσ,/αρσ.) χιμπαντζής. china [τσίνα] (ουσ./θηλ.) χαλίκι, βό τσαλο. chinche [τσίντσε] (ουσ/θηλ.) κοριός, chincheta [τσιντσέτα] (ουσ,/θηλ.) πι νέζα. chinchilla [τσιντσίγια] (ουσ,/θηλ.) τσιντσιλά, γούνα, chinchorrería [τσιντσορερία] (ουσ./ θηλ.) 1: αυθάδεια, 2: κουτσομπολιό, chinchorro [τσιντσόρο] (ουσΥαρσ.) αιώρα. chinchoso [τσιντσόσο] (επίθ.) κουρα στικός ενοχλητικός, chinela [τσινέλα] (ουσ7θηλ.) παντό φλα. chingar [τσινγκάρ] (ρ.) 1: ενοχλώ, 2: μπεκρουλιάζω, μεθώ. chingarse [τσινγκάρσε] (ρ.) αποτυγχά νω. 182
chocar chingo [τσίνγο] (ουσ./αρσ.) (Ζωολ.) πουλάρι. chingón [τσινγκόν] (επιφ.) γαμημένε!. chino [τσίνο] 1: (ουσΥαρσ.) Κινέζος, 2: κινέζικα (γλώσσα), 3: (επίθ.) κινέ ζικος. chipichipi [τσιπιτσίπι] (ουσΥαρσ.) ψιχάλισμα. chipirón [τσιπιρόν] (ουσΥαρσ.) καλα μάρι. chiquero [τσικέρο] (ουσΥαρσ.) μάν τρα ταύρων, chiquillada [τσικιγιάδα] (ουσΥθηλ.) παιδιάρισμα, chiquillería [τσικιγιερία] (ουσΥθηλ.) ομάδα μικρών παιδιών, chiquillo [τσικίγιο] (ουσΥαρσ.) παιδί, chiquitín [τσικίτίν] (ουσΥαρσ.) πιτσι ρίκος. chiquito/a [τσικίτο/α] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) παιδί. chiribitil [τσιριμπιτίλ] (ουσΥαρσ.) σο φίτα. chirigota [τσιριγότα] (ουσΥθηλ.) αστε ίο, πλάκα, chirimbolos [τσιρίμ'μττολος] (ουσΥαρσ.) πληθ. συμπράγκαλα, chirimoya [τσιριμ'μπόγια] (ουσΥθηλ.) φρούτο του φυτού αννόνα. chiringuito [τσιρινγίτο] (ουσΥαρσ.) αναψυκτήριο, καντίνα. chirinola [τσιρινόλα] (ουσΥθηλ.) έντο νη συζήτηση, φιλονικία, chiripa [τσιρίπα] (επίρρ.) τυχαία, συμπτωματικά · de chiripa - τυχαιως. chirle [τσίρλε] (επίθ.) άνοστος, άγευ στος. chirona [τσιρόνα] (ουσΥθηλ.) φυλακή, chirriar [τσιριάρ] (ρ.) κροταλίζω, τρί ζω. chirrido [τσιρίδο] (ουσΥαρσ.) κροτάλισμα, τρίξιμο, chisme [τσίσμε] (ουσΥαρσ.) κουτσο μπολιό.
chismear [τσισμεάρ] (ρ.) κουτσομπο λεύω. chismorrear [τσισμορεάρ] (ρ.) κου τσομπολεύω, chismorreo [τσισμορέο] (ουσΥαρσ.) κουτσομπολιό, chismoso [τσισμόσο] (επίθ.) κουτσο μπόλης. chispa [τσίσπα] (ουσΥθηλ.) 1: σπιν θήρας σπίθα, 2: ψιχάλα, σταγόνα · tener chispa - έχω διαίσθηση · echar chispas - βγάζω σπίθες (είμαι θυμω μένος). chispazo [τσισπάθο] (ουσΥαρσ.) σπινθήρισμα. chispeante [τσισπεάν'τε] (επίθ.) αστρα φτερός σπινθηρο βόλος, chispear [τσισπεάρ] (ρ.) 1: σπινθηρίζω, 2: ψιχαλίζει, chisporrotear [τσισποροτεάρ] (ρ.) σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ, chistar [τσιστάρ] (ρ.) σιωπώ, δε λέω λέξη. chiste [τσίστε] (ουσΥαρσ.) ανέκδοτο, καλαμπούρι, chistera [τσιστέρα] (ουσΥθηλ.) ημίψη λο καπέλο, chistoso [τσκττόσο] (επίθ.) αστείος διασκεδαστικός. chito [τσίτο] (επιφ.) σιωπή!, chiva [τσίβα] (ουσΥθηλ.) 1: κατσίκι, 2: μούσι, γένι. chivar [τσιβάρ] (ρ.) 1: εξαπατώ, 2: ενο χλώ. chivatazo [τσιβατάθο] (ουσΥαρσ.) κα τάδοση, κάρφωμα, chivatear [τοιβατεάρ] (ρ.) καταδίδω, καρφώνω, chivato [τσιβάτο] (ουσΥαρσ.) χαφιές σπιούνος (μτφ.) καρφί, chivo [τσίβο] (ουσΥαρσ.) τράγος, chocante [τσοκάν'τε] (επίθ.) 1: φανταχτερός 2: σκανδαλώδης, chocar [τσοκάρ] (ρ.) 1: συγκρούομαι, 183
chocarrería 2: παραξενεύω, 3: δίνω το χέρι. chocarrería [τσοκαρερία] (ουσ,/θηλ.) χυδαιότητα, χοντροκοπιά. chocarrero [τσοκαρέρο] (επίθ.) άξε στος, χυδαίος, λαϊκός, chochear [τσοτσεάρ] (ρ.) γερνάω, πα θαίνω γεροντική άνοια, chochera [τσοτσέρα] (ουσ,/θηλ.) γε ροντική άνοια, συναισθηματική αδυ ναμία. chocho [τσότσο] (επίθ.) ο πάσχων από γεροντική άνοια, chocolate [τσοκολάτε] (ουσ,/αρσ.) σο κολάτα. chocolatera [τσοκολατέρα] (ουσ,/θηλ.) σοκολατιέρα. chocolatería [τσοκολατερία] (ουσ./ θηλ.) σοκολστοποιία. chocolatero [τσοκολατέρο] (ουσ,/αρσ.) σοκολατοποιός σοκολατάς. chófer [τσόφερ] (ουσ,/αρσ.) οδηγός σοφέρ. chollo [τσόγιο] (ουσ./αρσ.) κελεπούρι, chompa [τσόμ'πα] (ουσ./θηλ.) πουλόβερ. chopo [τσόπο] (ουσ,/αρσ.) λεύκα, choque [τσόκε] (ουσ./αρσ.) 1: σύ γκρουση, 2: σοκ. choquezuela [τσοκεθουέλα] (ουσ./ θηλ.) επιγονατίδα, chorizo [τσορίθο] (ουσ./αρσ.) λουκά νικο. chorra [τσόρα] (ουσ,/θηλ.) τύχη. chorrada [τσοράδα] (ουσ,/θηλ.) ανοη σία, βλακεία, chorrear [τσορεάρ] (ρ.) στάζω, τρέχω, chorreo [τσορέο] (ουσ,/αρσ.) στάξιμο, ανάβλυση νερού, chorrera [τσορέρα] (ουσ,/θηλ.) στόμιο εκροής. chorro [τσόρο] (ουσ,/αρσ.) πίδακας σωρός · este chico tiene un chorro de ideas - αυτό το αγόρι έχει ένα σωρό ιδέες · me gusta un chorro - μου αρέ
σει πολύ. chotear [τσοτεάρ] (ρ.) χλευάζω, κοροϊ δεύω. choteo [τσοτέο] (ουσ,/αρσ.) αστείο, choto [τσότο] (ουσ./αρσ.) κατσικάκι, μοσχαράκι. choza [τσόθα] (ουσ,/θηλ.) καλύβα, chubasco [τσουβάσκο] (ουσ,/αρσ.) νε ροποντή, chucha [τσούτσα] (ουσ./θηλ.) σκύλα, chuchear [τσουτσεάρ] (ρ.) παγιδεύω, chuchería [τσουτσερία] (ουσ7θηλ.) 1: στολίδι, μπιχλιμπίδι, 2: μεζές, chucho [τσούτσο] (ουσ,/αρσ.) κόπρος, chueca [τσουέκα] (ουσ7θηλ.) 1: κού τσουρο, 2: κοροϊδία, chueco [τσουέκο] (επίθ.) στραβός (πραβοκάνης. chufla [τσούφλα] (ουσ,/θηλ.) αστείο, chuflarse [τσουφλάρσε] (ρ.) αστειεύο μαι. chulada [τσουλάδα] (ουσ,/θηλ.) χο ντράδα, απρέπεια, αγαρμποσύνη, chulear [τσουλεάρ] (ρ.) 1: κοροϊδεύω, 2: καταχρώμαι, εκμεταλλεύομαι, chulería [τσουλερία] (ουσ,/θηλ.) χυ δαιότητα, chuleta [τσουλέτα] (ουσ7θηλ.) μπρι ζόλα. chulo [τσούλο] 1: (ουσ,/αρσ.) μάγκας νταβατζής 2: (επίθ.) ω ραίος χαριτω μένος. chumacera [τσουμαθέρα] (ουσ,/θηλ.) ρουλεμάν, chumbera [τσουμ'μπέρα] (ουσ,/θηλ.) φραγκοσυκιά, chumbo [τσούμ'μπο] (ουσ,/αρσ.) φρα γκόσυκο, chunga [τσούνγκα] (ουσ,/θηλ.) κέφι. chunguearse [τσουνγκουεάρσε] (ρ.) έρχομαι στο κέφι. chupa [τσούπα] (ουσ,/θηλ.) 1: δερμά τινο σακάκι, 2: νεροποντή, chupada [τσουπάδα] (ουσ^θηλ.) 1:
184
chuzonada ρουφηξιά, 2: βύζαγμα, chupado [τσουπάδο] (επίθ.) κοκαλιάρης, ισχνός ρουφηγμένος. chupador [τσουπαδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: ρουφήχτρα, μπεκρής 2: σιδεράκια για τα δόντια, chupar [τσουπάρ] (ρ.) πιπιλίζω, ρου φώ, γλύφω, chupeta [τσουπέτα] (ουσ7θηλ.) γλει φιτζούρι. chupete [τσσυπέτε] (ουσ,/αρσ.) πι πίλα. chupetear [τσσυπετεάρ] (ρ.) γλύφω, ρουφώ. chupito [τσουπίτο] (ουσ,/αρσ.) σφηνάκι. chupón [τσουπόν] (ουσΥαρσ.) παρα φυάδα. chuquisa (τσουκίσα] (ουσ/θηλ.) (Χιλή) ιερόδουλη, πόρνη, churdón [τσουρδόν] (ουσ,/αρσ.) βα τόμουρο. churrasco [τσουρράσκο] (ουσ7αρσ.) ψητό κρέας στη σχάρα, churrería [τσουρερία] (ουσ,/θηλ.) λουκουματζίδικο.
churrero [τσσυρέρο] (ουσ,/αρσ.) λου κουματζής churrete [τοουρέτε] (ουσ,/αρσ.) λεκές. churretear [τσουρετεάρ] (ρ.) λεκιάζω, churretoso [τσουρετόσο] (επίθ.) λε κιασμένος, churro [τσούρο] (ουσ,/αρσ.) είδος τη γανίτας λουκουμάς, churruscar [τσουρουσκάρ] (ρ.) ξερο τηγανίζω, churrusco [τσουρούσκο] (ουσ,/αρσ.) ξεροψημένη φρυγανιά, chusco [τσούσκο] (επίθ.) διασκεδαστικός αστείος, chusma [τσούσμα] (ουσ/θηλ.) όχλος συρφετός (καθ.) πλέμπα, chut [τσουτ] (ουσ,/αρσ.) σουτ. chutar [τσουτάρ] (ρ.) σουτάρω, chuzo [τσούθο] (ουσΥαρσ.) λόγχη, chuzón [τσουθόν] (επίθ.) εφευρετικός πολυμήχανος πανούργος πονηρός chuzonada [τσουθονάδα] (ουσ,/θηλ.) βλακεία.
185
D, d [ντε] (ουσΥθηλ.) το πέμπτο γράμ μα του ισπανικού αλφαβήτου. D. σύντμ. του Don (ουσΥαρσ.) κύριος. Da. σύντμ. της Doña (ουσΥθηλ.) κυ ρία. dable [ντάμπλε] (επίθ.) εφικτός, dactilar [ντακτιλάρ] (επίθ.) δακτυλικός, dactilografía [ντακτιλογραφία] (ουσΥ θηλ.) δακτυλογραφία, δακτυλογράφιση. dactilógrafo [ντακτιλόγραφο] (ουσΥ αρσ.) δακτυλογράφος. dactiloscopia [ντακτιλοσκόπια] (ουσΥ θηλ.) δακτυλοσκόπηση. dadaísmo [ντανταϊσμό] (ουσ,/αρσ.) ντανταϊ σμός dádiva [ντάδιβα] (ουσΥθηλ.) 1: δωρεά, χορηγία, 2: φιλοδώρημα, dadivisidad [νταδιβισιδάδ] (ουσΥθηλ.) γενναιοδωρία, dadivoso [νταδιβόσο] (επίθ.) γενναιό δωρος. dado [ντάδο] 1: (ουσΥαρσ.) ζάρι, 2: (επίθ.) (dar) δεδομένος · en la dada situación no hay muchas opciones στη δεδομένη κατάσταση δεν υπάρ χουν πολλές επιλογές · dado que - δεδομένου ότι. dador [νταδόρ] (ουσΥαρσ.) δότης, daga [ντάγα] (ουσΥθηλ.) στιλέτο, dalia [ντάλια] (ουσ,/θηλ.) ντάλια, daltoniano [νταλτονιάνο] (επίθ.) δαλτονικός. daltonismo [νταλτονίσμο] (ουσΥαρσ.) δαλτονισμός αχρωματοψία, dama [ντάμα] (ουσΥθηλ.) κυρία, ντάμα, damajuana [νταμαχουάνα] (ουσΥθηλ.) νταμιτζάνα. damasco [νταμάσκο] (ουσΥαρσ.) 1: δαμασκηνό ύφασμα, 2: βερικοκιά, βερίκοκο, damasquinar [νταμασκινάρ] (ρ.) 1: δα-
μασκηνώνω, 2: διακοσμώ μέταλλα, damasquino [νταμασκίνο] (επίθ.) δα μασκηνός, damnificar [νταμνιφικάρ] (ρ.) βλάπτω, dañado [ντανιάδο] (επίθ.) χαλασμέ νος με βλάβη, dañar [ντανιάρ] (ρ.) βλάπτω, προξενώ ζημιά. dañino [ντανίνο] (επίθ.) βλαβερός, daño [ντάνιο] (ουσΥαρσ.) βλάβη, ζη μιά. dañoso [ντανιόσο] (επίθ.) ζημιογόνος βλαβερός, danza [ντάνθα] (ουσΥθηλ.) 1: χορός 2: καβγάς. danzante [ντανθάν'τε] (ουσΥαρσ.) χο ρευτής. danzar [ντανθάρ] (ρ.) χορεύω, danzarín [ντανθαρίν] (ουσΥαρσ.) χο ρευταράς, dar [νταρ] (ρ.) δίνω, παρέχω προσφέ ρω, · dar las gracias a alguien - ευχα ριστώ κάποιον · dar la bienvenida a alguien - καλωσορίζω κάποιον · dar con alguien - συναντώ τυχαία κά ποιον · la habitación da a la calle - το δωμάτιο «βλέπει» στον δρόμο · este espectáculo me da risa - αυτό το θέ αμα μου προκαλεί γέλιο · lo doy por perdido - το θεωρώ χαμένο, darse [ντάρσε] (ρ.) (α) επιδίδομαι · se dio a trabajar - επιδόθηκε στη δου λειά. dardo [ντάρδο] (ουσΥαρσ.) βέλος, dársena [ντάρσενα] (ουσΥθηλ.) προ βλήτα. data [ντάτα] (ουσΥθηλ.) ημερομηνία, datación [νταταθιόν] (ουσΥθηλ.) χρο νολόγηση, datar [ντατάρ] (ρ.) χρονολογώ, dátil [ντάτιλ] (ουσΥαρσ.) χουρμάς, datilera [ντατιλέρα] (ουσΥθηλ.) χουρ μαδιά. dativo [ντατίβο] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.)
186
decantar δοτική πτώση, dato [ντάτσ] (ουσ,/αρσ.) στοιχείο, de [ντε] (πρόθ.) 1: (γενική κτητική) του, τη ς των · la casa de mis padres está en Atenas - τ ο σπίτι των γονιών μου είναι στην Αθήνα · es un cuadro de El Greco - είναι ένας πίνακας του Ελ Γκρέκο, 2: (καταγωγή) από · soy de Madrid - είμαι από τη Μαδρίτη, 3: (προέλευση) από · el vuelo de Madrid llegará a las ocho - η πτήση από τη Μαδρίτη θα φτάσει στις 8 · volveré de mis vacaciones el 15 de julio - θα επιστρέφω από τις διακοπές μου στις 15 Ιουλίου, 4: (από-μέχρι) · de lunes a viernes - από Δευτέρα ως Πα ρασκευή, 5: (υλικό) · es de algodón είναι βαμβακερό · es de lana - είναι μάλλινο 6: {θέμα) · tengo clases de español - έχω μαθήματα ισπανικών 7: (χρονικό) · alas 6 de la tarde - στις 6 το απόγευμα · salir de noche - βγαί νω βράδυ 8: (αιτία) από · me muero de aburrimiento - πεθαίνω από βα ρεμάρα · llorando de alegría - κλαίγοντας από χαρά 9: (μεριστική ποσό τητα) · alguno de ellos dirá la verdad - κάποιος από αυτούς θα λέει την αλήθεια 10: (στερεότυπες εκφράσεις) • estar de pie - στέκομαι όρθιος, deambular [ντεαμ'μπουλάρ] (ρ.) περι πλανιέμαι, deán [ντεάν] (ουσ7αρσ.) πρωτοπρε σβύτερος, debade [ντεμπάκλε] (ουσ,/θηλ.) κατα στροφή, συμφορά, debajo [ντεμπάχο] (επίρρ.) (de) από κάτω, κάτω · el gato está debajo de la cama - o γάτος βρίσκεται κάτω από το κρεβάτι, debate [ντεμπάτε] (ουσ,/αρσ.) 1: δια φωνία, 2: συζήτηση, debatir [ντεμπατίρ] (ρ.) 1: διαφωνώ, 2: συζητώ.
deber1[ντεμπέρ] (ουσ./αρσ.) καθήκον, υποχρέωση · deberes - ασκήσεις για το σπίτι. deber3[ντεμπέρ] (ρ.) (α) χρωστώ, οφεί λω, (β) (απρ. ρ.) (+ απαρέμφατο) πρέ πει. debidamente [ντεβιδαμέν'τε] (επίρρ.) δεόντως όπως πρέπει, debido [ντεμπίδο] (επίθ.) δέων, οφειλόμενος. débil [ντέμπιλ] (επίθ.) αδύναμος ασθε νικός φιλάσθενος εύθραυστος, debilidad [ντεμπιλιδάδ] (ουσ/θηλ.) αδυ ναμία, φιλασθένεια. debilitación [ντεβιλιταθιόν] (ουσ/θηλ.) εξασθένηση, αποδυνάμωση. debilitar [ντεμπιλιτάρ] (ρ.) εξασθενώ, αποδυναμώνω, debitar [ντεμπιτάρ] (ρ.) χρεώνω, débito [ντέμπιτο] (ουσ./αρσ.) χρέος οφειλή. debut [ντεμπούτ] (ουσ./αρσ.) πρώτη δημόσια εμφάνιση, (καθ.) ντεμπούτο. debutante [ντεμπουτάν'τε] (επίθ.) αρ χάριος, πρωτοεμφανιζόμενος. debutar [ντεμπουτάρ] (ρ.) κάνω ντεμπούτο, πρωτοεμφανίζομαι. década [ντέκαδα] (ουσ,/θηλ.) δεκαε τία. decadencia [ντεκαδένθια] (ουσ,/θηλ.) παρακμή, φθορά, decadente [ντεκαδέν'τε] (επίθ.) παρηκμασμένος. decaer [ντεκαέρ] (ρ.) παρακμάζω, κα ταπέφτω. decaimiento [ντεκαϊμιέν'το] (ουσ7αρσ.) εξασθένηση, κατάπτωση, decanato [ντεκανάτο] (ουσ,/αρσ.) θη τεία κοσμήτορα, decano [ντεκάνο] (ουσ,/αρσ.) κοσμή τορας. decantar1[ντεκαντάρ] (ρ.) επαινώ. decantar2 [ντεκαντάρ] (ρ.) χύνω κρασί
187
decapitar από μπουκάλι σε καράφα, decapitar [ντεκαπιτάρ] (ρ.) αποκεφα λίζω. decena [ντεθένα] (ουσ,/θηλ.) δεκάδα, decencia [ντεθένθια] (ουσ,/θηλ.) 1: ηθικότητα, 2: ειλικρίνεια, decenio [ντεθένιο] (ουσ,/αρσ.) δεκαε τία. decente [ντεθέν'τε] (επίθ.) ηθικός ενά ρετος καθώς πρέπει, σεβαστός, decepción [ντεθεπθιόν] (ουσ7θηλ.) απογοήτευση, decepcionante [ντεθεπθιονάν'τε] (επίθ.) απογοητευτικός decepcionar [ντεθεπθιονάρ] (ρ.) απο γοητεύω. deceso [ντεθέσο] (ουσΥαρσ.) θάνατος decibelio [ντεθιμπέλιο] (ουσ,/αρσ.) ντε σιμπέλ. decible [ντεθίμπλε] (επίθ.) αυτός που μπορεί να εκφραστεί, decidido [ντεθιδίδο] (επίθ.) αποφασι σμένος αποφασιστικός, decidir [ντεθιδίρ] (ρ.) αποφασίζω, decidor [ντεθιδόρ] (επίθ.) εύγλωττος ευφραδής. décima [ντέθιμα] (ουσΥθηλ.) δέκατο, decimal [ντεθιμάλ] (αριθμ. επίθ.) δε καδικός. décimo [ντέθιμο] (αριθμ. επίθ.) δέκα τος. decimoctavo [ντεθιμοκτάβο] (αριθμ. επίθ.) δέκατος όγδοος, decimocuarto [ντεθιμοκουάρτο] (αριθμ. επίθ.) δέκατος τέταρτος decimonónico [ντεθιμονόνικο] (επίθ.) του 19ου αιώνα, decimonono [ντεθιμονόνο] (αριθμ. επίθ.) δέκατος ένατος decimoquinto [ντεθιμοκίν'το] (αριθμ. επίθ.) δέκατος πέμπτος, decimoséptimo [ντεθιμοσέπτιμο] (αριθμ. επίθ.) δέκατος έβδομος decimosexto [ντεθιμοσέξτο] (αριθμ.
επίθ.) δέκατος έκτος, decimotercero [ντεθιμοτερθέρο] (αριθμ. επίθ.) δέκατος τρίτος decir [ντεθίρ] (ρ.) λέγω, εκφράζω · decir con - ταιριάζω · es decir - δη λαδή. decisión [ντεθισιόν] (ουσ,/θηλ.) από φαση, αποφασιστικότητα, decisivo [ντεθισίβο] (επίθ.) αποφασι στικός. declamación [ντεκλαμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: αγόρευση, 2: απαγγελία, declamar [δεκλαμάρ] (ρ.) 1: αγορεύω, 2: απαγγέλλω με στόμφο, declaración [ντεκλαραθιόν] (ουσ,/θηλ.) δήλωση, ανακοίνωση, διακήρυξη, κή ρυξη. declarado [ντεκλαράδο] (επίθ.) δεδη λωμένος. declarante [ντεκλαράν'τε] (ουσ7αρσ.) καταθέτης, declarar [ντεκλαράρ] (ρ.) 1: δηλώνω, ανακοινώνω, 2: διακηρύσσω, κηρύσ σω. declararse [ντεκλαράρσε] (ρ.) δηλώ νομαι, κηρύσσομαι, εκδηλώνομαι, κάνω ερωτική εξομολόγηση, declinación [ντεκλιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: παρακμή, πτώση, κάμψη, 2: (Γραμμ.) κλίση. declinar [ντεκλινάρ] (ρ.) 1: εξασθενώ, 2: αρνούμαι, 3: (Γραμμ.) κλίνω, declive [ντεκλίβε] (ουσ,/αρσ.) 1: κατή φορος κλίση, 3: παρακμή, decoloración [ντεκολοραθιόν] (ουσ./ θηλ.) αποχρωματισμός, decolorar [ντεκολοράρ] (ρ.) αποχρω ματίζω, ξεβάφω, decomisar [ντεκομισάρ] (ρ.) ανακαλώ την κυριότητα, κατάσχω, decomiso [ντεκομίσο] (ουσ,/αρσ.) κα τάσχεση. decoración [ντεκοραθιόν] (ουσ/θηλ.) διακόσμηση.
definición decorado [ντεκοράδο] (ουσΥαρσ.) σκη νικό. decorador [ντεκοραδόρ] (ουσΥαρσ.) διακοσμητής. decorar [ντεκοράρ] (ρ.) διακοσμώ, στολίζω. decorativo [ντεκορατίβο] (επίθ.) διακοσμητικός. decoro [ντεκόρο] (ουσΥαρσ.) ηθικότη τα, ευσέβεια, decoroso [ντεκορόσο] (επίθ.) κόσμιος ευπρεπής, decrecer [ντεκρεθέρ] (ρ.) ελαττώνω, μειώνω. decreciente [ντεκρεθιέν'τε] (επίθ.) που ελαττώνεται, decrecimiento [ντεκρεθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) ελάττωση, μείωση, decrépito [ντεκρέπιτο] (ουσΥαρσ.) 1: υπέργηρος 2: ετοιμόρροπος, decretar [ντεκρετάρ] (ρ.) θεσπίζω, δια τάζω. decreto [ντεκρέτο] (ουσΥαρσ.) θέσπι σμα, διάταγμα, decúbito [ντεκούμπιτο] (ουσΥαρσ.) θέση · decúbito prono - θέση πρη νής · decúbito supino - ύπτια θέση, decúbito lateral - πλάγια θέση. décuplo [ντέκουπλο] (αριθμ. επίθ.) δε καπλάσιος, dedada [ντεδάδα] (ουσΥθηλ.) μια μι κρή δόση. dedal [ντεδάλ] (ουσΥαρσ.) δακτυλήθρα, dédalo [ντέδαλο] (ουσΥαρσ.) λαβύ ρινθος. dedicación [ντεδικαθιόν] (ουσΥθηλ.) αφιέρωση, αφοσίωση, dedicar [ντεδικάρ] (ρ.) αφιερώνω, dedicarse [ντεδικάρσε] (ρ.) (α) αφιε ρώνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι •¿a qué te dedicas? - με τι ασχολείσαι;. dedicatoria [ντεδικατόρια] (ουσΥθηλ.) αφιέρωση.
dedicatorio [ντεδικστόριο] (επίθ.) αφιερωτικός. dedo [ντέδο] (ουσΥαρσ.) δάκτυλο, deducción [ντεδουκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: συμπέρασμα, 2: αφαίρεση, deducible [ντεδουθίμπλε] (επίθ.) συμπεραινόμενος. deducir [ντεδουθίρ] (ρ.) 1: συνάγω, συμπεραίνω, 2: αφαιρώ. deductivo [ντεδουκτίβο] (επίθ.) συ μπερασματικός defecar [ντεφεκάρ] (ρ.) αφοδεύω. defección [ντεφεκθιόν] (ουσΥθηλ) απο στασία, λιποταξία, defectivo [ντεφεκτίβο] (επίθ.) ατελής, ελλιπής. defecto [ντεφέκτο] (ουσΥαρσ.) ελάτ τωμα, ατέλεια, βλάβη, defectuoso [ντεφεκτουόσο] (επίθ.) ελατ τωματικός, defender [ντεφεν'ντέρ] (ρ.) προστατεύω, υπερασπίζω, υπεραμύνομαι, συνηγορώ, defendible [ντεφεν'ντίμπλε] (επίθ.) υπερασπίσιμος defensa [ντεφένσα] (ουσΥθηλ.) προ στασία, υπεράσπιση, άμυνα, defensivo [ντεφενσίβο] (επίθ.) αμυ ντικός. defensor [ντεφενσόρ] (ουσΥαρσ.) υπε ρασπιστής συνήγορος, deferencia [ντεφερένθια] (ουσΥθηλ.) συμμόρφωση, deferente [ντεφερέν'τε] (επίθ.) γεμά τος σεβασμό, deferir [ντεφερίρ] (ρ.) σέβομαι, deficiencia [ντεφιθιένθια] (ουσΥθηλ.) ελάττωμα, ανεπάρκεια, έλλειψη, deficiente [ντεφιθιέν'τε] (επίθ.) ελλι πή ς ελαττωματικός ανεπαρκής, déficit [ντέφιθιτ] (ουσΥαρσ.) έλλειμμα, definible [ντεφινίμπλε] (επίθ.) προσδιορίσιμος definición [ντεφινιθιόν] (ουσΥθηλ.) ορι σμός 189
definido definido [ντεφινίδο] (επίθ.) προσδιο ρισμένος, καθορισμένος, definir [ντεφινίρ] (ρ.) ορίζω, προσδιο ρίζω, καθορίζω, definitivo [ντεφινιτίβο] (επίθ.) οριστι κός, τελειωτικός, deflación [ντεφλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) απο πληθωρισμός αντιπληθωρισμός ξεφούσκωμα. deflacionario [ντεφλαθιονόριο] (επίθ.) αποπληθωριστικός αντιπληθωριστικός. deflector [ντεφλεκτόρ] (συσ7αρσ.) διάφραγμα. deformación [ντεφορμαθιόν] (ουσ./ θηλ.) παραμόρφωση, παραποίηση. deformar [ντεφορμάρ] (ρ.) παραμορ φώνω, παραποιώ, deforme [ντεφόρμε] (επίθ.) δύσμορ φος παραμορφωμένος, deformidad [ντεφορμιδάδ] (ουσνθηλ.) δυσμορφία, παραμόρφωση, defraudación [ντεφραουδαθιόν] (ουσ./ θηλ.) εξαπάτηση, υπεξαίρεση, defraudar [ντεφραουδάρ] (ρ.) εξαπα τώ, παραπλανώ, ξεγελώ, defuera [ντεφουέρα] 1: (επίθ.) εξωτε ρικός 2: (επίρρ.) εξωτερικά, defunción [ντεφουνθιόν] (ουσ/θηλ.) θάνατος. degeneración [ντεχενεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) εκφυλισμός διαφθορά, degenerado [ντεχενεράδο] (επίθ.) έκλυ τος έκφυλος ακόλαστος διεφθαρμέ νος. degenerar [ντεχενεράρ] (ρ.) εκφυλίζω, διαφθείρω. deglutir [ντεγκλουτίρ] (ρ.) καταπίνω, degollación [ντεγογιαθιόν] (ουσ./θηλ.) καρατόμηση, αποκεφαλισμός degolladero [ντεγσγιαδέρο] (ουσ,/αρσ.) σφαγείο. degollar [ντενογιάρ] (ρ.) καρατομώ, σφάζω, αποκεφαλίζω.
degradación [ντεγραδαθιόν] (ουσ,/θηλ.) καθαίρεση, degradante [ντεγραδάν'τε] (επίθ.) υπο τιμητικός μειωτικός ταπεινωτικός, degradar [ντεγραδάρ] (ρ.) υποβαθμί ζω, εξευτελίζω, degüello [ντεγουέγιο] (ουσ,/αρσ.) απο κεφαλισμός του πληθυσμού μιας κοινότητας, degustación [ντεγουσταθιόν] (ουσ./ θηλ.) δοκιμή, degustar [ντεγουστάρ] (ρ.) δοκιμάζω, deidad [ντεϊδάδ] (ουσ,/θηλ.) θεότητα, deificación [ντεϊφικαθιόν] (ουσ/θηλ.) θεοποίηση, deificar [ντεϊφικάρ] (ρ.) θεοποιώ, deificarse [ντεϊφικάρσε] (ρ.) θεοποι ούμαι. deísmo [ντεϊσμό] (ουσ,/αρσ.) δεϊσμός. deísta [ντεΐστα] 1: (ουσ,/αρσ.) δεϊστής, 2: (επίθ.) δεϊστικός. dejadez [ντεχαδέθ] (ουσ,/θηλ.) παρα μέληση, εγκατάλειψη, dejado [ντεχάδο] (επίθ.) παραμελημένος εγκαταλελειμμένος. dejar [ντεχάρ] (ρ.) 1: αφήνω, επιτρέ πω 2: · dejar de - σταματώ · Sara dejó de conducir cuando estaba embarazada - η Σάρα σταμάτησε να οδηγεί όταν ήταν έγκυος, del [ντελ] (πρόθ.) στον, στη, στο (de + el ) · su casa está cerca del mar - το σπίτι του βρίσκεται κοντά στη θά λασσα. delación [ντελαθιόν] (ουσ,/θηλ.) κα ταγγελία, κατηγορία, delantal [ντελαν'τάλ] (ουσ,/αρσ.) πο διά. delante [ντελάν'τε] (επίρρ.) 1: μπρο στά, 2: απέναντι · delante de - μπρο στά από. delantera [ντελαν'τέρα] (ουσ,/θηλ.) μπροστινό μέρος προβάδισμα, delantero [ντελαν'τέρο] (επίθ.) μπρο
190
demandante στινός. delatar [ντελατάρ] (ρ.) καταδίνω, κα ταγγέλλω, προδίδω, delator [ντελατόρ] (ουσ,/αρσ.) κατα δότης, σπιούνος, προδότης, (καθ.) χαφιές. delectación [ντελεκταθιόν] (ουσ/θηλ.) ευχαρίστηση, τέρψη, delegación [ντελεγαθιόν] (ουσ7θηλ.) αντιπροσωπεία, παράρτημα, delegado [ντελεγάδο] (ουσ,/αρσ.) απε σταλμένος, εκπρόσωπος, delegar [ντελεγάρ] (ρ.) εξουσιοδοτώ, deleitar [ντελεϊτάρ] (ρ.) τέρπω, ευχα ριστώ. deleite [ντελέιτε] (ουσ,/αρσ.) τέρψη, ευχαρίστηση, deletrear [ντελετρεάρ] (ρ.) συλλαβίζω, deletreo [ντελετρέο] (ουσ,/αρσ.) συλ λαβισμός, delfín [ντελφίν] (ουσ./αρσ.) δελφίνι, delgadez [ντελγαδέθ] (ουσ,/θηλ.) ισχνότητα αδυνάτισμα λεπτότητα, delgado [ντελγάδο] (επίθ.) αδύνατος λιγνός ισχνός, delgaducho [ντελγαδούτσο] (επίθ.) αδυνατούλης λιγνούλης. deliberación [ντελιμπεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) διάσκεψη, σύσκεψη, deliberado [ντελιμπεράδο] (επίθ.) εσκεμμένος ηθελημένος σκόπιμος, deliberar [ντελιμπεράρ] (ρ.) διασκέπτομαι, συσκέπτομαι, deliberativo [ντελιμπερατίβο] (επίθ.) συσκεπτόμενος. delicadeza [ντελικαδέθα] (ουσ,/θηλ.) λεπτότητα, κομψότητα, φινέτσα. delicado [ντελικάδο] (επίθ.) (ser) λε πτός, εύθραυστος ντελικάτος απα λό ς (estar) ευαίσθητος, delicia [ντελίθια] (ουσ7θηλ.) τέρψη, ευχαρίστηση, ηδονή, delicioso [ντελιθιόσο] (επίθ.) εξαίσιος ηδονικός γευστικός.
delictivo [ντελικτίβο] (επίθ.) εγκλημα τικός delimitación [ντελιμιταθιόν] (ουσ./ θηλ.) οροθέτηση, delimitar [ντελιμιτάρ] (ρ.) οροθετώ, delincuencia [ντελινκουένθια] (ουσΥ θηλ.) εγκληματικότητα, delincuente [ντελινκουέν'τε] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) εγκληματίας κακοποιός, delineante [ντελινεάν'τέ] 1: (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) σχεδιαστής σχεδιάστρια, 2: (επίθ.) σχεδιαστικός delinear [ντελινεάρ] (ρ.) απεικονίζω, αναπαραστώ. delinquir [ντελινκίρ] (ρ.) εγκληματώ, delirante [ντελιράν'τε] (επίθ.) παραληρών. delirar [ντελιράρ] (ρ.) παραληρώ, delirio [ντελίριο] (ουσ/αρσ.) παραλή ρημα. delito [ντελίτο] (ουσ/αρσ.) αδίκημα, πλημμέλημα, κακούργημα, delta [ντέλτα] (ουσ./αρσ.) δέλτα, deltoides [ντελτόιδες] (ουσ./αρσ.) δελ τοειδής μυς. deludir [ντελουδίρ] (ρ.) εξαπατώ, πα ραπλανώ, delusión [ντελουσιόν] (ουσ,/θηλ.) αυ ταπάτη. demacrado [ντεμακράδο] (επίθ.) ισχνός αδύνατος σκελετωμένος, demacrarse [ντεμακράρσε] (ρ.) ισχναί νω, αδυνατίζω, demagogia [ντεμαγόχια] (ουσ,/θηλ.) δημαγωγία, demagógico [ντεμαγόχικο] (επίθ.) δη μαγωγικός, demagogo [ντεμαγόγο] (ουσ,/αρσ) δημαγωγός, demanda [ντεμάν'ντα] (ουσ,/θηλ.) αξίωση, ζήτηση, αίτηση, αίτημα, demandado [ντεμαχ/ντάδο] (επίθ.) ενα γόμενος demandante [ντεμαν'ντάν'τε] (ουσ./ 191
demandar αρσ.) ενάγων. demandar [ντεμαν'ντάρ] (ρ.) 1: αξιώ νω, 2: ενάγω, demarcación [ντεμαρκαθιόν] (ουσ./ θηλ.) οροθεσία, demarcar [νταμαρκάρ] (ρ.) οροθετώ, demás [ντεμάς] 1: (επίθ.) υπόλοιπος · los demás - οι υπόλοιποι, 2: (επίρρ.) · por demás - επιπλέον · por lo demás - κατά τα άλλα. demasía [ντεμασία] (ουσΥθηλ.) 1: υπερβολή, 2: παράβαση, παρανομία, 3: προσβολή, demasiado [ντεμασιάδο] (επίρρ.) πάρα πολύ, υπερβολικά, dematólogo [ντερματόλογο] (ουσΥ αρσ.) δερματολόγος, demediar [ντεμεδιάρ] (ρ.) χωρίζω στη μέση. demencia [ντεμένθια] (ουσΥθηλ.) φρενοβλάβεια, τρέλα, demente [ντεμέν'τε] (επίθ.) φρενοβλα βής τρελός, demérito [ντεμέριτο] (ουσΥαρσ.) ατέ λεια, παράλειψη, democracia [ντεμοκράθια] (ουσΥθηλ.) δημοκρατία, demócrata [ντεμόκρατα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) δημοκράτης διμοκράτισσα. democrático [ντεμοκράτικο] (επίθ.) δη μοκρατικός, democratizar [ντεμοκρατιθάρ] (ρ.) εκδημοκρατικοποιώ. demografía [ντεμογραφία] (ουσΥθηλ.) δημογραφία, demográfico [ντεμογράφικο] (επίθ.) δημογραφικός. demoledor [ντεμολεδόρ] (επίθ.) ολέ θριος συντριπτικός demoler [ντεμολέρ] (ρ.) κατεδαφίζω, demolición [ντεμολιθιόν] (ουσΥθηλ.) κατεδάφιση, demoníaco [ντεμονίακο] (επίθ.) δαιμο νικός.
demonio [ντεμόνιο] (ουσ,/αρσ.) δαι μόνιο, δαίμονας διάβολος, demora [ντεμόρα] (ουσΥθηλ.) καθυ στέρηση, αναβλητικότητα, demorar [ντεμοράρ] (ρ.) καθυστερώ, demostrable [ντεμοστράμπλε] (επίθ.) αποδεικτός. demostración [ντεμοστραθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: επίδειξη, 2: απόδειξη, demostrar [ντεμοστράρ] (ρ.) 1: επι δεικνύω, δείχνω, 2: αποδεικνύω. demostrativo [ντεμοστρατίβο] (επίθ.) δεικτικός αποδεικτικός, demótico [ντεμότικο] (επίθ.) δημώ δης δημοτικός, demudar [ντεμουδάρ] (ρ.) μετατρέπω, μεταβάλλω, demudarse [ντεμουδάρσε] (ρ.) αλλά ζω χρώμα από ντροπή, denegación [ντενεγαθιόν] (ουσΥθηλ.) απόρριψη, άρνηση, denegar [ντενεγάρ] (ρ.) απορρίπτω, dengue [ντένγκε] (ουσΥαρσ.) πυρετώδης ίωση. denigración [ντενιγραθιόν] (ουσΥθηλ.) δυσφήμιση, συκοφάντιση. denigrante [ντενιγράν'τε] (επίθ.) δυ σφημιστικός, προσβλητικός denigrar [ντενιγράρ] (ρ.) δυσφημώ, ταπεινώνω, εξευτελίζω, denodado [ντενοδάδο] (επίθ.) θαρρα λέος γενναίος, denominación [ντενομιναθιόν] (ουσ./ θηλ.) ονομασία, κατονομασία. denominador [ντενομιναδόρ] (ουσ./ αρσ.) παρονομαστής, denominar [ντενομινάρ] (ρ.) ονομάζω, κατονομάζω, καλώ. denostar [ντενοστάρ] (ρ.) βρίζω, denotar [ντενοτάρ] (ρ.) δείχνω, δηλώ νω. densidad [ντενσιδάδ] (ουσΥθηλ.) πυ κνότητα. denso [ντένσο] (επίθ.) πυκνός περιε
192
deposición κτικός συμπαγής, dentado [ντεν'τάδο] (επίθ.) οδοντω τός. dentadura [ντενταδούρα] (ουσΥθηλ.) οδοντοστοιχία, dental [ντεν'τάλ] (επίθ.) οδοντικός, dentar [ντεν'τάρ] (ρ.) βγάζω δόντια, dentellada [ντεν'τεγιάδα] (ουσΥθηλ.) δαγκωματιά. dentellar [ντεν'τεγιάρ] (ρ.) τρίζω τα δόντια. dentellear [ντεν'τεγεάρ] (ρ.) δαγκώνω, dentera [ντεν'τέρα] (ουσΥθηλ.) ρίγος ανατριχίλα, dentición [ντε^ντιθιόν] (ουσΥθηλ.) οδο ντοφυΐα. dentífrico [ντεν'τίφρικο] (ουσΥαρσ.) οδοντόπαστα, dentina [ντεν'τίνα] (ουσΥθηλ.) οδοντί νη. dentista [ντεν'τίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) οδοντίατρος, dentón [ντεν'τόν] (ουσΥαρσ.) δοντάς. dentro [ντέν'τρο] (επίρρ.) εντός μέσα • dentro de - μέσα σε. dentudo [ντεν'τούδο] (ουσΥαρσ.) δο ντάς. denudar [ντενουδάρ] (ρ.) ξεγυμνώνω, απογυμνώνω, denuedo [ντενουέδο] (ουσΥαρσ.) γεν ναιότητα, τόλμη, denuestro [ντενουέστρο] (ουσΥαρσ.) προσβολή, denuncia [ντενούνθια] (ουσΥθηλ.) κα ταγγελία, μήνυση, denunciable [ντενουνθιάμπλε] (επίθ.) ενακτέος μηνΰσιμος denunciación [ντενουνθιαθιόν] (ουσ./ θηλ.) κατάδοση, denunciador [ντενουνθιαδόρ] (ουσ./ αρσ.) καταγγέλλων. denunciar [ντενουνθιάρ] (ρ.) καταγ γέλλω, μηνύω, deontología [ντεοντολοχία] (ουσΥθηλ.)
δεοντολογία, deontológico [δεοντολόχικο] (επίθ.) δεοντολογικός, deparar [ντεπαράρ] (ρ.) παρέχω, εφο διάζω, προμηθεύω, departamental [ντεπαρταμεν'τάλ] (επίθ.) διαμερισματικός departamento [ντεπαρταμέν'το] (ουσΥ αρσ.) διαμέρισμα, τμήμα, υπηρεσία, departir [ντεπαρτίρ] (ρ.) (con + de) συνδιαλέγομαι, dependencia [ντεπεν'ντένθια] (ουσΥ θηλ.) 1: εξάρτηση, 2: παράρτημα, depender [ντεπεν'ντέρ] (ρ.) (de) εξαρ τώμαι ·!α nota dependerá delexámen final - o βαθμός θα εξαρτηθεί από το τελικό διαγώνισμα, dependiente [ντεπεν'ντιέν'τε] (ουσΥ αρσ.) πωλητής υπάλληλος, depilación [ντεπιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) αποτρίχωση, depilar [ντεπιλάρ] (ρ.) αποτριχώνω, depilatorio [ντεπιλατόριο] (επίθ.) αποτριχωτικός. deplorable [ντεπλοράμπλε] (επίθ.) αξιοθρήνητος ελεεινός άθλιος deplorar [ντεπλοράρ] (ρ.) οικτίρω, λυ πούμαι. deponer [ντεπονέρ] (ρ.) 1: καταθέτω, 2: καθαιρώ, deportación [ντεπορταθιόν] (ουσΥ θηλ.) απέλαση, deportar [ντεπορτάρ] (ρ.) απελαύνω, deporte [ντεπόρτε] (ουσΥαρσ.) άθλη μα · hacer deportes - αθλούμαι. deportismo [ντεπορτίσμο] (ουσΥαρσ.) αθλητισμός, deportista [ντεπορτίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αθλητής αθλήτρια, deportivo [ντεπορτίβο] (επίθ.) αθλη τικός. deposición [ντεποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: κατάθεση, 2: καθαίρεση, 3: αφό δευση. 193
depositador deposítador [ντεποσιταδόρ] (ουσ,/αρσ.) καταθέτης depositar [ντεποσιτάρ] (ρ.) καταθέτω, αποθέτω. depositario [ντεποσιτάριο] (ουσ7αρσ.) θεματοφύλακας. depositarse [ντεποσιτάρσε] (ρ.) κατα κάθομαι, κατασταλάζω, depósito [ντεπόσιτο] (ουσ7αρσ.) 1: κατάθεση, 2: δεξαμενή, 3: παρακα ταθήκη, 4: προκαταβολή, (καθ.) κα πάρο, 5: Ιζημα, depravación [ντεπραβαθιόν] (ουσ./ θηλ.) εξαχρείωση, διαφθορά, depravado [ντεπραβάδο] (επίθ.) διε φθαρμένος, ανήθικος, φαύλος, depravar [ντεπραβάρ] (ρ.) εξαχρειώ νω, διαφθείρω. depreciación [ντεπρεθιαθιόν] (ουσ./ θηλ.) υποτίμηση, πτώση, depreciar [ντεπρεθιάρ] (ρ.) υποτιμώ, depredación [ντεπρεδαθιόν] (ουσ,/θηλ.) λεηλασία, depredar [ντεπρεδάρ] (ρ.) λεηλατώ, depresión [ντεπρεσιόν] (ουσ./θηλ.) 1: κατάθλιψη, 2: ύφεση, κάμψη, 3: κοί λωμα. depresivo [ντεπρεσίβο] (επίθ.) καταθλιπτικός. deprimente [ντεπριμέν'τε] (επίθ.) καταθλιπτικός. deprimido [ντεπριμίδο] (επίθ.) μελαγχολικός. deprimir [ντεπριμίρ] (ρ.) καταθλίβω, deprisa [ντεπρίσα] (επίρρ.) γρήγορα, γοργά. depuración [ντεπουραθιόν] (ουσΥθηλ.) καθαρισμός, depurador [ντεπουραδόρ] (ουσ7αρσ.) καθαριστής. depurar [ντεπουράρ] (ρ.) καθαρίζω, derecha [ντερέτσα] (ουσ,/θηλ.) δεξιά · a la derecha de - στα δεξιά του · gira a la segunda calle a la derecha - στρί
ψε στο δεύτερο δρόμο στα δεξιά, derechamente [ντερετσαμέν'τε] (επίρρ.) κατ'ευθείαν. derechazo [ντερετσάθο] (ουσ./αρσ.) χτύπημα με το δεξί χέρι. derechista [ντερετσίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων, derecho [ντερέτσο] 1: (ουσ/αρσ.) (α) δίκαιο, (β) δικαίωμα, (γ) Νομική, 2: (επίθ.) (α) δεξιός, (β) ευθύς, derechura [ντερετσούρα] (ουσ7θηλ.) ευθύτητα, (καθ.) ντομπροσύνη. deriva [ντερίβα] (ουσ7θηλ.) ναυάγιο, derivación [ντεριβαθιόν] (ουσ/θηλ.) προέλευση, καταγωγή, derivado [ντεριβάδο] (επίθ.) προερ χόμενος. derivar [ντεριβάρ] (ρ.) 1: προκύπτω, παράγω, απορρέω, εκπηγάζω, 2: επι πλέω. derivativo [ντεριβατίβο] (επίθ.) (Γραμμ.) παράγωγος. dermatitis [ντερματίτις] (ουσ./θηλ.) δερματίτιδα, dermatología [ντερματολογία] (ουσ./ θηλ.) δερματολογία, dérmico [ντέρμικο] (επίθ.) δερμικός. derogación [ντερογαθιόν] (ουσ./θηλ.) κατάργηση, derogar [ντερογάρ] (ρ.) καταργώ, derramamiento [ντεραμαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) χύσιμο, derramar [ντεραμάρ] (ρ.) χύνω. derrame [ντεράμε] (ουσ./αρσ.) υπερχείλιση, διαρροή, derredor [ντερεδόρ] (ουσ./αρσ.) περι φέρεια, περίγραμμα · al derredor ή en derredor - τριγύρω από. derrengado [ντερενγάδο] (επίθ.) 1: κυρτός καμπυλωτός 2: εξασθενημένος κουρασμένος, derretido [ντερετίδο] (επίθ.) λιωμένος, derretimiento [ντερετιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) τήξη, λιώσιμο.
194
desaferrar derretir [ντερετιρ] (ρ.) λιώνω, derribar [ντεριμπάρ] (ρ.) ρίχνω κάτω, γκρεμίζω, derribo [ντερίμπο] (ουσ,/αρσ.) κατε δάφιση. derrocamiento [ντεροκαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ανατροπή, derrocar [ντεροκάρ] (ρ.) ανατρέπω, derrochador [ντεροτσαδόρ] (επίθ.) πολυδάπανος, σπάταλος, derrochar [ντεροτσάρ] (ρ.) σπαταλώ, κατασπαταλώ, derroche [ντερότσε] (ουσ./αρσ.) σπα τάλη. derrota [ντερότα] (ουσ,/θηλ.) 1: ήττα, 2: πορεία, derrotado [ντεροτάδο] (επίθ.) ηττημένος νικημένος, derrotar [ντεροτάρ] (ρ.) νικώ, συντρί βω. derrotero [ντεροτέρο] (ουσ,/αρσ.) πο ρεία, ρότα. derrotismo [ντεροτίσμο] (ουσ,/αρσ.) ηττοπάθεια, απαισιοδοξία, πεσιμι σμός. derrotista [ντεροτίστα] (ουσ./αρσ. + θηλ.), (επίθ.) ηττοπαθής απαισιόδο ξος. derruir [ντερουίρ] (ρ.) κατεδαφίζω, γκρε μίζω. derrumbamiento [ντερουμ'μπαμιέν'το] (ουσ/αρσ.) κατάρρευση, κατάπτωση, derrumbar [ντερουμ'μπάρ] (ρ.) κα ταρρέω, γκρεμίζω, σωριάζω, derrumbe [ντερούμ'μπε] (ουσ,/αρσ.) κατεδάφιση, κατολίσθηση, desaborido [ντεσαμπορίδο] (επίθ.) άνο στος άγευστος desabotonar [ντεσαμποτονάρ] (ρ.) ξε κουμπώνω, desabrido [ντεσαμπρίδο] (επίθ.) άνο στος άγευστος δυσάρεστος, desabrigado [ντεσαμπριγάδο] (επίθ.) χωρίς πανωφόρι, γυμνός απροστά
τευτος desabrigar [ντεσαμπριγάρ] (ρ.) ξεσκε πάζω, απογυμνώνω, desabrigo [ντεσαμπρίγο] (ουσ7αρσ.) ξεσκέπασμα.· desabrochar [ντεσαμπροτσάρ] (ρ.) ξε κουμπώνω, desacatar [ντεσακατάρ] (ρ.) παραβαί νω νόμο. desacato [ντεσακάτο] (ουσ./αρσ.) ασέ βεια, προσβολή, desacertado [ντεσαθερτάδο] (επίθ.) άστοχος αποτυχημένος, desacertar [ντεσαθερτάρ] (ρ.) λανθά νω. desacierto [ντεσαθιέρτο] (ουσ,/αρσ.) αστοχία, αποτυχία, desacomodado [ντεσακομοδάδο] (επίθ.) ενδεής φτωχός desacomodar [ντεσακομοδάρ] (ρ.) αναστατώνω, desaconsejable [ντεσακονσεχάμπλε] (επίθ.) μη ενδεδειγμένος που αντενδείκνυται. desaconsejar [ντεσακονσεχάρ] (ρ.) απο τρέπω. desacoplar [ντεσακοπλάρ] (ρ.) αποσυν δέω. desacorde [ντεσακόρδε] (επίθ.) παρά φωνος, φάλτσος, desacostumbrado [ντεσακοστουμ'μπράδο] (επίθ.) ασυνήθιστος, desacostumbrar [ντεσακοστουμ'μπράρ] (ρ.) ξεσυνηθίζω, desacreditar [ντεσακρεδιτάρ] (ρ.) δυ σφημώ, κακολογώ δημόσια, desactivar [ντεσακτιβάρ] (ρ.) απενεργοποιώ, κάνω κάτι ανενεργό, desacuerdo [ντεσακουέρδο] (ουσ,/αρσ.) ασυμφωνία, διαφωνία, desafecto [ντεσαφέκτο] 1: (ουσ,/αρσ.) δυσαρέσκεια, 2: (επίθ.) δυσαρεστημένος. desaferrar [ντεσαφεράρ] (ρ.) χαλαρώ 195
desafiador νω, λασκάρω, desafiador [ντεσαφιαδόρ] (επίθ.) προ κλητικός, desafiar [ντεσαφιάρ] (ρ.) προκαλώ, desafilar [ντεσαφιλάρ]1ρ.) στομώνω, desafinado [ντεσαφινάδο] (επίθ.) πα ράφωνος φάλτσος, desafinar [ντεσαφινάρ] (ρ.) παραφωνώ, φαλτσάρω, desafío [ντεσαφίο] (ουσ7αρσ.) πρό κληση. desaforado [ντεσαφοράδο] (επίθ.) 1: εκκωφαντικός 2: σκανδαλώδης, desafortunado [ντεσαφορτουνάδο] (επίθ.) άτυχος ατυχής, desagraciado [ντεσαγραθιάδο] (επίθ.) άχαρος. desagradable [ντεσαγραδάμπλε] (επίθ.) δυσάρεστος desagradar [ντεσαγραδάρ] (ρ.) δυσά ρεστά). desagradecer [ντεσαγκραδεθέρ] (ρ.) αγνωμονώ. desagradecido [ντεσαγραδεθίδο] (επίθ.) αχάριστος αγνώμων, desagradecimiento [ντεσαγραδεθιμιέν'το] (ουσ./αρσ.) αγνωμοσύνη, αχαριστία, desagrado [ντεσαγράδο] (ουσΥαρσ.) απαρέσκεια, δυσαρέσκεια, desagraviar [ντεσαγραβιάρ] (ρ.) επα νορθώνω, διορθώνω, desagravio [ντεσαγράβιο] (ουσ./αρσ.) επανόρθωση, desagregarse [ντεσαγκρεγάρσε] (ρ.) απο συντίθεμαι, αποσαθρώνομαι, σαπίζω, desaguadero [ντεσαγουαδέρο] (ουσ./ αρσ.) υπόνομος, desaguar [ντεσαγουάρ] (ρ.) 1: απο στραγγίζω, αποξηραίνω, 2: διοχε τεύω. desagüe [ντεσάγουε] (ουσ,/αρσ.) απο χέτευση. desahogado [ντεσαογάδο] (επίθ.) 1:
ανακουφισμένος 2: (χώρος) άνετος ευρύχωρος, desahogarse [ντεσαογάρσε] (ρ.) ξαλαφρώνω, ανακουφίζομαι, desahogo [ντεσαόγο] (ουσ7αρσ.) ξαλάφρωμα, ανακούφιση, άνεση, desahuciar [ντεσαουθιάρ] (ρ.) κάνω έξωση. desahuciarse [ντεσαουθιάρσε] (ρ.) απελ πίζομαι desahucio [ντεσάουθιο] (ουσ./αρσ.) έξωση. desairado [ντεσαϊράδο] (επίθ.) 1: πα ραγκωνισμένος περιφρονημένος 2: αποτυχημένος, desairar [ντεσαϊράρ] (ρ.) περιφρονώ, αψηφώ, (καθ.) σνομπάρω, desaire [ντεσάϊρε] (ουσ./αρσ.) χλεύη, περιφρόνηση, desajustar [ντεσαχουστάρ] (ρ.) απορρυθμίζω, αποδιοργανώνω. desajuste [ντεσαχούστε] (ουσ./αρσ.) απορρύθμιση, αποδιοργάνωση. desalar1 [ντεσαλάρ] (ρ.) κόβω τα φτε ρά. desalar2 [ντεσαλάρ] (ρ.) αφαλατώνω. desalentador [ντεσαλεν'ταδόρ] (επίθ.) αποθαρρυντικός απογοητευτικός. desalentar [ντεσαλεν'τάρ] (ρ.) απο θαρρύνω, απογοητεύω, desaliento [ντεσαλιέν'το] (ουσ,/αρσ.) αποθάρρυνση, απογοήτευση, desalinear [ντεσαλινεάρ] (ρ.) παρεκ κλίνω, εξοκέλλω, desalinizar [ντεσαλινιθάρ] (ρ.) αφαλα τώνω. desalinización [ντεσαλινιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αφαλάτωση, ξαλμύρισμα. desaliñado [ντεσαλινιάδο] (επίθ.) ατη μέλητος απεριποίητος, desaliño [ντεσαλίνιο] (ουσ./αρσ.) ατημελησία. desalmado [ντεσαλμάδο] (επίθ.) άκαρδος απάνθρωπος άσπλαχνος.
196
desarrapado desalojamiento [ντεσαλοχαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) απομάκρυνση, εκδίωξη, desalojar [ντεσαλοχάρ] (ρ.) απομακρύνω, εκκενώνω, αδειάζω, desalojo [ντεσαλόχο] (ουσ./αρσ.) απο μάκρυνση, εκκένωση, εκδίωξη, desalquilar [ντεσαλκιλάρ] (ρ.) ξενοι κιάζω. desamarrar [ντεσαρμάρ] (ρ.) λύνω, ελευ θερώνω. desamparado [ντεσαμ'παράδο] (επίθ.) αβοήθητος, εγκαταλελειμμένος. desamparar [ντεσαμ'παράρ] (ρ.) εγκα ταλείπω, αφήνω αβοήθητο, desamparo [ντεσαμπάρο] (ουσΥαρσ.) εγκατάλειψη, έλλειψη προστασίας, desamueblado [ντεσαμουεμπλάδο] (επίθ.) χωρίς έπιπλα, desamueblar [ντεσαμουεμπλάρ] (ρ.) βγά ζω τα έππλα desangramiento [ντεσανγκραμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) αιμορραγία, desangrar [ντεσανγκράρ] (ρ.) 1: απο ξηραίνω, αδειάζω μια λίμνη, 2: αφαιρώ το αίμα ενός ζώου, ρουφάω το αίμα, (μτφ.) αφαιμάζω. desangrarse [ντεσανγκράροε] (ρ.) αιμορραγώ πολύ, χάνω πολύ αίμα. desangre [ντεσάνγκρε] (ουσΥαρσ.) αι μορραγία, desanimado [ντεσανιμάδο] (επίθ.) απο καρδιωμένος, αποθαρρυμένος, desanimar [ντεσανιμάρ] (ρ.) αποκαρ διώνω, αποθαρρύνω, desánimo [ντεσάνιμο] (ουσΥαρσ.) αποκαρδίωση, αποθάρρυνση, απογοή τευση. desanudar [ντεσνουδάρ] (ρ.) ξελύνω. desapacible [ντεσαπαθίμπλε] (επίθ.) απεχθής δυσάρεστος, desaparecer [ντεσαπαρεθέρ] (ρ.) εξα φανίζομαι, desaparecido [ντεσαπαρεθίδο] (επίθ.) εξαφανισμένος.
desaparejar [ντεσαπαρεχάρ] (ρ.) ξαρ ματώνω, ξεζεύω, desaparición [ντεσαπαριθιόν] (ουσ./ θηλ.) εξάλειψη, εξαφάνιση, desapasionado [ντεσαπασιονάδο] (επίθ.) απαθής ασυγκίνητος desapego [ντεσαπέγο] (ουσΥαρσ.) ψυ χρότητα, απάθεια, ασυγκινησία, desapercibido [ντεσαπερθιμπίδο] (επίθ.) αφανής απαρατήρητος αθέατος, desaplicado [ντεσαπλικάδο] (επίθ.) νωθρός οκνηρός τεμπέλης, desapoderado [ντεσαποντεράδο] (επίθ.) βιαστικός βίαιος desaprender [ντεοαπρεν'ντέρ] (ρ.) ξε μαθαίνω. desaprensión [ντεσαπρενσιόν] (ουσ./ θηλ.) ασυνειδησία. desaprensivo [ντεσαπρενσίβο] (επίθ.) ασυνείδητος ασυναίσθητος, desaprobación [ντεσαπρομπαθιόν] (ουσΥ θηλ) αποδοκιμασία επίκριση, desaprobar [ντεσαπρομπάρ] (ρ.) αποδοκιμάζω, επικρίνω, desaprovechado [ντεσαπροβετσάδο] (επίθ.) χαραμισμένος desaprovechar [ντεσαπροβετσάρ] (ρ.) σπαταλώ, χαραμίζω, desarmado [ντεσαρμάδο] (επίθ.) αφο πλισμένος, desarmador [ντεσαρμαδόρ] (ουσΥαρσ.) επικρουστήρας όπλου, desarmar [ντεσαρμάρ] (ρ.) 1: αφοπλί ζω, 2: λύνω, διαλύω, desarme [ντεσάρμε] (ουσΥαρσ.) αφο πλισμός ξαρμάτωμα. desarraigado [ντεσαράίγάδο] (επίθ.) εκπατρισμένος ξεριζωμένος, desarraigar [ντεσαραιγάρ] (ρ.) εκτοπί ζω, ξεριζώνω, desarraigo [ντεσαράίγο] (ουσΥαρσ.) εκ πατρισμός ξεριζωμός desarrapado [ντεσαραπάδο] (επίθ.) ρα κένδυτος, κουρελής. 197
desarreglado desarreglado [ντεσαρεγλάδο] (επίθ.) 1: ατημέλητος, απεριποίητος, ακατά στατος, 2: χαλασμένος, desarreglar [ντεσαρέγλαρ] (ρ.) 1: ανα τρέπω, 2: χαλάω, desarreglo [ντεσαρέγλο] (ουσΥαρσ.) ατημελησία, ακαταστασία, αταξία, desarrollable [ντεσαρογιάμπλε] (επίθ.) εξελίξιμος, desarrollado [ντεσαρογιάδο] (επίθ.) ανε πτυγμένος εξελιγμένος desarrollar [ντεσαρογιάρ] (ρ.) ανα πτύσσω, εξελίσσω, desarrollarse [ντεσαρογιάρσε] (ρ.) ανα πτύσσομαι, εξελίσσομαι, προοδεύω, desarrollo [ντεσαρόγιο] (ουσ7αρσ.) ανάπτυξη, εξέλιξη, πρόοδος, desarropar [ντεσαροπάρ] (ρ.) ξεσκε πάζω, ξεντύνω, desarrugar [ντεσαρουγάρ] (ρ.) ισιώ νω, τεντώνω, desarticulado [ντεσαρτικουλάδο] (επίθ.) εξαρθρωμένος, desarticular [ντεσαρτικουλάρ] (ρ.) εξαρ θρώνω, ξεχαρβαλώνω, desaseado [ντεσασεάδο] (επίθ.) ακά θαρτος, βρόμικος, desaseo [ντεσασέο] (ουσ/αρσ.) ακα ταστασία, desasimiento [ντεσασιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) χαλάρωση, αδιαφορία, desasir [ντεσασίρ] (ρ.) λασκάρω, desasirse [ντεσασίρσε] (ρ.) απαλλάσ σομαι , ξεφορτώνομαι, desasnar [ντεσασνάρ] (ρ.) εκπολιτίζω, μορφώνω, desasosegado [ντεσασοσεγάδο] (επίθ.) ανήσυχος, desasosegar [ντεσασοσεγάρ] (ρ.) ενο χλώ, ανησυχώ κάποιον, desasosiego [ντεσασοσιέγο] (ουσ,/αρσ.) ανησυχία, ταραχή, desastrado [ντεσαστράδο] (επίθ.) ατη μέλητος, ακατάστατος.
desastre [ντεσάστρε] (ουσ/αρσ.) κα ταστροφή, πανωλεθρία, συμφορά, όλεθρος. desastroso [ντεσαστρόσο] (επίθ.) κα ταστρεπτικός ολέθριος, desatado [ντεσατάδο] (επίθ.) 1: αμολημένος αμολητός 2: ανεξέλεγκτος, desatar [ντεσατάρ] (ρ.) λύνω, ξελασκά ρω. desatascar [ντεσατασκάρ] (ρ.) ξεφρά ζω, ξεβουλώνω, desatención [ντεσατενθιόν] (ουσ7θηλ.) απροσεξία, desatender [ντεσατεν'ντέρ] (ρ.) αγνοώ, παραβλέπω, παραμελώ, desatentado [ντεσατεν'τάδο] (επίθ.) απε ρίσκεπτος ασυλλόγιστος αλόγιστος desatento [ντεσατέν'το] (επίθ.) αφρό ντιστος ατημέλητος, desatinado [ντεσατινάδο] (επίθ.) ανόη τος γκαφατζής, desatinar [ντεσατινάρ] (ρ.) κάνω γκάφες. desatino [ντεσατίνο] (ουσ/αρσ) γκάφα, αστοχία, απερισκεψία, desatornillar [ντεσατορνιγιάρ] (ρ.) ξε βιδώνω. desatracar [ντεσατρακάρ] (ρ.) (Ναυτ.) αμολάω τους κάβους, desatrancar [ντεσατρανκάρ] (ρ.) ξεβου λώνω. desautorizado [ντεσαουτοριθάδο] (επίθ.) ανεξουσιοδότητος desautorizar [δεσαουτοριθάρ] (ρ.) στε ρώ εξουσιοδότηση, desavenencia [ντεσαβενένθια] (ουσ./ θηλ.) διαφωνία, desavenido [ντεσαβενίδο] (επίθ.) αντί θετος. desavenirse [ντεσαβενίρσε] (ρ.) αντι τίθεμαι, εχθρεύομαι, desaventajado [ντεσβενταχάδο] (επίθ.) επιζήμιος, desayunarse [ντεσαγιουνάρσε] (ρ.) προ
198
descarga γευματίζω, παίρνω πρωινό, desayuno [ντεσαγιοΰνο] (ουσ,/αρσ.) πρωινό (γεύμα). desazón [ντεσαθόν] (ουσ7θηλ.) δυσα ρέσκεια. desazonar [ντεσαθονάρ] (ρ.) δυσαρεστώ, ενοχλώ, desbandada [ντεσμπαν'ντάδα] (ουσ./ θηλ.) άτακτη φυγή. desbarajustar [ντεσμπαραχουστάρ] (ρ.) προκαλώ σύγχυση, αναστατώνω, desbarajuste [ντεσμπαραχούστε] (ουσ./ αρσ.) αταξία, ανακατωσούρα, desbaratamiento [ντεσμπαραταμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) κατατρόπωση. desbaratar [ντεσμπαρατάρ] (ρ.) κατα τροπώνω, κατανικώ. desbastar [ντεσμπαστάρ] (ρ.) λειαίνω, ισιώνω. desbaste [ντεσμπάστε] (ουσΛιρσ.) εκλέπτυνση, λείανση, ραφινάρισμα. desbloquear [ντεσμπλοκεάρ] (ρ.) ξε μπλοκάρω, desbocado [ντεσμποκάδο] (επίθ.) αχα λίνωτος. desbocar [ντεσμποκάρ] (ρ.) αφηνιάζω, λυσσώ, βρίζω, desbordamiento [ντεαμπορδαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) ξεχείλισμα, υπερχείλιση. desbordar [ντεσμπορδάρ] (ρ.) ξεχειλί ζω, υπερχειλίζω, desbravador [ντεσμπραβαδόρ] (ουσ./ αρσ.) δαμαστής, desbravar [ντεσμπραβάρ] (ρ.) δαμά ζω, τιθασεύω, desbrozar [ντεσμπροθάρ] (ρ.) εκχερσώ νω. descabalgar [ντεσκαμπαλγάρ] (ρ.) αφιπ πεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω, descabellado [ντεσκαμπεγιάδο] (επίθ.) παράλογος αλόγιστος, descabellar [ντεσκαμπεγιάρ] (ρ.) αναμαλλιάζω. descabezado [ντεσκαμπεγιάδο] (επίθ.)
ακέφαλος, descabezar [ντεοκαμπεθάρ] (ρ.) απο κεφαλίζω, descafeinado [ντεσκαφεϊνάδο] (επίθ.) ντεκαφεϊνέ. descalabrar [ντεσκαλαμπράρ] (ρ.) χτυ πώ στο κεφάλι, descalabro [ντεσκαλάμπρο] (ουσ./ αρσ.) πλήγμα, descalificación [ντεσκαλιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ) αποκλεισμός descalificar [ντεσκαλιφικάρ] (ρ.) απο κλείω. descalzar [ντεσκαλθάρ] (ρ.) βγάζω τα παπούτσια, descalzo [ντεσκάλθο] (επίθ.) ξυπόλη τος. descambiar [ντεσκαμ'μπιάρ] (ρ.) αλλά ζω. descaminado [ντεσκαμινάδο] (επίθ.) απο προσανατολισμένος λανθασμένος descaminar [ντεσκαμινάρ] (ρ.) απο προσανατολίζω, ετεροκατευθύνω. descamisado [ντεσκαμισάδο] (επίθ.) χωρίς πουκάμισο, descampado [ντεσκαμ 'πάδο] (ουσ./ αρσ.) αλάνα, ξέφωτο. descansadero [ντεσκανσαδέρο] (ουσ./ αρσ.) αναπαυτήριο, descansado [ντεσκανσάδο] (επίθ.) ανα παυμένος ξεκουρασμένος descansar [ντεσκανσάρ] (ρ.) ξεκουρά ζομαι, αναπαύομαι, στηρίζομαι, descansillo [ντεσκανσίγιο] (ουσ./αρσ.) πλατύσκαλο, descanso [ντεσκάνσο] (ουσ,/αρσ.) διά λειμμα, ξεκούραση, ανάπαυση, πλα τύσκαλο. descapotable [ντεσκαποτάμπλε] (επίθ.) καμπριολέ, descarado [ντεσκαράδο] (επίθ.) αναι δής αδιάντροπος απροκάλυπτος θρα σύς descarga [ντεσκάργα] (ουσ,/θηλ.) εκ-
199
descargadero φόρτωση, εκκένωση, descargadero [ντεσκαργαδέρο] (ουσ./ αρσ.) αποβάθρα, προβλήτα, descargado [ντεσκαργάδο] (επίθ.) 1: ξεφορτωμένος, 2: αποφορτισμένος, descargador [ντεσκαργαδόρ] (ουσΥαρσ.) εκφορτωτής descargar [ντεοκαργάρ] (ρ.) 1: εκφορτώ νω, ξεφορτώνω, αδειάζω, 2: αποφορ τίζω, 3: πυροβολώ, 3: απαλλάσσω, descargo [ντεσκάρο] (ουσΥαρσ.) εκφόρτωση. descarnado [ντεσκαρνάδο] (επίθ.) 1: ευθύς (καθ.) ντόμπρος 2: ισχνός αδύνατος, descaro [ντεσκάρο] (ουσΥαρσ.) αναί δεια, αδιαντροπιά, θράσος, descarriar [ντεσκαριάρ] (ρ.) παραστρα τώ, ξεστρατίζω, descarrilamiento [ντεσκαριλαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) εκτροχιασμός εκτροπή, descarrilarse [ντεσκαριλάρσε] (ρ.) εκτροχιάζομαι, εκτρέπομαι descartar [ντεσκαρτάρ] (ρ.) απορρί πτω. descarte [ντεσκάρτε] (ουσΥαρσ.) απόρριψη. descascarar [ντεσκασκαράρ] (ρ.) ξε φλουδίζω, descendencia [ντεσθεν'ντένθια] (ουσΥ θηλ.) καταγωγή, descendente [ντεσθεν'ντέν'τε] (επίθ.) κατηφορικός καθοδικός κατερχόμενος. descender [ντεσθεν'ντέρ] (ρ.) 1: κατε βαίνω, πέφτω, υποβιβάζομαι, 2: κα τάγομαι, προέρχομαι, descendiente [ντεσθεν'ντιέν'τε] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) απόγονος, descendimiento [ντεσθεν'νπμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) καταγωγή, κατάβαση, descenso [ντεσθένσο] (ουσΥαρσ.) κα τάβαση, κάθοδος, descentralizar [ντεσθεν'τραλιθάρ] (ρ.) 200
αποκεντρώνω, descerrajar [ντεσθεραχάρ] (ρ.) παρα βιάζω κλειδαριά, descifrable [ντεσθιφράμπλε] (επίθ.) που μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί. descifrar [ντεσθιφράρ] (ρ.) αποκρυπτογραφώ, αποκωδικοποιώ. descocado [ντεσκοκάδο] (επίθ.) αναι δής θρασύς, descoco [ντεσκόκο] (ουσΥαρσ.) αναί δεια, θρασύτητα. descolgar [ντεσκολγάρ] (ρ.) ξεκρεμώ. descollar [ντεσκογιάρ] (ρ.) διαπρέπω, διακρίνομαι. descolocar [ντεσκολοκάρ] (ρ.) εκτο πίζω. descolonización [ντεσκολσνιθαθιόν] (ουσ7 θηλ.) αποαποικισμός descoloramiento [ντεοσκολοραμιέντο] (ουσΥαρσ.) ξεθώριασμα, σβήσιμο, descolorar [ντεσκολοράρ] (ρ.) απο χρωματίζω, descolorido [ντεσκολορίδο] (επίθ.) ξε θωριασμένος άχρωμος, descomedido [ντεσκομετίδο] (επίθ.) 1: υπερβολικός 2: αγενής αυθάδης υβρι στικός προσβλητικός descomedimiento [ντεσκομεδιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) αγένεια, αυθάδεια, descomedirse [ντεσκομεδίρσε] (ρ.) αυθαδιάζω. descompasado [ντεσκομ'πασάδο] (επίθ.) υπερβολικός descompasarse [ντεσκομ'πασάρσε] (ρ.) υπερβαίνω τα όρια. descomponer [ντεσκομ'πονέρ] (ρ.) 1: αποσυνθέτω, αλλοιώνω, διαλύω, 2: ανατρέπω, 3: αναλύω, descomposición [ντεσκομ'ποσιθιόν] (ουσΥ θηλ.) αποσύνθεση, αλλοίωση, διάλυση, descompostura [ντεσκομ'ποστούρα] (ουσΥθηλ.) 1: αποδιοργάνωση, ατα ξία, 2: παραμόρφωση, descompresión [ντεακομ'πρεσιόν] (ουσΥ
descortezar θηλ.) αποσυμφόρηση, αποσυμπίεση. descompuesto [ντεσκομ 'πουέστο] (επίθ.) 1: σπασμένος χαλασμένος 2: παραμορ φωμένος descomunal [ντεσκομουνάλ] (επίθ.) κο λοσσιαίος πελώριος θεόρατος τερά στιος descomunión [ντεσκομουνιόν] (ουσ./ θηλ.) αφορισμός. desconcentrar [ντεσκονθεν'τράρ] (ρ.) αποκεντρώνω, desconcertado [ντεσκονθερτάδο] (επίθ.) συγχυσμένος ταραγμένος αναστατω μένος desconcertante [ντεσκονθερτάν'τε] (επίθ.) ταραχώδης desconcertar [ντεσκονθερτάρ] (ρ.) συγ χύζω, ταράζω, desconchar [ντεσκοντσάρ] (ρ.) ξεφλου δίζω, ξεφτίζω, desconcierto [ντεσκονθιέρτο] (ουσ./ αρσ.) σύγχυση, αναταραχή, desconectado [ντεσκονεκτάδο] (επίθ.) αποσυνδεδεμένος desconectar [ντεσκονεκτάρ] (ρ.) απο συνδέω, αποκόβω, desconfiado [ντεσκονφιάδο] (επίθ.) δύ σπιστος. desconfianza [ντεσκονφιάνθα] (ουσ./ θηλ.) δυσπιστία, desconfiar [ντεσκονφιάρ] (ρ.) δύσπι στά). desconformarse [ντεσκονφορμάρσε] (ρ.) διίσταμαι, διαφέρω, διαφωνώ, descongelar [ντεσκονχελάρ] (ρ.) ξε παγώνω. descongestión [ντεσκονχεσπόν] (ουσ./ θηλ.) αποσυμφόρηση, ανακούφιση, descongestionar [ντεσκονχεστιονάρ] (ρ.) μειώνω τη συμφόρηση, desconocer [ντεσκονοθέρ] (ρ.) αγνοώ, περιφρονώ, desconocido [ντεσκονοθίδο] (επίθ.) 201
άγνωστος, desconocimiento [ντεσκονοθιμιέν'τό] (ουσ,/αρσ.) άγνοια, desconsiderado [ντεσκονσιδεράδο] (επίθ.) ασυλλόγιστος απερίσκεπτος επιπόλαιος desconsolado [ντεσκονσολάδο] (επίθ.) απαρηγόρητος desconsolador [ντεσκονσολαδόρ] (επίθ.) αξιοθρήνητος αξιολύπητος desconsolar [ντεσκονσολάρ] (ρ.) θλί βω. desconsuelo [ντεσκονσουέλο] (ουσ./ αρσ.) απόγνωση, απελπισία, descontaminación [ντεσκον'ταμιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) απολύμανση, descontaminar [ντεσκον'ταμινάρ] (ρ.) απολυμαίνω, descontar [ντεσκον'τάρ] (ρ.) 1: αφαιρώ, 2: εκπίπτω, χαμηλώνω τιμή. descontentar [ντεσκσν'τεν'τάρ] (ρ.) δυσαρεστώ. descontento [ντεσκον'τέν'το] (ουσ7 αρσ.) δυσαρέσκεια, descontrolado [ντεσκοντρολάδο] (επίθ.) ανεξέλεγκτος ασυγκράτητος desconvenir [ντεσκονβενίρ] (ρ.) δια φωνώ, δεν ταιριάζω, descorazonador [ντεσκοραθοναδόρ] (επίθ.) αποκαρδιωτικός αποθαρρυντικός descorazonar [ντεσκοραθονάρ] (ρ.) απο καρδιώνω, αποθαρρύνω, descorchador [ντεσκορτσαδόρ] (ουσ./ αρσ.) ανοιχτήρι, τιρμπουσόν, descorchar [ντεσκορτσάρ] (ρ.) εκπω ματίζω, βγάζω το καπάκι, descorrer [ντεσκορέρ] (ρ.) τραβάω, descortés [ντεσκορτές] (επίθ.) άξε στος ανάγωγος αγενής, descortesía [ντεσκορτεσία] (ουσ,/θηλ.) αγένεια, απρέπεια, descortezar [ντεσκορτεθάρ] (ρ.) αφαιρώ τον φλοιό από το δέντρο, απο φλοιώνω.
descoser descoser [ντεσκοσέρ] (ρ.) ξηλώνω, descosido [ντεσκοσίδο] (επίθ.) 1: ξη λωμένος, 2: ξεχαρβαλωμένος, descoyuntar [ντεσκογιουν'τάρ] (ρ.) εξαρθρώνω, descrédito [νιεσκρέδιτο] (ουσ./αρσ.) δυσφήμιση, συκοφάντηση. descreencia [ντεσκρεένθια] (ουσ,/θηλ.) δυσπιστία, descreído [ντεσκρεΐδο] (επίθ.) δύσπι στος, άπιστος, descremar [ντεσκρεμάρ] (ρ.) αποβου τυρώνω. describir [ντεσκριμπίρ] (ρ.) περιγρά φω. descripción [ντεσκριπθιόν] (ουσ7θηλ.) περιγραφή, descriptible [ντεσκριπτίμπλε] (επίθ.) περιγράψιμος. descriptivo [ντεσκριπτίβο] (επίθ.) πε ριγραφικός, descuajar [ντεσκουαχάρ] (ρ.) διαλύω, ξεριζώνω, descuartizar [ντεσκουαρτιθάρ] (ρ.) δια μελίζω. descubierta [ντεσκουμπιέρτα] (ουσ./ θηλ.) αναγνώριση εδάφους, ανίχνευ ση. descubierto [ντεσκουμπιέρτο] (επίθ.) ακάλυπτος, ασκεπής, descubridor [ντεσκουμπριδόρ] (ουσ./ αρσ.) εφευρέτης, descubrimiento [ντεσκουμριμιέν'το] (ουσ./αρσ.) ανακάλυψη, εφεύρεση, descubrir [ντεσκουμπρίρ] (ρ.) ανακα λύπτω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, descuento [ντεσκουέν'το] (ουσ,/αρσ.) έκπτωση. descuidado [ντεσκουίδάδο] (επίθ.) αμε λής απρόσεκτος descuidar [ντεσκουιδάρ] (ρ.) αμελώ, παραμελώ, descuidero [ντεσκουϊδέρο] (ουσ,/αρσ.) κλέφτης, πορτοφολάς. 202
descuido [ντεσκουίδο] (ουσ7αρσ.) αμέ λεια, παραμέληση, απροσεξία, desde [ντέσδε] (πρόθ.) από · desde su balcón se ve el mar - από το μπαλ κόνι του φαίνεται η θάλασσα · están casados desde hace quince años - εί ναι παντρεμένοι εδώ και δεκαπέντε χρόνια · está muy contento desde cuando trabaja en esta empresa είναι πολύ ευχαριστημένος από τότε που δουλεύει σε αυτήν την εταιρεία · desde su niñez era agresivo - από την παιδική του ηλικία ήταν επιθετικός · desde-hasta - από-μέχρι · trabajo desde las 9 hasta las 5 - δουλεύω από τις 9 μέχρι τις 5: desdecirse [ντεσδεθίρσε] (ρ.) διαψεύδω, αντιφάσκω, desdén [ντεσδέν] (ουσ./αρσ.) περιφρό νηση, καταφρόνηση, αδιαφορία, desdeñable [ντεσδενι'άμπλε] (επίθ.) ευκαταφρόνητος, desdeñar [ντεσδενιάρ] (ρ.) περιφρο νώ, καταφρονώ, desdeñoso [ντεσδενιόσο] (επίθ.) περι φρονητικός καταφρονητικός, desdentado [ντεσδεν'τάδο] (επίθ.) ξε δοντιάρης, desdibujado [ντεσδιμπουχάδο] (επίθ.) θαμπός, θολός, desdibujar [ντεσδιμπουχάρ] (ρ.) θα μπώνω, θολώνω, desdicha [ντεσδίτσα] (ουσ,/θηλ.) δυ στυχία, κακοτυχία. desdichado [ντεσδιτσάδο] (επίθ.) δυ στυχής κακότυχος, desdoblar [ντεσδομπλάρ] (ρ.) ξεδι πλώνω, ξετυλίγω, desdorar [ντεσδοράρ] (ρ.) αμαυρώνω, κηλιδώνω, σπιλώνω, desdoro [ντεσδόρο] (ουσ,/αρσ.) αμαύ ρωση, δυσφήμιση, κηλίδωση, σπίλωση, (καθ.) ρετσινιά, deseable [ντεσεάμπλε] (επίθ.) επιθυ
desencadenarse μητός, ποθητός, desear [ντεοεάρ] (ρ.) επιθυμώ, εύχο μαι, ποθώ. desecación [ντεσεκαθιόν] (ουσ./θηλ.) αποξήρανση, desecar [ντεσεκάρ] (ρ.) αποξηραίνω, desechable [ντεσετσάμπλε] (επίθ.) απορριπτέος. desechar [ντεσετσάρ] (ρ.) απορρίπτω, αποβάλλω, desecho [ντεσέτσο] (ουσ./αρσ.) από βλητα, σκουπίδια, desembalar [ντεσεμ'μπαλάρ] (ρ.) ξεπακετάρω. desembarazado [ντεσεμ 'μτταραθάδο] (επίθ.) ανεμπόδκττος, ακώλυτος, desembarazar [ντεσεμ'μπαραθάρ] (ρ.) αφαιρώ εμπόδια και δυσκολίες, desembarazo [ντεσεμ'μτταράθο] (ουσΥ αρσ.) απαλλαγή. άβΕβπ^ΓοβάβΓοΙντεσεμ'μπαρκαδέρο] (ουσΥαρσ.) αποβάθρα, προβλήτα, desembarcar [ντεσεμ'μπαρκάρ] (ρ.) απο βιβάζω. desembarcarse [ντεσεμ'μπαρκάρσε] ρ αποβιβάζομαι, desembarco [ντεσεμ'μπάρκο] (ουσ./ αρσ.) αποβίβαση, απόβαση, desembargar [ντεσεμ'παργάρ] (ρ.) αί ρω εμπάργκο, desembarque [ντεσεμ'μπάρκε] (ουσ./ αρσ.) αποβίβαση, desembarrar [ντεσεμ'μτχαράρ] (ρ.) ξε λασπώνω, απεμπλέκω, desembaular [ντεσεμ'μπαουλάρ] (ρ.) ξεμπαουλιάζω, βγάζω απ'το μπαού λο. desembocadura [ντεσεμ'μποκαδούρα] (ουσΥθηλ.) εκβολή ποταμού, desembocar [ντεσεμ'μττοκάρ] (ρ.) εκ βάλλω. desembolsar [ντεσεμ'μττολσάρ] (ρ.) πλη ρώνω, ξοδεύω, desembolso [ντεσεμ'μττόλσο] (ουσΥ
αρσ.) πληρωμή, desembozar [ντεσεμ'μποθάρ] (ρ.) αφαιρώ προσωπείο, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, desembragar [ντεσεμ 'μπραγάρ] (ρ.) 1: απεμπλέκω, 2: αφήνω τον συμπλέ κτη. desembrague [ντεσεμ'μπράγκε] (ουσ./ αρσ.) 1: απεμπλοκή, 2: ντεμπραγιάρισμα, αποσύμπλεξη. desembrollar [ντεσεμ'μπρογιάρ] (ρ.) ξεμπερδεύω, desembuchar [ντεσεμ'μπουτσάρ] (ρ.) ομολογώ, desemejante [ντεσεμεχάν'τε] (επίθ.) ανόμοιος, διαφορετικός, desemejanza [ντεσεμεχάνθα] (ουσ./ θηλ.) ανομοιότητα, διαφορά, desemejar [ντεσεμεχάρ] (ρ.) διαφο ροποιώ. desempacar [ντεσεμ'πακάρ] (ρ.) ξεπακετάρω. desempañar [ντεσεμ'πανιάρ] (ρ.) αφαι ρώ τη θαμπάδα, ξεθολώνω, desempaquetar [ντεσεμ'πακετάρ] (ρ.) ξεπακετάρω. desempatar [ντεσεμ'πατάρ] (ρ.) παίζω τη ρεβάνς, desempate [ντεσεμ'πάτε] (ουσΥαρσ.) επαναληπτικό παιχνίδι, (καθ.) ρε βάνς. desempeñar [ντεσεμ'πενιάρ] (ρ.) 1: ασκώ, εκτελώ, 2: εξαγοράζω ενέχυρο, desempeño [ντεσεμ'πένιο] (ουσΥαρσ.) εξαγορά ενέχυρου, desempleado [ντεσεμ'πλεάδο] (ουσ./ αρσ.) άνεργος, desempleo [ντεσεμ'πλέο] (ουσΥαρσ.) ανεργία. desempolvar [ντεσεμ'πολβάρ] (ρ.) ξε σκονίζω. desencadenar [ντεσενκαδενάρ] (ρ.) 1: αποδεσμεύω, 2: προκαλώ, desencadenarse [ντεσενκαδενάρσε] (ρ.) 203
desencajado ξεσπώ, εκτονώνομαι, desencajado [ντεσενκαχάδο] (επίθ.) εξαρ θρωμένος παραμορφωμένος desencajar [ντεσενκαχάρ] (ρ.) εξαρ θρώνω. desencantar [ντεσενκαν'τάρ] (ρ.) 1: ξεμαγεύω, απομυθοποιώ, 2: απογοη τεύω. desencanto [ντεαενκάν'το] (ουσ,/αρσ.) απογοήτευση, desenchufar [ντεσεντσουφάρ] (ρ.) βγά ζω από την πρίζα, desencoger [ντεσενκοχέρ] (ρ.) ξετυ λίγω. desencolar [ντεσενκολάρ] (ρ.) ξεκολ λώ. desenconar [ντεσενκονάρ] (ρ.) κατευ νάζω, καταπραΰνω. desenfadado [ντεσενφαδάδο] (επίθ.) ξεθυμωμένος. desenfadarse [ντεσενφαδάρσε] (ρ.) ξεθυμώνω, desenfado [ντεσεμφάδο] (ουσ7αρσ.) ξεγνοιασιά, ανεμελιά, desenfocado [ντεσενφοκάδο] (επίθ.) ανεστίαστος. desenfrenado [ντεσενφρενάδο] (επίθ.) ξέφρενος αχαλίνωτος ασύδοτος, desenfrenar [ντεσενφρενάρ] (ρ.) απο χαλινώνω, desenfreno [ντεσενφρένο] (ουσΥαρσ.) εκτραχηλισμός αποχαλίνωση, ελευ θεριότητα, desengañado [ντεσενγανιάδο] (επίθ.) απογοητευμένος, desengañar [ντεσενγανιάρ] (ρ.) απο γοητεύω. desenganchar [ντεσενγαντσάρ] (ρ.) 1: απαγκιστρώνω, 2: ξεζεύω, desengaño [ντεσενγάνιο] (ουσ,/αρσ.) απογοήτευση, desengrasar [ντεσενγρασάρ] (ρ.) απο λιπαίνω. desenlace [ντεσενλάθε] (ουσ/αρσ.) έκ
βαση. desenlazar [ντεσενλαθάρ] (ρ.) 1: διαλευκαίνω, επιλύω, 2: καταλήγω, desenmarañar [ντεσενμαρανιάρ] (ρ.) ξεμπερδεύω, ξεπλέκω, desenmascarar [ντεσενμασκαράρ] (ρ.) ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, desenredar [ντεσενρεδάρ] (ρ.) ξε μπερδεύω, ξεπλέκω, desenredo [ντεσενρέδο] (ουσ,/αρσ.) 1: λύση, 2: έκβαση ιστορίας desenroscar [ντεσενροσκάρ] (ρ.) ξε βιδώνω. desenrrollar [ντεσενρογιάρ] (ρ.) ξετυ λίγω. desensillar [ντεσενσιγιάρ] (ρ.) ξεσε λώνω. desentenderse [ντεσεν'τεν'ντέρσε] (ρ.) εθελοτυφλώ, βαυκαλίζομαι, αποποι ούμαι την ευθύνη, desenterrar [ντεσεν'τεράρ] (ρ.) ξεθά βω. desentonado [ντεσεν'τονάδο] (επίθ.) παράφωνος φάλτσος, desentonar [ντεσεντονάρ] (ρ.) παραφωνώ. desentrañar [ντεσεν'τρανιάρ] (ρ.) ξε διαλύνω, αποκρυπτογραφώ, αποκωδικοποιώ. desentrenado [ντεσεν'τρενάδο] (επίθ.) απροπόνητος αγύμναστος, desentumecer [ντεσεντουμεθέρ] (ρ.) ξεμουδιάζω, desenvainar [ντεσενβαϊνάρ] (ρ.) ξε σπαθώνω, desenvoltura [ντεσενβολτούρα] (ουσ./ θηλ.) 1: άνεση στην κίνηση και στη συμπεριφορά, 2: αυτοπεποίθηση, desenvolver [ντεσενβολβέρ] (ρ.) ξεδι πλώνω. desenvolverse [ντεσενβολβέρσε] (ρ.) 1: ελίσσομαι, 2: αναπτύσσομαι, desenvolvimiento [ντεσενβολβιμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) εξέλιξη, πρόοδος
204
desgarbo desenvuelto [ντεσενβουέλτο] (επίθ.) ευφραδής. deseo [ντεσέο] (ουσ7αρσ.) επιθυμία, ευχή. deseoso [ντεσεόσο] (επίθ.) επιθυμητός, ποθητός. desequilibrado [ντεσεκιλιμπράδο] (επίθ.) ανισόρροπος ψυχασθενής desequilibrar [ντεσεκιλιμπράρ] (ρ.) διαταράσσω την ισορροπία, desequilibrio [ντεσεκιλίμπριο] (ουσ./ αρσ.) ανισορροπία, αστάθεια, deserción [ντεσερθιόν] (ουσ./θηλ.) λι ποταξία, εγκατάλειψη, desertar [ντεσερτάρ] (ρ.) λιποτακτώ, αυτομολώ. desértico [ντεσέρτικο] (επίθ.) έρημος άγονος. desertor [ντεσερτόρ] (ουσ,/αρσ.) λιπο τάκτης desesperación [ντεσεσπεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) απελπισία, desesperado [ντεσεσπεράδο] (επίθ.) απελπισμένος, desesperante [ντεσεσπεράν'τε] (επίθ.) απεγνωσμένος, desesperanza [ντεσεσπεράνθα] (ουσ./ θηλ.) έλλειψη ελπίδας απαισιοδοξία, desesperanzar [ντεσεσπερανθάρ] (ρ.) απελ πίζω, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, desesperarse [ντεσεσπεράρσε] (ρ.) απελ πίζομαι, απογοητεύομαι desespero [ντεσεσπέρο] (ουσ^αρσ.) απελ πισία απόγνωση, desestimar [ντεσεστιμάρ] (ρ.) απορρί πτω. desfachatado [ντεσφατσατάδο] (επίθ.) αναιδής θρασύς, desfachatez [ντεσφατσατέθ] (ουσ,/θηλ.) αδιαντροπιά, θράσος αναισχυντία, desfalcar [ντεσφαλκάρ] (ρ.) σφετερί ζομαι, καταχρώμαι, εκμεταλλεύομαι, desfalco [ντεσφάλκο] (ουσΛιρσ.) σφετερισμός κατάχρηση, εκμετάλλευ
ση. desfallecer [ντεσφαγεθέρ] (ρ.) εξασθενώ, λιποθυμώ, desfallecido [ντεσφαγιεθίδο] (επίθ.) εξασθενημένος αδύναμος, desfallecimiento [ντεσφαγεθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) λιποθυμία, desfasado [ντεσφασάδο] (επίθ.) απαρ χαιωμένος παλιομοδίτικος, ξεπερα σμένος. desfasar [ντεσφασάρ] (ρ.) αποσυγχρονίζω. desfase [ντεσφάσε] (ουσ,/αρσ.) χάσμα, desfavorable [ντεσφαβοράμπλε] (επίθ.) δυσμενής αντίξοος desfavorecer [ντεσφαβορεθέρ] (ρ.) (γ' ενικό - γ'πληθυντικό) δεν κολακεύει, desfiguración [ντεσφιγουραθιόν] (ουσ./ θηλ.) παραμόρφωση, αλλοίωση, παραποίηση. desfigurado [ντεσφιγουρόδο] (επίθ.) πα ραμορφωμένος αλλοιωμένος παρα ποιημένος desfigurar [ντεσφιγουράρ] (ρ.) παρα μορφώνω, αλλοιώνω, παραποιώ, desfiladero [ντεσφιλαδέρο] (ουσΥαρσ.) φαράγγι. desfilar [ντεσφιλάρ] (ρ.) παρελαύνω, desfile [ντεσφίλε] (ουσ,/αρσ.) παρέλα ση. desflorar [ντεσφλοράρ] (ρ.) ξεπαρθε νεύω. desfogar [ντεσφογάρ] (ρ.) ξεσπώ. desgaire [ντεσγάιρε] (ουσ,/αρσ.) ατημελησία. desgajar [ντεσγαγάρ] (ρ.) σπάω, απο σπώ, αποκόβω, desgana [ντεσγάνα] (ουσ/θηλ.) ακε φιά, ανορεξία, desganado [ντεσγανάδο] (επίθ.) χωρίς όρεξη, άκεφος. desgarbado [ντεσγαρμπάδο] (επίθ.) αδέξιος άγαρμπος, desgarbo [ντεσγάρμπο] (ουσ,/αρσ.) αδε
205
desgarrador ξιότητα. desgarrador [ντεσγαραδόρ] (επίθ.) σπα ραξικάρδιος μελοδραματικός, desgarrar [ντεσγαράρ] (ρ.) ξεσκίζω, desgarro [ντεσγάρο] (ουσΥαρσ.) σχί σιμο, κόψιμο, αμυχή, desgastar [ντεσγαστάρ] (ρ.) φθείρω, desgaste [ντεσγάστε] (ουσΥαρσ.) φθο ρά. desglosar [ντεσγλοσάρ] (ρ.) αποσπώ, desgobernado [ντεσγομπερνάδο] (επίθ.) κακοκυβερνημένος desgobernar [ντεσγομπερνάρ] (ρ.) κα κοκυβερνώ, κακοδιαχειρίζομαι. desgobierno [ντεσγομπιέρνο] (ουσΥ αρσ.) κακοδιαχείριση, desgracia [ντεσγράθια] (ουσΥθηλ.) δυ στυχία, δυσμένεια, ατυχία, desgraciadamente [ντεσγραθιάδαμεν'τε] (επίρρ.) δυστυχώς desgraciado [ντεσχραθιάδο] (επίθ.) δυ στυχισμένος κακόμοιρος άχαρος άτυ χος desgraciar [ντεσγραθιάρ] (ρ.) 1: απο τυγχάνω, 2: καταστρέφω, desgranar [ντεσγρανάρ] (ρ.) αλωνίζω, desgravar [ντεσγραβάρ] (ρ.) εκπίπτω, μειώνω. desgreñado [ντεσγρενιάδο] (επίθ.) ξε μαλλιασμένος αναμαλλιασμένος. desguarnecer [ντεσγουαρνεθέρ] (ρ.) απογυμνώνω, deshabitado [ντεσαμπιτάδο] (επίθ.) ακα τοίκητος deshacer [ντεσαθέρ] (ρ.) ξεκάνω, δια λύω, χαλάω, καταστρέφω, deshacerse [ντεσαθέρσε] (ρ.) 1: εξαφα νίζομαι, λειώνω, 2: ξεφορτώνομαι, desharrapado [ντεσαραπάδο] (επίθ.) ρακένδυτος κουρελής deshebrar [ντεσεμπράρ] (ρ.) ξεβελονιάζω. deshecho [ντεσέτσο] (επίθ.) 1: αδύνα μος 2: κομματιασμένος 206
deshelar [ντεσελάρ] (ρ.) ξεπαγώνω, λιώ νω. desherbar [ντεσερμπάρ] (ρ.) ξεχορτα ριάζω. desheredar [ντεσερεδάρ] (ρ.) αποκλη ρώνω. deshidratación [ντεσιδραταθιόν] (ουσΥ θηλ.) αφυδάτωση, deshidratado [ντεσιδρατάδο] (επίθ.) αφυδατωμένος, deshidratar [ντεσιδρατάρ] (ρ.) αφυδα τώνω. deshidratarse [ντεσιδρατάρσε] (ρ.) αφυ δατώνομαι, deshielo [ντεσιέλο] (ουσΥαρσ.) ξεπάγωμα, λιώσιμο. deshilacharse [ντεσιλατσάρσε] (ρ.) ξε φτίζω. deshilar [ντεσιλάρ] (ρ.) ξηλώνω, deshilvanado [ντεσιλβανάδο] (επίθ.) ασύνδετος, deshilvanar [ντεσιλβανάρ] (ρ.) ξετρυ πώνω. deshinchar [ντεσιντσάρ] (ρ.) ξεφου σκώνω. deshojar [ντεσοχάρ] (ρ.) μαδώ. deshoje [ντεσόχε] (ουσΥαρσ.) φυλλορρόημα. deshollinar [ντεσογινάρ] (ρ.) καθαρί ζω την καμινάδα, deshonestidad [ντεσονεστιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ανεντιμότητα, deshonesto [ντεσονέστο] (επίθ.) ανέ ντιμος deshonor [ντεσονόρ] (ουσΥαρσ.) ατι μία. deshonorar [ντεσονοράρ] (ρ.) ατιμά ζω, εξευτελίζω, ντροπιάζω, deshonra [ντεσόνρα] (ουσΥθηλ.) όνει δος ντροπή, καταισχύνη, deshonrar [ντεσονράρ] (ρ.) ατιμάζω, βιάζω. deshonroso [ντεσονρόσο] (επίθ.) ατι μωτικός προσβλητικός, αχρείος.
deslumbrar deshora [ντεσόρα] (ουσ7θηλ.) ακα τάλληλη ώρα. deshuesar [ντεσουεαάρ] (ρ.) 1: ξεκο καλίζω, 2: βγάζω κουκούτσι, desidia [ντεσίδια] (ουσ/θηλ.) οκνηρία, τεμπελιά. desidioso [ντεσιδιόσο] (επίθ.) οκνη ρός τεμπέλης desierto [ντεσιέρτο] 1: (ουσΥαρσ.) έρη μος 2: (επίθ.) έρημος άδειος, designación [ντεσιγναθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: ονομασία, 2: υπόδειξη, designar [ντεσιγνάρ] (ρ.) 1: ονομάζω, 2: υποδεικνύω, designio [ντεσίγνιο] (ουσ7αρσ.) σχέ διο. desigual [ντεσιγουάλ] (επίθ.) ανόμοιος άνισος. desigualdad [ντεσιγουαλδάδ] (ουσ./ θηλ.) ανομοιότητα, ανισότητα, desilusión [ντεσιλουσιόν] (ουσ/θηλ.) απογοήτευση, desilusionar [ντεσιλουσιονάρ] (ρ.) απο γοητεύω. desilusionarse [ντεσιλουσιονάρσε] (ρ.) απογοητεύομαι, desinencia [ντεσινένθια] (ουσ,/θηλ.) (Γραμμ.) κατάληξη, desinfección [ντεσινφεκθιόν] (ουσ./ θηλ.) απολύμανση, desinfectante [ντεσινφεκτάν'τε] (επίθ.) απολυμαντικός, desinfectar [ντεσινφεκτάρ] (ρ.) απολυ μαίνω. desinflado [ντεσινφλάδο] (επίθ.) ξεφού σκωτος. desintegración [ντεσιν^εγραθιόν] (ουσ/ θηλ.) διάσπαση, αποσύνθεση, διάλυση, desintegrar [ντεσιν/τεγράρ] (ρ.) διασπώ, αποσυνθέτω, διαλύω, desinterés [ντεσιν'τερές] (ουσ7αρσ.) 1: αδιαφορία, 2: αφιλοκέρδεια, desinteresado [ντεσιν'τερεσάδο] (επίθ.) 1: αδιάφορος 2: αφιλοκερδής αλ
τρουιστής, desintoxicación [ντεσιν'τοξικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αποτοξίνωση, desintoxicarse [ντεσιν'τοξικάρσε] (ρ.) αποτοξινώνομαι. desistir [ντεσιστίρ] (ρ.) υποχωρώ, πα ραιτούμαι, deslavar [ντεσλαβάρ] (ρ.) ξεθωριάζω, αποχρωματίζω, deslavazado [ντεσλαβαθάδο] (επίθ.) ξεθωριασμένος, άχρωμος, desleal [ντεσλεάλ] (επίθ.) άπιστος, deslealtad [ντεσλεαλτάδ] (ουσ./θηλ.) απιστία, desleír [ντεσλεΐρ] (ρ.) διαλύω, deslenguado [ντεσλενγκουάδο] (επίθ.) βρομόγλωσσος αισχρολόγος βωμο λόχος. deslenguarse [ντεσλενγουάρσε] (ρ.) βρίζω, γλωσσοτρώω. desliar [ντεσλιάρ] (ρ.) ξελύνω, ξεδένω. desligado [ντεσλιγάδο] (επίθ.) λυμέ νος. desligar [ντεσλιγάρ] (ρ.) λύνω, χωρί ζω. desliz [ντεσλίθ] (ουσ ./αρσ.) παραστρά τημα, σφάλμα, γλίστρημα, deslizamiento [ντεσλιθαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ολίσθημα, γλίστρημα, deslizarse [ντεσλιθάρσε] (ρ.) ολισθαί νω, γλιστρώ, deslomar [ντεσλομάρ] (ρ.) ξεθεώνω, εξαντλώ. deslomarse [ντεσλομάρσε] (ρ.) ξεθεώ νομαι, εξαντλούμαι, deslucido [ντεσλουθίδο] (επίθ.) ξεθω ριασμένος θαμπός άτονος, deslucimiento [ντεσλουθιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) θαμπάδα, ατονία, deslucir [ντεσλουθίρ] (ρ.) θαμπώνω, θολώνω. deslumbrante [ντεσλουμ'μπράν'τε] (επίθ.) εκθαμβωτικός, deslumbrar [ντεσλουμ'μπράρ] (ρ.) θα
207
deslustrado μπώνω. deslustrado [ντεσλουστράδο] (επίθ.) αγυάλιστος. deslustrar [ντεσλουστράρ] (ρ.) θα μπώνω. desmán [ντεσμάν] (ουσ./αρσ.) βρισιά, προσβολή, desmaña [ντεσμάνια] (ουσΥθηλ.) αδε ξιότητα. desmañado [ντεσμανιάδο] (επίθ.) αδέ ξιος. desmandado [ντεσμανδάδο] (επίθ.) ανε ξέλεγκτος desmantelar [ντεσμαν'τελάρ] (ρ.) 1: κατεδαφίζω, γκρεμίζω, 2: εγκαταλεί πω, 3: σπάω. desmayado [ντεσμαγιάδο] (επίθ.) λι πόθυμος αναίσθητος, desmayarse [ντεσμαγιάρσε] (ρ.) λιπο θυμώ. desmayo [ντεσμάγιο] (ουσ,/αρσ.) λι ποθυμία. desmedido [ντεσμεδίδο] (επίθ.) υπέρ μετρος υπερβάλλων. desmedirse [ντεσμεδίρσε] (ρ.) παρα κάνω, υπερβάλλω, υπερβαίνω, desmedrado [ντεμεδράδο] (επίθ.) κα τεστραμμένος, desmedrar [ντεσμεδράρ] (ρ.) βλάπτω, καταστρέφω, desmedro [ντεσμέδρο] (ουσΥαρσ.) βλά βη. desmejorado [ντεσμεχοράδο] (επίθ.) επιδεινωμένος, desmejoramiento [ντεσμεχοραμιέν'το] (ουσΥαρσ.) επιδείνωση, desmejorarse [ντεσμεχοράρσε] (ρ.) επιδεινώνομαι, εξασθενώ. desmembración [ντεσμεμ'μττραθιόν] (ουσΥθηλ.) διαμελισμός. desmembrar [ντεσμεμ'μπράρ] (ρ.) δια μελίζω. desmemoriado [ντεσμεμοριάδο] (επίθ.) αμνήμων, αμελής ξεχασιάρης
desmentir [ντεσμεν'τίρ] (ρ.) διαψεύδω, αντικρούω, ανατρέπω, desmenuzable [ντεσμενουθάμπλε] (επίθ.) ευθρυμμάτιστος desmenuzar [ντεσμενουθάρ] (ρ.) θρυμ ματίζω. desmesurado [ντεσμεσουράδο] (επίθ.) υπέρμετρος υπερβολικός, desmesurarse [ντεσμεσουράρσε] (ρ.) αυθαδιάζω. desmilitarización [ντεσμιλιταριθαθιόν] (ουσΥθηλ.) αποστρατιωτικοποίηση, desmilitarizar [ντεσμιλιταριθάρ] (ρ.) αποστρατιωτικοποιώ. desmirriado [ντεσμιριάδο] (επίθ.) αδύ ναμος ασθενής, desmochar [ντεσμοτσάρ] (ρ.) κλαδεύω, desmoche [ντεσμότσε] (ουσΥαρσ.) κλά δεμα. desmontable [ντεσμον'τάμπλε] (επίθ.) αποσυνδεόμενος διαχωρισμένος, desmontar [ντεσμον'τάρ] (ρ.) 1: απο συνδέω, διαλύω, 2: ξηλώνω, 3: γκρε μίζω, 4: ξεπεζεύω, desmonte [ντεσμόν'τε] (ουσΥαρσ.) ισοπέδωση, αποψίλωση, desmoralizador [νιεσμοραλιθαδόρ] (επίθ.) αποθαρρυνπκός αποτρεπτικός απογοητευπκός desmoralizar [ντεσμοραλιθάρ] (ρ.) απο θαρρύνω, αποτρέπω, desmoronamiento [ντεσμοροναμιέν'το] (ουσΥαρσ.) κατάρρευση, desmoronar [ντεσμορονάρ] (ρ.) φθεί ρω, χαλάω, desmovilización [ντεσμοβιλιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αποστράτευση, desmovilizar [ντεσμοβιλιθάρ] (ρ.) απο στρατεύω, desnacionalización [ντεσναθιοναλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) απεθνικοποίηση. desnacionalizado [ντεσναθιοναλιθάδο] (επίθ.) απεθνικοποιημένος. desnacionalizar [ντεσναθιοναλιθάρ] (ρ.)
208
despachurrar απεθνικοποιώ. desnatar [ντεσνατάρ] (ρ.) αποβουτυ ρώνω. desnaturalizado [ντεσνατουραλιθάδο] (επίθ.) αφύσικος, desnaturalizar [ντεανατουραλιθάρ] (ρ.) παραποιώ, μεταλλάσσω, desnivel [ντεσνιβέλ] (ουσ./αρσ.) ανι σότητα. desnivelado [ντεσνιβελάδο] (επίθ.) 1: τραχύς, 2: ασταθής, desnivelar [ντεσνιβελάρ] (ρ.) κάνω κά τι ανισόπεδο, διαταράσσω την ισορ ροπία. desnucar [ντεσνουκάρ] (ρ.) ξεσβερκιάζω. desnuclearizado [ντεσνουκλεαριθάδο] (επίθ.) αποπυρηνικοποιημένος, desnudar [ντεσνουδάρ] (ρ.) γδύνω, γυ μνώνω, ξεντύνω, desnudez [ντεσνουδέθ] (ουσ,/θηλ.) γύ μνια. desnudo [ντεσνούδο] (επίθ.) γυμνός, desnutrición [ντεσνουτριθιόν] (ουσ./ θηλ.) υποσιτισμός, desnutrido [ντεσνουτρίδο] (επίθ.) υπο σιτισμένος, desobedecer [ντεσομπεδεθέρ] (ρ.) απει θαρχώ, παρακούω, desobediencia [ντεσομπεδιένθια] (ουσ./ θηλ.) ανυπακοή, απειθαρχία, desobediente [ντεσομπεδιέντε] (επίθ.) ανυπάκουος, desocupación [ντεσοκουπαθιόν] (ουσ./ θηλ.) ανεργία, απραξία, desocupado [ντεσοκουπάδο] 1: (ουσ./ αρσ.) άεργος, άνεργος 2: (επίθ.) άδειος κενός desocupar [ντεσοκουπάρ] (ρ.) αδειά ζω, εκκενώνω, desodorante [ντεσοδοράν'τε] (ουσ./ αρσ.) αποσμητικό, desodorizar [ντεσοδοριθάρ] (ρ.) αποσμώ.
desoír [ντεσοΐρ] (ρ.) αδιαφορώ, απα ξιώ, αγνοώ, desolación [ντεσολαθιόν] (ουσ./θηλ.) ρήμαγμα, ερήμωση, αφανισμός. desolado [ντεσολάδο] (επίθ.) έρημος θλιμμένος κατηφής. desolador [ντεσολαδόρ] (επίθ.) οδυ νηρός επίπονος, desolar [ντεσολάρ] (ρ.) ερημώνω, ρη μάζω, συντρίβω, desolladero [ντεσογιαδέρο] (ουσ./ αρσ.) σφαγείο, desollado [ντεσογιάδο] (επίθ.) θρα σύ ς αναιδής desolladura [ντεσογιαδούρα] (ουσ./ θηλ.) εκδορά, γδάρσιμο. desollar [ντεσογιάρ] (ρ.) γδέρνω, desorden [ντεσόρδεν] (ουσ7αρσ.) αταξία, ακαταστασία, μπέρδεμα, desordenado [ντεσορδενάδο] (επίθ.) ακατάστατος ατακτοποίητος (καθ.) τσαπατσούλης, desordenar [ντεσορδενάρ] (ρ.) διαταράσσω, αναστατώνω, desorganización [ντεσοργανιθαθιόν] (ουσ,/θηλ.) αποδιοργάνωση, desorganizar [ντεσοργανιθάρ] (ρ.) αποδιοργανώνω. desorientar [ντεσοριεν'τάρ] (ρ.) απο προσανατολίζω, ετεροκατευθύνω. desovar [ντεσοβάρ] (ρ.) ωοτοκώ. desoxidar [ντεσοξιδάρ] (ρ.) ξεσκουριά ζω. despabilado [ντεσπαμπιλάδο] (επίθ.) ξύπνιος ζωηρός, despabilar [ντεσπαμπιλάρ] (ρ.) 1: αφαιρώ την καύτρα, 2: ξυπνώ, despachador [ντεσπατσαδόρ] (ουσ./ αρσ.) αποστολέας, despachar [ντεσπατσάρ] (ρ.) 1: απο στέλλω, 2: διεκπεραιώνω. despacho [ντεσπάτσο] (ουσ,/αρσ.) γρα φείο, διεκπεραίωση, despachurrar [ντεσπατσουράρ] (ρ.) συ
209
despacio ντρίβω, συνθλίβω, despacio [ντεσπάθιο] (επίρρ.) αργά, σιγά. despacito [ντεσπαθίτο] (επίρρ.) 1: σιγάσιγά, αργά, 2: απαλά, despampanante [ντεσπαμ'πανάν'τε] (επίθ.) εντυπωσιακός εκθαμβωτικός, desparejar [ντεσπαρεχάρ] (ρ.) χωρί ζω. desparejo [ντεσπαρέχο] (επίθ.) μονός, desparramar [ντεσπαραμάρ] (ρ.) σκορ πίζω, διασκορπίζω, σπαταλώ. despatarrar [ντεσπαταράρ] (ρ.) 1: σκο ντάφτω, 2: ανοίγω τα πόδια, despavorido [ντεσπαβορίδο] (επίθ.) έντρο μος κατατρομαγμένος despechar [ντεσπετσάρ] (ρ.) 1: εξοργί ζω, 2: απογαλακτίζω, απεξαρτώ. despecho [ντεσπέτσο] (ουσ7αρσ.) 1: έχθρα, 2: απογαλακτισμός, despectivo [ντεσπεκτίβο] (επίθ.) περι φρονητικός, despedazar [ντεσπεδαθάρ] (ρ.) κομ ματιάζω. despedida [ντεσπεδίδα] (ουσ/θηλ.) 1: απο χαιρετισμός αποχωρισμός 2: απόλυση, despedir [ντεσπεδίρ] (ρ.) 1: αποχαιρε τώ, 2: ρίχνω, 3: αποδιώχνω, απολύω, despedirse [ντεσπεδίρσε] (ρ.) (de) 1: αποχαιρετώ, 2: παραιτούμαι · me despedí de él y me fui - τον χαιρέτησα και έφυγα · se despidió de su trabajo - παραιτήθηκε από τη δουλειά του. despegado [ντεσπεγάδο] (επίθ.) απο σπασμένος ξεκολλημένος, despegar [ντεσπεγάρ] (ρ.) αποσπώ, ξεκολλώ. despegarse [ντεσπεγάρσε] (ρ.) αποξε νώνομαι, 2: απογειώνομαι, despegue [ντεσπέγε] (ουσ./αρσ.) απο γείωση. despeinado [ντεσπεϊνάδο] (επίθ.) αχτέ νιστος. despeinar [ντεσπεϊνάρ] (ρ.) χαλάω τα 210
μαλλιά, ξεχτενίζω, despejado [ντεσπεχάδο] (επίθ.) 1: ανέ φ ελος 2: καθαρός διαυγής despejar [ντεσπεχάρ] (ρ.) 1: εκκενώ νω, 2: καθαρίζω, despeje [ντεσπέχε] (ουσ,/αρσ.) εκκέ νωση. despellejar [ντεσπεγιεχάρ] (ρ.) γδέρ νω. despeluzar [ντεσπελουθάρ] (ρ.) ανα τριχιάζω. despeñadero [ντεσπενιαδέρο] (ουσ./ αρσ.) απότομος γκρεμός, despeñarse [ντεσπενιάρσε] (ρ.) 1: εκ σφενδονίζομαι, 2: γκρεμοτσακίζομαι. despensa [ντεσπένσα] (ουσ,/θηλ.) μι κρή αποθήκη για τρόφιμα, desperdiciar [ντεσπερδιθιάρ] (ρ.) χα ραμίζω, σπαταλώ. desperdicio [ντεσπερδίθιο] (ουσ/αρσ.) απορρίμματα, υπολείμματα, desperdigar [ντεσπερδιγάρ] (ρ.) δια σκορπίζω, desperezarse [ντεσπερεθάρσε] (ρ.) τε ντώνομαι, εκτείνομαι, desperfecto [ντεσπερφέκτο] (ουσ/αρσ.) ατέλεια ζημιά, ελάττωμα, despersonalizar [ντεσπερσοναλιθάρ] (ρ.) αποπροσωποποιώ. despertador [ντεσπερταδόρ] (ουσ/αρσ.) ξυπνητήρι, despertar [ντεσπερτάρ] (ρ.) (α alguien) αφυπνίζω, ξυπνώ κάποιον, despertarse [ντεσπερτάρσε] (ρ.) ξυ πνώ · Ιναη se despierta a las 7 para ir al trabajo - O Ιβάν ξυπνάει στις 7 για να πάει στη δουλειά, despiadado [ντεσπιαδάδο] (επίθ.) άσπλα χνος ανάλγητος ανελέητος σκληρός despido [ντεσπίδο] (ουσ/αρσ.) 1: από λυση, 2: αποζημίωση, despierto [ντεσπιέρτο] (επίθ.) 1: ξύ πνιος · estar despierto - είμαι ξύ πνιος 2: έξυπνος · ser despierto - εί
despreocupación μαι έξυπνος, despilfarrado [ντεσπιλφαράδο] (επίθ.) σπάταλος, πολυδάπανος, despilfarrar [ντεσπιλφαράρ] (ρ.) σπαταλώ, ξοδεύω, σκορπάω, despilfarro [ντεσπιλφάρο] (ουσ./αρσ.) οπτατάλη. despintar [ντεσπιντάρ] (ρ.) ξεθωριά ζω, ξεβάφω, despiojar [ντεσπιοχάρ] (ρ.) ξεψειρίζω. despistado [ντεσπιστάδο] (επίθ.) αφηρημένος. despistar [ντεσπιστάρ] (ρ.) παραπλα νώ. despiste [ντεσπίστε] (ουσΥαρσ.) 1: πα ρέκκλιση, 2: αφηρημάδα, desplantador [ντεοπτλαν'ταδόρ] (ουσ./ αρσ.) μυστρί, desplantar [ντεσπλαν'τάρ] (ρ.) ξερι ζώνω. desplante [ντεσπλάν'τε] (ουσ,/αρσ.) 1: κακή στάση του σώματος, 2: αναίδεια, θρασυτητα. desplazado [ντεσπλαθάδο] (επίθ.) με τατοπισμένος, εκτοπισμένος, desplazamiento [ντεσπλαθαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) μετατόπιση, μετακίνηση, μετάθε ση. desplazar [ντεσπλαθάρ] (ρ.) 1: μετατο πίζω, μετακινώ, μεταθέτω, 2: αντικα θιστώ. desplegar [ντεσπλεγάρ] (ρ.) 1: ξεδι πλώνω, 2: αναπτύσσω, 3: απλώνω, despliegue [ντεσπλιέγε] (ουσ,/αρσ.) 1: ξεδίπλωμα, 2: ανάπτυξη, 3: εξάπλωση. desplomarse [ντεσπλομάρσε] (ρ.) σω ριάζομαι, καταρρέω, desplome [ντεσπλόμε] (ουσΥαρσ.) 1: κλίση, 2: κατάρρευση, πτώση, desplumar [ντεσπλουμάρ] (ρ.) ξεπου πουλιάζω, μαδώ. despoblación [ντεσπομπλαθιόν] (ουσΥ θηλ.) πληθυσμιακή μείωση. 211
despoblado [ντεσπομπλάδο] (επίθ.) αραιοκατοικημένος, despoblar [ντεσπομπλάρ] (ρ.) 1: απο γυμνώνω, 2: ερημώνω, despojar [ντεσποχάρ] (ρ.) αφαιρώ, ξε γυμνώνω, despojo [ντεσπόχο] (ουσΥαρσ.) αρπα γή, απογύμνωση, λεηλασία, despolvorear [ντεσπολβορεάρ] (ρ.) ξεσκονίζω, desportillar [ντεσπορτιγιάρ] (ρ.) ραγί ζω. desposado [ντεσποσάδο] (επίθ.) νιό παντρος νεόνυμφος, desposar [ντεσποσάρ] (ρ.) παντρεύω, desposarse [ντεσποσάρσε] (ρ.) πα ντρεύομαι, déspota [ντέσποτα] (ουσΥαρσ.) τύ ραννος σατράπης, despotismo [ντεσποτίσμο] (ουσΥαρσ.) δεσποτισμός σατραπισμός, despreciable [ντεσπρεθιάμπλε] (επίθ.) αξιοκαταφρόνητος ποταπός. despreciar [ντεσπρεθιάρ] (ρ.) κατα φρονώ, περιφρονώ, despreciativo [ντεσπρεθιατίβο] (επίθ.) υποτιμητικός, desprecio [ντεσπρέθιο] (ουσΥαρσ.) κα ταφρόνηση, περιφρόνηση, desprender [ντεσπρεν'ντέρ] (ρ.) 1: απο χωρίζω, αποκολλώ, 2: αποσπώ, 3: ανα δίδω. desprenderse [ντεσπρεν'ντέρσε] (ρ.) (de) 1: αποχωρίζομαι, 2: συνάγεται · era difícil desprenderse de sus amigos ήταν δύσκολο να αποχωριστεί τους φίλους του. desprendido [ντεοπρεν'ντίδο] (επίθ.) γενναιόδωρος ανοιχτοχέρης (καθ.) γαλαντόμος, desprendimiento [ντεσπρεν'ντιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) αποκόλληση, απόσπαση, despreocupación [ντεσπρεοκουπαθιόν] (ουσΥθηλ.) ξεγνοιασιά, ανεμελιά.
despreocupado despreocupado [ντεσπρεοκουπάδο] (επίθ.) αμέριμνος ξέγνοιαστος, ανέμελος despreocuparse [ντεσπρεοκουπάρσε] (ρ.) ξεγνοιάζω, desprestigiar [ντεσπρεστιχιάρ] (ρ.) δυ σφημώ, διαβάλλω, συκοφαντώ, desprestigio [ντεσπρεστίχιο] (ουσ./ αρσ.) δυσφήμιση, (μτφ.) ρετσινιά, desprevenido [ντεσπρεβενίδο] (επίθ.) απροετοίμαστος ανέτοιμος απροει δοποίητος desproporción [ντεσπροπορθιόν] (ουσ./ θηλ) δυσαναλογία. desprovisto [ντεσπροβίστο] (επίθ.) άνευ, χωρίς después [ντεσπουές] (επίρρ.) μετά, κα τόπιν · después de - μετά από. despuntado [ντεσπουν'τάδο] (επίθ.) αμβλύστομος. despuntar [ντεσπουν'τάρ] (ρ.) αμβλύ νω. desquiciar [ντεσκιθιάρ] (ρ.) τρελαίνω, αναστατώνω, desquitarse [ντεσκιτάρσε] (ρ.) απο ζημιώνομαι, ανταμείβομαι, ανταπο δίδω. desquite [ντεσκίτε] (ουσ,/αρσ.) 1: απο ζημίωση, ανταμοιβή, ανταπόδοση, 2: εκδίκηση, desrazonable [ντεσραθονάμπλε] (επίθ.) εξωφρενικός παράλογος destacado [ντεστακάδο] (επίθ.) εξέχων, ξεχωριστός, destacamento [ντεστακαμέν'το] (ουσ./ αρσ.) απόσπασμα. destacar [ντεστακάρ] (ρ.) ξεχωρίζω, απο σπώ. destacarse [ντεστακάρσε] (ρ.) εξέχω, διαπρέπω. destajar [ντεσταχάρ] (ρ.) 1: κόβω την τράπουλα, 2: τεμαχίζω, destajo [ντεστάχο] (ουσ,/αρσ.) εξαντ λητική εργασία, destapar [ντεσταπάρ] (ρ.) 1: εκπωματί 212
ζω, 2: ξεσκεπάζω, destartalado [ντεσταρταλάδο] (επίθ.) 1: ασύμμετρος δυσανάλογος 2: ακατάστατος, destejer [ντεστεχέρ] (ρ.) ξηλώνω, destellar [ντεστεγιάρ] (ρ.) λαμπυρίζω, σπινθηροβολώ, destello [ντεστέγιο] (ουσ7αρσ.) λαμπύρισμα, λάμψη, destemplado [ντεστεμ'πλάδο] (επίθ.) παράτονος, destemplanza [ντεστεμ'πλάνθα] (ουσ./ θηλ.) παρατονία, destemplar [ντεστεμ'πλάρ] (ρ.) ξεκουρδίζω, αναστατώνω, destemplarse [ντεστεμ'πλάρσε] (ρ.) εξοργίζομαι, θυμώνω, desteñido [ντεστενίδο] (επίθ.) ξεθω ριασμένος ξεβαμμένος, desteñir [ντεστενίρ] (ρ.) ξεβάφω, desternillarse [ντεστερνιγιάρσε] (ρ.) ξεκαρδίζομαι, desterrado [ντεστεράδο] (επίθ.) εξό ριστος. desterrar [ντεστεράρ] (ρ.) εξορίζω, destetar [ντεστετάρ] (ρ.) απογαλακτί ζω. destierro [ντεστιέρο] (ουσ7αρσ.) εξο ρία. destilación [ντεστιλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) απόσταξη, destiladera [ντεστιλαδέρα] (ουσ/θηλ.) αποστακτήρας. destilador [ντεστιλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ποτοποιός. destilar [ντεστιλάρ] (ρ.) αποστάζω, destilatorio [ντεστιλατόριο] (ουσ./ αρσ.) αποστακτήριο. destilería [ντεστιλερία] (ουσ,/θηλ.) δι υλιστήριο, destinar [ντεστινάρ] (ρ.) προορίζω, διορίζω. destinatario [ντεστινατάριο] (ουσ,/αρσ.) παραλήπτης
desventaja destino [ντεστίνο] (ουσ./αρσ.) προορι σμός μοίρα, πεπρωμένο, destitución [ντεστπουθιόν] (ουσ/θηλ.) απόλυση. destituir [ντεστιτουίρ] (ρ.) απομακρύνω, απολύω, destorcer [ντεστορθέρ] (ρ.) ξεστρίβω, ισιώνω. destornillado [ντεστορνιγιόδο] (επίθ.) τρελός. destornillador [ντεστσρνιγιαδόρ] (ουσ/ αρσ.) κατσαβίδι, destornillar [ντεστορνιγιάρ] (ρ.) ξεβι δώνω. destrabar [ντεστραμπάρ] (ρ.) αποδεσμέυω, απελευθερώνω, destrabarse [ντεστραμπόρσε] (ρ.) αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι, destreza [ντεστρέθα] (ουσ/θηλ.) δεξιότητα, ικανότητα destripar [ντεστριπάρ] (ρ.) ξεκοιλιά ζω. destronamiento [ντεστροναμιέν'το] (ουσ/ αρσ.)εκθρόνιση. destronar [ντεστρονάρ] (ρ.) εκθρονί ζω. destroncar [ντεστρονκάρ] (ρ.) 1: δια κόπτω, 2: ξεριζώνω δέντρο, destrozar [ντεστροθάρ] (ρ.) καταστρέ φω, χαλάω, συντρίβω, destrozo [ντεστρόθο] (ουσ/αρσ.) όλε θρος καταστροφή, ζημιά, destrucción [ντεστρουκθιόν] (ουσ/θηλ.) καταστροφή, destructible [ντεστρουκτίμπλε] (επίθ.) ολέθριος καταστροφικός destructivo [ντεστρουκτίβο] (επίθ.) καταστρεπτικός, destructor [ντεστρουκτόρ] (ουσ/αρσ.) 1: καταστροφέας 2: αντιτορπιλικό. destruir [ντεστρουίρ] (ρ.) καταστρέ φω. desuello [ντεσουέγιο] (ουσ/αρσ.) γδάρσιμο.
desunión [ντεσουνιόν] (ουσ/θηλ.) δι χόνοια. desunir [ντεσουνίρ] (ρ.) διχάζω χωρί ζω. desusado [ντεσουσάδο] (επίθ.) πανάρχαιος παμπάλαιος desuso [ντεσούσο] (ουσ./αρσ.) αχρη στία. desvaído [ντεσβαίδο] (επίθ.) 1: χλω μός θολός 2: αβοήθητος, desvainar [ντεσβαϊνάρ] (ρ.) αποφλοιώ νω. desvalido [ντεσβαλίδο] (επίθ.) άπο ρος ανήμπορος ανυπεράσπιστος αδύναμος, desvalijar [ντεσβαλιχάρ] (ρ.) λεηλατώ, κλέβω. desvalorización [ντεσβαλοριθαθιόν] (ουσ/ θηλ) υποτίμηση, desvalorizar [ντεσβαλοριθάρ] (ρ.) υπο τιμώ. desván [ντεσβάν] (ουσ/αρσ.) σοφίτα, desvanecerse [ντεσβανεθέρσε] (ρ.) 1: διαλύομαι, 2: χάνομαι, λιποθυμώ, desvanecido [ντεσβανεθίδο] (επίθ.) λι πόθυμος desvanecimiento [ντεσβανεθιμιέν'το] (ουσ/αρσ.) 1: εξαφάνιση, 2: ξεθώριασμα, 3: λιποθυμία, desvariar [ντεσβαριάρ] (ρ.) παραλη ρώ, παραμιλώ, desvarío [ντεσβαρίο] (ουσ/αρσ.) πα ραλήρημα, παραμιλητό, desvelado [ντεσβελάδο] (επίθ.) άυπνος άγρυπνος, desvelarse [ντεσβελάρσε] (ρ.) ξαγρυπνώ, επαγρυπνώ, desvelo [ντεσβέλο] (ουσ/αρσ.) επα γρύπνηση, desvencijado [ντεσβενθιχάδο] (επίθ.) ξεχαρβαλωμένος σαραβαλιασμένος desvencijar [ντεσβενθιχάρ] (ρ.) κομ ματιάζω. desventaja [ντεσβεντάχα] (ουσ/θηλ.)
213
desventajoso μειονέκτημα, desventajoso [ντεσβεν'ταχόσο] (επίθ.) μειονεκτικός, desventura [ντεοβεντούρα] (ουσΥθηλ.) δυστυχία, συμφορά, αναποδιά, desventurado [ντεσβεντουράδο] (επίθ.) δυστυχής, δύσμοιρος, desvergonzado [ντεσβενγονθάδο] (επίθ.) ξεδιάντροπος αναίσχυντος desvergüenza [ντεσβεργουένθα] (ουσΥ θηλ.) ξεδιαντροπιά. desvestir [ντεσβεστίρ] (ρ.) γδύνω, desviación [ντεσβιαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: παρεκτροπή, παρέκκλιση, απόκλι ση, 2: σκολίωση, desviar [ντεσβιάρ] (ρ.) εκτρέπω, πα ρεκκλίνω, desvincular [ντεσβινκουλάρ] (ρ.) αποδεσμεϋω, απελευθερώνω, desvío [ντεσβίο] (ουσΥαρσ.) παρέκκλι ση, παράκαμψη, desvirgar [ντεσβιργάρ] (ρ.) διακορεύω, ξεπαρθενεύω, desvivirse [ντεσβιβίρσε] (ρ.) επιδει κνύω ζήλο. detalladamente [ντεταγιαδαμέν'τε] (επίρρ.) λεπτομερώς detallado [ντεταγιάδο] (επίθ.) λεπτομερής. detallar [ντεταγιάρ] (ρ.) εκθέτω λεπτο μερώς detalle [ντετάγε] (ουσΥαρσ.) λεπτομέ ρεια. detallista [ντεταγίστα] 1: (ουσ./αρσ.+ θηλ.) έμπορος λιανικής 2: (επίθ.) λε πτομερής, detección [ντετεκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ανίχνευση, 2: ανακάλυψη, εντοπισμός. detectar [ντετεκτάρ] (ρ.) 1: ανιχνεύω, 2: ανακαλύπτω, εντοπίζω, detective [ντετεκτίβε] (ουσΥαρσ.) ντετέκτιβ. detector [ντετεκτόρ] (ουσΥαρσ.) ανι
χνευτής. detención [ντετενθιόν] (ουσΥθηλ.) σταμάτημα, κράτηση, detener [ντετενέρ] (ρ.) 1: ανακόπτω, σταματώ, 2: συλλαμβάνω, detenerse [ντετενέρσε] (ρ.) σταματώ, detenidamente [ντετενιδαμέν'τε] (επίρρ.) προσεκτικά, detenido [ντετενίδο] (ουσΥαρσ.) κρα τούμενος φυλακισμένος, detergente [ντετερχέν'τε] (ουσΥαρσ.) απορρυπαντικό, deteriorado [ντετεριοράδο] (επίθ.) φθαρ μένος χαλασμένος deteriorar [ντετεριοράρ] (ρ.) φθείρω, deterioro [ντετεριόρο] (ουσΥαρσ.) φθορά, ζημιά, determinación [ντετερμιναθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: καθορισμός 2: αποφασιστι κότητα, 3: απόφαση, determinado [ντετερμινάδο] (επίθ.) 1: ορισμένος καθορισμένος 2: αποφα σισμένος. determinar [ντετερμινάρ] (ρ.) προσ διορίζω, καθορίζω, αποφασίζω, detestable [ντετεστάμπλε] (επίθ.) απε χθής μισητός αποκρουστικός detestar [ντετεστάρ] (ρ.) απεχθάνομαι, μισώ, αποστρέφομαι. detonación [ντετοναθιόν] (ουσΥθηλ.) έκρηξη. detonador [ντετοναδόρ] (ουσ,/αρσ.) πυροκροτητής, detonar [ντετονάρ] (ρ.) εκρήγνυμαι, detracción [ντετρακθιόν] (ουσΥθηλ.) δυσφήμιση, διαβολή, συκοφαντία, διασυρμός. detractor [ντετρακτόρ] (ουσΥαρσ.) δυσφημιστής συκοφάντης, detraer [ντετραέρ] (ρ.) αφαιρώ, απο σπώ. detrás [ντετράς] (επίρρ.) πίσω · detrás de - πίσω από. detrimento [ντετριμιέν'το] (ουσΥαρσ.)
214
diamantista φθορά, ζημιά, detritus [ντετρίτους] (ουσ,/αρσ.) 1: συντρίμμια, χαλάσματα, 2: τρίμματα βράχων. deuda [ντέουδα] (ουσ,/θηλ.) χρέος οφειλή. deudo [ντέουδο] (ουσ7αρσ.) συγγε νής. deudor [ντεουδόρ] (ουσ,/αρσ.) χρεώ στης, οφειλέτης, devaluación [ντεβαλουαθιόν] (ουσ./ θηλ.) υποτίμηση, devaluar [ντεβαλουάρ] (ρ.) υποτιμώ, devanado [ντεβανάδο] (ουσ,/αρσ.) τύ λιγμα σύρματος, devanador [ντεβαναδόρ] (ουσ,/αρσ.) πηνίο, καρούλι, devanar [ντεβανάρ] (ρ.) τυλίγω, devanear [ντεβανεάρ] (ρ.) λέω βλα κείες. devaneo [ντεβανέο] (ουσ./αρσ.) 1: ντελίριο, 2: ασυναρτησία, ανοησία, devastación [ντεβασταθιόν] (ουσ./ θηλ.) ερήμωση, καταστροφή, devastador [ντεβασταδόρ] (επίθ.) κα ταστροφικός, devastar [ντεβαστάρ] (ρ.) καταστρέ φω, οημάζω. devenir [ντεβενίρ] (ρ.) μεταβάλλομαι, devoción [ντεβοθιόν] (ουσΥθηλ.) ευλάβεια, ευσέβεια, αφοσίωση, devolución [ντεβολουθιόν] (ουσ./ θηλ.) επιστροφή, devolver [ντεβολβέρ] (ρ.) 1: επιστρέ φω, 2: κάνω εμετό, devorar [ντεβοράρ] (ρ.) καταβροχθί ζω. devoto [ντεβότο] (επίθ.) ευλαβής ευ σεβής αφοσιωμένος día [ντία] (ουσ./αρσ.) ημέρα · ¡buenos días! - καλημέρα! · a días - κάποιες μέρες · el otro día - τις προάλλες · el día de hoy - σήμερα · menú del día σημερινό μενού.
diabetes [ντιαμπέτες] (ουσ./θηλ.) (Ιατρ.) διαβήτης diabético [ντιαμπέτικο] (επίθ.) διαβη τικός. diablillo [ντιαμπλίγιο] (ουσ./αρσ.) δια βολάκι. diablo [ντιάμπλο] (ουσ,/αρσ.) διάβο λο ς δαίμονας, diablura [ντιαμπλούρα] (ουσ,/θηλ.) διαβολιά, ζαβολιά, diabólico [ντιαμπόλικο] (επίθ.) διαβο λικός σατανικός, diácono [ντιάκονο] (ουσ./αρσ.) διάκο νος. diadema [ντιαδέμα] (ουσ7θηλ.) διά δημα, βασιλικό στέμμα, diáfano [ντιάφανο] (επίθ.) διαφανής διαυγής diafragma [ντιαφράγμα] (ουσ,/αρσ.) διάφραγμα. diagnosis [ντιαγνόσις] (ουσ./θηλ.) διά γνωση. diagnosticar [ντιαγνοστικάρ] (ρ.) δια γιγνώσκω, κάνω διάγνωση, diagnóstico [ντιαγνόστικο] 1: (ουσ./ αρσ.) διάγνωση, 2: (επίθ.) διαγνω στικός. diagonal [ντιαγονάλ] (επίθ.) διαγώνιος, diagrama [ντιαγράμα] (ουσ./αρσ.) διά γραμμα. dialectal [ντιαλεκτάλ] (επίθ.) διαλεκτι κός. dialecto [ντιαλέκτο] (ουσΥαρσ.) διά λεκτος. dialogar [ντιαλογάρ] (ρ.) συζητώ, συ νομιλώ. diálogo [ντιάλογο] (ουσ./αρσ.) διάλο γος συζήτηση, συνομιλία, diamante [ντιαμάν'τε] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.) διαμάντι diamantífero [ντιαμαν'τίφερο] (επίθ.) διαμαντοοττόλιστος. diamantista [ντιαμαντίστα] (ουσ7αρσ.) αδαμαντοπώλης.
215
diametral diametral [ντιαμετράλ] (επίθ.) διαμε τρικός. diametralmente [ντιαμετραλμέν'τε] (επίρρ.) αντιδιαμετρικά. diámetro [ντιάμετρο] (ουσΥαρσ.) διά μετρος. diana [ντιάνα] (ουσΥθηλ.) διάνα, στό χος. diapasón [ντιαπασόν] (ουσΥαρσ.) δια πασών. diapositiva [ντιαποσιτίβα] (ουσ,/θηλ.) διαφάνεια, diariamente [ντιάριαμεν'τε] (επίρρ.) καθημερινά, diario [ντιάριο] (επίθ.) καθημερινός, diarismo [ντιαρίσμο] (ουσΥαρσ.) χρο νικογράφος, diarrea [ντιαρέα] (ουσΥθηλ.) διάρροια, diáspora [ντιάσπορα] (ουσΥθηλ.) διασπορά. diástole [ντιαστόλε] (ουσΥθηλ.) δια στολή. diátesis [ντιάτεσις] (ουσΥθηλ.) προ διάθεση. diatriba [ντιατρίμπα] (ουσΥθηλ.) δια τριβή. dibujante [ντιμπουχάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) σκιτσογράφος. dibujar [ντιμπουχάρ] (ρ.) σχεδιάζω, σκιτσάρω. dibujo [ντιμπούχο] (ουσΥαρσ.) σχέδιο, σκίτσο. diccionario [ντικθιονάριο] (ουσΥαρσ.) λεξικό. dicha [ντίτσα] (ουσΥθηλ.) ευτυχία, ευ δαιμονία, μακαριότητα, dicharachero [ντιτσαρατσέρο] (επίθ.) ομιλητικός φλύαρος πνευματώδης, dicho [ντίτσο] (ουσΥαρσ.) έκφραση, παροιμία, dichoso [ντιτσόσο] (επίθ.) ευτυχής μα κάριος καταραμένος, diciembre [ν τ ιθ ιέμ 'μ π ρ ε] (ουσΥαρσ.) Δεκέμβριος. 216
dicotomía [ντικοτομία] (ουσΥθηλ.) δι χοτόμηση, dictado [ντικτάδο] (ουσΥαρσ.) υπαγό ρευση. dictador [ντικταδόρ] (ουσ,/αρσ.) δι κτάτορας, dictadura [ντικταδούρα] (ουσΥθηλ.) δικτατορία, dictamen [ντικτάμεν] (ουσΥαρσ.) γνω μάτευση. dictaminar [ντικταμινάρ] (ρ.) γνωμα τεύω. dictar [ντικτάρ] (ρ.) υπαγορεύω, dictatorial [ντικτατοριάλ] (επίθ.) δικτατορικός. dicterio [ντικτέριο] (ουσΥαρσ.) μομ φή, λοιδορία, didáctica [ντιδάκτικα] (ουσΥθηλ.) δι δακτική. diecinueve [ντιεθινουέβε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) δεκαεννιά, dieciocho [ντιεθιότσο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) δεκαοχτώ, dieciséis [ντιεθισέις] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) δεκαέξι, diecisiete [ντιεθισιέτε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) δεκαεπτά, diente [ντιέν'τε] (ουσΥαρσ.) δόντι, diéresis [νπέρεσις] (ουσΥθηλ.) διαλυτικά. diésel [ντιέσελ] (ουσΥαρσ.) ντίζελ, πετρελαιοκινητήρας. diestra [ντιέστρα] (ουσΥθηλ.) δεξιό χέΡ'· diestro [ντιέστρο] (επίθ.) επιδέξιος δε ξιοτέχνης dieta [ντιέτα] (ουσΥθηλ.) 1: δίαιτα, δια τροφή, 2: αμοιβή, dietético [ντιετέτικο] (επίθ.) διαιτητι κός. dietista [ντιετίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) διαιτολόγος diez [ντιέθ] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) δέκα.
diligente diezmar [ντιεθμάρ] (ρ.) αποδεκατίζω. diezmo [ντιέθμο] (ουσ,/αρσ.) δεκάτη (φόρος εκκλησιαστικός), difamación [ντιφαμαθιόν] (ουσ./θηλ.) δυσφήμιση, συκοφαντία, difamar [ντιφαμάρ] (ρ.) δυσφημώ, συ κοφαντώ. difamatorio [ντιφαματόριο] (επίθ.) δυ σφημιστικός , συκοφαντικός, diferencia [νπφερένθια] (ουσ7θηλ.) διαφορά. diferenciación [ντιφερενθιαθιόν] (ουσ7 θηλ.) διαφοροποίηση, diferencial [ντιφερενθιάλ] (επίθ.) δια φορετικός, diferenciar [ντιφερενθιάρ] (ρ.) διαφο ροποιώ, διακρίνω, διαχωρίζω, diferente [ντιφερέν'τε] (επίθ.) διαφο ρετικός, διάφορος, diferir [ντιφερίρ] (ρ.) διαφέρω, difícil [ντιφίθιλ] (επίθ.) δύσκολος, περίεργος, παράξενος, difícilmente [ντιφίθιλμεν'τε] (επίρρ.) δύσκολα. dificultad [ντιφικουλτάδ] (ουσ./θηλ.) 1: δυσκολία, 2: αμφιβολία, dificultar [ντιφικουλτάρ] (ρ.) δυσκο λεύω. dificultoso [ντιφικουλτόσο] (επίθ.) δύ σκολος (καθ.) ζόρικος. difidencia [ντιφιδένθια] (ουσ/θηλ.) δυσπιστία, difteria [διφτέρια] (ουσ,/θηλ.) (Ιατρ.) διφθερίτις. difundir [ντιφουν'ντίρ] (ρ.) διαδίδω, διαχέω. difunto [ντιφούν'το] (ουσ7αρσ.) μακα ρίτης πτώμα, difusión [ντιφουσιόν] (ουσ,/θηλ.) διά δοση, διάχυση, difuso [ντιφούσο] (επίθ.) διάχυτος συ γκεχυμένος, digerible [ντιχερίμπλε] (επίθ.) εύπεπτος ευκολοχώνευτος.
digerir [ντιχερίρ] (ρ.) χωνεύω, digestible [ντιχεστίμπλε] (επίθ.) εύπεπτος. digestión [ντιχεστιόν] (ουσ./θηλ.) χώ νευση, πέψη. digestivo [ντιχεστίβο] (επίθ.) χωνευ τικός. digitación [ντιχιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) δακτυλοθεσία. digital [ντιχιτάλ] (επίθ.) ψηφιακός δα κτυλικός, dígito [ντίχιτο] (ουσ7αρσ.) ψηφίο, dignarse [ντιγνάρσε] (ρ.) καταδέχομαι, dignatario [ντιγνατάριο] (ουσ7αρσ.) αξιωματούχος. dignidad [ντιγνιδάδ] (ουσ7θηλ.) αξιο πρέπεια, dignificar [ντιγνιφικάρ] (ρ.) τιμώ. digno[vτíγvo](επíθ.)αξιoπpεπήςάξιoς αντάξιος · es digno de respeto - είναι άξιος σεβασμού, digresión [ντιγκρεσιόν] (ουσ,/θηλ.) εκτροπή, dije [ντίχε] (ουσ,/αρσ.) μενταγιόν. dilación [ντιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) καθυ στέρηση. dilapidación [ντιλαπιδαθιόν] (ουσ7 θηλ.) σπατάλη, dilapidar [νπλαπιδάρ] (ρ.) σπαταλώ. dilatación [ντιλαταθιόν] (ουσ7θηλ.) δια στολή. dilatado [ντιλατάδο] (επίθ.) διεσταλμένος. dilatar [ντιλατάρ] (ρ.) 1: διαστέλλω, 2: αναβάλλω, dilección [ντιλεκθιόν] (ουσ7θηλ.) τρυ φερότητα, dilema [ντιλέμα] (ουσ./αρσ.) δίλημμα, diletante [ντιλατάν'τε] (ουσ7αρσ.) ερασπέχνης diligencia [ντιλιχένθια] (ουσ7θηλ.) 1: προθυμία, ετοιμότητα, 2: διατύπω ση, 3: άμαξα, diligente [ντλιχέντε] (επίθ.) πρόθυμος
217
dilucidación dilucidación [ντιλουθιδαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αποσαφήνιση, διασαφήνιση, dilucidar [ντιλουθιδάρ] (ρ.) διασαφη νίζω, διευκρινίζω, dilución [ντιλουθιόν] (ουσ,/θηλ.) αραίωση, διάλυμα, diluir [ντιλουίρ] (ρ.) αραιώνω, διαλύω, diluviar [ντιλουβιάρ] (ρ.) βρέχει καταρρακτωδώς. diluvio [ντιλούβιο] (ουσ,/αρσ.) κατα κλυσμός. dimensión [ντιμενσιόν] (ουσ,/θηλ.) διά σταση. diminutivo [ντιμινουτίβο] (ουσ7αρσ.) υποκοριστικός, diminuto [ντιμινούτο] (επίθ.) πολύ μι κρός ασήμαντος, dimisión [ντιμισιόν] (ουσ7θηλ.) παραί τηση. dimitente [ντιμιτέν'τε] (επίθ.) παραι τούμενος, dimitir [ντιμιτίρ] (ρ.) παραιτούμαι, dinámica [ντινάμικα] (ουσ,/θηλ.) δυ ναμική. dinámico [ντινάμικο] (επίθ.) σθεναρός, δυναμικός, dinamismo [ντιναμίσμο] (ουσ,/αρσ.) σθεναρότητα, δυναμισμός, dinamita [ντιναμιτα] (ουσ,/θηλ.) δυ ναμίτης. dinamo [ντινάμο] (ουσ,/αρσ.) (Φυσ.) δυναμό. dinastía [ντιναστία] (ουσ./θηλ.) δυνα στεία. dinástico [ντινάστικο] (επίθ.) δυναστι κός, καταπιεστικός, dinerada [ντινεράδα] (ουσ./θηλ.) πε ριουσία. dinerillos [ντινερίγιος] (ουσ,/αρσ.) πληθ. λεφτουδάκια, dinero [ντινέρο] (ουσ,/αρσ.) λεφτά, χρή μα. dinosáurio [ντινοσάουριο] (ουσ./αρσ.) δεινόσαυρος.
dintel [ντιντέλ] (ουσ./αρσ.) υπέρθυρο, κατώφλι. diocesano [ντιοθεσάνο] (επίθ.) επι σκοπικός, diócesis [ντιόθεσις] (ουσ./θηλ.) επι σκοπική περιφέρεια, dionisiaco [ντιονισίακο] (επίθ.) διονυ σιακός. dioptría [ντιοπτρία] (ουσΥθηλ.) διό πτρα. Dios [ντιός] (ουσ./αρσ.) Θεός · ¡por Dios! - για όνομα του Θεού! · gracias a Dios - με τη βοήθεια του Θεού · Dios te bendiga - ο Θεός να σε ευ λογεί. dios [ντιός] (ουσ./αρσ.) θεός diosa [ντιόσα] (ουσ./θηλ.) θεά. diploma [ντιπλόμα] (ουσ,/αρσ.) δί πλωμα. diplomacia [ντιπλομάθια] (ουσΥθηλ.) διπλωματία, diplomado [ντιπλομάδο] (επίθ.) δι πλωματούχος, diplomarse [ντιπλομάρσε] (ρ.) απο φοιτώ. diplomático [ντιπλομάτικο] 1: (ουσ./ αρσ.) διπλωμάτης 2: (επίθ.) διπλω ματικός diptongo [νππτόνγκο] (ουσ,/αρσ.) (Γοαμμ.) δίφθογγος diputación [ντιπουταθιόν] (ουσΥθηλ.) επιτροπή, αντιπροσωπεία, diputado [ντιπουτάδο] (ουσ,/αρσ.) βουλευτής, dique [ντίκε] (ουσ./αρσ.) κυματοθραύ στης, φράγμα, dirección [ντιρεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) διεύ θυνση (επιχείρησης), διεύθυνση (κα τοικίας), κατεύθυνση, directamente [ντιρέκταμεν'τε] (επίρρ.) κατευθείαν, απευθείας, directiva [ντιρεκτίβα] (ουσ7θηλ.) διοι κητικό συμβούλιο, directivo [ντιρεκτίβο] 1: (ουσΥαρσ.)
218
discusión διευθυντής 2: (επίθ.) διοικητικός directo [ντιρέκτο] (επίθ.) ευθύς άμε σος. director [ντιρεκτόρ] (ουσΥαρσ.) διευ θυντής directoral [ντιρεκτοράλ] (επίθ.) διευ θυντικός, κατευθυντικός directorio [ντιρεκτόριο] (ουσΥαρσ.) κατάλογος, dirigencia [ντιριχένθια] (ουσΥθηλ.) ηγε σία, αρχηγεία, dirigente [ντιριχέν'τε] (ουσΥαρσ.) ηγέ της dirigible [ντιριχίμπλε] 1: (ουσΥαρσ.) αερόπλοιο, 2: (επίθ.) ευκυβέρνητος. dirigido [ντιριχίδο] (επίθ.) κατευθυνόμενος. d irigir [ντιριχίρ] (ρ.) 1: διευθύνω, κα τευθύνω, οδηγώ, 2 :απευθύνω, discernimiento [ντισθερνιμιέχ/το] (ουσΥ αρσ.) διορατικότητα κρίση, discernir [ντισθερνίρ] (ρ.) διακρίνω, ξεχωρίζω, disciplina [ντισθιπλίνα] (ουσΥθηλ.) πειθαρχία, disciplinado [ντισθιπλινάδο] (επίθ.) πειθαρχημένος. disciplinar [ντισθιπλινάρ] (ρ.) πειθαρ χώ. disciplinario [ντισθιπλινάριο] (επίθ.) πειθαρχικός, discípulo [ντισθίπουλο] (ουσΥαρσ.) 1: οπαδός 2: μαθητής, disco [ντίσκο] 1: (ουσΥαρσ.) δίσκος 2: (ουσΥθηλ.) ντισκοτέκ. discóbolo [ντισκόμπολο] (ουσΥαρσ.) δισκοβόλος. discografía [ντισκογραφία] (ουσΥθηλ.) δισκογραφία, discográfico [ντισκογράφικο] (επίθ.) δισκογραφικός. díscolo [ντίσκολο] (επίθ.) άτακτος ανυ πάκουος. discomforme [ντισκομφόρμε] (επίθ.)
διιστάμενος. disconformidad [ντισκονφορμιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ασυμφωνία, discontinuo [ντισκοντί'νουο] (επίθ.) διακεκομμένος, ασυνεχής, discordancia [ντισκορδάνθια] (ουσΥ θηλ.) ασυμφωνία, discordante [ντισκορδάν'τε] (επίθ.) 1: ασύμφωνος 2: παράφωνος, discordar [ντισκορδάρ] (ρ.) διαφωνώ, αντιτίθεμαι, discorde [ντισκόρδε] (επίθ.) παράφω νος φάλτσος, discordia [νπσκόρδια] (ουσΥθηλ.) δι χόνοια, έριδα, discoteca [ντισκοτέκα] (ουσΥθηλ.) δι σκοθήκη, ντισκοτέκ. discreción [ντισκρεθιόν] (ουσΥθηλ.) διακριτικότητα, εχεμύθεια, discrepancia [ντισκρεπάνθια] (ουσΥ θηλ.) 1: διαφωνία, διαφορά, 2: ανα κολουθία, discrepante [ντισκρεπάν'τε] (επίθ.) ασύμφωνος. discrepar [ντισκρεπάρ] (ρ.) διαφωνώ, διαφέρω. discreto [ντισκρέτο] (επίθ.) διακριτι κός εχέμυθος, discriminación [ντισκριμιναθιόν] (ουσΥ θηλ.) διάκριση, διαχωρισμός, discriminar [ντισκριμινάρ] (ρ.) κάνω διακρίσεις discriminatorio [ντισκριμινατόριο] (επίθ.) μεροληπτικός προκατειλημμένος disculpa [ντισκούλπα] (ουσΥθηλ.) συγ γνώμη. disculpar [ντισκουλπάρ] (ρ.) συγχω ρώ, δικαιολογώ, discurrir [ντισκουρίρ] (ρ.) 1: κυλάω, 2 συλλογίζομαι, σκέφτομαι, discurso [ντισκούρσο] (ουσ,/αρσ.) ομι λία, λόγος, discusión [νπσκσυσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: συζήτηση, 2: διαπληκτισμός λογο-
219
discutible μαχία. discutible [ντισκουτίμπλε] (επίθ.) συ ζητήσιμος, discutido [ντισκουτίδο] (επίθ.) αμφιλε γόμενος. discutir [ντισκουτίρ] (ρ.) 1: συζητώ, 2: διαπληκτίζομαι, λογομαχώ, disecar [ντισεκάρ] (ρ.) 1: βαλσαμώνω, 2: αποξηραίνω, 3: ανατέμνω, διαμε λίζω. disección [ντισεκθιόν] (ουσ ./θηλ.) ανα τομή, διαμελισμός. diseminación [ντισεμιναθιόν] (ουσ./ θηλ.) διάδοση, διασπορά, εξάπλωση. diseminar [ντισεμινάρ] (ρ.) διαδίδω, διασπείρω, εξαπλώνω, diseñador [ντισενιαδόρ] (ουσ,/αρσ.) σχεδιαστής, diseñar [ντισενιάρ] (ρ.) σχεδιάζω, disención [ντισενθιόν] (ουσ7θηλ.) δια φωνία, διένεξη, αντιπαράθεση, diseño [ντισένιο] (ουσ,/αρσ.) σχέδιο, disentería [ντισεντερία] (ουσ/θηλ.) δυ σεντερία. disentimiento [ντισεντιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) διαφωνία, disentir [ντισεντίρ] (ρ.) (de) διαφωνώ, διίσταμαι, disertación [ντισερταθιόν] (ουσ./θηλ.) διατριβή, πραγματεία, disertar [ντισερτάρ] (ρ.) πραγματεύο μαι. disforme [ντισφόρμε] (επίθ.) παραμορ φωμένος, τερατώδης disfraz [ντισφράθ] (ουσ,/αρσ.) μεταμ φίεση, αποκριάτικη στολή, disfrazado [ντισφραθάδο] (επίθ.) με ταμφιεσμένος, disfrazar [ντισφραθάρ] (ρ.) 1: μεταμ φιέζω, 2: αποκρύπτω, disfrazarse [ντισφραθάρσε] (ρ.) (de) μεταμφιέζομαι, disfrutar [ντισφρουτάρ] (ρ.) τέρπομαι, 220
απολαμβάνω, disfrute [ντισφρούτε] (ουσ7αρσ.) από λαυση. disgregación [ντισγρεγαθιόν] (ουσ7 θηλ.) αποσύνθεση, διάλυση, σκόρπισμα. disgregar [ντισγρεγάρ] (ρ.) αποσυνθέ τω, διαλύω, διασκορπίζω, disgustar [ντισγουστάρ] (ρ.) δυσαρεστώ, στενοχωρώ, disgusto [ντισγούστο] (ουσ,/αρσ.) στε νοχώρια, δυσαρέσκεια, disidencia [ντισιδένθια] (ουσ,/θηλ.) ασυμφωνία, disidente [ντισιδέν'τε] (επίθ.) 1: διαφωνών, 2: διιστάμενος. disidir [ντισιδίρ] (ρ.) διίσταμαι, διχά ζομαι. disimulación [ντισιμουλαθιόν] (ουσ./ θηλ.) απόκρυψη, κάλυψη, disimulado [ντισιμουλάδο] (επίθ.) προ σποιητός κρυψίνους disimular [ντισιμουλάρ] (ρ.) 1: κρύβω, 2: παραβλέπω, 3: προσποιούμαι, disimulo [ντισιμούλο] (ουσ,/αρσ.) προ σποίηση. disipación [ντισιπαθιόν] (ουσ,/θηλ.) διασκορπισμός διάλυση, disipado [ντισιπάδο] (επίθ.) διασκορ πισμένος, disipador [ντισιπαδόρ] (επίθ.) σπάτα λος. disipar [ντισιπάρ] (ρ.) 1: διασκορπίζω, διαλύω, 2: ξοδεύω, dislate [ντισλάτε] (ουσ,/αρσ.) παραλογισμός παράνοια, dislexia [ντισλέξια] (ουσ,/θηλ.) δυσλε ξία. dislocación [ντισλοκαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εξάρθρωση, διαμελισμός dislocarse [ντισλοκάρσε] (ρ.) εξαρ θρώνω, στραμπουλίζω, disminución [ντισμινουθιόν] (ουσ,/θηλ.) ελάττωση, μείωση.
distender disminuir [ντισμινουΐρ] (ρ.) ελαττώνω, μειώνω. disociación [ντισοθιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) απόσπαση, disociar [ντισοθιάρ] (ρ.) αποσπώ, disoluble [ντισολοϋμπλε] (επίθ.) δια λυτός. disolución [ντισολουθιόν] (ουσ,/θηλ.) διάλυση. disolvente [ντισολβέν'τε] (ουσ,/αρσ.) διαλύτης, disolver [ντισολβέρ] (ρ.) διαλύω, disonancia [ντισονάνθια] (ουσ./θηλ.) παραφωνία, κακοφωνία. disonante [ντισονάν'τε] (επίθ.) παρά φωνος, κακόφωνος, dispar [ντισπάρ] (επίθ.) ανόμοιος δια φορετικός, disparador [νπσπαραδόρ] (ουσ,/αρσ.) σκανδάλη, disparar [ντισπαράρ] (ρ.) πυροβολώ, disparatado [ντισπαρατάδο] (επίθ.) παράφρων, παράλογος τρελός disparate [ντισπαράτε] (ουσ7αρσ.) πα ραφροσύνη, παραλογισμός ασυναρ τησία. disparidad [ντισπαριδάδ] (ουσΥθηλ.) ανομοιότητα, διαφορά, disparo [ντισπάρο] (ουσ,/αρσ.) 1: πυ ροβολισμός 2: εκπυρσοκρότηση. dispensación [ντισπενσαθιόν] (ουσ./ θηλ.) δωρεά, χάρη, χορηγία, dispensar [ντισπενσάρ] (ρ.) παρέχω, απονέμω, συγχωρώ, dispensario [ντισπενσάριο] (ουσ,/αρσ.) κοινοτικό ιατρείο, dispepsia [ντισπέπσια] (ουσ,/θηλ.) δυ σπεψία. dispersar [ντισπερσάρ] (ρ.) διασκορ πίζω, διαλύω, dispersarse [ντισπενσάρσε] (ρ.) δια σκορπίζομαι, dispersión [ντισπερσιόν] (ουσ,/θηλ.) διασκορπισμός 221
disperso [ντισπέρσο] (επίθ.) διασκορ πισμένος σκόρπιος, displicencia [ντισπλιθένθια] (ουσ,/θηλ.) 1: εκνευρισμός 2: έλλειψη ενθουσια σμού. displicente [ντισπλιθέν'τε] (επίθ.) κα κοδιάθετος κακόκεφος, disponer [ντισπονέρ] (ρ.) 1: διαθέτω, 2: τακτοποιώ, 3: προστάζω, disponibilidad [ντισπονιμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) διαθεσιμότητα disponible [ντισπονίμπλε] (επίθ.) δια θέσιμος. disposición [ντισποσιθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: διάθεση, 2: διάταξη · estar α Ια disposición de alguien - είμαι στη διά θεση κάποιου, dispositivo [ντισποσιτίβο] (ουσ,/αρσ.) μηχανισμός συσκευή, dispuesto [ντιοπουέστο] (επίθ.) (ser) ικα νός πρόθυμος (estar) διατεθειμένος disputa [ντισπούτα] 1: (ουσ,/θηλ.) φι λονικία, λογομαχία, τσακωμός 2: (επίρρ.) · sin disputa - αναμφίβολα, disputar [ντισπουτάρ] (ρ.) (de, sobre) φι λονικώ, τσακώνομαι · con mi hernano disputamos de/sobre muchos temas με τον αδερφό μου τσακωνόμαστε για πολλά θέματα, disruptivo [ντισρουπτίβο] (επίθ.) δια σπαστικός σχισματικός, distancia [ντιστάνθια] (ουσ,/θηλ.) από σταση, διάστημα, distanciado [ντιστανθιάδο] (επίθ.) απο μακρυσμένος απόμακρος, distandamiento [ντκπανθιαμέν'το] (ουσ./ αρσ.) απομάκρυνση, distanciarse [ντιστανθιάρσε] (ρ.) απο στασιοποιούμαι, απομακρύνομαι, distante [ντιστάν'τε] (επίθ.) απόμακρος (μτφ.) ψυχρός distar [ντιστάρ] (ρ.) απέχω, distender [ντιστενδέρ] (ρ.) εκτείνω, τε ντώνω.
distensión distensión [ντιστενσιόν] (ουσ./θηλ.) 1: τέντωμα, έκταση, διάσταση, 2: διά στρεμμα. distinción [ντιστινθιόν] (ουσΥθηλ.) διά κριση, διαφορά, distinguido [ντιστινγκίδο] (επίθ.) δια κεκριμένος εξέχων. distinguir [ντιστινγκίρ] (ρ.) 1: διακρί νω, διαπρέπω, 2: ξεχωρίζω, διαχω ρίζω. distintivo [ντισπν'τίβο] (επίθ.) ξεχωρι στός χαρακτηριστικός, distinto [ντιστίν'το] (επίθ.) 1: διαφορε τικός 2: ξεκάθαρος ευδιάκριτος, distorsión [ντιστορσιόν] (ουσΥθηλ.) στρέβλωση, διαστρέβλωση, αλλοίω ση, παραμόρφωση, distorsionar [ντιστορσιονάρ] (ρ.) στρε βλώνω, διαστρεβλώνω, αλλοιώνω, παραμορφώνω, distracción [ντιστρακθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απασχόληση, 2: ψυχαγωγία, 3: αφη ρημάδα. distraer [ντιστραέρ] (ρ.) 1: αποσπώ, 2: απασχολώ, 3: ψυχαγωγώ, distraído [ντιστραΐδο] (επίθ.) 1: αφηρημένος 2: ψυχαγωγικός, distribución [ντιστριμπουθιόν] (ουσ./ θηλ.) διανομή, κατανομή, διάταξη, distribuidor [ντιστριμπουιδόρ] (ουσΥ αρσ.) διανομέας κατανεμητής, distribuir [ντιστριμπουίρ] (ρ.) διανέ μω, κατανέμω, μοιράζω, distributivo [ντιστριμπουτίβο] (επίθ.) κατανεμητικός διανεμητικός επιμε ριστικός. distrito [ντιστρίτο] (ουσΥαρσ.) περιφέ ρεια, τομέας, distrofia [ντιστρόφια] (ουσΥθηλ.) (Ιατρ.) δυςττροφία. disturbio [ντιστοΟρμπιο] (ουσΥαρσ.) δια τάραξη, αναστάτωση, παρενόχληση, disuadir [ντισουαδίρ] (ρ.) μεταπείθω, αποτρέπω κάποιον να κάνει κάτι. 222
disuasión [νπσουασιόν] (ουσΥθηλ.) απο τροπή. disuasivo [ντισουασίβο] (επίθ.) απο τρεπτικός, disyunción [ντισγιουνθιόν] (ουσΥθηλ.) διαχωρισμός, disyuntiva [ντισγιουντίβα] (ουσΥθηλ.) δίλημμα. disyuntor [ντισγιουντόρ] (ουσΥαρσ.) βραχυκυκλωτής. diuresis [ντιουρέσις] (ουσΥθηλ.) διούρηση. diurético [ντιουρέτικο] (επίθ.) διουρη τικός diurno [ντιούρνο] (επίθ.) ημερήσιος, divagación [ντιβαγαθιόν] (ουσΥθηλ.) εκτροπή, παρέκκλιση, απόκλιση, divagar [ντιβαγάρ] (ρ.) παρεκκλίνω από το θέμα, αοριστολογώ. diván [ντιβάν] (ουσΥαρσ.) ντιβάνι. divergencia [ντιβερχένθια] (ουσΥθηλ.) απόκλιση, divergente [ντιβερχέν'τε] (επίθ.) 1: αποκλίνων, 2: διχασμένος διιστάμενος. divergir [ντιβερχίρ] (ρ.) αποκλίνω, δια φέρω. diversidad [ντιβερσιδάδ] (ουσΥθηλ.) ποικιλία, διαφορετικότητα, d¡versificación [ντιβερσκρικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) διαφοροποίηση, diversificar [ντιβερσιφικάρ] (ρ.) ποι κίλλω. diversión [ντιβερσιόν] (ουσΥθηλ.) δια σκέδαση. diverso [ντιβέρσο] (επίθ.) ποικίλος διάφορος, divertido [ντιβερτίδο] (επίθ.) διασκεδαστικός, αστείος, divertirse [ντιβερτίρσε] (ρ.) διασκε δάζω. dividendo [ντιβιδένδο] (ουσΥαρσ.) μέ ρισμα, διαιρετέος, d ividir [ντιβιδίρ] (ρ.) διαιρώ, μοιράζω, χωρίζω.
doler divinidad [ντιβινιδάδ] (ουσ,/θηλ.) θεό τητα. divino [ντιβίνο] (επίθ.) θείος, θεϊκός, divisa [ντιβίσα] (ουσ./θηλ.) συνάλλαγ μα. divisar [ντιβισάρ] (ρ.) διακρίνω, ξεχω ρίζω. divisible [ντιβισίμπλε] (επίθ.) διαιρε τός. división [ντιβισιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: διαί ρεση, μοιρασιά, καταμερισμός 2: δι χασμός 3: μεραρχία, divisivo [ντιβισίβο] (επίθ.) διαχωριστικός. divisorio [ντιβισόριο] (επίθ.) διαχωριστικός. divorciado [ντιβσρθιάδο] (επίθ.) δια ζευγμένος, divorciarse [ντιβορθιάρσε] (ρ.) χωρί ζω, παίρνω διαζύγιο, διαζευγνύω. divorcio [ντιβόρθιο] (συσ7αρσ.) δια ζύγιο. divulgación [ντιβουλγαθιόν] (ουσ./ θηλ.) διάδοση, κοινοποίηση, divulgar [ντιβουλγάρ] (ρ.) διαδίδω, κοινοποιώ, dobladillo [ντομπλαδίγιο] (συσ./αρσ.) στρίφωμα, doblado [ντομπλάδο] (επίθ.) 1: διπλω μένος 2: μεταγλωττισμένος (καθ.) ντουμπλαρισμένος doblaje [ντομπλάχε] (ουσ./αρσ.) μετα γλώττιση, (καθ.) ντουμπλάρισμα. doblar [ντομπλάρ] (ρ.) 1: διπλώνω, 2: διπλασιάζω, 3: μεταγλωττίζω, 4: στρίβω. doble [ντόμπλε] (επίθ.) διπλός διπλά σιος. doblegarse [ντομπλεγάρσε] (ρ.) παρα δίνομαι. doblemente [ντομπλεμέν'τε] (επίρρ.) διπλά. doblez [ντομπλέθ] (ουσ,/θηλ.) 1: στρί φωμα, 2: δίπλωση.
doc. [ντοκ] σύντμ. του docena, doce [ντόθε] (ουσ./αρσ.), (αριθμ. επίθ.) δώδεκα. docena [ντοθένα] (ουσ,/θηλ.) δωδεκά δα, ντουζίνα, doceno [ντοθένο] (επίθ.) δωδέκατος, docente [ντοθέν'τε] 1: (ουσ./αρσ.) δά σκαλος 2: (επίθ.) διδασκαλικός, dócil [ντόθιλ] (επίθ.) 1: ήμερος, 2: πει θήνιος υπάκουος, docilidad [ντοθιλιδάδ] (ουσ./θηλ.) πραότητα, ηρεμία, doctor [ντοκτόρ] (ουσ7αρσ.) 1: για τρός 2: διδάκτορας doctorado [ντοκτοράδο] (ουσΥαρσ.) διδακτορική διατριβή, διδακτορικό, doctoral [ντσκτοράλ] (επίθ.) διδακτο ρικός doctrina [ντοκτρίνα] (ουσΥθηλ.) δόγ μα. doctrinal [ντοκτρινάλ] (επίθ.) δογματι κός αδιάλλακτος, documentación [ντοκουμενταθιόν] (ουσ/ θηλ) τεκμηρίωση, πιστοποίηση, documental [ντοκουμεν'τάλ] 1: (ουσ7 αρσ.) ντοκιμαντέρ, 2: (επίθ.) έγγρα φος. documento [ντοκουμέντο] (ουσ7αρσ.) 1: έγγραφο, 2: τεκμήριο, πειστήριο, ντο κουμέντο. dogal [δογάλ] (ουσΥαρσ.) βρόχος θη λιά. dogma [ντόγμα] (ουσ./αρσ.) δόγμα, αξίωμα. dogmático [ντογμάτικο] (επίθ.) δογ ματικός dogmatismo [ντογματίσμο] (ουσ/αρσ.) δογματισμός dólar [ντόλαρ] (ουσ./αρσ.) δολάριο, dolencia [ντολένθια] (ουσ,/θηλ.) 1: πό νος 2: νόσος ασθένεια, doler [ντολέρ] (ρ.) 1: πονώ, 2: στενοχω ρώ · me duele la cabeza - με πονάει το κεφάλι μου · me duele verte así 223
με στενόχωρε! να σε βλέπω έτ σ ι. doliente [ντολιέν'τε] (επίθ.) πάσχων. dolor [ντολόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: πόνος, άλ γος 2: στενοχώρια, θλίψη, dolorido [ντολορίδο] (επίθ.) πονεμένος πληγωμένος doloroso [ντολορόσο] (επίθ.) οδυνη ρός λυπητερός, domador [ντομαδόρ] (ουσ7αρσ.) θη ριοδαμαστής domadura [ντομαδούρα] (ουσ,/θηλ.) δαμασμός χαλιναγώγηση, domar [ντομάρ] (ρ.) δαμάζω, χαλινα γωγώ. domesticar [ντομεστικάρ] (ρ.) εξημε ρώνω, ημερεύω, τιθασεύω, doméstico [ντομέστικο] (επίθ.) οικια κός κατοικίδιος domicilio [ντομιθίλιο] (ουσ,/αρσ.) κα τοικία, τόπος διαμονής dominación [ντομιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) κυριαρχία, dominador [ντομιναδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.) κυρίαρχος 2: (επίθ.) αυταρχικός dominante [ντομινάν^ε] (επίθ.) κυριαρ χικός dominar [ντομινάρ] (ρ.) 1: κυριαρχώ, εξουσιάζω, 2: κατέχω, domingo [ντομίνγκο] (ουσ7αρσ.) Κυ ριακή. dominguero [ντομινγκέρο] (επίθ.) κυ ριακάτικος, dominical [ντομινικάλ] (επίθ.) κυρια κάτικος. dominio [ντομίνιο] (ουσ,/αρσ.) 1: κυ ριαρχία, εξουσία, 2: πεδίο, dominó [ντόμινό] (ουσ,/αρσ.) ντόμινο. don1[ντον] (ουσ,/αρσ.) δώρο, χάρισμα. don2[ντον] (ουσΥαρσ.) κύριος, doña [ντόνια] (ουσΥθηλ.) κυρία, donación [ντοναθιόν] (ουσ,/θηλ.) δω ρεά. donaire [ντονάιρε] (ουσ./αρσ.) 1: πνεύ μα, ευφυΐα, 2: κομψότητα.
donante [ντονάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) δωρητής, δωρήτρια. donar [ντονάρ] (ρ.) δωρίζω, donativo [ντονατίβο] (ουσ./αρσ.) δω ρεά, προσφορά, doncella [ντονθέγια] (ουσ7θηλ.) 1: υπηρέτρια, 2: παρθένα, donde [ντόν'ντε] (αναφ. επίρρ.) όπου • la casa donde viví de niño - το σπίτι όπου έζησα μικρός, dónde [ντόν'ντε] (ερωτηματική αντ.) πού •¿dónde vives?- πού μένεις · ¿de dónde eres? - από πού είσαι; · ¿dónde está Luis? - πού βρίσκεται ο Λουίς. dondequiera [ντον'ντεκιέρα] (επίρρ.) οπουδήποτε, dopar [ντοπάρ] (ρ.) ντοπάρω, doping [ντόπιν] (ουσ,/αρσ.) ντοπάρισμα. doquier [ντοκιέρ] (επίρρ.) οπουδήπο τε, παντού, dorado [ντοράδο] (επίθ.) χρυσαφένιος, dorar [ντοράρ] (ρ.) 1: χρυσώνω, επι χρυσώνω, 2: ροδίζω, dormilón [ντορμιλόν] (επίθ.) υπναράς. dormir [ντορμίρ] (ρ.) κοιμάμαι, dormitar [ντορμιτάρ] (ρ.) λαγοκοιμά μαι. dormitorio [ντορμιτόριο] (ουσ,/αρσ.) υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα, dorsal [ντορσάλ] (επίθ.) νωτιαίος ρα χιαίος. dorso [ντόρσο] (ουσ./αρσ.) νώτα, ράΧΠ· dos [ντος] 1: (ουσ,/αρσ.) δύο, 2: (αριθμ. επίθ.) δύο, δεύτερος, doscientos [ντοσθιέν'τος] (ουσ,/αρσ.) διακόσια, 2: (αριθμ. επίθ.) διακόσιοι, dosel [ντοσέλ] (ουσ,/αρσ.) 1: θόλος 2: ουρανός κρεβατιού, dosificación [ντοσιφικαθιόν] (ουσ,/θηλ.) δοσολογία, dosificar [ντοσιφικάρ] (ρ.) καθορίζω τη δοσολογία.
224
duplicidad dosis [ντόσις] (ουσ./θηλ.) δόση. dotación [ντοταθιόν] (ουσ./θηλ.) προι κοδότηση, dotado [ντοτάδο] (επίθ.) 1: προικισμέ νος, ταλαντούχος, 2: εφοδιασμένος, dotar [ντοτάρ] (ρ.) 1: προικίζω, προι κοδοτώ, 2: χορηγώ, 3: εφοδιάζω, dote [ντότε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) προίκα, dragaminas [ντραγαμίνας] (ουσ,/αρσ.) ναρκαλιευτικό. dragón [ντραγόν] (ουσΥαρσ.) δράκος, drama [ντράμα] (ουσΥαρσ.) δράμα, dramática [ντραμάτικα] (ουσΥθηλ.) δρά μ α δραματική τέχνη, dramático [ντραμάτικο] (επίθ.) δραμα τικός. dramatizar [ντραματιθάρ] (ρ.) δραματοποιώ. dramaturgo [ντραματούργο] (ουσΥαρσ.) δραματουργός, drástico [ντράστικο] (επίθ.) δραστικός, drenaje [ντρενάχε] (ουσ./αρσ.) αποχέ τευση. drenar [ντρενάρ] (ρ.) αποστραγγίζω, dril [ντριλ] (ουσΥαρσ.) χοντρό ύφα σμα, ντρίλι, droga [ντρόγα] (ουσΥθηλ.) φάρμακο, ναρκωτικό, τοξική ουσία, drogadicto [ντρογαδίκτο] (επίθ.) ναρ κομανής. drogarse [ντρογάρσε] (ρ.) παίρνω ναρ κωτικά. droguería [ντρογερία] (ουσΥθηλ.) φαρ μακείο, μαγαζί χρωματοσιδερικών. dromedario [ντρομεδάριο] (ουσΥαρσ.) δρομάς καμήλα, dual [ντουάλ] (επίθ.) διττός δυαδικός, dualismo [ντουαλίσμο] (ουσΥαρσ.) δυϊ σμός. dubitativo [ντουμπιτατίβο] (επίθ.) αμ φίβολος. ducado [ντουκάδο] (ουσΥαρσ.) δου κάτο. ducal [ντουκάλ] (επίθ.) δουκικός.
ducha [ντούτσα] (ουσΥθηλ.) ντους, ducharse [ντουτσάρσε] (ρ.) κάνω ντους duco [vtoúko] (ουσΥαρσ.) λάκα. duda [ντούδα] (ουσΥθηλ.) 1: αμφιβο
λία, 2: απορία · sin duda - αναμφί βολα. dudar [ντουδάρ] (ρ.) αμφιβάλλω, δυσπιστώ, αμφισβητώ, dudoso [ντουδόσο] (επίθ.) αμφίβολος αμφιλεγόμενος αβέβαιος. duelo1 [ντουέλο] (ουσΥαρσ.) μονομα χία. duelo2 [ντουέλο] (ουσΥαρσ.) πένθος θλίψη. duende [ντουέν'ντε] (ουσΥαρσ.) καλι κάντζαρος, dueño [ντουένιο] (ουσΥαρσ.) ιδιοκτή της κύριος αφεντικό, dulce [ντούλθε] 1: (ουσΥαρσ.) γλυκό, 2: (επίθ.) γλυκός dulcería [ντουλθερία] (ουσΥθηλ.) ζα χαροπλαστείο, dulcificar [ντουλθιφικάρ] (ρ.) γλυκαί νω. dulzarrón [ντουλθαρόν] (επίθ.) λιγωτι κός κορε<ττικός. dulzura [ντουλθούρα] (ουσΥθηλ.) γλυκύτητα. duna [ντούνα] (ουσΥθηλ.) αμμόλοφος, dúo [ντούο] (ουσΥαρσ.) δίδυμο, ζευ γάρι, (καθ.) ντουέτο, duodécimo [ντουοδέθιμο] (αριθμ. επίθ.) δωδέκατος duodeno [ντουοδένο] (ουσΥαρσ.) (Ιστρ.) δωδεκαδάκτυλος. dúplex [ντούπλεξ] (ουα/αρσ.) διώρο φο σπίτι. duplicación [ντουπλικαθιόν] (ουσΥθηλ.) ανατύπωση, διπλασιασμός, duplicado [ντουπλικάδο] (ουσΥαρσ.) διπλότυπο, αντίγραφο, duplicar [ντουπλικάρ] (ρ.) διπλασιάζω, ανατυπώνω, αναπαράγω, duplicidad [ντουπλιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) 225
duplo διπροσωπία, διττότητα. duplo [ντούπλο] (επίθ.) διπλός, διπλά σιος. duque [ντούκε] (ουσ,/αρσ.) δούκας. duquesa [ντουκέσα] (ουσ,/θηλ.) δούκισσα. durable [ντουράμπλε] (επίθ.) ανθεκτι κός στο χρόνο, διαχρονικός. duración [ντουραθιόν] (ουσ,/θηλ.) διάρ κεια. duradero [ντουραδέρο] (επίθ.) ανθε κτικός. duramente [ντούραμεν'τε] (επίρρ.) σκλη ρά, βίαια durante [ντουράν'τε] (επίρρ.) κατά τη διάρκεια.
226
durar [ντουράρ] (ρ.) διαρκώ, duraznero [ντουραθνέρο] (ουσ./αρσ.) ροδακινιά, durazno [ντουράθνο] (ουσ,/αρσ.) ρο δάκινο. dureza [ντουρέθα] (ουσ7θηλ.) τραχύ τητα, σκληρότητα, βαναυσότητα, durmiente [ντουρμιέν'τε] (επίθ.) κοιμώμενος κοιμισμένος, duro [ντούρο] 1: (ουα/αρσ.) νόμισμα πέντε πεσετών, 2: (επίθ.) άτεγκτος, σκληρός · no tengo ni un duro - έχω ξεμείνει από λεφτά.
E, e [ε] (ουσ7θηλ.) το έκτο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου. Ε [ε] σύντμ. του este- ανατολή, e [ε] (συνδ.) αντικαθιστά το y μπροστά από λέξεις που αρχίζουν με i και h¡. ebanista [εμπανίστα] (ουσ,/αρσ.) επι πλοποιός, ebanistería [εμπανιστερία] (ουσ,/θηλ.) επιπλοποιείο, ébano [έμπανο] (ουσ,/αρσ.) έβενος. ebriedad [εμπριεδάδ] (ουσ7θηλ.) μέθη. ebrio [έμπριο] (επίθ.) μεθυσμένος, ebullición [εμπουγιθιόν] (ουσ,/θηλ.) βρα σμός echacueivos [ετσακουέρβος] (ουσ,/αρσ.) μαστροπός νταβατζής echada [ετσάδα] (ουσ/θηλ.) βολή. echar [ετσάρ] (ρ.) 1: ρίχνω, 2: διώχνω, 3: βγάζω, 4: βάζω, 5: σπρώχνω, 6: κατεδαφίζω, γκρεμίζω, 7: αποδίδω, επιρρίπτω, 8: παριστάνω, 9: αρχίζω να, 10: υπολογίζω · ¿cuántos años me echas7- πόσο χρονών με κάνεις;, echarpe [ετσάρπε] (ουσ./αρσ.) εσάρ πα, σάλι. echón [ετσόν] (επίθ.) καυχησιάρης (καθ.) φιγουρατζής eclesiástico [εκλεσιάστικο] (επίθ.) εκ κλησιαστικός, eclipsar [εκλιπσάρ] (ρ.) επισκιάζω, (μτφ.) συγκαλύπτω, eclipse [εκλίψε] (ουσ7αρσ.) έκλειψη, eclíptica [εκλίπτικα] (ουσ,/θηλ.) {Αστρον.) εκλειπτική, eco [έκο] (ουσ,/αρσ.) ηχώ, αντίλαλος, ecología [εκολοχία] (ουσ,/θηλ.) οικο λογία. ecológico [εκολόχικο] (επίθ.) οικολο γικός ecologista [εκολοχίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) οικολόγος.
economía [εκονομία] (ουσ7θηλ.) οι κονομία. económico [εκονόμικο] (επίθ.) οικο νομικός. economista [εκονομίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) οικονομολόγος, economizar [εκονομιθάρ] (ρ.) εξοικο νομώ, αποταμιεύω, κάνω οικονομία, ecosistema [εκοσιστέμα] (ουσ7αρσ.) οικοσύστημα, ecuación [εκουαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εξί σωση. Ecuador [εκουαδόρ] (ουσ/αρσ.) Ιση μερινός Εκουαδόρ. ecuánime [εκουάνιμε] (επίθ.) ισορρο πημένος πράος γαλήνιος, ecuanimidad [εκουανιμιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ψυχική ισορροπία, ecuatorial [εκουατοριάλ] (επίθ.) ιση μερινός ecuatoriano [εκουατοριάνο] (ουσ7αρσ.) κάτοικος του Ισημερινού, ecuestre [εκουέστρε] (επίθ.) 1: ιππικός 2: έφιππος, ecuménico [εκουμένικο] (επίθ.) οικου μενικός. eczema [εκθέμα] (ουσ,/αρσ.) έκζεμα, edad [εδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: ηλικία, 2: επο χή·
edema [εντέμα] (ουσ./αρσ.) οίδημα. Edén [εντέν] (ουσ./αρσ.) Εδέμ. edición [εδιθιόν] (ουσ7θηλ.) έκδοση, δημοσίευση · edición bolsillo- έκδο ση τσέπης, edicto [εδίκτο] (ουσ./αρσ.) διάταγμα, διακήρυξη, edificación [εδιφικαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: οικοδόμηση, 2: διαπαιδαγώγηση, edificante [εδιφικάν'τε] (επίθ.) 1: εποι κοδομητικός 2: παιδαγωγικός edificar [εδιφικάρ] (ρ.) οικοδομώ, edificio [εδιφίθιο] (ουσ,/αρσ.) κτίριο, οι κοδόμημα, editar [εδιτάρ] (ρ.) εκδίδω, δημοσι-
227
editor εύω. editor [εδιτόρ] (ουσ,/αρσ.) εκδότης, editorial [εδιτοριάλ] (ουσΥθηλ.) εκδο τικός οίκος, editorialista [εδιτοριαλίστα] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) αρχισυντάκτης αρχισυντάκτρια. edredón [εδρεδόν] (ουσΥαρσ.) πάπλω μα. educable [εδουκάμπλε] (επίθ.) εκπαιδεύσιμος educación [εδουκαθιόν] (ουσΥθηλ) αγω γή, παιδεία εκπαίδευση, μόρφωση, educacional [εδουκαθιονάλ] (επίθ.) μορφωτικός εκπαιδευτικός, educado [εδουκάδο] (επίθ.) μορφω μένος καλλιεργημένος, educador [εδουκαδόρ] (ουσΥαρσ.) παι δαγωγός educando [εδουκάν'ντο] (ουσΥαρσ.) μα θητής educar [εδουκάρ] (ρ.) διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω, μορφώνω, educativo [εδουκατίβο] (επίθ.) παιδα γωγικός εκπαιδευτικός μορφωτικός. EEUU σύντμ. (ουσΥαρσ.) πληθ. Estados Unidos - Η.Π.Α.. efectismo [εφεκτίσμο] (ουσΥαρσ.) εντυπωσιασμός, efectista [εφεκτίστα] (επίθ.) εντυπωσια κός efectivamente [εφεκτίβαμεν'τε] (επίρρ.) όντως πράγματι, efectividad [εφεκτιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) αποτελεσματικότητα. efectivo [εφεκτίβο] 1: (ουσΥαρσ.) με τρητά χρήματα, 2: (επίθ.) αποτελε σματικός πραγματικός · pagar en efectivo - πληρώνω με μετρητά, efecto [εφέκτο] (ουσΥαρσ.) 1: αποτέ λεσμα, 2: επίδραση, 3: εντύπωση, 4: φαινόμενο · el efecto invernadero το φαινόμενο του θερμοκηπίου, efectuación [εφεκτουαθιόν] (ουσ./
θηλ.) πραγμάτωση, υλοποίηση, efectuar [εφεκτουάρ] (ρ.) πραγματο ποιώ, εκτελώ, efervescencia [εφερβεσθένθια] (ουσ./ θηλ.) αναβρασμός, efervescente [εφερβεσθέν'τε] (επίθ.) αναβράζων. eficacia [εφικάθια] (ουσΥθηλ.) αποτε λεσματικότητα, δραστικότητα. eficaz [εφικάθ] (επίθ.) αποτελεσματι κός. eficiencia [εφιθιένθια] (ουσΥθηλ.) ικα νότητα, αποδοτικότητα. eficiente [εφιθιέν'τε] (επίθ.) ικανός αποδοτικός, efigie [εφίχιε] (ουσΥθηλ.) ομοίωμα, efímero [εφίμερο] (επίθ.) εφήμερος, eflorescente [εφλορεσθέν'τε] (επίθ.) ανθοφόρος, ανθισμένος, efluvio [εφλούβιο] (ουσ,/αρσ.) ευοσμία, ευωδία, efusión [εφουσιόν] (ουσΥθηλ.) διάχυ ση, ξεχείλισμα. efusivo [εφουσίβο] (επίθ.) διαχυτικός. Egeo [εχέο] (ουσΥαρσ.) Αιγαίο, égida [έχιδα] (ουσΥθηλ.) αιγίδα, egipcio [εχίπθιο] 1: (ουσΥαρσ.) Αιγύ πτιος 2: (επίθ.) αιγυπτιακός, egiptología [εχιπτολοχία] (ουσΥθηλ.) αιγυπτιολογία, ego [εγο] (ουσΥαρσ.) το εγώ. egocéntrico [εγοθέν'τρικο] (επίθ.) εγω κεντρικός, egoísmo [εγοΐσμο] (ουσΥαρσ.) εγωι σμός. egoísta [εγοΐστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) εγωιστής εγωίστρια. ególatra [εγόλατρα] (επίθ.) εγωλάτρης εγωλάτρισσα, egololatría [εγολατρία] (ουσΥθηλ.) εγω λατρία, εγωπάθεια, ναρκισσισμός, egotismo [εγοτίσμο] (ουσΥαρσ.) εγω τισμός. egotista [εγοτίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
228
electrocardiograma εγωτιστής εγωτίστρια. egregio [εγκρέγιο] (επίθ.) διαπρεπής αξιότιμος, egresado [εγκρεσάδο] (ουσ./αρσ.) από φοιτος. egresar [εγκρεσάρ] (ρ.) αποφοιτώ, egreso [εγκρέσο] (ουσ/αρσ.) αναχώρη ση, αποφοίτηση, eh [ε] (επιφ.) ε!. eje [έχε] (ουσ,/αρσ.) άξονας, ejecución [εχεκουθιόν] (ουσ/θηλ.) εκτέ λεση. ejecutable [εχεκουτάμπλε] (επίθ.) εκτελέσιμος ejecutante [εχεκουτάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) εκτελεστής, εκτελέστρια. ejecutar [εχεκουτάρ] (ρ.) 1: εκτελώ (πραγματοποιώ), 2: εκτελώ (θανατώ νω). ejecutivo [εχεκουτίβο] (επίθ.) εκτελε στικός. ejecutor [εχεκουτόρ] (ουσ7αρσ.) εκτε λεστής δήμιος, ejemplar [εχεμ'πλάρ] (ουσ,/αρσ.) αντί τυπο, δείγμα, ejemplar [εχεμ'πλάρ] (επίθ.) 1: υπο δειγματικός 2: παραδειγματικός ejemplarizador [εχεμ'πλαριθαδόρ] (επίθ.) υποδειγματικός ejemplarizar [εχεμ'πλαριθάρ] (ρ.) πα ραδειγματίζω, ejemplificar [εχεμ'πλιφικάρ] (ρ.) δίνω παραδείγματα, ejemplo [εχέμ'πλο] (ουσ,/αρσ.) παρά δειγμα, υπόδειγμα, ejercer [εχερθέρ] (ρ.) εξασκώ, ασκώ. ejercicio [εχερθίθιο] (ουσ,/αρσ.) άσκη ση, εξάσκηση, γύμνασμα, ejercitar [εχερθιτάρ] (ρ.) ασκώ, εξα σκώ, γυμνάζω, ejército [εχέρθιτο] (ουσ,/αρσ.) στρατός ejido [εχίδο] (ουσ,/αρσ.) κοινόχρηστος χώρος el [ελ] (οριστικό άρθρο) ο, η, το · d profesor
- ο δάσκαλος · el azar - η τύχη · el agua - το νερό. él [ελ] (προσωπική αντ.) αυτός αυτόν •él come - αυτός τρώει · prefiero ir con él - προτιμώ να πάω με αυτόν · no hables así de él - μη μιλάς έτσι γι' αυτόν. elaboración [ελαμποραθιόν] (ουσ,/θηλ.) επεξεργασία, κατεργασία, elaborar [ελαμποράρ] (ρ.) επεξεργά ζομαι, κατεργάζομαι, εκπονώ, elación [ελαθιόν] (ουσ,/θηλ.) υπερη φάνεια. elasticidad [ελαστιθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ελαστικότητα, elástico [ελάστικο] (επίθ.) ελαστικός εύκαμπτος, elección [ελεκθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: εκλο γή, 2: επιλογή, eleccionario [ελεκθιονάριο] (επίθ.) εκλο γικός electivo [ελεκτίβο] (επίθ.) επιλεκτικός, electo [ελέκτο] (επίθ.) εκλεγμένος, elector [ελεκτόρ] (ουσ,/αρσ.) εκλογέ ας ψηφοφόρος, electorado [ελεκτοράδο] (ουσ,/αρσ.) εκλο γικό σώμα, σύνολο ψηφοφόρων, electoral [ελεκτοράλ] (επίθ.) εκλογικός electricidad [ελκετριθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ηλεκτρισμός ηλεκτρικό ρεύμα, electricista [ελεκτριθίστα] (ουσ,/αρσ.) ηλεκτρολόγος, eléctrico [ελέκτρικο] (επίθ.) ηλεκτρι κός. electrificación [ελεκτριφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) ηλεκτρισμός, electrificar [ελεκτριφικάρ] (ρ.) ηλεκτρί ζω. electrizante [ελεκτριθάντε] (επίθ.) αυ τός που ηλεκτρίζει, electrizar [ελεκτριθάρ] (ρ.) ηλεκτρίζω, electrocardiograma [ελεκτροκαρδιογράμα] (ουσ./αρσ.) ηλεκτροκαρδιο γράφημα.
229
electrocución electrocución [ελεκτρόκουθιόν] (ουσ./ θηλ.) ηλεκτροπληξία, electrodinámica [ελεκτροδινάμικα] (ουσ./ θηλ.) ηλεκτροδυναμική, electrodo [ελεκτρόδο] (ουσΥαρσ.) ηλε κτρόδιο. electrodomésticos [ελεκτροδομέστικος] (ουσΥαρσ.) πληθ. ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, electroimán [ελεκτροϊμάν] (ουσΥαρσ.) ηλεκτρομαγνήτης, electrólisis [ελεκτρόλισις] (ουσΥθηλ.) ηλεκτρόλυση. electromagnético [ελεκτρομαγνέτικο] (επίθ.) ηλεκτρομαγνητικός. electrón [ελεκτρόν] (ουσΥαρσ.) ηλεκτρόνιο. electrónica [ελεκτρόνικα] (ουσΥθηλ.) ηλεκτρονική, electrónico [ελεκτρόνικο] (επίθ.) ηλε κτρονικός, electrostática [ελεκτροστάτικα] (ουσΥ θηλ.) ηλεκτροστατική, electrotecnia [ελεκτροτέκνια] (ουσΥ θηλ.) ηλεκτροτεχνία, elefante [ελεφάν'τε] (ουσΥαρσ.) ελέ φαντας. elegancia [ελεγάνθια] (ουσΥθηλ.) 1: κομψότητα, 2: γλαφυρότητα, παρα στατικότητα, ζωντάνια, elegante [ελεγάν'τε] (επίθ.) 1: εκλεπτυ σμένος, κομψός 2: γλαφυρός παρα στατικός, ζωντανός, elegantemente [ελεγά^τεμεντε] (επίρρ.) 1: εκλεπτυσμένα κομψά, 2: γλαφυρά, παραστατικά, ζωντανά, elegía [ελεχία] (ουσΥθηλ.) ελεγεία, elegiaco [ελεχίακο] (επίθ.) ελεγειακός, elegibilidad [ελεχιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) εκλογιμότητα, elegible [ελεχίμπλε] (επίθ.) εκλέξιμος εκλόγιμος, elegido [ελεχίδο] (επίθ.) εκλεγμένος επιλεγμένος
elegir [ελεχίρ] (ρ.) εκλέγω, διαλέγω, elemental [ελεμεντάλ] (επίθ.) στοι χειώδης βασικός, elemento [ελεμέν'το] (ουσΥαρσ.) στοι χείο. elenco [ελένκο] (ουσΥαρσ.) λίστα ηθο ποιών. elevación [ελεβαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ανύψωση, 2: ύψωμα, ψήλωμα, elevadamente [ελεβάδαμεχ/τε] (επίρρ.) επιβλητικά, elevado [ελεβάδο] (επίθ.) ανυψωμέ νος ανασηκωμένος. elevador [ελεβαδόρ] (ουσΥαρσ.) ανυ ψωτήρας ανελκυστήρας ασανσέρ, elevar [ελεβάρ] (ρ.) υψώνω, ανυψώνω, σηκώνω, elidir [ελιδίρ] (ρ.) (Γοαμμ.) εκθλίβω. eliminación [ελιμιναθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αποκλεισμός 2: αποβολή, 3: εξά λειψη, αφανισμός. eliminar [ελιμινάρ] (ρ.) 1: αποκλείω, 2: αποβάλλω, 3: εξαλείφω, εξαφανίζω, eliminatoria [ελιμινατόρια] (ουσΥθηλ.) προκριματικός, elipse [ελίπσε] (ουσΥθηλ.) (Γεωμ.) έλ λειψη. elipsis [ελίπσις] (ουα/θηλ.) (Γραμμ.) έλλειψη. elíptico [ελίπτικο] (επίθ.) ελλειπτικός, elisión [ελισιόν] (ουσΥθηλ.) (Γραμμ.) έκθλιψη. elite [ελίτε] (ουσΥθηλ.) αφρόκρεμα ελίτ. elixir [ελιξίρ] (ουσΥαρσ.) ελιξήριο. ella [έγια] (προσωπική αντ.) αυτή · ella come - αυτή τρώει · prefiero ir con ella - προτιμώ να πάω με αυτήν · ηο hables asi de ella - μη μιλάς έτσι γι' αυτήν. ellas [έγιας] (αντ. προσ.) αυτές · ellas comen - αυτές τρώνε · prefiero ir con ellas - προτιμώ να πάω με αυτές · ηο hables así de ellas - μη μιλάς έτσι γΓ αυτές
230
embargar elle [έγιε] (ουσ,/θηλ.) η ονομασία του γράμματος «LL». ello [έγισ] (προσωπική αντ.) αυτό · ηο quiero saber nada de ello - δε θέλω να ξέρω τίποτα γι' αυτό. ellos [έγιος] (προσωπική αντ.) αυτοί · ellos comen - αυτοί τρώνε · prefiero ir con ellos - προτιμώ να πάω με αυ τούς · no hables así de ellos - μη μι λάς έτσι γΓ αυτούς, elocución [ελοκουθιόν] (ουσΥθηλ.) άρ θρωση. elocuencia [ελοκουένθια] (συσ7θηλ.) ευγλωττία, ευφράδεια, elocuente [ελοκουέν'τε] (επίθ.) εύγλωτ τος, ευφραδής. elogiar [ελοχιάρ] (ρ.) επαινώ, εγκω μιάζω. elogio [ελόχιο] (ουσ,/αρσ.) έπαινος εγκώ μιο. elogiosamente [ελοχιοσαμέν'τε] (επίρρ.) εγκωμιαστικά, elogioso [ελοχιόσο] (επίθ.) επαινετικός εγκωμιαστικός, elucidación [ελουθιδαθιόν] (ουσ,/θηλ.) αποσαφήνιση, διευκρίνιση, elucidar [ελουθιδάρ] (ρ.) αποσαφηνί ζω, διασαφηνίζω, eludible [ελουδίμπλε] (επίθ.) αποφευκτός. eludir [ελουδίρ] (ρ.) υπεκφεύγω, elusivo [ελουσίβο] (επίθ.) υπεκφεύγων. emanación [εμαναθιόν] (ουσΥθηλ.) απόρροια, emanar [εμανάρ] (ρ.) απορρέω, πηγά ζω. emancipación [εμανθιπαθιόν] (ουσ./ θηλ.) χειραφέτηση, emancipado [εμανθιπάδο] (επίθ.) χει ραφετημένος emancipar [εμανθιπάρ] (ρ.) χειραφε τώ. emascular [εμασκουλάρ] (ρ.) ευνου χίζω. 231
embadurnar [εμμπαδουρνάρ] (ρ.) επι καλύπτω, επενδύω, περιβάλλω, embajada [εμ'μπαχάδα] (ουσ./θηλ.) πρεσβεία, embajador [εμ'μπαχαδόρ] (ουσ,/αρσ.) πρέσβης. embalador [εμ'μπαλαδόρ] (ουσ./αρσ.) συσκευαστής. embaladura [εμμπαλαδούρα] (ουσ./ θηλ.) αμπαλάρισμα, embalar [εμ'μπαλάρ] (ρ.) συσκευάζω, αμπαλάρω, embaldosado [εμ'μπαλδοσάδο] (ουσ./ αρσ.) πλακόστρωτο, embaldosar [εμ'μπαλδοσάρ] (ρ.) πλα κοστρώνω, embalsamar [εμ'μπαλσαμάρ] (ρ.) τα ριχεύω, βαλσαμώνω, embalsar [εμμπαλσάρ] (ρ.) φράζω, embalse [εμμπάλσε] (ουσ,/αρσ.) φράγ μα. embanderar [εμ'μπαν'ντεράρ] (ρ.) ση μαιοστολίζω, embarazada [εμ'μπαραθάδα] (ουσ./ θηλ.) έγκυος · estar embarazada είμαι έγκυος · quedarse embarazada - μένω έγκυος. embarazar [εμ'μπαραθάρ] (ρ.) καθι στώ έγκυο, embarazarse [εμ'μπαραθάρσε] (ρ.) μένω έγκυος embarazo [εμ'μπαράθο] (ουσ,/αρσ.) 1: εγκυμοσύνη, 2: αμηχανία, embarazoso [εμ'μπαραθόσο] (επίθ.) 1: άβολος, 2: δύσκολος, embarcación [εμ'μπαρκαθιόν] (ουσ./ θηλ.) σκάφος πλοίο, embarcadero [εμμπαρκαδέρο] (ουσ./ αρσ.) προβλήτα, προκυμαία, embarcar [εμ'μπαρκάρ] (ρ.) επιβιβά ζω. embarco [εμ'μπάρκο] (ουσ,/αρσ.) επι βίβαση. embargar [εμ'μπαργάρ] (ρ.) κατάσχω,
embargo καταλαμβάνω, embargo [εμ'μπάργο] (ουσ./αρσ.) κα τάσχεση · sin embargo - ωστόσο, embarnizar [εμμπαρνιθάρ] (ρ.) βερνι κώνω, βάφω. embarque [εμμπάρκε] (ουσ,/αρσ.) 1: φόρτωμα, 2: επιβίβαση · tarjeta de embarque - κάρτα επιβίβασης, embarradura [εμ'μπαραδούρα] (ουσ./ θηλ.) λεκές. embarrancar [εμ'μπαρανκάρ] (ρ.) πέ φτω σε χαντάκι, embarrar [ε μ 'μ π α ρ ά ρ ] (ρ.) λασπώνω, embarullar [εμ'μπαρουγιάρ] (ρ.) χα λώ. embastar [εμ'μτταστάρ] (ρ.) ράβω. embaste [εμ'μπάστε] (ουσ,/αρσ.) βε λονιά. embate [εμ'μπάτε] (ουσ,/αρσ.) ανεμόδερμα. embaucador [εμ'μπαουκαδόρ] 1: (ουσ./ αρσ.) λωποδύτης 2: (επίθ.) απατεώ νας embaucamiento [εμ'μπαουκαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) απατεωνιά, κλεψιά, embaucar [εμμπαουκάρ] (ρ.) εξαπα τώ, παραπλανώ, embeber [εμ'μπεμπέρ] (ρ.) 1: απορρο φώ, 2: στενεύω, embelecar [εμ'μπελεκάρ] (ρ.) εξαπατώ, ξεγελώ. embeleco [εμ'μπελέκο] (ουσ,/αρσ.) εξα πάτηση, παραπλάνηση. embelesado [εμ'μπελεσάδο] (επίθ.) σαγηνευμένος γοητευμένος, embelesador [εμ'μπελεσαδόρ] (ουσ./ αρσ.) σαγηνευτής, embelesar [εμ'μπελεσάρ] (ρ.) σαγη νεύω, γοητεύω, θέλγω, embeleso [εμ'μπελέσο] (ουσ/αρσ.) σα γήνη, ελκυστικότητα. embellecedor [εμμπεγιεθεδόρ] (επίθ.) εξωράισπκός embellecer [εμ'μ π εγ εθ έρ ] (ρ.) καλλωπί
ζω, εξωραΐζω, ωραιοποιώ, embellecimiento [εμμπεγιεθιμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) εξωραϊσμός embestida [εμ'μπεστίδα] (ουσ7θηλ.) επίθεση, εφόρμηση, embestir [εμ'μττεστίρ] (ρ.) ορμώ, επι τίθεμαι. embetunar [εμμπετουνάρ] (ρ.) βερνικώ νω. emblandecer [εμ'μπλανντεθέρ] (ρ.) μα λακώνω, απαλύνω, emblanquecer [εμμπλανκεθέρ] (ρ.) λευ καίνω. emblema [εμ'μπλέμα] (ουσ,/αρσ.) έμ βλημα. emblemático [εμμπλεμάτικο] (επίθ.) εμβληματικός embobado [εμ'μπομπάδο] (επίθ.) χα ζεμένος αποχαυνωμένος, embobamiento [εμπ'μπομπαμιέν'το] (ουσ./αρσ.) γοητεία, κατάπληξη, embobar [εμ'μπομπάρ] (ρ.) σαγηνεύω, καταπλήσσω, embobecer [εμ'μπομπεθέρ] (ρ.) κοροϊ δεύω, χλευάζω, embobecerse [εμ'μπομπεθέρσε] (ρ.) χαζεύω. embocadura [εμμποκαδούρα] (ουσ./ θηλ.) 1: είσοδος 2: εκβολή, 3: επι στόμιο. embocar [εμμποκάρ] (ρ.) μπουκώνω, embolador [εμμπολαδόρ] (ουσ,/αρσ.) στιλβωτής λούστρος embolar [εμμπολάρ] (ρ.) στιλβώνω, λου στράρω. embolia [εμπολία] (ουσ,/θηλ.) εμβο λή. embolismo [εμμπολίσμο] (ουσ,/αρσ.) 1: σύγχυση, 2: απάτη, émbolo [έμ'μπολο] (ουσ,/αρσ.) έμβο λο. embolsar [εμ'μπολσάρ] (ρ.) τσεπώνω, εισπράττω, emboque [εμμπόκε] (ουσ,/αρσ.) απά-
232
embuste τηemboquillado [εμ'μποκιγιάδο] (επίθ.) φιλτραρισμένος, emborracharse [εμ'μπορατσάρσε] (ρ.) μεθώ. emborrar [εμμποράρ] (ρ.) γεμίζω, emborronar [εμ'μπορονάρ] (ρ.) μου ντζουρώνω, κηλιδώνω, λερώνω, emboscada [εμ'μποσκάδα] (ουσ./θηλ.) ενέδρα, παγίδα, emboscarse [εμ'μποσκάρσε] (ρ.) ενε δρεύω. embotado [εμ'μποτάδο] (επίθ.) αμβλύς, embotamiento [εμ'μποταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) άμβλυνση, embotar [εμμποτάρ] (ρ.) αμβλύνω, embotellado [εμ'μττοτεγιάδο] (επίθ.) εμφιαλωμένος, embotellador [εμ'μποτεγιαδόρ] (ουσ./ αρσ.) εμφιαλωτής. embotellamiento [εμ'μποτεγιαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) 1: εμφιάλωση, 2: μποτι λιάρισμα, κυκλοφοριακή συμφόρη ση. embotellar [εμ'μποτεγιάρ] (ρ.) 1: εμ φιαλώνω, 2: μποτιλιάρω. embovedar [εμ'μποβεδάρ] (ρ.) κυρ τώνω. embozado [εμ'μποθάδο] (επίθ.) κα λυμμένος, embozar [εμ'μποθάρ] (ρ.) κουκουλώ νω, καλύπτω, embozo [εμ'μπόθο] (ουσ,/αρσ.) 1: μά σκα, 2: πονηριά, embragar [εμ'μπραγάρ] (ρ.) συμπλέ κω. embrague [εμ'μπράγε] (ουσ,/αρσ.) συ μπλέκτης. embravecer [εμ'μπραβεθέρ] (ρ.) εξορ γίζω, εξαγριώνω, embravecido [εμμπραβεθίδο] (επίθ.) 1: άγριος 2: εξοργισμένος, embrazar [εμ'μπραθάρ] (ρ.) αγκαλιά ζω.
embrear [εμ'μπρεάρ] (ρ.) πισσώνω, καλύπτω με πίσσα, embriagador [εμμπριαγαδόρ] (επίθ.) μεθυστικός, embriagar [εμ'μπριαγάρ] (ρ.) μεθώ κά ποιον. embriagarse [εμ'μπριαγάρσε] (ρ.) μεθώ. embriaguez [εμ'μπριαγέθ] (ουσ,/θηλ.) μεθύσι, μέθη. embridar [εμ'μπριδάρ] (ρ.) αναχαιτί ζω, βάζω χαλινάρι, embrión [εμ'μπριόν] (ουσ,/αρσ.) έμβρυο, embrionario [εμ'μπριονάριο] (επίθ.) εμβρυακός embrocación [εμ'μπροκαθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: εντριβή, 2: μετάγγιση, embrocar [εμμποκάρ] (ρ.) 1: μεταγγί ζω, 2: καρφώνω παπούτσια, embrollar [εμ'μπρογιάρ] (ρ.) περιπλέ κω, μπερδεύω, embrollo [εμ'μπρόγιο] (ουσ,/αρσ.) μπλέξιμο, μπέρδεμα, embrollón [εμ'μπρογιόν] (ουσ,/αρσ.) ταραχοποιος ταραξίας. embromado [εμμπρομάδο] (επίθ.) μπλεγ μένος embrujado [εμ'μπρουχάδο] (επίθ.) 1: μαγεμένος 2: στοιχειωμένος embrujar [εμ'μπρουχάρ] (ρ.) μαγεύω, γοητεύω, σαγηνεύω, embrujo [εμ'μπρούχο] (ουσ,/αρσ.) τα μάγια. embrutecer [εμ'μπρουτεθέρ] (ρ.) απο χαυνώνω, αποβλακώνω, embrutecimiento [εμ'μπρουτεθιμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) αποκτήνωση, embuchado [εμ'μπουτσάδο] (ουσ,/αρσ.) λουκάνικο, embuchar [εμ'μπουτσάρ] (ρ.) γεμίζω λουκάνικο, embudo [εμπούδο] (ουσ7αρσ.) χωνί. embullar [εμπουγιάρ] (ρ.) ταράζω, embuste [εμ'μπούστε] (ουσ,/αρσ.) ψέ μα.
233
embustería embustería [εμ'μττουστερία] (ουσΥθηλ.) ψευτιές embustero [εμ'μπουστέρο] 1: (ουσΥαρσ.) ψεύτης 2: (επίθ.) ψεύτικος απατηλός embutido [εμ'μ ττουτίδο ] (ουσΥαρσ.) είδος λουκάνικου, embutir [εμ'μπουτίρ] (ρ.) χώνω, γεμί ζω. emergencia [εμερχένθια] (ουσΥθηλ.) κρίσιμη κατάσταση, κατάσταση ανά γκης emergente [εμερχέν'τε] (επίθ.) προκύπτων, ανακύτττων. emerger [εμερχέρ] (ρ.) αναδύομαι, προβάλλω, βγαίνω, emérito [εμέριτο] (επίθ.) επίτιμος, emético [εμέτικο] (επίθ.) εμετικός σι χαμερός. emigración [εμιγραθιόν] (ουσΥθηλ.) μετανάστευση, αποδημία, emigrado [εμιγράδο] (ουσΥαρσ.) πο λιτικός πρόσφυγας, emigrante [εμιγράν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μετανάστης μετανάστρια. emigrar [εμιγράρ] (ρ.) μεταναστεύω, αποδημώ, ξενιτεύομαι, eminencia [εμινένθια] (ουσΥθηλ.) 1: διακεκριμένη προσωπικότητα, υψη λότητα, 2: ύψωμα, eminente [εμινέν'τε] (επίθ.) 1: διαπρε πής εξέχων, επιφανής 2: υπερυψω μένος. emir [εμίρ] (ουσΥαρσ.) εμίρης, emisario [εμισάριό] (ουσΥαρσ.) απε σταλμένος, emisión [εμισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εκπο μπή, 2: έκδοση, emisor [εμισόρ] (ουσΥαρσ.) μεταδό της, αναμεταδότης, emisora [εμισόρα] (ουσΥθηλ.) ραδιο φωνικός σταθμός, emitir [εμιτίρ] (ρ.) 1: εκπέμπω, 2: εκδί δω, 3: διατυπώνω, emoción [εμοθιόν] (ουσΥθηλ.) συγκί
νηση. emocionado [εμοθιονάδο] (επίθ.) συγκινημένος. emocional [εμοθιονάλ] (επίθ.) συγκι νητικός. emocionante [εμοθιονάν'τε] (επίθ.) 1: συγκινητικός 2: συναρπαστικός, emocionar [εμοθιονάρ] (ρ.) συγκινώ, συναρπάζω, emotivo [εμοτίβο] (επίθ.) ευσυγκίνη τος ευαίσθητος, empacado [εμ'πακάδο] (επίθ.) συ σκευασμένος, empacar [εμ'πακάρ] (ρ.) συσκευάζω, πακέταρω. empacharse [εμ'πατσάρσε] (ρ.) παθαί νω δυσπεψία, empacho [εμ'πάτσο] (ουσΥαρσ.) δυ σπεψία, βαρυστομαχιά. empachoso [εμ'πατσόσο] (επίθ.) δύ σπεπτος, αχώνευτος, empadronamiento [εμ'παδροναμιέν'το] (ουσΥαρσ.) απογραφή πληθυσμού, empadronar [εμ'παδρονάρ] (ρ.) γρά φω στο δημοτολόγιο, empalagar [εμ'παλαγάρ] (ρ.) μπουχτί ζω, χορταίνω, empalago [εμ'παλάγο] (ουσΥαρσ.) κο ρεσμός. empalagoso [εμ'παλαγόσο] (επίθ.) υπερ βολικά γλυκός λιγωτικός empalizada [εμ'παλιθάδα] (ουσΥθηλ.) φράχτης. empalmar [εμ'παλμάρ] (ρ.) ενώνω, συν δέω. empalme [εμ'πάλμε] (ουσΥαρσ.) 1: ένωση, σύνδεση, 2: κόμβος, empanada [εμ'πανάδα] (ουσΥθηλ) πίτα. empañado [εμ'πανιάδο] (επίθ.) θαμπός αχνισμένος, empañar [εμ'πανιάρ] (ρ.) θολώνω, θα μπώνω. empañetar [εμ'πανιετάρ] (ρ.) σοβαντίζω, ασβεστώνω.
234
emperramiento empantanado [εμ'παν'τανάδο] (επίθ.) 1: πλημμυρισμένος, 2: βαλτώδης. empantanar [εμ'παν'τανάρ] (ρ.) λιμνά ζω. empapado [εμ'παπάδο] (επίθ.) εμποτι σμένος διαποτισμένος μουσκεμένος empapar [εμ'παπάρ] (ρ.) απορροφώ, μουσκεύω, διαποτίζω. empapelado [εμ'παπελάδο] (ουσ,/αρσ.) ταπετσάρισμα. empapelar [εμ'παπελάρ] (ρ.) ταπετσά ρω. empaque [εμ'πάκε] (ουσ7αρσ.) πακετάρισμα. empaquetadura [εμ'πακεταδούρα] (ουσ/ θηλ.) πακετάρισμα empaquetar [εμ'πακετάρ] (ρ.) συσκευάζω, πακετάρω, emparedado [εμ'παρεδάδο] (ουσ7αρσ.) σάντουιτς emparedar [εμ'παρεδάρ] (ρ.) εντοι χίζω. emparejar [εμ'παρεχάρ] (ρ.) ζευγαρώ νω, συνδυάζω, συνταιριάζω, emparentar [εμπαρεν'τάρ] (ρ.) συγγε νεύω. empastar [εμ'παστάρ] (ρ.) 1: σφραγί ζω, 2: επαλείφω. empaste [εμ'πάστε] (ουσ,/αρσ.) 1: σφρά γισμα, 2: επάλειψη, empatar [εμ'πατάρ] (ρ.) ισοφαρίζω, empate [εμ'πάτε] (ουσ,/αρσ.) ισοφάριση, ισοπαλία, empavesar [εμ'παβεσάρ] (ρ.) σημαιο στολίζω. empecatado [εμ'πεκατάδο] (επίθ.) αμαρ τωλός empecinado [εμ'πεθινάδο] (επίθ.) πει σματάρης ξεροκέφαλος, empecinamiento [εμ'πεθιναμιέν'το] (ουσ/ αρσ.) πείσμα empecinarse [εμ'πεθινάρσε] (ρ.) πει σμώνω. empedernido [εμ'πεδερνίδο] (επίθ.) 1:
επίμονος 2: αδιόρθωτος, empedernir [εμ'πεδερνίρ] (ρ.) σκλη ραίνω. empedrado [εμ'πεδράδο] (ουσ,/αρσ.) λιθόστρωτο, πλακόστρωτο, empedrar [εμ'πεδράρ] (ρ.) λιθοστρώ νω, πλακοστρώνω, empegado [εμ'πεγάδο] (ουσ,/αρσ.) μου σαμάς empeine [εμ'πέινε] (ουσ./αρσ.) ταρ σός κουντεπιέ. empellar [εμ'πεγιάρ] (ρ.) σκουντώ, σπρώ χνω. empellón [εμ'πεγιόν] (ουσ,/αρσ.) σπρώ ξιμο. empelotado [εμ'πελοτάδο] (επίθ.) γυ μνός. empelotar [εμ'πελοτάρ] (ρ.) ξεγυμνώ νω, απογυμνώνω, empeñado [εμ'πενιάδο] (επίθ.) ενεχυ ριαστής empeñar [εμ'πενιάρ] (ρ.) ενεχυριάζω, empeñarse [εμ'πενιάρσε] (ρ.) 1: επι μένω υπερβολικά, εμμένω, 2: χρεώ νομαι. empeñero [εμ'πενιέρο] (ουσ7αρσ.) ενεχυροδανειστής empeño [εμ'πένιο] (ουσ,/αρσ.) 1: ενέ χυρο, 2: επιμονή, εμμονή, empeoramiento [εμ'πεοραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) χειροτέρευση, empeorar [εμ'πεοράρ] (ρ.) χειροτε ρεύω. empequeñecer [εμ'πεκενιεθέρ] (ρ.) μι κραίνω. emperador [εμ'περαδόρ] (ουσ,/αρσ.) αυτοκράτορας. emperatriz [εμ'περατρίθ] (ουσ7θηλ.) αυτοκράτειρα. emperejilarse [εμ'περεχιλάρσε] (ρ.) στο λίζομαι. empernar [εμ'περνάρ] (ρ.) αμπαρώνω. emperramiento [εμ'περαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα.
235
emperrarse emperrarse [εμ'περάρσε] (ρ.) πεισμώ νω, εμμένω, empezar [εμ'πεθάρ] (ρ.) αρχίζω · empezar α - ξεκινώ να · empezó α fumar con 40 años - ξεκίνησε να κα πνίζει στα 40 του χρόνια, empinado [εμ'πινάδο] (επίθ.) 1: υπε ρυψωμένος, 2: απόκρημνος, απότο μος. empinar [εμ'πινάρ] (ρ.) υψώνω, ανυ ψώνω. empírico [εμ'πίρικο] (επίθ.) εμπειρικός, empirismo [εμ'πιρίσμο] (ουσΥαρσ.) εμπειρισμός, emplasto [εμ'πλόστο] (ουσΥαρσ.) κα τάπλασμα, emplazar [εμ'πλαθάρ] (ρ.) κλητεύω, empleado [εμ'πλεάδο] (ουσΥαρσ.) υπάλληλος, emplear [εμ'πλεάρ] (ρ.) 1: χρησιμο ποιώ, 2: απασχολώ, 3: προσλαμβά νω. empleo [εμ'πλέο] (ουσΥαρσ.) 1: χρή ση, 2: απασχόληση, εργασία, emplomar [εμ'πλομάρ] (ρ.) επιμολυβδώνω. empobrecer [εμ'πομπρεθέρ] (ρ.) φτω χαίνω. empobrecimiento [εμ'πομπρεθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) πτώχευση, empollar [εμ'πογιάρ] (ρ.) 1: επωάζω, εκκολάπτω, κλωσσώ, 2: γίνομαι σπασίκλας. empollón [εμ'πογιόν] (ουσΥαρσ.) σπα στικός σπασίκλας (καθ.) φυτουκλάκι. empolvado [εμ'πολβάδο] (επίθ.) σκο νισμένος empolvar [εμ'πολβάρ] (ρ.) 1: πουδρά ρω, 2: σκονίζω, emponzoñamiento [εμ'πονθονιαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) δηλητηρίαση, emponzoñar [εμ'πονθονιάρ] (ρ.) δη λητηριάζω. 236
emporcar [εμ'πορκάρ] (ρ.) λερώνω, βρομίζω, κηλιδώνω, emporio [εμ'πόριο] (ουσΥαρσ.) εμπο ρία. empotrado [εμ'ποτράδο] (επίθ.) ενσω ματωμένος εντοιχισμένος, empotrar [εμ'ποτράρ] (ρ.) ενσωματώ νω, εντοιχίζω, empreñar [εμ'πρενιάρ] (ρ.) γκαστρώ νω, καθιστώ έγκυο, emprendedor [εμ'πρεν'ντεδόρ] (επίθ.) δραστήριος, emprender [εμ'πρεν'ντέρ] (ρ.) 1: επι χειρώ, 2: αρχίζω κάτι, 3: αναλαμβά νω. empresa [εμ'πρέσα] (ουσΥθηλ.) 1: επι χείρηση, 2: εταιρεία, empresarial [εμ'πρεσαριάλ] (επίθ.) διοι κητικός empresario [εμ'πρεσάριο] (ουσΥαρσ.) επιχειρηματίας emprestar [εμ'πρεστάρ] (ρ.) δανείζω, empréstito [εμ'πρέσπτο] (ουσΥαρσ.) δάνειο. empujar [εμ'πουχάρ] (ρ.) σπρώχνω, ωθώ. empuje [εμ'πούχε] (ουσΥαρσ.) σπρώ ξιμο, ώθηση, empujón [εμ'πουχόν] (ουσΥαρσ.) βίαιο σπρώξιμο, δυνατή ώθηση, empuñadura [εμ'πουνιαδούρα] (ουσΥ θηλ.) λαβή. empuñar [εμ'πουνιάρ] (ρ.) 1: χουφτώ νω, 2: αδράχνω, αξιοποιώ. emulación [εμουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) άμιλλα. emulador [εμουλαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) αντίζηλος 2: (επίθ.) αμιλλώμενος émulo [έμουλο] (ουσΥαρσ.) αντίζηλος ανταγωνιστής, emulsión [εμουλσιόν] (ουσΥθηλ.) γα λάκτωμα. emulsionar [εμουλσιονάρ] (ρ.) γαλακτωματοποιώ. en [εν] (πρόθ.) σε, μέσα, εντός επί, 1:
encampanar (στάση σε τόπο) · estoy en Atenas βρίσκομαι στην Αθήνα, 2: (χρόνο) • en invierno viajaré a Rusia - τον χειμώνα θα ταξιδέψω στη Ρωσία · mi hijo nació en 1990 - o γιος μου γεννήθηκε το 1990, 3: (τρόπο) · música en directo - ζωντανή μουσική · te hablo en serio - σου μιλάω σοβαρά •habla en voz baja - μίλα χαμηλό φωνα, 4: (μέσο μεταφοράς) · voy en coche - πάω με το αμάξι · en tren - με το τρένο. enagua [ενάγουα] (ουσ,/θηλ.) μεσο φόρι. enaguar [εναχουάρ] (ρ.) πλημμυρίζω, enajenación [εναχεναθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: αλλοτρίωση, 2: φρενοβλάβεια, τρέλα, 3: έκσταση, enajenar [εναχενάρ] (ρ.) μεταβιβάζω κυριότητα ή δικαιώματα, τρελαίνω κάποιον. enaltecer [εναλτεθέρ] (ρ.) επαινώ, δο ξάζω, εγκωμιάζω, enamoradizo [εναμοραδίθο] (επίθ.) ερω τιάρης. enamorado [εναμοράδο] (επίθ.) ερω τευμένος · estar enamorado de - εί μαι ερωτευμένος με. enamoramiento [εναμοραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ερωτοχτύπημα, enamorarse [εναμοράρσε] (ρ.) (de) ερω τεύομαι · me enamoré directamente de ti - σε ερωτεύτηκα αμέσως enangostar [ενανγοστάρ] (ρ.) στενεύω, enano [ενάνο] (ουσ,/αρσ.) νάνος, enarbolar [εναρμπολάρ] (ρ.) υψώνω, σηκώνω. enarcar [εναρκάρ] (ρ.) 1: ανασηκώνω, 2: κυρτώνω, enardecer [εναρδεθέρ] (ρ.) διεγείρω, εξάπτω. enarenarse [εναρενάρσε] (ρ.) κολλάω στην άμμο. enastado [εναστάδο] (επίθ.) κερασφό-
enastar [ενεστάρ] (ρ.) τοποθετώ λαβή. encabezado [ενκαμπεθάδο] (ουσ,/αρσ.) επικεφαλίδα, encabezamiento [ενκαμπεθαμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) π ρόλογος εισαγωγή, encabezar [ενκαμπεθάρ] (ρ.) ηγούμαι, είμαι επικεφαλής διοικώ, encabronar [ενκαμπρονάρ] (ρ.) προ καλώ θυμό, εξαγριώνω, encadenamiento [ενκαδεναμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) αλυσοδέσιμο. encadenar [ενκαδενάρ] (ρ.) αλυσοδέ νω, δεσμεύω, encajadura [ενκαχαδούρα] (ουσ,/θηλ.) εγκοπή, εσοχή, encajar [ενκαχάρ] (ρ.) εφαρμόζω, προ σαρμόζω, ταιριάζω, encaje [ενκάχε] (ουσ,/αρσ.) 1: δαντέ λα, 2: εφαρμογή, encajera [ενκαχέρο] (ουσ7αρσ.) δαντελοποιός. encajonar [ενκαχονάρ] (ρ.) 1: τοποθε τώ σε κασόνια, 2: ανοίγω διώρυγα σε ποτάμι. encalambrarse [ενκαλαμμπράρσε] (ρ.) στριμώχνομαι, encalar [ενκαλάρ] (ρ.) ασβεστώνω, encalladero [ενκαγιαδέρο] (ουσ,/αρσ.) ξέρα, αμμούδα. encallar [ενκαγιάρ] (ρ.) προσαράζω, encallecido [ενκαγιεθίδο] (επίθ.) σκλη ρυντικός. encalmado [ενκαλμάδο] (επίθ.) 1: υπή νεμος απάνεμος 2: στάσιμος encalmarse [ενκαλμάρσε] (ρ.) ηρεμώ, encalvecer [ενκαλβεθέρ] (ρ.) φαλακραίνω. encamar [ενκαμάρ] (ρ.) κρεβατώνω, encaminar [ενκαμινάρ] (ρ.) δρομολο γώ, καθοδηγώ, κατευθύνω, encampanado [ενκαμπανάδο] (επίθ.) καμπανοειδής. encampanar [ενκαμπανάρ] (ρ.) υψώ
237
encañado νω, ανασηκώνω. encañado [ενκανιάδο] (ουσΥαρσ.) αγω γός. encañar [ενκανιάρ] (ρ.) διοχετεύω μέ σω σωλήνων, encandecer [ενκανδεθέρ] (ρ.) πυρώ νω. encandilado [ενκανδιλάδο] (επίθ.) ευ θυτενής στητός όρθιος, encandilar [ενκαν'ντιλάρ] (ρ.) θαμπώ νω, καταπλήσσω, encanecer [ενκανεθέρ] (ρ.) γκριζάρω, (μτφ.) γερνάω, encanijado [ενκανιχάδο] (επίθ.) απο δυναμωμένος εξασθενημένος. encanijarse [ενκανιχάρσε] (ρ.) αποδυ ναμώνομαι, εξασθενώ. encañizada [ενκανιθάδα] (ουσΥθηλ.) φράχτης από πασσάλους, encañonar [ενκανιονάρ] (ρ.) σημα δεύω, στοχεύω, encantado [ενκαν'τάδο] (επίθ.) γοη τευμένος μαγεμένος, encantador [ενκανταδόρ] (επίθ.) γοη τευτικός μαγευτικός, encantamiento [ενκαν'ταμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) μαγεία, σαγήνη, encantar [ενκαν'τάρ] (ρ.) γοητεύω, μα γεύω, σαγηνεύω, encanto [ενκάν'το] (ουσΥαρσ.) γοητεία, μαγεία. encapotado [ενκαποτάδο] (ουσΥαρσ.) αυτός που φορά κάπα. encapotarse [ενκαποτάρσε] (ρ.) συνο φρυώνομαι, encapricharse [ενκαπριτσάρσε] (ρ.) (con) νιώθω έντονη έλξη για κάτι/ κάποιον · me encapriché con esta película - ξετρελάθηκα με αυτήν την ταινία. encapuchado [ενκαπουτσάδο] (ουσΥ αρσ.) κουκουλοφόρος, encaramar [ενκαραμάρ] (ρ.) ανεβάζω, encaramarse [ενκαραμάρσε] (ρ.) σκαρ
φαλώνω. encarar [ενκαράρ] (ρ.) θέτω αντιμέτω πους αντιμετωπίζω, encarcelación [ενκαρθελαθιόν] (ουσΥ θηλ.) φυλάκιση, encarcelamiento [ενκαρθελαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) φυλάκιση, encarcelar [ενκαρθελάρ] (ρ.) φυλακί ζω. encarecer [ενκαρεθέρ] (ρ.) 1: αυξάνω την τιμή, ακριβαίνω, 2: ζητώ ένθερ μα. encarecidamente [ενκαρεθίδαμεν'τε] (επίρρ.) ένθερμα, encarecimiento [ενκαρεθιμιέντο] (ουσΥ αρσ.) θέρμη, encargado [ενκαργάδο] (ουσΥαρσ.) υπεύθυνος, encargar [ενκαργάρ] (ρ.) 1: παραγγέλλω, 2: εμπιστεύομαι, encargarse [ενκαργάρσε] (ρ.) αναλαμ βάνω ευθύνη, encargo [ενκάργο] (ουσΥαρσ.) παραγ γελία. encariñarse [ενκαρινιάρσε] (ρ.) δένο μαι συναισθηματικά, encarnación [ενκαρναθιόν] (ουσΥθηλ.) ενσάρκωση, προσωποποίηση, encarnadino [ενκαρναδίνο] (επίθ.) κατακόκκινος. encarnado [ενκαρνάδο] (επίθ.) 1: εν σαρκωμένος, 2: ροδοκόκκινος, encarnar [ενκαρνάρ] (ρ.) ενσαρκώνω, encarnizadamente [ενκαρνιθαδαμέν'τε] (επίρρ.) βίαια αιματηρά, encarnizado [ενκαρνιθάδο] (επίθ.) βίαιος αιματηρός, encarnizar [ενκαρνιθάρ] (ρ.) εξαγριώ νω. encarpetar [ενκαρπετάρ] (ρ.) ταξινο μώ, αρχειοθετώ, encarrilar [ενκαριλάρ] (ρ.) καθοδηγώ, encartar [ενκαρτάρ] (ρ.) κλητεύω, συ γκαλώ.
238
encasillado [ενκασιγιάδο] 1: (ουσ./ αρσ.) θυρίδα, 2: (επ(θ.) τυποποιημέ νος. encasillar [ενκασιγιάρ] (ρ.) ταξινομώ, αρχειοθετώ, encasquillar [ενκασκιγιάρ] (ρ.) πετα λώνω. encastillado [ενκαστιγιάδο] (επίθ.) πυρ γωτός, πυργοειδής, encauchar [ενκαουτσάρ] (ρ.) μονώνω με καουτσούκ, encausar [ενκαουσάρ] (ρ.) μηνύω, encauzar [ενκαουθάρ] (ρ.) 1: διοχετεύω, 2: κατευθύνω, encefalitis [ενθεφαλίτις] (ουσ,/θηλ.) εγκεφαλίτιδα, encéfalo [ενθέφαλο] (ουσ/αρσ.) εγκέ φαλος. enceguecer [ενθεγεθέρ] (ρ.) τυφλώνω, encelarse [ενθελάρσε] (ρ.) ζηλεύω, encenagarse [ενθεναγάρσε] (ρ.) 1: λα σπώνομαι, 2: διαφθείρομαι, εκμαυλί ζομαι. encendedor [ενθεν/ντεδόρ] (ουσ,/αρσ.) αναπτήρας, encender [ενθεν'ντέρ] (ρ.) ανάβω · encender el fuego- ανάβω τη φωτιά • encender la luz- ανάβω το φως · encender la tele - ανοίγω την τηλε όραση. encendidamente [ενθεν'ντιδαμέν'τε] (επίρρ.) παθιασμένα, encendido [ενθενδίδο] 1: (ουσ,/αρσ.) ανάφλεξη, πυροδότηση, 2: (επίθ.) αναμμένος, καιόμενος. encerado [ενθεράδο] (επίθ.) γυαλισμέ νος με κερί. encerador [ενθεραδόρ] (ουσ7αρσ.) στιλβωτής, encerar [ενθεράρ] (ρ.) στιλβώνω, κε ρώνω. encerotar [ενθεροτάρ] (ρ.) κερώνω κλωστή. encerradero [ενθεραδέρο] (ουσ,/αρσ.)
μαντρί. encerrar [ενθεράρ] (ρ.) 1: εγκλείω, πε ρικλείω, 2: μαντρώνω, encespedar [ενθεσπεδάρ] (ρ.) στρώ νω γρασίδι, encestar [ενθεστάρ] (ρ.) βάζω καλάθι στο μπάσκετ. enchapar [εντσαπάρ] (ρ.) επιμεταλλώνω, encharcada [εντσαρκάδα] (ουσ,/θηλ.) νε ρόλακκος encharcado [εντσαρκάδο] (επίθ.) πλημ μυρισμένος encharcar [εντσαρκάρ] (ρ.) πλημμυ ρίζω. enchinar [εντσινάρ] (ρ.) σγουραίνω, enchiquerar [εντσικεράρ] (ρ.) μαντρώ νω. enchufable [εντοουφάμπλε] (επίθ.) 1: συνδεόμενος 2: συγχωνεύσιμος enchufar [εντσουφάρ] (ρ.) βάζω στην πρίζα, συνδέω, enchufe [εντσούφε] (ουσ,/αρσ.) πρίζα, encía [ενθία] (ουσ,/θηλ.) ούλο. enciclopedia [ενθικλοπέδια] (ουσ,/θηλ.) εγκυκλοπαίδεια, enciclopédico [ενθικλοπέδικο] (επίθ.) εγκυκλοπαιδικός, encierro [ενθιέρο] (ουσ./αρσ.) 1: κλεί σιμο, κλεισούρα, εγκλεισμός 2: απο μόνωση. encima [ενθίμα] (επίρρ.) (de) επάνω, από πάνω · el libro está encima de la mesa - το βιβλίο είναι πάνω στο τραπέζι. encina [ενθίνα] (ουσ./θηλ.) λιόπουρνο. encinta [ενθίν'τα] (ουσ,/θηλ.) έγκυος · estar encinta - είμαι έγκυος · quedarse encinta - μένω έγκυος encintado [ενθιν/τάδο] (ουσ/αρσ.) κρά σπεδο. enclaustrar [ενκλαουστράρ] (ρ.) κλεί νω σε μοναστήρι, enclavar [ενκλαβάρ] (ρ.) καρφώνω.
239
enclave enclave [ενκλάβε] (ουσ,/αρσ.) θύλακας enclenque [ενκλένκε] (επίθ.) ασθενικός αρρωστιάρης encobar [ενκομπάρ] (ρ.) επωάζω, encoger [ενκοχέρ] (ρ.) μαζεύω, συ στέλλω. encogidamente [ενκοχιδαμέν'τε] (επίρρ.) ντροπαλά, δειλά, encogido [ενκοχίδο] (επίθ.) 1: ντροπα λό ς δειλός μαζεμένος συνεσταλμέ νος 2: συρρικνωμένος encogimiento [ενκοχιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) μάζεμα, μπάσιμο, encohetarse [ενκοετάρσε] (ρ.) μαίνο μαι. encojar [ενκοχάρ] (ρ.) 1: κουτσαίνω, 2: χωλαίνω, encolar [ενκολάρ] (ρ.) κολλώ, encolerizar [ενκολεριθάρ] (ρ.) εξοργί ζω, εξαγριώνω, encomendar [ενκομεν'ντάρ] (ρ.) 1: αναθέτω, 2: εμπιστεύομαι, encomiar [ενκομιάρ] (ρ.) εγκωμιάζω, επαινώ. encomiástico [ενκομιάστικο] (επίθ.) εγκωμιαστικός επαινετικός, encomienda [ενκομιένδα] (ουσ,/θηλ.) ανάθεση. encomio [ενκόμιο] (ουσ7αρσ.) εγκώ μιο. enconado [ενκονάδο] (επίθ.) 1: φλεγ μονώδης 2: οδυνηρός, enconar [ενκονάρ] (ρ.) εξοργίζω, ερε θίζω, παθαίνω φλεγμονή, enconcharse [ενκοντσάρσε] (ρ.) απο μονώνομαι, μπαίνω στο καβούκι μου. encono [ενκόνο] (ουσΥαρσ.) 1: μνησικακία, 2: φλεγμονή, enconoso [ενκονόσο] (επίθ.) μνησί κακος. encontrado [ενκοντράδο] (επίθ.) διιστάμενος. encontrar [ενκον'τράρ] (ρ.) βρίσκω,
συναντώ. encontrón [ενκον'τρόν] (ουσ,/αρσ.) σύ γκρουση. encopetado [ενκοπετάδο] (ουσ,/αρσ.) υπερόπτης ψηλομύτης, encopetarse [ενκοπετάρσε] (ρ.) συμπεριφέ ρομαι υπεροπτικά, encorchar [ενκορτσάρ] (ρ.) ταπώνω με φελλό. encorralar [ενκοραλάρ] (ρ.) μαντρώ νω. encorvado [ενκορβάδο] (επίθ.) 1: κυρ τός 2: στρεβλός 3: επικλινής, encorvadura [ενκορβαδούρα] (ουσ./ θηλ.) καμπύλη, encorvar [ενκορβάρ] (ρ.) κυρτώνω, κάμπτω, λυγίζω, encrespado [ενκρεσπάδο] (επίθ.) κα τσαρωμένος σγουρός, encrespar [ενκρεσπάρ] (ρ.) 1: κατσα ρώνω, 2: τρικυμίζω, φουρτουνιάζω, ταράζω, 3: εξοργίζω, encrucijada [ενκρουθιχάδα] (ουσ/θηλ.) σταυροδρόμι, διασταύρωση, encuademación [ενκουαδερναθιόν] (ουσ./ θηλ.) βιβλιοδεσία, encuadernador [ενκουαδερναδόρ] (ουσ./ αρσ.) βιβλιοδέτης encuadernar [ενκουαδερνάρ] (ρ.) βιβλιοδετώ. encuadrar [ενκουαδράρ] (ρ.) κορνιζά ρω, πλαισιώνω, encuadre [ενκουάδρε] (ουσ,/αρσ.) κορνιζάρισμα. encubierto [ενκουμπιέρτο] (επίθ.) συγκεκαλυμμένος. encubridor [ενκουμπριδόρ] (επίθ.) 1: συγκαλυπτικός 2: κλεπταποδόχος, encubrimiento [ενκουμπριμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) απόκρυψη, encubrir [ενκουμπρίρ] (ρ.) καλύπτω, συγκαλύπτω, encuentro [ενκουέν'τρο] (ουσ,/αρσ.) συ νάντηση.
240
energético encuerarse [ενκουεράρσε] (ρ.) γδύνο μαι, ξεγυμνώνομαι, encuesta [ενκουέστα] (ουσΥθηλ.) 1: ανά κριση, 2: σφυγμομέτρηση, δημοσκό πηση, γκάλοπ, encuestador [ενκουεσταδόρ] (ουσΥαρσ.) σφυγμομετρητής δημοσκόπος encumbrado [ενκουμ'μπράδο] (επίθ.) υψηλός κορυφαίος encumbramiento [ενκουμ'μττραμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: ανέγερση, ανύψωση, 2: εγκώμιο. encumbrar [ενκουμ'μττράρ] (ρ.) εξυ ψώνω, ανυψώνω, encurtido [ενκουρτίδο] (ουσΥαρσ.) τουρ σί. encurtir [ενκουρτίρ] (ρ.) κάνω τουρσί, ende [έν'ντε] (επίρρ.) συνεπώς-por ende - διά ταύτα. endeble [εν'ντέμπλε] (επίθ.) αδύναμος άτονος endémico [εν'ντέμικο] (επίθ.) ενδημι κός. endemoniado [εν'ντεμονιάδο] (επίθ.) δαιμονισμένος, endemoniar [ενντεμονιάρ] (ρ.) δαιμο νίζω. enderezado [εν'ντερεθάδο] (επίθ.) 1: στητός, 2: κατάλληλος, enderezar [εν'ντερεθάρ] (ρ.) 1: ισιώνω, 2: διευθετώ, 3: σωφρονίζω, endeudado [εν'ντεουδάδο] (επίθ.) χρεω μένος. endeudarse [εν'ντεουδάρσε] (ρ.) χρεώ νομαι. endiablado [εν'ντιαμπλάδο] (επίθ.) διαβολικός, endibia [ενντίμπια] (ουσΥθηλ.) (Βοτ.) αντίδι (είδοςχόρτου). endilgar [εν'ντιλγάρ] (ρ.) καθοδηγώ, κατευθύνω, endiosado [εν'ντιοσάδο] (επίθ.) μα ταιόδοξος, endiosarse [εν'ντιοσάρσε] (ρ.) ματαιο 241
δοξώ. endocarpio [εν'ντοκάρπιο] (ουσ./ αρσ.) ενδοκάρπιο, endocrino [εν'ντοκρίνο] (επίθ.) ενδοκρινικός. endocrinología [εν'ντοκρινολογία] (ουσΥ θηλ.) ενδοκρινολογία, endocrinólogo [εν'ντοκρινόλογο] (ουσΥ αρσ.) ενδοκρινολόγος endogamia [εχ/ντογάμια] (ουσΥθηλ.) ενδογαμία, endógeno [εν'ντόχενο] (επίθ.) ενδο γενής. endomingado [ε^ντομινγκάδο] (επίθ.) κουστουμαρισμένος ντυμένος επί σημα. endosar [εν'ντοσάρ] (ρ.) 1: φορτώνω, 2: οπισθογραφώ, endoso [εν'ντόσο] (ουσΥαρσ.) οπισθο γράφηση, endovenoso [εν'ντοβενόσο] (επίθ.) εν δοφλέβιος, endrina [εν'ντρίνα] (ουσΥθηλ.) μυρτίδιο, λωτόμουρο (φρούτο). endrino [εν'ντρίνο] (ουσΥαρσ.) μυρτιδιά, λωτομουριά. endulzar [εν'ντουλθάρ] (ρ.) 1: γλυκαί νω, 2: απαλύνω, endurecer [εν'ντουρεθέρ] (ρ.) 1: σκλη ραίνω, 2: σκληραγωγώ, endurecimiento [εν'ντουρεθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) σκλήρυνση, σκληραγώγηση. ene [ένε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του γράμματος «Ν». enebro [ενέμπρο] (ουσΥαρσ.) άρκευθος αγριοκυπαρίσσι. enema [ενέμα] (ουσΥαρσ.) κλύσμα, enemigo [ενεμίγο] (ουσΥαρσ.) εχθρός enemistad [ενεμιστάδ] (ουσΥθηλ.) εχθρό τητα. enemistarse [ενεμιστάρσε] (ρ.) γίνομαι εχθρός energético [ενερχέτικο] (επίθ.) ενερ
energía γητικός. energía [ενερχία] (ουσ/θηλ.) ενέργεια, enérgico [ενέρχικο] (επίθ.) ενεργητικός, δραστήριος energúmeno [ενεργούμενο] (επίθ.) 1: δαιμονικός 2: κακός 3: τρελός, enero [ενέρο] (ουσ./αρσ.) Ιανουάριος enervar [ενερβάρ] (ρ.) εκνευρίζω, enésimo [ενέσιμο] (επίθ.) νιοστός. enfadarse [ενφαδάρσε] (ρ.) θυμώνω, enfado [ενφάδο] (ουσ,/αρσ.) θυμός, enfadoso [ενφαδόσο] (επίθ.) ενοχλη τικός enfangarse [ενφανγκάρσε] (ρ.) κηλι δώνομαι, λασπώνομαι, enfardar [ενφαρδάρ] (ρ.) δεματιάζω, énfasis [ένφασις] (ουσ,/αρσ.) έμφαση, enfático [ενφάτικο] (επίθ.) εμφατικός. enfatizar [ενφατιθάρ] (ρ.) δίνω έμφα ση. enfermar [ενφερμάρ] (ρ.) αρρωσταί νω κάποιον, αποδυναμώνω, enfermarse [ενφερμάρσε] (ρ.) ασθε νώ, αρρωσταίνω, enfermedad [ενφερμεδάδ] (ουσΥθηλ.) νόσος ασθένεια, αρρώστια, enfermera [ενφερμέρα] (ουσ7θηλ.) νο σοκόμα. enfermería [ενφερμερία] (ουσ7θηλ.) ια τρείο πρώτων βοηθειών, enfermero [ενφερμέρο] (ουσ7αρσ.) νοσοκόμος, enfermizo [ενφερμίθο] (επίθ.) ασθενι κός φιλάσθενος αρρωστιάρης, enfermo [ενφέρμο] (επίθ.) ασθενής πάσχων, άρρωστος, enfilar [ενφιλάρ] (ρ.) μπαίνω στη σειρά, enfisema [ενφισέμα] (ουσ7αρσ.) εμφύ σημα. enflaquecer [ενφλακεθέρ] (ρ.) ισχναί νω, αδυνατίζω, λεπταίνω, enflaquecido [ενφλακεθίδο] (επίθ.) ισχνός αδύνατος λεπτός, enflaquecimiento [ενφλακεθιμιέν'το]
(ουσ7αρσ.) αδυνάτισμα, enfocar [ενφοκάρ] (ρ.) 1: εστιάζω, 2: προσεγγίζω, enfoque [ενφόκε] (ουσ7αρσ.) εστίαση, προσέγγιση, enfrascar [ενφρασκάρ] (ρ.) 1: εμφια λώνω, 2: εμβαθύνω. enfrenar [ενφρενάρ] (ρ.) 1: φρενάρω, 2: συγκρατώ, αναχαιτίζω, 3: χαλινα γωγώ. enfrentamiento [ενφρεν'ταμιέν'το] (ουσ/ αρσ.) 1: αναμέτρηση, 2: σύγκρουση, enfrentarse [ενφρεν'τάρσε] (ρ.) 1: αντι μετωπίζω, 2: αντιτάσσομαι, 3: ενα ντιώνομαι, enfrente [ενφρέν'τε] (επίρρ.) απέναντι, enfriadero [ενφριαδέρο] (ουσ7αρσ.) ψύκτης enfriamiento [ενφριαμιέν'το] (ουσ7αρσ.) 1: ψύξη, 2: κρυολόγημα κρύωμα enfriar [ενφριάρ] (ρ.) κρυώνω, ψυχραί νω. enfundar [ενφουνδάρ] (ρ.) βάζω σε θή κη. enfurecer [ενφουρεθέρ] (ρ.) εξοργίζω, αγριεύω, εξαγριώνω, enfurruñarse [ενφουρουνιάρσε] (ρ.) θυ μώνω, νευριάζω, engalanar [ενγκαλανάρ] (ρ.) στολίζω, engañador [ενγκανιαδόρ] (επίθ.) πα ραπλανητικός απατηλός, engañar [ενγκανιάρ] (ρ.) εξαπατώ, ξε γελώ, παραπλανώ, enganchar [ενγκαντσάρ] (ρ.) 1: αγκιστρώνω, 2: ζεύω, καπιστρώνω, enganche [ενγκάντσε] (ουσ7αρσ.) 1: αγκίστρωση, γάντζωμα, 2: κατάταξη στον στρατό, engañifa [ενγκανίφα] (ουσ7θηλ.) ξεγέ λασμα, κοροϊδία, engaño [ενγκάνιο] (ουσ7αρσ.) απάτη, πλάνη. engañoso [ενγκανιόσο] (επίθ.) απατη λ ό ς παραπλανητικός.
242
enjalbegado engarce [ενγκάρθε] (ουσ./αρσ.) μο ντάρισμα λίθου, engarzar [ενγκαρθάρ] (ρ.) 1: συνδέω, 2: μοντάρω λίθους, engatusar [ενγκστουσάρ] (ρ.) καλοπιάνω, engendrar [ενχεν'ντράρ] (ρ.) 1: ανα παράγω, 2: προκαλώ, προξενώ, engendro [ενχέν'ντρο] (ουσ,/αρσ.) έκτρω μα englobar [ενγκλομπάρ] (ρ.) εμπεριέ χω, εσωκλείω, engolfarse [ενγκολφάρσε] (ρ.) αναμει γνύομαι, εμπλέκομαι, engolletarse [ενγκογιετάρσε] (ρ.) πα ριστάνω τον σπουδαίο, engolosinar [ενγκολοσινάρ] (ρ.) δελεά ζω, ξελογιάζω, βάζω σε πειρασμό, engomar [ενγκομάρ] (ρ.) κολλώ, engorda [ενγκόρδα] (ουσ,/θηλ.) πά χυνση. engordar [ενγκορδάρ] (ρ.) παχαίνω (προκαλώ πάχος). engordarse [ενγκορδάρσε] (ρ.) παχαί νω (παίρνω κιλά). engorde [ενγκόρδε] (ουσ7αρσ.) πά χυνση. engorro [ενγκόρο] (ουσ,/αρσ.) ενό χληση, εμπόδιο, engorroso [ενγκορόσο] (επίθ.) ενο χλητικός. engrampar [ενγκραμ'πάρ] (ρ.) αγκραφώνω. engranar [ενγκρανάρ] (ρ.) συμπλέκω γρανάζι. engrandecer [ενγκραν'ντεθέρ] (ρ.) 1: μεγαλοποιώ, 2: μεγαλώνω, engrane [ενγρόνε] (ουσ,/αρσ.) μπλοκάρισμα, σφήνωμα. engrasación [ενγκρασαθιόν] (ουσ./ θηλ.) λίπανση, engrasador [ενγκρασαδόρ] (ουσ,/αρσ.) λιπαντής γρασαδόρος engrasamiento [ενγκρασαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) γρασάρισμα.
engrasar [ενγκρασάρ] (ρ.) λιπαίνω, γρασάρω. engrase [ενγράσε] (ουσ7αρσ.) λίπαν ση. engreído [ενγρεΐδο] (ουσ./αρσ.) αλα ζόνας υπερόπτης, engreimiento [ενγρείμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) αλαζονεία, υπεροψία, έπαρση, engreír [ενγρείρ] (ρ.) κακομαθαίνω, engrillar [ενγκριγιάρ] (ρ.) φυλακίζω, βάζω κάγκελα, engrosar [ενγροσάρ] (ρ.) 1: πληθαίνω, 2: παχαίνω, engrudo [ενγρούδο] (ουσ7αρσ.) αλευ ρόκολλα. engrasamiento [ενγροσαμιέν'τό] (ουσ/ αρσ.) διόγκωση, enguantado [ενγουαν'τάδο] (επίθ.) κα λυμμένος με γάντια, enguantar [ενγουαν'τάρ] (ρ.) φορώ γά ντια. engullir [ενγκουγίρ] (ρ.) 1: καταπίνω, 2: καταβροχθίζω, enhebrar [ενεβράρ] (ρ.) βελονιάζω, περνάω κλωστή στη βελόνα, enhiesto [ενιέστο] (επίθ.) 1: ευθυτενής στητός, 2: υπερυψωμένος, enhilar [ενιλάρ] (ρ.) περνώ την κλω στή. enhorabuena [ενοραμπουένα] (ουσ./ θηλ.) συγχαρητήρια, enigma [ενίγμα] (ουσ,/αρσ.) αίνιγμα, γρίφος. enigmático [ενιγμάτικο] (επίθ.) αινιγμα τικός enjabonado [ενχαμπονάδο] (επίθ.) σα πουνισμένος enjabonadura [ενχαμποναδούρα] (ουσ./ θηλ.) σαπουνάδα enjabonar [ενχαμπονάρ] (ρ.) σαπου νίζω. enjaezar [ενχαεθάρ] (ρ.) σελώνω, enjalbegado [ενχαλμπεγάδο] (ουσ,/αρσ.) ασβέστωμα
243
enjalbegar enjalbegar [ενχαλμπεγάρ] (ρ.) ασβε στώνω. enjambre [ενχάμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) 1: σμήνος 2: κοπάδι, enjaular [ενχαουλάρ] (ρ.) κλείνω σε κλουβί, εγκλωβίζω, εγκλείω, enjetarse [ενχετάρσε] (ρ.) θυμώνω, enjuagar [ενχουαγάρ] (ρ.) ξεπλένω, ξεβγάζω. enjuague [ενχουάγε] (ουσ,/αρσ.) ξέ πλυμα, ξέβγαλμα, enjugar [ενχουγάρ] (ρ.) σφουγγίζω, σκου πίζω, στεγνώνω, enjuiciamiento [ενχουιθιαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) εκδίκαση, enjuiciar [ενχουιθιάρ] (ρ.) κρίνω, δικά ζω. enjundia [ενχοϋνδια] (ουσΥθηλ.) 1: ζωι κό λίπος 2: μεδούλι, enjundioso [ενχουνδιόσο] (επίθ.) λι πώδης. enjuto [ενχούτο] (επίθ.) ισχνός λεπτός enlace [ενλάθε] (ουσΥαρσ.) 1: σύνδε ση, σύνδεσμος 2: δέσμευση, enlatado [ενλατάδο] 1: (ουσΥαρσ.) κον σερβοποίηση, 2: (επίθ.) ηχογραφημένος 3: βιντεοσκοπημένος · música enlatada- ηχογραφημένη μουσική, enlatar [ενλατάρ] (ρ.) κονσερβοποιώ. enlazar [ενλαθάρ] (ρ.) συνδέω, συσχε τίζω. enlodar [ενλοδάρ] (ρ.) λασπώνω, enloquecer [ενλοκεθέρ] (ρ.) τρελαίνω, ξετρελαίνω, enloquecerse [ενλοκεθέρσε] (ρ.) τρε λαίνομαι, ξετρελαίνομαι, enloquecimiento [ενλοκεθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) τρέλα enlosado [ενλοσάδο] (ουσΥαρσ.) λι θόστρωτος, enlosar [ενλοσάρ] (ρ.) λιθοστρώνω, enlozado [ενλοθάδο] (επίθ.) σμαλτω μένος. enlozar [ενλοθάρ] (ρ.) σμαλτώνω.
enlucido [ενλουθίδο] (ουσ,/αρσ.) 1: σοβάτισμα, 2: στίλβωμα. enlucidor [ενλουθιδόρ] (ουσΥαρσ.) γυ ψαδόρος σοβατζής, enlucir [ενλουθίρ] (ρ.) 1: σοβατίζω, 2: στιλβώνω, enlutado [ενλουτάδο] (επίθ.) μαυροφορε μένος πενθών, enlutar [ενλουτάρ] (ρ.) 1: βυθίζω στο πένθος 2: σκοτεινιάζω, enmarañar [ενμαρανιάρ] (ρ.) μπερ δεύω, μπλέκω, περιπλέκω, enmarcar [ενμαρκάρ] (ρ.) κορνιζάρω, enmascarar [ενμασκαράρ] (ρ.) μασκαρεύω, μεταμφιέζω, enmendación [ενμεν'νταθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: διόρθωση, 2: τροποποίηση, enmendar [ενμεν'ντάρ] (ρ.) 1: διορθώ νω, 2: τροποποιώ, enmienda [ενμιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: διόρθωση, 2: τροποποίηση, τροπο λογία. enmohecerse [ενμοεθέρσε] (ρ.) 1: μουχλιάζω, σαπίζω, 2: σκουριάζω, enmohecido [ενμοεθίδο] (επίθ.) 1: μουχλιασμένος 2: σκουριασμένος, enmohecimiento [ενμοεθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) μούχλιασμα, σκούριασμα enmudecerse [ενμουδεθέρσε] (ρ.) μουγγαίνω, σιωπώ, ennegrecer [εν'νεγρεθέρ] (ρ.) μαυρί ζω, σκουραίνω, ennoblecer [ενομπλεθέρ] (ρ.) εξευγε νίζω. ennoblecimiento [ενομπλεθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) εξευγενισμός enojada [ενοχάδα] (ουσΥθηλ.) οργή, μανία, ζοχάδα. enojadizo [ενοχαδίθο] (επίθ.) ευερέθι στος ευέξαπτος, enojado [ενοχάδο] (επίθ.) οργισμένος, enojar [ενοχάρ] (ρ.) προκαλώ θυμό. enojarse [ενοχάρσε] (ρ.) θυμώνω, νευ ριάζω.
244
ensamblador enojo [ενόχο] (ουσ,/αρσ.) θυμός, enojoso [ενοχόσο] (επίθ.) εξοργιστι κός. enología [ενολοχία] (ουσΥθηλ.) οινο λογία. enólogo [ενόλογο] (ουσΥαρσ.) οινολόγος. enorgullecerse [ενοργουγιεθέρσε] (ρ.) υπερηφανεύομαι. enorme [ενόρμε] (επίθ.) τεράστιος, υπερμεγέθης πελώριος, enormemente [ενορμεμέν'τε] (επίρρ.) πάρα πολύ. enormidad [ενορμιδάδ] (ουσ,/θηλ.) το πελώριο, τερατούργημα, enquiciar [ενκιθιάρ] (ρ.) τακτοποιώ, διευθετώ, διακανονίζω, enrabiar [ενραμπιάρ] (ρ.) εξαγριώνω, εξοργίζω, enrabiarse [ενραμπιάρσε] (ρ.) εξαγριώ νομαι, εξοργίζομαι, enraizar [ενραϊθάρ] (ρ.) ριζώνω, enramada [ενραμάδα] (ουσΥθηλ.) πέργκολα, enrarecer [ενραρεθέρ] (ρ.) 1: αραιώ νω, 2: καθιστώ σπάνιο, enrarecido [ενραρεθίδο] (επίθ.) αραιω μένος λιγοστευμένος enrarecimiento [ενραρεθιμέν'το] (ουσ./ αρσ.) αραίωση, λιγόστεμα, enrasar [ενρασάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, enredadera [ενρεδαδέρα] (ουσΥθηλ.) αναρριχητικό φυτό. enredar [ενρεδάρ] (ρ.) μπλέκω, μπερ δεύω, περιπλέκω, enredo [ενρέδο] (ουσΥαρσ.) μπλέξιμο, περιπλοκή, μπερδεμένη μάζα. enredoso [ενρεδόσο] (επίθ.) περίπλο κος. enrejado [ενρεχάδο] (ουσ,/αρσ.) κι γκλίδωμα, διχτυωτό πλέγμα, enrejar [ενρεχάρ] (ρ.) καγκελώνω, φράζω με κάγκελα, enrevesado [ενρεμπεσάδο] (επίθ.) πε
ριπλεγμένος περίπλοκος, enriquecer [ενρικεθέρ] (ρ.) πλουτίζω, e nriq uecim iento [ενρικεθιμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) πλουτισμός, enristrar [ενριστράρ] (ρ.) 1: συγκε ντρώνω στη σειρά όμοια πράγματα, αρμαθιάζω, 2: διευθετώ, enrizar [ενριθάρ] (ρ.) κατσαρώνω, σγουραίνω, enrojecer [ενροχεθέρ] (ρ.) κοκκινίζω, enrojecimiento [ενροχεμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) κοκκίνισμα, enrolar [ενρολάρ] (ρ.) 1: εγγράφω, 2: κατατάσσω, enrollamiento [ενρογιαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) τύλιγμα, enrollar [ενρογιάρ] (ρ.) 1: τυλίγω, 2: πείθω. enrollarse [ενρογιάρσε] (ρ.) μπλέκο μαι. enronquecerse [ενρονκεθέρσε] (ρ.) βραχνιάζω, enronquecimiento [ενροκεθιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) βράχνιασμα βραχνάδα enroque [ενρόκε] (ουσ,/αρσ.) κίνηση ροκέ (σκάκι) enroscado [ενροσκάδο] (επίθ.) 1: κουλουριασμένος τυλιγμένος 2: βιδω μένος. enroscar [ενροσκάρ] (ρ.) 1: κουλουριάζω, 2: βιδώνω, ensalada [ενσαλάδα] (ουσΥθηλ.) 1: σαλάτα, 2: ανακάτεμα, ensaladera [ενσαλαδέρα] (ουσΥθηλ.) σαλατιέρα, ensaladilla [ενσαλαδίγια] (ουσΥθηλ.) χοντροκομμένη σαλάτα · ensaladilla rusa - ρώσικη σαλάτα, ensalmar [ενσαλμάρ] (ρ.) θεραπεύω με ξόρκια ή μάγια, ensalmo [ενσάλμο] (ουσΥαρσ.) μάγια, ensalzar [ενσαλθάρ] (ρ.) εξαίρω, επαινώ, εξυμνώ. ensamblador [ενσαμ'μπλαδόρ] (ουσΥ
245
ensambladura αρσ.) εφαρμοστής, ensambladura [ενσαμ'μπλαδούρα] (ουaJ θηλ.) συναρμολόγηση, ensamblar [ενσαμ'μπλάρ] (ρ.) 1: συ ναρμολογώ, 2: μοντάρω, ensañarse [ενσανιάρσε] (ρ.) κακομε ταχειρίζομαι, κακοποιώ, ensanchar [ενσαντσάρ] (ρ.) 1: πλαταί νω, φαρδαίνω, 2: διευρύνω, τεντώ νω. ensanche [ενσάντσε] (ουσ7αρσ.) επέ κταση, διεύρυνση, ensangrentado [ενσανγκρεν'τάδο] (επίθ.) ματωμένος, ensangrentar [ενσανγκρεν'τάρ] (ρ.) μα τώνω. ensartar [ενσαρτάρ] (ρ.) 1: περνώ χά ντρες, 2: σουβλίζω, ensayar [ενσαγιάρ] (ρ.) δοκιμάζω, κά νω πρόβα, ensayista [ενσαγίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) δοκιμιογράφος, ensayo [ενσάγιο] (συσ7αρσ.) 1: πρό βα, δοκιμή, 2: δοκίμιο, enseguida [ενσεγίδα] (επίρρ.) αμέ σως. ensenada [ενσενάδα] (ουσ,/θηλ.) κολ πίσκος. enseña [ενσένια] (ουσ7θηλ.) έμβλημα, διακριτικό, σήμα. enseñado [ενσενιάδο] (επίθ.) μορφω μένος. enseñamiento [ενσενιαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) διδασκαλία, εκπαίδευση, enseñante [ενσενιάντε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) δάσκαλος δασκάλα, enseñanza [ενσενιάνθα] (ουσ./θηλ.) διδασκαλία, εκπαίδευση, enseñar [ενσενιάρ] (ρ.) 1: υποδεικνύω, 2: διδάσκω, εκπαιδεύω, enseres [ενσέρες] (ουσ7αρσ.) πληθ. προσωπικά αντικείμενα, ensillar [ενσιγιάρ] (ρ.) σελώνω, ensimismarse [ενσιμισμάρσε] (ρ.) βυ
θίζομαι στις σκέψεις μου, αφαιρούμαι. ensoberbecerse [ενσομπερμπεθέρσε] (ρ.) υπερηφανεύομαι. ensoñador [ενσονιαδόρ] (επίθ.) ονειροπόλος. ensoñar [ενσονιάρ] (ρ.) ονειροπολώ, ensordecedor [ενσορδεθεδόρ] (επίθ.) εκκωφαντικός. ensordecer [ενσορδεθέρ] (ρ.) ξεκουφαίνω. ensortijar [ενσορτιχάρ] (ρ.) σγουραί νω, κατσαρώνω, ensuciamiento [ενσουθιαμιέν'το] (ουσ7 αρσ.) λέρωμα. ensuciar [ενσουθιάρ] (ρ.) ρυπαίνω, μο λύνω, λερώνω, ensueño [ενσουένιο] (ουσ7αρσ.) 1: όνειρο, 2: παραίσθηση, entablado [εν'ταμπλάδο] (ουσ7αρσ.) σανίδωμα, entablar [εν'ταμπλάρ] (ρ.) 1: αρχίζω, 2: στήνω. entablillar [εν'ταμπλιγιάρ] (ρ.) τοπο θετώ σε νάρθηκα, entalladura [εν'ταγιαδούρα] (ουσ./ θηλ.) χαρακιά, entallar [εν'ταγιάρ] (ρ.) χαράσσω, σκα λίζω. entallecer [εν'ταγιεθέρ] (ρ.) ξεφυτρώ νω. entapizar [εν'ταπιθάρ] (ρ.) ταπετσάρω, entarimado [εν'ταριμάδο] (ουσ7αρσ.) παρκέ πάτωμα, ente [έν'τε] (ουσ./αρσ.) ύπαρξη, ον. enteco [εν'τέκο] (επίθ.) φιλάσθενος αδύναμος, entelequia [εν'τελέκια] (ουσ7θηλ.) ενδελέχεια. entender [εν'τεν'ντέρ] (ρ.) καταλα βαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατέχω, entendido [εν'τεν'ντίδο] 1: (ουσ7αρσ.) πληροφορημένος γνώστης 2: (επίθ.) ειδήμων.
246
entre entendimiento [εντεν'ντιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) 1: κρίση, νοημοσύνη, 2: κατανόη ση. entenebrecer [εν'τενεμπρεθέρ] (ρ.) συσκοτίζω, enterado [εν'τεράδο] (επίθ.) πληροφορημένος ενήμερος, γνΰκττης. enteramente [εν'τεραμέν'τε] (επίρρ.) ολοκληρωτικά, πλήρως, εντελώς, enterarse [εν'τεράρσε] (ρ.) (de) πλη ροφορούμαι, μαθαίνω, καταλαβαί νω, λαμβάνω γνώση · no me enteré de sus problemas en el trabajo - δεν πληροφορήθηκα για τα προβλήματά τους στη δουλειά, entereza [εν'τερέθα] (ουσΥθηλ.) ψυ χραιμία, αυτοκυριαρχία, αταραξία, enteritis [εν'τερίτις] (ουσΥθηλ.) εντε ρίτιδα. enterizo [εν'τερίθο] (επίθ.) μονοκόμ ματος. enternecedor [εν'τερνεθεδόρ] (επίθ.) συγκινητικός, τρυφερός, enternecer [εν'τερνεθέρ] (ρ.) συγκινώ. enternecimiento [εν'τερνεθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) συγκίνηση, entero [εν'τέρο] (επίθ.) ολόκληρος πλήρης ακέραιος, enterocolitis [εν'τεροκολίτις] (ουσ./ θηλ.) εντεροκολίτιδα, enterrador [εν'τεραδόρ] (ουσΥαρσ.) νεκροθάφτης enterramiento [εν'τεραμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) ταφή. enterrar [εν'τεράρ] (ρ.) θάβω, εντα φιάζω. entibiar [εν'τιμπιάρ] (ρ.) 1: κατευνάζω, 2: χλιαραίνω. entidad [εν'τιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ον, οντότητα, 2: εταιρεία, entierro [εν'τιέρο] (ουσΥαρσ.) κηδεία, ενταφιασμός, entintar [εν'τινάρ] (ρ.) βάζω μελάνι, entoldado [εν'τολδάδο] (ουσΥαρσ.)
υπόστεγο, entoldar [εν'τολδάρ] (ρ.) στήνω υπό στεγο. entomología [εν'τομολοχία] (ουσ./ θηλ.) εντομολογία, entomólogo [εν^ομόλογο] (ουσΥαρσ.) εντομολόγος, entonación [εν'τοναθιόν] (ουσΥθηλ.) επιτονισμός διακύμανση της φωνής χροιά της φωνής, entonado [εν'τονάδο] (επίθ.) αρμονι κός. entonar [εν'τονάρ] (ρ.) 1: τονίζω, δίνω συγκεκριμένο «τόνο στη φωνή, 2: ψάλλω. entonces [εντόνθες] (επίρρ.) τότε, οπότε, λοιπόν, entono [εν'τόνο] (επίθ.) μονότονος, entornado [εν'τορνάδο] (επίθ.) μισόκλειστος μισάνοιχτος entornar [εν'τορνάρ] (ρ.) μισοκλείνω, entorno [εν'τόρνο] (ουσΥαρσ.) περι βάλλον, περίγυρος, entorpecer [εν'τορπεθέρ] (ρ.) 1: εμπο δίζω, δυσκολεύω, 2: παραλύω, entorpecimiento [εν'τορπεθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) παρακώλυση, παρεμπόδιση. entrada [εν'τράδα] (ουσΥθηλ.) 1: είσο δος 2: εισιτήριο, entramado [εν'τραμάδο] (ουσΥαρσ.) υποδομή, entrampar [εν'τραμ'πάρ] (ρ.) 1: πα γιδεύω, 2: καταχρεώνω, entrañable [εν'τρανιάμπλε] (επίθ.) 1: στενός 2: αγαπητός αγαπημένος, entrañas [εντράνιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. 1: εντόσθια, σπλάχνα, 2: έγκατα, entrante [εν'τράν'τε] (επίθ.) εισερχό μενος. entrar [εν'τράρ] (ρ.) εισέρχομαι, μπαί νω, εισβάλλω, entre [έν'τρε] (πρόθ.) ανάμεσα, μετα ξύ.
247
entreabierto entreabierto [εν'τρεαμπιέρτο] (επίθ.) μισάνοιχτος, entreabrir [εν'τρεαμπρίρ] (ρ.) μισα νοίγω. entreacto [εν'τρεάκτο] (ουσ./αρσ.) με σοδιάστημα, το μεταξύ, entrecano [εν'τρεκάνο] (επίθ.) γκρι ζομάλλης, entrecejo [εν'τρεθέχο] (ουσ,/αρσ.) συνοφρύωμα, κατσούφιασμα, entrecerrar [εν'τρεθεράρ] (ρ.) μισο κλείνω. entrecortado [εχΑτρεκορτάδο] (επίθ.) διακεκομμένος, entrecortar [εν'τρεκορτάρ] (ρ.) μεσοκόβω. entrecruzar [εν'τρεκρουθάρ] (ρ.) δια σταυρώνω, entredicho [εν'τρεδίτσο] (ουσ7αρσ.) αμφισβήτηση ·estar en entredicho είναι υπό αμφισβήτηση, entredós [εν^ρεδός] (ουσ,/αρσ.) κεντη τή ταινία. entrega [εν'τρέγα] (ουσ7θηλ.) 1: πα ράδοση, απονομή, 2: αφοσίωση, entregar [εν'τρεγάρ] (ρ.) παραδίδω, απονέμω, entrelazar [εν'τρελαθάρ] (ρ.) μπλέκω, περιπλέκω, entrelinea [εν'τρελίνεα] (ουσ,/θηλ.) χώρος ανάμεσα στις γραμμές, διά κενο. entremedias [εν'τρεμέδιας] (επίρρ.) ανάμεσα. entremés [εν'τρεμές] (ουσ./αρσ.) 1: ορεκτικό, 2: μονόπρακτο έργο. entremeter [εν'τρεμετέρ] (ρ.) παρεμ βάλλω. entremetido [εν/τρεμετίδο] (επίθ.) αδιάκρι τος entremezclar [εν'τρεμεθκλάρ] (ρ.) ανα μειγνύω, ανακατώνω, entrenador [εν'τρεναδόρ] (ουσ,/αρσ.) προπονητής.
entrenamiento [εν'τρεναμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) προπόνηση, προγύμναση. entrenar [εν'τρενάρ] (ρ.) προπονώ, προγυμνάζω, entreoír [εν'τρεοΐρ] (ρ.) μισακούω. entrepierna [εν'τρεπιέρνα] (ουσ,/θηλ.) καβάλος. entresacar [εν'τρεσακάρ] (ρ.) επιλέγω, ξεδιαλέγω, διακρίνω, entresemana [εν'τρεσεμάνα] (επίρρ.) μεσοβδόμαδα, entresijo [εν'τρεσίχο] (ουσ,/αρσ.) μυ στικό. entresuelo [εν'τρεσουέλο] (ουσ,/αρσ.) ημιόροφος. entretanto [εν'τρετάν'το] (επίρρ.) εντωμεταξύ, στο μεταξύ, στο μεσο διάστημα, entretejer [ε>/τρετεχέρ] (ρ.) περι πλέκω. entretener [εν/τρετενέρ] (ρ.) 1: δια σκεδάζω, 2: ψυχαγωγώ, 3: απασχολώ, entretenido [εν'τρετενίδο] (επίθ.) διασκεδαστικός entretenimiento [εν'τρετενιμιέν'το] (ουσ,/αρσ.) 1: διασκέδαση, 2: ψυχα γωγία. entrever [εν'τρεβέρ] (ρ.) διαβλέπω, προβλέπω, μαντεύω, entreverado [εν'τρεβεράδο] (επίθ.) ανάμεικτος ποικίλος entreverar [εν'τρεβεράρ] (ρ.) αναμει γνύω, ανακατεύω, entrevero [εν'τρεβέρο] (ουσ7αρσ.) σύγχυση, αναταραχή, entrevista [εν'τρεβίστα] (ουσ,/θηλ.) συνέντευξη, entrevistador [εν'τρεβισταδόρ] (ουσ./ αρσ.) αυτός που παίρνει συνέντευξη, συνεντευξιαστής. entrevistante [εν'τρεβιστάν'τε] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) αυτός/-ή που παραχωρεί συνέντευξη, συνεντευξιαζόμενοςΛη. entrevistar [εν'τρεβιστάρ] (ρ.) παίρνω
248
enviudar συνέντευξη, entristecer [εν'τριστεθέρ] (ρ.) θλίβω, λυπώ. entrometerse [εν'τρομετέρσε] (ρ.) αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι, entrometido [εν'τρομετίδο] (επίθ.) αδιάκριτος, ενοχλητικός, entroncar [εν'τρονκάρ] (ρ.) σχετίζω, συγγενεύω, entumecerse [εν^ουμεθέρσε] (ρ.) μου διάζω. entumecido [εν'τουμεθίδο] (επίθ.) μουδια σμένος enturbiar [εν'τουρμπιάρ] (ρ.) θολώνω, θαμπώνω, entusiasmar [εν^ουσιασμάρ] (ρ.) εν θουσιάζω, entusiasmo [εν/τουσιάσμο] (ουσΥαρσ.) ενθουσιασμός, entusiasta [εν'τουσιάστα] (επίθ.) εν θουσιώδης, enumeración [ενουμεραθιόν] (ουσΥ θηλ.) απαρίθμηση, enumerar [ενουμεράρ] (ρ.) απαριθμώ, enunciación [ενουνθιαθιόν] (ουσ./ θηλ.) διακήρυξη, διατύπωση, enunciado [ενουνθιάδο] (ουσΥαρσ.) διατύπωση, έκφραση, enunciar [ενουνθιάρ] (ρ.) διατυπώνω, εκφράζω, enuresis [ενεουρέσις] (ουσΥθηλ.) ενούρηση. envainar [ενβαϊνάρ] (ρ.) βάζω σε θή κη. envalentonamiento [ενβαλεν'τοναμιέν'το] (ουσΥαρσ.) τόλμη, envalentonar [ενβαλεν'τονάρ] (ρ.) εν θαρρύνω, εμψυχώνω, envanecerse [ενβανεθέρσε] (ρ.) μα ταιοδοξώ, envanecido [ενβανεθίδο] (επίθ.) μα ταιόδοξος κενόδοξος, envanecimiento [ενβανεθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) ματαιοδοξία, έπαρση.
envasar [ενβασάρ] (ρ.) 1: εμφιαλώνω, 2: πακετάρω, envase [ενβάσε] (ουσΥαρσ.) 1: εμφιάλωση, 2: κονσερβοποίηση, 3: δοχείο, envejecerse [ενβεχεθέρσε] (ρ.) γερ νάω. envejecido [ενβεχεθίδο] (επίθ.) γερασμένος. envenenador [ενβενεναδόρ] (ουσ./ αρσ.) δηλητηριαστής, envenenamiento [ενβενεναμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) δηλητηρίαση, φαρμάκωμα, envenenar [ενβενενάρ] (ρ.) δηλητη ριάζω, φαρμακώνω, enverdecer [ενβερδεθέρ] (ρ.) πρασι νίζω. envergadura [ενβεργαδούρα] (ουσΥ θηλ.) 1: επέκταση, 2: πλάτος envés [ενβές] (ουσΥαρσ.) ανάποδη πλευρά υφάσματος, enviado [ενβιάδο] (επίθ.) απεσταλμέ νος. enviar [ενβιάρ] (ρ.) στέλνω, αποστέλ λω. enviciar [ενβιθιάρ] (ρ.) εκμαυλίζω, διαφθείρω. envidar [ενβιδιάρ] (ρ.) ποντάρω στα χαρτιά. envidia [ενβίδια] (ουσΥθηλ.) ζήλια, φθόνος. envidiable [ενβιδιάμπλε] (επίθ.) αξιο ζήλευτος. envidiar [ενβιδιάρ] (ρ.) ζηλεύω, φθο νώ. envidioso [ενβιδιόσο] (επίθ.) ζηλιά ρης φθονερός ζηλόφθονος, envilecer [ενβιλεθέρ] (ρ.) εξευτελίζω, υποτιμώ, ταπεινώνω, envilecimiento [ενβιλεθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) υποβιβασμός υποτίμηση, envío [ενβίο] (ουσΥαρσ.) αποστολή, envite [ενβίτε] (ουσΥαρσ.) ποντάρισμα, στοίχημα, enviudar [ενβιουδάρ] (ρ.) χηρεύω.
249
envoltura envoltura [ενβολτούρα] (ουσ./θηλ.) περιτύλιγμα, κάλυμμα, envolver [ενβολβέρ] (ρ.) 1: περιτυλί γω, καλύπτω, 2: εμπλέκω, envolvimiento [ενβολβιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) 1: τύλιγμα, 2: ανάμειξη, 3: περι κύκλωση, 4: απόκρυψη, enyesado [ενγιεσάδο] (επίθ.) γυψωμέ νος σοβατισμένος, enyesar [ενγιεσάρ] (ρ.) γυψώνω, σο βατίζω. enyugar [ενγιουγάρ] (ρ.) ζεύω. enzarzar [ενθαρθάρ] (ρ.) φιλονικώ, enzima [ενθίμα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) έν ζυμο. epicentro [επιθέν'τρο] (ουσ,/αρσ.) επί κεντρο, épico [έπικο] (επίθ.) επικός epicúreo [επικούρεο] (επίθ.) επικού ρειος epidemia [επιδέμια] (ουσΥθηλ.) επι δημία. epidémico [επιδέμικο] (επίθ.) επιδη μικός epidemiología [επιδεμιολοχία] (ουσΥ θηλ.) επιδημιολογία, epidérmico [επιδέρμικο] (επίθ.) επι δερμικός επιφανειακός, epidermis [επιδέρμις] (ουσΥθηλ.) επι δερμίδα. Epifanía [επιφανία] (ουσΥθηλ.) τα Επι φάνεια. epigastrio [επιγάστριο] (ουσΥαρσ.) επιγάστριο. epiglotis [επιγλότις] (ουσΥθηλ.) επι γλωττίδα, epígono [επίγονο] (ουσΥαρσ.) επίγο νος διάδοχος, epígrafe [επίγραφε] (ουσΥαρσ.) επι γραφή. epigráfico [επιγράφικο] (επίθ.) επιγρα φικός epigrama [επιγράμα] (ουσΥαρσ.) επί γραμμα.
epigramático [επιγραμάτικο] (επίθ.) επιγραμματικός, epilepsia [επιλέψια] (ουσΥθηλ.) επι ληψία. epiléptico [επιλέπτικο] (επίθ.) επιλη πτικός epílogo [επίλογο] (ουσΥαρσ.) επίλο γος. episcopado [επισκοπάδο] (ουσ,/αρσ.) επισκοπάτο. episcopal [επισκοπάλ] (επίθ.) επισκο πικός. episódico [επισόδικο] (επίθ.) επεισο διακός episodio [επισόδιο] (ουσΥαρσ.) επει σόδιο, συμβάν, epístola [επίστολα] (ουσΥθηλ.) επιοττολή. epitafio [επιτάφιο] (ουσΥαρσ.) επιτά φιος. epitalamio [επιταλάμιο] (ουσΥαρσ.) 1: επιθαλάμιο, 2: γαμήλιο άσμα. epíteto [επίτετο] (ουσΥαρσ.) επίθετο, epítome [επίτομε] (ουσΥαρσ.) επιτο μή, επισκόπηση, σύντμηση, περίλη ψη. época [έποκα] (ουσΥθηλ.) εποχή, epopeya [εποπέγια] (ουσΥθηλ.) 1: επο ποιία, 2: έπος. equidad [εκιδάδ] (ουσΥθηλ.) ισότητα, δικαιοσύνη, equidistante [εκιδιστάν'τε] (επίθ.) εξί σου απέχων. equidistar [εκιδιστάρ] (ρ.) ισαπέχω. equilátero [εκιλάτερο] (επίθ.) ισό πλευρος. equilibrado [εκιλιμπράδο] (επίθ.) ισορ ροπημένος μετριοπαθής, equilibrar [εκιλιμπράρ] (ρ.) ισορροπώ, εξισορροπώ, αντισταθμίζω, equilibrio [εκιλίμπριο] (ουσΥαρσ.) ισορροπία, μετριοπάθεια, equilibrista [εκιλιπρίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ισορροπιστής ισορροπίστρια.
250
errata equino1[εκίνο] (ουσ./αρσ.) αχινός. equino3 [εκίνο] (επίθ.) ιππικός, equinoccio [εκινόκθιο] (ουσ,/αρσ.) ισημερία. equipaje [εκιπάχε] (ουσ./αρσ.) απο σκευές. equipar [εκιπάρ] (ρ.) εφοδιάζω, αρμα τώνω, εξοπλίζω, equiparable [εκιπαράμπλε] (επίθ.) συ γκρίσιμος, εξισώσιμος. equiparación [εκιπαραθιόν] (ουσ./ θηλ.) σύγκριση, equiparar [εκιπαράρ] (ρ.) παραβάλλω, συγκρίνω, εξομοιώνω, equipo [εκίπο] (ουσ,/αρσ.) 1: ομάδα, 2: αρμάτωμα, εφόδια, equis [έκις] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του γράμματος «X». equitación [εκιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) ιπ πασία. equitativo [εκιτατίβο] (επίθ.) δίκαιος αμερόληπτος, equivalencia [εκιβαλένθια] (ουσ,/θηλ.) ισοδυναμία, ισοτιμία, equivalente [εκιβαλέν'τε] (επίθ.) ισο δύναμος ισότιμος, equivaler [εκιβαλέρ] (ρ.) ισοδυναμώ, αντιστοιχώ, equivocación [εκιβοκαθιόν] (ουσ./ θηλ.) λάθος σφάλμα, equivocado [εκιβοκάδο] (επίθ.) λαν θασμένος, equivocarse [εκιβοκάρσε] (ρ.) σφάλ λω. equívoco [εκίβοκο] 1: (ουσ,/αρσ.) πλά νη, σφάλμα, παρεξήγηση, 2: (επίθ.) δισήμαντος διφορούμενος era [έρα] (ουσ,/θηλ.) 1: εποχή, 2: αλώerario [εράριο] (ουσ,/αρσ.) κρατική περιουσία, erección [ερεκθιόν] (ουσ./θηλ.) ανέ γερση, στύση, ανόρθωση, erecto [ερέκτο] (επίθ.) ανορθωμένος
251
στητός. eremita [ερεμίτα] (ουσ,/αρσ.) ερημί της. erguido [εργίδο] (επίθ.) όρθιος στυ λωμένος. erguir [εργίρ] (ρ.) ανυψώνω, ορθώνω, στήνω, ανασηκώνω. erial [εριάλ] (ουσ,/αρσ.) ακαλλιέργη τη γη. erigir [εριχίρ] (ρ.) ανεγείρω, ανυψώνω, erisipela [ερισιπέλα] (ουσ,/θηλ.) ερυ θρίαση. eritema [εριτέμα] (ουσ,/αρσ.) ερυθρίαμα. erizado [εριθάδο] (επίθ.) αγκαθωτός, erizarse [εριθάρσε] (ρ.) ανατριχιάζω, erizo [ερίθο] (ουσ./αρσ.) 1: σκαντζό χοιρος 2: αχινός ermita [ερμίτα] (ουσ7θηλ.) ερημητή ριο. ermitaño [ερμιτάνιο] (ουσ./αρσ.) ερη μίτης ασκητής, erogar [ερογάρ] (ρ.) διαμοιράζω, δια νέμω. erosión [εροσιόν] (ουσ/θηλ.) διάβρω ση. erosionar [εροσιονάρ] (ρ.) διαβρώνω. erosivo [εροσίβο] (επίθ.) διαβρωτικός. erótico [ερότικο] (επίθ.) ερωτικός, erotismo [εροτίσμο] (ουσ./αρσ.) ερω τισμός. errabundo [εραμπούν'ντο] (επίθ.) 1: περιπλανώμενος περιφερόμενος 2: νομαδικός, erradicar [εραδικάρ] (ρ.) ξεριζώνω, εκριζώνω, errado [εράδο] (επίθ.) εσφαλμένος λανθασμένος, errante [εράν'τε] (επίθ.) περιπλανώμενος. errar [εράρ] (ρ.) 1: σφάλλω, 2: περιπλα νιέμαι, περιφέρομαι, errata [εράτα] (ουσ./θηλ.) τυπογραφι κό λάθος.
errático errático [εράτικο] (επίθ.) ασταθής, ευ μετάβλητος άστατος, erre [έρε] (ουσΥθηλ.) ονομασία του γράμματος «R». erróneo [ερόνεο] (επίθ.) εσφαλμένος, λανθασμένος, error [ερόρ] (ουσΥαρσ.) λάθος σφάλ μα · cometer un error - διαπράττω ένα σφάλμα, eructar [ερουκτάρ] (ρ.) ρεύομαι. eructo [ερούκτο] (ουσΥαρσ.) ρέψιμο, erudición [ερουδιθιόν] (ουσΥθηλ.) ευ ρυμάθεια, πολυμάθεια. erudito [ερουδίτο] (επίθ.) λόγιος πο λυμαθής. erupción [ερουπθιόν] (ουσΥθηλ.) έκρη
ξηeruptivo [ερουπτίβο] (επίθ.) εκρηκτι κός. esbeltez [εσμπελτέθ] (ουσΥθηλ.) λυγεράδα, ευκαμψία. esbelto [εσμπέλτο] (επίθ.) λεπτός αδύνατος ισχνός esbirro [εσμπίρο] (ουσΥαρσ.) σωματο φύλακας μπράβος, esbozar [εσμποθάρ] (ρ.) προσχεδιάζω, σκιαγραφώ, esbozo [εσμπόθο] (ουσΥαρσ.) προ σχέδιο, περίγραμμα, σκιαγράφηση, escabeche [εσκαμπέτσε] (ουσΥαρσ.) άλμη, τουρσί, escabel [εσκαμπέλ] (ουσΥαρσ.) σκα μνί. escabrosidad [εσκαμπροσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) εδαφική τραχύτητα ή ανωμα λία. escabroso [εσκαμπρόσο] (επίθ.) τρα χύς ανώμαλος ανομοιογενής. escabullirse [εσκαμπουγίρσε] (ρ.) δια φεύγω, ξεγλιστρώ, escacharrar [εσκατσαράρ] (ρ.) χαλώ, σπάω. escafandra [εσκαφάνδρα] (ουσΥθηλ.) σκάφανδρο.
252
escala [εσκάλα] (ουσΥθηλ.) 1: κλίμακα, 2: φορητή σκάλα, escalación [εσκαλαθιόν] (ουσΥθηλ.) κλιμάκωση, escalada [εσκαλάδα] (ουσΥθηλ.) 1: αναρρίχηση, σκαρφάλωμα, 2: κλι μάκωση. escalador [εσκαλαδόρ] (επίθ.) αναρρι χητικός. escalafón [εσκαλαφόν] (ουσΥαρσ.) ιε ραρχία. escalar [εσκαλάρ] (ρ.) ορειβατώ, σκαρ φαλώνω. escaldado [εσκαλδάδο] (επίθ.) επιφυ λακτικός, escaldar [εσκαλδάρ] (ρ.) ζεματάω. escalera [εσκαλέρα] (ουσΥθηλ.) σκά λα. escalfar [εσκαλφάρ] (ρ.) ποσάρω (αυ γό). escalinata [εσκαλινάτα] (ουσΥθηλ.) σκαλιά. escalofriante [εσκαλοφριάν'τε] (επίθ.) ανατριχιαστικός φρικιασπκός escalofrío [εσκαλοφρίο] (ουσΥαρσ.) ανατριχίλα, ρίγος, escalón [εσκαλόν] (ουσΥαρσ.) σκαλο πάτι. escama [εσκάμα] (ουσΥθηλ.) φολίδα, λέπι,. escamar [εσκαμάρ] (ρ.) 1: δυσπιστώ, 2: απολεπίζω, escamoso [εσκαμόσο] (επίθ.) με λέ πια. escamotear [εσκαμοτεάρ] (ρ.) 1: εξα φανίζω, 2: σουφρώνω, escampar [εσκαμ'πάρ] (ρ.) σταματά να βρέχει. escandalizar [εσκαν'νταλιθάρ] (ρ.) σκανδαλίζω, escándalo [εσκάν'νταλο] (ουσΥαρσ.) σκάνδαλο, escandaloso [εσκακ'νταλόσο] (επίθ.) σκανδαλώδης σκανδαλιστικός.
esclarecer escaño [εσκάνιο] (ουσ./αρσ.) έόρα. escantillón [εσκαν'τιγιόν] (ουσΥαρσ.) πατρόν. escapada [εσκαπάδα] (ουσ,/θηλ.) φυ γήescapar [εσκαπάρ] (ρ.) δραπετεύω, διαφεύγω, escaparate [εσκαπαράτε] (ουσΥαρσ.) βιτρίνα. escapatoria [εσκαπατόρια] (ουσΥθηλ.) διαφυγή, διέξοδος, escape [εσκάπε] (ουσΥαρσ.) διαρροή, escápula [εσκάπουλα] (ουσΥθηλ.) ωμο πλάτη. escarabajear [εσκαραμπαχεάρ] (ρ.) ανη συχώ. escarabajo [εσκαραμπάχο] (ουσΥαρσ.) σκαραβαίος, σκαθάρι, escaramuza [εσκαραμούθα] (ουσΥ θηλ.) διαμάχη, αψιμαχία, escaramuzar [εσκαραμουθάρ] (ρ.) αψιμαχώ. escarapela [εσκαραπέλα] (ουσΥθηλ.) ροζέτα. escarbadientes [εσκαρμπαδιέν'τες) (ουσΥ αρσ.) οδοντογλυφίδα, escarbador [εσκαρμπαδόρ] (ουσΥαρσ.) ξυςπρί. escarbar [εσκαρμπάρ] (ρ.) σκαλίζω, escarcha [εσκάρτσα] (ουσΥθηλ.) 1: πά χνη, 2: πάγος, παγετός, escarchar [εσκατσάρ] (ρ.) 1: παγώνω, 2: γλασάρω. escarda [εσκάρδα] (ουσΥθηλ.) ξεχορτάριασμα. escardar [εσκαρδάρ] (ρ.) σκαλίζω, τσαπίζω. escardillo [εσκαρδίγιο] (ουσΥαρσ.) σκαλιστήρι, escarlata [εσκαρλάτα] (ουσΥθηλ.) άλι κο, κόκκινο, escarlatina [εσκαρλατίνα] (ουσΥθηλ.) οστρακιά, escarmentar [εσκαρμεν'τάρ] (ρ.) πα
ραδειγματίζω, escarmiento [εσκαρμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) μάθημα, παραδειγματική τι μωρία. escarnecer [εσκαρνεθέρ] (ρ.) γελοιο ποιώ, διακωμωδώ, ρεζιλεύω, περι παίζω. escarnio [εσκάρνιο] (ουσΥαρσ.) σκώμ μα, χλευασμός, escarola [εσκαρόλα] (ουσΥθηλ.) αντί δι. escarpado [εσκαρπάδο] (επίθ.) από κρημνος, απότομος, escarpín [εσκαρπίν] (ουσΥαρσ.) σκαρ πίνι. escasamente [εσκάσαμέν'τε] (επίρρ.) ανεπαρκώς. escasear [εσκασεάρ] (ρ.) ελλείπω, escasez [εσκασέθ] (ουσΥθηλ.) 1: ανε πάρκεια, έλλειψη, 2: ένδεια, φτώ χεια. escaso [έσκασο] (επίθ.) ελάχιστος, λι γοστός. escatimarse [εσκατιμάρσε] (ρ.) φειδω λεύομαι, τσιγκουνεύομαι. escayola [εσκαγιόλα] (ουσΥθηλ.) γύ ψος. escayolar [εσκαγιολάρ] (ρ.) βάζω στον γύψο. escena [εσθένα] (ουσΥθηλ.) σκηνή, escenario [εσθενάριο] (ουσΥαρσ.) σκη νή. escénico [εσθένικο] (επίθ.) σκηνικός, escenografía [εσθενογραφία] (ουσΥ θηλ.) σκηνογραφία, escepticismo [εσθεπτιθίσμο] (ουσ./ αρσ.) σκεπτικισμός, escéptico [εσθέπτικο] (ουσΥαρσ.) σκε πτικιστής, escindir [εσθινδίρ] (ρ.) διασπώ, escisión [εσθισιόν] (ουσΥθηλ.) εκτομή, διάσπαση, esclarecer [εσκλαρεθέρ] (ρ.) διευκρινί ζω, διασαφηνίζω, επεξηγώ.
253
esclarecido esclarecido [εσκλαρεθίδο] (επίθ.) δια κεκριμένος διευκρινισμένος esclarecimiento [εσκλαρεθιμιέν'το] (ουσ./αρσ.) διευκρίνηση, διαφώτιση, ξεκαθάρισμα, διασάφηση, esclavitud [εσκλαβιτούδ] (ουσ./θηλ.) σκλαβιά, δουλεία, esclavizar [εσκλαβιθάρ] (ρ.) σκλαβώ νω. esclavo [εσκλάβο] (ουσ,/αρσ.) σκλά βος δούλος esclerosis [εσκλερόσις] (ουσ,/θηλ.) σκλήρυνση, esclerótico [εσκλερότικο] (επίθ.) σκλη ρωτικός. esclusa [εσκλούσα] (ουσΥθηλ.) υδατοφράκτης. escoba [εσκόμπα] (ουσ,/θηλ.) σκούπα, escobar [εσκομπάρ] (ρ.) σκουπίζω, escobazo [εσκομπάθο] (ουσ,/αρσ.) χτύπημα με σκούπα, escobilla [εσκομπίγια] (ουσ,/θηλ.) σκουπάκι, βουρτσάκι. escocer [εσκοθέρ] (ρ.) 1: τσούζω, 2: πληγώνω, escocerse [εσκοθέρσε] (ρ.) συγκαίο μαι. escocés [εσκοθές] 1: (ουσ,/αρσ.) Σκωτσέζος, 2: (επίθ.) σκωτσέζικος. escofina [εσκοφίνα] (ουσ./θηλ.) ρά σπα, χοντρή λίμα. escoger [εσκοχέρ] (ρ.) 1: εκλέγω, 2: διαλέγω. escogido [εσκοχίδο] (επίθ.) επιλεγμένος διαλεγμένος, escolar [εσκολάρ] 1: (ουσ,/αρσ.) σκο λιαρούδι, μαθητούδι, μαθητής 2: (επίθ.) μαθητικός σχολικός, escolaridad [εσκολαριδάδ] (ουσ,/θηλ.) μαθητεία, φοίτηση, escolarizar [εσκολαριθάρ] (ρ.) διαπαιδαγωγώ. escolástico [εσκολάστικο] (επίθ.) σχο λαστικός επιμελής
escolio [εσκόλιο] (ουσ./αρσ.) σχόλιο κειμένου. escollera [εσκογιέρα] (ουσ7θηλ.) 1: μόλος 2: κυματοθραύστης, escollo [εσκόγιο] (ουσ7αρσ.) 1: σκόπε λος 2: ύφαλος, escolopendra [εσκολοπέν'ντρα] (ουσ./ θηλ.) σαρανταποδαρούσα. escolta [εσκόλτα] (ουσ,/θηλ.) συνο δεία, ακολουθία, escoltar [εσκολτάρ] (ρ.) συνοδεύω, escombrera [εσκομμπρέρα] (ουσ./ θηλ.) σκουπιδότοπος χωματερή, escombros [εσκόμ'μπρος] (ουσ7αρσ.) πληθ. συντρίμμια, ερείπια, esconder [εσκον'ντέρ] (ρ.) κρύβω, escondidas [εσκονδίδας] (ουσ7θηλ.) πληθ. κρυφτό, escondite [εσκον'ντί'τε] (ουσ./αρσ.) κρυψώνα, κρυφτό, escondrijo [εσκον'ντρίχο] (ουσΥαρσ.) κρυψώνα, κρησφύγετο, καταφύγιο, escopeta [εσκοπέτα] (ουσ,/θηλ.) κυνη γετικό όπλο, ντουφέκι, escopetazo [εσκοπετάθο] (ουσ,/αρσ.) τουφεκιά, πυροβολισμός escopetero [εσκοπετέρο] (ουσ,/αρσ.) οπλουργός, escoplear [εσκοπλεάρ] (ρ.) σμιλεύω, λαξεύω. escoplo [εσκόπλο] (ουσ./αρσ.) σμίλη, καλέμι. escorial [εσκοριάλ] (ουσ7αρσ.) σκου ριά. Escorpio [εσκόρπιο] (ουσ,/αρσ.) (Αστρολ.) Σκόρπιός escorpión [εσκορπιόν] (ουσ,/αρσ.) σκόρπιός escotado [εσκοτάδο] (ουσ,/αρσ.) ντε κολτέ. escote [εσκότε] (ουσ,/αρσ.) ντεκολτέ, escotilla [εσκοτίγια] (ουσ,/θηλ.) μπου καπόρτα. escotillón [εσκοτιγιόν] (ουσ,/αρσ.) κα-
254
esencial ταπακτή. escozor [εσκοθόρ] (ουσΥαρσ.) τσού ξιμο. escribiente [εσκριμπιέν'τε] (ουσ./αρσ.) γραφέας. escribir [εσκριμπίρ] (ρ.) γράφω, escrito [εσκρίτο] (ουσΥαρσ.) έγγραφο, γραπτό, κείμενο, escritor [εσκριτόρ] (ουσΥαρσ.) συγ γραφέας. escritorio [εσκριτόριο] (ουσΥαρσ.) γραφείο. escritura [εσκριτούρα] (ουσΥθηλ.) 1: γραφή, γράψιμο, 2: συμβόλαιο, escroto [εσκρότο] (ουσΥαρσ.) όσχεο, escrúpulo [εσκρούπουλο] (ουσΥαρσ.) ενδοιασμός, escrupuloso [εσκρουπουλόσο] (επίθ.) ευσυνείδητος σχολαστικός, escrutar [εσκρουτάρ] (ρ.) εξονυχίζω, εξετάζω. escrutinio [εσκρουτίνιο] (ουσΥαρσ.) καταμέτρηση ψήφων, escuadra [εσκουάδρα] (ουσΥθηλ.) 1: τρίγωνο, 2: (Ναυτ.) μοίρα, 3: στόλος, escuadrar [εσκουαδράρ] (ρ.) τετρα γωνίζω. escuadrilla [εσκουαδρίγια] (ουσΥθηλ.) 1: στολίσκος 2: μοίρα, 3: σμήνος, escuadrón [εσκουαδρόν] (ουσΥαρσ.) 1: στόλος 2: ίλη, λόχος, escualidez [εσκουαλιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1: ρυπαρότητα, 2: αδυναμία, escuálido [εσκουάλιδο] (επίθ.) υπερ βολικά αδύνατος, escualo [εσκουάλο] (ουσΥαρσ.) σκυ λόψαρο. escucha [εσκούτσα] (ουσΥθηλ.) άκου σμα. escuchar [εσκουτσάρ] (ρ.) ακούω, escudar [εσκουδάρ] (ρ.) προασπίζω, υπερασπίζω, escudero [εσκουδέρο] (ουσΥαρσ.) υπη ρέτης
escudilla [εσκουδίγια] (ουσΥθηλ.) γα βάθα. escudo [εσκούδο] (ουσΥαρσ.) ασπίδα, escudriñar [εσκουδρινιάρ] (ρ.) εξονυ χίζω, εξετάζω προσεχτικά, escuela [εσκουέλα] (ουσΥθηλ.) σχο λείο. escuerzo [εσκουέρθο] (ουσΥαρσ.) φρύνος (αμφίβιο). escueto [εσκουέτο] (επίθ.) λιτός απέ ριττος. esculpir [εσκουλπίρ] (ρ.) λαξεύω, σκα λίζω. escultor [εσκουλτόρ] (ουσΥαρσ.) γλύ πτης. escultura [εσκουλτούρα] (ουσΥθηλ.) 1: γλυπτική, 2: γλυπτό, escultural [εσκουλτουράλ] (επίθ.) γλυ πτικός. escupidera [εσκουπιδέρα] (ουσΥθηλ.) πτυελοδοχείο, escupir [εσκουπίρ] (ρ.) φτύνω, escurreplatos [εσκουρεπλάτος] (ουσΥ αρσ.) πιατοθήκη, escurridero [εσκουριδέρο] (ουσΥαρσ.) στραγγιστήρι πιάτων, escurridizo [εσκουριδίθο] (επίθ.) ολι σθηρός γλιστερός, escurridor [εσκουριδόρ] (ουσΥαρσ.) στραγγιστήρι, escurrir [εσκουρίρ] (ρ.) στραγγίζω, στίβω. esdrújula [εσδρούχουλα] (επίθ.) (Γραμμ.) η λέξη που τονίζεται στην προπαρα λήγουσα. ese [έσε] (επίθ.) εκείνος ·ese coche es de Juan - εκείνο το αμάξι είναι του Juan. ése [έσε] (δεικτική αντ.) εκείνος ·¿cuál es tu coche? -ποιο είναι το αμάξι σου; • -¡ése! - εκείνο!, esencia [εσένθια] (ουσΥθηλ.) 1: ουσία, 2: απόσταγμα, esencial [εσενθιάλ] (επίθ.) 1: ουσιώ
255
esfera δης 2: κύριος, βασικός, esfera [εσφέρα] (ουσ./θηλ.) σφαίρα, esférico [εσφέρικο] (επίθ.) σφαιρικός, esfinge [εσφίνχε] (ουσΥθηλ.) σφίγγα, esfínter [εσφίν'τερ] (ουσΥαρσ.) σφι γκτήρας (μυς). esforzar [εσφορθάρ] (ρ.) 1: ενδυναμώ νω, 2: ενθαρρύνω, esforzarse [εσφορθάρσε] (ρ.) κοπιά ζω, καταβάλλω προσπάθειες, esfuerzo [εσφουέρθο] (ουσΥαρσ.) κό πος προσπάθεια, esfumarse [εσφουμάρσε] (ρ.) εξαφα νίζομαι, γίνομαι καπνός, esgrima [εσγρίμα] (ουσΥθηλ.) ξιφο μαχία. esgrimidor [εσγριμιδόρ] (ουσΥαρσ.) ξιφομάχος esgrimir [εσγριμίρ] (ρ.) ξιφομαχώ, esguince [εσγκίνθε] (ουσΥαρσ.) διά στρεμμα, στραμπούληγμα. eslabón [εσλαμπόν] (ουσΥαρσ.) κρί κος. eslabonar [εσλαμπονάρ] (ρ.) συνδέω με κρίκους, eslálom [εσλάλομ] (ουσΥαρσ.) σλά λομ. eslavo [εσλάβο] 1: (ουσΥαρσ.) Σλάβος 2: σλάβικα (γλώσσα), 3: (επίθ.) σλα βικός. eslogan [εσλόγαν] (ουσΥαρσ.) σύνθη μα, σλόγκαν, esmaltar [εσμαλτάρ] (ρ.) βερνικώνω, σμαλτώνω, esmalte [εσμάλτε] (ουσΥαρσ.) σμάλ το. esmerado [εσμεράδο] (επίθ.) 1: φιλό πονος 2: προσεκτικός, esmeralda [εσμεράλντα] (ουσΥθηλ.) σμαράγδι, esmerarse [εσμεράρσε] (ρ.) επιμελού μαι, εποπτεύω, esmero [εσμέρο] (ουσΥαρσ.) μεγάλη προσοχή.
esmirriado [εσμιριάδο] (επίθ.) ασήμα ντος μηδαμινός, esmoquin [εσμόκιν] (ουσΥαρσ.) σμό κιν. esnob [εσνόμπ] 1: (ουσΥαρσ.) υπερό πτης αλαζόνας 2: (επίθ.) σνομπ. esnobismo [εσνομπίσμο] (ουσΥαρσ.) σνομπισμός υπεροψία, eso [έσο] (δεικτική αντ.) εκείνο · ¡eso es! - αυτό είναι!, esófago [εσόφαγο] (ουσΥαρσ.) οισο φάγος. esotérico [εσοτέρικο] (επίθ.) εσωτε ρικός espabilado [εσπαμπιλάδο] (επίθ.) 1: ζωντανός 2: ξύπνιος, espabilar [εσπαμπιλάρ] (ρ.) 1: ζωντα νεύω, 2: ξυπνώ, espacial [εσπαθιάλ] (επίθ.) διαστημι κός. espacio [εσπάθιο] (ουσΥαρσ.) διάστη μα, κενό, χώρος, espacioso [εσπαθιόσο] (επίθ.) ευρύς ευρύχωρος άνετος, espada [εσπάδα] (ουσΥθηλ.) ξίφος, espadachín [εσπαδατσίν] (ουσΥαρσ.) ξιφομάχος espadero [εσπαδέρο] (ουσΥαρσ.) κα τασκευαστής σπαθιών, espagueti [εσπαγκέτι] (ουσΥαρσ.) σπαγγέτι. espalda [εσπάλδα] (ουσΥθηλ.) πλάτη, ράχη, πίσω μέρος, espaldar [εσπαλδάρ] (ουσΥαρσ.) 1: πλάτη, 2: στήριγμα, espaldilla [εσπαλδίγια] (ουσΥθηλ.) ωμοπλάτη, σπάλα, español [εσπανιόλ] 1: (ουσΥαρσ.) Ισπα νός 2: ισπανικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) ισπανικός españolismo [εσπανιολίσμο] (ουσΥ αρσ.) ισπανισμός. españolizar [εσπανιολιθάρ] (ρ.) εξισπανίζω.
256
espejo espantada [εσπαν'τάδα] (ουσΥθηλ.) 1: τρομάρα, 2: φυγή. espantadizo [εσπαν'ταδίθο] (επίθ.) φο βητσιάρης, espantajo [εσπαντάχο] (ουσΥαρσ.) 1: σκιάχτρο, 2: φόβητρο, espantapájaros [εσπανταπάχαρος] (ουσΥαρσ.) σκιάχτρο. espantar [εσπαντάρ] (ρ.) σκιάζω, φο βίζω, τρομάζω, espanto [εσπάν'το] (ουσΥαρσ.) σκιάξιμο, φόβος, τρόμος, espantoso [εσπαν'τόσο] (επίθ.) φοβε ρός, τρομερός, esparadrapo [εσπαραδράπο] (ουσΥ αρσ.) λευκοπλάστης τσιρότο, esparcido [εσπαρθίδο] (επίθ.) 1: απλω μένος 2: χωρίς συνοχή, 3: σκόρπιος esparcimiento [εσπαρθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) εξάπλωση. esparcir [εσπαρθίρ] (ρ.) διασκορπίζω, διαδίδω. espárrago [εσπάραγο] (ουσΥαρσ.) σπαράγγι, espartano [εσπαρτάνο] (επίθ.) σπαρ τιατικός λιτός, esparto [εσπάρτο] (ουσΥαρσ.) σπάρ το. espasmo [εσπάσμο] (ουσΥαρσ.) σπα σμός. espasmódico [εσπασμόδικο] (επίθ.) σπασμωδικός βιαστικός, espástico [εσπάστικο] (επίθ.) σπα στικός. espátula [εσπάτουλα] (ουσΥθηλ.) σπά τουλα. especia [εσπέθια] (ουσΥθηλ.) μπαχα ρικό, καρύκευμα, especiado [εσπεθιάδο] (επίθ.) καρυ κευμένος πικάντικος especial [εσπεθιάλ] (επίθ.) ειδικός εξπέρ. especialidad [εσπεθιαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ειδικότητα.
especialista [εσπεθιαλίστα] (ουσ./ αρσ.-ι- θηλ.) ειδικός εξειδικευμένος. especializado [εσπεθιαλιθάδο] (επίθ.) ειδικευμένος especializarse [εσπεθιαλιθάρσε] (ρ.) ειδικεύομαι, εξειδικεύομαι, especialmente [εσπεθιάλμεν'τε] (επίρρ.) ειδικά, συγκεκριμένα, especie [εσπέθιε] (ουσΥθηλ.) είδος, especificación [εσπεθιφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) προσδιορισμός, εξειδίκευση. especificar [εσπεθιφικάρ] (ρ.) προσ διορίζω, καθορίζω, específico [εσπεθίφικο] (επίθ.) ειδικός συγκεκριμένος espécimen [εσπέθιμεν] (ουσΥαρσ.) αντιπροσωπευτικό δείγμα, especioso [εσπεθιόσο] (επίθ.) ευλογοφανής. espectacular [εσπεκτακουλάρ] (επίθ.) θεαματικός, espectáculo [εσπεκτάκουλο] (ουσΥ αρσ.) θέαμα, παράσταση, espectador [εσπεκταδόρ] (ουσΥαρσ.) θεατής παρατηρητής, espectral [εσπεκτράλ] (επίθ.) φασματώδης. espectro [εσπέκτρο] (ουσΥαρσ.) 1: φά σμα, 2: φάντασμα, espectroscopio [εσπεκτοσκόπιο] (ουσΥ αρσ.) φασματοσκόπιο. especulación [εσπεκουλαθιόν] (ουσΥ θηλ.) κερδοσκοπία, αισχροκέρδεια, especulador [εσπεκουλαδόρ] (ουσΥ αρσ.) κερδοσκόπος αισχροκερδής, especular [εσλεκουλάρ] (ρ.) κερδο σκοπώ. especulativo [εσπεκουλατίβο] (επίθ.) κερδοσκοπικός, espejado [εσπεχάδο] (επίθ.) γυαΛ·~ :ερός. espejismo [εσπεχίσμο] (ουσΥαρσ.) αντι κατοπτρισμός πλάνη, espejo [εσπέχο] (ουσΥαρσ.) καθρέ
257
espejuelos φτης, κάτοπτρο, espejuelos [εσπεχουέλος] (ουσ./αρσ.) πληθ. ματογυάλια, espeleología [εσπελεολοχία] (ουσ./ θηλ.) σπηλαιολογία. espeleólogo [εσπελεόλογο] (ουσΥαρσ.) σπηλαιολόγος. espeluznante [εσπελουθνάν'τε] (επίθ.) τρομακτικός, εκφοβιστικός, espera [εσπέρα] (ουσΥθηλ.) αναμονή, esperanto [εσπεράν'το] (ουσΥαρσ.) εσπεράντο, esperanza [εσπεράνθα] (ουσΥθηλ.) ελπίδα, προσδοκία, esperanzar [εσπερανθάρ] (ρ.) ευελπι στώ. esperar [εσπεράρ] (ρ.) 1: ελπίζω, προσ δοκώ, 2: περιμένω, esperma [εσπέρμα] (ουσΥαρσ.) σπέρ μα. espermatozoo [εσπερματοθόο] (ουσ./ αρσ.) σπερματόζωο. esperpento [εσπερπέντο] (ουσΥαρσ.) γελοίο θέαμα, espesar [εσπεσάρ] (ρ.) πήζω. espeso [εσπέσο] (επίθ.) πηχτός, espesor [εσπεσόρ] (ουσΥαρσ.) πυκνό τητα. espesura [εσπεσούρα] (ουσΥθηλ.) 1: πυκνή βλάστηση, 2: πηκτικότητα. espetar [εσπετάρ] (ρ.) 1: σουβλίζω, 2: εκστομίζω βρισιά, espetón [εσπετόν] (ουσΥαρσ.) σουβλί, espía [εσπία] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) κατά σκοπος, σπιούνος, espiar [εσπιάρ] (ρ.) κατασκοπεύω, espichar [εσπιτσάρ] (ρ.) κεντρίζω, espiche [εσπίτσε] (ουσΥαρσ.) μανταλάκι. espiga [εσπίγα] (ουσΥθηλ.) στάχυ, espigado [εσπιγάδο] (επίθ.) 1: ώριμος 2: λεπτοκαμωμένος, espigar [εσπιγάρ] (ρ.) επιλέγω στοιχεία από διάφορα γραπτά κείμενα.
espigón [εσπιγόν] (ουσ,/αρσ.) αιχμή, espina [εσπίνα] (ουσΥθηλ.) 1: αγκάθι, 2: αγκίδα, παρασχίδα, 3: κόκκαλο ψαριού. espinaca [εσπινάκα] (ουσΥθηλ.) σπα νάκι. espinal [εσπινάλ] (επίθ.) σπονδυλικός, espinar [εσπινάρ] (ρ.) κεντρίζω, espinazo [εσπινάθο] (ουσΥαρσ.) ραχοκοκαλιά. espinilla [εσπινίγια] (ουσΥθηλ.) 1: κα λάμι, 2: σπυράκι, μπιμπίκι, espinillera [εσπινιγιέρα] (ουσΥθηλ.) περικνημίδα, περικνήμιο. espinoso [εσπινόσο] (επίθ.) ακανθώ δης espionaje [εσπιονάχε] (ουσΥαρσ.) κα τασκοπεία, espira [εσπίρα] (ουσΥθηλ.) σπείρωμα, espiral [εσπιράλ] (επίθ.) σπειροειδής σπιράλ. espirar [εσπιράρ] (ρ.) εκπνέω, απο πνέω. espiritismo [εσπιριτίσμο] (ουσΥαρσ.) πνευματισμός espiritista [εσπιριτίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) πνευματιστής πνευματίστρια. espiritoso [εσπιριτόσο] (επίθ.) 1: οινο πνευματώδης 2: πνευματώδης, espíritu [εσπίριτου] (ουσΥαρσ.) 1: πνεύμα, νους, 2: φύση. espiritual [εσπιριτουάλ] (επίθ.) πνευ ματικός πνευματώδης espiritualidad [εσπιριτουαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) πνευματικότητα, espita [εσπίτα] (ουσΥθηλ.) κάνουλα, esplendidez [εσπλεν'ντιδέθ] (ουσΥ θηλ.) 1: μεγαλοπρέπεια, 2: λαμπρό τητα. espléndido [εσπλέν'ντιδο] (επίθ.) 1: λαμπρός 2: μεγαλοπρεπής 3: υπέ ροχος 4: γενναιόδωρος, esplendor [εσπλεν'ντόρ] (ουσΥαρσ.) 1: λαμπρότητα, 2: μεγαλοπρέπεια.
258
esquirla esplendoroso [εσττλενδορόσο] (επίθ.) μεγαλειώδης, espliego [εσπλιέγσ] (ουσ,/αρσ.) λεβά ντα. espolear [εσπσλεάρ] (ρ.) 1: σπιρουνί ζω, 2: παροτρύνω, προτρέπω, πα ρακινώ. espoleta [εσπολέτα] (ουσ/θηλ.) πυρο σωλήνας. espolón [εσπολόν] (ουσ,/αρσ.) 1: πτερ νιστήρας πετεινού, 2: (Γεωργ.) αντέ ρεισμα, 3: ανάχωμα, espolvorear [εσπολβορεάρ] (ρ.) πα σπαλίζω. esponja [εσπόνχα] (ουσ,/θηλ.) σφουγ γάρι. esponjoso [εσπονχόσο] (επίθ.) σπογ γώδης. esponsales [εσπονσάλες] (ουσ./αρσ.) πληθ. 1: αρραβώνας, 2: λόγος ή υπό σχεση γάμου, espontáneamente [εσπον'τάνεαμεν'τε] (επίρρ.) αυθόρμητα, espontaneidad [εσπον/τανεϊδάδ] (ουσ./ θηλ.) αυθορμητισμός, espontáneo [εσποντάνεο] (επίθ.) αυ θόρμητος, espora [εσπόρα] (ουσ7θηλ.) σπόρι. esporádico [εσποράδικο] (επίθ.) σπο ραδικός αραιός, esportillo [εσπσρτίγιο] (ουσ,/αρσ.) κα λάθι. esposa [εσπόσα] (ουσ/θηλ.) η σύζυ γος. esposar [εσποσάρ] (ρ.) δένω με χειρο πέδες. esposas [εσπόσας] (ουσ,/θηλ.) πληθ. χειροπέδες, esposo [εσπόσο] (ουσΥαρσ.) ο σύζυ γος. espuela [εσπουέλα] (ουσ/θηλ.) σπι ρούνι. espuerta [εσπουέρτα] (ουσ/θηλ.) κα λάθι, πανέρι.
espulgar [εσπουλγάρ] (ρ.) ξεψειρίζω. espuma [εσπούμα] (ουσ./θηλ.) αφρός. espumadera [εσπουμαδέρα] (ουσ7θηλ.) τρυπητή κουτάλα, espumar [εσπουμάρ] (ρ.) ξαφρίζω, espumoso [εσπουμόσο] (επίθ.) αφρισμένος, αφρίζων. espurio [εσπσύριο] (επίθ.) 1: νόθος 2: κίβδηλος κάλπικος, πλαστός, esputar [εσπουτάρ] (ρ.) φτύνω, esputo [εσπούτο] (ουσ./αρσ.) τττύελσ, φλέγμα, σάλιο, esqueje [εσκέχε] (ουσ./αρσ.) εμφύτευμα, μόσχευμα, esquela [εσκέλα] (ουσ,/θηλ.) σημείω μα, ραβασάκι, esquelético [εσκελέτικο] (επίθ.) σκε λετώδης. esqueleto [εσκελέτο] (ουσ,/αρσ.) σκε λετός. esquema [εσκέμα] (ουσΥαρσ.) 1: σχή μα, 2: γράφημα, esquemático [εσκεμάτικο] (επίθ.) σχη ματικός. esquí [εσκί] (ουσ,/αρσ.) χιονοπέδιλο, σκι. esquiador [εσκιαδόρ] (ουσ./αρσ.) σκιέρ. esquiar [εσκιάρ] (ρ.) κάνω σκι. esquife [εσκίφε] (ουσ./αρσ.) σκαφάκι, μικρή λέμβος, esquila [εσκίλα] (ουσ,/θηλ.) 1: κούρε μα προβάτων, 2: καμπανάκι, esquilar [εσκιλάρ] (ρ.) κουρεύω πρό βατα. esquilmar [εσκιλμάρ] (ρ.) 1: θερίζω, 2: εξαντλώ πόρους, esquimal [εσκιμάλ] 1: (ουσ/αρσ.) Εσκιμώος 2: (επίθ.) εσκιμωικός esquina [εσκίνα] (ουσ/θηλ.) γωνία, esquinar [εσκινάρ] (ρ.) στριμώχνω <πη γωνία. esquirla [εσκίρλα] (ουσ,/θηλ.) 1: θραύ σμα, 2: σχίζα, απόσχισμα ξύλου.
259
esquirol esquirol [εσκίρολ] (ουσ/αρσ) απερ γοσπάστης, esquivar [εσκιβάρ] (ρ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω, esquivez [εσκιβέθ] (ουσΥθηλ.) ντροπαλότητα, συστολή, esquivo [εσκίβο] (επίθ.) 1: ακατάδε χτος, 2: περιφρονητικός, esquizofrenia [εσκιθοφρένια] (ουσ./ θηλ.) σχιζοφρένεια, esquizofrénico [εσκιθοφρένικο] (επίθ.) σχιζοφρενής, esquizoide [εσκιθόιδε] (επίθ.) σχιζοει δής. estabilidad [εσταμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) σταθερότητα, ευστάθεια, estabilización [εσταμπιλιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) σταθεροποίηση, estabilizador [εσταμπιλιθαδόρ] (ουσΥ αρσ.) σταθεροποιητής, estabilizar [εσταμπιλιθάρ] (ρ.) στα θεροποιώ, στερεώνω, estable [εστάμπλε] (επίθ.) σταθερός, ευσταθής, establecer [εσταμπλεθέρ] (ρ.) 1: εγκα θιστώ, 2: καθιερώνω, εδραιώνω, establecerse [εσταμπλεθέρσε] (ρ.) εγκα θίσταμαι. establecimiento [εσταμπλεθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: εγκατάσταση, 2: καθιέ ρωση, 3: ίδρυμα, 4: κατάστημα, establo [εστάμπλο] (ουσΥαρσ.) στά βλος. estaca [εστάκα] (ουσΥθηλ.) παλούκι, πάσσαλος, estacada [εστακάδα] (ουσΥθηλ) φράχτης από πασσάλους estacar [εστακάρ] (ρ.) περιφράσσω με πασσάλους, estación [εσταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: σταθ μός 2: ραδιοφωνικός σταθμός 3: θέ ρετρο, 4: εποχή, περίοδος, estacional [εσταθιονάλ] (επίθ.) επο χιακός περιοδικός.
estacionamiento [εσταθιοναμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: στάθμευση, 2: χώρος στάθμευσης, estacionar [εσταθιονάρ] (ρ.) σταθ μεύω, παρκάρω, estacionario [εσταθιονάριο] (επίθ.) στά σιμος, αμετακίνητος, estadía [εσταδία] (ουσΥθηλ.) διαμονή, estadio [εστάδιο] (ουσΥαρσ.) 1: στάδιο (αθλητικό), 2: φάση, στάδιο, estadista [εσταδίστα] (ουσΥαρσ.) πο λιτικός ηγέτης, estadística [εσταδίστικα] (ουσΥθηλ.) στατιστική, estadístico [ευταδίστικο] (επίθ.) στα τιστικός estado [εστάδο] (ουσΥαρσ.) 1: κατά σταση, 2: πολιτεία, κράτος 3: δημό σιο. Estados Unidos [εστάδος ουνίδος] (ουσΥαρσ.) πληθ. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, estadunidense [εσταδουνιδένσε] 1: (επίθ.) των Ηνωμένων Πολιτειών, αμερικανικός 2: (ουσΥαρσ.+ θηλ.)) κάτοικος των Η.Π.Α.. estafa [εστάφα] (ουσΥθηλ.) εξαπάτη ση, ξεγέλασμα, παραπλάνηση. estafador [εσταφαδόρ] (ουσΥαρσ.) απατεώνας κομπιναδόρος, estafar [εσταφάρ] (ρ.) εξαπατώ, ξεγε λώ, παραπλανώ, estafeta [εσταφέτα] (ουσΥθηλ.) τοπικό ταχυδρομείο, estafetero [εσταφετέρο] (ουσΥαρσ.) υπάλληλος ταχυδρομείου, ταχυ δρόμος. estalactita [εσταλακτίτα] (ουσΥθηλ.) σταλακτίτης. estalagmita [εαταλαγμίτα] (ουσΥθηλ.) σταλαγμίτης, estallar [εσταγιάρ] (ρ.) 1: ξεσπώ, 2: εκρήγνυμαι, σκάζω, estallido [εσταγίδο] (ουσΥαρσ.) έκρη
260
estatuir ξη, ξέσπασμα, κρότος, estambrar [εσταμ'μπράρ] (ρ.) στημο νιάζω, εξυφαίνω, estambre [εστάμ'μττρε] (ουσΥαρσ.) στριμόνι. estamento [εσταμέν'το] (ουσΥαρσ.) κοινωνική τάξη. estampa [εστάμ'πα] (ουσΥθηλ.) εικό να, εμφάνιση, estampado [εσταμ'πάδο] (επίθ.) εμπρι μέ, σταμπαρισμένος estampar [εσταμ'πάρ] (ρ.) σταμπάρω, αποτυπώνω. estampida [εσταμ'πίδα] (ουσΥθηλ.) 1: πάταγος, 2: ποδοκρότημα, estampido [εσταμ'πίδο] (ουσΥαρσ.) βρόντος, ήχος έκρηξης ήχος πυρο βολισμού, estampilla [εσταμ'πίγια] (ουσΥθηλ.) σφραγίδα, estampillado [εσταμ'πιγιάδο] (επίθ.) σφραγισμένος, estampillar [εσταμ'πιγιάρ] (ρ.) σφρα γίζω. estancado [εστανκάδο] (επίθ.) στάσι μος λιμνάζων. estancamiento [εστανκαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) στασιμότητα, λίμνασμα. estancar [εστανκάρ] (ρ.) 1: συγκροτώ, 2: καθυστερώ, 3: μονοπωλώ, estancarse [εστανκάρσε] (ρ.) λιμνάζω, αποτελματώνομαι, αδρανώ, estancia [εστάνθια] (ουσΥθηλ.) 1: δια μονή, παραμονή, 2: δωμάτιο, estanciero [εστανθιέρο] (ουσΥαρσ.) κτηματίας estanco [εστάνκο] (ουσΥαρσ.) καπνο πωλείο. estándar [εστάν'νταρ] (επίθ.) σταθε ρός τυποποιημένος στάνταρ. estandarización [εσταν'νταριθαθιόν] (ουσΥθηλ.) τυποποίηση, σταθερο ποίηση. estandarizar [εσταν'νταριθάρ] (ρ.) τυ
ποποιώ, σταθεροποιώ, estandarte [εσταν'ντάρτε] (ουσΥαρσ.) λάβαρο, σημαία, estaño [εστάνιο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) κασσίτερος, estanque [εστάνκε] (ουσΥαρσ.) 1: δε ξαμενή, 2: λιμνούλα. estanquero [εστανκέρο] (ουσΥαρσ.) καπνοπώλης. estante [εστάν'τε] (ουσΥαρσ.) ράφι. estantería [εσταν'τερία] (ουσΥθηλ.) ραφιέρα. estar [εστάρ] (ρ.) είμαι, βρίσκομαι (εκ φράζει μια προσωρινή κατάσταση) · ¿cóm o está usted1 -πώς είστε κύριε;/ τι κάνετε κύριε; · Mario está muy triste - o Μάριο είναι πολύ στενοχω ρημένος ·Joaquín está cansado - o Joaquín είναι κουρασμένος ·la casa está sucia - το σπίτι είναι βρόμικο · ¿dónde está mi bolso? - πού είναι η τσάντα μου; · Sara está en Atenas - η Σάρα βρίσκεται στην Αθήνα · estamos α 15 de marzo - έχουμε 15 Μαρτίου · ¿estás con él? - είσαι με αυτόν; · estoy de viaje - είμαι/βρί σκομαι σε ταξίδι, estarcido [εσταρθίδο] (ουσΥαρσ.) απο τύπωμα, στάμπα, estatal [εστατάλ] (επίθ.) κρατικός δη μόσιος. estático [εστάτικο] (επίθ.) στατικός στάσιμος, estatificar [εστατιφικάρ] (ρ.) κρατικο ποιώ. estatización [εστατιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) κρατικοποίηση, estatizar [εστατιθάρ] (ρ.) κρατικο ποιώ. estatua [εστάτουα] (ουσΥθηλ.) άγαλ μα. estatuario [εστατουάριο] (επίθ.) αγαλμάτινος. estatuir [εστατουίρ] (ρ.) εγκαθιδρύω.
261
estatutario estatutario [εστατουτάριο] (επίθ.) θε σπισμένος, νομοθετημένος, estatura [εστατούρα] (ουσ./θηλ.) ανά στημα, μπόι. estatus [εστάτους] (ουσ./αρσ.) κοινω νική θέση. estatuto [εστατούτο] (ουσ./αρσ.) κα ταστατικό, este [έστε] 1: (ουσ./αρσ.) ανατολή, 2: (επίθ.) ανατολικός, este [έστε] (προσωπική αντ.) αυτός · esfe hombre es mi padre - αυτός o άντρας είναι o πατέρας μου. éste [έστε] (δεικτική αντ.) α υ τός·¿cuál es tu padre? - ποιός είναι ο πατέρας σου; ·¡éste! - αυτός!, estela [εστέλα] (ουσ./θηλ.) 1: απόνερα, 2: ίχνος. estelar [εστελάρ] (επίθ.) αστρικός. estenografía [εστενογραφία] (ουσ./ θηλ.) στενογραφία, estenógrafo [εστενόγραφο] (ουσ./ αρσ.) στενογράφος, estenosis [εστενόσις] (ουσΥθηλ.) στέ νωση. estentóreo [εστεν'τόρεο] (επίθ.) στε ντόρειος, βροντερός ηχηρός, estepa [εστέπα] (ουσ./θηλ.) στέπα, estera [εστέρα] (ουσ./θηλ.) χαλάκι, ταπέτσ, πατάκι. estercolar [εστερκολάρ] (ρ.) ρίχνω λί πασμα, κοπρίζω, estercolero [εστερκολέρο] (ουσ,/αρσ.) βρόμικο μέρος, estéreo [εστέρεο] (ουσ7αρσ.) στερεο φωνικό. estereofónico [εστερεοφόνικο] (επίθ.) στερεοφωνικός, estereotipado [εστερεοτιπάδο] (επίθ.) στερεότυπος κοινότοπος (καθ.) κλισέ. estereotipar [εστερεοτιπάρ] (ρ.) στερεό τυπά). estereotipia [εστερεοτίπια] (ουσ,/θηλ.)
στερεοτυπία, κοινοτοπία, (καθ.) κλι σέ. estereotipo [εστερεοτίπο] (ουσ./αρσ.) στερεότυπο, estereofonía [εστερεοφονία] (ουσ./ θηλ.) στερεοφωνία, estéril [εστέριλ] (επίθ.) 1: στείρος, άγο νος άκαρπος 2: αποστειρωμένος esterilidad [εστεριλιδάδ] (ουσ7θηλ.) στειρότητα, ακαρπία, esterilización [εστεριλιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: αποστείρωση, 2: στείρωση, esterilizar [εστεριλιθάρ] (ρ.) 1: απο στειρώνω, 2: οττειρώνω. esterilla [εστερίγια] (ουσ7θηλ.) ψάθι νο χαλάκι, esterlina [εστερλίνα] (ουσ./θηλ.) στερ λίνα. esternón [εστερνόν] (ουσ./αρσ.) στέρ νο. estero [εστέρο] (ουσ./αρσ.) στόμιο πο ταμού, εκβολή, estertor [εστερτόρ] (ουσ7αρσ.) ρόγ χος ψυχορράγημα. esteta [εστέτα] (ουσ./αρσ.) ωραιολάτρης. estética [εστέτικα] (ουσ7θηλ.) αισθη τική. estético [εστέτικο] (επίθ.) αισθητικός, estetoscopio [εστετοσκόπιο] (ουσ./ αρσ.) στηθοσκόπιο, estevado [εστεβάδο] (επίθ.) στραβο πόδης στραβοκάνης. estibador [εστιμπαδόρ] (ουσ7αρσ.) φορτοεκφορτωτής estibar [εστιμπάρ] (ρ.) στοιβάζω, συσ σωρεύω. estiércol [εστιέρκολ] (ουσ./αρσ.) κο πριά. estigma [εστίγμα] (ουσ,/αρσ.) στίγμα, estigmatizar [εστιγματιθάρ] (ρ.) στιγ ματίζω. estilete [εστιλέτε] (ουσ./αρσ.) στιλέτο, estilista [εστιλίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.)
262
estrafalario στυλίστας στυλίστρια. estilístico [εστιλίστικο] (επίθ.) με λογο τεχνικό ύφος. estilización [εστιλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) σχεδίαση, estilizado [εστιλιθάδο] (επίθ.) στυλιζαρισμένος. estilizar [εστιλιθάρ] (ρ.) στυλιζάρω, σχεδιάζω, estilo [εστίλο] (ουσΥαρσ.) στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, estima [εστίμα] (ουσΥθηλ.) υπόληψη, εκτίμηση, estimable [εστιμάμπλε] (επίθ.) 1: υπο λογίσιμος 2: αξιότιμος, estimación [εστιμαθιόν] (ουσΥθηλ.) εκτίμηση, κρίση, estimado [εστιμάδο] (επίθ.) αξιότιμος αξιοσέβαστος. estimar [εστιμάρ] (ρ.) εκτιμώ, θεωρώ, αξιώνω. estimulante [εστιμουλάν'τε] (επίθ.) 1: διεγερτικός 2: παροτρυντικός πα ρακινητικός, estimular [εστιμουλάρ] (ρ.) 1: διεγεί ρω, κεντρίζω, 2: παροτρύνω, προ τρέπω. estímulo [εστίμουλο] (ουσΥαρσ.) 1: ερέθισμα, έναυσμα 2: παρότρυνση, παρακίνηση, προτροπή, estío [εστίο] (ουσΥαρσ.) θέρος καλο καίρι. estipendio [εστιπέν'ντιο] (ουσΥαρσ.) μισθός αμοιβή, estipulación [εστιπουλαθιόν] (ουσ./ θηλ.) όρος. estipular [εστιπουλάρ] (ρ.) καθορίζω, ορίζω ρητώς. estirado [εστιράδο] (επίθ.) τεντωμέ νος κορδωμένος, estirar [εστιράρ] (ρ.) εκτείνω, τεντώ νω. estirón [εστιρόν] (ουσΥαρσ.) απότομη ανάπτυξη.
estirpe [εστίρπε] (ουσΥθηλ.) καταγω γήestival [εστιβάλ] (επίθ.) θερινός καλο καιρινός ésto [έστο] (δεικτική αντ.) αυτό. estocada [εστοκάδα] (ουσΥθηλ.) 1: μαχαιριά, μαχαίρωμα, 2: θανάσιμο τραύμα. estofa [εστόφα] (ουσΥθηλ.) 1: στόφα (ύφασμα), 2: ποιότητα, στόφα. estofado1 [εστοφάδο] (ουσΥαρσ.) στι φάδο. estofado2 [εστοφάδο] (επίθ.) μαγει ρευτός. estofar [εστοφάρ] (ρ.) μαγειρεύω κρέ ας στην κατσαρόλα, estoicismo [εστοίθίσμο] (ουσΥαρσ.) στωικότητα, στωικισμός. estoico [εστόικο] (επίθ.) στωικός απα θής ατάραχος καρτερικός, estola [εστόλα] (ουσΥθηλ.) γούνινη εσάρπα, ετόλ. estomacal [εστομακάλ] (επίθ.) στο μαχικός. estómago [εστόμαγο] (ουσΥαρσ.) στο μάχι. estopa [εστόπα] (ουσΥθηλ.) στουπί, βούλωμα, τάπα. estoque [εστόκε] (ουσΥαρσ.) σπάθα, γλαδιόλα, estorbar [εστορμπάρ] (ρ.) 1: εμποδί ζω, παρεμποδίζω, 2: ενοχλώ, estorbo [εστόρμπο] (ουσΥαρσ.) εμπό διο, ενόχληση, estornudar [εστορνουδάρ] (ρ.) φτερ νίζομαι. estornudo [εστορνούδο] (ουσΥαρσ.) φτέρνισμα. estrabismo [εστραμπίσμο] (ουσΥαρσ.) στραβισμός estrado [εστράδο] (ουσΥαρσ.) έδρα, βήμα, βάθρο, estrafalario [εστραφαλάριο] (επίθ.) 1: εκκεντρικός ιδόρρυθμος 2: ατημέ
263
estragar λητος απεριποίητος, estragar [εστραγάρ] (ρ.) 1: ερειπώνω, 2: εκμαυλίζω, διαφθείρω. estrago [εστράγο] (ουσ,/αρσ.) 1: ερεί πιο, 2: διαφθορά, estragón [εστραγόν] (ουσΥαρσ.) εστραγκόν. estrambótico [εστραμ'μττότικο] (επίθ.) 1: αλλόκοτος 2: φανταχτερός. estrangulación [εστρανγκουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) στραγγαλισμός. estrangulador[εστpαvγκoυλαδóp] (ουσΥ αρσ.) στραγγαλιστής β$ΐΓ3ηςυΙβπιΐβηΐο[εστρανγκουλαμιέν,το] (ουσΥαρσ.) στραγγαλισμός estrangular [εστρανγκουλάρ] (ρ.) στραγ γαλίζω. estraperlista [εστραπερλίστα] (ουσΥ αρσ.-ι- θηλ.) μαυραγορίτης μαυραγορίτισσα. estraperlo [εστραρπέρλο] (ουσΥαρσ.) μαύρη αγορά, estratagema [εστραταχέμα] (ουσΥ θηλ.) στρατήγημα, estratega [εστρατέγα] (ουσΥαρσ.) στρα τηγός estrategia [εστρατέχια] (ουσΥθηλ.) στρα τηγική. estratégico [εστρατέχικο] (επίθ.) στρα τηγικός. estratificación [εστρατιφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) στρωμάτωση, διαστρωμάτωση, estratificar [εστρατιφικάρ] (ρ.) στρωματώνω. estrato [εστράτο] (ουσΥαρσ.) στρώμα, estratosfera [εστρατόσφερα] (ουσΥ θηλ.) στρατόσφαιρα, estraza [εστράθα] (ουσΥθηλ.) στρα τσόχαρτο, estrechar [εστρετσάρ] (ρ.) στενεύω, σφίγγω. estrechez [εστρετσέθ] (ουσΥθηλ.) 1: οικονομική στενότητα, 2: ανέχεια, estrecho [εστρέτσο] 1: (ουσΥαρσ.)
(Γεωργ.) στενό, 2: (επίθ.) στενός στε νόχωρος. estregar [εστρεγάρ] (ρ.) τρίβω με βούρτσα. estrella [εστρέγια] (ουσΥθηλ.) αστέρι · estrella de mar- αστερίας ·Alejandro nació con estrella- o Alejandro έχει άστρο ·hoy me he levantado con las estrellas- σήμερα ξύπνησα από τα χαράματα, estrellado [εστρεγιάδο] (επίθ.) 1: αστε ροειδής 2: έναστρος, estrellamar [εστρεγιαμάρ] (ουσΥθηλ.) αστερίας. estrellar [εστρεγιάρ] (ρ.) σπάζω, συ ντρίβω. estrellarse [εστρεγιάρσε] (ρ.) 1: συ γκρούομαι, 2: κομματιάζομαι, estrellato [εστρεγιάτο] (ουσΥαρσ.) καλλι τεχνικό στερέωμα, estremecerse [εστρεμεθέρσε] (ρ.) τρέ μω, ταράζομαι, τραντάζομαι, δονούμαι. estremecimiento [εστρεμεθιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) τρεμούλα ανατριχίλα δόνηση, τράνταγμα estrenar [εστρενάρ] (ρ.) χρησιμοποιώ κάτι για πρώτη φορά, εγκαινιάζω, estrenarse [εστρενάρσε] (ρ.) προβάλ λομαι σε πρώτη ποροβολή · los nuevos capítulos se estrenarán en abril - τα καινούργια επεισόδια θα προβληθούν τον Απρίλιο, estreñido [εστρενίδο] (επίθ.) δυσκοί λιος. estreñimiento [εστρενιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) δυσκοιλιότητα, estreñir [εστρενίρ] (ρ.) προξενώ δυ σκοιλιότητα, estreno [εστρένο] (ουσΥαρσ.) πρεμιέ ρα, ντεμπούτο. estrépito [εστρέπιτο] (ουσYape.) πά ταγος οχλοβοή, estrepitoso [εστρεπιτόσο] (επίθ.) θο
264
estupendo ρυβώδης. estreptococo [εστρεπτοκόκο] (ουσ./ αρσ.) στρεπτόκοκκος, estrés [εστρές] (ουσ,/αρσ.) άγχος, στρες. estría [εστρία] (ουσ7θηλ.) ραγάδα, ράγισμα, ράβδωση, estriado [εστριάδο] (επίθ.) ραβδωτός πτυχωτός αυλακωτός, estriar [εστριάρ] (ρ.) αυλακώνω, κάνω ραβδώσεις estribación [εστριμπαθιόν] (ουσ,/θηλ.) αντέρεισμα, estribar [εστριμπάρ] (ρ.) στηρίζομαι, βασίζομαι, estribera [εστριμπέρα] (ουσ7θηλ.) ανα βολέας αναβατήρας, estribillo [εστριμπίγιο] (ουσ./αρσ.) 1: ρεφρέν, 2: επωδός, estribo [εστρίμπο] (ουσ,/αρσ.) αναβο λέας. estribor [εστριμπόρ] (ουσ./αρσ.) η δε ξιά πλευρά του πλοίου, estrictamente [εστρίκταμεν'τε] (επίρρ.) 1: αυστηρά, 2: ακριβώς, estricto [εστρίκτο] (επίθ.) 1: αυστηρός 2: ακριβής, estridente [εστριδέν'τε] (επίθ.) οξύς διαπεραστικός, estro [έστρο] (ουσ,/αρσ.) οίστρος έμπνευ ση. estrofa [εστρόφα] (ουσ7θηλ.) στροφή, στίχος estropajo [εστροπάχο] (ουσ,/αρσ.) συρμάτινο σφουγγαράκι. estropear [εστροπεάρ] (ρ.) χαλώ, κα ταστρέφω, estropicio [εστροπίθιο] (ουσ,/αρσ.) σα ματάς φασαρία, estructura [εστρουκτούρα] (ουσ./ θηλ.) 1: κατασκευή, δομή, σκελετός 2: οικοδόμημα, estructural [εστρσυκτουράλ] (επίθ.) 1: δομικός, 2: οικοδομικός.
estructurar [εστρουκτουράρ] (ρ.) δο μώ. estruendo [εστρουέν'ντο] (ουσ./αρσ.) πάταγος εκκωφαντικός θόρυβος, estruendoso [εστρουεν'ντόσο] (επίθ.) θορυβώδης, estrujar [εστρουχάρ] (ρ.) στίβω, στραγ γίζω. estuario [εστουάριο] (ουσ,/αρσ.) εκ βολή ποταμού, estucar [εστουκάρ] (ρ.) στοκάρω. estuche [εστούτσε] (ουσΥαρσ.) θήκη. estuco [εστούκο] (ουσ,/αρσ.) στόκος, estudiado [εστουδιάδο] (επίθ.) εσκεμμένος προμελετημένος. estudiantado [εστουδιαν'τάδσ] (ουσΥ αρσ.) φοιτητόκοσμος estudiante [εστουδιάν'τε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) φοιτητής φοιτήτρια, σπουδα στής σπουδάστρια. estudiantil [εστουδιαν'τίλ] (επίθ.) φοιτητικός, estudiar [εστουδιάρ] (ρ.) σπουδάζω, μελετώ, φοιτώ, estudio [εστούδιο] (ουσ,/αρσ.) 1: σπουδή, μελέτη, 2: στούντιο (γρα φείο). estudioso [εστουδιόσο] (επίθ.) 1: μελε τηρός 2: φιλομαθής estufa [εστούφα] (ουσ,/θηλ.) 1: θερ μάστρα, σόμπα, 2: κλίβανος 3: θερ μοκήπιο. estupefacción [εστουπεφακθιόν] (ουσ./ θηλ.) κατάπληξη, estupefaciente [εστουπεφαθιέν'τε] (επίθ.) παραισθησιογόνος. estupefacto [εστουπεφάκτο] (επίθ.) κατάπληκτος εμβρόντητος άναυ δος. estupendamente [εοτουπεν'νταμέν'τε] (επίρρ.) θαυμάσια, καταπληκτικά, έξο χα. estupendo [εστουπέν'ντο] (επίθ.) θαυ μάσιος καταπληκτικός.
265
estupidez estupidez [εστουπιδέθ] (ουσΥθηλ.) ηλι θιότητα. estúpido [εστούπιδο] (επίθ.) ηλίθιος, estupor [εστουπόρ] (ουσΥαρσ.) κατά πληξη. estuprar [εστουπράρ] (ρ.) 1: βιάζω, 2: ασελγώ. estupro [εστούπρο] (ουσ,/αρσ.) 1: βια σμός 2: ασέλγεια, esturión [εστουριόν] (ουσΥαρσ.) μου ρούνα (είδος ψαριού). etapa [ετάπα] (ουσΥθηλ.) φάση, στά διο. etcétera [ετθέτερα] (επίρρ.) και τα λοι πά ·etc. - κτλ.. éter [έτερ] (ουσΥαρσ.) αιθέρας, etéreo [ετέρεο] (επίθ.) αιθέριος eternidad [ετερνιδάδ] (ουσΥθηλ.) αιω νιότητα. eternizar [ετερνιθάρ] (ρ.) διαιωνίζω, παρατείνω, eterno [ετέρνο] (επίθ.) αιώνιος ατε λείωτος, ética [έτικα] (ουσΥθηλ.) ηθική, ético [έτικο] (επίθ.) ηθικός, etilo [ετίλο] (ουσΥαρσ.) αιθύλιο, etimología [ετιμολοχία] (ουσΥθηλ.) ετυμολογία, etimológico [ετιμολόγικο] (επίθ.) ετυμολογικός, etiqueta [ετικέτα] (ουσΥθηλ.) 1: εθιμο τυπία, 2: ετικέτα, etnia [έτνια] (ουσΥθηλ.) έθνος, étnico [έτνικο] (επίθ.) εθνικός etnografía [ετνογραφία] (ουσΥθηλ.) εθνογραφία, etnográfico [ετνογράφικο] (επίθ.) εθνο γραφικός etnología [ετνολοχία] (ουσΥθηλ.) εθνο λογία. etnólogo [ετνόλογο] (ουσΥαρσ.) εθνο λόγος. eucalipto [εουκαλίπτο] (ουσΥαρσ.) ευ κάλυπτος.
eufemismo [εουφεμίσμο] (ουσΥαρσ.) ευφημισμός euforia [εουφόρια] (ουσΥθηλ.) ευφο ρία, έκσταση, eufórico [εουφόρικο] (επίθ.) ευφορικός, εκστατικός, eunuco [εουνούκο] (ουσΥαρσ.) ευνού χος. eupepsia [εουπέπσια] (ουσΥθηλ.) ευπεψία. Europa [εουρόπα] (ουσΥθηλ.) Ευρώ πη. europeísta [εουροπείστα] (επίθ.) ευ ρωπαϊστής ευρωπαΐστρια. europeización [εουροπεϊθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) εξευρωπαϊσμός. europeo [εουροπέο] 1: (ουσΥαρσ.) Ευ ρωπαίος 2: (επίθ.) ευρωπαϊκός éuscaro [έουσκαρο] 1: (ουσΥαρσ.) Βά σκος 2: (επίθ.) βάσκικος. eutanasia [εουτανάσια] (ουσΥθηλ.) ευθανασία, evacuación [εβακουαθιόν] (ουσΥθηλ.) εκκένωση, αφόδευση, evacuado [εβακουάδο] (επίθ.) εκκε νωμένος. evacuar [εβακουάρ] (ρ.) εκκενώνω, αφοδεύω. evadir [εβαδίρ] (ρ.) 1: αποφεύγω, 2: ξεφεύγω. evadirse [εβαδίρσε] (ρ.) δραπετεύω, διαφεύγω, ξεφεύγω, evaluación [εβαλουαθιόν] (ουσΥθηλ.) αξιολόγηση, αποτίμηση, evaluar [εβαλουάρ] (ρ.) αξιολογώ, εκτιμώ. evangélico [εβανχέλικο] (επίθ.) ευαγ γελικός evangelio [εβανχέλιο] (ουσΥαρσ.) ευαγ γέλιο. evangelista [εβανχελίστα] (ουσΥαρσ.) ευαγγελιστής, evangelizar [εβανχελιθάρ] (ρ.) ευαγγελίζω.
266
exangüe evaporación [εβαποραθιόν] (ουσΥθηλ.) εξάτμιση, evaporar [εβαποράρ] (ρ.) εξατμίζω, evaporizar [εβαποριθάρ] (ρ.) εξατμί ζω. evasión [εβασιόν] (ουσΥθηλ.) δραπέ τευση, διαφυγή, απόδραση, evasiva [εβασίβα] (ουσΥθηλ.) υπεκφυ γή, πρόφαση, evasivo [εβασίβο] (επίθ.) υπεκφυγικός. evasor [εβασόρ] (ουσΥαρσ.) δραπέτης φυγάς. evento [εβέν'το] (ουσΥαρσ.) γεγονός συμβάν. eventual [εβεν^ουάλ] (επίθ.) 1: ενδε χόμενος πιθανός αναμενόμενος 2: απρόοπτος, eventualidad [εβεν'τουλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ενδεχόμενο, eventualmente [εβεν/τουάλμεν/τε] (επίρρ.) τυχαίως πιθανόν, evidencia [εβιδένθια] (ουσΥθηλ.) 1: απόδειξη, 2: πειστικότητα, evidenciar [εβιδενθιάρ] (ρ.) αποδεικνύω. evidente [εβιδέν'τε] (επίθ.) προφανής καταφανής έκδηλος φανερός, evidentemente [εβιδέν'τεμέν'τε] (επίρρ.) προφανώς φανερά, evitable [εβιτάμπλε] (επίθ.) αποτρέψιμος. evitación [εβιταθιόν] (ουσΥθηλ.) απο τροπή. evitar [εβιτάρ] (ρ.) 1: αποφεύγω, 2: εμποδίζω, evocación [εβοκαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: επίκληση, 2: αναπόληση, evocador [εβοκαδόρ] (επίθ.) αναπολών. evocar [εβοκάρ] (ρ.) ξαναφέρνω στο νου, ανακαλώ, evolución [εβολουθιόν] (ουσΥθηλ.) εξέ λιξη, ανάπτυξη.
evolucionar [εβολουθιονάρ] (ρ.) εξε λίσσω. evolucionarse [εβολουθιονάρσε] (ρ.) εξελίσσομαι, evolucionismo [εβολουθιονίσμο] (ουσΥ αρσ.) η εξελικτική θεωρία, εξελιξιαρ χία. evolutivo [εβολουτίβο] (επίθ.) εξελι κτικός. ex [εξ] (ουσΥαρσ. + θηλ.) πρώην, τέ ως. exacción [εξακθιόν] (ουσΥθηλ.) απαί τηση, αξίωση, exacerbar [εξαθερμπάρ] (ρ.) 1: εξοργί ζω, 2: επιδεινώνω, exactamente [εξάκταμέν'τε] (επίρρ.) ακριβώς σωστά, exactitud [εξακτιτούδ] (ουσΥθηλ.) ακρίβεια. exacto [εξάκτο] (επίθ.) ακριβής σω στός, πιστός, exageración [εξαχεραθιόν] (ουσΥθηλ.) υπερβολή, μεγαλοποίηση, exagerado [εξαχεράδο] (επίθ.) υπερ βολικός. exagerar [εξαχεράρ] (ρ.) υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, exaltación [εξαλταθιόν] (ουσΥθηλ.) έξαρση, εξύψωση, έξαψη, exaltado [εξαλτάδο] 1: (ουσΥαρσ.) θερμόαιμος 2: (επίθ.) (α) ακραίος φανατικός παθιασμένος (β) ευέξα πτος. exaltar [εξαλτάρ] (ρ.) 1: εξυψώνω, εκ θειάζω, εξυμνώ, 2: διεγείρω, examen [εξάμεν] (ουσΥαρσ.) 1: εξέτα ση, 2: διαγώνισμα, examinado [εξαμινάδο] (επίθ.) εξετα ζόμενος. examinador [εξαμιναδόρ] (ουσ,/αρσ.) εξεταστής, examinar [εξαμινάρ] (ρ.) 1: εξετάζω, 2: ερευνώ, 3: ελέγχω, exangüe [εξάνγκουε] (επίθ.) 1: αναι-
267
exánime μικός 2: αδύναμος 3: πεθαμένος 4: ασθενικός, exánime [εξάνιμε] (επίθ.) άψυχος εξασθενημένος εξαντλημένος exasperación [εξασπεραθιόν] (ουσΥ θηλ.) απόγνωση, exasperar [εξασπεράρ] (ρ.) παροξύνω, εξαγριώνω, νευριάζω, εξάπτω, excarcelación [εξκαρθελαθιόν] (ουσΥ θηλ.) αποφυλάκιση. excarcelar [εξκαρθελάρ] (ρ.) αποφυ λακίζω. excavación [εξκαβαθιόν] (ουσΥθηλ.) ανασκαφή. excavador [εξκαβαδόρ] (ουσΥαρσ.) ανασκαφέας εκσκαφέας, excavar [εξκαβάρ] (ρ.) σκάβω, ανα σκάβω. excedente [εξθεδέντε] (επίθ.) περιτ τός υπερβολικός, exceder [εξθεδέρ] (ρ.) πλεονάζω, υπερ βαίνω, ξεπερνώ, excederse [εξθεδέρσε] (ρ.) υπερβάλ λω, υπερβαίνω, excelencia [εξθελένθια] (ουσΥθηλ.) εξοχότητα, υπεροχή, ανωτερότητα, excelente [εξθελέν'τε] (επίθ.) υπέρο χος έξοχος άριστος εξαίρετος, excelso [εξθέλσο] (επίθ.) θεσπέσιος μεγαλόπρεπος, excentricidad [εξθεν'τριθιδάδ] (ουσ./ θηλ.) εκκεντρικότητα. excéntrico [εξθέν'τρικο] (επίθ.) εκκεν τρικός. excepción [εξθεπθιόν] (ουσΥθηλ.) εξαί ρεση. excepcional [εξθεπθιονάλ] (επίθ.) εξαι ρετικός εκλεκτός excepto [εξθέπτο] (προθ.) εκτός πλην. exceptuar [εξθεπτουάρ] (ρ.) εξαιρώ, αποκλείω, excesivo [εξθεσίβο] (επίθ.) υπερβολι κός υπέρμετρος exceso [εξθέσο] (ουσΥαρσ.) 1: υπέρ
βαρο φορτίο, 2: κατάχρηση, υπερ βολή, 3: υπέρβαση, excitable [εξθιτάμπλε] (επίθ.) ευερέθι στος ευσυγκίνητος, excitación [εξθιταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: διέγερση, ερεθισμός 2: παρακίνηση, excitante [εξθιτάν'τε] (επίθ.) διεγερτι κός ερεθιστικός excitar [εξθιτάρ] (ρ.) διεγείρω, ερεθί ζω, παρακινώ, εξάπτω, excitarse [εξθιτάρσε] (ρ.) διεγείρομαι, ερεθίζομαι, exclamación [εξκλαμαθιόν] (ουσΥθηλ.) αναφώνηση, επιφώνημα, exclamar [εξκλαμάρ] (ρ.) αναφωνώ, exclamativo [εξκλαματίβο] (επίθ.) επιφωνηματικός στομφώδης, exduible [εξκλουΐμπλε] (επίθ.) εξαι ρετέος. excluir [εξκλουίρ] (ρ.) αποκλείω, εξαι ρώ. exclusión [εξκλουσιόν] (ουσΥθηλ.) απο κλεισμός εξαίρεση, exclusiva [εξκλουσίβα] (ουσΥθηλ.) απο κλειστικότητα, exclusive [εξκλουσίβε] 1: (επίρρ.) απο κλειστικά, 2: (πρόθ.) μη συμπερι λαμβανομένου · querría hacer una reservación hasta el 10 de octubre esclusive - θα ήθελα να κάνω μια κράτηση μέχρι τις 10 Οκτωβρίου (μη συμπεριλαμβανομένης της 10ης Οκτωβρίου). exclusividad [εξκλουσιβιδάδ] (ουσΥ θηλ.) αποκλειστικότητα, exclusivo [εξκλουσίβο] (επίθ.) απο κλειστικός excomulgar [εξκομουλγάρ] (ρ.) αφορίζω. excomunión [εξκομουνιόν] (ουσΥθηλ.) αφορισμός excoriar [εξκοριάρ] (ρ.) εκδέρω, γδέρνω. excreción [εξκρεθιόν] (ουσΥθηλ.) έκ-
268
exoneración κρίση, εκβολή, excremento [εξκρεμέν'τό] (ουσ,/αρσ.) περίττωμα, κόπρος, excretar [εξκρετάρ] (ρ.) εκκρίνω, excursión [εξκουρσιόν] (ουσΥθηλ.) εκ δρομή. excursionista [εξκουρσιονίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) εκδρομέας, excusa [εξκούσα] (ουσ7θηλ.) δικαιο λογία, πρόφαση, excusar [εξκουσάρ] (ρ.) 1: δικαιολογώ, 2: συγχωρώ, execrar [εξεκράρ] (ρ.) απεχθάνομαι, αποστρέφομαι. exégesis [εξέχεσις] (ουσ7θηλ.) εξήγη ση. exención [εξενθιόν] (ουσ./θηλ.) εξαί ρεση. exentar [εξεν'τάρ] (ρ.) εξαιρώ, exento [εξέν'το] (επίθ.) 1: απαλλαγ μένος ελεύθερος 2: εξαιρέσιμος, exequias [εξέκιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. νεκρώσιμη τελετή ή ακολουθία, exfoliación [εξφολιαθιόν] (ουσ/θηλ.) απολέπιση, exfoliar [εξφολιάρ] (ρ.) απολεπίζω, exhalación [εξαλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: αναθυμιάσεις 2: εκπνοή. exhalar [εξαλάρ] (ρ.) 1: αναπνέω, εκ πνέω, 2: αναδίδω (αέριο, άρωμα). exhaustivo [εξαουστίβο] (επίθ.) εξαντ λητικός. exhausto [εξάουστο] (επίθ.) εξαντλη μένος κατάκοπος, exhibición [εξιμπιθιόν] (ουσ7θηλ.) επί δειξη, έκθεση, παρουσίαση, exhibicionismo [εξιμπιθιονίσμο] (ουσ./ αρσ.) επιδειξιομανία. exhibicionista [εξιμπιθιονίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) επιδειξίας επιδειξιομανής. exhibir [εξιμπίρ] (ρ.) επιδεικνύω, εκθέ τω, παρουσιάζω, exhortación [εξορταθιόν] (ουσ,/θηλ.)
παραίνεση, νουθεσία, προτροπή, παρακίνηση, exhortar [εξορτάρ] (ρ.) παραινώ, πα ροτρύνω, παρακινώ, exhumar [εξουμάρ] (ρ.) ξεθάβω, exigencia [εξιχένθια] (ουσ,/θηλ.) απαί τηση, αξίωση, διεκδίκηση, exigente [εξιχέν'τε] (επίθ.) απαιτητι κός αυστηρός, exigir [εξιχίρ] (ρ.) απαιτώ, αξιώνω, διεκδικώ. exigüidad [εξιγουιδάδ] (ουσ,/θηλ.) μικροσκοπικότητα. exiguo [εξίγουο] (επίθ.) ελάχιστος λι γοστός. exilado [εξιλάδο] (επίθ.) εξόριστος, exilar [εξιλάρ] (ρ.) εξορίζω, exilio [εξίλιο] (ουσ,/αρσ.) εξορία, eximir [εξιμίρ] (ρ.) απαλλάσσω, existencia [εξιστένθια] (ουσ,/θηλ.) ύπαρ ξη, υπόσταση, ζωή. existetencialismo [εξιστενθιαλίσμο] (ουσ,/αρσ.) υπαρξισμός, existencialista [εξιστενθιαλίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) υπαρξιστής υπαρξί στρια. existencias [εξιστένθιας] (ουσ,/θηλ.) πληθ. 1: εμπορεύματα, προϊόντα, 2: αποθέματα, existente [εξιστέν'τε] (επίθ.) 1: υπαρ κτός 2: αποθεματικός. existir [εξιστίρ] (ρ.) υπάρχω, éxito [έξιτο] (ουσ,/αρσ.) επιτυχία, exitoso [εξιτόσο] (επίθ.) επιτυχής, éxodo [έξοδο] (ουσΥαρσ.) έξοδος (πληθυσμού). exogamia [εξογάμια] (ουσ./θηλ.) εξω γαμία. exogámico [εξογάμικο] (επίθ.) εξώγα μος. exógeno [εξόχενο] (επίθ.) εξωγενής, exoneración [εξονεραθιόν] (ουσ/θηλ.) απαλλαγή από κατηγορίες ή υποχρε ώσεις
269
exonerar exonerar [εξονεράρ] (ρ.) 1: καθαιρώ, 2: απολύω, exorbitante [εξορμπιτάν'τε] (επίθ.) υπέρ μετρος υπερβολικός, exorcismo [εξορθίσμο] (ουσΥαρσ.) εξορκισμός. exorcizar [εξορθιθάρ] (ρ.) εξορκίζω. exótico [εξότικο] (επίθ.) εξωτικός, exotismo [εξοτίσμο] (ουσΥαρσ.) εξω τισμός. expandir [εξπαν'ντίρ] (ρ.) 1: εξαπλώ νω, διαδίδω, 2: διαστέλλω, 3: ανα πτύσσω. expansión [εξπανσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εξάπλωση, επέκταση, διάδοση 2: διαστολή, 3: ανάπτυξη, expansionar [εξπανσιονάρ] (ρ.) επε κτείνω, διευρύνω, expansionista [εξπανσιονίστα] (επίθ.) επεκτατικός, expansivo [εξπανσίβο] (επίθ.) 1: επε κτατικός 2: διαχυτικός εκδηλωτι κός. expatriación [εξπατριαθιόν] (ουσΥ θηλ.) εκπατρισμός εξορία, ξενιτιά, expatriado [εξπατριάδο] (επίθ.) εξόρι στος, εκπαρτισμένος ξενιτεμένος, expatriarse [εξπατριάρσε] (ρ.) εκπα τρίζομαι, ξενιτεύομαι, εξορίζομαι, expectación [εξπεκταθιόν] (ουσΥθηλ.) προσδοκία, αναμονή, expectante [εξπεκτάν'τε] (επίθ.) αυτός που προσδοκά, expectativa [εξπεκτατίβα] (ουσΥθηλ.) 1: προσδοκία, βλέψη, φιλοδοξία, 2: αναμονή. expectorante [εξπεκτοράν'τε] (επίθ.) αποχρεμπτικός, expectorar [εξπεκτοράρ] (ρ.) αποχρέμπτομαι, βγάζω φλέγματα, expedición [εξπεδιθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αποστολή, 2: εκστρατεία, expedicionario [εξπεδιθιονάριο] (επίθ.) διεκπεραιωτικός.
expedidor [εξπεδιδόρ] (ουσΥαρσ.) αποστολέας, expediente [εξπεδιέν'τε] (ουσΥαρσ.) 1: φάκελος 2: έγγραφο, 3: έλεγχος επίδοσης (μαθητών). expedir [εξπεδίρ] (ρ.) 1: αποστέλλω, 2: εκδίδω. expeditivo [εξπεδιτίβο] (επίθ.) 1: τα χύς, 2: δραστήριος, expedito [εξπεδίτο] (επίθ.) ταχύς expeler [εξπελέρ] (ρ.) αποβάλλω, expendedor [εξπενδεδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: λιανοπώλης 2: εκδότης εισιτηρί ων. expendeduría [εξπεν'ντεδουρία] (ουσΥ θηλ.) μαγαζί ψιλικών, ψιλικατζίδικο. expender [εξπεν'ντέρ] (ρ.) πουλάω λιανική. expensas [εξπένσας] (ουσΥθηλ.) πληθ. δαπάνες έξοδα, experiencia [εξπεριένθια] (ουσΥθηλ.) πείρα, εμπειρία, experimentación [εξπεριμεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) πειραματισμός, experimentado [εξπεριμεν'τάδο] (επίθ.) έμπειρος. experimental [εξπεριμεν'τάλ] (επίθ.) πειραματικός δοκιμαστικός, experimentar [εξπεριμεν'τάρ] (ρ.) δο κιμάζω. experimentarse [εξπεριμεν'τάρσε] (ρ.) πειραματίζομαι, experimento [εξπεριμέν'το] (ουσΥ αρσ.) πείραμα, experto [εξπέρτο] 1: (ουσΥαρσ.) ειδι κευμένος 2: (επίθ.) έμπειρος ειδήμων, ειδικός, expiación [εξπιαθιόν] (ουσΥθηλ.) εξι λέωση, κάθαρση, expiar [εξπιάρ] (ρ.) εξιλεώνω, εξαγνί ζω. expiración [εξπιραθιόν] (ουσΥθηλ.) εκπνοή, λήξη. expirar [εξπιράρ] (ρ.) εκπνέω, λήγω.
270
expulsión explanación [εξπλαναθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ισοπέδωση, 2: επεξήγηση, explanar [εξπλανάρ] (ρ.) 1: ισοπεδώ νω, 2:επεξηγώ. explayar [εξπλαγιάρ] (ρ.) επεκτείνω, επιμηκύνω, explayarse [εξπλαγιάρσε] (ρ.) 1: εκτεί νομαι, επεκτείνομαι, 2: ξαλαφρώνω, ανακουφίζομαι, explicación [εξπλικαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εξήγηση, explicar [εξπλικάρ] (ρ.) εξηγώ, explicativo [εξπλικατίβο] (επίθ.) επε ξηγηματικός διευκρινιστικός ερμη νευτικός explícito [εξπλίθιτο] (επίθ.) ρητός σα φής· exploración [εξπλοραθιόν] (ουσΥθηλ.) εξερεύνηση, εξέταση, ανίχνευση, explorador [εξπλοραδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: εξερευνητής ανιχνευτής 2: πρό σκοπος explorar [εξπλοράρ] (ρ.) εξερευνώ, εξετάζω, ανιχνεύω. exploratorio [εξπλορατόριο] (επίθ.) εξερευνητικός αναγνωριστικός, explosión [εξπλοσιόν] (ουσΥθηλ.) έκρη ξη, ξέσπασμα, explosivo [εξπλοσίβο] (επίθ.) εκρηκτι κός. explotación [εξπλοταθιόν] (ουσΥθηλ.) εκμετάλλευση, αξιοποίηση, explotador [εξπλοταδόρ] (ουσΥαρσ.) κάπηλος εκμεταλλευτής, explotar [εξπλοτάρ] (ρ.) 1: εκμεταλ λεύομαι, καπηλεύομαι, 2: αξιοποιώ, 3: εκρήγνυμαι, ξεσπώ. exponente [εξπονέν'τε] (ουσΥαρσ.) 1: (Μαθ.) εκθέτης 2: εκφραστής, exponer [εξπονέρ] (ρ.) εκθέτω, exportable [εξπορτάμπλε] (επίθ.) εξα γώγιμος. exportación [εξπορταθιόν] (ουσΥθηλ.) εξαγωγή.
exportador [εξπορταδόρ] (ουσΥαρσ.) εξαγωγέας. exportar [εξπορτάρ] (ρ.) εξάγω, exposición [εξποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) έκθεση. exposímetro [εξποσίμετρο] (ουσΥαρσ.) φωτόμετρο, expositivo [εξποσιτίβο] (επίθ.) εκθε σιακός. expósito [εξπόσιτο] (ουσΥαρσ.) έκθε το νεογέννητο, expositor [εξποσιτόρ] (ουσΥαρσ.) εκ θέτης. exprés [εξπρές] (επίθ.) ταχύς γρήγο ρος. expresamente [εξπρέσαμέν'τε] (επίρρ.) ρητώς σαφώς, expresar [εξπρεσάρ] (ρ.) εκφράζω, expresarse [εξπρεσάρσε] (ρ.) εκφρά ζομαι. expresión [εξπρεσιόν] (ουσΥθηλ.) έκ φραση. expresivo [εξπρεσίβο] (επίθ.) εκφρα στικός παραστατικός, expreso [εξπρέσο] (επίθ.) 1: ρητός σα φής 2: ταχύς, exprimidor [εξπριμιδόρ] (ουσΥαρσ.) στίφτης. exprimir [εξπριμίρ] (ρ.) στίβω, ξεζου μίζω. expropiación [εξπροπιαθιόν] (ουσΥθηλ.) απαλλοτρίωση, expropiar [εξπροπιάρ] (ρ.) απαλλο τριώνω. expuesto [εξπουέστο] (επίθ.) 1: εκτε θειμένος 2: παρακινδυνευμένος ρι ψοκίνδυνος, expugnación [εκπουγναθιόν] (ουσΥ θηλ.) βίαιη κατάληψη, κυρίευση. expugnar [εξπουγνάρ] (ρ.) καταλαμ βάνω, κυριεύω διά της βίας expulsar [εξπουλσάρ] (ρ.) 1: αποβάλ λω, 2: απελαύνω, expulsión [εξπουλσιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
271
expulsor αποβολή, 2: απέλαση.' expulsor [εξπουλσόρ] (επίθ.) εκτινασ σόμενος. exquisitez [εξκοισιτέθ] (ουσ/θηλ.) υπε ροχήexquisito [εξκισίτο] (επίθ.) θεσπέσιος εξαίσιος εκλεκτός, éxtasis [έξτασις] (ουσΥαρσ.) έκσταση, extaslar [εξτασιάρ] (ρ.) προκαλώ έκ σταση. extático [εξτότικο] (επίθ.) εκστατικός, extender [εξτεν'ντέρ] (ρ.) εκτείνω, απλώνω, εξαπλώνω, επεκτείνω, extendido [εξτεν'ντίδο] (επίθ.) διαδε δομένος. extensible [εξτενσίμπλε] (επίθ.) εκτει νόμενος τεντωμένος, extensión [εξτενσιόν] (ουσ./θηλ.) 1: έκταση, 2: εξάπλωση, επέκταση, extensivo [εξτενσίβο] (επίθ.) εκτετα μένος. extenso [εξτένσο] (επίθ.) εκτεταμένος ευρύς διαδεδομένος, extenuación [εξτενουαθιόν] (ουσ./ θηλ.) εξασθένηση, αποδυνάμωση. extenuado [εξτενουάδο] (επίθ.) αδύ ναμος αδύνατος, extenuar [εξτενουάρ] (ρ.) εξασθενώ, αποδυναμώνω, exterior [εξτεριόρ] (επίθ.) εξωτερικός, exteriorizar [εξτεριοριθάρ] (ρ.) εξωτερικεύω. exteriormente [εξτεριόρμέν/τε] (επίρρ.) εξωτερικώς exterminar [εξτερμινάρ] (ρ.) εξολο θρεύω, εξοντώνω, ξεπαστρεύω, exterminio [εξτερμίνιο] (ουσ7αρσ.) εξολόθρευση, εξόντωση, ξεπάστρεμα. exterminador [εξτερμιναδόρ] (ουσ./ αρσ.) εξολοθρευτής, externo [εξτέρνο] (επίθ.) εξωτερικός, extinción [εξτινθιόν] (ουσ/θηλ.) σβή σιμο, εξάλειψη.
extinguir [εξτινγκίρ] (ρ.) σβήνω, εξα λείφω. extinto [εξτίν'το] (επίθ.) 1: σβηστός 2: νεκρός. extintor [εξτιν'τόρ] (ουσ,/αρσ.) πυρο σβεστήρας, extirpación [εξτιρπαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εξάλειψη, αφαίρεση, extirpar [εξτιρπάρ] (ρ.) 1: ξεριζώνω, 2: αφαιρώ. extra [έξτρα] 1: (ουσ7αρσ.+ θηλ.) κο μπάρσος 2: (επίθ.) επιπλέον, πρό σθετος συμπληρωματικός 3: (επίρρ.) επιπρόσθετα, έξτρα. extracción [εξτρακθιόν] (ουσ7θηλ.) 1: εξαγωγή, αφαίρεση, 2: κλήρωση, extracto [εξτράκτο] (ουσ,/αρσ.) 1: εκ χύλισμα, απόσταγμα, 2: περίληψη, extractor [εξτρακτόρ] (ουσ,/αρσ.) εξαγωγέας. extradición [εξτραδιθιόν] (ουσ,/θηλ.) παράδοση εγκληματία, extraer [εξτραέρ] (ρ.) εξάγω, βγάζω, αφαιρώ. extralimitación [εξτραλιμιταθιόν] (ουσ./ θηλ.) υπέρβαση ορίου, extralimitarse [εξτραλιμιτάρσε] (ρ.) υπερβαίνω τα όρια, παρακάνω, extrañamiento [εξτρανιαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) έκπληξη, extrañar [εξτρανιάρ] (ρ.) 1: παραξε νεύω, 2: εκπλήσσω, 3: μου λείπει κάτι • a veces extraño su presencia - κάποιες φορές μου λείπει η παρουσία του. extrañeza [εξτρανιέθα] (ουσ./θηλ.) έκ πληξη, ξάφνιασμα, extranjerismo [εξτρανχερίσμο] (ουσ./ αρσ.) ξενικός όρος. extranjero [εξτρανχέρο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) εξωτερικό, (β) αλλοδαπός ξένος 2: (επίθ.) ξένος, extraño [εξτράνιο] (επίθ.) παράξενος ασυνήθιστος περίεργος.
272
eyector extraoficial [εξτραοφιθιάλ] (επίθ.) ανε πίσημος. extraordinario [εξτραορδινάριο] (επίθ.) 1: εξαιρετικός καταπληκτικός έκτα κτος 2: ασυνήθιστος extrarradio [εξτραράδιο] (ουσΥαρσ.) περίχωρα, extraterrestre [εξτρατερέστρε] (ουσΥ αρσ.)/(επίθ.) εξωγήινος, extraterritorial [εξτρατερποριάλ] (επίθ.) ετερόδικος extravagancia [εξτραβαγάνθια] (ουσΥ θηλ.) εκκεντρικότητα. extravagante [εξτραβαγάν'τε] (επίθ.) εκκεντρικός, extraviarse [εξτραβιόρσε] (ρ.) χάνω τον δρόμο, αποπροσανατολίζομαι, extravío [εξτραβίο] (ουσΥαρσ.) χάσι μο. extremado [εξτρεμάδο] (επίθ.) ακραί ος. extremar [εξτρεμάρ] (ρ.) φτάνω στα άκρα. extremidades [εξτρεμιδάδες] (ουσΥ θηλ.) πληθ. άκρα. extremista [εξτρεμίστα] 1: (συσΥαρσ+ θηλ.) εξτρεμιστής εξτρεμίστρια, 2: (επίθ.) ακραίος.
extremo [εξτρέμο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) άκρη, (β) άκρο, όριο, 2: (επίθ.) (α) ακραίος (β) έσχατος, extrínseco [εξτρίνσεκο] (επίθ.) εξωγε νής. extrovertido [εξτροβερτίδο] (επίθ.) εξωστρεφής exuberancia [εξουμπεράνθια] (ουσΥθηλ.) 1: αφθονία βλάστησης 2: ευρωστία. exuberante [εξουμπεράν'τε] (επίθ.) πληθωρικός άφθονος, exudar [εξουδάρ] (ρ.) εξιδρώνω. exultación [εξουλταθιόν] (ουσΥθηλ.) αγαλλίαση, ανακούφιση, ευφροσύνη, exultar [εξουλτάρ] (ρ.) αγαλλιάζω, χαί ρομαι. exvoto [εξβότο] (ουσΥαρσ.) τάμα, αφιέρωμα, τάξιμο, eyeculación [εγιακουλαθιόν] (ουσΥ θηλ.) εκσπερμάτωση. eyacular [εγιακουλάρ] (ρ.) εκσπερματώνω. eyector [εγιεκτόρ] (ουσΥαρσ.) εκτοξευτήρας εκχυτήρας.
273
F, f [έφε] (ουσΥθηλ.) το έβδομο γράμ μα του ισπανικού αλφαβήτου, [φα] (ουσΥαρσ.) μουσική νότα
fa
fabada [φαμπάδα] (ουσΥθηλ.) φασο λάδα με χοιρινό, fábrica [φάμπρικα] (ουσΥθηλ.) εργο στάσιο. fabricación [φαμπρικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) κατασκευή, fabricante [φαμπρικάν'τε] (ουσΥαρσ.) κατασκευαστής, παρασκευαστής, fabricar [φαμπρικάρ] (ρ.) κατασκευά ζω, παρασκευάζω, fabril [φαμπρίλ] (επίθ.) παρασκευαζό μενος. fábula [φάμπουλα] (ουσΥθηλ.) μύθος παραμύθι, fabuloso [φαμπουλόσο] (επίθ.) 1: μυ θικός 2: φανταστικός, facción [φακθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: χαρα κτηριστικό, 2: φατρία, κλίκα, faceta [φαθέτα] (ουσΥθηλ.) όψη, πλευ ρά. facha [φάτσα] (ουσΥθηλ.) εμφάνιση, φάτσα, παρουσιαστικό. fachada [φατσάδα] (ουσΥθηλ.) 1: πρό σοψη, 2: προσποιητή εμφάνιση, fachenda [φατσέν'ντα] (ουσΥθηλ.) αλα ζονεία, υπεροψία, έπαρση, (καθ.) ξι πασιά. fachoso [φατσόσο] (επίθ.) γελοίος στην εμφάνιση, facial [φαθιάλ] (επίθ.) του προσώπου, fácil [φάθιλ] (επίθ.) 1: εύκολος 2: πιθα νός 3: βολικός άνετος, facilidad [φαθιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ευ κολία, 2: ευχέρεια, facilitar [φαθιλιτάρ] (ρ.) 1: ευκολύνω, διευκολύνω, 2: παρέχω, fácilmente [φάθιλμέν'τε] (επίρρ.) εύ κολα.
facineroso [φαθινερόσο] (ουσΥαρσ.) εγκληματίας, facsímil [φακ'σίμιλ] (ουσΥαρσ.) πιστό αντίγραφο, factible [φακτίμπλε] (επίθ.) εφικτός δυνατός κατορθωτός πραγματο ποιήσιμος facticio [φακτίθιο] (επίθ.) επίπλαστος τεχνητός. factor [φακτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: παρά γοντας 2: συντελεστής, factoría [φακτορία] (ουσΥθηλ.) 1: πρα τήριο, 2: εργοστάσιο, factótum [φακτότουμ] (ουσΥαρσ.) πο λυτεχνίτης, factura [φακτούρα] (ουσΥθηλ.) 1 τιμο λόγιο, λογαριασμός 2: απόδειξη, facturación [φακτουραθιόν] (ουσΥθηλ.) έκδοση τιμολογίου, facturar [φακτουράρ] (ρ.) 1: απο στέλλω αποσκευές ή εμπόρευμα, 2: χρεώνω, τιμολογώ, facultad [φακουλτάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ικανότητα, δεξιότητα, 2: πανεπιστη μιακή σχολή, facultar [φακουλτάρ] (ρ.) εξουσιοδο τώ. facultativo [φακουλτατίβο] (επίθ.) 1: προαιρετικός 2: πανεπιστημιακός 3: ιατρικός, facundia [φακούνδια] (ουσΥθηλ.) ευ φράδεια. faena [φαένα] (ουσΥθηλ.) εργασία, δουλειά. faisán [φαϊσάν] (ουσΥαρσ.) φασιανός, faja [φάχα] (ουσΥθηλ.) 1: ζωνάρι, 2: κορσές, 3: λωρίδα, 4: επίδεσμος, fajar [φαχάρ] (ρ.) ζώνω, φασκιώνω, τυλίγω. fajín [φαχίν] (ουσΥαρσ.) φαρδιά λω ρίδα. fajina [φαχίνα] (ουσΥθηλ.) λεπτό ξύλο για τη φωτιά, προσάναμμα, fajo [φάχο] (ουσΥαρσ.) δεσμίδα, δέ-
274
familiarizarse σμΠ· falacia [φαλάθια] (ουσ./θηλ.) απάτη, πλάνη, παραπλάνηση. falange [φαλάνχε] (ουσΥαρσ.) φάλαγ γα. falangista [φαλανχίστα] (ουσΥαρσ.) φαλαγγίτης, falaz [φαλάθ] (επίθ.) παραπλανητικός απατηλός, falda [φάλδα] (ουσΥθηλ.) 1: φούστα, 2: ποδιά, 3: πλαγιά λόφου, faldero [φαλδέρο] (ουσΥαρσ.) 1: γυναικάς 2: μικρόσωμο σκυλάκι, faldillas [φαλδίγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. ουρές σακακιού, faldón [φαλδόν] (ουσΥαρσ.) 1: αέτω μα, 2: μακριά και φαρδιά φούστα, falena [φαλένα] (ουσΥθηλ.) λεπιδόπτερο, πεταλούδα, falencia [φαλένθια] (ουσΥθηλ.) σφάλ μα. falibilidad [φαλιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: αστοχία, 2: αδικία, 3: σφαλερότητα. falible [φαλίμπλε] (επίθ.) υποκείμενος σε σφάλμα, fálico [φάλικο] (επίθ.) φαλλικός. falla [φάγια] (ουσΥθηλ.) 1: ελάττωμα, σφάλμα, 2: ρήγμα, 3: έλλειψη, fallar [φαγιάρ] (ρ.) 1: αστοχώ, αποτυγ χάνω, 2: απογοητεύω, fallecer [φαγεθέρ] (ρ.) εκλείπω, fallecido [φαγιεθίδο] (ουσΥαρσ.) μα καρίτης εκλιπών. fallecimiento [φαγεθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) θάνατος, fallido [φαγίδο] (επίθ.) άστοχος μά ταιος fallo [φάγιο] (ουσΥαρσ.) 1: αποτυχία, 2: αστοχία, 3: καταδίκη, falo [φάλο] (ουσΥαρσ.) φαλλός, falsario [φαλσάριο] (ουσΥαρσ.) 1: ψεύ της 2: απατεώνας κομπιναδόρος falseador/ra [φαλσεαδόρ/ρα] (ουσΥ
αρσ.+ θηλ.) παραχαράκτης, falsear [φαλσεάρ] (ρ.) 1: παραποιώ, 2: παραχαράσσω, πλαστογραφώ, falsedad [φαλσεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: διαστρέβλωση, παραποίηση, απάτη, 2: ψευτιά. falsete [φαλσέτε] (ουσΥαρσ.) φαλσέτο. falsía [φαλσία] (ουσΥθηλ.) 1: διπροσω πία, 2: δολιότητα, ραδιουργία, falsificación [φαλσιφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) παραποίηση, νοθεία, παραχά ραξη, πλαστογράφηση, falsificador [φαλσιφικαδόρ] (ουσΥ αρσ.) παραχαράκτης πλαστογράφος. falsificar [φαλσιφικάρ] (ρ.) νοθεύω, πλαστογραφώ, παραχαράσσω. falso [φάλσο] (επίθ.) 1: ψεύτικος ψευ δής αναληθής 2: κίβδηλος πλα στός. falta [φάλτα] (ουσΥθηλ.) 1: έλλειψη, απουσία, 2: ελάττωμα, 3: παράβαση, 4: λάθος. faltar [φαλτάρ] (ρ.) 1: λείπω, απουσιά ζω, 2: προσβάλλω, 3: αθετώ, falto [φάλτο] (επίθ.) 1: ελλιπής ανε παρκής λειψός 2: στερημένος, faltriquera [φαλτρικέρα] (ουσΥθηλ.) μικρή τσέπη στο παντελόνι, falúa [φαλούα] (ουσΥθηλ.) άκατος, fama [φάμα] (ουσΥθηλ.) 1: φήμη (καλό όνομα), 2: φήμη, διάδοση, famélico [φαμέλικο] (επίθ.) λιμοκτονών, πειναλέος, familia [φαμίλια] (ουσΥθηλ.) οικογέ νεια, σόι, γένος, familiar [φαμιλιάρ] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) συγγενής 2: (επίθ.) οικογενειακός οι κείος familiaridad [φαμιλιαριδάδ] (ουσΥ θηλ.) οικειότητα, familiarizarse [φαμιλιαριθάρσε] (ρ.) εξοικειώνομαι.
275
famoso famoso [φαμόσο] (επίθ.) διάσημος ονο μαστός ξακουστός φημισμένος fan [φαν] (ουσ7αρσ.) οπαδός, fanal [φανάλ] (ουσ^αρσ.) φάρος λιμα νιού. fanático [φανάτικο] (επίθ.) φανατικός, fanatismo [φανατίσμο] (ουσ,/αρσ.) φανατισμός, fanatizar [φανατιθάρ] (ρ.) φανατίζω, fandango [φανδάνγο] (ουσ,/αρσ.) εί δος χορού, fanfarria [φανφάρια] (ουσ,/θηλ.) φαν φάρα. fanfarrón [φανφαρόν] (επίθ.) κομπα στής καυχησιάρης φαφλατάς, fanfarronada [φανφαρονάδα] (ουσ./ θηλ.) κομπορρημοσύνη, φανφαρο νισμός fanfarronear [φανφαρονεάρ] (ρ.) κομπορρημονώ, καυχιέμαι, fangal [φανγάλ] (ουσ,/αρσ.) βούρκος βάλτος. fango [φάνγκο] (ουσ7αρσ.) λάσπη, fangoso [φανγκόσο] (επίθ.) λασπώ δης. fantasear [φαν'τασεάρ] (ρ.) ονειροπο λώ, φαντάζομαι, fantasía [φαν'τασία] (ουσ/θηλ.) 1: φα ντασία, εφευρετικότητα, 2: φαντασίω ση. fantasma [φαν'τάσμα] (ουσ,/αρσ.) φά ντασμα, οπτασία, όραμα, fantasmagoría [φαντασμαγορία] (ουσ./ θηλ.) φαντασμαγορία, fantasmagórico [φαν'τασμαγόρικο] (επίθ.) φαντασμαγορικός fantasmal [φαν'τασμάλ] (επίθ.) του φαντάσματος φανταστικός, fantástico [φαν'τάστικο] (επίθ.) φα νταστικός, fantoche [φαν'τότσε] (ουσ7αρσ.) μαριονέτα. faquir [φακίρ] (ουσΛιρσ.) φακίρης, faramalla [φαραμάγια] (ουσΥθηλ.)
μπούρδες ανοησίες, farándula [φανάνδουλα] (ουσ,/θηλ.) θίασος. faraón [φαραόν] (ουσΥαρσ.) φαραώ, faraónico [φαραόνικο] (επίθ.) φαρα ωνικός. fardo [φάρδο] (ουσ7αρσ.) μπόγος σάκος. farfulla [φαφούγια] (ουσ,/θηλ.) ακαταλαβίστικα. farfullar [φαρφουγιάρ] (ρ.) 1: μιλάω ακαταλαβίστικα, 2: φλυαρώ, πολυ λογώ. farináceo [φαρινάθεο] (επίθ.) αλευρώδης αμυλώδης, faringe [φαρίνχε] (ουσ./θηλ.) φάρυγγας. faringitis [φαρινχίτις] (ουσ7θηλ.) φαρυγγίτιδα. fariseo [φαρισέο] (ουσΥαρσ.) φαρισαίος (μτφ.) υποκριτής farmacéutico [φαρμαθέουτικο] 1: (ουσ./ αρσ.) φαρμακοποιός 2: (επίθ.) φαρμα κευτικός farmacia [φαρμάθια] (ουσ,/θηλ.) φαρ μακείο. fármaco [φάρμακο] (ουσΥαρσ.) φάρ μακο. farmacología [φαμακολοχία] (ουσ./ θηλ.) φαρμακολογία, farmacológico [φαρμακολόχικο] (επίθ.) φαρμακολογικός farmacólogo [φαρμακόλογο] (ουσ./ αρσ.) φαρμακολόγος, faro [φάρο] (ουσ,/αρσ.) φάρος, farol [φαρόλ] (ουσ,/αρσ.) φανάρι, farola [φαρόλα] (ουσ/θηλ.) φανοστάτης farolero [φαρολέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: φα ναρτζής 2: φαροφύλακας 3: καυχη σιάρης κομπαστής farolillo [φαρολίγιο] (ουσ,/αρσ.) κινέ ζικο φαναράκι. farra [φάρα] (ουσ,/θηλ.) ξεφάντωμα.
276
fecundizar fárrago [φάραγο] (ουσΥαρσ.) ανακα τωσούρα, farsa [φάρσα] (ουσΥθηλ.) φάρσα, απά τη. farsar [φαρσεάρ] (ρ.) κάνω φάρσα, farsante [φαρσαν'τε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) υποκριτής/υποκρίτρια, απατεώνας, fascículo [φασθΙκουλο] (ουσΥαρσ.) τεύχος. fascinación [φασθιναθιόν] (ουσΥθηλ.) σαγήνη, γοητεία, fascinante [φασθινάν'τε] (επίθ.) σαγη νευτικός, θελκτικός γοητευτικός, fascinar [φασθινάρ] (ρ.) σαγηνεύω, θέλγω, γοητεύω, fascismo [φασθίσμο] (ουσΥαρσ.) φα σισμός. fascista [φασθίστα] 1: (ουσΥαρσ.) φα σίστας 2: (επίθ.) φασιστικός fase [φάσε] (ουσΥθηλ.) φάση, στάδιο, fastidiar [φαστιδιάρ] (ρ.) 1: ενοχλώ, δυσαρεστώ, 2: χαλώ, καταστρέφω, fastidio [φαστίδιο] (ουσΥαρσ.) ενόχλη ση, δυσαρέσκεια, δυσανασχέτιση. fastidioso [φαστιδιόσο] (επίθ.) ενο χλητικός δυσάρεστος, fastuoso [φαστουόσο] (επίθ.) πολυτε λής λαμπρός fatal [φατάλ] (επίθ.) μοιραίος αναπό φευκτος. fatalidad [φαταλιδάδ] (ουσΥθηλ.) μοί ρα, πεπρωμένο, ατυχία, fatalismo [φαταλίσμο] (ουσΥαρσ.) μοι ρολατρία, fatalista [φαταλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μοιρολάτρης μοιρολάτρισσα. fatídico [φατίδικο] (επίθ.) μοιραίος, fatiga [φατίγα] (ουσΥθηλ.) 1: κούραση, κόπωση, εξάντληση, 2: βάσανο, fatigar [φστιγάρ] (ρ.) κουράζω, κοπιά ζω, καταπονώ, fatigoso [φατιγόσο] (επίθ.) κουραστι κός κοπιαστικός, fatuidad [φατουίδάδ] (ουσΥθηλ.) ανοη
σία. fatuo [φάτουο] (επίθ.) ανόητος, fauces [φαούθες] (ουσΥαρσ.) πληθ. σαγόνια. fauna [φάουνα] (ουσΥθηλ.) πανίδα, fausto [φαούστο] (επίθ.) τυχερός, favor [φαβόρ] (ουσΥαρσ.) ευμένεια, εύνοια, χάργ\· por favor- παρακαλώ, favorable [φαβοράμπλε] (επίθ.) ευμε νής ευνοϊκός, favorecedor [φαβορεθεδόρ] (επίθ.) κολακευτικός, favorecer [φαβορεθέρ] (ρ.) ευνοώ, κο λακεύω. favoritismo [φαβοριτίσμο] (ουσΥαρσ.) ευνοιοκρατία, favorito [φαβορίτο] (επίθ.) ευνοούμε νος αγαπημένος φαβορί, faz [φαθ] (ουσΥθηλ.) πρόσωπο, όψη. fe [φε] (ουσΥθηλ.) πίστη, εμπιστοσύ νη. fealdad [φεαλδάδ] (ουσΥθηλ.) ασχή μια. febrero [φεμπρέρο] (ουσΥαρσ.) Φε βρουάριος febril [φεμπρίλ] (επίθ.) πυρετώδης. fecal [φεκάλ] (επίθ.) περιττωματικός. fecha [φέτσα] (ουσΥθηλ.) ημερομη νία. fechar [φετσάρ] (ρ.) χρονολογώ, θέτω ημερομηνία, fechoría [φετσορία] (ουσΥθηλ.) ζημιά, αταξία. fécula [φέκουλα] (ουσΥθηλ.) άμυλο, feculento [φεκουλέν'το] (επίθ.) αμυ λώδης. fecundación [φεκουν'νταθιόν] (ουσΥ θηλ.) γονιμοποίηση, fecundar [φεκουν'ντάρ] (ρ.) γονιμο ποιό). fecundidad [φεκουνδιδάδ] (ουσΥθηλ.) γονιμότητα, παραγωγικότητα, fecundizar [φεκουνδιθάρ] (ρ.) γονιμο ποιό).
277
fecundo fecundo [φεκούν'ντο] (επίθ.) γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος, federación [φεδεραθιόν] (ουσΥθηλ.) ομοσπονδία, federal [φεδεράλ] (επίθ.) ομοσπονδια κός. federalismo [φεδεραλίσμο] (ουσΥαρσ.) ομοσπονδιακό σύστημα, federalista [φεδεραλίστα] (επίθ.) ομο σπονδιακός, fehaciente [φεαθιέν'τε] (επίθ.) αξιόπι στος, φερέγγυος εμπιστεύσιμος felicidad [φελιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευ τυχία. felicitación [φελιθιταθιόν] (ουσΥθηλ.) συγχαρητήρια, felicitar [φελιθιτόρ] (ρ.) συγχαίρω, feligrés/a [φελιγρές/σα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) ενορίτης ενορίτισσα. feligresía [φελιγρεσία] (ουσΥθηλ.) ενο ρία. felino [φελίνο] (επίθ.) 1: αιλουροειδής 2: γατίσιος, feliz [φελίθ] (επίθ.) ευτυχισμένος felón [φελόν] (επίθ.) δόλιος, προδοτι κός. felonía [φελονία] (ουσΥθηλ.) 1: προ δοσία, 2: έγκλημα, κακούργημα, felpa [φέλπα] (ουσΥθηλ.) 1: βελούδο, 2: πετσετόπανο, felpilla [φελπίγια] (ουσΥθηλ.) κοτλέ, felpudo [φελπούδο] (ουσΥαρσ.) χα λάκι. femenil [φεμενίλ] (επίθ.) γυναικείος femenino [φεμενίνο] (επίθ.) θηλυκός γυναικείος, feminidad [φεμινιδάδ] (ουσ,/θηλ.) θη λυκότητα, feminismo [φεμινισμό] (ουσΥαρσ.) φεμινισμός feminista [φεμινίστα] (ουσΥθηλ.) φε μινίστρια, fémur [φέμουρ] (ουσ,/αρσ.) μηρός, fenecer [φενεθέρ] (ρ.) 1: τερματίζω,
τελειώνω, 2: ξεκάνω, fenol [φενόλ] (ουσ,/αρσ.) (Χημ.) φαι νόλη. fenomenal [φενομενάλ] (επίθ.) 1: φαι νομενικός, 2: εκπληκτικός, fenómeno [φενόμενο] (ουσΥαρσ.) φαινόμενο, fenomenología [φενομενολοχία] (ουσΥ θηλ.) φαινομενολογία, feo [φέο] (επίθ.) 1: άσχημος 2: μοχθη ρός κακός, feracidad [φεραθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευ φορία. feraz [φεράθ] (επίθ.) γόνιμος εύφο ρος. féretro [φέρετρο] (ουσΥαρσ.) φέρε τρο, κάσα. feria [φέρια] (ουσΥθηλ.) 1: πανηγύρι, 2: έκθεση, feriado [φεριάδο] (ουσΥαρσ.) αργία, ferial [φεριάλ] (επίθ.) πανηγυριώτικος, feriar [φεριάρ] (ρ.) 1: ανταλλάσσω, 2: αγοράζω από πανηγύρι, fermentación [φερμεν'ταθιόν] (ουσ./ θηλ.) ζύμωση, fermentado [φερμεν'τάδο] (επίθ.) ζυ μωτικός. fermentar [φερμεν'τάρ] (ρ.) ζυμώνω, fermento [φερμέν'το] (ουσΥαρσ.) φύ ραμα, ένζυμο, μαγιά, ferocidad [φεροθιδάδ] (ουσΥθηλ.) θη ριωδία, αγριότητα, κτηνωδία. feroz [φερόθ] (επίθ.) θηριώδης άγριος κτηνώδης férreo [φέρεο] (επίθ.) σιδερένιος, ferrería [φερερία] (ουσΥθηλ.) σιδη ρουργείο, ferretería [φερετερία] (ουσΥθηλ.) σι δηροπωλείο, ferretero [φερετέρο] (ουσΥαρσ.) σιδηροπώλης. ferrocarril [φεροκαρίλ] (ουσΥαρσ.) σι δηρόδρομος, ferrocarrilero [φεροκαριλέρο] (επίθ.)
278
fiduciario σιδηροδρομικός, ferroso [φερόσο] (επίθ.) σιδηρούχος, ferroviario [φεροβιάριο] (επίθ.) σιδη ροδρομικός, fértil [φέρτιλ] (επίθ.) γόνιμος παραγω γικός εύφορος, fertilidad [φερτιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) γο νιμότητα, παραγωγικότητα, fertilizante [φερτιλιθάν'τε] (ουσΥαρσ.) λίπασμα, fertilizar [φερτιλιθάρ] (ρ.) λιπαίνω, férula [φέρουλα] (ουσΥθηλ.) βέργα, βίτσα. férvido [φέρβιδο] (επίθ.) φλογερός, ferviente [φερβιέν'τε] (επίθ.) ένθερ μος φλογερός, fervor [φερβόρ] (ουσΥαρσ.) θέρμη, ζή λος πάθος, fervoroso [φερβορόσο] (επίθ.) ένθερ μος διακαής, festejar [φεστεχάρ] (ρ.) 1: γιορτάζω, 2: ξεφαντώνω, festejo [φεστέχο] (ουσΥαρσ.) εορτα σμός. festín [φεστίν] (ουσΥαρσ.) φαγοπότι, τσιμπούσι, festival [φεστιβάλ] (ουσΥαρσ.) φεστι βάλ. festividad [φεστιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) γιορτή. festivo [φεστίβο] (επίθ.) εορταστικός χαρούμενος, festón [φεστόν] (ουσΥαρσ.) γιρλάντα, fetiche [φετίτσε] (ουσΥαρσ.) φετίχ, fetichismo [φετιτσίσμο] (ουσΥαρσ.) φετιχισμός. fetidez [φετιδέθ] (ουσΥθηλ.) δυσωδία, δυσοσμία, κακοσμία, fétido [φέτιδο] (επίθ.) δυσώδης δύσοσμος βρομερός, feto [φέτο] (ουσΥαρσ.) έμβρυο, feudal [φεουδάλ] (επίθ.) φεουδαρχι κός. feudalismo [φεουδαλίσμο] (ουσΥαρσ.)
φεουδαρχία, feudo [φέουδο] (ουσ,/αρσ.) φέουδο, fiable [φιάμπλε] (επίθ.) αξιόπιστος, fiado [φιάδο] (επίρρ.) πιστωτικά · al fiado - με πίστωση, fiador [φιαδόρ] (ουσΥαρσ.) πιστωτής εγγυητής fiambre [φιάμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) 1: αλ λαντικά, 2: κρύο κρέας, fiambrera [φιαμμπρέρα] (ουσΥθηλ.) καλάθι για πικ-νικ. fiambrería [φιαμμπρερία] (ουσΥθηλ.) ντελικατέσεν. fianza [φιάνθα] (ουσΥθηλ.) εγγύηση, fiar [φιάρ] (ρ.) πιστώνω, εγγυώμαι, fiarse [φιάρσε] (ρ.) (de) εμπιστεύομαι · me fio m ucho de ti - σε εμπιστεύομαι πολύ. fiasco [φιάσκο] (ουσΥαρσ.) αποτυχία, φιάσκο, fibra [φίμπρα] (ουσΥθηλ.) ίνα. fibroma [φιμπρόμα] (ουσΥαρσ.) (Ιατρ.) μύωμα. fibroso [φιμπρόσο] (επίθ.) ινώδης, ficción [φικθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απο κύημα της φαντασίας επινόηση, 2: προσποίηση, ficha [φίτσα] (ουσΥθηλ.) 1: καρτέλα, 2: πούλι. fichar [φιτσάρ] (ρ.) αρχειοθετώ, fichero [φιτσέρο] (ουσΥαρσ.) 1: αρ χείο, 2: αρχειοθήκη, ficticio [φικτίθιο] (επίθ.) 1: εικονικός πλασματικός 2: πλαστός, fidedigno [φιδεδίγνο] (επίθ.) αξιόπι στος. fideicomiso [φιδεϊκομίσο] (ουσΥαρσ.) καταπίστευμα, fidelidad [φιδελιδάδ] (ουσΥθηλ.) πί στη, αφοσίωση, fideo [φιδέο] (ουσΥαρσ.) φιδές fiduciario [φιδουθιάριο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) θεματοφύλακας (β) καταπιστευ ματοδόχος 2: (επίθ.) πιστωτικός.
279
fiebre fiebre [φιέμπρε] (ουσ,/θηλ.) πυρετός, fiel [φιέλ] 1: (ουσ,/αρσ.) βελόνα ζυγα ριάς, 2: (επίθ.) έμπιστος, πιστός αφοσιωμένος. fielmente [φιέλμεν'τε] (επίρρ.) πιστά, fieltro [φιέλτρο] (ουσ,/αρσ.) τσόχα, fiera [φιέρα] (ουσ./θηλ.) θηρίο, fiereza [φιερέθα] (ουσ7θηλ.) αγριότη τα, θηριότητα. fiero [φιέρο] (επίθ.) άγριος θηριώδης, fierro [φιέρρο] (ουσ7αρσ.) σίδηρος, fiesta [φιέστα] (ουσΥθηλ.) 1: γιορτή, πάρτι, 2: αργία, 3: φεστιβάλ, 4: γκα λά. fiestero [φιεστέρο] (επίθ.) εορταστι κός εορτάζων. figura [φιγούρα] (ουσ7θηλ.) 1: μορφή, σιλουέτα, φιγούρα, σχήμα, 2: χαρα κτήρας θεάτρου, ρόλος 3: (Μαθ.) διάγραμμα, figurable [φιγουράμπλε] (επίθ.) 1: ευ φάνταστος 2: παραστατικός, figurado [φιγουράδο] (επίθ.) μεταφο ρικός. figurante [φιγουράν'τε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) κομπάρσος, figurar [φιγουράρ] (ρ.) 1: παριστάνω, απεικονίζω, 2: εμφανίζομαι ως. figurarse [φιγουράρσε] (ρ.) 1: φαντά ζομαι, υποθέτω, 2: διαπρέπω. figurativo [φιγουρατίβο] (επίθ.) μετα φορικός συμβολικός, figurín [φιγουρίν] (ουσ,/αρσ.) ανδρεί κελο, φιγουρίνι, fijación [φιχαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: στε ρέωση, 2: καθήλωση, fijador [φιχαδόρ] 1: (ουσ,/αρσ.) λακ, 2: (επίθ.) στερεωτικός, fijamente [φίχαμεν'τε] (επίρρ.) επίμο να, έμμονα, fijar [φιχάρ] (ρ.) 1: στερεώνω, καρφώ νω, 2: καθορίζω, fijarse [φιχάρσε] (ρ.) 1: προσέχω, 2: επισημαίνω, επικεντρώνομαι.
fijativo [φιχατίβο] (ουσ,/αρσ.) στερεω τικό. fijeza [φιχέθα] (ουσ./θηλ.) προσοχή, σιγουριά, σταθερότητα, fijo [φίχο] (επίθ.) 1: στέρεος 2: ακίνη τος σταθερός 3: μόνιμος, 4: ορισμέ νος ·estar fijo - είμαι μόνιμος (σε μια δουλειά). fila [φίλα] (ουσ7θηλ.) γραμμή, σειρά, filamento [φιλαμέν’το] (ουσ,/αρσ.) ίνα, νημάτιο, filantropía [φιλαν'τροπία] (ουσ,/θηλ.) φιλανθρωπία, filantrópico [φιλαν'τρόπικο] (επίθ.) φι λανθρωπικός, filántropo [φιλάντροπο] (ουσ,/αρσ.) φιλάνθρωπος, filarmonía [φιλαρμονία] (ουσ,/θηλ.) φιλαρμονία. filarmónico [φιλαρμόνικο] (επίθ.) φιλαρμονικός. filatelia [φιλατέλια] (ουσ,/θηλ.) φιλο τελισμός. filatélico [φιλατέλικο] (επίθ.) φιλοτελικός. filatelista [φιλατελίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) φιλοτελιστής φιλοτελίστρια. filete [φιλέτε] (ουσΥαρσ.) 1: φιλέτο, 2: στροφές βίδας 3: διακοσμητικό πλαίσιο. filiación [φιλιαθιόν] (ουσ./θηλ.) σύνδε ση, σχέση, filial [φιλιάλ] (επίθ.) υιικός θυγατρι κός. filibusterismo [φιλιμπουστερίσμο] (ουσ./ αρσ.) κωλυσιεργία, filibustero [φιλιμπουστέρο] (ουσ./ αρσ.) 1: πειρατής 2: τυχοδιώκτης, filisteo [φιλιστέο] (επίθ.) μεγαλόσω μος. filmación [φιλμαθιόν] (ουσ./θηλ.) κι νηματογράφηση, filmar [φιλμάρ] (ρ.) κινηματογραφώ. filmografía [φιλμιγραφία] (ουσ,/θηλ.)
280
finta φιλμογράφηση. filmoteca [φιλμοτέκα] (ουσ./θηλ.) ται νιοθήκη, filo [φίλο] (ουσΥαρσ.) αιχμή, άκρη. filología [φιλολοχία] (ουσΥθηλ.) φιλο λογία. filológico [φιλολόχικο] (επίθ.) φιλολο γικός. filólogo [φιλόλογο] (ουσΥαρσ.) φιλό λογος. filón [φιλόν] (ουσΥαρσ.) φλέβα μεταλ λείου, κοίτασμα, filoso [φιλόσο] (επίθ.) αιχμηρός κο φτερός. filosofar [φιλοσοφάρ] (ρ.) φιλοσοφώ, filosofía [φιλοσοφία] (ουσΥθηλ.) φιλο σοφία. filosófico [φιλοσόφικο] (επίθ.) φιλο σοφικός. filósofo [φιλόσοφο] (ουσΥαρσ.) φιλό σοφος. filtración [φιλτραθιόν] (ουσΥθηλ.) διή θηση, φιλτράρισμα, filtrador [φιλτραδόρ] (ουσΥαρσ.) φίλ τρο. filtrar [φιλτράρ] (ρ.) διυλίζω, φιλτρά ρω. filtro [φίλτρο] (ουσΥαρσ.) φίλτρο, filudo [φιλούδο] (επίθ.) αιχμηρός κο φτερός. fimosis [φιμόσις] (ουσΥθηλ.) φίμωση, fin [φιν] (ουσΥαρσ.) 1: τέλος 2: σκο πός, στόχος ·a fines de - στα τέλη ·se casaron a fines del año pasado -πα ντρεύτηκαν στα τέλη του περασμέ νου χρόνου ·en fin- τελικά ·por fin - επιτέλους ·con el fin de - με σκοπό να ·decidieron convivir con el fin de pasar más tiempo juntos - αποφάσι σαν να συζήσουν με σκοπο να περ νάνε περισσότερο χρόνο μαζί ·el fin de semana- το σαββατοκύριακο, finado [φινάδο] 1: (ουσΥαρσ.) μακαρί της εκλιπών, 2: (επίθ.) αείμνηστος
281
final [φινάλ] 1: (ουσΥαρσ.) τέρμα, τέ λος, τέλμα, 2: (επίθ.) τελικός τελευ ταίος ·a finales de -στα τέλη ·iremos a Madrid a finales de enero - θα πάμε στη Μαδρίτη στα τέλη του Ιανουαρίου. finalidad [φιναλιδάδ] (ουσΥθηλ.) σκο πός στόχος πρόθεση, finalista [φιναλίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) φιναλίστ, μετέχων στον τελικό γύρο. finalizar [φιναλιθάρ] (ρ.) τελειώνω, τερματίζω, περατώνω, finalmente [φινάλμέν'τε] (επίρρ.) τε λικά. financiación [φινανθιαθιόν] (ουσΥθηλ.) χρηματοδότηση, financiamiento [φινανθιαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) χρηματοδότηση, financiar [φινανθιάρ] (ρ.) χρηματοδο τώ. financiero [φινανθιέρο] 1: (ουσΥαρσ.) χρηματοδότης 2: (επίθ.) οικονομι κός. finanzas [φινάνθας] (ουσΥθηλ.) πληθ. τα οικονομικά, finar [φινάρ] (ρ.) πεθαίνω, finca [φίνκα] (ουσΥθηλ.) ακίνητη πε ριουσία. fineza [φινέθα] (ουσΥθηλ.) φινέτσα, κομψότητα, fingido [φινχίδο] (επίθ.) κίβδηλος, ψεύτικος πλαστός, fingimiento [φινχιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) προσποίηση, fingir [φινχίρ] (ρ.) υποκρίνομαι, προ σποιούμαι, finiquitar [φινικιτάρ] (ρ.) εξοφλώ λο γαριασμό/χρέος, finiquito [φινικίτο] (ουσΥαρσ.) εξό φληση. finito [φινίτο] (επίθ.) πεπερασμένος ολοκληρωμένος, fino [φίνο] (επίθ.) λεπτός ευγενικός, finta [φίν'τα] (ουσΥθηλ.) προσποίηση,
finura επιτήδευση, finura [φινούρα] (ουσΥθηλ.) αβρότη τα, λεπτότητα, διακριτικότητα, fiordo [φιόρδο] (ουσ./αρσ.) στενός κόλπος, φιόρδ. firma [φίρμα] (ουσΥθηλ.) 1: υπογραφή, 2: εμπορικός οίκος, εταιρεία, φίρμα, firmamento [φιρμαμέντ'ο] (ουσΥαρσ.) έναστρος ουρανός, στερέωμα, firmante [φιρμάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) υπογεγραμμένος υπογεγραμμένη, firmar [φιρμάρ] (ρ.) υπογράφω, firme [φίρμε] (επίθ.) σταθερός στέ ρεος ακλόνητος αμετάπειστος, firmemente [φίρμεμέν'τε] (επίρρ.) σταθερά, διαρκώς συνεχώς, firmeza [φιρμέθα] (ουσΥθηλ.) σταθε ρότητα, στερεότητα, fiscal [φισκάλ] (ουσΥαρσ.) εισαγγελέ ας. fiscalía [φισκαλία] (ουσΥθηλ.) εισαγγε λία. fiscalizar [φισκαλιθάρ] (ρ.) ελέγχω, επι θεωρώ. fisco [φίσκο] (ουσΥαρσ.) κρατικό θη σαυροφυλάκιο, fisgar [φισγάρ] (ρ.) κατασκοπεύω, fisgón [φισγόν] (επίθ.) περίεργος αδιάκριτος κουτσομπόλης, fisgonear [φισγονεάρ] (ρ.) κουτσο μπολεύω, física [φίσικα] (ουσΥθηλ.) φυσική, físicamente [φίσικαμέν'τε] (επίρρ.) εμφανισιακά, σωματικά, físico [φίσικο] 1: (ουσΥαρσ.) εμφάνιση, 2: (επίθ.) φυσικός, σωματικός, fisiología [φισιολοχία] (ουσΥθηλ.) φυ σιολογία. fisiológico [φισιολόχικο] (επίθ.) φυ σιολογικός, fisiólogo [φισιόλογο] (ουσΥαρσ.) φυ σιολόγος, fisión [φισιόν] (ουσΥθηλ.) διάσπαση, σχάση.
fisioterapia [φισιοτεράπια] (ουσΥθηλ.) φυσιοθεραπεία, fisioterapeuta [φισιοτεραπέουτα] (ουσΥ αρσ.) φυσιοθεραπευτής, fisonomía [φισονομία] (ουσΥθηλ.) φυ σιογνωμία, fisonómico [φισονόμικο] (επίθ.) φυ σιογνωμικός, fisonomista [φισονομίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) φυσιογνωμιστής φυσιογνωμίστρια. fístula [φίστουλα] (ουσΥθηλ.) 1: σύριγ γα, 2: είδος μύκητα, fisura [φισούρα] (ουσΥθηλ.) ρωγμή, σχισμή. flaccidez [φλακθιδέθ] (ουσΥθηλ.) πλαδαρότητα, χαλαρότητα. fláccido [φλάκθιδο] (επίθ.) πλαδαρός χαλαρός. flaco [φλάκο] (επίθ.) λιγνός αδύνατος ισχνός flacucho [φλακούτσο] (επίθ.) αδύνα τος αρρωστιάρικος, flacura [φλακούρα] (ουσΥθηλ.) ισχνότητα, αδυναμία, flagelación [φλαχελαθιόν] (ουσΥθηλ.) μάστιγα. flagelar [φλαχελάρ] (ρ.) 1: μαστίζω, πλήττω, 2: επικρίνω, flagelo [φλαχέλο] (ουσΥαρσ.) φλαγγέλιο, μαστίγιο. flagrante [φλαγράν'τε] (επίθ.) αυτό φωρος. flamante [φλαμάν'τέ] (επίθ.) ολοκαινούριος. flamear [φλαμεάρ] (ρ.) καυτηριάζω, καψαλίζω, flamenco [φλαμένκο] (ουσΥαρσ.) φλαμέγκο. flan [φλαν] (ουσΥαρσ.) κρέμα καρα μελέ. flanco [φλάνκο] (ουσΥαρσ.) πλευρά, flanquear [φλανκεάρ] (ρ.) πλευρίζω, προσεγγίζω.
282
floricultura flaquear [φλακεάρ] (ρ.) εξασθενίζω, αποδυναμώνω, αδυνατίζω, flaqueza [φλακέθα] (ουσΥθηλ.) ισχνότητα, αδυναμία, flato [φλάτο] (ουσ./αρσ.) συσσώρευση αερίων στα έντερα, flatulencia [φλατουλένθια] (ουσ./θηλ.) φούσκωμα, flatulento [φλατουλέν'το] (επίθ.) φου σκωμένος, flauta [φλάουτα] (ουσ,/θηλ.) φλάουτο, flautista [φλαουτίστα] (ουσ,/αρσ.) φλαουτίστας, flebitis [φλεμπίτις] (ουσΥθηλ.) φλεβί τιδα. flecha [φλέτσα] (ουσ,/θηλ.) βέλος, σα ΐτα. flechar [φλετσάρ] (ρ.) πληγώνω κά ποιον με βέλος, flechazo [φλετσάθο] (ουσΥαρσ.) πλη γή από βέλος, flechero [φλετσέρο] (ουσ,/αρσ.) τοξό της, τοξοβόλος, fleco [φλέκο] (ουσ,/αρσ.) κρόσσι, φού ντα. fleje [φλέχε] (ουσ,/αρσ.) λάμα. flema [φλέμα] (ουσ,/θηλ.) φλέγμα, flemático [φλεμάτικο] (επίθ.) ήρεμος, flemón [φλεμόν] (ουσ7αρσ.) απόστη μα ούλων, flequillo [φλεκίγιο] (ουσ,/αρσ.) φρά ντζα. fletar [φλετάρ] (ρ.) ναυλώνω, flete [φλέτε] (ουσ,/αρσ.) ναύλος, flexibilidad [φλεξιμπιλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ευκαμψία, ευλυγισία, ευελιξία, flexible [φλεξίμπλε] (επίθ.) εύκαμπτος, ευλύγιστος ευέλικτος, flexión [φλεξιόν] (ουσ7θηλ.) κάμψη, λύγισμα. flexionar [φλεξιονάρ] (ρ.) κάμπτω, λυ γίζω. flexivo [φλεξίβο] (επίθ.) κλιτικός. flipar [φλιπάρ] (ρ.) τρελαίνομαι, φλιπά
ρω, σαλτάρω. fliparse [φλιπάρσε] (ρ.) 1: μαστουρώ νω, 2: (μτφ.) ενθουσιάζομαι, τρελαί νομαι. flirtear [φλιρτεάρ] (ρ.) ερωτοτροπώ, φλερτάρω, κορτάρω, flirteo [φλιρτέο] (ουσ./αρσ.) φλερτάρισμα. flogel [φλοχέλ] (ουσ,/αρσ.) πούπουλο, flojear [φλοχεάρ] (ρ.) 1: εξασθενώ, 2: τεμπελιάζω, flojedad [φλοχεδάδ] (ουσ./θηλ.) 1: χαλαρότητα, 2: αδυναμία, flojera [φλοχέρα] (ουσ,/θηλ.) 1: αδυνα μία, 2: τεμπελιά, flojo [φλόχο] (επίθ.) 1: χαλαρός 2: τε μπέλης 3: δειλός, flor [φλορ] (ουσ,/θηλ.) λουλούδι, άν θος. flora [φλόρα] (ουσ,/θηλ.) χλωρίδα, floración [φλοραθιόν] (ουσΥθηλ.) άν θηση, ανθοφορία, floral [φλοράλ] (επίθ.) λουλουδένιος, florar [φλοράρ] (ρ.) ανθοφορώ, ανθί ζω. floreado [φλοράδο] (επίθ.) λουλου δάτος. florear [φλορεάρ] (ρ.) 1: ανθοστολίζω, 2: κολακεύω, 3: φτιάχνω τα χαρτιά, florecer [φλορεθέρ] (ρ.) ανθίζω, ακ μάζω. floreciente [φλορεθιέν'τε] (επίθ.) αν θηρός ακμάζων. florecimiento [φλορεθιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) άνθηση, ανθοφορία, florería [φλορερία] (ουσ./θηλ.) ανθο πωλείο. florero [φλορέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: ανθο πώλης 2: ανθοδοχείο, βάζο. florescencia [φλορεσθένθια] (ουσ7 θηλ.) άνθηση, floresta [φλορέστα] (ουσ,/θηλ.) άλσος, δασάκι. floricultura [φλορικούλτουρα] (ουσ./
283
florido θηλ.) ανθοκομία, florido [φλορίδο] (επίθ.) 1: ανθισμένος, ανθόσπαρτος 2: επίλεκτος εκλε κτός · lo más florido de la sociedad - η αφρόκρεμα της κοινωνίας, florilegio [φλοριλέχιο] (ουσ./αρσ.) αν θολογία. florista [φλορίοττα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ανθοπώλης, floristería [φλοριστερία] (ουσΥθηλ.) ανθοπωλείο, flota [φλότα] (ουσΥθηλ.) στόλος, flotador [φλοταδόρ] (ουσΥαρσ.) πλω τήρας flotar [φλοτάρ] (ρ.) επιπλέω, flotilla [φλοτίγια] (ουσΥθηλ.) στολί σκος. fluctuación [φλουκτουαθιόν] (ουσΥ θηλ.) διακύμανση, ταλάντωση, fluctuante [φλουκτουάν'τε] (επίθ.) αυξομειούμενος ταλαντευόμενος, fluctuar [φλουκτουάρ] (ρ.) 1: κυμαίνο μαι, 2: ταλαντεύομαι, fluente [φλουέντε] (επίθ.) ρέων, ρευ στός. fluidez [φλουιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1: ρευ στότητα, 2: ευγλωττία, ευφράδεια, fluido [φλούιδο] (επίθ.) ρευστός, fluir [φλουίρ] (ρ.) ρέω. flujo [φλούχο] (ουσΥαρσ.) 1: ροή, 2: πλημμυρίδα, φυρονεριά, fluorescencia [φλουορεσθένθια] (ουσΥ θηλ.) φωσφορισμός, fluorescente [φλουορεσθέν'τε] (επίθ.) φωσφορίζων. fluorización [φλουοριθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) φθορίωση, fluoruro [φλουορούρο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) φθόριο, fluvial [φλουβιάλ] (επίθ.) ποτάμιος, flux [φλουξ] (ουσΥαρσ.) αντρικό κου στούμι. fobia [φόμπια] (ουσΥθηλ.) φοβία, foca [φόκα] (ουσΥθηλ.) φώκια.
focal [φοκάλ] (επίθ.) εστιακός, focha [φότσα] (ουσΥθηλ.) νερόκοτα, foco [φόκο] (ουσΥαρσ.) 1: εστία, 2: προβολέας, fofo [φόφο] (επίθ.) 1: σπογγώδης 2: πλαδαρός χαλαρός, fogón [φογόν] (ουσΥαρσ.) εστία κου ζίνας. fogonero [φογονέρο] (ουσΥαρσ.) θερ μαστής. fogosidad [φογοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) θάρρος ορμή, τόλμη, fogoso [φογόσο] (επίθ.) φλογερός πα ράφορος παθιασμένος foliación [φολιαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: φύλλωμα, 2: αρίθμηση σελίδων, folio [φόλιο] (ουσΥαρσ.) φύλλο χαρτί, folclore [φολκλόρε] (ουσΥαρσ.) φολ κλόρ. folclórico [φολκλόρικο] (επίθ.) παρα δοσιακός λαϊκός, foldorista [φολκλορίστα] 1: (ουσΥ αρσ.) λαογράφος 2: (επίθ.) λαϊκι στής follaje [φογιάχε] (ουσΥαρσ.) φύλλω μα. follar [φογιάρ] (ρ.) (χυδ.) γαμώ. folletinesco [φογιετινέσκο] (επίθ.) με λοδραματικός, folleto [φογιέτο] (ουσΥαρσ.) 1: φυλλά διο, 2: φέιγ βολάν, follón [φογιόν] (ουσΥαρσ.) τεμπέλης αργόσχολος, fomentar [φομεν'τάρ] (ρ.) προωθώ, προάγω. fomento [φομέν/το] (ουσΥαρσ.) προώ θηση. fonda [φόν'ντα] (ουσΥθηλ.) πανδο χείο. fondeadero [φο\Λ/τεαδέρο] 1: (ουσΥ αρσ.) προσόρμιση, μουράγιο, 2: (επίθ.) αγκυροβολημένος, fondear [φον'ντεάρ] (ρ.) αγκυροβολώ, fondillos [φον'ντίγιος] (ουσΥαρσ.)
284
formular πληθ. καβάλος, fondista [φονδίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) εστιάτορας. fondo [φόν'ντο] (ουσ7αρσ.) 1: βά θος 2: πυθμένας πάτος 3: φόντο · a fondo - εξονυχιστικά ·en el fondo - στο βάθος · tocar fondo - πιάνω πάτο. fonema [φονέμα] (ουσ7αρσ.) (Γραμμ.) φθόγγος fonendoscopio [φονεν'ντοσκόπιο] (ουσ7 αρσ.) στηθοσκόπιο, fonética [φονέτικα] (ουσ7θηλ.) φωνη τική. fonético [φονέτικο] (επίθ.) φωνητικός, fónico [φόνικο] (επίθ.) (Γραμμ.) φθογ γικός fonógrafo [φονόγραφο] (ουσ7αρσ.) φωνογράφος, fonología [φονολοχία] (ουσ7θηλ.) φωνολογία, fontanal [φον'τανάλ] (ουσ7αρσ.) πη γή· fontanar [φο^τανάρ] (ουσ./αρσ.) πη γή· fontanería [φον^ανερία] (ουσ7θηλ.) υδραυλική εργασία, fontanero [φον'τανέρο] (ουσ7αρσ.) υδραυλικός, forajido [φοραχίδο] (ουσ./αρσ.) παρά νομος εκτός νόμου, foráneo [φοράνεο] (επίθ.) 1: ξένος 2: περίεργος forastero [φοραστέρο] (επίθ.) ξένος ξενικός. forcejear [φορθεχεάρ] (ρ.) παλεύω, πασχίζω, μάχομαι, forcejeo [φορθεχέο] (ουσ7αρσ.) πάλη, μάχη, αγώνας, fórceps [φορθέπς] (ουσ7αρσ.) λαβί δες εμβρυουλκός, forense [φορένσε] 1: (ουσ7αρσ.+ θηλ.) ιατροδικαστής 2: (επίθ.) νομικός δι καστικός.
forestación [φορεσταθιόν] (ουσ7θηλ.) αναδάσωση, forestal [φορεστάλ] (επίθ.) δασικός, forjar [φορχάρ] (ρ.) 1: κατεργάζομαι, 2: πλάθω, 3: διαμορφώνω, forma [φόρμα] (ουσ7θηλ.) 1: σχήμα, φόρμα, 2: μορφή, 3: τρόπος, formación [φορμαθιόν] (ουσ7θηλ.) 1: σχηματισμός διάπλαση, 2: εκπαί δευση. formado [φομάδο] (επίθ.) σχηματι σμένος. formal [φορμάλ] (επίθ.) 1: τυπικός 2: σοβαρός 3: επίσημος, formaldehído [φορμαλδείδο] (ουσ7 αρσ.) φορμαλδεΰδη. formalidad [φρορμαλιδάδ] (ουσ7θηλ.) 1: τυπικότητα, 2: σοβαρότητα, 3: επι σημότητα, formalizar [φορμαλιθάρ] (ρ.) επισημο ποιώ, νομιμοποιώ, formar [φορμάρ] (ρ.) 1: σχηματίζω, διαμορφώνω, 2: συγκεντρώνω, 3: στοιχίζομαι, 3: εκπαιδεύω, formativo [φορματίβο] (επίθ.) διαμορφωτικός. formato [φορμάτο] (ουσ./αρσ.) διά σταση χαρτιού, fórmica [φόρμικα] (ουσ7θηλ.) φορμάικα. fórmico [φόρμικο] (ουσ7αρσ.) (Χημ.) · ácido fórmico - μυρμηκικό οξύ. formidable [φορμιδάμπλε] (επίθ.) κα ταπληκτικός φοβερός formol [φορμόλ] (ουσ./αρσ.) φορμό λη. formón [φορμόν] (ουσ7αρσ.) κοπίδι, fórmula [φόρμουλα] (ουσ./θηλ.) 1: τύ πος 2: φόρμουλα, formulación [φορμουλαθιόν] (ουσ./ θηλ.) διατύπωση, formular [φορμουλάρ] (ρ.) 1: διατυ πώνω, 2: καταστρώνω, 3: ρωτώ, 4: συνταγογραφώ, 5: εκφράζω.
285
formulario formulario [φορμουλάριο] (ουσ,/αρσ.) 1: έντυπο αίτησης, 2: δελτίο, formulismo [φορμουλίσμο] (ουσ,/αρσ.) τυπική διαδικασία, γραφειοκρατία, fornicación [φορνικαθιόν] (ουσ,/θηλ.) συνουσία, fornicar [φορνικάρ] (ρ.) συνουσιάζο μαι. fornido [φορνίδο] (επίθ.) δυναμωμένος σωματώδης, ρωμαλέος, foro [φόρο] (ουσ,/αρσ.) 1: φόρουμ, 2: παρασκήνια (θεάτρου), 3: δικαστή ριο. forrado [φοράδο] (επίθ.) 1: φοδραρισμένος, 2: λεφτάς ματσωμένος · estar forrado - είμαι ματσωμένος. forraje [φοράχε] (ουσ,/αρσ.) τροφή για ζώα. forrar [φοράρ] (ρ.) 1: φοδράρω, 2: επενδύω. forro [φόρο] (ουσ,/αρσ.) 1: φόδρα, 2: κάλυμμα. fortalecer [φορταλεθέρ] (ρ.) ενδυνα μώνω, ισχυροποιώ, ενισχύω, fortalecim iento [φορταλεθιμιέν'το] (ουσ./αρσ.) ενδυνάμωση, ενθάρ ρυνση, ενίσχυση, fortaleza [φορταλέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: δύναμη, 2: οχυρό, φρούριο, fortificación [φορτιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) ενδυνάμωση, fortificar [φορτιφικάρ] (ρ.) ενδυναμώ νω, οχυρώνω, fortín [φορτίν] (ουσ,/αρσ.) μικρό οχυ ρό. fortuito [φορτουίτο] (επίθ.) 1: τυχαίος, συμπτωματικός 2: απρόοπτος, fortuna [φορτούνα] (ουσ./θηλ.) τύχη, μοίρα. forzado [φορθάδο] (επίθ.) εξαναγκα σμένος. forzar [φορθάρ] (ρ.) 1: παραβιάζω, 2: αναγκάζω, υποχρεώνω, 3: πιέζω, forzosamente [φορθόσαμέν'τε] (επίρρ.)
αναγκαστικά, υποχρεωτικά, forzoso [φορθόσο] (επίθ.) αναγκαίος υποχρεωτικός, forzudo [φορθούδο] (επίθ.) γεροδε μένος. fosa [φόσα] (ουσ7θηλ.) 1: λάκκος 2: τάφος, 3: τάφρος, fosfato [φοσφάτο] (ουσ./αρσ.) (Χημ.) φωσφορικό άλας. fosforecer [φοσφορεθέρ] (ρ.) φωσφο ρίζω. fosforescente [φοσφορεσθέν'τε] (επίθ.) φωσφορίζων, ακτινοβολών. fosfórico [φοσφόρικο] (επίθ.) φωσφο ρικός. fósforo [φόσφορο] (ουσ,/αρσ.) 1: (Χημ.) φωσφόρος 2: σπίρτο, fósil [φόσιλ] (ουσ,/αρσ.) απολίθωμα, fosilización [φοσιλιθαθιόν] (ουσ/θηλ.) απολίθωση. foso [φόσο] (ουσ./αρσ.) τάφρος χα ντάκι. foto [φότο] (ουσ./θηλ.) (σύντμ. του fotografía) φωτογραφία, fotocopia [φοτοκόπια] (ουσ./θηλ.) φωτοαντίγραφο, φωτοτυπία, fotocopiadora [φοτοκοπιαδόρα] (ουσ7 θηλ.) φωτοτυπικό, fotocopiar [φοτοκοπιάρ] (ρ.) φωτο τυπώ. fotogénico [φοτοχένικο] (επίθ.) φωτογενής. fotograbado [φοτογραμπάδο] (ουσ./ αρσ.) φωτοχάραξη, fotografía [φοτογραφία] (ουσ7θηλ.) φωτογραφία, fotografiar [φοτογραφιάρ] (ρ.) φωτο γραφίζω. fotógrafo [φοτόγραφο] (ουσ,/αρσ.) φωτογράφος, fotón [φοτόν] (ουσ,/αρσ.) φωτόνιο, fotosíntesis [φοτοσίν'τεσις] (ουσ,/θηλ.) φωτοσύνθεση, frac [φρακ] (ουσ,/αρσ.) φράκο.
286
fraudulencia fracasado [φρακασάδο] (επ(θ.) αποτυ χημένος. fracasar [φρακασάρ] (ρ.) αποτυχαίνω, αστοχώ. fracaso [φρακάσο] (ουσ./αρσ.) αποτυ χία, (καθ.) φιάσκο, fracción [φρακθιόν] (ουσΥθηλ.) κλά σμα, μέρος, fraccionar [φρακθιονάρ] (ρ.) διαιρώ, τεμαχίζω, διαχωρίζω, fraccionario [φρακθιονάριο] (επίθ.) κλασματικός, fractura [φρακτούρα] (ουσΥθηλ.) σπά σιμο, κάταγμα, fracturar [φρακτουράρ] (ρ.) σπάζω, fragancia [φραγάνθια] (ουσΥθηλ.) άρωμα. fragante [φραγάν'τε) (επίθ.) ευώδης εύοσμος, μυρωδάτος, fragata [φραγάτα] (ουσΥθηλ.) φρεγά τα. frágil [φράχιλ] (επίθ.) εύθραυστος, fragilidad [φραχιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευ θραυστότητα, ευπάθεια, fragmentar [φραγμεν'τάρ] (ρ.) κομμα τιάζω, τεμαχίζω, fragmentario [φραγμεν'τάριο] (επίθ.) αποσπασματικός τμηματικός, fragmento [φραγμέν'το] (ουσΥαρσ.) κομμάτι, τεμάχιο, απόσπασμα. fragua [φράγουα] (ουσΥθηλ.) σιδη ρουργείο, fraguar [φραγουάρ] (ρ.) σφυρηλατώ, κατεργάζομαι, fraile [φράιλε] (ουσΥαρσ.) μοναχός καλόγερος, frambuesa [φραμ'μττουέσα] (ουσΥθηλ.) βατόμουρο, frambueso [φραμ'μττουέσο] (ουσΥαρσ.) βατομουριά. francachela [φρανκατσέλα] (ουσΥθηλ.) τσιμπούσι, φαγοπότι, francamente [φράνκαμέν'τε] (επίρρ.) ειλικρινά.
francés [φρανθές] 1: (ουσΥαρσ.) Γάλ λος 2: γαλλικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) γαλλικός. franciscano [φρανθισκάνο] (επίθ.) Φρα γκισκανός, francmasón [φρανκμασόν] (ουσΥαρσ.) μασόνος francmasonía [φρανκμασονία] (ουσ./ θηλ.) μασονία, franco [φράνκο] (επίθ.) 1: ειλικρινής 2: ελεύθερος, francote [φρανκότε] (επίθ.) ειλικρινής ευθύς (καθ.) ντόμπρος, franela [φρανέλα] (ουσΥθηλ.) φανέλα, franja [φράνχα] (ουσΥθηλ.) 1: λωρίδα, 2: σειρήτι, 3: μπορντούρα, franquear [φρανκεάρ] (ρ.) 1: ελευθε ρώνω, 2: βάζω γραμματόσημα, franqueo [φρανκέο] (ουσΥαρσ.) σφρά γισμα επιστολών, franqueza [φρανκέθα] (ουσΥθηλ.) ει λικρίνεια. franquicia φρανκίθια] (ουσΥθηλ.) εξαί ρεση. frasco [φράσκο] (ουσΥαρσ.) φιαλίδιο. frase [φράσε] (ουσΥθηλ.) φράση, πρό ταση. fraternal [φρατερνάλ] (επίθ.) αδελφι κός. fraternidad [φρατερνιδάδ] (ουσΥθηλ.) αδελφότητα, αδελφοσύνη, fraternización [φρατερνιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) αδελφοποίηση, fraternizar [φρατερνιθάρ] (ρ.) αδελφοποιώ. fraterno [φρατέρνο] (επίθ.) αδελφι κός. fratricida [φρατριθίδα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αδελφοκτόνος. fratricidio [φρατριθίδιο] (ουσ,/αρσ.) αδελφοκτονία. fraude [φράουδε] (ουσΥαρσ.) απάτη, εξαπάτηση, ατιμία, fraudulencia [φραουδουλένθια] (ουσ./
287
fraudulento θηλ.) δόλια πρόθεση, fraudulento [φραουδουλέν'το] (επίθ.) απατηλός, δόλιος, fray [φράι] (ουσΥαρσ.) αδελφός (μο ναχός). freático [φρεάτικο] (επίθ.) φρεατικός. frecuencia [φρεκουένθια] (ουσΥθηλ.) συχνότητα, frecuentador/ra [φρεκουεν^αδόρ/ρα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) θαμώνας frecuentar [φρεκουεν'τάρ] (ρ.) συχνά ζω. frecuente [φρεκουέν'τε] (επίθ.) συ χνός. frecuentemente [φρεκουέν'τεμέν'τε] (επίρρ.) συχνά, fregadero [φρεγαδέρο] (ουσΥαρσ.) νεροχύτης, fregar [<ρρεγάρ] (ρ.) πλένω, σφουγγα ρίζω, καθαρίζω, fregona [φρεγόνα] (ουσΥθηλ.) 1: σφουγγαρίστρα, 2: καθαρίστρια, freír [φρεΐρ] (ρ.) τηγανίζω, fréjol [φρέχολ] (ουσΥαρσ.) φασόλι, frenar [φρανάρ] (ρ.) 1: ανακόπτω, φρε νάρω, 2: χαλιναγωγώ, frenesí [φρενεσί] (ουσΥαρσ.) φρενίτι δα, παροξυσμός, frenético [φρενέτικο] (επίθ.) τρελός, παράφρων, έξω φρενών. freno [φρένο] (ουσΥαρσ.) φρένο, frente [φρέν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) 1: μέτωπο, 2: πρόσοψη ·hacer frente αντιμετωπίζω ·de frente - μπροστά · frente a - απέναντι, fresa [φρέσα] (ουσΥθηλ.) φράουλα, fresadora [φρεσαδόρα] (ουσΥθηλ.) φρέζα. fresal [φρεσάλ] (ουσΥαρσ.) φυτεία φράουλας, fresar [φρεσάρ] (ρ.) φρεζάρω, προε τοιμάζω το έδαφος για σπορά, fresca [φρέσκα] (ουσΥθηλ.) πρωινός αέρας, φρέσκος αέρας.
fresco1 [φρέσκο] (ουσΥαρσ.) 1: δρο σιά, 2: τοιχογραφία. fresco2 [φρέσκο] (επίθ.) 1: δροσερός, 2: νωπός, 3: φρέσκος 4: πρόσφατος 5: ξεκούραστος frescor [φρεσκόρ] (ουσΥαρσ.) φρε σκάδα. frescura [φρεσκούρα] (ουσΥθηλ.) δρο σιά. fresno [φρέσνο] (ουσΥαρσ.) φλαμου ριά. fresón [φρεσόν] (ουσΥαρσ.) φραουλιά. freudiano [φρεουδιάνο] (επίθ.) φροϋ δικός. freza [φρέθα] (ουσΥθηλ.) κοπριά, friable [φριάμπλε] (επίθ.) που τρίβεται εύκολα. frialdad [φριαλδάδ] (ουσΥθηλ.) ψυ χρότητα, αδιαφορία, fríamente [φρίαμεν'τε] (επίρρ.) ψυΧΡά. fricasé [φρικασέ] (ουσΥαρσ.) φρικασέ, fricativo [φρικατίβο] (επίθ.) δασύς fricción [φρικθιόν] (ουσΥθηλ.) τριβή, εντριβή. friccionar [φρικθιονάρ] (ρ.) τρίβω, friega [φριέγα] (ουσΥθηλ.) εντριβή, τρίψιμο. frigidez [φριχιδέθ] (ουσΥθηλ.) ψυχρό τητα, παγερότητα. frígido [φρίχιδο] (επίθ.) ψυχρός πα γερός. frigo [φρίγο] (ουσΥαρσ.) ψυγείο, frigorífico [φριγορίφικο] (ουσΥαρσ.) ψυγείο. frijol [φριχόλ] (ουσΥαρσ.) φασόλι, frío [φρίο] 1: (ουσΥαρσ.) κρύο, ψύχος 2: (επίθ.) κρύος ψυχρός, friolento [φριολέν'το] (επίθ.) κρυουλιάρης. friolero [φριολέρο] (επίθ.) κρυουλιά-
pnc frisar [φρισάρ] (ρ.) προσεγγίζω, πλη-
fuerza σιάζω. fritada [φριτάδα] (ουσΥθηλ.) τηγανιά, fritar [φριτάρ] (ρ.) τηγανίζω, frito [φρίτο] (επίθ.) τηγανητός, fritura [φριτούρα] (ουσΥθηλ.) τηγα νιά. frivolidad [φριβολιδάδ] (ουσΥθηλ.) επιπολαιότητα, ελαφρομυαλιά. frívolo [φρίβολο] (επίθ.) επιπόλαιος επιφανειακός, ελαφρόμυαλος fronda [φρόνδα] (ουσΥθηλ.) φύλλω μα. frondoso [φρον'ντόσο] (επίθ.) πυκνός δασύς. frontal [φρον'τάλ] (επίθ.) μετωπικός, frontera [φρον'τέρα] (ουσΥθηλ.) σύ νορο, όριο. fronterizo [φρον'τερίθο] (επίθ.) συνο ριακός. frontero [φροντέρο] (επίθ.) αντιμέτω πος. frontis [φρόν'τις] (ουσΥαρσ.) πρόσο ψη. frontón [φρον'τόν] (ουσΥαρσ.) αέτω μα. frotación [φροταθιόν] (ουσΥθηλ.) τρί ψιμο, τριβή, frotar [φροτάρ] (ρ.) τρίβω, frote [φρότε] (ουσΥαρσ.) τρίψιμο, fructífero [φρουκτίφερο] (επίθ.) 1: καρποφόρος 2: εύφορος, fructificar [φρουκτιφικάρ] (ρ.) καρπο φορώ. fructosa [φρουκτόσα] (ουσΥθηλ.) φρου κτόζη. fructuoso [φρουκτουόσο] (επίθ.) επι κερδής καρποφόρος, frugal [φρουγάλ] (επίθ.) λιτός, frugalidad [φρουγαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) λιτότητα. fruición [φρουιθιόν] (ουσΥθηλ.) από λαυση. frunce [φρούνθε] (ουσΥαρσ.) σούρα, πλισέ.
fruncido [φρουνθίδο] (επίθ.) 1: σου ρωμένος πλισέ 2: συνοφρυωμένος, fruncir [φρουνθίρ] (ρ.) συνοφρυώνο μαι, κατσουφιάζω, σουφρώνω, fruslería [φρουσλερία] (ουσΥθηλ.) στολίδι, μπιχλιμπίδι, frustración [φρουστραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ματαίωση, 2: απογοήτευση, frustrar [φρουστράρ] (ρ.) 1: ματαιώνω, 2: απογοητεύω, fruta [φρούτα] (ουσΥθηλ.) φρούτο, frutal [φρουτάλ] (επίθ.) οπωροφόρος, frutería [φρουτερία] (ουσΥθηλ.) οπω ροπωλείο, μανάβικο, frutero [φρουτέρο] 1: (ουσΥαρσ.) μα νάβης 2: (επίθ.) οπωρικός. fruticultura [φρουτικουλτούρα] (ουσΥ θηλ.) οπωροκαλλιέργεια. fruto [φρούτο] (ουσΥαρσ.) 1: φρούτο, καρπός 2: αποτέλεσμα, προϊόν, 3: προνόμιο, fucsia [φούκσια] 1: (ουσΥθηλ.) φούξια (δέντρο), 2: (επίθ.) φούξια χρώματος, fuego [φουέγο] (ουσΥαρσ.) 1: φωτιά, πυρ, 2: εστία κουζίνας fuel [φουέλ] (ουσΥαρσ.) μαζούτ. fuelle [φουέγιε] (ουσΥαρσ.) φυσητή ρας φυσερό, fuente [φουέν'τε] (ουσΥθηλ.) 1: πηγή, 2: σιντριβάνι, 3: πιατέλα, δίσκος fuera [φουέρα] (επίρρ.) (de) έξω, εκτός • querría viajar fuera de Grecia - θα ήθελα να ταξιδέψω εκτός Ελλάδος · estoy fuera -βρίσκομαι εκτός· ¡fuera de aquí! - έξω από εδώ!, fuero [φουέρο] (ουσΥαρσ.) 1: κώδι κας 2: δικαίωμα, 3: δικαιοδοσία, 4: προνόμιο, fuerte [φουέρτε] (επίθ.) 1: δυνατός ισχυρός 2: ανθεκτικός fuertemente [φουέρτεμέν'τε] (επίρρ.) δυνατά, ηχηρά, ισχυρά, fuerza [φουέρθα] (ουσΥθηλ.) 1: δύ ναμη, 2: αντοχή, 3: βία ·por fuerza
289
fuga - εξαναγκαστικά, fuga [φούγα] (συσ./θηλ.) 1: απόδραση, δραπέτευση, διαφυγή, 2: διαρροή, fugarse [φουγάρσε] (ρ.) δραπετεύω, τρέπομαι σε φυγή. fugaz [φουγάθ] (επίθ.) 1: φευγαλέος, 2: εφήμερος παροδικός, fugitivo [φουχιτίβο] 1:(ουσΥαρσ.) φυγάς δραπέτης 2: (επίθ.) που τρέπε ται σε φυγή. fulano [φουλάνο] (αντ.) τάδε. fular [φουλάρ] (ουσΥαρσ.) μεταξωτό φουλάρι. fulcro [φούλκρο] (ουσ./αρσ.) υπομόχλιο, έρεισμα, fulgente [φουλχέν'τε] (επίθ.) λαμπε ρός γυαλιστερός αστραφτερός λα μπρός. fulgir [φουλχίρ] (ρ.) λάμπω, γυαλίζω, fulgor [φουλγόρ] (ουσΥαρσ.) λάμψη, αίγλη. fulgurante [φουλγουράν'τε] (επίθ.) εκ θαμβωτικός λαμπερός, fulgurar [φουλγουράρ] (ρ.) λάμπω, fullería [φουγιερία] (ουσΥθηλ.) απατεω νιά, κόλπο, fullero [φουγιέρο] (ουσΥαρσ.) χαρτο κλέφτης. fulminación [φουλμιναθιόν] (ουσ./ θηλ.) ισχυρή έκρηξη, fulminante [φουλμινάν'τε] (επίθ.) κε ραυνοβόλος αιφνίδιος, fulminar [φουλμινάρ] (ρ.) κατακεραυ νώνω, κεραυνοβολώ, αποσβολώνω, fumada [φουμάδα] (ουσ,/θηλ.) ρου φηξιά, τζούρα καπνού, fumadero [φουμαδέρο] (ουσ,/αρσ.) καπνιστήριο, τεκές, fumado [φουμάδο] (επίθ.) μαστουρω μένος καπνισμένος, fumador [φουμαδόρ] (ουσ./αρσ.) κα πνιστής. fumar [φουμάρ] (ρ.) 1: καπνίζω, 2: παίρνω είδηση.
fumigación [φουμιγαθιόν] (ουσ,/θηλ.) απολύμανση με καπνό, fumigar [φουμιγάρ] (ρ.) απολυμαίνω με καπνό. fumosidad [φουμοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) κάπνα. fumoso [φουμόσο] (επίθ.) καπνώδης. funámbulo [φουνάμ'μπουλο] (ουσΥ αρσ.) σχοινοβάτης, función [φουνθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: λει τουργία (γενικά), 2: λειτουργία (εκ κλησίας), 3: παράσταση, 4: (funciones) καθήκον. funcional [φουνθιονάλ] (επίθ.) λει τουργικός, funcionalidad [φουνθιοναλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) λειτουργικότητα, funcionamiento [φουνθισναμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) λειτουργία, funcionar [φουνθιονάρ] (ρ.) λειτουρ γώ. funcionario [φουνθιονάριο] (ουσΥαρσ.) 1: λειτουργός 2: δημόσιος υπάλληλος funda [φούν'ντα] (ουσΥθηλ.) κάλυμμα, σκέπασμα, θήκη. fundación [φουν'νταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ίδρυση, θεμελίωση, 2: ίδρυμα, fundador [φουν'νταδόρ] (ουσΥαρσ.) ιδρυτής θεμελιωτής, fundamental [φουν'νταμεν'τάλ] (επίθ.) θεμελιώδης βασικός, fundamentar [φουνδ(^χνΐάρ](ρΟιδρύω, θεμελιώνω, fundamento [φουν'νταμέν'το] (ουσΥ αρσ.) θεμέλιο, βάση, στήριγμα, fundar [φουν'ντάρ] (ρ.) 1: ιδρύω, θε σπίζω, θεμελιώνω, 2: στηρίζω, fundir [<pouvVríp] (ρ.) 1: λιώνω, τήκω, 2: συγχωνεύω, ενοποιώ, fundo [φούν'ντο] (ουσΥαρσ.) κτήμα, fúnebre [φούνεμπρε] (επίθ.) επική δειος νεκρικός νεκρώσιμος πένθι μος. funeral [φουνεράλ] (ουσΥαρσ.) κη-
290
futuro δε(α, εκφορά νεκρού, funeraria [φουνεράρια] (ουσ,/θηλ.) γραφείο τελετών, funerario [φουνεράριο] (επίθ.) νεκρώ σιμος. funesto [φουνέστο] (επίθ.) ολέθριος, καταστροφικός, fungible [φουνχίμπλε] (επίθ.) αναλώ σιμος. fungicida [φουνχιθίδα] (επίθ.) μυκητοκτόνος. fungoso [φουνγκόσο] (επίθ.) μυκητώ δης. funicular [φουνικουλάρ] (ουσ./αρσ.) σχοινοσυρμός τελεφερίκ, furgón [φοΰργόν] (ουσ,/αρσ.) φορτη γό. furgoneta [φουργονέτα] (ουσΥθηλ.) φορτηγάκι, furia [φούρια] (ουσ7θηλ.) οργή, ορμή, μανία. furibundo [φουριμπούν'ντο] (επίθ.) μαινόμενος οργισμένος, furioso [φουριόσο] (επίθ.) εξοργισμέ νος οργισμένος εκτός εαυτού, furor [φουρόρ] (ουσ/αρσ.) λύσσα, πά θος μανία, furtivo [φουρτίβο] (επίθ.) κρυφός λα θραίος παράνομος, fuselaje [φουσελάχε] (ουσ,/αρσ.) άτρα κτος αεροσκάφους fusible [φουσίμπλε] (ουσ./αρσ.) ηλε κτρική ασφάλεια, fusil [φουσίλ] (ουσ7αρσ.) τουφέκι.
291
fusilamiento [φουσιλαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) συνοπτική εκτέλεση διά του φεκισμού, fusilar [φουσιλάρ] (ρ.) τουφεκίζω, εκτελώ. fusilero [φουσιλέρο] (ουσ7αρσ.) τυ φεκιοφόρος στρατιώτης που κάνει χρήση όπλου, fusión [φουσιόν] (ουσ7θηλ.) 1: τήξη, 2: συγχώνευση, ενοποίηση, fusionar [φουσιονάρ] (ρ.) συγχωνεύω, fusta [φούστα] (ουσ./θηλ.) μαστίγιο, καμουτσίκι. fustigar [φουστιγόρ] (ρ.) μαστιγώνω, fútbol [φούτμπολ] (ουσΥαρσ.) ποδό σφαιρο. futbolín [φουτμπολίν] (ουσ./αρσ.) ποδοσφαιράκι. futbolista [φουτμπολίστα] (ουσ,/αρσ.) ποδοσφαιριστής futbolístico [φουτμπολίστικο] (επίθ.) ποδοσφαιρικός fútil [φούτιλ] (επίθ.) 1: ασήμαντος 2: μάταιος άσκοπος, futilidad [φουτιλιδάδ] (ουσ7θηλ.) ασημαντότητα, μηδαμινότητα. futurismo [φουτουρίσμο] (ουσ7αρσ.) φουτουρισμός, futurístico [φουτουρίστικο] (επίθ.) φου τουριστικός futuro [φουτούρο] 1: (ουσ,/αρσ.) μέλ λον, 2: (Γραμμ.) μέλλοντας (χρόνος), 3: (επίθ.) μελλοντικός.
G, g [χε] (ουσ./θηλ.) το όγδοο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, gabán [γαμπάν] (ουσΥαρσ.) εξωτερικό ένδυμα, πανωφόρι, gabardina [γαμπαρδίνα] (ουσΥθηλ.) καμπαρντίνα. gabarra [γαμπάρα] (ουσΥθηλ.) φορτη γίδα, μαούνα, gabarrero [γαμπαρέρο] (ουσΥαρσ.) μαουνιέρης. gabarro [γαμπάρο] (ουσΥαρσ.) ελάτ τωμα στο ύφασμα, gabela [γαμπέλα] (ουσΥθηλ.) δασμός φόρος. gabinete [γαμπινέτε] (ουσΥαρσ.) στού ντιο, γραφείο, gacela [γαθέλα] (ουσΥθηλ.) αντιλόπη, γαζέλα. gaceta [γαθέτα] (ουσΥθηλ.) εφημερί δα. gacetero [γαθετέρο] (ουσΥαρσ.) εφη μεριδοπώλης, gacetilla [γαθετίγια] (ουσΥθηλ.) στήλη σε εφημερίδα, gacetillero [γαθετιγιέρο] (ουσΥαρσ.) αρθρογράφος. gacha [γάτσα] (ουσΥθηλ.) χυλός από βρώμη ή αλεύρι, πολτός, gachí [γατσί] (ουσΥθηλ.) όμορφη κο πέλα. gacho [γάτσο] (επίθ.) λυγισμένος προς τα κάτω. gafa [γάφα] (ουσΥθηλ.) 1: γυαλιά, 2: γάντζος ·gafas -γυαλιά, gafar [γαφάρ] (ρ.) γαντζώνω, gafe [γάφε] (επίθ.) γκαντέμης κακότυ χος γρουσούζης, gagá [γαγκά] (ουσΥαρσ.) βουτυρόπαι δο, λιμοκοντόρος gago [γάγκο] (επίθ.) τραυλός, βραδύ γλωσσος, gaita [γκάιτα] (ουσΥθηλ.) γκάιντα.
gaitero [γκαϊτέρο] (ουσΥαρσ.) παίχτης γκάιντας. gajes [γάχες] (ουσΥαρσ.) πληθ. απρόο πτα, ρίσκα ·gajes del oficio - απρόο πτα της δουλειάς, gajo [γάχο] (ουσΥαρσ.) σπασμένο κλα ρί. gala [γάλα] (ουσΥθηλ.) 1: γκαλά, 2: στολίδι, 3: επίσημο ένδυμα, galáctico [γαλάκτικο] (επίθ.) γαλαξιακός. galafate [γαλάν'τε] (ουσΥαρσ.) λωπο δύτης. galán [γαλάν] (ουσΥαρσ.) 1: ευγενής 2: ερωτικός συνοδός, galante [γαλάν'τε) (επίθ.) 1: ιπποτικός 2: ερωτύλος, galantear [γαλαν'τεάρ] (ρ.) ερωτοτρο πώ, φλερτάρω, κορτάρω, galanteo [γαλαν'τέο] (ουσΥαρσ.) ερωτοτροπία, φλερτ, galantería [γαλαν'τερία] (ουσΥθηλ.) 1: ιπποτισμός 2: φιλοφρόνηση, κομπλιμέντο. galanura [γαλανούρα] (ουσΥθηλ.) γοη τεία. galápago [γαλάπαγο] (ουσΥαρσ.) χε λώνα του γλυκού νερού, galardón [γαλαρδόν] (ουσΥαρσ.) βρα βείο, έπαινος, galardonar [γαλαρδονάρ] (ρ.) βρα βεύω, επαινώ, galaxia [γαλάζια] (ουσΥθηλ.) γαλαξί ας. galbana [γαλμπάνα] (ουσΥθηλ.) νωθρότητα, αδράνεια, galeno [γαλένο] (επίθ.) ήπιος, galera [γαλέρα] (ουσΥθηλ.) γαλέρα. galería [γαλερία] (ουσΥθηλ.) 1: γαλα ρία, εξώστης, 2: στοά, 3: πινακοθήκη, γκαλερί. galgo [γάλγκο] (ουσΥαρσ.) κυνηγό σκυλο. gálico [γάλικο] (ουσΥαρσ.) σύφιλη.
292
ganapán galillo [γαλίγιο] (ουσ,/αρσ.) σταφυλή, galimatías [γαλιματ(ας] (ουσ,/αρσ.) ακα τάληπτη γλώσσα ασυναρτησίες (καθ.) μττούρδες gallardía [γαγιαρδία] (ουσ7θηλ.) 1: κομψότητα, 2: ανδρεία, gallardo [γαγιάρδο] (επίθ.) 1: εκλεπτυ σμένος κομψός 2: γενναίος gallear [γαγιάρ] (ρ.) κορδώνομαι, galleta [γαγιέτα] (ουσ,/θηλ.) 1: μπισκό το, 2: ράπισμα, χαστούκι, galletero [γαγιετέρο] (ουσ/αρσ.) κου τί μπισκότων, gallina [γαγίνα] (ουσ,/θηλ.) κότα. gallinaza [γαγινάθα] (ουσ,/θηλ.) κουτσουλιά. gallinería [γαγινερία] (ουσ7θηλ.) 1: ορνιθοπωλείο, 2: κοπάδι κότες, gallinero [γαγινέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: ορ νιθοτροφείο, 2: κοτέτσι, gallipavo [γαγιπάβο] (ουσ,/αρσ.) γα λοπούλα. gallito [γαγίτο] (ουσ,/αρσ.) παλικαράς νταής. gallo [γάγιο] (ουσ,/αρσ.) κόκορας πε τεινός. gallofero [γαγιοφέρο] (επίθ.) αργό σχολος νωθρός, τεμπέλης, galón [καλόν] (ουσ,/αρσ) γαλόνι, galopada [γαλοπάδα] (ουσ,/θηλ.) καλ πασμός. galopante [γαλοπάν'τε] (επίθ.) καλπάζων. galopar [γαλοπάρ] (ρ.) καλπάζω, galope [γαλόπε] (ουσΥαρσ.) καλπα σμός. galopín [γαλοπίν] (ουσ,/αρσ.) εξυπνά κιας. galvanizado [γαλβανιθάδο] (επίθ.) γαλβανιζέ. galvanizar [γαλβανιθάρ] (ρ.) επιμεταλ λώνω, γαλβανίζω. gama [γάμα] (ουσΥθηλ.) κλίμακα, γκά μα.
gamba [γάμ'μπα] (ουσ,/θηλ.) γαρίδα, gamberrada [γαμ'μπεράδα] (ουσ./ θηλ.) σαματάς φασαρία, gamberrear [γαμ'μπερεάρ] (ρ.) κάνω σαματά, κάνω χουλιγκανισμούς, gamberrismo [γαμ'μπερίσμο] (ουσ./ αρσ.) χουλιγκανισμός, gamberro [γαμ'μπέρο] (ουσ7αρσ.) τα ραχοποιός αλήτης χούλιγκαν, gambeta [γαμ'μπέτα] (ουσ,/θηλ.) ξεγλίστρημα, υπεκφυγή, gamella [γαμέγια] (ουσ7θηλ.) ποτίστρα. gameto [γαμέτο] (ουσ./αρσ.) ώριμο αναπαραγωγικό κύτταρο, γαμέτης, gamo [γάμο] (ουσΥαρσ.) ελάφι, gamuza [γαμούθα] (ουσ,/αρσ.) σαμουά, δέρμα αγριοκάτσικου, gana [γάνα] (ουσ,/θηλ.) επιθυμία, όρε ξη, κέφι ·hace lo que le da la gana κάνει ότι του κατέβει ·quedarse con ganas de - μένω με την επιθυμία να κάνω κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε ·me quedé con ganas de hablarte más - έμεινα με την επιθυμία να σου μιλήσω περισσότερο · tengo ganas de - έχω όρεξη · tengo ganas de ir a la playa - έχω όρεξη να πάω στην παραλία. ganadería [γαναδερία] (ουσ,/θηλ.) κτη νοτροφία, ganadero [γαναδέρο] (ουσ7αρσ.) κτηνοτρόφος βοοειδών, αγελαδοτρόφος ganado [γανάδο] (ουσ,/αρσ.) κοπάδι, αγέλη. ganador [γαναδόρ] (ουσ7αρσ.) νικη τής ganancia [γανάνθια] (ουσ/θηλ.) κέρ δος όφελος, ganancioso [γανανθιόσο] (επίθ.) επι κερδής κερδοφόρος, ganapán [γαναπάν] (ουσ7αρσ.) περιστασιακός έκτακτος εργάτης.
293
ganar ganar [γανάρ] (ρ.) κερδίζω ·mi equipo ganó el partido - η ομάδα μου κέρ δισε τον αγώνα · Ana gana mucho dinero - η Αννα βγάζει πολλά λεφτά, ganchillo [γαντσίγιο] (ουσΥαρσ.) βε λονάκι πλεξίματος, gancho [γάντσο] (ουσΥαρσ.) γάντζος, αγκίστρι. ganchoso [γαντσόσο] (επίθ.) γαντζω μένος αγκιστρωμένος. gandul [γανδούλ] (επίθ.) φυγόπονος τεμπέλης, αργόσχολος gandulear [γανδουλεάρ] (ρ.) χασομε ρώ, χρονοτριβώ, gandulería [γανδουλερία] (ουσΥθηλ.) χασομέρι, χρονοτριβή, ganga [γάνγκα] (ουσΥθηλ.) ευκαιρία, κελεπούρι, ganglio [γάνγκλιο] (ουσΥαρσ.) γάγ γλιο, πρήξιμο, gangoso [γανγκόσο] (επίθ.) ένρινος (ήχος). gangrena [γανγκρένα] (ουσΥθηλ.) γάγ γραινα. gangrenarse [γανγκρενάρσε] (ρ.) πα θαίνω γάγγραινα, ganguear [γανγκεάρ] (ρ.) μιλάω ένρι να. gangueo [γανγκέο] (ουσΥαρσ.) ένρι νος ήχος. ganoso [γανόσο] (επίθ.) πρόθυμος ενθουσιώδης ganso [γάνσο] (ουσΥαρσ.) 1: χήνα, 2: αδέξιος 3: τεμπέλης 4: χαζός, ganzúa [γανθούα] (ουσΥθηλ.) 1: αντι κλείδι, 2: πασπαρτού. gañán [γανιάν] (ουσΥαρσ.) αγρότης gañido [γανίδο] (ουσΥαρσ.) ουρλια χτό ζώου. gañir [γανίρ] (ρ.) (για ζώα) ουρλιάζω, gañón [γανιόν] (ουσΥαρσ.) λάρυγγας, garabatear [γαραμπατεάρ] (ρ.) γράφω ορνιθοσκαλίσματα, garabatos [γαραμπάτος] (ουσΥαρσ.)
πληθ. ορνιθοσκαλίσματα, δυσανά γνωστα γράμματα, garaje [γαράχε] (ουσΥαρσ.) γκαράζ. garañón [γαρανιόν] (ουσΥαρσ.) επι βήτορας. garante [γαράν'τε] (ουσΥαρσ.) εγγυη τής garantía [γαραν'τία] (ουσΥθηλ.) εχέγ γυο, εγγύηση, garantir [γαραν'τίρ] (ρ.) εγγυώμαι, garantizado [γαραντιθάδο] (επίθ.) εγ γυημένος, garantizar [γαραν'τιθάρ] (ρ.) εγγυώ μαι. garapiñar [γαραπινιάρ] (ρ.) ζαχαρώ νω. garbanzo [γαρμπάνθο] (ουσΥαρσ.) 1: ρεβίθι, 2: (μτφ.) το μαύρο πρόβατο, garbear [γαρμπεάρ] (ρ.) 1: κλέβω, 2: παριστάνω τον κομψό, garbeo [γαρμπέο] (ουσΥαρσ.) προ σποίηση κομψότητας, garbo [γάρμπο] (ουσΥαρσ.) 1: χάρι σμα, 2: κομψότητα, λεπτότητα, garboso [γαρμπόσο] (επίθ.) γεμάτος χάρη, κομψός καλλίγραμμος, gardenia [γαρδένια] (ουσΥθηλ.) γαρδένια. garfa [γάρφα] (ουσΥθηλ.) νύχι ορνέ ων. garño [γάρφιο] (ουσΥαρσ.) γάντζος τσιγκέλι. gargajear [γαργαχεάρ] (ρ.) αποβάλλω φλέγματα, gargajo [γαργάχο] (ουσ,/αρσ.) φλέ γμα. garganta [γαργάν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: λαιμός 2: φάρυγγας. gargantilla [γαργαν'τίγια] (ουσΥθηλ.) 1: κολιέ, 2: κολάρο, gárgara [γάργαρα] (ουσΥθηλ.) γαρ γάρα. gargarismo [γαργαρίσμο] (ουσΥαρσ.) γαργαρισμός.
294
gavilla gargarizar [γαργαριθάρ] (ρ.) κάνω γαργάρες, garita [γαρίτα] (ουσΥθηλ.) σκοπιά, φυ λάκιο. garitero [γαριτέρο] (ουσΥαρσ.) τσιλια δόρος. garito [γαρίτο] (ουσΥαρσ.) 1: χαρτοπαιχτική λέσχη, 2: κακόφημο διασκεδαστήριο, καταγώγιο, garlador [γαρλαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) πολυλογάς, 2: (επίθ.) φλύαρος, garlito [γαρλίτο] (ουσΥαρσ.) δίχτυ για ψάρεμα. garra [γάρα] (ουσΥθηλ.) 1: νύχι ζώων, 2: αντρικό χέρι. garrafa [γαράφα] (ουσΥθηλ.) 1: καρά φα, 2: φιάλη, garrafal [γαραφάλ] (επίθ.) τερατώδης, garrapata [γαραπάτα] (ουσ,/θηλ.) τσι μπούρι, άκαρι. garrapatear [γαραπατεάρ] (ρ.) μουτζουρώνω. garrido [γαρίδο] (επίθ.) 1: κομψός, 2: ελκυστικός, garroba [γαρόμπα] (ουσΥθηλ.) χαρού πι, ξυλοκέρατο, garrocha [γαρότσα] (ουσΥθηλ.) κο ντάρι. garrotazo [γαροτάθο] (ουσΥαρσ.) ροπαλιά. garrote [γαρότε] (ουσΥαρσ.) ρόπαλο, ράβδος. garrotillo [γαροτίγιο] (ουσΥαρσ.) λα ρυγγίτιδα, garrucha [γαρούτσα] (ουσΥθηλ.) τρο χαλία. garrulería [γαρουλερία] (ουσΥθηλ.) πο λυλογία, φλυαρία, garrulidad [γαρουλιδάδ] (ουσΥθηλ.) πολυλογία, φλυαρία, gárrulo [γάρουλο] (επίθ.) πολυλογάς φλύαρος. garúa [γαρούα] (ουσΥθηλ.) ψιλόβροχο. garuar [γαρουάρ] (ρ.) ψιχαλίζει.
garza [γάρθα] (ουσΥθηλ.) φλαμίνγκο. gas [γας] (ουσΥαρσ.) αέριο, γκάζι, gasa [γάσα] (ουσΥθηλ.) γάζα. gaseosa [γασεόσα] (ουσ,/θηλ.) γκα ζόζα. gaseoso [γασεόσο] (επίθ.) αεριούχος, ανθρακούχος. gasificar [γασιφικάρ] (ρ.) αεριοποιώ, gasoducto [γασεοδούκτο] (ουσΥαρσ.) αγωγός αερίου, gasóleo [γασόλεο] (ουσΥαρσ.) ντίζελ. gasolina [γασολίνα] (ουσΥθηλ.) βεν ζίνη. gasolinera [γασολινέρα] (ουσΥθηλ.) βεν ζινάδικο, πρατήριο καυσίμων, gastado [γαστάδο] (επίθ.) φθαρμένος gastador [γασταδόρ] (επίθ.) 1: πολυέ ξοδος, 2: ανοιχτοχέρης (καθ.) γαλα ντόμος. gastar [γαστάρ] (ρ.) ξοδεύω, δαπανώ, χαλώ, φθείρω, gasto [γάστο] (ουσΥαρσ.) έξοδο, δα πάνη. gástrico [γάστρικο] (επίθ.) γαστρικός gastritis [γαστρίτις] (ουσΥθηλ.) γα στρίτιδα. gastronomía [γαστρονομία] (ουσΥθηλ.) γαστρονομία, gastrónomo [γαστρόνομο] (ουσΥαρσ.) γαστρονόμος. gata [γάτα] (ουσΥθηλ.) γάτα. gateado [γατεάδο] (επίθ.) αιλουροει δής gatear [γατεάρ] (ρ.) 1: μπουσουλώ, 2: σκαρφαλώνω, gatillo [γατίγιο] (ουσΥαρσ.) σκανδάλη, gato [γάτο] (ουσΥαρσ.) 1: γάτος 2: γρύλλος. gatuno [γατούνο] (επίθ.) γατίσιος, gaveta [γαβέτα] (ουσΥθηλ.) συρτάρι γραφείου, gavilán [γαβιλάν] (ουσΥαρσ.) γεράκι, gavilla [γαβίγια] (ουσΥθηλ.) δέσμη, δεμάτι.
295
gaviota gaviota [γαβιότα] (ουσ./θηλ.) γλάρος, gaza [γάθα] (ουσ./θηλ.) θηλιά, βρό χος. gazapera [γαθαπέρα] (ουσΥθηλ.) κουνελοφωλιά. gazapo [γαθάπο] (ουσΥαρσ.) 1: κουνε λάκι, 2: σφάλμα, λάθος, 3: ψέμα. gazmoñería [γαθμονιερία] (ουσΥθηλ.) 1: υποκρισία, 2: σεμνοτυφία, gazmoñero [γαθμονιέρο] (ουσΥαρσ.) 1: υποκριτής 2: σεμνότυφος, gaznápiro [γαθνάπιρο] (επίθ.) κνώδα λο, άξεστος, gaznate [γαθνάτε] (ουσΥαρσ.) οισο φάγος λάρυγγας gazuza [γαθούθα] (ουσΥθηλ.) πείνα, λόρδα. géiser [γέισερ] (ουσΥαρσ.) θερμοπί δακας, gel [χελ] (ουσΥαρσ.) ζελέ. gelatina [χελατίνα] (ουσΥθηλ.) ζελατίνη. gelatinoso [χελατινόσο] (επίθ.) ζελατινώδης. gélido [χέλιδο] (επίθ.) παγωμένος πα γερός. gema [χέμα] (ουσΥθηλ.) 1: πετράδι, πολύτιμος λίθος 2: βλαστός ματιού, gemelo [χεμέλο] 1: (ουσΥαρσ.) μανικετόκουμπο, 2: (επίθ.) δίδυμος, gemelos [χεμέλος] (ουσΥαρσ.) πληθ. κιάλια. gemido [χεμίδο] (ουσΥαρσ.) 1: βο γκητό, 2: λυγμός αναφιλητό, 3: μουγκρητό. Géminis [χέμινις] (ουσΥαρσ.) (Αστρολ.) Δίδυμοι. gemir [χεμίρ] (ρ.) 1: βογκώ, 2: κλαίω με λυγμούς σπαράζω στο κλάμα, 3: μουγκρίζω, gen [χεν] (ουσΥαρσ.) γονίδιο, gendarme [χενδάρμε] (ουσΥαρσ.) χω ροφύλακας, gendarmería [χενδαρμερία] (ουσΥ
θηλ.) χωροφυλακή, genealogía [χενεαλοχία] (ουσΥθηλ.) γενεαλογία, genealógico [χενεαλόχικο] (επίθ.) γε νεαλογικός, generación [χενεραθιόν] (ουσΥθηλ.) γενιά, γενεά, generador [χενεραδόρ] (ουσΥαρσ.) γεννήτρια, general [χενεράλ] 1: (ουσΥαρσ.) στρα τηγός 2: (επίθ.) γενικός 3: (επίρρ.) σε γενικές γραμμές γενικά ·en general - γενικά. generalato [χενεραλάτο] (ουσΥαρσ.) στρατηγία, generalidad [χενεραλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: γενικότητα, 2: πλειοψηφία. generalísimo [χενεραλίσμο] (ουσΥαρσ.) αρχιστράτηγος generalización [χενεραλιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: γενικοποίηση, 2: γενίκευση, κλιμάκωση, generalizar [χενεραλιθάρ] (ρ.) 1: γενι κεύω, 2: κλιμακώνω, generalmente [χενεράλμεν"τε] (επίρρ.) γενικά. generar [χενεράρ] (ρ.) 1: γεννώ, παρά γω, 2: προκαλώ, generativo [γενερατίβο] (επίθ.) παρα γωγικός genérico [χενέρικο] (επίθ.) χαρακτη ριστικός género [χένερο] (ουσΥαρσ.) 1: γένος 2: είδος 3: εμπόρευμα, 4: ύφασμα, generosidad [χενεροσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) γενναιοδωρία, μεγαλοψυχία, generoso [χενερόσο] (επίθ.) γενναιό δωρος μεγαλόψυχος genésico [χενέσικο] (επίθ.) γενετικός, génesis [χένεσις] (ουσΥθηλ.) Γένεση, genética [χενέτικα] (ουσΥθηλ.) γενε τική. genético [χενέτικο] (επίθ.) γενετικός genial [χενιάλ] (επίθ.) 1: μεγαλοφυής
296
gestor 2: υπέροχος, genialidad [χενιαλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: μοναδικότητα, 2: ευφυΐα, genio [χένιο] (ουσ./αρσ.) 1: μεγαλοφυΐα, 2: ταλέντο, 3: χαρακτήρας 4: πνεύμα. genital [χενιτάλ] (επ(θ.) γεννητικός γενετήσιος, genitivo [χενιτίβο] 1: (ουσ,/αρσ.) (ΓpaμμJ γενική πτώση, 2: (επίθ.) γενεσιουργός, genocidio [χενοθΙδιο] (ουσ,/αρσ.) γε νοκτονία. gente [χέν'τε] (ουσ,/θηλ.) κόσμος άν θρωποι. gentil [χεν'τίλ] (επίθ.) 1: ευγενικός 2: γοητευτικός, gentileza [χεν'τιλέθα] (ουσ,/θηλ.) 1: ευγένεια, 2: καλοσύνη, gentilicio [χεν'τιλίθιο] (επίθ.) εθνικός φυλετικός, gentilismo [χεν'τιλίσμο] (ουσ,/αρσ.) ειδωλολατρία, gentío [χεν'τίο] (ουσ,/αρσ.) πλήθος όχλος (καθ.) μπουλούκι, gentuza [χεντούθα] (ουσ,/θηλ.) κο σμάκης, συρφετός (καθ.) πλέμπα, genuflexión [χενουφλεξιόν] (ουσ./ θηλ.) γονυκλισία, γονάτισμα. genuino [χενουίνο] (επίθ.) γνήσιος αληθινός αυθεντικός, geocéntrico [χεοθέντρικο] (επίθ.) γεω κεντρικός, geofísica [χεοφίσικα] (ουσ,/θηλ.) γεω φυσική. geografía [χεογραφία] (ουσ./θηλ.) γε ωγραφία. geográfico [χεογράφικο] (επίθ.) γεω γραφικός, geología [χεολοχία] (ουσ,/θηλ.) γεω λογία. geológico [χεολόχικο] (επίθ.) γεωλο γικός. geólogo [χεόλογο] (ουσ,/αρσ.) γεω λόγος.
geometría [χεομετρία] (ουσ./θηλ.) γε ωμετρία. geométrico [χεομέτρικο] (επίθ.) γεω μετρικός. geopolítica [χεοπολίτικα] (ουσ,/θηλ.) γεωπολιτική, geranio [χεράνιο] (ουσ,/αρσ.) γεράνι, gerencia [χερένθια] (ουσ,/θηλ.) διαχεί ριση, διεύθυνση, gerente [χερέν'τε] (ουσ7αρσ.) διαχει ριστής διευθυντής geriatría [χεριατρία] (ουσ,/θηλ.) γη ριατρική. germanía [χερμανία] (ουσ7θηλ.) αρ γκό. germen [χέρμεν] (ουσ,/αρσ.) 1: σπέρ μα, 2: σπόρος 3: μικρόβιο, germicida [χερμιθίδα] (επίθ.) μικροβιοκτόνος. germinación [χερμιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) βλάστηση σπόρου, εκκόλαψη, germinar [χερμινάρ] (ρ.) φυτρώνω, βλασταίνω, gerontología [χεροντολογία] (ουσ./ θηλ.) γεροντολογία, gerundio [χερουν'ντιο] (ουσ,/αρσ.) (Γραμμ.) γερούνδιο, gesta [χέστα] (ουσ./θηλ.) ηρωική πρά ξη· gestación [χεσταθιόν] (ουσ,/θηλ.) κύη ση, κυοφορία. gesticulación [χεστικουλαθιόν] (ουσ./ θηλ.) χειρονομία, κίνηση, gesticular [χεστικουλάρ] (ρ.) χειρονο μώ. gestión [χεστιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: διαδι κασία, 2: διαχείριση, 3: μέτρο, gestionar [χεστιονάρ] (ρ.) 1: κάνω δια δικασίες 2: διαχειρίζομαι, 3: διευθύ νω. gesto [χέστο] (ουσ,/αρσ.) χειρονομία, μορφασμός έκφραση, gestor [χεστόρ] 1: (ouaJapa.) διευθυ ντής 2: (επίθ.) διευθυντικός.
297
giba giba [χίμπα] (ουσ./θηλ.) καμπούρα, gibosidad [χιμποσιδάδ] (ουσΥθηλ.) κύρτωση. gigante [χιγάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) γίγα ντας 2: (επίθ.) γιναντιαίος gigantesco [χιγαν'τέσκο] (επίθ.) γιγάντιος πελώριος gilipoliada [χιλιπογιάδα] (ουσΥθηλ.) βλακεία, ανοησία, gilipollas [χιλιπόγιας] (ουσΥαρσ.) βλά κας μαλάκας. gimnasia [χιμνάσια] (ουσΥθηλ.) γυ μναστική, gimnasio [χιμνάσιο] (ουσΥαρσ.) γυ μναστήριο, gimnasta [χιμνάστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) γυμναστής γυμνάστρια. gimnástico [χιμνάστικο] (επίθ.) γυμνα στικός. gimotear [χιμοτεάρ] (ρ.) κλαψουρίζω, μυξοκλαίω, gimoteo [χιμοτέο] (ουσΥαρσ.) κλαψούρισμα. ginebra [χινέμπρα] (ουσΥθηλ.) τζιν (αλκοολούχο ποτό). ginecología [χινεκολοχία] (ουσΥθηλ.) γυναικολογία, ginecólogo [χινεκόλογο] (ουσΥαρσ.) γυναικολόγος gingivitis [χινχιβίτις] (ουσΥθηλ.) ουλί τιδα. gira [χίρα] (ουσΥθηλ.) γύρος περιήγη ση, περιοδεία, giralda [χιράλδα] (ουσΥθηλ.) ανεμο δείκτης ανεμοδούρα. girar [χιράρ] (ρ.) 1: στρέφω, στρίβω, 2: περιφέρω, girarse [χιράρσε] (ρ.) στρέφομαι, περι στρέφομαι, στριφογυρίζω, girasol [χιρασόλ] (ουσΥαρσ.) ηλίαν θος ηλιοτρόπιο, giratorio [χιρατόριο] (επίθ.) περιστρο φικός περιστρεφόμενος, giro [χίρο] (ουσΥαρσ.) 1: στροφή, 2:
επιταγή (ταχυδρομική). gitano [χιτάνο] (ουσΥαρσ.) τσιγγάνος. glacial [γλαθιάλ] (επίθ.) παγερός πα γωμένος ψυχρός, glaciar [γλαθιάρ] (ουσΥαρσ.) παγετώ νας. gladiador [γλαδιαδόρ] (ουσΥαρσ.) μο νομάχος. gladíolo [γλαδίολο] (ουσΥαρσ.) γλα διόλα. glande [γλάν'ντε] (ουσΥαρσ.) βάλανος (πέους). glándula [γλάν'ντουλα] (ουσΥθηλ.) αδένας. glandular [γλαν'ντουλάρ] (επίθ.) αδενικός. glaseado [γλασεάδο] (επίθ.) γυαλιστε ρός. glasear [γλασεάρ] (ρ.) γλασάρω. glauco [γλαοΰκο] (επίθ.) γλαυκός, glaucoma [γλαουκόμα] (ουσΥαρσ.) γλαύκωμα, glicerina [γλιθερίνα] (ουσΥθηλ.) γλυ κερίνη. global [γλομπάλ] (επίθ.) συνολικός σφαιρικός, globo [γλόμπο] (ουσΥαρσ.) σφαίρα, glóbulo [γλόμπουλο] (ουσΥαρσ.) 1: σφαι ρίδιο, 2: αιμοσφαίριο, gloria [γλόρια] (ουσΥθηλ.) 1: δόξα, 2: λατρεία. gloriarse [γλοριάρσε] (ρ.) καυχιέμαι, παινεύομαι, glorieta [γλοριέτα] (ουσΥθηλ.) κιόσκι, glorificar [γλοριφικάρ] (ρ.) δοξάζω, εξυμνώ, εγκωμιάζω, gloriosamente [γλοριόσαμεν'τε] (επίρρ.) ένδοξα. glorioso [γλοριόσο] (επίθ.) ένδοξος, glosar [γλοσάρ] (ρ.) επεξηγώ, διευκρι νίζω, διασαφηνίζω, glosario [γλοσάριο] (ουσΥαρσ.) γλωσ σάριο, λεξιλόγιο, glotón [γλοτόν] (επίθ.) αδηφάγος, λαί-
298
gorgotear μαργος. glotonería [γλοτονερία] (ουσ/θηλ.) αδηφαγία, λαιμαργία, glucemia [γλουθέμια] (ουσ,/θηλ.) γλυ καιμία. glucosa [γλουκόσα] (ουσ./θηλ.) γλυ κόζη. gluten [γλούτεν] (ουσ./αρσ.) γλουτένη. glúteo [γλούτεσ] (ουσΥαρσ.) γλουτός, gnomo [γνόμο] (ουσΥαρσ.) καλικάν τζαρος. gnosticismo [γνοστιθίσμο] (ουσΥαρσ.) γνωστικισμός, gobernable [γομπερνάμπλε] (επίθ.) κυβερνήσιμος. gobernación [γομπερναθιόν] (ουσΥ θηλ.) διακυβέρνηση, gobernador [γομπερναδόρ] (ουσΥ αρσ.) κυβερνήτης, gobernanta [γομπερνάν'τα] (ουσ./ θηλ.) παιδαγωγός, γκουβερνάντα, νταντά. gobernante [γομπερνάν'τε] 1: (ουσ./ αρσ.) κυβερνήτης, 2: (επίθ.) κυβερ νητικός. gobernar [γομπερνάρ] (ρ.) κυβερνώ, εξουσιάζω, gobierno [γομπιέρνο] (ουσΥαρσ.) κυ βέρνηση. goce [γόθε] (ουσΥαρσ.) απόλαυση, ηδονή, gol [γολ] (ουσΥαρσ.) γκολ. gola [γόλα] (ουσΥθηλ.) λαιμός, goleador [γολεαδόρ] (ουσΥαρσ.) σκό ρερ. golear [γολεάρ] (ρ.) βάζω γκολ. goleta [γολέτα] (ουσΥθηλ.) (Ναυτ.) γο λέτα. golf [γολφ] (ουσΥαρσ.) γκολφ, golfear [γολφεάρ] (ρ.) χασομερώ, χρο νοτριβώ. golfería [γολφερία] (ουσΥθηλ.) χασο μέρι, χρονοτριβή.
golfista [γολφίστα] (ουσ,/αρσ.) παί κτης του γκολφ, golfo [γόλφο] (ουσ,/αρσ.) 1: κόλπος, 2: αλήτης 3: χασομέρης αργόσχολος golondrina [γολον'ντρίνα] (ουσΥθηλ.) χελιδόνι. golosina [γολοσίνα] (ουσ,/θηλ.) λιχου διά, γλύκισμα, goloso [γολόσο] (επίθ.) λιχούδης λαί μαργος. golpe [γόλπε] (ουσΥαρσ.) χτύπημα, πλήγμα. golpear [γολπεάρ] (ρ.) χτυπώ, βρο ντώ. golpetear [γολπετεάρ] (ρ.) δέρνω, golpeteo [γολπετέο] (ουσΥαρσ.) σφυροκόπημα. golpista [γολπίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) πραξικοπηματίας goma [γόμα] (ουσΥθηλ.) 1: γόμα, γομολάστιχα, 2: λάστιχο, gomaespuma [γόμαεσπούμα] (ουσ./ θηλ.) αφρολέξ, gomero [γομέρο] (ουσΥαρσ.) δέντρο καουτσούκ, gomina [γομίνα] (ουσΥθηλ.) ζελ χτενί σματος. gomoso [γομόσο] (επίθ.) εύκπαμπτος, ελαστικός, góndola [γόν'ντολα] (ουσΥθηλ.) γόνδολα. gondolero [γονδολέρο] (ουσΥαρσ.) γον δολιέρης gonorrea [γονορέα] (ουσΥθηλ.) βλεν νόρροια. gordinflón [γορδινφλόν] (επίθ.) 1: στρου μπουλός 2: κοντόχοντρος, gordo [γόρδο] (επίθ.) ευτραφής χο ντρός παχύς παχύσαρκος, gordura [γορδούρα] (ουσ,/θηλ.) λίπος πάχος παχυσαρκία, gorgorito [γοργορίτο] (ουσΥαρσ.) λα ρυγγισμός gorgotear [γοργοτεάρ] (ρ.) γαργαρί-
299
gorgoteo ζω. gorgoteo [γοργοτέο] (ουσ/αρσ.) γαργαρισμός. gorila [γορίλα] (ουσΥαρσ.) γορίλας. gorjear [γορχεάρ] (ρ.) κελαηδώ, gorjeo [γορχέο] (ουσΥαρσ.) τιτίβισμα. gorra [γόρα] (ουσΥθηλ.) 1: πηλήκιο, κασκέτο, 2: μπερές σκούφος gorrinera [γορινέρα] (ουσΥθηλ.) χοι ροστάσιο, gorrinería [γορινερία] (ουσΥθηλ.) βρο μιά. gorrino [γορίνο] (ουσΥαρσ.) 1: γου ρουνόπουλο, 2: μούργος, gorrión [γοριόν] (ουσΥαρσ.) σπουργΐτι. gorro [γόρο] (ουσΥαρσ.) σκούφος, gorrón [γορόν] (ουσΥαρσ.) τρακαδό ρος. gota [γότα] (ουσΥθηλ.) σταγόνα, στά λα, σταλαματιά, goteado [γοτεάδο] (επίθ.) κηλιδιασμένος πιτσιλισμένος, gotear [γοτεάρ] (ρ.) στάζω, σταλάζω, goteo [γοτέο] (ουσΥαρσ.) στάξιμο, gotera [γοτέρα] (ουσΥθηλ.) διαρροή νερού από το ταβάνι, gótico [γότικο] (επίθ.) γοτθικός, gotoso [γοτόσο] (επίθ.) αρθριτικός gozar [γοθάρ] (ρ.) απολαμβάνω, ευχα ριστιέμαι, gozne [γόθνε] (ουσΥαρσ.) μεντεσές gozo [γόθο] (ουσΥαρσ.) απόλαυση, ευχαρίστηση, ηδονή, gozoso [γοθόσο] (επίθ.) καταχαρού μενος χαρμόσυνος, grabación [γραμπαθιόν] (ουσΥθηλ.) εγγραφή, ηχογράφηση, grabado [γραμπάδο] (ουσΥαρσ.) 1: χαρακτική, 2: ηχογράφηση, 3: γκραβούρα. grabador [γραμπαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: χαράκτης 2: μαγνητόφωνο, grabadura [γραμπαδούρα] (ουσΥθηλ.)
χαρακτική, grabar [γραμπάρ] (ρ.) χαράσσω, ηχογραφώ. gracia [γράθια] (ουσΥθηλ.) 1: χάρη, 2: συμπάθεια, 3: εύνοια, 4: όνομα · gradas -ευχαριστώ ·darlas gradas δίνω τις ευχαριστίες μου ·este juego me hace grada - αυτό το παιχνίδι με διασκεδάζει, graciable [γραθιάμπλε] (επίθ.) καταδε κτικός προσηνής grácil [γράθιλ] (επίθ.) χαριτωμένος ντελικάτος κομψός, gracioso [γραθιόσο] (επίθ.) 1: χαριτω μένος 2: αστείος κωμικός, grada [γράδα] (ουσΥθηλ.) 1: εξέδρα, 2: σκαλί κερκίδας, gradación [γραδαθιόν] (ουσΥθηλ.) διαβάθμιση, κλιμάκωση, gradería [γραδερία] (ουσΥθηλ.) κερκί δα, διάζωμα, grado [γράδο] (ουσΥαρσ.) βαθμός βαθμίδα · grado de temperatura βαθμός θερμοκρασίας ·estamos en el segundo grado - είμαστε στη δεύ τερη τάξη · grados de alcool - βαθ μοί αλκόολ · grado de parentesco - βαθμός συγγένειας, graduación [γραδουαθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: αποφοίτηση, 2: διαβάθμιση, κλιμάκωση, graduado [γραδουάδο] (ουσΥαρσ.) απόφοιτος, gradual [γραδουάλ] (επίθ.) βαθμιαίος κλιμακωτός, graduar [γραδουάρ] (ρ.) 1: ρυθμίζω, 2: κλιμακώνω, graduarse [γκαδουάρσε] (ρ.) αποφοι τώ. grafía [γραφία] (ουσΥθηλ.) γραφή, gráfica [γάφικα] (ουσΥθηλ.) διάγραμ μα, γράφημα, γραφική παράσταση, gráfico [γράφικο] (επίθ.) γραφικός πα ραστατικός περιγραφικός
300
gratinar grafista [γραφίστα] (ouoJapa.+ θηλ.) γραφίστας, γραφίστρια. grafito [γραφίτο] (ουσ,/αρσ.) γραφί της. gragea [γραχέα] (ουσ7θηλ.) χάπι. grama [γράμα] (ουσ,/θηλ.) χόρτο, γκα ζόν. gramática [γραμάτικα] (ουσ,/θηλ.) γραμματική, gramatical [γραματικάλ] (επίθ.) γραμ ματικός. gramático [γραμάτικο] (ουσ,/αρσ.) γραμ ματικός gramo [γράμο] (ουσ,/αρσ.) γραμμάριο, gramófono [γραμόφονο] (ουσ7αρσ.) γραμμόφωνο, grana [γράνα] (ουσ,/θηλ.) κόκκινη βαφή. granada [γρανάδα] (ουσ,/θηλ.) 1: ρό δι, 2: χειροβομβίδα, granadina [γραναδίνα] (ουσ,/θηλ.) γρεναδίνη. granado [γρανάδο] (ουσ,/αρσ.) ροδιά, granar [γανάρ] (ρ.) σποριάζω, granate [γρανάτε] (ουσ,/αρσ.) (Ορυκτ.) γρανάτης grande [γράν'ντε] (επίθ.) μεγάλος, grandeza [γραν'ντέθα] (ουσ,/θηλ.) επιβλητικότητα, μεγαλείο, grandiosidad [γρανδιοσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) μεγαλοπρέπεια, grandioso [γραν'ντιόσο] (επίθ.) 1: με γαλοπρεπής 2: εντυπωσιακός grandullón [γραν'ντουγιόν] (επίθ.) υπερμεγέθης πελώριος, granear [γρανεάρ] (ρ.) σπέρνω, granel [γρανέλ] (ουσ,/αρσ.) σωρός χύμα ποσότητα, granero [γρανέρο] (ουσ,/αρσ.) σιτα ποθήκη. granito1 [γρανίτο] (ουσ,/αρσ.) γρανί της granito3 [γρανίτο] (ουσ,/αρσ.) 1: σπυράκι, 2: μικρός σπόρος.
granívoro [γρανίβορο] (επίθ.) σποροφάγος. granizada [γρανιθάδα] (ουσ7θηλ.) χα λαζόπτωση, granizado [γρανιθάδο] (επίθ.) σε μορ φή γρανίτας. granizar [γρανιθάρ] (ρ.) ρίχνει χαλάζι, granizo [γρανίθο] (ουσ,/αρσ.) χαλάζι, granja [γράνχα] (ουσ/θηλ.) αγρόκτη μα, φάρμα, αγροικία, granjeria [γρανχερία] (ουσ,/θηλ.) εκτρο φή ζώων. granjero [γρανχέρο] (ουσΥαρσ.) κτηνοτρόφος. grano [γράνο] (ουσ,/αρσ.) σπόρος κόκκος σπυρί, granoso [γρανόσο] (επίθ.) τραχύς, granuja [γρανούχα] (ουσ,/αρσ.) κα τεργάρης αλήτης granulación [γρανουλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) κοκκοποίηση. granulado [γρανουλάδο] (επίθ.) κοκκοποιη μένος, granular [γρανουλάρ] (ρ.) κάνω κόκ κους. gránulo [γράνουλο] (ουσ,/αρσ.) κόκ κος. grapa [γράπα] (ουσ,/θηλ.) 1: συνδετή ρας 2: συρραπτικό, 3: ράμματα, grasa [γράσα] (ουσΥθηλ.) 1: λίπος ξί γκι, 2: λιπαντική ουσία, γράσο, 3: (Μεξ.) βερνίκι παπουτσιών. grasiento [γρασιέν'το] (επίθ.) 1: λιπα ρός 2: βρομιάρης, graso [γράσο] (επίθ.) λιπαρός, grasoso [γρασόσο] (επίθ.) λιγδιασμέ νος. gratificación [γρατιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: αμοιβή, ανταμοιβή, 2: φιλο δώρημα. gratificar [γρατιφικάρ] (ρ.) αμείβω, ανταμείβω, gratinar [γρατινάρ] (ρ.) πιάνω κρού στα.
301
gratis gratis [γράτις] (επίρρ.) δωρεάν, gratitud [γρατιτούδ] (ουσ,/θηλ.) ευ γνωμοσύνη, grato [γράτο] (επίθ.) 1: ευχάριστος, ευάρεστος 2: ευπρόσδεκτος, καλο δεχούμενος, gratuito [γρατουίτο] (επίθ.) 1: δωρεάν, 2: αβάσιμος, αδικαιολόγητος, grava [γράβα] (ουσΥθηλ.) χαλίκι, gravamen [γραβάμεν] (ουσ,/αρσ.) 1: υποχρέωση, 2: δασμός, gravar [γραβάρ] (ρ.) 1: φορτώνω, 2: επιβαρύνω, grave [γράβε] (επίθ.) 1: σοβαρός 2: βαρύς. gravedad [γραβεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: σοβαρότητα, κρισιμότητα, 2: βαρύ τητα. gravemente [γραβεμέν'τε] (επίρρ.) σοβαρά, κρίσιμα, grávida [γράβιδα] (ουσΥθηλ.) έγκυος, grávido [γράβιδο] (επίθ.) βαρύς, gravilla [γραβίγια] (ουσ,/θηλ.) χαλίκι, gravitación [γραβιραθιόν] (ουσΥθηλ.) βαρύτητα, gravitar [γραβιτάρ] (ρ.) έλκομαι λόγω βαρύτητας, gravoso [γραβόσο] (επίθ.) ενοχλητι κός εκνευριστικός. graznar [γραθνάρ] (ρ.) κράζω, graznido [χραθνίδο] (ουσΥαρσ.) κρά ξιμο. greda [γρέδα] (ουσΥθηλ.) πηλός, gremial [γρεμιάλ] (επίθ.) συντεχνια κός. gremio [γρέμιο] (ουσΥαρσ.) συντεχνία, σωματείο, greña [γρένια] (ουσΥθηλ.) τσουλούφι, τούφα. greñudo [γρενιούδο] (επίθ.) ατημέλη τος απεριποίητος, gres [γρες] (ουσΥαρσ.) πηλός, gresca [γρέσκα] (ουσΥθηλ.) σάλος φασαρία.
grey [γρέυ] (ουσΥαρσ.) εκκλησίασμα, ποίμνιο. griego [γριέγο] 1: (ουσΥαρσ.) Έλληνας 2: ελληνικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) ελλη νικός. grieta [γριέτα] (ουσΥθηλ.) 1: ρωγμή, ρήγμα, 2: σκάσιμο, grietarse [γριέταρσε] (ρ.) χαράζομαι, grifa [γρίφα] (ουσΥθηλ.) μαριχουάνα, grifería [γριφερία] (ουσΥθηλ.) υδραυ λικά. grifo [γρίφο] 1: (ουσΥαρσ.) κρουνός βρύση, κάνουλα, 2: (επίθ.) κατσαρός μπουκλωτός. grillete [γριγιέτε] (ουσΥαρσ.) χαλκάς, grillo [γρίγιο] (ουσΥαρσ.) γρύλος τρι ζόνι. grima [γρίμα] (ουσΥθηλ.) απέχθεια, αντιπάθεια, αποστροφή, gringo [γρίνγο] 1: (ουσΥαρσ.) Αμερι κανός 2: (επίθ.) αμερικανικός, gripe [γρίπε] (ουσΥθηλ.) γρίπη, ίωση. gris [γρις] (επίθ.) γκρι. grisáceo [γρισάθεο] (επίθ.) γκριζωπός. grisma [γρίσμα] (ουσΥθηλ.) νήμα. grisú [γρισού] (ουσΥαρσ.) μίγμα μεθα νίου και αέρα. gritar [γριτάρ] (ρ.) κραυγάζω, φωνά ζω, ουρλιάζω, griterío [γριτερίο] (ουσΥαρσ.) οχλο βοή, οχλαγωγία, grito [γρίτο] (ουσΥαρσ.) κραυγή, φω νή, ουρλιαχτό, gritón [γριτόν] (επίθ.) φωνακλάς, grosella [γροσέγια] (ουσΥθηλ.) φρα γκοστάφυλο, grosellero [γροσεγιέρο] (ουσΥαρσ.) φραγκοσταφυλιά. grosería [γροσερία] (ουσ,/θηλ.) 1: αισχρολόγία, βωμολοχία, χυδαιολογία, 2: χοντράδα, αγένεια, grosero [γροσέρο] (επίθ.) 1: χονδροει δής 2: άξεστος αγροίκος, grosor [γροσόρ] (ουσΥαρσ.) πάχος.
302
guarnecer grotesco [γροτέσκο] (επ(θ.) γελοίος αστείος. grúa [γρούα] (ουσΥθηλ.) γερανός, gruesa [γρουέσα] (ουσΥθηλ.) δώδεκα δωδεκάδες, grueso [γρουέσο] (επίθ.) παχύς χο ντρός παχύσαρκος, grumete [γρουμέτε] (ουσΥαρσ.) κα μαρότος, grumo [γούμο] (ουσΥαρσ.) σβόλος grumoso [γουμόσο] (επίθ.) σβολια σμένος. gruñido [γρουνίδο] (ουσΥαρσ.) γρύλλισμα. gruñir [γρουνίρ] (ρ.) γρυλλίζω. gruñón [γρουνιόν] (επίθ.) γκρινιάρης grupa [γρούπα] (ουσΥθηλ.) οπίσθια αλόγου, καπούλια, grupo [γρούπο] (ουσΥαρσ.) ομάδα, συγκρότημα, παρέα, gruta [γρούτα] (ουσΥθηλ.) σπήλαιο, grutesco [γρουτέσκο] (επίθ.) σπη λαιώδης guadaña [γουαδάνια] (ουσΥθηλ.) δρε πάνι. guadañar [γουαδανιάρ] (ρ.) θερίζω, guagua [γουάγουα] (ουσΥθηλ.) 1: μω ρό, 2: λεωφορείο (Κούβα). guajiro [γουαχίρο] (ουσΥαρσ.) λευκός χωρικός στην Κούβα, gualdo [γουάλδο] (επίθ.) χρυσαφής χρυ σαφένιος guantada [γουαν’τάδα] (ουσΥθηλ.) ρά πισμα χαστούκι, guante [γουάν'τε] (ουσΥαρσ.) γάντι, guantelete [γουαν'τελέτε] (ουσΥαρσ.) μακρύ γάντι, guantera [γουαν'τέρα] (ουσΥθηλ.) ντουλαπάκι αυτοκινήτου, guantero [γουαν'τέρο] (ουσΥαρσ.) κα τασκευαστής γαντιών. guapetón [γουαπετόν] (επίθ.) ομορφονιός. guapo [γουάπο] (επίθ.) όμορφος ωραί
ος κομψός guardagujas [γουαρδαγούχας] (ουσΥ αρσ.) κλειδούχος κλειδοκράτορας, guarda [γουάρδα] (ουσ./αρσ.)/(ουσΥ θηλ.) φύλακας, φρουρός, επιστάτης, guardabarros [γουαρδαμπάρος] (ουσΥ αρσ.) προφυλακτήρας guardabosque [γουαρδαμπόσκε] (ουσΥ αρσ.) δασοφύλακας guardacoches [γουαρδακότσες] (ουσΥ αρσ.) φύλακας πάρκιγκ. guardacostas [γουαρδακόστας] (ουσΥ αρσ.) ακτοφυλακή, guardador [γουαρδαδόρ] (ουσΥαρσ.) επιστάτης προστάτης φύλακας, guardaespaldas [γουαρδαεσπάλδας] (ουσΥαρσ.) σωματοφύλακας, guardajoyas [γουαρδαχόγιας] (ουσΥ αρσ.) κοσμηματοθήκη, guardameta [γουαρδαμέτα] (ουσ./ αρσ.) τερματοφύλακας, guardar [γουαρδάρ] (ρ.) 1: φυλάσσω, κρατάω, διατηρώ, φροντίζω, 2: προ στατεύω, αμύνομαι, 3: αποθηκεύω, αποταμιεύω, guardarropa [γουαρδαρόπα] (ουσΥαρσ.) γκαρνταρόμπα. guardarropía [γουαρδαροπία] (ουσΥ αρσ.) βεστιάριο θεάτρου, guardería [γουαρδερία] (ουσΥθηλ) παι δικός σταθμός guardia [γουάρδια] 1: (ουσΥαρσ.) (α) τροχονόμος (β) αστυφύλακας χω ροφύλακας, 2: (ουσΥθηλ.) φύλαξη, φρουρά, εφημερία, βάρδια, guardián [γουαρδιάν] (ουσΥαρσ.) φύ λακας, φρουρός, guarecerse [γουαρεθέρσε] (ρ.) 1: κα ταφεύγω, 2: προστατεύομαι, guarida [γουαρίδα] (ουσΥθηλ.) κρη σφύγετο, φωλιά, κρυψώνα, guarismo [γουαρίσμο] (ουσΥαρσ.) ψη φίο, αριθμός, guarnecer [γουαρνεθέρ] (ρ.) 1: προ
303
guarnición μηθεύω, 2: γαρνίρω, στολίδι, guarnición [γουαρνιθιόν] (ουσ,/θηλ.) γαρνιτούρα, στολίδι, φρουρά, guarrada [γουαράδα] (ουσ,/θηλ.) βρο μιά. guarro [γουάρο] 1: (ουσ,/αρσ.) γου ρούνι, 2: (επίθ.) απεχθής αποκρουστικός σιχαμερός guasa [γουάσα] (ουσ,/θηλ.) εμπαιγμός χλευασμός κοροϊδία, guasca [γουάσκα] (ουσ,/θηλ.) δερμά τινη λωρίδα, guascazo [γουασκάθο] (ουσ,/αρσ.) χτύπημα με μαστίγιο. guasearse [γουασεάρσε] (ρ.) χλευάζω, περιγελώ, εμπαίζω, guaso [γουάσο] (ουσ,/αρσ.) άξεστος χωριάτης. guasón [γουασόν] (επίθ.) χλευαστής πειραχτήρι, guau [γουάου] (ουσΥαρσ.) γαύγισμα. guayaba [γουαγιάμπα] (ουσΥθηλ.) γουάβα (τροπικό φρούτο). guayabera [γουαγιαμπέρα] (ουσ./ θηλ.) ελαφρύ ανδρικό σακάκι, guayabo [γουαγιάμπο] (ουσ,/αρσ.) δέν δρο γουάβας.
gubernamental[γoυμπεpvαμεv'τάλ] (επίθ.) κυβερνητικός gubernativo [γουμπερνατίβο] (επίθ.) κυβερνητικός gubia [γούμπια] (ουσ./θηλ.) εκκοπέας σκαρπέλο, guerra [γκέρα] (ουσΥθηλ.) σύρραξη, πόλεμος. guerrear [γκερεάρ] (ρ.) μάχομαι, πο λεμώ. guerrero [γκερέρο] (ουσΥαρσ.) μαχη τής πολεμιστής guerrilla [γκερίγια] (ουσ,/θηλ.) ομάδα ανταρτών, guerrillero [γκεριγιέρο] (ουσ,/αρσ.) αντάρ της gueto [γκέτο] (ουσ,/αρσ.) γκέτο.
guía [γκία] 1: (ουσ./αρσ.+ θηλ.) ξενα γός 2: (ουσ./θηλ.) τουριστικός οδη γός. guiar [γκιάρ] (ρ.) οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω, guija [γκίχα] (ουσ,/θηλ.) χαλίκι, guijarral [γκιχεράλ] (ουσ,/αρσ.) πετρότοπος. guijarro [γκιχάρο] (ουσ./αρσ.) βότσα λο. guijo [γκίχο] (ουσ,/αρσ.) αμμοχάλικο. guillarse [γκιγιάρσε] (ρ.) τρελαίνομαι, guillotina [γκιγιοτίνα] (ουσ,/θηλ.) λαι μητόμος γκιλοτίνα. guillotinar [γκιγιοτινάρ] (ρ.) καρατο μώ, αποκεφαλίζω, guinda [γκίν'ντα] (ουσ./θηλ.) βύσσινο, guindar [γκιν'ντάρ] (ρ.) κρεμώ, guindilla [γκιν'ντίγια] (ουσ7θηλ.) μι κρή καυτερή πιπεριά, guindo [γκίν'ντο] (ουσ,/αρσ.) βυσσι νιά. guiñada [γκινιάδα] (ουσ,/θηλ.) κλείσι μο του ματιού, guiñapo [γκινιάπο] (ουσ,/αρσ.) κουρέ λι, πατσαβούρα, guiñar [γκινιάρ] (ρ.) κλείνω το μάτι, γνέφω. guiño [γκίνιο] (ουσ,/αρσ.) βλεφαρισμός γνέψιμο, νεύμα, guiñol [γκινιόλ] (ουσ./αρσ.) κουκλο θέατρο. guión [γκιόν] (ουσ./αρσ.) 1: σενάριο, 2: προσχέδιο, guionista [γκιονίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) σεναριογράφος, guirnalda [γκιρνάλδα] (ουσΥθηλ.) γιρ λάντα. guisado [γκισάδο] (ουσ,/αρσ.) κρέας με σάλτσα και πατάτες, guisante [γκισάν'τε] (ουσ,/αρσ.) αρα κάς μπιζέλι, guisar [γκισάρ] (ρ.) μαγειρεύω, guiso [γκίσο] (ουσ,/αρσ.) μαγειρευτό
304
gutural φαγητό. guitarra [γκιτάρα] (ουσΥθηλ.) κιθάρα, guitarrista [γκιταρίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) κιθαρίστας κιθαρίστρια. gula [γούλα] (ουσ,/θηλ.) λαιμαργία, gurú [γουρού] (ουσ./αρσ.) γκουρού.
gusanera[γoυσαvέpα](oυσYθηλ.)σκoυληκοφωλιά. gusano [γουσάνο] (ουσΥαρσ.) σκουλή κι. gustación [γουσταθιόν] (ουσΥθηλ.) γευ στική δοκιμή, gustar [γουστάρ] (ρ.) 1: αρέσω, 2: γεύομαι, 3: δοκιμάζω, · me gusta caminar - μου αρέσει να περπατάω •ayer gusté un plato delicioso - χθες δοκίμασα ένα γευστικότατο πιάτο.
gustazo [γουστάθο] (ουσΥαρσ.) μεγά λη απόλαυση, gusto [γούστο] (ουσΥαρσ.) 1: γεύση, 2: όρεξη, κέφι, 3: γούστο ·dar gusto προκαλώ ευχαρίστηση/χαίρομαι · me dió gusto verte - χάρηκα που σε είδα ·¡m ucho gustol - χάρηκα! ·para su gusto - κατά τη γνώμη του. gustoso [γουστόσο] (επίθ.) 1: εύγεστος, γευστικός νόστιμος 2: ευχά ριστος. gutapercha [γουταπέρτσα] (ουσΥθηλ.) είδος κόλλας gutural [γουτουράλ] (επίθ.) λαρυγγι κός.
305
H, h [άτσε] (ουσΥθηλ.) το ένατο γράμ μα του ισπανικού αλφαβήτου, haba [άμπα] (ουσΥθηλ.) κύαμος κου κί. habano [αμπάνο] (ουσΥαρσ.) κουβα νέζικο πούρο, haber [αμπέρ] (ρ.) 1: έχω, 2: (απρ. ρ.) υπάρχει · no he viajado nunca en España - δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στην Ισπανία · hay mucha gente aquí - έχει πολύ κόσμο εδώ · ¿hay comida en el frigo? -υπάρχει φαγητό στο ψυγείο;, habichuela [αμπιτσουέλα] (ουσΥθηλ.) φασόλι. hábil [άμπιλ] (επίθ.) επιδέξιος ικανός, habilidad [αμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: επιδεξιότητα, ικανότητα, 2: εξυπνά δα. habilitación [αμπιλιταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ικανότητα, 2: εξοπλισμός σπιτιού, habilitado [αμπιλιτάδο] (ουσΥαρσ.) ταμίας για πληρωμές, habilitar [αμπιλιτάρ] (ρ.) καθιστώ κα τάλληλο, εξουσιοδοτώ, hábilmente [άμπιλμεν'τε] (επίρρ.) επι δέξια. habitable [αμπιτάμπλε] (επίθ.) κατοι κήσιμος. habitación [αμπιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) δωμάτιο. habitáculo [αμπιτάκουλο] (ουσΥαρσ.) 1: χώρος διαμονής 2: καμπίνα (αυτο κινήτου). habitado [αμπιτάδο] (επίθ.) κατοικημένος. habitante [αμπιτάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) κάτοικος, habitar [αμπιτάρ] (ρ.) κατοικώ, μένω. habitat [άμπιτατ] (ουσΥαρσ.) φυσικό περιβάλλον διαβίωσης, hábito [άμπιτο] (ουσ,/αρσ.) 1: συνή
θεια, 2: ράσο. habituado [αμπιτουάδο] 1: (ουσΥαρσ.) θαμώνας 2: (επίθ.) συνηθισμένος, habitual [αμπιτουάλ] (επίθ.) συνήθης συνηθισμένος habituar [αμπιτουάρ] (ρ.) συνηθίζω, habla [άμπλα] (ουσΥθηλ.) ομιλία, λα λιά, λόγος, hablado [αμπλάδο] (επίθ.) αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος, hablador [αμπλαδόρ] (επίθ.) 1: ομιλη τικός φλύαρος 2; κουτσομπόλης habladuría [αμπλαδουρία] (ουσΥθηλ.) κουτσομπολιό, hablante [αμπλάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ομιλητής ομιλήτρια, 2: (επίθ.) ομιλών. hablar [αμπλάρ] (ρ.) μιλώ · hablar α alguien - μιλώ σε κάποιον · hablar de/sobre algo/alguien - μιλώ για κάτι/για κάποιον ·hablar con alguien - μιλώ με κάποιον, hacedero [αθεδέρο] (επίθ.) εφικτός πραγματοποιήσιμος, hacendado [αθεν'ντάδό] (ουσΥαρσ.) γαιοκτήμονας, hacendoso [αθεν'ντόσο] (επίθ.) προ κομμένος εργατικός δραστήριος, hacer [αθέρ] (ρ.) 1: φτιάχνω, κάνω, 2: κατασκευάζω, δημιουργώ, συνθέτω, 3: πραγματοποιώ, 4: ασχολούμαι, 5: δοκιμάζω, 6: εξαναγκάζω, υποχρεώ νω, 7: καθιστώ κάποιον, 8: npocmoiούμαι να κάνω κάτι, 9: εδώ και ·hace buen tiempo - κάνει καλό καιρό ·¿qué haces? - με τι ασχολείσαι,/τι κάνεις εκεί; ·hace mucho que no le veo -πάει καιρός που δεν τον βλέπω · estudio español desde hace dos años - σπου δάζω ισπανικά εδώ και δύο χρόνια, hacha [άτσα] (ουσΥθηλ.) τσεκούρι, hachazo [ατσάθο] (ουσΥαρσ.) τσεκου ριά. hache [άτσε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία
306
hasta του γράμματος «Η», hachero [ατσέρο] (ουσΥαρσ.) υλοτό μος, ξυλοκόπος, hachís [ατσίς] (ουσΥαρσ.) χασίς. hacia [άθια] 1: (πρόθ.) προς 2: (επίρρ.) γύρω, περίπου · van hacia el centro donde hay más tiendas - πάνε προς το κέντρο, όπου υπάρχουν περισ σότερα μαγαζιά · robaron el banco hacia las 5 de la madrugada - λή στεψαν την τράπεζα γύρω στις 5 τα ξημερώματα, hacienda [αθιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: κτήμα, αγρόκτημα, 2: περιουσία, 3: εφορία. hacina [αθίνα] (ουσΥθηλ.) στοίβα, σω ρός. hacinamiento [αθιναμιέντ'ο] (ουσΥαρσ.) συσσώρευση, στοίβαγμα, hacinar [αθινάρ] (ρ.) συσσωρεύω, hada [άδα] (ουσΥθηλ.) νεράιδα, hado [άδο] (ουσΥαρσ.) μοίρα, πεπρω μένο. hagiografía [αχιογραφία] (ουσΥθηλ.) αγιογραφία, hala [άλα] (επιφ.) άντε!, halagar [αλαγάρ] (ρ.) κολακεύω, κα λοπιάνω. halago [αλάγο] (ουσΥαρσ.) κολακεία, halagüeño [αλαγουένιο] (επίθ.) 1: κο λακευτικός 2: υποσχόμενος, halcón [αλκόν] (ουσΥαρσ.) γεράκι, hálito [άλιτο] (ουσΥαρσ.) αναπνοή, χνώτο. hallar [αγιάρ] (ρ.) βρίσκω, ανακαλύ πτω. hallazgo [αγιάθγο] (ουσΥαρσ.) εύρε ση, εύρημα, ανακάλυψη, halo [άλο] (ουσΥαρσ.) φωτοστέφανο, halterofilia [αλτεροφίλια] (ουσΥθηλ.) άρση βαρών, hamaca [αμάκα] (ουσΥθηλ.) αιώρα, hambre [άμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) πείνα, λιμός · ¿tienes hambre? - πεινάς.
hambriento [αμ'μριέν'το] (επίθ.) πεινασμένος λιμασμένος. hamburguesa [αμ'μπουργκέσα] (ουσΥ θηλ.) χάμπουργκερ, hampa [άμ'πα] (ουσΥθηλ.) υπόκο σμος. hampón [αμ'πόν] (ουσΥαρσ.) αλήτης, hangar [ανγάρ] (ουσΥαρσ.) υπόστεγο αεροσκαφών, haragán [αραγάν] (επίθ.) οκνηρός φυ γόπονος τεμπέλης, haragenear [αραγενεάρ] (ρ.) αδρανώ, καθυστερώ, harapiento [αραπιέν'το] (επίθ.) ρακέν δυτος κουρελής, harapo [αράπο] (ουσΥαρσ.) ράκος, κουρέλι, harén [αρέν] (ουσΥαρσ.) χαρέμι, harina [αρίνα] (ουσΥθηλ.) αλεύρι, harinero [αρινέρο] 1: (ουσΥαρσ.) αλευ ρέμπορας 2: (επίθ.) αλευρώδης. harinoso [αρινόσο] (επίθ.) αλευρένιος. harmonía [αρμονία] (ουσΥθηλ.) αρ μονία. harmonioso [αρμονιόσο] (επίθ.) αρ μονικός, harnear [αρνεάρ] (ρ.) κοσκινίζω, harnero [αρνέρο] (ουσΥαρσ.) κόσκι νο. harpa [άρπα] (ουσΥθηλ.) άρπα. harpillera [αρπιγιέρα] (ουσΥθηλ.) λι νάτσα. hartar [αρτάρ] (ρ.) κουράζω, μπουχτί ζω, γεμίζω, harto [άρτο] (επίθ.) κουρασμένος μπουχτισμένος · esfoy harto de esta situación - έχω κουραστεί με αυτήν την κατάσταση, hartón [αρτόν] (επίθ.) κορεσμένος, hasta [άστα] (πρόθ.) μέχρι, έω ς ως •hasta mañana - τα λέμε αύριο · desde las 8 hasta las 10 - από τις 8 μέχρι τις 10 · te puedo llevar hasta la estación del tren - μπορώ να σε πάω
307
hastial μέχρι τον σταθμό του τρένου, hastial [αστιάλ] (ουσ,/αρσ.) 1: αγροί κος, άξεστος 2: άκρο αετώματος, hastiar [αστιάρ] (ρ.) 1: κουράζω, ταλαι πωρώ, 2: αηδιάζω, hastío [αστίο] (ουσ./αρσ.) κούραση, αηδία. hato [άτο] (ουσ./αρσ.) 1: υπάρχοντα, 2: καλύβα, haya [άγια] (ουσ./θηλ.) οξιά. hayal [αγιάλ] (ουσ,/αρσ.) δάσος από οξιές. haz1[αθ] (ουσ,/αρσ.) δέσμη, δεσμίδα. haz2 [αθ] (ουσ,/θηλ.) όψη, επιφάνεια, hazaña [αθάνια] (ουσ,/θηλ.) άθλος κα τόρθωμα, hazmerreír [αθμερείρ] (ουσ7αρσ.) ρε ζίλης περίγελος, he [ε] (επίρρ.) · he aquí - ιδού. hebdomadario [εμδομαδάριο] (επίθ.) εβδομαδιαίος, hebilla [εμπίγια] (ουσ,/θηλ.) πόρπη, πείρα, αγκράφα, hebra [έμπρα] (ουσ,/θηλ.) κλωστή, νή μα, ίνα. hebreo [εμπρέο] 1: (ουσ,/αρσ.) Εβραί ο ς 2: (επίθ.) εβραϊκός, hebroso [εμπρόσο] (επίθ.) ινώδης hecatombe [εκατόμ'μπε] (ουσ,/θηλ.) 1: καταστροφή, άτυχο γεγονός δυ στυχία, 2: εκατόμβη, hechicera [ετσιθέρα] (ουσ,/θηλ.) μά γισσα. hechicería [ετσιθερία] (ουσ,/θηλ.) μα γεία. hechicero [ετσιθέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) μάγος 2: (επίθ.) μαγικός γοητευτι κός σαγηνευτικός, hechizar [ετσιθάρ] (ρ.) μαγεύω, γοη τεύω, σαγηνεύω, hechizo [ετσίθο] (ουσ,/αρσ.) μαγεία, γοητεία, σαγήνη, hecho [έτσο] (ουσ,/αρσ.) γεγονός συμβάν.
hechura [ετσούρα] (ουσ./θηλ.) 1: φτιάξιμο, κατασκευή, δημιούργημα, 2: κόψιμο και ράψιμο του ρούχου, hectárea [εκτάρια] (ουσ,/θηλ.) εκτά ριο. héctico [έκτικο] (επίθ.) 1: καχεκτικός 2: φυματικός. hectolitro [εκτολίτρο] (ουσ,/αρσ.) εκατόλιτρο. hectómetro [εκτόμετρο] (ουσ,/αρσ.) εκατόμετρο. heder [εδέρ] (ρ.) αναδύω δυσοσμία, βρομώ. hediondez [εδιονδέθ] (ουσ,/θηλ.) δυ σοσμία, κακοσμία, hediondo [εδιόνδο] (επίθ.) δύσοσμος βρομερός, hedonismo [εδονίσμο] (ουσ,/αρσ.) ηδονισμός hedonista [εδονίστα] 1: (ουσΛιρσ.) ηδονιστής 2: (επίθ.) ηδονιστικός hedor [εδόρ] (ουσ,/αρσ.) δυσωδία, δυ σοσμία, βρόμα, hegemonía [εγεμονία] (ουσ,/θηλ.) ηγεμονία. hegemónico [εγεμόνικο] (επίθ.) ηγε μονικός. helada [ελάδα] (ουσ,/θηλ.) παγετός παγωνιά. heladera [ελαδέρα] (ουσ,/θηλ.) ψυγείο, heladería [ελαδερία] (ουσ,/θηλ.) παγωτατζίδικο. heladero [ελαδέρο] (ουσ,/αρσ.) παγωτατζής. helado [ελάδο] (ouaJapa.) παγωτό, helar [ελάρ] (ρ.) παγώνω, ψύχω. helecho [ελέτσο] (ουσ,/αρσ.) φτέρη, helénico [ελένικο] (επίθ.) ελληνικός, helenista [ελενίστα] (ουσ./αρσ.) ελλη νιστής heleno [ελένο] (επίθ.) ελληνικός, hélice [έλιθε] (ουσ,/θηλ.) έλικας προ πέλα. helicoidal [ελικοϊοδάλ] (επίθ.) ελικοει-
308
hermanar δής. helicóptero [ελικόπτερο] (ουσΥαρσ.) ελικόπτερο, helio [έλιο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ήλιον, heliógrafo [ελιόγραφο] (ουσΥαρσ.) ηλιο γράφος helioterapía [ελιοτεράπια] (ουσΥθηλ.) ηλιοθεραπεία, helipuerto [ελιπουέρτο] (ουσΥαρσ.) ελικοδρόμιο, hematíe [εματίε] (ουσΥαρσ.) αιμοσφαί ριο. hematología [εματολοχία] (ουσΥθηλ.) αιματολογία, hematoma [εματόμα] (ουσΥαρσ.) αι μάτωμα. hembra [έμ'μττρα] (ουσΥθηλ.) 1 : θηλυ κό, γυναίκα, 2: ζώο γένους θηλυκού, hemiciclo [εμιθίκλο] (ουσΥαρσ.) ημι κύκλιο. hemiplejía [εμιπλεχία] (ουσΥθηλ.) ημι πληγία. hemisferio [εμισφέριο] (ουσΥαρσ.) ημι σφαίριο. hemistiquio [εμιστίκιο] (ουσΥαρσ.) ημι στίχιο. hemofilia [εμοφίλια] (ουσΥθηλ.) αιμο φιλία. hemofílico [εμοφίλικο] (επίθ.) αιμοφι λικός. hemoglobina [εμογλομπίνα] (ουσΥ θηλ.) αιμοσφαίριο, hemorragia [εμοράχια] (ουσΥθηλ.) αι μορραγία, hemorroide [εμορόϊδε] (ουσΥθηλ.) αι μορροΐδα, henar [ενάρ] (ουσ,/αρσ.) λιβάδι, henchir [εντσίρ] (ρ.) παραγεμίζω, φου σκώνω, hender [εν'ντέρ] (ρ.) χαράζω, hendidura [ενδιδούρα] (ουσΥθηλ.) ρωγ μή, χαραγματιά, henil [ενίλ] (ουσΥαρσ.) αχυρώνας, heno [ένο] (ουσΥαρσ.) χόρτο, σανός
άχυρο. hepatitis [επατίτις] (ουσΥθηλ.) ηπατίτιδα. heptaedro [επταέδρο] (ουσΥαρσ.) επτάεδρο. heráldica [εράλδικα] (ουσΥθηλ.) οικο σημολογία, εραλδική. herbáceo [ερμπάθεο] (επίθ.) ποώδης, herbajar [ερμπαχάρ] (ρ.) βοσκώ. herbaje [ερμπάχε] (ουσΥαρσ.) βοσκή. herbario [ερμπάριο] (ουσΥαρσ.) αν θολόγιο. herbicida [ερμπιθίδα] (επίθ.) ζιζανιοκτόνος. herbívoro [ερμπίβορο] (επίθ.) χορτο φάγος. herbolario [ερμπολάριο] (ουσΥαρσ.) 1: βοτανοπώλης 2: βοτανοπωλείο. herboristería [ερμποριστερία] (ουσΥ θηλ.) κατάστημα θεραπευτικών βο τάνων. heredad [ερεδάδ] (ουσΥθηλ.) κτηματι κή περιουσία, heredar [ερεδάρ] (ρ.) κληρονομώ, heredero [ερεδέρο] (ουσΥαρσ.) 1: κλη ρονόμος 2: διάδοχος απόγονος, hereditario [ερεδιτάριο] (επίθ.) κλη ρονομικός, hereje [ερέχε] (ουσΥαρσ.) αιρετικός, herejía [ερεχία] (ουσΥθηλ.) αίρεση, herencia [ερένθια] (ουσΥθηλ.) κληρο νομιά. herético [ερέτικο] (επίθ.) αιρετικός, herida [ερίδα] (ουσΥθηλ.) πληγή, τραύ μα. herido [ερίδο] (επίθ.) 1: πληγωμένος τραυματισμένος 2: προσβεβλημέ νος. herir [ερίρ] (ρ.) 1: πληγώνω, 2: θίγω, προσβάλλω, hermafrodita [ερμαφροδίτα] (επίθ.) ερμαφρόδιτος, hermanar [ερμανάρ] (ρ.) 1: ζευγαρώ νω, 2: ενώνω. 309
hermanastro hermanastro [ερμανάστρο] (ουσΥαρσ.) ετεροθαλής αδελφός, hermandad [ερμαν'ντάδ] (ουσΥθηλ.) αδελφότητα, hermana [ερμάνα] (ουσΥθηλ.) αδελ φή. hermano [ερμόνο] (ουσΥαρσ.) αδελ φός. hermenéutica [ερμενέουτικα] (ουσΥ θηλ.) ερμηνευτική, hermético [ερμέτικο] (επίθ.) 1: ερμητι κός, 2: στεγανός, hermosear [ερμοσεάρ] (ρ.) ωραιο ποιώ. hermoso [ερμόσο] (επίθ.) όμορφος, πανέμορφος, hermosura [ερμοσοΰρα] (ουσΥθηλ.) ομορφιά, hernia [έρνια] (ουσΥθηλ.) κήλη. héroe [έροε] (ουσΥαρσ.) ήρωας. heroicidad [εροιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ηρω ισμός, ηρωικότητα. heroico [ερόικο] (επίθ.) ηρωικός, heroína [εροΐνα] (ουσΥθηλ.) 1: ηρωίδα, 2: ηρωίνη, heroísmo [εροΐσμο] (ουσΥαρσ.) ηρωι σμός. herpes [έρπες] (ουσΥαρσ.) έρπης. herrador [εραδόρ] (ουσΥαρσ.) σιδε ράς. herradura [εραδούρα] (ουσΥθηλ.) πέ ταλο. herramental [εραμεν'τάλ] (ουσΥαρσ.) εργαλειοθήκη, herramienta [εραμιέν’τα] (ουσΥθηλ.) εργαλείο. herrar [εράρ] (ρ.) πεταλώνω, σιδεροστολίζω. herrería [ερερία] (ουσΥθηλ.) σιδη ρουργείο, σιδεράδικο, herrero [ερέρο] (ουσΥαρσ.) σιδηρουρ γός σιδεράς, herrumbre [ερούμπρε] (ουσΥθηλ.) σκουριά, σκωρίαση. 310
herrumbroso [ερουμπρόσο] (επίθ.) οξειδωμένος σκουριασμένος hertziano [ερτθιάνο] (επίθ.) ερτζιανός, hervidero [ερβιδέρο] (ουσΥαρσ.) ανα βρασμός, hervido [ερβίδο] (επίθ.) βρασμένος, hervir [ερβίρ] (ρ.) κοχλάζω, βράζω, hervor [ερβόρ] (ουσΥαρσ.) κοχλασμός, βρασμός, hervoroso [ερβορόσο] (επίθ.) αναβράζων. hesitar [εσιτάρ] (ρ.) διστάζω, (καθ.) κωλώνω. heterodoxo [ετεροδόξο] (επίθ.) ετε ρόδοξος. heterogéneo [ετεροχένεο] (επίθ.) ανομοιογενής ετερογενής, heterosexual [ετεροσεξουάλ] (επίθ.) ετεροφυλόφιλος, hético [έτικο] (επίθ.) φθισικός φυματικός. hexaedro [εξαέδρο] (ουσΥαρσ.) εξάεδρο. hexágono [εξάγονο] (ουσΥαρσ.) εξάγωνο. hez [έθ] (ουσΥθηλ.) κατακάθι, ίζημα, hibernación [ιμπερναθιόν] (ουσΥθηλ.) χειμερία νάρκη, hibernar [ιμπερνάρ] (ρ.) πέφτω σε χειμερία νάρκη, híbrido [ίμπριδο] (επίθ.) υβριδικός. hidalgo [ιδάλγο] (ουσΥαρσ.) αριστο κράτης ευγενής. hidalguía [ιδαλγία] (ουσΥθηλ.) ευγέ νεια. hidratante [ιδρατάν'τε] (επίθ.) υδατι κός. hidratar [ιδρατάρ] (ρ.) ενυδατώνω, hidrato [ιδράτο] (ουσΥαρσ.) ένυδρος ουσία. hidráulica [ιδράουλικα] (ουσΥθηλ.) υδραυ λική. hidráulico [ιδράουλικο] 1: (ουσΥαρσ.) υδραυλικός (επάγγελμα), 2: (επίθ.)
hincapié υδραυλικός, hidro [ίδρο] (πρόθεμα) ύδρο - (σε σύν θετες λέξεις), hidroavión [ιδροαβιόν] (ουσΥαρσ.) υδροπλάνο, hidroelectricidad [ιδροελεκτριθιδάδ] (ουσΥθηλ.) υδροηλεκτρισμός, hidroeléctrico [ιδροελέκτρικο] (επίθ.) υδροηλεκτρικός, hidrófilo [ιδρόφιλο] (επίθ.) απορρο φητικός, υδροχαρής, υδρόφιλος, hidrofobia [ιδροφόμπια] (ουσΥθηλ.) υδροφοβία, hidrófugo [ιδρόφουγο] (επίθ.) υδρόφυγος. hidrógeno [ιδρόχενο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) υδρογόνο, hidrográfico [ιδρογράφικο] (επίθ.) υδρογραφικός hidrólisis [ιδρόλισις] (ουσΥθηλ.) υδρό λυση. hidroplano [ιδροπλάνο] (ουσΥαρσ.) υδροπλάνο, hidrosfera [ιδροσφέρα] (ουσΥθηλ.) υδρόσφαιρα, hidrostática [ιδροστάτικα] (ουσΥθηλ.) υδροστατική, hidroterapia [ιδροτεράπια] (ουσΥθηλ.) υδροθεραπεία, hidróxido [ιδρόξιδο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) υδροξείδιο. hiedra [ιέδρα] (ουσΥθηλ.) κισσός, hiel [ιέλ] (ουσΥθηλ.) 1: χολή, 2: πικρία, hielo [ιέλο] (ουσΥαρσ.) πάγος, hiena [ιένα] (ουσΥθηλ.) ύαινα, hierba [ιέρμπα] (ουσΥθηλ.) χόρτο, χλόη. hierbabuena [ιερμπαμπουένα] (ουσΥ θηλ.) δυόσμος, hierro [ιέρο] (ουσΥαρσ.) σίδερο, hígado [ίγαδο] (ουσΥαρσ.) συκώτι, higiene [ιχιένε] (ουσΥθηλ.) υγιεινή, κα θαριότητα, higiénico [ιχιένικο] (επίθ.) υγιεινός 311
ωφέλιμος, higienizar [ιχιενιθάρ] (ρ.) εξυγιαίνω, higo [ίγο] (ουσΥαρσ.) σύκο. higuera [ιγέρα] (ουσΥθηλ.) συκιά, hija [ίχα] (ουσΥθηλ.) κόρη. hijastro [ιχάστρο] (ουσΥαρσ.) πρόγο νος. hijo [ίχο] (ουσΥαρσ.) υιός γιος hijuela [ιχουέλα] (ουσΥθηλ.) 1: μερίδιο κληρονομιάς μέρισμα, 2: εξάρτημα, hila [ίλα] (ουσΥθηλ.) γραμμή, σειρά, hilacha [ιλάτσα] (ουσΥθηλ.) ξέφτι, hilada [ιλάδα] (ουσΥθηλ.) γραμμή, σειρά. hiladora [ιλαδόρα] (ουσΥθηλ.) κλώστης (μηχάνημα). hilandería [ιλάνδερία] (ουσΥθηλ.) 1: κλωστοϋφαντουργία, 2: κλωστοϋ φαντουργείο, hilandero [ιλανδέρο] (ουσΥαρσ.) κλωστοϋφαντουργός. hilar [ιλάρ] (ρ.) κλώθω, γνέθω, hilarante [ιλαράν'τε] (επίθ.) ιλαρός φαιδρός hilaridad [ιλαριδάδ] (ουσΥθηλ.) ιλαρότητα, φαιδρότητα. hilaza [ιλάθα] (ουσΥθηλ.) χοντρό νή μα. hilera [ιλέρα] (ουσΥθηλ.) σειρά, αρά δα, γραμμή, hilo [ίλο] (ουσΥαρσ.) 1: κλωστή, νήμα, ίνα, 2: σύρμα, 3: πορεία, hilván [ιλιβάν] (ουσΥαρσ.) τρύπωμα, καρίκωμα ρούχου, μοντάρισμα, hilvanar [ιλβανάρ] (ρ.) τρυπώνω, μο ντάρω. himen [ίμεν] (ουσΥαρσ.) παρθενικός υμένας. himeneo [ιμένεο] (ουσΥαρσ.) γάμος, himnario [ιμνάριο] (ουσΥαρσ.) υμνο λόγιο. himno [ίμνο] (ουσΥαρσ.) ύμνος, hincapié [ινκαπιέ] (ουσΥαρσ.) έμφα ση.
hincar hincar [ινκάρ] (ρ.) καρφώνω, μπήγω, hincha [ίντσα] 1: (ουσ7αρσ.+ θηλ.) οπαδός ομάδας, 2: (ουσ./θηλ.) έχθρα, αντιπαλότητα, hinchada [ιντσάδα] (ουσ,/θηλ.) οπα δοί ομάδας, hinchado [ιντσάδο] (επίθ.) πρησμένος οιδηματικός. hinchar [ιντσάρ] (ρ.) 1: φουσκώνω, εξογκώνω, πρήζω, 2: (μτφ.) υπερ βάλλω. hinchazón [ιντσαθόν] (ουσ,/θηλ.) οί δημα, πρήξιμο, εξόγκωμα. hinojo1[ινόχο] (ουσΥαρσ.) μάραθος. hinojo3[ινόχο] (ουσ,/αρσ.) γόνατο · de hinojos - γονατιστά, hipar [ιπάρ] (ρ.) έχω λόξιγκα, hiper [ιπέρ] (πρόθεμα) υπέρ. hiperactivo [ιπερακτίβο] (επίθ.) υπερ δραστήριος, hipérbole [ιπέρμπολε] (ουσΥθηλ.) υπερβολή, hiperbóreo [ιπερμπόρεο] (επίθ.) υπερβόρειος. hipercrítico [ιπερκρίτικο] (επίθ.) υπερκριτικός. hiperm ercado [ιπερμερκάδο] (ουσ./ αρσ.) υπεραγορά, hipermetropía [ιπερμετροπία] (ουσ./ θηλ.) (Ιατρ.) υπερμετρωπία, hipersensibilidad [ιπερσενσιμπιλιδάδ] (ουσ./θηλ.) υπερευαισθησία, hipersensible [ιπερσενσίμπλε] (επίθ.) υπερευαίσθητος, hipertensión [ιπερτενσιόν] (ουσΥθηλ.) υπέρταση, hipertrofia [ιπερτροφία] (ουσ,/θηλ.) υπερτροφία, hípico [ίπικο] (επίθ.) ιππικός hipido [ιπίδο] (ουσ,/αρσ.) κλαψούρισμα. hipnosis [ιπνόσις] (ουσ,/θηλ.) ύπνω ση. hipnotismo [ιπνοτίσμο] (ουσ,/αρσ.) υπνω 312
τισμός hipnotista [ιπνοτίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) υπνωτιστής υπνωτίστρια. hipnotizar [ιπνοτιθάρ] (ρ.) υπνωτίζω, hipo [ίπο] (ουσ,/αρσ.) λόξιγκας, hipocondría [ιποκονδρία] (ουσ7θηλ.) υποχονδρία, hipocondríaco [ιποκον'ντρίακο] (επίθ.) υποχόνδριος υποχονδριακός hipocresía [ιποκρεσία] (ουσ,/θηλ.) υπο κρισία. hipócrita [ιπόκριτα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) υποκριτής υποκρίτρια. hipodérmico [ιποδέρμικο] (επίθ.) υπο δόριος υποδερμικός, hipódromo [ιπόδρομο] (ουσ,/αρσ.) ιπ πόδρομος hipopótamo [ιποπόταμο] (ουσ,/αρσ.) ιπποπόταμος, hipotálamo [ιποτάλαμο] (ουσ,/αρσ.) υποθάλαμος εγκεφάλου, hipoteca [ιποτέκα] (ουσΥθηλ.) υπο θήκη. hipotecar [ιποτεκάρ] (ρ.) υποθηκεύω, hipotecario [ιποτεκάριο] (επίθ.) υπο θηκευμένος, hipotensión [ιποτενσόν] (ουσ,/θηλ.) υπόταση. hipotenusa [ιποτενούσα] (ουσ,/θηλ.) υποτείνουσα, hipótesis [ιπότεσις] (ουσ,/θηλ.) υπόθε ση, εικασία, hipotéticamente [ιπσιέτκομΕν'ΐΕ] (επίρρ.) υποθετκά. hipotético [ιποτέτικο] (επίθ.) υποθε τικός. hipotonía [ιποτονία] (ουσ./θηλ.) υπο τονία. hiriente [ιριέν'τε] (επίθ.) 1: τραυματι κός 2: υβριστικός προσβλητικός, hirsuto [ιρσούτο] (επίθ.) τριχωτός μαλλιαρός, hisopear [ισοπεάρ] (ρ.) ραντίζω με αγιασμό, αγιάζω.
hombro hisopo [ισόττο] (ουσΥαρσ.) αγίασμα. hispánico [ισπάνικο] 1: (ουσΥαρσ.) Ισπανός 2: (επίθ.) ισπανικός hispanidad [ισπανιδάδ] (ουσΥθηλ.) ισπανικότητα. hispanismo [ισπαν(σμο] (ουσΥαρσ.) ισπανισμός hispanizar [ισπανιθάρ] (ρ.) εξισπανίζω. hispano [ισπόνο] (επίθ.) ισπανικός Hispanoamérica [ισπανοαμέρικα] (ουσΥ θηλ.) Λατινική Αμερική, hispanohablante [ιασπανοαμπλάν'τε] (επίθ.) ισπανόφωνος. histerectomía [ιστερεκτομία] (ουσΥθηλ.) υστερεκτομή, histeria [ιστέρια] (ουσΥθηλ.) υστερία, histérico [ιστέρικο] (επίθ.) υστερικός historia [ιστόρια] (ουσΥθηλ.) ιστορία, historiador [ιστοριαδόρ] (ουσΥαρσ.) ιστορικός historial [ιστοριάλ] (ουσΥαρσ.) ιστορι κό ασθενούς, histórico [ιστόρικο] (επίθ.) ιστορικός historieta [ιστοριέτα] (ουσΥθηλ.) κό μικς μικρό διήγημα, historiógrafo [ιστοριόγραφο] (ουσΥ αρσ.) ιστοριογράφος, histriónico [ιστριόνικο] (επίθ.) υποκρι τικός θεατρινίστικος. histrlonismo [ιστριονίσμο] (ουσΥαρσ.) υποκριτική, θεατρινισμός, hito [ίτο] (ουσΥαρσ.) ορόσημο, hocico [οθίκο] (ουσΥαρσ.) μουσούδι, ρύγχος. hocicudo [οθικούδο] (επίθ.) με μακριά μουσούδα. hogaño [ογάνιο] (επίρρ.) φέτος, hogar [ογάρ] (ουσΥαρσ.) εστία, σπίτι, σπιτικό. hogareño [ογαρένιο] (επίθ.) σπιτικός σπιτόγατος, hogaza [ογάθα] (ουσΥθηλ.) καρβέλι, hoguera [ογέρα] (ουσΥθηλ.) πυρά,
φωτιά. hoja [όχα] (ουσΥθηλ.) φύλλο, χαρτί, hojalata [οχαλάτα] (ουσΥθηλ.) λευκο σίδηρος τενεκές, hojalatero [οχαλατέρο] (ουσΥαρσ.) γανωτής. hojaldre [οχάλδρε] (ουσΥαρσ.) φύλλο κρούστας, hojarasca [οχαράσκα] (ουσΥθηλ.) νε κρά, ξερά φύλλα, hojear [οχεάρ] (ρ.) φυλλομετρώ, ξε φυλλίζω, hojoso [οχόσο] (επίθ.) φυλλώδης, hola [όλα] (επιφ.) γειά! (χαιρετισμός). holgado [ολγάδο] (επίθ.) ευρύχωρος άνετος. holganza [ολγάνθα] (ουσΥθηλ.) οκνη ρία, τεμπελιά, holgar [ολγάρ] (ρ.) περισσεύω, πλεο νάζω. holgazán [ολγαθάν] (επίθ.) οκνηρός φυγόπονος τεμπέλης, holgazanear [ολγαθανεάρ] (ρ.) φυγο πονώ, τεμπελιάζω, holgazanería [ολγαθανερία] (ουσΥ θηλ.) τεμπελιά, holgura [ολγούρα] (ουσΥθηλ.) χαλαρότητα, άνεση χώρου, hollar [ογιάρ] (ρ.) ποδοπατώ, τσαλαπατάω. hollín [ογίν] (ουσΥαρσ.) κάπνα. holocausto [ολοκάουστο] (ουσΥαρσ.) ολοκαύτωμα, hológrafo [ολόγραφο] (ουσΥαρσ.) ολοΥραμματικός. hombre [ό μ 'μ π ε ] (ουσΥαρσ.) άνθρω πος άνδρας hombrear [ομ'μπρεάρ] (ρ.) ανδρώνομαι, ενηλικιώνομαι, hombrera [ομ'μπρέρα] (ουσΥθηλ.) βά τα, επωμίδα. hombría [ομ'μπρία] (ουσΥθηλ.) ανδρι σμός hombro [όμ'μπρο] (ουσΥαρσ.) ώμος. 313
hombruno hombruno [ομ'μττρούνο] (επίθ.) 1: αν δρικός, 2: ανδροπρεπής, homenaje [ομενάχε] (ουσ./αρα.) 1: αφιέρωμα, 2: απόδοση φόρου τιμής, homeopatía [ομεοπατία] (ουσ./θηλ.) ομοιοπαθητική, homérico [ομέρικο] (επίθ.) ομηρικός, homicida [ομιθίδα] (ουσΥαρσ.) ανθρωποκτόνος, φονιάς, δολοφόνος, homicidio [ομιθίδιο] (ουσΥαρσ.) αν θρωποκτονία, φόνος, homilía [ομιλία] (ουσΥθηλ.) κήρυγμα, homófono [ομόφονο] (επίθ.) ομόφω νος. homogeneidad [ομοχενεϊδάδ] (ουσ./ θηλ.) ομοιογένεια, ομοιομορφία, homogéneo [ομοχένεο] (επίθ.) ομοιο γενής. homólogo [ομόλογο] (επίθ.) ομόλο γος σύμμετρος σύστοιχος, homónim o [ομόνιμο] (επίθ.) ομώνυ μος. homosexual [ομοσεξουάλ] 1: (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) ομοφυλόφιλος ομοφυ λόφιλη, 2: (επίθ.) ομοφυλοφιλικός. homosexualidad [ομοσεξουαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ομοφυλοφιλία, honda [όν'ντα] (ουσΥθηλ.) καταπέλτης σφεντόνα, hondo [όν'ντο] (επίθ.) βαθύς, hondón [ον'ντόν] (ουσΥαρσ.) βυθός, hondura [ον'ντούρα] (ουσΥθηλ.) βά θος. honestidad [ονεσπδάδ] (ουσΥθηλ.) εντιμότητα, τιμιότητα, honesto [ονέστο] (επίθ.) έντιμος, hongo [όνγκο] (ουσΥαρσ.) 1: μύκητας 2: μανιτάρι, honor [ονόρ] (ουσΥαρσ.) τιμή, δόξα. honorable [ονοράμπλε] (επίθ.) έντι μος αξιοσέβαστος. honorario [ονοράριο] (επίθ.) επίτιμος, honorarios [ονοράριος] (ουσΥαρσ.) πληθ. αμοιβή.
honorífico [ονορίφικο] (επίθ.) τιμητι κός. honra [όνρα] (ουσΥθηλ.) σεβασμός αξιοπρέπεια, honradamente [ονράδαμέν'τε] (επίρρ.) τίμια, έντιμα, honradez [ονραδέθ] (ουσΥθηλ.) τιμιό τητα. honrado [ονράδο] (επίθ.) τίμιος έντι μος. honrar [ονράρ] (ρ.) τιμώ. honroso [ονρόσο] (επίθ.) έντιμος αξιοσέβαστος. hora [όρα] (ουσ,/θηλ.) ώρα. horadar [οραδάρ] (ρ.) διατρυπώ, πα ρακεντώ. horario [οράριο] 1: (ουσΥαρσ.) ωρά ριο, 2: (επίθ.) ωριαίος, horca [όρκα] (ουσΥθηλ.) αγχόνη, κρε μάλα, βρόχος, horcajadas [ορκαχάδα] (ουσΥθηλ.) πληθ. · a horcajadas - διάσκελα, κα βάλα. horchata [ορτσάτα] (ουσΥθηλ.) αμυγδαλόγαλα. horda [όρδα] (ουσΥθηλ.) ορδή, στί φος. horizontal [οριθοντάλ] (επίθ.) οριζό ντιος horizonte [οριθόν'τε] (ουσΥαρσ.) ορί ζοντας. horma [όρμά] (ουσΥθηλ.) καλούπι, φόρμα. hormiga [ορμίγα] (ουσΥθηλ.) μυρμή γκι. hormigón [ορμιγόν] (ουσΥαρσ.) μπε τόν. hormiguear [ορμιγεάρ] (ρ.) μυρμη γκιάζω, μουδιάζω, hormigueo [ορμιγέο] (ουσΥαρσ.) μυρ μήγκιασμα, μοΰδιασμα. hormiguero [ορμιγέρο] (ουσΥαρσ.) μυρμηγκοφωλιά. hormona [ορμόνα] (ουσΥθηλ.) ορμό
314
hoy νη. hornada [ορνάδα] (ουσ/θηλ.) φουρ νιά. hornear [ορνεάρ] (ρ.) ψήνω. hornero [ορνέρο] (ουσΥαρσ.) φούρ ναρης, ψήστης, hornillo [ορνίγιο] (ουσΥαρσ.) φουρνάκι. horno [όρνο] (ουσ7αρσ.) φούρνος, horóscopo [ορόσκοπο] (ουσ,/αρσ) ωρο σκόπιο. horquilla [ορκίγια] (ουσ/θηλ.) φουρ κέτα, τσιμπιδάκι, horrendo [ορέν'ντσ] (επίθ.) τρομακτι κός, φσβιστικός. horrible [ορίμπλε] (επίθ.) αποτρόπαι ο ς φοβερός φρικτός τρομερός, horripilante [οροπιλάν'τε] (επίθ.) ανατριχιαστικός φρικιαστικός αποτροπιαστικός. horripilar [οριπιλάρ] (ρ.) 1: ανατριχιά ζω, 2: τρομάζω, horro [όρο] (επίθ.) ελεύθερος, απαλ λαγμένος, horror [ορόρ] (ουσ/αρσ) φρίκη, τρό μος. horrorizar [οροριθάρ] (ρ.) προκαλώ φρίκη, τρομοκρατώ, horroroso [ορορόσο] (επίθ.) φρικτός τρομακτικός hortaliza [ορταλίθα] (ουσ,/θηλ.) λαχανικό. hortelano [ορτελάνο] (ουσ,/αρσ.) κη πουρός περιβολάρης, hortense [ορτένσε] (επίθ.) κηπευτι κός. hortensia [ορτένσια] (ουσ./θηλ.) ορ τανσία. hortícola [ορτίκολα] (επίθ.) φυτοκομικός κηπευτικός, horticultor [ορτικουλτόρ] (ουσΥαρσ.) κηπουρός, horticultura [ορτικουλτούρα] (ουσ./ θηλ.) φυτοκομία, κηπευτική. 315
hosco [όσκο] (επίθ.) 1: σκυθρωπός κατσούφης κατηφής 2: αφιλόξενος, hospedaje [οσπεδάχε] (ουσ./αρσ.) στέγαση, κατάλυμμα. hospedar [οσπεδάρ] (ρ.) στεγάζω, φι λοξενώ. hospedería [οσπεδερία] (ουσ,/θηλ.) παν δοχείο, πανσιόν. hospedero [οσπεδέρο] (ουσΥαρσ.) οι κοδεσπότης σπιτονοικοκύρης, hospicio [οσπίθιο] (συσΥαρσ.) ορφα νοτροφείο, άσυλο, πτωχοκομείο. hospital [οαπιτάλ] (ουσ,/αρσ.) νοσο κομείο. hospitalario [οσπιταλάριο] (επίθ.) φι λόξενος ξένιος, hospitalidad [σσπιταλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) φιλοξενία, hospitalizar [οσπιταλιθάρ] (ρ.) εισάγω σε νοσοκομείο, hosquedad [οσκεδάδ] (ουσ,/θηλ.) σκυθρωπότητα, κατήφεια, hostal [οστάλ] (ουσ,/αρσ.) μικρό ξενο δοχείο, πανδοχείο, hostelería [οστελερία] (ουσ,/θηλ.) ξε νοδοχειακές υπηρεσίες, hostelero [οστελέρο] (ουσ7αρσ.) ξε νοδόχος. hostería [οοττερία] (ουσ,/θηλ.) πανδο χείο. hostia [όστια] (ουσ,/θηλ.) όστια, μπου νιά, γροθιά, hostigar [οστιγάρ] (ρ.) 1: μαστιγώνω, 2: κατατρέχω, hostil [όστιλ] (επίθ.) εχθρικός, hostilidad [οστιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) εχθρότητα, hostilidades [οστιλιδάδες] (ουσΥθηλ.) πληθ. εχθροπραξίες, hostilizar [οστιλιθάρ] (ρ.) επιτίθεμαι, hotel [οτέλ] (ουσΥαρσ.) ξενοδοχείο, hotelero [οτελέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) ξε νοδόχος 2: (επίθ.) ξενοδοχειακός, hoy [όι] (επίρρ.) σήμερα · hoy en día -
hoya στις μέρες μας. hoya [όγια] (ουσΥθηλ.) τρύπα στο έδα φος, λάκκος, hoyo [όγιο] (ουσΥαρσ.) λακούβα, λάκ κος. hoyuelo [ογιουέλο] (ουσΥαρσ.) λακκά κι (προσώπου). hoz [οθ] (ουσΥθηλ.) δρεπάνι, hucha [ούτσα] (ουσΥθηλ.) κουμπαράς κομπόδεμα, hueco [ουέκο] 1: (ουσΥαρσ.) κενό • hacer un hueco - κάνω χώρο σε κάποιον, 2: (επίθ.) κενός αδειανός κούφιος. huelga [ουέλγα] (ουσΥθηλ.) απεργία, huelgo [ουέλγο] (ουσΥαρσ.) ανάσα, αναπνοή. huelguista [ουελγίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) απεργός, huella [ουέγια] (ουσΥθηλ.) ίχνος απο τύπωμα. huérfano [ουέρφανο] (επίθ.) ορφα νός. huero [ουέρο] (επίθ.) 1: κλούβιος 2: στείρος άγονος, huerta [ουέρτα] (ουσΥθηλ.) περιβόλι, λαχανόκηπος, huertero [ουερτέρο] (ουσΥαρσ.) περι βολάρης κηπουρός, huerto [ουέρτο] (ουσΥαρσ.) λαχανό κηπος. huesa [ουέσα] (ουσΥθηλ.) τάφος, hueso [ουέσο] (ουσΥαρσ.) 1: κόκαλο, οστό, 2: κουκούτσι, huesoso [ουεσόσο] (επίθ.) οστεώδης κοκαλιάρης. huésped [ουέσπεδ] (ουσΥαρσ.) μου σαφίρης φιλοξενούμενος επισκέ πτης huesudo [ουεσούδο] (επίθ.) οστεώ δης. huevera [ουεβέρα] (ουσΥθηλ.) αυγουλιέρα, αυγοθήκη, huevero [ουεβέρο] (ουσΥαρσ.) αυγου316
λάς. huevo [ουέβο] (ουσΥαρσ.) αυγό. huevón [ουεβόν] (επίθ.) τεμπέλης οκνηρός, huida [ουίδα] (ουσΥθηλ.) φυγή. huidizo [ουίδίθο] (επίθ.) φευγαλέος, huir [ουίρ] (ρ.) αποδιδράσκω, τρέπο μαι σε φυγή, δραπετεύω, hule [ούλε] (ουσΥαρσ.) μουσαμάς, hulla [ούγια] (ουσΥθηλ.) γαιάνθρακας hullera [ουγιέρα] (ουσΥθηλ.) ανθρα κωρυχείο, humanidad [ουμανιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ανθρωπότητα, 2: ανθρωπιά, φιλαν θρωπία. humanismo [ουμανίσμο] (ουσΥαρσ.) ανθρωπισμός, humanista [ουμανίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ανθρωπιστής ανθρωπίστρια. humanístico [ουμανίστικο] (επίθ.) αν θρωπιστικός, humanitario [ουμανιτάριο] (επίθ.) αν θρωπιστικός φιλανθρωπικός humanizar [ουμανιθάρ] (ρ.) εξανθρωπίζω. humano [ουμάνο] (επίθ.) ανθρώπινος φιλάνθρωπος, humareda [ουμαρέδα] (ουσΥθηλ.) σύν νεφο καπνού, humeante [ουμεάν'τε] (επίθ.) αχνιστός, humear [ουμεάρ] (ρ.) αχνίζω, καπνί ζω. humectar [ουμεκτάρ] (ρ.) υγραίνω, μουσκεύω, humedad [ουμεδάδ] (ουσΥθηλ.) υγρα σία. humedecer [ουμεδεθέρ] (ρ.) υγραίνω, βρέχω. húmedo [ούμεδο] (επίθ.) υγρός βρεγ μένος. humero [ουμέρο] (ουσΥαρσ.) καμινά δα, καπνοδόχος, humildad [ουμιλδάδ] (ουσΥθηλ.) τα πεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη.
huy humilde [ουμίλδε] (επίθ.) ταπεινόφρων, μετριόφρων. humillación [ουμιγιαθιόν] (ουσ./θηλ.) ταπείνωση, μείωση, εξευτελισμός. humillante [ουμιγιάν^ε] (επίθ.) ταπει νωτικός, μειωτικός. humillar [ουμιγιάρ] (ρ.) ταπεινώνω, μειώνω, εξευτελίζω, humo [ούμο] (ουσΥαρσ.) καπνός ατμός humor [ουμόρ] (ουσΥαρσ.) ψυχική διάθεση, κέφι, χιούμορ, humorada [ουμοράδα] (ουσΥθηλ.) εξυπνάδα, αστεϊσμός, humorado [ουμοράδο] (επίθ.) ευδιάθετος. humorista [ουμορίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) χιουμορίστας ευθυμολόγος. humorístico [ουμορίστικο] (επίθ.) χιου μοριστικός κωμικός, humus [ούμους] (ουσΥαρσ.) μαυρό χωμα. hundido [ουνδίδο] (επίθ.) βουλιαγμέ νος βυθισμένος, hundimiento [ουν'ντιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) βύθιση, βούλιαγμα, καθίζηση, hundir [ουν'ντίρ] (ρ.) 1: βυθίζω, βου λιάζω, 2: γκρεμίζω.
huracán [ουρακάν] (ουσΥαρσ.) τυφώ νας. huraño [ουράνιο] (επίθ.) κατσούφης σκυθρωπός κατηφής. hurgar [ουργάρ] (ρ.) σκαλίζω, hurgón [ουργόν] (ουσΥαρσ.) σκαλι στήρι φωτιάς hurgonear [ουργονεάρ] (ρ.) σκαλίζω την φωτιά, hurón [ουρόν] (ουσΥαρσ.) κουνάβι, νυφίτσα, hurra [ούρα] (επιφ.) ζήτω!. hurtadillas [ουρταδίγιας] (επίρρ.) κρυ φά · a hurtadillas - στα κρυφά, hurtar [ουρτάρ] (ρ.) κλέβω, hurto [ούρτο] (ουσΥαρσ.) κλεψιά, κλο πή. husillo [ουσίγιο] (ουσΥαρσ.) αγωγός, husmear [ουσμεάρ] (ρ.) 1: μυρίζω, 2: χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι, husmeo [ουσμέο] (ουσΥαρσ.) ψαχούλεμα. husmo [ούσμο] (ουσΥαρσ.) έντονη οσμή. huso [ούσο] (ουσΥαρσ.) αδράχτι, άτρα κτος. huy [ούι] (επιφ.) ωχ!, αχ!.
317
I, i [ι] (ουσ./θηλ.) το δέκατο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, ibérico [ιμπέρικο] (επίθ.) ιβηρικός. ibero [ιμπέρο] (επίθ.) ιβηρικός. Iberoamérica [ιμπεροαμέρικα] (ουσ./ θηλ.) Λατινική Αμερική, iberoamericano [ιμπρεροαμερικάνο] 1: (ουσΥαρσ.) Λατινοαμερικάνος, 2: (επίθ.) λατινοαμερικανικός, iceberg [ιθεβέργ] (ουσΥαρσ.) παγό βουνο. icono [ικόνο] (ουσΥαρσ.) εικόνα, iconoclasta [ικονοκλάστα] 1: (ουσΥ αρσ.) εικονοκλάστης εικονομάχος 2: (επίθ.) εικονοκλαστικός, iconografía [ικονογραφία] (ουσΥθηλ.) εικονογραφία, εικονισμός. ictericia [ικτερίθια] (ουσ,/θηλ.) ίκτε ρος, χρυσή, ictiología [ικτιολοχία] (ουσΥθηλ.) ιχθυολογία, ida [ίδα] (ουσΥθηλ.) μετάβαση, idea [ιδέα] (ουσΥθηλ.) ιδέα. ideal [ιδεάλ] 1: (ουσΥαρσ.) (α) ιδανικό, ιδεώδες (β) ίνδαλμα, 2: (επίθ.) ιδανι κός ιδεώδης, idealismo [ιδεαλισμό] (ουσΥαρσ.) ιδεα λισμός. idealista [ιδεαλίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ιδεαλιστής ιδεαλίστρια, 2: (επίθ.) ιδεαλιστικός idealizar [ιδεαλιθάρ] (ρ.) εξιδανικεύω. idear [ιδεάρ] (ρ.) επινοώ, σχεδιάζω, ideario [ιδεάριο] (ουσΥαρσ.) ιδεολο γία. ídem [ίδεμ] (επίρρ.) ομοίως παρομοί ως. idéntico [ίδεν'τικο] (επίθ.) ταυτόση μος ίδ ιος όμοιος, identidad [ιδεν'τιδάδ] (ουσΥθηλ.) ταυ τότητα. identificación [ιδεν'τιφικαθιόν] (ουσΥ
θηλ.) 1: ταύτιση, 2: αναγνώριση, εξα κρίβωση. identificar [ιδεν'τιφικάρ] (ρ.) 1: ταυτί ζω, 2: αναγνωρίζω, εξακριβώνω, ideología [ιδεολοχία] (ουσΥθηλ.) ιδεο λογία. ideológico [ιδεολόχικο] (επίθ.) ιδεο λογικός ideólogo [ιδεόλογο] (ουσΥαρσ.) ιδεο λόγος. idílico [ιδίλικο] (επίθ.) ειδυλλιακός idilio [ιδίλιο] (ουσΥαρσ.) ειδύλλιο, idioma [ιδιόμα] (ουσΥαρσ.) γλώσσα, ιδίωμα. idiomático [ιδιομάτικο] (επίθ.) ιδιωμα τικός. idiosincrasia [ιδιοσινκράσια] (ουσΥθηλ.) ιδιοσυγκρασία, idiota [ιδιότα] (επίθ.) ηλίθιος ανόη τος. idiotez [ιδιοτέθ] (ουσ,/θηλ.) ηλιθιότη τα, βλακεία, idiotismo [ιδιοτίσμο] (ουσΥαρσ.) 1: ιδιωματισμός 2: άγνοια, αμάθεια, idiotizar [ιδιοτιθάρ] (ρ.) τρελαίνω κά ποιον. ido [ίδο] (επίθ.) τρελός, μουρλός, idolatra [ιδόλατρα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) ειδωλολάτρης ειδωλολάτρισσα. idolatría [ιδολατρία] (ουσΥθηλ.) ειδω λολατρία, ídolo [ίδολο] (ουσΥαρσ.) είδωλο, ίν δαλμα. idoneidad [ιδονεϊδάδ] (ουσΥθηλ.) ιδανικότητα, καταλληλότητα, idóneo [ιδόνεο] (επίθ.) ιδεώδης ιδανι κός κατάλληλος, iglesia [ιγλέσια] (ουσΥθηλ.) εκκλησία, ναός. iglú [ιγλού] (ουσΥαρσ.) ιγκλού, ignaro [ιγνάρο] (επίθ.) αδαής, αμαθής, ígneo [ίγνεο] (επίθ.) πυρογενής. ignición [ικνιθιόν] (ουσΥθηλ.) ανάφλε ξη-
318
imaginario ignominia [ιγνομίνια] (ουσΥθηλ.) κα ταισχύνη, όνειδος, ατίμωση, ατιμία, ignominioso [ιγνομινιόσο] (επίθ.) ατι μωτικός ντροπιασπκός. ignorancia [ιγνοράνθια] (ουσΥθηλ.) άγνοια, αμάθεια, ignorante [ιγνοράν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) αγράμματος ανίδεος 2: (επίθ.) αμα θής. ignorar [ιγνοράρ] (ρ.) αγνοώ, ignoto [ιγνότο] (επίθ.) ανεξερεύνητος, igual [ιγουάλ] 1: (επίθ.) ίδ ιος όμοιος 2: (επίρρ.) το ίδιο, ομοίως, iguala [ιγουάλα] (ουσΥθηλ.) ισοφάριση. igualación [ιγουαλαθιόν] (ουσΥθηλ.) εξίσωση, εξισορρόπηση. igualar [ιγουαλάρ] (ρ.) εξισώνω, εξο μοιώνω, εξισορροπώ, igualdad [ιγουαλδάδ] (ουσΥθηλ.) ισό τητα, εξομοίωση. igualmente [ιγουάλμεν'τε] (επίρρ.) εξίσου, επίσης παρομοίως, iguana [ιγουάνα] (ουσΥθηλ.) ιγκουάνα. ijada [ιχάδα] (ουσΥθηλ.) πλευρά ζώου. ¡jar [ιχάρ] (ουσΥαρσ.) πλευρό, ilación [ιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) εξαγωγή συμπεράσματος, ilegal [ιλεγάλ] (επίθ.) παράνομος, ilegalidad [ιλεγαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) πα ρανομία. ilegalmente [ιλεγάλμέν'τε] (επίρρ.) παράνομα, λαθραία, ilegible [ιλεχίμπλε] (επίθ.) δυσανάγνω στος. ilegitimidad [ιλεγιτιμιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: παρανομία, 2: νόθος καταγωγή, ilegitimo [ιλεχίτιμο] (επίθ.) 1: νόθος εξώγαμος 2: παράνομος, ileso [ιλέσο] (επίθ.) αβλαβής αλώβη τος άθικτος iliberal [ιλιμπεράλ] (επίθ.) ανελεύθε ρος.
ilícito [ιλίθιτο] (επίθ.) 1: αθέμιτος, 2: παράνομος, ilimitado [ιλιμιτάδο] (επίθ.) απεριόρι στος. ilógico [ιλόχικο] (επίθ.) παράλογος, iluminación [ιλουμιναθιόν] (ουσΥθηλ.) φωτισμός φωταψία, iluminar [ιλουμινάρ] (ρ.) φωτίζω, φω ταγωγώ. ilusión [ιλουσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ψευ δαίσθηση, αυταπάτη, 2: προσδοκία, χαρά. ilusionado [ιλουσιονάδο] (επίθ.) εν θουσιασμένος ελπιδοφόρος. ilusionarse [ιλουοιονάρσε] (ρ.) έχω παραισθήσεις ψευδαισθήσεις, ilusionismo [ιλουσιονίσμο] (ουσΥαρσ.) 1: ταχυδακτυλουργία, 2: οφθαλμα πάτη. ilusionista [ιλουσιονίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) ταχυδακτυλουργός iluso [ιλούσο] (επίθ.) φαντασιόπλη κτος ψευδαισθητικός ilusorio [ιλουσόριο] (επίθ.) απατηλός παραπλανητικός πλανερός πλα σματικός. ilustración [ιλουστραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εικονογράφηση, 2: διαφωτισμός, ilustrado [ιλουστράδο] (επίθ.) 1: εικο νογραφημένος 2: πολυμαθής ευρυ μαθής. ilustrar [ιλουστράρ] (ρ.) 1: εικονογρα φώ, 2: διαφωτίζω, 3: μορφώνω, ilustrativo [ιλουστρατίβο] (επίθ.) επε ξηγηματικός διασαφητικός. ilustre [ιλούστρε] (επίθ.) ένδοξος επι φανής. imagen [ιμάχεν] (ουσΥθηλ.) εικόνα, imaginable [ιμαχινάμπλε] (επίθ.) υπο θετικός. imaginación [ιμαχιναθιόν] (ουσΥθηλ.) φαντασία, imaginario [ιμαχινάριο] (επίθ.) φαντα στικός υποθετικός.
319
imaginarse imaginarse [ιμαχινάρσε] (ρ.) φαντάζο μαι, υποθέτω, νομίζω, εικάζω, imaginativo [ιμαχινατίβο] (επίθ.) επι νοητικός, εφευρετικός, imaginería [ιμαχινερία] (ουσ,/θηλ.) ιερογλυπτική. imán [ιμάν] (ουσ7αρσ.) 1: μαγνήτης, 2: ιμάμης. imanar [ιμανάρ] (ρ.) μαγνητίζω, imantar [ιμαν'τάρ] (ρ.) μαγνητίζω, imantación [ιμαν'ταθιόν] (ουσ,/θηλ.) μαγνητισμός, imbatible [ιμ'μπατίμπλε] (επίθ.) 1: αχτύπητος 2: ανίκητος αήττητος, imbécil [ιμ'μττέθιλ] (επίθ.) ηλίθιος πα λαβός. imbecilidad [ιμ'μπεθιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ηλιθιότητα, imberbe [ιμ'μπέρμπε] (επίθ.) χωρίς γέ νια, αμούστακος imborrable [ιμ'μποράμπλε] (επίθ.) ανε ξίτηλος ανεξάλειπτος imbuir [ιμ'μπουίρ] (ρ.) εμποτίζω, εν σταλάζω. imitable [ιμιτάμπλε] (επίθ.) μιμητικός, imitación [ιμιταθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: απομίμηση, 2: μίμηση, 3: παραποίηση. imitador [ιμιταδόρ] (ουσΥαρσ.) μιμη τή ς αντιγραφέας. imitar [ιμιτάρ] (ρ.) απομιμούμαι, μι μούμαι, πιθηκίζω, imitativo [ιμιτατίβο] (επίθ.) μιμητικός, impaciencia [ιμ'παθιένθια] (ουσ,/θηλ.) ανυπομονησία, impacientarse [ιμ'παθιεν'τάρσε] (ρ.) ανυπομονώ, αδημονώ, impaciente [ιμ'παθιέν'τε] (επίθ.) ανυ πόμονος ανήσυχος, impacto [ιμ'πάκτο] (ουσ./αρσ.) πρό σκρουση, σύγκρουση, κρούση, impagable [ιμ'παγάμπλε] (επίθ.) μη πληρωτέος ανεξόφλητος impagado [ιμ'παγάδο] (επίθ.) απλή
ρωτος. impago [ιμ'πάγο] (ουσ./αρσ.) οφειλή, ΧΡέος.
impalpable [ιμ'παλπάμπλε] (επίθ.) ανε παίσθητος, impar [ιμ'πάρ] (επίθ.) μονός, imparable [ιμ'παράμπλε] (επίθ.) αστα μάτητος. imparcialidad [ιμ'παρθιαλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) αμεροληψία, διακαιοφροσύνη. imparcial [ιμ'παρθιάλ] (επίθ.) αμερό ληπτος αντικειμενικός δίκαιος, impartible [ιμ'παρτίμπλε] (επίθ.) αδιαί ρετος αδιαχώριοττος. impartir [ιμ'παρτίρ] (ρ.) δίνω, παρα δίνω. impasible [ιμ'πασίμπλέ] (επίθ.) απα θής αδιάφορος ατάραχος, impavidez [ιμ'παβιδέθ] (ουσΥθηλ.) έλ λειψη φόβου, impávido [ιμ'πάβιδο] (επίθ.) απτόη το ς ατρόμητος άφοβος, impecable [ιμ'πεκάμπλε] (επίθ.) άψο γος. impedancia [ιμ'πεδάνθια] (ουσ./θηλ.) αντίσταση, impedido [ιμ'πεδίδο] (επίθ.) ανάπη ρος σακάτης, impedimento [ιμ'πεδιμέν'το] (ουσ,/αρσ.) 1: εμπόδιο, κώλυμα 2: απαγόρευση, impedir [ιμ'πεδίρ] (ρ.) 1: εμποδίζω, πα ρακωλύω, 2: απαγορεύω, impeler [ιμ'πελέρ] (ρ.) ωθώ, σπρώχνω, παρακινώ, impenetrabilidad [ιμ'πενετραμπιλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) η ιδιότητα του απροσπέ λαστου, του αδιαπέραστου, impenetrable [ιμ'πενετράμπλε] (επίθ.) απροσπέλαστος αδιαπέραστος αδιάβα τος απρόσιτος impenitencia [ιμ'πενιτένθια] (ουσ./ θηλ.) αμετανοησία, impenitente [ιμ'πενιτέν'τε] (επίθ.) αμε τανόητος.
320
implicación impensable [ιμ'πενσάμπλε] (επίθ.) αδια νόητος. impensado [ιμ'πενσάδο] (επίθ.) απρό βλεπτος, απροσδόκητος, impepinable [ιμ'πεπινάμπλε] (επίθ.) αδιαμφισβήτητος, imperante [ιμ'περάν'τε] (επίθ.) κυ ρίαρχος επικρατών, imperar [ιμ'περάρ] (ρ.) κυριαρχώ, επι κρατώ, βασιλεύω, imperativo [ιμ'περατίβο] 1: (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) προστακτική, 2: (επίθ.) προ στακτικός imperceptible [ιμ'περθεπτίμπλε] (επίθ.) ανεπαίσθητος αδιόρατος, imperceptiblemente [ιμ'λερθεπτίμπλεμεν*τε] (επίρρ.) ανεπαίσθητα, imperdible [ιμ'περδίμπλε] (ουσΥαρσ.) παραμάνα, καρφίτσα, imperdonable [ιμ'περδονάμπλε] (επίθ.) ασυγχώρητος αδικαιολόγητος αναί τιος imperecedero [ιμ'περεθεδέρο] (επίθ.) αθάνατος αιώνιος άφθαρτος, imperfección [ι'περφεκθιόν] (ουσΥ θηλ.) ατέλεια, ελάττωμα, imperfecto [ιμ'περφέκτο] 1: (ουσΥ αρσ.) (Γραμμ.) παρατατικός 2: (επίθ.) ατελής ελαττωματικός, imperial [ιμ'περιάλ] (επίθ.) αυτοκρατορικός. imperialismo [ιμ'περιαλίσμο] (ουσ./ αρσ.) ιμπεριαλισμός, imperialista [ιμ'περιαλίστα] 1: (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) ιμπεριαλιστής ιμπεριαλίστρια, 2: (επίθ.) ιμπεριαλιστικός impericia [ιμ'περίθια] (ουσΥθηλ.) αδε ξιότητα, απειρία, imperio [ιμ'πέριο] (ουσΥαρσ.) αυτο κρατορία, imperioso [ιμ'περιόσο] (επίθ.) 1: αυ ταρχικός δεσποτικός 2: επείγων, επιτακτικός, imperito [ιμ'περίτο] (επίθ.) αδέξιος 321
άγαρμπος άτσαλος (καθ.) ατζαμής, impermeabilidad [ιμ'περμεαμπιλιδάδ) (ουσΥθηλ.) στεγανότητα. impermeabilizar [ιμ'περμεαμπιλιθάρ] (ρ.) αδιαβροχοποιώ, στεγανοποιώ, impermeable [ιμ'περμεάμπλε] (επίθ.) αδιάβροχος στεγανός, impersonal [ιμ'περσονάλ] (επίθ.) απρό σωπος impersonalidad [ιμ'περσοναλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) απροσωπία. impertérrito [ιμ'περτέριτο] (επίθ.) άφο βος ατρόμητος απτόητος ακλόνη τος. impertinencia [ιμ'περτινένθια] (ουσΥ θηλ.) αναίδεια, αυθάδεια, impertinente [ιμ'περτινέν'τε] (επίθ.) αναι δής αυθάδης imperturbable [ιμ'περτουρμπάμπλε] (επίθ.) ακλόνητος ατάραχος, απα θής. impetrar [ιμ'πετράρ] (ρ.) εκλιπαρώ, ímpetu [ίμ'πετου] (ουσΥαρσ.) 1: ορμή, ώθηση, 2: δύναμη, impetuosidad [ιμ'πετουοσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) βιαιότητα, ορμή. impetuoso [ιμ'πετουόσο] (επίθ.) ορ μητικός σφοδρός παράφορος, impiedad [ιμ'πιεδάδ] (ουσΥθηλ.) ασέ βεια. impío [ιμ'πίο] (επίθ.) 1: άπιστος 2: ασε βής.
implacable [ιμ'πλακάμπλε] (επίθ.) αμεί λικτος αδυσώπητος ανελέητος, implantación [ιμ'πλαν'ταθιόν] (ουσΥ θηλ.) εμφύτευση, implantar [ιμ'πλαν'τάρ] (ρ.) εμφυτεύω, implante [ιμ'πλάν'τε] (ουσΥαρσ.) εμφύτευμα. implemento [ιμ'πλεμέν'το] (ουσΥαρσ.) εργαλεία. implicación [ιμ'πλικαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ανάμειξη, εμπλοκή, 2: επίπτωση, συνέπεια.
implicar implicar [ιμ'πλικάρ] (ρ.) 1: εμπλέκω, αναμειγνύω, 2: περιλαμβάνω, implícito [ιμ'πλίθιτο] (επίθ.) υπονοού μενος. imploración [ιμ'πλοραθιόν] (ουσΥθηλ.) παράκληση, ικεσία, implorar [ιμ'πλοράρ] (ρ.) εκλιπαρώ, ικετεύω. impoluto [ιμ'πλούτο] (επίθ.) αμόλυντος, αμίαντος, imponderable [ιμ'πον'ντεράμπλε] (επίθ.) αστάθμητος, imponencia [ιμ'πονένθια] (ουσΥθηλ.) επιβλητικότητα. imponente [ιμ'πονέν'τε] (επίθ.) επι βλητικός, imponer [ιμ'πονέρ] (ρ.) επιβάλλω, imponible [ιμ'πονίμπλε] (επίθ.) φορο λογήσιμος, impopular [ιμ'ποπουλάρ] (επίθ.) αντι δημοτικός, impopularidad [ιμ'ποπουλαριδάδ] (ουσΥ θηλ.) αντιδημοτικότητα, importación [ιμ'πορταθιόν] (ουσΥθηλ.) εισαγωγή, importador [ιμ'πορταδόρ] (ουσΥαρσ.) εισαγωγέας, importancia [ιμ'πορτάνθια] (ουσΥθηλ.) σπουδαιότητα, σημασία, importante [ιμ'πορτάν'τε] (επίθ.) σπου δαίος σημαντικός, importar [ιμ'πορτάρ] (ρ.) 1: εισάγω, 2: έχει σημασία, 3: πειράζει, importe [ιμ'πόρτε] (ουσΥαρσ.) 1: αξία, τιμή, κόστος, 2: ποσό. importunación [ιμ'πορτουναθιόν] (ουσΥ θηλ.) φορτικότητα, παρενόχληση, importunar [ιμ'πορτουνάρ] (ρ.) ενοχλώ, παρενοχλώ, φορτώνομαι, σκοτίζω, importunidad [ιμ'πορτουνιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ενόχληση, παρενόχληση, importuno [ιμ'πορτούνο] (επίθ.) 1: ενοχλητικός, φορτικός 2: άκαιρος. imposibilidad [ιμ'ποσιμπιλιδάδ] (ουσ./ 322
θηλ.) αδυναμία, ανικανότητα, imposibilitado [ιμ'ποσιμπιλιτάδο] (επίθ.) ανάπηρος, imposibilitar [ιμ'ποσίμπιλιτάρ] (ρ.) 1: καθιστώ αδύνατο, 2: εμποδίζω, imposible [ιμ'ποσίμπλε] (επίθ.) αδύνα τος ανυπόφορος, imposición [ιμ'ποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) επιβολή. impositor [ιμ'ποσιτόρ] (ουσΥαρσ.) κα ταθέτης. impostor [ιμ'ποστόρ] (ουσΥαρσ.) απα τεώνας που κάνει πλαστοπροσωπία, impotable [ιμ'ποτάμπλε] (επίθ.) μη πό σιμος. impotencia [ιμ'ποτένθια] (ουσΥθηλ.) 1: ανικανότητα, αδυναμία, 2: σεξουα λική ανικανότητα, impotente [ιμ'ποτέν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) σεξουαλικά ανίκανος, 2: (επίθ.) ανί κανος, αβοήθητος αδύναμος, impracticable [ιμ'πρακτικάμπλε] (επίθ.) 1: απραγματοποίητος 2: αδιάβατος απροσπέλαστος, imprecación [ιμ'πρεκαθιόν] (ουσΥθηλ.) κατάρα. imprecar [ιμ'πρεκάρ] (ρ.) καταριέμαι, αναθεματίζω, imprecisión [ιμ'πρεθισιόν] (ουσΥθηλ.) ανακρίβεια, αοριστία. impreciso [ιμ'πρεθίσο] (επίθ.) ανακρι βής αόριστος, ασαφής, impregnación [ιμ'πρεγναθιόν] (ουσΥ θηλ.) διαπότιση, εμποτισμός impregnar [ιμ'πρεγνάρ] (ρ.) 1: μουσκεύω, διαποτίζω, 2: επηρεάζω σε βάθος imprenta [ιμ'πρέν'τα] (ουσΥθηλ.) τυ πογραφείο, imprescindible [ιμ'πρεσθιν'ντίμπλε] (επίθ.) αναγκαίος απαραίτητος, impresión [ιμ'πρεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εκτύπωση, 2: εντύπωση, 3: αποτύ πωμα. impresionable [ιμ'πρεσιονάμπλε] (επίθ.)
impulsar 1: ευαίσθητος 2: που επηρεάζεται εύκολα, επιρρεπής, impresionado [ιμ'πρεσιονάδο] (επίθ.) εντυπωσιασμένος, impresionante [ιμ'πρεσιονάν'τε] (επίθ.) εντυπωσιακός, impresionar [ιμ'πρεσιονάρ] (ρ.) 1: εντυ πωσιάζω, 2: εντυπώνω, αποτυπώνω. impresionismo [ιμ'πρεσιονίσμο] (ουσ./ αρσ.) ιμπρεσιονισμός, impresionista [ιμ'πρεσιονίστα] 1: (ουσ./ αρσ. +θηλ.) ιμπερσιονιστής 2: (επίθ.) ιμπερσιονιστικός. impreso [ιμ'πρέσο] (ουσ./αρσ.) έντυ πο. impresor [ιμ'πρεσόρ] (ουσ./αρσ.) τυ πογράφος εκτυπωτής, imprevisible [ιμ'πρεβισίμπλε] (επίθ.) απρόβλεπτος, imprevisión [ιμ'πρεβισιόν] (ουσ,/θηλ.) απροβλεψία, αβλεψία, imprevisto [ιμ'πρεβίστο] (επίθ.) απρόο πτος απρόβλεπτος απροσδόκητος, imprimir [ιμ'πριμίρ] (ρ.) τυπώνω, εκτυ πώνω. improbabilidad [ιμ'προμπαμπιλιδάδ] (ουσ./θηλ.) απιθανότητα. improbable [ιμ'προμπάμπλε] (επίθ.) απίθανος, improbidad [ιμ'προμπιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ατιμία, καταισχύνη, ímprobo [ίμ'προμπο] (επίθ.) τεράστιος πελώριος, improcedencia [ιμ'προθεδένθια] (ουσ./ θηλ.) ακαταλληλότητα. improcedente [ιμ'προθεδέν'τε] (επίθ.) ανάρμοστος, αταίριαστος ακατάλ λη λος άκαιρος. improductivo [ιμ'προδουκτίβο] (επίθ.) άκαρπος άφορος. impronta [ιμ'πρόν'τα] (ουσ./θηλ.) 1: αποτύπωμα, στάμπα, 2: σημάδι, 3: σφραγίδα, impronunciable [ιμ'προνουνθιάμπλε]
(επίθ.) απρόφερτος, improperio [ιμ'προπέριο] (ουσ./αρσ.) ύβρις, βρισιά, λοιδορία, impropiedad [ιμ'προπιεδάδ] (ουσ./ θηλ.) ακαταλληλότητα. impropio [ιμ'πρόπιο] (επίθ.) αταίρια στος ακατάλληλος, impróvido [ιμ'πρόβιδο] (επίθ.) απαρα τήρητος. improvisación [ιμ'προβισαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αυτοσχεδιασμός. ¡mprov¡sadamente[ιμ'πpoβισάδαμεv'τε] (επίρρ.) αυτοσχέδια, improvisado [ιμ'προβισάδο] (επίθ.) αυτοσχέδιος, improvisar [ιμ'προβισάρ] (ρ.) αυτο σχεδιάζω, improviso [ιμ'προβίσο] (επίρρ.) ξαφ νικά, αιφνίδια · al improviso - στα ξαφνικά. improvisto [ιμ'προβίστο] (επίθ.) 1: απροσδόκητος αναπάντεχος απρό σμενος, 2: αυτοσχέδιος, imprudencia [ιμ'προυδένθια] (ουσ./ θηλ.) 1: απερισκεψία, 2: αδιακρισία, 3: αναίδεια, imprudente [ιμ'προυδέν'τε] (επίθ.) 1: απερίσκεπτος, ασύνετος 2: αδιάκρι το ς 3: αναιδής, impublicable [ιμ'πουμπλικάμπλε] (επίθ.) μη δημοσιεύσιμος. impudencia [ιμ'πουδένθια] (ουσ./θηλ.) θρασύτητα, αναίδεια, impudente [ιμ'πουδέν'τε] (επίθ.) θρα σύ ς αναιδής impudicia [ιμ'πουδίθια] (ουσΥθηλ.) απρέ πεια. impúdico [ιμ'πούδικο] (επίθ.) αναίσχυ ντος άσεμνος απρεπής, impuesto [ιμ'πουέστο] (ουσ7αρσ.) φό ρος, δασμός, impugnar [ιμ'πουγνάρ] (ρ.) 1: προ σβάλλω, 2: αντιτίθεμαι, αποκρούω, impulsar [ιμ'πουλσάρ] (ρ.) ωθώ, προ
323
impulsión ωθώ. impulsión [ιμ'πουλσιόν] (ουσΥθηλ.) παρόρμηση, παρακίνηση, ώθηση, impulsividad [ιμ'πουλσιβιδάδ] (ουσΥ θηλ.) αυθορμητισμός, impulsivo [ιμ'πουλσίβο] (επίθ.) αυθόρ μητος παρορμητικός, impulso [ιμ'πούλσο] (ουσΥαρσ.) ώθη ση, παρόρμηση. impune [ιμ'πούνε] (επίθ.) ατιμώρητος, impunemente [ιμ'πούνεμέν'τε] (επίρρ.) ατιμώρητα, ατιμωρητί, impunidad [ιμ'πουνιδάδ] (ουσΥθηλ.) ατι μωρησία. impureza [ιμ'πουρέθα] (ουσΥθηλ) ακα θαρσία. impuro [ιμ'πούρο] (επίθ.) ακάθαρτος μιαρός imputación [ιμ'πουταθιόν] (ουσΥθηλ.) καταλογισμός απόδοση ευθύνης, imputar [ιμ'πουτάρ] (ρ.) αποδίδω, κα ταλογίζω, inabordable [ιναμπορδάμπλε] (επίθ.) απλησίαστος απόμακρος inacabable [ινακαμπάμπλε] (επίθ.) ατε λείωτος ατελέσφορος, inacabado [ινακαμπάδο] (επίθ.) ατε λείωτος. inaccesibilidad [ινακθεσιμπιλιδόδ] (ουσΥ θηλ.) το απρόσιτο, inaccesible [ινακθεσίμπλε] (επίθ.) απρο σπέλαστος απρόσβστος απρόσιτος inacción [ινακθιόν] (ουσΥθηλ.) αδρά νεια, απραξία, inacentuado [ιναθεντουάδο] (επίθ.) άτο νος inaceptable [ιναθεπτάμπλε] (επίθ.) απα ράδεκτος. inactividad [ινακτιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) απραξία, αδράνεια, inactivo [ινακτίβο] (επίθ.) αδρανής άπρακτος ανενεργός, inadaptable [ιναδαπτάμπλε] (επίθ.) απροσάρμοστος.
inadaptación [ιναδαπταθιόν] (ουσΥ θηλ.) έλλειψη προσαρμογής, inadaptado [ιναδαπτάδο] 1: (ουσΥ αρσ.) απροσάρμοστος 2: (επίθ.) αταίριαστος inadecuación [ιναδεκουαθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: ανεπάρκεια, 2: ακαταλληλότητα. inadecuado [ιναδεκουάδο] (επίθ.) 1: ανεπαρκής 2: ακατάλληλος, inadmisible [ιναδμισίμπλε] (επίθ.) απαράδεκτος ανεπίτρεπτος, inadvertencia [ιναδβερτένθια] (ουσΥ θηλ.) απροσεξία, αμέλεια, inadvertido [ιναδβερτίδο] (επίθ.) απρό σεκτος inagotable [ιναγοτάμπλε] (επίθ.) ανε ξάντλητος αστείρευτος, inaguantable [ιναγουαν'τάμπλε] (επίθ.) ανυπόφορος αφόρητος αβάστα χτος. inalámbrico [ιναλάμ'μπρικο] (επίθ.) ασύρ ματος inalcazable [ιναλκαθάμπλε] (επίθ.) ανε πίτευκτος ακατόρθωτος, inalterable [ιναλτεράμπλε] (επίθ.) 1: αμετάβλητος αναλλοίωτος 2: ανε ξίτηλος. inalterado [ιναλτεράδο] (επίθ.) αμετά βλητος. inamovible [ιναμοβίμπλε] (επίθ.) αμε τάθετος αμετακίνητος, inanición [ινανιθιόν] (ουσΥθηλ.) ασι τία. inanidad [ινανιδάδ] (ουσΥθηλ) ανοη σία. inanimado [ινάνιμάδο] (επίθ.) άψυ χος. inánime [ινάνιμε] (επίθ.) άψυχος χω ρίς ζωή. inapelable [ιναπελάμπλε] (επίθ.) ανα πόφευκτος αναπότρεπτος, inapetencia [ιναπετένθια] (ουσΥθηλ.) ανορεξία.
324
incinerar inaplicable [ιναπλικάμπλε] (επίθ.) ανε φάρμοστος απραγματοποίητος inapreciable [ιναπρεθιάμπλε] (επίθ.) ανεκτίμητος, inaprensible [ιναπρενσίμπλε] (επίθ.) ακατανόητος ανεξήγητος ακατάλη πτος (καθ.) ακαταλαβίστικος inapto [ινάπτο] (επίθ.) 1: αδέξιος άγαρμπος άχαρος ατσούμπαλος 2: άσχετος. inarrugable [ιναρουγάμπλε] (επίθ.) ατσαλάκωτος, inarticulado [ιναρτικουλάδο] (επίθ.) άναρθρος, inasequible [ινασεκίμπλε] (επίθ.) απρό σιτος απλησίαστος inasistencia [ινασιστένθια] (ουσΥθηλ.) απουσία. inatacable [ινατακάμπλε] (επίθ.) απρόσβλητος άτρωτος, inatento [ινατέν'το] (επίθ.) αφηρημένος απρόσεκτος, inaudible [ιναουδίμπλε] (επίθ.) ανή κουστος. inaudito [ιναουδίτο] (επίθ.) ανήκου στος πρωτάκουστος, inauguración [ιναουγουραθιόν] (ουσΥ θηλ.) εγκαίνια, πρεμιέρα, inaugural [ιναουγουράλ] (επίθ.) εναρ κτήριος που εγκαινιάζει, inaugurar [ιναουγουράρ] (ρ.) εγκαι νιάζω. Inca [ίνκα] (ουσΥαρσ.) η φυλή Ίνκας. incaico [ινκάικο] (επίθ.) των Ίνκας. incalculable [ινκαλκουλάμπλε] (επίθ.) ανυπολόγιστος ενεκτίμητος. incalificable [ινκαλιφικάμπλε] (επίθ.) απερίγραπτος, incandescencia [ινκαν'ντεαθένθια] (ουσΥ θηλ.) πυράκτωση, incandescente [ινκαν'ντεσθέν'τε] (επίθ.) πυρωμένος πυρακτωμένος incansable [ινκανσάμπλε] (επίθ.) ακού ραστος ακαταπόνητος
incapacidad [ινκαπαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ανικανότητα, αδυναμία, incapacitar [ινκαπαθιτάρ] (ρ.) καθιστώ ανίκανο. incapaz [ινκαπάθ] (επίθ.) ανίκανος, incautación [ινκαουταθιόν] (ουσΥθηλ.) κατάσχεση, incautarse [ινκαουτάρσε] (ρ.) κατά σχω. incauto [ινκάουτο] (επίθ.) απερίσκε πτος άμυαλος αλόγιστος incendiar [ινθεν'ντιάρ] (ρ.) πυρπολώ, incendiario [ινθενδιάριο] (επίθ.) εμπρη στικός incendio [ινθέν'ντιο] (ουσΥαρσ.) πυρ καγιά, εμπρησμός πυρπόληση, incensar [ινθενσάρ] (ρ.) λιβανίζω, incensario [ινθενσάριο] (ουσΥαρσ.) λι βανιστήρι, incentivo [ινθεν'τίβο] (ουσΥαρσ.) κί νητρο, έναυσμα. incertidumbre [ινθερτιδούμ'μπρε] (ουσΥ θηλ.) αβεβαιότητα, αμφιβολία, incesable [ινθεσάμπλε] (επίθ.) ακατάπαυστος αδιάκοπος, incesante [ινθεσάν'τε] (επίθ.) αδιάκο πος συνεχής ακατάπαυστος incesto [ινθέστο] (ουσ,/αρσ.) αιμομι ξία. incestuoso [ινθεστουόσο] (επίθ.) αιμο μικτικός incidencia [ινθιδένθια] (ουσΥθηλ.) 1: πρόσκρουση, 2: επεισόδιο, incidente [ινθιδέν*τε] (ουσΥαρσ.) επει σόδιο, περιστατικό, συμβάν, incidir [ινθιδίρ] (ρ.) προσκρούω, incienso [ινθιένσο] (ουσΥαρσ.) λιβάνι, incierto [ινθιέρτο] (επίθ.) 1: αβέβαιος αμφίβολος 2: άστατος, incineración [ινθινεραθιόν] (ουσΥθηλ.) αποτέφρωση, incinerador [ινθινεραδόρ] (ουσΥαρσ.) αποτεφρωτήρας κλίβανος, incinerar [ινθινεράρ] (ρ.) αποτεφρώ
325
Incipiente νω. incipiente [ινθιπιέν'τε] (επίθ.) αρχικός, πρώιμος, incisión [ινθισιόν] (ουσ./θηλ.) τομή. incisivo [ινθισίβο] (επίθ.) κοφτερός, αιχμηρός, incitación [ινθιταθιόν] (ουοΥθηλ.) προ τροπή, παρότρυνση, κίνητρο, incitante [ινθιτάν'τε] (επίθ.) προτρε πτικός, παρακινητικός παροτρυντικός. incitar [ινθιτάρ] (ρ.) προτρέπω, παρα κινώ, παροτρύνω, incivil [ινθιβίλ] (επίθ.) απολίτιστος, incivilidad [ινθιβιλιδάδ] (ουσ./θηλ.) αγένεια, θρασύτητα. inclasificable [ινκλασιφικάμπλε] (επίθ.) αταξινόμητος. inclemencia [ινκλεμένθια] (ουσ./θηλ.) δριμύτητα, σφοδρότητα. inclemente [ινκλεμέν'τε] (επίθ.) δριμύς. inclinación [ινκλιναθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: κλίση, κάμψη, 2: τάση. inclinado [ινκλινάδο] (επίθ.) κεκλιμέ νος επικλινής, inclinar [ινκλινάρ] (ρ.) κλίνω, γέρνω, ínclito [ίνκλιτο] (επίθ.) πασίγνωστος διάσημος φημισμένος, incluir [ινκλουίρ] (ρ.) εσωκλείω, περι λαμβάνω, επισυνάπτω, inclusa [ινκλούσα] (ουσ,/θηλ.) ορφα νοτροφείο, βρεφοκομείο, inclusero [ινκλουσέρο] (επίθ.) ορφα νός έκθετος, inclusión [ινκλουσιόν] (ουσΥθηλ.) συνυπολογισμός. inclusive [ινκλουσίβε] (επίθ.) συμπερι λαμβανόμενος, inclusivo [ινκλουσίβο] (επίθ.) περιεκτι κός επιγραμματικός συνοπτικός, incluso [ινκλούσο] (επίρρ.) ακόμα και, μέχρι και · Carlos trabaja incluso los domingos -o Κάρλος δουλεύει ακό 326
μα και τις Κυριακές, incógnito [ινκόγνιτο] 1: (ουσ./αρσ.) ανωνυμία, αφάνεια, 2: (επίθ.) άγνω σ τος αφανής, incoherencia [ινκοερένθια] (ουσ,/θηλ.) ασυναρτησία, ασυνέχεια, incoherente [ινκοερέν'τε] (επίθ.) ασυ νάρτητος, ασυνεχής, incoloro [ινκολόρο] (επίθ.) άχρωμος, incombustible [ινκομ'μπουστίμπλε] (επίθ.) άφλεκτος πυρίμαχος, incomestible [ινκομεστίμπλε] (επίθ.) μη φαγώσιμος, incomodar [ινκομοδάρ] (ρ.) 1: ενοχλώ, 2: φέρνω σε δύσκολη θέση. incomodidad [ινκομοδιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: έλλειψη ανέσεων, 2: μπελάς 3: ενόχληση, incómodo [ινκόμοδο] (επίθ.) άβολος ενοχλητικός, incomparable [ινκομ'παράμπλε] (επίθ.) ασύγκριτος απαράμιλλος, incompatibilidad [ινκομ'πατιμπιλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ασυμβατότητα, ασυμφω νία. incompatible [ινκομ'πατίμπλε] (επίθ.) ασύμβατος ασυμβίβαστος, incompetencia [ινκομ'πετένθια] (ουσ./ θηλ.) αναρμοδιότητα, ανεπιτηδειότητα. incompetente [ινκομ'πετέντε] (επίθ.) ανίκανος αναρμόδιος, ακατάλλη λος. incompleto [ινκομ'πλέτο] (επίθ.) ασυ μπλήρωτος ατελής, incomprensibilidad [ινκομ'πρενσιμπιλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ακατανοησία, incomprensible [ινκομ'πρενσίμπλε] (επίθ.) ακατανόητος ακατάληπτος ανεξήγη τος. incompresión [ινκομ'πρεσιόν] (ουσ./ θηλ.) έλλειψη κατανόησης ασυνεν νοησία. incomunicación [ινκομουνικαθιόν] (ουσ./
inconveniente θηλ.) απομόνωση, incomunicado [ινκομουνικάδο] (επίθ.) απομονωμένος, σε απομόνωση, incomunicar [ινκομουνικάρ] (ρ.) απο μονώνω. inconcebible [ινκονθεμπίμπλε] (επίθ.) αδιανόητος ασύλληπτος ακατάλη πτος. inconciliable [ινκονθιλιάμπλε] (επίθ.) ασυμφιλίωτος, inconcluso [ινκονκλούσο] (επίθ.) 1: μη πειστικός 2: ατελής, inconcuso [ινκονκούσο] (επίθ.) 1: αδια φιλονίκητος 2: αδιαμφισβήτητος incondicional [ινκον'ντιθιονάλ] (επίθ.) 1: χωρίς όρους ανεπιφύλακτα 2: απόλυτος, inconexo [ινκονέξο] (επίθ.) ασύνδε τος ασυνάρτητος, inconfesable [ινκονφεσάμπλε] (επίθ.) ανεξομολόγητος, inconfeso [ινκονφέσο] (επίθ.) ανομο λόγητος. inconfortable [ινκομφορτάμπλε] (επίθ.) άβολος αμήχανος, inconfundible [ινκονφουν'ντίμπλε] (επίθ.) πρόδηλος προφανής ολοφάνερος, incongruencia [ινκονγκρουένθια] (ουσ./ θηλ.) ασυναρτησία, ανακολουθία, incongruente [ινκονγκρουέν'τε] (επίθ.) ασυνάρτητος ανακόλουθος inconmesurable [ινκονμεσουράμπλε] (επίθ.) ασύγκριτος απαράμιλλος, inconmovible [ινκονμοβίμπλε] (επίθ.) ασυγκίνητος ακλόνητος, inconmutable [ινκονμουτάμπλε] (επίθ.) αμετάβλητος inconquistable [ινκονκιστάμπλε] (επίθ.) ακατάκτητος αήττητος inconsciencia [ινκονσθιένθια] (ουσ./ θηλ.) ασυνειδησία. inconsciente [ινκονσθιέν'τε] (επίθ.) ασυνείδητος, αναίσθητος λιπόθυ μος.
inconsecuencia [ινκονσεκουένθια] (ουσ./ θηλ.) 1: ανακολουθία, 2: ασυνέπεια, inconsecuente [ινκονσεκουέν'τε] (επίθ.) 1: ανακόλουθος 2: ασυνεπής inconsideración [ινκονσιδεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: απερισκεψία, 2: αδιακρισία, inconsiderado [ινκονσιδεράδο] (επίθ.) ανηλεής, αδιάφορος ασυγκίνητος, inconsistencia [ινκονσιστένθια] (ουσ./ θηλ.) 1: ασυνέπεια, 2: αντιφατικότητα, 3: έλλειψη συνοχής, inconstancia [ινκονστάνθια] (ουσΥθηλ.) αστάθεια, αβεβαιότητα, inconstante [ινκονστάν'τε] (επίθ.) αστα θής. inconstitucional [ινκονοττιτουθιονάλ] (επίθ.) αντισυνταγματικός, incontable [ινκον'τάμπλε] (επίθ.) αμέ τρητος ανυπολόγιστος incontaminado [ινκον'ταμινάδο] (επίθ.) άσπιλος αμόλυντος. incontenible [ινκον'τενίμπλε] (επίθ.) ασυγκράτητος ανεξέλεγκτος αχα λίνωτος. incontestable [ινκον'τεστάμπλε] (επίθ.) αναπάντητος, incontestado [ινκον'τεστάδο] (επίθ.) αναπάντητος, incontinencia [ινκον'τινένθια] (ουσ./ θηλ.) ακράτεια, ασωτία. incontinente [ινκον'τινέν'τε] (επίθ.) ακρατής άσωτος incontinenti [ινκον'τινέν'τι] (επίρρ.) αμέσως. incontrastable [ινκον'τραστάμπλε] (επίθ.) αναμφίβολος αδιαμφισβήτητος incontrolable [ινκον'τρολάμπλε] (επίθ.) ανεξέλεγκτος εκτός ελέγχου, incontrolado [ινκον'τρολάδο] (επίθ.) ανεξέλεγκτος, inconveniencia [ινκον'μπενιένθια] (ουσΥ θηλ.) 1: ακαταλληλότητα, 2: αδιακρι σία. inconveniente [ινκον'μπενιέν'τε] (ουσΥ
327
inconveniente αρσ.) 1: εμπόδιο, 2: μειονέκτημα, inconveniente [ινκον'μπενιέν'τε] (επίθ.) 1: ακατάλληλος ανάρμοστος 2: άστο χος 3: άκαιρος inconvertible [ινκονβερτίμπλε] (επίθ.) αμετάτρεπτος incordiar [ινκορδιάρ] (ρ.) παρενοχλώ. incorporación [ινκορποραθιόν] (ουσ./ θηλ.) ενσωμάτωση, συγχώνευση, incorporado [ινκορποράδο] (επίθ.) εν σωματωμένος, incorporar [ινκορποράρ] (ρ.) 1: ενσω ματώνω, εντάσσω, 2: ανασηκώνω. incorpóreo [ινκορπόρεο] (επίθ.) ασώματος άυλος. incorrección [ινκορεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) ανακρίβεια, incorrecto [ινκορέκτο] (επίθ.) 1: λαν θασμένος εσφαλμένος 2: απρεπής, incorregible [ινκορεχίμπλε] (επίθ.) αδιόρ θωτος incorruptible [ινκορουπτίμπλε] (επίθ.) αδιάφθορος αδέκαστος, incorrupto [ινκορούπτο] (επίθ.) αδέ καστος αδιάφθορος, incosistente [ινκονσιστέν'τε] (επίθ.) ασυ νεπής χωρίς συνοχή, incosoiable [ινκονσολάμπλε] (επίθ.) απα ρηγόρητος incredibilidad [ινκρεδιμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) το απίστευτο, incredulidad [ινκρεδουλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) δυσπιστία, καχυποψία, incrédulo [ινκρέδουλο] (επίθ.) δύσπιστος άπιστος increíble [ινκρεΐμπλε] (επίθ.) απίστευτος, increíblemente [ινκρεΐμπλεμεν'τε] (επίρρ.) απίστευτα incrementar [ινκρεμεν'τάρ] (ρ.) αυξά νω. incremento [ινκρεμέν'το] (ουσ7αρσ.) αύξηση. increpación [ινκρεπαθιόν] (ουσΥθηλ.) επιτίμηση, επίπληξη.
increpar [ινκρεπάρ] (ρ.) επιτιμώ, επι πλήττω. incriminación [ινκριμιναθιόν] (ουσ,/θηλ.) ενοχοποίηση, incriminar [ινκριμινάρ] (ρ.) ενοχοποιώ, incruento [ινκρουέν'το] (επίθ.) αναίμα κτος. incrustación [ινκρουσταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: επίστρωση, 2: τέχνη σφήνωσης. incrustar [ινκρουστάρ] (ρ.) 1: ενθέτω, 2: σφηνώνω, incubación [ινκουμπαθιόν] (ουσ7θηλ.) επώαση. incubadora [ινκουμπαδόρα] (ουσ/θηλ.) 1: θερμοκοιτίδα 2: εκκολαπτήριο. incubar [ινκουμπάρ] (ρ.) επωάζω, εκ κολάπτω. incuestionable [ ινκουεστιονάμπλε] (επίθ.) αναμφισβήτητος αδιαφιλονίκητος inculcar [ινκουλκάρ] (ρ.) εντυπώνω, αποτυπώνω. inculpable [ινκουλπάμπλε] (επίθ.) άμε μπτος αψεγάδιαστος, inculpación [ινκουλπαθιόν] (ουσ./ θηλ.) κατηγορία, inculpar [ινκουλπάρ] (ρ.) ενοχοποιώ, κατηγορώ, incultivable [ινκουλτιβάμπλε] (επίθ.) χέρσος μη καλλιεργήσιμος, inculto [ινκούλτο] (επίθ.) αμόρφωτος ακαλλιέργητος, incultura [ινκουλτούρα] (ουσ,/θηλ.) απαιδευσία, αγραμματοσύνη, incumbencia [ινκουμ'μπένθια] (ουσ./ θηλ.) αρμοδιότητα, δικαιοδοσία, incumbir [ινκουμ'μπίρ] (ρ.) αφορώ, incumplido [ινκουμ'πλίδο] (επίθ.) ανο λοκλήρωτος ατελής incumplimiento [ινκουμ'πλιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) ανολοκλήρωση. incumplir [ινκουμ'πλίρ] (ρ.) αθετώ, πα ραβαίνω. incurable [ινκουράμπλε] (επίθ.) αθε ράπευτος ανίατος.
328
indigencia incurría [ινκούρια] (ουσ./θηλ.) αμέ λεια, ολιγωρία, incurrir [ινκουρίρ] (ρ.) λανθάνω, πέφτα σε σφάλμα, incursión [ινκσυρσιόν] (ουσΥθηλ.) ει σβολή, επιδρομή, indagación [ιν'δαγαθιόν] (ουσΥθηλ.) έρευνα, αναζήτηση, indagar [ιν'δαγάρ] (ρ.) ερευνώ, ανα ζητώ. indebidamente [ιν'δεμπίδαμεν'τε] (επίρρ.) άδικα, αδικαιολόγητα, indebido [ιν'δεμπίδο] (επίθ.) 1: άδικος, 2: αδικαιολόγητος, indecencia [ιν'δεθένθια] (ουσΥθηλ.) έλλειψη σεμνότητας, απρέπεια, αναξιοπρέπεια. indecente [ιν'δεθέν'τε] (επίθ.) άσε μνος, απρεπής, αναξιοπρεπής, indecible [ιν'δεθίμπλε] (επίθ.) άφατος, ανεκδιήγητος, indecisión [ιν'δεθισιόν] (ουσΥθηλ.) αναποφασιστικότητα διστακτικότητα. indeciso [ι^δεθίσο] (επίθ.) αναποφά σιστος. indeclinable [ιν'δεκλινάμπλε] (επίθ.) (Γραμμ.) άκλιτος. indecoroso [ιν'δεκορόσο] (επίθ.) άσε μνος, ανήθικος, indefectible [ιν'δεφεκτίμπλε] (επίθ.) αλάνθαστος, indefensión [ιν'δεφενσιόν] (ουσΥθηλ.) έλλειψη προστασίας, indefenso [ιχ/δεψένσο] (επίθ.) ανυπε ράσπιστος, απροστάτευτος, indefinible [ιν'όεφινίμττλε] (επίθ.) απροσ διόριστος ακαθόριστος ασαφής, indefinidamente [ιν'δεφινίδαμεν'τε] (επίρρ.) επ' αόριστον, αόριστα απροσ διόριστα. indefinido [ιν^εφινίδο] 1: (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) αόριστος 2: (επίθ.) συγκεχυ μένος αόριστος ακαθόριστος, indeleble [ιν'δελέμπλε] (επίθ.) ανεξά
λειπτος ανεξίτηλος, indemnidad [ιν'δεμνιδάδ] (ουσΥθηλ.) εγγύηση. indemnización [ιν'δεμνιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) αποζημίωση, indemnizar [ιν'δεμνιθάρ] (ρ.) αποζη μιώνω. independencia [ιν'δεπεν'ντένθια] (ουσΥ θηλ.) ανεξαρτησία, independiente [ιν'δπεν'ντιέν'τε] (επίθ.) ανεξάρτητος independientemente [ιν'δεπεν'ντιέν'τεμέχ/τε] (επίρρ.) ανεξάρτητα indescifrable [ιν'δεσθιφράμπλε] (επίθ.) που δεν μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί, ανεξιχνίαστος, indescriptible [ινΏεσκριπτίμπλε] (επίθ.) απερίγραπτος ανεκδιήγητος indeseable [ι^δεοεάμπλε] (επίθ.) ανε πιθύμητος indestructibilidad [ιν'δεστρουκτιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αφθαρσία, indeterminado [ιχ/δετερμινάδο] (επίθ.) αόριστος ακαθόριστος απροσδιόρι στος indicación [ιν'δικαθιόν] (ουσΥθηλ.) έν δειξη, υπόδειξη, indicador [ι^δικαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: δείκτης 2: μετρητής indicar [ιν'δικάρ] (ρ.) 1: δείχνω, υπο δεικνύω, 2: δηλώνω, indicativo [ινΏικατίβο] 1: (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) οιστική, 2: (επίθ.) ενδεικτι κός δεικτικός índice [ίν'διθε] (ουσΥαρσ.) 1: δείκτης 2: ευρετήριο, indicio [ιν'δίθιο] (ουσΥαρσ.) ένδειξη, indiferencia [η/διφερένθια] (ουσΥθηλ.) αδιαφορία, ολιγωρία απάθεια, indiferente [ιν'διφερέν'τε] (επίθ.) αδιά φορος. indígena [ι^δίχενα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ιθαγενής αυτόχθων, γηγενής, indigencia [ινΏχένθια] (ουσΥθηλ.) φτώ 329
indigerible χεια, ανέχεια, indigerible [ιν'διχερίμπλε] (επίθ.) δύ σπεπτος. indigestión [ιν'διχεστιόν] (ουσΥθηλ.) δυσπεψία, βαρυστομαχιά. indigesto [ιν'διχέστο] (επίθ.) δύσπε πτος, δυσκολοχώνευτος, indignación [ιν'διγναθιόν] (ουσΥθηλ.) αγανάκτηση, indignante [ιν'διγνάν'τε] (επίθ.) αγανακτισμένος. indignar [ιν'διγνώρ] (ρ.) αγανακτώ, εξοργίζω. indignidad [ιν'διγνιδάδ] (ουσΥθηλ.) κακομεταχείριση, ταπείνωση, προ σβολή. indigno [ιν'δίγνο] (επίθ.) ανάξιος, άξ ιος περιφρόνησης, indio [ίν'διο] (επίθ.) ινδικός ινδιάνι κος. indirecta [ιν'διρέκτα] (ουσΥθηλ.) υπαι νιγμός υπονοούμενο, νύξη. indirectamente [ιν'διρέκταμεν'τε] (επίρρ.) έμμεσα, πλάγια, indirecto [ιν'διρέκτο] (επίθ.) έμμεσος πλάγιος. indisciplina [ιν'δισθιπλίνα] (ουσΥθηλ.) απειθαρχία, ανυπακοή, indisciplinado [ιν'δισθιπλινάδο] (επίθ.) απείθαρχος ανυπάκουος, indiscreción [ιν'δισκρεθιόν] (ουσΥθηλ.) αδιακρισία, indiscreto [ιν'δσκρέτο] (επίθ.) αδιάκρι τος. indisculpable [ιν'δισκουλπάμπλε] (επίθ.) ασυγχώρητος indiscutible [ιν'δισκουτίμπλε] (επίθ.) αδιαφιλονίκητος αδιαμφισβήτητος αναντίρρητος αναντίλεκτος, indisoluble [ιν'δισολούμπλε] (επίθ.) αδιαίρετος, αχώριστος, indispensable [ιν'δισπενσάμπλε] (επίθ.) απαραίτητος indisponer [ιν'δισπονέρ] (ρ.) διεμβο-
λίζω. indisposición [ιν'δισποσιθιόν] (ουσ./ θηλ.) αδιαθεσία, indispuesto [ιν'δισπουέστο] (επίθ.) αδιάθετος · estar indispuesto - είμαι αδιάθετος, indistinguible [ιν'διστινγκίμπλε] (επίθ.) δυσδιάκριτος αξεχώριστος, indistintamente [ιν'δκπίν'ταμεν'τε] (επίρρ.) αδιάκριτα individual [ιν'διβιδουάλ] (επίθ.) ατομι κός προσωπικός, individualidad [ιν'διβιδουαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ατομικότητα, individualista [ιν'διβιδουαλίστα] 1: (ουσΥ αρσ.) φίλαυτος ατομιστής εγωιστής 2: (επίθ.) εγωιστικός, individuo [ιχ/διβίδουο] (ουσΥαρσ.) άτο μο, υποκείμενο, indivisible [ιν'διβισίμπλε] (επίθ.) αδιαί ρετος, αδιάσπαστος αδιαχώριστος, indivisiblemente [ιν'διβισίμπλεμεν'τε] (επίρρ.) αδιαίρετα, αναπόσπαστα, indócil [ιν'ντόθιλ] (επίθ.) απειθής ανυ πότακτος ανυπάκουος, indocto [ιν'ντόκτο] (επίθ.) αμαθής, índole [ίν'ντολε] (ουσΥθηλ.) 1: φύση, χαρακτήρας 2: είδος, τύπος, indolencia [ιν'ντολένθια] (ουσΥθηλ.) νωθρότητα, οκνηρία, indolente [ιν'ντολέν'τε] (επίθ.) νω θρός οκνηρός indoloro [ιν'ντολόρο] (επίθ.) ανώδυ νος. indomable [ιν'ντομάμπλε] (επίθ.) αδά μαστος αχαλίνωτος ατίθασος, indómito [ιν/ντόμιτο] (επίθ.) αδάμαστος ανυπόταχτος απείθαρχος ατίθασος indubitable [ιν'ντουμπιτάμπλε] (επίθ.) αναμφίβολος, inducción [ιν'ντουκθιόν] (ουσΥθηλ.) επαγωγή. inducir [ιν'ντουθίρ] (ρ.) 1: προτρέπω, παρακινώ, παροτρύνω, 2: επιφέρω.
330
infalibilidad inductivo [ιν'ντουκτίβο] (επίθ.) επαγω γικός. inductor [ιν'ντουκτόρ] (ουσ./αρσ.) ηθι κός αυτουργός, indudable [ιν'ντουδάμπλε] (επίθ.) αναμ φίβολος αναμφισβήτητος, indudablemente [ιν'ντσυδάμπλεμεν'τε] (επίρρ.) αναμφίβολα, αναμφισβήτητα, indulgencia [ιν'ντουλχένθια] (ουσ,/θηλ.) 1: επιείκεια, 2: άφεση αμαρτιών, indulgente [ιν'ντουλχέν'τε] (επίθ.) επιει κής ανεκτικός, indultar [ιν'ντουλτάρ] (ρ.) 1: απονέμω χάρη, 2: συγχωρώ, indulto [ιν’ντούλτσ] (ουσ,/αρσ.) 1: χάρη, 2: άφεση, indumentaria [ιν'ντουμεν'τάρια] (ουσ./ θηλ.) ενδυμασία, industria [ιν'ντούστρια] (ουσΥθηλ.) βιο μηχανία. industrial [ίν'ντουστριάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) βιομήχανος 2: (επίθ.) βιομηχανικός, industrializar [ιν'ντουστριαλιθάρ] (ρ.) εκβιομηχανίζω, βιομηχανοποιώ. inédito [ινέδιτο] (επίθ.) ανέκδοτος αδημοσίευτος, ineducado [ινεδουκάδο] (επίθ.) αγε νής, ανάγωγος, αναιδής, ineficacia [ινεφικάθια] (ουσ,/θηλ.) έλ λειψη αποτελεσματικότητας. ineficaz [ινεφικάθ] (επίθ.) ατελέσφο ρος αναποτελεσματικός, ineficiencia [ινεφιθιένθια] (ουσ,/θηλ.) ανικανότητα, ανεπάρκεια, αναποτε λεσματικότητα, inenarrable [ινεναράμπλε] (επίθ.) ανεκ διήγητος δυσεξήγητος ineptitud [ινεπτιτούδ] (ουσ,/θηλ.) 1: ανικανότητα, 2: απρέπεια, 3: ανοη σία. inepto [ινέπτο] (επίθ.) ανίκανος άχρη στος. inequívoco [ινεκίβοκο] (επίθ.) 1: ολο φάνερος 2: αδιαμφισβήτητος 331
inercia [ινέρθια] (ουσΥθηλ.) αδράνεια, απραξία, παθητικότητα. inerte [ινέρτε] (επίθ.) αδρανής, παθη τικός. inescrupuloso [ινεσκρουπουλόσο] (επίθ.) ασυνείδητος αδίστακτος inescrutable [ινεσκρουτάμπλε] (επίθ.) ανεξιχνίαστος inesperado [ινεσπεράδο] (επίθ.) απρόο πτος απροσδόκητος ανέλπιστος inestabilidad [ινεσταμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) αστάθεια, inestable [ινεστάμπλε] (επίθ.) αστα θής άστατος, inestimable [ινεστιμάμπλε] (επίθ.) ανε κτίμητος ανυπολόγιστος, inevitable [ινεβιτάμπλε] (επίθ.) αναπό φευκτος αναπόδραστος, inexactitud [ινεξακτιτούδ] (ουσΥθηλ.) ανακρίβεια, ασάφεια, inexacto [ινεξάκτο] (επίθ.) ανακριβής ασαφής συγκεχυμένος αδιευκρίνι στος. inexcusable [ινεξκουσάμπλε] (επίθ.) αδι καιολόγητος, inexistencia [ινεξιστένθια] (ουσ,/θηλ.) ανυπαρξία, inexistente [ινεξιστέν'τε] (επίθ.) ανύ παρκτος. inexorable [ινεξοράμπλε] (επίθ.) 1: άτε γκτος αδυσώπητος αμείλικτος σκλη ρός 2: αναπόφευκτος αναπότρεπτος, inexperiencia [ινεξπεριένθια] (ουσ./ θηλ.) απειρία, inexperto [ινεξπέρτο] (επίθ.) άπειρος inexplicable [ινεξπλικάμπλε] (επ(θ.) ανεξήγητος, inexplorado [ινεξπλοράδο] (επίθ.) ανε ξερεύνητος inexpresable [ινεξπρεσάμπλε] (επίθ.) ανείπωτος ανεκδιήγητος, inexpresivo [ινεξπρεσίβο] (επίθ.) ανέκ φραστος. infalibilidad [ινφαλιμπιλιδάδ] (ουσΥ
infalible θηλ.) το αλάθητο, infalible [ινφαλίμπλε] (επίθ.) αλάνθα στος, αλάθητος, infamación [ινφαμαθιόν] (ουσΥθηλ.) δυσφήμιση, συκοφάντηση. infamador [ινφαμαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) δυσφημιστής 2: (επίθ.) δυσφημι στικός. infamar [ινφαμάρ] (ρ.) δυσφημώ, συ κοφαντώ, infancia [ινφάνθια] (ουσΥθηλ.) παιδι κή ηλικία. infante [ινφάν'τε] (ουσΥαρσ.) πρίγκι πας. infantería [ινφαν'τερία] (ουσΥθηλ.) πε ζικό. infantil [ινφαν*τΙλ] (επίθ.) 1: παιδικός 2: παιδαριώδης παιδιάστικος, infarto [ινφάρτο] (ουσΥαρσ.) καρδια κή προσβολή, infatigable [ινφατιγάμπλε] (επίθ.) ακα ταπόνητος ακούραστος. ίηίβΙίςβΜβΓηβηίβΙινφατιγάμπλεμεν'τε] (επίρρ.) ακούραστα, infatuación [ινφατουαθιόν] (ουσΥθηλ.) ξεμυάλισμα. infección [ινφεκθιόν] (ουσΥθηλ.) μό λυνση. infeccioso [ινφεκθιόσο] (επίθ.) μολυ σματικός λοιμώδης, infectar [ινφεκτάρ] (ρ.) μιαίνω, μολύ νω. infectarse [ινφεκτάρσε] (ρ.) μολύνομαι. infecundidad [ινφεκου'ντιδάδ] (ουσ./ θηλ.) στειρότητα. infecundo [ινφεκούν'ντο] (επίθ.) άγο νος στείρος άκαρπος, infelicidad [ινφελιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) δυστυχία, infeliz [ινφελίθ] (επίθ.) δυστυχισμένος κακόμοιρος άμοιρος, inferior [ινφεριόρ] (επίθ.) κατώτερος, inferioridad [ινφεριοριδάδ] (ουσΥ 332
θηλ.) κατωτερότητα, infernal [ινφερνάλ] (επίθ.) δαιμονισμέ νος σατανικός καταχθόνιος, infértil [ινφέρτιλ] (επίθ.) άγονος στεί ρος άκαρπος, infidelidad [ινφιδελιδάδ] (ουσΥθηλ.) απιστία, infiel [ινφιέλ] (επίθ.) άπιστος, infierno [ινφιέρνο] (ουσΥαρσ.) κόλα ση. infiltración [ινφιλτραθιόν] (ουσΥθηλ.) εμφιλοχώρηση, διείσδυση, διαπέραση, παρείσφρηση, διήθηση, infiltrarse [ινφιλτράρσε] (ρ.) εμφιλοχωρώ, διεισδύω, διαπερνώ, παρει σφρέω. Ínfimo [ίνφιμο] (επίθ.) κατώτατος χα μηλότατος έσχατος, infinidad [ινφινιδάδ] (ουσΥθηλ.) απε ραντοσύνη, infinitesimal [ινφινιτεσιμάλ] (επίθ.) απειροστικός απειροελάχιστος, infinitivo [ινφινιτίβο] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) απαρέμφατο, infinito [ινφινίτο] (επίθ.) άπειρος αρίφνητος απέραντος, inflación [ινφιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) πλη θωρισμός, inflacionario [ινφλαθιονάριο] (επίθ.) πληθωριστικός, inflamable [ινφλαμάμπλε] (επίθ.) εύφλε κτος inflamación [ινφλαμαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: φλεγμονή, 2: ανάφλεξη, inflamar [ινφλαμάρ] (ρ.) φλογίζω, αναφλέγω, ανάβω, inflamarse [ινφλαμάρσε] (ρ.) παθαίνω φλεγμονή, inflamatorio [ινφλαματόριο] (επίθ.) φλεγμονικός φλεγμονώδης inflar [ινφλάρ] (ρ.) 1: εμφυσώ, 2: φου σκώνω, 3: υπερβάλλω, 4: καυχιέμαι, inflexible [ινφλεξίμπλε] (επίθ.) άκα μπτος αλύγιστος ανένδοτος
inglés inflexibilidad [ινφλεξιμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ακαμψία, infligir [ινφλιχίρ] (ρ.) 1: επιβάλλω, 2: προκαλώ, influencia [ινφλουένθια] (ουσ/θηλ.) επιρροή, επίδραση, επήρεια, influir [ινφλουίρ] (ρ.) επιδρώ, επηρεά ζω. influjo [ινφλούχο] (ουσΥαρσ.) επηρεασμός επιρροή, επίδραση, influyente [ινφλουγιέν'τε] (επίθ.) που ασκεί επιρροή, información [ινφορμαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: πληροφορία, 2: είδηση, νέο. informador [ινφορμαδόρ] (ουσΥαρσ.) πληροφοριοδότης, informal [ινφορμάλ] (επίθ.) 1: ανεπί σημος, άτυπος, 2: αναξιόπιστος, informalidad [ινφορμαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) 1: ανεπισημότητα, 2: αναξιοπιστία. Informar [ινφορμάρ] (ρ.) (de) πληρο φορώ, ενημερώνω · ¿informaste tus padres de tu llegada? - ενημέρωσες τους γονείς σου για την άφιξή σου;, informarse [ινφορμάρσε] (ρ.) (de) πλη ροφορούμαι · quiero informarme diariamente de este asunto - θέλω να πληροφορούμαι καθημερινά γι' αυτήν την υπόθεση, informática [ινφορμάτικα] (ουσΥθηλ.) πληροφορική, informativo [ινφορματίβο] (επίθ.) πλη ροφοριακός, informe [ινφόρμε] (ουσΥαρσ.) 1: ανα φορά, έκθεση, 2: ανακεφαλαίωση, infortunado [ινφορτουνάδο] (επίθ.) άτυχος δυστυχής άμοιρος, infortunio [ινφορτούνιο] (ουσΥαρσ.) ατυχία, δυστυχία, infracción [ινφρακθιόν] (ουσΥθηλ.) πα ράβαση, παραβίαση, καταπάτηση, infractor [ινφρακτόρ] (ουσΥαρσ.) πα ραβάτης παραπτωματίας. 333
infraganti [ινφραγάν'τι] (επίρρ.) επ' αυτοφώρω. infrangibie [ινφρανχίμπλε] (επίθ.) άθραυστος. infranqueable [ινφρανκεάμπλε] (επίθ.) ανυπέρβλητος απαράβατος, infrarrojo [ινφραρόχο] (επίθ.) υπέρυ θρος. infravalorar [ινφραβαλοράρ] (ρ.) υπο τιμώ, υποβαθμίζω, μειώνω, infrecuente [ινφρεκουέντε] (επίθ.) σπάνιος δυσεύρετος, infringir [ινφρινχίρ] (ρ.) παραβαίνω, παραβιάζω, infructuoso [ινφρουκτουόσο] (επίθ.) άκαρπος αναποτελεσματικός, infundado [ινφουνντάδο] (επίθ.) αβάσιμος αστήρικτος infundir [ινφουν'ντίρ] (ρ.) 1: προκαλώ, 2: εμπνέω, infusión [ινφουσιόν] (ουσΥθηλ.) αφέ ψημα. ingeniar [ινχενιάρ] (ρ.) επινοώ, εφευ ρίσκω. ingeniería [ινχενιερία] (ουσΥθηλ.) μη χανική. ingeniero [ινχενιέρο] (ουσΥαρσ.) μη χανικός. ingenio [ινχένιο] (ουσΥαρσ.) επινοη τικότητα, εφευρετικότητα, ευφυΐα · aguzar el ingenio - ακονίζω το μυα λό μου. ingenioso [ινχενιόσο] (επίθ.) 1: επινοη τικός εφευρετικός 2: ευφυής, ingenuidad [ινχενουιδάδ] (ουσΥθηλ.) αφέλεια. ingenuo [ινχένουο] (επίθ.) αφελής, ingerir [ινχερίρ] (ρ.) καταπίνω, ingestión [ινχεστιόν] (ουσΥθηλ.) κα τάποση. ingle [ίνγκλε] (ουσΥθηλ.) (Ανατ.) βου βώνας. inglés [ινγκλές] 1: (ουσΥαρσ.) Α γγλος 2: αγγλικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) αγγλι-
ingobernable κός. ingobernable [ινγκομττερνάμπλε] (επίθ.) ακυβέρνητος, ingratitud [ινγκρατιδούδ] (ουσ./θηλ.) αγνωμοσύνη, αχαριστία, ingrato [ινγκράτο] (επίθ.) αγνώμων, αχάριστος, ingravidez [ινγκραβιδέθ] (ουσ7θηλ.) έλλειψη βαρύτητας, ingrediente [ινγκρεδιέν/τε] (ουσ,/αρσ.) συστατικό, υλικό, ingresar [ινγκρεσάρ] (ρ.) 1: καταθέτω, 2: εισάγω, 3: μπαίνω, ingresarse [ινγκρεσάρσε] (ρ.) εισέρχο μαι, εισάγομαι. ingreso [ινγκρέσο] (ουσ,/αρσ.) 1: είσο δος, 2: εισαγωγή, 3: κατάθεση, ingresos [ινγκρέσος] (ουσΥαρσ.) πληθ. έσοδα, εισοδήματα, inhábil [ινάμπιλ] (επίθ.) ανεπιτήδευ τος, αδέξιος, inhabilidad [ιναμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αδεξιότητα, αγαρμποσύνη, inhabitable [ιναμπιτάμπλε] (επίθ.) μη κατοικήσιμος, inhabitado [ιναμπιτάδο] (επίθ.) ακα τοίκητος. inherente [ινερέν’τε] (επίθ.) ενυπάρχων, εγγενής έμφυτος, inhibición [ινιμπιθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: αναστολή, 2: παρακώλυση, παρεμπόδιση. inhibir [ινιμπίρ] (ρ.) 1: αναστέλλω, 2: παρεμποδίζω, inhospitalario [ινοσπιταλάριο] (επίθ.) αφιλόξενος, inhospitalidad [ινοσπιταλιδάδ] (ουσ7 θηλ.) αφιλοξενία. inhumación [ινουμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ενταφιασμός ταφή. inhumano [ινουμάνο] (επίθ.) απάν θρωπος, άσπλαχνος, inhumar [ινουμάρ] (ρ.) ενταφιάζω, θά βω.
iniciación [ινιθιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: έναρ ξη, 2: μύηση, iniciado [ινιθιάδο] (ουσ./αρσ.) μύστης inicial [ινιθιάλ] (επίθ.) αρχικός, iniciar [ινιθιάρ] (ρ.) 1: αρχίζω, εγκαινι άζω, 2: μυώ. iniciativa [ινιθιατίβα] (ουσ7θηλ.) πρω τοβουλία · por iniciativa propria από δική του πρωτοβουλία, inimaginable [ινιμαχινάμπλε] (επίθ.) αφάνταστος, inimitable [ινιμιτάμπλε] (επίθ.) αμίμη τος. ininteligible [ινιν'τελιχίμπλε] (επίθ.) δυσανάγνοκπος δυσνόητος, ininterrumpido [ινιν'τερουμ'πίδο] (επίθ.) αδιάκοπος συνεχής, injertar [ινχερτάρ] (ρ.) μεταμοσχεύω. injerto [ινχέρτο] (ουσ/αρσ.) μόσχευ μα. injuria [ινχούρια] (ουσ,/θηλ.) ύβρις προσβολή, injuriar [ινχουριάρ] (ρ.) υβρίζω, προ σβάλλω. injurioso [ινχουριόσο] (επίθ.) υβριστι κός προσβλητικός, injustamente [ινχούσταμεν'τε] (επίρρ.) άδικα. injusticia [ινχουστίθια] (ουσ./θηλ.) αδι κία, μεροληψία. injustificable [ινχουστιφικάμπλε] (επίθ.) αδικαιολόγητος, injustificadamente [ινχουστιφικάδαμεν'τε] (επίρρ.) αδικαιολόγητα, injusto [ινχούστο] (επίθ.) άδικος με ροληπτικός προκατειλημμένος, inmaculado [ινμακουλάδο] (επίθ.) άσπι λος αμόλυντος άμεμπτος Inmaculada [ινμακουλάδα] (ουσ,/θηλ.) άσπιλος αμόλυντος · La Inmaculada - Ασπιλος Παρθένος, inmadurez [ινμαδουρέθ] (ουσ,/θηλ.) ανωριμότητα, inmaduro [ινμαδούρο] (επίθ.) 1: ανώ
334
Inocencia ριμος, 2: άγουρος. inmanejable [ινμανεχάμπλε] (επίθ.) δύσχρηστος, inmaterial [ινματεριάλ] (επίθ.) άυλος. inmediaciones [ινμεδιαθιόνες] (ουσ./ θηλ.) πληθ. περίχωρα, inmediatamente [ινμεδιάταμεν'τε] (επίρρ.) αμέσως inmediatez [ινμεδιατέθ] (ουσΥθηλ.) αμεσότητα, inmediato [ινμεδιάτο] (επίθ.) άμεσος ο αμέσως επόμενος, inmejorable [ινμεχοράμπλε] (επίθ.) αξεπέραστος ασυναγώνιστος, inmemorable [ινμεμοράμπλε] (επίθ.) αμνημόνευτος αξέχαστος, inmensidad [ινμενσιδάδ] (ουσΥθηλ.) απεραντοσύνη, inmenso [ινμένσο] (επίθ.) απέραντος αχανής. inmersión [ινμερσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: κατάδυση, 2: βύθιση, inmerso [ινμέρσο] (επίθ.) βουτηγμέ νος βυθισμένος, inmigración [ινμιγραθιόν] (ουσΥθηλ.) μετανάστευση, αποδημία, inmigrante [ινμινράν'τε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) μετανάστης/μετανάστρια, από δημος/απόδημη, inmigrar [ινμιγράρ] (ρ.) μεταναστεύω, inminente [ινμινέν'τε] (επίθ.) επικείμε νο ς επερχόμενος. inmiscuirse [ινμισκουίρσε] (ρ.) ανα κατεύομαι, αναμειγνύομαι, εμπλέ κομαι. inmobiliario [ινμομπιλιάριο] (επίθ.) κτη ματομεσιτικός inmoderado [ινμοδεράδο] (επίθ.) υπέρ μετρος υπερβολικός inmolar [ινμολάρ] (ρ.) θυσιάζω, inmoral [ινμοράλ] (επίθ.) ανήθικος αχρείος. inmoralidad [ινμοραλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ανηθικότητα.
inmortal [ινμορτάλ] (επίθ.) αθάνατος άφθαρτος αιώνιος, inmortalidad [ινμορταλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) αθανασία, αιωνιότητα, inmóvil [ινμόβιλ] (επίθ.) ακίνητος ακλό νητος inmovilidad [ινμοβιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ακινησία. inmovilizar [ινμοβιλιθάρ] (ρ.) ακινητοποιώ. inmueble [ινμουέμπλε] (ουσΥαρσ.) ακίνητο, σπίτι, inmundo [ινμούν'ντο] (επίθ.) βρομε ρός ρυπαρός, inmune [ινμούνε] (επίθ.) άνοσος απρόσβλητος inmunidad [ινμουνιδάδ] (ουσΥθηλ.) ανοσία. inmunizar [ινμουνιθάρ] (ρ.) ανοσοποιώ. inmutable [ινμουτάμπλε] (επίθ.) αμε τάβλητος αδιαφοροποίητος. inmutarse [ινμουτάρσε] (ρ.) ταράζο μαι. innato [ιν^νάτο] (επίθ.) εγγενής έμφυ τος. innecesario [ιν'νεθεσάριο] (επίθ.) 1: περιττός 2: ανώφελος, innegable [ιν'νεγάμπλε] (επίθ.) αναμ φισβήτητος αδιάσειστος, innoble [ιν'νόμπλε] (επίθ.) αχρείος ποταπός αναξιοπρεπής, innovación [ιν'νοβαθιόν] (ουσΥθηλ.) νεωτερισμός καινοτομία, innovador [ιν'νοβαδόρ] (ουσΥαρσ.) νεωτεριστής καινοτόμος. innovar [ινοβάρ] (ρ.) καινοτομώ, πρω τοπορώ. innumerable [ιν'νουμεράμπλε] (επίθ.) αναρίθμητος inobediencia [ινομπεδιένθια] (ουσ./ θηλ.) ανυπακοή, inocencia [ινοθένθια] (ουσΥθηλ.) αθω ότητα.
335
inocente inocente [ινοθέν'τε] (επίθ.) αθώος άδολος άκακος inocentemente [ινοθέν'τεμεν'τε] (επίρρ.) αθώα άδολα άκακα. inoculación [ινοκουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) εμβολιασμός, inocular [ινοκουλάρ] (ρ.) εμβολιάζω, inocuo [ινόκουο] (επίθ.) αβλαβής αλώ βητος. inodoro [ινοδόρο] (επίθ.) άοσμος, inofensivo [ινοφενσίβο] (επίθ.) άκα κος αβλαβής, inolvidable [ινολβιδάμπλε] (επίθ.) αξέ χαστος αλησμόνητος inopia [ινόπια] (ουσΥθηλ.) φτώχεια, έλ λειψη, ένδεια, ανέχεια, inoportunidad [ινοπορτουνιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ακαταλληλότητα. inoportuno [ινοπορτούνο] (επίθ.) άκαιρος άτοπος, inorgánico [ινοργάνικο] (επίθ.) ανόρ γανος. inoxidable [ινοξιδάμπλε] (επίθ.) ανο ξείδωτος. inquietar [ινκιετάρ] (ρ.) ανησυχώ, τα ράζω. inquieto [ινκιέτο] (επίθ.) ανήσυχος τα ραγμένος, inquietud [ινκιετούδ] (ουσΥθηλ.) ανη συχία ταραχή. Inquirir [ινκιρίρ] (ρ.) ερευνώ, εξετάζω, inquilino [ινκιλίνο] (ουσΥαρσ.) ενοι κιαστής. insaciable [ινσαθιάμπλε] (επίθ.) αχόρ ταγος ακόρεστος άπληστος, insalubre [ινσαλούμπρε] (επίθ.) ανθυ γιεινός. insatisfacción [ινσατισφακθιόν] (ουσ./ θηλ.) απογοήτευση, δυσαρέσκεια, insatisfactorio [ινσατισφακτόριο] (επίθ.) μη ικανοποιητικός inscribir [ινσκριμπίρ] (ρ.) 1: εγγράφω, καταχωρώ, 2: καταγράφω, inscripción [ινσκριπθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
εγγραφή, καταχώρηση, 2: επιγραφή, inscrito [ινσκρίτο] (επίθ.) εγγεγραμ μένος. insecticida [ινσεκτιθίδα] (επίθ.) εντομοκτόνος. insectívoro [ινσεκτίβορο] (επίθ.) εντομοφάγος. insecto [ινσέκτο] (ουσΥαρσ.) έντομο, inseguridad [ινσεγουριδάδ] (ουσΥ θηλ.) ανασφάλεια, αβεβαιότητα, inseguro [ινσεγούρο] (επίθ.) ανασφα λή ς αβέβαιος, inseminar [ινσεμινάρ] (ρ.) γονιμοποιώ. insensatez [ινσενσατέθ] (ουσΥθηλ.) ανο ησία. insensato [ινσενσάτο] (επίθ.) ασύνε τος αλόγιστος απερίσκεπτος ανό ητος. insensibilidad [ινσενσιμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) αναισθησία, insensible [ινσενσίμπλε] (επίθ.) αναί σθητος. inseparable [ινσεπαράμπλε] (επίθ.) αχώ ριστος inserción [ινσερθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: παρεμβολή, 2: καταχώρηση, 3: προ σθήκη. insertar [ινσερτάρ] (ρ.) 1: παρεμβάλ λω, 2: εισάγω, βάζω, 3: καταχωρώ, inservible [ινσερβίμπλε] (επίθ.) αλυσι τελής άχρηστος, insidioso [ινσιδιόσο] (επίθ.) ύπουλος δόλιος πανούργος insigne [ινσίγνε] (επίθ.) διάσημος δια κεκριμένος διαπρεπής, insignia [ινσίγνια] (ουσΥθηλ.) κονκάρ δ α έμβλημα, σήμα. insignificancia [ινσιγνιφικάνθια] (ουσΥ θηλ.) 1: ασημαντότητα, 2: ευτελές ποσό ή πράγμα, insignificante [ινσιγνιφικάν'τε] (επίθ.) ευτελής ασήμαντος μηδαμινός, insinceridad [ινσινθεριδάδ] (ουσΥθηλ.) ανειλικρίνεια.
336
instintivo insincero [ινσινθέρο] (επίθ.) ανειλικρι νής. insinuación [ινσινουαθιόν] (ουσΥθηλ.) υπαινιγμός, υπονοούμενο, νύξη. insinuar [ινσινουάρ] (ρ.) υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω, insipidez [ινσιπιδέθ] (ουσΥθηλ.) ανοστιά, σαχλότητα, ανουσιότητα. insípido [ινσίπιδο] (επίθ.) 1: άγευστος, άνοοπυς 2: ανούσιος, insistencia [ινσιστένθια] (ουσΥθηλ.) εμμονή, επιμονή, insistente [ινσίστέν'τε] (επίθ.) έμμο νος, επίμονος, insistir [ινσιστίρ] (ρ.) εμμένω, επιμένω, insobornable [ινσομπορνάμπλε] (επίθ.) αδιάφθορος, αδωροδόκητος, insociabilidad [ινσοθιαμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) έλλειψη κοινωνικότητας insociable [ινσοθιάμπλε] (επίθ.) ακοι νώνητος. insolación [ινσολαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: ηλιοφάνεια, λιακάδα, 2: ηλίαση, insolencia [ινσολένθια] (ουσΥθηλ.) αυ θάδεια. insolentarse [ινσολεντάρσε] (ρ.) αυθαδιάζω. insolente [ινσολέν'τε] (επίθ.) αυθάδης θρασύς. insólito [ινσόλιτο] (επ(θ,) ασυνήθιστος πρωτοφανής, insoluble [ινσολούμπλε] (επίθ.) αδιά λυτος. insolvencia [ινσολβένθια] (ουσ./θηλ.) αφερεγγυότητα, αναξιοπιστία. insolvente [ινσολβέν'τε] (επίθ.) αφε ρέγγυος αναξιόπιστος, insomne [ινσόμνε] (επίθ.) άυπνος insomnio [ινσόμνιο] (ουσ,/αρσ.) αϋ πνία. insondable [ινσοπορτάμπλε] (επίθ.) ανεξιχνίαστος ανεξερεύνητος, insonorización [ινσονοριθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) ηχομόνωση.
insonorizado [ινσονοριθάδο] (επίθ.) ηχομονωμένος. insoportable [ινσοπορτάμπλε] (επίθ.) ανυπόφορος αβάσταχτος, insospechable [ινσοσπετσάμπλε] (επίθ.) ανύποπτος ανυποψίαστος insostenible [ινσοστενίμπλε] (επίθ.) αβάσιμος αστήρικτος ατεκμηρίωτος inspección [ινσπεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) επι θεώρηση, έλεγχος εξέταση, inspeccionar [ινσπεκθιονάρ] (ρ.) επι θεωρώ, ελέγχω, εξετάζω, inspector [ινσπεκτόρ] (ουσ,/αρσ.) επι θεωρητής ελεγκτής, inspiración [ινσπιραθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: εισπνοή, 2 έμπνευση, inspirador [ινσπιραδόρ] (ουσ,/αρσ.) εμπνευστής. inspirar [ινσπιράρ] (ρ.) 1: εισπνέω, 2: εμπνέω. instalación [ινσταλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εγκα τάσταση. instalador [ινσταλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) εφαρ μοστής εγκσταστάτης instalar [ινσταλάρ] (ρ.) εγκαθιστώ, instancia [ινστάνθια] (ουσ,/θηλ.) αί τηση. instantánea [ινσταντάνεα] (ουσ,/θηλ.) αυτόματη (ρωτογραφία. instantáneo [ινσταν'τάνεο] (επίθ.) στιγ μιαίος instante [ινστάν'τε] (ουσ,/αρσ.) στιγ μή. instar [ινστάρ] (ρ.) πιέζω, instauración [ινσταουραθιόν] (ουσ./ θηλ.) ίδρυση, instaurar [ινσταουράρ] (ρ.) ιδρύω, εγκα θιστώ. instigación [ινστιγαθιόν] (ουσ,/θηλ.) υπο κίνηση, εξώθηση, instigar [ινστιγάρ] (ρ.) υποκινώ, παρο τρύνω. instintivo [ινστιν'τίβο] (επίθ.) ενστικτώ δης
337
instinto instinto [ινστίν'το] (ουσΥαρσ.) ένστικτο, institución [ινστιτουθιόν] (ουσΥθηλ.) ίδρυμα, θεσμός, instituir [ινστιτουίρ] (ρ.) ιδρύω, θεσπί ζω, καθιερώνω, instituto [ινστιτούτο] (ουσΥαρσ.) ιν στιτούτο. institutriz [ινστιτουτρίθ] (ουσΥθηλ.) παιδαγωγός, γκουβερνάντα, νταντά, instrucción [ινστρουκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εκπαίδευση, 2: καθοδήγηση, instrucciones [ινστρουκθιόνες] (ουσΥ θηλ.) πληθ. οδηγίες, instructivo [ινστρουκτίβο] (επίθ.) δι δακτικός, εκπαιδευτικός, instructor [ινστρουκτόρ] (ουσΥαρσ.) εκπαιδευτής, instruir [ινστρουίρ] (ρ.) 1: εκπαιδεύω, 2: καθοδηγώ, instrumentación [ινστρουμεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) ενορχήστρωση, instrumento [ινστρουμέν'το] (ουσΥαρσ.) όργανο, εργαλείο, insubordinación [ινσουμπορδιναθιόν] (ουσΥθηλ.) απειθαρχία, ανυπακοή, insubordinar [ινσουμπορδινάρ] (ρ.) απει θαρχώ. insuficiencia [ινσουφιθιένθια] (ουσΥ θηλ.) ανεπάρκεια, έλλειψη, insuficiente [ινσουφιθιέν'τε] (επίθ.) ανεπαρκής αναποτελεσματικός insufrible [ινσουφρίμπλε] (επίθ.) ανυ πόφορος, αφόρητος, insularidad [ινσουλαριδάδ] (ουσΥθηλ.) απομόνωση, insultante [ινσουλτάν'τέ] (επίθ.) υβρι στικός προσβλητικός, insultar [ινσουλτάρ] (ρ.) βρίζω, προ σβάλλω. insulto [ινσούλτο] (ουσΥαρσ.) βρισιά, αισχρολογία, προσβολή, insumiso [ινσουμίσο] (επίθ.) ανυπότα κτος αδούλωτος, insuperable [ινσουπεράμπλε] (επίθ.)
ανυπέρβλητος, αξεπέραστος, insurgente [ινσουρχέν'τε] 1: (ουσ./ αρσ.) επαναστάτης, στασιαστής 2: (επίθ.) επαναστατικός στασιαστικός insurrección [ινσουρεκθιόν] (ουσΥθηλ.) στάση, εξέγερση, intachable [ιν'τατσάμπλε] (επίθ.) άψο γος αψεγάδιαστος άμεμπτος, intacto [ιν'τάκτο] (επίθ.) άθικτος ανέ παφος ακέραιος, intangible [ιν'τανχίμπλε] (επίθ.) 1: άπιαστος άυλος 2: απροσδιόριστος, integración [ιν'τιγραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ολοκλήρωση, 2: ενσωμάτωση, ένταξη, ενοποίηση, integral [ιν'τεγράλ] (επίθ.) 1: ολοκλη ρωτικός πλήρης 2: αναπόσπαστος, ενιαίος. integrar [ιν'τεγράρ] (ρ.) 1: αποτελώ, απαρτίζω, 2: ενσωματώνω, 3: ολο κληρώνω, integridad [ιν'τεγριδάδ] (ουσΥθηλ.) ακεραιότητα, σύνολο, ολότητα, íntegro [ίν'τεγρο] (επίθ.) 1: ακέραιος πλήρης 2: αδιάφθορος αδέκαστος, intelecto [ι^τελέκτο] (ουσΥαρσ.) διά νοια, νους νοημοσύνη, intelectual [ιν'τελεκτουάλ] 1: (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) διανοούμενος διανοού μενη, 2: (επίθ.) διανοητικός πνευμα τικός. inteligencia [ιν'τελιχ^νθια] (ουσΥθηλ.) νοημοσύνη, εξυπνάδα, ευφυΐα, inteligente [ιν'τελιχέν'τε] (επίθ.) νοήμων, έξυπνος, ευφυής, inteligibilidad [ιχ/τελιχιμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) το εύληπτο, το αντιληπτό, το ευ νόητο. inteligible [ιν'τελιχίμπλε] (επίθ.) εύλη πτος νοητός καταληπτός ευκολονόη τος intemperancia [ιν'τεμ'περάνθια] (ουσΥ θηλ.) δυσανεκτικότητα. intemperie [ιν'τεμ'πέριε] (ουσΥθηλ.) 1:
338
internacional ύπαιθρος, 2: κακοκαιρία, intempestivo [ιν'τεμ'πεστίβο] (επίθ.) άκαιρος, παράκαιρος άτοπος, intención [ιν'τενθιόν] (ουσ./θηλ.) πρό θεση, σκοπός, intencionadamente [ιν'τενθιονάδαμεν'τε] (επίρρ.) σκόπιμα, επίτηδες, intencionado [ιν'τενθιονάδο] (επίθ.) σκόπιμος, ηθελημένος, intencional [ιν'τενθιονάλ] (επίθ.) εσκεμμένος. intensidad [ιν'τενσιδάδ] (ουσΥθηλ.) ένταση, σφοδρότητα. intensificación [ιν'τεσιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) εντατικοποίηση, intensificar [ιν'τενσιφικάρ] (ρ.) εντεί νω, επιτείνω, intensivo [ιν'τενσίβο] (επίθ.) εντατικός, intenso [ιν'τένσο] (επίθ.) έντονος σφο δρός intentar [ιν'τεν'τάρ] (ρ.) προσπαθώ, επι χειρώ, αποπειρώμαι, intento [ιν'τέν'το] (ουσΥαρσ.) προσπά θεια, επιχείρημα, απόπειρα, επιδίωξη, interacción [ιν'τερακθιόν] (ουσΥθηλ.) αλληλεπίδραση, intercalación [ιν'τερκαλαθιόν] (ουσ./ θηλ.) παρεμβολή, intercalar [ιν'τερκαλάρ] (ρ.) παρεμ βάλλω, παρενθέτω, intercambiable [ιν'τερκαμ'μπιάμπλε] (επίθ.) ανταλλάξιμος, intercambiar [ιν'τερκαμπιάρ] (ρ.) ανταλ λάζω. intercambio [ιν'τερκάμ'μττιο] (ουσΥαρσ.) ανταλλαγή, interceder [ιν'τερθεδέρ] (ρ.) 1: μεσο λαβώ, 2: παρεμβαίνω, interceptación [ιν'τερθεπταθιόν] (ουσΥ θηλ.) παρεμπόδιση, ανακοπή, interceptar [ιν'τερθεπτάρ] (ρ.) ανακό πτω, παρεμποδίζω, αναχαιτίζω, intercesión [ιν'τερθεσιόν] (ουσΥθηλ.) μεσολάβηση.
intercontinental [ιν'τερκον'τινεν'τάλ] (επίθ.) διηπειρωτικός interés [ιν'τερές] (ουσΥαρσ.) 1: συμφέ ρον, όφελος 2: ενδιαφέρον, 3: τόκος, interesado [ιν'τερεσάδο] (επίθ.) ενδια φερόμενος · estar interesado en - εί μαι ενδιαφερόμενος interesante [ιν'τερεσάν'τε] (επίθ.) εν διαφέρων, interesar [ιν'τερεσάρ] (ρ.) 1: ενδιαφέ ρω, 2: συμφέρω, interesarse [ιν'τερεσάρσε] (ρ.) (por) ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι · como si no se interesara por mi presencia - σα να μην ενδιαφερόταν για την παρουσία μου. interferencia [ιν'τερφερένθια] (ουσΥ θηλ.) παρεμβολή, επέμβαση, interferir [ιν'τερφερίρ] (ρ.) παρεμβαί νω, επεμβαίνω, παρακωλύω, interino [ιν'τερίνο] (επίθ.) προσωρινός έκτακτος interior [ιν'τεριόρ] 1: (ουσΥαρσ.) εσωτε ρικό, ενδοχώρα, εσωτερικός κόσμος 2: (επίθ.) εσωτερικός ενδόμυχος, interioridad [ιν'τεριοριδάδ] (ουσΥθηλ.) εσωτερικότητα, interjección [ιν'τερχεκθιόν] (ουσΥθηλ.) επιφώνημα, interlocutor [ιν'τερλοκουτόρ] (ουσΥ αρσ.) συνομιλητής intermediario [ιν'τερμεδιάριο] 1: (ουσΥ αρσ.) μεσολαβητής μεσάζων, ειρηνοποιός 2: (επίθ.) μεσολαβητικός, intermedio [ιν'τερμέδιο] 1: (ουσΥαρσ.) διάλειμμα, 2: (επίθ.) ενδιάμεσος, interminable [ιν'τερμινάμπλε] (επίθ.) ατελεύτητος ατελείωτος, intermisión [ιν'τερμισιόν] (ουσΥθηλ.) ανάπαυλα, διάλειμμα, διακοπή, intermitente [ιν'τερμιτέν'τε] 1: (ουσΥ αρσ.) φλας (αυτοκινήτου), 2: (επίθ.) σποραδικός περιοδικός, internacional [ιν'τερναθιονάλ] (επίθ.) 339
internado διεθνής, παγκόσμιος, internado [ιν'τερνάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) οικοτροφείο, 2: (επίθ.) οικότροφος εσωτερικός, internar [ιν'τερνάρ] (ρ.) 1: εισάγω, 2: περιορίζω, φυλακίζω, αιχμαλωτίζω, interno [ιν'τέρνο] (επίθ.) εσωτερικός οικότροφος. interpelación [ιν'τερπελαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: ερώτηση, 2: έκκληση, 3: απαίτηση, interpelar [ιν^ερπελάρ] (ρ.) 1: επερω τώ, 2: απευθύνω έκκληση, interponerse [ιν'τερπονέρσε] (ρ.) πα ρεμβάλλομαι, παρεμβαίνω, μεσο λαβώ. interpretación [ιν'τερπρεταθιόν] (ουσ7 θηλ.) ερμηνεία, μετάφραση, διερμηνεία. interpretar [ιν'τερπρετάρ] (ρ.) ερμη νεύω, διερμηνεύω, intérprete [ιν'τέρπρετε] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) 1: ερμηνευτής ερμηνεΰτρια, 2: διερμηνέας interrogación [ιν'τερογαθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: ερώτημα, 2: ανάκριση, interrogar [ιν'τερογάρ] (ρ.) 1: ερωτώ, 2: ανακρίνω, interrogatorio [ιν'τερογατόριο] (ουσ./ αρσ.) 1: ερωτηματολόγιο, 2: ανάκρι ση. interrumpir [ιν'τερουμ'πίρ] (ρ.) διακό πτω. interrupción [ιν'τερουπθιόν] (ουσΥθηλ.) διακοπή. interruptor [ιν'τερουτττόρ] (ουσ,/αρσ.) διακόπτης intersección [ιν'τερσεκθιόν] (ουσ,/θηλ.) τομή, διχοτόμηση, interurbano [ιν'τερουρμπάνο] (επίθ.) υπεραστικός, intervalo [ιν'τερβάλο] (ουσ,/αρσ.) διά στημα, διάλειμμα, διακοπή, intervención [ιντερβενθιόν] (ουσ./ θηλ.) επέμβαση, παρέμβαση, μεσο
λάβηση. intervenir [ιν'τερβενίρ] (ρ.) επεμβαί νω, παρεμβαίνω, μεσολαβώ, intestinal [ιν'τεστινάλ] (επίθ.) εντερικός. intestino [ιν'τεστί'νο] (ουσ./αρσ.) έντε ρο. intimación [ιν'τιμαθιόν] (ουσ,/θηλ.) γνω στοποίηση, αναγγελία, intimidación [ιν*τιμιδαθιόν] (ουσ,/θηλ.) εκφοβισμός απειλή, intimidad [ιν'τιμιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: οι κειότητα 2: στενός οικογενειακός κύ κλος intimidar [ιν'τιμιδάρ] (ρ.) εκφοβίζω, φο βερίζω, απειλώ, íntimo [ίν'τιμο] (επίθ.) 1: στενός οικεί ο ς φ ιλικός 2: εγκάρδιος intocable [ιν'τοκάμπλε] (επίθ.) ανέγγιχτος άσπιλος άθικτος, intolerable [ιν'τολεράμπλε] (επίθ.) μη ανεκτός αφόρητος ανυπόφορος, intolerancia [ιν^ολεράνθια] (ουσ,/θηλ.) 1: δυσανεκτικότητα, 2: αδιαλλαξία, intolerante [ιν'τολεράν'τε] (επίθ.) μη ανεκτικός ασυμβίβαστος αδιάλλα κτος. intoxicación [ιν'τοξικαθιόν] (ουσ,/θηλ.) δηλητηρίαση, intoxicarse [ιν'τοξικάρσε] (ρ.) παθαί νω δηλητηρίαση, intramuscular [ιν'τραμουσκουλάρ] (επίθ.) ενδομυϊκός intranquilidad [ιν/τρανκιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ανησυχία, νευρικότητα, intranquilo [ιν'τρανκίλο] (επίθ.) ανή συχος νευρικός, intransferible [ιν'τρανσφερίμπλε] (επίθ.) αμεταβίβαστος intransigencia [ιν'τρανσιχένθια] (ουσ./ θηλ.) αδιαλλαξία, intransigente [ιν'τρανσιχέν'τε] (επίθ.) αδιάλλακτος αδυσώπητος ανένδο το ς ανυποχώρητος.
340
inventivo intransitable [ιν'τρανσιτάμπλε] (επίθ.) αδιάβατος, απροσπέλαστος, intransitivo [ιν'τρανσιτίβο] (επίθ.) 1: αμετάβατος 2: (Γραμμ.) αμετάβατο (ρήμα). intravenoso [ιν^ραβενόσο] (επίθ.) εν δοφλέβιος, intrepidez [ιν'τρεπιδέθ] (ουσΥθηλ.) τόλμη. intrépido [ιν'τρέπιδο] (επίθ.) ατρόμη το ς άτρομος απτόητος, intriga [ιν'τρίγα] (ουσΥθηλ.) 1: μηχα νορραφία, ραδιουργία, 2: πλοκή, 3: έντονη περιέργεια, intrigar [ι\Λριγάρ] (ρ.) 1: μηχανορρα φώ, ραδιουργώ, 2: προκαλώ έντονη περιέργεια, intrínseco [ιν'τρΙνσεκο] (επίθ.) ενδο γενής. introducción [ιν'τροδουκθιόν] (ουσΥ θηλ.) εισαγωγή, πρόλογος, introducir [ιν'τροδουθίρ] (ρ.) 1: εισά γω, βάζω, 2: παρουσιάζω, intromisión [ιν^τρομισιόν] (ουσΥθηλ.) ανάμειξη, επέμβαση, introspección [ιν'τροσπεκθιόν] (ουσΥ θηλ.) ενδοσκόπηση, introspectivo [ιν'τροσπεκτίβο] (επίθ.) ενδοσκοπικός. introversión [ιν^τροβερσιόν] (ουσ./ θηλ.) εσωστρέφεια, introvertido [ιχ/τροβερτίδο] (επίθ.) εσωστρεφής. intrusión [ιν'τρουσιόν] (ουσΥθηλ.) ει σβολή. intruso [ιν'τρούσο] (επίθ.) παρείσακτος απρόσκλητος, intuición [ιν'τουιθιόν] (ουσΥθηλ.) διαί σθηση, ενόραση, intuir [ιν'τουίρ] (ρ.) διαισθάνομαι, intuitivo [ιν'τουιτίβο] (επίθ.) διαισθη τικός. inundación [ινουν'νταθιόν] (ουσΥθηλ.) πλημμύρα. 341
inundar [ινουν'ντάρ] (ρ.) πλημμυρίζω, inusitado [ινουσιτάδο] (επίθ.) ασυνή θιστος σπάνιος, inútil [ινούτιλ] (επίθ.) άχρηστος ανώ φ ελος ανίκανος, inutilidad [ινουτιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αχρη στία ανικανότητα, inutilizar [ινουτιλιθάρ] (ρ.) αχρηστεύω, invadeable [ινβαδεάμπλε] (επίθ.) αδιά βατος απροσπέλαστος invadir [ινβαδίρ] (ρ.) εισβάλλω, ορμάω, (καθ.) μπουκάρω, invalidación [ινβαλιδαθιόν] (ουσΥθηλ.) ακύρωση, invalidar [ινβαλιδάρ] (ρ.) ακυρώνω, αναιρώ. invalidez [ινβαλιδέθ] (ουσΥθηλ.) ακυ ρότητα, αναίρεση, inválido [ινβάλιδο] 1: (ουσΥαρσ.) ανά πηρος (πολέμου), 2: (επίθ.) αναπηρι κός άκυρος, invaluable [ινβαλουάμπλε] (επίθ.) ανε κτίμητος. invariable [ινβαριάμπλε] (επίθ.) αμε τάβλητος αμετάλλακτος, invasión [ινβασιόν] (ουσΥθηλ.) εισβο λή, επιδρομή, invasor [ινβασόρ] 1: (ουσΥαρσ.) εισβο λέας 2: (επίθ.) επιδρομικός. invencibilidad [ινβενθιπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) το ακατανίκητο, invencible [ινβενθίμπλε] (επίθ.) αήτ τητος ανίκητος ανυπέρβατος, ακα ταμάχητος, invención [ινβενθιόν] (ουσΥθηλ.) εφεύ ρεση, επινόηση, ανακάλυψη, inventar [ινβεν'τάρ] (ρ.) εφευρίσκω, επινοώ. inventario [ινβεν'τάριο] (ουσΥαρσ.) απογραφή, καταγραφή, inventiva [ινβεν'τίβα] (ουσΥθηλ.) εφευρετικότητα επινοητικότητα, inventivo [ινβεν'τίβο] (επίθ.) εφευρετι κός
invento invento [ινβέν'το] (ουσΥαρσ.) εφεύρε ση, επινόηση, inventor [ινβεν'τόρ] (ουσΥαρσ.) εφευ ρέτης. invernáculo [ινβερνάκουλο] (ουσΥαρσ.) θερμοκήπιο, invernada [ινβερνάδα] (ουσΥθηλ.) χειμερία νάρκη, invernadero [ινβερναδέρο] (ουσΥαρσ.) θερμοκήπιο · el efecto invernadero το φαινόμενο του θερμοκηπίου, invernal [ινβερνάλ] (επίθ.) χειμερινός, χειμωνιάτικος, invernar [ινβερνάρ] (ρ.) ξεχειμωνιάζω, inverosímil [ινβεροσίμιλ] (επίθ.) απί στευτος απίθανος, inversión [ινβερσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αντι στροφή, αναστροφή, αναποδογύρι σμα, 2: επένδυση, inversionista [ινβερσιονίστα] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) επενδυτής επενδύτρια. inverso [ινβέρσο] (επίθ.) αντίστροφος ανάστροφος ανάποδος, inversor [ινβερσόρ] (ουσΥαρσ.) επεν δυτής. invertebrado [ινβερτεμπράδο] (επίθ.) ασπόνδυλος, invertir [ινβερτίρ] (ρ.) 1: αντιστρέφω, ανα στρέφω, αναποδογυρίζω, 2: επενδύω, investidura [ινβεστιδούρα] (ουσΥθηλ.) επένδυση. investigación [ινβεστιγαθιόν] (ουσΥθηλ.) έρευνα. investigador [ινβεστιγαδόρ] (ουσ./ αρσ.) ερευνητής ανακριτής investigar [ινβεστιγάρ] (ρ.) ερευνώ, investir [ινβεστίρ] (ρ.) απονέμω τιμή ή τιμητικό τίτλο, invicto [ινβίκτο] (επίθ.) αήττητος ανί κητος. invidente [ινβιδέν'τε] (επίθ.) τυφλός, invierno [ινβιέρνο] (ουσΥαρσ.) χειμώ νας. inviolabilidad [ινβιολαμπιλιδάδ] (ουσΥ 342
θηλ.) το απαραβίαστο, inviolable [ινβιολάμπλε] (επίθ.) απα ραβίαστος (μτφ.) απόρρητος, inviolado [ινβιολάδο] (επίθ.) άθικτος, αλώβητος, αβλαβής, invisible [ινβισίμπλε] (επίθ.) αόρατος αθέατος. invisibilidad [ινβισιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αορατότητα, αφάνεια. invitación [ινβιταθιόν] (ουσΥθηλ.) πρό σκληση. invitado [ινβιτάδο] (ουσΥαρσ.) προ σκεκλημένος καλεσμένος, invitar [ινβιτάρ] (ρ.) 1: προσκαλώ, κα λώ, 2: κερνάω, invocación [ινβοκαθιόν] (ουσΥθηλ.) επίκληση, invocar [ινβοκάρ] (ρ.) επικαλούμαι, προσφεύγω, involucrar [ινβολουκράρ] (ρ.) αναμει γνύω, εμπλέκω, involuntario [ινβολουν'τάριο] (επίθ.) ακούσιος αθέλητος, invulnerable [ινβουλνεράμπλε] (επίθ.) άτρωτος απρόσβλητος, inyección [ινγιεκθιόν] (ουσΥθηλ.) ένε ση. inyectable [ινγιεκτάμπλε] (επίθ.) ενέσιμος. inyectar [ινγεκτάρ] (ρ.) εγχέω, ion [ιόν] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ιόν. iónico [ιόνικο] (επίθ.) ιονικός. ionización [ιονιθαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ιονισμός. ionizador [ιονιθαδόρ] (ουσΥαρσ.) ιονιστής. ionizar [ιονιθάρ] (ρ.) ιονίζω, ionosfera [ιονοσφέρα] (ουσΥθηλ.) ιο νόσφαιρα, ir [·ρ] (ρ.) πηγαίνω, μεταβαίνω · quiero ir a Madrid - θέλω να πάω στη Μα δρίτη · voy andando - πάω περπα τώντας · no me va bien ir a las clases mañana - δε με βολεύει να πάω στο
irrigar μάθημα αύριο · ir de vacaciones πάω διακοπές · ir de compras - πάω για ψώνια, (μελλοντική έννοια) · vamos a leer un texto - θα διαβάσου με ένα κείμενο, irse [ιρσε] (ρ.) φεύγω · me voy de aquí - φεύγω από εδώ · la luz se fue - έγινε διακοπή ρεύματος ira [ίρα] (ουσ./θηλ.) οργή, θυμός, iracundo [ιρακούνντο] (επίθ.) ευέξα πτος οξύθυμος, irascibilidad [ιρασθιμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) οξυθυμία. irascible [ιρασθίμπλε] (επίθ.) οξύθυ μος, ευέξαπτος, iridescente [ιριδεσθέν'τε] (επίθ.) ιριδίζων. iris [ίρις] (ουσΥαρσ.) ίριδα, irisación [ιρισαθιόν] (ουσΥθηλ.) ιριδι σμός. ironía [ιρονία] (ουσΥθηλ.) ειρωνεία, irónico [ιρονικό] (επίθ.) ειρωνικός, ironizar [ιρονιθάρ] (ρ.) ειρωνεύομαι, irracional [ιραθιονάλ] (επίθ.) παράλο γος άλογος, irracionalidad [ιραθιοναλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) παραλογισμός εξωφρενικός, irradiación [ιραδιαθιόν] (ουσ,/θηλ.) ακτινοβολία, irradiar [ιραδιάρ] (ρ.) ακτινοβολώ, irrazonable [ιραθονάμπλε] (επίθ.) πα ράλογος, άλογος εξωφρενικός, irreal [ιρεάλ] (επίθ.) εξωπραγματικός πλασματικός ουτοπικός, irrealidad [ιρεαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ανυ παρξία. irrealizable [ιρεαλιθάμπλε] (επίθ.) ακα τόρθωτος ανέφικτος, irrebatible [ιρεμπατίμπλε] (επίθ.) ανα ντίρρητος αναμφισβήτητος, irreconciliable [ιρεκονθιλιάμπλε] (επίθ.) ασυμβίβαστος, irreconocible [ιρεκονοθίμπλε] (επίθ.) αγνώριστος.
irreemplazable [ιρεεμ'πλαθάμπλε] (επίθ.) αναντικατάστατος irreflexión [ιρεφλεξιόν] (ουσΥθηλ.) απερισκεψία, επιπολαιότητα, irreflexivo [ιρεφλεξίβο] (επίθ.) απερί σκεπτος αλόγιστος επιπόλαιος, irrefrenable [ιρεφρενάμπλε] (επίθ.) ασυγκράτητος αχαλίνωτος, irrefutable [ιρεφουτάμπλε] (επίθ.) αδι άψευστος αδιαμφισβήτητος αδια φιλονίκητος irregular [ιρεγουλάρ] (επίθ.) ανώμα λο ς ακανόνιστος αντικανονικός irregularidad [ιρεγουλαριδάδ] (ουσΥ θηλ.) ανωμαλία, irrelevante [ιρελεβάν'τε] (επίθ.) αδα ής άσχετος, irremediable [ιρεμεδιάμπλε] (επίθ.) ανε πανόρθωτος αδιόρθωτος αθεράπευ τος. irreparable [ιρεπαράμπλε] (επίθ.) ανε πανόρθωτος, irreprochable [ιρεπροτσάμπλε] (επίθ.) άμεμπτος, άψογος, irresistible [ιρεσιστίμπλε] (επίθ.) 1: ακαταμάχητος 2: ακράτητος, 3: ανυ πόφορος, irrespetuoso [ιρεσπετουόσο] (επίθ.) ασεβής θρασύς, irresponsabilidad [ιρεσπονσαμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ανευθυνότητα. irresponsable [ιρεσπονσάμπλε] (επίθ.) ανεύθυνος, irreverencia [ιρεβερένθια] (ουσΥθηλ.) ασέβεια, ανευλάβεια, irreversible [ιρεβερσίμπλε] (επίθ.) μη αναστρέψιμος, irrevocable [ιρεβοκάμπλε] (επίθ.) ανέκ κλητος αμετάκλητος. irrigación [ιριγαθιόν] (ουσΥθηλ.) άρ δευση. irrigador [ιριγαδόρ] (ουσΥαρσ.) ποτι στήρι. irrigar [ιριγάρ] (ρ.) ποτίζω, αρδεύω.
343
irrisorio irrisorio [ιρισόριο] (επίθ.) γελοίος, irritabilidad [ιριταμπιλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) ευερεθιστικότητα, οξυθυμία. irritable [ιριτάμπλε] (επίθ.) ευερέθι στος, οξύθυμος, irritación [ιριταθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: ερε θισμός, 2: εκνευρισμός, irritante [ιριτάν'τε] (επίθ.) ερεθιστικός εκνευριστικός εξοργιστικός, irritar [ιριτάρ] (ρ.) 1: ερεθίζω, 2: εκνευ ρίζω, εξάπτω, εξοργίζω, irrompible [ιρομ'πίμπλε] (επίθ.) άθραυστος irrupción [ιρουπθιόν] (ουσΥθηλ.) εισβο λή, επιδρομή, isla [ισλα] (ουσΥθηλ.) 1: νησί, 2: διαχωριστική νησίδα, islámico [ισλάμικο] (επίθ.) ισλαμικός. isleño [ισλένιο] (επίθ.) νησιωτικός.
isleta [ισλέτα] (ουσ./θηλ.) νησίδα, istmo [ίστμο] (ουσ,/αρσ.) ισθμός italiano[iTc^iávo] 1: (ουσΥαρσ.) Ιτα λό ς 2: ιταλικά (γλώσσα), 3: (επίθ.) ιταλικός. itinerante [ιτινεράν'τε] (επίθ.) περιοδεύων, πλανόδιος, itinerario [ιτινεράριο] (ουσ,/αρσ.) δρο μολόγιο. izar [ιθάρ] (ρ.) επαίρω, ανυψώνω, ση κώνω. izquierda [ιθκιέρδα] (ουσΥθηλ.) (de) αριστερά · a la izquierda de - στα αριστερά του. izquierdista [ιθκιερδίστα] 1: (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) αριστεριστής αριστερίστρια, 2: (επίθ.) αριστερός, izquierdo [ιθκιέρδο] (επίθ.) 1: αριστε ρός 2: αριστερόχειρος.
344
J, j [χότα] (ουσΥθηλ.) το ενδέκατο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, ja [χα] (επιφ.) χα!. jabalí [χαμπαλί] (ουσΥαρσ.) αγριόχοι ρος, αγριογούρουνο, jabalina [χαμπαλίνα] (ουσΥθηλ.) 1: θη λυκό αγριογούρουνο, 2: ακόντιο, jabón [χαμπόν] (ουσΥαρσ.) 1: σαπούνι, 2: κολακεία, jabonada [χαμπονάδα] (ουσΥθηλ.) σαπούνισμα, jabonadura [χαμποναδούρα] (ουσΥ θηλ.) σαπουνάδα. jabonar [χαμπονάρ] (ρ.) σαπουνίζω, jaboncillo [χαμπονθίγιο] (ουσΥαρσ.) αρωματικό σαπούνι, jabonera [χαμπονέρα] (ουσΥθηλ.) σα πουνοθήκη, jabonería [χαμπονερία] (ουσΥθηλ.) σαπουνοποιία. jaca [χάκα] (ουσΥθηλ.) πόνυ. jacarandoso [χακαραν'ντόσο] (επίθ.) εύθυμος, χαρωπός, jacinto [χαθίν'το] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) υά κινθος. jactancia [χακτάνθια] (ουσΥθηλ.) καύ χημα, κομπασμός, jactarse [χακτάρσε] (ρ.) καυχιέμαι, παι νεύομαι, περιαυτολογώ, jade [χάδε] (ουσΥαρσ.) (Ορυκτ.) νεφρί της. jadeante [χαδεάν'τε] (επίθ.) αγκομαχών. jadear [χαδεάρ] (ρ.) λαχανιάζω, κοντα νασαίνω, αγκομαχώ. jadeo [χαδέο] (ρυσΥαρσ.) λαχάνιασμα, jaguar [χαγουάρ] (ουσΥαρσ.) ιαγουάρος τζάγκουαρ. jalbegar [χαλμπεγάρ] (ρ.) ασβεστώνω, jalbegue [χαλμπέγε] (ουσΥαρσ.) ασβέστωμα. jalde [χάλδε] (επίθ.) κατακίτρινος. jalea [χαλέα] (ουσΥθηλ.) ζελέ.
jaleo [χαλέο] (ουσΥαρσ.) θόρυβος, οχλα γωγία, φασαρία, (καθ.) σαματάς, jalón [χαλόν] (ουσΥαρσ.) πάσσαλος, στύλος. jamás [χαμάς] (επίρρ.) ουδέποτε, πο τέ. jam elgo [χαμέλγο] (ουσΥαρσ.) γέρικο άλογο. jamón [χαμόν] (ουσΥαρσ.) χοιρομέρι, ζαμπόν. jamona [χαμόνα] (ουσΥθηλ.) στρου μπουλή γυναίκα, jaque [χάκε] (ουσΥαρσ.) ρουά (κίνηση στο σκάκι). jaqueca [χακέκα] (ουσΥθηλ.) έντονος πονοκέφαλος, ημικρανία, jara [χάρα] (ουσΥθηλ.) σαΐτα, jarabe [χαράμπε] (ουσΥαρσ.) σιρόπι, jarana [χαράνα] (ουσΥθηλ.) γλέντι, ξεφάντωμα. jaranero [χαρανέρο] (επίθ.) γλεντζέδικος. jardín [χαρδίν] (ουσΥαρσ.) κήπος, jardinera [χαρδινέρα] (ουσΥθηλ.) ζαρ ντινιέρα. jardinería [χαρδινερία] (ουσΥθηλ.) κη πουρική. jardinero [χαρδινέρο] (ουσΥαρσ.) κη πουρός. jareta [χαρέτα] (ουσΥθηλ.) πιέτα, jarra [χάρα] (ουσΥθηλ.) κανάτα, jarrear [χαρεάρ] (ρ.) βρέχει καταρρακτωδώς βρέχει ασταμάτητα, jarrete [χαρέτε] (ουσΥαρσ.) ταρσός, jarro [χάρο] (ουσΥαρσ.) κανάτι, jarrón [χαρόν] (ουσΥαρσ.) βάζο, ανθο δοχείο. jaspe [χάσπε] (ουσΥαρσ.) χαλαζίας, jaspeado [χασπεάδο] (επίθ.) διάστι κτος κατάστικτος, jato [χάτο] (ουσΥαρσ.) μοσχαράκι. jaula [χάουλα] (ουσΥθηλ.) κλουβί, jauría [χαουρία] (ουσΥθηλ.) αγέλη, κο πάδι. 345
jazm ín jazmín [χαθμίν] (ουσΥαρσ.) γιασεμί, jebe [χέμπε] (ουσ,/αρσ.) στύψη. jefa [χέφα] (ουσΥθηλ.) αφενπκίνα. jefatura [χεφατούρα] (ουσΥθηλ.) αρ χηγείο, ηγεσία, διεύθυνση, επιτελείο, jefe [χέφε] (ουσΥαρσ.) αφεντικό, αρ χηγός ηγέτης διευθυντής, jengibre [χενχίμπρε] (ουσΥαρσ.) τζίντζερ, πιπερόριζα, jeque [χέκε] (ουσΥαρσ.) σεΐχης jerarca [χεράρκα] (ουσΥαρσ.) ιεράρ χης αρχηγός, jerarquía [χεραρκία] (ουσ,/θηλ.) ιεραρ χία. jerárquico [χεράρκικο] (επίθ.) ιεραρχι κός. jerez [χερέθ] (ουσΥαρσ.) σέρι, λευκό κρασί (από το Χερέθ). jerga [χέργα] (ουσΥθηλ.) γλώσσα μιας ομάδας, διάλεκτος, jergón [χεργόν] (ουσΥαρσ.) αχυρό στρωμα. jerigonza [χεριγόνθα] (ουσΥθηλ.) κο ρακίστικα, αλαμπουρνέζικα, ασυ ναρτησίες, jeringa [χερίνγα] (ουσΥθηλ.) σύριγγα, jeringuilla [χερινγκίγια] (ουσΥθηλ.) υπο δερμική ένεση, jeroglífico [χερογλίφικο] 1: (ουσΥαρσ.) ιερογλυφικό, 2: (επίθ.) ιερογλυφικός, jersey [χερσέι] (ουσΥαρσ.) πουλόβερ. jesuíta [χεσουίτα] (ουσΥαρσ.) Ιησουί της. Jesús [χεσούς] (ουσΥαρσ.) Ιησούς, jeta [χέτα] (ουσΥθηλ.) μούρη, φάτσα, jibia [χίμπια] (ουσΥθηλ.) σουπιά. jicara [χίκαρα] (ουσΥθηλ.) φλιτζάνι σο κολάτας, jifia [χίφια] (ουσΥθηλ.) ξιφίας, jilguero [χιλγέρο] (ουσΥαρσ.) σπίνος, καρδερίνα, jinete [χινέτε] (ουσΥαρσ.) καβαλάρης ιππέας. jinetear [χινετεάρ] (ρ.) ιππεύω.
jipi [χίπι] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) χίπης, χίπισσα. jira [χίρα] (ουσΥθηλ.) λωρίδα υφάσμα τος. jirafa [χιράφα] (ουσ,/θηλ.) καμηλοπάρ δαλη. jirón [χιρόν] (ουσ,/αρσ.) κουρέλι, jocosidad [χοκοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) χιού μορ, αστειότητα, jocoso [χοκόσο] (επίθ.) αστείος σκωπτικός, ευτράπελος, χλευαστικός, joder [χοδέρ] (ρ.) 1: γαμώ, 2: ενοχλώ, jodido [χοδίδο] (επίθ.) γαμημένος. jofaina [χοφάινα] (ουσΥθηλ.) λεκάνη, jolgorio [χολγόριο] (ουσΥαρσ.) γλεντοκόπι, ξεφάντωμα. jolín [χολίν] (επιφ.) γαμώτο!. jornada [χορνάδα] (ουσΥθηλ.) 1: ημέ ρα, 2: ημερήσια επαγγελματική απα σχόληση. jornal [χορνάλ] (ουσΥαρσ.) ημερομί σθιο, μεροκάματο, jornalero [χορναλέρο] (ουσΥαρσ.) ημερομίσθιος μεροκαματιάρης. joroba [χορόμπα] (ουσΥθηλ.) καμπού ρα. jorobado [χορομπάδο] (επίθ.) καμπού ρη.
jorobar [χορομπάρ] (ρ.) καμπουριά ζω. jota [χότα] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του γράμματος «J». joven [χόβεν] (ουσΥαρσ. +θηλ.)/(επίθ.) νέος νεαρός, jovencito [χοβενθίτο] (επίθ.) νεαρούλης. jovial [χοβιάλ] (επίθ.) φαιδρός εύθυ μος κεφάτος, jovialidad [χοβιαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) φαιδρότητα, ευθυμία, κέφι. joya [χόγια] (ουσΥθηλ.) κόσμημα, χρυ σαφικό. joyería [χογιερία] (ουσΥθηλ.) κοσμη ματοπωλείο.
346
junto joyero [χογιέρο] (ουο./αρσ.) κοσμημα τοπώλης. juanete [χουανέτε] (ουσ./αρσ.) κότσι. jubilación [χουμπιλαθιόν] (ουσ,/θηλ.) σύνταξη. jubilado [χουμπιλάδο] 1: (ουσ./αρσ.) συνταξιούχος, 2: (επίθ.) συνταξιοδοτη μένος. jubilar [χουμπιλάρ] (ρ.) συνταξιοδο τώ. jubilarse [χουμπιλάρσε] (ρ.) συνταξιοδοτούμαι. júbilo [χούμπιλο] (ουσ./αρσ.) αγαλλία ση, ευφροσύνη, χαρά. jubiloso [χουμπιλόσο] (επίθ.) χαρού μενος. judaico [χουδάικο] (επίθ.) ιουδαϊκός, judaismo [χουδαΐσμο] (ουσ ./αρσ.) ιου δαϊσμός. judas [χούδας] (ουσ,/αρσ.) προδότης, judía [χουδία] (ουσ,/θηλ.) φασόλι, judicial [χουδιθιάλ] (επίθ.) δικαστικός, judío [χουδίο] 1: (ουσΥαρσ.) Εβραίος 2: (επίθ.) εβραϊκός judo [χούδο] (ουσΥαρσ.) τζούντο, juego [χουέγο] (ουσ,/αρσ.) παιχνίδι, αγώνας, σετ · juego de suerte - τυχε ρό παιχνίδι · juegos olímpicos - Ολυ μπιακοί αγώνες · juego de mesa επιτραπέζιο παιχνίδι · juego de joyas - σετ κοσμημάτων, juerga [χουέργα] (ουσ./θηλ.) γλέντι, ξεφάντωμα. juerguista [χουεργίστα] ((>υσ./αρσ.) γλεντζές. jueves [χουέβες] (ουσ./αρσ.) Πέμπτη, juez [χουέθ] (ουσ,/αρσ.) δικαστής, jugada [χουγάδα] (ουσ./θηλ.) παιχνίδι, jugador [χουγαδόρ] (ουσ./αρσ.) 1: παί χτης 2: τζογαδόρος, jugar [χουχάρ] (ρ.) (a, con) παίζω · juega a baloncesto - παίζει μπάσκετ •juega con los sentimientos de los otros - παίζει με τα συναισθήματα
των άλλων, jugarreta [χουγαρέτα] (ουσ,/θηλ.) βρό μικο παιχνίδι, jugo [χούγο] (ουσ,/αρσ.) χυμός ζουμί, υγρό. jugoso [χουγόσο] (επίθ.) χυμώδης ζου μερός. juguete [χουγέτε] (ουσΥαρσ.) παιχνίδι, juguetear [χουγετεάρ] (ρ.) παιχνιδίζω, juguetería [χουγετερία] (ουσ,/θηλ.) κατάστημα παιχνιδιών. juguetón [χουγετόν] (επίθ.) παιχνιδιά ρης-
juicio [χουίθιο] (ουσ,/αρσ.) κρίση, λογι κή · estar fuera de juicio - είναι εκτός εαυτού · falto de juicio - δεν έχει κρί ση · sacar de juicio - βγάζω κάποιον από τα ρούχα του. juicioso [χουιθιόσο] (επίθ.) συνετός φ ρόνιμος γνωστικός, julepe [χουλέπε] (ουσΥαρσ.) τιμωρία, julio [χούλιο] (ουσ,/αρσ.) Ιούλιος (μή νας). jumento [χουμέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: γάι δαρος (ζώο), 2: (μτφ.) γάιδαρος αναί σθητος. juncal [γουνκάλ] (επίθ.) καλαμώδης λυγερός. juncar [χουνκάρ] (ουσ,/αρσ.) καλαμώνας. junco [χούνκο] (ουσΥαρσ.) βούρλο, jungla [χούνγκλα] (ουσ7θηλ.) ζού γκλα. junio [χούνιο] (ουσ,/αρσ.) Ιούνιος, junta [χούν'τα] (ουσ,/θηλ.) 1: συμβού λιο, συνέλευση, 2: ένωση, juntamente [χούν'ταμεν'τε] (επίρρ.) μαζί, ταυτόχρονα, juntar [χουν'τάρ] (ρ.) 1: ενώνω, συν δέω, 2: μαζεύω, συναθροίζω, juntarse [χουν'τάρσε] (ρ.) 1: ενώνομαι, 2: συναντιέμαι, 3: συνευρίσκομαι, junto [χούν'το] 1: (επίθ.) (α) μαζί, (β) πλησίον, κοντινός · siempre salimos 347
juntura todos juntos - βγαίνουμε πάντα όλοι μαζί, 2: (επίρρ.) (α) κοντά, δίπλα · junto a mi casa hay un parque - κο ντά στο σπίτι μου υπάρχει ένα πάρ κο. juntura [χουντοΰρα] (ουσΥθηλ.) ένωση. jura [χούρα] (ουσΥθηλ.) όρκος, ορκω μοσία. jurado [χουράδο] (ουσΥαρσ.) 1: σώμα ενόρκων, 2: κριτική επιτροπή, juramentar [χουραμεν'τάρ] (ρ.) ορκί ζω. juramento [χουραμέν'το] (ουσΥαρσ.) όρκος. jurar [χουράρ] (ρ.) ορκίζομαι, jurídico [χουρίδικο] (επίθ.) νομικός δικανικός. jurisdicción [χουρισδικθιόν] (ουσΥθηλ.) δικαιοδοσία αρμοδιότητα jurisprudencia [χουρισπρουδένθια] (ουσΥ θηλ.) νομική, νομολογία, jurista [χουρίστα] (ουσΥαρσ. + θηλ.) νομομαθής.
justamente [χούσταμεν'τε] (επίρρ.) 1: δίκαια, 2: ακριβώς, justicia [χουστίθια] (ουσΥθηλ.) δικαιο σύνη. justiciero [χουστιθιέρο] (επίθ.) δίκαιος αμερόληπτος, justificable [χουστιφικάμπλε] (επίθ.) δικαιολογήσιμος δικαιολογημένος justificación [χουστιφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) δικαιολογία, δικαιολόγηση. justificante [χουστιφικάν'τε] (ουσΥ αρσ.) δικαιολογητικό. justificar [χουστιφικάρ] (ρ.) δικαιολο γώ. justo [χούστο] 1: (επίθ.) δίκαιος 2: ακρι βής 3: στενός 4: (επίρρ.) ακριβώς juvenil [χουβενίλ] (επίθ.) νεανικός, juventud [χουβεν'τούδ] (ουσΥθηλ.) νεότητα, νεολαία, juzgado [χουθγάδο] (ουσΥαρσ.) 1: δι καστήριο, 2: δικαστικό σώμα. juzgar [χουθγάρ] (ρ.) 1: δικάζω, 2: κρί νω.
348
K, k [κα] (ουσΥθηλ.) το δωδέκατο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, ka [κα] (ουσ7θηλ.) η ονομασία του γράμματος «Κ». kaki [κάκι] (επίθ.) χακ(. kárate [κάρατε] (ουσΥαρσ.) καράτε, kayac [καγιάκ] (ουσΥαρσ.) καγιάκ. kilo [κΙλο] (ουσΥαρσ.) κιλό. kilociclo [κιλοθίκλο] (ουσΥαρσ.) χιλιό κυκλος. kilogramo [κιλογράμο] (ουσΥαρσ.) χι λιόγραμμο, kilolitro [κιλολίτρο] (ουσΥαρσ.) χιλιό λιτρο. kilometraje [κιλομετράχε] (ουσΥαρσ.) χιλιομετρική απόσταση, kilométrico [κιλομέτρικο] (επίθ.) χιλιο μετρικός. kilómetro [κιλόμετρο] (ουσΥαρσ.) χι λιόμετρο, kilovatio [κιλοβάτιο] (ουσΥαρσ.) κιλο βάτ. kimono [κιμόνο] (ουσΥαρσ.) κιμονό, kiosco [κιόσκο] (ουσΥαρσ.) περίπτε ρο.
349
L, I [έλε] (ουσ,/θηλ.) το δέκατο τρίτο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, la [λα] (ουσ./θηλ.) 1: (οριστικό άρθρ.) η · la vista - η θέα, 2: (προσωπική αντ.) την · -¿conoces a mi hermana? - γνωρίζεις την αδερφή μου; · - SÍ, Ια conozco - την γνωρίζω, la [λα] (ουσ./αρσ.) η νότα «λα», laberíntico [λαμπερίν'τικο] (επίθ.) λα βυρινθώδης, laberinto [λαμπερίν'το] (ουσΥαρσ.) λαβύρινθος, labia [λάμπια] (ουσΥθηλ.) ευφράδεια, ευγλωττία, ευχέρεια λόγου, labial [λάμπιάλ] (επίθ.) χειλικός, labio [λάμπιο] (ουσΥαρσ.) χείλος άκρη. labor [λαμπόρ] (ουσ,/θηλ.) 1: εργασία, έργο, 2: εργόχειρο, laborable [λαμποράμπλε] (επίθ.) 1: ερ γάσιμος, 2: καλλιεργήσιμος, laboral [λαμποράλ] (επίθ.) εργασια κός. laborar [λαμποράρ] (ρ.) εργάζομαι, laboratorio [λαμπορατόριο] (ουσ,/αρσ.) εργαστήριο, laborear [λαμπορεάρ] (ρ.) καλλιεργώ τη γη, οργανώνω, laboreo [λαμπορέο] (ουσΥαρσ.) όρ γωμα. laboriosidad [λαμποριοσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) εργατικότητα, ζήλος, laborioso [λαμποριόσο] (επίθ.) κοπια στικός, δύσκολος, εργατικός, labrador [λαμπραδόρ] (ουσΥαρσ.) γεω ργός αγρότης, labranza [λαμπράνθα] (ουσΥθηλ.) γεωργία. labrar [λαμπράρ] (ρ.) 1: οργώνω, καλ λιεργώ, 2: σκαλίζω, labriego [λαμπριέγο] (ουσΥαρσ.) αγρό της laca [λάκα] (ουσΥθηλ.) 1: βερνίκι, λά
κα, 2: λακ μαλλιών, lacar [λακάρ] (ρ.) βερνικώνω με λάκα. lacayo [λακάγιο] (ουσΥαρσ.) υπηρέ της. laceración [λαθεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: κομμάτιασμα, 2: σπαραγμός, lacerar [λαθεράρ] (ρ.) 1: κομματιάζω, 2: πληγώνω, σπαράσσω. lacio [λάθιο] (επίθ.) 1: ίσιος (μαλλιά), 2: αδύναμος, lacónico [λακόνικο] (επίθ.) λακωνικός συνοπτικός περιεκτικός επιγραμ ματικός. lacrar [λακράρ] (ρ.) σφραγίζω με βου λοκέρι. lacre [λάκρε] (ουσ,/αρσ.) βουλοκέρι, lacrimal [λακριμάλ] (επίθ.) δακρυγόνος. lacrimógeno [λακριμόχενο] (επίθ.) δακρυγόνος. lacrimoso [λακριμόσο] (επίθ.) δακρυσμένος. lactación [λακταθιόν] (ουσ,/θηλ.) θη λασμός γαλακτισμός. lactancia [λακτάνθια] (ουσΥθηλ.) γα λούχηση, θηλασμός, lactante [λακτάντε] (επίθ.) θηλάζων. lactar [λακτάρ] (ρ.) γαλουχώ, θηλάζω, lácteo [λάκτεο] (επίθ.) γαλακτοκομι κός. láctico [λάκτικο] (επίθ.) γαλακτικός, ladear [λαδεάρ] (ρ.) προσκλίνω, γέρ νω. ladera [λαδέρα] (ουσΥθηλ.) πλαγιά, ladero [λαδέρο] (επίθ.) πλάγιος, lado [λάδο] (ουσ,/αρσ.) πλευρό, πλευ ρά · estar al lado de - βρίσκεται δί πλα σε · por un lado... - από τη μια πλευρά.... ladrar [λαδράρ] (ρ.) γαβγίζω, ladrido [λαδρίδο] (ουσΥαρσ.) γάβγι σμα. ladrillo [λαδρίγιο] (ουσΥαρσ.) πλίνθος τούβλο.
350
lapidar ladrón [λαδρόν] (ουσΥαρσ.) κλέφτης, lagar [λαγάρ] (ουσ,/αρσ.) πατητήρι σταφυλιών. lagarta [λαγάρτα] (ουσΥθηλ.) 1: σαύ ρα, θηλυκή, 2: (μτφ.) πονηρή, πα νούργα. lagartija [λαγαρτίχα] (ουσ,/θηλ.) μικρή σαύρα. lagarto [λαγάρτο] (ουσΥαρσ.) 1: σαύ ρα, αρσενική, 2: (μτφ.) πονηρός, lago [λόγο] (ουσΥαρσ.) λίμνη, lágrima [λάγριμα] (ουσΥθηλ.) δάκρυ, lagrimoso [λαγριμόσο] (επίθ.) δακρυσμένος. laguna [λαγούνα] (ουσΥθηλ.) λιμνούλα. laico [λάικο] (επίθ.) λαϊκός, lameculos [λαμεκούλος] (ουσΥαρσ.) χαμερπής κόλακας, lamedura [λαμεδούρα] (ουσΥθηλ.) γλείψιμο. lamentable [λαμεν'τάμπλε] (επίθ.) αξιο θρήνητος, οικτρός αξιολύπητος, lamentación [λαμεν’ταθιόν] (ουσΥθηλ.) οδυρμός θρήνος, lamentar [λαμεν'τάρ] (ρ.) οδύρομαι, λυπούμαι, θρηνώ, lamento [λαμέν'το] (ουσΥαρσ.) οδυρ μός ολοφυρμός, θρήνος, lamer [λαμέρ] (ρ.) γλείφω, lámina [λάμινα] (ουσΥθηλ.) 1: έλασμα, 2: φύλλο, 3: εικόνα, lámpara [λάμ'παρα] (ουσΥθηλ.) λάμπα, πολύφωτο, πορτστίφ. lamparilla [λαμ'παρίγια] (ουσΥθηλ.) κα ντήλι. lamparón [λαμ'παρόν] (ουσΥαρσ.) 1: λεκές 2: λαδιά, lampiño [λαμ'πίνιο] (επίθ.) σπανός άτριχος, lana [λάνα] (ουσ,/θηλ.) μαλλί, lanar [λανάρ] (επίθ.) σχετικός με την επεξεργασία μαλλιού, lance [λάνθε] (ουσΥαρσ.) ρίψη, ρίξιμο. 351
lancear [λανθεάρ] (ρ.) λογχίζω, lanceta [λανθέτα] (ουσ,/θηλ.) νυστέρι, lancha [λάντσα] (ουσΥθηλ.) άκατος, lanchón [λαντσόν] (ουσΥαρσ.) μαού να. langosta [λανγκόστα] (ουσΥθηλ.) 1: ακρίδα, 2: αστακός, langostino [λανγκοστίνο] (ουσΥαρσ.) καραβίδα, languidecer [λανγιδεθέρ] (ρ.) ατονώ, μαραίνομαι, languidez [λανγιδέθ] (ουσΥθηλ.) νωθρότητα, ατονία, μαρασμός, lánguido [λάνγιδο] (επίθ.) νωθρός άτο νος. lanilla [λανίγια] (ουσΥθηλ.) χνούδι υφά σματος. lanolina [λανολίνα] (ουσΥθηλ.) λανολίνη. lanza [λάνθα] (ουσΥθηλ.) ακόντιο, λόγχη, δόρυ. lanzacohetes [λανθακοέτες] (ουσΥαρσ.) ρουκετοβόλος, lanzador [λανθαδόρ] (ουσΥαρσ.) εκτοξευτής ακοντιστής lanzagranadas [λανθαγρανάδας] (ουσΥ αρσ.) ολμοβόλο, lanzamiento [λανθαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) εκτόξευση, εκσφενδόνιση. lanzar [λανθάρ] (ρ.) 1: εκτοξεύω, εκ σφενδονίζω, εξακοντίζω, 2: ρίχνω, 3: λανσάρω, laña [λάνια] (ουσΥθηλ.) συρραπτικό. lañar [λανιάρ] (ρ.) 1: συρράπτω, 2: ενώνω, συνδέω, lapa [λάπα] (ουσΥθηλ.) πεταλίδα, laparotomía [λαπαροτομία] (ουσΥθηλ.) λαπαροτομή, lapicero [λαπιθέρο] (ουσΥαρσ.) στυλό διαρκείας. lápida [λάπιδα] (ουσΥθηλ.) επιτύμβια πλάκα, αναμνηστική πλάκα, lapidar [λαπιδάρ] (ρ.) λιθοβολώ, πε τροβολώ.
lapidario lapidario [λαπιδάριο] (επίθ.) λαξευμένος. lapislázuli [λαττισλάθουλι] (ουσ,/αρσ.) λαζουρίτης (λίθος). lápiz [λάπιθ] (ουσ7αρσ.) μολύβι, lapso [λάπσο] (ουσ7αρσ.) 1: σφάλμα, παράπτωμα, 2: διάστημα χρόνου, laqueado [λακεάδο] (επίθ.) λακαρισμένος λουστραρισμένος. lardo [λάρδο] (ουσΥαρσ.) λαρδί, largar [λαργάρ] (ρ.) 1: ρίχνω, 2: χαλα ρώνω, 3: δίνω. largo [λάργο] 1: (ουσ,/αρσ.) μάκρος μήκος 2: (επίθ.) μακρύς 3: (επίρρ.) μακροπρόθεσμα · a la larga - μετά από καιρό · se quedó embarazada a la larga - έμεινε έγκυος μετά από και ρό · a lo largo de - κατά τη διάρκεια • a lo largo de su carrera profesional viajó en toda Europa - κατά τη διάρ κεια της επαγγελματικής του καριέρας ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, largometraje [λαργομετράχε] (ουσ./ αρσ.) ταινία μεγάλου μήκους, larguirucho [λαργιρούτσο] (επίθ.) ψη λόλιγνος. largura [λαργούρα] (ουσ./θηλ.) γεω γραφικό μήκος laringe [λαρίνχε] (ουσΥθηλ.) λάρυγ γας. laringitis [λαρινχίτις] (ουσ,/θηλ.) λα ρυγγίτιδα, larva [λάρβα] (ουσ,/θηλ.) κάμπια, προ νύμφη. las [λας] (ουσΥθηλ.) πληθ. 1: (οριστικό άρθρ.) οι · las chicas - οι κοπέλες 2: (προσωπική αντ.) τις · -¿conoces α estas chicas7 - γνωρίζεις αυτές τις κοπέλες · -51, las conozco - Ναι, τις γνωρίζω. lascivia [λασθίβια] (ουσ,/θηλ.) λαγνεία, φιληδονία, ηδυπάθεια. lascivo [λασθίβο] (επίθ.) λάγνος φιλή δονος. 352
láser [λάσερ] (ουσ,/αρσ.) λέιζερ, lasitud [λασιτούδ] (ουσ./θηλ.) κόπω ση, κούραση, laso [λάσο] (επίθ.) νωθρός άτονος, lástima [λάστιμα] (ουσ,/θηλ.) κρίμα, λύπη, θλίψη, lastimadura [λαστιμαδούρα] (ουσ7 θηλ.) πληγή, τραύμα, lastimar [λαστιμάρ] (ρ.) πληγώνω, τραυματίζω, lastimero [λαστιμέρο] (επίθ.) 1: θλιβε ρός λυπητερός 2: παραπονιάρικος. lastimoso [λαστιμόσο] (επίθ.) αξιολύ πητος λυπηρός, lastre [λάστρε] (ουσ,/αρσ.) σαβούρα. lata [λάτα] (ουσ,/θηλ.) 1: τσίγκος 2: κουτί για κονσέρβα, 3: ενόχληση, μπελάς. latente [λατέν'τε] (επίθ.) υπολανθάνων, αφανής, lateral [λατεράλ] (επίθ.) πλάγιος πα ράπλευρος πλαϊνός πλευρικός, latido [λατίδο] (ουσ,/αρσ.) παλμός σκίρτημα, χτυποκάρδι, latifundio [λατιφούν'ντιο] (ουσ,/αρσ.) μεγάλο αγρόκτημα, latifundista [λατιφουν'ντίστα] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) μεγαλοκτηματίας. latigazo [λατιγάθο] (ουσ,/αρσ.) μαστίγωμα. látigo [λάτιγο] (ουσ,/αρσ.) μαστίγιο, καμουτσίκι. latín [λατίν] (ουσ,/αρσ.) Λατινικά, latinismo [λατινισμό] (ουσ,/αρσ.) λα τινισμός. latinista [λατινίστα] (ουσ,/αρσ.) λατι νιστής. latino [λατίνο] (επίθ.) λατινικός Latinoamérica [λατινοαμέρικα] (ουσ./ θηλ.) Λατινική Αμερική, latinoamericano [λατινοαμερικάνο] 1: (ουσΥαρσ.) Λατινοαμερικάνος 2: (επίθ.) λατινοαμερικάνικος latir [λατίρ] (ρ.) πάλλω, χτυπώ.
lechuza latitud [λατιτούδ] (ουσΥθηλ.) γεωγρα φικό πλάτος, lato [λάτο] (επίθ.) πλατύς, φαρδύς, latón [λατόν] (ουσΥαρσ.) ορείχαλκος, μπρούντζος, latoso [λατόσο] (επίθ.) ενοχλητικός, βαρετός. latrocinio [λατροθίνιο] (ουσΥαρσ.) κλοπή, ληστεία, laúd [λαούδ] (ουσΥαρσ.) λαούτο (μου σικό όργανο). laudable [λαουδάμπλε] (επίθ.) αξιέ παινος. láudano [λάουδανο] (ουσΥαρσ.) λά βδανο. laudo [λάουδο] (ουσΥαρσ.) πόρισμα, laurear [λαουρεάρ] (ρ.) βραβεύω, laurel [λαουρέλ] (ουσΥαρσ.) 1: δάφνη, 2: (μτφ.) τρόπαιο, δόξα. laureola [λαουρεόλα] (ουσΥθηλ.) δάφ νινο στεφάνι, lava [λάβα] (ουσΥθηλ.) λάβα. lavabo [λαβάμπο] (ουσΥαρσ.) νιπτή ρας. lavadero [λαβαδέρο] (ουσΥαρσ.) πλυ σταριό, πλυντήριο, lavado [λαβάδο] (ουσΥαρσ.) πλύσιμο, πλύση. lavadora [λαβαδόρα] (ουσΥθηλ.) πλυ ντήριο. lavamanos [λαβαμάνος] (ουσΥαρσ.) νιπτήρας, lavanda [λαβάνδα] (ουσΥθηλ.) λεβάντα, lavandera [λαβαν'ντέρα] (ουσΥθηλ.) πλύστρα. lavandería [λαβαν'ντερία] (ουσΥθηλ.) πλυντήριο, lavar [λαβάρ] (ρ.) πλένω, νίπτω, lavarse [λαβάρσε] (ρ.) πλένομαι, lavativa [λαβατίβα] (ουσΥθηλ.) κλύ σμα. lavavajillas [λαβαβαχίγιας] (ουσΥαρσ.) πλυντήριο πιάτων, lavotear [λαβοτεάρ] (ρ.) πλένω πρό
χειρα. laxante [λαξάν'τε] (επίθ.) καθαρτικός καθαρτήριος, laxitud [λαξιτούδ] (ουσΥθηλ.) χαλά ρωση, χαλαρότητα. laxo [λάξο] (επίθ.) 1: χαλαρός 2: έκλυ τος. laya [λάγια] (ουσΥθηλ.) φτυάρι, lazada [λαθάδα] (ουσΥθηλ.) κόμπος, lazareto [λαθαρέτο] (ουσ,/αρσ.) καρα ντίνα. lazarino [λαθαρίνο] (επίθ.) λεπρός, lazo [λάθο] (ουσΥαρσ.) 1: θηλιά, 2: κό μπος 3: κορδέλα, 4: δεσμός, le [λε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) (προσωπική αντ.) τον/τη(ν) · le llamé pero no me contestó - τον/την κάλεσα αλλά δε μου απάντησε, leal [λεάλ] (επίθ.) έμπιστος πιστός αφοσιωμένος. lealtad [λεαλτάδ] (ουσΥθηλ.) πίστη, αφοσίωση, lebrel [λεμπρέλ] (ουσΥαρσ.) λαγωνικό, κυνηγόσκυλο, lección [λεκθιόν] (ουσΥθηλ.) μάθημα, lechazo [λετσάθο] (ουσΥαρσ.) αρνάκι γάλακτος, leche [λέτσε] (ουσΥθηλ.) 1: γάλα, 2: γα λάκτωμα, 3: καλή τύχη, · es la leche -είναι καταπληκτικό, lechería [λετσερία] (ουσΥθηλ.) γαλα κτοπωλείο, lechero [λετσέρο] 1: (ουσΥαρσ.) γα λακτοπώλης γαλατάς 2: (επίθ.) του γάλακτος, lecho [λέτσο] (ουσ,/αρσ.) κλίνη, κρε βάτι. lechón [λετσόν] (ουσΥαρσ.) γουρου νόπουλο. lechoso [λετσόσο] (επίθ.) 1: γαλακτώ δης γαλακτερός 2: (μτφ.) χλωμός, lechuga [λετσούγα] (ουσΥθηλ.) μα ρούλι. lechuza [λετσούθα] (ουσΥθηλ.) κου353
lector κουβάγια. lector [λεκτόρ] (ουσ./αρσ.) αναγνώ στης. lectura [λεκτοΰρα] (ουσΥθηλ.) ανάγνω ση, διάβασμα, ανάγνωσμα, leer [λεέρ] (ρ.) διαβάζω, legado [λεγάδο] 1: (ουσΥαρσ.) κληρο δότημα, 2: (επίθ.) απεσταλμένος, legajo [λεγάχο] (ουσΥαρσ.) δέσμη χαρ τιών. legal [λεγάλ] (επίθ.) 1: νόμιμος 2: νο μικός. legalidad [λεγαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) νο μιμότητα, νομιμοφροσύνη, legalización [λεγαλιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) νομιμοποίηση, legalizar [λεναλιθάρ] (ρ.) νομιμοποιώ, legamoso [λεγαμόσο] (επίθ.) γλοιώ δης légaña [λεγάνια] (ουσΥθηλ.) τσίμπλα, legañoso [λεγανιόσο] (επίθ.) τσιμπλια σμένος, legar [λεγάρ] (ρ.) κληροδοτώ, legatorio [λεγατόριο] (ουσΥαρσ.) κλη ροδόχος. legendario [λεχενδάριο] (επίθ.) θρυλι κός μυθικός, legibilidad [λεχιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευανάγνωση. legible [λεχίμπλε] (επίθ.) ευανάγνω στος. legión [λεχιόν] (ουσΥθηλ.) λεγεώνα, πλήθος. legionario [λεχιονάριο] (ουσ,/αρσ.) λε γεωνάριος, legislación [λεχισλαθιόν] (ουσΥθηλ.) νομοθεσία, legislador [λεχισλαδόρ] (ουσΥαρσ.) νομοθέτης. legislar [λεχισλάρ] (ρ.) νομοθετώ, θε σπίζω. legislativo [λεχισλατίβο] (επίθ.) νομο θετικός legislatura [λεχισλατούρα] (ουσΥθηλ.)
1: νομοθετική περίοδος 2: νομοθετι κό σώμα. legista [λεχίστα] (ουσ,/αρσ.) 1: φοιτη τής νομικής, 2: νομομαθής, legitimar [λεχιτιμάρ] (ρ.) 1: νομιμο ποιώ, 2: βεβαιώνω την γνησιότητα, legitimidad [λεχιτιμιδάδ] (ουσΥθηλ.) νομιμότητα, γνησιότητα, legítimo [λεχίτιμο] (επίθ.) νόμιμος γνήσιος. lego [λέγο] 1: (ουσ,/αρσ.) δόκιμος μο ναχός 2: (επίθ.) αδαής, απληροφό ρητος. legua [λέγουα] (ουσΥθηλ.) λεύγα, legumbre [λεγούμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) όσ πριο. leguminoso [λεγουμινόσο] (επίθ.) οσπριο ειδής. leíble [λεΐμπλε] (επίθ.) ευανάγνωστος, leído [λεΐδο] (επίθ.) πολυδιαβασμένος. lejanía [λεχανία] (ουσΥθηλ.) μακρινή απόσταση, lejano [λεχάνο] (επίθ.) μακρινός απο μακρυσμένος απόμερος, lejía [λεχία] (ουσΥθηλ.) χλωρίνη, lejos [λέχος] (επίρρ.) μακριά, απομα κρυσμένα · estar lejos de - βρίσκε ται μακριά από · desde lejos - από μακριά. lelo [λέλο] (επίθ.) παλαβός χαζός, lema [λέμα] (ουσΥαρσ.) 1: αρχή, 2: σύνθημα, 3: γνωμικό. lencería [λενθερία] (ουσΥθηλ.) λευκά είδη, γυναικεία εσώρουχα, lengua [λένγκουα] (ουσΥθηλ.) 1: γλώσ σα (όργανο), 2: γλώσσα (idioma) · lengua madre - μητρική γλώσσα · lengua extranjera - ξένη γλώσσα, lenguado [λενγκουάδο] (ουσ,/αρσ.) γλώσσα (ψάρι). lenguaje [λενγκουάχε] (ουσΥαρσ.) 1: γλώσσα, 2: λόγος 3: ομιλία, lengüeta [λενγουέτα] (ουσΥθηλ.) γλώσ σα παπουτσιού. 354
levantarse lenidad [λενιδάδ] (ουσ,/θηλ.) επιείκεια, ανοχή. lenocinio [λενοθίνισ] (ουσ,/αρσ.) μα στροπεία, lente [λέ^τε] (συσ7αρσ.+ θηλ.) φακός, lenteja [λεχ/τέχα] (συσΥθηλ.) φακή. lentejuela [λεν'τεχσυέλα] (ουσ,/θηλ.) πούλι. lentilla [λεν'τίγια] (συσ./θηλ.) φακός επαφής. lentitud [λεν'τιτσύδ] (ουσ,/θηλ.) βρα δύτητα, αργοπορία, lento [λέν'το] (επίθ.) βραδύς, αργός βραδυκίνητος, leña [λένια] (ουσΥθηλ.) καυσόξυλο, προσόνναμα, ξύλο. leñador [λενιαδόρ] (ουσ,/αρσ.) ξυλο κόπος. leñera [λενιέρα] (ουσ,/θηλ.) ξυλαπο θήκη. leñero [λενιέρο] (ουσ,/αρσ.) ξυλέμπο ρος. leño [λένιο] (ουσ,/αρσ.) κούτσουρο, μαδέρι. Leo [λέο] (ουσ,/αρσ.) (Αστρολ.) Λέων. león [λεόν] (ουσ,/αρσ.) λιοντάρι, leonado [λεονάδο] (επίθ.) καστανό ξανθος. leontina [λεον'τίνα] (ουσ./θηλ.) αλυσί δα ρολογιού, leopardo [λεοπάρδο] (ουσ,/αρσ.) λεο πάρδαλη, leotardo [λεοτάρδο] (ουσ,/αρσ.) κολάν, leporino [λεπορίνο] (επίθ.) λαγίσιος. lepra [λέπρα] (ουσ7θηλ.) λέπρα, leproso [λεπρόσο] (επίθ.) λεπρός, lerdo [λέρδο] (επίθ.) βραδύνους αρ γόστροφος καθυστερημένος, les [λες] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) πληθ. (προ σωπική αντ.) τους τις · les da las gracias - τους/τις ευχαριστεί, lesbiana [λεσμπιάνα] (ουσ,/αρσ.) λε σβία. lesbianismo [λεσμπιανίσμο] (ουσ,/αρσ.) 355
λεσβιασμός, lésbico [λέσμπικο] (επίθ.) λεσβιακός, lesión [λεσιόν] (ουσ,/θηλ.) τραύμα, βλάβη, πληγή, lesionado [λεσιονάδο] (επίθ.) πληγω μένος τραυματισμένος λαβωμένος, lesionar [λεσιονάρ] (ρ.) πληγώνω, τραυ ματίζω, λαβώνω, lesivo [λεσίβο] (επίθ.) βλαβερός, ζημι ογόνος. leso [λέσο] (επίθ.) πληγωμένος τραυ ματισμένος, letal [λετάλ] (επίθ.) θανατηφόρος, letanía [λετανία] (ουσ,/θηλ.) λιτανεία, letargo [λετάργο] (ουσ./αρσ.) λήθαρ γος. letra [λέτρα] (ουσΥθηλ.) 1: γράμμα, 2: γραμμάτιο, 3: στίχοι τραγουδιού, letrado [λετράδο] 1: (ουσ./αρσ.) δικη γόρος νομικός 2: (επίθ.) γραμματι σμένος μορφωμένος, letrero [λετρέρο] (ουσ,/αρσ.) 1: ση μείωση, 2: ανακοίνωση, 3: ταμπέλα, επιγραφή, letrina [λετρίνα] (ουσ,/θηλ.) αποχωρη τήριο, αφοδευτήριο, letrista [λετρίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) στιχουργός. leucemia [λεουθέμια] (ουσ,/θηλ.) λευ χαιμία. leucocito [λεουκοθίτο] (ουσ,/αρσ.) λευ κό αιμοσφαίριο, leudar [λεουδάρ] (ρ.) φουσκώνω με μαγιά. leva [λέβα] (ουσ./θηλ.) 1: επιστράτευ ση, 2: μοχλός λεβιές. levadura [λεβαδούρα] (ουσ,/θηλ.) μα γιά, ζύμη, προζύμι, levantamiento [λεβαν'ταμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) 1: άρση, ανύψωση, 2: εξέγερση, levantar [λεβαχ/τάρ] (ρ.) σηκώνω, υψώ νω, ανυψώνω, εγείρω, ανορθώνω, levantarse [λεβαν'τάρσε] (ρ.) 1: σηκώ νομαι, 2: εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι.
levante levante [λεβάν'τε] (ουσ./αρσ.) 1: ανα τολή, 2: ανατολικός άνεμος, λεβά ντες. levar [λεβάρ] (ρ.) σαλπάρω, αποπλέω. leve [λέβε] (επίθ.) ελαφρύς, levedad [λεβεδάδ] (ουσ./θηλ.) ελα φρότητα, επιπολαιότητα, léxico [λέξικο] (ουσΥαρσ.) λεξιλόγιο, lexicón [λεξικόν] (ουσΥαρσ.) λεξικό, ley [λέι] (ουσΥθηλ.) νόμος, leyenda [λεγιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: πα ράδοση, 2: μύθος 3: περιγραφή, liado [λιάδο] (επίθ.) περίπλοκος μπλεγ μένος περίτεχνος, liana [λιάνα] (ουσΥθηλ.) (Βοτ.) λιάνα (τροπικό φυτό). liar [λιάρ] (ρ.) περιτυλίγω, περιπλέκω, μπλέκω, μπερδεύω, liarse [λιάρσε] (ρ.) 1: μπερδεύομαι, μπλέ κομαι, 2: σχετίζομαι, libelista [λιμπελίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) λιβελογράφος. libelo [λίμπελο] (ουσΥαρσ.) λίβελος. libélula [λιμπέλουλα] (ουσΥθηλ.) λιβελούλα. liberación [λιμπεραθιόν] (ουσΥθηλ.) απελευθέρωση, liberado [λιμπεράδο] (επίθ.) απελευ θερωμένος, liberador [λιμπεραδόρ] (επίθ.) απε λευθερωτικός liberal [λιμπεράλ] (επίθ.) φιλελεύθε ρος. liberalismo [λιμπεραλίσμο] (ουσΥαρσ.) φιλελευθερισμός liberalizar [λιμπεραλιθάρ] (ρ.) απελευ θερώνω. liberar [λιμπεράρ] (ρ.) απελευθερώνω, απαλλάσσω, λυτρώνω, libertad [λιμπερτάδ] (ουσΥθηλ.) ελευ θερία. libertador [λιμπερταδόρ] (ουσΥαρσ.) απελευθερωτής, libertar [λιμπερτάρ] (ρ.) ελευθερώνω.
libertinaje [λιμπερτινάχε] (ουσΥαρσ.) ακολασία, ελευθεριότητα, libertino [λιμπερτίνο] (επίθ.) έκλυτος ακόλαστος, libidinoso [λιμπιδινόσο] (επίθ.) λάγνος φιλήδονος, libido [λιμπίδο] (ουσΥθηλ.) λίμπιντο. Libra [λίμπρα] (ουσΥαρσ.) (Αστρολ.) Ζυγός. libra [λίμπρα] (ουσΥθηλ.) λίρα. libramiento [λιμπραμιέν'το] (ουσΥαρσ.) απαλλαγή, λύτρωση, απελευθέρωση, librar [λιμπράρ] (ρ.) απαλλάσσω, λυ τρώνω, απελευθερώνω, libre [λίμπρε] (επίθ.) ελεύθερος, librería [λιμπρερία] (ουσΥθηλ.) βιβλιο πωλείο. librero [λιμπρέρο] (ουσΥαρσ.) βιβλιο πώλης. libreta [λιμπρέτα] (ουσΥθηλ.) τετρά διο. libro [λίμπρο] (ουσΥαρσ.) βιβλίο, licencia [λιθένθια] (ουσΥθηλ.) 1: άδεια, 2: απολυτήριο στρατού, 3: πτυχίο, licenciado [λιθενθιάδο] (ουσΥαρσ.) 1: πτυχιούχος απόφοιτος 2: (Μεξ.) δικηγόρος, licenciar [λιθενθιάρ] (ρ.) 1: απολύω από τον στρατό, 2: παρέχω άδεια, licenciarse [λιθενθιάρσε] (ρ.) 1: παίρ νω πτυχίο, αποφοιτώ, 2: απολύομαι από τον στρατό, licenciatura [λιθενθιατούρα] (ουσΥ θηλ.) πτυχίο, licencioso [λιθενθιόσο] (επίθ.) 1: έκλυ τος ηδυπαθής ακόλαστος ανήθι κος 2: ελεύθερος, liceo [λιθέο] (ουσΥαρσ.) λύκειο, licitación [λιθιταθιόν] (ουσΥθηλ.) πλειοδοσία, δημοπράτηση. licitar [λιθιτάρ] (ρ.) πλειοδοτώ, δημοπρατώ. lícito [λίθιτο] (επίθ.) 1: θεμιτός 2: νό μιμος.
356
linaje licor [λικόρ] (ουσΥαρσ.) λικέρ, licuación [λικουαθιόν] (ουσΥθηλ.) υγρο ποίηση. licuadora [λικουαδόρα] (ουσΥθηλ.) εκχυμωτής licuar [λικουάρ] (ρ.) ρευστοποιώ, υγρο ποιώ. lid [λίό] (ουσΥθηλ.) αγώνας, πάλη, μάΧΠ· líder [λίδερ] (ουσΥαρσ.) ηγέτης αρχη γός liderato [λιδεράτο] (ουσΥαρσ.) ηγεσία, liderazgo [λιδεράθγο] (ουσΥαρσ.) ηγε σία, αρχηγία, lidia [λίδια] (ουσΥθηλ.) 1: ταυρομαχία, 2: μάχη, πάλη. lidiar [λιδιάρ] (ρ.) 1: ταυρομαχώ, 2: μά χομαι, παλεύω, liebre [λιέμπρε] (ουσ,/θηλ.) λαγός, liendre [λιέν'ντρε] (ουσΥθηλ.) κόνιδα, lienzo [λιένθο] (ουσΥαρσ.) 1: λινό ύφα σμα, κανναβάτσο, 2: πίνακας, liga [λίγα] (ουσΥθηλ.) 1: καλτσοδέτα, 2: σύνδεσμος 3: συνασπισμός, ligadura [λιγαδούρα] (ουσΥθηλ.) δε σμός. ligamento [λιγαμέν'το] (ουσΥαρσ.) σύν δεσμος ligamiento [λιγαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) δέ σιμο. ligar [λιγάρ] (ρ.) 1: συνδέω, ενώνω, δέ νω, 2: φλερτάρω, ligazón [λιγαθόν] (ουσΥθηλ.) δεσμός, ligeramente [λιχεραμέν'τε] (επίρρ.) ελαφρώς επιπόλαια, ligereza [λιχερέθα] (ουσΥθηλ.) 1: ελα φρότητα, επιπολαιότητα, 2: γρηγο ράδα. ligero [λιχέρο] (επίθ.) 1: ελαφρύς 2: ευκίνητος 3: ασταθής, ligue [λίγε] (ουσΥαρσ.) 1: φλερτ, 2: δε σμός, 3: δέσιμο, liguero [λιγέρο] (ουσΥαρσ.) ζαρτιέρα, lija [λίχα] (ουσΥθηλ.) 1: γυαλόχαρτο, 2:
σκυλόψαρο, lima [λίμα] (ουσΥθηλ.) 1: λίμα, 2: κίτρο, 3: φινίρισμα, ραφινάρισμα. limar [λιμάρ] (ρ.) 1: λιμάρω, 2: λειαίνω, ραφινάρω, limbo [λίμ'μπο] (ουσΥαρσ.) κλωνάρι, limero [λιμέρο] (ουσΥαρσ.) κιτριά (δέ ντρο). limitación [λιμιταθιόν] (ουσΥθηλ.) πε ριορισμός, limitado [λιμιτάδο] (επίθ.) περιορισμέ νος. limitar [λιμιτάρ] (ρ.) 1: περιορίζω, 2: συνορεύω, límite [λίμιτε] (ουσΥαρσ.) όριο, σύνο ρο. limítrofe [λιμίτροφε] (επίθ.) (de, con) όμορρος συνοριακός γειτονικός, limón [λιμόν] (ουσΥαρσ.) λεμόνι, limonada [λιμονάδα] (ουσΥθηλ.) λε μονάδα. limonero [λιμονέρο] (ουσΥαρσ.) λε μονιά. limosna [λιμόσνα] (ουσΥθηλ.) ελεημο σύνη. limosnear [λιμοσνεάρ] (ρ.) ζητιανεύω, limosnero [λισμονέρο] (ουσΥαρσ.) επέτης ζητιάνος limpiabotas [λιμ'πιαμπότας] (ουσΥαρσ.) στιβλωτής λούστρος limpiacristales [λιμ'πιακριστάλες] (ουσΥ αρσ.) υαλοκαθαριστής limpiamente [λίμ'πιαμεν'τε] (επίρρ.) καθαρά. limpiaparabrisas [λιμ'πιαπαραμπρίσας] (ουσΥαρσ.) υαλοκαθαριστήρας limpiar [λιμ'πιάρ] (ρ.) 1: καθαρίζω, 2: τακτοποιώ, 2: εποκαθιστώ (τιμή), 4: εξαγνίζω. limpieza [λιμ'πιέθα] (ουσΥθηλ.) καθα ριότητα, καθάρισμα, limpio [λίμ'πιο] (επίθ.) 1: καθαρός 2: τα κτοποιημένος 3: έντιμος 4: αγνός linaje [λινάχε] (ουσΥαρσ.) γένος κα-
357
linaza ταγωγή. linaza [λινάθα] (ουσ./θηλ.) λινόσπορος. lince [λίνθε] (ουσΥαρσ.) λύγκας (ζώο). linchamiento [λιντσαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) λιντσάρισμα, linchar [λιντσάρ] (ρ.) λιντσάρω, lindante [λιν'ντάν'τε] (επίθ.) συνορια κός, παρακείμενος, lindar [λιν'ντάρ] (ρ.) συνορεύω, γειτο νεύω. linde [λίντε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) όριο, σύνορο. lindo [λίν'ντο] 1: (επίθ.) ωραίος χαρι τωμένος νόστιμος 2: (επίρρ.) όμορ φα, ωραία, καλά. línea [λίνεα] (ουσΥθηλ.) γραμμή · entre líneas - περιληπτικά · línea de circulación - λωρίδα κυκλοφορίας · línea de flotación - γραμμή πλεύσης, lineal [λινεάλ] (επίθ.) γραμμικός, lingüista [λινγκουίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) γλωσσολόγος, lingüística [λινγκουίστικα] (ουσΥθηλ.) γλωσσολογία, lino [λίνο] (ουσΥαρσ.) λινό (ύφασμα), λινάρι. linterna [λιν'τέρνα] (ουσΥθηλ.) φακός, lío [λίο] (ουσΥαρσ.) 1: μπόγος 2: μπέρ δεμα, 3: φασαρία, αναστάτωση, lioso [λιόσο] (επίθ.) μπερδεμένος liquen [λίκεν] (ουσΥαρσ.) εξάνθημα, λειχήνα. liquidación [λικιδαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εκποίηση, ρευστοποίηση, 2: εξόφλη ση, 3: ξεπούλημα, χρεοκοπία, πτώ χευση, (καθ.) φαλίρισμα, 4: υγροποίη ση τήξη. liquidar [λικιδάρ] (ρ.) 1: εκποιώ, ρευ στοποιώ, 2: εξοφλώ, 3: ξεπουλώ, χρε οκοπώ, πτωχεύω, 4: υγροποιώ, líquido [λίκιδο] (ουσΥαρσ.) υγρό. lira [λίρα] (ουσΥθηλ.) λύρα. lírico [λίρικο] (επίθ.) λυρικός μουσι 358
κός. lirio [λίριο] (ουσΥαρσ.) κρίνος, lirismo [λιρίσμο] (ουσΥαρσ.) λυρι σμός. lisamente [λισαμέν'τε] (επίρρ.) ομοιό μορφα. lisiado [λισιάδο] (ουσΥαρσ.) ανάπη ρος σακάτης 2: (επίθ.) αναπηρικός, σακάτικος, lisiar [λισιάρ] (ρ.) σακατεύω, καθιστώ ανάπηρο, liso [λίσο] (επίθ.) λείος επίπεδος ίσιος lisonja [λισόνχα] (ουσΥθηλ.) κολακεία, lisonjeador [λισονχεαδόρ] (ουσΥαρσ.) κόλακας. lisonjear [λισονχεάρ] (ρ.) κολακεύω, lisonjero [λισονχέρο] (επίθ.) κολακευ τικός. lista [λίστα] (ουσΥθηλ.) κατάλογος αναλυτικός πίνακας λίστα, listado [λιστάδο] (επίθ.) ριγέ. listín [λιστίν] (ουσΥαρσ.) τηλεφωνικός κατάλογος, listo [λίστο] (επίθ.) 1: έξυπνος 2: έτοι μος · ser listo - είμαι έξυπνος · estar listo - είμαι έτοιμος, listón [λιστόν] (ουσΥαρσ.) σανίδα, lisura [λισούρα] (ουσΥθηλ.) ομαλότητα, λειότητα. litera [λιτέρα] (ουσΥθηλ.) κουκέτα, literal [λιτεράλ] (επίθ.) κυριολεκτικός επακριβής, literario [λιτεράριο] (επίθ.) λογοτεχνι κός. literato [λιτεράτο] (ουσΥαρσ.) λογο τέχνης. literatura [λιτερατούρα] (ουσΥθηλ.) λογοτεχνία, lítico [λίτικο] (επίθ.) λίθινος πέτρινος, litigación [λιτιγαθιόν] (ουσΥθηλ.) προ σφυγή στα δικαστήρια, litio [λίτιο] (ουσΥαρσ.) λίθιο. litografía [λιτογραφία] (ουσΥθηλ.) λι θογραφία.
los litoral [λιτοράλ] 1: (ουσ/αρσ.) ακτή, παραλία, 2: (επίθ.) παράκτιος, παρά λιος. litro [λίτρο] (ουσ./αρσ.) λίτρο, liturgia [λιτούρχια] (ουσ./θηλ.) λει τουργία. liviandad [λιβιανδάδ] (ουσ./θηλ.) 1: ελαφρότητα, 2: επιπολαιότητα, liviano [λιβιάνο] (επίθ.) ελαφρύς, lividez [λιβιδέθ] (ουσ,/θηλ.) ωχρότητα, χλωμάδα. lívido [λίβιδο] (επίθ.) χλωμός. Ιο [λο] 1: (προσωπική αντ.) αυτό · ¿te acuerdas de lo que te dije ayer? - θυ μάσαι αυτό που σου είπα εχθές; 2: (αδύνατος τύπος της προσωπικής αντ.) το · lo entendí - το κατάλαβα · lo veo - το βλέπω, 2; (οριστικό άρθρ.) το · lo otro - το άλλο · lo peor - το χειρότερο, loa [λόα] (ουσ,/θηλ.) έπαινος εγκώμιο, loable [λοάμπλε] (επίθ.) αξιέπαινος, loar [λοάρ] (ρ.) επαινώ, επιβραβεύω, loba [λόμπα] (ουσ7θηλ.) λύκαινα, lobato [λομπάτο] (ουσ,/αρσ.) λυκό πουλο. lobo [λόμπο] (ουσ7αρσ.) λύκος, lóbrego [λόμπρεγο] (επίθ.) ερεβώδης σκοτεινός ζοφερός, lóbulo [λόμπουλο] (ουσ./αρσ.) λοβός. local [λοκάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) χώρος κτί ριο, οίκημα, 2: (επίθ.) τοπικός ντό πιος. localidad [λοκαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: πόλη, 2: εισιτήριο, localizar [λοκαλιθάρ] (ρ.) 1: εντοπίζω, 2: τοποθετώ, localización [λοκαλιθαθιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: εντοπισμός 2: τοποθεσία, loción [λοθιόν] (ουσ/θηλ.) λοσιόν, loco [λόκο] (επίθ.) παράφρων, τρελός, locomoción [λοκομοθιόν] (ουσ,/θηλ.) μετακίνηση, locuacidad [λοκουαθιδάδ] (ουσ,/θηλ.)
φλυαρία, πολυλογία, locuaz [λοκουάθ] (επίθ.) φλύαρος πο λυλογάς. locución [λοκουθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: ομιλία, 2: φράση, έκφραση, 3: ιδιω ματισμός locura [λοκούρα] (ουσ./θηλ.) τρέλα, παραφροσύνη, locutor [λοκουτόρ] (ουσ./αρσ.) εκφω νητής. lodazal [λοδαθάλ] (ουσ,/αρσ.) 1: βάλ τος, 2: τέλμα, lodo [λόδο] (ουσΥαρσ.) λάσπη, lógica [λόχικα] (ουσ,/θηλ.) λογική, lógicamente [λόχικαμέν'τε] (επίρρ.) λογικά. lógico [λόχικο] (επίθ.) εχέφρων, λογι κός συνετός, lograr [λογράρ] (ρ.) κατορθώνω, πετυ χαίνω, καταφέρνω, logro [λόγρο] (ουσ,/αρσ.) επίτευγμα, κατόρθωμα, loma [λόμα] (ουσ,/θηλ.) λοφίσκος, lombriz [λ ο μ 'μ π ρ ίθ ] (ουσ./θηλ.) σκου λήκι. lomo [λόμο] (ουσ,/αρσ.) ράχη. lona [λόνα] (ουσ./θηλ.) καραβόπανο, loncha [λόντσα] (ουσ./θηλ.) φέτα. longanimidad [λονγανιμιδάδ] (ουσ./ θηλ.) μεγαλοψυχία, longaniza [λονκανίθα] (ουσ./θηλ.) μα κρύ λουκάνικο, longevo [λονχέβο] (επίθ.) μακρόβιος, longitud [λονχιτούδ] (ουσΥθηλ.) μή κος μάκρος, loquería [λοκερία] (ουσ,/θηλ.) φρενο κομείο, τρελοκομείο, τρελάδικο, loro [λόρο] (ουσ,/αρσ.) παπαγάλος, los [λος] (ουσΥαρσ.) πληθ. 1: (οριστικό άρθρ.) οι · los hombres - οι άνδρες 2: (προσωπική αντ.) τους · -¿conoces α estos hombres? - τους ξέρεις αυτούς τους άνδρες · -los veo cada día τους βλέπω κάθε μέρα.
359
losa losa [λόσα] (ουσ./θηλ.) πλάκα, losar [λόσαρ] (ρ.) πλακοστρώνω, loseta [λοσέτα] (ουσΥθηλ.) πλακάκι, lote [λότε] (ουσΥαρσ.) κλήρος, lotería [λοτερία] (ουσΥθηλ.) λαχείο, λοταρία. loza [λόθα] (ουσΥθηλ.) 1: πηλός 2: πορσελάνη, lozanía [λοθανία] (ουσΥθηλ.) ευρωστία, ακμαιότητα, ζωντάνια, σφρίγος, lozano [λοθάνο] (επίθ.) εύρακπος ακ μαίος ζωντανός σφριγηλός, lubricación [λουμπρικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) λίπανση, lubricante [λουμπρικάν'τε] 1: (ουσ./ αρσ.) λιπαντικό, 2: (επίθ.) λιπαντικός. lubricar [λουμπρικάρ] (ρ.) λιπαίνω, λα δώνω. lucera [λουθέρα] (ουσΥθηλ.) φεγγίτης, lucero [λουθέρο] (ουσΥαρσ.) αστέρι, lucha [λούτσα] (ουσΥθηλ.) πάλη, αγώ νας. luchar [λουτσάρ] (ρ.) παλεύω, αγωνί ζομαι. lucidez [λουθιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1: διαύ γεια, 2: σαφήνεια, lúcido [λούθιδο] (επίθ.) 1: διαυγής 2: σαφής. luciérnaga [λουθιέρναγα] (ουσΥθηλ.) πυγολαμπίδα, lucir [λουθίρ] (ρ.) 1: φωτίζω, λαμποκο πώ, 2: επιδεικνύω, lucrativo [λουκρατίβο] (επίθ.) επικερ δής προσεδοφόρος. lucro [λούκρο] (ουσΥαρσ.) κέρδος όφελος. luego [λουέγο] (επίρρ.) μετά, έπειτα, αργότερα · hasta luego - τα λέμε μετά. lugar [λουγάρ] (ουσΥαρσ.) τόπος μέ ρος θέση, τοποθεσία · si fuera en su lugar no lo haría - στη θέση του δε θα το έκανα · en primer lugar - κατ' αρχάς αρχικά. 360
lugareño [λουγαρένιο] (ουσ,/αρσ.), (επίθ.) χωρικός, lúgubre [λούγουμπρε] (επίθ.) 1: κατηφής σκυθρωπός μελαγχολικός 2: μακάβριος πένθιμος lujo [λούχο] (ουσ,/αρσ.) πολυτέλεια, χλιδή. lujoso [λουχόσο] (επίθ.) πολυτελής, lujuria [λουχούρια] (ουσΥθηλ.) λαγνεία, ασέλγεια. lumbago [λουμ'μπάγο] (ουα/αρα) οσφυαλ γία. lumbre [λούμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) φω τιά. luminoso [λουμινόσο] (επίθ.) φωτεινός λαμπρός luna [λούνα] (ουσΥθηλ.) σελήνη, φεγ γάρι · la luna de miel - το ταξίδι του μέλιτος. lunar [λουνάρ] 1: (ουσΥαρσ.) κρεατοε λιά, σπίλος 2: (επίθ.) σεληνιακός. lunático [λουνάτικο] (επίθ.) φρενοβλα βής μουρλός lunes [λούνες] (ουσΥαρσ.) Δευτέρα, lupa [λούπα] (ουσ,/θηλ.) μεγεθυντικός φακός. lupanar [λουπανάρ] (ουσΥαρσ.) οίκος ανοχής. lustrar [λουστράρ] (ρ.) στιλβώνω, γυα λίζω, λουστράρω, lustre [λούστρε] (ουσΥαρσ.) 1: λάμψη, γυαλάδα, 2: βερνίκι, λούστρο, lustro [λούστρο] (ουσΥαρσ.) πενταε τία. lustroso [λουστρόσο] (επίθ.) στιλπνός λαμπερός, luto [λούτο] (ουσΥαρσ.) πένθος, luxación [λουξαθιόν] (ουσΥθηλ.) εξάρ θρωση οστού, luz [λουθ] (ουσΥθηλ.) φως · dar a luz - γεννάω · a toda luz - αναμφίβολα · salir a luz - δημοσιεύω · sacar a luz -βγάζω στη φόρα.
Ll, II [έγιε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο τέ ταρτο γράμμα του ισπανικού αλφα βήτου. llaga [γιάγα] (ουσΥθηλ.) τραύμα, πλη γή, λαβωματιά, llagar [γιαγάρ] (ρ.) πληγώνω, τραυμα τίζω, λαβώνω, llama [γιάμα] (ουσΥθηλ.) 1: φλόγα, 2: λάμα. llamada [γιαμάδα] (ουσΥθηλ.) 1: κλή ση, 2: παραπομπή, llamamiento [γιαμαμιέντο] (ουσΥαρσ.) κλήση, πρόσκληση, κάλεσμα, llamar [γιαμάρ] (ρ.) 1: τηλεφωνώ, 2: φωνάζω, 3: ονομάζω, 4: χτυπώ · llamo a tu casa pero no contesta nadie - τηλεφωνώ σπίτι σου αλλά δεν απαντάει κανείς · llama a María que le quiero hablar - φώναξε τη Μα ρία που θέλω να της μιλήσω · ¿quién llama al timbre? - ποιος χτυπάει το κουδούνι;, llamarada [γιαμαράδα] (ουσΥθηλ.) 1: αναλαμπή, φούντωμα, 2: έξαψη, διέγερση. llamarse [γιαμάρσε] (ρ.) ονομάζομαι, λέγομαι •¿cómo se llama tu hermano? - πώς ονομάζεται o αδερφός σου;, llamativo [γιαματίβο] (επίθ.) επιδεικτι κός, φανταχτερός χτυπητός, llamear [γιαμεάρ] (ρ.) φλογίζω, φου ντώνω. llana [γιάνα] (ουσΥθηλ.) μυστρί, llanamente [γιαναμέν'τε] (επίρρ.) απλά, ξεκάθαρα, llanero [γιανέρο] (ουσΥαρσ.) καμπί σιος. llaneza [γιανέθα] (ουσΥθηλ.) απλότη τα. llano [γιάνο] (επίθ.) 1: πεδινός, 2: επί πεδος 3: απλός ξεκάθαρος llanto [γιάν'το] (ουσΥαρσ.) οδυρμός 361
θρήνος κλάμα, llanura [γιανούρα] (ουσΥθηλ.) πεδιά δα, λιβάδι, llave [γιάβε] (ουσΥθηλ.) κλειδί, llavero [γιαβέρο] (ουσΥαρσ.) μπρελόκ. Ilavín [γιαβίν] (ουσΥαρσ.) κλειδί εξώ πορτας. llegada [γιεγάδα] (ουσΥθηλ.) άφιξη, ερχομός. llegar [γιεγάρ] (ρ.) (α) 1: φθάνω, 2; κα ταφέρνω · ¿a qué hora llega el avión a Barcelona? - t i ώρα φτάνει το αε ροπλάνο στη Βαρκελώνη; · Pedro llegó a ser d octor-o Pedro κατάφερε να γίνει γιατρός, llenar [γιενάρ] (ρ.) γεμίζω, συμπληρώ νω. lleno [γιένο] (επίθ.) (de) πλήρης γεμά τος · el armario está lleno de ropa- η ντουλάπα είναι γεμάτη με ρούχα, llevadero [γιεβαδέρο] (επίθ.) υποφερ τός ανεκτός, llevar [γιεβάρ] (ρ.) (α) 1: μεταφέρω, 2: φέρνω, 3: φορώ, 4: πηγαίνω, 5: οδηγώ · Jesús me llevará hasta la estación del tren - o Jesús θα με πάει μέχρι τον σταθμό του τρένου · te llevo el libro que me pediste - σου φέρνω το βιβλίο που μου ζήτησες • Sara lleva una falda preciosa - η Sara φοράει μια υπέροχη φούστα · siempre lleva consigo el diccionario πάντα κουβαλάει μαζί του το λεξικό •José lleva cinco años trabajando en la misma empresa- o José δουλεύει πέντε χρόνια στην ίδια επιχείρηση (δηλώνει διάρκεια). llevarse [γιεβάρσε] (ρ.) συναναστρέ φομαι · llevarse bien/mal con alguien - τα πάω καλά/άσχημα με κάποιον, llorar [γιοράρ] (ρ.) θρηνώ, κλαίω, lloriquear [γιορικεάρ] (ρ.) κλαψουρί ζω. lloriqueo [γιορίκεο] (ουσΥαρσ.) κλα-
lloro ψούρισμα. lloro [γιόρο] (ουσ./αρσ.) κλάμα, llorón [γιορόν] (επίθ.) κλαψιάρης, lloroso [γιορόσο] (επίθ.) δακρυσμένος. llover [γιοβέρ] (ρ.) βρέχει, llovizna [γιοβίθνα] (ουσ./θηλ.) ψιχάλα, ψιχάλισμα. lloviznar [γιοβιθνάρ] (ρ.) ψιχαλίζει, lluvia [γιούβια] (ουσΥθηλ.) βροχή, lluvioso [γιουβιόσο] (επίθ.) βροχερός.
362
M, m [έμε] (ουσ7θηλ.) το δέκατο πέ μπτο γράμμα του ισπανικού αλφα βήτου. maca [μάκα] (ουσ,/θηλ.) ελάττωμα, λεκές, σημάδι, macabro [μακάμπρο] (επ(θ.) μακά βριος, φρικτός, πένθιμος, macadán [μακαδάν] (ουσ,/αρσ.) σκυ ρόστρωμα, macana [μακάνα] (ουσΥθηλ.) ψεμα τάκι. macanear [μακανεάρ] (ρ.) ψεύδομαι, λέω ψέματα, macanudo [μακανούδο] (επίθ.) υπέ ροχος, θαυμαστός, macarra [μακάρα] (ουσ./αρσ.) νταβατζής νταής, macarrón [μακαρόν] (ουσ./αρσ.) 1: μακαρόνι, 2: γλύκισμα, 3: (Ναυτ.) κουπαστή, macarse [μακάρσε] (ρ.) σαπίζω, maceración [μαθεραθιόν] (ουσ,/θηλ.) μούλιασμα των τροφίμων, macerar [μαθεράρ] (ρ.) 1: μαλακώνω, 2: διαβρέχω, μουλιάζω, maceta [μαθέτα] (ουσ,/θηλ.) γλάστρα, machaca [ματσάκα] (ουσ,/θηλ.) κοπα νιστής. machacar [ματσακάρ] (ρ.) 1: χτυπώ, 2: λιανίζω, συντρίβω, machaqueo [ματσακέο] (ουσ7αρσ.) κοπάνισμα. machete [ματσέτε] (ουσ./αρσ.) μαχαίρα. machismo [ματσίσμο] (ουσ,/αρσ.) φαλ λοκρατία, σεξισμός, machista [ματσίστα] (ουσ,/αρσ.) φαλ λοκράτης σεξιστής. macho [μάτσο] (ουσ,/αρσ.) αρσενικό, machote [ματσότε] (ουσ,/αρσ.) άντρα κλας. machucar [ματσουκάρ] (ρ.) μωλωπί 363
ζω, μελανιάζω, machucho [ματσούτσο] (επίθ.) γέρι κος. macilento [μαθιλέν'το] (επίθ.) χλωμός ωχρός. macillo [μαθίγιο] (ουσ,/αρσ.) πλήκτρο πιάνου. macizo [μαθίθο] 1: (ουσ,/αρσ.) ορο σειρά, 2: (επίθ.) συμπαγής σφιχτός δεμένος. mácula [μάκουλα] (ουσ./θηλ.) κηλίδα, λεκές. macular [μακουλάρ] (ρ.) λεκιάζω, macuto [μακούτο] (ουσ./αρσ.) σακί διο. madama [μαδάμα] (ουσ./θηλ.) τσατσά, προαγωγός. madeja [μαδέχα] (ουσ./θηλ.) κουβάρι, madera [μαδέρα] (ουσ./θηλ.) ξύλο. maderaje [μαδεράχε] (ουσ,/αρσ.) ξυ λεία. maderamen [μαδεράμεν] (ουσ./αρσ.) ξυλεία. maderero [μαδερέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) ξυλέμπορος 2: (επίθ.) της ξυλείας, madero [μαδέρο] (ουσ,/αρσ.) κορμός μαδέρι. madrastra [μαδράστρα] (ουσ,/θηλ.) μη τριά. madre [μάδρε] (ουσ,/θηλ.) μητέρα, μά να. madrero [μαδρέρο] (ουσ,/αρσ.) μαμόθρεφτος μαμάκιας. madreselva [μαδρεσέλβα] (ουσ./θηλ.) αγιόκλημα, madriguera [μαδριγέρα] (ουσ,/θηλ.) φωλιά, κρυψώνα, κρησφύγετο, madrina [μαδρίνα] (ουσ./θηλ.) 1: νονά, 2: κουμπάρα, madrugada [μαδρουγάδα] (ουσ/θηλ.) αυγή, ξημέρωμα, χάραμα, madrugador [μαδρουγαδόρ] (επίθ.) πρωινός. madrugar [μαδρουγάρ] (ρ.) σηκώνο-
maduración μαι/ ξυπνάω νωρίς, maduración [μαδουραθιόν] (ουσ./ θηλ.) ωρίμανση. madurar [μαδουράρ] (ρ.) ωριμάζω, madurez [μαδουρέθ] (ουσΥθηλ.) ωρι μότητα. maduro [μαδούρο] (επίθ.) ώριμος, maesa [μαέσα] (ουσΥθηλ.) βασίλισσα μέλισσα. maestra [μαέστρα] (ουσΥθηλ.) δασκά λα. maestral [μαεστράλ] (ουσΥαρσ.) μαϊ στράλι, μαΐστρος, maestranza [μαεστράνθα] (ουσΥθηλ.) 1: οπλοστάσιο, οπλουργείο, 2: προ σωπικό οπλοστασίου, εργατικό δυ ναμικό. maestría [μαεστρία] (ουσΥθηλ.) 1: επιδεξιότητα, 2: μεταπτυχιακό, maestro [μαέστρο] (ουσΥαρσ.) δάσκα λος, μαέστρος, mafia [μάφια] (ουσΥθηλ.) μαφία, mafioso [μαφιόσο] (ουσΥαρσ.) μαφιόζος. magia [μάχια] (ουσΥθηλ.) μαγεία, mágico [μάχικο] (επίθ.) μαγικός, μα γευτικός. magisterio [μαχιστέριο] (ουσΥαρσ.) διδασκαλία, magistrado [μαχιστράδο] (ουσΥαρσ.) δικαστής. magistral [μαχιστράλ] (επίθ.) τέλειος εξαιρετικός, magistratura [μαχιστρατοΰρα] (ουσΥ θηλ.) δικαστικό αξίωμα/σώμα. magnanimidad [μαγνανιμιδάδ] (ουσΥ θηλ.) μεγαλοψυχία, μεγαλοσύνη, magnánimo [μαγνάνιμο] (επίθ.) μεγα λόψυχος. magnate [μαγνάτε] (ουσΥαρσ.) μεγι στάνας. magnesia [μαγνέσια] (ουσΥθηλ.) μαγνησία. magnesio [μαγνέσιο] (ουσΥαρσ.) μα
γνήσιο. magnético [μαγνέτικο] (επίθ.) μαγνητικός. magnetizar [μαγνετιθάρ] (ρ.) μαγνητί ζω, σαγηνεύω, magnetofónico [μαγνετοφόνικο] (επίθ.) μαγνητοφωνικός magnetófono [μαγνετόφονο] (ουσΥ αρσ.) μαγνητόφωνο, magnificar [μαγνιφικάρ] (ρ.) εξυμνώ, εγκωμιάζω, επιδοκιμάζω, magnificencia [μαγνιφιθένθια] (ουσΥ θηλ.) μεγαλοπρέπεια, γενναιοδωρία, magnífico [μαγνίφικο] (επίθ.) έξοχος θαυμάσιος υπέροχος, magnitud [μαγνιτούδ] (ουσΥθηλ.) μέ γεθος. mago [μάγο] (ουσΥαρσ.) μάγος, magrear [μαγρεάρ] (ρ.) 1: βάζω χέρι, 2: κάνω καμάκι, magro [μάγρο] 1: (ουσΥαρσ.) άπαχο κρέας 2: (επίθ.) αδύνατος, magulladura [μαγουγιαδούρα] (ουσΥ θηλ.) μώλωπας μελανιά, magullar [μαγουγιάρ] (ρ.) μωλωπίζω, μελανιάζω, magullón [μαγουγιόν] (ουσΥαρσ.) με λανιά. mahometano [μαομετάνο] 1: (ουσΥ αρσ.) μωαμεθανός 2: (επίθ.) μωαμε θανικός . mahometismo [μαομετίσμο] (ουσΥαρσ.) μωαμεθανισμός mahonesa [μαονέσα] (ουσΥθηλ.) μα γιονέζα. maillot [μαϊγιότ] (ουσΥαρσ.) 1: ολόσω μο μαγιό, 2: αθλητικό φανελάκι. maitines [μαϊτίνες] (ουσΥαρσ.) πληθ. όρθρος maitre [μάϊτρε] (ουσΥαρσ.) αρχισερβιτόρος μετρ . maíz [μαΐθ] (ουσΥαρσ.) καλαμπόκι, maizal [μάίθάλ] (ουσΥαρσ.) φυτεία κα λαμποκιού.
364
maletín majada [μαχάδα] (ουσΥθηλ.) μαντρί, στάνη. majadería [μαχαδερία] (ουσΥθηλ.) ανοη σία βλακεία, majadero [μαχαδέρο] 1: (ουσΥαρσ.) βλάκας, 2: (επίθ.) ηλίθιος, majar [μαχάρ] (ρ.) κοπανάω, χτυπάω, majareta [μαχαρέτα] (επίθ.) ανισόρ ροπος, τρελός, majestad [μαχεστάδ] (ουσΥθηλ.) με γαλειότητα, majestuosidad [μαχεστουοσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) μεγαλείο, μεγαλειότητα majestuoso [μαχεστουόσο] (επίθ.) με γαλοπρεπής μεγαλειώδης majo [μάχο] (επίθ.) χαριτωμένος συ μπαθητικός, mal [μαλ] 1: (ουσΥαρσ.) κακό, ασθέ νεια, 2: (επίρρ.) κακώς άσχημα · estoy mal - είμαι άσχημα, malabar [μαλαμπάρ] (ουσΥαρσ.) ταχυ δακτυλουργικά παιχνίδια, malabarismo [μαλαμπαρίσμο] (ουσΥ αρσ.) ταχυδακτυλουργία, malabarista [μαλαμπαρίστα] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) ταχυδακτυλουργός ζο γκλέρ. malacostumbrado [μαλακοστουμ'μπράδο] (επίθ.) κακομαθημένος ανάγωγος malagradecido [μαλαγραδεθίδο] (επίθ.) αγνώμων, αχάριστος malaleche [μαλαλέτσε] (ουσΥαρσ.) παλιοχαρακτήρας άτιμος malandanza [μαλαν'ντάνθα] (ουσΥθηλ.) αναποδιά, κακοτυχία. malaria [μαλάρια] (ουσΥθηλ.) ελονο σία. malasombra [μαλασόμ'μπρα] (επίθ.) 1: κακόβουλος 2: ενοχλητικός, malbaratar [μαλμπαρατάρ] (ρ.) εκποιώ, ξεπουλώ. malcarado [μαλκαράδο] (επίθ.) βλο συρός αγενής εχθρικός malcasado [μαλκασάδο] (επίθ.) κακο 365
παντρεμένος malcontento [μαλκον'τέν'το] (επίθ.) δυσαρεστημένος. malcriado [μαλκριάδο] (επίθ.) κακο μαθημένος ανάγωγος αγενής, malcriar [μαλκριάρ] (ρ.) κακομαθαίνω, κακοανατρέφω, maldad [μαλδάδ] (ουσΥθηλ.) κακία, maldecir [μαλντεθίρ] (ρ.) καταριέμαι, βλασφημώ. maldiciente [μαλντιθιέν'τε] (επίθ.) 1: βλάσφημος ασεβής 2: επικριτικός. maldición [μαλντιθιόν] (ουσ,/θηλ.) κατάρα. maldispuesto [μαλντισπουέστο] (επίθ.) κακοδιάθετος, maldito [μαλδίτο] (επίθ.) καταραμένος, maleabilidad [μαλεαμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ευκαμψία, ευπλασία. maleable [μαλεάμπλε] (επίθ.) ελάσιμος ευλύγιστος ευμεταχείριστος, maleante [μαλεάν'τε] (ουσΥαρσ.) κα κοποιός αλήτης, malear [μαλεάρ] (ρ.) διαφθείρω, φθεί ρω, διαστρέφω, malecón [μαλεκόν] (ουσΥαρσ.) κυμα τοθραύστης, maledicencia [μαλεδιθένθια] (ουσΥθηλ.) συκοφαντία διαβολή, δυσφήμιση. maleficio [μαλεφίθιο] (ουσΥαρσ.) συμ φορά από κατάρες. maléfico [μαλέφικο] (επίθ.) επιβλαβής φθοροποιός, malentender [μαλεν'τεν'ντέρ] (ρ.) παρεξηγώ. malentendido [μαλεν'τεν'ντίδο] (ουσ./ αρσ.) παρεξήγηση, παρανόηση, malestar [μαλεστάρ] (ουσΥαρσ.) 1: αδια θεσία, 2: δυσαρέσκεια, maleta [μαλέτα] (ουσΥθηλ.) βαλίτσα, maletero [μαλετέρο] (ουσΥαρσ.) 1: αχθο φόρος 2: πορτ -μπαγκάζ. maletín [μαλετίν] (ουσΥαρσ.) βαλιτσάκι, χαρτοφύλακας.
malevolencia malevolencia [μαλεβολένθια] (ouo./ θηλ.) 1: έχθρα, 2: μοχθηρία, κακο βουλία. malévolo [μαλέβολο] (επίθ.) 1: εχθρι κός, 2: μοχθηρός, maleza [μαλέθα] (ουσ,/θηλ.) αγριό χορτα. malformación [μαλφορμαθιόν] (ουσ./ θηλ.) δυσμορφία, malgastador [μαλγασταδόρ] (επίθ.) σπάταλος πολυέξοδος, malgastar [μαλγαοττάρ] (ρ.) σπαταλώ, χαραμίζω, malhablado [μαλαμπλάδσ] (επίθ.) αγε νής αθυρόστομος βωμολόχος, malhecho [μαλέτσο] 1: (ουσΥαρσ.) πα ράπτωμα, 2: (επίθ.) κακοφτιαγμένος malhechor [μαλετσόρ] (ουσ./αρσ.) κα κοποιός (καθ.) τραμπούκος, malhumor [μαλουμόρ] (ουσ,/αρσ.) κακή διάθεση, malhumorado [μαλουμοράδο] (επίθ.) κακοδιάθετος, malicia [μαλίθια] (ουσ./θηλ.) κακεντρέχεια, κακοβουλία, maliciarse [μαλιθιάρσε] (ρ.) υποψιά ζομαι. malicioso [μαλοθιόσο] (επίθ.) κακε ντρεχής μνησίκακος, κακόβουλος, malignidad [μαλιγνιδάδ] (ουσΥθηλ.) κακοήθεια, μοχθηρία. maligno [μαλίγνο] (επίθ.) κακοήθης μοχθηρός, malintencionado [μαλιν'τενθιονάδο] (επίθ.) κακοπροαίρετος κακόβου λος. malla [μάγια] (ουσΥθηλ.) δίχτυ, mallo [μάγιο] (ουσ./αρσ.) είδος παιχνι διού με μπάλες, malmandado [μαλμαν'ντάδο] (επίθ.) ανυπάκουος απείθαρχος ανυπόταχτος. malnutrido [μαλνουτρίδο] (επίθ.) κακοδίαιτος.
malo [μάλο] (επίθ.) 1: κακός 2: άρρω στος · ser malo - είμαι κακός · estar malo - είμαι άρρωστος (πριν από ουσιαστικά αρσενικού γένους ενι κού αριθμού: mal) · es un mal chiste/ es un chiste malo - είναι ένα κακό αστείο. malogrado [μαλογράδο] (επίθ.) 1: αποτυχών, άκαρπος 2: θνησιγενής maloliente [μαλολιέν'τε] (επίθ.) δυσώ δης δύσοσμος. malparir [μαλπαρίρ] (ρ.) αποβάλλω έμβρυο. malpensado [μαλπενσάδο] (επίθ.) κα κοπροαίρετος, κακόβουλος, malquerencia [μαλκερένθια] (ουσΥθηλ.) απέχθεια, απο<προφή, αντιπάθεια, malsano [μαλσάνο] (επίθ.) ανθυγιεινός νοσηρός, malta [μάλτα] (ουσ./θηλ.) βύνη. maltratar [μαλτρατάρ] (ρ.) 1: κακομε ταχειρίζομαι, 2: φθείρω, maltrato [μαλτράτο] (ουσ,/αρσ.) κα κομεταχείριση, maltrecho [μαλτρέτσο] (επίθ.) κακο μεταχειρισμένος, malva [μάλβα] (ουσ,/θηλ.) (Βοτ.) αλ θαία, μολόχα, malvado [μαλβάδο] (επίθ.) κακός αχρείος μοχθηρός, διαβολικός, malvender [μαλβεν'ντέρ] (ρ.) εκποιώ, ξεπουλώ. malversación [μαλβερσαθιόν] (ουσ./ θηλ.) υπεξαίρεση, κατάχρηση, malversador [μαλβερσαδόρ] (ουσ./ αρσ.) καταχραστής, malversar [μαλβερσάρ] (ρ.) υπεξαιρώ, καταχρώμαι, malvivir [μαλβιβίρ] (ρ.) ζω άσχημα, mama [μάμα] (ουσ,/θηλ.) μαστός βυζί. mamá [μαμά] (ουσΥθηλ.) μαμά. mamada [μαμάδα] (ουσ,/θηλ.) θηλα σμός.
366
maniatar mamado [μαμάδο] (ουσ,/αρσ.) αλκοο λικός μπεκρής mamar [μαμάρ] (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω, mamarracho [μαμαράτσο] (ουσΥαρσ.) ακαταστασία, τσαπατσουλιά, (καθ.) κομφούζιο, mamífero [μαμίφερο] 1: (ουσΥαρσ.) θηλαστικό, 2: (επίθ.) θηλαστικός, mampara [μαμ'πάρα] (ουσΥθηλ.) με σοτοιχία. mamporro [μαμ'πόρο] (ουσΥαρσ.) καρ παζιά, φάπα. mana [μάνα] (ουσΥθηλ.) πηγή. maná [μανά] (ουσΥαρσ.) το μάννα, manada [μανάδα] (ουσΥθηλ.) κοπάδι, αγέλη. manantial [μαναν'τιάλ] (ουσΥαρσ.) πη γή·
manar [μανάρ] (ρ.) αναβλύζω, εκχυλίζω, πηγάζω, manceba [μανθέμπα] (ουσΥθηλ.) πόρ νη, μετρέσα, ερωμένη, mancha [μάντσα] (ουσΥθηλ.) λεκές κηλίδα. manchar [μαντσάρ] (ρ.) λεκιάζω, κη λιδώνω. mancilla [μανθίγια] (ουσΥθηλ.) κηλί δα, στίγμα, manco [μάνκο] 1: (ουσ,/αρσ.) μονόχειρας 2: (επίθ.) ανάπηρος σακάτης κουλός. mancomún [μανκομούν] (επίρρ.) από κοινού, συναινετικά, mancomunarse [μανκομουνάρσε] (ρ.) συγχωνεύομαι, mandado [μανδάδο] (ουσΥαρσ.) 1: εντολή, 2: αποστολή, mandamás [μανδαμάς] 1: (ουσΥαρσ. + θηλ.) επικεφαλής αφεντικό, 2: (επίθ.) αυταρχικός mandamiento [μαν'νταμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) εντολή, ένταλμα, mandanga [μανδάνγα] (ουσΥθηλ.) βλα κεία. 367
mandar [μαν'ντάρ] (ρ.) 1: διατάζω, προστάζω, κουμαντάρω, 2: απο στέλλω, πέμπω, στέλνω, mandarina [μανδαρίνο] (ουσΥθηλ.) μα νταρίνι. mandatario [μανδατάριο] (επίθ.) πλη ρεξούσιος, mandato [μανδάτο] (ουσΥαρσ.) 1: εντολή, διαταγή, 2: ένταλμα, mandíbula [μαν'ντίμπουλα] (ουσΥθηλ.) σαγόνι, γνάθος mandil [μαν'ντίλ] (ουσΥαρσ.) ποδιά, mando [μάν'ντο] (ουσΥαρσ.) 1: εξου σία, διακυβέρνηση, 2: χειριστήριο, mandón [μαν'ντόν] (επίθ.) δεσποτικός αυταρχικός, manducar [μαν'ντουκάρ] (ρ.) κατα βροχθίζω, (καθ.) χλαπακιάζω. manecilla [μανεθίγια] (ουσΥθηλ.) δεί κτης ρολογιού, manejabilidad [μανεχαμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ευελιξία, manejable [μανεχάμπλε] (επίθ.) ευμε ταχείριστος εύκαμπτος ευέλικτος, manejar [μανεχάρ] (ρ.) μεταχειρίζο μαι, χειρίζομαι, manejo [μανέχο] (ουσΥαρσ.) χειρι σμός διαχείριση, manera [μανέρα] (ουσΥθηλ.) τρόπος συμπεριφορά, manga [μάνγκα] (ουσΥθηλ.) μανίκι, mangar [μανγκάρ] (ρ.) κλέβω, βου τάω, σουφρώνω, mango [μάνγκο] (ουσΥαρσ.) 1: λαβή, χερούλι, 2: μάνγκο (φρούτο). manguera [μανγκέρα] (ουσΥθηλ.) μά νικα. maní [μανί] (ουσΥαρσ.) φιστίκι αρά πικο. manía [μανία] (ουσΥθηλ.) μανία, maníaco [μανίακο] 1: (ουσΥαρσ.) πα ρανοϊκός μανιακός 2: (επίθ.) μανια κός. maniatar [μανιατάρ] (ρ.) δένω τα χέ
maniático ρια. maniático [μανιάτικο] (επίθ.) ιδιότρο πος, μανιώδης, manicomio [μανικόμιο] (ουσ,/αρσ.) φρε νοκομείο τρελοκομείο, manido [μανίδο] (επίθ.) τετριμμένος, κοινότοπος, κλισέ, manifestación [μανιφεσταθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: διαδήλωση, 2: εκδήλωση, manifestante [μανιφεστάν'τε] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) διαδηλωτής διαδηλώτρια. manifestar [μανιφεστάρ] (ρ.) 1: διαδηλώνω, 2: εκδηλώνω, manifiesto [μανιφιέστο] (ουσΥαρσ.) 1: διακήρυξη, μανιφέστο, 2: (Ναυτ.) κατάλογος πλοίου, manillar [μανιγιάρ] (ουσ./αρσ.) τιμόνι ποδηλάτου, maniobra [μανιόμπρα] (ουσΥθηλ.) ελιγ μός μανούβρα, maniobrar [μανιομπράρ] (ρ.) ελίσσο μαι, κάνω μανούβρες, manipulación [μανιπουλαθιόν] (ουσ./ θηλ.) χειρισμός μεταχείριση, διαχεί ριση. manipulador [μανιπουλαδόρ] (ουσ./ αρσ.) χειριστής, manipular [μανιπουλάρ] (ρ.) χειρίζο μαι, μεταχειρίζομαι, διαχειρίζομαι, maniquí [μανικί] (ουσ./αρσ.) κούκλα, μοντέλο, μανεκέν, manirroto [μανιρότο] (επίθ.) αφειδής σπάταλος, manivela [μανιβέλα] (ουσ./θηλ.) μανι βέλα. manjar [μανχάρ] (ουσ7αρσ.) έδεσμα, λιχουδιά. mano [μάνο] (ουσ./θηλ.) χέρι · mano derecha - δεξί χέρι · mano izquierda -αριστερό χέρι · estar hecho a mano - είναι φτιαγμένο στο χέρι · estar en la m ano - είναι εύκολο · de primera mano - από πρώτο χέρι · de segunda 368
m ano - μεταχειρισμένο · estar en buenas manos - είμαι σε καλά χέρια · de mano en mano - από χέρι σε χέρι.
manojo [μανόχο] (ουσ,/αρσ.) χούφτα, αρμαθιά. manopla [μανόπλα] (ουσ./θηλ.) μονο κόμματο γάντι, manosear [μανοσεάρ] (ρ.) πασπατεύω, χουφτώνω, manotazo [μανοτάθο] (ουσ,/αρσ.) δυ νατό χτύπημα με το χέρι, (καθ.) μπάτσος. manotear [μανοτεάρ] (ρ.) ραπίζω, χα στουκίζω, χειρονομώ, mansedumbre [μανσεδούμ'μπρε] (ουσ./ θηλ.) πραότητα ημερότητα. mansión [μανσιόν] (ουσ,/θηλ.) μέγαρο, αρχοντικό, έπαυλη, manso [μάνσο] (επίθ.) πράος ήμερος, manta [μάν'τα] (ουσ7θηλ.) κουβέρτα, σκέπασμα, manteca [μαν'τέκα] (ουσ./θηλ.) λίπος, mantel [μαν'τέλ] (ουσ,/αρσ.) τραπεζομάντηλο. mantener [μαν'τενέρ] (ρ.) 1: διατηρώ, συντηρώ, κρατώ, 2: υπερασπίζω, mantenerse [μαν'τενέρσε] (ρ.) διατη ρούμαι, συντηρούμαι · se mantiene en forma - διατηρείται σε φόρμα, mantenida [μαν^ενίδα] (ουσ,/θηλ.) σπιτωμένη, mantenido [μαν'τενίδο] (επίθ.) διατη ρημένος διατηρητέος, mantenimiento [μαν'τενιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) διατήρηση, συντήρηση, mantequilla [μαν'τεκίγια] (ουσ,/θηλ.) βούτυρο. manto [μάν'το] (ουσ./αρσ.) 1: πανω φόρι, 2: κάλυμμα, πέπλο, 3: φλοιός τΠζΥΠζ-
mantón [μαν'τόν] (ουσ,/αρσ.) σάλι. manuable [μανουάμπλε] (επίθ.) εύ χρηστος. manual [μανουάλ] 1: (ουσ/αρσ.) εγ
χειρίδιο, οδηγός 2: (επίθ.) χειροκί νητος. manufactura [μανουφακτούρα] (ουσ./ θηλ.) 1: χειροτεχνία, παραγωγή, 2: εργοστάσιο, manuscrito [μανουσκρίτο] 1: (ουσ./ αρσ.) χειρόγραφο, 2: (επίθ.) χειρό γραφος. manutención [μανουτενθιόν] (ουσΥθηλ.) διατροφή, συντήρηση, manzana [μανθάνα] (ουσΥθηλ.) 1: μή λο, 2: οικοδομικό τετράγωνο, manzanilla [μανθανίγια] (ουσΥθηλ.) αφέψημα χαμομηλιού, manzano [μανθάνο] (ουσΥαρσ.) μη λιά. maña [μάνια] (ουσΥθηλ.) ικανότητα δε ξιότητα. mañana [μανιάνα] 1: (ουσΥθηλ.) πρωί, 2: (επίρρ.) αύριο · me despierto a las 8 de la mañana - ξυπνάω στις 8 το πρωί · mañana iré de compras - αύριο θα πάω για ψώνια · por la mañana- το πρωί · mañana por la mañana - αύριο το πρωί. mañosamente [μανιοσαμέντε] (επίρρ.) επιδέξια, περίτεχνα, έντεχνα, mañoso [μανιόσο] (επίθ.) ικανός επι δέξιος , περίτεχνος, mapa [μάπα] (ουσΥαρσ.) χάρτης. maqueta [μακέτα] (ουσΥθηλ.) μακέτα, maquillador [μακιγιαδόρ] (ουσΥαρσ.) μακιγιέρ. maquillaje [μακιγιάχε] (ουσΥαρσ.) μα κιγιάζ. maquillar [μακιγιάρ] (ρ.) μακιγιάρω, maquillarse [μακιγιάρσε] (ρ.) μακιγιά ρομαι, βάφομαι, máquina [μάκινα] (ουσΥθηλ.) μηχανή, maquinación [μακιναθιόν] (ουσΥθηλ.) μηχανορραφία, ραδιουργία, maquinar [μακινάρ] (ρ.) μηχανορρα φώ, ραδιουργώ, maquinaria [μακινάρια] (ουσΥθηλ.)
μηχανήματα, μηχανισμός mar [μαρ] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) 1: θάλασ σα, πέλαγος ωκεανός 2: ακτή. maraña [μαράνια] (ουσΥθηλ.) 1: κό μπος 2: μπέρδεμα, εμπλοκή, maratón [μαρατόν] (ουσ,/αρσ.) μαρα θώνιος. maravilla [μαραβίγια] (ουσΥθηλ.) 1: θαύμα, 2: θαυμασμός, maravillar [μαραβιγιάρ] (ρ.) προκαλώ θαυμασμό, καταπλήσσω, maravilloso [μαραβιγιόσο] (επίθ.) θαυ μάσιος εξαίσιος, marbete [μαρμπέτε] (ουσΥαρσ.) ετι κέτα. marca [μάρκα] (ουσΥθηλ.) σήμα, μάρ κα. marcado [μαρκάδο] (επίθ.) έκδηλος κατάφωρος φανερός, marcapasos [μαρκαπάσος] (ουσΥαρσ.) βηματοδότης, marcar [μαρκάρ] (ρ.) 1: σημαδεύω, σημειώνω, 2: δείχνω, 3: καθορίζω, 4: σχηματίζω αριθμό τηλεφώνου, marcha [μάρτσα] (ουσΥθηλ.) 1: πο ρεία, 2: αναχώρηση, 3: βάδισμα, 4: ταχύτητα αυτοκινήτου, 5: εμβατή ριο · el proyecto está en marcha - το σχέδιο προχωράει · marcha atrás - όπισθεν, marchar [μαρτσάρ] (ρ.) 1: προχωρώ, βαδίζω, 2: προοδεύω, ευημερώ, ακ μάζω. marcharse [μαρτσάρσε] (ρ.) φεύγω, αποχωρώ · m añana me marcho de aquí- αύριο φεύγω από εδώ. marchitarse [μαρτσιτάρσε] (ρ.) μαραί νομαι, φθίνω, marchito [μαρτσίτο] (επίθ.) μαραμέ νος. marcial [μαρθιάλ] (επίθ.) στρατιωτι κός, πολεμικός, marciano [μαρθιάνο] (ουσΥαρσ.) αρειανός.
369
marco marco [μάρκο] (ουσΥαρσ.) 1: πλαίσιο, κορνίζα, 2: δοκάρι τέρματος, 3: το νόμισμα «μάρκο», marea [μαρέα] (ουσΥθηλ.) παλίρροια, πλημμυρίδα, άμπτωτη. mareado [μαρεάδο] (επίθ.) ζαλισμέ νος, που έχει ναυτία, marear [μαρεάρ] (ρ.) ναυσιπλοώ. marearse [μαρεάρσε] (ρ.) νιώθω ναυ τία, ζαλίζομαι, marejada [μαρεχάδα] (ουσΥθηλ.) θα λασσοταραχή, maremoto [μαρεμότο] (ουσΥαρσ.) παλιρροιακό κύμα. mareo [μαρέο] (ουσΥαρσ.) ναυτία, ζά λη. marfil [μαρφίλ] (ουσΥαρσ.) ελεφαντοστούν, φίλντισι, margarina [μαργαρίνα] (ουσΥθηλ.) μαρ γαρίνη. margarita [μαργαρίτα] (ουσΥθηλ) μαρ γαρίτα. margen [μάρχεν] (ουσ,/αρσ.) περιθώ ριο, όχθη, παρυφή, marginado [μαρχινάδο] (επίθ.) περι θωριοποιημένος, marginal [μαρχινάλ] (επίθ.) περιθω ριακός, παρακμιακός. marginar [μαρχινάρ] (ρ.) 1: αποκλείω, εξαιρώ, 2: σημειώνω στο περιθώριο, marica [μαρίκα] (ουσΥθηλ.) θηλυπρε πής (χυδ.) πούστης. maricón [μαρικόν] (ουσΥαρσ.) πού στης αδερφή, mariconada [μαρικονάδα] (ουσΥθηλ.) άτιμη πράξη, πουστιά. maridaje [μαριδάχε] (ουσΥαρσ.) πά ντρεμα, συζυγική ζωή, δεσμά του γάμου. marido [μαρίδο] (ουσΥαρσ.) άντρας σύζυγος. marimacho [μαριμάτσο] (ουσΥαρσ.) ανδρογυναίκα. marimorena [μαριμορένα] (ουσΥθηλ.)
καβγάς. marina [μαρίνα] (ουσΥθηλ.) 1: ναυτι κό, 2: θαλασσογραφία, marinería [μαρινερία] (ουσΥθηλ.) το επάγγελμα του ναυτικού, marinero [μαρινέρο] (ουσΥαρσ.) ναυ τικός ναύτης, marino [μαρίνο] (επίθ.) ναυτικός θα λασσινός, marioneta [μαριονέτα] (ουσΥθηλ.) αν δρείκελο, μαριονέτα. mariposa [μαριπόσα] (ουσΥθηλ.) πε ταλούδα. mariscal [μαρισκάλ] (ουσΥαρσ.) υπο στράτηγος, mariscos [μαρίσκος] (ουσΥαρσ.) πληθ. θαλασσινά (φαγητό). marisma [μαρίσμα] (ουσ,/θηλ.) έλος βάλτος λασπότοπος, marital [μαριτάλ] (επίθ.) συζυγικός, marítimo [μαρίτιμο] (επίθ.) θαλασσι νός. marjal [μαρχάλ] (ουσΥαρσ.) βάλτος, marmita [μαρμίτα] (ουσΥθηλ.) μαρμίτα, μεγάλη χύτρα, mármol [μάρμολ] (ουσΥαρσ.) μάρμα ρο. marmóreo [μαρμόρεο] (επίθ.) μαρμά ρινος. marqués [μαρκές] (ουσΥαρσ.) μαρκήσιος marrano [μαράνο] 1: (ουσΥαρσ.) γου ρούνι, βρομιάρης 2: (επίθ.) βρόμι κος. marrar [μαράρ] (ρ.) αστοχώ, marrón [μαρόν] (επίθ.) χρώμα καφέ. marrullería [μαρουγιερία] (ουσΥθηλ.) θωπεία, καλόπιασμα, marsupial [μαρσουπιάλ] (επίθ.) μαρσιποφόρος. Marte [μάρτε] (ουσΥαρσ.) Άρης (πλα νήτης).
martes [μάρτες] (ουσΥαρσ.) Τρίτη, martillar [μαρτιγιάρ] (ρ.) σφυρηλατώ,
370
matemático κατεργάζομαι, martillo [μαρτίγιο] (ουσ./αρσ.) σφυρί, mártir [μάρτιρ] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μάρ τυρας. martirio [μαρτίριο] (ουσ,/αρσ.) μαρτύ ριο, βασανιστήριο, martirizar [μαρτιριθάρ] (ρ.) μαρτυρώ, βασανίζω, τυραννώ. marxismo [μαρξισμό] (ουσ,/αρσ.) μαρ ξισμός. marxista [μαρξίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μαρξιστής μαρξίστρια, 2: (επίθ.) μαρ ξιστικός marzo [μάρθο] (ουσ./αρσ.) Μάρτιος, mas [μας] (συνδ.) αλλά, όμως μα. más [μας] (επίρρ.) περισσότερο, πιο, πλέον, πια · más o menos - περίπου · nada más - τίποτα περισσότερο/πια • quiero saber más - θέλω να μάθω περισσότερα · es más alto que su padre - είναι πιο ψηλός από τον πα τέρα του. masa [μασά] (ουσΥθηλ.) 1: μάζα, 2: προζύμι. masacrar [μασακράρ] (ρ.) κατακρε ουργώ, σφαγιάζω, masacre [μασάκρε] (ουσ./θηλ.) σφα γή· masaje [μασάχε] (ουσΥαρσ.) μάλαξη, εντριβή, μασάζ, mascadura [μασκαδούρα] (ουσΥθηλ.) μάσημα. mascar [μασκάρ] (ρ.) μασάω, máscara [μάσκαρα] (ουσΥθηλ.) μάσκα, προσωπίδα, mascota [μασκότα] (ουσΥθηλ.) 1: μασκότ, 2: κατοικίδιο ζώο. masculinidad [μασκουλινιδάδ] (ουσ./ θηλ.) 1: αρρενωπότητα, 2: ανδροπρέπεια, 3: ανδρισμός masculino [μασκουλίνο] (επίθ.) αν δροπρεπής αρρενωπός αρσενικός mascullar [μασκουγιάρ] (ρ.) μουρμου ρίζω. 371
masilla [μασίγια] (ουσΥθηλ.) στόκος, masivo [μασίβο] (επίθ.) μαζικός, masoquismo [μασοκίσμο] (ουσΥαρσ.) μαζοχισμός, masoquista [μασοκίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μαζοχιστής μαζοχίστρια, 2: (επίθ.) μαζοχιστικός. masticación [μαστικαθιόν] (ουσΥθηλ.) μάσημα. masticar [μαστικάρ] (ρ.) μασάω, mástil [μάστιλ] (ουσΥαρσ.) ιστός κα τάρτι, πάσσαλος στύλος, mastuerzo [μαστουέρθο] (ουσΥαρσ.) κάρδαμο, masturbación [μαστουρμπαθιόν] (ουσΥ θηλ.) αυνανισμός masturbarse [μαστουρμπάρσε] (ρ.) αυνανίζομαι, mata [μάτα] (ουσΥθηλ.) θάμνος, matadero [ματαδέρο] (ουσΥαρσ.) σφα γείο. matador [ματαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) ταυ ρομάχος 2: (επίθ.) φονικός, matamoscas [ματαμόσκας] (ουσΥαρσ.) μυγοσκοτώστρα, matanza [ματάνθα] (ουσΥθηλ.) σφα γή· matar [ματάρ] (ρ.) φονεύω, σκοτώνω, σφάζω. matarratas [ματαράτας] (ουσΥαρσ.) ποντικοφάρμακο, matasanos [ματασάνος] (ουσΥαρσ.) ψευτογιατρός κομπογιαννίτης. matasellos [ματασέγιος] (ουσΥαρσ.) τα χυδρομική σφραγίδα, matasuegras [ματασουέγκρας] (ουσΥ αρσ.) σερπαντίνα, mate [μάτε] (επίθ.) αλαμπής θαμπός ματ. matemáticas [ματεμάτικας] (ουσΥθηλ.) πληθ. μαθηματικά, matemático [ματεμάτικο] 1: (ουσΥ αρσ.) μαθηματικός (ειδικότητα), 2: (επίθ.) μαθηματικός.
materia materia [ματέρια] (ουσ./θηλ.) 1: ύλη, 2: θέμα. material [ματεριάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) υλι κό, 2: (επίθ.) υλικός, materialismo [ματεριαλισμό] (ουσ./ αρσ.) υλισμός, materialista [ματεριαλίστα] 1: (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) υλιστής υλίστρια, 2: (επίθ.) υλιστικός, materializar [ματεριαλιθάρ] (ρ.) υλο ποιώ. maternal [ματερνάλ] (επίθ.) μητρικός, maternidad [μστερνιδάδ] (ουσ,/θηλ.) μητρότητα, materno [ματέρνο] (επ(θ.) μητρικός, matinal [ματινάλ] (επίθ.) πρωινός matiz [ματίθ] (ουσ,/αρσ.) χροιά, από χρωση. matorral [ματοράλ] (ουσ,/αρσ.) θα μνώδης έκταση, matraca [ματράκα] (ουσ,/θηλ.) ροκά να, ροκάνι, matricida [ματριθίδα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) μητροκτόνος matricidio [ματριθίδιο] (ουσΥαρσ.) μη τροκτονία, matricula [ματρίκουλα] (ουσ./θηλ.) 1: εγγραφή, μητρώο, 2: αριθμός κυκλο φορίας matricular [ματρικουλάρ] (ρ.) εγγρά φω. matrimonial [ματριμονιάλ] (επίθ.) συ ζυγικός γαμήλιος, matrimonio [ματριμόνιο] (ουσ,/αρσ.) 1: γάμος 2: ανδρόγυνο, matriz [ματρίθ] (ουσ,/θηλ.) 1: μήτρα, 2: καλούπι, 3: στέλεχος, matrona [ματρόνα] (ουσ,/θηλ.) μαία, μαμή. matute [ματούτε] (ουσ,/αρσ.) λαθρε μπόριο. matutero [ματουτέρο] (ουσ,/αρσ.) λα θρέμπορος, matutino [ματουτίνο] (επίθ.) πρωινός. 372
maullar [μαουγιάρ] (ρ.) νιαουρίζω, maullido [μαουγίδο] (ουσ,/αρσ.) νιαούρισμα. mausoleo [μαουσολέο] (ουσ7αρσ.) μαυσωλείο, maxilar [μαξιλάρ] (επίθ.) γναθικός. máxima [μάξιμα] (ουσ7θηλ.) γνωμικό, αξίωμα. máximo [μάξιμο] (επίθ.) μέγιστος mayo [μάγιο] (ουσ,/αρσ.) Μάιος, mayonesa [μαγιονέσα] (ουσ,/θηλ.) μα γιονέζα. mayor [μαγιόρ] 1: (ουσΥαρσ.) πληθ. • los mayores - οι ηλικιωμένοι, 2: (επίθ.) μείζων, μεγαλύτερος · mi padre es mayor que m i madre - o πα τέρας μου είναι μεγαλύτερος από τη μητέρα μου · m i hermana mayor - η μεγάλη μου αδερφή, mayoral [μαγιοράλ] (ουσ,/αρσ.) αρχιβοσκός επιστάτης, mayorazgo [μαγιοράθγο] 1: (ουσΥαρσ.) πρωτοτόκια, 2: (επίθ.) πρωτότοκος mayordomo [μαγιορδόμο] (ουσ,/αρσ.) οικονόμος, mayoría [μαγιορία] (ουσ./θηλ.) (de) πλειοψηφία · la mayoría de la gente cree que es correcto - η πλειοψηφία του κόσμου πιστεύει ότι είναι σω στό. mayorista [μανιορίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) χονδρέμπορος mayorítario [μαγιοριτάριο] (επίθ.) πλειο ψηφικός mayúscula [μαγιούσκουλα] (ουσ,/θηλ.) κεφαλαίο γράμμα, mayúsculo [μαγιούσκουλο] (επίθ.) 1: τεράστιος 2: τρομερός φοβερός maza [μάθα] (ουσ7θηλ.) ράβδος ρό παλο. mazapán [μαθαπάν] (ουσ,/αρσ.) αμυ γδαλωτό. mazar [μαθάρ] (ρ.) χτυπάω γάλα για να το κάνω βούτυρο.
medieval mazmorra [μαθμόρα] (ουσΥθηλ.) υπό γεια φυλακή, μπουντρούμι, mazo [μάθο] (ουσΥαρσ.) ξύλινο σφυ ρί. mazorca [μαθόρκα] (ουσΥθηλ.) στάχυ, me [με] (προσωπική αντ.) με, μου · ¿m e ves? - με βλέπεις; · ¿m e das el pan? - μου δίνεις το ψωμί;, meada [μεάδα] (ουσΥθηλ.) ούρο, κάτουρο. mear [μεάρ] (ρ.) ουρώ, κατουρώ. mecachis [μεκάτσις] (επιφ.) να πάρει! διάολε!. mecánica [μεκάνικα] (ουσΥθηλ.) μη χανική. mecánico [μεκάνικο] 1: (ουσΥαρσ.) μηχανικός (επάγγελμα), 2: (επίθ.) μη χανικός. mecanismo [μεκανίσμο] (ουσΥαρσ.) μηχανισμός, mecanización [μεκανιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) μηχανοποίηση, mecanizar [μεκανιθάρ] (ρ.) μηχανο ποιώ. mecanografía [μεκανογραφία] (ουσΥ θηλ.) δακτυλογράφηση, μηχανογρά φηση. mecanógrafo [μεκανόγραφο] (ουσΥ αρσ.) δακτυλογράφος. mecedora [μεθεδόρα] (ουσΥθηλ.) κου νιστή πολυθρόνα, mecer [μεθέρ] (ρ.) 1: κουνώ, λικνίζω, 2: νανουρίζω, mecha [μέτσα] (ουσΥθηλ.) φιτίλι, mechar [μετσάρ] (ρ.) παραγεμίζω (ένα φαγητό).
mechero [μετσέρο] (ουσΥαρσ.) 1: ανα πτήρας, 2: καυστήρας, mechón [μετσόν] (ουσΥαρσ.) φούντα, medalla [μεδάγια] (ουσΥθηλ.) μετάλ λιο. medallón [μεδαγιόν] (ουσΥαρσ.) 1: με τάλλιο, 2: μενταγιόν. media' [μέδια] (ουσΥθηλ.) καλτσόν.
media3 [μέδια] (ουσ,/θηλ.) 1: μέσος όρος, 2: το μισό. mediación [μεδιαθιόν] (ουσΥθηλ.) με σολάβηση, παρέμβαση, mediador [μεδιαδόρ] (ουσΥαρσ.) με σολαβητής, διαμεσολαβητής μεσά ζων. medialuna [μεδιαλούνα] (ουσΥθηλ.) μι σοφέγγαρο, medianamente [μεδιαναμέντε] (επίρρ.) μετριοπαθώς μέτρια, medianería [μεδιανερία] (ουσΥθηλ.) μεσοτοιχία, medianero [με£ιανέρο] 1; (ουσΥαρσ.) γείτονας 2: (επίθ.) διαχωριστικός. medianía [μεδιανία] (ουσΥθηλ.) 1: με τριότητα, 2; μέσος όρος. mediano [μεδιάνο] (επίθ.) μέτριος medianoche [μεδιανότσε] (ουσΥθηλ.) μεσάνυχτα, mediante [μεδιάν'τε] (πρόθ.) μέσω. mediar [μεδιάρ] (ρ.) παρεντίθεμαι, πα ρεμβαίνω, μεσολαβώ, médica [μέδικα] (ουσΥθηλ.) γυναίκα γιατρός. medicación [μεδικαθιόν] (ουσΥθηλ.) θεραπεία, αγωγή, medicamento [μεδικαμέν'το] (ουσ./ αρσ.) φάρμακο, medicina [μεδιθίνα] (ουσΥθηλ.) 1: φάρ μακο, 2: ιατρική, medicinal [μεδιθινάλ] (επίθ.) ιαματικός θεραπευτικός ιατρικός, medicinar [μεδιθινάρ] (ρ.) συνταγογραφώ. medición [μεδιθιόν] (ουσΥθηλ.) μέτρη ση. médico [μέδικο] 1: (ουσΥαρσ.) για τρός 2: (επίθ.) ιατρικός, medida [μεδίδα] (ουσΥθηλ.) 1: μέτρο, 2: μέτρηση, medidor [μεδιδόρ] (ουσΥαρσ.) μετρη τής medieval [μεδιεβάλ] (επίθ.) μεσαιω
373
medio νικός. medio [μέδιο] 1: (ουσΥαρσ.) μέσον, μέ ση, κέντρο, 2: (επίθ.) μισός 3: (επίρρ.) μισό. Medio Oriente [μέδιο οριέν'τε] (ουσ./ αρσ.) Μέση Ανατολή, mediocre [μεδιόκρε] (επίθ.) μέτριος, mediocridad [μεδιοκριδάδ] (ουσΥ θηλ.) μετριότητα, mediodía [μεδιοδία] (ουσΥαρσ.) με σημέρι, medir [μεδίρ] (ρ.) μετρώ, meditabundo [μεδιταμποΰν'ντο] (επίθ.) σκεπτικός στοχαστικός meditación [μεδιταθιόν] (ουσΥθηλ.) συλλογισμός στοχασμός σκέψη, meditar [μεδιτάρ] (ρ.) συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σκέφτομαι, meditativo [μεδιτατίβο] (επίθ.) στοχα στικός. Mediterráneo [μεδιτεράνεο] (ουσΥαρσ.) η Μεσόγειος mediterráneo [μεδιτεράνεο] (επίθ.) μεσογειακός, medra [μέδρα] (ουσΥθηλ.) 1: αύξηση, 2: βελτίωση, medrar [μεδράρ] (ρ.) 1: αυξάνω, 2: βελτιώνω, medroso [μεδρόσο] (επίθ.) φοβισμέ νος δειλός, médula [μέδουλα] (ουσΥθηλ.) νωτιαίος μυελός μεδούλι, medusa [μεδούσα] (ουσΥθηλ.) μέδου σα. megáfono [μεγάφονο] (ουσ,/αρσ.) με γάφωνο. megalómano [μεγαλόμανο] (επίθ.) μεγαλομανής. mejilla [μεχίγια] (ουσΥθηλ.) παρειά, μάγουλο, mejillón [μεχιγιόν] (ουσΥαρσ.) μύδι. mejor [μεχόρ] 1: (επίθ.) καλύτερος · según yo el vino tinto es mejor que el blanco - κατά τη γνώμη μου το κόκ
κινο κρασί είναι καλύτερο από το λευκό, 2: (επίρρ.) καλύτερα · mejor que no te vayas - καλύτερα να μην πας · ya me siento mejor - ήδη νιώθω καλύτερα, mejora [μεχόρα] (ουσ,/θηλ.) βελτίω ση, καλυτέρευση, mejorable [μεχοράμπλε] (επίθ.) βέλτιος. mejoramiento [μεχοραμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) βελτίωση, mejorana [μεχοράνα] (ουσΥθηλ.) μα ντζουράνα, mejorar [μεχοράρ] (ρ.) καλυτερεύω, βελτιώνω, mejoría [μεχορία] (ουσΥθηλ.) καλυτέ ρευση, βελτίωση, mejunje [μεχούνχε] (ουσΥαρσ.) 1: πα ρασκεύασμα, 2:συνονθύλευμα, melado [μελάδο] 1: (ουσΥαρσ.) σιρόπι, 2: (επίθ.) μελής στο χρώμα, μελένιος. melancolía [μελανκολία] (ουσΥθηλ.) κατήφεια, μελαγχολία, θλίψη, melancólico [μελανκόλικο] (επίθ.) κατηφής μελαγχολικός θλιμμένος, melaza [μελάθα] (ουσΥθηλ.) μελάσα, melena [μελένα] (ουσΥθηλ.) χαίτη, melenudo [μελενούδο] (επίθ.) μακρυμάλλης melifluo [μελίφλουο] (επίθ.) μελίρρυ τος μελιστάλαχτος, melindre [μελίνδρε] (ουσΥαρσ.) λου κουμάς. mella [μέγια] (ουσΥθηλ.) εγκοπή, εντο μή· mellado [μεγιάδο] (επίθ.) οδοντωτός mellar [μεγιάρ] (ρ.) ζημιώνω, βλάπτω, mellizo [μεγίθο] 1: (ουσΥαρσ.) δίδυ μος 2: (επίθ.) δίδυμος (διζυγωτικός). melocotón [μελοκοτόν] (ουσΥαρσ.) ροδάκινο, melodía [μελοδία] (ουσΥθηλ.) μελωδία, melódico [μελόδικο] (επίθ.) μελωδι κός. melodrama [μελοδράμα] (ουσΥαρσ.)
374
mensaje μελόδραμα, melodramático [μελοδραμάτικο] (επίθ.) μελοδραματικός, melón [μελόν] (ουσΥαρσ.) 1: πεπόνι, 2: χαζός. melosidad [μελοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) γλυκύτητα. meloso [μελόσο] (επίθ.) μελίρρυτος μελιστάλαχτος γλυκός, melodioso [μελοδιόσο] (επίθ.) μελω δικός. membrana [μεμ'μπράνα] (ουσΥθηλ.) μεμβράνη, membrete [μεμ'μπρέτε] (ουσ/αρσ.) επικεφαλίδα, τίτλος membrillo [μεμ'μπρίγιο] (ουσΥαρσ.) κυδώνι. memo [μέμο] 1: (ουσΥαρσ.) χαζός 2: (επίθ.) ηλίθιος memorable [μεμοράμπλε] (επίθ.) αξιο μνημόνευτος memoria [μεμόρια] (ουσΥθηλ.) μνήμη, ανάμνηση, μνημονικό. memorial [μεμοριάλ] (ουσΥαρσ.) υπό μνημα. memorización [μεμοριθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) απομνημόνευση, αποστήθιση, memorizar [μεμοριθάρ] (ρ.) απομνημονεύω, αποστηθίζω, mena [μένα] (ουσΥθηλ.) μετάλλευμα, mención [μενθιόν] (ουσΥθηλ.) μνεία, αναφορά, mencionar [μενθιονάρ] (ρ.) μνημο νεύω, αναφέρω, mendacidad [μεν'νταθιδάδ] (ουσ./ θηλ.) αναλήθεια, ψεύδος, mendaz [μενδάθ] (επίθ.) ψευδόμενος. mendicidad [μεν'ντιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) επαιτεία, ζητιανιά, mendigar [μεν'ντιγάρ] (ρ.) επαιτώ, ζη τιανεύω. mendigo [μεν'ντίγο] (ουσΥαρσ.) επαί τη ς ζητιάνος, mendrugo [μεν'ντρούγο] (ουσΥαρσ.) 375
1: ξεροκόμματο, 2: τούβλο, menear [μενεάρ] (ρ.) κουνώ, σείω. menester [μενεστέρ] (ουσΥαρσ.) 1: έλ λειψη, 2:ανάγκη, menesteroso [μενεστερόσο] (επίθ.) άπορος, ενδεής mengano/a [μενγκάνο/να] (αντ.) τά δε. mengua [μένγουα] (ουσΥθηλ.) 1: ελάτ τωση, μείωση, 2: παρακμή, menguante [μενγουάν^ε] (επίθ.) μειούμενος menguar [μενγκουάρ] (ρ.) ελαττώνω, μειώνω. menopausia [μενοπάουσια] (ουσ./ θηλ.) εμμηνόπαυση, menor [μενόρ] 1: (ουσΥαρσ.) ανή λικος 2: (επίθ.) μικρότερος · mi hermana menor - η μικρότερή μου αδερφή · mi hermana es m enor que yo - η αδερφή μου είναι μικρότερη από εμένα, menoría [μενορία] (ουσΥθηλ.) μειο ψηφία. menos [μένος] 1: (ουσΥαρσ.) μείον, πλην, 2: (επίθ.) λιγότερος · la nueva casa es menos grande que la de antes - το καινούριο σπίτι είναι λιγότερο μεγάλο από το προηγούμενο, 3: (επίρρ.) λιγότερο, λιγότερα · este mes trabajaré menos, te lo prometo - αυτόν τον μήνα θα δουλέψω λιγότερο, στο υπόσχομαι · a menos que - εκτός και αν · por lo menos - τουλά χιστον · más o menos - περίπου. menospreciable [μενοσπρεθιάμπλε] (επίθ.) αξιοκαταφρόνητος, menospreciar [μενοσπρεθιάρ] (ρ.) πε ριφρονώ, αψηφώ, αγνοώ, (καθ.) σνο μπάρω. menosprecio [μενοσπρέθιο] (ουσΥαρσ.) περιφρόνηση, αγνόηση, (καθ.) σνομπισμός. mensaje [μενσάχε] (ουσΥαρσ.) μήνυ-
mensajero μα, αναγγελία, διάγγελμα, mensajero [μενσαχέρο] (ουσ,/αρσ.) αγ γελιοφόρος μαντατοφόρος, menstruación [μενστρουαθιόν] (ουσ./ θηλ.) εμμηνόρροια, εμμηνορρυσία, περίοδος, menstrual [μενστρουάλ] (επίθ.) έμμηνος μηνιαίος, menstruar [μενστρουάρ] (ρ.) έχω εμ μηνόρροια, έχω περίοδο, mensual [μενσουάλ] (επίθ.) μηνιαίος, mensualidad [μενσουαλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) μηνιάτικο, μισθός, mensurable [μενσουράμπλε] (επίθ.) μετρήσιμος, menta [μέν'τα] (ουσ./θηλ.) 1: μέντα, 2: δυόσμος. mentado [μεν'τάδο] (επίθ.) 1: διάση μος 2: προαναφερθείς. mental [μεν'τάλ] (επίθ.) νοερός διανο ητικός πνευματικός, mentalidad [μενταλιδάδ] (ουσ,/θηλ.) νοοτροπία, mentalmente [μεν'τάλμεν'τε] (επίρρ.) νοερά, διανοητικά, mentar [μεν'τάρ] (ρ.) αναφέρω, mente [μέν'τε] (ουσ./θηλ.) νους διά νοια, νόηση, ευφυΐα, mentecato [μεν'τεκάτο] 1: (ουσ,/αρσ.) χαζός 2: (επίθ.) χαζός ανόητος, mentir [μεν'τίρ] (ρ.) ψεύδομαι, mentira [μεν'τίρα] (ουσΥθηλ.) ψεύδος ψέμα. mentiroso [μεν'τιρόσο] 1: (ουσ,/αρσ.) ψεύτης 2: (επίθ.) ψευδόμενος. mentís [μεν'τίς] (ουσΥαρσ.) διάψευση, ανασκευή, mentón [μεν'τόν] (ουσΥαρσ.) πιγούνι, menú [μενού] (ουσ,/αρσ.) μενού, menudear [μενουδεάρ] (ρ.) επανα λαμβάνω συχνά, menudillos [μενουδίγιος] (ουσΥαρσ.) πληθ. εντόσθια πουλερικών, menudo [μενούδο] 1: (επίθ.) μικροκα376
μωμένος 2: (επίρρ.) a menudo - συχνά. menique [μενίκε] (ουσ./αρσ.) μικρό δάκτυλο. meollo [μεόγιο] (ουσ,/αρσ.) 1: ουσία, 2: μεδούλι, mequetrefe [μεκετρέφε] (ουσ,/αρσ.) ακα μάτης ανεπρόκοπος αχαΐρειπος mercachifle [μερκατσίφλε] (ουσ7αρσ.) ασήμαντος έμπορος, mercader [μερκαδέρ] (ουσ,/αρσ.) έμπο ρος mercado [μερκάδο] (ουσ./αρσ.) αγο ρά. mercancía [μερκανθία] (ουσ/θηλ.) εμπό ρευμα mercante [μερκάν'τε] (επίθ.) εμπορι κός (για οχήματα). mercantil [μερκαν'τίλ] (επίθ.) εμπορι κός. mercenario [μερθενάριο] (ουσ,/αρσ.) μισθοφόρος, mercería [μερθερία] (ουσ,/θηλ.) ψιλικατζίδικο. mercurio [μερκούριο] (ουσ,/αρσ) (Χημ.) υδράργυρος merecer [μερεθέρ] (ρ.) αξίζω, merecido [μερεθίδο] (ουσ./αρσ.) επά ξια τιμωρία, merendar [μερεν'ντάρ] (ρ.) κολατσί ζω. merengue [μερένγκε] (ουσ./αρσ.) μα ρέγκα. meridiano [μεριδιάνο] 1: (ουσΥαρσ.) μεσημβρινός 2: (επίθ.) μεσημβρινός μεσημεριάτικος, meridional [μεριδιονάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) νότιος (κάτοικος του νότου), 2: (επίθ.) νότιος. merienda [μεριέν'ντα] (ουσ/θηλ.) κο λατσιό. mérito [μέριτο] (ουσ,/αρσ.) αξία. mermar [μερμάρ] (ρ.) ελαττώνω, μειώ νω.
microbiólogo mermelada [μερμελάδα] (ουσΥθηλ.) μαρμελάδα. mero [μέρο] (επίθ.) 1: μόνος, 2: απέριτ τος απλός, merodear [μεροδεάρ] (ρ.) τριγυρίζω, περιφέρομαι, mes [μες] (ουσΥαρσ.) μήνας, mesa [μέσα] (ουσΥθηλ.) τραπέζι · poner la mesa - στρώνω το τραπέζι • recoger la mesa - μαζεύω το τρα πέζι. meseta [μεσέτα] (ουσΥθηλ.) πλατύ σκαλο. mesilla [μεσίγια] (ουσΥθηλ.) τραπε ζάκι · mesilla de noche - τραπεζάκι νυκτός mesón [μεσόν] (ουσΥαρσ.) πανδοχείο, χάνι. mestizo [μεστίθο] 1: (ουσΥαρσ.) μιγάς 2: (επίθ.) διασταυρωμένος, mesura [μεσούρα] (ουσ,/θηλ.) μετριο πάθεια, συμβιβαστικότητα, meta [μέτα] (ουσΥθηλ.) 1: τέρμα (πο δόσφαιρο), 2: σκοπός στόχος metabolismo [μεταμπολίσμο] (ουσΥ αρσ.) μεταβολισμός, metáfora [μετάφορα] (ουσΥθηλ.) με ταφορά. metal [μετάλ] (ουσΥαρσ.) μέταλλο, metálico [μετάλικο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) κέρμα, (β) χρήματα, 2: (επίθ.) μεταλ λικός · pagar en metálico- πληρώνω τοις μετρητοίς. metalurgia [μεταλούρχια] (ουσΥθηλ.) μεταλλουργία, meteorito [μετεορίτο] (ουσΥαρσ.) με τεωρίτης. meteoro [μετεόρο] (ουσΥαρσ.) μετέω ρο. meteorólgico [μετεορολόχικο] (επίθ.) μετεωρολογικός, meter [μετέρ] (ρ.) βάζω, τοποθετώ, χώνω. meterse [μετέρσε] (ρ.) μπαίνω, ανα 377
μειγνύομαι, ανακατώνομαι, εμπλέ κομαι. meticuloso [μετικουλόσο] (επίθ.) σχο λαστικός προσεκτικός λεπτολόγος, metódico [μετόδικο] (επίθ.) μεθοδι κός συστηματικός, método [μέτοδο] (ουσΥαρσ.) μέθο δος σύστημα, metodología [μετοδολοχία] (ουσΥ θηλ.) μεθοδολογία, metomentodo [μετομεν'τόδο] (επίθ.) αυτός που αναμειγνύεται σε όλα. metraje [μετράχε] (ουσΥαρσ.) μήκος ταινίας. métrico [μέτρικο] (επίθ.) μετρικός, metro [μέτρο] (ουσΥαρσ.) 1: μέτρο, 2: μετρό. mezcla [μέθκλα] (ουσΥθηλ.) μίγμα, ανάμειξη, ανακάτωμα. mezclar [μεθκλάρ] (ρ.) αναμειγνύω, ανα κατώνω. mezcolanza [μεθκολάνθα] (ουσΥθηλ.) ανακατωσούρα, mezquindad [μεθκινδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: τσιγκουνιά, 2: μικροπρέπεια, μι κρότητα. mezquino [μεθκίνο] (επίθ.) μικροπρε πής πενιχρός, ευτελής, mezquita [μεθκίτα] (ουσΥθηλ.) τζαμί, mi [μι] (κτητικό επίθ.) μου · mi padre - ο πατέρας μου · mi madre - η μη τέρα μου. mí [μι] (προσωπική αντ.) εμένα · ¿es para m i? - είναι για μένα; · piensa en m i - σκέψου εμένα · por mi, ¡sil - για μένα (από την πλευρά μου), ναι! *¿te vas sin m i? - φεύγεις χωρίς εμένα;, miaja [μιάχα] (ουσΥθηλ.) ψίχα. microbio [μικρόμπιο] (ουσΥαρσ.) μι κρόβιο. microbiología [μικρομπιολοχία] (ουσΥ θηλ.) μικροβιολογία, microbiólogo [μικρομπιόλογο] (ουσΥ αρσ.) μικροβιολόγος
micrófono micrófono [μικρόφονο] (ουσ./αρσ.) μικρόφωνο, microonda [μικροόν'ντα] (ουσΥθηλ.) μικροκύμα · horno de microondas φουρνάκι μικροκυμάτων, microscopio [μικροσκόπιο] (ουσ./ αρσ.) μικροσκόπιο, miedo [μιέδο] (ουσΥαρσ.) δειλία, φό βος. miedoso [μιεδόσο] (επίθ.) δειλός, άναν δρος φοβητσιάρης, miel [μιέλ] (ουσΥθηλ.) μέλι. miembro [μιέμ'μπρο] (ουσΥαρσ.) μέ λος άκρο. mientes [μιέν'τες] (ουσΥθηλ.) πληθ. σκέψεις mientras [μιέν'τρας] 1:(επίρρ.) ενώ • hablaba por teléfono mientras conducía -μιλούσε στο τηλέφωνο ενώ οδηγούσε, 2: (σύνδ. εναντ.) • mientras que - ενώ · el primer ejercicio es sencillo mientras que el segundo es difícil - η πρώτη άσκηση
είναι εύκολη, ενώ η δεύτερη είναι δύ σκολη · mientras tanto - εντωμεταξύ • voy al supermenrcado, tú mientras tanto empieza a cocinar - πάω στο σούπερ μάρκετ, εσύ εντωμεταξύ ξε κίνα να μαγειρεύεις miércoles [μιέρκολες] (ουσΥαρσ.) Τε τάρτη. mierda [μιέρδα] (ουσΥθηλ.) περιττώ ματα, ακαθαρσίες κόπρανα, σκατά. mies [μιές] (ουσΥθηλ.) πληθ. ώριμα στάχυα. miga [μίγα] (ουσΥθηλ.) 1: ψίχα, 2: μι κρό κομμάτι, migaja [μιγάχα] (ουσΥθηλ.) ψίχουλο, migración [μιγραθιόν] (ουσΥθηλ.) με τανάστευση, αποδημία, migratorio [μιγρατόριο] (επίθ.) μεταναστευτικός, αποδημητικός mijo [μίχο] (ουσΥαρσ.) κεχρί, mil [μιλ] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) χί 378
λια. milagro [μιλάγρο] (ουσΥαρσ.) θαύμα, milagroso [μιλαγρόσο] (επίθ.) θαυμα τουργός. milenario [μιλενάριο] (επίθ.) χιλιετής milenio [μιλένιο] (ουσΥαρσ.) χιλιετία, milésimo [μιλέσιμο] (αριθμ. επίθ.) χι λιοστός mili [μίλι] (ουσΥθηλ.) θητεία, milicia [μιλίθια] (ουσΥθηλ.) πολιτοφυ λακή. miliciano [μιλιθιάνο] (ουσ,/αρσ.) πολι τοφύλακας εθνοφρουρός, miligramo [μιλιγράμο] (ουσΥαρσ.) χι λιόγραμμο, mililitro [μιλιλίτρο] (ουσΥαρσ.) χιλιό λιτρο. milímetro [μιλίμετρο] (ουσΥαρσ.) χι λιοστό, χιλιοστόμετρο, militante [μιλιτάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) στρατιώτης μαχητής 2: (επίθ.) στρατευμένος. militar1[μιλιτάρ] (ρ.) στρατεύομαι, υπη ρετώ. militar1 [μιλιτάρ] 1: (ουσΥαρσ.) στρα τιωτικός (επάγγελμα), 2: (επίθ.) στρα τιωτικός. militarizar [μιλιταριθάρ] (ρ.) επιστρα τεύω. milla [μίγια] (ουσΥθηλ.) μίλι. millar [μιγιάρ] (ουσΥαρσ.) χιλιάδα, millón [μιγιόν] (ουσΥαρσ.) εκατομμύ ριο. millonada [μιγιονάδα] (ουσΥθηλ.) εκα τομμύριο, millonario [μιγιονάριο] (ουσΥαρσ.) εκατομμυριούχος, millonésimo [μιγιονέσιμο] (αριθμ. επίθ.) εκατομμυριοστός, mimado [μιμάδο] (επίθ.) κακομαθημένος. mimar [μιμάρ] (ρ.) παραχαϊδεύω, κα κομαθαίνω, mimbre [μίμ'μπρε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.)
misceláneo λυγαριά, ιτιά. mimbrearse [μιμ'μπρεάρσε] (ρ.) λι κνίζομαι, ταλαντεύομαι, mimbrera [μιμ'μπρέρα] (ουσ./θηλ.) λυγαριά, λυγιά. mimeógrafo [μιμεόγραφο] (ουσΥαρσ.) πολύγραφος, mimesis [μιμέσις] (ουσΥθηλ.) μίμηση, mimetismo [μιμετίσμο] (ουσΥαρσ.) μι μητισμός, mímica [μίμικα] (ουσΥθηλ.) παντομί μα. mimo [μίμο] (ουσΥαρσ.) 1: χάδι, 2: νά ζι, 3: μίμος, mimoso [μιμόσο] (επίθ.) χαδιάρης, να ζιάρης. mina [μίνα] (ουσΥθηλ.) 1: ορυχείο με τάλλων, μεταλλείο, 2: νάρκη, 3: υπό νομος. minar [μινάρ] (ρ.) υπονομεύω, υπο σκάπτω, ναρκοθετώ, δυναμιτίζω, mineral [μινεράλ] (επίθ.) ορυκτός με ταλλικός · agua mineral - μεταλλικό νερό. mineralogía [μινεραλοχία] (ουσΥθηλ.) ορυκτολογία, mineralogista [μινεραλοχίστα] (ουσ./ αρσ.) ορυκτολόγος. minería [μινερία] (ουσΥθηλ.) μετάλ λευση. minero [μινέρο] (ουσΥαρσ.) μεταλ λωρύχος. miniatura [μινιατούρα] (ουσΥθηλ.) μι κρογραφία, μινιατούρα, minifalda [μινιφάλδα] (ουσΥθηλ.) μίνι φούστα. minimizar [μινιμιθάρ] (ρ.) ελαχιστο ποιώ. mínimo [μίνιμο] (επίθ.) ελάχιστος, ministerial [μινιστεριάλ] (επίθ.) υπουρ γικός. ministerio [μινιστέριο] (ουσΥαρσ.) υπουρ γείο. ministro [μινίστρο] (ουσΥαρσ.) υπουρ 379
γός. minoría [μινορία] (ουσΥθηλ.) μειονό τητα, μειοψηφία, minoritario [μινοριτάριο] (επίθ.) μειο νοτικός μειοψηφικός. minuciosidad [μινουθιοσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) σχολαστικότητα, minucioso [μινουθιόσο] (επίθ.) λεπτο μερής σχολαστικός λεπτολόγος, minúscula [μινούσκουλα] (ουσΥθηλ.) μικρό γράμμα, minúsculo [μινούσκουλο] (επίθ.) 1: ελά χιστος 2: μικρός, minutero [μινουτέρο] (ουσΥαρσ.) λεπτοδείχτης minuto [μινούτο] (ουσΥαρσ.) λεπτό, mío [μίο] (κτητική αντ.) δικό μου · este coche es (el) mío -αυτό το αμάξι είναι (το) δικό μου. miope [μιόπε] 1: (ουσΥαρσ.) μύωπας 2: (επίθ.) μυωπικός miopía [μιοπία] (ουσΥθηλ.) μυωπία, mira [μίρα] (ουσΥθηλ.) 1: στόχαστρο, σκοπευτικό όργανο, 2: προοπτική, στόχος. mirada [μιράδα] (ουσΥθηλ.) βλέμμα, κοίταγμα, ματιά, mirador [μιραδόρ] (ουσΥαρσ.) παρα τηρητήριο, mirar [μιράρ] (ρ.) κοιτάζω, προσέχω, παρατηρώ, miríada [μιρίαδα] (ουσΥθηλ.) μυριά δα. mirilla [μιρίγια] (ουσΥθηλ.) ματάκι πόρ τας. mirlo [μίρλο] (ουσΥαρσ.) κότσυφας, misa [μίσα] (ουσΥθηλ.) θεία λειτουρ γία. misántropo [μιαάντροπο] (ουσΥαρσ.) μισάνθρωπος, miscelánea [μισθελάνεα] (ουσΥθηλ.) ποικιλία. misceláneo [μισθελάνεο] (επίθ.) πολυ σχιδής ποικίλος πολύπλευρος.
miserable miserable [μισεράμπλε] (επίθ.) 1: άθλ ιος ελεεινός αξιολύπητος αχρείος 2: δυστυχής κακομοίρης miseria [μισέρια] (ουσΥθηλ.) 1: αθλιό τητα, 2: κακομοιριά, μιζέρια, 3: τσι γκουνιά. misericordia [μισερικόρδια] (ουσ,/θηλ.) οίκτος έλεος ευσπλαχνία, συμπόνια, misericordioso [μισερικορδιόσο] (επίθ.) ελεήμων, ευσπλαχνικός συμπονετι κός misero [μίσερο] (επίθ.) άθλιος ελεει νός κακομοίρης μίζερος, misil [μισίλ] (ουσ,/αρσ.) πύραυλος misión [μισιόν] (ουσ,/θηλ.) 1: αποστο λή, 2: ιεραποστολή, misionero [μισιονέρο] (ουσ,/αρσ.) ιε ραπόστολος, mismo [μίσμο] 1: (επίθ.) ίδιος · es Ια misma chica de ayer - είναι η ίδια κοπέλα από χθες 2: (επίρρ.) το ίδιο • creo lo mismo - πιστεύω το ίδιο • ahora mismo - αμέσως · /quiero comer ahora mismol - θέλω να φάω τώρα αμέσως. misógino [μισόχινο] (ουσ,/αρσ.) μισο γύνης. misterio [μιοτέριο] (ουσΥαρσ.) 1: μυ στήριο, 2: αίνιγμα, μυστικό, misterioso [μιστεριόσο] (επίθ.) μυστη ριώδης μυστήριος, místico [μίστικο] 1: (ουσ,/αρσ.) μυστικιστής 2: (επίθ.) μυστικός απόκρυ φος. mitad [μιτάδ] (ουσ,/θηλ.) μισό. mitigación [μιτιγαθιόν] (ουσΥθηλ.) μετριασμός. mitigar [μιτιγάρ] (ρ.) ελαφρώνω, με τριάζω. mitin [μίτιν] (ουσ,/αρσ.) συλλαλητή ριο, διαδήλωση, mito [μίτο] (ουσ,/αρσ.) μύθος mitología [μιτιλοχία] (ουσ,/θηλ.) μυ θολογία. 380
mitra [μίτρα] (ουσ,/θηλ.) μίτρα (επι σκόπου).
mixto [μίξτο] (επίθ.) μεικτός ανάμει κτος. mixtura [μιξτούρα] (ουσΥθηλ.) μείγμα, mobiliario [μομπιλιάριο] (ουσΥαρσ.) επί πλωση. mocedad [μοθεδάδ] (ουσΥθηλ.) νιάτα, mocetón [μοθετόν] (επίθ.) γεροδεμέ νος ρωμαλέος, moción [μοθιόν] (ουσΥθηλ.) πρόταση, moco [μόκο] (ουσΥαρσ.) μύξα, βλέννα. mocoso [μοκόσο] (επίθ.) μυξιάρικος mochila [μοτσίλα] (ουσΥθηλ.) σακίδιο πλάτης. mocho [μότσο] (επίθ.) κομμένος, moda [μόδα] (ουσΥθηλ.) μόδα, στυλ · está de moda - είναι της μόδας, modales [μοδάλες] (ουσΥαρσ.) πληθ. τρόποι. modalidad [μοδαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) είδος ποικιλία, τρόπος, modelador [μοδελαδόρ] (ουσΥαρσ.) μακετίστας, modelar [μοδελάρ] (ρ.) πλάθω, δια μορφώνω, modelo [μοδέλο] (ουσΥαρσ.) πρότυ πο, υπόδειγμα, μοντέλο, moderación [μοδεραθιόν] (ουσΥθηλ.) μετριοπάθεια, moderado [μοδεράδο] (επίθ.) μετρη μένος μετριοπαθής moderador [μοδεραδόρ] (ουσΥαρσ.) συντονιστής ρυθμιστής moderar [μοδεράρ] (ρ.) κατευνάζω, μετριάζω, modernidad [μοδερνιδάδ] (ουσΥθηλ.) νεωτερισμός καινοτομία, modernización [μοδερνιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) εκσυγχρονισμός εκμοντερνισμός modernizar [μοδερνιθάρ] (ρ.) εκσυγ χρονίζω, νεωτερίζω, εκμοντερνίζω.
molinero moderno [μοδέρνο] (επίθ.) σύγχρο νος, μοντέρνος, modestia [μοδέστια] (ουσ,/θηλ.) με τριοφροσύνη, σεμνότητα, modesto [μοδέστο] (επίθ.) μετριόφρων, σεμνός. módico [μόδικο] (επίθ.) μέτριος, modificación [μοδιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) μετατροπή, τροποποίηση, modificar [μοδιφικάρ] (ρ.) μεταβάλλω, μετατρέπω, τροποποιώ, modismo [μοδίσμο] (ουσ./αρσ.) ιδιω ματισμός, modista [μοδίστα] (ουσ./θηλ.) μοδί στρα, ράφτρα, modisto [μοδίστο] (ουσ./αρσ.) σχεδια στής μόδας, modo [μόδο] (ουσΥαρσ.) 1: τρόπος 2: (Γραμμ.) έγκλιση, modorra [μοδόρα] (ουσ./θηλ.) υπνη λία, νύστα, modorro [μοδόρο] (επίθ.) νυσταλέος νωθρός, νωχελικός. modoso [μοδόσο] (επίθ.) ευγενικός κόσμιος. m odulación [μοδουλαθιόν] (ουσ./ θηλ.) ρύθμιση συχνότητας, modular [μοδουλάρ] (ρ.) διαμορφώ νω συχνότητα, mofa [μόφα] (ουσΥθηλ.) χλευασμός εμπαιγμός κοροϊδία, mofarse [μοφάρσε] (ρ.) χλευάζω, εμπαί ζω, γελοιοποιώ, moflete [μοφλέτε] (ουσΥαρσ.) παρειά, μήλο προσώπου, μάγουλο, mogollón [μογογιόν] (ουσΥαρσ.) (de) πλήθος τσούρμο, μπουλούκι · aquí hay mogollón de jóvenes - εδώ έχει ένα σωρό νέους, mohín [μοΐν] (ουσΥαρσ.) μορφασμός γκριμάτσα. mohína [μοΤνα] (ουσΥθηλ.) απαρέσκεια δυσαρέσκεια, δυσανασχέτιση. mohíno [μοΤνο] (επίθ.) μουτρωμένος. 381
moho [μόο] (ουσΥαρσ.) μούχλα, mojado [μοχάδο] (επίθ.) βρεγμένος μουλιασμένος μουσκεμένος, mojadura [μοχαδούρα] (ουσΥθηλ.) μούλιασμα. mojar [μοχάρ] (ρ.) υγραίνω, βρέχω, μουσκεύω, mojigatería [μοχιγατερία] (ουσΥθηλ.) υποκρισία, mojigato [μοχιγάτο] 1: (ουσΥαρσ.) υποκριτής 2: (επίθ.) υποκριτικός mojón [μοχόν] (ουσΥαρσ.) ορόσημο, σηματοδείκτης. molar [μολάρ] (ουσΥαρσ.) τραπεζίτης (δόντι), γομφίος, molde [μόλντε] (ουσΥαρσ.) καλούπι, μήτρα, φόρμα, moldear [μολντεάρ] (ρ.) καλουπώνω, πλάθω, διαπλάθω, διαμορφώνω, moldura [μολδούρα] (ουσΥθηλ.) κα λούπωμα, mole [μόλε] (ουσΥθηλ.) μάζα, όγκος, molécula [μολέκουλα] (ουσ,/θηλ.) μό ριο. molecular [μολεκουλάρ] (επίθ.) μορια κός moler [μολέρ] (ρ.) 1: αλέθω, 2: τρίβω, 3: εξαντλώ, molestar [μολεστάρ] (ρ.) 1: ταλαιπω ρώ, 2: πειράζω, ενοχλώ, molestia [μολέστια] (ουσΥθηλ.) ενό χληση, ταλαιπωρία, δυσφορία, molesto [μολέστο] (επίθ.) 1: ενοχλη τικός δυσάρεστος 2: ενοχλημένος θυμωμένος · ser molesto - είμαι ενο χλητικός/δυσάρεστος · estar molesto - είμαι ενοχλημένος/θυμωμένος, molicie [μολίθιε] (ουσΥθηλ.) 1: μαλακότητα, 2: άνεση, πολυτέλεια, molido [μολίδο] (επίθ.) αλεσμένος molienda [μολιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) άλε ση, άλεσμα, molinero [μολινέρο] (ουσΥαρσ.) αλε στής.
molino molino [μολίνο] (ουσΥαρσ.) μύλος, molla [μόγια] (ουσ./θηλ.) ψαχνό, momentáneo [μομεχ/τάνεο] (επίθ.) στιγ μιαίος. momento [μομέν'το] (ουσΥαρσ.) στιγ μή. momia [μόμια] (ουσ./θηλ.) μούμια, momificar [μομιφικάρ] (ρ.) μουμιοποιώ, ταριχεύω, monarca [μονάρκα] (ουσ,/αρσ.) μο νάρχης. monarquía [μοναρκία] (ουσΥθηλ.) μο ναρχία. monasterio [μοναστέριο] (ουσΥαρσ.) μονή, μοναστήρι, mpndadientes [μον'νταδιέν'τες] (ουσΥ αρσ.) οδοντογλυφίδα, mondar [μο\Λ/τάρ] (ρ.) 1: ξεφλουδίζω, 2: καθαρίζω, moneda [μονέδα] (ουσΥθηλ.) νόμι σμα. monedero [μονεδέρο] (ουσΥαρσ.) πορ τοφόλι. monetario [μονετάριο] (επίθ.) νομι σματικός. monja [μόνχα] (ουσ,/θηλ.) καλόγρια, μοναχή. monje [μόνχε] (ουσΥαρσ.) καλόγερος, μοναχός. mono [μόνο] 1: (ουσΥαρσ.) 1: πίθηκος 2: φόρμα (σαλοπέτα), 2: (επίθ.) 1: χα ριτωμένος 2: ελκυστικός, monólogo [μονόλογο] (ουσΥαρσ.) μο νόλογος. monopolio [μονοπόλιο] (ουσΥαρσ.) μονοπώλιο, monopolizar [μονοπολιθάρ] (ρ.) μο νοπωλώ. monosílabo [μονοσίλαμπο] (επίθ.) μο νοσύλλαβος, monotonía [μονοτονία] (ουσΥθηλ.) μο νοτονία, ανία, βαρεμάρα, monótono [μονότονο] (επίθ.) μονότο νος ανιαρός. 382
monstruo [μόνστρουο] (ουσΥαρσ.) τέ ρας. monstruoso [μονστρουόσο] (επίθ.) τε ρατώδης, τεράστιος, monta [μόν'τα] (ουσΥθηλ.) αξία, ση μασία. montacargas [μον'τακάργας] (ουσΥαρσ.) αναβατήρας montaje [μον'τάχε] (ουσΥαρσ.) συναρ μολόγηση, μοντάζ, montaña [μον'τάνια] (ουσΥθηλ.) όρος βουνό. montañero [μο^τανιέρο] 1: (ουσΥαρσ.) ορειβάτης αλπινιστής 2: (επίθ.) ορει νός montañés [μον'τανιές] (επίθ.) βουνί σιος. montañismo [μον'τανίσμο] (ουσΥαρσ.) ορειβασία, montañoso [μον'τανιόσο] (επίθ.) ορει νός. montar [μον'τάρ] (ρ.) 1: ανεβαίνω, 2: ιππεύω, 3: συναρμολογώ, 4: στήνω · montar a caballo - ιππεύω · montar una silla - συναρμολογώ μια καρέ κλα · montar una empresa - στήνω μια επιχείρηση · montar una película - μοντάρω μια ταινία, monte [μόν'τε] (ουσΥαρσ.) όρος βου νό. montera [μον^έρα] (ουσΥθηλ.) το κα πέλο του ταυρομάχου, montón [μον'τόν] (ουσΥαρσ.) σωρός στοίβα · un montón de frutas - ένα σωρό φρούτα, monumental [μονουμεν'τάλ] (επίθ.) 1: μνημειώδης 2: τεράστιος, monumento [μονουμέν'το] (ουσΥ αρσ.) μνημείο, monzón [μονθόν] (ουσΥαρσ.) μουσώ νας (άνεμος). moño [μόνιο] (ουσΥαρσ.) κότσος, moquear [μοκεάρ] (ρ.) είμαι συναχω μένος τρέχει η μύτη μου.
mote moquita [μοκίτα] (ουσ,/θηλ.) συνάχι (βλέννα).
mora [μόρα] (ουσΥθηλ.) μούρο, morada [μοράδα] (ουσ./θηλ.) κατοι κία, διαμονή, morado [μοράδο] (επίθ.) μοβ, ιώδης βιολετής. moral [μοράλ] 1: (ουσ./θηλ.) ηθική, ηθικό, 2: (επίθ.) ηθικός moraleja [μοραλέχα] (ουσΥθηλ.) δί δαγμα. moralidad [μοραλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ηθι κή. moralizar [μοραλιθάρ] (ρ.) ηθικοποιώ. morbidez [μορμπιδέθ] (ουσ,/θηλ.) ευ πάθεια, νοσηρότητα, ευαισθησία, mórbido [μόρμπιδο] (επίθ.) 1: ευπα θής ευαίσθητος 2: μαλακός, morbosidad [μορμποσιδάδ] (ουσΥθηλ.) νοσηρότητα, ασθενικότητα. morboso [μορμπόσο] (επίθ.) νοσηρός παθολογικός αρρωστημένος. morcilla [μορθίγια] (ουσΥθηλ.) λου κάνικο. mordacidad [μορδαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) δηκτικότητα, καυστικότητα, δριμύ τητα. mordaz [μορδάθ] (επίθ.) δηκτικός καυστικός τσουχτερός, mordaza [μορδάθα] (ουσΥθηλ.) φίμω τρο. mordedura [μορδεδούρα] (ουσΥθηλ.) δαγκωματιά. morder [μορδέρ] (ρ.) δαγκώνω, mordisco [μορδίσκο] (ουσΥαρσ.) δαγκωματιά. moreno [μορένο] (επίθ.) μελαχρινός μελαμψός. morfina [μορφίνα] (ουσΥθηλ.) μορφί νη. moribundo [μοριμπούχ/ντο] (επίθ.) ετοι μοθάνατος morir(se) [μορίρ(σε)] (ρ.) πεθαίνω, morosidad [μοροσιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 383
αναβλητικότητα, morriña [μορίνια] (ουσΥθηλ.) νοσταλ γία. morrocotudo [μοροκοτούδο] (επίθ.) καταπληκτικός, απίθανος, mortaja [μορτάχα] (ουσΥθηλ.) σάβα νο. mortal [μορτάλ] 1: (ουσΥαρσ.) θνητός 2: (επίθ.) θανατηφόρος, θανάσιμος, mortalidad [μορταλιδάδ] (ουσΥθηλ.) θνησιμότητα, θνητότητα, mortero [μορτέρο] (ουσΥαρσ.) κονία μα, γουδί, mortífero [μορτίφερο] (επίθ.) θανατη φόρος θανάσιμος, mortificación [μορτιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) ταπείνωση, εξευτελισμός. mortificar [μορτιφικάρ] (ρ.) βασανίζω, ταπεινώνω, mortuorio [μορτουόριο] (επίθ.) νε κρώσιμος, νεκρικός, επικήδειος, morueco [μορουέκο] (ουσΥαρσ.) κριάΡ'· mosaico [μοσάικο] (ουσΥαρσ.) μωσαϊ κό, ψηφιδωτό, mosca [μόσκα] (ουσΥθηλ.) μύγα. moscarda [μοσκάρδα] (ουσΥθηλ.) χρυσόμυγα. mosqueado [μοσκεάδο] (επίθ.) θυμω μένος, εξοργισμένος, mosquearse [μοσκεάρσε] (ρ.) θυμώ νω, εξοργίζω, mosquito [μοσκίτο] (ουσΥαρσ.) κου νούπι. mostaza [μοστάθα] (ουσΥθηλ.) μου στάρδα. mosto [μόστο] (ουσ,/αρσ.) μούστος, mostrador [μοστραδόρ] (ουσΥαρσ.) πάγκος. mostrar [μοστράρ] (ρ.) δείχνω, εκδη λώνω, φανερώνω, mota [μότα] (ουσΥθηλ.) 1: κόκκος μό ριο, κόμπος, mote [μότε] (ουσΥαρσ.) παρωνύμιο,
motejar παρατσούκλι, motejar [μοτεχάρ] (ρ.) βγάζω παρα τσούκλι. motín [μοτίν] (ουσΥαρσ.) εξέγερση, ξεσήκωμα, ανταρσία, στάση, motivación [μοτιβαθιόν] (ουσΥθηλ.) έναυσμα κίνητρο. ■motivar [μοτιβάρ] (ρ.) 1: αιτιολογώ, 2: προξενώ. motivo [μοτίβο] (ουσΥαρσ.) αιτία, λό γος, αφορμή, κίνητρο, motocicleta [μοτοθικλέτα] (ουσΥθηλ.) μοτοσικλέτα, motor [μοτόρ] (ουσΥαρσ.) μηχανή, κι νητήρας, μοτέρ, motorista [μοτορίστα] (ουσΥαρσ.) αυ τοκινητιστής, motricidad [μοτριθιδάδ] (ουσΥθηλ.) μυϊκή κινητικότητα, movedizo [μοβεδίθο] (επίθ.) 1: κινού μενος 2: ασταθής ευμετάβλητος, mover [μοβέρ] (ρ.) σείω, κινώ. moverse [μοβέρσε] (ρ.) κινούμαι, movible [μοβίμπλε] (επίθ.) κινητός móvil [μόβιλ] 1: (ουσΥαρσ.) κίνητρο, ελατήριο, 2: (επίθ.) κινητός μετακι νούμενος · teléfono móvil - κινητό τηλέφωνο, movilidad [μοβιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) κι νητικότητα, ευκινησία, movilización [μοβιλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) κινητοποίηση, δραστηριοποίηση. movilizar [μοβιλιθάρ] (ρ.) κινητοποιώ, δραστηριοποιώ, movimiento [μοβιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) κίνηση, κίνημα, 2: μηχανισμός, mozo [μόθο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) νεαρός νέος (β) υπηρέτης (γ) σερβιτόρος γκαρσόνι, 2: (επίθ.) νεαρός, mucamo [μουκάμο] (ουσΥαρσ.) υπη ρέτης. mucosidad [μουκοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) βλέννα. muchacha [μσυτσάτσα] (ουσΥθηλ.) 1: 384
νεαρή, κοπέλα, 2: υπηρέτρια, muchacho [μουτσάτσο] (ουσΥαρσ.) νεαρός παιδί, αγόρι, muchedumbre [μουτσεδούμ'μπε] (ουσΥ θηλ.) πλήθος όχλος κοσμοσυρροή, mucho [μούτσο] 1: (επίθ.) πολύς · hace m ucho calor - κάνει πολλή ζέστη · aquí hay mucha gente - εδώ έχει πολύ κόσμο · tengo muchos amigos - έχω πολλούς φίλους · muchas veces voy al trabajo andando - πολλές φο ρές πάω στη δουλειά περπατώντας 2: (επίρρ.) πολύ · te quiero m ucho σε αγαπώ πολύ · trabajo m ucho más que el año pasado - δουλεύω πολύ περισσότερο από πέρυσι, muda [μούδα] (ουσΥθηλ.) αλλαγή δέρ ματος τριχώματος, mudable [μουδάμπλε] (επίθ.) μετα βλητός ασταθής, mudanza [μουδάνθα] (ουσΥθηλ.) μετοίκηση, μετακόμιση, mudarse [μουδάρσε] (ρ.) 1: μετοικώ, μετακομίζω, 2: αλλάζω ρούχα, mudez [μουδέθ] (ουσΥθηλ.) βουβαμάρα, μουγγαμάρα. mudo [μούδο] (επίθ.) βουβός μουγγός αμίλητος. mueble [μουέμπλε] (ουσΥαρσ.) έπιπλο, mueblería [μουεμπλερία] (ουσΥθηλ.) εργοστάσιο και κατάστημα επίπλων, mueca [μουέκα] (ουσΥθηλ.) μορφα σμός γκριμάτσα. muela [μουέλα] (ουσΥθηλ.) γομφίος τραπεζίτης (δόντι), muelle [μουέγιε] (ουσΥαρσ.) 1: ελατή ριο, 2: προκυμαία, προβλήτα, muerte [μουέρτε] (ουσΥθηλ.) θάνα τος. muerto [μουέρτο] 1: (ουσΥαρσ.) νε κρός πεθαμένος 2: (επίθ.) νεκρός • ser muerto - είμαι νεκρός (έχω πεθάνει) · estar muerto - είμαι ψόφιος (από την κούραση).
murciélago muesca [μουέσκα] (ουσΥθηλ.) εγκοπή, εντομή. muestra [μουέστρα] (ουσΥθηλ.) 1: δείγμα, υπόδειγμα, 2: έκθεση, muestrario [μουεστράριο] (ουσΥαρσ.) δειγματολόγιο, muestreo [μουεστρέο] (ουσΥαρσ.) δειγματοληψία, mugido [μουχίδο] (ουσΥαρσ.) μούγκρισμα, μουγκρητό, βρυχηθμός, mugir [μουχίρ] (ρ.) βρυχώμαι, μου γκρίζω. mugre [μούγρε] (ουσΥθηλ.) ακαθαρ σία, βρόμα, mugriento [μουγριέν'το] (επίθ.) ρυπα ρός, λερωμένος, βρόμικος, mujer [μουχέρ] (ουσΥθηλ.) 1: γυναίκα, 2: σύζυγος σύντροφος, mujeriego [μουχεριέγο] 1: (ουσΥαρσ.) γυναικάς 2: (επίθ.) γυναικάς. mujeril [μουχέριλ] (επίθ.) γυναικείος, mujerzuela [μουχερθουέλα] (ουσΥ θηλ.) πόρνη, muía [μούλα] (ουσΥθηλ.) μουλάρι, mulada [μουλάδα] (ουσΥθηλ.) κοπάδι μουλαριών. mulato [μουλάτο] (ουσΥαρσ.) μιγάς. muleta [μουλέτα] 1: (ουσΥθηλ.) δεκα νίκι, πατερίτσα, 2: κόκκινο πανί πάνω σε στήριγμα (ταυρομαχία). mulo [μούλο] (ουσΥαρσ.) μουλάρι, multa [μούλτα] (ουσΥθηλ.) πρόστιμο, multar [μσυλτάρ] (ρ.) επιβάλλω πρό στιμο. multicolor [μουλτικολόρ] (επίθ.) πολύ χρωμος. multicopista [μουλτικοπίστα] (ουσΥ θηλ.) πολύγραφος, multiforme [μουλτιφόρμε] (επίθ.) πο λύμορφος, multilateral [μουλτιλατεράλ] (επίθ.) πολύπλευρος, πολυμερής, multimillonario [μουλτιμιγιονάριο] (ουσΥαρσ.) πολυεκατομμυριούχος 385
multinacional [μουλτιναθιονάλ] (επίθ.) πολυεθνικός, múltiple [μούλτιπλε] (επίθ.) πολλα πλός πολυάριθμος multiplicación [μουλτιπλικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) πολλαπλασιασμός, multiplicar [μουλτιπλικάρ] (ρ.) πολλα πλασιάζω, multiplicarse [μουλτιπλικάρσε] (ρ.) πολλαπλασιάζομαι. multiplicidad [μουλτιπλιθιδάδ] (ουσΥ θηλ.) πολλαπλότητα, múltiplo [μούλτιπλο] (επίθ.) πολλαπλά σιος. multitud [μουλτιτούδ] (ουσΥθηλ.) πλή θος όχλος μάζα. mullir [μουγίρ] (ρ.) κάνω αφράτο. mundanal [μουν'ντανάλ] (επίθ.) κο σμικός. mundanería [μουν'ντανερία] (ουσΥ θηλ.) κοσμικότητα. mundano [μουν'ντάνο] (επίθ.) κοσμι κός. mundial [μουνντιάλ] (επίθ.) παγκόσμιος, mundo [μούν'ντο] (ουσΥαρσ.) κόσμος ανθρωπότητα · países del Tercer M undo - τριτοκοσμικές χώρες · está en su mundo - είναι στον κόσμο του • todo el m undo le conoce -όλοι τον ξέρουν. municiones [μουνιθιόνες] (ουσΥθηλ.) πληθ. πολεμοφόδια, πυρομαχικά. municipal [μουνιθιπάλ] (επίθ.) δημοτι κός κοινοτικός, municipio [μουνιθίπιο] (ουσΥαρσ.) δή μος κοινότητα, δημαρχείο, muñeca [μοι^ιέκα] (ουσΥθηλ.) 1: κού κλα, 2: καρπός του χεριού, mural [μουράλ] (ουσΥαρσ.) τοιχογρα φία. muralla [μουράγια] (ουσΥθηλ.) τείχος οχύρωμα, murciélago [μουρθιέλαγο] (ουσΥαρσ.) νυχτερίδα.
murmullo murmullo [μουρμούγιο] (ουσ,/αρσ.) μουρμουρητό, ψίθυρος βουητό, murmuración [μουρμουραθιόν] (ουσΥ θηλ.) σπερμολογία, κακολογία, κου τσομπολιό, murmurar [μουρμουράρ] (ρ.) 1: μουρ μουρίζω, 2: κακολογώ, muro [μούρο] (ουσΥαρσ.) τοίχος murria [μούρια] (ουσΥθηλ.) κατάθλι ψη. murrio [μούριο] (επίθ.) θλιμμένος λυ πημένος. muscular [μουσκουλάρ] (επίθ.) μυϊ κός μυώδης, musculatura [μουσκουλατούρα] (ουσ./ θηλ.) μυϊκό σύστημα, músculo [μούσκουλο] (ουσΥαρσ.) μυώ νας, μυς ποντίκι, musculoso [μουσκουλόσο] (επίθ.) μυώ δης. museo [μουσέο] (ουσΥαρσ.) μουσείο, musgo [μούσγο] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) βρύο. música [μούσικα] (ουσΥθηλ.) μουσική, musical [μουσικάλ] (επίθ.) μουσικός musicalidad [μουσικαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) μουσικότητα.
386
músico [μούσικο] 1: (ουσΥαρσ.) μουσι κός (ειδικότητα), 2: (επίθ.) μουσικός, musitar [μουσιτάρ] (ρ.) ψιθυρίζω, μουρμουρίζω, muslo [μούσλο] (ουσΥαρσ.) μηρός μπούτι. mustio [μούστιο] (επίθ.) μαραμένος (μτφ.) κατηφής. mutabilidad [μουταμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) αλλοίωση, μετάλλαξη, μεταλ λαγή. mutilación [μουτιλαθ«όν] (ουσΥθηλ.) ακρω τηριασμός mutilado [μουτιλάδο] (επίθ.) ανάπη ρος σακάτης, mutilar [μουτιλάρ] (ρ.) ακρωτηριάζω, mutualidad [μουτουαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) αμοιβαιότητα, mutuamente [μούτουαμέν'τε] (επίρρ.) αμοιβαία, mutuo [μούτουο] (επίθ.) 1: αμοιβαίος 2: κοινός. muy [μούι] (επίρρ.) πολύ · es m uy alto είναι πολύ ψηλός · es muy temprano - είναι πολύ νωρίς.
Ν, η [ένε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο έκτο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, nabo [νάμπο] (ουσΥαρσ.) γογγύλι (φυτό), ρέβα nácar [νάκαρ] (ουσΥαρσ.) μαργαριτόρριζα, σεντέφι. nacarado [νακαράδο] (επίθ.) μαργαρι ταρένιος. nacer [ναθέρ] (ρ.) 1: γεννιέμαι, φυτρώ νω, βλασταίνω 2: πηγάζω, nacido [ναθίδο] (επίθ.) γεννημένος, naciente [ναθιέντε] (επίθ.) 1¡γεννημένος, 2: πρόσφατος, nacimiento [ναθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) γέννηση, nación [ναθιόν] (ουσΥθηλ.) έθνος, nacional [ναθιονάλ] (επίθ.) εθνικός, nacionalidad [ναθιοναλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) εθνικότητα, ιθαγένεια, nacionalismo [ναθιοναλίσμο] (ουσ./ αρσ.) εθνικισμός, nacionalista [ναθιοναλίστα] 1: (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) εθνικιστής, εθνικίστρια, 2: (επίθ.) εθνικιστικός, nacionalización [ναθιοναλιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) εθνικοποίηση, πολιτογράφηση, κρατικοποίηση, nacionalizar [ναθιοναλιθάρ] (ρ.) εθνι κοποιώ, πολιτικογραφώ, κρατικο ποιώ. nacionalizarse [ναθιοναλιθάρσε] (ρ.) αποκτώ ξένη υπηκοότητα, πολιτογραφοϋμαι. nada [νάδα] 1: (αντ.) τίποτα · no leimporta nada - δεν τον ενδιαφέρει τίποτα 2: (επίρρ.) καθόλου · no me gusta nada el helado - δεν μου αρέσει καθόλου το παγωτό. nadador [ναδαδόρ] (ουσΥαρσ.) κο λυμβητής, nadar [ναδάρ] (ρ.) κολυμπώ, nadería [ναδερία] (ουσΥθηλ.) ψιλο-
πράγματα. nadie [νάδιε] (αντ.) κανείς · no hay nadie aquí - δεν είναι κανείς εδώ. nafta [νάφτα] (ουσΥθηλ.) νάφθα. naftalina [ναφταλίνα] (ουσΥθηλ.) να φθαλίνη, nailon [νάιλον] (ουσΥαρσ.) νάιλον, naipe [νάιπε] (ουσΥαρσ.) παιγνιόχαρ το, τραπουλόχαρτο, naipes [νάιπες] (ουσΥαρσ.) πληθ. τρά πουλα. nalga [νάλγα] (ουσΥθηλ.) γλουτός οπίσθια. nana [νάνα] (ουσΥθηλ.) νανούρισμα, nanai [νανάι] (επιφ.) όχι!, καθόλου!, naranja [ναράνχα] 1: (ουσΥαρσ.) πορ τοκαλί χρώμα, 2: (ουσΥθηλ.) πορτο κάλι. naranjada [ναρανχάδα] (ουσΥθηλ.) πορτοκαλάδα, naranjal [ναρανχάλ] (ουσ,/αρσ.) πορ τοκαλεώνας, naranjo [ναράνχο] (ουσΥαρσ.) πορτο καλιά. narcisismo [ναρθισίσμο] (ουσΥαρσ.) ναρκισσισμός, αυτοερωτισμός narciso [ναρθίσο] (ουσΥαρσ.) νάρκισ σος. narcótico [ναρκότικο] (επίθ.) ναρκω τικός. narcotizar [ναρκοτιθάρ] (ρ.) ναρκώνω, nardo [νάρδο] (ουσΥαρσ.) (Βοτ.) νάρ δος. narguile [ναργιλέ] (ουσΥαρσ.) ναργι λές. narigudo [ναριγούδο] (επίθ.) μυταράς nariz [ναρίθ] (ουσΥθηλ.) μύτη. narizota [ναριθότα] (ουσΥαρσ.) μυτα ράς. narración [ναραθιόν] (ουσΥθηλ.) αφή γηση, διήγηση, εξιστόρηση. narrador [ναραδόρ] (ουσΥαρσ.) αφη γητής· narrar [ναράρ] (ρ.) αφηγούμαι, διη
narrativo γούμαι, εξιστορώ, narrativo [ναρατίβο] (επίθ.) αφηγημα τικός. nasa [νάσα] (ουσΥθηλ.) καλάθι για ψά ρεμα. nasal [νασάλ] (επίθ.) ρινικός, ένρινος, nasofaríngeo [νασοφαρίνχεο] (επίθ.) ρινολαρυγγικός. nata [νάτα] (ουσ,/θηλ.) αφρόκρεμα, σαντιγί. natación [ναταθιόν] (ουσΥθηλ.) κο λύμβηση, natal [νατάλ] (επίθ.) γενέθλιος. natalicio [ναταλίθιο] (ουσΥαρσ.) ημέ ρα γέννησης, natalidad [ναταλιδάδ] (ουσΥθηλ.) γεν νητικότητα, natilla [νατίγια] (ουσΥθηλ.) κρέμα από γάλα και αυγά. natividad [νατιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) η γέννηση του Χριστού, γέννηση, nativo [νατίβο] (επίθ.) ιθαγενής, γηγε νής ντόπιος, nato [νάτο] (επίθ.) έμφυτος εγγενής, natural [νατουράλ] (επίθ.) φυσικός, naturaleza [νατουραλέθα] (ουσΥθηλ.) φύση. naturalidad [νατουραλιδάδ] (ουσΥθηλ.) φυσικότητα, naturalismo [νατουραλίσμο] (ουσΥ αρσ.) νατουραλισμός, naturalista [νατουραλίστα] (ουσΥαρσ.) φυσιοδίφης φυσιογνώστης νατουραλιστής naturalización [νατουραλιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) πολιτογράφηση, naturalizar [νατουραλιθάρ] (ρ.) πολι τογραφώ, naturalmente [νστουράλμεν'τε] (επίρρ.) φυσικά. naturista [νατουρίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) γυμνιστής γυμνίστρια. naufragar [ναουφραγάρ] (ρ.) ναυαγώ, naufragio [ναουφράχιο] (ουσΥαρσ.) 388
ναυάγιο. náufrago [νάουφραγο] 1: (ουσΥαρσ.) ναυαγός 2: (επίθ.) ναυαγισμένος. náusea [νάουσεα] (ουσΥθηλ.) ναυτία, nauseabundo [ναουσεαμπούν'ντο] (επίθ.) απεχθής αηδιαστικός σιχα μερός náutico [νάουτικο] (επίθ.) ναυτικός, navaja [ναβάχα] (ουσΥθηλ.) σουγιάς, navajado [ναβαχάδο] (ουσΥαρσ.) μα χαιριά. navajero [ναβαχέρο] (ουσΥαρσ.) μα χαιροβγάλτης naval [ναβάλ] (επίθ.) ναυτικός, nave [νάβε] (ουσΥθηλ.) 1: σκάφος πλοίο, 2: κλίτος 3: υπόστεγο, navegable [ναβεγάμπλε] (επίθ.) πλω τός πλεύσιμος, navegación [ναβεγαθιόν] (ουσΥθηλ.) ναυτιλία, ναυσιπλοΐα, navegante [ναβεγάν'τε] (ουσΥαρσ.) θαλασσοπόρος ναυτίλος, navegar [ναβεγάρ] (ρ.) πλέω. Navidad [ναβιδάδ] (ουσΥθηλ.) Χρι στούγεννα, navideño [ναβιδένιο] (επίθ.) χριστου γεννιάτικος naviero [ναβιέρο] 1: (ουσΥαρσ.) πλοι οκτήτης 2: (επίθ.) ναυτιλιακός, navio [ναβίο] (ουσΥαρσ.) πλοίο, nazareno [ναθαρένο] (επίθ.) Ναζω ραίος. nazi [νάθι] 1: (ουσΥαρσ.) ναζί, 2: (επίθ.) ναζιστικός. nazismo [ναθίσμο] (ουσΥαρσ.) ναζι σμός neblina [νεμπλίνα] (ουσΥθηλ.) κατα χνιά, ομίχλη, nebulosa [νεμπουλόσα] (ουσΥθηλ.) νεφέλωμα, nebulosidad [νεμπουλοσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) νέφωση, συννεφιά, nebuloso [νεμπουλόσο] (επίθ.) συννε φώδης ομιχλώδης νεφελώδης.
nervudo necedad [νεθεδάδ] (ουσ,/θηλ.) ανοη σία, κουταμάρα, necesariamente [νεθεσάριαμεν'τε] (επίρρ.) αναγκαστικά, απαραίτητως necesario [νεθεσάριο] (επίθ.) αναγκαίος, απαραίτητος, neceser [νεθεσέρ] (ουσΥαρσ.) νεσε σέρ. necesidad [νεθεσιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ανάγκη, 2: ανέχεια, ένδεια, φτώχεια, necesitado [νεθεσιτάδο] (επίθ.) ενδε ής, στερημένος άπορος, φτωχός, necesitar [νεθεσιτάρ] (ρ.) χρειάζομαι, έχω ανάγκη, necio [νέθιο] (επίθ.) ανόητος κουτός, néctar [νέκταρ] (ουσΥαρσ.) νέκταρ, nectarina [νεκταρίνα] (ουσΥθηλ.) νεκταρίνι. nefando [νεφάν'ντο] (επίθ.) ειδεχθής βδελυρός μισαρός αποτρόπαιος nefario [νεφάριο] (επίθ.) φαύλος ανό σιος κακός, nefasto [νεφάστο] (επίθ.) δυσοίωνος negación [νεγαθιόν] (ουσ,/θηλ.) άρνη ση, απόρριψη, negar [νεγάρ] (ρ.) 1: αρνούμαι, απαρνιέμαι, απορρίπτω, 2: διαψεύδω. negarse [νεγάρσε] (ρ.) αρνούμαι. negativa [νεγατίβα] (ουσΥθηλ.) απόρ ριψη, άρνηση, negativo [νεγατίβο] 1: (ουσΥαρσ.) αρνητικό φωτογραφίας 2: (επίθ.) αρνητικός, negligencia [νεγλιχένθια] (ουσΥθηλ.) αμέλεια, απροσεξία, negligente [νενλιχέν'τε] (επίθ.) αμε λής απρόσεκτος επιπόλαιος, negociable [νεγοθιάμπλε] (επίθ.) δια πραγματεύσιμος, negociación [νεγοθιαθιόν] (ουσΥθηλ.) διαπραγμάτευση, negociador [νεγοθιαδόρ] (ουσΥαρσ.) διαπραγματευτής, negociante [νεγοθιάν'τε] (ουσ./αρσ.+
θηλ.) έμπορος negociar [νεγοθιάρ] (ρ.) 1: διαπραγμα τεύομαι, 2: εμπορεύομαι, negocio [νεγόθιο] (ουσΥαρσ.) επιχεί ρηση, υπόθεση, δουλειά, negrear [νεγρεάρ] (ρ.) μαυρίζω, σκου ραίνω. negrero [νεγρέρο] (ουσΥαρσ.) δουλέ μπορος. negrilla [νεγρίγια] (ουσΥθηλ.) μαύρα στοιχεία. negro [νέγρο] (επίθ.) 1: μαύρος σκού ρος 2: θυμωμένος · ser negro - είναι μαύρο χρώμα · mi coche es negro -το αυτοκίνητό μου είναι μαύρο · estar negro - είμαι θυμωμένος, negroide [νεγρόιδε] (επίθ.) νεγροει δής negrura [νεγρούρα] (ουσΥθηλ.) μαυρίλα. negruzco [νεγρούθκο] (επίθ.) μαυρι δερός nene [νένε] (ουσΥαρσ.) μωρό, βρέ φος. nenúfar [νενούφαρ] (ουσΥαρσ.) νού φαρο. neoclasicismo [νεοκλασιθίσμο] (ουσΥ αρσ.) νεοκλασικισμός, neoclásico [νεοκλάσικο] (επίθ.) νεο κλασικός, neófito [νεόφιτο] (επίθ.) νεοφώτιστος, neologismo [νεολοχίσμο] (ουσΥαρσ.) νεολογισμός neón [νεόν] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) νέον. nervadura [νερβαδούρα] (ουσΥθηλ.) νεύρα, φλέβα, nervio [νέρβιο] (ουσΥαρσ.) νεύρο, nerviosidad [νερβιοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) νευρικότητα, nerviosismo [νερβιοσίσμο] (ουσΥαρσ.) νευρικότητα, ανησυχία εκνευρισμός, nervioso [νερβιόσο] (επίθ.) ευέξαπτος οξύθυμος νευρικός, nervudo [νερβούδο] (επίθ.) νευρώ-
389
neto δ ης.
neto [νέτο] (επίθ.) καθαρός, neumático [νεουμάτικο] (ουσΥαρσ.) λάστιχο, ελαστικό, neumonía [νεουμονία] (ουσΥθηλ.) πνευ μονία. neuralgia [νεουράλχια] (ουσΥθηλ.) νευ' ραλγία. neurastenia [νεουραστένια] (ουσΥθηλ.) νευρασθένεια, neuritis [νεουρίτις] (ουσΥθηλ.) νευρί τιδα. neurocirujano [νεουροθιρουχάνο] (ουσΥ αρσ.) νευροχειρουργός neurología [νεουρολοχία] (ουσΥθηλ.) νευρολογία. neurólogo [νεουρόλογο] (ουσΥαρσ.) νευρολόγος, neurona [νεουρόνα] (ουσΥθηλ.) νευ ρικό κύτταρο, neurosis [νεουρόσις] (ουσΥθηλ.) νεύ ρωση. neurótico [νεουρότικο] (επίθ.) νευρω τικός. neutral [νεουτράλ] (επίθ.) ουδέτερος, neutralidad [νεουτραλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ουδετερότητα, neutralización [νεουτραλιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) εξάλειψη, εξουδετέρωση, εκμηδένιση. neutralizar [νεουτραλιθάρ] (ρ.) εξαλεί φω, εξουδετερώνω, neutro [νέουτρο] (επίθ.) ουδέτερος, neutrón [νεουτρόν] (ουσΥαρσ.) νε τρόνιο, ουδετερόνιο, nevada [νεβάδα] (ουσΥθηλ.) χιονό πτωση. nevado [νεβάδο] (επίθ.) χιονοσκεπής χιονισμένος, nevar [νεβάρ] (ρ.) χιονίζει, nevasca [νεβάσκα] (ουσΥθηλ.) χιονο θύελλα. nevera [νεβέρα] (ουσΥθηλ.) ψυγείο, nevisca [νεβίσκα] (ουσΥθηλ.) χιονό
νερο. neviscar [νεβισκάρ] (ρ.) ψιλοχιονίζει. nexo [νέξο] (ουσ,/αρσ.) σύνδεσμος, ni [νι] (σύνδ.) ούτε · no me gusta ni el té ni el café - δε μου αρέσει ούτε το τσάι ούτε ο καφές, nicotina [νικοτίνα] (ουσΥθηλ.) νικοτί νη. nicho [νίτσο] (ουσΥαρσ.) κόγχη, τά φος. nidal [νιδάλ] (ουσΥαρσ.) φωλιά κοτε τσιού. nido [νίδο] (ουσΥαρσ.) φωλιά, niebla [νιέμπλα] (ουσΥθηλ.) 1: ομίχλη, αντάρα, 2: σύγχυση, σάλος ανατα ραχή. nieto [νιέτο] (ουσΥαρσ.) εγγονός. nieve [νιέβε] (ουσΥθηλ.) χιόνι, nigromancia [νιγρομάνθια] (ουσΥθηλ.) νεκρομαντεία, nihilismo [νιιλίσμο] (ουσΥαρσ.) νιχιλι σμός μηδενισμός, nimbo [νίμ'μπο] (ουσΥαρσ.) φωτοστέ φανο. nimiedad [νιμιεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: κοι νοτοπία, 2: ασημαντότητα. nimio [νίμιο] (επίθ.) 1: κοινότοπος 2: ασήμαντος, ninfa [νίνφα] (ουσΥθηλ.) νύμφη, χρυ σαλλίδα, νεράιδα, ninguno [νινγούνο] (αόριστη αντ.) κανένας · ninguno de ellos sabe la verdad - κανείς από αυτούς δεν ξέρει την αλήθεια · ninguna de ellas es mi hermana - καμία από αυτές δεν είναι η αδερφή μου. niña [νίνια] (ουσΥθηλ.) κορίτσι, κόρη, νεαρή. niñera [νινιέρα] (ουσΥθηλ.) νταντά, παραμάνα, niñería [νινιερία] (ουσΥθηλ.) παιδιάρι σμα, παιδιαρότητα. niñez [νινιέθ] (ουσΥθηλ.) παιδική ηλι κία.
390
nonagésimo niño [νίνιο] (ουσΥαρσ.) αγόρι, παιδί, nipón [νιπόν] 1: (ουσΥαρσ.) Ιάπωνας 2: (επίθ.) ιαπωνικός, níquel [νίκελ] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) νικέ λιο. níspero [νίσπερο] (ουσΥαρσ.) μού σμουλο. nitidez [νιτιδέθ] (ουσΥθηλ.) ευκρίνεια, σαφήνεια, διαύγεια, nítido [νίτιδο] (επίθ.) ευκρινής διαυΥήζ·
nitrato [νιτράτο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) νι τρικό άλας. nítrico [νίτρικο] (επίθ.) νιτρικός, nitro [νίτρο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) νιτρικό κάλιο. nitrógeno [νιτρόχενο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) άζωτο. nitroglicerina [νιτρογλιθερίνα] (ουσ./ θηλ.) νιτρογλυκερίνη, nivel [νιβέλ] (ουσΥαρσ.) 1: επίπεδο, στάθμη, 2: αλφάδι, nivelación [νιβελαθιόν] (ουσΥθηλ.) ισοπέδωση. nivelar [νιβελάρ] (ρ.) ισοπεδώνω, ισιώ νω, εξισώνω, no [νο] (επίρρ.) όχι, δε(ν), μη(ν) · no, no soy yo - όχι, δεν είμαι εγώ · no Ιο sé - δεν το ξέρω · ¡no lo hagas! - μην το κάνεις!, nobiliario [νομπιλιάριο] (ουσΥαρσ.) ευγενής. noble [νόμπλε] (επίθ.) 1: ευγενής 2: μεγαλόψυχος χρηστός, nobleza [νομπλέθα] (ουσΥθηλ.) ευγέ νεια, αριστοκρατικότητα, noción [νοθιόν] (ουσΥθηλ.) γνώση, ιδέα. nocivo [νοθίβο] (επίθ.) επιβλαβής βλα βερός επιζήμιος, noctambulismo [νοκταμπουλίσμο] (ουσΥ αρσ.) υπνοβασία, noctámbulo [νοκτάμ 'μπουλο] (ουσΥαρσ.) 1: υπνοβάτης 2: ξενύχτης νυχτόβιος nocturno [νοκτούρνο] (επίθ.) νυχτερι 391
νός νυχτιάτικος βραδινός, noche [νότσε] (ουσΥθηλ.) νύχτα, βρά δυ · buenas noches - καληνύχτα · por la noche - το βράδυ, nochebuena [νοτσεμπουένα] (ουσ./ θηλ.) παραμονή Χριστουγέννων, nodo [νόδο] (ουσ,/αρσ.) κόμβος δε σμός. nodriza [νοδρίθα] (ουσΥθηλ.) παρα μάνα, τροφός, παιδαγωγός, nódulo [νόδουλο] (ουσΥαρσ.) κόνδυ λος. nogal [νογάλ] (ουσΥαρσ.) καρυδιά, nómada [νόμαδα] 1: (ουσΥαρσ.) νο μός 2: (επίθ.) νομαδικός, nomadismo [νομαδίσμο] (ουσΥαρσ.) νομαδισμός. nomás [νομάς] (επίρρ.) μόνο τόσο. nombradla [νομ'μπραδία] (ουσΥθηλ.) φήμη, όνομα, nombramiento [νομ'μπραμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) διορισμός ανάθεση, nombrar [νομ'μπράρ] (ρ.) 1: ονομάζω, κατονομάζω, 2: διορίζω, αναθέτω, nombre [νόμ'μπ ρε] (ουσΥαρσ.) όνο μα, επωνυμία, nomenclatura [νομενκλατούρα] (ουσ./ θηλ.) 1: λίοττα ονομάτων, 2: ονοματο λογία, ονοματοθεσία, nómina [νόμινα] (ουσΥθηλ.) μισθολό γιο. nominación [νομιναθιόν] (ουσΥθηλ.) ανάδειξη υποψηφίου, nominal [νομινάλ] (επίθ.) ονομαστι κός. nominativo [νομινατίβο] 1: (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) ονομαστική πτώση, 2: (επίθ.) ονομαζόμενος ονομαστικός nonada [νονάδα] (ουσΥθηλ.) ασημαντότητα. nonagenario [νοναχενάριο] (ουσΥαρσ.) ενενηντάρης nonagésimo [νοναχέσιμο] (αριθμ. επίθ.) ενενηκοστός
nonato nonato [νονάτο] (επίθ.) αγέννητος, noquear [νοκεάρ] (ρ.) εξοντώνω, εξο λοθρεύω, βγάζω νοκ άουτ. noqueo [νόκεο] (ουσΥαρσ.) νοκ άουτ. nórdico [νόρδικο] 1: (ουσΥαρσ.) βό ρειος 2: (επίθ.) βορινός noria [νόρια] (ουσΥθηλ.) μάγκανο, norma [νόρμα] (ουσΥθηλ.) νόρμα, κα νόνας οδηγία, normal [νορμάλ] (επίθ.) κανονικός φυσιολογικός (καθ.) νορμάλ, normalidad [νορμαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ομαλότητα. normalizar [νορμαλιθάρ] (ρ.) κανονί ζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, normativo [νορματίβο] (επίθ.) τυπο ποιημένος, norte [νόρτε] (ουσΥαρσ.) βορράς norteño [νορτένιο] (επίθ.) 1: βορινός 2: βόρειος noroeste [νοροέστε] 1: (ουσΥαρσ.) μαΐ στρος 2: (επίθ.) βορειοδυτικός nos [νος] (προσωπική αντ.) εμείς μας · nos encontramos cada día - συνανπώμαστε κάθε μέρα · nos invitaron a la fiesta - μας κάλεσαν στη γιορτή, nosotros [νοσότρος] (αντ.) εμείς, nostalgia [νοστάλχια] (ουσΥθηλ.) νο σταλγία. nota [νότα] (ουσΥθηλ.) 1: νότα, ση μείωμα, σημείωση, υποσημείωση 2: βαθμός. nostálgico [νοστάλχικο] (επίθ.) νοσταλγικός notable [νοτάμπλε] 1: (ουσΥαρσ.) προ σωπικότητα, 2: (επίθ.) αξιοσημείωτος αξιόλογος σπουδαίος notabilidad [νοταμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) διάκριση, διαφοροποίηση, notar [νοτάρ] (ρ.) 1: αισθάνομαι, αντι λαμβάνομαι, 2: παρατηρώ, notación [νοταθιόν] (ουσΥθηλ.) σημειο γραφία notaría [νοταρία] (ουσΥθηλ.) 1: συμ 392
βολαιογραφικό επάγγελμα, 2: συμ βολαιογραφείο, notarial [νοταριάλ] (επίθ.) συμβολαιο γραφικός, notario [νοτάριο] (ουσΥαρσ.) συμβο λαιογράφος notarse [νοτάρσε] (ρ.) φαίνεται · se nota que es una buena persona -
φαίνεται ότι είναι καλό άτομο, noticia [νοτίθια] (ουσΥθηλ.) είδηση, αναγγελία · las noticias - οι ειδήσεις (τηλεοπτικές, ραδιοφωνικές).
noticiario [νοτιθιάριο] (ουσΥαρσ.) ει δήσεις. noticiero [νοτιθιέρο] 1: (ουσΥαρσ.) ειδησεογραφικό δελτίο, 2: (επίθ.) ειδησεογραφικός. notificación [νοτιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) ειδοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγε λία. notificar [νοτιφικάρ] (ρ.) ειδοποιώ, γνω στοποιώ. notoriedad [νοτοριεδάδ] (ουσΥθηλ.) φήμη, διασημότητα. notorio [νοτάριο] (επίθ.) φημισμένος ξακουστός διάσημος, novatada [νοβατάδα] (ουσΥθηλ.) κα ψόνι. novato [νοβάτο] 1: (ουσΥαρσ.) πρω τάρης άπειρος 2: (επίθ.) άμαθος άπειρος novecientos [νοβεθιέν'τος] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) εννιακόσια, novedad [νοβεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: νέο, νέα είδηση, 2: νεωτερισμός καινο τομία. novedoso [νοβεδόσο] (επίθ.) καινοφα νής νέος πρωτοφανής, novel [νοβέλ] (ουσΥθηλ.), (επίθ.) αρχά ριος πρωτάρης, novela [νοβέλα] (ουσΥθηλ.) μυθιστό ρημα, νουβέλα, novelesco [νοβελέσκο] (επίθ.) μυθι στορηματικός
numismática novelista [νοβελίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μυθιστοριογράφος. novelística [νοβελίστικα] (ουσΥθηλ.) μυθιστόρημα, novenario [νοβενάριο] (ουσΥαρσ.) τα εννιάμερα, noveno [νοβένο] (αριθμ. επίθ.) ένα τος. noventa [νοβέν'τα] 1: (ουσΥαρσ.) ενε νήντα, 2: (αριθμ. επίθ.) ενενηκοστός, novia [νόβια] (ουσΥθηλ.) αρραβωνια στικιά, μνηστή, νύφη. noviazgo [νοβιάθγο] (ουσΥαρσ.) αρ ραβώνας. novicio [νοβίθιο] 1: (ουσΥαρσ.) διάκο νος μοναχός 2: (επίθ.) αρχάριος, noviembre [νοβιέμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) Νοέμβριος novilla [νοβίγια] (ουσ,/θηλ.) δαμάλι, novillo [νοβίγιο] (ουσΥαρσ.) νεαρός ταύρος. novio [νόβιο] (ουσΥαρσ.) αρραβωνια στικός μνηστήρας γαμπρός, nubarrón [νουβαρόν] (ουσΥαρσ.) σύν νεφο καταιγίδας, nube [νούμπε] (ουσΥθηλ.) σύννεφο, νέφος. nublado [νουμπλάδο] (επίθ.) συννε φιασμένος νεφελώδης, nublarse [νουμπλάρσε] (ρ.) συννεφιά ζει. nubosidad [νουμποσιδάδ] (ουσΥθηλ.) συννεφιά, νέφωση, nuboso [νουμπόσο] (επίθ.) συννεφια σμένος νεφελώδης, nuca [νούκα] (ουσΥθηλ.) αυχένας σβέρκος. nuclear [νουκλεάρ] (επίθ.) πυρηνικός, núcleo [νούκλεο] (ουσΥαρσ.) πυρή νας. nudillo [νουδίγιο] (ουσΥαρσ.) άρθρω ση δακτύλου, κότσι. nudismo [νουδίσμο] (ουσΥαρσ.) γυ μνισμός.
nudista [νουδίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) γυμνιστής γυμνίστρια. nudo [νούδο] (ουσΥαρσ.) κόμπος κόμβος κομβικό σημείο, nudoso [νουδόσο] (επίθ.) μπλεγμένος εμπλεκόμενος, nuera [νουέρα] (ουσΥθηλ.) νύφη (βαθ μός συγγένειας).
nuestro [νουέστρο] 1: (κτητικό επίθ.) μας · nuestra casa - το σπίτι μας 2: (κτητική αντ.) δικό μας · esfe ordenador es (el) nuestro - αυτός o υπολογιστής είναι (o) δικός μας. nuevamente [νουέβαμεν'τε] (επίρρ.) ξανά, εκ νέου. nueve [νουέβε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) εννέα, nuevo [νουέβο] (επίθ.) νέος καινούρ γιος πρόσφατος, nuez [νουέθ] (ουσΥθηλ.) καρύδι, nulidad [νουλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ακυ ρότητα, μηδαμινότητα, 2: ανίκανος/ ανάξιος άνθρωπος, nulo [νούλο] (επίθ.) άκυρος ανίκανος, numen [νούμεν] (ουσΥαρσ.) οίστρος έμπνευση, numeración [νουμεραθιόν] (ουσΥθηλ.) αρίθμηση, numerador [νουμεραδόρ] (ουσΥαρσ.) αριθμητής numeral [νουμεράλ] (επίθ.) αριθμητι κός numerar [νουμεράρ] (ρ.) αριθμώ, απα ριθμώ. numerario [νουμεράριο] (επίθ.) τακτι κά απασχολούμενος τακτικός, numérico [νουμέρικο] (επίθ.) αριθμη τικός número [νούμερο] (ουσΥαρσ.) αριθ μός νούμερο, numeroso [νουμερόσο] (επίθ.) πολυά ριθμος πολυπληθής, πολυμελής, numismática [νουμισμάτικα] (ουσ./ θηλ.) νομισματολογία.
393
nunca nunca [νούνκα] (επίρρ.) ποτέ · no la he conocido nunca - δεν την έχω γνω ρίσει ποτέ. nuncio [νούνθιο] (ουσΥαρσ.) αγγελιο φόρος, απεσταλμένος, nupcial [νουπθιάλ] (επίθ.) γαμήλιος, νυφικός. nupcias [νοΰπθιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. γαμήλια τελετή, nutría [νούτρια] (ουσΥθηλ.) βρίδα, ενυδρίδα (ζώο). nutrición [νουτριθιόν] (ουσΥθηλ.) θρέ ψη, διατροφή.
394
nutrido [νουτρίδο] (επίθ.) θρεμμένος, άφθονος. nutriente [νουτριέν'τε] 1: (ουσΥθηλ.) θρεπτικό συστατικό, 2: (επίθ.) θρε πτικός. nutrimento [νουτριμέντο] (ουσΥαρσ.) διατροφή, τροφή, nutrir [νουτρίρ] (ρ.) τρέφω, διατρέφω, nutritivo [νουτριτίβο] (επίθ.) θρεπτι κός, ωφέλιμος.
Ñ, ñ [ένιε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο έβδο μο γράμμα του ισπανικού αλφα βήτου. ñandú [νιαντού] (ουσΥαρσ.) νουνδού (πτηνό).
ñapa [νιάπα] (ουσ,/θηλ.) φιλοδώρημα, ñaque [νιάκε] (ουσΥαρσ.) παλιατζού ρες. ñato [νιάτο] (επίθ.) πλακουτσομύτης. ñeque [νιέκε] (ουσΥαρσ.) σθένος, δύ ναμη, αντοχή, ñiquiñaque [νικινιάκε] 1: (ουσΥαρσ.) σαβούρα, 2: (επίθ.) άχρηστος, ñoñería [νιονιερία] (ουσΥθηλ.) χαζο μάρα. ñoño [νιόνιο] (επίθ.) χαζοχαρούμενος, ñu [νιού] (ουσ,/αρσ.) αντιλόπη.
395
O, o [o] (ουσΥθηλ.) το δέκατο όγδοο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, ο [ο] (διαζευτικός σύνδ.) ή. oasis [οάσις] (ουσΥαρσ.) όαση. obcecación [ομπθεκαθιόν] (ουσΥθηλ.) εμμονή, έντονη επιμονή, obcecar [ομπθεκάρ] (ρ.) 1: τυφλώνω, 2: θολώνω, θαμπώνω, (μτφ.) επισκιά ζω. obedecer [ομπεδεθέρ] (ρ.) 1: υπακούω, ενδίδω, υποχωρώ, 2: οφείλεται. obediencia [ομπεδιένθια] (ουσΥθηλ.) υπακοή, ευπείθεια. obediente [ομπεδιέν'τε] (επίθ.) υπάκουος ευπειθής obelisco [ομπελίσκο] (ουσΥαρσ.) οβε λίσκος obertura [ομπερτούρα] (ουσΥθηλ.) μου σική εισαγωγή, obesidad [ομπεσιδάδ] (ουσΥθηλ.) πα χυσαρκία, obeso [ομπέσο] (επίθ.) παχύσαρκος παχύς. óbice [όμπιθε] (ουσΥαρσ.) κώλυμα, εμπόδιο. obispo [ομπίσπο] (ουσ,/αρσ.) επίσκο πος. obituario [ομπιτουάριο] (ουσΥαρσ.) νε κρολογία σε εφημερίδα, objeción [ομπχεθιόν] (ουσΥθηλ.) αντίρ ρηση, αντιλογία, ένσταση, objetar [ομπχετάρ] (ρ.) αντιτείνω, αντικρούω, αντιτίθεμαι, objetividad [ομπχετιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) αντικειμενικότητα, objetivo [ομπχετίβο] 1: (ουσΥαρσ.) στό χος σκοπός 2: φακός 3: (επίθ.) αντι κειμενικός, objeto [ομπχέτο] (ουσΥαρσ.) 1: αντι κείμενο, 2: σκοπός στόχος, objetor [ομπχετόρ] (ουσΥαρσ.) αντιρρησίας.
oblación [ομπλαθιόν] (ουσΥθηλ.) πρό σφορο. oblea [ομπλέα] (ουσΥθηλ.) όστια. oblicuo [ομπλίκουο] (επίθ.) λοξός πλάγιος. obligación [ομπλιγαθιόν] (ουσΥθηλ.) υποχρέωση, καθήκον, χρέος, obligar [ομπλιγάρ] (ρ.) υποχρεώνω, αναγκάζω, obligatorio [ομπλινατόριο] (επίθ.) υπο χρεωτικός αναγκαστικός oblongo [ομπλόνγκο] (επίθ.) επιμή κης. obnubilarse [ομπνουμπιλάρσε] (ρ.) 1: σαστίζω, 2: θολώνω, obra [όμπρα] (ουσΥθηλ.) 1: έργο, ερ γασία, πράξη, 2: οικοδομή, obrador [ομπραδόρ] (ουσΥαρσ.) ερ γαστήρι. obrar [ομπράρ] (ρ.) 1: ενεργώ, 2: δου λεύω, 3: χτίζω, οικοδομώ, obrerismo [ομπρερίσμο] (ουσΥαρσ.) εργατικό κίνημα, obrero [ομπρέρο] (ουσΥαρσ.) εργά της. obscenidad [ομπσθενιδάδ] (ουσΥθηλ.) αισχρότητα, ανηθικότητα. obsceno [ομπσθένο] (επίθ.) αισχρός ανήθικος πρόστυχος, obsequiar [ομπσεκιάρ] (ρ.) δωρίζω, χαρίζω. obsequio [ομπσέκιο] (ουσΥαρσ.) δώ ρο. observación [ομπσερβαθιόν] (ουσΥθηλ) παρατήρηση, observador [ομπσερβαδόρ] 1: (ουσΥ αρσ.) παρατηρητής, 2: (επίθ.) παρα τηρητικός, obsesionante [ομπσεσιονάντε] (επίθ.) έμμονος επίμονος, observar [ομπσερβάρ] (ρ.) 1: παρατη ρώ, 2: τηρώ. observatorio [ομπσερβατόριο] (ουσΥ αρσ.) παρατηρητήριο, αστεροσκο-
396
octogenario πείο. obsesión [ομπσεσιόν] (ουσΥθηλ.) έμ μονη ιδέα. obsesionar [ομπσεσιονάρ] (ρ.) διακα τέχομαι από έμμονες ιδέες, obsesivo [ομπσεσίβο] (επ(θ.) έμμονος επίμονος. obsoleto [ομπσολέτο] (επίθ.) απαρ χαιωμένος πεπαλαιωμένος ξεπερα σμένος πεπερασμένος, obstaculizar [ομπστακουλιθάρ] (ρ.) εμποδίζω, παρεμποδίζω, obstáculo [ομπστόκουλο] (ουσΥαρσ.) εμπόδιο, κώλυμα, obstante [ομπστάντε] (επίρρ.) ηο obstante - ωστόσο, μολονότι, obstetricia [ομπστετρίθια] (ουσΥθηλ.) μαιευτική, obstétrico [ομπστέτρικο] (επίθ.) μαιευ τικός. obstinación [ομπστιναθιόν] (ουσΥθηλ.) ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, επιμονή, obstinado [ομπστινάδο] (επίθ.) ισχυρογνώμονας πεισματάρης επίμο νος. obstinarse [ομπστινάρσε] (ρ.) επιμέ νω, εμμένω, πεισμώνω, obstrucción [ομπστρουκθιόν] (ουσΥ θηλ.) απόφραξη, παρεμπόδιση, πα ρακώλυση, κωλυσιεργία, obstruir [ομπστρουίρ] (ρ.) αποφράζω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, obtención [ομπτενθιόν] (ουσΥθηλ.) απόκτηση, obtener [ομπτενέρ] (ρ.) αποκτώ, παίρ νω, εξασφαλίζω, κατακτώ, obtenible [ομπτενίμπλε] (επίθ.) απο κτηθείς obturación [ομπτουραθιόν] (ουσΥθηλ.) έμφραξη, βούλωμα, obturar [ομπτουράρ] (ρ.) φράσσω, βουλώνω, obtuso [ομπτούσο] (επίθ.) 1: αμβλύς 2: αργόστροφος.
obús [ομπούς] (ουσ,/αρσ.) βλήμα, οβί δα. obviar [ομπβιάρ] (ρ.) 1: αποτρέπω, 2: προλαμβάνω, obvio [όμπβιο] (επίθ.) προφανής πρό δηλος κατάφωρος καταφανής φα νερός. oca [όκα] (ουσΥθηλ.) χήνα. ocasión [οκασιόν] (ουσΥθηλ.) ευκαι ρία, περίσταση, αφορμή, ocasional [οκασιονάλ] (επίθ.) περιστασιακός τυχαίος συμπτωματικός. ocasionar [οκασιονάρ] (ρ.) προκαλώ, προξενώ. ocaso [οκάσο] (ουσΥαρσ.) σούρουπο, δειλινό. occidental [οκθιδεντάλ] 1: (ουσΥαρσ.) κάτοικος της δύσης 2: (επίθ.) δυτι κός. occidente [οκθιδέν'τε] (ουσΥαρσ.) δύ ση. occipital [οκθιπιτάλ] (επίθ.) ινιακός, occipucio [οκθιπούθιο] (ουσΥαρσ.) ινίο. occiso [οκθίσο] (επίθ.) δολοφονηθείς φονευθείς. oceánico [οθεάνικο] (επίθ.) ωκεάνιος, océano [οθέανο] (ουσΥαρσ.) ωκεανός, ocio [όθιο] (ουσΥαρσ.) 1: ελεύθερος χρόνος 2: χόμπι, ociosidad [οθιοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) τε μπελιά, οκνηρία, ocioso [οθιόσο] (επίθ.) αργόσχολος τεμπέλης, ocre [όκρε] (ουσΥαρσ.) ώχρα. octaedro [οκταέδρο] (ουσΥαρσ.) οκτάε δρο. octagonal [οκταγονάλ] (επίθ.) οκταγω νικός octágono [οκτάγονο] (ουσΥαρσ.) οκτά γωνο. octavo [οκτάβο] (αριθμ. επίθ.) όγδοος octíngentésimo[oKTixcv'Téo^o] (αριθμ. επίθ.) οκτακοσιοστός, octogenario [οκτοχενάριο] (επίθ.) σγδοη-
397
octogésimo κονταετής. octogésimo [οκτοχέσιμο] (αριθμ. επίθ.) ογδοηκοστός, octano [οκτάνο] (ουσ./αρσ.) οκτάνιο, octubre [οκτούμπρε] (ουσΥαρσ.) Οκτώ βριος. ocular [οκουλάρ] (επίθ.) 1: οφθαλμικός οπτικός 2: αυτόπτης oculista [οκουλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) οφθαλμίατρος, ocultar [οκουλτάρ] (ρ.) αποκρύπτω, oculto [οκούλτο] (επίθ.) 1: κρυφός απόκρυφος 2: (μτφ.) μυστικός, ocupación [οκουπαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απασχόληση, ασχολία, 2: κατοχή, κα τάληψη. ocupado [οκουπάδο] (επίθ.) απασχο λημένος πιασμένος κατειλημμένος, ocupante [οκουπάντε] (ουσΥαρσ.) 1: κατακτητής, 2: κάτοχος θέσης ocupar [οκουπάρ] (ρ.) 1: καταλαμβά νω, κατέχω, 2: απασχολώ, ocuparse [οκουπάρσε] (ρ.) ασχολού μαι. ocurrencia [οκουρένθια] (ουσΥθηλ.) ξαφνική ιδέα, έμπνευση, ocurrir [οκουρίρ] (ρ.) συμβαίνω, ocurrirse [οκουρίρσε] (ρ.) συλλαμβά νω μια ιδέα. ochenta [οτσέν'τα] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) ογδόντα, ocho [ότσο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) οχτώ. ochocientos [οτσοθιέν'τος] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) οκτακόσια, oda [όδα] (ουσ,/θηλ.) ωδή. odiar [οδιάρ] (ρ.) μισώ. odio [όδιο] (ουσΥαρσ.) μίσος, odioso [οδιόσο] (επίθ.) απεχθής, μι σητός. odisea [οδίσεα] (ουσΥθηλ.) οδύσσεια, odontología [οδοντολοχία] (ουσΥθηλ.) οδοντολογία. odontólogo [οδοντόλογο] (ουσΥαρσ.)
οδοντίατρος, odorífico [οδορίφικο] (επίθ.) εύοσμος ευώδης, μυρωδάτος odre [όδρε] (ουσΥαρσ.) ασκί κρασιού, oeste [οέστε] (ουσΥαρσ.) δύση. ofender [οφεν'ντέρ] (ρ.) προσβάλλω, θίγω. ofendido [οφεν'ντίδο] (επίθ.) προσβε βλημένος, ofensa [οφένσα] (ουσΥθηλ.) ύβρις προσβολή, ofensiva [οφενσίβα] (ουσΥθηλ.) επί θεση. ofensivo [οφενσίβο] (επίθ.) υβριστι κός προσβλητικός, ofensor [οφενσόρ] 1: (ουσΥαρσ.) πα ραβάτης 2: (επίθ.) προσβλητικός, oferta [οφέρτα] (ουσΥθηλ.) προσφο ρά. oficial [οφιθιάλ] 1: (ουσΥαρσ.) αξιωμα τικός 2: (επίθ.) επίσημος, oficiar [οφιθιάρ] (ρ.) ιερουργώ, χορο στατώ. oficializar [οφιθιαλιθάρ] (ρ.) επισημο ποιώ. oficina [οφιθίνα] (ουσΥθηλ.) γραφείο, oficinista [οφιθινίστα] (ουσΥαρσ.) γραφέας. oficio [οφίθιο] (ουσΥαρσ.) επάγγελμα, ασχολία. oficioso [οφιθιόσο] (επίθ.) ανεπίση μος. ofrecer [οφρεθέρ] (ρ.) προσφέρω, πα ρουσιάζω, ofrecimiento [οφρεθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) προσφορά, πρόταση, ofrenda [οφρέν'ντα] (ουσΥθηλ.) πρό σφορο, αφιέρωμα, ανάθημα, ofrendar [οφρεν'ντάρ] (ρ.) συνεισφέ ρω, συμβάλλω, oftalmología [οφταλμολοχία] (ουσΥ θηλ.) οφθαλμολογία, oftalmólogo [οφταλμόλογο] (ουσΥαρσ.) οφθαλμίατρος.
398
omóplato ofuscación [οφουσκαθιόν] (ουσΥθηλ.) θόλωση, θάμπωμα, επισκότιση, ofuscar [οφουσκάρ] (ρ.) θολώνω, θα μπώνω, επισκιάζω, σκοτίζω, ogro [όγρο] (ουσ./αρσ.) δράκος, oída [οΐδα] (ουσΥθηλ.) ακοή. oído [οΐδο] (ουσΥαρσ.) 1: αυτί, 2: ακοή. oír [οΐρ] (ρ.) ακούω, ojal [οχάλ] (ουσΥαρσ.) κουμπότρυπα, ojalá [οχαλά] (επιφ.) μακάρι!, ojeada [οχεάδα] (ουσΥθηλ.) ματιά, βλέμ μα. ojear [οχεάρ] (ρ.) ρίχνω μια ματιά, ojeras [οχέρας] (ουσΥθηλ.) πληθ. μαύ ροι κύκλοι, ojeriza [οχερίθα] (ουσΥθηλ.) κακεντρέχεια, φθόνος κακία, ojete [οχέτε] (ουσΥαρσ.) 1: τρύπα πε ράσματος κορδονιού, 2: κωλοτρυπίδα, πρωκτός, ojo [όχο] (ουσΥαρσ.) 1: μάτι, οφθαλ μός 2: τρύπα, ola [όλα] (ουσΥθηλ.) κύμα. olé [ολέ] (επιφ.) εύγε! μπράβο!, oleada [ολεάδα] (ουσΥθηλ.) κύμα. oleaginoso [ολεαχινόσο] (επίθ.) ελαιώ δης, λαδωμένος, oleaje [ολεάχε] (ουσΥαρσ.) θαλασσο ταραχή, φουρτούνα, oleicultura [ολεϊκουλτούρα] (ουσΥ θηλ.) ελαιοκαλλιέργεια. óleo [όλεο] (ουσΥαρσ.) μύρο, έλαιο, oleoducto [ολεοδούκτο] (ουσΥαρσ.) πε τρελαιαγωγός oleoso [ολεόσο] (επίθ.) λαδερός, λι παρός. oler [ολέρ] (ρ.) οσφραίνομαι, μυρίζω · huele a naranja - μυρίζει πορτοκάλι, olfacción [ολφακθιόν] (ουσΥθηλ.) μύ ρισμα. olfatear [ολφατεάρ] (ρ.) οσφραίνομαι, οσμίζομαι, μυρίζω, olfativo [ολφατίβο] (επίθ.) οσφραντι κός.
olfato [ολφάτο] (ουσ,/αρσ.) όσφρηση, oligarquía [ολογαρκία] (ουσΥθηλ.) ολι γαρχία. olimpiada [ολιμ'πίαδα] (ουσΥθηλ.) ολυ μπιάδα. olímpico [ολίμ'πικο] (επίθ.) ολυμπια κός. oliscar [ολισκάρ] (ρ.) μυρίζω προσε κτικά. oliva [ολίβα] (ουσΥθηλ.) ελιά (καρπός). olivar [ολιβάρ] (ουσΥαρσ.) ελαιώνας, olivo [ολίβο] (ουσΥαρσ.) ελαιόδεντρο, olmo [όλμο] (ουσΥαρσ.) φτελιά, olor [ολόρ] (ουσΥαρσ.) οσμή, μυρω διά. oloroso [ολορόσο] (επίθ.) μυρωδάτος αρωματισμένος ευώδης, olvidadizo [ολβιδαδίθο] (επίθ.) αμνήμων, επιλήσμων, αμελής ξεχασιάρπς olvidado [ολβιδάδο] (επίθ.) λησμονη μένος ξεχασμένος, olvidar [ολβιδάρ] (ρ.) λησμονώ, αμε λώ, ξεχνώ, olvido [ολβίδο] (ουσΥαρσ.) λησμονιά, λήθη. olla [όγια] (ουσΥθηλ.) κατσαρόλα, χύ τρα. ombligo [ομ'μπλίγο] (ουσΥαρσ.) ομφαλός. omisión [ομισιόν] (ουσΥθηλ.) παρά λειψη. om itir [ομιτίρ] (ρ.) παραλείπω, omnipresente [ομνιπρεσέντε] (επίθ.) πανταχού παρών, omnipotencia [ομνιποτένθια] (ουσΥ θηλ.) παντοδυναμία, omnipotente [ομνιποτέν'τε] (επίθ.) παντοδύναμος, omnisciente [ομνισθιέν'τε] (επίθ.) πα ντογνώστης, omnívoro [ομνίβορο] (επίθ.) παμφά γος. omóplato [ομόπλατο] (ουσΥαρσ.) ωμο
399
onanismo πλάτη. onanismo [ονανίσμο] (ουσΥαρσ.) αυ νανισμός, once [όνθε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) ένδεκα. onceno [ονθένο] (αριθμ. επίθ.) ενδέ κατος. oncología [ονκολοχία] (ουσΥθηλ.) ογκο λογία. onda [όν'ντα] (ουσΥθηλ.) κύμα · onda sonora - ηχητικό κύμα · estar en la onda - είμαι επίκαιρος, ondear [ον'ντεάρ] (ρ.) κυματίζω, ondulación [ον'ντουλαθιόν] (ουσΥ θηλ.) κυματισμός. ondulado [ον'ντουλάδο] (επίθ.) κυμα τοειδής κυματιστός, ondulante [ον'ντουλάν'τε] (επίθ.) κυ ματίζω. ondular [ον'ντουλάρ] (ρ.) κυματίζω, oneroso [ονερόσο] (επίθ.) απεχθής ανυ πόφορος ónice [όνιθε] (ουσΥαρσ.) όνυξ, όνυ χας. onomástico [ονομάστικο] 1: (ουσΥαρσ.) ονομαστική γιορτή, 2: (επίθ.) ονομα στικός onomatopeya [ονοματοπέγια] (ουσΥ θηλ.) ονοματοποιία. O.N.U. [όνου] (ουσ,/θηλ.) Ο.Η.Ε.. onza [όνθα] (ουσΥθηλ.) ουγγιά. onzavo [ονθάβο] (αριθμ. επίθ.) ενδέ κατος opacidad [οπαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: αδιαφάνεια, 2: ανία, βαριεστιμάρα, ατονία. opaco [οπάκο] (επίθ.) αδιαφανής (μτφ.) διεφθαρμένος opalino [οπαλίνο] (επίθ.) οπάλινος. ópalo [όπαλο] (ουσΥαρσ.) οπάλιο. opción [οπθιόν] (ουσΥθηλ.) εκλογή, επιλογή. opcional [οπθιονάλ] (επίθ.) προαιρετι κός επιλεκτικός.
ópera [όπερα] (ουσΥθηλ.) όπερα, operación [οπεραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: επιχείρηση, 2: πράξη, 3: εγχείρηση, operador [οπεραδόρ] (ουσΥαρσ.) χει ριστής operar [οπεράρ] (ρ.) 1: λειτουργώ, 2: πραγματοποιώ, 3: χειρίζομαι, 4: εγ χειρίζω. operarse [οπεράρσε] (ρ.) εγχειρίζομαι, operatorio [οπερατόριο] (επίθ.) χει ρουργικός, opereta [οπερέτα] (ουσΥθηλ.) οπερέ τα. opinar [οπινάρ] (ρ.) σχηματίζω γνώμη, διατυπώνω γνώμη, αποφαίνομαι, φρονώ. opinión [οπινιόν] (ουσΥθηλ.) άποψη, γνώμη, opio [όπιο] (ουσΥαρσ.) όπιο. opíparo [οπίπαρο] (επίθ.) πλουσιοπά ροχος. oponente [οπονέν'τε] (ουσΥαρσ.) αντί παλος πολέμιος αντιτιθέμενος oponer [οπονέρ] (ρ.) αντιτάσσω, απο κρούω. oponerse [οπονέρσε] (ρ.) αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι, oportunidad [οπορτουνιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευκαιρία. oportunismo [οπορτουνίσμο] (ουσΥ αρσ.) καιροσκοπία, οπορτουνισμός, oportunista [οπορτουνίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) καιροσκόπος οπορτουνιστής oportuno [οπορτούνο] (επίθ.) 1: επί καιρος 2: κατάλληλος, oposición [οποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αντίσταση, αντίθεση, αντίδραση, 2: αντιπολίτευση, opositar [οποσιτάρ] (ρ.) λαμβάνω μέ ρος σε εξετάσεις για το δημόσιο το μέα. opositor [οποσιτόρ] (ουσΥαρσ.) υπο ψήφιος πρόσληψης, opresión [οπρεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: κα-
400
orfebre ταπίεση, 2: δύσπνοια, δυσφορία, opresivo [οπρεσίβο] (επίθ.) πνιγηρός, ασφυκτικός καταπιεστικός, opresor [οπρεσόρ] (ουσ./αρσ.) καταπιεστής δυνάστης, oprimir [οπριμίρ] (ρ.) καταπιέζω, καταδυναστεύω. oprobio [σπρόμπιο] (ουσΥαρσ.) όνει δος καταισχύνη, ντροπή, oprobioso [οπρομπιόσο] (επίθ.) επο νείδιστος επαίσχυντος ντροπιαστικός. optar [οπτάρ] (ρ.) επιλέγω, εκλέγω, optativo [οπτατίβο] (επίθ.) προαιρετι κός óptica [ότττικα] (ουσΥθηλ.) οπτική, óptico [όπτικο] 1: (ουσΥαρσ.) οπτικός (επάγγελμα), 2: (επίθ.) οπτικός, optimismo [οπτιμίσμο] (ουσΥαρσ.) αι σιοδοξία. optimista [οπτιμίστα] 1: (ουσΥαρσ.) αι σιόδοξος 2: (επίθ.) αισιόδοξος, óptimo [όπτιμο] (επίθ.) κάλλιστος ιδα νικός άριστος. opuesto [οπουέστο] (επίθ.) αντίθετος ενάντιος αντίπαλος, opulencia [οπουλένθια] (ουσΥθηλ.) πλούτος χλιδή, πληθώρα, αφθονία, ευμάρεια, oquedad [οκεδάδ] (ουσΥθηλ.) κοίλω μα, κοιλότητα, oración [οραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: προ σευχή, 2: φράση, oráculo [οράκουλο] (ουσΥαρσ.) μαντείο, χρησμός orador [οραδόρ] (ουσΥαρσ.) ομιλητής ρήτορας αγορητής, oral [οράλ] (επίθ.) προφορικός orangután [ορανγκουτάν] (ουσΥαρσ.) ουραγκοτάγκος, orar [οράρ] (ρ.) προσεύχομαι, oratorio [ορατόριο] 1: (ουσΥαρσ.) ορα τόριο, προσευχητήριο, 2: (επίθ.) ρη τορικός. 401
orbe [όρμπε] (ουσΥαρσ.) σφαίρα (ου ράνιο σώμα).
órbita [όρμπιτα] (ουσΥθηλ.) 1: τροχιά, πορεία, 2: κόγχη, orbital [ορμπιτάλ] (επίθ.) τροχιακός. orden [όρδεν] 1: (ουσΥαρσ.) (α) τά ξη, (β) διάταξη, (γ) σειρά, 2: (ουσΥ θηλ.) διαταγή, ένταλμα · dar ordenes - δίνω διαταγές · recibir ordenes παίρνω διαταγές, ordenación [ορδεναθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: τακτοποίηση, κατάταξη, διευθέτη ση, 2: χειροτονία. ordenado [ορδενάδο] (επίθ.) τακτικός μεθοδικός, ordenador [ορδεναδόρ] (ουσΥαρσ.) ηλε κτρονικός υπολογιστής ordenamiento [ορδεναμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) διάταγμα, ordenancista [ορδενανθίστα] (επίθ.) τυπικός στην τήρηση των κανόνων, ordenanza [ορδενάνθα] (ουσΥθηλ.) διευ θέτηση, διάταγμα, διάταξη, ordenar [ορδενάρ] (ρ.) διατάζω, διευ θετώ, τακτοποιώ, ordeñar [ορδενιάρ] (ρ.) αρμέγω, ordeño [ορδένιο] (ουσΥαρσ.) άρμεγ μα. ordinal [ορδινάλ] (επίθ.) 1: τακτικός 2: τακτικός (αριθμός). ordinario [ορδινάριο] (επίθ.) συνήθης συνηθισμένος orear [ορεάρ] (ρ.) αερίζω, φρεσκάρω, orégano [ορέγανο] (ουσΥαρσ.) ρίγα νη. oreja [ορέχα] (ουσΥθηλ.) αυτί. orejudo [ορεχούδο] (ουσΥαρσ.) αυτιάς. orfanato [ορφανάτο] (ουσΥαρσ.) ορ φανοτροφείο, orfandad [ορφανδάδ] (ουσΥθηλ.) ορφάνια. orfebre [ορφέμπρε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) χρυσοχόος αργυροχόος.
orfebrería orfebrería [ορφεμπρερία] (ουσ./θηλ.) χρυσοχοΐα, αργυροχοΐα. orgánico [οργάνικο] (επίθ.) 1: οργανι κός, 2: ενόργανος, organillero [οργανιγιέρο] (ουσΥαρσ.) οργανοπαίχτης. organillo [οργανίγιο] (ουσ,/αρσ.) ρομ βία; λατέρνα, organismo [οργανίσμο] (ουσΥαρσ.) ορ γανισμός organización [οργανιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: οργάνωση, διοργάνωση, 2: οργανι σμός organizado [οργανιθάδο] (επίθ.) ορ γανωμένος, organizar [οργανιθάρ] (ρ.) 1: οργανώ νω, διοργανώνω, 2: διευθετώ, órgano [όργανο] (ουσ,/αρσ.) όργανο, orgasmo [οργάσμο] (ουσΥαρσ.) ορ γασμός. orgía [ορχία] (ουσΥθηλ.) όργιο, ακο λασία. orgiástico [ορχιάστικο] (επίθ.) οργια στικός. orgullo [οργούγιο] (ουσΥαρσ.) περη φάνια. orgulloso [οργουγιόσο] (επίθ.) περή φανος αλαζόνας υπεροπτικός, orientación [οριεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) προσανατολισμός, oriental [οριεν'τάλ] (επίθ.) ανατολικός orientar [οριεν'τάρ] (ρ.) προσανατολί ζω, οδηγώ, κατευθύνω, orientarse [οριεν'τάρσε] (ρ.) προσα νατολίζομαι, κατευθύνομαι. oriente [οριέν'τε] (ουσΥαρσ.) ανατο λή. orificio [οριφίθιο] (ουσΥαρσ.) στόμιο, άνοιγμα. origen [ορίχεν] (ουσΥαρσ.) καταγωγή, προέλευση, original [οριχινάλ] 1: (ουσ,/αρσ.) πρω τότυπο, αυθεντικό, 2: (επίθ.) πρωτό τυπος αυθεντικός. 402
originalidad [οριχιναλιδάδ] (ουσΥθηλ.) πρωτοτυπία, εκκεντρικότητα. originar [οριχινάρ] (ρ.) προξενώ, προ καλώ. orilla [ορίγια] (ουσΥθηλ.) 1; άκρη, όχθη, 2: ακρογιαλιά, orín [ορίν] (ουσΥαρσ.) σκουριά, orina [ορίνα] (ουσΥθηλ.) ούρα, κάτουρα. orinal [ορινάλ] (ουσΥαρσ.) ουροδο χείο. orinar [ορινάρ] (ρ.) ουρώ, κατουρώ. oriundo [οριούν'ντο] (επίθ.) προερχό μενος καταγόμενος, orla [όρλα] (ουσΥθηλ.) μπορντούρα, ρέλι. orlar [ορλάρ] (ρ.) περνάω ρέλι. ornamentación [ορναμενταθιόν] (ουσΥ θηλ.) στολισμός διακόσμηση. ornamental [ορναμεν'τάλ] (επίθ.) διακοσμητικός. ornamentar [ορναμεν'τάρ] (ρ.) διακο σμώ, στολίζω, ornamento [ορναμέν'το] (ουσΥαρσ.) κόσμημα, στολίδι, ornar [ορνάρ] (ρ.) διακοσμώ, στολίζω, ornato [ορνάτο] (ουσΥαρσ.) διάκοσμος στολίδι. ornitología [ορνιτολοχία] (ουσΥθηλ.) ορνιθολογία, ornitólogo [ορνιτόλογο] (ουσΥαρσ.) ορνιθολόγος. oro [όρο] (ουσΥαρσ.) χρυσός χρυσά φι. orondo [ορόν'ντο] (επίθ.) 1: διογκωμέ νος 2: ευτραφής χοντρός, orquesta [ορκέστα] (ουσΥθηλ.) ορχή στρα. orquestación [ορκεσταθιόν] (ουσΥ θηλ.) ενορχήστρωση, orquestal [ορκεστάλ] (επίθ.) της ορ χήστρας. orquestar [ορκεστάρ] (ρ.) ενορχηστρώ νω.
O.V.N.I. orquídea [ορκίδεα] (ουσ./θηλ.) ορχι δέα. ortiga [ορτίγα] (ουσ./θηλ.) τσουκνίδα, ortodoxo [ορτοδόξο] (επίθ.) ορθόδο ξος. ortografía [ορτογραφία] (ουσΥθηλ.) ορ θογραφία, ortográfico [ορτογράφικο] (επίθ.) ορ θογραφικός, ortopedia [ορτοπέδια] (ουσΥθηλ.) ορ θοπεδική, oruga [ορούγα] (ουσΥθηλ.) κάμπια, orzuelo [ορθουέλο] (ουσΥαρσ.) κριθα ράκι ματιού, χαλάζιο, os [ος] (προσωπική αντ.) εσείς σας · ¿a qué hora os despertáis? - τι ώρα ξυ πνάτε; · os llamaré m añana - θα σας καλέσω αύριο, osadía [οσαδία] (ουσΥθηλ.) τόλμη, θρά σος αναίδεια, osado [οσάδο] (επίθ.) τολμηρός θρα σύς αναιδής, osamenta [οσαμέν'τα] (ουσΥθηλ.) σκε λετός. osar [οσάρ] (ρ.) τολμώ, έχω θράσος, osario [οσάριο] (ουσΥαρσ.) οστεοφυ λάκιο. oscilación [οσθιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) ταλάντευση, αιώρηση, διακύμανση, oscilar [οσθιλάρ] (ρ.) ταλαντεύομαι, πάλλομαι, αιωρούμαι, διακυμαίνομαι. oscurecer [οσκουρεθέρ] (ρ.) σκοτει νιάζω, συσκοτίζω, oscuridad [οσκουριδάδ] (ουσ,/θηλ.) σκοτάδι, σκότος, oscuro [οσκούρο] (επίθ.) σκοτεινός σκούρος. óseo [όσεο] (επίθ.) οστεώδης ισχνός κοκαλιάρης. osezno [οσέθνο] (ουσΥαρσ.) αρκουδάκι, osificación [οσιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) οστεοποίηση, οστέωση, osificarse [οσιφικάρσε] (ρ.) οστεώνομαι, oso [οσο] (ουσΥαρσ.) αρκούδα. 403
ostensible [οστενσίμπλε] (επίθ.) έκδηλος πρόδηλος φανερός, ostentación [οστεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) επίδειξη. ostentar [οστεν'τάρ] (ρ.) 1: επιδεικνύω, 2: κατέχω, ostentoso [οστεντόσο] (επίθ.) πολυτε λής χλιδάτος (καθ.) λουσάτος, osteopatía [οστεοπατία] (ουσΥθηλ.) οστεοπάθεια, ostra [όστρα] (ουσ,/θηλ.) στρείδι, ostracismo [οστραθίσμο] (ουσΥαρσ.) εξοστρακισμός ostricultura [οστρικουλτούρα] (ουσΥθηλ.) οστρεοκαλλιέργεια, οστρεοτροφία. otear [οτεάρ] (ρ.) ατενίζω, otero [οτέρο] (ουσΥαρσ.) λοφίσκος, otitis [οτίτις] (ουσΥθηλ.) ωτίτιδα, otoñal [οτονιάλ] (επίθ.) φθινοπωρινός, otoño [οτόνιο] (ουσΥαρσ.) φθινόπω ρο. otorgar [οτοργάρ] (ρ.) χορηγώ, απο νέμω. otro [ότρο] (επίθ.) άλλος · es otra cosa - είναι άλλο πράγμα · no quiero ni eso ni el otro - δεν θέλω ούτε αυτό ούτε το άλλο. ovación [οβαθιόν] (ουσΥθηλ.) επευφη μία, ζητωκραυγασμός. ovacionar [οβαθιονάρ] (ρ.) επευφημώ, ζητωκραυγάζω, oval [οβάλ] (επίθ.) ωοειδής ovalado [οβαλάδο] (επίθ.) ωοειδής οβάλ. ovario [οβάριο] (ουσΥαρσ.) ωοθήκη, oveja [οβέχα] (ουσΥθηλ.) πρόβατο, ovejuno [οβεχούνο] (επίθ.) πρόβειος, ovillar [οβιγιάρ] (ρ.) τυλίγω σε κουβά ρι, κουβαριάζω. ovillo [οβίγιο] (ουσΥαρσ.) κουβάρι, ovino [οβίνο] (επίθ.) πρόβειος, ovíparo [οβίπαρο] (επίθ.) ωοζωοτόκος. O.V.N.I. [όβνι] (σύντμ.) · objeto volante no identificado - αγνώστου ταυτότη
:lón τας ιπτάμενο αντικείμενο, ovulación [οβουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) ωορ ρηξία, ωοπλασία. óvulo [όβουλο] (ουσ,/αρσ.) ωάριο, oxidación [οξιδαθιόν] (ουσΥθηλ.) οξεί δωση. oxidante [οξιδάν^ε] 1: (ουσΥαρσ.) οξειδωτικό, 2: (επίθ.) οξειδωτικός. oxidar [οξιδάρ] (ρ.) οξειδώνω, óxido [όξιδο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) οξεί διο. oxigenación [οξιχεναθιόν] (ουσΥθηλ.) οξυγόνωση.
404
oxigenado [οξιχενάδο] 1: (ουσΥαρσ.) οξυζενέ, 2: (επίθ.) οξυγονωμένος, oxigenar [οξιχενάρ] (ρ.) οξυγονώνω, oxígeno [οξίχενο] (ουσΥαρσ.) οξυγό νο. oyente [ογιέν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ακροατής ακροάτρια. ozono [οθόνο] (ουσΥαρσ.) όζον · Ια capa de ozono - η τρύπα του όζο ντος.
ραγινωμένος ώριμος (για φρούτα), 2: εξασθενημένος, άχρωμος (για αν Ρ» Ρ [πε] (ουσΥθηλ.) το δέκατο ένατο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, pabellón [παμπεγιόν] (ουσΥαρσ.) πτέ ρυγα, κωνικό αντίσκηνο, pabilo [ παμπίλο] (ουσΥαρσ.) φιτίλι, pábulo [πάμπουλο] (ουσΥαρσ.) τρο φή. paca [πάκα] (ουσΥθηλ.) 1: δέμα, 2: μπάλα μαλλιού ή βαμβακιού, pacato [πακάτο] (επίθ.) άτολμος, συνε σταλμένος, pacer [παθέρ] (ρ.) βοσκώ. paciencia [παθιένθια] (ουσΥθηλ.) υπο μονή. paciente [παθιέν'τε] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ασθενής 2: (επίθ.) υπομονετι κός παθητικός, pacificación [παθιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) ειρήνευση, κατευνασμός pacificador [παθιφικαδόρ] 1: (ουσΥ αρσ.) ειρηνιστής 2: (επίθ.) ειρηνευ τικός. pacificar [παθιφικάρ] (ρ.) ειρηνεύω, κα τευνάζω. pacífico [παθίφικο] (επίθ.) ειρηνικός, pacifismo [παθιφίσμο] (ουσΥαρσ.) ει ρηνισμός, pacifista [παθιφίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ειρηνιστής ειρηνίστρια, 2: (επίθ.) ειρηνιστικός pacotilla [πακοτίγια] (επίθ.) άχρηστος σκάρτος. pactar [πακτάρ] (ρ.) συμφωνώ, συνθη κολογώ. pacto [πάκτο] (ουσΥαρσ.) σύμφωνο, συνθήκη, pachá [πατσά] (ουσΥαρσ.) πασάς, pachanga [πατσάνγκα] (ουσΥθηλ.) γλέντι, πανηγύρι, pachorra [πατσόρα] (ουσΥθηλ.) 1: νωθρότητα, οκνηρία, 2: ηρεμία, pachucho [πατσούτσο] 1: (επίθ.) πα405
θρώπους).
padecer [παδεθέρ] (ρ.) 1: υποφέρω, πάσχω, 2: υπομένω, padecimiento [παδεθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) πάθηση, βάσανο, padrastro [παδράστρο] (ουσΥαρσ.) πατριός. padrazo [παδράθο] (ουσΥαρσ.) πατε ρούλης. padre [πάδρε] (ουσΥαρσ.) πατέρας · los padres - οι γονείς, padrenuestro [πάδρενουέστρο] (ουσΥ αρσ.) το «Πάτερ ημών» (προσευχή). padrino [παδρίνο] (ουσΥαρσ.) 1: ανάδοχος νονός 2: κουμπάρος 3: προ στάτης. padrón [παδρόν] (ουσΥαρσ.) δημοτο λόγιο. paella [παέγια] (ουσΥθηλ.) παέγια (φα γητό).
paga [πάγα] (ουσΥθηλ.) μισθός πλη ρωμή. pagadero [παγαδέρο] (επίθ.) πληρω τέος. pagador [παγαδόρ] (ουσΥαρσ.) πλη ρωτής. pagaduría [παγαδουρία] (ουσΥθηλ.) γραφείο πληρωμών, paganismo [παγανίσμο] (ουσΥαρσ.) ει δωλολατρία, παγανισμός, pagano [παγάνο] 1: (ουσΥαρσ.) ειδω λολάτρης παγανιστής 2: (επίθ.) ειδωλολατρικός. pagar [παγάρ] (ρ.) 1: πληρώνω, 2: ανταποδίδω, ανταμείβω, pagaré [παγαρέ] (ουσΥαρσ.) γραμμά τιο πληρωμής, página [πάχινα] (ουσΥθηλ.) σελίδα, paginación [παχιναθιόν] (ουσΥθηλ.) αρίθμηση σελίδων, σελιδοποίηση, paginar [παχινάρ] (ρ.) αριθμώ σελίδες σελιδοποιώ.
pago pago [πάγο] (ουσ./αρσ.) πληρωμή, país [παΐς] (ουσΥαρσ.) χώρα. paisaje [παϊσάχε] (ουσ./αρσ.) τοπίο, paisanaje [πάίσανάχε] (ουσΥαρσ.) άμα χος πληθυσμός, paisano [παϊσάνο] (ουσ,/αρσ.) συμπα τριώτης, paja [πάχα] (ουσΥθηλ.) άχυρο, pajar [παχάρ] (ουσΥαρσ.) αχυρώνας, pajarera [παχαρέρα] (ουσΥθηλ.) κλου βί. pajarero [παχαρέρο] (ουσΥαρσ.) πτηνοτρόφος. pajarita [παχαρίτα] (ουσΥθηλ.) παπιγιόν. pájaro [πάχαρο] (ουσΥαρσ.) πουλί, paje [πάχε] (ουσΥαρσ.) καμαρώτος υπη ρέτης. pajilla [παχίγια] (ουσΥθηλ.) καλαμάκι για ποτό. pajizo [παχίθο] (επίθ.) αχυρένιος στο χρώμα του άχυρου, pala [πάλα] (ουσΥθηλ.) φτυάρι, palabra [παλάμπρα] (ουσΥθηλ.) λέ ξη, λόγος · decir la última palabra - λέω την τελευταία λέξη · me dió su palabra - μου έδωσε τον λόγο του · palabra clave - λέξη-κλειδί. palabrería [παλαμπρερία] (ουσΥθηλ.) πολυλογία, φλυαρία, palabrota [παλαμπρότα] (ουσΥθηλ.) αι σχρολογία, βωμολοχία, βρισιά, palacete [παλαθέτε] (ουσΥαρσ.) παλατάκι. palaciego [παλαθιέγο] (επίθ.) ανακτο ρικός. palacio [παλάθιο] (ουσΥαρσ.) ανάκτο ρο, παλάτι, μέγαρο, μέλαθρο. palada [παλάδα] (ουσΥθηλ.) φτυαριά, paladar [παλαδάρ] (ουσΥαρσ.) 1: ου ρανίσκος, 2: καλαισθησία, γούστο, paladear [παλαδεάρ] (ρ.) γεύομαι, paladeo [παλαδέο] (ουσΥαρσ.) γευστι κή δοκιμή. 406
paladín [παλαδίν] (ουσΥαρσ.) ιππότης ήρωας. paladino [παλαδίνο] (επίθ.) φανερός δημόσιος, palafito [παλαφίτο] (ουσΥαρσ.) σπίτι χτισμένο πάνω σε πασσάλους στην ακτή. palafrén [παλαφρέν] (ουσΥαρσ.) αρ σενικό άλογο ιππασίας, palafrenero [παλαφρενέρο] (ουσΥ αρσ.) ιπποκόμος palanca [παλάνκα] (ουσΥθηλ.) μοχλός λοστός. palangana [παλανγκάνα] (ουσΥθηλ.) λαβομάνο, νιπτήρας palanqueta [παλανκέτα] (ουσΥθηλ.) μι κρός μοχλός, palatino [παλατίνο] (επίθ.) 1: ανακτο ρικός 2: ουρανικός. palco [πάλκο] (ουσΥαρσ.) θεωρείο, palenque [παλένκε] (ουσΥαρσ.) φρά χτης από πασσάλους paleolítico [παλεολίτικο] (επίθ.) πα λαιολιθικός, paleontología [παλεοντολοχία] (ουσΥ θηλ.) παλαιοντολογία, palestra [παλέστρα] (ουσΥθηλ.) παλαίστρα. paleta [παλέτα] (ουσΥθηλ.) παλέτα, φτυαράκί paletilla [παλετίγια] (ουσΥθηλ.) ωμο πλάτη. paleto [παλέτο] (ουσΥαρσ.) χωριάτης βλάχος. paliar [παλιάρ] (ρ.) μετριάζω, καταπραΰνω, απαλύνω, εξομαλύνω, paliativo [παλιατίβο] (επίθ.) καταπρα ϋντικός ανακουφιστικός εξομαλυντικός. palidecer [παλιδεθέρ] (ρ.) χλωμιάζω. palidez [παλιδέθ] (ουσΥθηλ.) χλωμάδα, ωχρότητα, pálido [πάλιδο] (επίθ.) χλωμός ωχρός, paliducho [παλιδούτσο] (επίθ.) χλωμού-
pancarta
palillero [παλιγιέρο] (ουσ./αρσ.) θήκη για οδοντογλυφίδες, palillo [παλίγιο] (ουο./αρο.) 1: οδοντο γλυφίδα, 2: μπαγκέτα ντραμς. palique [παλίκε] (ουσΥαρσ.) φλυαρία, πολυλογία, paliza [παλίθα] (ουσΥθηλ.) ξύλο, ξυλο κόπημα, ξυλοδαρμός, palizada [παλιθάδα] (ουσΥθηλ.) περί φραγμα από πασσάλους, palma [πάλμα] (ουσΥθηλ.) 1: φοίνικας 2: παλάμη, 3: θρίαμβος palmada [παλμάδα] (ουσΥθηλ.) χειρο κρότημα, παλαμάκια, palmar [παλμάρ] 1: (ουσΥαρσ.) φοινι κόδασος 2: (επίθ.) παλαμικός. palmar [παλμάρ] (ρ.) πεθαίνω, palmarés [παλμαρές] (ουσΥαρσ.) πί νακας ονομάτων νικητών, palmario [παλμάριο] (επίθ.) κατάφω ρος ολοφάνερος, palmear [παλμεάρ] (ρ.) χειροκροτώ, χτυ πώ παλαμάκια palmera [παλμέρα] (ουσΥθηλ) φοίνικας palmero [παλμέρο] (ουσΥαρσ.) διασκεδαστής που χτυπάει παλαμάκια στο φλαμένκο. palmeta [παλμέτα] (ουσΥθηλ.) βέργα του δασκάλου, ράβδος, palmo [πάλμο] (ουσΥαρσ.) σπιθαμή, palmetear [παλμοτεάρ] (ρ.) χειροκρο τώ. palmoteo [παλμοτέο] (ουσΥαρσ.) χει ροκρότημα, palo [πάλο] (ουσΥαρσ.) ξύλο, ραβδί, ρόπαλο, μπαστούνι, paloma [παλόμα] (ουσΥθηλ.) περιστέ ριpalomar [παλομάρ] (ουσΥαρσ.) περι στεριώνας palomilla [παλομίγια] (ουσΥθηλ.) πα ξιμάδι βίδας περικόχλιο. palomino [παλομίνο] (ουσΥαρσ.) πι
τσούνι, περιστεράκι, palomita [παλομίτα] (ουσΥθηλ.) ποπ κορν. palomo [παλόμο] (ουσ,/αρσ.) αρσενι κό περιστέρι, palpable [παλπάμπλε] (επίθ.) 1: απτός, χειροπιαστός 2: πρόδηλος προφα νής, οφθαλμοφανής, palpamiento [παλπαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) ψηλάφηση, ψηλάφισμα, πασπάτεμα. palpar [παλπάρ] (ρ.) ψηλαφίζω, πα σπατεύω. palpitación [παλπιταθιόν] (ουσΥθηλ.) παλμός χτυποκάρδι, palpitante [παλπιτάν'τε] (επίθ.) 1βαλλό μενος ταλαντευόμενος 2: ζωντανός palpitar [παλπιτάρ] (ρ.) πάλλω, pálpito [πάλπιτο] (ουσΥαρσ.) προαί σθηση, διαίσθηση, palúdico [παλούδικο] (επίθ.) ελώδης, paludismo [παλουδίσμο] (ουσΥαρσ.) ελονοσία, μαλάρια. palurdo [παλούρδο] (επίθ.) άξεστος, αγροίκος, palustre [παλούστρε] (επίθ.) ελώδης, pámpana [πάμ'πανα] (ουσΥθηλ.) αμπε λόφυλλο. pámpano [πάμ'πανο] (ουσ,/αρσ.) κλη ματόβεργα, pamplina [παμ'πλίνα] (ουσΥθηλ.) ψευ τοκολακεία, pan [παν] (ουσ,/αρσ.) ψωμί· pedazo de pan - κομμάτι ψωμί · es pan comido - είναι εύκολο, pana [πάνα] (ουσΥθηλ.) κοτλέ, panacea [παναθέα] (ουσΥθηλ.) πανά κεια. panadería [παναδερία] (ουα/θηλ.) αρ τοποιείο, φούρνος, panadero [παναδέρο] (ουσΥαρσ.) αρ τοποιός. panal [πανάλ] (ουσΥαρσ.) κηρήθρα, κερήθρα. pancarta [πανκάρτα] (ουσΥθηλ.) πα-
407
pancista vó, πλακάτ. pancista [πανθίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) καιροσκόπος οπορτουνιστής, 2: (επίθ.) καιροσκοπικός. páncreas [πάνκρεας] (ουσΥαρσ.) (Ανατ.) πάγκρεας. pancho [πάντσο] (επίθ.) ήρεμος, ανε νόχλητος, panda [πάν'ντα] 1: (ουσ,/αρσ.) (Ζωολ.) πάντα, 2: (ουσΥθηλ.) παρέα, συντρο φιά. pandemónium [πανδεμόνιουμ] (ουσ./ αρσ.) πανδαιμόνιο, πανζουρλισμός, pandereta [παν'ντερέτα] (ουσΥθηλ.) ντέφι. pandero [πανντέρο] (ουσΥαρσ.) ντέφι, pandilla [παν'ντίγια] (ουσΥθηλ.) παρέα, panecillo [πανεθίγιο] (ουσΥαρσ.) ψω μάκι. panel [πανέλ] (ουσΥαρσ.) ταμπλό. panera [πανέρα] (ουσΥθηλ.) ψωμιέρα, pánfilo [πάνφιλο] (επ(θ.) νωθρός, οκνη ρός αργόστροφος panfletista [πανφλετίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) λιβελογράφος. panfleto [πανφλέτο] (ουσΥαρσ.) λίβελος φυλλάδιο, pánico [πάνικο] (ουσΥαρσ.) πανικός, paniego [πανιέγο] (επίθ.) σιτοπαραγωγικός. panificación [πανιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) παραγωγή ψωμιού, panificar [πανιφικάρ] (ρ.) παρασκευά ζω ψωμί. panorámico [πανοράμικο] (επίθ.) πα νοραμικός, panizo [πανίθο] (ουσΥαρσ.) κεχρί, panoli [πανόλι] (ουσΥαρσ.) βλάκας κόπανος. panorama [πανοράμα] (ουσΥαρσ.) πα νόραμα, θέα. pantalón [παν'ταλόν] (ουσΥαρσ.) πα ντελόνι · pantalones - το παντελόνι · pantalones cortos - κοντό παντελόνι 408
• pantalones largos - μακρύ παντε λόνι · pantalones vaqueros - τζιν παντελόνι, pantalla [παν/τάγια] (ουσΥθηλ.) 1: οθό νη, 2: αμπαζούρ, pantano [πα\/τάνο] (ουσΥαρσ.) 1: έλος βάλτος 2: τεχνητή λίμνη, pantanoso [παν'τανόσο] (επίθ.) βαλτώδης ελώδης, panteísmo [παν'τεΐσμο] (ουσΥαρσ.) παν θεϊσμός panteísta [παν'τεΐστα] 1: (ουσΥαρσ.) πανθεϊστής 2: (επίθ.) πανθεϊστικός. panteón [παν'τεόν] (ουσΥαρσ.) πάνθεον. pantera [παν'τέρα] (ουσΥθηλ.) πάν θηρας. pantomima [παν'τομίμα] (ουσΥθηλ.) παντομίμα, pantorrilla [πα\/τορίγια] (ουσΥθηλ) γά μπα, κνήμη, pantufla [παν'τούφλα] (ουσΥθηλ.) πα ντόφλα. panza [πάνθα] (ουσΥθηλ.) κοιλιά, panzada [πανθάδα] (ουσΥθηλ.) χορ ταστική ποσότητα, τσιμπούσι, φα γοπότι. panzudo [πανθούδο] (επίθ.) κοιλαράς. pañal [πανιάλ] (ουσ,/αρσ.) πάνα. pañería [πανιερία] (ουσΥθηλ.) κατά στημα υφασμάτων, paño [πάνιο] (ουσΥαρσ.) πανί. pañol [πανιόλ] (ουσΥαρσ.) αμπάρι πλοίου. pañoleta [πανιολέτα] (ουσΥθηλ.) τσε μπέρι. pañuelo [πανιουέλο] (ουσΥαρσ.) μα ντίλι. papa1[πάπα] (ουσΥαρσ.) Πάπας. papa2[πάπα] (ουσΥθηλ.) πατάτα, papá [παπά] (ουσΥαρσ.) μπαμπάς, papada [παπάδα] (ουσΥθηλ.) διπλό πηγούνι. papado [παπάδο] (ουσΥαρσ.) το αξίω
paradisiaco μα του Πάπα. papagayo [παπαγάγιο] (ουσΥαρσ.) πα παγάλος, papal [παπάλ] (επίθ.) παπικός, paparrucha [παπαρούτσα] (ουσΥθηλ.) χαζομάρα, ανοησία, papaya [παπάγια] (ουσΥθηλ.) παπά για. papel [παπέλ] (ουσΥαρσ.) 1: χαρτί, 2: ρόλος · papel de aluminio - αλουμι νόχαρτο · papel higuiénico - χαρτί υγείας · papel de fumar - χαρτά κι για στριφτό τσιγάρο · papel de protagonista - πρωταγωνιστικός ρόλος. papeleo [παπελέο] (ουσΥαρσ.) χαρτομάνι. papelera [παπελέρα] (ουσΥθηλ.) κα λάθι των αχρήστων, papelería [παπελερία] (ουσΥθηλ.) χαρ τοπωλείο, papelero [παπελέρο] (επίθ.) χάρτινος, papeleta [παπελέτα] (ουσΥθηλ.) ψη φοδέλτιο, κλήρος, papelón [παπελόν] (ουσΥαρσ.) ρεζι λίκι. papelote [παπελότε] (ουσΥαρσ.) άχρη στο έγγραφο, paperas [παπέρας] (ουσΥθηλ.) πληθ. μαγουλάδες παρωτίτιδα, papilla [παπίγια] (ουσΥθηλ.) πολτός, κρέμα, χυλός, papiro [παπίρο] (ουσΥαρσ.) πάπυρος, papismo [παπισμό] (ουσΥαρσ.) παπι σμός. papista [παπίστα] (ουσΥαρσ.) παπιστής paquebote [πακεμπότε] (ουσΥαρσ.) φε ριμπότ. paquete [πακέτε] (ουσΥαρσ.) δέμα, πακέτο. paquidermo [πακιδέρμο] (επίθ.) παχύ δερμος χοντρόπετσος, par [παρ] 1: (ουσΥαρσ.) ζευγάρι, ταί ρι · un par de zapatos - ένα ζευγάρι
παπούτσια · un par de dias - δύο μέρες 2: (επίθ.) (α) ίδιος (β) ζυγός • números pares - ζυγοί αριθμοί, (αντιθ.) · números impares - μονοί αριθμοί. para [πάρα] (πρόθ.) για 1: (σκοπός) · agua para regar - νερό για πότισμα 2: (χρόνος) · tengo que entregarlo para el fin del mes - πρέπει να το παραδώσω μέχρι το τέλος του μήνα, 3: (κατεύθυνση) · ¿a qué hora sale el avión para Atenas? - τι ώρα φεύγει το αεροπλάνο για Αθήνα; 4: (γνώ μη) · para mi, no tienes que hacerlo - κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να το κάνεις 5: (παραλήπτης) · esta carta es para ti - αυτό το γράμμα είναι για σένα, 6: (παρ' όλο που) · para ser tan bueno, le maltratan - παρ' όλο που είναι τόσο καλός τον κακομεταχειρί ζονται · para que - για να · te lo digo para que entiendas - στο λέω για να καταλάβεις, parabién [παραμπιέν] (ουσΥαρσ.) συγ χαρητήρια, parábola [παράμπολα] (ουσ,/θηλ.) πα ραβολή, αλληγορία, parabólico [παραμπόλικο] (επίθ.) πα ραβολικός αλληγορικός parabrisas [παραμπρίσας] (ουσΥαρσ.) παρμπρίζ. paracaídas [παρακαΐδας] (ουσΥαρσ.) αλεξίπτωτο, paracaidista [παρακαϊδίστα] (ουσΥ αρσ.) αλεξιπτωτιστής parachoques [παρατσόκες] (ουσΥαρσ.) προφυλακτήρας parada [παράδα] (ουσΥθηλ.) στάση, paradero [παραδέρο] (ουσΥαρσ.) δια μονή, τόπος κατοικίας, paradigma [παραδίγμα] (ουσΥαρσ.) πα ράδειγμα. paradisíaco [παραδισίακο] (επίθ.) πα ραδεισιακός.
409
parado parado [παράδο] (επίθ.) 1: ακίνητος, 2: άνεργος, 3: έκπληκτος, paradoja [παραδόχα] (ουσ./θηλ.) πα ράδοξο. paradójico [παραδόχικο] (επίθ.) παρά δοξος. parador [παραδόρ] (ουσΥαρσ.) ξενώ νας, πανδοχείο, parafina [παραφίνα] (ουσΥθηλ.) παρα φίνη. parafrasear [παραφρασεάρ] (ρ.) πα ραφράζω, παρερμηνεύω, paráfrasis [παράφρασις] (ουσΥθηλ.) πα ράφραση, παρερμήνευση. paraguas [παράγουας] (ουσΥαρσ.) ομπρέ λα paragüero [παραγουέρο] (ουσΥαρσ.) ομπρελοθήκη, paraíso [παραΐσο] (ουσΥαρσ.) παρά δεισος. paraje [παράχε] (ουσΥαρσ.) τόπος μέ ρος περιοχή, paralelismo [παραλελίσμο] (ουσ./ αρσ.) παραλληλισμός paralelo [παραλέλο] (επίθ.) παράλλη λος. paralelogramo [παραλελόγραμο] (ουσΥ αρσ.) παραλληλόγραμμο, parálisis [παράλισις] (ουσΥθηλ.) πα ράλυση. paralítico [παραλίτικο] 1: (ουσΥαρσ.) παράλυτος, 2: (επίθ.) παραλυτικός, paralización [παραλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) παράλυση, paralizar [παραλιθάρ] (ρ.) παραλύω, ακινητοποιώ. paralogismo [παραλοχίσμο] (ουσΥαρσ.) παραλογισμός parámetro [παράμετρο] (ουσΥαρσ.) παράμετρος, paramilitar [παραμιλιτάρ] (επίθ.) παραστρατιωτικός. páramo [πάραμο] (ουσΥαρσ.) αφιλό ξενος τόπος. 410
parangón [παρανγκόν] (ουσΥαρσ.) σύ γκριση, παραλληλισμός parangonar [παρανγκονάρ] (ρ.) συ γκρίνω. paranoia [παρανόια] (ουσΥθηλ.) παρά νοια. paranoico [παρανόικο] 1: (ουσΥαρσ.) παράφρων, 2: (επίθ.) παρανοϊκός, parapeto [παραπέτο] (ουσΥαρσ.) προ μαχώνας έπαλξη, paraplejia [παραπλέχια] (ουσΥθηλ.) πα ραπληγία, parapléjico [παραπλέχικο] (επίθ.) πα ραπληγικός, parar [παράρ] (ρ.) σταματώ · sin parar ασταμάτητα, pararrayos [παραράγιος] (ουσΥαρσ.) αλεξικέραυνο, parasitario [παρασιτάριο] (επίθ.) παρασιτικός. parasitismo [παρασιτισμό] (ουσΥαρσ.) παρασιτισμός, parásito [παράσιτο] (ουσΥαρσ.) πα ράσιτο. parasol [παρασόλ] (ουσΥαρσ.) αλεξήλιο, ομπρέλα για τον ήλιο. parcela [παρθέλα] (ουσΥθηλ.) οικόπε δο, αγροτεμάχιο, parcelar [παρθελάρ] (ρ.) τεμαχίζω, parcial [παρθιάλ] (επίθ.) 1: μερικός τμηματικός 2: μεροληπτικός, parcialidad [παρθιαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: μερικότητα, τμηματικότητα, 2: μεροληψία. parco [πάρκο] (επίθ.) φειδωλός συ γκροτημένος, parche [πάρτσε] (ουσΥαρσ.) 1: μπά λωμα, 2: έμπλαστρο, τσιρότο, λευ κοπλάστης, parchear [παρτσεάρ] (ρ.) μπαλώνω, pardillo [παρδίγιο] (ουσΥαρσ.) 1: βλάχος 2: το πουλί γαρδέλι, ακανθίς. pardo [πάρδο] 1: (ουσΥαρσ.) το καφέ χρώμα, καφετί, 2: (επίθ.) σκούρος,
párrafo σκοτεινιασμένος, pareado [παρεάδο] (ουσ/αρσ.) ομοιο κατάληκτο δίστιχο, parear [παρεάρ] (ρ.) ζευγαρώνω, συ νταιριάζω, parecer' [παρεθέρ] (ουσ./αρσ.) 1: άπο ψη, γνώμη, 2: εμφάνιση, παρουσία. parecer2 [παρεθέρ] (ρ.) φαίνομαι, μοιάζω · parece mentira - μοιάζει σαν ψέμμα · ¿qué os parece? - πώς σας φαίνεται;, parecerse [παρεθέρσε] (ρ.) μοιάζω • somos hermanos y por eso nos parecemos tanto - είμαστε αδέρφια και γΓ αυτό μοιάζουμε τόσο. parecido [παρεθίδο] 1: (ουσ./αρσ.) ομοιότητα, 2: (επίθ.) παρόμοιος, 3: εμφανίσιμος, pared [παρέδ] (ουσΥθηλ.) τοίχος, paredón [παρεδόν] (ουσΥαρσ.) μισογκρεμισμένος τοίχος, pareja [παρέχα] (ουσΥθηλ.) ζευγάρι, ζεύγος. parejo [παρέχο] (επίθ.) παρόμοιος, πα ρεμφερής, παραπλήσιος, parentela [παρεν'τέλα] (ουσΥθηλ.) συγγενείς, parentesco [παρεν'τέσκο] (ουσΥαρσ.) συγγένεια · grado de parentesco βαθμός συγγένειας, paréntesis [παρέν'τεσις] (ουσΥαρσ.) παρένθεση, pareo [παρέο] (ουσΥαρσ.) παρεό. paria [πάρια] (ουσΥαρσ.) παρίας. parida [παρίδα] (ουσΥθηλ.) 1: λεχώνα, 2: χαζομάρα, ανοησία, paridad [παριδάδ] (ουσΥθηλ.) ισοτι μία. pariente [παριέν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) συγγενής, parietal [παριετάλ] (ουσΥαρσ.) βρεγ ματικό οστό. parihuela [παριουέλα] (ουσΥθηλ.) φο ρείο. 411
parir [παρίρ] (ρ.) γεννώ, parlamentar [παρλαμεν'τάρ] (ρ.) δια πραγματεύομαι, συζητώ, parlamentario [παρλαμεν'τάριο] (επίθ.) βουλευτικός, κοινοβουλευτικός, parlamento [παρλαμέν'το] (ουσΥαρσ.) βουλή, κοινοβούλιο, parlante [παρλάν'τε] (ουσΥαρσ.) σμι λών, ομιλητής, parlanchín [παρλαντσίν] 1: (ουσΥαρσ.) πολυλογάς, 2: (επίθ.) φλύαρος, parlar [παρλάρ] (ρ.) φλυαρώ, πολυλο γώ. parlotear [παρλοτεάρ] (ρ.) λέω ανοη σίες, μωρολογώ, parloteo [παρλοτέο] (ουσΥαρσ.) λεκτι κές ανοησίες μωρολογία, parné [παρνέ] (ουσΥαρσ.) παραδάκι. paro [πάρο] (ουσΥαρσ.) 1: απεργία, 2: ανεργία. parodia [παρόδια] (ουσΥθηλ.) παρω δία. parodiar [παροδιάρ] (ρ.) παρωδώ, δια κωμωδώ. parótida [παρότιδα] (ουσΥθηλ.) πα ρωτίδα. paroxismo [παροξίσμο] (ουσΥαρσ.) πα ροξυσμός παραλήρημα, parpadear [παρπαδεάρ] (ρ.) βλεφαρίζω, γνέφω. parpadeo [παρπαδέο] (ουσΥαρσ.) βλεφάρισμα. párpado [πάρπαδο] (ουσΥαρσ.) βλέ φαρο. parque [πάρκε] (ουσΥαρσ.) 1: πάρκο, κήπος δρυμός 2: στρατιωτική απο θήκη · parque de atracciones - λούνα παρκ. parqué [παρκέ] (ουσΥαρσ.) παρκέ. parquedad [παρκεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: λιτότητα, οικονομία, 2: ολιγάρκεια, parra [πάρα] (ουσΥθηλ.) κληματαριά, párrafo [πάραφο] (ουσΥαρσ.) παρά γραφος.
parral parral [παράλ] (ουσΥαρσ.) κληματα ριά. parranda [παράν'ντα] (ουσΥθηλ.) γλέντι, ξεφάντωμα. parricida [παριθίδα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) πατροκτόνος. parricidio [παριθίδιο] (ουσΥαρσ.) πα τροκτονία, parrilla [παρίγια] (ουσΥθηλ.) σχάρα · α laparilla - στη σχάρα, párroco [πάροκο] (ουσΥαρσ.) εφημέ ριος. parroquia [παρόκια] (ουσΥθηλ.) ενο ρία, πελατεία, parroquial [παροκιάλ] (επίθ.) ενοριακός. parroquiano [παροκιάνο] (ουσΥαρσ.) ενορίτης. parsimonia [παρσιμόνια] (ουσΥθηλ.) 1: φειδωλότητα, 2: φιλαργυρία, τσι γκουνιά. parsimonioso [παρσιμονιόσο] (επίθ.) 1: φειδωλός 2: φιλάργυρος τσιγκού νης. parte [πάρτε] 1: (ουσΥαρσ.) δελτίο, αναφορά, 2: (ουσΥθηλ.) μέρος κομ μάτι, μερίδιο, πλευρά, partera [παρτέρα] (ουσΥθηλ.) μαμή, μαία. parterre [παρτέρε] (ουσΥαρσ.) παρτέρι. partición [παρτιθιόν] (ουσΥθηλ.) διαμελισμός τεμαχισμός διαίρεση, participación [παρτιθιπαθιόν] (ουσΥ θηλ.) συμμετοχή, participante [παρτιθιπάν'τε] (ουσΥαρσ.) συμμετέχων. participar [παρτιθιπάρ] (ρ.) 1: συμμε τέχω, 2: μοιράζομαι, partícipe [παρτίθιπε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μέτοχος participio [παρπθίπιο] (ουσΥαρσ.) (Γοαμμ.) μετοχή. partícula [παρτίκουλα] (ουσΥθηλ.) μό 412
ριο, σωματίδιο, particular [παρτικουλάρ] (επίθ.) ιδιαί τερος ιδιάζων · en particular - συ γκεκριμένα, particularidad [παρτικουλαριδάδ] (ουσΥ θηλ.) ιδιαιτερότητα, particularizar [παρτικουλαριθάρ] (ρ.) 1: ειδικεύω, συγκεκριμενοποιώ, 2: ανα φέρω λεπτομερώς, partida [παρτίδα] (ουσΥθηλ.) 1: ανα χώρηση, 2: παιχνίδι, 3: παρτίδα, 4: πιστοποιητικό, partidario [παρτιδάριο] (ουσΥαρσ.) οπα δός υπέρμαχος. partidismo [παρτιδίσμο] (ουσΥαρσ.) κομματισμός, partidista [παρτιδίστα] (επίθ.) κομμα τικός. partido [παρτίδο] (ουσΥαρσ.) 1: κόμ μα, 2: αγώνας 3: περιοχή, partir [παρτίρ] (ρ.) 1: κόβω, 2: σπάω, 3: χωρίζω, 4: αναχωρώ, ξεκινώ, partitivo [παρτιτίβο] (επίθ.) μεριστι κός. partitura [παρτιτούρα] (ουσΥθηλ.) παρτιτούρα, parto [πάρτο] (ουσΥαρσ.) 1: γέννα, 2: δημιουργία, parturienta [παρτουριέν'τα] (ουσΥθηλ.) ετοιμόγεννη, λεχώνα, parvedad [παρβεδάδ] (ουσΥθηλ.) το ελάχιστο. parvo [πάρβο] (επίθ.) μικροσκοπικός ελάχιστος, parvulario [παρβουλάριο] (ουσΥαρσ.) νηπιαγωγείο, párvulo [πάρβουλο] (ουσΥαρσ.) νή πιο. pasa [πάσα] (ουσΥθηλ.) σταφίδα, pasable [πασάμπλε] (επίθ.) υποφερ τό ς ανεκτός pasada [πασάδα] (ουσΥθηλ.) 1: πέρα σμα, 2: μηχανογραφία, πανουργία, βρόμικο κόλπο.
pasteurizado pasadero [πασαδέρο] (επίθ.) υποφερ τός. pasadizo [πασαδίθο] (ουσΥαρσ.) πέ ρασμα, διάβαση, pasado [πασάδο] 1: (ουσΥαρσ.) πα ρελθόν, 2: (επίθ.) προηγούμενος πε ρασμένος · el año pasado - πέρυσι, pasador [πασαδόρ] (ουσΥαρσ.) κοκαλάκι μαλλιών, φουρκέτα, pasaje [πασάχε] (ουσΥαρσ.) 1: πέρα σμα, διάβαση, διάπλους 2: επιβατικό κοινό, 3: εισιτήριο, 4: στοά, 5: ενότη τα, απόσπασμα. pasajero [πασαχέρο] 1: (ουσΥαρσ.) επιβάτης 2: (επίθ.) περαστικός φευ γαλέος εφήμερος, pasamanos [πασαμάνος] (ουσΥαρσ.) κουπαστή, pasante [πασάντε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ασκούμενος/η, διπλωματούχος pasaporte [πασαπόρτε] (ουσΥαρσ.) διαβατήριο, pasar [πασάρ] (ρ.) 1: περνώ, διαβαί νω, 2: συμβαίνει · el tiempo pasa rápido - o καιρός περνάει γρήγορα · pasarlo bien - περνάω καλά (διασκε δάζω) · tienes que pasar por la orilla - πρέπει να διαβείς την ακτή · es la tercera vez que pasa esto -είναι η τρί τη φορά που συμβαίνει αυτό · pasar por encima - παραβλέπω, pasarela [πασαρέλα] (ουσΥθηλ.) 1: γέφυρα για τη διάβαση πεζών, 2: πα σαρέλα. pasatiempo [πασατιέμ'πο] (ουσΥαρσ.) ψυχαγωγία, pascua [πάσκουα] (ουσΥθηλ.) Πάσχα, pascual [πασκουάλ] (επίθ.) πασχαλιά τικος πασχαλινός pase [πάσε] (ουσΥαρσ.) 1: κάρτα ελευθέρας πάσο, 2: άδεια, paseante [πασεάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) διαβάτης περαστικός pasear [πασεάρ] (ρ.) κάνω περίπατο.
paseo [πασέο] (ουσΥαρσ.) περίπατος βόλτα. pasillo [πασίγιο] (ουσΥαρσ.) διάδρο μος. pasión [πασιόν] (ουσΥθηλ.) πάθος pasional [πασιονάλ] (επίθ.) περιπαθής παράφορος γεμάτος πάθος, pasividad [πασιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) απά θεια, παθητικότητα. pasivo [πασίβο] (επίθ.) παθητικός ασυγκίνητος απαθής, pasmado [πασμάδο] (επίθ.) κατάπλη κτος έκπληκτος σα<πισμένος. pasmar [πασμάρ] (ρ.) αποσβολώνω, καταπλήσσω, pasmo [πάσμο] (ουσΥαρσ.) κατάπλη ξη, έκπληξη, pasmoso [πασμόσο] (επίθ.) καταπλη κτικός εκπληκτικός, paso [πάσο] (ουσΥαρσ.) 1: βήμα, βάδι σμα, βηματισμός 2: διάβαση, πέρα σμα, (μτφ.) μετάβαση, pasquín [πασκίν] (ουσΥαρσ.) σατιρική αφίσα. pasta [πάστα] (ουσΥθηλ.) 1: κρέμα, 2: ζύμη, 3: ζυμαρικό, 4: βούτημα, 5: χαρακτήρας πάστα, 6: εξώφυλλο, 7: χρήματα · pasta de dientes- οδο ντόκρεμα · tiene mucha pasta- έχει πολλά χρήματα, pastar [παστάρ] (ρ.) βοσκώ. pastel [παστέλ] (ουσΥαρσ.) 1: πάστα, γλυκό, κέικ, πίτα, 2: κόλπο, pastelería [παστελερία] (ουσΥθηλ.) ζαχαροπλαστείο, pastelero [παστελέρο] (ουσΥαρσ.) ζα χαροπλάστης, pastilla [παστίγια] (ουσΥθηλ.) δισκίο, χάπι, παστίλια, pastizal [παστιθάλ] (ουσΥαρσ.) βοσκό τοπος pasteurización [παστεουριθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) παστερίωση, pasteurizado [παστεουριθάδο] (επίθ.)
413
pasteurlzar παστεριωμένος, pasteurizar [παστεουριθάρ] (ρ.) πα στεριώνω, pasto [πάστο] (ουσ./αρσ.) βοσκή. pastor [παστόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: βοσκός, ποιμένας, 2: ιερέας, pastoral [παστοράλ] (επίθ.) 1: ποιμενικός/2: βουκολικός, pata [πάτα] (ουσ./θηλ.) πόδι ζώου ή επίπλου · a patas - περπατώντας, patada [πατάδα] (ουσ,/θηλ.) κλωτσιά, patalear [παταλεάρ] (ρ.) κλωτσώ, patán [πατάν] (ουσΥαρσ.) αγροίκος άξεστος. patata [πατάτα] (ουσΥθηλ.) πατάτα, patatal [πατατάλ] (ουσΥαρσ.) χωράφι με πατάτες, patatero [πατστέρο] (ουσΥαρσ.)παραγωγός πατάτας patatús [πατατούς] (ουσΥαρσ.) ζαλά δα, λιποθυμία, patear [πατεάρ] (ρ.) ποδοπατώ, patentado [πατεντάδο] (επίθ.) κατο χυρωμένος, patentar [πατεντάρ] (ρ.) κατοχυρώνω, πατεντάρω, patente [πατέν'τε] 1: (ουσΥθηλ.) δί πλωμα, πατέντα, ευρεσιτεχνία, 2: (επίθ.) φανερός, πρόδηλος patentizar [πατεντιθάρ] (ρ.) εκδηλώ νω. pateo [πατέο] (ουσΥαρσ.) χτύπημα με τα πόδια. paternal [πατερνάλ] (επίθ.) πατρικός, paternidad [πατερνιδάδ] (ουσΥθηλ.) πατρότητα, paterno [πατέρνο] (επίθ.) πατρικός patético [πατέτικο] (επίθ.) συγκινητι κός μελοδραματικός, patetismo [πατετίσμο] (ουσΥαρσ.) συ γκίνηση. patiabierto [πατιαμπιέρτο] (επίθ.) στραβοκάνης στραβοπόδης patíbulo [πατίμπουλο] (ουσΥαρσ.) αγ 414
χόνη, ικρίωμα, βρόχος patilla [πατίγια] (ουσΥθηλ.) 1: φαβορί τα, 2: βραχίονας των γυαλιών, patín [πατίν] (ουσΥαρσ.) πατίνι, patinaje [πατινάχε] (ουσ,/αρσ.) πατινάζ. patinar [πατινάρ] (ρ.) κάνω πατινάζ, ολισθαίνω, patinazo [πατινάθο] (ουσΥαρσ.) 1: γλί στρημα, πατινάρισμα, 2: γκάφα. patinete [πατινέτε] (ουσΥαρσ.) πατίνι, patio [πάτιο] (ουσΥαρσ.) 1: αυλή, 2: πλατεία θεάτρου, 3: φωταγωγός 4: αίθριο. patitieso [πατιτιέσο] (επίθ.) παραλυ μένος. patizambo [πατιθάμπο] (επίθ.) στραβοκάνης. pato [πάτο] (ουσΥαρσ.) πάπια, patochada [πατοτσάδα] (ουσΥθηλ.) αδεξιότητα, γκάφα. patógeno [πατόχενο] (επίθ.) παθογενής patología [πατολοχία] (ουσΥθηλ.) πα θολογία. patológico [πατολόχικο] (επίθ.) παθο λογικός. patólogo [πατόλογο] (ουσΥαρσ.) πα θολόγος. patoso [πατόσο] (επίθ.) 1: άγαρμπος άχαρος 2: που περπατάει σαν πά πια. patraña [πατράνια] (ουσΥθηλ.) χάλκευ μα, πλαστογραφία, παραχάραξη, patria [πάτρια] (ουσ,/θηλ.) γενέτειρα, πατρίδα. patriarca [πατριάρκα] (ουσΥαρσ.) πα τριάρχης, γενάρχης προπάτορας patriarcado [πατριαρκάδο] (ουσΥαρσ.) πατριαρχία, patricio [πατρίθιο] (ουσΥαρσ.) πατρί κιος, ευγενής. patrimonial [πατριμονιάλ] (επίθ.) κλη ρονομικός.
pecar patrimonio [πατριμόνιο] (ουσ,/αρσ.) κληρονομιά · patrimonio histórico ιστορική κληρονομιά, patrio [πάτριο] (επίθ.) γενέθλιος. patriota [πατριότα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) πατριώτης, πατριώτισσα. patriótico [πατριότικο] (επίθ.) πατριω τικός. patriotismo [πατριοτίσμο] (ουσΥαρσ.) πατριωτισμός, patrocinador [πατροθιναόόρ] 1: (ουσ./ αρσ.) υποστηρικτής προστάτης 2: (επίθ.) προστατευτικός, patrocinar [πατροθινάρ] (ρ.) υποστη ρίζω, πατρονάρω, προστατεύω, patrocinio [πατροθίνιο] (ουσΥαρσ.) αι γίδα, υποστήριξη, προστασία, patrón [πατρόν] (ουσΥαρσ.) 1: προστά της 2: αφεντικό, 3: οικοδεσπότης patronal [πατρονάλ] (επίθ.) εργοδοτικός. patronato [πατρονάτο] (ουσΥαρσ.) αι γίδα, προστασία, patronímico [πατρονίμικο] 1: (ουσ./ αρσ.) πατρώνυμο, 2: (επίθ.) πατρω νυμικός. patrono [πατρόνο] (ουσΥαρσ.) 1: ερ γοδότης, 2: προστάτης, patrulla [πατρούγια] (ουσΥθηλ.) περί πολος. patrullar [πατρουγιάρ] (ρ.) περιπολώ. patrullero [πατρουγιέρο] (επίθ.) περιπολικός. paulatino [παουλατίνο] (επίθ.) βαθ μιαίος σταδιακός, pauperismo [παουπερίσμο] (ουσΥαρσ.) ένδεια, φτώχεια, ανέχεια, εξαθλίωση, pauperización [παουπεριθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) πτώχευση, πενία, paupérrimo [παουπέριμο] (επίθ.) πάμπτωχος φουκαράς, pausa [πάουσα] (ουσΥθηλ.) παύση, ανάπαυλα, διακοπή, διάλειμμα, pausado [παουσάδο] (επίθ.) αργός 415
βραδυκίνητος, pauta [πάουτα] (ουσΥθηλ.) κανόνας πρότυπο, νόρμα, pava [πάβα] (ουσΥθηλ.) γαλοπούλα, pavimentación [παβιμεν'ταθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: λιθόστρωση, 2: κατασκευή πεζοδρομίου, pavimentar [παβιμεν'τάρ] (ρ.) 1: λιθο στρώνω, 2: ασφαλτοστρώνω, 3: πλακοςττρώνω. pavimento [παβιμέν'το] (ουσΥαρσ.) ^πά τωμα, 2: λιθόστρωτο, 3: πλακόστρωτο, pavo [πάβο] (ουσΥαρσ.) γαλοπούλα, pavón [παβόν] (ουσΥαρσ.) παγόνι, pavonearse [παβονεάρσε] (ρ.) καυχιέ μαι, καμαρώνω, κομπάζω, υπερηφανεύομαι. pavoneo [παβονέο] (ουσΥαρσ.) κόρδωμα, κομπασμός καμάρωμα. pavor [παβόρ] (ουσ,/αρσ.) φρίκη, τρό μος. pavoroso [παβορόσο] (επίθ.) φρικαλέος τρομακτικός, payasada [παγιασάδα] (ουσΥθηλ.) γε λοιότητα. payaso [παγιάσο] (ουσΥαρσ.) παλιά τσος, κλόουν, paz [παθ] (ουσΥθηλ.) 1: ειρήνη, 2: ησυ χία. pazguato [παθγουάτο] (επίθ.) 1: απλοϊ κός 2: εύπιστος ευκολόπιστος, pe [πε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του γράμματος «Ρ». peaje [πεάχε] (ουσΥαρσ.) διόδια, peana [πεάνα] (ουσΥθηλ.) βάθρο, βάση, υποστάτης, peatón [πεατόν] (ουσΥαρσ.) πεζός, peca [πέκα] (ουσΥθηλ.) φακίδα, pecado [πεκάδο] (ουσΥαρσ.) αμάρτη μα, αμαρτία, pecador [πεκαδόρ] (επίθ.) αμαρτωλός, pecaminoso [πεκαμινόσο] (ουσΥαρσ.) αμαρτάνων. pecar [πεκάρ] (ρ.) αμαρτάνω, σφάλλω.
pecera pecera [πεθέρα] (ουσΥθηλ.) γυάλα ψα ριού. pecoso [πεκόσο] (επίθ.) με φακίδες, pectoral [πεκτοράλ] (επίθ.) θωρακικός στηθικός. peculiar [πεκουλιάρ] (επίθ.) ιδιαίτερος χαρακτηριστικός ιδιόμορφος, peculiaridad [πεκουλιαριδάδ] (ουσΥ θηλ.) ιδιομορφία, ιδιορρυθμία, pecunia [πεκούνια] (ουσΥθηλ.) χρήμα τα, λεφτά, pecuniario [πεκουνιάριο] (επίθ.) χρη ματικός. pecho [πέτσο] (ουσΥαρσ.) στήθος, pechuga [πετσούγα] (ουσΥθηλ.) στή θος πουλερικού, pedagogía [πεδαγογία] (ουσΥθηλ.) παιδαγωγία, παιδαγωγική, pedagogo [πεδαγόγο] (ουσΥαρσ.) παι δαγωγός pedal [πεδάλ] (ουσΥαρσ.) πετάλι, πε ντάλ, ποδομοχλός, pedalada [πεδαλάδα] (ουσΥθηλ.) πενταλιά. pedalear [πεδαλεάρ] (ρ.) ποδηλατώ. pedante [πεδάν'τε] (επίθ.) σχολαστι κός λεπτομερής, pedantería [πεδαν'τερία] (ουσΥθηλ.) σχολαστικότητα, τυπικότητα. pedantesco [πεδαν'τέσκο] (επίθ.) σχο λαστικός τυπικός, pedazo [πεδάθο] (ουσ,/αρσ.) κομμάτι • a pedazos - κομματάκια, pederasta [πεδεράστα] (ουσΥαρσ.) παιδεραστής pederastía [πεδεράστια] (ουσΥθηλ.) παιδεραστία, pedernal [πεδερνάλ] (ουσΥαρσ.) πυ ρόλιθος πυριτόλιθος, pedestal [πεδεστάλ] (ουσΥαρσ.) υπό βαθρο, υποστήριγμα, θεμέλιο, βά θρο. pedestre [πεδέστρε] (ουσΥαρσ.) πεζός, pediatra [πεδιάτρα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) 416
παιδίατρος, pediatría [πεδιατρία] (ουσΥθηλ.) παι διατρική. pedicuro [πεδικούρο] (ουσΥαρσ.) θε ραπευτής κάλων, πεντικιουρίστας. pedido [πεδίδο] (ουσΥαρσ.) παραγγε λία, εντολή, pedigrí [πεδιγρί] (ουσ,/αρσ.) πιστο ποιητικό γνησιότητας ζώου. pedigüeño [πεδιγουένιο] (ουσΥαρσ.) επέτης ζητιάνος pedir [πεδίρ] (ρ.) 1: ζητώ, 2: παραγγέλ νω · pedir un favor - ζητάω μια χάρη · pedir comida - παραγγέλνω φαγητό, pedo [πέδο] (ουσΥαρσ.) πορδή, κλανιά. pedorrero [πεδορέρο] (επίθ.) κλανιάΡΠζ· pedrada [πεδράδα] (ουσΥθηλ.) λιθο βολισμός πετροβόλημα, pedregal [πεδρεγάλ] (ουσΥαρσ.) πετρότοπος. pedregoso [πεδρεγόσο] (επίθ.) πετρώ δης pedrera [πεδρέρα] (ουσΥθηλ.) λατο μείο. pedrería [πεδρερία] (ουσΥθηλ.) πολύ τιμοι λίθοι, pedrisco [πεδρίσκο] (ουσΥαρσ.) χο ντρό χαλάζι, pedrusco [πεδρούσκο] (ουσΥαρσ.) κοτρώνα. pedúnculo [πεδούνκουλο] (ουσΥαρσ.) κοτσάνι, μίσχος, pega [πέγα] (ουσΥθηλ.) εμπόδιο, δυ σκολία, κώλυμα, pegadizo [πεγαδίθο] (επίθ.) κολλητι κός. pegajoso [πεγαχόσο] (επίθ.) 1: κολλώ δης 2: ενοχλητικός pegamento [πεγαμέν'το] (ουσΥαρσ.) κόλλα. pegar [πεγάρ] (ρ.) 1: κολλώ, συγκολ λώ, 2: δέρνω, χτυπώ, 3: ταιριάζω ·
peluquero pegar los trozos - κολλάω τα κομ μάτια · pegar a alguien - χτυπώ κά ποιον · el blanco pega con todos los colores - το άσπρο ταιριάζει με όλα
τα χρώματα, pegatina [πεγατίνα] (ουσΥθηλ.) αυτο κόλλητο. pegote [πεγότε] (ουσ./αρσ.) 1: άτεχνο μπάλωμα, 2: έμπλαστρο, λευκοπλά στης. peinado [πεϊνάδο] (ουσ./αρσ.) χτένι σμα. peinador [πειναδόρ] (ουσΥαρσ.) κομ μωτής. peinar [πεϊνάρ] (ρ.) χτενίζω, peinarse [πείνάρσε] (ρ.) χτενίζομαι, peine [πέινε] (ουσΥαρσ.) χτένα, χτένι, peineta [πεϊνέτα] (ουσΥθηλ.) διακοσμητικό χτενάκι, pejiguera [πεχιγέρα] (ουσΥθηλ.) φα σαρία, μπελάς, pela [πέλα] (ουσΥθηλ.) ξεφλούδισμα. pelado [πελάδο] (επίθ.) 1: γυμνός, 2: φαλακρός άτριχος peladura [πελαδούρα] (ουσΥθηλ.) ξε φλούδισμα. pelagatos [πελαγάτος] (επίθ.) 1: κακο μοίρης 2: φτωχός άπορος, pelaje [πελάχε] (ουσΥαρσ.) τρίχωμα, pelambre [πελάμ'μπρε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) 1: δέρας τομάρι, 2: τούφα μαλ λιών. pelar [πελάρ] (ρ.) 1: κουρεύω, 2: ξε φλουδίζω, μαδώ. peldaño [πελδάνιο] (ουσΥαρσ.) σκαλο πάτι. pelea [πελέα] (ουσΥθηλ.) φιλονικία, καβγάς. pelear [πελεάρ] (ρ.) 1: παλεύω, 2: φι λονικώ, τσακώνομαι, μαλώνω, κα βγαδίζω. pelearse [πελεάρσε] (ρ.) φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, τσακώνομαι, pelele [πελέλε] (ουσΥαρσ.) ανδρείκε
λο, ομοίωμα, peleón [πελεόν] (ουσ,/αρσ.) καβγα τζής σαματατζής, peletería [πελετερία] (ουσΥθηλ.) 1: γουναράδικο, 2: γουνεμπορική, peletero [πελετέρο] (ουσΥαρσ.) γουναράς. pelícano [πελίκανο] (ουσΥαρσ.) πελε κάνος. película [πελίκουλα] (ουσΥθηλ.) 1: ται νία, φιλμ, 2: πέτσα · película de terror - ταινία τρόμου, peligrar [πελιγράρ] (ρ.) κινδυνεύω, peligro [πελίγρο] (ουσΥαρσ.) κίνδυνος, peligrosidad [πελιγροσιδάδ] (ουσΥθηλ.) επικινδυνότητα. peligroso [πελιγρόσο] (επίθ.) επικίν δυνος επίφοβος, pelillo [πελίγιο] (ουσΥαρσ.) ασημαντότητα, ψιλοπράγμα. pelirrojo [πελιρόχο] (επίθ.) κοκκινο μάλλης pelma [πέλμα] (επίθ.) ανιαρός πληκτι κός βαρετός, pelo [πέλο] (ουσΥαρσ.) τρίχα, μαλλί, pelón [πελόν] (επίθ.) φαλακρός, pelota [πελότα] (ουσΥθηλ.) μπάλα, τόπι. pelotera [πελοτέρα] (ουσΥθηλ.) μεγά λος καβγάς τσακωμός, pelotillero [πελοτιγιέρο] (ουσΥαρσ.) κόλακας. pelotón [πελοτόν] (ουσΥαρσ.) πλήθος όχλος. peluca [πελούκα] (ουσΥθηλ.) περού κα. peluche [πελούτσε] (ουσΥαρσ.) λούτρινο κουκλάκι. peludo [πελούδο] (επίθ.) μαλλιαρός τριχωτός. peluquería [πελουκερία] (ουσΥθηλ.) κομμωτήριο, peluquero [πελουκέρο] (ουσΥαρσ.) κομμωτής.
417
peluquín peluquín [πελουκίν] (ουσ/αρσ.) περουκίνι. pelusa [πελούσα] (ουσ./θηλ.) χνούδι, pelviano [πελβιάνο] (επίθ.) πυελικός, pelvis [πέλβις] (ουσΥθηλ.) λεκάνη, pellejería [πεγιεχερία] (ουσΥθηλ.) βυρ σοδεψείο, ταμπάκικο, pellejero [πεγιεχέρο] (ουσΥαρσ.) βυρ σοδέψης. pellejo [πεγιέχο] (ουσΥαρσ.) τομάρι, δέρμα. pelliza [πεγίθα] (ουσΥθηλ.) κοντογούpellizcar [πεγιθκάρ] (ρ.) τσιμπώ, pellizco [πεγίθκο] (ουσΥαρσ.) τσίμπη μα. pena [πένα] (ουσΥθηλ.) 1: λύπη, θλίψη, 2: ποινή, 3: κόπος, penacho [πενάτσο] (ουσΥαρσ.) λοφίο, περικεφαλαία, penado [π^νάδο] 1: (ουσΥαρσ.) βαρυ ποινίτης ι ατάδικος 2: (επίθ.) οδυνη ρός βασανιστικός σπαραχτικός, penal [πενάλ] 1: (ουσΥαρσ.) φυλακή, 2: (επίθ.) ποινικός penalidad [πεναλιδάδ] (ουσΥθηλ.) δυ σκολία, ταλαιπωρία, βάσανο, penalista [πεναλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ποινικολόγος. penalización [πεναλιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) ποινικοποίηση. penalizar [πεναλιθάρ] (ρ.) ποινικοποιώ. penalti [πενάλτι] (ουσΥαρσ.) πέναλτι. penar [πενάρ] (ρ.) υποφέρω, τιμωρώ, pendejo [πεν'ντέχο] (ουσΥαρσ.) 1: βλά κας 2: δειλός φοβητσιάρης, pendencia [πεν'ντένθια] (ουσΥθηλ.) φιλονικία, καβγάς, pendenciero [πεν'ντενθιέρο] (επίθ.) φιλόνικος εριστικός καβγατζής, pender [πεν'ντέρ] (ρ.) κρέμομαι, αιωρούμαι. pendiente [πεν'ντιέν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) 418
σκουλαρίκι, 2: (ουσΥθηλ.) κλίση, κα τηφόρα, 3: (επίθ.) εκκρεμής, μετέω ρος κρεμάμενος. pendón [πεν'ντόν] (ουσΥαρσ.) λάβα ρο, σημαία, péndulo [πέν'ντουλο] (ουσΥαρσ.) εκ κρεμές, pene [πένε] (ουσΥαρσ.) πέος. penetrabilidad [πενετραμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) διαπερατότητα, διεισδυτικότητα, διορατικότητα, penetrable [πενετράμπλε] (επίθ.) δια περατός διεισδυτικός διορατικός, penetración [πενετραθιόν] (ουσΥθηλ.) διείσδυση, penetrante [πενετράν'τε] (επίθ.) διεισ δυτικός διαπεραστικός, penetrar [πενετράρ] (ρ.) διεισδύω, δια περνώ. penicilina [πενιθιλίνα] (ουσΥθηλ.) πενικιλίνη. península [πενίνσουλα] (ουσΥθηλ.) χερ σόνησος peninsular [πενινσουλάρ] (επίθ.) της χερσονήσου, penitencia [πενιτένθια] (ουσΥθηλ.) 1: τιμωρία, 2: μετάνοια, penitenciaría [πενιτενθιαρία] (ουσ./ θηλ.) σωφρονιστικό ίδρυμα, penitenciario [πενιτενθιάριο] 1: (ουσ./ αρσ.) ο εξομολόγος 2: (επίθ.) σω φρονιστικός, penitente [πενιτέν'τε] (επίθ.) μεταμελημένος μετανοημένος. penoso [πενόσο] (επίθ.) θλιβερός οδυ νηρός δυσάρεστος, pensado [πενσάδο] (επίθ.) προμελετημένος. pensador [πενσαδόρ] (ουσΥαρσ.) στο χαστής διανοούμενος φιλόσοφος, pensamiento [πενσαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) 1: σκέψη, λογισμός ιδέα, νους 2: πρόθεση, pensante [πενσάν'τε] (επίθ.) σκεπτό-
percusor μένος. pensar [πενσάρ] (p.) (en) σκέφτομαι, συλλογίζομαι · pienso en ti - σε σκέ φτομαι. pensativo [πενσατίβο] (επίθ.) στοχα στικός σκεπτικός, pensión [πενσιόν] (ουσ./θηλ.) 1: συνταξιοδότηση, σύνταξη, 2: πανσιόν, ξενώνας. pensionado [πενσιονάδο] 1: (ουσΥαρσ.) συνταξιούχος 2: (επίθ.) συνταξιοδοτούμενος pensionista [πενσιονίστα] (ουσ7αρσ.+ θηλ.) 1: συνταξιούχος 2: οικότροφος. pentagonal [πενταγονάλ] (επίθ.) πε νταγωνικός, pentágono [πεντάγονο] (ουσΥαρσ.) πεντάγωνο, pentagrama [πενταγράμα] (ουσΥαρσ.) μουσικό πεντάγραμμο, pentasílabo [πεντασίλαβο] (επίθ.) πε ντασύλλαβος, pentatlón [πεντατλόν] (ουσ,/αρσ.) πέ νταθλο. Pentecostés [πεντεκοστές] (ουσ,/αρσ.) η Πεντηκοστή, penúltimo [πενούλτιμο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) προτελευταίος, penumbra [πενούμ'μπρα] (ουσΥθηλ.) ημίφως μισοσκόταδο, penuria [πενούρια] (ουσΥθηλ.) έλλει ψη, στενότητα, πενία, peña [πένια] (ουσΥθηλ.) 1: βράχος 2: φιλικός κύκλος παρέα, peñasco [πενιάσκο] (ουσΥαρσ.) βρα χότοπος. peñón [πενιόν] (ουσΥαρσ.) μεγάλος βράχος. peón [πεόν] (ουσΥαρσ.) 1: πιόνι, 2: ερ γάτης peonaje [πεονάχε] (ουσΥαρσ.) ομάδα ανειδίκευτων εργατών, peor [πεόρ] 1: (επίθ.) χειρότερος · Julia 419
es la peor coductora que he visto - η
Julia είναι η χειρότερη οδηγός που έχω δει, 2: (επίρρ.) χειρότερα, estoy peor que ayer - είμαι χειρότερα από χθες. pepinillo [πεπινίγιο] (ουσΥαρσ.) αγγουράκι τουρσί, pepino [πεπίνο] (ουσΥαρσ.) αγγούρι, pepita [πεπίτα] (ουσΥθηλ.) 1: κουκού τσι, 2: κόκκος, pepsina [πεπσίνα] (ουσΥθηλ.) πεψίνη, péptico [πέπτικο] (επίθ.) πεπτικός, pequeñez [πεκενιέθ] (ουσΥθηλ.) μι κρότητα, ασημαντότητα. pequeño [πεκένιο] 1: (ουσΥαρσ.) μι κρό παιδί, 2: (επίθ.) μικρός, ασήμα ντος. pera [πέρα] (ουσΥθηλ.) αχλάδι · es del año de la pera - είναι πανάρχαιο. peral [περάλ] (ουσΥαρσ.) αχλαδιά, perborato [περβοράτο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) βορικό άλας. perca [πέρκα] (ουσΥθηλ.) πέρκα, percal [περκάλ] (ουσΥαρσ.) περκάλι (ύφασμα).
percance [περκάνθε] (ουσΥαρσ.) κακοτυχία, ατυχές επεισόδιο, percatarse [περκατάρσε] (ρ.) αντιλαμ βάνομαι, παίρνω είδηση, συνειδητο ποιώ. percepción [περθεπθιόν] (ουσΥθηλ.) αντίληψη, λήψη. perceptible [περθεπτίμπλε] (επίθ.) αντι ληπτός perceptivo [περθεπτίβο] (επίθ.) διορα τικός. perceptor [περθεπτόρ] (ουσΥαρσ.) εισπράκτορας. percibir [περθιμπίρ] (ρ.) αντιλαμβάνο μαι, συνειδητοποιώ, κατανοώ, percusión [περκουσιόν] (ουσΥθηλ.) κρού ση. percusor [περκουσόρ] (ουσΥαρσ.) επι κρουστήρας
percha percha [πέρτσα] (ουσΥθηλ.) κρεμάστρα, perchero [περτσέρο] (ουσΥαρσ.) κα λόγερος, κρεμάστρα, perdedor [περδεδόρ] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) ηττημένος χαμένος, perder [περδέρ] (ρ.) χάνω · pedrer un partido - χάνω έναν αγώνα · perder la paciencia - χάνω την υπομονή μου • no tiene nada que perder - δεν έχει να χάσει τίποτα, perdición [περδιθιόν] (ουσΥθηλ.) κα ταστροφή, χαλασμός, pérdida [πέρδιδα] (ουσΥθηλ.) απώ λεια, χάσιμο, ζημιά, perdido [περδίδο] (επίθ.) 1: χαμένος, 2: αγνοούμενος, perdigar [περδιγάρ] (ρ.) τσιγαρίζω, καβουρδίζω, perdigón [περδιγόν] (ουσ,/αρσ.) σκά γι· perdigonada [περδιγονάδα] (ουσΥθηλ.) βολή σκαγιών. perdiz [περδίθ] (ουσΥθηλ.) πέρδικα, perdón [περδόν] (ουσΥαρσ.) έλεος, συγγνώμη, συγχώρεση. perdonable [περδονάμπλε] (επίθ.) που μπορεί να συγχωρεθεί. perdonar [περδονάρ] (ρ.) συγχωρώ, perdurabilidad [περδουραμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) μεγάλη διάρκεια, perdurable [περδουράμπλε] (επίθ.) μεγάλης διάρκειας, perdurar [περδουράρ] (ρ.) διατηρού μαι, διαιωνίζομαι. perecedero [περεθεδέρο] (εττίθ.) αλ λοιώσιμος, φθαρτός, perecer [περεθέρ] (ρ.) εκλείπω, αφανί ζομαι, χάνομαι, peregrinación [περεγριναθιόν] (ουσΥ θηλ.) προσκύνημα, peregrinaje [περεγρινάχε] (ουσΥαρσ.) προσκύνημα, peregrinar [περεγρινάρ] (ρ.) προσκυ νώ. 420
peregrino [περεγρίνο] (ουσΥαρσ.) προσκυνητής, perejil [περεχίλ] (ουσΥαρσ.) μαϊντα νός. perendengues [περεν'ντένγκες] (ουσΥ αρσ.) στολίδια, μπιχλιμπίδια, perenne [περέν'νε] (επίθ.) αειθαλής αέναος διηνεκής αιώνιος, perentorio [περεν'τόριο] (επίθ.) επεί γων, επιτακτικός, pereza [περέθα] (ουσΥθηλ.) οκνηρία, τεμπελιά. perezoso [περεθόσο] (επίθ.) οκνηρός τεμπέλης χασομέρης, perfección [περφεκθιόν] (ουσΥθηλ.) εντέλεια, τελειότητα, perfeccionamiento [περφεκθιοναμιέν'το] (ουσΥαρσ.) τελειοποίηση, perfeccionar [περφεκθιονάρ] (ρ.) τε λειοποιώ, βελτιώνω, perfeccionista [περφεκθιονίστα] (επίθ.) τελειομανής. perfectamente [περφέκταμεν'τε] (επίρρ.) τέλεια. perfectible [περφεκτίμπλε] (επίθ.) τε λειοποιήσιμος perfecto [περφέκτο] 1: (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) παρακείμενος 2: (επίθ.) τέ λειος. perfidia [περφίδια] (ουσΥθηλ.) απι στία, προδοσία, δολιότητα. pérfido [πέρφιδο] (επίθ.) ύπουλος δό λιος υποχθόνιος, perfil [περφίλ] (ουσΥαρσ.) 1: προφίλ, κατατομή, 2: χαρακτηριστικό, perfilar [περφιλάρ] (ρ.) σκιαγραφώ, διαγράφω, perforación [περφοραθιόν] (ουσΥθηλ.) διάτρηση, τρύπημα, perforador [περφοραδόρ] 1: (ουσΥ αρσ.) διατρητική μηχανή, τρυπάνι, 2: (επίθ.) διατρητικός. perforar [περφοράρ] (ρ.) διατρυπώ, δια περνώ.
permisivo perfumar [περφουμάρ] (ρ.) αρωματί ζω, ευωδιάζω, perfume [περφούμε] (ουσΥαρσ.) άρω μα, ευωδία, perfumería [περφουμερία] (ουσΥθηλ.) 1: αρωματοποιία, 2: αρωματοπωλείο, pergamino [περγαμίνο] (ουσΥαρσ.) περγαμηνή, pérgola [πέργολα] (ουσΥθηλ.) πέρ γκολα. pericardio [περικάρδιο] (ουσΥαρσ.) περικάρδιο, pericarpio [περικάρπιο] (ουσΥαρσ.) περικάρπιο, pericia [περίθια] (ουσΥθηλ.) 1: επιδεξιότητα, 2: εξειδίκευση. perico [περίκο] (ουσΥαρσ.) παπαγα λάκι. periferia [περιφέρια] (ουσΥθηλ.) περι φέρεια. periférico [περιφέρικο] (επίθ.) περιφε ρειακός. perífrasis [περίφρασις] (ουσΥθηλ.) πε ρίφραση. perifrástico [περιφράστικο] (επίθ.) πε ριφραστικός, perilla [περίγια] (ουσΥθηλ.) μουσάκι. perímetro [περίμετρο] (ουσΥαρσ.) πε ρίμετρος. periodicidad [περιοδιθιδάδ] (ουσΥ θηλ.) περιοδικότητα, periódico [περιόδικο] 1: (ουσΥαρσ.) εφημερίδα, 2: (επίθ.) περιοδικός periodismo [περιοδίσμο] (ουσΥαρσ.) δη μοσιογραφία periodista [περισδίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) δημοσιογράφος periodístico [περιοδίστικο] (επίθ.) δη μοσιογραφικός, período [περίοδο] (ουσΥαρσ.) περίο δος εποχή, peripecia [περιπέθια] (ουσΥθηλ.) πε ριπέτεια. perípk) [περίπλο] (ουσΥαρσ.) περίπλους. 421
peripuesto [περιπουέστο] (επίθ.) καλοντυ μένος periquito [περικίτο] (ουσΥαρσ.) παπα γαλάκι. perista [περίστα] (ουσΥαρσ.)/(ουσΥ θηλ.) κλεπταποδόχος, periscopio [περισκόπιο] (ουσΥαρσ.) περισκόπιο, peritaje [περιτάχε] (ουσΥαρσ.) ειδική αναφορά, perito [περίτο] (ουσΥαρσ.) εμπειρο γνώμονας πραγματογνώμων, ειδήμων. perjudicar [περχουδικάρ] (ρ.) 1: βλά πτω, ζημιώνω, 2: αδικώ, perjudicial [περχουδιθιάλ] (επίθ.) βλα βερός επιβλαβής επιζήμιος, perjuicio [περχουίθιο] (ουσΥαρσ.) βλάβη, ζημιά, perjurar [περχουράρ] (ρ.) επιορκώ, ψευδορκώ, perjurio [περχούριο] (ουσΥαρσ.) επι ορκία, ψευδορκία, perjuro [περχούρο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) επίορκος, perla [πέρλα] (ουσΥθηλ.) 1: μαργαρι τάρι, πέρλα, 2: εξαίρετο πρόσωπο, perlado [περλάδο] (επίθ.) μαργαριτα ρένιος. permanecer [περμανεθέρ] (ρ.) παρα μένω. permanencia [περμανένθια] (ουσΥ θηλ.) 1: παραμονή, 2: μονιμότητα, permanente [περμανέν'τε] 1: (ουσΥ θηλ.) περμανάντ, 2: (επίθ.) μόνιμος διαρκής permeabilidad [περμεαμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) διαπερατότητα, διεισδυτικότη τα. permeable [περμεάμπλε] (επίθ.) δια περατός διεισδυτικός permisible [περμισίμπλε] (επίθ.) επι τρεπόμενος επιτρεπτός permisivo [περμισίβο] (επίθ.) ανεκτι
permiso κός. permiso [περμίσο] (ουσΥαρσ.) άδεια, permitir [περμιτίρ] (ρ.) 1: επιτρέπω, 2: ανέχομαι, permuta [περμούτα] (ουσΥθηλ.) 1: αντι μετάθεση, 2: ανταλλαγή, permutable [περμουτάμπλε] (επίθ.) αντιμεταθέσιμος. permutación [περμουταθιόν] (ουσ,/θηλ.) μετάταξη, μετάθεση, permutar [περμουτάρ] (ρ.) 1: μεταθέ τω, μετατάσσω, 2: ανταλλάζω, pernicioso [περνιθιόσο] (επίθ.) κατα στρεπτικός, ολέθριος, βλαβερός, pemil [περνίλ] (ουσΥαρσ.) μπούτι χοι ρινό. perno [πέρνο] (ουσΥαρσ.) μάνταλο, σύρτης πόρτας, pernoctar [περνοκτάρ] (ρ.) διανυκτερεύω. pero [πέρο] (σύνδ.) αλλά, όμως · me gusta pero no lo voy a comprar - μου αρέσει αλλά δε θα το αγοράσω, perogrullada [περογρουγιάδα] (ουσΥ θηλ.) κοινοτοπία, στερεοτυπία, κλι σέ. perol [περόλ] (ουσΥαρσ.) μπρίκι, perola [περόλα] (ουσΥθηλ.) μεγάλο μπρίκι. peroné [περονέ] (ουσΥαρσ.) περόνη, peroración [περοραθιόν] (ουσΥθηλ.) αγόρευση, perorar [περοράρ] (ρ.) αγορεύω, ρη τορεύω, μακρηγορώ, perorata [περοράτα] (ουσΥθηλ.) 1: μακρηγορία, 2: φλυαρία, perpendicular [περπεν'ντικουλάρ] (επίθ.) κάθετος κατακόρυφος perpetración [περπετραθιόν] (ουσΥθηλ.) διάπραξη εγκλήματος ή αδίκημα perpetrar [περπετράρ] (ρ.) διαπράττω έγκλημα ή αδίκημα, perpetuación [περπετουαθιόν] (ουσΥ θηλ.) διαιώνιση, παράταση. 422
perpetuar [περπετουάρ] (ρ.) διαιωνίζω, παρατείνω, perpetuidad [περπετουιδάδ] (ουσΥ θηλ.) αιωνιότητα, perpetuo [περπέτουο] (επίθ.) ισόβιος αιώνιος διηνεκής, perplejidad [περπλεχιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: αμηχανία, αβεβαιότητα, 2: μπέρ δεμα, 3: παραζάλη, perplejo [περπλέχο] (επίθ.) 1: αμήχα νος 2: κατάπληκτος, perra [πέρα] (ουσ,/θηλ.) 1: σκύλα, 2: λεφτά, χρήματα, perrera [περέρα] (ουσΥθηλ.) σπιτάκι σκύλου. perrería [περερία] (ουσΥθηλ.) κακο βουλία, κακία, perrero [περέρο] (ουσΥαρσ.) μπόγιας, perrito [περίτο] (ουσΥαρσ.) 1: κουτάβι, 2: · perrito caliente - χοτ ντογκ. perro [πέρο] 1: (ουσΥαρσ.) σκύλος, 2: (επίθ.) άθλιος κατεστραμμένος θλι βερός. perruno [περούνο] (επίθ.) σκυλίσιος, persecución [περσεκουθιόν] (ουσΥθηλ.) καταδίωξη, κατατρεγμός διωγμός, persecutorio [περσεκουτόριο] (επίθ.) διωκτικός, perseguidor [περσεγιδόρ] (ουσΥαρσ.) διώκτης. perseguir [περσεγίρ] (ρ.) 1: καταδιώ κω, κατατρέχω, 2:κυνηγώ, perseverante [περσεβεράν'τε] (επίθ.) έμμονος επίμονος, perseverancia [περσεβεράνθια] (ουσ./ θηλ.) εμμονή, επιμονή, perseverar [περσεβεράρ] (ρ.) εμμένω, επιμένω. persiana [περσιάνα] (ουσΥθηλ.) στόρι, παραπέτασμα, persignar [περσιγνάρ] (ρ.) κάνω τον σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι. persistencia [περσιστένθια] (ουσΥθηλ.) επιμονή.
pesadumbre persistente [περσιστέν'τε] (επίθ.) επί μονος, έμμονος, persistir [περσιστίρ] (ρ.) (en) επιμένω, εμμένω · ¿sigues persistiendo en tu opinión? - συνεχίζεις να επιμένεις στην άποψή σου;, persona [περσόνα] (ουσ./θηλ.) πρό σωπο, άτομο, personaje [περσονάχε] (ουσΥαρσ.) προσωπικότητα, personal [περσονάλ] 1: (ουσ./αρσ.) προσωπικό, 2: (επίθ.) προσωπικός, personalidad [περσοναλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) προσωπικότητα, personalizar [περσοναλιθάρ] (ρ.) οι κειοποιούμαι, personarse [περσονάρσε] (ρ.) παρου σιάζομαι, εμφανίζομαι, personificación [περσονιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) προσωποποίηση, personificar [περσονιφικάρ] (ρ.) προ σωποποιώ, perspectiva [περσπεκτίβα] (ουσΥθηλ.) 1: προοπτική, 2: άποψη, 3: πιθανότη τα εξέλιξης, perspicacia [περςτπικάθια] (ουσ,/θηλ.) οξυδέρκεια, διορατικότητα, perspicaz [περσπικάθ] (επίθ.) οξυδερ κής διορατικός, perspicuidad [περσπικουιδάδ] (ουσΥ θηλ.) σαφήνεια, διαύγεια, perspicuo [περσπίκουο] (επίθ.) σαφής διαυγής. persuadir [περσουαδίρ] (ρ.) μεταπεί θω. persuasión [περσουασιόν] (ουσΥθηλ.) πειστικότητα, πειθώ, persuasivo [περσουασίβο] (επίθ.) πει στικός pertenecer [περτενεθέρ] (ρ.) ανήκω, pertenencia [περτενένθια] (ουσΥθη ..) ιδιοκτησία, περιουσία, perteneciente [περτενεθιέν'τε] (επίθ.) ανήκων. 423
pértiga [πέρτιγα] (ουσΥθηλ.) στύλος κοντάρι. pertinaz [περτινάθ] (επίθ.) επίμονος πεισματάρης ισχυρογνώμων. pertinencia [περτινένθια] (ουσΥθηλ.) συνάφεια, σχέση, pertinente [περτινέν'τε] (επίθ.) κατάλ ληλος ενδεδειγμένος. pertrechar [περτρετσάρ] (ρ.) προμη θεύω, εφοδιάζω, pertrechos [περτρέτσος] (ουσΥαρσ.) πληθ. προμήθειες εφόδια, perturbado [περτουρμπάδο] (επίθ.) διαταραγμένος σαλεμένος, perturbación [περτουρμπαθιόν] (ουσΥ θηλ.) διαταραχή, διατάραξη, διασά λευση. perturbador [περτουρμπαδόρ] 1: (ουσΥ αρσ.) ταραχοποιός ταραξίας 2: (επίθ.) ενοχλητικός perturbar [περτουρμπάρ] (ρ.) διαταράσσω, αναστατώνω, διασαλεύω, perversidad [περβερσιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: διαστροφή, 2: αχρειότητα, ανηθικότητα. perversión [περβερσιόν] (ουσΥθηλ.) διαστροφή, διαφθορά, perverso [περβέρσο] (επίθ.) διεστραμ μένος μοχθηρός, pervertido [περβερτίδο] (επίθ.) διε στραμμένος διαστροφικός, ανώμα λος. pervertir [περβερτίρ] (ρ.) διαστρέφω, εκμαυλίζω, διαφθείρω. pervivir [περβιβίρ] (ρ.) επιζώ, pesa [πέσα] (ουσΥθηλ.) ζύγι, βαρίδι, pesadez [πεσαδέθ] (ουσΥθηλ.) βάρος βαρύτητα, pesadilla [πεσαδίγια] (ουσΥθηλ.) εφιάλ της. pesado [πεσάδο] (επίθ.) 1: βαρύς, 2: βαρετός κουραστικός, pesadumbre [πεσαδουμ'μπρε] (ουσ./ θηλ.) οδύνη, λύπη.
pesaje pesaje [πεσάχε] (ουσΥαρσ.) ζύγισμα. pésame [πέσαμε] (ουσΥαρσ.) συλλυ πητήρια. pesar1 [πεσάρ] (ρ.) 1: ζυγίζω, έχω βά ρος, 2: βαραίνω · ¿cuánto pesas? πόσο ζυγίζεις- · a pesar de - παρ' όλο που. pesar2 [πεσάρ] (ουσΥαρσ.) 1: θλίψη, λύπη, 2: μεταμέλεια, μετάνοια, pesca [πέσκα] (ουσΥθηλ.) ψάρεμα, αλιεία pescadería [πεσκαδερία] (ουσΥθηλ.) ιχθυοπωλείο, pescadero [πεσκαδέρο] (ουσΥαρσ.) ιχθυο πώλης pescado [πεσκάδο] (ουσΥαρσ.) ψάρι (φαγητό).
pescador [πεσκαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) ψαράς αλιευτής 2: (επίθ.) αλιευτι κός. pescar [πεσκάρ] (ρ.) 1: ψαρεύω, αλιεύω, 2: αρπάζω, τσακώνω, pescozón [πεσκοθόν] (ουσΥαρσ.) σβερ κιά, καρπαζιά, pesquería [πεοκερία] (ουσΥθηλ.) αλιευ τική περιοχή, pescuezo [πεσκουέθο] (ουσΥαρσ.) λαι μός σβέρκος, pesebre [πεσέμπρε] (ουσΥαρσ.) φάτνη. peseta [πεσέτα] (ουσΥθηλ.) πεσέτα (νό μισμα).
pesetero [πεσετέρο] (επίθ.) τσιγκού νης φιλάργυρος φιλοχρήματος pesimismo [πεσιμισμό] (ουσΥαρσ.) απαι σιοδοξία, πεσιμισμός, pesimista [πεσιμίστα] 1: (ουσΥαρσ.) πε σιμιστής (επίθ.) απαισιόδοξος πεσιμιστικός pésimo [πέσιμο] (επίθ.) κάκιστος χείριστος. peso [πέσο] (ουσΥαρσ.) 1: βαρύτητα, 2: βάρος ζυγαριά, pesquisa [πεσκίσα] (ουσΥθηλ.) έρευ 424
να. pestaña [πεστάνια] (ουσΥθηλ.) βλε φαρίδα. pestañear [πεστανιεάρ] (ρ.) βλεφαρίζω. pestañeo [πεστανιέο] (ουσΥαρσ.) βλεφάρισμα. peste [πέστε] (ουσΥθηλ.) 1: πανούκλα, λοιμός πανώλη, 2: κακοσμία, δυσω δία, βρόμα, pesticida [πεστιθίδα] (ουσΥαρσ.) εντομοκτόνο. pestilencia [πεστιλένθια] (ουσΥθηλ.) 1: λοιμός πανούκλα, 2: δυσοσμία, pestilente [πεστιλέν'τε] (επίθ.) 1: λοι μώδης θανατηφόρος 2: δύσοσμος. pestillo [πεστίγιο] (ουσΥαρσ.) μάνταλο, πετούγια, pétalo [πέταλο] (ουσΥαρσ.) πέταλο, petardo [πετάρδο] (ουσΥαρσ.) βεγγα λικά, βαρελότα, petición [πετιθιόν] (ουσΥθηλ.) αίτηση, peticionario [πετιθιονάριο] (ουσΥαρσ.) 1: αϊτών, 2: ενάγων. petirrojo [πετιρόχο] (ουσΥαρσ.) το που λί κοκκινολαίμης peto [πέτο] (ουσΥαρσ.) μπούστο. pétreo [πέτρεο] (επίθ.) πετρώδης, petrificación [πετριφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) απολίθωση. petrificado [πετριφικάδο] (επίθ.) απολιθωμένος πετρωμένος, petrificar [πετριφικάρ] (ρ.) απολιθώνω, αποσβολώνω, petróleo [πετρόλεο] (ουσΥαρσ.) πε τρέλαιο. petrolero [πετρολέρο] (ουσΥαρσ.) πε τρελαιοφόρο, τάνκερ. petrolífero [πετρολίφερο] (επίθ.) πε τρελαιοφόρος, petulancia [πετουλάνθια] (ουσΥθηλ.) ματαιοδοξία, κενοδοξία, petulante [πετουλάν'τε] (επίθ.) ματαιό δοξος κενόδοξος.
pifia peyorativo [πεγιορατίβο] (επίθ.) υπο τιμητικός μειωτικός εξευτελιστικός, pez [πεθ] (ουσΥαρσ.) ψάρι · estar como pez en el agua - είμαι στο στοιχείο μου/είμαι άνετα · estar como pez fuera del agua - είμαι έξω από τα νερά μου · estar pez en algo - είμαι άσχετος. pezón [πεθόν] (ουσ,/αρσ.) 1: θηλή, μα στός 2: μισχός. pezuña [πεθούνια] (ουσΥθηλ.) 1: νύχι, 2: οπλή. piada [πιάδα] (ουσΥθηλ.) τιτίβισμα. piadoso [πιαδόσο] (επίθ.) ευσεβής ευ λαβής ευσπλαχνικός θεοσεβής, pianista [πιανίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) πιανίστας πιανίστρια, piano [πιάνο] (ουσΥαρσ.) πιάνο, piar [πιάρ] (ρ.) τιτιβίζω, pica [πίκα] (ουσΥθηλ.) βουκέντρα, βούκεντρο. picadura [πικαδούρα] (ουσΥθηλ.) τσί μπημα. picacho [πικάτσο] (ουσΥαρσ.) βουνο κορφή. picadillo [πικαδίγιο] (ουσΥαρσ.) ψιλο κομμένο κρέας κιμάς, picajoso [πικαχόσο] (επίθ.) ευέξαπτος ευερέθιστος εύθικτος, picante [πικάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) πικά ντικη γεύση, καυστικότητα, 2: (επίθ.) πικάντικος, πιπεράτος picapedrero [πικαπεδρέρο] (ουσΥ αρσ.) λατόμος, picapleitos [πικαπλεΐτος] (ουσΥαρσ.) δικομανής δικολάβος. picaporte [πικαπόρτε] (ουσΥαρσ.) χε ρούλι, ρόπτρο, picar [πικάρ] (ρ.) 1: τσιμπώ, 2: κόβω σε μικρά κομματάκια, 3: καίω (είναι καυτερό), τσουρουφλίζω, 4: τσούζω · te habrá picado algo - θα σε τσίμπη σε κάτι · ¿pica m ucho? - καίει πολύ;/ είναι πολύ καυτερό; · picar el pan 425
κόβω το ψωμί σε μικρά κομματάκια, picardía [πικαρδία] (ουσ,/θηλ.) κατερ γαριά, πονηριά, picaresco [πικαρέσκο] (επίθ.) 1: τυχο διωκτικός, 2: κατεργάρικος πανούρ γος δόλιος, picaro [πίκαρο] (επίθ.) κατεργάρης πονηρός αγύρτης, picazón [πίκαθόν] (ουσΥθηλ.) 1: φα γούρα, κνησμός 2: θυμός, pico [πίκο] (ουσΥαρσ.) 1: ράμφος 2: κορυφή, αιχμή, 3: σκαπάνη, αξίνα. picor [πικόρ] (ουσ,/αρσ.) κνησμός φα γούρα. picotazo [πικοτάθο] (ουσΥαρσ.) τσί μπημα. picotear [πικοτεάρ] (ρ.) τσιμπώ, picudo [πικούδο] (επίθ.) αιχμηρός μυ τερός. pichón [πιτσόν] (ουσΥαρσ.) πιτσούνι, picha [πίτσα] (ουσΥθηλ.) (χυδ.) πέος. pie [πιέ] (ουσΥαρσ.) 1: πόδι (ανθρώ που), 2: πόδι (επίπλου), 3: βάση, 4: κορμός δέντρου · estar de pie - είμαι όρθιος · estar al pie de - βρίσκομαι κοντά σε · al pie de la letra - κατά γράμμα · saber de qué pie cojea ξέρω τα ελαττώματά μου. piedad [πιεδάδ] (ουσΥθηλ.) ευλάβεια, ευσέβεια, ευσπλαχνία, οίκτος συ μπόνια. piedra [πιέδρα] (ουσΥθηλ.) πέτρα, λί θος. piel [πιέλ] (ουσΥθηλ.) 1: δέρμα, 2: φλούδα. piélago [πιέλαγο] (ουσΥαρσ.) πέλα γος. pienso [πιένσο] (ουσΥαρσ.) ζωοτρο φή. pierna [πιέρνα] (ουσΥθηλ.) πόδι, γά μπα. pieza [πιέθα] (ουσΥθηλ.) τεμάχιο, κομ μάτι, εξάρτημα, pifia [πίφια] (ουσΥθηλ.) απροσεξία,
pigmentación αδεξιότητα, γκάφα. pigmentación [πινμεν'ταθιόν] (ουσ./ θηλ.) χρωμάτωση, χρωματισμός, pigmento [πιγμέν'το] (ουσ./αρσ.) χρω στική, ουσία, βαφή. pignorar [πιγνοράρ] (ρ.) ενεχυριάζω, pija [πίχα] (ουσ./θηλ.) (χυδ.) πέος. pijada [πιχάδα] (ουσΥθηλ.) ανοησία, βλακεία, σαχλαμάρα, pijama [πιχάμα] (ουσΥαρσ.) πιτζάμα, pijo [πίχο] (ουσΥαρσ.) 1: αστός, 2: ψώ νιο. pijotería [πιχοτερία] (ουσΥθηλ.) ασημαντότητα. pila [πίλα] (ουσΥθηλ.) 1: σωρός, στοί βα, 2: μπαταρία, pilar [πιλάρ] (ουσΥαρσ.) στύλος κίο νας. pilastra [πιλάστρα] (ουσΥθηλ.) παραστάδα, πίλαστρο, πεσσός, pildora [πίλδορα] (ουσΥθηλ.) χάπι, παστίλια. pilotar [πιλοτάρ] (ρ.) πιλοτάρω, πλοηγώ. piloto [πιλότο] (ουσΥαρσ.) πιλότος πλοηγός. piltrafa [πιλτράφα] (ουσΥθηλ.) υπό λειμμα, κατακάθι, ρεμάλι, pillaje [πιγιάχε] (ουσΥαρσ.) λεηλασία, pillar [πιγιάρ] (ρ.) λεηλατώ, αρπάζω, πιάνω, τσακώνω, pillastre [πιγιάστρε] (επίθ.) κουτοπόνη ρος μπαγαπόντης. pillo [πίγιο] (επίθ.) κατεργάρης, σκαν δαλιάρης αλήτης, pimentón [πιμεν'τόν] (ουσΥαρσ.) κοκκινοπίπερο. pimienta [πιμιέν'τα] (ουσΥθηλ.) πιπέρι· pimiento [πιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) πιπε ριά. pimpante [πιμ'πάντε] (επίθ.) αυτάρε σκος ξιπασμένος, pinacoteca [πινακοτέκα] (ουσΥθηλ.) 426
πινακοθήκη, pináculo [πινάκουλο] (ουσΥαρσ.) απο κορύφωμα, κολοφώνας απόγειο, pinada [πινάδα] (ουσΥθηλ.) πευκώ νας. pinar [πινάρ] (ουσΥαρσ.) πευκόδασος. pincel [πινθέλ] (ουσΥαρσ.) πινέλο, pincelada [πινθελάδα] (ουσΥθηλ.) πι νελιά. pinchar [πιντσάρ] (ρ.) 1: τρυπώ, 2: καρ φώνω, 3: τσιμπώ, 4: μιξάρω (παίζω) μουσική. pinchazo [πιντσάθο] (ουσΥαρσ.) τσί μπημα, τρύπημα, παρακέντηση, pincho [πίντσο] (ουσΥαρσ.) αγκάθι, ακίδα. pineda [πινέδα] (ουσΥθηλ.) πευκώνας, pingo [πίνγκο] (ουσΥαρσ.) ράκος κου ρέλι, παλιόρουχο. pingüe [πίνγκουε] (επίθ.) 1: επικερδής κερδοφόρος αποδοτικός 2: άφθο νος πλούσιος, pingüino [πινγκουίνο] (ουσΥαρσ.) πι γκουΐνος, pino [πίνο] (ουσΥαρσ.) πεύκο, pinocha [πινότσα] (ουσΥθηλ.) πευκο βελόνα. pintada [πιν'τάδα] (ουσΥθηλ.) σύνθη μα σε τοίχο ή πανό, πλακάτ. pintado [πιν'τάδο] (επίθ.) βαμμένος πολύχρωμος, pintar [πιν'τάρ] (ρ.) 1: ζωγραφίζω, βά φω, 2: περιγράφω, pintarrajear [πιν'ταραχεάρ] (ρ.) πασα λείφω. pintiparado [πιν'τιπαράδο] (επίθ.) πα νομοιότυπος, pintor [πιν'τόρ] (ουσΥαρσ.) ζωγράφος, pintoresco [πιν'τορέσκο] (επίθ.) γρα φικός. pintura [πιν'τούρα] (ουσΥθηλ.) 1: ζω γραφική, 2: ζωγραφιά, pinza [πίνθα] (ουσΥθηλ.) τσιμπίδα, λα βίδα.
pituitario piña [ττίνια] (ουσ./θηλ.) 1: ανανάς, 2: κουκουνάρι, piñón [πινιόν] (ουσ./αρσ.) 1: γρανάζι, 2: κουκουνάρι, piojo [πιόχο] (ουσ,/αρσ.) ψείρα, pionero [πιονέρο] (επίθ.) πρωτοπόρος, καινοτόμος. pipa [πίπα] (ουσ,/θηλ.) 1: τσιμπούκι, πίπα, 2: ηλιόσπορος 3: βαρέλι, pipí [πιπί] (ουσΥαρσ.) κατούρημα, πιπί. pipiólo [πιπιόλο] (ουσ,/αρσ.) αρχά ριος άπειρος, pique [πίκε] (ουσΥαρσ.) 1: θυμός 2: φθόνος. piquera [πικέρα] (ουσΥθηλ.) στόμιο, οπή, σχισμή, pirado [πιράδο] (επίθ.) πειραγμένος τρελός. piragua [πιράγουα] (ουσΥθηλ.) κανό, πιρόγα. pirámide [πιράμιδε] (ουσΥθηλ.) πυρα μίδα. piraña [πιράνια] (ουσΥθηλ.) πιράνχα, pirata [πιράτα] (ουσΥαρσ.) πειρατής κουρσάρος, piratería [πιρατερία] (ουσΥθηλ.) πει ρατεία. piripi [πιριπί] (επίθ.) ζαλισμένος από το ποτό. pirómano [πιρόμανο] (επίθ.) πυρομα νής. piropear [πιροπεάρ] (ρ.) ερωτοτροπώ, φλερτάρω, piropo [πιρόπο] (ουσΥαρσ.) κομπλιμέντο, κολακεία, pirrarse [πιράρσε] (ρ.) (por) λαχταρώ • Antonio se pirra por los viajes - o Αντόνιο λαχταράει τα ταξίδια, pirueta [πιρουέτα] (ουσΥθηλ.) πιρουέ τα, στροβίλισμα, piruetear [πιρουετεάρ] (ρ.) κάνω πι ρουέτες στροβιλίζομαι, pirulí [πιρουλί] (ουσΥαρσ.) γλειφιτζού
ρι. pisada [πισάδα] (ουσΥθηλ.) πατημασιά, ίχνος pisapapeles [πισαπαπέλες] (ουσΥαρσ.) πρεσπαπιέ. pisar [πισάρ] (ρ.) πατώ, ποδοπατώ, piscicultura [πισθικουλτούρα] (ουσΥ θηλ.) ιχθυοκαλλιέργεια, piscina [πισθίνα] (ουσΥθηλ.) πισίνα, piscolabis [πισκολάμπις] (ουσΥαρσ.) πρόγευμα, κολατσιό, piso [πίσο] (ουσΥαρσ.) όροφος δια μέρισμα, πάτωμα · vivo en el primer piso - μένω στον πρώτο όροφο · mi piso es muy luminoso - το διαμέρι σμά μου είναι πολύ φωτεινό · el piso está sucio - το πάτωμα είναι βρόμι κο. pisotear [πισοτεάρ] (ρ.) ποδοπατώ, τσαλαπατώ. pisoteo [πισοτέο] (ουσΥαρσ.) ποδο πάτημα. pista [πίστα] (ουσΥθηλ.) 1: ίχνος 2: στί βος 3: πίστα, pistacho [πιστάτσο] (ουσΥαρσ.) φι στίκι. pistilo [πιστίλο] (ουσ,/αρσ.) ύπερος pistola [πιστόλα] (ουσΥθηλ.) πιστόλι, pistón [πιστόν] (ουσΥαρσ.) έμβολο, πι στόνι. pistoletazo [πιστολετάθο] (ουσΥαρσ.) τραύμα από πιστολιά. pitada [πιτάδα] (ουσΥθηλ.) σφύριγμα, pitar [πιτάρ] (ρ.) σφυρίζω, κορνάρω. pitillera [πιτιγιέρα] (ουσΥθηλ.) ταμπα κέρα. pitillo [πιτίγιο] (ουσΥαρσ.) τσιγάρο, pito [πίτο] (ουσΥαρσ.) σφυρίχτρα, pitonisa [πιτονίσα] (ουσΥθηλ.) μάντισσα. pitorreo [πιτορέο] (ουσΥαρσ.) περίγε λος κορόϊδο. pituitario [πιτουιτάριο] (επίθ.) βλεννο γόνος.
427
pituso pituso [πιτούσο] (ουσ,/αρσ.) μωράκι, pizarra [πιθάρα] (ουσΥθηλ.) πίνακας, pizca [πίθκα] (ουσΥθηλ.) πρέζα, ελάχι στη ποσότητα, μικρή δόση. placa [πλάκα] (ουσΥθηλ.) πλάκα, πι νακίδα. pláceme [πλάθεμε] (ουσΥαρσ.) συγχα ρητήρια. placenta [πλαθέν'τα] (ουσΥθηλ.) πλα κούντας. placentero [πλαθεν'τέρο] (επίθ.) ευά ρεστος ευχάριστος, placer [πλαθέρ] (ουσΥαρσ.) ευχαρίστη ση, ηδονή, απόλαυση, plácet [πλάθετ] (ουσΥαρσ.) ψήφος απο δοχής placidez [πλαθιδέθ] (ουσΥθηλ.) ατα ραξία, ηρεμία, plácido [πλάθιδο] (επίθ.) γαλήνιος ήρε μος πράος ατάραχος, plaga [πλάγα] (ουσΥθηλ.) μάστιγα, πλη γή· plaguicida [πλαγιθίδα] 1: (ουσΥαρσ.) εντομοκτόνο, 2: (επίθ.) ζιζανιοκτόνος. plan [πλαν] (ουσΥαρσ.) σχέδιο, πλάνο, plana [πλάνα] (ουσΥθηλ.) 1: φύλλο χαρ τιού, 2: στοιχειοθετημένη σελίδα, plancha [πλάντσα] (ουσΥθηλ.) 1: σίδε ρο, 2: φύλλο μετάλλου, έλασμα, planchado [πλαντσάδο] (επίθ.) 1: σιδε ρωμένος 2: άφραγκος ταπί. planchar [πλαντσάρ] (ρ.) σιδερώνω, planchazo [πλαντσάθο] (ουσΥαρσ.) σφάλμα, λάθος πλάνη, planeador [πλανεαδόρ] (ουσΥαρσ.) ανεμοπλάνο, ανεμόπτερο, planear [πλανεάρ] (ρ.) σχεδιάζω, προ γραμματίζω, planeta [πλανέτα] (ουσΥαρσ.) πλανή της. planetario [πλανετάριο] 1: (ουσΥαρσ.) πλανητάριο, 2: (επίθ.) πλανητικός, planicie [πλανίθιε] (ουσΥθηλ.) πεδιά 428
δα. planificación [πλανιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) προγραμματισμός, planificar [πλανιφικάρ] (ρ.) προγραμ ματίζω, σχεδιάζω, planimetría [πλανιμετρία] (ουσΥθηλ.) εμβαδομέτρηση, plano [πλάνο] 1: (ουσΥαρσ.) χάρτης 2: σχεδιάγραμμα, 3: επίπεδο, 4: σκηνή (έργου), 5: (επίθ.) επίπεδος ομαλός ίσιος λείος, planta [πλάν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: φυτό, 2: όροφος 3: πατούσα, 4: εμφάνιση, plantación [πλαν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) φυτεία, φύτευση, plantar [πλαν'τάρ] (ρ.) 1: φυτεύω, 2: στήνω. plantear [πλαν'τεάρ] (ρ.) θέτω, τοπο θετώ. plantel [πλαν'τέλ] (ουσΥαρσ.) φυτώ ριο. planteo [πλαν'τέο] (ουσΥαρσ.) εμφύ τευση. plantilla [πλαν'τίγια] (ουσΥθηλ.) υπαλ ληλικό προσωπικό, plantío [πλαν'τίο] (ουσΥαρσ.) φυτεμέ νη έκταση, αγροτεμάχιο, plañidera [πλανιδέρα] (ουσΥθηλ.) μοι ρολογίστρα, plañido [πλανίδο] (ουσ,/αρσ.) μοιρο λόι, γοερό παράπονο, plañir [πλανίρ] (ρ.) μοιρολογώ, θρη νώ. plasma [πλάσμα] (ουσΥαρσ.) πλάσμα του αίματος, plasmar [πλασμάρ] (ρ.) απεικονίζω, εκ φράζω. plasta [πλάστα] (ουσΥθηλ.) 1: τσαπα τσουλιά, 2: μαλακή μάζα. plasticidad [πλαστιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: πλαστικότητα, 2: εκφραστικότητα, plasticina [πλαστιθίνα] (ουσΥθηλ.) πλα στελίνη. plástico [πλαστικό] 1: (ουσΥαρσ.) πλα-
plenipotencia στικό · bolsa de plástico - πλαστική σακούλα, 2: (επίθ.) πλαστικός, plastificación [πλαστιφικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) πλαστικοποίηση, plastüicado [πλαστιφικάδο] (επίθ.) πλα στικοποιημένος, plastifícar [πλαστιφικάρ] (ρ.) πλαστι κοποιώ. plata [πλάτα] (ουσΥθηλ.) άργυρος, ασή μι. plataforma [πλατίρόρμα] (ουσΥθηλ.) αποβάθρα, εξέδρα, πλατφόρμα, platanal [πλατανάλ] (ουσΥαρσ.) μπα νανοφυτεία, platanero [πλατανέρο] (ουσΥαρσ.) μπα νανιά. plátano [πλάτανο] (ουσΥαρσ.) μπα νάνα. platea [πλατέα] (ουσΥθηλ.) πλατεία θεάτρου. plateado [πλατεάδο] (επίθ.) επάργυ ρος επαργυρωμένος, platería [πλατερία] (ουσΥθηλ.) αργυροχοείο. platero [πλατέρο] (ουσΥαρσ.) αργυ ροχόος. plática [πλάτικα] (ουσΥθηλ.) 1: συνομι λία, 2: κήρυγμα, platicar [πλατικάρ] (ρ.) συνομιλώ, platillo [πλατίγιο] (ουσΥαρσ.) δίσκος, platino [πλατίνο] (ουσΥαρσ.) λευκό χρυσος. plato [πλάτο] (ουσΥαρσ.) πιάτο · ayer rompí un plato - χθες έσπασα ένα πιάτο · la paella es un plato típico español - η παέγια έιναι ένα τυπικό ισπανικό πιάτο · primer plato - πρώ το πιάτο · segundo plato - δεύτερο πιάτο. platónico [πλατόνικο] (επίθ.) πλατωνι κός ιδεατός, plausibilidad [πλαουσιμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) το πιστευτό, το παραδεκτό ως αληθινό.
plausible [πλαουσίμπλε] (επίθ.) παρα δεκτός πιστευτός, playa [πλάγια] (ουσ,/θηλ.) παραλία, αμμουδιά, ακρογιαλιά, plaza [πλάθα] (ουσΥθηλ.) 1: πλατεία, 2: θέση εργασίας, plazo [πλάθο] (ουσΥαρσ.) 1: προθε σμία, χρονικό διάστημα, 2: δόση · a largo plazo - μακροπρόθεσμα · α corto plazo - σύντομα, plazoleta [πλαθολέτα] (ουσΥθηλ.) μι κρή πλατεία, pleamar [πλεαμάρ] (ουσΥθηλ.) πλημ μυρίδα, παλίρροια, plebe [πλέμπε] (ουσΥαρσ.) συρφετός όχλος (καθ.) πλέμπα, plebeyo [πλεμπέγιο] (ουσΥαρσ.) πλη βείος ευγενής. plebiscito [πλεμπισθίτο] (ουσΥαρσ.) δημοψήφισμα, plectro [πλέκτρο] (ουσΥαρσ.) πέννα για έγχορδα, plegable [πλεγάμπλε] (επίθ.) πτυσσό μενος. plegadera [πλεγαδέρα] (ουσΥθηλ.) χαρτοκόπτης, plegado [πλεγάδο] (ουσΥαρσ.) πτυχή, δίπλωση. plegar [πλεγάρ] (ρ.) διπλώνω, πτυχώ νω. plegaria [πλεγάρια] (ουσΥθηλ.) ικεσία, παράκληση, δέηση, pleitear [πλεϊτεάρ] (ρ.) υποβάλλω έν σταση, συνηγορώ, pleitesía [πλεϊτεσία] (ουσΥθηλ.) σεβα σμός. pleitista [πλεϊτίστα] (επίθ.) εριστικός προκλητικός pleito [πλέιτο] (ουσΥαρσ.) δίκη. pienario [πλενάριο] (επίθ.) πλήρης όλος ολόκληρος plenilunio [πλενιλούνιο] (ουσΥαρσ.) πανσέληνος, plenipotencia [πλενιποτένθια] (ουσΥ
429
plenipotenciario θηλ.) πληρεξούσιο, plenipotenciario [πλενιποτενθιάριο] (επίθ.) πληρεξούσιος, plenitud [πλενιτούδ] (ουσΥθηλ.) 1: πλη ρότητα, αφθονία, 2: ακμή, 3: άνθος, pleno [πλένο] 1: (ουσΥαρσ.) ολομέ λεια, 2: (επίθ.) πλήρης απόλυτος, pleonasmo [πλεσνάσμο] (ουσΥαρσ.) πλεο νασμός plétora [πλέτορα] (ουσΥθηλ.) πληθώ ρα, αφθονία, pletórico [πλετόρικο] (επίθ.) πληθωρι κός, εξωστρεφής. pleuresía [πλεουρεσία] (ουσΥθηλ.) πλευ ρίτιδα. plexo [πλέξο] (ουσΥαρσ.) πλέγμα, plica [πλίκα] (ουσΥθηλ.) σφραγισμέ νος φάκελος, pliego [πλιέγο] (ουσΥαρσ.) κόλλα χαρ τί. pliegue [πλιέγε] (ουσΥαρσ.) πτυχή, plisar [πλισάρ] (ρ.) πτυχώνω, plomada [πλομάδα] (ουσΥθηλ.) βαρί δι, νήμα της στάθμης αλφάδι, plomero [πλομέρο] (ουσΥαρσ.) υδραυ λικός. plomizo [πλομίθο] (επίθ.) μολυβής γκρίζος plomo [πλόμο] (ουσΥαρσ.) μόλυβδος pluma [πλούμα] (ουσΥθηλ.) πένα, φτερό. plumaje [πλουμάχε] (ουσΥαρσ.) φτέ ρωμα, λοφίο, plumazo [πλουμάθο] (ουσΥαρσ.) κονδυλιά, γραμμή πέννας. plúmbeo [πλούμ'μπεο] (επίθ.) μολυβένιος plumero [πλουμέρο] (ουσΥαρσ.) φτε ρό ξεσκονίσματος ξεσκονιστήρι, plumífero [πλουμίφερο] (ουσΥαρσ.) γρα φιάς plural [πλουράλ] (ουσΥαρσ.) πληθυ ντικός. pluralidad [πλουραδιδάδ] (ουσΥθηλ.) 430
1: πλειονότητα, πλειοψηφία, 2: πο λυφωνία. pluralismo [πλουραλίσμο] (ουσΥαρσ.) πλουραλισμός, pluralizar [πλουραλιθάρ] (ρ.) μετατρέ πω στον πληθυντικό αριθμό, pluricelular [πλουριθελουλάρ] (επίθ.) πολυκυτταρικός. pluriempleo [πλουριεμ'πλέο] (ουσΥ αρσ.) πολυθεσία, plurilingüe [πλουριλίνγκουε] (επίθ.) πολύγλωσσος, plus [πλους] (ουσΥαρσ.) επίδομα, μπόνους. pluscuamperfecto [πλουσκουαμ'περφέκτο] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) υπερσυ ντέλικος. plusvalía [πλουσβαλία] (ουσΥθηλ.) υπεραξία, plutocracia [πλουτοκράθια] (ουσ./ θηλ.) πλουτοκρατία, plutócrata [πλουτόκρατα] (ουσΥαρσ.) πλουτοκράτης, pluvial [πλουβιάλ] (επίθ.) βρόχινος όμ βριος. pluviómetro [πλουβιόμετρο] (ουσΥ αρσ.) μετρητής βροχοπτώσεων, pluviosidad [πλουβιοσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) βροχόπτωση, pluvioso [πλουβιόσο] (επίθ.) βροχε ρός. población [πομπλαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: πληθυσμός 2: πόλη, 3: οικισμός, poblado [πομπλάδο] 1: (ουσΥαρσ.) κα ταυλισμός κατασκήνωση, 2: (επίθ.) κατοικημένος. poblar [πομπλάρ] (ρ.) αποικίζω, κατοι κώ. pobre [πόμπρε] (ουσΥαρσ. + θηλ.), (επίθ.) φτωχός πένης φτωχικός καημένος δυστυχής, pobreza [πομπρέθα] (ουσΥθηλ.) φτώ χεια, πενία, ανέχεια, pocilga [ποθίλγα] (ουσΥθηλ.) χοιρο
politécnico στάσιο. pocilio [ποθίγιο] (ουσΥαρσ.) κυπελλάκι, κούπα. pócima [πόθιμα] (ουσΥθηλ.) αφέψη μα. poción [ποθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: πόσιμο φάρμακο, 2: μαγικό φίλτρο, poco [πόκο] 1: (επίθ.) λίγος · hay poca gente - έχει λίγο κόσμο, 2: (επίρρ.) λίγο · poco más - λίγο ακόμα · poco a poco - λίγο-λίγο/σιγά-σιγά. pocho [πότσο] (επίθ.) 1: χλωμός 2: αρρωστιάρικος, poda [πόδα] (ουσΥθηλ.) 1: κλάδεμα, 2: εποχή κλαδέματος, podadera [ποδαδέρα] (ουσΥθηλ.) κλα δευτήρι, podar [ποδάρ] (ρ.) κλαδεύω, podenco [ποδένκο] (ουσΥαρσ.) κυνη γόσκυλο. poder [ποδέρ] 1: (ρ.) μπορώ, 2: (ουσ./ αρσ.) εξουσία, δύναμη, 3: πληρεξού σιο · poder adquisitivo - αγοραστική δύναμη · poder absoluto - απόλυτη εξουσία. poderío [ποδερίο] (ουσΥαρσ.) 1: πλού τος 2: δύναμη, ισχύς, poderoso [ποδερόσο] (επίθ.) ισχυρός, podredumbre [ποδρεδούμ'μπρε] (ουσΥ θηλ.) 1: αποσύνθεση, 2: διαφθορά, podrido [ποδρίδο] (επίθ.) 1: σάπιος 2: φαύλος διεφθαρμένος, ανήθικος, poema [ποέμα] (ουσΥαρσ.) ποίημα, poesía [ποεσία] (ουσΥθηλ.) ποίηση, poeta [ποέμα] (ουσΥαρσ.) ποιητής poética [ποέτικα] (ουσΥθηλ.) ποιητική, poético [ποέτικο] (επίθ.) ποιητικός poetisa [ποετίσα] (ουσΥθηλ.) ποιήτρια. polar [πολάρ] (επίθ.) πολικός, polarización [πολαριθαθιόν] (ουσΥθηλ.) πόλωση. polarizar [πολαριθάρ] (ρ.) πολώνω, polea [πολέα] (ουσΥθηλ.) τροχαλία, 431
παλάγκο. polémica [πολέμικα] (ουσΥθηλ.) πολε μική. polen [πόλεν] (ουσΥαρσ.) γύρη. policía [πολιθία] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αστυνόμος 2: (ουσΥθηλ.) αστυνομία • policía municipal - δημοτική αστυ νομία. policíaco [πολιθίακο] (επίθ.) αστυνο μικός. policlínica [πολικλίνικα] (ουσΥθηλ.) πολυκλινική, policromía [πολικρομία] (ουσΥθηλ.) πολυχρωμία, polícromo [πολίκρομο] (επίθ.) πολύ χρωμος. polideportivo [πολιδεπορτίβο] (ουσ./ αρσ.) πολυαθλητικό κέντρο, poliedro [πολιέδρο] (ουσΥαρσ.) πο λύεδρο. polifacético [πολιφαθέτικο] (επίθ.) πο λύπλευρος, poligamia [πολιγάμια] (ουσΥθηλ.) πο λυγαμία. polígamo [πολίγαμο] (επίθ.) πολύγαμος, polígloto [πολίγλοτο] (επίθ.) πολύγλωσ σος πολυγλωσσικός. poligonal [πολιγονάλ] (επίθ.) πολυγω νικός. polígono [πολίγονο] (ουσΥαρσ.) πο λύγωνο. polilla [πολίγια] (ουσΥθηλ.) σκώρος. polimerización [πολιμεριθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) πολυμερισμός. polimorfo [πολιμόρφο] (επίθ.) πολύ μορφος. polinización [πολινιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) επικονίαση, γονιμοποίηση, pólipo [πόλιπο] (ουσΥαρσ.) πολύποδας polio [πόλιο] (ουσΥθηλ) πολιομυελίτι δα. polisílabo [πολισίλαμπο] (επίθ.) πολυ σύλλαβος, politécnico [πολιτέκνικο] (ουσ/αρσ.)
política πολυτεχνείο, política [πολίτικα] (ουσ./θηλ.) πολίτι κη. político [πολίτικο] (επίθ.) πολιτικός, politiquero [πολιτικέρο] (ουσΥαρσ.) πολιτικάντης, póliza [πόλιθα] (ουσΥθηλ.) χαρτόση μο. polizón [πολιθόν] (ουσΥαρσ.) λαθρε πιβάτης. polo [πόλο] (ουσΥαρσ.) 1: πόλος 2: υδατοσφαίριση, πόλο (άθλημα). poltrón [πολτρόν] (επίθ.) οκνηρός νω θρός τεμπέλης, poltrona [πολτρόνα] (ουσΥθηλ.) 1: ανα παυτικό κάθισμα, 2: πολυθρόνα, polución [πολουθιόν] (ουσΥθηλ.) ρύ πανση, μόλυνση, polvareda [πολβαρέδα] (ουσΥθηλ.) σύν νεφο σκόνης! polvera [πολβέρα] (ουσΥθηλ.) που δριέρα. polvo [πόλβο] (ουσΥαρσ.) σκόνη, pólvora [πόλβορα] (ουσΥθηλ.) μπα ρούτι. polvorear [πολβορεάρ] (ρ.) 1: σκονί ζω, 2: πουδράρω, polvoriento [πολβοριέν'το] (επίθ.) σκονισμένος, polvorín [πολβορίν] (ουσΥαρσ.) πυρι τιδαποθήκη, polla [πόγια] (ουσΥθηλ.) 1: πουλάδα, κλωσσοπουλάκι, 2: (χυδ.) πούτσα. pollería [πογιερία] (ουσΥθηλ.) ορνιθο τροφείο. pollero [πογιέρο] (ουσΥαρσ.) ορνιθοτρόφος. pollo [πόγιο] (ουσΥαρσ.) κοτόπουλο, poma [πόμα] (ουσΥθηλ.) μήλο. pomada [πομάδα] (ουσΥθηλ.) αλοιφή, κρέμα. pomar [πομάρ] (ουσΥαρσ.) περιβόλι με μηλιές, pomelo [πομέλο] (ουσΥαρσ.) γκρέιπ 432
φρουτ. pómez [πόμεθ] (ουσΥθηλ.) ελαφρόπετρα. pomo [πόμο] (ουσΥαρσ.) 1: πόμολο, λαβή, 2: μπουκαλάκι αρώματος, pompa [πόμπα] (ουσΥθηλ.) 1: φού σκα, μπουρμπουλήθρα, 2: πομπή, 3: στόμφος. pomposidad [πομ'ποσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) στόμφος, pomposo [πομ'πόσο] (επίθ.) πομπώ δης μεγαλειώδης στομφώδης, pómulo [πόμουλο] (ουσΥαρσ.) μήλο του προσώπου, ζυγωματικό, poncho [πόντσο] (ουσΥαρσ.) πόντσο. ponderación [πον'ντεραθιόν] (ουσΥ θηλ.) στάθμισμα. ponderado [πον'ντεράδο] (επίθ.) σταθ μισμένος ισορροπημένος, ponderar [πον'ντεράρ] (ρ.) 1: σταθμί ζω, ζυγιάζω, 2: υπερβάλλω, ponencia [πονένθια] (ουσΥθηλ.) κοι νοποίηση, ponente [πονέν'τε] (ουσΥαρσ.) κοινοποιητής υπεύθυνος ανακοινώσεων, poner [πονέρ] (ρ.) βάζω, θέτω, τοπο θετώ. ponerse [πονέρσε] (ρ.) 1: κάθομαι, 2: φορώ, 3: γίνομαι, 4: αρχίζω να · cada día a las 6 se pone a la parada del autobús - κάθε μέρα στις 6 κάθεται στη στάση του λεωφορίου · ¡pónte tu abrigo! - φόρα το παλτό σου! · ¡pónte guapo como siempre! - ντύ σου ωραία όπως πάντα/γίνε όμορ φος όπως πάντα · se puso a llorar - άρχισε να κλαίει · ponerse triste στενοχωριέμαι · ¡pónte en su lugar! - μπες στη θέση του!. poniente (πονιέν'τε] (ουσΥαρσ.) δυτι κός άνεμος πουνέντες ζέφυρος, pontazgo [πον'τάθγο] (ουσΥαρσ.) διό δια σε γέφυρα, pontifical [πον'τιφικάλ] (επίθ.) του πο-
poroso ντίφικα, αρχιερατικός, pontificar [πον'τιφικάρ] (ρ.) χοροστα τώ, αρχιερατεύω, pontífice [πον'τίφιθε] (ουσ./αρσ.) ποντίφικας, πάπας, ponto [πόντο] (ουσΥαρσ.) θάλασσα, pontón [πον'τόν] (ουσΥαρσ.) 1: πλωτή γέφυρα, 2: σχεδία, ponzoña [πονθόνια] (ουσΥθηλ.) δηλη τήριο, φαρμάκι, ponzoñoso [πονθονιόσο] (επίθ.) δη λητηριώδης, φαρμακερός, popa [πόπα] (ουσΥθηλ.) πρύμνη, pope [πόπε] (ουσΥαρσ.) παπάς, populachero [ποπουλατσέρο] (επίθ.) λαϊκίστικος. populacho [ποπουλάτσο] (ουσΥαρσ.) λαουτζίκος, κοσμάκης, popular [ποπουλάρ] (επίθ.) λαϊκός δη μοφιλής. popularidad [ποπουλαριδάδ] (ουσΥθηλ.) δημοτικότητα, popularismo [ποπουλαρίσμο] (ουσΥ αρσ.) εκλαΐκευση. popularizar [ποπουλαριθάρ] (ρ.) εκλαϊ κεύω. populoso [ποπουλόσο] (επίθ.) πολυπλη θής πυκνοκατοικημένος poquedad [ποκεδάδ] (ουσΥθηλ.) πενιχρότητα, πενία, por [πορ] (πρόθ.) για, επί, εξαιτίας 1: (τόπος γενικά) · por aquí hay un parque - κάπου εδώ υπάρχει ένα πάρκο, 2: (χρόνος) · le gusta Ir al gimnasio por la tarde - του αρέσει να πηγαίνει στο γυμναστήριο το απόγευμα · viajará a Italia por la primavera - θα ταξιδέψει στην Ιτα λία κατά την άνοιξη, 3: (arría) · le despedieron por llegar tarde cada día - τον απέλησαν, γιατί αργού σε κάθε μέρα, 4: (βαθύτερα αίτια)· lo digo por ti - το λέω για εσένα, 5: (ποιητικό αίτιο) από · la presentación 433
está hecha por Alvaro - η παρουσία ση έγινε από τον Αλβαρο, 6: (ανταλ λαγή) · se lo vendieron por 2:000 euros - του το πούλησαν για 2:000 ευρώ, 7: (μέσο) · ¿me lo podría enviar por fax? - θα μπορούσατε να μου το στείλετε με φαξ; · 2 por 2 es igual a 4 - 2 επί 2 κάνει 4; porcelana [πορθελάνα] (ουσΥθηλ.) πορ σελάνη. porcentaje [πορθεν'τάχε] (ουσΥαρσ.) ποσοστό. porcentual [πορθεν'τουάλ] (επίθ.) εκα τοστιαίος επί τοις εκατό, porcino [πορθίνο] 1: (ουσΥαρσ.) γουρουνάκι, 2: (επίθ.) χοιρινός γουρου νίσιος. porción [πορθιόν] (ουσΥθηλ.) μερίδα, μερίδιο, δόση. porcuno [πορκούνο] (επίθ.) χοιρινός γουρουνίσιος, porche [πόρτσε] (ουσΥαρσ.) μπροστι νή βεράντα, pordiosear [πορδιοσεάρ] (ρ.) επαιτώ, ζητιανεύω, pordiosero [πορδιοσέρο] (ουσΥαρσ.) επαίτης ζητιάνος, porfía [πορφία] (ουσΥθηλ.) 1: εμμονή, 2: έντονη διαφωνία, φιλονικία, porfiar [πορφιάρ] (ρ.) εμμένω, επιμέ νω. pormenor [πορμενόρ] (ουσΥαρσ.) μικρολεπτομέρεια. pormenorizar [πορμενοριθάρ] (ρ.) εκθέτω, αναφέρω κάτι με όλες τις λε πτομέρειες, pornografía [πορνογραφία] (ουσΥ θηλ.) πορνογραφία, pornográfico [πορνογράφικο] (επίθ.) πορνογραφικός poro [πόρο] (ουσΥαρσ.) πόρος, porosidad [ποροσιδάδ] (ουσΥθηλ.) πο ρώδης υφή. poroso [πορόσο] (επίθ.) πορώδης.
porque porque [πόρκε] (σύνδ.) επειδή, διότι, γιατί. porqué [πορκέ] (ουσ,/αρσ.) αιτία, λό γος το γιατί, porquería [πορκερία] (ουσ,/θηλ.) αη δία, βρομιά, porqueriza [πορκερίθα] (ουσΥθηλ.) 1: χοιροστάσιο, 2: αχούρι, σταύλος. porquerizo [πορκερίθο] (ουσΥαρσ.) χοι ροβοσκός porra [πόρα] (ουσΥθηλ.) ρόπαλο, porrazo [ποράθο] (ουσΥαρσ.) χτύπη μα. porro [πόρο] (ουσΥαρσ.) 1: πράσο, 2: τσιγαριλίκι, porrón [πορόν] (ουσΥαρσ.) κανάτα για κρασί. portaaviones [πορτααβιόνες] (ουσΥαρσ.) αεροπλανοφόρο, portada [πορτάδα] (ουσΥθηλ.) 1: πρό σοψη, 2: εξώφυλλο, portador [πορταδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: φορέας 2: κομιστής, portaestandarte [πορταεσταν'ντάρτε] (ουσΥαρσ.) σημαιοφόρος, portafolios [πορταφόλιος] (ουσΥαρσ.) χαρτοφύλακας, portal [πορτάλ] (ουσΥαρσ.) 1: είσοδος 2: προθάλαμος, portañuela [πορτανιουέλα] (ουσΥθηλ.) μπροστινό άνοιγμα παντελονιού, portaplumas [πορταπλούμας] (ουσ./ αρσ.) κονδυλοφόρος, portar [πορτάρ] (ρ.) φέρω, φέρνω, portarretrato [πορταρετράτο] (ουσ./ αρσ.) κορνίζα, κάδρο, portarse [πορτάρσε] (ρ.) φέρομαι, συ μπεριφέρομαι, portátil [πορτάτιλ] (επίθ.) φορητός, portavoz [πορταβόθ] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) 1: εκπρόσωπος 2: φερέφωνο, portazo [πορτάθο] (ουσΥαρσ.) βίαιο κλείσιμο της πόρτας porte [πόρτε] (ουσΥαρσ.) 1: μεταφο 434
ρά, 2: κόμιστρο, 3: παρουσιαστικό, 4: χωρητικότητα, portear [πορτεάρ] (ρ.) μεταφέρω επί πληρωμή, portento [πορτέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: θαύμα, 2: μεγαλοφυΐα. portentoso [πορτεν'τόσο] (επίθ.) θαυ μάσιος εξαίσιος, portería [παρτέρια] (ουσΥθηλ.) 1: θυ ρωρείο, 2: τέρμα, portero [πορτέρο] (ουσΥαρσ.) 1: θυ ρωρός 2: τερματοφύλακας, pórtico [πόρτικο] (ουσΥαρσ.) προστώο, portuario [πορτουάριο] (επίθ.) λιμε νικός porvenir [πορβενίρ] (ουσΥαρσ.) μέλ λον. posada [ποσάδα] (ουσΥθηλ.) πανδο χείο, χάνι, ξενώνας, posaderas [ποσαδέρας] (ουσΥθηλ.) πληθ. γλουτοί, οπίσθια, posar [ποσάρ] (ρ.) 1: ποζάρω, 2: ακουμπώ απαλά, pose [πόσε] (ουσ,/αρσ.) στάση, πόζα. poseedor [ποσεεδόρ] (ουσΥαρσ.) κά τοχος. poseer [ποσεέρ] (ρ.) κατέχω, poseído [ποσεΐδο] (επίθ.) 1: κατεχόμενος 2: δαιμονισμένος, posesión [ποσεσιόν] (ουσΥθηλ.) κατο χή, κτήση, posesionarse [ποσεσιονάρσε] (ρ.) οι κειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι, posesivo [ποσεσίβο] (επίθ.) κτητικός, ατομιστής. posgrado [ποσγράδο] (ουσΥαρσ.) με ταπτυχιακό, posguerra [ποσγέρα] (ουσΥθηλ.) με ταπολεμική περίοδος, posibilidad [ποσιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) δυνατότητα, πιθανότητα, posibilitar [ποσιμπιλιτάρ] (ρ.) καθιστώ δυνατό. posible [ποσίμπλε] (επίθ.) δυνατός πι
potro θανός. posición [ποσιθιόν] (ουσ./θηλ.) 1: θέ ση, στάση, 2: κατάσταση, 3: τοπο θεσία. positivo [ποσιτίβο] (επίθ.) θετικός, pósito [πόσιτο] (ουσΥαρσ.) συνεται ρισμός. poso [πόσο] (ουσ./αρσ.) ιλύς, κατακά θι, ίζημα. posponer [ποσπονέρ] (ρ.) αναβάλλω, ματαιώνω, postal [ποστάλ] 1: (ουσΥθηλ.) κάρτα αναμηνηστική, 2: (επίθ.) ταχυδρομι κός. poste [πόστε] (ουσΥαρσ.) στύλος, κο λόνα. póster [πόστερ] (ουσΥαρσ.) πόστερ, αφίσα. postergar [ποστεργάρ] (ρ.) 1: αναβάλ λω, 2: υποβαθμίζω, υποτιμώ, posterior [ποστεριόρ] (επίθ.) 1: οπί σθιος, 2: ύστερος, κατοπινός, μετα γενέστερος, posterioridad [ποστεριοριδάδ] (ουσΥ θηλ.) το μεταγενέστερο, posteriormente [ποστεριόρμεν'τε] (επίρρ.) ύστερα έπειτα μεταγενέστερα postigo [ποστίγο] (ουσΥαρσ.) παντζού ρι. postín [ποστίν] (ουσΥαρσ.) πολυτέ λεια, λούσο. postinero [πο<ττινέρο] (επίθ.) λουσά τος, πολυτελής πλουσιοπάροχος, postizo [ποστίθο] 1: (ουσΥαρσ.) ποστίς 2: (επίθ.) πρόσθετος πλαστός κίβδηλος. postmeridiano [ποστμεριδιάνο] (επίθ.) μεταμεσημβρινός, απογευματινός, postor [ποστόρ] (ουσΥαρσ.) πλειοδό της postración [ποστραθιόν] (ουσΥθηλ.) κατάρρευση, postrado [ποστράδο] (επίθ.) συντε τριμμένος 435
postrar [nocrrpáp] (ρ.) 1: συντρίβω, 2: ρίχνω μπρούμυτα, postrarse [ποστράρσε] (ρ.) γονυπετώ, γονατίζω, προσπίπτω, postre [πόστρε] (ουσΥαρσ.) επιδόρπιο, postrero [ποστρέρο] (επίθ.) τελευταίος έσχατος ουραγός. postrimería [ποστριμερία] (ουσΥθηλ.) τελευταίο στάδιο, postulado [ποστουλάδο] (ουσΥαρσ.) 1: αξίωμα, 2: προϋπόθεση, postulante [ποστουλάν'τε] (ουσΥαρσ.) αϊτών. postular [ποστουλάρ] (ρ.) αξιώνω, θέ τω ως προϋπόθεση, απαιτώ, póstumo [πόστουμο] (επίθ.) μεταθα νάτιος. postura [ποστούρα] (ουσΥθηλ.) στάση. potabilidad [ποταμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ποσιμότητα. potable [ποτάμπλε] (επίθ.) πόσιμος, potencia [ποτένθια] (ουσΥθηλ.) δύνα μη, ικανότητα, potencial [ποτενθιάλ] (επίθ.) ενδεχό μενος πιθανός δυνητικός υποθε τικός. potencialidad [ποτενθιαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) δυνητικότητα, προοπτική, πι θανότητα, potentado [ποτεν'τάδο] (ουσΥαρσ.) μεγιστάνας, potente [ποτέν'τε] (επίθ.) ισχυρός δυ νατός. potestad [ποτεστάδ] (ουσΥθηλ.) 1: κυ ριαρχία, 2: δικαιοδοσία, potestativo [ποτεστατίβο] (επίθ.) προ αιρετικός εθελοντικός, potingue [ποτίνγκε] (ουσΥαρσ.) φαρ μακευτικό ή καλλυντικό παρασκεύ ασμα. potranca [ποτράνκα] (ουσΥθηλ.) μι κρή φοράδα, potro [πότρο] (ουσΥαρσ.) πουλάρι.
poyo poyo [ττόγιο] (ουσΥαρσ.) πέτρινο πα γκάκι ή πεζούλι, poza [πόθα] (ουσΥθηλ.) νερόλακκος, λιμνούλα. pozal [ποθάλ] (ουσΥαρσ.) κουβάς για το πηγάδι, pozo [πόθο] (ουσΥαρσ.) πηγάδι, práctica [πράκτικα] (ουσΥθηλ.) πρα κτική, εξάσκηση, πράξη, άσκηση, practicable [πρακτικάμπλε] (επίθ.) εφαρμόσιμος, practicante [πρακτικάν'τε] 1: (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) πρακτικός γιατρός, 2: (επίθ.) θρησκευόμενος, practicar [πρακτικάρ] (ρ.) ασκώ, εξα σκώ. práctico [πράκτικο] (επίθ.) πρακτικός, pradera [πραδέρα] (ουσΥθηλ.) λιβα δότοπος. prado [πράδο] (ουσΥαρσ.) λιβάδι, λει μώνας. pragmático [πραγμάτικο] (επίθ.) πρα κτικός ρεαλιστικός, preámbulo [πρεάμ'μπουλο] (ουσΥαρσ.) προοίμιο, πρόλογος εισαγωγή, preboste [πρεμπόστε] (ουσΥαρσ.) επι κεφαλής προεστός, precalentar [πρεκαλεν'τάρ] (ρ.) προ θερμαίνω, precario [πρεκάριο] (επίθ.) επισφαλής αβέβαιος, precaución [πρεκαουθιόν] (ουσΥθηλ.) προφύλαξη, προσοχή, επαγρύπνη ση. precaver [πρεκαβέρ] (ρ.) αποφεύγω ή προλαμβάνω κίνδυνο, precavido [πρεκαβίδο] (επίθ.) προνοη τικός precedencia [πρεθεδένθια] (ουσΥθηλ.) προβάδισμα, προτεραιότητα, precedente [πρεθεδέν'τε] 1: (ουσΥ αρσ.) προηγούμενο, προγενέστερο, 2: (επίθ.) προηγούμενος preceder [πρεθεδέρ] (ρ.) προηγούμαι. 436
preceptivo [πρεθεπτίβο] (επίθ.) υπο χρεωτικός, precepto [πρεθέπτο] (ουσΥαρσ.) κα νόνας αρχή, νόρμα, preceptor [πρεθεπτόρ] (ουσΥαρσ.) δά σκαλος παιδαγωγός preces [πρέθες] (ουσΥθηλ.) πληθ. προ σευχές θρησκευτικές ικεσίες, preciado [πρεθιάδο] (επίθ.) πολύτιμος βαρύτιμος, preciarse [πρεθιάρσε] (ρ.) παινεύομαι, καυχιέμαι, precintar [πρεθιν^άρ] (ρ.) σφραγίζω, ασφαλίζω, precinto [πρεθίν'το] (ουσΥαρσ.) ταινία ασφαλείας. precio [πρέθιο] (ουσ,/αρσ.) τιμή, αξία. preciosidad [πρεθιοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) πολύ όμορφο πράγμα, θαύμα, precioso [πρεθιόοσο] (επίθ.) 1: υπέρο χος θαυμάσιος 2: πολύτιμος, precipicio [πρεθιπίθιο] (ουσΥαρσ.) 1: γκρεμός 2: βάραθρο, precipitación [πρεθιπιταθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: σπονδή, βιασύνη, 2: βροχό πτωση. precipitado [πρεθιπιτάδο] (επίθ.) εσπευ σμένος βιαστικός precipitar [πρεθιπιτάρ] (ρ.) 1: ρίχνω, γκρεμίζω, 2: επισπεύδω, επιταχύνω, precipitarse [πρεθιπιτάρσε] (ρ.) ρίχνο μαι, σπεύδω, precisamente [πρεθίσαμεν'τε] (επίρρ.) ακριβώς συγκεκριμένα, precisar [πρεθισάρ] (ρ.) καθορίζω, συ γκεκριμενοποιώ, προσδιορίζω, precisión [πρεθισιόν] (ουσΥθηλ.) ακρί βεια. preciso [πρεθίσο] (επίθ.) 1: ακριβής 2: αναγκαίος, preclaro [πρεκλάρο] (επίθ.) επιφανής διαπρεπής, precocidad [πρεκοθιδάδ] (ουσΥθηλ.) πρωιμότητα, πρόωρη ανάπτυξη.
prefectura preconcebido [πρεκονθεμπΙδο] (επίθ.) 1: προμελετημένος 2: προκατειλημ μένος, 3: προσχεδιασμένος. preconcebir [πρεκονθεμπίρ] (ρ.) 1: προμελετώ, 2: σχηματίζω γνώμη εκ των προτέρων. preconcepción [πρεκονθεπθιόν] (ουσ./ θηλ.) προκατάληψη, preconizar [πρεκονιθάρ] (ρ.) 1: υπο στηρίζω ένθερμα, 2: προτείνω ολό ψυχα. precoz [πρεκόθ] (επίθ.) 1: πρώιμος, πρόωρος 2: με πρόωρη πνευματική ανάπτυξη, precursor [πρεκουρσόρ] (ουσΥαρσ.) πρόδρομος προάγγελος. predecir [πρεδεθίρ] (ρ.) προλέγω, προαναγγέλλω, προφητεύω, predecesor [πρεδεθεσόρ] (ουσΥαρσ.) προκάτοχος. predestinación [πρεδεσπναθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: προορισμός 2: μοίρα πεπρω μένο. predestinado [πρεδεστινάδο] (επίθ.) προορισμένος προδιαγραμμένος προκαθορισμένος predestinar [πρεδεστινάρ] (ρ.) προκα θορίζω, προορίζω, predeterminación [πρεδετερμιναθιόν] (ουσΥθηλ.) προδιάθεση, predeterminar [πρεδετερμινάρ] (ρ.) προκαθορίζω, προγραμματίζω, prédica [πρέδικα] (ουσΥθηλ.) κήρυγ μα, ομιλία, predicación [πρεδικαθιόν] (ουσΥθηλ.) κήρυγμα. predicado [πρεδικάδο] (ουσΥαρσ.) (Γοαμμ) 1: κατηγορούμενο, 2: κατηγόρημα predicador [πρεδικαδόρ] (ουσΥαρσ.) ιεροκήρυκας, predicamento [πρεδικαμέν'το] (ουσΥ αρσ.) γόητρο, κύρος αίγλη, predicar [πρεδικάρ] (ρ.) κηρύσσω, predicción [πρεδικθιόν] (ουσΥθηλ.)
πρόβλεψη, πρόγνωση, πρόρρηση, προφητεία, predilección [πρεδιλεκθιόν] (ουσΥθηλ.) προτίμηση, κλίση, predilecto [πρεδιλέκτο] (επίθ.) ευνο ούμενος αγαπημένος predio [πρέδιο] (ουσΥαρσ.) κτηματική περιουσία, predisponer [πρεδισπονέρ] (ρ.) προ διαθέτω, προκαταλαμβάνω, predisposición [πρεδισποσιθιόν] (ουσΥ θηλ.) προδιάθεση, τάση. predispuesto [πρεδισπουέστο] (επίθ.) προδιατεθειμένος, predominante [πρεδομινάν'τε] (ουσΥ αρσ.) επικρατών, υπερέχων, κυρίαρ χος. predominar [πρεδομινάρ] (ρ.) επικρα τώ, υπερισχύω, δεσπόζω, κυριαρχώ, predominio [πρεδομίνιο] (ουσΥαρσ.) επικράτηση, υπερίσχυση, preeminencia [πρεεμινένθια] (ουσ/ θηλ.) υπεροχή, επικράτηση, preeminente [πρεεμινέν'τε] (επίθ.) εξέχων, υπερτερών, preescolar [πρεεσκολάρ] (επίθ.) προσχολικός. preestablecido [πρεεσταμπλεθίδο] (επίθ.) προεγκστεστημένος preestreno [πρεεστρένο] (ουσΥαρσ.) αβάν πρεμιέ, προβολή πριν την πρε μιέρα preexistente [πρεεξιστέν'τε] (επίθ.) προϋπάρχων. preexistir [πρεεξιστίρ] (ρ.) προϋπάρ χω. prefabricado [πρεφαμπρικάδο] (επίθ.) προκατασκευασμένος. prefacio [πρεφάθιο] (ουσΥαρσ.) πρό λογος. prefecto [πρεφέκτο] (ουσΥαρσ.) 1: επι μελητής 2: νομάρχης 3: επιθεωρη τής prefectura [πρεφεκτούρα] (ουσΥθηλ.)
437
preferencia αξίωμα επιμελητή ή νομάρχη, preferencia [πρεφερένθια] (ουσΥθηλ.) προτίμηση, προτεραιότητα, preferente [πρεφερέν'τε] (επίθ.) προ τιμότερος προνομιούχος, preferible [πρεφερίμπλε] (επίθ.) προ τιμητέος προτιμότερος, preferir [πρεφερίρ] (ρ.) προτιμώ, prefijar [πρεφιχάρ] (ρ.) προκαθορίζω, prefijo [πρεφίχο] (ουσΥαρσ.) πρόθε μα. pregón [πρεγόν] (ουσΥαρσ.) διακήρυ ξη, ανακοίνωση, pregonar [πρεγονάρ] (ρ.) διαλαλώ, κη ρύσσω. pregonero [πρεγονέρο] (ουσΥαρσ.) τε λάλης. preguerra [πρεγέρα] (ουσΥθηλ.) προ πολεμική εποχή, pregunta [πρεγούν'τα] (ουσΥθηλ.) ερώ τηση. preguntar [πρεγουν'τάρ] (ρ.) ερωτώ, preguntarse [πρεγουν'τάρσε] (ρ.) ανα ρωτιέμαι. preguntón [πρεγουν'τόν] (επίθ.) περίερ γος αδιάκριτος, prehistoria [πρεϊστόρια] (ουσΥθηλ) προϊ στορία prehistórico [πρεϊστόρικο] (επίθ.) προϊ στορικός. prejuicio [πρεχουίθιο] (ουσΥαρσ.) προ κατάληψη, prejuzgar [πρεχουθγάρ] (ρ.) προδικά ζω. preliminar [πρελιμινάρ] (επίθ.) προκαταρτικός. preludio [πρελούδιο] (ουσΥαρσ.) προ ανάκρουσμα προμήνυμα, προαναγ γελία. prematrimonial [πρεματριμονιάλ] (επίθ.) προγαμιαίος prematuro [πρεματούρο] (επίθ.) πρόω ρος πρώιμος, premeditación [πρεμεδιταθιόν] (ουσΥ 438
θηλ.) προμελέτη, προσχεδιασμός. premeditado [πρεμεδιτάδο] (επίθ.) προσχεδιασμένος προμελετημένος premeditar [πρεμεδιτάρ] (ρ.) προμε λετώ, προσχεδιάζω, premiado [πρεμιάδο] (επίθ.) βραβευ μένος. premiar [πρεμιάρ] (ρ.) βραβεύω, αντα μείβω, απονέμω, premio [πρέμιο] (ουσΥαρσ.) βραβείο, premioso [πρεμιόσο] (επίθ.) 1: εφαρ μοστός (για ρούχα), 2: αυστηρός (για διαταγή). premisa [πρεμίσα] (ουσΥθηλ.) 1: προϋ πόθεση, 2: συλλογισμός, premolar [πρεμολάρ] (ουσΥαρσ.) προ γόμφιος (δόντι). premonición [πρεμονιθιόν] (ουσΥθηλ.) προαίσθημα, διάισθηση. premonitorio [πρεμονιτόριο] (επίθ.) προ ειδοποιητικός premura [πρεμούρα] (ουσΥθηλ.) βια σύνη, φούρια, prenatal [πρενατάλ] (επίθ.) προγενετικός προγενέθλιος. prenda [πρέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: ρού χο, 2: τεκμήριο, 3: εγγύηση, prendar [πρεν'ντάρ] (ρ.) γοητεύω, σα γηνεύω. prendedor [πρεν'ντεδόρ] (ουσΥαρσ.) αγκράφα, πόρπη, prender [πρεν'ντέρ] (ρ.) πιάνω, αρπά ζω, συλλαμβάνω, prendido [πρεν'ντίδο] (επίθ.) κολλη μένος ή πιασμένος κάπου, prensa [πρένσα] (ουσΥθηλ.) 1: πιε στήριο, πρέσα, 2: τύπος · prensa amarilla - κίτρινος τύπος, prensar [πρενσάρ] (ρ.) συμπιέζω, prensil [πρενσίλ] (επίθ.) ικανός να συλλάβει. preñado [πρενιάδο] (επίθ.) που εγκυ μονεί. preñar [πρενιάρ] (ρ.) εγκυμονώ, γκα
presentimiento στρώνω, γονιμοποιό), preñez [πρενιέθ] (ουσ./θηλ.) εγκυμο σύνη. preocupación [πρεοκουπαθιόν] (ουσ./ θηλ.) ανησυχία, στενοχώρια, preocupado [πρεοκουπάδο] (επίθ.) (por) ανήσυχος · estar preocupado - είμαι ανήσυχος στενοχωρημένος preocupar [πρεοκουπάρ] (ρ.) ανησυ χώ, στενοχωρώ, preocuparse [πρεοκουπάρσε] (ρ.) (de) ανησυχώ, στενοχωριέμαι, preparación [πρεπαραθιόν] (ουσΥθηλ.) ετοιμασία, προετοιμασία, προπαρασκευή, παρασκευή, παρασκεύασμα, preparado [πρεπαράδο] (ουσΥαρσ.) φαρμακευτικό παρασκεύασμα, preparar [πρεπαράρ] (ρ.) ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω, preparativo [πρεπαρατίβο] (επίθ.) προ παρασκευαστικός προκαταρκτικός, preparativos [πρεπαρατίβος] (ουσ./ αρσ.) πληθ. προετοιμασίες preparatorio [πρεπαρατόριο] (επίθ.) προπαρασκευαστικός, preponderancia [πρεπον'ντεράνθκι] (ουσΥ θηλ.) υπεροχή, επικράτηση, κυριαρ χία. preponderar [πρεπον'ντεράρ] (ρ.) υπε ρέχω, υπερτερώ. preponderante[πpεπov'vτεpάv'τε] (επίθ.) υπερισχύων. preposición [πρεποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) (Γραμμ.) πρόθεση, preposicional [πρεποσιθιονάλ] (επίθ.) εμπρόθετος, prepotencia [πρεποτένθια] (ουσΥθηλ.) υπεροχή. prepotente [πρεποτέν'τε] (επίθ.) υπερέχων. prerrogativa [πρερογατίβα] (ουσΥθηλ.) προνόμιο, presa [πρέσα] (ουσΥθηλ.) 1: φράγμα, 2: θήραμα, λεία, 3: αρπαγή.
presagiar [πρεσαχιάρ] (ρ.) προοιωνί ζομαι, προφητεύω, μαντεύω, presagio [πρεσάχιο] (ουσΥαρσ.) οιωνός προμήνυμα. presbicia [πρεσμπίθια] (ουσΥθηλ.) πρε σβυωπία. presbiterio [πρεσμπιτέριο] (ουσΥαρσ.) πρεσβυτέριο, presbítero [πρεσμπίτερο] (ουσΥαρσ.) ιερέας, πρεσβύτερος. presciencia [πρεσθιένθια] (ουσ,/θηλ.) πρόγνωση, πρόβλεψη, prescindible [πρεσθιν'ντίμπλε] (επίθ.) επουσιώδης αμελητέος ασήμαντος, prescindir [πρεσθιν'ντίρ] (ρ.) καθιστώ περιττό, παραλείπω, prescribir [πρεσκριμπίρ] (ρ.) 1: ορίζω, καθορίζω, 2: παραγράφω, διαγρά φω. prescripción [πρεσκριπθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: συνταγή γιατρού, 2: παραγραφή, διαγραφή, presencia [πρεσένθια] (ουσΥθηλ.) πα ρουσία. presencial [πρεσενθιάλ] (επίθ.) παριστάμενος, παρευρισκόμενος. presenciar [πρεσενθιάρ] (ρ.) είμαι πα ρών, παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, presentable [πρεσεν'τάμπλε] (επίθ.) εμφανίσιμος παρουσιάσιμος, presentación [πρεσεν'ταθιόν] (ουσΥ θηλ.) παρουσίαση, εμφάνιση, presentador [πρεσεν'ταδόρ] (ουσΥαρσ.) παρουσιαστής presentar [πρεσεν'τάρ] (ρ.) παρουσιά ζω, συστήνω, presentarse [πρεσεν'τάρσε] (ρ.) πα ρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά, συστήνομαι. presente [πρεσέν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) (α) παρόν, (β) δώρο, 2: (Γραμμ.) ενεστώ τας 3: (επίθ.) παρών, presentimiento [πρεσεν'τιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) προαίσθηση, προαίσθημα.
439
presentir presentir [πρεσεν'τίρ] (ρ.) προαισθά νομαι. preservación [πρεσερβαθιόν] (ουσΥθηλ.) προφύλαξη, διαφύλαξη, προστασία preservar [πρεσερβάρ] (ρ.) προφυλάσσω, διαφυλάσσω, προστατεύω, preservatjvo [πρεσερβατίβο] (ουσ/ αρσ.) προφυλακτικό. presidencia [πρεσιδένθια] (ουσΥθηλ.) προεδρία, προεδρείο, presidente [πρεσιδέν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) πρόεδρος, presidiario [πρεσιδιάριο] (ουσΥαρσ.) κατάδικος, φυλακισμένος, αιχμάλω τος. presidio [πρεσίδιο] (ουσ,/αρσ.) φυλα κή, φυλάκιση, αιχμαλωσία, presidir [πρεσιδίρ] (ρ.) προεδρεύω, κυριαρχώ, επικρατώ, presilla [πρεσίγια] (ουσΥθηλ.) θηλιά, κρίκος. presión [πρεσιόν] (ουσΥθηλ.) πίεση, presionar [πρεσιονάρ] (ρ.) πιέζω, preso [πρέσο] (ουσΥαρσ.) φυλακισμέ νος, κρατούμενος, prestación [πρεσταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: δανεισμός, 2: χορήγηση, prestado [πρεστάδο] (επίθ.) δανεικός, prestamista [πρεσταμίστα] (ουσΥαρσ.) τοκογλύφος δανειστής préstamo [πρέσταμο] (ουσΥαρσ.) δά νειο. prestancia [πρεστάνθια] (ουσΥθηλ.) ποιοτική ανωτερότητα ή υπεροχή, prestar [πρεστάρ] (ρ.) δανείζω, παρέ χω. prestatario [πρεστατάριο] (ουσΥαρσ.) δανειολήπτης, presteza [πρεστέθα] (ουσΥθηλ.) ζέση, προθυμία, prestidigitación [πρεσπδιχΓταθιόν] (ουσΥ θηλ) ταχυδακτυλουργία prestidigitador [πρεστιδιχιταδόρ] (ουσΥ αρσ.) ταχυδακτυλουργός. 440
prestigiar [πρεστιχιάρ] (ρ.) προσδίδω κύρος prestigio [πρεστίχιο] (ουσΥαρσ.) γόη τρο, αίγλη, κύρος, prestigioso [πρεστιχιόσο] (επίθ.) που έχει αίγλη, καταξιωμένος, presto [πρέστσ] (επίθ.) πρόθυμος presumible [πρεσουμίμπλε] (επίθ.) πι θανός ενδεχόμενος, presumido [πρεσουμίδο] (επίθ.) φα ντασμένος φιλάρεσκος υπερόπτης, presumir [πρεσουμίρ] (ρ.) 1: υποθέτω, φαντάζομαι, 2: καυχιέμαι, έχω μεγά λη ιδέα για τον εαυτό μου, επαίρομαι. presunción [πρεσουνθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: υπόθεση, εικασία, 2: φιλαρέσκεια, υπεροψία, presunto [πρεσούντο] (επίθ.) υποτιθέ μενος. presuntuoso [πρεσουν'τσουόσο] (επίθ.) 1: υπερόπτης φαντασμένος 2: μα ταιόδοξος καινόδοξος. presuponer [πρεσουπονέρ] (ρ.) προϋ ποθέτω. presupuestar [πρεσουπουεστάρ] (ρ.) κάνω προϋπολογισμό, προϋπολογί ζω δαπάνη, presupuestario [πρεσουπουεστάριο] (επίθ.) του προϋπολογισμού, προϋπολογισπκός presupuesto [πρεσουπουέστο] (ουσΥ αρσ.) προϋπολογισμός, presuroso [πρεσουρόσο] (επίθ.) επεί γων, βιαστικός (καθ.) φουριόζος, pretencioso [πρετενθιόσο] (ουσΥαρσ.) υπερόπτης επιδεικτικός αλαζόνας, pretender [πρετεν'ντέρ] (ρ.) 1: προ σποιούμαι, 2: σκοπεύω, 3: ερωτο τροπώ. pretendiente [πρετεν'ντιέν'τε] (ουσΥ αρσ.) 1: αυτός που ερωτοτροπεί, 2: επίδοξος μνηστήρας, pretensión [πρετενσιόν] (ουσΥθηλ.) φιλοδοξία, βλέψη, προσδοκία.
principesco pretérito [πρετέριτο] (επίθ.) παρελθοντικός, περασμένος, παρωχημένος, pretexto [πρετέξτο] (ουσ,/αρσ.) πρό σχημα, πρόφαση, δικαιολογία, pretil [πρετίλ] (ουσΥαρσ.) παραπέτο, pretina [πρετίνα] (ουσ./θηλ.) ζωστή ρα, ζώνη. prevalecer [πρεβαλεθέρ] (ρ.) υπερι σχύω, επικρατώ, prevaricación [πρεβαρικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) παραποίηση, διαστρέβλωση, prevención [πρεβενθιόν] (ουσΥθηλ.) πρόληψη, prevenido [πρεβενίδο] (επίθ.) προνοη τικός. prevenir [πρεβενίρ] (ρ.) προλαβαίνω, προλαμβάνω, preventivo [πρεβεν'τίβο] (επίθ.) προ ληπτικός. prever [πρεβέρ] (ρ.) προβλέπω, προ φητεύω . previo [πρέβιο] (επίθ.) πρότερος πρω τύτερος προηγούμενος, previsible [πρεβισίμπλε] (επίθ.) προ βλέψιμος, previsión [πρεβισιόν] (ουσΥθηλ.) πρό βλεψη, προφητεία, previsor [πρεβισόρ] (επίθ.) διορατι κός προνοητικός, prima [πρίμα] (ουσΥθηλ.) πριμ, πρό σθετη αμοιβή, primacía [πριμαθία] (ουσΥθηλ.) πρω τοκαθεδρία, πρωτεία (πληθ.), υπε ροχή. primada [πριμάδα] (ουσΥθηλ.) ανόη τη πράξη, primado [πριμάδο] (ουσΥαρσ.) αρχιε πίσκοπος primadona [πριμαδόνα] (ουσΥθηλ.) πριμαντόνα, primar [πριμάρ] (ρ.) έχω την πρωτο καθεδρία, primario [πριμάριο] (αριθμ. επίθ.) πρω ταρχικός πρωτοβάθμιος πρώτος 441
primate [πριμάτε] (ουσΥαρσ.) πρω τεύον θηλαστικό, primavera [πριμαβέρα] (ουσΥθηλ.) άνοι ξη· primerizo [πριμερίθο] (επίθ.) αρχάριος άπειρος primitivo [πριμιτίβο] (επίθ.) πρωτόγο νος αρχέγονος. primero [πριμέρο] 1: (επίθ.) πρώτος πρωταρχικός · vivo en el primer piso ή vivo en el piso primero - μένω στον πρώτο όροφο, 2: (επίρρ.) πρώτα, προ τιμότερα. primicias [πριμίθιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. 1: οι πρώτοι καρποί, πρωτολούβια. primigenio [πριμιχένιο] (επίθ.) πρω τογενής. primo [πρίμο] 1: (ουσΥαρσ.) ξάδελφος (α' βαθμού) · Ángel es mi primo - o Άγγελος είναι πρώτος ξάδερφός μου · Alvaro es mi primo segundo o 'Αλβαρο είναι δεύτερος ξάδερφός μου, 2: (επίθ.) πρώτος, primogénito [πριμοχένιτο] (επίθ.) πρω τότοκος πρωτογενής, primogenitura [πριμοχενιτούρσ] (ουσΥ θηλ.) πρωτοτόκια, πρωτογένεια, primor [πριμόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αριστο τέχνημα, κομψοτέχνημα, 2: μεράκι, μαεστρία, primordial [πριμορδιάλ] (επίθ.) θεμε λιώδης βασικός, primoroso [πριμορόσο] (επίθ.) μερακλίδικος. princesa [πρινθέσα] (ουσΥθηλ.) πριγκίπισσα. principado [πρινθιπάδο] (ουσΥαρσ.) πριγκιπάτο, ηγεμονία, principal [πρινθιπάλ] (επίθ.) κύριος κυριότερος κεντρικός · entrada principal - κύρια είσοδος, príncipe [πρίνθιπε] (ουσΥαρσ.) πρί γκιπας principesco [πρινθιπέσκο] (επίθ.) πρι
principiante γκιπικός. principiante [πρινθιπιάν'τε] (επίθ.) αρ χάριος, πρωτάρης, principiar [πρινθιπιάρ] (ρ.) αρχίζω, principio [πρινθίπιο] (ουσ./αρα.) 1: αρ χή, 2: αιτία, 3: καταγωγή, pringar [πρινγκάρ] (ρ.) λεκιάζω ή κηλι δώνω με λίπος, pringoso [πρινγκόσο] (επίθ.) 1: λιπα ρός, 2: λιγδιάρης. pringue [πρίνγκε] (ουσΥαρσ.) λίπος λίγδα, λεκές από λίπος, prior [πριόρ] (ουσΥαρσ.) ηγούμενος, priorato [πριοράτο] (ουσΥαρσ.) μονα στήρι, μονή. prioridad [πριοριδάδ] (ουσΥθηλ.) προ τεραιότητα, prioritario [πριοριτάριο] (επίθ.) που έχει προτεραιότητα, προέχων. prisa [πρίσα] (ουσ,/θηλ.) βιασύνη · tener prisa- βιάζομαι · ¿por qué tienes tanta prisa? - γιατί βιάζεσαι τόσο;. prisión [πρισιόν] (ουσΥθηλ.) φυλακή, prisionero [πρισιονέρο] (ουσΥαρσ.) φυλακισμένος κρατούμενος αιχμά λωτος. prisma [πρίσμα] (ουσΥαρσ.) πρίσμα, άποψη. prismático [πρισμάτικο] (επίθ.) πρι σματικός prismáticos [πρισμάτικος] (ουσΥαρσ.) πληθ. κιάλια, διόπτρες prístino [πρίστινο] (επίθ.) πρωτόγο νος αρχικός, privación [πριβαθιόν] (ουσΥθηλ.) στέ ρηση, έλλειψη, ένδεια, απώλεια, privado [πριβάδο] (επίθ.) ιδιωτικός ιδιαίτερος προσωπικός, privar [πριβάρ] (ρ.) 1; στερώ, αφαιρώ, 2: αποκλείω, privativo [πριβατίβο] (επίθ.) αποκλει στικός στερητικός, privatizar [πριβατιθάρ] (ρ.) ιδιωτικο 442
ποιώ. privilegiado [πριβιλεχιάδο] (επίθ.) προ νομιούχος προνομιακός privilegiar [πριβιλεχιάρ] (ρ.) ευνοώ, υποστηρίζω, privilegio [πριβιλέχιο] (ουσΥαρσ.) προ νόμιο, πλεονέκτημα, proa [πρόα] (ουσΥθηλ.) πλώρη, probabilidad [προμπαμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) πιθανότητα, probable [προμπάμπλε] (επίθ.) πιθα νός ενδεχόμενος, probablemente [προμπάμπλεμεν'τε] (επίρρ.) πιθανόν, πιθανώς ίσως, εν δεχομένως, probado [προμπάδο] (επίθ.) δοκιμα σμένος. probador [προμπαδόρ] (ουσΥαρσ.) δο κιμαστήριο, probar [προμπάρ] (ρ.) 1: δοκιμάζω, 2: αποδεικνύω. probeta [προμπέτα] (ουσ,/θηλ.) ογκο μετρικός σωλήνας, probatorio [προμπατόριο] (επίθ.) απο δεικτικός, probidad [προμπιδάδ] (ουσΥθηλ.) ακε ραιότητα, χρηστότητα, problema [προμπλέμα] (ουσΥαρσ.) πρό βλημα. problemático [προμπλεμάτικο] (επίθ.) προβληματικός, probo [πρόμπο] (επίθ.) ακέραιος έντι μος. procacidad [προκαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) αυθάδεια, θρασύτητα. procaz [προκάθ] (επίθ.) πρόστυχος χυδαίος αδιάντροπος θρασύς, procedencia [προθεδένθια] (ουσΥθηλ.) προέλευση, procedente [προθεδέν'τε] (επίθ.) προ ερχόμενος, proceder [προθεδέρ] (ρ.) 1; προέρχο μαι, 2: προβαίνω, 3: συμπεριφέρο μαι, 4: αρμόζει.
profetizar procedimiento [προθεδιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) μέθοδος, διαδικασία, prócer [πρόθερ] (επίθ.) διακεκριμένη προσωπικότητα, επιφανής, procesado [προθεσάδο] (ουσΥαρσ.) κατηγορούμενος, εναγόμενος, υπό δικος. procesador [προθεσαδόρ] (ουσΥαρσ.) επεξεργαστής, procesamiento [προθεσαμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) επεξεργασία, procesar [προθεσάρ] (ρ.) ενάγω, μη νύω. procesión [προθεσιόν] (ουσΥθηλ.) λι τανεία. proceso [προθέσο] (ουσΥαρσ.) 1: πο ρεία, 2: εξέλιξη, διαδικασία, proclama [προκλάμα] (ουσΥθηλ.) προ κήρυξη. proclamación [προκλαμαθιόν] (ουσ./ θηλ.) διακήρυξη, ανακήρυξη, proclamar [προκλαμάρ] (ρ.) διακηρύσ σω, ανακηρύσσω. proclive [προκλίβε] (επίθ.) επιρρεπής, procreación [προκρεαθιόν] (ουσΥθηλ.) αναπαραγωγή, τεκνοποίηση, procrear [προκρεάρ] (ρ.) αναπαράγω, τεκνοποιώ, procurador [προκουραδόρ] (ουσΥαρσ.) συνήγορος, procurar [προκουράρ] (ρ.) 1: προσπα θώ, 2: αποκτώ, 3: εξασφαλίζω, prodigalidad [προδιγαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ασωτία, αφθονία, σπατάλη, prodigar [προδιγάρ] (ρ.) ξοδεύω αλό γιστα, σκορπώ αφειδώς, prodigio [προδίχιο] (ουσ,/αρσ.) θαύ μα. prodigioso [προδιχιόσο] (επίθ.) κατα πληκτικός, θαυμάσιος, pródigo [πρόδιγο] (επίθ.) άσωτος, έκλυ τος ακόλαστος producción [προδουκθιόν] (ουσΥθηλ.) παραγωγή.
producir [προδουθίρ] (ρ.) 1: παράγω, προξενώ, προκαλώ, 2: αποδίδω, productividad [προδουκτιβιδάδ] (ουσ./ θηλ.) παραγωγικότητα, productivo [προδουκτίβο] (επίθ.) πα ραγωγικός επικερδής κερδοφόρος γόνιμος. producto [προδούκτο] (ουσΥαρσ.) προϊόν, productor [προδουκτόρ] (ουσΥαρσ.) παραγωγός, proeza [προέθα] (ουσΥθηλ.) ανδραγα θία, κατόρθωμα, άθλος. profanación [προφαναθιόν] (ουσΥθηλ.) βεβήλωση, profanar [προφανάρ] (ρ.) βεβηλώνω, κηλιδώνω, profano [προφάνο] (επίθ.) βέβηλος ασεβής ανίερος, profecía [προφεθία] (ουσΥθηλ.) προ φητεία. proferir [προφερίρ] (ρ.) προφέρω, εκ στομίζω. profesar [προφεσάρ] (ρ.) ασκώ επάγ γελμα. profesión [προφεσιόν] (ουσΥθηλ.) επάγ γελμα. profesional [προφεσιονάλ] 1: (ουσΥαρσ.) επαγγελματίας 2: (επίθ.) επαγγελματι κός ρΓθίβ$ΐοη3ΐϊ$πιο[προφεσιοναλίσμο] (ουσΥαρσ.) επαγγελματισμός profeso [προφέσο] (επίθ.) κεκαρμένος χειροτονημένος, profesor/a [προφεσόρ/α] (ουσΥαρσ.+θηλ.) καθηγητής καθηγήτρκχ profesorado [προφεσοράδο] (ουσΥαρσ.) καθηγεσία το καθηγητικό σώμα profeta [προφέτα] (ουσΥαρσ.) προφή τη ς μάντης, profético [προφέτικο] (επίθ.) προφη τικός. profetisa [προφετίσα] (ουσΥθηλ.) προφήτισσα. profetizar [προφετιθάρ] (ρ.) προφη
443
profilaxis τεύω, μαντεύω, profilaxis [προφιλάξις] (ουσΥθηλ.) προ φύλαξη, διασφάλιση, prófugo [πρόφουγο] (ουσΥαρσ.) ανυ πότακτος φυγόδικος φυγάς. profundidad [προφουν'ντιδάδ] (ουσΥ θηλ.) βάθος, profundizar [προφουν'ντιθάρ] (ρ.) εμβαθύνω. profundo [προφούν'ντο] (επίθ.) βαθύς, profusión [προφουσιόν] (ουσΥθηλ.) σπα τάλη, αφθονία, profuso [προφούσο] (επίθ.) άφθονος, progenie [προχένιε] (ουσΥθηλ.) συγ γένεια. progenitor [προχενιτόρ] (ουσΥαρσ.) προπάτωρ, πρόγονος, programa [προγράμα] (ουσΥαρσ.) πρό γραμμα. programación [προχραμαθιόν] (ουσΥ θηλ.) προγραμματισμός, programado [προγραμάδο] (επίθ.) προ γραμματισμένος programador [προγραμαδόρ] (ουσ./ αρσ.) προγραμματιστής, programar [προγραμάρ] (ρ.) προγραμ ματίζω. progresar [προγρεσάρ] (ρ.) προοδεύω, προχωρώ, progresión [προγρεσιόν] (ουσΥθηλ.) πρόοδος, εξέλιξη, progresismo [προγρεσίσμο] (ουσΥ αρσ.) προοδευτισμός. progresista [προγρεσίστα] (ουσ/αρσ.+θηλ), (επίθ.) προοδευτικός (μτφ.) ανοιχτόμυα λος progresivo [προγρεσίβο] (επίθ.) προο δευτικός. progreso [προγρέσο] (ουσΥαρσ.) πρόο δος εξέλιξη, prohibición [προϊμπιθιόν] (ουσΥθηλ.) απαγόρευση, prohibir [προϊμπίρ] (ρ.) απαγορεύω, prohibitivo [προϊμπιτίβο] (επίθ.) απα
γορευτικός κατασταλτικός, prohijamiento [προϊχαμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) υιοθεσία, prohijar [προϊχάρ] (ρ.) υιοθετώ. prohombre [προόμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) διακεκριμένος άνδρας εξέχων. prójimo [πρόχιμο] (ουσΥαρσ.) πλησί ον, συνάνθρωπος. prole [πρόλε] (ουσΥθηλ.) τέκνα, γόνοι, proletariado [προλεταριάδο] (ουσΥαρσ.) προλεταριάτο, proletario [προλετάριο) 1: (ουσΥαρσ.) προλετάριος 2: (επίθ.) προλεταρια κός. proliferación [προλιφεραθιόν] (ουσΥ θηλ.) πολλαπλασιασμός, proliferar [προλιφεράρ] (ρ.) πολλαπλασιάζομαι, αναπαράγομαι. prolíflco [προλίφικο] (επίθ.) γόνιμος πα ραγωγικός prolijidad [προλιχιδάδ] (ουσΥθηλ.) μακρηγορία, πολυλογία, φλυαρία, prolijo [προλίχο] (επίθ.) 1: μακροσκε λής εκτενής 2: λεπτομερειακός, prologar [προλογάρ] (ρ.) προλογίζω, prólogo [πρόλογο] (ουσΥαρσ.) πρόλο γος. prolongable [προλονγκάμπλε] (επίθ.) παρατεινόμενος. prolongación [προλονγκαθιόν] (ουσ./ θηλ.) επέκταση, προέκταση, παρά ταση. prolongado [προλονγκάδο] (επίθ.) παρατεταμένος. prolongar [προλονγκάρ] (ρ.) επεκτεί νω, προεκτείνω, παρατείνω, promediar [προμεδιάρ] (ρ.) βγάζω μέ σο όρο. promedio [προμέδιο] (ουσΥαρσ.) μέ σος όρος. promesa [προμέσα] (ουσΥθηλ.) υπό σχεση, δέσμευση, prometer [προμετέρ] (ρ.) υπόσχομαι, δεσμεύομαι.
propietario prometido [ττρομετίδο] 1: (ουσΥαρσ.) μνηστήρας αρραβωνιαστικός 2: (επίθ.) υποσχόμενος, prominencia [προμινένθια] (ουσΥθηλ.) 1: ύψωμα, 2: εξόγκωμα, πρήξιμο, prominente [προμινέν'τε] (επίθ.) προεξέχων, εξέχων. promiscuidad [προμισκουιδάδ] (ουσΥ θηλ.) συνονθύλευμα, σύμφυρμα, promiscuo [προμίσκουο] (επίθ.) συ γκεχυμένος ασαφής, promoción [προμοθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: προαγωγή, 2: προώθηση · promoción de ventas - προώθηση πωλήσεων, 3: τάξη αποφοίτησης, promocionar [προμοθιονάρ] (ρ.) προω θώ, προάγω, promontorio [προμον'τόριο] (ουσΥ αρσ.) εδαφικό ύψωμα, promotor [προμοτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: υποκινητής 2: εισηγητής, promover [προμοβέρ] (ρ.) προάγω, προωθώ, προβιβάζω, promulgar [προμουλγάρ] (ρ.) δημο σιεύω ένα νόμο. promulgación [προμουλγαθιόν] (ουσΥ θηλ.) επίσημη διακήρυξη, δημοσίευ μα. pronombre [προνόμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) αντωνυμία, pronominal [προνομινάλ] (επίθ.) (Γραμμ.) αντωνυμικός pronosticar [προνοστικάρ] (ρ.) κάνω πρόγνωση, προβλέπω, pronóstico [προνόστικο] (ουσΥαρσ.) πρόγνωση, πρόβλεψη, προγνωστι κό. prontitud [προν'τιτούδ] (ουσΥθηλ.) 1: σβελτάδα, ταχύτητα, γρηγοράδα, 2: προθυμία, pronto [πρόν'το] 1: (επίθ.) έτοιμος γρήγορος 2: (επίρρ.) νωρίς γρήγορα • ¿por qué te fuiste tan pronto ayer? γιατί έφυγες τόσο νωρίς χθες.
prontuario [προν'τουάριο] (ουσΥαρσ.) επιτομή, σύνοψη, pronunciación [προνουνθιαθιόν] (ουσΥ θηλ.) προφορά, άρθρωση, pronunciado [προνουνθιάδο] (επίθ.) 1: προεξέχων, 2: έντονος, pronunciamiento [προνουνθιαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) στρατιωτική εξέγερση, πραξικόπημα, pronunciar [προνουνθιάρ] (ρ.) προφέ ρω, αρθρώνω, εκφωνώ, εκφέρω, pronunciarse [προνουνθιάρσε] (ρ.) δηλώνω προτίμηση, αποφαίνομαι. propagación [προπαγαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: διάδοση, εξάπλωση, 2: αναπαραγω γή· propaganda [προπαγάνδα] (ουσΥθηλ.) προπαγάνδα, propagandístico [προπαγανδιστικό] (επίθ.) προπαγανδιστικός, propagar [προπαγάρ] (ρ.) 1: διαδίδω, εξαπλώνω, διασπείρω, 2: αναπαρά γω. propalar [προπαλάρ] (ρ.) αποκαλύπτω μυστικό. propasarse [προπασάρσε] (ρ.) παρε κτρέπομαι, παραφέρομαι, παρεκ κλίνω. propender [προπεν'ντέρ] (ρ.) τείνω, ρέπω. propensión [προπενσιόν] (ουσΥθηλ.) τάση, ροπή. propenso [προπένσο] (επίθ.) ευεπίφο ρος επιρρεπής propiamente [πρόπιαμεν'τε] (επίρρ.) ακριβώς. propicio [προπίθιο] (επίθ.) ευνοϊκός ευμενής θετικός propiedad [προπιεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ιδιοκτησία, ακίνητη περιουσία, 2: ιδιό τητα. propietario [προπιετάριο] 1: (ουσ./ αρσ.) ιδιοκτήτης κάτοχος 2: (επίθ.) ιδιόκτητος.
445
propina propina [προπίνα] (ουσΥθηλ.) φιλο δώρημα, πουρμπουάρ, propinar [προπινάρ] (ρ.) ξυλοκοπώ, δέρνω. propio [πρόπιο] (επίθ.) 1: ίδιος, καθαυ τός 2: χαρακτηριστικός 3: κατάλλη λος αρμόζων, το πρέπον/σωστό · siempre, va en su propio coche - πά ντα πάει με το δικό του αυτοκίνητο • lo hace para su propia salud - το κάνει για την ίδια του την υγεία · esta es una frase propia de Martin - αυτή είναι μια χαρακτηριστική έκφραση του Μαρτίν · no es propio hablar asi - δεν είναι πρέπον/σωστό να μιλάει κανείς έτσι. proponer [προπονέρ] (ρ.) προτείνω, υποδεικνύω, proponerse [προπονέρσε] (ρ.) σκο πεύω, προτίθεμαι, proporción [προπορθιόν] (ουσΥθηλ.) αναλογία, διάσταση, proporcionado [προπορθιονάδο] (επίθ.) 1: ανάλογος 2: συμμετρικός, proporcional [προπορθιονάλ] (επίθ.) αναλογικός, proporcionar [προπορθιονάρ] (ρ.) προ μηθεύω. proposición [προποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) πρόταση. propósito [προπόσιτο] (ουσΥαρσ.) σκο πός στόχος πρόθεση, propuesta [προπουέστα] (ουσΥθηλ.) πρόταση. propulsar [προπουλσάρ] (ρ.) 1: προω θώ, 2: (μτφ.) ενθαρρύνω, propulsión [προπουλσιόν] (ουσΥθηλ.) προώθηση, πρόωση, propulsor [προπουλσόρ] (επίθ.) προω στικός προωθητικός. prorrata [προράτα] (ουσΥθηλ.) μερί διο, μερτικό, prorratear [προρατεάρ] (ρ.) κατανέμω αναλογικά. 446
prórroga [πρόρογα] (ουσΥθηλ.) παρά ταση, επέκταση, prorrogable [προρογάμπλε] (επίθ.) παρατάσιμος. prorrogar [προρογάρ] (ρ.) 1: παρατεί νω, αναβάλλω, 2: συνεχίζω, prorrumpir [προρουμ'πίρ] (ρ.) ξεσπώ. prosa [πρόσα] (ουσΥθηλ.) πεζογρα φία, πεζός λόγος, prosaico [προσάικο] (επίθ.) πεζός τε τριμμένος κοινότοπος, prosapia [προσάπια] (ουσΥθηλ.) κατα γωγή, συγγένεια, γενιά, γένος, proscenio [προσθένιο] (ουσΥαρσ.) προ σκήνιο. proscribir [προσκριμπίρ] (ρ.) προγράφω, καταδιώκω, proscripción [προσκριπθιόν] (ουσΥ θηλ.) προγραφή, απαγόρευση, δίω ξη* proscrito [προσκρίτο] (επίθ.) 1: προγεγραμμένος απαγορευμένος 2: εξό ριστος, 3: παράνομος, proseguir [προσεγίρ] (ρ.) συνεχίζω, proselitismo [προσελιτίσμο] (ουσ./ αρσ.) προσηλυτισμός, prosista [προσίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) πεζογράφος συγγραφέας πρόζας, prospección [προσπεκθιόν] (ουσΥθηλ.) γεώτρηση, prospecto [προσπέκτο] (ουσΥαρσ.) φυλ λάδιο, μπροσούρα, προσπέκτους. prosperar [προσπεράρ] (ρ.) ευημερώ, ευδοκιμώ, prosperidad [προσπεριδάδ] (ουσΥθηλ.) ευημερία ευμάρεια, próspero [πρόσπερο] (επίθ.) ευήμερος πλούσιος, prosternarse [προστερνάρσε] (ρ.) γο νατίζω απο σεβασμό, προσπίπτω, γονυπετώ. prostíbulo [προ<πίμπουλο] (ουσΥαρσ.) πορνείο, οίκος ανοχής, prostitución [προστιτουθιόν] (ουσ./
proyección θηλ.) πορνεία, εκπόρνευση. prostituir [προσπτουίρ] (ρ.) εκπορ νεύω, εκδίδω, prostituta [προοτιτούτα] (ουσΥθηλ.) ιερόδουλη, (χυδ.) πόρνη, protagonista [προταγονίστα] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) πρωταγωνιστής, πρωτα γωνίστρια, protagonizar [προταγονιθάρ] (ρ.) πρω ταγωνιστώ, protección [προτεκθιόν] (ουσΥθηλ.) προστασία, proteccionismo [προτεκθιονίσμο] (ουσΥ αρσ.) προστατευτισμός, protector [προτεκτόρ] 1: (ουσΥαρσ.) προστάτης 2: (επίθ.) προστατευτι κός. proteger [προτεχέρ] (ρ.) προστατεύω, προφυλάσσω, υπερασπίζω, protegido [προτεχίδο] (επίθ.) προστατευόμενος ευνοούμενος, proteína [προτεΐνα] (ουσΥθηλ.) πρω τεΐνη. protesta [προτέστα] (ουσΥθηλ.) δια μαρτυρία, protestante [προτεστάν'τε] 1: (ουσ./ αρσ.) προτεστάντης 2: (επίθ.) διαμαρτυρόμενος. protestar [προτεστάρ] (ρ.) διαμαρτύ ρομαι, εξανίσταμαι, protocolario [προτοκολάριο] (επίθ.) εθιμοτυπικός παραδοσιακός, protocolo [προτοκόλο] (ουσΥαρσ.) πρω τόκολλο, εθιμοτυπία, prototipo [προτοτίπο] (ουσΥαρσ.) πρό τυπο, μοντέλο, protuberancia [προτουμπεράνθια] (ουσΥ θηλ.) προεξοχή, εξόγκωμα, provecho [προβέτσο] (ουσΥαρσ.) πλεο νέκτημα, όφελος κέρδος, provechoso [προβετσόσο] (επίθ.) επω φελής ωφέλιμος, proveedor [προβεεδόρ] (ουσΥαρσ.) προ μηθευτής. 447
proveer [προβεέρ] (ρ.) προμηθεύω, εφοδιάζω, τροφοδοτώ, proveniente [προβενιέν'τε] (επίθ.) προερχόμενος, provenir [προβενίρ] (ρ.) προέρχομαι, proverbial [προβερμπιάλ] (επίθ.) παροιμιώδης παροιμιακός. proverbio [προβέρμπιο] (ουσΥαρσ.) παροιμία. providencia [προβιδένθια] (ουσΥθηλ.) πρόνοια, προνοητικότητα. providencial [προβιδενθιάλ] (επίθ.) θεόσταλτος ουρανόπεμπτος, provincia [προβίνθια] (ουσΥθηλ.) 1: νομός, 2: επαρχία, provinciano [προβινθιάνο] 1: (ουσΥ αρσ.) επαρχιώτης 2: (επίθ.) επαρχιώ τικος. provisión [προβισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: πρόβλεψη, 2: προμήθεια, εφοδια σμός. provisiones [προβισιόνες] (ουσΥθηλ.) πληθ. εφόδια, provisional [προβισιονάλ] (επίθ.) προ σωρινός έκτακτος, provocación [προβοκαθίόν] (ουσ./ θηλ.) πρόκληση, provocador [προβοκαδόρ] (επίθ.) προ κλητικός τολμηρός, provocar [προβοκάρ] (ρ.) προκαλώ, provocativo [προβοκστίβο] (επίθ.) προ κλητικός proxeneta [προξενέτα] (ουσΥθηλ.) μαστροπός προαγωγός. proxenetismo [προξενετίσμο] (ουσ./ αρσ.) μαστροπεία, próximamente [πρόξιμαμεν'τε] (επίρρ.) προσεχώς, proximidad [προξιμιδάδ] (ουσΥθηλ.) εγγύτητα, γειτνιάση. próximo [πρόξιμο] (επίθ.) προσεχής, κοντινός εγγύς, proyección [προγιεκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εκτόξευση, ρίψη, 2: προβολή, 3:
proyectar σχεδίαση, proyectar [προγιεκτάρ] (ρ.) 1: εκτο ξεύω, 2: προβάλλω, 3: σχεδιάζω, proyectil [προγιεκτίλ] (ουσΥαρσ.) βλή μα. proyectista [προγιεκτίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) σχεδιαστής σχεδιάστρια. proyecto [προγιέκτο] (ουσ./αρσ.) σχέ διο, πλάνο, proyector [προγιεκτάρ] (ουσΥαρσ.) προβολέας prudencia [προυδένθια] (ουσΥθηλ.) σύνεση, φρόνηση, σωφροσύνη, prudencial [προυδενθιάλ] (επίθ.) φρό νιμος συνετός, prudente [προυδέν'τε] (επίθ.) συνε τός φρόνιμος σώφρων, συγκροτη μένος. prueba [προυέμπα] (ουσΥθηλ.) από δειξη, δοκιμή, δείγμα, prurito [προυρίτο] (ουσΥαρσ.) 1: φα γούρα, 2: τελειομανία, psicoanálisis [ψικοανάλισις] (ουσ./ αρσ.) ψυχανάλυση, psicoanalista [ψικοαναλίστα] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) ψυχαναλυτής ψυχαναλύτρια. psicología [ψικολοχία] (ουσΥθηλ.) ψυ χολογία. psicológico [ψικολόχικο] (επίθ.) ψυχο λογικός. psicólogo [ψικόλογο] (ουσΥαρσ.) ψυ χολόγος. psicópata [ψικόπατα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ψυχοπαθής psicosis [ψικόσις] (ουσΥθηλ.) ψύχωση, psique [ψίκε] (ουσΥθηλ.) ψυχή. psiquiatra [ψικιάτρα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ψυχίατρος psiquiatría [ψικιατρία] (ουσΥθηλ.) ψυ χιατρική, psíquico [ψίκικο] (επίθ.) ψυχικός, púa [πούα] (ουσΥθηλ.) 1: ακίδα, αγκά θι, 2: πένα, 3: δόντι χτένας. 448
púber [πούμπερ] 1: (ουσΥαρσ. + θηλ.) έφηβος 2: (επίθ.) εφηβικός, puberal [πουμπεράλ] (επίθ.) εφηβι κός. pubertad [πουμπερτάδ] (ουσΥθηλ.) εφηβεία, ήβη. pubis [πούμπις] (ουσΥαρσ.) ήβη, εφηβαίο. pubescente [πουμπεσθέν'τε] (επίθ.) χνου δωτός. pubiano [πουμπιάνο] (επίθ.) ηβικός εφηβαίος. púbico [πούμπικο] (επίθ.) ηβικός εφη βαίος. publicable [πουμπλικάμπλε] (επίθ.) δημοσιεύσιμος. publicación [πουμπλικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) δημοσίευση, publicar [πουμπλικάρ] (ρ.) δημοσιεύω, publicidad [πουμπλιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) δημοσιότητα, διαφήμιση, publicista [πουμπλιθίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) διαφημιστής διαφημίστρια. publicitario [πουμπλιθιτάριο] (επίθ.) διαφημιστικός, público [πούμπλικο] 1: (ουσΥαρσ.) κοι νό, 2: (επίθ.) δημόσιος κοινός, pucherazo [πουτσεράθο] (ουσΥαρσ.) νοθεία στις εκλογές, puchero [πουτσέρο] (ουσΥαρσ.) 1: χύ τρα, 2: στραβομουτσούνιασμα, σού φρωμα. pucho [πούτσο] (ουσΥαρσ.) αποτσίγα ρο, γόπα τσιγάρου, pudendo [πουδέν'ντο] (επίθ.) άσεμνος, pudibundez [πουδιμπουν'ντέθ] (ουσΥ θηλ.) σεμνοτυφία, pudibundo [πουδιμπούν'ντο] (επίθ.) αιδήμων, σεμνότυφος ντροπαλός púdico [πούδικο] (επίθ.) σεμνός συνε σταλμένος, pudor [πουδόρ] (ουσΥαρσ.) σεμνότη τα, συστολή, ντροπή, pudoroso [πουδορόσο] (επίθ.) συνε
pulmonía σταλμένος, ντροπαλός, pudrición [πουδριθιόν] (ουσΥθηλ.) σή ψη, αποσύνθεση, pudrir [πουδρίρ] (ρ.) αποσυντίθεμαι, σαπίζω. pueblerino [πουεμπλερίνο] 1: (ουσΥ αρσ.) χωριάτης χωρικός επαρχιώ τη ς 2: (επίθ.) χωριάτικος επαρχιώ τικος. pueblo [πουέμπλο] (ουσΥαρσ.) 1: χω ριό, 2: λαός. puente [πουέν'τε] (ουσΥαρσ.) γέφυρα, αργία. puerca [πουέρκα] (ουσΥθηλ.) γουρού να. puerco [πουέρκο] (ουσΥαρσ.) γουρού νι, χοίρος, puericultor [πουερικουλτόρ] (ουσΥ αρσ.) παιδοκόμος puericultura [πουερικουλτούρα] (ουσΥ θηλ.) παιδοκομία, βρεφιατρική. pueril [πουερίλ] (επίθ.) παιδαριώδης παιδικός παιδιάστικος puerilidad [πουεριλιδάδ] (ουσΥθηλ.) παιδιαρωδία, παιδιάρισμα, puerro [πουέρο] (ουσΥαρσ.) πράσο, puerta [πουέρτα] (ουσΥθηλ.) πόρτα, θύρα, πύλη. puert ventana [πουερταβεν'τάνα] (ουσΥ θηλ. μπαλκονόπορτα, πορτοπαράθυρο. puerto [πουέρτο] (ουσΥαρσ.) 1: λιμάνι, 2: πέρασμα ανάμεσα σε βουνά, pues [πουές] (σύνδ.) λοιπόν, επειδή, κα θώς · -¿quieres aprobar el exámen?pues, ¡estudia másl, -θέλεις να περά σεις το διαγώνισμα; - λοιπόν, μελέτα περισσότερο! · explícaselo tú pues sabes más sobre el asunto - εξήγησέ το του εσύ επειδή/καθώς ξέρεις πε ρισσότερα πάνω στο θέμα. puesto [πουέστο] 1: (ουσΥαρσ.) θέση, πόστο, πάγκος πλανόδιου μικροπωλητή · puesto que - δεδομένου
ότι · puesto que es muy caro no lo compraré - δεδομένου ότι είναι πολύ ακριβό δεν θα το αγοράσω, 2: (επίθ.) στρωμένος, φορεμένος, púgil [πούχιλ] (ουσΥαρσ.) πυγμάχος μποξέρ. pugilato [πουχιλάτο] (ουσΥαρσ.) πυγ μαχία, πυγμαχικός αγώνας, pugístico [πουχίστικο] (επίθ.) πυγμα χικός. pugna [πούγνα] (ουσΥθηλ.) διαμάχη, σύγκρουση, πάλη, αγώνας, pugnar [πουγνάρ] (ρ.) παλεύω, μάχο μαι, αγωνίζομαι, puja [πούχα] (ουσΥθηλ.) πλειοδοσία. pujar [πουχάρ] (ρ.) πλειοδοτώ, pujo [πούχο] (ουσΥαρσ.) 1: πονόκοι λος 2: αξίωση, 3: φιλοδοξία, pulcritud [πουλκριτούδ] (ουσΥθηλ.) ευπρέπεια, κοσμιότητα, pulcro [πούλκρο] (επίθ.) ευπρεπής περιποιημένος προσεγμένος κομψός κόσμιος. pulga [πούλγα] (ουσΥθηλ.) ψύλλος, pulgada [πουλγάδα] (ουσΥθηλ.) ίντσα. pulgar [πουλγάρ] (ουσΥαρσ.) αντίχειρας. pulgarada [πουλγαράδα] (ουσΥθηλ.) πρέζα, μικρή ποσότητα, pulgo [πούλγο] (επίθ.) γεμάτος ψύλ λους. pulido [πουλίδο] (επίθ.) τακτοποιημέ νος συγυρισμένος νοικοκυρεμένος pulidor [πουλιδόρ] (ουσΥαρσ.) στιλ βωτής. pulimentar [πουλιμεν'τάρ] (ρ.) στιλ βώνω, λουστράρω, γυαλίζω, pulimento [πουλμέν'το] (ουσΥαρσ.) στίλβωμα, γυαλάδα, βερνίκι, pulir [πουλίρ] (ρ.) γυαλίζω, λειαίνω, λου στράρω. pulmón [πουλμόν] (ουσΥαρσ.) πνεύ μονας. pulmonía [πουλμονία] (ουσΥθηλ.) πνευ
449
pulpa μονία. pulpa [πούλπα] (ουσ./θηλ.) σάρκα, pulpito [πούλττιτο] (ουσ,/αρσ.) άμβω νας. pulpo [πούλττο] (ουσΥαρσ.) χταπόδι, pulsación [πουλσαθιόν] (ουσΥθηλ.) παλ μός, σφυγμός, pulsador [πουλσαδόρ] (επίθ.) παλμι κός, σφυγμικός, pulsar [πουλσάρ] (ρ.) 1: πιέζω, 2: πάλ λω, 3: σφύζω, 4: σφυγμόμετρά), pulsátil [πουλσάτιλ] (επίθ.) παλλόμενος. pulsera [πουλσέρα] (ουσΥθηλ.) βρα χιόλι. pulso [πούλσο] (ουσΥαρσ.) 1: σφυγ μός, 2: σταθερό χέρι. pulverización [πουλβεριθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) κονιορτοποίηση, ψεκασμός, pulverizador [πουλβεριθαδόρ] (ουσ./ αρσ.) ψεκαστήρας, pulverizar [πουλβεριθάρ] (ρ.) ψεκάζω, pulla [πούγια] (ουσ,/θηλ.) ταπεινωτικό σχόλιο, χλευασμός, λοιδωρία. punción [πουνθιόν] (ουσΥθηλ.) παρα κέντηση, διατρύπηση. puncionar [πουνθιονάρ] (ρ.) παρακε ντώ, διατρυπώ, pundonor [πουν'ντονόρ] (ουσΥαρσ.) αυτοσεβασμός, φιλαυτία, pundonoroso [πουν'ντονορόσο] (επίθ.) υπερήφανος φίλαντος. pungir [πουνχίρ] (ρ.) τρυπώ. punible [πουνίμπλε] (επίθ.) τιμωρητέος αξιόποινος, púnico [πούνικο] (επίθ.) καρχηδονιακός. punición [πουνιθιόν] (ουσ,/θηλ.) τιμω ρία, ποινή, punta [πούν'τα] (ουσΥθηλ.) αιχμή, ακ μή, μύτη, άκρη. puntada [πουν'τάδα] (ουσΥθηλ.) βε λονιά. puntapié [πουν'ταπιέ] (ουσΥαρσ.) κλω 450
τσιά. punteado [πουν'τεάδο] (επίθ.) κατά στικτος σημαδεμένος, puntear [πουν'τεάρ] (ρ.) 1: σημειώνω κουκκίδα, 2: χτυπώ χορδή, 3: (Ναυτ.) αναστρέφω την πορεία πλοίου, puntera [πουν'τέρα] (ουσΥθηλ.) κλω τσιά. puntería [πουν'τερία] (ουσΥθηλ.) ευ στοχία. puntero [πουν'τέρο] (ουσΥαρσ.) δεί κτης σημάδι, puntiagudo [πουντιαγούδο] (επίθ.) αιχ μηρός μυτερός puntilla [πουν'τίγια] (ουσΥθηλ.) καρφί, ήλος, πρόκα, puntillo [πουν'τίγιο] (ουσΥαρσ.) υπέρ μετρη ευθιξία, puntilloso [πουν'τιγιόσο] (επίθ.) υπε ρευαίσθητος εύθικτος, punto [πούν'το] (ουσΥαρσ.) 1: σημείο, τελεία, πόντος 2: πλέξη, 3: στόχος σκοπός, 4: άποψη, puntuabie [πουν/τουάμπλε] (επίθ.) υπο λογίσιμος puntuación [πουν'τουαθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: στίξη, 2: βαθμολόγηση, puntual [πουν'τουάλ] (επίθ.) ακριβής, puntualidad [πουν'τουαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ακρίβεια, puntualizar [πουν'τουαλιθάρ] (ρ.) συ γκεκριμενοποιώ, καθορίζω, προσδι ορίζω. puntuar [πουν'τουάρ] (ρ.) 1: βάζω ση μεία στίξης 2: βαθμολογώ, punzada [πουνθάδα] (ουσΥθηλ.) σου βλιά. punzante [πουνθάν'τε] (επίθ.) σουβλερός, αιχμηρός, punzar [πουνθάρ] (ρ.) τρυπώ, σουβλί ζω. punzón [πουνθόν] (ουσΥαρσ.) καλέμι, διατρητήρας γλυφίδα, puñado [πουνιάδο] (ουσΥαρσ.) χού-
puyazo φτα. puñal [πουνιάλ] (ουσ./αρσ.) στιλέτο, μαχαίρι. puñalada [πουνιαλάδα] (ουσΥθηλ.) μα χαιριά. puñetazo [πουνιετάθο] (ουσΥαρσ.) μπουνιά, γροθιά, γρονθοκόπημα. puño [πούνιο] (ουσΥαρσ.) γροθιά, pupa [πούπα] (ουσΥθηλ.) 1: έρπης, 2: χρυσαλλίδα εντόμου, pupila [πουπίλα] (ουσΥθηλ.) κόρη οφθαλ μού. pupilo [πουπίλο] (ουσΥαρσ.) τρόφιμος οικοτροφείου, pupitre [πουπίτρε] (ουσΥαρσ.) θρανίο, γραφείο. purasangre [πουρασάνγκρε] (επίθ.) κα θαρόαιμος (για άλογο). puré [πουρέ] (ουσΥαρσ.) πουρές, pureza [πουρέθα] (ουσΥθηλ.) αγνότη τα, καθαρότητα, purga [πούργα] (ουσΥθηλ.) καθαρτι κό. purgación [πουργαθιόν] (ουσΥθηλ.) κάθαρση, εξαγνισμός εξιλέωση, purgante [πουργάν'τε] (επίθ.) καθαρ τικός purgar [πουργάρ] (ρ.) καθαρίζω, εκκα θαρίζω, εξαγνίζω, εξιλεώνομαι, purgatorio [πουργατόριο] (ουσΥαρσ.) καθαρτήριο, purificación [πουριφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) εξαγνισμός κάθαρση, purificador [πουριφικαδόρ] (επίθ.) κα θοριστικός, εξαγνιστικός, purificar [πουριφικάρ] (ρ.) εξαγνίζω, καθαρίζω, puritanismo [πουριτανΙσμο] (ουσΥαρσ.) πουριτανισμός, puritano [πουριτάνο] (ουσΥαρσ.) που ριτανός. puro [πούρο] (επίθ.) αγνός καθαρός αμιγής άπεφθος ανόθευτος ατό φιος. 451
púrpura [πούρπουρα] (ουσΥθηλ.) πορ φύρα. purpurado [πουρπουράδο] (ουσΥαρσ.) καρδινάλιος purpúreo [πουρπούρεο] (επίθ.) πορ φυρένιος πορφυρός άλικος, purulento [πουρουλέν'το] (επίθ.) πυώ δης. pus [πους] (ουσ,/αρσ.) πύον. pusilánime [πουσιλάνιμε] (επίθ.) δει λός. pusilanimidad [πουσιλανιμιδάδ] (ουσΥ θηλ.) δειλία, pústula [πούστουλα] (ουσΥθηλ.) πυώ δης κύστη, puta [πούτα] (ουσΥθηλ.) ιερόδουλη, (χυδ.) πόρνη, πουτάνα. putada [πουτάδα] (ουσΥθηλ.) (χυδ.) πουτανιά. putativo [πουτατίβο] (επίθ.) θεωρού μενος υποτιθέμενος, putero [πουτέρο] (επίθ.) πουτανιάρης. putería [πουτερία] (ουσΥθηλ.) πουτανιά. putrefacción [πουτρεφακθιόν] (ουσ./ θηλ.) σήψη, αποσύνθεση, σάπισμα, putrefacto [πουτρεφάκτο] (επίθ.) σά πιος, σαπισμένος αποσυνθετικός, pútrido [πούτριδο] (επίθ.) φαύλος, διε φθαρμένος σάπιος, puya [πούγια] (ουσΥθηλ.) βουκέντρα, βούκεντρο. puyazo [πουγιάθο] (ουσΥαρσ.) πληγή ή τραύμα από βουκέντρα.
Q, q [κου] (ουσΥθηλ.) το εικοστό γράμ μα του ισπανικού αλφαβήτου, que [κέ] 1: (αναφορική αντ.) ο οποίος η οποία, το οποίο, 2: (σύνδ.) που, ότι, πως να · el chico del que te hablé - το αγόρι για το οποίο σου μίλησα · Ια chica que estás esperando - η κοπέ λα που περιμένεις · el asunto que me interesa - το θέμα που με ενδιαφέρει • te dije que tengo mucho trabajo - σου είπα ότι έχω πολλή δουλειά · necesito que me traigas los papeles χρειάζομαι να μου φέρεις τα χαρτιά. qué [κέ] (εωρτηματική αντ.) τι · ¿qué hora es?- tí ώρα είναι;-¿qué quieres? - τι θέλεις. quebrada [κεμπράδα] (ουσΥθηλ.) φα ράγγι. quebradizo [κεμπραδίθο] (επίθ.) εύ θραυστος, ασθενικός, quebrado [κεμπράδο] 1: (ουσΥαρσ.) κλάσμα, 2: χρεοκοπία, πτώχευση, 3: (επίθ.) ραγισμένος γεμάτος ρωγμές quebradura [κεμπραδούρα] (ουσΥ θηλ.) ρωγμή, σχισμή, quebrantamiento [κεμπραν'ταμιέν'το] (ουσΥαρσ.) σπάσιμο, θραύση, quebrantar [κεμπραν'τάρ] (ρ.) σπάζω, ραγίζω, τσακίζω, quebranto [κεμπράν'το] (ουσΥαρσ.) 1: ζημιά, βλάβη, 2: εξάντληση, 3: πυ ρετός. quebrar[^npáp](p.) 1: σπάζω, θραύω, συντρίβω, 2: χρεοκοπώ, πτωχεύω, queda [κέδα] (ουσΥθηλ.) απαγόρευση • toque de queda - στρατιωτικός νό μος. quedar [κεδάρ] (ρ.) 1: μένω, παραμέ νω, 2: κλείνω ραντεβού, 3: συναντιέ μαι · no te preocupes, queda poco más - μην ανησυχείς μένει λίγο ακό μα · ¿a qué hora quedamos? - τι ώρα 452
κλείνουμε ραντεβού;, quedarse [κεδάρσε] (ρ.) 1: μένω, πα ραμένω, 2: κρατώ, 3: ξεγελώ, εξαπα τώ · se quedó en la oficina dos horas más - έμεινε στο γραφείο δύο ώρες παραπάνω · se quedaron con la boca abierta- έμειναν με το στόμα ανοι χτό. quedo [κέδο] (επίθ.) 1: ακίνητος ήσυ χος 2: προσεκτικός, quehacer [κεαθέρ] (ουσΥαρσ.) ασχο λία, εργασία, queja [κέχα] (ουσΥθηλ.) 1: παράπονο, 2: διαμαρτυρία, quejarse [κεχάρσε] (ρ.) παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι, quéjica [κέχικα] 1: (ουσΥαρσ.) παρα πονιάρης κατσούφης γκρινιάρης 2: (επίθ.) παραπονιάρικος κατσούφικος γκρινιάρικος. quejido [κεχίδο] (ουσΥαρσ.) γογγητό, στεναγμός, quejoso [κεχόσο] (επίθ.) παραπονιά ρης μεμψίμοιρος quejumbre [κεχούμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) κλαψούρισμα, γογγητό. quejumbroso [κεχουμ'μπρόσο] (επίθ.) γκρινιάρης παραπονιάρης, quema [κέμα] (ουσΥθηλ.) 1: φωτιά, 2: ανάφλεξη, quemado [κεμάδο] (επίθ.) 1: καμένος 2: μαυρισμένος 3; ενοχλημένος, quemador [κεμαδόρ] (ουσΥαρσ.) καυ στήρας. quemadura [κεμαδούρα] (ουσΥθηλ.) έγκαυμα. quemar [κεμάρ] (ρ.) καίω, ζεματώ · no lo puedes comer porque todavía quema - δεν μπορείς να το φας γιατί ακόμα καίει, quemarse [κεμάρσε] (ρ.) καίγομαι · ayerme quemé con la plancha - χθες κάηκα με το σίδερο, quemarropa [κεμαρόπα] (επίρρ.) · α
quinceavo
quemarropa - εξ επαφής, quemazón [κεμαθόν] (ουσΥθηλ.) κά ψιμο, καούρα. quepis [κέπις] (ουσΥαρσ.) πηλίκιο. queratina [κερατίνα] (ουσΥθηλ.) κε ρατίνη. querella [κερέγια] (ουσΥθηλ.) καταγ γελία. querellante [κερεγιάν'τε] (ουσΥαρσ.) μηνυτής ενάγων. querencia [κερέν'θια] (ουσΥθηλ.) νό στος. querer [κερέρ] (ρ.) 1: θέλω, επιθυμώ, 2: αγαπώ, 3: χρειάζομαι · quiero ir a la playa - θέλω να πάω στην παραλία • Juan quiere mucho a su mujer - o Χουάν αγαπάει πολύ τη γυναίκα του. querido [κερίδο] 1: (ουσΥαρσ.) ερω μένος εραστής 2: (επίθ.) αγαπητός αγαπημένος, querosén [κεροσέν] (ουσΥαρσ.) κη ροζίνη. querubín [κερουμπίν] (ουσΥαρσ.) χε ρουβείμ. quesera [κεσέρα] (ουσΥθηλ.) πιατέλα τυριού. quesería [κεσερία] (ουσΥθηλ.) τυρο πωλείο, τυροκομείο, quesero [κεσέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) τυροκόμος 2: (επίθ.) τυροκομικός, queso [κέσο] (ουσΥαρσ.) τυρί · queso azul - ροκφόρ, quevedos [κεβέδος] (ουσΥαρσ.) πληθ. γυαλιά χωρίς βραχίονες που ακουμπάνε στη μύτη. quicio [κίθιο] (ουσΥαρσ.) μεντεσές στρόφιγγα θύρας · sacar a alguien de quicio- νευριάζω κάποιον, quid [κιδ] (ουσΥαρσ.) καίριο σημείο, διάνα. quiebra [κιέμπρα] (ουσΥθηλ.) αποτυ χία, χρεοκοπία, φιάσκο, quien [κιέν] (ααναφορική αντ.) ο οποίος η οποία, αυτός που, αυτή που · el
hombre de quien hablamos es mi tío - o άνδρας για τον οποίο μιλάμε είναι ο θείος μου. quién [κιέν] (ερωτηματική αντ.) ποιος, ποια· ¿quién vive en esta casa? ποιος μένει σε αυτό το σπίτι; · ¿con quién saliste? - με ποιον βγήκες·, quienquiera [κιενκιέρα] (αναφορική αντ.) οποιοσδήποτε · quienquiera Ιο vio, que levante la mano - οποιοσδή ποτε το είδε, ας σηκώσει το χέρι. quieto [κιέτο] (επίθ.) 1: ακίνητος 2: ήρεμος ήσυχος, quietud [κιετούδ] (ουσΥθηλ.) 1; ακινη σία, 2: ηρεμία, γαλήνη, quijada [κιχάδα] (ουσΥθηλ.) γνάθος σαγόνι. quijotada [κιχοτάδα] (ουσΥθηλ.) δον κιχωτική πράξη, quijote [κιχότε] (ουσΥαρσ.) αιθεροβάμων, ουτοπιστής ανεδαφικός, quilate [κιλάτε] (ουσΥαρσ.) καράτι, quilla [κίγια] (ουσΥθηλ.) καρίνα πλοί ου. quimera [κιμέρα] (ουσΥθηλ.) χίμαιρα, ουτοπία, αυταπάτη, quimérico [κιμέρικο] (επίθ.) χιμαιρι κός ουτοπικός, química [κίμικα] (ουσΥθηλ.) χημεία, químico [κίμικο] (επίθ.) χημικός, quimioterapia [κιμιοτεράπια] (ουσΥ θηλ.) χημειοθεραπεία, quimono [κιμόνο] (ουσΥαρσ.) κιμονό, quina [κίνα] (ουσΥθηλ.) κινίνο, κινίνη, quincalla [κινκάγια] (ουσΥθηλ.) σιδηρικά είδη. quicallería [κινκαγιερία] (ουσΥθηλ.) κατάστημα σιδηρικών. quincallero [κινκαγιέρο] (ουσΥαρσ.) σιδηροπώλης. quince [κίνθε] (αριθμ. επίθ.) δεκαπέ ντε. quinceavo [κινθέαβο] (ουσΥαρσ.)/ (επίθ.) ένα δέκατο πέμπτο.
453
quinceañero quinceañero [κινθεανιέρο] 1: (ουσ./ αρσ.) δεκαπεντάρης, (επίθ.) δεκαπενταετής. quincena [κινθένα] (ουσ./θηλ.) δεκα πενθήμερο, quincenal [κινθενάλ] (επίθ.) δεκαπεν θήμερος. quincuagenario [κινκουαχενάριο] (αριθμ. επίθ.) πεντηκονταετής quincuagésimo [κινκουαχέσιμο] (αριθμ. επίθ.) πεντηκοστός quingentésimo [κινχεν'τέσιμο] (αριθμ. επίθ.) πεντακοσιοστός quiniela [κινιέλα] (ουσ./θηλ.) προπό. quinielista [κινιελίστα] (ουσΥαρσ.) παί κτης προπό. quinientos [κινιέν'τος] (αριθμ. επίθ.) πεντακόσιοι, πεντακόσια, quinina [κινίνα] (ουσΥθηλ.) κινίνη, κι νίνο. quinqué [κινκέ] (ουσΥαρσ.) λάμπα πε τρελαίου. quinquenal [κινκενάλ] (επίθ.) πενταε τής. quinquenio [κινκένιο] (ουσΥαρσ.) πε νταετία. quinquí [κινκί] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) κα κοποιός κακούργος εγκληματίας quinta [κιν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: στρατολόγηση, 2: εξοχικό σπίτι, quintaesencia [κιν'ταεσένθια] (ουσΥ θηλ.) πεμπτουσία, quintal [κιντάλ] (ουσ,/αρσ.) μονάδα μέτρησης βάρους quintar [κιν'τάρ] (ρ.) στρατολογώ, quintería [κιν'τερία] (ουσΥθηλ.) αγροι κία. quinteto [κιν'τέτο] (ουσΥαρσ.) κουιντέτο. quíntuple [κίν/τουπλε] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) πενταπλός πενταπλάσιος quinto [κίν'το] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) πέμπτος. quintuplicar [κιν^ουπλικάρ] (ρ.) πεντα
πλασιάζω, quinzavo [κινθάβο] (ουσ./αρσ.)/(επίθ.) ένα πέμπτο, quiosco [κιόσκο] (ουσΥαρσ.) περίπτε ρο. quiquiriquí [κικιρικί] (ονοματ.) κικιρίκου. quirófano [κιρόφανο] (ουσΥαρσ.) χει ρουργείο, quiromancia [κιρομάνθια] (ουσΥθηλ.) χειρομαντεία, quiromántico [κιρομάν'τικο] (ουσΥ αρσ.) χειρομάντης. quiropráctica [κιροπράκτικα] (ουσΥ θηλ.) χειροπρακτική, quirúrgico [κιρούρχικο] (επίθ.) χει ρουργικός, quisquilla [κισκίγια] (ουσΥθηλ.) γαρί δα. quisquilloso [κισκιγιόσο] (επίθ.) δύ στροπος ιδιότροπος ιδιόρρυθμος quitaesmalte [κιταεσμάλτε] (ουσ./ αρσ.) ακετόνη, ασετόν. quiste [κίστε] (ουσΥαρσ.) κύστη, quitamanchas [κιταμάν'τσας] (ουσΥ αρσ.) καθοριστικό λεκέδων. quitanieves [κιτανιέβες] (ουσΥαρσ.) εκχιονιστήρας. quitar [κιτάρ] (ρ.) 1: αφαιρώ, βγάζω, 2: παίρνω, 3: κλέβω, 4: εξαφανίζω, 5: απαγορεύω, εμποδίζω · quita los guantes - βγάλε τα γάντια · las galletas le quitan el hambre - τα μπισκότα του κόβουν την πείνα · le quitaron 1:000 euros de su cuenta bancaria - του πήραν 1:000 ευρώ από τον τραπεζικό λογαριασμό του. quitarse [κιτάρσε] (ρ.) 1: φεύγω, αποσύρομαι 2: βγαίνω, 3: ξεφορτώνο μαι, απαλλάσσομαι · este peso no se quitará fácilmente de m i - αυτό το βάρος δεν θα φύγει εύκολα από πάνω μου. quitasol [κιτασόλ] (ουσΥαρσ.) ομπρέ-
454
quizá(s) λα ηλίου. quite [κίτε] (ουσΥαρσ.) αφαίρεση, εξά λειψη. quizá(s) [κιθά(ς)] (επίρρ.) ίσως, πιθα νώς πιθανόν.
455
R, r [έρρε] (ουσΥθηλ.) το εικοστό πρώ το γράμμα του ισπανικής αλφαβή του. rabadán [ραμπαδάν] (ουσΥαρσ.) αρχιβοσκός. rabada [ραμπάδα] (ουσΥθηλ.) οπίσθια, γλουτοί. rábano [ράμπανο] (ουσΥαρσ.) ραπάνι, rabí [ραμπί] (ουσΥαρσ.) ραββίνος. rabia [ράμπια] (ουσΥθηλ.) λύσσα, ορ γή, θυμός, rabiar [ραμπιάρ] (ρ.) λυσσώ, επιθυμώ έντονα. rabieta [ραμπιέτα] (ουσΥθηλ.) ξέσπα σμα θυμού, rabino [ραμπίνο] (ουσΥαρσ.) ραββίνος. rabioso [ραμπιόσο] (επίθ.) λυσσασμέ νος εξοργισμένος μαινόμενος εξα γριωμένος, rabo [ράμπο] (ουσ./αρσ.) ουρά. rabotada [ραμποτάδα] (ουσΥθηλ.) αναι δής έκφραση, racanear [ρακανεάρ] (ρ.) τεμπελιάζω, racano [ρακάνο] (επίθ.) οκνηρός τε μπέλης χαραμοφάης, racial [ραθιάλ] (επίθ.) φυλετικός, racima [ραθίμα] (ουσΥθηλ.) φραγκο στάφυλο. racimo [ραθίμο] (ουσΥαρσ.) τσαμπί, βότρυς. raciocinar [ραθιοθινάρ] (ρ.) 1: συλλο γίζομαι, διαλογίζομαι, 2: αιτιολογώ, raciocinio [ραθιοθίνιο] (ουσΥαρσ.) 1: συλλογισμός λογική, 2: αιτιολογία, ración [ραθιόν] (ουσΥθηλ.) μερίδα, racional [ραθιονάλ] (επίθ.) λογικός έλ λογος σώφρων, νομήμων. racionalidad [ραθιοναλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) λογικότητα, λογική, racionalismo [ραθιοναλίσμο] (ουσΥ αρσ.) ορθολογισμός. 456
racionalización [ραθιοναλιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) εκλογίκευση, αιτιολόγηση, racionamiento [ραθιοναμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) διανομή, κατανομή, διάθεση, racionar [ραθιονάρ] (ρ.) 1: διανέμω, 2: περιορίζω την κατανάλωση, racismo [ραθίσμο] (ουσΥαρσ.) ρατσι σμός φυλετισμός, racista [ραθίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ρατσιστής ρατσίστρια, 2: (επίθ.) φυ λετικός ρατσιστικός, racha [ράτσα] (ουσΥθηλ.) 1: πνοή ανέ μου, 2: αλληλουχία όμοιων γεγονό των. radar [ραδάρ] (ουσΥαρσ.) ραντάρ, ρα διοεντοπιστής, radiación [ραδιαθιόν] (ουσΥθηλ.) ακτι νοβολία, εκπομπή κυμάτων, radiactividad [ραδιακτιβιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ραδιενέργεια, radiactivo [ραδιακτίβο] (επίθ.) ραδιε νεργός. radiado [ραδιάδορ] (επίθ.) που εκπέ μπει ραδιενέργεια, radiador [ραδιαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κα λοριφέρ, 2: ψυγείο αυτοκινήτου, radial [ραδιάλ] (επίθ.) ακτινωτός ακτινικός. radiante [ραδιάν'τε] (επίθ.) απαστράπτων, ακτινοβόλος, λαμπρός, radiar [ραδιάρ] (ρ.) 1: ακτινοβολώ, λά μπω, 2: εκπέμπω κύματα, radical [ραδικάλ] 1: (ουσΥαρσ. + θηλ.) ρίζα, 2: (επίθ.) ριζικός ριζοσπαστι κός πρωταρχικός βασικός, radicar [ραδικάρ] (ρ.) 1: βρίσκομαι, 2: συνίσταμαι, radio’ [ράδιο] (ουσΥαρσ.) ακτίνα. radio2[ράδιο] (ουσΥθηλ.) ραδιόφωνο, radiografía [ραδιογραφία] (ουσΥθηλ.) ακτινογραφία, ραδιογραφία, radiólogo/a [ραδιόλογο/α] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ακτινολόγος radioscopia [ραδιοσκόπια] (ουσΥθηλ.)
raramente ραδιοσκόττηση. radioterapia [ραδιοτεράπια] (ουσ./ θηλ.) ακτινοθεραπεία, radioyente [ραδιογιέν'τε] (ουσΥαρσ.) ακροατής ραδιοφώνου. raer [ραέρ] (ρ.) αποξέω, ξύνω, γδέρ νω. ráfaga [ράφαγα] (ουσΥθηλ.) 1: μπόρα, 2: ριπή ανέμου, 3: ριπή όπλου, πυρο βολισμός, 4: λάμψη, φλας. raid [ραϊδ] (ουσΥαρσ.) επιδρομή, κα ταδρομή. raído [ραΐδο] (επίθ.) 1: κακοντυμένος, 2: φθαρμένος, rail [ραΤλ] (ουσΥαρσ.) σιδηροδρομική γραμμή, σιδηροτροχιά, raíz [ραΐθ] (ουσΥθηλ.) ρίζα. raja [ράχα] (ουσΥθηλ.) 1: φέτα, ροδέ λα, 2: ρωγμή, ρήγμα, άνοιγμα, rajar [ραχάρ] (ρ.) 1: χαράζω, 2: κόβω φέτες 3: σχίζω, ραγίζω, rallador [ραγιαδόρ] (ουσΥαρσ.) τρί φτης. rallar [ραγιάρ] (ρ.) τρίβω, ralo [ράλο] (επίθ.) αραιός, rama [ράμα] (ουσΥθηλ.) 1: κλάδος 2: κλαδί, κλαρί, ramaje [ραμάχε] (ουσΥαρσ.) κλαδί, ramal [ραμάλ] (ουσΥαρσ.) 1: σχοινί, νήμα, 2: παρακλάδι, rambla [ράμ'μπλα] (ουσΥθηλ.) 1: χεί μαρρος ποταμιά, 2: κεντρική λεω φόρος. ramera [ραμέρα] (ουσΥθηλ.) εταίρα, ιερόδουλη, (καθ.) πόρνη, ramificación [ραμιφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) διακλάδωση, ramificarse [ραμιφικάρσε] (ρ.) διακλαδίζομαι, διαχωρίζομαι, ramillete [ραμιγιέτε] (ουσΥαρσ.) 1: αν θοδέσμη, μπουκέτο, 2: δέσμη, ramo [ράμο] (ουσΥαρσ.) 1: κλάδος 2: ανθοδέσμη, rampa [ράμ'πα] (ουσΥθηλ.) επικλινές
επίπεδο, ράμπα, ramplón [ραμ'πλόν] (επίθ.) 1: χοντροειδής τραχύς 2: ωμός. rana [ράνα] (ουσΥθηλ.) βάτραχος, ranciedad [ρανθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) παλαιότητα, ωρίμανση (κρασιού). rancio [ράνθιο] (επίθ.) 1: παλαιός (κρα σί), 2: γινωμένος ετοιμασμένος rancho [ράντσο] (ουσΥαρσ.) 1: αγροι κία, φάρμα, 2: συσσίτιο, rango [ράνγκο] (ουσΥαρσ.) 1: κοινωνι κή τάξη, 2: βαθμός ιεραρχίας, ranura [ρανούρα] (ουσΥθηλ.) χαραγ ματιά, εγκοπή, αυλακιά, rapacidad [ραπαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) απλη στία πλεονεξία rapapolvo [ραπαπόλβο] (ουσΥαρσ.) επίπληξη, επιτίμηση, rapar [ραπάρ] (ρ.) ξυρίζω, rapaz [ραπάθ] (επίθ.) αρπακτικός άπλη στος rápidamente [ράπιδαμεν'τε] (επίρρ.) ραγδαία, γρήγορα, ταχύτατα, rapidez [ραπιδέθ] (ουσΥθηλ.) γρηγο ράδα, ταχύτητα, rápido [ράπιδο] 1: (ουσΥαρσ.) το εξ πρές η ταχεία, αμαξοστοιχία, 2: (επίθ.) γρήγορος ταχύς γοργός 3: (επίρρ.) γρήγορα, rapiña [ραπίνια] (ουσΥθηλ.) αρπαγή, raposa [ραπόσα] (ουσΥθηλ.) αλεπού, rapsodia [ραψόδια] (ουσΥθηλ.) ρα ψωδία. raptar [ραπτάρ] (ρ.) απαγάγω. rapto [ράπτο] (ουσΥαρσ.) απαγωγή, raptor/a [ραπτόρ/α] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) απαγωγέας. raqueta [ρακέτα] (ουσΥθηλ.) ρακέτα, raquítico [ρακίτικο] (επίθ.) 1: ραχιτι κός 2: εξασθενημένος αδύναμος, raquitismo [ρακιτίσμο] (ουσΥαρσ.) ρα χιτισμός ραχίτιδα, raramente [ράραμεν'τε] (επίρρ.) σπανίως.
457
rareza rareza [ραρέθα] (ουσ./θηλ.) 1: σπανιότητα, 2: παραξενιά, ιδιοτροπία, ιδιορρυθμία, raro [ράρο] (επίθ.) 1: σπάνιος, 2: παρά ξενος ιδιότροπος ιδιόρρυθμος, rasar [ρασάρ] (ρ.) περνάω σύρριζα, rascacielos [ρασκαθιέλος] (ουσΥαρσ.) ουρανοξύστης, rascar [ρασκάρ] (ρ.) 1: ξύνω, αποξέω, 2: λειαίνω, rasgar [ρασγάρ] (ρ.) σκίζω, ξεσκίζω, rasgo [ράσγο] (ουσΥαρσ.) 1: γραφικός χαρακτήρας στοιχείο, 2: χειρονομία, κίνηση. rasgos [ράσγος] (ουσΥαρσ.) πληθ. χα ρακτηριστικά, rasguñar [ρασγουνιάρ] (ρ.) γρατζουνάω. rasguño [ρασγούνιο] (ουσΥαρσ.) εκ δορά, αμυχή, γρατζουνιά. raso [ράσο] (επίθ.) 1: λείος επίπεδος 2: αίθριος (καιρός), 3: ξεχειλισμένος ξέχειλος. raspa [ράσπα] (ουσΥθηλ.) 1: ψαροκό καλο, 2: σπυρί καλαμποκιού, raspado [ρασπάδο] (ουσΥαρσ.) από ξεση. raspadura [ρασπαδούρα] (ουσΥθηλ.) απόξεση, ξύσιμο, raspar [ρασπάρ] (ρ.) 1: αποξέω, ξύνω, 2: λειαίνω, rastra [ράστρα] (ουσΥθηλ.) 1: τσουγκρά να, 2: ρυμούλκα, rastreador [ραστρεαδόρ] (ουσΥαρσ.) ανιχνευτής ιχνηλάτης, rastrear [ραστρεάρ] (ρ.) 1: ανιχνεύω, εξιχνιάζω, 2: τσουγκρανίζω, rastrero [ραστρέρο] (επίθ.) 1: αναρρι χητικός 2: έρπων. rastrillo [ραστρίγιο] (ουσΥαρσ.) τσου γκράνα. rastro [ράστρο] (ουσΥαρσ.) 1: ίχνος χνάρι, 2: πατημασιά, 3: υπαίθρια αγορά. 458
rastrojo [ραστρόχο] (ουσΥαρσ.) κα λαμιά. rasurar [ρασουράρ] (ρ.) ξυρίζω, rata [ράτα] (ουσΥθηλ.) αρουραίος. ratear [ρατεάρ] (ρ.) κλέβω, σουφρώ νω. ratería [ρατερία] (ουσΥθηλ.) κλεψιά, ratero [ρατέρο] (ουσΥαρσ.) κλέφτης πορτοφολάς, ratificación [ρατιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) επικύρωση, επιβεβαίωση, ratificar [ρατιφικάρ] (ρ.) επικυρώνω, επιβεβαιώνω, rato [ράτο] (ουσΥαρσ.) μικρό χρονι κό διάστημα · de rato en rato - ανά διαστήματα, ratón [ρατόν] (ουσΥαρσ.) ποντίκι, ratonar [ρατονάρ] (ρ.) ροκανίζω, ratonera [ρατονέρα] (ουσΥθηλ.) 1: ποντικοφωλιά, 2: ποντικοπαγίδα. raudal [ράουδαλ] (ουσΥαρσ.) ροή, ρεύμα, χείμαρρος, raya [ράγια] (ουσΥθηλ.) 1: γραμμή, ρί γα, 2: χωρίστρα, rayar [ραγιάρ] (ρ.) 1: ριγώνω, υπογραμ μίζω, 2: χαράζω, χαρακώνω, rayo [ράγιο] (ουσΥαρσ.) 1: ακτίνα, 2: κεραυνός αστραπή, raza [ράθα] (ουσΥθηλ.) φυλή, ράτσα, razón [ραθόν] (ουσΥθηλ.) 1: λογική, 2: δίκιο, 3: λόγος αιτία · tienes razón έχεις δίκιο, razonable [ραθονάμπλε] (επίθ.) λογι κός. razonamiento [ραθοναμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) συλλογισμός σκέψη, razonar [ραθονάρ] (ρ.) συλλογίζομαι, αναλύω επιχείρημα, reabastecer [ρεαμπαστεθέρ] (ρ.) ανεφοδιάζω, προμηθεύω, reacción [ρεακθιόν] (ουσΥθηλ.) αντί δραση, αντενέργεια, reaccionar [ρεακθιονάρ] (ρ.) αντιδρώ, αντενεργώ.
rebote reaccionario [ρεακθιονάριο] 1: (ουσ./ αρσ.) (χημικό) αντιδραστήριο, 2: (επίθ.) αντιδραστικός, reacio [ρεάθιο] (επίθ.) ενάντιος, αντί θετος. reactivar [ρεακτιβάρ] (ρ.) ενεργοποιώ εκ νέου, δραστηριοποιώ, reactivo [ρεακτίβο] (επίθ.) αντιδραστι κός, αντενεργός. reactor [ρεακτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αντι δραστήρας, 2: αεριωθούμενο, readaptar [ρεαδαπτάρ] (ρ.) επαναπροσαρμόζω. reafirmar [ρεαφιρμάρ] (ρ.) επαναβε βαιώνω. reajustar [ρεαχουστόρ] (ρ.) αναπρο σαρμόζω, επαναρρυθμίζω, διευθε τώ. reajuste [ρεαχούστε] (ουσΥαρσ.) ανα προσαρμογή, real [ρεάλ] (επίθ.) 1: πραγματικός, αλη θινός 2: βασιλικός realce [ρεάλθε] (ουσΥαρσ.) μεγαλο πρέπεια, λαμπρότητα, realeza [ρεαλέθα] (ουσΥθηλ.) βασιλεία, realidad [ρεαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) πραγ ματικότητα, realismo [ρεαλισμό] (ουσΥαρσ.) ρεα λισμός πραγματισμός, realista [ρεαλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ρεαλιστής πραγματιστής 2: (επίθ.) ρεαλιστικός, realización [ρεαλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) πραγματοποίηση, πραγμάτωση, realizador [ρεαλιθαδόρ] (ουσΥαρσ.) εκτε λεστής σκηνοθέτης παραγωγός, realizar [ρεαλιθάρ] (ρ.) πραγματο ποιώ, υλοποιώ, realmente [ρεάλμεν'τε] (επίρρ.) πραγ ματικά, πράγματι, όντως, realquilar [ρεαλκιλάρ] (ρ.) υπενοικιά ζω. realzar [ρεαλθάρ] (ρ.) 1: εξυψώνω, 2: τονίζω.
reanimar [ρεανιμάρ] (ρ.) 1: συνεφέρ νω, αναζωογονώ, 2: (μτφ.) εμψυχώ νω, ενθαρρύνω, reanudar [ρεανουδάρ] (ρ.) συνεχίζω, reaparecerse [ρεαπαρεθέρσε] (ρ.) επα νεμφανίζομαι, reaparición [ρεαπαριθιόν] (ουσΥθηλ.) επανεμφάνιση, rearmar [ρεαρμάρ] (ρ.) επανεξοπλίζω. reasegurar [ρεασεγουράρ] (ρ.) επανασφαλίζω. reavivar [ρεαβιβάρ] (ρ.) αναζωπυρώ νω. rebajar [ρεμπαχάρ] (ρ.) 1: μειώνω, κά νω έκπτωση, 2: υποβιβάζω, ταπει νώνω. rebajas [ρεμπάχας] (ουσΥθηλ.) πληθ. εκπτώσεις, rebanada [ρεμπανάδα] (ουσΥθηλ.) λε πτή φέτα. rebañar [ρεμπανιάρ] (ρ.) 1: τεμαχίζω, 2: μαζεύω τα υπολείμματα, rebaño [ρεμπάνιο] (ουσΥαρσ.) ποί μνιο, κοπάδι, rebasar [ρεμπασάρ] (ρ.) υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερτερώ, rebatir [ρεμπατίρ] (ρ.) αντικρούω. rebelarse [ρεμπελάρσε] (ρ.) επανα στατώ, εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι, rebelde [ρεμπέλδε] 1: (ουσΥαρσ.) στα σιαστής επαναστάτης φυγόδικος 2: (επίθ.) ανυπότακτος απείθαρχος, rebeldía [ρεμπελδία] (ουσΥθηλ.) ανυ ποταξία, απειθαρχία, φυγοδικία. rebelión [ρεμπελιόν] (ουσΥθηλ.) επα νάσταση, ανταρσία, εξέγερση, reblandecer [ρεμπλαν'ντεθέρ] (ρ.) μα λακώνω. rebosar [ρεμποσάρ] (ρ.) ξεχειλίζω, υπερ χειλίζω. rebotar [ρεμποτάρ] (ρ.) 1: αναπηδώ, 2 αποκρούω, rebote [ρεμπότε] (ουσΥαρσ.) αναπήδηση.
459
rebozar rebozar [ρεμποθάρ] (ρ.) αλευρώνω, πανάρω. rebrotar [ρεμπροτάρ] (ρ.) ξανσφυτρώνω. rebuscar [ρεμπουσκάρ] (ρ.) ψάχνω προ σεκτικά, αναζητώ, rebuznar [ρεμπουθνάρ] (ρ.) γκαρίζω. recabar [ρεκαμπάρ] (ρ.) επιζητώ, επι διώκω. recado [ρεκάδο] (ουσΥαρσ.) 1: μήνυ μα 2: αποστολή, 3: προφύλαξη, recaer [ρεκαέρ] (ρ.) 1: υποτροπιάζω, 2: επίπτω, ξαναπέφτω, πέφτω, recaída [ρεκαΐδα] (ουσΥθηλ.) υποτρο πή. recalar [ρεκαλάρ] (ρ.) μουσκεύω, δια βρέχω. recalcar [ρεκαλκάρ] (ρ.) τονίζω, δίνω έμφαση. recalcitrante [ρεκαλθιτράν'τε] (επίθ.) 1: αδιόρθωτος, 2: επίμονος, ισχυρογνώμων. recalentar [ρεκαλεν'τάρ] (ρ.) αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω, recambio [ρεκάμ'μτπο] (ουσΥαρσ.) ανταλ λακτικό. recapacitar [ρεκαπαθιτάρ] (ρ.) ξανα σκέφτομαι, στοχάζομαι, recapitulación [ρεκαπιτουλαθιόν] (ουσΥ θηλ.) ανακεφαλαίωση, recargar [ρεκαργάρ] (ρ.) επιφορτίζω, παραφορτώνω, επιβαρύνω, recargo [ρεκάργο] (ουσΥαρσ.) επιβά ρυνση, υπερφόρτωση, recatado [ρεκατάδο] (επίθ.) 1: μετριόφρων, συγκροτημένος, προσεκτικός, 2: ντροπαλός σεμνός, recato [ρεκάτο] (ουσΥαρσ.) 1: μετριο φροσύνη, επιφύλαξη, 2: σεμνότητα, συστολή. recaudación [ρεκαουδαθιόν] (ουσΥθηλ.) είσπραξη. recaudador [ρεκαουδαδόρ] (ουσΥαρσ.) εισπράκτορας 460
recaudar [ρεκαουδάρ] (ρ.) εισπράττω, recelar [ρεθελάρ] (ρ.) υποπτεύομαι, δυσπιστώ. recelo [ρεθέλο] (ουσΥαρσ.) 1: υποψία, 2: δυσπιστία, καχυποψία, receloso [ρεθελόσο] (επίθ.) δύσπιστος καχύποπτος. recención [ρεθενθιόν] (ουσΥθηλ.) κρι τική αναθεώρηση, recepción [ρεθεπθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: υποδοχή, 2: δεξίωση, 3: λήψη. receptivo [ρεθεπτίβο] (επίθ.) δεκτικός επιδεκτικός, receptor [ρεθεπτόρ] (ουσΥαρσ.) πα ραλήπτης, αποδέκτης, recesión [ρεθεσιόν] (ουσΥθηλ.) ύφε ση, κάμψη, πτώση, receta [ρεθέτα] (ουσΥθηλ.) συνταγή, recetar [ρεθετάρ] (ρ.) συνταγογραφώ. recibidor [ρεθεμπιδόρ] (ουσΥαρσ.) χολ, είσοδος δωμάτιο υποδοχής, recibimiento [ρεθιμπιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) υποδοχή, recibir [ρεθιμπίρ] (ρ.) δέχομαι, λαμβά νω, υποδέχομαι, recibo [ρεθίμπο] (ουσΥαρσ.) 1: από δειξη, 2: παραλαβή, recidiva [ρεθιδίβα] (ουσΥθηλ.) υποτρο πή ασθένειας, reciedumbre [ρεθιεδούμ'μπρε] (ουσΥ θηλ.) ρώμη, σθένος σφρίγος, recién [ρεθιέν] (επίρρ.) προσφάτως · recién cocido - φρεσκομαγειρεμένο. reciente [ρεθιέν'τε] (επίθ.) πρόσφατος (μτφ.) νωπός, recinto [ρεθίν'το] (ουσΥαρσ.) περίβο λος περιφραγμένος χώρος, recio [ρέθιο] (επίθ.) ρωμαλέος σθενα ρός. recipiente [ρεθιπιέν'τε] (ουσΥαρσ.) δο χείο. reciprocidad [ρεθιπροθιδάδ] (ουσΥθηλ.) αμοιβαιότητα αλληλοπάθεια, recíproco [ρεθίπροκο] (επίθ.) αμοιβαί
reconstrucción ος αλληλοπαθής, recital [ρεθιτάλ] (ουσ,/αρσ.) ρεσιτάλ, συναυλία, recitar [ρεθιτάρ] (ρ.) απαγγέλλω, εκ φωνώ. reclamación [ρεκλαμαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απαίτηση, διεκδίκηση, 2: παράπο νο, διαμαρτυρία, reclamar [ρεκλαμάρ] (ρ.) 1: απαιτώ, αξιώνω, διεκδικώ, 2: παραπονιέ μαι, διαμαρτύρομαι · redaman el derecho al voto - απαιτούν το δικαίω μα της ψήφου · reclamé contra la multa - διαμαρτύρομαι ενάντια στο πρόστιμο, reclamo [ρεκλάμο] (ουσΥαρσ.) 1: αξίω ση, 2: δέλεαρ, κίνητρο, reclinar [ρεκλινάρ] (ρ.) κλίνω, γέρνω, ακουμπώ. reclinatorio [ρεκλινατόριο] (ουσΥαρσ.) προσευχητήριο, προσκυνητάριο. recluir [ρεκλουίρ] (ρ.) εγκλείω, περιο ρίζω. reclusión [ρεκλουσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εγκλεισμός φυλάκιση, 2: περιορι σμός απομόνωση, recluso [ρεκλούσο] 1: (ουσΥαρσ.) κρα τούμενος 2: (επίθ.) έγκλειστος φυ λακισμένος, recluta [ρεκλούτα] 1: (ουσΥαρσ.) νεο σύλλεκτος 2:(ουσΥθηλ.) στρατολόγηοη. reclutamiento [ρεκλουταμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) στρατολογία, reclutar [ρεκλουτάρ] (ρ.) στρατολογώ, recobrar [ρεκομπράρ] (ρ.) ανακτώ, ξα ναβρίσκω, recodo [ρεκόδο] (ουσΥαρσ.) στροφή, καμπή. recogedor [ρεκοχεδόρ] (ουσΥαρσ.) φα ράσι. recoger [ρεκοχέρ] (ρ.) 1: συγκεντρώ νω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, μα ζεύω, 2: παίρνω. 461
recogida [ρεκοχίδα] (ουσΥθηλ.) συλ λογή, περισυλλογή, συγκομιδή, recogido [ρεκοχίδο] (επίθ.) συγκεντρω μένος μαζεμένος, recolección [ρεκολεκθιόν] (ουσΥθηλ.) συγκομιδή, σοδειά, recolectar [ρεκολεκτάρ] (ρ.) συγκομί ζω, συγκεντρώνω, recomendación [ρεκομεν'νταθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: σύσταση, υπόδειξη, 2: προτρο πή, παρακίνηση, ενθάρρυνση, recomendar [ρεκομεν'ντάρ] (ρ.) 1: συ νιστώ, προτείνω, 2: συμβουλεύω, recompensa [ρεκομ'πένσα] (ουσΥθηλ.) 1: ανταμοιβή, επιβράβευση, ανταπό δοση, 2: αμοιβή, αποζημίωση, recompensar [ρεκομ'πενσάρ] (ρ.) αντα μείβω, αμείβω, ανταποδίδω, αποζη μιώνω. reconciliación [ρεκονθιλιαθιόν] (ουσΥ θηλ.) συμφιλίωση, reconciliar [ρεκονθιλιάρ] (ρ.) συμφι λιώνω. reconfortar [ρεκονφορτάρ] (ρ.) εμψυ χώνω, ενθαρρύνω, τονώνω, reconocer [ρεκονοθέρ] (ρ.) αναγνωρί ζω, εξετάζω, reconocimiento [ρεκονοθιμιέντο] (ουσΥ αρσ.) 1: αναγνώριση, 2: εξέταση, reconquista [ρεκονκίστα] (ουσΥθηλ.) επανάκτηση. reconquistar [ρεκονκιστάρ] (ρ.) επα νακτώ. reconsiderar [ρεκονσιδεράρ] (ρ.) ανα θεωρώ, επανεξετάζω, reconstitución [ρεκονστιτουθιόν] (ουσΥ θηλ.) ανασύσταση, reconstituir [ρεκονστιτουίρ] (ρ.) ανα συνθέτω, αναπαριστώ. reconstituyente [ρεκονστιτουγιέν'τε] (επίθ.) τονωτικός δυναμωτικός. reconstrucción [ρεκονστρουκθιόν] (ουσΥ θηλ) 1: ανοικοδόμηση, ανακατασκευή, ανασύνθεση, 2: αναπαράσταση.
reconstruir reconstruir [ρεκονστρουίρ] (ρ.) 1: ανοι κοδομώ, ανασυνθέτω, 2: αναπαριστάνω. reconvertir [ρεκονβερτίρ] (ρ.) 1: ανα μετατρέπω, 2: αναδιοργανώνω, recopilación [ρεκοπιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: συλλογή, 2: περίληψη, σύνοψη, recopilar [ρεκοπιλάρ] (ρ.) συλλέγω, récord [ρέκορδ] (ουσ./αρσ.) ρεκόρ, recordar [ρεκορδάρ] (ρ.) 1: θυμάμαι, 2: ανακαλώ στη μνήμη, θυμίζω, υπεν θυμίζω. recorrer [ρεκορέρ] (ρ.) 1: διανύω, δια σχίζω, διατρέχω, 2: ανατρέχω, recorrido [ρεκορίδο] (ουσΥαρσ.) δια δρομή. recortar [ρεκορτάρ] (ρ.) 1: ψαλιδίζω, κόβω προσεκτικά, 2: αποκόβω, recorte [ρεκόρτε] (ουσΥαρσ.) απόκομ μα, ψαλίδισμα. recoser [ρεκοσέρ] (ρ.) ξαναράβω, μπα λώνω. recosido [ρεκοσίδο] (ουσΥαρσ.) μπά λωμα. recostarse [ρεκοστάρσε] (ρ.) πλαγιάζω, ξαπλώνω, recoveco [ρεκοβέκο] (ουσΥαρσ.) 1: πε ριστροφή, στροφή, 2: γωνία, recreación [ρεκρεαθιόν] (ουσΥθηλ.) αναδημιουργία, recrear [ρεκρεάρ] (ρ.) 1: αναδημιουρ γώ, 2: ψυχαγωγώ, recreativo [ρεκρεατίβο] (επίθ.) ψυχα γωγικός, διασκεδαστικός. recreo [ρεκρέο] (ουσΥαρσ.) 1: σχολικό διάλειμμα, 2: αναψυχή, ψυχαγωγία, recriminar [ρεκριμινάρ] (ρ.) επιπλήτ τω, κατηγορώ, recrudecer [ρεκρουδεθέρ] (ρ.) οξύνω, επιδεινώνω, χειροτερεύω, recrudecimiento [ρεκρουδεθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) όξυνση, επιδείνωση, rectal [ρεκτάλ] (επίθ.) πρωκτικός, rectangular [ρακτανγκουλάρ] (επίθ.) 462
ορθογώνιος, rectángulo [ρεκτάνγκουλο] (ουσΥαρσ.) ορθογώνιο, rectificación [ρεκτιφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: επανόρθωση, αποκατάστα ση, 2: ανασκευή, rectificar [ρεκτιφικάρ] (ρ.) 1: επανορ θώνω, αποκαθιστώ, 2: ανασκευάζω. rectilíneo [ρεκτιλίνεο] (επίθ.) ευθύγραμμος. rectitud [ρεκτιτούδ] (ουσΥθηλ.) ευθύ τητα ορθότητα ακεραιότητα, recto [ρέκτο] (επίθ.) ευθυτενής ευθύς, ίσιος ορθός rector [ρεκτόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: πρύτα νης 2: διευθυντής επικεφαλής, recubrir [ρεκουμπρίρ] (ρ.) καλύπτω, σκεπάζω. recuento [ρεκουέν'το] (ουσΥαρσ.) κα ταμέτρηση, recuerdo [ρεκουέρδο] (ουσΥαρσ.) εν θύμιο, ανάμνηση, recuperación [ρεκουπεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) αποκατάσταση, ανάκτηση, recuperar [ρεκουπεράρ] (ρ.) ανακτώ, επανακτώ, αποκαθιστώ, recuperarse [ρεκουπεράρσε] (ρ.) επα νέρχομαι, συνέρχομαι, recurrir [ρεκουρίρ] (ρ.) καταφεύγω, προ σφεύγω. recurso [ρεκούρσο] (ουσΥαρσ.) 1: μέ σο, 2: πόρος, 3: προσφυγή, rechazar [ρετσαθάρ] (ρ.) 1: απορρί πτω, 2: απωθώ, αντικρούω. rechazo [ρετσάθο] (ουσΥαρσ.) 1: απόρ ριψη, 2: απώθηση, απόκρουση, rechifla [ρετσίφλα] (ουσ,/θηλ.) 1: σφύ ριγμα, 2: γιουχάισμα, αποδοκιμασία, rechiflar [ρετσιφλάρ] (ρ.) 1: σφυρίζω, 2: αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω, rechinar [ρετσινάρ] (ρ.) τρίζω, βουίζω, red [ρεδ] (ουσΥθηλ.) 1: δίκτυο, 2: δίχτυ. redacción [ρεδακθιόν] (ουσΥθηλ.) σύ
reflexión νταξη, έκθεση, redactar [ρεδακτάρ] (ρ.) συντάσσω, redactor [ρεδακτόρ] (ουσΥαρσ.) συ ντάκτης. redada [ρεδάδα] (ουσΥθηλ.) φουρνιά, ψαριά. redención [ρεδενθιόν] (ουσΥθηλ.) λύ τρωση, σώσιμο, redentor [ρεδεν'τόρ] 1: (ουσΥαρσ.) λυ τρωτής σωτήρας 2: (επίθ.) λυτρωτι κός σωτήριος, redil [ρεδίλ] (ουσΥαρσ.) ποιμνιοστά σιο, στάνη, μαντρί, redimir [ρεδιμίρ] (ρ.) λυτρώνω, απε λευθερώνω, rédito [ρέδιτο] (ουσΥαρσ.) τόκος, redoblar [ρεδομπλάρ] (ρ.) διπλασιά ζω. redondear [ρεδον'ντεάρ] (ρ.) στρογ γυλεύω. redondel [ρεδον'ντέλ] (ουσΥαρσ.) κύ κλος. redondez [ρεδοντέθ] (ουσΥθηλ.) στρογγυλότητα. redondo [ρεδόν'ντο] (επίθ.) σφαιρι κός κυκλικός στρογγυλός, reducción [ρεντουκθιόν] (ουσΥθηλ.) ελάττωση, μείωση, reducido [ρεντουθίδο] (επίθ.) ελαττωμέ νος μειωμένος περιορισμένος reducir [ρεντουθίρ] (ρ.) 1: ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω, 2: υποτάσσω, redundancia [ρεντουν'ντάνθια] (ουσΥ θηλ.) πλεονασμός περιττολογία, redundante [ρεντουν'ντάν'τε] (επίθ.) πλεονάζων, περιττός, reelegir [ρεελεχίρ] (ρ.) επανεκλέγω, reembolsar [ρ ε εμ 'μ ττο λ σ ά ρ ] (ρ.) επι στρέφω χρήματα, εξοφλώ, reemplazable [ρεεμ'πλαθάμπλε] (επίθ.) αντικαταστάσιμος reemplazar [ρεεμ'πλαθάρ] (ρ.) αντικαθιοττώ. reemplazo [ρεεμ'πλάθο] (ουσΥαρσ.)
1: αντικατάσταση, 2: εφεδρεία, reencarnación [ρεενκαρναθιόν] (ουσΥ θηλ.) μετεμψύχωση, μετενσάρκωση. reestructurar [ρεεστρουκτουράρ] (ρ.) αναδομώ, ανασχη ματίζω, reexaminar [ρεεξαμινάρ] (ρ.) επανεξε τάζω, επανελέγχω, refectorio [ρεφεκτόριο] (ουσΥαρσ.) τραπεζαρία (μονής, κολεγίου, οικο τροφείου). referencia [ρεφερένθια] (ουσΥθηλ.) 1: αναφορά, μνεία, 2: παραπομπή, 3: σύσταση. referéndum [ρεφερέν'ντουμ] (ουσΥ αρσ.) δημοψήφισμα, referente [ρεφερέν'τε] 1: (επίθ.) σχετι κός 2: (επίρρ.) αναφορικά με, σχετι κά με. referir [ρεφερίρ] (ρ.) (α) 1: αναφέρω, 2: παραπέμπω, 3: ανάγω, referirse [ρεφερίρσε] (ρ.) (α) αναφέρομαι σε · no me gusta referirme a él cuando no está presente - δε μου αρέσει να αναφέρομαι σε αυτόν, όταν δεν είναι παρών, refilón [ρεφιλόν] (επίρρ.) · de refilón λοξά, πλάγια, refinado [ρεφινάδο] (επίθ.) εκλεπτυσμέ νος εξευγενισμένος ραφιναρισμένος φίνος refinamiento [ρεφιναμιέν'το] (ουσΥαρσ.) λεπτότητα, εξευγενισμός refinar [ρεφινάρ] (ρ.) διυλίζω, εκλε πτύνω, ραφινάρω, refinería [ρεφινερία] (ουσΥθηλ.) διυλιοττήριο. reflector [ρεφλεκτόρ] (ουσΥαρσ.) κά τοπτρο, ανακλαστήρας. reflejar [ρεφλεχάρ] (ρ.) αντανακλώ, αντι κατοπτρίζω, reflejo [ρεφλέχο] (ουσΥαρσ.) αντανά κλαση. reflexión [ρεφλεξιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αντανάκλαση, 2: συλλογισμός στο
463
reflexionar χασμός σκέψη, reflexionar [ρεφλεξιονάρ] (ρ.) συλλο γίζομαι, στοχάζομαι, σκέπτομαι, reflexivo [ρεφλεξίβο] (επίθ.) 1: στο χαστικός σκεπτικός 2: (Γραμμ.) αυ τοπαθής. reflujo [ρεφλούχο] (ουσ./αρσ.) άμπωτη. refocilarse [ρεφοθιλάρσε] (ρ.) ξεφα ντώνω, γλεντάω, reforma [ρεφόρμα] (ουσΥθηλ.) 1: με ταρρύθμιση, 2: αναμόρφωση, ανα καίνιση, ανάπλαση, reformador [ρεφορμαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής reformar [ρεφορμάρ] (ρ.) 1: μεταρ ρυθμίζω, 2: αναμορφώνω, ανακαινί ζω, 3: τροποποιώ, reformatorio [ρεφορματόριο] (ουσΥ αρσ.) αναμορφωτήριο, reformista [ρεφορμίστα] 1: (ουσΥαρσ. + θηλ.) μεταρρυθμιστής αναμορ φωτής 2: (επίθ.) μεταρρυθμιστικός αναμορφωτικός, reforzado [ρεφορθάδο] (επίθ.) ενισχυμένος. reforzar [ρεφορθάρ] (ρ.) ενισχύω, εντεί νω, ενδυναμώνω, refracción [ρεφρακθιόν] (ουσΥθηλ.) διά θλαση. refractar [ρεφρακτάρ] (ρ.) διαθλώ, refractario [ρεφρακτάριο] (επίθ.) 1: άφλε κτος πυρίμαχος 2: αντιδραστικός αντενεργός refrán [ρεφράν] (ουσΥαρσ.) παροιμία, refregar [ρεφρεγάρ] (ρ.) καθαρίζω με γερό τρίψιμο, refrenar [ρεφρενάρ] (ρ.) τιθασεύω, χα λιναγωγώ, συγκρατώ. refrendar [ρεφρεν'ντάρ] (ρ.) 1: προσυ πογράφω, συνυπογράφω, 2: εγκρί νω, επιδοκιμάζω, refrescante [ρεφρεσκάν'τε] (επίθ.) δρο σιστικός. 464
refrescar [ρεφρεσκάρ] (ρ.) δροσίζω, φρεσκάρω, refresco [ρεφρέσκο] (ουσΥαρσ.) ανα ψυκτικό. refriega [ρεφριέγα] (ουσΥθηλ.) τσα κωμός. refrigeración [ρεφριχεραθιόν] (ουσ./ θηλ.) ψύξη. refrigerador [ρεφριχεραδόρ] 1: (ουσΥ αρσ.) ψύκτης ψυγείο, 2: (επίθ.) ψυ κτικός. refrigerar [ρεφριχεράρ] (ρ.) ψύχω, πα γώνω. refuerzo [ρεφουέρθο] (ουσΥαρσ.) ενί σχυση, βοήθεια, refugiado [ρεφουχιάδο] 1: (ουσΥαρσ.) πρόσφυγας 2: (επίθ.) προσφυγικός. refugiarse [ρεφουχιάρσε] (ρ.) βρίσκω καταφύγιο, καταφεύγω, refugio [ρεφούχιο] (ουσΥαρσ.) κατα φύγιο. refulgir [ρεφουλχίρ] (ρ.) λάμπω, αστρά φτω, ακτινοβολώ, refundir [ρεφουν'ντίρ] (ρ.) 1: δια σκευάζω, 2: περιέχω, refunfuñar [ρεφουνφουνιάρ] (ρ.) μουρμου ρίζω, γκρΜάζω. refutable [ρεφουτάμπλε] (επίθ.) ανασκευάσιμος αντικρούσιμος. refutar [ρεφουτάρ] (ρ.) ανατρέπω, ανασκευάζω, αντικρούω. regadera [ρεγαδέρα] (ουσΥθηλ.) πο τιστήρι. regadío [ρεγαδίο] (επίθ.) ποτιστικός αρδευτικός, regalado [ρεγαλάδο] (επίθ.) 1: λεπτε πίλεπτος ντελικάτος 2: χαρισμένος δωρεάν. regalar [ρεγαλάρ] (ρ.) δωρίζω, χαρίζω, regalía [ρεγαλία] (ουσΥθηλ.) ηγεμονι κά/βασιλικά προνόμια, regaliz [ρεναλίθ] (ουσΥαρσ.) γλυκόριζα. regalo [ραγάλο] (ουσΥαρσ.) δώρο.
regularmente regañadientes [ρεγανιαδιέν'τες] (επίρρ.) • a regañadientes - απρόθυμα, regañar [ρενανιάρ] (ρ.) μαλώνω, κα τσαδιάζω, regar [ρεγάρ] (ρ.) ποτίζω, αρδεύω, regata [ρεγάτα] (ουσ,/θηλ.) 1: αυλάκι άρδευσης 2: ναυτικός αγώνας μι κρών σκαφών, regate [ρεγάτε] (ουσΥαρσ.) απότομη αλλαγή πορείας λοξοδρόμηση. ^βίββΓίρεγατεάρ] (ρ.) διαπραγματεύο μαι, παζαρεύω, regateo [ρεγατέο] (ουσΥαρσ.) διαπραγ μάτευση, παζάρεμα, regazo [ρεγάθο] (ουσΥαρσ.) αγκαλιά, regencia [ρεχένθια] (ουσΥθηλ.) αντιβασιλεία. regeneración [ρεχενεραθιόν] (ουσΥθηλ.) αναδημιουργία, ανάπλαση, αναμόρ φωση, ανανέωση, regenerar [ρεχενεράρ] (ρ.) αναδημιουρ γώ, αναπλάθω, αναμορφώνω, regentar [ρεχεν'τάρ] (ρ.) καταλαμβά νω προσωρινά θέση. regente [ρεχέν'τε] (ουσΥαρσ.) αντιβα σιλέας. regicidio [ρεχιθίδιο] (ουσΥαρσ.) βασιλοκτονία. régimen [ρέχιμεν] (ουσΥαρσ.) 1: κα θεστώς πολίτευμα 2: κανονισμός 3: δίαιτα. regimiento [ρεχιμιέν*το] (ουσΥαρσ.) σύ νταγμα. regio [ρέχιο] (επίθ.) 1: βασιλικός 2: με γαλοπρεπής μεγαλειώδης, región [ρεχιόν] (ουσΥθηλ.) περιοχή, ζώνη, περιφέρεια, regionalista [ρεχιοναλίστα] (ουσΥαρσ.) τοπικιστής. regir [ρεχίρ] (ρ.) κυβερνώ, διοικώ, δι ευθύνω. registrado [ρεχιστράδο] (επίθ.) καταχωρημένος. registrador [ρεχιοτραδόρ] (ουσΥαρσ.)
καταχωρητής υποθηκοφύλακας, registrar [ρεχιστράρ] (ρ.) 1: καταχω ρώ, εγγράφω, 2: ερευνώ, ψάχνω, registro [ρεχίστρο] (ουσΥαρσ.) 1: λη ξιαρχείο, 2: καταχώρηση, εγγραφή, 3: έρευνα · registro de nacimientos - μητρώο εγγραφών, regla [ρέγλα] (ουσΥθηλ.) 1: κανόνας 2: χάρακας 3: περίοδος · regla de circulación - κανόνες κυκλοφορίας reglamentación [ρεγλαμεχ/ταθιόν] (ουσΥ θηλ.) κανονισμός διάταξη, reglamentar [ρεγλαμεν^άρ] (ρ.) ορίζω τους κανόνες ρυθμίζω, καθορίζω, reglamentario [ρεγλαμεν'τάριο] (επίθ.) κανονικός reglamento [ρεγλαμέν'το] (ουσΥαρσ.) σύνολο κανονισμών, διατάξεις, reglar [ρεγλάρ] (ρ.) κανονίζω, ρυθμί ζω. regocijarse [ρεγοθιχάρσε] (ρ.) χαίρο μαι, αναγαλλιάζω, ευθυμώ, regocijo [ρεγοθίχο] (ουσΥαρσ.) χαρά. regodearse [ρεγοδεάρσε] (ρ.) διασκε δάζω, αστειεύομαι, regodeo [ρεγοδέο] (ουσΥαρσ.) αστεϊ σμός (καθ.) καλαμπούρι, regordete [ρεγορδέτε] (επίθ.) ευτρα φής χοντρός, regresar [ρεγρεσάρ] (ρ.) επιστρέφω, επανέρχομαι, regresivo [ρεγρεσίβο] (επίθ.) οπισθοδρομικός. regreso [ρεγρέσο] (ουσΥαρσ.) επιστρο φή, επάνοδος regulación [ρεγουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) ρύθμιση. regulador [ρεγουλαδόρ] (ουσΥαρσ.) ρυθμιστής regular [ρεγουλάρ] 1: (ρ.) ρυθμίζω, 2: (επίθ.) 1: κανονικός τακτικός ομα λός 2: μέτριος, regularmente [ρεγουλαρμένατε] (επίρρ.) τακτικά, κανονικά.
465
regurgitación regurgitación [ρεγουρχιταθιόν] (ουσ./ θηλ.) εμετός, regurgitar [ρεγουρχπάρ] (ρ.) κάνω εμε τό, ξερνάω. rehabilitación [ρεαμπιλιταθιόν] (ουσ./ θηλ.) αποκατάσταση, επανόρθωση, rehabilitar [ρεαμπιλιτάρ] (ρ.) αποκα θιστώ, επανορθώνω, rehacer [ρεαθέρ] (ρ.) 1: επαναλαμβά νω, ξανακάνω, rehacerse [ρεαθέρσε] (ρ.) 1: ξεπερνώ, 2: συνέρχομαι, αναρρώνω. rehén [ρεέν] (ουσΥαρσ.) όμηρος, rehogar [ρεογάρ] (ρ.) τσιγαρίζω, κα βουρδίζω, rehuir [ρεουίρ] (ρ.) αποφεύγω, rehusar [ρεουσάρ] (ρ.) αρνούμαι, απο ποιούμαι. reimpresión [ρεϊμ'πρεσιόν] (ουσΥθηλ.) ανατύπωση, επανέκδοση. reimprimir [ρεϊμ'πριμίρ] (ρ.) ανατυπώνω, επανεκδίδω, reina [ρέινα] (ουσ,/θηλ.) βασίλισσα, reinado [ρεϊνάδο] (ουσΥαρσ.) βασιλεία, reinante [ρεϊνάν'τε] (επίθ.) βασιλεύων, reinar [ρείνάρ] (ρ.) 1: βασιλεύω, 2: κυ ριαρχώ, επικρατώ, reincidir [ρεϊνθιδίρ] (ρ.) υποτροπιάζω, ξαναπέφτω, ξανακυλώ, reincorporarse [ρεϊνκορποράρσε] (ρ.) επανεντάσσομαι. reino [ρέϊνο] (ουσΥαρσ.) βασίλειο, reinstalar [ρεϊνσταλάρ] (ρ.) επανατοποθετώ. reintegrar [ρεϊν'τεγράρ] (ρ.) 1: αποκα θιστώ, 2: επικυρώνω, 3: επιστρέφω, reír [ρεΐρ] (ρ.) γελώ. reírse [ρεΐρσε] (ρ.) γελώ, κοροιδέυω, χλευάζω. reiterar [ρεϊτεράρ] (ρ.) επαναλαμβά νω. reivindicación [ρεϊβιν'ντικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: διεκδίκηση, 2: επανάκτηση, 3: αποζημίωση. 466
reivindicar [ρεϊβιν'ντικάρ] (ρ.) 1: διεκδικώ, 2: επανακτώ, reja [ρέχα] (ουσ,/θηλ.) 1: κάγκελο, κι γκλίδωμα, 2: μεταλλικό εξάρτημα αρότρου, υνί. rejilla [ρεχίγια] (ουσΥθηλ.) 1: δικτυωτό, καφάσι, 2: σχάρα αποσκευών, rejón [ρεχόν] (ουσΥαρσ.) βουκέντρα. rejuvenecer [ρεχουβενεθέρ] (ρ.) ξανα νιώνω, ανανεώνω, αναζωογονώ, relación [ρελαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: σχέ ση, αναφορά, 2: αναλογία, 3: κατά λογος. relacionar [ρελαθιονάρ] (ρ.) σχετίζω, relajación [ρελαχαθιόν] (ουσΥθηλ.) χα λάρωση, λασκάρισμα. relajamiento [ρελαχαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) χαλάρωση, ηρεμία, relajar [ρελαχάρ] (ρ.) χαλαρώνω, λα σκάρω. relamerse [ρελαμέρσε] (ρ.) ξερογλεί φομαι, γλείφομαι, relamido [ρελαμίδο] (επίθ.) 1: προ σποιητός επιτηδευμένος επίπλα στος 2: εξεζητημένος, relámpago [ρελάμ'παγο] (ουσΥαρσ.) 1: αστραπή, 2: λάμψη, relampaguear [ρελαμπαγεάρ] (ρ.) αστρά φτω, ακτινοβολώ, relatar [ρελατάρ] (ρ.) 1: αναφέρω, 2: αφηγούμαι, διηγούμαι, relatividad [ρελατιβιδάδ] (ουσΥθηλ.) σχετικότητα, relativo [ρελατίβο] (επίθ.) συναφής, σχετικός αναφορικός, relato [ρελάτο] (ουσΥαρσ.) αφήγηση, διήγηση, διήγημα, relegar [ρελεγάρ] (ρ.) παραμερίζω, εκτοπίζω, relente [ρελέν'τε] (ουσΥαρσ.) 1: μού χλα, 2: ατμοσφαιρική υγρασία, relevante [ρελεβάν'τε] (επίθ.) διαπρε πής, διακεκριμένος, relevar [ρελεβάρ] (ρ.) 1: αντικαθιστώ,
remitir 2: απαλλάσω κάποιον από τα καθήκοντά του, 3: αλλάζω φρουρά, relicario [ρελικάριο] (ουσ./αρσ.) 1: λει ψανοθήκη, 2: μεταλλιοθήκη, relevo [ρελέβο] (ουσΥαρσ.) 1: αντικα ταστάτης, 2: αντικατάσταση, relieve [ρελιέβε] (ουσ,/αρσ.) ανάγλυ φο. religión [ρελιχιόν] (ουσΥθηλ.) θρησκεία, religiosidad [ρελιχιοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) θρησκευτικότητα, ευσέβεια, ευλάβεια. religioso [ρελιχιόσο] (επίθ.) θρησκευ τικός, θρησκευόμενος θρήσκος ευ σεβής. relinchar [ρελιντσάρ] (ρ.) χλιμιντρίζω, relincho [ρελίντσο] (ουσΥαρσ.) χλιμίντρισμα. reliquia [ρελίκια] (ουσΥθηλ.) λείψανο, σκήνωμα, reloj [ρελόχ] (ουσΥαρσ.) ρολόι, relojero [ρελοχέρο] (ουσΥαρσ.) ωρολογοποιός ρολογάς, reluciente [ρελουθιέν'τε] (επίθ.) αστρα φτερός λαμπερός γυαλιστερός relucir [ρελουθίρ] (ρ.) αστράφτω, λα μποκοπώ, γυαλίζω, reluctante [ρελουκτάν'τε] (επίθ.) απρό θυμος. relumbrar [ρελουμ'μπράρ] (ρ.) λάμπω, ακτινοβολώ, rellano [ρεγιάνο] (ουσΥαρσ.) πλατύ σκαλο, κεφαλόσκαλο, rellenar [ρεκιενάρ] (ρ.) 1: ξαναγεμίζω, 2: γεμίζω, 3: συμπληρώνω, relleno [ρεγιένο] (ουσΥαρσ.) γέμιση, remachar [ρεματσάρ] (ρ.) 1: επιμένω, 2: στερεώνω, 3: τονίζω, remanente [ρεμανέν^τε] (ουσΥαρσ.) υπό λοιπο, περίσσευμα, remangar [ρεμανγκάρ] (ρ.) σηκώνω τα μανίκια μου. remanso [ρεμάνσο] (ουσΥαρσ.) απά νεμο μέρος.
remar [ρεμάρ] (ρ.) κωπηλατώ, rematar [ρεματάρ] (ρ.) 1: αποτελειώ νω, 2: απολήγω, καταλήγω, συμπε ραίνω, 3: σκοτώνω, 4: εκποιώ, ξε πουλάω. remate [ρεμάτε] (ουσΥαρσ.) 1: αποτε λείωμα, 2: τέλος 3: άκρη, 4: εκποίη ση, ξεπούλημα, remedar [ρεμεδάρ] (ρ.) μιμούμαι, remediable [ρεμεδιάμπλε] (επίθ.) 1: ιάσιμος θεραπεύσιμος 2: επιδιορθώσιμος επισκευάσιμος. remediar [ρεμεδιάρ] (ρ.) 1: επανορθώ νω, διορθώνω, επισκευάζω, 2: απο φεύγω. remedio [ρεμέδιο] (ουσΥαρσ.) 1: διόρ θωση, λύση, 2: φάρμακο, 3: θερα πεία, ίαση. rememorar [ρεμεμοράρ] (ρ.) ξαναθυ μάμαι, ανακαλώ στη μνήμη, remendar [ρεμεν'ντάρ] (ρ.) επιδιορ θώνω, μπαλώνω, remesa [ρεμέσα] (ουσΥθηλ.) αποστο λή εμπορεύματος παρτίδα, έμβα σμα. remiendo [ρεμιέν'ντο] (ουσΥαρσ.) επι διόρθωση, μπάλωμα, remilgado [ρεμιλγάδο] (επίθ.) ναζιά ρης γκρινιάρης, remilgo [ρεμίλγο] (ουσΥαρσ.) νάζι, σκέρτσο. reminiscencia [ρεμινισθένθια] (ουσΥ θηλ.) ανάμνηση, αναπόληση, remirar [ρεμιράρ] (ρ.) επανεξετάζω, ξανακοιτάω. remisamente [ρεμίσαμεν'τε] (επίρρ.) απρόθυμα, remisión [ρεμισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απο στολή, 2: παραπομπή, remiso [ρεμίσο] (επίθ.) 1: απρόθυμος νωθρός 2: βραδυκίνητος, remitente [ρεμιτέ>/τε] (ουσΥαρσ.) απο στολέας. remitir [ρεμιτίρ] (ρ.) 1: αποστέλλω, 2:
467
παραπέμπω, 3: υποχωρώ, 4: δίνω άφεση. remo [ρέμο] (ουσ,/αρσ.) κουπί, remojar [ρεμοχάρ] (ρ.) διαποτίζω, μουσκεύω, remojo [ρεμόχο] (ουσΥαρσ.) μούσκε μα, μούλιασμα. remolacha [ρεμολάτσα] (ουσΥθηλ.) σακχαρότευτλο, κοκκινογούλι, πα ντζάρι. remolcador [ρεμολκαδόρ] (ουσΥαρσ.) ρυμουλκό, remolcar [ρεμολκάρ] (ρ.) ρυμουλκώ, remolino [ρεμολίνο] (ουσΥαρσ.) δίνη, στρόβιλος ρουφήχτρα, remolonear [ρεμολονεάρ] (ρ.) αδρανώ, φυγοπονώ, remolque [ρεμόλκε] (ουσΥαρσ.) 1: ρυ μούλκηση, 2: ρυμουλκό, remontar [ρεμον'τάρ] (ρ.) 1: ξεπερνώ, 2: ανέρχομαι, 3: ανυψώνω, remontarse [ρεμον'τάρσε] (ρ.) ανέρ χομαι, ανάγομαι, remorder [ρεμορδέρ] (ρ.) προκαλώ τύψεις βασανίζω τη συνείδηση, remordimiento [ρεμορδιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) τύψη, ανησυχία, remotamente [ρεμόταμεν'τε] (επίρρ.) 1: αόριστα, 2: αμυδρά, ανεπαίσθητα, (μτφ.) συγκεχυμένα, remoto [ρεμότο] (επίθ.) μακρινός απόμακρος απώτερος remover [ρεμοβέρ] (ρ.) 1: ανακατώνω, ανακινώ, αναταράζω, 2: μετατοπίζω, remozar [ρεμοθάρ] (ρ.) ανακαινίζω, ανανεώνω, remuneración [ρεμουνεραθιόν] (ουσΥ θηλ.) αμοιβή, ανταμοιβή, ανταπόδο ση, αντάλλαγμα, remunerar [ρεμουνεράρ] (ρ.) ανταμεί βω, επιβραβεύω, renacer [ρεναθέρ] (ρ.) αναγεννιέμαι, renacimiento [ρεναθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) αναγέννηση. 468
renacuajo [ρενακουάχο] (ουσΥαρσ.) γυρίνος renal [ρενάλ] (επίθ.) νεφρικός, rencilla [ρενθίγια] (ουσΥθηλ.) φιλονι κία, διαπληκτισμός. rencor [ρενκόρ] (ουσΥαρσ.) μνησικακία. rencoroso [ρενκορόσο] (επίθ.) μνησί κακος μοχθηρός, rendición [ρεν'ντιθιόν] (ουσΥθηλ.) πα ράδοση. rendija [ρεν'ντίχα] (ουσΥθηλ.) σχισμή, ρωγμή, χαραμάδα, rendimiento [ρεν'ντιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) απόδοση, αποδοτικότητα. rendir [ρεν'ντίρ] (ρ.) 1: αποδίδω, 2: πα ραδίδω, 3: καταπονώ, κουράζω, 4: παράγω, αποδίδω, εκτελά καλά, 5: παρουσιάζω, 5: διαλύω, αραιώνω, rendirse [ρεν'ντίρσε] (ρ.) παραδίδομαι, υποκύπτω, υποτάσσομαι, renegado [ρενεγάδο] (ουσΥαρσ.) απο στάτης αρνησίθρησκος, renegar [ρενενάρ] (ρ.) 1: απαρνούμαι, αποστρέφομαι, 2: αποστατώ, 3: γκρινιάζω. renglón [ρενγκλόν] (ουσΥαρσ.) αρά δα, γραμμή, σειρά, reniego [ρενιέγο] (ουσ,/αρσ.) βλασφη μία, βρισιά, reno [ρένο] (ουσΥαρσ.) τάρανδος renombrado [ρενομ'μπράδο] (επίθ.) περίφημος διάσημος ξακουστός επιφανής, renombre [ρενόμ'μπρε] (ουσΥαρσ.) φήμη, διασημότητα. renovación [ρενοβαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ανανέωση, 2: ανακαίνιση, renovar [ρενοβάρ] (ρ.) ανανεώνω, ανα καινίζω. renquear [ρενκεάρ] (ρ.) κουτσαίνω, χωλαίνω. renta [ρέν^α] (ουσΥθηλ.) 1: εισόδημα, 2: μίσθωμα, 3: δημόσιο χρέος.
repliegue rentabilidad [ρεν'ταμπιλιδάδ] (ουσ./ θηλ.) αποδοτικότητα, παραγωγικό τητα, αττοτελεσματικότητα. rentable [ρεν'τάμπλε] (επίθ.) επικερ δής, προσοδοφόρος, αποδοτικός, παραγωγικός, renuncia [ρενούνθια] (ουσΥθηλ.) πα ραίτηση, αποποίηση, αποκήρυξη, renunciar [ρενουνθιάρ] (ρ.) παραιτού μαι, αποποιούμαι, απαρνούμαι. reñir [ρενίρ] (ρ.) επιπλήττω, μαλώνω, τσακώνομαι, reo [ρέο] (ουσΥαρσ.) κατηγορούμε νος, ένοχος, reorganización [ρεοργανιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) αναδιοργάνωση, reorganizar [ρεοργανιθάρ] (ρ.) ανα διοργανώνω, reorientar [ρεοριεν'τάρ] (ρ.) επαναπροσανατολίζω. reparación [ρεπαραθιόν] (ουσΥθηλ.) επισκευή, επανόρθωση, επιδιόρθω ση. reparar [ρεπαράρ] (ρ.) 1: επισκευάζω, επανορθώνω, επιδιορθώνω, 2: λαμ βάνω υπόψη, 3: παρατηρώ, reparo [ρεπάρο] (ουσΥαρσ.) 1: επι σκευή, ανακαίνιση, 2: παρατήρηση, 3: αντίρρηση, αντιλογία, 4: ενδοια σμός, επιφύλαξη, δισταγμός, repartidor [ρεπαρτιδόρ] (ουσΥαρσ.) διανομέας, repartir [ρεπαρτίρ] (ρ.) διανέμω, κατα νέμω, μοιράζω, reparto [ρεπάρτο] (ουσΥαρσ.) διανο μή, κατανομή, μοιρασιά, repasar [ρεπασάρ] (ρ.) 1: επανελέγχω, 2: επαναλαμβάνω, 3: ενισχύω, 4: ξα ναπερνώ, 5: μπαλώνω, repaso [ρεπάσο] (ουσΥαρσ.) επανέ λεγχος, επανάληψη, repatriación [ρεπατριαθιόν] (ουσΥθηλ.) επαναπατρισμός, repatriar [ρεπατριάρ] (ρ.) επαναπα469
τρίζω. repecho [ρεπέτσο] (ουσΥαρσ.) 1: από τομη πλαγιά, 2: ανηφόρα, 3: κατη φόρα. repelente [ρεπελέν'τε] (επίθ.) απωθη τικός απεχθής αποκρουστικός. repeler [ρεπελέρ] (ρ.) απωθώ, απο κρούω. repente [ρεπέν'τε] (επίρρ.) αιφνίδια, ξαφνικά · de repente - ξαφνικά, repentino [ρεπεν'τίνο] (επίθ.) αιφνί διος απρόσμενος ξαφνικός, repercusión [ρεπερκουσιόν] (ουσΥ θηλ.) αντίκτυπος απήχηση, επίπτω ση, επίδραση · de amplia repercusión - ευρείας απήχησης repercutir [ρεπερκουτίρ] (ρ.) αντηχώ, αντανακλώ, επιδρώ, repertorio [ρεπερτόριο] (ουσΥαρσ.) 1: ρεπερτόριο, 2: συλλογή, κατάλογος, repetición [ρεπετιθιόν] (ουσΥθηλ.) επανάληψη, repetidamente [ρεπετίδαμεν'τε] (επίρρ.) επανειλημμένα, επαναλαμβανόμενα συνεχώς repetir [ρεπετΙρ] (ρ.) επαναλαμβάνω, repicar [ρεπικάρ] (ρ.) χτυπώ (καμπά να). repintar [ρεπιντάρ] (ρ.) ξαναβάφω, repique [ρεπίκε] (ουσΥαρσ.) κωδωνο κρουσία, repisa [ρεπίσα] (ουσΥθηλ.) ράφι. replegable [ρεπλεγάμπλε] (επίθ.) πτυσ σόμενος. replegarse [ρεπλεγάρσε] (ρ.) 1: αποσπώμαι, αποκόβομαι, 2: υποχωρώ, repleto [ρεπλέτο] (επίθ.) υπερπλήρης υπερφορτωμένος κεκορεσμένος, réplica [ρέπλικα] (ουσΥθηλ.) 1: αντα πάντηση, απόκριση, 2: αντίλογος 3: αντίγραφο, replicar [ρεπλικάρ] (ρ.) ανταπαντώ, αντιλέγω, αντιμιλώ, repliegue [ρεπλιέγε] (ουσΥαρσ.) 1: σύ-
repoblación μπτυξη, 2: υποχώρηση, 3: πτυχή, repoblación [ρεπομπλαθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: αναδάσωση, 2: επαναποικισμός. repoblar [ρεπομπλάρ] (ρ.) 1: αναδασώνω, 2: επαναπσικίζω. repollo [ρεπόγιο] (ουσΥαρσ.) λάχανο, reponer [ρεπονέρ] (ρ.) 1: επανατοποθετώ, αντικαθιστώ, 2: απαντώ, reponerse [ρεπονέρσε] (ρ.) αναρρώνω, συνέρχομαι, reportaje [ρεπορτάχε] (ουσΥαρσ.) ρε πορτάζ. reportar [ρεπορτάρ] (ρ.) επιφέρω όφε λος ή ζημία, reposar [ρεποσάρ] (ρ.) αναπαύομαι, reposición [ρεποσιθιόν] (ουσΥθηλ.) επανατοποθέτηση, reposo [ρεπόσο] (ουσΥαρσ.) ανάπαυ ση. repostar [ρεποστάρ] (ρ.) ανεφοδιάζω. repostería [ρεποστερία] (ουσΥθηλ.) ζαχαροπλαστική, repostero [ρεποστέρο] (ουσΥαρσ.) ζα χαροπλάστης, reprender [ρεπρεν'ντέρ] (ρ.) επιτιμώ, επιπλήττω, κριτικάρω, represalia [ρεπρεσάλια] (ουσΥθηλ.) αντίποινα, αντεκδίκηση, representación [ρεπρεσεν'ταθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: αντιπροσώπευση, 2: αντιπρο σωπεία, 3: παράσταση, representante [ρεπρεσεν'τάν'τε] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) αντιπρόσωπος εκπρό σωπος. representar [ρεπρεσεν'τάρ] (ρ.) 1: αντι προσωπεύω, εκπροσωπώ, 2: παριστά νω, 3: ανεβαίνω στη σκηνή, 4: παίζω, 5: δείχνω. representativo [ρεπρεσεν'τατίβο] (επίθ.) αντιπροσωπευτικός εκπροσωπευτικός represión [ρεπρεσιόν] (ουσΥθηλ.) κα ταπίεση, καταστολή, represivo [ρεπρεσίβο] (επίθ.) καταπιε 470
στικός κατασταλτικός, reprimenda [ρεπριμέν'ντα] (ουσΥθηλ.) επίπληξη, επιτίμηση, κατσάδιασμα. reprimir [ρεπριμίρ] (ρ.) καταπιέζω, κα ταπνίγω, καταστέλλω, reprobable [ρεπρομπάμπλε] (επίθ.) αξιόμεμπτος κατακριτέος, reprobar [ρεπρομπάρ] (ρ.) αποδοκιμάζω, κατακρίνω, reprochable [ρεπροτσάμπλε] (επίθ.) αξιόμεμπτος κατακριτέος, reprochar [ρεπρουσάρ] (ρ.) μέμφομαι, κατηγορώ, reproche [ρεπρότσε] (ουσΥαρσ.) μομ φή, κατηγορία, επιτίμηση, reproducción [ρεπροντουκθιόν] (ουσΥ θηλ.) αναπαραγωγή, reproducir [ρεπροντουθίρ] (ρ.) ανα παράγω. reptar [ρεπτάρ] (ρ.) έρπω, σέρνομαι, reptil [ρεπτίλ] (ουσΥαρσ.) ερπετό, república [ρεπούμπλικα] (ουσΥθηλ.) δημοκρατία, republicano [ρεπουμπλικάνο] 1: (ουσΥ αρσ.) δημοκράτης 2: (επίθ.) δημο κρατικός. repudiar [ρεπουδιάρ] (ρ.) απορρίπτω, αποκηρύσσω, αποστρέφομαι, απεχθάνομαι. repuesto [ρεπουέστο] (ουσΥαρσ.) ανταλ λακτικό. repugnancia [ρεπουγνάνθια] (ουσΥ θηλ.) απέχθεια, αποστροφή, repugnante [ρεπουγνάν'τε] (επίθ.) αη διαστικός απεχθής αποκρουστικός. repugnar [ρεπουγνάρ] (ρ.) αηδιάζω, απωθώ, αποκρούω, repujar [ρεπουχάρ] (ρ.) σφυρηλατώ, κατεργάζομαι, repulgar [ρεπουλγάρ] (ρ.) στριφώνω, repulsa [ρεπουλσα] (ουσΥθηλ.) απώ θηση, απόκρουση, repulsión [ρεπουλσιόν] (ουσΥθηλ.) απέχθεια, αηδία, αντιπάθεια.
resguardo repulsivo [ρεπουλσίβο] (επίθ.) απωθη τικός αποκρουστικός. reputación [ρεπουταθιόν] (ουσ./θηλ.) φήμη, όνομα, reputado [ρεπουτάδο] (επίθ.) ξακου στός φημισμένος, reputar [ρεπουτάρ] (ρ.) εκτιμώ, υπο λήπτομαι, σέβομαι, requebrar [ρεκεμπράρ] (ρ.) ερωτο τροπώ, φλερτάρω, requemar [ρεκεμάρ] (ρ.) καψαλίζω, τσουρουφλίζω, requerimiento [ρεκεριμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) 1: απαίτηση, 2: σύσταση, requerir [ρεκερίρ] (ρ.) απαιτώ, επιτάσ σω, ζητώ, κλητεύω, requesón [ρεκεσόν] (ουσΥαρσ.) ανθό τυρο. réquiem [ρέκιεμ] (ουσΥαρσ.) ρέκβιεμ, νεκρώσιμη ακολουθία, requisa [ρεκίσα] (ουσΥθηλ.) 1: επίτα ξη, 2: επιθεώρηση, επόπτευση. requisar [ρεκισάρ] (ρ.) επιτάσσω, επι βάλλω. requisito [ρεκισίτο] (ουσΥαρσ.) απαιτούμενο, προσόν, res [ρες] (ουσΥθηλ.) κτήνος, resaca [ρεσάκα] (ουσ,/θηλ.) 1: αδια θεσία μετά από μεθύσι, 2: ανακατω σούρα. resalado [ρεσαλάδο] (επίθ.) εύθυμος ζωηρός κεφάτος, resaltar [ρεσαλτάρ] (ρ.) 1: αναδεικνύομαι, 2: προβάλλω, τονίζω, resarcir [ρεσαρθίρ] (ρ.) αποζημιώνω, εξοφλώ. resbaladizo [ρεσμπαλαδίθο] (επίθ.) ολισθηρός γλιστερός, resbalarte) [ρεσμπαλάρ(σε)] (ρ.) ολισθαί νω, γλιστρώ, resbalón [ρεσμπαλόν] (ουσΥαρσ.) ολίσθη μα, γλίστρημα, rescatar [ρεσκατάρ] (ρ.) σώζω, διασώ ζω. 471
rescate [ρεσκάτε] (ουσΥαρσ.) διάσω ση, λύτρα, rescindir [ρεσθιν'ντίρ] (ρ.) ακυρώνω, αναιρώ. rescisión [ρεσθισιόν] (ουσΥθηλ.) ακύ ρωση. rescoldo [ρεσκόλντο] (ουσΥαρσ.) χό βολη, θράκα, resecar [ρεσεκάρ] (ρ.) 1: αποξηραίνω, 2: ακρωτηριάζω, resección [ρεσεκθιόν] (ουσΥθηλ.) ακρω τηριασμός εκτομή. reseco [ρεσέκο] (επίθ.) αποξηραμένος ξερός. resentido [ρεσεν'τίδο] (επίθ.) χολωμένος πικραμένος, resentimiento [ρεσεν'τιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) μνησικακία, πικρία, resentirse [ρεσεν'τίρσε] (ρ.) 1: εξασθενώ, αποδυναμώνομαι, 2: υποφέρω, πονάω, 3: πικραίνομαι, 4: θυμώνω, reseña [ρεσένια] (ουσΥθηλ.) 1: περι γραφή, 2: παρουσίαση, 3: επιθεώρηση. reseñar [ρεσενιάρ] (ρ.) 1: περιγράφω, 2: παρουσιάζω, 3: γράφω κριτική, reserva [ρεσέρβα] (ουσΥθηλ.) 1: από θεμα, εφεδρεία, ρεζέρβα, 2: κράτη ση, 3: επιφύλαξη, διακριτικότητα, reservado [ρεσερβάδο] (επίθ.) 1: εγκρα τής εσωστρεφής επιφυλακτικός 2: εμπιστευτικός απόρρητος, reservar [ρεσερβάρ] (ρ.) 1: φυλάω, κρατάω, κλείνω, 2: αποσιωπώ, κρύ βω. reservista [ρεσερβίστα] (ουσΥαρσ.) έφε δρος resfriado [ρεσφριάδο] (ουσΥαρσ.) κρυο λόγημα, καταρροή, resfriarse [ρεσφριάρσε] (ρ.) κρυολο γώ. resguardar [ρεσγουαρδάρ] (ρ.) προ στατεύω, προφυλάσσω. resguardo [ρεσγουάρδο] (ουσΥαρσ.)
residencia 1: προστασία, 2: απόδειξη, 3: κατα φύγιο. residencia [ρεσιδένθια] (ουσΥθηλ.) 1: διαμονή, 2: κατοικία, εστία, residente [ρεσιδέν'τε] (ουσΥαρσ.) διαμένων, κάτοικος, residir [ρεσιδίρ] 1: (ρ.) κατοικώ, δια μένω, 2: (απρ. ρ.) (en) συνίσταται, έγκειται. residuo [ρεσίδουο] (ουσΥαρσ.) υπό λειμμα, απομεινάρι, κατάλοιπο, υπό λοιπο. resignación [ρεσιγναθιόν] (ουσΥθηλ.) παραίτηση, resignarse [ρεσιγνάρσε] (ρ.) παραδίδομαι, παραιτούμαι, υποκύπτω, resistencia [ρεσιστένθια] (ουσΥθηλ.) 1: αντίσταση, εναντίωση, 2: αντοχή, 3: δύναμη, resistente [ρεσιστέν'τε] (επίθ.) αναιρεσίβλητος ανθεκτικός, resistir [ρεσιστίρ] (ρ.) αντέχω, ανθί σταμαι, αντιστέκομαι, resistirse [ρεσιστίρσε] (ρ.) αντιστέκο μαι, αντιδρώ, αποκρούω, resol [ρεσόλ] (ουσΥαρσ.) λάμψη και θερμότητα ήλιου, resolución [ρεσολουθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απόφαση, 2: αποφασιστικότητα, 3: επίλυση, resolver [ρεσολβέρ] (ρ.) 1: αποφασίζω, 2: λύω, επιλύω, resollar [ρεσογιάρ] (ρ.) ασθμαίνω, ανα πνέω. resonancia [ρεσονάνθια] (ουσΥθηλ.) απήχηση, αντίκτυπος, αντήχηση. resonar [ρεσονάρ] (ρ.) απηχώ, αντη χώ. resoplar [ρεσοπλάρ] (ρ.) ξεφυσώ. resoplido [ρεσοπλίδο] (ουσΥαρσ.) ξεφύσημα, αγκομαχητό, resorte [ρεσόρτε] (ουσΥαρσ.) ελατή ριο. respaldar [ρεσπαλδάρ] (ρ.) 1: υποστη 472
ρίζω, 2: κάνω πλάτες, respaldo [ρεσπάλδο] (ουσΥαρσ) 1: υποστήριξη, 2: πλάτη καθίσματος, respectivo [ρεσπεκτίβο] (επίθ.) αντί στοιχος, σχετικός, respecto [ρεσπέκτο] (επίρρ.) όσον αφορά, σχετικά · al respecto/respecto α- σχετικά με. respetabilidad [ρεσπεταμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) σεβασμιότητα, respetable [ρεσπετάμπλε] (επίθ.) αξιοσέβαστος, σεβαστός σεβάσμιος, respetar [ρεσπετάρ] (ρ.) σέβομαι, εκτι μώ. respeto [ρεσπέτο] (ουσΥαρσ.) σεβα σμός εκτίμηση, respetuoso [ρεσπετουόσο] (επίθ.) που αποδίδει σεβασμό, ευσεβής, respingo [ρεσπίνγο] (ουσΥαρσ.) 1: αναπήδηση, 2: τράβηγμα, respiración [ρεσπιραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αναπνοή, ανάσα, 2: αερισμός, respiradero [ρεσπιραδέρο] (ουσΥ αρσ.) εξαεριστήρας αεραγωγός, respirar [ρεσπιράρ] (ρ.) αναπνέω, ανα σαίνω. respiratorio [ρεσπιρατόριο] (επίθ.) ανα πνευστικός respiro [ρεοπτίρο] (ουσΥαρσ.) ανάσα, αναπνοή. resplandecer [ρεσπλανντεθέρ] (ρ.) λά μπω, ακτινοβολώ, resplandeciente [ρεσπλαν'ντεθιέν'τε] (επίθ.) λαμπερός αστραφτερός, resplandor [ρεσπλαν'ντόρ] (ουσΥαρσ.) λάμψη. responder [ρεσπον'ντέρ] (ρ.) απαντώ, αποκρίνομαι, ανταποκρίνομαι, respondón [ρεσπον'ντόν] 1: (ουσΥ αρσ.) αντιρρησίας 2: (επίθ.) αυθά δης responsabilidad [ρεσπονσαμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευθύνη, responsable [ρεσπονσάμπλε] (επίθ.)
retirarse υπεύθυνος υπαίτιος υπόλογος, respuesta [ρεσπουέστα] (ουσΥθηλ.) απάντηση, ανταπόκριση, resquebrajar [ρεσκεμπραχάρ] (ρ.) θραύω, σχίζω, resquemor [ρεσκεμόρ] (ουσΥαρσ.) καη μός (καθ.) ντέρτι, resquicio [ρεσκίθιο] (ουσΥαρσ.) χαρα μάδα. restablecer [ρεσταμπλεθέρ] (ρ.) απο καθιστώ, επανορθώνω, επαναφέρω, restante [ρεστάν'τε] (επίθ.) υπολειπόμενος. restar [ρεστάρ] (ρ.) αφαιρώ, μειώνω, restauración [ρεσταουραθιόν] (ουσΥ θηλ.) αποκατάσταση, επανόρθωση, restaurante [ρεσταουράν'τε] (ουσΥαρσ.) εστιατόριο, restaurar [ρεσταουράρ] (ρ.) αποκαθι στώ, επαναφέρω, restitución [ρεστιτουθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: απόδοση, 2: αποκατάσταση, restituir [ρεστιτουίρ] (ρ.) 1: αποδίδω, 2: αποκαθιστώ, resto [ρέστο] (ουσΥαρσ.) υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι, υπόλειμμα, restregar [ρεστρεγάρ] (ρ.) τρίβω, restricción [ρεστρικθιόν] (ουσΥθηλ.) περιορισμός περιστολή, restrictivo [ρεστρικτίβο] (επίθ.) περιο ριστικός περισταλτικός, restringir [ρεστρινχίρ] (ρ.) περιορίζω, περιστέλλω, restriñir [ρεστρινίρ] (ρ.) φράζω, βου λώνω. resucitar [ρεσουθιτάρ] (ρ.) ανασταίνω, αναβιώνω, resuello [ρεσγουέγιο] (ουσΥαρσ.) ανά σα, λαχάνιασμα, resuelto [ρεσουέλτο] (επίθ.) αποφασι σμένος. resultado [ρεσουλτάδο] (ουσΥαρσ.) αποτέλεσμα, συνέπεια, επακόλουθο, resultar [ρεσουλτάρ] (ρ.) 1ττροκύπτω, 473
2: καταλήγω, resumen [ρεσούμεν] (ουσΥαρσ.) περί ληψη, ανακεφαλαίωση, σύνοψη, resumir [ρεσουμίρ] (ρ.) ανακεφαλαιώνω, συνοψίζω, resurgimiento [ρεσουρχιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) 1: αναβίωση, 2: επανεμφάνιση, resurgir [ρεσουρχίρ] (ρ.) 1: επανεμφα νίζομαι, 2: αναβιώνω, resurección [ρεσουρεκθιόν] (ουσΥθηλ.) ανάσταση, retaguardia [ρεταγουάρδια] (ουσΥ θηλ.) οπισθοφυλακή, retahila [ρεταΐλα] (ουσΥθηλ.) αλλη λουχία, σειρά, retal [ρετάλ] (ουσΥαρσ.) ρετάλι, retar [ρετάρ] (ρ.) προκαλώ, retardar [ρεταρδάρ] (ρ.) επιβραδύνω, καθυστερώ, retardo [ρετάρδο] (ουσΥαρσ.) επιβρά δυνση, καθυστέρηση, retemblar [ρετεμ'μπλάρ] (ρ.) ριγώ, τρέμω. retención [ρετενθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: πα ρακράτηση, ανάσχεση, 2: αφαίρεση, μείωση, 3: μνημονικό, μνήμη, retener [ρετενέρ] (ρ.) συγκροτώ, παρακρα τώ. reticencia [ρετιθένθια] (ουσΥθηλ.) 1: υπαινιγμός 2: αποσιώπηση, reticente [ρετιθέν'τε] (επίθ.) 1: υπαινι κτικός 2: παραπλανητικός παραπει στικός. retina [ρετίνα] (ουσΥθηλ.) αμφιβλη στροειδής χιτώνας retiñir [ρετινίρ] (ρ.) αντηχώ στ' αυτιά, retirada [ρετιράδα] (ουσΥθηλ.) οπι σθοχώρηση, υποχώρηση, retirado [ρετιράδο] 1: (ουσΥαρσ.) συ νταξιούχος 2: (επίθ.) απομονωμέ νος απομακρυσμένος, retirar [ρετιράρ] (ρ.) απομακρύνω, αποτραβώ, αποσύρω, retirarse [ρετιράρσε] (ρ.) 1: αποτρα-
retiro βιέμαι, αποσύρομαι, 2: συνταξιοδοτοΰμαι. retiro [ρετίρο] (ουσΥαρσ.) 1: απόσυρ ση, 2: σύνταξη, reto [ρέτο] (ουσΥαρσ.) πρόκληση, retocar [ρετοκάρ] (ρ.) ρετουσάρω, επι διορθώνω, τακτοποιώ, retoño [ρετόνιο] (ουσΥαρσ.) βλαστός, βλαστάρι, retoque [ρετόκε] (ουσΥαρσ.) ρετου σάρισμα, επεξεργασία, retorcer [ρετορθέρ] (ρ.) 1: στρέφω, 2: στραγγίζω, στίβω. retorcimiento [ρετορθιμιέν'το] (ουσΥ αρσ.) στρίψιμο, retórica [ρετόρικα] (ουσΥθηλ.) ρητο ρική. retomar [ρετορνάρ] (ρ.) επανακάμπτω, επιστρέφω, επανέρχομαι, retomo [ρετόρνο] (ουσΥαρσ.) επανάκαμψη, επιστροφή, retortijón [ρετορτιχόν] (ουσΥαρσ.) σπασμός, retozar [ρετοθάρ] (ρ.) χοροπηδώ, retractación [ρετρακταθιόν] (ουσ./ θηλ.) ανάκληση, αναίρεση, retractar [ρετρακτάρ] (ρ.) ανακαλώ, αναιρώ. retraerse [ρετραέρσε] (ρ.) αποτραβιέμαι, αποσύρομαι, παραιτούμαι, retrafdo [ρετραΐδο] (επίθ.) συνεσταλ μένος εσωστρεφής μαζεμένος, retraimiento [ρετραϊμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: απόσυρση, αποτράβηγμα, 2: συστο λή, επιφυλακτικότητα. retransmisión [ρετρανσμισιόν] (ουσΥ θηλ.) αναμετάδοση, retransmitir [ρετρανσμιτίρ] (ρ.) ανα μεταδίδω, retrasado [ρετρασάδο] 1: (ουσ,/αρσ.) διανοητικά καθυστερημένο άτομο, 2: (επίθ.) καθυστερημένος, retrasar [ρετρασάρ] (ρ.) καθυστερώ, επιβραδύνω. 474
retraso [ρετράσο] (ουσΥαρσ.) καθυ στέρηση, επιβράδυνση, retratar [ρετρατάρ] (ρ.) 1: προσωπο γραφώ, 2: φωτογραφίζω, απεικονί ζω. retrato [ρετράτο] (ουσΥαρσ.) 1: προ σωπογραφία, πορτρέτο, 2: φωτο γραφία, απεικόνιση, retreta [ρετρέτα] (ουσΥθηλ.) ανακλητήριο σάλπισμα, retrete [ρετρέτε] (ουσΥαρσ.) αποχω ρητήριο, τουαλέτα, retribución [ρετριμπουθιόν] (ουσΥ θηλ.) αμοιβή, πληρωμή, retribuir [ρετριμπουίρ] (ρ.) αμείβω, πληρώνω, εξοφλώ, retroactivo [ρετροακτίβο] (επίθ.) ανα δρομικός ανάστροφος, retroceder [ρετροθεδέρ] (ρ.) οπισθο χωρώ, υποχωρώ, retroceso [ρετροθέσο] (ουσΥαρσ.) 1: οπισθοχώρηση, οπισθοδρόμηση, 2: ύφεση. retrógrado [ρετρόγραδο] (επίθ.) οπισθοδρομικός αναχρονιστικός retropropulsión [ρετροπροπουλσιόν] (ουσΥθηλ.) αεριώθηση, retrospección [ρετροσπεκθιόν] (ουσ./ θηλ.) αναδρομή, ανασκόπηση, retrospectivo [ρετροσπεκτίβο] (επίθ.) αναδρομικός, retrovisor [ρετροβισόρ] (ουσΥαρσ.) καθρέφτης αυτοκινήτου, retruécano [ρετρουέκανο] (ουσΥαρσ.) λογοπαίγνιο, retumbar [ρετουμ'μπάρ] (ρ.) αντηχώ, reuma [ρέουμα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ρευ ματισμός reumático [ρεουμάτικο] (επίθ.) ρευ ματικός. reumatismo [ρεουματίσμο] (ουσΥαρσ.) ρευματισμός, reunión [ρεουνιόν] (ουσΥθηλ.) 1: συ γκέντρωση, συνάθροιση, 2: συνε
δρίαση. reunir [ρεσυνίρ] (ρ.) συγκεντρώνω, συ νενώνω, συναθροίζω, revalorizar [ρεβαλοριθάρ] (ρ.) ανατιμώ, αναπροσαρμόζω, revancha [ρεβάντσα] (ουσ./θηλ.) ρε βάνς αντεκδίκηση, revanchismo [ρεβαν'τσίσμο] (ουσ./ αρσ.) ρεβανσισμός, revelación [ρεβελαθιόν] (ουσΥθηλ.) αποκάλυψη, φανέρωση, revelado [ρεβελάδο] (ουσ,/αρσ.) εμ φάνιση φωτογραφικών φιλμ. revelar [ρεβελάρ] (ρ.) 1: αποκαλύπτω, 2: φανερώνω, 3: εμφανίζω φωτογρα φία. revender [ρεβεν'ντέρ] (ρ.) μεταπωλώ. reventar [ρεβεν'τάρ] (ρ.) 1: σκάω, 2: σπάω, 3: εξουθενώνω, κουράζω, reventón [ρεβεν'τόν] (ουσ,/αρσ.) σκά σιμο, έκρηξη, reverberación [ρεβερμπεραθιόν] (ουσΥ θηλ.) αντήχηση, αντανάκλαση, reverberar [ρεβερμπεράρ] (ρ.) αντη χώ, αντανακλώ, reverdecer [ρεβερντεθέρ] (ρ.) αναζωο γονώ. reverencia [ρεβερένθια] (ουσΥθηλ.) 1: ευσέβεια, σεβασμός 2: υπόκλιση, reverendo [ρεβερέν'ντο] 1: (ουσ./ αρσ.) αιδεσιμότατος 2: (επίθ.) σεβά σμιος. reverente [ρεβερέν'τε] (επίθ.) ευσε βής ευλαβής, reversible [ρεβερσίμπλε] (επίθ.) αναστρεφόμενος αντιστρεπτός, reverso [ρεβέρσο] (ουσΥαρσ.) 1: ανά ποδη όψη, 2: ανάστροφος χαστού κι. revés [ρεβές] (ουσΥαρσ.) 1: ανάποδη πλευρά, 2: χαοττούκι, 3: μεταστροφή, 4: οπισθοδρόμηση · al revés- αντίθε τα/ανάποδα, revestimiento [ρεβεστιμιέν'το] (ουσ./ 475
αρσ.) επένδυση, επικάλυψη, revestir [ρεβεστίρ] (ρ.) επενδύω, επι καλύπτω, περιβάλλω, ντύνω, reviejo [ρεβιέχο] (επίθ.) παμπάλαιος, revisar [ρεβισάρ] (ρ.) 1: επιθεωρώ, 2: επιμελούμαι, 3: αναθεωρώ, revisión [ρεβισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: επι θεώρηση, 2: τσεκάπ, 3: επιμέλεια, διόρθωση, 4: αναθεώρηση, revisionista [ρεβισιονίστα] 1: (ουσΥ αρσ.) ρεβιζιονιστής 2:(επίθ.) ρεβιζιονιστικός. revisor [ρεβισόρ] (ουσΥαρσ.) 1: ελε γκτής 2: επιμελητής 3: επιθεωρη τής. revista [ρεβίστα] (ουσΥθηλ.) 1: επιθεώ ρηση, έλεγχος 2: περιοδικό, revitalizar [ρεβιταλιθάρ] (ρ.) αναζωο γονώ. revivir [ρεβιβίρ] (ρ.) ξαναζωντανεύω, ξαναζώ, ανασταίνω. revocación [ρεβοκαθιόν] (ουσΥθηλ.) ανάκληση, άρση, ακύρωση, revocar [ρεβοκάρ] (ρ.) ανακαλώ, revolcarse [ρεβολκάρσε] (ρ.) κυλιέμαι, στριφογυρίζω, revolotear [ρεβολοτεάρ] (ρ.) 1: φτερουγίζω, 2: πετώ. revoloteo [ρεβολοτέο] (ουσΥαρσ.) φτερούγισμα. revoltijo [ρεβολτίχο] (ουσΥαρσ.) ανα κατωσούρα, σύγχυση, αναταραχή, revoltoso [ρεβολτόσο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) άτακτος ταραχοποιός ταραξίας revolución [ρεβολουθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: επανάσταση, εξέγερση, 2: περιστρο φή. revolucionar [ρεβολουθιονάρ] (ρ.) επα ναστατώ. revolucionario [ρεθολουθιονάριο] 1: (ουσΥαρσ.) επαναστάτης 2: (επίθ.) επαναστατικός, revólver [ρεβόλβερ] (ουσΥαρσ.) περί στροφο.
revolver revolver [ρεβολβέρ] (ρ.) 1: ανακα τεύω, αναστατώνω, 2: περιφέρομαι, στριφογυρίζω, revuelco [ρεβουέλκο] (ουσΥαρσ) κου τρουβάλα, τούμπα. revuelo [ρεβουέλο] (ουσΥαρσ.) 1: ανα στάτωση, ταραχή, 2: φτερούγισμα. revuelta [ρεβγουέλτα] (ουσΥθηλ.) 1: μεταβολή, 2: αναταραχή, εξέγερση, revuelto [ρεβγουέλτο] (επίθ.) 1: ανα κατεμένος, 2: εξεγερμένος ξεσηκω μένος. rey [ρέι] (ουσΥαρσ.) βασιλιάς, reyerta [ρεγιέρτα] (ουσΥθηλ.) καβγάς, διαπληκτισμός τσακωμός, rezagarse [ρεθαγάρσε] (ρ.) μένω πίσω, υστερώ, rezar [ρεθάρ] (ρ.) προσεύχομαι, rezo [ρέθο] (ουσΥαρσ.) προσευχή, ría [ρία] (ουσΥθηλ.) φιόρδ. riacho [ριάτσο] (ουσΥαρσ.) ρυάκι, riada [ριάδα] (ουσΥθηλ.) πλημμύρα, πλημμυρίδα, ribera [ριμπέρα] (ουσΥθηλ.) όχθη, ακτή, παραλία. ribereño [ριμπερένιο] (επίθ.) παρόχθιος, rico [ρίκο] (επίθ.) 1: πλούσιος 2: γευ στικός · ser rico - είμαι πλούσιος · estar rico - είναι γευστικό, rictus [ρίκτους] (ουσΥαρσ.) μορφα σμός, γκριμάτσα. ridiculez [ριδικουλέθ] (ουσΥθηλ.) γε λοιότητα. ridiculizar [ριδικουλιθάρ] (ρ.) γελοιο ποιώ, εξευτελίζω, ridiculo [ριδίκουλο] 1: (ουσΥαρσ.) ρεζίλι, ρεντίκολο, 2: (επίθ.) γελοίος (μτφ.) καραγκιόζης, riego [ριέγο] (ουσΥαρσ.) πότισμα, άρ δευση. riel [ριέλ] (ουσΥαρσ.) 1: σιδηρόδρο μος 2: σιδηροτροχιά, rienda [ριέν'ντα] (ουσΥθηλ.) χαλινάρι, γκέμι. 476
riesgo [ριέσγο] (ουσΥαρσ.) ρίσκο, κίν δυνος. rifa [ρίφα] (ουσΥθηλ.) κλήρωση, λο ταρία. rifar [ριφάρ] (ρ.) κληρώνω, rifle [ρίφλε] (ουσΥαρσ.) τουφέκι, rigidez [ριχιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1: ακαμ ψία, 2: αυστηρότητα, σκληρότητα, rígido [ρίχιδο] (επίθ.) 1: άκαμπτος 2: αυστηρός σκληρός, rigor [ριγόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αυστηρό τητα, σκληρότητα, 2: ακρίβεια, σχο λαστικότητα, riguroso [ριγουρόσο] (επίθ.) 1: αδιάλ λακτος αυστηρός σκληρός 2: ακρι βής λεπτομερής, rima [ρίμα] (ουσΥθηλ.) ομοιοκαταλη ξία, ρίμα. rimar [ριμάρ] (ρ.) ομοιοκαταληκτώ, rimbombante [ριμ'μπον'μπάν'τε] (επίθ.) πομπώδης στομφώδης θορυβώδης rincón [ρινκόν] (ουσΥαρσ.) γωνία εσω τερική. rinoceronte [ρινοθερόν'τε] (ουσΥαρσ.) ρινόκερος riña [ρίνια] (ουσΥθηλ.) φιλονικία, λογομαχία, διαπληκτισμός. riñón [ρινιόν] (ουσΥαρσ.) νεφρό, río [pío] (ουσΥαρσ.) 1: ποτάμι, 2: ρεύμα (ποταμού). riqueza [ρικέθα] (ουσΥθηλ.) πλούτος, risa [ρίσα] (ουσΥθηλ.) γέλιο, risco [ρίσκο] (ουσΥαρσ.) απόκρημνος βράχος. risibilidad [ρισιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) γελοιότητα, risible [ρισίμπλε] (επίθ.) γελοίος αστεί ος κωμικός, risotada [ρισοτάδα] (ουσΥθηλ.) καγ χασμός σαρκαστικό γέλιο, ristra [ρίστρα] (ουσΥθηλ.) αρμαθιά, σειρά όμοιων πραγμάτων, risueño [ρισουένιο] (επίθ.) χαμογελα στός γελαστός χαρωπός.
romper rítmico [ρίτμικο] (επίθ.) ρυθμικός, ritmo [ρΙτμο] (ουα/αρσ.) ρυθμός, μέ τρο. rito [ρίτο] (ουσΥαρσ.) ιεροτελεστία, τε λετουργία, ritual [ριτουάλ] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) τε λετουργικός, rival [ριβάλ] (ουσΥαρσ.) αντίπαλος αντί ζηλος ανταγωνιστής rivalidad [ριβαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αντα γωνισμός αντιζηλία, rivalizar [ριβαλιθάρ] (ρ.) ανταγωνίζο μαι. rizado [ριθάδο] (επίθ.) κατσαρός σγου ρός · pelo rizado - σγουρό μαλλιά, rizar [ριθάρ] (ρ.) 1: σγουραίνω, κατσα ρώνω, 3: ρυτιδώνω, rizo [ρίθο] (ουσΥαρσ.) 1: μπούκλα, 2: βρόχος 3: ύφαλος robar [ρομπάρ] (ρ.) κλέβω, ληστεύω, roble [ρόμπλε] (ουσΥαρσ.) βελανιδιά, δρυς. roblón [ρομπλόν] (ουσΥαρσ.) πιρτσίνι. robo [ρόμπο] (ουσΥαρσ.) κλοπή, λη στεία. robustecer [ρομπουστεθέρ] (ρ.) ισχυ ροποιώ, δυναμώνω, robusto [ρομπούστο] (επίθ.) εύρω στος δυνατός ρωμαλέος, roca [ρόκα] (ουσΥθηλ.) βράχος, roce [ρόθε] (ουσΥαρσ.) 1: τρίψιμο, τρι βή, 2: στενή επαφή, οικειότητα, 3: (μτφ.) προστριβή, rociada [ροθιάδα] (ουσΥθηλ.) ράντισμα, ψιχάλισμα, ψεκασμός, rociar [ροθιάρ] (ρ.) ραντίζω, ψιχαλίζω, ψεκάζω. rocín [ροθίν] (ουσΥαρσ.) ψοφάλογο. rocío [ροθίο] (ουσΥαρσ.) 1: ψιχάλα, δροσοσταλίδα, 2: δροσιά, rocoso [ροκόσο] (επίθ.) βραχώδης, rodaja [ροδάχα] (ουσΥθηλ.) φέτα, ρο δέλα. rodaje [ροδάχε] (ουσΥαρσ.) 1: γύρι
σμα (ταινίας), 2: γύρισμα τροχών, rodar [ροδάρ] (ρ.) 1: κυλώ, περιστρέ φω, στριφογυρίζω, 2: κινηματογραφώ, γυρίζω ταινία, rodear [ροδεάρ] (ρ.) περικυκλώνω, πε ριβάλλω, περιστοιχίζω, rodeo [ροδέο] (ουσΥαρσ.) 1: γύρος περιστροφή, 2: παράκαμψη, 3: μάνδρισμα ζώων. rodilla [ροδίγια] (ουσΥθηλ.) γόνατο, rodillo [ροδίγιο] (ουσ,/αρσ.) 1: κύλιν δρος έλαστρο, 2: πλάστης, roedor [ροεδόρ] (ουσΥαρσ.) τρωκτι κό. roer [ροέρ] (ρ.) 1: ροκανίζω, 2: (μτφ.) κατατρώω. rogar [ρογάρ] (ρ.) ικετεύω, παρακαλώ, rojear [ροχεάρ] (ρ.) κοκκινίζω, rojizo [ροχίθο] (επίθ.) ερυθρωπός κοκκινωπός, rojo [ρόχο] (επίθ.) κόκκινος ερυθρός άλικος. rollizo [ρογίθο] (επίθ.) 1: στρογγυλός 2: στρουμπουλός, rollo [ρόγιο] 1: (ουσΥαρσ.) 1: ρολό, 2: μπελάς 3: μπέρδεμα, 4: πλήξη •¡qué rollo l- τ ι μπέρδεμα!, 2: (επίθ.) πληκτι κός βαρετός romance [ρομάνθε] 1: (ουσΥαρσ.) ει δύλλιο, ρομάντζο, 2: (επίθ.) λατινο γενής romántico [ρομάν/τικο] (επίθ.) ρομα ντικός ειδυλλιακός, rombo [ρόμ'μπο] (ουσΥαρσ.) ρόμβος, romería [ρομερία] (ουσΥθηλ.) 1: προ σκύνημα, 2: όχλος μάζα. romero [ρομέρο] (ουσΥαρσ.) 1: δενδρολίβανο, 2: προσκυνητής, rompecabezas [ρομ'πεκαμπέθας] (ουσΥ αρσ.) σπαζοκεφαλιά, rompeolas [ρομ'πεόλας] (ουσΥαρσ.) κυματοθραύστης, romper [ρομ'πέρ] (ρ.) 1: σπάω, 2: σκί ζω, 3: χαλάω, καταστρέφω, διαλύω,
477
rompiente 4: ενοχλώ, 5: χωρίζω (σχέση). rompiente [ρομ'πιέν'τε] (ουσ,/αρσ.) ύφαλος ξέρα. ron [ρον] (ουσ,/αρσ.) ρούμι, roncar [ρονκάρ] (ρ.) ροχαλίζω, ronco [ρόνκο] (επίθ.) βραχνός roncha [ρόντσα] (ουσ./θηλ.) 1: φλύ κταινα, 2: πρήξιμο στο δέρμα, ronda [ρόν'ντα] (ουσ./θηλ.) 1: περίπο λος 2: καντάδα, 3: γύρος 4: κέρα σμα. rondar [ρον'ντάρ] (ρ.) 1: περιπολώ, πε ριτριγυρίζω, 2: φλερτάρω, 3: κάνω καντάδα. rondón [ρον'ντόν] (επίρρ.) απρόσμε να, ξαφνικά, απροειδοποίητα · de rondón - απροειδοποίητα, ronquear [ρονκεάρ] (ρ.) βραχνιάζω, ronquera [ρονκέρα] (ουσΥθηλ.) βρα χνάδα, βράχνιασμα. ronquido [ρονκίδο] (ουσΥαρσ.) ροχα λητό. ronronear [ρονρονεάρ] (ρ.) γουργου ρίζω. ronroneo [ρονρονέο] (ουσΥαρσ.) γουργουρητό. ronzal [ρονθάλ] (ουσΥαρσ.) καπίστρι, ronzar [ρονθάρ] (ρ.) κριτσανίζω, μασουλώ. roña [ρόνια] (ουσΥθηλ.) 1: ψώρα, λί γδα, βρόμα, 2: σκουριά, 3: τσιγκου νιά. roñoso [ρονιόσο] (επίθ.) 1: ψωριάρης 2: σκουριασμένος 3: τσιγκούνης ropa [ρόπα] (ουσΥθηλ.) 1: ενδύματα, ρούχα · ropa lavada- μπουγάδα · ropa interior- εσώρουχα · ropa de segunda mano- ρούχα μεταχειρι σμένα/από δεύτερο χέρι · tender la ropa- απλώνω τα ρούχα, ropero [ροπέρο] (ουσΥαρσ.) ντουλά πα, ιματιοθήκη, γκαρνταρόμπα. rosa [ρόσα] (ουσΥθηλ.) τριαντάφυλλο, ρόδο. 478
rosal [ροσάλ] (ουσΥαρσ.) τριανταφυλ λιά. rosaleda [ροσαλέδα] (ουσΥθηλ.) φυ τεία από τριανταφυλλιές ροδώνας, rosario [ροσάριο] (ουσ,/αρσ.) κομπο σκοίνι, ροζάριο, rosca [ρόσκα] (ουσΥθηλ.) 1: κρίκος, δακτύλιος, 2: περιστροφή βίδας 3: κουλούρα ψωμιού, κουλούρι, 4: κλί κα. rostro [ρόστρο] (ουσΥαρσ.) πρόσωπο, όψη, φάτσα, rotación [ροταθιόν] (ουσΥθηλ.) πε ριστροφή, roto [ρότο] (επίθ.) σπασμένος σκισμέ νος, χαλασμένος τσακισμένος, rótula [ρότουλα] (ουσ,/θηλ.) επιγονα τίδα. rotulador [ροτουλαδόρ] (ουσ,/αρσ.) μαρκαδόρος, rotular [ροτουλάρ] (ρ.) 1: επιγράφω, τιτλοφορώ, 2: μαρκάρω. rótulo [ρότουλο] (ουσΥαρσ.) επιγρα φή, ετικέτα, τίτλος ταμπέλα, rotundo [ροτούν'ντσ] (επίθ.) κατηγο ρηματικός, rotura [ροτούρα] (ουσΥθηλ.) κάταγμα, σπάσιμο, ρήξη. rozadura [ροθαδούρα] (ουσ,/θηλ.) εκ δορά, γδάρσιμο. rozamiento [ροθαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: τριβή, 2: προστριβή, rozar [ροθάρ] (ρ.) 1: τρίβω, 2: γδέρνω, 3: περνάω ξυστά, 4: αγγίζω τα όρια. rúa [ρούα] (ουσΥθηλ.) δρόμος, rubéola [ρουμπεόλα] (ουσΥθηλ.) ερυ θρά (ασθένεια). rubí [ρουμπί] (ουσΥαρσ.) ρουμπίνι, rubio [ρούμπιο] (επίθ.) ξανθός. rubor [ρουμπόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κοκ κινάδα, ερυθρότητα, 2: ντροπή, συ στολή. ruborizarse [ρουμποριθάρσε] (ρ.) κοκκι νίζω, (μτφ.) αισχύνομαι, ντρέπομαι.
rutinario rúbrica [ρουμπρίκα] (ουσ./θηλ.) 1: υπογραφή, 2: επιγραφή, επικεφαλί δα, τίτλος, rubricar [ρουμπρικάρ] (ρ.) υπογράφω, rucio [ρούθιο] 1: (ουσΥαρσ.), (επίθ.) γκριζομάλλης, ψαρός, rudeza [ρουδέθα] (ουσΥθηλ.) τραχύ τητα, χοντροκοπιά. rudimentario [ρουδιμεν'τάριο] (επίθ.) στοιχειώδης, υποτυπώδης, rudimento [ρουδιμέν'το] (ουσΥαρσ.) στοιχειώδεις γνώσεις, rudo [ρούδο] (επίθ.) 1: αγροίκος, βά ναυσος 2: τραχύς, rueda [ρουέδα] (ουσΥθηλ.) 1: τροχός ρόδα, 2: φέτα, ροδέλα, ruedo [ρουέδο] (ουσΥαρσ.) αρένα, ruego [ρουέγο] (ουσΥαρσ.) παράκλη ση, ικεσία, έκκληση, rufián [ρουφιάν] (ουσΥαρσ.) ρουφιάνος, προαγωγός μαστροπός. rugido [ρουχίδο] (ουσΥαρσ.) βρυχηθ μός μουγκρητό. rugir [ρουχίρ] (ρ.) βρυχώμαι, μουγκρί ζω. rugoso [ρουγόσο] (επίθ.) 1: τραχύς 2: ζαρωμένος ρυτιδωμένος ruido [οουίδο] (ουσΥαρσ.) θόρυβος φασαρία, σάλος, ruidoso [ρουιδόσο] (επίθ.) θορυβώδης ηχηρός, ruin [ρουίν] (επίθ.) ποταπός χαμερπής ευτελής ruina [ρουίνα] (ουσΥθηλ.) καταστρο φή, ερείπιο, ruindad [ρουινδάδ] (ουσΥθηλ.) προ στυχιά, αναισχυντία, ποταπότητα, ruinoso [ρουινόσο] (επίθ.) 1: ερειπω μένος 2: καταστρεπτικός, ruiseñor [ρουισενιόρ] (ουσΥαρσ.) αη δόνι. ruleta [ρουλέτα] (ουσΥθηλ.) ρουλέτα, rumbo [ρ ο ύ μ 'μ π ο ] (ουσΥαρσ.) κατεύ θυνση, πορεία, γραμμή.
rumboso [ρουμ'μπόσο] (επίθ.) 1: ανοι χτοχέρης σπάταλος, 2: πομπώδης, επιδεικτικός, rumia [ρούμια] (ουσΥθηλ.) μηρυκα σμός. rumiante [ρουμιάν'τε] (επίθ.) μηρυκαστικός. rumiar [ρουμιάρ] (ρ.) μηρυκάζω, ανα μασώ. rumor [ρουμόρ] (ουσΥαρσ.) 1: φή μη, διάδοση, 2: οχλοβοή, ψίθυρος μουρμουρητό. rumorearse [ρουμορεάρσε] (ρ.) διαδί δεται ότι..., οι φήμες λένε ότι.... rumoreo [ρουμορέο] (ουσΥαρσ.) ψιθύρισμα. rupestre [ρουπέστρε] (επίθ.) των βρά χων. ruptura [ρουπτούρα] (ουσΥθηλ.) ρή ξη, σύγκρουση, διάσταση, rural [ρουράλ] (επίθ.) αγροτικός γεωρ γικός ruso [ρούσο] 1: (ουσΥαρσ.) Ρώσος 2: ρώσικα (γλώσσα), 3: (επίθ.) ρωσικός, rústico [ρούσπκο] (επίθ.) αγροτικός χωριάτικος ρουστίκ, ruta [ρούτα] (ουσΥθηλ.) διαδρομή, πο ρεία, κατεύθυνση, rutilante [ρουτιλάν'τε] (επίθ.) αστρα φτερός λαμπερός, rutina [ρουτίνα] (ουσΥθηλ.) ρουτίνα, συνήθεια, rutinario [ρουτινάριο] (επίθ.) 1: κοινό τοπος συνηθισμένος 2: συμβατικός στερεότυπος.
479
S, s [έσε] (ουσΥθηλ.) το εικοστό δεύτε ρο γράμμα του ισπανικού αλφαβή του. sábado [σάμπαδο] (ουσΥαρσ.) Σάβ βατο. sabana [σαμπάνα] (ουσΥθηλ.) σαβά να. sábana [σάμπανα] (ουσΥθηλ.) σεντό νι. sabandija [σαμπαν'ντίχα] (ουσΥθηλ.) κοριός, ζωύφιο, sabañón [σαμπανιόν] (ουσΥαρσ.) χιο νίστρα. sabedor [σαμπεδόρ] (ουσΥαρσ.) γνώ στης. saber [σαμπέρ] (ρ.) 1: (για άνθρω πο) ξέρω, γνωρίζω · ¿sabes que se casarán el mes que viene?- ξέρεις ότι θα παντρευτούν τον επόμενο μήνα; · -no, no lo sé- όχι, δεν το ξέρω, 2: (για φαγητό) (α) έχω γεύση · no me gusta este dulce porque sabe a naranja δε μου αρέσει αυτό το γλυκό, γιατί έχει γεύση πορτοκάλι, sabiduría [σαμπιδουρία] (ουσΥθηλ.) 1: σοφία πολυμάθεια, γνώση, 2: σύνε ση. sabio [σάμπιο] (επίθ.) 1: σοφός, πολυ μαθής 2: συνετός, sable [σάμπλε] (ουσΥαρσ.) ξίφος σπα θί. sablear [σαμπλεάρ] (ρ.) δανείζομαι, κάνω τράκα, sabor [σαμπόρ] (ουσΥαρσ.) γεύση . saborear [σαμπορεάρ] (ρ.) 1: γεύομαι, 2: απολαμβάνω, χαίρομαι, sabotaje [σαμποτάχε] (ουσΥαρσ.) σαμποτάζ. saboteador [σαμποτεαδόρ] (ουσΥαρσ.) σαμποτέρ, δολιοφθορέας sabotear [σαμποτεάρ] (ρ.) σαμποτά ρω. 480
sabroso [σαμπρόσο] (επίθ.) 1: γευστι κός εύγευστος 2: πικάντικος 3: ζου μερός χορταστικός 4: ευχάριστος ωραίος. sabueso [σαμπουέσο] (ουσΥαρσ.) λα γωνικό. saca [σάκα] (ουσΥθηλ.) σάκα, σάκος, sacacorchos [σακακόρτσος] (ουσΥ αρσ.) εκπωματιστήρας ανοιχτήρι, τιρμπουσόν, sacapuntas [σακαπούν'τας] (ουσΥαρσ.) ξύστρα. sacar [σακάρ] (ρ.) 1: βγάζω, εξάγω, 2: τραβώ, μετακινώ, 3: γλιτώνω, 4: προ σβάλλω, 5: παράγω, 6: φανερώνω, δείχνω, 7: ξεπερνώ · sacar algo de su lugar- βγάζω κάτι από τη θέση του · sacar buenas notas- παίρνω καλούς βαθμούς · sacar ala luz- φανερώνω · sacar fotos- βγάζω φωτογραφίες, sacarina [σακαρίνα] (ουσΥθηλ.) σακ χαρίνη, ζαχαρίνη, sacerdocio [σαθερδόθιο] (ουσΥαρσ.) ιεροσύνη, sacerdote [σαθερδότε] (ουσΥαρσ.) ιε ρέας κληρικός, saciado [σαθιάδο] (επίθ.) κορεσμένος, saciar [σαθιάρ] (ρ.) κορεννύω, χορταί νω, ικανοποιώ, saciedad [σαθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) χόρ ταση, ικανοποίηση, κόρος κορε σμός. saco [σάκο] (ουσΥαρσ.) 1: σάκος τσου βάλι, 2: σακίδιο, σακάκι, τζάκετ, sacramental [σακραμεν'τάλ] (επίθ.) μυσταγωγικός τελετουργικός, sacramentar [σακραμεν'τάρ] (ρ.) κοινωνώ, μεταλαμβάνω. sacramento [σακραμέν'το] (ουσΥαρσ.) μυστήριο, sacrificar [σακριφικάρ] (ρ.) θυσιάζω, sacrificio [σακριφίθιο] (ουσΥαρσ.) θυ σία. sacrilegio [σακριλέχιο] (ουσΥαρσ.) ιε-
salón ροσυλία, βεβήλωση, sacrilego [σακριλέγο] (επίθ.) ιερόσυ λος, βέβηλος ανίερος ανόσιος sacristán [σακριστάν] (ουσ,/αρσ.) νεωκόρος, καντηλανάφτης, sacro [σάκρο] (επίθ.) ιερός άγιος όσι ος. sacudida [σακουδίδα] (ουσΥθηλ.) 1:τίναγμα, 2: ταρακούνημα, τράνταγμα, δόνηση, συγκλονισμός, sacudir [σακουδίρ] (ρ.) 1: τινάζω, 2: ταρακουνώ, 3: σείω, χτυπώ, συγκλο νίζω. sádico [σάδικο] (επίθ.) σαδιστικός. sadismo [σαδίσμο] (ουσ,/αρσ.) σαδισμός. saeta [σαέτα] (ουσΥθηλ.) 1: σαΐτα, 2: βέλος 3: δείκτης ρολογιού, safari [σαφάρι] (ουσ,/αρσ.) σαφάρι, saga [σάγα] (ουσΥθηλ.) έπος. sagacidad [σαγαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) οξύ νοια, διορατικότητα, sagaz [σαγάθ] (επίθ.) οξύνους οξυ δερκής νοήμων. sagitario [σαγττάριο] (ουσΥαρσ.) (Αστρολ.) Τοξότης sagrado [σαγράδο] (επίθ.) ιερός άγιος όσιος. sahumar [σαουμάρ] (ρ.) αρωματίζω με καπνό. sal [σαλ] (ουσΥθηλ.) 1: αλάτι, 2: χάρη. sala [σάλα] (ουσΥθηλ.) 1: αίθουσα, σά λα, 2: πτέρυγα, salado [σαλάδο] (επίθ.) 1: αλμυρός αλατισμένος 2: χαριτωμένος διασκεδαστικός, 3: πνευματώδης saladura [σαλαδούρα] (ουσΥθηλ.) αλάτισμα. salamandra [σαλαμάν'ντρα] (ουσΥθηλ.) σαλαμάντρα. salar [σαλάρ] (ρ.) αλατίζω, salario [σαλάριο] (ουσΥαρσ.) μισθός salazón [σαλαθόν] (ουσΥαρσ.) πάστωμα. 481
salchicha [σαλτσίτσα] (ουσΥθηλ.) λου κάνικο. salchichería [σαλτσιτσερία] (ουσΥθηλ.) αλλαντοπωλείο, salchichón [σαλτσττσόν] (ουσΥαρσ.) λου κάνικο. saldar [σαλδάρ] (ρ.) 1: εξοφλώ, εκκα θαρίζω, 2: εκποιώ, ξεπουλώ, saldo [σάλδο] (ουσ,/αρσ.) 1: υπόλοιπο, 2: εξόφληση, εκκαθάριση, 3: (πληθ.) εκπτώσεις salero [σαλέρο] (ουσΥαρσ.) 1: αλατιέ ρα, 2: χάρη. saleroso [σαλερόσο] (επίθ.) αβρός, ευ χάριστος χαριτωμένος, salida [σαλίδα] (ουσΥθηλ.) 1: αναχώ ρηση, 2: έξοδος 3: διέξοδος, saliente [σαλιέν'τε] (ουσΥαρσ.) προε ξοχή. salina [σαλίνα] (ουσΥθηλ.) αλυκή, αλατορυχείο. salir [σαλίρ] (ρ.) 1: βγαίνω, 2: αναχω ρώ, φεύγω, 3: ανατέλλω, 4: εκλέγο μαι, 5: αρχίζω · salí de mi casa a las 8 - βγήκα από το σπίτι μου στις 8 · mañana saldremos para Francia αύριο αναχωρούμε για Γαλλία · el sol está saliendo - o ήλιος ανατέλλει, saliva [σαλίβα] (ουσ,/θηλ.) σάλιο, salivación [σαλιβαθιόν] (ουσΥθηλ.) σιε λόρροια. salivar [σαλιβάρ] (ρ.) εκκρίνω σάλιο, σαλιώνω. salivazo [σαλιβάθο] (ουσΥαρσ.) φτυ σιά. salmo [σάλμο] (ουσΥαρσ.) ψαλμός. salmodiar [σαλμοδιάρ] (ρ.) 1: ψέλνω, 2: μουρμουρίζω, salmón [σαλμόν] (ουσΥαρσ.) σολομός, salmonete [σαλμονέτε] (ουσΥαρσ.) μπαρ μπούνι. salmuera [σαλμουέρα] (ουσΥθηλ.) άρ μη, άλμη. salón [σαλόν] (ουσΥαρσ.) 1: σαλόνι,
salpicadero σάλα, αίθουσα, 2: έκθεση, salpicadero [σαλπικαδέρο] (ουσΥαρσ.) ταμπλό αυτοκινήτου, salpicar [σαλπικάρ] (ρ.) πιτσιλίζω, ρα ντίζω, ψεκάζω, salpimentar [σαλπιμεν'τάρ] (ρ.) αλατοπιπερώνω. salsa [σάλσα] (ουσΥθηλ.) 1: σάλτσα 2: σάλσα (χορός). saltamontes [σαλταμόν'τες] (ουσΥ αρσ.) ακρίδα, saltar [σαλτάρ] (ρ.) πηδώ, αναπηδώ, saltear [σαλτεάρ] (ρ.) 1: ληστεύω, κλέ βω, 2: τσιγαρίζω, saltimbanqui [σαλτιμ'μπάνκι] (ουσ./ αρσ.+ θηλ.) ακροβάτης, salto [σάλτο] (ουσΥαρσ.) 1: άλμα, πή δημα, αναπήδηση, 2: διαφορά, χά σμα. salubre [σαλούμπρε] (επίθ.) υγιής υγιει νός salud [σαλούδ] (ουσΥθηλ.) υγεία · ¡salud!- στην υγειά μας/γειά μας!. saludable [σαλουδάμπλε] (επίθ.) υγιής υγιεινός, saludar [σαλουδάρ] (ρ.) χαιρετώ, saludo [σαλούδο] (ουσΥαρσ.) χαιρετι σμός · saludos a Ana - χαιρετίσματα στην Αννα. salutación [σολουταθιόν] (ουσΥθηλ.) χαιρετισμός προσφώνηση, salvación [σαλβαθιόν] (ουσΥθηλ.) σω τηρία, διάσωση, salvado [σαλβάδο] (ουσΥαρσ.) πίτου ρο. salvador [σαλβαδόρ] (ουσΥαρσ.) σωτήρας λυτρωτής, salvaguardar [ααλβαγουαρδάρ] (ρ.) διαφυλάττω, προστατεύω, διασφαλίζω, περιφρουρώ. salvaje [σαλβάχε] 1: (ουσΥαρσ.) άγρι ος βάρβαρος 2: (επίθ.) ακαλλιέργη τος πρωτόγονος βάρβαρος, salvajismo [ααλβαχίσμο] (ουσΥαρσ.) 482
αγριότητα, βαρβαρότητα, salvar [σαλβάρ] (ρ.) 1: σώζω, διασώζω, 2: υπερπηδώ, 3: καλύπτω, 4: εξαιρώ, salvavidas [σαλβαβίδας] (ουσΥαρσ.) 1: σωσίβιο, 2: ναυαγοσώστης. salve [σάλβε] (ρ.) χαίρε (προστ.). salvedad [σαλβεδάδ] (ουσΥθηλ.) εξαί ρεση. salvia [σάλβια] (ουσΥθηλ.) φασκόμη λο. salvo [σάλβο] 1: (επίθ.) αβλαβής σώ ος, 2: (πρόθ.) εκτός από, πλην · como todas las frutas salvo la manzana - τρώω όλα τα φρούτα εκτός από μήλο. salvoconducto [σαλβοκον/ντούκτο] (ουσΥ αρσ.) πάσο, άδεια samaritano [σαμαριτάνο] (ουσΥαρσ.) Σαμαρείτης, sambenito [σαμ'μπενίτο] (ουσΥαρσ.) όνειδος ντροπή, ατίμωση, sanable [σανάμπλε] (επίθ.) ιάσιμος θε ραπεύσιμος, sanar [σανάρ] (ρ.) θεραπεύω, επου λώνω. sanarse [σανάρσε] (ρ.) θεραπεύομαι, sanatorio [σανατόριο] (ουσΥαρσ.) θε ραπευτήριο, σανατόριο, sanción [σανθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: έγκρι ση, 2: επικύρωση, 3: κύρωση, 4: πρό στιμο, ποινή, sancionar [σανθιονάρ] (ρ.) 1: εγκρίνω, 2: επικυρώνω, 3: επιβάλλω πρόστι μο. sandalia [σαν'ντάλια] (ουσΥθηλ.) πέδι λο, σανδάλι, sandía [σαν'ντία] (ουσΥθηλ.) καρπού ζι. sandio [σάν'ντιο] (επίθ.) χαζός κουτός ανόητος. sandunga [σα'ντούγα] (ουσΥθηλ.) γοη τεία, χάρη. saneamiento [σανεαμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: εξυγίανση, 2: αποζημίωση, 3: επα
saturación νόρθωση. sanear [σανεάρ] (ρ.) εξυγιαίνω, sangrante [σανγκράν'τε] (επίθ.) αιμορραγικός. sangrar [σανγκράρ] (ρ.) αιμορραγώ, αφαιμάσσω. sangre [σάνγκρε] (ουσΥθηλ.) αίμα. sangría [σανγκρία] (ουσΥθηλ.) 1: αφαί μαξη, αιμορραγία, 2: σανγκρία (είδος ποτού). sangriento [σανγκριέν'το] (επίθ.) 1: αι ματηρός, αιμοσταγής 2: (μτφ.) φαύ λος σκληρός μοχθηρός sanguijuela [σανγιχουέλα] (ουσΥθηλ.) βδέλλα. sanguinario [σανγινάριο] (επίθ.) 1: αιμοβόρος αιμοδιψής 2: απάνθρωπος, sanguíneo [σανγίνεο] (επίθ.) αιματώ δης αιμάτινος αιμοφόρος, sanidad [σανιδάδ] (ουσΥθηλ.) δημό σια υγεία. sanitario [σανιτάριο] 1: (ουσΥαρσ.) υγειονομικός (υπάλληλος) 2: (επίθ.) υγειονομικός sano [σάνο] (επίθ.) 1: υγιής υγιεινός 2: άθικτος · sano y salvo- σώος και αβλαβής. santidad [σαν'τιδάδ] (ουσΥθηλ.) αγιό τητα, ιερότητα, santificar [σαν'τιφικάρ] (ρ.) καθαγιά ζω, αγιάζω, δοξάζω, santiguarse [σαν'τιγουάρσε] (ρ.) κάνω τον σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι. santo [σάν'το] 1: (ουσΥαρσ.) άγιος 2: (επίθ.) άγιος όσιος ιερός, santuario [σαν'τουάριο] (ουσΥαρσ.) ιερό, άσυλο, τέμενος, saña [σάνια] (ουσΥθηλ.) φρενίτιδα, κα ταστρεπτική μανία, sapo [σάπο] (ουσΥαρσ.) βάτραχος φρύνος saponificar [σαπονιφικάρ] (ρ.) σαπουνοποιώ. saquear [σακεάρ] (ρ.) δηώ, λεηλατώ, 483
αρπάζω. saqueo [σακέο] (ουσΥαρσ.) δήωση, λεηλασία, αρπαγή, sarampión [σαραμ'πιόν] (ουσΥαρσ.) ιλαρά. sarcasmo [σαρκάσμο] (ουσ,/αρσ.) σαρ κασμός κυνισμός ειρωνεία, sarcástico [σαρκάστικο] (επίθ.) σαρκα στικός, κυνικός ειρωνικός, sarcófago [σαρκόφαγο] (ουσΥαρσ.) σαρκοφάγος, sardina [σαρδίνα] (ουσΥθηλ.) σαρδέ λα. sargento [σαρχέν'το] (ουσΥαρσ.) λο-
Χίας sarmentoso [σαρμεν'τόσο] (επίθ.) αναρριχόμενος sarna [σάρνα] (ουσ,/θηλ.) ψώρα. sarnoso [σαρνόσο] (επίθ.) ψωριάρης πανάθλιος, sarpullido [σαρπουγίδο] (ουσΥαρσ.) 1: εξάνθημα, 2: τσίμπημα ψύλλου, sarta [σάρτα] (ουσ,/θηλ.) νήμα, σειρά • una sarta de recuerdos- μια σειρά αναμνήσεων, sartén [σαρτέν] (ουσΥθηλ.) τηγάνι, sastre [σάστρε] (ουσ,/αρσ.) ράφτης, satanás [σατανάς] (ουσΥαρσ.) σατα νάς. satánico [σατάνικο] (επίθ.) σατανικός δαιμονικός, satélite [σατέλιτε] (ουσΥαρσ.) δορυ φόρος. sátira [σάτιρα] (ουσΥθηλ.) σάτιρα, satirizar [σατιριθάρ] (ρ.) σατιρίζω. satisfacción [σατισφακθιόν] (ουσΥθηλ.) ικανοποίηση, satisfacer [σατισφαθέρ] (ρ.) 1: ικανο ποιώ, 2: εξοφλώ, 3: επανορθώνω, satisfactorio [σατισφακτόριο] (επίθ.) ικανοποιητικός, satisfecho [σατισφέτσο] (επίθ.) ικανο ποιημένος, saturación [σατουραθιόν] (ουσΥθηλ.)
saturar κορεσμός κόρος, saturar [σατουράρ] (ρ.) κορεννύω, χορταίνω, sauce [σάουθε] (ουσ./αρσ.) ιτιά. saxofón [σαξοφόν] (ουσΥαρσ.) σαξό φωνο. saya [σάγια] (ουσΥθηλ.) φούστα, sayo [σάγιο] (ουσΥαρσ.) πουκαμίσα, sazón [σαθόν] (ουσΥαρσ.) ωριμότητα, sazonar [σαθονάρ] (ρ.) καρυκεύω, νοστιμίζω. sebo [σέμπο] (ουσΥαρσ.) λίπος ξίγκι, secador [σεκαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: στε γνωτήρας, 2: πιστολάκι μαλλιών, secar [σεκάρ] (ρ.) 1: στεγνώνω, 2: ξηραίνω, αποξηραίνω, sección [σεκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: τομή, 2: τομέας τμήμα, seccionar [σεκθιονάρ] (ρ.) τέμνω, κόβω. seco [σέκο] (επίθ.) 1: στεγνός 2: ξηρός 3: ισχνός. secreción [σεκρεθιόν] (ουσΥθηλ.) έκ κριμα. secretar [σεκρετάρ] (ρ.) εκκρίνω, secretaría [σεκρεταρία] (ουσΥθηλ.) γραμ ματεία secretario/a [σεκρετάριο/α] (ουσΥ αρσ.+θηλ.) γραμματέας, secreto [σεκρέτο] 1: (ουσΥαρσ.) μυ στικό, 2: (επίθ.) μυστικός κρυψίνους κρυφός. secta [σέκτα] (ουσΥθηλ.) αίρεση, δόγ μα. sectario [σεκτάριο] 1: (ουσΥαρσ.) σεκταριστής 2: (επίθ.) σχισματικός αι ρετικός φανατικός, sector [σεκτόρ] (ουσΥαρσ.) τομέας, secuela [σεκουέλα] (ουσΥθηλ.) συνέ πεια. secuencia [σεκουένθια] (ουα/θηλ.) συνέχεια, διαδοχή, σειρά, αλληλου χία, ακολουθία, secuestrador [σεκουεστραδόρ] (ουσΥ αρσ.) 1: απαγωγέας 2: αεροπειρα 484
τής. secuestrar [σεκουεστράρ] (ρ.) 1: απαγάγω, 2: κατάσχω, secuestro [σεκουέστρο] (ουσΥαρσ.) 1: απαγωγή, 2: κατάσχεση, υπεξαί ρεση. secundar [σεκουν'ντάρ] (ρ.) υποστηρί ζω, ενισχύω, secundario [σεκουν'ντάριο] (επίθ.) δευτερεύων. sed [σεδ] (ουσΥθηλ.) δίψα · ¿tienes sed? - διψάς, seda [σέδα] (ουσ,/θηλ.) μετάξι, sedal [σεδάλ] (ουσΥαρσ.) πετονιά, sedante [σεδάν'τε] (επίθ.) καταπραϋ ντικός κατευναστικός ηρεμιστικός. sedar [σεδάρ] (ρ.) καταπραΰνω, κα τευνάζω. sadativo [σεδατίβο] (επίθ.) καταπραϋ ντικός κατευναστικός. sede [σέδε] (ουσΥθηλ.) έδρα. sedente [σεδέν'τε] (επίθ.) καθιστάς sedero [σεδέρο] (επίθ.) μεταξωτός, sedición [σεδιθιόν] (ουα/θηλ.) στάση, ανταρσία, εξέγερση, sedicioso [σεδιθιόσο] (επίθ.) δημεγερτικός στασιαστικός ανατροπέας. sediento [σεδιέν'το] (επίθ.) διψασμένος. sedimentar [σεδιμεν'τάρ] (ρ.) κατακα θίζω. sedimento [σεδιμέν'το] (ουσΥαρσ.) ίζη μα κατακάθι, ιλύς. sedoso [σεδόσο] (επίθ.) μεταξωτός μεταξένιος, seducción [σεδουκθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αποπλάνηση, σαγήνη, ξελόγιασμα, 2 :θέλγητρο, seducir [σεδουθίρ] (ρ.) θέλγω, απο πλανώ, σαγηνεύω, ξελογιάζω, seductor [σεδουκτόρ] (επίθ.) αποπλανητικός σαγηνευτικός δελαστικός ελκυστικός προκλητικός, segadera [σεγαδέρα] (ουσΥθηλ.) δρε
semestral πάνι. segadora [σεγαδόρα] (ουσ/θηλ.) θε ριστική μηχανή, segador [σεγαδόρ] (ουσΥαρσ.) θερι στής. segar [σεγάρ] (ρ.) 1: θερίζω, 2: συντρί βω, καταρρίπτω, seglar [σεγλάρ] (επίθ.) λαϊκός, κοσμι κός. segmento [σεγμέν'το] (ουσΥαρσ.) τμή μα απόσπασμα, τεμάχιο, segregación [σεγρεγαθιόν] (ουσΥθηλ.) διαχωρισμός, διχοτόμηση, segregar [σεγρεγάρ] (ρ.) 1: αποκόβω, απομονώνω, 2: χωρίζω, διαχωρίζω, seguimiento [σεγιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: παρακολούθηση, 2: καταδίωξη, 3: συνέχιση. seguir [σεγίρ] (ρ.) 1: ακολουθώ, 2: πα ρακολουθώ, 3: εξακολουθώ, 4: επα κολουθώ, συνεχίζω, según [σεγούν] (πρόθ.) σύμφωνα με, όπως · según yo, es una buena oportunidad - κατά τη γνώμη μου είναι μια καλή ευκαιρία, segundero [σεγουν'ντέρο] (ουσΥαρσ.) λεπτοδείκτης, segundo [σεγούν'ντο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) δεύτερος (β) δευτερόλεπτο, (γ) δεύτερη ταχύτητα, 2: (επίθ.) δεύτε ρος. segundón [σεγουν'ντόν] (επίθ.) δευτε ρότοκος. segur [σεγούρ] (ουσΥθηλ.) μεγάλο τσε κούρι. seguramente [σεγουραμέν'τε] (επίρρ.) σίγουρα, ασφαλώς, seguridad [σεγουριδάδ] (ουσΥθηλ.) ασφάλεια, σιγουριά, βεβαιότητα, seguro [σεγούρο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) ασφάλεια, ασφάλιση, (β) ασφαλι στήριο, 2: (επίθ.) ασφαλής σίγουρος βέβαιος 3: (επίρρ.) σίγουρα, seis [σέις] (αριθμ. επίθ.) έξι.
seisavo [σείσάβο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) ένα έκτο (1/6). seiscientos [σεϊσθιέν'τος] 1: (ουσΥ αρσ.) εξακόσια, 2: (αριθμ. επίθ.) εξακοσιοι. seísmo [σεΐσμο] (ουσΥαρσ.) σεισμός, selección [σελεκθιόν] (ουσΥθηλ.) επι λογή, προτίμηση, seleccionar [σελεκθιονάρ] (ρ.) επιλέ γω, διαλέγω, προτιμώ, selectivo [σελεκτίβο] (επίθ.) επιλεκτι κός. selecto [σελέκτο] (επίθ.) επίλεκτος εκλε κτός selva [σέλβα] (ουσΥθηλ.) ζούγκλα, sellar [σεγιάρ] (ρ.) σφραγίζω, sello [σέγιο] (ουσΥαρσ.) 1: γραμματό σημο, 2: σφραγίδα, 3: στάμπα, βού λα. semáforo [σεμάφορο] (ουσΥαρσ.) ση ματοδότης φανάρι, semana [σεμάνα] (ουσΥθηλ.) εβδομά δα. semanal [σεμανάλ] (επίθ.) εβδομα διαίος. semanario [σεμανάριο] 1: (ουσΥαρσ.) εβδομαδιαία έκδοση, 2: (επίθ.) εβδο μαδιαίος. semblante [σεμ'μπλάν'τε] (ουσΥαρσ.) πρόσωπο, όψη, έκφραση, sembrar [σεμ'μπράρ] (ρ.) σπέρνω, δια σκορπίζω, διασπείρω. semejante [σεμεχάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) πλησίον, συνάνθρωπος 2: (επίθ.) πα ρόμοιος παραπλήσιος semejanza [σεμεχάνθα] (ουσΥθηλ.) ομοιότητα, semejar [σεμεχάρ] (ρ.) μοιάζω, semen [σέμεν] (ουσΥαρσ.) σπέρμα, semental [σεμεν'τάλ] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) επιβήτορας sementera [σεμεν'τέρα] (ουσΥθηλ.) 1: σπορά, 2: σπαρμένη γη. semestral [σεμεστράλ] (επίθ.) εξαμη-
485
semestre
semestre [σεμέστρε] (ουσΥαρσ.) εξά μηνο. semicírculo [σεμιθίρκουλο] (ουσΥαρσ.) ημικύκλιο, semidiós [σεμιδιός] (ουσΥαρσ.) ημί θεος. semilla [σεμίγια] (ουσΥθηλ.) σπόρος, semillero [σεμιγιέρο] (ουσΥαρσ.) φυ τώριο. seminario [σεμινάριο] (ουσΥαρσ.) σε μινάριο. sémola [σέμολα] (ουσΥθηλ.) σιμιγδά λι. sempiterno [σεμ'πιτέρνο] (επίθ.) αιώ νιος διηνεκής, senado [σενάδο] (ουσΥαρσ.) γερου σία, σύγκλητος, senador [σεναδόρ] (ουσΥαρσ.) γερου σιαστής sencillez [σενθιγιέθ] (ουσΥθηλ.) απλό τητα. sencillo [σενθίγιο] (επίθ.) απλοϊκός απλός εύκολος, senda [σέν'ντα] (ουσΥθηλ.) μονοπάτι, sendero [σεν'ντέρο] (ουσΥαρσ.) μονο πάτι, δρομάκι, sendos [σέν'ντος] (επίθ.) έκαστος, senescencia [σενεσθένθια] (ουσΥθηλ.) γηρασμός, senil [σενίλ] (επίθ.) γεροντικός, senilidad [σενιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) γη ρατειά. seno [σένο] (ουσΥαρσ.) 1: κόλπος 2: στήθος 3: ημίτονο, sensación [σενσαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αίσθηση, αίσθημα, 2: εντύπωση, sensacional [σενσαθιονάλ] (επίθ.) εντυπωσιακός, sensatez [σενσατέθ] (ουσΥθηλ.) φρο νιμάδα, σύνεση, σωφροσύνη, λογι κή. sensato [σενσάτο] (επίθ.) φρόνιμος, συνετός λογικός γνωστικός. 486
sensibilidad [σενσιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευαισθησία, αισθηματικότητα, sensible [σενσίμπλε] (επίθ.) 1: ευαί σθητος ευπαθής 2: αισθητός sensiblero [σενσίμπλερο] (επίθ.) συ ναισθηματικός, αισθηματίας. sensitivo [σενσιτίβο] (επίθ.) αισθητός αντιληπτός, sensorial [σενσοριάλ] (επίθ.) αισθητή ριος sensual [σενσουάλ] (επίθ.) ηδυπαθής, αισθησιακός φιλήδονος ηδονικός, sensualidad [σενσουαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ηδυπάθεια, αισθησιασμός φιληδονία. sentar [σεν'τάρ] (ρ.) 1: καθίζω, 2: στη ρίζω, 3: εγκαθιστώ, sentarse [σεν'τάρσε] (ρ.) κάθομαι, sentencia [σεν'τένθια] (ουσΥθηλ.) 1: δικαστική απόφαση, ετυμηγορία, 2: αξίωμα, απόφθεγμα, ρητό. sentenciar [σεν'τενθιάρ] (ρ.) 1: καταδι κάζω, 2: εκφέρω γνώμη, sentido [σεν'τίδο] (ουσΥαρσ.) 1: αί σθηση, αίσθημα, 2: νόημα, 2: εγκάρ διος ευαίσθητος, sentimental [σεν'τιμεν'τάλ] (επίθ.) αι σθηματικός συναισθηματικός, sentimiento [αεν'τιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: αίσθημα, συναίσθημα, 2: λύπη, θλίψη. sentir [σεν'τίρ] (ρ.) 1: αισθάνομαι, νιώθω, 2: λυπάμαι · siente mucha felicidad gracias a sus amigos - νιώ θει μεγάλη ευτυχία χάρη στους φί λους του · lo siento- λυπάμαι, sentirse [σεν'τίρσε] (ρ.) αισθάνομαι, νιώθω · se siente bien últimamente νιώθει καλά τελευταία, seña [σένια] (ουσΥθηλ.) στοιχείο, ση μάδι, νεύμα, señal [σενιάλ] (ουσΥθηλ.) σημάδι, σή μα, ένδειξη, señalado [σενιαλάδο] (επίθ.) 1: κατά-
serenata στικτός σημαδεμένος 2: διακεκρι μένος. señalar [σενιαλάρ] (ρ.) 1: σημειώνω, σημαδεύω, 2: δείχνω, καθορίζω, señalización [σενιαλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) σηματοδότηση, σήμανση, señalizar [σενιαλιθάρ] (ρ.) σηματοδο τώ, σημαίνω, señor [σενιόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κύριος 2: άρχοντας, αριστοκράτης 3: αρ-
χπγός señora [σενιόρα] (ουσΥθηλ.) κυρία, σύζυγος. señorear [σενιορεάρ] (ρ.) άρχω, κυ βερνώ, δεσπόζω, señoría [σενιορία] (ουσΥθηλ.) κυριαρ χία, ισχύς señorial [σενιοριάλ] (επίθ.) αρχοντι κός, δεσποτικός. señorita [σενιορίτα] (ουσΥθηλ.) δε σποινίδα. señuelo [σενιουέλο] (ουσΥαρσ.) δό λωμα, κράχτης, separable [σεπαράμπλε] (επίθ.) διαχωρίσιμος. separación [σεπαραθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: χωρισμός διαχωρισμός 2: απομά κρυνση, αποσύνδεση. separar [σεπαράρ] (ρ.) 1: χωρίζω, δια χωρίζω, αποσπώ, 2: ξεχωρίζω, 3: απομακρύνω. separatismo [σεπαρατίσμο] (ουσΥαρσ.) αυτονομισμός. separatista [σεπαρατίστα] 1: (ουσ./ αρσ.) αυτονομιστής 2: (επίθ.) αυτονομιστικός. sepelio [σεπέλιο] ουσΥαρσ.) κηδεία, ταφή. sepia [σέπια] (ουσΥθηλ.) σουπιά. septenio [σεπτένιο] (ουσΥαρσ.) επταετία. septentrional [σεπτεν'τριονάλ] (επίθ.) βόρειος. séptimo [σέπτιμο] (αριθμ. επίθ.) έβδο
μος. septuagenario [σεπτουαχενάριο] (ουσΥ αρσ.) εβδομηντάρης, septuagésimo [σεπτουαχέσιμο] (αριθμ. επίθ.) εβδομηκοστός, sepulcral [σεπουλκράλ] (επίθ.) επιτά φιος, επιτύμβιος, sepulcro [σεπούλκρο] (ουσΥαρσ.) τύμ βος τάφος μνήμα, sepultar [σεπουλτάρ] (ρ.) θάβω, εντα φιάζω, καταπλακώνω, κηδεύω, sepultura [σεπουλτούρα] (ουσΥθηλ.) 1: ενταφιασμός, κηδεία, 2: ταφή, τά φος. sepulturero [σεπουλτουρέρο] (ουσΥ αρσ.) νεκροθάφτης sequedad [σεκεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: στεγνότητα, ξηρότητα, 2: τραχύτητα, sequía [σεκία] (ουσΥθηλ.) ξηρασία, ανομβρία, séquito [σέκιτο] (ουσΥαρσ.) ακολου θία, συνοδεία, ser’ [σερ] (ουσΥαρσ.) ον, ύπαρξη. ser2 [σερ] (ρ.) είμαι, υπάρχω, ανήκω σε 1: (ταυτότητα) · es Diego - είναι ο Ντιέγο, 2: (μόνιμη ιδιότητα) · es guapo y alto - είναι όμορφος και ψηλός 3: (χρόνος) · -¿qué hora es? - τι ώρα είναι; · - son las 11 - είναι 11,4: (ημέ ρα) · hoy es martes - σήμερα είναι Τρίτη, 5: (καταγωγή) · soy de Atenas/ de Grecia - είμαι από την Αθήνα/από την Ελλάδα, 6: (υλικό) · este abrigo es de lana - αυτό το παλτό είναι μάλλι νο, 7: (επάγγελμα) · Raúl es médico Ο Ραούλ είναι γιατρός 8: (αξία) · ¿a cuánto es la gasolina? - πόσο κοστί ζει η βενζίνη;, serenar [σερενάρ] (ρ.) ηρεμώ, καθη συχάζω. serenarse [σερενάρσε] (ρ.) ηρεμώ, ησυ χάζω, γαληνεύω, serenata [σερενάτα] (ουσΥθηλ.) κα ντάδα, σερενάτα.
487
serenidad serenidad [σερενιδάδ] (ουσ./θηλ.) ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, sereno [σερένο] (επίθ.) 1: ήρεμος ήσυ χος γαλήνιος ατάραχος 2: αίθριος, serie [σέριε] (ουσΥθηλ.) σειρά, seriedad [σεριεδάδ] (ουσΥθηλ.) σοβα ρότητα. serigrafía [σεριγραφία] (ουσΥθηλ.) με ταξοτυπία, serio [σέριο] (επίθ.) εμβριθής σοβα ρός αυστηρός, sermón [σερμόν] (ουσΥαρσ.) κήρυγ μα, ηθικοδιδασκαλία, νουθεσία, serpentear [σερπεν'τεάρ] (ρ.) 1: έρπω, 2: ελίσσομαι, serpentina [σερπεν'τίνα] (ουσΥθηλ.) σερπαντίνα, κορδέλα, serpiente [σερπιέν'τε] (ουσΥθηλ.) φί δι. serrado [σεράδο] (επίθ.) οδοντωτός, serranía [σερανία] (ουσΥθηλ.) οροσει ρά. serrano [σεράνο] (επίθ.) 1: ορεσίβιος βουνίσιος 2: καλοσχηματισμένος. serrar [σεράρ] (ρ.) πριονίζω, serrín [σερίν] (ουσΥαρσ.) πριονίδι, serrucho [σερούτσο] (ουσ,/αρσ.) πριό νι. servicial [σερβιθιάλ] (επίθ.) εξυπηρετι κός εύχρηστος χρήσιμος, servicio [σερβίθιο] (ουσΥαρσ.) 1: υπη ρεσία, εξυπηρέτηση, 2: θητεία, 3: σερβίτσιο, 4: τουαλέτα · servicio público - δημόσια υπηρεσία · servicio militar - στρατιωτική θητεία • servicio doméstico - οικιακή υπηρε σία/οικιακή βοηθός, servidor [σερβιδόρ] (ουσΥαρσ.) υπο τελής υπηρέτης δούλος, servidumbre [σερβιδούμ'μπρε] (ουσΥ θηλ.) 1: υποτέλεια, δουλεία, 2: υπη ρετικό προσωπικό, servil [σερβίλ] (επίθ.) δουλοπρεπής δουλικός. 488
servilleta [σερβιγιέτα] (ουσΥθηλ.) χαρ τοπετσέτα, servir [σερβίρ] (ρ.) 1: υπηρετώ, 2: εξυ πηρετώ, χρησιμεύω, 3: σερβίρω, sésamo [σέσαμο] (ουσΥαρσ.) σουσά μιsesenta [σεσέν'τα] (ουσΥ αρσ.), (αριθμ. επίθ.) εξήντα, sesentón [σεσεν'τόν] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) εξηντάρης, sesgar [σεσγάρ] (ρ.) κλίνω, γέρνω, sesgo [σέσγο] (ουσΥαρσ.) κλίση, πλάγιασμα, γέρσιμο, sesión [σεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: σύνοδος συνεδρίαση, 2: παράσταση, seso [σέσο] (ουσΥαρσ.) 1: μυαλό, εγκέ φαλος 2: ωριμότητα, sestear [σεστεάρ] (ρ.) κοιμάμαι το με σημέρι. seta [σέτα] (ουσΥθηλ.) μανιτάρι, setecientos [σετεθιέν'τος] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) επτακόσια, setenta [σετέν'τα] (ουσΥαρσ.) εβδομή ντα, 2: (αριθμ. επίθ.) εβδομηκοστός, setentón [σετεν'τόν] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) εβδομηντάρης, seto [σέτο] (ουσΥαρσ.) φράχτης, seudónimo [σεουδόνιμο] (ουσΥαρσ.) ψευδώνυμο, severidad [σεβεριδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: αυστηρότητα, σοβαρότητα, 2: δρι μύτητα, τραχύτητα, 2: λιτότητα, severo [σεβέρο] (επίθ.) 1: άτεγκτος αυστηρός σκληρός 2: δριμύς 3: λιτός. sexagenario [σεξαχενάρχιο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) εξηντάρης sexagésimo [σεξαχέσιμο] (αριθμ. επίθ.) εξηκοστός, sexcentésimo [σεξθεν'ντέθιμο] (αριθμ. επίθ.) εξακοσιοστός, sexo [σέξο] (ουσΥαρσ.) φύλο, γένος σεξ. sexto [σέξτο] (αριθμ. επίθ.) έκτος.
sillería sexual [σεξουάλ] (επίθ.) σεξουαλικός γεννητικός sexualidad [σεξουαλιδάδ] (ουσ./θηλ.) σεξουαλικότητα, si [σι] (σύνδ.) εάν · si tienes hambre, tienes que comer - αν πεινάς πρέπει να φας sí [σι] 1: (επίρρ.) ναι, μάλιστα · si, soy yo - ναι, εγώ είμαι, 2: (αυτοπαθητική αντ.) εαυτός · le gusta mucho hablar de si mismo - του αρέσει πολύ να μι λάει για τον εαυτό του. sicómoro [σικόμορο] (ουσ,/αρσ.) συ κομουριά. SIDA [σίδα] (ουσΥαρσ.) (σύντμ.) · síndrome de inmunidad deficiente adquirida - σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας AIDS. siderurgia [σιδερούρχια] (ουσΥθηλ.) σιδηρουργία, sidra [σίδρα] (ουσΥθηλ.) μηλίτης οί νος . siega [σιέγα] (ουσΥθηλ.) θερισμός συ γκομιδή. siembra [σιέμ'μπρα] (ουσΥθηλ.) σπο ρά. siempre [σιε'μ'πρε] (επίρρ.) ανέκαθεν, πάντα, πάντοτε, κάθε φορά · siempre pregunta la misma cosa - πάντα ρω τάει το ίδιο πράγμα · para siempre - για πάντα, sien [σιέν] (ουσΥθηλ.) κρόταφος, sierra [σιέρα] (ουσΥθηλ.) 1: οροσειρά, 2: πριόνι. siervo [σιέρβο] (ουσΥαρσ.) δούλος σκλάβος. siesta [σιέστα] (ουσΥθηλ.) μεσημερια νός ύπνος, siete [σιέτε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) επτά. sífilis [σίφιλις] (ουσΥθηλ.) σύφιλη, sifón [σιφόν] (ουσΥαρσ.) σιφόνι. sigilo [σιχίλο] (ουσΥαρσ.) εχεμύθεια, μυστικότητα.
sigiloso [σιχιλόσο] (επίθ.) εχέμυθος, sigla [σίγλα] (ουσΥθηλ.) αρκτικόλεξο (π.χ. Η.ΠΛ, Ε.Ο.Κ.). siglo [σίγλο] (ουσΥαρσ.) αιώνας, signatura [σιγνατούρα] (ουσΥθηλ.) υπο γραφή. significación [σιγνιφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) νόημα, σημασία, significado [σιχνιφικάδο] (ουσΥαρσ.) έννοια, νόημα, σημασία, significar [σιγνιφικάρ] (ρ.) σημαίνω, εννοώ. significativo [σιγνιφικατίβο] (επίθ.) ση μαντικός βαρυσήμαντος, signo [σίγνο] (ουσΥαρσ.) 1: σημείο, σημάδι, σήμα, ένδειξη, 2: ζώδιο, siguiente [σιγιέν^τε] (επίθ.) επόμενος, ακόλουθος εξής. sílaba [σίλαμπα] (ουσΥθηλ.) συλλαβή, silbar [σιλμπάρ] (ρ.) σφυρίζω, silbato [σιλμπάτο] (ουσ,/αρσ.) σφυρί χτρα. silbido [σιλμπίδο] (ουσΥαρσ.) σφύριγ μα. silenciador [σιλενθιαδόρ] (ουσΥαρσ.) σιγαστήρας, silenciar [σιλενθιάρ] (ρ.) αποσιωπώ, αποκρύπτω, silencio [σιλένθιο] (ουσΥαρσ.) σιωπή, ησυχία. silencioso [σιλενθιόσο] (επίθ.) σιωπη λός, αθόρυβος, sílex [σίλεξ] (ουσΥαρσ.) πυρόλιθος, silueta [σιλουέτα] (ουσΥθηλ.) σκια γράφημα, σιλουέτα. silvestre [σιλβέστρε] (επίθ.) άγριος, silvicultura [σιλβικουλτούρα] (ουσΥ θηλ.) δασοκομία, silla [σίγια] (ουσΥθηλ.) καρέκλα, κάθι σμα. sillar [σιγιάρ] (ουσΥαρσ.) λαξευμένος λίθος. sillería [σιγιερία] (ουσΥθηλ.) 1: σειρά καθισμάτων, 2: καρεκλοποιείο.
489
sillín sillín [σιγίν] (ουσ./αρσ.) σέλα. sillón [σιγιόν] (ουσΥαρσ.) πολυθρόνα, sima [σίμα] (ουσΥθηλ.) χάσμα. simbiosis [σιμ'μπιόσις] (ουσΥθηλ.) συμβίωση, simbólico [σιμ'μπόλικο] (επίθ.) συμ βολικός. simbolizar [σιμ'μπολιθάρ] (ρ.) συμβο λίζω. símbolo [σίμ'μπολο] (ουσΥαρσ.) σύμ βολο. simetría [σιμετρία] (ουσ,/θηλ.) συμμε τρία, αρμονία, simétrico [σιμέτρικο] (επίθ.) συμμετρι κός, αρμονικός, simiente [σιμιέν'τε] (ουσΥθηλ.) σπό ρος. símil [σίμιλ] (ουσΥαρσ.) παρομοίωση, ομοιότητα, similar [σιμιλάρ] (επίθ.) παρεμφερής, παρόμοιος παραπλήσιος, simio [σίμιο] (ουσΥαρσ.) πίθηκος, simpatía [σιμ'πατία] (ουσ,/θηλ.) ευ σπλαχνία, συμπάθεια, συμπόνια, simpático [σιμ'πάτικο] (επίθ.) ευσπλαχνικός, συμπαθητικός συμπονετι κός. simpatizante [σιμ'πατιθάν'τε] (ουσ./ αρσ.) οπαδός, φίλαθλος, simpatizar [σιμ'πατιθάρ] (ρ.) συμπα θώ. simple [σίμ'πλε] (επίθ.) απλός απλοϊ κός λιτός απέριττος, simplemente [σίμ'πλεμεν'τε] (επίρρ.) απλά. simpleza [σιμ'πλέθα] (ουσ,/θηλ.) χαζο μάρα, ανοησία, αφέλεια, simplicidad [σιμ'πλιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) απλότητα, απλοϊκότητα, simplificar [σιμ'πλιφικάρ] (ρ.) απλο ποιώ, απλουστεύω. simulación [σιμουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) υπόκριση, προσποίηση, μίμηση, simular [σιμουλάρ] (ρ.) προσποιούμαι,
490
μιμούμαι, υποκρίνομαι, simultanear [σιμουλτανεάρ] (ρ.) κάνω δύο πράγματα ταυτόχρονα, simultáneo [σιμουλτάνεο] (επίθ.) ταυ τόχρονος, sin [σιν] (πρόθ.) άνευ, χωρίς δίχως, sinagoga [σιναγόγα] (ουσΥθηλ.) συ ναγωγή. sinceridad [σινθεριδάδ] (ουσΥθηλ.) ει λικρίνεια. sincero [σινθέρο] (επίθ.) ειλικρινής τί μιος. sincrónico [σινκρόνικο] (επίθ.) 1: συγ χρονικός 2: ταυτόχρονος, sicronización [σινκρονιθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) συγχρονισμός, sincronizar [σινκρονιθάρ] (ρ.) συγχρο νίζω. sindical [σιν'ντικάλ] (επίθ.) συνδικαλι στικός. sindicato [σιν'ντικάτο] (ουσΥαρσ.) σω ματείο, συνδικάτο, síndrome [σίν'ντρομε] (ουσΥαρσ.) σύνδρομο, sinecura [σινεκούρα] (ουσΥθηλ.) αργομισθία. sinfín [σινφίν] (επίθ.) ατέλειωτος αμέ τρητος. sinfonía [σινφονία] (ουσΥθηλ.) συμφω νία. singular [σινγκουλάρ] (επίθ.) 1: μονα δικός 2: ιδιόρρυθμος ιδιόμορφος 3: (Γοαμμ.) ενικός αριθμός, singularidad [σινγκουλαριδάδ] (ουσΥ θηλ.) 1: μοναδικότητα, 2: ιδιορρυθ μία, ιδιομορφία, siniestrado [σινιεστράδο] (επίθ.) πλη γείς θύμα. siniestro [σινιέστρο] 1: (ουσΥαρσ.) δυσμένεια, ατύχημα, συμφορά, 2: (επίθ.) ολέθριος μοχθηρός κατα στρεπτικός, sino [σίνο] 1: (ουσΥαρσ.) μοίρα, πε πρωμένο, 2: (σύνδ.) (μετά από άρνη
sobrado
ση) αλλά, εκτός, παρά · no se llam a Luda sino Barbara - δεν ονομάζεται Λουθία αλλά Μπάρμπαρα · no invitó a nadie sino a su fam ilia - δεν κάλεσε κανέναν εκτός από την οικογένειά του. sinónimo [σινόνιμο] 1: (ουσ,/αρσ.) συ νώνυμο, 2: (επίθ.) συνώνυμος, sinrazón [σινραθόν] (ουσ,/θηλ.) αδι κία. sinsabor [σινσαμπόρ] (ουσ,/αρσ.) δυ σαρέσκεια, síntesis [σίν'τεσις] (ουσ,/θηλ.) σύνθε ση. sintético [σιν'τέτικο] (επίθ.) συνθετι κός, τεχνητός, sintetizar [σιν’τετιθάρ] (ρ.) συνθέτω, síntoma [σίν'τομα] (ουσΥαρσ.) σύμπτω μα, ένδειξη, sintonizar [σιν'τονιθάρ] (ρ.) συντονί ζω. sinuosidad [σινουοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) καμπή. sinvergüenza [σινβεργουένθα] (ουσ./ αρσ. + θηλ.), (επίθ.) αδιάντροπος ξε διάντροπος αναίσχυντος αχρείος, siquíatra [σικίατρα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) ψυχίατρος, siquiatría [σικιατρία] (ουσΥθηλ.) ψυ χιατρική. siquiera [σικιέρα] (επίρρ.) τουλάχι στον. sirena [σιρένα] (ουσΥθηλ.) σειρήνα, γοργόνα. sirga [σίργα] (ουσΥθηλ.) (Ναυτ.) κά βος. sirte [σίρτε] (ουσΥθηλ.) σύρτη, αμμουδέρα. sirviente [σιρβιέν'τε] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) υπηρέτης υπηρέτρια, sisa [σίσα] (ουσΥθηλ.) μικροκλοπή, σούφρωμα, sisar [σισάρ] (ρ.) 1: σουφρώνω, 2: στε νεύω ρούχο. 491
sísmico [σίσμικο] (επίθ.) σεισμικός, sismo [σίσμο] (ουσΥαρσ.) σεισμός, sistema [σιστέμα] (ουσΥαρσ.) σύστη μα, μέθοδος, sistemático [σιστεμάτικο] (επίθ.) συ στηματικός μεθοδικός, sitiador [σιτιαδόρ] (ουσΥαρσ.) πολιορ κητής εκπορθητής, sitiar [σιτιάρ] (ρ.) πολιορκώ, επιτίθε μαι. sitio [σίτιο] (ουσΥαρσ.) 1: θέση, μέρος, τόπος 2: πολιορκία, sito [σίτο] (επίθ.) κείμενος ευρισκό μενος. situación [σιτουαθιόν] (ουσΥθηλ.) το ποθεσία, θέση, κατάσταση, situado [σιτουάδο] (επίθ.) ευρισκόμε νος τοποθετημένος, situar [σιτουάρ] (ρ.) τοποθετώ, βάζω. so [σο] (πρόθ.) υπό. soba [σόμπα] (ουσΥθηλ.) ξυλοκόπημα, ξυλοφόρτωμα, sobaco [σομπάκο] (ουσΥαρσ.) μασχά λη. sobado [σομπάδο] (επίθ.) τριμμένος φθαρμένος παλιωμένος, sobaquina [σομπακίνα] (ουσΥθηλ.) ιδρωτίλα. soberanía [σομπερανία] (ουσΥθηλ.) κυριαρχία, ηγεμονία, soberano [σομπεράνο] (ουσΥαρσ.) κυ ρίαρχος ηγεμόνας 2: (επίθ.) κυρίαρ χος τεράστιος υπέρτατος, soberbia [σομπέρμπια] (ουσΥθηλ.) οίη ση, αλαζονεία, υπεροψία, περηφάνια, soberbio [σομπέρμπιο] (επίθ.) αλαζό νας υπερόπτης, περήφανος, έξοχος, sobornar [σομπορνάρ] (ρ.) δωροδο κώ, εξαγοράζω, soborno [σομπόρνο] (ουσΥαρσ.) 1: δωροδοκία, εξαγορά, 2: δωροληψία, sobra [σόμπρα] (ουσΥθηλ.) πλεόνα σμα, περίσσευμα, sobrado [σομπράδο] (επίθ.) πλεονά-
sobrante ζων. sobrante [σομπράν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) πλεόνασμα περίσσευμα, 2 : (επίθ.) πλεονάζων, περίσσιος, sobrar [σομπράρ] (ρ.) 1: περισσεύω, πλεονάζω, 2: απομένω, sobre [σόμπρε] 1: (ουσ,/αρσ.) φάκε λος, 2: (πρόθ.) πάνω από, επί, περί, περίπου · las llaves están sobre la puerta - τα κλειδιά είναι πάνω στην πόρτα · voy a recogerte sobre las 9 θα σε πάρω γύρω στις 9 · le encanta hablar sobre la tecnología - του αρέ σει πολύ να μιλάει περί τεχνολογίας, sobreabundancia [σομπρεαμπουν'ντανθία] (ουσΥθηλ.) υπερεπάρκεια. $ο^ββΙΐιτιβηΐ3αόη[σομπρεαλιμεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) υπερτροφία, sobrecalentar [σομπρεκαλεν'τάρ] (ρ.) υπερθερμαίνω, sobrecama [σομπρεκάμα] (ουσΥθηλ.) κουβέρτα, κάλυμμα, sobrecarga [σομπρεκάργα] (ουσΥθηλ.) υπερφόρτωση, παραφόρτωμα, υπέρ βαρο. sobrecargar [σομπρεκαργάρ] (ρ.) υπερ φορτώνω, παραφορτώνω, επιβαρύ νω. sobrecejo [σομπρεθέχο] (ουσΥαρσ.) συνοφρύωση. sobreentender [σομπρε(ε)ν'τεν'ντέρ] (ρ.) συνάγεται το συμπέρασμα, εξυπακούεται, υπονοείται, sob re e stim a r [σομπρε(ε)στιμάρ] (ρ.) υπερεκτιμώ, sobrehumano [σομπρεουμάνο] (επίθ.) υπεράνθρωπος, sobrellevar [σομπρεγιεβάρ] (ρ.) υπο μένω, εγκαρτερώ, αντέχω, sobremanera [σομπρεμανέρα] (επίρρ.) υπερβολικά, sobremodo [σομπρεμόδο] (επίρρ.) πάρα πολύ. sobrenatural [σομπρενατουράλ] (επίθ.) 492
υπερφυσικός, sobrenombre [σομπρενόμ'μπρε] (ουσΥ αρσ.) παρωνύμιο, επονομασία, παρα τσούκλι. sobrepasar [σομπρεπασάρ] (ρ.) υπερ βαίνω, ξεπερνώ, sobreponerse [σομπρεπονέρσε] (ρ.) αυτοκυριαρχούμαι, αυτοεπιβάλλομαι. sobreprecio [σομπρεπρέθιο] (ουσΥαρσ.) υπερτίμηση, sobreproducción [σομπρεπροδουκθιόν] (ουσΥθηλ.) υπερπαραγωγή, sobrepujar [σομπρεπουχάρ] (ρ.) υπερ νικώ, ξεπερνώ, sobresaliente [σομπρεσαλιέν'τε] (ουσΥ αρσ.) ανώτερος βαθμός, άριστα, sobresalir [σομπρεσαλίρ] (ρ.) εξέχω, υπερέχω, ξεχωρίζω, διαπρέπω. sobresaltar [σομπρεσαλτάρ] (ρ.) τρο μάζω, φοβίζω, sobresalto [σομπρεσάλτο] (ουσΥαρσ.) 1: έκπληξη, 2: αναπήδηση, 3: τίναγμα. sobrestante [σομπρεστάντε] (ουσΥαρσ.) επιστάτης εργοδηγός sobrevenir [σομπρεβενίρ] (ρ.) επέρχο μαι, προκύπτω, sobrevivir [σομπρεβιβίρ] (ρ.) επιζώ, sobriedad [σομπριεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: εγκράτεια, μετριοπάθεια, 2: λιτότη τα, απλότητα, sobrino [σομπρίνο] (ουσΥαρσ.) ανι ψιός. sobrio [σόμπριο] (επίθ.) 1: εγκρατής μετρημένος μετριοπαθής 2 λιτός απλός 3: νηφάλιος, socarrón [σοκαρόν] (επίθ.) 1: σαρκα στικός χλευαστικός ειρωνικός 2: απατεώνας, socavar [σοκαβάρ] (ρ.) υποσκάπτω, υπονομεύω, sociabilidad [σοθιαμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) κοινωνικότητα
solicitar sociable [σοθιάμπλε] (επίθ.) κοινωνι κός. social [σοθιάλ] (επίθ.) κοινωνικός, εται ρικός. socialismo [σοθιαλίσμο] (ουσΥαρσ.) σοσιαλισμός, socialista [σοθιαλίστα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) σοσιαλιστής σοσιαλίστρια, 2: (επίθ.) σοσιαλιαστικός. socialización [σοθιαλιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) κοινωνικοποίηση, sociedad [σοθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: κοινωνία, 2: εταιρεία, socio [σόθιο] (ουσΥαρσ.) 1: συνέται ρος 2: μέλος 3: σύντροφος, sociología [σοθιολοχία] (ουσΥθηλ.) κοινωνιολογία. sociólogo [σοθιόλογο] (ουσΥαρσ.) κοι νωνιολόγος, socorrer [σοκορέρ] (ρ.) βοηθώ, συ ντρέχω. socorro [σοκόρο] (ουσΥαρσ.) αρωγή, βοήθεια, συμπαράσταση, soda [σόδα] (ουσΥθηλ.) σόδα. soez [σοέθ] (επίθ.) άσεμνος πρόστυ χος. sofá [σοφά] (ουσΥαρσ.) καναπές, sofisticación [σοφιστικαθιόν] (ουσ./ θηλ.) επιτήδευση, προσποίηση, sofisticado [σοφιστικάδο] (επίθ.) επι τηδευμένος προσποιητός soflama [σοφλάμα] (ουσΥθηλ.) 1: εξα πάτηση, παραπλάνηση, 2: τρεμού λιασμα φλόγας, soflamar [σοφλαμάρ] (ρ.) 1: εξαπατώ, παραπλανώ, 2: καψαλίζω, τσουρου φλίζω, 3: κοκκινίζω από ντροπή, sofocante [σοφοκάν'τε] (επίθ.) αποπνικτικός ασφυκτικός, sofocar [σοφοκάρ] (ρ.) 1: πνίγω, κατα πνίγω, 2: εξευτελίζω, ντροπιάζω, sofoco [σοφόκο] (ουσΥαρσ.) 1: αποπνιγμός ασφυξία, στραγγαλισμός 2: όνειδος ντροπή.
493
sofreír [σοφρεΐρ] (ρ.) τσιγαρίζω, κα βουρντίζω, soga [σόγα] (ουσΥθηλ.) σκοινί, soja [σόχα] (ουσΥθηλ.) σόγια, sojuzgar [σοχουθγάρ] (ρ.) υποτάσσω, καταστέλλω, sol [σολ] (ουσΥαρσ.) ήλιος, solamente [σόλαμεν'τε] (επίρρ.) μόνο, μονάχα. solana [σολάνα] (ουσΥθηλ.) ηλιόλου στο μέρος, solano [σολάνο] (ουσΥαρσ.) ανατολι κός άνεμος, solapa [σολάπα] (ουσΥθηλ.) πέτο. solapado [σολαπάδο] (επίθ.) 1: δόλιος 2 :συγκαλυμμένος επικαλυμμένος solar [σολάρ] 1: (ρ.) πλακοστρώνω, 2: (ουσΥαρσ.) οικόπεδο, 3: (επίθ.) ηλι ακός. solariego [σολαριέγο] (επίθ.) προγο νικός soldada [σολδάδα] (ουσΥθηλ.) μισθός στρατιώτη, soldado [σολδάδο] (ουσΥαρσ.) στρα τιώτης. soldar [σολδάρ] (ρ.) συγκολλώ, κολ λώ. solear [σολεάρ] (ρ.) λιάζω, soledad [σολεδάδ] (ουσΥθηλ.) μονα ξιά. solemne [σολέμνε] (επίθ.) 1: επίσημος, 2: σοβαρός 3: επιβλητικός εντυπω σιακός. solemnidad [σολεμνιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: επισημότητα, 2: σοβαρότητα, 3: επιβλητικότητα. soler [σολέρ] (ρ.) συνηθίζω · suelen despertarse a las 7 - συνηθίζουν να ξυπνούν στις 7. solicitación [σολιθιταθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αίτημα, 2: παράκληση, έκκληση, solicitante [σολιθιτάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αϊτών, αιτούσα, solicitar [σολιθιτάρ] (ρ.) αιτούμαι, ζη
solícito τώ. solícito [σολίθιτο] (επίθ.) 1: πρόθυμος, 2: δραστήριος, 3: φιλότιμος, solicitud [σολιθιτούδ] (ουσΥθηλ.) 1: αί τηση, 2: προθυμία, 3: μέριμνα, φρο ντίδα. solidaridad [σολιδαριδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: αλληλεγγύη, 2: συμπαράσταση, συλλογικότητα. solidario [σολιδάριο] (επίθ.) αλληλέγ γυος συλλογικός, solidez [σολιδέθ] (ουσΥθηλ.) στερεό τητα, σταθερότητα, solidificar [σολιδιφικάρ] (ρ.) στερεο ποιώ. sólido [σόλιδο] (επίθ.) 1: στερεός στα θερός 2: ισχυρός γερός, soliloquio [σολιλόκιο] (ουσΥαρσ.) μο νόλογος. solista [σολίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) σολίστ, μονωδός. solitario [σολιτάριο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) ερημίτης, (β) πασιέντζα, 2: (επίθ.) μο ναχικός μόνος ερημικός, soliviantar [σολιβιαν'τάρ] (ρ.) ξεσηκώ νω, εξεγείρω, ξεμυαλίζω, solo [σόλο] (επίθ.) μόνος μοναδικός, sólo [σόλο] (επίρρ.) μόνο, μονάχα · faltaba sólo él - έλειπε μόνο εκείνος, soltar [σολτάρ] (ρ.) 1: αφήνω, 2: απο λύω, 3: λύνω. soltería [σολτερία] (ουσΥθηλ.) εργένικη ζωή, αγαμία. soltero [σολτέρο] (επίθ.) άγαμος ανύ παντρος. solterón [σολτερόν] (ουσΥαρσ.) γεροντοπαλίκαρο, εργένης solterona [σολτερόνα] (ουσΥθηλ.) γε ροντοκόρη, soltura [σολτούρα] (ουσΥθηλ.) 1: ευχέ ρεια, ευφράδεια, 2: ευκινησία, soluble [σολούμπλε] (επίθ.) διαλυτός ευδιάλυτος solución [σολουθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:
494
διάλυμα, διάλυση, 2: λύση. solucionar [σολουθιονάρ] (ρ.) λύνω, επιλύω. solvencia [σολβένθια] (ουσΥθηλ.) φερεγγυότητα, αξιοπιστία, solvente [σολβέντε] (επίθ.) φερέγγυος αξιόπιστος, sollozar [σογιοθάρ] (ρ.) κλαίω με λυγ μούς οδύρομαι, σπαράζω, sollozo [σογιόθο] (ουσΥαρσ.) λυγμός οδυρμός αναφιλητό, σπαραγμός, sombra [σόμ'μττρα] (ουσΥθηλ.) 1: σκιά, ίσκιος 2: ίχνος, sombreado [σομ'μπρεάδο] 1: (ουσΥ αρσ.) φωτοσκίαση, 2: (επίθ.) σκιε ρός. sombrerera [σομ'μπρερέρα] (ουσΥθηλ.) καπελιέρα, sombrerería [σομ'μπρερερία] (ουσΥ θηλ.) πιλοπωλείο, καπελάδικο, sombrero [σομ’μπρέρο] (ουσΥαρσ.) πί λος καπέλο, sombrilla [σομ'μπρίγια] (ουσΥθηλ.) ομπρέλα. sombrío [σομ'μπρίο] (επίθ.) 1: σκιερός 2: κατηφής σκυθρωπός καταθλιπτικός. somero [σομέρο] (επίθ.) επιφανειακός
ρηχός. someter [σομετέρ] (ρ.) 1: υποτάσσω, υποδουλώνω, κυριεύω, κατακτώ, 2: υποβάλλω, somnífero [σομνίφερο] 1: (ουσΥαρσ.) υπνωτικό, 2: (επίθ.) υπνωτικός, sonámbulo [σ ο ν ά μ 'μ π ο υ λ ο ] (ουσΥαρσ.) υπνοβάτης sonaja [σονάχα] (ουσΥθηλ.) κουδουνάκι. sonar [σονάρ] (ρ.) 1: κρούω, ηχώ, κου δουνίζω, 2: χτυπώ, 3: ακούγομαι, αντη χώ, 4: θυμίζω · el teléfono suena - χτυπάει το τηλέφωνο · ¿te suena? - σου θυμίζει κάτι;. sonarse [σονάρσε] (ρ.) φυσώ τη μύτη
sordom udo μου. sonda [σόν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: βολίδα, 2: καθετήρας, μήλη, 3: τρυπάνι, sondar [σον'ντάρ] (ρ.) 1: βυθομετρώ, 2: καθετηριάζω. sondear [σον'ντεάρ] (ρ.) 1: βολιδοσκο πώ, εξερευνώ, 2: βυθομετρώ, 3: τρυπώ. sondeo [σον'ντέο] (ουσΥαρσ.) 1: βυθο μέτρηση, 2: βολιδοσκόπηση, σφυγ μομέτρηση, sónico [σόνικο] (επίθ.) ηχητικός, sonido [σονίδο] (ουσΥαρσ.) ήχος. sonoridad [σονοριδάδ] (ουσΥθηλ.) ηχηρότητα. sonoro [σονόρο] (επίθ.) ηχηρός, βρο ντερός. sonreír [σονρεΐρ] (ρ.) χαμογελώ, sonriente [σονριέν'τε] (επίθ.) χαμογε λαστός, πρόσχαρος, sonrisa [σονρίσα] (ουσΥθηλ.) χαμό γελο. sonrojarse [σονροχάρσε] (ρ.) ερυθριώ, κοκκινίζω, sonrojo [σονρόχο] (ουσΥαρσ.) ερυθρία ση, κοκκίνισμα, sonsacar [σονσακάρ] (ρ.) εκμαιεύω, αποσπώ. soñador [σονιαδόρ] (επίθ.) ονειροπόλος, φαντασιόπληκτος ονειροπαρ μένος. soñar [σονιάρ] (ρ.) (con) ονειρεύομαι · ayer soñé con m i abuela - χθές ονει ρεύτηκα τη γιαγιά μου. soñoliento [σονιολιέν'το] (επίθ.) νυ σταλέος υπναλέος, sopa [σόπα] (ουσ,/θηλ.) σούπα, sopapo [σοπάπο] (ουσΥαρσ.) γροθιά στο πρόσωπο, sopesar [σοπεσάρ] (ρ.) ζυγίζω, υπολο γίζω βάρος αποτιμώ, sopetón [σοπετόν] (επίρρ.) απροσδό κητα, αιφνίδια · de sopetón - ξαφ νικά.
495
soplamocos [σοπλαμόκος] (ουσΥαρσ.) χαστούκι, σκαμπίλι, σφαλιάρα, soplar [σοπλάρ] (ρ.) 1: φυσώ, 2: ψιθυ ρίζω, 3: καταδίδω, 4: αρπάζω, κλέβω, 5: τα κοπανάω, τσιμπάω, soplillo [σοπλίγιο] (ουσΥαρσ.) φυσε ρό. soplo [σόπλο] (ουσΥαρσ.) 1: φύσημα, 2: κάρφωμα, κατάδοση, 3: (Ιατρ.) καρδιακό φύσημα, soplón [σοπλόν] (ουσΥαρσ.) χαφιές καταδότης καρφί, soponcio [σοπόνθιο] (ουσ,/αρσ.) ζα λάδα, ζάλη, λυποθυμία. sopor [σοπόρ] (ουσΥαρσ.) 1: νάρκη, ύπνος 2: λήθαργος, soporífero [σοπορίφερο] 1: (ουσΥ αρσ.) υπνωτικό χάπι, 2: (επίθ.) υπνω τικός. soportable [σοπορτάμπλε] (επίθ.) υπο φερτός ανεκτός, soportar [σοπορτάρ] (ρ.) 1: υποβαστά ζω, στηρίζω, 2: αντέχω, υποφέρω, ανέχομαι, soporte [σοπόρτε] (ουσΥαρσ.) στήριγ μα, υποστήριξη, soprano [σοπράνο] (ουσΥαρσ.) σοπράνο, υψίφωνος, sorber [σορμπέρ] (ρ.) ρουφώ, sorbete [σορμπέτε] (ουσΥαρσ.) παγω τό σορμπέ. sorbo [σόρμπο] (ουσΥαρσ.) ρουφηξιά, γουλιά. sordera [σορδέρα] (ουσΥθηλ.) κωφότητα, κώφωση, sordidez [σορδιδέθ] (ουσΥθηλ.) 1: βρομιά, ρυπαρότητα, 2: αισχρότητα, αθλιότητα, 3: μιζέρια. sórdido [σόρδιδο] (επίθ.) 1: βρόμικος ρυπαρός 2: αισχρός άθλιος μίζε ρος. sordo [σόρδο] 1: (ουσΥαρσ.) κωφός, 2: (επίθ.) (α) κουφός (β) αθόρυβος, sordomudo [σορδομούδο] (επίθ.) κω-
sorna φάλαλος. sorna [σόρνα] (ουσΥθηλ.) ειρωνία, σαρ κασμός χλευασμός, sorprendente [σορπρεν'ντέν'τε] (επ(θ.) εκπληκτικός καταπληκτικός sorprender [σορπρεν/ντέρ] (ρ.) 1: εκ πλήσσω, καταπλήσσω, 2: αιφνιδιάζω, ξαφνιάζω, sorpresa [σορπρέσα] (ουσ./θηλ.) 1: έκ πληξη, κατάπληξη, 2: αιφνιδιασμός, sortear [σορτεάρ] (ρ.) 1: κληρώνω, 2: αποφεύγω, 3: καταφέρνω, παρακά μπτω. sorteo [σορτέο] (ουσ./αρσ.) κλήρωση, sortija [σορτίχα] (ουσΥθηλ.) 1: δακτυ λίδι, 2: μπούκλα. sortilejio [σορτιλέχιο] (ουσΥαρσ.) 1: μαγεία, 2: μάγια, sosegado [σοσεγάδο] (επίθ.) ήρεμος πράος γαλήνιος ήπιος, sosegar [σοσεγάρ] (ρ.) καταπραΟνω, κατευνάζω, καθησυχάζω, (καθ.) καλ μάρω. sosería [σοσερία] (ουσΥθηλ.) ανοστιά, μονοτονία, sosiego [σοσιέγο] (ουσΥαρσ.) πραότη τα, ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, soslayar [σοσλαγιάρ] (ρ.) 1: πλαγιάζω, 3: παρακάμπτω, soso [σόσο] (επίθ.) 1: ανάλατος άνο στος, άγευστος 2: ανούσιος, sospecha [σοσπέτσα] (ουσΥθηλ.) υπο ψία. sospechar [σοσπετσάρ] (ρ.) υποπτεύο μαι, υποψιάζομαι, sospechoso [σοοπτετσόσο] (επίθ.) 1: ύποπτος 2: καχύποπτος. sostén [σοοττέν] (ουσΥαρσ.) 1: στήριγ μα, 2: στηθόδεσμος σουτιέν, sostener [σοστενέρ] (ρ.) 1: στηρίζω, υπο<ττηρίζω, ενισχύω, κρατώ, υπο βαστάζω, 2: συντηρώ, διατηρώ, sostenido [σοστενίδο] (επίθ.) συνεχής, διαρκής
496
sostenimiento [σοστενιμιέν'το] (ουσ./ αρσ.) υποστήριξη, sota [σότα] (ουσΥθηλ.) βαλές τράπου λας. sotana [σοτάνα] (ουσΥθηλ.) ράσο. sótano [σότανο] (ουσΥαρσ.) υπόγειο, soterrar [σοτεράρ] (ρ.) θάβω, κρύβω, καταχωνιάζω, suasorio [σουασόριο] (επίθ.) πειστι κός. suave [σουάβε] (επίθ.) 1: απαλός μα λακός 2: πράος, ήπιος 5: λείος ομα λός. suavidad [σουαβιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: απαλότητα, 2: πραότητα, ηπιότητα, 3: ομαλότητα. suavizar [σουαβιθάρ] (ρ.) 1: απαλύνω, λειαίνω, 2: μαλακώνω, ηρεμώ, subafluente [σουμπαφλουέν'τε] (ουσΥ αρσ.) παραπόταμος, subalimentación [σουμπαλιμεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) υποσιτισμός, subalterno [σουμπαλτέρνο] (ουσΥαρσ.) υφιστάμενος, subasta [σουμπάστα] (ουσΥθηλ.) πλειστηριασμός δημοπρασία, subastar [σουμπαστάρ] (ρ.) πλειστη ριάζω, δημοπρατώ. subconsciente [σουμπκονσθιέν'τε] (ουσΥ αρσ.) υποσυνείδητο, subdesarrollo [σουμπδεσαρόγιο] (ουσΥ αρσ.) υπανάπτυξη, súbdito [σούμπδιτο] (ουσΥαρσ.) υπή κοος υφιστάμενος, subdividir [σουμπδιβιδίρ] (ρ.) υποδιαι ρώ. subestimar [σουμπεστιμάρ] (ρ.) υπο τιμώ. subida [σουμπίδα] (ουσΥθηλ.) 1: ανά βαση, ανήφορος, 2: ύψωμα, 3: αύξη ση, άνοδος, subir [σουμπίρ] (ρ.) 1: ανεβαίνω, ανηφορίζω 2: υψώνω, 3: αυξάνω · subir el volumen - δυναμώνω τον ήχο ·
sucinto
subir las escaleras - ανεβαίνω τις σκάλες · subir el precio - αυξάνω την τιμή. súbito [σούμπιτο] (επίθ.) αιφνίδιος, απρόσμενος, ξαφνικός, subjetivo [σουμπχετίβο] (επίθ.) υπο κειμενικός, subjuntivo [σουμπχουν'τίβο] (ουσ./ αρσ.) (Γραμμ.) υποτακτική έγκλιση, sublevación [σουμπλεβαθιόν] (ουσ./ θηλ.) εξέγερση, ξεσηκωμός, sublevar [σουμπλεβάρ] (ρ.) 1: εξεγεί ρω, ξεσηκώνω, 2: εξοργίζω, sublime [σουμπλίμε] (επίθ.) ύψιστος λαμπρός, εξαίρετος, submarino [σουμπμαρίνο] 1: (ουσ./ αρσ.) υποβρύχιο, 2: (επίθ.) υποβρύ χιος. subordinado [σουμπορδινάδο] (ουσ./ αρσ.), (επίθ.) υποτελής, υφιστάμενος κατώτερος δευτερεύων. subproducto [σουμπ'προδούκτο] (ουσ./ αρσ.) υποπροϊόν, subrayar [σουμπραγιάρ] (ρ.) 1: υπο γραμμίζω, 2: δίνω έμφαση, subrepticio [σουμπρετττίθιο] (επίθ.) λα θραίος παράνομος κρυφός, subrogar [σουμπρογάρ] (ρ.) υποκαθι στώ, αναπληρώνω, subsanable [σουμπσανάμπλε] (επίθ.) επανορθώσιμος επιδιορθώσιμος subsanar [σουμπσανάρ] (ρ.) επανορ θώνω, επιδιορθώνω, subscribir [σουμπσκριμπίρ] (ρ.) υπο γράφω, εγγράφω συνδρομητή, subscripción [σουμπσκριπθιόν] (ουσ./ θηλ.) εγγραφή, συνδρομή, subsidio [σουμπσίδιο] (ουσ./αρσ.) επί δομα, εισφορά, επιχορήγηση, subsistencia [σουμπσιστένθια] (ουσ./ θηλ.) 1: ύπαρξη, ζωή, 2: διαβίωση, διατροφή, subsistir [σουμπσιστίρ] (ρ.) 1: υπάρχω, υφίσταμαι, 2: διαβιώνω.
497
subsuelo [σουμπσουέλο] (ουσ,/αρσ.) υπέδαφος, subteniente [σουμπτενιέν'τε] (ουσ./ αρσ.) ανθυπολοχαγός. subterráneo [σουμπτεράνεο] 1: (ουσ./ αρσ.) (α) υπόγειο, (β) μετρό, (γ) τού νελ, 2: (επίθ.) υπόγειος, subtitulo [σουμπτίτουλο] (ουσΥαρσ.) υπότιτλος, suburbio [σουμπούρμπιο] (ουσΥαρσ.) προάστιο, subvención [σουμπβενθιόν] (ουσΥθηλ.) επιχορήγηση, επιδότηση, subvencionar [σουμπβενθιονάρ] (ρ.) επιχορηγώ, επιδοτώ, subversión [σουμπβερσιόν] (ουσΥθηλ.) ανατροπή, subversivo [σουμπβερσίβο] (επίθ.) ανα τρεπτικός, subyugar [σουμπγιουγάρ] (ρ.) υποτάσ σω, υποδουλώνω, succión [σουκθιόν] (ουσΥθηλ.) ρού φηγμα, εκμύζηση. succionar [σουκθιονάρ] (ρ.) εκμυζώ, ρουφάω. sucedáneo [σουθεδάνεο] 1: (ουσΥαρσ.) υποκατάστατο, 2: (επίθ.) υποκατά στατος. suceder [σουθεδέρ] (ρ.) 1: συμβαίνω, 2: επακολουθώ, διαδέχομαι, sucesión [σουθεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: διαδοχή, σειρά, αλληλουχία, 2: περι ουσία, κληρονομιά, sucesivamente [σουθεσίβαμεν'τε] (επίρρ.) διαδοχικά, αλλεπάλληλα, sucesivo [σουθεσίβο] (επίθ.) διαδοχι κός επόμενος συνεχής, suceso [σουθέσο] (ουσ,/αρσ.) συμβάν, γεγονός. sucesor [σουθεσόρ] (ουσΥαρσ.) διά δοχος κληρονόμος, suciedad [σουθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) ρυ παρότητα, ακαθαρσία, βρομιά, sucinto [σουθίν'το] (επίθ.) σύντομος
sucio περιληπτικός συνοπτικός περιεκτι κός. sucio [σούθιο] (επίθ.) ρυπαρός ακά θαρτος βρόμικος, suculento [σουκουλέν'το] (επίθ.) 1: γευ στικός εύγευστος νόστιμος 2: θρε πτικός sucumbir [σουκουμ'μπίρ] (ρ.) υποκύ πτω, υποχωρώ, υποτάσσομαι, ενδί δω. sucursal [σουκουρσάλ] (ουσΥθηλ) υπο κατάστημα, sudar [σουδάρ] (ρ.) ιδρώνω, εφιδρώνω. sudario [σουδάριο] (ουσ,/αρσ.) σάβα νο. sudor [σουδόρ] (ουσΥαρσ.) ιδρώτας, sudorífico [σουδορίφικο] (επίθ.) εφιδρωτικός. sudoroso [σουδορόσο] (επίθ.) ιδρωμένος. suegro/a [σουέγρο/α] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) πεθερός πεθερά, suela [σουέλα] (ουσΥθηλ.) σόλα, πέλ μα. sueldo [σουέλδο] (ουσΥαρσ.) μισθός αποδοχές, suelo [σουέλο] (ουσΥαρσ.) 1: έδαφος 2: πάτωμα, δάπεδο, γη, οικόπεδο, suelto [σουέλτο] (επίθ.) 1: ελεύθερος, λυτός 2: χύμα, 3: μονός sueño [σουένιο] (ουσΥαρσ.) 1: νύστα, υπνηλία, 2: όνειρο, 3: ύπνος · tener sueño - νυστάζω · ni en sus sueños ούτε στα όνειρά του. suero [σουέρο] (ουσΥαρσ.) ορός. suerte [σουέρτε] (ουσΥθηλ.) 1: τύχη, μοίρα, πεπρωμένο, 2: είδος · tener buena/m ala suerte - είμαι καλότυ χος/κακότυχος, suéter [σουέτερ] (ουσΥαρσ.) πουλόβερ. suficiencia [σουφιθιένθια] (ουσΥθηλ.) επάρκεια.
498
suficiente [σουφιθιέν'τε] (επίθ.) επαρ κής αρκετός, sufragio [σουφράχιο] (ουσΥαρσ.) 1: ψηφοφορία, 2: ψήφος 3: παράκληση, έκκληση. sufrimiento [σουφριμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: βάσανο, ταλαιπωρία, 2: πόνος οδύ νη. sufrir [σουφρίρ] (ρ.) 1: υποφέρω, πά σχω, παθαίνω, 2: ανέχομαι, υπομέ νω. sugerencia [σουχερένθια] (ουσΥθηλ.) εισήγηση, πρόταση, υπόδειξη, sugerir [σουχερίρ] (ρ.) υποδεικνύω, sugestión [σουχεστιόν] (ουσΥθηλ.) 1: υποβολή, 2: υπόδειξη, sugestionar [σουχεστιονάρ] (ρ.) 1: υπο βάλλω, 2: γοητεύω, σαγηνεύω, θέλγω, sugestivo [σουχεστίβο] (επίθ.) 1: υπο βλητικός 2: γοητευτικός σαγηνευτι κός θελκτικός, suicida [σουιθίδα] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) αυτόχειρας 2: (επίθ.) αυτοκτονικός αυτοκαταστροφικός. suicidarse [σουιθιδάρσε] (ρ.) αυτοκτονώ. suicidio [σουιθίδιο] (ουσΥαρσ.) αυτο κτονία, αυτοκαταστροφή, sujeción [σουχεθιόν] (ουσΥθηλ.) κράτημα. sujetador [σουχεταδόρ] (ουσΥαρσ.) στη θόδεσμος σουτιέν, sujetar [σουχετάρ] (ρ.) κρατώ, συ γκροτώ, περιορίζω, βαστώ, sujeto [σουχέτο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) θέμα, (β) υποκείμενο, (γ) άτομο, 2: (επίθ.) (α) υποκείμενος σε, (β) ασφα λής. suma [σούμα] (ουσΥθηλ.) 1: άθροισμα, σύνολο, 2: πρόσθεση, 3: ποσό. sumamente [σούμαμεν'τε] (επίρρ.) πάρα πολύ. sumar [σουμάρ] (ρ.) αθροίζω, προ σθέτω.
suplefaltas sumario [σουμάριο] 1: (ουσ./αρσ.) (α) περίληψη, σύνοψη, (β) πρακτικά της δίκης, 2: (επίθ.) περιληπτικός, συνο πτικός. sumergir [σουμερχίρ] (ρ.) βυθίζω, κα ταδύω. sumersión [σουμερσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: καταβύθιση, κατάδυση, 2: απορ ρόφηση. sumidero [σουμιδέρο] (ουσΥαρσ.) υπό νομος. suministrar [σουμινιστράρ] (ρ.) προ μηθεύω, εφοδιάζω, παρέχω, suministro [σουμινίστρο] (ουσΥαρσ.) προμήθεια, εφόδιο, παροχή, sumir [σουμίρ] (ρ.) βυθίζω, βουλιάζω, sumisión [σουμισιόν] (ουσΥθηλ.) υπο ταγή, υπακοή, ευπείθεια. sumiso [σουμίσο] (επίθ.) υποτακτικός υπάκουος ενδοτικός. súmmun [σούμουν] (ουσΥαρσ.) απο κορύφωμα, απόγειο, sumo [σούμο] (επίθ.) υπέρτατος ύψι στος ανώτατος μεγάλος, suntuosidad [σουντουοσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) πολυτέλεια, χλιδή, suntuoso [σουν'τουόσο] (επίθ.) πομπώ δης στομφώδης μεγαλοπρεπής supeditar [σουπεδιτάρ] (ρ.) υποτάσ σω. superabundancia [σουπεραμπουν'ντάνθια] (ουσΥθηλ) υπεραφθονία superación [αουπεραθιόν] (ουσΥθηλ.) υπεροχή, υπερνίκηση. superar [σουπεράρ] (ρ.) ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερτερώ, υπερέχω, superávit [σουπεράβττ] (ουσΥαρσ.) πλεό νασμα, περίσσευμα, superestructura [σουπερεστρουκτούρα] (ουσΥθηλ.) υπερκατασκευή, superficial [σουπερφιθιάλ] (επίθ.) επι φανειακός επιπόλαιος ρηχός, superficie [σουπερφίθιε] (ουσΥθηλ.) επιφάνεια.
superfluo [σουπέρφλουο] (επίθ.) πλεονάζων, περιττός παραπανίσιος. superhombre [σουπερόμπρε] (ουσΥ αρσ.) υπεράνθρωπος, superintendencia [σουπεριν'τεν'ντένθια] (ουα/θηλ.) επίβλεψη, εποπτεία, επιτήρηση, superintendente [σουπεριν'τεν' ντέν' τε] (ουσΥαρσ.) επόπτης επιτηρητής, superior [σουπεριόρ] (επίθ.) ανώτε ρος. superioridad [σουπεριοριδάδ] (ουσΥ θηλ.) ανωτερότητα, υπεροχή, superlativo [σουπερλατίβο] 1: (ουσΥ αρσ.) (Γραμμ.) υπερθετικός βαθμός 2: (επίθ.) υπερθετικός υπέρμετρος, supermercado [σουπερμερκάδο] (ουσΥ αρσ.) υπεραγορά, supernumerario [σουπερνουμεράριο] (επίθ.) υπεράριθμος, superpoblación [σουπερπομπλαθιόν] (ουσΥθηλ.) υπερπληθυσμός, supersónico [σουπερσόνικο] (επίθ.) υπερηχητικός superstición [σουπεροττιθιόν] (ουσΥ θηλ.) δεισιδαιμονία, πρόληψη, supersticioso [σουπερστιθιόσο] (επίθ.) δεισιδαίμονας, προληπτικός, supervisar [σουπερβισάρ] (ρ.) επιβλέ πω, επιτηρώ, εποπτεύω, supervisor [σουπερβισόρ] (ουσΥαρσ.) επόπτης επιτηρητής, supervivencia [αουπερβιβένθια] (ουσΥ θηλ.) επιβίωση, superviviente [σουπερβιβιέν'τε] (επίθ.) επιζών. supino [σουπίνο] (επίθ.) 1: ύπτιος 2: ακραίος. suplantación [σουπλαν'ταθιόν] (ουσΥ θηλ.) υποσκέλιση, παραγκωνισμός. suplantar [σουπλαν'τάρ] (ρ.) υποσκε λίζω, παραγκωνίζω, εκτοπίζω, suplefaltas [σουπλεφάλτας] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) εξιλαστήριο θύμα
499
suplementario suplementario [σουπλεμεν'τάριο] (επίθ.) συμπληρωματικός, πρόσθετος, suplemento [σουπλεμέν'το] (ουσΥαρσ.) συμπλήρωμα, ένθετο, suplencia [σουπλένθια] (ουσΥθηλ.) υπο κατάσταση, αντικατάσταση, αναπλήρωση. suplente [σουπλέ^τε] 1: (ουσΥαρσ.) ανπκαταστάτης αναπληρωτής, 2: (επίθ.) αναπληρωματικός, súplica [σούπλικα] (ουσΥθηλ.) ικεσία, suplicante [σουπλικάν'τε] (επίθ.) ικε τευτικός. suplicar [σουπλικάρ] (ρ.) ικετεύω, εκλι παρώ. suplicio [σουπλίθιο] (ουσΥαρσ.) βάσα νο, μαρτύριο, suplir [σουπλίρ] (ρ.) 1: αντικαθιστώ, αναπληρώνω, τροφοδοτώ, 2: συ μπληρώνω, suponer [σουπονέρ] (ρ.) 1: υποθέτω, φαντάζομαι, εικάζω, 2: σημαίνω, suposición [σουποσιθιόν] (ουσ,/θηλ.) υπόθεση, εικασία, supositorio [σουποσιτόριο] (ουσΥαρσ.) υπόθετο. supranacional [σουπερναθιονάλ] (επίθ.) υπερεθνικός supremacía [σουπρεμαθία] (ουσΥθηλ.) ανωτερότητα, υπεροχή, supremo [σουπρέμο] (επίθ.) ανώτα τος υπέρτατος, supresión [σουπρεσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: κατάπνιξη, συγκάλυψη, 2: παύση, 3: απαγόρευση, suprimir [σουπριμίρ] (ρ.) 1: καταστέλ λω, καταπνίγω, 2: καταργώ, supurar [σουπουράρ] (ρ.) εμπύω, μα ζεύω πύον. sur [σουρ] 1: (ουσΥαρσ.) νότος 2: (επίθ.) νότιος. surcar [σουρκάρ] (ρ.) διασχίζω, surco [σούρκο] (ουσΥαρσ.) 1: αυλάκι, 2: χαρακιά, 3: ρυτίδα.
500
sureño [σουρένιο] (ουσΥαρσ. + θηλ.), (επίθ.) νότιος, sureste [σουρέστε] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) νοτιοανατολικός, surgir [σουρχίρ] (ρ.) 1: αναδύομαι, αναβλύζω, 2: ανακύπτω, προκύπτω, suroeste [σουροέστε] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) νοτιοδυτικός surrealismo [σουρεαλίσμο] (ουσΥαρσ.) σουρεαλισμός surrealista [σουρεαλίστα] 1: (ουσΥ αρσ.) σουρεαλιστής 2: (επίθ.) σουρεαλιστι κός. surtido [σουρτίδο] 1: (ουσΥαρσ.) ποι κιλία, σειρά, γκάμα, 2: (επίθ.) ανάμει κτος. surtidor [σουρτιδόρ] (ουσΥαρσ.) πίδα κας αντλία, surtir [σουρτίρ] (ρ.) προμηθεύω, εφο διάζω. susceptibilidad [σουσθεπτιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευπάθεια, ευαισθησία, susceptible [σουσθετττίμπλε] (επίθ.) 1: επιρρεπής ευάλωτος ευεπίφορος 2: εύθικτος επιδεκτικός, suscitar [σουσθιτάρ] (ρ.) 1: προκαλώ, ξεσηκώνω, 2: κινώ. suscribirse [σουσκριμπίρσε] (ρ.) εγγράφομαι συνδρομητής, suscripción [σουσκριπθιόν] (ουσ./ θηλ.) συνδρομή, suspender [σουσπεν'ντέρ] (ρ.) 1: κρε μώ, 2: αναβάλλω, αναστέλλω, 3: κό βω. suspensión [σουσπενσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: ανάρτηση, κρέμασμα, αιώρηση, 2: αναβολή, αναστολή, διακοπή · suspensión de hostilidades - διακο πή εχθροπραξιών, suspenso [σουσπένσο] (ουσΥαρσ.) απόρριψη, suspicacia [σουσπικάθια] (ουσΥθηλ.) καχυποψία, δυσπιστία, suspicaz [σουσπικάθ] (επίθ.) καχύπο-
suyo πτος δύσπιστος, suspirar [σουσπιράρ] (ρ.) αναστενάζω, λαχταρώ. suspiro [σουσπίρο] (ουσΥαρσ.) ανα στεναγμός, sustancia [σουστάνθια] (ουσΥθηλ.) 1: ουσία, 2: υπόσταση, sustancial [σουστανθιάλ] (επίθ.) ου σιώδης ζωτικός θεμελιώδης sustantivo [σουσταν'τίβο] 1: (ουσΥ αρσ.) (Γραμμ.) ουσιαστικό, 2: (επίθ.) ουσιαστικός, sustentar [σουστεν'τάρ] (ρ.) 1: υπο στηρίζω, 2: διατηρώ, sustentar [σουστεν'τάρ] (ρ.) 1: στηρί ζω, 2: τρέφω, sustento [σουστέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: στήριγμα, 2: συντήρηση, τα προς το ζην. sustitución [σουστιτουθιόν] (ουσΥθηλ.) αντικατάσταση, υποκατάσταση, sustituir [σουστιτουΐρ] (ρ.) αντικαθι στώ, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, sustitutivo [σουστΓτουτΙβο] (ουσΥαρσ.) υποκατάστατο.
501
sustituto [σουστιτούτο] (ουσΥαρσ.) αντικαταστάτης, susto [σούστο] (ουσΥαρσ.) τρομάρα, sustracción [σουστρακθιόν] (ουσΥθηλ.) υπεξαίρεση, αφαίρεση, sustraer [σουστραέρ] (ρ.) υπεξαιρώ, αφαιρώ. sustrato [σουςττράτο] (ουσΥαρσ.) υπό βαθρο, υπόστρωμα, susurrar [σουσουράρ] (ρ.) ψιθυρίζω, μουρμουρίζω, susurro [σουσοΰρο] (ουσΥαρσ.) ψίθυ ρος μουρμούρισμα. sutil [σουτίλ] (επ(θ.) 1: λεπτός 2: φίνος 3: διακριτικός, sutileza [σουτιλέθα] (ουσΥθηλ.) λε πτότητα, φινέτσα, αβρότητα, sutura [σουτούρα] (ουσΥθηλ.) συρραφή, ράμμα, suturar [σουτουράρ] (ρ.) ράβω ράμ ματα. suyo [σοΰγιο] (κτητική αντ.) δικό του · es (el) suyo - είναι (το) δικό του · es (la) suya - είναι (η) δική του.
T, t [τε] (ουσ,/θηλ.) το εισκοστό τρίτο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, taba [τάμπα] (ουσΥθηλ.) 1: αστράγα λος 2: πεντόβολα. tabaco [ταμπάκο] (ουσΥαρσ.) καπνός tábano [τάμπανο] (ουσΥαρσ.) αλογό μυγα. taberna [ταμπέρνα] (ουσΥθηλ.) ταβέρ να. tabernero [ταμπερνέρο] (ουσΥαρσ.) τα βερνιάρης tabicar [ταμπικάρ] (ρ.) φράζω με τά βλες tabique [ταμπίκε] (ουσΥαρσ.) χώρισμα, tabla [τάμπλα] (ουσΥθηλ.) 1: τάβλα, σανίδα, 2: πάλκο (σκηνής), 3: φράγ μα. tablado [ταμπλάδο] (ουσ,/αρσ.) 1: εξέ δρα, ικρίωμα, 2: πάτωμα θεατρικής σκηνής. tablero [ταμπλέρο] (ουσΥαρσ.) 1: τά βλα, 2: σκακιέρα, 3: πίνακας, tableta [ταμπλέτα] (ουσΥθηλ.) 1: δι σκίο, ταμπλέτα, 2: πλακέτα. tabletear [ταμπλετεάρ] (ρ.) κροταλί ζω. tableteo [ταμπλέτεο] (ουσΥαρσ.) κροτάλισμα. tablón [ταμπλόν] (ουσΥαρσ.) 1: χοντρή σανίδα, 2: πίνακας (ανακοινώσεων). tabú [ταμπού] (ουσΥαρσ.) ταμπού, taburete [ταμπουρέτε] (ουσΥαρσ.) σκα μνί, σκαμπό, tacañería [τακανιερία] (ουσΥθηλ.) φιλαργυρία, τσιγκουνιά, tacaño [τακάνιο] (επίθ.) φιλάργυρος τσιγκούνης φιλοχρήματος taciturno [ταθιτούρνο] (επίθ.) σιωπη λ ός ολιγόλογος σκυθρωπός, taco [τάκο] (ουσΥαρσ.) 1: τάπα, σφήνα, 2: στέκα, παλούκι, 3: αισχρολογία, 4: μάτσο, 5: μπέρδεμα.
502
tacón [τακόν] (ουσΥαρσ.) τακούνι · zapátos de tacón (alto) - ψηλοτάκουνα παπούτσια · le gusta llevar tacones - της αρέσει να φοράει ψηλοτάκουνα. taconazo [τακονάθο] (ουσΥαρσ.) τακουνιά. táctica [τάκτικα] (ουσΥθηλ.) τακτική, μέθοδος, στρατηγική, táctil [τάκτιλ] (επίθ.) απτός ψηλαφη τός. tacto [τάκτο] (ουσΥαρσ.) 1: αφή, άγγιγ μα, 2: αβρότητα, λεπτότητα, τακτ. tacha [τάτσα] (ουσΥθηλ.) 1: ελάττωμα, 2: πρόκα. tachar [τατσάρ] (ρ.) 1: διαγράφω, εξα λείφω, 2: στιγματίζω, στηλιτεύω, επι κρίνω. tachón [τατσόν] (ουσ,/αρσ.) 1: μουτζούρα, 2: διαγραφή, tahona [ταόνα] (ουσΥθηλ.) αρτο ποιείο. tahonero [ταονέρο] (ουσΥαρσ.) αρτο ποιός. taima [τάιμα] (ουσΥθηλ.) πονηριά, πα νουργία. tajante [ταχάν'τε] (επίθ.) 1: κοφτερός, αιχμηρός, 2: οξύς, 3: οριστικός, tajar [ταχάρ] (ρ.) κόβω φέτες, tajo [τάχο] (ουσΥαρσ.) 1: εντομή, εγκο πή, 2: γκρεμός ρεματιά, χαράδρα, 3: απασχόληση, εργασία, tal [ταλ] (δεικτική αντ.) τέτοιος · no es de su carácter tal com portam iento δεν είναι του χαρακτήρα του τέτοια συμπεριφορά · es im perdonable actuar de ta l m anera - είναι ασυγχώ ρητο να συμπεριφέρεται κανείς με τέτοιο τρόπο, taladrar [ταλαδράρ] (ρ.) διατρυπώ, taladro [ταλάδρο] (ουσΥαρσ.) τρυπάtalante [ταλάν'τε] (ουσΥαρσ.) ψυχική διάθεση, προθυμία, κέφι.
tapiar talar [ταλάρ] (ρ.) υλοτομώ, πελεκώ, talco [τάλκο] (ουσΥαρσ.) πούδρα, ταλκ. taleguilla [ταλεγίγια] (ουσΥθηλ.) το παντελόνι των ταυρομάχων, talento [ταλέντο] (ουσ,/αρσ.) ταλέντο, χάρισμα. talismán [ταλισμάν] (ουσΥαρσ.) φυλα κτό, χαϊμαλί, talón [ταλόν] (ουσΥαρσ.) 1: φτέρνα, 2: επιταγή, απόδειξη, talonario [ταλονάριο] (ουσΥαρσ.) μπλοκ, talud [ταλούδ] (ουσΥαρσ.) 1: κλίση, 2: πλαγιά, 3: κατηφόρα, talla [τάγια] (ουσΥθηλ.) 1: λάξευμα, σκάλισμα, χάραξη, 2: ανάστημα, μέ γεθος · ¿qué talla usas?- τι μέγεθος (ρούχου) φοράς, tallar [ταγιάρ] (ρ.) λαξεύω, σκαλίζω, χαράζω. tallarín [ταγιαρίν] (ουσΥαρσ.) λαζάνι, χυλοπίτα. talle [τάγιε] (ουσΥαρσ.) 1: οσφύς μέ ση, 2: φιγούρα, σιλουέτα. taller [ταγιέρ] (ουσΥαρσ.) εργαστήριο, συνεργείο, tallo [τάγιο] (ουσΥαρσ.) βλαστός, πα ραφυάδα, tamaño [ταμάνιο] (ουσΥαρσ.) μέγε θος. tambalearse [ταμ'μπαλεάρσε] (ρ.) τα λαντεύομαι, λικνίζομαι, τρικλίζω, πα ραπαίω. también [ταμ'μπιέν] (επίρρ.) επίσης · -m e gusta la carne - μου αρέσει το κρέας · -a m i tam bién - και εμένα επίσης. tambor [ταμ'μττόρ] (ουσΥαρσ.) τύμπα νο, ταμπούρλο, tamiz [ταμίθ] (ουσΥαρσ.) κόσκινο, κρη σάρα. tamizar [ταμιθάρ] (ρ.) κοσκινίζω, tampoco [ταμ'πόκο] (επίρρ.) ούτε · -ηο m e gustan los refrescos - δε μου αρέ σουν τα αναψυκτικά · -a m i tam poco 503
-
ούτε και εμένα, tan [ταν] (επίρρ.) τόσο · es tan guapo como su herm ano - είναι τόσο όμορ φος όσο ο αδερφός του. tanda [τάν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: σειρά, 2: ομάδα. tangencial [τανχενθιάλ] (επίθ.) εφαπτόμενος. tangente [τανχέν'τε] (ουσΥθηλ.) εφα πτομένη. tangibilidad [τανχιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ) το χειροπιαστό, tangible [τανχίμπλε] (επίθ.) απτός χει ροπιαστός, tanque [τάνκε] (ουσΥαρσ.) 1: τανκ, 2: δεξαμενή, 3: δεξαμενόπλοιο, 4: βυ τιοφόρο. tantear [ταν'τεάρ] (ρ.) 1: υπολογί ζω, εκτιμώ, 2: σταθμίζω, κρατάω το σκορ. tanteo [ταν'τέο] (ουσΥαρσ.) 1: υπολο γισμός, εκτίμηση, 2: ςττάθμιση, σκορ. tanto [τάν'το] 1: (δεικτική αντ.) τόσος · hay tanto ruido que no te oigo - έχει τόσο θόρυβο που δε σε ακόυω ·
tiene tantas ganas de viajar que no puede esperar - έχει τόση όρεξη να ταξιδέψει που δεν μπορεί να περιμέ νει, 2: (επίρρ.) τόσο · lee tanto como su m adre - διαβάζει τόσο, όσο η μητέτρα του · de tanto en tanto - που και που. tapa [τάπα] (ουσΥθηλ.) 1: πώμα, καπά κι, 2: εξώφυλλο, 3: μεζές, tapadera [ταπαδέρα] (ουσΥθηλ.) 1: καπάκι, 2: κάλυψη, tapar [ταπάρ] (ρ.) σκεπάζω, καλύπτω, συγκαλύπτω, αποκρύπτω, tapete [ταπέτε] (ουσΥαρσ.) κάλυμμα, σεμέν. tapia [τάπια] (ουσΥθηλ.) τοίχωμα, φρά κτης. tapiar [ταπιάρ] (ρ.) περιτοιχίζω, περι φράσσω.
tapicería tapicería [ταπιθερία] (ουσΥθηλ.) 1: τα πετσαρία, 2: ταπητουργία, ταπητουρ γείο. tapiz [τάπιθ] (ουσΥαρσ.) χαλί τοίχου, tapizar [ταπιθάρ] (ρ.) ταπετσάρω, tapón [ταπόν] (ουσΥαρσ.) 1: βούλωμα, πώμα, τάπα, 2: μικρόσωμος άνθρω πος. taponar [ταπονάρ] (ρ.) φράζω, βουλώ νω. taquigrafía [τακιγραφία] (ουσΥθηλ.) στενογραφία, taquígrafo [τακίγραφο] (ουσΥαρσ.) στενογράφος, taquilla [τακίγια] (ουσΥθηλ.) 1: θυρίδα, ταμείο εισητηρίων, γκισέ, 2: μικρό ντουλάπι, ερμάριο, taquillera [τακιγιέρο] (ουσΥαρσ.) πωλητής εισιτηρίων, ταμίας, tara [τάρα] (ουσΥθηλ.) 1: απόβαρο, 2: ελάττωμα, ατέλεια, tarado [ταράδο] (επίθ.) 1: βλαμμένος 2: ελαττωματικός ατελής 3: μουρ λός. tarántula [ταράν'τουλα] (ουσΥθηλ.) δη λητηριώδης αράχνη, ταραντούλα, tararear [ταραρεάρ] (ρ.) σιγοτραγουδώ. tardanza [ταρδάνθα] (ουσ/θηλ.) κα θυστέρηση, αργοπορία, βραδύτητα, tardar [ταρδάρ] (ρ.) καθυστερώ, αρ γώ, αργοπορώ. tarde [τάρδε] 1: (ουσΥθηλ.) απόγευμα •hoy por la tarde - σήμερα το από γευμα, 2: (επίρρ.) αργά · es m uy tarde - είναι πολύ αργά. tardío [ταρδίο] (επίθ.) όψιμος, tarea [ταρέα] (ουσΥθηλ.) εργασία δου λειά, ασχολία, tarifa [ταρίφα] (ουσΥθηλ.) τιμοκατά λογος ταρίφα. tarima [ταρίμα] (ουσΥθηλ.) εξέδρα, βάθρο. tarjeta [ταρχέτα] (ουσΥθηλ.) κάρτα 504
• tarjeta de visita - επισκεπτήριο · tarjeta de crédito - πιστωτική κάρτα •tarjeta de em barque - κάρτα επιβί βασης tarro [τάρο] (ουσΥαρσ.) δοχείο, βάζο. tarta [τάρτα] (ουσΥθηλ.) τούρτα, τάρ τα · ta rta de m anzana - μηλόπιτα, tartajear [ταρταχεάρ] (ρ.) τραυλίζω, tartajeo [ταρταχέο] (ουσΥαρσ.) βρα δυγλωσσία, τραύλισμα. tartamudear [ταρταμουδεάρ] (ρ.) τραυ λίζω, ψελλίζω, tartamudo [ταρταμούδο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) τραυλός, tasa [τάσα] (ουσΥθηλ.) 1: εισφορά, φό ρος 2: επιτόκιο, 3: αποτίμηση, αξιο λόγηση. tasar [τασάρ] (ρ.) αποτιμώ, διατιμώ, tasca [τάσκα] (ουσΥθηλ.) ταβέρνα, tatarabuelo [ταταραμπουέλο] (ουσΥ αρσ.) προπάππους, tatuaje [τατουάχε] (ουσΥαρσ.) δερμα τοστιξία, τατουάζ, tauromaquia [ταουρομάκια] (ουσΥ θηλ.) ταυρομαχία, taxi [τάξι] (ουσΥαρσ.) ταξί. taxidermia [ταξιδέρμια] (ουσΥθηλ.) ταρίχευση, βαλσάμωμα. taxidermista [ταξιδερμίστα] (ουσ./ αρσ.) ταριχευτής βαλσαμωτής. taxista [ταξίστα] (ουσΥαρσ.) ταξιτζής, taza [τάθα] (ουσ,/θηλ.) 1: φλιτζάνι, 2: λεκάνη τουαλέτας te [τε] 1: (προσωπική αντ.) σε · ¿cómo te llamas? - πώς σε λένε,/πώς ονομά ζεσαι;, 2: (προσωπική αντ.) σου · te devuelvo tus llaves - σου επιστρέφω τα κλειδιά σου. té [τε] (ουσΥαρσ.) τσάι. tea [τέα] (ουσΥθηλ.) δάδα, δαυλός, teatral [τεατράλ] (επίθ.) θεατρικός δραματικός θεατρινίστικος teatro [τεάτρο] (ουσΥαρσ.) θέατρο, tebeo [τεμπέο] (ουσΥαρσ.) παιδική εφη
temerario μερίδα, κόμιξ. tecla [τέκλα] (ουσ./θηλ.) πλήκτρο, teclado [τεκλάδο] (ουσΥαρσ.) πληκτρο λόγιο. técnica [τέκνικα] (ουσΥθηλ.) τεχνική, μέθοδος. técnico [τέκνικο] 1: (ουσΥαρσ.) τεχνι κός (επάγγελμα), 2: (επίθ.) τεχνικός, tecnología [τεκνολοχία] (ουσΥθηλ.) τεχνολογία, tecnológico [τεκνολόχικο] (επίθ.) τε χνολογικός, techar [τετσάρ] (ρ.) στεγάζω, techo [τέτσο] (ουσΥαρσ.) οροφή, στέ γη, σκεπή, techumbre [τετσούμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) σκεπή, στέγη, tedio [τέδιο] (ουσΥαρσ.) ανία, πλήξη, teja [τέχα] (ουσΥθηλ.) κεραμίδι, tejado [τεχάδο] (ουσΥαρσ.) σκεπή, στέγη. tejemaneje [τεχεμανέχε] (ουσΥαρσ.) 1: φούρια, 2: μηχανορραφία, ίντρι γκα, πλεκτάνη. tejer [τεχέρ] (ρ.) υφαίνω, πλέκω, tejido [τεχίδο] (ουσΥαρσ.) 1: ύφασμα, 2: ύφανση, 3: ιστός, tejón [τεχόν] (ουσΥαρσ.) ασβός, tela [τέλα] (ουσΥθηλ.) 1: ύφασμα, 2: μεμβράνη, telar [τελάρ] (ουσΥαρσ.) αργαλειός υφαντουργείο, telaraña [τελαράνια] (ουσΥθηλ.) ιστός αράχνης tele [τέλε] (ουσΥθηλ.) τηλεόραση, telecomunicación [τελεκομουνικαθιόν] (ουσΥθηλ.) τηλεπικοινωνία, telediarlo [τελεδιάριο] (ουσΥαρσ.) τη λεοπτικό δελτίο ειδήσεων, teledirigido [τελεδιριχίδο] (επίθ.) τηλε κατευθυνόμενος τηλεχειριζόμενος telefonear [τελεφονεάρ] (ρ.) τηλεφω νώ. telefónico [τελεφόνικο] (επίθ.) τηλε
φωνικός. telefonista [τελεφονίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) τηλεφωνητής τηλεφωνήτρια, teléfono [τελέφονο] (ουσΥαρσ.) τηλέ φωνο. telegrafía [τελεγραφία] (ουσΥθηλ.) τη λεγραφία, telégrafo [τελέγραφο] (ουσΥαρσ.) τη λέγραφος, telegrama [τελεγράμα] (ουσΥαρσ.) τη λεγράφημα, teleimpresor [τελεϊμπρεσόρ] (ουσΥαρσ.) τηλέτυπο, τηλεκτυπωτής. telepatía [τελεπατία] (ουσΥθηλ.) τηλε πάθεια. telescopio [τελεσκόπιο] (ουσΥαρσ.) τη λεσκόπιο. telespectador [τελεσπεκταδόρ] (ουσΥ αρσ.) τηλεθεατής, teletipo [τελετίπο] (ουσΥαρσ.) τηλέ τυπο. televidente [τελεβιδέν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) τηλεθεατής τηλεθεάτρια. televisión [τελεβισιόν] (ουσΥθηλ.) τη λεόραση. televisor [τελεβισόρ] (ουσΥαρσ.) τηλεό ραση (συσκευή). telilla [τελίγια] (ουσΥθηλ) πέτσα κρού στα telón [τελόν] (ουσΥαρσ.) 1: αυλαία, 2: παραπέτασμα, telúrico [τελούρικο] (επίθ.) γήινος tema [τέμα] (ουσΥαρσ.) θέμα, υπόθε ση. temático [τεμάτικο] (επίθ.) θεματικός, temblar [ τ ε μ 'μ τ τ λ ά ρ ] (ρ .) τρέμω, temblor [τεμ'μπλόρ] (ουσΥαρσ.) 1: τρεμούλιασμα, τρεμούλα, 2: δόνη ση. tembloroso [τεμ'μπλορόσο] (επίθ.) τρεμουλιαστός τρεμάμενος temer [τεμέρ] (ρ.) φοβάμαι, δειλιάζω, temerario [τεμεράριο] (επίθ.) ριψοκίν δυνος παράτολμος.
505
temeridad temeridad [τεμεριδάδ] (ουσΥθηλ.) παρατολμία. temeroso [τεμερόσο] (επ(θ.) φοβισμέ νος έντρομος τρομαγμένος, temible [τεμίμπλε] (επίθ.) φοβερός τρομακτικός, temor [τεμόρ] (ουσΥαρσ.) φόβος, temperamento [τεμ'περαμέν'το] (ουσΥ αρσ.) ιδιοσυγκρασία, ταμπεραμέντο. temperatura [τεμ'περατούρα] (ουσ./ θηλ.) 1: θερμοκρασία, 2: πυρετός, tempestad [τεμ'πεστάδ] (ουσΥθηλ.) θύ ελλα, φουρτούνα, τρικυμία καταιγίδα, tempestuoso [τεμ'πεςττουόσο] (επίθ.) θυελλώδης τρικυμιώδης, templado [τεμ'πλάδο] (επίθ.) 1: χλια ρός (νερό), 2: εύκρατος (κλίμα), 3: μετριοπαθής, templanza [τεμ'πλάνθα] (ουσΥθηλ.) 1: ηπιότητα (κλίματος), 2: μετριοπά θεια, εγκράτεια, templo [τέμ'πλο] (ουσ,/αρσ.) ναός. temporada [τεμ'ποράδα] (ουσΥθηλ.) εποχή, χρονικό διάστημα, περίοδος, temporal [τεμ’ποράλ] 1: (ουσΥαρσ.) καταιγίδα, μπόρα, 2: (επίθ.) προσω ρινός πρόσκαιρος, temprano [τεμ'πράνο] 1: (επίθ.) πρώι μος, 2: (επίρρ.) νωρίς, tenacidad [τεναθιδάδ] (ουσ,/θηλ.) 1: επιμονή, πείσμα, 2: ανθεκτικότητα, αντοχή. tenaz [τενάθ] (επίθ.) 1: επίμονος πει σματάρης 2: ανθεκτικός, tenaza [τενάθα] (ουσΥθηλ.) τανάλια, τσιμπίδα. tendedero [τεν'ντεδέρο] (ουσΥαρσ.) απλώστρα, tendencia [τεν'ντένθια] (ουσΥθηλ.) τά ση, ροπή, κλίση, tender [τεν'ντέρ] (ρ.) 1: τείνω, 2: απλώ νω, τεντώνω, tenderse [τεν'ντέρσε] (ρ.) ξαπλώνω, πλαγιάζω.
tendero [τεν'ντέρο] (ουσΥαρσ.) μπα κάλης παντοπώλης, tendón [τεν'ντόν] (ουσΥαρσ.) τένο ντας. tenebrosidad [τενεμπροσιδάδ] (ουσ./ θηλ.) σκοτεινιά, μαυρίλα. tenebroso [τενεμπρόσο] (επίθ.) ζοφε ρός καταχθόνιος, tenedor [τενεδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κά τοχος ιδιοκτήτης δικαιούχος 2: πι ρούνι. tenencia [τενένθια] (ουσΥθηλ.) κατο χή, ιδιοκτησία, tener [τενέρ] (ρ.) έχω, κατέχω-¿cuántos años tienes? - πόσο χρονών είσαι; · tengo un herm ano - έχω έναν αδερ φό · m i casa tiene buena vista - το σπίτι μου έχει ωραία θέα · tengo sed - διψάω · tengo frio/calor - κρυώνω/ ζεσταίνομαι · tengo prisa - βιάζο μαι · tengo sueño - νυστάζω · tengo ham bre - πεινάω · tengo clases de español a las 3 - έχω μάθημα ισπανι κών στις 3 · tienes que estudiar - πρέ πει να μελετήσεις. teniente [τενιέν'τε] (ουσΥαρσ.) υπολοχαγός · teniente coronel - αντισυνταγματάρχης · teniente general - αντιστράτηγος. tenis [τένις] (ουσΥαρσ.) τένις · tenis de mesa - πιγκ πογκ. tenor [τενόρ] (ουσΥαρσ.) τενόρος, tensar [τενσάρ] (ρ.) τεντώνω, tensión [τενσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: στρες, 2: πίεση, 3: τάση, 4: ένταση, tenso [τένσο] (επίθ.) τεταμένος τεντω μένος. tentación [τεν'ταθιόν] (ουσΥθηλ.) πει ρασμός. tentáculo [τεν'τέκουλο] (ουσΥαρσ.) πλοκάμι. tentador [τεν'ταδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) πρόσωπο που αξιολογεί τη μαχητική ικανότητα νεαρών ταύρων, 2: (επίθ.)
506
terreno terreno δελεαστικός, πλάνος, σαγηνευτικός, tentar [τεν'τάρ] (ρ.) 1: ακουμπώ, αγγί ζω, ψηλαφώ, 2: βάζω σε πειρασμό, δελεάζω. tentativa [τεν'τατιβα] (ουσ./θηλ.) από πειρα, προσπάθεια, tenue [τένουε] (επίθ.) αμυδρός λε πτός. teñir [τενίρ] (ρ.) βάφω, χρωματίζω · tiño el pelo - βάφω τα μαλλιά μου. teología [τεολοχία] (ουσΥθηλ.) θεο λογία. teólogo [τεόλογο] (ουσΥαρσ.) θεολό γος. teorema [τεορέμα] (ουσΥαρσ.) θεώ ρημα. teoría [τεορία] (ουσΥθηλ.) θεωρία, teóricamente [τεόρικαμεν'τε] (επίρρ.) θεωρητικώς. teórico [τεόρικο] (επίθ.) θεωρητικός, tequila [τεκίλα] (ουσΥαρσ.) τεκίλα. terapéutico [τεραπέουτικο] (επίθ.) θε ραπευτικός, terapia [τεράπια] (ουσΥθηλ.) θερα πεία. tercamente [τέρκαμεν'τε] (επίρρ.) πει σματικά. tercermundista [τερθερμουν'ντίστα] (επίθ.) τριτοκοσμικός, tercero [τερθέρο] (αριθμ. επίθ.) τρίτος •vivo en el tercer piso/vivo en el piso tercero - μένω στον τρίτο όροφο · la
calle Alcalá es la tercera a la derecha - η οδός Αλκαλά είναι η τρίτη στα δεξιά. terceto [τερθέτο] (ουσΥαρσ.) 1: τρίο, 2: τριωδία, τρίστιχο, terciar [τερθιάρ] (ρ.) 1: γέρνω, 2: μεσο λαβώ, παρεμβαίνω, 3: φοράω κάτι λοξά. tercio [τέρθιο] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) ένα τρίτο (1/3). terciopelo [τερθιοπέλο] (ουσΥαρσ.) βελούδο.
terco [τέρκο] (επίθ.) ισχυρογνώμων, πεισματάρης, tergiversación [τερχιβερσαθιόν) (ουσΥ θηλ.) 1: διαστρέβλωση, παρερμηνεία, 2: παραμόρφωση, tergiversar [τερχιβερσάρ] (ρ.) δια στρεβλώνω, παραμορφώνω, terminación [τερμιναθιόν] (ουσΥθηλ.) 1:λή ξη ,2: κατάληξη, terminal [τερμινάλ] (ουσΥθηλ.) αφετη ρία, τέρμα, terminante [τερμινάν'τε] (επίθ.) ορι στικός, αποφασιστικός, τελικός, τερ ματικός. terminar [τερμινάρ] (ρ.) τελειώνω, τερματίζω, λήγω, καταλήγω, término [τέρμινο] (ουσΥαρσ.) 1: τέλος, τέρμα, όριο, 2: όρος 3: προθεσμία, 4: πλάνο. terminología [τερμινολοχία] (ουσ./ θηλ.) ορολογία, termómetro [τερμόμετρο] (ουσΥαρσ.) θερμόμετρο, termo [τέρμο] (ουσΥαρσ.) θερμός, termostato [τερμοστάτο] (ουσΥαρσ.) θερμοστάτης, ternero [τερνέρο] (ουσΥαρσ.) μοσχά ρι. ternilla [τερνίγια] (ουσΥθηλ.) χόνδρος, ternura [τερνούρα] (ουσΥθηλ.) τρυφε ρότητα. terquedad [τερκεδάδ] (ουσΥθηλ.) πεί σμα, ισχυρογνωμοσύνη. terrateniente [τερατενιέν'τε] (ουσ./ αρσ.) τσιφλικάς αγροκτηματίας. terraza [τεράθα] (ουσΥθηλ.) ταράτσα, βεράντα. terremoto [τερεμότο] (ουσΥαρσ.) σει σμός δόνηση, terrenal [τερενάλ] (επίθ.) επίγειος εγκόσμιος γήινος terreno [τερένο] 1: (ουσΥαρσ.) έδα φος οικόπεδο, πεδίο, έκταση γης 2: (επίθ.) επίγειος
507
terrestre terrestre [τερέστρε] (επίθ.) κάτοικος της γης γήινος επίγειος χερσαίος, terrible [τερίμπλε] (επίθ.) τρομερός φοβερός. territorio [τεριτόριο] (ουσΥαρσ.) έδα φος περιοχή, επικράτεια, terrón [τερόν] (ουσΥαρσ.) σβόλος βό λος terror [τερόρ] (ουσΥαρσ.) τρόμος, terrorismo [τερορίσμο] (ουσΥαρσ.) τρομοκρατία, terrorista [τερορίστα] (ουσΥαρσ.) τρο μοκράτης, terroso [τερόσο] (επίθ.) χωμάτινος γήινος terso [τέρσο] (επίθ.) στιλπνός γυαλι στερός. tersura [τερσούρα] (ουσΥθηλ.) στιλ πνότητα, γυαλάδα, tertulia [τερτοΰλια] (ουσΥθηλ.) 1: κύ κλος ομάδα 2: φιλική συγκέντρωση, tesis [τέσις] (ουσΥθηλ.) διδακτορική διατριβή. tesón [τεσόν] (ουσΥαρσ.) 1: επιμονή, 2: συνεκτικότητα, συνοχή, tesorero [τεσορέρο] (ουσΥαρσ.) θη σαυροφύλακας, tesoro [τεσόρο] (ουσΥαρσ.) θησαυ ρός. testa [τέστα] (ουσΥθηλ.) κεφάλι, κε φαλή. testamento [τεσταμέν'το] (ουσΥαρσ.) διαθήκη · Antiguo/Nuevo testam iento - Παλαιά/Καινή διαθήκη, testar [τεστάρ] (ρ.) κάνω διαθήκη, testarada [τεσταράδα] (ουσΥθηλ.) κουτουλιά, testarudez [τεσταρουδέθ] (ουσΥθηλ.) ξεροκεφαλιά. testarudo [τεσταρούδο] (επίθ.) ισχυρογνώμων, πεισματάρης ξεροκέ φαλος. testículo [τεστίκουλο] (ουσΥαρσ.) όρΧΐζ·
testificar [τεστιφικάρ] (ρ.) μαρτυρώ, αποδεικνύω, βεβαιώνω, testificativo [τεστιφικατίβο] (επίθ.) απο δεικτικός. testigo [τεστίγο] (ουσΥαρσ.) μάρτυ ρας. testimoniar [τεστιμονιάρ] (ρ.) μαρτυ ρώ, καταθέτω ως μάρτυρας, testimonio [τεστιμόνιο] (ουσΥαρσ.) μαρτυρία, κατάθεση, teta [τέτα] (ουσΥθηλ.) μαστός βυζί, θηλή μαστού, tétano [τέτανο] (ουσΥαρσ.) τέτανος, tetera [τετέρα] (ουσΥθηλ.) τσαγιέρα, tétrico [τέτρικο] (επίθ.) σκυθρωπός θλιβερός καταθλιπτικός μελαγχολικός tetuda [τετούδα] (ουσΥθηλ.) γυναίκα με μεγάλα στήθη, (χυδ.) βυζαρού. textil [τεξτίλ] (επίθ.) υφαντουργικός. texto [τέξτο] (ουσΥαρσ.) κείμενο, textura [τεξτούρα] (ουσΥθηλ.) 1: ύφαν ση, υφή, 2: δομή, 3: πλοκή, tez [τεθ] (ουσΥθηλ.) επιδερμίδα, tía [τία] (ουσΥθηλ.) 1: θεία, 2: (καθ.) γκόμενα, τύπισσα, tibia [τίμπια] (ουσΥθηλ.) κνήμη, tibieza [τιμπιέθα] (ουσΥθηλ.) χλιαρότητα. tibio [τίμπιο] (επίθ.) χλιαρός, tiburón [τιμπουρόν] (ουσΥαρσ.) καρ χαρίας. tic [τικ] (ουσΥαρσ.) νευρικό τικ. tiem po [τιέμ'πο] (ουσΥαρσ.) καιρός χρόνος περίοδος εποχή, tienda [τιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) 1: κατά στημα, μαγαζί, 2: σκηνή, τέντα, tierno [τιέρνο] (επίθ.) τρυφερός μα λακός. tierra [τιέρα] (ουσΥθηλ.) 1: χώμα, 2: γη, στεριά, 3: πατρίδα, χώρα · Tierra Santa - Αγιοι Τόποι, tieso [τιέσο] (επίθ.) 1: τεντωμένος, κοκαλωμένος, 2: άκαμπτος.
508
tirante tiesto [τιέστο] (ουσΥαρσ.) 1: γλάστρα, 2: θρύψαλο, tifón [τιφόν] (ουσΥαρσ.) τυφώνας, tifus [τίφους] (ουσΥαρσ.) τύφος, tigre [τίγρε] (ουσΥαρσ.) τίγρης, tigresa [τιγρέσα] (ουσΥθηλ.) θηλυκή τίγρης. tijeras [τιχέρας] (ουσΥθηλ.) πληθ. ψα λίδι. tijeretazo [τιχερετάθο] (ουσΥαρσ.) χτύ πημα με ψαλίδι, ψαλιδιά, tijeretear [τιχερετεάρ] (ρ.) ψαλιδίζω, tila [τίλα] (ουσΥθηλ.) 1: τίλιο, 2: φιλύ ρα, φλαμουριά, tildar [τιλντάρ] (ρ.) 1: στιγματίζω, κα τηγορώ, 2: τονίζω λέξη, βάζω περι σπωμένη, tilde [τίλντε] (ουσΥθηλ.) τόνος (λέξης). timar [τιμάρ] (ρ.) εξαπατώ, ξεγελώ, πα ραπλανώ, timbrar [ τ ιμ 'μ π ρ ά ρ ] (ρ .) επικολλώ, timbre [ τ ίμ 'μ π ρ ε ] (ουσΥαρσ.) 1: χαρτό σημο, ένσημο, 2: κουδούνι, tímidamente [τίμιδαμεν'τε] (επίρρ.) συνεσταλμένα, δειλά, timidez [τιμιδέθ] (ουσΥθηλ.) ντροπαλότητα, συστολή, δειλία, tímido [τίμιδο] (επίθ.) ντροπαλός, συ νεσταλμένος δειλός, timo [τίμο] (ουσΥαρσ.) απάτη, εξαπά τηση, ξεγέλασμα, κοροϊδία, timón [τιμόν] (ουσΥαρσ.) τιμόνι, πη δάλιο. timonel [τιμονέλ] (ουσΥαρσ.) τιμονιέ ρης πηδαλιούχος, tímpano [τίμ'πανο] (ουσΥαρσ.) τύμπα νο. tinaja [τινάχα] (ουσΥθηλ.) στάμνα, πι θάρι. tinieblas [τινιέμπλας] (ουσΥθηλ.) πληθ. σκότος σκοτάδι, tino [τίνο] (ουσΥαρσ.) 1: ευστοχία, ακρίβεια, 2: τακτ, 3: μέτρο, μετριο πάθεια.
tinta [τίντα] (ουσΥθηλ.) μελάνη, βαφή, μπογιά, tintar [τιν'τάρ] (ρ.) βάφω. tinte [τίν'τε] (ουσΥαρσ.) βαφή. tintero [τιν'τέρο] (ουσΥαρσ.) μελανο δοχείο. tintinear [τιν'τινεάρ] (ρ.) κουδουνίζω, tintineo [τιν'τινέο] (ουσΥαρσ.) κου δούνισμα, tinto [τίν'το] (ουσΥαρσ.) κόκκινο κρα σί, 2: (επίθ.) βαμμένος με κόκκινο χρώμα. tintorería [τιν'τορερία] (ουσΥθηλ.) βα φείο, καθαριστήριο, tío [τίο] (ουσΥαρσ.) 1: θείος 2: παλικά ρι, 3: τύπος, típico [τίπικο] (επίθ.) 1: χαρακτηρι στικός τυπικός 2: παραδοσιακός γραφικός, tipo [τίπο] (ουσΥαρσ.) 1: τύπος 2: εί δος 3: φιγούρα, tipografía [τιπογραφία] (ουσΥθηλ.) τυ πογραφία, tipográfico [τιπογράφικο] (επίθ.) τυ πογραφικός, tipógrafo [τιπόγραφο] (ουσΥαρσ.) τυ πογράφος, tira [τίρα] (ουσΥθηλ.) ταινία, λουρίδα, tirabuzón [τιραμπουθόν] (ουσΥαρσ.) μπούκλα. tirachinas [τιρατσίνας] (ουσ,/αρσ.) σφεντόνα, tirada [τιράδα] (ουσΥθηλ.) ρίψη, ρίξι μο. tirador [τιραδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: σκο πευτής 2: πόμολο, χερούλι, λαβή. tirafondo [τιραφόν'ντο] (ουσΥαρσ.) ούπα για βίδες, tiralíneas [τιραλίνεας] (ουσΥαρσ.) γραμ μογράφος tiranía [τιρανία] (ουσΥθηλ.) τυραννία, tirano [τιράνο] (ουσΥαρσ.) τύραννος δεσπότης. •tirante [τιράν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) τιρά 509
tirantez ντα, 2: (επίθ.) τεταμένος τεντωμέ νος. tirantez [τιραν'τέθ] (ουσΥθηλ.) 1: έντα ση, 2: τέντωμα, tirar [τιράρ] (ρ.) ρίχνω, πετάω, τραβώ, tirarse [τιράρσε] (ρ.) πέφτω, ρίχνομαι, tiritar [τιριτάρ] (ρ.) τουρτουρίζω, τρέ μω. tiro [τίρο] (ουσΥαρσ.) πυροβολισμός βολή. tirón [τιρόν] (ουσΥαρσ.) τράβηγμα, tirotear [τιροτεάρ] (ρ.) πυροβολώ, tiroteo [τιροτέο] (ουσΥαρσ.) πυροβο λισμός tísico [τίσικο] (επίθ.) φθισικός φυματικός títere [τίτερε] (ουσΥαρσ.) μαριονέτα. titilar [τιτιλάρ] (ρ.) τρεμοπαίζω, titubeante [τιτουμπεάν'τε] (επίθ.) δι ατακτικός αβέβαιος titubear [τπουμπεάρ] (ρ.) 1: κομπιάζω, τραυλίζω, 2: διστάζω, αμφιταλαντεύο μαι. titubeo [τιτουμπέο] (ουσΥαρσ.) κόμπιασμα, δισταγμός ενδοιασμός, titular [τιτουλάρ] 1: (ουσΥαρσ.) (α) τίτλος περιοδικού, (β) διπλωματούχος 2: (ρ.) τιτλοφορώ, título [τίτουλο] (ουσΥαρσ.) 1: δίπλωμα, τίτλος πτυχίο, 2: δικαίωμα, ιδιότητα, tiza [τίθα] (ουσ,/θηλ.) κιμωλία, tiznar [τιθνάρ] (ρ.) μαυρίζω, μουντζου ρώνω, λεκιάζω, κηλιδώνω, tizne [τίθνε] (ουσΥαρσ.) φούμο, κάπνα. tiznón [τιθνόν] (ουσΥαρσ.) καπνιά, μουτζούρα. tizón [τιθόν] (ουσΥαρσ.) δάδα, δαυ λός. toalla [τοάγια] (ουσΥθηλ.) πετσέτα, tobillo [τομπίγιο] (ουσΥαρσ.) αστρά γαλος. tobogán [τομπογάν] (ουσΥαρσ.) τσου λήθρα.
510
tocadiscos [τοκαδίσκος] (ουσΥαρσ.) πικάπ. tocador [τοκαδόρ] (ουσΥαρσ.) τουα λέτα. tocar [τοκάρ] (ρ.) 1: αγγίζω, 2: παίζω (για όργανα), 3: χτυπώ, 4: θίγω, 5: προσεγγίζω, 6: κερδίζω, 7: έχω σειρά • tocar m adera- χτυπάω ξύλο · tocar el piano - παίζω πιάνο · ¿te ha tocado alguna vez la lotería?- σου έχει τύχει ποτέ ο λαχνός · ahora le toca a usted h a b la r-τώ ρ α είναι η σειρά σας κύριε να μιλήσετε, tocayo [τοκάγιο] (επίθ.) συνονόματος, tocino [τοθίνο] (ουσΥαρσ.) λίπος ξί γκι. todavía [τοδαβία] (επίρρ.) ακόμα · ηο he conocido todavía a Enrique - δεν έχω γνωρίσει ακόμα τον Ενρίκε · está estudiando todavía - ακόμα μελετάει. todo [τόδο] (επίθ.) όλος · estábamos juntos todo el fin de sem ana - ήμα σταν μαζί όλο το Σαββατοκύριακο · te cuento toda la verdad - σου λέω όλη την αλήθεια, todopoderoso [τοδοποδερόσο] (επίθ.) παντοδύναμος, toga [τόγα] (ουσΥθηλ.) τήβεννος, toldo [τόλδο] (ουσΥαρσ.) τέντα, σκίαστρο. tole [τόλε] (ουσΥαρσ.) οχλοβοή, φα σαρία, σαματάς, tolerabilidad [τολεραμπιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) ανεκτικότητα, ανοχή, tolerable [τολεράμπλε] (επίθ.) ανε κτός, υποφερτός, tolerancia [τολεράνθια] (ουσΥθηλ.) ανο χή, ανεκτικότητα, tolerante [τολεράν'τε] (επίθ.) ανεκτι κός επιεικής, tolerar [τολεράρ] (ρ.) ανέχομαι, επι τρέπω, υπομένω, tolva [τόλβα] (ουσΥθηλ.) αλωνιστική
tornillo μηχανή. toma [τόμα] (ουσΥθηλ.) 1: λήψη, 2: άλωση. tomar [τομάρ] (ρ.) 1: παίρνω, λαβαίνω, 2: τρώω, πίνω · tom ar una pastilla παίρνω χάπι · tom am os unas copas - πίνουμε μερικά ποτά · ¿qué quiere tom ar usted? - τι θα πάρετε κύριε;
(φαγητό ή ποτό) · no le tomes por tonto - μην τον περνάς για χαζό. tomate [τομάτε] (ουσΥαρσ.) ντομάτα, tomatera [τοματέρα] (ουσΥθηλ.) ντοματιά. tómbola [τόμ'μπολα] (ουσ,/θηλ.) τό μπολα. tomillo [τομίγιο] (ουσΥαρσ.) θυμάρι, tomo [τόμο] (ουσΥαρσ.) τόμος, tonalidad [τοναλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: τόνος, 2: απόχρωση, χρωματισμός, tonel [τονέλ] (ουσΥαρσ.) βαρέλι, tonelada [τονελάδα] (ουσΥθηλ.) τό νος. tonelaje [τονελάχε] (ουσΥαρσ.) χωρη τικότητα. tónico [τόνικο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) το νωτικό, (β) γραφίτης τόνερ, 2: (επίθ.) (α) τονικός (β) τονωτικός, δυναμωτικός. tonificante [τονιφικάν'τε] (επίθ.) το νωτικός, δυναμωτικός αναζωογονη τικός. tonificar [τονιφικάρ] (ρ.) τονώνω, εν δυναμώνω, tono [τόνο] (ουσΥαρσ.) 1: τόνος 2: χροιά. tonsura [τονσούρα] (ουσΥθηλ.) κού ρεμα. tontear [τον'τεάρ] (ρ.) χαζολογώ, κά νω χαζομάρες, tontería [τοντερία] (ουσΥθηλ.) βλακεία, χαζομάρα, tonto [τόχ/το] (επίθ.) ανόητος χαζός, topacio [τοπάθιο] (ουσΥαρσ.) τοπάζι, topar [τοπάρ] (ρ.) 1: συγκρούομαι, 511
τρακάρω, 2; συναντώ τυχαία, tope [τόπε] (ουσΥαρσ.) κορυφή, άκρη. tópico [τόπικο] 1: (ουσΥαρσ.) κοινο τοπία, κλισέ έκφραση, 2: (επίθ.) το πικός. topo [τόπο] (ουσΥαρσ.) 1: τυφλοπόντι κας 2: αδέξιος, topografía [τοπογραφία] (ουσΥθηλ.) τοπογραφία, toque [τόκε] (ουσΥαρσ.) άγγιγμα, πινε λιά, σάλπισμα, τυμπανοκρουσία · te doy un toque - σου κάνω μια αναπά ντητη κλήση, toquetear [τοκετεάρ] (ρ.) πασπατεύω, χουφτώνω, tórax [τόραξ] (ουσΥαρσ.) θώρακας, torbellino [τορμπεγίνο] (ουσΥαρσ.) 1: ανεμοστρόβιλος σίφουνας 2: δίνη. tercedura [τορθεδούρα] (ουσΥθηλ.) θλάση. torcer [τορθέρ] (ρ.) 1: στρέφω, κυρτώ νω, κάμπτω, στρίβω, λυγίζω, 2: (μτφ.) διαστρέφω, παραποιώ, torear [τορεάρ] (ρ.) 1: ταυρομαχώ, 2: αποφεύγω με ελιγμούς toreo [τορέο] (ουσΥαρσ.) ταυρομαχία, torero [τορέρο] 1: (ουσΥαρσ.) ταυρο μάχος 2: (επίθ.) ταυρομαχικός tormenta [τορμέν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: καταιγίδα, μπόρα, θύελλα, 2: φρενί τιδα, παροξυσμός, tormento [τορμέν'το] (ουσΥαρσ.) βά σανο, βασανιστήριο, tormentoso [τορμεν'τόσο] (επίθ.) 1: θυελλώδης 2: βίαιος, βασανιστικός, torna [τόρνα] (ουσΥθηλ.) επάνοδος επιστροφή, tornado [τορνάδο] (ουσΥαρσ.) τυφώ νας λαίλαπα, καταιγίδα, tornar [τορνάρ] (ρ.) 1: επιστρέφω κά τι, 2: αλλάζω σε κάτι, 3: επιστρέφω, 4: γυρίζω, μετατρέπω, tomillo [τορνίγιο] (ουσΥαρσ.) βίδα, κο χλίας.
torno torno [τόρνο] (ουο./αρσ.) τόρνος, βα ρούλκο, toro [τόρο] (ουσΥαρσ.) ταύρος, toronja [τορόνχα] (ουσΥθηλ.) γκρέιπ φρουτ. torpe [τόρπε] (επίθ.) 1: αδέξιος άγαρ μπος 2: δυσκίνητος, torpedo [τορπέδο] (ουσΥαρσ.) τορ πίλη. torpemente [τόρπεμεν'τε] (επίρρ.) 1: βραδυκίνητα, 2: αδέξια, torpeza [τορπέθα] (ουσΥθηλ.) 1: αδε ξιότητα, αγαρμποσύνη, έλλειψη τακτ. , 2: δυσκινησία, βραδύτητα, torre [τόρε] (ουσΥθηλ.) πύργος, torrefacción [τορεφαξιόν] (ουσΥθηλ.) καβούρδισμα. torrefacto [τορεφάκτο] (επίθ.) κα βουρδισμένος, torrencial [τορενθιάλ] (επίθ.) χειμαρ ρώδης. torrente [τορέν'τε] (ουσΥαρσ.) 1: χεί μαρρος 2: ρεύμα, torreón [τορεόν] (ουσΥαρσ.) αμυντι κός πύργος, torrero [τορέρο] (ουσΥαρσ.) φαροφύ λακας. tórrido [τόριδο] (επίθ.) 1: θερμός 2: (μτφ.) πικάντικος καυτερός, torsión [τορσιόν] (ουσΥθηλ.) συστροφή, στρίψιμο, torso [τόρσο] (ουσΥαρσ.) κορμός (αν
θρώπου). torta [τόρτα] (ουσΥθηλ) γλύκισμα, τούρ τα tortazo [τορτάθο] (ουσΥαρσ.) 1: σκα μπίλι, 2: τρακάρισμα, tortícolis [τορτίκολις] (ουσΥαρσ.) στρα βολαίμιασμα, tortilla [τορτίγια] (ουσΥθηλ.) ομελέτα, tórtola [τόρτολα] (ουσΥθηλ.) τρυγόνι, tortuga [τορτούγα] (ουσΥθηλ.) χελώ να. tortura [τορτούρα] (ουσΥθηλ.) βάσα
512
νο, βασανιστήριο, torturar [τορτουράρ] (ρ.) βασανίζω, tos [τος] (ουσ,/θηλ.) βήχας. tosca [τόσκα] (ουσΥθηλ.) οδοντική πέ τρα. tosco [τόσκο] (επίθ.) 1: πρόστυχος χυ δαίος 2: χοντροκομμένος τραχύς άξεστος, toser [τοσέρ] (ρ.) βήχω. tosquedad [τοσκεδάδ] (ουσΥθηλ.) τρα χύτητα, βαναυσότητα, tostada [τοστάδα] (ουσ,/θηλ.) φρυγα νιά. tostar [τοστάρ] (ρ.) ψήνω, καβουρδί ζω. total [τοτάλ] 1: (ουσΥαρσ.) σύνολο, 2: (επίθ.) ολικός συνολικός πλήρης, totalidad [τοταλιδάδ] (ουσΥθηλ.) σύ νολο, ολότητα, totalitario [τοταλιτάριο] (επίθ.) ολο κληρωτικός, totalizar [τοταλιθάρ] (ρ.) αθροίζω, προσθέτω, toxicidad [τοξιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) τοξι κότητα. tóxico [τόξικο] 1: (ουσΥαρσ.) δηλητή ριο, 2: (επίθ.) τοξικός δηλητηριώ δης. tozudez [τοθουδέθ] (ουσΥθηλ.) πεί σμα, ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή, tozudo [τοθούδο] (επίθ.) πεισματά ρης ισχυρογνώμων. traba [τράμπα] (ουα/θηλ.) 1: δεσμός σύνδεσμος 2: τροχοπέδη, 3: εμπό διο. trabacuenta [τραμπακουέν'τα] (ουσΥ θηλ.) αθροιστικό λάθος, trabajador [τραμπαχαδόρ] 1: (ουσΥ αρσ.) εργάτης 2: (επίθ.) εργατικός, trabajar [τραμπαχάρ] (ρ.) εργάζομαι, δουλεύω. trabajo [τραμπάχο] (ουσΥαρσ.) εργα σία, δουλειά, trabajoso [τραμπαχόσο] (επίθ.) κοπια-
tranco στικός κουραστικός, trabalenguas [τραμπαλένγκουας] (ουσ./ αρσ.) γλωσσοδέτης trabar [τραμπάρ] (ρ.) 1: ενώνω, δένω, 2: δεσμεύω, εμποδίζω, tracción [τρακθιόν] (ουσΥθηλ.) έλξη. tractor [τρακτόρ] (ουσΥαρσ.) ελκυστήρας τρακτέρ, tradición [τραδιθιόν] (ουσΥθηλ.) εθι μοτυπία, παράδοση, tradicional [τραδιθιονάλ] (επίθ.) εθι μοτυπικός παραδοσιακός, traducción [τραδουκθιόν] (ουσΥθηλ.) μετάφραση, traducible [τραδουθίμπλε] (επίθ.) με ταφράσιμος, traducir [τραδουθίρ] (ρ.) μεταφράζω, traductor [τραδουκτόρ] (ουσΥαρσ.) μεταφραστής, traer [τραέρ] (ρ.) φέρνω, προσκομίζω •¿me trae la cuenta por favor7 - μου φέρνετε τον λογαριασμό παρακα λώ;. traficar [τραφικάρ] (ρ.) εμπορεύομαι, διακινώ. tráfico [τράφικο] (ουσΥαρσ.) εμπορία, διακίνηση, κυκλοφορία, tragadero [τραγαδέρο] (ουσΥαρσ.) στόμιο. tragaldabas [τραγαλδάμπας] (επίθ.) αδηφάγος, λαίμαργος φαταούλας, tragaluz [τραγαλούθ] (ουσΥαρσ.) φεγ γίτης. tragaperras [τραγαπέρας] (ουσΥαρσ.) κερματοδέκτης, tragar [τραγάρ] (ρ.) 1: καταπίνω, κα ταβροχθίζω, 2: υφίσταμαι, ανέχομαι, υπομένω, αντέχω, tragedia [τραχέδια] (ουσΥθηλ.) τρα γωδία, συμφορά, trágico [τράχικο] 1: (ουσΥαρσ.) τρα γωδός 2: (επίθ.) τραγικός, trago [τράγο] (ουσΥαρσ.) 1: γουλιά, ρουφηξιά, 2: συμφορά · de un trago
-
μονορούφι, traición [τράίθιόν] (ουσ,/θηλ.) προδο σία. traicionar [τραιθιονάρ] (ρ.) προδίδω, traicionero [τράίθιονέρο] (επίθ.) προ δοτικός. traída [τραΐδα] (ουσΥθηλ.) παροχή, εφο διασμός traidor [τραϊδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) προ δότης 2: (επίθ.) προδοτικός, traje [τράχε] (ουσΥαρσ.) ενδυμασία, κοστούμι, ταγέρ, trajín [τραχίν] (ουσΥαρσ.) 1: ανακατω σούρα, κινητικότητα, 2: πηγαινέλα. tralla [τράγια] (ουσΥθηλ.) λουρί μαστιγίου. trama [τράμα] (ουσΥθηλ.) 1: πλοκή, 2: μηχανορραφία, σκευωρία, ραδιουρ γία, δολοπλοκία, tramar [τραμάρ] (ρ.) μηχανορραφώ, σκευωρώ, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, trámite [τράμιτε] (ουσΥαρσ.) διαδικα σία, στάδιο, tramo [τράμο] (ουσΥαρσ.) κομμάτι, τμήμα. tramoya [τραμόγια] (ουσΥθηλ.) μηχα νορραφία, ραδιουργία, δολοπλοκία, σκευωρία, κόλπο, trampa [τράμ'πα] (ουσΥθηλ.) 1: παγί δα, ζαβολιά, ενέδρα, 2: χρέος, trampear [τραμ'πε'άρ] (ρ.) 1: κάνω ζα βολιές κλέβω σε παιχνίδι, 2: ζω με
513
ΧΡέη. trampolín [τραμ'πολίν] (ουσΥαρσ.) βατήρας τραμπολίνο. tramposo [τραμ'πόσο] 1; (ουσΥαρσ.) απατεώνας 2: (επίθ.) ζαβολιάρης κατεργάρης, tranca [τράνκα] (ουσΥθηλ.) αμπάρα. trancar [τρανκάρ] (ρ.) αμπαρώνω. trance [τράνθε] (ουσΥαρσ.) 1: δύσκο λη κατάσταση, 2: έκσταση, tranco [τράνκο] (ουσΥαρσ.) δρασκε λιά, μεγάλο βήμα.
tranquilidad tranquilidad [τρανκιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, tranquilizante [τρανκιλιθά^τε] 1: (ουσΥ αρσ.) ηρεμισπκό χάπι, 2: (επίθ.) ηρεμιστικός καταπραϋντικός, tranquilizar [τρανκιλιθάρ] (ρ.) ηρεμί ζω, καθησυχάζω, καταπραΰνω. tranquilo [τρανκίλο] (επίθ.) ήρεμος, ήσυχος, γαλήνιος, transacción [τρα'νσακθιόν] (ουσΥθηλ.) συναλλαγή, transatlántico [τρανσατλάν'τικο] 1: (ουσΥαρσ.) υπερωκεάνιο, 2: (επίθ.) υπερατλαντικός, transbordar [τρανσμπορδάρ] (ρ.) με ταφορτώνω, μετεπιβιβάζω. transbordo [τρανσμπόρδο] (ουσΥαρσ.) μεταφόρτωση, μετεπιβίβαση. transcender [τρανσθενδέρ] (ρ.) υπερ βαίνω. transcribir [τρανσκριμπίρ] (ρ.) 1: μετα γράφω, 2: αντιγράφω, transcripción [τρανσκριπθιόν] (ουσ./ θηλ.) 1: μεταγραφή, 2: αντιγραφή, transcurrir [τρανσκουρίρ] (ρ.) παρέρ χομαι. transcurso [τρανσκούρσο] (ουσ,/αρσ.) πάροδος, πέρασμα, παρέλευση, transeúnte [τρανσεούν'τε] 1:(ουσΥ αρσ.) διαβάτης περαστικός 2: (επίθ.) περαστικός transferencia [τρανσφερένθια] (ουσΥ θηλ.) μεταβίβαση, μεταφορά, transferir [τρανσφερίρ] (ρ.) μεταβιβά ζω, μεταφέρω, μεταθέτω, transformable [τρανσφορμάμπλε] (επίθ.) μετατρέψιμος μεταμορφώσιμος. transformación [τρανσφορμαθιόν] (ουσΥ θηλ.) μεταμόρφωση, μετατροπή, μετα σχηματισμός transformador [τρανσφορμαδόρ] (ουσΥ αρσ.) μετασχηματιστής transformar [τρανσφορμάρ] (ρ.) μετα μορφώνω, μετατρέπω, μεταβάλλω. 514
tránsfuga [τράνσφουγα] (ουσΥαρσ.) αποστάτης, transfundir [τρανσφουν'ντίρ] (ρ.) με ταγγίζω. transfusión [τρανσφουσιόν] (ουσΥ θηλ.) μετάγγιση, transgredir [τρανσγρεδίρ] (ρ.) παρα βαίνω, παραβιάζω, καταπατώ, transgresión [τρανσγρεσιόν] (ουσΥ θηλ.) παράβαση, παραβίαση, κατα πάτηση. transgresor [τρανσγρεσόρ] (ουσΥαρσ.) παραβάτης, transición [τρανσιθιόν] (ουσΥθηλ.) με τάβαση. transigencia [τρανσιχένθια] (ουσΥ θηλ.) διαλλακτικότητα, συμβιβαστι κότητα. transigente [τρανσιχέν'τε] (επίθ.) διαλ λακτικός συμβιβαστικός συμφιλιω τικός transigir [τρανσιχίρ] (ρ.) 1: συμβιβά ζομαι, 2: υφίσταμαι, ανέχομαι, υπο μένω. transistor [τρανσίστορ] (ουσΥαρσ.) τρανζίστορ, transitable [τρανσιτάμπλε] (επίθ.) διαβάσιμος διαβατός, transitar [τρανσιτάρ] (ρ.) διαβαίνω, transitivo [τρανσιτίβο] (επίθ.) (Γραμμ.) μεταβατικός, tránsito [τράνσιτο] (ουσΥαρσ.) 1: διάβα ση, μετάβαση, διέλευση, 2: κίνηση, κυκλοφορία, transitorio [τρανσιτόριο] (επίθ.) παρο δικός προσωρινός πρόσκαιρος translúcido [τρανσλούθιδο] (επίθ.) ημιδιαφανής transmigración [τρανσμιγραθιόν] (ουσΥ θηλ.) 1: μετανάστευση, 2: μετεμψύχω ση. transmisión [τρανσμισιόν] (ουσΥθηλ.) μετάδοση, μεταβίβαση, διαβίβαση, transmitir [τρανσμιτίρ] (ρ.) 1: μεταδί
trasplantar δω, μεταβιβάζω, 2: εκπέμπω, transmutar [τρανσμουτάρ] (ρ.) μεταλ λάσσω, μετατρέπω, transparencia [τρανσπαρένθια] (ουσ./ θηλ.) διαφάνεια, διαύγεια, transparente [τρανσπαρέν'τε] (επίθ.) διαφανής διαυγής, transpiración [τρανσπιραθιόν] (ουσ./ θηλ.) εφίδρωση, transpirar [τρανσπιράρ] (ρ.) εφιδρώνω, ιδρώνω, transponer [τρανσπονέρ] (ρ.) μετα θέτω. transportable [τρανσπορτάμπλε] (επίθ.) μεταφερόμενος φορητός transportación [τρανσπορταθιόν] (ουσ./ θηλ.) μεταφορά, transportar [τρανσπορτάρ] (ρ.) μετα φέρω. transporte [τρανσπόρτε] (ουσ./αρσ.) μεταφορά · medios de transporte μέσα μεταφοράς, transvasar [τρανσβασάρ] (ρ.) μεταγ γίζω. transversal [τρανσβερσάλ] (επίθ.) εγκάρσιος, tranvía [τρανβία] (ουσ./αρσ.) τραμ. trapacería [τραπαθερία] (ουσ/θηλ.) απάτη, δόλος κομπίνα. trapajoso [τραπαχόσο] (επίθ.) ατημέ λητος. trapecio [τραπέθιο] (ουσ./αρσ.) τρα πέζιο. trapero [τραπέρο] (ουσΥαρσ.) παλια τζής trapichear [τραπιτσεάρ] (ρ.) ραδιουρ γώ, μηχανορραφώ, κάνω κομπίνες. trapío [τραπίο] (ουσΥαρσ.) γοητεία, ομορφιά. trapisondear [τραπισον'ντεάρ] (ρ.) καβγα δίζω συνεχώς trapo [τράπο] (ουσΥαρσ.) πατσαβού ρα, πανί ξεσκονίσματος. tráquea [τράκεα] (ουσΥθηλ.) (Ανατ.) 515
τραχεία. tras [τρας] (πρόθ.) μετά από, πίσω από • tras un periodo difícil, se recuperó com pletam ente - μετά από μια δύ σκολη περίοδο, έγινε τελείως καλά. trascendencia [τρασθεν'ντένθια] (ουσΥ θηλ.) βαρύτητα, σπουδαιότητα. trascendental [τρασθεν'ντεν'τάλ] (επίθ.) βαρυσήμαντος αποφασιστικός trascender [τρασθεν'ντέρ] (ρ.) προε κτείνομαι, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, trasegar [τρασεγάρ] (ρ.) 1: αλλάζω θέ ση, μετακινώ, 2: αλλάζω μπουκάλι στο κρασί, trasero [τρασέρο] 1: (ουσΥαρσ.) οπί σθια, γλουτοί, 2: (επίθ.) οπίσθιος trashumar [τρασουμάρ] (ρ.) μεταφέ ρω τα πρόβατα σε άλλο στάβλο, traslación [τρασλαθιόν] (ουσΥθηλ.) μεταφορά, μετακίνηση, περιφορά, trasladar [τρασλαδάρ] (ρ.) μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω, traslado [τρασλάδο] (ουσ,/αρσ.) μετα φορά, μετακόμιση, μετάθεση, traslucir [τρασλουθίρ] (ρ.) 1: αποκαλύ πτω, 2: προτείνω κάτι. traslucirse [τρασλουθίρσε] (ρ.) διαφαίνομαι. trasnochado [τρασνοτσάδο] (επίθ.) πα λιομοδίτικος απαρχαιωμένος ανεπί καιρος trasnochar [τρασνοτσάρ] (ρ.) διανυκτερεύω, ξενυχτάω, πάω αργά για ύπνο. traspasar [τρασπασάρ] (ρ.) 1: μεταβι βάζω, 2: διαπερνώ, ξεπερνώ, 3: δια σχίζω. traspaso [τρασπάσο] (ουσΥαρσ.) με ταβίβαση, μεταπώληση, traspié [τρασπιέ] (ουσΥαρσ.) παραπά τημα, στραβοπάτημα, ολίσθημα, trasplantar [τρασπλαν'τάρ] (ρ.) 1: με ταφυτεύω, μεταλαμπαδεύω, 2: μεταμοσχεύω.
trasplante trasplante [τρασττλάν'τε] (ουσΥαρσ.) 1: μεταφύτευση, μεταλαμπάδευση, 2: μεταμόσχευση, trastada [τραστάδα] (ουσΥθηλ.) ατα ξία, ζημιά, trastero [τραστέρο] (ουσΥαρσ.) απο θήκη. trastienda [τραστιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) πίσω μέρος ενός καταστήματος, trasto [τράστο] (ουσΥαρσ.) 1: άχρηστο αντικείμενο, 2: σκεύος, 3: έπιπλο, 4: (μτφ.) άτακτο παιδί, trastornado [τραστορνάδο] (επίθ.) ξε τρελαμένος, trastornar [τραστορνάρ] (ρ.) 1: ανατρέ πω, 2: αναστατώνω, διαταράσσω. trastorno [τραστόρνο] (ουσΥαρσ.) ανα τροπή, αναστάτωση, διαταραχή, trastrocar [τραστροκάρ] (ρ.) αλλάζω σει ρά, αντιστρέφω, trasunto [τρασούν'το] (ουσΥαρσ.) ακρι βές αντίγραφο, trata [τράτα] (ουσΥθηλ.) δουλεμπό ριο. tratadista [τραταδίστα] (ουσΥαρσ.+θηλ.) δοκιμιογράφος, tratado [τρατάδο] (ουσΥαρσ.) 1: συν θήκη, συμφωνία, 2: δοκίμιο, πραγ ματεία. tratamiento [τραταμιέν'το] (ουσΥαρσ.) 1: επεξεργασία, μεταχείριση, 2: θερα πεία. tratante [τρατάν'τε] (ουσΥαρσ.+θηλ.) μεταπράτης αγοραπωλητής. tratar [τρατάρ] (ρ.) 1: πραγματεύομαι, 2: φέρομαι, 3: μεταχειρίζομαι, χειρί ζομαι, 4: θεραπεύω, 5: αποκαλώ, 6: επεξεργάζομαι, 7: εμπορεύομαι, 8: προσπαθώ, 9: εφαρμόζω, 10: σχετί ζομαι, 11: ασχολούμαι · no le trates m a l - μην του συμπεριφέρεσαι άσχημα · le tra ta ba como si fuera un esclavo - του συμπεριφερόταν σαν να ήταν σκλάβος · tra ta r el tiroides -
516
θεραπεύω τον θυροειδή · siempre le tra ta de usted - πάντα τον αποκαλεί «κύριο» · tratan de la política - τσα κώνονται για την πολιτική · estoy tratando de com placerla - προσπα θώ να την ευχαριστήσω, tratarse [τρατάρσε] (ρ.) (de) πρόκει ται για · se trata de un libro muy interesante - πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, trato [τράτο] (ουσΥαρσ.) 1: σχέση, 2: φέρσιμο, μεταχείριση, συμπεριφο ρά, 2: συμφωνία, trauma [τράουμα] (ουσΥαρσ.) τραύ μα, πληγή, travesaño [τραβεσάνιο] (ουσΥαρσ.) τραβέρσα, σιδηροδοκός travesía [τραβεσία] (ουσΥθηλ.) 1: διά πλους 2: διάδρομος, 3: κάθετος δρόμος. travesura [τραβεσούρα] (ουσΥθηλ.) αταξία, ζημιά, διαβολιά, travieso [τραβιέσο] (επίθ.) άτακτος απείθαρχος, trayecto [τραγιέκτο] (ουσΥαρσ.) δια δρομή. trayectoria [τραγιεκτόρια] (ουσΥθηλ.) τροχιά, πορεία, trazar [τραθάρ] (ρ.) χαράζω, σχεδιά ζω. trazo [τράθο] (ουσΥαρσ.) γραμμή, trébol [τρέμπολ] (ουσΥαρσ.) τριφύλλι, trece [τρέθε] 1: (ουσΥαρσ.) δεκατρία, 2: (αριθμ. επίθ.) δέκατος τρίτος, treceavo [τρεθεάβο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) ένα δέκατο τρίτο (1/13). trecho [τρέτσο] (ουσΥαρσ.) 1: διάστη μα, απόσταση, 2: κομμάτι, tregua [τρέγουα] (ουσΥθηλ.) ανακω χή, ανάπαυλα, treinta [τρέιν'τα] 1: (ουσΥαρσ.) τριά ντα, 2: (αριθμ. επίθ.) τριακοσιοστός tremendo [τρεμέν'ντο] (επίθ.) τρομε
tripular ρός φοβερός, trementina [τρεμεν'τίνα] (ουσΥθηλ.) ρετσίνι. tren [τρεν] (ουσΥαρσ.) 1: αμαξοστοι χία, τρένο, 2: τρόπος ζωής, 3: ταχύ τητα. trena [τρένα] (ουσΥθηλ.) 1: πλεξίδα, 2: ψειρού (φυλακή), κρατητήριο. trenza [τρένθα] (ουσΥθηλ.) πλεξίδα, κοτσίδα. trenzar [τρενθάρ] (ρ.) πλέκω κοτσίδα, trepador [τρεπαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) αναρριχητικό φυτό, 2: (επίθ.) αναρ ριχητικός, trepar [τρεπάρ] (ρ.) αναρριχώμαι, σκαρ φαλώνω. trepidación [τρεπιδαθιόν] (ουσΥθηλ.) τρέμουλο, δόνηση, trepidar [τρεπιδάρ] (ρ.) τρέμω, σείομαι, δονούμαι. tres [τρες] 1: (ουσΥαρσ.) τρία, 2: (αριθμ. επίθ.) τρίτος, trescientos [τρεσθιέλ/τος] (αριθμ. επίθ.) τριακόσια, treta [τρέτα] (ουσΥθηλ.) δόλος, πα νουργία, τέχνασμα, κόλπο, trezavo [τρεθάβο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) ένα τρίτο (1/3). tríada [τρίαδα] (ουσΥθηλ.) τριάδα, triangular [τριανγκουλάρ] (επίθ.) τρι γωνικός. triángulo [τριάνγκουλο] (ουσΥαρσ.) τρίγωνο, tribal [τριμπάλ] (επίθ.) φυλετικός, tribu [τρίμπου] (ουσΥθηλ.) φυλή. tribulación [τριμπουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) βάσανο, πάθημα, συμφορά, δυστυχία, tribuna [τριμπούνα] (ουσΥθηλ.) 1: βή μα, εξέδρα, βάθρο, 2: εδώλιο, tribunal [τριμπουνάλ] (ουσ,/αρσ.) 1: δικαστήριο, 2: επιτροπή, tributación [τριμπουταθιόν] (ουσΥθηλ.) φορολογία, απόδοση φόρου, tributar [τριμπουτάρ] (ρ.) πληρώνω
φόρο, απονέμω, αποδίδω, αποτίνω, tributo [τριμπούτο] (ουσΥαρσ.) εισφο ρά, φόρος, tríceps [τρίθεπς] (ουσΥαρσ.) τρικέφαλος μυς. triciclo [τριθίκλο] (ουσΥαρσ.) τρίκυκλο. tricotar [τρικοτάρ] (ρ.) πλέκω, tridente [τριδέν'τε] (ουσΥαρσ.) τρίαι να. tridimensional [τριδιμενσιονάλ] (επίθ.) τρισδιάστατος, trienal [τριενάλ] (επίθ.) τριετής. trienio [τριένιο] (ουσΥαρσ.) τριετία, trifulca [τριφούλκα] (ουσΥθηλ.) κα βγάς φιλονικία, trigésimo [τριχέσιμο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επ(θ.)τριακοστός trigo [τρίγο] (ουσΥαρσ.) σιτάρι, trigueño [τριγένιο] (επίθ.) σκουρόξανθος σταρένιος, trillar [τριγιάρ] (ρ.) αλωνίζω, trimestral [τριμεστράλ] (επίθ.) τριμη νιαίος. trimestre [τριμέστρε] (ουσΥαρσ.) τρί μηνο. trinar [τρινάρ] (ρ.) κελαηδώ, trinchar [τριντσάρ] (ρ.) τεμαχίζω το κρέας trinchera [τριντσέρα] (ουσΥθηλ.) χα ράκωμα. trineo [τρινέο] (ουσΥαρσ.) έλκηθρο, trino [τρίνο] (ουσΥαρσ.) κελάηδημα. trío [τρίο] (ουσΥαρσ.) τρίο. tripa [τρίπα] (ουσΥθηλ.) 1: έντερο, 2: κοιλιά, 3: σωθικά, εντόσθια. triple [τρίπλε] (αριθμ. επίθ.) τριπλός τριπλάσιος triplicar [τριπλικάρ] (ρ.) τριπλασιάζω, trípode [τρίποδε] (ουσΥαρσ.) τρίπο δας tripulación [τριπουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) πλήρωμα, tripular [τριπουλάρ] (ρ.) 1: υπηρετώ
517
triquiñuela ως πλήρωμα, επανδρώνω, 2: οδηγώ σκάφος. triquiñuela [τρικινιουέλα] (ουσ./θηλ.) τέχνασμα, κόλπο, triscar [τρισκάρ] (ρ.) κριτσανίζω, triste [τρίστε] (επίθ.) λυπηρός, θλιβε ρός, λυπημένος, θλιμμένος, tristeza [τριστέθα] (ουσ./θηλ.) λύπη, θλίψη. triturar [τριτουράρ] (ρ.) αλέθω, θρυμ ματίζω. triunfante [τριουνφάν'τε] (επίθ.) θριαμ βευτικός, νικηφόρος, triunfar [τριουνφάρ] (ρ.) θριαμβεύω, νικώ. triunfo [τριούνφο] (ουσΥαρσ.) θρίαμ βος, νίκη. triunvirato [τριουβιράτο] (ουσΥαρσ.) τριανδρία, trivial [τριβιάλ] (επίθ.) ασήμαντος, κοι νός κοινότοπος, trivialidad [τριβιαλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ασημαντότητα, κοινοτοπία, trocear [τροθεάρ] (ρ.) κομματιάζω, τε μαχίζω. trofeo [τροφέο] (ουσΥαρσ.) 1: τρόπαιο, λάφυρο, 2: πανοπλία, trola [τρόλα] (ουσΥθηλ.) ψευτιά, trolebús [τρολεμπούς] (ουσΥαρσ.) τρό λεϊ. trolero [τρολέρο] (ουσΥαρσ.) ψεύτης, trom bón [τρομ'μπόν] (ουσΥαρσ.) τρομπόνι. trombosis [τρομ'μπόσις] (ουσΥθηλ.) θρόμβωση, trompa [τρόμ'πα] (ουσΥθηλ.) 1: προ βοσκίδα, 2: σάλπιγγα, 3: μεθύσι, trompeta [τρομ'πέτα] (ουσΥθηλ.) τρο μπέτα, σάλπιγγα, trompetazo [τρομ'πετάθο] (ουσΥαρσ.) σάλπισμα, trom po [τρόμ'πο] (ουσΥαρσ.) σβού ρα. tronar [τρονάρ] (ρ.) βροντώ, μπου
μπουνίζω, tronco [τρόνκο] (ουσΥαρσ.) κορμός, tronchar [τροντσάρ] (ρ.) 1: ξεριζώνω, 2: κόβω, 3: σπάω. trono [τρόνο] (ουσΥαρσ.) θρόνος, tropa [τρόπα] (ουσΥθηλ.) στράτευμα, tropel [τροπέλ] (ουσΥαρσ.) κοσμο συρροή, οχλαγωγία, οχλοβοή, tropezar [τροπεθάρ] (ρ.) σκοντάφτω, παραπατώ, tropezón [τροπεθόν] (ουσΥαρσ.) σκόνταμμα, παραπάτημα, tropical [τροπικάλ] (επίθ.) τροπικός, trópico [τρόπικο] (ουσ,/αρσ.) ο τρο πικός. tropiezo [τροπιέθο] (ουσ,/αρσ.) 1: πα ραπάτημα, ολίσθημα, 2: παράπτω μα. trotamundos [τροταμούν'ντος] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) κοσμογυρισμένος ταξι διάρης περιηγητής, trotar [τροτάρ] (ρ.) τροχάζω, trote [τρότε] (ουσΥαρσ.) τροχασμός, trozo [τρόθο] (ουσ,/αρσ.) κομμάτι, τε μάχιο. truco [τρούκο] (ουσΥαρσ.) τέχνασμα, κόλπο, τρικ. trucha [τρούτσα] (ουσΥθηλ.) πέστρο φα. trueno [τρουένο] (ουσΥαρσ.) βροντή, μπουμπουνητό, truhán [τρουάν] (ουσΥαρσ.) απατεώ νας (καθ.) κομπιναδόρος, truncar [τρουνκάρ] (ρ.) 1: γκρεμίζω, χαλάω, καταστρέφω, 2: διακόπτω, tú [του] 1: (προσωπική αντ.) εσύ · ¿(tú) eres español? - εσύ είσαι Ισπανός;, tu [του] (κτητική αντ.) σου · tu opinión vale mucho - η γνώμη σου μετράει πολύ. tus [τους] (κτητική αντ.), πληθ. σου • ¿cuáles son tus planes p ara el futuro? - ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; · m e gustan tus zapatos
518
tutelar - μου αρέσουν τα παπούτσια σου. tubérculo [τουμπέρκουλο] (ουσΥαρσ.) 1: βολβός, κόνδυλος 2: εξόγκωμα, tuberculosis [τουμπερκουλόσις] (ουσΥ θηλ.) φυματίωση, tubería [τουμπερία] (ουσΥθηλ.) σωλή νωση, αγωγός, tu b o [τούμπο] (ουσΥαρσ.) σωλήνας αγωγός. tuerca [τουέρκα] (ουσΥθηλ.) παξιμάδι (βίδας), περικόχλιο. tuerto [τουέρτο] (επίθ.) μονόφθαλ μος tuétano [τουέτανο] (ουσΥαρσ.) μυε λός μεδούλι, tufarada [τουφαράδα] (ουσΥθηλ.) δυ σοσμία, κακοσμία, tufo [τούφο] (ουσΥαρσ.) 1: αναθυμία ση, 2: τούφα, tul [τουλ] (ουσΥαρσ.) τούλι, tulipán [τουλιπάν] (ουσΥαρσ.) τουλί πα. tullido [τουγίδο] (επίθ.) ανάπηρος σα κάτης. tullir [τουγίρ] (ρ.) σακατεύω, παρα λύω. tumba [τούμ'μπα] (ουσΥθηλ.) τάφος μνήμα. tumbar [τουμ'μπάρ] (ρ.) καταρρίπτω, ανατρέπω, tumbarse [τουμ'μπάρσε] (ρ.) κατακλίνομαι, ξαπλώνω, ξαπλώνομαι, tum bo [τούμ'μπο] (ουσΥαρσ.) 1: ανα τροπή, 2: πτώση, 3: κυματισμός. tumefacción [τουμεφακθιόν] (ουσΥ θηλ.) πρήξιμο, túmulo [τούμουλο] (ουσΥαρσ.) τύμ βος μνημείο, μαυσωλείο, tum or [τουμόρ] (ουσΥαρσ.) (Ιατρ.) όγκος. tumulto [τουμούλτο] (ουσΥαρσ.) σά λος αναταραχή, οχλαγωγία, tunante [τουνάν'τε] (επίθ.) κατεργά ρης ζαβολιάρης.
túnel [τούνελ] (ουσΥαρσ.) τούνελ, σή ραγγα. túnica [τούνικα] (ουσΥθηλ.) χιτώνας, tupido [τουπίδο] (επίθ.) πυκνός δα σύς. turba [τούρμπα] (ουσΥθηλ.) 1 τύρφη, ποάνθρακας 2: όχλος πλήθος, turbante [τουρμπάν/τε] (ουσΥαρσ.) σα ρίκι. turbar [τουρμπάρ] (ρ.) ταράζω, ανα στατώνω. turbiedad [τουρμπιεδάδ] (ουσΥθηλ.) αναταραχή, σύγχυση, turbina [τουρμπίνα] (ουσΥθηλ.) στρό βιλος τουρμπίνα, turbio [τούρμπιο] (επίθ.) θολός θα μπός άτονος, turbulencia [τουρμπουλένθια] (ουσ./ θηλ.) ταραχή, αναστάτωση, turbulento [τουρμπουλέν'το] (επίθ.) ταραχώδης, θορυβώδης, turgente [τουρχέν'τε] (επίθ.) διογκω μένος πρησμένος, turismo [τουρίσμο] (ουσΥαρσ.) 1: του ρισμός περιήγηση, 2: αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως. turista [τουρίστα] (ουσ./αρσ.+ θηλ.) τουρίστας τουρίστρια. turístico [τουρίστικο] (επίθ.) τουριστι κός. turma [τούρμα] (ουσΥθηλ.) όρχις. turnarse [τουρνάρσε] (ρ.) εναλλάσσο μαι. turno [τούρνο] (ουσΥαρσ.) βάρδια, σειρά. turquesa [τουρκέσα] (ουσΥθηλ.), (επίθ.) τιρκουάζ. turrón [τουρόν] (ουσΥαρσ.) μαντολά το, παστέλι, tutear [τουτεάρ] (ρ.) μιλώ στον ενικό, tutela [τουτέλα] (ουσΥθηλ.) κηδεμο νία, επιτροπεία, προστασία, tutelar [τουτελάρ] 1: (ρ.) κηδεμονεύω, προστατεύω, 2: (επίθ.) κηδεμονικός 519
tutor προστατευτικός. tutor [τουτόρ] (ουσΥαρσ.) 1: κηδεμό νας, επίτροπος προστάτης 2: παι δαγωγός tutoría [τουτορία] (ουσΥθηλ.) κηδε μονία. tuyo [τούγιο] (κτητική αντ.) δικό σου • ¿este paquete es tuyo1 - αυτό το πακέτο είναι δικό σου; · esta m aleta es (la) tuya - αυτή η βαλίτσα είναι (η) δίκιά σου.
520
U, u [ου] (ουσΥθηλ.) το εικοστό τέ ταρτο γράμμα του ισπανικού αλφα βήτου. u [ου] (διαζευκτικός σύνδ.) ή (αντί του «ο» μπροστά από ο -, ho -) · m ujer u hom bre - γυναίκα ή άνδρας. ubérrimo [ουμπέριμο] (επίθ.) πάρα πολύ εύφορος, ubicación [ουμπικαθιόν] (ουσΥθηλ.) τοποθεσία, θέση, μέρος, ubicar [ουμπικάρ] (ρ.) εντοπίζω, ubicuo [ουμπίκουο] (επίθ.) πανταχού παρών. ubre [ούμπρε] (ουσΥθηλ.) μαστός, μα στάρι. Ud„ Uds. [ουστέδ, ουστέδες] σύντ.
usted, ustedes. uf! [ουφ] (επιφ.) ουφ!, ωχ!, ufanarse [ουφανάρσε] (ρ.) καυχιέμαι, κομπάζω, επαίρομαι. ufanía [ουφανία] (ουσΥθηλ.) καυχησιολογία, κομπασμός, έπαρση, κομπορρημοσύνη. ufano [ουφάνο] (επίθ.) καυχησιάρης κομπαστής, ujier [ουχιέρ] (ουσΥαρσ.) κλητήρας, úlcera [ούλθερα] (ουσΥθηλ.) έλκος, ulceración [ουλθεραθιόν] (ουσΥθηλ.) έλκωση. ulcerar [ουλθεράρ] (ρ.) προκαλώ έλ κος. ulceroso [ουλθερόσο] (επίθ.) ελκώδης, ulterior [ουλτεριόρ] (επίθ.) κατοπινός μεταγενέστερος, ultimación [ουλτιμαθιόν] (ουσΥθηλ.) αποπεράτωση, ολοκλήρωση, últimamente [ούλτιμαμεν'τε] (επίρρ.) τελευταία, ύστατα, τελικά, ultimar [ουλτιμάρ] (ρ.) αποπερατώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, ultimátum [ουλτιμάτουμ] (ουσΥαρσ.) τελεσίγραφο.
último [ούλτιμο] (επίθ.) τελευταίος τελικός, ultra [ούλτρα] (επίθ.) ακραίος, ultrajante [ουλτραχάντε] (επίθ.) υπερ βολικός προσβλητικός, ultrajar [ουλτραχάρ] (ρ.) προσβάλλω, θίγω. ultraje [ουλτράχε] (ουσΥαρσ.) προ σβολή, ύβρις. ultramar [ουλτραμάρ] (ουσΥαρσ.) υπερ πόντια χώρα ultramarino [ουλτραμαρίνο] (επίθ.) υπερπόντιος, ultranza [ουλτράνθα] (επίρρ.) πέρα για πέρα, μέχρι εσχάτων · a ultranza - μέχρι εσχάτων, ultrasonido [ουλτρασονίδο] (ουσΥαρσ.) υπέρηχος, ultratumba [ουλτρατούμπα] (ουσΥ θηλ.) μεταθανάτια, ultravioleta [ουλτραβιολέτα] (επίθ.) υπεριώδης, ulular [ουλουλάρ] (ρ.) ουρλιάζω, ululato [ουλουλάτο] (ουσΥαρσ.) ουρ λιαχτό. umbilical [ουμπιλικάλ] (επίθ.) ομφά λιος ομφαλικός, umbral [ουμ'μπράλ] (ουσΥαρσ.) κα τώφλι. umbrío [ουμ'μπρίο] (επίθ.) σκιερός, umbroso [ουμμπρόσο] (επίθ.) σκιερός, unánime [ουνάνιμε] (επίθ.) ομόφωνος, unanimidad [ουνανιμιδάδ] (ουσΥθηλ.) ομοφωνία, unción [ουνθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: χρί σμα, 2: μύρο. uncir [ουνθίρ] (ρ.) ζεύω. undécimo [ουν'ντέθιμο] (αριθμ. επίθ.) ενδέκατος, ungir [ουνχίρ] (ρ.) 1: μυρώνω, 2: αλοίφω. ungüento [ουνγκουέν'το] (ουσΥαρσ.) αλοιφή. únicamente [ούνικαμεντε] (επίρρ.) μό-
521
unicelular vo, μονάχα, unicelular [ουνιθελουλάρ] (επίθ.) μο νοκύτταρος, unicidad [ουνιθιδάδ] (ουσΥθηλ.) μο ναδικότητα, único [ούνικο] (επίθ.) μοναδικός, unicornio [ουνικόρνιο] (ουσΥαρσ.) μονόκερως. unidad [ουνιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: μονά δα, 2: ενότητα, unido [ουνίδο] (επίθ.) 1: ενωμένος, 2: στενός 3: συνημμένος, unificación [ουνιφικαθιόν] (ουσΥθηλ.) ενοποίηση, συνένωση, unificar [ουνιφικάρ] (ρ.) ενοποιώ, συ νενώνω. uniformar [ουνιφορμάρ] (ρ.) 1: εξο μοιώνω, 2: επιβάλλω στολή, uniforme [ουνιφόρμε] 1: (ουσΥαρσ.) στολή, 2: (επίθ.) ομοιόμορφος, uniformidad [ουνιφορμιδάδ] (ουσ./ θηλ.) ομοιομορφία, unigénito [ουνιχένιτο] (επίθ.) μονογε ν ής μονογονικός. unilateral [ουνιλατεράλ] (επίθ.) μονό πλευρος. unión [ουνιόν] (ουσΥθηλ.) ένωση, γά μος. unir [ουνίρ] (ρ.) ενώνω, συνδέω, unisex [ουνισέξ] (επίθ.) συμβατός και με τα δύο φύλα, γιούνισεξ. unisexual [ουνισεξουάλ] (επίθ.) μονο γενής. unísono [ουνίσονο] (επίθ.) 1: ομόηχος, 2: αρμονικός, unitario [ουνιτάριο] (επίθ.) ενιαίος ενωτικός. universal [ουνιβερσάλ] (επίθ.) παγκό σμιος καθολικός, universalidad [ουνιβερσαλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) παγκοσμιότητα, unlversalizar [ουνιβερσαλιθάρ] (ρ.) κα θολικεύω, γενικεύω, universidad [ουνιβερσιδάδ] (ουσΥθηλ.) 522
πανεπιστήμιο, universitario [ουνιβερσιτάριο] (επίθ.) πανεπιστημιακός, universo [ουνιβέρσο] (ουσΥαρσ.) σύμπαν, κόσμος υφήλιος οικουμένη, uno [ούνο] 1: (αριθμ. επίθ.) ένα, 2: (αριθμ. επίθ.) ένας 3: (αόριστο άρθρ.) ένα · en este m om ento es el
program a núm ero uno en la tele αυτήν τη στιγμή είναι το νούμερο ένα πρόγραμμα στην τηλεόραση • tiene un coche y una m oto - έχει ένα αυτοκίνητο και μία μηχανή ·
dentro de unos años tendrás más experiencia - σε μερικά χρόνια θα έχεις περισσότερη εμπειρία, untadura [ουν'ταδούρα] (ουσΥθηλ.) άλειμμα, επάλειψη, untar [ουν'τάρ] (ρ.) 1: αλείφω, 2: λαδώ νω, 3: δωροδοκώ, εξαγοράζω, unto [ούν'το] (ουσΥαρσ.) αλοιφή, untuosidad [ουν'τουοσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) λιπαρότητα. untuoso [ουν'τουόσο] (επίθ.) γλοιώ δης λιπαρός, uña [ούνια] (ουσΥθηλ.) νύχι. uñada [ουνιάδα] (ουσΥθηλ.) νυχιά. uranio [ουράνιο] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ου ράνιο. urbanidad [ουρμπανιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευγένεια. urbanismo [ουρμπανίσμο] (ουσΥαρσ.) πολεοδομία, urbanista [ουρμπανίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) πολεοδόμος, urbanización [ουρμπανιθαθιόν] (ουσΥ θηλ.) αστικοποίηση, urbanizar [ουρμπανιθάρ] (ρ.) αστικο ποιώ. urbano [ουρμπάνο] (επίθ.) αστικός, urbe [ούρμπε] (ουσ/θηλ.) μεγαλού πολη. urdimbre [ουρδίμ'μπρε] (ουσΥθηλ.) στημόνι.
uxoricidio urdir [ουρδίρ] (ρ.) 1: υφαίνω, 2: μηχα νορραφώ, ραδιουργώ, urea [ουρέα] (ουσΥθηλ.) ουρία, uretra [ουρέτρα] (ουσΥθηλ.) ουρήθρα, urgencia [ουρχένθια] (ουσΥθηλ.) επεί γουσα ανάγκη, urgente [ουρχέν'τε] (επίθ.) επείγων, urgir [ουρχίρ] (ρ.) 1: επείγω, 2: πιέζω, úrico [ούρικο] (επίθ.) ουρικός. urinario [ουρινάριο] 1: (ουσΥαρσ.) ου ρητήριο, 2: (επίθ.) ουρικός. urna [ούρνα] (ουσ,/θηλ.) κάλπη, urogallo [ουρογάγιο] (ουσΥαρσ.) αγριόκουρκος αγριόγαλος. urología [ουρολοχία] (ουσΥθηλ.) ου ρολογία. urólogo [ουρόλογο] (ουσΥαρσ.) ου ρολόγος. urraca [ουράκα] (ουσΥθηλ.) καρακάξα. usado [ουσάδο] (επίθ.) μεταχειρισμέ νος χρησιμοποιημένος αναλωμένος usanza [ουσάνθα] (ουσΥθηλ.) έξη, συ νήθεια. usar [ουσάρ] (ρ.) μεταχειρίζομαι, χρη σιμοποιώ, uso [ούσο] (ουσΥαρσ.) 1: χρήση, 2: συ νήθεια, έθιμο, usted [ουστέδ] (προσωπική αντ.) πλη θυντικός ευγενείας, (εσείς/κύριε) · ¿cómo está usted? - τι κάνετε εσείς
(κύριε);. usual [ουσουάλ] (επίθ.) συνήθης, συ νηθισμένος, usuario [ουσουάριο] (ουσΥαρσ.) χρή στης. usufructo [ουσουφρούκτο] (ουσΥαρσ.) επικαρπία, usufructurar [ουσουφρουκτουράρ] (ρ.) έχω/κρατώ την επικαρπία, νέμομαι. usura [ουσούρα] (ουσΥθηλ.) τοκογλυ φία. usurero [ουσουρέρο] (ουσΥαρσ.) το κογλύφος, usurpación [ουσουρπαθιόν] (ουσΥ
523
θηλ.) σφετερισμός, ιδιοποίηση, usurpador [ουσουρπαδόρ] (ουσΥ αρσ.) σφετεριστής κερδοσκόπος. usurpar [ουσουρπάρ] (ρ.) σφετερίζο μαι, ιδιοποιούμαι, εκμεταλλεύομαι, utensilio [ουτενσίλιο] (ουσΥαρσ.) 1: σκεύος 2: εργαλείο, σύνεργο, útero [ούτερο] (ουσ,/αρσ.) μήτρα, útil [ούτιλ] 1: (ουσΥαρσ.) πληθ. εργα λεία, 2: (επίθ.) (α) χρήσιμος ωφέλι μος (β) εργάσιμος (ημέρα). utilidad [ουτιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) χρησι μότητα, ωφελιμότητα, utilitario [ουτιλιτάριο] (επίθ.) 1: λει τουργικός πρακτικός 2: ωφελιμι στικός. utilizable [ουτιλιθάμπλε] (επίθ.) χρησι μοποιήσιμος, utilización [ουτιλιθαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: χρησιμοποίηση, μεταχείριση, 2: αξιοποιήση. utilizar [ουτιλιθάρ] (ρ.) 1: χρησιμο ποιώ, μεταχειρίζομαι, 2: αξιοποιώ. utillaje [ουτιγιάχε] (ουσΥαρσ.) σύνερ γα, εργαλεία, utopía [ουτοπία] (ουσΥθηλ.) ουτοπία, χίμαιρα, αυταπάτη, utópico [ουτόπικο] (επίθ.) ουτοπικός χιμαιρικός, utopista [ουτοπίστα] 1: (ουσΥαρσ.) ουτοπιστής 2: (επίθ.) ουτοπιστικός uva [ούβα] (ουσΥθηλ.) σταφύλι, στα φίδα. uve [ούβε] (ουσΥθηλ.) η ονομασία του γράμματος «V». úvula [ούβουλα] (ουσΥθηλ.) λάρυγγας, uvular [ουβουλάρ] (επίθ.) λαρυγγικός (ήχος), υπερωικός, uxoricida [ουξοριθίδα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) συζυγοκτόνος uxoricidio [ουξοριθίδιο] (ουσΥαρσ.) συζυγοκτονία.
V, ν [ούμπε] (ουσΥθηλ.) το εικοστό πέμπτο γράμμα του ισπανικού αλ φαβήτου, vaca [μπάκα] (ουσΥθηλ.) αγελάδα, vacaciones [μπακαθιόνες] (ουσΥθηλ.) πληθ. διακοπές, vacacionista [μπακαθιονίστα] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) παραθεριστής παραθερίστρια. vacante [μπακάν'τε] (επίθ.) άδειος κε νός. vacar [μπακάρ] (ρ.) αδειάζω θέση. vaciado [μπαθιάδο] (ουσΥαρσ.) εκκέ νωση, άδειασμα. vaciar [μπαθιάρ] (ρ.) 1: αδειάζω, 2: χύνω. vaciedad [βαθιεδάδ] (ουσΥθηλ.) κενό τητα. vacilación [μπαθιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: δισταγμός 2: κοροϊδία, vacilante [μπαθιλάν'τε] (επίθ.) 1: δι ατακτικός αναποφάσιστος αμφιταλαντευόμενος 2: αβέβαιος vacilar [μπαθιλάρ] (ρ.) 1: διστάζω, 2: κοροϊδεύω, περιπαίζω, vacío [μπαθίο] 1: (ουσΥαρσ.) το κενό, 2: (επίθ.) άδειος κενός, vacuidad [μπακουιδάδ] (ουσΥθηλ.) κενότητα, vacuna [μπακούνα] (ουσΥθηλ.) εμβό λιο. vacunación [μπακουναθιόν] (ουσΥ θηλ.) εμβολιασμός, vacunar [μπακουνάρ] (ρ.) εμβολιάζω, vacuno [μπακούνο] (επίθ.) βοδινός, vacuo [μπάκουο] (επίθ.) άδειος κενός vado [μπάδο] (ουσΥαρσ.) αβαθές πέ ρασμα ποταμού, vagabundear [μπαγαμπουν'ντεάρ] (ρ.) αλητεύω, περιφέρομαι, περιπλανιέ μαι. vagabundo [μπαγαμπούν'ντο] 1: (ουσΥ 524
αρσ.) αλήτης 2: (επίθ.) περιφερόμε νος περιπλανόμενος. vagamente [μπάγαμεν'τε] (επίρρ.) συ γκεχυμένα, ασαφώς, vagancia [μπαγάνθια] (ουσΥθηλ.) τε μπελιά, αεργία, νωθρότητα. vagar [μπαγάρ] (ρ.) περιπλανιέμαι, πε ριφέρομαι, τριγυρίζω, vagido [μπαχίδο] (ουσΥαρσ.) κλάμα (νεογέννητου) βρέφους, vagina [μπαχίνα] (ουσΥθηλ.) αιδοίο, κόλπος. vaginal [μπαχινάλ] (επίθ.) κολπικός, vago [μπάγο] (επίθ.) 1: φυγόπονος τε μπέλης 2: ασαφής συγκεχυμένος 3: απροσδιόριστος, vagón [μπαγόν] (ουσΥαρσ.) βαγόνι, vagoneta [μπαγονέτα] (ουσΥθηλ.) 1: βαγονέτο, 2: φορτηγάκι, vaguedad [μπαγεδάδ] (ουσΥθηλ.) ασά φεια, αοριστία. vaharada [μπααράδα] (ουσΥθηλ.) κύ μα μυρωδιάς vahído [μπαΐδο] (ουσΥαρσ.) παροδική ζάλη. vaho [μπάο] (ουσΥαρσ.) 1: ατμός 2: αναθυμίαση, vaina [μπαίνα] (ουσΥθηλ.) περίβλημα, κάλυμμα. vainilla [μπαϊνίγια] (ουσΥθηλ.) βανί λια. vaivén [μπαϊμπέν] (ουσΥαρσ.) 1: πηγαινέλα, πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, 2: γύρι σμα, ταλάντωση, vajilla [μπαχίγια] (ουσΥθηλ.) σερβί τσιο. vale [μπάλε] 1: (ουσ,/αρσ.) κουπόνι, 2: (επιφ.) εντάξει!, valedero [μπαλεδέρο] (επίθ.) ισχύων, valedor [μπαλεδόρ] (ουα/αρσ.) προ στάτης. valentía [μπαλεν'τία] (ουσΥθηλ.) 1: θάρρος ανδρεία, 2: ανδραγάθημα, valentón [μπαλεν'τόν] (ουσΥαρσ.) θρα-
varadero σύδειλος. valer [μπαλέρ] (ρ.) αξίζω, κοστίζω · los
billetes del avión valen más que los del tren - τα εισιτήρια του αεροπλάvou κοστίζουν περισσότερο από του τρένου · ¡este objeto vale mucho! αυτό το αντικείμενο αξίζει πολύ!, valeroso [μπαλερόσο] (επίθ.) γενναί ος, ρωμαλέος ανδρείος, valerse [μπαλέρσε] (ρ.) (de) εκμεταλ λεύομαι, χρησιμοποιώ · se valló de su sim patía y a l final consiguió su plan - εκμεταλλεύτηκε τη συμπάθειά τους και στο τέλος κατάφερε το σχέ διό του. valía [μπαλία] (ουσΥθηλ.) αξία. validar [μπαλιδάρ] (ρ.) επικυρώνω, validez [μπαλιδέθ] (ουσΥθηλ.) κύρος ισχύς εγκυρότητα. válido [μπάλιδο] (επίθ.) έγκυρος ισχύ ων. valiente [μπαλιέν'τε] (επίθ.) γενναίος θαρραλέος ανδρείος, valija [μπαλίχα] (ουσΥθηλ.) βαλίτσα, σάκος. valioso [μπαλιόσο] (επίθ.) πολύτιμος αξιόλογος, valor [μπαλόρ] (ουσΥαρσ.) 1: αξία, τι μή, 2: θάρρος κουράγιο, valoración [μπαλοραθιόν] (ουσΥθηλ.) εκτίμηση, αξιολόγηση, αποτίμηση, valorar [μπαλοράρ] (ρ.) εκτιμώ, αξιο λογώ. valorizar [μπαλοριθάρ] (ρ.) αποτιμώ, vals [μπαλς] (ουσΥαρσ.) βαλς. valuar [μπαλμπουλάρ] (ρ.) αξιολογώ, válvula [μπάλμπουλα] (ουσΥθηλ.) βαλβίδα. valla [μπάγια] (ουσΥθηλ.) 1: φράκτης οχύρωμα, 2: εμπόδιο, vallado [μπαγιάδο] (ουσΥαρσ.) φρά
χτης. vallar [μπαγιάρ] (ρ.) περιφράζω, valle [μπάγιε] (ουσΥαρσ.) κοιλάδα. 525
vampiro [μπαμ'πίρο] (ουσΥαρσ.) βρι κόλακας. vanagloria [μπαναγλόρια] (ουσΥθηλ.) ματαιοδοξία, κενοδοξία, vanagloriarse [μπαναγλοριάρσε] (ρ.) ματαιοδοξώ, καυχιέμαι, κομπάζω, επαίρομαι. vandalismo [μπαν'νταλίσμο] (ουσΥαρσ.) βανδαλισμός vándalo [μπάν'νταλο] 1: (ουσΥαρσ.) βάνδαλος 2: (επίθ.) βανδαλικός, vanguardia [μπανγκουάρντια] (ουσΥ θηλ.) εμπροσθοφυλακή, vanguardista [μπανγουαρδίστα] (επίθ.) πρωτοπόρος, vanidad [μπανιδάδ] (ουσΥθηλ.) ματαιοδοξία, κενοδοξία, αλαζονεία, vanidoso [μπανιδόσο] (επίθ.) ματαιό δοξος κενόδοξος, vano [μπάνο] (επίθ.) 1: μάταιος 2: κού φιος vapor [μπαπόρ] (ουσΥαρσ.) 1: ατμός 2: ατμόπλοιο, vaporización [μπαποριθαθιόν] (ουσ./ θηλ.) εξάτμιση, ατμοποίηση, vaporizador [βαποριθαδόρ] (ουσΥ αρσ.) ψεκαστήρας, vaporizar [μπαποριθάρ] (ρ.) 1: εξατμί ζω, 2: ψεκάζω, vaporoso [μπαπορόσο] (επίθ.) αέρινος αιθέριος, vapulear [μπαπουλεάρ] (ρ.) 1: δέρνω, 2: τινάζω χαλί. vapuleo [μπαπουλέο] (ουσΥαρσ.) δάρ σιμο, ξυλοκόπημα, vaquero [μπακέρο] 1: (ουσΥαρσ.) (α) βουκόλος αγελαδάρης (β) πληθ. τζιν, 2: (επίθ.) βουκολικός, vaqueros [μπακέρος] (ουσΥαρσ.) πληθ. τζιν παντελόνι, vara [μπάρα] (ουσΥθηλ.) 1: ραβδί, βέρ γα, 2: μπάρα, varadero [μπαραδέρο] (ουσΥαρσ.) δε ξαμενή καθαρισμού πλοίων.
varado varado [μπαράδο] (επίθ.) προσαραγ μένος (πλοίο). varapalo [μπαραπάλο] (ουσ./αρσ.) 1: χτύπημα, ραβδισμός, 2: οπισθοχώ ρηση. varar [μπαράρ] (ρ.) βγάζω πλοίο στην ξηρά για καθαρισμό, varear [μπαρεάρ] (ρ.) ραβδίζω, χτυπώ, variable [μπαριάμπλε] (επίθ.) μετα βλητός ασταθής, variación [μπαριαθιόν] (ουσΥθηλ.) με ταβολή, παραλλαγή, variado [μπαριάδο] (επίθ.) διάφορος ποικίλος. variante [μπαριάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) παραλλαγή, 2: (επίθ.) διαφέρων. variar [μπαριάρ] (ρ.) μεταβάλλω, αλ λάζω, ποικίλλω, διαφοροποιώ, varicela [μπαριθέλα] (ουσΥθηλ.) ανε μοβλογιά, variedad [μπαριεδάδ] (ουσΥθηλ.) ποι κιλία. varilla [μπαρίγια] (ουσΥθηλ.) 1: λεπτό ξυλάκι, 2: ακτίνα ομπρέλας 3: μπα νέλα. varillaje [μπαριγιάχε] (ουσΥαρσ.) ακτί νες ομπρέλας και βεντάλιας, vario [μπάριο] (επίθ.) ποικίλος διάφο ρος. variopinto [μπαριοπίν'το] (επίθ.) ποι κιλόχρωμος, varita [μπαρίτα] (ουσΥθηλ.) μαγικό ραβδί. variz [μπάριθ] (ουσΥθηλ.) κιρσός, varón [μπαρόν] (ουσΥαρσ.) άρρεν, αρ σενικό, άνδρας. varonil [μπαρονΙλ] (επίθ.) 1: αρρενω πός 2: ρωμαλέος, vasallo [μπασάγιο] (επίθ.) υποτελής, vascular [μπασκουλάρ] (επίθ.) αγγεια κός. vasectomía [μπασεκτομία] (ουσΥθηλ.) αγγειεκτομή. vaselina [μπασελίνα] (ουσΥθηλ.) βα
ζελίνη. vasija [μπασίχα] (ουσΥθηλ.) δοχείο, αγγείο. vaso [μπάσο] (ουσΥαρσ.) 1: ποτήρι, 2: ανθοδοχείο, βάζο, 3: αγγείο, vástago [μπάσταγο] (ουσΥαρσ.) 2: βλα στάρι, 2: απογόνους, vastedad [μπαστεδάδ] (ουσΥθηλ.) εύ ρος. vasto [μπάστο] (επίθ.) ευρύς απέρα ντος αχανής, vaticinar [μπατιθινάρ] (ρ.) προφητεύω, μαντεύω. vaticinio [μπατιθίνιο] (ουσΥαρσ.) προ φητεία. vatio [μπάτιο] (ουσ,/αρσ.) βατ. vecindad [μπεθινδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: γειτνίαση, 2: γειτονιά, vecindario [μπεθιν'ντάριο] (ουσ,/αρσ.) γειτονιά. vecino [μπεθίνο] 1: (ουσΥαρσ.) γείτο νας 2: (επίθ.) όμορρος γειτονικός κοντινός διπλανός, veda [μπέδα] (ουσΥθηλ.) απαγόρευση κυνηγιού ή ψαρέματος, vedar [μπεδάρ] (ρ.) απαγορεύω, vedette [μπεδέτε] (ουσΥθηλ.) 1: βεντέ τα, 2: διασημότητα. vega [μπέγα] (ουσΥθηλ.) κάμπος, vegetación [μπεγεταθιόν] (ουσΥθηλ.) βλάστηση, vegetal [μπεγετάλ] 1: (ουσΥαρσ.) φυ τό, 2: (επίθ.) φυτικός, vegetar [μπεχετάρ] (ρ.) βλασταίνω, vegetariano [μπεχεταριάνο] 1: (ουσΥ αρσ.), (επίθ.) χορτοφάγος, vehemencia [μπεεμένθια] (ουσΥθηλ.) σφοδρότητα, ορμητικότητα. vehemente [μπεεμέν'τε] (επίθ.) σφο δρός παράφορος ορμητικός, vehículo [μπεΐκουλο] (ουσΥαρσ.) όχη μα. veinte [μπέιν'τε] (ουσΥαρσ.), (αριθμ. επίθ.) είκοσι.
526
veintena [μπεϊν'τένα] (ουσΥθηλ.) ει κοσάδα. vejación [μπεχαθιόν] (ουσΥθηλ.) τα πείνωση, εξευτελισμός. vejamen [μπεχάμεν] (ουσΥαρσ.) τα πείνωση. vejar [μπεχάρ] (ρ.) ταπεινώνω, εξευ τελίζω. vejatorio [μπεχατόριο] (επίθ.) ταπει νωτικός εξευτελιστικός vejez [μπεχέθ] (ουσ,/θηλ.) γηρατειά, γήρας. vejiga [μπεχίγα] (ουσΥθηλ.) 1: κύστη, 2: φουσκάλα, vela [μπέλα] (ουσΥθηλ.) 1: κερί, 2: ολο νυχτία, 3: ιστίο, 4: μύξα. velada [μπελάδα] (ουσΥθηλ.) εσπερί δα, βεγκέρα, σουαρέ, velador [μπελαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: στρογ γυλό τραπεζάκι, 2: κηροπήγιο, velamen [μπελάμεν] (ουσΥαρσ.) ιστία, πανιά σκάφους. velar1 [μπελάρ] (ρ.) επαγρυπνώ, ξαγρυπνώ. ξενυχτώ. velar2 [μπελάρ] (ρ.) 1: καλύπτω, 2: θο λώνω. velatorio [μπελατόριο] (ουσΥαρσ.) αγρυπνία για νεκρό, veleidad [μπελεϊδάδ] (ουσΥθηλ.) αστά θεια, ελαφρότητα, veleidoso [μπελεϊδόσο] (επίθ.) 1: αστα θής, 2: ιδιότροπος ιδιόρρυθμος velero [μπελέρο] (ουσΥαρσ.) ιστιοφό ρο. veleta [μπελέτα] (ουσΥθηλ.) ανεμοδεί κτης. velo [μπέλο] (ουσΥαρσ.) πέπλο, βέλο. velocidad [μπελοθιδάδ] (ουσΥθηλ.) τα χύτητα. velocímetro [μπελοθίμετρο] (ουσΥ αρσ.) ταχύμετρο, velódromo [μπελόδρομο] (ουσΥαρσ.) ποδηλατοδρόμιο, velorio [μπελόριο] (ουσΥαρσ.) αγρ
υπνία νεκρού, veloz [μπελόθ] (επίθ.) ταχύς γρήγο ρος. vello [μπέγιο] (ουσΥαρσ.) χνούδι, vellón [μπεγιόν] (ουσΥαρσ.) έριο, δέ ρας, μαλλί προβάτου, velloso [μπεγιόσο] (επίθ.) χνουδωτός, velludo [μπεγιούδο] (επίθ.) τριχωτός μαλλιαρός, vena [μπένα] (ουσΥθηλ.) 1: φλέβα, 2: ταλέντο, 3: διάθεση, venablo [μπενάμπλο] (ουσΥαρσ.) ακό ντιο. venado [μπενάδο] (ουσΥαρσ.) ελάφι, venal [μπενάλ] (επίθ.) 1: φλεβικός 2: εξαγοράσιμος 2: δωροδοκούμενος, venalidad [μπεναλιδάδ] (ουσΥθηλ.) δωροληψία, εξαγορά, δωροδοκία, vencedor [μπενθεδόρ] (ουσΥαρσ.) νι κητής vencer [μπενθέρ] (ρ.) νικώ. vencido [μπενθίδο] (επίθ.) νικημένος ηττημένος. vencimiento [μπενθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) λήξη προθεσμίας, venda [μπέν'ντα] (ουσΥθηλ.) επίδε σμος. vendaje [μπεν'ντάχε] (ουσΥαρσ.) δέσι μο, επίδεση, vendar [μπεν'ντάρ] (ρ.) επιδένω, vendaval [μπεν'νταβάλ] (ουσΥαρσ.) θύελ λα vendedor [μπεν'ντεδόρ] (ουσΥαρσ.) πωλητής, πλανόδιος, vender [μπεν'ντέρ] (ρ.) πουλώ, vendible [μπεν'ντίμπλε] (επίθ.) πωλητήριος. vendimia [μπεν'ντίμια] (ουσΥθηλ.) τρύ γος vendimiar [μπεν'ντιμιάρ] (ρ.) τρυγώ, veneno [μπενένο] (ουσΥαρσ.) δηλη τήριο. venenoso [μπενενόσο] (επίθ.) δηλητη ριώδης φαρμακερός. 527
venera [μπενέρα] (ουσΥθηλ.) αχιβά δα. venerable [μπενεράμπλε] (επίθ.) αξιοσέβαστος σεβάσμιος, veneración [μπενεραθιόν] (ουσΥθηλ.) σέβας, λατρεία, venerar [μπενεράρ] (ρ.) 1: τιμώ, σέβο μαι, 2: λατρεύω, venéreo [μ[ενέρεο] (επίθ.) αφροδίσιος, venero [μπενέρο] (ουσΥαρσ.) πηγή, κοίτασμα, φλέβα, vengador [μπενγαδόρ] 1: (ουσΥαρσ.) εκδικητής, 2: (επίθ.) εκδικητικός, venganza [μπενγκάνθα] (ουσΥθηλ.) εκδίκηση, vengarse [μπενγκάρσε] (ρ.) εκδικού μαι. vengativo [μπενγκατίβο] (επίθ.) εκδι κητικός. venia [μπένια] (ουσΥθηλ.) άδεια, venial [μπενιάλ] (επίθ.) 1: ελαφρός 2: αφέσιμος, venida [μπενίδα] (ουσ,/θηλ.) ερχομός άφιξη, επιστροφή, venidero [μπενιδέρο] (επίθ.) μελλοντι κός μελλούμενος, venir [μπενίρ] (ρ.) έρχομαι, προέρχο μαι, φτάνω · ¿cuándo viene Carolina? - πότε έρχεται/φτάνει η Καρολίνα; • viene de una fam ilia rica - προέρ χεται από μια πλούσια οικογένεια • cuando le viene la inspiración, escribe versos - όταν του έρχεται έμπνευση, γράφει στίχους venoso [μπενόσο] (επίθ.) φλεβώδης φλεβικός, venta [μπέν'τα] (ουσΥθηλ.) 1: πώληση, 2: πανδοχείο, χάνι. ventada [μπεν'τάδα] (ουσΥθηλ.) ριπή, ανέμου. ventaja [μπεν'τάχα] (ουσΥθηλ.) 1: πλεο νέκτημα, 2: όφελος 3; διαφορά, ventajista [μπεν'ταχίστα] 1: (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) οπορτουνιστής καιρο-
528
σκόπος 2: (επίθ.) καιροσκοπικός. ventajoso [μπεν'ταχόσο] (επίθ.) πλεο νεκτικός, επωφελής ευνοϊκός ventana [μπεν'τάνα] (ουσΥθηλ.) πα ράθυρο. ventanilla [μπεν'τανίγια] (ουσΥθηλ.) 1: θυρίδα, 2: παράθυρο (αυτοκινήτου). ventarrón [μπεν'ταρόν] (ουσΥαρσ.) δυνατός άνεμος, ventear [μπεν'τεάρ] (ρ.) οσφραίνομαι, μυρίζω. ventero [μπεν'τέρο] (ουσΥαρσ.) παν δοχέας. ventilación [μπεν'τιλαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: αερισμός 2: εξαερισμός. ventilador [μπεν'τιλαδόρ] (ουσΥαρσ.) ανεμιστήρας ventilar [μπεν'τιλάρ] (ρ.) 1: αερίζω, 2: εξαπλώνω (μυστικό). ventisca [μπεν'τίσκα] (ουσΥθηλ.) χιο νοθύελλα, ventisquero [μπεχ/τισκέρο] (ουσΥαρσ.) χιονοστιβάδα, ventolera [μπεν'τολέρα] (ουσΥθηλ.) ριπή ανέμου, ventosa [μπεν'τόσα] (ουσΥθηλ.) βε ντούζα. ventosear [μπεν'τοσεάρ] (ρ.) αερίζο μαι, (χυδ.) κλάνω. ventosidad [μπεν'τοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) κλανιά, πορδή. ventoso [μπεν'τόσο] (επίθ.) ανεμό δαρτος ανεμοδαρμένος, ventrílocuo [μπεν'τρίλοκουο] (ουσ./ αρσ.) εγγαστρίμυθος, ventrudo [μπεν'τρούδο] (επίθ.) κοιλαράς. ventura [μπεν'τούρα] (ουσΥθηλ.) τύ χη, ευτυχία, venturoso [μπεν'τουρόσο] (επίθ.) ευοίω νος ver [μπερ] (ρ.) 1: βλέπω, παρατηρώ, 2: εξετάζω, 3: κρίνω, 4: επισκέπτομαι · ¿ves a M a rin a ? - βλέπεις τη Μαρίνα;
vergüenza • me encanta ver la tele - μου αρέσει πολύ να βλέπω τηλεόραση · veo que no te apetece h ablar de esto - παρα τηρώ ότι δεν έχεις όρεξη να μιλήσεις γΓ αυτό · ¡ya verásI - θα δεις!, verse [μπερσε] (ρ.) 1: φαίνομαι, συνα ντιέμαι, 2: βρίσκομαι αντιμέτωπος με · desde a quí se ve toda la ciudad από εδώ φαίνεται όλη η πόλη ·/ se ve! - φαίνεται · te ves cansado - φαίνεσαι κουρασμένος · nos vemos m añana τα λέμε αύριο, vera [μπέρα] (ουσΥθηλ.) άκρη, ακμή, χείλος. veracidad [μπεραθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ειλικρίνεια, φιλαλήθεια, veranda [μπεράν'ντα] (ουσΥθηλ.) βε ράντα. veraneante [μπερανεάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) παραθεριστής παραθερίστρια veranear [μπερανεάρ] (ρ.) παραθερί ζω. veraneo [μπερανέο] (ουσΥαρσ.) παραθερισμός. veraniego [μπερανιέγο] (επίθ.) καλο καιρινός θερινός verano [μπεράνο] (ουσΥαρσ.) καλο καίρι, θέρος, veras [μπέρας] 1: (ουσΥθηλ.) πληθ. πραγματικότητα, αλήθεια, 2: (επίρρ.) πράγματι · de veras - στ' αλήθεια, veraz [μπεράθ] (επίθ.) φιλαλήθης ει λικρινής. verbal [μπερμπάλ] (επίθ.) 1: λεκτικός προφορικός 2: (Γραμμ.) ρηματικός, verbalismo [μπερμπαλίσμο] (ουσΥαρσ.) ρητορισμός βερμπαλισμός verbena [μπερμπένα] (ουσΥθηλ.) υπαί θρια γιορτή, verbigracia [μπερμπιγράθια] (επίρρ.) λόγου χάρη, παραδείγματος χάριν. verbo [μπέρμπο] (ουσΥαρσ.) (Γραμμ.) ρήμα. verborrea [μπερμπορέα] (ουσΥθηλ.)
λογοδιάρροια, πολυλογία, verbosidad [μπερμποσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) φλυαρία, πολυλογία, verboso [μπερμπόσο] (επίθ.) φλύαρος πολυλογάς, verdad [μπερδάδ] (ουσΥθηλ.) αλήθεια, verdaderamente [μπερδαδέραμεν'τε] (επίρρ.) όντως πραγματικά, πράγ ματι. verdadero [μπερδαδέρο] (επίθ.) αλη θινός πραγματικός, verde [μπέρδε] (επίθ.) 1: πράσινος 2: άγουρος · tu camisa es verde - το πουκάμισό σου είναι πράσινο · el m elocotón está verde - το ροδάκινο είναι άγουρο. verdear [μπερδεάρ] (ρ.) πρασινίζω, verdecer [μπερδεθέρ] (ρ.) πρασινίζω
(έδαφος ή δέντρο). verdín [μπερδίν] (ουσΥαρσ.) πρασινί λα. verdor [μπερδόρ] (ουσΥαρσ.) πρασι νάδα. verdugo [μπερδούγο] (ουσΥαρσ.) 1: δήμιος 2: βασανιστής, verdulería [μπερδουλερία] (ουσΥθηλ.) οπωροπωλείο, μανάβικο, verdulero [μπερδουλέρο] (ουσΥαρσ.) οπωροπώλης μανάβης, verdura [μπερδούρα] (ουσΥθηλ.) λα χανικά, χορταρικά, vereda [μπερέδα] (ουσΥθηλ.) μονο πάτι. veredicto [μπερεδίκτο] (ουσΥαρσ.) ετυ μηγορία. verga [μπέργα] (ουσΥθηλ.) βέργα, ρα βδί. vergel [μπερχέλ] (ουσΥαρσ.) περιβόλι, vergonzante [μπεργονθάντε] (επίθ.) ντροπαλός συνεσταλμένος, vergonzoso [μπεργονθόσο] (επίθ.) 1: ντροπαλός 2: ντροπιαστικός εξευ τελιστικός προσβλητικός, vergüenza [μπεργουένθα] (ουσΥθηλ.)
529
verídico 1: ντροπή, ντροπαλότητα, 2: αίσχος, όνειδος, καταισχύνη, verídico [μπερίδικο] (επίθ.) αληθής, πραγματικός, verificable [μπεριφικάμπλε] (επίθ.) επαληθεύσιμος. verificación [μπεριφικαθιόν] (ουσΥ θηλ.) επαλήθευση, εξακρίβωση, verificar [μπεριφικάρ] (ρ.) 1: επαλη θεύω, εξακριβώνω, 2: πραγματοποιώ, verja [μπέρχα] (ουσΥθηλ.) κάγκελο, κιγκλίδωμα, vermut [μπερμούτ] (ουσΥαρσ.) βερ μούτ. vernáculo [μπερνάκουλο] (επίθ.) τοπι κός, ιδιωματικός, verosímil [μπεροσίμιλ] (επίθ.) αληθο φανής. verosimilitud [μπεροσιμιλιτούδ] (ουσΥ θηλ.) αληθοφάνεια, verraco [μπεράκο] (ουσΥαρσ.) χοίρος γουρούνι, verruga [μπερούγα] (ουσ,/θηλ.) κρεα τοελιά. versado [μπερσάδο] (επίθ.) ειδικευμέ νος σε, έμπειρος σε. versar [μπερσάρ] (ρ.) 1: ειδικεύομαι, 2: αφορώ. versátil [μπερσάτιλ] (επίθ.) 1: ευμετά βλητος ευεπίφορος 2: ευπροσάρ μοστος. versatilidad [μπερσατιλιδάδ] (ουσΥ θηλ.) 1: μεταβλητότητα, 2: προσαρ μοστικότητα, versículo [μπερσίκουλο] (ουσΥαρσ.) εδάφιο, ελεύθερος στίχος, versificar [μπερσιφικάρ] (ρ.) στιχουργώ. versión [μπερσιόν] (ουσΥθηλ.) 1: εκ δοχή, 2: μετάφραση, verso [μπέρσο] (ουσΥαρσ.) στίχος, vértebra [μπέρτεμπρα] (ουσΥθηλ.) σπόνδυλος, vertebrado [μπερτεμπράδο] (επίθ.) σπον
δυλωτός vertebral [μπερτεμπράλ] (επίθ.) σπον δυλικός. vertedero [μπερτεδέρο] (ουσΥαρσ.) σκουπιδότοπος χωματερή, vertedor [μπερτεδόρ] (ουσ,/αρσ.) 1: οχετός 2: αθυροστομία. verter [μπερτέρ] (ρ.) 1: χύνω, εκβάλλω, 2: μεταφράζω, vertical [μπερτικάλ] (επίθ.) 1: κάθετος, 2: κατακόρυφος. vértice [μπέρτιθε] (ουσΥαρσ.) 1: κορυ φή, 2: άξονας, vertiente [μπερτιέν'τε] (ουσ./αρσ+ θηλ.) πλαγιά, κατηφόρα, vertiginoso [μπερτιχινόσο] (επίθ.) ιλιγγιώδης. vértigo [μπέρτιγο] (ουσ,/αρσ.) ίλιγγος ζαλάδα. vesícula [μπεσίκουλα] (ουσΥθηλ.) 1: κύστη, 2: φουσκάλα, vespertino [μπεσπερτίνο] (επίθ.) απο γευματινός εσπερινός, vestíbulo [μπεστίμπουλο] (ουσΥαρσ.) προθάλαμος είσοδος vestido [μπεστίδο] (ουσΥαρσ.) φόρε μα, ρούχο, vestigio [μπεστίχιο] (ουσΥαρσ.) ίχνος κατάλοιπο, vestimenta [μπεστιμέν'τα] (ουσΥθηλ.) ένδυμα, άμφιο, vestir [μπεστίρ] (ρ.) 1: ντύνω, 2: σκεπά ζω, καλύπτω, vestirse [μπεστίρσε] (ρ.) ντύνομαι, φορώ. vestuario [μπεστουάριο] (ουσΥαρσ.) 1: γκαρνταρόμπα, 2: καμαρίνι, βε στιάριο. veta [μπέτα] (ουσΥθηλ.) φλέβα, νερά ξύλου. vetar [μπετάρ] (ρ.) ασκώ βέτο. veterano [μπετεράνο] (ουσΥαρσ.) απόστρατος βετεράνος παλαίμαχος, veterinaria [μπετερινάρια] (ουσΥθηλ.)
530
vigésimo κτηνιατρική, veterinario [μπετερινάριο] (ουσΥαρσ.) κτηνίατρος, veto [μπέτο] (ουσΥαρσ.) βέτο, αρνη σικυρία. vetusto [μπεν'τούστο] (επίθ.) παμπά λαιος, απαρχαιωμένος, vez [μπεθ] (ουσ./θηλ.) 1: φορά, 2: σει ρά · ta l vez - ίσως · a veces - κάποιες φορές. vía [μπία] 1: (ουσ./θηλ.) (α) δρόμος (β) οδός γραμμή, 2: (πρόθ.) μέσω, διαμέσου, viabilidad [μπιαμπιλιδάδ] (ουσ./θηλ.) βιωσιμότητα, viable [μπιάμπλε] (επίθ.) βιώσιμος viaducto [μπιαδούκτο] (ουσΥαρσ.) αε ρογέφυρα, viajante [μπιαχάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) εμπορικός αντιπρόσωπος, viajar [μπιαχάρ] (ρ.) ταξιδεύω, viaje [μπιάχε] (ουσ./αρσ.) ταξίδι, viajero [μπιαχέρο] 1: (ουσ,/αρσ.) ταξι διώτης 2: (επίθ.) ταξιδιωτικός vianda [μπιάν'ντα] (ουσ,/θηλ.) φαγη τό, έδεσμα, viático [μπιάτικο] (ουσΥαρσ.) μετάλη ψη ετοιμοθάνατου, víbora [βίμπορα] (ουσΥθηλ.) οχιά, έχιδνα. vibración [βιμπραθιόν] (ουσ,/θηλ.) δό νηση, κραδασμός, vibrador [βιμπραδόρ] (ουσΥαρσ.) δο νητής. vibrante [βιμπράν'τε] (επίθ.) δονούμενος παλλόμενος. vibrar [βιμπράρ] (ρ.) δονώ, σείω, πάλ λω. vicario [βικάριο] (ουσΥαρσ.) εφημέριος vicealmirante [βιθεαλμιράντε] (ουσ./ αρσ.) υποναύαρχος, vicepresidente [βιθεπρεσιδέν'τε] (ουσΥ αρσ.+ θηλ.) αντιπρόεδρος viceversa [βιθεβέρσα] (επίρρ.) τανά-
531
παλιν, αντίστροφα, viciar [βιθιάρ] (ρ.) 1: διαφθείρω, 2: πα ραμορφώνω, διαστρεβλώνω, vicio [βίθιο] (ουσΥαρσ.) κακή συνή θεια, βίτσιο, διαστροφή, ελάττωμα, vicioso [βιθιόσο] (επίθ.) 1: διεφθαρμέ νος 2: βιτσιόζος vicisitud [βιθισιτούδ] (ουσΥθηλ) απροσ δόκητο συμβάν, víctima [βίκτιμα] (ουσΥθηλ.) θύμα. victoria [βικτόρια] (ουσΥθηλ.) νίκη. victorioso [βικτοριόσο] 1: (ουσΥαρσ.) νικητής 2: (επίθ.) νικηφόρος vid [βιδ] (ουσΥθηλ.) αμπέλι, vida [βίδα] (ουσΥθηλ.) ζωή · de toda la vida - από πολύ παλιά · se conocen de toda la vida - γνωρίζονται από πολύ παλιά · en la vida - ποτέ · no lo haría en la vida - δε θα το έκανα ποτέ. vidente [βιδέν'τε] (επίθ.) διορατικός οξυδερκής, video [βίδεο] (ουσΥαρσ.) βίντεο, vidriado [βιδριάδο] 1: (ουσΥαρσ.) υα λοβερνίκωμα, 2: (επίθ.) στιλπνός γυαλιστερός vidriar [βιδριάρ] (ρ.) υαλοβερνικώνω. vidriera [βιδριέρα] (ουσΥθηλ.) βιτρό. vidrio [βίδριο] (ουσΥαρσ.) γυαλί, vidrioso [βιδριόσο] (επίθ.) 1: γυάλινος 2: εύθραυ<κος. viejo [βιέχο] 1: (ουσΥαρσ.) γέρος 2: (επίθ.) γερασμένος παλιός, viento [βιέν’το] (ουσΥαρσ.) άνεμος αέρας. vientre [βιέν'τρε] (ουσΥαρσ.) 1: κοιλιά, 2: σπλάχνα, viernes [βιέρνες] (ουσ,/αρσ.) Παρα σκευή (ημέρα). viga [βίγα] (ουσΥθηλ.) δοκάρι, vigencia [βιχένθια] (ουσΥθηλ.) ισχύς κύρος. vigente [βιχέν'τε] (επίθ.) ισχύων, έγκυ ρος. vigésimo [βιχέσιμο] (ουσΥαρσ.), (αριθμ.
vigía επίθ.) εικοστός, vigía [βιχία] 1: (ουσΥαρσ.) φρουρός φύλακας 2: (ουσΥθηλ.) σκοπιά, vigilancia [βιχιλάνθια] (ουσΥθηλ.) επα γρύπνηση, επιτήρηση, vigilante [βιχιλάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) φύ λακας σκοπός 2: (επίθ.) άγρυπνος, vigilar [βιχιλάρ] (ρ.) επαγρυπνώ, φρου ρώ. vigilia [βιχίλια] (ουσΥθηλ.) 1: αγρυ πνία, 2: νηστεία, vigor [βιγόρ] (ουσΥαρσ.) ρώμη, σφρί γο ς ευρωστία, ζωτικότητα, vigoroso [βιγορόσο] (επίθ.) ρωμαλέ ος σφριγηλός εύρωστος, vigueta [βιγέτα] (ουσΥθηλ.) μικρό δο κάρι. vil [βιλ] (επ(θ,) ιταμός ποταπός αχρείος φαύλος. vileza [βιλέθα] (ουσΥθηλ.) ποταπότη τα, αχρειότητα, vilipendiar [βιλιπεν'ντιάρ] (ρ.) εξευτε λίζω, ταπεινώνω, διασύρω, vilo [βίλο] (επίρρ.) · en vilo - αβέβαια, ρευστά, ασταθώς. villa [βίγια] (ουσΥθηλ.) 1: πόλη, 2: έπαυλη, βίλα. villancico [βιγιανθίκο] (ουσΥαρσ.) κά λαντα. villano [βιγιάνο] (επίθ.) άτιμος φαύ λος. vinagre [βινάγκρε] (ουσΥαρσ.) ξύδι. vinagrera [βιναγκρέρα] (ουσΥθηλ.) μπουκαλάκι για ξύδι. vinagreta [βιναγκρέτα] (ουσΥθηλ.) λαδόξυδο. vinatería [βινατερία] (ουσΥθηλ.) οινο πωλείο. vinculación [βινκουλαθιόν] (ουσΥθηλ.) σύνδεση, δεσμός σχέση, vincular [βινκουλάρ] (ρ.) συνδέω, ενώ νω. vínculo [βίνκουλο] (ουσΥαρσ.) δεσμός, vindicación [βιν'ντικαθιόν] (ουσΥθηλ.)
532
1: εκδίκηση, 2: δικαίωση, vindicar [βιν'ντικάρ] (ρ.) 1: εκδικούμαι, 2: δικαιώνω, υπερασπίζω, vinícola [βινίκολα] (επίθ.) οινοπαραγωγικός. vinicultor [βινικουλτόρ] (ουσΥαρσ.) οινοπαραγωγός. vinicultura [βινικούλτουρα] (ουσΥθηλ.) οινοκαλλιέργεια. vinilo [βινίλο] (ουσΥαρσ.) βινύλιο. vino [βίνο] (ουσΥαρσ.) κρασί, οίνος, viña [βίνια] (ουσΥθηλ.) αμπέλι, viñedo [βινιέδο] (ουσΥαρσ.) αμπελώ νας. viñeta [βινιέτα] (ουσΥθηλ.) σκίτσο, violáceo [βιολάθεο] (επίθ.) μενεξεδένιος βιολετί. violación [βιολαθιόν] (ουσΥθηλ.) 1: βιασμός 2: παραβίαση, καταστρατήγηση. violado [βιολάδο] (επίθ.) μενεξεδένιος βιολετί. violador [βιολαδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: βια στής 2: παραβάτης, violar [βιολάρ] (ρ.) 1: βιάζω, 2: παρα βιάζω. violencia [βιολένθια] (ουσΥθηλ.) βία. violentar [βιολεν'τάρ] (ρ.) 1: εξανα γκάζω, πιέζω, 2: παραβιάζω, κατα στρατηγώ, violento [βιολέν'το] (επίθ.) 1: βίαιος 2: παράφορος ορμητικός σφοδρός δριμύς. violeta [βιολέτα] (ουσΥθηλ.) μενεξές βιολέτα. violín [βιολίν] 1: (ουσΥαρσ.) βιολί, 2: (ουσΥαρσ. + θηλ.) βιολιστής βιολίστρια. violinista [βιολινίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) βιολιστής βιολίστρια. violón [βιολόν] 1: (ουσΥαρσ.) κοντρα μπάσο, 2: (ουσΥαρσ. + θηλ.) κονταμπασίστας. violonchelista [βιολοντσελίστα] (ουσΥ
visto αρσ.+ θηλ.) αυτός/αυτή που παίζει βιολοντσέλο, violonchelo [βιολοντσέλο] (ουσΥαρσ.) βιολοντσέλο, viraje [βιράχε] (ουσΥαρσ.) (Ναυτ.) βιράρισμα, στροφή, virar [βιράρ] (ρ.) (Ναυτ.) βιράρω, στρί βω. virgen [βίρχεν] 1: (ουσΥαρσ.+ θηλ.) παρθένος, παρθένα, 2: (επίθ.) παρθενικός. virginal [βιρχινάλ] (επίθ.) παρθενικός. virginidad [βιρχινιδάδ] 1: (ουσΥθηλ.) παρθενιά, αγνότητα. Virgo [βίργο] (ουσΥαρσ.) (Αστρολ.) Παρθένος, virgula [βίργουλα] (ουσΥθηλ.) κόμμα, υποδιαστολή. viril [βιρίλ] (επίθ.) αρρενωπός ανδρο πρεπής ανδρικός, virilidad [βιριλιδάδ] (ουσΥθηλ.) αρρενωπότητα, ανδρισμός, virología [βιρολοχία] (ουσΥθηλ.) ιο λογία. virreinato [βιρεϊνάτο] (ουσΥαρσ.) αντιβασιλεία. virrey [βιρέι] (ουσΥαρσ.) αντιβασιλιάς virtual [βιρτουάλ] (επίθ.) εικονικός πλασματικός virtud [βιρτούδ] (ουσΥθηλ.) 1: αρετή, 2: ιδιότητα, 3: ικανότητα, virtuosismo [βιρτουοσίσμο] (ουσΥ αρσ.) δεξιοτεχνία. virtuoso [βιρτουόσο] 1: (ουσΥαρσ.) δεξιοτέχνης βιρτουόζος 2: (επίθ.) ενάρετος, viruela [βιρουέλα] (ουσΥθηλ.) ευλογιά
(ασθένεια). virulencia [βιρουλένθια] (ουσΥθηλ.) οξύτητα, κακοήθεια. virulento [βιρουλέν'το] (επίθ.) 1: λοι μώδης λοιμογόνος 2: τοξικός. virus [βίρους] (ουσΥαρσ.) ιός. viruta [βιρούτα] (ουσΥθηλ.) ρίνισμα,
533
ροκανίδι. visado [βισάδο] (ουσΥαρσ.) θεώρηση διαβατηρίου, βίζα. visar [βισάρ] (ρ.) θεωρώ διαβατήριο, visceras [βίσθερας] (ουσΥθηλ.) πληθ. εντόσθια, σπλάχνα, viscosidad [βισκοσιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: πυκνότητα, 2: λιπαρότητα. viscoso [βισκόσο] (επίθ.) 1: παχύρρευ στος πηχτός 2: ιξώδης κολλώδης, visibilidad [βισιμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ορατότητα, visible [βισίμπλε] (επίθ.) ορατός θεα τός. visillo [βισίγιο] (ουσΥαρσ.) κουρτινάκι, visión [βισιόν] (ουσΥθηλ.) 1: όραση, 2: όραμα, οπτασία, 3: άποψη, visionario [βιοσιονάριο] 1: (ουσΥαρσ.) οραματιστής 2: (επίθ.) φαντασμέ νος. visita [βισίτα] (ουσΥθηλ.) 1: επίσκεψη, 2: επισκέπτης visitador [βισιταδόρ] (ουσΥαρσ.) 1: επισκέπτης 2: επιθεωρητής visitante [βισιτάν'τε] (ουσΥαρσ.+θηλ.), (επίθ.) επισκέπτης επισκέπτρια. visitar [βισιτάρ] (ρ.) επισκέπτομαι, vislumbrar [βισλουμ'μπράρ] (ρ.) δια κρίνω, διαβλέπω, vislumbre [βισλούμ'πρε] (ουσΥαρσ. + θηλ.) αναλαμπή, viso [βίσο] (ουσΥαρσ.) 1: ανταύγεια, 2: λάμψη. visón [βισόν] (ουσΥαρσ.) 1: βίσωνας βόνασος 2: γούνα βιζόν, visor [βισόρ] (ουσΥαρσ.) σκόπευτρο, διόπτρα. víspera [βίσπερα] (ουσΥθηλ.) παρα μονή. vista [βίστα] (ουσΥθηλ.) 1: όραση, 2: βλέμμα, 3: όψη, 4: θέα. vistazo [βιστάθο] (ουσΥαρσ.) ματιά, βλέμμα. visto [βίστο] 1: (ουσΥαρσ.) έγκριση,
vistoso 2: (επίθ.) (α) κατάφωρος, προφανής, έκδηλος (β) θεωρούμενος · visto
bueno - εντάξει, έγκυρο, vistoso [βιστόσο] (επίθ.) γεμάτος χρώ μα, χτυπητός εντυπωσιακός, visual [βισουάλ] 1: (ουσΥθηλ.) οπτική γωνία, (επίθ.) οπτικός, visualizar [βισουαλιθάρ] (ρ.) απεικο νίζω. vital [βιτάλ] (επίθ.) 1: ζωτικός, 2: ζωι κός. vitalicio [βιταλίθισ] (επίθ.) ισόβιος, vitalidad [βιταλιδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: ζωτικότητα, ενεργητικότητα, 2: ζω ντάνια. vitamina [βιταμίνα] (ουσΥθηλ.) βιτα μίνη. vitaminado [βιταμινάδο] (επίθ.) βιτα μινούχος. vitícola [βιτίκολα] (επίθ.) αμπελουρ γικός viticultor [βιτικουλτόρ] (ουσΥαρσ.) αμπε λουργός viticultura [βιτικουλτούρα] (ουσΥθηλ.) αμπελουργία, vitorear [βιτορεάρ] (ρ.) επευφημώ, ζη τωκραυγάζω, vitreo [βίτρεο] (επίθ.) γυάλινος, vitrificar [βιτριφικάρ] (ρ.) υαλοποιώ, vitrina [βιτρίνα] (ουσΥθηλ.) βιτρίνα. vituallas [βιτουάγιας] (ουσΥθηλ.) πληθ. προμήθειες, vituperación [βιτουπεραθιόν] (ουσΥ θηλ.) μομφή, ψόγος προπηλακισμός. vituperar [βιτουπεράρ] (ρ.) μέμφομαι, επικρίνω, ψέγω, προπηλακίζω, vituperio [βιτουπέριο] (ουσΥαρσ.) επί κριση, αποδοκιμασία, viudedad [βιουδεδάδ] (ουσΥθηλ.) 1: χηρεία, 2: σύνταξη χηρείας viudez [βιουδέθ] (ουσΥθηλ.) χηρεία, viudo [βιούδο] (ουσΥαρσ.) χήρος, vivacidad [βιβαθιδάδ] (ουσΥθηλ.) ζω
ηρότητα, ζωντάνια, vivaque [βιβάκε] (ουσΥαρσ.) καταυλι σμός, κατασκήνωση, vivaracho [βιβαράτσο] (επίθ.) ζωηρός άτακτος. vivaz [βιβάθ] (επίθ.) ενεργητικός ζω ντανός δραστήριος, vivencia [βιβένθια] (ουσΥθηλ.) βίωμα, víveres [βίβερες] (ουσΥαρσ.) πληθ. εφό δια, τρόφιμα, vivero [βιβέρο] (ουσΥαρσ.) 1: φυτώ ριο, 2: ιχθυοτροφείο, 3: ζωοτροφείο, viveza [βιβέθα] (ουσΥθηλ.) ζωηρότη τα, ζωντάνια, vivido [βίβιδο] (επίθ.) ζωντανός παρα στατικός γλαφυρός, vividor [βιβιδόρ] (ουσΥαρσ.), (επίθ.) καλοζωισμένος καλοπερασάκιας vivienda [βιβιέν'ντα] (ουσΥθηλ.) κα τοικία. viviente [βιβιέν'τε] (επίθ.) ζωντανός, vivificar [βιβιφικάρ] (ρ.) αναζωογονώ, τονώνω. vivir [βιβίρ] 1: (ουσΥαρσ.) τρόπος ζωής 2: (ρ.) (α) ζω, διαμένω, κατοι κώ, (β) συντηρούμαι, (γ) διαρκώ · vive en Sevilla - διαμένει/κατοικεί στη Σεβίλλη, vivisección [βιβισεκθιόν] (ουσΥθηλ.) ζωοτομία, vivo [βίβο] 1: (ουσΥαρσ.), (επίθ.) ζω ντανός ζωηρός έντονος, vizconde [βιθκόν'ντε] (ουσΥαρσ.) υπο κόμης. vocablo [βοκάμπλο] (ουσΥαρσ.) λέξη. vocabulario [βοκαμπουλάριο] (ουσ./ αρσ.) λεξιλόγιο, vocación [βοκαθιόν] (ουσΥθηλ.) κλί ση, τάση. vocal [βοκάλ] 1: (ουσΥθηλ.) (Γραμμ.) φωνήεν, 2: (επίθ.) φωνητικός, vocalista [βοκαλίστα] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) τραγουδιστής αοιδός τραγου δίστρια.
534
voto vocalizar [βοκαλιθάρ] (ρ.) προφέρω, αρθρώνω, vocativo [βοκατίβο] (ουσΥαρσ.) (Γοαμμ.) κλητική πτώση, vocear [βοθεάρ] (ρ.) κραυγάζω, φω νάζω. vocerío [βοθερίο] (ουσΥαρσ.) κραυγή, φωνασκία, vocero [βοθέρο] (ουσΥαρσ.) φερέφω νο. vociferar [βοθιφεράρ] (ρ.) ξεφωνίζω, κραυγάζω, volador [βολαδόρ] (επίθ.) ιπτάμενος, voladura [βολαδούρα] (ουσΥθηλ.) ανατίναξη. volante [βολάν'τε] 1: (ουσΥαρσ.) τιμό νι, πηδάλιο, 2: (επίθ.) ιπτάμενος, volar [βολάρ] (ρ.) 1: πετώ, 2: ανατινά ζω, 3: (μτφ.) κάνω φτερά, volátil [βολάτιλ] (επίθ.) πτητικός, volatilizar [βολατιθάρ] (ρ.) εξατμίζω, volatín [βολατίν] (ουσΥαρσ.) ακροβα σία, σχοινοβασία, volatinero [βολατινέρο] (ουσΥαρσ.) ακροβάτης σχοινοβάτης, volcán [βολκάν] (ουσΥαρσ.) ηφαί στειο. volcánico [βολκάνικο] (επίθ.) ηφαιοττειακός ηφαιστειογενής, volcar [βολκάρ] (ρ.) 1: αναποδογυρί ζω, 2: ανατρέπω, volición [βολιθιόν] (ουσΥθηλ.) βούλη ση, θέληση, volquete [βολκέτε] (ουσΥαρσ.) ανα τρεπόμενο φορτηγό, voltaje [βολτάχε] (ουσΥαρσ.) βολτάζ, τάση. voltear [βολτεάρ] (ρ.) αναποδογυρί ζω, τουμπάρω, voltereta [βολτερέτα] (ουσΥθηλ.) τούμπα. voltio [βόλτιο] (ουσΥαρσ.) (Ηλεκ.) βολτ. voluble [βολούμπλε] (επίθ.) ευμετά βλητος άστατος ασταθής.
535
volumen [βολούμεν] (ουσ,/αρσ.) 1: όγκος, 2: τόμος 3: ένταση, ισχύς, vo lu m in o s o [β ολουμινόσο] (επίθ.) ογκώδης, voluntad [βολουν'τάδ] (ουσΥθηλ.) θέ ληση, βούληση, επιθυμία, voluntario [βολουν'τάριο] 1: (ουσΥ αρσ.) εθελοντής, 2: (επίθ.) εθελοντι κός εκούσιος οικειοθελής. voluntarioso [βολουν'ταριόσο] (επίθ.) αποφασισμένος θεληματικός, voluptuosidad [βολουπτουοσιδάδ] (ουσΥ θηλ.) λαγνεία ηδυπάθεια, φιληδονία. voluptuoso [βολουπτουόσο] (επίθ.) αισθησιακός ηδονικός φιλήδονος, volver [βολβέρ] (ρ.) 1: επιστρέφω, γυ ρίζω, 2: επαναλαμβάνω · ¿a qué hora vuelves norm alm ente?- τι ώρα επιστρέφεις συνήθως· · por favor, vuelva a llam ar más tarde- παρακα λώ, ξανατηλεφωνήστε αργότερα, volverse [βολβέρσε] (ρ.) 1: γίνομαι, 2: γυρίζω · de repente se volvió rojo ξαφνικά έγινε κατακόκκινος. vomitar [βομιτάρ] (ρ.) κάνω εμετό, ξερνάω. vomitivo [βομιτίβο] (επίθ.) εμετικός, vóm ito [βόμιτο] (ουσΥαρσ.) εμετός, voracidad [βοραθιδάδ] (ουσΥθηλ.) αδη φαγία, λαιμαργία, vorágine [βοράχινε] (ουσΥθηλ.) δίνη. voraz [βοράθ] (επίθ.) αδηφάγος, λαί μαργος βουλιμικός. vórtice [βόρτιθε] (ουσΥαρσ.) δίνη, ανε μοστρόβιλος, vosotros [βοσότρος] (προσωπική αντ.) εσείς •¿(vosotros) sois de aquí?- εσείς είστε από εδώ;, votación [βοταθιόν] (ουσΥθηλ.) ψη φοφορία. votante [βοτάν'τε] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) ψηφοφόρος, votar [βοτάρ] (ρ.) ψηφίζω, voto [βότο] (ουσ,/αρσ.) 1: ψήφος 2:
voz τάμα, ανάθημα, 3: όρκος 4: βλα σφημία, βρισιά, voz [βοθ] (ουσΥθηλ.) 1: φωνή, 2: φήμη. vozarrón [βοθαρόν] (ουσΥαρσ.) δυνα τή φωνή. vuelco [βουέλκο] (ουσΥαρσ.) ανατρο πή, τούμπα. vuelillo [βουελίγιο] (ουσΥαρσ.) δαντέ λα. vuelo [βουέλο] (ουσΥαρσ.) 1: πτήση, 2: διάρκεια πτήσης, vuelta [βουέλτα] (ουσΥθηλ.) 1: στρο φή, μεταστροφή, αλλαγή, 2: επιστρο φή, 3: περιστροφή, γύρος 4: βόλτα · dar una vuelta - τριγυρνάω/κάνω βόλτα · dar la vuelta - επιστρέφω/ γυρίζω πίσω/στρίβω · darle vueltas a algo - σκέφτομαι/αναλύω κάτι. vuelto [βουέλτο] 1: (ουσΥαρσ.) ρέστα, 2: (επίθ.) στραμμένος γυρισμένος, vuestro [βουέστρο] (κτητική αντ.) σας δικό σας · vuestros amigos son simpáticos - οι φίλοι σας είναι συ μπαθητικοί.
vulcanizar [βουλκανιθάρ] (ρ.) βουλκανίζω. vulgar [βουλγάρ] (επίθ.) λαϊκός κοι νός χυδαίος πρόστυχος, vulgaridad [βουλγαριδάά] (ουσΥθηλ.) χυδαιότητα, προστυχιά, vulgarismo [βουλγαρίσμο] (ουσΥαρσ.) χυδαιολογία, vulgarizar [βουλγαριθάρ] (ρ.) εκχυδαΤζω, εκλαϊκεύω, vulgo [βούλγκο] (ουσΥαρσ.) απλός λα ός (καθ.) κοσμάκης, vulnerabilidad [βουλνεραμπιλιδάδ] (ουσΥθηλ.) ευπάθεια, φιλασθένεια, ευαισθησία, vulnerable [βουλνεράμπλε] (επίθ.) τρωτός εύθικτος ευάλωτος vulnerar [βουλνεράρ] (ρ.) 1: παραβιά ζω, βλάπτω, 2: θίγω, προσβάλλω, vulva [βούλβα] (ουσΥθηλ.) αιδοίο.
536
Μ
W, w [ντόμπλε ούβε] (ουσΥθηλ.) το ει κοστό έκτο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, wáter [γουάτερ] (ουσΥαρσ.) τουαλέ τα, W .C.. web [γουέμπ] (ουσΥθηλ.) διαδύκτιο · página web - ιστοσελίδα, whiskey [γουίσκι] (ουσΥαρσ.) ουίσκι.
Μ
X, χ [έκις] (ουσΥθηλ.) το εικοστό έβδο μο γράμμα του ισπανικού αλφαβή του. xenofobia [ξενοφόμπια] (ουσΥθηλ.) ξε νοφοβία. xenón [ξενόν] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ξέ νον. xerocopia [ξεροκόπια] (ουσΥθηλ.) φω τοαντίγραφο, αντίτυπο. xerografiar [ξερογραφιάρ] (ρ.) ξηρογραφώ, φωτοτυπώ. xilófago [ξιλόφαγο] (επίθ.) ξυλοφάγος. xilófono [ξιλόφονο] (ουσΥαρσ.) ξυλόφωνο. xilografía [ξιλογραφία] (ουσΥθηλ.) ξυ λογραφία, φωτοτύπηση.
537
Y, y [ι γριέγα] (ουσΥθηλ.) το εικοστό όγδοο γράμμα του ισπανικού αλ φαβήτου, y [ι] (σύνδ.) και · tú y yo - εσύ και εγώ. ya [για] (επίρρ.) ήδη, πια, πλέον, τώρα ·
cuando entró en la casa, los otros ya se hablan ¡do - όταν μπήκε στο σπίτι, οι άλλοι είχαν ήδη φύγει · ya es m uy tarde p ara esto - τώρα είναι πολύ αργά γι' αυτό. yacer [γιαθέρ] (ρ.) 1: κείμαι, 2: (con) ξα πλώνω με κάποιον, κάνω έρωτα, yacimiento [γιαθιμιέν'το] (ουσΥαρσ.) κοίτασμα, yaguar [γιαγουάρ] (ουσΥαρσ.) ιαγουάρος (τζάγκουαρ). yámbico [γιάμ'πικο] (επίθ.) ιαμβικός, yambo [γιάμ'πο] (ουσ,/αρσ.) ίαμβος, yarda [γιάρδα] (ουσΥθηλ.) υάρδα (μο
νάδα μέτρησης). yate [γιάτε] (ουσ,/αρσ.) γιοτ, θαλαμη γός, κότερο, yayo/a [γιάγιο/α) (ουσ./αρσ.+ θηλ.) παππούς/γιαγιά, yedra [γιέδρα] (ουσΥθηλ.) κισσός, yegua [γιέγουα] (ουσΥθηλ.) φοράδα, yeguada [γιεγουάδα] (ουσΥθηλ.) κο πάδι αλόγων, yelmo [γιέλμο] (ουσΥαρσ.) περικεφα λαία. yema [γιέμα] (ουσΥθηλ.) 1: κρόκος, 2: μπουμπούκι, 3: οφθαλμός.
538
yen [γιέν] (ουσΥαρσ.) γιεν. yerba [γιέρμπα] (ουσΥθηλ.) χορτάρι, βότανο. yermo [γιέρμο] (επίθ.) ακατοίκητος άγονος χέρσος, yerno [γιέρνο] (ουσΥαρσ.) γαμπρός
(βαθμός συγγένειας). yerro [γιέρο] (ουσΥαρσ.) σφάλμα, λά θος πλάνη, yerto [γιέρτο] (επίθ.) άκαμπτος σκλη ρός. yesca [γιέσκα] (ουσΥθηλ.) προσάναμ μα. yesería [γιεσερία] (ουσΥθηλ.) γυψοποιείο. yesero [γιεσέρο] (ουσΥαρσ.) γυψαδό ρος yeso [γιέσο] (ουσΥαρσ.) γύψος, yo [γιό] (προσωπική αντ.) εγώ · (yo) soy Sandra - (εγώ) είμαι η Σάντρα. yodo [γιόδο] (ουσΥαρσ.) (Χημ J ιώδιο, yoga [γιόγκα] (ουσΥαρσ.) γιόγκα, yogur [γιογούρ] (ουσΥαρσ.) γιαούρτι, yoyó [γιογιό] (ουσΥαρσ.) γιογιό. yuca [γιούκα] (ουσΥθηλ.) (Βοτ.) γιούκα. yugo [γιούγο] (ουσΥαρσ.) ζυγός, yunque [γιούνκε] (ουσΥαρσ.) αμόνι. yunta [γιούν'τα] (ουσΥθηλ.) ζευγάρι ζευγμένων βοδιών. yuxtaponer [γιουξταπονέρ] (ρ.) αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω. yuxtaposición [γιουξταποσιθιόν] (ουσ./ θηλ.) αντιπαράθεση, αντιπαραβολή.
Ζ, ζ [θέτα] (ουσ./θηλ.) το εικοστό ένατο γράμμα του ισπανικού αλφαβήτου, zafar [θαφάρ] (ρ.) (Ναυτ.) λασκάρω, ξεδένω. zafarse [θαφάρσε] (ρ.) 1: κρύβομαι, 2: απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι, zafio [θάφιο] (επίθ.) άξεστος αγροί κος. zafiro [θαφίρο] (ουσΥαρσ.) ζαφείρι, zafra [θάφρα] (ουσΥθηλ.) συγκομιδή ζαχακάλαμου. zaga [θάγα] (ουσΥθηλ.) π(σω μέρος νώτα. zagal [θαγάλ] (ουσΥαρσ.) έφηβος, zaguán [θαγουάν] (ουσΥαρσ.) είσο δος, χολ. zaguero [θαγέρο] (επίθ.) 1: οπίσθιος 2: αμυντικός (παίχτης). zaherir [θαερίρ] (ρ.) κατακρίνω, αποδοκιμάζω. zahori [θαορί] (ουσΥαρσ.+ θηλ.) μά ντης προφήτης, zaino [θάϊνο] 1: (ουσΥαρσ.) προδότης, 2: (επίθ.) καστανός (για άλογα). zalamería [θαλαμερία] (ουσΥθηλ.) κο λακεία. zalamero [θαλαμέρο] 1: (ουσΥαρσ.) κόλακας 2: (επίθ.) κολακευτικός, zambo [θάμμπο] 1: (ουσΥαρσ.) μιγάς 2: (επίθ.) στραβοκάνης. zambra [θάμπρα] (ουσΥθηλ.) γλένπ Τσιγγάνων, zambullida [θαμ'μττουγίδα] (ουσΥθηλ.) βουτιά. zambullirse [θαμ'μπουγίρσε] (ρ.) βου τώ, βουτιέμαι. zampar [θαμ'πάρ] (ρ.) καταβροχθίζω, κρύβω κάτι βιαστικά, zanahoria [θαναόρια] (ουσ,/θηλ.) κα ρώτο. zanca [θάνκα] (ουσΥθηλ.) πατούσα, zancada [θανκάδα] (ουσΥθηλ.) διασκελι
σμός δρασκελιά, zancadilla [θανκαδίγια] (ουσΥθηλ.) τρι κλοποδιά, zanco [θάνκο] (ουσΥαρσ.) ξυλοπόδα ρο. zancudo [θανκούδο] (επίθ.) μακρυπόδαρος. zángano [θάνγανο] (ουσ,/αρσ.) κηφή νας αργόσχολος, zanja [θάνχα] (ουσΥθηλ.) τάφρος χα ντάκι. zanjar [θανχάρ] (ρ.) επιλύω διαφορές, zapatear [θαπατεάρ] (ρ.) χορεύω χτυ πώντας τις μπότες κάτω, χορεύω με κλακέτες. zapatería [θαπατερία] (ουσ,/θηλ.) υπο δηματοποιείο, υποδηματοπωλείο, zapatero [θαπατέρο] (ουσ,/αρσ.) τσα γκάρης υποδηματοποιός, zapatilla [θαπατίγια] (ουσ,/θηλ.) πα ντόφλα. zapato [θαπάτο] (ουσΥαρσ.) παπού τσι, υπόδημα, zar [θαρ] (ουσΥαρσ.) τσάρος, zarabanda [θαραμπάν'ντα] (ουσ,/θηλ.) 1: ισπανικός χορός, 2: βαβούρα. zaranda [θαράν'ντα] (ουσΥθηλ.) κό σκινο, κρησάρα, zarandear [θαραν'ντεάρ] (ρ.) τραντά ζω. zarandeo [θαραν'ντέο] (ουσΥαρσ.) τρά νταγμα, ταρακούνημα, zarcillo [θαρθίγιο] (ουσΥαρσ.) σκου λαρίκι. zarco [θάρκο] (επίθ.) γαλάζιος, zarpar [θαρπάρ] (ρ.) σαλπάρω, απο πλέω. zarpazo [θαρπάθο] (ουσΥαρσ.) γρα τζούνισμα ζώου. zarza [θάρθα] (ουσ,/θηλ.) βάτος. zarzal [θαρθάλ] (ουσ,/αρσ.) δάσος με βάτους, βατότοπος. zarzamora [θαρθαμόρα] (ουσ,/θηλ.) βατόμουρο. 539
zarzuela zarzuela [θαρθουέλα] (ουσΥθηλ.) ισπα νική οπερέτα, zigzag [θιγθάγ] (ουσΥαρσ.) ζιγκ ζαγκ. zinc [θινκ] (ουσΥαρσ.) (Χημ.) ψευδάρ γυρος. zipizape [θιπιθάπε] (ουσΥαρσ.) σαμα τάς φασαρία, zócalo [θόκαλο] (ουσΥαρσ.) υπόβα θρο. zodiaco [θοδιάκο] (ουσΥαρσ.) ζωδια κή ζώνη. zona [θόνα] (ουσΥθηλ.) ζώνη, περιο
χή· zoo [θο] (ουσΥαρσ.) ζωολογικός κή πος. zoófago [θοόφαγο] (επίθ.) ζωοφάγος zoología [θοολοχία] (ουσΥθηλ.) ζωο λογία. zoológico [θοολόχικο] 1: (ουσΥαρσ.) ζωολογικός κήπος (επίθ.) ζωολογι κός. zoólogo [θοόλογο] (ουσΥαρσ.) ζωολό γος. zopenco [θοπένκο] (επίθ.) αδέξιος άγαρ μπος zoquete [θοκέτε] (ουσΥαρσ.) κού τσουρο. zorrería [θορερία] (ουσΥθηλ.) πονηριά, πανουργία, zorro [θόρο] 1: (ουσΥαρσ.) αλεπού, 2: (ουσΥθηλ.) δύστροπη γυναίκα, 3: (επίθ.) πανούργος, zote [θότε] 1: (ουσΥαρσ.) βλάκας 2: (επίθ.) χαζός.
540
zozobra [θοθόμπρα] (ουσΥθηλ.) 1: ναυάγιο, 2: αγωνία, ανησυχία, zozobrar [θοθομπράρ] (ρ.) 1: ναυαγώ, 2: ανησυχώ, zueco [θουέκο] (ουσΥαρσ.) ξύλινο πα πούτσι. zumba [θούμ'μπα] (ουσΥθηλ.) πείραγ μα. zumbar [θουμ'μπάρ] (ρ.) τσιγκλίζω, βουίζω. zum bido [θουμ'μπίδο] (ουσΥαρσ.) βούισμα, βουητό, zum o [θούμο] (ουσΥαρσ.) χυμός zurcido [θουρθίδο] (ουσΥαρσ.) μοντά ρισμα. zurcir [θουρθίρ] (ρ.) μαντάρω, zurdo [θούρδο] (ουσΥαρσ.) αριστερόχειρας. zurra [θούρα] (ουσΥθηλ.) ξυλοκόπη μα, ξυλοφόρτωμα, zurrar [θουράρ] (ρ.) δέρνω, ξυλοκοπώ. zurriaga [θουριάγα] (ουσΥθηλ.) μαστίγιο. zurriagar [θουριαγάρ] (ρ.) μαστιγώ νω . zurriagazo [θουριαγάθο] (ουσΥαρσ.) μαστίγωμα. zurriago [θουριάγο] (ουσΥαρσ.) μαστίγιο. zurrón [θουρόν] (ουσΥαρσ.) δερμάτι νος σάκος σακούλι. zutano/a [θουτάνο/α] (αόριστη αντ.) ο/η τάδε
ΕΛΛΗΝΟΪΣΠΑΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
DICCIONARIO GRIEGO-ESPAÑOL
certid u m b re, 2: d uda, 3: inseguridad, 4: imprecisión, A , α [álfa] (nV n.) alfa, prim era letra del
α β ε β α ίω το ς [avevéotos] (adj.) 1: no
alfabeto griego,
confirm ado, 2: d udoso, dubitativo,
α β α θ ή ς [avacís] (adj.) no p rofundo,
3: incierto,
poco p ro fundo , poco h o n d o, de bajo
α β ε β ή λ ω τ ο ς [avevílotos] (adj.) 1: in
fondo.
violado, 2: inm aculado, im pecado,
α β α νιά [avañá] (nVf.) 1: calum nia, difa
3: puro.
m ación, 2: d a ñ o ,
α β έ λτ ε ρ ο ς [avélteros] (adj.) tonto, n e
α β α ρ ή ς [avarís] (adj.) 1: ligero, ingrávi
cio, m entecato,
do, 2: im pon d e ra b le,
α β ε λ τ η ρ ία [aveltiría] (n7f.) tontería,
α β α ρ ία [avaría] (nVf.) avería,
necedad.
α β α σ ά ν ισ τ α [avasánista] (adv.) 1: sin
α β ία σ τ α [avíasta] (adv.) 1: sin n in gú n
tortura, sin torm e n to, 2: ligram ente,
esfuerzo, 2: sin tensión, 3: sin prisa,
a la ligera, sin pensar bien,
α β ία σ τ ο ς [avíastos] (adj.) n o forzado,
α β α σ ά ν ισ τ ο ς [avasánistos] (adj.) 1: no
no obligado,
torturado, 2: no a torm entado,
α β ίω το ς [avíotos] (adj.) insoportable,
α β α σ ίλ ε υ το ς [avasíleftos] (adj.) sin rey.
inaguantable, α β λ ά β ε ια [avlávia] ( n A ) 1: innocuici-
α β ά σ ιμ ο ς [avásimos] (adj.) 1: infun dado, sin base, 2: insostenible, 3:
dad, 2: inofensividad.
inexistente,
α β λ α β ή ς [avlavís] (adj.) 1: inofensivo, inocuo, ileso, 2: intacto, inviolado,
α β ά σ τα χ τ ο ς [avástajtos] (adj.) 1. inso portable, inaguantable, 2: insufrible,
indem ne, incólum ne.
ά β α το ς [ávatos] (adj.) 1: inaccesible,
α β λ ε ψ ία [avlepsía] (n./f.) 1: inadver tencia, 2: negligencia, 3: descuido, 4:
inabordable, intransitable, im prac
equivocación,
ticable.
α βο ήθητος
ά β α φ ο ς [ávafos] (adj.) sin pintar, sin teñir.
[avoízitos]
(adj.)
1: sin
ayuda, 2: sin protección, 3: sin asis
α β ά φ τ ισ το ς [aváftistos] (adj.) no b a u
tencia.
tizado, sin bautizar,
ά β ο λ ο ς [ávolos] (adj.) 1: incon ve n ie n
α β β ά ς [avás] (n./m.) abad,
te, desfavorable, im p rop rio , inade cuado, 2: in cóm od o , em barazoso,
ά β γ α λ το ς [ávgaltos] (adj.) 1: inexper
α β ο υ λ ία [avulía] (nVf.) falta d e v o lu n
to, novato, 2: inocente, cándido, can
tad, indecisión, abulia,
doroso.
ά β ο υ λ ο ς [ávulos] (adj.) sin voluntad,
α β γ α τ ίζ ω [avgatídso] (v.) 1: aum entar, 2: acrecentar, acrecer, 3: in cre m e n
indeciso, dubitativo,
tar.
α β ο ύ λ ω το ς [avúlotos] (adj.) sin lacrar,
α β δ η ρ ιτ ισ μ ό ς [avdiritism ós] (n7f.) 1:
sin sellar. ά β ρ α σ τ ο ς [ávrastos] (adj.) no hervido,
tontería, 2: vanidad,
no cocido, crudo,
α β δ η ρ ίτ η ς [avdirítis] (adj.) 1: tonto,
α β ρ ο δ ία ιτ ο ς [avrodíetos] (n./m .) con
bobo, 2: vanidoso, α β έ β α ιο ς [avéveos] (adj.) 1: incierto,
holgura, con lujo,
d udoso, 2: inseguro, 3: precario,
α β ρ ό ς [avrós] (adj.) 1: delicado, frágil,
α β ε β α ιό τ η τ α [aveveótita] (n7f.) 1: in-
2: bien e d ucado.
543
α βρ ό τη τα α β ρ ό τ η τ α [avrótita] (nyf.) 1: d elicade
se, exasperarse, resentirse, 2: enfa
za, fragilidad, apacibilidad, 2: corte
darse, cabrearse,
sía, gentileza, gallardía, 3. am abili
α γ ά π η [agápi] (nyf.) 1: amor, 2: afecto,
dad.
α γ α π η μ έ ν ο ς [aga p im é n os] (adj.) q u e
ά β υ σ σ ο ς [ávisos] (n./f.) abism o,
rido, am ado, adorado,
α γ α θ ά [agazá] (nV n.) pl. bienes, α γ α θ ο ε ρ γ ία
[a gazoerguía]
(n./f.)
α γ α π η τ ικ ιά [a gapitiquiá] (nyf.) a m a n 1:
o bra de caridad, beneficencia, 2: b e
α γ α π η τό ς [agapitós] (adj.) 1: am ado,
nevolencia, afabilidad,
querido, dilecto, 2: apreciado,
α γ α θ ο ε ρ γ ό ς [agazoergós] (adj.) 1: ca
α γ α π ώ [a g a p ó] (v.) amar, querer,
ritativo, 2: b e névolo, bon d ad o so ,
ά γ α ρ μ π ο ς [á garbos] (adj.) torpe, sin
α γ α θ ό ς [agazós] (adj.) 1: bu e n o, b e
elegancia,
nigno, afable, 2: in genuo , b o b o, α γ α θ ο σ ύ ν η [agazosíni]
α γ α σ τό ς [agastós] (adj.) envidiable,
(nyf.) 1: cre d u
adm irable, apetecible, deseable,
lidad, 2: inocencia, in ge n u id a d , can
α γ γ α ρ ε ία [agaría] (nyf.) 1: faena, 2: la
dor, 3: sensillez.
bor, tarea,
α γ α θ ό τ η τ α [agazótita]
(nyf.)
1: b o n
α γ γ α ρ ε ύ ω [agkarévo] (v.) obligar a tra
dad, afabilidad, 2: am abilidad, 3: in
bajar.
g en u id a d ,
α γ γ ε ίο
α γ ά λ ια [agália] (adv.) lentam ente, des
[agkío] n. recipiente, vasija,
vaso.
pacio, poco a poco, pausadam ente,
α γ γε ιο π λ ά σ τη ς [agkioplástis] (n7m .) al farero, barrero, ceramista, botijero,
paulatinam ente, α γ α λ λ ία σ η [agalíasi] (nyf.) 1: gozo, jú
α γ γ ε ιο π λ α σ τικ ή [agkioplastiquí] (nyf.)
bilo, alboroso, 2: exultación, euforia,
alfarería, cerámica,
alegría.
α γ γ ε λ ία [agkelía]
ά γ α λ μ α [ágalm a] n. 1: estatua, escul
(nyf.)
1: anuncio,
2:
aviso, advertencia, 3: noticia, n o ve
tura, 2: im agen,
dad, 4: p ublicidad,
α γ α λ μ α τ ά κ ι [agalm atáqui] n. estatui
α γ γ ε λ ιο φ ό ρ ο ς [agkeliafóros] (n./m .)
lla.
1: mensajero, recadero, 2: correo, 3:
α γ α λ μ α τ έ ν ιο ς [a g alm aténos] (adj.) es tatuario,
te, novia.
(metaf.)
enviado.
perfecto,
α γ γ ε λ ικ ό ς [agkelicós] (adj.) angelical,
α γ α λ μ α τ ο π ο ιία [agalm atopiía] (n./f.)
angélico, celestial, seráfico, α γ γ έ λ λ ω [agkélo] (v.) 1: anunciar, avi
escultura, estatuaria. α γ α μ (α [agam ia] (nyf.) soltería, celi
sar, inform ar, 2: llevar un mensaje, 3:
bato.
dar p u blicidad a.
ά γ α μ ο ς [á gam os] (adj.) 1: soltero, céli
ά γ γ ε λ μ α [á gkelm a] n. 1: mensaje, re
be, n o casado, α γα νά κ τη σ η
cado, anuncio, 2: noticia,
[aganáctísi]
(n./f.)
1:
ά γ γ ε λ ο ς [ágkelos] (n y m .) ángel,
indignación, exasperación, resenti
α γ γ ε λ ο ύ δ ι [agkelúdi] (n 7 n .) angelito,
m iento, 2: enfado, cabreo,
α γ γ ε λ τ ή ρ ιο [agkeltírio] (nVn.) adverten
α γ α ν α κ τισ μ έ ν ο ς
[aganactism énos]
cia.
(adj.) 1: ind ign a d o , resentido, 2: e n
ά γ γ ιγ μ α [ág k igm a ] (n y n .) toque, cari
fadado, cabreado,
cia, contacto,
α γ α ν α κ τώ [a ganactó] (v.) 1: ind ign a r
α γ γ ίζ ω [agkídso] (v.) 1: tocar, acariciar,
544
α γ λα ό ς
2: manosear,
ά γ ια σ μ α [águiasm a] n. agua bendita,
ά γ γ ιχ τ ο ς [ágkijtos] (adj.) intacto, in
α γ ια σ μ ό ς
de m n e , puro,
[aguiasm ós] (n./m .) agua
bendita.
α γ γ λ ικ α ν ό ς [ agklicanós] (adj.) angli
α γ ια σ τ ο ύ ρ α [aguiastúra] (n V m .) hi
cano.
sopo.
α γ γ λ ικ ό ς [agklicos] (adj.) inglés,
α γ ιά τ ρ ε υ τ ο ς [aguiátreftos] (adj.) incu
α γ γ λ ισ μ ό ς [agklismós] (n 7 n .) angli
rable, insanable, desahuciado, α γ ιο κ έ ρ ι [aguiokéri] (n V m .) cirio, can
cismo. Ά γ γ λ ο ς [ágklos] (n./m.) inglés,
dela, buhía.
α γ γ ο ύ ρ ι [agkúri] (nV n.) pepino,
ά γ ιο ς [águios] (n V m .) santo, mártir, sagrado · San Salvado r D om ingo · S anta Lucía.
α γ ε λ ά δ α [ageláda] (nVf.) vaca, α γ ε λ α δ ά ρ η ς [ageladáris] (n./m .) va quero.
·
Santo
α γ ιό τ η τ α [aguiótita] (n7f.) santidad, santificación,
α γ ε λ α δ ινό ς [ageladinos] (adj.) d e vaca, vacuno.
α γ κ ά θ ι [agkázi] (n 7 m .) 1: espina, púa,
α γελα δ ο τρ ο φ ία [agueladotrofía] n. cría
pincha, aguijón, 2: abrojo, cardo,
de ganado,
α γ κ α θ ω τ ό ς [agkazotós] (adj.) esp in o
α γ έ λ α σ το ς [aguélastos] (adj.) 1: serio,
so, aguzado, p u n tia g u d o,
hosco, áspero, austero, 2: decaído,
α γ κ α λ ιά [agkaliá] (n7f.) abrazo,
carilargo, 3: fosco,
α γ κ α λ ιά ζ ω [agkaliádso] (v.) abrazar, α γ κ ά λ ια σ μ α [agkáliasm a] (n 7 n .) abra
α γ έ λ η [aguéli] (n7f.) rebaño, m anada, α γέ νε ια [aguénia] (n7f.) 1: grosería, descortesía,
rudeza,
aspereza,
zo. α γ κ ίδ α [agkída] (nyf.) astilla, esquirla,
2:
espigón.
mala educación, 3: chabacanería, αγενή ς
[aguenís]
(adj.)
1: grosero,
α γ κ ιν ά ρ α [agkinára] (nVf.) alcachofa, α γ κ ίσ τ ρ ι [agkístri] n. anzuelo, a rp o n ci-
descortés, rudo, áspero, 2: brusco,
llo, g ancho, arpón,
de scom edido, 3: m a leducado, m al criado.
ά γ κ ισ τ ρ ο [ágkistro] (n./n.) cra m p ón ,
α γ έ ν ν η τ ο ς [a guénitos] (adj.) sin nacer,
α γ κ ο μ α χ η τ ό [agkom ajitó] (n./n.) 1: so
no nacido,
plido, resoplido, 2: g ru ñ id o,
α γ έ ρ α σ τ ο ς [aguérastos] (adj.) no e n
α γ κ ρ ά φ α [agkráfa] (n7f.) hebilla, b ro
vejecido.
che, im perdible, corchete,
α γέ ρ ω χ α [a guéroja] (adv.) con arro
α γ κ ύ λ η [afkíli] (nyf.) 1: curva, 2: reco
gancia, con o rgullo, αγέρω χος
[aguérojos]
do, 3: paréntesis, (adj.)
α γ κ ύ λ ω σ η [agkílosi] (n yf.) anquilosis.
sober
α γ κ υ λ ω τ ό ς [agkilotós] (adj.) curvado,
bio, orgulloso, arrogante, altanero,
arqueado, alabeado,
altivo.
(Mar.)
ancla,
α γ κ υ ρ ο β ο λ ώ [agkirovoló] (v.)
(Mar.)
άγκυρα
ά γ ε υ σ τ ο ς [águefstos] (adj.) desabori
[ágkira] (n./f.)
áncora.
do, desabrido, soso, insípido, α γ ε ω γ ρ ά φ η το ς [a gueográfitos] (adj.)
anclar, ancorar, aferrar,
ignorante en geografía, ά γ η μ α [águim a] n. destacam ento,
α γ κ ώ ν α ς [agkónas] (n./m .) codo,
α γ ιά ζ ω [a guiádso] (v.) santificar, co n
α γ λ ά ισ μ α [agkáisma] n. adorn o,
sagrar, bendecir.
α γ λ α ό ς [aglaós] (adj.) espléndido.
545
ά γ λυ κο ά γ λ υ κ ο [ágliko] (adj.) qu e no es dulce, soso. α γ ν α ν τ ε ΰ ω [a g n a n d é vo ] (v.) vis lu m brar, ojear, entrever,
α γ ο ρ α σ τ ή ς [agorastís] (n V m .) c o m prador, adquiridor,
α γ ν ά ν τ ια [agnándia] (adv.) en frente, ά γ ν ο ια
com praventa, 2: transacción, n e g o ciación, 3: com ercio,
[ágnia] (nVf.)
αγόρευση
1: ignorancia,
d e sconocim iento, 2: idiotism o,
[agórefsi] (nVf.) discurso
p úblico, alocución, oración, α γ ο ρ ε ύ ω [agorévo ] (v.) 1: a b og a r
α γ ν ό ς [a gnós] (adj.) 1: casto, puro,
el juzgado )
(en
, 2: hablar en público, 3:
disertar.
imáculo, 2: inocente, α γ ν ό τ η τ α [agnótita] (n./f.) 1: castidad, pureza, decencia, castidad, 2: in o
α γ ο ρ η τ ή ς [agoritís] (n./m .) orador, α γ ό ρ ι [agóri] (n./n.) niño, chico, m u chacho, cham aco,
cencia. α γ ν ο ώ [a g n oó ] (v.) ignorar, desaten
α γ ο ρ ο κ ό ρ ιτ σ ο
der.
[agorocóritso] (n7n.)
marim acho, h o m b ru n a, α γ ο υ ρ ίδ α [agurída] (n./f.) uva verde,
α γ ν ώ μ ο ν α ς [a g n óm on a s] (adj.) ingra to, desagradecido,
uva ácida.
α γ ν ω μ ο σ ύ ν η [a g n om osín i] (n./f.) in
ά γ ο υ ρ ο ς [águros] (adj.) 1: verde, in
gratitud, desagradecim iento,
m a duro, precoz, 2: prem aturo, a d e
α γ ν ώ ρ ισ τ ο ς [agnóristos] (adj.) irreco
lantado. ά γ ρ α [ágra] (n./f.) 1: caza, cacería, m o n
nocible. ά γ ν ω σ τ ο ς [ágnostos] (adj.) 1: d esco
tería 2: pesca, pesquería, captura,
nocido, incógnito, 2: extraño, ig n o
α γ ρ ά μ μ α τ ο ς [agrám atos] (adj.) analfa beto, ignorante, iletrado, ineducado,
to. α γ ό γ γ υ σ τ ο ς [agóguistos] (adj.) resig
inculto, 2: bruto, α γ ρ α μ μ α τ ο σ ύ ν η [agram atosíni] (nVf.)
nado, qu e no protesta,
analfabetism o, ignorancia,
α γ ο ν ία [agonía] (nVf.) 1: esterilidad, infecundidad, infertilidad, 2: sequía,
ά γ ρ α φ ο ς [ágrafos] (adj.) 1: no escrito,
(registro), 3: no m a (inscribido), 4: no gra b a d o (una cinta).
2: no registrado
sequedad, ά γ ο ν ο ς [á gonos] (adj.) 1: estéril, infe
triculado
cun do, infértil, ye rm o, árido, im p ro
α γ ρ ε ύ ω [agrévo] (v.) 1: cazar, 2: pescar,
d uctivo, 2: seco,
3: buscar, anhelar, montear,
α γ ο ρ ά [agoré] (nVf.) 1: com p ra , a d qu i
(lugar donde se
ά γ ρ ια [ágria] (adv.) brutalm ente, fe
α γ ο ρ ά ζω [a gorádso] (v.) com prar, a d
α γ ρ ιά ν θ ρ ω π ο ς [agriánzropos] (n./m .)
sición, 2: m e rca d o
hace la compra).
rozm ente,
quirir.
h o m b re salvaje, bárbaro,
α γ ο ρ α ίο ς [agoréos] (adj.) 1: del m e r
α γ ρ ιε ύ ω [agriévo] (v.) enfurecerse,
cado, comercial, com erciable, 2: vu l
α γ ρ ίμ ι [agrím i] n. anim al salvaje, ñera,
gar, c om ú n ,
α γ ρ ιο β ο ύ β α λ ο
α γ ο ρ α ν ο μ ία [ag ora n om ía ] (n./f.) ins α γορα νό μο ς
[a g ora n óm os]
[agrio vúvalo ] n. b ú
falo. α γ ρ ιο λ ο ύ λ ο υ δ ο [agrio lú lu d o] n. flor
pección de mercados, (n./m .)
silvestre.
inspector de mercados,
ά γ ρ ιο ς [ágrios] (adj.) 1: salvaje, feroz,
α γ ο ρ α π ω λ η σ ία [agorapolisía] (n./f.) 1:
bravio, indom esticable, 2: cruel, fie-
546
αδάμαστος ro, 3: violento, brutal, bárbaro,
α γ ύ ρ τ η ς [aguírtis] (n./m .) 1: charlatán,
α γ ρ ιό τ η τ α [agriótita] (n./f.) 1: salvajis m o, brutalidad, ferocidad, 2: fiereza,
rentesco.
bestialidad,
α γ χ ό ν η [agjóni] (n./f.) horca, ho rquilla,
α γ ρ ιό χ ο ιρ ο ς [agriójiros] (n 7 m .) jabalí,
ά γ χ ο ς [ágjos] n. 1: ansiedad, ansia, 2:
cerdo salvaje,
angustia, estrés, 3: congoja,
α γ ρ ο ικ ία [agriquía] (nVf.) 1: casa de
α γ ω γ ή [a g og u í] (n./f.) 1: educación,
cam po , 2: hacienda, granja, alquería, α γ ρ ο ίκ ο ς
[agríeos]
(adj.)
instrucción, 2: enseñanza, alfabetiza
1: grose
ción, 3: tratam iento
ro, rudo, patán, palurdo, rústico, 2: bárbaro,m onstruo, agreste,
(medicina).
α γ ώ γ ι [a g óg u i] (nV n.) carga, carga m ento, flete, ajobo, estiba,
α γ ρ ό κ τ η μ α [a g róctim a] (n./n.) hacien
α γ ω γ ιά τ η ς [agoguiátis] (n 7 m .) arriero,
da, granja, finca, cortijo 2: rancho, 3:
(Am. Lat.)
curandero, farsante, 2: vag a b u n d o , α γ χ ισ τ ε ία [agjistía] (n./f.) afinidad, p a
crueldada, 3: brutalidad, barbaridad,
charca,
carretero. α γω γός
α γ ρ ο ν ο μ ία [agro n o m ía ] (n7f.) a gro
[agogós]
(n./m .) c on d u cto,
canal.
nom ía.
α γ ώ ν α ς [agónas] (n./m .) 1: lucha, c o m
α γ ρ ο ν ο μ ικ ό ς [agronomicós] (adj.) agro
bate, batalla, 2: com p e tición , 3: parti
nómico.
do
α γ ρ ο ν ό μ ο ς [ag ro n ó m os] (adj.) a gró
(deportes).
α γ ω ν ία [agonía] (n./f.) 1: angustia, a n
nom o.
siedad, 2: agobio,
α γ ρ ό ς [agrós] (n./m .) 1: cam po , prado,
α γ ω ν ίζ ο μ α ι [a g on íd som e ] (v.) 1: lu
pradera.
char, com batir, batallar, contender,
α γ ρ ό τ η ς [agrótis] (n./m .) 1: agricultor,
bregar, 2: batirse, golpearse,
2: granjero, cam pesino, cortijero,
α γ ώ ν ισ μ α [agónism a] (n 7 n .) 1: c o m
α γ ρ ο τ ικ ό ς [agroticós] (adj.) 1: agrario,
petición atlética, com b a te , 2: d e p o r
rural, rústico, agricultor, 2: cam pes
te.
tre, cam pesino,
α γ ω ν ισ τ ή ς [agonistís] (n V m .) lucha
α γ ρ υ π ν ία [agripnia] (n7f.) 1: insom nio,
dor, com p e tid o r, batallador, c o m b a
vigilia, 2: vela, velación,
tiente. α γ ω ν ιώ [ag on ió ] (v.) 1: agonizar, estar
ά γ ρ υ π ν ο ς [ágripnos] (adj.) insom ne, desvelado, despabilado, 2: despier
ansioso, 2: sufrir,
to, 3: vigilante, alerta, cuidadoso,
α γ ω ν ιώ δ η ς [agoniódis] (adj.) 1: angus
α γ ρ υ π ν ώ [a g rip n ó ] (v.) velar, vigilar,
tiado, ansioso, 2: angustioso, agobian
desvelarse, despabilarse, 2: desper
te.
tarse.
α γ ω ν ιώ ν [a g o n ió n ] (adj.) agonizante,
α γ ύ μ ν α σ τ ο ς [a guím nastos] (adj.) des
agónico.
entrenado, inejercitado.
α δ α ή ς [adaís] (adj.) 1: ignorante, inex
α γ ύ ρ ισ τ ο ς [aguíristos] (adj.) 1: sin re
perto, novato, 2: ganzápiro.
torno, 2: inam ovible, fijo, inalterado,
α δ ά μ α ν τα ς [adám antas] (n./m .) dia
terco, aferrado,
m ante.
α γ υ ρ τ ε ία [aguirtía] (n./f.) 1: charlata
α δ α μ ά ν τιν ο ς [adam ándinos] (adj.) dia
nería, charlatanismo, curandería, 2:
mantino.
v a g a bu nd e o.
α δ ά μ α σ τ ο ς [adám astos] (adj.) in d o
547
αδάπανος mable,
indom e ñ a b le ,
αδά μ αστο άλογο-
in d ó m ito
(grado de parentesco) herm ano , colactáneo 2: (trabajo) colega, c om pañero ,
α δ ε λφ ό ς [adelfós] (n./m .) 1:
·
bellaco,
α δ ά π α ν ο ς [a dápanos] (adj.) sin costo, gratuito.
α δ ε λφ ότη τα
α δ α σ μ ο λ ό γη το ς [adasmológuitos] (adj.) sin impuesto, libre de aduana,
[adelfótita]
(n7f.)
1:
he rm andad, fraternidad, confrater nidad, c om pañerism o, 2: cofradía,
ά δ ε ια [ádia] (n7f.) 1: perm iso, licencia, consentim iento, beneplácito 2: a u to
άδεια εισόδουpaso, pase, boleto · αναρρω τική άδεια- baja p or enferm edad · άδεια οδήγησης- perm iso de con d u cir · άδεια εισαγω γής/εξαγω γής- per rización, 3: acceso ·
g rem io. α δ ε λφ ώ ν ω [adelfóno] (v.) 1: fraternizar, hermanar, confraternizar, 2: asociar, α δ έ λ φ ω σ η [adélfosi] (nVf.) herm ani dad, confraternización, simpatía, α δ ιά β ρ ω τ ο ς [adiávrotos] (adj.) in co rruptible, insobornable,
miso de im p ortación/exportación ·
α δ έ να ς [adénas] (n V m .) glándula, fo
άδεια οικοδομής- perm iso de cons trucción · άδεια παραμονής- p e rm i so de residencia · ά δεια εργασίας-
α δ ε ν ίτ ιδ α [adenítida] (n./f.) adenitis,
perm iso de trabajo,
α δ έ ξιο ς [adéksios] (adj.) 1: torpe, in e p
α δ ε ιά ζω [adiádso] (v.) 1: vaciar, 2: des ocupar, desalojar, evacuar,
to, inhábil, incapaz, desm añado, 2: grosero, tosco, tonto,
ά δ ε ιο ς [ádios] (adj.) 1: vacío, 2: des
α δ ε ξ ιό τ η τα [adeksiótita] (nVf.) 1: to r peza, inhabilidad, desm aña, 2: atur
o cup a d o , libre, 3: sin cargam ento, carente, 4:
lículo. α δ έ ξια [adéksia] (adv.) torp e m e n te ,
(casa) desalquilado,
d im iento, cha m b o n a d a , 3: impericia,
α δ ε ιο ύ χο ς [adiújos] (n./m .) 1: con per
α δ έ σ μ ε υ το ς
miso, 2: autorizado,
[adésmeftos]
(adj.)
1:
libre, sin com prom isos, 2: in d e p e n diente, 3: a u tó n o m o ,
α δ έ κ α ρ ο ς [adécaros] (adj.) 1: sin d in e ro, 2: fallido, fracasado,
α δ έ σ π ο το ς [adéspotos] (adj.) 1: sin
α δ έ κ α σ τ ο ς [adécastos] (adj.) 1: inco
du e ñ o, 2: suelto, 3: libre,
rruptible, 2: imparcial, ecuánim e,
ά δ ε το ς [ádetos] (adj.) suelto, no atado, no unido.
α δ ε λέ α σ το ς [adeléastos] (adj.) in co rruptible, insobornable,
ά δ η λ ο ς [ádilos] (adj.) 1: oculto, e n cu
α δ ε λ φ ά τ ο [adelfáto] (n 7 n .) 1: cofra
bierto, latente, 2: incierto, desco no
día, congre ga ció n , he rm anidad, 2: asociación, grem io,
cido. α δ ή λ ω τ ο ς [adílotos] (adj.) no declara
(grado de pa (monasterio) (hospital) enfermera,
α δ η μ ο ν ία [adim onía] (n7f.) 1: im p a
α δ ε λφ ικ ό ς [adelñcós] (adj.) fraternal,
α δ η μ ο ν ώ [a d im o n ó ] (v.) im pacientar
α δ ε λφ ή [adelfí] (n./f.) 1:
rentesco)
herm ana, 2:
m onja, sor, 3.
a nsiedad, ansia,
ama. fraterno, afectuoso, α δ ε λ φ ο κ τ ο ν ία
[adelfoctonía]
se, estar ansioso, (n7f.)
α δ η μ ο σ ίε υ τ ο ς
fratricidio, α δ ε λφ οκ τόνος
do, incierto, d udoso, ciencia, inqu ietu d , desasosiego, 2:
[adim osíeftos]
(adj.)
inédito, no p ublicado, no editado, [adelfoctónos] (adj.)
α δ η φ α γ ία [adifaguía] (n./f.) g lo to n e
fratricida.
ría, voracidad, gula.
548
αδιαφορία αδη φ ά γο ς
[adifágos]
(adj.)
glo tó n ,
transigencia, intolerancia, 2: im p la
voraz, com iló n , tra gón , tragaldabas,
cabilidad.
insaciable,
α δ ιά λ υ τ ο ς [adiálitos] (adj.) insoluble,
α δ ιά β α σ το ς [adiávastos] (adj.) qu e no
indisoluble,
ha estudiado/leído,
α δ ια μ α ρ τ ύ ρ η τ ο ς [adiamartíritos] (adj.)
α δ ιά β α το ς [adiávatos] (adj.) 1: intran
sin protesta, α δ ια μ φ ισ β ή τ η το ς
sitable, impasable, 2: ab ru p to, esca broso.
trovertible, 2: ¡cuestionable, indis
chable, irreprochable, 2: incesurable.
putable.
α δ ιά β ρ ο χ ο [adiávrojos] (n V n .) im p e r
α δ ια ν ό η τ ο ς [adianóitos] (adj.) in c o n
m eable, chubasquero,
cebible, im pensable, inim aginable,
α δ ιά β ρ ο χ ο ς [adiávrojos] (adj.) im p e r
α δ ια ν τρ ο π ιά [adiantropiá] (n./f.) des
meable, impenetrable,
vergü e n za , indecencia, im prudencia,
α δ ια θ ε σ ία [adiacesía] (nVf.) 1: ind isp o sición, 2:
[adiam fisvítitos]
(adj.) 1: indudable, evidente, in c o n
α δ ιά β λ η τ ο ς [adiávlitos] (adj.) 1: inta
(salud)
atrevim iento,
enferm edad, d o le n
α δ ιά ν τρ ο π ο ς [adiántropos] (adj.) des
cia, malestar, arrechucho,
vergonzado, sinvergüenza, indecen
α δ ιά θ ε τ ο ς [adiácetos] (adj.) 1: indis
te, im púdico, im prudente, descarado,
puesto, m aldispuesto, 2: enferm izo,
α δ ια π έ ρ α σ τ ο ς [adiapérastos] (adj.) 1:
α δ ια θ ε τώ [adiacetó] (v.) estar indis
im penetrable, im perm eable, 2:
gar)
puesto. α δ ια ιρ ε τό τ η τ α [adiaretótita] (nVf.) in
(lu
inaccesible, intransitable,
α δ ιά ρ ρ η κ τ ο ς [adiárictos] (adj.) 1: in
divisibilidad,
franqueable, inseparable, 2: indiso
α δ ια ίρ ε το ς [adiéretos] (adj.) indivisi
luble, impenetrable,
ble, inseparable, incom partible,
α δ ιά σ ε ισ τ ο ς [adiásistos] (adj.) 1: firme,
α δ ιά κ ο π α [adiácopa] (adv.) c o n tin u a
estable, fijo, 2: convincente,
m ente, incesantem ente, constante
α δ ιά σ π α σ τ ο ς [adiáspastos] (adj.)
1:
inseparable, 2: indisoluble,
m ente. α δ ιά κ ο π ο ς [adiácopos] (adj.) con ti
α δ ια τ ά ρ α κ τ ο ς [adiatáractos] (adj.) im
n uo, constante, incesante,
p erturbable, im pávido , im pertérrito, α δ ια τ ίμ η τ ο ς
α δ ια κ ρ ισ ία [adiacrisía] (nVf.) 1: indis
[adiatím itos]
(adj.)
1:
creción, im prudencia, falta d e tacto,
inapreciable, 2: no tasado, n o valo
2: curiosidad, indagación,
rado.
α δ ιά κ ρ ιτα [adiácrita] (adv.) indiscreta
α δ ιά τ ρ η τ ο ς [adiátritos] (adj.) im p e n e
m ente, indistintam ente, im p ru d e n
trable. α δ ια φ α νή ς [adiafanls] (adj.) opaco,
tem ente, 2: curiosam ente, α δ ιά κ ρ ιτο ς [adiácritos] (adj.) 1: indis creto, im p rud e n te , 2: curioso, in qu i
turbio. α δ ιά φ θ ο ρ ο ς [adiáfzoros] (adj.) 1: in corruptible, 2: íntegro,
sitivo. α δ ιά λ ε ιπ τ ο ς [adiáliptos] (adj.) con ti
α δ ια φ ιλ ο ν ίκ η τ ο ς disputable,
α δ ιά λ λ α κ τ ο ς [adiálactos] (adj.) 1: in transigente, 2: implacable,
[adiafilonfquitos]
(adj.) indiscutible, incontestable, in
n uo, incesante,
α δ ια φ ο ρ ία [adiaforia] (nVf.) indiferen
α δ ια λ λ α ξ ία [adialaksía] (nVf.) 1: in
cia, im pasibilidad, apatía, 2: im previ
549
αδιάφορος α δ ίσ τ α κ τ α [adístacta] (adv.) decid id a
sión, negligencia, α δ ιά φ ο ρ ο ς [adiáforos] (adj.) indife rente, impasible, apático, desintere α δ ια φ ο ρ ώ [adiaforó] (v.) 1: desinte resarse, m ostrar indiferencia, 2: ig
cidido, resuelto, 2: atrevido, osado, valiente. α δ ό κ η τ ο ς [adóquitos] (adj.) 1: ines
norar. α δ ια χ ώ ρ ισ τ ο ς [adiajóristos] (adj.) in
perado, im previsible, im pensado, 2: sorprendente, im previsto, 3: despre
separable, indivisible, α δ ιά ψ ε υ σ το ς [adiapsefstos] (adj.) 1: irrefutable, irrebatible, 2: innegable, incuestionable, α δ ίδ α κ το ς [adídactos] (adj.) 1: no e n señado, no instruido, 2: inculto, ig
venido, desapercibido, α δ ο κ ίμ α σ το ς [adoquím astos] (adj.) 1:
(sentido general) no com p ro b a d o , no (comida) no gustado,
ensayado, 2: no probado,
α δ ό κ ιμ ο ς [a d ó qu im o s] (adj.) desacre
norante. α δ ιέ ξ ο δ ο [adiéksodo] (n 7 n .) sin salida,
ditado, desautorizado, ά δ ο λ α [ádola] (adv.) francam ente, sin
sin escapatoria, α δ ιε ρ ε ύ ν η το ς [adierévnitos] (adj.) 1: inescrutable, 2: no investigado, inex
ceram ente, ά δ ο λ ο ς [ádolos] (adj.) 1: franco, since ro, puro, cándido, candoroso, 2: sim
plorado.
ple, 3: sencillo,
α δ ιε υ κ ρ ίν ισ το ς [adiefcrínistos] (adj.)
ά δ ο ξ ο ς [ádoksos] (adj.) deshonroso,
1: no especificado, 2: fosco, oscuro, ά δ ικ α [ádica] (adv.) injustam ente, sin m otivo, sin razón, α δ ικ α ιο λ ό γ η τ ο ς
ingom inioso, afrentoso, sin gloria, α δ ο ύ λ ε υ το ς [adúleftos] (adj.) 1: no tratado, 2: áspero, carraspeño,
[adiqueológuitos]
(adj.) 1: injustificable, 2: inexcusable,
α δ ο ύ λ ω τ ο ς [adúlotos] (adj.) n o escla vizado, libre,
α δ ίκ η μ α [a díqu im a ] n. crim en, delito, α δ ικία [adiquía] (nVf.) injusticia, iniqui dad.
α δ ρ ά νε ια [adránia] (n7f.) inercia, in a ctividad,
ά δ ικ ο ς [ádicos] (adj.) injusto, inicuo, perverso.
indolencia,
negligencia,
desidia. α δ ρ α ν ή ς [adranís] (adj.) inerte, inacti
α δ ικ ώ [adicó] (v.) 1: ser injusto, abusar,
vo, negligente, desidioso,
2: perjudicar, agraviar,
α δ ρ ά χ ν ω [adrájno] (v.) agarrar, asir, tom ar.
α δ ίκ ω ς [adíeos] (adv.) injustam ente, sin razón/sin m otivo,
α δ ρ ε ν α λ ίν η [adrenalíni] (n./f.) a d re
α δ ιό ρ α τ ο ς [adióratos] (adj.) 1: im p e r
nalina.
ceptible, invisible, 2: intangible,
α δ ρ ό ς [adrós] (adj.) 1: grande, crecido,
α δ ιο ρ γ ά ν ω το ς [adiorgánotos] (adj.) 1: desorganizado, 2: desordenado,
2: sólido. α δ υ ν α μ ία [adinam ía] (n./f.) 1: d e b i
α δ ιό ρ θ ω τ ο ς [adiórzotos] (adj.) 1: inco rregible, 2:
m ente, resueltamente, d ecisivam en te, resolutivam ente, α δ ίσ τ α κ τ ο ς [adístactos] (adj.) 1: d e
sado, displicente,
lidad, debilitam iento, fragilidad, 2:
(metáf.) testarudo, cabeza
(fuerzas)
cuadrada,
a go tam iento, 3:
(cuerpo)
delgadez,
α δ ιό ρ ισ το ς [adióristos] (adj.) no asig
α δ ύ ν α μ ο ς [adínam os] (adj.) 1: débil,
nado, no fijo.
frágil, 2: decaído.
550
αηδόνι αδυνατίζω [adinatídso] (ν.) adelgazar, αδυνάτισμα [adinátisma] (n./n.) adel gazamiento, αδύνατος [adlnatos] (adj.) 1: delgado, flaco, 2: débil, αδυνατώ [adinató] (v.) no poder, αδυσώπητος [adisópitos] (adj.) 1: inexorable, implacable, violento, 2: mortal. άδυτος [áditos] (adj.) impenetrable, inaccesible, αδωροδόκητος [adorodóquitos] (adj.) insobornable, incorruptible, αειθαλής [aizalís] (adj.) perenne, αεικίνητος [aiquínitos] (adj.) 1: en movimiento continuo, 2: inquieto, alborotado, αείμνηστος [aímnistos] (adj.) inolvi dable, memorable, αεράμυνα [aerámina] (n7f.) defensa aérea. αέρας [aéras] (n7m.) 1: aire, 2: viento, αεργία [aerguía] (n./f.) 1: ocio, 2: des ocupación, desempleo, paro, άεργος [áergos] (adj.) 1: ocioso, 2: des ocupado, desempleado, en paro, αερίζω [aerídso] (v.) 1: ventilar, airear, orear, 2: oxigenar, αέριο [aério] (n./n.) gas. αεριούχος [aeriújos] (adj.) gaseoso, gaseiforme, con gas. αερισμός [aerismós] (n./m.) aireación, aeración, ventilación, αεριωθούμενο [aeriozúmeno] (nJn.) reactor. αεροβατώ [aerovató] (v.) soñar des pierto, estar en las nubes, fantasear, αερογέφυρα [aeroguéfíra] (n./f.) puente aéreo, αεροδρόμιο [aerodrómio] (n./n.) ae ropuerto, aeródromo, αερόθερμο [aerócermo] (n./n.) cale factor, estufa, αερόλιθος [aerólizos] (n./m.) aerolito, 551
meteorite. αερολιμένας [aeroliménas] (n./m.) ae ropuerto. αεροπειρατεία [aeropiratía] (n./f.) se cuestro de avión, αεροπλάνο [aeropláno] n. avión, ae roplano. αεροπλανοφόρο [aeroplanofóro] n. portaaviones, αεροπορία [aeroporía] (n./f.) aviación, αεροπόρος [aeropóros] (nVm.) avia dor. αερόστατο [aeróstato] (nVn.) aerós tato. αεροστεγής [aerosteguís] (adj.) her mético, impenetrable, cerrado, αεροσυνοδός [aerosinodós] (n7m+f.) azafata. αερώδης [aeródis] (adj.) gaseoso, ga seiforme, αετίσιος [aetísios] (adj.) aguiléño. αετός [aetós] (nVm.) águila, αέτωμα [aétoma] (n./n.) aguilón, fron tón. αζημίωτος [adsimíotos] (adj.) sin daño, sin perjuicio, αζήτητος [adsítitos] (adj.) 1: no pedi do, no solicitado, 2: inesperado, inoportunio. αζύγιστος [adsíguistos] (adj.) no pe sado. άζωτο [ádsoto] (nVn.) (Quim.) nitró geno. αζωτούχος [adsotújos] (adj.) nitroge nado. αηδία [aidía] (n./f.) 1: asco, repugnan cia, aversión, hastío, desazón, 2: dis gusto, desabrimiento, 3: odio, αηδιάζω [aidiádso] (v.) dar asco, asquiar, repugnar, hastiar, αηδιαστικός [aidiasticós] (adj.) 1: as queroso, repugnante, nauseabundo, 2: detestante, odioso, αηδόνι [aidóni] (nVn.) ruiseñor.
αθανασία αθανασία [azanasía] (n./f.) inmortali dad. αθάνατος [azánatos] (adj.) inmortal, άθαφτος [ázaftos] (adj.) insepulto, αθέατος [acéatos] (adj.) 1: invisible, 2: imperceptible, άθελα [ácela] (adv.) sin querer, sin in tención. αθέμιτος [acémitos] (adj.) 1: ilegítimo, ilícito, desaguisado, 2: ilegal, άθεος [áceos] (adj.) ateo, incrédulo, impio. αθεράπευτος [acerápeftos] (adj.) 1: incu rable, irremediable, 2: (metáf) fatal, mortal. αθέτηση [acétisi] (nyf.) infracción, trans gresión, violación, αθετώ [acetó] (v.) transgredir, violar, αθεώρητος [aceóritos] (adj.) 1: no re visado, 2: no visado. Αθηνά [aciná] (n./f.) la diosa Atena. Αθήνα [acína] (nVf.) la ciudad de Ate nas. Αθηναίος [acinéos] (adj.) ateniense, αθλητής [azlitís] (nVm.) atleta, αθλητικός [azliticós] (adj.) atlético, αθλητισμός [azlitismós] (nVm.) 1: de porte, 2: atletismo, άθλιος [ázlios] (adj.) miserable, des graciado. αθλιότητα [azliótita] (n./f.) miseria, desgracia, infortunio, άθλος [ázlos] (n7m.) hazaña, proeza, heroicidad, αθόρυβος [azórivos] (adj.) 1: silencio so, tranquillo, callado, 2: mudo, άθραυστος [ázrafstos] (adj.) 1: irrom pible, 2: indestructible, άθρησκος [ázriscos] (adj.) irreligioso, incrédulo, impío, αθροίζω [azrídso] (v.) 1: sumar, adicio nar, 2: unir, άθροιση [ázrisi] (nVf.) suma, adicción, άθροισμα [ázrisma] (nVn.) suma, total,
compendio, αθροιστικός [azristicós] (adj.) adicio nal, colectivo, αθρόος [azróos] (adj.) 1: numeroso, 2: colectivo, masivo, αθημιά [acimía] (n./f.) desánimo, des aliento. άθυμος [ácimos] (adj.) desanimado, descorazonado, αθυρόστομος [aciróstomos] (adj.) grosero, insolente, αθώος [azóos] (adj.) 1: inocente, 2: cándido, ingenuo, αθωότητα [azoótita] (nVf.) inocencia, candor, ingenuidad, αθωράκιστος [azoráquistos] (adj.) inerme, sin coraza, αθωώνω [azoóno] (v.) declarar ino cente, absolver, indultar, exculpar, αθώωση [azóosi] (n./f.) absolución, in dulto, exculpación, αιγιαλός [eguialós] (n./m.) costa, pla ya. αιγίδα [eguída] (n7f.) patrocinio, αίγλη [égli] (n./f.) 1: esplendor, 2: glo ria, 3: fama. Αιγύπτιος [eguíptios] (adj.) egipcio. Αίγυπτος [éguiptos] (n./f.) Egipto, αιδεσιμότατος [edesimótatos] (n./m.) reverendo, pastor, αιδοίο [edío] (n./n.) vagina, matriz, αιθέρας [ecéras] (n./m.) (Qulm.) éter, αιθέριος [ecérios] (adj.) etéreo, aéreo, αίθουσα [ézusa] (n7f.) 1: sala, 2. salón, auditorio, 3: (escuela) aula, clase · αίθουσα εορτών- sala de fiestas · αί θουσα αναμονής- sala de espera, αίθριο [ézrio] (n./n.) atrio, pórtico, portal. αίθριος [ézrios] (adj.) despejado, des campado, raso, sereno, iluminado, αιλουροειδής [eluroidís] (adj.) felino, gatuno, αίμα [éma] (n./n.) sangre.
552
αισχρός αιματηρός [ematirós] (adj.) 1: san griento, sanguinario, 2. (metáf.) car nicero, ensangrentado, αιμάηνος [emátinos] (adj.) sanguíneo, αιματοχυσία [ematojisía] (nVf.) 1: de rramamiento de sangre, 2: matanza, αιματώδης [ematódis] (adj.) sangui nolento, sanguíneo, αιμάτωμα [emátoma] n. hematoma, αιμοβόρος [emovóros] (adj.) sangui nario, feroz, cruento, carnicero, αιμοδιψής [emodipsís] (adj.) sangui nario, sanriento. αιμοδοσία [emodosía] (nVf.) donación de sangre, αιμοδότης [emodótis] (nVm.) donan te de sangre, αιμομίκτης [emomíctis] (n7m.) inces tuoso. αιμομιξία [emomiksía] (nVf.) incesto, αιμορραγία [emoraguía] (nVf.) 1: he morragia, flujo de sangre, 2: (metáf.) menstruación, αιμορραγώ [emoragó] (v.) sangrar, desangrarse, αιμορροΐδα [emoroida] (n A ) hemo rroide, almorrana, αιμοσταγής [emostaguís] (adj.) san griento. αιμοσφαιρίνη [emosferíni] (n7f.) he moglobina, αίνιγμα [énigma] (n./n.) 1: enigma, adivinanza, acertijo, 2: arcano, mis terio. αινιγματικός [enigmaticós] (adj.) enig mático, misterioso, arcano, αίρεση [éresi] (n7f.) herejía, secta, cis ma, grupo religioso, αιρετικός [ereticós] (adj.) herético, he reje, sectario, cismático, αιρετός [eretós] (adj.) electo, αίρω [éro] (v.) 1: levantar, alzar, elevar, 2: quitar. αισθάνομαι [eszánome] (v.) 1: sentir
se, 2: (metáf.) palpar, tocar, αίσθημα [éscima] (n7n.) 1: sentimien to, emoción, 2: sensación, αισθηματίας [escimatías] (n7m.+f.) sen timental, sensiblero, αισθηματικός [escimaticós] (adj.) sen timental, emocional, αίσθηση [éscisi] (n./f.) 1. sentido, 2: sensación, 3: (metáf.) conciencia · oí πέντε αισθήσεις- los cinco sentidos, αισθητά [escitá] (adv.) sensiblemente, considerablemente, αισθητήριος [escitírios] (adj.) 1: sen sorial, sensorio, 2: sensitivo, αισθητήριο [escitírio] (n7n.) sentido, αισθητική [escitiquí] (nVf.) estética, αισθητός [escitós] (adj.) 1: percepti ble, apreciable, 2: atinado, acertado, 3: observable, αισιοδοξία [esiodoksía] (nVf.) optimis mo, positividad, αισιόδοξος [esiódoksos] (adj.) opti mista, positivo, αισιοδοξώ [esiodoksó] (v.) ser optimis ta. αίσιος [ésios] (adj.) 1: feliz, 2: favora ble, conveniente, αίσχος [ésjos] (n7n.) 1: vergüenza, des honra, 2: descrédito, desgracia, αισχροκέρδεια [esjroquérdia] (nVf.) estafa, engaño, especulación, αισχροκερδής [esjroquerdís] (adj.) esta fador, especulador, aprovechón, agio tista, acaparador, αισχροκερδώ [esjroquerdó] (v.) esta far, explotar, engañar, aprovecharse, usurear. αισχρολογία [esjrologuía] (n./f.) gro sería, palabrota, blasfemia, αισχρολογώ [esjrologó] (v.) decir pa labrotas, maldecir, blasfemar, αισχρός [esjrós] (adj.) 1: obsceno, in decente, inmoral, 2: ingominioso, oprobioso, vergonzoso, 3: atrentoso,
553
αισχρότητα depravado, grosero, αισχρότητα [esjrótita] (n./f.) 1: obs cenidad, indecencia, inmoralidad, 2: degeneración, depravación, αισχύνη [esjíni] (n./f.) vergüenza, des honra. αισχύνομαι [esjínome] (v.) avergon zarse, cortarse, αίτημα [étima] (n./n.) 1: demanda, solicitud, petición, 2: exigencia, 3: pedido. αίτηση [étisi] (n./f.) solicitud, petición, aplicación, instancia · κατόπιν αίτη σης· a ruego de.
αιτία [etía] (n./f.) 1: causa, causal, moti vo, razón, 2: ocasión, circunstancia, αιτιατική [etiatiquí] (n./f.) (Gram.) acu sativo. αίτιο [étio] n. motivo, causa, razón, αιτιολογία [etiologuía] (n./f.) 1: justi ficación, excusa, pretexto, motivo, 2: explicación, aclaración, αιτιολογικός [etiologuicós] (adj.) cau sativo, causal, αιτιολογώ [etiologó] (v.) justificar, ex cusar, motivar, racionalizar, explicar la causa. αιτώ [etó] (v.) pedir, solicitar, deman dar. αιφνιδιάζω [efnidiádso] (v.) 1: sorpren der, asombrar, 2: coger de improviso, αιφνιδιασμός [efnidiasmós] (nVm.) sor presa, asombro, asombramiento. αιφνίδιος [efnídios] (adj.) súbito, im provisto, repentino, αιχμαλωσία [ejmalosla] (nVf.) 1: cauti verio, cautividad, 2: esclavitud, αιχμαλωτίζω [ejmalotídso] (v.) captu rar, esclavizar, αιχμάλωτος [ejmálotos] (n./m.) 1: pri sionero, cautivo, 2: esclavo, αιχμή [ejmí] (n./f.) punta, pico, αιχμηρός [ejmirós] (adj.) puntiagudo, aguzado, afilado.
αιώνας [eónas] (n./m.) siglo, αιώνιος [eónios] (adj.) 1: eterno, in mortal, 2: inacabable, intemporal, αιωνιότητα [eoniótita] (nVf.) eterni dad, inmortalidad, αιωρούμαι [eorúme] (v.) balancearse, columpiarse, guindarse, ακαδημαϊκός [acadimaicós] 1: (n/m.) academista, 2: (adj.) (a) académico, (b) universitario, escolar · ακαδη μαϊκό έτος- año académico · ακα δημαϊκή μόρφωση- formación aca démica. ακαδημία [acadimía] (nyf.) academia, ακαθάριστος [acazáristos] (adj.) 1: no limpio, sucio, 2: bruto, ακαθαρσία [acazarsía] (n./f.) 1: sucie dad, impureza, mancha, 2: excre mento, estiércol, ακάθαρτος [acázartos] (adj.) 1: sucio, impuro, manchado, 2: asqueroso, repugnante, ακάθεκτος [acácectos] (adj.) 1: irresis tible, 2: impetuoso, impulsivo, irre frenable, vehemente, ακαθόριστος [acazóristos] (adj.) inde terminado, impreciso, indefinible, άκαιρος [áqueros] (adj.) 1: inoportu no, inadecuado, inapropiado, 2: (metáf.) inmaduro, άκακος [ácacos] (adj.) sin maldad, inge nuo, inocente, inofensivo, innocuo, ακαλαίσθητος [acaléscitos] (adj.) de mal gusto, ακαλλιέργητος [acaliérguitos] (adj.) 1: (persona) inculto, ignorante, 2: (tie rra) no cultivado, baldío, erial, ακάλυπτος [acáliptos] (adj.) descu bierto. ακαμάτης [acamátis] (adj.) ocioso, pe rezoso, vago, holgazán, vagabundo, haragán. άκαμπτος [ácamptos] (adj.) inflexible, rígido, firme, duro.
554
ακηλίδωτος ακαμψία [acampsía] (n./f.) inflexibilidad, rigidez, firmeza, dureza, ακανθώδης [acanzódis] (adj.) espino so, erizado, puntiagudo, ακανόνιστος [acanónistos] (adj.) 1: irregular, desigual, 2: asimétrico, άκαρδος [ácardos] (adj.) 1: insensible, insensibilizado, 2: despiadado, des almado, inhumano, ακαριαίος [acariéos] (adj.) instantá neo, momentáneo, ακαρπία [acarpía] (n7f.) esterilidad, in fecundidad, improductividad, άκαρπος [ácarpos] (adj.) 1: estéril, im productivo, infértil, 2: inútil «άκαρπη προσπάθεια- esfuerzo inútil, ακατάβλητος [acatávlitos] (adj.) 1: in fatigable, incansable, inagotable, 2: indomáble, indómito, ακαταγώνιστος [acatagónistos] (adj.) 1: invencible, insuperable, 2: irresis tible. ακατάδεκτος [acatádectos] (adj.) des deñoso. ακαταδεξία [acatadeksía] (n./f.) des dén, desprecio, esnobismo, ακατάληπτος [acatáliptos] (adj.) in comprensible, ininteligible, inconcebiblie. ακατάλληλος [acatálilos] (adj.) 1: in adecuado, inconveniente, improce dente, inoportuno, 2: inhábil, inepto, ακαταλόγιστος [acatalóguistos] (adj.) 1: demente, alienado, alunado, luná tico, 2: (una acción) sin razón, ακατάλυτος [acatálitos] (adj.) indiso luble, indestructible, ακαταμάχητος [acatamájitos] (adj.) invencible, irresistible, incontenible, ακατανίκητος [acataníquitos] (adj.) invencible, irresistible, invicto, ακατανόητος [acatanóitos] (adj.) in comprensible, ininteligible, incon cebible.
ακατάπαυστος [acatápafstos] (adj.) incesante, continuo, perpetuo, cons tante, interminable, ακαταπόνητος [acatapónitos] (adj.) in fatigable, incansable, ακατάρτιστος [acatártistos] (adj.) no preparado, no formado, ακαταστασία [acatastasía] (n./f.) des orden, confusión, enredo, caos, ακατάστατος [acatástatos] (adj.) 1: desordenado, desarreglado, desali ñado, 2: confuso, caótico, ακατάσχετος [acatásjetos] (adj.) incon tenible, impetuoso, incesante, irrefre nable, irreprimible, ακατατόπιστος [acatatópistos] (adj.) desindormado, no informado, ακατέργαστος [acatérgastos] (adj.) 1: bruto, sin curtir, 2: crudo, ακατοίκητος [acatíquitos] (adj.) inha bitado, deshabitado, despoblado, 2: desolado, arrasado, ακατονόμαστος [acatanómastos] (adj.) 1: indecible, inexpresable, 2: incalifi cable. ακατόρθωτος [acatórzotos] (adj.) 1: imposible de conseguir, irrealizable, 2: inalcanzable, inobtenible, inasequible, άκατος [ácatos] (nyf.) lancha, άκαυτος [ácaftos] (adj.) incombusti ble. ακέραιος [aquéreos] (adj.) íntegro, in tacto, entero, ακεραιότητα [aquereótita] (n7f.) 1: integridad, entereza, 2: probidad, es crupulosidad · ακεραιότητα χαρα κτήρα· probidad en el carácter, ακερδής [aquerdís] (adj.) desinteresa do, sin provecho, ακέφαλος [aquéfalos] (adj.) acéfalo, sin cabeza, ακηλίδωτος [aquilídotos] (adj.) 1: in maculado, impecable, 2: acendrado, acrisolado, sin mancha.
555
ακίνδυνος ακίνδυνος [aquíndinos] (adj.) no peli groso, inofensivo, innocuo, ακινησία [aquinisla] (nVf.) inmovilidad, inmovilización, paralización, estanca miento. ακίνητο [aquínito] (nVn.) inmueble, ακινητοποιώ [aquinitopió] (v.) inmo vilizar, paralizar, dejar inválido, ακίνητος [aquínitos] (adj.) inmóvil, iner te, inamovible, quieto, άκληρος [ácliros] (adj.) sin herederos, άκλητος [áclitos] (adj.) no invitado, no llamado. άκλιτος [áclitos] (adj.) (Gram.) indecli nable. ακλόνητος [aclónitos] (adj.) 1: firme, fijo, inmóvil, inerte, 2: determinado, resuelto. ακμάζω [acmádso] (v.) prosperar, flo recer. ακμαίος [acméos] (adj.) floreciente, vigoroso, próspero, renaciente, ακμή [acmí] (n7f.) 1: auge, apogeo, culminación, cima, cénit, 2: prospe ridad. ακοή [acof] (nVf.) oído, ακοινώνητος [aquinónitos] (adj.) in sociable, introvertido, antisocial, ακολασία [acolasía] (n./f.) libertinaje, desenfreno, inmoralidad, ακόλαστος [acólastos] (adj.) libertino, desenfrenado, vicioso, ακολουθία [acolucía] (nVf.) 1: séquito, acompañamiento, comitiva, 2: cere monia, misa, ακόλουθος1 [acóluzos] (adj.) siguien te, próximo. ακόλουθος2[acóluzos] (n./m.) sirvien te · διπλωματικός ακόλουθος- agre gado de embajada, ακολουθώ [acoluzó] (v.) seguir, per seguir. ακολούθως [acolúzos] (adv.) a conti nuación, después, posteriormente. 556
ακόμη, ακόμα [acómi, acóma] (adv.) 1: aún, todavía, 2: también, 3: más, 4: otra vez · δεν έχει έρθει ακόμα- no ha llegado todavía/ aún · θα ήθελα va προσθέσω ακόμη ένα σχόλιοquerría añadir un comentario más • θα στο πω μία ακόμα φορά- te Ιο diré otra vez. άκομψος [ácompsos] (adj.) 1: no ele gante, rudo, grosero, 2: torpe, des garbado. ακονίζω [aconídso] (v.) afilar, afinar, ακόνισμα [acónisma] (n7n.) afinación, afinamiento, ακόντιο [acóndio] (n7n.) lanza, pica, άκοπος [ácopos] (adj.) fácil, sencillo, sin esfuerzo, ακόρεστος [acórestos] (adj.) insacia ble. ακοσμία [acosmía] (n7f.) 1: insubordi nación, 2: inmodestia, 3: impropie dad. ακουμπώ [acumbó] (v.) 1: apoyar(se), 2: tocar, palpar, tentar, ακούραστα [acúrasta] (adv.) incansa blemente, infatigablemente, ακούραστος [acúrastos] (adj.) incan sable, infatigable, ακούρδιστος [acúrdistos] (adj.) sin cuerda, sin afinar, ακούσιος [acúsios] (adj.) involuntario, no intencionado, άκουσμα [ácusma] (nVn.) 1: audición, 2: lo oído, rumor, ακουστός [acustós] (adj.) audible, dig no de ser oído, ακουστικό [acusticó] (nVn.) auricular, ακουστικός [acusticós] (adj.) auditivo, acústico. ακουστικότητα [acusticótita] (nVf.) audibilidad, ακουστός [acustós] (adj.) audible, per ceptible, oíble, que se puede oír. ακούω [acúo] (v.) 1: oír, 2: escuchar.
ακύρωση ακράδαντος [acrádandos] (adj.) in conmovible, impertérrito, firme, ακραίος [acréos] (adj.) 1: extremado, extremista, 2: acérrimo, ακράτεια [acrátia] (nyf.) intemperan cia, incontinencia, ακράτητος [acrátitos] (adj.) 1: impe tuoso, incontenible, irresistible, irre frenable, 2: desatado, άκρη [ácri] (nyf.) extremo, punta, cabo, extremidad, orilla, borde, ακριβά [acrivá] (adv.) costosamente, ακριβαίνω [acrivéno] (v.) encarecer, aumentar el precio, ακρίβεια [acrívia] (nyf.) 1: carestía, 2: exactitud, precisión, 2: puntualidad, meticulosidad, ακριβής [acrivís] (adj.) exacto, preciso, justo. ακριβολογώ [acrivologó] (v.) hablar con precisión, ακριβός [acrivós] (adj.) caro, costoso, dispendioso, de precio alto, ακριβώς [arivós] (adv.) 1: justamente, exactamente, 2: efectivamente, acer tadamente, ακρίδα [acrída] (nyf.) saltamontes, ακροαματικότητα [acroamaticótita] (n7f.) audiencia, ακρόαση [acróasi] (n./f.) 1: audiencia, audición, 2: (Med.) sondeo, ακροατήριο [acroatírio] (n./n.) 1: audi torio, público, 2: sala de audiciones, ακροατής [acroatís] (n7m.) oyente, auditor. ακροβασία [acrovasía] (nyf.) acroba cia. ακροβάτης [acrovátis] (n./m.) acró bata. ακροβατικός [acrovaticós] (adj.) acro bático. ακροβολισμός [acrovolismós] (n./m.) 1: escaramuza, tiroteo, 2: choque, ακρογιαλιά [acroguialiá] (nVf.) orilla,
playa, costa, ακρόπολη [acrópoli] (n./f.) acrópolis, ciudadela. άκρος [ácros] (n./n.) extremo, punta, borde. ακρωτηριάζω [acrotiriádso] (v.) 1: mutilar, amputar, cercenar, 2: baldar, imposibilitar, ακρωτηριασμός [acrotiriasmós] (nym.) mutilación, amputación, cercenadura, ablación. ακρωτήριο [acrotírio] n. cabo, punta, promontorio, ακτή [actí] (nyf.) costa, playa, litoral, orilla, borde del mar. ακτίνα [actína] (nyf.) 1: (sol) rayo, 2: (GeomJFís.) radio, ακτινοβολία [actinovolía] (nyf.) 1: (sol) resplandor, 2: (Fís.) radiación, irradia ción. ακτινοβολώ [actinovoló] (v.) 1: reful gir, brillar, 2: radiar, irradiar, ακτινογραφία [actinografía] (nyf.) ra diografía. ακτινοθεραπεία [actinocerapía] (nyf.) radioterapia, ακτινοσκόπηση [actinoscópisi] (n./f.) radioscopia, ακτοπλοΐα [actoploía] (nyf.) cabotaje, ακυβερνησία [aquivemisía] (nyf.) fal ta de gobierno, ακυβέρνητος [aquivérnitos] (adj.) in gobernable, ακύμαντος [aquímandos] (adj.) sin olas, no agitado, ακυριολεξία [aquirioleksía] (nyf.) tér mino inapropriado o equivocado, άκυρος [áquiros] (adj.) nulo, inválido, ακυρότητα [aquirótita] (nyf.) nulidad, invalidez. ακυρώνω [aquiróno] (v.) 1: anular, cancelar, obliterar, 2: invalidar, con trarrestar. ακύρωση [aquírosi] (nyf.) 1: anulación,
557
ακυρώσιμος cancelación, 2: invalidación, ακυρώσιμος [aquirósimos] (adj.) anulable, cancelable, rescindible. ακυρωτικός [aquiroticós] (adj.) anu lativo. αλάβωτος [alávotos] (adj.) no herido, αλαζόνας [aladsónas] (n./m.) 1: arro gante, altanero, altivo, presuntuoso, 2: fanfarrón, αλαζονεία [aladsonía] (n./f.) 1: arro gancia, presunción, altanería, altivez, 2: fanfarronería, αλάθευτος [aláceftos] (adj.) 1: infali ble, indefectible, 2: inequívoco, in confundible, αλάθητο [alácito] (n./n.) infalibilidad, indefectibiliad. αλαλαγμός [alalagmós] (n7m.) acla mación, grito, chillido, αλαλάζω [alaládso] (v.) aclamar, gritar, chillar. άλαλος [álalos] (adj.) 1: mudo, 2: calla do, silencioso, αλάνθαστος [alánzastos] (adj.) 1: infa lible, 2: seguro, αλάτι [aláti] (n./n.) sal. αλατιέρα [alatiéra] (n./f.) salero, αλατίζω [alatídso] (v.) salar, αλαφιάζω [alafiádso] (v.) atemorizar se, espantarse, dejarse llevar por el pánico. αλάφιασμα [aláfiasma] (nyn.) pánico, αλαφρόπετρα [alafrópetra] (nyf.) pie dra pómez. Αλβανία [alvanía] (n./f.) Albania. Αλβανός [alvanós] (nVm.) (gentlicio) albanés. άλγεβρα [álgevra] (n./f.) álgebra, αλγεινός [alguinós] (adj.) doloroso, penoso, arduo, άλγος [álgos] (n./m.) 1: dolor, dolencia, achaque, 2: sufrimiento, pena, αλέθω [alézo] (v.) moler, άλειμμα [álima] (n./n.) unción, un
güento. αλείφω [alífo] (v.) 1: untar, 2: engrasar, αλεξανδρινός [aleksandrinós] (adj.) alejandrino, αλεξικέραυνο [aleksiquéravno] (n./n.) pararrayos, αλεξιπτωτιστής [aleksiptotistís] (n./m.) paracaidista, αλεξίπτωτο [aleksíptoto] (n7n.) paracaídas. αλεξίσφαιρος [aleksísferos] (adj.) an tibalas, αλεπού [alepú] (n./f.) zorro, αλεποφωλιά [alepofoliá] (nyf.) madri guera del zorro, άλεσμα [álesma] (nyn.) molienda, pul verización, αλέτρι [alétri] (n./n.) arado, αλευράς [alevrás] (n./m.) harinero, αλεύρι [alévri] (nyn.) harina, αλευρώδης [alevródis] (adj.) fariná ceo. αλευρώνω [alevróno] (v.) enharinar, αλήθεια [alícia] (n./f.) 1: verdad, reali dad, veracidad, 2: sinceridad · αληθι νός φίλος- un verdadero amigo, αληθεύω [alicévo] (v.) verificar, com probar. αληθής [alicís] (adj.) 1: veraz, real, ver dadero, fidedigno, 2: sincero, αληθινά [aliciná] (adv.) verdadera mente, efectivamente, αληθινός [alicinós] (adj.) verdadero, verídico. αληθοφανής [alizofanís] (adj.) verosí mil, creíble, αλησμόνητος [alismónitos] (adj.) inol vidable, no olvidado, αλητεία [alitía] (n./f.) 1: vagabundeo, vagancia, 2. gamberrismo, vandalis mo. αλητεύω [alitévo] (v.) 1: vagabundear, 2: golfear, αλήτης [alítis] (nym.) 1: vagabundo,
558
αλλόκοτος merodeador, 2: golfo, gamberro, granuja. αλιεία [alia] (n./f.) pesca, pesquería, αλιευτικός [aliefticós] (adj.) pesquero, αλιεύω [aliévo] (v.) pescar, αλική [aliquí] (n7f.) salina, αλίπαστος [alípastos] (adj.) salado, salino. αλκαλικός [alcalicós] (adj.) alcalino, όλκιμος [álquimos] (adj.) vigoroso, fuer te, valiente, αλκοολικός [alcoolicós] (adj.) alcohó lico. αλκοολισμός [alcoolismós] (nVm.) al coholismo, αλλά [alá] (cj.) pero, sino, más · πεινάω αλλά το ψυγείο είναι άδειο- tengo hambre pero no hay nada en el frigo • δεν μου αρέσει το τσάι αλλά ο κα φές - no me gusta el té sino el café, αλλαγή [alaguí] (.n./f.) 1: cambio, 2: transformación, 3: alteración, fluc tuación. αλλάζω [aládso] (v.) 1: cambiar, 2: transformar, 3: alterar, αλλαντικά [alandicá] (n./n.) pl. embu tidos. αλλαντοπωλείο [alantopolío] (n7n.) charcutería, αλλαντοπώλης [alantopólis] (n7m.) charcutero. αλλαξιά [alaksiá] (nVf.) cambio, αλλαξοπιστώ [alaksopistó] (v.) apos tatar. αλλεπάλληλος [alepálilos] (adj.) reite rado, sucesivo, alternativo, αλλεργία [alerguía] (n./f.) alergia, αλληγορία [alegoría] (n./f.) alegoría, αλληγορικός [aligoricós] (adj.) alegó rico. αλληθωρίζω [alizorídso] (v.) bizquear, αλλήθωρος [alízoros] (adj.) bizco, αλληλεγγύη [alileguíi] (nVf.) 1: soli daridad, 2: camaradería, compañe
rismo. αλληλέγγυος [aliléguios] (adj.) soli dario. αλληλένδετος [aliléndetos] (adj.) adherente, interdependente. αλληλεξάρτηση [alileksártisi] (n./f.) interdependencia, interrelación. αλληλεπίδραση [alilepídrasi] (nVf.) in teracción, acción recíproca, αλληλοβοήθεια [alilovoícia] (n7f.) ayu da mutua, αλληλογραφία [alilografía] (nVf.) co rrespondencia, correo, carteo, αλληλογραφώ [alilografó] (v.) corres ponder. αλληλοπάθεια [alilopácia] (n./f.) reci procidad, correlación, αλληλοπαθής [alilopacís] (adj.) recí proco, mutuo, bilateral, alterno, αλληλοσυγκρουόμενος [alilosigkruómenos] (adj.) contradictorio, conflictivo, αλληλούια [alilúia] (n./f.) aleluya, αλληλουχία [alilujía] (n./f.) 1: coheren cia, cohesión, 2: conexión, adheren cia, consistencia, αλλιώς [aliós] (adv.) de otra manera, de otro modo, αλλιώτικος [alióticos] (adj.) diferente, distinto, disímil, desemejante, des igual. αλλογενής [aloguenís] (adj.) extran jero. αλλοδαπός [alodapós] (adj.) extranje ro, forastero, foráneo, αλλοδοξία [alodoksía] (nJf.) hetero doxia. άλλοθι [áloci] (n./n.) coartada, alibi, αλλόθρησκος [alózriscos] (adj.) paga no, de otra religión, αλλοιώνω [alióno] (v.) alterar, trans formar, modificar, αλλοίωση [alíosi] (n./f.) 1: alteración, 2: descomposición, corrupción, αλλόκοτος [alócotos] (adj.) extraño,
559
αλλοπρόσαλλος excéntrico, raro, insólito, αλλοπρόσαλλος [aloprósalos] (adj.) variable, cambiante, inconstante, άλλος [álos] (adj.) otro, distinto, άλλοτε [álote] (adv.) antes, antigua mente, antaño, antecedemente. αλλότριος [alótrios] (adj.) 1: ajeno, 2: diferente, distinto, αλλοτριώνω [alotrióno] (v.) enajenar, desapropiarse, αλλοτρίωση [alotríosi] (n./f.) enajena ción, alienación, desapropiación, αλλού [alú] (adv.) en otro lugar, en otra parte, αλλοφροσύνη [alofrosíni] (nyf.) 1: lo cura, demencia, enajenación, 2: fre nesí, devaneo, αλλόφρων [alófron] (adj.) loco, de mente, alunado, lunático, enajena do. άλλως [álos] (adv.) sino, de lo contra rio. άλμα [álma] (n7n.) salto, bricno, bote, αλμύρα [almíra] (n./f.) salmuera, sali nidad. αλμυρός [almirós] (adj.) salado, sali no. αλμυρότητα [almirótita] (n./f.) sala dura. αλογάριαστος [alogáriastos] (adj.) in calculable, no calculado, αλόγιστος [alóguistos] (adj.) insensa to, imprudente, άλογο [álogo] (n./n.) caballo, αλογόμυγα [alogómiga] (n./f.) (Zool.) tábano, αλόη [alói] (nyf.) (Bot.) áloe, αλοιφή [alifí] (n./f.) pomada, ungüen to. αλουμίνιο [aluminio] (nVn.) aluminio, αλπινισμός [alpinismós] (n./m.) alpi nismo. αλπινιστής [alpinistís] (n./m.) alpinis ta.
άλσος [álsos] (n7n.) parque, arboleda, bosque, άλτ! [alt] (interj.) ialto!. αλτήρας [altíras] (nym.) balancín, αλτρουισμός [altruismós] (n./m.) al truismo. αλτρουιστής [aitruistís] (adj.) altruis ta. αλύγιστος [alíguistos] (adj.) inflexible, rígido, duro, αλυκή [aliquí] (n./f.) salina, αλύπητα [alípita] (adv.) cruelmente, ferozmente, αλύπητος [alípitos] (adj.) despiadado, cruel, feroz, αλυσίδα [alisída] (nyf.) cadena, conca tenación. αλυσοδεμένος [alisodeménos] (adj.) encadenado, concatenado, αλυσοδένω [alisodéno] (v.) encade nar, concatenar, άλυτος [álitos] (adj.) 1: irresoluto, 2: sin desatar, sin soltar, αλύτρωτος [alítrotos] (adj.) no liber tado. άλφα [álfa] (nVn.) primera letra del al fabeto griego, αλφαβητάριο [alfavitário] (n./n.) abe cedario, cartilla, αλφαβητικός [alfaviticós] (adj.) alfa bético. αλφάβητο [alfávito] (n./n.) alfabeto, abecedario, αλφάδι [alfádi] (n./n.) nivel, nivelador, αλφαδιάζω [alfadiádso] (v.) 1: nivelar, 2: igualar, αλχημεία [aljimía] (n./f.) alquimia, αλχημικός [aljimicós] (adj.) alquímico. αλχημιστής [aljimistís] (nym.) alqui mista. αλώβητος [alóvitos] (adj.) íntegro, in tacto. αλώνι [alóni] (nyn.) 1: era, prado, 2: terreno.
560
αμέριστος αλωνίζω [alonídso] (ν.) trillar, rastrillar, αλώνισμα [alónisma] (n./n.) trilla, αλωνιστής [alonistís] (n7m.) trillador, άλωση [álosi] (n./f.) 1: toma, presa, captura, 2: baja, caída, descenso, αλώσιμος [alósimos] (adj.) conquista ble, que se puede capturar, άμα [áma] (adv.) tan pronto como, cuando, en cuanto, αμαζόνα [amadsóna] (nVf.) 1: amazo na, 2: Amazona, αμάθεια [amácia] (n7f.) ignorancia, desconocimiento, incultura, αμαθής [amacís] (adj.) ignorante, in culto, analfabeto, iletrado, αμάθητος [amácitos] (adj.) novato, principiante, inexperto, αμάλακτος [amálactos] (adj.) inflexi ble. άμαξα [ámaksa] (n/f.) 1: carruaje, ca rro, 2: vagón, αμαξάς [amaksás] (nVm.) cochero, αμάξι [amáksi] (n7m.) coche, automó vil. αμαξοποιείο [amaksopiío] (n./n.) ca rretería. αμαξοποιός [amaksopiós] (n7m.) ca rrocero, carretero, αμαξοστάσιο [amaksostásio] (n7n.) cochera, taller, αμαξοστοιχία [amaksostijía] (n./f.) tren, ferrocarril, αμάραντος [amárandos] 1: (n7m.) amaranto, 2: (adj.) inmarchitable, im perecedero, αμαρτάνω [ amartáno] (v.) 1: pecar, 2: errar. αμάρτημα [amártima] (n7n.) pecado, αμαρτία [amartía] (nVf.) 1: pecado, 2: indecencia, inmoralidad, αμαρτωλός [amartolós] (adj.) 1: peca dor, impío, 2: pecaminoso, inmoral, αμαυρώνω [amavróno] (v.) manchar, empañar. 561
άμαχος [ámajos] (adj.) fuera de com bate. αμβλύνω [amblíno] (v.) embotar, des puntar. άμβλωση [ámvlosi] (nyf.) aborto, abor tamiento. αμβροσία [amvrosía] (n./f.) ambrosia, néctar de los dioses, αμβρόσιος [amvrósios] (adj.) divino, celeste. άμβωνας [ámvonas] (nVm.) pulpito, αμέΐ [amé] (interj.) ¡claro que si!, αμέθοδος [amézodos] (adj.) sin mé todo. αμέθυστος [amécistos] (n./m.) ama tista. αμείβω [amívo] (v.) 1: recompensar, gratificar, 2: premiar, αμείλικτος [amílictos] (adj.) 1: impla cable, inapelable, 2: inflexible, incon movible. αμείωτος [amíotos] (adj.) irreducible, irreductible, αμέλεια [amélia] (nVf.) negligencia, descuido, imprevisión, olvido, aban dono, dejadez · airó αμέλεια- por negligencia, αμελής [amelís] (adj.) negligente, des cuidado, abandonado, dejado, αμελώ [ameló] (v.) 1: descuidar, aban donar, arrinconar, 2: olvidarse (de). άμεμπτος [ámemptos] (adj.) irrepro chable, intachable, incensurable, αμερικανικός [americanicós] (adj.) ame ricano. αμερικανισμός [americanismós] (n7m.) americanismo, αμεριμνησία [amerimnisía] (nyf.) des cuido, indiferencia, abandono, deja dez. αμέριμνος [amérimnos] (adj.) descui dado, indiferente, despreocupado, apático. αμέριστος [améristos] (adj.) entero,
αμερόληπτος completo, indiviso, αμερόληπτος [ameróliptos] (adj.) 1: imparcial, ecuánime, 2: desprendido, 3: justo, justiciero, αμεροληψία [amerolipsía] (nVf.) im parcialidad, ecuanimidad, άμεσος [ámesos] (adj.) 1: inmediato, directo, 2: cercano, αμέσως [amésos] (adv.) inmediata mente, directamente, seguidamen te, en seguida, al instante, en el acto, αμετάβατος [ametávatos] (adj.) (Gram.) intransitivo, αμεταβίβαστος [ametavívastos] (adj.) intransmisible, intransferible, αμετάβλητος [ametávlitos] (adj.) inva riable, inmutable, inalterable, αμετάδοτος [ametádotos] (adj.) in transmisible, αμετάθετος [ametácetos] (adj.) inmo vible. αμετακίνητος [ametaquínitos] (adj.) inmóvil, inamovible, estable, αμετάκλητος [ametáclitos] (adj.) irre vocable, irreversible, αμετάλλακτος [ametálactos] (adj.) in mutable, invariable, αμετανοησία [ametanoisía] (n./f.) im penitencia, αμετανόητος [ametanóitos] (adj.) im penitente, no arrepentido, empeder nido · αμετανόητος αμαρτωλός- un pecador empedernido, αμετάπειστος [ametápistos] (adj.) obs tinado, tenaz, terco, testarudo, αμετάπτωτος [ametáptotos] (adj.) no persuasible, αμετάτρεπτος [ametátreptos] (adj.) in variable. αμετάφραστος [ametáfrastos] (adj.) in traducibie, αμεταχείριστος [ametajíristos] (adj.) 1: inaprovechado, 2: no usado, nue vo. 562
αμέτοχος [amétojos] (adj.) que no participa. αμέτρητος [amétritos] (adj.) innume rable, inmenso, incalculable, incon table. αμήν [amín] (interj.) amén, αμηχανία [amijanía] (n./f.) 1: incomo didad, 2: perplejidad, αμήχανος [amíjanos] (adj.) incómodo, avergonzado, abochornado, azara do. αμίαντος [amfandos] (n./m.) amianto, αμιγής [amiguís] (adj.) puro, αμίλητος [amílitos] (adj.) taciturno, si lencioso, quieto, callado, mudo, άμιλλα [ámila] (n7f.) emulación, com petición, rivalidad, αμιλλώμαι [amilóme] (v.) 1: emular, rivalizar, competir, 2: disputar, αμίμητος [amímitos] (adj.) inimitable, incomparable, no imitable, άμισθος [ámiszos] (adj.) 1: sin sueldo, 2: gratuito, sin pagar, αμμόλιθος [amólizos] (n./m.) arenis ca. άμμος [ámos] (n./f.) arena, αμμουδιά [amudiá] (nVf.) playa, αμμώδης [amódis] (adj.) arenoso, αμμωνία [amonía] (n7f.) amoniaco, αμνημόνευτος [amnimóneftos] (adj.) 1: inmemorial, inmemorable, 2: no mencionado, no citado, αμνησία [amnisía] (n./f.) amnesia, αμνησικακία [amnisicaquía] (njf.) sin resentimiento, αμνηστεύω [amnistévo] (v.) amnistiar, αμνηστία [amnistía] (n./f.) 1: amnistía, 2: perdón, indulto, gracia · Διεθνής Αμνηστία- Amnistía Internacional, αμνός [amnós] (n./m.) (Zool.) cordero, αμοιβαίος [amivéos] (adj.) recíproco, mutuo, bilateral, αμοιβαιότητα [amiveótita] (n7f.) reci procidad, mutualidad.
αμφιρρεπής αμοιβή [amiví] (n7f.) 1: recompensa, albricias, compensación, 2: paga, sueldo. αμοίραστος [amírastos] (adj.) no re partido, indiviso, άμοιρος [ámiros] (adj.) desgraciado, desafortunado, αμόλυντος [amólindos] (adj.) 1: in maculado, acendrado, acrisolado, 2: puro, no contaminado, αμολώ [amoló] (v.) 1: soltar, 2: liberar, αμόνι [amóni] (nVn.) yunque, άμορφος [ámorfos] (adj.) amorfo, in forme, disforme, αμόρφωτος [amórfotos] (adj.) igno rante, inculto, analfabeto, iletrado, αμούστακος [amústacos] (adj.) 1: sin bigote, imberbe, 2: (metáf.) muy jo ven. αμπαλάρισμα [ambalárisma] (nVn.) em balaje, envoltura, αμπαλάρω [ambaláro] (v.) embalar, envolver, empaquetar, αμπάρα [ambara] (n./f.) tranca, barra, cerrojo. αμπάρι [ambári] (n./n.) bodega, αμπαρώνω [ambaróno] (v.) atrancar, apestillar. αμπέλι [ambéli] (n./n.) viña, viñedo, parral. αμπελουργία [ambelurguía] (n./f.) vi ticultura. αμπελουργός [ambelurgós] (n7m.) vi ñador. αμπελώνας [ambelónas] (nym.) viñe do. αμπέχονο [ambéjono] (n./n.) 1: caza dora, 2: abrigo, άμπωτη [ámpoti] (nVf.) bajamar, re flujo. άμυαλος [ámialos] (adj.) 1: insensato, alocado, 2: bobo, atontado, αμυγδαλάτο [amigdaláto] (n7n.) tu rrón de almendras.
αμυγδαλιά [amigdaliá] (nyf.) almen dro. αμυγδαλίτιδα [amigdalitida] (n7f.) amig dalitis. αμύγδαλο [amígdalo] (nVn.) almen dra. αμυγδαλωτός [amigdalotó] (adj.) al mendrado, de almendra, αμυδρός [amidrós] (adj.) 1: tenue, dé bil, 2: oscuro, αμύητος [amíitos] (adj.) profano, im pío, sacrilego, αμύθητος [amícitos] (adj.) incontable, indecible, άμυλο [ámilo] (n7n.) almidón, fécula, αμυλώδης [amilódis] (adj.) harinaceo, feculento, almidonado, άμυνα [ámina] (n7f.) 1: defensa, 2: re sistencia. αμύνομαι [amínome] (v.) defenderse, resistirse. αμυντικός [amindicós] (adj.) defen sivo. αμυχή [amijí] (n./f.) arañazo, rasgadu ra. αμφιβάλλω [amfiválo] (v.) dudar, des confiar · αμφιβάλλω για τα κίνητρά του- desconfío de sus motivos, αμφίβιος [amfívios] (adj.) anfibio, αμφιβολία [amñvolía] (nVf.) 1: duda, desconfianza, sospecha, 2: escrúpu lo. αμφίβολος [amfívolos] (adj.) dudoso, dubitativo, desconfiado, equívoco, αμφίεση [amfíesi] (n./f.) vestimenta, ropa, atavío, indumentaria, αμφιθέατρο [amficéatro] (n./n.) anfi teatro. αμφίκοιλος [amfíquilos] (adj.) bicón cavo. αμφιλογία [amfiloguía] (n7f.) ambi güedad · διφορούμενα λόγια- pala bras insinceras, αμφιρρεπής [amfirepís] (adj.) vacilan
563
αμφιρρέπω te, indeciso, titubeante, αμφιρρέπω [amfirépo] (v.) 1: vacilar, dudar, titubear, 2: oscilarse, balan cear. αμφισβήτηση [amfisvítisi] (nyf.) 1. dis cusión, controversia, 2: duda, αμφισβητώ [amfisvitó] (v.) 1: poner en duda, 2: inquirir, cuestionar, 3: hacer preguntas, αμφιταλαντεύομαι [amfitalandévome] (v.) 1: vacilar, titubear, dudar, 2: blbucear. αμφιταλάντευση [amfitalándefsi] (nyf.) vacilación, titubeo, indecisión, αμφιτρύωνας [amfitríonas] (n./m.) anfitrión. αμφότεροι [amfóteri] (pro.) los dos, ambos. άμωμος [ámomos] (adj.) intachable, αν [an] (cj.) si. αναβάλλω [anaválo] (v.) 1: aplazar, postponer, 2: anular, cancelar, obli terar. ανάβαση [anávasi] (n./f.) 1: ascensión, ascenso, elevación, 2: acción de montar, 3: escalada, alpinismo, αναβάτης [anavátis] (nym.) jinete, ca ballero, jockey, αναβιώνω [anavióno] (v.) 1: revivir, re sucitar, reanimar, 2: despertar, αναβίωση [anavíosi] (nyf.) 1: (Med.) re animación, resucitación, retorno a la vida, 2: (película) reestreno, αναβλητικός [anavliticós] (adj.) dila torio, gradual, αναβλύζω [anavlídso] (v.) surgir, bro tar, emanar, fluir, 2: salir a chorros, lanzar el chorro, αναβολέας [anavoléas] (nym.) estri bo. αναβολή [anavolí] (nyf.) aplazamien to, aplazo, demora, dilación, αναβράζω [anavrádso] (v.) hervir, bur bujear, borbotear, rebullir.
αναβρασμός [anavrasmós] (nym.) her vor, burbujeo, efervescencia, ebulli ción. ανάβω [anávo] (v.) 1: encender, incen diar, 2: alumbrar, iluminar, αναγγελία [anagkelía] (nyf.) 1: anun cio, aviso, 2: comunicado, noticia, αναγγέλλω [anagkélo] (v.) 1: anun ciar, avisar, 2: comunicar, declarar, afirmar. αναγέννηση [anaguénisi] (nyf.) rena cimiento, regeneración · Αναγέννη ση- Renacimiento.
αναγεννιέμαι [anagueñéme] (v.) rena cer, regenerarse, αναγκάζω [anagkádso] (v.) obligar, constreñir, compeler, forzar, αναγκαίος [anagkéos] (adj.) necesario, obligado, forzoso, αναγκαστικά [anagkasticá] (adv.) obli gatoriamente, forzosamente, por fuerza. αναγκαστικός [anagkasticós] (adj.) obli gatorio, forzoso, compulsivo, coercitiivo. ανάγκη [anágki] (nyf.) necesidad, re quisito, exigencia, demanda, ανάγλυφο [anáglifo] (nyn.) bajorre lieve. ανάγλυφος [anáglifos] (adj.) en relie ve. αναγνωρίζω [anagnorídso] (v.) 1: re conocer, identificar, 2: inspeccionar, examinar, αναγνώριση [anagnórisi] (nyf.) 1: re conocimiento, identificación, 2: des cubierta, rastreo, ανάγνωση [anágnosi] (nyf.) lectura, leída, lección, αναγνώστης [anagnóstis] (nym.) lec tor. αναγνωστικό [anagnosticó] (nyn.) li bro de lectura, cartilla, αναγόρευση [anagórefsi] (nyf.) pro
564
αναίδεια clamación, nominación, nombra miento, designación, αναγορεύω [anagorévo] (v.) 1: procla mar, nombrar, designar, 2: anunciar, αναγούλα [anagúla] (n7f.) 1: náusea, asco, basco, 2: marea, αναγραμματίζω [anagramatídso] (v.) anagramatizar. αναγραμματισμός [anagramatismós] (n7m.) anagramatismo. αναγραφή [anagrafl] (njf.) 1: inscrip ción, anotación, 2: grabación, αναγράφω [anagráfo] (v.) 1: inscribir, anotar, 2: grabar, ανάγω [anágo] (v.) referir, elevar, re ducir. ανάγωγος [anágogos] (adj.) 1: grose ro, maleducado, 2: rudo, brusco, cha bacano, irrespetuoso, αναδασώνω [anadasóno] (v.) repo blar, reforestar. αναδάσωση [anadásosi] (n7f.) repo blación, reforestación, ανάδειξη [anádiksi] (njf.) distinción, αναδείχνομαι [anadíjnome] (v.) des tacarse, distinguirse, αναδείχνω [anadíjno] (v.) 1: mostrar, dar a conocer, poner en evidencia, 2: eligir, escoger, αναδημιουργώ [anadimiurgó] (v.) vol ver a crear, recrear, reproducir, αναδημοσιεύω [anadimosiévo] (v.) reeditar. αναδίδω [añadido] (v.) 1: exhalar, ema nar, despedir, exhalar, emitir, 2: des prender, emanar, αναδιοργανώνω [anadiorganóno] (v.) 1: reorganizar, 2: reestructurar, αναδιοργάνωση [anadiorgánosi] (n./f.) reorganización, reestructuración, αναδόμηση [anadómisi] (nVf.) rees tructuración, reforma, modificación, αναδομώ [anadomó] (v.) reestructu rar, reformar, reorganizar. 565
αναδοχή [anadojí] (n./f.) 1: aceptación, designación, 2: patrocinio, amadrinamiento. ανάδοχος [anádojos] (n7m.+f.) 1: pa drino/compadre, madrina/conma dre, 2: concesionario, αναδρομή [anadromí] (nVf.) retroce so. αναδρομικός [anadromicós] (adj.) re troactivo, retrospectivo, αναδρομικότητα [anadromicótita] (n/f.) retroactividad. αναδύομαι [anadióme] (v.) 1: emer ger, surgir, aflorar, 2: aparecer, mani festarse. ανάδυση [anádisi] (n7f.) 1: emersión, 2: aparición, manifestación, αναζήτηση [anadsítisi] (n7f.) 1: bús queda, busca, 2: investigación, αναζητώ [anadsitó] (v.) 1: buscar, 2: investigar, αναζωογόνηση [anadsoogónisi] (nVf.) revitalización, vivificación, reanima ción. αναζωογονώ [anadsoogonó] (v.) revitalizar, vivificar, reavivar, reanimar, renovar. αναζωπυρώνω [anadsopiróno] (v.) rea vivar, reanimar, ανάθεμα [anácema] (n7n.) maldición, anatema, reprobación, αναθεματίζω [anacematídso] (v.) mal decir, anatematizar, excomulgar, αναθέτω [anacéto] (v.) 1: encargar, 2: asignar, señalar, destinar, αναθεώρηση [anaceórisi] (nVf.) 1: re visión, repaso, 2: reseña, αναθεωρώ [anaceoró] (v.) 1: reconsi derar, 2: revisar, examinar de nuevo, αναθυμίαση [anacimíasi] (n7f.) emana ción, exhalación, vapor, vaho, efluvio, αναίδεια [anédia] (nVf.) desvergüenza, atrevimiento, impertinencia, impudor, descaro.
αναιδής αναιδής [añedís] (adj.) desvergonza do, atrevido, impúdico, descarado, αναίμακτος [anémactos] (adj.) desan grado, exangüe, sin derramamiento de sangre, αναιμία [anemia] (n./f.) anemia, αναιμικός [anemicós] (adj.) anémico, αναίρεση [anéresi] (n./f.) 1: retracta ción, 2: casación, 3: desmentido, re futación, impugnación, αναιρώ [aneró] (v.) retractarse, desde cirse. αναισθησία [anescisía] (nyf.) 1: inse nsibilidad, indiferencia, 2: inconscien cia, 3: (Med.) anestesia, αναίσθητος [anéscitos] (adj.) insensi ble, impasible, indiferente, incons ciente. αναιτιολόγητος [anetiológuitos] (adj.) injustificado, sin motivo, sin razón, ανακαινίζω [anaquenídso] (v.) reno var, restaurar, rehabilitar, enmendar, ανακαίνιση [anaquénisi] (n./f.) reno vación, restauración, ανακαινιστής [anaquenistís] (n./m.) renovador, restaurador, ανακαλύπτω [anacalípto] (v.) descu brir, averiguar, hallar, ανακάλυψη [anacálipsi] (n7f.) descu brimiento, hallazgo, detección, ανακαλώ [anacaló] (v.) evocar, revocar, denegar, desdecir, desmentirse, ανακατατάσσω [anacatatáso] (v.) orde nar, poner en orden, ανακατεύω [anacatévo] (v.) mezclar, remover, revolver, alear, ανακάτωμα [anacátoma] (n./n.) mezcla, ensalada. ανακατωμένος [anacatoménos] (adj.) mezclado, revuelto, promiscuo, ανακεφαλαιώνω [anaquefaleóno] (v.) recapitular, resumir, ανακεφαλαίωση [anaquefaléosi] (nyf.) 1: recapitulación, resumen, 2: abre 566
viación, suma, ανακήρυξη [anaquíriksi] (n./f.) procla mación, nominación, designación, ανακηρύσσω [anaquiríso] (v.) procla mar, nominar, designar, ανακινώ [anaquinó] (v.) remover, agi tar, mezclar, menear, revolver, ανάκληση [anáclisi] (n./f.) revocación, derogación, invalidación, anulación, ανακοινωθέν [anaquinocén] (nyn.) co municado, mensaje, proclama «επίση μο ανακοινωθέν- comunicado oficial, ανακοινώνω [anaquinóno] (v.) 1: co municar, avisar, 2: (Am. Lat.) externar, ανακοίνωση [anaquínosi] (nyf.) 1: co municación, notificación, anuncio, anunciación, 2: declaración, afirma ción. ανακοπή [anacopí] (n./f.) paro, pausa, receso, suspensión, ανακόπτω [anacópto] (v.) parar, dete ner, interrumpir, interceptar, atajar, ανακουφίζω [anacufídso] (v.) 1: ali viar, apaciguar, calmar, 2: descargar, aligerar. ανακούφιση [anacúfisi] (nyf.) alivio, pacificación, aligeramiento, apacigua miento. ανακρίβεια [anacrívia] (n./f.) inexacti tud, imprecisión, ανακριβής [anacrivís] (adj.) inexacto, impreciso, ανακρίνω [anacríno] (v.) 1: interrogar, examinar, 2: averiguar, 3: preguntar, ανάκριση [anácrisi] (nyf.) interrogato rio, examen, pregunta, ανακριτής [anacritís] (n./m.) examina dor, interrogador, investigador, ave riguador, juez de instrucción, ανάκρουση [anácrusi] (n./f.) retroce so, retirada, ανάκτηση [anáctisi] (nyf.) reconquista, recuperación, ανακτορικός [anactoricós] (adj.) 1:
ανανεωμένος real, 2: palaciego, ανάκτορο [anáctoro] (n./n.) palacio, ανακτώ [anactó] (v.) reconquistar, re cuperar, recobrar, retomar, ανακωχή [anacojí] (n./f.) tregua, ar misticio. αναλαμβάνω [analamváno] (v.) impo nerse, asumir, emprender, encargar se (de), hacerse cargo · αναλαμβάνω ένα καθήκον- imponerse un deber, αναλαμπή [analambí] (nyf.) 1: esplen dor, centelleo, relámpago, 2: deste llo, brillo. ανάλατος [análatos] (adj.) sin sal, soso, αναληθής [analicís] (adj.) falso, incierto, mentiroso, mendaz, ανάληψη [análipsi] (nyf.) recuperación, ascensión · η Ανάληψη- La Ascensión de Christo. αναλλοίωτος [analíotos] (adj.) inalte rable, invariable, inmutable, αναλογία [analogía] (nyf.) 1: analogía, 2: proporción, armonía, 3: relación, ανάλογος [análogos] (adj.) proporcio nado, relativo, αναλογώ [analogó] (v.) corresponder, ανάλυση [análisi] (n./f.) análisis, αναλυτής [analitís] (n./m.) analista, analizador, αναλυτικά [analiticá] (adv.) detallada mente, analíticamente, αναλυτικός [analiticós] (adj.) 1: analíti co, 2: detallado, explícito, αναλύω [analío] (v.) 1: analizar, 2: deta llar, descomponer, αναλφαβητισμός [analfiavitismós] (nym.) analfabetismo, αναλφάβητος [analfávitos] (adj.) analfa beto. αναμάρτητος [anamártitos] (adj.) 1: impecable, intachable, infalible, in maculado, 2: indefectible, αναμασώ [anamasó] (v.) rumiar, masti car. 567
αναμένω [anaméno] (v.) esperar, aguardar. ανάμεσα [anámesa] (adv.) entre, en medio. αναμειγνύω [anamignío] (v.) mezclar, amalgamar, alear, baravar, revolver, ανάμεικτος [anámictos] (adj.) mezcla do, mixto, misceláneo, compuesto, ανάμειξη [anámiksi] (nyf.) 1: mezcla, amalgama, aleación, 2: intromisión, intervención envolvimiento, 3: combi nación. αναμετρώ [anametró] (v.) calcular, con frontar. ανάμνηση [anámnisi] (nyf.) recuerdo, memoria, recordación, evocación, αναμνηστικός [anamnisticós] (adj.) conmemorativo, memorable, reme morativo, αναμονή [anamoní] (nyf.) espera, αναμορφώνω [anamorfóno] (v.) reformar, enmendar, αναμόρφωση [anamórfosi] (n./f.) 1: reforma, 2: (Biol.) anamorfosis, reha bilitación, αναμορφωτής [anamorfotís] (nym.) reformador, reformista, αναμοχλεύω [anamojlévo] (v.) atizar, agitar, fomentar, αναμπουμπούλα [anabubúla] (nyf.) caos. αναμφίβολα [anamfívola] (adv.) cierta mente, indudablemente, αναμφίβολος [anamfívolos] (adj.) cier to, indudable, incuestionable, αναμφισβήτητος [anamfisvítitos] (adj.) indudable, indiscutible, incuestiona ble. ανανάς [ananás] (n./m.) piña. ανανδρία [anandría] (n./f.) cobardía, pusilanimidad, cortedad, άνανδρος [ánandros] (adj.) cobarde, pusilánime, tímido, ανανεωμένος [ananeoménos] (adj.)
ανανεώνω renovado, ανανεώνω [ananeóno] (ν.) renovar, instaurar. ανανέωση [ananéosi] (n7f.) renova ción. ανανεώσιμος [ananeósimos] (adj.) re novable. ανανεωτικός [ananeoticós] (adj.) reno vador. αναντικατάστατος [a na nd icatá statos] (adj.) insustituible, irreemplazable, αναντίρρητος [anandíritos] (adj.) indiscutible, innegable, irrebatible, incontestable, αναξιόπιστος [anaksiópistos] (adj.) indigno de confianza, αναξιοπρέπεια [anaksioprépia] (nVf.) indignidad, αναξιοπρεπής [anaksioprepís] (adj.) indigno, despreciable, ανάξιος [anáksios] (adj.) indigno, inca paz, inadecuado, desmerecedor, αναξιότητα [anaksiótita] (n7f.) indigni dad, incapacidad, falta de valor, αναπαλαιώνω [anapaleóno] (v.) restau rar. αναπαλλοτρίωτος [anapalotríotos] (adj.) inalienable, αναπαράγω [anaparágo] (v.) 1: reprodu cir, 2: criar, αναπαραγωγή [anaparagoguí] (n./f.) reproducción, repetición, αναπαράσταση [anaparástasi] (nVf.) representación, reproducción, ανάπαυλα [anápavla] (nVf.) descanso, reposo, pausa, αναπαύομαι [anapávome] (v.) desca nsar, reposar, yacer, ανάπαυση [anápafsi] (nVf.) reposo, des canso, retiro, sosiego, relajación, αναπαυτικά [anapafticá] (adv.) có modamente, confortablemente, a gusto. αναπαυτικός [anapafticós] (adj.) có 568
modo, confortable, acogedor, agra dable. αναπαύω [anapávo] (v.) reposar, de scansar, yacer, αναπήδηση [anapídisi] (n7f.) salto, re bote, brinco, spingo. αναπηδώ [anapidó] (v.) saltar, rebotar, respingar, αναπηρία [anapiría] (nVf.) invalidez, baldadura, incapacidad, ανάπηρος [anápiros] (adj.) inválido, baldado, deshabilitado, αναπλάθω [anaplázo] (v.) reformar, re generar, remodelar, recomponer, ανάπλαση [anáplasi] (nVf.) reforma ción, regeneración, recomposición, αναπληρωματικός [anapliromaticós] (adj.) suplente, auxiliar, αναπληρώνω [anapliróno] (v.) susti tuir, reemplazar, αναπλήρωση [anaplírosi] (nVf.) sustitu ción, reemplazo, relevo, reposición, αναπληρωτής [anaplirotís] (n7m.) su plente, sustituto, αναπνευστικός [anapnefsticós] (adj.) respiratorio, αναπνέω [anapnéo] (v.) respirar, αναπνοή [anapnoí] (n./f.) 1: respira ción, 2: aliento, ανάποδα [anápoda] (adv.) al revés, al contrario. αναποδιά [anapodiá] (n7f.) 1: contra riedad, adversidad, contratiempo, accidente, 2: desgracia, infortunio, αναποδογυρίζω [anapodoguirídso] (v.) invertir, volcar, αναποδογύρισμα [anapodoguírisma] (nVn.) 1: inversión, vuelco, 2: desqui ciamiento, ανάποδος [anápodos] (adj.) 1: inverso, contrario, 2: obstinado, adverso, re belde. αναπόληση [anapólisi] (nVf.) 1: evoca ción, contemplación, 2: recuerdo.
αναστολή αναπολώ [anapoló] (ν.) evocar, con templar, suscitar, αναπόσπαστα [anapóspasta] (adv.) inseparablemente, indisolublemen te. αναπόσπαστος [anapóspastos] (adj.) inseparable, irrompible, insoluble. αναποφάσιστος [anapofásistos] (adj.) indeciso, dudoso, irresoluto, no de cidido. αναπόφευκτος [anapófectos] (adj.) inevitable, ineludible, αναπροσαρμόζω [anaprosarmódso] (v.) adaptar de nuevo, αναπτερώνω [anapteróno] (v.) ani mar, reanimar, exaltar, αναπτήρας [anaptíras] (n./m.) encen dedor, mechero, αναπτύσσω [anaptíso] (v.) 1: desarro llar, 2: desplegar, extender, αναρίθμητος [anarízmitos] (adj.) in numerable, incalculable, incontable, inmenso. αναρμόδιος [anarmódios] (adj.) in competente, inadecuado, ανάρμοστος [anármostos] (adj.) 1: in conveniente, impropio, indebido, 2: inepto, ineficaz, αναρρίχηση [anaríjisi] (nyf.) escalada, subida. αναρριχώμαι [anarijóme] (v.) escalar, trepar, ascender, subir, αναρρώνω [anaróno] (v.) recuperarse, recobrarse, reanimarse, ανάρρωση [anárosi] (nyf.) recupera ción, mejoría, reactivación, ανάρτηση [anártisi] (n./f.) 1: suspen sión, 2: enganche, αναρτώ [anartó] (v.) 1: suspender, colgar, 2: enganchar, αναρχία [anarjía] (nyf.) anarquía, αναρχικός [anarjicós] (adj.) anarquista, anárquico, ανάσα [anása] (nyf.) 1: aliento, 2: respi
ración, respiro, ανασαίνω [anaséno] (v.) respirar, ανασηκώνω [anasicóno] (v.) levantar, elevar. ανασκαφή [anascafí] (n./f.) 1: excava ción, extracción, 2: ahondamiento, ανάσκελα [anásquela] (adv.) boca arri ba, en posición supina, ανασκευάζω [anasquevádso] (v.) re construir, reparar, areglar. ανασκευή [anasqueví] (nyf.) restaura ción, reparación, areglo. ανασκιρτώ [anasquirtó] (v.) estreme cerse. ανασκόπηση [anascópisi] (nyf.) revi sión, reseña, recensión, ανασταίνω [anasténo] (v.) 1: resucitar, 2: reanimar, 3: despertar, ανασταλτικός [anastalticós] (adj.) su spensivo. ανάσταση [anástasi] (nyf.) 1: resu rrección, 2: reanimación, reavivamiento, vuelta a la vida, ανάστατος [anástatos] (adj.) pertur bado, agitado, αναστατώνω [anastatóno] (v.) 1: per turbar, trastornar, agitar, desacomo dar, 2: confundir, 3: desarreglar, αναστάτωση [anastátosi] (nyf.) 1: perturbación, trastorno, 2: alboroto, convulsión, αναστέλλω [anastélo] (v.) suspender, retener, cohibir, αναστεναγμός [anastenagmós] (nym.) suspiro, gemido, soplo, αναστενάζω [anastenádso] (v.) suspirar, gemir, soplar, αναστηλώνω [anastilóno] (v.) erigir, restaurar. αναστήλωση [anastílosi] (nyf.) erección, restauración, ανάστημα [anástima] (nyf.) talla, esta tura, altura, αναστολή [anastolí] (n./f.) suspensión,
569
αναστρέφω cohibición, αναστρέφω [anastréfo] (ν.) retroce der, invertir, αναστροφή [anastrofí] (n./f.) retroce so, inversión, ανάστροφος [anástrofos] (adj.) inver so. ανασύρω [anasíro] (v.) sacar, retirar, ανασύσταση [anasístasi] (nyf.) recons titución, restablecimiento, ανασφαλής [anasfalís] (adj.) inseguro, dudoso. ανασφάλιστος [anasfálistos] (adj.) no asegurado, ανασχηματίζω [anasjimatídso] (v.) 1: reformar, rehacer, 2: reconstruir, enmendrar. ανασχηματισμός [anasjimatismós] (n./m.) 1: reforma, reconstitución, 2: reconstrucción, αναταράζω [anatarádso] (v.) remover, agitar. ανατέλλω [anatélo] (v.) salir, aparecer, ανατέμνω [anatémno] (v.) 1: disecar, 2: anatomizar, ανατίμηση [anatímisi] (nyf.) 1: enca recimiento, 2: revalorización, reva luación. ανατιμώ [anatimó] (v.) 1: encarecer, 2: revalorizar. ανατίναγμα [anatínagma] n. sobresal to. ανατινάζω [anatinádso] (v.) explotar, detonar, estallar, ανατολή [anatolí] (nyf.) este, oriente, ανατολικά [anatolicá] (adv.) al este, ανατολικός [anatolicós] (adj.) orien tal. ανατομή [anatomí] (n./f.) disección, disecacción. ανατομία [anatomía] (n./f.) anatomía, ανατρεπτικός [anatrepticós] (adj.) sub versivo, agitador, perturbador, revo lucionario.
ανατρέπω [anatrépo] (v.) derrocar, volcar, derrumbar, ανατρέφω [anatréfo] (v.) 1: educar, 2: criar. ανατρέχω [anatréjo] (v.) remontarse, elevarse, subir, ανατριχιάζω [anatrijiádso] (v.) estre mecerse, escalofriarse, despeluznar, ανατριχίλα [anatrijíla] (nyf.) estreme cimiento, escalofrío, ανατροπή [anatropí] (n./f.) 1: derribo, derribamiento, inversión, 2: subver sión, trastorno, ανατροφή [anatrofí] (n./f.) 1: educa ción, 2: nutrición, alimentación, ανατυπώνω [anatipóno] (v.) reimpri mir, reeditar, ανατύπωση [anatíposi] (n./f.) reimpre sión, reedición, άναυδος [ánavdos] (adj.) 1: mudo, 2: desconcertado, estupefacto, 3: ató nito, boquiabierto, αναφαίρετος [anaféretos] (adj.) ina lienable, intransferible, αναφέρομαι [anaférome] (v.) referirse (a), aludirse, αναφέρω [anaféro] (v.) referir, citar, mencionar, aludir, ανάφλεξη [anáfleksi] (nyf.) inflama ción, abotagamiento, αναφιλητό [anafilitó] (nyn.) sollozo, lloriqueo. αναφορά [anaforá] (nyf.) 1: informe, 2: demanda, , lic ió n , solicitud, 3: referencia, αναφορικά [anaforicá] (adv.) respecto a, en cuanto a, en relación con, con cerniente a. αναφορικός [anaforicós] (adj.) relati vo, comparativo, αναφύομαι [anafíome] (v.) rebrotar, αναφύτευση [anafrtefsi] (nyf.) replanta ción. αναφώνηση [anafónisi] (nyf.) grito,
570
ανέλπιστος chillido, clamor, αναχαιτίζω [anajetídso] (v.) retener parar, refrenar, αναχαίτιση [anajétisi] (n./f.) retención contención, inhibición, αναχρονισμός [anajronismós] (nVm. anacronismo, ανάχωμα [anájoma] (n./n.) 1: dique malecón, ribazo, terraplén, 2: con tención. αναχώρηση [anajórisi] (n./f.) 1: salida partida, egreso, 2: (población) éxodo 3: (avión) despuegue. αναχωρώ [anajoró] (v.) 1: salir, partir egresar, 2: (avión) despegar, αναψυκτικό [anapsicticó] (nVn.) 1: re fresco, bebida, 2: refrigerio, αναψυχή [anapsijí] (n./f.) 1: recreo, di versión, distracción, 2: relajamiento, άνδρας [ándras] (n./m.) 1: hombre, (esposo) marido, ανδρεία [andría] (n./f.) 1: valentía coraje, valor, arrojo, 2: bravura, bra veza. ανδρείκελο [andríquelo] (n./n.) ma niquí. ανδρείος [andríos] (adj.) valiente, bra vo, arrojado, ardido, animoso, ανδρόγυνο [andróguino] (n7n.) pare ja, marido y mujer, ανδροπρεπής [androprepís] (adj.) va ronil, viril, machote, ανεβάζω [anevádso] (v.) 1: subir, levan tar, montar, 2: acrecentar, acrecer, ανεβαίνω [anevéno] (v.) subir, ascender escalar, montar, ανέβασμα [anévasma] (n./n.) subida escalada, ascenso, ανεβοκατεβαίνω [anevocatevéno] (v. subir y bajar, ανεγείρω [aneguíro] (v.) 1: alzar, leva ntar, erigir, 2: construir, ανέγερση [anégersi] (n./f.) 1: edifica ción, construcción, 2: erección, er
guimiento. ανέγγιχτος [anégkictos] (adj.) intacto, indemne. ανειδίκευτος [anidíqueftos] (adj.) no especializado · ανειδίκευτος εργά της· obrero no cualificado, ανειλικρινής [anilicrinís] (adj.) insin cero, deshonesto, hipócrita, ανέκαθεν [anécacen] (adv.) desde siempre, de toda la vida, ανεκδιήγητος [anekdiíguitos] (adj.) ine narrable, incontable, indescriptible, incalificable, ανέκδοτο [anécdoto] (n./n.) anécdota, chiste. ανέκκλητος [anéclitos] (adj.) irrevoca ble, irreversible, ανεκμετάλλευτος [anecmetáleftos] (adj.) inexplotado. ανεκπλήρωτος [anecplírotos] (adj.) 1: irrealizado, incumplido, 2: insatisfe cho. ανεκτικός [anecticós] (adj.) tolerante, paciente, liberal, ανεκτικότητα [anecticótita] (n./f.) to lerancia, conformidad, paciencia, ανεκτίμητος [anectímitos] (adj.) inesti mable, inapreciable, invaluable. ανεκτός [anectós] (adj.) 1: soportable, tolerable, 2: permisible, aceptable, ανέκφραστος [anécfrastos] (adj.) 1: inexpresable, inefable, 2: inexpresi vo. ανελέητος [aneléitos] (adj.) cruel, im placable, despiadado, ανελκυστήρας [anelquistíras] (n./m.) ascensor, elevador, ανελλιπής [anelipís] (adj.) 1: continuo, frecuente, constante, 2: completo, ανέλπιστα [anélpista] (adv.) inespera damente, repentinamente, inopina damente. ανέλπιστος [anélpistos] (adj.) inespe rado, repentino, impensado, impre571
ανεμιστήρας decible. ανεμιστήρας [anemistíras] (nVm.) ven tilador. ανεμοβλογιά [anemovloguiá] (n./f.) viruela. ανεμοδείκτης [anemodíctis] (n./m.) veleta. ανεμοζάλη [anemodsáli] (n./f.) borras ca. ανεμόμετρο [anemómetro] (nVn.) ane mómetro, ανεμόμυλος [anemómilos] (n7m.) mo lino de viento, άνεμος [ánemos] (n7m.) viento, ανεμοστρόβιλος [anemostróvilos] (n./m.) torbellino, remolino, ανεμώνη [anemóni] (nVf.) anémona, ανένδοτος [anéndotos] (adj.) inflexi ble, intransigente, ανέντιμος [anéntimos] (adj.) fraudu lento, falso, deshonesto, ανενόχλητος [anenójlitos] (adj.) tran quilo, sereno, imperturbable, imper térrito. ανεξαίρετα [anekséreta] (adv.) sin ex cepción. ανεξάλειπτος [aneksáliptos] (adj.) 1: imborrable, indeleble, 2: perdurable, inolvidable, ανεξακρίβωτος [aneksacrívotos] (adj.) inescrutable, inaveriguado, sin com probación, ανεξάντλητος [anekslándlitos] (adj.) 1: inagotable, inacabable, 2: inextin guible. ανεξαρτησία [aneksartisía] (nVf.) in dependencia, autonomía, emanci pación. ανεξάρτητα [aneksártita] (adv.) inde pendientemente, ανεξάρτητος [aneksártitos] (adj.) in dependiente, autónomo, emancipaso. ανεξέλεγκτος [aneksélegktos] (adj.)
incontrolado, ανεξερεύνητος [anekserévnitos] (adj.) inexplorado, inescrutable, inescudri ñable. ανεξήγητος [aneksíguitos] (adj.) inex plicable, injustificable, ανεξιθρησκία [aneksizrisquía] (nVf.) tolerancia religiosa, ανεξικακία [aneksicaquía] (nyf.) be nevolencia, tolerancia, indulgencia, abnegación, ανεξίκακος [aneksícacos] (adj.) bene volente, tolerante, indulgente, ανεξίτηλος [aneksítilos] (adj.) 1: im borrable, indeleble, 2: perdurable, permanente, inalterable, ανεξιχνίαστος [aneksijníatos] (adj.) ines crutable, inescudriñable, ανεπαίσθητος [anepéscitos] (adj.) im perceptible, intangible, ανεπανάληπτος [anepanáliptos] (adj.) irrepetible, ανεπανόρθωτος [anepanórzotos] (adj.) irremediable, irreparable, irrecupera ble, incorregible, ανεπάρκεια [anepárquia] (n7f.) insu ficiencia. ανεπαρκής [aneparquís] (adj.) 1: insu ficiente, escaso, pobre, 2: inadecua do, 3: incompetiente. ανέπαφος [anépafos] (adj.) intacto, ileso, indemne, ανεπηρέαστος [anepiréastos] (adj.) inafectado, natural, espontáneo, ανεπίδοτος [anepídotos] (adj.) no en tregado. ανεπίληπτος [anepíliptos] (adj.) inta chable, irreprochable, impecable, ανεπίσημος [anepísimos] (adj.) infor mal, no oficial, ανεπιστρεπτί [anepistreptí] (adv.) irre vocablemente, sin devolución, ανεπίτευκτος [anepítefctos] (adj.) in alcanzable.
572
ανθεκτικότητα ανεπιτήδειος [anepitídios] (adj.) in hábil, torpe, incapaz, inepto, desma ñado. ανεπιτήδευτος [anepitídeftos] (adj.) natural, simple, cándido, ανεπιτυχής [anepitijís] (adj.) fracasa do, fallado, ανεπιφύλακτα [anepifílacta] (adv.) in discretamente, ανεπτυγμένος [aneptigménos] (adj.) 1: desarrollado, 2: dilatado, ανέραστος [anérastos] (adj.) sin ser amado, sin afección, άνεργος [ánergos] (adj.) desemplea do, parado, ανερμήνευτος [enermíneftos] (adj.) inexplicado, inexplicable, ανέρχομαι [anérjome] (v.) subir, ascender, evelarse. άνεση [ánesi] (n./f.) comodidad, άνετα [áneta] (adv.) cómodamente, confortablemente, fluentemente. ανέτοιμος [anétimos] (adj.) no prepa rado. άνετος [ánetos] (adj.) cómodo, confor table, acogedor, άνευ [ánef] (prep.) 1: sin, 2: fuera de. ανεύθυνος [anéfcinos] (adj.) 1: irrespon sable, 2: imprudente, inconsciente, ανευλάβεια [anevlávia] (n7f.) impie dad, descortesía, irreverencia, ανευλαβής [anevlavís] (adj.) impío, irrespetuoso, descortés, ανεύρεση [anévresi] (n./f.) descubri miento, hallazgo, ανευρίσκω [anevrísco] (v.) descubrir, hallar. ανεφάρμοστος [anefármostos] (adj.) inaplicable, impracticable, ανέφικτος [anéfictos] (adj.) 1: inacce sible, inalcanzable, 2: irrealizable, ανεφοδιάζω [anefodiádso] (v.) pro veer, abastecer, ανεφοδιασμός [anefodiasmósr (nVm.)
abastecimiento, reposición, ανέχεια [anéjia] (n7f.) pobreza, mise ria. ανέχομαι [anéjome] (v.) tolerar, aguantar, sufrir, soportar, conllevar, padecer (enfermedad).
ανήθικος [anídeos] (adj.) inmoral, obsceno, pecaminoso, indecente, ανηθικότητα [anicicótita] (nVf.) inmo ralidad. ανήκω [aníco] (v.) pertenecer, ανηλεής [añiléis] (adj.) despiadado, cruel, inhumano, desalmado, ανήλικος [anílicos] (adj.) menor de edad. ανήλιος [anílios] (adj.) sin sol, umbrío, ανήμερος [anímeros] (adj.) 1: (animal) salvaje, feroz, 2: (persona) bárbaro, brutal. ανήμερα [anímera] (adv.) el mismo día, el día de. ανήμπορος [anímboros] (adj.) imposi bilitado, incapacitado, ανήξερος [aníkseros] (adj.) ignorante, desconocedor, ανησυχία [anisijía] (nVf.) 1: intranqui lidad, inquietud, desasosiego, 2: pre ocupación, conturbación, ανήσυχος [anísijos] (adj.) 1: intranqui lo, inquieto, preocupado, 2: angus tioso, ansioso, deseoso, ανησυχώ [anisijó] (v.) 1: preocuparse, 2: agobiarse, inquietar, desasosegar, ανηφορίζω [aniforídso] (v.) subir una cuesta, escalar, ανηφορικός [aniforicós] (adj.) escar pado, empinado, ascendente, ανήφορος [aníforos] (nVm.) 1: subida, declive, pendiente, cuesta, ανθεκτικός [ancecticós] (adj.) 1: re sistente, duradero, fuerte, 2: (persona) incansable, vigoroso, ανθεκτικότητα [ancecticótita] (nVf.) resistencia, dureza, fuerza.
573
ανθηρός ανθηρός [ancirós] (adj.) 1: floreciente, florido, 2: próspero, ανθηρότητα [ancirótita] (n./f.) 1: flores cencia, 2: prosperidad, auge, bienes tar. άνθηση [áncisi] (n7f.) florecimieto, flo rescencia. ανθίζω [ancídso] (v.) 1: florecer, 2: pros perar. ανθίσταμαι [ancístame] (v.) resistir, oponerse, rebelar, contrarrestar, ανθόγαλο [anzógalo] (n./n). nata, cre ma de leche, ανθοδέσμη [anzodésmi] (n7f.) ramo, ramillete. ανθοδοχείο [anzodojío] (n7n.) florero, jarrón. ανθολογία [anzologuía] (n./f.) anto logía. ανθοκομία [anzocomía] (nyf.) flori cultura. ανθοκόμος [anzocómos] (n./m.) flo rista. ανθοπωλείο [anzopolío] (n./n.) floris tería. ανθοπώλης [anzopólis] (n./m.) floris ta. άνθος [ánzos] (n7n.) flor, ανθοστόλιστος [anzostólistos] (adj.) adornado con flores, άνθρακας [ánzracas] (n./m.) (Quím.) carbón. ανθρακικός [anzraquicós] (adj.) car bónico. ανθρακωρυχείο [anzracorijío] (n./n.) mina de carbón, ανθρωπάκος [anzropácos] (n7m.) hom brecillo. ανθρωπιά [anzropiá] (n./f.) humani dad, hombría, ανθρώπινος [anzrópinos] (adj.) hu mano. ανθρωποκτονία [anzropoctonía] (nVf.) homicidio.
ανθρωποκτόνος [anzropoctónos] (adj.) homicida. ανθρωπολογία [anzropologuía] (n./f.) antropología, άνθρωπος [ánzropos] (n./m.) hombre, persona. ανθρωπότητα [anzropótita] (n./f.) hu manidad, género humano, ανθρωποφάγος [anzropofágos] (adj.) antropófago, caníbal, ανθυγιεινός [anciguinós] (adj.) insa no, malsado, antihigiénico, nocivo, perjudicial, ανθυπολοχαγός [anzipolojagós] (n7m.) subteniente, ανθώ [anzó] (v.) florecer, prosperar, ανία [anía] (n7f.) tedio, aburriminento, desgana. ανιαρός [aniarós] (adj.) aburrido, pe sado. ανίατος [aníatos] (adj.) incurable, ανιδιοτελής [anidiotelís] (adj.) altruista, desinteresado, desprendido, gene roso. ανικανοποίητος [anicanopíitos] (adj.) 1: insatisfecho, 2: insaciable, ανίκανος [anícanos] (adj.) incapaz, in válido, impotente, inapto, ανικανότητα [anicanótita] (n7f.) inca pacidad, invalidez, impotencia, inep titud, inhabilitad, ανίκητος [aníquitos] (adj.) 1: invenci ble, invicto, inbatible, 2: inconquis table. ανισορροπία [anisoropía] (n./f.) 1: desequilibrio, inestabilidad, 2: de mencia trastorno, ανισόρροπος [anisóropos] (adj.) 1: desequilibrado, inestable, 2: demente, loco, perturbado, άνισος [ánisos] (adj.) 1: desigual, deseme jante, dispar, 2: diferente, distinto, ανισότητα [anisótita] (n./f.) desigual dad, desemejanza, disparidad.
574
ανταλλαγή ανίσχυρος [anísjiros] (adj.) impotente, inválido, incompetente, ανίχνευση [aníjnefsi] (nyf.) 1: rastreo, búsqueda, 2: detección, ανιχνεύω [anijnévo] (v.) rastrear, buscar, seguir las huellas, ανιψιός [anipsiós] (nym.) sobrino, άνοδος [ánodos] (nyf.) subida, creci miento, alza, ανοησία [anoisía] (n./f.) estupidez, bobada, tontería, idiotez, necedad, disparate, ανόητος [anóitos] (adj.) estúpido, bobo, tonto, idiota, necio, ανόθευτος [anóceftos] (adj.) puro, άνοιγμα [ánigma] (n./n.) 1: abertura, abrimiento, 2: hendidura, grieta, raja. ανοίγω [anígo] (v.) 1: abrir, 2: agrietar, hender, rasgar, ανοίκιαστος [aníquiastos] (adj.) no alquilado, ανοικοδόμηση [anicodómisi] (nyf.) ree dificación, reconstrucción, reconstitucción. ανοικοδομώ [anicodomó] (v.) reedifi car, reconstruir, reconstituir, άνοιξη [ániksi] (n./f.) primavera, ανοιχτά [anijtá] (adv.) abiertamente, francamente, ανοιχτός [anijtós] (adj.) 1: abierto, claro, franco, 2: descubierto, desta pado. ανοιχτομάτης [anijtomátis] (adj.) perspicaz, inteligente, ανοιχτοχέρης [anijtojéris] (adj.) ge neroso. ανομβρία [anomvría] (nyf.) sequía, ανόμοιος [anómios] (adj.) 1: dispar, desemejante, desigual, disímil, 2: di ferente, distinto, άνομος [ánomos] (adj.) ilegal, ilegíti mo, ilícito, ανοξείδωτος [anoksídotos] (adj.) inoxi
dable. ανόργανος [anórganos] (adj.) sin ór ganos, inorgánico, ανοργάνωτος [anorgánotos] (adj.) desorganizado, desordenado, ανόρεκτος [anórectos] (adj.) sin apeti to, desganado, ανορεξία [anoreksía] (nyf.) 1: anorexia, 2: falta de apetito, desgana, ανορθογραφία [anorzografía] (nyf.) falta de ortografía, ανορθόγραφος [anorzógrafos] (adj.) que comete faltas de ortografía, ανορθώνω [anorzóno] (v.) erigir, re staurar, alzar, ανόρθωση [anórzosi] (nyf.) 1: restau ración, restablecimiento, 2: recupe ración, mejoría, ανορθωτής [anorzotís] (nym.) restau rador. ανόσιος [anósios] (adj.) 1: sacrilego, impío, 2: perverso, malvado, άνοσος [ánosos] (adj.) sano, inmuni zado. άνοστος [ánostos] (adj.) 1: insípido, soso, desaborido, insulso, 2: desagra dable. ανούσιος [anúsios] (adj.) 1: insípido, 2: sin importancia, ανοχή [anojí] (n./f.) tolerancia, pacien cia, indulgencia, ανοχύρωτος [anojírotos] (adj.) sin for tificación, ανταγωνίζομαι [andagonídsome] (v.) competir, rivalizar, emular, ανταγωνισμός [andagonismós] (nym.) antagonismo, competencia, rivalidad, emulación, ανταγωνιστής [andagonistís] (n./m.) (a) antagonista, (b) rival, adversario, (c) competidor, contendiente, con trincante, concursante, ανταλλαγή [andalaguí] (nyf.) 1: inter cambio, permutación, 2: trueque.
575
αντάλλαγμα canje, cambalacha, αντάλλαγμα [andálagma] (n./n.) re cambio. ανταλλακτικός [andalacticós] (adj.) de repuesto, de recambio, ανταλλάξιμος [andaláksimos] (adj.) cambiable, recambiable, permuta ble, canjeable, ανταλλάσσω [andaláso] (v.) 1: inter cambiar, 2: canjear, conmutar, cam balachear, ανταμείβω [andamívo] (v.) 1: recom pensar, retribuir, remunerar, des agraviar, 2: gratificar, premiar, ανταμοιβή [andamiví] (nVf.) recom pensa, retribución, remuneración, desgravio. ανταμώνω [andamóno] (v.) reenco ntrarse, volver a verse, topar con. αντάμωση [andámosi] (n./f.) reen cuentro. αντανάκλαση [andanáclasi] (n7f.) re flejo, brillo, reververación. αντανακλώ [andanacló] (v.) reflejar, repercutir, reverbar · το φως αντα νακλά στο νερό- la luz revarbera en/ sobre el agua, αντάξιος [andáksios] (adj.) 1: digno, merecedor, acreedor, 2: equivalente, igual. ανταποδίδω [andapodído] (v.) devol ver, reembolsar, compensar, retor nar. ανταποκρίνομαι [andapocrlnome] (v.) corresponderse, concordar, coincidir, ανταπόκριση [andapócrisi] (nVf.) co rrespondencia, ανταποκριτής [andapocritls] (n./m.) 1: corresponsal, reportero, 2: perio dista. Ανταρκτική [andarctiquQ (n./f.) Antártica. ανταρκτικός [andarcticós] (adj.) antártico. 576
ανταρσία [andarsía] (nVf.) 1: rebelión, insurrección, levantamiento, alza miento, 2: agitación, αντάρτης [andártis] (nVm.) rebelde, insurrecto, faccioso, αντασφάλεια [andasfália] (nVf.) rea seguro. αντασφαλίζω [andasfalídso] (v.) rea segurar. ανταύγεια [andávguia] (nVf.) reflejo, αντεκδίκηση [andecdíquisi] (nVf.) ven ganza, revancha, represalia, desquite, αντεκδικούμαι [andecdicúme] (v.) ven garse, desagraviar, desquitarse, αντένα [anténa] (nVf.) antena, αντένδειξη [andéndiksi] (nVf.) contra indicación, αντενεργώ [andenergó] (v.) reaccio nar, contrariar, actuar en contra de. αντεπανάσταση [andepanástasi] (n7f.) contrarrevolución, αντεπαναστάτης [andepanastátis] (n7m.) contrarrevolucionario, αντεπεξέρχομαι [andepaksérjome] (v.) hacer frente, acometer, αντεπίθεση [andepícesi] (nVf.) contra ataque, contraofensiva, αντεραστής [anderastís] (nVm.) rival en el amor, αντέχω [andéjo] (v.) resistir, contra rrestar, aguantar, soportar, αντηχώ [andijó] (v.) retumbar, resonar, repercutir, αντί [andí] (prep.) en vez de, en lugar de · αντί va της τηλεφωνήσω, πήγα va την δω- en vez de llamarla, fui a verla · αντί για τον Pedro, ήρθε o Juan- en lugar de Pedro, llegó Juan, αντιβαίνω [andivéno] (v.) oponerse (a), ir en contra (de). αντιβασιλεία [andivasilía] (n7f.) virrei nato, regencia, αντιβασιλιάς [andivasiliás] (nVm.) vi rrey, regente.
αντικυβερνητικός αντιβασιλικός [andivasilicós] (adj.) antimonárquico, αντιγραφή [andigrafí] (n./f.) 1: copia, falsificación, imitación, 2: transcrip ción, reproducción, calco, réplica, αντίγραφο [andígrafo] (n./n.) copia, réplica, calco, αντιγράφω [andigráfo] (v.) 1: copiar, falsificar, imitar, 2: transcribir, calcar, αντιδημοκρατικός [andidimocraticós] (adj.) antidemocrático, antirre publicano, αντιδημοτικός [andidimoticós] (adj.) 1: impopular, 2: insociable, αντιδιαστολή [andidiastolí] (n/f.) 1: distinción, diferenciación, 2: contraste, contraposición, αντίδικος [andídicos] (adj.) parte con traria, oponente, αντίδοτο [andldoto] (nVn.) antídoto, αντίδραση [andídrasi] (n7f.) 1: re acción, 2: desobediencia, rebeldía, 3: oposición, αντιδραστήρας [andidrastíras] (n./m.) reactor. αντιδραστικός [andidrasticós] (adj.) 1: reactivo, reaccionario, 2: desobe diente, rebelde, 3: retrógado. αντιδρώ [andidró] (v.) 1: reaccionar, 2: desobedecer, rebelarse, αντίδωρο [andídoro] (nVn.) pan ben dito. αντιζηλία [andidsilía] (nVf.) rivalidad, competencia, emulación, αντίζηλος [andídsilos] (adj.) rival, competidor, émulo, αντίθεση [andícesi] (nVf.) oposición, contraste, antítesis, αντίθετα [andíceta] (adv.) al contrario, por el contrario, contrariamente, en sen ido contrario, αντίΐ τος [andícetos] (adj.) contrario, opuesto, inverso, contrapuesto, di savenido · έχει το αντίθετο από το 577
αναμενόμενο αποτέλεσμα- tiene un
resultado contraproducente, αντικαθιστώ [andicacistó] (v.) susti tuir, reemplazar, subrogar, reponer, αντικανονικός [andicanonicós] (adj.) 1: irregular, anormal, inusual, anó malo, 2: antinatural, αντικατάσταση [andicatástasi] (njf.) reemplazo, sustitución, reposición, αντικαταστάτης [andicatastátis] (n7m.) sustituto, reemplazante, αντικατοπτρίζω [andicatoptrídso] (v.) reflejar, reflectar, αντικατοπτρισμός [andicatroptrismós] (n7m.) reflejo, espejismo, αντίκειμαι [andíquíme] (v.) 1: oponer se, enfrentarse, 2: ser contrario, αντικειμενικά [andiquimenicá] (adv.) objetivamente, αντικειμενικός [andiquimenicós] (adj.) objetivo, imparcial, neutral, αντικειμενικότητα [andiquimenicótita] (n./f.) objetividad, imparcialidad, αντικείμενο [andiquímeno] (n7n.) 1: (apto) objeto, cosa, utensilio, admi nículo, 2: (tema) asunto, αντικλείδι [andiclídi] (nVf.) ganzúa, αντικνήμιο [andicnímio] (n7f.) tibia, αντικοινωνικός [andiquinonicós] (adj.) antisocial, insocial, cerrado, αντικρίζω [andicrídso] (v.) 1: encon trarse, 2: hacer frente, desafiar, arros trar. αντίκρισμα [andícrisma] (n./n.) en cuentro cara a cara, ανπκροΰω [andicrúo] (v.) 1: rechazar, refutar, 2: oponerse, contrarrestar, αντίκρυ [andícri] (adv.) enfrente, fren te a. αντίκτυπος [andíctipos] (nVm.) 1: repercusión, resonancia, 2: implica ción. αντικυβερνητικός [a nd iqu ivern it icós] (adj.) antigubernamental.
αντιλαϊκός αντιλαϊκός [andilaicós] (adj.) antipo pular. αντίλαλος [andílalos] (nym.) eco, re sonancia. αντιλαμβάνομαι [andilamvánome] (v.) comprender, darse cuenta, concebir, percibir. αντιλέγω [andilégo] (v.) contradecir, replicar, contestar, oponerse, obje tar. αντιληπτός [andiliptós] (adj.) perce ptible, conceptible, αντίληψη [andílipsi] (nyf.) 1: compren sión, 2: concepción, percepción, αντιλογία [andiloguía] (nyf.) contra dicción, objeción, réplica, αντίλογος [andílogos] (nym.) respue sta, réplica, contestación, αντιμετωπίζω [andimetopídso] (v.) enfrentar(se), hacer frente, afrontar, αντιμετώπιση [andimetópisi] (nyf.) enfrentamiento, confrontación, αντιμέτωπος [andimétopos] (adj.) en frentado. αντιμιλώ [andimiló] (v.) contradecir, replicar, contestar, αντιναύαρχος [andinávarjos] (n./m.) vicealmirante, αντίξοος [andíksoos] (adj.) 1: adverso, desfavorable, contrario, 2: difícil, αντιπάθεια [andipácia] (n./f.) antipa tía, aversión, repugnancia, animosi dad. αντιπαθητικός [andipaciticós] (adj.) 1: antipático, desagradable, 2: detesta ble, abominable, odioso, αντιπαθώ [andipazó] (v.) detestar, abo rrecer. αντίπαλος [andípalos] (nym.) adversa rio, rival, enemigo, competidor, an tagonista, αντιπαραβάλλω [andiparaválo] (v.) comparar, confrontar, contrastar, contraponer.
αντιπαραβολή [andiparavolí] (n./f.) comparación, confrontación, con traste, contraposición, αντιπαράσταση [andiparástasi] (nyf.) 1: confrontación, enfrentamiento, comparación, 2: (Der.) repregunta, αντιπαρέρχομαι [antiparérjome] (v.) pasar por alto, ignorar, αντιπατριωτικός [andipatrioticós] (adj.) antipatriótico, antipatriota, αντιπειθαρχικός [andipizarjicós] (adj.) indisciplinado, rebelde, indisciplina do. αντιπερισπασμός [andiperispasmós] (n./m.) distracción, engaño, figimiento. αντιποίηση [andipíisi] (n./f.) usurpa ción, apropiación, αντίποινα [andípina] (nyn.) pl. repre salia, venganza, desquite, contagolpe. αντιπολίτευση [andipolítefsi] (nyf.) oposición (política). αντίπραξη [andípraksi] (nyf.) resisten cia, oposición, αντιπροεδρία [andiproedría] (nyf.) vi cepresidencia, αντιπρόεδρος [andipróedros] (n./m.) vicepresidente, αντιπροσωπεία [andiprosopía] (nyf.) 1: representación, diputación, 2: de legación. αντιπροσωπευτικός [andiprosopefticós] (adj.) representativo, configurativo, figurativo, αντιπροσωπεύω [andiprosopévo] (v.) representar, configurar, figurar, αντιπρόσωπος [andiprósopos] (nym.) representante, agente, apoderado, ανηπρύτανης [andiprítanis] (n./m.) vicerrector, αντίρρηση [andírisi] (n./f.) objeción, contradicción, reparo · προβάλλω αντιρρήσεις- poner reparos.
578
αντιρρησίας [andírisias] (n./m.) objetor · αντιρρησίας συνείδησης- objetorde conciencia, αντισεισμικός [andisismicós] (adj.) an tisísmico. αντισηπτικός [andisipticós] (adj.) an tiséptico, desinfectante, αντίσκηνο [andísquino] (n./n.) tienda de campaña, αντισταθμίζω [andistazmídso] (v.) com pensar, contrabalancear, contrapesar, equilibrar. αντιστάθμισμα [andistázmisma] (n/n.) compensación, contrapeso, equilibrio, αντίσταση [andístasi] (n7f.) 1: resistencia, oposición, aguante, 2: (Fís.) impedancia. αντιστέκομαι [andistécome] (v.) resi stirse, oponerse, contrarrestar, αντιστοιχία [andistijía] (n./f.) corre spondencia, correlación, equivalen cia. αντίστοιχος [andístijos] (adj.) correspo ndiente, correlativo, equivalente, αντιστοιχώ [andistijó] (v.) corresponder, coincidir, concordar, αντιστράτηγος [andistrátigos] (n./m.) teniente general, αντιστρέφω [andistréfo] (v.) invertir, cambiar de sentido, αντίστροφα [andístrofa] (adv.) al re vés, inversamente, contrariamente, αντιστροφή [andistrofí] (n./f.) inver sión, alternación, αντίστροφος [andístrofos] (adj.) in verso, contrario, αντισυλληπτικός [andisilipticós] (adj.) anticonceptivo, αντισυνταγματικός [andisindagmaticós] (adj.) inconstitucional, αντιτάσσομαι [anditásome] (v.) opo nerse, resistirse, ser contrario a. αντιτάσσω [anditáso] (v.) oponer, contrarrestar, adversar.
αντίτιμο [andítimo] (nVn.) valor, pre cio, equivalente, αντίτυπο [andítipo] (n./n.) ejemplar, copia, réplica, calco, reproducción, αντίφαση [andífasi] (nVf.) contradi cción, contrasentido, αντιφάσκω [andifásco] (v.) contrade cirse. αντιφατικός [andifaticós] (adj.) con tradictorio, discordante, αντίχειρας [andíjiras] (n./m.) dedo pulgar. αντίχριστος [andíjristos] (n./m.) anti cristo. αντλία [andlía] (n./f.) bomba, surtidor • πυροσβεστική αντλία- bomba de incendios · αντλία βενζίνης- surtidor de gasolina, αντλώ [andló] (v.) bombear, extraer, αντοχή [andojí] (n./f.) resistencia, aguante. άντρο [ándro] (n7n.) antro, cueva, ca verna, gruta, αντωνυμία [andonimía] (n./f.) (Gram.) pronombre, αντωνυμικός [andonimicós] (adj.) pro nominal. ανυδρία [anidría] (n./f.) sequía, falta de agua, aridez, ανυπακοή [anipacoí] (n./f.) desobe diencia, insubordinación, desacato, ανυπάκουος [anipácuos] (adj.) de sobediente, insubordinado, ανυπαρξία [aniparksía] (n./f.) inexis tencia, ausencia, ανυπεράσπιστος [aniperáspistos] (adj.) indefenso, ανυπέρβλητος [anipérvlitos] (adj.) in superable, inmejorable, invencible, ανυπεύθυνος [anipéfcinos] (adj.) irres ponsable. ανυπόγραφος [anipógrafos] (adj.) sin firmar, sin firma, ανυπόδητος [anipóditos] (adj.) 1: des
579
ανυπόληπτος calzo, 2: despojado, ανυπόληπτος [anipóliptos] (adj.) des preciado, menospreciado, de mala fama. ανυποληψία [anipolipsía] (nVf.) des precio, menosprecio, deshonor, des crédito. ανυπολόγιστος [anipológuistos] (adj.) 1: incalculable, inmesurable, 2: inesti mable, invaluable. ανυπόμονα [anipómona] (adv.) impa cientemente, ανυπομονησία [anipomonisía] (nyf.) impaciencia, ανυπόμονος [anipómonos] (adj.) im paciente. ανυπομονώ [anipomonó] (v.) impa cientarse, estar impaciente, ανύποπτος [anípoptos] (adj.) insospe chado, inesperado, ανυπότακτος [anipótactos] (adj.) in sumiso, insubordinado, rebelde, ανυπόφορος [anipóforos] (adj.) inso portable, inaguantable, ανυψώνω [anipsóno] (v.) 1: alzar, le vantar, elevar, ascender, encaramar, 2: (bandera) izar, ανύψωση [anípsosi] (nVf.) alzamiento, subida, elevación, ascenso, ανώδυνος [anódinos] (adj.) indoloro, anodino, sin dolor, ανωμαλία [anomalía] (nVf.) anomalía, irregularidad, desigualdad, deformi dad. ανώμαλος [anómalos] (adj.) anómalo, anormal, irregular, aberrante, antina tural. ανώνυμος [anónimos] (adj.) anónimo, innominado, no identificado, ανώριμος [anórimos] (adj.) 1: (perso na) inmaduro, 2: (fruta) fresco, verde, ανώτατος [anótatos] (adj.) el más alto, el más elevado, supremo, cimero · ανώτατο σημείο- augue, apogeo,
cima · ανώτατο όριο- límite, máxi mo. ανώτερος [anóteros] (adj.) 1: superior, mayor, 2: mejor, primacial, 3: avan zado. ανώφελος [anófelos] (adj.) inútil, in fructuoso, vano, άξενος [áksenos] (adj.) inhospitalario, inhóspito, αξεπέραστος [aksepérastos] (adj.) insuperable,inmejorable, άξεστος [áksestos] (adj.) grosero, rudo, patán, palurdo, αξέχαστος [akséjastos] (adj.) inolvida ble, imborrable, αξία [aksía] (nVf.) 1: valor, precio, méri to, valía, 2: (dinero) importe, tasa, αξιαγάπητος [aksiagápitos] (adj.) agradable, grato, cariñoso, αξιέπαινος [aksiépenos] (adj.) loable, laudable, benemérito, meritorio, αξίζω [aksídso] (v.) 1: valer, merecer, meritar, 2: (precio) costar, αξιοζήλευτος [aksiodsíieftos] (adj.) en vidiable, deseable, αξιοθαύμαστος [aksiozávmastos] (adj.) admirable, asobroso, maravilloso, αξιοθέατος [aksiocéatos] (adj.) digno de ver. αξιοθρήνητος [aksiozrínitos] (adj.) la mentable, lastimoso, deplorable, αξιολάτρευτος [aksiolátreftos] (adj.) adorable, primoroso, gracioso, αξιόλογα [aksióloga] (adv.) maravillo samente, perfectamente, notable mente. αξιόλογος [aksiólogos] (adj.) impor tante, considerable, insigne, digno de mención, αξιολύπητος [aksiolfpitos] (adj.) lasti moso, deplorable, digno de lástima, αξιομίμητος [aksiomímitos] (adj.) imi table, digno de ser imitado, αξιοπαρατήρητος [aksioparatíritos]
580
απαιτητός (adj.) notable, destacable, observa ble. αξιόπιστος [aksiópistos] (adj.) 1: di gno de confianza, fiable, 2: cumpli dor. αξιοπρέπεια [aksioprépia] (n7f.) di gnidad, consideración, decoro, αξιοπρεπής [aksioprepís] (adj.) digno, respetable, decoroso, dignificado, άξιος [áksios] (adj.) merecedor, esti mable, honorable, acreedor, αξιοσέβαστος [aksiosévastos] (adj.) respetable, apreciable. αξιοσημείωτος [aksiosimíotos] (adj.) notable, destacable, considerable, conmemorable, αξιότιμος [aksiótimos] (adj.) honora ble, estimable, apreciable, digno, αξίωμα [aksíoma] (nVn.) axioma, di gnidad, cargo, αξιωματικός [aksiomaticós] (nVm.) oficial, axiomático, αξιώνομαι [aksiónome] (v.) dignarse, αξιώνω [aksióno] (v.) exigir, reclamar, demandar, pedir, αξίωση [aksíosi] (nVf.) 1: pretensión, 2: exigencia, demanda, reclamación, άξονας [áksonas] (n7m.) 1: eje, 2: pi vote, árbol, αξύριστος [aksíristos] (adj.) sin afeitar, αόμματος [aómatos] (adj.) invidente, ciego. άοπλος [áoplos] (adj.) desarmado, no armado. αόρατος [aóratos] (adj.) 1: invisible, 2: imperceptible, αόριστα [aórista] (adv.) indefinida mente. αοριστία [aoristía] (nVf.) indetermina ción, imprecisión, αοριστολογία [aoristologuía] (nVf.) vaguedad, αόριστος [aóristos] 1: (n./m.) (Gram.) pretérito indefinido, 2: (adj.) indefini 581
do, indeterminado, vago, άοσμος [áosmos] (adj.) inodoro, απαγγελία [apagkelía] (n./f.) recita ción, lectura, απαγγέλλω [apagkélo] (v.) recitar, leer. απαγόρευση [apagórefsi] (nVf.) prohi bición, impedimiento, abolición, απαγορεύω [apagorévo] (v.) prohibir, impedir. απαγχονίζω [apagjonódso] (v.) ahor car, colgar, απαγχονισμός [apagjonismós] (n7m.) ahorcadura, απάγω [apágo] (v.) raptar, secuestrar, abducir. απαγωγέας [apagoguéas] (n./m.) rap tor, secuestrador abductor, plagiador. απαγωγή [apagoguí] (n./f.) rapto, se cuestro, secuestración, αποθανατίζω [apazanatídso] (v.) in mortalizar, απάθεια [apácia] (n7f.) 1: impasibili dad, apatía, impavidez, 2: insensibi lidad, indiferencia, απαθής [apacís] (adj.) 1: impasible, apático, impávido, idolente, 2: indi ferente. απαίδευτος [apédeftos] (adj.) 1: incul to, 2: ignorante, grosero, απαισιοδοξία [apesiodoksía] (nVf.) pe simismo, negatividad. απαισιόδοξος [apesiódoksos] (adj.) pesimista, απαίσιος [apésios] (adj.) 1: horrible, horroroso, atroz, 2: fatal, desastroso, desagradable, απαίτηση [apétisi] (nyf.) 1: exigencia, reclamación, demanda, petición, 2: pretensión, απαιτητικός [apetiticós] (adj.) exige nte. απαιτητός [apetitós] (adj.) exigible.
απαιτώ [apetó] (ν.) exigir, reclamar, re querir, pedir, demandar, απαλείφω [apalífo] (v.) 1: suprimir, obliterar, 2: (Mat.) destruir, απαλλαγή [apalaguí] (n./f.) 1: libera ción, exención absolución, 2: desen redo, exculpación, descargo, απαλλάσσω [apaláso] (v.) 1: liberar, dispensar, eximir, exonerar, 2: absol ver, exculpar, απαλλοτριώνω [apalotrióno] (v.) ex propiar, enajenar, απαλλοτρίωση [apalotríosi] (n./f.) ex propiación, enajenación, απαλός [apalós] (adj.) suave, delicado, tierno, blando, mórbido, απαλότητα [apalótita] (n./f.) suavidad, dulzura, delicadeza, απαλύνω [apalíno] (v.) suavizar, cal mar, ablandar, adulzar, απάνθισμα [apáncisma] (n7n.) florile gio, compendio, recopilación, απανθρακώνω [apanzracóno] (v.) car bonizar. απανθρωπιά [apanzropiá] (n7f.) cruel dad, inhumanidad, atrocidad, bruta lidad. απάνθρωπος [apánzropos] (adj.) cruel, inhumano, atroz, bárbaro, brutal, des humanizado, desalmado, απάντηση [apándisi] (n./f.) respuesta, contestación, réplica, απαντώ [apandó] (v.) responder, con testar, replicar, απαξιώνω [apaksióno] (v.) desdeñar, despreciar, απαράβατος [aparávatos] (adj.) invio lable. απαραβίαστος [aparavíastos] (adj.) in violable, no violado, απαράγραπτος [aparágraptos] (adj.) imprescriptible, inalienable, inaje nable. απαράδεκτος [aparádectos] (adj.) in
admisible, inaceptable, απαραίτητα [aparétita] (adv.) indis pensablemente, necesariamente, απαραίτητος [aparétitos] (adj.) obli gatorio, indispensable, necesario, απαράλλακτος [aparálactos] (adj.) idéntico, indistinto, indiferenciado, igual. απαράμιλλος [aparámilos] (adj.) in comparable, inigualable, απαρασκεύαστος [aparasquévastos] (adj.) desprevenido, απαρατήρητος [aparatíritos] (adj.) in advertido, desapercibido, απαρέμφατο [aparémfato] (n./n.) (Gram.) infinitivo, απαρέσκεια [aparésquia] (n7f.) des conformidad, disgusto, desagrado, απαρηγόρητος [aparigóritos] (adj.) inconsolable, desconsolado, απαριθμώ [aparizmó] (v.) enumerar, contar. απαρνούμαι [aparnúme] (v.) renegar, renunciar, repudiar, abnegarse, απαρτία [apartía] (n./f.) quórum. απαρτίζω [apartídso] (v.) 1: componer, 2: constituir, integrar, απαρχή [aparjí] (n./f.) principio, co mienzo. απασχόληση [apasjólisi] (n./f.) ocupa ción, actividad, απασχολώ [apasjoló] (v.) 1: (trabajo) emplear, dar trabajo, 2: (teléfono) ocupar, 3: (distraer) entretener, απατεώνας [apateónas] (nVm.) estafa dor, impostor, engañador, tramposo, embustero, απάτη [apáti] (nyf.) 1: estafa, engaño, fraude, embaucamiento, decepción, 2: bulo, patraña, απατηλός [apatilós] (adj.) engañoso, falso, deceptivo, ilusivo, απατώ [apató] (v.) estafar, engañar, defraudar, embaucar.
582
απβχθής απείθεια [apícia] (n./f.) desobediencia, indisciplina, insubordinación, des acato. απειθής [apicís] (adj.) desobediente, insubordinado, desmandado, απειθώ [apizó] (v.) desobedecer, re belarse. απεικονίζω [apiconídso] (v.) represen tar, plasmar, reproducir, retratar, απεικόνιση [apicónisi] (n./f.) repre sentación, pintura, reproducción, retrato. απειλή [apilí] (n./f.) amenaza, amago, conminación, απειλητικός [apiliticós] (adj.) amena zante, amenazador, απειλώ [apiló] (v.) amenazar, amagar, intimizar, conminar, απειρία [apiría] (n./f.) 1: inexperiencia, impericia, 2: inmadurez, άπειρος [ápiros] (adj.) 1: (sin experien cia) inexperto, inexperimentado, amateur, barbilampiño, 2: (sin ñn) infinito. απέλαση [apélasi] (nVf.) expulsión, destierro, deportación, απελαύνω [apelávno] (v.) expulsar, ex peler, eyectar. απελευθερώνω [apelefceróno] (v.) li berar, librar, libertar, απελευθέρωση [apelefcérosi] (n./f.) liberación, libramiento, redención, απελευθερωτής [apelefcerotls] (n./m.) liberador, libertador, απελπίζω [apelpídso] (v.) desesperar, desaprobar, απελπισία [apelpisía] (nVf.) desespe ración, desesperanza, απελπισμένος [apelpisménos] (adj.) desesperado, desalentado, descora zonado. απελπιστικός [apelpisticós] (adj.) des esperante, απεμπλοκή [apebloquí] (n./f.) escape, 583
libramiento, απέναντι [apénandi] (adv.) enfrente (de), frente (a), ante · τον έκλεψ α ν μπροστά στα μάτια του- le robaron ante sus ojos, απένταρος [apéndaros] (adj.) sin un duro, sin dinero, απέραντος [apérandos] (adj.) inmen so, infinito, interminable, ilimitable. απεργία [aperguía] (nVf.) huelga, paro. απεργός [apergós] (adj.) huelguista, απεργώ [apergó] (v.) estar en huelga, απερίγραπτος [aperígraptos] (adj.) indescriptible, incalificable, απεριόριστος [aperióristos] (adj.) ili mitado. απεριποίητος [aperipíitos] (adj.) des cuidado, abandonado, arrinconado, desaliñado, απερίσκεπτος [aperísqueptos] (adj.) imprudente, insensato, descuidado, απερισκεψία [aperisquepsía] (nVf.) imprudencia, insensatez, irreflexión, απερίσπαστος [aperíspastos] (adj.) no distraído, sin distracción, απέριττος [apéritos] (adj.) simple, sen cillo, escuerto, modesto, απέρχομαι [apérjome] (v.) irse, mar charse, partir, απεσταλμένος [apestalménos] (adj.) enviado, delegado, emisario, emba jador. απευθείας [apefcías] (adv.) directa mente. απευθύνομαι [apefcínome] (v.) diri girse (a). απεχθάνομαι [apejzánome] (v.) de testar, sentir aversión, odiar, aborre cer, desamar, απέχθεια [apéjcia] (n./f.) detestación, aversión, repugnancia, odio, aborre cimiento. απεχθής [apejcís] (adj.) repugnante.
απέχω odioso, detestante, aborrecible, απέχω [apéjo] (v.) distar, απήχηση [apíjisi] (nyf.) resonancia, eco. απηχώ [apijó] (v.) resonar, retumbar, άπιαστος [ápiastos] (adj.) 1: no cogi do, 2: nuevo, intacto, 3: elusivo, απίδι [apídi] (n7n.) pera, απιδιά [apidiá] (nyf.) peral, απίθανος [apízanos] (adj.) improba ble, dudoso, inverosímil, απίστευτα [apístefta] (adv.) increíble mente. απίστευτος [apísteftos] (adj.) increí ble, inaudible, απιστία [apistía] (n./f.) incredulidad, desconfianza, infidelidad, deslealtad • συζυγική amaría- la infidelidad conyugal, άπιστος [ápistos] (adj.) incrédulo, des confiado, infiel, απλά [aplá] (adv.) simplemente, senci llamente, απλανής [aplanís] (adj.) estable, fijo, άπλαστος [ápiastos] (adj.) 1: no for mado, 2: inmaduro, άπλετος [ápletos] (adj.) abundante, inmenso. απλήρωτος [aplírotos] (adj.) no paga do, impagado, insoluto, απληστία [aplistía] (n./f.) insaciabilidad, avidez, άπληστος [áplistos] (adj.) insaciable, ávido, ambicioso, codicioso, απλοϊκός [aploicós] (adj.) simple, sen cillo, ingenuo, cándido, candoroso, απλοϊκότητα [aploicótita] (nyf.) sim plicidad, sencillez, ingenuidad, απλοποίηση [aplopíisi] (nyf.) simplifi cación, facilitación, απλοποιώ [aplopió] (v.) simplificar, facilitar. απλός [aplós] (adj.) simple, sencillo, fácil.
απλότητα [aplótita] (n./f.) 1: simpli cidad, sencillez, 2: ingenuidad, ino cencia, 3: llaneza, άπλυτος [áplitos] (adj.) no lavado, su cio. άπλωμα [áploma] (n./n.) 1: extensión, 2: (ropa) acción de tender, απλώνω [aplóno] (v.) 1: (ropa) tender, 2: extender, esparcir, desparramar, disemar. απλώστρα [aplóstra] (n./f.) tendede ro. από [apó] (prep.) de, desde, a partir de • βγαίνω από το σπίτι- salir de casa · είμαι από την Ελλάδα- soy de Grecia • από το μπαλκόνι μου φαίνεται η θάλασσα- desde mi balcón se ve el mar · δεν τον ξαναείδα από τότε- no le he visto a partir de entonces. αποβάθρα [apovázra] (n./f.) 1: (tren, metro) andén, 2: plataforma, estrado, peana. αποβαίνω [apovéno] (v.) resultar, sur gir. αποβάλλω [apoválo] (v.) 1: (echar) tirar, 2: expulsar, expeler, despedir, eyactar, 3: (mujer embarazada) abor tar. απόβαρο [apóvaro] (nVn.) tara, απόβαση [apóvasi] (nyf.) 1: (nave, avión) desembarco, desembarque, 2: descenso, αποβιβάζω [apovivádso] (v.) 1: des embarcar, 2: descender, αποβλακώνω [apovlacóno] (v.) 1: atontar, alelar, embobar, arrocinar, 2: anonadar, αποβλάκωση [apovlácosi] (nyf.) 1: aton tamiento, 2: anonadamiento, 3: asom bro, estupefacción, αποβλέπω [apovlépo] (v.) aspirar, de sear. απόβλητος [apóvlitos] (adj.) rechaza ble, rechazado.
584
απόδραση αποβολή [apovolí] (nVf.) 1: expulsión, eliminación, 2: (mujer embarazada) aborto. απόγειο [apóguio] (n./n.) 1: apogeo, auge, cénit, 2: cima, climax, cúspide. απογειώνομαι [apoguiónome] (v.) des pegarse. απογείωση [apoguíosi] (n./f.) despe gue. απόγευμα [apóguevma] (nVn.) tarde • τα λέμε το απόγευμα- nos vemos por la tarde, απογευματινός [apoguevmatinós] (adj.) de la tarde, vespertino, απόγνωση [apógnosi] (n7f.) 1: des esperación, desesperanza, 2: abati miento. απογοήτευση [apogoítefsi] (nVf.) decepción, desengaño, desilusión, desencanto, απογοητευτικός [apogoitefticós] (adj.) que desepciona, que desengaña, απογοητεύω [apogoitévo] (v.) de cepcionar, desengañar, desilusionar, defraudar, απόγονος [apógonos] (n./m.) descen diente, hijo, hija, απογραφή [apógrafo (nVf.) empadro namiento, censo, registro, inventario, inscripción, απογράφω [apográfo] (v.) empadro nar, censa, registrar, inscribir, hacer un inventario, απογυμνώνω [apoguimnóno] (v.) 1: desnudar, despojar, 2: (metáf.) (ro bar) desvalijar, απογύμνωση [apoguímnosi] (n7f.) 1: desnudamiento, despojamiento, 2: (metáf.) (robo) desvalijamiento, αποδεδειγμένος [apodedigménos] (adj.) 1: demostrado, acrisolado, acreditado, 2: comprobado, evidente · αποδεδειγ μένη (δοκιμασμένη) πίστη- una fe acrisolada.
αποδεικνΰω [apodicnío] (v.) 1: demo strar, evidenciar, probar, mostrar, cons tatar, 2: (en eljudgado) atestiguar, αποδεικτικός [apodicticós] (adj.) de mostrativo, concluyente, απόδειξη [apódiksi] (n7f.) 1: eviden cia, prueba, comprobante, 2: (com pras) recibo, factura, αποδεκατίζω [apodecatídso] (v.) die zmar. αποδέκτης [apodéctis] (n./m.) rece ptor, perceptor, destinatario, acep tante. αποδεκτός [apodectós] (adj.) 1: ace ptable, aceptado, aprobado, 2: admi sible, admitido, αποδέχομαι [apodéjome] (v.) 1: ace ptar, aprobar, adir, 2: admitir, 3: aco ger. αποδημητικός [apodimiticós] (adj.) migratorio, αποδημία [apodimía] (n./f.) migra ción. αποδημώ [apodimó] (v.) emigrar, ex patriarse. αποδίδω [apodldo] (v.) rendir, produ cir, atribuir, asignar, achacar, αποδιοργανώνω [apodiorganóno] (v.) 1: desorganizar, desordenar, 2: des arreglar. αποδιώχνω [apodiójno] (v.) rechazar, αποδοκιμάζω [apodoquimádso] (v.) desaprobar, reprobar, desfavorecer, deplorar. αποδοκιμασία [apodoquimasía] (nVf.) desaprobación, reprobación, desfa vor. απόδοση [apódosi] (nVf.) 1: rendimien to, retribución, 2: (de un escrito) traduc ción. αποδοχή [apodojíl (n./f.) 1: acepta ción, aprobación, admisión, 2: aco gida. απόδραση [apódrasi] (n A ) huida,
585
αποζημιώνω evasión, fuga, escapada, αποζημιώνω [apodsimióno] (v.) in demnizar, compensar, resarcir, reco brar. αποζημίωση [apodsimíosi] (nVf.) in demnización, compensación, reco mpensa, reembolso, desagravio, αποθάρρυνση [apozárinsi] (n./f.) des aliento, desanimación, abatimiento, descorazonamiento, αποθαρρυντικός [apozarinticós] (adj.) desalentador, desconsolador, dece pcionante, αποθαρρύνω [apozaríno] (v.) desale ntar, desanimar, desconsolar, desco razonar, deprimir, απόθεμα [apócema] (n7n.) reserva, de pósito, acopio, αποθέτω [apocéto] (v.) reservar, de positar. αποθεώνω [apoceóno] (v.) deificar, di vinizar, glorificar, dignificar, αποθέωση [apocéosi] (n./f.) apoteosis, deificación, divinización, αποθηκάριος [apocicários] (n./m.) al macenista, guardalmacén, αποθήκευση [apocíquefsi] (nVf.) al macenamiento, almacenaje, depó sito. αποθηκεύω [apociquévo] (v.) 1: alma cenar, depositar, 2: acopiar, guardar en granero, αποθήκη [apocíqui] (n./f.) 1: almacén, depósito, 2: (comida) despensa, 3: (vino) bodega, αποθρασύνομαι [apozrasínome] (v.) desvergonzarse, descararse, αποικία [apiquía] (n./f.) colonia, αποικιακός [apiquiacós] (adj.) colo nial. αποικίζω [apiquídso] (v.) colonizar, civilizar. άποικος [ápicos] (n./m.) emigrante, colono, colonizador.
αποκαθήλωση [apocacílosi] (nyf.) descendimiento de la cruz · Απο καθήλωση- Descendimiento de la cruz. αποκαθιστώ [apocacistó] (v.) 1: resta blecer, restituir, reconstruir, 2: rein corporar, rehabilitar, reintegrar, αποκαλυπτήρια [apocaliptíria] (n./n.) pl. inauguración de un monumento o estatua, αποκαλυπτικός [apocalipticós] (adj.) revelador, apocalíptico, αποκαλύπτω [apocalípto] (v.) descu brir, revelar, denunciar, desenmasca rar, divulgar, αποκάλυψη [apocálipsi] (nVf.) descu brimiento, revelación, divulgación, desenmascaramiento ·ΑποκάλυψηApocalipsis. αποκαλώ [apocaló] (v.) llamar, nom brar, denombrar. αποκάμνω [apocánmo] (v.) agotarse, extenuarse, αποκαρδιώνω [apocardióno] (v.) des alentar, desanimar, αποκατάσταση [apocatástasi] (nVf.) 1: restablecimiento, restauración, restitución, 2: recuperación, rehabi litación. απόκεντρος [apóquendros] (adj.) ale jado, retirado, fuera del centro, αποκεντρώνω [apoquendróno] (v.) descentralizar, distribuir, αποκέντρωση [apoquéndrosi] (nVf.) descentralización, αποκεφαλίζω [apoquefalídso] (v.) 1: descabezar, decapitar, 2: degollar, guillotinar, 3: ejecutar, matar, αποκεφαλισμός [apoquefalismós] (n./m.) 1: descabezamiento, decapi tación, 2: degollación, desgüello, 3: ejecución, αποκηρύσσω [apoquiríso] (v.) 1: ex comulgar, 2: renegar, reprobar, repu
586
απολογία diar, rechazar, αποκλεισμός [apoclismós] (n./m.) 1: bloqueo, exclusión, exepción, ase dio, obstrucción, 2: boicoteo, αποκλειστικά [apoclisticá] (adv.) exclu sivamente, únicamente, solamente, αποκλειστικός [apoclisticós] (adj.) ex clusivo, único · αποκλειστικό δικαί ωμα- derecho exclusivo, αποκλειστικότητα [apoclisticótita] (n./f.) exclusividad · έχω την απο κλειστικότητα- tener la exclusiva, αποκλείω [apoclío] (v.) excluir, excep tuar, bloquear, απόκληρος [apócliros] (adj.) 1: des heredado, 2: marginado, excluido, 3: desgraciado, desechado, αποκληρώνω [apocliróno] (v.) 1: des heredar, 2: excluir, αποκλήρωση [apoclírosi] (n./f.) des heredamiento, αποκλίνω [apoclíno] (v.) 1: inclinar, declinar, 2: divergir, desviarse, απόκλιση [apóclisi] (nVf.) 1: inclina ción, declinación, 2: divergencia, desvío, desviación, αποκοιμιέμαι [apoquimiéme] (v.) dormi rse, quedarse dormido, adormecerse, αποκοιμίζω [apoquimídso] (v.) dor mir, adormilar, amodorrar, αποκομίζω [apocomídso] (v.) llevar consigo. αποκοπή [apocopí] (nyf.) 1: corte, separación, amputación, 2: (Gram.) apócope. αποκόπτω [apocópto] (v.) cortar, se parar, amputar, cercenar, αποκορύφωμα [apocorífoma] (n7n.) colmo, auge, απόκρημνος [apócrimnos] (adj.) es carpado, abrupto, anfractuoso, acan tilado. αποκριά [apocriá] (n7f.) carnaval, mas carada. 587
αποκρίνομαι [apocrínome] (v.) con testar, responder, replicar, απόκριση [apócrisi] (n./f.) respuesta, contestación, réplica, απόκρουση [apócrusi] (n./f.) rechazo, repulsión, rechazamiento, asco, re pugnancia, αποκρουστικός [apocrusticós] (adj.) repulsivo, repugnante, aborrecible, αποκρούω [apocrúo] (v.) rechazar, re pulsar, aborrecer, αποκρύπτω [apocrípto] (v.) 1: ocultar, esconder, encubrir, disimular, 2: ca muflar, disfrazar, αποκρυσταλλώνω [apocristalóno] (v.) cristalizar. απόκρυφος [apócrifos] (adj.) oculto, secreto, enigmático, críptico, απόκρυψη [apócripsi] (n7f.) disimulo, ocultación, encubrimiento, απόκτημα [apóctima] (n./n.) adquisi ción. αποκτήνωση [apoctínosi] (nyf.) em brutecimiento, degradación, απόκτηση [apóctisi] (n7f.) 1: (algo apto) adquisición, 2: (no apto) obten ción, conseguimiento, logro, αποκτώ [apoctó] (v.) adquirir, obtener, conseguir, lograr, απολαμβάνω [apolamváno] (v.) dis frutar, gozar, aprovechar, απόλαυση [apólafsi] (n./f.) placer, dis frute, gozo, deleite, delectación, απολαυστικός [apolafsticós] (adj.) delicioso, deleitable, deleitoso, agra dable. απολίθωμα [apolízoma] /(nVn.) 1: fó sil, petrificación, 2: resto, απολιθώνω [apolizóno] (v.) petrificar, fosilizar. απολίτιστος [apolítistos] (adj.) no civi lizado, rudo, bárbaro, cruel, palurdo, απολογία [apologuía] (nyf.) 1: defensa, justificación, apología, 2: disculpa.
απολογισμός απολογισμός [apologuismós] (n./m.) balance, cálculo, απολογούμαι [apologúme] (v.) 1: de fenderse, 2: disculparse, excusarse, alegar. απολυμαίνω [apoliméno] (v.) 1: desin fectar, 2: limpiar, απολύμανση [apolímansi] (n./f.) des infección. απόλυση [apólisi] (n./f.) despido, des pedida. απόλυτα [apólita] (adv.) absolutame nte, totalmente, απολυταρχία [apolitarjía] (nVf.) abso lutismo, despotismo, autoritarismo, autocracia, απόλυτος [apólitos] (adj.) 1: absoluto, único, 2: (régimen) autoritario, απολυτρώνω [apolitróno] (v.) liberar, liberalizar, rescatar, redimir, απολύτρωση [apolítrosi] (n7f.) libera ción, redención, salvación, απολύω [apolío] (v.) 1: (del trabajo) despedir, 2: (de la cárcel) soltar, des atar, liberar, απόμακρος [apómacros] (adj.) aleja do, separado, destacado, retirado, απομάκρυνση [apomácrinsi] (n7f.) alejamiento, distanciamiento, leja nía. απομακρύνω [apomacríno] (v.) alejar, apartar, distanciar, desalojar, απόμαχος [apómajos] (adj.) veterano, απομεινάρι [apominári] (n./n.) resto, residuo, restante, sobrante, απομένω [apoméno] (v.) quedar, re star, permanecer, sobrar, απομίμηση [apomímisi] (n7f.) imita ción, copia, reproducción, απομιμούμαι [apomimúme] (v.) imi tar, copiar, reproducir, falsificar, απομνημονεύματα [apomnimonévmata] (n7n.) pl. memorias, απομνημονεύω [apomnimonévo] (v.)
memorizar, oprender de memoria, απομονώνω [apomonóno] (v.) aislar, separar, apartar, enclaustar. απομόνωση [apomónosi] (n./f.) aisla miento, separación, απομονωτήριο [apomonotírio] (n./n.) lugar de aislamiento, reclusión, απομονωτικός [apomonoticós] (adj.) aislador, aislante, απομυθοποιώ [apomi6opió] (v.) des mitificar. απονεκρώνω [aponecróno] (v.) mor tificar. απονέμω [aponémo] (v.) conceder, oto rgar, atribuir, conceder, dispensar, conferir. απονενοημένος [aponenoiménos] (adj.) desesperado, απονήρευτος [aponíreftos] (adj.) ino cente, cándido, candoroso, ingenuo, απονομή [aponomí] (n./f.) concesión, atribución, distribución, άπονος [áponos] (adj.) impasible, in humano, insensible, cruel, αποξενώνω [apoksenóno] (v.) enaje nar, distanciar, alejar, alienar, αποξένωση [apoksénosi] (nVf.) enaje nación, distanciamiento, alejamien to, alienación, απόξεση [apóksesi] (n7f.) raspado, ras padura, abrasión, fricción, erosión, αποξέω [apokséo] (v.) 1: raspar, raer, guayar, 2: (Med.) legrar, αποξηραίνω [apoksiréno] (v.) desecar, secar. αποξήρανση [apoksfransi] (n./f.) dese cación, secamiento, αποξηραντικός [apoksirandicós] (adj.) desecante, secante, αποπαίρνω [apopérno] (v.) 1: regañar, reñir, 2: desairar, tratar con rudeza, απόπατος [apópatos] (adj.) retrete, απόπειρα [apópira] (n./f.) tentativa, intento, ensayo, prueba.
588
αποσπώ
αποπειρώμαι [apopiróme] (ν.) inte ntar, ensayar, probar, αποπέμπω [apopémbo] (v.) mandar fuera, despedir, rechazar, desterrar, deportar. αποπερατώνω [apoperatóno] (v.) aca bar, terminar, concluir, finalizar, αποπεράτωση [apoperátosi] (nyf.) finalización, fin, cumplimiento, aca bamiento, terminación, αποπλάνηση [apoplánisi] (nyf.) 1: seducción, engaño, 2: corrupción, perversión, αποπλανώ [apoplanó] (v.) 1: seducir, engañar, atraer, 2: corromper, per vertir, sobornar, αποπλέω [apopléo] (v.) 1: (Mar.) zar par, 2: salir, αποπληξία [apopliksfa] (nyf.) apople jía. απόπλους [apóplus] (nym.) salida, αποπνέω [apopnéo] (v.) exhalar, expi rar, espirar, αποπνικτικός [apopnicticós] (adj.) 1: sofocante, asfixiante, agobiante, 2: bochornoso, caluroso, αποποίηση [apoplisi] (nyf.) negativa, negación, αποποιούμαι [apopiúme] (v.) negar, rehusar, rechazar, reherir, αποπομπή [apopombí] (nyf.) despido, expulsión, αποπροσανατολίζω [apoprosanatolldso] (v.) desorientar, απόρθητος [apórcitos] (adj.) inexpu gnable, inconquistable, impenetra ble. anopia [aporía] (nyf.) duda, incertidumbre. άπορος [áporos] (adj.) pobre, sin re cursos, indigente, απόρρητος [apóritos] (adj.) secreto, confidencial, privado, απόρριμμα [apórima] (nyn.) desecho,
desperdicio, escombro, απορρίπτω [aporípto] (v.) 1: negar, denegar, declinar, 2: rehusar, recha zar, desaprobar, απόρριψη [apóripsi] (n./f.) negativa, rechazo. απόρροια [apória] (nyf.) 1: conse cuencia, derivación, 2: efecto, resu ltado, 3: fruto, απορρόφηση [aporófisi] (n./f.) abso rción, permeabilidad, απορροφητικός [aporofiticós] (adj.) absorbente, permeable, απορροφώ [aporofó] (v.) absorber, im pregnar. απορώ [aporó] (v.) dudar, preguntar se. αποσαφηνίζω [aposafinídso] (v.) acla rar, clarificar, dilucidar, απόσβεση [apósvesi] (nyf.) 1: liquida ción, amortización, 2: abono, retri bución. αποσβόλωση [aposvólosi] (nyf.) ato londramiento, aturdimiento, αποσιώπηση [aposiópisi] (nyf.) 1: si lencio, omisión, 2: ocultación, encu brimiento, αποσιωπητικά [aposiopiticá] (nyn.) pl. puntos suspensivos, αποσιωπώ [aposiopó] (v.) 1: guardar silencio, callar, omitir, 2: ocultar, en cubrir. αποσκευές [aposquevés] (nyf.) pl. equi paje, maletas, bagaje, αποσκιρτώ [aposquirtó] (v.) abando nar, desertar, disidir, αποσκοπώ [aposcopó] (v.) aspirar, an siar, pretender, απόσπαση [apóspasi] (nyf.) extrac ción, separación, arranque, arranca miento. απόσπασμα [apóspasma] (n./n.) frag mento, extracto, destacamento, αποσπώ [apospó] (v.) arrancar, extraer,
589
απόσταγμα desprender, destilar, alejar, απόσταγμα [apóstagma] (n./n.) esen cia, extracto, αποστάζω [apostádso] (v.) destilar, alambicar, αποστακτήρας [apostactíras] (nVm.) destilador, alambique, απόσταξη [apóstaksi] (nVf.) destila ción, alambicamiento, απόσταση [apóstasi] (n./f.) 1: distan cia, lejanía, 2: separación, αποστασία [apostasía] (n./f.) rebelión, apostasía, deserción, αποστάτης [apostátis] (n./m.) rebelde, subversivo, apóstata, desertor, rene gado. αποστατώ [apostató] (v.) rebelarse, su blevar, apostatar, desertar, renegar, αποστειρώνω [apostiróno] (v.) esteri lizar, desinfectar, αποστείρωση [apostírosi] (nVf.) este rilización, desinfección, αποστέλλω [apostélo] (v.) enviar, ma ndar, expedir, despachar, remitir, re mesar. αποστερώ [aposteró] (v.) privar, robar, despojar. αποστηθίζω [aposticídso] (v.) apren der de memoria, απόστημα [apóstima] (n./n.) absceso, apostema, acumulación de pus. αποστολέας [apostoléas] (nVm.+f.) remitente, expedidor, emisor, αποστολή [apostolí] (nyf.) 1: envío, ex pedición, remesa, 2: misión, αποστολικός [apostolicós] (adj.) apos tólico. απόστολος [apóstolos] (n7m.) 1: após tol, 2: predicador, αποστομώνω [apostomóno] (v.) ce rrar la boca, hacer callar, αποστραγγίζω [apostragkídso] (v.) 1: escurrir, agotar, 2: gastar, αποστρατεία [apostratía] (n./f.) retiro,
jubilación, αποστρατεύω [apostratévo] (v.) reti rar, conceder el retiro, desmovilizar, απόστρατος [apóstratos] (nym.) reti rado, ex combatiente, veterano, αποστρέφομαι [apostréfome] (v.) de testar, sentir aversión, aborrecer, odiar, exercar. αποστροφή [apostrofí] (n./f.) desvío, re pugnancia, aversión, aborrecimiento, antipatía. απόστροφος [apóstrofos] (nyf.) (Gram.) apóstrofo, αποσύνδεση [aposíndesi] (nyf.) de sconexión, desacoplamiento, de sunión, aislamiento, αποσύνθεση [aposíncesi] (nyf.) de scomposición, decompostura, diso lución, desintegración, αποσυνθέτω [aposincéto] (v.) de scomponer, disolver, desintegrar, desegragar. αποσύρομαι [aposírome] (v.) retirarse, jubilarse, recogerse, αποσύρω [aposíro] (v.) 1: retirar, alejar, sacar, echar fuera, 2: despedir, αποσφραγίζω [aposfraguídso] (v.) de sellar, abrir lo sellado, αποταμίευση [apotamíefsi] (n./f.) 1: ahorro, 2: economía, αποταμιεύω [apotamiévo] (v.) 1: aho rrar, 2: economizar, αποτελειώνω [apotelióno] (v.) 1: aca bar, terminar, concluir, rematar, 2: matar. αποτέλεσμα [apotélesma] (n./n.) re sultado, efecto, consecuencia, coro lario, deducción, αποτελεσματικά [apotelesmaticá] (adv.) eficazmente, αποτελεσματικός [apotelesmaticós] (adj.) eficaz, competente, eficiente, útil. αποτελεσματικότητα [apotelesma-
590
αποφθεγματικός ticótita] (n./f.) eficacia, efectividad, eficiecia. αποτελμάτωση [apotelmátosi] (n./f.) trminación, acabamiento, acabo, αποτελούμαι [apotelúme] (v.) compo nerse, estar formado, αποτελώ [apoteló] (v.) componer, fo rmar, integrar, construir, αποτέφρωση [apotéfrosi] (n./f.) inci neración, cremación, αποτιμώ [apotimó] (v.) tasar, valorar, estimar, justipreciar, αποτίναγμα [apotínagma] (n./m.) me neo. αποτινάζω [apotinádso] (v.) menear, agitar. απότιση [apótisi] (nyf.) tributo, reem bolso, reintegro, devolución, αποτίω [apotío] (v.) tributar, reembo lsar, reintegrar, devolver, αποτολμώ [apotolmó] (v.) atreverse, arriesgarse, osar, aventurar, απότομα [apótoma] (adv.) 1: brusca mente, 2: de golpe, de improviso, de repente. απότομος [apótomos] (adj.) escarpa do, abrupto, áspero, brusco · απότο μη πτώση- caída repentina, αποτρέπω [apotrépo] (v.) 1: obstacu lizar, disuadir, desaconsejar, desviar, 2: impedir, αποτρίχωση [apotríjosi] (n./f.) depi lación. αποτρόπαιος [apotrópeos] (adj.) 1: horrible, atroz, aborrecible, 2: ver gonzoso. αποτροπή [apotropí] (n./f.) disuasión, evitación, descorazonamiento, αποτροπιασμός [apotropiasmós] (nym.) horror, aversión, repulsa, αποτσίγαρο [apotsígaro] (n./n.) coli lla. αποτυγχάνω [apotigjáno] (v.) 1: fraca sar, 2: fallar, errar, marrar. 591
αποτύπωμα [apotípoma] (nyn.) 1: huella, marca, rastro, 2: estampa, impreso · δακτυλικό αποτύπωμαhuella dactilar, αποτυπώνω [apotipóno] (v.) 1: esta mpar, marcar, grabar, 2: imprimir, αποτυχία [apotijía] (n./f.) fracaso, fallo, derrota, fiasco, απούλητος [apúlitos] (adj.) no vendi do. απουσία [apusía] (nyf.) 1: ausencia, falta, 2: inexistencia, απουσιάζω [apusiádso] (v.) ausentar se, faltar. αποφάγι [apofágui] (n./n.) restos de una comida · αποφάγια- desperdi cios de comida, αποφαίνομαι [apofénome] (v.) decla rar, explicar, opinar, decidir · αποφαινομαι υπέρ κάποιου- opino a favor de alguien, απόφαση [apófasi] (n./f.) 1: decisión, resolución, 2: conclusión* παίρνω απόφαση va κάνω κάτι- echarse el ruedo. αποφασίζω [apofasídso] (v.) decidir, sentenciar, decretar, resolver, αποφασισμένος [apofasisménos] (adj.) decidido, resuelto, αποφασιστικά [apofasisticá] (adv.) decididamente, resueltamente, αποφασιστικός [apofasisticós] (adj.) decisivo, resuelto, resoluto, acome tedor. αποφασιστικότητα [apofasisticótita] (nyf.) decisión, firmeza, resolución, αποφέρω [apoféro] (v.) producir, re sultar, ocasionar, αποφεύγω [apofévgo] (v.) evitar, esquivar, rehuir, esquivar, eludir, απόφθεγμα [apófcegma] (nyn.) se ntencia. αποφθεγματικός [apofcegmaticós] (adj.) sentencioso.
αποφλοίωση αποφλοίωση [apoflíosi] (η Λ ) descortezamiento. αποφοίτηση [apofítisi] (n./f.) gradua ción. απόφοιτος [apófitos] (adj.) titulado, graduado, diplomado, αποφοιτώ [apofitó] (v.) 1: (universi dad) graduarse, titularse, diplomar se, 2: (colegio) bachillerar, αποφορά [apoforá] (η Λ ) mal olor, peste. αποφράδα [apofráda] (η Λ ) día ne fasto. αποφράζω [apofrádso] (v.) obstruir, atrancar, atascar, bloquear, atorar, απόφραξη [apófraksi] (η Λ ) obstru cción, atranque, bloqueo, αποφυγή [apofiguí] (nVf.) evitación, rehuída, evasión, αποφυλακίζω [apofilaquídso] (v.) ex carcelar, desencarcelar, liberar, αποφυλάκιση [apofíláquisi] (nVf.) ex carcelación, liberación, απόφυση [apófisi] (η Λ ) (Med.) apó fisis. αποχαιρετισμός [apojeretismós] (n./m.) 1: despedida, 2: adiós, αποχαιρετιστήριος [apojeretistírios] (adj.) de despedida, αποχαιρετώ [apojeretó] (v.) despedir se, decir adiós, αποχαλίνωση [apojalínosi] (η Λ ) des enfreno, disipación, despavación. αποχαύνωση [apojávnosi] (n./f.) lan guidez, falta de ánimo, αποχέτευση [apojétefsi] (η Λ ) alcan tarillado, conducción, αποχή [apojí] (η Λ ) abstención, absti nencia. απόχη [apóji] (η Λ ) red pequeña, απόχρωση [apójrosi] (η Λ ) 1: tono, matiz, matización, 2: color, αποχώρηση [apojórisi] (n./f.) salida, retirada, retiro.
αποχωρητήριο [apojoritírio] (n7n.) retrete, urinario, servicio, aseo, αποχωρίζω [apojorídso] (v.) separar, alejar, desunir, αποχωρισμός [apojorismós] (n7m.) separación, alejamiento, desunión, αποχωρώ [apojoró] (v.) alejarse, reti rarse, marcharse, απόψε [apópse] (adv.) esta tarde, esta noche, hoy por la tarde/noche, άποψη [ápopsi] (η Λ ) perspectiva, punto de vista, aspecto, enfoque, αποψινός [apopsinós] (adj.) de esta noche. απραγματοποίητος [apragmatopíitos] (adj.) 1: irrealizable, no realizado, 2: in satisfecho, 3: inalcanzado. άπρακτος [ápractos] (adj.) 1: infru ctuoso, no cumplido, no cometido, 2: ocioso, pasivo, perezoso, απραξία [apraksía] (η Λ ) 1: inactivi dad, inacción, 2: ociosidad, απρέπεια [aprépia] (nΛ ) 1: inconve niencia, 2: descortesía, grosería, 3: inmoralidad, indecencia, απρεπής [aprepís] (adj.) 1: ineducado, descortés, grosero, 2: inmoral, inde cente, impúdico, απρόβλεπτος [apróvleptos] (adj.) im previsto, imprevisible, inesperado, brusco. απροειδοποίητος [aproidopíitos] (adj.) sin aviso, inesperado, repentino, im previsto. απροετοίμαστος [aproetímastos] (adj.) no preparado, desprevenido, despi stado. απροθυμία [aprocimía] (η Λ ) desinte rés, desgana, tedio, hastío, απρόθυμος [aprócimos] (adj.) no dili gente, no solícito, απροκάλυπτα [aprocálipta] (adv.) abie rtamente, francamente, directamente, απροκάλυπτος [aprocáliptos] (adj.)
592
αράζω abierto, franco, sincero, directo, απροκατάληπτος [aprocatáliptos] (adj.) imparcial, objetivo, equitativo, απρομελέτητος [apromelétitos] (adj.) inpensado, imprevisto, repentino, inesperado, απρονοησία [apronoisía] (nyf.) impre visión, imprudencia, irreflexión, απρόοπτα [apróopta] (adv.) de impro viso, inesperadamente, απρόοπτος [apróoptos] (adj.) impre visto, inesperado, απροσάρμοστος [aprosármostos] (adj.) 1: inadaptado, inadaptable, incompa tible, 2: desplazado, descentrado, des ambientado, απρόσβατος [aprósvatos] (adj.) in transitable, inaccesible, inabordable, απρόσβλητος [aprósvlitos] (adj.) in atacable, invulnerable, no ofendido, απροσδιόριστος [aprosdióristos] (adj.) indeterminado, indetermina ble, indefinido, indefinible, απροσδόκητα [aprosdóquita] (adv.) inesperadamente, inadvertidamen te, de repente, απροσδόκητος [aprosdóquitos] (adj.) inesperado, impensado, imprevisto, imprevisible, απρόσεκτος [aprósectos] (adj.) des cuidado, distraído, desantento. απροσεξία [aproseksía] (nyf.) descui do, distracción, despiste, omisión, απρόσιτος [aprósitos] (adj.) inaccesi ble, inabordable, inalcanzable, απρόσκλητος [aprósclitos] (adj.) no invitado, no convivado, απρόσκοπτος [apróscoptos] (adj.) li bre, no impedido, απροσπέλαστος [aprospélastos] (adj.) inaccesible, inabordable, inalcanza ble, intratable, απροσποίητος [aprospíitos] (adj.) 1: natural, 2: no fingido, no disimulado, 593
3: franco. απροστάτευτος [aprostáteftos] (adj.) desprotegido, desamparado, des abrigado. απρόσφορος [aprósforos] (adj.) in conveniente, impropio, inadecuado, απρόσωπος [aprósopos] (adj.) imper sonal. απροφάσιστα [aprofásista] (adv.) 1: sin excusa, 2: sin pretexto, άπταιστα [áptesta] (adv.) 1: infalible mente, correctamente, 2: (hablar) con fluidez, άπταιστος [áptestos] (adj.) 1: infalible, correcto, inequívoco, 2: fluido, άπτερος [ápteros] (adj.) áptero, sin plumas. απτόητος [aptóitos] (adj.) intrépido, atrevido, valiente, arrojado, aucfaz. απύρετος [apíretos] (adj.) sin fiebre, απώθηση [apócisi] (n./f.) rechaza, re pulsión, repulsa, απωθώ [apozó] (v.) rechazar, rehuir, rehusar, repeler, απώλεια [apólia] (nyf.) pérdida, priva ción. απών [apón] (adj.) ausente, ausenta do. απώτατος [apótatos] (adj.) lejano, απώτερος [apóteros] (adj.) el más ale jado, el más lejano, άρα [ára] (conj.) por tanto, por consi guiente, entonces, así pues, αραβόσιτος [aravósitos] (n./m.) maíz, αραβούργημα [aravúrguima] (nyn.) arabesco, άραγε [árague] (adv.) quizá(s), tal vez. αράδα [aráda] (nyf.) linea, renglón, fila. αραδιάζω [aradiádso] (v.) alinear, enu merar. αράζω [arádso] (v.) 1: (nave) anclar, amarrar, amoromar, atar, 2: (persona) descansar, reposar.
αραιά αραιά [areá] (adv.) espaciadamente. αραιός [areós] (adj.) disperso, esporá dico, esparcido, ralo, αραιώνω [areóno] (v.) dispersar, es parcir, diluir, αραίωση [aréosi] (n./f.) 1: dispersión, dilución, disolución, 2: disminución, αρακάς [aracás] (n./m.) guisante, αράπης [arápis] (n./m.) negro, αραπίνα [arapína] (n7f.) negra, αράχνη [arájni] (n./f.) araña, αραχνοΰφαντος [arajnoífandos] (adj.) tejido fino como una telaraña, αργά [argá] (adv.) 1: (modo) lentame nte, despacio, 2: (tiempo) tarde •περ πατάν αργά- camina lentamente · μιλάει αργά- habla despacio · είναι ήδη πολύ αργά- ya es muy tarde, αργία [argüía] (n./f.) 1: día festivo, 2: puente. άργιλος [árguilos] (n./f.) arcilla, αργοκίνητος [argoquínitos] (adj.) le nto, despacioso, αργοπορία [argoporía] (n./f.) retraso, demora, tardanza, αργοπορώ [argoporó] (v.) tardar, re trasarse, demorarse, αργός [argos] (adj.) lento, despacioso, αργυραμοιβός [arguiramivós] (nVm.) cambista, αργυρός [arguirós] (adj.) de plata, άργυρος [árguiros] (nVn.) plata, αργώ [argó] (v.) tardar, retrasar(se). άρδευση [árdefsi] (nVf.) riego, αρδεύω [ardévo] (v.) regar, irrigar, mojar. αρέσκεια [arésquia] (n./f.) agrado, complacencia, satisfacción, αρεστός [arestós] (adj.) agradable, grato, complaciente, satisfactorio, αρέσω [aréso] (v.) gustar, agradar, ape tecer, complacer, αρετή [aretí] (n./f.) 1: virtud, ética, de cencia, 2: cualidad, don. 594
αρθρογραφώ [arzrografó] (v.) escribir artículos. αρθρίτιδα [arzrítida] (n./f.) (Med.) artri tis, reumatismo, αρθριτικός [arzriticós] (adj.) (Med.) ar trítico, reumático, άρθρο [árzro] (n./n.) (Gram.) artículo, αρθρώνω [arzróno] (v.) articular, bo quear, pronunciar claramente, άρθρωση [órzrosi] (nVf.) articulación, locución. αρίθμηση [arízmisi] (n./f.) 1: enumera ción, numeración, cuenta, recuento, 2: clasificación, αριθμητής [arizmitís] (nVm.) (Mat.) numerador, αριθμητική [arizmiticó] (n./f.) aritmé tica. αριθμητικός [arizmiticós] (adj.) nume ral, aritmético, cuantitativo, αριθμομηχανή [arizmomijaní] (n./f.) calculador, αριθμός [arizmós] (n7m.) número, cantidad, suma, αριθμώ [arizmó] (v.) numerar, enume rar, contar, άριστα [árista] (adv.) perfectamente, αριστείο [aristío] (nVn.) premio, con decoración, medalla, distinción, αριστερά [aristerá] (adv.) a la izquie rda. αριστερός [aristerós] (adj.) 1: izquie rdo, siniestro, 2: (política) izquierdis ta. αριστερόχειρας [aristerójiras] (nVm.) mano izquierda, zurdo, αριστεύω [aristévo] (v.) sobresalir, destacar. αριστοκράτης [aristocrátis] (n./m.) aristócrata, αριστοκρατία [aristocratía] (n7f.) ari stocracia. αριστοκρατικός [aristocraticós] (adj.) aristocrático.
αρσενικό άριστος [áristos] (adj.) el mejor, exce lente, exquisito, magnifico, óptimo, αριστοτέχνημα [aristotéjnima] (n./n.) obra maestra, αριστοτέχνης [aristotéjnis] (n./m.) gran artista, maestro, αριστοτεχνικός [aristotejnicós] (adj.) 1: artístico, 2: magistral, extraordi nario. αριστούργημα [aristúrguima] (nyn.) obra de arte, obra maestra, obra cumbre. αριστούχος [aristújos] (adj.) sobresa liente, distinguido, αρκετός [arquetós] (adj.) bastante, su ficiente, adecuado, αρκούδα [arcúda] (nyf.) oso, osa. αρκούμαι [arcúme] (v.) contentarse, darse por satisfecho, αρκώ [arcó] (v.) ser suficiente, bastar, άρμα [árma] (nyn.) carro, carruaje, cuadriga. αρματοδρομία [armatodromía] (nyf.) carrera de carros, αρματώνω [armatóno] (v.) armar, aprovisionar, abastecer, αρμέγω [armégo] (v.) ordeñar, muir, lechar. αρμενίζω [armenídso] (v.) navegar, remar, bogar, άρμη [ármi] (n./f.) salmuera, αρμογή [armoguí] (n./f.) coyuntura, αρμόδιος [armódios] (adj.) 1: auto rizado, responsable, 2: cualificado, conveniente, adecuado, αρμοδιότητα [armodiótita] (n./f.) res ponsabilidad, competencia, com promiso. αρμόζω [armódso] (v.) corresponder, concordar, ser apropiado, αρμονία [armonía] (nyf.) armonía, si metría, concordia, acuerdo, αρμονικός [armonicós] (adj.) 1: armo nioso, armónico, 2: (Mús.) unísono,
de sonido armonioso, αρμόνιο [armónio] (n./n.) armonio, άρνηση [árnisi] (nyf.) negación, dene gación, negativa, αρνησίθρησκος [arnisízriscos] (adj.) renegado, αρνησικυρία [arnisiquiría] (nyf.) veto, derecho de veto, αρνητικά [arniticá] (adv.) negativa mente. αρνητικός [arniticós] (adj.) negativo, adverso, αρνί [arní] (nyn.) cordero, αρνούμαι [arnúme] (v.) 1: negarse, 2: rechazar, rehusar, renunciar, 3: con tradecir, oponerse, declinar, decaer, άροτρο [árotro] (nyn.) arado, αρουραίος [aruréos] (nym.) rata, άρπα [árpa] (n./f.) arpa, αρπάγη [arpági] (n./f.) gancho, αρπαγή [arpaguí] (n./f.) 1: saqueo, ra piña, 2: robo, hurto, rapto, αρπάζω [arpádso] (v.) pillar, coger, agarrar, afirrar, asir, apresar · αρπάζω κρύωμα- coger un resfriado, αρπακτικός [arpacticós] (adj.) rapaz, voraz · αρπακτικό πουλί- ave de ra piña. αρραβώνας [aravónas] (nym.) noviaz go. αρραβωνιάζομαι [aravoniádsome] (v.) prometerse, comprometerse, αρραβω νιαστικός [aravoñasticós] (n./m.) novio, αρρενωπός [arenopós] (adj.) viril, va ronil, masculino, vigoroso, macho, αρρώστια [aróstia] (n./f.) 1: enferme dad, 2: padecimiento, afección, ma lestar, trastorno, άρρωστος [árostos] (adj.) enfermo, αρρωσταίνω [arosténo] (v.) 1: enfer mar, caer enfermo, 2: indisponerse, debilitarse, 3: infectarse, αρσενικό [arsenicó] (nyn.) (Quím.) ar
595
αρσενικός sénico. αρσενικός [arsenicós] (adj.) macho, masculino, varonil, άρση [ársi] (nVf.) 1: levantamiento, al zamiento, 2: remoción, αρτηρία [artiría] (nVf.) arteria, αρτηριοσκλήρωση [artiriosdlrosi] (n7f.) (Med.) arteriesclerosis, αρτιμελής [artimelís] (adj.) íntegro, entero, robusto, fornido, άρτιος [ártios] (adj.) entero, íntegro, completo, ileso, αρτιότητα [artiótita] (nVf.) integridad, rectitud, honradez, αρτοποιείο [artopiío] (nVn.) panade ría, tahona, bollería, horno, αρτοποιός [artopiós] (nym.) panade ro, tahonero, bollero, hornero, αρτοπωλείο [artopolío] (n./n.) pana dería, bollería, tahona, horno, αρτοπώλης [artopólis] (nym.) pana dero, bollero, tahonero, hornero, άρτος [ártos] (n./m.) pan. άρτυμα [ártima] n. condimento, espe cia, aliño. αρχάγγελος [arjágkelos] (nym.) arcá ngel. αρχαϊκός [arjaicós] (adj.) arcaico, anti cuado, antiguo, viejo, αρχαιοκάπηλος [arjeocápilos] (adj.) traficante de antigüedades, αρχαιολογία [arjeologuía] (nVf.) ar queología, αρχαιολογικός [arjeologuicós] (adj.) arqueológico, αρχαιολόγος [arjeológos] (nym.) ar queólogo, αρχαιοπώλης [arjeopólis] (nym.) an ticuario. αρχαίος [arjéos] (adj.) antiguo, anti cuado, arcaico, viejo, αρχαιότητα [arjeótita] (nVf.) 1: anti güedad, 2: vejez, ancianidad, αρχαιρεσία [arjeresía] (n./f.) elección.
αρχάριος [arjários] (adj.) principiante, novato, aprendiz, inexperto, novicio, pipiolo. αρχείο [arjío] (n./n.) archivo, fichero, carpeta. αρχειοθήκη [arjiocíqui] (n./f.) archiva dor, fichero, αρχειοφύλακας [arjiofílacas] (n./m.) archivero, αρχή [arjí] (nVf.) principio, empezó, co mienzo, origen, arranque, αρχηγείο [arjiguío] (n7n.) comandan cia, cartel general, αρχηγεύω [arjiguévo] (v.) mandar, diri gir, gobernar, capitanear, acaudillar, αρχηγία [arjiguía] (nVf.) mando, jefa tura, mandato, αρχηγός [arjigós] (nym.) jefe, capitán, caudillo, jerarca, comendero, αρχίατρος [arjíatros] (n7m.) médico jefe. αρχιδούκας [arjidúcas] (nym.) archi duque. αρχιεπισκοπή [arjiepiscopí] (nVf.) ar zobispado, αρχιεπίσκοπος [arjiepíscopos] (n./m.) arzobispo, αρχιεργάτης [arjiergátis] (n./m.) capa taz, encargado, contramaestre, αρχίζω [arjídso] (v.) empezar, comen zar, iniciar, principiar, αρχικά [arjicá] (adv.) en principio, principalmente, inicialmente, ante todo, en primer lugar, αρχικός [arjicós] (adj.) inicial, incipien te, principiante, primerizo, αρχιλογιστής [arjiloguistís] (nym.) jefe de contabilidad . αρχιμάγειρας [arjimáguiras] (nVm.) jefe de cocina, αρχιμανδρίτης [arjimandrítis] (nym.) archimandrita, αρχιμουσικός [arjimusicós] (nym.) maestro de orquesta.
596
ασημότητα αρχιπέλαγος [arjipélagos] (nyn.) ar chipiélago, αρχιστράτηγος [arjistrátigos] (n./m.) general en jefe, mariscal de campo, αρχισυντάκτης [arjisindáctis] (n./m.) redactor en jefe, jefe de redacción, αρχιτέκτονας [arjitéctonas] (n./m.) arquitecto, αρχιτεκτονική [arjitectoniqul] (nyf.) arquitectura, edificación, αρχιτεκτονικός [arjitectonicós] (adj.) arquitectónico, arquitectural, αρχιτεχνίτης [arjitejnítis] (nym.) con tramaestre, capataz, αρχίφύλακας [arjifílacas] (nym.) ofi cial de guardia, sargento, αρχιχρονιά [arjijroñá] (nyf.) el primer día del año. αρχομανής [arjomanís] (adj.) ambicio so por el mando, αρχομανία [arjomanía] (n./f.) sed de poder. αρχοντάνθρωπος [arjondánzropos] (nym.) elegante, señorón, άρχοντας [árjondas] (nym.) señor, jefe, soberano, amo, noble, αρχοντικός [arjondicós] (adj.) 1: seño rial, feudal, noble, 2: autoritario, άρχω [árjo] (v.) mandar, reinar, gober nar, dominar, άρχων [árjon] (nym.) patrón, jefe, se ñor. αρωγή [aroguí] (nyf.) 1: asistencia, ayu da, apoyo, acudimiento, 2: socorro, amparo. αρωγός [arogós] (adj.) 1: asistente, ayudante, 2: socorrista, άρωμα [ároma] (n./n.) perfume, aro ma. αρωματίζω [aromatídso] (v.) perfu mar, aromatizar, aromar, αρωματικός [aromaticós] (adj.) perfu mado, aromático, αρωματοπωλείο [aromatopolío] (nyn.)
perfumería, αρωματοπώλης [aromatopólis] (n./m.) perfumero, perfumista, ας [as] (conj.) que. ασάφεια [asáfía] (n./f.) imprecisión, indefinición, vaguedad, indetermi nación, ambigüedad, ασαφής [asafís] (adj.) impreciso, inde terminado, vago, confuso, ασβέστης [asvéstis] (nym.) cal. ασβέστιο [asvéstio] (nyn.) calcio, ασβεστοκάμινος [asvestocáminos] (nyf.) horno de cal. ασβεστώνω [asvestóno] (v.) encalar, blanquear, άσβηστος [ásvistos] (adj.) inextingui ble, no apagado, ασέβεια [asévia] (nyf.) 1: falta de re speto, 2: profanación, irreverencia, irreligiosidad, impiedad, ασεβής [asevís] (adj.) 1: irrespetuoso, 2: irreverente, profano, irreligioso, ασεβώ [asevó] (v.) profanar, amanci llar. ασέλγεια [asélguia] (nyf.) lascivia, car nalidad, impudicia, ασελγής [aselguís] (adj.) lascivo, luju rioso. άσεμνος [ásemnos] (adj.) obsceno, impúdico, inmoral, indecente, des vergonzado, ασήμαντος [asímandos] (adj.) insigni ficante, despreciable, desestimable, sin importancia, ασημένιος [asiméños] (adj.) de plata, plateado, ασήμι [asími] (nyn.) plata, argento, ασημικά [asimicá] (nyn.) pl. objetos/ artículos de plata, platería, argente ría. άσημος [ásimos] (adj.) 1: insignifica nte, desestimable, 2: anónimo, ασημότητα [asimótita] (nyf.) insigni ficancia.
597
ασημώνω ασημώνω [asimóno] (ν.) platear, ar gentar, bañar en plata, ασηπτικός [asipticós] (adj.) aséptico, antiséptico, esterilizado, ασηψία [asipsía] (n./f.) 1: (Med.) ase psia, 2: antisepsia, esterilización, ασθένεια [ascénia] (n7f.) 1: enferme dad, 2: padecimiento, dolencia, ασθενής [ascenís] (adj.) enfermo, pa ciente, dolente. ασθενικός [ascenicós] (adj.) enfermi zo, frágil, débil, delicado, ασθενοφόρο [ascenofóro] (nVn.) am bulancia. ασθενώ [ascenó] (v.) 1: enfermarse, caer enfermo, 2: padecer, debilizarse, sufrir. άσθμα [ászma] (n./n.) 1: (Med.) asma, 2: jadeo, ασθμαίνω [aszméno] (v.) jadear, ασθματικός [aszmaticós] (adj.) asmá tico. ασιατικός [asiaticós] (adj.) asiático, ασιτία [asitía] (n./f.) inanición, ham bre. ασκέπαστος [asquépastos] (adj.) des cubierto, destapado, άσκηση [ásquisi] (n7f.) 1: ejercicio, 2: práctica, entrenamiento, adiestra miento. ασκητής [asquitís] (nVm.) ermitaño, eremita, asceta, monje, ασκητικός [asquiticós] (adj.) eremíti co. ασκί [asquí] (n./n.) odre, pellejo, cue ro. άσκοπος [áscopos] (adj.) inútil, inefi caz, infructuoso, innecesario, insig nificante. ασκώ [aseó] (v.) ejercer, practicar, eje rcitar, ensayar, άσμα [ásma] (n7n.) canción, canto, himno, aria, ασορτί [asortí] (adj.) a juego.
άσος [ásos] (n./m.) 1: (baraja y en ge neral) as, 2: (en general) diestro, ex perto. ασπάζομαι [aspádsome] (v.) 1: acep tar, compartir, 2: besar, besuquear, άσπαρτος [áspartos] (adj.) no sembra do, no cultivado, ασπασμός [aspasmós] (n./m.) beso, besuqueo, ασπίδα [aspída] (n7f.) escudo, adarga, brazal, pavés, άσπιλος [áspilos] (adj.) puro, sin man cha, impecable, intachable, inmacu lado · η Άσπιλη Παρθένος- la Virgen Inmaculada, ασπιρίνη [aspiríni] (nVf.) aspirina, ασπλαχνιά [asplajñá] (n./f.) crueldad, impiedad, inclemencia, inhumani dad, barbaridad, άσπλαχνος [ásplajnos] (adj.) cruel, im piedoso, despiadado, inhumano, bár baro. άσπονδος [áspondos] (adj.) implaca ble, irreconciliable, ασπράδι [asprádi] (n7n.) clara del huevo. άσπρισμα [ásprisma] (n./n.) blanqueo, blanquemiento. ασπρόρουχα [aspróruja] (n./n.) ropa blanca, lencería, άσπρος [áspros] (adj.) blanco, αστάθεια [astácia] (n./f.) 1: inestabili dad, desequilibrio, 2: inconstancia, variabilidad, ασταθής [astacís] (adj.) 1: inestable, desequilibrado, 2: inconstante, va riable, cambiante, αστακός [astacós] (n./m.) langosta, άστατος [ástatos] (adj.) inestable, va riable, inconstante, cambiante, άστεγος [ástegos] (adj.) sin hogar, sin techo. αστειεύομαι [astiévome] (v.) bromear, bufonear, chatear, star de bromas,
598
ασυζήτητος hacer bromas, αστείο [astío] (n./n.) 1: chiste, broma, 2: burla, chacota, jocosidad, chanza, αστείος [astíos] (adj.) gracioso, diverti do, cómico, chistoso, bromista, αστέρι [astéri] (n7n.) estrella, astro, αστερίσκος [asteriscos] (nVm.) aste risco. αστερισμός [asterismos] (nVm.) cons telación. αστεροσκοπείο [asteroscopío] n. ob servatorio, αστήρικτος [astírictos] (adj.) sin base, infundado, insostenible, inestable, ilógico. αστικός [asticós] (adj.) 1: urbano, 2: civil, cívico, ciudadano, αστοιχείωτος [astijíotos] (adj.) igno rante, iletrado, inaletrado, inabfabeto, sin conocimientos, αστοργία [astorguía] (n./f.) desamor, desafecto, άστοργος [ástorgos] (adj.) cruel, duro, αστός [astós] (n7m.) burgués, ciuda dano, habitante de la ciudad, αστόχαστος [astójastos] (adj.) irre flexivo, insensato, imprudente, albo rotado. αστοχία [astojía] (η Λ ) 1: desacierto, desatino, fallo, 2: descuido, torpeza, dislate. άστοχος [ástojos] (adj.) 1: desacerta do, desatinado, 2: incauto, αστοχώ [astojó] (v.) desacertar, fallar, equivocarse, αστράγαλος [estrágalos] (n./m.) to billo. αστραπή [astrapí] (ηΛ.) relámpago, destello. αστραπιαίος [astrapiéos] (adj.) veloz, rápido, acelerado, presuroso, raudo, αστραφτερός [astrafterós] (adj.) relu ciente, resplandeciente, brillante, αστράφτω [astráfto] (v.) relucir, res
plandecer, brillar, iluminar, irradiar, refulgir, fulgurar, αστρικός [astricós] (adj.) estelar, as tral, sideral, άστρο [ástro] (n./n.) astro, estrella, αστρολογία [astrologuía] (nVf.) astrologia. αστρολόγος [astrológos] (nVm.) as trólogo. αστροναύτης [astronáftis] (n7m.) as tronauta. αστρονομία [astronomía] (η Λ ) astro nomía. αστρονομικός [astronomicós] (adj.) astronómico, αστρονόμος [astrónomos] (nVm.) as trónomo. αστροπελέκι [astropeléqui] (n7n.) rayo, αστυνομία [astinomía] (η Λ ) policía, comisaría, αστυνομικός [astinomicós] 1: (nVm.) policía, comisario, 2: (adj.) policíaco, αστυνόμος [astinómos] (n./m.) comi sario de policía, ασυγκίνητος [asigkínitos] (adj.) in conmovible, impertérrito, impertur bable, no emocionado, ασυγκράτητος [asigkrátitos] (adj.) incontenible, impulsivo, impetuoso, arrebatado, ασύγκριτος [asígkritos] (adj.) incom parable, inigualable, inconmesurable, insuperable, ασυγύριστος [asiguíristos] (adj.) lidesordenado, 2: desorganizado, ασυγχώρητος [asigjóritos] (adj.) im perdonable, indisculpable, inexcu sable. ασυδοσία [asidosía] (η Λ ) exención, inmunidad, ασυζητητί [asidsitití] (adv.) sin discu sión. ασυζήτητος [asidsítitos] (adj.) indi scutible, incuestionable, incontro-
599
ασυλία vertible. ασυλία [asilía] (n7f.) derecho de asilo, inviolabilidad, ασύλληπτος [asíliptos] (adj.) 1: (deli ncuente) no detenido, 2: (idea) no concebido, inconcebible, incom prensible, inimaginable, ασυλλόγιστα [asilóguista] (adv.) irre flexivamente, imprudentemente, ασυλλόγιστος [asilóguistos] (adj.) irreflexivo, insensato, irracional, άσυλο [ásilo] (nVn.) 1: asilo, albergue, residencia, 2: santuario, ασυμβίβαστος [asimvívastos] (adj.) 1: incompatible, 2: desavenido, ασυμμετρία [asimetría] (n7f.) asime tría, desproporción, irregularidad, ασύμμετρος [asímetros] (adj.) asimé trico, desproporcionado, irregular, ασυμπλήρωτος [asimplírotos] (adj.) incompleto, inacabado, inconcluso, ασύμφορος [asímforos] (adj.) desve ntajoso, desfavorable, inconvenien te. ασυμφωνία [asimfonía] (nyf.) des acuerdo, disconformidad, discordia, disonancia, ασύμφωνος [asímfonos] (adj.) en des acuerdo, disconforme, ασυναγώνιστος [asinagónistos] (adj.) inmejorable, insuperable, sin par. ασυναίσθητα [asinéscita] (adv.) in conscientemente, insensiblemente, instintivamente, ασυναίσθητος [asinéscitos] (adj.) in consciente, instintivo, involuntario, ασυναρτησία [asinartisía] (nVf.) in coherencia, incongruencia, dispara te, desatino, ασυνάρτητα [asinártita] (ad(v.)) inco herentemente, disparatadamente, ασυνάρτητος [asinártitos] (adj.) inco herente, incongruente, disparatado, discordante.
ασυνειδησία [asinidisía] (nVf.) inco nsciencia, imprudencia, negligencia, ασυνείδητα [asinídita] (adv.) inco nscientemente, ασυνείδητος [asiníditos] (adj.) inco nsciente, imprudente, negligente, ασυνέπεια [asinépia] (nVf.) inconse cuencia, inconstancia, ασυνεπής [asinepís] (adj.) inconse cuente, incongruente, ασύνετος [asínetos] (adj.) imprudente, insensato, desatinado, necio, ασυνήθιστα [asinícista] (adv.) rara mente. ασυνήθιστος [asinícistos] (adj.) insóli to, atípico, raro, extraño, infrecuente, ασύντακτος [asíndactos] (adj.) deso rganizado, desordenado, ασύρματος [asírmatos] (adj.) inalá mbrico, sin cable, ασύστολος [asístolos] (adj.) descara do, desvergonzado, atrevido, inso lente. άσφαιρος [ásferos] (adj.) sin bala, de foguea ασφάλεια [asfália] (nyf.) 1: seguridad, seguro, aseguro, 2: certitumbre, cer titud · ασφάλεια ζωής- seguro de vida. ασφαλής [asfalís] (adj.) seguro, a sal vo. ασφαλίζω [asfalídso] (v.) asegurar, po ner a salvo, ασφάλιση [asfálisi] (n7f.) seguro, ase guro, aseguramiento · κοινωνική ασφάλιση- seguro social/ seguridad social. ασφαλιστής [asfalistís] (nVm.) agente de seguros, asegurador, ασφαλιστικός [asfalisticós] (adj.) de seguros, de seguridad · ασφαλιστι κή εταιρεία- compañía aseguradora, ασφάλιστρο [asfálistro] (n./n.) póliza de seguro, cuota del seguro.
600
άτιμος άσφαλτος [ásfaltos] (n./f.) asfalto, ασφαλώς [asfalós] (adv.) segurame nte, por supuesto, absolutamente, ciertamente, ασφυκτικός [asficticós] (adj.) asfixia nte, sofocante, ahogado, ασφυξία [asfiksía] (n7f.) asfixia, sofo cación, ahogamiento. άσχετος [ásjetos] (adj.) 1: indepe ndiente, inconexo, 2: incoherente, ασχέτως [asjétos] (adv.) independie ntemente, aparte, a pesar de, pese a. άσχημα [ásjima] (adv.) mal. ασχημάτιστος [asjimátistos] (adj.) 1: informe, desinforme, 2: inmaduro, ασχήμια [asjímia] (nVf.) fealdad, monstuosidad, desformidad. ασχημίζω [asjimídso] (v.) afear, desfi gurar. άσχημος [ásjimos] (adj.) feo. ασχολία [asjolía] (nyf.) 1: ocupación, labor, oficio, 2: trabajo, ασχολίαστος [asjolíastos] (adj.) sin co mentarios, ασχολούμαι [asjolúme] (v.) dedicarse (a), ocuparse (con). ασώματος [asómatos] (adj.) 1: incor póreo, incorporal, 2: inmaterial, ασωτεύω [asotévo] (v.) derrochar, des pilfarrar, malgastar, ασωτία [asotla] (n./f.) derroche, despil farro, desenfreno, prodigalidad, άσωτος [ásotos] (adj.) derrochador, despilfarrador, pródigo, inmoral, cra puloso. άτακτα [átacta] (adv.) desordenada mente, irregularmente, ατακτοποίητος [atactopíitos] (adj.) en desorden, desordenado, desarre glado. άτακτος [átactos] (adj.) 1: desorde nado, 2: travieso, indisciplinado, in quieto, revoltoso, ατακτώ [atactó] (v.) hacer travesuras, 601
hacer trastadas, indisciplinarse, αταξία [ataksía] (n./f.) 1: desorden, ataxia, 2: travesura, trastada, diablu ra. αταραξία [ataraksía] (nVf.) calma, tran quilidad, serenidad, imperturbabili dad, apacibilidad. ατάραχος [atárajos] (adj.) tranquilo, sereno, imperturbable, calmo, cal mado, apacible, ατασθαλία [ataszalía] (nVf.) 1: desor den, 2: desviación, desvio, άταφος [átafos] (adj.) insepulto, no se pultado, no enterrado, άτεκνος [átecnos] (adj.) 1: infecundo, 2: sin hijos, ατέλεια [atélia] (n./f.) imperfección, deficiencia, defecto, ατέλειωτος [atelíotos] (adj.) incom pleto, inacabado, inconcluso, ατελής [atells] (adj.) inacabado, in completo, ατελώς [atelós] (adv.) incompleta mente, sin impuestos, ατενίζω [atenídso] (v.) fijarse, mirar atentamente, ατέρμονος [atérmonos] (adj.) inaca bable, duradero, άτεχνος [átejnos] (adj.) mal hecho, burdo, grosero, ατημέλητος [atimé litos] (adj.) descuidado, dejado, aban donado, desaliñado, ατημελησία [atimelisía] (n./f.) descui do, dejadez, abandono, ατίθασος [atlzasos] (adj.) 1: indoma ble, indómito, 2: bravio, impresurable. ατιμάζω [atimádso] (v.) deshonrar, di famar, ultrajar, descreditar. ατιμία [atimía] (nyf.) deshonor, infamia, deshonra, descrédito, desgracia, άτιμος [átimos] (adj.) deshonesto, des honroso, desvergonzado, indigno.
ατιμώρητος ατιμώρητος [atimóritos] (adj.) no cas tigado, impune, ατίμωση [atímosi] (n./f.) 1: humilla ción, infamación, deshonra, 2: indi gnidad, ofensa, vergüenza, ατιμωτικός [atimoticós] (adj.) 1: hu millante, deshonroso, 2: ofensivo, vergonzoso, ατλαντικός [atlanticós] (n./m.) atlá ntico. άτλας [átlas] (n./m.) atlas, ατμάκατος [atmácacos] (η Λ ) lancha, ατμάμαξα [atmámaksa] (nVf.) loco motora de vapor, ατμολέβητας [atmolévitas] (n./m.) caldera de vapor, ατμόλουτρο [atmólutro] (n7n.) sauna. ατμομηχανή [atmomijanQ (nVf.) má quina de vapor, locomotora. ατμοπλοΤα [atmopliía] (n./f.) navega ción a vapor, ατμόπλοιο [atmóplio] (n7n.) barco/ buque de vapor, ατμός [atmós] (n7m.) vapor, ατμόσφαιρα [atmósfera] (ηΛ.) atmó sfera. ατμοσφαιρικός [atmosfericós] (adj.) atmosférico, άτοκος [átocos] (adj.) sin interés, άτολμος [átolmos] (adj.) cobarde, tími do, pusilánime, apocado, miedoso, ατομικός [atomicós] (adj.) 1: indivi dual, personal, 2: (Fís.) atómico, ατομικότητα [atomicótita] (η Λ ) in dividualidad, personalidad, singula ridad. άτομο [átomo] (n7n.) 1: individuo, per sona, 2: (Fís.) átomo, ατονία [atonía] (η Λ ) decaimiento, de bilidad, atonía, άτονος [átonos] (adj.) 1: decaído, dé bil, átono, lánguido, 2: (Gram.) in acentuado, no acentuado. 602
ατονώ [atonó] (v.) debilitarse, langui decer. ατόπημα [atópima] (n7n.) absurdidad, άτοπος [átopos] (adj.) fuera de lugar, insólito, absurdo, inusual, aberrante, άτρακτος [átractos] (n./f.) fuselaje, ατραπός [atrapós] (ηΛ.) sendero, sen da, vereda, camino, ατρόμητος [atrómitos] (adj.) intrépido, atrevido, valiente, impávido, arroja do. ατροφία [atrofia] (η Λ ) 1: (Med.) atro fia, 2: (metáf.) decadenza, empeora miento. ατροφικός [atroficós] (adj.) atrófico. άτρωτος [átrotos] (adj.) invencible, in vulnerable, insuperable, ατσάλι [atsáli] (nVn.) acero, ατύχημα [atíjima] (nVn.) accidente, desgracia, contratiempo, ατυχής [atijís] (adj.) desventurado, desafortunado, desgraciado, desdi chado, aciago, ατυχία [atijía] (ηΛ.) mala suerte, des gracia, infortunio, desdicha, des aventura. ατυχώ [atijó] (v.) tener mala suerte, fracasar. αυγή [avguQ (η Λ ) alba, alborada, au rora, amanecer, αυγό [avgó] (n./n.) huevo, αυγουλάς [avgulás] (n./m.) huevero, αυγοτάραχο [avgotárajo] (n./n.) hue va. αυθάδεια [afzádia] (n./f.) insolencia, impertinencia, descaro, desvergüe nza, atrevimiento, bizarría, αυθάδης [afzádis] (adj.) insolente, impertinente, descarado, atrevido, malcriado, αυθαδιάζω [afzadiádso] (v.) insolen tarse, atreverse, osar, αυθαιρεσία [afceresía] (ηΛ.) abuso del poder, arbitrariedad.
αυτοδίδακτος αυθαίρετα [afcéreta] (adv.) arbitraria mente, injustamente, αυθαίρετος [afcéretos] (adj.) abusivo, arbitrario, absoluto, injusto, αυθεντία [afcendía] (n./f.) autoridad, autenticidad, eminencia, excelencia, αυθεντικός [afcendicós] (adj.) auténti co, original, verdadero, justificado, αυθημερόν [afcimerón] (adv.) el mis mo día. αυθόρμητα [afzórmita] (adv.) espon táneamente, αυθόρμητος [afzórmitos] (adj.) espon táneo, impulsivo, impetuoso, αυλαία [avléa] (n./f.) telón, cortina, visillo. αυλάκι [avláqui] (nVn.) surco, cauce, zanja. αυλακιά [avlaquiá] (nyf.) estría, surco, muesca. αυλακωμένος [avlacoménos] (adj.) es triado. αυλάρχης [avlárjis] (n./m.) mariscal de la corte. αυλή [avlí] (n./f.) 1: (edificio) patio, atrio, 2: (palacio) corte, αυλικός [avlicós] (adj.) cortesano, pa laciego. άυλος [áilos] (adj.) inmaterial, incorpó reo, etéreo, αυλός [avlós] (nVm.) flauta, flautín,, αυνανίζομαι [avnanídsome] (v.) masturbarse. αυνανισμός [avnanismós] (n7m.) mas turbación, αυξάνω [afksáno] (v.) aumentar, in crementar, agrandar, acrecentar, acrecer. αύξηση [áfksisi] (n7f.) aumento, incremiento, crecimiento, acrecenta miento. αϋπνία [aipnía] (n./f.) insomnio, vigilia, desvelo. άυπνος [áipnos] (adj.) desvelado, sin
sueño, despierto, insomne, despa bilado, aúpa [ávra] (n./f.) brisa, αυριανός [avrianós] (adj.) de mañana, αύριο [ávrio] (adv.) mañana, αυστηρά [afstirá] (adv.) severamente, estrictamente, terminantemente, αυστηρός [afstirós] (adj.) severo, es tricto, rígido, austero, adusto, αυστηρότητα [afstirótita] (n./f.) se veridad, rigidez, austeridad, rigor, adustez. αυταπάρνηση [aftapárnisi] (nVf.) ab negación, renuncia, αυταπάτη [aftapáti] (nyf.) 1: ilusión, fantasía, sueño, 2: desilusión, desepción. αυταπόδεικτος [aftapódictos] (adj.) evidente, claro, incuestionable, αυταρέσκεια [aftaréskia] (n7f.) pre sunción, vanidad, engreimiento, αυτάρκεια [aftárkia] (nVf.) autosufi ciencia, presunción, suficiencia, αυτάρκης [aftárquis] (adj.) autónomo, autosuficiente, independiente, αυταρχικός [aftarjicós] (adj.) autorita rio, despótico, αυτεξούσιος [afteksúsios] (adj.) inde pendiente, libre, αυτή [aftí] (pron. pers./f.) 1: ella, 2: ésta • αυτή μου το είπε- ella me lo dijo ·
603
αυτή η κοπέλα είναι η αδερφή μουesta chica es mi hermana,
αυτί [aftí] (n./n.) oreja, αυτοβιογραφία [aftoviografía] (n7f.) autobiografía, αυτοβιογραφικός [aftoviograficós] (adj.) autobiográfico, αυτοβούλως [aftovúlos] (adv.) espo ntáneamente, libremente, αυτόγραφο [aftógrafo] (n./n.) autó grafo. αυτοδίδακτος [aftodídactos] (adj.) autodidacta.
αυτοδίκαια αυτοδίκαια [aftodíquea] (adv.) por de recho propio, αυτοδιοίκηση [aftodiíquisi] (nyf.) au togobierno, gobierno propio, αυτοθυσία [aftocisía] (nyf.) abnega ción, autosacrificio. αυτοκινητιστής [aftoquinitistís] (nym.) automovilista, αυτοκίνητο [aftoquínito] (nVn.) auto móvil, coche, αυτοκόλλητο [aftocólito] (n7n.) pegatina, adhesivo, αυτοκράτειρα [aftocrátira] (n./f.) em peratriz. αυτοκράτορας [aftocrátoras] (nym.) em perador. αυτοκρατορία [aftocratoría] (nyf.) im perio. αυτοκρατορικός [aftocratoricós] (adj.) imperial. αυτοκτονία [aftoctonía] (nyf.) suici dio. αυτοκτονώ [aftoctonó] (v.) suicidarse, matarse. αυτόματα [aftómata] (adv.) automática mente. αυτόματο [aftómato] (nyn.) autóma ta, automático, αυτόματος [aftómatos] (adj.) 1: auto mático, 2: instintivo, αυτομόληση [aftomólisi] (nyf.) deser ción. αυτόμολος [aftómolos] (adj.) deser tor. αυτομολώ [aftomoló] (v.) desertar, αυτονόητος [aftonóitos] (adj.) obvio, evidente, claro, aparente, αυτονομία [aftonomía] (nyf.) autono mía, independencia, αυτόνομος [aftónomos] (adj.) autóno mo, independiente, αυτοπεποίθηση [aftopepícisi] (nyf.) convicción, certeza, confianza en sí mismo · δίνω αυτοπεποίθηση σε κά
ποιον· infundir confianza en alguien, αυτοπροαίρετος [aftoproéretos] (adj.) 1: voluntario, 2: espontáneo, αυτοπροσωπογραφία [aftoprosopografía] (nyf.) autoretrato. αυτοπρόσωπος [aftoprósopos] (adj.) personal. αυτοπροσώπως [aftoprosópos] (adv.) personalmente, αυτόπτης [aftóptis] (adj.) ocular, pre sencial · αυτόπτης μάρτυρας- testi go ocular/ presencial, αυτός [aftós] pron. pers. (m) 1: él, 2: éste · αυτός με κάλεσε πρώτος- él me invitó primero · αυτός είναι o κολλητός μου- éste es mi mejor amigo. αυτοσυντήρηση [aftosindírisi] (nyf.) preservación, αυτοσχεδιάζω [aftosjediádso] (v.) im provisar. αυτοσχέδιος [aftosjédios] (adj.) im provisado, extemporáneo, αυτοτέλεια [aftotélia] (n./f.) indepen dencia, autonomía, emancipación, αυτοτελής [aftotelís] (adj.) 1: indepen diente, 2: completo, acabado, αυτουργός [afturgós] (adj.) autor, eje cutor. αυτοφυής [aftofíís] (adj.) congénito, innato, propio, αυτόφωρος [aftóforos] (adj.) flagra nte · αυτόφωρο έγκλημα- delito flagrante, αυτόχειρας [aftójiras] (n./m.) suicida, αυτοχειρία [aftojiría] (nyf.) suicidio, αυτόχθων [aftójzon] (adj.) indígena, autóctono, aborigen, nativo, natural, αυτοψία [aftopsía] (nyf.) autopsia, αυχένας [afjénas] (nym.) nuca, cerviz, cuello. αφαίμαξη [afémaksi] (nyf.) desangra miento. αφαιμάσσω [afemáso] (v.) desangrar.
604
αφομοιώνω αφαίρεση [aféresi] (nVf.) 1: sustra cción, extracción, 2: usurpación, des pojo, 3: (Mat.) resta, αφαιρώ [aferó] (v.) 1: sustraer, quitar, extraer, 2: usurpar, despojar, 2: (Mat.) restar. αφάνεια [afánia] (ηΛ.) invisibilidad. αφανής [afanís] (adj.) invisible, desco nocido. αφανίζω [afanídso] (v.) 1: hacer des aparecer, 2: exterminar, destruir, arruinar. αφανισμός [afanismós] (n7m.) exter minio, exterminación, destrucción, aniquilación, αφάνταστος [afándastos] (adj.) inima ginable, inconcebible, inpensable. αφασία [afasia] (η Λ ) 1: (Med.) afasia, 2: mutismo, αφέλεια [afélia] (ηΛ.) ingenuidad, sencillez, inocencia, candor, αφελής [afelís] (adj.) ingenuo, sencillo, inocente, candoroso, αφεντικό [afendicó] (n7n.) patrón, jefe, gerente, amo. αφερέγγυος [aferégkios] (adj.) insol vente, incumplido, άφεση [áfesi] (η Λ ) perdón, absolu ción, exculpación, remisión, αφετηρία [afetiría] (η Λ ) 1: punto de salida, punto de comienzo, 2: punto de arranque, αφέψημα [afépsima] (nVn.) infusión, brebaje. αφή [afí] (n./f.) tacto, toque, contacto,, αφηγηματικός [afiguimaticós] (adj.) 1: narrativo, recitativo, 2: descriptivo, αφήγηση [afíguisi] (η Λ ) narración, relato, crónica, αφηγούμαι [afigúme] (v.) 1: narrar, re latar, contar, 2: describir, αφηνιάζω [afiniádso] (v.) desbocarse, desenfrenarse, desmandarse, αφηνιασμένος [afiniasménos] (adj.) 605
desmandado, rabioso, αφήνω [afino] (v.) 1: dejar, abandonar, apartar, 2: permitir, aprobar, tolerar, αφηρημάδα [afirimáda] (η Λ ) distra cción, abstracción, despiste, descui do. αφηρημένος [afiriménos] (adj.) dis traído, abstraído, abstracto, despis tado. αφθαρσία [afzarsía] (η Λ ) incorruptibilidad, perpetuidad, άφθαρτος [áfzartos] (adj.) 1: incorru ptible, perpetuo, 2: inmortal, impe recedero. άφθαστος [áfzastos] (adj.) 1: inaccesi ble, inalcanzable, 2: utópico, αφθονία [afzonía] (ηΛ.) abundancia, demasía, multitud, opulencia, rique za, exceso, άφθονος [áfzonos] (adj.) abundante, opulento, rico, excesivo, αφθονώ [afzonó] (v.) abundar, sobrar, αφιέρωμα [afiéroma] (nVn.) ofrenda, ofrecimiento, entrega, αφιερώνω [afieróno] (v.) dedicar, ofre cer, entregar, αφιέρωση [afiérosi] (ηΛ.) 1: dedica ción, dedicatoria, conmemoria, ofre cimiento, 2: (religión) devoción, αφιλόκαλος [afilócalos] (adj.) de mal gusto. αφιλοκερδής [afiloquerdís] (adj.) des interesado, desprendido, imparcial, αφιλόξενος [afilóksenos] (adj.) inho spitalario, inhóspito, hostil, αφιλότιμος [afilótimos] (adj.) sin amor propio, indigno, mezquino, agarra do. άφιξη [áfiksi] (ηΛ.) llegada, venida, arribada. άφοβος [áfovos] (adj.) atrevido, va liente, intrépido, impávido, αφομοιώνω [afomióno] (v.) 1: asimilar, incorporar, absorber, 2: concentrar,
αφομοίωση consolidar, αφομοίωση [afomíosi] (n./f.) asimila ción, incorporación, αφοπλίζω [afoplídso] (v.) 1: desarmar, 2: asombrar, sorprender, chocar, αφοπλισμός [afoplismós] (n./m.) 1: desarme, 2: asombro, sorpresa, estu pefacción, αφόρητος [afóritos] (adj.) insoporta ble, intolerable, inaguantable, horri ble · κάνει αφόρητη ζέστη- hace un calor insoportable, αφορία [aforía] (n./f.) improductivi dad, esterilidad, infecundidad, αφορίζω [aforídso] (v.) excomulgar, descomulgar, αφορισμός [aforismós] (n7m.) 1: (Igl.) excomunión, 2: aforismo, proverbio, dicho, refrán, αφορμή [aformó] (n7f.) motivo, causa, ocasión · δίνω αφορμή σε κάποιονdar ocasión a alguien, αφορολόγητος [aforológuitos] (adj.) libre de impuestos, sin impuestos, αφορώ [aforó] (v.) concernir, atañer, importar, corresponder, competer (α) · όσον αφορά- en cuanto a. αφοσιώνομαι [afosiónome] (v.) dedi carse, entregarse, ofrecerse, αφοσίωση [afosíosi] (n7f.) dedicación, fideldad, lealdad, devoción, αφότου [afótu] (conj.) desde que, des pués. αφού [afú] (conj.) 1: (tiempo) después de, desde cuando, desde que, 2: (causa) puesto que, ya que. αφρίζω [afrídso] (v.) 1: espumar, espu majear, burbujear, 2: (metáf.) encole rizar, enfurecer, cabrear, αφρόγαλα [afrógala] (n./n.) nata, cre ma, natilla. αφροδισιακός [afrodisiacós] (adj.) afrodisíaco, venéreo, αφροδίσιος [afrodísios] (adj.) vené 606
reo. αφρόκρεμα [afrócrema] (n./f.) flor y nata. αφρός [afrós] (n./m.) espuma, burbu jeo. αφροσύνη [afrosíni] (n./f.) insensatez, imprudencia, locura, absurdo, αφρούρητος [afrúritos] (adj.) no pro tegido, no defendido, αφρώδης [afródis] (adj.) espumoso, burbujoso. αφυδατώνω [afidatóno] (v.) deshidra tar, desecar, αφυδάτωση [afidátosi] (n./f.) deshidratación, desecación, αφύλακτος [afílactos] (adj.) 1: no guardado, 2: no vigilado, desprote gido, indefenso, αφυπνίζω [afipnídso] (v.) despertar, avivar, excitar, αφύσικος [afísicos] (adj.) innatural, antinatural, artificial, fingido, disimu lado, anormal, άφωνος [áfonos] (adj.) mudo, afónico, αφώτιστος [afóristos] (adj.) no ilumi nado, oscuro, άφωτος [áfotos] (adj.) sombrío, en pe numbras. αχαλίνωτος [ajalínotos] (adj.) dese nfrenado, incontrolado, desatado, αχανής [ajanís] (adj.) inmenso, vasto, ilimitado, de gran extensión, αχαρακτήριστος [ajaractíristos] (adj.) incalificable, indiscriminado, indi stinto. άχαρις [ájaris] (adj.) sin gracia, de sagradable, αχαριστία [ajaristía] (n./f.) ingratitud, desagradecimiento, αχάριστος [ajáristos] (adj.) ingrato, desagradecido, αχειραφέτητος [ajirafétitos] (adj.) de pendiente, αχθοφόρος [ajzofóros] (n7m.) mozo,
άωτον porteador, cargador, αχιβάδα [ajiváda] (nVf.) concha, αχινός [ajinós] (n./m.) erizo de mar. αχλάδι [ajládi] (nVn.) pera, αχλαδιά [ajladiá] (n./f.) peral, άχνα [ájna] (n./f.) 1: vapor, 2: hálito, aliento, 3: (metáf.) voz, palabra, αχνάρι [ajnári] (n./n.) huella, rastro, marca. άχνη [ájni] (n./f.) 1: vapor, 2: hálito, αχνίζω [ajnídso] (v.) humear, ahumar, evaporar. αχνός [ajnós] (nVm.) vaho, vapor, ex halación. αχόρταγος [ajórtagos] (adj.) insacia ble, tragón, voraz, ávido, αχρείος [ajríos] (adj.) vil, obsceno, ofensivo, grosero, impúdico, αχρειότητα [ajriótita] (nyf.) vileza, obscenidad, grosería, impudicia, αχρησιμοποίητος [ajrisimopíitos] (adj.) sin usar, no utilizado, αχρηστία [ajristía] (n./f.) inutilidad, desuso. άχρηστος [ájristos] (adj.) inservible, in útil, innecesario · άχρηστα (αντικείμενα για πέταμα)- desperdicios, αχρονολόγητος [ajronológuitos] (adj.) sin fecha.
αχρωμάτιστος [ajromátistos] (adj.) in coloro, descolorido, no pintado, sin color. αχτένιστος [ajténistos] (adj.) despei nado. άχυρο [ájiro] (n7n.) paja, αχυρώνας [ajirónas] (nVm.) pajar, αχώνευτος [ajóneftos] (adj.) indige sto, pesado, αχώριστος [ajóristos] (adj.) insepara ble, inherente, αψευδής [apsevdís] (adj.) verídico, sincero. άψητος [ápsitos] (adj.) crudo, no co cido. αψήφιστος [apsífistos] (adj.) no vota do, despreciado, αψηφώ [apsifó] (v.) desdeñar, desesti mar, despreciar, ingorar. αψίδα [apsída] (n7f.) arco, ábside, αψιμαχία [apsimajía] (nVf.) escaramu za, enfrentamiento, choque, άψογος [ápsogos] (adj.) irreprochable, intachable, perfecto, άψυχος [ápsijos] (adj.) sin alma, de salentado, descorazonado, cobarde, άωτον [áoton] (nVn.) cumbre, colmo, vértice, cima, pico · άκρον άωτον- el colmo.
607
Β, β [vita] (η7η.) beta, segunda letra del alfabeto griego, βαβούρα [vavúra] (nVf.) jaleo, barullo, ruido, barahúnda, bulla, βαγονέτα [vagonéta] (nVm.) camio neta, furgoneta, βαγόνι [vagóni] (n7m.) vagón, furgón, carruaje. βάδην [vádin] (n./n.) marcha, paso, βαδίζω [vadídso] (v.) marchar, cami nar, andar, βάδισμα [vádisma] (n7n.) paso, mar cha. βαζελίνη [vadselíni] (nVf.) vaselina, βάζο [vádso] (n7n.) florero, jarrón, ja rra. βάζω [vádso] (v.) poner, meter, colo car, situar, depositar, ubicar, βαθαίνω [vacéno] (v.) ahondar, pro fundizar, penetrar, βαθιά [vaciá] (adv.) 1: profundamente, a fondo, 2: (sentimientos) entrañable mente. βαθμιαίος [vazmiéos] (adj.) gradual, progresivo, paulatino, βαθμίδα [vazmlda] (nVf.) grado, esca lón, escalafón, escala, nivel, βαθμολογία [vazmologuta] (n7f.) cali ficación, grado, nota, βαθμολογώ [vazmologó] (v.) calificar, graduar, evaluar, βαθμός [vazmós] (n7m.) 1: grado, 2: nota · έχουμε 20 βαθμούς Κελσίουestamos a 20 grados · πάντα παίρνει καλούς βαθμούς- siempre toma buenas notas, βαθμοφόρος [vazmofóros] (n./m.) ofi cial, suboficial, βάθος [vázos] (nVn.) profundidad, fondo, hondura · κατά βάθος- hon damente/profundamente, βαθουλός [vazulós] (adj.) hueco, va 608
cío, hondo, βαθουλώνω [vazulóno] (v.) ahuecar, ahondar, abollar, βάθρο [vázro] (nVn.) base, pedestal, peana, grada, estrado, βαθύπλουτος [vacíplutos] (adj.) acau dalado, muy rico, βαθύς [vacís] (adj.) profundo, hondo, hundido, ahuecado, βαθυστόχαστος [vacistójastos] 1: (n7m.) pensativo, reflexivo, absorto, 2: (adj.) profundo. βαθύφωνος [vacífonos] (adj.) bajo, gra ve. βακαλάος [vacaláos] (nym.) bacalao, abadejo, βάκιλος [váquilos] (nVm.) bacilo, βακτηρίδιο [vactirídio] (n7n.) bacte ria. βάκχη [vákji] (n7f.) bacante, βακτηριοκτόνος [vactiriogónos] (adj.) bactericida, βακτηριολόγος [vactiriológos] (n7 m.+f.) bacteriólogo/a. βακχεία [vakjía] (n./f.) bacanal, orgía, βακχικός [vákjicós] (adj.) báquico, or giástico. βάλανος [válanos] (n./f.) bellota, gla nde. βαλάντιο [valándio] (n7n.) cartera, mo nedero, bolso, βαλάντωμα [valándoma] (n./n.) ago tamiento, βαλαντώνω [valandóno] (v.) agotarse, cansarse. βαλβίδα [valvída] (n./f.) válvula, llave, βαλεριάνα [valeriána] (n./f.) valeriana, βαλές [valés] (n./m.) sota, βαλίτσα [valítsa] (nVf.) 1: maleta, ma letín, 2: equipaje, βαλκανικός [valcanicós] (adj.) balcá nico. βαλλιστικός [valisticós] (adj.) balísti co.
βαρόμετρο βάλλω [válo] (ν.) lanzar, tirar, proye ctar, arrojar, emitir, βαλς [vals] (n./n.) vals, βάλσαμο [válsamo] (n./n.) bálsamo, esencia, perfume, βαλσάμωμα [valsámoma] (n7n.) em balsamamiento, βαλσαμώνω [valsamóno] (v.) emba lsamar. βάλτος [váltos] (nVm.) pantano, cié naga, lodazal, dique, embalse, balsa, marjal. βαλτός [valtós] (adj.) 1: puesto, colo cado 2: intencionalmente, βαλτώδης [valtódis] (adj.) pantanoso, cenagoso, empantanado, βαμβακέλαιο [vamvaquéleo] (nVn.) aceite de algodón, βαμβακερός [vamvaquerós] (adj.) de algodón. βαμβάκι [vamváqui] (n7n.) algodón, borra. βαμβακόσπορος [vamvacósporos] (n./n.) semilla de algodón, βάμμα [váma] (n./n.) colorante, tinte, tintura, pigmento, βάναυσα [vánafsa] (adv.) brutalmente, groseramente, βάναυσος [vánafsos] (adj.) bruto, gro sero, tosco, áspero, βαναυσότητα [vanafsótita] (nVf.) bru talidad, grosería, tosquedad, aspere za, severidad, βανδαλισμός [vandalismos] (nym.) van dalismo, salvajismo, barbarie, gambe rrismo. βανίλια [vanília] (n./f.) vainilla, βαπόρι [vapóri] (n./n.) nave/buque de vapor. βαπτίζω [vaptídso] (v.) 1: bautizar, 2: nominar, denominar, βάπηση [váptisi] (n./f.) bautismo, βάππσμα [váptisma] (nVn.) bautizo, bautismo.
βάραθρο [várazro] (n./n.) precipicio, barranco, abismo, βαραίνω [varéno] (v.) 1: agravar, recar gar, sobrecargar, 2: agobiar, βαρβαρισμός [varvarismós] (n./m.) barbarismo, barbaridad, brutalidad, crueldad. βάρβαρος [várvaros] (adj.) bárbaro, bruto, cruel, salvaje, bestial, βαρβαρότητα [varvarótita] (n./f.) ba rbaridad, crueldad, salvajismo, be stialidad. βαρβάτος [varvátos] (n7m.) fuerte, ro busto, vigoroso, fornido, βάρδια [várdia] (n./f.) guardia, vigilan cia, turno · νυχτερινή βάρδια- turno de noche, βάρδος [várdos] (n./m.) bardo, poeta, trovador, cantante, βαρέλι [varéli] (n7n.) barril, barrica, to nel, cubeta, cuba, barrilero, βαρελίσιος [varelísios] (adj.) de barril, βαρελοσανίδα [varelosanída] (nVf.) duela. βαρελότο [varelóto] (n7n.) petardo, cohete. βαρετός [varetós] (adj.) aburrido, fa stidioso, pesado, latoso, βαρήκοος [varícoos] (adj.) duro de oído. βαρίδι [varídi] (nVn.) peso, pesa, plo mada. βαριέμαι [variéme] (v.) aburrirse, fasti diarse, hartar, βαριετέ [varieté] (n7n.) espectáculo/ teatro de variedades, βάριο [vário] (nVn.) (Quím.) bario, βάρκα [várca] (n./f.) barca, bote, barco, chalupa. βαρκάρης [varcáris] (nVm.) barquero, batelero. βαρκαρόλα [varcaróla] (n./f.) (Mús.) barcarola, βαρόμετρο [varómetro] (nVn.) baró-
609
βαρόνος metro. βαρόνος [varónos] (n./m.) barón, βάρος [város] (n./n.) 1: peso, contra peso, pesa, 2: agobio · «δικό βάροςpeso específico · καθαρό βάροςpeso bruto · υπέρβαρος- (a) (perso na) obeso, (b) (cosas) de exceso peso, preponderante, βαρυθυμία [varicimía] (nVf.) abati miento, descontento, βαρύθυμος [varícimos] (adj.) triste, abatido, descontento, βαρυποινίτης [varipinítis] (n./m.) con denado a cadena perpetua, βαρύς [varis] (adj.) 1: pesado, 2: grávi do, pesado, cargado, βαρυσήμαντος [varisímandos] (adj.) de suma importancia, βαρυστομαχιά [varistomajiá] (nVf.) pesadez estomacal, empacho, indi gestión. βαρυστομαχιάζω [varistomajiádso] (v.) tener pesadez estomacal, empachar, βαρύτητα [varítita] (n./f.) gravedad, gravitación, pesadez, βαρύτιμος [varítimos] (adj.) 1: costo so, 2: importante, βαρύτονος [varítonos] (n./m.) baríto no, bajete, βαρυφορτώνω [varifortóno] (v.) so brecargar, reargar. βαρώ [varó] (v.) golpear, apalear, apo rrear, atizar, zurrar, βασανίζω [vasanídso] (v.) torturar, atormentar, martirizar, fustigar, ate nazar. βασανισμός [vasanismós] (n./m.) 1: tormento, tortura, martirio, 2: sufri miento, padecimiento, βασανιστήριο [vasanistírio] (nVn.) tortura, suplicio, martirio, tormento, βασανιστής [vasanistís] (n./m.) tortu rador, martirizador. βασανιστικός [vasanisticós] (adj.) 610
atormentador, torturante, martiri zante. βάσανο [vásano] (n./n.) 1: tortura, suplicio, martirio, 2: aflicción, pena, inquetud. βάση [vási] (n./f.) base, fundamento, sostén, basa, apoyo, βασίζω [vasídso] (v.) basar, fundar, sostener, apoyar, βασικός [vasicós] (n./m.) básico, fu ndamental, esencial, dominante, βασιλεία [vasilía] (n./f.) reinado, mo narquía, reino, dinastía, βασίλειο [vasílio] (n./n.) reino · Ηνω μένο Βασίλειο- Reino Unido · το βασίλειο των ζώων- el reino de los animales. βασιλεύω [vasilévo] (v.) reinar, gober nar, mandar, imperar, βασιλιάς [vasiliás] (n./m.) rey, monar ca, gobernante, βασιλικός [vasilicós] (adj.) real, βασιλικός [vasilicós] (n./m.) (Bot.) albahaca. βασίλισσα [vasílisa] (n./f.) 1: reina, 2: (agedrez) dama, βασιλοκτόνος [vasiloctónos] (n./m.) regicida. βασιλόπιτα [vasilópita] (n./f.) torta de Reyes. βασιλόπουλο [vasilópulo] (n./n). pri ncipe. βασιλόφρονας [vasilófronas] (adj.) mo nárquico. βάσιμος [vásimos] (adj.) basado, fu ndado, razonado, seguro, cierto, βασιμότητα [vasimótita] (n./f.) certe za, certidumbre, βασκαίνω [vasquéno] (v.) hechizar, βασκανία [vascanía] (n./f.) hechizo, βαστώ [vastó] (v.) 1: soportar, agua ntar, 2: resistir, sostener, apoyar, so portar, mantener, βάτα [váta] (n./f.) hombrera.
βελτιώνω βατεύω [vatévo] (ν.) acoplar, copular se. βατήρας [vatíras] (n./m.) trampolín, βατομουριά [vatomuriá] (η Λ ) zarza, βατόμουρο [vatómuro] (n7n.) zarza mora. βάτος [vátos] (n./f.) matorral, zarzal, barzal. βατός [vatós] (adj.) 1: accesible, transi table, alcanzable, asequible, 2: com prensible, inteligible, βατραχάνθρωπος [vatrajánzropos] (n7m.) hombre rana, βατραχοπέδιλο [vatrajopédilo] (n./n.) aleta. βάτραχος [vátrajos] (n7m.) rana, βαυκαλίζω [vafcalídso] (v.) engañar, secudir. βαφέας [vaféas] (nVm.) tintorero, βαφείο [vafío] (nVn.) tintorería, βαφή [vafí] (n./f.) tinte, pintura, color, tintura, pigmento, colorante, βαφτίζω [vaftídso] (v.) bautizar, βάφτισμα [váftisma] (n./n.) bautizo, βαφτιστικός [vaftisticós] (nVm.) ahi jado. βάφω [váfo] (v.) pintar, tintar, colorear, teñir. βάψιμο [vápsimo] (nVn.) 1: pintura, 2: (cara) maquillaje, βγάζω [vgádso] (v.) sacar, extraer, qui tar, retirar, arrancar, apartar, βγαίνω [vguéno] (v.) salir, emerger, aparecer, emanar, egresar · βγες έξωΙ- ¡sal de aquí!, βδέλλα [vdéla] (nVf.) sanguijuela, san guja. βδελυρός [vdelirós] (adj.) detestable, abominable, odioso, detestable, βέβαια [vévea] (adv.) ciertamente, con certeza, por supuesto, desde luego, absolutamente, βέβαιος [véveos] (adj.) 1: cierto, segu ro, 2: asegurado, confirmado.
ón
βεβαιότητα [veveótita] (n./f.) certeza, certitud, seguridad, certidumbre, βεβαιώνω [veveóno] (v.) certificar, asegurar, constatar, afirmar, alegar, βεβαίως [vevéos] (adv.) desde luego, por supuesto, seguramente, induda blemente, βεβαίωση [vevéosi] (ηΛ.) certificado, constatación, afirmación, aserción, aserto. βεβαιωτικός [veveoticós] (adj.) certificativo, afirmativo, βέβηλος [vévilos] (adj.) profano, im pío, sacrilegio, βεβηλώνω [vevilóno] (v.) profanar, manchar. βεβήλωση [vevílosi] (η Λ ) profana ción, sacrilegio, blasfemia, βεβιασμένος [veviasménos] (adj.) for zado, obligado, exigido, constreñido, βεγγέρα [veguéra] (η Λ ) velada, βελανίδι [velanídi] (n./n.) bellota, βελανιδιά [velanidiá] (ηΛ.) roble, en cina. βελάζω [veládso] (v.) 1: balar, 2: bra mar, rugir, βέλασμα [vélasma] (n./n.) balido, βεληνεκές [velinequés] (n./n.) alca nce, distancia, βέλο [vélo] (n./n.) velo, βελόνα [velóna] (n./f.) aguja, βελονιά [veloñá] (n./f.) puntada, pu nto. βελονιάζω [veloñádso] (v.) enhebrar, βελονισμός [velonismós] (n./m.) acu puntura. βέλος [vélos] (n7n.) flecha, dardo, saeta. βελούδινος [velúdinos] (adj.) atercio pelado. βελούδο [velúdo] (n./n.) terciopelo, βέλτιστος [véltistos] (adj.) (el/la) me jor, óptimo, βελτιώνω [veltióno] (v.) mejorar, per
βελτίωση feccionar, modernizar, desarrollar, βελτίωση [veltíosi] (n./f.) mejora, me joría, mejoramiento, perfecciona miento, modernización, βελτιώσιμος [veltiósimos] (adj.) mejorable, superable, perfectible, βενζινάκατος [vendsinácatos] (n./f.) lancha. βενζίνη [vendsíni] (n./f.) gasolina, βεντάλια [vendália] (njf.) abanico, ventalle, abano, βεντέτα [vendéta] (n7f.) 1: vendetta, 2: (persona famosa) estrella, βεντιλατέρ [vendilatér] (n7n.) venti lador. βεντούζα [vendúdsa] (n./f.) ventosa, βέρα [véra] (n./f.) anillo, βεράντα [veránda] (n./f.) balcón, te rraza. βέργα [vérga] (n./f.) vara, βερεσέ [veresé] (adv.) al fiado, a cré dito. βερεσές [veresés] (n./m.) crédito, βερικοκιά [vericoquiá] (n./f.) albaricoquero. βερίκοκο [verícoco] (n./n.) albaricoque. βερνίκι [verníqui] (n7n.) barniz, lustre, charol. βερνίκωμα [vernícoma] (nVn.) barni zado. βερνικώνω [vernicóno] (v.) barnizar, esmalta, charolar, βέρος [véros] (adj.) verdadero, auté ntico, original, βεστιάριο [vestiário] (n./n.) vestuario, βετεράνος [veterános] (nVm.) vete rano. βέτο [véto] (n./n.) veto, βήμα [víma] (n./n.) 1: paso, pisada, huella, 2: (para hablar) tribuna, βηματίζω [vimatídso] (v.) andar, cami nar, pasear, marchar, βηματισμός [vimatismós] (nVm.) zan
cada, tranco, paso, marcha, βηματοδότης [vimatodótis] (n./m.) regulador cardíaco, marcapasos. βήτα [vita] (n./n.) beta, segunda letra del alfabeto griego, βήχας [víjas] (n./m.) tos. βήχω [víjo] (v.) toser, βία [vía] (n./f.) violencia, fuerza, impetú. βιάζομαι [viádsome] (v.) tener prisa, apresurarse, βιάζω [viádso] (v.) 1: (una mujer) violar, raptar, 2: forzar, violentar, quebrar, βιαιοπραγία [vieopraguía] (nVf.) vio lencia, acción violenta, βιαιοπραγώ [vieopragó] (v.) hacer uso de la violencia, violentar, βίαιος [víeos] (adj.) violento, impe tuoso, precipitado, forzado, cruel, encarnizado ·βίαιο χτύπημα- golpe violento. βιαιότητα [vieótita] (n7f.) violencia, fuerza, ímpetu, crueldad, βιασμός [viasmós] (n./m.) violación, abuso, estupro, βιαστής [viastís] (n./m.) violador, rap tor. βιαστικά [viasticá] (adv.) precipitada mente, rápidamente, deprisa ·φεύγω βιαστικά- partir deprisa, βιαστικός [viasticós] (adj.) precipita do, apresurado, urgente, βιβλιάριο [vivliário] (n./n.) libreta, car tilla, cuaderno, βιβλίο [vivlío] (n./n.) libro ·ηλεκτρονι κό βιβλίο- libro electrónico/digital, βιβλιογραφία [vivliografía] (n7f.) bi bliografía, βιβλιογραφικός [vivliograficós] (adj.) bibliográfico, βιβλιοδεσία [vivliodesía] (n./f.) encua dernación, βιβλιοδέτης [vivliodétis] (nym.) en cuadernador.
612
βλακεία βιβλιοδετώ [vivliodetó] (ν.) encuader nar. βιβλιοθηκάριος [vivliocicários] (nym.) bibliotecario, βιβλιοθήκη [vivliocíqui] (n./f.) biblio teca, estantería, estante, βιβλιοπωλείο [vivliopolío] (nyn.) li brería, papelería, βιβλιοπώλης [vivliopólis] (nym.) li brero. βιβλιόφιλος [vivliófilos] (nym.) biblió filo. Βίβλος [vivios] (n7f.) Biblia, βίδα [vida] (n7f.) tornillo, tirafondo · του έστριψε η βίδα- tiene los torni llos flojos, βιδολόγος [vidológos] (nym.) desto rnillador. βιδώνω [vidóno] (v.) atornillar, desto rnillar, desatornillar, βίζα [vídsa] (nyf.) visado, βίζιτα [vídsita] (nyf.) visita, βίκος [vicos] (nym.) vicia, arveja, βίλα [víla] (nyf.) villa, casa grande y lujosa. βιογραφία [viografía] (n./f.) biografía, βιογραφικός [viograñcós] (adj.) bio gráfico ·βιογραφικό σημείωμα- cu rrículum vitae. βιογράφος [viográfos] (nym.) biógra fo. βιογραφώ [viografó] (v.) biografiar, βιόλα [vióla] (n./f.) viola, βιολέτα [violéta] (nyf.) violeta, βιολί [violí] (nyn.) violín, βιολιστής [violistís] (nym.) violinista, βιολογία [viologuía] (n./f.) biología, βιολογικός [viologuicós] (adj.) bioló gico · βιολογικά προϊόντα- produ ctos biológicos, βιολοντσέλο [violontsélo] (n./n.) vio lonchelo. βιομηχανία [viomijanía] (nyf.) indus tria, manufactura, fabricación, pro 613
ducción. βιομηχανικός [viomijanicós] (adj.) in dustrial, manufacturero, βιομήχανος [viomíjanos] (nym.) in dustrial, fabricante, βιοπαλαιστής [viopalestís] (nym.) bus cavidas, luchador, trabajador, βίος [víos] (nym.) 1: vida, existencia, 2: história, biografía, βιοτέχνης [viotéjnis] (n./m.) artesano, obrero. βιοτεχνία [viotejnía] (nyf.) taller de artesanía, βιοχημεία [viojimía] (nyf.) bioquími ca. βιοχημικός [viojimicós] (nym.) bio químico. βιοχημικός [viojimicós] (adj.) bioquí mico. βιοψία [viopsía] (nyf.) biopsia. βιράρω [viráro] (v.) ponerse al pairo, βιταμίνη [vitamíni] (n./f.) vitamina, βιτρίνα [vitrina] (nyf.) escaparate, vi trina. βιτριόλι [vitrióli] (nyn.) (Qulm.) vitrio lo. βίτσιο [vítsio] (nyn.) vicio, anomalía, corrupción, βίωμα [víoma] (nyn.) vivencia, βιώνω [vióno] (v.) vivir intensamente, βιώσιμος [viósimos] (adj.) viable, posi ble, realizable, βιωσιμότητα [viosimótita] (nyf.) via bilidad, posibilidad, βλαβερός [vlaverós] (adj.) 1: perjudi cial, nocivo, dañino, 2: peligroso, 3: destructivo, βλάβη [vlávi] (nyf.) daño, perjuicio, avería, detrimento, βλάκας [vlácas] (nym.) tonto, imbécil, idiota, bobo, estúpido, zoquete, βλακεία [vlaquía] (nyf.) tontería, im becilidad, idiotez, bobada, estupi dez, torpeza.
βλακώδης βλακώδης [vlacódis] (adj.) tonto, estú pido, imbécil, βλακωδώς [vlacodós] (adv.) imbécil mente, estúpidamente, βλαμμένος [vlaménos] (adj.) chiflado, alelado, loco, chalado, trastornado, βλάπτω [vlápto] (v.) dañar, perjudicar, damnificar, lastimar, βλασταίνω [vlastnéno] (v.) germinar, brotar. βλαστάρι [vlastári] (n./n.) brote, reto ño, renuevo, βλάστημα [vlástima] (n7n.) germina ción. βλαστημώ [vlastimó] (v.) blasfemar, maldecir, injuriar, anatematizar, βλάστηση [vlástisi] (n./f.) germina ción, vegetación, βλαστός [vlastós] (nVm.) brote, ger men, yema, vástago, pimpollo, βλασφημία [vlasfimía] (n./f.) injuria, blasfemia, anatema, βλάσφημος [vlásfimos] (adj.) injurio so, blasfemo, blesfemador, maldi ciente. βλάχος [vlájos] (n./m.) villano, βλάψιμο [vlápsimo] (nVn.) perjuicio, daño. βλέμμα [vléma] (nVn.) mirada, ojea da, vistazo ·λοξή ματιά- mirada de reojo. βλέννα [vléna] (nVf.) mucosidad. βλεννογόνος [vlenogónos] (adj.) mu coso, pringoso ·βλεννογόνος αδέ νας· glándula mucosa, βλεννόρροια [vlenória] (nVf.) bleno rrea, gonorrea, βλέπω [vlépo] (v.) ver, mirar, distinguir, contemplar, distinguir, notar, βλεφαρίδα [vlefarída] (n./f.) pestaña . μένω άυπνος- quemarse las pes tañas. βλεφαρίτιδα [vlefarítida] (n7f.) blefa ritis.
βλεφαρίζω [vlefarídso] (v.) parpadear, pestañear, guiñar, βλεφάρισμα [vlafárisma] (n./n.) par padeo, pestañeo, guiño, βλέφαρο [vléfaro] (n./n.) párpado, βλέψεις [vlépsis] (n./f.) pl. anhelo, de seo, ambición, βλήμα [vlíma] (n./n.) proyectil, βλίτα [vlíta] (n./n.) pl. acelgas, βλοσυρός [vlosirós] (adj.) hosco, to sco, grotesco, torvo, ceñudo, βλοσυρότητα [vlosirótita] (n./f.) hos quedad, tosquedad, resentimiento, βόας [vóas] (nVm.) boa. βογγητό [vogkitó] (nVn.) gemido, que jido. βογγώ [vogkó] (v.) gemir, quejarse, βοδάμαξα [vodámaksa] (n7f.) carreta de bueyes, βόδι [vódi] (n./m.) buey, βοδινός [vodinós] (adj.) bovino, va cuno. βοή [voí] (nVf.) clamor, grito, zumbido, ruido, bulla, alboroto, bullicio, βοήθεια [voícia] (n./f.) ayuda, auxilio, socorro, amparo, asistencia, apoyo, βοήθημα [voícima] (n./n.) ayuda, sub sidio. βοηθητικός [voiciticós] (adj.) auxiliar, asistente, ayudante, βοηθός [voizós] (n./m.) ayudante, asi stente, auxiliar, colaborador, βοηθώ [voizó] (v.) ayudar, auxiliar, so correr, amparar, apoyar, βόθρος [vózros] (n./m.) cloaca, sumi dero, desagüe, βολβός [volvós] (nVm.) bulbo, cebo lla. βολβώδης [volvódis] (adj.) bulboso, βόλεμα [vólema] (nVn.) orden, orde nación. βολεύω [volévo] (v.) acomodar, orde nar, colocar, situar, βολή [volí] (nVf.) 1: comodidad, con-
614
βουλή fort, 2: (arma) tiro, disparo, fuego, lanzamiento, βόλι [vóli] (n./n.) bala, βολίδα [volída] (n./f.) bala, bólido, pro yectil, balín, βολιδοσκόπηση [volidoscópisi] (nyf.) sondeo, tanteo, exploración, βολιδοσκοπώ [volidoscopó] (v.) son dear, tantear, βολικός [volicós] (adj.) cómodo, aco modado, confortable, placentero, βόλτα [vólta] (n./f.) 1: paseo, 2: vuelta, 3: (Mar.) aduja · κάνω βόλτα με το αμάξι- dar un paseo en coche, βόμβα [vómva] (nyf.) bomba, βομβαρδίζω [vomvardídso] (v.) bo mbardear, βομβαρδισμός [vomvardismós] (n./m.) bombardeo, βομβαρδιστικό [vomvardisticó] (n./n.) bombardero, βομβητής [vomvitís] (n./m.) timbre, zumbador, βόμβος [vómvos] (nym.) zumbido, murmullo, βομβύκιο [vomvíquio] (n./m.) capu llo. βόβορος [vóvoros] (n./m.) lodo, barro, ciénaga. βορειοανατολικός [vorioanatolicós] (adj.) del noreste, βορειοδυτικός [vorioditicós] (adj.) del noroeste. βόρειος [vórios] (adj.) del norte, nór dico. βοριάς [voriás] (n./m.) viento del nor te. βορικό [voricó] (n./n.) (Quím.) ácido bórico. βορινός [vorinós] (adj.) nórdico, se ptentrional. Βορράς [vorrás] (n./m.) Norte, βοσκή [vosquí] (nyf.) pasto, pastura, herbaje, forraje. 615
βοσκοπούλα [voscopúla] (nyf.) pa stora. βοσκός [voscós] (n./m.) pastor, ove jero. βοσκοτόπι [voscotópi] (n./n.) pradera, pasto. βόσκω [vósco] (v.) pastorear, pastar, pacer. βοτανίζω [votanídso] (v.) herborizar, escardar. βοτανική [votaniquí] (n./f.) botánica, βοτανικός [votanicós] (adj.) botánico, βότανο [vótano] (n./n.) hierba, yerba, verde. βοτανολόγος [votanológos] (nym.+f.) botánico. βότσαλο [vótsalo] (n./n.) china, guija rro, piedrecilla. βουβαίνω [vuvéno] (v.) enmudecer, callar, silenciar, βουβάλι [vuváli] (n./n.) búfalo, biso nte. βουβαμάρα [vuvamára] (n./f.) muti smo, mudez, βουβός [vuvós] (adj.) mudo, silencio so. βουβώνας [vuvónas] (n./f.) ingle, βουίζω [vuídso] (v.) zumbar, βουκέντρα [vuquéndra] (n./f.) aguija da, aguijadera. βουκολικός [vucolicós] (adj.) pastoral, pastoril, bucólico ·βουκολική ποίη ση- poesía bucólica, βουκόλος [vucólos] (nym.) vaquero, pastor, βούλα [vúla] (n./f.) sello, βουλεβάρτο [vulevárto] (n./n.) bule var. βούλευμα [vúlevma] (nyn.) orden, de cisión, resolución, βουλευτής [vuleftís] (nym.) diputado, βουλευτικός [vulefticós] (adj.) parla mentario. βουλή [vulí] (n./f.) parlamento, Asam
βούληση blea Legislativa, βούληση [vúlisi] (n./f.) voluntad, de seo, designio, albedrío, βουλιάζω [vuliádso] (v.) hundir(se), sumergir(se), zambullirse, βουλιμία [vulimía] (n./f.) bulimia, ha mbre insaciable, βουλοκέρι [vuloquéri] (n./n.) lacre, βούλωμα [vúloma] (n7n.) tapona miento, tapón, tapadura, βουλώνω [vulóno] (v.) sellar, taponar, atrancar. βουναλάκι [vunaláqui] (nVn.) colina, otero. βούνευρο [vúnevro] (nVn.) látigo del cuero de vaca, βουνίσιος [vunísios] (adj.) montaño so. βουνό [vunó] (n7n.) montaña, monte, colina, cordillera, βουνοκορφή [vunocorfí] (nVf.) cima de la montaña, βουνοπλαγιά [vunoplaguiá] (n./f.) fa lda de la montaña, βουνοσειρά [vunosirá] (n7f.) sierra, cordillera, cadena montañosa, βούρδουλας [vúrdulas] (n./m.) látigo, azote, fusta, tralla, βουρδουλιά [vurduliá] (n./f.) latigazo, βούρκος [vúrcos] (n./m.) cieno, fango, lodo. βουρκώνω [vurcóno] (v.) conmoverse, emocionarse, βουρλίζω [vurlídso] (v.) enfurecer, βούρλο [vúrlo] (n7n.) 1: junco, caña, espadaña, 2: (metáf.) tonto, bobo, estúpido. βούρτσα [vúrtsa] (n./f.) cepillo, brocha • βούρτσα μαλλιών- cepillo de pelo · οδοντόβουρτσα- cepillo de dientes, βουρτσίζω [vurtsídso] (v.) cepillar, βούρτσισμα [vúrtsisma] (nVn.) cepi llado. βουστάσιο [vustásio] (n7n.) vaqueri
za. βούτηγμα [vútigma] (n./n.) inme rsión. βουτηχτής [vutijtís] (n./m.) zambulli dor, buceador. βουτιά [vutiá] (nyf.) zambullida, cha puzón, inmersión, βούτυρο [vútiro] (n./n.) mantequilla, amrgarina. βουτυρώνω [vutiróno] (v.) untar con mantequilla, βουτώ [vutó] (v.) sumergir, zambullir se, sumir, bucear, chapuzarse, βραβείο [vravío] (n7n.) premio, gallardón, condecoración, medalla, βραβεύω [vravévo] (v.) premiar, gala rdonar, recompensar, condecorar, βραγιά [vraguiá] (n7f.) terreno, maci zo. βράγχια [vrágjia] (n./n.) pl. branquia, βραδιά [vradiá] (n./f.) noche, velada, tinieblas. βραδιάζει [vradiádsi] (v.) anochecer, βράδιασμα [vrádiasma] (n./n.) ano checer. βραδιάτικος [vradiáticos] (adj.) de no che, vespertino, βραδινός [vradinós] (adj.) nocturno, βραδυγλωσσία [vradiglosía] (n7f.) tar tamudeo. βραδύγλωσσος [vradíglosos] (adj.) tar tamudo. βραδυκίνητος [vradiquínitos] (adj.) lento, tardo, βραδύνω [vradíno] (v.) retrasar, retar dar, atrasar, βραδυπορία [vradiporía] (n./f.) retra so, demora, βραδυπορώ [vradiporó] (v.) retrasar se, demorarse, quedarse atrás, βραδύς [vradís] (adj.) lento, atrasado, tardo, moroso, βραδύτητα [vradítita] (nyf.) lentitud, dilación, tardanza.
616
βρομοδουλειά Βραζιλιάνος [vradsiliános] (n./m.) bra sileño. βράζω [vrádso] (v.) hervir, cocer, bur bujear, bullir, βράκα [vráca] (n./f.) calzones, βρακί [vraquí] (n7n.) braga, calzonci llo. βράση [vrási] (ηΛ) ebullición, βράσιμο [vrásimo] (nVn.) hervor, ebu llición. βρασμός [vrasmós] (nVm.) hervidero, cocción, burbujeo, ebullición, βραστήρας [vrastíras] (n7m.) caldera, βραστός [vrastós] (adj.) cocido, her vido. βραχιόλι [vrajióli] (n7n.) pulsera, bra zalete, ajorca, βραχίονας [vrajíonas] (nVm.) brazo, βραχνάδα [vrajnáda] (nVf.) ronquera, carraspera, carraspeo. βpαχvιάζω[vrajñádso](v.)enΓonquecer(se), carraspear. βραχνός [vrajnós] (adj.) ronco, enron quecido. βράχος [vrájos] (nVm.) roca, piedra, peñasco, pedrusco, peña, βραχυγραφία [vrajigrafía] (n./f.) abre viatura. βραχυκέφαλος [vrajiquéfalos] (adj.) braquicéfalo. βραχυκύκλωμα [vrajiquícloma] (n7n.) cortocircuito, βραχυλογία [vrajiloguía] (n./f.) breve dad, cortedad, concisión, βραχύλογος [vrajílogos] (adj.) breve, corto, lacónico, βραχύνω [vrajíno] (v.) abreviar, acor tar, reducir, resumir, βραχυπρόθεσμος [vrajiprócesmos] (adj.) a corto plazo, βραχύς [vrajís] (adj.) corto, breve, lacó nico, de corta duración, βραχύτητα [vrajítita] (n./f.) cortedad, brevedad.
βραχώδης [vrajódis] (adj.) rocoso, pe dregoso, roqueño, βρέγμα [vrégma] (n7n.) parte superior y anterior de la cabeza, frente, βρεγμένος [vregménos] (adj.) moja do, empapado, húmedo, βρεφικός [vreñcós] (adj.) infantil, βρεφοκομείο [vrefocomío] (n./n.) or fanato, hospicio, orfelinato, βρεφοκτονία [vrefoctonía] (ηΛ) in fanticidio, βρεφοκτόνος [vrefoctónos] (n7m.+f.) infanticida, βρέφος [vréfos] (n./n.) recién nacido, bebé, nene, niño, βρέχει [vréjei] (v.) (inf. llover) llueve, está lloviendo, βρέχω [vréjo] (v.) mojar, humedecer, empapar, remojar, bañar, βρίζα [vrídsa] (ηΛ) centeno, βρίζω [vrídso] (v.) insultar, ofender, ul trajar, injuriar, βρισιά [vrisiá] (ηΛ) insulto, palabrota, grosería, ofensa, injuria, βρίσκω [vrísco] (ηΛ.) encontrar, hallar, descubrir, detectar, βρογχικός [vrogjicós] (adj.) bronquial, βρογχίτιδα [vrogjítida] (n./f.) bron quitis. βρόγχος [vrógji] (n./m.) pl. bronquio. βρογχοπευμονία [vrogjopevmonía] (ηΛ.) bronconeumonía. βρόμη [vrómi] (n./f.) avena, βρομιά [vromiá] (n./f.) suciedad, mu gre, desaseo, βρομιάρης [vromiáris] (adj.) sucio, puerco, mugriento, grasiento, des aseado, pringoso, βρομίζω [vromídso] (v.) ensuciar, ma nchar, contaminar, pringar, βρόμικος [vrómicos] (adj.) sucio, pue rco, desaseado, βρομοδουλειά [vromoduliá] (n./f.) i: mala acción, mala faena, 2: cabro
617
βρομοκοπώ nada. βρομοκοπώ [vromocopó] (ν.) heder, apestar. βρομόπαιδο [vromópedo] (n./n.) ca nalla. βρομώ [vromó] (v.) heder, apestar, oler mal. βροντερός [vronderós] (adj.) ruidoso, sonoro, estruendoso, estrepitoso, βροντή [vrondí] (nyf.) trueno, estruen do, tronido, βρόντος [vróndos] (nym.) estrépito, ruido, bullicio, βροντώ [vrondó] (v.) tronar, retumbar, βροντώδης [vrondódis] (adj.) ruidoso, atornador, ensordecedor, βροχερός [vrojerós] (adj.) lluvioso, pluvioso, βροχή [vrojQ (n7f.) lluvia, aguacero, βρόχι [vróji] (nyn.) trampa. βρόχ|ν°ς [vrójinos] (adj.) de lluvia, pluvial. βροχόμετρο [vrojómetro] (n./n.) plu viómetro, βροχόπτωση [vrojóptosi] (nyf.) lluvia, aguacero, βρόχος [vrójos] (nym.) lazo, corredizo, βροχούλα [vrojúla] (nyf.) llovizna, βρικόλακας [vricólacas] (n./m.) vam piro. βρύο [vrío] (n./n.) musgo, βρύση [vrísi] (nyf.) grifo, fuente, llave, espita. βρυχηθμός [vrijizmós] (nym.) rugido, mugido, bramido, ronquido, βρυχώμαι [vrijóme] (v.) rugir, mugir, bramar, gritar, roncar, βρώσιμος [vrósimos] (adj.) comesti ble. βύζαγμα [vídsagma] (nyn.) 1: lactan cia, mamada, 2: succión, chupada, βυζαίνω [vidséno] (v.) lactar, ama mantar, mamar, dar el pecho, criar • βυζαίνω από το στήθος- criar al 618
pecho. βυζί [vidsí] (n./n.) mama, teta, seno, pecho. βυθίζω [vicídso] (v.) 1: hundir, sumer gir, sumir, 2: zambullir, 3: bañar, βύθιση [vícisi] (nyf.) 1: hundimiento, inmersión, 2: zambullida, βυθισμένος [vicisménos] (adj.) hundi do, inmerso, sumergido, sumido, βυθοκόρος [vizocóros] (n./f.) draga, βυθομέτρηση [vizométrisi] (n./f.) son deo, auscultación, βυθομετρώ [vizometró] (v.) sondear, sondar, βυθός [vizós] (nym.) fondo, βύνη [víni] (nyf.) malta, βυρσοδεψείο [virsodepsío] (nyn.) cur tiduría, tenería, βυρσοδέψης [virsodépsis] (nym.) cur tidor. βυρσοδεψία [vírsodepsía] (nyf.) cur tido. βύσμα [vísma] (n./n.) 1: enchufe, clavi ja, encaje, 2: (Med.) tapón, βυσσινής [visinís] (adj.) carmesí, βυσσινιά [visiñá] (nyf.) guindo, guin dal. βύσσινο [vísino] (nyn.) guinda, βυσσοδομώ [visodomó] (v.) tramar, maquinar, urdir, βυτίο [vitío] (nyn.) barril, barrica, to nel. βώλος [vólos] (nym.) bola, canica, βωμολοχία [vomolojía] (nyf.) grosería, insolencia, indecencia, procacidad, βωμολόχος [vomolójos] (nym.) grose ro, insolente, indecente, procaz, βωμολοχώ [vomolojó] (v.) maldecir, blasfemar, decir obscenidades, decir palabrotas, βωμός [vomós] (n./m.) altar, ara.
Γ, γ [gáma] (n./n.) tercera letra del alfa beto griego, γαβάθα [gaváza] (n./f.) tazón, cuenco, escudilla. γαβαθωτός [gavazotós] (adj.) cónca vo, hueco, γαβγίζω [gavguídso] (v.) ladrar, aullar, γάβγισμα [gávguisma] (n7n.) ladrido, γάγγλιο [gágklio] (nVn.) ganglio, γάγγραινα [gágkrena] (nyf.) gangre na. γαγγραινώδης [gagkrenódis] (adj.) gangrenoso, γάδος [gádos] (n7m.) bacalao, γάζα [gádsa] (n7f.) gasa, γαζί [gadsí] (n./n.) costura, γαζία [gadsía] (nVf.) acacia, γάζωμα [gádsoma] (nVn.) pespunte, costura a máquina, γαζώνω [gadsóno] (v.) pespuntear, co ser a máquina, γαιάνθρακας [gueánzracas] (n./m.) hulla, carbón, γάιδαρος [gáidaros] (n7m.) burro, asno, borrico, γαϊδουράγκαθο [gaidurágkazo] (nVn.) cardo, borriquero, γαϊδουριά [gaiduriá] (n./f.) burrada, grosería, tosquedad, rudeza, brus quedad. γαϊτάνι [gaitáni] (nVn.) cinta, cordel, γαιοκτήμονας [gueoctímonas] (n./m.) terrateniente, latifundista, hacenda do, propietario, γάλα [gála] (n./n.) leche, γαλάζιο [galádsio] (n7n.) azul, azul celeste. γαλάζιος [galádsios] (adj.) celeste, azu lado. γαλαζοαίματος [galadsoématos] (adj.) de sangre azul, aristócrata, γαλαζόπετρα [galadsópetra] (nVf.)
turquesa. γαλακτερός [galacterós] (adj.) lecho so. γαλακτερά [galacterá] (n7n.) pl. pro ductos lácteos, γαλακτικός [galacticós] (adj.) lácteo, láctico, lactífero, γαλακτοκομείο [galactocomío] (n7n.) lechería, vaquería, γαλακτομπούρεκο [galactobúreco] (n7n.) dulce de leche y sémola, γαλακτοπωλείο [galactopolío] (nVn.) lechería. γαλακτοπώλης [galactopólis] (n7m.) lechero, repartidor de leche, γαλακτοφόρος [galactofóros] (adj.) lactífero. γαλακτώδης [galactódis] (adj.) lecho so, lactífero, láctico, γαλάκτωμα [galáctoma] (nVn.) leche, crema. γαλανόλευκος [galanólefcos] (adj.) azul y blanco. γαλανός [galanos] (adj.) azul, azulado, γαλαντόμος [galandómos] (adj.) va liente, generoso, γαλαξίας [galaksías] (n./m.) galaxia, γαλαρία [galaría] (n7f.) 1: galería, 2: túnel, subterráneo, γαλατάς [galatás] (n./m.) lechero, γαλβανίζω [galvanídso] (v.) galvani zar. γαλβανισμός [galvanismós] (n/m.) gal vanismo. γαλβανοπλαστική [galvanoplastiquí] (n./f.) galvanoplastia, γαλέρα [galéra] (n./f.) galera, galeón, γαλέτα [galeta] (n./f.) galleta, γαληνεύω [galinévo] (v.) calmar, se renar, sosegar, tranquilizar, pacificar, apaciguar, aplacar, γαλήνη [galíni] (nJf.) calma, serenidad, sosiego, tranquilidad, apacibilidad. γαλήνιος [galínios] (adj.) sereno, tran
619
Γαλλία quilo, sosegado, apacible, pacífico, plácido. Γαλλία [galía] (ηΛ.) Francia, γαλλικός [galicós] (adj.) francés, γαλλισμός [galismós] (ηΛη.) galicis mo. Γάλλος [gálos] (ηΛη.) francés. Γαλλίδα [galída] (ηΛ) francesa, γαλλικά [galicá] (nVn.) pl. (idioma) francés. γαλόνι [galóni] (nVn.) galón, sardine ta. γαλοπούλα [galopúla] (ηΛ) pavo, γάλος [gálos] (ηΛη.) pavo, γαλούχηση [galújisi] (ηΛ.) lactancia, γαλουχώ [galujó] (v.) amamantar, dar de mamar, lactar, criar, dar el pecho, γαμήλιος [gamílios] (adj.) nupcial, γαμικός [gamicós] (adj.) matrimonial, conyugal, γάμος [gámos] (n7m.) boda, matrimo nio, nupcias, casamiento, γάμπα [gámba] (ηΛ) pantorrilla, γαμπριάτικος [gambriáticos] (adj.) de boda. γαμπρός [gambrós] (ηΛη.) 1: novio, 2: (parentesco) yerno, γαμψός [gampsós] (adj.) encorvado, γαμώ [gamó] (v.) joder, γάντζος [gándsos] (ηΛη.) gancho, en ganche, cloque, escarpia, corchete, γαντζώνω [gantdsóno] (v.) engan char. γάντι [gándi] (ηΛ).) 1: guante, mano pla, 2: (armadura del soldado en la antigüedad) guantelete, γάνωμα [gánoma] (ηΛι.) estañadura, γανώνω [ganóno] (v.) estañar, γανωτής [ganotís] (ηΛη.) estañador, γαργάλημα [gargálima] (ηΛι.) cosqui lleo, cosquillas, γαργαλιστικός [gargalisticós] (adj.) cosquilloso, γαργαλώ [gargaló] (v.) cosquillear, ha
cer cosquillas, γαργάρα [gargára] (ηΛ) gárgara, gar garismo. γαρδέλι [gardéli] (ηΛι.) jilguero, co lorín. γαρδένια [gardéña] (n./f.) gardenia, γαρίδα [garída] (ηΛ) gamba, cama rón. γαρνίρω [garníro] (v.) adornar, deco rar, embellecer, γαρνιτούρα [garnitúra] (ηΛ) adorno, ornamento, aderezo, γαρύφαλλο [garífalo] (ηΛι.) clavel, γάστρα [gástra] (ηΛ) tiesto, maceta, γαστρικός [gastricós] (adj.) gástrico, estomacal, γαστριμαργία [gastrimarguía] (ηΛ.) glotonería, γαστρίτιδα [gastrítida] (n./f.) gastritis, γαστρεντερικός [gastrendericós] (adj.) gastrointestinal, γαστρονομία [gastronomía] (ηΛ) ga stronomía, γαστρονομικός [gastronomicós] (adj.) gastronómico, γάτα [gáta] (ηΛ.) gata · νεογέννητα γστάκια- gatitos recien nacidos, γατάκι [gatáqui] (ηΛι.) gatito. γάτος [gátos] (nVm.) gato ·παίζω τη γάτα με το ποντίκι- jugar (con al guien) al gato y ratón ·πουλώ γου ρούνι στο σακί- dar un gato por liebre. γατίσιος [gatísios] (adj.) gatuno, feli no. γατί [gatí] (n./n.) gato, gatito. γαύρος [gávros] (n7m.) boquerón, γδάρσιμο [gdársimo] (nVn.) arañazo, desolladura, rozadura, raspadura, γδέρνω [gdérno] (v.) arañar, desollar, despellejar, raspar, pelar, γδύνω [gdíno] (v.) desnudar, desarro par, desvestir, quitar la ropa, γδύσιμο [gdísimo] (n/n.) desnudamie
620
γένι nto. γδυτός [gditós] (adj.) 1: desnudo, nudo, desvestido, 2: descubierto, abierto. γεγές [guegués] (n./m.) imbécil, tonto, γεγονός [guegonós] (n./n.) 1: suceso, hecho, incidente, 2: acontecimiento, evento, circunstancia, γεια [guiá] (interj.) salud, hola, adiós, γειρτός [guirtós] (adj.) doblado, en corvado, torcido, plegado, γείσωμα [guísoma] (nyn.) cornisa, ale ro. γείτονας [guitones] (nym.) vecino, convecino, γειτονεύω [guitonévo] (v.) ser vecino, lindar, limitar, confinar, γειτονιά [guitoñá] (nyf.) vecindad, barrio. γειτονικός [guitonicós] (adj.) vecino, contiguo a, próximo, γειτόνισσα [guitónisa] (nyf.) vecina, convecina, γείωση [guíosi] (nyf.) hacer tierra, con ductor eléctrico, γέλασμα [guélasma] (n./n.) engaño, burla, estafa, trampa, fraude, em buste. γελαστός [guelastós] (adj.) sonriente, risueño, alegre, γέλιο [guélio] (n7n.) risa, risotada, γελοιογραφία [gueliografía] (n./f.) ca ricatura. γελοιογράφος [gueliográfos] (nym.) caricaturista, γελοιογραφώ [gueliografó] (v.) cari caturizar. γελοιοποίηση [gueliopíisi] (nyf.) irri sión, burla, mofa, escarnio, γελοιοποιώ [gueliopió] (v.) ridiculizar, burlarse, mofarse, escarnecer, γελοίος [guelíos] (adj.) ridículo, gro tesco, bufonesco, bufo, γελοιότητα [gueliótita] (nyf.) absur621
γελώ [gueló] (v.) reir(se), burlarse, mo farse. γελωτοποιός [guelotopiós] (n./m.) bufón, payaso, burlón, γεμάτος [guemátos] (adj.) lleno, relle no, pleno, repleto, ahíto, completo, abundante, γεμίζω [guemídso] (v.) llenar, rellenar, completar, concluir, γέμιση [guémisi] (nyf.) relleno, γέμισμα [guémisma] (nyn.) relleno, γεμιστήρας [guemistíras] (nym.) car gador (armas). Γενάρης [guenáris] (nym.) enero, γενάρχης [guenárjis] (nym.) patriarca, γενεά [gueneá] (nyf.) 1: generación, 2: época. γενεαλογία [guenealoguía] (nyf.) ge nealogía, antepasados, ascendencia, γενέθλια [guenézlia] (n./n.) pl. cum pleaños, natalicio, γενέθλιος [guenézlios] (adj.) cumpleañero, natal, nativo, γενειάδα [gueniáda] (n./f.) barba, γενειοφόρος [gueniofóros] (nym.) ba rbudo, barbado, con barba, γένεση [guénesi] (nyf.) génesis, crea ción, origen, γενεσιουργός [guenesiurgós] (adj.) ge nerador, creador, γενέτειρα [guenétira] (nyf.) patria, lugar de nacimiento, tierra natal, ciu dad natal, γενετή [guenetí] (nyf.) nacimiento ·εκ γενετής- de nacimiento · ταπεινής καταγωγής- de humilde nacimie nto. γενετήσιος [guenetísios] (adj.) gene rador, sexual, γενετική [guenetiquí] (nyf.) genética, γενετικός [gueneticós] (adj.) genético, hereditario, γένι [guéni] (nyn.) barba, barbilla,
γενιά mentón. γενιά [gueñá] (n./f.) raza, generación, γενικά [guenicá] (adv.) generalmente, enteramente, por lo general, por re gla general, γενίκευση [gueniquefsi] (n/f.) gene ralización, γενικεύω [gueniquévo] (v.) generali zar. γενική [gueniquí] (n./f.) (Gram.) geni tivo. γενικός [guenicós] (adj.) general, usual, habituarlo, común, ordinario, γενίτσαρος [guenítsaros] (n./m.) jení zaro. γέννα [guéna] (n7f.) parto, nacimie nto, alucimiento. γενναιοδωρία [gueneodoría] (nVf.) generosidad, altruismo, largueza, γενναιόδωρος [gueneódoros] (adj.) generoso, altruista, γενναίος [guenéos] (adj.) valiente, va leroso, heroico, bravo, impávido, γενναιότητα [gueneótita] (nVf.) va lentía, coraje, valor, arrojo, osadía, atrevimiento, γενναιοφροσύνη [gueneofrosíni] (nyf.) generosidad, altruismo, γενναιοψυχία [gueneopsijía] (n7f.) va lentía, coraje, γενναιόψυχος [gueneópsijos] (adj.) valeroso, valiente, γέννημα [guénima] (n./n.) criatura, γεννημένος [gueniménos] (adj.) naci do, nato, nativo, γέννηση [guénisi] (nVf.) 1: nacimiento, 2: inicio, principio, comienzo, origen, γεννητικός [gueniticós] (adj.) genital, γεννητικότητα [gueniticótita] (n7f.) natalidad ·δείκτης γεννητικότηταςíndice de natalidad, γεννήτορας [guenítoras] (n./m.) pa dre, progenitor, γεννητούρια [guenitúria] (n7n.) pl.
nacimiento, parto, γεννήτρια [guenítria] (n./f.) generador • ηλεκτρική γεννήτρια- alternador, γεννιέμαι [gueñéme] (v.) nacer, γεννοβολώ [guenovoló] (v.) generar, producir. γεννώ [guenó] (v.) 1: (niño) parir, dar a luz, 2: (idea/negocio) dar nacimiento a. γενοκτονία [guenoctonía] (n./f.) ge nocidio. γένος [guénos] (n7n.) 1: origen, des cendencia, raza, 2: género, sexo, γεράκι [gueráqui] (n./n.) halcón, γεράματα [guerámata] (n./n.) pl. ve jez, senectud, ancianidad, caduquez, edad. γεράνι [gueráni] (n7n.) geranio, γερανός [gueranós] (n7m.) grúa, ágrana. γέρικος [guéricos] (adj.) 1: (persona) viejo, anciano, añoso, 2: antiguo, añejo. γερνώ [guernó] (v.) envejecer, aviejar se, avejentarse, γέρνω [guérno] (v.) inclinar(se), ladear, torcer. γεροδεμένος [guerodeménos] (adj.) fornido, corpulento, fornido, robu sto. γερομπαμπαλής [guerobabalís] (n./m.) carcamal, vejete, matusalén, chocho, γεροντοκόρη [guerondocóri] (n./f.) solterona, γεροντοπαλίκαρο [guerondopa Iícaro] (n7n.) solterón, γέρος [guéros] (n./m.) viejo, anciano, γερός [guerós] (adj.) 1: fuerte, robusto, sano, vigoroso, 2: duro, férreo, firme, γερουσία [guerusía] (n./f.) senado, asamblea, γερουσιαστής [guerusiastís] (n7m.) senador. γεύμα [guévma] (n7n.) 1: comida, 2:
622
γιακάς (por la tarde) merienda, 3: (por la no che) cena, γευματίζω [guevmatídso] (v.) 1: co mer, 2: (por la tarde) merendar, 3: (por la noche) cenar, γεύομαι [guévome] (v.) degustar, sa borear, paladear, γεύση [guéfsi] (n./f.) sabor, gusto, sa pidez. γευστικός [guefsticós] (adj.) sabroso, de buen sabor, gustoso, apetitoso, delicioso. γέφυρα [guéfira] (ηΛ) puente ·οδο γέφυρα· viaducto · αερογέφυραpuente aéreo, γεφυροποιός [guefiropiós] (ηΛη.) constructor de puentes, γεφυρώνω [guefiróno] (v.) construir un puente, γεωγραφία [gueografía] (ηΛ.) geo grafía. γεωγραφικός [gueograficós] (adj.) geo gráfico. γεωγράφος [gueográfos] (n./m.) geó grafo. γεωδαισία [gueodesía] (ηΛ) geode sia. γεωδαίτης [gueodétis] (ηΛη.) geo desta. γεώδης [gueódis] (adj.) terroso, γεωλογία [gueologuía] (ηΛ.) geolo gía. γεωλογικός [gueologuicós] (adj.) geo lógico. γεωλόγος [gueológos] (ηΛη.) geólo go. γεωμετρία [geometría] (n./f.) geome tría. γεωμετρικός [gueometricós] (adj.) geomé trico. γεώμηλο [gueómilo] n. patata, papa, γεωπονία [gueoponía] (ηΛ) agrono mía, agricultura, γεωπόνος [gueopónos] (n./m.) agró
nomo, agricultor, γεωργία [gueorguía] (ηΛ.) agricultu ra, cultivo, γεωργικός [gueorguicós] (adj.) agrí cola, agrario, γεωργός [gueorgós] (n./m.) agricultor, granjero, labrador, campesino, γεώσφαιρα [gueósfera] (ηΛ.) esfera terráquea, γεώτρηση [gueótrisi] (nVf.) sondeo, extracción, perforación, γεωτροπισμός [gueotropismós] (nVm.) geotropismo, γη [guí] (ηΛ.) tierra, γηγενής [guiguenís] (adj.) indígena, nativo, autóctono, originario, γήινος [guíinos] (adj.) terrestre, terre nal, terrícola, terráqueo, γήλοφος [guílofos] (nVm.) colina, alto zano, alcor, γήπεδο [guípedo] (ηΛι.) campo, te rreno. γηρατειά [guiratiá] (ηΛι.) pl. vejez, an cianidad, edad, γηροκομείο [guirocomío] (ηΛι.) asilo de ancianos, γηροκομώ [guirocomó] (v.) asistir a los ancianos, γητειά [guitiá] (n./f.) encanto, hechizo, γητεύω [guitévo] (v.) encantar, hechi zar. για [guiá] (prep.) 1: (causa) por, 2: (fina lidad) para, 3: (tiempo) durante ·για παράδειγμα- por ejemplo ·για ποιο πράγμα;- ¿para qué? · για πάνταpara siempre * δούλεψε σε αυτήν την επιχείρηση για 5 χρόνια- trabajó en esta empresa durante/por 5 años • το έκανε για μένα- lo ha decho por mí ·με περνάς για χαζό;- ¿me tomas por tonto?, γιαγιά [guiaguiá] (n./f.) 1: (parentesco) abuela, nana, 2: vieja, anciana, γιακάς [guiacás] (ηΛη.) cuello.
623
γιαλός γιαλός [guialós] (n./m.) playa, orilla, γιαούρτι [guiaúrti] (n./n.) yogur, γιαπί [guiapí] (n./n.) construcción, γιάρδα [guiárda] (η,/f.) yarda, γιασεμί [guiasemí] (nyn.) jazmín. γιατί [guiatí] (conj.) porque. γιατί [guiatí] (conj.) ¿por qué?, γιατρειά [guiatriá] (n./f.) cura, cura ción, remedio, tratamiento, γιατρεύω [guiatrevo] (v.) curar, reme diar, sanar, tratar, medicinar, γιατρικό [guiatricó] (n./n.) medica mento, medicina, remedio, droga, γιατρός [guiatrós] (n./m.+f.) médico, médica, doctor, doctora, γιαχνί [guiajní] (n./n.) guisado, guiso, γιαχνίζω [guiajnídso] (v.) guisar, co cer. γίγαντας [guígandas] (nym.) gigante, γιγαντιαίος [guigandiéos] (adj.) gi gantesco, colosal, enorme, titánico, γιγαντομαχία [guigandomajía] (nyf.) batalla de gigantes, γιγαντόσωμος [guigandósomos] (adj.) gigantesco, enorme, γίδα [guída] (nyf.) cabra, γίδι [guídi] (n./n.) cabra, γιδοβοσκός [guidovoscós] (nym.) ca brero. γιδοτόμαρο [guidotómaro] (n./n.) pe llejo de la cabra, γιλέκο [guiléco] (n./n.) chaleco, γινάτι [guináti] (n./n.) obstinación, terquedad, tenacidad, rencor, cabe zonada, testadurez. γίνομαι [guiñóme] (v.) 1: hacerse, lle gar a ser, 2: volverse ·έγινε μεγάλος επιστήμονας- llego a ser/ se hizo un gran científico ·όταν τον βλέπω, γί νομαι νευρικός- cuando le veo me vuelvo nervioso · τι γίνεται;- ¿qué sucede?/¿qué pasa?, γινόμενο [guinómeno] (nyn.) (Mat.) producto.
1 2
γινωμένος [guinoménos] (adj.) ma duro. γιορτάζω [guiortádso] (v.) festejar, ce lebrar, conmemorar, γιορτασμός [guiortasmós] (n./m.) festejo, fiesta, celebración, conme moración, γιορταστικός [guiortasticós] (adj.) fes tivo. γιορτή [guiortí] (n./f.) fiesta, festividad, festejo, celebración · ονομαστική γιορτή- día onomástico, γιορτινός [guiortinós] (adj.) festivo, γιος [guiós] (n./m.) hijo, γιουρούσι [guiurúsi] n. asalto, γιουχάρω [guiujáro] (v.) abuchear, re chiflar, burlarse, silbar, mofarse, γιρλάντα [guirlánda] (nyf.) guirnalda, γκαβός [gkavós] (adj.) bizco, estrábi co, bisojo, γκάζι [gkádsi] (n./n.) gas. γκαζόζα [gkadsódsa] (n./f.) gaseosa, soda, agua carbónica, γκαζόν [gkadsón] (nyn.) césped, hie rba, yerba, γκάιντα [gkáida] (n./f.) gaita, γκάμα [gkáma] (n./f.) gama, variedad • αυτό το μαγαζί έχει μεγάλη γκάμα παπουτσιών- en esta tienda hay una gran variedad de zapatos, γκαράζ [gkaráds] (nyn.) garaje, esta cionamiento, cochera, γκαρίζω [gkarídso] (v.) 1: rebuznar, roznar, 2: gritar, γκάρισμα [gkárisma] (nyn.) rebuzno, γκαρνταρόμπα [gkardaróba] (nyf.) guar darropa. γκαρσόνα [gkarsóna] (nyf.) camarera, γκαρσόνι [gkarsóni] (nym.) 1: camare ro, sirviente, 2: (Amer. Lat.) mesero, γκαρσονιέρα [gkarsoñéra] (nyf.) estu dio, piso pequeño, γκάστρωμα [gkástroma] (nyn.) emba razo.
624
γλυκερίνη γκαστρωμένη [gkastroméni] (adj.) embarazada, γκαστρώνω [gkastróno] (v.) impre gnar. γκάφα [gkáfa] (nVf.) metedura de pata, γκέμι [gkémi] (n./n.) rienda, γκίνια [gkíña] (nVf.) mala suerte, des ventura, infortunio, desgracia, γκιόνης [gkiónis] (n./m.) autillo, γκολ [gkol] (n./n.) gol. γκουβερνάντα [gkuvernánda] (n./f.) niñera, tata, nodriza, γκρεμίζω [gkremídso] (v.) derribar, derrumbar, demoler, destruir, γκρέμισμα [gkrémisma] n. derribo, derribamiento, demolición, caída, destrucción, γκρεμίσματα [gkremísmata] n.pl. rui nas, escombros, γκρεμός [gkremós] (n./m.) precipicio, barranco, acantilado, γκρι [gkri] (n./n.) gris, γκρίζος [gkrídsos] (adj.) gris, γκριμάτσα [gkrimátsa] (n./f.) mueca, gesto, visaje, γκρίνια [gkríña] (n7f.) refunfuño, gru ñido, gemido, plañido, γκρινιάζω [gkriñádso] (v.) refunfuñar, gruñir, gemir, plañir, γκρινιάρης [gkriñáris] (adj.) refunfu ñón, gruñón, murmurador, γλάρος [gláros] (nVm.) gaviota, γλαρώνω [glaróno] (v.) sentirse soño liento. γλάστρα [glástra] (n./f.) maceta, tie sto. γλαύκωμα [gláfcoma] (n./n.) (Med.) glaucoma. γλαφυρός [glafirós] (adj.) elegante, ameno, grato, placentero, gracioso, γλείφομαι [glífome] (v.) relamerse, γλείφω [glifo] (v.) 1: lamer, chupar, len güetear, 2: adular por interés propio, γλείψιμο [glípsimo] (n./n.) 1: lamedu
ra, 2: adulación por interés propio, γλεντζές [glendsés] (n./m.) juerguista, fiestero, jaraneo, γλέντι [gléndi] (n7n.) juerga, fiestón, diversión, parranda, γλεντώ [glendó] (v.) divertirse, pasár selo bien, fastejar, entretener, γλίνα [glína] (nVf.) grasa animal co mestible. γλιστερός [glisterós] (adj.) resbaladi zo, escurridizo, deslizante, γλίστρημα [gllstrima] (n7n.) desliza miento, resbalón, desliz, tropiezo, γλιστρώ [glistró] (v.) resbalar, escurrir(se). γλίτσα [glltsa] (n./f.) mugre, γλίτωμα [glítoma] (n7n.) salvación, es capatoria, salvamento, rescate, γλιτώνω [glitóno] (v.) salvar(se), esca parse, escabullirse, γλοιός [gliós] (n7m.) mucosidad, moco, flema. γλοιώδης [gliódis] (adj.) glutinoso, vi scoso, pegajoso, γλόμπος [glómbos] (n7m.) 1: bombi lla, globo, 2: bola, γλουτός [glutós] (n./m.) nalga, anca, glúteo. γλυκά [glicá] (adv.) dulcemente, sua vemente ·μιλάει γλυκά- habla dul cemente. γλύκα [glíca] (n./f.) dulzura, suavidad, ternura, docilidad, γλυκαιμία [gliquemía] (n./f.) gluce mia. γλυκαίνω [gliquéno] (v.) endulzar, dul cificar. γλυκανάλατος [glicanálatos] (adj.) za lamero. γλυκάνισο [glicániso] (n./n.) anís, γλυκαντικός [glicandicós] (adj.) dul cificante. γλυκασμός [glicasmós] (nym.) dulci ficación. γλυκερίνη [gliquerini] (n7f.) glicerina.
625
γλυκερός γλυκερός [gliquerós] (adj.) dulzón, γλύκισμα [glíqulsma] (n./n.) dulce, pastel, golosina, γλυκό [glicó] (n./n.) dulce, pastel •γλυ κό του κουταλιού- dulce en almíbar, γλυκόξινος [glicóksinos] (adj.) agri dulce. γλυκοπατάτα [glicopatáta] (n./f.) ba tata. γλυκός [glicós] (adj.) dulce, almibara do, meloso, γλυκοχάραμα [glicojáragma] (n./n.) alba, aurora, γλυκύτητα [gliquítita] (ηΛ.) 1: dulzu ra, dulzor, melosidad, 2: amabilidad, simpatía. γλύπτης [glíptis] (ηΛη.) escultor, ta llista. γλυπτική [gliptiquQ (ηΛ) escultura, estatuaria, γλύφανο [glífano] (n./n.) cincel, gu bia. γλυφή [glifí] (n./f.) cincelado, entalla dura. γλυφός [glifós] (adj.) salobre, γλύφω [glifo] (v.) esculpir, grabar, ta llar, modelar, cincelar, γλώσσα [glósa] (ηΛ) 1: lengua, 2: lenguaje, idioma, dialecto · μητρι κή γλώσσα- lengua madre · ξένη γλώσσα- idioma extranjero/ lengua extranjera, γλωσσάριο [glosário] (n./n.) glosario, γλωσσικός [glosicós] (adj.) lingual, γλωσσίτιδα [glosítida] (ηΛ.) inflama ción de la lengua, γλωσσοδέτης [glosodétis] (n7m.) tra balenguas, γλωσσολογία [glosologuía] (ηΛ) lin güística. γλωσσολογικός [glosologuicós] (adj.) lingüístico, γλωσσολόγος [glosológos] (ηΛη.) lin güista.
γλωσσομάθεια [glosomácia] (n./f.) co nocimiento de muchos idiomas, γλωσσομαθής [glosomacís] (adj.) po lígloto, experto en muchos idiomas, γλωσσοτρώω [glosotróo] (v.) deni grar, criticar, γνάθος [gnázos] (n./f.) mandíbula, γνέθω [gnézo] (v.) hilar, devanar, γνέφω [gnéfo] (v.) hacer seña, hacer señal, gesticular, γνέψιμο [gnépsimo] (ηΛι.) seña, se ñal, gesto, ademan, γνήσιος [gnísios] (adj.) auténtico, ori ginal, verdadero, puro, γνησιότητα [gnisiótita] (ηΛ.) auten ticidad. γνωμάτευση [gnomátefsi] (n./f.) opi nión, dictamen, juicio, sentencia, creencia. γνωματεύω [gnomatévo] (v.) opinar, dictaminar, juzgar, sentenciar, γνώμη [gnómi] (ηΛ) opinión, parecer, punto de vista ·κοινή γνώμη- opi nión pública ·αλλάζω γνώμη- mu dar de opinión, γνωμικό [gnomicó] (ηΛι.) sentencia, dicho, refrán, γνωμοδότης [gnomodótis] (n7m.) es pecialista, asesor, γνωμοδοτώ [gnomodotó] (v.) opinar, γνώμονας [gnómonas] (n7m.) regla, norma, principio, γνωρίζω [gnorídso] (v.) conocer, sa ber, hacer saber, γνωριμία [gnorimía] (ηΛ.) conoci miento. γνώριμος [gnórimos] (adj.) conocido, γνώρισμα [gnórisma] (ηΛι.) 1: cara cterística, indicio, 2: signo, marca, γνώση [gnósi] (n./f.) conocimiento, sabiduría, saber, cultura ·ενγνώσειser conciente de algo, γνώστης [gnóstis] (nym.) conocedor, informado, enterado, consciente.
626
γουδί γνωστικισμός [gnostiquismós] (n./m.) gnosticismo, γνωστικός [gnosticós] (adj.) prude nte, razonable, γνωστοποίηση [gnostopíisi] (n./f.) anuncio, aviso, notificación, γνωστοποιώ [gnostopió] (v.) anun ciar, avisar, notificar, informar, γνωστός [gnostós] (adj.) conocido, famoso, célebre, renombrado, afa mado. γόβα [góva] (n7f.) tacones, zapatos de tacón alto, γογγύζω [goguídso] (v.) quejarse, murmurar, gemir, lamentarse, refu nfuñar. γογγυσμός [goguismós] (n./m.) queja, quejido, gemido, refunfuño, γοερά [goerá] (adv.) lamentableme nte. γοερός [goerós] (adj.) lastimero, lacri moso, quejoso, γόης [góis] (nVm.) 1: encantador, he chicero, 2: fascinante, atractivo, γόησσα [góisa] (n./f.) encantadora, hechicera, γοητεία [goitía] (n./f.) encanto, hechi zo, embrujo, fascinación, γοητευτικός [goitefticós] (adj.) enca ntador, seductor, atrayente, γοητεύω [goitévo] (v.) encantar, he chizar, seducir, fascinar, γόητρο [góitro] (n./n.) prestigio, fama, reconocimiento ·δεν έχει πια τόσο γόητρο- ya no goza de tanto pres tigio. γολέτα [goléta] (n./f.) goleta, γομάρι [gomári] (n7n.) asno, tonto, γόμμα [góma] (n7f.) goma de borrar, γόμος [gómos] (nVm.) relleno, γομφίος [gomfíos] (nVm.) muela, γόμφος [gómfos] (n./m.) tornillo, γόμωση [gómosi] (n./f.) carga, γονατίζω[gonatídso] (v.) 1: arrodillar(se),
acuclillarse, 2: (metáf.) debilitar(se), agotar, cansar, γονάτισμα [gonátisma] (n./n.) arrodi llamiento, genuflexión, γονατιστός [gonatistós] (adj.) arrodi llado, de rodillas, γόνατο [gónato] (n./n.) rodilla, γόνδολα [góndola] (n./f.) góndola, γονδολιέρης [gondoliéris] (n7m.) gon dolero. γονέας [gonéas] (n./m.) el padre, la madre. γονίδιο [gonídio] (n7n.) gen, gene, γονικός [gonicós] (adj.) paternal, ma ternal. γονιμοποίηση [gonimopíisi] (n7f.) 1: fecundación, fertilización, 2: (pla ntas) polinización, γονιμοποιώ [gonimopió] (v.) fecu ndar, fertilizar, concibir. γόνιμος [gónimos] (adj.) fecundo, fér til. γονιμότητα [gonimótita] (n7f.) fecu ndidad, fertilidad, γονόκοκκος [gonococos] (nVm.) go nococo. γόνος [gónos] (n./m.) descendiente, esperma, semilla, γονυκλισία [gonidisía] (nVf.) genufexión. γόος [góos] (n7m.) gemido, lamento, plañido, llanto, γόπα [gópa] (n7f.) colilla, γοργόνα [gorgóna] (n./f.) sirena, γοργοπόδαρος [gorgopódaros] (adj.) corredor, rápido, γοργός [gorgós] (adj.) ágil, rápido, ve loz, acelerado, γορίλλας [gorilas] (n7m.) gorila, γοτθικός [gotcicós] (adj.) gótico. Γότθος [gótzos] (adj.) godo, γούβα [gúva] (nyf.) hoyo, hueco, con cavidad. γουδί [gudí] (nVn.) mortero, almirez.
627
γουδοχέρι machacador, γουδοχέρι [gudojéri] (nVn.) mano de mortero, mano de almirez, γουλιά [guliá] (n./f.) trago, sorbo ·μια γουλιά κρασί- un sorbo de vino · πίνω γουλιά γουλιά- beber a sorbos pequeños · το ήπιε με μια γουλιά (μονορούφι)- lo bebió de un trago, γούνα [gúna] (nVf.) piel, pellejo, γουναράδικο [gunarádico] (nVn.) pe letería. γουναράς [gunarás] (nVm.) peletero, γουναρικό [gunaricó] (nVn.) abrigo de piel. γουργουρητό [gurguritó] (n7n.) gor goteo. γουργουρίζω [gurgurídso] (v.) gorgo tear, gruñir la tripa, ronronear, γουργούρισμα [gurgúrisma] (n7n.) borborigmo, ronroneo, γούρι [gúri] (nVn.) 1: suerte, fortuna, azar, 2: amuleto, talismán, γούρικσς [gúricos] (adj.) afortunado, γουρλομάτης [gurlomátis] (adj.) de ojos saltones, γουρλώνω [gurlóno] (v.) desencajar los ojos. γούρνα [gúrna] (nVf.) pila, estanque, γουρούνα [gurúna] (nVf.) cerda, pue rca. γουρουνάκι [gurunáqui] (n7n.) lechón. γουρούνι [gurúni] (n./n.) cerdo, pue rco, cochino, γουρουνόπουλο [gurunópulo] (nVn.) lechón, cochinillo, γουρουνότριχα [gurunótrija] (n7f.) cerda. γουστάρω [gustáro] (v.) gustar, de sear, querer, anhelar, γούστο [gusto] (n./n.) gusto, γουστόζικος [gustódsicos] (adj.) gra cioso, divertido, chistoso, cómico, γοφός [gofós] (n7m.) cadera, γραβάτα [graváta] (nJf.) corbata.
Γραικός [grecós] (nym.) griego, γράμμα [gráma] (n7n.) 1: letra, 2: carta, mensaje ·κατά γράμμα- a rajatabla, γραμμάριο [gramário] (nVn.) gramo, γραμματέας [gramatéas] (n7m.+f.) se cretario, secretaria, γραμματεία [gramatía] (nVf.) secreta ría. γραμματιζούμενος [gramatidsémenos] (adj.) letrado, culto, sabio, leído, γραμματική [gramatiquí] (nVf.) gra mática. γραμμάτιο [gramátio] (nVn.) letra de cambio, pagaré, γραμματισμένος [gramatisménos] (adj.) letrado, culto, sabio, γραμματοκιβώτιο [gramatoquivótio] (nVn.) buzón, γραμματόσημο [gramatósimo] (n7n.) sello postal, γραμματοσημοσυλλέκτης [gramatosimosiléctis] (n./m.) filatelista, γραμμένος [graménos] (adj.) 1: escrito, 2: inscrito, registrado, matriculado, γραμμή [gramí] (nVf.) 1: línea, raya, renglón, barra, 2: fila, cola, γραμμικός [gramicós] (adj.) lineal, γραμμόφωνο [gramófono] (nVn.) gra mófono, tocadiscos, γραμμωτός [gramotós] (adj.) rayado, listado, estriado, γρανάζι [granádsi] (nVn.) rueda de ntada. γρανίτης [granítis] (n7m.) granito, γραπτά [graptá] (adv.) por escrito, γραπτό [graptó] (n./n.) escrito, desti no, el sino, γραπτός [graptós] (adj.) escrito ·γρα πτή αίτηση- solicitud escrita, γραπώνω [grapóno] (v.) coger, tomar, γρασάρω [grasáro] (v.) engrasar, lu bricar. γράσο [gráso] (n7n.) grasa, sebo, γρασίδι [grasídi] (n7n.) césped, hie
628
γυμνάζω rba, yerba, γρατζουνιά [gratsuñá] (ηΛ) arañazo, rasguño, rasgadura, raspón, γρατζουνίζω [gratsunídso] (v.) arañar, rasguñar, rascar, γραφέας [graféas] (ηΛη.) escribano, oficinista, copista, amanuense, γραφείο [grafio] (ηΛ.) 1: (mueble) es critorio, 2: oficina, despacho, estudio, bufete, 3: departamento, agencia . γραφείο παραπόνων- oficina de reclamaciones ·γραφείο απολεσϋέντων- departamento de cosas perdi das ·ταξιδιωτικό γραφείο- agencia de viajes ·υπάλληλος γραφείου- tra bajador de cuello blanco, γραφειοκρατία [grafiocratía] (ηΛ.) burocracia, γραφή [grafí] (ηΛ.) escritura, tran scripción. γραφιάς [grafiás] (nVm.) oficinista, amanuennse. γραφίδα [grafída] (ηΛ.) pluma, bolí grafo. γραφικός [graficós] (adj.) 1: gráfico, descriptivo, 2: (paisaje) pintoresco, folclórico, γραφίτης [grafítis] (n7m.) grafito, γραφολογία [grafologuía] (ηΛ.) grafología. γραφολόγος [grafológos] (n./m.) grafólogo. γραφομηχανή [grafomijaní] (ηΛ.) máquina de escribir, γράφω [gráfo] (v.) escribir, transcribir, anotar, redactar, γράψιμο [grápsimo] (ηΛι.) escritura, redacción, γρήγορα [grígora] (adv.) 1: rápida mente, velozmente, deprisa, a toda prisa, 2: pronto, γρηγοράδα [grigoráda] (nVf.) rapidez, prisa, apresuramiento, γρήγορος [grígoros] (adj.) rápido, ve
loz, apresurado, acelerado, γρηγορώ [grigoró] (v.) avisparse, apre surarse, tener prisa, γριά [griá] (ηΛ.) vieja, anciana, γρίλια [grília] (ηΛ.) reja, enrejado, γρίπη [grípi] (ηΛ.) gripe, catarro, in fluenza. γρίφος [grifos] (ηΛη.) jerigonza, jero glífico. γριφώδης [grifódis] (adj.) enigmático, γροθιά [grociá] (ηΛ.) puño, puñetazo, golpe, golpazo, punzón, γρονθοκοπώ [gronzocopó] (v.) go lpear, dar pupetazos, pegar, γρουσούζης [grusúdsis] (adj.) él que trae mala suerte, maléfico, γρουσουζιά [grusudsiá] (ηΛ) mala suerte. γρυλλίζω [grilídso] (v.) gruñir, refu nfuñar. γρυλλισμός [grilismós] (nVm.) gruñi do, gemido, refunfuño, γρύλλος [grílos] (nym.) 1: (Zoo!.) grillo, 2: (máquina) gato, γυάλα [guiála] (ηΛ.) frasco, jarra, γυαλάδα [guialáda] (nVf.) brillo, bri llantez, destello, γυαλάδικο [guialádico] (ηΛι.) crista lería. γυαλί [guialí] (ηΛ.) vidrio, cristal, γυαλιά [guialiá] (nVn.) pl. gafas, γυαλίζω [guialídso] (v.) 1: brillar, relu cir, irradiar, abrillantar, 2: pulir, γυαλικά [guialicá] (ηΛ.) pl. cristalería, servicio. γυάλινος [guiálinos] (adj.) de vidrio, vitreo, cristalino, γυαλιστερός [guialisterós] (adj.) bri llante, reluciente, deslumbrante, centellante, γυαλόχαρτο [guialójarto] (ηΛ.) papel de lija. γυλιός [guilós] (nVm.) mochila, γυμνάζω [guimnádso] (v.) 1: entrenar.
629
γυμνασιάρχης adiestrar, ejercitar, 2: ejercer, γυμνασιάρχης [guimnasiárjis] (nym.) director de colegio, γυμνάσιο [guimnásio] (n./n.) colegio, γυμναστήριο [guimnastírio] (n7n.) gim nasio. γυμναστής [guimnastís] (n./m.) pro fesor de gimnasia, gimnasta, entre nador. γυμναστική [guimnastiquí] (n./f.) gim nasia, entrenamiento, ejercicio físico, γύμνια [guímnia] (n7f.) desnudez, desabrigo, γυμνισμός [guimnismós] (n7m.) nu dismo, desnudismo, γυμνιστής [guimnistís] (n7m.) nudi sta, desnudista, γυμνός [guimnós] (adj.) desnudo, nudo, desabrigado, γυμνοσάλιαγκας [guimnosáligkas] (n/m.) babosa. γυμνώνω [guimnóno] (v.) desnudar, desvestir, desarropar, desabrigar, γυναίκα [guinéca] (n./f.) 1: (sexo) mu jer, 2: (matrimonio) esposa, cónyu gue. γυναικάς [guinecás] (n7m.) mujeriego, γυναικείος [guinequíos] (adj.) femeni no, femenil, de dama, γυναικοκρατία [guinecocratía] (nVf.) ginecocracia, feminismo, γυναικολόγος [guinecológos] (n./m.) ginecólogo, γυναικόπαιδα [guinecópeda] (n7n.) pl. mujeres y niños, γυναικοπρέπεια [guinecoprépia] (n./f.) feminidad, γυναικούλα [guinecúla] (nyf.) mujercita. γύναιο [guineo] (n7n.) 1: mujerzuela, mujer de mala reputación, 2: (coloq.) puta. γυνή [guiní] (n7f.) 1: (sexo) mujer, 2: (matrimonio) esposa, cónyugue.
γύπας [guipas] (n./m.) buitre, γυρεύω [guirévo] (v.) buscar, γύρη [guiri] (nyf.) polen, γυρίζω [guirídso] (v.) 1: volver, regre sar, 2: girar, dar vueltas, rodar, cam biar de dirección, γυρίνος [guirínos] (n7n.) renacuajo, γύρισμα [guírisma] (n./n.) 1: vuelta, re greso, turno, 2: giro, vuelco, 3: (Mar.) viraje, 4: (película) rodaje, γυρισμός [guirismós] (n./m.) vuelta, regreso, tornada, retorno, γυρνώ [guirnó] (v.) 1: volver, regresar, tornar, 2: girar, dar vueltas, rotar, 3: (Mar.) virar, 4: (película) rodar, γυρολόγος [guirológos] (n7m.) buho nero. γύρος [güiros] (n./m.) 1: vuelta, giro, vuelco, turno, 2: viaje, 3: rodeo, γυροσκόπιο [guiroscópio] (nVn.) gi roscopio, giróscopo, γυροφέρνω [guiroférno] (v.) retrasar, γύρω [güiro] (adv.) 1: alrededor (de), en torno (a), 2: cerca (de), γύφτικος [guífticos] (adj.) gitano, γύφτος [guíftos] (nVm.) gitano, γύψινος [guípsinos] (adj.) de yeso, γυψοκάμινος [guipsocáminos] (n./f.) yesal, donde se cuece el yeso, γυψοποιείο [guipsopiío] (n./n.) yese ría. γυψοποιός [guipsopiós] (n./m.) yese ro. γύψος [guípsos] (n./m.) yeso, γωνία [gonía] (n./f.) ángulo, esquina, rincón. γωνιακός [goniacós] (adj.) anguloso, esquinado, de la esquina, γωνιόμετρο [goniómetro] (n7n.) go niómetro, γωνιώδης [goniódis] (adj.) 1: angular, anguloso, 2: puntiagudo.
630
Δ, 6, [délta] (η./η.) cuarta letra del alfa beto griego, δα [da] (conj.) pues, ni. δαγκάνα [dagkána] (n7f.) pinza, te naza. δαγκανιάρης [dagkañáris] (adj.) mordedor. δάγκωμα [dágkoma] (nyn.) mordedu ra, mordisco, dentellada, δαγκωνιά [dagkoñá] (n./f.) mordedu ra, bocado, mordisco, tarascada, δαγκώνω [dagkóno] (v.) morder, ta rascar. δάδα [dáda] (n./f.) antorcha, tea. δαδί [dadí] (n7n.) rama para encender el fuego. δαδούχος [dadújos] (n./m.) él que lle va la antorcha, δαίδαλος [dédalos] (n./m.) dédalo, la berinto ·Δαίδαλος- Daedalus. δαιδαλώδης [dedalódis] (adj.) confu so, laberíntico, δαίμονας [démonas] (n./m.) demonio, diablo, satanás, δαιμονίζω [demonídso] (v.) endemo niar, volver loco, δαιμονικός [demonicós] (adj.) 1: dia bólico, satánico, demoniaco, perver so, 2: (metáf.) genial, δαιμόνιο [demonio] (n7n.) 1: demo nio, espíritu maligno, 2: (metáf.) ge nio. δαιμόνιος [demónios] (adj.) 1: diabóli co, perverso, 2: (metáf.) genial, inge nioso. δαιμονισμένος [demonisménos] (adj.) endemoniado, poseído, endiablado, δαιμονιώδης [demoniódis] (adj.) fre nético, furioso, δαιμονομανία [demonomanía] (n7f.) demonomanía, δαιμονομαντεία [demonomandía] (nVf.)
demonomancia. δάκρυ [dácri] (n./n.) lágrima, δακρυγόνος [dacrigónos] (adj.) lacri mal, lacrimógeno, δακρύζω [dracrídso] (v.) lagrimear, llo riquear, gimotear, llorar, δάκρυσμα [dácrisma] (n7n.) lagri meo. δακτυλήθρα [dactilízra] (nVf.) dedal, δακτυλικός [dactilicós] (adj.) 1: dacti lar, digital, 2: (verso) dactilico, δακτύλιος [dactílios] (n7m.) anillo, anilla. δακτυλογραφία [dactilografía] (nVf.) macanografía. δακτυλογράφος [dactilógrafos] (n7m.)/ (nVf.) mecanógrafo, mecanógrafa, δακτυλογραφώ [dactilógrafo] (v.) me canografiar, δακτυλοδεικτούμενος [dactilodictúmenos] (adj.) notorio, célebre, δάκτυλος [dáctilos] (n7m.) dedo, δαλτονισμός [daltonismós] (n7m.) dal tonismo. δαμάζω [damádso] (v.) domar, domi nar, someter, avasallar, δαμάλα [damála] (n./f.) vaca, δαμάλι [damáli] (nVn.) ternero, terne ra. δαμαλίζω [damalídso] (v.) vacunar, δαμαλισμός [damalismós] (n7m.) va cunación, δαμασκηνιά [damasquiñá] (nVf.) ci ruelo. δαμάσκηνο [damásquino] (nVn.) ci ruela. δαμαστής [damastís] (n7m.) doma dor, amansador, δαμάστρια [damástria] (n7f.) doma dora, amansadora, δανδής [dandis] (n./m.) hombre muy elegante. δανείζομαι [danídsome] (v.) pedir prés tamo.
631
δανειζόμενος δανειζόμενος [danidsómenos] (adj.) prestatario, δανείζω [danídso] (v.) prestar, dar préstamo, δανεικός [danicós] (adj.) prestado · δανεικά ρούχα- ropa prestada, δάνειο [dánio] (n./n.) préstamo, crédi to bancario, empréstito · πολεμικό δάνειο- empréstito de guerra, δανεισμός [danismós] (ηΛη.) 1: pres tación, 2: ayuda, δανειστής [danistís] (n7m.) prestami sta, prestador, usurero, acreedor, δανειστικός [danisticós] (adj.) circu lante · δανειστική βιβλιοθήκη- bi blioteca circulante. Δανός [danós] (n7m.) danés, dinamar qués. δαντέλα [dantéla] (n./f.) encaje, punti lla, bordado, δαντελένιος [danteléños] (adj.) hecho de encaje, parecido al encaje, δαπάνη [dapáni] (ηΛ.) gasto, coste, desembolso, δαπανηρός [dapanirós] (adj.) costoso, caro, valioso, de alto precio, δαπανώ [dapanó] (v.) gastar, desem bolsar, consumir, δάπεδο [dápedo] (nVn.) suelo, piso, δαρβινισμός [darvinismós] (n./m.) darwinismo. δαρβινιστής [darvinistís] (n./m.) darwinista. δάρσιμο [dársimo] (n./n.) apaleo, pali za, zurra, aporreo, δασαρχείο [dasarjío] (n./n.) inspe cción forestal, δασάρχης [dasárjis] (nVm.) inspector de bosques, δασεία [dasía] (n./f.) (Gram.) espíritu áspero. δασικός [dasicós] (adj.) selvático, de bosque ·δασική έκταση- a) área salvatica, b) bosque.
δασκάλα [dascála] (n./f.) maestra, pro fesora. δασκαλεύω [dascalévo] (v.) enseñar, educar, instruir, adiestrar, δασκαλίστικος [dascalísticos] (adj.) pedante. δάσκαλος [dáscalos] (n7m.) maestro, profesor. δασμολόγηση [dasmológuisi] (ηΛ.) tasación. δασμολογικός [dasmologuicós] (adj.) arancelario, δασμολόγιο [dasmológuio] (n/n.) aran cel. δασμολογώ [dasmologó] (v.) cobrar/ imponer los impuestos, δασμός [dasmós] (n./m.) arancel, im puesto, tasa, δασοκομία [dasocomía] (n./f.) silvi cultura. δασολογία [dasologuía] (ηΛ) ciencia forestal. δασολόγος [dasológos] (n./m+f.) silvi cultor, silvicultora. δασονομία [dasonomía] (ηΛ) admi nistración forestal, δασονόμος [dasonómos] (ηΛη.) ad ministrador forestal, δάσος [dásos] (n./n.) bosque, δασότοπος [dasótopos] (nVm.) bo sque. δασοφύλακας [dasofílacas] (nVm.) guarda forestal, δασοφυλακείο [dasofiláquio] (n./n.) puesto forestal, δασοφυλακή [dasofilaquí] (ηΛ.) cuer po forestal, δασοφυτεία [dasofitla] (ηΛ.) planta ción de bosques, δασύλλιο [dasílio] n. arboleda, bosquecillo. δασύμαλλος [dasímalos] (adj.) cabe lludo, peludo, melenudo, δασύς [dasís] (adj.) espeso, tupido.
632
δεκαέξι δασύτριχος [dasítrijos] (adj.) velludo, peludo ·δασύτριχο στήθος- pecho velludo. δασύφυλλος [dasífilos] (adj.) frondo so, espeso, δασώδης [dasódis] (adj.) arbolado, boscoso, selvático, δάσωση [dásosi] (nyn.) el plantar bo sques. δάφνη [dáfni] (nyf.) laurel · επανα παύομαι στις δάφνες μου- dormirse en los laures. δαφνέλαιο [dafnéleo] (nyn.) aceite de laurel. δαφνοστεφής [dafnostefís] (adj.) lau reado, galardonado, condecorado, δαφνόφυλλο [dafnófilo] (nym.) hoja de laurel, δαχτυλήθρα [dajtilízra] (n./f.) dedal, δαχτυλιά [dajtiliá] (n./f.) huella dacti lar. δαχτυλίδι [dajtilidi] (n./n.) 1: (adorno) anillo, sortija, alianza, 2: anilla, argo lla, aro ·δαχτυλίδι αρραβώνα- anillo de compromiso · δαχτυλίδι γάμουalianza/ anillo de boda, δάχτυλο [dájtilo] (nyn.) dedo ·τρώω τα δάχτυλά μου από την αγωνία- co merse los dedos ·γλείφω τα δάχτυ λά μου- chuparse los dedos, δε [de] (part.) y, más, en cambio, por otro lado, sino, δεδηλωμένος [dediloménos] (adj.) declarado, δεδομένα [dedoména] (nyn.) pl. da tos. δεδομένο [dedoméno] (nyn.) hecho, dato, cosa cierta, δέηση [déisi] (n./f.) ruego, suplica, ora ción, plegaria, δείγμα [dígma] (nyn.) 1: muestra, ejemplo, 2: prueba, señal, evidencia, δειγματοληψία [digmatolipsía] (nyf.) muestreo, toma de muestras.
δειγματολόγιο [digmatológuio] (nyn.) muestrario, δείκτης [díctis] (nym.) 1: índice, 2: (re loj) aguja, 3: dedo índice, δεικτικός [dicticós] (adj.) 1: indicador, 2: (Gram.) demostrativo, δειλία [dilía] (nyf.) temor, cobardía, pusilanimidad, acobardamiento, δειλιάζω [diliádso] (v.) temer, coba rdear. δειλινό [dilinó] (n./n.) tarde, atardecer, ocaso, crepúsculo, δειλός [dilós] (adj.) cobarde, miedoso, pusilánime, δεινά [diná] (nyn.) pl. tribulación, su frimientos, aflicciones, δεινοπάθημα [dinopácima] (nyn.) tri bulación, sufrimiento, aflicción, pena, δεινοπαθώ [dinopazó] (v.) padecer, sufrir, tolerar, soportar, δεινός [dinós] (adj.) terrible, treme ndo, temible, δεινόσαυρος [dinósavros] (nym.) di nosaurio. δεινότητα [dinótita] (nyf.) destreza, pericia, maestría, capacidad, habili dad. δείπνο [dípno] (n./n.) cena ·επίσημο δείπνο- cena formal, δειπνώ [dipnó] (v.) cenar, δεισιδαίμονας [disidémonas] (adj.) supersticioso, fetichista, δεισιδαιμονία [disidemonía] (nyf.) su perstición, fetichismo, δείχνω [díjno] (v.) enseñar, mostrar, indicar, apuntar, δέκα [déca] (núm.) diez, δεκάδα [decáda] (nyf.) decena, δεκαδικός [decadicós] (adj.) decimal, δεκάεδρος [decáedros] (adj.) decae dro. δεκαεννέα [decaenéa] (núm.) dieci nueve. δεκαέξι [decaéksi] (núm.) dieciseis.
633
δεκαετηρίδα δεκαετηρίδα [decaetirída] (adj.) de cenio. δεκαετία [decaetía] (n./f.) década, de cenio. δεκαεφτά [decaeftá] (núm.) diecisie te. δεκαήμερο [decaímero] (n7n.) de diez días de duración ·δεκαήμερο προ σφορών· diez días de rebajas, δεκάλεπτο [decálepto] (n./n.) 1: (tiem po) diez minutos, 2: (moneda) diez céntimos, δεκάλογος [decálogos] (n7m.) decá logo. δεκαμελής [decamelís] (adj.) de diez miembros · δεκαμελής ορχήστραorquesta de diez miembros, δεκαμερής [decamerís] (adj.) de diez partes. δεκάμετρο [decámetro] (nVn.) decá metro. δεκανέας [decanéas] (n./m.) cabo, sargento, δεκανίκι [decaníqui] (n./n.) muleta, δεκαοκτώ [decaoctó] (núm.) diecio cho. δεκαπενθήμερο [decapencímero] (nVn.) quincena. δεκαπενταύγουστος [decapendávgustos] (n7m.) el quince de agosto- día de la muerte de la Virgen María, δεκαπέντε [decapénde] (núm.) qui nce. δεκαπλάσιος [decaplásios] (adj.) dé cuplo. δεκάρα [decára] (n./f.) 1: moneda de diez céntimos, 2: duro · δεν αξίζει ούτε δεκάρα- no vale ni un duro, δεκαριά [decariá] (n./f.) unos diez, δεκασύλλαβος [decasílavos] (adj.) de casílabo. δεκατέσσερα [decatésera] (núm.) ca torce. δέκατος [décatos] (adj.) décimo.
δέκατος έβδομος [décatos évdomos] (adj.) decimoséptimo, δέκατος έκτος [décatos éctos] (adj.) decimoséxto. δέκατος ένατος [décatos énatos] (adj.) decimonoveno, δέκατος όγδοος [décatos ógdoos] (adj.) decimoctavo, δέκατος πέμπτος [décatos pémptos] (adj.) decimoquinto, δέκατος τέταρτος [décatos tétartos] (adj.) decimocuarto, δέκατος τρίτος [décatos trítos] (adj.) decimotercero, δεκατρία [decatría] (núm.) trece. Δεκέμβριος [dequémvrios] (n7m.) di ciembre. δέκτης [déctis] (n./m.) receptor, recibi dor, perceptor, δεκτικός [decticós] (adj.) receptivo, influenciable. δεκτικότητα [decticótita] (n./f.) rece ptividad. δεκτός [dectós] (adj.) admitido, ace ptado, recibido, admisible, δελεάζω [deleádso] (v.) embaucar, ca melar, engatusar, engolosinar, tentar, δέλεαρ [délear] (n./n.) cebo, señuelo, tentación, seducción, δελεαστικός [deleasticós] (adj.) tenta dor, seductor, δέλτα [délta] (n./n.) cuarta letra del al fabeto griego, delta, δελτάριο [deltário] (n./n.) tarjeta, δελτίο [deltío] (n./n.) boletín, comu nicado, folleto · δελτίο ταυτότη τας- carné de identidad ·δελτίο τύ που- comunicado de prensa ·δελτίο ειδήσεων- noticias ·δελτίο καιρούboletín meteorológico, δελφίνι [delfíni] (nVn.) delfín, δέμα [déma] (n./n.) 1: paquete, 2: bu lto, fardo, δεμάτι [demátí] (n7n.) haz, gavilla .
634
δεσμευτικός δεματιάζω [dematiádso] (ν.) atar, liar, anudar. δε(ν) [de(n)] (adv.) no. δενδροειδής [dendroidís] (adj.) arbó reo, arborescente, δενδροκαλλιέργεια [dendrocaliérguia] (n7f.) silvicultura, arboricultura. δενδροκαλλιεργητής [dendrocalierguitís] (nym.) silvicultor, arboricu ltor. δενδροκομία [dendrocomía] (nyf.) arboricultura. δενδροκόμος [dendrocómos] (n./m.) arboricultor, δενδρύλλιο [dendrílio] (n./n.) arbusto, árbol joven, δενδρώδης [dendródis] (adj.) arbola do. δέντρο [déndro] (n./n.) árbol, δεντρογαλιά [dendrogaliá] (nyf.) ví bora. δεντρολίβανο [dendrolívano] (n7n.) ro mero. δεντροστοιχία [dendrostijía] (nyf.) ar boleda. δεντροφυτεία [dendrofitía] (n./f.) ar boleda. δεντρόφυτος [dendrófitos] (adj.) plan tado de árboles, δένω [déno] (v.) atar, liar, encuadernar, anudar, aligar, amarrar, δεξαμενή [deksamení] (nyf.) estan que, aljibe, cisterna, tanque, depósi to ·δεξαμενή βενζίνης- depósito de gasolina. δεξαμενόπλοιο [deksamenóplio] (nyn.) tanque, buque cisterna, barco aljibe, δεξιά [deksiá] (adv.) a la derecha, δεξιός [deksiós] (adj.) derecho, dere chista, diestro ·δεξίχτύπημα- dere chazo. δεξιόστροφος [deksióstrofos] (adj.) en el sentido de las agujas del reloj.
δεξιοτέχνης [deksiotéjnis] (η7ππ.) dies tro, experto, hábil, mañoso, amana do. δεξιότητα [deksiótita] (nyf.) 1: destre za, habilidad, 2: arte, δεξιόχειρας [deksiójiras] (nym.) que usa la mano derecha, δεξιώνομαι [deksiónome] (v.) recibir, acoger, atender, δεξίωση [deksíosi] (nyf.) recepción, δέομαι [déome] (v.) suplicar, rogar, im plorar, pedir, δέον [déon] (nyn.) lo necesario, lo preciso. δεοντολογία [deondologuía] (nyf.) deontología, ética, moralidad, δεόντως [deóndos] (adv.) debida mente, apropiadamente, adecuada mente. δέος [déos] (nyn.) espanto, terror, pa vor, horror, miedo, pánico, δέρας [déras] (nyn.) vellón, δέρμα [dérma] (nyn.) 1: (hombre) piel, 2: (animal) cuero, δερμάτινος [dermátinos] (adj.) de piel, de cuero, δερματίτιδα [dermatítida] (nyf.) der matitis. δερματολογία [dermatologuía] (nyf.) dermatología, δερματολόγος [dermatólogos] (ny m.+f.) dermatólogo, δέρνω [dérno] (v.) pegar, golpear, sa cudir, zurrar, apalear, atizar, δέσιμο [désimo] (nyn.) atadura, liga dura, ligamento, lazo, δεσμά [desmá] (n./n.) 1: cadenas, la zos, grilletes, 2: (metáf.) cautiverio, esclavitud ·τα δεσμά της φιλίας- los lazos de la amistad ·τα δεσμά του έρωτα- los lazos del amor, δέσμευση [désmefsi] (nyf.) compro miso, cometido, obligación, δεσμευτικός [desmefticós] (adj.) obli-
635
δεσμεύω gatorio, obligado, forzoso, δεσμεύω [desmévo] (v.) 1: comprome ter, obligar, 2: encadenar, δέσμη [désmi] (nyf.) haz, manojo, δέσμιος [désmios] (adj.) atado, cauti vo, prisionero, δεσμός [desmós] (nym.) 1: lazo, ata dura, nudo, vínculo, 2: ligamento, unión, compromiso, δεσμοφύλακας [desmofílacas] (nym.) carcelero, guardia de la cárcel, δεσμωτήριο [desmotírio] (n./n.) pri sión, cárcel, celda, presidio · βάζω κάποιον φυλακή- meter a alguien en la cárcel ·βγάζω κάποιον από τη φυλακή- sacar a alguien de la cárcel, δεσμώτης [desmótis] (nym.) encarce lado, prisionero, cautivo, esclavo, δεσπόζω [despódso] (v.) dominar, rei nar, imperar, avasallar, δέσποινα [déspina] (nyf.) dama, seño ra, doña. δεσποινίδα [despinída] (nyf.) seño rita. δεσποτεία [despotía] (nyf.) despoti smo, absolutismo, autocracia, δεσπότης [despótis] (nym.) obispo, amo, dueño, señor, δεσποτικός [despoticós] (adj.) despó tico, autoritario, tiránico, δεσποτισμός [despotismós] (n./m.) despotismo, δετός [detós] (adj.) atado, amarrado, sujeto. Δευτέρα [deftéra] (nyf.) lunes ·(coloq.) Τσαγκαροδευτέρα- San lunes, δευτερεύων [defterévon] (adj.) 1: se cundario, acesorio, 2: (Gram.) subo rdinado · δευτερεύουσες προτά σεις- oraciones subordinadas, δευτερόλεπτο [defterólepto] (n.) (en relación a la hora) segundo, δευτερολογία [defterologuía] (n./f.) repetición.
δευτερολογώ [defterologó] (v.) repe tir, retomar la palabra, δεύτερος [défteros] (adj.) segundo, secundario ·δεύτερης κατηγορίαςde segunda calidad, δευτερότοκος [defterótocos] (adj.) se gundo hijo, δέχομαι [déjome] (v.) 1: aceptar, ad mitir, reconocer, adoptar, 2: recibir, acoger. δέων [déon] (adj.) conveniente, co rrecto, necesario, adecuado, δήθεν [dicen] 1: (adj.) manifestó, ostensible, aparente, 2: (adv.) aparen temente, como si, supuestamente, δηκτικός [dicticós] (adj.) mordiente, mordaz, cáustico, irónico, irritable, δηκτικότητα [dicticótita] (nyf.) mo rdacidad, sarcasmo, ironía, δηλαδή [diladí] (conj.) o sea, es decir, por ejemplo, δηλητηριάζω [dilitiriádso] (v.) 1: enve nenar, intoxicar, 2: infectar, contami nar, contagiar, δηλητηρίαση [dilitiríasi] (nyf.) enve nenamiento, intoxicación, contagio, δηλητήριο [dilitírio] (nyn.) veneno, pócima, poción, δηλητηριώδης [dilitiriódis] (adj.) 1: venenoso, tóxico, 2: nocivo, conta gioso. δηλώνω [dilóno] (v.) declarar, mani festar, confesar, afirmar, asegurar, δήλωση [dílosi] (nyf.) declaración, ma nifestación, , confesión, afirmación, δηλωτικός [diloticós] (adj.) declara nte. δηλωτέος [dilotéos] (adj.) declarable, δημαγωγία [dimagoguía] (nyf.) de magogia. δημαγωγικός [dimagoguicós] (adj.) demagógico, δημαγωγός [dimagogós] (nym.) de magogo.
636
δημοτικό δημαγωγώ [dimagogó] (ν.) actuar o hablar con demagogia, δημαρχείο [dimarjlo] (n.) ayuntamien to, municipio, alcaldía, δημαρχία [dimarjía] (n./f.) alcaldía, ayuntamiento, δημαρχιακός [dimarjiacós] (adj.) mu nicipal. δήμαρχος [dímarjos] (n./m.) alcalde, δημεγέρτης [dimeguértis] (nym.) agi tador, instigador, incitador, δημεγερτικός [dimeguerticós] (adj.) sedicioso, δήμευση [dímefsi] (nyf.) confiscación, decomiso, incautación, δημεύω [dimévo] (v.) confiscar, deco misar, incautarse, embargar, δημηγορία [dimigoría] (n./f.) discurso público, alocución, δημηγορώ [dimigoró] (v.) disertar, δημητριακά [dimitriacá] (n./n.) pl. ce reales. δήμιος [dímios] (nym.) verdugo, eje cutor. δημιούργημα [dimiúrguima] (nyn.) 1: creación, creatura, 2: obra, δημιουργία [dimiurguía] (nyf.) crea ción, concepción, invención, δημιουργικός [dimiurguicós] (adj.) creativo, creador, δημιουργικότητα [dimiurguicótita] (n7f.) creatividad, δημιουργός [dimiurgós] (nym.) crea dor, autor, productor, δημιουργώ [dimiurgó] (v.) crear, com poner, producir, δημογραφία [dimografía] (n./f.) de mografía. δημογραφικός [dimograficós] (adj.) de mográfico, δημοδιδάσκαλος [dimodidáscalos] (n./m.) maestro de escuela primaria, δημοκοπία [dimocopía] (n./f.) dema gogia.
δημοκοπικός [dimocopicós] (adj.) de magógico, δημοκόπος [dimocópos] (nym.) de magogo. δημοκράτης [dimocrátis] (nym.) de mócrata. δημοκρατία [dimocratía] (nyf.) demo cracia, república, δημοκρατικός [dimocraticós] (adj.) democrático, republicano, δημοπρασία [dimoprasía] (nyf.) su basta, puja, almoneda, venta, δημοπρατήριο [dimopratírio] (nyn.) sala de subasta, δήμος [dimos] (nym.) municipio, loca lidad, ayuntamiento, municipalidad, δημόσια [dimósia] (adv.) pública mente, en público, δημοσίευση [dimosíefsi] (nyf.) publi cación, promulgación, δημοσιεύω [dimosiévo] (v.) publicar, promulgar, δημόσια [dimosia] (adv.) en público, δημόσιο [dimósio] (nyn.) Estado, δημόσιος [dimósios] (adj.) público, común · κοινή (δημόσια) γνώμηopinión pública ·δημόσιος τομέαςpúblico sector, δημοσιογραφία [dimosiografía] (nyf.) periodismo, prensa, δημοσιογράφος [dimosiográfos] (ny m.+f.) periodista, reportero, comen tarista. δημοσιονομία [dimosionomía] (nyf.) ciencia de las finanzas del Estado, δημοσιονομικός [dimosionomicós] (adj.) fiscal, δημόσιος [dimósios] (adj.) público, estatal, común, δημοσιότητα [dimosiótita] (nyf.) fama, popularidad, δημότης [dimótis] (nym.) ciudadano, residente, δημοτικό [dimoticó] (nyn.) escuela
637
δημοτικός primaria. δημοτικός [dimoticós] (adj.) munici pal, comunitario, local, δημοτικότητα [dimoticótita] (nVf.) popularidad, fama, δημοφιλής [dimofilís] (adj.) popular, famoso, célebre, conocido, δημοψήφισμα [dimopsíñsma] (n./n.) referéndum, plebiscito, sufragio, δημώδης [dimódis] (adj.) popular, del pueblo, ordinario, vulgar, divulgado, διά [diá] (prep.) por, a través de, por medio de, mediante, διαβάζω [diavádso] (v.) 1: (por placer propio) leer, 2: estudiar, διαβαθμίζω [diavazmídso] (v.) gra duar, escalonar, διαβάθμιση [diavázmisi] (n./f.) grada ción, graduación, διαβαίνω [diavéno] (v.) atravesar, pa sar, cruzar, recorrer, διαβάλλω [diaválo] (v.) difamar, infa mar, calumniar, διάβαση [diávasi] (nVf.) paso, tránsito, • διάβαση πεζών- paso de cebra, διάβασμα [diávasma] (nVn.) 1: lectura, 2: estudio, διαβασμένος [diavasménos] (adj.) 1: instruido, estudiado, leído, 2: sabio, διαβατήριο [diavatírio] (n./n.) pasa porte. διαβάτης [diavátis] (n./m.) transeúnte, caminante, peatón, paseante, διαβατικός [diavaticós] (adj.) pasaje ro, transitorio, de paso, διαβατός [diavatós] (adj.) transitable, accesible, pasable, asequible, διαβεβαιώνω [diaveveóno] (v.) ase gurar, afirmar, aseverar, corroborar, confirmar, διαβεβαίωση [diavevéosi] (n./f.) afi rmación, aseveración, corrobora ción, confirmación, διάβημα [diávima] (n7n.) gestión, di
ligencia. διαβήτης [diavítis] (n./m.) 1: (Med.) diabetes, 2: (Geom.) compás, διαβητικός [diaviticós] (adj.) diabéti co. διαβιβάζω [diavivádso] (v.) transmitir, transferir. διαβίβαση [diavívasi] (n7f.) transmi sión, transferencia, διαβιώνω [diavióno] (v.) vivir, subsi stir. διαβίωση [diavíosi] (n./f.) vida, nivel de vida, manera de vivir, subsistencia, διαβλέπω [diavlépo] (v.) entrever, in tuir, vislumbrar, otear, διαβλητικός [diavliticós] (adj.) calu mnioso, infamatorio, difamatorio, διαβόητος [diavóitos] (adj.) notorio, célebre, afamado, διαβολέας [diavoléas] (nVm.) calu mniador, infamador, difamador, διαβολεμένος [diavoleménos] (adj.) perverso, satánico, endiablado, διαβολή [diavolí] (n./f.) calumnia, di famación, διαβολιά [diavoliá] (n./f.) diablura, tra vesura. διαβολικός [diavolicós] (adj.) diabó lico, satánico, demoniaco, malvado, maligno, perverso, διαβολόκαιρος [diavolóqueros] (nym.) tempestad, mal tiempo, διαβολόπαιδο [diavolópedo] n. dia blillo, chico travieso, διάβολος [diávolos] (n./m.) diablo, de monio, satanás · στέλνω στον διά βολο· mandar a alguien al diablo · τι διάβολο;- ¿qué diablos? ·πήγαινε στον διάβολοί- ¡vete al diablo!, διαβουλεύομαι [diavulévome] (v.) deliberar. διαβούλευση [diavúlefsi] (n./f.) deli beración, discusión, debate, διαβούλιο [diavúlio] (n./n.) consejo,
638
διαδρομή conferencia, junta, διαβρέχω [diavréjo] (v.) mojar, empa par, impregnar, humedecer, διαβροχή [diavrojí] (n./f.) empapa miento, impregnación, διάβροχος [diávrojos] (adj.) permea ble, penetrable, absorbente, διαβρώνω [diavróno] (v.) corroer, ero sionar, roer, carcomer, διάβρωση [diávrosi] (n./f.) corrosión, erosión, carcoma, διαβρωτικός [diavroticós] (adj.) corro sivo, erosivo, διάγγελμα [diágkelma] (n./n.) mensa je, aviso. διαγεγραμμένος [diaguegraménos] (adj.) proscrito, διαγιγνώσκω [diaguignósco] (v.) diag nosticar, dictaminar, διαγκωνισμός [diagkonismós] (n./m.) codeo. διάγνωση [diágnosi] (nyf.) diagnósti co, diagnosis, analisis. διαγουμίζω [diagumídso] (v.) pillar, saquear, robar, hurtar, διαγούμισμα [diagúmisma] (nyn.) pi llaje, saqueo, robo, hurto, διάγραμμα [diágrama] (nyn.) diagra ma, gráfico, esquema, croquis, διαγραφή [diagrafí] (n./f.) 1: borradu ra, tachadura, 2: suspensión, διαγράφω [diagráfo] (v.) 1: borrar, ta char, 2: suspender, anular, διάγω [diágo] (v.) vivir, pasar la vida, διαγωγή [diagoguí] (nyf.) comporta miento, actuación, διαγωνίζομαι [diagonídsome] (v.) 1: competir, concursar, 2: rivalizar, διαγωνιζόμενος [diagonidsómenos] (adj.) competidor, concursante, διαγώνιος [diagónios] (adj.) diagonal, διαγώνισμα [diagónisma] (n./n). exa men, prueba, διαγωνισμός [diagonismós] (nym.) 1:
concurso, competición, 2: examen, διαγωνιστικός [diagonisticós] (adj.) competitivo, διαγωνίως [diagoníos] (adv.) diagonal mente. διαδεδομένος [diadedoménos] (adj.) extendido, amplio, dilatado, διαδέχομαι [diadéjome] (v.) heredar, suceder, sustituir, venir detrás de · διαδέχομαι στον θρόνο- heredar el trono · διαδέχομαι κάποιον στη θέση του- sostituir una persona a su puesto. διαδηλώνω [diadilóno] (v.) manifes tar, edarar, demostrar, διαδήλωση [diadílosi] (n./f.) manife stación, declaración, demostración, διαδηλωτής [diadilotís] (n./m.) mani festante, manifestador, declarador, διάδημα [diádima] (nyn.) diadema, corona, aureola, διαδίδω [diadído] (v.) divulgar, propa gar, esparcir, difundir ·διαδίδω ένα νέο-dinfundir una noticia, διαδικασία [diadicasía] (n./f.) proce dimiento, proceso · χημική διαδικα σία- proceso químico, διαδικαστικός [diadicasticós] (adj.) pro cesal. διάδικος [diádicos] (n./m.+f.) litigante, pleitista, pleitante. διάδοση [diádosi] (nyf.) divulgación, propagación, expansión, difusión, διαδοχή [diadojí] (n./f.) sucesión, he rencia, descendencia, διαδοχικός [diadojicós] (adj.) sucesi vo, continuado, seguido · διαδοχι κές μέρες- días sucesivos, διάδοχος [diádojos] (nym.) sucesor, heredero, descendente, διαδραματίζω [diadramatídso] (v.) su ceder, acaecer, διαδρομή [diadromí] (n./f.) trayecto, itinerario, recorrido, ruta, rumbo ·
639
διάδρομος καλύπτω μια διαδρομή- recorrer un trayecto. διάδρομος [diádromos] (n./m.) pasi llo, corredor, διάζευξη [diádsefksi] (n./f.) separa ción, desunión, disyunción, διαζύγιο [diadsíguio] (n./n.) divorcio, διάζωμα [diádsoma] (ηΛι.) friso, διαθερμαίνω [diacerméno) (v.) cale ntar. διαθέρμανση [diacérmansi] (ηΛ.) ca lentamiento, διαθερμία [diacermía] (ηΛ.) diate rmia. διάθεση [diácesi] (ηΛ) 1: disposición, 2: humor, ánimo ·είμαι στη διάθεση σου- estoy a tu disposición ·ψυχική διάθεση- estado de animo ·δεν έχω διάθεση για- no tener disposición para. διαθέσιμος [diacésimos] (adj.) dispo nible, accesible, διαθεσιμότητα [diacesimótita] (n./f.) disponibilidad, διαθέτης [diacétis] (ηΛη.) testador, διαθέτω [diacéto] (v.) 1: disponer, 2: colocar, situar, διαθήκη [diacíqui] (ηΛ) testamento · Καινή Διαθήκη- Nuevo Testamiento. διάθλαση [diázlasi] (ηΛ) refracción, διαθλαστικός [diazlasticós] (adj.) re fractante, refractivo, διαθλώ [diazló] (v.) refractar, διαθρύληση [diazrílisi] (ηΛ) divulga ción, propaganda, propagación, διαίρεση [diéresi] (ηΛ) 1: (Mat.) di visión, 2: partición, separación, 3: (Med.) diéresis, διαιρετέος [dieretéos] (adj.) (Mat.) di visible, dividendo, διαιρέτης [dierétis] (n./m.) (Mat.) divi sor, factor, submúltiplo, διαιρετός [dieretós] (adj.) divisible, διαιρώ [dieró] (v.) dividir, separar, des
unir ·διαιρώ στη μέση- dividir algo por la mitad, διαισθάνομαι [dieszánome] (v.) intuir, percibir. διαίσθηση [diéscisi] (n./f.) intuición, presentimiento, instinto ·από διαί σθηση- por intuición, διαισθητικός [diesciticós] (adj.) intui tivo, instintivo, δίαιτα [dieta] (ηΛ.) régimen, dieta · κάνω δίαιτα- estar a régimen/dieta, διαιτησία [dietisía] (n./f.) arbitraje, ar bitrio, arbitramiento, διαιτητεύω [dietitévo] (v.) arbitrar, in termediar, interceder, διαιτητής [dietitís] (ηΛη.) árbitro, me diador. διαιτητικός [diatiticós] (adj.) 1: arbital, arbitrario, 2: dietético, de dieta · διαιτητικός κανόνας- regla arbitral •διαιτητικό φαγητό- comida dieté tica. διαιώνιση [dieónisi] (ηΛ) perpetua ción, perpetuidad, perduración, διαιωνίζω [dieonídso] (v.) eternizar, perpetuar, inmortalizar, διακαής [diacaís] (adj.) ardiente, abra sador, ardoroso, διακανονίζω [diacanonídso] (v.) 1: re gular, regularizar, reglar, 2: acordar, llegara un acuerdo. διακαvovισμός[diacanonismós] (ηΛη.) acuerdo, convenio, διακατέχω [diacatéjo] (v.) poseer, διακεκαυμένη [diaquecavméni] (ηΛ) zona tórrida, διακεκριμένος [diaquecriménos] (adj.) distinguido, excelente, notable, ilus tre. διάκενο [diáqueno] (n./n.) vacío, va ciado, hueco, ahuecamiento, διακήρυξη [diaquíriksi] (ηΛ) declara ción, proclamación, enunciación, διακηρύσσω [diaquiríso] (v.) declarar,
640
διαλάλημα proclamar, διακινδυνεύω [diaquindinévo] (ν.) arriesgar, aventurar, poner en peli gro, correr el riesgo, διακίνηση [diaquínisi] (nyf.) transpo rte, comercio, tráfico, διακινώ [diaquinó] (v.) transportar, co merciar, traficar, mercar, διακλαδώνομαι [diacladónome] (v.) bifurcarse, ramificarse, extenderse, διακλάδωση [diacládosi] (nyf.) bifu rcación, ramificación, extensión, διακομιδή [diacomidí] (n./f.) transpo rte, traslado, διακοινώνω [diaquinóno] (v.) comu nicara uno. διακοίνωση [diaquínosi] (n./f.) comu nicado, anuncio, aviso, notificación, nota. διακονεύω [diaconévo] (v.) pedir li mosna. διακονία [diaconía] (nyf.) diaconato, diaconado. διακονιά [diacoñá] (nyf.) mendicidad, pordioseo, διακονιάρης [diacoñáris] (nym.) men digo, pordiosero, gorrón, sablista, διάκονος [diáconos] (nVm.) diácono, διακοπή [diacopí] (nyf.) interrupción, pausa, ruptura, suspensión, corte · διακοπή σχέσεων- roptura de re laciones · διακοπή εχθροπραξιώνsuspensión de hostilidades ·διακο πή ρεύματος· corte de electricidad, διακόπτης [diacóptis] (nym.) inte rruptor, botón, διακόπτω [diacópto] (v.) interrumpir, cortar, parar, detener, διακορεύω [diacorévo] (v.) desflorar, desvirgar, deshonrar, διάκος [diácos] (nym.) diácono, διακόσια [diacósia] nú(nym.) doscie ntos. διακόσμηση [diacósmisi] (nyf.) deco 641
ración, embellecimiento, adornado, adorno. διακοσμητής [dicosmitís] (nym.) de corador ·διακοσμητής εσωτερικών χώρων- decorador de interiores, διακοσμητικός [diacosmiticós] (adj.) decorativo, ornamental, διάκοσμος [diácosmos] (n./m.) ador no, ornato, derezo, atavío, διακοσμώ [dicosmó] (v.) decorar, adornar, ornar, aderezar,embellecer, διακριβώνω [diacrivóno] (v.) compro bar, verificar, confirmar, διακρίβωση [diacrivíosi] (nyf.) com probación, verificación, confirma ción. διακρίνω [diacríno] (v.) distinguir, di scernir, diferenciar, διάκριση [diácrisi] (n./f.) distinción, discreción, discriminación, diferen ciación ·φυλετική διάκριση- discri minación racial ·κοινωνική διάκρι ση- discriminación social ·διάκριση ηλικιών- distinción de edad ·κάνω διάκριση μεταξύ- hacer una distin ción entre, διακριτικός [diacriticós] (adj.) discre to, prudente, moderado, διακριτικότητα [diacriticótita] (nyf.) discreción, prudencia, tacto, διακυβερνώ [diaquivernó] (v.) gober nar, mandar, administrar, διακυβεύω [diaquivévo] (v.) apostar, jugar. διακυμαίνομαι [diaquiménome] (v.) fluctuar, oscilar, vacilar, διακύμανση [diaquímansi] (n./f.) flu ctuación, oscilación, vacilación, διακωμώδηση [diacomódisi] (nyf.) bur la, mofa, ridiculización, sátira, chiste, διακωμωδώ [diacomodó] (v.) burlar se, mofarse, ridiculizar, satirizar, διαλάλημα [dialálima] (nyn.) anuncio, divulgación, aviso.
διαλάληση διαλάληση [dialálisi] (n./f.) pregón, anuncio. διαλαλητής [dialalitís] (n./m.) prego nero, anunciante, διαλαλώ [dialaló] (v.) pregonar, divu lgar, anunciar, διάλεγμα [diálegma] n. elección, se lección. διαλέγω [dialégo] (v.) elegir, seleccio nar, escoger, optar, διάλειμμα [diálima] (n./n.) 1: desca nso, pausa, recreo, intervalo, 2: (tea tro) entreacto, διάλειψη [diálipsi] (n./f.) interrupción, detención, διαλεκτική [dialectiquí] (nVf.) dialé ctica. διαλεκτικός [dialecticós] (adj.) dialé ctico. διάλεκτος [diálectos] (n./f.) 1: dialecto, lengua, idioma, 2: (grupos sociales) jerga. διαλεκτός [dialectós] (adj.) elegido, seleccionado, escogido, διάλεξη [diáleksi] (n./f.) conferencia, lección, discurso ·κάνω διάλεξη- dar una conferencia, διαλευκαίνω [dialefquéno] (v.) aclarar, clarificar, resolver, solucionar, desen marañar, limpiar, διαλεύκανση [dialéfcansi] (nVf.) acla ración, clarificación, esclarecimiento, elucidación, demostración, διαλλαγή [dialaguí] (n./f.) reconcilia ción, apaciguamiento, acuerdo, διαλλακτικός [dialacticós] (adj.) tran sigente, tolerante, conciliable, com prensivo. διαλογή [dialoguí] (n7f.) selección, escrutinio, διαλογίζομαι [dialoguídsome] (v.) re flexionar, meditar, pensar, especular, διαλογισμός [dialoguismós] (n./m.) reflexión, meditación, pensamiento,
especulación, διάλογος [diálogos] (n./m.) diálogo, conversación, charla, coloquio, διάλυμα [diálima] (n./n.) solución, διάλυση [diálisi] (n./f.) 1: disolución, solución, desintegración, desunión, 2: (Qulm.) diálisis, διαλύτης [dialítis] (n./m.) disolvente, διαλυτικά [dialiticá] (n./n.) (Gram.) diéresis. διαλυτικός [dialiticós] (adj.) disolve nte, soluble, διαλυτός [dialitós] (adj.) disoluble, so luble · διαλυτός στο νερό- soluble en agua. διαλύω [dialío] (v.) 1: disolver, aguar, diluir, 2: descomponer, dispersar, desarreglar, romper, διαμαντένιος [diamandéños] (adj.) de diamante, diamantino, διαμάντι [diamándi] (n./n.) diamante • ακατέργαστο διαμάντι- diamante en bruto. διαμαντικά [diamandicá] (n./n.) pl. pedrería. διαμαντόπετρα [diamandópetra] (nyf.) diamante, piedra de diamante, διαμαρτύρηση [diamartírisi] (n./f.) protesto, protesta, reclama, queja, διαμαρτυρία [diamartiría] (n./f.) pro testa, reclamación, διαμαρτύρομαι [diamartírome] (v.) protestar, reclamar, quejarse, διαμαρτυρόμενος [diamartirómenos] (n./m.) protestante, διαμάχη [diamáji] (n./f.) disputa, des acuerdo, combate, conflicto, διαμάχομαι [diamájome] (v.) disputar, pelear, luchar, διαμελίζω [diamelídso] (v.) despeda zar, desmembrar, trocear, descuarti zar, mutilar, διαμελισμός [diamelismós] (n./m.) despedazamiento, descuartizamie
642
διαπαιδαγώγηση nto, desmembración, mutilación, διαμένω [diaméno] (v.) vivir, residir, habitar. διαμερίζω [diamerídso] (v.) distribuir, dividir, repartir, διαμέρισμα [diamérisma] (n./n.) 1: piso, apartamento, vivienda, casa, 2: distrito. διαμερισμός [diamerismós] (n./m.) división, repartición, reparto, διάμεσος [diámesos] (adj.) interme dio, medianero, διαμέσου [diamésu] (adv.) por, a tra vés de, por medio de, mediante, διαμετακομίζω [diametacomídso] (v.) transportar, transitar, διαμετακόμιση [diametacómisi] (ηΛ.) transporte, tránsito, διαμέτρημα [diamétrima] (n./n.) diá metro, calibre ·μεγάλου διαμετρή ματος- de diámetro grande, διαμετρικώς [diametricós] (adv.) dia metralmente · διαμετρικώς αντίθε τος- diametralmente opuesto (a), διάμετρος [diámetros] (ηΛ.) diáme tro. διαμετρώ [diametró] (v.) calibrar, διαμηνύω [diaminío] (v.) notificar, διαμοιράζω [diamirádso] (v.) distri buir, repartir, dividir, compartir, διαμοιρασμός [diamirasmós] (n7m.) repartición, distribución, reparto, διαμονή [diamoní] (n./f.) 1: estancia, 2: residencia, alojamiento, domicilio, διαμορφώνω [diamorfóno] (v.) confi gurar, conformar, formar, constituir, διαμόρφωση [diamórfosi] (n./f.) confi guración, conformación, formación, constitución, διαμπερής [diamberís] (adj.) pene trante. διαμφισβητώ [diamfisvitó] (v.) poner en duda, dudar, cuestionar, διάνα [diána] (ηΛ) centro del blanco.
διανεμητής [dianemitís] (n./m.) distri buidor, repartidor, διανέμω [dianémo] (v.) distribuir, re partir, compartir, διανθίζω [diancídso] (v.) embellecer, hermosear, adornar, διανόημα [dianóima] (n./n.) especula ción, pensamiento, διανόηση [dianóisi] (ηΛ.) pensamien to, razonamiento, intelectualidad, especulación, διανοητικός [dianoiticós] (adj.) men tal, racional, intelectual, διανοητικότητα [dianoiticótita] (ηΛ.) inteligencia, capacidad mental, διάνοια [diánia] (n./f.) inteligencia, jui cio, razón, mente, razonamiento, διάνοιγμα [diánigma] (ηΛι.) abertura, hueco, agujero, raja, grieta, hendi dura. διανοίγω [dianígo] (v.) entreabrir, ra jar, agrietar, διανομέας [dianoméas] (n./m.) repa rtidor, distribuidor, comisionista, διανομή [dianomí] (n./f.) reparto, dis tribución, división, διανοούμαι [dianoúme] (v.) pensar, concebir, percibir, διανοουμενίστικος [dianoumenísticos] (adj.) culto, sabio, διανοούμενος [dianoúmenos] (ηΛη.) intelectual, genio, διανυκτέρευση [dianictérefsi] (ηΛ) trasnocho, parada nocturna, διανυκτερεύω [dianicterévo] (v.) tras nochar, pernoctar, pasar la noche, διανύω [dianío] (v.) recorrer, transitar, pasar. διαξιφίζομαι [diaksifídsome] (v.) reñir, disputar, discutir, debatir, pelear, διαξιφισμός [diaksifismós] (nVm.) riña, disputa, discusión, debate, pelea. δκοκΒδαγώγηση [diapedagóguisi] (ηΛ) educación, enseñanza, formación, adies-
643
διαπαιδαγωγώ tramiento. διαπαιδαγωγώ [diapedagogó] (ν.) educar, enseñar, instruir, alfabetizar, διαπάλη [diapáli] (n./f.) combate entre dos persona, competición, δια παντός [dia pandós] (adv.) para siempre. διαπασών [diapasón] (n./n.) diapa són. διαπεραστικός [diaperasticós] (adj.) penetrante, ensorecedor, agudo · διαπεραστικό βλέμμα- una mirada penetrante, διαπερνώ [diapernó] (v.) penetrar, atravesar, adentrar, διαπίστευση [diapístefsi] (nVf.) autori zación, acreditación, διαπιστευτήρια [diapisteftíria] (nyn.) pl. (cartas) credenciales, διαπιστεύω [diapistévo] (v.) acreditar, garantizar, διαπιστώνω [diapistóno] (v.) compro bar, confirmar, verificar, averiguar, cerciorarse, διαπίστωση [diapístosi] (n./f.) com probación, confirmación, verifica ción, averiguación, διαπλάθω [diaplázo] (v.) moldear, for mar, ahormar, forjar, διαπλανητικός [diaplaniticós] (adj.) interplanetario, διάπλαση [diáplasi] (nyf.) formación, educación, διάπλατα [diáplata] (ad(v.)) de par en par. διάπλατος [diáplatos] (adj.) totalme nte abierto, abierto de par en par. διαπλάτυνση [diaplátinsi] (nyf.) en sanchamiento, ensanche, agrandamiento, dilatación, διαπλατύνω [diaplatfno] (v.) ensan char, agrandar, dilatar, alargar, διαπλέκω [diapléco] (v.) entretejer, trenzar.
διαπλέω [diapléo] (v.) navegar, bogar, διαπληκτίζομαι [diaplictídsome] (v.) disputar, reñir, pelear, discutir, alte rcar. διαπληκτισμός [diaplictísmos] (n./m.) disputa, riña, pelea, discusión, διάπλους [diáplus] (nym.) travesía, tránsito, recorrido, viaje, διαπνοή [diapnoí] (nyf.) transpira ción. διαπομπεύω [dipombévo] (v.) poner en ridículo, διαπορθμεύω [diaporzmévo] (v.) atra vesar, recorrer, navegar por un rio. διαποτίζω [diapotídso] (v.) empapar, mojar, bañar, humedecer, διαπραγματεύομαι [diapragmatévome] (v.) negociar, tratar, intermediar, διαπραγμάτευση [diapragmátefsi] (n./f.) negociación, tratado, gestión, διάπραζη [diápraksi] (nyf.) perpetra ción, ejecución, διαπράττω [diapráto] (v.) perpetrar, cometer, ejecutar, διαπρεπής [diaprepís] (adj.) distingui do, notable, insigne, destacado, διαπρέπω [diaprépo] (v.) distinguirse, destacar, diferenciar, resaltar, διάπυρος [diápiros] (adj.) ardiente, abrasador, encendido, διαρθρωτικός [diarzroticós] (adj.) es tructural, constitutivo, διάρκεια [diárquia] (nyf.) duración, permanencia, διαρκής [diarquís] (adj.) 1: duradero, continuo, constante, 2: permanente, διαρκώ [diarcó] (v.) durar, continuar, διαρκώς [diarcós] (adv.) constante mente, continuamente, διαρπαγή [diarpagüí] (nyf.) saqueo, pillaje, desvalijamiento, depreda ción. διαρπάζω [diarpádso] (v.) saquear, pi llar, desvalijar, raptar.
644
διασταλτός διαρρέω [diaréo] (ν.) fluir, infiltrarse, correr, transcurrir, derramarse, διαρρήκτης [diaríctis] (n7m.) ladrón, atracador, ratero, διάρρηξη [diáriksi] (nVf.) rotura, fra ctura. διαρροή [diaroí] (n./f.) pérdida, esca pe, fuga ·διαρροή αερίου- fuga de gas · διαρροή πληροφοριών- fuga de informaciones, διάρροια [diária] (nVf.) diarrea, διαρρυθμίζω [diarizmídso] (v.) regu lar, ajustar, ordenar, controlar, διαρρύθμιση [diarlzmisi] (nVf.) distri bución, repartición, ordenación, διασάλευση [diasálefsi] (nyf.) altera ción, conmoción, perturbación, διασαλεύω [diasalévo] (v.) alterar, conmover, perturbar, molestar, des ordenar. διασαφηνίζω [diasafinídso] (v.) acla rar, clarificar, esclarecer, explicar, precisar. διασάφηση [diasáfisi] (nVf.) aclara ción, clarificación, explicación, espe cificación, διασαφητικός [diasafiticós] (adj.) ex plicativo, aclaratorio, διάσημα [diásima] (nVn.) pl. insignias, distintivos, διάσημος [diásimos] (adj.) famoso, afamado, célebre, conocido, popu lar. διασημότητα [diasimótita] (n7f.) fama, celebridad, διασκεδάζω [diasquedádso] (v.) divertir(se), distraer(se), entrete nerse, pasarlo bien, διασκέδαση [diasquédasi] (nyf.) di versión, esparcimiento, recreo, dis tracción. óia
zanquear, διασκέλισμα [diasquélisma] (n7n.) salto, zancada, διασκελισμός [diasquelismós] (n./m.) zancada, tranco, διασκέπτομαι [diasquéptome] (v.) re flexionar, meditar, razonar, discurrir, deliberar. διασκευάζω [diasquevádso] (v.) adap tar. διασκευή [diasqueví] (nVf.) adapta ción. διάσκεψη [diásquepsi] (nyf.) confe rencia, congreso, convención, asam blea, junta · διάσκεψη κορυφήςconferencia cumbre, διασκορπίζω [diascorpídso] (v.) dis persar, diseminar, esparcir, desperdi gar, desvanecer, διασκορπισμός [diascorpismós] (n7m.) 1: dispersión, diseminación, esparci miento, 2: diáspora. διασπαθίζω [diaspacídso] (v.) malga star, desperdiciar, derrochar, διασπάθιση [diaspácisi] (nVf.) gasto, desperdicio, derroche, διάσπαρτος [diáspartos] (adj.) dispe rsado, disperso, διάσπαση [diáspasi] (n7f.) disgrega ción, fisión, desintegración · πυ ρηνική διάσπαση- desintegración nuclear. διασπείρω [diaspíro] (v.) esparcir, di fundir, diseminar, dispersar, διασπορά [diasporá] (n./f.) 1: dispe rsión, diseminación, 2: diáspora, mi gración. διασπώ [diaspó] (v.) disgregar, sepa rar, romper, descomponer, διασταλτικός [diastalticós] (adj.) dila table, dilatador, expansivo, διασταλτικότητα [diastalticótita] (n./f.) dilatabilidad, διασταλτός [diastaltós] (adj.) dilata-
645
διάσταση ble. διάσταση [diástasi] (n./f.) 1: dimen sión, volumen, 2: separación, divor cio. διασταυρώνω [diastavróno] (v.) cru zar, entrecruzar, atraversar. διασταύρωση [diastávrosi] (n./f.) cru ce, empalme, encrucijada, διαστέλλω [diastélo] (v.) dilatar, en sanchar, extender, ampliar, διάστημα [diástima] (n./n.) 1: espacio, 2: distancia, separación, intervalo, διαστημικός [diastimicós] (adj.) es pacial. διαστημόπλοιο [diastimóplio] (n./n.) nave espacial, διάστικτος [diástictos] (adj.) salpica do, manchado, moteado, διάστιχο [diástijo] (nyn.) entrelinea, interlínea, διαστολή [diastolQ (n./f.) dilatación, διαστρεβλώνω [diastrevlóno] (v.) desfi gurar, tergiversar, distorsionar, torcer, διαστρέβλωση [diastrévlosi] (nyf.) ter giversación, distorsión, διάστρεμμα [diástrema] (n./n.) 1: es guince, 2: (Med.) torcedura, διαστρέφω [diastréfo] (v.) tergiversar, distorsionar, corromper, torcer, διαστροφέας [diastroféas] (n./m.) corruptor, corruptivo, pervertidor, seductor. διαστροφή [diastrofí] (nyf.) corrup ción, perversión, distorsión, διασυμμαχικός [diasimajicós] (adj.) aliado, coligado, διασυρμός [diasirmós] (n./m.) deni gración, difamación, insulto, διασύρω [diasíro] (v.) denigrar, difa mar, detractar, desacreditar, διασχίζω [diasjídso] (v.) atravesar, cru zar, recorrer, διασώζω [diasódso] (v.) salvar, redimir, rescatar, conservar.
διάσωση [diásosi] (n./f.) salvación, sal vamento, rescate, conservación, διαταγή [diataguQ (n./f.) orden, acor dada, mandato, directiva, διάταγμα [diátagma] (n./n.) orden, or denanza, decreto, mando, διατάζω [diatádso] (v.) ordenar, man dar, decretar, διατακτική [diatactiquí] (n./f.) vale, διάταξη [diátaksi] (n./f.) orden, dis posición, agrupamiento ·ημερήσια διάταξη-agenda, διατάραξη [diatáraksi] (nyf.) altera ción, perturbación, disturbio, desor den, albotoro. διαταράσσω [diataráso] (v.) perturbar, alterar, disturbar, albotorar, agitar, διαταραχή [diatarají] (n./f.) perturba ción, alteración, trastorno, desorden, διατείνομαι [diatínome] (v.) proteger, respaldar, διατεταγμένος [diatetagménos] (adj.) dispuesto, puesto, διατήρηση [diatírisi] (n./f.) conserva ción, mantenimiento, διατηρώ [diatiró] (v.) conservar, man tener, guardar, διατίμηση [diatímisi] (nyf.) tasación, evaluación, valoración, διατιμώ [diatimó] (v.) tasar, evaluar, valorar, estimar, διατομή [diatomí] (n./f.) corte, corta dura, incisión, διατονικός [diatonicós] (adj.) diató nico. διάτορος [diátoros] (adj.) agudo, pe netrante. διατρέφω [diatréfo] (v.) alimentar, nutrir. διατρέχω [diatréjo] (v.) correr, reco rrer. διάτρηση [diatrisi] (nyf.) perforación, excavación, διατρητικός [diatriticós] (adj.) perfo-
646
διαχειρίζομαι rante. διάτρητος [diátritos] (adj.) perforado, διατριβή [diatriví] (n./f.) tesis, διατροφή [diatrofí] (n./f.) alimenta ción, nutrición, dieta ·επίδομα δια τροφής- pensión alimenticia, διατρυπώ [diatripó] (v.) perforar, hora dar, agujerear, atravesar, traspasar, διάττοντας [diátontas] (n./m.) estrella fugaz. διατυμπανίζω [diatimbanídso] (v.) divulgar. διατυπώνω [diatipóno] (v.) declarar, formular, exponer, διατύπωση [diatíposi] (n./f.) declara ción, formulación, διαύγεια [diávguia] (n./f.) transparen cia, claridad, lucidez, diafanidad, διαυγής [diavguís] (adj.) transparente, claro, lúcido, iluminado, δίαυλος [díavlos] (n7m.) canal, διαφαίνομαι [diafénome] (v.) apare cer, mostrar, dejarse ver. διαφάνεια [diafánia] (n./f.) transpa rencia, claridad, διαφανής [diafanís] (adj.) transpare nte, claro, diáfano, διαφέρω [diaféro] (v.) diferir, diferen ciarse, distinguirse, discriminar, διαφεύγω [diafévgo] (v.) escapar, huir, evitar, evadirse, διαφημίζω [diafimídso] (v.) hacer pu blicidad, anunciar, divulgar, διαφήμιση [diafímisi] (n7f.) publici dad, anuncio · εμπορική διαφήμι ση· publicidad comercial, διαφθείρω [diafcíro] (v.) corromper, pervertir, depravar, viciar, διαφθορά [diafzorá] (n7f.) corrupción, corruptela, perversión, depravación, διαφθορέας [diafzoréas] (n./m.) co rruptor, depravador, pervertido, de pravado. διαφιλονικώ [diafilonicó] (v.) disputar,
reñir, discutir, dudar, διαφορά [diaforá] (n./f.) diferencia, distinción, desemejanza, desigual dad. διαφορετικά [diaforeticá] (adv.) de lo contarlo, de otro modo, διαφορετικός [diaforeticós] (adj.) di ferente, distinto, desigual, διαφοροποίηση [diaforopíisi] (n./f.) diferenciación, διαφοροποιώ [diaforopió] (v.) 1: dis tinguir, distinguir, 2: discriminar, διάφορος [diáforos] (adj.) 1: diverso, distinto, 2: variado, vario, διάφραγμα [diáfragma] (n7n.) dia fragma. διαφυγή [diafiguí] (n./f.) evasión, fuga, escape, escapada, huida, διαφύλαξη [diafílaksi] (n7f.) conser vación, protección, preservación, custodia. διαφυλάσσω [diafiláso] (v.) conservar, proteger, preservar, custodiar, guar dar. διαφωνία [diafonía] (n./f.) desacuer do, disconformidad, discrepancia, oposición, disputa, διαφωνώ [diafonó] (v.) estar en des acuerdo, no estar de acuerdo, discre par, disentir, disputar, διαφωτίζω [diafotídso] (v.) aclarar, elucidar, dilucidar, iluminar, alum brar, esclarecer, διαφώτιση [diafótisi] (n./f.) aclaración, elucidación, iluminación, esclareci miento. διαχάραξη [diajáraksi] (n./f.) trazado, dibujo. διαχαράσσω [diajaráso] (v.) trazar, dibujar. διαχείριση [diajírisi] (n./f.) administra ción, gerencia, διαχειρίζομαι [diajirídsome] (v.) ad ministrar, dirigir, manejar.
647
διαχειριστής διαχειριστής [diajiristís] (n./m.) admi nistrador, gerente, director, διαχειριστικός [diajiristicós] (adj.) ad ministrativo, διαχέω [diajévo] (v.) difundir, expan dir, extender, esparcir, divulgar, διάχυση [diájisi] (n./f.) difusión, efu sión, expansión, διαχυτικός [diajiticós] (adj.) expansi vo, efusivo, διάχυτος [diájitos] (adj.) difuso, ex tenso. διαχωρίζω [diajorídso] (v.) separar, disociar, desunir, disgregar, apartar, alejar. διαχώρισμα [diajórisma] (n7n.) tabi que. διαχωρισμός [diajorismós] (n./m.) se paración, disociación, desunión, διαψεύδω [diapsévdo] (v.) desmentir, desdecir, contradecir, διάψευση [diápsefsi] (n7f.) mentís, desmentida, contradicción, διγαμία [digamía] (n./f.) bigamia, δίγαμος [digamos] (adj.) bigamo, δίγλωσσος [díglosos] (adj.) bilingüe, δίδαγμα [dídagma] (n./n.) enseñanza, moraleja, lección, escarmiento, διδακτήριο [didactírio] (n./n.) escuela, instituto. διδακτικός [didacticós] (adj.) instru ctivo, didáctico, didascálico, educa tivo. διδάκτορας [didáctoras] (n7m.) do ctor. διδακτορία [didactoría] (n./f.) docto rado. διδακτορικός [didactoricós] (adj.) doctoral. δίδακτρα [dídactra] (n7n.) pl. tasas académicas, pago de estudio, διδασκαλία [didascalía] (n7f.) ense ñanza, instrucción, adiestramiento, διδάσκω [didásco] (v.) enseñar, in
struir, adiestrar, dar clase, διδαχή [didají] (nVf.) enseñanza, in strucción, adiestramiento, adoctri namiento, δίδυμος [didimos] (adj.) 1: gemelo, mellizo, 2: (Zod.) Géminis. διεγείρω [dieguíro] (v.) excitar, esti mular, incitar, διέγερση [diéguersi] (n7f.) excitación, estimulación, agitación, διεγερτικός [dieguerticós] (adj.) esti mulante, excitante, διεθνής [dieznís] (adj.) internacional, διεθνώς [dieznós] (adv.) internacio nalmente, διείσδυση [diísdisi] (nVf.) penetración, inserción, introducción, διεισδυτικός [diisditicós] (adj.) pene trante. διεισδύω [diisdío] (v.) penetrar, intro ducir, implantar, meter, infiltrar, διεκδίκηση [diekdíquisi] (nVf.) reivi ndicación, petición, demanda, recla mación. διεκδικητής [diekdiquitis] (n./m.) con tendiente, διεκδικώ [diekdicó] (v.) reivindicar, re clamar, reclamar, διεκπεραιώνω [diekpereóno] (v.) concluir, finalizar, terminar, acabar, despachar, διεκπεραίωση [diekperéosi] (nVf.) conclusión, terminación, fin, despa cho. διέλευση [diélefsi] (n./f.) paso, tránsi to, pasaje, διένεξη [diéneksi] (n./f.) disputa, que rella, riña, discusión, altercado, διενεργώ [dienergó] (v.) efectuar, eje cutar. διεξάγω [diekságo] (v.) realizar, llevar a cabo. διεξαγωγή [dieksagogui] (nVf.) reali zación, actuación.
648
διθύραμβος διεξοδικός [dieksodicós] (adj.) exten so, detallado, prolijo, minucioso, διεξοδικότητα [dieksodicótita] (n./f.) minuciosidad, διέξοδος [diéksodos] (n./f.) salida, es capatoria, διέπω [diépo] (v.) dirigir, gobernar, regir. διερεύνηση [dierévnisi] (nyf.) investi gación, pesquisa, exploración, διερευνητής [dierevnitís] (n./m.) in vestigador, explorador, διερευνητικός [dierevniticós] (adj.) exploratorio, διερευνώ [dierevnó] (v.) investigar, ex plorar, inspeccionar, διερμηνέας [dierminéas] (nym.) intér prete, traductor, trujamán, διερμηνεύω [dierminévo] (v.) inter pretar, traducir, διέρχομαι [diérjome] (v.) atravesar, pasar (por/ a través de), διερωτώμαι [dierotóme] (v.) pregun tarse, cuestionarse, διεσπαρμένος [diesparménos] (v.) dispersado, esparcido, disperso, di seminado, διεσταλμένος [diestalménos] (adj.) dilatado, extenso, διεστραμμένος [diestraménos] (adj.) pervertido, corrompido, depravado, διετής [dietís] (adj.) bienal, bianual. διευθέτηση [diefcétisi] (nyf.) arreglo, orden. διευθετώ [diefcetó] (v.) arreglar, or denar. διεύθυνση [diéfcinsi] (n./f.) 1: (residen cia) dirección, domicilio, 2: (trabajo) administración, gerencia, jefatura, διευθυντής [diefcindís] (n./m.) direc tor, gerente, jefe, administrador · διευθυντής σχολείου- director de escuela · διευθυντής φυλακών- di rector de cárcel · γενικός διευθυ
ντής- director general ·διευθυντής ορχήστρας- director de orquesta · βοηθός διευθυντή- director adjun to. διευθυντικός [diefcindicós] (adj.) eje cutivo, directivo, administrativo, διευθύντρια [diefcíndria] (nyf.) dire ctora. διευθύνω [diefclno] (v.) dirigir, admi nistrar, manejar, διευκόλυνση [diefcólinsi] (n./f.) faci lidad. διευκολύνω [diefcolíno] (v.) facilitar, posibilitar, favorecer, διευκρινίζω [diefcrinídso] (v.) aclarar, clarificar, esclarecer, explicar, preci sar. διευκρίνιση [diefcrínisi] (nyf.) aclara ción, clarificación, explicación, pre cisión. διεύρυνση [diévrinsi] (nyf.) amplia ción, ensanchamiento, extensión, alargamiento, διευρύνω [dievrfno] (v.) ampliar, en sanchar, extender, alargar, διεφθαρμένος [diefzarménos] (adj.) corrupto, corrompido, pervertido, διήγημα [diíguima] (n./n.) narración, relato, cuento, διηγηματικός [diiguimaticós] (adj.) narrativo, descriptivo, διηγηματογράφος [diiguimatográfos] (n./m.+f.) narrador, διήγηση [dilguisi] (nyf.) narración, re lato, cuento, descripción, διηγούμαι [diigúme] (v.) narrar, rela tar, contar, describir, διήθηση [diícisi] (nyf.) filtración, cola dura. διημερεύω [diimerévo] (v.) 1: pasar el día, 2: (tienda) permanecer abierto, διήμερος [diímeros] (adj.) de dos días, διθύραμβος [dicíramvos] (n./m.) diti rambo.
649
διίσταμαι διίσταμαι [diístame] (ν.) divergir, di scordar, estar en desacuerdo, δικάζω [dicádso] (v.) juzgar, senten ciar, enjuiciar, δίκαιο [díqueo] (n./n.) 1: derecho, 2: justicia, 3: razón · ποινικό δίκαιοderecho penal · αστικό δίκαιο- de recho civil, δικαιοδοσία [diqueodosía] (njf.) ju risdicción, autoridad, poderío, δικαιολογημένα [diqueologuiména] (adv.) justificadamente, δικαιολόγηση [diqueológuisi] (n7f.) justificación, δικαιολογήσιμος [diqueologuísimos] (adj.) justificable, δικαιολογητικός [diqueologuiticós] (adj.) justificativo, δικαιολογία [diqueologuía] (nVf.) ex cusa, disculpa, justificación, pretexto, δικαιολογώ [diqueologó] (v.) excusar, disculpar, justificar, δικαιοπάροχος [diqueopárojos] (n./ m.+f.) autor, autora, δίκαιος [díqueos] (adj.) justo, razona ble, equitativo, ecuánime, δικαιοσύνη [diqueosíni] (nVf.) justi cia. δικαιούμαι [diqueúme] (v.) tener de recho. δικαιούχος [diqueújos] (adj.) benefi ciario, favorecido, δικαίωμα [diquéoma] (n./n.) derecho • πολιτικά δικαιώματα- derechos civiles · δικαίωμα ψήφου- derecho de voto ·συγγραφικά δικαιώματαderechos de autor · με επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων μου- reser vados todos los derechos, δικαιωματικός [diqueomaticós] (adj.) legítimo. δικαιώνω [diqueóno] (v.) hacer justi cia, dar la razón, δικαίωση [diquéosi] (n./f.) absolución,
justificación, descargo, δικανικός [dicanicós] (adj.) forense, médico legal, δίκανο [dícano] (n./n.) fusil de dos caños. δικάσιμος [dicásimos] (n./f.) día del juicio. δικαστήριο [dicastírio] (n7n.) juzga do, tribunal de justicia · Ανώτατο Δικαστήριο- Tribunal Supremo, δικαστής [dicastís] (n./m.) juez, juez arbitrador. δικαστικός [dicasticós] (adj.) judicial · καταφεύγω στη δικαστική οδό- re currir a la vía juridical. δικέφαλος [diquéfalos] (adj.) bicéfalo, con dos cabezas, δίκη [díqui] (n./f.) juicio, proceso jurí dico. δίκιο [díquio] (n./n.) razón ·έχω δίκιοtener razón ·δίνω δίκιο σε κάποιονdar la razón a alguien, δικηγορία [diquigoría] (n./f.) aboga cía. δικηγόρος [diquigóros] (nVm.+f.) abogado/a, defensor,, δικηγορώ [diquigoró] (v.) abogar, ejercer la profesión de abogado, δικλίδα [diclída] (n./f.) válvula, llave, δίκλινος [díclinos] (adj.) de dos camas, doble ·δίκλινο δωμάτιο- habitación doble/matrimonial, δικογραφία [dicografía] (nVf.) proce so, sumario, δικολάβος [dicolávos] (n./m.) procu rador. δικονομία [diconomía] (nVf.) código civil. δίκοπος [dícopos] (adj.) de doble filo, de dos filos, δίκρανο [dícrano] (n./n.) horquilla, horca. δίκροτο [dícroto] (nVn.) fregata. δίκταμο [díctamo] (n7n.) díctamo.
650
διότι δικτάτορας [dictátoras] (n./m.) dicta dor. δικτατορία [dictatoria] (nVf.) dicta dura. δίκτυο [díctio] (n./n.) 1: red, 2: cadena •κοινωνικό δίκτυο- red social ·τη λεοπτικό δίκτυο- red de televisión • δίκτυο εταιρειών- cadena de em presas. δικτυωτός [dictiotós] (adj.) enrejado, entrelazado, δίκυκλο [díquiclo] (n./n.) bicicleta, motocicleta, moto, δίκυκλος [díquiclos] (adj.) de dos rue das. δίλημμα [dílima] (n./n.) dilema, duda, incertitumbre. διμερής [dimerís] (adj.) bilateral, bi partido. διμοιρία [dimiria] (n./f.) pelotón, δίνη [dini] (n./f.) torbellino, remolino, ciclón. δίνω [diño] (v.) dar, donar, ofrecer, conceder, dotar, διογκώνω [diogkóno] (v.) hinchar, en sanchar, dilatar, διόγκωση [diógkosi] (nVf.) hinchazón, ensanche, dilatación, διόδια [diódia] (n./n.) peaje ·αυτοκι νητόδρομος με διόδια- autopista de peaje. δίοδος [diodos] (n./f.) paso, pasaje, desfiladero, διοίκηση [diíquisi] (nVf.) dirección, ad ministración, gerencia, gobierno, διοικητήριο [diiquitírio] (n7n.) co mandancia ·κεντρικό διοικητήριοcomandancia central, διοικητής [diiquitis] (n7m.) coman dante, administrador, jefe, διοικητικός [diiquiticós] (adj.) admi nistrativo, διοικώ [diicó] (v.) administrar, gober nar, dirigir, comandar, ordenar. 651
διολισθαίνω [dioliscéno] (v.) deslizar se, patinar, resbalar, διόλου [diólu] (adv.) de ningún modo, de ninguna manera, en absoluto, διοξείδιο [dioksídio] (n./n.) (Quím.) dióxido. δίοπος [díopos] (n./m.) contramaes tre. διόπτρα [dióptra] (n./f.) anteojo, ante ojos prismáticos, διορατικός [dioraticós] (adj.) intuitivo, clarividente, perspicaz, διορατικότητα [dioraticótita] (nVf.) intuición, clarividencia, perspicacia, διοργανώνω [diorganóno] (v.) organi zar, arreglar, διοργάνωση [diorgánosi] (nVf.) orga nización, arreglo, διοργανωτής [diorganotís] (n./m.) or ganizador, διοργανωτικός [diorganoticós] (adj.) organizador, διόρθωμα [diórzoma] (n./n.) repara ción, arreglo, διορθώνω [diorzono] (ν.) 1: (un es crito/ un error) corregir, 2: (algo mal hecho) reparar, rectificar, remendar, enmendar, διόρθωση [diórzosi] (n./f.) 1: correc ción, 2: reparación, rectificación, enmienda, διορθωτής [diorzotís] (nVm.) restau rador. διορθωτικός [diorzoticós] (adj.) co rrector, correctivo, correccional, διορία [dioría] (n./f.) plazo, término, fecha tope, fecha límite, διορίζω [diorídso] (v.) nombrar, desti nar, señalar, designar, διορισμός [diorismós] (nym.) nom bramiento, designación, διόρυξη [dióriksi] (nVf.) excavación, διότι [dióti] (conj.) porque, puesto que.
διούρηση διούρηση [diúrisi] (nyf.) diuresis, διουρητικός [diuriticós] (adj.) diuré tico. διοχέτευση [diojétefsi] (nyf.) canaliza ción, conducción, διοχετεύω [diojetévo] (v.) canalizar, encanalar, δίπατος [dípatos] (adj.) de dos plan tas/ pisos, δίπλα [dípla] 1: (nyf.) doblez, 2: (adv.) al lado de, junto a · δίπλα δίπλαlado a lado, διπλά [diplá] (adv.) el doble, doble mente. διπλανός [diplanós] (adj.) de al lado, vecino. διπλασιάζω [diplasiádso] (v.) duplicar, doblar. διπλασιασμός [diplasiasmós] (nym.) duplicación, διπλάσιος [diplásios] (adj.) doble, διπλός [diplós] (adj.) doble ·κερδίζει τα διπλά- gana el doble, διπλότυπο [diplótipo] (n./n.) duplica do, copia, fotocopia, δίπλωμα [diploma] (nyn.) 1: (estudios) diploma, título, 2: (de conducir) car né. διπλωμάτης [diplomátis] (adj.) diplo mático. διπλωματία [diplomatía] (n./f.) diplo macia. διπλωματικός [diplomaticós] (adj.) di plomático, διπλωματικότητα [diplomaticótita] (nyf.) diplomacia, διπλωματούχος [diplomatújos] (adj.) diplomado, titulado, διπλώνω [diplóno] (v.) doblar, plegar, envolver. δίπλωση [díplosi] (nyf.) doblez, plie gue. δίπορτος [díportos] (adj.) de dos puertas.
δίπολος [dípolos] (adj.) de dos polos, bipolar. δίπρακτος [dípractos] (adj.) en dos actos. διπροσωπία [diprosopía] (n./f.) hipo cresía, falsedad, fingimiento, δίπτερος [dípteros] (adj.) de dos alas, διπύρινος [dipírinos] (adj.) de doble núcleo, δις [dis] (adv.) bis, dos veces, δισέγγονος [diségkonos] (nym.) biz nieto. δισεκατομμύριο [disecatomírio] (nyn.) mil millones, δίσεκτος [dísectos] (adj.) bisiesto ·δί σεκτο έτος- año bisiesto, δισκίο [disquío] (nyn.) píldora, pasti lla, tableta, comprimido, δισκοβολία [discovolía] (nyf.) lanza miento de disco, δισκοβόλος [discovólos] (nym.) lan zador de disco, doscóbolo. δισκογραφία [discografía] (nyf.) discografia. δισκογραφικός [discograficós] (adj.) discográfico · δισκογραφική εται ρεία- compañía discográfica. δισκοπότηρο [discopótiro] (nyn.) cá liz. δίσκος [discos] (nym.) 1: (música) dis co, 2: (para servir) bandeja, 3: (Infor.) disquete · σκληρός (εξωτερικός) δίσκος- disco duro (externo), δισταγμός [distagmós] (nym.) duda, indecisión, vacilación, titubeo, διστάζω [distádso] (v.) dudar, vacilar, titubear, oscilar, διατακτικός [distacticós] (adj.) dudo so, indeciso vacilante, titubeante, διστακτικότητα [distacticótita] (nyf.) indecisión, δίστηλος [distilos] (adj.) de dos co lumnas. δίστιχο [dístijo] (nyn.) dístico, parea-
652
δοκός do. δισύλλαβος [disílavos] (adj.) bisílabo, διυλίζω [diilídso] (v.) destilar, refinar, depurar, filtrar, colar, acrisolar, διύλιση [diílisi] (n./f.) destilación, refi nación, depuración, filtración, cola dura. διυλιστήριο [diilistírio] (ηΛι.) destile ría, refinería, διφθέρα [difcéra] (n./f.) abrigo de piel, διφθερίτιδα [difcerítida] (ηΛ) (Med.) difteria. δίφθογγος [dífzongos] (n7m.) (Gram.) diptongo, διφορούμενος [diforúmenos] (adj.) ambiguo, equívoco, de doble senti do, dudoso · μιλάω διφορούμεναhablar con segundas (palabras), διφυής [difiís] (adj.) biforme. δίφυλλος [díñlos] (adj.) de dos hojas, διχάζω [dijádso] (v.) escindir, dividir, desunir, separar, desjuntar, διχάλα [dijála] (n./f.) horquilla, horca dura, bifurcación, διχασμένος [dijasménos] (adj.) 1: di vidido, desunido, 2: (para personas) ambiguo, confuso, διχασμός [dijasmós] (ηΛη.) 1: esci sión, 2: ruptura, separación, división, διχαστικός [dijasticós] (adj.) divisivo. διχογνωμία [dijognomía] (ηΛ.) disen sión, desacuerdo, διχογνωμώ [dijognomó] (v.) desacor dar, oponerse, διχόνοια [dijóña] (ηΛ) discordia, des avenencia, disensión, διχοτόμηση [dijotómisi] (ηΛ) 1: bi partición, división, dicotomía, 2: (Geom.) bisección, διχοτομώ [dijotomó] (v.) 1: partir en dos, bisecar, dividir 2: (Geom.) biseccionar. δίχρωμος [díjromos] (adj.) bicolor, δίχτυ [díjti] (n7n.) red, trama, malla,
retículo. δίχως [díjos] (prep.) sin, fuera de. δίψα [dípsa] (n./f.) sed. διψασμένος [dipsasménos] (adj.) se diento, διψώ [dipsó] (v.) tener sed. διωγμός [diogmós] (n./m.) persecu ción, expulsión, destierro, διώκτης [dióctis] (nVm.) perseguidor, acosador. διώκω [dióco] (v.) perseguir, expulsar, desterrar, cazar, διώνυμος [diónimos] (adj.) binomio, δίωξη [díoksi] (ηΛ) expulsión, desti tución. διώξιμο [dióksimo] (ηΛι.) persecu ción, expulsión, destierro, διώρυγα [dióriga] (ηΛ) canal · η δι ώρυγα του Παναμά- el canal de Pa namá. διώχνω [diójno] (v.) perseguir, expul sar, echar fuera, despedir · διώχνω το κακό ττνεύμα- echar fuera el mal espíritu. δόγμα [dógma] (ηΛ.) dogma, doctri na, creencia, δογματίζω [dogmatídso] (v.) dogma tizar. δογματικός [dogmaticós] (adj.) do gmático, doctrinal, δοκάρι [docári] (ηΛι.) viga, traviesa, δοκιμάζω [doquimádso] (v.) 1: probar, ensayar, intentar, 2: (comida) degu star. δοκιμασία [doquimasía] (ηΛ) prueba, ensayo, intento, experimento, δοκιμαστικός [doquimasticós] (adj.) de prueba, tentativo, δοκιμή [doquimí] (ηΛ.) prueba, ensa yo, tanteo, δοκίμιο [doquímio] (ηΛι.) ensayo, δόκιμος [dóquimos] (adj.) versado en, principiante, novicio, δοκός [docós] (ηΛ) viga.
653
δολάριο δολάριο [dolário] (n./n.) dólar, δόλιος [dólios] (adj.) fraudulento, en gañoso, falso, pobre, desgraciado, δολιότητα [doliótita] (n./f.) fraudulen cia, engaño, fraude, falacia, δολιοφθορά [doliofzorá] (n./f.) sabo taje, boicoteo, δολοπλοκία [doloploquía] (n7f.) intri ga, trama, enredo, maquinación, δολοπλόκος [doloplócos] (n./m.+f.) intrigante, conspirador, δολοπλοκώ [doloplocó] (v.) intrigar, tramar, maquinar, urdir, δόλος [dolos] (n./m.) engaño, astucia, maña, treta, δολοφονία [dolofonía] (n./f.) asesina to, homicidio, crimen, δολοφονικός [dolofonicós] (adj.) ase sino, homicida, criminal, criminoso, delictivo · δολοφονικό όπλο- arma asesina ·δολοφονική ματιά- mirada asesina. δολοφόνος [dolofónos] (n./m.) asesi no, matador, homicida, δολοφονώ [dolofonó] (v.) asesinar, matar. δόλωμα [dóloma] (n7n.) 1: cebo, car nada, 2: anzuelo, señuelo, δολώνω [dolóno] (v.) poner el cebo, δομή [domí] (n./f.) estructura, esque leto. δομώ [domó] (v.) estructurar, con struir. δόνηση [dónisi] (n./f.) vibración, sa cudida. δονητής [donitis] (n./m.) vibrador, δόντι [dóndi] (n./n.) 1: (personas) die nte, muela, 2: (cosas) púa, espina · με πονάει το δόντι μου- me duelen las muelas ·τρίζω τα δόντια σε κά ποιον· crijirle a alguien los dientes » ακονίζω τα δόντια μου- aguzar los dientes ·λέω κάτι μέσα από τα δό ντια μου- hablar entre los dientes ·
δείχνω τα δόντια μου- mostrar los dientes · κυνόδοντας- diente cani no. δονώ [donó] (v.) vibrar, sacudir, trepi dar. δόξα [dóksa] (n./f.) gloria, fama, pre stigio. δοξάζω [doksádso] (v.) glorificar, ala bar, honrar, exaltar, δοξάρι [doksári] (n./n.) arco, δοξασία [doksasía] (nJf.) creencia, opinión, parecer, δοξολογία [doksologuía] (n./f.) ala banza, liturgia, doxología, glorifica ción. δοξολογώ [doksologó] (v.) glorificar, alabar, exaltar, δοξομανής [doksomanís] (adj.) ambi cioso de gloria, δόρυ [dóri] (n./n.) lanza, pica, δορυφόρος [dorifóros] (n./m.) saté lite. δόση [dósi] (n./f.) 1: dosis, dosificación, 2: cantidad, cuantía, medida, δοσοληψία [dosolipsía] (n./f.) transa cción, negocio, trato, asunto, δοσολογία [dosologuía] (n7f.) dosifi cación. δότης [dótis] (n7m.) donante, dona dor, dador · αιμοδότης- dador/do nador de sangre · δότης οργάνωνdonador de órganos, δοτική [dotiquí] (nVf.) (Gram.) dativo, δούκας [dúcas] (n./m.) duque, δουκάτο [ducáto] (n7n.) ducado, δούκισσα [dúquisa] (n./f.) duquesa, δούλα [dúla] (nyf.) esclava, criada, sierva. δουλεία [dulía] (n./f.) esclavitud, cauti verio, sumisión, δουλειά [duliá] (n./f.) 1: trabajo, ocu pación, curro 2: tarea, faena, δουλεμπορία [dulemboría] (n./f.) trá fico de esclavos.
654
δροσερός δουλοπάροικος [dulopáricos] (adj.) esclavo. δουλεύω [dulévo] (v.) 1: (persona) tra bajar, currar, laborar, 2: (dispositivos) funcionar, δουλικός [dulicós] (adj.) servil, δουλοπρέπεια [duloprépia] (nyf.) ser vilismo, bajeza, vileza, sumisión, sub ordinación, δουλοπρεπής [duloprepís] (adj.) ser vil, adulador, δούλος [dúlos] (n./m.) esclavo, siervo, lacayo, sirviente, δοχείο [dojío] (n./n.) recipiente, enva se, vasija, jarra, vaso, δράκαινα [dráquena] (nyf.) dragona, δρακόντειος [dracóndios] (adj.) rigu roso, estricto, severo, draconiano, δράκος [drácos] (nym.) dragón, ogro, δράμα [dráma] (n./n.) drama, trage dia. δραματικός [dramaticós] (adj.) dra mático. δραματολόγιο [dramatológuio] (nyn.) repertorio, δραματοποιία [dramatopiía] (nyf.) dramaturgia, δραματοποιώ [dramatopió] (v.) dra matizar. δραματουργία [dramaturguía] (nyf.) dramática, δραματουργός [dramaturgós] 1: (nym.) dramaturgo, 2: (adj.) dramático, δράμι [drámi] (nyn.) medida de peso que equivale a 3 Vi gramos, dracma. δραπέτευση [drapétefsi] (nyf.) fuga, evasión, huida, escapada, escapa miento. δραπετεύω [drapetévo] (v.) fugarse, evadirse, huir, escaparse, δραπέτης [drapétis] (n./m.) fugitivo, evasor, perseguido, δράση [drási] (nyf.) 1: actividad, acto, actuación, 2: acción, energía ·ταινία
δράσης- película de acción, δρασκελιά [drasqueliá] (n./f.) zanca da, tranco, δρασκελίζω [drasquelídso] (v.) zan quear, dar zancadas, andar a tran cos. δραστηριοποίηση [drastiriopíisi] (nyf.) actividad, activación, δραστήριος [drastírios] (adj.) activo, enérgico, dinámico, δραστηριότητα [drastiriótita] (nyf.) actividad, δράστης [drástis] (n./m.) autor, ejecu tor, culpable, δραστικός [drasticós] (adj.) eficaz, enérgico, drástico, δραστικότητα [drasticótita] (n./f.) efi cacia, eficiencia, δραχμή [drajmí] (nyf.) dracma. δρεπάνι [drepáni] (nyn.) hoz, guada ña, segadera, δρεπανίζω [drepanídso] (v.) segar, guadañar, cosechar, δρεπάνισμα [drepánisma] (nyn.) sega, δριμύς [drimís] (adj.) riguroso, áspero, duro, severo, acre, acerbo, δριμύτητα [drimítita] (nyf.) rigurosi dad, severidad, aspereza, dureza, acerbidad, adustez, δρομάκι [dromáqui] (nyn.) callejuela, paseo estrecho, pasadizo, δρομέας [droméas] (nym.) corredor, δρομολόγιο [dromológuio] (n./n.) tra yecto, itinerario, recorrido, δρόμος [drómos] (n./m.) camino, calle, vía, carretera, ruta, avenida, estrada · αγώνας δρόμου- carrera ·κεντρικός δρόμος- calle principal · δρόμος προσπέλασης- camino de acceso · δασικός δρόμος- camino forestal · αγροτικός δρόμος- camino vecinal · ανοίγω δρόμο- abrir camino ·χάνω τον δρόμο- perder el camino, δροσερός [droserós] (adj.) fresco, frío,
655
δροσερότητα templado ·παίρνω δροσερό αέραtomar aire fresco, δροσερότητα [droserótita] (nVf.) fre scura, frescor, δροσιά [drosiá] (n./f.) rocío, frescura, frescor. δροσίζω [drosídso] (v.) refrescar, ai rear, ventilar, δροσιστικός [drosisticós] (adj.) refre scante, fresco, refrigerante, δρόσος [drósos] (nVf.) rocío, frescura, δρύινος [dríinos] (adj.) de madera de roble. δρυμός [drimós] (n./m.) bosque «εθνι κός δρυμός- bosque nacional, δρυς [drís] (n./f.) roble, δρω [dro] (v.) actuar, proceder, operar, obrar. δυάδα [diáda] (n./f.) par, pareja ·κατά δυάδες- a pares, δυάρι [diári] (n./n.) de dos. δύναμη [dínami] (n./f.) 1: fuerza, 2. potencia, poder, vigor, aliento, do minio, enjundia, fibra ·αγοραστική δύναμη- poder adquisitivo ·ένοπλες δυνάμεις- fuerzas armadas, δυναμική [dinamiquí] (n7f.) dinámica, δυναμικό [dinamicó] (n./n.) potencial •το αγροτικό δυναμικό- el potencial agrícola. δυναμικός [dinamicós] (adj.) dinámi co, activo, fuerte, poderoso, vivaz, δυναμικότητα [dinamicótita] (n./f.) capacidad, δυναμισμός [dinamismós] (n7m.) vi gor, dinamismo, robustez, δυναμίτιδα [dinamltida] (n7f.) dina mita. δυναμόμετρο [dinamómetro] (n7n.) dinamómetro, δυνάμωμα [dinámoma] (n7n.) forta lecimiento, refuerzo, tonificación, robustecimiento, δυναμώνω [dinamóno] (v.) fortalecer,
reforzar, tonificar, vigorizar, afianzar, δυναμωτικός [dinamoticós] (adj.) to nificante, reconstituyente, δυναστεία [dinastía] (n7f.) dinastía, casta. δυνάστης [dinástis] (n./m.) dinasta, soberano, déspota, tirano, δυνατά [dinatá] (adv.) 1: fuertemente, fuerte, con fuerza, 2: ruidosamente, 3: en voz alta ·μιλάω δυνατά- hablar en voz alta, δυνατός [dinatós] (adj.) 1: fuerte, po tente, robusto, vigoroso, fornido, forzudo, 2: posible, probable · στο μέτρο του δυνατού- dentro de lo posible. δυνατότητα [dinatótita] (ηΛ) posibi lidad, probabilidad, potencialidad, δυνητικός [diniticós] (adj.) potencial, δύο [dio] (núm.) dos. δυόσμος [diósmos] (nVm.) hierbabue na, menta verde, δυσανάγνωστος [disanágnostos] (adj.) ilegible, indescifrable, difícil de leer, δυσαναλογία [disanaloguía] (n/f.) des proporción, asimetría, dismetría. δυσανάλογος [disanálogos] (adj.) des proporcionado, asimétrico, irregular, δυσαναπλήρωτος [disanaplírotos] (adj.) irremplazable. δυσανασχέτηση [disanasjétisi] (n./f.) indignación, enojo, enfado, δυσανασχετώ [disanasjetó] (v.) indi gnarse, impacientarse, exasperarse, irritarse. δυσαρέσκεια [disarésquia] (n7f.) des agrado, disgusto, descontento, δυσάρεστημένος [disarestiménos] (adj.) insatisfecho, disgustado con, descon tento. δυσάρεστος [disárestos] (adj.) des agradable, molesto, irritante, des apacible. δυσαρεστώ [disarestó] (v.) desagra
656
δυσπρόσιτος dar, disgustar, irritar, caer mal. δυσαρμονία [disarmonia] (n./f.) di scordia, disonancia, disconformidad, δυσβάστακτος [disvástactos] (adj.) insoportable, insufrible, inaguanta ble, pesado, agobiante, δύσβατος [dísvatos] (adj.) escabroso, abrupto, áspero, δυσδιάκριτος [disdiácritos] (adj.) indistinguible, indiscernible, imper ceptible. δυσεντερία [disendería] (n./f.) (Med.) disentería, δυσεπίλυτος [disepílitos] (adj.) insoluble. δυσεύρετος [disévretos] (adj.) difícil de encontrar, de hallar o de conse guir. δύση [dísi] (n./f.) 1: (horizonte) oeste, occidente, 2: (sol) ocaso, puesta de sol. δύσθυμος [díscimos] (adj.) malhumo rado, melancólico, δύσκαμπτος [díscamptos] (adj.) rígi do, inflexible, duro, firme, δυσκαμψία [discampsía] (n./f.) rigidez, inflexibilidad, dureza, firmeza, δυσκινησία [disquinisía] (nVf.) len titud, pesadez, dificultad de movi miento. δυσκίνητος [disquínitos] (adj.) lento, pesado, con dificultad de movimie nto. δυσκοίλιος [disquílios] (adj.) estreñi do. δυσκοιλιότητα [disquiliótita] (nyf.) estreñimiento, δυσκολεύω [discolévo] (v.) dificultar, complicar, obstaculizar, embrollar, enmarañar, δυσκολία [discolía] (nVf.) dificultad, complicación, contratiempo, obstá culo ·χωρίς την παραμικρή δυσκο λία- sin ninguna dificultad.
δύσκολος [díscolos] (adj.) difícil, ar duo, complicado, comlejo · σε δύ σκολη θέση- en peligro · δύσκολη κατάσταση- situación complicada • δύσκολος άνθρωπος- carácter di fícil. δυσμένεια [disménia] (nVf.) desgracia, desventura, infortunio, desdicha, δυσμενής [dismenís] (adj.) desfavora ble, adverso, hostil, δυσμενώς [dismenós] (adv.) desfavo rablemente, δύσμοιρος [dísmiros] (adj.) desven turado, desgraciado, infortunado, desdichado, δυσμορφία [dismorfia] (n./f.) deformi dad, desfiguración, δύσμορφος [dísmorfos] (adj.) defo rme, desfigurado, feo. δυσνόητος [disnóitos] (adj.) incom prensible, ininteligible, δυσοίωνος [disíonos] (adj.) nefasto, δυσοσμία [disosmía] (n./f.) mal olor, hedor, peste, fetidez, hediondez, δύσοσμος [dísosmos] (adj.) malolie nte, apestoso, fétido, hediondo, δύσπεπτος [díspeptos] (adj.) indige sto. δυσπεψία [dispepsia] (n7f.) indige stión, empacho, dispepsia, δυσπιστία [dispistia] (n7f.) increduli dad, recelo, desconfianza, δύσπιστος [díspistos] (adj.) incrédulo, receloso, desconfiado, δυσπιστώ [dispistó] (v.) recelar, des confiar, sospechar, dudar, δύσπνοια [díspnia] (nVf.) 1: dificultad de respirar, 2: (Med.) disnea, δυσπραγία [dispraguía] (n7f.) rece sión, depresión · οικονομική δυσπραγία- contracción económica, δυσπροσάρμοστος [disprosármostos] (adj.) inadaptado, δυσπρόσιτος [disprósitos] (adj.) inac-
657
δυστοκία cesible, inabordable, δυστοκία [distoquía] (nyf.) indecisión, δυστροπία [distropía] (nyf.) maleducación, rudeza, aspereza, δύστροπος [dístropos] (adj.) maniáti co, caprichoso, maleducado, δυστροπώ [distropó] (v.) ser maledu cado, tener malos modales, δυστύχημα [distíjima] (nyn.) 1: acci dente mortal, 2: desgracia, adversi dad. δυστυχής [distijís] (adj.) desgraciado, infortunado, infeliz, desdichado, δυστυχία [distijía] (nyf.) infelicidad, desgracia, desdicha, desventura, δυστυχισμένος [distijisménos] (adj.) infeliz, desgraciado, desdichado, δύστυχος [dístijos] (adj.) triste, des graciado, miserable, δυστυχώ [distijó] (v.) ser desgraciado, ser desdichado, δυστυχώς [distijós] (adv.) desgracia damente, desafortunadamente, in felizmente, desdichadamente, δυσφήμηση [disfímisi] (nyf.) difama ción, calumnia, desprestigio, δυσφημιστής [disfimistís] (nym.) difa mador, calumniador, detractor, δυσφημώ [disfimó] (v.) difamar, ca lumniar, desprestigiar, δυσφορία [disforía] (nyf.) 1: malestar, inquietud, desacomodo, 2: (Med.) distonía. δυσφορώ [disforó] (v.) inquietarse, in comodarse, δυσχεραίνω [disjeréno] (v.) dificultar, estorbar, impedir, δυσχέρεια [disjéria] (nyf.) dificultad, estorbo, impedimento, apuro, aprie to. δυσχερής [disjerís] (adj.) difícil, dificu ltoso, penoso, δύσχρηστος [dísjristos] (adj.) difícil de utilizar, desmandado.
δυσωδία [disosmía] (n./f.) hedor, he diondez, peste, fetidez, δυσώδης [disódis] (adj.) hediondo, aestoso, fétido, δύτης [dítis] (n./m.) buzo, submarini sta. δυτικά [diticá] (adv.) al oeste, δυτικός [diticós] (adj.) occidental, δύω [dio] (v.) ponerse, δώδεκα [dódeca] (núm.) doce, δωδεκάδα [dodecáda] (n./f.) docena, δωδεκαδάκτυλο [dodecadáctilo] (nyn.) (Anat.) duodeno, δωδέκατος [dodécatos] (adj.) duodé cimo. δώμα [dóma] (nyn.) cámara, sala, cuarto, alcoba, δωμάτιο [domátio] (nyn.) habitación, cuarto, dormitorio · δίκλινο/μονό κλινο δωμάτιο- habitación doble/ individual ·παιδικό δωμάτιο- habi tación infantil, δωρεά [doreá] (nyf.) donación, dote, ofrenda, contribución · δωρεά ορ γάνων- donación de órganos, δωρεάν [doreán] (adv.) gratuitame nte, gratis, sin pagar, δωρεοδόχος [doreodójos] (adj.) be neficiario, δωρητής [doritís] (n./m.) donador, do nante ·δωρητής αίματος- donador de sangre, δωρίζω [dorídso] (v.) donar, regalar, obsequiar, δωρικός [doricós] (adj.) dórico, δώρο [dóro] (nyn.) regalo, obsequio, presente. δωροδοκία [dorodoquta] (nyf.) so borno, corrupción, δωροδοκώ [dorodocó] (v.) sobornar, comprar. δωροληψία [dorolipsía] (nyf.) soborno, δωσιδικία [dosidiquía] (nyf.) jurisdi cción.
658
δωσίλογος δωσίλογος [dosílogos] (n./m.) respo nsable, colaboracionista.
659
Ε, ε [épsilon] (η7η.) quinta letra del al fabeto griego, c [e] (excl.) oye, oiga, εάν [eán] (conj.) si, en caso de. εαρινός [earinós] (adj.) primaveral, de primavera, εαυτός [eaftós] (n7m.) uno mismo, si mismo, el yo. εβδομάδα [evdomáda] (nVf.) semana • εργάσιμη εβδομάδα- semana la boral. εβδομαδιαίος [evdomadiéos] (adj.) semanal. εβδομηκοστός [evdomicostós] (adj.) septuagésimo, εβδομήντα [evdomínda] (núm.) se tenta. εβδομηντάρης [evdomindáris] (adj.) septuagenario, έβδομος [évdomos] (adj.) séptimo, έβενος [évenos] (n7m.+f.) ébano, εβενουργός [evenurgós] (n7m.) eba nista. εβραϊκός [evraicós] (adj.) hebraico, hebreo. Εβραίος [evréos] (n7m.) hebreo, ju dío. έγγαμος [égkamos] (adj.) casado, con yugal. εγγαστρίμυθος [egkastrímizos] (adj.) ventrílocuo, εγγεγραμμένος [egkegraménos] (adj.) registrado, matriculado, catalogado, εγγονή [egkonó] (n./f.) nieta, εγγονός [egkonós] (n./m.) nieto, εγγράμματος [egkrámatos] (adj.) le trado, culto, instruido, εγγραφή [egkrafí] (n7f.) inscripción, registro, matrícula, έγγραφο [égkrafo] (n7n.) escrito, do cumento, papei ·δημόσιο έγγραφοdocumento público.
εγγράφω [egkráfo] (v.) inscribir, regi strar, matricular, εγγράφως [egkráfos] (adv.) por escri to. εγγύηση [egkíisi] (nVf.) garantía, fia nza, afianzamiento, caución · συ νταγματικές εγγυήσεις- garantías institucionales, εγγυητής [egkiitís] (n7m.) garante, garantizador, fiador, εγγυοδοτώ [egkiodotó] (v.) garanti zar. εγγύς [egkís] (adv.) cerca, al lado, ju nto. εγγύτητα [egkítita] (n7f.) proximidad, vecinidad, cercanía, εγγυώμαι [egkióme] (v.) 1: garantizar, avalar, 2: afianzar, asegurar, εγείρω [eguíro] (v.) levantar, erigir, al zar, elevar, έγερση [éguersi] (nVf.) levantamiento, erección, alza, εγερτήριο [eguertírio] (n./n.) 1: toque de diana, diana, 2: canto revolucio nario. εγκαθίδρυση [egkacídrisi] (n./f.) esta blecimiento, instalación, εγκαθιστώ [egkacistó] (v.) establecer, instalar, fundar, instaurar, εγκαίνια [egkénia] (n7n.) pl. inaugu ración, estreno, ceremonia de ape rtura. εγκαινιάζω [egkeniádso] (v.) inaugu rar, estrenar, έγκαιρα [égkera] (adv.) a tiempo, oportunamente, έγκαιρος [égkeros] (adj.) oportuno, puntual. εγκαλώ [egkaló] (v.) acusar, inculpar, convocar, encartar, εγκάρδια [egkárdia] (adv.) cordial mente. εγκάρδιος [egkárdios] (adj.) cordial, afectuoso, amable, afable.
660
εγκυμονώ εγκαρδιότητα [egkardiótita] (nyf.) cor dialidad, amabilidad, afabilidad, εγκαρδιώνω [egkardióno] (v.) alentar, animar. εγκάρσιος [egkársios] (adj.) transver sal, oblicuo, εγκαρτέρηση [egkartérisi] (nyf.) per severancia, constancia, εγκαρτερώ [egkarteró] (v.) perseve rar. έγκατα [égkata] (n./n.) pl. entrañas, profundidades, εγκαταλελειμμένος [egkataliménos] (adj.) abandonado, desamparado, arrinconado, dejado, εγκαταλείπω [egkatalípo] (v.) aban donar, dejar · εγκαταλείπω στην τύχη- dejar a la suerte, εγκατάλειψη [egkatálipsi] (nJf.) aban dono, abandonamiento, dejadez, εγκατάσταση [egkatástasi] (nyf.) in stalación, establecimiento ·εγκατα στάσεις ηλιακής ενέργειας- instala ciones de energía solar, έγκαυμα [égkavma] (nyn.) quema dura, quemazón ·ηλιακό έγκαυμαquemadura de sol. έγκειται [égkite] (v.) residir, εγκεκριμένος [egkecriménos] (adj.) apto, aprobado, aceptado, εγκεφαλικός [egkefalicós] (adj.) cere bral, encefálico ·εγκεφαλική διάσειση- conmoción cerebral, εγκεφαλονωτιαίος [egkefalonotiéos] (adj.) cerebroespinal, εγκέφαλος [egkéfalos] (n./m.) cere bro, encéfalo, seso, εγκιβωτισμός [egkivotismós] (nym.) encajonamiento, εγκλεισμός [egklismós] (nym.) encie rro, reclusión, internamiento. έγκλειστος [égklistos] (adj.) encerra do. εγκλείω [egklío] (v.) encerrar, aprisio 661
nar, apresar, encarcelar, έγκλημα [égklima] (nyn.) crimen, de lito · έγκλημα πολέμου- crimen de guerra. εγκληματίας [eglimatías] (n./m.) cri minal, delincuente, asesino, εγκληματικός [egklimaticós] (adj.) cri minal, criminoso, delictivo, εγκληματικότητα [egklimaticótita] (nyf.) criminalidad, delincuencia, εγκληματολογία [egklimatologuía] (nyf.) criminología, εγκληματώ [egklimató] (v.) cometer un crimen, έγκληση [égklisi] (nyf.) reproche, εγκλιματίζω [egklimatídso] (v.) acli matar, ambientar, habituar, adaptar, εγκλιματισμός [egklimatismós] (nym.) aclimatación, adaptación, έγκλιση [égklisi] (nyf.) (Gram.) modo del verbo, εγκλωβίζω [egklovídso] (v.) enjaular, encerrar, aprisionar, encarcelar, εγκοπή [egkopí] (nyf.) incisión, hendi dura, cisura, corte, εγκόσμιος [egkósmios] (adj.) terrenal, mundano, mundanal, εγκράτεια [egkrátia] (nyf.) conten ción, continencia, moderación, comendimiento. εγκρατής [egkratís] (adj.) comedido, moderado, prudente, εγκρίνω [egkríno] (v.) aprobar, ratifi car. έγκριση [égkrisi] (nyf.) aprobación, ratificación, aceptación, έγκριτος [égkritos] (adj.) notable, dis tinguido, εγκύκλιος [egkíclios] (nyf.) circular, εγκυκλοπαίδεια [egkiclopédia] (nyf.) enciclopedia, εγκυκλοπαιδικός [egkidopedicós] (adj.) enciclopédico, εγκυμονώ [egkimonó] (v.) engendrar.
εγκυμοσύνη εγκυμοσύνη [egkimosíni] (nyf.) em barazo, gestación, preñez, gravidez, έγκυος [égkios] (n./f.) embarazada, encinta, preñada, έγκυρος [égkiros] (adj.) válido, legíti mo, legal. εγκυρότητα [egkirótita] (nyf.) validez, vigencia. εγκωμιάζω [egkomiádso] (v.) elogiar, alabar, encomiar, ensalzar, εγκωμιαστικός [egkomiasticós] (adj.) elogiable, elogioso, laudatorio, εγκώμιο [egkómio] (nyn.) elogio, ala banza, encomio, encomienda, έγνοια [égnia] (n./f.) preocupación, in quietud, ansiedad, εγρήγορση [egrígorsi] (n./f.) vigilan cia, acecho, εγχείρηση [egjírisi] (n./f.) operacción. εγχειρίδιο [egjirídio] (n./n.) manual, enquiridión. εγχειρίζω [egjirídso] (v.) operar, εγχείριση [egjírisi] (nyf.) entrega, έγχορδος [égjordos] (adj.) de cuerda, έγχρωμος [égjromos] (adj.) en color, colorado, colorido, έγχυμα [égjima] (n./n.) infusión, εγχώριος [egjórios] (adj.) del país, lo cal, nativo, autóctono, aborigen, εγώ [egó] (pron.) yo. εγωισμός [egoismós] (n./m.) egoísmo, egotismo, εγωιστής [egoistís] (adj.) egoísta, ego tista. εγωιστικός [egoisticós] (adj.) egoísta, εγωκεντρικός [egoquendricós] (adj.) egocéntrico, εδαφικός [edaficós] (adj.) 1: territorial, regional, local, 2: del suelo, εδάφιο [edáfio] (n./n.) párrafo, versí culo. έδαφος [édafos] (nyn.) 1: suelo, 2: te rritorio, área, región, έδεσμα [édesma] (n./n.) vianda.
έδρα [édra] (nyf.) sede, cátedra, esca ño. εδραιώνω [edreóno] (v.) afirmar, con solidar, asegurar, fortalecer, εδραίωση [edréosi] (nyf.) afirmación, consolidación, έδρανο [édrano] (n./n.) banco · ανε βαίνω στο έδρανο- subir al banco, εδρεύω [edrévo] (v.) tener sede, resi dir, afincarse, εδώ [edó] (adv.) aquí, acá ·εδώ ακρι βώς- aquí mismo ·μέχρι εδώ- hasta aquí ·έλα εδώ!- ¡ven aquí! ·airó εδώ και εμπρός- de aquí en adelante, εδώδιμα [edódima] (nyn.) pl. come stibles. εδώλιο [edólio] (nyn.) banquillo, asien to, taburete, εθελοντής [ecelondís] (nym.) volu ntario. εθελοντικά [ecelondicá] (adv.) volun tariamente, εθελοντικός [ecelondicós] (adj.) vo luntario. εθίζω [ecídso] (v.) habituar, acostu mbrar. έθιμο [écimo] (n./n.) costumbre, tra dición, hábito ·τα έθιμα μιας περιο χής- las costumbres de esta provin cia. εθιμοτυπία [ecimotipía] (nyf.) cere monia, rito, etiqueta, protocolo, εθιμοτυπικός [ecimotipicós] (adj.) ce remonial, ritual, εθισμός [ecismós] (nym.) adicción, afición. εθνάρχης [eznárjis] (n./m.) jefe de una nación. εθνικισμός [ezniquismós] (nym.) na cionalismo, εθνικιστής [ezniquistís] (n./m.) nacio nalista. εθνικοποίηση [eznicopíisi] (n./f.) na cionalización.
662
εικόνισμα εθνικοποιώ [ezn¡copió] (ν.) naciona lizar. εθνικός [eznicós] (adj.) nacional, ét nico, racial · εθνική οδός- carretera nacional · εθνικός ύμνος- himno nacional. εθνικότητα [eznicótita] (n./f.) nacio nalidad. εθνογραφία [eznografía] (nyf.) etno grafía. εθνολογία [eznologuía] (n./f.) etno logía. εθνολογικός [eznologuicós] (adj.) et nológico. έθνος [éznos] (n./n.) nación, pue blo, país · Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών- Organización de las Nacio nes Unidas, εθνόσημο [ezriósimo] (n./n.) emble ma nacional, εθνοσυνέλευση [eznosinélefsi] (n./f.) asamblea nacional, εθνότητα [eznótita] (n./f.) nación, es tado. εθνοφρουρό [eznofrurá] (n./f.) guar dia nacional, εθνοφυλακή [eznofilaquí] (n./f.) guar dia civil. ειδεχθής [idejcís] (adj.) atroz, nefasto, horrible, horrendo, exercable, espa ntoso. ειδήμονας [idímonas] (n./m.) experto, conocedor, especialista, είδηση [ídisi] (n./f.) noticia, informa ción, aviso · τηλεοπτικές ειδήσειςnoticias ·έχω είδηση κάποιου- tener noticias de alguien, ειδικά [idicá] (adv.) especialmente, en particular, concretamente, ειδικευμένος [idiquevménos] (adj.) cualificado, especializado, ειδικεύομαι [idiquévome] (v.) espe cializarse (en), ειδίκευση [idíquefsi] (nyf.) especiali-
zación. ειδικός [idicós] (adj.) especial, espe cialista, específico ·ειδική περίστα ση- ocasión especial ·ειδικό βάροςpeso específico, ειδικότητα [idicótita] (nyf.) especiali dad. ειδοποίηση [idopíisi] (nyf.) aviso, anu ncio, notificación ·χωρίς προηγού μενη ειδοποίηση- sin aviso previo · μέχρι νέας ειδοποίησης- hasta nue vo aviso ·τελευταία ειδοποίηση- úl timo aviso, ειδοποιητήριο [idopiitírío] (n./n.) avi so, notificación, ειδοποιώ [idopió] (v.) avisar, anunciar, notificar,informar alertar, είδος [idos] (n./n.) 1: especie, 2: gé nero, tipo, clase, grupo ·είδος προς εξαφάνιση- especie en peligro de extinción · πληρώνω σε είδος- pa gar en especie · λευκά είδη- ropa blanca. ειδυλλιακός [idiliacós] (adj.) idílico, ειδύλλιο [idilio] (n./n.) idilio, romance, είδωλο [ídolo] (nyn.) ídolo, imagen, ειδωλολάτρης [idololátris] (n./m.) idó latra, pagano, ειδωλολατρία [idololatría] (nyf.) idolatrva, culto de imágenes, είθε [íce] (excl.) ¡ojalá!, ¡Dios quiera!, εικάζω [icádso] (v.) conjeturar, presu mir, acertar, adivinar, εικασία [icasía] (nyf.) conjetura, pre sunción, hipótesis, presuposición, εικόνα [icóna] (n./f.) imagen ·κατ' ει κόνα και ομοίωση- a su imagen, εικονίζω [iconídso] (v.) representar, pintar. εικονικά [iconicá] (adv.) figuradamen te. εικονικός [iconicós] (adj.) ficticio, fi gurado. εικόνισμα [icónisma] (n./n.) imagen,
663
εικονογραφία ¡cono. εικονογραφία [iconografía] (n./f.) ico nografía, ilustración, εικονοκλάστης [iconoclástis] (n./m.) iconoclasta, εικονοστάσιο [iconostásio] (n./n.) ico nostasio, santuario, εικοσαριά [icosariá] (n./f.) veintena, είκοσι [ícosi] (núm.) veinte, εικοστός [icostós] (adj.) vigésimo, ειλεός [ileós] (n7m.) (Anat.) íleo, ειλικρινά [ilicriná] (adv.) sincerame nte, francamente, ειλικρίνεια [ilicrínia] (n./f.) sinceridad, franqueza, honestidad ·με πάσα ει λικρίνεια- con toda sinceridad, ειλικρινής [ilicrinís] (adj.) sincero, fra nco, honesto, είλωτας [ilotas] (nVm.) esclavo, είμαι [íme] (v.) ser, estar ·είμαι Έλλη νας·-soy griego ·ποιος είναι;- ¿quién es? ·είμαι καλά- estoy bien ·είμαστε όλοι εδώ;- ¿estamos todos aquí?, ειμαρμένη [imarméni] (n./f.) destino, είναι [íne] (n./n.) el ser. ειρήνευση [irínefsi] (n./f.) pacificación, apaciguamiento, ειρηνευτικός [irinefticós] (adj.) pacifi cador, cociliador. ειρηνεύω [irinévo] (v.) pacificar, cal mar. ειρήνη [iríni] (nVf.) paz, tranquilidad · Ειρήνη- Irene, ειρηνικός [irinicós] (adj.) pacífico ·ει ρηνικός ωκεανός- océano pacífico, ειρηνιστής [irinistís] (n./m.) pacifista, ειρηνοδικείο [irinodiqufo] (n./n.) juz gado de paz. ειρηνοδίκης [irinodíquis] (n7m.) juez de paz. ειρηνοποιός [irinopiós] (n7m.) pacifi cador, apaciguador, ειρηνόφιλος [irinóñlos] (n./m.) paci fista.
ειρμός [irmós] (n./m.) coherencia, co hesión, continuidad, είρων/είρωνας [íron/fronas] (nym.+f.) irónico. ειρωνεύομαι [ironévome] (v.) hablar con ironía, ειρωνεία [ironía] (n./f.) ironía, ειρωνικά [ironicé] (adv.) irónicamente, con ironía, ειρωνικός [ironicós] (adj.) irónico, sa tírico. εισαγγελέας [isagkeléas] (nVm.) fiscal, εισαγγελία [isagkelía] (n./f.) fiscalía, εισάγω [iságo] (v.) introducir, impor tar, insertar, εισαγωγέας [isagoguéas] (n./m.) im portador. εισαγωγή [isagoguí] (nVf.) introdu cción, importación, inserción, εισαγωγικά [isagoguicá] (nVn.) pl. co millas. εισαγωγικός [isagoguicós] (adj.) in troductorio, introductivo, de impor tación. εισακούω [isacúo] (v.) oír, escuchar, εισβάλλω [isválo] (v.) invadir, irrumpir, atacar. εισβολέας [isvoléas] (nVm.) invasor, - conquistador. εισβολή [isvolí] (n./f.) invasión, irrup ción, embestida, ataque, εισδοχή [isdojí] (n./f.) entrada, ingre so. είσδυση [ísdisi] (n./f.) penetración, εισδύω [isdío] (v.) penetrar, εισέρχομαι [isérjome] (v.) entrar, in troducirse, penetrar, εισήγηση [isíguisi] (n./f.) ponencia, propuesta, sugerencia, εισηγητής [isiguitís] (nVm.) ponente, εισηγούμαι [isigúme] (v.) proponer, sugerir. εισιτήριο [isitírio] (n7n.) 1: (avión) bi llete, 2: (cine, teatro) entrada.
664
εκδήλωση εισόδημα [isódima] (n./n.) renta, εισοδηματίας [isodimatlas] (nym.) ren tista. εισοδιάζω [isodiádso] (v.) gastar, είσοδος [ísodos] (nyf.) entrada, acceso • κύρια είσοδος- entrada principal · απαγορεύεται η είσοδος- prohibido el acceso, εισπνέω [ispnéo] (v.) inspirar, inhalar, εισπνοή [ispnoí] (n./f.) inspiración, in halación. εισπράκτορας [ispráctoras] (nym.) co brador. είσπραξη [íspraksi] (nyf.) cobro, co branza, recaudo · είσπραξη λογα ριασμών- cobro de facturas, εισπράττω [ispráto] (v.) 1: (dinero) cobrar, 2: (algo en general) percibir · εισπράττω φόρους- cobrar impue stos. εισρέω [isréo] (v.) fluir, εισροή [isroí] (nyf.) afluencia, εισφέρω [isféro] (v.) aportar, contri buir. εισφορά [isforá] (n./f.) aportación, contribución, cuota, εισχωρώ [isjoró] (v.) penetrar, intro ducirse. είτε [íte] (conj.) o, u ·σινεμά ή θέατρο;¿cine o teatro? ·καφέ ή νερό;- ¿café u agua?, εκ [ek] (prep.) de, desde, εκάτερος [ecáteros] (pron.) cada cual por su parte, εκατέρωθεν [ecatérocen] (adv.) recí procamente, mutuamente, εκατό [ecató] (núm.) ciento, cien, εκατόλιτρο [ecatólitro] (nyn.) hecto litro. εκατόμβη [ecatómvi] (nyf.) hecato mbe. εκατομμύριο [ecatomírio] (nyn.) mi llón. εκατομμυριοστό [ecatomiriostó] (nyn.)
millonésimo, εκατομμυριούχος [ecatomiriújos] (adj.) millonario, εκατονταετηρίδα [ecatondaetirída] (n./f.) centenario, εκατοστόμετρο [ecatostómetro] (nyn.) centímetro, εκατονταετής [ecatondaetís] (adj.) cen tenario. εκατονταετία [ecatondaetía] (nyf.) si glo. εκατονταπλασιάζω [ecatondaplasiádso] (v.) centuplicar, εκατοστή [ecatostí] (n./f.) centena, εκατοστός [ecatostós] (adj.) centésimo. εκβαθύνω [ekvacíno] (v.) ahondar, profundizar, sumir, hundir, εκβάλλω [ekválo] (v.) desembocar, desaguar, εκβαρβαρώνω [ ekvarvaróno] (v.) bar barizar. έκβαση [ékvasi] (nyf.) resultado, con secuencias, fin · έχει καλή έκβασηtener buen resultado, εκβιάζω [ekviádso] (v.) extorsionar, forzar, coaccionar, chantajear, εκβιασμός [ekviasmós] (nym.) extor sión, coacción, chantaje, εκβιαστής [ekviastís] (nym.) extorsionista, chantajista, εκβολή [ekvolí] (nyf.) desembocadu ra, canal, estuario, εκβράζω [ekvrádso] (v.) desembocar, εκγυμνάζω [ekguimnádso] (v.) entre nar. εκγύμναση [ekguímnasi] (nyf.) entre namiento, έκδηλος [ékdilos] (adj.) evidente, ma nifiesto, aparente, εκδηλώνω [ekdilóno] (v.) manifestar, mostrar, declarar, εκδήλωση [ekdílosi] (nyf.) manifesta ción, declaración.
665
εκδηλωτικός εκδηλωτικός [ekdiloticós] (adj.) ex presivo, efusivo, εκδίδω [ekdído] (v.) editar, publicar, extraditar, εκδικάζω [ekdicádso] (v.) juzgar, εκδίκαση [ekdícasi] (n./f.) dictamen, juicio. εκδίκηση [ekdíquisi] (n./f.) venganza, represalia, desquite, εκδικητής [ekdiquitís] (n./m.) venga dor, castigador, εκδικητικός [ekdiquiticós] (adj.) ven gativo, revanchista. εκδικούμαι [ekdicúme] (v.) vengarse, εκδορά [ekdorá] (n./f.) excoriación, exorsión, rozadura, έκδοση [ékdosi] (nyf.) edición, publi cación, extradición, tirada ·έκδοση πέντε χιλιάδων αντιτύπων- tirada de cinco mil ejemplares, εκδότης [ekdótis] (nym.) editor, εκδοτικός [ekdoticós] (adj.) editorial, editor ·εκδοτικός οίκος- (casa) edi torial. εκδούλευση [ekdúlefsi] (n./f.) servicio, εκδοχή [ekdojí] (nyf.) versión, varia nte. εκδρομέας [ekdroméas] (n./m.) excu rsionista, viajero, εκδρομή [ekdromi] (nyf.) excursión, viaje, gira ·πάω εκδρομή- ir de ex cursión, εκεί [equí] (adv.) ahí, allí, allá, εκείνος [equinos] (pron.) ése/sa, aquel/aquella · προτιμώ εκείνα εκεί- prefiero ésos/aquellos · μια από εκείνες τις μέρες-un día de esos • θυμάσαι εκείνο το τραγούδι;- ¿re cuerdas aquella canción?, εκεχειρία [equejiría] (n./f.) tregua, ar misticio, cese de fuego, έκζεμα [ékdsema] (n./n.) eczema, εκζήτηση [ekdsítisi] (n./f.) rebusca miento.
εκζητώ [ekdsitó] (v.) rebuscar, έκθαμβος [ékzamvos] (adj.) deslum brado, estupefacto, asombrado, sor prendido, perplejo, εκθαμβώνω [ekzamvóno] (v.) deslum brar, asombrar, fascinar, εκθαμβωτικός [ekzamvoticós] (adj.) deslumbrador, deslumbrante, εκθειάζω [ekciádso] (v.) alabar, exal tar. εκθειασμός [ekciasmós] (nym.) alaban za, exaltación, έκθεση [ékcesi] (nyf.) 1: exposición, exhibición, muestra, 2: (escrito) re dacción. εκθεσιακός [ekcesiacós] (adj.) exhibitivo. εκθέτης [ekcétis] (nym.) expositor, ex ponente. έκθετος [ékcetos] (adj.) expuesto, des protegido, εκθέτω [ekcéto] (v.) 1: exponer, 2: ex hibir ·εκθέτω τα γεγονότα- exponer los hechos · εκθέτω τους πίνακεςexhibir los cuadros, εκθλίβω [ekzlívo] (v.) exprimir, estru jar. έκθλιψη [ékzlipsi] (n./f.) (Gram.) eli sión. εκθρονίζω [ekzronídso] (v.) destronar, desentronizar, εκθρόνιση [ekzrónisi] (nyf.) destrona miento. έκθυμος [ekcimos] (adj.) caluroso, fo goso, ardiente, εκθύμως [ekcimos] (adv.) calurosa mente, cordialmente, εκκαθαρίζω [ecazarídso] (v.) liquidar, saldar, finiquitar, εκκαθάριση [ecazárisi] (nyf.) liquida ción, saldo, finiquito, εκκεντρικός [equendricós] (adj.) ex céntrico, extraño, extravagante, εκκεντρικότητα [equendricótita] (nyf.)
666
εκμετάλλευση excentricidad, εκκενώνω [equenóno] (ν.) vaciar, eva cuar, desalojar, deshabitar, εκκένωση [equénosi] (nVf.) vaciado, evacuación, descarga, εκκίνηση [equínisi] (ηΛ.) salida, arran que, arrancada, puesta en marcha, εκκινώ [equino] (v.) arrancar, poner en marcha. έκκληση [éclisi] (ηΛ) llamamiento, apelación, εκκλησία [eclisía] (ηΛ.) iglesia, cate dral ·η εκκλησία της ενορίας- igle sia parroquial · παντρεύομαι στην εκκλησία- me caso por la iglesia, εκκοκκίζω [ecoquídso] (v.) desgranar, εκκολάπτω [ecolápto] (v.) incubar, empollar. εκκρεμές [ecremés] (n./n.) péndulo, pendiente, péndola, εκκρεμής [ecremís] (adj.) pendiente, incompleto, en suspenso, εκκρεμότητα [ecremótita] (ηΛ) asu nto pendiente, έκκριμα [écrima] (nVn.) secreción, εκκρίνω [ecríno] (v.) secretar, segre gar, exudar, έκκριση [écrisi] (ηΛ) secreción, exu dación. εκκωφαντικός [ecofanticós] (adj.) en sordecedor, estruendoso, estrepito so ·εκκωφαντικός θόρυβος- ruido ensordecedor/ estrepitoso. εκλαΤκευση [eclaíquefsi] (n./f.) popu larización, εκλαϊκεύω [eclaiquévo] (v.) populari zar, divulgar, εκλαμβάνω [eclamváno] (v.) enten der, interpretar, εκλαμψία [eclampsia] (ηΛ) eclam psia. εκλέγω [eclégo] (v.) 1: votar, 2: elegir, escoger, seleccionar, εκλεγμένος [eclegménos] (adj.) electo
•εκλεγμένος πρόεδρος- presidente electo. εκλείπω [eclípo] (v.) fallecer, desapa recer. έκλειψη [éclipsi] (ηΛ.) eclipse, des aparición ·έκλειψη ηλίου/σελήνηςeclipse solar/lunar, εκλεκτικός [edecticós] (adj.) difícil de contentar, selectivo, εκλεκτός [eclectós] (adj.) selecto, electo, elegido, εκλέξιμος [ecléksimos] (adj.) elegible, εκλεξιμότητα [edeksimótita] (ηΛ) ele gibilidad. εκλιπαρώ [ecliparó] (v.) suplicar, rogar, implorar, impetrar, εκλογέας [ecloguéas] (n7m.) elector, εκλογή [ecloguí] (n./f.) elección ·εθνι κές εκλογές- e lecciones nacionales, εκλογικός [ecloguicós] (adj.) electoral •εκλογική δύναμη- poder electoral, εκλόγιμος [eclóguimos] (adj.) elegi ble. εκλογιμότητα [ecloguimótita] (ηΛ.) elegibilidad, έκλυση [éclisi] (n./f.) liberación, rela jación ·έκλυση ηθών- la pérdida de valores. έκλυτος [éditos] (adj.) disoluto, co rrupto, libertino, depravado, disipa do. εκλύω [eclío] (v.) liberar, corromper, depravar. εκμάθηση [ekmácisi] (n./f.) aprendiza je, estudio, enseñanza, εκμαιεύω [ekmeévo] (v.) sonsacar, extraer ·εκμαιεύω μια πληροφορίαsonsacar una información, εκμαυλίζω [ekmavlídso] (v.) corrom per, llevar por mal camino, εκμεταλλεύομαι [ekmetalévome] (v.) explotar, aprovechar, abusar, εκμετάλλευση [ekmetálefsi] (n./f.) ex plotación, aprovechamiento ·εκμε
667
εκμεταλλεύσιμος τάλλευση πετρελαίου- explotación de petróleo, εκμεταλλεύσιμος [ekmetaléfsimos] (adj.) explotable, aprovechable, εκμεταλλευτής [ekmetaleftís] (nVm.) explotador, estafador, εκμηδενίζω [ekmidenidso] (v.) aniqui lar, arrasar, erradicar · εκμηδενίζω την απόσταση- aniquilar la distan cia. εκμηδένιση [ekmidénisi] (n./f.) ani quilación, aniquilamiento, εκμισθώνω [ekmiszóno] (v.) alquilar, arrendar. εκμίσθωση [ekmíszosi] (n7f.) alquiler, renta, arriendo, arrendamiento, εκμυστηρεύομαι [ekmistirévome] (v.) confiar, hacer una confidencia, ex playar con uno. εκμυστήρευση [ekmistírefsi] (n7f.) confidencia, εκνευρίζω [eknevrídso] (v.) poner nervioso, irritar, crispar, molestar · εκνευρίζω με ερωτήσεις- molestar a alguien con preguntas, εκνευρισμός [eknevrismós] (n7m.) nerviosismo, intranquilidad, ansie dad, irritación, crispación. εκνευριστικός [eknevristicós] (adj.) irritante, enervante, irritante, έκνομος [éknomos] (adj.) ilegal, ilícito, ilegítimo · έκνομη δράση- acción ilícita. εκούσια [ecúsia] (adv.) voluntaria mente, deliberadamente, εκούσιος [ecúsios] (adj.) voluntario, caprichoso, εκπαιδευόμενος [ekpedevómenos] (adj.) aprendiz, estudiante, εκπαίδευση [ekpédefsi] (n./f.) ense ñanza, instrucción, educación, alfa betización, εκπαιδευτήριο [ekpedeftírio] (n7n.) centro de enseñanza, instituto, co
legio. εκπαιδευτικός [ekpedefticós] 1: (nVm.) instructor, 2: (adj.) educativo, pedagó gico, instructivo, εκπαιδεύω [ekpedévo] (v.) instruir, educar, enseñar, εκπαρθένευση [ekparcénefsi] (nVf.) desfloración, εκπαρθενεύω [ekparcenévo] (v.) des florar. εκπατρίζω [ekpatrídso] (v.) expatriar, desterrar, exiliar, εκπατρισμός [ekpatrismós] (n./m.) ex patriación, destierro, exilio, εκπέμπω [ekpémbo] (v.) emitir, trans mitir. εκπεσμός [ekpesmós] (n7m.) deca dencia, decaimiento, εκπηγάζω [ekpigádso] (v.) proceder, emanar. εκπίπτω [ekpípto] (v.) desgravar, εκπλέω [ekpléo] (v.) zarpar, navegar, εκπληκτικός [ekplicticós] (adj.) sor prendente, asombroso, έκπληκτος [écplictos] (adj.) sorpren dido, asombrado, estupefacto, έκπληξη [ékpliksi] (n./f.) sorpresa, es tupefacción, asombro, εκπληρώνω [ekpliróno] (v.) cumplir, conseguir, lograr, realizar, εκπλήρωση [ekplírosi] (n./f.) cumpli miento, logro, realización, εκπλήσσω [ekplíso] (v.) sorprender, asombrar, deslumbrar, fascinar, εκπνέω [ekpnéo] (v.) espirar, exhalar, expirar. εκπνοή [ekpnoí] (n7f.) espiración, ex piración ·στην εκπνοή του αγώναal fin del partido, εκποίηση [ekpíisi] (nyf.) liquidación, venta. εκποιώ [ekpió] (v.) liquidar, vender, εκπολιτίζω [ekpolitídso] (v.) civilizar, culturizar.
668
έκταση εκπολιτισμός [ekpolitismós] (nym.) civilización, cultura, εκπομπή [ekpombí] (n./f.) 1: emisión, transmisión, 2: (televisión) programa • τηλεοτττική/ραδιοφωνική σειράprograma televisivo/radiofónico, εκπόνηση [ekpónisi] (nyf.) elabora ción. εκπονώ [ekponó] (v.) elaborar ·εκπο νώ εργασία- elaborar un trabajo, εκπορεύομαι [ekporévome] (v.) pro venir, proceder, εκπόρθηση [ekpórcisi] (nyf.) toma, saqueo. εκπορθώ [ekporzó] (v.) saquear, de vastar. εκπόρνευση [ekpórnefsi] (nyf.) pro stitución. εκπορνεύω [ekpornévo] (v.) prosti tuir. εκπρόθεσμος [ekprócesmos] (adj.) fue ra de plazo ·εκπρόθεσμη αίτηση- so licitud fuera de plazo, εκπροσώπηση [ekprosópisi] (n./f.) re presentación, εκπρόσωπος [ekprósopos] (n./m.) de legado, representante, representati vo ·εκπρόσωπος Τύπου- delegado de la prensa, εκπροσωπώ [ekprosopó] (v.) repre sentar, personificar, έκπτωση [ékptosi] (nyf.) rebaja, des cuento, reducción, έκπτωτος [ékptotos] (adj.) depuesto · έκπτωτος άγγελος- ángel caído, εκπυρσοκρότηση [ekpirsocrótisi] (nyf.) detonación, tiro, εκπυρσοκροτώ [ekpirsocrotó] (v.) de tonar, estallar, εκπωματίζω [ekpomatídso] (v.) des corchar, destapar, destaponar, εκρήγνυμαι [ekrígnime] (v.) estallar, explotar, explosionar ·το ηφαίστειο εξερράγη- el volcán explotó.
εκρηκτικός [ekricticós] (adj.) explo sivo. εκρηκτικότητα [ekricticótita] (nyf.) explosividad. έκρηξη [ékriksi] (nyf.) explosión · έκρηξη συναισθημάτων- explosión de sentimientos, εκριζώνω [ekridsóno] (v.) desarraigar, arrancar. εκροή [ekroí] (nyf.) fuga, escape, efu sión. έκρυθμος [ékrizmos] (adj.) irregular, anormal. εκσκαφέας [ekscaféas] (nym.) exca vadora. εκσκαφή [ekscaff] (nyf.) excavación, ahondamiento, εκσπερματώνω [ekspermatóno] (v.) eyacular. εκσπερμάτωση [ekspermátosi] (nyf.) eyaculación. έκσταση [ékstasi] (nyf.) éxtasis, εκστομίζω [ekstomídso] (v.) proferir, εκστρατεία [ekstratía] (n./f.) campaña, expedición · εκστρατεία κατά των ναρκωτικών- campaña contra las drogas. εκστρατευηκός [ekstratefticós] (adj.) expedicionario·εκστρστει/πιτόσώμαfuerza expedicionaria, εκσυγχρονίζω [eksigjonídso] (v.) mo dernizar. εκσυγχρονισμός [eksigjronismós] (nym.) modernización, εκσφενδονίζω [eksfendonídso] (v.) lanzar, arrojar, εκσφενδόνιση [eksfendónisi] (nyf.) lan zamiento. έκτακτος [éctactos] (adj.) extraordina rio, excepcional, εκτάριο [ectário] (n./n.) hectárea, έκταση [éctasí] (nyf.) extensión, área, superficie ·γεωγραφική έκταση- ex tensión geográfica.
669
εκταφή εκταφή [ectafí] (ηΛ.) desentierro, εκτεθειμένος [ecteciménos] (adj.) ex puesto. εκτείνω [ectíno] (v.) extender, expan dir, esparcir, tender, εκτέλεση [ectélesi] (n./f.) ejecución, realización, cumplimiento, εκτελεστής [ectelestís] (n./m.) ejecu tor ·εκτελεστής διαθήκης- ejecutor testamentario, εκτελεστικός [ectelesticós] (adj.) eje cutivo. εκτελώ [ecteló] (v.) ejecutar, ejercer, realizar, cumplir, cumplimentar · εκτελώ υπηρεσία- ejercer un cargo, εκτελωνίζω [ectelonídso] (v.) adua nar. εκτελωνιστής [ectelonistís] (nVm.) adua nero. εκτενής [ectenís] (adj.) extenso, am plio, difuso, prolijo, εκτεταμένος [ectetaménos] (adj.) ex tenso, vasto, amplio · εκτεταμένη χρήση- uso amplio, εκτίθεμαι [ectíceme] (v.) exponerse, exhibirse. εκτίμηση [ectímisi] (n./f.) estimación, estima, apreciación, respeto, εκτιμώ [ectimó] (v.) estimar, apreciar, respetar. εκτίναξη [ectínaksi] (ηΛ.) lanzamien to, desahucio, expulsión, εκτινάσσω [ectináso] (v.) arrojar, lan zar. εκτομή [ectomí] (n./f.) amputación, cercenamiento, εκτόνωση [ectónosi] (ηΛ.) distensión, εκτόξευση [ectóksefsi] (ηΛ) lanza miento. εκτοξεύω [ectoksévo] (v.) lanzar, εκτοπίζω [ectopídso] (v.) desplazar, arrinconar, expulsar, deportar, εκτοπισμός [ectopismós] (n./m.) ex pulsión, traslación.
έκτος [éctos] (adj.) sexto, εκτός [ectós] (adv.) fuera, excepto, sal vo ·είμαι εκτός εαυτού- estar fuera de sí ·όλοι εκτός από εκείνον- todos menos él · εκτός και αν- salvo si/a menos que. έκτοτε [éctote] (adv.) desde entonces, después, luego, εκτραχηλίζομαι [ectrajilídsome] (v.) desvergonzarse, εκτραχηλισμός [ectrajilismós] (n./m.) desvergüenza, εκτράχυνση [ectránjinsi] (ηΛ.) agra vación. εκτρέπω [ectrépo] (v.) desviar, apartar •το αυτοκίνητο εκτράπηκε από την πορεία του- el coche se desvió de su ruta. εκτρέφω [ectréfo] (v.) criar, alimentar, nutrir. έκτροπα [éctropa] (n./n.) pl. incide ntes. εκτροπή [ectropí] (n./f.) desvío, des viación ·εκτροπή κλήσης- desvío de llamada. εκτροφή [ectrofí] (n./f.) cría, alimen tación. εκτροχιάζω [ectrojiádso] (v.) desca rrilar. εκτροχίαση [ectrojíasi] (ηΛ.) descarri lamiento. εκτροχιασμός [ectrojiasmós] (ηΛη.) descarrilamiento, descarriamiento, έκτρωμα [éctroma] (ηΛι.) engendro, feto, monstruo, εκτρωματικός [ectromaticós] (adj.) deforme, monstruoso, έκτρωση [éctrosi] (ηΛ.) aborto, abo rtamiento, εκτρωτικός [ectroticós] (adj.) aborti vo. εκτυλίσσω [ectilíso] (v.) 1: desenvo lver, envolver, 2: desarrollarse, εκτυπώνω [ectipóno] (v.) imprimir,
670
ελασματοποίηση estampar, εκτύπωση [ectíposi] (nVf.) impresión, estampación ·βιβλίο προς εκτύπω ση-libro para impresión, εκτυπωτής [ectipotís] (n./m.) impre sora ·εκτυπωτής λέιζερ- impresora láser. εκτυφλώνω [ectiflóno] (v.) deslum brar, cegar, εκτυφλωτικός [ectifloticós] (adj.) des lumbrante, deslumbrador, cegador, έκφανση [ékfansi] (n./f.) evidencia, manifestación, εκφαυλίζω [ekfavlídso] (v.) depravar, viciar, corromper, εκφαυλισμός [ekfavlismós] (n./m.) depravación, corrupción, εκφέρω [ekféro] (v.) expresar, expo ner, manifestar, enunciar · εκφέρω την άποψή μου- expresar mi propia opinión. εκφοβίζω [ekfovídso] (v.) intimidar, asustar, atemorizar, acobardar, aco llonar. εκφοβισμός [ekfovismós] (n7m.) inti midación, acoquinamiento · πυρο βόλησαν στον αέρα για εκφοβισμόdispararon al aire para intimidación, εκφορά [ekforá] (n./f.) 1: (muerto) fu neral, 2: (hablar) pronunciación, εκφόρτιση [ekfórtisi] (n./f.) descarga, εκφορτώνω [ekfortóno] (v.) descar gar. εκφόρτωση [ekfórtosi] (n./f.) descar ga. εκφράζω [ekfrádso] (v.) expresar, ma nifestar, enunciar, έκφραση [ékfrasi] (n7f.) expresión, dicción. εκφραστικός [ekfrasticós] (adj.) ex presivo, elocuente · εκφραστικό πρόσωπο- cara expresiva, εκφυλίζω [ekfilídso] (v.) degenerar, pervertir, decaer, corromper.
εκφυλισμός [ekfilismós] (n./m.) dege neración. έκφυλος [ékfilos] (adj.) degenerado, disoluto, lascivo · έκφυλος χαρακτή ρας- persona degenerada, εκφώνηση [ekfónisi] (n./f.) locución, pronunciación, llamamiento, εκφωνητής [ekfonitis] (n./m.) locutor, presentador, εκφωνώ [ekfonó] (ν.) 1: leer, 2: pro nunciar, articular, εκχιονιστήρας [ekjionistíras] (n./m.) quitanieves. εκχυδαΤζω [ekjidaídso] (v.) tratar con desprecio, εκχύλισμα [ekjílisma] (n./n.) extracto, εκχύμωση (ekjímosi] (n./f.) equimosis, εκχώρηση [ekjórisi] (n./f.) cesión, transferencia, traspaso · εκχώρηση κυριαρχίας- cesión de dominio, εκχωρώ [ekjoró] (v.) ceder, transferir, traspasar. ελαιογραφία [eleografía] (n./f.) pintu ra al óleo. ελαιόδεντρο [eleódendro] (n./n.) oli vo. ελαιοδοχείο [eleodojío] (n./n.) alcuza, aceitera. ελαιόλαδο [eleólado] (n./n.) aceite de oliva. ελαιοτριβείο [eleotrivío] (nVn.) alma zara, molino de aceite, ελαιοφυτεία [eleofitía] (n./f.) olivar, ελαιοχρωματίζω [eleojromatídso] (v.) pintar al óleo, ελαιώδης [eleódis] (adj.) aceitoso, ole aginoso, grasiento. ελαιώνας [eleónas] (n./m.) olivar, ελάσιμος [elásimos] (adj.) dúctil, ma leable. έλασμα [élasma] (n./n.) lámina, hoja, laminilla. ελασματοποίηση [elasmatopíisi] (nVf.) laminación.
671
ελασματουργείο ελασματουργείο [elasmaturguío] (η7η.) laminadero. ελαστικός [elasticós] (adj.) elástico, flexible. ελαστικότητα [elasticótita] (ηΛ.) ela sticidad, flexibilidad, ελατήριο [elatírio] (n./n.) resorte, muelle, fleje, έλατο [élato] (ηΛι.) abeto, ελατότητα [elatótita] (ηΛ.) ductilidad, maleabilidad, ελαττώνω [elatóno] (v.) reducir, dismi nuir, aminorar ·ελαττώνω τις τιμέςreducir los precios, ελάττωμα [elátoma] (ηΛι.) defecto, imperfección, deficiencia, tara, ελαττωματικός [elatomaticós] (adj.) defectuoso, deficiente, ελαττώνω [elatóno] (v.) disminuir, re ducir, aminorar, ελάττωση [elátosi] (n./f.) disminución, reducción, ελαφάκι [elafáqui] (nVn.) cervato, ελάφι [eláfi] (ηΛι.) ciervo, ελαφρόμυαλος [elafrómialos] (adj.) frívolo, liberiano, superficial, ελαφρόπετρα [elafrópetra] (ηΛ) pie dra pómez, ελαφρόπιστος [elafrópistos] (adj.) crédulo, candoroso, ελαφρός [elafrós] (adj.) ligero, leve, ελαφρότητα [elafrótita] (ηΛ.) ligere za, levedad, ελάφρυνση [eláfrinsi] (ηΛ.) ligereza, extenuación, ελαφρυντικός [elafrindicós] (adj.) ate nuante, aliviante, ελαφρυντικό [elafrindicó] (ηΛι.) ate nuación, alivio, ελαφρώνω [elafróno] (v.) aligerar, ali viar, descargar, suavizar, ελαχιστοποίηση [elajistopíisi] (ηΛ.) minimización. ελάχιστος [elajistos] (adj.) mínimo,
minúsculo, escaso ·ελάχιστη κατα βολή- cuota mínima ·ελάχιστη κα τανάλωση- consumo mínimo, ελεγεία [eleguía] (ηΛ.) elegía, ελεγειακός [eleguiacós] (adj.) elegia co. ελεγκτής [elegktís] (n./m.) controla dor, inspector, revisor ·ελεγκτής ει σιτηρίων- controlador de billetes, έλεγχος [élegjos] (ηΛη.) control, in spección, revisión, ελέγχω [elégjo] (v.) controlar, inspe ccionar, revisar, ελεεινολογώ [eleinologó] (v.) compa decer, lamentar, ελεεινός [eleinós] (adj.) miserable, mí sero, desgraciado, mezquino, ελεεινότητα [eleinótita] (ηΛ.) miseria, desdicha, desventura, ελεημοσύνη [eleimosíni] (ηΛ.) limo sna, caridad, ελεήμων [eleímon] (adj.) miserico rdioso, caritativo, έλεος [éleos] n. misericordia, piedad, compasión, caridad, clemencia, ελευθερία [elefcería] (ηΛ.) libertad, ελευθεριότητα [elefceriótita] (ηΛ) libertinaje, ελεύθερος [eléfceros] (adj.) libre, va cante · ελεύθερος χρόνος- tiempo libre ·ελεύθερη πρόσβαση- acceso libre. ελευθεροστομία [elefcerostomía] (ηΛ.) franqueza, ελευθερόστομος [elefceróstomos] (adj.) muy franco, ελευθεροτυπία [elefcerotipía] (ηΛ.) libertad de prensa, ελευθεροφροσύνη [elefcerofrosíni] (ηΛ.) liberalismo, ελευθερόφρων [elefcerófron] (adj.) liberal. ελευθερώνω [elefceróno] (v.) libertar, liberar.
672
εμβολιάζω ελευθέρωση [elefcérosi] (n./f.) libera ción. ελευθερωτής [elefcerotís] (n./m.) li bertador, liberador, έλευση [élefsi] (n./f.) llegada, adveni miento, aparición, ελέφαντας [eléfandas] (n./m.) elefa nte. ελεφαντίαση [elefandíasi] (nyf.) ele fantiasis. ελεφαντόδοντο [elefandódondo] (nyf.) marfil. ελεώ [eleó] (v.) dar limosna, ελιά [eliá] (nyf.) aceituna, oliva, olivo, ελιγμός [eligmós] (nym.) rodeo, ma niobra, desvío, έλικας [élicas] (nym.) hélice, ελικοειδής [elicoidís] (adj.) helicoidal, ελικόπτερο [elicóptero] (n./n.) heli cóptero. ελιξίριο [eliksírio] (nyn.) elixir · ελιξί ριο νεότητας- elixir de juventud, ελίσσομαι [elísome] (v.) enroscarse, maniobrar, έλκηθρο [élquizro] (n./n.) trineo, έλκος [élcos] (nym.) úlcera, ελκυστήρας [elquistíras] (nyf.) tra ctor. ελκυστικός [elquisticós] (adj.) atracti vo, atrayente, apetecible, ελκύω [elquío] (v.) atraer, secudir. έλκω [élco] (v.) atraer, cautivar, ελκώδης [elcódis] (adj.) ulceroso, έλλειμμα [élima] (nyn.) déficit, falta • δημοσιονομικό έλλειμμα- déficit financiero, ελλειπτικός [elipticós] (adj.) elíptico, parcial incompleto, escaso, έλλειψη [élipsi] (n./f.) falta, carencia, escasez. Έλληνας [élinas] (n./m.) griego, ελληνικός [elinicós] (adj.) griego · ελ ληνική γλώσσα- el (idioma) griego/ la lengua griega.
ελληνισμός [elinismós] (n./m.) hele nismo. ελληνομαθής [elinomacís] (adj.) hele nista. ελληνοπρεπής [eliniprepís] (adj.) di gno de un griego, ελλιμενισμός [elimenismós] (n./m.) anclaje. ελλιπής [elipís] (adj.) deficiente, defe ctuoso, incompleto, ελλοχεύω [elojévo] (v.) esconderse, acechar · ελλοχεύει κινδύνους- ace cha peligro, έλξη [élksi] (nyf.) atracción, captación, seducción, ελονοσία [elonosía] (nyf.) malaria, pa ludismo, έλος [élos] (n./n.) pantano, ελπίδα [elpída] (n./f.) esperanza, ελπιδοφόρος [elpidofóros] (adj.) pro metedor, risueño, ελπίζω [elpídso] (v.) esperar, confiar, ελώδης [elódis] (adj.) pantanoso, pa lúdico. εμάς [emás] (pron.) a nosotros, εμβαδόν [emvadón] (n./n.) área, su perficie. εμβάθυνση [emvácinsi] (n./f.) profundización. εμβαθύνω [emvacíno] (v.) profundi zar, ahondar, εμβάλλω [emválo] (v.) inducir, intro ducir, empotrar, έμβασμα [émvasma] (nyn.) transfe rencia, envío, expedición, remesa · τραπεζικό έμβασμα- transferencia bancaria. εμβατήριο [emvatírio] (nyn.) canción • στρατιωτικό εμβατήριο- canción del ejército, έμβλημα [émvlima] (nyn.) emblema, insignia, blasón, símbolo, εμβολιάζω [emvoliádso] (n./n.) vacu nar, inocular, injertar, inmunizar.
673
εμβολιασμός εμβολιασμός [emvoliasmós] (n./m.) vacunación, εμβόλιο [emvólio] (n./n.) vacuna · αντιτετανικό εμβόλιο- vacuna anti tetánica · εμβόλιο κατά της γρίπηςvacuna contra la gripe, έμβολο [émvolo] (nVn.) émbolo, pi stón. εμβρίθεια [emvricia] (n./f.) profundi dad, especialidad · μελετώ με εμβρίθεια- estudiar en profundidad, εμβριθής [emvricís] (adj.) profundo, hondo, abismal, εμβρόντητος [emvrónditos] (adj.) perplejo, estupefacto, atónito, εμβρυακός [emvriaós] (adj.) fetal, εμβρυοκτονία [emvrioctonía] (n./f.) feticidio, aborto, έμβρυο [émvrio] (n./n.) embrión, feto, εμβρυολογία [embriología] (nVf.) em briología. εμβρυώδης [emvriódis] (adj.) embrio nario. εμείς [emís] (prop.) nosotros, noso tras. εμένα [eména] (pron.) mí · μη μιλάς για εμένα- no hables de mí. εμετικός [emeticós] (adj.) emético, nauseabundo, vomitivo, vomitorio, εμετός [emetós] (n./m.) vómito · έχω τάση για εμετό- tengo ganas de vo mitar. εμίρης [emíris] (n./m.) emir, εμμελής [emelís] (adj.) armonioso, εμμένω [eméno] (v.) persistir, insistir • εμμένω στην άποψή μου- persisto en mi opinión, έμμεσα [émesa] (adv.) indirectame nte. έμμεσος [émesos] (adj.) indirecto, έμμετρος [émetros] (adj.) métrico, έμμηνα [émina] (nVn.) pl. menstrua ción. εμμηνόπαυση [eminópafsi] (n./f.) me 674
nopausia, εμμηνόρροια [eminória] (n./f.) men struación, εμμηνορροϊκός [eminoroicós] (adj.) menstrual, έμμισθος [émiszos] (adj.) asalariado · έμμισθη εργασία- trabajo asalaria do. εμμονή [emoní] (n./f.) perseverancia, persistencia, insistencia, constancia, έμμονος [émonos] (adj.) perseverante, persistente, obsesivo · έμμονη ιδέαidea obsesiva, εμπάθεια [empácia] (n7f.) apasiona miento, vehemencia, ímpetu, εμπαθής [empacís] (adj.) apasionado, vehemente, impetuoso, ardiente, εμπαιγμός [embegmós] (nVm.) sar casmo, burla, mofa, befa, εμπαίζω [embédso] (v.) burlarse (de alguien), mofarse (de) , ridiculizar (a). έμπεδος [émbedos] (adj.) inmutable, firme. εμπεδώνω [empedóno] (v.) estabili zar, consolidar, afianzar, εμπέδωση [embédosi] (n./f.) estabili zación, consolidación, afianzamie nto. εμπειρία [embiría] (nVf.) experien cia, pericia, destreza · μιλάω από εμπειρία- hablar por experiencia · προσωπική εμπειρία- experiencia personal/propia · τεχνική εμπειρίαpericia técnica, εμπειρικός [embiricós] (adj.) empíri co. εμπειρογνώμονας [embirognómonas] (nym.) experto, perito, conocedor, εμπειροπόλεμος [embiropólemos] (n./m.) veterano, έμπειρος [émbiros] (adj.) experto, ex perimentado, versado, baqueteado, εμπεριέχω [emberiéjo] (v.) contener,
εμπροσθοφυλακή incluir, comprender, abarcar, englo bar. εμπεριστατωμένος [emberistatoménos] (adj.) minucioso, profundo · εμπερι στατωμένη έρευνα- investigación mi nuciosa. εμπιστεύομαι [embistévome] (v.) con fiar (en), tener confianza (en), εμπιστευτικός [embistefticós] (adj.) confidencial, confidente, έμπιστος [émbistos] (adj.) confiable, fiel, leal · έμπιστος σύνεργά τηςcompañero confiable, εμπιστοσύνη [embistosíni] (n./f.) 1: confianza, seguridad, 2: credulidad, έμπλαστρο [émblastro] (n7n.) em plasto, esparadrapo, εμπλέκω [embléco] (v.) enredar, impli car, emparañar, entrampar, εμπλοκή [embloquí] (n./f.) enredo, implicación, εμπλουτίζω [emblutídso] (v.) enrique cer · εμπλουτίζω τις γνώσεις μουenriquecer los conocimientos, εμπλουτισμός [emblutismós] (n./m.) enriquecimiento, έμπνευση [émbnefsi] (nVf.) inspira ción, estro, εμπνευσμένος [embnefsménos] (adj.) inspirado, εμπνευστής [embnefstís] (nym.) in spirador, instigador, εμπνέω [embnéo] (v.) inspirar, infun dir. εμποδίζω [embodídso] (v.) impedir, obstaculizar, dificultar, imposibilitar, atascar. εμπόδιο [embódio] (n7n.) 1: obstácu lo, barrera, 2: impedimento, limita ción · δρόμος μετ' εμποδίων- carre ra con obstáculos · κάθε εμπόδιο για καλό- cada obstáculo una oportuni dad · υπερπηδώ τα εμπόδια- supe rar los obstáculos.
εμπόλεμος [embólemos] (adj.) beli gerante, contendiente · εμπόλεμη ζώνη- zona guerrillera, εμπόρευμα [embórevma] (n./n.) mer cancía. εμπορεύομαι [emborévome] (v.) co merciar, negociar, traficar, εμπορία [emboría] (n./f.) comercio, mercado · εμπορία αυτοκινήτωνcomercio de automóviles/coches, εμπορικός [emboricós] (adj.) comer cial, mercantil · εμπορικό επιμελητήpio- cámara de comercio · εμπορικό ναυτικό- marina mercante, εμπόριο [embório] (n./n.) comercio, tráfico, negocio · εξωτερικό εμπό ριο- tráfico exterior · εμπόριο ναρ κωτικών- tráfico en narcóticos, εμπορομεσίτης [emboromesítis] (nVm.) agente comisionista, έμπορος [émboros] (n./m.) comer ciante, mercader, vendedor, εμποτίζω [embotídso] (v.) impregnar, empapar, remojar, imbuir, Impre gnar. εμπότιση [embótisi] (n./f.) impregna ción, remojo, έμπρακτα [émbracta] (adv.) realme nte, efectivamente, ciertamente, verdaderamente, έμπρακτος [émbractos] (adj.) real, verdadero, actual · έμπρακτο ενδια φέρον- interés real, εμπρησμός [embrismós] (n./m.) in cendio provocado, εμπρηστής [embristís] (n./m.) incen diario. εμπρηστικός [embristicós] (adj.) in cendiario, inflamatorio · εμπρηστική απόπειρα- ataque incendiario, εμπρόθεσμος [embrócesmos] (adj.) que está dentro del plazo fijado, εμπροσθοφυλακή [embroszofilaquí] (n./f.) vanguardia, avanzada.
675
εμπύρετος εμπύρετος [embíretos] (adj.) febril, afie brado, calenturiento, εμφανής [emfanís] (adj.) manifiesto, visible, claro, εμφανίζομαι [emfanídsome] (v.) aparecer(se), presentarse, asomar, brotat. εμφανίζω [emfanídso] (v.) revelar, mos trar, presentar, ofrecer, εμφάνιση [emfánisi] (n./f.) 1: revelado, aparición, presentación, 2: (físico de una persona) aspecto, apariencia, εμφανίσιμος [emfanísimos] (adj.) pre sentable, visible, έμφαση [émfasi] (n./f.) énfasis, intensi dad · δίνω έμφαση- dar énfasis, εμφατικός [emfaticós] (adj.) enfático, acentuado, intenso, εμφιαλώνω [emfialóno] (v.) envasar, embotellar, εμφιάλωση [emfiálosi] (n7f.) envasa do, embotellado, έμφραγμα [émfragma] (n./n.) infarto, εμφύλιος [emfílios] (adj.) civil · εμφύ λιος πόλεμος- guerra civil, εμφύσημα [emfísima] (n./n.) (Med.) enfisema, εμφυσώ [emfisó] (v.) soplar, εμφυτεύω [emfitévo] (v.) implantar, radicar, arraigar, έμφυτος [émfitos] (adj.) innato, natu ral, congenito, inherente · έμφυτο ταλέντο- talento nato/innato, έμψυχος [émpsijos] (adj.) 1: viviente, 2: viviente · έμψυχα όντα- especies vivientes. εμψυχώνω [empsijóno] (v.) animar, alentar. εμψύχωση [empsíjosi] (n./f.) anima ción, vivacidad, ένα [éna] (núm.) un(o) · ένα αγόρι και ένα κορίτσι- un chico y una chica, εναγόμενος [enagómenos] (adj.) acu sado, demandado.
ενάγω [enágo] (v.) demandar, enjui ciar, sentenciar, εναγωνίως [enagoníos] (adv.) angu stiosamente, εναέριος [enaérios] (adj.) aéreo · ενα έρια κυκλοφορία- circulación aérea/ tráfico aéreo, εναλλαγή [enalaguí] (nVf.) alterna ción, alternancia, εναλλακτικός [enalacticós] (adj.) al ternativo, alternante · εναλλακτικός τουρισμός- turismo alternativo, εναλλάξ [enaláx] (adv.) alternativa mente. εναλλάσσομαι [enalásome] (v.) alte rnar, reemplazar, εναλλασσόμενος [enalasómenos] (adj.) alterno · εναλλασσόμενο ρεύμα- co rriente alterna, ενανθρώπηση [enanzrópisi] (n7f.) encarnación · το μυστήριο της θείας ενανθρώπησης- el misterio de la en carnación de Cristo, έναντι [énandi] (adv.) 1: (en general) contra, 2: (dinero) a cuenta, εναντιολογία [enandiologuía] (n7f.) contradicción, εναντιολογώ [enandiologó] (v.) con tradecir. εναντίον [enandíon] (adv.) contra, en contra (de), εναντιώνομαι [enandiónome] (v.) opo nerse, contraponerse, ponerse en contra. εναποθέτω [enapocéto] (v.) depositar, colocar, poner, εναπομένω [enapoméno] (v.) sobrar, ενάρετος [enáretos] (adj.) virtuoso, honrado, prudente, έναρθρος [énarzros] (adj.) articulado, εναρκτήριος [enarctírios] (adj.) inau gural · εναρκτήρια ομιλία- discurso inaugural, εναρμονίζω [enarmonídso] (v.) armo
676
ενεργητικότητα nizar, concordar, εναρμόνιση [enarmónisi] (n./f.) armo nización, concordancia, έναρξη [énarksi] (nVf.) 1: comienzo, principio, inicio, 2: apertura · έναρ ξη της συνεδρίασης- comienzo de la reunión · έναρξη εξεταστικής περιόδου- comienzo/inicio de los exámenes, ενασχόληση [enasjólisi] (nyf.) pasa tiempo, afición, ένατος [énatos] (adj.) noveno, ενδεής [endeís] (adj.) necesitado, indi gente, desamparado, ενδεικτικός [endicticós] (adj.) indica tivo, indicador, ένδειξη [éndiksi] (n7f.) indicación, se ñal, indicio, amago, asomo · ένδειξη καλής θέλησης- señal de buena vo luntad. ένδεκα [éndeca] (núm.) once, ενδέκατος [endécatos] (adj.) undéci mo. ενδελέχεια [endeléjia] (n7f.) asiduidad, ενδέχεται [endéjete] (v.) es posible, puede ser. ενδεχόμενο [endejómeno] (n7n.) even to, eventualidad, ενδεχόμενος [endejoménos] (adj.) eventual, posible, contingente, ενδεχομένως [endejoménos] (adv.) eventualmente, ενδημικός [endimicós] (ádj.) endémi co · ενδημικό νόσημα- enfermedad endémica, ενδιάμεσος [endiámesos] (adj.) inter medio, intermediario, mediano · εν διάμεσο χρονικό διάστημα- tiempo intermediario, ενδιαφερόμενος [endiaferómenos] (adj.) interesada ενδιαφέρον [endiaféron] (n7n.) inte rés. ενδιαφέρων [endiaféron] (adj.) inte
resante. ενδιαφέρω [endiaféro] (v.) interesar, importar. ενδίδω [endído] (v.) ceder, entregarse • ενέδωσε στον πειρασμό- cedió en la tentación, ένδικος [éndicos] (adj.) legal, jurídico, judicial · ένδικα μέσα- medios jurí dicos. ενδοιασμός [endiasmós] (n7m.) vaci lación, duda, inseguridad, ενδοκαρδίτιδα [endocardítida] (nVf.) (Med.) endocarditis, ενδόμυχος [endómijos] (adj.) interior, interno, secreto · ενδόμυχη σκέψηpensamiento interno, ένδοξος [éndoksos] (adj.) glorioso, célebre · ένδοξη μάχη- batalla glo riosa. ενδοχώρα [endojóra] (nVf.) interior de un país. ένδυμα [éndima] (n7n.) prenda de vestir. ενδυμασία [endimasía] (nVf.) indu mentaria, vestimenta, traje, atavío, ενδυναμώνω [endinamóno] (v.) refor zar, fortalecer, ενδυνάμωση [endinámosi] (nVf.) for talecimiento, ένδυση [éndisi] (nyf.) indumentaria, ropa · γυναικεία ένδυση- ropa fe menina. ενέδρα [enédra] (nVf.) emboscada, asechanza, artimaña, ενεδρεύω [enedrévo] (v.) acechar, es piar. ενενηκοστός [enenicostós] (adj.) no nagésimo, ενενήντα [enenínda] (núm.) noventa, ενέργεια [enérguia] (nJf.) 1: energía, 2: acción, acto, actividad, ενεργητικός [energuiticós] (adj.) acti vo, , energético, enérgico, ενεργητικότητα [energuiticótita] (nyf.)
677
ενεργοποίηση actividad. ενεργοποίηση [energopíisi] (n./f.) ac tivación · ενεργοποίηση συναγερ μού- activación de alarma, ενεργός [energós] (adj.) activo, ενεργώ [energó] (v.) actuar, obrar, ένεση [énesi] (n./f.) inyección, jeri ngazo. ενεστώτας [enestótas] (n./m.) (Gram.) presente · παθητικός ενεστώταςpresente de la voz pasiva, ενεχυριάζω [enejiriádso] (v.) empe ñar. ενέχυρο [enéjiro] (n7n.) prenda, ga rantía, empeño · βάζω ενέχυρο τα κοσμήματά μου- a) pongo de gara ntía, b) doy en garantía mis joyas. cv£xupo6ov8ion^pio[enejirodanistírio] (n7n.) casa de empeño, ενεχυροδανειστής [enejirodanistís] (n7m.) prestamista, empeñero, ενέχω [enéjo] (v.) implicar, ενηλικιώνομαι [eniliquiónome] (v.) 1: madurar, 2: cumplir los 18 años, ενήλικος [enílicos] (adj.) mayor de edad, adulto, ενήμερος [enímeros] (adj.) informado, sabedor, al corriente, ενημερώνω [enimeróno] (v.) informar, poner al corriente, poner al día, ad vertir. ενημέρωση [enimérosi] (n7f.) informa ción. ενημερωτικός [enimeroticós] (adj.) in formativo, ενθάρρυνση [enzárinsi] (n./f.) anima ción, estímulo, impulso, exitación. ενθαρρυντικός [enzarindicós] (adj.) alentador, animador, estimulante · μια ενθαρρυντική προσπάθεια- un esfuerzo estimulante, ενθαρρύνω [enzaríno] (v.) alentarse, animar, excitar, envalentonarse, ένθερμος [éncermos] (adj.) ardiente, 678
ferviente, ardoroso · ένθερμη υπο στήριξη- apoyo ferviente, ένθετος [éncetos] (adj.) enclavado, ενθουσιάζω [enzusiádso] (v.) entu siasmar, encantar, emocionar, ενθουσιασμός [enzusiasmós] (n./m.) entusiasmo, emoción, fervor, ενθουσιώδης [enzusiódis] (adj.) entu siasta, afanoso, ενθρονίζω [enzronídso] (v.) entroni zar. ενθύμιο [encímio] (n./n.) recuerdo · σχολικό ενθύμιο- recuerdo escolar · παίρνω κάτι ως ενθύμιο- llevar algo de recuerdo, ενιαίος [eniéos] (adj.) 1: unido, unita rio, conjunto, 2: uniforme, ενικός [enicós] (adj.) singular · ενικός αριθμός- singular, ενίοτε [eníote] (adv.) de vez en cuan do, a veces, agunas veces, pocas veces. ενίσχυση [enísjisi] (nVf.) refuerzo, fo rtalecimiento, tonificación. ενισχυτής [enisjitís] (n./m.) amplifica dor. ενισχύω [enisjio ] fortalecer,consolidar, fortalecer, εννέα [enéa] (núm.) nueve, εννιακόσιοι [eniacósii] (núm.) nove cientos. έννοια [énia] (n7f.) 1: sentido, signifi cado, 2: idea, concepto, εννοώ [enoó] (v.) querer decir, signifi car, denotar, ενοικιάζω [eniquiádso] (v.) alquilar, arren dar. ενοικίαση [eniquíasi] (nVf.) alquiler, arriendo, arrendamiento, ενοικιαστήριο [eniquiastírio] (nVn.) anuncio de alquiler, ενοικιαστής [eniquiastís] (n7m.) in quilino, huésped, ενοίκιο [eníquio] (n./n.) alquiler, renta,
εντελώς arriendo. ένοικος [énicos] (n./m.+f.) inquilino, inquilina. ένοπλος [énoplos] (adj.) armado · ένο πλες δυνάμεις- fuerzas armadas, ενοποίηση [enopíisi] (n./f.) unifica ción. ενοποιώ [enopió] (v.) unificar, ενόραση [enórasi] (n./f.) intuición, ενόργανος [enórganos] (adj.) 1: orgá nico, 2: instrumental, ενορία [enoría] (n./f.) parroquia, ένορκος [énorcos] (n./m.) jurado, εντάξει [entáksi] (adv.) 1: en orden, 2: vale, ya. ενότητα [enótita] (n./f.) unidad, cohe sión. ενοχή [enojí] (n./f.) culpabilidad, ενόχληση [enójlisi] (n7f.) molestia, fastidio. ενοχλητικός [enojliticós] (adj.) mole sto, fastidioso, enojoso, ενοχλώ [enojló] (v.) molestar, fa .idiar, importunar, incomodar, ενοχοποίηση [enojopíisi] (n./f.) acusa ción, inculpación, incriminación, ενοχοποιώ [enojopió] (v.) inculpar, culpar, incriminar, ένοχος [énojos] (n./m.)'culpable, cul pado, culposo, ένρινος [énrinos] (adj.) nasal, ενσαρκώνω [ensarcóno] (v.) encarnar, personificar, ενσάρκωση [ensárcosi] (nyf.) encarna ción, personificación, ένσημο [énsimo] (n./n.) sello, ενσπείρω [enspíro] (v.) 1: sembrar, di seminar, 2: divugar, publicar, ενσταλάζω [enstaládso] (v.) inculcar (en), instalar, ενστάλαξη [enstálaksi] (n./f.) inculca ción. ένσταση [énstasi] (n./f.) objeción, pro testa, oposición. 679
ενστερνίζομαι [ensternídsome] (v.) ad herirse. ένστικτο [énsticto] (n./n.) instinto, in tuición. ενστικτώδης [enstictódis] (adj.) in stintivo, intuitivo, impulsivo, ενσυνείδητος [ensiníditos] (adj.) con sciente, intencionado, ενσφράγιστος [ensfráguistos] (adj.) sellado, lacrado, ενσωματώνω [ensomatóno] (v.) in corporar, integrar, ενσωμάτωση [ensomátosi] (n7f.) in corporación, integración, ένταλμα [éndalma] (nVn.) orden, mandato, mandamiento · ένταλμα πληρωμής- mandamiento de pago, ενορχηστρώνω [enorjistróno] (v.) (Mús.) orquestar, ενορχήστρωση [enorjístrosi] (n./f.) (Mús.) orquestación, ένταξη [éndaksi] (n./f.) integración, incorporación, ένταση [endasi] (n./f.) 1: tensión, 2: intensidad, εντατικός [endaticós] (adj.) intenso, intensivo. ενταφιάζω [endafiádso] (v.) enterrar, inhumar, sepultar, ενταφιασμός [endafiasmós] (n./m.) entierro, inhumación, εντάφιος [endáfios] (adj.) enterrado, sepultado, εντείνω [endino] (v.) 1: intensificar, 2: incrementar · εντείνω τις προσπάθειέςμου- intensificar los esfuerzos, έντεκα [éndeca] (núm.) once, εντέλεια [endélia] (n./f.) perfección, culminación, εντελώς [endelos] (adv.) completa mente, enteramente, absolutame nte · τo ξέχασα εντελώς- se me olvidó completamente · τώρα είναι εντελώς καλά- ahora está comple-
εντερικός tamente bien · ένας εντελώς ανα νεωμένος χώρος- un espacio ente ramente renovado · είναι εντελώς τρελό- está absolutamente absurdo, εντερικός [endericós] (adj.) intestinal, έντερο [éndero] (n./n.) intestino, tripa • παχύ έντερο- intestino grueso, εντεταλμένος [endetalménos] (adj.) encargado, delegado, έντεχνος [éndejnos] (adj.) artístico · έντεχνο τραγούδι- canción artística, έντιμος [éndimos] (adj.) honesto, hon rado, íntegro, intachable, εντιμότητα [endimótita] (nyf.) hone stidad, honradez, εντοιχίζω [endijídso] (v.) empotrar, έντοκος [éndocos] (adj.) que produce interés bancario · έντοκο δάνειοpréstamo con intereses, εντολή [endolí] (nyf.) orden, mandato, mandamiento, εντομή [endomí] (nyf.) muesca, corte, incisión, hendidura, herida, έντομο [éndomo] (nyn.) insecto, bi cho. εντομοκτόνο [endomoctóno] (nyn.) insecticida, εντομοφάγος [endomofágos] (adj.) insectívoro, έντονα [éndona] (adv.) intensamente, έντονος [éndonos] (adj.) intenso, fue rte, agudo, εντοπίζω [endopídso] (v.) localizar, encontrar, εντοπισμός [endopismós] (nym.) lo calización, εντός [endós] (adv.) 1. dentro (de), en, 2: en el interior · εντός ολίγου- den tro de poco, εντόσθια [endóscia] (nyn.) pl. entra ñas, intestinos, tripas, εντριβή [endriví] (nyf.) fricción, friega, masaje. έντρομος [éndromos] (adj.) aterrori 680
zado, atemorizado, temeroso, aco bardado, asustado, εντρυφώ [endrifó] (v.) ocuparse (de), έντυπο [éndipo] 1: (nyn.) impreso, 2: (adj.) impreso, editado · έντυπο υλι κό· material impreso, εντύπωση [endíposi] (nyf.) impresión, sensación, εντυπωσιάζω [endiposiádso] (v.) im presionar, sorprender, asombrar, εντυπωσιακός [endiposiacós] (adj.) impresionante, sorprendente, asom broso. ενυδρείο [enidrío] (nyn.) acuario, ενυδρίδα [enidrída] (n./f.) (Zool.) nu tria. ένυδρος [énidros] (adj.) acuático, acuo so. ενυπόγραφος [enipógrafos] (adj.) fir mado · ενυπόγραφη επιστολή- car ta firmada, ενυπόθηκος [enipócicos] (adj.) hipo tecado · ενυπόθηκο ακίνητο- in mueble hipotecado, ενώ [enó] (conj.) 1: (tiempo) mientras, 2: (concesión) aunque, a pesar de que · ενώ ενώ μαγείρευα, η αδερφή μου έβλεπε τηλεόραση- mientras yo cocinaba, mi hermana estaba viendo la tele · ενώ κάνει πολύ ζέστη, βρέ χει- aunque haga mucho calor, está lloviendo, ενωμένος [enoménos] (adj.) unido, pegado, junto · Οργανισμός Ηνω μένων Εθνών- Organización de las Naciones Unidas, ενωμοτάρχης [enomotárjis] (nym.) cabo de la guardia civil, ενώνω [enóno] (v.) unir, juntar, ενώπιον [enópion] (adv.) ante, dela nte. ένωση [énosi] (nyf.) unión, enlace, junta, liga · χημική ένωση- unión química.
εξακρίβωση ενωτικός [enoticós] (adj.) unitario · ενωτικό σημείο- punto unitario, εξαγγελία [eksagkelía] (n./f.) anuncio, comunicado, εξαγγέλλω [eksagkélo] (v.) anunciar, comunicar, εξαγνίζω [eksagnídso] (v.) purificar, expiar. εξαγνισμός [eksagnismós] (nym.) pu rificación, expiación, εξαγόμενο [eksagómeno] (nyn.) re sultado, consecuencia, εξαγορά [eksagorá] (n./f.) rescate, soborno · εξαγορά στρατιωτικής θητείας- sobornar para evitar el se rvicio militar, εξαγοράζω [εξαγοράζω] (v.) rescatar, sobornar. εξαγριώνω [eksagrióno] (v.) exaspe rar, poner furioso, εξαγρίωση [eksagríosi] (n./f.) exaspe ración, enfurecimiento, εξάγω [ekságo] (v.) 1: exportar, extraer, 2: (idea) deducir, concluir · επιχείρη σε va εξάγει κάτι με παράνομο τρό πο- intentó exportar algo de manera ilegal. ' εξαγωγέας [eksagoguéas] (nym.) ex portador. εξαγωγή [eksagogul] (n./f.) exporta ción, extracción, deducción, εξάγωνος [exágonos] (adj.) hexago nal. εξάεδρος [eksáedros] (adj.) hexaedro, εξαερίζω [eksaerídso] (v.) airear, ve ntilar, orear, εξαερισμός [eksaerismós] (n./m.) ai reación, aire, ventilación, εξαεριστήρας [eksaeristíras] (nym.) ventilador, respiradero, εξαερώσιμος [eksaerósimos] (adj.) va porable. εξαέρωση [eksaérosi] (n./f.) gasifica ción, volatilización. 681
εξαετής [eksaetls] (adj.) de seis años de edad. εξαετία [eksaetía] (n./f.) periodo de seis años. εξαήμερο [eksaímero] (n./n.) de seis días. εξαθλίωση [eksazlíosi] (n./f.) miseria, pobreza, penuria, εξαιρέσιμος [ekserésimos] (adj.) exen to. εξαίρεση [ekséresi] (nyf.) excepción, exclusión, εξαιρετικός [eksereticós] (adj.) exce pcional, extraordinario, excelente, εξαίρετος [ekséretos] (adj.) excelente, exquisito. εξαίρω [ekséro] (v.) exaltar, realzar, ensaltar. εξαιρώ [ekseró] (v.) 1: exceptuar, ex cluir, eximir, 2: rechazar, recusar, εξαίσιος [eksésios] (adj.) exquisito, ex celente, distinguido, εξαιτίας [eksetlas] (adv.) a causa de, por, por culpa de, debido a. εξακολούθηση [eksacolúcisi] (nyf.) seguimiento, continuación, εξακολουθητικός [eksacoluciticós] (adj.) continuo. εξακολουθώ [eksacoluzó] (v.) seguir, continuar, εξακοντίζω [eksacondídso] (v.) lanzar, arrojar. εξακόντιση [eksacóndisi] (nyf.) lanza miento. εξακόσιοι [eksacósii] nú(nym.) seis cientos. εξακριβώνω [eksacrivóno] (v.) verifi car, comprobar, εξακρίβωση [eksacrívosi] (nyf.) 1: ve rificación, comprobación, 2: identi ficación · τον πήγαν στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων- le llevaron a la comisarla para verificar sus datos personales.
εξακριβωτικός εξακριβωτικός [eksacrivoticós] (adj.) verificable. εξαλείψω [eksalífo] (v.) eliminar, bo rrar, suprimir, quitar, εξάλειψη [eksálipsi] (n./f.) eliminación, exclusión, έξαλλος [éksalos] (adj.) fuera de sí, fre nético, rabioso, maníaco, εξάλλου [eksálu] (adv.) además, apa rte de eso. εξάμβλωμα [eksámvloma] (nVn.) en gendro, feto, aborto, εξαμελής [eksamelís] (adj.) de seis miembros, εξάμετρος [eksámetros] (adj.) hexá metro. εξαμηνία [eksaminía] (nVf.) semestre, εξαμηνιαίος [eksaminiéos] (adj.) se mestral. εξάμηνο [eksámino] (nVn.) semestre, εξαναγκάζω [eksanagkádso] (v.) obli gar, forzar, εξαναγκασμός [eksanagkasmós] (nym.) coacción. εξαναγκαστικός [eksanagkasticós] (adj.) coactivo. εξανδραποδίζω [eksandrapodídso] (v.) subyugar, esclavizar, avasallar. εξαvδpαπoδισμός[eksandrapodismós] (n./m.) subyugación, esclavización, εξανεμίζω [eksanemídso] (v.) disipar, esparcir. εξάνθημα [eksáncima] (n./n.) exante ma, erupción cutánea, εξανθημαπκός [eksancimaticós] (adj.) eruptivo, irritante, εξανθρωτιίζω [eksanzropídso] (v.) hu manizar. εξανθρωπισμός [eksanzropismós] (n7f.) humanización, εξάντληση [eksándlisi] (n7f.) agota miento, extenuación, debilitación, cansancio, εξαντλητικός [eksandliticós] (adj.) 1: 682
agotador, extenuante, 2: exhaustivo • εξαντλητική άσκηση- ejercicio ex tenuante, εξαντλώ [eksandló] (v.) 1: agotar, exte nuar, 2: gastar, acabar · εξαντλήθηκαν οι προμήθειες- se acabaron los suministros, εξάπαντος [eksápandos] (adv.) sin fa lta, sin lugar a dudas, εξαπάτηση [eksapátisi] (n7f.) engaño, fraude, artimaña, embuste, εξαπατώ [eksapató] (v.) engañar, de fraudar, estafar, εξαπλώνω [eksaplóno] (v.) extender, expandir, dispersar · τα νέα εξαπλώ θηκαν- las noticias se dispersaron, εξάπλωση [eksáplosi] (nVf.) extensión, expansión, dispersión, alargamiento, ampliación, εξαπλάσιος [eksaplásios] (adj.) séx tuplo. εξαπολύω [eksapolío] (v.) lanzar, so ltar · εξαπολύω κατηγορίες- soltar acusaciones, εξάπτω [eksápto] (v.) excitar, apasio nar, encender · εξάπτω τη φαντα σία- excitar la imaginación, εξαργυρώνω [eksarguiróno] (v.) co brar, hacer efectivo · εξαργυρώνω μια επιταγή- cobrar un cheque, εξαργύρωση [eksarguírosi] (nVf.) co bro. εξαρθρώνω [eksarzróno] (v.) desarti cular, dislocar, εξάρθρωση [eksárzrosi] (n./f.) desarti culación, dislocación, έξαρμα [éksarma] (nVn.) altitud de la estrella polar, έξαρση [éksarsi] (n7f.) exaltación, enal tecimiento, εξάρτημα [eksártima] (nVn.) pieza de recambio, accesorio, equipo, apara to. εξάρτηση [eksártisi] (n./f.) dependen
εξεταστής cia, adicción, εξαρτίζω [eksartídso] (v.) equipar, guarnir, aparejar, εξαρτώ [eksartó] (v.) suspender, εξαρχία [eksarjía] (n./n.) exarcado, έξαρχος [éksarjos] (n7n.) exarca, lega do, nuncio, εξασθένηση [eksascénisi] (nVf.) de bilitamiento, agotamiento, decai miento. εξασθενώ [eksascenó] (v.) debilitarse, decaer, perder fuerza, εξάσκηση [eksásquisi] (nyf.) práctica, ejercicio, adestramiento. εξασκώ [eksascó] (v.) practicar, ejerci tar, ejercer, εξασφαλίζω [eksasfalídso] (v.) asegu rar, garantizar, poner a salvo, εξασφάλιση [eksafálisi] (n./f.) seguri dad, garantía, resguardo · εξασφάλι ση οικονομικών πόρων- resguardo de recursos económicos, εξατμίζω [eksatmídso] (v.) evaporar, volatilizarse, εξάτμιση [eksátmisi] (n./f.) 1: evapora ción, vaporización, volatilización, 2: (coche/moto) tubo de escape, εξαφανίζομαι [eksafanídsome] (v.) des aparecer, desvanecerse, perderse de vista. εξαφανίζω [eksafanídso] (v.) hacer desaparecer, eliminar, εξαφάνιση [eksafánisi] (n./f.) desapa rición, desvanecimiento, εξάχορδος [eksájordos] (adj.) de seis cuerdas. εξαχρειώνω [eksajrióno] (v.) corrom per, depravar, desmoralizar, εξαχρείωση [eksajríosi] (n./f.) corrup ción, depravación, desmoralización, έξαψη [éksapsi] (n7f.) excitación, agi tación, acaloramiento, εξεγείρω [ekseguíro] (v.) excitar, inci tar, sublevar.
εξέγερση [ekséguersi] (n./f.) revolu ción, sublevación, revuelta, rebelión, levantamiento · ένοπλη εξέγερσηrebelión armada, εξέδρα [eksédra] (n7f.) grada, tribuna, estrado. εξεζητημένος [eksedsitiménos] (adj.) exagerado, excesivo, εξειδικεύομαι [eksidiquévome] (v.) especializarse, εξειδίκευση [eksidíquefsi] (nVf.) espe cializaron, εξελιγμένος [ekseligménos] (adj.) evo lucionado, desarrollado, moderno, εξέλιξη [ekséliksi] (nVf.) evolución, de sarrollo, progreso, avance, εξελίσσομαι [ekselísome] (v.) evolu cionarse, desarrollarse, progresar, εξελίσσω [ekselíso] (v.) evolucionar, desarrollar, εξέλκωση [eksélcosi] (n./f.) (Med.) ul ceración. εξελληνίζω [ekselinídso] (v.) helenizar. εξελληνισμός [ekselinismós] (nyf.) helenización. εξεμώ [eksemó] (v.) vomitar, εξεπίτηδες [eksepítides] (adv.) adre de, aposta, intencionadamente, εξερεύνηση [ekserévnisi] (n./f.) explo ración. εξερευνητής [ekserevnitís] (n7m.) ex plorador. εξερευνώ [ekserevnó] (v.) explorar, examinar, inspeccionar, εξέρχομαι [eksérjome] (v.) salir, irse, εξετάζω [eksetádso] (v.) examinar, in terrogar. εξέταση [eksétasi] (n./f.) 1: examen, 2: interrogatorio · εισαγωγικές εξετάσεις- examen de admisión · προκριματικές εξετάσεις- examen eliminatorio. εξεταστής [eksetastís] (n./m.) inspe-
683
εξέταστρα ctor. εξέταστρα [eksétastra] (η./η.) pl. ma trícula. εξευγενίζω [eksevguenídso] (v.) en noblecer, enaltecer, exaltar, εξευμενίζω [eksevmenídso] (v.) apla car, apaciguar, sosegar, εξευρίσκω [eksevrísco] (v.) inventar, εξευτελίζω [ekseftelídso] (v.) ridiculi zar, humillar, εξευτελισμός [ekseftelismós] (n7m.) ridiculización, humillación, degra dación. εξευτελιστικός [ekseftelisticós] (adj.) humillante, deshonroso, degrada nte, denigrante, εξέχω [ekséjo] (v.) sobresalir, εξέχων [ekséjon] (adj.) eminente, so bresaliente, distinguido · εξέχουσα προσωπικότητα- personalidad so bresaliente, εξήγηση [eksíguisi] (n7f.) explicación, aclaración, clarificación, εξηγητικός [eksiguiticós] (adj.) expli cativo, aclaratorio, εξηγώ [eksigó] (v.) explicar, aclarar, exponer. εξηκονταετής [eksicondaetís] (adj.) sexagenario, sesentón, εξηκοστός [eksicostós] (adj.) sexagé simo. εξημερώνω [eksimeróno] (v.) dome sticar, amansar, εξημέρωση [eksimérosi] (n./f.) do mesticación, εξήντα [eksínda] (núm.) sesenta, εξηνταβελόνης [eksindavelónis] (nVm.) avaro, tacaño, misero, εξής [eksís] (adj.) siguiente, έξι [éksi] (núm.) seis, εξιδανικεΰω [eksidaniquévo] (v.) idea lizar, embellecer, εξιδρώνω [eksidróno] (v.) sudar, tran spirar. 684
εξίδρωση [eksídrosí] (n./f.) sudoración, transpiración, εξιλαστήριος [eksilastírios] (adj.) ex piatorio · εξιλαστήριο θύμα- víctima expiatoria, εξιλεώνομαι [eksileónome] (v.) expiar, purificarse, εξιλεώνω [eksileóno] (v.) apaciguar, sosegar. εξιλέωση [eksiléosi] (n./f.) apacigua miento, sosiego, expiación, εξκτορρόπηση [eksisorópisi] (n/f.) igua lación, contrapeso, εξισορροπώ [eksisoropó] (v.) igualar, equilibrar, εξίσου [eksísu] (adv.) igualmente, por igual. εξίσταμαι [ekslstame] (v.) asombrar se. εξιστόρηση [eksistórisi] (nyf.) narra ción, relato, εξιστορώ [eksistoró] (v.) contar, narrar, relatar, recitar, εξισώνω [eksisóno] (v.) igualar, equili brar, nivelar, εξίσωση [eksísosi] (n7f.) igualación, igualdad, ecuación · μαθηματική εξίσωση- igualdad matemática, εξιτήριο [eksitírio] (nVn.) alta, εξιχνιάζω [eksijniádso] (v.) descubrir, resolver. εξιχνίαση [eksijníasi] (nVf.) descubri miento, resolución, εξοβελίζω [eksovelídso] (v.) omitir, εξόγκωμα [eksógkoma] (n7n.) protu berancia, bulto, hinchazón, εξογκώνω [eksogkóno] (v.) abultar, hinchar, aumentar, εξόγκωση [eksógkosi] (n7f.) abultamiento, hinchamiento, exageración, έξοδο [éksodo] (n./n.) gasto, έξοδος [éksodos] (n7f.) salida · έξοδος κινδύνου- salida de emergencia, εξοικειώνω [eksiquióno] (v.) familiari
έξοχος zar, acostumbrar, εξοικείωση [eksiquíosi] (n./f.) familia ridad. εξοικονόμηση [eksiconómisi] (n./f.) ahorro. εξοικονομώ [eksiconomó] (v.) ahorrar, economizar, εξολόθρευση [eksolózrefsi] (ηΛ.) ex terminación, exterminio, aniquila ción. εξολοθρεύω [eksolozrévo] (v.) exter minar, aniquilar, εξομαλύνω [eksomalíno] (v.) allanar, εξομοιώνω [eksomióno] (v.) equipa rar, asemejar, igualar, εξομοίωση [eksomíosi] (ηΛ.) equipa ración, igualdad, comparación, εξομολόγηση [eksomológuisi] (ηΛ.) confesión, εξομολογητής [eksomologuitís] (ηΛη.) confesor. εξομολογούμαι [eksomologúme] (v.) confesarse, εξομολογώ [eksomologó] (v.) confe sar. εξοντώνω [eksondóno] (v.) extermi nar, acabar (con), matar, εξόντωση [eksóndosi] (η Λ ) extermi nio, exterminación, εξονυχίζω [eksonijldso] (v.) escrutar, escudriñar, examinar minuciosa mente. εξονυχιστικός [eksonijisticós] (adj.) detallado, minucioso, εξοπλίζω [eksoplfdso] (v.) armar, equi par. εξοπλισμός [eksoplismós] (nVm.) ar mamento, equipo · στατιωτικός εξο πλισμός- armamento militar, εξοργίζω [eksorguídso] (v.) enfurecer, irritar, encolerizar, εξορία [eksoría] (n./f.) exilio, deporta ción, destierro, εξορίζω [eksorídso] (v.) exiliar, depor
tar, desterrar, εξόριστος [eksóristos] (adj.) exiliado, expatriado, εξορκίζω [eksorquídso] (v.) conjurar, exorcizar. εξορκισμός [eksorquismós] (n./m.) conjuro, exorcismo, εξόρμηση [eksórmisi] (ηΛ.) ímpetu, arrebato, arranque, εξορμώ [eksormó] (v.) lanzarse, preci pitarse, abalanzarse, arrojarse, εξόρυξη [eksóriksi] (n./f.) extracción de mineral, minería, εξορύσσω [eksoríso] (v.) extraer mi neral. εξοστρακισμός [eksostraquismós] (n7m.) ostracismo, εξουδετερώνω [eksudeteróno] (v.) neu tralizar. εξουδετέρωση [eksudetérosi] (η Λ ) neutralización, eliminación · εξου
685
δετέρωση εκρηκτικού μηχανισμού-
neutralización de explosivos, εξουθενώνω [eksucenóno] (v.) agotar, cansar, debilitar, acabar, εξουσία [eksusía] (n./f.) poder, autori dad, dominio, poderío, εξουσιάζω [eksusiádso] (v.) tener au toridad, dominar, mandar, εξουσιοδότηση [eksusiodótisi] (n/f.) poder, autorización, εξουσιοδοτώ [eksusiodotó] (v.) auto rizar, dar un poder, εξοφθαλμία [eksofzalmía] (η Λ ) exoftalmia. εξόφληση [eksóflisi] (ηΛ.) pago, liqui dación, reembolso, εξοφλώ [eksofló] (v.) saldar una deu da, liquidar, reembolsar · εξοφλώ τα χρέη μου- reembolsar las deudas, εξοχή [eksojí] (ηΛ.) campo, campaña, εξοχικός [eksojicós] (adj.) campesino, campestre, έξοχος [éksojos] (adj.) excelente, ex-
εξοχότητα celso, eminente, εξοχότητα [eksojótita] (n./f.) eminen cia, excelencia · η εξοχότητά Του- Su excelencia, εξπρεσιονισμός [expresionismos] (n/m.) expresionismo, έξτρα [éxtra] (adj.) adicional, εξτρεμισμός [extremismós] (nVm.) extremismo, exageración, εξτρεμιστής [extremistís] (adj.) extre mista, fanático, εξυβρίζω [eksivrídso] (v.) insultar, in juriar. εξύβριση [eksívrisi] (n./f.) insulto, in juria · μήνυση για εξύβριση- acusa ción por injuria, εξυβριστικός [eksivristicós] (adj.) ofensivo, insultante, εξυγιαίνω [eksiguiéno] (v.) sanear, εξυγίανση [eksiguíansi] (nyf.) 1: sa neamiento, 2: expurgación, εξύμνηση [eksímnisi] (n7f.) alabanza, elogio, glorificación, exaltación, εξυμνώ [eksimnó] (v.) alabar, elogiar, glorificar, exaltar, εξυπακούεται [eksipacúete] (v.) se so breentiende, εξυπηρέτηση [eksipirétisi] (nVf.) ser vicio, asistencia · υπηρεσία για την εξυπηρέτηση πελατών- servicio de atención al público, εξυπηρετικός [eksipireticós] (adj.) útil, servible, eficaz, εξυπηρετώ [eksipiretó] (v.) prestar un servicio, atender, acoger, cuidar, εξυπνάδα [eksipnáda] (n./f.) inteligen cia. έξυπνος [éksipnos] (adj.) inteligente, listo, (ser) despierto, ingenioso · κά νει τον έξυπνο- se cree inteligente/ listo. εξυφαίνω [eksiféno] (v.) tejer, urdir, tramar, maquinar, εξυψώνω [eksipsóno] (v.) ensalzar, exal 686
tar, elevar. εξύψωση [eksípsosi] (nVf.) ensalza miento, exaltación, έξω [ékso] (adv.) fuera · έξω φρενών 1: furiosamente, 2: (métaf.) furioso, enfurecido, colérico, rabioso · έγινα έξω φρενών με τη συμπεριφορά του- me puse furioso son su com
portamiento, εξώγαμος [eksógamos] (adj.) 1: ilegíti mo, adultero, 2: (coloq.) bastardo, εξωγήινος [eksoguíinos] (adj.) extraterrestre. εξώδικος [eksódicos] (adj.) extrajudicial. εξώθηση [eksócisi] (n./f.) empuje, εξωθώ [eksozó] (v.) empujar, εξωμήτριος [eksomítrios] (adj.) ex trauterino, εξωμότης [eksomótis] (nVm.) rene gado. εξώπορτα [eksóporta] (n./f.) puerta de entrada, portilla, εξωραΐζω [eksoraídso] (v.) embellecer, adornar, ornamentar · έργα εξωραϊσμού- obras de embellecimiento, εξωράίσμός [eksoraismós] (nVm.) em bellecimiento, ornamentación, έξωση [éksosi] (n./f.) expulsión, des ahucio. εξώστης [eksóstis] (n./m.) 1: balcón, terraza, galería, 2: (teatro) palco, εξωσυζυγικός [eksosidsiguicós] (adj.) extramatrimonial, adultero · εξωσυζυγική σχέση- relación extramatri monial. εξωτερίκευση [eksoteríquefsi] (nyf.) exteriorización, manifestación, εξωτερικεύω [eksoteriquévo] (v.) ex teriorizar, manifestar, εξωτερικό [eksotericó] (n./n.) extra njero · πάω στο εξωτερικό- voy al extranjero · μένω στο εξωτερικόvivo en el extranjero.
επανάληψη εξωτερικός [eksotericós] (adj.) exte rior, externo · εξωτερικό εμπόριοcomercio exterior, εξωτικός [eksoticós] (adj.) exótico, εξωφρενικός [eksofrenicós] (adj.) 1: absurdo, ilógico, irracional, 2: enlo quecedor, espantoso · εξωφρενικές τιμές- precios absurdos/exagerados, εξώφυλλο [eksófilo] (n./n.) cubierta, tapa, portada · εξώφυλλο περιοδι κού- portada de la revista · εξώφυλ λο βιβλίου- tapa del libro, εορταστικός [eortasticós] (adj.) fes tivo. εορτολόγιο [eortológuio] (n./n.) ca lendario festivo, almanaque · το εορτολόγιο της εκκλησίας- el cale ndario litúrgico, επαγγελία [epagkelía] (n7f.) promesa, επαγγέλλομαι [epagkélome] (v.) pro fesar, practicar, επάγγελμα [epágkelma] (n./n.) profe sión, trabajo, empleo, oficio, ocupa ción. επαγγελματίας [epagkelmatías] (nV m.+f.) profesional, επαγγελματικός [epagkelmaticós] (adj.) profesional · επαγγελματικός προσα νατολισμός- orientación profesional · επαγγελματική συμπεριφορά- compor tamiento profesional · επαγγελματική μετεκπαίδευση- formación profesional, επαγρύπνηση [epagripnisi] (n7f.) vi gilancia, precaución · η αστυνομία είναι σε επαγρύπνηση- vigilancia policial. επαγρυπνώ [epagripnó] (ν.) vigilar, επαγωγή [epagoguí] (nyf.) inducción, έπαθλο [épazlo] (n7n.) premio, επαινετικός [epeneticós] (adj.) elogio so, encomiástico, έπαινος [épenos] (n7m.) elogio, ala banza, loa. επαινώ [epenó] (v.) 1: elogiar, alabar, 687
encomiar, loar, 2: (metáf.) aplaudir, επαίσχυντος [epésjindos] (adj.) vergo nzoso, indigno, despreciable · επαί σχυντη πράξη- acto vergonzoso, επαιτεία [epetía] (n./f.) mendicidad, mendicación, pordioseo, επαίτης [epétis] (n7m.) mendigo, por diosero. επαιτώ [epetó] (v.) mendigar, pedir limosna, pordiosear, επακόλουθο [epacóluzo] (n./n.) consequencia, resultado, efecto · φυ σικό επακόλουθο- consecuencia lógica. επακόλουθος [epacóluzos] (adj.) con siguiente, consecuente, επακολουθώ [epacoluzó] (v.) seguir, suceder. επακριβώς [epacrivós] (adv.) exacta mente, precisamente, έπακρο [épacro] (n./n.) extremo · στο έπακρο- en extremo, extremada mente. επάκτιος [epáctios] (adj.) costero, επαλείφω [epalífo] (v.) untar, emba durnar. επάλειψη [epálipsi] (n./f.) unción, unto, untura, επαλήθευση [epalicefsi] (nyf.) compro bación, verificación, confirmación, επαληθεύω [epalicévo] (v.) compro bar, verificar, confirmar, έπαλξη [épalksi] (nVf.) almena, επανακάμπτω [epanacámpto] (v.) re tornar, volver, regresar, επανακτώ [epanactó] (v.) recobrar, recuperar, επαναλαμβανόμενος [epanalamvanómenos] (adj.) repetido, frecuente, επαναλαμβάνω [epanalamváno] (v.) 1: repetir, reiterar, 2: (estudio) repa sar. επανάληψη [epanálipsi] (n./f.) 1: repe tición, 2: (estudiar) repaso.
επαναπατρισμός επαναπατρισμός [epanapatrismós] (n./m.) repatriación, επαναπαύομαι [epanapávome] (v.) 1: reposar, descansar, 2: confiar (en), επανάσταση [epanástasi] (n./f.) revo lución, insurrección, rebelión, επαναστάτης [epanastátis] (nym.) re volucionario, insurrecto, rebelde, επαναστατικός [epanastaticós] (adj.) revolucionario, rebelde, agitador · επαναστατικό κίνημα- movimiento revolucionario, επαναστατώ [epanastató] (v.) rebelar se, sublevarse, protestar, επαναφέρω [epanaféro] (v.) restable cer, restituir, επανδρώνω [epandróno] (v.) tripular, componer, επανειλημμένα [epaniliména] (adv.) repetidamente, reiteradamente, επανειλημμένος [epaniliménos] (adj.) repetido. επανεκδίδω [epanekdído] (v.) reedi tar. επανέκδοση [epanékdosi] (n./f.) ree dición. επανεκλέγω [epanadégo] (v.) reelegir, elegir de nuevo, επανεκλογή [epanecloguí] (η Λ ) re elección. επανέρχομαι [epanérjome] (v.) retor nar, volver, regresar, επανίδρυση [epanídrisi] (n./f.) resta blecimiento, επανιδρύω [epanidrlo] (v.) restable cer. επάνοδος [epánodos] (n./f.) retorno, vuelta, regreso, επανορθώνω [epanorzóno] (v.) repa rar, reformar, restaurar, επανόρθωση [epanórzosi] (n./f.) repa ración, reforma, restauración, επάνω [epáno] (adv.) 1: encima (de), sobre, en, 2: arriba.
επανωφόρι [epanofóri] (n./n.) 1: abri go, 2: cazadora, επάξιος [epáksios] (adj.) merecedor, estimable, que merece la pena, επάρατος [epáratos] (adj.) detestable, maldito · επάρατη νόσος- enferme dad maldita, επάργυρος [epárguiros] (adj.) platea do. επάρκεια [epárquia] (n./f.) suficiencia, επαρκής [eparquís] (adj.) suficiente, bastante, sobrado, adecuado, επαρκώ [eparcó] (v.) ser suficiente, bastar. έπαρση [éparsi] (n./f.) 1: (Mar.) izamiento, 2: soberbia, arrogancia, επαρχία [eparjía] (nVf.) provincia, pue blo. επαρχιακός [eparjiacós] (adj.) provin cial, regional, local, επαρχιώτης [eparjiótis] (n./m.) pro vinciano. έπαυλη [épavli] (n./f.) chalé, casa de campo. επαυξάνω [epafksáno] (v.) aumentar, desarrollar, incrementar, ampliar, επαύξηση [epáfksisi] (n./f.) aumento, desarrollo, crecimiento, ampliación, επαφή [epafí] (η Λ ) contacto, relación, comunicación, επαφίεμαι [epafíeme] (v.) depender, confiar, επείγει [epígui] (v.) urgir, επείγομαι [epígome] (v.) tener prisa, επειγόντως [epigóndos] (adv.) urge ntemente, επείγων [epígon] (adj.) urgente, επειδή [epidí] (conj.) como, porque, puesto que, ya que. επεισοδιακός [episodiacós] (adj.) inci dental, accidental, επεισόδιο [episódio] (n./n.) 1: (televi sión) episodio, 2: incidente, έπειτα [épita] (adv.) después (de), lúe-
επιβλητικότητα go. επέκταση [epéctasí] (n./f.) prolonga ción, extensión, επεκτείνω [epectíno] (v.) prolongar, extender, ampliar, επέλαση [epélasi] (n./f.) ataque de ca ballería, agresión, επεμβαίνω [epemvéno] (v.) interve nir. επέμβαση [epémvasi] (n./f.) interven ción. επένδυση [epéndisi] (nyf.) inversión, revestimiento, επενδυτής [ependitís] (nym.) inver sionista. επενδύω [ependío] (v.) 1: (dinero) in vertir, 2: (ropa) revestir, επενέργεια [epenérguia] (nyf.) efecto, influencia, resultado, fruto, επενεργώ [epenergó] (v.) influir, in fluenciar. επεξεργάζομαι [epeksergádsome] (v.) tratar, elaborar, transformar, επεξεργασία [epeksergasía] (nyf.) tra tamiento, elaboración, επεξηγηματικός [epeksiguimaticós] (adj.) explicativo, aclaratorio, επεξήγηση [epeksíguisi] (nyf.) expli cación, elucidación, dilucidación, επεξηγώ [epeksigó] (v.) explicar, eluci dar, dilucidar, επέρχομαι [epérjome] (v.) sobrevenir, επερώτηση [eperótisi] (nyf.) pregu nta, demanda, interpelación, επερωτώ [eperotó] (v.) preguntar, in terrogar, interpelar, επέτειος [epétios] (nyf.) aniversario, επετηρίδα [epetirída] (nyf.) anuario, επευφημία [epefimía] (nyf.) aclama ción, ovación, επευφημώ [epefimó] (v.) aclamar, vi torear, ovacionar, επηρεάζω [epireádso] (v.) influir, afe ctar.
επήρεια [epíria] (n./f.) influjo, efecto, επί [epí] (prep.) sobre, en. επιβαίνω [epivéno] (v.) abordar, επιβάλλω [epiválo] (v.) imponer, obli gar, forzar, επιβάρυνση [epivárinsi] (n./f.) recar go, sobrecarga, επιβαρυντικός [epivarindicós] (adj.) agravante, επιβαρύνω [epivaríno] (v.) recargar, sobrecargar, agravar, επιβάτης [epivátis] (n./m.) pasajero, viagero. επιβεβαιώνω [epiveveóno] (v.) confir mar, comprobar, ratificar, corroborar, convalidar, επιβεβαίωση [epivevéosi] (n./f.) con firmación, comprobación, ratifica ción, corroboración, convalidación, επιβεβαιωτικός [epiveveoticós] (adj.) confirmador, επιβεβλημένος [epivevliménos] (adj.) obligatorio, imprescindible, επιβήτορας [epivítoras] (nym.) gara ñón. επιβιβάζω [epivivádso] (v.) embarcar, subir. επιβίβαση [epivívasi] (n./f.) embarco, embarque, επιβιώνω [epivióno] (v.) sobrevivir, επιβίωση [epivíosi] (n./f.) superviven cia. επιβλαβής [epivlavís] (adj.) nocivo, perjudicial, dañino, dañoso, lesivo • το κάπνισμα είναι επιβλαβές για την υγεία- fumar es perjudicial para la salud. επιβλέπω [epivlépo] (v.) 1: supervisar, vigilar, revisar, 2: administrar, dirigir, επίβλεψη [epívlepsi] (nyf.) supervi sión, revisión, επιβλητικός [epívliticós] (adj.) impo nente, temible, επιβλητικότητα [epivliticótita] (n./f.)
689
επιβοηθητικός imponencia, επιβοηθητικός [epivoiciticós] (adj.) auxiliar, asistente, ayudante, επιβοηθώ [epivoizó] (v.) auxiliar, asis tir, ayudar (a), επιβολή [epivolí] (n./f.) imposición, exigencia, επιβουλεύομαι [epivulévome] (v.) tra mar, maquinar, intrigar, επιβουλή [epivulí] (f./n.) trama, ma quinación, intriga, επίβουλος [epívulos] (adj.) pérfido, insidioso. επιβράβευση [epivrávefsi] (nVf.) pre mio, recompensa, compensación · επιβράβευση στη δουλειά- com pensación en el trabajo/ recompen sa al trabajo, επιβραβεύω [epivravévo] (v.) premiar, recompensar, επιβράδυνση [epivrádinsi] (n7f.) re tardo, retraso, tardanza, demora, επιβραδύνω [epivradíno] (v.) retardar, retrasar. επίγειος [epíguios] (adj.) terrenal, te rrestre, terreno · επίγειος παράδει σος- paraíso terrenal, επιγλωττίδα [epiglotída] (nVf.) epiglotis. επίγνωση [epígnosi] (n7f.) conscien cia, percepción · έχω επίγνωση των ευθυνών μου- soy consciente de mis responsabilidades, επιγονατίδα [epigonatída] (nVf.) ró tula. επίγονος [epígonos] (n7m.) descen diente. επίγραμμα [epigrama] (n7n.) epigra ma. επιγραμματικός [epigramaticós] (adj.) 1: epigramático, 2: sinóptico, corto, επιγραφή [epigrafí] (nVf.) inscripción, epígrafe, rótulo, letrero, επιδεικνύω [epidicnío] (v.) 1: exhibir, 690
exponer, mostrar, demostrar, 2: lucir • επιδεικνύει τις ικανότητές του- de muestra sus habilidades, επιδεικτικός [epidicticós] (adj.) osten toso, aparatoso, επιδεινώνω [epidinóno] (v.) empeo rar, agravar, επιδείνωση [epidínosi] (n./f.) empeo ramiento, agravamiento, agravación, επίδειξη [epídiksi] (n7f.) exhibición, demostración, presentación, επιδειξίας [epídiksías] (n./m.) exhibicionista, επιδεκτικός [epidecticós] (adj.) influenciable, propenso (a), επιδεκτικότητα [epidecticótita] (nVf.) propensión, επιδένω [epidéno] (v.) vendar, επιδέξια [epidéksia] (adv.) diestra mente, hábilmente, επιδέξιος [epidéksios] (adj.) diestro, hábil, versado, επιδεξιότητα [epideksiótita] (n./f.) destreza, habilidad, talento, επιδερμίδα [epidermída] (n./f.) epi dermis, piel, cutis · έχει ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα- tiene la piel clara, επιδερμικός [epidermicós] (adj.) 1: epidérmico, 2: superficial · επιδερμι κός ιστός- tejido epidérmico, επίδεσμος [epídesmos] (nym.) venda, vendaje, apósito, επιδέχομαι [epidéjome] (v.) admitir, ser susceptible de. επιδημία [epidimía] (n./f.) epidemia, peste. επιδημικός [epidimicós] (adj.) epidé mico · επιδημική νόσος- enferme dad epidémica, επιδίδομαι [epidídome] (v.) dedicarse (a). επιδικάζω [epidicádso] (v.) adjudicar, επιδίκαση [epidícasi] (n./f.) adjudica ción.
επικερδής επιδιορθώνω [epidiorzóno] (ν.) repa rar, corregir, επιδιόρθωση [epidiórzosi] (n_/f.) repa ración, corrección, επιδιορθωτής [epidiorzotís] (n./m.) reparador, επιδιώκω [epidióco] (v.) pretender, aspirar. επιδίωξη [epidíoksi] (n./f.) pretensión, aspiración, επιδοκιμάζω [epidoquimádso] (v.) aprobar, aplaudir, elogiar, επιδοκιμασία [epidoquimasía] (nyf.) aprobación, aplauso, alabanza, επίδομα [epidoma] (n./n.) paga extra, subsidio, suplemento, pensión · επί δομα διατροφής- pensión alimenti cia · επίδομα ανεργίας- subsidio de desempleo · επίδομα μητράτηταςsubsidio de maternidad, επίδοξος [epídoksos] (adj.) aspirante, επιδόρπιο [epidórpio] (n./n.) postre, dulce. επίδοση [epídosi] (n./f.) 1: entrega, 2: marca, récord, επιδότηση [epidótisi] (n./f.) subven ción · εισπράττω επιδότηση- cobrar la subvención, επίδραση [epídrasi] (nyf.) influencia, influjo, efecto, επιδρομέας [epidroméas] (nym.) in vasor, atacador, asaltante, επιδρομή [epidromí] (nyf.) invasión, ataque, asalto, επιδρώ [epidró] (v.) influir, actuar, επιείκεια [epiíquia] (nyf.) clemencia, compasión, indulgencia, επιεικής [epiiquís] (adj.) clemente, in dulgente, benigno, επιζήμιος [epidsímios] (adj.) nocivo, dañino, dañoso, perjudicial, επιζητώ [epidsitó] (v.) buscar, perse guir, ambicionar, solicitar, επιζώ [epidsó] (v.) 1: sobrevivir, 2: per 691
durar. επίθεση [epicesi] (n./f.) ataque, asalto, agresión, ofensiva, επιθετικός [epiceticós] (adj.) agresivo, provcador, ofensivo, επιθετικότητα [epiceticótita] (nyf.) agresividad, επίθετο [epíceto] (n./n.) 1: apellido, 2: (Gram.) adjetivo, επιθεώρηση [epiceórisi] (nyf.) 1: in spección, 2: (teatro) revista, επιθεωρητής [epiceoritís] (nym.) in spector. επιθεωρώ [epiceoró] (v.) inspeccionar, revisar, supervisar, vigilar, επιθυμητός [epicimitós] (adj.) desea do, deseable, επιθυμία [epicimia] (nyf.) deseo, anto jo, anhelo, επιθυμώ [epicimó] (v.) desear, antojar se, anhelar, επίκαιρος [epíqueros] (adj.) actual, oportuno, a tiempo, επικαιρότητα [epiquerótita] (n./f.) ac tualidad, vigencia, realdad, επικαλούμαι [epicalúme] (v.) invocar, apelar, implorar, επικάλυμμα [epicálima] (n./n.) reves timiento, cobertura, cubierta, επικαλύπτω [epicalípto] (v.) revestir, cubrir. επικάλυψη [epicálipsi] (n./f.) cobertu ra, revestimiento, capa, επικαρπία [epicarpía] (nyf.) usufructo, επικείμενος [epiquímenos] (adj.) in minente, próximo, επίκειται [epíquite] (v. impers.) es in minente, está próximo, επίκεντρο [epíquendro] (nyn.) epi centro. επικερδής [epiquerdís] (adj.) rentable, lucrativo, beneficioso, provechoso, ventajoso · επικερδής επιχείρησηun negocio rentable.
επικεφαλής επικεφαλής [epiquefalís] (nVm.) jefe, dirigente, επικεφαλίδα [epiquefalída] (n./f.) 1: (libro) título, 2: (periódico/revista) ti tular, 3: cabecera, encabecimiento. επικήδειος [epiquídios] (adj.) fúnebre, επικηρύσσω [epiquiríso] (v.) encartar, convocar. επικίνδυνος [epiquíndinos] (adj.) arries gado, peligroso, aventurado, επικλινής [epiclinís] (adj.) pendiente, inclinado, επικοινωνία [epiquinonía] (nyf.) 1: co municación, 2: divulgación, επικοινωνώ [epiquinonó] (v.) 1: co municar, relacionarse, conversar, 2: divulgar. επικολλώ [epicoló] (v.) pegar, encolar, επικονίαση [epiconíasi] (nyf.) polini zación, επικός [épicos] (adj.) épico, επικουρία [epicuría] (nyf.) auxilio, ayu da. επικουρικός [epicuricós] (adj.) auxi liar, suplementario · επικουρική σύ νταξη· pensión suplementar. επίκουρος [epícuros] (adj.) auxiliar, ayudante, επικράτεια [epicrátia] (n./f.) territorio nacional. επικράτηση [epicrátisi] (n./f.) predo minio, preponderancia, dominación, επικρατώ [epicrató] (v.) predominar, preponderar, επικρίνω [epicríno] (v.) criticar, censu rar, recriminar, επίκριση [epícrisi] (n./f.) crítica, censu ra, reproche, επικράτηση [epicrótisi] (nyf.) aproba ción, aclamación, επικροτώ [epicrotó] (v.) aprobar, acla mar, aplaudir, επίκρουση [epícrusi] (nyf.) percusión, επίκτητος [epíctitos] (adj.) adquirido.
επικυρώνω [epiquiróno] (v.) legalizar, ratificar, confirmar, sancionar, επικύρωση [epiquírosi] (nyf.) legaliza ción, ratificación, confirmación, επιλαμβάνομαι [epilamvánome] (v.) encargarse (de), επιλαρχία [epilarjía] (n./f.) escuadrón, επιλαχών [epilajón] (adj.) suplente, επιλέγω [epilégo] (v.) seleccionar, ele gir, escoger, επίλεκτος [epílectos] (adj.) selecto, ele gido, escogido, επιληπτικός [epilipticós] (adj.) epilé ptico. επιληψία [epilipsía] (nyf.) epilepsia, επιλήψιμος [epilípsimos] (adj.) repro chable, reprobable, επιλογή [epiloguí] (nyf.) 1: selección, elección, 2: opción, επίλογος [epílogos] (n./m.) epílogo, επιλοχίας [epilojías] (nym.) sargento mayor. επιλόχειος [epilójios] (adj.) puerperal, επίλυση [epílisi] (nyf.) resolución, so lución. επιλύω [epilío] (v.) resolver, solucio nar. επίμαχος [epímajos] (adj.) controver tido. επιμειξία [epimiksía] (nyf.) entrecruzamiento, mezcla de sangre, mesti zaje. επιμέλεια [epimélia] (nyf.) asistencia, cuidado, aplicación, επιμελής [epimelís] (adj.) aplicado, cuidadoso, laborioso, επιμελητήριο [epimelitírio] (nyn.) cá mara · εμπορικό επιμελητήριο- cá mara de comercio, επιμελητής [epimelitís] (nym.) inten dente, encargado, agregado, επιμελούμαι [epimelúme] (v.) cuidar, επιμελώς [epimelós] (adv.) con cuida do, cuidadosamente.
692
επίσης επίμεμπτος [eplmemptos] (adj.) repro chable. επιμένω [epiméno] (v.) insistir, persi stir, porfiar, επιμερίζω [epimerldso] (v.) distribuir, repartir. επιμερισμός [epimerismós] (nyf.) dis tribución, repartición, reparto, επιμήκης [epimíquis] (adj.) alargado, oblongo. επιμηκύνω [epimiquíno] (v.) alargar, prolongar, επιμνημόσυνος [epimnimósinos] (adj.) conmemorativo · επιμνημόσυνη λει τουργία- ceremonia conmemorativa, επιμονή [epimoní] (nyf.) insistencia, persistencia, perseverancia, επίμονος [epímonos] (adj.) insistente, persistente, perseverante, obstina do. επίμοχθος [epímojzos] (adj.) laborio so, penoso, επίνειο [epinio] (n./n.) puerto, επινόηση [epinóisi] (nyf.) invención, invento. επινοητικός [epinoiticós] (adj.) inve ntivo, ingenioso, επινοώ [epinoó] (v.) idear, inventar, επιορκία [epiorqula] (nyf.) perjurio, επίορκος [epíorcos] (adj.) perjuro, επίπεδο [epípedo] (n./n.) 1: nivel, 2: altura · πνευματικό επίπεδο- nivel cultural · βιοτικό επίπεδο- nivel de vida. επίπεδος [epípedos] (adj.) llano, pla no, liso · επίπεδη επιφάνεια- super ficie plana, επιπλέον [epipléon] (adv.) de más, además. επιπλέω [epipléo] (v.) flotar, salir a flote. επίπληξη [epípliksi] (nyf.) bronca, repri menda, amonestación, reprensión, επιπλήττω [epiplíto] (v.) reprender,
amonestar, έπιπλο [épiplo] (n./n.) mueble, επιπλοκή [epiploquí] (nyf.) complica ción. επιπλοποιείο [epiplopifo] (nyn.) mue blería. επιπλοποιός [epiplopiós] (nym.) eba nista, fabricante de muebles, επιπλώνω [epiplóno] (v.) amueblar, επίπλωση [epíplosi] (nyf.) mobiliario, moblaje. επιπόλαιος [epipóleos] (adj.) frivolo, superficial, επιπολαιότητα [epipoleótita] (nyf.) fri volidad, liviandad, επίπονος [epíponos] (adj.) penoso, difícil, trabajoso, laborioso · επίπονη εργασία- un labor difícil, επιπρόσθετα [epiprósceta] (adv.) por añadidura, επιπρόσθετος [epipróscetos] (adj.) adi cional, añadido · επιπρόσθετα έξοδαgastos adicionales, επίπτωση [epíptosi] (nyf.) consecuen cia, repercusión, resultado, επιρρεπής [epirepís] (adj.) propenso (a). επίρρημα [epírima] (nyn.) (Gram.) ad verbio. επιρρίπτω [epirípto] (v.) atribuir, im putar. επιρροή [epiroí] (nyf.) influencia, in flujo, efecto, επισείω [episío] (v.) amenazar, blandir, επίσημα [epísima] (adv.) oficialmente, επισημαίνω [episiméno] (v.) señalar, subrayar. επισημοποιώ [episimopió] (v.) oficiali zar, formalizar, επίσημος [epísimos] (adj.) oficial, for mal. επισημότητα [episimótita] (nyf.) for malidad. επίσης [epísis] (adv.) también, igual-
693
επισκεπτήριο mente, además, επισκεπτήριο [episqueptírio] (n./n.) horario de visita, hora de visita, επισκέπτης [episquéptis] (n./m.) 1: vi sitante, 2: invitado, επισκέπτομαι [episquéptome] (v.) visitar. επισκευάζω [episquevádso] (v.) repa rar, arreglar, remendar, reformar, επισκευή [episquevQ (n./f.) repara ción, arreglo, remiendo, reformación • το αυτοκίνητο είναι στο συνεργείο για επισκευή- el cohe está en el ta ller para reparación, επίσκεψη [epísquepsi] (η Λ ) visita, επισκιάζω [episquiádso] (v.) eclipsar, ensombrecer, sombrear, επισκόπηση [episcópisi] (ηΛ.) revista, επισκοπικός [episcopicós] (adj.) epi scopal. επίσκοπος [epíscopos] (n./m.) obispo, επισπεύδω [epispévdo] (v.) acelerar, precipitar, apurar, aligerar, επίσπευση [epíspefsi] (n./f.) acelera ción, precipitación, apresuración. επιστάτης [epistátis] (ηΛη.) 1: capa taz, encargado, caporal, 2: conserje, portero · σχολικός επιστάτης- por tero de escuela, επιστατώ [epistató] (v.) supervisar, administrar, επιστεγάζω [epistegádso] (v.) techar, επιστήθιος [epistícios] (adj.) íntimo, entrañable · επιστήθιος φίλος- ami go íntimo, επιστήμη [epistími] (ηΛ.) ciencia, επιστήμονας [epistímonas] (ηΛη.) cien tífico. επιστημονικός [epistimonicós] (adj.) científico · επιστημονικό σύγγραμ μα- escrito científico, επιστολή [epistolí] (η Λ ) carta •επίση μη επιστολή- carta formal, επιστόμιο [epistómio] (n./n.) boquilla. 694
επιστράτευση [epistrátefsi] (n./f.) mo vilización, επιστρατεύω [epistratévo] (v.) movili zar, llamar a filas, επιστρέφω [epistréfo] (v.) volver, re gresar. επιστροφή [epistrofí] (ηΛ.) vuelta, re greso, retorno, επίστρωση [epístrosi] (n./f.) recubri miento, revestimiento, επισυνάπτω [episinápto] (v.) adjuntar, επισύρω [episíro] (v.) 1: atraer, tirar, 2: provocar, causar, επισφαλής [episfalís] (adj.) inseguro, incierto, dudoso, επισφραγίζω [episfraguídso] (v.) se llar, concluir, finalizar, επισφράγιση [episfráguisi] (nVf.) se llado. επισώρευση [episórefsi] (n./f.) acumu lación, amontonamiento, επισωρεύω [episorévo] (v.) acumular, amontonar, επιταγή [epitaguí] (ηΛ.) 1: (dinero) cheque, 2: (algo indispensable) dire ctiva, norma, orden · υπογράφω μια επιταγή- firmar un cheque · εθνική επιταγή- directiva nacional, επιτακτικός [epitacticós] (adj.) impe rioso, imperativo, obligatorio, auto ritario. επίταξη [epítaksi] (η Λ ) requisa, επίταση [epítasi] (ηΛ.) intensificación, επιτάσσω [epitáso] (v.) 1: requisar, 2: obligar, forzar, επιτάφιος [epitáfios] (adj.) fúnebre, funerario · περιφορά επιταφίουprocesión fúnebre · επιτάφιος λό γος- alocución fúnebre, επιτάχυνση [epitájinsi] (ηΛ.) acelera ción, aceleramiento, επιταχύνω [epitajíno] (v.) acelerar, precipitar, επιτείνω [epitíno] (v.) 1: intensificar, 2:
επιφυλακτικότητα acrecentar, aumentar, επιτελάρχης [epitelárjis] (n7n.) jefe de sección. επιτελείο [epitelio] (n./n.) estado ma yor, equipo de colaboradores, επιτέλους [epitélus] (adv.) finalmente, por fin. επιτετραμμένος [epitetraménos] (n7m.) encargado, επίτευγμα [epítevgma] (n7n.) logro, consecución, realización, επίτευξη [epítefksi] (n./f.) éxito, reali zación. επιτήδειος [epitídios] (adj.) diestro, há bil. επίτηδες [epítides] (adv.) adrede, a propósito, intencionadamente · το έκανε επίτηδες- lo hizo a propósito, επιτήδευμα [epitídevma] (n7n.) pro fesión, oficio, επιτηδευμένος [epitidevménos] (adj.) remilgado, afectado, επιτήδευση [epitídevsi] (n./f.) remilgo, afectación, επιτηδευματίας [epitidevmatías] (n7m.) artesano. επιτήρηση [epitírisi] (n./f.) vigilancia, επιτηρητής [epitiritís] (nVm.) vigila nte, supervisor, επιτηρώ [epitiró] (v.) vigilar, supervi sar. επιτίθεμαι [epitíceme] (v.) atacar, agredir, asaltar, επιτίμηση [epitímisi] (n7f.) reprime nda. επίτιμος [epítimos] (adj.) honorario · επίτιμος καθηγητής- profesor ho norario. επιτιμώ [epitimó] (v.) reprender, επιτόκιο [epitóquio] (n./n.) (Econ.) in terés. επιτομή [epitomQ (nVf.) compendio, sumario, resumen, επιτόπιος [epitópios] (adj.) local.
επιτραπέζιος [epitrapédsios] (adj.) de mesa · επιτραπέζιο παιχνίδι- juego de mesa. επιτρεπτός [epitreptós] (adj.) permi tido • 'εππρεπτό όριο- límite permi tido. επιτρέπω [epitrépo] (v.) permitir, ad mitir, autorizar, επιτροπή [epitropí] (n7f.) comisión, delegación, επίτροπος [epítropos] (nVm.+f.) 1: representante, comisionado, dele gado, 2: tutor, επιτροχάδην [epitrojádin] (adv.) rápi damente. επιτυγχάνω [epitigjáno] (v.) conseguir, lograr, acertar · επιτυγχάνω κάτι- lo grar algo. επιτύμβιος [epitímvios] (adj.) sepul cral. επιτυχής [epitijís] (adj.) con éxito, acertado. επιτυχία [epitijía] (nVf.) éxito, acierto, επιτυχώς [epitijós] (adv.) exitosame nte, con éxito, acertadamente, επιφάνεια [epifánia] (nVf.) superficie, επιφανειακός [epifaniacós] (adj.) su perficial · επιφανειακό τραύμα- he rida superficial, επιφανής [epifanís] (adj.) ilustre, fa moso, célebre, επιφέρω [epiféro] (v.) conllevar, aca rrear · o δυνατός σεισμός επέφερε σοβαρές ζημιές- el terremoto fuerte conllevó graves daños, επίφοβος [epífovos] (adj.) terrible, in quietante, temible, επιφορτίζω [epifortídso] (v.) respo nsabilizar, επιφυλακή [epifilaquí] (n7f.) alerta · είμαι σε επιφυλακή- estar en alerta, επιφυλακτικός [epifilacticós] (adj.) re servado, cauteloso, precavido, επιφυλακτικότητα [epifilacticótita]
695
επιφύλαξη (n./f.) reserva, cautela, επιφύλαξη [epifílaksi] (nyf.) reserva, cau tela. επιφυλάσσω [epifiláso] (v.) reservar, επιφώνημα [epifónima] (nyn.) inte rjección, exclamación, επιχείρημα [epijírima] (nyn.) argu mento, intento, επιχειρηματικός [epijirimaticós] (adj.) empresarial · επιχειρηματική δρα στηριότητα· actividad empresarial, επιχειρηματίας [epijirimatías] (nym.) empresario, επιχειρηματολογικός [epijirimatologuicós] (adj.) discutidor. επιχείρηση [epijírisi] (n./f.) empresa, negocio, operación, επιχειρώ [epijiró] (v.) emprender, aco meter, intentar, επιχορήγηση [epijoriguisi] (nyf.) sub vención, subsidio · ευρωπαϊκή επι χορήγηση- subvención europea, επιχορηγώ [epijorigó] (v.) subvencio nar. επίχρυσος [epíjrisos] (adj.) dorado, επίχωμα [epíjoma] (nyn.) malecón, επιχώριος [epijórios] (adj.) indígena, nativo. εποίκηση [epíquisi] (nyf.) colonización, εποικίζω [epiquídso] (v.) colonizar, έποικος [épicos] (nym.) colono, colo nizador. επόμενος [epómenos] (adj.) siguiente, próximo, posterior, επομένως [epoménos] (adv.) por con siguiente, por lo tanto, επονείδιστος [eponídistos] (adj.) ig nominioso, vergonzoso, indigno, επονομάζω [eponomádso] (v.) ape llidar. εποποιία [epopiía] (nyf.) epopeya, εποπτεία [epoptía] (nyf.) supervisión, εποπτεύω [epoptévo] (v.) supervisar, administrar. 696
επόπτης [epóptis] (n./m.) supervisor, έπος [épos] (n./n.) epopeya, épica, επουλώνω [epulóno] (v.) cicatrizar, cu rar. επούλωση [epúlosi] (n./f.) cicatriza ción, curación, επουράνιος [epuránios] (adj.) celestial, επουσιώδης [epusiódis] (adj.) secun dario, segundario · επουσιώδες ελάτ τωμα· un defecto secundario, εποφθαλμιώ [epofzalmió] (v.) codi ciar. εποχή [epojí] (nyf.) 1: época, tem porada, era, 2: (del año) estación, 3: período · η εποχή του θερισμού- la temporada de cosechas · εποχή ακμής- período de florecimiento · ij εποχή των παγετώνων- la era glacial • η εποχή της Αναγέννησης- la épo ca renacentista, επτά [eptá] (núm.) siete, επτακόσια [eptacósia] (núm.) setecien tos. επταπλασιάζω [eptaplasiádso] (v.) sep tuplicar. επωάζω [epoádso] (v.) incubar, empo llar. επώαση [epóasi] (nyf.) incubación, em polladura, επώδυνος [epódinos] (adj.) doloroso, penoso, dolorido, επωμίζομαι [epomídsome] (v.) em prender, cargarse (con), επωνυμία [eponimía] (nyf.) firma, tí tulo. επώνυμο [epónimo] (n./n.) apellido · ποιο είναι το επώνυμό σας;- ¿cómo se apellida usted?, επωφελής [epofelís] (adj.) provecho so, beneficioso, ventajoso, επωφελούμαι [epofelúme] (v.) apro vecharse, beneficiarse, έρανος [éranos] (nym.) colecta · φι λανθρωπικός έρανος- colecta filan
εριστικός trópica. ερασιτέχνης [erasitéjnis] (n./m.) aficio nado. εράσμιος [erásmios] (adj.) amoroso, encantandor. εραστής [erastís] (n7m.) amante, εργάζομαι [ergádsome] (v.) trabajar, currar, laborar, εργαλείο [ergalío] (nVn.) instrumento, utensilio, herramienta · χειρουργικά εργαλεία- utensilios quirúrgicos, εργαλειοθήκη [ergaliocíqui] (nVf.) portaherramientas, εργασία [ergasía] (n./f.) trabajo, curro, labor, empleo, εργάσιμος [ergásimos] (adj.) laboral · εργάσιμες ημέρες- días laborales, εργαστηριακός [ergastiriacós] (adj.) laboratorio, εργαστήριο [ergastírio] (nVn.) labora torio, taller, εργάτης [ergátis] (n7m.) trabajador, obrero, operario, εργατικός [ergaticós] (adj.) diligente, laboral, obrero, trabajador, εργατικότητα [ergaticótita] (nVf.) dili gencia. εργένης [erguénis] (n./m.) soltero, έργο [érgo] (n7n.) 1: (película, teatro) obra, 2: reforma · έργο τέχνης- obra de arte · γίνονται έργα- estar en obras · καλλιτεχνικό έργο- obra ar tística · φιλανθρωπικό έργο- acción filantrópica, εργοδηγός [ergodigós] (nVm.) capa taz. εργοδότης [ergodótis] (n7m.) patrón, jefe, director, empresario, εργολαβία [ergolavía] (nVf.) contrata, εργολάβος [ergolávos] (n7m.) contra tista. εργοστάσιο [ergostásio] (nVn.) fábri ca. εργόχειρο [ergójiro] (nVn.) labor, bor-
ερεθίζω [erecídso] (v.) irritar, excitar, estimular, ερέθισμα [erécisma] (n7n.) estímulo, incentivo, ερεθισμός [erecismós] (n7m.) 1: (sexual) excitación, 2: (en la piel) irritación, ερεθιστικός [erecisticós] (adj.) 1: (sexual) excitante, 2: (en la piel) irritante, ερείπιο [erípio] (n./n.) ruina · ερείπιαrestos, arrebañamientos, residuos, ερειπωμένος [eripoménos] (adj.) des moronado, ruinoso, arruinado, ερειπώνω [eripóno] (v.) arruinar, ερείπωση [eríposi] (n7f.) derribo, derribamiento. έρεισμα [érisma] (n7n.) apoyo, base, soporte. έρευνα [érevna] (nVf.) investigación, encuesta, averiguación, ερευνητής [erevnitís] (nVm.) investi gador, científico, ερευνώ [erevnó] (v.) investigar, en cuestan averiguar, ερημητήριο [erimitírio] (n7n.) ermita, ερημιά [erimiá] (nVf.) 1: desierto, 2: so ledad, abandono, ερημικός [erimicós] (adj.) desierto, so litario, desértico, abandonado · ερη μική παραλία- playa desierta, ερημίτης [erimítis] (nVm.) ermitaño, ερημονήσι [erimonísi] (n7n.) isla de sierta. έρημος [érimos] 1: (n./f.) desierto, 2: (adj.) desierto, deshabitado, solita rio. ερημώνω [erimóno] (v.) despoblar, des habitar, quedar desierto, ερήμωση [erímosi] (nVf.) despobla ción, despoblamiento, έριδα [érida] (nVf.) disputa, altercado, riña, discordia, έριο [ério] (nVn.) lana, εριστικός [eristicós] (adj.) pendencie
697
ερίτιμος ro, altercador · εριστική συμπεριφο ρά- comportamiento pendenciero, ερίτιμος [eritimos] (adj.) honorable, ερίφιο [erífio] (n./n.) cabrito, chivo, έρμα [érma] (n./n.) lastre, balasto, peso. έρμαιο [érmeo] (n./n.) presa, víctima, ερμάρι [ermári] (n./n.) armario, ερμαφρόδιτος [ermafróditos] (adj.) hermafrodita. ερμηνεία [erminía] (n./f.) interpreta ción, explicación, comentario, ερμηνευτής [ermineftís] (n./m.) intér prete, comentarista, ερμηνευτικός [erminefticós] (adj.) in terpretativo, ερμηνεύω [erminévo] (v.) interpretar, explicar, comentar. Ερμής [ermís] (n./n.) 1: (planeta) Mer curio, 2: (dios mitológico) Hermes. ερμητικός [ermiticós] (adj.) herméti co. ερπετό [erpetó] (n./n.) reptil · δηλητη ριώδη ερπετά- reptiles venenosos, ερπετολογία [erpetologuía] (n./f.) herpetología. έρπης [érpis] (n./m.) (Med.) herpes, ερπύστρια [erpístria] (n./f.) oruga, έρπω [érpo] (v.) reptar, arrastrar, ερυθρά [erizrá] (n./f.) (Med.) rubéola, ερυθρός [erizrós] (adj.) rojo · Ερυθρά θάλασσα- Mar Rojo · Ερυθρός Σταυ ρ ός· la Cruz Roja, έρχομαι [érjome] (v.) venir, llegar · έρχομαι σε επαφή- estar en conta cto (con) · ήρθε απρόσκλητος στο πάρτυ- llegó a la fiesta sin invitación • όλα του έρχονται βολικά- todo le viene bien · με την έκπτωση έρχεται φτηνότερο- con el descuento sale más barato · μου έρχεται γάντι- me queda muy bien · έρχομαι στο κέφιme estoy emborrachando · του ήρθε μια ιδέα- le ha llegado una idea · έρ
χομαι στα λόγια- estoy discutiendo (con alguien) · έρχομαι στα χέρια- se
están peleando, ερχόμενος [erjómenos] (adj.) próxi mo, que viene, siguente · το ερχόμε νο έτος- el año próximo, ερχομός [erjomós] (n./m.) venida, lle gada. ερωμένος [eroménos] (n7m.) amante, querido. έρωτας [érotas] (nVm.) amor · γάμος από έρωτα- matrimonio por amor · πλατωνικός έρωτας- amor platónico • κάνω έρωτα- hacer el amor, ερωτευμένος [erotevménos] (adj.) ena morado (de), ερωτεύομαι (erotévome) (v.) enamo rarse (de) · ερωτεύομαι κάποιον με την πρώτη ματιά- enamorarse de al guien desde la primera mirada, ερωτηματικός [erotimaticós] (adj.) in terrogativo · ερωτηματική αντωνυ μία- pronombres interrogativos, ερωτηματολόγιο [erotimatológio] (n7n.) cuestionario, interrgatorio. ερώτηση [erótisi] (n./f.) pregunta · ερώτηση κρίσεως- pregunta críti ca· αδιάκριτη ερώτηση- pregunta indiscreta, ερωτιάρης [erotiáris] (adj.) enamora dizo, cariñoso, ερωτικός [eroticós] (adj.) erótico, amoroso » ερωτική ταινία- película erótica. ερωτοτροπία [erototropía] (n./f.) flir teo, coqueteo, coquetería, ερωτοτροπώ [erototropó] (v.) flirtear, coquetear, ερωτύλος [erotílos] (nVm.) mujeriego, ερωτώ [erotó] (v.) preguntar, cuestio nar, interrogar, vea también. εσκεμμένος [esqueménos] (adj.) intencionado · εσκεμμένο λάθοςerror intencionado.
698
ετεροφυλόφιλος εσάρπα [esárpa] (f./n.) echarpe, foulard. εσοδεία [esodía] (n./f.) cosecha, έσοδο [ésodo] (n./n.) ingreso · έσοδα και έξοδα- ingresos y gastos, εσοχή [esojí] (n7f.) nicho, hueco, εσπεράντο [esperánto] (nVn.) espe ranto. εσπεριδοειδές [esperidoidés] (adj.) cítrico. εσπερινός [esperinós] 1: (nVm.) ví spera, 2: (adj.) vespertino · εσπερινό σχολείο- escuela vespertina, έσπερος [ásperos] (nVm.) estrella ve spertina. εσπευσμένα [espefsména] (adv.) apresuramente, precipitadamente, εσπευσμένος [espefsménos] (adj.) apresurado, precipitado, εσταυρωμένος [estavroménos] (adj.) crucificado, εστεμμένος [esteménos] (adj.) coro nado. εστία [estía] (n./f.) 1: foco, fogón, 2: hogar, 3: residencia · οικογενειακή εστία- hogar familiar · φοιτητική εστία- residencia de estudiantes, εστιάζω [estiádso] (v.) enfocar, con centrarse · εστιάζω την προσοχή μου σε κάτι- enfocar la atención en algo. εστιακός [estiacós] (adj.) focal, εστιατόριο [estiatório] (n./n.) restau rante. έστω [ésto] (adv.) aun así. εσύ [esí] (pron.) tú. εσφαλμένος [esfalménos] (adj.) equi vocado, erróneo, έσχατος [ésjatos] (adj.) último, extre mo, ñnal, posterior · αγωνίζομαι μέ χρι εσχάτων- estoy luchando hasta el final · έσχατη ανάγκη- necesidad extrema, έσω [éso] (adv.) dentro.
εσωκλείω [esoclío] (v.) adjuntar, in cluir, encerrar, εσώκλειστος [esóclistos] (adj.) adju nto. εσώρουχο [esórujo] (n7n.) ropa inte rior, prenda interior, lencería, calzon cillo. εσωστρέφεια [esostréfia] (n7f.) intro versión. εσωστρεφής [esostrefís] (adj.) intro vertido. εσωτερικό [esotericó] (n7n.) interior · στο εσωτερικό της χώρας- en el in terior del país, εσωτερικός [esotericós] (adj.) interior, interno · Υπουργείο ΕσωτερικώνMinisterio de interior · εσωτερική σκάλα- escalera interior · εσωτερι κές υποθέσεις- asuntos interiores, εταζέρα [etadséra] (n7f.) estantería, ετάζω [etádso] (v.) examinar, εταίρα [etéra] (n./f.) prostituta, εταιρεία [etería] (n./f.) empresa, co mpañía, sociedad · εταιρεία πληρο φορικής· empresa de informática • αεροπορική εταιρεία- compañía aérea · ομόρρυθμος εταιρεία- socie dad limitada, εταιρικός [etericós] (adj.) social, em presarial. εταίρος [etéros] (n./m.) socio, asocia do, compañero, ετερογενής [eteroguenís] (adj.) hete rogéneo. ετεροδημότης [eterodimótis] (n./m.) que pertenece a otra comunidad, ετεροθαλής [eterozalís] (adj.) herma nastro · ετεροθαλή αδέρφια- her manastros, ετερόκλιτος [eteróclitos] (adj.) pro miscuo. έτερος [éteros] (pron.) otro · αφετέ ρου· por otro lado/por otra parte, ετεροφυλόφιλος [eterofilófilos] (adj.)
699
ετήσιος heterosexual, ετήσιος [etísios] (adj.) anual, ετησίως [etisíos] (adv.) cada año, anualmente, ετικέτα [etiquéta] (ηΛ.) etiqueta, ró tulo, marca, ετοιμάζω [etimádso] (v.) preparar, ετοιμασία [etimasía] (ηΛ.) prepara ción, preparativo, ετοιμοθάνατος [etimozánatos] (adj.) moribundo, agónico, agonizante, ετοιμόλογος [etimólogos] (adj.) ocu rrente. ετοιμοπόλεμος [etimopólemos] (adj.) en pie de guerra, ετοιμόρροπος [etimóropos] (adj.) rui noso, a punto de caerse, έτοιμος [étimos] (adj.) preparado, li sto, a punto de. ετοιμότητα [etimótita] (η Λ ) pron titud, agilidad · σε ετοιμότητα- en prontitud, έτος [étos] (nVm.) año · δίσεκτο έτοςaño bisiesto · σχολικό έτος- año escolar · ακαδημαϊκό έτος- año aca démico · πόσο ετών είσαι;- ¿cuántos años tienes?, έτσι [étsi] (adv.) así, de este modo, ετυμηγορία [etimigoría] (η Λ ) vere dicto, sentencia, juicio, ετυμολογία [etimologuía] (ηΛ.) eti mología. ευαγγέλιο [evagkélio] (n./n.) evange lio. ευαγγελιστής [evagkelistís] (nym.) evan gelista. ευαγής [evaguís] (adj.) caritativo, puro • ευαγή ιδρύματα- instituciones cari tativas. ευάερος [eváeros] (adj.) bien ventila do, aireado · ευάερο διαμέρισμαapartamento bien ventilado, ευαισθησία [evescisía] (ηΛ.) 1: sensi bilidad, 2: emotividad.
ευαίσθητος [evéscitos] (adj.) 1: sen sible, 2: emotivo · ευαίσθητος στο κρύο- sensible al frío, ευάλωτος [eválotos] (adj.) vulnerable, frágil, débil · ευάλωτος χαρακτή ρας· carácter vulnerable, ευανάγνωστος [evanágnostos] (adj.) legible, inteligible · ευανάγνωστο κείμενο- texto legible, ευαρέσκεια [evarésquia] (ηΛ.) sati sfacción, complacencia, ευάρεστος [evárestos] (adj.) complá ceme, agradable, εύγεί [évgue] (interj.) ¡bravo!, ¡felici dades!. ευγένεια [evguénia] (ηΛ.) cortesía, educación, amabilidad, nobleza, ευγενής [evguenís] (adj.) noble, cor tés, educado, ευγενικός [evguenicós] (adj.) educa do, cortés, amable, εύγευστος [évguefstos] (adj.) sabroso, rico · εύγευστο φαγητό- comida sa brosa/rica, ευγλωττία [evglotía] (ηΛ.) elocuen cia. εύγλωττος [évglotos] (adj.) elocuente, ευγνωμονώ [evgnomonó] (v.) agra decer. ευγνωμοσύνη [evgnomosíni] (η Λ ) gratitud, agradecimiento, reconoci miento. ευγνώμων [evgnómon] (adj.) agrade cido, grato, ευδαιμονία [evdemonía] (n./f.) pro speridad, bienestar, dicha, felicidad, ευδιάθετος [evdiácetos] (adj.) de buen humor, dispuesto, jovial, ευδιάκριτος [evdiácritos] (adj.) discernible, claro, ευδιάλυτος [evdiálitos] (adj.) soluble, ευδοκίμηση [evdoquímisi] (ηΛ.) pros peridad. ευδοκιμώ [evdoquimó] (v.) prosperar.
700
ευκαταφρόνητος ευδοκώ [evdocó] (ν.) dignarse, con descender, εύελπις [évelpis] (n./m.) cadete · Σχο λή Ευελπίδων- Escuela Militar de Cadetes. ευελπιστώ [evelpistó] (v.) esperar, ευέξαπτος [evéksaptos] (adj.) sensi ble, susceptible, enojadizo, ευεξία [eveksía] (n./f.) bienestar, pro speridad. ευεπίφορος [evepíforos] (adj.) inclina do. ευεργεσία [everguesía] (nyf.) benefi cencia, caridad, ευεργέτης [everguétis] (nym.) bene factor, bienhechor, ευεργετικός [evergueticós] (adj.) 1: benéfico, caritativo, 2: benéfico, be neficioso · ευεργετικές ιδιότητεςpropiedades benéficas, ευερέθιστος [everécistos] (adj.) 1: irri table, enojadizo, 2: excitable, ευζωία [evdsoía] (n./f.) prosperidad, ευήλιος [evilios] (adj.) que tiene mu cha luz, soleado, iluminado, ευημερία [evimería] (nyf.) prosperi dad, bienestar, felicidad, bonanza, ευημερώ [evimeró] (v.) prosperar, εύηχος [évijos] (adj.) que suena bien, melódico, ευθαλής [efzalís] (adj.) frondoso, exu berante. ευθανασία [efzanasía] (nyf.) eutana sia. ευθαρσής [efzarsís] (adj.) valiente, audaz. ευθαρσώς [efzarsós] (adv.) de manera atevida. ευθεία [efcía] (nyf.) línea recta · κα τευθείαν- directamente, derecha mente. εύθετος [éfcetos] (adj.) conveniente, oportuno, ευθέως [efcéos] (adv.) 1: directame 701
nte, 2: francamente, εύθικτος [éfcictos] (adj.) susceptible, sensible · εύθικτος χαρακτήρας- ca rácter sensible, ευθιξία [efciksía] (n./f.) susceptibili dad, sensibilidad · παραιτήθηκε για λόγους ευθιξίας- renunció por sesceptibilidad. εύθραυστος [éfzrafstos] (adj.) 1: frágil, delicado, 2: débil · εύθραυστο αντι κείμενο- objeto frágil · εύθραυστη υγεία- salud débil, ευθύγραμμος [efcígramos] (adj.) re ctilíneo, lineal, ευθυκρισία [efcicrisía] (n./f.) rectitud, ευθυμία [efcimía] (n./f.) alegría, buen humor, jovialidad, εύθυμος [éfcimos] (adj.) alegre, de buen humor, jovial, ευθύνη [efcíní] (nyf.) responsabilidad, ευθύνομαι [efcínome] (v.) ser respo nsable, responsabilizarse, ευθύς [efcís] (adj.) 1: recto, directo, 2: sincero. ευθυτενής [efcitenis] (adj.) vertical, ευθύτητα [efcítita] (nyf.) rectitud, ευκαιρία [efquería] (n./f.) oportuni dad, ocasión · αρπάζω τηνευκαιρίαaprovechar la oportunidad · με την πρώτη ευκαιρία- cuando tenga la oportunidad, εύκαιρος [éfqueros] (adj.) disponible, libre. ευκάλυπτος [efcáliptos] (nym.) euca lipto. εύκαμπτος [éfcamptos] (adj.) flexible, elástico. ευκαμψία [efcampsía] (nyf.) flexibili dad, elasticidad, ευκατάστατος [efcatástatos] (adj.) acomodado, rico, ευκαταφρόνητος [efcatafrónitos] (adj.) insignificante, despreciable, desdeña ble.
ευκινησία ευκινησία [efquinisía] (n./f.) agilidad, ligereza. ευκίνητος [efquínitos] (adj.) ágil, lige ro. ευκοιλιότητα [efquiliótita] (n7f.) dia rrea. εύκολα [éfcola] (adv.) fácilmente, có modamente, ευκολία [efcolía] (n7f.) facilidad, co modidad · ευκολίες πληρωμής- faci lidades de pago, ευκολοδιάβαστος [efcolodiávastos] (adj.) legible. ευκολόπιστος [efcolópistos] (adj.) cré dulo, inocente, εύκολος [éfcolos] (adj.) fácil, simple, sencillo. ευκολύνω [efcolíno] (v.) facilitar, sim plificar. εύκρατος [éfcratos] (adj.) templado, suave · εύκρατο κλίμα- clima tem plado. ευκρίνεια [efcrínia] (n./f.) claridad, pie dad, adoración, ευκρινής [efcrinís] (adj.) claro · ευκρι νής φωτογραφία- fotografía clara, ευλάβεια [evlávia] (n7f.) devoción · προσεύχομαι με ευλάβεια- orar con devoción, ευλαβής [evlavís] (adj.) devoto, ευλογία [evloguía] (n./f.) bendición, gracia · o παπάς έδωσε την ευλογία του στους νιόπαντρους- el sacerdo te bendijo a los recién casados, ευλογιά [evloguiá] (n./f.) (Med.) virue la. εύλογος [évlogos] (adj.) razonable, ló gico, sensato, ευλογοφανής [evlogofanís] (adj.) ve rosímil. ευλογώ [evlogó] (v.) bendecir, alabar, ευλυγισία [evliguisía] (n./f.) flexibili dad, ductilidad, agilidad, ευλύγιστος [evlíguistos] (adj.) flexible,
dúctil, ágil, ευμάρεια [evmária] (n./f.) opulencia, abundancia, ευμένεια [evménia] (n7f.) benevolen cia, bondad, favor, ευμενής [evmenís] (adj.) benévolo, fa vorable, propicio · ευμενής κριτικήcrítica benévola · ευμενείς καιρικές συνθήκες- tiempo favorable, ευμετάβλητος [evmetávlitos] (adj.) cambiable, alterable, variable, mu dable. ευνόητος [evnóitos] (adj.) inteligible, comprensible, obvio, evidente · για ευνόητους λόγους- por motivos evi dentes. εύνοια [évnia] (n7f.) favor, gracia, ευνοϊκός [evnoicós] (adj.) propicio, favorable, benévolo · ευνοϊκή μετα χείριση- trato favorable, ευνουχίζω [evnujídso] (v.) castrar, ευνουχισμός [evnujismós] (n./m.) cas tración. ευνούχος [evnújos] (n7m.) eunuco, ευνοώ [evnoó] (v.) favorecer, benefi ciar, propiciar, ver bien, ευόδωση [evódosi] (n./f.) éxito, ευοίωνος [evíonos] (adj.) propicio, favorable, benévolo · ευοίωνες συν θήκες - condiciones propicias. ευπάθεια [efpácia] (n7f.) sensibilidad, delicadeza, afectividad, ευπαθής [efpacís] (adj.) sensible, de licado. ευπαρουσίαστος [efparusíastos] (adj.) 1: (cosas) presentable, 2: (personas) guapo. ευπατρίδης [efpatrídis] (adj.) noble, hidalgo. ευπείθεια [efpícia] (nVf.) obediencia, docilidad, sumisión, ευπειθής [efpicís] (adj.) obediente, dócil. εύπεπτος [éfpeptos] (adj.) digerible.
702
ευτελής ευπιστία [efpistía] (n./f.) credulidad, buena fe, ingenuidad, εύπιστος [éfpistos] (adj.) crédulo, con fiado, ingenuo, εύπλαστος [éfplastos] (adj.) maleable, εύπορος [éfporos] (adj.) acaudalado, adinerado, acomodado · εύπορη οι κογένεια- familia acomodada, ευπρέπεια [efprépia] (nVf.) decoro, decencia, buena presencia, ευπρεπής [efprepís] (adj.) decoroso, decente, de buena presencia, ευπρεπίζω [efprepídso] (v.) arreglar, embellecer, ευπροσάρμοστος [efprosármostos] (adj.) acomodadizo, que se adapta, ευπρόσβλητος [efprósvlitos] (adj.) susceptible, vulnerable, ευπρόσδεκτος [efprósdectos] (adj.) bienvenido, bien recibido, ευπροσηγορία [efprosigoría] (nVf.) afa bilidad. ευπροσήγορος [efprosígoros] (adj.) afable. ευπρόσιτος [efprósitos] (adj.) asequi ble, accesible, εύρεση [évresi] (nVf.) encuentro, ha llazgo, invención, descumbrimiento • εύρεση εργασίας- encuentro de empleo. ευρετήριο [evretírio] (n./n.) índice, catálogo. εύρημα [évrima] (n./n.) hallazgo, in vención, encuentro, ευρυμάθεια [evrimácia] (n./f.) erudi ción. ευρύνω [evríno] (v.) ampliar, ensan char, amplificar · ευρύνω τις γνώσεις μου- ampliar los conocimientos, ευρύς [evrís] (adj.) amplio, espacioso, ancho, masivo · προϊόντα ευρείας κατανάλωσης- productos de consu mo masivo, ευρύτητα [evrítita] (n./f.) amplitud.
ευρυχωρία [evrijoría] (n./f.) amplitud, ευρύχωρος [evríjoros] (adj.) amplio, espacioso, ancho · ευρύχωρο δωμά τιο- habitación amplia, ευρωπαϊκός [evropaicós] (adj.) eu ropeo · Ευρωπαϊκή Ένωση- Unión Europea · ευρωπαϊκό νόμισμα- mo neda europea. Ευρωπαίος [evropéos] (adj.) europeo. Ευρώπη [evrópi] (n7f.) Europa, ευρωστία [evrostía] (n7f.) robustez, fortaleza, fuerza · οικονομική ευρω στία- rubostez económica, εύρωστος [évrostos] (adj.) robusto, fuerte. ευσέβεια [efsévia] (n./f.) devoción, re speto, veneración, ευσεβής [efsevís] (adj.) devoto, respe tuoso. ευσπλαχνία [efsplajnía] (n./f.) compa sión, piedad, misericordia, ευστάθεια [efstácia] (n./f.) estabilidad, firmeza. ευσταθής [efstacís] (adj.) estable, fir me. ευστοχία [efstojía] (n/f.) puntería, acier to. εύστοχος [éfstojos] (adj.) acertado, certero, atinado · εύστοχη παρατή ρηση- comentario acertado, ευστροφία [efstrofía] (n./f.) agilidad, destreza. εύστροφος [éfstrofos] (adj.) ágil, dies tro. ευσυνειδησία [efsinidisía] (n./f.) con ciencia, escrúpulo, ευσυνείδητος [efsiníditos] (adj.) con cienzudo, escrupuloso, εύσωμος [éfsomos] (adj.) corpulento, robusto, fornido, ευτέλεια [eftélia] (n./f.) bajeza, ruin dad, humillación, mezquindad, ευτελής [eftelís] (adj.) bajo, ruin, mez quino.
703
ευτράπελος ευτράπελος [eftrápelos] (adj.) chisto so, gracioso, divertido · ευτράπελο συμβάν- incidente chistoso, ευτραφής [eftrafís] (adj.) bien alime ntado, robusto, gordo, corpulento, ευτύχημα [eftíjima] (n7n.) suerte, buena suerte, ευτυχής [eftijís] (adj.) feliz, afortunado, alegre · είμαι ευτυχής για τη γνωρι μία- estoy deliz por conocerte, ευτυχία [eftijía] (nyf.) felicidad, dicha, prosperidad, bienaventuranza, ευτυχισμένος [eftijisménos] (adj.) fe liz, dichoso, próspero, bienaventu rado · ευτυχισμένος o νέος χρόνος!¡feliz año Nuevo!, ευτυχώς [eftijós] (adv.) afortunada mente, felizmente, menos mal. ευφάνταστος [efándastos] (adj.) ima ginativo. ευφημισμός [efimismós] (nym.) eufe mismo, aclamación, εύφλεκτος [éflectos] (adj.) inflamable • εύφλεκτο υλικό- material combu stible. ευφορία [eforía] (n./f.) fertilidad, fe cundidad, εύφορος [éforos] (adj.) fértil, produ ctivo, fecundo, arable · εύφορο έδα φος- terreno fértil, ευφράδεια [efrádia] (n./f.) elocuencia, locuacidad, labia, ευφραδής [efradís] (adj.) elocuente, locuaz. ευφραίνομαι [efrénome] (v.) regoci jarse. ευφυής [efiís] (adj.) inteligente, listo, ingenioso, ευφυΐα [efiía] (n./f.) inteligencia, razo namiento, ingenio · δείκτης ευφυ ΐας· índice de inteligencia intelec tual. ευφυολόγος [efiológos] (nym.) hu morista, ocurrente.
ευχαριστημένος [efjaristiménos] (adj.) contento, complacido, satisfecho, ευχαριστήριος [efjaristírios] (adj.) de agradecimiento · ευχαριστήρια κάρτα- carta de agradecimiento, ευχαρίστηση [efjarístisi] (n./f.) placer, agrado, satisfación. ευχαριστία [efjaristía] (nyf.) agrade cimiento · Θεία Ευχαριστία- Euca ristía. ευχάριστος [efjáristos] (adj.) agrada ble, complaciente, ameno, grato, placentero · ευχάριστη σκηνή- esce na agradable, ευχαριστώ [efjaristó] (ν.) 1: agradecer, dar las gracias, 2: complacer, agradar, satisfacer · ευχαριστώ πολύ!- ¡mu chas gracias! · με ευχαριστεί va είμαι με τους φίλους μου- me complace estar con mis amigos, ευχαρίστως [efjáristos] (adv.) con mu cho gusto, gustosamente, ευχέρεια [efjéria] (n./f.) 1: facilidad, 2: soltura, fluidez, desenvoltura · ευ χέρεια λόγου- hablar con soltura · οικονομική ευχέρεια- facilidad eco nómica. ευχερώς [efjerós] (adv.) fácilmente, ευχή [efjí] (nyf.) deseo, bendición, an helo. εύχομαι [éfpme] (v.) desear, bendecir • εύχομαι va σε ξαναδώ- deseo verte de nuevo, εύχρηστος [éfjristos] (adj.) fácil de usar, cómodo · εύχρηστο εργαλείοutensilio fácil de usar, ευωδιά [evodiá] (nyf.) 1: perfume, aro ma, fragancia, 2: olor, ευωδιάζω [evodiádso] (v.) perfumar, aromar, aromatizar, εφάμιλλος [efámilos] (adj.) compara ble, igual. εφάπαξ [efápax] (adv.) en suma glo bal.
704
εχεμύθεια εφαπτομένη [efaptoméni] (nyf.) (Geom.) tangente. εφαρμογή [efarmoguí] (nyf.) 1: ada ptación, ajuste, 2: (Tecn.) aplicación . εφαρμογή σχεδίου- realización de un plan. εφαρμόζω [efarmódso] (v.) 1: adaptar, ajustar, 2: aplicar, εφαρμόσιμος [efarmósimos] (adj.) adaptable, ajustable, aplicable, εφέ [efé] (nyn.) efecto, εφεδρεία [efedría] (nyf.) reserva, aco pio · σε εφεδρεία- en reserva, εφεδρικός [efedricós] (adj.) de reser va. έφεδρος [éfedros] (nym.) reservista · έφεδρος αξιωματικός- oficial reser vista. εφεξής [efeksís] (adv.) de hoy en ade lante, desde hoy, a partir de ahora, έφεση [éfesi] (nyf.) 1: (Der.) apelación, 2: inclinación, vocación · έχει έφεση στη ζωγραφική-,
εφετείο [efetío] (nyn.) tribunal de ape lación. εφεύρεση [efévresi] (nyf.) invento, in vención, descubrimiento, εφευρέτης [efevrétis] (nym.) inventor, εφευρετικός [efevreticós] (adj.) 1: in ventivo, 2: ingenioso, εφευρετικότητα [efevreticótita] (nyf.) 1: inventiva, 2: ingenio, εφευρίσκω [efevrísco] (v.) inventar, in geniar. εφηβεία [efivía] (n./f.) adolescencia, pubertad, εφηβικός [efivicós] (adj.) adolescente, nubil, joven · εφηβική συμπεριφο ρά- comportamiento adolescente, έφηβος [éfivos] (nym.+f.) adolescente, εφημερεύω [efimerévo] (v.) estar de guardia. εφημερία [efimería] (nyf.) guardia, εφημερίδα [efimerída] (nyf.) periódi
co, diario, gaceta · εφημερίδα της κυβέρνησης- periódico del gobier no · ανεξάρτητη εφημερίδα- perió dico independiente, εφημεριδοπώλης [efimeridopólis] (nym.) vendedor de periódicos/de diarios, εφημέριος [efimérios] (nym.) sacerdo te. εφήμερος [efímeros] (adj.) efímero, fugaz, pasajero, corto · εφήμερη σχέση- relación efímera, εφιάλτης [efiáltis] (nym.) pesadilla, εφίδρωση [efídrosi] (nyf.) transpira ción, sudoración. εφικτός [efictós] (adj.) posible, facti ble, probable, έφιππος [éfipos] (adj.) a caballo, ecuestre · έφιππος στρατιώτης- sol dado ecuestre, εφοδιάζω [efodiádso] (v.) abastecer, proveer, equipar, εφοδιασμός [efodiasmós] (nym.) abastecimiento, aprovisionamiento, equipo. εφόδιο [efódio] (nyn.) 1. provisión, abastecimiento, abasto, 2: requisito · του τελείωσαν τα εφόδια- se le aca baron las provisiones, εφοδιοπομπή [efodiopombí] (nyf.) convoy. έφοδος [éfodos] (nyf.) asalto, carga, inspección inesperada, arranque, εφοπλιστής [efoplistís] (nym.) arma dor, naviero, εφορία [eforía] (nyf.) hacienda públi ca. εφόρμηση [efórmisi] (nyf.) asalto, ata que. έφορος [éforos] (nym.+f.) inspector de Hacienda, εφόσον [efóson] (conj.) a condición de que, con tal de que. εχέγγυος [ejégkios] (adj.) solvente, εχεμύθεια [ejemícia] (n./f.) discreción,
705
Εχέμυθος reserva · απόλυτη εχεμύθεια- discre ción completa/total, εχέμυθος [ejémizos] (adj.) discreto, reservado, έχθρα [éjzra] (ηΛ.) enemistad, odio, hostilidad, εχθρεύομαι [ejzrévome] (v.) enemi starse, odiar, εχθρικός [ejzricós] (adj.) enemigo, hostil, agresivo, εχθροπραξία [ejzropraksía] (η Λ ) ho stilidad, rivalidad, εχθρός [ejzrós] (ηΛη.) enemigo, rival, adversario, εχθρότητα [ejzrótita] (n./f.) enemi stad, hostilidad, rivalidad.
706
έχιδνα [éjidna] (n./f.) (Zool.) víbora, έχω [éjo] (v.) tener, haber, poseer · έ*ω μία αδερφή- tengo una hermana · έχω πυρετό- tengo fiebre · έχω πάει στην Ισπανία- he ido a España · έχει πολύ θόρυβο- hay mucho ruido · έχει ολόκληρη περιουσία- posee una fortuna, εωθινός [eocinós] (adj.) mañanero, έως [éos] (adv.) hasta · έως ότου- ha sta que. εωσφόρος [eosfóros] (ηΛη.) lucifer, satanás, diablo.
χαλάω τη ζαχαρένια μου για τίποτα
Ζ, ζ [dsita] (nVn.) sexta letra del alfabe to griego, ζαβλακώνω [dsavlacóno] (v.) dejar estupefacto, ζαβολιά [dsavoliá] (n./f.) trampa, fulle ría, engaño, picardía, ζαβολιάρης [dsavoliáris] (adj.) tram poso, fullero, ζαβός [dsavós] (adj.) torpe, desmaña do. ζαβώνω [dsavóno] (v.) combarse, ζαγάρι [dsagári] n. sabueso, hombre vil. ζακέτα [dsaquéta] (n./f.) 1: chaqueta, 2: (larga) americana, ζαλάδα [dsaláda] (n./f.) mareo, vérti go, aturdimiento, vahído · μου ήρθε ζαλάδα- me mareé, ζάλη [dsáli] (n./f.) mareo, vértigo, atur dimiento, ζαλίζω [dsalídso] (v.) marear, aturdir, ζαμπόν [dsambón] (n./n.) jamón, ζάπλουτος [dsámplutos] (adj.) muy rico, adinerado, acaudalado, ζάρα [dsára] (ηΛ.) arruga, pliegue, ζαρζαβατικό [dsardsavaticó] (nVn.) vegetal, verdura, legumbre, ζαρζαβατικά [dsardsavaticá] (n./n.) pl. legumbres, ζάρι [dsári] (n./n.) dado, ζαριά [dsariá] (nVf.) lance de dado, ζαρκάδι [dsarcádi] (n./n.) (Zoo!.) cor zo. ζαρντινιέρα [dsardiniéra] (n./f.) jardi nera. ζάρωμα [dsároma] (n./n.) arruga, plie gue. ζαρώνω [dsaróno] (v.) arrugar, plegar, ζαφείρι [dsafíri] (n./n.) zafiro, ζαφορά [dsaforá] (n./f.) azafrán, ζαχαρένιος [dsajaréños] (adj.) azu carado, acaramelado, dulce · δεν 707
- no me preocupo de nada, ζάχαρη [dsájari] (ηΛ.) azúcar, ζαχαριέρα [dsajariéra] (n./f.) azucare ro. ζαχαρίνη [dsajaríni] (n./f.) sacarina, ζαχαροκάλαμο [dsajarocálamo] (ηΛι.) caña de azúcar, ζαχαροπλαστείο [dsajaroplastío] (nVn.) pastelería, confitería, ζαχαροπλάστης [dsajaroplástis] (n./m.) pastelero, confitero, ζαχαροπλαστική [dsajaroplastiquí] (ηΛ) pastelería. ζαχαροποιία [dsajaropiía] (η Λ ) refi nería azucarera, ζαχαρώνω [dsajaróno] (v.) azucarar, acaramelar, ζαχαρωτό [dsajarotó] (adj.) dulce, go losina, caramelo, ζέβρα [dsévra] (n./f.) cebra, ζελατίνα [dselatína] (n./f.) gelatina, ζεματίζω [dsematídso] (v.) arder, abra sar, quemar, ζεμάτισμα [dsemátisma] (n./n.) ardor, quemadura, ζενίθ [dseníz] (nVn.) cénit, zenit, apógeo, auge · στο ζενίθ της καριέρας του- en el cénit de su carrera, ζερβόδεξος [dservódeksos] (adj.) ambi dextro. ζερβός [dservós] (adj.) zurdo, zocato, ζερβοχέρης [dservojéris] (adj.) zurdo, ζεσταίνω [dsesténo] (v.) calentar, cal dear. ζέσταμα [dséstama] (n./n.) 1: (comida) calentamiento, 2: (gimnasia) precalentamiento. ζεστασιά [dsestasiá] (η Λ ) calor,, ζέστη [dsésti] (ηΛ.) calor, ardor, fervor, hervor. ζεστός [dsestós] (adj.) 1: caliente, cá lido, caluroso, 2: ardiente, abrasador, 3: (metáf.) acogedor· ζεστό φαγητό-
ζευγάρι comida caliente · ζεστή φιλοξενίαζήση [dsísi] (n./f.) vida, existencia, ζήτημα [dsítima] (n./n.) 1: asunto, acogida calurosa · (metáf.) ζεστό tema, cuestión, 2. (metáf.) problema · σπίτι- una casa acogedora, ζευγάρι [dsevgári] (nyn.) 1: (cosas) είναι ζήτημα χρόνου- es cuestión de tiempo · είναι ζήτημα ζωής και θα par, 2: (personas) pareja · ένα ζευ γάρι παπούτσια- un par de zapatos νάτου- es cuestión de vida o muerte • ζήτημα τιμής- cuestión de honor · • ένα νιόπαντρο ζευγάρι- una pareja είναι σοβαρό ζήτημα- es un tema/ recién casada, ζευγάρωμα [dsevgároma] (n./n.) apa asunto importante · δημιουργώ ζη reamiento, acoplamiento, coito, τήματα- crear/causar problemas, ζευγαρώνω [dsevgaróno] (v.) aparear, emparejar, ζεύξη [dséfksi] (n./f.) yunta, ζεύω [dsévo] (v.) uncir, acoplar. Ζευς [dsévs] (nym.) Zeus, ζέφυρος [dséfiros] (n./m.) céfiro, po niente. ζέχνω [dséjno] (v.) heder, apestar, ζηλευτός [dsileftós] (adj.) envidiable, deseable, codiciable, ζηλεύω [dsilévo] (v.) envidiar, tener celos, tener envidia a. ζήλια [dsflia] (nyf.) envidia, celos, ζηλιάρης [dsiliáris] (adj.) 1: envidioso, celoso, 2: suspicioso. ζήλος [dsilos] (nym.) ardor, fervor, ζηλοτυπία [dsilotipía] (n./f.) envidia, celos. ζηλότυπος [dsilótipos] (adj.) 1: envi dioso, celoso, 2: posesivo, ζηλόφθονος [dsilófzonos] (adj.) envi dioso, celoso, ζηλοφθονώ [dsilofzonó] (v.) envidiar, ζηλωτής [dsilotís] (nym.) fanático, ferviénte. ζημιά [dsimiá] (nyf.) daño, perjuicio, pérdida. ζημιάρης [dsimiáris] (adj.) travieso, dañoso. ζημιώνω [dsimióno] (v.) dañar, damni ficar, perjudicar, averiar, ζην [dsín] (nyn.) sustento, vida · κερδί ζω τα προς το ζην- ganasrse la vida* ευ ζην- bienestar.
ζήτηση [dsítisi] (nyf.) 1: demanda, pe tición, 2: búsqueda, ζητιανεύω [dsitianévo] (v.) mendigar, pedir limosna, pordiosear, ζητιάνος [dsitiános] (n./m.) mendigo, pordiosero, ζήτω! [dsíto] (excl.) ¡viva!, ¡hurra!. ζητώ [dsitó] (v.) 1: pedir, demandar, solicitar, reclamar, 2: buscar · ζητώ συγνώμη- pedir perdón · ζητώ μια πληροφορία- solicitar una informa ción · ζητώ βοήθεια- pedir ayuda · ζητώ σε γάμο- pedir la mano/ pedir a la novia, ζητωκραυγάζω [dsitocravgádso] (v.) vitorear, aclamar, ovacionar · ζητω κραυγάζω μια ομάδα- vitorear un equipo. ζητωκραυγή [dsitocravguf] (nyf.) acla mación, ovación, ζιγκ-ζαγκ [dsik-dsak] (n./n.) zigzag, ζιγκολό [dsigoló] (n./n.) gigoló. ζιζάνιο [dsidsánio] (n./n.) cizaña, ζιζανιοκτόνο [dsidsanioctóno] (nyn.) pesticida. ζιρκόνιο [dsircónio] (n./n.) (Min.) cir cón. ζόρι [dsóri] (nyn.) 1: tensión, fuerza, 2: dificultad, problema · πήγε στον γιατρό με το ζόρι- fue al doctor por fuerza · αρχίζουν τα ζόρια- están empezando las dificultades, ζορίζω [dsorídso] (v.) forzar, presionar, apremiar, apurar, apresurar.
708
ζωγραφιστός ζόρικος [dsóricos] (adj.) 1: difícil, exi gente, 2: (carácter) indócil, indiscipli nado. ζορμπάς [dsorbás] (n7m.) tirano, dés pota, opresor, ζούγκλα [dsúgkla] (nJf.) jungla, ζουζούνι [dsudsúni] (n./n.) insecto, chinche. ζουζουνίζω [dsudsunídso] (v.) zum bar. ζουζούνισμα [dsudsúnisma] (n7n.) zumbido. ζουλάπι [dsulápi] (n./n.) bestia, ani mal. ζούληγμα [dsúligma] (nVn.) presión, apretón. ζουλώ [dsuló] (v.) apretar, aplastar, es trujar, comprimir, ζουμ [dsoum] (n7n.) zoom. ζουμερός [dsumerós] (adj.) jugoso, sustancial, ζουμί [dsumí] (n7n.) 1: jugo, zumo, 2: sustancia, ζουμπούλι [dsumbúli] (nVn.) jacinto, ζουπώ [dsupó] (v.) apretar, empujar, ζουρλομανδύας [dsurlomandías] (nym.) camisa de fuerza, ζουρλός [dsurlós] (adj.) loco, ζοφερός [dsoferós] (adj.) sombrío, os curo, lúgubre, tétrico, tenebroso, ζόφος [dsófos] (nVm.) oscuridad, ζοχάδα [dsojáda] (nVf.) rabieta · έχω ζοχάδες- tener murria, ζοχαδιάζω [dsojadiádso] (v.) rabiar, ζυγαριά [dsigariá] (nVf.) balanza, peso, ζύγι [dsígui] (nVn.) peso, pesa, ζυγιάζω [dsiguiádso] (v.) equilibrar, ζυγίζω [dsiguídso] (v.) pesar, ponderar, compensar · ζυγίζω το φορτίο- pe sar la carga, · ζυγίζω την κατάστα ση- compensar la situación, ζύγισμα [dsíguisma] (nVn.) peso, pe saje. ζυγός [dsigós] 1: (n7m.) (Zód.) Libra, 2:
(adj.) par · ζυγοί αριθμοί- números pares. ζυγός [dsigós] (nVm.) balanza, yugo · λύνω τους ζυγούς- marcharse, ζυγοσταθμίζω [dsigostazmidso] (ν.) equilibrar, estabilizar, ζυγοστάθμιση [dsigostázmisi] (n./f.) estabilización, ζύγωμα [dsígoma] (n./n.) acercamie nto. ζυγώνω [dsigóno] (v.) acercarse, ζυθοζύμη [dsizodsími] (nVf.) levadura de cerveza, ζυθοποιείο [dsizopíío] (n./n.) cerve cería. ζυθοποιία [dsizopiía] (n/f.) fábrica de cerveza. ζυθοποιός [dsizopiós] (nVm.) cerve cero. ζύθος [dsízos] (n./m.) cerveza, ζυμάρι [dsimári] (n./n.) masa, pasta · ανοίγω ζυμάρι- hacer la/una masa, ζυμαρικό [dsimaricó] (n./n.) pasta, ζύμη [dsímí] (n7f.) pasta, masa, leva dura. ζύμωμα [dsímoma] (n./n.) amasadura, amasamiento, amasijo, ζυμώνω [dsimóno] (v.) amasar, mez clar. ζύμωση [dsímosi] (n7f.) fermentación, descomposición · πολιτική ζύμωσηdescomposición política, ζυμωτής [dsimotís] (n./m.) amasador, ζω [dso] (v.) 1: vivir, existir, ser, 2: resi dir, habitar · ζει σαν βασιλιάς- vive como un rey · ζω μόνος μου- vivo solo · va ζήσεις/^βΐίζ cumple!, ζωγραφιά [dsografiá] (n7f.) pintura, dibujo, viñeta, retrato, ζωγραφίζω [dsografídso] (v.) pintar, dibujar, retratar, colorear, ζωγραφική [dsografiquí] (n./f.) pi ntura. ζωγραφιστός [dsografistós] (adj.) di
709
ζωγράφος bujado, pintado, ζωγράφος [dsográfos] (n7m.) pintor • ταλαντούχος ζωγράφος- pintor talentoso, ζώδιο [dsódio] (nVn.) zodíaco · τι (ώδιο είσαι;- ¿cuál es tu signo del zo díaco?. ζωέμπορος [dsoémboros] (n./m.) ga nadero. ζωή [dsoí] (n./f.) vida, existencia · ασφάλεια ζωής- seguro de vida · άγρια ζωή- vida salvaje, ζωηρά [dsoirá] (adv.) vivamente, vigo rosamente, alegremente, ζωηράδα [dsoiráda] (n./f.) viveza, viva cidad, energía, impetuosidad, ζωηρεύω [dsoirévo] (v.) animar, reani mar, avivar, vivificar, ζωηρός [dsoirós] (adj.) 1: vivo, vivaz, vivaracho, 2: enérgico, activo · ζωη ρά χρώματα- colores vivos · είναι ζωηρό παιδί- es un niño activo, ζωηρότητα [dsoirótita] (n./f.) viveza, vitalidad, vigor, fortaleza, ζωμός [dsomós] (n./m.) caldo · ζωμός Λαχανικών- caldo de verduras, ζωνάρι [dsonári] (n./n.) faja, cinturón, ζώνη [dsóni] (ηΛ.) 1: cinturón, faja, ceñidor, correa, 2: zona, región · δερμάτινη ζώνη- cinturón de cue ro · ζώνη ασφαλείας- cinturón de seguridad · επικίνδυνη ζώνη- zona peligrosa · βιομηχανική ζώνη- zona/ región industrial · συνοριακή ζώνηzona fronteriza, ζωντανεύω [dsondanévo] (v.) revivir, reanimar, revivificar, rememorar, ζωντάνια [dsondáña] (ηΛ.) vivacidad, viveza, vitalidad, vigor, ζωντανός [dsondanós] (adj.) vivo, ζωντοχήρα [dsondojíra] (ηΛ.) mujer divorciada, ζωντοχήρος [dsondojíros] (ηΛη.) hombre divorciado.
ζώο [dsóo] (n./n.) animal, bestia · κα τοικίδιο ζώο- mascota, ζωογόνηση [dsoogónisi] (η Λ ) vivifi cación, estimulación, animación, ζωογόνος [dsoogónos] (adj.) vivifi cante, estimulante, animador, ζωογονώ [dsoogonó] (v.) vivificar, es timular, animar, ζωοκλέφτης [dsoocléftis] (nVm.) cua trero, ladrón de ganado, ζωολογία [dsoologuía] (n./f.) zoolo gía. ζωολογικός [dsoologicós] (adj.) zoo lógico · ζωολογικός κήπος- a) zoo, b) parque zoológico, ζωολόγος [dsoológos] (ηΛη.) zoólo go. ζωοτροφείο [dsootrofío] (n7n.) casa de fieras. ζωοτροφή [dsootrofí] (η Λ ) pienso, alimento para animales, ζωόφιλος [dsoófilos] (adj.) amigo de los animales, ζωστήρα, ζωστήρας [dsostíra, dsostíras] (n./f.) cinturón, ζωτικός [dsoticós] (adj.) vital, neurál gico, esencial, fundamental, ζωτικότητα [dsoticótita] (η Λ ) vitali dad, energía, ζωύφιο [dsoífio] (n7n.) bicho, insecto, ζωώδης [dsoódis] (adj.) brutal, bestial.
710
Η, η [íta] (nyn.) séptima letra del alfa beto griego, η [i] (artículo determinado f.) la. η [i] (conj.) o, u · θέλεις καφέ ή τσάι;¿quieres café o té? · τώρα ή προη γουμένως;- ¿ahora u antes?, ήβη [ívi] (n7f.) 1: pubertad, adolescen cia, 2: pubis, ηβικός [ivicós] (adj.) púbico, pubiano. ηγεμόνας [iguemónas] (nym.) monar ca, príncipe, soberano, ηγεμονεύω [iguemonévo] (v.) reinar, imperar. ηγεμονία [iguemonía] (n./f.) hegemo nía, soberanía, supremacía, ηγεμονικός [iguemonicós] (adj.) hegemónico, majestuoso, monárquico • ηγεμονική εξουσία- poder hegemónico. ηγεσία [iguesía] (n./f.) jefatura, man do, dirección, ηγέτης [iguétis] (n./m.) jefe, líder, ca becilla. ηγήτορας [iguítoras] (n./m.) jefe, líder, dirigente. ηγούμαι [igúme] (v.) dirigir, gobernar, liderar, encabezar, conducir, guiar, ηγουμένη [iguméni] (n./f.) (Igl.) superiora, priora, abadesa, ηγούμενος [igúmenos] (n./m.) (Igl.) superior, prior, abad, ήδη [ídi] (adv.) ya, todavía, por ahora · έχω φάει ήδη- ya he comido, ηδονή [idoní] (nyf.) placer, deleite, de licia, gozo · επιρρεπής στις ηδονέςpropenso a los deleites, ηδονίζομαι [idonídsome] (v.) deleitar, gozar. ηδονικός [idonicós] (adj.) placentero, deleitoso, gozoso, sensual, voluptuo so · ηδονικό θέαμα- escena sensual, ηδονισμός [idonismós] (n./m.) volup 711
tuosidad, hedonismo, ηδονιστής [idonistís] (nym.) volup tuoso, hedonista. ηδυπάθεια [idipácia] (nyf.) voluptuo sidad, sensualidad, ηδυπαθής [idipacís] (adj.) voluptuoso, sensual, ηδύποτο [idípoto] (nyn.) licor, ήδυσμα [ídisma] (n./n.) condimento, confección, ήθη [íci] (nyn.) pl. maneras, modales, costumbres · ήθη και έθιμα- usos y costumbres · γυναίκα ελαφρών ηθών- mujer despreciada, ηθική [iciquí] (nyf.) moral, ética, mo ralidad · είναι θέμα ηθικής- es cue stión de ética, ηθικό [icicó] (n./n.) moral · έχω πεσμέ νο ηθικό- estoy bajo de moral, ηθικολόγος [icicológos] (n./m.) mora lista, predicador, ηθικολογώ [icicologó] (v.) moralizar, catequizar, ηθικοποίηση [icicopíisi] (n./f.) mora lización. ηθικοποιώ [icicopió] (v.) edificar, ηθικός [icicós] (adj.) moral, ético · ηθι κός αυτουργός- cómplice · ηθική βλάβη- daño moral, ηθικότητα [icicótita] (n./f.) moralidad, ética. ηθογραφία [izografía] (n./f.) costu mbrismo. ηθοποιία [izopiía] (n./f.) actuación, acto. ηθοποιός [izopiós] (n./m.+f.) actor, ac triz, intérprete, ήθος [ízos] (n./n.) carácter, moral, ηλεκτραγωγός [ilectragogós] (n./m.) conductor de electricidad, ηλεκτρίζω [ilectrídso] (v.) electrizar, electrificar, ηλεκτρικός [ilectricós] (adj.) eléctrico • ηλεκτρικό ρεύμα- corriente eléctri
ηλέκτριση ca · ηλεκτρική κουζίνα- cocina eléc trica · ηλεκτρικές συσκευές- electro domésticos, ηλέκτριση [iléctrisi] (nyf.) electrifica ción. ηλεκτρισμένος [ilectrisménos] (adj.) electrizado, electrizante, electrificado· ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα- atmosfe ra electrizante, ηλεκτρισμός [ilectrismós] (nym.) ele ctricidad, ήλεκτρο [ílectro] (nyn.) ámbar, ηλεκτρογεννήτρια [ilectroguenítria] (n7f.) dinamo, ηλεκτρόδιο [ilectródio] (nyn.) electro do. ηλεκτροδυναμική [ilectrodinamiquí] (n7f.) electrodinámica, ηλεκτροδυναμικός [ilectrodinamicós] (adj.) electrodinámico, ηλεκτροθεραπεία [ilectrocerapía] (nyf.) electroterapia, ηλεκτροκινητήρας [ilectroquinitíras] (nym.) electromotor, ηλεκτρολόγος [ilectrológos] (n./m.) electricista, ηλεκτρόλυση [ilectrólisi] (nyf.) (Fís.) electrólisis, ηλεκτρομαγνήτης [ilectromagnítis] (nVm.) electroimán, ηλεκτρομαγνητικός [ilectromagniticós] (adj.) electromagnético · ηλεκτρομαγνητικό πεδίο- campo electromagnético, ηλεκτρομαγνητισμός [ilectromagnitismós] (n./m.) electromagnetismo, ηλεκτρονική [ilectroniqui] (nyf.) elec trónica. ηλεκτρονικός [ilectronicós] (adj.) electrónico · ηλεκτρονικό ρολόι- re loj electrónico · ηλεκτρονικά παιχνί δια- videojuegos, ηλεκτρόνιο [ilectrónio] (nyn.) (Fls.) electrón.
ηλεκτροπληξία [ilectropliksía] (n./f.) electrocución, ηλεκτροχημεία [ilectrojimía] (n./f.) electroquímica, ηλιακός [iliacós] (adj.) solar · ηλιακός θερμοσίφωνας- calentador solar · ηλιακή ενέργεια- energía solar · ηλι ακό σύστημα- sistema solar, ηλίαση [ilíasi] (n./f.) insolación, solane ra, asoleada · παθαίνω ηλίαση- tener insolación, ηλιαχτίδα [iliajtída] (nyf.) rayo del sol. ηλίθιος [ilícios] (adj.) idiota, imbécil, estúpido, tonto, ηλιθιότητα [iliciótita] (n./f.) idiotez, imbecilidad, estupidez, ηλικία [iliquía] (nyf.) edad, años · εφη βική ηλικία- a) edad adolescente, b) adolescencia · παιδική ηλικία- a) infancia, b) niñez · σε ηλικία γάμουedad para casarse · κρίσιμη ηλικίαedad crítica/peligrosa · στο άνθος της ηλικίας του- estar en la flor de la vida. ηλικιωμένος [iliquioménos] (adj.) ma yor, de edad, ήλιο [ílio] (n./n.) (Qulm.) helio, ηλιοβασίλεμα [iliovasílema] (nyn.) puesta de sol, ocaso, crepúsculo, ηλιογραφία [iliografía] (nyf.) heliografía. ηλιοθεραπεία [iliocerapía] (nyf.) he lioterapía, acción de tomar el sol. ηλιοκαμένος [iliocaménos] (adj.) bron ceado. ηλιόλουστος [iliólustos] (adj.) solea do, asoleado, luminoso « ηλιόλου στη μέρα- día soleado, ηλιόλουτρο [iliólutro] (nyn.) exposi ción al sol. ήλιος [ílios] (nym.) 1: sol, 2: (flor) gira sol · έκλειψη ηλίου- eclipse solar · γυαλιά ηλίου- gafas del sol · δεν έχει στον ήλιο μοίρα- estar en una situa-
712
ημισφαίριο ción difícil, ηλιοσκόπιο [ilioscópio] (n7n.) helio scopio. ηλιοστάσιο [iliostásio] (n./n.) solsticio, ηλιοτρόπιο [iliotrópio] (n./n.) heliotropo. ηλιοτροπισμός [iliotropismós] (n./m.) heliotropismo. ηλιοφάνεια [iliofánia] (n7f.) cielo des cubierto, ηλιόφως [iliófos] (n./n.) luz del sol. ηλιοφώτιστος [iliofótistos] (adj.) ilu minado por el sol. ηλιοψημένος [iliopsiménos] (adj.) bron ceado. ημεδαπός [imedapós] (adj.) indígena, nativo. ημέρα [iméra] (n./f.) día, jornada · καλή σας ημέραΙ- a) ¡buenos días! b) ¡que tenga un buen día! · από μέρα σε μέρα- dentro de unos días · μέρα με την ημέρα- día tras día · περνάμε δύσκολες μέρες- pasamos por días difíciles · εργάσιμη μέρα- jornada laboral. ημεράδα [imeráda] (n./f.) placidez, apacibilidad. ημέρευση [imérefsi] (n7f.) mansedum bre, apacibilidad. ημερεύω [imerévo] (v.) domesticar, amansar, calmar, ημερήσιος [imerísios] (adj.) diario, del día, cotidiano, diurno · ημερήσια εκ δρομή- excursión diurna · ημερήσια εφημερίδα- diario, ημερίδα [imerída] (njf.) reunión, asam blea. ημεροδείκτης [imerodíctis] (n./m.) almanaque, ημερολόγιο [imerológuio] (n./n.) 1: calendario, almanaque, 2: diario · ημερολόγιο τοίχου- calendario de pared · κρατώ ημερολόγιο- escribir diario.
ημερομηνία [imerominía] (n./f.) fecha • ημερομηνία γέννησης- fecha de nacimiento · ημερομηνία λήξης- fe cha de caducidad, ημερομίσθιο [imeromíscio] (n./n.) sa lario, jornal, paga · χαμηλό ημερομί σθιο- salario/jornal bajo, ήμερος [ímeros] (adj.) manso, dócil, tranquilo, apacible · ήμερο ζώο- ani mal manso, ημέρωμα [iméroma] (n./n.) manse dumbre. ημερώνω [imeróno] (v.) amansar, do mesticar, cultivar, ημι- [imi-] (pref.) medio-, semi-, casi-, ημιάγριος [imiágrios] (adj.) semisalvage. ημίγλυκος [imíglicos] (adj.) semidulce. ημίγυμνος [imíguimnos] (adj.) medio desnudo, ημίθεος [imíceos] (n./m.) semidiós, ημικρανία [imicranía] (n./f.) jaqueca, hemicránea · υποφέρω από ημικρα νία- sufrir de hemicránea, ημικύκλιο [imiquíclio] (n./n.) hemici clo, semicírculo, anfiteatro, ημιμάθεια [imimácia] (n./f.) saber a medias. ημιμαθής [imimacís] (adj.) erudito a la violeta, desconocedor, ignorante, ημίξηρος [imíksiros] (adj.) semiseco. ημιονηγός [imionigós] (n./m.) mulete ro, arriero, ημιπληγία [imipliguía] (n./f.) hemiple jía. ημισέληνος [imisélinos] (n7f.) media luna, semilunio, ήμισυ [ímisis] (adv.) mitad, medio · κατά το ήμισυ- a) por mitad, b) a medias · το έτερον μου ήμισυ- mi media naranja, ημισφαίριο [imisfério] (n7n.) hemisfe rio · βόρειο/νότιο ημισφαίριο- he-
713
ημιτελής misferio boreal/austral, ημιτελής [imitelís] (adj.) incompleto, inconcluso, inacabado, ημιτελικός [imitelicós] (adj.) semi final. ημίτονο [imítono] (nVn.) (Mat.) seno, curva. ημιφορτηγό [imifortigó] (n7n.) furgo neta, camioneta, ημίφωνο [imifono] (n./n.) semivocal, ημίφως [imífos] (nVn.) media luz, pe numbra · στο ημίφως- a media luz. ημίχρονο [imijrono] (n./n.) mitad, des canso · πρώτο ημίχρονο- primera mitad. ημίωρο [imíoro] (n./n.) media hora, ημιώροφος [imiórofos] (n./m.) entre suelo. ηνίο [inío] (n./n.) rienda, ηνίοχος [iníojos] (n./m.) carretero, ηνωμένος [inoménos] (adj.) unido · Ηνωμένες Πολιτείες- Estados Unidos • Ηνωμένο Βασίλειο- Reino unido, ήπαρ [ípar] (nVn.) hígado, ηπατικός [ipaticós] (adj.) hepático, ηπατίτιδα [ipatítida] (n./f.) (Med.) he patitis. ήπειρος [ípiros] (nVf.) continente · Ήπειρος- Ipirus. ηπειρωτικός [ipiroticós] (adj.) conti nental. ήπιος [ípios] (adj.) suave, dulce, leve, tranquilo · ήπιο κλίμα- clima suave, ηπιότητα [ipiótita] (n./f.) suavidad, le vedad, apacibilidad. ήρα [ira] (nyf.) (Bot.) cizaña, ήρεμα [írema] (adv.) tranquilamente, lentamente, serenamente, con cal ma. ηρεμία [iremía] (n7f.) tranquilidad, cal ma, serenidad, sosiego, ηρεμιστικός [iremisticós] (adj.) tran quilizante, sedante, calmante · ηρεμιστική ένεση- inyección calmante.
ήρεμος [iremos] (adj.) tranquilo, se reno, apacible, calmo, calmado, so segado. ηρεμώ [iremó] (v.) tranquilizar(se), calmar(se), acallar, sosegar. Ηρόδοτος [Iródotos] (n./m.) Herodotus. Ηρώδης [Iródis] (n./m.) Herodes. ήρωας [íroas] (n7m.) héroe, ηρωικός [iroicós] (adj.) heroico, va liente, triunfal · ηρωική μάχη- ba talla heroica · ηρωική πράξη- acto heroico, ηρωίδα [¡roída] (n7f.) heroína, ηρωίνη [iroíni] (n./f.) (Quím.) heroína, uno de los derivados acetílicos de la morfina. ηρωισμός [iroismós] (n7m.) heroísmo, heroicidad, valentía, osadía, arrojo, ήσυχα [ísija] (adv.) tranquilamente, ησυχάζω [isijádso] (v.) 1: tran quilizarse), calmar(se), sosegar, 2: descansar(se). ησυχαστήριο [isijastírio] (n./n.) retiro, ησυχαστής [isijastís] (n./m.) hermitaño. ησυχία [isijía] (n7f.) tranquilidad, cal ma, silencio, quietud, sosiego · κάνε ησυχία va κοιμηθώ!· ¡quédate en silencio que quiero dormir!, ήσυχος [ísijos] (adj.) tranquilo, sosega do, sereno, apacible, calmo, calmado, quieto · έχω ήσυχη τη συνείδησή μου- tengo mi conciencia tranquila · ήσυχη γειτονιά- barrio apacible, ήττα [íta] (n./f.) derrota, fracaso, venci miento · συντριτττική ήττα- derrota asombrosa/abrumadora, ηττημένος [itiménos] (adj.) derrotado, vencido, batido · ηττημένη ομάδαequipo derrotado, ηττοπάθεια [itopácia] (n7f.) derroti smo, pesimismo, ηττοπαθής [itopacís] (adj.) derrotista,
714
nx<¡> pesimista, ηττώμαι [itóme] (v.) derrotarse, ven cerse. ηφαιστειακός [ifestiacós] (adj.) vol cánico · ηφαιστειακή λάβα- lava volcánica · ηφαιστειακή έκρηξη- ex plosión de volcano. ηφαίστειο [iféstio] (n./n.) volcán · ενεργό ηφαίστειο- volcano activo, ηφαιστειογενής [ifestioguenís] (adj.) volcánico · ηφαιστειογενής ζώνηzona volcánica, ηχείο [ijío] (n7n.) altavoz, ηχηρός [ijirós] (adj.) sonoro, ruidoso, resonante · ηχηρή φωνή- voz sono ra.
ηχηρότητα [ijirótita] (nVf.) resonan cia. ηχητικός [ijiticós] (adj.) sónico, acú stico. ηχογράφηση [ijográfisi] (nVf.) graba ción · ηχογράφηση νέου δίσκουgrabación de un nuevo disco, ηχογραφώ [ijografó] (v.) grabar, ηχόμετρο [ijómetro] (n7n.) sonómetro. ήχος [íjos] (n7m.) sonido, resonancia, ruido · εκκωφαντικός ήχος- sonido ensordecedor, ηχώ [ijó] 1: (v.) sonar, resonar, 2: (n./f.) eco · οι καμπάνες ηχούν- las campa nas suenan.
715
θ,θ [cita] octava letra del alfabeto griego. θα [za] (partícula auxiliar para formar el Futuro) voy a. θάβω [závo] (v.) enterrar, sepultar, in humar · θάβω τον νεκρό- enterrar al difundo · έθαψαν την υπόθεση- en terrar/sepultar el caso, θαλάμη [zalámi] (ηΛ.) nido, θαλαμηγός [zalamigós] (ηΛ.) yate, balandra. θαλαμηπόλος [zalamipólos] (n7m.+f.) camarero/a. θαλαμίσκος [zalamíscos] (ηΛη.) caba ña, camarote, θάλαμος [zálamos] (n./m.) sala, cáma ra, alcoba, estancia, cabina, habitá culo · θάλαμος αερίων- cabina de gases. θάλασσα [zálasa] (n./f.) mar. θαλασσής [zalasís] (adj.) azul, θαλασσινά [zalasiná] (n./n.) pl. mari scos · έχω αλλεργία στα θαλασσινάsoy alérgico a los mariscos, θαλασσινός [zalasinós] (adj.) del mar, marino, marinero · θαλασσινός αέ ρας· aire marino/marinero · θαλασ σινό νερό- agua marina/del mar. θαλάσσιος [zalásios] (adj.) marítimo, marino · θαλάσσια φώκια- león marino · θαλάσσια χλωρίδα- flora marina. θαλασσογραφία [zalasografía] (n./f.) pintura marina, θαλασσογράφος [zalasográfos] (ηΛη.) el que pinta paisajes marinos, θαλασσόνερο [zalasónero] (η Λ .) agua marina/del mar. θαλασσοπλοΐα [zalasoploía] (n./f.) na vegación, θαλασσοπόρος [zalasopóros] (n./m.) navegante.
θαλασσοπούλι [zalasopúli] (nVn.) ave marina. θαλασσοταραχή [zalasotarají] (ηΛ.) marejada, oleaje, mar agitado, θαλάσσωμα [zalásoma] (ηΛι.) sumer sión, inmersión, confusión, θαλασσώνω [zalasóno] (v.) sumergir, confundir, θαλερός [zalerós] (adj.) en flor, robu sto, fuerte, θαλερότητα [zalerótita] (η Λ ) flora ción. θαλλός [zalós] (n7m.) rama joven, θάλλω [zálo] (v.) florecer, θάλπω [zálpo] (v.) animar, alentar, θαλπωρή [zalporí] (ηΛ.) calurosidad, acogida · η θαλπωρή του σπιτιού- el calor del hogar, θάμβος [zámvos] (ηΛι.) sorpresa, asom bro. θαμμένος [zaménos] (adj.) enterrado, sepultado, θαμιστικός [zamisticós] (adj.) (Gram.) frecuentativo, θαμνοειδής [zamnoidís] (adj.) pobla do, espeso, tupido, θάμνος [zámnos] (ηΛη.) arbusto, ma torral. θαμνώδης [zamnódis] (adj.) poblado, espeso, tupido, θαμπάδα [zambáda] (n./f.) de aspecto borroso, opacidad, θαμπός [zambós] (adj.) borroso, tur bio, difuminado, mate · θαμπό το πίο- paisaje borroso, θάμπωμα [zámboma] (n./n.) deslum bramiento, encandilamiento. θαμπώνω [zambóno] (v.) deslumbrar, encandilar, θαμπωτικός [zamboticós] (adj.) des lumbrante, deslumbrador, θαμώνας [zamónas] (n./m.) cliente · έγινε θαμώνας στο μαγαζί- se hizo cliente.
716
θεϊσμός θανάσιμος [zanásimos] (adj.) mortal, de muerte · θανάσιμο αμάρτημαpecado mortal, θανατηφόρος [zanatifóros] (adj.) mortífero, mortal, fatal · θανατηφό ρα ασθένεια- efermedad mortífera/ mortal. θανατικός [zanaticós] (adj.) de mue rte, mortal, θάνατος [zánatos] (nVm.) muerte, fa llecimiento, defunción, θανατώνω [zanatóno] (v.) matar, eje cutar. θανάτωση [zanátosi] (nVf.) acción de matar, ejecución, θαρραλέος [zaraléos] (adj.) valiente, valeroso, intrépido, atrevido, arroja do. θάρρος [záros] (n7n.) valor, valentía, coraje, osadía, atrevimiento, arrojo • παίρνω θάρρος- tomar coraje · τα λόγια του μου έδωσαν θάρρος- sus palabras me dieron coraje/valentía · έχω το θάρρος της γνώμης μου- te ngo el atrevimiento de mis palabras, θαρρώ [zaró] (v.) pensar, creer, imagi nar. θαύμα [závma] (nVn.) milagro, maravi lla, prodigio, fenómeno · παιδί θαύ μα- niño fenómeno · είμαι ζωντανός από θαύμα- estoy vivo por milagro · μην περιμένεις θαύματα- no esperes milagros · αυτή η δίαιτα κάνει θαύ ματα- esta dieta hace maravillas, θαυμάζω [zavmádso] (v.) admirar, ma ravillarse. θαυμάσιος [zavmásios] (adj.) admira ble, maravilloso, asombroso, fantá stico. θαυμασμός [zavmasmós] (n7m.) ad miración, asombro, fascinación, θαυμαστής [zavmastís] (nVm.) ad mirador, adepto, devoto, seguidor, aficcionado.
θαυμαστικό [zavmasticó] (n./n.) signo de admiración, exclamación, θαυματοποιός [zavmatopiós] (n7 m.+f.) prestidigitador, mago, hechi cero, brujo, θαυματουργός [zavmaturgós] (adj.) milagroso, prodigioso, maravilloso, θάψιμο [zápsimo] (n7n.) entierro, θέα [céa] (n./f.) vista, panorama · η θέα ήταν μαγευτική- había una vista ma ravillosa, θεά [ceá] (n7f.) diosa, θέαμα [céama] (n7n.) espectáculo, es cena. θεαματικός [ceamaticós] (adj.) espe ctacular, grandioso · θεαμβηική βελ τίωση- una mejora espectacular, θεαματικότητα [ceamaticótita] (nVf.) espectacularidad, audiencia, θεάρεστος [ceárestos] (adj.) merito rio. θεατής [ceatís] (n7m.) espectador, ob servador, audiencia, θεατός [ceatós] (adj.) visible, observa ble, claro, manifiesto, θεατρικός [ceatricós] (adj.) teatral, θεατρινισμός [ceatrinismós] (nym.) histrionismo · κάνω θεστρινισμούςhacer histrionismos. θεατρινίστικος [ceatrinísticos] (adj.) teatral. θεατρίνος [ceatrínos] (nVm.) actor, θέατρο [céatro] (n7n.) teatro, θεία [cía] 1: (n./f.) tía, 2: (n7n.) pl. divi nidad. θειάφι [ciáfi] (nVn.) (Quím.) azufre, θειαφίζω [ciafídso] (v.) azufrar, θεϊκός [ceicós] (adj.) divino, sagrado, θειικός [ciicós] (adj.) sulfúrico, θείος [dos] 1: (n7m.) tío, 2: (adj.) divi no. θειότητα [ciótita] (nVf.) divinidad, θείτσα [cítsa] (nVf.) tía. θεϊσμός [ceismós] (nVm.) deísmo.
717
θέλγητρο θέλγητρο [célguitro] n. encanto, atra ctivo, hechizo, θέλγω [célgo] (v.) encantar, atraer, he chizar, fascinar, seducir, cautivar, θέλημα [célima] (n./n.) 1: recado, 2: voluntad. θεληματικός [celimaticós] (adj.) vo luntarioso, intencional · θεληματικό πηγούνι- mentón prominente, θεληματικότητα [celimaticótita] (n./f.) resolución, θέληση [célisi] (n./f.) voluntad, gana, ahnelo. θελκτικός [celcticós] (adj.) encanta dor, seductor, cautivador, θέλω [célo] (v.) querer, desear, nece sitar, apetecer, exigir · θα ήθελα ένα χυμό πορτοκάλι- querría un zumo de naranja · θέλω va φύγω- quiero irme · θέλω (έχω όρεξη) va φάω μια σοκολάτα- me apetece un chocolate • θέλω (επιθυμώ) va είσαι καλά- de seo que estés bien · θέλω (χρειά ζομαι) νερό- necesito agua · θέλω (απαιτώ) va είσαι ειλικρινής- exijo que seas franco, θέμα [céma] (n./n.) 1: tema, asunto, cuestión, raíz, 2: (examen) materia, θεματικός [cematicós] (adj.) temático, radical. θεματοφύλακας [cematofílacas] (n./m.) depositario, θεμελιακός [cemeliacós] (adj.) funda mental. θεμέλιο [cemélio] n. cimiento, funda mento, base, θεμελιώδης [cemeliódis] (adj.) funda mental, esencial, cardinal · θεμελιώ δεις αρχές- principios fundamenta les. θεμελιώνω [cemelióno] (v.) cimentar, fundamentar, fundar, basar, θεμελίωση [cemelíosi] (ηΛ.) cime ntación, fundación, asentamiento,
basamento, θεμελιωτής [cemeliotís] (n./m.) fun dador. θεμιτός [cemitós] (adj.) lícito, legítimo, legal, permitido · θεμιτός ανταγωνι σμός- competencia legítima, θεόγυμνος [ceóguimnos] (adj.) total mente desnudo, en cueros, θεοκατάρατος [ceocatáratos] (adj.) maldito por Dios, θεόκλειστος [ceóclistos] (adj.) total mente encerrado, hermético, θεοκρατία [ceocratía] (nVf.) teocracia, θεολογία [ceologuía] (η Λ ) teología · έχει σπουδάσει θεολογία- ha estu diado teología, θεολόγος [ceológos] (ηΛη.) teólogo, θεομηνία [ceominía] (n./f.) desastre, calamidad, θεομπαίχτης [ceombéjtis] (ηΛη.) san turrón. θεονήστικος [ceonísticos] (adj.) ham briento. θεοπάλαβος [ceopálavos] (adj.) com pletamente loco, lunático, demente, θεόπνευστος [ceópnefstos] (adj.) inspi rado por Dios · θεόπνευστα έργαobras inspiradas por Dios, θεοποίηση [ceopíisi] (ηΛ.) deificación, divinización, θεοποιώ [ceopió] (v.) deificar, divini zar. θεόρατος [ceóratos] (adj.) gigantesco, agigantado, enorme, colosal, gran dísimo, θεός [ceós] (ηΛη.) Dios, θεοσέβεια [ceosévia] (ηΛ.) piedad, θεοσεβής [ceosevís] (adj.) piadoso, de voto, religioso, fiel, θεοσκότεινος [ceoscótinos] (adj.) to talmente oscuro, θεότητα [ceótita] (n./f.) divinidad, dei dad. θεόστραβος [ceóstravos] (adj.) total-
718
θερμοσίφωνας mente ciego. Θεοτόκος [ceotócos] (nyf.) La Virgen María. θεότρελος [ceótrelos] (adj.) totalme nte loco. θεοφάνεια [ceofánia] (nyf.) Epifanía, θεοφύλακτος [ceofílactos] (adj.) pro tegido de Dios, θεοφώτιστος [ceofótistos] (adj.) ilu minado por Dios, θεραπεία [cerapía] (nyf.) tratamiento, terapia, cura, curación · δεν υπάρχει θεραπεία- no hay cura, θεραπεύσιμος [cerapéfsimos] (adj.) curable, sanable, θεραπευτήριο [cerapeftírio] (nyn.) sa natorio, clínica, hospital, θεραπευτής [cerapeftís] (nym.) tera peuta. θεραπευτικός [cerapefticós] (adj.) terapéutico · θεραπευτική αγωγήtratamiento terapéutico, θεραπεύω [cerapévo] (v.) curar, sanar, tratar · o χρόνος θεραπεύει τα πά ντα· el tiempo lo cura todo, θεράπων [cerápon] (nym.) · θεράπων ιατρός- médico de asistencia, θέρετρο [céretro] (nyn.) complejo vacacional · καλοκαιρινό θέρετροcomplejo veraniego, θερίζω [cerídso] (v.) segar, cosechar, θερινός [cerinós] (adj.) veraniego, estival · θερινό ηλιοστάσιο- solsticio vernal. θεριό [cerió] (nyn.) bestia, bruto, sal vaje. θερισμός [cerismós] (nym.) siega, co secha, segazón · η περίοδος του θε ρισμού- el tiempo de cosecha, θεριστής [ceristís] (n./m.) segador, θερμά [cermá] (adv.) calurosamente, fervientemente · υποστηρίζω θερ μά- apoyar fervientemente, θερμαγωγός [cermagogós] (adj.) ca
lorífero. θερμαίνω [cerméno] (v.) calentar, cal dear. θέρμανση [cérmansi] (nyf.) calefacción, calentamiento · κεντρική/αυτόνομη θέρμανση- calefacción central/autó noma. θερμαστής [cermastís] (n./m.) fogo nero. θερμάστρα [cermástra] (nyf.) estufa, calorífero, radiador, θέρμη [cérmi] (nyf.) fiebre, fevor, ar dor. θερμίδα [cermída] (n./f.) caloría, θερμικός [cermicós] (adj) térmico, ter mal, cálido · θερμική ενέργεια- ener gía térmica, θερμόαιμος [cermóemos] (adj.) im petuoso, apasionado · θερμόαιμος χαρακτήρας- carácter impetuoso, θερμοδυναμική [cermodinamiquG (nyf.) termodinámica, θερμοηλεκτρικός [cermoilectricós] (adj.) termoeléctrico.
θερμοηλεκτρισμός^πτιοΝβ«Π5ηηό5] (nym.) termoelectricidad. θερμοκήπιο [cermoquípio] (nyn.) in vernadero · τo φαινόμενο του θερ μοκηπίου- el efecto invernadero, θερμοκρασία [cermocrasía] (nyf.) temperatura, θερμόμετρο [cermómetro] (n./n.) ter mómetro, θερμομόνωση [cermomónosi] (nyf.) aislamiento, θερμοπαρακαλώ [cermoparacaló] (v.) suplicar, rogar, θερμοπίδακας [cermopídacas] (n./m.) géiser. θερμός [cermós] 1: (n./n.) termo, 2: (adj.) caliente, cálido, caluroso, cal deado · θερμές ευχαριστίες- caluro so agradecimiento, θερμοσίφωνας [cermosífonas] (nym.)
719
θερμοστάτης calentador de agua, θερμοστάτης [cermostátls] (n7m.) ter mostato. θερμότητα [cermótita] (n./f.) calor, calidez, temperatura · ηλιακή θερ μότητα- calor solar, θέρος [céros] (nVm.) verano, estío, θέση [cési] (n./f.) 1: lugar, sitio, puesto, posición, plaza, 2: (ordenar las cosas) colocación, 3: (para sentarse) asiento, 4: situación · κενή θέση- asiento des ocupado · κοινωνική θέση- clase so cial · παίρνω θέση- tomar posición · σε δύσκολη θέση- situación difícil, θεσμικός [cesmicós] (adj.) estatutario, institucional · θεσμικές αλλαγέςcambios institucionales, θεσμοθεσία [cesmocesía] (nVf.) legis lación. θεσμοθέτης [cesmocétis] (n./m.) le gislador. θεσμοθέτηση [cesmocétisi] (nVf.) le gislación, promulgación, θεσμός [cesmós] (nVm.) institución, ley, fundación · o θεσμός της οικο γένειας- la institución de la familia • κρίση θεσμών- crisis de institucio nes · δημοκρατικοί θεσμοί- leyes/ instituciones democráticas, θεσπέσιος [cespésios] (adj.) sublime, divino. θεσπίζω [cespídso] (v.) decretar, legis lar, promulgar, θέσπιση [céspisi] (n./f.) promulgación, institución, θέσπισμα [céspisma] (n7n.) orden, or denanza, decreto, ley. Θεσσαλονίκη [cesaloníqui] (n./f.) Tesalónica. θετικισμός [cetiquismós] (n./m.) po sitivismo. θετικιστής [cetiquistís] (n7m.) positi vista. θετικός [ceticós] (adj.) positivo, afirma
tivo · θετική απάντηση- respuesta afirmativa · θετική ενέργεια- energía positiva · θετικά αποτελέσματα- re sultados positivos · θετική σκέψηpensamientos positivos, θεπκότητα [ceticótita] (nVf.) positivi dad. θετός [cetós] (adj.) adoptivo, adopta do · θετός γιός- hijo adoptivo, θέτω [céto] (v.) poner, colocar, situar, meter. θεώμαι [ceóme] (v.) exponerse, dejar se ver. θεωρείο [ceorío] (n7n.) palco, tribuna, θεώρημα [ceórima] (n./n.) teorema, θεώρηση [ceórisi] (n./f.) visado, revi sión, visto bueno, θεωρητής [ceoritís] (nym.) inspector, θεωρητικός [ceoriticós] (adj.) teórico, θεωρία [ceoría] (nVf.) teoría, θεωρώ [ceoró] (v.) considerar, estimar, observar, θηκάρι [cicári] (nVn.) vaina, θήκη [cíqui] (n7f.) estuche, funda · θήκη όπλου- funda para armas · θήκη πούρου- estruche para ciga rros. θηλάζω [ciládso] (v.) mamar, amama ntar, lactar, dar el pecho, θηλασμός [cilasmós] (n./m.) lactancia, θηλαστικό [cilasticó] n. mamífero · ανήκει στην οικογένεια των θηλα στικών· pertenece a la clase de los
mamíferos, θήλαστρο [cflastro] (n7n.) biberón, te tina. θηλή [cilí] (n7f.) pezón, tetilla, θηλιά [ciliá] (n./f.) nudo, lazo, θηλυκό [cilicó] (n7n.) 1: (personas) mujer, 2: (animales) hembra, θηλυκός [cilicós] (adj.) femenino, fe menil · το θηλυκό γένος- el genero femenino, θηλυκότητα [cilicótita] (nVf.) femini-
720
θραύση dad, femineidad, θηλυπρέπεια [ciliprépia] (n./f.) afemi nación, afeminamiento. θηλυπρεπής [ciliprepís] (adj.) afemi nado. θημωνιά [cimoñá] (n./f.) almiar, θημωνιάζω [cimoñádso] (v.) almiarar. Θήρα [círa] (nVf.) caza, θήραμα [drama] n. caza, θηρίο [cirio] n. fiera, bestia, animal salvaje · γίνομαι θηρίο, όταν νευρι άζω- me convierto en bestia, cuando me enojo, θηριοδαμαστής [ciriodamastis] (nVm.) domador de fieras, θηριοτροφείο [ciriotrofío] n. criadero de fieras. θηριοτρόφος [ciriotrófos] (n./m.) cria dor de fieras, θηριώδης [ciriódis] (adj.) feroz, atroz, brutal, salvaje, θηριωδία [ciriodía] (η Λ ) ferocidad, atrocidad, brutalidad, θησαυρίζω [cisavridso] (v.) atesorar, enriquecerse, θησαυρός [cisavrós] (n./m.) tesoro · κρυμμένος θησαυρός- tesoro es condido · θησαυρός γνώσεων- te soro de conocimientos, θησαυροφύλακας [cisavrofílacas] (n7m.) tesorero. θησαυροφυλάκιο [cisavrofiláquio] (n. /n.) tesorería, θητεία [citía] (ηΛ.) (Mil.) servicio · στρατιωτική θητεία- servicio militar, θιασάρχης [ciasárjis] (n7m.) director de compañía de teatro, θίασος [cíasos] (ηΛη.) compañía de teatro. θιασώτης [ciasótis] (ηΛη.) seguidor, θίγω [cígo] (v.) tocar, aludir, ofender, θλάση [zlási] (ηΛ.) contusión, fractura, quebradura, rotura · θλάση μυώνfractura de muslos. 721
θλιβερός [zliverós] (adj.) triste, doloro so, lamentable, desolador, θλίβω [zlívo] (v.) afligir, consternar, apenar. θλιμμένος [zliménos] (adj.) triste, afli gido, apenado, θλίψη [zlípsi] (ηΛ.) tristeza, pena, afli cción, dolor, θνησιμότητα [znisimótita] (n./f.) mor talidad · παιδική θνησιμότητα- mor talidad infantil, θνητός [znitós] (adj.) mortal, θολοειδής [zoloidís] (adj.) arqueado, θόλος [zólos] (ηΛη.) bóveda, cúpula, θολός [zolós] (adj.) 1: turbio, borroso, 2: (cielo) nebuloso, θολούρα [zolúra] (ηΛ.) turbiedad, θολώνω [zolóno] (v.) enturbiar, obce carse. θορυβοποιός [zorivopiós] (adj.) rui doso, alborotador, escandaloso, θόρυβος [zórivos] (n./m.) ruido, jaleo, alboroto. θορυβώ [zorivó] (v.) distrurbar, hacer ruido. θορυβώδης [zorivódis] (adj.) ruidoso, escandaloso, θράκα [zráca] (ηΛ.) brasa, θρανίο [zranío] (ηΛι.) pupitre, θράσος [zrásos] (η Λ .) osadía, desca ro, insolencia, audacia, atrevimiento • το θράσος του δεν έχει όρια- su osadía no tiene límites, θρασυδειλία [zrasidilía] (n./f.) bravu conería, fanfarronería, valentonada, θρασύδειλος [zrasídilos] (adj.) bravu cón, fanfarrón, valentón, θρασύς [zrasís] (adj.) osado, insolente, descarado, audaz, arrojado, atrevi do. θρασύτητα [zrasítita] (n./f.) osadía, insolencia, descaro, desfachatez, au dacia, atrevimiento, θραύση [zráfsi] (n./f.) 1: ruptura, rotu-
θραύσμα ra, 2: (metáf.) éxito · το προϊόν έκανε θραύση- el producto tuvo éxito, θραύσμα [zráfsma] (nyn.) fragmento, pedazo, trozo, pieza, θραύω [zrávo] (v.) despedazar, rom per, agrietar, θρέμμα [zréma] (nyn.) crianza, θρεμμένος [zreménos] (adj.) criado, nutrido. θρεπτικός [zrepticós] (adj.) nutritivo, alimenticio · θρεπτική τροφή- ali mento nutritivo, θρέφω [zréfo] (v.) nutrir, criar, alimen tar. θρέψη [zrépsi] (nyf.) nutrición, alime ntación. θρηνητικός [zriniticós] (adj.) lastime ro, quejumbroso, quejoso, plañide ro. θρηνολογία [zrinologuía] (nyf.) lamen to. θρηνολογώ [zrinologó] (v.) lamentar, gemir. θρήνος [zrínos] (nym.) lamentación, llanto, plañido,lamento, θρηνώ [zrinó] (v.) lamentar, llorar, pla ñir, quejarse, θρηνώδης [zrinódis] (adj.) lamenta ble, deplorable, θρηνωδία [zrinodía] (n./f.) lamento, θρησκεία [zrisquía] (n./f.) religión, θρήσκευμα [zrísquevma] (n./n.) reli gión. θρησκευτικός [zrisquefticós] (adj.) religioso, pío · θρησκευτικός πόλε μος- guerra religiosa, θρησκευτικότητα [zrisquefticótita] (nyf.) religiosidad, θρήσκος [zríscos] (adj.) religioso, de voto, beato, fiel, piadoso, θριαμβευτής [zriamveftís] (nym.) triun fador. θριαμβευτικός [zriamvefticós] (adj.) triunfal, triunfante, triunfador . θρι
αμβευτική είσοδος- entrada triun fal. θριαμβεύω [zriamvévo] (v.) triunfar, tener éxito, θριαμβολογία [zriamvologuía] (nyf.) exultación, θριαμβολογώ [zriamvologó] (v.) exul tar. θρίαμβος [zríamvos] (nym.) triunfo, éxito, conquista, victoria · η αψίδα του θριάμβου- el arco de triunfo. θροΤζω [zroídso] (v.) susurrar, θρόισμα [zróisma] (nyn.) susurro, θρόμβος [zrómvos] (n./m.) trombo, coágulo, grumo, θρόμβωση [zrómvosi] (n./f.) trombo sis. θρονιάζω [zroniádso] (v.) entronar, θρόνιασμα [zróniasma] (nyn.) entro nización. θρόνος [zrónos] (nym.) trono · βασι λικός θρόνος- trono real, θρυαλλίδα [zrialída] (n./f.) mecha, θρύβω [zrívo] (v.) despedazar, θρυλικός [zrilicós] (adj.) legendario, heróico, mítico, θρύλος [zrílos] (n./m.) leyenda, fábula, mito. θρύμμα [zríma] (nyn.) fragmento, as tilla. θρυμματίζω [zrimatídso] (v.) trocear, triturar, moler, θρυπτικός [zripticós] (adj.) quebradi zo. θρύψαλο [zrípsalo] (nyn.) migaja, esco mbro, desecho, pequeña cantidad · το βάζο έγινε θρύψαλα- el jarrón se convirtió en magajas. θυγατέρα [zigatéra] (n./f.) hija, θυγατρικός [zigatricós] (adj.) sucursal, filial · θυγατρική εταιρεία- empresa sucursal. θύελλα [cíela] (nyf.) tempestad, tor menta, aguacero.
722
θωρώ θυελλώδης [cielódis] (adj.) tempe stuoso, tormentoso, borrascoso · θυελλώδεις άνεμοi- vientos tormen tosos · θυελλώδης έρωτας- amor borrascoso, θυλάκιο [ciláquio] (nVn.) bolsillo, θύλακας [cílacas] (n./m.) bolsa, θύμα [cima] (n7n.) víctima, presa «εξι λαστήριο θύμα- chivo expiatorio · κάνω το θύμα- hacerse la víctima, θυμάμαι [cimáme] (v.) recordar, acor darse (de), rememorar · αν θυμάμαι καλά- a) si me acuerdo bien, b) de lo que recuerdo, θυμάρι [cimári] (nVn.) tomillo, θύμηση [címisi] (n./f.) recuerdo, me moria, rememoración, θυμητικό [ciimiticó] (n./n.) memoria, θυμίαμα [cimíama] (nVn.) incienso, θυμιατήρι [cimiatíri] (n./n.) incensa rio. θυμιατίζω [cimiatídso] (v.) incensar, θυμιατό [cimiató] (n./n.) incensario, θυμίζω [cimídso] (v.) recordar, traer a la memoria · μου θύμισες τα νιάτα μου- me has recordado mi juventud, θυμός [cimós] (n7m.) enfado, enojo, cólera, ira, rabia, θυμοσοφία [cimosofía] (nVf.) sabidu ría, saber, θυμόσοφος [cimósofos] (adj.) sabio, θυμώδης [cimódis] (adj.) irascible, θυμωμένος [cimoménos] (adj.) enfa dado, enojado, colérico, cabreado • είμαι θυμωμένος μαζί σου- estoy enojado/cabreado contigo, θυμώνω [cimóno] (v.) enfadarse, enojar(se), cabrear(se), irritarse, θύρα [círa] (n7f.) puerta, entrada, por tilla · κεκλεισμένων των θυρών- con las puertas cerradas, θυρεοειδής [cireoidís] (n7m.) (Med.) tiroides. θυρεός [cireós] (n./m.) emblema, in
signia. θυρίδα [cirída] (n7f.) ventanilla · τα χυδρομική θυρίδα- ventanilla de correspondencia, θύρσος [círsos] (nVm.) (Bot.) tirso, θυρωρείο [cirorío] (n./n.) portería, θυρωρός [cirorós] (n7m.) portero, con serje, ujier, θύσανος [císanos] (nVm.) mechón, manojo. θυσία [cisía] (nVf.) sacrificio, inmola ción, abnegación, θυσιάζω [cisiádso] (v.) sacrificar, inmo lar. θυσιαστήριο [cisiastírio] (nVn.) altar, sacrificadero, θώκος [zócos] (nVm.) silla, cátedra, θωπεία [zopía] (n7f.) caricia, θωπεύω [zopévo] (v.) acariciar, θώρακας [zóracas] (n7m.) 1: (Anat.) tórax, 2: coraza · έχει ανοιχτό θώρα κα- tiene el tórax amplio, θωρακίζω [zoraquídso] (v.) acorazar, blindar. θωράκιση [zoráquisi] (n./f.) armadura, acorazamiento, θωρακισμένος [zoraquisménos] (adj.) blindado, acorazado · θωρακισμένη πόρτα- puerta acorazada, θωρηκτό [zorictó] (n./n.) acorazado, barco de guerra, θωρώ [zoró] (v.) ver, mirar.
723
I, i [iota] (nVn.) novena letra del alfabe to griego, ιαγουάρος [iaguáros] (n7m.) (Zool.) jaguar. ιαματικός [iamatiós] (adj.) medicinal, terapéutico, curativo · ιαματικές πη γές· aguas termales, ιαμβικός [iambicós] (adj.) verso yám bico. Ιανουάριος [ianuários] (nVm.) enero. Ιάπωνας [iáponas] (n7m.) japonés. Ιαπωνία [¡aponía] (nVf.) Japón, ιάσιμος [iásimos] (adj.) curable, ιατρείο [¡atrio] (nVn.) consulta, des pacho, consultorio, dispensario · ια τρείο μικρών ζώων- consultorio de mascotas, ιατρεύω [iatrévo] (v.) curar, ιατρική [iatriquí] (nVf.) medicina, ιατρικός [iatricós] (adj.) médico, me dicinal, curativo · ιατρικός επισκέ πτης· visitador médico, ιατροδικαστής [iatrodicastís] (n7m.) médico forense, ιατρός [iatrós] (nVm.+f.) médico, do ctor. ιατροσυμβούλιο [iatrosimvúlio] (n./n.) consejo médico, ιαχή [iají] (n7f.) grito, alarido, ιβηρικός [iviricós] (adj.) ibérico. (βις [ívis] (n./f.) (Zoo/.) ibis. Ιγκλά [ígkla] (nVf.) faja, cincha, cinto, ιγμόρειο [igmório] (n./n.) (Anat.) seno, ιδαλγός [idalgós] (n7m.) hidalgo, ιδανίκευση [idaníquefsi] (nVf.) ideali zación. ιδανικεύω [idaniquévo] (v.) idealizar, ιδανικό [idanicó] (n7n.) ideal, sueño, meta · άτομο με υψηλά ιδανικάpersona con ideales altos, ιδανικός [idanicós] (adj.) ideal, idóneo • ιδανική σύζυγος- esposa ideal/
idónea. ιδανικότητα [idanicótita] (nVf.) idea lismo. ιδέα [idéa] (nVf.) 1: idea, opinión, 2: concepto, noción, pensamiento · δεν έχω την παραμικρή ιδέα- no tengo la menor idea · φανατική ιδέα· concepto fanático, ιδεάζω [ideádso] (v.) meter ideas, avi sar. ιδεαλισμός [idealismós] (nVm.) idea lismo. ιδεαλιστής [idealistís] (n7m.) idealista, arbitrista. ιδεολογία [ideologuía] (nVf.) ideolo gía. ιδεολογικός [ideologuicós] (adj.) ideo lógico. ιδεολόγος [ideológos] (nVm.) ideali sta, ideólogo, ιδεώδης [ideódis] (adj.) idóneo, ideal • ιδεώδεις συνθήκες- condiciones idóneas. ιδιαίτερα [idiétera] (adv.) particular mente, en particular, especialmente, ιδιαίτερος [idiéteros] (adj.) 1: parti cular, privado, individual 2: especial, específico, excepcional · παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα- da clases pri vadas/individuales, ιδιαιτερότητα [idieterótita] (nVf.) par ticularidad, ιδιαιτέρως [idietéros] (adv.) en priva do, a parte, privadamente, ιδιόγραφος [idiógrafos] (adj.) escrito a mano, manuscrito · ιδιόγραφη δια θήκη- testamento ológrafo, ιδιοκτησία [idioctisía] (nVf.) propie dad · πνευματική ιδιοκτησία- pro piedad intelectual · ατομική ιδιο κτησία· propiedad individual, ιδιοκτήτης [idioctítis] (nVm.) propie tario, dueño, casero, amo. ιδιόκτητος [idióctitos] (adj.) propio,
724
ιέραξ en propiedad · ιδιόκτητο διαμέρι σμα- piso propio, ιδιομορφία [idiomorfía] (nyf.) pecu liaridad, singularidad, ιδιόμορφος [idiómorfos] (adj.) 1: peculiar, singular, 2: raro, extraño · ιδιόμορφη συμπεριφορά- compo rtamiento raro, ιδιοποίηση [idiopíisi] (nyf.) apropia ción, usurpación, ιδιοποιούμαι [idiopiúme] (v.) apro piarse, usurpar, adueñarse, apode rarse. ιδιορρυθμία [idiorizmía] (nyf.) singu laridad, particularidad, ιδιόρρυθμος [idiórizmos] (adj.) singu lar, particular, ίδιος [ídios] (adj.) propio, mismo, igual • είναι ίδιος με τη μητέρα του- es igual a su madre · το ίδιο μου κά νει/· ¡me da igual! · μιλάμε για το ίδιο άτομο- hablamos de la misma persona. ιδιοσυγκρασία [idiosigkrasía] (nyf.) idiosincrasia, carácter, temperamen to. ιδιοσυστασία [idiosistasía] (nyf.) cons titución, naturaleza, ιδιοτέλεια [idiotélia] (nyf.) interés pro pio · το κάνει από ιδιοτέλεια- lo hace por interés propio, ιδιοτελής [idiotelís] (adj.) interesado, ιδιότητα [idiótita] (nyf.) 1: propiedad, calidad, 2: habilidad, aptitud, capa cidad. ιδιοτροπία [idiotropía] (nyf.) rareza, manía, capricho, antojo, extrañeza, excentricidad, ιδιότροπος [idiótropos] (adj.) raro, ma niático, caprichoso, antojadizo, ιδιοφυής [idiofiís] (adj.) genial, con talento. ιδιοφυΤα [idiofiía] (nyf.) genio, inge nio, talento. 725
ιδιοχείρως [idiojíros] (adv.) a mano, en mano, de su propia mano, ιδιοχρησία [idiojrisía] (nyf.) uso pro pio. ιδίωμα [idioma] (nyn.) modismo, dia lecto. ιδιωματικός [idiomaticós] (adj.) idiomático. ιδίως [idíos] (adv.) particularmente, en especial, sobre todo, ιδιώτης [idiótis] (nym.) ciudadano, residente, ιδιωτικοποίηση [idioticopíisi] (nyf.) privatización, ιδιωτικός [idioticós] (adj.) privado, particular, personal, confidencial · ιδιωτικός υπάλληλος- empleado privado · ιδιωτική ζωή- vida privada • ιδιωτική υπόθεση- asunto particu lar/privado/personal, ίδρυμα [ídrima] (nyn.) institución, es tablecimiento, centro · πολιτιστικό ίδρυμα- institución cultural · μορ φωτικό ίδρυμα- centro de enseñan za. ίδρυση [ídrisi] (nyf.) fundación, crea ción. ιδρυτής [idritís] (n./m.) fundador, crea dor. ιδρυτικός [idriticós] (adj.) fundador, establecedor, creador, ιδρύω [idrío] (v.) fundar, instituir, crear, instaurar. ίδρωμα [ídroma] (nyn.) sudoración, transpiración, ιδρωμένος [idroménos] (adj.) sudoro so, sudoso, lleno de sudor, ιδρώνω [idróno] (v.) sudar, transpirar, ιδρώτας [idrótas] (nym.) sudor · είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα- estoy lleno de sudor · το έκανα με τον ιδρώτα μου- lo hice con mucho empeño, ιδρωτίλα [idrotíla] (n./f.) sudor, ιέραξ [iérax] (nym.) (Zool.) halcón.
ιεραποστολή ιεραποστολή [ierapostolí] (nyf.) mi sión. ιεραπόστολος [ierapóstolos] (n./m.) misionero, ιεράρχης [ierárjis] (n./m.) prelado, je rarca. ιεραρχία [ierarjía] (n7f.) jerarquía, ιερατείο [ieratío] (n./n.) clero, ιερατικός [ieraticós] (adj.) hierático. ιερέας [ieréas] (n7m.) sacerdote, cura, capellán, ιέρεια [iéria] (n./f.) sacerdotisa, ιερό [¡eró] (n7n.) santuario, altar ma yor. ιερογλυφικός [ieroglificós] (adj.) jero glífico · ιερογλυφική γραφή- escritu ra jeroglífica, ιεροδιάκονος [ierodiáconos] (n./m.) diácono. ιερόδουλη [ieróduli] (nVf.) prostituta, ιεροεξεταστής [ieroeksetastís] (n./m.) inquisidor, ιεροεξεταστικός [ieroeksetasticós] (adj.) inquisitorial, ιεροκήρυκας [ieroquíricas] (n7m.) pre dicador. ιερομόναχος [ieromónajos] (n7m.) monje, fraile, ιερό [ieró] (nVn.) santuario, ara, altar, ιερός [ierós] (adj.) sagrado, santo, sa cro, santo · ιερός πόλεμος- guerra santa · Ιερά Σύνοδος- Sínodo Sagra do · Ιερά εξέταση- Inquisición, ιεροσπουδαστήριο [ierospudastírio] (n7n.) seminario, ιεροσυλία [ierosilía] (nVf.) sacrilegio, ιερόσυλος [ierósilos] (adj.) sacrilego, ιεροσύνη [ierosíni] (n./f.) sacerdocio, clero. ιεροτελεστία [ierotelestía] (n./f.) cere monia, rito, ιερότητα [ierótita] (n./f.) santidad, ιερουργώ [ierurgó] (v.) oficiar, ejercer un cargo. 726
ιεροφυλάκιο [ierofiláquio] (n./n.) sa cristía. ιερωμένος [ieroménos] (n./m.) clérigo, ιζάνω [idsáno] (v.) sedimentar, preci pitar. ίζημα [ídsima] (n./n.) sedimento, ιζηματογένεση [idsimatoguénesi] (nyf.) sedimentación, ιζηματογενής [idsimatoguenís] (adj.) sedimentario. Ιησουίτης [iisuítis] (n./m.) jesuíta. Ιησούς [iisús] (n7m.) Jesús, ιθαγένεια [izaguénia] (n./f.) nacionali dad, ciudadanía, ιθαγενής [izaguenís] (adj.) indígena, nativo, aborigen, autóctono, ιθύνοντες [icínondes] (n7n.) pl. los go bernantes, los encargados, ιθύνων [icínon] (n7m.) responsable · η ιθύνουσα τάξη- los gobernantes, ικανοποιημένος [icanopiiménos] (adj.) satisfecho, contento, ικανοποίηση [icanopíisi] (n./f.) satis facción, complacencia, placer, ικανοποιητικός [icanopiiticós] (adj.) satisfactorio, complaciente, placen tero. ικανοποιώ [icanopió] (v.) satisfacer, complacer, agradar, ικανός [icanós] (adj.) capaz, hábil, sufi ciente, calificado, apto, ικανότητα [icanótita] (n./f.) capacidad, habilidad, aptitud, ικεσία [iquesía] (n./f.) súplica, ruego, imploración, ικετευτικός [iquetefticós] (adj.) supli catorio, de suplica, ικετεύω [iquetévo] (v.) suplicar, rogar’, implorar, pedir, orar · ικετεύω για συγγνώμη- ruego por perdón, ικέτης [iquétis] (n./m.) suplicante, ικμάδα [icmáda] (nVf.) savia, ικρίωμα [icríoma] (n7n.) patíbulo, de golladero, tablado.
ιπποδύναμη Ικτερος [ícteros] (n./m.) (Med.) icteri cia. ιλαρά [ilará] (n./f.) (Med.) sarampión, ιλαρός [ilarós] (adj.) divertido, alegre, ιλαρότητα [ilarótita] (n./f.) hilaridad, alegría. ιλαροτραγωδία [ilarotragodía] (nyf.) tragicomedia, ιλασμός [ilasmós] (n./m.) purificación, propiciación, ίλη [íli] (n./f.) escuadrón, ιλιγγιώδης [iligkiódis] (adj.) vertigi noso, acelerado, rápido · ιλιγγιώδης ταχύτητα- velocidad vertiginosa, ίλιγγος [íligkos] (n./m.) vértigo, ma reo · πάσχω από ιλίγγους- sufro de vértigo · μου ήρθε ίλιγγος- me estoy mareando, ιμάντας [imándas] (nym.) correa, ιμάτιο [imátio] (nyn.) prenda (de ve stir). ιματιοθήκη [imatiocíqui] (n./f.) arma rio, guardarropa, ιματιοφυλάκιο [imatiofiláquio] (nyn.) vestuario, guardarropa, ιματισμός [imatismós] (nym.) indu mentaria, vestimenta, ιμπεριαλισμός [imperialismós] (nym.) imperialismo, ιμπεριαλιστής [imperialistís] (n./m.) imperialista. Iva [ína] (n./f.) fibra · οπτικές ίνες- fi bras visuales, ίνδαλμα [índalma] n. ídolo, ideal. Ινδιάνος [indiános] (nym.) indio, ινδικός [indicós] (adj.) de la India, ινδοκάλαμος [indocálamos] (nym.) bambú. Ινδός [indós] (nym.) hindú, ινιακός [iniacós] (adj.) occipital, ινσουλίνη [insulíni] (nyf.) insulina · ένεση ινσουλίνης- inyección de in sulina. ινστιτούτο [instituto] (n./n.) 1: institu
to, 2: colegio · ινστιτούτο αισθητι κής- instituto de belleza · ινστιτούτο ξένων γλωσσών- instituto de len guas extranjeras, ίντσα [íncha] (nyf.) incha. ιξός [iksós] (n./m.) muérdago, ajonje. ιξώδης [iksódis] (adj.) viscoso, pega joso. ιοβόλος [iovólos] (adj.) venenoso, íov [ion] (n./n.) (Bot.) violeta, ιόν [ión] (nyn.) (Quím.) ión. Ιόνιος [iónios] (adj.) Jónico · Ιόνιο πέ λαγος- Mar Jónico · Ιόνια νησιά- is las Jónicas, ιονόσφαιρα [ionósfera] (nyf.) ionósfera. ιός [iós] (n./m.) virus · θανατηφόρος ιός- virus mortal/mortífero, ιουδαϊκός [iudaicós] (adj.) judaico, ιουδαϊσμός [iudaismós] (n./m.) ju daismo. Ιούλιος [iúlios] (nym.) julio. Ιούνιος [iúnios] (nym.) junio, ιππασία [ipasía] (nyf.) equitación, hí pica · σχολή ιππασίας- escuela de equitación · αγώνες ιππασίας- con curso hípico, ιππέας [ipéas] (nym.) jinete, cabalga dor. ίππευση [ípefsi] (n./f.) montura, mon ta. ιππευτικός [ipefticós] (adj.) hípico, ca ballar, ecuestre, ιππεύω [ipévo] (v.) montar a caballo, cabalgar, ιππικό [ipicó] (n./n.) caballería, ιππικός [ipicós] (adj.) ecuestre · ιππι κός όμιλος- grupo ecuestre, ιπποδρομία [ipodromía] (nyf.) carrera de caballos, ιππόδρομος [ipódromos] (n7m.) hi pódromo, ιπποδύναμη [ipodínami] (nyf.) poten cia en caballos.
727
ιππόκαμπος ιππόκαμπος [ipócambos] (n./m.) hi pocampo, caballo de mar. ιπποκόμος [ipocómos] (n./m.) almo hazar. ιπποπόταμος [ipopótamos] (n7m.) hi popótamo, ίππος [ípos] (n./m.) caballo, ιπποσκευή [iposqueví] (nVf.) arreos, atalaje, ajuar, ιπποστάσιο [ipostásio] (n./n.) caba lleriza. ιπποσύνη [iposíni] (n./f.) caballería, ιππότης [ipótis] (nVm.) caballero, hi dalgo. ιπποτικός [ipoticós] (adj.) caballeroso, caballeresco, ιπποτισμός [ipotismós] (n7m.) caba llerosidad, ιπποφορβή [ipoforví] (n/f.) forraje, pas to. Ιριδα [írida] (n./f.) iris, ιριδίζω [iridídso] (v.) irisar, ιριδισμός [iridismós] (n7m.) irisación · ιριδισμός τουφωτός- reflejo de luz. Ισα [isa] (adv.) igual, apenas · τον είδα ίσα ίσα- apenas lo vi. ισάζω [isádso] (v.) nivelar. (σαμε [ísame] (ad(v.) hasta, ισάξιος [isáksios] (adj.) igual, equiva lente, correspondiente, ισημερία [isimería] (n./f.) equinoccio · εαρινή ισημερία- equinoccio vernal, ισημερινός [isimerinós] (n./m.) ecua dor. ισθμός [iszmós] (n./m.) istmo, ίσια [ísia] (adv.) igualmente, derecho, directamente, derechamente, en línea. ίσιος [ísios] (adj.) recto, derecho, llano, plano · μπήκε στον ίσιο δρόμο- fue por buen camino, ίσιωμα [ísioma] (n./n.) planicie, ισιώνω [isióno] (v.) enderezar, alinear, desdoblar, poner recto. 728
ίσκα [ísca] (n./f.) yesca, ίσκιος [ísquios] (n./m.) sombra, pe numbra · κάθομαι στον ίσκιο- sen tarse a la sombra, ισόβαθμος [isóvazmos] (adj.) equiva lente, homólogo, coordinado · ισόβαθμο σκορ- empate, ισόβιος [isóvios] (adj.) perpetuo, vi talicio, de por vida · ισόβια δεσμάcárcel de por vida · ισόβια κάθειρξηcondena de por vida, ισόγειο [isóguio] (n./n.) planta baja, ισοδυναμία [isodinamía] (n./f.) equi valencia. ισοδύναμος [isodínamos] (adj.) equi valente, comparable, correspon diente. ισοδυναμώ [isodinamó] (v.) equivaler, asimilarse, corresponder, ισοζυγίζω [isodsiguídso] (v.) nivelar, equilibrar, compensar, ισοζύγιο [isodsíguio] (n./n.) balance, ισολογισμός [isologuismós] (n./m.) balance, compensación · ισολογι σμός της εταιρείας- compensación de la empresa, ισομερής [isomerís] (adj.) isómero, ισομετρία [isometría] (n./f.) simetría, proporcionalidad, ισομορφισμός [isomorfismós] (n./m.) isomorfismo. ισοπαλία [isopalía] (n./f.) empate, ισόπαλος [isópalos] (adj.) empatado, igualado · ισόπαλος αγώνας- parti do empatado, ισόπεδος [isópedos] (adj.) plano, lla no, liso · ισόπεδη διάβαση- camino llano. ισοπεδώνω [isopedóno] (v.) aplanar, allanar, nivelar, aplastar, arrasar, ισοπέδωση [isopédosi] (n./f.) aplana miento, nivelación, arrasamiento, ισόπλευρος [isóplevros] (adj.) equilá tero.
ισχυρογνωμοσύνη ισορροπημένος [isoropiménos] (adj.) 1: (cosa) equilibrado, bien balancea do, 2: (persona) sensato, prudente, ισορροπία [isoropía] (n./f.) 1: (cosa) equilibrio, balance, balanceo, 2: (per sona) sensatez, lógica, ισορροπιστής [isoropistís] (nym.) equi librista. ισόρροπος [isóropos] (adj.) equilibra do, en equilibrio, ισορροπώ [isoropó] (v.) equilibrar, ba lancear, contrapesar, ίσος [ísos] (adj.) 1: igual, equivalente, idéntico, 2: mismo, ισοσκελής [isosquelís] (adj.) isósceles • ισοσκελές τρίγωνο- triángulo isó sceles. ισοσκελίζω [isosquelídso] (v.) nivelar, ισοσταθμίζω [isostazmídso] (v.) ni velar, equilibrar, igualar, compensar, mantener en equilibrio, ισοστάθμιση [isostázmisi] (nyf.) nive lación, equilibrio, compensación, ισότητα [isótita] (n./f.) igualdad, com pensación, identidad, congruencia · ισότητα των δύο φύλων- igualdad entre los sexos, ισοτιμία [isotimía] (nyf.) equivalencia, equiparación, convalidación · ισοτι μία τίτλον σπουδών- equivalencia de título académico, ισότιμος [isótimos] (adj.) equivalente, equiparable, convalidable. ισοφαρίζω [isofarfdso] (v.) 1: igualar, nivelar, compensar, contrabalancear, 2: (partido) empatar, ισοψηφώ [isopsifó] (v.) obtener igual numero de votos, ισπανικός [ispanicós] (adj.) español, ισταμίνη [istamíni] (n./f.) (Qulm.) histamina. ιστίο [istío] (nyn.) vela, ιστιοδρομία [istiodromía] (nyf.) rega ta.
ιστιοπλοΤα [istioploía] (n7f.) navega ción a vela · αγώνες ιστιοπλοΐαςconcurso de navegación a vela, ιστιοφόρο [istiofóro] n. velero, barco de vela. ιστολογία [istiologuía] (nyf.) (Biol.) histología, ιστορία [istoría] (nyf.) 1: historia, 2: le yenda, cuento, relato, anécdota · πα γκόσμια ιστορία- historia mundial • μου διηγήθηκε μια ιστορία- me contó una anécdota · η ιστορία της ζωής μου- la historia de mi vida, ιστορικό [istoricó] (nyn.) historial · ιστορικό του ασθενούς- el historial (médico/clínico) de un paciente, ιστορικός [istoricós] 1: (nVm.+f.) hi storiador, historiadora, 2: (adj.) hi stórico, mítico, legendario · ιστορική νίκη- victoria mítica · ιστορικό πρό σωπο· personaje histórico, ιστοριογράφος [istoriográfos] (nym.+f.) historiógrafo, historiógrafa. ιστορώ [istoró] (v.) narrar, contar, rela tar, describir, ιστός [istós] (n./m.) 1: (Biol.) tejido, 2: tela · ιστός αράχνης- telaraña, ισχαιμία [isjemía] (nyf.) isquemia, ισχιακός [isjiacós] (adj.) ciático, ισχίο [isjío] (nyn.) cadera, isquion. ισχναίνω [isjnéno] (v.) adelgazar, en flaquecer, enmagrecerse, ισχνός [isjnós] (adj.) delgado, flaco, magro, esquelético, ισχνότητα [isjnótita] (nyf.) flacura, delgadez, ισχυρίζομαι [isjirídsome] (v.) insistir, sostener, mantener, afirmar, ισχυρισμός [isjirismós] (n./m.) insi stencia, afirmación, persistencia, ισχυρογνώμονας [isjirognómonas] (adj.) obstinado, terco, testarudo, cabezota, tenaz, contumaz, ισχυρογνωμοσύνη [isjirognomosíni]
729
ισχυροποίηση (nyf.) obstinación, terquedad, cabe zonada, testarudez. ισχυροποίηση [isjiropíisi] (n./f.) re fuerzo, fortalecimiento, robusteci miento. ισχυροποιώ [isjiropió] (v.) reforzar, fortalecer, robustecer. ισχυρός [isjirós] (adj.) 1. fuerte, po tente, poderoso, robusto, duro, enérgico, vigoroso, 2: contundente, decisivo. ισχύς [isjís] (nyf.) fuerza, potencia, vi gencia, eficacia. ισχύω [isjío] (v.) valer, ser válido, tener vigencia. ίσως [ísos] (adv.) quizá(s), a lo mejor, tal vez, puede ser, caso, posiblemen te. ιταλικός [italicós] (adj.) italiano. Ιταλός [italós] (adj.) italiano (gentili cio).
ιταμός [itamós] (adj.) insolente, de scarado · ιταμά λόγια- palabras in solentes. ιταμότητα [itamótita] (nyf.) insolen cia, descaro. ιτιά [itiá] (n./f.) sauce. ιχθυοκαλλιέργεια [ijciocaliérguia] (nyf.) piscicultura. ιχθυοπωλείο [ijciopolío] n. pescade ría. ιχθυοπώλης [ijciopólis] (nym.) pesca dero.
730
ιχθυοτροφείο [ijciotrofío] (n./n.) acua rio. ιχθυοτροφία [ijciotrofía] (nyf.) pisci cultura. ιχθυοτρόφος [ijciotrófos] (nym.) pi scicultor. ιχθυοφάγος [ijciofágos] (nym.+f.) pi scívoro, el que come pescado. •χθύς [ijcís] (n./m.) 1: pez, 2: (comesti ble) pescado, 3: (Zód.) Piscis, ιχνευτής [ijneftís] (nym.) rastreador, ιχνεύω [ijnévo] (v.) rastrear, ιχνηλασία [ijnilasía] (nyf.) rastreo, ιχνηλάτης [ijnilátis] (nym.) rastreador, ιχνηλατώ [ijnilató] (v.) rastrear, seguir el rastro. ιχνογραφία [ijnografía] (n./f.) dibujo, ιχνογράφος [ijnográfos] (nym.+f.) di bujante. ιχνογραφώ [ijnografó] (v.) dibujar, ίχνος [íjnos] (nyn.) huella, rastro, señal, vestigio, pista, pisada · ακολουθώ τα ίχνη σου- estoy siguiendo tus hue llas · δεν άφησε ίχνος- no ha dejado pisada. ιωβηλαίο [ioviléo] (nyn.) aniversario, ιώδης [iódis] (adj.) violado, violeta, ιώδιο [iódio] (nyn.) (Qulm.) yodo, iodo. ιωνικός [ionicós] (adj.) jónico · ιωνι κός ρυθμός- estilo jónico.
γκελα (της φυλακής)- detrás de las
Κ, κ [cápa] (η./η.) décima letra del alfa beto griego, κάβα [cáva] (n7f.) bodega, cava, καβάλα [cavála] (adv.) a caballo, καβαλάρης [cavaláris] (n7m.) jinete, cabalgador, caballista, καβαλαρία [cavalaría] (n./f.) caballe ría. καβαλέτο [cavaléto] (nVn.) caballete, καβαλιέρος [cavaliéros] (n7m.) caba llero. καβαλικευτά [cavaliqueftá] (adv.) a caballo, a horcajadas, καβαλικεύω [cavaliquévo] (v.) montar, montar a caballo, cabalgar, καβαλώ [cavaló] (v.) montar a caballo, cabalgar. καβατζάρω [cavatdsáro] (v.) sobrepa sar, navegar en círculos, καβγαδίζω [cavgadídso] (v.) pelear, reñir, discutir, altercar, καβγάς [cavgás] (n./m.) pelea, riña, bronca, disputa, agarrada · έχει όρε ξη για καβγά- a) tiene ganas de pe lear, b) con ganas de pelea · αφορμή για καβγά- causa de pelea, καβγατζίδικος [cavgatdsídicos] (adj.) pendenciero, agresivo, arisco, κάβος [cávos] (n./m.) cabo, promon torio. καβούκι [cavúqui] (nVn.) caparazón · κλείνομαι στο καβούκι μου- ence rrarse en el caparazón, κάβουρας [cávuras] (n./m.) cangrejo, καβουρδίζω [cavurdídso] (v.) tostar, torrar, asar, chicharrar, καγκελαρία [cagkelaría] (n./f.) canci llería. καγκελάριος [cagkelários] (n7m.) canciller. κάγκελο [cágkelo] (nVn.) reja, barrote, verja, antepecho · πίσω από τα κά 731
rejas. καγκελόπορτα [cagkelóporta] (nVf.) cancela. καγκουρό [cagkuró] (n7n.) canguro, καγχάζω [cagjádso] (v.) reírse a carca jadas, reírse vulgarmente, καγχασμός [cagjasmós] (nVm.) carca jada, risotada, καδένα [cadéna] (n7f.) cadena · χρυ σή καδένα- cadena de oro. κάδμιο [cádmio] (n7n.) (Qufm.) cad mio. κάδος [cádos] (n7m.) cubo, balde, cu beta · κάδος απορριμμάτων- cubo de basura, κάδρο [cádro] (nVn.) marco, encuarde, recuardo. καδρόνι [cadróni] (n./n.) viga, travesaño. καζάκα [cadsáca] (nVf.) capa, manto, καζαμίας [cadsamías] (n./m.) almana que. καζανάκι [cadsanáqui] n. depósito de agua. καζάνι [cadsáni] (nVn.) caldera, calde ro · έγινε το κεφάλι μου καζάνι- ten go la cabeza como una olla, καζανιά [cadsañá] (n./f.) contenido de la caldera, καζαντίζω [cadsandídso] (v.) enrique cerse. καζάντισμα [cadsándisma] n. riqueza, καζεΐνη [cadseíni] (nVf.) caseína, καζίνο [cadsíno] (n./n.) casino, καζμάς [cadsmás] (nym.) piqueta, pico, καημένος [caiménos] (adj.) miserable, desafortunado, desdichado, desgra ciado. καημός [caimós] (n7m.) lamento, su frimiento, καθαγιάζω [cazaguiádso] (v.) consa grar. καθαγίαση [cazaguíasi] (n./f.) consa-
καθαίρεση gración, santificación, καθαίρεση [cacéresi] (n./f.) degrada ción, destitución, deposición, καθαιρώ [cacéro] (v.) purificar, lim piar. καθαιρώ [caceró] (v.) degradar, desti tuir, deponer, destronar, καθαρά [cazará] (adv.) claro, clara mente, limpiamente · δεν βλέπω κα θαρά- no veo claro/claramente, καθαρεύουσα [cazarévusa] (n7f.) len gua oficial, pura y refinada, καθαρίζω [cazarídso] (v.) 1: (superficie) limpiar, asear, fregar, lavar, 2: (fru tas) pelar, 3: (asunto) dilucidar(se), aclarar(se), 4: (metáf- a alguien) ma tar · καθάρισε o ουρανός- el cielo se aclaró · τον καθάρισαν- le mataron, καθαριότητα [cazariótita] (n./f.) lim pieza, aseo, higiene, καθάρισμα [cazarisma] (n./n.) limpie za, lavada · στεγνό καθάρισμα- lim pieza en seco, καθαρισμός [cazarismós] (nVm.) lim pieza, lavada, καθαριστήριο [cazaristírio] (n7n.) tin torería, lavandería, καθαρίστρια [cazarístria] (nyf.) lim piadora. κάθαρμα [cázarma] (nVn.) malvado, maleante, καθαρμός [cazarmós] (n7m.) purifica ción, depuración, καθαρόαιμος [cazaróemos] (adj.) pura sangre. καθαρογράφω [cazarográfo] (v.) pasar a limpio. καθαρός [cazarós] (adj.) 1: limpio, aseado, caro, 2: puro, despejado, καθαρότητα [cazarótita] (nVf.) 1: clari dad, 2: pureza, inocencia, κάθαρση [cázarsi] (nyf.) limpieza, pu rificación, catarsis, καθαρτήριο [cazartírio] (n7n.) purga 732
torio. καθαρτικό [cazarticó] (n./n.) laxante, laxativo, purgante, κάθε [cáce] (pron.) cada, todo · κάθε μέρα- a) cada día, b) todos los días, καθέδρα [cacédra] (n7f.) cátedra, καθεδρικός ναός [cacedricós naós] (nVn.) catedral, κάθειρξη [cácirksi] (nVf.) encarcela miento, reclusión, aprisionamiento · καταδικάστηκε σε κάθειρξη- le con dena a encarcelamiento, καθέκαστα [cacécasta] (nVn.) pl. par ticulares, detalles · θέλω va μάθω τα καθέκαστα- quiero saber los de talles. καθέλκυση [cacélquisi] (n7f.) bota dura. καθελκύω [cacelquío] (v.) botar, καθένας [cacénas] (pron.) cada uno, por cabeza · o καθένας μπορεί va εκφράζει τη γνώμη του- cada uno puede expresar su opinión, καθεξής [caceksís] (adv.) sucesivamen te. καθεστώς [cacestós] (n./n.) régimen · ανατρέπω το καθεστώς- derribar al régimen. καθετήρας [cacetíras] (n7m.) sonda, καθετηριασμός [cacetiriasmós] (n./m.) cateterismo, καθετί [cacetí] (pron.) todo · το καθετί έχει σημασία- todo tiene importan cia. κάθετος [cácetos] (adj.) 1: vertical, perpendicular, 2: categórico, absolu to · κάθετος δρόμος- calle perpen dicular · είναι κάθετος στην άποψή του- es categórico en su opinión, καθηγητής [caciguitís] (n7m.) profe sor, catedrático, καθήκον [cacícon] (n7n.) deber, obli gación, responsabilidad, cometido, función · κάνω το καθήκον μου-
καθορίζω ejerzo mi deber, καθηκοντολογία [cacicondologula] (n7f.) deontología. καθηλώνω [cacilóno] (v.) remachar, captar. καθημαγμένος [cacimagménos] (adj.) sangriento, destruido, καθημερινά [cacimeriná] (adv.) diaria mente, todos los días, cada día. καθημερινή [cacimeriní] (nyf.) día la borable, jornada, καθημερινός [cacimerinós] (adj.) dia rio, habitual, cotidiano · καθημερινή ενημέρωση- información diaria · καθημερινός αγώνας- lucha diaria · καθημερινή χρήση- uso cotidiano, καθησυχάζω [cacisijádso] (v.) tran quilizar, calmar, apaciguar, sosegar, aplacar, acallar · η ομιλία του κα θησύχασε το πλήθος- sus palabras tranquilizaron a la multitud, καθησυχαστικός [cacisijasticós] (adj.) tranquilizador, confortador, apaci guador. καθίδρυμα [cacídrima] (n./n.) estable cimiento, fundación, καθιδρύω [cacidrío] (v.) establecer, instituir, fundar, καθίδρυση [cacídrísi] (n./f.) creación, fundamento, καθιερώνω [cacieróno] (v.) instituir, establecer, fundar, asentar, καθιερωμένος [cacieroménos] (adj.) establecido, confirmado, καθιέρωση [caciérosi] (nyf.) estableci miento, fundación, καθίζηση [cacídsisi] (nyf.) hundimien to, precipitación, καθίζω [cacídso] (v.) sentar, hacer sen tar. καθικετεύω [caciquetévo] (v.) supli car, implorar, καθίκι [cacíqui] 1: (nyn.) bacina, bi dón, 2: (persona/insulto) canalla, sin
vergüenza, καθισιό [cacisió] (n./n.) holgazanería, κάθισμα [cácisma] (nyn.) silla, asiento, banco, escaña, καθιστικό [cacisticó] (nyn.) cuarto de estar, salón, καθιστικός [cacisticós] (adj.) sedenta rio · καθιστική ζωή- vida sedentaria, καθιστάς [cacistós] (adj.) sentado, καθιστώ [cacistó] (v.) 1: constituir, esta blecer, 2: hacer · σε καθιστώ υπεύθυ νο- te hago responsable, καθοδήγηση [cazodíguisi] (nyf.) con ducción, guía, dirección, orienta ción. καθοδηγητής [cazodiguitís] (nym.) ins tructor. καθοδηγώ [cazodigó] (v.) conducir, guiar, dirigir, orientar, encaminar, καθοδικός [cazodicós] (adj.) catódico, κάθοδος [cázodos] (n./f.) 1: descenso, cátodo, bajada, 2: movimiento · η κάθοδος των βαρβάρων- el movi miento de los bárbaros, καθολικεύω [cazoliquévo] (v.) gene ralizar. καθολικισμός [cazoliquismós] (n./m.) catolicismo, catolicidad, καθολικός [cazolicós] (adj.) 1: (Igl.) ca y tólico, 2: universal, general, gtobaf· καθολική εκκλησία- iglesia católica · καθολική συμμετοχή- participación universal. καθόλου [cazólu] (adv.) nada, en ab soluto, absolutamente nada · δεν πονάω καθόλου- no me duele nada, κάθομαι [cázome] (v.) sentarse, estar sentado. καθομιλουμένη [cazomiluméni] (nyf.) lengua viva, hablada, coloquial, καθομολογώ [cazomologó] (v.) con fesar. καθορίζω [cazorídso] (v.) fijar, deter minar, especificar, concretar, definir,
733
καθορισμένος estipular · καθορίζω μια ημερομη νία- determinar una fecha, καθορισμένος [cazorisménos] (adj.) determinado, καθορισμός [cazorismós] (n/m.) fijación, determinación, especificación · καθο ρισμός των OTójKwv-determinación/ especificación de objetivos, καθοριστικός [cazoristicós] (adj.) deci sivo, definitivo, categórico, determi nante · καθοριστικός παράγσνταςfactor determinante, καθρέφτης [cazréftis] (nVm.) 1: espe jo, 2: (coche) retrovisor, καθρεφτίζω [cazreftídso] (v.) reflejar, reflectar. καθρέφτισμα [cacréftisma] (n./n.) re flexión. καθυποτάσσω [cacipotáso] (v.) sub yugar, someter, dominar, subjuzgar, domeñar. καθυστερημένος [cacisteriménos] (adj.) atrasado, retardado, retrasado, lento, καθυστέρηση [cacistérisi] (nVf.) retra so, demora, atraso, tardanza, dilación • συγνώμη για την καθυστέρησηdisculpe(n) el retraso, καθυστερώ [cacisteró] (v.) retrasar(se), atrasar, demorar, estar en retraso, καθώς [cazós] (adv.) según, como, conforme, apenas, en cuanto · δά κρυσε καθώς τον είδε- apenas le vi se echó a llorar, καθωσπρέπει [cazosprépi] (adj.) de cente. και [que] (conj.) y, e, también, aun, con, junto · έχω έναν αδερφό και μια αδερφή- tengo un hermano y una hermana · πίνω μόνο χυμό και νερό- bebo solo zumo e agua · η ώρα είναι πέντε και τέταρτο- son las cinco y cuarto · κοστίζει δέκα ευρώ και πενήντα λεπτά- cuesta diez euros con cincuenta · και τα λοιπά-
etcétera (ουντ. etc.). καΤκι [caíqui] (nVn.) pequeña embar cación. καϊμάκι [caimáqui] (n./n.) crema, nata, καινός [quenós] (n./m.) nuevo, καινοτομία [quenotomía] (nVf.) inno vación, novedad · εισάγω καινοτο μία- traer una innovación, καινοτόμος [quenotómos] (nVm.+f.) innovador/a. καινοτομώ [quenotomó] (v.) innovar, revolucionar, καινούριος [quenúrguios] (adj.) nue vo, novedoso, innovador «καινούρια αρχή- un nuevo comienzo, καιρικός [quericós] (adj.) 1: climático, de tiempo · καιρικές συνθήκες- con diciones climáticas, καίριος [quérios] (adj.) oportuno, cru cial, decisivo · η καίρια επέμβαση της αστυνομίας- la intervención de cisiva de la policía, καιρός [querós] (n7m.) tiempo, era, época, hora · τι καιρό κάνει;- ¿qué tiempo hace? · είναι καιρός για αλ λαγές· es hora de cambio, καιροσκοπία [queroscopía] (n7f.) oportunismo, καιροσκόπος [queroscópos] (n7m.+f.) oportunista, καιροφυλακτώ [querofilactó] (v.) ace char el momento oportuno, καίω [quéo] (v.) quemar, incendiar, ar der, carbonizar, κακά [cacá] (adv.) mal. κακάο [cacáo] (n7n.) cacao, κακαρίζω [cacarídso] (v.) cacarear, graz nar, reírse a carcajadas, κακεντρέχεια [caquendréjia] (nVf.) ma licia, maldad, perversidad, rencor, κακεντρεχής [caquendrejís] (adj.) ma licioso, malo, malvado, malintencio nado. κακία [caquía] (njf.) malicia, maldad,
734
κακόπιστος mala fe · δεν του κρστάω κακία- ηο le tengo maldad · λέω κακίες- decir maldades, κακίζω [caquidso] (ν.) criticar, censu rar. κακιώνω [caquióno] (v.) ponerse ne gro, enfurecer, κάκιστα [cáquista] (adv.) muy mal. κακό [cacó] (n./n.) mal, desgracia, daño. κακοαναθρεμμένος [cacoanazreménos] (adj.) malcriado, maleducado, mimado, κακοβουλία [cacovulía] (n./f.) malicia, malevolencia, malignidad, κακόβουλος [cacóvulos] (adj.) malig no, malevolente, malévolo, κακογλωσσιά [cacoglosiá] (nyf.) ma ledicencia, κακογλωσσεΰω [cacoglosévo] (v.) mal decir, difamar, κακογνωμία [cacognomía] (nyf.) mal temperamento, malignidad, κακόγουστος [cacógustos] (adj.) de mal gusto · ένα κακόγουστο αστείοun chiste de mal gusto, κακογραμμένος [cacograménos] (adj.) mal escrito, garabatoso · κακογραμ μένο σενάριο- guión mal escrito, κακογράφος [cacográfos] (adj.) que tiene mala escritura, κακογράφω [cacográfo] (v.) garaba tear, hacer garabatos, κακοδαιμονία [cacodemonía] (n./f.) desgracia, infortunio, desdicha, κακοδιαθεσία [cacodiacesía] (n./f.) mal humor, achaque, indisposición, κακοδιάθετος [cacodiácetos] (adj.) malhumorado, enojado, indispues to. κακοδικία [cacodiquía] (nyf.) juicio nulo por corrupción, infamia, malig nidad. κακοζώ [cacodsó] (v.) vivir mal. κακοήθεια [cacoícia] (nyf.) indecen
cia, deshonestidad, κακοήθης [cacoícis] (adj.) indecente, deshonesto, maligno, malicio, mal vado. κακόηχος [cacóijos] (adj.) malsona nte. κακοκαιρία [cacoquería] (n./f.) tem pestad, mal tiempo, κακοκεφαλιά [cacoquefaliá] (n./f.) ter quedad. κακοκέφαλος [cacoquéfalos] (adj.) ter co, obstinado, κακολογία [cacología] (nyf.) difama ción, calumnia, denigración, κακολόγος [cacológos] (adj.) difama dor. κακολογώ [cacologó] (v.) difamar, ca lumniar, denigrar, κακομαθαίνω [cacomacéno] (v.) mal criar, mimar, consentir, κακομαθημένος [cacomaciménos] (adj.) malcriado, mimado. κακομΓταχειρίζομω^οηηθίΒίίπϋϊΟΓηθ] (v.) maltratar, abusar, abusar, κακομεταχείριση [cacometajírisi] (nyf.) mal uso, maltrato, castigo, κακομοίρης [cacomíris] (adj.) desgra ciado, desafortunado, miserable, in fortunado, arrastrado, κακομοιριά [cacomiriá] (n./f.) 1: des gracia, infortunio, calamidad, mise ria, 2: mezquindad, tacañería, avaría. κακόμορφος [cacómorfos] (adj.) de formado, feo, repugnante, κακοπάθεια [cacopácia] (nyf.) sufri miento, dolor, κακοπαθώ [cacopazó] (v.) sufrir, pasar infortunios, κακοπέραση [cacopérasi] (nyf.) vida de privaciones, κακοπιστία [cacopistía] (n./f.) mala fe, malicia, mala intención, κακόπιστος [cacópistos] (adj.) de mala fe, malintencionado.
735
κακοπληρωτής κακοπληρωτής [cacoplirotís] (n./m.) deudor. κακοποίηση [cacopíisi] (n7f.) maltrato, κακοποιός [cacopiós] (n./m.) (adj.) malhechor, delincuente, κακοποιώ [cacopió] (v.) maltratar, abusar. κακοπραγία [cacopragía] (nVf.) adver sidad. κακορίζικος [cacorídsicos] (adj.) des afortunado, κακός [cacós] (adj.) malo, maligno, vil, perverso, dañino, κακοσμία [cacosmía] (nVf.) mal olor, hedor, fetidez, peste, κακοστομαχιά [cacostomajiá] (n7f.) indigestión, κακοσυνηθίζω [cacosinicídso] (v.) acostumbrar mal, mimar demasia do. κακότεχνος [cacótejnos] (adj.) mal hecho, de mal gusto, κακοτυχία [cacotijía] (n7f.) mala suer te, desgracia, desventura, desdicha, κακότυχος [cacótijos] (adj.) desafortu nado, desgraciado, desdichado, κακούργημα [cacúrguima] (nVn.) de lito, crimen, acto criminal, κακουργία [cacurguía] (n7f.) crimen, κακούργος [cacúrgos] 1: (n7m.) mal hechor, criminal, delincuente, 2: (adj.) criminal, delictivo, κακοφαίνεται [cacofénete] (v.) pare cer mal, saber mal. κακοφημία [cacofimía] (n7f.) infamia, deshonra, mala reputación, κακόφημος [cacófimos] (adj.) de mala fama, infame, deshonrado, inicuo · κακόφημη γειτονιά· un barrio de mala fama, κακοφημίζω [cacofimídso] (v.) infa mar, deshonrar, κακοφτιαγμένος [cacoftiagménos] (adj.) mal hecho, defectuoso, desaliñado, 736
descuidado, κακοφωνία [cacofonía] (nyf.) disnonancia, discordancia, κακόφωνος [cacófonos] (adj.) diso nante. κακοχρονίζω [cacojronídso] (v.) mal decir. κακοχώνευτος [cacojóneftos] (adj.) in digestible, κακοψημένος [cacopsiménos] (adj.) mal asado, κακόψυχος [cacópsijos] (adj.) villano, malo. κάκτος [cáctos] (n7m.) cactus, κακτοειδής [cactoidís] (adj.) cácteo, κακώς [cacós] (adv.) mal, malamente · κακώς έκανες- hiciste mal. κάκωση [cácosi] (n./f.) lesión, contu sión, magulladura, καλά [calá] (adv.) bien, correctamente • είμαι καλά- estoy bien · καλά va πάθειςΐ- ¡te lo mereces!, καλαγκάθι [calagáci] (nVn.) panadizo, inflamación en el dedo, καλάθι [caláci] (n./n.) cesta, canasta, canasto, cesto, καλαισθησία [calescisía] (n_/f.) b¡uen gusto, elegancia, estilo, apostura, καλαίσθητος [caléscitos] (adj.) de buen gusto, elegante, apuesto, καλαμάκι [calamáqui] (nVn.) pajita. καλαμαράς [calamarás] (nVm.) escri tor, escolar, καλαμάρι [calamári] (nVn.) (Mar.) cala mar, tintero, καλάμι [calámi] (nVn.) caña, καλαμιά [calamiá] (n./f.) rastrojo, καλαμίδι [calamídi] (nVn.) caña de pescar. καλαμίζω [calamídso] (v.) rehilar la caña de pescar, καλαμοσάκχαρο [calamosákjaro] (n7n.) caña de azúcar, καλαμπόκι [calambóqui] (n7n.) maíz
καλλονή • σοδειά από καλαμπόκι- cosecha de maíz. καλαμπούρι [calambúri] (nVn.) broma, burla, pitorreo · κάνω καλαμπούρι σε κάποιον- gastar una broma a uno • σταμάτα τα καλαμπούριαΙ- déjate de bromas!. καλαμπουρίζω [calamburídso] (v.) ca chondearse, pitorrearse, burlarse de. καλαμπουρτζής [calamburtdsís] (n/m.) chistoso, bromista, κάλαντα [cálanda] (n./n.) pl. villanci cos. καλαπόδι [calapódi] (n./n.) horma, καλαφάτης [calafátis] (n7m.) calafa teador. καλαφατίζω [calafatídso] (v.) calafa tear. καλβινισμός [calvinismós] (nVm.) cal vinismo. καλβινιστής [calvinistís] (nVm.) calvi nista. καλειδοσκόπιο [caleidoscopio] (nVn.) caleidoscopio, καλέμι [calémi] (nVn.) cincel, formón, κάλεσμα [cálesma] (n7n.) invitación, llamamiento, convite, καλεσμένος [calesménos] (adj.) invi tado, convidado, huésped · είμαι κα λεσμένος σε δείπνο- estoy invitado a una cena, καλημέρα [caliméra] (nVf.) buenos días. καληνύχτα [caliníjta] (nVf.) buenas noches. καλησπέρα [calispéra] (nVf.) buenas tardes. καλιακούδα [caliacúda] (n./f.) (Zool.) chova, grajo, καλίγωμα [calígoma] (n./n.) herradu ra. καλικάντζαρος [calicándsaros] (n7m.) gnomo, duende, κάλιο [cálio] (n7n.) (Quim.) potasio.
καλλίγραμμος [calígramos] (adj.) bien formado, proporcionado, καλλιγραφία [caligrafía] (nVf.) caligra fía. καλλιγράφος [caligráfos] (nVm.+f.) ca lígrafo. καλλιέργεια [caliérguia] (n./f.) 1: cul tivo, cultivación, agricultura, 2: cul tura, educación · καλλιέργεια σιτη ρών- cultivo de cereales · άνθρωπος με μεγάλη καλλιέργεια- persona con gran educación, καλλιεργήσιμος [calierguísimos] (adj.) cultivable, labrantío, καλλιεργητής [calierguitís] (n7m.) cultivador, labrador, καλλιεργημένος [calierguiménos] (adj.) 1: (tierra) cultivado, labrado, arado, 2: culto, letrado, erudito, καλλιεργώ [caliergó] (v.) cultivar, la brar, arar. καλλιμάρμαρος [calimármaros] (adj.) que está construido con mármol de excelente calidad, κάλλιο [cálio] (adv.) mejor · κάλλιο αργά παρά ποτέ- mejor tarde que nunca. κάλλιστα [cálista] (adv.) perfectamen te, muy bien, καλλιστεία [calistía] (n./n.) pl. concu rso de belleza, κάλλιστος [cálistos] (adj.) el mejor, ex quisito, excelente, καλλιτέχνημα [calitéjnima] (n7n.) obra de arte. καλλιτέχνης [calitéjnis] (n./m.+f.) ar tista. καλλιτεχνία [calitejnía] (n./f.) arte, be llas artes. καλλιτεχνικός [calitejnicós] (adj.) ar tístico, estético, καλλονή [caloní] (n./f.) belleza, hermo sura, embellecimiento · ινστιτούτο καλλονής- instituto de belleza.
737
κάλλος κάλλος [cálos] (n./n.) belleza, καλλυντικό [calindicó] (n./n.) produ cto de belleza, cosmético, καλλωπίζω [calopídso] (v.) embelle cer, hermosear, adornar, καλλωπισμός [calopismós] (n./m.) embellecimiento, hermoseamiento, adorno. καλντερίμι [calderimi] (nVn.) callejue la. καλό [caló] (n./n.) bien, καλοαναθρεμμένος [caloanazreménos] (adj.) bien educado, bien criado, καλοβλέπω [calovlépo] (v.) ver favora blemente, καλόβολος [calóvolos] (adj.) bueno, dócil. καλόγερος [calógueros] (n./m.) mon je, erimita, fraile, καλόγρια [calógria] (n./f.) monja, sor, hermana. καλοήθης [caloícis] (adj.) decente, bondadoso, honesto, benigno · κα λοήθης όγκος- tumor benigno, καλοκαίρι [caloquéri] n. verano, καλοκάγαθος [calocágazos] (adj.) be névolo. καλοκαιρία [caloquería] (nVf.) buen tiempo. καλοκαιρινός [caloquerinós] (adj.) de verano, veraniego, estival, καλοκαμωμένος [calocamoménos] (adj.) bien formado, guapo, elegante, καλόκαρδος [calócardos] (adj.) de buen corazón, bueno, bondadoso, afable, cordial. καλολογία [calologuía] (n./f.) elocuen cia, estética, καλομαθημένος [calomaciménos] (adj.) consentido, indolente, καλομελετώ [calomeletó] (v.) exami nar bien. καλομίλητος [calomílitos] (adj.) afa ble, cortés. 738
καλομοίρης [calomíris] (adj.) afortu nado. καλοντυμένος [calodiménos] (adj.) bien vestido. καλοπέραση [calopérasi] (nVf.) bien estar, buena vida, καλοπερνώ [calopernó] (v.) vivir bien, pasarlo bien, καλοπιάνω [calopiáno] (v.) engatusar, camelar, lisonjear, adular, καλοπιστία [calopistía] (n./f.) buena fe. καλόπιστος [calópistos] (adj.) de bue na fe. καλοπροαίρετος [caloproéretos] (adj.) bien intencionado, dispuesto a. καλοριφέρ [calorifér] (n./n.) calefa ctor, radiador, καλορίζικος [calorídsicos] (adj.) afor tunado, bienaventurado, κάλος [cálos] (n7m.) callo, callosidad, καλός [calós] (adj.) buen, bueno, καλοσύνη [calosini] (n./f.) bondad, καλοτυχία [calotijía] (n./f.) fortuna, suerte. καλότυχος [calótijos] (adj.) afortuna do, suertudo, bienaventurado, καλούδια [calúdia] (n./n.) pl. regalitos, presentes, καλουπώνω [calupóno] (v.) amoldar, formar. καλούπι [calúpi] (n./n.) molde, καλούτσικα [calútsica] (adv.) regular, mas o menos, así así. καλούτσικος [calútsicos] (adj.) ba stante bueno, καλοφαγάς [calofagás] (n7m.) gastró nomo, glotón, goloso, tragón, καλοφτιαγμένος [caloftiagménos] (adj.) bien hecho, ien formado, bien pro porcionado, καλοχρονίζω [calojronídso] (v.) de sear por el Año Nuevo, καλοχώνευτος [calojóneftos] (adj.) di-
καμουτσίκι gestible. καλόψυχος [calópsijos] (adj.) noble, amable, afectuoso, καλπάζω [calpádso] (v.) galopar, καλπάκι [calpáqui] (n./n.) gorro de piel. καλπασμός [calpasmós] (n7m.) galo pe, galopada, κάλπη [cálpi] (nVf.) urna · προσέρχο μαι στις κάλπες- llegar a la urna, κάλπικος [cálpicos] (adj.) falso, falsifi cado. κάλτσα [cáltsa] (n./f.) calcetín, media · κοντή κάλτσα- calcetín corto, καλτσοδέτα [caltsodéta] (n./f.) liga, liguero, jarretera, καλτσόν [caltsón] (n./n.) medias, καλύβα [calíva] (n./f.) cabaña, choza, barraca, bohío · ζει σε καλύβα- vive en una choza, κάλυκας [célicas] (n./m.) cáliz, casquillo. κάλυμμα [cálima] (n./n.) 1: cobertura, cubierta, funda, envoltura, cubri miento, 2: (libro) portada, καλύπτω [calípto] (v.) cubrir, proteger, καλύτερα [calítera] (adv.) mejor, pre ferentemente · καλύτερα που έλει πες- mejor que no estabas allí, καλυτέρευση [calitérefsi] (n./f.) me jora, mejoría, mejoramiento, perfe ccionamiento, καλυτερεύω [caliterévo] (v.) mejorar, acrecentar, perfeccionar, καλύτερος [calíteros] (adj.) mejor · έκανα ότι καλύτερο μπορούσα- hice lo mejor que pude · είναι καλύτερος μαθητής από εσένα- es mejor estu diante que tú. κάλυψη [cálipsi] (nVf.) cobertura, en voltura · τηλεοπτική κάλυψη- co bertura televisiva · η κάλυψη μιας επιταγής- pago de un cheque, κάλφας [cálfas] (n./m.) aprendiz. 739
καλώ [caló] (v.) llamar, invitar, convo car, citar · καλώ στο τηλέφωνο- lla mar por teléfono · καλώ βοήθειαllamar por ayuda · τους κάλεσα σπί τι μου- les invité a mi casa · καλώ σε μονομαχία- convocar para duelo, καλώδιο [calódio] (n./n.) cable, καλώς [calós] (adv.) bien · καλώς ήρθεςΐ- ¡bienvenido/a!, καλωσορίζω [calosorídso] (v.) dar la bienvenida, acoger, κάμα [cáma] (n./f.) puñal, daga, καμάκι [camáqui] (n./n.) arpón, κάμαρα [cámara] (n./f.) habitación, cuarto, cámara, καμάρα [camára] (n./f.) arco, καμάρι [camári] (n./n.) orgullo, καμαριέρα [camariéra] (n./f.) cama rera. καμαρίνι [camaríni] (n./n.) camarín, καμαρώνω [camaróno] (v.) estar orgu lloso, pavonearse, ostentar, καματερό [camateró] (n./n.) buey, καματερός [camaterós] (adj.) trabaja dor, laboroso. κάματος [cámatos] (n./m.) fatiga, ca sando. καμβάς [camvás] (n./m.) lienzo, lona, καμέλια [camélia] (n./f.) camelia, καμήλα [camíla] (n./f.) camello, καμηλοπάρδαλη [camilopárdali] (n7f.) jirafa. καμινάδα [camináda] (nVf.) chimenea, καμινέτο [caminéto] (n./n.) lámpara de aceite, καμινεύω [caminévo] (v.) fundir, καμίνι [camíni] (n./n.) horno, achicharrador, asador, καμιόνι [camióni] (n./n.) furgoneta, camioneta, καμιά [camiá] (pron.) nadie, ninguna, alguna · καμιά φορά- a) algunas ve ces, b) a veces, καμουτσίκι [camutsíqui] (n./n.) látigo
καμουφλάζ para caballos, καμουφλάζ [camufláz] (n./n.) camu flaje. καμουφλάρω [camufláro] (v.) camu flar, disfrazar, καμπάνα [cambána] (n7f.) campana, campanilla, καμπαναριό [cambanarió] (n7n.) cam panario. καμπάνια [cambáña] (n./f.) campaña, misión · διαφημιστική καμπάνιαcampaña publicitaria, καμπανίτης [cambanítis] (nVm.) cham pán. καμπαρέ [cambaré] (n./n.) cabaré. καμπαρτίνα [cambartina] (n./f.) ga bardina. καμπή [cambí] (n./f.) curvatura, giro, vuelta, viraje · η κρίσιμη καμπή στη ζωή του- el viraje decisivo de su vida. κάμπια [cámbia] (n./f.) oruga, καμπίνα [cabina] (n./f.) camarote, ca bina. καμπινές [cabinés] (n./m.) cuarto de baño. καμπίσιος [cambisios] (adj.) campesi no, campestre, κάμπος [cámbos] (n7m.) llanura, cam po. κάμποσος [cámbosos] (adj.) basta nte, algunos, unos cuantos · έχω κά μποσο χρόνια να σε δω- hace unos cuantos años que no te veo. καμπούρα [cambúra] (nyf.) joroba, καμπούρης [cambúris] (adj.) joroba do. καμπουριάζω [camburiádso] (v.) jo robar. καμπουρωτός [camburotós] (adj.) torcido. κάμπτω [cámpto] (v.) curvar, encorvar, doblar, plegar, flexionar · κάμπτω το μέταλλο-doblar el metal.
καμπύλη [cambíli] (n./f.) curva, curva tura, arco, καμπυλόγραμμος [cambilógramos] (adj.) curvilíneo. καμπύλος [cambílos] (adj.) curvado, curvo, arqueado, καμπυλότητα [cambilótita] (n./f.) cur vatura, corvadura, καμπυλώνω [cambilóno] (v.) encor var, torcer, καμπυλωτός [cambilotós] (adj.) cur vo, curvilíneo · καμπυλωτή γραμμήlinea curva, καμφορά [camforá] (n7f.) alcanfor, κάμψη [cámpsi] (nyf.) 1: decaimiento, decadencia, reflujo, 2: flexión, curvadura. καμώματα [camómata] (n./n.) pl. co quetería, comportamiento, καμωμένος [camoménos] (adj.) he cho. καμώνομαι [camónome] (v.) fingir, si mular. καν [can] (conj.) siquiera, al menos, por lo menos. Καναδάς [canadás] (n./m.) Canadá, καναδέζικος [canadédsicos] (adj.) ca nadiense. Καναδός [canadós] (n7m.) canadie nse. κανακάρης [canacáris] (n7m.) consen tido, elegido, hijo único, κανακεύω [canaquévo] (v.) consentir, κανάλι [canáli] (n./n.) 1: (rio) canal, cauce, · το κανάλι της ΒενετίαςGran Canal de Venecia, 2: (agua) conducto, acequia, 3: (televisión) ca dena · τηλεοπτικό κανάλι- cadena de televisión, καναπές [canapés] (nVm.) sofá, καναρίνι [canaríni] (n./n.) canario, κανάτα [canáta] (nVf.) jarra, κανείς [canís] (pron.) nadie, ninguno, κανένας [canénas] (pron.) ningún, nin-
740
καπάτσος guno, nadie · κανένας δεν ξέρει τι περνάει- nadie sabe lo que le pasa, κάνθαρος [cánzaros] (n7m.) (Zool.) escarabajo, κανιβαλισμός [canivalismós] (n./m.) canibalismo, κανίβαλος [canívalos] (ηΛη.) caníbal, κάνιστρο [cánistro] (n./n.) cesta, cesto, panera. κανναβάτσο [canavátso] (ηΛι.) arpille ra, lona. κάνναβις [cánavis] (Bot.) (ηΛ.) cáña mo. κανέλα [canéla] (n./f.) canela, κάννη [cáni] (ηΛ.) cañón, κανοναρχώ [canonarjó] (v.) incitar, κανόνας [canónas] (ηΛη.) regla, nor ma · κατά (γενικό) κανόνα- por regla (general) · συντακτικοί κανόνεςnormas sintácticas · κανόνες καλής συμπεριφοράς- normas de buen comportamiento, κανόνι [canóni] (n./n.) cañón, κανονιά [canoniá] (ηΛ.) cañonazo, κανονίδι [canonídi] (ηΛι.) bombar deo. κανονιέρης [canoñéris] (n7m.) artille ro. κανονίζω [canonídso] (v.) regular, arre glar, concertar, fijar, ajustar, controlar, κανονικά [canonicá] (adv.) normal mente, regularmente, κανονικός [canonicós] (adj.) normal, corriente, regular · κανονικές συν θήκες- condiciones normales, κανονικότητα [canonicótita] (ηΛ) no rmalidad, regularidad, κανονιοβολισμός [canoniovolismós] (ηΛη.) bombardeo, cañoneo, κανονιοβολώ [canoniovoló] (v.) bom bardear, cañonear, κανονισμός [canonismós] (ηΛη.) arre glo, reglamento, reglamentación · κανονισμός του μπάσκετ- reglamen 741
tación del baloncesto, κανονιστικός [canonisticós] (adj.) regulatorio. κάνουλα [cánula] (n./f.) 1: manga, ca nilla, espita, 2: grifo, 3: llave, καντάδα [candáda] (η Λ ) serenata, καντήλι [candíli] n. candil, lamparilla, mariposa, lampara de aceite, καντίνα [candína] (n./f.) cantina, κάνω [cáno] (v.) 1: hacer, realizar, des empañar, cumplir, 2: (error) cometer • κάνω λάθος- cometer un error · (πώς είσαι;) τι κάνεις;- ¿cómo estás? • (με τι ασχολείσαι;) π κάνεις;- ¿qué haces? · κάνω σκηνή ζηλοτυπίαςhacer una escena de celos · κάνω τον χαζό- hacerse el tonto · κάνω φιλίες- realizar amistades · κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα- reali zar un sueño · πόσο κάνα το βιβλίο¿cuánto cuesta el libro? · κάνει κρύο/ ζέστη- hace frío/calor · μου έκανε το τραπέζι- me hizo la cena · κάνω φασαρία- hacer ruido · κάνω το κα θήκον μου- cumplir mi deber · στην Αμερική έκανε πολλά λεφτά- En Εstados Unidos hizo mucho dinero. καούρα [caúra] (η Λ ) quemazón, ace día, acided del estómago, καουτσούκ [cautsúk] (n./n.) caucho, κάπα [cápa] (ηΛ.) capa, καπάκι [capáqui] (η Λ .) tapadera, tapa, tapón, cobertera, καπακώνω [capacóno] (v.) cubrir, esconder. καπάρο [capáro] (n./n.) depósito, an ticipo, desembolso/cuota inicial · δίνω καπάρο- pagar depósito, καπάρωμα [capároma] (n./n.) dinero en depósito, καπαρώνω [caparóno] (v.) dar dinero en depósito, καπάτσος [capátsos] (adj.) astuto, sa gaz, astuto.
κάπελας κάπελας [cápelas] (n./m.) tavernero, bodeguero, καπελάς [capelás] (n./m.) sombrerero, καπελάδικο [capeládico] (n./n.) sombrería. καπέλο [capélo] (n./n.) sombrero, καπετάνιος [capetáños] (n7m.) capi tán. καπηλεία [capilía] (n./f.) tráfico, explo tación, aprovechamiento, καπηλεύομαι [capilévome] (v.) trafi car. κάπηλος [cápilos] (n./m.) explotador, καπίστρι [capístri] (nVn.) brida, cabe stro, rienda, correa, καπιταλισμός [capitalismós] (n7m.) capitalismo, καπιταλιστής [capitalistis] (n./m.) ca pitalista. καπιταλιστικός [capitalisticós] (adj.) capitalístico. καπλαμάς [caplamás] (n7m.) chapa, echapado. κάπνα [cápna] (nVf.) hollín, humo, καπνιά [capniá] (n./f.) hollín, καπνίζω [capnídso] (ν.) 1: fumar, 2: humear, ahumar · οι στέγες των σηπιών κάπνιζαν- las chimeneas humeaban, καπνίλα [capníla] (n./f.) olor del humo, fumosidad. κάπνισμα [cápnisma] (nVn.) 1: (cigarillo) acción de fumar, 2: fumigación, ahumado, καπνιστήριο [capnistírio] (n7n.) lugar de fumadores καπνιστής [capnistís] (n7m.) fumador • είναι χρόνιος καπνιστής- lleva fu mando muchos años, καπνιστός [capnistós] (adj.) (carne) ahumado · καπνιστό χοιρινό- cerdo ahumado, καπνοβιομηχανία [capnoviomijanía] (n7f.) tabacalera. 742
καπνοδόχος [capnodójos] (n./m.+f.) chimenea, καπνοδοχοκαθαριστής [capnodojocazaristís] (n./m.) deshollinador, καπνοθήκη [capnocíqui] (n./f.) taba quera. καπνοπωλείο [capnopolío] (n./n.) es tanco, tabaquería, καπνοπώλης [capnopólis] (n7m.) es tanquero, καπνός [capnós] (n./m.) 1: humo, humazón, 2: (planta) tabaco · δεν μπο ρούσα va αναπνεύσω από τον κα πνό· no podía respirar por el humo · έγινε καπνός- se hizo humo, καπνοφυτεία [capnofitía] (n./f.) pla ntación de tabaco, καπό [capó] (n7n.) capó, κάποιος [cápios] (pron.) alguien, al guno, cierto, un tal, fulano · κάποιος σε ζητάει στο τηλέφωνο- algiuen te llama por teléfono, καπότα [capota] (n./f.) 1: (ropa) capa, 2: condón, preservativo, κάποτε [cápote] (adv.) una vez, algu na vez, algunas veces, en algún mo mento de la vida, κάπου [cápu] (adv.) por, en algún sitio, en/por alguna parte, alrededor · κά που σε έχω ξαναδεί- te he visto por alguna parte · κάπου εδώ- por aquí, καπούλια [capúlia] (n./n.) pl. ancas, grupa. κάππαρη [cápari] (n./f.) alcaparra, καπρίτσιο [caprítsio] (n./n.) capricho, antojo, manía, κάπρος [cápros] (n./m.) verraco, cer do. κάπως [cápos] (adv.) 1: en cierto modo, de alguna manera, 2: un poco, algo de · μου φαίνεται κάπως παράξενοme parece un poco extraño, κάρα [cára] (n./f.) cráneo, καραβάνι [caraváni] (n7n.) caravana.
καρκίνος καράβι [carávi] (nVn.) barco, nave, bu que, navio, bajel, embarcación, καραβίδα [caravida] (n./f.) langostino, καραβόπανο [caravópano] (n./n.) lona velera. καραγκιόζης [caragkuiódsis] (n./m.) 1: figura principal del teatro de som bras griego, 2: teatro de títeres, καραγκιοζιλίκι [caragkiodsilíqui] (nyn.) ridiculez. καραδοκώ [caradocó] (v.) acechar, καρακάξα [caracáksa] (n./f.) (Zool.) urraca, cotorra, καραμέλα [caraméla] (n./f.) caramelo, καραμούζα [caramúdsa] (n./f.) corne ta, flauta. καραμπόλα [carambóla] (n./f.) rebote, καραντίνα [carandína] (n./f.) cuaren tena. καράτι [caráti] (n./n.) quilate · δαχτυλίδι δεκαοχτώ καρατίων- anillo de dieciocho quilates, καρατόμηση [caratómisi] (n./f.) deca pitación, degollamiento. καρατομώ [caratomó] (v.) guillotinar, decapitar, degollar, καράφα [caráfa] (n./f.) garrafa, jarra • μια καράφα κρασί- una jarra de vino. καρβέλι [carvéli] (n./n.) hogaza, barra de pan. κάρβουνο [cárvuno] (n./n.) carbón, καργάρω [cargáro] (v.) cargar, κάρδαμο [cárdamo] (nVn.) (Bot.) be rro, mastuerzo, καρδάμωμα [cardámoma] (n./n.) re fuerzo. καρδαμώνω [cardamóno] (v.) refor zarse. καρδερίνα [carderína] (n./f.) jilguero, καρδιά [cardiá] (n./f.) corazón · έχει χρυσή καρδιά- tiene un corazón de oro · με όλη μου την καρδιά- con todo mi corazón · από τα βάθη της
καρδιάς μου- del fondo de mi cora zón · στην καρδιά της πόλης- en el corazón de la ciudad · μου ράγισες την καρδιά- me rompiste el corazón • έχει καρδιά από πέτρα- tiene cora zón de piedra · του έκανε την καρ διά περιβόλι- le entristezó mucho · αν και είναι ηλικιωμένος, το λέει η καρδιά του- por su edad, tiene corage. καρδιακός [cardiacós] (adj.) cardíaco, de corazón · καρδιακό νόσημαenfermedad cardíaca · καρδιακός φίλος- amigo de corazón, καρδινάλιος [cardinálios] (n7m.) car denal. καρδιογράφημα [cardiográfima] (n./n.) cardiograma, καρδιογραφία [cardiografía] (nVf.) car diografía. καρδιολογία [cardiología] (n./f.) car diología. καρδιολόγος [cardiológos] (n./m.+f.) cardiólogo, καρδιοπάθεια [cardiopácia] (n7f.) cardiopatía · πάσχει από καρδιοπάθειαpadece una cardiopatía. καρδιοχτύπι [cardiojtípi] (n./n.) palpi tación, latido, καρέκλα [carécla] (n7f.) silla, asiento, poltrona, sillón, καριέρα [cariéra] (n./f.) carrera · κάνω καριέρα- hacer carrera, καρικατούρα [caricatura] (nVf.) cari catura. καρίκωμα [carícoma] (n7n.) zurcido, καρικώνω [caricóno] (v.) zurcir, καρίνα [carina] (n7f.) quilla, καριοφίλι [cariofíli] (n./n.) rifle, καρκινοβατώ [carquinovató] (v.) re troceder, retrasar, καρκινοειδής [carquinoidís] (adj.) cancerígeno, καρκίνος [carquínos] (n./m.) 1: cáncer,
743
καρμανιόλα 2: (Zod.) Cáncer, καρμανιόλα [carmañóla] (n7f.) guillo tina. καρμίρης [carmíris] (adj.) avaro, taca ño. καρμιριά [carmiriá] (n./f.) avaricia, tacaería. καρμπόν [carbón] (n7n.) papel car bón. καρναβάλι [carnaváli] (n./n.) carnaval, antruejo, καρνέ [carné] (nVn.) carné, libretta. κάρο [cáro] (n./n.) carro, carreta, carre tilla, carretón, καρότο [caróto] (n7n.) zanahoria, καρότσα [carótsa] (n7f.) 1: carroza, 2: carruaje, 3: carricoche, καροτσάκι [carotsáqui] (n7n.) coche cito de niño, καροτσέρης [carotséris] (nym.) carro cero. καρούλι [carúli] (n./n.) 1: polea, bobi na, 2: ruedecilla. καρούμπαλο [carúbalo] (n./n.) chi chón. καρπαζιά [carpadsiá] (n./f.) tortazo, golpe en la cabeza, puñetazo, bofe tada · του έδωσα καρπαζιά- le di un tortazo. καρπαζώνω [carpadsóno] (v.) dar un tortazo, dar un golpe en la cabeza, abofetear, καρπερός [carperós] (adj.) fértil, fe cundo, productivo, καρπέτα [carpéta] (n./n.) alfombra, tapete. καρπός [carpós] (n7m.) 1: fruto, fruta, 2: (mano) muñeca, 3: (de un esfuerzo) producto · είναι καρπός ενός πραγ ματικού έρωτα- es fruto de un amor verdadero, καρπούζι [carpúdsi] (n./n.) sandía, καρποφόρος [carpofóros] (adj.) 1: frutal, fructuoso, fructífero, fecundo,
productivo, 2: arable, cultivable, καρποφορώ [carpoforó] (v.) fructifi car. καρπώνομαι [carpónome] (v.) aprove charse de algo, κάρτα [cárta] (n./f.) tarjeta · πιστωτική κάρτα- tarjeta de crédito · χρεωστι κή κάρτα- tarjeta de debito · κίτρινη κάρτα- tarjeta amarilla · o διαιτητής του έδωσε κόκκινη κάρτα- el árbitro le dio tarjeta roja, καρτέλα [cartúla] (n7f.) ficha, καρτέρι [cartéri] (n./n.) emboscada, asechanza, acecho · του έστησε καρτέρι- tender una emboscada, καρτερία [cartería] (nVf.) paciencia, fortaleza, perseverancia, resistencia, καρτερικός [cartericós] (adj.) pacie nte, perseverante, resistente, resi gnado. καρτερικότητα [cartericótita] (nVf.) perseverancia, resistencia, fortaleza, καρτερώ [carteró] (v.) aguantar, so portar, resistir, esperar, καρύδα [carída] (n./f.) coco, καρύδι [carídi] (n7n.) 1: nuez, 2: nuez de la garganta, καρυδιά [caridiá] (n./f.) nogal, καρυδότσουφλο [caridótsuflo] (nVn.) 1: cáscara de nuez, 2: barco pequéno y viejo. καρυδώνω [caridóno] (v.) estrangular, forcer, escurrir, καρύκευμα [caríquevma] (nVn.) 1: es pecia, 2: condimento, aliño, καρυκεύω [cariquévo] (v.) 1: sazonar, 2: condimentar, aliñar, καρυοθραύστης [cariozráfstis] (n7m.) cascanueces, καρυοφύλλι [cariofíli] (n7n.) alelí, cla vo. καρφί [carfí] (nVn.) 1: clavo, 2: (metáf.para personas) chivato, soplón, καρφίτσα [carfítsa] (n./f.) 1: (joya) alfi
744
καταβροχθίζω ler, broche, 2: (costura) presilla, καρφιτσώνω [carfitsóno] (v.) engan char, abrochar, καρφώνω [carfóno] (v.) 1: clavar, cla vetear, fijar, 2: (metáf.-para personas) delatar, chivarse, traicionar · μου καρφώθηκε η ιδέα να τα παρατή σω- me metió la idea de dejarlo todo · κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου- fijó sus ojos en mí · κάρφωσε το μαχαίρι στο τραπέζι- clavó el cu chillo en la mesa · τα κάρφωσε όλα στην αστυνομία- lo delató todo a la policía. καρχαρίας [cariarías] (n./m.) tiburón, καρωτίδα [carótida] (nVf.) carótida, κάσα [cása] (n7f.) caja, féretro, κασέλα [caséla] (n./f.) baúl, bulto, arca. κασέρι [caséri] (nVn.) tipo de queso griego. κασετίνα [casetína] (n./f.) estuche, κάσκα [cásca] (n7f.) casco, κασκέτο [casquéto] (n./n.) casco, go rra, gorro, bonete, κασκόλ [cascól] (n7n.) bufanda, fulard, pañuelo, chalina, κασμάς [casmás] (n7m.) pico, zapa pico. κασμίρι [casmíri] (n./n.) casimir, ca chemira, κασόνι [casóni] (n./n.) baúl, cajón, κασσίτερος [casíteros] (n./m.) (Quím.) estaño. κασσιτερώνω [casiteróno] (v.) esta ñar. κάστα [cásta] (n./f.) casta, escala so cial. καστανάς [castanás] (n7m.) vendedor de castañas, καστανιά [castaníá] (nyf.) castaño, καστανιέτα [castañéta] (n7f.) casta ñuela. κάστανο [cástano] (n7n.) castaña · 745
ψήνω κάστανα- asar castañas · (me táf) δεν χαρίζω κάστανα- no ceder fácilmente, καστανός [castanós] (adj.) de color castaño, castaño, marrón, καστέλι [castéli] (nVn.) fortaleza, κάστορας [cástoras] (n./m.) castor, καστόρι [castóri] (n./n.) ante, καστόρινο [castórino] (adj.) de ante, κάστρο [cástro] (n./n.) castillo, fortale za, torre. κατά [catá] (prep.) 1: (oposición) con tra, 2: (opinión) por, para, a, en, 2: (conforme a) según, 3: (tiempo) du rante · κατά βάθος- en el fondo · κατά γράμμα- a rajatabla · κατά λάθος- por error · κατά τύχη- por suerte · κατά τη γνώμη μου- por mí • κατά διαστήματα- a veces · κατά προσέγγιση- aproximadamente, καταβάλλω [cataválo] (ν.) 1: abatir, agotar, 2: pagar, καταβαραθρώνω [catavarazróno] (v.) arruinar, destruir, κατάβαση [catávasi] (n7f.) descenso, bajada, declive, καταβεβλημένος [catavevliménos] (adj.) agotado, cansado, débil, debilitado, ex hausto, consumido, καταβλητικός [catavliticós] (adj.) de bilitante, enervante, καταβόθρα [catavózra] (nyf.) 1: hoyo, sumidero, 2: tragón, καταβολή [cactavolí] (nVf.) 1: (dinero) entrega, depósito, pago, 2: (organi smo humano) agotamiento, debilita miento · καταβολή φόρων- pago de impuestos, καταβρεχτήρας [catavrejtíras] (n./m.) regadero. καταβρέχω [catavréjo] (v.) 1: mojar, 2: rociar, 3: salpicar, 4: empapar, καταβροχθίζω [catavrojcídso] (v.) en gullir, devorar, deglutir, tragar.
καταβυθίζω καταβυθίζω [catavicídso] (ν.) hundir, sumergir, naufragar, zambullirse, καταγγελία [catanguelía] (nyf.) acusa ción, denuncia, chivatazo, καταγγέλλω [catanguélo] (v.) acusar, denunciar, chivarse, καταγέλαστος [cataguélastos] (adj.) ridículo. καταγελώ [catangueló] (v.) mofar, reír se de, burlarse, καταγής [cataguís] (adv.) por tierra, en el suelo · κοιμάμαι κβπαγής- dormir por tierra, καταγίνομαι [cataguínome] (v.) ocu parse, dedicarse, κάταγμα [cátagma] (nyn.) fractura, ro tura. καταγοητεύω [catagoitévo] (v.) encan tar, hechizar, κατάγομαι [catágome] (v.) 1: provenir, proceder, 2: descender, καταγραφή [catagrafí] (n./f.) 1: re gistro, inscripción, matriculación, 2: empadronamiento · καταγραφή σεισμικής δόνησης- registro de un terremoto · καταγραφή γεγονότωνregistro de hechos, καταγράφω [catagráfo] (v.) 1: regis trar, inscribir, 2: empadronar, καταγωγή [catagoguí] (nyf.) origen, procedencia, καταγώγιο [catagóguio] (n./n.) antro, garito, guarida, timba, καταδεικνύω [catadicnío] (v.) mostrar, demostrar, probar, evidenciar, κατάδειξη [catádiksi] (n./f.) demostra ción. καταδέχομαι [catadéjome] (v.) dig narse. καταδεκτικός [catadecticós] (adj.) afa ble, afectuoso, καταδεκτικότητα [catadecticótita] (nyf.) afabilidad, condescendencia, κατάδηλος [catádilos] (adj.) manifie 746
sto, evidente, obvio, καταδίδω [catadído] (v.) delatar, de nunciar. καταδικάζω [catadicádso] (v.) conde nar, sentenciar · τον καταδίκασαν σε θάνατο- le condenaron a muerte, καταδίκη [catadíqui] (nyf.) condena, pena, sentencia · η καταδίκη του κατηγορούμενου- la condena del acusado. κατάδικος [catádicos] (n./m.+f.) con denado, condenada, καταδιώκω [catadióco] (v.) perseguir, acosar, pretender, cazar, καταδίωξη [catadíoksi] (nyf.) persecu ción, acoso, búsqueda, caza · μανία καταδίωξης- manía persecutoria, καταδολιεύομαι [catadoliévome] (v.) defraudar, traicionar, καταδολίευση [catadolíefsi] (nyf.) fraude, traición, κατάδοση [catádosi] (nyf.) delación, denuncia, καταδότης [catadótis] (nym.) delator, acusador. καταδρομέας [catadroméas] (nym.) comando, καταδρομή [catadromí] (n./f.) perse cución. καταδυνάστευση [catadinástefsi] (nyf.) opresión, tiranía, καταδυναστεύω [catadinastévo] (v.) oprimir, tiranizar, esclavizar, aherro jar. καταδύομαι [catadíome] (v.) sumer girse, zambullirse, bucear, κατάδυση [catádisi] (n./f.) inmersión, zambullida, chapuzón, καταζήτηση [catadsítisi] (n./f.) bús queda. καταζητώ [catadsitó] (v.) buscar, κατάθεση [catácesi] (n./f.) 1: depósito, ingreso, 2: deposición, declaración, testimonio, atestación.
καταλαβαίνω καταθέτης [catacétis] (n./m.) deposi tante. καταθέτω [catacéto] (v.) 1: depositar, ingresar, 2: deponer, declarar, ate stiguar. καταθλίβω [catazlívo] (v.) deprimir, oprimir, entristecer, καταθλιπτικός [catazlipticós] (adj.) de primente, depresivo, triste, melancó lico. κατάθλιψη [catázlipsi] (n./f.) depre sión, tristeza, melancolía, καταθορυβώ [catazorivó] (v.) alarmar, disturbar. καταιγίδα [categuída] (ηΛ.) tormenta, tempestad, aguacero, chubasco, καταιγισμός [categuismós] (ηΛη.) (Mil.) fuego. καταισχύνη [catesjíni] (ηΛ.) vergüe nza, deshonra, deshonor, humilla ción, desdén, καταισχύνω [catesjíno] (v.) avergo nzar, humillar, deshonrar, κατακάθι [catacácí] (η Λ .) sedimento, resto, residuo, κατακαίω [cataquéo] (v.) incinerar, κατάκαρδα [catácarda] (adv.) de cora zón, profundamente · παίρνω κάτι κατάκαρδα- tomarse a pecho, κατακεραυνώνω [cataqueravnóno] (v.) fulminar. κατακλέβω [cataclévo] (v.) hurtar, pi llar, robar, κατάκλεκπος [catáclistos] (adj.) encerra do. κατακλύζω [cataclízo] (v.) 1: inundar, anegar, empantanar, 2: llenar, colmar • o κόσμος κστέκλυσε την πλατείαla gente colmó la plaza, κατακλυσμός [cataclismós] (n./m.) di luvio, cataclismo, tormenta, κατάκοιτος [catáquitos] (adj.) conva leciente, inválido, incapacitado, κατακόκκινος [catacóquinos] (adj.)
muy colorado, muy rojo, de color rojo intenso, κατακόμβη [catacómvi] (n./f.) catacumba. κατάκοπος [catácopos] (adj.) fatiga do, rendido, agotado, abatido, κατακόρυφος [catacórifos] (adj.) ver tical, perpendicular · κστακόρυφη πτώση- caída vertical, κατακράτηση [catacrátisi] (n./f.) re tención. κατακρατώ [catacrató] (v.) retener, re frenar, detentar, κατακραυγή [catacravguí] (nVf.) cla mor, indignación, griterío · προκάλεσε κοινωνική κατακραυγή- causó clamor social, κατακρεούργηση [catacreúrguisi] (ηΛ) masacre. κατακρεουργώ [catacreurgó] (v.) ma sacrar. κατακρημνίζω [catacrimnídso] (v.) pre cipitar, arrojar, tirar, echar, κατακρήμνιση [catacrímnisi] (ηΛ.) precipitación, κατακρίνω [catacríno] (v.) censurar, criticar, reprobar, desaprobar, κατακριτέος [catacritéos] (adj.) re prensible, censurable, reprobable, criticable, κατάκτηση [catáctisi] (n./f.) conquista • η κατάκτηση της ελευθερίας- la conquista de la libertad · η κατάκτη ση μιας ξένης πόλης- la conquista de una ciudad, καταχτητής [catactitís] (n./m.) con quistador, vencedor, κατακτώ [catactó] (v.) conquistar, apo derarse, dominar, κατακυρώνω [cataquiróno] (v.) adju dicar. κατακύρωση [cataquírosi] (ηΛ.) adju dicación. καταλαβαίνω [catalavéno] (v.) enten
747
καταλαμβάνω der, comprender, percibir, καταλαμβάνω [catalamváno] (v.) ocu par, apoderarse, dominar, someter · κατέλαβε μια υψηλή θέση- ocupó un puesto alto · o στρατός κατέλαβε τη χώρα- el ejercito se apoderó del país · τον κατέλαβε πανικός- le llevó el pánico, καταλέγω [catalégo] (v.) incluir en una lista. κατάλευκος [catálefcos] (adj.) total mente blanco, καταλήγω [catalígo] (v.) terminar, llegar, concluir, finalizar, resultar · κατέληξαν σε συμφωνία- llegaron a un acuerdo · πού θα κστβΛήξα η συζήτηση;- ¿cómo se acabará esta conversación?, κατάληξη [catáliksi] (n./f.) termina ción, desinencia, conclusión, coro lario. καταληπτός [cataliptós] (adj.) com prensible, concebible, entendible. κατάληψη [catálipsi] (n/f.) 1: ocupa ción, toma, terminación, 2: desinen cia · κατάληψη του Πανεπιστημίουocupación de la Universidad, κατάλληλος [catálilos] (adj.) adecua do, apropiado, conveniente, corres pondiente, adaptable, condigno, καταλληλότητα [catalilótita] (nyf.) 1: adecuación, 2: conveniencia, καταλογίζω [cataloguídso] (v.) atri buir, imputar, καταλογισμός [cataloguismós] (n./m.) atribución, imputación · καταλογι σμός ευθυνών- atribución de res ponsabilidades, κατάλογος [catálogos] (n7m.) 1: ca tálogo, lista, listado, 2: (restaurante) carta. κατάλοιπο [catálipo] (n./m.) residuo, resto, remanente, κατάλυμα [catálima] (n7n.) alojamie 748
nto, cuartel, campamento · βρίσκω κατάλυμα- encontrar alojamiento, καταλυπώ [catalipó] (v.) afligir, abatir, entristecer, κατάλυση [catálisi] (nVf.) 1: (Qulm.) ca tálisis, 2: abolición, supresión, καταλύτης [catalítis] (n7m.) cataliza dor. καταλύω [catalío] (v.) abolir, suprimir, anular, cancelar, derogar · καταλύω τους νόμους- abolir las leyes, κατάμαυρος [catámavros] (adj.) enne grecido. καταμερίζω [catamerídso] (v.) repar tir, distribuir, καταμερισμός [catamerismós] (nVm.) reparto, distribución, división, repar tición · καταμερισμός εργασίας- re parto de tareas, κατάμεστος [catámestos] (adj.) com pletamente lleno, completo, atesta do, superpoblado, καταμέτρηση [catamétrisi] (n./f.) re cuento, cómputo, escrutinio, cálculo • καταμέτρηση ψήφων- cómputo de votos. καταμετρώ [catametró] (v.) hacer re cuento, computar, realizar el escru tinio. καταμήνιος [catamínios] (adj.) men sual, menstrual, καταμηνύω [cataminío] (v.) denun ciar. κατάμονος [catámonos] (adj.) desola do, solitario, κατάμουτρα [catámutra] (adv.) cara a cafa, de frente, καταναγκάζω [catanangádso] (v.) for zar, coaccionar, obligar, compeler, presionar, καταναγκασμός [catanangasmós] (n/m.) coacción, obligación, presión, apremia καταναγκαστικός [catanangasticós] (adj.) forzado, forzoso, obligado.
καταπληκτικός καταναλώνω [catanalóno] (ν.) consu mir, gastar, κατανάλωση [catanálosi] (nyf.) con sumo, gasto, consumición · η κατα νάλωση αλκοόλ απαγορεύεται σε άτομα ηλικίας κάτω των 18 ετώνprohibido el consumo de bebidas alcohólicas a menores de 18 años, καταναλωτής [catanalotís] (nym.) con sumidor, comprador, κατανέμω [catanémo] (v.) repartir, dis tribuir · κατανέμω ευθύνες- repartir responsabilidades, κατανεύω [catanévo] (v.) asentir, apro bar, consentir, κατανίκηση [cataníquisi] (nyf.) supe ración. κατανικώ [catanicó] (v.) superar, ven cer, derrotar, κατανόηση [catanóisi] (nyf.) compren sión, percepción, entendimiento, κατανοητός [catanoitós] (adj.) com prensible, κατανομή [catanomí] (nyf.) reparto, distribución, κατανοώ [catanoó] (v.) comprender, entender, darse cuenta, concebir, κατάντημα [catándima] (n./n.) degra dación, reducción, mal fin. καταντώ [catandó] (v.) degradarse, reducirse, κατανυκπκός [catanicticós] (adj.) de voto · κατανυκτική προσευχή- ora ción devota, καταξιώνω [cataksióno] (v.) recono cer. καταξίωση [cataksiosi] (nyf.) recono cimiento. καταπακτή [catapactí] (n./f.) trampilla, escotillón, καταπάνω [catapáno] (adv.) 1: contra, 2: por encima de, arriba, sobre · έπε σε καταπάνω του- se lanzó contra él.
καταπάτηση [catapátisi] (n./f.) 1: vio lación, atropello, pisoteo, pisotón, 2: ocupación, invasión · καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων- viola ción de los derechos humanos, καταπατητής [catapatitis] (nym.) in truso, precarista, καταπατώ [catapató] (v.) violar, atro pellar, pisotear, κατάπαυση [catápafsi] (nyf.) cese, ce sación, cesantía, pausa, καταπαύω [catapávo] (v.) cesar, poner término, poner fin (a), καταπείθω [catapízo] (v.) persuadir, convencer, καταπέλτης [catapéltis] (n./m.) cata pulta, tirador, tirabeque, καταπέτασμα [catapétasma] (nyn.) cortina · έφαγε το καταπέτασμαcomió hasta la muerte, καταπιάνομαι [catapiánome] (v.) asir se, aferrarse, ocuparse de. καταπιέζω [catapiédso] (v.) oprimir, reprimir, presionar, καταπίεση [catapíesi] (nyf.) opresión, represión, agobio, ahogo, καταπιεστής [catapiestís] (n./m.) opresor, represor, καταπιεστικός [catapiesticós] (adj.) opresivo, represivo, agobiante, an gustioso. καταπίνω [catapíno] (v.) tragar, deglu tir, devorar, καταπίπτω [catapípto] (v.) tirarse, caer de lo alto, derrocar, derribar, καταπιστευματοδόχος [catapistevmatodójos] (nym.) fideicomisa rio. καταπλακώνω [cataplacóno] (v.) 1: sepultar, 2: aplastar, aplanar, κατάπλασμα [catáplasma] (n./n.) ca taplasma, καταπλέω [catapléo] (v.) atracar, καταπληκτικός [cataplicticós] (adj.)
749
κατάπληκτος asombroso, sorprendente, fascina nte. κατάπληκτος [catáplictos] (adj.) asom brado, sorprendido, perplejo, κατάπληξη [catápliksi] (n./f.) asombro, sorpresa, deslumbramiento, estupor, perplejidad, καταπλήσσω [cataplíso] (v.) asombrar, sorprender, dejar estupefacto, κατάπλους [catáplus] (n7m.) llegada de un barco, καταπνίγω [catapnígo] (v.) 1: sofocar, ahogar, asfixiar, ahorcar, 2: oprimir, reprimir. κατάπνιξη [catápniksi] (n./f.) 1: sofo cación, ahogo, asfixia, 2: supresión, represión, freno · η κατάπνιξη του αγώνα- la represión de la lucha, καταπόδας [caté pódas] (adv.) en pie • τον ακολούθησε καταπόδας- le si guió en pie. καταπολεμώ [catapolemó] (v.) com batir, luchar contra, batallar, καταπόνηση [catapónisi] (n./f.) fatiga, extenuación, καταποντίζω [catapondídso] (v.) su mergir. καταπονώ [cataponó] (v.) fatigar, ex tenuar, agotar, κατάποση [catáposi] (n7f.) deglución, καταπράυνση [catapráinsi] (n./f.) apa ciguamiento, sosiego, calma, alivio, καταπραϋντικό [catapraindicó] (n./n.) sedante, sedativo, paliativo, tranqui lizante. καταπραϋντικός [catapraindicós] (adj.) calmante, tranquilizante · καταπραϋ ντικά φάρμακα- medicamentos tran quilizantes, καταπραΰνω [catapraíno] (v.) sosegar, apaciguar, calmar, καταπτόηση [cataptóisi] (nVf.) intimi dación, consternación, καταπτοώ [cataptoó] (v.) intimidar,
aterrorizar, κατάπτυστος [catáptistos] (adj.) des preciable, κατάπτωση [catáptosi] (n7f.) depre sión, abatimiento, agotamiento, pos tración nerviosa · νιώθω κατάπτω ση- sentir agotamiento, κατάρα [catára] (n./f.) maldición, blas femia, anatema, καταραμένος [cataraménos] (adj.) maldito, condenado, κατάργηση [catárguisi] (nVf.) supre sión, abolición, derogación, καταργώ [catargó] (v.) suprimir, abo lir, derogar, anular · καταργώ έναν νόμο/ένα διάταγμα- abolir una ley/ un decreto, καταριέμαι [catariéme] (v.) maldecir, anatematizar · καταριέται τη μοίρα του- maldice al destino, καταρράκτης [cataráctis] (n./m.) cata rata, cascada, καταρρακτώδης [cataractódis] (adj.) torrencial · καταρρακτώδης βροχήtorrencial lluvia, κατάρρευση [catárefsi] (njf.) derrum bamiento, desmoronamiento, abati miento, caída · η κατάρρευση ενός κτιρίου- el derrumbamiento de un edificio. καταρρέω [cataréo] (v.) derrumbarse, desplomarse, abatirse, caerse, καταρρίπτω [catarípto] (v.) derribar, abatir, desmantelar, κατάρριψη [catáripsi] (n./f.) derribo, derrumbamiento, derrumbe, arrasa miento, demolición · η κατάρριψη ενός αεροπλάνου- el derribo de un avión · η κατάρριψη ενός μύθου- el derrumbe de un mito, καταρροή [cataroí] (n7f.) catarro, res friado. κατάρτι [catárti] (n./n.) mástil, árbol, καταρτίζω [catartídso] (v.) organizar,
750
καταστροφικός preparar, educar, capacitar, κατάρτιση [catártisi] (n./f.) formación, educación, instrucción · επαγγελ ματική κατάρτιση- formación pro fesional. καταρχήν [catarjín] (adv.) primera mente, en principio, en primer lugar • κατ'αρχάς- primeramente, en prin cipio, en primer lugar, κατάσβεση [catásvesi] (nVf.) extinción, κατασβεστήρας [catasvestíras] (nVm.) extinguidor. κατασκευάζω [catasquevádzo] (v.) 1: construir, edificar, erigir, 2: fabricar, confeccionar, producir, κατασκεύασμα [catasquévasma] (n7n.) 1: obra, construcción, estructura, 2: in vención, invento, fruto, producto, κατασκευαστής [catasquevastís] (n7m.) constructor, fabricante · το προϊόν συνοδεύεται από εγγύηση του κα τασκευαστή- el producto cuenta con garantía por el fabricante, κατασκευή [catasquevi] (nyf.) construc ción, fabricación, confección, estru ctura. κατασκηνώνω [catasquinóno] (v.) acam par. κατασκήνωση [catasquínosi] (nyf.) cam pamento, acampamiento, camping, κατασκοπεύω [catascopévo] (v.) espiar, κατασκοπία [catascopía] (n./f.) espio naje. κατάσκοπος [catáscopos] (n./m.) es pía, agente secreto, κατασπαράζω [catasparádso] (v.) des pedazar, desgarrar, κατασπατάληση [cataspatálisi] (n7f.) derroche, desgaste, κατασπαταλώ [cataspataló] (v.) derro char, malgastar, despilfarrar, καταστάλαγμα [catastálagma] (nVn.) 1: residuo, sedimento, 2: conclusión, terminación. 751
κάτασπρος [cátaspros] (adj.) muy blanco, completamente blanco, κατασταλάζω [catastaládso] (v.) 1: gotear, escurrir, filtrar, 2: depositar, establecer, colocar, κατασταλτικός [catastaIticós] (adj.) represivo, represor · κατασταλτικά φάρμακα- medicamentos represi vos. κατάσταση [catástasi] (nVf.) situación, estado · κατάσταση πολιορκίας- es tado de sitio · ψυχική κατάστασηestado de ánimo, καταστατικό [catastaticó] (n7n.) es tatuto. καταστέλλω [catastélo] (v.) reprimir, sofocar, contener, represar, refrenar · η αστυνομία κατέστειλε τα επεισό δια· la policía refrenó los episodios, κατάστημα [catástima] (n7n.) estable cimiento, tienda, almacén, καταστηματάρχης [catastimatárjis] (n7m.) dueño de una tienda, patrón, κατάστιχο [catástijo] (nVn.) libro con table. καταστολή [catastolí] (nVf.) represión, sofocación, contención, καταστρατήγηση [catastratíguisi] (n./f.) infracción, usurpación, καταστρατηγώ [catastratigó] (v.) usur par, infringir, violar, καταστρεπτικός [catastrepticós] (adj.) destructivo, destructor, catastrófico, desastroso, καταστρέφω [catastréfo] (v.) destruir, destrozar, arruinar, aniquilar, arrasar, καταστροφή [catastrofí] (n7f.) des trucción, catástrofe, destrozo, ruina, desgracia, aniquilación · o σεισμός προκάλεσε μεγάλες καταστροφέςel terremoto causó grandes desa stres. καταστροφικός [catastroficós] (adj.) destructivo, catastrófico · κατα-
κατάστρωμα ατροφικές συνέπειες- consecuen cias destructivas, κατάστρωμα [catástroma] (η./η.) cu bierta. καταστρώνω [catastróno] (ν.) planear, organizar, κατάστρωση [catástrosi] (nyf.) pla neamiento, organización, κατάσχεση [catásjesi] (nyf.) embargo, bloqueo, secuestro, confiscación · η τράπεζα έκανε κατάσχεση της πε ριουσίας του- la confiscación de sus bienes por el banco, κατάσχω [catásjo] (v.) embargar, se cuestrar, apropiarse por la fuerza (de). κατάταξη [catátaksi] (n./f.) clasifica ción, catalogación, ordenación, ali stamiento, κατατάσσω [catatáso](v.) clasificar, ca talogar, ordenar, alistar, archivar, κατατείνω [catatíno] (v.) tender a. κατατεμαχίζω [catatemajídso] (v.) tro cear, fraccionar, fragmentar, κατατόπια [catatópia] (nyn.) pl. locali dades, lugares, sitios · θα μου δείξεις τα κατατόπια;- ¿me muestras los lu gares de interés?, κατατοπίζω [catatopídso] (v.) orientar, guiar. κατατρεγμός [catatregmós] (nym.) per secución. κατατρέχω [catatréjo] (v.) perseguir, aco sar. κατατρομάζω [catatromádso] (v.) aterrorizarar(se), alarmar(se), asustar(se), intimidar. κατατροπώνω [catatropóno] (v.) de rrotar, vencer, aplastar · κατατρόπω σε τον αντίπαλό του- derrotó a su enemigo. κατατρόπωση [catatróposi] (nyf.) de rrota, aplastamiento, καταυλισμός [catavlismós] (nym.) cam 752
pamento. καταφανής [catafanís] (adj.) evidente, claro, aparente, καταφανώς [catafanós] (adv.) eviden temente, claramente, κατάφαση [catáfasi] (n./f.) afirmación, καταφάσκω [catafásco] (v.) asentir, afirmar, acordar, καταφατικός [catafaticós] (adj.) afir mativo, cierto, probatorio · κατα φατική απάντηση- respuesta afir mativa. καταφέρνω [cataférno] (v.) conseguir, lograr, alcanzar, καταφεύγω [catafévgo] (v.) recurrir, acudir, refugiarse · κατέφυγε στη δι καιοσύνη- acudió a la justicia, καταφθάνω [catafzáno] (v.) llegar, acudir, presentarse, personarse, καταφορά [cataforá] (nyf.) bajada, re sentimiento, odio, κατάφορτος [catáfortos] (adj.) sobre cargado, cargado, lleno,, καταφρόνηση [catafrónisi] (nyf.) me nosprecio, desprecio, desdén, καταφρονώ [catafronó] (v.) menos preciar, despreciar, desdeñar, καταφύγιο [catafíguio] (nyn.) refugio, albergue, amparo, κατάφυτος [catáfitos] (adj.) cubierto de vegetación, verde, plantado, lle no de plantas, κατάφωρος [catáforos] (adj.) claro, evidente. κατάφωτος [catáfotos] (adj.) ilumina do. καταχθόνιος [catajzónios] (adj.) tene broso, infernal, καταχνιά [catajñá] (nyf.) bruma, nie bla, neblina, calima, calina, καταχραστής [catajrastís] (nym.) abu sivo, estafador, desfalcador, malver sador. κατάχρηση [catájrisi] (nyf.) 1: abuso,
κατέχω desfalco, fraude, dicterio, 2: exceso, exageración, καταχρηστικά [catajristicá] (adv.) abusivamente, fraudulentamente, καταχρηστικός [catajristicós] (adj.) abusivo, fraudulento · καταχρηστι κός σύνδεσμος- conjunción abusi va. καταχρώμαι [catajróme] (v.) desfalcar, malversar, abusar (de), estafar, καταχωρίζω [catajorídso] (v.) regis trar, inscribir, καταχώριση [catajórisi] (n./f.) registro, inscripción, entrada, καταψηφίζω [catapsifídso] (v.) votar en contra, oponer, rechazar por vo tación · τo νομοσχέδιο καταψηφί στηκε- el proyecto de ley se rechazó por votación, καταψήφιση [catapsífisi] (n./f.) vota ción en contra, oposición, κατάψυξη [catápsiksi] (ηΛ.) 1: (elec trodomésticos) congelador, nevera, 2: (acción) refrigeración, enfriamiento, καταψύχω [catapsíjo] (v.) congelar, refrigerar, helar, κατεβάζω [catevádso] (v.) bajar, de scender. κατεβαίνω [catevéno] (v.) bajar(se), descender, apearse · κατεβαίνω τις σκάλες- bajar las escaleras · κατε βαίνω από το λεωφορείο- bajarse del autobús, κατεδαφίζω [catedafídso] (v.) demo ler, derruir, derribar, κατεδάφιση [catedáfisi] (n./f.) demoli ción, arrasamiento, derribo, κατειλημμένος [catiliménos] (adj.) ocupado · κατειλημμένη γραμμή- lí nea ocupada · κατειλημμένη θέσηsilla ocupada, κατενθοοσιασμένος [catenzusiasménos] (adj.) entusiasmado, excitado, κατεξοχήν [cateksojín] (adv.) particu
larmente, principalmente, κατεπειγόντως [catepigóndos] (adv.) urgentemente, apremiantemente · επέστρεψε κατεπειγόντως- volvió urgentemente, κατεπείγων [catepígon] (adj.) urge nte, acuciador, acuciante, κατεργάζομαι [catergádsome] (v.) ela borar, fabricar, producir, κατεργάρης [catergáris] (adj.) picaro, pillo, astuto, granuja, bribón, canalla, astuto. κατεργαριά [catergariá] (n./f.) picar día, astucia, granujería, κατεργασία [catergasía] (η Λ ) elabo ración, processo · κατεργασία δερ μάτων-zurra. κάτεργο [cátergo] (η Λ .) galera, barco de remos, penal, κατέρχομαι [catérjome] (v.) descen der, bajar, declinar, κατεστραμμένος [catestraménos] (adj.) 1: destrozado, aruinado, marchitado, 2: maldito, κατεστημένο [catestiméno] (n./n.) la clase dirigente, establecimiento, κατευθείαν [catefcían] (adv.) directa mente, en forma directa, κατεύθυνση [catéfcinsi] (n./f.) dire cción, rumbo, camino, κατευθύνω [catefcíno] (v.) orientar, dirigir, guiar, encaminar, κατευνάζω [catevnádso] (v.) calmar, apaciguar, tranquilizar, aliviar, aquie tar, moderar, κατευνασμός [catevnasmós] (n./m.) entreguismo, apaciguamiento, apla camiento, moderación, atenuación, κατευναστικό [catevnasticó] (η Λ .) sedativo, tranquilizante, calmante, κατευναστικός [catevnasticós] (adj.) tranquilizante, calmante, relajante, κατέχω [catéjo] (v.) 1: poseer, ocu par, tener, 2: apoderarse (de), hacer
753
κατΕψυγμένος propio · κατέχω άδεια διδασκαλί ας- tengo permiso de enseñanza · κατέχει υψηλό αξίωμα- ocupa un alto cargo, κατεψυγμένος [catepsigménos] (adj.) congelado, frígido, κατηγόρημα [catigórima] (nVn.) (Gram.) complemento, κατηγορηματικά [catigorimaticá] (adv.) categóricamente, rotundamente, ta jantemente, contundemente. κατηγορηματικός [catigorimaticós] (adj.) categórico, rotundo, tajante, contundente, concluyente, κατηγορία [catigoría] (nyf.) 1: acusa ción, inculpación, cargo, 2: categoría, clase, tipo, κατήγορος [catígoros] (n./m.) acusa dor, fiscal, inculpador, κατηγορούμενος [catigorúmenos] (nym.) acusado, procesado, κατηγορώ [catigoró] (v.) acusar, incul par, acriminar, culpar, denunciar, κατήφεια [catífta] (n./f.) melancolía, tristeza, aflicción, κατηφής [catifís] (adj.) hosco, triste, desanimado, κατηφόρα [catifóra] (nyf.) pendiente, cuesta, bajada, κατηφορίζω [catiforídso] (v.) descen der, bajar, κατήφορος [catíforos] (n./f.) bajada, descenso · παίρνω τον κατήφοροestar en decadencia, κατήχηση [catíjisi] (n./f.) catequización, catequesis, catecismo, dotrina. κατηχητής [catijitís] (n./m.) catequi sta. κατηχώ [catijó] (v.) catequizar, κάτι [cáti] (pron.) algo, un(os/as) · συ νέβη κάτι περίεργο- pasó algo raro · βρήκε κάτι παλιούς δίσκους- encon tró unos discos viejos, κάτισχνος [cátisjnos] (adj.) demacra 754
do, flaco, esquelético, κατοίκηση [catíquísi] (nyf.) residen cia. κατοικήσιμος [catiquísimos] (adj.) ha bitable. κατοικία [catiquía] (nyf.) vivienda, casa, hogar, residencia, domicilio, morada · πρέπει να δηλώσεις μό νιμη κατοικία- tienes que precisar domicilio fijo, κατοικίδιο [catiquídio] (nyn.) masco ta. κατοικίδιος [catiquídios] (adj.) do méstico. κάτοικος [cáticos] (n./m.) habitante, residente, morador, poblador, κατοικώ [caticó] (v.) residir, vivir, habi tar · κατοικώ σε διαμέρισμα- vivo en un piso. κατολίσθηση [catolíscisi] (nyf.) corri miento de tierras, desprendimiento de tierras, κατονομάζω [catonomádso] (v.) de nominar, nombrar, κατονομασία [catonomasía] (n./f.) de nominación, κατόπιν [catópin] (adv.) luego, des pués (de), a continuación, más tar de. κατόπτευση [catóptefsi] (nyf.) obser vación, reconocimiento, κατοπτεύω [catoptévo] (v.) observar, examinar, reconocer, κατοπτρισμός [catoptrismós] (nym.) reflejo, espejismo, κάτοπτρο [cátoptro] (nyn.) 1: espejo, 2: (Med.) espéculo, κατόρθωμα [catórzoma] (n./n.) logro, consecución,éxito, κατορθώνω [catorzóno] (v.) lograr, conseguir, obtener, cumplir, κατορθωτός [catorzotós] (adj.) posi ble, factible, realizable, κάτουρο [cáturo] (nyn.) meada, orina,
καυτηρίαση orín, pipí. κατουρώ [caturó] (v.) mear, orinar, ha cer pipí. κατοχή [catojí] (n./f.) posesión, ocupa ción · τον συνέλαβαν για παράνομη κατοχή όπλων- le secuestraron por posesión ilegal de armas, κάτοχος [cátojos] (n./m.+f.) poseedor, tenedor, propietario, titular · κάτο χος άδειας- el titular del permiso, κατοχυρώνω [catojiróno] (v.) consoli dar, asegurar, garantizar, κατοχύρωση [catojírosi] (n./f.) conso lidación · κατοχύρωση δικαιωμά των-consolidación de derechos, κάτοψη [cátopsi] (nyf.) plano de un edificio visto desde arriba, κατρακύλα [catraquíla] (n./f.) caída, declive, descenso, κατρακυλώ [catraquiló] (v.) rodar, re volcarse. κατράμι [catrámi] (nyn.) alquitrán · μαύρο σαν κατράμι- negro como el alquitrán. κατραπακιά [catrapaquiá] (n./f.) ma notada, golpe, κατσαβίδι [catsavídi] (n./n.) destorni llador. κατσαδιάζω [catsadiádso] (v.) echarle a alguien una bronca, κατσαρίδα [catsarída] (n./f.) cucara cha. κατσαρόλα [catsaróla] (nyf.) cacerola, olla, cazuela, κατσαρός [catsarós] (adj.) rizado, en sortijado, crespo, κατσιάζω [catsiádso] (v.) marchitar, encoger, κατσίκα [catsíca] (nyf.) cabra, κατσούφης [catsúfis] (nym.) melancó lico, arisco, hosco, triste, κατσουφιάζω [catsufiádso] (v.) estar de mal humor, κάτω [cáto] (adv.) bajo, abajo, debajo, 755
por debajo, κατώτατος [catótatos] (adj.) mínimo, ínfimo. κατώτερος [catóteros] (adj.) más bajo, inferior · κατώτερος μισθός- suedo inferior. κατωτερότητα [catoterótita] (n./f.) in ferioridad, κατωτέρω [catotéro] (adv.) más abajo, a continuación, seguidamente, κατώφλι [catófli] (n./n.) umbral, bor de, paso, escalera de entrada, κάτωχρος [cátojros] (adj.) muy pálido, demacrado, descolorido, καύκαλο [cáfcalo] (nyn.) calavera, καύλα [cávla] (nyf.) erección, excita ción. καυλός [cavíos] (nym.) tallo, καυλώνω [cavlóno] (ν.) 1: tener una erección, 2: poner caliente a alguien, καυσαέρια [cafsaéria] (n./n.) pl. gases de combustión, aire contaminado, καύση [cáfsi] (nyf.) 1: combustión, 2: cremación, καύσιμο [cáfsimo] (n./n.) carburante, combustible, καύσιμος [cáfsimos] (adj.) combusti ble · καύσιμη ύλη- materia combus tible. καυσόξυλο [cafsóksilo] (n./n.) leña, καυστήρας [cafstíras] (n./m.) quema dor. καυστικός [cafsticós] (adj.) 1: cáustico, corrosivo, 2: abrasivo, mordaz, iróni co, ofensivo, καύσωνας [cáfsonas] (nym.) oleada de intenso calor, καυτερός [cafterós] (adj.) 1: abrasador, ardiente, 2: picante · καυτερό φαγη τό- comida picante, καυτηριάζω [caftiriádso] (ν.) 1: caute rizar, 2: criticar, καυτηρίαση [caftiríasi] (n./f.) cauteri zación.
καυτός καυτός [caftós] (adj.) muy caliente, ar diente, abrasador, caluroso, καύχημα [cáfjima] (n/n.) jactancia, ala rde, presunción, baladronada, alaban za. καυχησιάρης [cafjisiáris] (adj.) jactan cioso, presuntuoso, baladrón, fanfa rrón. καυχιέμαι [cafjiéme] (v.) jactarse, alar dear, pavonearse, blasonar, fanfarro near. καφάσι [cafási] (n./n.) cajón, καφασωτός [cafasotós] (adj.) enreja do. καφέ [café] (nVn.) marrón, καφεΐνη [cafeíni] (nVf.) cafeína, καφενείο [cafenío] (nVn.) café, cafe tería. καφεοφυτεία [cafeofítía] (nVf.) cafe tal. καφές [cafés] (n7m.) café · ένα φλι τζάνι καφέ- una taza de café · πώς πίνας τον καφέ σου;- ¿cómo quieres tu café?. καχεκτικός [cajecticós] (adj.) enfermi zo, débil, raquítico, καχύποπτος [cajípoptos] (adj.) suspi caz, receloso, desconfiado, καχυποψία [cajipopsía] (n./f.) sospe cha, recelo, desconfianza, suspica cia. κάψα [cápsa] (n7f.) bochorno, calor intenso, mucho calor, καψαλίζω [capsalídso] (v.) tostar, cha muscar. καψερός [capserós] (adj.) pobre, mise rable, desgraciado, κάψουλα [cápsula] (n7f.) cápsula, κέδρος [quédros] (n./m.) cedro, κέικ [quéik] (n./n.) pastel, tarta, dulce, κείμαι [químe] (v.) yacer, κείμενο [químeno] (nVn.) texto, κειμήλιο [quimílio] (n./n.) recuerdo, objeto de valor. 756
κείτομαι [quitóme] (v.) yacer, κεκλιμένος [quecliménos] (adj.) incli nado, oblicuo, proclive · κεκλιμένο επίπεδο- rampa inclinada, κεκτημένος [quectiménos] (adj.) ob tenido. κελάηδισμα [queláidisma] (nVn.) can to, trino. κελαηδώ [quelaidó] (v.) cantar, trinar, gorjear. κελάρι [quelári] (nVn.) 1: despensa, sótano, 2: (vino) bodega, κελαρύζω [quelarídso] (v.) gorgotear, κελάρυσμα [quelárisma] (nVn.) gor goteo. κελεπούρι [quelepúri] (n/n.) ganga, suerte, chiripa, κελί [quelí] (nVn.) celda, célula, alvéo lo. κέλυφος [quélifos] (nVn.) cascarón, concha. κενό [quenó] (n7n.) vacío, espacio va cío · κενό αέρος- brecha de aire, κενοδοξία [quenodoksía] (n7f.) pre sunción, vanidad, arrogancia, endo samiento, κενόδοξος [quenódoksos] (adj.) pre sumido, arrogante, alabancioso, pre suntuoso, κενολογία [quenologuía] (nVf.) fatui dad. κενός [quenós] (adj.) libre, vacío, va cante, desocupado, κενοσοφία [quenosofía] (n7f.) peda ntería. κενόσοφος [quenósofos] (adj.) pe dante. κενότητα [quenótita] (nVf.) vaciedad, vacuidad, hueco. Κένταυρος [quéntavros] (nym.) cen tauro. κέντημα [quéndima] (nVn.) bordado, bordadura. κεντητός [quenditós] (adj.) bordado
κεφαλαιοκρατία • κεντητό τραπεζομάντηλο- mantel bordado. κεντράδι [quendrádi] (nyn.) injerto, κεντρί [quendrí] (nyn.) aguijón, κεντρίζω [quendrídso] (v.) picar, puznar · μου κεντρίζει την περιέργειαme pica la curiosidad, κεντρικός [quendricós] (adj.) central, céntrico · κεντρική θέρμανση- ca lefacción central · κεντρικός αγω γός- cañería maestra · κεντρικός δρόμος- calle principal, κέντρο [quéndro] (nyn.) centro, co gollo · τηλεφωνικό κέντρο- centro telefónico, κεντρομόλος [quentromólos] (adj.) centrípeto, κεντρόφυγος [quendrófigos] (adj.) centrífugo, κεντώ [quendó] (v.) bordar, κεραία [queréa] (nyf.) antena, cuerno, κεραμίδι [queramídi] (nyn.) teja, κεραμικός [queramicós] (adj.) cerámi co, de cerámica, κεράσι [querási] (nyn.) cereza, κερασιά [querasiá] (nyf.) cerezo, κέρασμα [quérasma] (nyn.) regalo, invitación, obsequio · μου χρωστάς κέρασμα- te toca invitar, κερατάς [queratás] (n./m.) cornudo, κερατίτις [queratitis] (n./f.) queratitis κέρατο [quérato] (nyn.) cuerno, κερατοειδής [queratoidís] (n./m.) cór nea. κερατώνω [queratóno] (v.) poner los cuernos, ser infiel, κεραυνοβόλος [queravnovólos] (adj.) fulminante, inesperado, repentino, κεραυνοβολώ [queravnovoló] (v.) fulminar. κεραυνόπληκτος [queravnóplictos] (adj.) fulminado, κεραυνός [queravnós] (nym.) rayo.
κερδίζω [querdídso] (ν.) 1: ganar, triunfar, beneficiarse, 2: sacar pro vecho, devengar, 3: (dinero) cobrar · κερδίζω τον αγώνα- ganar el parti do · κερδίζω έδαφος- ganar terreno • κερδίζω (βγάζω) χρήματα- ganar/ cobrar dinero, κέρδος [quérdos] (nyn.) 1: ganancia, beneficio, 2: provecho, κερδοσκοπία [querdoscopía] (nyf.) explotación, lucro, provecho, espe culación, agio, κερδοσκοπικός [querdoscopicós] (adj.) lucroso, especulativo. K8póo
lucrativo, especulador, agiotista, κερδοσκοπώ [querdoscopó] (v.) lu crarse, aprovecharse, explotar, κερδοφόρος [querdofóros] (adj.) ren table, provechoso, beneficioso, ven tajoso. κερί [querí] (nyn.) 1: cera, 2: vela, cirio, κερκίδα [querquída] (nyf.) grada, hi lera · σημειώθηκαν επεισόδια στην κερκίδα- hubo episodios en la gra da. Κέρκυρα [quérquira] (nyf.) Corfú, κέρμα [quérma] (n./n.) moneda, κερνώ [quernó] (v.) invitar, ofrecer, κερώνω [queróno] (v.) encerar · κερώ νω κλωστή- encerotar, κεσάτι [quesáti] (nyn.) depresión eco nómica. κεσές [quesés] (nym.) tazón, bol. κετσές [quetsés] (nyn.) fieltro, κεφάλαιο [quefáleo] (nyn.) 1: dinero, capital, 2: capítulo · τα συμφέροντα του κεφαλαίου- los intereses del ca pital · το κεφάλαιο της ιστορίας- el capítulo de la historia, κεφαλαιοκράτης [quefaleocrátis] (nym.) capitalista, κεφαλαιοκρατία [quefaleocratía] (nyf.) capitalismo.
757
κεφαλαιοποίηση κεφαλαιοποίηση [quefaleopíisi] (n./f.) capitalización, κεφαλαιοποιώ [quefaleopió] (v.) ca pitalizar. κεφαλαίος [quefaléos] (adj.) mayú scula, capital, versal · κεφαλαίο γράμμα- letra mayúscula, κεφαλαιούχος [quefaleújos] (n7m.+f.) capitalista, κεφαλαιώδης [quefaleódis] (adj.) ca pital, fundamental · παρατήρηση κεφαλαιώδους σημασίας- observa ción de fundamental importancia, κεφαλαλγία [quefalalguía] (n./f.) ce falalgia. κεφαλάρι [quefalári] (n7n.) fuente, κεφάλας [quefálas] (n7m.) cabezón, cabezudo, κεφαλή [quefalí] (n7f.) cabeza, jefe · είναι η κεφαλή της οικογένειας- a) es la cabeza de la familia, b) lleva los pantalones, κεφάλι [quefáli] (n./n.) cabeza · (dolor) τo κεφάλι μου πάει va σπάσει- me duele la cabeza · (pensar) σπάω το κεφάλι μου- se me rompe la cabeza · δουλεύει χωρίς va σηκώνει κεφάλιtrabaja sin levantar cabeza · χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο- golpea su cabeza contra el muro, κεφαλιά [quefaliáj (n./f.) cabezazo, κεφαλικός [quefalicós] (adj.) 1: capi tal, 2: cefálico · κεφαλικός φόροςimpuesto por persona, κεφάτος [quefátos] (adj.) de buen hu mor, alegre, animado, sonriente, κέφι (quéfi] (n7n.) buen humor, ale gría, entusiasmo, ganas · έχω κέφι για βόλτα- tengo ganas de pasear · είμαι στα κέφια μου- estoy de buen humor. κεφτές [queftés] (n./m.) albóndiga, κεχαριτωμένος [quejaritoménos] (adj.) gracioso.
κεχρί [quejrí] (n7n.) (Bot.) mijo, κεχριμπάρι [quejribári] (n./n.) ámbar, κηδεία [quidía] (n./f.) funeral, entierro, sepelio. κηδεμόνας [quidemónas] (n./m.) tu tor. κηδεμονεύω [quidemonévo] (v.) ser tutor. κηδεμονία [quidemonía] (n./f.) 1: tu toría, tutela, 2: custodia · υπό την κηδεμονία μου- bajo mi tutela •ανα λαμβάνω την κηδεμονία κάποιουtener la tutela de alguien, κηδεύω [quidévo] (v.) enterrar, sepul tar, inhumar, κηλεπίδεσμος [quilepídesmos] (n./m.) braquero. κήλη [quíli] (nVf.) hernia, κηλίδα [quilída] (n./f.) mancha, mácu la, tintura, borrón · βρήκε μια κηλίδα αίματος στα ρούχα του- encontró una mancha de sangre en su ropa · κηλίδα πετρελαίου- pozo de petró leo. κηλιδώνω [quilidóno] (ν.) 1: manchar, ensuciar, 2: (metáf.) deshonrar, ultra jar · κηλίδωσε το όνομά του- des honró su nombre, κηλίδωση [quilídosi] (n7f.) mancha, suciedad. κηπευτικά [quipefticá] (n7n.) pl. hor talizas. κηπευτικός [quipefticós] (adj.) hortí cola. κήπος [quipos] (n./m.) jardín, parque, vergel, huerto, huerta · ζωολογικός κήπος- a) parque zoológico, b) zoo. κηπουρική [quipuriquí] (nVf.) jardine ría, floricultura, horticultura, κηπουρικός [quipuricós] (adj.) hor tense. κηπουρός [quipurós] (n./m.) jardine ro, floricultor, horticultor, κηρήθρα [qirízra] (n./f.) panal, resca.
758
κινητήριος κηροπήγιο [quiropíguio] (n./n.) can delabro, candelera, palmatoria, κηροπλάστης [quiroplástis] (n./m.) cerero, velero, κηροπλαστική [quiroplastiquí] (n./f.) cerería. κηροποιός [quiropiós] (n7m.) cerero, velero. κηροστάτης [quirostátis] (n./m.) can delabro. κήρυγμα [quírigma] (nVn.) sermón, arenga, plática, homilía, predicación, prédica. κήρυκας [quíricas] (n7m.) predicador, pregonero, propagandista, κήρυξη [quíriksi] (n./f.) proclamación, declaración, divulgación, anuncia ción · κήρυξη πολέμου- declaración de guerra, κηρύσσω [quiríso] (v.) proclamar, anun ciar, publicar, divulgar, promulgar, κήτος [quitos] (n7n.) cetáceo, κηφήνας [quifínas] (n./m.) zángano, holgazán, κιάλι [quiáli] (n./n.) catalejo, κιάλια [quiália] (n7n.) pl. prismáticos, anteojos. κίβδηλος [quívdilos] (adj.) falso, falsifi cado, ficticio, fingido, κιβώτιο [quivótio] (n./n.) caja, cajón, κιβωτός [quivotós] (n./f.) arca, cofre · η κιβωτός του Νώε- la arca de Noe. κιγκαλερία [quigkalería] (n./f.) quin callería, ferretería, κιγκλίδωμα [quigklídoma] (n./n.) reja, verja, enrejado, κιγκλίδα [quigklída] (n./f.) reja, verja, cerca, barandilla, κιθάρα [quizára] (nVf.) guitarra, κιθαρίστας [quizarístas] (nVm.) gui tarrista. κιλό [quiló] (n./n.) kilo, kilogramo, κιλοβάτ [quilovát] (n./n.) kilovatio, κιλότα [quilóta] (n./f.) braga.
κιμάς [quimás] (n./m.) carne picada, κιμονό [quimono] (n./n.) quimono, κιμωλία [quimolía] (n./f.) tiza, κίναιδος [quínedos] (adj.) homo sexual. κινδυνεύω [quindinévo] (v.) peligrar, correr peligro, arriesgar(se), atrever, arriscar(se) · κινδυνεύει η ζωή τουsu vida está en peligro, κίνδυνος [quíndinos] (n7m.) peligro, peligrosidad, riesgo, amenaza · εκ θέτω σε κίνδυνο- poner en peligro • έξοδος κινδύνου- salida de emer gencia · άγνοια κινδύνου- ignoran cia del peligro · εκπέμπω σήμα κιν δύνου- emitir señal de riesgo · βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του- arriesga su vida. κινδυνώδης [quindinódis] (adj.) peli groso, arriesgado, aventurado. Κινέζος [quinédsos] (n7m.) chino, κίνημα [quínima] (n./n.) movimiento • εργατικό/φοιτητικό κίνημα- movi miento laborista/estudiantil. κινηματογράφηση [quinimatográfisi] (n./f.) filmación, κινηματογραφία [quinimatografía] (n./f.) cinematografía, κινηματογράφος [quinimatográfos] (n7m.) cine, cinematógrafo, κινηματογραφώ [quinimatografó] (v.) filmar. κίνηση [quínisi] (nVf.) 1: movimiento, moción, desplazamiento, 2: acción, 3: tráfico, atasco · θέτω σε κίνησηponer en movimiento· κίνηση λογα ριασμού· movimiento de la cuenta · ευγενική κίνηση- acción benévola • κίνηση καλής θέλησης- acción de buena voluntad · έχει πολλή κίνηση στον δρόμο- hay mucho tráfico por la calle. κινητήρας [quinitíras] (n./m.) motor, κινητήριος [quinitírios] (adj.) motriz ·
759
κινητικότητα κινητήριος δύναμη- fuerza motriz, κινητικότητα [quiniticótita] (n./f.) mo vilidad, movimiento, κινητοποίηση [quinitopíisi] (nyf.) mo vilización, κινητοποιώ [quinitopió] (v.) movilizar, activar. κινητός [quinitós] (adj.) móvil, portá til. κίνητρο [quínitro] (nyn.) motivación, aliciente, incentivo, estímulo, κινίνη [quiníni] (n./f.) quinina, κινώ [quinó] (ν.) 1: mover, menear, po ner en movimiento, 2: provocar, κιόλας [quiólas] (adv.) ya, todavía, por ahora · τελείωσες κιόλας;- ¿has aca bado ya?, κίονας [quíonas] (n./m.) columna, κιονόκρανο [quionócrano] (nyn.) ca pitel. κιόσκι [quiósqui] (nyn.) quiosco, κιοτεύω [quiotévo] (v.) acobardarse, sentir temor, κιοτής [quiotís] (nym.) 1: cobarde, pu silánime, 2: (metáf.) pollo, gallina, κιούπι [quiúpi] (n./n.) vasija, κίρρωση [quírosi] (n./f.) (Med.) cirro sis. κιρσός [quirsós] (nym.) variz, várice, κισσός [quisós] (n./m.) yedra, hiedra, κιτρικός [quirticós] (adj.) cítrico, κιτρινάδι [quitrinádi] (nyn.) yema, mancha amarilla, κιτρινίζω [quitrinídso] (v.) amarillear, palidecer, κιτρίνισμα [quitrínisma] (nyn.) amarilleamiento. κίτρινος [quítrinos] (adj.) amarillo, κιτρινωπός [quitrinopós] (adj.) amari llento, amarillejo, amarilloso, κίτρο [quítro] (n./n.) (Bot.) citrón, κλάδεμα [cládema] (n./n.) poda, κλαδευτήρι [cladeftíri] (nyn.) poda dera. 760
κλαδεύω [cladévo] (v.) podar, κλαδί [cladí] (n./n.) rama, ramo, κλάδος [cládos] (n./m.) rama, tallo, κλαδωτός [cladotós] (adj.) enramado, ramoso. κλαίω [cléo] (v.) llorar, lamentar, lagri mar · κλαίω με μαύρο δάκρυ- estoy llorando con todo mi corazón, κλάμα [cláma] (nyn.) 1: (personas) lla nto, lloro, 2: (animales) aullido, κλανιά [claniá] (nyf.) pedo, ventosi dad. κλάνω [cláno] (v.) tirarse un pedo, κλάξον [clákson] (n./n.) bocina, claxon, pito. κλαρί [clarí] (n./n.) rama, κλαρινέτο [clarinéto] (nyn.) clarinete, κλάση [clási] (n./f.) fraccionamiento, clase, calaña, categoría, κλασικισμός [clasiquismós] (n./m.) clasicismo, κλασικός [clasicós] (adj.) clásico · κλα σική μουσική- música clásica · κλα σικές σπουδές- estudios clásicos, κλάσμα [clásma] (nyn.) (Mat.) fracción, porción · ομώνυμα κλάσματα- fra cciones ¡guales, κλασματικός [clasmatícós] (adj.) fra ccionario, κλαυθμός [clafzmós] (n./m.) lamento, dolor, queja, κλαψιάρης [clapsiáris] (adj.) llorón, quejica. κλαψουρίζω [clapsurídso] (v.) llori quear, gimotear, llorar, sollozar, κλαψούρισμα [clapsúrisma] (nyn.) lloriqueo, llantina, gimoteo, sollozo, κλέβω [clévo] (v.) robar, llevarse, qui tar, hurtar, timar, estafar, desvalijar, κλειδαράς [clidarás] (nym.) cerrajero, κλειδαριά [clidariá] (nyf.) cerradura, cerraja, cerrojo, κλειδαρότρυπα [didarótripa] (nyf.) ojo de la cerradura.
κλητήρας κλειδί [elidí] (n-/n.) llave, κλειδοκύμβαλο [clidoquímvalo] (n./n.) piano, κλείδωμα [clídoma] (n./n.) cierre, κλειδώνω [clidóno] (v.) cerrar con lla ve/candado, encerrar, κλείδωση [clídosi] (n./f.) 1: (Anat.) arti culación, 2: juntura, κλειθροποιός [clizropiós] (nym.) ce rrajero. κλείνω [clíno] (ν.) 1: cerrar, encerrar, 2: apagar · κλείνω ραντεβού- a) pro gramar un encuentro, b) quedar con alguien. κλείσιμο [clísimo] (n./n.) 1: cierre, fin, final, conclusión, 2: (cárcel) clausura, cerramiento, κλεισούρα [clisúra] (n./f.) olor a cerra do. κλειστός [clistós] (adj.) 1: cerrado, en cerrado, 2: apagado, κλειστοφοβία [clistofovía] (nyf.) claustrofobia, κλειτορίδα [clitorída] (n7f.) dítoris. κλεπταποδόχος [cleptapodójos] (n7 m.+f.) encubridor/a. κλεπτομανής [deptomanís] (adj.) cleptómano, cleptomaníaco, κλεπτομανία [cleptomanía] (n Jf.) cleptomanía, κλεφτά [cleftá] (adv.) a escondidas, sigilosamente, κλέφτης [cléftis] (n./m.) ladrón, ratero, timador, estafador, atracador, κλεφτοπόλεμος [cleftopólemos] (nym.) guerrilla, κλεφτόπουλο [cleftópulo] (nym.) la dronzuelo, κλεψιά [clepsiá] (n./f.) robo, estafa, timo, defraudación, atraco, rapiña, κλέψιμο [clépsimo] (nyn.) robo, hur to. κλεψιτυπία [clepsitipía] (nyf.) plagio, pirata. 761
κλεψύδρα [clepsidra] (n./f.) reloj de arena, clepsidra, κλήμα [clima] (n./n.) vid, parra, κληματαριά [climatariá] (nyf.) parral, κληματόφυλλο [dimatófilo] (nyn.) hoja de vid. κληρικοκρατία [diricocratía] (nyf.) sa cerdocio. κληρικός [cliricós] 1: (n./m.) clérigo, sacerdote, 2: (adj.) clerical, eclesiá stico. κληροδοσία [clirodosía] (n./f.) legado, κληροδότημα [clirodótima] (n./n.) le gado, herencia, manda, κληροδοτώ [clirodotó] (v.) heredar, dejar en herencia, legar, testar, κληρονομιά [clironomiá] (nyf.) heren cia, legado, κληρονομικός [dironomicós] (adj.) here ditario, congénito, ancestral, heredado, κληρονομικότητα [dironomicótita] (nyf.) herencia. κληρονόμος [dironómos] (nym.+f.) here dero, sucesor, κληρονομώ [dironomó] (v.) heredar, suceder, recibir una herencia, κλήρος [clíros] 1: (nym.) boleto de lo tería, lote, 2: (Igl.) clero, clerecía · ρί χνω/τραβώ κλήρο- jugar a la lotería • μου έπεσε o κλήρος- me ha tocado la lotería · ορθόδοξος κλήρος- clero ortodoxo, κληρώνω [diróno] (v.) sortear, rifar, κλήρωση [clírosi] (n./f.) sorteamiento, sorteo, rifa · η κλήρωση του λαχεί ου- el sorteo de la Lotería, κληρωτίδα [clirotída] (nyf.) bombo, κληρωτός [clirotós] (adj.) recluta, κλήση [clísi] (nyf.) 1¡llamada, 2: llama miento, citación, 2: multa, κλήτευση [clítefsi] (nyf.) citación, lla mamiento, convocatoria, emplaza miento. κλητήρας [clitíras] (n./m.) ordenanza,
κλητική subalterno, κλητική [clltiquí] (n./f.) (Gram.) voca tivo. κλητικός [cliticós] (adj.) apelativo, κλητός [clitós] (adj.) invitado, llama do. κλίβανος [clívanos] (nVm.) autoclave, horno. κλίκα [clíca] (n./f.) facción, círculo, ca marilla. κλίμα [clima] (n7n.) clima · ήπιο κλί μα- clima suave, κλίμακα [clímaca] (n./f.) escala, κλιμάκιο [clímáquio] (n./n.) división, grupo, escala, escalón, κλιμακοστάσιο [climacostásio] (n7n.) escalera. κλιμακτήριος [climactírios] (n./f.) me nopausia, climaterio, κλιμακώνω [climacóno] (v.) aumentar vertiginosamente, intesificar, exten der. κλιμάκωση [climácosi] (nVf.) escala miento, intesificación, extensión, au mento · κλιμάκωση κινητοποιήσε ων- intensificación del movimiento, κλιματικός [climaticós] (adj.) climáti co. κλιματισμός [climatismós] (n./m.) cli matización, aire acondicionado, κλιματολογία [climatología] (n./f.) cli matología, κλιματολογικός [climatologicós] (adj.) climatológico, κλινάμαξα [clinámaksa] (n./f.) vagón, κλίνη [clíni] (n./f.) cama, lecho, κλινική [cliniquí] (n./f.) clínica · κλινι κή μικρών ζώων- a) clínica veterina ria, b) clínica de mascotas, κλινικός [clinicós] (adj.) clínico, κλινοσκέπασμα [dinosquépasma] (n/n.) cobertor, manta, cobija, frazada, κλινοστρωμνή [clinostomní] (n./f.) colchón. 762
κλίνω [clíno] (v.) 1: inclinar, ladear, 2: (Gram.) conjugar, declinar, κλισέ [clisé] (n./n.) cliché, κλίση [clísi] (n./f.) 1: inclinación, ladeo, 2: (Gram.) conjugación, declinación, 3: tendencia, vocación · δρόμος με κλίση- calle con inclinación · κλίση των ρημάτων- conjugación de los verbos · έχει κλίση στον χορό- tiene vocación para el bail. κλιτός [clitós] (adj.) (Gram.) 1: (susta ntivos) declinable, 2: (verbos) conju gable. κλοιός [cliós] (n./m.) 1: corro, 2: cír culo · αστυνομικός κλοιός- círculo policial. κλονίζω [clonídso] (v.) conmover, per turbar. κλονισμός [clonismós] (n./m.) conmo ción, perturbación, choque, κλοπή [clopí] (n./f.) robo, hurto, rapi ña. κλούβα [clúva] (n./f.) 1: jaula, prisión, cárcel, 2: alambrera, κλουβί [cluví] (n./n.) pajarera, jaula • κλείνω σε κλουβί- encerrar en la jaula. κλούβιος [clúvios] (adj.) hueco, vacío, podrido, κ,λ.π. [que lipá] etcétera, etc. κλύσμα [clísma] (n./n.) (Meó.) enema, lavativa, clistel, κλώθω [clózo] (v.) 1: hilar, enroscar, 2: (metáf.) dar vueltas, κλωνάρι [clonári] (n./n.) 1: rama, ramita, 2: varilla, varita · κλωνάρι ελιάςrama de olivo, κλώσιμο [clósimo] (n7n.) hilandería, κλώσα [clósa] (n./f.) gallina clueca, κλωσώ [closó] (v.) enclocarse, empo llar, aclocarse, κλωσόπουλο [closópulo] (nVn.) polli to, polluelo. κλωστή [clostí] (n7f.) hilo, hebra, h¡-
κοινός laza. κλωτσιά [clotsiá] (n./f.) patada, punta pié, coz, coceadura, pernada, κλωτσώ [clotsó] (v.) patear, dar una patada (a), dar una puntapié (a), dar una coz (a), κνήμη [cními] (nVf.) espinilla, canilla, κνησμός [cnismós] (n./m.) (Med.) co mezón, prurigo, picazón, escozor, κνίδωση [cnidosi] (n7f.) picazón, co mezón, κοάζω [coádso] (v.) croar, κοβάλτιο [coválto] (n./n.) (Quím.) co balto. κόβω [cóvo] (ν.) 1: cortar, partir, talar, escindir, separar, seccionar, trinchar, 2: dejar · κόβω εισιτήρια- a) sacar entradas, b) comprar billetes · κόβω ταχύτητα- reducir la velocidad · θα σου κόψω τα πόδια- te voy a cortar las piernas · δεν μου έκοψε από δειξη· no me ha dado factura · του έκοψα τη φόρα- le refrené · κόψε τον λαιμό σου- a) haz lo que te da la gana, b) vete a la mierda · δεν το κόβω va τελειώνω νωρίς- no creo acabar temprano · μου κόπηκε η όρεξη- se me han ido las ganas · του έκοψε τα φτερά- le cortó las alas · το θέαμα του έκοψε την ανάσα- el espectáculo le ha quitado la respi ración · κόβω το κάπνισμα- dejar de fumar. κόθορνος [cózornos] (n./m.) coturno, κοιλάδα [quiláda] (n./f.) valle, cuenca, κοιλαράς [quitará] (adj.) barrigudo, gordo. κοιλιά [quiliá] (nVf.) vientre, abdomen, barriga, tripa, κοιλιακός [quiliacós] (adj.) abdominal • κοιλιακός πόνος- dolor abdominal, κοιλιόδουλος [quiliódulos] (adj.) glo tón, tragón, κοιλίτσα [quilítsa] (n./f.) barriguita,
pancita. κοιλόπονος [quilóponos] (nVm.) do lor de barriga, κοίλος [quilos] (adj.) cóncavo, hueco, κοιλότητα [quilótita] (n./f.) cavidad, hueco, cuenco, ahuecamiento, κοίλωμα [quíloma] n. oquedad, κοιμάμαι [quimáme] (v.) dormir(se). κοιμητήριο [quimitírio] n. cemente rio. κοιμίζω [quimídso] (v.) dormir, ador mecer. κοιμισμένος [quimisménos] (adj.) dor mido, durmiente, κοινό [quinó] (nVn.) público, audi torio, concurrencia · το κοινό τον χειροκροτούσε όρθιο- el público le aplaudió de pie. κοινόβιο [quinóvio] (n./n.) comuna, congregación, κοινοβουλευτικός [quinovulefticós] (adj.) parlamentario · κοινοβουλευ τική επιτροπή- comunidad parla mentaria. κοινοβούλιο [quinovúlio] (n./n.) par lamento. κοινολόγηση [quinológuisi] (nVf.) di vulgación, comunicación, κοινολογώ [quinologó] (v.) divulgar, comunicar, publicar, κοινοποίηση [quinopiisi] (n./f.) comu nicación, notificación, comunicado, anuncio, aviso, κοινοποιώ [quinopió] (v.) comunicar, notificar, hacer saber, anunciar, avi sar. κοινόχρηστος [quinójristos] (adj.) público, de uso público, comunal, común · κοινόχρηστος χώρος- es pacio público, κοινοπραξία [quinopraksía] (n7f.) gre mio, consorcio, κοινός [quinós] (adj.) común, público • κοινή γνώμη- opinión pública · κοι-
763
κοινότητα νόςνους- sentido común, κοινότητα [quinótita] (n./f.) comuni dad, comuna, sociedad, municipio, κοινοτικός [quinoticós] (adj.) comu nitario. κοινοτοπία [quinotopía] (nyf.) de lo mas común, κοινότοπος [quinótopos] (adj.) trilla do. κοινωνία [quinonia] (n./f.) 1: sociedad, comunidad, 2: (Igl.) comunión, κοινωνικοποιώ [quinonicopió] (v.) so cializar. κοινωνικός [quinonicós] (adj.) social, sociable, comunicativo · κοινωνι κή θέση- estado social · κοινωνική τάξη- clase social, κοινωνιολογία [quinoniología] (nyf.) sociología, κοινωνιολόγος [quinoniológos] (nV m.+f.) sociólogo, κοινωνώ [quinonó] (v.) comulgar, κοινωφελής [quinofells] (adj.) para beneficio público, κοίταγμα [quítagma] (n./n.) mirada, vistazo, ojeada, κοιτάζω [quitádso] (ν.) 1: mirar, echar un vistazo, ojear, 2: observar, exami nar, cuidar, κοίτασμα [quítasma] (n./n.) yacimie nto. κοίτη [quíti] (nyf.) lecho, cauce, κοιτίδα [quitída] (nyf.) cuna, κοιτώνας [quitónas] (nym.) dormito rio, residencia, κοκαΐνη [cocaini] (nyf.) cocaína, κοκαλάκι [cocaláqui] (nyn.) huesito, gancho para el pelo, κοκαλένιος [cocaléños] (adj.) óseo, κοκαλιάρης [cocaliáris] (adj.) huesu do, delgado, flaco, demacrado, κόκαλο [cócalo] (nyn.) 1: hueso, 2: espina. κοκαλώνω [cocalóno] (v.) quedarse
tieso, osificar, κοκεταρία [coquetaría] (nyf.) coque tería. κοκέτης [coquétis] (adj.) coqueto, κοκκινέλι [coquinéli] (nyn.) vino ti nto. κοκκινίζω [coquinídso] (v.) ruborizar se, sonrojarse, ponerse colorado, en rojecer. κοκκίνισμα [coquínisma] (nyn.) rubor, sonrojo, enrojecimiento, κοκκινολαίμης [coquinolémis] (nym.) (Zool.) petirrojo, κοκκινομάλλης [coquinomális] (adj.) pelirrojo. κόκκινος [cóquinos] (adj.) 1: rojo, co lorado, 2: (vino) tinto, κοκκινόχωμα [coquinójoma] (nyn.) arcilla. κοκκινωπός [coquinopós] (adj.) roji zo, rojo, rubicundo, κόκκος [cócos] (n./m.) grano, gránulo. κοκκώδης [cocódis] (adj.) granular, κόκορας [cócoras] (nym.) gallo, κοκορεύομαι [cocorévome] (v.) fan farronear, pavonearse, alardear, ja ctarse. κοκορόμυαλος [cocorómialos] (adj.) idiota, tonto, κοκότα [cocóta] (nyf.) prostituta, cocota, puta, κοκτέιλ [coctéil] (nyn.) coctel, κοκωβιός [cocoviós] (nym.) (Zool.) gobio. κολάζω [coládso] (v.) escandalizar, pe car, castigar, κόλακας [cólacas] (n./m.) halagador, adulador, lisonjeador, camelador, cortejador, κολακεία [colaquía] (nyf.) halago, adulación, lisonja, adulonería. κολακευτικός [colaquefticós] (adj.) halagador, adulador, lisonjero, elo gioso, alabador.
764
κολυμπώ κολακεύω [colaquévo] (ν.) halagar, adular, lisonjear, camelar, κολαρίζω [colarídso] (v.) almidonar, κολαριστός [colaristós] (adj.) almido nado. κολάρο [coláro] (n./n.) 1: collar, 2: (ca misa) cuello, κόλαση [cólasi] (n./f.) infierno, averno, κολάσιμος [colásimos] (adj.) que me rece ser castigado, κολασμένος [colasménos] (adj.) 1: maldito, condenado, 2: lascivo, κολατσίζω [colatsldso] (v.) merendar, κολατσιό [colatsió] (nVn.) merienda, κολαφίζω [colafídso] (v.) abofetear, κόλαφος [cólafos] (n./m.) bofetada, palmada, manotazo, κολέγιο [coléguio] (η Λ .) colegio, κολεκτιβισμός [colectivismós] (ηΛη.) colectivismo, κολίανδρος [colíandros] (n./n.) (Bot.) cilantro, κολιέ [colié] (η Λ .) collar, κολιμπρί [colibrí ] (η Λ .) (Zool.) coli brí. κολικός [colicós] (n./m.) (Med.) cólico, κολίτιδα [colítida] (n./f.) (Med.) colitis, κόλλα [cóla] (n./f.) 1: (pegar) cola, pe gamento, 2: (papel) folio, hoja, κόλληση [cólisi] (n./f.) soldadura, κολλητικός [coliticós] (adj.) 1: (cola) adherente, adhesivo, 2: (enfermedad) contagioso, infeccioso · κολλητική ασθένεια- enfermedad contagiosa, κολλητικότητα [coliticótita] (nVf.) contagiosidad, κολλητός [colitós] (adj.) pegado, uni do, adherido, contiguo, κολλητσίδα [colitsída] (n./f.) persona inoportuna, κολλοειδής [coloidís] (adj.) 1: gluti noso, pegajoso, 2: (Quím.) a) (n./m.) coloide, b) (adj) coloidal, κολλύριο [colirio] (n./n.) colirio.
κολλώ [coló] (v.) 1: pegar, encolar, adherir, engomar, 2: (enfermedad) contagiar, infectar, coger · τον κόλ λησε στον τοίχο- (metáf.) le puso en una situación incómoda · κάτι δεν μου κολλάει στην υπόθεση- algo no pega en este caso · κόλλησα γρίπηhe cogido la gripe, κολλώδης [colódis] (adj.) pegajoso, engomado · κολλώδης ουσία- su stancia pegajosa, κολοβός [colovós] (adj.) mutilado, in completo, κολοκύθα [coloquíza] (ηΛ.) calabaza, κολοκύθι [coloquíci] (η Λ .) calabacín, calabacino, κολόνα [colóna] (n./f.) columna, po ste. κολόνια [colónia] (n./f.) colonia, per fume. κολοσσιαίος [colosiéos] (adj.) colosal, grandioso, enorme, inmenso, agi gantado · κολοσσιαία προσπάθειαgrandioso intento, κολοσσός [colosós] (nVm.) coloso, gigante. κολοφώνας [colofónas] (ηΛη.) apo geo. κολπίσκος [colpíscos] (n./m.) bahía, golfo, ensenada, κόλπο [cólpo] (η Λ .) 1: truco, ardid, treta, 2: trampa, artimaña · επικίνδυ νο κόλπο- artimaña peligrosa, κόλπος [cólpos] (n7m.) 1: golfo, 2: (mujer) vagina, vulva, κολτσίνα [coltsína] (η Λ ) juego de naipes. κολύμβηση [colímvisi] (η Λ ) natación, κολυμβητής [colimvitís] (n./m.) nada dor. κολυμπήθρα [colimbízra] (ηΛ.) pila bautismal, κολύμπι [colímbi] (η Λ .) natación, κολυμπώ [colimbó] (v.) nadar.
765
κόμβος κόμβος [cómbos] (n./m.) nudo, κόμη [cómi] (n./f.) cabello, pelo, κόμης [cómis] (nym.) conde, κόμισσα [cómisa] (n./f.) condesa, κομητεία [comitía] (n./f.) comarca, κομήτης [comítis] (nym.) cometa, κομίζω [comídso] (v.) traer, llevar, por tar. κομιστής [comistís] (nym.) portador, comisionado, dador, κόμιστρα [cómistra] (nyn.) pl. impor te, tarifa. κόμμα [cóma] (n./n.) 1: partido, 2: coma, inconsciencia, κομμάρα [comára] (nyf.) cansancio, fatiga, agotamiento, κομματάρχης [comatárjis] (n./m.) jefe de partido, κομμάτι [comáti] (n./n.) 1: trozo, peda zo, pieza, 2: parte, fragmento, tramo, 3: (Mús.) tema, temazo · κόβω ένα κομμάτι ψωμί- cortar un trozo de pan · είμαι κομμάτια από την κού ραση- (metáf.) estoy destrozado por el cansancio, κομματιάζω [comatiádso] (v.) trocear, partir, despedazar, fragmentar, κομματικός [comaticós] (adj.) de par tido, partidista, κομό [como] (nyn.) cómoda, κόμμωση [cómosi] (n./f.) peinado, κομμωτήριο [comotírio] (n./n.) pelu quería. κομμωτής [comotís] (n./m.) peluque ro. κομμουνισμός [comunismós] (n./m.) comunismo, κομμουνιστής [comunistís] (n./m.) comunista, κομοδίνο [comodino] (nyn.) mesilla de noche, κομπάζω [combádso] (v.) alardear, κομπασμός [combasmós] (n./m.) alar de, fanfarronada, jactancia. 766
κομπαστής [combastís] (n./m.) fanfa rrón, jactancioso, κομπιάζω [combiádso] (v.) titubear, κομπίνα [combina] (n./f.) estafa, κομπινεζόν [combinedsón] (nyn.) ena gua. κόμπλεξ [cómbleks] (n./n.) complejo, κομπλεξικός [combleksicós] (adj.) acomplejado, κομπλιμέντο [combliménto] (nyn.) elogio, loa, encomio, κομπογιαννίτης [combogianrtis] (nym.) charlatán, embacador. κομπολόι [combolói] (nyn.) conjunto de cuentas ensartadas en un hilo para jugar o para entretenerse, κόμπος [cómbos] (nym.) nudo, enla ce. κομποσκοίνι [combosquíni] (nyn.) ro sario. κομπόστα [combósta] (nyf.) compota, macedonía. κόμπρα [cóbra] (nyf.) cobra, κομφορμισμός [comformismós] (nym.) conformismo, κομφορμιστής [comformistís] (nym.) conformista, κομψός [compsós] (adj.) elegante, fino, distinguido, κομψοτέχνημα [compsotéjnima] (nyn.) obra de arte, κομψότητα [compsótita] (nyf.) ele gancia, distinción, fineza, κόνδορας [cóndoras] (n./m.) (Zool.) cóndor, κονία [conía] (n./f.) mortero, κονιάκ [coñák] (n./n.) coñac, κονίαμα [coníama] (n./n.) argamasa, mezcla. κόνιδα [cónida] (n./f.) huevo de piojo, κόνικλος [cóniclos] (nym.) conejo, κονικλοτροφείο [coniclotrofío] (nyn.) conejera, κονιοποιώ [coniopió] (v.) pulverizar.
κορδέλα κονιορτοποίηση [coniortopíisi] (n./f.) pulverización, κονιορτοποιώ [coniortopio] (v.) pul verizar. κονίστρα [cónistra] (n7f.) arena, rue do, redondel, κονσέρβα [consérva] (n./f.) conserva, lata. κονσόλα [consola] (n./f.) consola, κοντά [contá] (adv.) cerca (de), junto (a), al lado (de), κονταίνω [conténo] (ν.) 1: cortar, 2: acortar, abreviar · κονταίνω το πα ντελόνι· acortar los pantalones, κοντάκι [contáqui] (n./n.) culata, κοντάρι [contári] (n./n.) lanza, jabali na, pértiga, κόντεμα [cóntema] (n./n.) acorta miento, abreviamiento, κοντεύω [contévo] (v.) acercarse, fal tar poco. κοντινός [continós] (adj.) cercano, próximo, contiguo, vecino, allegado, κοντολογίς [contologuís] (adv.) bre vemente, en pocas palabras, κοντομάνικος [contománicos] (adj.) de manga corta, κοντός [condós] (adj.) bajo, corto, chi co, pequeño, κοντοστέκω [contostéco] (v.) vacilar, κοντοστούπης [contostúpis] (adj.) bajo, chaparro, κοντόφθαλμος [condófzalmos] (adj.) corto de vista, κόντρα [cóntra] (adv.) en contra de · πηγαίνω κόντρα σε κάποιον- estar en contra de alguien, κοντραμπάσο [contrambáso] (n./n.) contrabajo, κόντρα πλακέ [contraplaqué] (n./n.) contrachapada. κονσέρτο [consérto] (n./n.) concierto, κοντράρω [contráro] (v.) oponerse a. κοπάδι [copádi] (n7n.) 1: (corderos) re
baño, manada, ganado, 2: (caballos) caballada, κοπάζω [copádso] (v.) aplacar, calmar, apaciguar, κοπάνα [copána] (n./f.) novillos, κοπανίζω [copanídso] (v.) golpear, machacar, κόπανος [cópanos] (nVm.) mano de mortero, cretino, κοπέλα [copéla] (nVf.) chica, mucha cha, joven, κοπελιά [copeliá] (n./f.) chica, κοπή [copí] (n./f.) 1: corte, cortadura, cisura, 2: (moneda) acuñación · νόμι σμα νέας κοπής- moneda de nueva acuñación, κοπιάζω [copiádso] (v.) fatigarse, es forzarse, afanarse, κοπιάρω [copiáro] (v.) copiar, imitar, κοπιαστικός [copiasticós] (adj.) fati goso, penoso, duro, agotador, tra bajoso. κοπίδι [copídi] (n./n.) cincel, κοπιώδης [copiódis] (adj.) laborioso, fatigoso, arduo, κόπος [cópos] (n./m.)1: fatiga, cansan cio, 2: esfuerzo, trabajo, κόπρανα [cóprana] (n./n.) pl. excre mentos, κοπριά [copriá] (n./f.) estiércol, κοπρίτης [copritis] (n./m.) 1: (persona) holgazán, perezoso, 2: (animal) perro sin raza. κοπρόσκυλο [coprósquilo] (n./n.) pi caro, holgazán, κόπωση [cóposi] (n./f.) cansancio, fa tiga. κόρα [córa] (nVf.) corteza de pan. κόρακας [córacas] (nVm.) cuervo, κορακιάζω [coraquiádso] (v.) estar muy sediento, κορακίστικα [coraquística] (n./n.) pl. vulgarismo, jerigonza, κορδέλα [cordéla] (n./f.) cinta, lazo.
767
κοραλλένιος κοραλλένιος [coraléños] (adj.) de co ral. κοράλλι [coráli] (nVn.) coral, κορδελιάζω [cordeliádso] (v.) enlazar, κορδόνι [cordóni] (n7n.) cordón, cor del. κόρδωμα [córdoma] (n./n.) contoneo, pavoneo. κορδώνομαι [cordónome] (v.) conto nearse, pavonearse, κορεσμένος [coresménos] (adj.) sa turado · κορεσμένα λιπαρά- grasa saturada. κορεσμός [coresmós] (n7m.) satura ción, saciedad, κόρη [córi] (n7f.) hija, pupila, κοριός [coriós] (n7m.) chinche · κάνω τον ψόφιο κοριό- (metáf.) hacer el tonto. κορίτσι [corítsi] (nVn.) niña, chica, chi quita, chavala. κορμί [cormí] (n./n.) cuerpo · αθλητι κό κορμί- cuerpo atlético, κορμός [cormós] (n7m.) tronco, torso, κορμοστασιά [cormostasiá] (n/f.) com postura, porte, κόρνα [córna] (nVf.) claxon, bocina, pito. κορνάρω [cornáro] (v.) tocar el claxon/ la bocina, κορνέτα [cométa] (nVf.) corneta, κορνίζα [cornídsa] (nVf.) marco, cor nisa. κοροϊδεύω [coroidévo] (v.) burlar(se) (de), tomar el pelo, engañar (a), mofar(se) (de), befar, zumbarse (de), κοροϊδία [coroidía] (n./f.) burla, enga ño, camelo, mofa · δεν ανέχομαι την κοροϊδία- no soporto el engaño, κορόιδο [coróido] (n7n.) bobo, tonto, torpe. κορομηλιά [coromiliá] (n./f.) ciruelo, κορόμηλο [corómilo] (n./n.) ciruela, κόρος [córos] (n./m.) saciedad. 768
κορσές [corsés] (n./m.) faja, corsé, κορτάκιας [cortáquias] (nVm.) muje riego, faldero, ligón, κορτάρω [cortáro] (v.) coquetear, flir tear, cortejar, ligar, galantear, κόρτε [córte] (n./n.) coqueteo, flirteo, galanteo. κορυδαλλός [coridalós] (n./m.) alon dra. κορυφαίος [coriféos] (adj.) encumbra do, destacado, distinguido, κορυφή [corifí] (nVf.) 1: cumbre, cima, pico, vértice, 2: cabeza, κορύφωμα [corífoma] (n./n.) culmina ción, colmo, cúspide, κορυφώνω [corifóno] (v.) culminar, κορύφωση [corífosi] (n7f.) culmina ción, colmo, cúspide, clímax, apo geo, augue, cénit, κορώνω [corono] (v.) arder, κοσκινίζω [cosquinídso] (v.) tamizar, cribar, cerner, ahechar, κόσκινο [cósquino] (nVn.) tamiz, cri ba. κοσμαγάπητος [cosmagápitos] (adj.) popular. κοσμάκης [cosmáquis] (n./m.) gente cilla. κόσμημα [cósmima] (nVn.) 1: joya, al haja, 2: brillante, gema · κρεμαστό κόσμημα- joya colgada · αυτό το κτίριο είναι το κόσμημα της πόληςeste edificio es la joya de la ciudad. κοσμηματογραφίαί^ΓηίΓηβΐος^ίβ] (n./f.) ornamentación, decoración, κοσμηματογράφος [cosmimatográfos] (n./m.) decorador, κοσμηματοθήκη [cosmimatocíqui] (n7f.) joyero, estuche, κοσμηματοπωλείο [cosmimatopolío] (nVn.) joyería, κοσμηματοπώλης [cosmimatopólis] (nym.) joyero, κοσμητικός [cosmiticós] (adj.) orna-
κουκέτα mental, decorativo · κοσμητικό επί θετο- adjetivo calificativo, κοσμήτορας [cosmítoras] (n./m.) de cano. κοσμικός [cosmicós] (adj.) 1: cósmi co, universal, mundano, 2: social · κοσμική ζωή- vida social · κοσμική στήλη- columna social, κόσμιος [cósmios] (adj.) decente, mo desto. κοσμιότης [cosmiótis] (nyf.) decencia, modestia, κοσμογονία [cosmogonía] (n./f.) cos mogonía, creación, κοσμογραφία [cosmografía] (nyf.) cosmografía, κοσμογυρισμένος [cosmoguirisménos] (adj.) trotamundos κοσμοναύτης [cosmonáftis] (nym.) astronauta, cosmonauta, κοσμοπολίτικος [cosmopolíticos] (adj.) cosmopolita, κόσμος [cósmos] (nym.) 1: universo, mundo, cosmos 2: (personas) gente, las personas, κοσμοχαλασιά [cosmojalasiá] (nyf.) estrago, confusión, κοσμώ [cosmó] (v.) adornar, decorar, aderezar, guarnecer, κοστίζω [costídso] (v.) costar, valer • πόσο κοστίζει αυτό το φόρεμα;¿cuánto cuesta este vestido?, κοστολόγιο [costológuio] (n./n.) pre supuesto, lista de precios, κοστολογώ [costologó] (v.) preparar el presupuesto de. κόστος [cóstos] (n./m.) coste, costo, precio, desembolso · κόστος παρα γωγής- coste de producción, κοστούμι [costúmi] (nyn.) traje · απο κριάτικο κοστούμι- disfraz, κότα [cóta] (nyf.) gallina, κότερο [cótero] (nyn.) yate, κοτέτσι [cotétsi] (nyn.) gallinero.
κοτολέτα [cotoléta] (nyf.) chuleta, costilla. κοτόπουλο [cotópulo] (n./n.) pollo, κοτρώνα [cotróna] (nyf.) roca, piedra grande. κοτσάνι [cotsáni] (nyn.) tallo, pedún culo. κότσι [cótsi] (n./n.) nudillo, coyuntura, κοτσίδα [cotsída] (n./f.) trenza, κότσος [cótsos] (n./m.) moño, κοτυληδόνα [cotilidóna] (n./f.) cotile dón. κουβαλώ [cuvaláo] (v.) transportar, llevar, traer, acarrear, κουβάρι [cuvári] (n./n.) ovillo, κουβαρίστρα [cuvarístra] (nyf.) bobi na. κουβαρντάς [cuvardás] (adj.) genero so, altruista, κουβάς [cuvás] (nym.) cubo, caldero, κουβέντα [cuvénda] (nyf.) 1: charla, conversación, 2: palabra, κουβεντιάζω [cuvendiádso] (v.) char lar, conversar, hablar, chacharear, κουβεντολόι [cuvendolói] (nyn.) chi sme, habladuría, charla, κουβέρτα [cuvérta] (nyf.) cobertor, man ta. κουβούκλιο [cuvúclio] (nyn.) domo, cabina. κουδουνάκι [cudunáqui] (n./n.) cam panilla. κουδουνάτος [cudunátos] (adj.) ma scarada. κουδούνι [cudúni] (nyn.) timbre, cam panilla. κουδουνίζω [cudunídso] (v.) sonar, tocar el timbre, κουδουνίστρα [cudunístra] (nyf.) ma traca, carraca, κουζίνα [cudsína] (n./f.) cocina, hor nilla. κουιντέτο [cuintéto] (n./n.) quinteto, κουκέτα [cuquéta] (nyf.) litera.
769
κουκί κουκί [cuquQ (η./η.) haba, κουκίδα [cuquída] (n./f.) punto, κούκλα [cúcla] (n./f.) 1: muñeca, 2: (escaparate) maniquí, κουκλί [cuclC (n./n.) muñequita. κουκλοθέατρο [cuclocéatro] (n7n.) guiñol. κούκος [cucos] (n./m.) cuco, κουκουβάγια [cucuváguia] (n./f.) le chuza, búho, κουκούλα [cucúla] (n./f.) capucha, ca pota. κουκούλι [cucúli] n. capullo, κουκουλώνω [cuculóno] (v.) cubrir, tapar, encubrir, encapuchar, κουκουνάρι [cucunári] (nVn.) piñón, κουκούτσι [cucútsi] (nVn.) hueso, se milla, pepita, κουλός [culos] (adj.) manco, κουλούρα [culúra] (n./f.) rosca, κουλούρι [culúri] (n7n.) rosquilla, κουλουριάζομαι [culuriádsome] (v.) enrollarse, arrollarse, enroscarse, κουμαντάρω [cumandáro] (v.) dirigir, administrar, κουμάντο [cumándo] n. regla, man do. κουμαριά [cumariá] (n./f.) madroño, κουμάσι [cumási] (n./n.) picaro, bri bón. κουμπαράς [cumbarás] (n./m.) hucha, alcancía. κουμπαριά [cumbariá] (n./f.) compa drazgo. κουμπάρος [cumbáros] (n./m.) padri no, compadre, κουμπί [cumbí] (nVn.) botón · ράβω κουμπί- coser el botón· πατάω το κουμπί- apretar el botón, κουμπότρυπα [cumbótripa] (nVf.) ojal. κουμπούρα [cumbúra] (nVf.) pistola, κουμπώνω [cumbóno] (v.) abrochar, abotonar.
κουνάβι [cunávi] (nVn.) hurón, κουνελάκι [cuneláqui] (n./n.) conejito. κουνέλι [cunéli] (n./n.) conejo, κουνενές [cunenés] (nVm.) idiota, tonto. κούνημα [cúnima] (n./n.) meneo, con toneo, tambaleo, κούνια [cúña] (n./f.) cuna, columpio, κουνιάδος [cuñádos] (n./m.) cuñado, κουνιέμαι [cuñéme] (v.) moverse, menearse, contonearse, tambalear · κουνήσου από τη θέση σουΙ- ¡toca madera!. κουνούπι [cunúpi] (nVn.) mosquito, κουνουπίδι [cunupídi] (n./n.) coliflor, κουνουπιέρα [cunupiéra] (n7f.) mos quitero. κουνώ [cunó] (v.) menear, tambalear, agitar, cimbrar, κούπα [cúpa] (nVf.) taza · κούπα καφέtaza de café, κουπαστή [cupastí] (n./f.) borda, re gala. κουπί [cupí] (n./n.) remo, κουπόνι [cupóni] (nVn.) cupón, vale, boleto. κούρα [cúra] (n./f.) cura, terapia, trata miento · κούρα αδυνατίσματος- te rapia de adelgazamiento, κουράγιο [curáguio] (n./n.) valor, κουράζω [curádso] (v.) cansar, fatigar, aburrir, hastiar, κουράρω [curáro] (v.) curar, κούραση [cúrasi] (n7f.) cansancio, fa tiga, cansera, κουρασμένος [curasménos] (adj.) cansado, fatigado, κουραστικός [curasticós] (adj.) can sado, pesado, aburrido, exhaustivo, agotador, apurador · κουραστική δουλειά- trabajo exhaustivo, κουραφέξαλα [curaféksala] (n./n.) pl. tonterías. κουρδίζω [curdídso] (v.) afinar, dar
770
κουφιοκέφαλος cuerda. κούρδισμα [cúrdisma] (n./n.) afina ción, concordancia, κουρέας [curéas] (n./m.) barbero, pe luquero, κουρείο [curio] (n./n.) barbería, κουρελής [curelís] (n./m.) harapiento, andrajoso, guiñapo, κουρέλι [curéli] (n./n.) harapo, andra jo, trapo, guiñapo, κούρεμα [cúrema] (n./n.) corte de pelo. κουρεύω [curévo] (v.) pelar, cortar el pelo, esquilar, κουρκούτι [curcúti] (n./n.) potage. κουρνιάζω [curniádso] (v.) enganchar, anidar, acogerse, κούρος [cúros] (n./m.) antigua estatua que representa a un joven, κούρσα [cúrsa] (n./f.) carrera, trayecto, κουρσάρος [cursáros] (n./m.) corsario, pirata. κούρσεμα [cúrsema] (n./n.) despojo, saqueo, expoliación, pillaje, κουρτίνα [curtína] (n./f.) cortina, visi llo. κουσούρι [cusúri] (n./n.) defecto, falla, irr.perfección, deficiencia, κουστωδία [custodia] (nVf.) escolta, κουτάβι [cutávi] (n./n.) cachorro, κουτάκι [cutáqui] (n./n.) cajita. κουτάλα [cutála] (n./f.) cucharón, κουταλάκι [cutaláqui] (n./n.) cuchari lla · (metáf.) θα σε μαζεύουν με το κουταλάκι- te vas a poner de muy mal humor, κουτάλι [cutáli] (n7n.) cuchara, κουταλιά [cutaliá] (n./f.) cucharada, κουταμάρα [cutamára] (n./f.) tontería, bebería, necedad, estupidez, κούτελο [cútelo] (n./n.) frente, κουτί [cutí] (n./n.) caja, κουτοπονηριά [cutoponiriá] (n./f.) astucia, habilidad. 771
κουτοπόνηρος [cutopóniros] (adj.) astuto, hábil, sagaz, taimado, κουτός [cutós] (adj.) tonto, bobo, ne cio, memo, κουτούκι [cutúqui] (n./n.) tasca, κουτουλώ [cutuló] (v.) topar, cabe cear. κουτουρού [cuturú] (adv.) por suerte, al azar · βαδίζω στα κουτουρού- ir al azar. κούτρα [cútra] (n./f.) frente, cabeza, κουτρουβάλα [cutruvála] (n./f.) caída, tropezón, κουτρουβαλώ [cutruvaló] (v.) caerse, tropezar, κουτσαίνω [cutséno] (v.) cojear, κουτσοδόντης [cutsodóndis] (adj.) desdentado, κουτσομπολεύω [cutsobolévo] (v.) co tillear, chismear, charlatanear, κουτσομπόλης [cutsobólis] (adj.) coti lla, cotillero, chismoso, κουτσομπολιό [cutsobolió] (n/n.) coti lleo, cotorreo, chismorreo, habladuría, κουτσοπίνω [cutsopíno] (v.) sorber, κουτσός [cutsós] (adj.) cojo, κουτσούβελο [cutsúvelo] (n./n.) mo coso, niño, κουτσουκέλα [cutsuquéla] (n./f.) (coloq.) trampa, κουτσουλιά [cutsuliá] (n./f.) fimo, es tiércol de los pájaros, cagadas, κουτσουλώ [cutsuló] (v.) echar fimo, κούτσουρο [cútsuro] (n./n.) 1: tronco, cepa, tocón, 2: (metáf.) zopenco, κουφαίνω [cuféno] (v.) ensordecer, asordar. κουφάλα [cufála] (n./f.) 1: hueco, 2: ca vidad, puta, cabrón, κουφαμάρα [cufamára] (n./f.) sordera, κουφέτο [cuféto] n. bombón de al mendra cubierto de azúcar, paladi na.
κουφιοκέφαλος [cufioquéfalos] (adj.)
κούφιος tonto, necio, frívolo, superficial, κούφιος [cúfios] (adj.) hueco, vano, vacío, ahuecado, κουφόβραση [cufóvrasi] (n./f.) bo chorno, κουφός [cufós] (adj.) sordo, κούφωμα [cúfoma] (nyn.) hueco, cavi dad, oquedad, κοφίνι [cofíni] (nyn.) cesta, canasta, κοφτερός [cofterós] (adj.) cortante, afilado. κοφτός [coftós] (adj.) corto, seco, brusco · μια κοφτή απάντηση- una respuesta seca, κόχη [cóji] (n7f.) ángulo, rincón, ni cho. κοχλάζω [cojládso] (v.) hervir, burbu jear, borboll(e)ar, bullir, κοχλίας [cojlías] (n./m.) caracol, torni llo, husillo, tirafondo, κοχύλι [cojíli] (n./n.) concha, κόψη [cópsi] (n./f.) 1: corte, arista, filo, 2: borde · στην κόψη του ξυραφιούal borde del peligro, κοψιό [copsiá] (n7f.) muesca, rasguño, cortadura, cortada, κοψίδι [copsídi] (nyn.) pedazo de car ne. κόψιμο [cópsimo] (nyn.) 1: corte, ci sión, cortada, 2: (Med.) cólico inte stinal. κραγιόν [craguión] (nyn.) pintalabios. κραδαίνω [cradéno] (v.) blandir, blan dear, agitar, κραδασμός [cradasmós] (nym.) sa cudida, sacudimiento, convulsión, temblor. κρόζω [crádso] (v.) 1: llamar, graznar, gritar, chillar, 2: (coloq.) reprochar, echarle a alguien una bronca, κραιπάλη [crepáli] (nyf.) 1: borrache ra, crápula, embriaguez, 2: holgorio, libertinaje, κράμπα [crámba] (nyf/) calambre.
κράμα [cráma] (nyn.) aleación, mez cla, amalgama, κρανίο [cranío] (n./n.) cráneo, κράνος [crános] (nyn.) casco, κρασάς [crasás] (nym.) vinatero, κρασάτος [crasátos] (adj.) al vino, κράση [crási] (nyf.) constitución, com plexión, temperamento, contrac ción. κρασί [crasí] (nyn.) vino · κόκκινο κρασί- vino tinto · λευκό κρασί- vino blanco · ροζέ κρασί- vino rozado, κράσπεδο [cráspedo] (nyn.) bordillo, encintado, κραταιός [crateós] (adj.) poderoso ·κραratá αγάπη- amor poderoso, κράτημα [crátima] (nyn.) 1: retención, contención, 2: asimiento, κρατήρας [cratíras] (nym.) cráter, κράτηση [crátisi] (n./f.) 1: retención, detención, arresto, 2: (billetes/hotel) prenotación, reserva · κράτηση εισι τηρίων- prenotación de billetes, κρατητήριο [cratitírio] (nyn.) calabo zo, celda, penitenzaría, cárcel, κρατικοποίηση [craticopíisi] (n./f.) na cionalización, expropiación, κρατικοποιώ [craticopió] (v.) naciona lizar, expropiar, κρατικός [craticós] (adj.) estatal, del estado, gubernamental, gubernativo • κρατικός προϋπολογισμός- presu puesto gubernamental, κράτος [crátos] (nyn.) 1: estado, 2: gobernio. κρατούμενος [cratúmenos] (nym.) detenido, preso, encarcelado, κρατώ [crató] (ν.) 1: tener, poseer, 2: contener, conservar, 3: retener, arre star, detener, 4: resistir, 5: cumplir · κρατώ τον λόγο μου- cumplir mi pa labra · κρατώ μια υπόσχεση- cum plir una promesa, κραυγάζω [cravgádso] (v.) gritar, chi-
772
κριτήριο llar, exclamar, dar voces/gritos, κραυγαλέος [cravgaléos] (adj.) vocife rante, bullicioso, clamoroso, κραυγή [cravguí] (nyf.) grito, chillido, baladro, alarido, aullido, clamor, κρέας [créas] (nyn.) carne, κρεατίλα [creatíla] (n./f.) olor de la carne. κρεατοελιά [creatoeliá] (nyf.) verruga, κρεατόμυγα [creatómiga] (n./f.) mo scarda. κρεατόπιτα [creatópita] (nyf.) pastel de carne. κρεατοφάγος [creatofágos] (adj.) car nívoro. κρεβάτι [creváti] (nyn.) cama, lecho · διπλό κρεβάτι- cama matrimonial, κρεβατοκάμαρα [crevatocámara] (nyf.) dormitorio, habitación, cuarto, alcoba, κρέμα [créma] (n./f.) crema · κρέμα ημέρας/νύχτας- crema de dia/de noche. κρεμάλα [cremála] (nyf.) horca, patí bulo, calalso. κρέμασμα [crémasma] (n./n.) ahorca dura. κρεμασμένος [cremasménos] (adj.) ahorcado, colgado, κρεμαστός [cremastós] (adj.) colgado, colgante, suspendido · κρεμαστή γέφυρα- puente colgante, κρεμάστρα [cremástra] (nyf.) 1: per cha, 2: (mueble) perchero, κρεματόριο [crematório] (nyn.) cre matorio, incinerador, κρεμέζι [cremédsi] (n./n.) carmesí, κρεμμύδι [cremídi] (nyn.) cebolla · φρέσκο κρεμμύδι- cebolla fresca, κρέμομαι [crémome] (v.) 1: colgarse, suspenderse, guindarse, 2: depen der, estar pendiente (de) · κρέμομαι από τα χείλη σου- estoy pendiente de ti. κρεμώ [cremó] (ν.) 1: colgar, suspen
der, 2: (matar) guindar, ahorcar, κρεοπωλείο [creopolío] (n./n.) carni cería. κρεοπώλης [creopólis] (nym.) carni cero. κρεοφάγος [creofágos] (adj.) carní voro. κρεπάρω [crepáro] (v.) explotar, tra stornar. κρετίνος [cretinos] (nym.) cretino, κρημνίζω [crimnídso] (v.) demoler, desmantelar, arrasar, dar por tierra, κρήμνισμα [crímnisma] (nyn.) demo lición, desmantelamiento. κρηπίδα [cripída] (n./f.) fundación, base. κρησάρα [crisára] (nyf.) criba, tamiz, cernedor. κρησαρίζω [crisarídso] (v.) cribar, ta mizar, cernir, κρησφύγετο [crisfígueto] (nyn.) gua rida, refugio, madriguera, cubil, κριάρι [criári] (n./n.) carnero, κριθάρι [crizári] (n./n.) cebada, κρίκος [crícos] (n./m.) anilla, argolla, hebilla, eslabón, κρίμα [críma] (nyn.) lástima, pena, piedad. κρινολίνο [crinolíno] (nyf.) crinolina, κρίνος [crínos] (nym.) lirio, κρίνω [crino] (v.) juzgar, enjuiciar, criticar, censurar · μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνισή τους- no juzgas a la gente por su apariencia, κριός [criós] (n./m.) 1: (Zool.) carnero, 2: (Zod.) Aries, κρίση [crísi] (nyf.) juicio, resolución, sentencia, crisis, κρίσιμος [erísimos] (adj.) crucial, deci sivo, de gran importancia, κρισιμότητα [crisimótita] (nyf.) serie dad, severidad, gravedad, rigor, κριτήριο [critírio] (nyn.) criterio.
773
κριτής κριτής [critís] (n./m.) juez, κριτική [critiquí] (n7f.) crítica, censu ra. κριτικός [criticós] (nVm.+f.) crítico, κριτσανίζω [critsanídso] (v.) crujir, κροκάδι [crocádi] (n./n.) yema, κροκόδειλος [crocódilos] (n7m.) co codrilo. κρόκος [crócos] (n7m.) yema, κρόσσι [crósi] (n./m.) borla, fleco, κροταλίας [crotalías] (n./m.) serpiente de cascabel, κροταλίζω [crotalídso] (v.) castañe tear. κρόταψος [crótafos] (n./m.) sien, κροτίδα [crotída] (n./f.) petardo, bu scapiés. κρότος [crótos] (n./m.) explosión, es truendo. κρουαζιέρα [cruadsiéra] (n./f.) cruce ro. κρούση [crúsi] (n7f.) percusión, impac to. κρούσμα [crúsma] (n7n.) caso, κρούστα [crústa] (n./f.) corteza, costra, caparazón, cáscara, κρουστά [crustá] (n./n.) pl. instrume ntos de percusión, κρουστός [crustós] (adj.) denso, com pacto. κρύβω [crívo] (v.) esconder, ocultar, disimular, κρύο [crío] (n./n.) frío, κρυολόγημα [criológuima] (n./n.) res friado, constipado, enfriamiento, κρυολογώ [criologó] (v.) resfriarse, constiparse, enfriarse, κρυοπάγημα [criopáguima] (n7n.) con gelación, κρύος [crios] (adj.) frío, κρύπτη [crípti] (n7f.) escondite, cripta, gruta, escondrijo, κρυπτογράφημα [criptográfima] (ηΛι.) mensaje en clave, mensaje cifrado. 774
κρυπτογραφία [criptografía] (n./f.) escritura cifrada, criptografía, κρυπτογραφικός [criptograficós] (adj.) escrito en clave, criptográfico, κρυπτογραφώ [criptógrafo] (v.) escri bir en clave, κρυστάλλινος [cristálinos] (adj.) cri stalino. κρύσταλλο [crístalo] (η Λ .) cristal, κρυσταλλώνω [cristalóno] (v.) crista lizar. κρυφά [crifá] (adv.) a escondidas, a hurtadillas, ocultamente, en secreto, κρυφακούω [crifacúo] (v.) escuchar a escondidas, κρυφομιλώ [crifomiló] (v.) cuchichear, susurrar. κρυφός [crifós] (adj.) oculto, escondi do, secreto, furtivo, privado · κρυφή δράση- acción secreta, κρύψιμο [crípsimo] (n./n.) ocultación, ocultamiento, encubrimiento, κρύωμα [críoma] (n./n.) enfriamiento, resfriado, constipado, κρυώνω [crióno] (v.) 1: tener frío, 2: enfriar(se), 3: (salud) resfriarse, con stiparse · άναψε το καλοριφέρ, γιατί κρυώνω- enciende la calefacción porque tengo frío · θα κρυώσει το φαγητό- la comida se enfriará · κρύωσα (είμαι κρυωμένος)- a) me con-stipé, b) estoy constipado, κρώζω [cródso] (v.) graznar, croar, crascitar, gañir, ulular, chillar, κρωγμός [crogmós] (n./m.) graznido, κτήμα [ctíma] (n./n.) propiedad, finca, terreno, predio, hacienda, κτηματίας [ctimatías] (nym.) propie tario, terrateniente, hacendado, due ño de tierras, κτηματολόγιο [ctimatológuio] (η Λ .) catastro. κτηνίατρος [ctiníatros] (n./m.+f.) ve terinario.
κυμαινόμενος κτήνος [ctínos] (n./n.) bestia, animal, bruto, fiera, κτηνοτροφία [ctinotrofía] (n./f.) cría de animales, κτηνοτρόφος [ctinotrófos] (n./m.+f.) criador de animales, ganadero, κτηνώδης [ctinódis] (adj.) bestial, bru tal, animal, cruel, salvaje, κτηνωδία [ctinodía] (nVf.) bestialidad, brutalidad, crueldad, κτήση [ctísi] (nVf.) adquisición, pose sión, pertenencia, propiedad, κτητικός [ctiticós] (adj.) adquisitivo, posesivo, posesorio, κτίζω [ctídso] (v.) edificar, construir, erigir. κτίριο [ctírio] (n./n.) edificio · αναπαλαιωμένο κτίριο- edificio recons truido · διατηρητέο κτίριο- edificio reservado, κτίσμα [ctísma] (n7n.) edificación, cons trucción. κτίστης [ctístis] (n./m.) constructor, edificador, κτύπημα [ctípima] (n./n.) 1: golpe, palo, leñazo, porazo, 2: (accidente) choque. κτύπος [ctípos] (nVm.) 1: golpe, alda bada, 2: ruido, 3: (corazón) latido, κτυπώ [ctipó] (v.) 1: golpear, pegar, 2: (huevos) batir, 3: (corazón) latir, 3: (te léfono/timbre) llamar, κυάνιο [quiánio] (n./n.) cianuro, κυανόλευκος [quianólefcos] (adj.) azul y blanco, κυανός [quianós] (adj.) azulado, κυβέρνηση [quivérnisi] (n7f.) gobie rno, estado, administración, κυβερνήτης [quivernítis] (n./m.) 1: go bernador, comandante, 2: (ciudad) alcalde. κυβερνητικός [quiverniticós] (adj.) gubernamental, gubernativo, del gobierno · κυβερνητικός εκπρόσω
πος· representante gubernamental, κυβερνώ [quivernó] (v.) gobernar, ad ministrar, dirigir, imperar, κυβικός [quivicós] (adj.) cúbico · κυβι κό μέτρο- metro cúbico, κυβισμός [quivismós] (nym.) cubismo, κύβος [quívos] (n7m.) cubo, dado, κυδώνι [quidóni] (n./n.) membrillo, κύημα [quíima] (n./n.) feto, embrión, κύηση [quíisi] (n./f.) gestación, emba razo. κυκεώνας [quiqueónas] (n7n.) confu sión, desorden, enredijo, enredo, κυκλικός [quiclicós] (adj.) circular, cí clico, redondo, κύκλος [quicios] (n7m.) círculo, ciclo, κυκλοφορία [quicloforía] (nyf.) circu lación, tráfico, tráfago, tránsito, κυκλοφορώ [quicloforó] (ν.) 1: circu lar, transitar, traficar, 2: distribuir, κύκλωμα [quícloma] (n./n.) circuito, círculo. κυκλώνας [quiclónas] (n./m.) ciclón, κυκλώνω [quiclóno] (v.) rodear, cercar, acordonar, κύκλωπας [quíclopas] (nVm.) cíclope, κύκνος [quícnos] (nym.) cisne, κυλικείο [quiliquío] (n7n.) cantina, abasto. κυλινδρικός [quilindricós] (adj.) cilin drico. κύλινδρος [quílindros] (n7m.) cilin dro. κυλώ [quiló] (v.) 1: (mover algo) rodar, hacer rodar, 2: (fluido) fluir, correr, 3: (tiempo) pasar · τα χρόνια κυλούν γρήγορα- los años pasan rápido, κύμα [quima] (n./n.) ola, oleada, onda • (metáf.) περνώ από σαράντα κύμα τα- pasar por muchas dificultades, κυμαίνομαι [quiménome] (v.) oscilar, fluctuar, vacilar, balancearse, κυμαινόμενος [quimenómenos] (adj.) fluctuante, oscilante, variable ·κυμαι-
775
κυματάκι νόμενο επιτόκιο- interés flu-ctuante. κυματάκι [quimatáqui] (η./η.) onda, rizo. κυματίζω [quimatídso] (ν.) ondear, balancear, κυματισμός [quimatismós] (n./m.) on dulación. κυματοειδής [quimatoidís] (adj.) on dulado, ondulante, ondulatorio, κυματοθραύστης [quimatozráfstis] (n7m.) rompeolas, dique, κύμινο [químino] (nVn.) comino, κυνηγετικός [quinigueticós] (adj.) de caza, cazador · κυνηγετικός σκύλοςperro de caza, κυνηγητό [quiniguitó] (nVn.) perse cución. κυνήγι [quinigui] (n7n.) 1: caza, cace ría, 2: persecución, 3: búsqueda, κυνηγός [quinigós] (n./m.+f.) cazador, perseguidor, κυνηγώ [quinigó] (v.) 1: cazar, 2: per seguir. κυνικός [quinicós] (adj.) cínico, κυνικότητα [quinicótita] (n7f.) cini smo, descaro, desfachatez, κυνισμός [quinismós] (nVm.) cinismo, desvergüenza, descaro, κυοφορία [quioforía] (nVf.) embarazo, κυοφορώ [quioforó] (v.) estar emba razada, en estado, κυπαρίσσι [quiparísi] (n./n.) ciprés, κύπελλο [quípelo] (n./n.) trofeo, copa, κυρά, κυρία [quirá, quiría] (n./f.) seño ra, dama. κυριακάτικος [quiriacáticos] (adj.) do minical, de domingo. Κυριακή [quiriaquí] (nyf.) domingo, κυριαρχία [quiriarjía] (nVf.) soberanía, dominio, cetro, autoridad, κυριαρχικός [quiriarjicós] (adj.) sobe rano. κυρίαρχος [quiríarjos] (adj.) soberano, κυριαρχώ [quiriarjó] (v.) ser soberano, 776
dominar, reinar, imperar, mandar, avasallar. κυρίευση [quiríefsi] (nJf.) dominio, conquista, ocupación, toma, κυριεύω [quiriévo] (v.) dominar, con quistar, tomar, capturar, apresar, κυριολεκτικά [quiriolecticá] (adv.) pro piamente dicho, κυριολεκτικός [quiriolecticós] (adj.) propio, literal · κυριολεκτική σημα σία· sentido literal, κυριολεξία [quirioleksía] (nyf.) pro piedad, exactitud literal, κύριος [quírios] (nVm.) señor, princi pal, dueño, κυριότητα [quiriótita] (nVf.) posesión, pertenencia, κυρίως [quiríos] (adv.) principalme nte, sobre todo, mayormente, κύρος [quíros] (n./n.) autoridad, vali dez, prestigio, legitimidad · επιχεί ρηση με κύρος- empresa con pre stigio. κυρτός [quirtós] (adj.) curvo, encorva do, inclinado, convexo, κυρτότητα [quirtótita] (nyf.) curvatu ra, convexidad, κυρώνω [quiróno] (v.) confirmar, ratifi car, sancionar, κύρωση [quírosi] (n A ) confirmación, ratificación, sanción, κύστη [quísti] (nVf.) vejiga, quiste, caja, cofre, κυτταρικός [quitaricós] (adj.) celular, κυτταρίτιδα [quitarítida] (n7f.) celulitis. κύτταρο [quítaro] (n./n.) célula, κυψέλη [quipséli] (n7f.) colmena, κώδικας [códicas] (n./m.) código, cifra, clave. κωδικοποιώ [codicopió] (v.) codificar, poner en código, κωδικοποιημένα [codicopiiména] (adv.) en cifra.
κώφωση κωλομέρι [coloméri] (n./n.) nalga, κώλος [cólos] (n7m.) culo, trasero, κώλυμα [cólima] (nVn.) obstáculo, im pedimento, dificultad, barrera, κωλυσιεργία [colisierguía] (ηΛ.) ob strucción, estorbo, obstáculo, κωλυσιεργώ [colisiergó] (v.) obstruir, estorbar, obstaculizar, κώμα [cóma] (η Λ .) coma, estado de coma. κωματώδης [comatódis] (adj.) comato so · ασήχθη σε κωματώδη κατάστα ση- se ingresó en situación comatosa, κωμικός [comicós] (adj.) cómico, bur lesco.
777
κωμόπολη [comópoli] (η Λ ) poblado, villa. κωμωδία [comodía] (n./f.) comedia, κώνειο [cónio] (η Λ .) cicuta, κωνικός [conicós] (adj.) cónico, κώνος [cónos] (ηΛη.) cono, κωνοφόρος [conofóros] (adj.) coni fero. κωπηλασία [copilasía] (ηΛ.) acción de remar. κωπηλάτης [copilátis] (n7m.) remero, κωπηλατώ [copilató] (v.) remar, κωφάλαλος [cofálalos] (adj.) sordo mudo. κώφωση [cófosi] (ηΛ.) sordera.
Λ, λ [lámda] (nVn.) undécima letra del alfabeto griego, λάβα [láva] (nVf.) lava, λαβαίνω [lavéno] (v.) 1: tomar, coger, 2: (aceptar) recibir, obtener, 3: recau dar, 4: hacerse cargo, λάβαρο [lávaro] (nVn.) estandarte, bandera, enseña, insignia · σήκωσε το λάβαρο της επανάστασης- levan tó la bandera de la revolución, λαβή [laví] (nVf.) asa, agarradera, aga rradero, mango, λαβίδα [lavída] (nVf.) pinza, tenacillas • χειρουργική λαβίδα- pinza quirúr gica. λάβρα [lávra] (n./f.) ardor, calor, λαβράκι [lavráqui] (n./n.) 1: lobo ma rino, foca, 2: (coloq.) exclusiva perio dística. λάβρος [lávros] (adj.) ardiente, impe tuoso, vehemente, λαβύρινθος [lavírinzos] (n./m.) labe rinto. λαβωματιά [lavomatiá] (n./f.) herida, λάβωμα [lávoma] (n./n.) herida, λαβώνω [lavóno] (v.) herir, λαγάνα [lagána] (n./f.) pan sin leva dura. λαγαρίζω [lagarídso] (v.) aclarar, puri ficar, relinar, filtrar, λαγάρισμα [lagárisma] (n./n.) aclara ción, purificación, refinado, λαγαρός [lagáros] (adj.) claro, limpio, cristalino. λαγιαρνί [laguiarní] (n./n.) oveja ne gra. λαγκάδι [lagkádi] (n7n.) barranco, ca ñada. λαγνεία [lagnía] (n./f.) lujuria, lascivia, deseo sexual, λάγνος [lágnos] (adj.) lujurioso, las civo, salaz · λάγνο βλέμμα- ojeada 778
lasciva. λαγοκοιμάμαι [lagoquimáme] (v.) dor mitar, echar una siesta, λαγοπόδαρο [lagopódaro] (nVn.) pata de liebre, λαγός [lagós] (n7m.) liebre, λαγουδάκι [lagudáqui] (n7n.) conejito. λαγουδέρα [lagudéra] (n./f.) caña del timón. λαγούμι [lagúmi] (n7n.) madriguera, λαγωνικό [lagonicó] (nVn.) perro de caza. λαδερός [laderós] (adj.) aceitoso, prin goso, grasiento, oleoso, oleaginoso, λάδι [ládi] (n./n.) aceite, λαδί [ladí] (adj.) verde olivo, λαδιά [ladiá] (n./f.) mancha de aceite, λαδολέμονο [ladolémono] (nVn.) sal sa de aceite y limón, λαδομπογιά [ladoboguiá] (n./f.) pi ntura al óleo, λαδόξιδο [ladóksido] (n./n.) salsa de aceite y vinagre, λαδόχαρτο [ladójarto] (n7n.) papel en cerado. λάδωμα [ládoma] (n./n.) 1: engrase, engrasación, lubricación, 2: (metáf.) soborno. λαδώνω [ladóno] (v.) 1: engrasar, acei tar, lubricar, 2: (metáf.) sobornar, λάζος [ládsos] (n./m.) navaja, λαζουρίτης [ladsurítis] (n./m.) lapis lázuli. λαθεύω [lacévo] (v.) errar, equivocar se. λάθος [lázos] (n./n.) error, fallo, equi vocación, falta, desacierto, contra sentido · κάνω λάθος- cometer un error · τυπογραφικό λάθος- fallo ti pográfico · από λάθος- por error, λαθραίος [lazréos] (adj.) furtivo, clan destino, oculto, λαθρεμπόριο [lazrembório] (n/n.)
λαμπρύνω contrabando, λαθρέμπορος [lazrémboros] (n./m.) contrabandista, λαθρεπιβάτης [lazrepivátis] (nym.) polizón, viajero clandestino, λαθρογαμία [lazrogamía] (nyf.) adul terio. λαθροθήρας [lazrocíras] (n./m.) caza dor furtivo, λαθροθηρία [lazrociría] (n./f.) caza fur tiva. λαθρομετανάστευση [lazrometanástefsi] (nyf.) emigración clandestina, λαθρομετανάστης [lazrometanástis] (nym.) emigrante clandestino, λαθροχειρία [lazrojiría] (nyf.) hurto, rapiña. λαϊκός [laicós] (adj.) popular, común, vulgar, laico, lego · λαϊκό τραγούδιcanción popular, λαϊκότητα [laicótita] (nyf.) vulgaridad, simpleza. λαίλαπα [lélapa] (n./f.) vendaval, hura cán, tifón, plaga, λαιμαργία [lemarguía] (nyf.) glotone ría, ansia, gula, lambisconería. λαίμαργος [lémargos] (adj.) glotón, tragón, goloso, comilón, λαιμαριά [lemariá] (n./f.) collar de ani males. λαιμητόμος [lemitómos] (nyf.) guillo tina. λαιμοδέτης [lemodétis] (n./m.) cor bata. λαιμόπονος [lemóponos] (n./m.) do lor de garganta, λαιμός [lemós] (nym.) cuello, garga nta. λακέρδα [laquérda] (n./f.) atún sala do. λακές [laqués] (n./m.) lacayo, persona servil, criado, λακκάκι [lacáqui] (n./n.) hoyuelo, λάκκος [lácos] (nym.) fosa, hoyo.
λακκούβα [lacúva] (n./f.) bache, gruta, abolladura, hueco, cavidad, λακτίζω [lactídso] (v.) patear, dar una patada a, dar un puntapié, λάκτισμα [láctisma] (n./n.) patada, puntapié, coz. λακωνικός [laconicós] (adj.) lacónico, breve, corto · λακωνική δήλωσηdeclaración lacónica, λαλαγγίτα [lalagkíta] (n./f.) fritura, λάλημα [lálima] (nyn.) canto, trino, λαλιά [laliá] (n./f.) habla, voz. λάλος [lálos] (adj.) locuaz, λαλώ [laló] (v.) cantar, trinar, cacarear, λάμα [láma] (nyf.) hoja de metal, λαμαρίνα [lamarína] (nyf.) lámina de metal, chapa, plancha metálica, λαμβάνω [lamváno] (ν.) 1: tomar, reci bir, obtener, 2: hacerse cargo, 3: re caudar · λαμβάνω υπ'όψιν- a)tomar en cuenta, b) considerar, λαμέ [lamé] (n./n.) tela de hilos de oro o de plata, λάμια [lámia] (nyf.) mujer de mal ca rácter, bruja, λάμπα [lámba] (nyf.) 1: bombilla, glo bo, 2: lámpara, λαμπάδα [lambáda] (nyf.) cirio, vela, velón. λαμπαδιάζω [lambadiádso] (v.) arder, llamear. λαμπερός [lamberós] (adj.) brillante, luminoso, radiante, λαμπικάρισμα [lambicárisma] (n./n.) refinado, destilación, filtración, λαμπικάρω [lambicáro] (v.) refinar, destilar, filtrar. Λαμπρή [lambrí] (nyf.) Pascua, λαμπρός [lambrós] (adj.) brillante, lu minoso, fulfurante, radiante, ilustre, λαμπρότητα [lambrótita] (n./f.) 1: es plendor, lucidez, luminiscencia, bri llantez, brillo, 2: grandiosidad, λαμπρύνω [lambríno] (v.) abrillantar,
779
λαμπτήρας iluminar. λαμπτήρας [lamptíras] (n./m.) lámpa ra, bombilla, λάμπω [lámbo] (v.) brillar, lucir, res plandecer, centellear, destellar, λάμψη [lámpsi] (n./f.) brillo, resplan dor, esplendor, centelleo, destello, lumbre, luminosidad, λανθάνω [lanzáno] (v.) estar escondi do. λανθάνων [lanzánon] (adj.) inactivo, latente, durmiente, λανθασμένος [lanzasménos] (adj.) equivocado, erróneo, λανολίνη [lanolíni] (nyf.) (Quím.) la nolina. λανσάρισμα [lansárisma] (nyn.) estre no. λάντζα [lántdsa] (n./f.) trascocina, fre gadero, fregado de platos, lavado de platos. λαντζιέρης [landsiéris] (nym.) frega dor. λαξευτός [lakseftós] (adj.) esculpido, tallado. λαξεύω [laksévo] (v.) esculpir, tallar, λαογραφία [laografía] (n./f.) folclore, λαός [laós] (nym.) pueblo, gente, λαούτο [laúto] (nyn.) (Mús.) laúd, λαουτζίκος [lautdsícos] (n./m.) pue blo, plebe, λαοφιλής [laoñlís] (adj.) popular, fa moso, célebre, λάπαθο [lápazo] (n./n.) alazán, λαπαροτομία [laparotomía] (n./f.) la parotomía, λαπάς [lapás] (nym.) 1: papilla, 2: (coloq.) persona indolente, λαρδί [lardí] (nyn.) tocino, λάρνακα [lárnaca] (nyf.) urna, santua rio, sepulcro, λάρυγγας [lárigkas] (nyn.) laringe, λαρυγγικός [larigkicós] (adj.) gutural, λαρυγγόφωνος [larigkófonos] (adj.)
gutural. λασκάρω [lascáro] (v.) soltar, desatar, aflojar. λάσκος [láscos] (adj.) flojo, suelto, mo vedizo, ancho, λασπερός [lasperós] (adj.) lleno de fango. λάσπη [láspi] (nyf.) barro, cieno, fan go, lodo, lama, λασπώδης [laspódis] (adj.) barrado, enlodado, enfangado, fangoso, lo doso, embarrado, λασπώνω [laspóno] (v.) barrar, enlo dar, enlodazar, enfangar. λαστιχένιος [lastijéños] (adj.) de cau cho, de goma, λάστιχο [lástijo] (nyn.) neumático, rue da, goma, elástico, λατινικός [latinicós] (adj.) latino, λατομείο [latomío] (nyn.) cantera, λατόμος [latómos] (nym.) cantero, λατομώ [latomó] (v.) explotar cante ras. λατρεία [latría] (n./f.) adoración, culto, veneración, λατρευτός [latreftós] (adj.) adorable, encantador, lindo, λατρεύω [latrévo] (v.) adorar, venerar, rendir culto (a), λάτρης [látris] (nym.) adorador, vene rador, devoto, λατύπη [latípi] (n./n.) piedra de ca ntera. λάφυρο [láfiro] (nyn.) botín, despojo, presa. λαχαίνω [lajéno] (v.) 1: topar con, dar con, 2: parar, suceder, ocurrir, λαχαναγορά [lajanagorá] (nyf.) mer cado de vegetales, λαχανιάζω [lajañádso] (v.) jadear, ace zar, anhelar, λαχάνιασμα [lajáñasma] (n./n.) jadeo, λαχανιασμένος [lajaniasménos] (adj.) jadeante, desalentado, anheloso.
780
λεμονιά λαχανικά [lajanicá] (n./n.) pl. vegeta les. λαχανικά [lajanicó] (nyn.) verdura, hortaliza, λάχανο [lájano] (n./n.) col, repollo, λαχανόκηπος [lajanóquipos] (nym.) huerta, huerto, λαχανοπωλείο [lajanopolío] (nyn.) verdulería, λαχανοπώλης [lajanopólis] (nyf.) ver dulero. λαχείο [lajío] (nyn.) lotería, rifa, λαχνός [lajnós] (n./m.) boleto de lote ría, lote · τράβηξε τον τυχερό λαχνόeligió el boleto de lotería que ganó el sorteo. λαχτάρα [lajtára] (n./f.) 1: anhelo, an sia, 2: sobresalto, susto repentino antojo, añoranza, λαχταρώ [lajtaró] (v.) anhelar, ansiar, λαψάνα [lapsána] (nyf.) mostaza sil vestre. λέαινα [léena] (nyf.) leona, λεβάντα [levánda] (n./f.) lavanda, es pliego. λεβάντες [levántes] (nym.) levante, viento del Este, λεβέντης [levéndis] (nym.) gallardo, hombre guapo y valiente, λεβεντιά [levendiá] (nyf.) gallardía, valor, ánimo, λεβέντισσα [levéndisa] (n./f.) gallarda, mujer guapa y valiente, λέβητας [lévitas] (n./m.) caldera, cal dero, palanca, λεβιές [leviés] (n./m.) palanca, λεγάμενος [legámenos] (adj.) susodi cho. λεγεώνα [legueóna] (nyf.) legión, λεζάντα [ledsánda] (nyf.) leyenda, en cabezamiento, pie. λεηλασία [leilasía] (nyf.) pillaje, sa queo, desvalijamiento, rapiña, λεηλατώ [leilató] (v.) saquear, pillar, 781
desvalijar, λεία [lía] (n./f.) botín, presa, caza, λειαίνω [liéno] (v.) alisar, limar, λείανση [líansi] (nyf.) alisadura, λείος [líos] (adj.) liso, pulido, llano, λείπω [lípo] (v.) faltar, estar ausente, λειρί [lirí] n. cresta. λειτουργία [liturguía] (nyf.) 1: funcio namiento, 2: (Igl.) liturgia, misa, λειτουργικός [liturguicós] (adj.) fun cional. λειτουργικότητα [liturguicótita] (nyf.) funcionalidad, λειτουργώ [liturgó] (ν.) 1: funcionar, 2: (Igl.) oficiar misa, λείψανο [lípsano] (nyn.) reliquia, res tos mortales, λειψανοθήκη [lipsanocíqui] (nyf.) santuario, sepulcro, λειψός [lipsós] (adj.) deficiente, in completo, falto (de), λειψοφεγγαριά [lipsofegkariá] (nyf.) luna menguante, λειψυδρία [lipsidría] (n./f.) sequía, escasez de agua, λεκάνη [lecáni] (nyf.) 1: palangana, barreño, 2: (cuerpo) pelvis, λεκανοπέδιο [lecanopédio] (nyn.) de presión, cuenca, λεκές [lequés] (n./m.) mancha, λεκιάζω [lequiádso] (v.) manchar, en suciar. λεκτικό [lecticó] (n./n.) dicción, lenguage. λεκτικός [lecticós] (adj.) verbal, λελέκι [leléqui] (nyn.) cigüeña, λεμβοδρομία [lemvodromía] (nyf.) regata. λέμβος [lémvos] (nyf.) barca, bote · σωστική λέμβος- bote salvavidas, λεμονάδα [lemonáda] (nyf.) limona da, refresco de limón, λεμόνι [lemóni] (n./n.) limón, λεμονιά [lemoniá] (nyf.) limonero.
λεμφατικός λεμφατικός [lemfaticós] (adj.) linfá tico. λέμφος [lémfos] (n./f.) linfa, λέξη [léksi] (n./f.) palabra, vocablo, término. λεξικό [leksicó] (n./n.) diccionario, λεξιλόγιο [leksilóguio] (n./n.) vocabu lario. λέοντας [léondas] (n./n.) león, λεοπάρδαλη [leopárdali] (n./f.) leo pardo. λέπι [lépi] (n./n.) escama, λεπίδα [lepída] (n./f.) hoja, filo, λεπιδωτός [lepidotós] (adj.) escamo so. λέπρα [lépra] (n./f.) lepra, λεπρός [leprós] (adj.) leproso, λεπταίνω [lepténo] (v.) 1. (persona) adelgazar(se), 2: (cosa) afilar, λεπτεπίλεπτος [leptepíleptos] (adj.) fino, refinado, delicado · λεπτεπίλε πτη σιλουέτα- silueta refinada, λεπτό [leptó] (n./n.) minuto «επιστρέ φω σε ένα λεπτό- a) vuelvo en un minuto, b) vuelvo enseguida, λεπτοδείκτης [leptodíctis] (n7m.) mi nutero. λεπτοκαμωμένος [leptocamoménos] (adj.) delgado, fino, delicado, λεπτοκαρυά [leptocariá] (n./f.) (Bot.) avellano. λεπτολόγος [leptológos] (adj.) minu cioso, meticuloso, λεπτολογώ [leptologó] (v.) examinar minuciosamente, λεπτομέρεια [leptoméria] (n./f.) deta lle, pormenor, λεπτομερειακά [leptomeriacá] (adv.) detalladamente, minuciosamente, λεπτομερής [leptomerís] (adj.) deta llado, minucioso, λεπτός [leptós] (adj.) 1: (persona) del gado, magro, flaco, 2: (cosa) fino, de licado, sutil, agudo.
λεπτόσωμος [leptósomos] (adj.) del gado, esbelto, λεπτότητα [leptótita] (η Λ ) delgadez, fineza, delicadeza, sutileza, λεπτοφυής [leptofiís] (adj.) delicado, elegante, fino, λεπτοφυία [leptofiía] (n./f.) delicade za, elegancia, λέπτυνση [léptinsi] (n./f.) atenuación, adelgazamiento, λεπτύνω [leptíno] (v.) atenuar, adelgazar(se). λέρα [léra] (ηΛ.) suciedad, λερωμένος [leroménos] (adj.) sucio, manchado, λερώνω [leróno] (v.) ensuciar, man char. λεσβία [lesvía] (n./f.) lesbiana, λέσχη [lésji] (ηΛ.) club, círculo, λέτσος [létsos] (n./m.) patán, palurdo, λεύγα [lévga] (n./f.) legua, λεύκα [léfca] (n./f.) álamo, λευκαίνω [lefquéno] (v.) blanquear, λεύκανση [léfcansi] (n./f.) blanquea miento. λευκαντικός [lefcandicós] (adj.) blan queador. λευκοκύτταρο [lefcoquítaro] (n./n.) leucocito, λευκός [lefcós] (adj.) blanco, λευκοσίδηρος [lefcosídiros] (n./m.) hojalata. λευκότητα [lefcótita] (n./f.) blancura, blancor. λευκόχρυσος [lefcójrisos] (n./m.) pla tino. λεύκωμα [léfcoma] (n./n.) 1: álbum, albúmina, 2: (Med.) leucoma, λευκωμαηκός [lefcomaticós] (adj.) al buminoso, λευχαιμία [lefjemía] (ηΛ.) leucemia, λεφτά [leftá] (η Λ .) pl. dinero · χρω στάω λεφτά- debo dinero · ξέμεινα από λεφτά- me quedé sin dinero/
782
λίγδωμα duro. λεφτάς [leftás] (n./m.) adinerado, rico, λεχώνα [lejóna] (nVf.) recién parida, mujer durante la cuarentena, λέω [léo] (v.) decir «λέω ψέματα- decir mentiras · λες ανοησίες- dices tonte rías · λέω va φύγω- pienso irme, λεωφορείο [leoforío] (n./n.) autobús, autocar. λεωφόρος [leofóros] (nVf.) avenida, bulevar. λήγουσα [lígusa] (n./f.) (Gram.) última sílaba. λήγω [ligo] (v.) terminar, acabar, expi rar. λήθαργος [lízargos] (n./m.) letargo, hi bernación, sopor, sueño profundo · έπεσε σε λήθαργο- cayó en letargo, λήθη [líci] (n./f.) olvido, ληκτικός [licticós] (adj.) final, λήμμα [lima] (n7n.) vocablo, voz, pa labra. λημέρι [liméri] (n7n.) madriguera, gua rida. λήξη [líksi] (n7f.) 1: término, 2: venci miento, caducidad ·λήξη συμβολαί ου- caducidad del contacto, ληξιπρόθεσμος [liksiprócesmos] (adj.) vencido, caducado · ληξιπρόθεσμα χρέη- deudas caducadas, ληξιαρχείο [liksiarjío] (n7n.) registro civil. ληξίαρχος [liksíarjos] (n./m.) secreta rio del registro civil, λήπτης [líptis] (n./m.) destinatario, re ceptor. λησμονιά [lismoniá] (n./f.) olvido, λησμονώ [lismonó] (v.) 1: olvidar, 2: descuidar, desatender, λησμοσύνη [lismosíni] (n./f.) olvido, ληστεία [listía] (n./f.) asalto, atraco, robo, hurto, ληστεύω [listévo] (v.) asaltar, atracar, robar, hurtar.
ληστής [listís] (n./m.) asaltador, atraca dor, bandido, ladrón, λήψη [lípsi] (n./f.) recepción, ληψοδοσία [lipsodosía] (n./f.) comer cio, transacción, λιάζομαι [liádsome] (v.) tomar el sol. λιακάδα [liacáda] (n./f.) sol · κάνει λια κάδα- hace sol. λιακωτό [liacotó] (n7n.) terraza, ve randa, λίαν [Kan] (adv.) muy. λιανά [lianá] (n7n.) pl. suelto, claro, en detalle · θα στο κάνω λιανά, για να το καταλάβεις- te lo diré claro para que entiendas, λιανίζω [lianídso] (v.) cortar, picar, tro cear, tajar, λιανικός [lianicós] (adj.) al por menor • λιανική πώληση- venta al por me nor. λιάνισμα [liánisma] (n7n.) picadillo, λιανός [lianós] (adj.) delgado, fino, di minuto. λιανοντούφεκο [lianondúfeco] (n./n.) escaramuza, rifle, λιαστός [liastós] (adj.) secado al sol. λιβάδι [livádi] (nVn.) valle, pradera, λιβάνι [liváni] (n./n.) incienso, λιβανίζω [livanídso] (v.) incensar, λιβανιστήρι [livanistíri] (n./n.) incen sario. λίβας [lívas] (n./m.) siroco, viento ca liente del suroeste, λιβελογράφος [livelográfos] (n./m.) calumniador, λίβελος [lívelos] (n./m.) pasquín, λίβρα [lívra] (n./f.) libra, λιγάκι [ligáqui] (adv.) (un) poco · θα έρθω σε λιγάκι- voy dentó de poco, λίγδα [lígda] (n./f.) grasa, mugre, su ciedad. λιγδιάρης [ligdiáris] (adj.) mugriento, sucio. λίγδωμα [lígdoma] (n./n.) engrase.
783
λιγνίτης λιγνίτης [lignítis] (n./m.) (Min.) lignito, λιγνός [lignós] (adj.) flaco, λίγο [ligo] (adv.) poco, λιγόλογος [ligólogos] (adj.) taciturno, λιγομίλητος [ligomílitos] (adj.) tacitur no, lacónico, breve, λίγος [lígos] (adj.) poco · θέλω λίγη ζά χαρηi- quiero (un) poco de azúcar, λιγόστεμα [ligóstema] (nyn.) dismi nución, reducción, escasez, λιγοστεύω [ligostévo] (v.) disminuir, reducir, escasear, λιγοστός [ligostós] (adj.) escaso, po bre. λιγούρα [ligúra] (nyf.) codicia, mucha hambre, antojo de comer, λιγουρεύομαι [ligurévome] (v.) codi ciar. λιγουρευτός [ligureftós] (adj.) desea ble, apetitoso, λιγοψυχιά [ligopsijiá] (nyf.) debilidad, λιγόψυχος [ligópsijos] (adj.) apocado, pusilánime, medroso, cobarde, λίγωμα [lígoma] (nyn.) desmayo, des fallecimiento, λιγώνω [ligóno] (v.) desmayarse, des fallecerse, marearse, λιθάνθρακας [lizánzracas] (n./n.) car bón de piedra, λιθαράκι [lizaráqui] (nyn.) piedrita. λιθάργυρος [lizárguiros] (nym.) (Quím.) litargirio. λιθάρι [lizári] (n./n.) piedra, λίθινος [lícinos] (adj.) de piedra, λίθιο [licio] (nyn.) (Quím.) litio, λιθοβολισμός [lizovolismós] (nVm.) apedreo, apedreamiento, λιθοβολώ [lizovoló] (v.) apedrear, λιθογλύφος [lizoglífos] (n./m.) lapi dario. λιθογραφία [lizografía] (n./f.) litogra fía. λιθογράφος [lizográfos] (n./m.+f.) li tógrafo.
λίθος [lízos] (n./m.) piedra, λιθοστρώνω [lizostróno] (v.) pavimen tar. λιθόστρωτο [lizóstroto] (nyn.) empe drado, adoquinado, λιθόστρωτος [lizóstrotos] (adj.) em pedrado, adoquinado, λιθόσφαιρα [lizósfera] (n./f.) litosfera, λικνίζω [licnídso] (v.) balancear, me cer, arrullar, λίκνο [lícno] (nyn.) 1: cuna, 2: (metáf.) lugar de nacimiento · το λίκνο του πολιτισμού- la cuna de la civiliza ción. λιλιπούτειος [lilipútios] (adj.) liliputien se, enano · λιλσιούτειο γεύμα- cena sencilla, λίμα [lima] (nyf.) lima, λιμάζω [limádso] (v.) pasar hambre, morirse de hambre, λιμασμένος [limasménos] (adj.) ham briento, famélico, λιμάνι [limáni] (nyn.) puerto, λιμάρω [limáro] (v.) limar, λιμενικός [limenicós] (adj.) de puerto, portuario · λιμενικό σώμα- seguri dad portuaria.
λιμενοβραχίονας[Ηππ6ηονΉ]ίοη3$](η./ηΊ.) muelle, dique, escollera, rompeolas, λιμνάζω [limnádso] (v.) estancarse, anquilosarse, estacionarse, λίμνασμα [límnasma] (n./n.) estanca miento. λίμνη [límni] (nyf.) lago, laguna, em balse, pantano, estanque, charca, λιμνοθάλασσα [limnozálasa] (nyf.) marisma. λιμοκτονία [limoctonía] (nyf.) muerte por inanición, λιμοκτονώ [limoctonó] (v.) morir por inanición, pasar hambre, λιμός [limós] (n./m.) hambre extrema da. λιμουζίνα [limudsína] (nyf.) limusina.
784
λογική λιμπίζομαι [limbídsome] (ν.) tener ga nas de, apetecer, antojarse, λιμπρέτο [limbréto] (η Λ .) libreto, λιμώδης [limódis] (adj.) hambriento, λινάρι [linári] (η Λ .) lino, λινός [linos] (adj.) de lino, de hilo, λιντσάρισμα [lintsárisma] (n./n.) lin chamiento, λιντσάρω [lintsáro] (v.) linchar, λιόδενδρο [liódendro] (η Λ .) olivo, λιοντάρι [liondári] (n./n.) león, λιοπύρι [liopíri] (η Λ .) clima extrema damente caluroso, día abrasador, λιπαίνω [lipéno] (v.) engrasar, untar, lubrificar. λίπανση [lípansi] (η Λ ) engrase, lubri cación, lubrificación, λιπαρός [liparós] (adj.) graso, grasiento. λίπασμα [lípasma] (η Λ .) abono, bos ta, estiércol, gallinanza. λιπόβαρος [lipóvaros] (adj.) de peso insuficiente, demasiado delgado, es quelético, que falta peso, λιποθυμία [lipocimía] (n./f.) desmayo, pérdida del sentido, λιπόθυμος [lipócimos] (adj.) desma yado, inconsciente, sin sentido, λιποθυμώ [lipocimó] (v.) desmayarse, perder el sentido, destallecer, λίπος [lípos] (η Λ .) grasa, manteca, pringue, grosura, sebo, λιπόσαρκος [lipósarcos] (adj.) descar nado. λιποτάκτης [lipotáctis] (ηΛη.) deser tor, prófugo, renegado, λιποτακτώ [lipotactó] (v.) desertar, huir. λιποταξία [lipotaksía] (ηΛ ) deserción, λιποψυχώ [lipopsijó] (v.) acobardarse, intimidarse, λιπώδης [lipódis] (adj.) graso, grasiento, seboso · λιπώδης ιστός- tegido graso.
λίρα [lira] (η Λ ) libra, λίστα [Ifsta] (n./f.) lista, catalogación, catálogo, listado · μαύρη λίστα- lista negra. λιτανεία [litanía] (η Λ ) procesión, λιτοδίαιτος [litodíetos] (adj.) frugal, abstemio, abstinente, λιτός [litós] (adj.) sobrio, simple, fru gal · λιτή διακόσμηση- decoración simple. λιτότητα [litótita] (η Λ ) sobriedad, fru galidad, sencillez, austeridad, λίτρο [litro] (n7n.) litro, λιχούδης [lijúdis] (adj.) goloso, glo tón. λιχουδιά [lijudiá] (nVf.) golosina. λιώ νω[Η όηο](ν.^ βΓ6ΐΐΓ(5β)^θ5ΐΊ30θΓ(5θ),
desleír, fundir(se). λοβός [lovós] (ηΛη.) 1: lóbulo, 2: vai na. λογαριάζω [logariádso] (v.) 1: contar, enumerar, calcular, computar, 2: te ner en cuenta, pensar, estimar, λογαριασμός [logariasmós] (ηΛη.) cuenta, cálculo, calculación, conteo, computación, λογάριθμος [logárizmos] (ηΛη.) (Mat.) logaritmo, λογάς [logás] (adj.) hablador, conver sador, parlanchín, λόγγος [lógkos] (ηΛη.) maleza, espe sura, natas, matorral, λογείο [lóguio] (η Λ .) escenario, λόγια [lóguia] (η Λ .) pl. palabras, ru mores · χάνω τα λόγια- perder las palabras · μετρώ τα λόγια μου- me dir las palabras, λογιάζω [loguiádso] (v.) pensar, creer, λογίζομαι [loguídsome] (v.) conside rar, pensar, razonar, λογικά [loguicá] 1: (n./n.) pl. 1: razón, juicio, sentido, sensatez, 2: (adv.) ló gicamente, razonablemente, λογική [loguiquí] (η Λ ) lógica, razón.
785
λογικοκρατία λογικοκρατία [loguicocratía] (n./f.) racionalismo, λογικός [loguicós] (adj.) lógico, razo nable, sensato, λογικότητα [loguicótita] (nyf.) lógica, racionalidad, sensatez, λόγιος [lóguios] (adj.) letrado, culto, instruido, erudito · λόγια έκφρασηfrase culta, λογισμός [loguismós] (n./m.) pensa miento, reflexión, cavilación, consi deración. λογιστήριο [loguistírio] (nyn.) oficina de contabilidad, λογιστής [loguistís] (n./m.) contable, λογιστική [loguistiquí] (n./f.) contabi lidad. λογιότατος [loguiótatos] (adj.) erudi to. λογογραφία [logografía] (n./f.) prosa, λογογράφος [logográfos] (n7m.+f.) prosista. λογοδιάρροια [logodiária] (nyf.) lo cuacidad, parloteo, λογοδοτώ [logodotó] (v.) justificarse, rendir cuentas, λογοκλοπή [logoclopí] (nyf.) plagio, extorsión, λογοκλόπος [logoclópos] (nVm.+f.) plagiario, usurpador, λογοκοπία [logocopía] (n./f.) locuaci dad. λογοκρίνω [logocríno] (v.) censurar, λογοκρισία [logocrisía] (n./f.) censura, λογοκριτής [logocritís] (nym.) censor, λογομαχία [logomajía] (nyf.) discu sión, disputa, controversia, argu mentación, λογοπαίγνιο [logopégnio] (n./n.) jue go de palabras, λόγος [lógos] (n./m.) 1: promesa, pala bra, 2: habla, discurso, 3: razón, moti vo, causa · λόγος της τιμής- palabra de honor. 786
λογοτέχνης [logotéjnis] (n./m.) lite rato. λογοτεχνία [logotejnía] (n./f.) litera tura. λογοτεχνικός [logotejnicós] (adj.) literario · λογοτεχνικό έργο- obra literaria. λογοτριβή [logotriví] (n./f.) discusión, disputa, controversia, λογοφέρνω [logoférno] (v.) reñir, di scutir. λόγχη [lógji] (n./f.) bayoneta, lanza, λογχίζω [logjídso] (v.) alancear, λοιδορία [lidoría] (n./f.) burla, λοιδορώ [lidoró] (v.) burlarse de, mo farse de. λοιμός [limós] (nym.) peste, pestilen cia, plaga, λοιμώδης [limódis] (adj.) contagioso, infeccioso, pestilente, λοίμωξη [límoksi] (nyf.) infección, contagio, purulencia, virus, λοιπόν [lipón] (conj.) pues, así, enton ces, por tanto, además, después, λοιπός [lipós] (adj.) restante · και τα λοιπά- etcétera, etc. λοκατζής [locatdsís] (nym.) comando, λόξα [lóksa] (nyf.) capricho, peculiari dad, autojo. λόξιγκας [lóksigkas] (n./m.) hipo, λοξοδρόμηση [loksodrómisi] (n./f.) desvío brusco, desviación, diversión, λοξοδρομώ [loksodromó] (v.) desviar bruscamente, λοξοκοιτάζω [loksoquitádso] (v.) mi rar de manera lasciva a uno. λοξός [loksós] (adj.) oblicuo, inclina do, sesgado · λοξό βλέμμα- mirada lasciva. λόρδα [lórda] (nyf.) hambruna, λόρδος [lórdos] (n./m.) lord, λοστός [lostós] (nym.) palanca de hierro. λοστρόμος [lostrómos] (nym.) contra
λυπάμαι maestre, λοταρία [lotaría] (n./f.) lotería, λούζω [lúdso] (v.) bañar, lavarse el pelo. λουκάνικο [lucánico] (n7n.) chorizo, salchicha, longaniza, λουκέτο [luquéto] (n7n.) candado, λούκι [lúqui] (n./n.) canalón, tubo de desagüe. λουκουμάς [lucumás] (n./m.) buñue lo. λουκούμι [lucúmi] (n7n.) 1: bombón de merengue blando, 2: (metáf.) cosa deliciosa, λουλάκι [luláqui] (n./n.) (Bot.) añil, azulillo, índigo, λουλούδι [lulúdi] (n./n.) flor, λουλουδίζω [luludídso] (v.) florecer, λουμίνι [lumíni] (nVn.) mecha, λουόμενος [luómenos] (ηΛη.) bañi sta. λούπινο [lúpino] (η Λ .) altramuz, λουρί [lurí] (η Λ .) correa, banda, tira, λουρίδα [lurída] (η Λ ) cinturón, cinto, tira, franja, λουσάρω [luáro] (v.) embellecer, ador nar, acicalar, λουσάτος [lusátos] (adj.) elegante, de mucho vestir, λούσιμο [lúsimo] (n./n.) baño, lavado, λούσο [lúso] (n./n.) elegancia, λουστράρω [lustráro] (v.) sacar brillo, sacar lustre, lustrar, bruñir, λουστρίνι [lustríni] (n./n.) charol, λούστρο [lústro] (η Λ .) barniz, brillo, λούστρος [lústros] (ηΛη.) limpiabo tas. λουτήρας [lutíras] (n./m.) bañera, la vabo, baño, λουτρό [lutró] (n./n.) baño, aseo · ια ματικά λουτρά- aguas termales, λουτρόπολη [lutrópoli] (n./f.) balnea rio. λοφίο [lofío] (nVn.) cresta, penacho,
copete, moño, λόφος [lófos] (n./m.) colina, monte, cerro, montículo, λοχαγός [lojagós] (n./m.) capitán, λοχεία [lojía] (nVf.) cuarentena, λοχίας [lojías] (n./m.) sargento, λόχμη [lójmi] (n./f.) espesura, bosquecilio. λόχος [lójos] (ηΛη.) compañía, λυγαριά [ligariá] (n./f.) mimbre, λυγεράδα [ligueráda] (ηΛ.) flexibili dad, agilidad, elasticidad, λυγερός [liguerós] (adj.) flexible, del gado, ágil, λυγίζω [liguídso) (v.) doblar, flexionar, torcer, curvar, doblegar(se). λύγισμα [líguisma] n. flexión, doblamiento. λύγκας [lígkas] (n./m.) (Zool.) lince, λυγμός [ligmós] (ηΛη.) sollozo, gemi do · κλαίω με λυγμούς- a) sollozar, b) gemir. λυδία [lidia] (n./f.) piedra de toque, λύκαινα [líquena] (n./f.) loba, λυκάνθρωπος [licánzropos] (n./m.+f.) hombre lobo, λυκαυγές [licavgués] (n./n.) alba, au rora. λύκειο [líquio] (η Λ .) liceo, centro de enseñanza media, λύκος [líeos] (n./m.) lobo, λυκόφως [licófos] (η Λ .) crepúsculo, ocaso. λυμαίνομαι [liménome] (v.) 1: infectar, contagiar, plagar, 2: hacer estragos en. λύματα [límata] (n./n.) pl. desperdicios fluviales. λύνω [lino] (v.) 1: desatar, desanudar, soltar, desliar, 2: resolver, solucionar · λύνω τους ζυγούς- romper filas, λυπάμαι [lipáme] (v.) compadecer, sentir lástima, lamentar algo, apesa dumbrarse.
787
λύπη λύπη [lípi] (nyf.) pena, tristeza, lástima, aflicción. λυπημένος [lipiménos] (adj.) apena do, triste, afligido, λυπηρός [lipirós] (adj.) penoso, lame ntable, patético, desconsolador, λύπηση [lípisi] (nyf.) compasión, lá stima. λυπητερός [lipiterós] (adj.) penoso, lamentable, λυπούμαι [lipúme] (v.) sentir pena, dar lástima. λυπώ [lipó] (v.) apenar, entristecer, afli gir, dar pena, λύρα [lira] (n A ) lira, λυρικός [liricós] (adj.) lírico, λυρισμός [lirismós] (n./m.) lirismo, λύση [llsi] (n./f.) 1: solución, 2: desen lace. λύσσα [lisa] (nyf.) rabia, furia, λυσσαλέος [lisaléos] (adj.) rabioso, fu rioso, encolerizado, colérico, λυσσάω [lisáo] (v.) rabiar, estar furioso, estar fuera de si.
788
λυσσώδης [lisódis] (adj.) furioso, ra bioso, fanático, λυτός [litós] (adj.) suelto, despendido, flojo · βάζω λυτούς και δεμένουςhago todo lo que puedo, λύτρα [lítra] (nyn.) pl. rescate, λυτρωμός [litromós] (nym.) liberación, salvación, redención, expiación, λυτρώνω [litróno] (v.) liberar, salvar, redimir. λύτρωση [lítrosi] (nyf.) liberación, sal vación, redención, λυτρωτής [litrotls] (nym.) liberador, libertador, salvador, redentor, λυχνάρι [lijnári] (nyn.) candil, λυχνία [lijnía] (n./f.) lámpara, bombilla, foco. λωλός [lolós] (adj.) loco, alienado, alu nado, chalado, alocado, λωποδύτης [lopodítis] (nym.) ratero, carterista, λώρος [lóros] (nym.) cordón · ομφάλι ος λώρος- cordón umbilical, λωτός [lotós] (nym.) 1: loto, 2: caqui.
Μ, μ [mi] (nyn.) duodécima letra del alfabeto griego, μα [ma] (conj.) pero, sino · μα είσαι βέ βαιος;- pero, ¿estás seguro?, μαβής [mavfs] (nym.) púrpura, viole ta. μαγαζάτορας [magadsátoras] (nym.) tendero, μαγαζί [magadsi] (nyn.) tienda, μαγαρίζω [magarídso] (v.) ensuciar, contaminar, ciscar, desasear, man char. μαγαρισιά [magarisiá] (nyf.) escremento, suciedad, μαγάρισμα [magárisma] (n./n.) polu ción. μαγγανεία [magkanía] (nyf.) magia, brujería, hechizo, encanto, μαγγανει/τής [magkaneftís] (nym.) mago, brujo, hechicero, μαγεία [maguía] (nyf.) magia, brujería, hechizo, encanto, sortilegio, nigro mancia · ως διά μαγείας- por arte de magia. μάγειρας [máguiras] (n./m.) cocinero, chef. μαγειρείο [maguirío] (nyn.) cocina, μαγείρεμα [maguírema] (n./n.) cocina, cocción, cocimiento, guiso, μαγειρευτός [maguireftós] (adj.) coci do, estofado, guisado, μαγειρεύω [maguirévo] (v.) cocinar, cocer, guisar, μαγειρική [maguiriquí] (n./f.) arte culi nario, arte de la cocina, μαγειρικός [maguiricós] (adj.) para cocinar, de cocina, culinario, μαγεμένος [magueménos] (adj.) 1: encantado, hechizado, 2: cautivado, embelesado, fascinado, μαγευτικός [maguefticós] (adj.) má gico, encantador, cautivador, em
belesador · μαγευτική θέα- vistas mágicas. μαγεύω [maguévo] (v.) hechizar, em brujar, fascinar, seducir, encantar, μάγια [máguia] n.pl. hechicería, bruje ría, hechizos, μαγιά [maguiá] (nyf.) fermento, leva dura · έλυσε τα μάγια- deshizo el hechizo. μαγικός [maguicós] (adj.) mágico, en cantador, hechicero, μαγιό [maguió] (nyn.) bañador, μαγιονέζα [maguionédsa] (nyf.) ma yonesa. μάγισσα [máguisa] (nyf.) bruja, hechi cera. μαγκάλι [magkáli] (n./n.) brasero, μάγκανο [mágkano] (n./n.) noria, μάγκας [mágkas] (nym.) chulo, rufián, matón, pillo, μαγκούρα [magkúra] (n./f.) cayado, bastón, báculo, μαγκώνω [magkóno] (v.) agarrar, en ganchar. μαγκούφης [magkúfis] (adj.) misera ble. μάγμα [mágma] (n./n.) magma, μαγνησία [magnisía] (nyf.) magnesia, μαγνήσιο [magnísio] (n./n.) (Quím.) magnesio, μαγνήτης [magnítis] (nym.) imán, μαγνητίζω [magnitídso] (v.) 1: ¡ma nta r, magnetizar, 2: (metáf.)atraer. μαγνητικός [magniticós] (adj.) 1: mag nético, 2: atractivo, μαγνητισμός [magnitismós] (nym.) magnetismo, μαγνητοσκόπηση [magnitoscópisi] (nyf.) grabación, filmación, μαγνητοσκοπώ [magnitoscopó] (v.) grabar, filmar, μαγνητόφωνο [magnitófono] (n./n.) magnetofón, magnetófono, μάγος [mágos] (n./m.) brujo, mago,
μαγουλάδες hechicero, encantador, ilusionista, μαγουλάδες [maguládes] (nVf.) pl. paperas. μάγουλο [mágulo] (n7n.) mejilla, ca rrillo. μαδέρι [madéri] (n./n.) madero, μάδημα [mádima] (n7n.) deplumación. μαδώ [madó] (ν.) 1: caerse el pelo, pelar, desplumar, deshojar, 2. (ave/ animal) mudar, pelechar, μαεστρία [maestría] (nVf.) maestría, μαέστρος [maéstros] (n./m.) maestro, director · μαέστρος ορχήστρας- di rector de orquesta, μάζα [mádsa] (n7f.) 1: masa, pasta, grumo, 2: volumen, 3: (personas/co sas) muchedumbre, μάζεμα [mádsema] (nVn.) 1: asamblea, 2: recogimiento, acumulación, enco gimiento. μαζεύω [madsévo] (v.) 1: recoger, re unir, juntar, 2: encoger, μαζί [madsí] (adv.) junto, juntos, jun tas. μαζικός [madsicós] (adj.) masivo, co lectivo. μαζοχισμός [madsojismós] (n./m.) masoquismo, μαζοχιστής [madsojistís] (n./m.) masoquista. μάζωξη [mádsoksi] (n7f.) 1: concen tración, junta, liga, reunión, agrupa ción, 2: (devotos) congregación. Μάης [máis] (n7m.) mayo, μαθαίνω [macéno] (v.) 1: aprender, educarse, profundizar, 2: enterarse (de), 3: (dar clases) enseñar · έμαθες ότι παντρεύεται τον επόμενο μήνα;¿te has enterado de que se casa el mes que viene?, μάθημα [mácima] (nVn.) 1: lección, clase, 2: asignatura, materia, 3: cur so. 790
μαθηματικά [macimaticá] (n./n.) pl. matemáticas, μαθηματικός [macimaticós] 1: (n./ m.+f.) (profesión) matemático, 2: (adj.) matemático, μάθηση [mácisi] (n7f.) aprendizaje, instrucción, enseñanza, educación, μαθητεία [macitía] (n./f.) aprendizaje, estudios, formación, μαθητευόμενος [macitevómenos] (adj.) aprendiz, practicante, μαθητής [macitís] (n./m.) alumno, escolar, colegial, aprendiz, discípulo, estudiante, μαθητικός [maciticós] (adj.) escolar, μαία [méa] (n./f.) matrona, comadro na, partera, μαίανδρος [méandros] (n./m.) mean dro. μαιευτήρας [meeftíras] (n./m.) obstetra, tocólogo, μαιευτήριο [meeftírio] (nVn.) clínica maternal. μαιευτική [meeftiquí] (n./f.) obstetri cia, tocología, μαϊμού [maimú] (n./f.) mono, macaco, μαϊνάρω [maináro] (v.) virar, μαίνομαι [ménome] (v.) estar furioso, estar encolerizado, enfurecerse, en colerizarse, enojarse, μαϊντανός [maidanós] (n./m.) perejil. μαΤστρα [maístra] (n./f.) vela mayor, μαϊστράλι [maistráli] (n./n.) mistral, viento sueve del noroeste, brisa, μαιτρέσα [metrésa] (n7f.) amante, querida. μακάβριος [macávrios] (adj.) 1: maca bro, trágico, 2: fúnebre, μακαράς [macarás] (nVm.) polea, bo bina. μακάρι [macári] (adv.) ojalá · μακάρι va μη βρέξει αύριοί- ¡ojalá no llueva mañana!. μακάριος [macários] (adj.) dichoso,
μαλάκωμα afortunado, bienaventurado, beato, μακαριότητα [macariótita] (η Λ ) 1: beatitud, bienaventuranza, 2: bien estar. μακαρίτης [macarítis] (ηΛη.) difunto, fallecido, muerto, μακαρόνι [macaróni] (η Λ .) maca rrón. Μακεδόνας [maquedónas] (ηΛη.) macedonio. Μακεδονία [maquedonía] (η Λ ) Macedonia. μακεδονικός [maquedonicós] (adj.) macedonio. μακελειό [maquelió] (nVn.) matanza, masacre, cornicería. μακέτα [maquéta] (η Λ ) maqueta, modelo. μακιγιάζ [maquiguiáds] (n./n.) maqui llaje. μακιγιάρισμα [maquiguiárisma] (η Λ .) maquillaje, μακιγιάρω [maquiguiáro] (v.) maqui llar. μακιγιάρομαι [maquiguiárome] (v.) maquillarse, pintarse, μ ακιγιέρ [maquiguiér] (n./m.+f.) maquillador/a. μακραίνω [macréno] (v.) alargar, pro longar, estirar, μακριά [macriá] (adv.) lejos, a lo lejos, μακρινός [macrinós] (adj.) 1: lejano, distante, remoto, 2: antiguo, pasado, μακρόβιος [macróvios] (adj.) longevo, de larga vida, anciano, μακροβιότητα [macroviótita] (η Λ ) longevidad, larga vida, μακροβούτι [macrovúti] (η Λ .) buceo, zambullida, inmersión, μακροζωία [macrodsoía] (n./f.) longe vidad, larga vida, μακροημέρευση [macroimérefsi] (ηΛ.) larga vida, longevidad, μακρόβεν [macrócen] (adv.) a distan 791
cia, de lejos, desde lejos, μακροθυμία [macrocimía] (ηΛ.) 1: tolerancia, indulgencia, paciencia, 2: generosidad, bondad, μακρόθυμος [macrócimos] (adj.) 1: tolerante, indulgente, paciente, 2: generoso, bondadoso, μακροπρόθεσμα [macroprócesma] (adv.) a largo plazo, μακροπρόθεσμος [macroprócesmos] (adj.) a largo plazo, μάκρος [mácros] (n./n.) 1: longitud, largo, largura, 2: (metáf.) extensión, μακροσκελής [macrosquelís] (adj.) largo, extenso · μακροσκελής λό γος- discurso extenso, μακροσκοπικός [macroscopicós] (adj.) macroscópico, μακρύς [macrís] (adj.) largo, extenso, prolongado, amplio, μάλα [mála] (adv.) mucho, muy. μαλαγάνας [malagánas] (n./m.) astu to, zorro, mañoso, zalamero, μαλάζω [maládso] (v.) 1: amasar, so bar, 2: dar/hacer masaje, μαλακά [malacá] (adv.) suavemente, delicadamente, μαλακία [malaquíal (n./f.) 1: mastur bación, onanismo, 2: (tontería) gilipollez. μαλακίζομαι [malaquídsome] (v.) 1: masturbarse, 2: (metáf.) ser gilipollas. μαλάκιο [maláquio] (n./n.) molusco, μαλακός [malacós] (adj.) 1: blando, tierno, mórbido, suave, 2: templado, apacible. μαλακότητα [malacótita] (ηΛ.) blan dura, ternura, dulzura, suavidad, μαλακτικός [malacticós] (n./n.) 1: sua vizante, sedante, paliativo, 2: (medicamiento) emoliente · μαλακτικό ρούχων- suavizante de ropa, μαλάκωμα [malácoma] (η Λ .) suavi-
μαλακώνω dad, ablandamiento, μαλακώνω [malacóno] (v.) ablandar, enternecer, suavizar, μάλαμα [málama] (nVn.) 1: (Min.) oro, 2: (metáf.) persona buena, μαλαματένιος [malamatéños] (adj.) 1: de oro, 2: (metáf.) bondadoso, μάλαξη [málaksi] (nyf.) masaje, μαλαχίτης [malajítis] (Min.) malaqui ta. μαλθακός [malzacós] (adj.) blando, suave, bobo, μάλιστα [málista] (adv.) 1: sí, 2: desde luego, por supuesto, claro, μαλλί [malí] (nVn.) 1: (oveja) lana, 2: (persona) cabello, pelo, μαλλιά [maliá] (n7n.) pl. Pelo, cabello, μαλλιαρός [maliarós] (adj.) peludo, velludo, barbudo, μάλλινος [málinos] (adj.) de lana, μαλλιοτραβιέμαι [maliotraviéme] (v.) pelear con alguien tirándole el pelo, μάλλον [málon] (adv.) quizás, tal vez, puede ser, más bien, mejor dicho, μάλωμα [máloma] (n./n.) 1: riña, pelea, 2: reprimenda, reganiña. μαλώνω [malóno] (v.) reñir, echarle a alguien una bronca, pelear(se). μαμά [mamá] (n7f.) mamá, madre, μαμή [mamí] (n7f.) matrona, coma drona, partera, μαμούνι [mamúni] (nVn.) bicho, in secto. μαμόθρεφτος [mamózreftos] (adj.) mimado, consentido, μάνα [mána] (n A ) madre, mamá, μανάβης [manávis] (nVm.) verdulero, frutero. μανάβικο [manávico] (n7n.) verdule ría, frutería, μανδαρίνος [mandarinos] (nVm.) mandarín, μανδύας [mandías] (n7m.) capa, túni ca, manto. 792
μανεκέν [manequén] (nVn.) maniquí, modelo. μάνι-μάνι [máni-máni] (adv.) apenas, rápidamente, μανία [manía] (n7f.) manía, obsesión, locura, furor, μανιάζω [maniádso] (v.) ponerse fu rioso, encolerizarse, enfurecerse · μάνιασε η θάλασσα- el mar se en fureció. μανιακός [maniacos] (adj.) maníaco, obseso, loco, frenético, lunático, en carnizado, μανιασμένος [maniasménos] (adj.) furioso. μάνικα [mánica] (n7f.) manguera, tubo, manga, μανίκι [maníqui] (nVn.) manga, μανιτάρι [manitári] (n./n.) seta, cham piñón. μανιφατούρα [manifatúra] (nyf.) ma nifactura. μανιφέστο [manifésto] (n./n.) mani fiesto. μανιώδης [maniódis] (adj.) maniático, loco, furioso, empedernido, μανιωδώς [maniodós] (adv.) furiosa mente, freneticaménte. μάννα [mána] (n7n.) maná, μανολία [manolía] (nVf.) (Bot.) ma gnolia. μανόμετρο [manómetro] (nVn.) (Tecn.) manómetro, μανούβρα [manúvra] (n./f.) maniobra, μανουβράρω [manuvráro] (v.) manio brar. μανσέτα [manséta] (n7f.) bocamanga, μανταλάκι [mandaláqui] (nVn.) pinza para ropa, μάνταλο [mándalo] (nVn.) cerrojo, pestillo, cierre, μαντάρα [mandára] (n7f.) enredo · γίναμε μαντάρα- nos metimos en un enredo.
μαρμαρένιος μανταρίνι [mandaríni] (η7η.) manda rina. μοντάρισμα [mandárisma] (n./n.) 1: zurcido, 2: (coloq.) remiendo, μαντάρω [mandáro] (v.) zurcir, remen dar. μαντάτο [mandáto] (n./f.) noticia, su ceso. μαντεία [mandia] (n./f.) vaticinio, μαντείο [mandío] (nyn.) oráculo, μαντευτής [mandeftís] (nym.) adivi nador. μαντεύω [mandévo] (v.) 1: adivinar, 2: acertar, predecir, μαντζούνι [mandsúni] (nVn.) poción, pócima. μαντζουράνα [mandsurána] (nyf.) (Bot.) mejorana, μάντης [mándis] (n./m.) adivino, adivi nador, vidente, μαντίλα [mandila] (nyf.) pañoleta, μαντίλι [mandíli] (nyn.) 1: pañuelo, 2: moquero, 3: (ropa) fular, pañoleta, μάντρα [mándra] (nyf.) 1: tapia, valla, 2: (lugar) cercado, redil, μαντρί [mandrf] (n./n.) redil, aprisco, μαξιλάρι [maksilári] (nyn.) 1: (cama) almohada, 2: (sofá) cojí· το παγωτό n, almohadilla, μαξιλαροθήκη [maksilarocíqui] (n./n.) almohadón, funda, μαόνι [maóni] (nyn.) caoba, μαούνα [maúna] (nyf.) barcaza, μάπα [mápa] (nyf.) 1: col, berza, 2: (co loq.) rostro, cara, 3: (metáf.) de mala calidad · το παγωτό ήταν μάπα- el helado era de mala calidad, μάπας [mápas] (nym.) chiflado, bobo, tonto. μαραγκιασμένος [maragkiasménos] (adj.) arrugado, marchito, μαραγκός [maragkós] (nym.) carpin tero, ebanista, μαραγκοσύνη [maragkosini] (nyf.) ca
rpintería. μαραγκούδικο [maragkúdico] (n./n.) carpintería, ebanistería, μαράζι [marádsi] (nyn.) 1: tormento, dolor, sufrimiento, depresión, 2: pena, amargura,angustia, μαραζώνω [maradsóno] (v.) deprimir se, entristecerse, languidecer, μάραθος [márazos] (n./m.) (Bot.) hi nojo. μαραίνω [maréno] (v.) marchitar, se car, languidecer, μαρασμός [marasmós] (nym.) marchi tamiento, languidez, abatimiento, μαραφέτι [maraféti] (nyn.) utensilio, aparato, artilugio. μαργαρίνη [margaríni] (nyf.) marga rina. μαργαρίτα [margarita] (n./f.) marga rita. μαργαριταρένιος [margaritaréños] (adj.) perlado. μαργαριτάρι [margaritári] (nyn.) per la. μαρέγκα [maréngka] (nyf.) merengue, μαρίδα [marida] (n./f.) pescado menu do, morralla, μαριονέτα [marionéta] (nyf.) mario neta. μάρκα [márca] (nyf.) 1: marca, ficha 2: signo, símbolo, μαρκαδόρος [marcadóros] (n./m.) ro tulador, marcador, μαρκάρω [marcáro] (v.) marcar, μαρκήσιος [marquísios] (n./m.) mar qués. μαρκίζα [marquídsa] (nyf.) alero, repi sa, reborde, μάρκο [márco] (n./n.) (moneda) mar co. μαρμαράς [mermarás] (nym.) marmo lista. μαρμαρένιος [marmaréños] (adj.) de mármol.
793
μάρμαρο μάρμαρο [mármaro] (nVn.) mármol, μαρμελάδα [marmeláda] (ηΛ.) mer melada. μαρξισμός [marksismós] (n./m.) mar xismo. μαρξιστής [marksistís] (ηΛη.) marxista. μαρούλι [marúli] (n./n.) lechuga, μάρσιππος [mársipos] (nVm.) (Zool.) marsupio. μαρσιπποφόρος [marsipofóros] (adj.) marsupial. Μάρτιος [mártios] (ηΛη.) marzo, μάρτυρας [mártiras] (ηΛη.+f.) 1: testi go, 2: (Igl.) mártir, μαρτυρία [martirial (η Λ ) testimonio, testificación, atestiguación, atesta ción. μαρτυρικός [martiricós] (adj.) 1: testi monial, 2: (Igl.) de mártir, μαρτύριο [martirio] (η Λ .) martirio, tormento, suplicio, μαρτυρώ [martiró] (v.) 1: atestiguar, testimoniar, deponer, 2: (Igl.) sufrir martirio. μας [mas] (pron.) 1: a nosotros, nos, 2: nuestro · μας αρέσει ναχορεύουμε, nos gusta bailar · το σπίτι μας- nues tra casa. μάσα [mása] (ηΛ.) (coloq.) comida, μασάζ [masáds] (η Λ .) masaje, μασέλα [maséla] (η Λ ) dentadura, mandíbula, dontadura postiza, μάσηση [másisi] (n./f.) masticación, mascadura, μάσκα [másca] (ηΛ.) máscara, careta, μασκαράς [mascarás] (n./m.) 1: má scara, disfrazado, 2: picaro, pillo, μασκαράτα [mascaráta] (ηΛ.) masca rada. μασκαρεύομαι [mascarévome] (v.) 1: disfrazarse de, 2: hacerse pasar por. μασκότ [mascót] (η Λ ) mascota, μασόνος [masónos] (n./m.) masón. 794
μασούλημα [masúlima] (η Λ .) mastica ción, mascadura, μασουλώ [masuló] (v.) masticar, ma scar. μασούρι [masúri] (η Λ .) carrete, bobi na, rollo, canilla, μαστάρι [mastári] (η Λ .) ubre, mama, μαστέλο [mastélo] (η Λ .) cubeta, bal de. μάστιγα [mástiga] (η Λ ) plaga, peste, calamidad, μαστίγιο [mastíguio] (n./n.) látigo, fu sta, azote, μαστίγωμα [mastígoma] (n./n.) latiga zo, azote. μαστιγώνω [mastigóno] (v.) azotar, fustigar. μαστίγωση [mastígosi] (ηΛ.) azote, fustigación, μαστίζω [mastídso] (v.) 1: torturar, afli gir, plagar, infestar 2: (metáf.) acosar, atormentar, destrozar, causar des gracias. μαστίτις [mastitis] (n./f.) (Med.) ma stitis. μαστίχα [mastíja] (n./f.) 1: (Bot.) almá ciga, mástique, 2: chicle natural, μαστιχόδεντρο [mastijódentro] (η Λ .) (Bot.) almácigo (árbol). μαστόδοντας [mastódondas] (η Λ .) (Zool.) mastodonte, μάστορας [mástoras] (ηΛη.) maestro, experto, perito, μαστορεύω [mastorévo] (v.) reparar, remendar, manosear, μαστοριά [mastoriá] (n./f.) artesanía, maestría, destreza, μαστός [mastós] (ηΛη.) 1: seno, mama, 2: ubre. μαστούρης [mastúris] (ηΛη.) adicto, yonqui. μαστοφόρος [mastofóros] (adj.) (Zool.) mamífero, μαστραπάς [mastrapás] (ηΛη.) jarrón,
μαχαιροβγάλτης jara, tazón, μαστροπός [mastropós] (n./m.) proxe neta. μαστροχαλαστής [mastrojalastís] (n./m.) chapucero, chambón, μασχάλη [masjáli] (n./f.) axila, μασώ [masó] (v.) masticar, mascar, tri turar. μάταια [mátea] (adv.) en vano, inútil mente. ματαιοδοξία [mateodoksía] (n./f.) va nidad, soberbia, presunción, vana gloria, envanecimiento, ματαιόδοξος [mateódoksos] (adj.) 1: vanidoso, soberbio, presumido, 2: fanfarrón, ματαιοδοξώ [mateodoksó] (v.) 1: va nagloriarse, envanecerse, 2: pavo nearse, presumirse, ματαιοπονία [mateoponía] (n./f.) es fuerzo inútil, ματαιοπονώ [mateoponó] (v.) esfor zarse en vano, μάταιος [máteos] (adj.) vano, inútil, infructuoso · μάταιες προσπάθειεςintentos infructuosos, ματαιότητα [mateótita] (nyf.) vani dad. ματαιώνω [mateóno] (ν.) 1: cancelar, anular, 2: frustrar, abortar, derogar, ματαίωση [matéosi] (nyf.) 1: cancela ción, anulación, 2: frustración, dero gación. μάτην [mátin] (adv.) en vano, μάτι [máti] (nyn.) ojo. ματιά [matiá] (nyf.) ojeada, mirada, vistazo · θα μπορούσα va ρίξω μια ματιά;- ¿podría echar un vistazo?, ματιάζω [matiádso] (v.) echar mal de ojo. μάτιασμα [mátiasma] (nyn.) mal de ojo. ματογυάλια [matoguiália] (nyn.) pl. gafas, anteojos. 795
ματόκλαδο [matóclado] (nyn.) pesta ña. ματοτσίνορο [matotsínoro] (nyn.) pes taña. ματόφρυδο [matófrido] (n./n.) 1: ceja, 2: entrecejo, ματόφυλλο [matófilo] (n./n.) párpa do. ματς [mats] (nyn.) (Dep.) partido, jue go · ένα ποδοσφαιρικό ματς- un partido de fútbol, μάτσο [mátso] (n./n.) 1: (de flores) ramo, 2: (de cosas) manojo, montón, 3: (de personas) grupo, 4: (de papeles) haz, legajo, ματσούκι [matsúqui] (nyn.) garrote, palo. ματώνω [matóno] (v.) sangrar, perder, sangre. μαυλίζω [mavlídso] (ν.) 1: seducir, 2: corromper, viciar, μαυρίζω [mavrídso] (ν.) 1: ennegrecer, pintar de negro, 2: (tomando el sol) broncearse, μαυρίλα [mavríla] (n./f.) 1: negrura, oscuridad, 2: noche, μαυρισμένος [mavrisménos] (adj.) 1: ennegrecido, denigrado, 2: (por el sol) moreno, bronceado, μαύρο [mávro] (n./n.) color negro, μαυροπίνακας [mavropínacas] (n./m.) 1: pizarra, 2: tablero, μαυροπούλι [mavropúli] (nyn.) (Zool.) estornino, μαύρος [mávros] (adj.) 1: (ser) negro, 2: (pelo) moreno, μαυσωλείο [mavsolío] (n./n.) mauso leo. μαχαίρι [majéri] (n./n.) 1: cuchillo, 2: navaja. μαχαιριά [majeriá] (n./f.) 1: cuchillada, navajazo, 2: puñalada, μαχαιροβγάλτης [majerovgáltis] (nym.) matador, asesino.
μαχαιροπίρουνα μαχαιροπίρουνα [majeropíruna] (nyn.) pl. cubiertos, μαχαίρωμα [majéroma] (nyn.) cuchi llada, navajazo, μαχαιρώνω [majeróno] (ν.) 1: acu chillar, cortar, 2: matar, asesinar, 3: apuñalar, μαχαλάς [majalás] (n./m.) vecindad, μάχη [máji] (nyf.) lucha, combate, en frentamiento, batalla, μαχητής [majitís] (nym.) luchador, combatiente, μαχητικός [majiticós] (adj.) 1: comba tivo, luchador, militante, 2: (metáf.) agresivo. μαχητικότητα [majiticótita] (nyf.) co mbatividad, μάχομαι [májome] (v.) luchar, comba tir, enfrentarse, με [me] (prep.) con · θέλω va μιλήσω μαζί του- quiero hablar con él · με τόσα χρήματα που έχει, μπορεί να αγοράσα ό,τι θέλει- con el dinero
que tiene, puede comprar lo que le de la gana · με τη βοήθειά του- con su ayuda · με τον καιρό- con il tiem po. μεγαθήριο [megacírio] (nyn.) mamí fero prehistórico, monstruo, μεγαθυμία [megacimía] (nyf.) genero sidad, altruismo, μεγάθυμος [megácimos] (adj.) gene roso, altruista, μέγαιρα [méguera] (nyf.) 1: (ave) ar pía, 2: (metáf.) bruja, perversa, μεγαλαυχία [megalavjía] (nyf.) gran dilocuencia, μεγαλείο [megalío] (n./n.) magnitud, grandeza, importancia, esplendidez, μεγαλειότητα [megaliótita] (nyf.) grandeza, superioridad, alteza, ma jestad, majectuosidad. μεγαλειώδης [megaliódis] (adj.) ma jestuoso, magnífico, suntuoso. 796
μεγαλέμπορος [megalémboros] (nym.) mercader mayorista, μεγαλεπήβολος [megalepívolos] (adj.) grandioso, superior, ambicioso, gran dioso. μεγαλοδύναμος [megalodínamos] (adj.) todopoderoso, omnipotente, μεγαλοδωρία [megalodoría] (nyf.) mu nificencia, generosidad, μεγαλόδωρος [megalódoros] (adj.) munífico, generoso, μεγαλόκαρδος [megalócardos] (adj.) bondadoso, altruista, de buen cora zón, magnánimo, μεγαλοκτηματίας [megaloctimatías] (nym.) hacendado, terrateniente, μεγαλομανής [megalomanís] (adj.) megalómano, μεγαλομανία [megalomanía] (nyf.) megalomanía, μεγαλόπνευστος [megalópnefstos] (adj.) inspirado, iluminado, genial, μεγαλοποιώ [megalopió] (ν.) 1: (ha blando/actuando) exagerar, 2: au mentar. μεγαλοπράγμων [megaloprágmon] (adj.) emprendedor, ambicioso, μεγαλοπρέπεια [megaloprépia] (nyf.) grandeza, grandiosidad, magnificen cia, majestuosidad, suntuosidad, μεγαλοπρεπής [megaloprepís] (adj.) 1: majestuoso, 2: grandioso, magní fico, 3: suntuoso, μεγαλορρημοσύνη [megalorimosíni] (nyf.) grandilocuencia, pomposidad, μεγάλος [megálos] (adj.) 1: (tamaño) grande, 2: (edad) mayor, adulto, μεγαλόστομος [megalóstomos] (adj.) pomposo, fanfarrón, μεγαλοσύνη [megalosíni] (nyf.) gran diosidad, magnificencia, μεγαλόσχημος [megalósjimos] (adj.) 1: (Igl.) venerable, 2: grandioso, μεγαλόσωμος [megalósomos] (adj.)
μεθοδικότητα corpulento, robusto, grandullón, μεγαλούργημα [megalúrguima] (η Λ .) obra maestra, hazaña, proeza, μεγαλουργώ [megalurgó] (v.) conse guir grandes obras, μεγαλουτσικος [megalútsicos] (adj.) grandecito, bastante grande, mayorcito. μεγαλοφροσύνη [megalofrosíni] (ηΛ ) arrogancia, soberbia, presunción, μεγαλόφρων [megalófron] (adj.) arro gante, soberbio, presumido, μεγαλοφυής [megalofiís] (adj.) genial, ingenioso, μεγαλοφυϊα [megalofiía] (ηΛ.) genio, ingenio. μεγαλόφωνα [megalófona] (adv.) en voz alta. Μεγαλόχαρη [megalójari] (ηΛ.) la Vir gen María, la Santa Virgen, μεγαλοψυχία [megalopsijía] (ηΛ.) magnanimidad, generosidad, noble za, altruismo, grandeza de alma, μεγαλόψυχος [megalópsijos] (adj.) ge neroso, noble, magnánimo, altruista, μεγαλύτερος [megalíteros] (adj.) 1: (edad) mayor, 2: (tamaño) más gran de · η μεγαλύτερη αδερφή μου- mi hermana mayor · το σπίτι σου είναι μεγαλύτερο από το δικό μου- tu casa es más grande que la mía. μεγάλωμα [megáloma] (η Λ .) 1: creci miento, 2: agrandamiento. μεγαλώνυμος [megalónimos] (adj.) ilustro, célebre, μεγαλώνω [megalóno] (v.) 1: (hacer más grande) agrandar, 2: (una planta) crecer, 3: (los niños) criar, 4: (ser más viejo) envejecer, μέγαρο [mégaro] (η Λ .) palacio, μέγας [mégas] (adj.) gran, grande, grandioso, μεγάτιμος [megátimos] (adj.) ilustro, honorable, célebre.
μεγάφωνο [megáfono] (η Λ .) megá fono, altavoz, μέγγενη [mégkeni] (η Λ ) abrazadera, μέγεθος [méguezos] (η Λ .) 1: (de co sas) tamaño, 2: (volumen) dimensión, 3: (ropa) talla, μεγέθυνση [meguécinsi] (n./f.) 1: au mento, 2: ampliación, μεγεθυντικός [meguecindicós] (adj.) aumentativo, μεγεθύνω [meguecíno] (v.) 1: aume ntar, agrandar, 2: ampliar, μεγιστάνας [meguistánas] (n7m.) mag nate, dignatario, μέγιστα [méguista] (adv.) muy, mu cho, magnánimamente, μέγιστος [méguistos] (adj.) máximo, μεδούλι [medúli] (η Λ .) 1: meollo, mé dula, tuétano, 2: (metáf.) sangre, μέδουσα [médusa] (ηΛ.) medusa, μεζές [medsés] (ηΛη.) pincho, tapa, entremés, aperitivo, μεζούρα [medsúra] (η Λ ) cinta mé trica. μεθαύριο [mezávrio] (adv.) pasado ma ñana. μεθερμήνευση [mecermínefsi] (η Λ ) interpretación, explicación, aclara ción. μεθερμηνευτής [mecermineftís] (ηΛη.) interprete, traductor, μεθερμηνεύω [mecerminévo] (v.) 1: interpretar, traducir, 2: explicar, acla rar. μέθη [méci] (n./f.) embriaguez, borra chera. μεθόδευση [mezódefsi] (ηΛ.) manejo metódico, plan, programa, μεθοδεύω [mezodévo] (v.) manejar metódicamente, planear, progra mar. μεθοδικός [mezodicós] (adj.) metódi co, sistemático, μεθοδικότητα [mezodicótita] (ηΛ.)
797
μέθοδος sistematización, μέθοδος [mézodos] (nyf.) método, si stema, técnica, táctica, proceso, μεθοκόπημα [mezocópima] (nVn.) embriaguez, borrachera, juerga, μεθοκόπος [mezocópos] (n./m.) be bedor, borracho, borrachón. μεθοκοπώ [mezocopó] (v.) embria garse, emborracharse, ir de juerga, μεθοριακός [mezoriacós] (adj.) fro nterizo, confinante, μεθόριος [mezórios] (n./f.) frontera, límite, confín, μεθόριος [mezórios] (adj.) fronterizo, limítrofe. μεθυλικός [mecilicós] (adj.) metílico, μεθύλιον [mecílion] (n7n.) (Quím.) metilo. μεθύσι [mecísi] (n./n.) borrachera, em briaguez. μεθυσμένος [mecisménos] (adj.) bo rracho, embriagado, ebrio, μέθυσος [mécisos] (nym.+f.) borracho, bebedor, alcohólico, borrachín, μεθύστακας [mecístacas] (n./m.) bo rracho. μεθυστικός [mecisticós] (adj.) 1: em briagador, 2: encantador, μεθώ [mezó] (v.) emborracharse, em briagarse, μείγμα [mígma] (n./n.) 1: mezcla, mez colanza, 2: mixtura, amalgama, 3: combinación, μειδίαμα [midíama] (n./n.) sonrisa, μειδιώ [midió] (v.) sonreir(se). μείζων [mídson] (adj.) de gran impor tancia, importantísimo, μεικτός [mictós] (adj.) 1: mixto, com puesto, 2: (dinero/sueldo) bruto, μειλίχιος [milíjios] (adj.) afable, ama ble, dulce, μειλιχιότητα [milijiótita] (n./f.) afabili dad, amabilidad, dulzura, μείξη [míksi] (nyf.) mezcla, combina 798
ción, mescolanza, μειοδοσία [miodosía] (n./f.) oferta más baja en una subasta, μείον [míon] (adv.) menos, μειονέκτημα [mionéctima] (nyn.) de sventaja, inconveniente, μειονεκτικός [mionecticós] (adj.) desaventajoso, inferior, μειονεκτικότητα [mionecticótita] (nyf.) inferioridad, deficiencia, μειονεκτώ [mionectó] (v.) encontrar se en desventaja/en inferioridad de condiciones, μειονότητα [mionótita] (n./f.) minoría, μειοψηφία [miopsifía] (n./f.) minoría, μειώνω [mióno] (ν.) 1: disminuir, redu cir, 2: (precio) rebajar, μείωση [míosi] (n./f.) 1: disminución, reducción, 2: (precio) rebaja, μειωτικός [mioticós] (adj.) diminutivo, ofensivo, peyorativo, despectivo, μελαγχολία [melagjolía] (n./f.) me lancolía, tristeza, entristecimiento, aflicción. μελαγχολικός [melagjolicós] (adj.) me lancólico, triste, afligido, apenado, μελαγχολώ [melagjoló] (ν.) 1: (uno mismo) sentir melancolía, entriste cerse, afligir, 2: (a alguien) provocar/ causar melancolía, μελάνι [meláni] (n./n.) tinta, μελανιά [melaniá] (nyf.) cardenal, mo radura, hematoma, mancha de tinta, μελανιάζω [melañádso] (ν.) 1: amora tarse, 2: (metáf.) quedarse amorata do de frío, μελανίνη [melaníni] (n./f.) melanina. μελανοδοχείο [melanodojío] (n./n.) tintero. μέλας [mélas] (adj.) negro, ennegreci do, oscuro, μελάσα [melása] (n./f.) melaza, μελάτος [melátos] (adj.) 1: (de miel) melado, 2: (huevo) blando.
Μεξικάνος μελαχρινός [melajrinós] (adj.) more no. μελαψός [melapsós] (adj.) moreno, de piel oscura, μέλει [méli] (v.) importar, interesar, con cernir. μελένιος [melénios] (adj.) melado, μελέτη [meléti] (nyf.) 1: estudio, 2: investigación, preparación, conside ración. μελετηρός [meletirós] (adj.) 1: estu dioso (de), 2: (coloq.) empollón, μελετητής [meletitís] (nym.) estudio so, investigador, científico, μελετώ [meletó] (ν.) 1: estudiar, 2: in vestigar, examinar, μέλημα [mélima] (nyn.) cuidado, pre ocupación, desvelo, μέλι [méli] (n./n.) miel, μελίρρυτος [melíritos] (adj.) meloso, dulce. μέλισσα [mélisa] (n./f.) abeja · βασί λισσα μέλισσα- abeja maestra, μελίσσι [melísi] (nyn.) panal, μελισσοκομία [melisocomía] (nyf.) api cultura. μελισσοκόμος [melisocómos] (nym.) apicultor. μελιτζάνα [melitdsána] (nyf.) beren jena. μέλλον [mélon] (nyn.) futuro, μέλλοντας [mélondas] (nym.) (Gram.) Futuro. μελλοντικός [melondicós] (adj.) futu ro, venidero, próximo, μελλόνυμφος [melónimfos] (n./m.) novio. μέλλω [mélo] (v.) destinar, determi nar. μελόδραμα [melódrama] (nyn.) melo drama, tragedia, μελοδραματικός [melodramaticós] (adj.) melodramático, dramático, trágico.
μελοποιώ [melopió] (v.) componer mú sica. μέλος [mélos] (n./n.) 1: (personas) miembro, socio, asociado, 2: (cuerpo) órgano, 3: (cosas) segmento, μελτέμι [meltémi] (nyn.) viento del norte. μελωδία [melodía] (nyf.) melodía, μελωδικός [melodicós] (adj.) melódi co, melodioso, μελωδικότητα [melodicótita] (nyf.) melodía. μελώνω [melóno] (v.) endulzar, dulci ficar, azucarar, μεμβράνη [memvráni] (nyf.) mem brana. μεμιάς [memiás] (adv.) enseguida, in mediatamente, a la vez. μεμονωμένος [memonoménos] (adj.) aislado, apartado, separado, μεμπτός [memptós] (adj.) censurable, criticable, μέμφομαι [mémfome] (v.) reprochar, censurar, criticar, μεμψιμοιρία [mempsimiría] (nyf.) queja, refunfuño, quejido, μεμψίμοιρος [mempsímiros] (adj.) quejumbroso, refunfuñón, μεμψιμοιρώ [mempsimiró] (v.) que jarse, refunfuñar, gruñir, μεν [men] (seguido casi siempre de αλλά, όμως...) si pero, sin embargo, μενεξές [meneksés] (nym.) violeta, μένος [ménos] (n./n.) ira, furia, rabia, furor, enojo, μέντα [ménda] (n./f.) menta, μενταγιόν [medaguión] (nyn.) meda llón, medalla, colgante, μεντεσές [mendesés] (n./m.) bisagra, gozne. μένω [méno] (ν.) 1: vivir, residir, habitar 2: quedar(se), permanecer. Μεξικό [meksicó] (nyn.) México. Μεξικάνος [meksicános] (nym.) mexi-
799
μέρα cano. μέρα [méra] (n./f.) 1: (de la semana) día, 2: (día laboral) jornada, 3: fecha • καλημέραΙ- ¡buenos días!, μεράκι [meráqui] (η Λ .) anhelo, deseo ardiente, hacer algo con dedicación, μεραρχία [merarjía] (nVf.) división, μερεμέτι [mereméti] (n./n.) repara ción, reforma, arreglo, μερεμετίζω [meremetídso] (v.) repa rar, reformar, arreglar, μεριά [meriá] (ηΛ.) lado, flanco, parte, lugar. μερίδα [merída] (n./f.) 1: (comida) ración, 2: (sector) sección, 3: parte, facción. μερίδιο [merídio] (η Λ .) parte, por ción. μερίζω [merídso] (v.) partir, dividir, compartir, μερίκευση [meríquefsi] (n./f.) especifi cación, particularización. μερικεύω [meriquévo] (v.) especificar, particularizar, μερικός [mericós] (adj.) parcial, μερικώς [mericós] (adv.) en parte, par cialmente, μέριμνα [mérimna] (η Λ ) 1: cuidado, atención, 2: preocupación, 3: des velo. μεριμνώ [merimnó] (v.) 1: cuidar, aten der, 2: preocuparse (por), 3: desve larse. μέρισμα [mérisma] (η Λ .) 1: parte, porción, 2: (Mat.) dividendo, μερισμός [merismós] (ηΛη.) división, reparto. μεροδούλι [merodúli] (η Λ .) paga, jornada. μεροκαματιάρης [merocamatiáris] (n^m.) jornalero, μεροκάματο [merocámato] (n./n.) jor nal, paga del día. μεροληπτικός [merolipticós] (adj.) 800
parcial, partidista, sujetivo, μεροληπτώ [meroliptó] (v.) ser parcial, ser partidista, ser sujetivo, μεροληψία [merolipsía] (n./f.) parciali dad, partidismo, favoritismo, μέρος [méros] (η Λ .) 1: (de algo) parte, 2: (área) lugar, sitio, zona, μερτικό [merticó] (n./n.) parte, por ción, ración, μέσα [mésa] (adv.) dentro (de), en · θα σου τηλεφωνήσω μέσα στα επόμε να 20 λεπτά- te llamaré dentro de 20 minutos · τα κλειδιά είναι μέσα στο συρτάρι- las llaves están en el cajón,
μεσάζων [medsádson] (n./m.) inter mediario, mediador, negociador, μεσάζω [mesádso] (v.) mediar, nego ciar. μεσαίος [meséos] (adj.) 1: mediano, 2: (localizar) de en medio, del centro · μεσαίο μέγεθος (médium)- talla me diana. μεσαίωνας [meséonas] (ηΛη.) edad media, medievo, μεσαιωνικός [meseonicós] (adj.) me dieval. μεσάνυχτα [mesánijta] (η Λ .) pl. me dianoche, μεσεγγύηση [mesegkíisi] (n./f.) sequestro. μέση [mési] (η Λ ) 1: centro, medio, 2: (cuerpo) cintura, cadera · αφήνω κάτι στη μέση- dejar algo sin hacer, μεσήλικας [mesílicas] (adj.) de media na edad. μεσημβρία [mesimvría] (n./f.) medio día. μεσημβρινός [mesimvrinós] (ηΛη.) meridiano, μεσημβρινός [mesimvrinós] (adj.) del mediodía, meridional, μεσημέρι [mesiméri] (n./n.) mediodía, μεσιανός [mesianós] (adj.) medio, me diano.
μεταγλώττιση μεσίστιος [mesístios] (adj.) a media asta. μεσιτεία [mesitía] (nVf.) 1: mediación, 2: correduría, corretaje, μεσιτεύω [mesitévo] (v.) mediar, inter ceder. μεσίτης [mesítis] (n7m.) 1: interme diario, mediador, 2: corredor, μέσο [méso] (n7n.) 1: medio, 2: recur so, proceso, técnica · μέσα μαζικής ενημέρωσης- medios de comunica ción · μέσο μεταφοράς- medio de transporte, μεσοβέζικος [mesovédsicos] (adj.) ambiguo, equívoco, evasivo, μεσογειακός [mesoguiacós] (adj.) me diterráneo · μεσογειακή κουζίνα/δια τροφή- cocina/dieta mediterránea. Μεσόγειος [mesóguios] (nyf.) Medi terráneo. μεσόγειος [mesóguios] (adj.) medite rráneo. μεσολάβηση [mesolávisi] (n./f.) me diación, intercesión, negociación, μεσολαβητής [mesolavitís] (n./m.) mediador, intermediario, negocia dor. μεσολαβώ [mesolavó] (v.) mediar, in terceder, negociar, μεσονύχτι [mesoníjti] (n7n.) media noche. μεσοπλεύριος [mesóplevrios] (adj.) intercostal, μέσος [mésos] (adj.) medio, μεσοτοιχία [mesotijía] (n./f.) tabique, pared. μεσουράνηση [mesuránisi] (n7f.) cé nit, culminación, apogeo, μεσουρανώ [mesuranó] (v.) estar én el cénit, culminar, μεσοφόρι [mesofóri] (n./n.) enagua, refajo. μεσόφωνος [mesófonos] (nVm.) (Mús.) barítono, bajete. 801
Μεσσίας [mesías] (n./m.) Mesías, re dentor. μεστός [mestós] (adj.) 1: (edad) madu ro, 2: lleno, μεστώνω [mestóno] (v.) madurar, μετά [metá] 1: (adv.) después, tras, lue go, 2: (prep.) con · τα λέμε μετά/- a) ¡nos vemos después!, b) ¡hasta lue go! · μετά από μια δύσκολη μέρα, συνεχίζει να χαμογελά- tras un día difícil, sigue sonriendo · μετά χα ράς!- ¡con plecer!. μεταβαίνω [metavéno] (v.) ir, trasla darse, desplazarse, μεταβάλλω [metaválo] (v.) cambiar, alterar, variar, modificar, μετάβαση [metávasi] (n7f.) ida, trasla do, desplazamiento, μεταβατικός [metavaticós] (adj.) 1: transitorio, pasajero, 2: (Gram.) tran sitivo · μεταβατικό ρήμα- verbo transitivo, μεταβιβάζω [metavivádso] (v.) tran sferir, transmitir, traspasar, μεταβίβαση [metavívasi] (n./f.) tran sferencia, transmisión, traspaso, μεταβιβάσιμος [metavivásimos] (adj.) transferible. μεταβλητός [metavlitós] (adj.) varia ble, cambiable, modificable. μεταβολή [metavolí] (n./f.) variación, cambio, modificación, μεταβολισμός [metavolismós] (n./m.) metabolismo, μεταγγίζω [metagkídso] (ν.) 1: trasva sar, 2: transfundir, μετάγγιση [metágkisi] (n./f.) trasvase, transfusión, μεταγενέστερος [metaguenésteros] (adj.) posterior, ulterior, μεταγλωττίζω [metaglotídso] (v.) do blar. μεταγλώττιση [metaglótisi] (n./f.) do blaje, traslagón.
μεταγραφή μεταγραφή [metagrafí] (n./f.) 1: tran scripción, copia, 2: traslado, μεταγράφω [metagráfo] (v.) trasncribir, copiar, trasladar, μετάγω [metágo] (v.) transportar, trans ferir, trasladar, μεταγωγή [metagoguí] (nyf.) trans portación, transferencia, traslado, μεταγωγός [metagogós] (adj.) trans portador, porteador, μεταδίδω [metadído] (ν.) 1: transmitir, 2: comunicar, difundir, propagar, μετάδοση [metádosi] (n./f.) 1: trans misión, 2: comunicación, difusión, propagación, μεταδοτικός [metadoticós] (adj.) 1: transmisible, 2: (capacidad humana) comunicativo, 3: (enfermedad) con tagioso. μεταδοτικότητα [metadoticótita] (nyf.) capacidad de transmisión, μεταθανάτιος [metazanátios] (adj.) pos tumo. μετάθεση [metácesi] (n./f.) traslado, tránsito, aplazamiento, μεταθετός [metacetós] (adj.) transferible, permutable, μεταθέτω [metacéto] (v.) trasladar, μεταίχμιο [metéjmio] (nyn.) borde, límite. μετακαλώ [metacaló] (v.) llamar, invi tar. μετακάρπιο [metacárpio] (nyn.) me tacarpo. μετακίνηση [metaquínisi] (n./f.) des plazamiento, traslado, μετακινώ [metaquinó] (v.) desplazar, trasladar. μετακομίζω [metacomídso] (v.) 1: mu darse, 2: trasladar(se). μετακόμιση [metacómisi] (nyf.) 1: mu danza, 2: traslado, μεταλαβαίνω [metalavéno] (v.) co mulgar. 802
μετάληψη [metálipsi] (n./f.) comu nión. μεταλλαγή [metalaguí] (n./f.) 1: (for ma) transformación, mutación, 2: (algo por algo) permutación, 3: mu tabilidad. μεταλλάκτης [metaláctis] (n./m.) transformador, μετάλλαξη [metálaksi] (n./f.) trans formación, mutabilidad, μεταλλάσσω [metaláso] (v.) transfor mar, cambiar, alterar, μεταλλείο [metalío] (n./n.) mina, μεταλλειολογία [metaliologuía] (nyf.) mineralogía, metalurgia, μετάλλευμα [metálevma] (nyn.) mi neral. μεταλλικός [metálicos] (adj.) 1: me tálico, 2: mineral · μεταλλικό νερόagua mineral, μετάλλινος [metálinos] (adj.) de me tal, metálico, μετάλλιο [metálio] (nyn.) medalla, medallón, condecoración, μέταλλο [métalo] (nyn.) metal, μεταλλουργία [metalurguía] (nyf.) me talurgia. μεταλλουργικός [metalurguicós] (adj.) metalúrgico, μεταλλωρυχείο [metalorijío] (nyn.) mina, μεταλλωρύχος [metaloríjos] (nym.) minero. μεταμελη μένος [metameliménos (adj.) arrepentido, μεταμέλεια [metamélia] (nyf.) arre pentimiento, remordimiento, μεταμελούμαι [metamelúme] (v.) arre pentirse (de), μεταμορφώνω [metamorfóno] (v.) transformar, modificar, reformar, μεταμορφώνομαι [metamorfónome] (v.) 1: transformarse, 2: disfrazarse, μεταμόρφωση [metamórfosi] (nyf.) metamorfosis, transformación.
μετασχηματισμός μεταμορφωτής [metamorfotls] (ηΛη.) transformador, μεταμόσχευση [metamósjefsi] (η Λ ) trasplante, μεταμοσχεύω [metamosjévo] (v.) tras plantar. μεταμφιέζομαι [metamfiédsome] (v.) disfrazarse, μεταμφιέζω [metamfiédso] (v.) disfra zar. μεταμφίεση [metamfíesi] (η Λ ) disfraz, μετανάστευση [metanástefsi] (ηΛ) emigración, migración, peregrinación, μεταναστεύω [metanastévo] (v.) emi grar, migrar, μετανάστης [metanástis] (n./m.) emi grante, inmigrante, μετάνιωμα [metánioma] (η Λ .) arre pentimiento, remordimiento, μετανιώνω [metanióno] (v.) arrepe ntirse (de), μετάνοια [metánia] (n./f.) arrepenti miento, penitencia, μετανοώ [metanoó] (v.) arrepentirse de. μετάξι [metáksi] (n./n.) seda, μεταξοσκώληκας [metaksoscólicas] (ηΛη.) gusano de seda, μεταξοσκωληκοτροφία [metaksoscolicotrofía] (ηΛ.) sericultura, μεταξύ [metaksí] (adv.) entre · χθες μεταξύ 13.DO και 15Λ0 ήμουν m rin-
ayer entre la 1 y las 3 estuve en casa, μεταξωτός [metaksotós] (adj.) de seda. μεταπείθω [metaplzo] (v.) convencer, persuadir, disuadir, μετάπλαση [metáplasi] (η Λ ) remode lación, transformación, modifica ción. μεταπλάσσω [metapláso] (v.) remodelar, transformar, modificar, μεταπλαστός [metaplastós] (adj.) transformable, modificable.
μεταποίηση [metapíisi] (n./f.) trans formación, modificación, μεταποιήσιμος [metapiísimos] (adj.) transformable, alterable, cambiable, μεταποιώ [metapió] (v.) rehacer, trans formar, cambiar, modificar, μεταπολεμικός [metapolemicós] (adj.) de la posguerra, μεταπολίτευση [metapolítefsi] (n./f.) cambio político, μεταπράτης [metaprátis] (ηΛη.) deta llista, comerciante al por menor, μετάπτωση [metáptosi] (n./f.) cambio, transición, μεταπώληση [metapólisi] (ηΛ.) re venta, tráfico, μεταπωλώ [metapoló] (v.) revender, traficar. μεταρρυθμίζω [metarizmídso] (v.) re formar, rectificar, μεταρρύθμιση [metarízmísi] (η Λ ) reforma. μεταρρυθμιστής [metarizmistís] (nVm.) reformador, μεταρρυθμιστικός [metarizmisticós] (adj.) reformatorio, μεταρσιώνω [metarsióno] (v.) elevar, exaltar, remontar, μεταρσίωση [metarsíosi] (n./f.) eleva ción, exaltación, remonte, μετασκευάζω [metasquevádso] (v.) alterar, reformar, remodelar, modi ficar. μετασκευή [metasqueví] (ηΛ.) alte ración, reformación, remodelación, modificación, μετάσταση [metástasi] (η Λ ) metásta sis, propagación, μεταστρέφω [metastréfo] (v.) virar, girar. μεταστροφή [metastrofí] (n./f.) viraje, μετασχηματίζω [metasjimatídso] (v.) transformar, alterar, cambiar, μετασχηματισμός [metasjimatismós]
803
μετασχηματιστής (nym.) transformación, cambio, al teración. μετασχηματιστής [metasjimatistís] (n/m.) transformador, μετάταξη [metátaksi] (n./f.) transfe rencia, trasmisión, μετατάρσιο [metatársio] (nVn.) metatarso. μετατάσσω [metatáso] (v.) transferir, trasmitir. μετατοπίζω [metatopídso] (v.) despla zar, trasladar, μετατόπιση [metatópisi] (n7f.) despla zamiento, traslado, μετατρέπω [metatrépo] (v.) convertir (en), cambiar, modificar, μετατρέψιμος [metatrépsimos] (adj.) convertible, μετατροπή [metatropí] (nVf.) conver sión, modificación, cambio, μεταφέρω [metaféro] (v.) transportar, traer, llevar, μεταφορά [metaforá] (nyf.) transpor te, tranferencia. μεταφορέας [metaforéas] (n7m.) transportista, μεταφράζω [metafrádso] (v.) traducir, μετάφραση [metáfrasi] (nVf.) tradu cción. μεταφραστής [metafrastís] (nVm.) tra ductor. μεταφυσική [metafisiquí] (n7f.) me tafísica. μεταφυσικός [metafísicós] (adj.) metafísico. μεταφυτευση [metafítefsi] (nVf.) tras plante, implante, μεταφυτεύω [metafitévo] (v.) tras plantar, implantar, μεταχειρίζομαι [metajirídsome] (v.) usar, utilizar, emplear, μεταχείριση [metajírisi] (nVf.) uso, uti lización, empleo, μεταχειρισμένος [metajirisménos] (adj.)
1: usado, utilizado, 2: (mercado/cosas/ ropa) de segunda mano, μετεκπαίδευση [metekpédefsi] (nyf.) estudios de postgrado, μετεμψυχώνομαι [metempsijónome] (v.) reencarnarse, transmigrar, μετεμψύχωση [metempsíjosi] (nyf.) reencarnación, transmigración, μετενσάρκωση [metensárcosi] (nVf.) reencarnación, μετεξετάζω [meteksetádso] (v.) reexa minar. μετέπειτα [metépita] (adv.) más tarde, después. μετερίζι [meterídsi] (nVn.) bastión, baluarte. μετέρχομαι [metérjome] (v.) practicar, ejercitar. μετέχω [metéjo] (v.) participar, tomar parte, contribuir, μετεωρίζω [meteorídso] (v.) elevar, suspenderen el aire, μετεωρίτης [meteorítis] (nVm.) me teorito. μετεωρολογία [meteorologuía] (n7f.) meteorología, μετεωρολογικός [meteorologuicós] (adj.) meteorológico, μετεωρολόγος [meteorológos] (nJ m.+f.) meteorólogo, μετέωρο [metéoro] (n./n.) meteoro, μετέωρος [metéoros] (adj.) 1: suspen dido, colgado, 2: (carácter) indeciso, μετοικεσία [metiquesía] (η Λ ) 1: mu danza, 2: inmigración, μετοικίζω [metiquídso] (v.) 1: mudar(se), 2: migrar, emigrar, μετοίκιση [metíquisi] (n7f.) coloniza ción, emigración, μέτοικος [méticos] (n7m.) inmigrante, μετοικώ [meticó] (v.) emigrar, inmi grar. μετονομάζω [metonomádso] (v.) re nombrar.
804
μηνιαίος μετοχετεύω [metojetévo] (ν.) drenar, μετοχή [metojí] (nyf.) 1: participación, 2: (Bolsa) acción, 3: (Gram.) partici pio. μέτοχος [métojos] 1: (n7m.+f.) accio nista, 2: (adj.) participante, partícipe, μέτρημα [métrima] (n7n.) 1: enumera ción, medición, 2: cálculo, μετρημένος [meriménos] (adj.) 1: enu merado, 2: (comportamiento) mode rado. μέτρηση [métrisi] (nVf.) medición, cuenta. μετρητά [metritá] (adv.) en efectivo, al contado · πληρώνω μετρητά- pagar en efectivo, μετρητής [metritis] (nVm.) contador, medidor. μετρητός [metritós] (adj.) mensurable, que se puede medir, μετριάζω [metriádso] (v.) 1: moderar, 2: reducir, disminuir, 3: aminorar, μετριασμός [metriasmós] (nym.) mo deración, μετρικός [metricós] (adj.) métrico, μετριοπάθεια [metriopácia] (nVf.) mo deración, sobriedad, μετριοπαθής [metriopacís] (adj.) mo derado, sobrio, μέτριος [métrios] (adj.) mediano, me diocre. μετριότητα [metriótita] (n7f.) medio cridad. μετριόφρονας [metriófronas] (adj.) modesto, recatado, μετριοφροσύνη [metriofrosíni] (n7f.) modestia, recato, μέτρο [métro] (nVn.) metro, medida, μετρό [metró] (nyn.) metro · πάω στη δουλειά μου με το μετρό- voy al tra bajo en metro, μετρώ [metró] (ν.) 1: medir, 2: contar, calcular, 3: enumerar, μετωπιαίος [metopiéos] (adj.) frontal.
μετωπικός [metopicós] (adj.) frontal, μέτωπο [métopo] (nVn.) frente, μέχρι [méjri] (prep.) 1: (lugar) hasta, 2: (tiempo) para · πήγαινε μέχρι εκείΙ- ¡vete hasta allí! · πρέπει va το παραδώσω μέχρι αύριο- tengo que entregarlo para mañana · μέχρι τα σύνορα- hasta la frontera. μη(ν) [mi(n)] (adv.) no · μη μου πειςΙ¡no me digas!· μην το κάνειςΐ- ¡no lo hagas!. μηδαμινός [midaminós] (adj.) insig nificante, nulo, de nada, sin impor tancia. μηδαμινότητα [midaminótita] (nyf.) insignificancia, nulidad, μηδέ [midé] (adv.) siquiera, ni siquie ra. μηδέν [midén] (nVn.) 1: cero, 2: nada, μηδενίζω [midenídso] (ν.) 1: anular, 2: poner a cero, μηδενικό [mídenicó] (n./n.) 1: cero, 2: nulo. μηδενισμός [midenismós] (n7m.) ni hilismo. μηδενιστής [midenistís] (n7m.) nihi lista. μηδέποτε [midépote] (adv.) nunca, μήκος [micos] (n7n.) longitud, μήκυνση [míquinsi] (n7f.) prolonga ción, alargamiento, extensión, μηκύνω [miquíno] (v.) prolongar, alar gar, extender, μηλιά [miliá] (n7f.) manzano, μηλίτης [milítis] (n./m.) cidra, μήλο [mílo] (nVn.) 1: (fruto) manzana, 2: (rostro) moflete, μηλολόνθη [milolónci] (n7n.) (Zoo!.) abejorro. μηλόπιτα [milópita] (nVf.) tarta de manzana, μηλωτή [milotí] (n./f.) pelusa, piel, μήνας [minas] (n7m.) mes. μηνιαίος [miniéos] (adj.) mensual, al
805
μηνιάτικο mes. μηνιάτικο [miniático] (n./n.) mensua lidad, saldo, salario, μηνιγγίτιδα [minigkítida] (n./f.) me ningitis. μηνίγγι [minígki] (n./n.) meninge, sien • με πονάει το μηνίγγι μου- me duele la sien. μηνολόγιο [minológuio] (n7n.) calen dario, almanaque, μήνυμα [mínima] (n./n.) 1: (escrito) mensaje, 2: recado, aviso, μήνυση [mínisi] (n./f.) denuncia, de manda, querella, μηνυτής [minitís] (n./m.) denunciante, acusador, demandante, querellante, μηνύω [minio] (v.) demandar, acusar, solicitar. μηνώ [minó] (v.) anunciar, enviar un recado. μήπως [mípos] (conj.) acaso, por si acaso, a ver si. μηρός [mirós] (n./m.) muslo, μηρυκάζω [miricádso] (v.) rumiar, masticar, triturar, μηρυκασμός [miricasmós] (n./m.) ru mia. μηρυκαστικός [miricasticós] (adj.) ru miante, μήτε [míte] (adv.) ni siquiera, μητέρα [mitéra] (n7f.) madre, μήτρα [mitra] (η Λ ) útero, matriz, μητριά [mitriá] (n7f.) madrastra, μητριαρχία [mitriarjía] (nVf.) matriar cado. μητρικός [mitricós] (adj.) materno, maternal. μητρίτιδα [mitrítida] (n./f.) inflama ción de la matriz, μητριός [mitriós] (nVm.) padrastro, μητροκτονία [mitroctonía] (n./f.) matricidio. μητροκτόνος [mitroctónos] (n7m.+f.) matricida. 806
μητρόπολη [mitrópoli] (n./f.) 1: metró poli, capital, 2: (iglesia) catedral, μητροπολίτης [mitropolítis] (n./m.) arzobispo, μητροπολιτικός [mitropoliticós] (adj.) arzobispal, arquiepiscopal. μητρότητα [mitrótita] (n./f.) materni dad. μητρώο [mitróo] (n./n.) registro · ποι νικό μητρώο- registro civil, μηχανάκι [mijanáqui] (nVn.) moto, motocicleta, μηχανεύομαι [mijanévome] (v.) ma quinar, tramar, planear, μηχανή [mijaní] (n./f.) máquina, μηχάνημα [mijánima] (n./n.) 1: apara to, 2: máquina, 3: herramienta, μηχανική [mijaniquí] (n./f.) mecánica, μηχανικός [mijanicós] (n./m.) mecáni co, ingeniero, μηχανικός [mijanicós] (adj.) mecáni co. μηχανισμός [mijanismós] (n7m.) me canismo. μηχανογράφηση [mijanográfisi] (nVf.) mecanografía, μηχανολογία [mijanologuía] (n./f.) in geniería. μηχανολόγος [mijanológos] (n./m.) ingeniero mecánico, μηχανοποίηση [mijanopíisi] (n7f.) maquinización. μηχανορραφία [mijanorafía] (n./f.) ma quinación, trama, μηχανορραφώ [mijanorafó] (v.) ma quinar, tramar, urdir, planear, μι [mi] (nVn.) la nota musicarmi". μία [mía] (núm.) una. μιαίνω [miéno] (v.) 1: contaminar, man char, 2: profanar, μίανση [míansi] (n./f.) 1: contamina ción, mancha, 2: profanación, μίασμα [miasma] (n./n.) miasma, in fección.
μινιατούρα μιασματικός [miasmaticós] (adj.) mias mático, infecto, μιγάδας [migádas] (n7m.) mestizo, mulato. μιγάς [migás] (n7m.) mestizo, mulato, μίζα [mídsa] (nVf.) arranque del co che. μιζέρια [midséria] (nVf.) 1: miseria, desgracia, desdicha, 2: tacañería, ruindad. μίζερος [mídseros] (adj.) 1: miserable, desgraciado, desdichado, 2: tacaño, avaro. μικραίνω [micréno] (v.) acortar, achi car, reducir, disminuir, μικρεμπόριο [micrembório] (n7n.) venta al por menor, venta al detalle, μικρέμπορος [micrémboros] (n./m.) detallista, μικροαστικός [microasticós] (adj.) pegueño burgués, μικροαστός [microastós] (nVm.) pegueño burgués, μικρόβιο [micróvio] (n./n.) microbio, germen, virus, μικροβιοκτόνος [microvioctónos] (adj.) germicida, μικροβιολογία [microviologuía] (nVf.) microbiología, μικρογραφία [micrografía] (n./f.) mi niatura, micrografía. μικροκαμωμένος [microcamoménos] (adj.) menudo, pequeño, pequeñito, chico. μικροκαβγαδάκι [microcavgadáqui] (n./n.) riña, disputa, μικροοργανισμός [microorganismós] (n./m.) microorganismo, μικροπρέπεια [microprépia] (n./f.) mezquindad, bajeza, ruindad, μικροπρεπής [microprepís] (adj.) mez quino, bajo, ruin, miserable, μικροπωλητής [micropolitis] (nVm.) buhonero, baratero, vendedor am
bulante. μικρός [micrós] (adj.) pequeño, chico, μικροσκοπικός [microscopicós] (adj.) microscópico, minúsculo, pequeñi to. μικροσκόπιο [microscópio] (n./n.) mi croscopio, μικρότητα [micrótita] (n./f.) pequeñez, insignificancia, μικρόφωνο [micrófono] (n./n.) micró fono. μικρόψυχος [micrópsijos] (adj.) 1: mie doso, pusilánime, cobarde, 2: misera ble. μικτός [mictós] (adj.) mixto, mezclado, compuesto, distinto, variado, μίλημα [mílima] (n./n.) habla, μίλι [mili] (n7n.) milla, μιλιά [miliá] (n./f.) habla, voz, palabra • δεν θέλω va ακούσω μιλιά/- ¡no quiero oír palabra! · μη βγάλεις μι λιά/- ¡no digas ni una palabra!, μιλιούνι [miliúni] (n./n.) millón, μιλιταρισμός [militarismós] (n7m.) militarismo, μιλιταριστής [militaristís] (nVm.) mi litarista. μιλώ [miló] (ν.) 1: hablar, 2: conversar, charlar · μιλώ Ισπανικά- hablo espa ñol · δεν μου αρέσει va μιλώ για την πολιτική- no me gusta hablar de la política · μου αρέσει va μιλώ (συζη τάω) μαζί σου- me gusta conversar contigo · μιλώ στο τηλέφωνο- hablo por teléfono, μίμηση [mímisi] (n./f.) imitación, mí mica. μιμητής [mimitís] (nVm.) imitador, μιμητικός [mimiticós] (adj.) mímico, μιμική [mimiquí] (n./f.) mímica, μιμούμαι [mimúme] (v.) imitar, simu lar, fingir, remedar, μίνθη [mínci] (n./f.) (Bot.) menta, μινιατούρα [miniatúra] (nVf.) minia
807
μίξερ tura. μίξερ [míkser] (η7η.) batidora, μίξη [míksi] (nVf.) mixtura, mezcla, composición, unión, μισαλλοδοξία [misalodoksía] (nyf.) intolerancia, fanatismo, sectarismo, μισαλλόδοξος [misalódoksos] (adj.) intolerante, fanatista, sectario, μισανθρωπία [misanzropía] (n./f.) mi santropía, isociabilidad. μισάνθρωπος [misánzropos] (n7 m.+f.) misántropo, insociable, hosco, huraño. μισερός [miserós] (adj.) lisiado, cojo, μισεύω [misévo] (v.) emigrarse, expa triarse, marcharse, irse, μισητός [misitós] (adj.) odioso, dete stable, apestoso, despreciable, μίσθαρνος [míszarnos] (nym.) merce nario. μίσθιος [míscios] (adj.) trabajador, asalariado, empleado, μισθοδοσία [miszodosía] (nyf.) sala rio, sueldo, mesualidad. μισθοδοτώ [miszodotó] (v.) asalariar, pagar. μισθολόγιο [miszológuio] (nyn.) nó mina. μισθός [miszós] (nym.) sueldo, salario, mensualidad, paga, μισθοφόρος [miszofóros] (nym.) mer cenario. μίσθωμα [míszoma] (nyn.) alquiler, renta. μισθώνω [miszóno] (ν.) 1: alquilar, re ntar, arrendar, 2: contratar, μίσθωση [míszosi] (nyf.) alquiler, re nta, arriendo, arrendamiento, μισθωτήριο [miszotírio] (nyn.) arrien do. μισθωτής [miszotís] (n./m.) alquilador, arrendatario, inquilino, μισθωτός [miszotós] (adj.) asalariado, μισό [misó] (nVn.) mitad.
μισογύνης [misoguínis] (nym.) misó gino. μισόκλειστος [misóclistos] (adj.) me dio cerrado · το παράθυρο είναι μισόκλειστο- la ventana está medio cerrada. μισοκοιμάμαι [misoquimáme] (v.) es tar medio dormido, μισοπάλαβος [misopálavos] (adj.) me dio loco. μισοπεθαμένος [misopezaménos] (adj.) medio muerto, moribundo, agonizan te, expirante, μίσος [misos] (nyn.) odio, aversión, aborrecimiento, μισός [misós] (adj.) medio, μισοτελειώνω [misotelióno] (v.) me dio acabar, μισοφέγγαρο [misofégkaro] (nyn.) me dia luna. μίσχος [mísjos] (nym.) tallo, caña, μισώ [misó] (v.) odiar, detestar, abo rrecer. μίτρα [mitra] (n./f.) mitra, μνεία [mnía] (n./f.) mención, referen cia. μνήμα [mníma] (n./n.) tumba, sepul cro. μνημειακός [mnimiacós] (adj.) monu mental. μνημείο [mnimío] (nyn.) monumento, estatua. μνημειώδης [mnimiódis] (adj.) enor me, agigantado, μνήμη [mními] (n./f.) memoria, recue rdo. μνημόνευση [mnimónefsi] (nyf.) men ción, conmemoración, μνημονεύω [mnimonévo] (v.) men cionar, recordar, conmemorar, μνημονικό [mnimonicó] (nyn.) me moria, recuerdo, μνημόνιο [mnimónio] (nyn.) apunte, memorándum.
808
μονάζω μνημόσυνο [mnimósino] (n7n.) fune ral, exequias, misa de difuntos, μνησικακία [mnisicaquía] (n7f.) ren cor, resentimiento, odio, μνησίκακος [mnisícacos] (adj.) renco roso, odioso, μνηστεία [mnistía] (n./f.) noviazgo, compromiso, μνηστή [mnistí] (nVf.) novia, prome tida. μνηστήρας [mnistíras] (n./m.) novio, prometido, μοβ [mov] (adj.) morado, malva, vio leta. μόδα [móda] (n7f.) moda · είναι στη μόδα- está de moda, μοδίστρα [modístra] (n_/f.) modista, μοιάζω [miádso] (v.) parecerse (a) , asemejarse (a), semejarse, μοίρα [mira] (n7f.) 1: destino, sino, fatalidad, 2: (Mil.) grado, escuadra, escuadrilla, μοιράζω [mirádso] (v.) repartir, distri buir, dividir, μοιραίο [miréo] (nVn.) inevitabilidad, fatalidad. μοιραίος [miréos] (adj.) fatal, fatídico, mortífero, mortal, μοιραρχία [mirarjía] (n./f.) (Mil.) divi sión. μοιρασιά [mirasiá] (n./f.) reparto, par tición, distribución, μοίρασμα [mírasma] (nVn.) división, distribución, μοιραστής [mirastís] (n./m.) distribui dor. μοιρολάτρης [mirolátis] (nVm.) fata lista. μοιρολατρία [mirolatría] (nyf.) fata lismo. μοιρολόι [mirolói] (n7n.) canto fúne bre, llanto, lamento, plañido, μοιρολογίστρα [mirologuístra] (nVf.) plañidera. 809
μοιρολογώ [mirologó] (v.) lamentar, llorar. μοιχαλίδα [mijalída] (n./f.) adúltera, prostituta, μοιχεία [mijía] (n./f.) adulterio, μοιχός [mijós] (nVm.) adúltero, μοκέτα [mocéta] (n/f.) moqueta, μολαταύτα [molatáfta] (adv.) sin em bargo, no obstante, μολεύω [molévo] (v.) ensuciar, man char, infectar, μόλις [mólis] (adv.) apenas, en cuanto, al, nada más. μολονότι [molonóti] (conj.) aunque, a pesar de que. μόλος [mólos] (nVm.) muelle, dique, μολοσσός [molosós] (n./m.) mastín, μολόχα [molója] (n./f.) (Bot.) malva, μολπή [molpí] (nVf.) melodía, μόλυβδος [mólivdos] (n7m.) (Quím.) plomo. μολυβένιος [molivénios] (adj.) de plo mo. μολύβι [molívi] (n./n.) 1: lápiz, 2: (Quím.) plomo, μόλυνση [mólinsi] (nVf.) contamina ción, contagio, plaga, infección, μολυντικός [molindicós] (adj.) conta gioso, infeccioso, μολύνω [molino] (v.) contaminar, in fectar, contagiar, μόλυσμα [mólisma] (n./n.) contagio, infección, contaminación, μολυσματικός [molismaticós] (adj.) contagioso, infeccioso, μομφή [morfí] (nVf.) reproche, censu ra, dicterio, μονάδα [monáda] (η Λ ) 1: unidad, 2: (Mil.) campamento, μοναδικός [monadicós] (adj.) único, singular, solo, μοναδικότητα [monadicótita] (ηΛ) sin gularidad, particularidad, distinción, μονάζω [monádso] (v.) aislarse, reti-
μονάκριβος rarse, vivir al monasterio, μονάκριβος [monácrivos] (adj.) único, solo. μοναξιά [monaksiá] (n./f.) soledad, re tiro, aislamiento, μονάρχης [monárjis] (n./m.) monarca, soberano, rey, gobernador, μοναρχία [monarjía] (n7f.) monarquía, soberanía, señorío, dominio, μοναστήρι [monastíri] (n7n.) mona sterio. μοναστηριακός [monastiriacós] (adj.) monástico, μοναστικός [monasticós] (adj.) mo nástico. μονάχα [monája] (adv.) solamente, únicamente, simplemente, μοναχή [monají] (n./f.) monja, sor, her mana. μοναχικός [monajicós] (adj.) 1: solita rio, insociable, 2: monacal, monásti co. μοναχοπαίδι [monajopédi] (n./n.) hijo único. μοναχός [monajós] 1: (n7m.) monje, fraile, 2: (adj.) solo, μονή [moni] (n7f.) monasterio, con vento. μόνιμα [mónima] (adv.) permane ntemente, para siempre, de modo definitivo, μονιμοποιώ [monimopió] (v.) hacer fijo/permanente · τον μονιμοποίη σαν στη δουλειά του- le hicieron fijo en el trabajo, μόνιμος [mónimos] (adj.) fijo, perma nente, estable, μονιμότητα [monimótita] (n./f.) per manencia, estabilidad, μόνο [móno] (ad(v.)) sólo, solamente, únicamente, μονογαμία [monogamia] (n./f.) mo nogamia. μονογαμικός [monogamicós] (adj.) 810
monógamo, μονογενής [monogenís] (adj.) hijo úni co. μονόγραμμα [monógrama] (n7n.) mo nograma. μονογραφώ [monografó] (v.) rubricar, firmar, suscribir, μονόζυγο [monódsigo] (n./n.) barra fija. μονοιάζω [moniádso] (v.) reconciliar, perdonar. μόνοιασμα [móniasma] (n7n.) recon ciliación, mediación, acuerdo, μονοκατοικία [monocatiquía] (n7f.) vivienda particular, μονόκερος [monóqueros] (nym.) (Zool.) unicornio, μονόκλινο [monóclino] (n./n.) indivi dual · μονόκλινο δωμάτιο- habita ción individual, μονοκρατορία [monocratoría] (nyf.) monarquía, autocracia, despotismo, tiranía. μονοκράτορας [monocrátoras] (n./m.) monarca, autócrata, déspota, tirano, μονοκύτταρος [monoquítaros] (adj.) unicelular, μονολιθικός [monolicicós] (adj.) mo nolítico. μονόλιθος [monólizos] (nVm.) mono* lito. μονόλογος [monólogos] (nVm.) 1: monólogo, 2: soliloquio, μονολογώ [monologó] (v.) hablar solo, hablar consigo mismo · όταν έχω νεύρα, μιλάω μόνος μου- cuando estoy negro hablo conmigo mismo, μονομανής [monomanís] (adj.) obse sivo, monomaniaco, paranoico, μονομανία [monomanía] (n7f.) obse sión, monomanía, paranoia, μονομαχία [monomajía] (n./f.) duelo, lucha, combate · τον κάλεσε σε μο νομαχία· le ha convocado a batirse
μόστρα en duelo. μονομάχος [monomájos] (n./m.) gla diador. μονομαχώ [monomajó] (v.) batirse en duelo. μονομέρεια [monoméria] (n./f.) par cialidad. μονομερής [monomerís] (adj.) parcial, incompleto, inacabado, μονομερώς [monomerós] (adv.) par cialmente, μονομιάς [monomiás] (adv.) de una vez, de (un) golpe, μονοξείδιο [monoksídio] (n7n.) (Quím.) monóxido. μονόξυλο [monóksilo] (nVn.) canoa, piragua. μονοπάτι [monopáti] (n./n.) sendero, senda, atajo, ramal, μονόπλευρος [monóplevros] (adj.) uni lateral. μονοπώλιο [monopolio] (nVn.) mono polio, venta exclusiva, μονοπωλώ [monopoló] (v.) monopo lizar, vender de manera exclusiva, μονορούφι [monorúfi] (adv.) de un trago, de una vez · το ήπιε μονορού φι- lo bebió de un trago, μόνος [mónos] (adj.) solo, único, sin gular. μονός [monos] (adj.) 1: simple, 2: (nú meros) impar · μονά νούμερα- nú meros impares, μονοσύλλαβος [monosílavos] (adj.) (Gram.) monosílabo, μονοτονία [monotonía] (n./f.) mono tonía. μονότονος [monótonos] (adj.) monó tono. μονόφθαλμος [monófzalmos] (adj.) tuerto. μονόχειρας [monójiras] (nVm.) man co. μονόχνοτος [monójnotos] (adj.) hu 811
raño, poco sociable, insociable, ce rrado. μονόχρωμος [monójromos] (adj.) mo nocromo, de un solo color, μοντάρω [montáro] (v.) montar, insta lar, arreglar, μοντέλο [modélo] (n./n.) modelo, μοντερνίζω [modernídso] (v.) moder nizar, renovar, actualizar, μοντέρνος [modérnos] (adj.) moder no, renovado, actual, μονωδία [monodia] (n./f.) (Mús.) solo, μονώνω [monóno] (v.) aislar, obturar, μόνωση [mónosi] (n./f.) aislamiento, obturación, μονωτήρας [monotíras] (n./m.) aisla dor. μονωτικός [monoticós] (adj.) aislante, μοριακός [moriacós] (adj.) molecular, μόριο [mório] (n./n.) molécula, partí cula, átomo, μορφάζω [morfádso] (v.) gesticular, hacer muecas, μορφασμός [morfasmós] (n./m.) ge sto, mueca, μορφή [morfí] (nVf.) forma, figura, imagen. μορφίνη [morfíni] (n./f.) morfina, μορφολογία [morfologuía] (n/f.) mor fología. μορφονιός [morfopiós] (n./m.) ma cho, guapetón, chulo, dandi, μορφωμένος [morfoménos] (adj.) cul to, educado, letrado, erudito, μορφώνω [morfóno] (v.) formar, edu car, instruir, enseñar, alfabetizar, μόρφωση [mórfosi] (n./f.) formación, educación, cultura, μορφωτικός [morfoticós] (adj.) cultu ral, educativo · μορφωτικό επίπεδοnivel cultural, μόστρα [móstra] (n./f.) 1: ejemplar, modelo, muestra, 2: feria, esposición.
μοσχάρι μοσχάρι [mosjári] (nyn.) ternero, be cerro. μοσχαρίσιος [mosjarfsios] (adj.) de ternero, de ternera · μοσχαρίσιος κιμάς- carne picada de ternera, μοσχάτο [mosjáto] (nyn.) moscatel, μόσχευμα [mósjevma] (nyn.) injerto, μοσχεύω [mosjévo] (v.) injertar, μοσχοβόλημα [mosjovólima] (nyn.) fragancia, perfume, μοσχοβόλος [mosjovólos] (adj.) fra gante, perfumado, μοσχοβολώ [mosjovoló] (v.) oler bien, μοσχοκάρυδο [mosjocárido] (nyn.) nuez moscada, μοσχολέμονο [mosjolémono] (n./n.) lima. μοσχολίβανο [mosjolívano] (n^n.) in cienso. μόσχος [mósjos] (nym.) almizcle, μοτέρ [motér] (nyn.) motor, μοτοποδήλατο [motopodílato] (nyn.) cidomotor. μοτοσικλέτα [motosidéta] (nyf.) mo tocicleta. μου [mu] (pron.) mi, mío · το σπίτι μου- mi casa · αυτό το βιβλίο είναι δικό μου- este libro es mío. μουγκαμάρα [mugkamára] (nyf.) mu dez. μουγκός [mugkós] (adj.) mudo, calla do. μουγκρητό [mugkritó] (nyn.) mugido, bramido. μουγκρίζω [mugkrídso] (v.) mugir, bramar. μουδιάζω[ΓΤ^^5θ](ν.)θηίυπΊθθθΓ(5β), hormiguear, μούδιασμα [múdiasma] (nyn.) hormi gueo, entumecimiento, μουδιασμένος [mudiasménos] (adj.) entumecido, μούλα [múla] (nyf.) (Zool.) muía, μουλαράς [mularás] (n./m.) mulero. 812
μουλάρι [mulári] (nyn.) mulo, μουλιάζω [muliádso] (v.) remojar, mo jar, empapar, μούλικο [múlico] (n./n.) bastardo, μούλος [múlos] (n./m.) bastardo, μουλωχτός [mulojtós] (adj.) furtivo, sigiloso, escondido, μούμια [múmia] (nyf.) momia, μουνί [muñí] (nyn.) cono, vulva, μουνουχίζω [munujídso] (v.) 1: castrar, 2: (metáf.) debilitar, μουνούχισμα [munújisma] (nyn.) cas tración. μουνούχος [munújos] (nym.) castra do. μούντζα [múndsa] (nyf.) gesto ofensi vo hecho con la palma de la mano, μουντζούρα [mundsúra] (nyf.) man cha, tiznajo, borrón, μουντζουρώνω [mundsuróno] (v.) manchar, tiznar, emborronar, μουντός [mundós] (adj.) oscuro, te nebroso, sombrío · μουντός καιρόςtiempo tenebroso, μουράγιο [muráguio] (nyn.) muelle, embarcadero, μούργα [múrga] (nyf.) hez. μούργος [múrgos] (nym.) perro pas tor. μούρη [múri] (nyf.) cara, rostro, μουριά [muriá] (nyf.) morera, μούρλα [múrla] (n./f.) locura, trastorno mental, demencia, μουρλαίνω [murléno] (v.) enloquecer, volver loco, μουρλός [murlós] (adj.) loco, alocado, dementealelado, lunático, μουρμούρα [murmúra] (nyfj murmu llo. μουρμούρης [murmúris] (adj.) quejo so, quejica, murmullador. μουρμουρητό [murmuritó] (nyn.) mur mullo, susurro, refunfuño, μουρμουρίζω [murmurídso] (v.) mur-
μπαγάσας murar, susurrar, gruñir, refunfuñar, μουρμούρισμα [murmúrisma] (nVf.) murmullo, susurro, μουρντάρης [murndáris] (adj.) muje riego. μούρο [múro] (n./n.) mora, zarzamo ra. μουρούνα [murúna] (n7f.) bacalao, μουρουνέλαιο [murunéleo] (nVn.) aceite de hígado de bacalao, μουρτζούφλης [murdsúflis] (n./m.) refunfuñón, μούσα [músa] (nVf.) musa, μουσαμάς [musamás] (nym.) lona, ca ñamazo, tela, lienzo, μουσάτος [musátos] (adj.) barbudo, barbado, con barba, μουσαφίρης [musafíris] (nym.) hués ped, invitado, μουσείο [musió] (n7n.) museo, μουσελίνα [muselina] (nVf.) muselina, μούσι [músi] (nVn.) perilla, barba, μουσική [musiquí] (η Λ ) música · παί ζω μουσική- a) tocar música, b) pin char música, μουσικός [musicós] 1: (nVm.+f.) músi co, 2: (adj.) musical · μουσικό όργα νο· instrumento musical, μουσικοσυνθέτης [musicosincétis] (nym.) compositor musical, μουσικότητα [musicótita] (nVf.) mu sicalidad. μούσκεμα [músquema] (nVn.) moja do · (metáf.) τα κάνω μούσκεμα- me cago en la leche, μουσκεύω [musquévo] (v.) mojar, re mojar, empapar, bañar, μούσμουλο [músmulo] (nVn.) níspe ro. μουσούδι [musúdi] (n7n.) hocico, mo rro. μουσουργός [musurgós] (n^m.+f.) compositor, músico, μουστακαλής [mustacalís] (nym.) bi 813
gotudo. μουστάκι [mustáqui] (n./n.) bigote, μουσταλευριά [mustalevriá] (n./f.) pu dín de mosto, μουστάρδα [mustárda] (η Λ ) mosta za. μουστερής [musterís] (n./m.) cliente, μούστος [mústos] (n./m.) mosto, μούτρο [mútro] (nVn.) 1: cara, rostro, faz, 2: (carácter) pillo, picaro, μουτρώνω [mutróno] (v.) estar de mal humor. μουτσούνα [mutsúna] (η Λ ) cara, fa cha. μούχλα [mújla] (η Λ ) moho, μουχλιάζω [mujliádso] (v.) enmohe cerse. μούχλιασμα [mújliasma] (n./n.) enmohecimiento. μουχλιασμένος [mujliasménos] (adj.) enmohecido, μουχρός [mujrós] (adj.) gris, oscuro, μούχρωμα [mújroma] (nVn.) crepús culo, anochecer, μοχθηρία [mojciría] (n./f.) perversi dad, maldad, malignidad, malevo lencia, malicia, μοχθηρός [mojcirós] (adj.) perverso, malvado, malicioso, maligno, vicio so, depravado, μόχθος [mójzos] (nym.) esfuerzo, fati ga, afán. μοχθώ [mojzó] (v.) esforzarse, fatigar se, afanarse, μοχλός [mojlós] (n./m.) palanca, alza prima. μπα [ba] (excl.) ¡que va!, ¡verdad!, μπαγαπόντης [bagapóntis] (nym.) es tafador, defraudador, timador, enga ñador. μπαγαποντιά [bagapondiá] (nyf.) en gaño. μπαγάσας [bagásas] (nym.) picaro, pillo.
μπαγιάτικος μπαγιάτικος [baguiáticos] (adj.) duro, rancio, pasado, μπαγκάζια [bagádsia] (n./n.) pl. equi paje. μπαγκέτα [baguéta] (nyf.) 1: (Mús.) ba tuta, 2: (pan) barra, μπαγλαρώνω [baglaróno] (v.) ama rrar, atar. μπάζα [bádso] (n./f.) restos, desechos, μπαζούκα [badsúca] (n./n.) bazuca, μπάζω [bádso] (v.) introducir, meter, insertar · η βάρκα μπάζει νερά- la barca está llena de agua, μπάιλντίζω [baildídso] (v.) desmayar se, perder la conciencia, μπαίνω [béno] (v.) entrar, introducirse, penetrar, encoger, μπαϊράκι [bairáqui] (n./n.) estandarte, bandera · (metáf.) σήκωσε μπαϊρά κι- se siente supreminente. μπάκα [báca] (n./f.) panza, barriga, μπακαλάος, μπακαλιάρος [bacaláos, bacaliáros] (nVm.) bacalao, μπακάλης [bacális] (n7m.) abacero, tendero. μπακάλικο [bacálico] (n./n.) abacería, tienda de víveres, ultramarinos, μπακιρένιος [baquiréños] (adj.) de cobre. μπακίρι [baquíri] (n7n.) cobre, μπάλα [bála] (nyf.) pelota, balón, bola. μπαλαντέρ [balandér] (n./m.) como dín. μπαλαρίνα [balarína] (n./f.) bailarina, μπαλέτο [baléto] (n./n.) ballet, μπαλιά [baliá] (n./f.) pelotazo, μπαλκόνι [balcóni] (n./n.) balcón, te rraza. μπαλόνι [balóni] (nVn.) globo, balón, μπαλτάς [baltás] (nVm.) hacha, μπάλωμα [báloma] (n./n.) 1: (ropa) parche, remiendo, culera, 2: (obras) retoque, arreglo, apaño. 814
μπαλώνω [balóno] (v.) zurcir, remen dar. μπάμια [bámia] (n./f.) quimbombó. μπαμπάς [babás] (n./m.) papá, papito. μπαμπέσης [bambésis] (adj.) fraudu lento. μπαμπεσιά [bambesiá] (n./f.) fraudu lencia. μπαμπούλας [bambúlas] (n./m.) coco, fantasma, ogro que asusta a los ni ños. μπανάνα [banána] (nVf.) plátano, ba nana. μπανέλα [banéla] (nVf.) ballena, μπανιέρα [bañéra] (n7f.) bañera, μπανίζω [banídso] (v.) espiar, μπάνιο [báño] (n7n.) baño, cuarto de baño, aseo · κάνω μπάνιο- bañarse · πάω στο μπάνιο- ir al baño, μπάντα [bánda] (n./f.) orquesta, ban da. μπαξές [baksés] (n./m.) huerto, huer ta, jardín, parque, μπαούλο [baúlo] (n./n.) baúl, μπαρ [bar] (n./n.) bar. μπάρα [bára] (n7f.) 1: barra, 2: barrote, 3: (puerta) pestillo, μπαρκάρισμα [barcárisma] (n./n.) em barco. μπαρκάρω [barcáro] (v.) embarcar(se). μπάρμπας [bárbas] (n./m.) tío. μπάρμπεκιου [bárbequiu] (n./n.) bar bacoa. μπαρμπέρης [barbéris] (n7m.) pelu quero, barbero, μπαρμπούνι [barbúni] (n7n.) salmo nete. μπαρμπούτι [barbúti] (n./n.) dados, μπαρούτι [barúti] (n./n.) pólvora · (metáf.) γίνομαι μπαρούτι- me pon go negro. μπαρουτιάζω [barutiádso] (v.) enfure cer, ponerse negro, μπαρούφα [barúfa] (nVf.) tontería,
μπιχλιμπίδι bobería, bobada, torpeza · λες μπαρούφες- dices tonterías, μπάσιμο [básimo] (n7n.) introducción, entrada. μπάσκετ [básquet] (nVn.) baloncesto, μπασκίνας [basquinas] (n7m.) poli, μπάσος [básos] (adj.) bajo · φωνή μπάσα- voz sumisa, μπασταρδεύω [bastardévo] (v.) dege nerar, deteriorar, μπαστάρδικος [bastárdicos] (adj.) 1: ilegítimo, 2: perro mestizo, μπάσταρδος [bástardos] (n./m.) ba stardo. μπαστούνι [bastúni] (n./n.) bastón, cayado, báculo, μπαστουνιά [bastuñá] (nyf.) basto nazo. μπαταρία [bataría] (n7f.) batería, pila, μπαταριά [batariá] (nVf.) descarga, μπατάρω [batáro] (v.) volcarse, zozo brar. μπατζανάκης [badsanáquis] (n./m.) concuñado, μπάτης [bátis] (n./m.) brisa, μπατίρης [batíris] (n./m.) pelado, po bre, sin dinero, μπατσίζω [batsídso] (v.) abofetear, golpear, acachetear, μπάτσος [bátsos] (n7m.) 1: golpe, bo fetada, palmada, 2: agente de poli cía, poli. μπαχαρικό [bajaricó] (n./n.) especia, μπέης [béis] (n7m.) bey. μπεκάτσα [becátsa] (n./f.) (Zool.) cho chaperdiz, becada, μπεκατσόνι [becatsóni] (n./n.) (Zool.) agachadiza, μπεκρής [becrís] (n./m.) borracho, bo rrachín, bebedor, μπελαλίδικος [belalídicos] (adj.) mo lesto, inoportuno, fastidioso · μπελαλίδικη συνταγή- receta difícil, μπελάς [belás] (nVm.) lata, rollo, taba
rra, fastidio, μπέμπελη [bémbeli] (nVf.) sarampión, μπέμπης [bébis] (n./m.) bebé, μπέρδεμα [bérdema] (n./n.) lío, rollo, confusión, complicación, enredo, μπερδεμένος [berdeménos] (adj.) confuso, perplejo, complicado, en redado. μπερδεύω [berdévo] (ν.) 1: liar, con fundir, enredar, 2: complicar, dificul tar. μπερδεψιά [berdepsiá] (nyf.) enredo, complicación, μπερμπαντεύω [berbadévo] (v.) ser un mujeriego, vagabundear, μπερμπάντης [bermbádis] (n7m.) mu jeriego, vagabundo, libertino, travieso, μπερντές [berdés] (n./m.) cortina, μπέρτα [bérta] (n./f.) velo, manto, μπετόν [betón] (n7n.) concreto, amal gama de mortero y piedra, μπετονιέρα [betoñéra] (n./f.) hormi gonera. μπετούγια [betúguia] (nyf.) picaporte, pestillo. μπήγω [bígo] (v.) hincar, clavar, μπηχτή [bijtí] (n./f.) indirecta * ρίχνω μια μπηχτή- echar una indirecta, μπηχτός [bijtós] (adj.) entremetido, μπιζέλι [bidséli] (n7n.) guisante, μπίλια [bília] (nyf.) canica, μπιλιάρδο [biliárdo] (n./n.) billar, μπιλιέτο [biliéto] (n./n.) billete, boleto, pasaje. μπιμπίκι [bibíqui] (n./n.) espinilla, gra no. μπινές [binés] (n./m.) maricón, marica, cabrón, μπιντές [bidés] (n./n.) bidé, μπισκότο [biscóto] (n7n.) galleta, bi zcocho. μπιφτέκι [biftéqui] (n./n.) albóndiga, hamburguesa, μπιχλιμπίδι [bijlibídi] (n7n.) chuche
815
μπλε ría, baratija, bisutería, μπλε [ble] (adj.) azul, μπλέκω [bléco] (v.) enredar, liar, com plicar, desconcertar, μπλέξιμο [bléksimo] (nyn.) enredo, lío, complicación, μπλοκ [blok] (n./n.) 1: bloc, libreta, cuaderno, 2: bloqueo · μπλοκ επn a γών- libreta de cheques · αστυνομι κό μπλοκ- bloqueo policial, μπλοκάρω [blocáro] (v.) bloquear, obstruir, estorbar, μπλούζα [blúdsa] (n./f.) blusa, cami seta. μπλόφα [blófa] (n./f.) farol, μπλοφάρω [blofáro] (v.) farolear, μπογιά [boguiá] (η Λ ) pintura, tintura, color. μπόγιας [bóguias] (n./m.) perrero, μπογιατίζω [boguiatídso] (v.) pintar, colorear. μπογιατζής [boguiadsís] (nym.) pi ntor. μπόγος [bógos] (nym.) bulto, fardo, μποέμ [boém] (n./m.) bohemio, μπόι [bói] (nyn.) estatura, talla, altura, μποϊκοτάζ [boicotáds] (nyn.) boico teo. μποϊκοτάρω [boicotáro] (v.) boico tear. μπόλι [bóli] (n./n.) vacuna, injerto, μπόλια [bólia] (nyf.) mantilla, pañue lo. μπολιάζω [boliádso] (v.) injertar, va cunar. μπόλιασμα [bóliasma] (nyn.) injerto, vacunación, μπόλικος [bólicos] (adj.) bastante, abundante, μπολσεβίκος [bolsevícos] (nym.) bol chevique, μπόμπα [bómba] (nyf.) bomba, μπομπίνα [bobina] (nyf.) bobina, cani lla, carrete.
μπομπότα [bombóta] (nyf.) polenta, μποναμάς [bonamás] (nym.) aguinal do. μποξ [box] (nyn.) boxeo, μποξάς [boksás] (n./m.) mantón, pa ñolón. μπόρα [bóra] (n./f.) chaparrón, chu basco. μπορετός [boretós] (adj.) posible, pro bable, acaecedero, μπορντό [bordó] (adj.) burdeos, μπορώ [boró] (v.) poder, ser posible • μπορώ va κάνω μια ερώτηση;· ¿puedo hacer una pregunta?, μποσικάρω [bosicáro] (v.) aflojar, μπόσικος [bósicos] (adj.) flojo, relaja do, suelto · (metáf.) κρατάει τα μπόσικα- mantener el equilibrio, μποστάνι [bostáni] (nyn.) huerto, μπότα [bóta] (nyf.) bota, boto, μποτίλια [botília] (nyf.) botella, jarra, μποτιλιάρισμα [botiliárisma] (nyn.) 1: (líquidos) embotellamiento, 2: (calle) atasco, tráfico, μπουγάδα [bugáda] (nyf.) colada, la vado. μπουγάζι [bugádsi] (nyn.) canal, μπούζι [búdsi] (adj.) helado, frío, μπουζί [budsí] (n./n.) bujía, μπουζούκι [budsúqui] (nyn.) especie de mandolina de gran tamaño, μπούκα [búca] (n./f.) boca de arma de fuego. μπουκάλα [bucála] (nyf.) garrafa, bom bona. μπουκάλι [bucáli] (nyn.) botella, μπουκαπόρτα [bucapórta] (nyf.) escotilla. μπουκάρω [bucáro] (v.) entrar, μπουκέτο [buquéto] (nyn.) ramo, ra millete, buqué, μπουκιά [buquiá] (nyf.) bocado, tro zo. μπούκλα [búcla] (nyf.) bucle, rizado,
816
μυαλγία rizo. μηοΰκωμα [búcoma] (η7η.) boca lle na. μπουκώνω [bucóno] (ν.) 1: llenar, 2: llenarse la boca, comer mucho, μπουλντόζα [buldódsa] (nyf.) motoniveladora, excavadora, buldozer. μπουλούκι [bulúqui] (nVn.) muche dumbre, grupo ambulante, μπουλούκος [bulúcos] (n7m.) gordito, gordinflón, regordete, gordito. μπουλόνι [bulóni] (n7n.) cerrojo, pa sador, perno, μπουμπούκι [bubúqui] (nVn.) capullo, brote, yema, μπουμπουκιάζω [bubuquiádso] (v.) brotar, echar brotes, μπουμπουνητό [bubunitó] (n7n.) re doble. μπουμπουνίζω [bubunídso] (v.) tro nar, retumbar, μπουμπούνισμα [bubúnisma] (nyn.) trueno. μπουνιά [buñá] (n./f.) puñetazo, golpe • μου έριξε μπουνιά- me dio un pu ñetazo. μπουνταλάς [budalás] (n7m.) zoque te, tonto, necio, μπουντρούμι [bundrúmi] (n7n.) cel da, mazmorra, μπουρδέλο [burdélo] (n./n.) burdel. μπουρδούκλωμα [burdúcloma] (n./n.) enredo. μπουρδουκλώνω [burduclóno] (v.) enredarse, μπουρέκι [buréqui] (nyn.) bollo, μπουρζουάς [burdsuás] (n7m.) bur gués. μπουρίνι [buríni] (n7n.) ráfaga, chu basco. μπουρμπουλήθρα [burbulízra] (nVf.) burbuja, pompa, μπουρνούζι [burnúdsi] (n7n.) albor noz.
μπούαουλας [búsulas] (nVm.) com pás · χάνω τον μπούσουλα- perder la orientación, μπουσουλώ [busuló] (v.) gatear, μπούοτος [bustos] (nVm.) busto, tro nco. μπούτι [búti] (n7n.) muslo, μπουφάν [bufán] (nVn.) cazadora, americana, μπούφος [búfos] (nVm.) 1: (Zool.) le chuza, 2: (coloq.) tonto, necio, μπουχτίζω [bujtídso] (ν.) 1: hartarse, saciar, 2: estar harto, fastidiar · έχω μπουχτίσει με τη συμπεριφορά του-
estoy harto de su comportamiento, μπόχα [bója] (nVf.) hedor, tufo, μπράβο [brávo] (excl.) ¡bravo!, μπράβος [brávos] (nVm.) guardia, μπράτσο [brátso] (nVn.) brazo, μπριγιαντίνη [briguiantíni] (n7f.) bri llantina. μπριζόλα [bridsóla] (n./f.) chuleta, bi stec, bisté. μπρίκι [bríqui] (n./n.) cazo pequeño, μπριλάντι [brilánti] (nVn.) brillante, μπρίο [brío] (n./n.) ánimo, vivacidad, μπρος, μπροστά [bros, brostá] (adv.) delante (de), enfrente (de), por de lante · εμπρός(περάστε)!- ¡adelan te!· έλα μπροστά- ven delante · το μέλλον είναι μπροστά σου- el futuro está por delante, μπροστινός [brostinós] (adj.) delante ro, avanzado, primero, μπρούμυτα [brúmita] (adv.) boca abajo. μπρούντζος [brúndsos] (n7m.) bron ce. μπρούσκος [bruscos] (adj.) vino fue rte. μπύρα [bíra] (n./f.) 1: cerveza, 2: (en vaso) caña, μπυραρία [biraría] (n7f.) cervecería, μυαλγία [mialguía] (n7f.) (Med.) mial-
817
μυαλό gia. μυαλό [mialó] (nVn.) mente, cerebro, seso · βάζω κάτι στο μυαλό μουestar obsesionado · κόβει το μυαλό του- es muy inteligente, μυαλωμένος [mialoménos] (adj.) ló gico, razonable, sagaz, astuto, per spicaz, μύγα [miga] (n./f.) mosca, μυγιάγγιχτος [miguiágkijtos] (adj.) quis quilloso, meticuloso, delicado, dema siado, sensible, μύδι [midi] (n./n.) mejillón, almeja, μυελός [mielós] (n./m.) médula, tué tano. μύζηση [mídsisi] (n7f.) succión, μυζώ [midsó] (v.) succionar, μυημένος [miiménos] (adj.) iniciado, μύηση [miisi] (n7f.) iniciación, apren dizaje. μύθευμα [mícevma] (n7n.) ficción, men tira. μυθικός [micicós] (adj.) mítico, le gendario · μυθικά πλουτη- riqueza mítica. μυθιστόρημα [micistórima] (n7n.) no vela, romance, μυθιστορηματικός [micistorimaticós] (adj.) novelesco, fantástico, ficticio · μυθιστορηματική διήγηση- relato novelesco, μυθιστορία [micistoría] (n./f.) novela, romance. μυθιστοριογράφος[ΓΤΉα5ΐοπος^ο$] (nVm.) novelista, μυθολογία [mizologuía] (n./f.) mito logía. μυθολογικός [mizologuicós] (adj.) mi tológico. μύθος [mizos] (n./m.) mito, fábula, le yenda, conseja, μυθώδης [mizódis] (adj.) fabuloso, fantástico, legendario, mítico, μυϊκός [miicós] (adj.) muscular · μυϊκή
δύναμη- fuerza muscular, μύκητας [míquitas] (n7m.) hongo, μυλόπετρα [milópetra] (n./f.) piedra de molino, μύλος [mílos] (n./m.) molino, aceña, μυλωνάς [milonás] (n./m.) molinero, aceñero. μύξα [míksa] (n./f.) moco, mucosidad. μυξιάρης [miksiáris] (adj.) mocoso, μυξομάντιλο [miksomándilo] (n7n.) pañuelo. μυξώδης [miksódis] (adj.) mucoso, μυοκάρδιο [miocárdio] (n./n.) miocar dio. μυριάδα [miriáda] (n./f.) miríada, μυρίζω [mirídso] (v.) 1: oler, olfatear, 2: apestarse, ser hediondo · μυρίζομαι την αλήθεια- entender la verdad, μυρμήγκι [mirmígki] (n./n.) hormiga, μυρμηγκιάζω [mirmigkiádso] (v.) hor miguear. μύρο [miro] (n./n.) óleo, unción, cri sma. μυροβόλος [mirovólos] (adj.) fraga nte. μυροπωλείο [miropolío] (n./n.) perfu mería. μυρσίνη [mirsíni] (n./f.) (Bot.) mirto, μυρωδάτος [mirodátos] (adj.) perfu mado. μυρωδιά [mirodiá] (nVf.) 1: olor, aro ma, fragancia, 2: (sentido) olfato · με πήραν μυρωδιά- me han entendido, μυρώνω [miróno] (v.) untar, μυς [mis] (nVm.) músculo, μυσαρός [misarós] (adj.) abominable, detestable, aborrecible, horrible, μυσταγωγία [mistagoguía] (n./f.) ini ciación, ceremonia sagrada, μυσταγωγώ [mistagogó] (v.) iniciar, μυστήριο [mistírio] (n./n.) misterio, ar cano, enigma · έλυσα το μυστήριοhe solucionado el misterio, μυστήριος [mistírios] (adj.) misterioso,
μωσαΐκός extraño, enigmático, μυστηριώδης [mistiriódis] (adj.) mi sterioso · μυστηριώδης εξαφάνισηdesaparición misteriosa, μυστικισμός [mistiquismós] (nVm.) misticismo, μυστικιστής [mistiquistís] (nVm.) mí stico. μυστικά [misticá] (adv.) en secreto, secretamente, a hurtadillas, a escon didas. μυστικό [místico] (n7n.) secreto, con fidencia, entresijo · αποκαλύπτω ένα μυστικό- revelar un secreto · το μυστικό της επιτυχίας- el secreto del éxito. μυστικός [místicos] (adj.) secreto, confi dencial · μυστικός πράκτορας- agen te secreto, μυστικότητα [misticótita] (nVf.) se creto. μυστρί [mistrí] (n./n.) palustre, μυτερός [miterós] (adj.) puntiagudo, picudo, afilado, μύτη [míti] (n7f.) 1: (rostro) nariz, 2: hocico, pico, punta · η μύτη του μο λυβιού·■la punta del lápiz, μύχιος [míjios] (adj.) más íntimo, más secreto. μυχός [mijós] (n7m.) cala, ensenada.
μυώ [mió] (v.) iniciar, dar comienzo (a), principiar, μυώδης [miódis] (adj.) musculoso, corpulento, fornido, μυώνας [miónas] (nVm.) músculo, μύωπας [míopas] (n./m.) miope, μυωπία [miopía] (nVf.) miopía, μώλωπας [mólopas] (n./m.) cardenal, moratón, hematoma, μωλωπίζω [molopídso] (v.) magullar, golpear. μωραίνω [moréno] (v.) dejar estupe facto. μωρία [moría] (n./f.) estupefacción, necedad, tontería, μωρό [moró] (n7ri.) bebé, niño, nene, μωρολογία [morologuía] (nVf.) to nterías. μωροπιστία [moropistía] (nVf.) credu lidad. μωρόπιστος [morópistos] (adj.) cré dulo, ingenuo, cándido, candoroso, μωρός [morós] (adj.) imbécil, tonto, bobo, alelado, μωρουδιακά [morudiacá] (nVn.) pl. ajuar de niño, μωσαϊκό [mosaicó] (nVn.) mosaico, μωσαΐκός [mosaicos] (adj.) mosaico · μωσαΐκός νόμος- ley mosaica.
819
Ν, ν [ni] (nyn.) decimotercera letra del alfabeto griego, va [na] (conj.) que, a, para. ναδ(ρ [nadir] (nyn.) nadir, punto más bajo. ναζί [nadsí] (nym.) nazi, νάζι [nádsi] (nyn.) mimo, carantoña, zalamería, ναζιάρης [nadsiáris] (adj.) mimoso, zalamero. Ναζωραίος [nadsoréos] (n./m.) Naza reno, ναι [ne] (adv.) sí. νάμα [náma] (n./n.) fuente, νάνι [náni] (n./n.) arrullo, canción de cuna. νανισμός [nanismós] (n./m.) enani smo. νάνος [nános] (nym.) enano, enanillo, νανουρίζω [nanurídso] (v.) arrullar, adormecer, calmar, aquietar, νανούρισμα [nanúrisma] (nyn.) nana, arrullo, canción de cuna, ναός [naós] (n./m.) templo, altar, igle sia · καθεδρικός ναός- iglesia cate dral · μητροπολιτικός ναός- iglesia metropolitana, ναργιλές [narguilés] (n./m.) narguile. νάρδος [nárdos] (nym.) (Bot.) valeria na. νάρθηκας [nárcicas] (n./m.) cabestri llo. ναρκαλιευτικό [narcaliefticó] (nyn.) dra gaminas. νάρκη [nárqui] (nyf.) 1: sopor, somno lencia, 2: (Mil.) mina, trampa explosi va ·χ ειμερία νάρκη- sopor invernal, νάρκισσος [nárquisos] (nym.) narciso, junquillo, ναρκοθετώ [narcocetó] (v.) minar, ναρκομανής [narcomanís] (adj.) drogadicto, toxicómano.
ναρκοπέδιο [narcopédio] (nyn.) cam po de minas, ναρκοσυλλέκτης [narcosiléctis] (nym.) dragaminas, ναρκώνω [narcóno] (v.) anestesiar, narcotizar, νάρκωση [nárcosi] (nyf.) anestesia, narcosis · ολική νάρκωση- anestesia total · τοπική νάρκωση- anestesia tópica. ναρκωτικά [narcoticé] (n./n.) pl. dro gas, estupefacientes, ναρκωτικός [narcoticó] (adj.) anestési co, narcótico, estupefaciente · ναρκω τικές ουσίες- sustancias narcóticas, νατουραλισμός [naturalismós] (nym.) naturalismo, νατουραλιστής [naturalistís] (nym.) naturalista, νάτριο [nátrio] (nyn.) (Quim.) sodio, ναυάγιο [naváguio] (n./n.) naufragio, hundimiento, ναυαγός [navagós] (nym.) náufrago, ναυαγοσώστης [navagosóstis] (nym.) salvavidas, ναυαγοσωστικός [navagososticós] (adj.) de salvamento · ναυαγοσωστική λέμ βος- barca de salvamiento, ναυαγώ [navagó] (ν.) 1: naufragar, 2: (metáf.) fracasar, ναυαρχείο [navarjío] (nyn.) almira ntazgo. ναύαρχος [návarjos] (n./m.) almirante, ναύκληρος [náfcliros] (n./m.) contra maestre. ναύλος [návlos] (n./m.) flete, porte, ναυλώνω [navlóno] (v.) fletar, ναύλωση [návlosi] (nyf.) fletamento. ναυμαχία [navmajía] (nyf.) batalla na val · η ναυμαχία της Σαλαμίνας- la batalla (naval) de Salamina. ναυμαχώ [navmajó] (v.) combatir en el mar. ναυπηγείο [nafpiguío] (n./n.) astillero,
820
νέκταρ arsenal. ναυπήγηση [nafpíguisi] (nyf.) con strucción de barcos, ναυπηγός [nafpigós] (nym.) constru ctor de buques, ναυπηγώ [nafpigó] (v.) construir na vios. ναυσιπλοΐα [nafsiploía] (nyf.) navega ción. ναύσταθμος [náfstazmos] (nym.) base naval. ναύτης [náftis] (nym.) marinero, nau ta. ναυτία [naftía] (nyf.) mareo, náusea, basca. ναυτικό [nafticó] (nyn.) marina, flota de guerra · εμπορικό ναυτικό- mari na mercante, ναυτικός [nafticós] (adj.) marítimo, náutico, naval, ναυτικός [nafticós] (nym.) marinero, marino. ναυτιλία [naftilía] (nyf.) navegación, marina mercante, ναυτιλιακός [naftiliacós] (adj.) maríti mo · ναυτιλιακή εταιρεία- empresa marítima. ναφθαλίνη [nafzalíni] (n./f.) naftalina, alcanfor. νέα [néa] (nyn.) pl. noticias, noveda des, hechos · έμαθες τα νέα;· ¿te has enterado de las noticias? · άσχημα νέα- malas noticias, νεανίας [neanías] (nym.) joven, jovencito. νεανικός [neanicós] (adj.) juvenil, infa ntil, jovial · νεανικό ντύσιμο- estilo/ ropa juvenil, νεαρός [nearós] (n./m.) joven, mucha cho, mozo, νέγρικος [négricos] (adj.) negro, νέγρος [négros] (nym.) negro. Νείλος [nílos] (nym.) Nilo. νέκρα [nécra] (nyf.) silencio total, si 821
lencio de muerto · έπεσε νέκρα- hay un silencio total. Νεκρά θάλασσα [necrá zálasa] (n./f.) Mar Muerto, νεκρανάσταση [necranástasi] (nyf.) resurrección, resucitación, νεκρικός [necricós] (adj.) mortal, ca davérico, funébre, funerario · νεκρι κή σιγή- silencio mortal, νεκροθάφτης [necrozáftis] (nym.) en terrador, sepulturero, νεκροθήκη [necrocíqui] (nyf.) urna, νεκροκεφαλή [necroquefalí] (nyf.) ca lavera. νεκρολογία [necrologuía] (nyf.) necro logía, obituario, νεκρολούλουδο [necrolúludo] (nyn.) crisantemo, νεκρομαντεία [necromantía] (nyf.) necromancia. νεκρόπολη [necrópoli] (nyf.) necró polis. νεκρός [necrós] (adj.) muerto, difunto, fallecido · θάβω τον νεκρό- sepultar el difunto, νεκροσκοπία [necroscopia] (nyf.) ne cropsia. νεκροταφείο [necrotafío] (n./n.) ce menterio. νεκροτομείο [necrotomío] (nyn.) de pósito de cadáveres, νεκροφιλία [necrofilía] (nyf.) necrofilia. νεκροφόρα [necrofóra] (n./f.) coche fúnebre. νεκροψία [necropsia] (n./f.) autopsia, νεκρώνω [necróno] (v.) paralizar, ma tar, amortiguar, parar, νέκρωση [nécrosi] (n./f.) necrosis, pa ralización, mortificación, νεκρώσιμος [necrósimos] (adj.) fúne bre, mortuorio · νεκρώσιμη ακολου θία- acompañamiento fúnebre, νέκταρ [néctar] (nyn.) néctar.
νέμω νέμω [némo] (ν.) distribuir, νέο [néo] (η./η.) noticia, νεογέννητος [neoguénitos] (adj.) re cién nacido, νεολαία [neoléa] (n./f.) juventud, los jóvenes. νεολιθικός [neolicicós] (adj.) neolíti co. νεολογισμός [neologuismós] (n/m.) neo logismo. νεόνυμφος [neónimfos] (adj.) recién casado. νεόπλουτος [neóplutos] (adj.) nuevo rico. νέον [néon] (nyn.) gas neón, νέος [néos] (adj.) 1: (edad) joven, 2: nuevo, moderno, reciente, νεοσσός [neosós] (nym.) 1: (ave) pa jarito, pollito, polluelo, 2: novato, pricipiante. νεοσύλλεκτος [neosílectos] (nym.) re cluta. νεότητα [neótita] (n./f.) juventud, νεοφανής [neofanís] (adj.) nuevo, re ciente. νεοφερμένος [neoferménos] (adj.) re cién llegado, advenedizo, νεράιδα [neráida] (nyf.) hada, νεράντζι [nerándsi] (n./n.) (Bot.) na ranja amarga, νερό [neró] (nyn.) agua, νερόβραστος [neróvrastos] (adj.) 1: (comida) hervido, pasado por agua, 2: (metáf.) soso, insulso, diluido · νε ρόβραστο αστείο- chiste soso, νεροκάλαμο [nerocálamo] (n./n.) jun co, caña. νεροκανάτα [nerocanáta] (nyf.) jarro, jarra. νερόμυλος [nerómilos] (n./m.) moli no. νεροποντή [neropondí] (n./f.) aguace ro, tormenta, chaparrón, νεροσυρμή [nerosirmí] (n./f.) cañada,
barranca, νερουλιάζω [neruliádso] (v.) aguar, νερουλός [nerulós] (adj.) aguado, acuoso, líquido, νεροχελίδονο [nerojelídono] (nVn.) (Zool.) avefría, νεροχύτης [nerojítis] (n./m.) fregade ro. νερώνω [neróno] (v.) aguar, echar agua (a). νετάρω [netáro] (v.) agotar, terminar, acabar, νέτος [nétos] (adj.) neto, νεύμα [névma] (n./n.) señal, seña, ge sto, ademán, νευράκια [nevráquia] (nyn.) pl. rabie tas. νευραλγία [nevralguía] (nyf.) neural gia. νευραλγικός [nevralguicós] (adj.) neurálgico · νευραλγικός πόνος- do lor neurálgico, νευρασθένεια [nevrascénia] (nyf.) neurastenia, νευρασθενικός [nevrascenicós] (adj.) neurasténico, νευριάζω [nevriádso] (v.) enfadar(se), enojar(se), poner(se) negro, νευρίασμα [nevríasma] (nyn.) exaspe ración, irritación, enfado, enojo, νευριασμένος [nevriasménos] (adj.) nervioso, enfadado, enojado, νευρικός [nevricós] (adj.) nervioso, angustiado, inquieto, νευρικότητα [nevricótita] (n./f.) ner viosismo, angustia, ansiedad, preosupación. νεύρο [névro] (n./n.) nervio, νευροκαβαλίκεμα [nevrocavalíquema] (nyn.) calambre de los nervios, tortícolis. νευρολογία [nevrologuía] (nyf.) neuro logía. νευρολόγος [nevrológos] (nym.+f.) neu-
822
νηστίσιμος rólogo. νευρόσπαστο [nevróspasto] (n/n.) (me táf.) marioneta, títere, fantoche, azoga do. νευρώδης [nevródis] (adj.) nervoso, enérgico. νεύω [névo] (v.) inclinar la cabeza, se ñalar, llamar con señas, hacer seña les, gesticular, νεφέλη [neféli] (nVf.) nube, νεφελοειδής [nefeloidís] (adj.) nebu loso, vago, confuso, νεφελώδης [nefelédis] (adj.) nuboso, nublado, nubloso, anubarrado, νέφος [néfos] (nVn.) nube contami nante, fumosidad. νεφοσκεπής [nefosquepís] (adj.) nu blado, cubierto de nubes, nuboso, νεφρικός [nefricós] (adj.) renal, νεφρίτης [nefritis] (n./f.) jade. νεφρό [nefró] (n./n.) rión. νέφτι [néfti] (n7n.) aguarrás, νεφώδης [nefódis] (adj.) nuboso, νέφωση [néfosi] (nVf.) nubosidad, ne bulosidad, νεωκόρος [neocóros] (n./m.) sacri stán. νεωτερίζω [neoterídso] (v.) 1: innovar, modernizar, 2: revolucionar, νεωτερισμός [neoterismós] (n./m.) innovación, novedad, modernismo • εισάγω νεωτερισμό- intoducir in novación, νεωτεριστής [neoteristís] (n7m.) in novador, modernista, futurista, νεωτεριστικός [neoteristicós] (adj.) innovador, νηκτικός [nicticós] (adj.) natatorio, νήμα [níma] (nVn.) hilo, filamento, fi bra, cordón, νημάτινος [nimátinos] (adj.) filame ntoso. νηματουργείο [nimaturguío] (nVn.) hilandería.
νηνεμία [ninemía] (n7f.) calma, tran quilidad. νήνεμος [nínemos] (adj.) calmo, cal mado, sereno, tranquilo, νηνεμώ [ninemó] (v.) calmar, serenar, tranquilizar, νηολόγηση [niológuisí] (nyf.) registro, inscripción, matrícula, matriculación. νηολόγιο [niológuio] (n7n.) registro mercantil, νηοπομπή [niopombí] (nVf.) convoy, νηοψία [niopsía] (n7f.) inspección de un navio. νηπιαγωγείο [nipiagoguío] (n7n.) guar dería infantil, parvulario, νηπιακός [nipiacós] (adj.) infantil, ani ñado, pueril · νηπιακή ηλικία- a)edad infantil, b) niñez, νήπιο [nípio] (n7n.) párvulo, niño, in fante, crío, νησάκι [nisáqui] (n./n.) isla pequeña, cayo. νησί [nísí] (n7n.) isla, νησίδιο [nisídio] (nVn.) islote, νησιώτης [nisiótis] (n./m.) isleño, νησιωτικός [nisioticós] (adj.) insular, isleño, νήσος [nísos] (n./f.) isla, νηστεία [nistía] (nVf.) ayuno, vigilia, abstinencia · ημέρα νηστείας- día de ayuno, νηστευτής [nisteftís] (n7m.) que ayu na. νηστεύω [nistévo] (v.) ayunar, guardar la vigilia, guardar ayuno · νηστεύω το κρέας- abstenerse de comer car ne. νηστικός [nisticós] (adj.) en ayunas, hambriento, deshambrido · μένω νηστικός- estar en ayunas, νηστίσιμος [nistísimos] (adj.) de ayu no, cuadregesimal, cuaresmal · νη στίσιμο φαγητό- comida cuaresmal.
823
νηφάλιος νηφάλιος [nifálios] (adj.) sobrio, sere no. νηφαλιότητα [nifaliótita] (n./f.) sobrie dad, seriedad, sensatez, νιανιά [ñañá] (n./n.) papilla · το κάνω νιανιά, για να το καταλάβεις- te lo explico mucho, para que lo entie ndas. νιαουρίζω [ñaurídso] (v.) maullar, νιαούρισμα [ñaúrisma] (nyn.) mau llido. νιάτα [ñáta] (n./n.) pl. juventud, νίβω [nívo] (v.) lavar(se). νικέλιο [niquélio] (nyn.) (Quím.) ní quel. νίκη [níqui] (nyf.) victoria, triunfo, νικητήριος [niquitírios] (adj.) ganador, de victoria, victorioso, triunfal · νικη τήρια ομάδα- el equipo ganador, νικητής [niquitís] (adj.) vencedor · επέστρεψε νικητής- volvió ganador • οι νικητές του διαγωνισμού- los ganadores del concurso, νικηφόρος [niquifóros] (adj.) triunfal, vencedor, victorioso, νικοτίνη [nicotíni] (nyf.) nicotina, νικώ [nicó] (v.) vencer, ganar, triunfar, νίλα [níla] (nyf.) calamidad, desastre, νινί [niní] (n./n.) bebé, νιόπαντρος [niópandros] (adj.) recién casado. νιπτήρας [niptíras] (nym.) lavabo, la vamanos, νίπτω [nípto] (v.) lavar(se). νισάφι [nisáfi] (nyn.) basta, νιτρικός [nitricós] (adj.) nítrico, νιτρογλυκερίνη [nitrogliqueríni] (nyf.) nitroglicerina, νιφάδα [nifáda] (n./f.) copo (de nieve), νίψιμο [nípsimo] (n./n.) lavado, lava dura. νιώθω [niózo] (v.) 1: sentir(se), percibir, 2: sufrir · νιώθω άσχημα- sentirse mal · νιώθω πόνο- sufrir el dolor ·
νιώθω θλίψη- sentir tristeza, νοερά [noerá] (adv.) mentalmente, νοερός [noerós] (adj.) mental, espiri tual, intelectual, νόημα [nóima] (n./n.) 1: (frase/palabra) sentido, significado, significación, 2: señal, signo · μπαίνω στο νόημαempezar a entender · κάνω νοήμα τα- hacer señales, νοημοσύνη [noimosini] (n./f.) inteli gencia. νοήμων [noímon] (adj.) inteligente, entendedor, ingenioso, νόηση [nóisi] (nyf.) intelecto, inteli gencia, mente, comprensión, νοητικός [noiticós] (adj.) intelectual, imaginario, νοητός [noitós] (adj.) inteligible, ima ginario, concebible · νοητή γραμμήlínea imaginaria, νοθεία [nocía] (nyf.) falsificación, frau de, engaño, νόθευση [nócefsi] (nyf.) adulteración, falsificación, νοθευτής [noceftís] (n./m.) adultera dor, falsificador, νοθεύω [nocévo] (v.) adulterar, falsi ficar. νοθογένεια [nozoguénia] (n./f.) ilegi timidad. νόθος [nózos] (adj.) ilegítimo, bastar do · νόθος γιός- hijo ilegítimo, νοιάζομαι [niádsome] (v.) interesarse, preocuparse, importar, concernirse, νοικάρης [nicáris] (nym.) inquilino, alquilador, νοίκι [níqui] (nyn.) alquiler, renta, νοικιάζω [niquiádso] (v.) alquilar, νοικοκυρά [nicoquirá] (nyf.) dueña, ama de casa, propietaria, νοικοκύρης [nicoquíris] (nym.) due ño, amo. νοικοκυριό [nicoquirió] (nyn.) mena je, ajuar.
824
νοσηρός νομαδικός [nomadicós] (adj.) nóma da, errante, ambulante, νομάρχης [nomárjis] (n7m.) goberna dor civil, prefecto, alcalde, νομαρχία [nomarjía] (n./f.) gobierno civil, prefectura, νομάτοι/νοματαίοι [nomáti/nomatéi] (n7m.) pl. personas, individuos, νομή [nomí] (n7f.) pasto, pastizal, usu fructo. νομίζω [nomídso] (v.) creer, pensar, opinar, suponer, raciocinar, νομική [nomiquí] (n7f.) derecho, juris prudencia, νομικός [nomicós] (adj.) jurídico, judi cial · νομικός σύμβουλος- consultor jurídico · νομικό πρόσωπο- persona jurídica · Νομική σχολή- facultad de Derecho. νομιμοποίηση [nomimopíisi] (nVf.) legalización, autorización, νομιμοποιώ [nomimopió] (v.) legali zar, autorizar, νόμιμος [nómimos] (adj.) legal, lícito, justo, legítimo · νόμιμος κληρονό μος- heredero legal/legítimo, νομιμότητα [nomimótita] (nyf.) legali dad, licitud, legitimidad, νομιμοφροσύνη [nomimofrosíni] (nVf.) respecto en la ley. νομιμόφρων [nomimófron] (adj.) res petuoso de la ley. νόμισμα [nómisma] (n7n.) moneda, νομισματικός [nomismaticós] (adj.) monetario, financiero · Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση- Unión Mone taria Europea, νομισματοκοπείο [nomismatocopío] (n7n.) casa de moneda, νομοθεσία [nomocesía] (nVf.) legisla ción. νομοθέτης [nomocétis] (n7m.) legi slador. νομοθετικός [nomoceticós] (adj.) le
gislativo. νομοθετώ [nomocetó] (v.) legislar, dictar leyes, νομολογία [nomologuía] (n./f.) juris prudencia, νομομαθής [nomomacís] (n/m.+f.) ju rista. νόμος [nómos] (nVm.) ley, norma, estatuto, fuero · παραβαίνω το νόμοviolar la ley · καταργώ ένα νόμο- eli minar una ley · θεσπίζω νόμο- dictar una ley. νομός [nomós] (n./m.) prefectura, pro vincia. νομοσχέδιο [nomosjédio] (n7n.) pro yecto de ley · καταθέτω νομοσχέ διο· depositar un proyecto de ley. νομοταγής [nomotaguís] (adj.) fiel a la ley, que cumple la ley. νομοτέλεια [nomotélia] (nyf.) determinismo. νομοτελεστικός [nomotelesticós] (adj.) ejecutivo. νονό [noná] (nVf.) madrina, comadre, νονός [nonós] (n./m.) padrino, com padre. νοοτροπία [nootropía] (nVf.) me ntalidad · συντηρητική νοοτροπίαmentalidad conservadora/cerrada • υιοθετώ μια νοοτροπία- adoptar una mentalidad. νόρμα [nórma] (nVf.) norma, νοσηλεία [nosilía] (nVf.) atención mé dica. νοσηλευτήριο [nosileftírio] (n7n.) hos pital. νοσηλεύω [nosilévo] (v.) hospitalizar, atender a los enfermos, νόσημα [nósima] (n./n.) enfermedad • καρδιακό νόσημα- enfermedad cardíaca. νοσηρός [nosirós] (adj.) nocivo, perju dicial, malsano, morboso · νοσηρή φαντασία- imaginación enferma.
825
νοσοκομειακός νοσοκομειακός [nosocomiacós] (adj.) hospitalario, de enfermería, νοσοκομείο [nosocomio] (n./n.) ho spital, clínica · μπαίνω στο νοσο κομείο· ¡ngresar(se) en el hospital · στρατιωτικό νοσοκομείο- hospital militar. νοσοκόμος [nosocomos] (n7m.) en fermero. νόσος [nósos] (n7f.) enfermedad, pa decimiento, dolencia · ανίατη νό σος- enfermedad incurable, νοσταλγία [nostalguía] (n./f.) nostal gia, añoranza, morriña, νοσταλγικός [nostalguicós] (adj.) no stálgico, añorante, νοσταλγώ [nostalgó] (v.) echar de me nos, añorar, sentir nostalgia, νοστιμάδα [nostimáda] (nVf.) sabor, νοστιμεύω [nostimévo] (v.) dar sabor, νοστιμιά [nostimiá] (n7f.) sabor, buen gusto, sabor agradable, νόστιμος [nóstimos] (adj.) sabroso, rico, apetitoso, gustoso, delicioso, νοσώ [nosó] (v.) estar enfermo, pade cer una enfermedad, νότα [nota] (nyf.) 1: (Mús.) nota, 2: (Der.) constancia, νοτερός [noterós] (adj.) húmedo, νοτιά [notiá] (n./f.) viento del sur, sur. νοτιάς [notiás] (n./m.) viento del sur. νοτίζω [notídso] (v.) humedecer, re calar. νοτιοανατολικός [notioanatolicós] (adj.) sureste. νοτιοδυτικός [notioditicós] (adj.) su roeste. νότιος [nótios] (adj.) del sur, meridio nal, austral, νότος [nótos] (n7m.) sur. νουβέλα [nuvéla] (n./f.) novela, νουθεσία [nucesía] (nVf.) consejo, ser món, arenga, prédica, νουθετώ [nucetó] (v.) aconsejar, ser
monear, dar un sermón, νούλα [núla] (n./f.) cero, nulo, νούμερο [número] (n7n.) 1: (general) número, 2: (signo) cifra, guarismo, 3: (ropa) talla · τι νούμερο παπούτσι φοράς;- ¿qué número calzas?, νουμηνία [numinía] (nVf.) luna nueva, νους [ñus] (n7m.) mente, razón, inteli gencia, entendimiento, cerebro, seso • κοινός νους- razón común, νούφαρο [núfaro] (n./n.) nenúfar, νοώ [noó] (v.) comprender, entender, concebir. νταβαντούρι [davadúri] (nVn.) baru llo, jaleo. νταβατζής [davadsís] (n./m.) chulo, νταής [dais] (n7m.) valentón, matón, ντάλα [dála] (adv.) exactamente, en pleno. νταλίκα [dalíca] (n./f.) remolque, ντάμα [dáma] (n./f.) dama, señora, νταμάρι [damári] (n7n.) cantera, lina je. νταμιτζάνα [damidsána] (n./f.) dama juana. νταμωτός [damotós] (adj.) escaqueado, jaquelado, ντάνα [dána] (nVf.) montón, νταντά [dadá] (n./f.) niñera, tata, aya. ντάντεμα [dádema] (n7n.) amamamiento. νταντεύω [dadévo] (v.) mimar, ama mantar. νταραβέρι [daravéri] (n./n.) 1: algara bía, jaleo, 2: negociación, relación, 3: (coloq.) intercambio, tráfico, νταρντάνα [dardána] (nyf.) corpule nta. ντε [de] (excl.) ¡anda!, ¡venga!, ντελικάτος [delicátos] (adj.) delicado, bonito, elegante, ντεπόζιτο [depódsito] (nVn.) depósi to, tanque, cisterna · ντεπόζιτο βεν ζίνης:- depósito de gasolina.
826
νυχτερινός ντέρτι [dérti] (n./n.) dolor, tristeza, an gustia, pena, ντετέκτιβ [detéctiv] (n./m.) detective, ντέφι [défi] (n./n.) pandereta, ντιβάνι [diváni] (n./n.) diván, ντοκουμέντο [documéndo] (n./n.) do cumento, céldula. ντομάτα [domáta] (n./f.) tomate, ντόμπρος [dóbros] (adj.) muy franco, honesto, sincero, ντόπιος [dópios] (adj.) del lugar, nati vo, indígena, aborigen, autóctono, ντορβάς [dorvás] (n./m.) saco, bolsa, ντόρος [dóros] (n./m.) bulla, estrue ndo. ντουβάρι [duvári] (n./n.) 1: pared, muro, 2: (metáf.) tonto, bobo, ντουζίνα [dudsína] (η Λ ) docena, ντουλάπα [dulápa] (nyf.) armario, ro pero. ντουλάπι [dulápi] (n./n.) armario, ca jón. ντουνιάς [duñás] (n./m.) mundo, hu manidad, gente, ντούρος [duros] (adj.) tenaz, inflexi ble. ντους [dus] (n./n.) ducha, ντρέπομαι [drépome] (v.) avergonzar se, dar vergüenza, dar corte, ντροπαλότητα [dropalótita] (nyf.) ti midez, vergüenza, ντροπαλός [dropalós] (adj.) vergon zoso, tímido, apocado, ντροπή [dropí] (n./f.) vergüenza, hu millación, timidez, corte, deshonra, ντροπιάζω [dropiádso] (v.) avergon zar, humillar, deshonrar, ντρόπιασμα [drópiasma] (n./n.) igno minia, vergüenza, ντύμα [díma] (nyn.) cubierta, vestimienta. ντυμένος [diménos] (adj.) 1: (persona) vestido, 2: (cosa) cubierto, ντύνομαι [dínome] (v.) vestirse, llevar.
ντύνω [díno] (v.) 1: vestir, cubrir, 2: ta pizar. ντύσιμο [dísimo] (n./n.) vestimenta, atuendo, indumentaria, νυκτόβιος [nictóvios] (adj.) 1: trasno chador, noctámbulo, 2: nocturno, nocturnal, νυμφεύομαι [nimfévome] (v.) casarse, νύμφευση [nímfevsi] (n./f.) boda, nup cias. νύμφη [nímfi] (nyf.) ninfa, larva, νυμφομανής [nimfomanís] (adj.) ninfómana. νυμφομανία [nimfomanía] (n./f.) nin fomanía. νυν [nin] (ad(v.)) ahora, en este mo mento, presente, νύξη [níksi] (n./f.) indirecta, alusión, mención, insinuación · κάνω μια νύξη- soltar una indirecta, νύστα [nísta] (η Λ ) sueño, soñolencia, modorra. νυσταγμός [nistagmós] (nym.) som nolencia, modorra, adormecimiento, somnolencia, νυστάζω [nistádso] (v.) tener sueño, adormecerse, adormillarse. νυσταλέος [nistaléos] (adj.) soñolie nto, adormilado, νυστέρι [nistéri] (nyn.) bisturí, νύφη [nífi] (nyf.) 1: novia, 2: (hermana del marido) cuñada, 3: (novia del hijo) nuera. νυφικό [nificó] (n./n.) traje de novia, νυφικός [nificós] (adj.) de novia, nup cial. νυφίτσα [nifítsa] (nyf.) tejón, νύχι [níji] (n./n.) uña, pezuña, νυχιά [nijiá] (nyf.) rasguño, arañazo, νύχτα [níjta] (nyf.) noche, νυχτερίδα [nijterída] (nyf.) murciéla go. νυχτερινός [nijterinós] (adj.) nocturno • νυχτερινή ζωή- vida nocturna.
827
νυχτιάτικα νυχτιάτικα [nijtiática] (adv.) por la noche. νυχτικό [nijticó] (nVn.) camisón, pija ma. νυχτοφύλακας [nijtofílacas] (n7m.) centinela, vigilante nocturno, νυχτώνει [nijtóni] (v.) anochecer · νυ χτώνει νωρίς- anochece temprano, νωθρός [nozrós] (adj.) perezoso, indo lente, lento, νωθρότητα [nozrótita] (nVf.) pereza, indolencia, νωπός [nopós] (adj.) fresco, húmedo, νωρίς [norís] (adv.) temprano, tempra nito, pronto, νώτα [nóta] (nVn.) pl. 1: dorso, espal da, 2: retaguardia, νωτιαίος [notiéos] (adj.) dorsal, espi nal. νωχέλεια [nojélia] (n./f.) indolencia, lentitud, indiferencia, νωχελικός [nojelicós] (adj.) indolente, lento, indiferente, perezoso, flojo.
828
Ξ, ξ [ks¡] (η./η.) decimocuarta letra del alfabeto griego, ξαγκιστρώνω [ksagkistróno] (v.) des enganchar, descolgar, ξαγρυπνώ [ksagripnó] (v.) desvelarse, perder el sueño, ξάδερφος [ksáderfos] (n7m.) primo · πρώτος ξάδερφος- primo · δεύτε ρος ξάδερφος- primo segundo, ξαίνω [kséno] (v.) peinar, ξακουστός [ksacustós] (adj.) célebre, famoso, afamado, notorio, ξακρίζω [ksacrídso] (v.) arreglar, re cortar. ξαλάφρωμα [ksaláfroma] (nVn.) alivio, ξαλαφρώνω [ksalafróno] (ν.) 1: aliviar(se), aligerar, desahogarse, 2: aplacar, cal mar · ξαλάφρωσα από το βάρος- me alivié del peso/descargar la bilis, ξαμολάω [ksamoláo] (v.) desatar, ξανά [ksaná] (adv.) de nuevo, nueva mente, otra vez. ξαναβάζω [ksanavádso] (v.) devolver a su sitio, reponer, volver a poner, ξαναβατττίζω [ksanavaptídso] (v.) re bautizar. ξαναβλέπω [ksanavlépo] (v.) volver a ver, ver de nuevo, ξαναβρίσκω [ksanavrísco] (v.) volver a encontrar, reencontrar, ξανάβω [ksanávo] (v.) excitar, inflamar, reencender. ξαναγεμίζω [ksanaguemídso] (v.) relle nar, recargar, volver a llenar/cargar, ξαναγεννιέμαι [ksanagueñéme] (v.) renacer, revivir, ξαναδιπλώνω [ksanadiplóno] (v.) re doblar, replegar, ξαναδοκιμάζω [ksanadoquimádso] (v.) volver a probar, intentar de nuevo, ξαναζεσταίνω [ksanadsesténo] (v.) recalentar.
ξαναζώ [ksanadsó] (v.) revivir, ξαναζωντανεύω [ksanadsondanévo] (v.) revivir, reavivar, revivificar, ξαναλέω [ksanaléo] (v.) volver a decir, repetir. ξανακάνω [ksanacáno] (v.) volver a hacer, hacer de nuevo, reconstruir, ξανακούω [ksanacúo] (v.) volver a oír. ξαναμιλώ [ksanamiló] (v.) volver a hablar. ξανανθίζω [ksanancídso] (v.) reflore cer, retoñar, florecer de nuevo, ξανανιώνω [ksanañóno] (v.) rejuvene cer, volver a sentirse joven, ξανανοίγω [ksananígo] (v.) reabrir, abrir de nuevo, volver a abrir, ξαναποκτώ [ksanapoctó] (v.) reco brar. ξαναπουλώ [ksanapuló] (v.) revender, ξαναρχίζω [ksanarjídso] (v.) volver a empezar, empezar de nuevo, resu mir. ξανάρχομαι [ksanárjome] (v.) volver a venir. ξαναρχίζω [ksanarjídso] (v.) recomen zar. ξανάρχομαι [ksanárjome] (v.) volver, regresar, retornar, ξαναρωτώ [ksanarotó] (v.) volver a preguntar, preguntar de nuevo, ξανασκεπάζω [ksanasquepádso] (v.) recubrir, cubrir otra vez. ξανασμίγω [ksanasmígo] (v.) reencon trarse, reunir, ξανάστροφος [kanástrofos] (adj.) re verso. ξαναφαίνομαι [ksanafénome] (v.) re aparecer. ξαναφορτώνω [ksanafortóno] (v.) re cargar. ξαναφηάχνω [ksanaftiájno] (v.) re construir, reparar, rehacer, hacer de nuevo. ξαναφυτεύω [ksanafitévo] (v.) repla
829
ξανθίζω ntar. (ανθίζω [ksancídso] (ν.) amarillear, ξανθομάλλης [ksanzomális] (adj.) ru bio. ξανθομαλλούσα [ksanzomalúsa] (adj.) rubia. ξανθός [ksanzós] (adj.) rubio, blondo, ξανοίγω [ksanígo] (v.) reabrir, aclarar, ξαπλώνω [ksaplóno] (v.) 1: tenderse, tumbarse, echarse, yacer, 2: desca nsar, acostarse, retirarse, ξαποσταίνω [ksaposténo] (v.) descan sarse, reposarse, ξαπόσταμα [ksapóstama] (n7n.) des canso, reposo, retiro, ξαποστέλνω [ksapostélno] (v.) echar, enviar, relegar, despachar, ξαρμάτωμα [ksarmátoma] (n./n.) des arme. ξαρματώνω [ksarmatóno] (v.) 1: des armar, dejar desarmado, 2: desapa rejar. ξαρμάτωτος [ksarmátotos] (adj.) des armado. ξαρμυρίζω [ksarmirídso] (v.) desalar, ξάρτια [ksártia] (n./n.) pl. aparejo, jar cia. ξασπρίζω [ksasprídso] (v.) blanquear, desteñirse, descolorar(se). ξασπρουλιάρης [ksaspruliáris] (adj.) descolorado, blanqueado, ξάστερος [ksásteros] (adj.) 1: despeja do, estrellado, claro, limpio, 2: since ro, honesto, ξαστερώνω [ksasteróno] (v.) despejar, aclarar. ξαφνιάζω [ksafniádso] (v.) sorprender, sobresaltar, asustar, ξάφνιασμα [ksáfniasma] (n./n.) sor presa, sobresalto, susto, ξαφνικά [ksafnicá] (adv.) de repente, repentinamente, de pronto, de gol pe, inesperadamente, de improviso, ξαφνικός [ksafnicós] (adj.) repentino,
inesperado, imprevisto, ξαφρίζω [ksafrídso] (v.) desnatar, es pumar. ξεβάφω [kseváfo] (v.) despintar, deste ñir, decolorar, desenterrar · ξεθάβω τον θησαυρό- desenterrar el tesoro, ξεβγάζω [ksevgádso] (v.) enjuagar, aclarar. ξεβιδώνω [ksevidóno] (v.) desatorni llar, desenroscar, ξεβουλώνω [ksevulóno] (v.) destapar, descorchar, desatrancar, ξεβρομίζω [ksevromídso] (v.) limpiar, asear, desgrasar, ξεγαντζώνω [ksegandsóno] (v.) de senganchar, descolgar, ξέγδαρμα [kségdarma] (n./n.) rasgu ño, abrasión, arañazo, ξεγδέρνω [ksegdérno] (v.) rasguñar, arañar. ξεγελώ [ksegueló] (v.) engañar, burlar, defraudar, embaucar, estafar, engai tar. ξεγέλασμα [kseguélasma] (nVn.) en gaño, burla, trampa, fraude, ξεγεννάω [kseguenáo] (v.) alumbrar, parir, dar a luz. ξεγέννημα [kseguénima] (n./n.) alum bramiento, parto, ξεγλίστρημα [kseglístrima] (n./n.) re sbalón. ξεγλιστρώ [kseglistró] (v.) resbalarse, deslizarse, escurrirse, ξενοιασιά [kseñasiá] (nyf.) indiferen cia, despreocupación, ξένοιαστος [kségñastos] (adj.) indife rente, despreocupado, ξεγράφω [ksegráfo] (v.) borrar, tachar, ξεγυμνώνω [kseguimnóno] (v.) des nudar, desaropar, desvestir, ξεδιαλέγω [ksedialégo] (v.) clasificar, elegir, escoger, ξεδιάλεγμα [ksediálegma] (n./n.) cla sificación, elección.
830
ξεκούμπωτος ξεδιαλύνω [ksedialíno] (ν.) dilucidar, elucidar, esclarecer, desentrañar, ξεδιαντροπιά [ksediantropiá] (nyf.) insolencia, descaro, ξεδιάντροπος [ksediántropos] (adj.) desvergonzado, sinvergüenza, ξεδίνω [ksedíno] (v.) relajar, descan sar. ξεδιπλώνω [ksediplóno] (v.) desliar, desenrollar, desarrollar, desenvolver, ξεδιψώ [ksedipsó] (v.) saciar la sed. ξεδοντιάρης [ksedondiáris] (adj.) sin dientes, desdentado, ξεζουμίζω [ksedsumídso] (ν.) 1: ex traer jugo, 2: exprimir, apretar fue rte. ξεθάβω [ksezávo] (v.) desenterrar, ex humar. ξεθαρρεύω [ksevarévo] (v.) atreverse, ξεθεμελιώνω [ksecemelióno] (v.) arra sar, asolar, ξεθέωμα [ksecéoma] (n./n.) agota miento, cansancio excesivo, ξεθεωμένος [kseceoménos] (adj.) ago tado, extenuado, cansadísimo, ξεθεώνω [kseceóno] (v.) agotar, can sar. ξεθηλυκώνω [ksecilicóno] (v.) desabro char. ξεθόλωμα [ksezóloma] (n./n.) aclara ción. ξεθολώνω [ksezolóno] (v.) aclarar, ξεθυμαίνω [kseciméno] (ν.) 1: amai nar, evaporar, vaporizar, 2: desaho garse, aliviar(se). ξεθύμασμα [ksecímasma] (n./n.) eva poración. ξεθυμώνω [ksecimóno] (v.) desenfa darse, reconciliarse. ξεθωpιάζω[ksezoriádso](v.)decolorar(se), desteñirse, despintar, blanquear, ξεθώριασμα [ksezóriasma] (n7n.) decoloramiento, decoloración, deste ñido. 831
ξεθωριασμένος [ksezoriasménos] (adj.) dscolorado. ξεκαβαλικεύω [ksecavaliquévo] (v.) desmontar, ξεκαθαρίζω [ksecazarídso] (v.) aclarar, esclarecer, sacar algo (en), ξεκαθάρισμα [ksecazárisma] (n./n.) aclaración, esclarecimiento, ξεκάθαρος [ksecázaros] (adj.) inequí voco, claro, evidente, ξεκαλτσώνω [ksecaltsóno] (v.) quitar los calcetines, descalzar, ξεκάνω [ksecáno] (v.) destrozar, des truir. ξεκαρδίζομαι [ksecardídsome] (v.) mo rirse de risa, desternillarse, ξεκαρδιστικός [ksecardisticós] (adj.) divertidísimo, ξεκίνημα [ksequínima] (n7n.) comien zo, inicio, principio, ξεκινώ [ksequinó] (v.) empezar, iniciar, comenzar, arrancar, emprender, ξεκλειδώνω [kseclidóno] (v.) abrir con llave. ξεκληρίζω [kseclirídso] (v.) extermi nar, extirpar, matar, ξεκλήρισμα [kseclírisma] (n./n.) exter minación, extirpación, matanza, ξεκόβω [ksecóvo] (v.) destetar, parar, detener, dejar, ξεκοιλιάζω [ksequiliádso] (v.) destri par. ξεκοκαλίζω [ksecocalídso] (v.) des huesar, quitar las espinas, ξεκολλώ [ksecoló] (v.) despegar, ξεκομμένος [ksecoménos] (adj.) cor tado, aislado, separado, apartado, ξεκουμπίζομαι [ksecumbídsome] (v.) retirarse, alejarse, largarse, marchar se. ξεκουμπώνω [ksecumbóno] (v.) des abrochar, desabotonar, ξεκούμπωτος [ksecúmbotos] (adj.) desabrochado, desabotonado.
ξεκουράζω ξεκουράζω [ksecurádso] (ν.) descan sar, reposar, retirar, ξεκούραση [ksecúrasi] (nVf.) descan so, reposo, retiro, ξεκούραστος [ksecúrastos] (adj.) des cansado. ξεκουρδίζω [ksecurdídso] (v.) desafi nar, discordar, ξεκούρδιστος [ksecúrdistos] (adj.) de safinado. ξεκούτης [ksecútis] (adj.) tonto, bobo, ξεκουτιαίνω [ksecutiéno] (v.) atontar, embobar. ξεκουφαίνω [ksecuféno] (v.) ensorde cer, volver sordo, aturdir, ξεκρεμώ [ksecremó] (v.) descolgar, desenganchar, ξεκωλώνω [ksecolóno] (v.) (coloq.) cansar mucho, agotar, extenuar, ξελαρυγγιάζομαι [kselariguiádsome] (v.) gritar hasta quedarse ronco, ξελασπώνω [kselaspóno] (v.) 1:salvar, auxiliar, ayudar, apoyar, 2: aliviarse, ξελεπιάζω [kselepiádso] (v.) desca mar. ξελέπισμα [kselépisma] (n7n.) desca mación. ξελέω [kseléo] (v.) retractarse, revocar lo dicho. ξελιγώνω [kseligóno] (v.) pasar ham bre, agotar, ξελογιάζω [kseloguiádso] (v.) seducir, hechizar, encantar, ξελόγιασμα [kselóguiasma] (n7n.) se ducción, hechizo, encanto, ξελογιαστής [kseloguiastís] (n./m.) seductor. ξελογιάστρα [kseloguiástra] (n./f.) se ductora. ξεμαθαίνω [ksemacéno] (v.) olvidar, desaprender, ξέμακρα [ksémacra] (adv.) a distancia, a lo lejos. ξεμακραίνω [ksemacréno] (v.) alejar(se),
alargar(se), distanciar(se), irse, ξεμαλλιάζω [ksemaliádso] (v.) desca bellar, arrancar el pelo, sacar el pelo, ξεμαλλιάρης [ksemaliáris] (adj.) 1: des cabellado, 2: (coloq.) desarreglado, ξεμανίκωτος [ksemanícotos] (adj.) sin mangas. ξεμέθυστος [ksemécistos] (adj.) so brio. ξεμεθώ [ksemezó] (v.) pasársele a uno la borrachera, desembriagar, desemborrachar(se). ξεμένω [kseméno] (v.) quedarse sin, quedarse desamparado, ξεμοναχιάζω [ksemonajiádso] (v.) ais lar, arrinconar, ξεμονάχιασμα [ksemonájiasma] (n7n.) aislamiento, ξεμοντάρω [ksemondáro] (v.) des montar, desarmar, ξεμπαρκάρισμα [ksebarcárisma] (n7n.) desembarque, ξεμπαρκάρω [ksebarcáro] (v.) desem barcar. ξεμπέρδεμα [ksebérdema] (n7n.) des enredo. ξεμπερδεύω [kseberdévo] (v.) 1: des enredar, desenmarañar, desliar, des embrollar, ξεμπλέκω [ksebléco] (v.) desenredar, desenmarañar, 2: revelar, aclarar una situación. ξεμπροστιάζω [ksebrostiádso] (v.) ex poner, desenmascarar, ξεμυαλίζω [ksemialldso] (v.) desqui ciar, trastornar, soliviantar, ξεμυάλισμα [ksemiálisma] (nVn.) des quiciamiento, trastorno, ξεμυαλισμένος [ksemialisménos] (adj.) alocado, loco por, encaprichado, an tojadizo. ξεμυτίζω [ksemitídso] (v.) despuntar, aparecer(se), brotar, ξένα [kséna] (n./n.) pl. extranjero ·
832
ξεπεσμός έφυγε στα ξένα- se ha ¡do al extran
jero. ξεναγός [ksenagós] (n./m.+f.) guía, guador, conductor, ξεναγώ [ksenagó] (v.) guiar, ξενέρωτος [ksenérotos] (adj.) 1: so brio, 2: aguafiestas, ξενία [ksenía] (nyf.) hospitalidad, ξενίζω [ksenídso] (v.) sorprender, ξένιος [ksénios] (adj.) hospitalario · o ξένιος Δίας- Zeus hospitalario, ξενικός [ksenicós] (adj.) extranjero, ξενιτεύομαι [ksenitévome] (v.) expa triarse, emigrar, ξενιτιά [ksenitiá] (nyf.) extranjero, ξενόγλωσσος [ksenóglosos] (adj.) de lengua extranjera, ξενοδουλευτής [ksenoduleftís] (nym.) peón, obrero, jornalero, ξενοδοχειακός [ksenodojiacós] (adj.) hotelero. ξενοδοχείο [ksenodojío] (nyn.) hotel, pensión, hostal, albergue, motel, ξενοδόχος [ksenodójos] (nym.) hote lero. ξενοιάζω [kseniádso] (v.) despreocu parse, desentenderse, ξένοιαστος [kséniastos] (adj.) des preocupado, tranquilo, calmado, ξενοικιάζω [kseniquiádso] (v.) desal quilar, desarrendar, ξενοκοιμάμαι [ksenoquimáme] (v.) dormir fuera de casa, ξενόκουμπα [ksenócuba] (nyn.) pl. gemelos. ξένος [ksénos] (adj.) 1: extraño, ex tranjero, forastero, foráneo, 2: des conocido, ξενότροπος [ksenótropos] (adj.) ex tranjero, estrafalario, ξενοφανής [ksenofanís] (adj.) no fami liar, extraño, ξενόφερτος [ksenófertos] (adj.) ex tranjero, que ha venido del extran
jero. ξενοφοβία [ksenofovía] (n./f.) xeno fobia. ξεντερίζω [ksenderídso] (v.) destripar, desentrañar, ξεντύνω [ksendíno] (v.) desnudar, des vestir, quitar la ropa, ξέντυτος [ksénditos] (adj.) desnudo, ξενύχτης [kseníjtis] (n./m.) trasnocha dor, noctámbulo, juerguista, ξενύχτι [kseníjti] (nyn.) trasnocho, velada. ξενυχτώ [ksenijtáo] (v.) trasnochar, ve lar · ξενυχτώ στο προσκεφάλι τουtrasnochar a su lado, ξενώνας [ksenónas] (nym.) hospicio, hostal, residencia, albergue juvenil, ξεπαγιάζω [ksepaguiádso] (v.) helar(se), enfriarse, congelarse, ξεπαγώνω [ksepagóno] (v.) descon gelar. ξεπαρθενεύω [kseparcenévo] (v.) desvirgar. ξεπαστρεύω [ksepastrévo] (v.) exter minar, asesinar, matar, ξεπάτωμα [ksepátoma] (n./n.) 1: des fonda, boquete, 2: (coloq.) cansancio, agotamiento, ξεπατώνω [ksepatóno] (v.) 1: desfon dar, abrir boquete, 2: (coloq.) cansar se, agotarse, ξεπερασμένος [kseperasménos] (adj.) anticuado, pasado de moda, fuera de moda. ξεπερνώ [ksepernó] (v.) superar, exce der, sobrepasar, anteponer, aventa jar · ξεπερνώ τις δυσκολίες- superar las dificultades · ξεπερνώ το όριο ταχύτητας- sobrepasar el límite de velocidad · ξεπέρασε τους φόβους του- superó sus temores, ξεπεσμένος [ksepesménos] (adj.) de caído, abatido, decadente, ξεπεσμός [ksepesmós] (nym.) 1: de-
833
ξεπεταρούδι clive, decadencia, degradación, 2: humillación, ξεπεταρούδι [ksepetarúdi] n. inexper to, novato, principiante, ξεπετώ [ksepetó] (v.) 1: brotar, amanar, 2: (coloq.) acabar, terminar, ξεπέφτω [ksepéfto] (v.) degradar, re bajarse, decaer, disminuir, ξεπηδώ [ksepidó] (v.) saltar, ξεπλάνεμα [kseplánema] (n7n.) se ducción, hechizo, ξεπλανεύω [kseplanévo] (v.) seducir, sobornar, tentar, ξεπλέκω [ksepléco] (v.) desenredar, desliar, desenmarañar, ξεπλένω [ksepléno] (v.) aclarar, enjua gar. ξεπληρώνω [ksepliróno] (v.) pagar, liquidar, compensar, reembolsar · ξεπληρώνω τα χρέη μου- pagar las deudas. ξέπλυμα [kséplima] (n7n.) 1: enjuage, lavado, 2: (ropa) aclarado, 3: (dine ro) liquidación · ξέπλυμα βρόμικου χρήματος- liquidación de dinero ilegal. ξέπνοος [ksépnoos] (adj.) sin aliento, jadeante. ξεποδαριάζω [ksepodariádso] (v.) fa tigarse, cansarse de tanto andar, ξεπορτίζω [kseportídso] (v.) despedir, salir. ξεπούλημα [ksepúlima] (n7n.) liqui dación, saldo, ξεπουλώ [ksepuló] (v.) 1: liquidar, mal vender, malbaratar, 2: traicionar, ξεπουπουλιάζω [ksepupuliádso] (v.) desplumar, ξεπροβάλλω [kseproválo] (v.) apare cer, presentarse, ξεπροβοδώ [kseprovodó] (v.) acom pañar, escoltar, ξερά [kserá] (adv.) secamente, en seco.
ξέρα [kséra] (n./f.) escollo, islote, ξεραΐλα [kseraíla] (n./f.) sequedad, aridez. ξεραίνω [kseréno] (v.) secar, desecar, ξερακιανός [kseraquianós] (adj.) lar guirucho, flaco, esquelético, delga do. ξέρασμα [ksérasma] (n7n.) vómito, ξερατό [kserató] (n./n.) vómito, ξερίζωμα [kserídsoma] (n./n.) arran que, arrancamiento, erradicación, ξεριζώνω [kseridsóno] (v.) arrancar, desarraigar, ξερνώ [ksernó] (ν.) 1: vomitar, devol ver, 2: (coloq.) descubrir, desvelar, ξεροκαταπίνω [kserocatapíno] (v.) tragar en seco, ξεροκεφαλιά [kseroquefaliá] (n./f.) obstinación, terquedad, ξεροκέφαλος [kseroquéfalos] (adj.) terco, cabezota, testarudo, cabeza cuadrada. ξεροκόμματο [kserocómato] (n7n.) mendrugo, ξερονήσι [kseronísi] (n./n.) isla desier ta. ξερός [kserós] (adj.) seco, desecado, reseco, áspero, árido · ξερός βήχαςtos seca · κάτω τα ξερά σου- ¡quítate las manos!, ξέρω [kséro] (ν.) 1: saber, 2: conocer · το ξέρωΙ- ¡Lo sé! · Ξέρει τον Αλέξαν δρο- conoce a Alejandro, ξεσελώνω [kseselóno] (v.) desensillar, ξεσηκωμός [ksesicomós] n. levanta miento, alzamiento, sublevación, motín. ξεσηκώνω [ksesicóno] (v.) levantar, sublevar, amotinar, soliviantar, ξεσκαλίζω [ksescalídso] (v.) 1: des enterrar, desarraigar, 2: sacar algo a relucir. ξεσκαλώνω [ksescalóno] (v.) desganchar.
834
ξεφυλλίζω ξεσκάω [ksescáo] (ν.) 1: relejarse, 2: divertirse, ξεσκεπάζω [ksesquepádso] (ν.) 1: de stapar, desabrigar, 2: (coloq.) descu brir, revelar, ξεσκέπαστος [ksesquépastos] (adj.) des cubierto. ξεσκίζω [ksesquídso] (v.) destrozar, despedazar, rasgar, desgarrar, ξεσκλαβώνω [ksesclavóno] (v.) liberar, librar, emancipar, ξεσκονίζω [ksesconídso] (v.) desem polvar, quitar el polvo, ξεσκονιστήρι [ksesconistíri] (nVn.) plu mero. ξεσκονόπανο [ksesconópano] (n./n.) paño, trapo, ξεσκούφωτος [ksescúfotos] (adj.) descapuchado, descubierto, ξέσπασμα [kséspasma] (n./n.) estalli do, arranque, arrebato · ξέσπασμα θυμού- arranque de cólera, ξεσπίτωμα [ksespítoma] (nVn.) des alojamiento, expulsión, ξεσπιτώνω [ksespitóno] (v.) desalojar, echar de casa, ξεσπώ [ksespó] (v.) estallar, explotar, prorrumpir · ξέσπασε o θυμός τουestalló en cólera, ξεστομίζω [ksestomídso] (v.) pronun ciar, proferir, ξεστουπώνω [ksestupóno] (v.) desta par. ξεστρατίζω [ksestratídso] (v.) extra viarse, vagar, ir sin rumbo fijo, des pistarse. ξεστραησμένος [ksestratisménos] (adj.) extraviado, ξέστρωτος [kséstrotos] (adj.) descu bierto. ξεσφίγγω [ksesfígko] (v.) soltar, des atar, aflojar, desapretar, ξετρελαίνω [ksetreléno] (v.) enloque cer, volver loco.
ξετρυπώνω [ksetripóno] (v.) desente rrar, poner al descubierto, hallar, ξετσίπωμα [ksetsípoma] (n./n.) inso lencia, impudencia, ξετσιπωσιά [ksetsiposiá] (nyf.) inso lencia, descaro, desvergüenza, ξετσίπωτος [ksetsípotos] (adj.) inso lente, descarado, desvergonzado, ξετυλίγω [ksetilígo] (v.) desenrollar, desenvolver, desliar, desdoblar, ξεφάντωμα [ksefándoma] n. festejo, juerga, jolgorio, ξεφαντώνω [ksefandóno] (v.) festejar, estar de juerga, ir de juerga, ξεφεύγω [ksefévgo] (v.) escapar(se), escurrirse, escabullirse, eludir, ξεφλουδίζω [ksefludídso] (v.) pelar, ξεφόρτωμα [ksefórtoma] (n./n.) des carga. ξεφορτώνομαι [ksefortónome] (v.) des hacerse de alguien/algo, librarse de alguien/algo, ξεφορτώνω [ksefortóno] (v.) descar gar, quitar el cargo, ξεφούσκωμα [ksefúscoma] (n./n.) de flación. ξεφουσκώνω [ksefuscóno] (v.) des hinchar, desinflar, ξεφούσκωτος [ksefúscotos] (adj.) des hinchado, desinflado, ξέφραγος [kséfragkos] (adj.) abierto, sin barreras, descercado . ξεφράζω [ksefrádso] (v.) desatascar, ξέφρενος [kséfrenos] (adj.) frenético, desenfrenado, ξεφτέρι [kseftéri] (adj.) 1: (Zoo!.) gavi lán, 2: (coloq.) brillante, inteligente, ξέφτι [kséfti] (n7n.) hilacha, ξεφτίζω [kseftídso] (v.) deshilacharse. ξεφτιλίζω [ksefltilídso] (v.) debatir, rabaja. ξεφτισμένος [kseftisménos] (adj.) raí do, deshilado, ξεφυλλίζω [ksefilídso] (v.) hojear.
835
ξεφυσώ ξεφυσώ [ksefísó] (ν.) resoplar, jadear, suspirar, resoltarse, ξεφύτρωμα [ksefítroma] (nVn.) germina ción. ξεφυτρώνω [ksefitróno] (v.) germinar, aparecer. ξεφωνητό [ksefonitó] (n./n.) grito, chi llido, vocerío, alarido, chillido, ξεφωνίζω [ksefonídso] (v.) gritar, chi llar, vociferar, clamorear, dar voces, ξέφωτο [kséfoto] (n./n.) campo, claro, ξεχαρβάλωμα [ksejarváloma] (n7n.) de sorganización, desmoronamiento, ξεχαρβαλώνω [ksejarvalóno] (v.) des organizar, desmoronar, desvencijar, ξεχασιάρης [ksejasiáris] (adj.) olvida dizo. ξεχειλίζω[ksejilídso](v.)desbordaΓ(se), derramarse, rebosar, ξεχείλισμα [ksejílísma] (n./n.) desbor damiento, derramamiento, derrame, ξεχειλώνω [ksejilóno] (v.) ensanchar se, dar de sí. ξεχειμωνιάζω [ksejimoñádso] (v.) pa sar el invierno, invernar, ξεχνώ [ksejnó] (v.) olvidar, olvidarse de algo, abandonar, ξεχορταριάζω [ksejortariádso] (v.) desherbar, desyerbar, ξεχρεώνω [ksejreóno] (v.) liquidar, saldar, pagar, pagar hasta el último céntimo. ξεχτένιστος [ksejténistos] (adj.) des peinado. ξεχύνω [ksejíno] (v.) 1: asaltar, lanzar se, 2: desembocar, ξεχωνιάζω, ξεχώνω [ksejoniádso, ksejóno] (v.) desenterrar, hallar, ξεχωρίζω [ksejorídso] (v.) 1: separar, alejar, apartar, 2: distinguir(se), de stacar · ξεχωρίζει για το ταλέντο του - destaca por su talento, ξεχώρισμα [ksejórisma] (n./n.) clasifi
cación, distinción, ξεχωριστά [ksejoristá] (adj.) aparte, por separado, separadamente, ξεχωριστός [ksejoristós] (adj.) particu lar, excepcional, especial, separado, ξεψαχνίζω [ksepsajnídso] (v.) escudripar, cribar, deshuesar, ξεψάχνισμα [ksepsájnisma] (nVn.) es crutinio. ξεψειριάζω [ksepsiriádso] (v.) despio jar. ξεψυχώ [ksepsijó] (v.) expirar, morir, ξηλώνω [ksilóno] (v.) descoser, deshil vanar, deshacer, ξημέρωμα [ksiméroma] (n./n.) ama necer, alba, madrugada, alborada, albor. ξημερώνει [ksimeróni] (v.) amanecer, ξημερώνομαι [ksimerónome] (v.) ma drugar, amanecer, ξηρά [ksírá] (n7f.) tierra firme, ξηραίνω [ksiréno] (v.) secar, desecar, ξηρασία [ksirasía] (n./f.) sequía, seque dad. ξηρός [ksirós] (adj.) seco, desecado, re seco, áspero · ξηρός οίνος- vino seco, ξηρότητα [ksirótita] (nVf.) sequedad, aridez. ξίγκι [ksígki] (n./n.) sebo, grasa de ani mal. ξίδι [ksídi] (n./n.) vinagre, ξινάρι [ksinári] (n./n.) hacha, ξινίζω [ksinídso] (v.) avinagrar, ξινίλα [ksíníla] (n./f.) sabor agrio, aci dez, agrura, acedía, ξινόγαλο [ksinógalo] (n./n.) leche cua jada. ξινόγλυκος [ksinóglicos] (adj.) agridul ce. ξινόμηλο [ksinómilo] (n7n.) manzana agria. ξινός [ksinós] (adj.) agrio, fuerte, áci do, avinagrado · το φαγητό έχει ξινή γεύση- la comida tiene un sabor áci-
836
ξυρίζω do · (metáf.) μου βγήκε ξινό- ηο Ιο pasé bien, ξιπασιά [ksipasiá] (n./f.) presunción, arrogancia, ξιπασμένος [ksipasménos] (adj.) pre sumido, arrogante, engreído, ξιφασκία [ksifasquía] (n./f.) esgrima, ξιφίας [ksifías] (n./m.) pez espada, ξιφίδιο [ksifídio] (nyn.) espada, ξιφολόγχη [ksifológji] (nyn.) bayone ta. ξιφομαχία [ksifomajía] (n./f.) duelo a espada. ξιφομάχος [ksifomájos] (n./m.) espa dachín. ξιφομαχώ [ksifomajó] (v.) batirse en duelo a espada, esgrimir, ξίφος [ksífos] (n./n.) espada, sable, florete. ξιφουλκώ [ksifulcó] (v.) desenvainar, ξόανο [ksóano] (n./n.) 1: estatua de madera, ídolo 2: (coloq.) tonto, es túpido. ξόβεργα [ksóverga] (nyf.) varilla, ξοδεύω [ksodévo] (v.) gastar, malgas tar, consumir, ξόδι [ksódi] (n./n.) lamento, ξόμπλι [ksómbli] (nyn.) volante, ξοπίσω [ksopíso] (adv.) detrás · έτρεχε ξοπίσω του- estaba corriendo detrás de él. ξόρκι [ksórqui] (nyn.) conjuro, enca nto, encantación, hechizo · έλυσε τα ξόρκια- deshizo el hechizo, ξοφλημένος [ksofliménos] (adj.) aca bado, pagado, malparado, ξυλάδικο [ksiládico] (nyn.) maderería, ξυλάνθρακας [ksilánzracas] (n/m.) carbón de madera, carbón de leña, carbón vegetal. ξυλεία [ksilía] (nyf.) madera de con strucción, ξυλιά [ksiliá] (n./f.) palo, garrotazo, es tacazo.
ξύλινος [ksílinos] (adj.) de madera, de palo · ξύλινο αλογάκι- caballito de madera. ξυλίζω [ksilídso] (v.) apalear, abofe tear, pegar, ξύλο [ksílo] (nyn.) 1: madera, palo, ma dero, garrote, 2: (fuego) leña, ξυλογραφία [ksilografía] (nyf.) xilogra fía, arte de grabar en madera, ξυλοκέρατο [ksiloquérato] (n./n.) al garrobo. ξυλοκόπημα [ksilocópima] (nyn.) pa liza, zurra, tunda, ξυλοκόπος [ksilocópos] (nym.) leña dor. ξυλοκοπώ [ksilocopó] (v.) pegar, zu rrar, apealear. ξυλόκοτα [ksilócota] (nyf.) agachadi za, chocha, ξυλόσφυρο [ksilósfiro] (nyn.) mazo, ξυλουργείο [ksilurguío] (nyn.) carpi ntería. ξυλουργός [ksilurgós] (nym.) carpi ntero. ξυλόφωνο [ksilófono] (nyn.) xilófono, ξύνω [ksíno] (v.) rascar(se), raspar, raer. ξύπνημα [ksípnima] (n./n.) despertar • το πρωινό ξύπνημα- el despertar por la mañana, ξυπνητήρι [ksipnitíri] (nyn.) despe rtador. ξύπνιος [ksípnios] (adj.) despierto, desvelado, despabilado, listo, ξυπνώ [ksipnó] (v.) despertar(se), levantar(se) del sueño, despabilar(se). ξυπόλυτος [ksipólitos] (adj.) descalzo, ξυραφάκι [ksirafáqui] (nyn.) navaja de afeitar. ξυράφι [ksiráfi] (n./n.) navaja, cuchilla, ξυρίζομαι [ksirídsome] (v.) 1: afeitarse, 2: (mujeres) depilarse, ξυρίζω [ksirídso] (v.) afeitar, rapar, ra surar.
837
ξύρισμα ξύρισμα [ksírisma] (η./η.) afeitado, ξύσιμο [ksísimo] (ηΛι.) rascadura, ras padura, raedura, arañazo, ξύσμα [ksísma] (n./n.) rascadura, ra lladura. ξυστά [ksistá] (adv.) superficialmente · περνώ ξυστά- pasar muy cerca, ξύστρα [ksístra] (n./f.) sacapuntas, ξυστρίζω [ksistrídso] (v.) 1: peinar, al mohazar 2: (caballos) almohazar, ξώπετσα [ksópetsa] (adv.) superficial mente. ξωτικό [ksoticó] (nVn.) duende.
838
O, o [ómicron] (nVn.) decimoquinta letra del alfabeto griego, o, η, το [o, i, to] articulo determinado mase, el, la, lo. όαση [óasi] (nVf.) oasis, οβελίας [ovelías] (n7m.) cordero, οβελίζω [ovelídso] (v.) espetar, οβελίσκος [ovelíscos] (n7m.) obeli sco. οβίδα [ovída] (nyf.) proyectil, obús, gra nada. οβιδοβόλο [obidovólo] (n./n.) obús, ογδοηκοστός [ogdoicostós] (adj.) oc togésimo, ογδόντα [ogdónda] (núm.) ochenta, ογδοντάρης [ogdondáris] (adj.) octo genario, όγδοος [ógdoos] (adj.) octavo, ογκανίζω [ogkanídso] (v.) rebuznar, roznarse, triturar, ογκόλιθος [ogkólizos] (n./m.) bloque de piedra, roca grande, ογκολογία [ogkologuía] (n./f.) onco logía. ογκόπαγος [ogkópagos] (n./m.) ice berg. όγκος [ógkos] (n./m.) 1: volumen, bul to, masa, 2: (Med.) tumor, ογκώδης [ogkódis] (adj.) voluminoso, abultado, όγκωμα [ógkoma] (n./n.) hinchazón, ογκώνομαι [ogkónome] (v.) hinchar se, abultar, οδεύω [odévo] (v.) proceder, avanzar, adelantar, dirigirse a, ir rumbo, οδήγηση [odíguisi] (n./f.) conducción, οδηγητής [odiguitís] (n7m.) líder, guía, οδηγία [odiguía] (n7f.) instrucción, lí nea directiva · δίνω οδηγίες- a) dar instrucciones, b) guiar · ακολουθώ τις οδηγίες- seguir las instrucciones • οδηγίες χρήσης- instrucciones de
uso. οδηγός [odigós] (n7m.) conductor, guía. οδηγώ [odigó] (v.) conducir, guiar, lle var, dirigir, οδικός [odicós] (adj.) vehicular, vial, de carreteras, de caminos · οδικό δίκτυο- red de carreteras · οδική κυ κλοφορία· circulación vehicular, οδογέφυρα [odoguéfira] (nVf.) viaduc to. οδοιπορία [odiporía] (n7f.) marcha, viaje, caminata, peregrinación, οδοιπόρος [odipóros] (nVm.+f.) cami nante, viajero, peregrino, οδοιπορώ [odiporó] (v.) caminar, an dar, viajar, peregrinar, οδοκαθαριστής [odocazaristís] (nVm.) barrendero, οδομαχία [odomajía] (n./f.) disturbio, οδοντάγρα [odondágra] (n./f.) fór ceps, pinzas, οδονταλγία [odontalguía] (n./f.) dolor de muela, οδοντιατρείο [odondiatrío] (n./n.) con sultorio dental, οδοντιατρική [odondiatriquí] (n7f.) odontología, οδοντίατρος [odondíatros] (n./m.+f.) dentista. οδοντικός [odondicós] (adj.) dental, dentario · οδοντικό νήμα- hilo den tal. οδοντίνη [odontíni] (n./f.) dentina, οδοντόβουρτσα [odondóvurtsa] (n./f.) cepillo de dientes, οδοντογλυφίδα [odondoglifída] (n./f.) mondadientes, palillo de dientes, οδοντολογία [odondologuía] (n7f.) odontología, οδοντόπαστα [odondópasta] (n./f.) pasta de dientes, dentífrico, οδοντόπονος [odondóponos] (nVm.) dolor de muelas.
839
οδοντοστοιχία οδοντοστοιχία [odondostijía] (η Λ ) dentadura · τεχνητή οδοντοστοι χία- dentadura artificial, οδοντοφυΐα [odondofiía] (nyf.) den tición. οδόντωμα [odóndoma] (n./n.) dentí culo, incisión, οδοντωτός [odondotós] (adj.) denta do, dentellado · οδοντωτός τροχόςrueda dentada, οδός [odós] (n7f.) calle, carretera, vía, camino. οδόστρωμα [odóstroma] (η Λ .) pavi mento, calzada, οδοστρωτήρας [odostrotíras] (n./m.) apisonadora, οδόφραγμα [odófragma] (ηΛι.) ba rricada. οδύνη [odíni] (n./f.) dolor, sufrimiento, pena, aflicción, οδυνηρός [odinirós] (adj.) doloroso, penoso. οδυρμός [odirmós] (n./m.) lamento, οδύρομαι [odírome] (v.) gemir, lamen tarse (de), plañir, όζον [ódson] (n./n.) (Quím.) ozono, όζος [ódsos] (nVm.) nudo en el árbol o la madera, όζω [ódso] (v.) heder, apestar, όθεν [ócen] (adv.) así, entonces, en consecuencia, οθόνη [ozóni] (ηΛ.) pantalla, οθωμανικός [ozomanicós] (adj.) oto mano, turco. 01 [i] (artículo determinado masculino) pl. los. οίδημα [ídima] (n./n.) hinchazón, in flamación, bulto · πνευμονικό οίδη μα- inflamación pulmonial. οικειοθελώς [iquiocelós] (adv.) con mucho gusto, libremente, volunta riamente. οικειοποίηση [iquiopíisi] (n./f.) usur pación, apropiación.
οικειοποιούμαι [iquiopiúme] (v.) usur par, apropiarse (de), adueñarse, οικείος [iquíos] (adj.) familiar, íntimo, propio. οικειότητα [iquiótita] (n./f.) familiari dad, intimidad, οικειούμαι [iquiúme] (v.) familiarizar se. οίκημα [íquima] (ηΛι.) vivienda, resi dencia, morada, οικήσιμος [¡quisimos] (adj.) habitable, οίκηση [íquisi] (n./f.) habitación, οικία [iquía] (n./f.) casa, vivienda, ho gar. οικιακά [íquiacá] (nVn.) pl. tareas do mésticas. οικιακός [iquiacós] (adj.) de la casa, doméstico · οικιακής χρήσης- de uso doméstico* οικιακή βοηθόςcriada.
οικίζω [iquídso] (v.) colonizar, οικίσκος [iquíscos] (ηΛη.) casita, οικισμός [iquismós] (ηΛη.) aldea, pue blo, poblado, οικιστής [iquistís] (ηΛη.) colono, co lonizador, οικογένεια [icoguénia] (ηΛ.) familia · κάνω οικογένεια- tener familia, οικογενειακά [icogueniacá] (adv.) en familia. οικογενειακός [icogueniacós] (adj.) familiar, de familia, οικογενειάρχης [icogueniárjis] (ηΛη.) padre de familia, οικοδέσποινα [icodéspina] (η Λ ) se ñora de la casa, ama de casa, οικοδεσπότης [icodespótis] (ηΛη.) señor de la casa, οικοδίαιτος [icodíetos] (adj.) dome sticado. οικοδομή [icodomí] (ηΛ.) constru cción, obra, edificio, estructura · δουλεύει στην οικοδομή- trabaja en la construcción.
840
οινοπνευματικός οικοδόμημα [icodómima] n. edificio, οικοδόμηση [icodómisi] (n./f.) edifica ción, construcción, οικοδομικός [icodomicós] (adj.) de construcción · οικοδομικά υλικάmateriales de construcción · οικο δομικό τετράγωνο- bloque de con strucción, οικοδόμος [icodómos] (n./m.) con structor, albañil, οικοδομώ [icodomó] (v.) edificar, con struir. οικοκυρά [icoquirá] (nyf.) ama de casa, οικοκυρική [icoquiriquí] (n./f.) traba jos domésticos, gestión interna, οικολογία [icologuía] (n./f.) ecología, οικολογικός [icologuicós] (adj.) eco lógico · οικολογικά προϊόντα- pro ductos ecológicos, οικολόγος [icológos] (nym.) ecolo gista. οικονομημένος [iconomiménos] (adj.) acomodado, οικονομία [iconomía] (n/f.) economía, ahorro · κάνω οικονομία- ahorrar · Υπουργείο Οικονομικών- Ministerio de Fianzas, οικονομικά [iconomicá] 1: (nyn.) pl. finanzas, economía, 2: (adv.) econó micamente, οικονομικός [iconomicós] (adj.) eco nómico, barato, rentable «αντιμετω πίζω οικονομικό πρόβλημα- afron tar problemas económicos, οικονομολογία [iconomologuía] (nyf.) economía, οικονομολόγος [iconomológos] (n./ m.+f.) economista, οικονόμος [iconómos] (n./m.+f.) ma yordomo, οικονομώ [iconomó] (v.) economizar, ahorrar. οικόπεδο [icópedo] (n./n.) terreno, so lar, parcela. 841
οικοπεδοφάγος [icopedofágos] (n./m.) apropiador de tierras, οίκος [icos] (n./m.) casa, οικόσημο [icósimo] (n./n.) escudo, οικοσημολογία [icosimologuía] (n./f.) heráldica, οικοσκευή [icosqueví] (nyf.) mueble, οικοστολή [icostolí] (nyf.) uniforme, οικοσύστημα [icosístima] (n./n.) eco sistema. οικοτεχνία [icotejnía] (n./f.) artesanía doméstica, οικοτροφείο [icotrofío] (nyn.) inter nado. οικότροφος [icótrofos] (n./m.+f.) in terno. οικουμένη [icuméni] (n./f.) universo, mundo. οικουμενικός [icumenicós] (adj.) uni versal, ecuménico · Οικουμενική Σύ νοδος- Concilio ecuménico · οικουμε νική κυβέρνηση- gobierno universal, οικτιρμός [ictirmós] (nym.) compa sión, conmiseración, οίκτος [íctos] (nym.) lástima, piedad, compasión, misericordia, οικτρός [ictrós] (adj.) lamentable, la stimoso, deplorable, οικώ [icó] (v.) habitar, residir, vivir, οιμωγή [imoguí] (n./f.) gemido, la mento. οιναποθήκη [inapocíqui] (n./f.) bode ga. οινολογία [inologuía] (n./f.) enología, οινολόγος [inológos] (n./m.) enólogo, οινοπαραγωγή [inoparagoguí] (nyf.) vinicultura, οινοπαραγωγικός [inoparagoguicós] (adj.) vinícola, οινοπαραγωγός [inoparagogós] (nym.) vinicultor. οινόπνευμα [inópnevma] (n./n.) alco hol. οινοπνευματικός [inopnevmaticós]
οινοπνευματόμετρο (adj.) alcohólico, que contiene al cohol. οινοπνευματόμετρο [inopnevmatómetro] (n7n.) alcoholímetro, οινοπνευματοποιείο [inopevmatopiío] (n7n.) destilería, οινοπνευματοποιός [inopnevmatopiós] (n^m.) destilero. οινοπνευματοπωλε(ο [inopnevmatopolío] (n7n.) licorería. οινοπνευματώδης [inopnevmatódis] (adj.) alcohólico, οινοποίηση [inopíisi] (nVf.) vinifica ción. οινοπωλείο [inopolío] (n7n.) taberna, bodega, οίνος [ínos] (nVm.) vino, οιονεί [ioní] (adv.) cuasi, como si, a manera de. οισοφάγος [isofágos] (nym.) esófago, οιστρηλατώ [istrilató] (v.) excitar, in spirar. οίστρος [ístros] (n7m.) estro, inspira ción. οιωνίζομαι [ionídsome] (v.) presagiar, prever. οιωνός [ionós] (nVm.) augurio, presa gio, auspicio, οκλαδόν [ocladón] (adv.) en cuclillas • κάθομαι οκλαδόν- sentarse en cu clillas. οκνεύω [ocnévo] (v.) holgazanear, aflojarse. οκνηρία [ocniría] (nVf.) pereza, holga zanería, flojera, οκνηρός [ocnirós] (adj.) perezoso, hol gazán, flojo, vago, haragán, οκτάβα [octáva] (n7f.) (Mús.) octava, οκταγωνικός [octagonicós] (adj.) oc tagonal. οκτάγωνο [octágono] (n./n.) octágo no. οκτάεδρο [octáedro] (nVn.) octaedro, οκτακόσια [octacósia] (adj.) pl. ocho 842
cientos. οκτακοσιοστός [octacosiostós] (adj.) octingentésimo. οκτώ [octó] (núm.) ocho. Οκτώβριος [octóvrios] (n«/m.) octu bre. ολάκερος [oláqueros] (adj.) entero, completo, total, όλβιος [ólvios] (adj.) próspero, rico, afortunado, όλβος [ólvos] (nVm.) prosperidad, ri queza, fortuna, ολέθριος [olézrios] (adj.) desastroso, nefasto, fatal, funesto, catastrófico · ολέθριες συνέπειες- consecuencias catastróficas, όλεθρος [ólezros] (n./m.) desastre, rui na, perdición, catástrofe, calamidad, ολιγάρκεια [oligárquia] (nyf.) mode ración, sobriedad, austeridad, ολιγαρκής [oligarquís] (adj.) modera do, sobrio, austero, ολιγαρχία [oligarjía] (nyf.) oligarquía, ολιγοδάπανος [oligodápanos] (adj.) 1: barato, 2: que gasta poco, ολιγόκαρδος [oligócardos] (adj.) co barde. ολιγολογία [oligologuía] (nVf.) tacitur nidad, concisión, ολιγόλογος [ologólogos] (adj.) taci turno, lacónico, de pocas palabras, ολιγομελής [oligomelís] (adj.) que consiste de pocos miembros · ολιγο μελής ορχήστρα- orquesta de pocos miembros · ολιγομελής οικογένειαfamilia de pocos miembros, ολιγοπιστία [oligopistía] (nVf.) incre dulidad. ολιγόπιστος [oligópistos] (adj.) incré dulo. ολίγος [olígos] (adj.) pequeño, poco, ολιγωρία [oligoría] (nVf.) negligencia, indiferencia, apatía, ολιγωρώ [oligoró] (v.) faltar (a), ser in
όλος diferente, desinteresarse, ολικά [olicá] (ad(v.)) totalmente, com pletamente, ολικός [olicós] (adj.) total, entero, completo, íntegro · ολική νάρκω ση- anestesia total · ολική έκλειψηeclipse total, ολισθαίνω [oliscéno] (v.) resbalar, des lizarse. ολίσθημα [olíscima] (nVn.) resbalón, desliz. ολισθηρός [oliscirós] (adj.) resbaladizo • ολισθηρό πεζοδρόμιο- acera resba ladiza. ολκή [olquí] (n7f.) tracción, calibre, ολμοβόλο [olmovólo] (nVn.) obús, όλο [ólo] 1: (n./n.) todo, 2: (adv.) siem pre · όλο λόγια είσαιΙ- tú siempre fanfarrón, ολόγερος [ológueros] (adj.) intacto, ολόγιομος [ológuiomos] (adj.) lleno, pleno, completo · ολόγιομο φεγγά ρι- luna llena, ολογράφως [olográfos] (adv.) de puño y letra · υπογράφω ολογράφως- fir mar de puño y letra, ολόγυμνος [ológuimnos] (adj.) total mente desnudo, ολόγυρα [ológuira] (adv.) alrededor, por todas partes, ολοένα [oloéna] (adv.) siempre, ολοζώντανος [olodsóndanos] (adj.) lleno de vida, tal cual, ολόιδιος [olóidios] (adj.) idéntico, ολόισια [olóisia] (adv.) derecho, direc tamente, todo recto, ολόισιος [olóisios] (adj.) recto, dere cho. ολοκάθαρος [olocázaros] (adj.) nítido, perfectamente limpio, puro ολοκαίνουριος [oloquénurguios] (adj.) totalmente nuevo, ολοκαύτωμα [olocáftoma] (nVn.) ho locausto.
ολοκληρία [olocliría] (n7f.) integridad, totalidad. ολόκληρος [olócliros] (adj.) entero, total, íntegro, completo, ολοκλήρωμα [oloclíroma] (nVn.) (Mat.) cálculo integral, ολοκληρώνω [olocliróno] (v.) comple tar, terminar, acabar, consumar, ολοκλήρωση [oloclírosi] (n./f.) conclu sión, terminación, fin, consumación, ολοκληρωτικός [olocliroticós] (adj.) totalitario, total, integral · ολοκλη ρωτική καταστροφή- desastre total, ολοκληρωτισμός [oloclirotismós] (n7m.) totalitarismo, ολόλαμπρος [olólambros] (adj.) res plandeciente, ολόλευκος [olólefcos] (adj.) totalme nte blanco, ολολυγμός [ololigmós] (n7m.) gemi do, lamento, ολόμαλλος [olómalos] (adj.) de lana pura. ολόμαυρος [olómavros] (adj.) total mente negro, ολομέλεια [olomélia] (n7f.) pleno, to talidad · ολομέλεια της Βουλής- Par lamento en pleno, ολομερής [olomerís] (adj.) completo, entero. ολομέταξος [olométaksos] (adj.) de seda. ολομόναχος [olomónajos] (adj.) total mente solo, ολονυχτία [olonijtía] (nVf.) vigilia, ολονύχτιος [oloníjtios] (adj.) noctu rno, durante la noche, de la noche a la mañana · ολονύχτιες διαβουλεύσειςconsultas/negociaciones nocturnas, ολοπρόθυμος [oloprócimos] (adj.) de buena voluntad, complaciente, ολόρθος [olórzos] (adj.) erecto, de pie, levantado, όλος [ólos] (adj.) todo, entero.
843
ολοσχερής ολοσχερής [olosjerís] (adj.) entero, total. ολοσχερώς [olosjerós] (adv.) total mente, completamente, ολόσωμος [olósomos] (adj.) de cuer po entero · ολόσωμο μαγιό- baña dor de cuerpo entero, ολοταχώς [olotajós] (adv.) rápidame nte, a toda velocidad, ολότελα [olótela] (adv.) completame nte, totalmente, enteramente, del todo. ολότητα [olótita] (n./f.) totalidad, in tegridad. ολούθε [olúce] (adv.) por todas partes, por todos lados, ολοφάνερα [olofánera] (adv.) evide ntemente, e manera clara, ολοφάνερος [olofáneros] (adj.) evi dente. ολοφυρμός [olofirmós] (nVm.) lame ntación. ολοφύρομαι [olofírome] (v.) lame ntarse. ολόφωτος [olófotos] (adj.) luminoso, iluminado, alumbrado, brillante, ολόχαρος [olójaros] (adj.) alegre, lleno de alegría, ολόχρυσος [olójrisos] (adj.) de oro puro, totalmente dorado, ολόψυχα [olópsija] (adv.) de todo co razón · σου εύχομαι ολόψυχα καλή εππυχίαΙ- te deseo, de todo corazón, ¡mucha suerte!, ολόψυχος [olópsijos] (adj.) total, cor dial. ολυμπιάδα [olimbiáda] (n7f.) olim píada. ολυμπιακός [olimbiacós] (adj.) olím pico · Ολυμπιακοί Αγώνες- Juegos Olímpicos, ολυμπιονίκης [olimbioníquis] (n7m.+f.) campeón olímpico, ολωσδιόλου [olosdiólu] (adv.) com
pletamente, totalmente, nada, en absoluto. ομάδα [omáda] (n./f.) 1: (deporte) equipo, 2: conjunto, grupo, colecti vo, 3: (de mala fama) facción, ομαδικά [omadicá] (adv.) en conjunto, conjuntamente, colectivamente, ομαδικός [omadicós] (adj.) conjunto, colectivo · ομαδικό άθλημα- depor te colectivo, ομαδοποίηση [omadopíisi] (nVf.) co lectividad, ομαλά [omalá] (adv.) regularmente, normalmente, ομαλοποίηση [omalopíisi] (nVf.) nor malización, regularízación. ομαλοποιώ [omalopió] (v.) normalizar. ομαλός [omalós] (adj.) 1: regular, nor mal, correcto, 2: (terreno) llano · ομα λή προσγείωση- aterrizaje normal · ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεωνcorrecta realización de la prueba, ομαλότητα [omalótita] (n./f.) regulari dad, normalidad, όμβριος [ómvrios] (adj.) pluvial, lluvio so · όμβρια ύδατα- aguas pluviales, ομελέτα [omeléta] (n7f.) tortilla, ομήγυρη [omíguiri] (nyf.) asamblea, compañía, reunión, όμηρος [ómiros] (nVm.+f.) rehén · Όμηρος- Homero, ομιλητής [omilitís] (n7m.) conferen ciante, orador, disertante, locutor, ομιλητικός [omiliticós] (adj.) habla dor, conversador, parlanchín, ομιλητικότητα [omiliticótita] (nyf.) afa bilidad. ομιλία [omilía] (nVf.) conferencia, dis curso, conversación, habla, homilía, όμιλος [ómilos] (nVm.) grupo, club, ομιλουμένη [omiluméni] (n./f.) verná culo, lenguaje coloquial, ομιλώ [omiló] (v.) hablar, conversar,
844
ομότιμος charlar. ομίχλη [omíjli] (nVf.) 1: niebla, neblina, 2: bruma. ομιχλώδης [omijlódis] (adj.) 1: nebu loso, 2: brumoso, ομοβροντία [omovrondía] (nyf.) sal va, aprobación, aclaración, ομογάλακτος [omogálactos] (adj.) her mano de leche, ομογένεια [omoguénia] (n7f.) homo geneidad, ομογενής [omoguenís] (adj.) homo géneo, de la misma raza, ομόγλωσσος [omóglosos] (adj.) que habla el mismo idioma, ομοεθνής [omoeznís] (adj.) compa triota. ομοειδής [omoidís] (adj.) de la misma especie. ομόθρησκος [omózriscos] (adj.) de la misma religión, ομοθυμία [omocimla] (nyf.) unanimi dad. ομόθυμος [omócimos] (adj.) unáni me. όμοια [ómia] (adv.) igualmente, ομοιογενής [omioguenís] (adj.) ho mogéneo, ομοιόθερμος [omiócermos] (adj.) de temperatura constante, ομοιοκαταληκτώ [omoicatalictó] (v.) rimar. ομοιοκαταληξία [omiocataliksía] (n7f.) rima. ομοιομορφία [omiomorfía] (n./f.) uni formidad, homogeneidad, ομοιόμορφος [omiómorfos] (adj.) uniforme, homogéneo, ομοιοπαθητική [omiopacitiquí](n7f.) homeopatía, ομοιοπαθητικός [omiopaciticó] (adj.) homeopático, όμοιος [ómios] (adj.) semejante, simi lar, igual, idéntico.
ομοιότητα [omiótita] (n./f.) semejan za, similitud, parecido, ομοίωμα [omíoma] (n./n.) reprodu cción, copia, imitación, efigie, ομοίως [omíos] (adv.) igualmente, lo mismo. ομοίωση [omíosi] (n7f.) imagen, simi litud. ομόκεντρος [omóquendros] (adj.) co ncéntrico. ομολογία [omologuía] (nVf.) confe sión, declaración, ομόλογο [omólogo] (nVn.) bono, ομόλογος [omólogos] (adj.) homólo go. ομολογουμένως [omologuménos] (adv.) sin duda, sin disputa, ομολογώ [omologó] (ν.) 1: confesar, declarar, 2: reconocer, aceptar, ομόνοια [omónia] (nVf.) concordia, όμορος [ómoros] (adj.) vecino, conti guo (a), limítrofe · όμορα κράτη- na ciones limítrofes, ομόρρυθμος [omórizmos] (adj.) uni forme, semejante · ομόρρυθμη εται ρεία- empresa limitada, ομορρυθμία [omorizmía] (nVf.) iniformidad. ομορφαίνω [omorféno] (v.) embelle cer. ομορφιά [omorfiá] (n./f.) belleza, her mosura. όμορφος [ómorfos] (adj.) bello, her moso, bonito, guapo, apuesto, bo nito. ομοσπονδία [omospondía] (nyf.) fe deración, confederación, unión, ομοσπονδιακός [omospondiacós] (adj.) federal · ομοσπονδιακό κράτος- na ción federal, ομόσπονδος [omóspondos] (adj.) fe derativo, confederado, ομότιμος [omótimos] (adj.) 1: equi valente, igual, 2: emérito · ομότιμος
845
ομοφροσύνη καθηγητής- profesor emérito, ομοφροσύνη [omofrosíni] (n./f.) una nimidad. ομόφρων [omófron] (adj.) unánime, ομοφυλία [omofilía] (n./f.) de la mis ma raza. ομοφυλόφιλος [omofilófilos] (adj.) homosexual, invertido, ομόφωνα [omófona] (adv.) unánime mente, por unanimidad, ομοφωνία [omofonía] (n./f.) unanimi dad, acuerdo unánime, ομόφωνος [omófonos] (adj.) unáni me · ομόφωνη απόφαση- decisión unánime. ομπρέλα [ombréla] (nyf.) 1: (lluvia) pa raguas, 2: (sol/luz) quitasol, ομφάλιος [omfálios] (adj.) umbilical · ομφάλιος Αωρος-cordón umbilical, ομφαλός [omfalós] (n./m.) ombligo, ομώνυμος [omónimos] (adj.) homóni mo, tocayo, όμως [ómos] (conj.) pero, sino, sin em bargo, no obstante, ov [on] (nVn.) criatura, ser, existencia · όντα- seres, criaturas, ονειδίζω [onidídso] (v.) insultar, cen surar, reprochar, ονειδισμός [onidismós] (n./m.) insul to, censura, reproche, όνειδος [ónidos] (n7n.) desgracia, ver güenza, ingominia, deshonra, ονειρεμένος [onireménos] (adj.) 1: onírico, 2: celestial, divino, excelente, perfecto, maravilloso, ονειρεύομαι [onirévome] (v.) soñar (con) · ονειρεύτηκα τη γιαγιά μουsoñé con mi abuela · ονειρεύεται va γίνει γιατρός- sueña con ser médico, ονειρικός [oniricós] (adj.) onírico, ima ginario, divino, de sueño, όνειρο [óniro] (n7n.) sueño, ensueño, ilusión. ονειροπόληση [oniropólisi] (n./f.) en 846
sueño. ονειροπόλος [oniropólos] (adj.) soña dor, iluso. ονειροπολώ [oniropoló] (v.) soñar, ha cerse ilusiones, ονειρώδης [oniródis] (adj.) de ensue ño, divino, ονείρωξη [oníroksi] (n./f.) polución nocturna. όνομα [ónoma] (n./n.) nombre, re nombre, fama, ονομάζω [onomádso] (v.) nombrar, llamar, denominar, designar, ονομασία [onomasía] (n./f.) nombre, denominación, designación, ονομαστική [onomastiquí] (nyf.) (Gram.) nominativo, ονομαστικός [onomásticos] (adj.) 1: onomástico, 2: nominal · ονομαστι κή εορτή- fiesta onomástica · ονο μαστική ψηφοφορία- voto nominal • ονομαστική αξία- valor nominal, ονομαστός [onomastós] (adj.) renom brado, famoso, ονοματεπώνυμο [onomatepónimo] (n7n.) nombre y apellido(s). ονοματίζω [onomatídso] (v.) nombrar, poner nombre (a), denominar, ονοματικός [onomaticós] (adj.) (Gram.) nominal. ονοματοθεσία [onomatocesía] (n./f.) nombramiento, denominación, ονοματολογία [onomatologuía] (n./f.) nomenclatura, ονοματοποιία [onomatopiía] (η Λ ) onomatopeya. οντότητα [ondótita] (n./f.) entidad, ser. όντως [óndos] (adv.) verdaderamente, efectivamente, οξεία [oksía] (nVf.) tilde, acento orto gráfico, acento agudo, οξείδιο [oksídio] (n./n.) óxido, οξειδώνω [oksidóno] (v.) oxidar.
οποίος οξείδωση [oksídosi] (nVf.) oxidación, οξιά [oksiá] (n./f.) haya, οξικός [oksicós] (adj.) acético, όξινος [óksinos] (adj.) ácido, agrio · όξινη βροχή- lluvia ácida. οξύ [oksí] (n./n.) ácido · λιπαρά οξέαácido graso · ανθρακικό οξύ- ácido carbónico · ουρικό οξύ- ácido úrico, οξύαυλος [oksíavlos] (n7m.) (Mús.) clarinete. οξύγαλα [oksígala] (n./n.) leche agria, οξυγόνο [oksigóno] (nVn.) oxígeno, οξυγονοκόλληση [oksigonocólisi] (nVf.) soldadura, οξυγονούχος [oksigonújos] (adj.) oxi genado. οξυγονώνω [oksigonóno] (v.) oxige nar. οξυγόνωση [oksigónosi] (nyf.) oxige nación. οξυδέρκεια [oksidérquia] (n A ) pers picacia, ingenio, οξυδερκής [oksiderquís] (adj.) perspi caz, ingenioso, οξυζενέ [oksidsené] (n7n.) 1: (Quím.) peróxido de hidrógeno, 2: (coloq.) agua oxigenada, οξύθυμος [oksícimos] (adj.) iracundo, irascible, colérico, irritable, οξύμωρος [oksímoros] (adj.) inconsi stente. οξύνοια [oksínia] (nVf.) perspicacia, sagacidad, οξύνους [oksínus] (adj.) perspicaz, sagaz. οξύνω [oksíno] (v.) afilar, οξύς [oksís] (adj.) agudo, puntiagudo, cortante · οξεία γωνία- ángulo agu do · οξεία σκωληκοειδίτιδα- apendicitis aguda, οξύτητα [oksítita] (n./f.) agudeza, aci dez. οξύτονος [oksítonos] (adj.) (Gram.) agudo.
οξύφωνος [oksífonos] (adj.) de voz aguda. οπαδός [opadós] (adj.) partidario, se guidor, adepto, όπερα [ópera] (n./f.) ópera, οπερέτα [operéta] (n./f.) opereta, οπή [opí] (n./f.) orificio, hueco, aguje ro. όπισθεν [ópiscen] (adv.) detrás, atrás, όπισθεν [ópiscen] (n./f.) marcha atrás, οπίσθια [opíscia] (n./n.) pl. nalgas, trasero. οπίσθιος [opíscios] (adj.) de atrás, posterior, trasero, οπισθογραφώ [opiszografó] (v.) firmar al dorso, endosar, οπισθοδρόμηση [opiszodrómisi] (n7f.) retroceso, regresión, οπισθοδρομικός [opiszodromicós] (adj.) 1: retrógrado, 2: reaccionario, conservador, οπισθοδρομώ [opiszodromó] (v.) re troceder. οπισθοφυλακή [opiszofilaquí] (nyf.) retaguardia, οπισθοχώρηση [opiszojórisi] (nyf.) re tirada, retreta, οπισθοχωρώ [opiszojoró] (v.) retirar se, batirse en retirada, replegarse, οπλαρχηγός [oplarjigós] (nym.) jefe, οπλή [oplí] (nyf.) pezuña, οπλίζω [oplídso] (v.) armar, οπλισμός [oplismós] (n./m.) arma mento, equipo, οπλίτης [oplítis] (nym.) soldado, όπλο [óplo] (n./n.) arma, οπλοπωλείο [oplopolío] (n./n.) arme ría. οπλοστάσιο [oplostásio] (nyn.) arse nal. οπλοφορώ [oploforó] (v.) llevar arma, estar armado, οποίος [opios] (pron.) cual, que, quien • έχω ένα φίλο o οποίος μου στέκε
847
όποιος ται πάντα- tengo un amigo que está siempre a mi lado, όποιος [ópios] (pron.) el que, quien, cualquiera que, quienquiera que · όποιος είναι έξυπνος, ας βρει τη λύση!- quien sea más inteligente, ¡que encuentre la solución!, οποιοσδήποτε [opiosdípote] (pron.) cualquier, cualquiera, quienquiera, οπότε [opóte] (conj.) entonces, así que,. όποτε [ópote] (conj.) cuando, en cua nto, cada vez que · πάρε με τηλέφω νο όποτε μπορείς- llámame cuando puedas. οποτεδήποτε [opotedípote] (adv.) cuando, cada vez que. όπου [ópu] (adv.) donde, adonde · πάμε όπου θέλεις!- ¡vamos adonde quieras!. οπουδήποτε [opudípote] (adv.) don dequiera, no importa donde, οπτασία [optasía] (nyf.) visión, οπτική [optiquí] (nyf.) óptica, οπτικός [opticós] (adj.) óptico, visual • οπτική γωνία- a) punto de vista, b) perspectiva · κατάστημα οπτικώνtienda de óptica, οπτιμισμός [optimismós] (nym.) opti mismo. οπτιμιστής [optimistís] (adj.) optimi sta. οπτός [optós] (adj.) tostado, cocido, οπωροπωλείο [oporopolío] (nyn.) frutería, verdulería, οπωροπώλης [oporopólis] (nym.) fru tero, verdulero, οπωροσάκχαρο [oporosákjaro] (nyn.) fructosa. οπωροφόρος [oporofóros] (adj.) fru tal. οπωρώνας [oporónas] (n./m.) vergel, όπως [ópos] (conj.) como, así como · όπως το πάρει κανείς- como lo ve
cada uno · όπως θέλεις- como quie ras. οπωσδήποτε [oposdípote] (adv.) como sea, de cualquier modo, sin falta, όραμα [órama] (n./n.) visión, ensueño, alucinación, οραματίζομαι [oramatídsome] (v.) 1: tener visiones, 2: soñar (con), ima ginar. οραματιστής [oramatistís] (nym.) vi dente. όραση [órasi] (n./f.) visión, vista, ορατός [oratós] (adj.) visible, percepti ble, distinguible, ορατότητα [oratótita] (nyf.) visibili dad. οργανικός [organicós] (adj.) orgánico, οργανισμός [organismós] (n./m.) organismo, organización · Οργανι σμός Ηνωμένων Εθνών (O.H.E)- Or ganización de las Naciones Unidas (ONU) · ανθρώπινος οργανισμόςorganismo humano, όργανο [órgano) (nyn.) órgano, in strumento, οργανόγραμμα [organógrama] (nyn.) organigrama, οργανοπαίχτης [organopéjtis] (n./m.) organillero, organista, músico, que toca un instrumento musical, οργανωμένος [organoménos] (adj.) organizado · οργανωμένη απάτηestafa organizada, οργανώνω [organóno] (v.) organizar, οργάνωση [orgánosi] (nyf.) organiza ción. οργανωτής [organotís] (n./m.) orga nizador. οργανωτικός [organoticós] (adj.) or ganizador, οργασμός [orgasmós] (nym.) orgas mo, exaltación, οργή [orguí] (nyf.) cólera, ira, indigna ción.
848
οριζόντιος οργιά [orguiá] (n./f.) palmo, cuarta, οργιάζω [orguiádso] (v.) realizar or gías, desenfrenarse, οργιαστικός [orguiasticós] (adj.) or giástico. οργίζω [orguídso] (v.) fastidiar, enfure cer, exasperar, irritar, οργίλος [orgullos] (nym.) irascible, όργιο [órguio] (n./n.) orgía, escándalo, οργισμένος [orguisménos] (adj.) fu rioso, enojado, colérico, όργωμα [órgoma] (n./n.) labranza, cultivo. οργώνω [orgóno] (v.) labrar, arar · (me táf.¡οργώνω τις θάλασσες- navegar por los mares · οργώνω τον τόποatraversar la tierra, ορδή [ordí] (n./f.) horda, ορέγομαι [orégome] (v.) codiciar, ape tecer. ορειβασία [orivasía] (nyf.) montañi smo, alpinismo, ορειβάτης [orivátis] (n./m.) montañe ro, alpinista, ορειβατικός [orivaticós] (adj.) de montaña, de alpinista, ορεινός [orinós] (adj.) montañoso, montañés, ορειχάλκινος [orijálquinos] (adj.) de bronce. ορείχαλκος [oríjalcos] (nym.) bronce, ορεκτικό [orecticó] (n./n.) aperitivo, refrigerio · ορεκτικά- entremeses, ορεκτικός [orecticós] (adj.) apetitoso, apetecible, estimulante, ορεξάτος [oreksátos] (adj.) 1: con ga nas, 2: con apetito, όρεξη [óreksi] (n./f.) 1: gana, 2: apetito • έχω όρεξη για κάτι- tengo ganas de algo. ορεσίβιος [oresívios] (adj.) montañés, ορθά [orzá] (adv.) correctamente, de bidamente, con razón, όρθιος [órcios] (adj.) de pie, derecho,
recto · στέκομαι όρθιος- estar de pie. ορθογραφία [orzografía] (n./f.) orto grafía. ορθογραφικός [orzograficós] (adj.) ortográfico · ορθογραφικός έλεγ χος- control ortográfico, ορθογώνιο [orzogónio] (nyn.) rectán gulo. ορθογώνιος [orzogónios] (adj.) re ctangular, ορθόδοξος [orzódoksos] (adj.) orto doxo · ορθόδοξη Εκκλησία- Iglesia ortodoxa, ορθολογικός [orzologuicós] (adj.) ra cional · ορθολογική σκέψη- pensa miento racional, ορθολογισμός [orzologuismós] (nym.) racionalismo, ορθολογιστής [orzologuistís] (nym.) racionalista, ορθοπεδική [orzopediquQ (n./f.) or topedia. ορθοπεδικός [orzopedicós] 1: (n./ m.+f.) (profesión) ortopédico, 2: (adj.) ortopédico · ορθοπεδικά παπού τσια- zapatos ortopédicos, ορθοποδώ [orzopodó] (v.) prosperar, recobrar, recuperar, ορθός [orzós] (adj.) recto, derecho, correcto. ορθοστασία [orzostasía] (nyf.) estar de pie. ορθότητα [orzótita] (n./f.) rectitud, ορθώνω [orzóno] (v.) levantar, elevar • ορθώνω το ανάστημά μου- ser valiente. ορθώς [orzós] (adv.) correctamente, justamente, οριακός [oriacós] (adj.) marginal, limí trofe, divisorio, ορίζοντας [orídsondas] (n./m.) hori zonte. οριζόντιος [oridsóndios] (adj.) hori-
849
οριζοντιότητα zontal. οριζοντιότητα [oridsondiótita] (n7f.) horizontalidad, ορίζω [orídso] (ν.) 1: limitar, delimitar, 2: (un concepto/una palabra) definir, 3: determinar, όριο [ório] (n7n.) límite, linde, fro ntera · όριο ταχύτητας- límite de velocidad · ξεπερνώ το όριο- pasar el límite, οριοθετώ [oriocetó] (v.) limitar, ορισμός [orismós] (n7m.) definición, determinación, ορίστε [oríste] (interj.) 1: ¡toma!, 2: ¡pase!, 3: ¿qué?, οριστικά [oristicá] (adv.) definitiva mente. οριστική [oristiquí] (n./f.) (Gram.) in dicativo. οριστικοποιώ [oristicopió] (v.) con cluir. οριστικός [oristicós] (adj.) definitivo, decisivo, final, οριστικότητα [oristicótita] (nVf.) fina lidad. ορκίζομαι [orquídsome] (v.) jurar, prestar juramento, dar palabra · ορ κίζομαι σε ιερά και όσια- jurar por éstas. ορκίζω [orquídso] (v.) hacer jurar, to mar juramento, όρκος [óreos] (nVm.) juramento, ορκωμοσία [orcomosía] (η Λ ) jura, ορκωτός [orcotós] (adj.) jurado · ορ κωτός λογιστής- contable diploma do. ορμέμφυτο [ormémfito] (n/n.) instinto, ορμέμφυτος [ormémfitos] (adj.) instinctivo. ορμή [ormí] (nVf.) ímpetu, violencia pasión, impulso, ορμηνεύω [orminévo] (v.) aconsejar, ορμητικός [ormiticós] (adj.) impetuo so, violento · ορμητικός άνεμος-
viento impetuoso, ορμητικότητα [ormiticótita] (n./f.) im petuosidad, violencia, vehemencia, ορμόνη [ormóni] (nVf.) hormona, ορμονικός [ormonicós] (adj.) hormo nal. όρμος [órmos] (n7m.) bahía, ορμώ [ormó] (v.) lanzarse, abalanzar se, precipitarse, όρνιθα [órniza] (n./f.) gallina, ορνιθοσκαλίσματα [ornizoscalísmata] (n7n.) pl. garabatos, ορνιθοτροφείο [ornizotrofío] (n7n.) granja avícola, ορνιθοτρόφος [ornizotrófos] (n7m.) avicultor, granjero, ορνιθώνας [ornizónas] (nVm.) galline ro, corral. όρνιο [órnio] (n./n.) buitre, ave rapaz, ορντινάντσα [ordinándsa] (n7f.) or denanza. οροθεσία [orocesía] (n./f.) demarca ción. οροθέτηση [orocétisi] (nVf.) delimita ción, demarcación, limitación, οροθετώ [orocetó] (v.) demarcar, de limitar. ορολογία [orologuía] (n./f.) terminolo gía · νομική ορολογία- terminología jurídica. οροπέδιο [oropédio] (n./n.) meseta, όρος [óros] (n7m.) 1: término, condi ción, regla, 2: monte, montaña, ορός [orós] (n./m.) suero, οροσειρά [orosirá] (nyf.) sierra, cordi llera, cadena montañosa, ορόσημο [orósimo] (n7n.) mojón, pos te, hito, boya, οροφή [orofí] (nyf.) 1: (interior) techo, 2: (exterior) tejado, όροφος [órofos] (n./m.) planta, piso, ορτύκι [ortíqui] (n7n.) codorniz, όρυγμα [órigma] (n7n.) trinchera, zanja.
850
ουράνιος ορυκτέλαιο [orictéleo] (n./n.) aceite mineral, ορυκτό [orictó] (n./n.) mineral, ορυκτός [orictós] (adj.) mineral · ορυ κτός πλούτος- riqueza mineral, όρυξη [óriksi] (n./f.) excavación, ορύσσω [oríso] (v.) excavar, ορυχείο [orijío] (nVn.) mina, cantera, yacimiento, ορφανός [orfanós] (adj.) huérfano, ορφανοτροφείο [orfanotrofio] (n7n.) orfelinato, horfanato, hospicio, ορχεκτομή [orjectomí] (nVf.) castra ción. ορχήστρα [orjistra] (nyf.) orquesta, ban da · συμφωνική ορχήστρα- orquesta sinfónica, όρχις [órjis] (n./m.) testículo, οσάκις [osáquis] (adv.) cuando sea, cada vez que. όσιος [ósios] (adj.) sagrado, santo, οσιότητα [osiótita] (n./f.) santidad, οσμή [osmí] (n7f.) olor, όσο [óso] (adv.) tan, tanto, hasta, que, como · όσον αφορά- en cuanto a · το πουλάω όσο όσο- lo vendo al mí nimo precio, οσονούπω [osonúpo] (adv.) pronto, dentro de poco, όσος [osos] (pron.) cuanto, como, όσπριο [ósprio] (n./n.) legumbre, οστέινος [ostéinos] (adj.) óseo, οστεώδης [osteódis] (adj.) huesudo, osudo, όστια [óstia] (n./f.) hostia, οστρακιά [ostraquiá] (nVf.) escarlati na. όστρακο [óstraco] (n7n.) concha, οστρακόδερμος [ostracódremos] (adj.) crustáceo, οστρακοειδής [ostracoidís] (adj.) crus táceo. οσφραίνομαι [osfrénome] (v.) olfa tear, oler. 851
οσφραντικός [osfrandicós] (adj.) ol fatorio. όσφρηση [ósfrisi] (n./f.) olfato, οσφυαλγία [osfialguía] (n./f.) lumba go. όταν [ótan] (conj.) 1: cuando, en cua nto, 2: mientras · θα στο εξηγήσω, όταν μπορέσω- te lo explicaré, cua ndo pueda · όταν μαγείρευα, εκεί νος μίλαγε στο τηλέφωνο- mientras yo cocinaba, él estaba hablando por teléfono, ότι [óti] (conj.) que. ó,ti [ó,ti] (conj.) lo que. οτιδήποτε [otidípote] pro. lo que, cualquier cosa, cualquiera, todo, ότου [έως] [ótu (éos)] (prep.) hasta, οτοστόπ [otostóp] (n./n.) autostop, ουγκιά [ugkiá] (n./f.) onza, ουδείς [udís] (pron.) nadie, ninguno, ουδέποτε [udépote] (adv.) nunca, ja más. ουδετεροποίηση [udeteropíisi] (nVf.) neutralización, ουδετεροποιώ [udeteropió] (v.) neu tralizar. ουδέτερος [udéteros] (adj.) neutro, neutral. ουδετερότητα [udeterótita] (nyf.) neu tralidad, neutralismo, ουίσκι [uísqui] (nVn.) whiskey. ουλαμός [ulamós] (n7m.) pelotón, ουλή [ulí] (n./f.) cicatriz, ουλίτιδα [ulítida] (nVf.) gingivitis, in flamación de las encías, ούλο [úlo] (n7n.) encía, ούρα [úra] (nVn.) pl. orina, ουρά [urá] (nVf.) 1: cola, 2: (animal) rabo. ουραγκοτάγκος [uragkotágkos] (n7m.) orangután, ουρανικός [uránicos] (adj.) (Fon.) pa latino. ουράνιος [uránios] (adj.) celestial, ce
ουρανίσκος leste. ουρανίσκος [uraniscos] (nVm.) paladar, ουρανοκατέβατος [uranocatévatos] (adj.) inesperado, imprevisto, repe ntino. ουρανοξύστης [uranoksístis] (nVm.) rascacielos, ουρανός [uranós] (nVm.) 1: cielo, 2: techo. ουρήθρα [urizra] (η Λ ) uretra, ούρηση [úrisi] (η Λ ) orinar, ουρητήριο [uritírio] (n7n.) urinario, re trete. ουρία [uría] (nyf.) (Quím.) urea, ουρικός [uricós] (adj.) úrico · ουρικό οξύ- ácido úrico, ουρλιάζω [urliádso] (v.) gritar, chillar, aullar. ουρλιαχτό [urliajtó] (n./n.) grito, chilli do, aullido, oúpo [úro] (n./n.) orina, ουρολογία [urologula] (n./f.) urología, ουρώ [uró] (v.) orinar, ουσία [usía] (nVf.) substancia, esencia, ουσιαστικό [usiasticó] (nVn.) (Gram.) nombre, sustantivo, ουσιαστικός [usiasticós] (adj.) substacial, esencial, ουσιώδης [usiódis] (adj.) esencial, fun damental, capital. oúte [úte] (conj.) ni, tampoco · ούτε το ένα ούτε το άλλο- ni el uno ni el otro • ούτε για αστείο- ni de broma · oúte και εγώ- yo tampoco · ούτε φωνή ούτε ακρόαση- completamente des aparecido, ουτοπία [utopía] (η Λ ) utopía, ουτοπικός [utopicós] (adj.) utópico, ούτως [útos](adv.) · ούτως ώστε- así que · ούτως ή άλλως- de una o atra manera · ούτως ειπείν- digamos, οφειλέτης [ofilétis] (nym.) deudor, οφειλή [ofilí] (η Λ ) deuda, obligación, οφείλω [ofílo] (v.) deber, tener que,
tener la obligación de. όφελος [ófelos] (n7n.) 1: beneficio, provecho, ganancia, 2: ventaja · αποκομίζω οφέλη- tener beneficio/ provecho, οφθαλμαπάτη [ofzalmapáti] (n./f.) es pejismo, ilusión, οφθαλμιατρείο [ofzalmiatrío] (n7n.) clínica oftalmológica, οφθαλμιατρική [ofzalmiatriquí] (η Λ ) oftalmología, οφθαλμίατρος [ofzalmíatros] (nVm.+f.) oftalmólogo, oculista, οφθαλμολογία [ofzalmologuía] (ηΛ.) oftalmología, οφθαλμός [ofzalmós] (ηΛη.) 1: ojo, 2: yema. οφθαλμοφανής [ofzalmofanís] (adj.) evidente, visible · είναι οφθαλμοφα νές ότι είναι ερωτευμένη- es evide nte que está enamorada, όφις [ófis] (n./m.) serpiente, culebra, οχετός [ojetós] (nVm.) alcantarilla, cloa ca, arroyo, όχημα [ójima] (nVn.) vehículo, coche, όχθη [ójci] (ηΛ.) ribera, orilla, borde, margen, όχι [óji] parí. no. οχιά [ojiá] (nyf.) víbora, οχλαγωγία [ojlagoguía] (ηΛ.) tumul to, alboroto, οχληρός [ojlírós] (adj.) importuno, in conveniente, molesto, οχλοβοή [ojlovoí] (n7f.) jaleo, algara bía, bullicio, clamor, όχλος [ójlos] (n7m.) muchedumbre, gentío, multitud, populacho, plebe, οχυρός [ojirós] (adj.) fortificado, οχύρωμα [ojíroma] (nVn.) fortaleza, fortificación, οχυρώνω [ojiróno] (v.) fortificar, οχύρωση [ojírosi] (nyf.) fortificación, όψη [ópsi] (n./f.) vista, aspecto, cara · έχεις άσχημη όψη- tienes mala cara
852
_______________________________________________________________όψιμος • λογαριασμός όψεως- a) cuenta de crédito, b) cuenta corriente, όψιμος [ópsimos] (adj.) tardfo.
853
Π, π [p¡] (η./η.) decimosexta letra del alfabeto griego, παγάκι [pagáqui] (n./n.) cubito de hielo. παγανιά [pagañá] (n7f.) trampa, παγανισμός [paganismós] (n./m.) pa ganismo, gentilismo, παγανιστής [paganistís] (adj.) paga no, gentil, παγερός [paguerós] (adj.) glacial, he lado, gélido, frígido · παγερή αδια φορία· indiferencia total, παγερότητα [paguerótita] (nVf.) frial dad, frigidez, παγετός [paguetós] (n./m.) helada, παγετώδης [paguetódis] (adj.) glacial, helado. παγετώνας [paguetónas] (n./m.) gla ciar. παγίδα [paguída] (n./f.) trampa, cepo, emboscada · στήνω παγίδα- armar una trampa · έπεσε στην παγίδα- se cayó en la trampa, παγιδεύω [paguidévo] (v.) atrapar, co ger, entrampar, armar trampas, πάγιος [págios] (adj.) estable, fijo, fir me · πάγια έσοδα- ingresos fijos, παγιώνω [paguióno] (v.) consolidar, fijar, afianzar, παγίωση [paguíosi] (n./f.) consolida ción, fijación, afianzamiento, πάγκακος [págkacos] (adj.) malvado, malísimo. παγκάρι [pagkári] (n./n.) candelabro de iglesia, πάγκοινος [págkinos] (adj.) común, ordinario, universal, público, πάγκος [págkos] (n./m.) banco, mos trador · κάθε κατεργάρης στον πά γκο του- cada uno en su puesto, παγκόσμιος [pagkósmios] (adj.) mun dial, universal.
πάγκρεας [págkreas] (nVn.) páncreas, παγκρεατικός [pagkreaticós] (adj.) pancreático, παγόβουνο [pagóvuno] (n7n.) ice berg. παγόδα [pagóda] (n7f.) pagoda, παγοδρομία [pagodromía] (n./f.) pati naje sobre hielo, παγοδρόμος [pagrodrómos] (n7m.+f.) patinador, patinadora (sobre hielo), παγοδρομώ [pagodromó] (v.) patinar sobre hielo, παγοθήκη [pagocíqui] (nyf.) hielera. παγοθραύστης [pagozráfstis] (n./m.) rompehielos, παγόνι [pagóni] (n./n.) pavo real, παγοπέδιλο [pagopédilo] (n./n.) pa tín. πάγος [págos] (n./m.) hielo · σπάω τον πάγο- romper el hielo, παγούρι [pagúri] (n./n.) cantimplora, πάγωμα [págoma] (n./n.) congelación • πάγωμα μισθών- congelación del sueldo. παγωμένος [pagoménos] (adj.) hela do, glacial, παγωνιά [pagoñá] (n./f.) helada, hielo, escarcha. παγώνω [pagóno] (v.) helar(se), congelar(se), refrigerar(se). παγωτό [pagotó] (n7n.) helado, παζάρεμα [padsárema] (n7n.) regateo, παζαρεύω [padsarévo] (v.) regatear, negociar. παζάρι [padsári] (n./n.) 1: (mercado) bazar, 2: (precio) regateo, παθαίνω [pacéno] (v.) pasar, sufrir, pa decer · καλά va πάθεις!- ¡lo mereces! • είδα και έπαθα για να τον πείσωsufrí mucho para convencerlo · έπαθε εγκεφαλικό- sufrió encefalitis. πάθημα [pácima] (n./n.) mala expe riencia, mal, infortunio, desgracia, πάθηση [pácisi] (n./f.) dolencia, afe-
854
πακετάρω cción, lesión, enfermedad, παθητικός [paciticós] (adj.) pasivo, apasionado, patético · παθητικός καπνιστής- fumador pasivo, παθητικότητα [paciticótita] (n./f.) pa sividad, apasionamiento, patetismo, παθιάζω [paciádso] (v.) apasionar, παθιάζομαι [paciádsome] (v.) apasio narse. παθιασμένος [paciasménos] (adj.) apa sionado, exaltado, excitado, lleno de pasión, ardiente, παθογόνος [pazogónos] (adj.) pató geno. παθολογία [pazologuía] (n./f.) pato logía. παθολογικός [pazologuicós] (adj.) pa tológico, enfermizo, παθολόγος [pazológos] (n./m.+f.) pa tólogo. πάθος [pázos] (nVn.) pasión, obsesión, manía. παιγνιόχαρτα [pegniójarta] (n./n.) pl. naipes. παιδαγωγική [pedagoguiquQ (η/f.) pe dagogía. παιδαγωγικός [pedagoguicós] (adj.) pe dagógico. παιδαγωγός [pedagogós] (n./m.+f.) pedagogo, preceptor, institutriz, παιδαγωγώ [pedagogó] (v.) educar, criar, enseñar, instruir, παιδάκι [pedáqui] (nVn.) niñito, pár vulo, chiquillo, παιδάκι [paidáqui] (n./n.) costilla, παιδαριώδης [pedariódis] (adj.) pue ril, infantil, παιδεία [pedía] (nyf.) educación, en señanza · Υπουργείο Παιδείας- Mi nisterio de Educación, παιδεραστής [pederastís] (adj.) pede rasta. παιδεραστία [pederastía] (n./f.) pede rastía.
παίδεμα [pédema] (n./n.) tormento, castigo, sufrimiento, molestia, παιδεύω [pedévo] (v.) educar, enseñar, atormentar, hacer sufrir, παιδί [pedí] (n7n.) 1: niño, chico, cha val, 2: hijo, πάίδι [paídi] (nVn.) costilla, παιδιαρίζω [pediarídso] (v.) hacer ni ñerías, comportarse como un niño, παιδιατρική [pediatriquí] (n./f.) pe diatría. παιδίατρος [pedíatras] (nVm.+f.) pe diatra. παιδικός [pedicós] (adj.) de niño, infan til · παιδικός σταθμός- a) parvulario, b) escuela infantil · παιδική ηλικίαinfancia.
παιδοκτονία [pedoctonía] (nyf.) in fanticidio, παιδοκτόνος [pedoctónos] (n7m.) infanticida, παιζογελώ [pedsogueló] (v.) entrete nerse, juguetear, παίζω [pédso] (v.) 1: (juego/deporte) jugar (a), 2: (música) tocar, 3: (teatro, cine) actuar, παίνεμα [pénema] n. alabanza, elo gio. παινεύω [penévo] (v.) alabar, elogiar, aclamar, exaltar, παίξιμο [péksimo] (n7n.) jugada, ju gueteo, juego, παίρνω [pérno] (v.) tomar, coger, lle varse, comprar, ganar, παιχνίδι [pejnídi] (nVn.) 1: (general) juego, 2: (apto) juguete · τυχερά παιχνίδια-juegos de azar · πολιτικό παιχνίδι-juego político, παιχνιδιάρης [pejnidiáris] (adj.) ju guetón. παίχτης [péjtis] (nVm.) jugador, πακετάρισμα [paquetárisma] (n7n.) empague, envolvimiento, πακετάρω [paquetáro] (v.) empaque
855
πακέτο tar, envolver, πακέτο [paquéto] (n./n.) paquete, πάκο [páco] (n./n.) bulto, fardo, mon tón. πάλα [pála] (n./f.) sable, παλαβομάρα [palavomára] (n./f.) lo cura, tontería, trastorno, παλαβός [palavós] (adj.) chiflado, loco, chalado, alelado, alunado, παλαβώνω [palavóno] (v.) enloque cer, atontarse, παλάγκο [palágko] (nVn.) aparejo, παλαιικός [paleicós] (adj.) antiguo, παλαίμαχος [palémajos] (n./m.) vete rano. παλαιοημερολογίτης [paleoimerologuítis] (adj.) el que sigue el viejo calendario, παλαιολιθικός [paleolicicós] (adj.) pa leolítico. παλαιοντολογία [paleondologuía] (n/f.) paleontología, παλαιοπωλείο [paleopolío] (n/n.) tie nda de antigüedades, παλαιοπώλης [paleopólis] (n./m.) an ticuario. παλαιός [paleós] (adj.) viejo, antiguo, anticuado, παλαιότητα [paleótita] (n./f.) vejez, antigüedad, παλαιστής [palestís] (n./m.) luchador, παλαίστρα [paléstra] (n./f.) palestra, arena. παλαμάκια [palamáquia] (n./n.) pl. aplausos, palmas · χτυπάω παλαμά κια - aplaudir, παλάμη [palámi] (n./f.) palma de la mano, palmo, παλάντζα [palándsa] (η Λ ) balanza, παλάσκα [palásca] (ηΛ.) caja de car tuchos. παλάτι [paláti] (ηΛι.) palacio, alcázar, παλέτα [paléta] (η Λ ) paleta, παλεύω [palévo] (v.) luchar, pelear,
combatir. πάλη [páli] (η Λ ) lucha, pelea, com bate. πάλι [páli] (adv.) otra vez, de nuevo, una vez más. παλιά [paliá] (adv.) antiguamente, an tes, antaño, en el pasado, παλιάνθρωπος [paliánzropos] (n./m.) malvado, maleante, παλιατζίδικο [paliadsídico] (n./n.) tienda de objetos usados, παλιατσαρία [paliatsaría] (n./f.) barati jas, trastos viejos, antigualla, παλιάτσος [paliátsos] (n./m.) payaso, παλιγγενεσία [paliguenesía] (ηΛ.) re generación, renacimiento, παλικαράς [palicarás] (adj.) valiente, osado, bravucón, παλικάρι [palicári] (n./n.) mozo, mu chacho. παλινδρόμηση [palindrómisi] (n/f.) vaivén, oscilación, παλινδρομικός [palindromicós] (adj.) retrógrado, παλιννόστηση [palinóstisi] (ηΛ.) re patriación, παλιννοστώ [palinostó] (v.) repatriar se, volver a la patria, παλινορθώνω [palinorzóno] (v.) res taurar, restablecer, παλινόρθωση [palinórzosi] (n./f.) 1: restauración, restablecimiento, 2: rehabilitación, παλινωδία [palinodia] (η Λ ) retracta ción, palinodia, παλινωδώ [palinodó] (v.) retractar(se). παλιόγερος [paliógueros] (adj.) de crépito. παλιογυναίκα [palioguinéca] (adj.) mujerzuela, puta, παλιοκουβέντα [paliocuvénda] (n./f.) palabrota, παλιός [paliós] (adj.) 1: antiguo, viejo, anticuado, anciano, 2: añejo, añoso.
856
πανηγυρισμός παλίρροια [palíria] (nyf.) marea, παλιρροϊκός [paliroicós] (adj.) de ma rea · παλιρροϊκό κύμα- maremoto, παλιώνω [palióno] (v.) anticuarse, ha cerse viejo, pasar de moda, παλλαϊκός [palaicós] (adj.) popular, de todo el pueblo, πάλλω [pálo] (v.) palpitar, blandir, agi tar. παλμός [palmós] (n./m.) 1: palpita ción, latido, 2: vibración, παλούκι [palúqui] (nyn.) palo, παλτό [paltó] (nyn.) abrigo, παμπάλαιος [pampáleos] (adj.) viejí simo. πάμπλουτος [pámplutos] (adj.) riquí simo. πάμπολλοι [pámpoli] (adj.) pl. nume roso, muchos, παμπόνηρος [pampóniros] (adj.) as tuto, sagaz, παμφάγος [pamfágos] (adj.) omnívo ro, voraz. πάμφθηνος [pámfcinos] (adj.) baratí simo, tirado, regalado, παμψηφεί [pampsifí] (adv.) por una nimidad (de votos), acordadamente • ψ ηφ ίσ τηκε παμψηφεί- se votó por unanimidad, παμψηφία [pampsifía] (nyf.) unanimi dad (de votos), παν [pan] (n./n.) todo, lo mas impor tante · η υγεία είναι το παν- la salud es la cosa más importante, πάνα [pána] (n./f.) pañal. Παναγία [panaguía] (n./f.) La Virgen, παναγιότητα [panaguiótita] (nyf.) san tidad. πανάγιος [panáguios] (adj.) santísi mo. πανάδα [panáda] (nyf.) mancha, παναθηναϊκός [panacinaicós] (adj.) ate niense. πανάθλιος [panázlios] (adj.) misera
ble. πανάκεια [panáquia] (n./f.) panacea, curalotodo, πανάκριβος [panácrivos] (adj.) carísi mo. πανάμωμος [panámomos] (adj.) in maculado, πανανθρώπινος [pananzrópinos] (adj.) universal. πανάρχαιος [panárjeos] (adj.) antiguo, πανδαιμόνιο [pandemónio] (nyn.) gri terío, confusión, pandemónium, caos, πανδαισία [pandesía] (nyf.) banquete, festín, celebración, comilona, πάνδημος [pándimos] (adj.) público, general. πανδοχείο [pandojío] (nyn.) albergue, pensión, fonda, posada, hostal, πανελλήνιος [panelínios] (adj.) de toda Grecia, panhelénico. πανέμορφος [panémorfos] (adj.) muy bonito, precioso, πανέξυπνος [panéksipnos] (adj.) muy inteligente, listísimo, πανεπιστημιακός [panepistimiacós] (adj.) universitario · πανεπιστημιακή σχολή- escuela universitaria, πανεπιστήμιο [panepistímio] (nyn.) universidad. πανεπιστημιούπολη[ρ3η6ρί$ΐίηηίύροli] (nyf.) ciudad universitaria, campus, πανέρημος [panérimos] (adj.) desola do, desierto, πανέρι [panéri] (n./n.) panera, cesto, πανζουρλισμός [pandsurlismós] (nym.) tremendo jaleo, caos, alboroto, follón, πανηγύρι [paniguíri] (nyn.) feria, fie sta. πανηγυρίζω [paniguirídso] (v.) feste jar, celebrar, divertirse, πανηγυρικός [paniguiricós] (adj.) fes tivo. πανηγυρισμός [paniguirismós] (n./m.) festejo, celebración.
857
πάνθεο πάνθεο [pánceo] (n./n.) panteón, πάνθηρας [pánciras] (n./m.) pantera, πανί [pañí] (n7n.) 1: paño, tela, 2: (em barcación) vela, πανιάζω [πανιάζω] (v.) volverse páli do, palidecer, empalidecer, πανίδα [panída] (nVf.) fauna, πανικοβάλλομαι [panicoválome] (v.) dejarse llevar por el pánico, πανικόβλητος [panicóvlitos] (adj.) pre so de pánico, aterrado, aterrorizado, πανικός [pánicos] (nVm.) pánico, te rror. πάνινος [páninos] (adj.) de algodón, de tela. πανίσχυρος [panísjiros] (adj.) muy po deroso. πανό [panó] (n./n.) pancarta, πανομοιότυπο [panomiótipo] (adj.) verosímil. πανοπλία [panoplia] (n./f.) armadura, armamento, πανόραμα [panorama] (n7n.) panora ma, panorámica, vista, πανοραμικός [panorámicos] (adj.) pa norámico, πανούκλα [panuda] (nVf.) peste, πανουργία [panurguía] (njf.) astucia, artimaña, ardid, estratagema, πανούργος [panúrgos] (adj.) astuto, pillo, picaro, trapacero, πανσέληνος [pansélinos] (nVf.) luna llena, plenilunio, πανσές [pansés] (nVm.) (Bot.) pensa miento, trinitaria, πανσιόν [pansión] (n./f.) pensión, πανσοφία [pansofía] (nVf.) omniscien cia. πάνσοφος [pánsofos] (adj.) omni sciente. πάντα [pánda] (adv.) siempre · για π άντα- a) para siempre, b) eterna mente. πανταχού [pandajú] (adv.) por todas
partes. παντελής [pandelís] (adj.) completo, entero, total, παντελόνι [pandelóni] (nVn.) panta lón, pantalones, παντελώς [pantelós] (adv.) completa mente, totalmente, πάντες [pándes] (pron.) pl. todos, παντεσπάνι [padespáni] (n./n.) biscocho. παντζάρι [pandsári] (n./n.) rábano · κοκκινίζω σαν παντζάρι- volverse rojo como un rábano, παντζούρι [pandsúri] (n7n.) postigo, παντοδυναμία [pandodinamía] (n./f.) omnipotencia, παντοδύναμος [pandodínamos] (adj.) todopoderoso, omnipotente, παντοκρατορία [pandocratoría] (n./f.) omnipotencia, παντομίμα [pandomíma] (n./f.) pan tomima. παντοπωλείο [pandopolío] (n7n.) tien da de comestibles, παντοπώλης [pandopólis] (n./m.) ten dero. πάντοτε [pándote] (adv.) siempre, παντοτινός [pandotinós] (adj.) perpe tuo, permanente, παντού [pandú] (adv.) en todas par tes. παντούφλα, παντόφλα [pandúfla, pandófla] (n./f.) zapatilla, pantufla, παντρειά [pandriá] (nyf.) casamiento • ηλικία παντρειάς- edad de casa miento. πάντρεμα [pándrema] (n7n.) 1: casa miento, 2: unión, παντρεμένος [pandreménos] (adj.) casado. παντρεύομαι [pandrévome] (v.) ca sarse. παντρεύω [pandrévo] (v.) casar, πάντως [pándos] (adv.) de todos mo-
858
παραγγέλλω, παραγγέλνω dos, en todo caso, en cualquier caso, πανύψηλος [panípsilos] (adj.) altísi mo. πάνω [páno] (adv.) sobre, encima, en, arriba · πάνω στο τραπ έζι- encima de la mesa · ήρ θε πάνω σ τη ν ώ ραllego en el momento oportuno, πανωλεθρία [panolezría] (ηΛ.) desas tre total, ruina, catástrofe, πανώλης [panólis] (ηΛ.) peste, πανωφόρι [panofóri] (n7n.) abrigo, παξιμάδι [paksimádi] (ηΛι.) pan to stado, tostada, παπαγάλος [papagálos] (n./m.) loro, παπαδιά [papadiá] (η Λ ) esposa del vicario. παπάκι [papáqui] (n./n.) patito, παπάρα [papára] (n./f.) pan mojado, pan empapado, panetela, παπαρούνα [paparúna] (ηΛ.) amapo la, ababa, adormidera, πάπας [pápas] (n./m.) papa, παπάς [papás] (n./m.) pope, cura, sa cerdote, πάπια [pápia] (n./f.) pato, παπιγιόν [papiguión] (n./n.) corbata de lazo, pajarita, παπικός [papicós] (adj.) papal, ponti fical. πάπλωμα [páploma] (ηΛι.) edredón, manta, cobertor, παπονισάδικο [paputsádico] (n7n.) za patería. παπουτσής [paputsís] (nVm.) zapa tero. παπούτσι [papútsi] (ηΛι.) zapato, παππούς [papús] (ηΛη.) abuelo, πάπυρος [pápiros] (ηΛη.) papiro, πάρα [pára] (adv.) demasiado, muy. παρά [pará] (prep.) 1: contra, a pesar de, 2: (hora) menos, 2: pero, sólo · πήγε παρά τη θέλησή του- fue con tra su voluntad · είναι δύο παρά είκοσι- son las dos menos veinte ·
παρά λίγο va- a punto de. παραβαίνω [paravéno] (v.) contrave nir, infringir, transgredir · παραβαί νω έναν κανόνα- contavenir una norma. παραβάλλω [paraválo] (v.) comparar, contrastar, equiparar, παραβάν [paraván] (n./n.) biombo, mampara, παράβαση [parávasi] (η Λ ) infracción, transgresión, violación, contavención · παράβαση το υ κώ δικα οδικής κυκλοφ ορίας- violación a las nor mas de circulación, παραβάτης [paravátis] (ηΛη.) transgresor, violador, παραβγαίνω [paravguéno] (v.) com petir. παραβιάζω [paraviádso] (v.) 1: violar, forzar, 2: infringir, transgredir, des obedecer, παραβίαση [paravíasi] (ηΛ.) violación, infracción, transgresión · παραβία ση ανθρωπίνω ν δικαιω μάτω ν- vio lación de los derechos humanos, παραβλέπω [paravlépo] (v.) hacer la vista gorda, desairar, desatender, descuidar, παράβλεψη [parávlepsi] (n./f.) negli gencia, desaire, παραβολή [paravolí] (n./f.) compara ción, parábola, metáfora, alegoría, παραβολικός [paravolicós] (adj.) pa rabólico, metafórico, alegórico, παράβολο [parávolo] (ηΛι.) depósito, papel del estado, παραγάδι [paragádi] (n./n.) malla de pescar. παραγγελία [paragkelía] (ηΛ.) encar go, pedido, orden · κα τά παραγγε λία - por pedido, παραγγελιοδόχος [paragkeliodójos] (n7m.+f.) agente comercial, παραγγέλλω, παραγγέλνω [paragké-
859
παράγγελμα lo, paragkélno] (v.) encargar, pedir, παράγγελμα [parágkelma] (n./n.) or den, mando, παραγίνομαι [paraguínome] (v.) pa sarse, sobrepasarse, excederse, παράγκα [parágka] (nyf.) chabola, παραγκωνίζω [paragkonídso] (v.) su plantar, desbancar, reemplazar, dar de lado. παραγνωρίζω [paragnorídso] (v.) co nocer muy bien, tener demasiada confianza con una persona, παράγοντας [parágondas] (n./m.) fa ctor. παραγραφή [paragrafí] (nyf.) pre-scripción. παράγραφος [parágrafos] (nyf.) pá rrafo. παραγράφω [paragráfo] (v.) prescribir, escribir demasiado, παράγω [parágo] (v.) producir, elabo rar, derivar, generar, παραγωγή [paragoguí] (nyf.) produ cción, derivación, elaboración, com posición. παραγωγικός [paragoguicós] (adj.) productivo, παραγωγικότητα [paragoguicótita] (nyf.) productividad, παράγωγος [parágogos] (adj.) deri vado. παραγωγός [paragogós] (nym.+f.) productor, productora, παράδειγμα [parádigma] (nyn.) ejem plo, modelo · για παράδειγμα- por ejemplo. παραδειγματίζομαι [paradigmatídsome] (v.) tomar ejemplo de. παραδειγματικός [paradigmaticós] (adj.) ejemplar, aleccionador, παραδειγματισμός [paradigmatismós] (nym.) castigo ejemplar, παραδεισένιος [paradiséños] (adj.) pa radisíaco.
παράδεισος [parádisos] (nVm.) paraí so. παραδεκτός [paradectós] (adj.) acep table, admisible, παραδέχομαι [paradéjome] (v.) acep tar, admitir, confesar, παραδίδω [paradído] (v.) dar, entre gar, impartir, ceder, παράδοξος [parádoksos] (adj.) para dójico, raro, contradictorio, παράδοξο [parádokso] (nyn.) paradojo. παραδόξως [paradóksos] (adv.) rara mente. παραδόπιστος [paradópistos] (adj.) ava ro, codicioso, παράδοση [parádosi] (nyf.) 1: entrega, 2: tradición, costumbrismo, 3: ense ñanza. παραδοσιακός [paradosiacós] (adj.) tradicional, folclórico · παραδοσια κή μουσική- música tradicional, παραδοτέος [paradotéos] (adj.) a en tregar. παραδουλεύτρα [paraduléftra] (nyf.) criada, sirvienta, asistenta, παραδοχή [paradojí] (nyf.) acepta ción, admisión, παραδρομή [paradromí] (nyf.) inad vertencia, imprevisión, descuido · εκ παραδρομής- por inadvertencia, παραζάλη [paradsáli] (nyf.) aturdi miento, confusión, παραθαλάσσιος [parazalásios] (adj.) costero, litoral, ribereño, παραθερίζω [paracerídso] (v.) vera near, viajero, turista, παραθερισμός [paracerismós] (nym.) veraneo. παραθεριστής [paraceristís] (nym.) veraneante, παράθεση [parácesi] (nyf.) contrapo sición, citación, aposición, παραθετικός [paraceticós] (adj.) com-
860
παρακρατώ parativo. παραθέτω [paracéto] (ν.) contraponer, comparar, citar, ofrecer, παράθυρο [paráciro] (n7n.) 1: venta na, 2: (vehículo) ventanilla, παραθυρόφυλλο [paracirófílo] (nVn.) postigo. παραίνεση [parénesi] (nVf.) exhorta ción, inducción, παραινώ [parenó] (v.) advertir, παραίσθηση [paréscisi] (n7f.) alucina ción, alucinamiento, ilusión, παραισθησιογόνος [parescisiogónos] alucinógeno. παραίτηση [parétisi] (n./f.) dimisión, renuncia, abdicación · υποβάλλω παραίτηση- abdicar del puesto del trabajo. παραιτούμαι [paretúme] (v.) dimitir, renunciar, abdicar (de), παρακάλια [paracália] (nVn.) pl. sú plicas. παρακαλώ [paracaló] (v.) rogar, supli car, implorar · σας παρακαλώ - a) por favor, b) le ruego, παρακαμπτήριος [paracamptfrios] (adj.) periférico, carretera de circunvalación, desviación, παρακάμπτω [paracámpto] (v.) ro dear, bordear, desviarse, evitar, παράκαμψη [parácampsi] (n7f.) ro deo, desvío, παρακάνω [paracáno] (v.) excederse, extralimitarse, pasarse de la raya, exagerar. παρακαταθέτω [paracatacéto] (v.) de positar, consignar, παρακαταθήκη [paracatacíqui] (nVf.) depósito. παρακατιανός [paracatianós] (adj.) in ferior, de baja clase social, παρακάτω [paracátoj (adv.) más aba jo, después, παρακείμενος [paraquímenos] 1: (n7m.) 861
(Gram.) pretérito imperfecto, 2: (adj.) contiguo. παρακέντηση [paraquéndisi] (n/f.) pun ción. παρακινδυνευμένος [paraquindinevménos] (adj.) arriesgado, peli groso. παρακίνηση [paraquínisi] (n7f.) induc ción, instigación, exhortación, incita ción. παρακινώ [paraquinó] (v.) incitar, in ducir, instigar, παρακλάδι [paracládi] (nVn.) retoño, vastago, ramificación, ramillo, rama, παράκληση [paráclisi] (nVf.) ruego, súplica, imploración, petición, παρακλητικός [paracliticós] (adj.) su plicante, implorante, παρακμάζω [paracmádso] (v.) decaer, declinar. παρακμή [paracmí] (nVf.) decadencia, declive, denegación, decaimiento, παρακοή [paracoí] (nyf.) desobedien cia. παρακοιμάμαι [paraquimáme] (v.) ador mecerse, dormir demasiado, παρακολούθημα [paracolúcima] (n7n.) consecuencia, resultado, παρακολούθηση [paracolúcisi] (n/f.) 1: seguimiento, observiación, 2: bús queda. παρακολουθώ [paracoluzó] (v.) seguir, ver, cursar estudios, παρακόρη [paracóri] (n./f.) niña adop tada. παράκουος [parácuos] (adj.) desobe diente. παρακούω [paracúo] (v.) oír mal, des obedecer, παρακράτηση [paracrátisi] (η Λ ) re tención, detención · παρακράτηση φ όρου- retención de impuestos, παρακρατώ [paracrató] (v.) retener, detener, contener.
παράκρουση παράκρουση [parácrusi] (n./f.) aluci nación, trastorno, alteración del es tado mental, παράκτιος [paráctios] (adj.) costero, παρακώλυση [paracólisi] (n./f.) obs trucción, obstáculo, παρακωλύω [paracolío] (v.) obstruir, obstaculizar, atascar, παραλαβαίνω [paralavéno] (v.) reco ger, recibir, παραλαβή [paralaví] (n./f.) recogida, recibo. παραλαλώ [paralaló] (v.) delirar, παραλαμβάνω [paralamváno] (v.) re coger, recibir, παραλείπω [paralípo] (v.) omitir, pasar por alto, descuidar, excluir, παράλειψη [parálipsi] (n./f.) omisión, descuido, incumplimiento, παραλέγω [paralégo] (v.) exagerar, παραλήγουσα [paralígusa] (n./f.) (Gram .) penúltima sílaba, παραλήπτης [paralíptis] (n7m.) desti natario, receptor, παραλήρημα [paralírima] (n./n.) deli rio, alucinación, παραληρώ [paraliró] (v.) delirar, alu cinarse. παράλια [parália] (n./n.) pl. litoral, παραλία [paralía] (n./f.) playa, costa, orilla del mar. παραλιακός [paraliacós] (adj.) coste ro, litoral · παραλιακός δρόμος- ca lle litoral. παραλίγο [paralígo] (adv.) por poco, παράλιος [parálios] (adj.) costero, li toral. παραλλαγή [paralaguí] (n./f.) varia ción, variante, versión, variedad, παραλλάζω [paraládso] (v.) variar, παραλληλίζω [paralilídso] (v.) 1: esta blecer un paralelo, poner en parale lo, 2: comparar (con), παραλληλισμός [paralilismós] (n./m.)
paralelismo, παραλληλόγραμμο [paralilógramo] n. paralelogramo. παράλληλος [parálilos] (adj.) paralelo, colateral · παράλληλες γραμμές- lí neas paralelas, παραλογίζομαι [paraloguídsome] (v.) decir o hacer disparates, desvariar, perder el juicio, παραλογισμός [paraloguismós] (n./m.) disparate, desatino, sinrazón, insen satez. παράλογος [parálogos] (adj.) absurdo, ilógico, disparatado, descabellado, desatinado, παραλυμένος [paraliménos] (adj.) di soluto. παράλυση [parálisi] (n./f.) parálisis, παραλυσία [paralisía] (n./f.) disolu ción, libertinaje, παράλυτος [parálitos] (adj.) paralítico, inválido, παραλύω [paralío] (v.) paralizar, παραμάνα [paramána] (n./f.) ama de cria, nodriza, imperdible, παραμεθόριος [paramezórios] (adj.) fronterizo, παραμέληση [paramélisi] (nyf.) aban dono, descuido, negligencia, degadez. παραμελώ [parameló] (v.) descuidar, abandonar(se), desatender, arinconar. παραμένω [paraméno] (v.) permane cer, quedarse, παράμερα [parámera] (adv.) aparte, a un lado. παραμερίζω [paramerídso] (v.) apartar(se), desviar, aislar, παράμερος [parámeros] (adj.) aparta do, retirado, παράμετρος [parámetros] (n./f.) pará metro. παραμικρός [paramicrós] (adj.) muy
862
παραπλανώ pequeño, menor, mínimo, insignifi cante, ínfimo · θυμώ νει με το παρα μ ικρ ό- se enoja con todo, παραμιλητό [paramilitó] (n./n.) deli rio, desvarío, παραμιλώ [paramiló] (v.) delirar, des variar. παραμονεύω [paramonévo] (v.) ace char, aguardar, vigilar, espiar, παραμονή [paramoní] (n./f.) 1: (tiem po) víspera, 2: (lugar) permanencia, estancia, estadía, παραμορφώνω [paramorfóno] (v.) deformar, desfigurar, distorsionar, alterar, desformar, παραμόρφωση [paramórfosi] (nyf.) de formación, desfiguración, distorsión, παραμυθένιος [paramicéños] (adj.) fa buloso, ideal, soñado, παραμύθι [paramíci] (n./n.) cuento, fábula, historia, παραμυθιάζω [paramiciádso] (v.) men tir. παρανόηση [paranóisi] (n./f.) malen tendido, equivocación, mala inter pretación, παράνοια [paránia] (n./f.) paranoia, locura, demencia, παρανοϊκός [paranoicós] (adj.) para noico. παρανόμι [paranómi] (nyn.) sobre nombre. παρανομία [paranomía] (nyf.) ilegali dad, legitimidad, infracción, delito, crimen. παράνομος [paránomos] (adj.) ilegal, ilícito, clandestino, παρανομώ [paranomó] (v.) violar la ley, infringir la ley. παρανοώ [paranoó] (v.) malentender, entender/comprender mal, interpre tar mal. παράνυμφος [paránimfos] (n./m.+f.) padrino/madrina (de boda). 863
παράξενα [paráksena] (adv.) extraña mente. παραξενεύω [paraksenévo] (v.) extra ñar, sorprender, parecer raro, παραξενιά [parakseñá] (n./f.) rareza, extrañeza, manía, capricho, παράξενος [paráksenos] (adj.) raro, extraño, curioso, caprichoso, insóli to. παραξηλώνω [paraksiióno] (v.) exa gerar. παραπαίω [parapéo] (v.) tambalearse, vacilar, bambolearse, cojear, παραπανίσιος [parapanísios] (adj.) excedente, sobrante, παραπάνω [parapáno] (adv.) más arri ba, de más, más, otra vez. παραπάτημα [parapátima] (nyn.) tras pié, desliz, tropiezo, tropezón, παραπατώ [parapató] (v.) dar un tras pié, tropezar, dar un paso en falso, παραπείθω [parapízo] (v.) llevar a con clusiones erróneas, παραπειστικός [parapisticós] (adj.) persuasivo, disuasivo, engañoso, παραπέμπω [parapémbo] (v.) remitir, citar, referir · παραπέμπω σε δίκηremitir al jurado. παραπέρα [parapéra] (adv.) más allá, παραπέτασμα [parapétasma] (nyn.) cortina, telón, velo, παραπέτο [parapéto] (n./n.) parapeto, antepecho, παραπετώ [parapetó] (v.) rechazar, re peler, extraviar, traspapelar, παράπηγμα [parápigma] (n./n.) cuar tel. παραπλάνηση [paraplánisi] (n./f.) en gaño, burla, seducción, extravío, παραπλανητικός [paraplaniticós] (adj.) engañoso, engañador, farsante, fingi dor, seductor, παραπλανώ [paraplanó] (v.) engañar, burlar, seducir, decepcionar.
παράπλευρος παράπλευρος [paráplevros] (adj.) con tiguo, próximo, adjunto, παραπλεΰρως [paraplévros] (adv.) cerca, al lado, παραπλέω [parapléo] (v.) costear, bor dear, orillar, παραπληγία [parapliguía] (n./f.) paraplegia. παραπληγικός [parapliguicós] (adj.) paraplégico. παραπλήσιος [paraplísios] (adj.) aproxi mado, similar, semejante, análogo, parecido. παραποίηση [parapíisi] (n./f.) falsea miento, falsificación, modificación, alteración, distorsión, παραποιώ [parapió] (v.) falsear, falsifi car, alterar, modificar, παραπομπή [parapombí] (nyf.) remi sión, citación, referencia, παραπονιάρης [parapoñáris] (adj.) querellador, quejoso, quejica. παραπονιέμαι [parapoñéme] (v.) que jarse, protestar, παράπονο [parápono] (nyn.) queja, protesta, lamento, παραπόταμος [parapótamos] (nym.) afluente. παραπούλι [parapúli] (nyn.) col de Bruselas. παράπτωμα [paráptoma] (nyn.) falta, infracción, pecado, παράρτημα [parártima] (nyn.) 1: su plemento, apéndice, 2: (empresa) sucursal. παράσημο [parásimo] (nyn.) conde coración, insignia, galardón, παρασημοφορία [parasimoforla] (nyf.) condecoración, παρασημοφορώ [parasimoforó] (v.) condecorar, galardonar, παράσιτο [parásito] (nyn.) 1: parásito, 2: interferencia, παρασιτοκτόνο [parasitoctóno] (nyn.)
pesticida. παρασιώπηση [parasiópisi] (nyf.) omi sión, ocultación, παρασιωπώ [parasiopó] (v.) omitir, παρασκευάζω [parasquevádso] (v.) pre parar, elaborar, παρασκεύασμα [parasquévasma] (n/n.) confección, preparación, παρασκευή [parasqueví] (nyf.) prepa ración, elaboración. Παρασκευή [parasqueví] (n./f.) vier nes · Μ εγάλη Παρασκευή- viernes santo. παρασκήνιο [parasquínio] (nyn.) bas tidor. παρασκιά [parasquiá] (nyf.) penum bra. παράσπονδος [paráspondos] (adj.) pér fido, desleal, παράσταση [parástasi] (n./f.) sesión, representación, comparecencia, παραστατικός [parastaticós] (adj.) gráfico, descriptivo, representativo, expresivo, παραστέκω [parastéco] (v.) asistir, ayu dar. παράστημα [parástima] (nyn.) postu ra, estatura, porte, παραστράτημα [parastrátima] n. paso en falso, desliz, παραστρατημένος [parastratiménos] (adj.) extraviado, παρασύνθημα [parasíncima] (nyn.) contraseña, παρασυρμένος [parasirménos] (adj.) equivocado, engañado, παρασύρομαι [parasírome] (v.) dejar se llevar. παράτα [paráta] (nyf.) desfile, proce sión. παράταξη [parátaksi] (nyf.) formación, alineación, orden, παράταση [parátasi] (nyf.) amplia ción, prórroga · δίνω παράταση- dar
864
παραχαράκτης prórroga · παράταση προθεσμίας υποβολής απ ήσεω ν- ampliación del plazo para la solicitud, παρατάσσω [paratáso] (v.) formar, for mar en orden/fila, alinear, παρατατικός [parataticós] (adj.) (Gram.) pretérito imperfecto, παρατείνω [paratíno] (v.) ampliar, alargar, prorrogar, extender, aplazar, expandir · παρατείνω τη διαμονή μου- prorrogar la estancia, παρατεταμένος [paratetaménos] (adj.) prolongado, παρατήρηση [paratírisi] (ηΛ.) obser vación, comentario, παρατηρητήριο [paratiritírio] (ηΛι.) mirador, observatorio, παρατηρητής [paratiritís] (n./m.) ob servador. παρατηρητικός [paratiriticós] (adj.) ob servador, perspicaz, παρατηρητικότητα [parati riticótita] (ηΛ.) observación, perspicacia, παρατηρώ [paratiró] (v.) observar, no tar, fijarse, παράτολμος [parátolmos] (adj.) teme rario, intrépido, arriesgado, παρατονία [paratonía] (η Λ ) desento no, disonancia, desacorde, παράτονος [parátonos] (adj.) disonan te, desafinado, παρατραβώ [paratravó] (v.) 1: prolon gar, 2: exagerar, παρατράγουδο [paratrágudo] (ηΛι.) cotilleo, chisme, despropósito, παρατσούκλι [paratsúcli] (n./n.) apo do. παρατυπία [paratipía] (η Λ ) irregula ridad, ilegalidad, ilegitimidad, infor malidad. παράτυπος [parátipos] (adj.) irregular, ilegal, ilegítimo, παρατώ [parató] (v.) abandonar, dejar, soltar.
πάραυτα [párafta] (adv.) inmediata mente, enseguida, παραφέρομαι [paraférome] (v.) exce derse, propasarse, extralimitarse, παραφθείρω [parafcíro] (v.) corrom per. παραφθορά [parafzorá] (ηΛ.) corrup ción, corruptela, vicio, abuso, παραφίνη [parafíni] (n./f.) parafina. παράφορα [paráfora] (adv.) ardoro samente, con vehemencia, apasio nadamente, παραφορά [paraforá] (n./f.) ardor, ve hemencia, ímpetu, παράφορος [paráforos] (adj.) ardie nte, vehemente, impetuoso, arreba tado, apasionado, παραφόρτωμα [parafórtoma] (n./n.) 1: sobrecarga, recarga, 2: (coloq.) molestia. παραφορτώνω [parafortóno] (v.) 1: sobrecargar, recargar, 2: (coloq.) mo lestar. παραφράζω [parafrádso] (v.) interpre tar, traducir, παράφραση [paráfrasi] (n./f.) interpre tación, traducción, παραφρονώ [parafronó] (v.) perder la razón, volverse loco, enagenarse. παραφροσύνη [parafrosíni] (n./f.) de mencia, locura, enajenación, παράφρων [parfáron] (adj.) demente, loco, enajenado, παραφυάδα [parafiáda] (n./f.) retoño, brote. παραφυλάω [parafilágo] (v.) acechar, παραφωνία [parafonía] (n./f.) diso nancia, desentono, discordancia, παράφωνος [paráfonos] (adj.) diso nante, discordante, desafinado, des acorde. παραχαράζω [parajarádso] (v.) falsifi car, falsear, παραχαράκτης [parajaráctis] (n./m.)
865
παραχάραξη falsificador, falseador, παραχάραξη [parajárksi] (n./f.) falsifi cación, falseamiento, παράχορδος [parájordos] (adj.) diso nante, desentonado, παραχώρηση [parajórisi] (n./f.) cesión, concesión, donación, παραχωρώ [parajoró] (v.) ceder, con ceder, donar, παρδαλός [pardalós] (adj.) variado, multicolor, abigarrado, παρέα [paréa] (n./f.) 1: compañía, 2: grupo, pandilla, πάρεδρος [páredros] (nVm.) asesor · δημαρχιακός πάρεδρος- asesor de alcalde/de un tribunal, παρεισάγω [pariságo] (v.) insertar, παρεισαγωγή [parisagoguí] (n./f.) in serción. παρείσακτος [parísactos] (adj.) intru so. παρεισφρέω [parisfréo] (v.) deslizarse secretamente, introducirse indebi damente. παρέκβαση [parécvasi] (nVf.) digre sión, divagación, desviación, παρέκει [paréqui] (adv.) más allá, más lejos · ως εδώ και μη παρέκειΙ- ¡ya está!. παρεκκλήσι [pareclísi] (n./n.) capilla, παρεκκλίνω [pareclíno] (v.) desviarse, παρέκκλιση [paréclisi] (n./f.) desvío, desviación · παρέκκλιση πορείαςdesviación de camino, παρέκταση [paréctasi] (n./f.) exten sión, prolongación, παρεκτείνω [parectíno] (v.) extender, prolongar, παρεκτός [parectós] (adv.) excepto, salvo, a menos que. παρεκτρέπομαι [parectrépome] (v.) desviarse, propasarse, παρεκτροπή [parectropí] (nVf.) mala conducta, desvío, desviación, fecho 866
ría. παρέλαση [parélasi] (n./f.) desfile, παρελαύνω [parelávno] (v.) desfilar, παρέλευση [parélefsi] (n./f.) transcur so, curso, paso, παρελθόν [parelzón] (n./n.) pasado, παρεμβαίνω [paremvéno] (v.) inter venir, interponerse, mediar, inter mediar. παρεμβάλλω [paramválo] (v.) interpo ner, insertar, interferir, παρέμβαση [parémvasi] (n./f.) inter vención, mediación, interposición, παρέμβλημα [parémvlima] (n7n.) in serción. παρέμβλητος [parémvlitos] (adj.) in sertado, interpuesto, παρεμβολή [paremvolí] (nJf.) inter posición, interferencia, entremeti miento. παρεμπιπτόντως [parempiptóndos] (adv.) a propósito, por cierto, παρεμπίπτω [parempípto] (v.) inter venir. παρεμποδίζω [parembodídso] (v.) ob staculizar, impedir, obstruir, trabar, παρεμπόδιση [parembódisi] (n./f.) im pedimento, obstrucción, παρεμφαίνω [paremféno] (v.) impli car, indicar, παρεμφερής [paremferís] (adj.) seme jante, parecido · παρεμφερείς περι πτώ σεις- situaciones parecidas, παρένθεση [paréncesi] (n./f.) parénte sis, corchete, παρένθετος [paréncetos] (adj.) inter puesto, sustituto · π α ρένθετοι γο νείς- padres sustitutos, παρενθέτω [parencéto] (v.) interpo ner, introducir, παρεννοώ [parenoó] (v.) malentender. παρενόχληση [parenójlisi] (nVf.) es torbo, molestia, trastorno, contra
παρονομαστής riedad. παρενοχλώ [parenojló] (ν.) estorbar, importunar, trastornar, dar la lata, molestar. παρεξήγηση [pareksíguisi] (nVf.) mal entendido, incomprensión, equivo cación, equívoco, παρεξηγώ [pareksigó] (v.) malinterpretar, tomar a mal. πάρεργο [párergo] (n./n.) empleo su plementario, παρερμηνεία [parerminía] (nVf.) mala interpretación, παρεπόμενα [parepómena] (n./n.) pl. consecuencias, παρέρχομαι [parérjome] (v.) pasarse, transcurrir, παρευθύς [parefcís] (adv.) instantá neamente, inmediatamente, de una vez, enseguida, παρευρίσκομαι [parevríscome] (v.) acudir, asistir, παρέχω [paréjo] (v.) proporcionar, su ministrar, facilitar, prestar, deparar, ofrecer · παρέχω τις πρώτες β οήθει ες- proporcionar ayuda urgente, παρηγορητικός [parigoriticós] (adj.) consolador, παρηγοριά [parigoriá] (nyf.) consuelo, consolación, aplacamiento, παρηγορώ [parigoró] (v.) consolar, ali viar, solazar, confrontar, παρηκοϊα [paricoía] (nyf.) desobedien cia. παρήκοος [parícoos] (adj.) desobe diente. παρήχηση [paríjisi] (n./f.) aliteración, παρθένα [parcéna] (n./f.) virgen, παρθενιά [parceñá] (n7f.) virginidad, παρθενικός [pareenicós] (adj.) 1: virgi nal, virgen, 2: primero · παρθενικός υμένας- himen virginal · παρθενική εμφ άνιση- primera presentación, παρθένος [parcénos] 1: (n7m.) (Zód.)
Virgo, 2: (adj.) virgen · παρθένο δά σος- bosque virgen. Παρθενώνας [parcenónas] (n./m.) El Partenón. παρίσταμαι [parístame] (v.) asistir, acu dir. παριστάνω [paristáno] (v.) 1: represen tar, bosquejar, 2: aparentar, parecer, παρκάρισμα [parcárisma] (nVn.) apar camiento, estacionamiento, παρκάρω [parcáro] (v.) aparcar, esta cionar. παρκέ [parqué] (n7n.) parqué, piso de madera, πάρκο [párco] (n./n.) parque, παροδικός [parodicós] (adj.) pasajero, transitorio, temporal, efímero, πάροδος [párodos] (n./f.) paso, pasaje • μ ε τη ν πάροδο το υ χρόνου- con el paso del tiempo, παροικία [pariquiá] (n7f.) colonia, adagio, comunidad, παροιμία [parimía] (nyf.) refrán, pro verbio, dicho, παροιμιώδης [parimiódis] (adj.) pro verbial, legendario, notorio, παρόμοια [parómia] (adv.) del mismo modo, de manera parecida, igual mente. παρομοιάζω [paromiádso] (v.) asimi lar, asemejar, comparar, παρόμοιος [parómios] (adj.) similar, semejante, parecido, παρομοίως [paromíos] (adv.) igual mente, de modo semejante, παρομοίωση [paromíosi] (n./f.) simili tud, semejanza, afinidad, παρόν [parón] (nVn.) presente · προς το παρόν- por ahora, παρονομάζω [paronomádso] (v.) apo dar. παρονομασία [paronomasia] (n7f.) apodo. παρονομαστής [paronomastís] (n./m.)
867
παροξυντικός (Mat.) denominador, παροξυντικός [paroksindicós] (adj.) provocador, irritable, παροξύνω [paroksíno] (v.) excitar, pro vocar. παροξυσμός [paroksismós] (ηΛη.) exa ltación, paroxismo, acceso, παροξύτονος [paroksítonos] (adj.) pa roxítono, acentuado en la penúltima sílaba. παροπλίζω [paroplídso] (v.) desarmar un buque, παρόραμα [parórama] (nVn.) errata, descuido, desacierto, παροργίζω [parorguídso] (v.) enojar, provocar, irritar, παρόργιση [parórguisi] (n./f.) provo cación. παρόρμηση [parórmisi] (n./f.) impul so, deseo, παρορμητικός [parormiticós] (adj.) impulsivo, compulsivo, παρότρυνση [parótrinsi] (n./f.) incita ción, estimulo, παροτρύνω [parotríno] (v.) incitar, promover, empujar, estimular, παρουσία [parusía] (η Λ ) 1: presencia, acudimiento, 2: apariencia, aspecto, παρουσιάζω [parusiádso] (v.) presen tar, exponer, ofrecer, παρουσίαση [parusíasi] (nyf.) presen tación, exposición · παρουσίαση β ι βλίου- presentación de libro, παρουσιάσιμος [parusiásimos] (adj.) presentable, παρουσιαστικό [parusiasticó] (n./n.) presencia, apariencia, aspecto físico, παροχέτευση [parojétefsi] (nVf.) cana lización, conducción, παροχετεύω [parojetévo] (v.) canali zar, conducir, παροχή [parojí] (ηΛ.) 1: prestación, 2: suministro, 3: subsidio · παροχή υπηρεσιών- prestación de servicios
• παροχή ρεύματος- suministro de electricidad, πάρσιμο [pársimo] (n./n.) toma, cap tura. παρτενέρ [partenér] (n./m.+f.) pareja, compañero, παρτέρι [partéri] (n./n.) arriate, par terre. παρτίδα [partida] (η Λ ) 1: partida, lote, 2: (metáf.) relación · παρτίδα σκάκι- partida de ajedrez · δεν θέλω va έχω παρτίδες μ α ζί το υ- no quiero tener relaciones con él. παρτιτούρα [partitúra] (η Λ ) (Mús.) partitura, πάρτι [párti] (n./n.) fiesta, παρυδάτιος [paridátios] (adj.) acuá tico. παρυφή [parifí] (ηΛ.) orilla, bordillo, παρωδία [parodia] (η Λ ) parodia, παρών [parón] (adj.) presente, παρωνύμια [paronimia] (n./f.) apodo, mote. παρωνύμιο [paronímio] (nVn.) apodo, mote. παρωνυχίδα [paronijída] (n./f.) cutí cula. παρωπίδα [paropída] (n./f.) anteojera, παρωτίτιδα [parotítida] (ηΛ.) papera, πας, πάσα, παν [pas, pása, pan] (pron.) cada uno, todo, πασάλειμμα [pasálima] (ηΛι.) unto, unción. πασαλείφω [pasalífo] (v.) embadur nar, untar, rebozar, πασαρέλα [pasaréla] (nyf.) pasarela, πασάς [pasás] (n./m.) pachá, bajá, πασατέμπος [pasatémbos] (n./m.) pipa de calabaza, πασίγνωστος [pasígnostos] (adj.) co nocido, famoso, afamado, célebre, notorio. πασίδηλος [pasídilos] (adj.) evidente, obvio, aparente, claro.
πάτριος πασιέντσα [pasiéntsa] (nyf.) (juego de naipes) solitario, πάσο [páso] (n ,/n.) 1: paso, 2: (abono) salvoconducto, πασπαλίζω [paspalídso] (v.) espolvo rear. πασπατευτά [paspateftá] (adv.) a tien tas. πασπατευτός [paspateftós] (adj.) pal pable. πασπατεύω [paspatévo] (v.) manosear, πάσσαλος [pásalos] (n7m.) poste, palo, asta, πασσάλωμα [pasáloma] (n./n.) pali zada. πάστα [pásta] (nyf.) pasta, pastel, παστέλι [pastéli] (nVn.) turrón griego de miel y ajonjolí, παστερίωση [pasteríosi] (nyf.) pasteu rización, esterilización parcial, παστεριώνω [pasterióno] (v.) pasteurizar, pasterizar, παστίλια [pastília] (n./f.) pastilla, gra gea. παστός [pastós] (adj.) salado, παστουρμάς [pasturmás] (n./m.) ce cina. πάστρα [pástra] (n7f.) limpieza, niti dez. παστρεύω [pastrévo] (v.) 1: limpiar, 2: (coloq.) matar, παστρικιά [pastriquiá] (n./f.) (coloq.) prostituta, παστρικός [pastricós] (adj.) 1: limpio, 2: (coloq.) sinvergüenza, πάστωμα [pástoma] (nJn.) salazón, παστώνω [pastóno] (v.) salar. Πάσχα [pásja] (n7n.) Pascua, πασχαλιά [pasjaliá] (n7f.) (Bot.) lila, πασχαλινός [pasjalinós] (adj.) pascual, de Pascua · πασχαλινά έθ ιμ α - cos tumbres pascuales, πασχαλίτσα [pasjalítsa] (n./f.) (Zool.) mariquita.
πασχίζω [pasjídso] (v.) esforzarse, afa narse, luchar, forcejar, πάσχω [pásjo] (v.) padecer, sufrir, ado lecer · πασχαλινά έθ ιμ α - costumbres de Pascua, πάταγος [pátagos] (n./m.) 1: ruido, es tampida, estruendo, golpe fuerte, 2: efecto, impresión, παταγώδης [patagódis] (adj.) estruen doso · παταγώδης αποτυχία- fraca so estruendoso, πατάκι [patáqui] (nVn.) felpudo, πατάρι [patári] (n7n.) desván, πατάσσω [patáso] (v.) castigar severa mente, reprimir, πατάτα [patáta] (n./f.) patata, papa, πατέρας [patéras] (n7m.) padre · flá τερ ημώ ν- padrenuestro, πατερίτσα [paterítsa] (nyf.) muleta, πάτημα [pátima] (n7n.) 1: huella, pisa da, paso, 2: (coloq.) excusa, pretexto, ocasión · δίνω πάτημα- dar ocasión, πατημασιά [patimasiá] (n./f.) pisada, huella. πατικώνω [paticóno] (v.) presionar, apretar. πατινάζ [patináds] (n./n.) patinaje, πατινάρω [patináro] (v.) patinar, πατίνι [patíni] (n7n.) patín, patinete, πάτος [pátos] (n7m.) fondo, suela, πατούσα [patúsa] (nVf.) planta (del pie). πατριαρχείο [patriarjío] (nVn.) patria rcado. πατριάρχης [patriárjis] (nVm.) patriar ca. πατριαρχικός [patriarjicós] (adj.) pa triarcal. πατρίδα [patrída] (nVf.) patria, país, país de origen, πατρικός [patricós] (adj.) paternal, paterno. πάτριος [pátrios] (adj.) ancestral, pa terno · π άτριο έδαφ ος- tierra ances tral.
869
πατριός πατριός [patriós] (nym.) padrastro, πατριώτης [patriótis] (n./m.) patriota, compatriota, πατριωτικός [patrioticós] (adj.) pa triótico. πατριωτισμός [patriotismós) (n./m.) patriotismo, civismo, πατρογονικός [patrogonicós] (adj.) ancestral, paternal, πατροκτονία [patroctonía] (n./f.) pa rricidio. πατροκτόνος [patroctónos] (nym.) pa rricida. πατρόν [patrón] (nyn.) patrón, mode lo. πατροπαράδοτος [patroparádotos] (adj.) tradicional, típico, propio, con sabido. πατρότητα [patrótita] (n./f.) paterni dad. πάτρωνας [pátronas] (nym.) patroci nador, patrono, jefe, πατρωνία [patronía] (nyf.) patronato, πατρώνυμο [patrónimo] (n./n.) apelli do del padre, πατσαβούρα [patsavúra] (n./f.) 1: tra po, guiñapo, 2: (coloq.) mujerzuela. πατσάς [patsás] (n./m.) mondongo, πάτσι [pátsi] (adv.) en paz, empate, πατώ [pató] (v.) 1: pisar, 2: apretar, πάτωμα [pátoma] (nyn.) suelo, piso, πατώνω [patóno] (v.) tocar fondo, παύλα [pávla] (n./f.) guión · τελεία και παύλαΐ- ¡punto!, παύση [páfsi] (nyf.) cese, pausa, inte rrupción. παυσίπονος [pafsíponos] (adj.) cal mante, analgésico, παύω [pávo] (v.) 1: cesar, acabar, pa rar, terminar, concluir, 2: boquear, 3: callar. παφλάζω [pafládso] (v.) burbujear, hervir, borbotear, chapalear, chapo tear.
παφλασμός [paflasmós] (nym.) bur bujeo, chapaleo, chapoteo, παχαίνω [pajéno] (v.) engordar, cebar, sainar. πάχνη [pájni] (nyf.) escarcha, πάχος [pájos] (n./n.) grasa, grosor, go rdura, espesor, παχουλός [pajulós] (adj.) gordito, re gordete, gordo, carnoso, παχύδερμος [pajídermo] (adj.) paqui dermo, insensible, παχύρρευστος [pajírefstos] (adj.) vi scoso · παχύρρευστη κόλλα- pega mento viscoso, παχύς [pajís] (adj.) grueso, gordo, obe so, espeso · παχύ έν τερ ο - intestino grueso. παχυσαρκία [pajisarquía] (n./f.) obesi dad, grosor, gordura, παχύσαρκος [pajísarcos] (adj.) obeso, grueso. πάω, πηγαίνω [páo, piguéno] (v.) ir a. πεδιάδα [pediáda] (nyf.) llanura, llana da, campo, planicie, πεδικλώνω [pediclóno] (v.) engrillar, πέδιλο [pédilo] (n./n.) 1: (calzado) san dalia, 2: (Mús.) pedal, πεδινός [pedinós] (adj.) llanero, nive lado, raso, πεδίο [pedio] (nyn.) 1: campo, terreno, 2: alcance, ámbito · πεδίο μάχηςcampo de batalla, πεζεύω [pedsévo] (v.) desmontar, πεζικό [pedsicó] (nyn.) infantería, πεζογραφία [pedsografía] (nyf.) pro sa. πεζογράφος [pedsográfos] (nym.+f.) prosista. πεζοδρόμιο [pedsodrómio] (nyn.) ace ra, vereda, calzada, πεζόδρομος [pedsódromos] (n./m.) calle peatonal, πεζοναύτης [pedsonáftis] (nym.) in fante de marina.
870
πέλαγος πεζοπορία [pedsoporfa] (n./f.) mar cha, camino, andadura, paseo, πεζοπόρος [pedsopóros] (adj.) cami nante, andante, andador, andarín, πεζός [pedsós] (adj.) peatón, pedestre, 2: prosaico, πεζότητα [pedsótita] (nyf.) prosaí-smo. πεζούλι [pedsúli] (n./n.) parapeto, πεθαίνω [pecéno] (v.) morir(se), ago nizar, fallecer, πεθαμένος [pezaménos] (adj.) muer to, fallecido, difunto, finado, πεθερά [pecerá] (nVf.) suegra, πεθερικά [pecericá] (n./n.) pl. suegros, πεθερός [pecerós] (n./m.) suegro, πειθαναγκάζω [pizanagkádso] (v.) obli gar, forzar, coaccionar, persuadir con fuerza. πειθαναγκασμός [pizanagkasmós] (n7f.) coacción, persuasión con fuerza, πειθαρχία [pizarjía] (n./f.) disciplina, obediencia, templanza, πειθαρχικός [pizarjicós] (adj.) discipli nario, disciplinado, obediente, πειθαρχώ [pizarjó] (v.) disciplinar, ser disciplinado, obedecer, πειθήνιος [picínios] (adj.) dócil, sumi so, manso, πείθω [pízo] (v.) convencer, persuadir, πειθώ [pizó] (n./f.) persuasión, con vencimiento, πείνα [pina] (n./f.) 1: hambre, 2: cares tía, pobreza, penuria, 3: deseo, gana, πειναλέος [pínaléos] (adj.) famélico, πεινασμένος [pinasménos] (adj.) hambriento, famélico, deshambrido, πεινώ [pinó] (v.) tener hambre, anto jarse. πείρα [pira] (n./f.) experiencia, destre za, pericia · μιλάω εκ πείρας- hablar por experiencia, πείραγμα [píragma] (n./n.) molestia, fastidio. πειράζω [pirádso] (v.) molestar, fasti 871
diar, chinchar, contrariar, acosar, πείραμα [pírama] (n./n.) 1: experime nto, 2: ensayo, πειραματίζομαι [piramatídsome] (v.) 1: experimentar, hacer experime ntos, 2: ensayar, πειραματικός [piramaticós] (adj.) ex perimental, probatorio · π ειραματι κό σχολείο- escuela experimental, πειραματισμός [piramatismós] (n./m.) experimentación, πειρασμός [pirasmós] (nym.) tenta ción · αντισ τέκομ αι στον πειρασμόresistir la tentación, πειρατεία [piratía] (n./f.) piratería, πειρατής [piratís] (n./m.) pirata, corsa rio, bucanero, πειρατικός [piraticós] (adj.) pirata, pi rático. πειραχτήρι [pirajtíri] (n./n.) guasón, bromista. πειραχτικός [pirajticós] (adj.) molesto, ofensivo. πείσμα [písma] (n7n.) obstinación, terquedad, cabezonería · κάνω πεί σμ ατα- ser tenaz, πεισματάρης [pismatáris] (adj.) obsti nado, terco, cabezón, tenaz, testaru do, cabeza cuadrada, πεισματικά [pismaticá] (adv.) obstina damente, con terquedad, πεισμώνω [pismóno] (v.) obstinarse, πειστήριο [pistírio] (n./n.) prueba, evidencia, comprobación · τα πει σ τήρια του εγκλήματος- la prueba del crimen, πειστικός [pisticós] (adj.) convincente, persuasivo · πειστικό επιχείρημαargum ento convincente, πειστικότητα [pisticótita] (n./f.) con vicción, persuasión, πελαγοδρομία [pelagodromía] (nyf.) navegación, crucero, πέλαγος [pélagos] (n./n.) mar, alta
πελαγώνω mar. πελαγώνω [pelagóno] (ν.) agobiarse, angustiarse, πελαργός [pelargós] (n./m.) cigüeña, πελατεία [pelatía] (nVf.) clientela, πελάτης [pelátis] (n./m.) cliente, πελεκάνος [pelecános] (nVm.) (Zool.) pelícano, πελέκι [peléqui] (nVn.) hacha, πελεκούδι [pelecúdi] (nVn.) astilla, es quirla. πελεκώ [pelecó] (v.) cortar, tallar, πέλμα [pélma] (n7n.) planta del pie, suela. πελότα [pelóta] (nVf.) acerico, πελτές [peltés] (nym.) confitura, pasta (de tomate). πελώριος [pelórios] (adj.) enorme, co losal, gigantesco, grandísimo. Πέμπτη [pémpti] (nVf.) jueves, πέμπτος [pémptos] (adj.) quinto, πεμπτουσία [pemptusía] (nVf.) qui ntaesencia, πέμπω [pémbo] (v.) mandar, enviar, πένα [péna] (n./f.) pluma, cejilla, πενήντα [penínda] (núm.) cincuenta, πενθήμερος [pencímeros] (adj.) de cinco días, πένθιμος [péncimos] (adj.) fúnebre, funeral, lúguble, funéreo, de duelo · πένθιμο εμ β α τήρ ιο - canto fúnebre, πένθος [pénzos] (n7n.) luto, duelo, lamento. πενθώ [penzó] (v.) estar de luto, llevar luto, acongojarse, querellarse, πενία [penía] (n./f.) indigencia, depri vación. πενιχρός [penijrós] (adj.) pobre, mo desto, escaso, deficiente, exiguo, πένσα [pénsa] (n7f.) alicate, tenaza, πεντάγραμμο [pendágramo] (n7n.) (Mús.) pentagrama, πεντάγωνο [pendágono] (n7n.) pen tágono.
πενταετία [pendaetía] (n./f.) quinque nio. πεντακόσια [pendacósii] (núm.) qui nientos. πεντακοσιοστός [pendacosiostós] (adj.) quingentésimo, πεντάλ [pendál] (nVn.) pedal, πεντάμορφος [pendámorfos] (adj.) hermosísimo, guapísimo, πενταπλασιάζω [pendaplasiádso] (v.) quintuplicar, πενταπλάσιος [pendaplásios] (adj.) quíntuplo, πεντάρι [pendári] (nVn.) cinco, πενταροδεκάρες [pendarodecáres] (n7f.) pl. 1: calderilla, 2: (coloq.) poco dinero, πέντε [pénde] (núm.) cinco, πεντηκοστός [pendicostós] (adj.) quin cuagésimo, πέος [péos] (n7n.) pene, πεπειραμένος [pepiraménos] (adj.) experimentado, experto, perito, dies tro. πεπεισμένος [pepisménos] (adj.) con vencido, confiado, πεπερασμένος [peperasménos] (adj.) finito. πέπλο [péplo] (n7n.) velo, πεποίθηση [pepícisi] (nVf.) convi cción, convencimiento, certeza, cer tidumbre, seguridad, πεπόνι [pepóni] (n7n.) melón, πεπραγμένα [pepragména] (nyf.) pl. actas. πεπρωμένο [peproméno] (nVn.) de stino, sino, hado, πεπτικός [pepticós] (adj.) digestivo · πεπτικό σ ύσ τημα- sistema digesti vo. πέρα [péra] (adv.) 1: más allá, al otro lado, 2: aparte de. περαιτέρω [peretéro] (adv.) más, más allá · έφ τασ α στο μ η περαπέρω - lle
872
περιδιάβασμα gué a mi límite · ζήτησα περαιτέρω πληροφορίες- he pedido más infor maciones, ηεραίωση [peréosi] (n./f.) termina ción. πέρας [péras] (n./n.) fin, final, término, πέρασμα [pérasma] (n7n.) 1: paso, pa saje, 2: camino, senda, περασμένος [perasménos] (adj.) pa sado. περαστικός [perasticós] (adj.) pasaje ro, transitorio, huidizo, efímero, περατώνω [peratóno] (v.) llevar a cabo, terminar, concluir, acabar, ce sar. περάτωση [perátosi] (n./f.) término, conclusión, περβάζι [pervádsi] (nVn.) alféizar, an tepecho. περγαμηνή [pergaminí] (nyf.) perga mino. πέρδικα [pérdica] (n7f.) perdiz, περηφάνια [perifáña] (nyf.) orgullo, vanidad, arrogancia, περηφανεύομαι [perifanévome] (v.) enorgullecerse, περήφανος [perífanos] (adj.) orgullo so, engreído, vanidoso, altivo, arro gante, altanero, περί [perí] (prep.) de, acerca de, sobre, alrededor · μίλαγε περί ανέμω ν και υδάτω ν- a) hablaba en general, b) hablaba en común, περιαυτολογία [periaftologuía] (n./f.) elogio de sí mismo, περιαυτολογώ [periaftologó] (v.) ja ctarse, pavonearse, vanagloriarse, fanfarrorear. περιβάλλον [periválon] (n./n.) 1: am biente, entorno, 2: medio ambiente, περιβάλλω [periválo] (v.) rodear, en volver, abrazar, vestir, circundar, cer car, abrazar, περίβλεπτος [perívleptos] (adj.) sa
liente, eminente, notable, visible · β ρίσ κετα ι σε περίβλεπτη θέση- está en un lugar visible, περίβλημα [perívlima] (n./n.) envol tura, vaina, cubierta, revestido, cá scara. περιβόητος [perivóitos] (adj.) afama do, conocido, famoso, célebre, περιβολάρης [perivoláris] (n./m.) hor telano. περιβολή [perivolí] (n./f.) vestimenta, atuendo, indumentaria · επίσημη περιβολή- vestimenta formal, περιβόλι [perivóli] (nVn.) huerto, huer ta, vergel. περίβολος [perívolos] (n./m.) recinto, cerco. περιβρέχω [perivréjo] (v.) rociar, περιγέλασμα [periguélasma] (n7n.) irrisión, burla, περιγέλαστος [periguélastos] (adj.) ri dículo. περίγελος [períguelos] (n./m.) hazme rreír, adefesio, ridiculez, περιγελώ [perigueló] (v.) burlar(se) (de), reírse (de), ridiculizar (a), περιγιάλι [periguiáli] (nVn.) playa, orilla. περίγραμμα [perígrama] (n./f.) con torno, perfil, περιγραφή [perigrafí] (nyf.) descrip ción, narración, reseña, περιγραφικός [perigraficós] (adj.) de scriptivo, representativo, figurativo · περιγραφικό ύφος- estilo descripti vo. περιγράφω [perigráfo] (v.) describir, circunscribir, representar, reseñar, περίγυρος [períguiros] (n7m.) entor no, contorno, ambiente · κοινωνικός περίγυρος- entorno social, περιδέραιο [peridéreo] (n./n.) collar, περιδιάβασμα [peridiávasma] (n7n.) paseo.
873
περιδρομιάζω περιδρομιάζω [peridromiádso] (ν.) tra gar, engullir, comer con glotonería, περιεκτικός [periecticós] (adj.) denso, de gran capacidad, compendioso, compacto, περιεργάζομαι [periergádsome] (v.) examinar, escudriñar, περιέργεια [periérguia] (n./f.) 1: curio sidad, sed de saber, rareza, extrañeza • ρώ τησε από περιέργεια- preguntó por curiosidad, περίεργος [períergos] (adj.) 1: curioso, indiscreto, 2: raro, extraño, περιεχόμενο [períejómeno] (nVn.) contenido, tema, περιέχω [periéjo] (v.) contener, ence rrar, comprender, englobar, incluir, adjuntar. περίζηλος [perídsilos] (adj.) envidia ble. περιζήτητος [peridsítitos] (adj.) muy solicitado, rebuscado, περιηγητής [periiguitís] (n7m.) trota mundos, viajero, turista, περιθάλπω [perizálpo] (v.) asistir, cui dar, ayudar, περίθαλψη [perízalpsi] (n7f.) asi-stencia, cuidado, amparo, socorro · υγειονομι κή περίθαλψη- asistencia sanitaria, περιθωριακός [perízoriacós] (adj.) mar ginal. περιθώριο [perizório] (n./n.) margen, borde · ζω σ το περιθώ ριο- vivir al margen · βάζω σ το περιθώ ριο- de jar al margen, περικάλυμμα [pericálima] (n7n.) cu bierta, envoltura, περικεφαλαία [periquefaléa] (nA.) casco, περικλείω [periclío] (v.) encerrar, ro dear, abarcar, contener, comprender, incluir. περικόβω [pericóvo] (v.) recortar, re ducir, disminuir, περικοκλάδα [pericocláda] (n./f.) (Bot.)
planta trepadora, περικοπή [perícopí] (n./f.) recorte, reducción, disminución · περικοπή μ ισθώ ν- recorte de sueldos, περικυκλώνω [periquiclóno] (v.) ro dear, circuir, circundar, cercar, περιλαβαίνω [perilavéno] (v.) regañar, reprender, περιλαίμιο [perílémio] (n7n.) collar, περιλάλητος [perilálitos] (adj.) céle bre, famoso, περιλαμβάνω [perilamváno] (v.) in cluir, contener, comprender, ence rrar. περίλαμπρος [perílambros] (adj.) bri llante, resplandeciente, περιληπτικός [perilipticós] (adj.) re sumido, extractado, sucinto, abre viado. περίληψη [perílipsi] (nyf.) resumen, compendio, extracto, sumario, sínte sis. περίλυπος [perílipos] (adj.) afligido, apenado, triste, dolorido, περιμαζεύω [perimadsévo] (v.) 1: re coger, acumular 2: (coloq.) controlar, περιμένω [periméno] (v.) esperar, aguardar · περιμένω το λεω φορείοesperar al autobús · περιμένω παι δί- esperar a un hijo · περίμενε μ ια σ τιγμ ή- ¡espera un momento!, περιμετρικός [perimetrícós](adj.) del perímetro, del contorno, περίμετρος [perímetros] (nVf.) perí metro, contorno, πέριξ [péríx] 1: (adv.) alrededor, 2: (prep.) alrededor, περιοδεία [periodía] (n7f.) gira, περιοδεύω [periodévo] (v.) hacer una gira, recorrer, περιοδικό [periodicó] (n./n.) revista, περιοδικός [periodicós] (adj.) perió dico. περίοδος [períodos] (nVf.) periodo,
874
περισσεύω fase, estadio, época, περιορίζω [periorídso] (v.) limitar, res tringir, reducir, περιορισμένος [periorisménos] (adj.) limitado. περιορισμός [periorismós] (n./m.) 1: limitación, restricción, reducción, 2: internamiento, encierro, περιοριστικός [perioristicós] (adj.) li mitativo, restrictivo, περιουσία [periusia] (n./f.) 1: bienes, 2: fortuna · ακίνητη περιουσία- bienes inmuebles · κινητή περιουσία- bie nes muebles · κληρονομώ μια περι ουσία- hereder una fortuna, περιοχή [periojí] (n7f.) región, distrito, zona. περιπαίζω [peripédso] (v.) ridiculizar, burlarse (de), mofarse (de), περιπαικτικός [peripecticós] (adj.) bur lón. περίπατος [perípatos] (n./m.) paseo, caminata, vuelta · κάνω έναν περί π ατο- dar un paseo, περιπέτεια [peripétia] (n./f.) aventura, peripecia, περιπετειώδης [peripetiódis] (adj.) lleno de aventuras, aventurado, aventurero, περιπίπτω [peripípto] (v.) incurrir, περιπλανιέμαι [periplañéme] (v.) va gar, deambular, vagabundear · πε ριπλανιέμαι στον κόσμο- vagar por el mundo, περιπλανώμενος [periplanómenos] (adj.) vagabundo, περιπλέκω [peripléco] (v.) complicar, embrollar, liar, intrincar, dejar per plejo, confundir, περιπλέω [peripléo] (v.) circunnave gar, costear, bordear la costa, περιπλοκή [periploquí] (nVf.) complica ción, complejidad, embrollo, enredo, περίπλοκος [períplocos] (adj.) com plicado, complejo, embrollado, en
redado. περίπλους [períplus] (n./m.) periplo, circunnavegación, περιποίηση [peripíisi] (n./f.) cuidado, atención, asistencia, περιποιητικός [peripiiticós] (adj.) cui dadoso, atento, mirado, afable, περιποιούμαι [peripiúme] (v.) cuidar, atender, asistir, περιπολία [peripolía] (nVf.) patrulla, ronda · κάνω περιπολία- hacer ron da. περιπολικό [peripolicó] (n./n.) vehícu lo policial, περίπολος [perípolos] (n./f.) patrulla, περιπολώ [peripoló] (v.) patrullar, ron dar. περίπου [perípu] (adv.) aproxima damente, más o menos, alrededor, cerca de. περίπτερο [períptero] (n./n.) 1: quio sco, estanco, 2: (exposición) pabe llón. περιπτερούχος [peripterújos] (n./m.) quiosquero, περίπτυξη [períptiksi] (n./f.) abrazo, abrazamiento, περίπτωση [períptosi] (nVf.) caso, cir cunstancia, ocasión · σπάνια περί πτω ση· caso raro, περίσκεψη [perísquepsi] (n./f.) pru dencia, precaución, circunspección, περισκόπιο [periscopio] (n./n.) peri scopio. περισπασμός [perispasmós] (n./m.) distracción, despiste, inadvertencia, περισπώ [perispó] (v.) distraer, περισπωμένη [perispoméni] (nVf.) acento cincunflejo. περίσσεια [perísia] (nVf.) abundancia, περίσσευμα [perísevma] (nVn.) sobra, sobrante, exceso, demasía, περισσεύω [perisévo] (ν.) 1: sobrar, quedar, 2: sobreabundar, exceder.
875
περίσσιος περίσσιος [perísios] (adj.) excedente, abundante, superfluo, sobrante, περισσότερο [perisótero] (adv.) más . μ ου αρέσει όλο και περισσότεροm e gusta cada vez más. περισσότερος [perisóteros] (adj.) más. περίσταση [perístasi] (nyf.) circun stancia, ocasión, acontecimiento coyuntura, περιστασιακός [peristasiacós] (adj.) cir cunstancial, ocasional, περιστατικό [peristaticó] (nyn.) inci dente, acontecimiento, caso, suceso, περιστέλλω [peristélo] (v.) limitar, res tringir, reducir, acortar · περιστέλλω τα έξοδ α της επιχείρησης- limitar los gastos de la empresa, περιστέρα [peristéra] (nyf.) (Zoo!.) pa loma (hembra). περιστέρι [peristéri] (nyn.) (Zool.) pa loma. περ«στερώνας [peristerónas] (n/m.) pa lomar. περιστοιχίζω [peristijídso] (v.) rodear, circundar, cercar, περιστολή [peristolí] (nyf.) restricción, limitación, περιστρέφω [peristréfo] (v.) girar, ro tar, dar vueltas, περιστροφή [peristrofí] (nyf.) giro, ro tación, vuelta, περιστροφικός [peristroficós] (adj.) giratorio, rotativo, rotatorio, περίστροφο [perístrofo] (nyn.) revól ver, pistola, περιστύλιο [peristílio] (nyn.) peristilo, claustro. περισυλλέγω [perisilégo] (v.) recoger, recolectar, περισυλλογή [perisiloguí] (nyf.) 1: re cogida, recolección, 2: meditación, reflexión. περισφίγγω [perisfígko] (v.) ceñir, es trechar.
περισώζω [perisódso] (v.) salvar, recu perar, rescatar, recobrar, conservar, περιτειχίζω [peritijídso] (v.) amurallar, περίτεχνος [perítejnos] (adj.) 1: recar gado, 2: florido, περιτομή [peritomí] (nyf.) circuncisión, περιτονίτιδα [peritonítida] (nyf.) pe ritonitis. περίτρανος [perítranos] (adj.) evide nte, obvio, manifiesto, claro, περιτριγυρίζω [peritriguirídso] (v.) ro dear, cercar, περίτρομος [perítromos] (adj.) aterro rizado, asustado, περιτροπή [peritropí] (nyf.) turno · εκ περηροπής- por turnos, περιττολογώ [peritologó] (v.) hablar de más. περιττός [peritós] (adj.) superfluo, de más, inútil, innecesario, περίττωμα [perítoma] (nyn.) excre mento. περιτύλιγμα [peritíligma] n. envoltu ra, envoltorio, περιτυλίγω [peritilígo] (v.) envolver, liar. περιτύλιξη [peritíliksi] (nyf.) envoltu ra. περιφέρεια [periféria] (nyf.) 1: contor no, periferia, circunferencia, 2: distri to, comarca · εκλογική περιφέρειαdistrito electoral, περιφερειακός [periferiacós] (adj.) 1: periférico, 2: regional, περιφέρομαι [periférome] (v.) vagar, callejear. περίφημα [perífima] (adv.) perfecta mente. περίφημος [perífimos] (adj.) 1: famo so, célebre, 2: esplendido, περίφοβος [perífovos] (adj.) temero so. περιφορά [periforá] (n./f.) procesión, traslación.
876
πετρώδης περίφραγμα [perífragma] (n./n.) cer cado, seto, cerca, περίφραζη [perífraksi] (nyf.) vallado, περίφραση [perífrasi] (n./f.) (Gram.) perífrasis. περιφραστικός [perifrasticós] (adj.) (Gram.) perifrástico, περιφράσσω [perifrádso] (v.) vallar, ta piar. περιφρόνηση [perifrónisi] (nyf.) des precio, desdén, menosprecio, περιφρονητικός [perifroniticós] (adj.) despreciativo, despreciador, desde ñoso. περιφρονώ [perifronó] (v.) despreciar, menospreciar, desdeñar, περιφρουρώ [perifruró] (v.) guardar, proteger, salvaguardar, περίχαρος [períjaros] (adj.) contentísi mo, jubiloso, περίχωρα [períjora] (n./n.) pl. alrede dores, inmediaciones, afueras, περιωπή [periopí] (nyf.) de gran valía, distinción · δεν είναι περιωπής- no es de gran valía, πέρκα [pérca] (nyf.) (Zool.) perca, περμανάντ [permanánt] (nyf.) perma nente. περνώ [pernó] (v.) pasar, atravesar, so brepasar. περονιάζω [peroniádso] (v.) pinchar, περονόσπορος [peronósporos] (n./m.) mildiú. Περουβιανός [peruvianós] (adj.) pe ruano. περουζές [perudsés] (nym.) turquesa, περούκα [perúca] (nyf.) peluca, περπάτημα [perpátima] (n./n.) mar cha, andar, περπατώ [perpató] (v.) andar, cami nar, pasear, περσίδα [persída] (nyf.) persiana, περσικός [persicós] (adj.) persa, περσινός [persinós] (adj.) del año pa
sado. πέρυσι [périsi] (adv.) el año pasado, πέσιμο [pésimo] (n./n.) caída, bajada, caimiento, descenso, πέσο [péso] (n./n.) (moneda) peso, πεσκέσι [pesquési] (nyn.) regalo, πέστροφα [péstrofa] (nyf.) (Zool.) tru cha. πέταγμα [pétagma] (nyn.) 1: (avión) vuelo, 2: (tirar) tirada, πετάλι [petáli] (nyn.) pedal, πεταλίδα [petalída] (nyf.) (Zool.) lapa, πέταλο [pétalo] (nyn.) herradura, cas co, pétalo, πεταλούδα [petalúda] (nyf.) maripo sa. πεταλώνω [petalóno] (v.) herrar, πεταλωτής [petalotís] (nym.) herra dor. πέταμα [pétama] (nyn.) acción de ti rar, tirada, πεταχτός [petajtós] (adj.) vivaz, sa liente. πετεινός [petinós] (nym.) gallo, πέτο [péto] (n./n.) solapa, πετονιά [petoñá] (nyf.) sedal, πέτρα [pétra] (nyf.) piedra, pedrusco. πετράδι [petrádi] (n./n.) piedra pre ciosa. πετραχήλι [petrajíli] (nyn.) estola. πετρελαιαγωγόςίρθίΓθΙθβςοςόΒ] (nym.) oleoducto, que produce petróleo, πετρέλαιο [petréleo] (nyn.) petróleo, πετρελαιοκηλίδα [petreleoquilída] (nyf.) marea negra, πετρελαιοπηγή [petreleopiguí] (nyf.) pozo petrolero, πετρελαιοφόρος [petreleofóros] (adj.) petrolífero, petrolero, πετριά [petriá] (nyf.) pedrada, πέτρινος [pétrinos] (adj.) de piedra, pétreo, pedregoso, rocoso, πετροβολώ [petrovoló] (v.) apedrear, πετρώδης [petródis] (adj.) pedregoso,
877
πέτρωμα rocoso. πέτρωμα [pétroma] (η./η.) 1: petrifica ción, 2: roca, πετρώνω [petróno] (v.) petrificar(se), quedarse de piedra, πέτσα [pétsa] (nyf.) 1: (general) costra, corteza, 2: (alimentos) nata , 3: (per sonas) piel, πετσέτα [petséta] (n./f.) 1: (baño) toa lla, 2: (para comer) servilleta, πετσί [petsí] (n./n.) cuero, piel, pellejo, πέτσινος [pétsinos] (adj.) de cuero, πετσοκόβω [petsocóvo] (v.) despelle jar, tajar. πετυχαίνω [petijéno] (v.) 1: acertar, 2: tener éxito, conseguir, lograr, πετυχημένος [petijiménos] (adj.) 1: acertado, 2: de éxito, exitoso, logra do. πετώ [petó] (ν.) 1: (avión) volar, 2: tirar, echar, arrojar, πεύκο [péfco] (n./n.) pino, πευκόδασος [pefcódasos] (n7m.) pi nar. πέφτω [péfto] (v.) caer(se), tirarse, de rrumbarse, hundirse, πέψη [pépsi] (n7f.) digestión, πηγάδι [pigádi] (n./n.) pozo, πηγάζω [pigádso] (v.) emanar (de), di manar (de), surgir (de), brotar (por), tener origen, provenir (de), πηγαιμός [piguemós] (n./m.) ida. πηγαινέλα [piguenéla] (n7n.) trajín, ida y vuelta, vaivén, ajetreo, πηγαινοέρχομαι [piguenoérjome] (v.) ir y venir, ajetrearse, πηγαίνω [piguéno] (v.) ir(se). πηγαίος [piguéos] (adj.) congénito, natural, espontáneo · πηγαίο τα λέ ντο- talento congénito. πηγή [piguí] (nVf.) 1: fuente, manantial, 2: recurso · πηγή ενέργειας- fuente de energía · πηγή πλούτου- fuente de riqueza.
πηγούνι [pigúni] (n./n.) mentón, bar billa. πηδάλιο [pidálio] (n./n.) timón, πηδαλιούχος [pidaliújos] (n7m.) timo nel. πήδημα [pídima] (n./n.) salto, brinco, πηδώ [pidó] (v.) 1: saltar, brincar, reto zar, 2: (coloq.) follar, πήζω [pídso] (v.) 1: coagular(se), espesar(se), 2: (gente) cuajar(se), apelotonar, abarrotar, πηκηκότητα [picticótita] (n7f.) coagu lación. πηλήκιο [pilíquio] (n./n.) gorra, πηλίκο [pilíco] (n7n.) (M at.) cociente, πήλινος [pílinos] (adj.) de arcilla, de barro. πηλοπλάστης [piloplástis] (n7m.) al farero. πηλοπλαστική [piloplastiquí] (n7f.) al farería. πηλός [pilós] (nVm.) arcilla, barro, πηλοφόρι [pilofóri](n7n.) cuezo, πηνίο [pinío] (n./n.) carrete, bobina, πήξη [píksi] (n./f.) coagulación, agluti nación, espesamiento, πήχης [píjis] (n./m.) antebrazo, πηχτός [pijtós] (adj.) espeso, denso, pastoso, tupido, πια [pia] (adv.) más, ya. πιανίστας [pianistas] (n7m.) pianista, πιάνο [piáno] (nVn.) piano, πιάνω [piáno] (v.) 1: coger, agarrar, sugetar, 2: atrapar, pillar, πιάσιμο [piásimo] (n./n.) captura, acción de coger, πιατάκι [piatáqui] (n./n.) platillo, πιατέλα [piatéla] (n./f.) plato llano, fuente. πιατικά [piaticá] (n./n.) pl. vajilla, πιάτο [piáto] (n./n.) plato · πλυντήριο πιάτω ν- a) lavavajillas, b) lavaplatos, πιάτσα [piátsa] (nyf.) plaza, parada de taxis.
878
πισινός πιγκουΐνος [pigkuínos] (n./m.) pin güino. πίδακας [pídacas] (nVm.) surtidor, πιέζω [piédso] (v.) 1: presionar, apre tar, oprimir, 2: apremiar, apurar, πίεση [píesi] (n./f.) presión, tensión, empuje · α τμ οσφ αιρ ική πίεση- pre sión atmosférica · υψηλή πίεση- pre sión alta. πιεστήριο [piestírio] (nVn.) prensa, πιεστικός [piesticós] (adj.) opresivo, agobiante, apremiante, πιέτα [piéta] (nyf.) pliegue, πιθαμή [pizamí] (n7f.) palmo, πιθανολογώ [pizanologó] (v.) especu lar, conjeturar, πιθανός [pizanós] (adj.) probable, posible, factible · όλα είναι πιθανάtodo es posible, πιθανότητα [pizanótita] (n7f.) proba bilidad, posibilidad, πιθανώς [pizanós] (adv.) probable mente, posiblemente, a lo mejor, tal vez, quizás, πιθάρι [pizári] (n./n.) tinaja, πιθηκάνθρωπος [picicánzropos] (nVm.) pitecántropo, πίθηκος [pícicos] (n./m.) mono, πικάντικος [picándicos] (adj.) picante, πικάπ [picáp] (n7n.) tocadiscos, πικετοφορία [piquetoforía] (n./f.) ma nifestación con pancartas, πίκρα [pícra] (nyf.) amargura, amar gor, sinsabor, sinsabor, πικραίνω [picréno] (v.) 1: (sabor) amar gar, 2: (a alguien) entristecer, afligir, πικρίζω [picrídso] (v.) amargar, saber a amargo, πικρίλα [pierda] (nyf.) amargor, πικροδάφνη [picrodáfni] (n7f.) (Bot.) adelfa. πικρός [picrós] (adj.) 1: (sabor) amar go, agrio, 2: doloroso, penoso · πι κρός καφές- café amargo · πικρή
αλήθεια - verdad dolorosa. πικρόχολος [picrójolos] (adj.) bilioso, arisco, malhumorado · πικρόχολο ασ τείο - chiste malintencionado, πιλάφι [piláfi] (n./n.) arroz cocido, πιλότος [pilótos] (n./m.) piloto, πίνακας [pínacas] (nVm.) 1: (obra de arte) cuadro, 2: (clase) pizarra, 3: (pe lículas/anuncios) cartelera, πινακίδα [pinaquída] (nyf.) 1: cartel, letrero, rótulo, 2: (vehículo) placa de matrícula, πινακοθήκη [pinacocíqui] (n7f.) pina coteca, galería, πινέζα [pinédsa] (n7f.) chincheta. πινέλο [pinélo] (n./n.) pincel, πίνω [pino] (v.) 1: beber, tomar, potar, 2: brindar · πίνω στην υγειά σου- es toy brindando a tu salud, πιο [pió] (adv.) más. πιόνι [pióni] (n./n.) peón, πιοτό [piotó] (n./n.) bebida, πίπα [pipa] (n./f.) pipa, πιπεράτος [piperátos] (adj.) picante, con sabor a pimienta, sazonado con pimienta. πιπέρι [pipéri] (n./n.) pimienta, pime ntón. πιπεριά [piperiá] (n./f.) pimiento «καυ τερή πιπεριά- pimiento picante, πιπίλα [pipila] (n./f.) chupe, chupete, πιπιλίζω [pipilídso] (v.) chupar, chupe tear · πιπιλίζω το μυαλό κάποιου- a) influir a alguien, b) meter a alguien ideas. πιπίζω [pipídso] (v.) piar, πίπισμα [pípisma] (nVn.) pío. πιρόγα [piróga] (nyf.) piragua, πίρος [piros] (n./m.) espita, πιρούνι [pirúni] (n7n.) tenedor, πισίνα [pisína] (n./f.) 1: piscina, 2: (Am. Latina) alberga, πισινός [pisinós] (adj.) trasero, poste rior.
879
πισινός πισινός [pisinós] (n./m.) trasero, pompi. πίσσα [pisa] (n./f.) alquitrán, brea, πισσώνω [pisóno] (v.) alquitranar, πίστα [pista] (n./f.) pista, salón de bai les. πιστευτός [pisteftós] (adj.) creíble, ve rosímil, plausible, πιστεύω [pistévo] (v.) 1: creer (en), considerar, 2: confiar (en), πίστη [pístí] (n./f.) 1: fe, creencia, 2: fi delidad, lealtad, convicción, πιστολάκι [pistoláqui] (n./n.) secador, πιστόλι [pistóli] (n./n.) pistola, revól ver. πιστολιά [pistoliá] (n./f.) tiro, disparo, pistoletazo, πιστοποίηση [pistopíisi] (n./f.) certifi cación. πιστοποιητικό [pistopiiticó] (n7n.) cer tificado, certificación · πιστοποιητικό γεννήσεως- certificado de nacimien to · πιστοποιητικό γάμου- certificado de matrimonio, πιστοποιώ [pistopió] (v.) certificar, atestiguar, atestar, πιστός [pistós] (adj.) 1: fiel, fidedigno, leal, 2: (Igl.) creyente, devoto · μένω πιστός σ τις ιδέες μου- soy fiel a mis ideas. πιστότητα [pistótita] (n./f.) fidelidad, lealtad. πιστώνω [pistóno] (v.) dar a crédito, fiar, abonar, acreditar · πιστώνω τον λογαριασμό- acreditar la cuenta, πίστωση [pístosi] (n./f.) crédito, finan ciación. πιστωτής [pistotís] (nVm.) acreedor, fiador. πιστωτικός [pstoticós] (adj.) de cré dito. πίσω [piso] (adv.) detrás, atrás · έμει να πίσω σ το διάβ α σμα - me quedé atras al estudio.
πίτα [pita] (n./f.) empanada, empana dilla, torta, πιτζάμα [pidsáma] (n./f.) pijama, πίτουρο [píturo] (n./n.) salvado, πιτσιλίζω [pitsilídso] (v.) salpicar, ro ciar. πιτσιρίκια [pitsiríquia] (n./n.) pl. chi quillería. πιτσιρίκος [pitsirícos] (n./m.) chiqui llo. πιτσούνι [pitsúni] (n7n.) (ZooI.) pichón, πιτυρίδα [pitirída] (nVf.) caspa, πλαγιά [plaguiá] (nVf.) ladera, falda, πλαγιάζω [plaguiádso] (v.) acostarse, tumbarse, echarse, πλαγιαστός [plaguiastós] (adj.) incli nado, tumbado, oblicuo, πλαγίαυλος [plaguíavlos] (n7m.) (Mús.) flauta travesera, πλάγιος [pláguios] (adj.) oblicuo, late ral, de lado, indirecto, πλαδαρός [pladarós] (adj.) blando, fofo, flácido. πλαδαρότητα [pladarótita] (n7f.) blan dura, flacidad. πλαζ [plads] (nyf.) playa, πλάθω [plázo] (v.) moldear, modelar, forjar. πλάι [plái] 1: (n7n.) lado, costado, flan co, 2: (adv.) al lado, πλαϊνός [plainós] (adj.) contiguo, πλαίσιο [plésio] (n7n.) marco, recua dro, cerco, bastidor, πλαισιώνω [plesióno] (v.) enmarcar, encuadrar, encajar, πλάκα [pláca] (n7f.) 1: placa, plancha, capa, losa, 2: broma, chiste, πλακάκι [placáqui] (n7n.) azulejo, la drillo, baldosa, πλακατζής [placadsís] (adj.) guasón, bromeador. πλακοστρώνω [placostróno] (v.) em baldosar, enlosar, πλακόστρωτος [placóstrotos] (adj.) em-
880
πλειοδοσία baldosado, enlosado, πλάκωμα [plácoma] (n./n.) 1: aplasta miento, 2: pesadilla, πλακώνω [placóno] (ν.) 1: aplastar, echarse encima, 2: acometer, asaltar, πλανεύω [planévo] (v.) engañar, se ducir. πλάνη [pláni] (n./f.) error, equívoco, ilusión, engaño, estafa, falsedad, πλανήτης [planítis] (nym.) planeta, πλανίδι [planídi] (n./n.) viruta, πλανίζω [planídso] (v.) cepillar, alisar, πλάνο [piáno] (n./n.) plano · σε πρώτο πλάνο- en primer plano, πλανόβιος [planóvios] (adj.) errante, vagabundo, πλανόδιος [planódios] (adj.) ambu lante, itinerante, viandante, buchonero · πλανόδιος πωλητής- vende dor ambulante, πλαντάζω [plandádso] (v.) entriste cerse). πλασάρισμα [plasárisma] (n./n.) pro moción. πλασάρω [plasáro] (v.) promover, promocionar. πλάση [plási] (n./f.) 1: creación, 2: uni verso, naturaleza, πλασιέ [plasié] (n./m.) representante, distribuidor, vendedor, πλάσμα [plásma] (n./n.) 1: criatura, 2: (Biol.) plasma, πλασματικός [plasmaticós] (adj.) 1: ficticio, irreal, 2: (Biol.) plasmático, πλάστης [plástis] (nym.) 1: creador, artificie, 2: (utensilio) rodillo, πλάστιγγα [plástigka] (n./f.) báscula, πλαστικό [plasticó] (nyn.) plástico, πλαστικοποίηση [plasticopíisi] (n./f.) plastificación. πλαστικοποιώ [plasticopió] (v.) plastificar. πλαστικός [plasticós] (adj.) plástico, de plástico. 881
πλαστικότητα [plasticótita] (n./f.) pla sticidad. πλαστογραφία [plastografía] (nyf.) falsi ficación. πλαστογράφος [plastográfos] (nym.+f.) falsificador, falsificadora, πλαστογραφώ [plastografó] (v.) falsi ficar. πλαστοπροσωπία [plastoprosopía] (nyf.) falsificación, falsedad, πλαστός [plastós] (adj.) falso, falsifica do, ficticio, simulado, πλαταίνω [platéno] (v.) ensanchar(se), ampliar(se), amplificar, πλάτανος [plátanos] (n./m.) platane ro πλατεία [platía] (n./f.) 1: plaza, 2: pla tea. πλάτη [pláti] (n./f.) 1: (cuerpo) espalda, espaldilla, 2: (general) dorso, 3: (mue ble) respaldo, πλατίνα [platina] (n./f.) platino, πλάτος [plátos] (n./n.) 1: ancho, an chura, 2: latitud, πλατσουρίζω [platsurídso] (v.) cha potear. πλατυποδία [platopodía] (nyf.) pies planos. πλατύς [platís] (adj.) ancho, anchuro so, amplio, ampón, holgado, πλατύσκαλο [platíscalo] (n./n.) rella no. πλατφόρμα [platfórma] (n./f.) plata forma. πλατωνικός [platonicós] (adj.) pla tónico · πλατωνικός έρω τας- amor platónico, πλατωνισμός [platonismós] (n./m.) platonismo, πλέγμα [plégma] (nyn.) red, complejo, plexo · ηλιακό πλέγμα- plexo solar, πλειάδα [pliáda] (n./f.) pléyade, πλειοδοσία [pliodosía] (nyf.) puja, li citación.
πλειοδότης πλειοδότης [pliodótis] (n./m.) mejor tajoso, beneficioso, postor, licitador, lucitante. πλεονεκτώ [pleonectó] (v.) aventajar, πλεονεξία [pleoneksía] (n./f.) avaricia, πλειοδοτώ [pliodotó] (v.) pujar, licitar, πλειονότητα [plionótita] (n./f.) mayo codicia. πλεούμενο [pleúmeno] (n./n.) barco, ría, pluralidad, πλειοψηφία [pliopsifía] (nyf.) mayoría πλερέζα [plerédsa] (n7f.) velo de luto, de votos. πλευρά [plevrá] (nyf.) lado, costado, πλειοψηφώ [pliopsifó] (v.) obtener la cara, parte · από τη ν πλευρά τουmayoría de votos, por su parte, πλειστηριάζω [plistiriádso] (v.) subas πλευρίζω [plevrídso] (v.) arrimarse, tar, vender en subasta, πλευρικός [plevricós] (adj.) lateral, πλειστηριασμός [plistiriasmós] (n./m.) πλευρίτιδα [plevrítida] (n7f.) pleuritis, subasta. πλευρό [plevró] n. lado, costado, cos πλείστος [plístos] (adj.) muchísimo, tilla · αρ ισ τερό πλευρό- lado izquier πλεκτάνη [plectáni] (nyf.) trama, ma do · στο πλευρό- al lado, quinación, confabulación, intriga, πλέω [pléo] (v.) navegar, πλεκτός [plectós] (adj.) tejido, trenza πληβείος [plivíos] (nVm.+f.) plebeyo, do, entrelazado, πληγή [pliguí] (nyf.) herida, lesión, πλέκω [pléco] (v.) tejer, hacer punto, llaga, úlcera · μ ην ξύνεις παλιές trenzar, entrelazar, urdir, tramar, πληγές- no me acuerdes heridas del πλένω [pléno] (v.) lavar, asear, fregar pasado. • πλένω σ το χέρι- lavar a mano · πλήγμα [plígma] (n7n.) golpe, palo, πλένω σ το πλυντήριο- lavar en la desventura, desdicha · δέχτηκα lavadora, ισχυρό πλήγμα- sufrí una desaven πλεξάνα [pleksána] (n./f.) ristra, tura fuerte, πλεξίδα [pleksída] (n./f.) trenza, πληγώνω [pligóno] (v.) herir, lesionar, lastimar, dañar, πλέξιμο [pléksimo] (n./n.) punto, cal ceta, trenzado, πληθαίνω [plicéno] (v.) acrecentar, au πλεξούδα [pleksúda] (nVf.) trenza, mentar, crecer, πλέον [pléon] (adv.) más, ya, otra vez · πλήθος [plízos] (n7n.) multitud, mu επιπλέον- además, chedumbre, πλεονάζω [pleonádso] (v.) exceder, πληθυντικός [plicindicós] (adj.) plu sobrar, estar de más, redundar, ral. πλεόνασμα [pleónasma] n. exceden πληθυσμός [plicismós] (n./m.) pobla te, sobrante, superávit, ción. πλεονασμός [pleonasmós] (n7m.) re πληθώρα [plizóra] (nyf.) abundancia, dundancia, exceso, abundancia, demasía, exceso, πλεοναστικός [pleonasticós] (adj.) suπληθωρισμός [plizorismós] (n./m.) in perfluo, de sobra, flación. πλεονέκτημα [pleonéctima] (n7n.) πληθωριστικός [plizoristicós] (adj.) ventaja, beneficio, inflacionario, inflaclonista. πλεονέκτης [pleonéctis] (n./m.) avari πληκτικός [plicticós] (adj.) aburrido, cioso, codicioso, monótono, soso, tedioso, πλεονεκτικός [pleonecticós] (adj.) ven πλήκτρο [plíctro] (nVn.) tecla. 882
πλους πληκτρολόγιο [plictrológuio] (n/n.) te clado. πληκτρολογώ [plictrologó] (v.) te clear. πλημμέλημα [plimélima] (n./n.) in fracción, delito, ofensa, πλημμελής [plimelís] (adj.) defectuo so. πλημμύρα [plimíra] (nVf.) inundación, anegación, anegamiento, πλημμυρίδα [plimirída] (n./f.) marea alta, pleamar, πλημμυρίζω [plimirídso] (v.) inundar, anegar, empantanar, apantanar, πλην [plin] (prep.) menos, excepto, salvo, fuera de, a menos de. πλήξη [plíksi) (n./f.) aburrimiento, te dio. πληρεξούσιο [plireksúsio] (n7n.) po der. πληρεξούσιος [plireksúsios] (adj.) apo derado. πλήρης [plíris] (adj.) completo, cum plido, lleno, entero, integral, integro, πληρότητα [plirótita] (nVf.) plenitud, totalidad. πληροφόρηση [plirofórisi] (n./f.) in formación, advertencia, πληροφορία [pliroforía] (n./f.) infor mación, informe, πληροφοριακός [pliroforiacós] (adj.) informativo, πληροφορική [pliroforiquí] (n7f.) in formática, πληροφοριοδότης [pliroforiodótis] (n./m.) informador, informante, πληροφορούμαι [pliroforúme] (v.) in formarse, enterarse de algo, πληροφορώ [pliroforó] (v.) informar, comunicar, avisar, hacer saber, πληρώ [pliró] (v.) llenar, colmar, cum plir. πλήρωμα [plíroma] (n./n.) 1: (avión) tripulación, 2: (nave) marinería, 3:
(general) personal, πληρωμή [pliromí] (nVf.) pago, paga, abono · επ ίπληρω μή- en pago, πληρώνομαι [plirónome] (v.) cobrar, πληρώνω [pliróno] (v.) pagar, abonar, saldar. πλήρως [plíros] (adv.) completamen te, totalmente, del todo, πληρωτέος [plirotéos] (adj.) pagade ro, a pagar, abonable, pagable · πλη ρω τέες οφειλές- deudas pagables, πληρωτής [plirotís] (n7m.) pagador, πλησιάζω [plisiádso] (v.) acercar(se), aproximar(se), allegarse, arrimar, πλησίασμα [plisíasma] (nVn.) aproxi mación. πλησιέστερος [plisiésteros] (adj.) más próximo, más cercano, al alcance, πλησίον [plisíon] 1: (n./n.) prójimo, semejante, 2: (adv.) cerca (de), junto (a), casi · αγάπα το ν πλησίον σουama a tu prójimo, πλήττω [plíto] (ν.) 1: golpear, apelear, pegar, herir, 2: aburrirse, fastidiarse, πλιάτσικο [pliátsico] (nVn.) botín, πλίθινος [plízinos] (adj.) de adobe, πλίνθος [plínzos] (n./f.) adobe, πλοηγία [ploiguía] (n./f.) pilotaje, πλοηγός [ploigós] (n./m.) capitán, na vegante, πλοηγώ [ploigó] (v.) pilotar, πλοιάριο [ploário] (n./n.) bote, chalu pa, pequeña embarcación, πλοίαρχος [plíarjos] (nVm.) capitán de navio. πλοίο [plío] (nVn.) barco, nave, navio, buque, bajel · πολεμικό πλοίο- bu que de guerra, πλοκάμι [plocámi] (n./n.) tentáculo, πλοκή [ploquí] (n./f.) trama, πλουμίδι [plumídi] (nVn.) adorno, πλουμιστός [plumistós] (adj.) ador nado. πλους [plus] (n7m.) travesía, trayecto.
883
πλουσιοπάροχος πλουσιοπάροχος [plusiopárojos] (adj.) abundante, generoso, πλούσιος [plúsios] (adj.) 1: (persona) rico, adinerado, acaudado, acomoda do, 2: (general) opulento, abundante, copioso, profuso, luguriante. πλουτίζω [plutídso] (v.) enriquecer(se). πλουτισμός [plutismós] (n./m.) enri quecimiento, πλουτοκρατία [plutocratía] (n./f.) plu tocracia. πλούτος [plútos] (nym.) 1: riqueza, 2: opulencia, abundancia · φυσικός πλούτος- riqueza natural, πλυντήριο [plindírio] (n./n.) lavadora • πλυντήριο πιάτω ν- lavavajillas/lavaplatos. πλύση [plísi] (nyf.) lavado · πλύση στομάχου- lavado gástrico, πλυσταριό [plistarió] (nyn.) lavadero, πλύστρα [plístra] (nyf.) lavandera, πλώρη [plóri] (nyf.) proa, πλωτάρχης [plotárjis] (nym.) capitán, πλωτός [plotós] (adj.) navegable, flo tante · πλωτή γέφυρα- puente na vegable. πνεύμα [pnévma] (nyn.) 1: espíritu, 2: alma, ánima · πνεύμα αντιλογίαςespíritu contradictorio, πνευματικός [pnevmaticós] (adj.) es piritual, intelectual, πνευματικός [pnevmaticós] (n./m.) confesor. πνευματισμός [pnevmatismós] (nym.) espiritismo, πνευματώδης [pnevmatódis] (adj.) ingenioso, ocurrente, sesudo, inteli gente. πνεύμονας [pnévmonas] (nym.) pul món. πνευμονία [pnevmonía] (nyf.) neu monía, pulmonía, πνευμονικός [pnemonicós] (adj.) pul monar.
πνευστός [pnefstós] (adj.) de viento, πνέω [pnéo] (v.) soplar, resoplar, πνιγηρός [pniguirós] (adj.) asfixiante, sofocante, πνιγμός [pnigmós] (n./m.) 1: ahogo, 2: asfixia, sofoco, πνίγω [pnígo] (v.) 1: ahogar, estrangu lar, 2: asfixiar, 3: inundar, πνοή [pnoí] (n./f.) soplo, aliento, hálito, respiración · αφήνω τη ν τελευτα ία μου πνοή- dar el último aliento, πόα [póa] (nyf.) musgo, cespéd. ποδάρι [podári] (n./n.) pie, pierna, pata. ποδαρίλα [podaríla] (nyf.) olor a pie. ποδηλασία [podilasía] (nyf.) ciclismo, ποδηλάτης [podilátis] (nym.) ciclista, ποδήλατο [podílato] (nyn.) bicicleta, bici. ποδηλατοδρομία [podilatodromía] (n7f.) carrera de bicicletas, ποδηλατοδρόμιο [podilatodrómio] (nyn.) velódromo, πόδι [pódi] (nyn.) 1: (hombre) pie, pier na, 2: (animal) pata, ποδιά [podiá] (nyf.) 1: delantal, bata , 2: (niños) babero · σχολική ποδιάbata escolar · φ οράω τη ν ποδιά- lle var la bata, ποδόγυρος [podóguiros] (n./m.) do bladillo, bajo de un vestido, ποδόλουτρο [podólutro] (nyn.) baño de pies. ποδοπατώ [podopató] (v.) pisar, piso tear. ποδοσφαιριστής [podosferistís] (nym.) futbolista, ποδόσφαιρο [podósfero] (nyn.) fút bol, balompié, πόζα [pódsa] (nyf.) pose, ποζάρω [podsáro] (v.) posar, ποθητός [pocitós] (adj.) deseable, atractivo, codiciable, πόθος [pózos] (nym.) deseo, ansia,
πολίτης anhelo, pasión, apetencia · ευσεβής πόθος- profundo deseo, ποθώ [pozó] (v.) desear, ansiar, anhe lar, antojarse (por), ποίημα [píima] (nVn.) poema, ποίηση [píisi] (n./f.) poesía, ποιητής [piitís] (n7m.) 1: (poesía) poe ta, 2: (Dios) Creador, ποιητικός [piiticós] (adj.) poético, ποικιλία [piquilía] (nyf.) variedad, va riabilidad, diversidad, multiplicidad, ποικίλλω [poquílo] (v.) variar, diversi ficar. ποίκιλμα [píquilma] (n./n.) adorno, ποικίλος [piquílos] (adj.) variado, di verso, variopinto, surtido, ποιμένας [piménas] (nVm.) 1: pastor, ovejero, borreguero, 2: apacentador, ποιμενικός [pimenicós] (adj.) 1: pa storal, pastoril, agreste, 2: (verso) bucólico. ποίμνιο [pímnio] (n7n.) rebaño, ma nada. ποινή [piní] (nVf.) pena, castigo, pena lidad, multa · επιβάλλω ποινή- im poner una pena · θα να τική ποινήcastigo mortal, ποινικολόγος [pinicológos] (nVm.+f.) penalista, criminalista, ποινικός [pinicós] (adj.) penal, crimi nal, criminoso, delictivo, ποιος [piós] (pron.) quién, cuál, qué. ποιότητα [piótita] (n./f.) calidad, clase • προϊόν άρ ισ της ποιότητας- pro ducto de calidad excepcional, ποιοτικός [pioticós] (adj.) de calidad, cualitativo · ποιοτικός έλεγχος τρ ο φίμω ν· control calitativo de alimen tos. πολεμικός [polemicós] (adj.) de gue rra, bélico, polémico, militante, ba tallador · πολεμικό πλοίο- buque de guerra. πολέμιος [polémios] (n7m.) enemigo,
adversario, πολεμιστής [polemistís] (n7m.) gue rrero, soldado, combatiente, πολεμίστρα [polemístra] (η Λ ) trone ra, aspillera, πόλεμος [pólemos] (nVm.) 1: guerra, combate, lucha, 2: pelea, reyerta · Παγκόσμιος Πόλεμος- Guerra Mun dial. πολεμοφόδια [polemofódia] (ηΛι.) pl. municiones, πολεμώ [polemó] (v.) guerrear, com batir, luchar, batallar, contender, πολεοδομία [poleodomía] (ηΛ.) urba nización. πόλη [póli] (ηΛ.) ciudad, urbe, villa · μ ετακομίζω στην πόλη- mudar a la ciudad. πολικός [policós] (adj.) polar · πολική άρκτος- oso polar, πολικότητα [policótita] (η Λ ) polari dad. πολιορκητής [poliorquitís] (nym.) sitia dor, asediador, persona acosadora, πολιορκία [poliorquía] (ηΛ.) sitio, ase dio, cerco, bloqueo, πολιορκώ [poliorcó] (v.) sitiar, asediar, cercar, poner cerco (a), πολιούχος [poliújos] (ηΛη.) patrón, πολιτεία [politía] (ηΛ.) estado, ciudad, administración, gobierno, conducta • Ηνωμένες Π ολιτείες Αμερικής- Estados Unidos de America, πολίτευμα [polítevma] (n./n.) régimen (político), constitución · δημοκρα τικ ό πολίτευμα- régimen democrá tico. πολιτεύομαι [politévome] (v.) partici par en la vida política, πολιτευόμενος [politevómenos] (adj.) político, hombre político, πολιτευτής [politeftís] (n./m.) estadi sta, político, πολίτης [polítis] (nVm.) ciudadano.
885
πολιτική súbdito, civil, paisano · ακαδημαϊκός πολίτης- estudiante académico, πολιτική [politiquí] (nVf.) política, πολιτικοποιώ [politicopió] (v.) politi zar. πολιτικός [politicós] 1: (n./m.) polí tico, diplomático, 2: (adj.) político · πολιτικό κόμμα- partido político · πολιτική οικονομία- economía civil • πολιτικός γάμος- boda civil, πολιτισμένος [politisménos] (adj.) 1: civilizado, desarollado, 2: culto, eru dito. πολιτισμικός [politismicós] (adj.) de civilización, de cultura, cultural, πολιτισμός [politismós] (n./m.) civili zación, cultura · Υπουργείο Π ολιτι σμού- Ministerio de Cultura, πολιτιστικός [politisticós] (adj.) cultu ral, civilizador · πολιτιστικό κέντροcentro cultural, πολιτογράφηση [politográfisi] (nyf.) adquisición de nacionalidad/ciuda danía, nacionalización, πολιτογραφώ [politografó] (v.) nacio nalizar. πολιτοφυλακή [politofilaquí] (n./f.) milicia, tropa, πολίχνη [políjni] (n./f.) villa, πολλά [polá] (adv.) muchos, un mon tón de · χρόνια πολλάΐ- a ) ¡muchas felicidades!, b) ¡feliz cumpleaños!· έχει πολλά ά τομ α- hay mucha ge nte. πολλαπλασιάζω [polaplasiádso] (v.) multiplicar, redoblar, πολλαπλασιασμός [polaplasiasmós] (n7m.) multiplicación, πολλαπλασιαστής [polaplasiastís] (n7m.) multiplicador, πολλαπλάσιος [polaplásios] (adj.) múl tiple. πολλαπλός [polapiós] (adj.) múltiple • πολλαπλές επιλογές- selecciones
múltiples, πολλοστός [polostós] (adj.) enésimo, πόλο [pólo] (n7n.) (Dep.) polo, πόλος [polos] (n./m.) polo · πόλος έλ ξης- polo de atracción · Βόρειος/Νό τιος πόλος- a) Polo Boreal/Austral, b) Polo Norte/Sur. πολτοποιώ [poltopió] (v.) reducir a pasta, volver papilla, πολτός [poltós] (n7m.) pasta, pulpa, puré, amasijo, πολτώδης [poltódis] (adj.) pastoso, pul poso. πολύ [poli] (adv.) muy, mucho, de masiado · πολύ λίγο- muy poco · μου λείπει πολύ- le echo mucho de menos. πολυάνθρωπος [poliánzropos] (adj.) populoso, poblado, πολυάριθμος [poliárizmos] (adj.) nu meroso, innumerable, cuantioso, πολυάσχολος [poliásjolos] (adj.) muy ocupado, muy atareado, πολυβόλο [polivólo] (n./n.) metralleta, ametralladora, πολυγαμία [poligamia] (n./f.) poliga mia. πολύγλωσσος [políglosos] (adj.) po liglota. πολύγραφος [polígrafos] (nVm.) mul ticopista. πολύγωνο [polígono] (n./n.) polígo no. πολυδάπανος [polidápanos] (adj.) caro, costoso, dispendioso, πολυεθνικός [polieznicós] (adj.) mul tinacional · πολυεθνική εταιρ είαcompañía/empresa multinacional, πολυεκατομμυριούχος [poliecatomiriújos] (adj.) multimillonario, πολυέλαιος [poliéleos] (n./m.) lám para. πολυέλεος [poliéleos] (adj.) misericor dioso.
πονετικός πολυετής [polietís] (adj.) que dura muchos años, πολυεύσπλαχνος [poliéfsplajnos] (adj.) misericordioso, πολυθρόνα [polizróna] (n./f.) sillón, πολυκατοικία [policatiquía] (nVf.) edi ficio de apartamentos, bloque, πολυκοσμία [policosmía] (n7f.) multi tud, muchedumbre, πολυλογάς [poli logas] (n7m.) habla dor, parlanchín, charlatán, πολυλογία [poliloguía] (n./f.) palabre ría, verborrea, charlatanería, habla duría. πολυμαθής [polimacís] (adj.) entendi do, sabio, erudito, πολυμελής [polimelís] (adj.) numero so, con muchos miembros, πολυμερής [polimerís] (adj.) com puesto, múltiple, polímero, πολυμήχανος [polimíjanos] (adj.) in genioso, inventivo, πολύμορφος [polimorfos] (adj.) mul tiforme, polimorfo, πολύπλευρος [políplevros] (adj.) po lifacético. πολυπληθής [poliplicís] (adj.) multitu dinario, múltiple, masivo, numeroso, πολύπλοκος [políplocos] (adj.) com plicado, embrollado, complejo, in trincado. πολύποδας [polípodas] (n7m.) póli po. πολυποίκιλος [polipíquilos] (adj.) muy variado, diverso, surtido, múltiple, πολύπτυχος [políptijos] (adj.) polifa cético, de muchos pliegues, πολύς [polis] (adj.) mucho/a · με πολ λή αγάπη- con mucho amor · τα κατά φ ερ ε μ ε πολύ κόπο- lo ha logrado con mucho esfuerzo · πολύς καιρόςmucho tiempo · πολύ π ερισσότερ ο/ λ ιγότερ ο- mucho más/menos, πολυσήμαντος [polisímandos] (adj.)
trascendental, significativo, πολυσύλλαβος [polisílavos] (adj.) po lisílabo. πολυτάλαντος [politálandos] (adj.) acre ditado, prestigioso, talentoso, πολυτέλεια [politélia] (nVf.) lujo, ri queza, suntuosidad, πολυτελής [politelís] (adj.) lujoso, su ntuoso, lujuriante, palacial, πολυτεχνείο [politejnío] (n./n.) escue la politécnica, πολυτεχνικός [politejnicós] (adj.) po litécnico. πολύτιμος [polítimos] (adj.) 1: valio so, precioso, costoso, caro, 2: impo rtante, útil · πολύτιμος λίθος- piedra preciosa · πολύτιμη β οή θεια - ayuda importante, πολυφαγία [polifaguía] (nyf.) gloto nería, gula, voracidad, πολύφωτο [polífoto] (n./n.) lámpara, πολύχρωμος [políjromos] (adj.) mul ticolor. πολυώνυμο [poliónimo] (n7n.) (Mat.) polinomio, πολύωρος [políoros] (adj.) largo, ex tenso. πόλωση [pólosi] (n./f.) polarización, πομάδα [pomáda] (n7f.) pomada, cre ma. πόμολο [pómolo] (n./n.) picaporte, tirador. πομπή [pombí] (nyf.) cortejo, séquito, comitiva, deshonra, πομπός [pombós] (nVm.) emisor, trans misor. πομπώδης [pombódis] (adj.) pompo so, ostentoso, lujoso, πονάω, πονώ [ponáo, ponó] (v.) 1: doler, sufrir, 2: sentir cariño, 3: afligir, angustiar, πονεμένος [poneménos] (adj.) dolido, dolorido, afligido, πονετικός [poneticós] (adj.) compa
887
πονηρεύω sivo. πονηρεύω [ponirévo] (ν.) sospechar, πονηριά [poniriá] (nyf.) astucia, mali cia, picardía, artimaña, malignidad, πονηρός [ponirós] (adj.) astuto, pillo, picaro. πόνι [póni] (n./n.) (Zool.) poni. πονόδοντος [ponódondos] (n./m.) dolor de muelas, dolor de dientes, πονοκέφαλος [ponoquéfalos] (nym.) dolor de cabeza, cefalalgia, cefalea, πονόλαιμος [ponólemos] (nym.) do lor de garganta, πόνος [pónos] (n./m.) dolor, pena, su frimiento, achaque, dolencia. πονοψυχ(α [ponopsijía] (n./f.) com pasión. πονόψυχος [ponópsijos] (adj.) com pasivo. ποντάρω [pondáro] (v.) apostar, hacer una apuesta (sobre), πόντικας [póndicas] (n./m.) rata, ποντίκι [pondíqui] (nyn.) ratón, ποντικοπαγίδα [pondicopaguída] (nyf.) ratonera (trampa). ποντικός [ponticós] (n./m.) ratón, ποντικοφωλιά [pondicofoliá] (n./f.) ratonera (madriguera). πόντος [póndos] (n./m.) centímetro, punto, mar. πορδή [pordí] (nyf.) ventosidad, pedo, πορεία [poría] (n./f.) marcha, ruta, ca mino, curso, rumbo, trayecto · αλλά ζω πορεία- cambiar la ruta, πορεύομαι [porévome] (v.) marchar, caminar, andar, ir. πορθητής [porzitís] (adj.) conquista dor. πορθμείο [porzmío] (n./n.) transbor dador. πορθμός [porzmós] (nym.) estrecho, paso. πόρισμα [pórisma] (nyn.) conclusión, deducción, resultado, subracción.
πορνεία [pornía] (n./f.) prostitución, πορνείο [pornío] (n./n.) burdel. πόρνη [pórni] (nyf.) prostituta, πορνογραφία [pornografía] (n./f.) pornografía, πορνογραφικός [pornograficós] (adj.) pornográfico, πόροι [póri] (n./m.) pl. recursos, me dios económicos, πόρος [póros] (nym.) 1: poro, 2: con ducto, 3: recurso, medio, πόρπη [pórpi] (nyf.) hebilla, broche, defiler, prendedor, πορσελάνη [porseláni] (nyf.) porce lana. πόρτα [porta] (nyf.) puerta, πορτατίφ [portatíf ] (nyn.) lámpara de mesa. πορτμαντό [portmandó] (nyn.) per chero. πορτμπαγκάζ [portbagáds] (nyn.) ma letero. πορτογαλικά [portogalicá] (n./n.) pl. portugués (idioma). πορτογαλικός [portogalicós] (adj.) portugués. Πορτογάλος [portogálos] (nym.) por tugués (gentilicio). πορτοκαλάδα [portocaláda] (nyf.) na ranjada, zumo de naranja. πορτοκαλεώνας[ροΓ^βΙθόη35] (nym.) (Bot.) naranjal, πορτοκαλής [portocalís] (adj.) naran ja, de color naranja, πορτοκάλι [portocálí] (nyn.) naranja, πορτοκαλιά [portocaliá] (nyf.) naran jo· πορτοφολάς [portofolás] (nym.) car terista. πορτοφόλι [portofóli] (n./n.) cartera, billetera, billetero, monedero, πορτραίτο [portréto] (n./n.) retrato, πορφύρα [porfíra] (n./f.) púrpura, πορφυρένιος [porfiréños] (adj.) pur
πούστης púreo. πορφυρός [porfirós] (adj.) escarlata, πορώδης [poródis] (adj.) poroso, es ponjoso. πόσιμος [pósimos] (adj.) potable, be bible, bebedero, bebestible, πόσο [póso] (adv.) 1: (cantidad) cuá nto, 2: (modo) cómo, si · πόσο χρονών είσαι;- ¿cuántos años tienes? · δεν ξέρω κα τά πόσο μ π ορεί να τα κα τα φ έρ ει- no se si lo puede lograr, ποσό [posó] (n./n.) cuantía, importe, ποσολογία [posologuía] (n./f.) posologia. ποσοστό [posostó] (n./n.) porcentaje, πόσος [pósos] (pron.) cuánto, ποσότητα [posótita] (nVf.) cantidad, ποσοτικός [posoticós] (adj.) cuantita tivo. πόστερ [póster] (n7n.) afiche, póster, πόστο [pósto] (n7n.) puesto, ποστρεστάντ [postrestánd] (n7n.) li sta de correos, ποτάμι [potámi] (n7n.) río. ποταμός [potamós] (n7m.) río. ποταπός [potapós] (adj.) ruin, mezqui no, vil, despreciable, astroso, ποτάσα [potása] (n7f.) potasa, πότε [póte] (adv.) cuándo · πότε πότεde vez en cuando, ποτέ [poté] (adv.) nunca, jamás, ποτήρι [potíri] (nVn.) vaso, πότης [pótis] (n7m.) bebedor, ποτίζω [potídso] (v.) regar, πότισμα [pótisma] (n./n.) riego, ποτιστήρι [potistíri] (nVn.) regadera, ποτιστικός [potisticós] (adj.) regadío, ποτίστρα [potístra] (n7f.) abrevadero, ποτό [potó] (nVn.) bebida · οινοπνευ ματώ δες ποτό- bebida alcohólica • το ρίχνω στο ποτό- echarse a la bebida, που [pu] (pron.) que, quien, που [pu] (adv.) dónde, adónde.
πουγγί, πουγκί [pugkí] (n7n.) faldri quera, monedero, πούδρα [púdra] (nVf.) polvo (maqui llaje). πουθενά [pucená] (adv.) en alguna/ ninguna parte, por algún/ningún lado · έχεις δει πουθενά τα γυαλιά μου;- ¿has visto por alguna parte mis gafas?, πουκάμισο [pucámiso] (nVn.) camisa, πουλάρι [pulári] (n7n.) potro, borriquillo. πουλερικά [pulericá] (nVn.) pl. aves de corral, pollos, πούλημα [púlima] (n 7n.) venta, πουλημένος [puliménos] (adj.) 1: ven dido, 2: (metáf.) traidor, πούλι [púli] (nyn.) lentejuela, πουλί [pulí] (n7n.) pájaro, ave. πούλμαν [púlman] (nVn.) autocar, au tobús. πουλόβερ [pulóver] (nVn.) jersey, sué ter. πουλώ [puló] (v.) vender, comerciali zar. πούμα [púma] (n7n.) (Zool.) puma, πούντα [púnda] (nVf.) resfriado, costipado · άρπαξε πούντα- cogió un resfiado. πουντιάζω [pundiádso] (v.) resfriarse, coger frío, πούπουλο [púpulo] (n./n.) pluma, plu món. πουρές [purés] (nVm.) puré, πουρί [purí] (n./n.) sarro, tártaro · ποτ πουρί- popurrí, πούρο [púro] (n./n.) puro · πούρο Αβάνας- puro habano, πουρμπουάρ [purbuár] (nVn.) propi na. πουρνάρι [purnári] (n7n.) (Bot.) enci na, acebo, πούσι [púsi] (n./n.) niebla, neblina, πούστης [pústis] (n./m.) maricón, ma-
889
πουτάνα rica. πουτάνα [putána] (n./f.) puta, πράγμα [prágma] (n./n.) 1: cosa, obje to, 2: materia, πραγματεία [pragmatía] (nyf.) trata do, disertación, πραγματεύομαι [pragmatévome] (v.) tratar, considerar, πράγματι [prágmati] (adv.) efectiva mente, realmente, en realidad, πραγματικός [pragmaticós] (adj.) real, verdadero, auténtico, πραγματικότητα [pragmaticótita] (nyf.) realidad, actualidad, πραγματισμός [pragmatismós] (n./m.) pragmatismo, realismo, πραγματιστής [pragmatistís] (n./m.) pragmático, pagmatista, realista, πραγματογνώμονας [pragmatognómonas] (n7m.) experto, perito, πραγματοποίηση [pragmatopíisi] (n./f.) realización, ejecución, logro, πραγματοποιήσιμος [pragmatopiísimos] (adj.) realizable, factible, πραγματοποιώ [pragmatopió] (v.) rea lizar, cumplir, lograr, culminar, llevar a cabo. πραγμάτωση [pragmátosi] (n./f.) rea lización. πρακτική [practiquí] (nyf.) práctica, adiestramiento, ejercicio, πρακτικό [practicó] (n./n.) sumario, acta, expediente, πρακτικός [practicós] (adj.) práctico, utilitario, factible, πρακτικότητα [practicótita] (n./f.) sen tido práctico, πράκτορας [práctoras] (n./m.+f.) age nte, representante, πρακτορείο [practorío] (n./n.) age ncia, oficina, buró · τα ξιδιω τικ ό πρα κτορείο· agencia de viajes, πραμάτεια [pramátia] (n./f.) mercan cía.
πραματευτής [pramateftís] (nVm.) bu honero, vendedor, ambulante, πράξη [práksi] (n./f.) acción, acto, ope ración, obra, hecho, πραξικόπημα [praksicópima] (n./n.) golpe de estado, πράος [práos] (adj.) afable, apacible, quieto, calmo, tranquilo, dulce, πραότητα [praótita] (n./f.) afabilidad, dulzura. πρασιά [prasiá] (n./f.) 1: parterre, 2: (Bot.) césped, πρασινάδα [prasináda] (nVf.) verdor, hierba, césped, πρασινίζω [prasinídso] (v.) verdear, πράσινος [prásinos] (adj.) verde, πρασινωπός [prasinopós] (adj.) ver doso. πράσο [práso] (nVn.) puerro, πρατήριο [pratírio] (n./n.) despacho, surtidor · πρατήριο βενζίνης- surti dor de gasolina, πράττω [práto] (v.) obrar, actuar, reali zar, hacer, desempeñar, πραΰνω [praíno] (v.) calmar, apaci guar, sosegar, πρεβάζι [prevádsi] (n./n.) alféizar, prana, repisa de ventana, πρέζα [prédsa] (n./f.) 1: pizca, pulgada, pellizco, 2: dosis, 3: (coloq.) heroína · μ ια πρέζα αλάτι- una pizca de sal. πρεζάκιας [predsáquias] (n./m.) yonqui, heroinómano. πρεμιέρα [premiéra] (n./f.) estreno, riguroso. πρέπει [prépi] (v. impers.) deber, hay que, tener que · καθώ ς πρέπειcomo debe, πρέπων [prépon] (adj.) apropiado, co rrecto, conveniente, justo, πρεσβεία [presvía] (n./f.) 1: embajada, 2: delegación, πρέσβειρα [présvira] (n./f.) embaja dora.
890
προαύλιο πρεσβευτής [presveftís] (n./m.) emba jador, diplomático oficial, πρεσβεύω [presvévo] (v.) creer, opi nar. πρεσβύτερος [presvíteros] 1: (nVm.) presbítero, abate, 2: (adj.) mayor, el más anciano, πρεσβύωπας [presvíopas] (n./m.) présbita. πρεσβυωπία [presviopía] (nVf.) pres bicia. πρέφα [préfa] (n./f.) juego de naipes · (metáf.) δεν πήρα πρέφα ότι έφυγεςno me enteré de que te fuiste, πρήζομαι [prídsome] (v.) hincharse, inflamarse, πρήζω [prídso] (v.) 1: hinchar, inflamar, 2: (coloq.) hartar, πρηνής [prinís] (adj.) boca abajo, de bruces. πρήξιμο [príksimo] (nVn.) hinchazón, inflamación, edema, πρίγκιπας [prígkipas] (n./m.) príncipe, πριγκιπάτο [prigkipáto] (n./n.) princi pado. πριγκιπικός [prigkipikós] (adj.) prin cipesco. πριγκίπισσα [prigkípisa] (nVf.) prin cesa. πρίζα [prídsa] (nVf.) enchufe, πριμ [prim] (n./n.) bono, prima (dine ro). πρίμα [prima] 1: (nVf.) viento en popa, 2: (adv.) bien, πριμοδότηση [primodótisi] (nVf.) con cesión de primacías, πριμοδοτώ [primodotó] (v.) primar, πριν [prin] 1: (adv.) antes, antaño, 2: (conj.) antes de (que), πριόνι [prióni] (n7n.) sierra, serrucho, πριονίδι [prionídi] (nVn.) serrín, serra duras. πριονίζω [prionídso] (v.) serrar, πρίσμα [prisma] (nVn.) prisma/a la luz 891
de · υπό το πρίσμα- bajo el prisma, πρισματικός [prismáticos] (adj.) priamático. προ [pro] (prep.) ante, delante, antes, προαγγέλλω [proagkélo] (v.) anunciar, anticipar, presagiar, προάγγελος [proágkelos] (nVm.) pre cursor, mensajero, heraldo, προαγοράζω [proagorádso] (v.) com prar anticipadamente, προάγω [proágo] (v.) promover, as cender, auspiciar, προαγωγή [proagoguí] (η Λ ) promo ción, ascenso, adelanto, προαγωγός [proagogós] (n7m.+f.) proxeneta, rufián, alcahuete, προαίρεση [proéresi] (n7f.) opción, elección, selección, προαιρετικά [proereticá] (adv.) opta tivamente, opcionalmente, προαιρετικός [proereticós] (adj.) op tativo, opcional, facultativo, προαισθάνομαι [proeszánome] (v.) presentir, presagiar, intuir, προαίσθημα [proéscima] (nVn.) pre sentimiento, presagio, intuición, προαιώνιος [proeónios] (adj.) ances tral, atávico, προάλλες [τις] [proáles, tís] el otro día. προαναγγέλλω [proanagkélo] (v.) an ticipar, adelantar, predecir, προανάκριση [proanácrisi] (n./f.) in strucción previa, nvestigación preli minar. προανάκρουσμα [proanácrusma] (n7n.) preludio. προαναφέρω [proanaféro] (v.) men cionar con anterioridad, προασπίζω [proaspídso] (v.) proteger, defender, vindicar, προάστιο [proástio] (nVn.) arrabal, suburbio. προαύλιο [proávlio] (n7n.) patio, por
πρόβα tal, umbral, πρόβα [próva] (n./f.) ensayo, prue ba, práctica · κάνω πρόβα- hacer la prueba · πρόβα νυφικού- prueba del vestido de novia, προβαδίζω [provadídso] (v.) prece der. προβάδισμα [provádisma] (n7n.) pre cedencia, prioridad, primacía, ante lación. προβαίνω [provéno] (v.) avanzar, pro ceder (a) · o πρωθυπουργός προέβη σε δηλώσεις- el primer ministro pro cedió a declaraciones, προβάλλω [proválo] (v.) proyectar, ex tender, aparecer, alegar, προβάρω [prováro] (v.) probar, ensa yar. προβατίσιος [provatísios] (adj.) ovino, de oveja. προβατίνα [provatína] (nVf.) (Zool.) oveja (hembra). πρόβατο [próvato] (n7n.) oveja, πρόβειος [próvios] (adj.) ovino, προβιά [proviá] (n./f.) piel de cordero, vellón. προβιβάζω [provivádso] (v.) ascender, promover, auspiciar, προβιβασμός [provivasmós] (n./m.) ascenso, promoción, προβλεπόμενος [provlepómenos] (adj.) previsto, previsible, προβλέπω [provlépo] (v.) prever, adi vinar, prevenir, pronosticar, πρόβλεψη [próvlepsi] (n7f.) previsión, prevención, pronóstico, προβλέψιμος [provlépsimos] (adj.) previsible, πρόβλημα [próvlima] (nVn.) proble ma. προβληματικός [provlimaticós] (adj.) problemático, προβληματισμός [provlimatismós] (nVm.) problemática, especulación.
προβλήτα [provlíta] (nVf.) muelle, em barcadero, προβολέας [provoléas] (n./m.) pro yector. προβολή [provolí] (nVf.) 1: proyección, 2: promoción, προβοσκίδα [provosquída] (n7f.) trom pa, probóscide, προγαμιαίος [progamiéos] (adj.) pre matrimonial, prenupcial, προγενέστερος [proguenésteros] (adj.) anterior, antecesor, predecesor, ante pasado. πρόγευμα [próguevma] (n7n.) desa yuno. προγευματίζω [proguevmatídso] (v.) desayunar, almorzar, merendar, προγιαγιά [proguiaguiá] (n./f.) bis abuela. πρόγνωση [prógnosi] (n7f.) pronósti co, previsión, prognosis · πρόγνωση καιρού- previsión del tiempo, προγνωστικό [prognosticó] (nVn.) pronóstico, predicción, προγόμφιος [progómfios] (n7m.) pre molar. προγονικός [progonicós] (adj.) ances tral, hereditario, πρόγονος [prógonos] (nVm.+f.) pro genitor, antepasado, antecesor, προγονός [progonós] (n./m.) hijastro, προγούλι [progúli] (n./n.) papada, πρόγραμμα [prógrama] (n7n.) pro grama, lista, itinerario · πρόγραμμα μαθη μά τω ν- programa del curso, προγραμματίζω [programatídso] (v.) programar, planificar, προγραμματισμός [programatismós] (nym.) programación, προγραμματιστής [programatistís] (n7m.) programador, προγράφω [prográfo] (v.) proscribir, expatriar. προγυμνάζω [proguimnádso] (v.) en
892
προηγουμένως trenar, ejercitar, preparar, adiestrar, πρόδηλος [pródilos] (adj.) manifiesto, evidente, obvio, aparente, claro, προδιαγραφή [prodiagrafí] (n./f.) es pecificación, προδιαγράφω [prodiagráfo] (v.) pla near. προδιάθεση [prodiácesi] (n./f.) predis posición, propensión, tendencia, προδιαθέτω [prodiacéto] (v.) predis poner, propender, preparar, suges tionar. προδίδω [prodído] (v.) traicionar, de latar, abandonar, προδικάζω [prodicádso] (v.) 1: prejuz gar, 2: preconcebir, προδικασία [prodicasía] (n./f.) proce so, preliminar, προδικαστικός [prodicasticós] (adj.) prejudicial, προδοσία [prodosía] (η Λ ) traición, delación. προδότης [prodótis] (ηΛη.) traidor, delator. προδοτικός [prodoticós] (adj.) traicio nero, traidor, pérfido, πρόδρομος [pródromos] (adj.) pre cursor, pionero, προεδρεύω [proedrévo] (v.) presidir, προεδρία [proedría] (n./f.) presiden cia. προεδρικός [proedricós] (adj.) presi dencial · προεδρικό διάταγμα- de creto presidencial, πρόεδρος [próedros] (nVm.+f.) presi dente, presidenta, προειδοποίηση [proidopíisi] (ηΛ.) advertencia, aviso, προειδοποιητικός [proidopiiticós] (adj.) premonitorio, avisador, ale-ccionador. προειδοποιώ [proidopió] (v.) advertir, avisar, prevenir, alertar, προεικάζω [proicádso] (v.) conjeturar, προεκλογικός [proedoguicós] (adj.)
preelectoral · προεκλογική καμπάvia- campaña preelectoral. προέκταση [proéctasi] (η Λ ) prolon gación, perpetuación, proyección, extensión, προεκτείνω [proectíno] (v.) prolongar, proyectar, extender, προέλαση [proélasi] (n./f.) avance, adelanto, anticipamiento. προελαύνω [proelávno] (v.) avanzar, προέλευση [proélefsi] (n./f.) 1: proce dencia, origen, 2: cimiento, raíz, προεξαγγελία [proeksagkelía] (ηΛ.) anuncio. προεξέχω [proekséjo] (v.) sobresalir, προεξόφληση [proeksóflisi] (nyf.) pago anticipado, προεξοφλώ [proeksofló] (v.) pagar por adelantado, προεξοχή [proeksojí] (n./f.) saliente, prominencia, protuberancia, προεργασία [proergasía] (ηΛ.) prepa rativo, preparación, προέρχομαι [proérjome] (v.) 1: prove nir, proceder, originarse, derivar, 2: comenzar, emanar (de), προετοιμάζω [proetimádso] (v.) pre parar, planificar, aliñar, προετοιμασία [proetimasía] (ηΛ.) pre paración, preparativo, eleboración. προέχω [proéjo] (v.) tener prioridad, sobresalir · προέχει- es urgente, πρόζα [pródsa] (n./f.) prosa, προζύμι [prodsími] (nVn.) masa de pan, levadura, προηγούμαι [proigúme] (v.) preceder, ir delante, anteceder, προηγούμενο [proigúmeno] (n./n.) precedente, προηγούμενος [proigúmenos] (adj.) anterior, precedente, antecedente, προηγουμένως [proiguménos] (adv.) anteriormente, antes, adelantada mente.
893
προημιτελικά προημιτελικά [proimitelicá] (n./n.) pl. cuarto de final, προθάλαμος [prozálamos] (n./m.) vestíbulo, antesala, antecámara, πρόθεση [prócesí] (n./f.) 1: intención, propósito, voluntad, 2: (Gram.) pre posición, 3: (Med.) prótesis, προθεσμία [procesmía] (n./f.) plazo, término, prótesis · εντός της προθε σμίας- dentro del plazo previsto, προθήκη [procíqui] (nVf.) escaparate, πρόθυμα [prócima] (adv.) con preste za, prontamente, diligentamente. προθυμία [procimía] (nVf.) presteza, diligencia, prontitud, προθυμοποιούμαι [procimopiúme] (v.) mostrarse dispuesto, aprestarse, πρόθυμος [prócimos] (adj.) dispuesto, presto, diligente, solícito, πρόθυρα [prócira] (n7n.) umbral, al borde de · είμαι σ τα πρόθυρα- estar al borde de. προίκα [príca] (nyf.) dote, προικιά [priquiá] (nJn.) pl. ajuar, προικίζω [príquídso] (v.) dotar, προικοθήρας [pricocíras] (n./m.) él que busca el dote, cazador de dote, προϊόν [proión] (n./n.) producto · προϊόντος του χρόνου- avance del tiempo. προϊσταμένη [proistaméni] (nJf.) jefa, responsable de enfermeras, προϊστάμενος [proistámenos] (n./m.) jefe, patrón, προϊστορία [proistoría] (n./f.) prehi storia. προϊστορικός [proistoricós] (adj.) pre histórico, προϊών [proión] (adj.) progresivo, πρόκα [próca] (n7f.) clavo, προκαθορίζω [procazorídso] (v.) pre determinar, determinar de antema no, predestinar, προκαλώ [procaló] (v.) 1: provocar, de
safiar, 2: producir, causar, προκάτ [procát] (n./n.) prefabricado, προκαταβάλλω [procataválo] (v.) pa gar por adelantado, adelantar, avan zar, anticipar el pago, προκαταβολή [procatavolí] (n./f.) an ticipo, anticipación · δίνω προκατα βολή- pagar con anticipación, προκαταβολικά [procatavolicá] (adv.) anticipadamente, con anticipación, por anticipado, προκαταβολικός [procatavolicós] (adj.) anticipado, antecedente, procedente, προκαταλαμβάνω [procatalamváno] (v.) prevenir, preparar, προκατάληψη [procatálipsi] (nVf.) prejuicio, discriminación, προκαταρκτικός [procatarcticós] (adj.) preliminar, previo, προκατασκευάζω [procatasquevádso] (v.) prefabricar, fabricar de antemano, προκατειλημμένος [procatiliménos] (adj.) predispuesto, prejuiciado, par cial. προκάτοχος [procátojos] (adj.) prede cesor, antecesor, precursor, προκείμενος [proquímenos] (adj.) en cuestión. πρόκειται [próquite] (v.) tratarse de, ira. προκήρυξη [proquíriksi] (n./f.) 1: pro clamación, anunciación, manifiesto, 2: panfleto, προκηρύσσω [proquiríso] (v.) procla mar, anunciar, πρόκληση [próclisi] (n7f.) provoca ción, desafío, instigación, προκλητικός [procliticós] (adj.) pro vocativo, provocador, desafiante, προκόβω [procóvo] (v.) progresar, ava nzar, prosperar, προκομμένος [procoménos] (adj.) tra bajador, emprendedor, laborioso, προκοπή [procopí] (nVf.) progreso,
894
πρόοδος adelanto, avance, προκριματικός [procrimaticós] (adj.) eliminatorio, preliminar, preparato rio. προκρίνω [procríno] (v.) seleccionar, preconcebir, πρόκριση [prócrisi] (n./f.) preselección. προκυμαία [proquiméa] (n./f.) muelle, dique, embarcadero, malecón, rom peolas. προκύπτω [proquípto] (v.) resultar, de rivar. προλαβαίνω [prolavéno] (ν.) 1: tener tiempo, llegar a tiempo, 2: prevenir, prever. προλεγόμενα [prolegómena] (nVn.) pl. prólogo, prefacio, introducción, προλέγω [prolégo] (v.) predecir, augu rar, presagiar, προλεταριάτο [proletariáto] (nyn.) proletariado, προλετάριος [proletarios] (nym.) pro letario. προληπτικός [prolipticós] (adj.) pre ventivo, supersticioso, πρόληψη [prólipsi] (n./f.) 1: preven ción, previsión, 2: superstición, pre juicio. προλογίζω [prologuídso] (v.) prologar, πρόλογος [prólogos] (n./m.) prólogo, introducción, προμαντεύω [promandévo] (v.) pre sagiar. πρόμαχος [prómajos] (n./m.) defen sor. προμαχώνας [promajónas] (nym.) defensa. προμελέτη [promeléti] (nyf.) estudio previo, premeditación, προμελετημένος [promeletiménos] (adj.) intencionado, premeditado, προμελετώ [promeletó] (v.) preme ditar.
προμήθεια [promícia] (nyf.) 1: provi sión, abastecimiento, 2: comisión · δίνω προμήθεια- pagar comisión, προμηθευτής [promiceftís] (n./m.) proveedor, abastecedor, προμηθεύω [promicévo] (v.) proveer, abastecer, surtir, aprovisionar, προμήνυμα [promínima] (n./n.) pre sagio. προμηνύω [prominío] (v.) presagiar, προνοητικός [pronoiticós] (adj.) pre cavido, previsor, prevenido, προνοητικότητα [pronoiticótita] (nyf.) previsión, prevención, precaución, πρόνοια [prónia] (nyf.) providencia, previsión · κοινω νική πρόνοια- pre visión social* κράτος πρόνοιας- es tado de providencia, προνομία [pronomía] (n./f.) prerroga tiva. προνομιακός [pronomiacós] (adj.) pri vilegiado · προνομιακοί όροι συμ βολαίου- condiciones privilegiadas de contrato, προνόμιο [pronómio] (n./n.) privile gio, distinción, prerrogativa, προνομιούχος [pronomiújos] (adj.) privilegiado, preferente, προνοώ [pronoó] (v.) prever, prevenir, προξενείο [proksenío] (nyn.) consu lado. προξενητής [proksenitís] (n./m.) casa mentero, alcahuete, προξενικός [proksenicós] (adj.) con sular. πρόξενος [próksenos] (n./m.) cónsul, προξενώ [proksenó] (v.) causar, oca sionar, producir, προοδευτικός [proodefticós] (adj.) pro gresivo, evolucionado, aavanzado. προοδεύω [proodévo] (v.) progresar, evolucionar, avanzar, πρόοδος [próodos] (n./f.) progreso, adelanto, progresión, avance · τε
895
προοίμιο χνολογική πρόοδος- avance tecno lógico. προοίμιο [proímio] (nVn.) prólogo, prefacio, preludio, preámbulo, προοιωνίζομαι [proionídsome] (v.) pre sagiarse. προοπτική [prooptiquí] (n7f.) pers pectiva, prospecto, προορίζω [proorídso] (v.) destinar, predestinar, προορισμός [proorismós] (n./m.) de stino, predestinación, rumbo, προπαγάνδα [propagánda] (nVf.) pro paganda. προπαίδεια [propédia] (n./f.) tabla de multiplicar, προπαντός [propandós] (adv.) sobre todo, ante todo, antes que nada, προπάππος [propápos] (nVm.) bis abuelo. προπαραλήγουσα [proparalígusa] (nVf.) antepenúltima sílaba, προπαρασκευάζω [proparasquevádso] (v.) preparar, προπαρασκευαστικός [proparasquevasticós] (adj.) preparativo, prepara torio. προπαρασκευή [proparasqueví] (njf.) preparación, apresto, elaboración, προπατορικός [propatoricós] (adj.) ancestral, προπέλα [propéla] (n./f.) hélice, πρόπερσι [própersi] (adv.) hace dos años. προπέτασμα [propétasma] (n7n.) pa rapeto, cortina, προπέτεια [propétia] (nVf.) insolencia, descaro, imprudencia, προπετής [propetís] (adj.) insolente, descarado, imprudente, προπηλακίζω [propilaquídso] (v.) ul trajar, injuriar, προπηλάκιση [propiláquisi] (nVf.) ul traje, humillación.
προπίνω [propino] (v.) brindar, πρόπλασμα [próplasma] (n./n.) ma queta, modelo, boceto, προπληρωμή [propliromí] (n./f.) pago anticipado, προπληρώνω [propliróno] (v.) pagar por adelantado, προπληρωτέος [proplirotéos] (adj.) pagadero por adelantado, πρόποδες [própodes] (n./n.) pl. pie de la montaña, προπόνηση [propónisi] (n./f.) entre namiento, adiestramiento, amaes tramiento, προπονητής [proponítís] (n./m.) en trenador. προπονώ [proponó] (v.) entrenar, adiestrar. προπορεύομαι [proporévome] (v.) preceder, encabezar, πρόποση [próposi] (n./f.) brindis · κάνω μ ια πρόποση- hacer un brin dis. προπύλαια [propílea] (n./n.) pl. pro pileo. προπύργιο [propírguio] (nVn.) bas tión, fortificación, προπώληση [propólisi] (nyf.) venta anticipada, προπωλώ [propoló] (v.) vender antici padamente, πρόρρηση [prórisi] (nVf.) predicción, profecía, pronóstico, προς [pros] (prep.) hacia, por, contra, a. προσάγω [proságo] (v.) conducir, pre sentar, comparecer, προσαγωγή [prosagoguí] (n./f.) 1: conducción, 2: presentación, com parecencia, προσάναμμα [prosánama] (nVn.) ye sca. προσανατολίζω [prosanatolídso] (v.) orientar.
896
προσήλωση προσανατολισμός [prosanatolismós] (n7m.) orientación, dirección, προσάπτω [prosápto] (v.) imputar, echar la culpa a alguien, προσαράζω [prosarádso] (v.) encallar, προσαρμογή [prosarmoguí] (n./f.) 1: adaptación, ajuste, acoplamiento, 2: aclimatación, acomodación, προσαρμόζω [prosarmódso] (v.) adap tar, ajustar, acomodar, adecuar, προσαρμοστικότητα [prosarmosticótita] (n./f.) adaptabilidad, προσάρτημα [prosártima] (n7n.) anexo, accesorio, apendice, adjunto, añadidura, προσάρτηση [prosártisi] (nVf.) anexión, adhesión. προσαρτώ [prosartó] (v.) anexionar, anexar, adherir, adjuntar, προσαυξάνω [prosafksáno] (v.) incre mentar, aumentar, προσαύξηση [prosáfksisi] (n7f.) incre mento, aumento, crecimiento, προσβάλλω [prosválo] (v.) 1: ofender, afrentar, ultrajar, insultar 2: atacar, presentar un recurso, πρόσβαση [prósvasi] (nVf.) acceso, accesión. προσβλητικός [prosvliticós] (adj.) ofensivo, afrentoso, agraviador, in sultante, abusivo, προσβολή [prosvoll] (nyf.) ofensa, ataque, recurso, προσγειώνω [prosguióno] (v.) aterri zar. προσγείωση [prosguíosi] (n7f.) ate rrizaje · αναγκαστική προσγείωσηaterrizaje de emergencia. προσδένω [prosdéno] (v.) amarrar, atar. προσδίδω [prosdído] (v.) añadir, προσδιορίζω [prosdiorldso] (v.) deter minar, precisar, especificar, estipular, fijar, definir.
προσδιορισμός [prosdiorismós](n./m.) 1: determinación, especificación, fija ción, 2: (Gram.) complemento, προσδοκία [prosdoqula] (n./f.) espe ranza, expectativa, prospectiva, προσδοκώ [prosdocó] (v.) esperar, de sear, estar a la expectativa, προσεγγίζω [prosegkldso] (v.) aproxi marse, acercarse, abordar, προσέγγιση [proségkisi] (n7f.) aproxi mación, acercamiento · κα τά προ σέγγιση- aproximadamente, προσεγμένος [prosegménos] (adj.) cuidado. προσεδαφίζω [prosedafídsome] (v.) aterrizar. προσεκτικός [prosecticós] (adj.) cui dadoso, atento, cauto, cauteloso, prudente, προσέλευση [prosélefsi] (n./f.) llega da, afluencia, προσελκύω [proselquío] (v.) atraer, seducir, cautivar, προσέρχομαι [prosérjome] (v.) acer carse, aproximarse, presentarse, asistir. προσευχή [prosefjí] (nyf.) oración, rezo, προσεύχομαι [preséfjome] (v.) orar, rezar. προσεχής [prosejís] (adj.) próximo, ve nidero, siguiente, subsiguiente, προσέχω [proséjo] (v.) tener cuidado, prestar atención, atender, προσεχώς [prosejós] (adv.) próxi mamente, seguidamente, en poco tiempo, a corto plazo, προσηγορικός [prosigoricós] (adj.) (Gram .) apelativo, προσηλυτίζω [prosilitldso] (v.) con vertir. προσηλυτισμός [prosilitismós] (n./m.) conversión, proselitismo. προσηλώνω [prosilóno] (v.) fijar, προσήλωση [prosílosi] (nVf.) atención,
897
προσηνής consagración, dedicación, προσηνής [prosinís] (adj.) afable, ama ble. προσθαλασσώνομαι [proszalasónome] (v.) amarar, πρόσθεση [próscesi] (n./f.) adición, suma. προσθετικός [prosceticós] (adj.) adi tivo. πρόσθετος [próscetos] (adj.) adicio nal, accesorio, añadido · πρόσθετος φόρος- impuesto adicional, προσθέτω [proscéto] (v.) adicionar, sumar, añadir, agregar, προσθήκη [proscíqui] (n./f.) adición, añadidura, anexión, πρόσθιος [próscios] (adj.) delantero, anterior · π ρόσθια κολύμβηση- es tilo braza, προσιτός [prositós] (adj.) accesible, abordable, alcanzadizo, πρόσκαιρος [prósqueros] (adj.) provi sional, temporal, efímero · πρόσκαι ρη ευχαρίστηση- placer efímero, προσκαλώ [proscaló] (v.) llamar, invi tar. προσκεκλημένος [prosquecliménos] (adj.) invitado, huésped, visitante, προσκέφαλο [prosquéfalo] (nVn.) al mohada, cabecera, προσκήνιο [prosquínio] (n./n.) pros cenio · έρχομαι σ το προσκήνιο- lle gar al proscenio, πρόσκληση [prósclisi] (n./f.) invita ción, llamamiento, convite, incita ción. προσκόλληση [proscólisi] (n./f.) ape go, adherencia, adhesión, προσκολλώ [proscoló] (v.) pegar, en colar, adherir, προσκομίζω [proscomídso] (v.) apor tar, llevar, traer · προσκομίζω στοι χεία* aportar elementos, πρόσκομμα [próscoma] (n./n.) obstá
culo, barrera, impedimento, dificul tad. πρόσκοπος [próscopos] (n./m.) explo rador, boyscout. πρόσκρουση [próscrusi] (n./f.) cho que, impacto, colisión, προσκρούω [proscrúo] (v.) chocar, tropezar, colisionar, προσκύνημα [prosquínima] (n7n.) pe regrinación, reverencia, peregrinaje, sumisión. προσκύνηση [prosquínisi] (nVf.) ado ración, reverencia, προσκυνητής [prosquinitís] (nVm.) peregrino, προσκυνώ [prosquinó] (v.) postrarse, reverenciar, adorar, προσλαμβάνω [proslamváno] (v.) contratar, emplear, coger, πρόσληψη [próslipsi] (n./f.) contrata ción, ajuste, προσλιμενίζομαι [proslimenídsome] (v.) arribar, atracar, empleo, πρόσμειξη [prósmiksi] (n./f.) mezcla, προσμένω [prosméno] (v.) esperar, πρόσοδος [prósodos] (n./f.) renta, in greso. προσοδοφόρος [prosodofóros] (adj.) rentable, productivo, lucrativo, pro vechoso, ventajoso, προσόν [prosón] (n7n.) cualidad, cali ficación, atributo, don, mérito, προσορμίζω [prosormídso] (v.) arri bar, atracar, προσοχή [prosojí] (n./f.) atención, cui dado. πρόσοψη [prósopsi] (nVf.) fachada, delantera, frente, προσπάθεια [prospácia] (n./f.) inten to, esfuerzo, conato · μ ε μεγάλη προ σπάθεια- a) con mucho esfuerzo, b) esforzando mucho, προσπαθώ [prospazó] (v.) intentar, procurar, tratar de, esforzarse.
898
προσχολικός προσπερνώ [prospernó] (ν.) adelan tar, sobrepasar, προσποίηση [prospíisi] (n./f.) fin gimiento, simulación, simulacro · κάνω προσποίηση- hacer/realizar una simulación, προσποιητός [prospiitós] (adj.) fingi do, simulado, falso, hipócrita, προσποιούμαι [prospiúme] (v.) fingir, simular, aparentar, pretender · προ σποιούμαι τον άρρω στο- a) fingir estar enfermo, b)hacerse el enfrermo · προσποιούμαι αδια φ ορία - fin gir desinterés, προσπορίζω [prosporídso] (v.) pro porcionar, προσταγή [prostaguí] (n./f.) mandato, orden, acordada, comando, directi va. πρόσταγμα [próstagma] (n./n.) man do, mandato · γενικό πρόσταγμαm andato general, προστάζω [prostádso] (v.) mandar, comandar, ordenar, dar ordenes, προστακτική [prostactiquí] (n./f.) (Gram.) imperativo, προστακτικός [prostacticós] (adj.) im perativo. προστασία [prostasía] (n./f.) prote cción, defensa, custodia, amparo · υπό την προστασία μου- bajo mi custodia. προστατευτικός [prostatefticós] (adj.) protector, preservador. προστατεύω [prostatévo] (v.) prote ger, defender, custodiar, amparar, προστάτης [prostátis] (nVm.) 1: pro tector, tutor, 2: (Med.) próstata, πρόστιμο [próstimo] (n./n.) multa, sanción, penalidad · επιβάλλω πρό σ τιμ ο· poner una multa · πληρώνω πρόστιμο- pagar la multa, προστρέχω [prostréjo] (v.) acudir, re currir.
προστριβή [prostriví] (n./f.) frotamie nto, frote, fricción, fricación, προστυχιά [prostijiá] (n./f.) vulgari dad. πρόστυχος [próstijos] (adj.) ordinario, vulgar, grosero, obsceno, προσύμφωνο [prosímfono] (nVn.) pre contrato. προσυπογράφω [prosipográfo] (v.) re frendar, confirmar, πρόσφατα [prósfata] (adv.) reciente mente, últimamente, πρόσφατος [prósfatos] (adj.) reciente, προσφέρω [prosféro] (v.) ofrecer, ofren dar, presentar, προσφεύγω [prosfévgo] (v.) recurrir, apelar, acudir · προσφεύγω σ τη δ ι καιοσύνη- recurrir a la justicia, προσφιλής [prosfilís] (adj.) querido, προσφορά [prosforá] (n./f.) oferta, ofrenda, ofrecimiento · σε προσφο ρ ά · en oferta · δίνω προσφορά- ha cer una oferta, πρόσφορος [prósforos] (adj.) apro piado. πρόσφυγας [prósfigas] (n./m.) refu giado, asilado, emigrante, προσφυγή [prosfiguí] (nyf.) recurso, apelación · κάνω προσφυγή κατά μιας δικα στικής απόφασης- hacer un recurso de apelación, προσφώνηση [prosfónisi] (n7f.) alo cución, llamamiento, πρόσχαρος [prósjaros] (adj.) jovial, ale gre. προσχεδιάζω [prosjediádso] (v.) pla near, tramar, premeditar, προσχέδιο [prosjédio] (n./n.) antepro yecto, boceto, bosquejo, esbozo, πρόσχημα [prósjima] (nVn.) pretexto, asidero, ocasión · κρατάω τα προ σχήματα- comportarse según la ocasión. προσχολικός [prosjolicós] (adj.) pre-
προσχώρηση escolar. προσχώρηση [prosjórisi] (nyf.) adhe sión, acceso, προσχωρώ [prosjoró] (v.) adherirse, acceder, convenirse, προσωδία [prosodia] (nyf.) prosodia, προσωνυμία [prosonimía] (nyf.) so brenombre, προσωπάρχης [prosopárjis] (nym.) jefe de personal, προσωπείο [prosopío] (n./n.) máscara, careta, antifaz, προσωπίδα [prosopida] (n./f.) másca ra, carátula, careta, antifaz, προσωπιδοφόρος [prosopidofóros] (adj.) enmascarado, προσωπικά [prosopicá] (adv.) perso nalmente, en persona, por mí. προσωπικό [prosopicó] (nyn.) perso nal. προσωπικός [prosopicós] (adj.) per sonal. προσωπικότητα [prosopicótita] (nyf.) 1: personalidad, carácter, 2: persona je · διχασμένη προσω πικότητα- per sonalidad bipolar, πρόσωπο [prósopo] (nyn.) rostro, cara, faz, persona, προσωπογραφία [prosopografía] (nyf.) retrato. προσωποκράτηση [prosopocrátisi] (nyf.) reclusión, προσωποποίηση [prosopopíisi] (nyf.) personificación, encarnación, προσωποποιώ [prosopopió] (v.) per sonificar. προσωρινά [prosoriná] (adv.) provi sionalmente, temporalmente, por ahora. προσωρινός [prosorinós] (adj.) provi sional, temporal, interino, πρόταση [prótasi] (nyf.) 1: proposi ción, propuesta, 2: (escrito) frase, 3: (Gram.) oración.
προτάσσω [protáso] (v.) anteponer, προτείνω [protíno] (v.) proponer, opi nar, sugerir, plantear, προτελευταίος [proteleftéos] (adj.) pe núltimo. προτεραιότητα [protereótita] (nyf.) 1: prioridad, anterioridad, 2: preferen cia · δίνω προτερα ιότητα- dar prio ridad · θέτω προτεραιότητες- poner prioridades, προτέρημα [protérima] (nyn.) cuali dad, virtud, ventaja, beneficio, πρότερος [próteros] (adj.) precede nte, anterior, προτεστάντης [protestándis] (nym.) protestante, προτεσταντισμός [protestandismós] (nym.) protestantismo, προτίθεμαι [protíceme] (v.) tener in tención de, proponerse, προτίμηση [protímisi] (n./f.) preferen cia, predilección, afición, favoritismo • κα τά προτίμηση- a) con preferen cia, b) preferentemente, προτιμητέος [protimitéos] (adj.) pre ferible, preferido, προτιμότερος [protimóteros] (adj.) pre ferible. προτιμώ [protimó] (v.) preferir, ante poner, dar preferencia (a), προτομή [protomí] (nyf.) busto, pe cho. προτού [protú] (conj.) antes de (que), προτρεπτικός [protrepticós] (adj.) in citante, exhortatorio, προτρέπω [protrépo] (v.) incitar, ex hortar (a), instigar, inducir, exhortar, προτροπή [protropí] (nyf.) incitación, exhortación, instigación, πρότυπο [prótipo] (nyn.) prototipo, modelo, arquetipo, πρότυπος [prótipos] (adj.) experime ntal, ejemplar, prototípico. προϋπαντώ [proipandó] (v.) salir al
900
πρώην encuentro, recibir, dar la bienvenida, προΰπαρξη [proíparksi] (n./f.) preexis tencia. προϋπάρχω [proipárjo] (v.) preexistir. προϋπηρεσία [proipiresía] (n7f.) ex periencia laboral, servicio anterior, προϋπόθεση [proipócesi] (nVf.) su posición, presuposición, condición, presupuesto, προϋποθέτω [proipocéto] (v.) presu poner. προϋπολογίζω [proipologídso] (v.) cal cular, estimar por adelantado, προϋπολογισμός [proipologuismós] (n7m.) presupuesto, προφανής [profanís] (adj.) evidente, claro, obvio, προφανώς [profanos] (adv.) evidente mente, obviamente, aparentemente, sin duda, claramente, πρόφαση [prófasi] (nVf.) pretexto, excusa · με πρόφαση τη ν κίνηση, άργησε σ τη συνάντηση- como ex cusa para su retraso, dijo que había tráfico. προφασίζομαι [profasídsome] (v.) pretextar, alegar, προφέρω [proféro] (v.) pronunciar, προφητεία [profitía] (nVf.) profecía, προφητεύω [profitévo] (v.) profetizar, predecir. προφήτης [profítis] (nVm.) profeta, προφίλ [profíl] (n7n.) perfil, προφορά [proforá] (n./f.) pronuncia ción, articulación, προφορικά [proforicá] (adv.) oral mente. προφορικός [proforicós] (adj.) oral · προφορική εξέτα σ η - examen oral, προφταίνω [profténo] (v.) llegar a tiempo, dar tiempo, alcanzar, bastar, προφυλακίζω [profilaquídso] (v.) apri sionar, encarcelar preventivamente, προφυλακή [profilaquí] (n./f.) van 901
guardia. προφυλάκιση [profiláquisi] (n./f.) en carcelamiento, prisión preventiva, προφυλακτήρας [profilactíras] (n7m.) guardabarros, parachoques, προφυλακτικό [profiláctico] (nVn.) preservativo, condón, profiláctico, προφυλαχτικός [profilácticos] (adj.) preservativo, preventivo, profilácti co. προφύλαξη [profílaksi] (n7f.) preser vación, cautela, prevención, profi laxis. προφυλάσσω [profiláso] (v.) preser var, resguardar, proteger, abdigar, amparar. πρόχειρος [prójiros] (adj.) no prepara do, improvisado, a sucio, προχειρότητα [projirótita] (n7f.) im provisación, προχτές [projtés] (adv.) anteayer, πρόχωμα [prójoma] (n./n.) trinchera, προχωρώ [projoró] (v.) 1: avanzar, progresar, 2: continuar, proceder, proseguir, προώθηση [proócisi] (nVf.) 1: propul sión, promoción, 2: desvío, desvia ción · προώ θηση προϊόντω ν- pro moción de productos · υπηρεσία προώ θησης κλήσεω ν- servicio de desvío de llamadas, προωθώ [proozó] (v.) propulsar, pro mover, impulsar, fomentar, impeler, πρόωρος [próoros] (adj.) prematuro, temprano, tempranero · πρόωρη αν άπ τυξη- desarrollo temprano · πρόωρος το κετός- parto prematu ro. πρύμνη [prímni] (nVf.) popa, toldilla. πρυτανεία [pritanía] (n./f.) rectorado, πρύτανης [prítanis] (n7m.+f.) rector, rectora. πρώην [próin] (adv.) antiguo, ex «πρώ ην σύζυγος- a) (hombre) ex-marido,
πρωθιερέας b) (mujer) ex-esposa. πρωθιερέας [procieréas] (n./m.) pri mado. πρωθυπουργός [procipurgós] (n7m.+f.) primer ministro, πρωί [proíl (n./n.) mañana, por la ma ñana, temprano, πρώιμος [próimos] (adj.) temprano, precoz, prematuro, πρωινό [proinó] (n./n.) desayuno · ετοιμάζω το πρωινό- preparar el desayuno, πρωινός [proinós] (adj.) matinal, ma tutino, madrugador, πρωκτός [proctós] (n./m.) ano, recto, πρώρα [próra] (n./f.) proa, πρώτα [próta] (adv.) primeramente, primero, en primer lugar, en primer término, antes, πρωταγωνιστής [protagonistís] (n./m.) protagonista, actor principal, πρωταγωνίστρια [protagonístria] (nVf.) protagonista, actriz principal, πρωταγωνιστώ [protagonistó] (v.) protagonizar, πρωτάθλημα [protázlima] (n./n.) cam peonato. πρωταθλητής [protazlitís] (n./m.) cam peón. πρωταίτιος [protétios] (adj.) instiga dor. πρωτάκουστος [protácustos] (adj.) in audito. πρωταπριλιά [protapriliá] (n./f.) pri mero de abril, πρωτάρα [protára] (n./f.) primeriza, πρωτάρης [protáris] (n./m.) primerizo, novato, inexperto, πρωτάρικος [protáricos] (adj.) novato, inexperto, πρωταρχικός [protarjicós] (adj.) pri mordial, esencial, de primer orden. πρωτεΤνη [proteíni] (n./f.) proteina. πρωτεία [protía] (n./n.) pl. primacía,
supremacía, πρωτεξάδελφος [proteksádelfos] (nym.) primo hermano, πρωτεργάτης [protergátis] (n./m.) pionero. πρωτεύοντα [protévonda] (n7n.) pl. (Zool.) primates, πρωτεύουσα [protévusa] (nVf.) capi tal. πρωτεύω [protévo] (v.) ocupar el pri mer puesto, ser el primero, πρωτεύων [protévon] (adj.) principal, πρωτιά [protiá] (nVf.) primacía · διεκδικώ τη ν πρω τιά- luchar por la pri macía. πρώτιστα [prótista] (adv.) ante todo, sobre todo, πρωτοβάθμιος [protovázmios] (adj.) de primer grado, básico, πρωτοβουλία [protovulía] (n./f.) ini ciativa · παίρνω τη ν πρω τοβουλίαtener la iniciativa, πρωτοβρόχια [protovrójia] (nVn.) pri meras lluvias de otoño, πρωτόγαλα [protógala] (n./n.) calos tro. πρωτογενής [protoguenís] (adj.) pri mario, primitivo, originario · πρω τογενείς ανάγκες- necesidades pri marias. πρωτοδικείο [protodiquío] (nVn.) tri bunal de primera instancia, πρωτόδικης [protodíquis] (nVm.) juez de primera instancia, πρωτόκολλο [protócolo] (nVn.) regis tro, protocolo, πρωτόλειο [protólio] (n./n.) opera prima. πρωτομαγιά [protomaguiá] (n./f.) pri mero de mayo, πρωτομάστορας [protomástoras] (n./m.) contramaestre, πρώτον [próton] (adv.) primero, en primer lugar, por primera vez.
902
πυκνοκατοικημένος πρωτοπαλίκαρο [protopalícaro] (nyn.) cabecilla. πρωτόπειρος [protópiros] (adj.) inex perto. πρωτόπλαστοι [protóplasti] (nVm.) pl. Adán y Eva. πρωτοπορία [protoporía] (n./f.) van guardia. πρωτοποριακός [protoporiacós] (adj.) vanguardista, innovador, πρωτοπόρος [protopóros] (adj.) pio nero, iniciador, precursor, πρώτος [prótos] (adj.) primer, prime ro, primo · ταξιδεύω πρώτη θέσ ηviajar en primera clase · παρέχω τις πρώτες βοήθειες- ofrecer primeros auxilios. πρωτοστατώ [protostató] (v.) ser ca becilla. πρωτοτοκία [prototoquía] (n./f.) primogenitura. πρωτότοκος [protótocos] (adj.) pri mogénito, πρωτοτυπία [prototipía] (n./f.) origi nalidad. πρωτότυπος [protótipos] (adj.) origi nal, castizo, innovativo. πρωτοφανής [protofanís] (adj.) sin precedente, innovador, πρωτοχρονιά [protojroñá] (n./f.) día del Año Nuevo, πρωτύτερος [protíteros] (adj.) ante rior. πταίσμα [ptésma] (n./n.) falta, infra cción, delito menor, πτέρυγα [ptériga] (nyf.) ala, pabellón, flanco. πτερύγιο [pteríguio] (n./n.) ala, aleta, πτηνό [ptinó] (n./n.) ave, pájaro, πτηνοτροφείο [ptinotrofío] (nyn.) criadero de pájaros, πτηνοτροφία [ptinotrofía] (n./f.) avi cultura, πτήση [ptísi] (n./f.) vuelo. 903
πτητικός [ptiticós] (adj.) volátil, πτοώ [ptoó] (v.) intimidar, πτύελο [ptíelo] (nVn.) esputo, πτυελοδοχείο [ptielodojío] (n./n.) es cupidera. πτυσσόμενος [ptisómenos] (adj.) ple gable. πτυχή [ptijí] (n7f.) pliegue, doblez, πτυχίο [ptijío] (nVn.) título, diploma · παίρνω πτυχίο- a) obtener el título universitario, b) titularse en. πτυχιούχος [ptijiújos] (adj.) licencia do, titulado, diplomado, πτυχώνω [ptijóno] (v.) plegar, doblar, πτώμα [ptóma] (nyn.) cadáver, muer to · πάνω από το πτώμα μου- sobre mi cadáver · είμα ι πτώ μα από την κούραση- estoy muerto del cansan cio, dejar/queder hecho papilla, πτώση [ptósi] (nyf.) 1: caída, bajada, 2: (Gram.) caso · ελεύθερη πτώ σηcaída libre, πτώχευση [ptójefsi] (nyf.) quiebra, bancarrota, suspensión de pagos, πτωχεύω [ptojévo] (v.) quebrar, arruinar(se), estar en bancarrota, πτωχοκομείο [ptojocomío] (nyn.) hos picio de pobres, πτωχός [ptojós] (adj.) pobre, πυγμαίος [pigméos] (adj.) pigmeo, πυγμαχία [pigmajía] (nyf.) boxeo, πυγμάχος [pigmájos] (nVm.) boxea dor, pugilista, púgil, πυγμαχώ [pigmajó] (v.) boxear, πυγμή [pigmí] (n./f.) puño, πυγολαμπίδα [pigolambída] (n./f.) lu ciérnaga, πύελος [píelos] (n./f.) pelvis, πυθμένας [pizménas] (n./m.) fondo, hondón, πύθωνας [pízonas] (nym.) pitón, πυκνοκατοικημένος [picnocatiquiménos] (adj.) densamente poblado, po puloso.
πυκνόρρευστος πυκνόρρευστος [picnórefstos] (adj.) viscoso. πυκνός [picnós] (adj.) denso, espe so, compacto, condensado · πυκνή β λά στηση - vegetación densa, πυκνότητα [picnótita] (n7f.) densidad, espesor, compensación, compaci dad. πυκνώνω [picnóno] (v.) espesar(se), condensar(se). πύκνωση [pícnosi] (n./f.) espesamie nto, condensación, πυκνωτής [picnotís] (n./m.) conden sador. πύλη [píli] (n./f.) puerta, entrada, por tilla, portón, πυλωρός [pilorós] (n7m.) píloro. πυξίδα [piksída] (n./f.) brújula, πύον [pión] (n./n.) pus. πυρ [pir] (n./n.) fuego · διά πυρός και σιδήρου- a fuego y hiero · ανοίγω πυρ- hacer fuego, πυρά [pirá] (n./f.) hoguera, πυρακτώνω [piractóno] (v.) poner al rojo vivo. πυραμίδα [piramidal (n./f.) pirámide, πυρασφάλεια [pirasfália] (n./f.) seguro contra incendios, πύραυλος [píravlos] (n./m.) cohete, proyectil. πυργίσκος [pirguíscos] (n7m.) 1: torreta, 2: torreón, πύργος [pírgos] (n7m.) torre, πυρετός [piretós] (n7m.) fiebre, ca lentura, temperatura · ανεβάζω π υρετό- tener fiebre · στον πυρετό τω ν εξετάσεω ν- en periodo de exá menes. πυρετώδης [piretódis] (adj.) 1: febril, afiebrado, calenturiento, 2: intenso • πυρετώ δας π ροετοιμασίες- prepa raciones intensas, πυρήνας [pirínas] (n7m.) 1: núcleo, 2: semilla, hueso.
πυρηνέλαιο [pirinéleo] (n./n.) aceite de orujo. πυρηνικός [pirinicós] (adj.) nuclear · πυρηνική φυσική- física nuclear, πυρίμαχος [pirímajos] (adj.) a prueba de fuego, incombustible, refractario, πύρινος [pírinos] (adj.) candente, incandescente, al rojo, de fuego, ar diente, abrasador, πυρίτιδα [pirítida] (nVf.) pólvora, πυριτιδαποθήκη [piritidapocíquí] (n./f.) polvorín, πυρκαγιά [pircaguiá] (nVf.) incendio, fuego. πυροβολαρχία [pirovolarjía] (nVf.) ba tería. πυροβολητής [pirovolitís] (nVm.) ar tillero. πυροβολικό [pirovolicó] (n7n.) artille ría, armería · β αρ ύ πυροβολικό- arti llería pesada, πυροβολισμός [pirovolismós] (nVm.) disparo, tiro, tiroteo, descarga, ba lazo. πυροβόλο [pirovólo] (n./n.) arma de fuego, cañón, πυροβολώ [pirovoló] (v.) disparar, ti rar, tirotear, abalear, fusilar, πυρογενής [piroguenís] (adj.) ígneo, πυροδότηση [pirodótisi] (nVf.) deto nación, arranque, encendido, πυροδοτώ [pirodotó] (v.) detonar, πυρόλιθος [pirólizos] (n7m.) pirita, πυρομανής [piromanís] (adj.) pirómano, incendiario, πυρομανία [piromanía] (nVf.) piromanía. πυρομαχικά [piromajicá] (n7n.) pl. municiones, πυροσβεστήρας [pirosvestíras] (n./m.) extintor, extinguidor. πυροσβέστης [pirosvéstis] (n7m.) bom bero. πυροτέχνημα [pirotéjnima] (nVn.) fue-
904
πως go artificial, cohete, buscapiés, πυρπόληση [pirpólisi] (n./f.) incendio provocado, πυρπολικός [pirpolicós] (adj.) incen diario. πυρπολώ [pirpoló] (v.) incendiar, ar der, poner fuego, πυρρόξανθος [piróksanzos] (adj.) pe lirrojo. πυρσός [pirsós] (nVm.) antorcha, πυρώνω [piróno] (v.) calentar, que mar. ποώδης [piódis] (adj.) purulento, πώληση [pólisi] (n./f.) venta · χονδρι κή πώληση- venta al por mayor · λ ια νική πώληση- venta al por menor. πωλητήριο[ροΙΚιπο] (nVn.) contrato de venta.
πωλητής [politís] (n./m.) vendedor, dependiente, πώμα [póma] (n./n.) tapón, tapa, cor cho. πωρόλιθος [porólizos] (n7m.) toba, πωρωμένος [poroménos] (adj.) 1: adicto, aficionado, apegado, 2: in sensible, cruel, πώρωση [pórosi] (nVf.) 1: afición, ape go, 2: depravación, corrupción, πώς [pos] (adv.) cómo · πώς εισαι;¿cómo estás? · πώς και έτσι;- ¿y eso? • πώς το κά να ;- ¿cómo lo hace?, πως [pos] (conj.) que, como, como si • κάνε πως δεν καταλαβαίνεις- haz como si no hubieras entendido.
905
Ρ, ρ [ro] (nyn.) decimoséptima letra del alfabeto griego, ραβασάκι [ravasáqui] (nyn.) nota amorosa, carta de amor, ραββίνος [ravínos] (nym.) rabino, ραβδί [ravdí] (n./n.) vara, garrote, ca yado, bastón, báculo, ραβδιά [ravdiá] (nyf.) bastonazo, ραβδίζω [ravdídso] (v.) varear, gol pear. ράβδισμα [rávdisma] (nVn.) varea, ράβδος [rávdos] (nyf.) vara, palo, ca yado, bastón, lingote, barrote, ραβδώνω [ravdóno] (v.) rayar, dibujar/ hacer rayas, ράβδωση [rávdosi] (n./f.) raya, surco, carril. ραβδωτός [ravdotós] (adj.) rayado, ράβω [rávo] (v.) coser, ράγα [rága] (n./f.) riel, ραγάδα [ragáda] (n./f.) estría, grieta, ραγδαία [ragdéa] (adv.) impetuosa mente. ραγδαίος [ragdéos] (adj.) violento, im petuoso, repentino · ρα γδαία β ρ ο χή - lluvia violenta, ραγιάς [raguiás] (nym.) esclavo, ραγίζω [raguídso] (v.) rasgarse, rajarse, partirse. ράγισμα [ráguisma] (nyn.) grieta, abertura, rendija, resquicio, ραγού [ragú] (n./n.) guisado, ραδιενέργεια [radienérguia] (n./f.) ra diactividad, ραδιενεργός [radienergós] (adj.) ra diactivo · ραδιενεργά κστάλοιπαresiduos radiactivos · ραδιενεργός βροχή- lluvia radiactiva, ραδίκι [radíqui] (n./n.) {Bot.) achicoria, ράδιο [rádio] (n./n.) radio, ραδιογράφημα [radiográfima] (n./n.) radiografía. 906
ραδιοθεραπεία [radiocerapía] (nyf.) ra dioterapia, ραδιολογία [radiologuía] (nyf.) radio logía. ραδιοτηλεγραφία [radiotilegrafía] (nyf.) radiotelegrafía, ραδιοτηλεφωνία [radiotilefonía] (nyf.) radiotelefonía, ραδιουργία [radiurguía] (nyf.) intriga, maquinación, complot, confabula ción. ραδιούργος [radiúgos] (adj.) intriga nte, maquinador, confabulador, cons pirador. ραδιουργώ [radiurgó] (v.) intrigar, ma quinar, tramar, ραδιοφωνία [radiofonía] (nyf.) radio difusión. ραδιοφωνικός [radiofonicós] (adj.) ra diofónico, de radio · ραδιοφω νικός σ ταθμ ός- emisora de radio, ραδιόφωνο [radiófono] (n./n.) radio, ραθυμία [racimía] (n./f.) indolencia, pereza, apatía, desidia, ράθυμος [rácimos] (adj.) indolente, perezoso, ραίνω [réno] (v.) rociar, salpicar, ρακένδυτος [raquénditos] (adj.) ha rapiento, guiñaposo, andrajoso, me ndigo. ρακέτα [raquéta] (nyf.) raqueta, ράκος [ráeos] (nyn.) harapo, pingajo, trapo, andajo. ρακοσυλλέκτης [racosiléctis] (n./m.) trapero. ράμμα [ráma] (nyn.) puntada, punto de sutura · κάνω ρά μ μ α τα - hacer una sutura, ραμολιμέντο [ramoliménto] (n./n.) carcamal, ράμπα [rámba] (n./f.) rampa, ραμφίζω [ramfídso] (v.) picotear, ράμφισμα [rámfisma] n. picotazo, ράμφος [rámfos] (n./n.) pico.
ρείθρο ρανίδα [ranída] (n./f.) gota, ράντα [ránda] (nVf.) renta, ραντάρ [radár] (n./n.) radar, ραντεβού [randevú] (n7n.) cita, en cuentro, reunión · κλείνω ένα ρ α ντεβού- concertar una cita · ακυρώ νω το ρα ντεβ ού- cancelar la cita · o γιατρός δέχεται μόνο μ ε ρα ντεβ ούel médico acepta con cita · ερω τικό ρα ντεβ ού- cita amorosa · επαγγελ μ ατικό ρα ντεβ ού- entrevista de trabajo · ραντεβ ού σ τα τυφ λά- cita a ciegas · δίνω ραντεβ ού σ την πλα τεία - quedar en la plaza, ραντίζω [randídso] (v.) regar, rociar, pulverizar, ράντισμα [rándisma] (nVn.) riego, ro ciada, pulverización, ραντιστήρι [randistíri] (n7n.) pulveri zador, rociador, ράντσο [rándso] (nVn.) 1: hacienda, rancho, 2: cama plegable, ραπάνι [rapáni] rábano, ραπίζω [rapídso] (v.) dar una palma da/ bofetada/ manotada, ράπισμα [rápisma] (n./n.) bofetada, golpe con la mano, ραπτική [raptiquí] (n7f.) costura, con fección. ραπτομηχανή [raptomijaní] (nVf.) má quina de coser, ράπτρια [ráptria] (n./f.) costurera, ράσο [ráso] (n7n.) sotana, hábito, sayo. ραστώνη [rastóni] (n7f.) desidia, ράτσα [rátsa] (nyf.) 1: raza, 2: tribu, casta · σκυλί ρά τσα ς- perro de raza, ρατσισμός [ratsismós] (n7m.) racis mo. ρατσιστής [ratsistís] (nVm.) racista, ραφείο [rafío] (n7n.) sastrería, taller de costura. ραφή [rafí] (nyf.) costura, bastilla, ράφι [ráñ] (n7n.) estante, repisa, ana
quel, balda, ραφινάρισμα [rañnárisma] (n./n.) refi namiento, ραφινάρω [rafináro] (v.) refinar. ραφινάτος [rafinátos] (adj.) 1: refina do, 2: acendrado, acrisolado, ράφτης [ráftis] (n./m.) sastre, modisto, ραχατεύω [rajatévo] (v.) holgazanear, no hacer nada, ser perezoso, ραχάτι [rajáti] (n7n.) holgazanería, desocupación, ράχη [ráji] (n./f.) 1: (cuerpo) dorso, lomo, 2: cima, cumbre, ραχιαίος [rajiéos] (adj.) dorsal, ραχίτιδα [rajítida] (n./f.) raquitismo, ραχιτικός [rajiticós] (adj.) raquítico, ραχοκοκαλιά [rajococaliá] (nVf.) 1: (pescado) raspa, 2: (cuerpo humano) espina dorsal, ράψιμο [rápsimo] (nVn.) costura, bor dado. ραψωδία [rapsodia] (n./f.) rapsodia, ρεαλισμός [realismós] (nVm.) realis mo. ρεαλιστής [realistís] (nVm.) realista, ρεβίθι [revíci] (nVn.) garbanzo, ρέβω [révo] (v.) agotar, languidecer, ρέγκα [régka] (nyf.) arenque, ρεγουλάρω [reguláro] (v.) regular, moderar, controlar, ρέγουλα [régula] (nVf.) moderación, mesura. ρεγουλάρισμα [regulárisma] (n7n.) re gulación. ρεζέρβα [redsérva] (n./f.) reserva, rue da de recambio, ρεζίλεμα [redsílema] (n7n.) irrisión, bur la. ρεζιλεύω [redsilévo] (v.) ridiculizar, poner en ridículo, ρεζίλι [redsíli] (n./n.) ridículo · γίνομαι ρεζίλι- hacer el ridículo, ρείθρο [rízro] (nVn.) canalón, arroyo, cuneta.
907
ρείκι ρείκι [ríqui] (nVn.) (Bot.) brezo, ρεκλάμα [recláma] (n./f.) anuncio, pu blicidad. ρεκόρ [recór] (v.) récord · παγκόσμιο ρεκόρ- récord mundial · ρεκόρ συμ μετοχώ ν· récord de participación · σπάω το ρεκόρ- romper el récord, ρέλι [réli] (n./n.) dobladillo, ρέμα [réma] (n./n.) riachuelo, ρεμάλι [remáli] (n7n.) matón, granuja, bellaco. ρεματιά [rematiá] (n7f.) barranco, ba rranca, barranquera, precipicio, ρεμβάζω [remvádso] (v.) meditar, so ñar despierto, cavilar, ρεμβασμός [remvasmós] (n./m.) sue ño, ensueño, ensoñación, ρέμβη [rémvi] (n./f.) ensueño, enoñación. ρεμούλα [remúla] (nVf.) robo, hurto, ρεμπελιό [rebelió] (n./n.) holgazane ría. ρεμπελεύω [rebelévo] (v.) holgazanear, ρέμπελος [rébelos] (adj.) holgazán, vagabundo, ρεμπεσκές [rebesqués] (n./m.) pillo, picaro. ρεπερτόριο [repertório] n. repertorio, ρεπό [repó] n. asueto, descanso, ρεπορτάζ (n./n.) reportaje, ρεπόρτερ [repórter] (n./m.+f.) perio dista, locutor/a, reportero/a. ρεπούμπλικα [repúmblica] (n./f.) som brero alto, ρέπω [répo] (v.) ser propenso a, tener tendencia a hacer algo, ρεσεψιόν [resepsión] (nVf.) recepción, ρεσιτάλ [resitál] (n./n.) recital, ρέστα [résta] (n7n.) pl. cambio, ρεστοράν [restorán] (n./n.) restorán, restaurante, ρετάλι [retáli] (nVn.) retal, ρετιρέ [retiré] (n./n.) ático de lujo, ρετουσάρισμα [retusárisma] (n7n.)
retoque. ρετσίνα [retsína] (n7f.) vino con resi na. ρετσίνι [retsíni] (nVn.) resina, ρετσινιά [retsiñá] (nVf.) 1: mancha de resina, 2: (coloq.) difamación, ρετσινόλαδο [retsinólado] (n./n.) acei te de ricino, ρεύμα [révma] (n7n.) 1: corriente, electricidad, 2: flujo, movimiento, 3: contracorriente, 4: dirección · εναλ λασσόμενο ρεύμα- corriente alterna • συνεχές ρεύμα- corriente continua • κόπηκε το ρεύμα- se fue la luz · πάω ενάντια σ το ρεύμα- ir a contra corriente · οδηγούσε στο α ν τίθετο ρεύμα κυκλοφ ορίας- conducía en la dirección opuesta. ρευματισμός [revmatismós] (n./m.) reumatismo, ρευματολήπτης [revmatolíptis] (n./m.) enchufe, ρεύομαι [révome] (v.) eructar, ρευστοποίηση [refstopíisi] (nyf.) li cuación, liquidación, licuefacción, ρευστοποιώ [refstopió] (v.) licuar, li quidar, derretir, ρευστός [refstós] (adj.) líquido, flui do · πλήρωσε σε ρ ευσ τό- pagó en efectivo. ρευστότητα [refstótita] (n./f.) liquidez, fluidez. ρεφενέ [refené] (adv.) a escote, ρεφορμιστής [reformistís] (nVm.) re formista, ρεφρέν [refrén] (n./n.) estribillo, ρέψιμο [répsimo] (nVn.) eructo, ρέω [réo] (v.) fluir, afluir, correr, ema nar. ρήγας [rígas] (n./m.) rey. ρήγισσα [ríguisa] (n./f.) reina, dama, ρήγμα [rígma] (n7n.) fisura, grieta, brecha, ρήμα [rima] (n./n.) verbo.
908
ρίψη ρήμαγμα [rímagma] (n./n.) devasta ción, ruina, ρημάδι [rimádi] (n./n.) ruina, restos, escombros, ρημάζω [rimádso] (v.) arrasar, devas tar, destruir, ρηματικός [rimaticós] (adj.) verbal, oral. ρήξη [rfksi] (n7f.) ruptura, rotura, riña, ρηξικέλευθος [riksiquélefzos] (adj.) emprendedor, ρήση [rlsi] (nyf.) palabra, declaración, dicho, refrán, adagio, ρητίνη [ritíni] (n./f.) resina, ρητό [ritó] (nVn.) dicho, refrán, senten cia, apotegma, ρήτορας [rítoras] (n7m.) orador, ρητορεία [ritoría] (nVf.) oración, ρητορεύω [ritorévo] (v.) arengar, ρητορική [ritoriquí] (n7f.) retórica, ρητορικός [ritoricós] (adj.) retórico · ρ η τορ ική ερώ τηση- pregunta retó rica. ρητός [ritós] (adj.) 1: expreso, formal, explícito, 2: terminante, definitivo, ρήτρα [rítra] (n7f.) cláusula, término • ρή τρ α συμβολαίου- término del contrato. ρητώς [ritós] (adv.) terminantemente, ρηχός [rijós] (adj.) llano, poco profun do. ρίγα [ríga] (η Λ ) raya, ρίγανη [rígani] (n./f.) orégano, ριγέ [rigué] (adj.) rayado, ρίγος [rlgos] (n7n.) escalofrío, estre mecimiento, ριγώ [rigó] (v.) temblar, estremecerse, escalofriar, tiritar, ριγώνω [rigóno] (v.) rayar, ριγωτός [rigotós] (adj.) rayado, ρίζα [rídsa] (η Λ ) raíz, cepa, cepejón, ριζά [ridsá] (n7n.) pl. pie de la monta ña. ριζικό [ridsicó] (n7n.) destino.
ριζικός [ridsicós] (adj.) 1: radical, 2: to tal · ριζική αλλαγή- cambio radical, ριζοβόλημα [ridsovólima] (n7n.) enraizamiento. ριζοσπάστης [ridsospástis] (n./m.) co munista, izquierdista, ριζοσπαστικός [ridsopasticós] (adj.) 1: radical, revolucionario, 2: comunista, izquierdista · ριζοσπαστικό κόμμαpartido comunista · ριζοσπαστικές ιδέες- ideas revolucionarias, ρίζωμα [rídsoma] (nVn.) enraizamiento. ριζωμένος [ridsoménos] (adj.) enrai zado, arraigado, fijo, inveterado, ριζώνω [ridsóno] (v.) enraizar, echar raíces, arraigar, ρίμα [rima] (nyf.) rima, ριμάρω [rimáro] (v.) rimar, ρίνη [ríni] (nyf.) lima, ρινίζω [rinídso] (v.) limar, ρινικός [rinicós] (adj.) nasal, ρινίσματα [rinísmata] (ηΛι.) pl. lima duras · ριν ίσματα σιδήρου- limadu ras de hierro, ρινόκερος [rinóqueros] (nVm.) rino ceronte. ριξιά [riksiá] (ηΛ.) tiro, tirada, echada, lance. ρίξιμο [ríksimo] (nVn.) arrojamiento, lanzamiento, impulso, tiro, ριπή [ripí] (ηΛ.) ráfaga, vendaval · ριπή ανέμου- ráfaga de viento, ρισκάρω [riscáro] (v.) arriesgarse, atre verse, probar, ρίχνομαι [ríjnome] (v.) echarse, lanzar se · ρίχνομαι σ το φ α γητό- echarse a comer · ρίχνομαι σ τη μάχη- lanzarse a la batalla ·ο κ ύ β ο ς ε ρ ρ ίφ θ η - a) alea jacta est, b) la suerte está echada, ρίχνω [ríjno] (v.) echar, tirar, arrojar, lanzar. ρίψη [rípsi] (nyf.) echada, tiro, lanza miento.
909
ριψοκινδυνεύω ριψοκινδυνεύω [ripsoquindinévo] (ν.) arriesgar(se), poner(se) en peligro, atreverse, arriscar, ριψοκίνδυνος [ripsoquíndinos] (adj.) arriesgado, temerario, aventurado, arrojado, osado, ρόγχος [rógjos] (n7m.) ronquido, sil bido, estertor · επ ιθανάτιος ρόγχοςestertor agónico, ρόδα [róda] (n./f.) 1: rueda, 2: neumá tico. ρόδακας [ródacas] (n./m.) rosetón, ροδακινιό [rodaquiñá] (n./f.) meloco tonero. ροδάκινο [rodáquino] (n./n.) meloco tón. ροδαλός [rodalós] (adj.) rosado, son rosado, rosáceo. ροδάνι [rodáni] (nVn.) torno, ροδέλα [rodéla] (nVf.) arandela, ροδέλαιο [rodéleo] (n./n.) esencia de rosas. ροδής [rodís] (adj.) granate, ρόδι [ródi] (n./n.) granada, ροδιά [rodiá] (n./f.) granado, ροδίζω [rodídso] (v.) tostar(se), dorar(se). ρόδινος [ródinos] (adj.) de rosa, ro sado, sonrosado, de color rosa · της έχουν έρ θει όλα ρόδινα- tiene una vida de color rosa, ροδίτης [rodítis] (n./m.) clarete, vino rosado, ρόδο [ródo] (nVn.) rosa, ροδοδάφνη [rododáfni] (nVf.) (Bot.) adelfa. ροδοκόκκινος [rodocóquinos] (adj.) colorado. ροδόσταμο [rodóstamo] (n7n.) agua de rosas. ροζ [rods] (adj.) rosado, color de rosa, ροζιάζω [rodsiádso] (v.) encallecerse, quedarse nudoso, ροζιάρης [rodsiáris] (adj.) nudoso, ca lloso. 910
ρόζος [ródsos] (n./m.) nudo, callo, ca llosidad, ροή [roí] (n./f.) curso, flujo, ρόκα [roca] (n./f.) rueca, ροκάνα [rocána] (n7f.) carraca, ma traca. ροκάνι [rocáni] (n./n.) cepillo, ροκανίδι [rocanídi] n. viruta, ροκανίζω [rocanídso] (v.) roer, mordis quear, mordiscar. póXcí [rólei] (n./n.) rulo, bigudí, ρολό [roló] (n./n.) 1: rollo, cilindro, 2: (cortina) persiana, ρολόι [rolói] (n7n.) reloj, contador, ρόλος [rolos] (n7m.) papel, personaje, rol. ρομανικός [romanicós] (adj.) románi co. ρομάντζα [romándsa] (n./f.) (Mús.) ro manza. ρομάντζο [romándso] (n./n.) roman ce, idilio. ρομαντικός [romandicós] (adj.) ro mántico. ρομαντισμός [romandismós] (n./m.) romanticismo, ρομβία [romvía] (nVf.) (Mús.) organi llo. ρόμβος [rómvos] (n./m.) rombo, ρόμπα [róba] (n./f.) bata, albornoz, ρομπότ [rombót] (n./m.) robot, ρόπαλο [rópalo] (n./n.) porra, garrote, tranca. ροπή [ropí] (nVf.) propensión, inclina ción, proclividad, ρόπτρο [róptro] (n./n.) aldaba, llama dor, picaporte, ρούβλι [rúvli] (n7n.) rublo, ρουζ [ruds] (n./n.) colorete, ρουθούνι [ruzúni] (n7n.) fosa nasal, ρουθουνίζω [ruzunídso] (v.) resoplar, ρουθούνισμα [ruzúnisma] (n7n.) re soplido. ρουκέτα [ruquéta] (nVf.) cohete, pro
ρωμαλέος yectil. ρουλεμάν [rulemán] (η./η.) rodamie nto. ρουλέτα [ruléta] (n./f.) ruleta, ρουμανικός [romanicós] 1: (n./m.) pl. (idioma) rumano, 2: (adj.) rumano. Ρουμάνος [rumános] (n./m.) (gentili cio) rumano, ρούμι [rúmi] (n./n.) ron. ρουμπινές [rubinés] (n./m.) grifo, ρουμπίνι [rubíni] (n./n.) rubí, ρουσφέτι [rusféti] (nVn.) favor, ρουσφετολογία [rusfetologuía] (n./f.) favoritismo, ρουτίνα [rutina] (n7f.) rutina, mono tonía. ρούφηγμα [rúfigma] (n./n.) chupada, ρουφηξιά [rufiksiá] (n7f.) sorbo, trago • το κα τέβ ασε μ ε μ ια ρο υφ ηξιά- lo bebió de un trago, ρουφήχτρα [rufíjtra](nA) remolino, ρουφιάνος [rufiános] (n./m.) rufián, ρουφώ [rufó] (v.) sorber, tragar, chu par, libar, ρούχα [rúja] (nVn.) pl. ropa, ρουχισμός [rujismós] (n./m.) vesti menta, indumentaria, ropaje, ρούχο [rújo] (n7n.) prenda de vestir, ρόφημα [rófima] (n./n.) infusión, bre baje, bebida, ροφός [rofós] (n./m.) (Zool.) mero, ροχάλα [rojála] (n./f.) esputo, escupi tajo, baba, ροχαλητό [rojalitó] (n./n.) ronquido, ροχαλίζω [rojalídso] (v.) roncar, ρόχθος [rójzos] (n7m.) rujido, estruen do. ρυάκι [riáqui] (n./n.) riachuelo, arroyo, ρύγχος [rígjos] (n7n.) hocico, morro, ρυζάλευρο [ridsálevro] (n./n.) sémola de arroz, ρύζι [rídsi] (nVn.) arroz, ρυζόγαλο [ridsógalo] (n./n.) arroz con leche. 911
ρυθμίζω [rizmídso] (v.) regular, con trolar ajustar, ρυθμική [rizmiquí] (n./f.) rítmica, ρυθμικός [rizmicós] (adj.) rítmico, ρύθμιση [rízmisi] (n7f.) regulación, ajuste, arreglo, reparación, ρυθμιστής [rizmistís] (n7m.) regula dor, ajustador, ρυθμιστικός [rizmisticós] (adj.) regu lador, regulativo, ρυθμός [rizmós] (n./m.) ritmo, com pás, estilo, cadencia, ρυμοτομία [rimotomía] (n./f.) urbanis mo, plano callejero, ρυμούλκα [rimúlca] (n./f.) remolque, ρυμούλκηση [rimúlquisi] (n./f.) remol que. ρυμουλκό [rimulcó] (nVn.) remolca dor. ρυμουλκώ [rimulcó] (v.) remolcar, ρυπαίνω [ripéno] (v.) ensuciar, man char, contagiar, contaminar, infectar, ρύπανση [rípansi] (n./f.) suciedad, contagio, contaminación, infección, polución · ατμ οσφ αιρ ική ρύπανσηcontaminación ambiental, ρυπαρός [riparós] (adj.) sucio, ρυπαρότητα [riparótita] (n./f.) sucie dad, desaseo, obscenidad, ρύπος [rípos] (n./m.) 1: suciedad, ho llín, desaseo, impureza, 2: residuo, basura, ρυτίδα [ritída] (n./f.) arruga, ρυτιδώνω [ritidóno] (v.) arrugar, ρυτίδωση [ritídosi] (n./f.) arrugamie nto, onda, rizo, escarceo, ρώγα [róga] (n./f.) 1: grano de uva, 2: (cuerpo) pezón, ρωγμή [rogmí] (n./f.) fisura, brecha, grieta, hendidura, raja, rendija, ρωμαίικος [roméicos] (adj.) neohelénico. ρωμαϊκός [romaicós] (adj.) romano, ρωμαλέος [romaléos] (adj.) robusto,
vigoroso, corpulento, fuerte, ρώμη [rómi] (n./f.) robustez, fuerza vigor. Ρωμιός [romiós] (nVm.) (gentilicio) griego (bizantino y moderno), ρωμιοσύνη [romiosíni] (η Λ ) helenis mo, pueblo griego. Ρωσία [rosía] (η Λ ) Rusia, ρωτώ [rotó] (v.) preguntar, cuestionar, interrogar, demandar, pedir, interpe lar · ρω τώ πληροφορίες- pedir infor maciones.
912
Σ, σ [sígma] (η./η.) decimoctava letra del alfabeto griego, σαβάνα [savána] (η Λ ) sabana, σάβανο [sávano] (ηΛι.) sudario. Σάββατο [sávato] (η Λ .) sábado. Σαββατοκύριακο [savatoqufriaco] (ηΛ.) fin de semana, σαβούρα [savúra] (ηΛ.) lastre, basura, desperdicio, σαβουρώνω [savuróno] (v.) tragar, en gullir. σαγηνευτικός [saguinefticós] (adj.) se ductor, encantador, σαγηνεύω [saguinévo] (v.) seducir, en cantar, fascinar, σαγήνη [saguíni] (ηΛ.) seducción, en canto, fascinación, σάγμα [ságma] (ηΛι.) alforja, silla, σαγόνι [sagóni] (ηΛι.) mandíbula, mentón, barbilla, σαδισμός [sadismós] (nVm.) sadismo, σαδιστής [sadistís] (n./m.) sádico, σαθρός [sazrós] (adj.) podrido, co rrompido, desvencijado, σαΐτα [saíta] (η Λ ) flecha, dardo, lan zadera. σαϊτοθήκη [saitocíqui] (ηΛ.) carcaj, σάκα [sáca] (η Λ ) cartera, bolsa, mo chila. σακάκι [sacáqui] (n./n.) chaqueta, σακατεύω [sacatévo] (v.) lisiar, mutilar, incapacitar, σακάτης [sacátis] (ηΛη.) lisiado, cojo, mutilado, incapacitado, σακί [saquí] (η Λ .) saco, σακίδιο [saquídio] (n./n.) mochila, σακούλα [sacúla] (n./f.) bolsa · πλα σ τική σακούλα- bolsa de plástico, σάκος [sácos] (n./m.) saco, fardo, σακχαροδιαβήτης [sacjarodiavítis] (n./m.) (M ed) diabetes, σάλα [sála] (η Λ ) sala, salón.
σάλαγος [sálagos] (n./m.) trueno, es tampido, estruendo, estrépito, σαλάμι [salámi] (η Λ .) salchichón, salami. σαλάτα [saláta] (nyf.) 1: ensalada, 2: (metáf.) almodrote, σαλέ [salé] (n./n.) chalé, σαλεύω [salévo] (v.) moverse, agitar, σάλι [sáli] (η Λ .) chal, mantón, σαλιάρα [saliára] (η Λ ) babero, σαλιάρης [saliáris] (adj.) baboso, σαλιαρίζω [saliarídso] (v.) babear, ba bosear. σαλιγκάρι [saligkári] (η Λ .) caracol, σάλιο [sálio] (η Λ .) saliva, baba, σαλόνι [salóní] (n./n.) salón, σάλος [sálos] (ηΛη.) tumulto, escán dalo, desorden, alboroto, σαλπάρω [salpáro] (v.) zarpar, σάλπιγγα [sálpigka] (ηΛ.) trompeta, corneta, trompa, σαλπιγκτής [salpigctís] (n./m.) trompetista. σαλπίζω [salpídso] (v.) 1: tocar la trom peta, tocar la corneta, 2: pregonar, promulgar, σάλπισμα [sálpisma] (n./n.) toque de diana, retreta, σάλτσα [sáltsa] (n./f.) salsa · πικάντικη σάλτσα- salsa picante, σαμάρι [samári] (η Λ .) montura, silla, albarda. σαματάς [samatás] (nVm.) ruido, es trépito, tumulto, jaleo, alboroto · έγινε σαματάς σ το γ ραφ είο- se ha producido un jaleo en la oficina, σαματατζής [samatadsís] (n./m.) rui doso, pendenciero, σαμπάνια [sampáña] (η Λ ) champán, σαμποτάζ [sabotáds] (nVn.) sabotaje, boicot, boicoteo, σαμποτάρω [sabotáro] (v.) sabotear, boicotear, σαμποτέρ [sabotér] (nVm.) sabotea
913
σαν dor. σαν [san] 1: (conj.) como, como si, cuando, si, 2: (prep.) como · σαν τ ε λειώσεις, πάρε μ ε τηλέφω νο- cua ndo termines, llámame · τρέχει σαν λαγός- corre como un gamo, σανατόριο [sanatório] (n./n.) sanato rio. σανδάλι [sandáli] (n./n.) sandalia, σανίδα [sanída] (n./f.) tabla, tablón, listón, plancha · σανίδα σω τηρίαςtabla de salvación, σανίδι [sanídi] (n./n.) tabla, escenario, σανός [sanós] (n7m.) heno, paja, σάντουιτς [sánduits] (n./n.) bocadillo, emparedado, σαπίζω [sapídso] (v.) 1: pudrir(se), corromper(se), descomponerse, 2: echar(se) a perder · σαπίζει στη φυ λακή- se pudre en la cárcel, σαπίλα [sapíla] (n./f.) podredumbre, podredura, putrefacción, corrup ción, descomposición, σάπιος [sápios] (adj.) podrido, putre facto, corrompido, descompuesto, σαπουνάδα [sapunáda] (n./f.) espuma de jabón, σαπούνι [sapúni] (n7n.) jabón, σαπουνίζω [sapunídso] (v.) enjabo nar. σαπούνισμα [sapúnisma] (n./n.) enja bonado. σαπουνόνερο [sapunónero] (n7n.) es puma. σαπουνόπερα [sapunópera] (n./f.) te lenovela, radionovela, σαραβαλιάζω [saravaliádso] (v.) des truir, hundir, arruinar, destrozar, ha cer pedazos, σαραβαλιασμένος [saravalisménos] (adj.) desmoronado, ruinoso, decrépito, σαράβαλο [sarávalo] (n7n.) trasto, ca chivache, cacharro, σαράκι [saráqui] (n./n.) 1: carcoma, 2:
(metáf.) aflicción, remordimiento · τον τρώ ει το σαράκι- siente remor dimiento. Σαρακοστή [saracostí] (n./f.) cuares ma. σαράντα [saránda] (núm.) cuarenta, σαρανταποδαρούσα [sarandapodarúsa] (n./f.) escolopendra, ciempiés, σαρδέλα [sardéla] (n./f.) sardina, σαρδόνιος [sardonios] (adj.) sardóni co · σαρδόνιο γέλιο- risa sardónica, σαρίκι [saríqui] (n./n.) turbante, σάρκα [sárca] (n./f.) carne, pulpa, σαρκάζω [sarcádso] (v.) burlarse, reír se, mofarse, bufonearse, σαρκασμός [sarcasmós] (nVm.) sar casmo, mofa, burla, mordacidad, σαρκαστικός [sarcasticós] (adj.) sar cástico, mordaz, irónico, σαρκικός [sarquicós] (adj.) carnal, cor póreo · σαρκικός έρωτας- amor car nal. σαρκοβόρος [sarcovóros] (adj.) car nívoro. σαρκοφάγος [sarcofágos] 1: (n/f.) (Arq.) sarcófago, 2: (adj.) carnívoro, σαρκώδης [sarcódis] (adj.) suculento, carnoso, gordo, pulposo · σαρκώ δη χείλη- labios suculentos, σάρωθρο [sározro] (n./n.) escoba, σάρωμα [sároma] (n./n.) barrido, σαρώνω [saróno] (v.) barrer, aniquilar, pasar rápidamente, σαρωτικός [saroticós] (adj.) radical, arrollador, destradow · σαρω τική επ ίθεση- ataque arrollador, σας [sas] (pron.) vosotros, os, vuestro, σαστίζω [sastídso] (v.) dejar perplejo, aturdir, atarugar, atolondrar, confun dir. σάστισμα [sástisma] (nVn.) perpleji dad, confusión, aturdimiento, σαστισμάρα [sastismára] (nVf.) per plejidad, confusión, aturdimiento.
914
σειρά σατανάς [satanás] (nym.) satanás, dia blo, demonio, diantre. σατανικός [satanicós] (adj.) satánico, diabólico, demoníaco, malvado · σ ατανικό σχέδιο- plan satánico · σατανική σύμπτωση- coincidencia diabólica, σάτιρα [sátira] (n./f.) sátira, σατιρίζω [satirídso] (v.) satirizar, σατιρικός [satíricos] (adj.) satírico · σατιρικό έργο- obra satírica, σατράπης [satrápis] (nym.) sátrapa, déspota, tirano, σατραπικός [satrapicós] (adj.) despó tico, tiránico, σάτυρος [sátiros] (n./m.) sátiro, σαύρα [sávra] (n./f.) lagartija, lagarto, escinco. σαφήνεια [safínia] (n./f.) claridad, pre cisión, nitidez, concisión · εξηγώ με σαφ ήνεια- explicar con claridad, σαφηνίζω [safinídso] (v.) esclarecer, precisar, elucidar, poner en claro, σαφής [safís] (adj.) claro, preciso, defi nitivo, cierto · δίνω σ αφ είς οδηγίεςdar direcciones claras, σαφώς [safós] (adv.) claramente, sin duda, claro, desde luego, por su puesto, σάχλας [sájlas] (n./m.) soso, σαχλαμάρα [sajlamára] (nyf.) estupi dez, tontería, idiotez, bobada · λέω σαχλαμάρες- decir tonterías, σαχλός [sajlós] (adj.) soso, insulso, in sípido. σάψαλο [sápsalo] (nyn.) matusalén, carcamal. σβάρνα [svárna] (n./f.) grada, rastra · παίρνω σβάρνα- grada a grada, σβαρνίζω [svarnídso] (v.) gradar, σβελτάδα [sveltáda] (nyf.) agilidad, σβέλτος [svéltos] (adj.) ágil, rápido, σβέρκος [svércos] (nym.) nuca, cogo te.
σβήνω [svíno] (ν.) 1: apagar(se), extinguir(se), 2: borrar, tachar, can celar, eliminar · σβήνω το τσ ιγά ρ ο - apagar el cigarillo · έσβησε η ελπίδα- se apagó la esperanza · o δάσκαλος έσβησε το ν πίνακα- el profesor borró la pizarra, σβήσιμο [svísimo] (nyn.) 1: extinción, supresión, 2: borradura, tachadura, tachón. σβηστός [svistós] (adj.) apagado, ex tinguido. σβολιάζω [svoliádso] (v.) coagularse, cuajarse, σβόλος [svólos] (n./m.) terrón, σβουνιά [svuñá] (n./f.) estiércol, bo ñiga. σβούρα [svúra] (nyf.) trompo, σβουρίζω [svurídso] (v.) girar, dar vueltas. σγουραίνω [sguréno] (v.) rizar(se), on dular, ensortijar(se). σγουρός [sgurós] (adj.) rizado, ensor tijado, crespo, σε [se] (prep.) en, dentro de. σέβας [sévas] (n./n.) respeto, admira ción, consideración, σεβάσμιος [sevásmios] (adj.) respeta ble, venerable, σεβασμιότατος [sevasmiótatos] (nym.) reverendísimo, σεβασμιότητα [sevasmiótita] (nyf.) re verencia. σεβασμός [sevasmós] (nym.) respeto, admiración, consideración, σεβαστός [sevastós] (adj.) respetable, considerable, apreciable. σέβομαι [sévome] (v.) respetar, consi derar, estimar, admirar, σεζόν [sedsón] (nyf.) época, período temporada, σειέμαι [siéme] (v.) moverse, estreme cerse, agitarse, σειρά [sirá] (nyf.) 1: línea, fila, andana,
915
σειρήνα cola, 2: serie, secuencia, sucesión, orden, 3: turno, 4: renglón · κά θομαι σ τη ν τρ ίτη σειρά- estoy sentado en la tercera fila · περιμένω σ τη σειράesperar en la cola · σ την επόμενη σειρά- en la fila siguiente · η σειρά τω ν πραγμάτων- el orden de las cosas · τηλεοπ τική σ ειρά- serie tele visiva · είναι η σειρά σου να παίξειςa) es tu turno para jugar, b) te toca jugar. σειρήνα [sirína] (nyf.) sirena, σεισμικός [sismicós] (adj.) sísmico · σεισμική δόνηση- vibración sísmica, σεισμογράφος [sismográfos] (n./m.) sismógrafo, σεισμολογία [sismologuía] (nyf.) sis mología. σεισμολόγος [sismológos] (n7m.+f.) sismólogo, σεισμόπληκτος [sismóplictos] (adj.) siniestrado de terremoto, σεισμός [sismós] (nym.) terremoto, seís mo, sismo, σείω [sío] (v.) sacudir, mover, agitar, cimbrear. σέλα [séla] (nyf.) silla de montar, sillín, σελήνη [selíni] (nyf.) luna · έκλειψη σελήνης- eclipse lunar, σεληνιακός [seliniacós] (adj.) lunar, σεληνιασμός [seliniasmós] (n./m.) epilepsia. σεληνόφως [selinófos] (nyn.) luz de la luna. σελίδα [selída] (n./f.) página, plana, σελίνι [selíni] (n./n.) chelín, σέλινο [sélino] (nyn.) apio, σελώνω [selóno] (v.) ensillar, σεμινάριο [seminário] (n./n.) semina rio. σεμνοπρεπής [semnoprepís] (adj.) de coroso, modesto, σεμνός [semnós] (adj.) decente, mo desto, prudente, tímido.
σεμνότητα [semnótíta] (nyf.) decen cia, modestia, prudencia, cortedad, σεμνοτυφία [semnotifía] (nyf.) remil go, gazmoñería, mojigatería, σεμνότυφος [semnótifos] (adj.) remil gado, recatado, gazmoño, mojigato, σενάριο [senário] (n./n.) 1: argumen to, 2: (obra) guión, σεντόνι [sendóni] (nyn.) sábana, lien zo · αλλάζω σ εντόνια- cambiar las sábanas. σεντούκι [sendúqui] (nyn.) baúl, co fre, cajón, σεξ [seks] (nyn.) sexo, coito, σεξουαλικός [seksualicós] (adj.) sexual, σεξουαλικότητα [seksualicótita] (nyf.) sexualidad, σερβίρισμα [servírisma] (nyn.) servi cio. σερβίρω [servíro] (v.) servir, σερβιτόρος [servitóros] (nym.) cama rero. σερβίτσιο [servítsio] (nyn.) cubierto, servicio, vajilla. σεργιάνι [serguiáni] (nyn.) paseo, vuelta. σέρνω [sérno] (v.) arrastrar, tirar, halar, jalar. σηκώνομαι [sicónome] (v.) 1: levan tarse, 2: alzarse · τι ώ ρα σηκώ νεσαι;¿a qué hora te levantas?, σηκώνω [sicóno] (v.) levantar, incorpo rar, elevar, alzar, encaramar · (metáf.) σηκώνω τα β άρ η τη ς οικογένειαςlevantar la carga de la familia, σήμα [sima] (n./n.) 1: señal, marca, signo, insignia, distintivo 2: escudo • σήμα κα τσ τεθέν- marca registrada, σημαδεμένος [simademénos] (adj.) marcado, señalado, σημαδεύω [simadévo] (v.) 1: señalar, marcar, 2: apuntar, σημάδι [simádi] (nyn.) 1: señal, marca, seña, 2: (cuerpo o rostro) cicatriz, 3:
916
σιδερένιος
(arma) blanco, 3: (huella) rastro, σημαδούρα [simadúra] (n./f.) boya, baliza. σημαία [siméa] (n./f.) bandera, estan darte, enseña, oriflama, σημαίνω [siméno] (v.) significar, que rer decir, denotar, implicar, dar a en tender. σημαιοφόρος [simeofóros] (nym.+f.) abanderado, alférez, σήμανση [símansi] (n./f.) señalización, σημαντικός [simandicós) (adj.) signifi cativo, importante, notable, insigne, considerable, σημαντικότητα [simandicótita] (nyf.) importancia, σημασία [simasía] (nyf.) 1: significado, significación, 2: importancia ·διφο ρούμενη σημασία- doble significado •άνευ σημασίας- sin importancia, σηματοδότης [simatodótis] (n./m.) semáforo, σηματοδότηση [simatodótisi] (nyf.) señalización, σηματοδοτώ [simatodotó] (v.) seña lizar. σημείο [simio] (n./n.) 1: punto, lugar, sitio, 2: signo, señal, símbolo · ση μείο αναφοράς· punto de referencia •ανώτατο σημείο- el punto más alto •κεντρικό σημείο- sitio céntrico, σημείωμα [simíoma] (n./n.) nota, carta •ερωτικό σημείωμα- carta amorosa, σημειωματάριο [simiomatário] (nyn.) bloc de notas, σημειώνω [simióno] (ν.) 1: anotar, to mar nota, apuntar, 2: advertir, perci bir, hacer notar, σημείωση [simíosi] (nyf.) apunte, ano tación, nota · κρατάω σημειώσειςtomar apuntes, σημειωτέος [simiotéos] (adj.) notable, señalado, σήμερα [símera] (adv.) hoy.
σημερινός [simerinós] (adj.) de hoy, actual. σήραγγα [síragka] (n./f.) túnel, σήριαλ [sírial] (n./n.) telenovela, cule brón. σησάμι [sisámi] (n./n.) sésamo, ajon jolí. σήτα [sita] (nyf.) colador, criba, tamiz, σήψη [sípsi] (n7f.) putrefacción, po dredumbre, descomposición, σθεναρός [scenarós] (adj.) robusto, fuerte, sólido, vigoroso, corpulento, σθεναρότητα [scenarótita] (nyf.) ro bustez, vigor, corpulencia, fuerza, σθένος [scénos] (n./n.) fuerza, vigor, valor. σιγά [sigá] (ad ν.) 1: despacio, despa ciosamente, lentamente, 2: en voz baja ·σιγά σιγά- poco a poco, σιγανός [siganós] (adj.) silencioso, len to, tranquilo, σιγαστήρας [sigastíras] (nym.) silen ciador, sordina, σιγή [siguí] (nyf.) silencio, quietud, mudez ·ενός λεπτού σιγή-un minu to de silencio, σιγοβράζω [sigovrádso] (v.) hervir a fuego lento, σιγοτραγουδώ [sigotragudó] (v.) tara rear. σίγουρα [sígura] (adv.) seguro, cierta mente, con toda seguridad, absolu tamente, con certeza, σιγουρεύω [sigurévo] (v.) asegurar, σιγουριά [siguriá] (n./f.) 1: seguridad, crtidumbre, certeza, 2: estabilidad, σίγουρος [síguros] (adj.) 1: seguro, cierto, 2: firme, estable, σιγώ [sígó] (v.) callar(se), silenciar, σιδεράδικο [siderádico] (nyn.) herre ría, ferrería. σιδεράς [siderás] (nym.) herrero, σιδερένιος [sideréños] (adj.) de hierro, férreo, duro ·σιδερένια θέληση- vo
917
σίδερο luntad de hierro ·περαστικά, σιδε ρένιος/· ¡qué te mejores!, σίδερο [sídero] (n./n.) 1: hierro, 2: (aparato eléctrico) plancha (para la ropa/para el pelo), σιδέρωμα [sidéroma] (n./n.) plancha do. σιδερώνω [sideróno] (v.) planchar, σιδηρόδρομος [sidiródromos] (n./m.) ferrocarril, σιδηρουργείο [sidirurguío] (nVn.) he rrería. σιδηρουργός [sidirurgós] (nVm.) he rrero. σιελόρροια [sielória] (nVf.) salivación, σίελος [síelos] (n./m.) saliva, baba, σίκαλη [sícali] (n./f.) centeno, σιλουέτα [siluéta] (n7f.) silueta, con torno, perfil ·προσέχω τη σιλουέτα μου- cuido mi silueta, σιμά [simá] (adv.) cerca, σιμιγδάλι [simigdáli] (n7n.) sémola, σιμώνω [simóno] (v.) acercarse, aproximarse, σινάφι [sináfi] (n./n.) gremio, asocia ción, agrupación, σινεμά [sinemá] (n7n.) cine, cinema tógrafo. σινιάλο [siniálo] (n7n.) señal, indica ción. σιντριβάνι [sindriváni] (nVn.) fuente, σιρόπι [sirópi] (n./n.) 1: jarabe, almí bar, 2: (dulces) sirope, σιτάλευρο [sitálevro] (n./n.) harina de trigo. σιταποθήκη [sitapocíqui] (n7f.) gra nero. σιταρένιος [sitaréños] (adj.) de trigo, σιτάρι [sitári] (n./n.) trigo, σιτηρά [sitirá] (n./n.) pl. cereales, σιτίζω [sitídso] (v.) alimentar, nutrir, dar de comer, σιτιστής [sitistís] (n7m.) comisario, in tendente militar, furriel.
σιτοβολώνας [sitovolónas] (n./m.) tri gal, granero, σιφονιέρα [sifoñéra] (n./f.) cómoda, σιχαίνομαι [sijénome] (v.) dar asco, re pugnar, detestar, odiar, aborrecer, σιχαμένος [sijaménos] (adj.) aborre cible, repulsivo, detestable, repug nante. σιχασιάρης [sijasiáris] (adj.) delicado, remilgado, apresivo. σιωπή [siopí] (n./f.) silencio, mutismo, callada, mudez, σιωπηλός [siopilós] (adj.) silencioso, callado, reservado, σιωπηρός [siopirós] (adj.) silencioso, callado, tácito, mudo, σιωπώ [siopó] (v.) callar(se), silenciar, guardar silencio, σκάβω [scávo] (v.) cavar, excavar, σκάγι [scágui] (n7n.) perdigón, plomo • (metáf.) με πήραν τα σκάγια- me echaron indirectas, σκάζω [scádso] (v.) 1: estallar, prorrum pir, explotar, 2: abrirse, resquebrajar se, 3: escaparse, marcharse, irse, σκαθάρι [scazári] (nVn.) escarabajo, σκάκι [scáqui] (n./n.) ajedrez ·παίζω σκάκι- jugar al ajedrez, σκακιέρα [scaquiéra] (nyf.) tablero de ajedrez. σκάλα [scála] (n./f.) escalera, escala, σκαλί [scalí] (n7n.) escalón, peldaño, σκαλίζω [scalídso] (v.) escardar, escar bar, hurgar, tallar, σκάλισμα [scálisma] (n./n.) escarda, entalladura, tallado, talla, σκαλιστήρι [scalistíri] (n./n.) escardi llo, almocafre, σκαλιστός [scalistós] (adj.) tallado, grabado. σκαλοπάτι [scalopáti] (n./n.) peldaño, escalón. σκαλώνω [scalóno] (v.) encaramarse, trepar.
918
σκευωρία σκαλωσιά [scalosiá] (nVf.) andamio, andamiaje, cadalso, σκάμμα [scáma] (n./n.) cajón de arena, hoyo, foso, pozo, σκαμνί [scamní] (n./n.) taburete, ban quillo de los acusados, banqueta, escabel. σκαμπάζω [scambádso] (v.) saber, comprender, σκαμπίλι [scambíli] (n./n.) palmada, bofetada, golpe con la mano, σκαμπιλίζω [scambilídso] (v.) dar una palmada, dar una bofetada, σκανδάλη [scandáli] (n7f.) gatillo, desarmador, disparadero ·τραβώ τη σκανδάλη- tirar de gatillo, σκανδαλιά [scandaliá] (nyf.) travesu ra, diablura, σκανδαλιάρης [scandaliáris] (adj.) travieso. σκανδαλίζω [scandalídso] (v.) escan dalizar, engolosinar, σκάνδαλο [scándalo] (n./n.) escánda lo, difamación, chismorreo, σκανδαλώδης [scandalódis] (adj.) es candaloso, difamatorio, σκαντζόχοιρος [scandsójiros] (n./m.) erizo. σκαπανέας [scapanéas] (nVm.) zapa dor, gastador, σκαπάνη [scapáni] (n7f.) azadón, pico, σκαπουλάρισμα [scapulárisma] (n./n.) fuga. σκαπουλάρω [scapuláro] (v.) escaparse, σκαρίφημα [scarífima] (n./n.) dibujo, σκάρτος [scártos] (adj.) defectuoso, desleal, traidor, σκαρφαλώνω [scarfalóno] (v.) escalar, trepar, subir, ascender, σκαρφίζομαι [scarfídsome] (v.) inven tar, imaginar, σκαρώνω [scaróno] (v.) idear, tramar, σκάσιμο [scásimo] (n./n.) grieta, raja, fisura.
σκατά [scatá] (n./n.) pl. mierda, σκάφανδρο [scáfandro] (n./n.) esca fandra, σκάφη [scáfi] (n./f.) cubo, σκάφος [scáfos] (n./n.) nave, σκάψιμο [scápsimo] (n7n.) excavación, σκέβρωμα [squévroma] (n7n.) com ba. σκεβρώνω [squevróno] (v.) combarse, alabearse, arquearse, σκελετός [squeletós] (n7m.) 1: esque leto, 2: armazón, sostén, σκελετώδης [squeletódis] (adj.) esque lético. σκελίδα [squelída] (nVf.) diente (de ajo). σκέλος [squélos] (n./n.) 1: pierna, pie, pata, 2: trama, trecho, σκεπάζω [squepádso] (v.) cubrir, arro par, tapar, abrigar, encubrir, σκεπάρνι [squepárni] (n./n.) escardi llo, almocafre, azuela, σκέπασμα [squépasma] (n./n.) cubier ta, cobertura, tapadera, ropa, σκεπαστός [squepastós] (adj.) cubier to, tapado, arropado, abrigado, en cubierto. σκεπή [squepfl (n./f.) techo, tejado, σκεπτικισμός [squeptiquismós] (nym.) escepticismo, σκεπτικιστής [squeptiquistís] (n./m.) escéptico, incrédulo, σκεπτικός [squepticós] (adj.) pensati vo, reflexivo, meditabundo, caviloso, σκέπτομαι [squéptome] (v.) pensar, reflexionar, meditar, cavilar, racioci nar. σκέτος [squétos] (adj.) puro, neto, σκεύος [squévos] (n./n.) utensilio, aparato, herramienta ·σκεύη κουζί νας- utensilios, σκευοφυλάκιο [squevofiláquio] (n7n.) sacristía. σκευωρία [squevoría] (n./f.) maquina-
919
σκευωρώ ción, intriga, conjura, conjuración, σκευωρώ [squevoró] (v.) maquinar, in trigar, conspirar, urdir, tramar, σκέφτομαι [squéftome] (v.) pensar, re flexionar, meditar, cavilar, σκέψη [squépsi] (n./f.) 1: pensamie nto, reflexión, meditación, 2: con cepto, idea, σκηνή [squiní] (n./f.) 1: (general) esce na, 2: (camping) tienda de campaña, 3: (teatro) escenario ·σκηνή τρόμουescena de horror ·σκηνή του εγκλή ματος- escenario del crimen, σκηνικός [squinicós] (adj.) escénico, teatral ·σκηνική παρουσία- presen cia escénica, σκηνογραφία [squinografía] (ηΛ) es cenografía, decoración, σκηνογράφος [squinográfos] (nVm.+f.) escenógrafo, decorador, σκηνοθεσία [squinocesía] (nyf.) direc ción. σκηνοθέτης [squinocétis] (nym.) direc tor. σκηνοθετώ [squinocetó] (v.) dirigir, poner en escena, σκήπτρο [squíptro] (nyn.) cetro, σκι [squí] (n./n.) esquí ·θαλάσσιο σκιesquí acuático, σκιά [squiá] (n./f.) sombra, σκιαγράφημα [squiagráfima] (nyn.) dibujo, diseño, esbozo, σκιαγραφώ [squiagrafó] (v.) 1: dibu jar, diseñar, esbozar, 2: bosquejar, delinear. σκιάζω [squiádso] (v.) 1: hacer sombra, sombrear, 2: asustar, atemorizar, σκιάχτρο [suiájtro] (nyn.) espantapá jaros, espantajo, σκιερός [squierós] (adj.) sombreado, umbrío, sombrío, penumbroso, lleno de sombra, σκίζω [squídso] (v.) 1: rajar, rasgar, 2: partir, romper, desgarrar, desguazar.
σκίουρος [squíuros] (nym.) ardilla, σκίρτημα [squírtima] (nyn.) brinco, so bresalto, cabriola, σκιρτώ [squirtó] (v.) brincar, saltar, ca briolar. σκίσιμο [squísimo] (nyn.) hendidura, raja, corte, cortadura, rasgón, σκιστός [squistós] (adj.) rajado, cor tado. σκιτζής [squitdsís] (nym.) chapucero, σκίτσο [squítso] (nyn.) dibujo, boceto, caricatura. σκιτσoγpάφoς[squ¡tsográfos] (nym.+f.) dibujante, caricaturista, σκιώδης [squiódis] (adj.) sombrío, so mbreado, penumbroso, oscuro, σκλαβιά [scláva] (nyf.) esclavitud, cau tividad. σκλάβα [scláva] (n./f.) esclava, σκλάβος [sclávos] (nym.) esclavo, cau tivo. σκλαβώνω [sclavóno] (v.) esclavizar, cautivar. σκλήθρα [sclízra] (n./f.) astilla, espini lla, espina, σκληραγωγημένος [sdiragoguiménos] (adj.) acostumbrado, σκληραγωγία [scliragoguía] (nyf.) dis ciplina severa, endurecimiento, σκληραγωγώ [scliragogó] (v.) educar severamente, curtir, foguerar. σκληραίνω [sdiréno] (v.) endurecer(se), robustecer, σκληρίζω [sclirídso] (v.) chillar, chi rriar. σκλήρισμα [sclírisma] (nyn.) chillido, σκληρόκαρδος [sclirócardos] (adj.) cruel, despiadado, insensible, inhumano, en durecido. σκληρός [sclirós] (adj.) 1: duro, resi stente, inflexible, firme, 2: cruel, difí cil, severo, rígido ·σκληρός δίσκοςdisco duro · σκληρές διαπραγμα τεύσεις- negociaciones difíciles.
920
σκουπιδότοπος σκληρότητα [sclirótita] (n./f.) dureza, ¡nflexibilidad, firmeza, crueldad, se veridad. σκλήρυνση [sclírinsi] (n./f.) endureci miento. σκν(πα [scnipa] (n./f.) mosquito, σκοινί [squiní] (n./n.) cuerda, atadero, σκοινοβάτης [squinovátis] (n/m.) equi librista, acróbata, σκόνη [scóni] (n./f.) polvo, pólvora, σκονίζω [sconídso] (v.) empolvar, cu brir de polvo, empolvado, σκονισμένος [sconisménos] (adj.) pol voriento. σκοντάφτω [scondáfto] (v.) tropezar, dar un traspié, σκόντο [scóndo] (n./n.) descuento · κάνω σκόντο- hacer un descuento, σκόπελος [scópelos] (n7m.) escollo, σκοπευτήριο [scopeftírio] (nVn.) cam po de tiro al blanco, σκοπεύω [scopévo](v.) apuntar, tener intención de, proponerse, σκοπιά [scopiá] (n./f.) puesto, garita, atalaya ·κάνω σκοπιά- vigilar, σκόπιμα [scópima] (adv.) intenciona damente, adrede, aposta, a propó sito. σκόπιμος [scópimos] (adj.) intencio nado, pensado, premeditado, hecho adrede/a propósito · σκόπιμο λά θος· error intencionado, σκοπιμότητα [scopimótita] (nVf.) in tencionalidad, finalidad, σκοποβολή [scopovolí] (n./f.) tiro al blanco. σκοπός [scopós] (nVm.) 1: intención, objeto, objetivo, fin, propósito, 2: (Mil.) centinela, 3: (Mús.) tonada, σκορ [scor] (nVn.) puntuación, callifícación, grado · ισόπαλο σκορ- a) empate, b) igual puntuación, σκοράρω [scoráro] (v.) ganar, marcar, σκόρδο [scórdo] (nVn.) ajo.
σκόρος [scóros] (n./m.) polilla, σκορπίζω [scorpídso] (v.) 1: esparcir, dispersar, desperdigar, diseminar, disparramar, 2: despilfarrar, gastar, σκόρπιος [scórpios] (adj.) esparcido, dispersado, desparramado, σκόρπιός [scorpiós] (nVm.) escorpión, σκόρπισμα [scórpisma] (n7n.) disper sión. σκοτάδι [scotádi] (n./n.) oscuridad, penumbra, tiniebla. σκοτεινά [scotiná] (adv.) a oscuras, σκοτεινιάζω [scotinádso] (v.) oscurecer(se) σκοτεινός [scotinós] (adj.) oscuro, ló brego, tenebroso, σκοτίζω [scotídso] (v.) oscurecer, ce gar, perturbar, σκοτοδίνη [scotodíni] (n./f.) aturdi miento, desmayo, vértigo, obscure cimiento. σκότος [scótos] (nVn.) oscuridad, pe numbra. σκοτούρα [scotúra] (n./f.) preocupa ción, inquietud, pesadilla, σκοτώνομαι [scotónome] (v.) matar se, suicidarse, desvivirse, σκοτώνω [scotóno] (v.) matar, ejecu tar, asesinar, dar muerte, σκούζω [scúdso] (v.) chillar, chirriar, clamorear, aullar, gritar, σκουλαρίκι [scularíqui] (n./n.) pen diente, arete, σκουλήκι [sculíqui] (n7n.) gusano, lo mbriz. σκούπα [scúpa] (n./f.) escoba · ηλε κτρική σκούπα- aspiradora, σκουπίδι [scupídi] (n./n.) basura, des perdicio ·σκουπίδια- basura, σκουπιδιάρης [scupidiáris] (n7m.) ba surero. σκουπιδοτενεκές [scupidotenequés] (n./m.) cubo de la basura, σκουπιδότοπος [scupidótopos] (n./m.)
921
σκουπίζω basurero, vaciadero, descargadero, cubo de brasura. σκουπίζω [scupídso] (v.) barrer, lim piar. σκούπισμα [scúpisma] n. barrido, lim pieza. σκουραίνω [scuréno] (ν.) 1: obscure cer, 2: empeorar, σκουριά [scuriá] (n./f.) herrumbre, moho, óxido, σκουριάζω [scuriádso] (v.) oxidar, σκουριασμένος [scuriasménos] (adj.) oxidado, mohoso, herrumbrado, σκούρος [scúros] (adj.) oscuro, som brío, oscuro, negro, σκούφος [scúfos] (nym.) gorro, gorra, boina. σκύβω [squívo] (v.) inclinar(se), agachar(se), encorvar(se) · σκύβω το κεφάλι- inclinar/bajar la cabeza, σκυθρωπιάζω [squizropiádso] (v.) fruncir el ceño, estar de mal humor, σκυθρωπός [squizropós] (adj.) som brío, tosco, melancólico, malhumo rado. σκύλα [squíla] (n./f.) 1: perra, 2: (coloq.) zorra. σκυλεύω [squilévo] (v.) saquear, pillar, despojar, σκυλί [squilí] (n./n.) perro, σκυλιάζω [squiliádso] (v.) enfurecerse, rabiarse. σκύλιασμα [squíliasma] (n./n.) furia, rabia, furor, σκύλος [squílos] (n./m.) perro, can · σκύλος ράτσας- perro de raza ·αδέ σποτος σκύλος- perro alano, σκυλόψαρο [squilópsaro] (n./n.) tibu rón. σκυρόδεμα [squiródema] (n7n.) hor migón. σκωληκοειδίτιδα [scolicoidítida] (n./f.) apendicitis. σκωπτικός [scopticós] (adj.) jocoso,
burlesco, σμάλτο [smálto] (n./n.) esmalte, σμαλτώνω [smaltóno] (v.) esmaltar, σμαράγδι [smarágdi] (n./n.) esmeral da. σμάρι [smári] (n./n.) enjambre, multi tud. σμήνος [smínos] (n7n.) 1: enjambre, 2: banda, escuadrón ·σμήνος μελισ σών· enjambre (de abejas), σμίγω [smígo] (v.) juntar, reunir, unir, mezclar. σμίκρυνση [smícrinsi] (n./f.) miniatu ra. σμικρύνω [smicríno] (v.) aminorar, σμιλεύω [smilévo] (v.) cincelar, burilar, σμίλη [smíli] (nVf.) cincel, escalpelo, buril. σμπαραλιάζω [sbaraliádso] (v.) hacer pedazos, estrellar, σμύρνα [smírna] (n7f.) mirto, mirra, σοβαρά [sovará] (adv.) seriamente, gravemente, en serio, σοβαρεύομαι [sovarévome] (v.) po nerse serio, σοβαρολογώ [sovarologó] (v.) hablar en serio. σοβαρός [sovarós] (adj.) serio, grave, σοβαρότητα [sovarótita] (n./f.) 1: se riedad, gravedad, 2: formalidad, σοβαροφανής [sovarofanís] (adj.) pomposo, presumido, que parece serio sin serlo, σοβάς [sovás] (n./m.) yeso, enlucido, σοβιετικός [sovieticós] (adj.) soviéti co. σοβινισμός [sovinismós] (nym.) cho vinismo. σοβινιστής [sovinistís] (n7m.) chovi nista. σόγια [sóguia] (n7f.) soja, σογιέλαιο [soguiéleo] (n./n.) aceite de soja. σόδα [sóda] (n./f.) agua con gas, soda,
922
σπάθα gaseosa, σοδειά [sodiá] (n./f.) cosecha, σοδομισμός [sodomismós] (n./m.) sodomía. σόι [soí] (n./n.) 1: familia, 2: linaje, cas ta, origen, raza, σοκ [sok] (n./n.) susto, choque, con moción, postración nerviosa, σοκάκι [socáqui] (n7n.) callejón, callenjuela. σοκολάτα [socoláta] (n./f.) chocolate, σοκολατένιος [socolaténios] (adj.) cho colatero. σοκολατάκι [socolatáqui] (n7n.) bom bón. σόλα [sóla] (n./f.) suela, σολομός [solomós] (nVm.) salmón, σομιές [somiés] (nVm.) somier, σόμπα [sómba] (n./f.) estufa, σονάτα [sonáta] (n./f.) sonata, σονέτο [sonéto] (n./n.) soneto, σοροπιάζω [soropiádso] (v.) 1: echar almíbar, 2: (metáf.) ligar, σορός [sorós] (n./f.) restos mortales, cadáver. σοσιαλισμός [sosialismós] (n7m.) so cialismo. σοσιαλιστής [sosialistís] (n7m.) socia lista. σοσιαλιστικός [sosialisticós] (adj.) so cialista, σου [su] (pron.) tu. σούβλα [súvla] (n./f.) asador, brocheta, espetón. σουβλάκι [suvláqui] (nVn.) 1: pinchito, pincho, 2: broqueta, σουβλερός [suvlerós] (adj.) puntiagu do, agudo, σουβλίζω [suvlídso] (v.) pinchar, σουγιάς [suguiás] (nVm.) navaja, σουλτάνος [sultános] (nVm.) sultán, σούπα [súpa] (n7f.) sopa, caldo, σουπερμάρκετ [supermárquet] (n7n.) supermercado.
σουπιά [supiá] (n./f.) jibia, σουπιέρα [sipiéra] (n./f.) sopera, σουρεαλισμός [surealismós] (n./m.) surrealismo, σουρεαλιστής [surealistís] (n./m.) su rrealista. σούρουπο [súrupo] (nVn.) crepúsculo, ocaso, anochecer, σουρώνω [suróno] (v.) 1: escurrir, 2: (coloq.) emborracharse, σουρωτήρι [surotíri] (nVn.) escurri dor. σούσουρο [súsuro] (n./n.) susurro, ru mor, cotilleo, murmullo, σούστα [sústa] (nyf.) resorte, muelle, corchete, carruaje, σουτζούκι [sutdsúqui] (n./n.) salchi cha. σουτιέν [sutién] (n./n.) sostén, sujeta dor. σουφρώνω [sufróno] (v.) 1: arrugar, fruncir, plisar, 2: (coloq.) robar, pillar . σουφρώνω τα χείλη- fruncir los labios · σούφρωσε τα κοσμήμσταrobó las joyas, σοφία [sofía] (n./f.) sabiduría, sapienza, saber, cordura, σοφίζομαι [sofídsome] (v.) imaginar, inventar. σόφισμα [sóñsma] (nVn.) sofisma, fa lencia, falacia, σοφίτα [sofíta] (n./f.) buhardilla, des ván. σοφός [sofós] (adj.) sabio, culto, letra do, erudito, σπαγκοραμμένος [spagkoraménos] (n./m.) avaro, tacaño, σπάγκος [spágkos] (n./m.) guita, cuer da. σπαζοκεφαλιά [spagkoquefaliá] (n./f.) acertijo, rompecabezas, enigma, σπάζω [spádso] (v.) 1: romper, quebrar, partir, estallar, 2: agrietar, desguazar, σπάθα [spáza] (nVf.) sable.
923
σπαθί σπαθί [spací] (nVn.) espada, sable, bracamarte. σπάλα [spála] (n./f.) paletilla, σπανάκι [spanáqui] (n./n.) espinaca, σπάνια [spánia] (adv.) raramente, ra ras veces, con poca frecuencia, σπάνιος [spánios] (adj.) raro, infre cuente, excepcional, fuera de lo co mún. σπανιότητα [spaniótita] (n./f.) rareza, infrecuencia, σπανός [spanós] (adj.) imberbe, σπαράγγι [sparágki] (nVn.) espárrago, σπαραγμός [sparagmós] (nVm.) afli cción. σπαράζω [sparádso] (v.) lacerar, muti lar, destrozar, σπαραξικάρδιος [sparaksicárdios] (adj.) trágico, triste, penoso, desconsolado, σπάργανα [spárgana] (nVn.) pl. man tilla, pañales, σπαρματσέτο [sparmatséto] (n./n.) vela. σπαρτά [spartá] (n7n.) pl. sementera, σπαρταρώ [spartaró] (v.) palpitar, re torcer · σπαρταρώ από τον πόνοretorcer del dolor, σπασίκλας [spasíclas] (adj.) empollón, σπάσιμο [spásimo] (n7n.) 1: rotura, fractura, 2: (Med.) hernia · σπάσιμο νεύρων- ataque de nervios, σπασμός [spasmós] (n./m.) espasmo, convulsión, calambre, contacción. σπασμωδικός [spasmodicós] (adj.) espasmódico, convulsivo, agitado, σπατάλη [spatáli] (nVf.) derroche, des pilfarro, gasto, dilapidación, σπάταλος [spátalos] (adj.) derrocha dor, despilfarrador, disipador, ga stador. σπαταλώ [spataló] (v.) derrochar, despilfarrar, desperdiciar, malgastar, gastar. σπείρα [spíra] (n./f.) banda, grupo, 9 24
pandilla, brigada, cuadrilla ·η αστυ νομία εξάρθρωσε τη σπείρα- la poli cía detuvo la pandilla, σπειροειδής [spiroidís] (adj.) espiral, acaracolado, σπείρωμα [spíroma] (n7n.) rosca, σπέρμα [spérma] (n7n.) germen, se milla, esperma, σπερματικός [spermaticós] (adj.) se minal. σπερματοζωάριο [spermatodsoário] (n7n.) espermatozoide, σπεύδω [spévdo] (ν.) 1: acudir, llegar, 2: apresurarse, darse prisa, afanarse, σπήλαιο [spíleo] (nVn.) cueva, caver na. σπηλιά [spiliá] (nVf.) cueva, caverna, gruta, antro, σπηλαιώδης [spileódis] (adj.) caver noso. σπίθα [spíza] (nVf.) chispa, chispazo, chiribita ·άναψε η σπίθα- encendió la chispa. σπιθαμή [spizamí] (nVf.) palmo, cuar ta. σπιθίζω [spicídso] (v.) centellear, echar chispas, chispear, centellear, σπιθούρι [spizúri] (nVn.) grano, espi nilla. σπινθήρας [spincíras] (n7m.) chispa, chispazo, centella, σπινθηροβόλος [spincirovólos] (adj.) centelleante, brillante, chispeante, σπινθηροβολώ [spincirovoló] (ν.) 1: chispear, centellear, destellar, 2: bri llar intensamente, σπίνος [spínzos] (n./m.) 1: (Zool.) pin zón, 2: (persona) flaco, delgado, σπιουνιά [spiuñá] (nyf.) chivatazo, σπιούνος [spiúnos] (n7m.) chivato , informante, delator, σπιρούνι [spirúni] (n7n.) espuela, σπιρτάδα [spirtáda] (n7f.) ingenio, in teligencia.
στάδιο σπίρτο [spírto] (nVn.) cerilla, fósforo, σπιρτόζος [spirtódsos] (adj.) inteli gente, ingenioso, σπιρτόκουτο [spirtócuto] (nVn.) caja de cerillas, σπίτι [spíti] (n7n.) casa, vivienda, mo rada ·εξοχικό σπίτι- casa de campo, σπιτικό [spiticó] (nVn.) familia, σπιτικός [spiticós] (adj.) casero, de la casa, hecho en casa ·σπιτικό φαγη τό- comida casera, σπιτονοικοκυρό [spitonicoquirá] (nVf.) dueña de la casa, propietaria, casera, dueña. σπλάχνα [splájna] (nVn.) pl. entrañas, visceras, órganos vitales, intestinos, σπλαχνικός [splajnicós] (adj.) compa sivo, sensible, caritativo, clemente, σπλάχνο [splájno] (n7n.) hijo, descen dencia, entraña, σπλήνα [spllna] (n./f.) bazo, σπόγγος [spógkos] (n./m.) esponja, σπογγώδης [spogkódis] (adj.) espon joso. σπονδή [spondí] (n./f.) libación, σπονδυλικός [spondilicós] (adj.) ver tebral ·σπονδυλική στήλη- colum na vertebral, σπόνδυλος [spóndilos] (nym.) vérte bra. σπονδυλωτός [spondilotós] (adj.) ver tebrado. σπόνσορας [spónsoras] (n7m.) espónsor, patrocinador, σπόντα [spónda] (n7f.) indirecta ·πετάω σπόντες- echar indirectas, σπορ [spor] (n7n.) deporte, σπορά [sporá] (n./f.) siembra, σποραδικός [sporadicós] (adj.) espo rádico · σποραδική βροχή- lluvia esporádica, σπόρος [spóros] (n./m.) semilla, si miente, grano, semen, espora, σπουδάζω [spudádso] (v.) estudiar.
σπουδαίος [spudéos] (adj.) importa nte, significante, notable, considera ble, principal, σπουδαιότητα [spudeótita] (nyf.) im portancia, significación, σπουδασμένος [spudasménos] (adj.) educado. σπουδαστής [spudastís] (n7m.) estu diante, alumno, σπουδή [spudí] (nVf.) estudio, forma ción, enseñanza · μεταπτυχιακές σπουδές- estudio de postgrado · σπουδές στο εξωτερικό- estudios al extranjero, σπουργίτης [spurguítis] (nym.) (Zool.) gorrión. σπρωξιά [sproksiá] (n./f.) empuje, em pellón, empujón, σπρώξιμο [spróksimo] n. empujón, achuchón, impulso, σπρώχνω [sprójno] (v.) empujar, achu char, impulsar, incitar ·τον έσπρωξε στην καταστροφή- le ha llevado/ empujado al catástrofe, σπυρί [spirí] (n./n.) grano, espinilla, granito. σπυριάρης [spiriáris] (adj.) lleno de granos. στάβλος [stávlos] (n7m.) establo, cua dra, caballeriza, potrero · στάβλος για ενοικίαση αλόγων- caballeriza de alquiler, σταγόνα [stagóna] (nyf.) gota, caída, cuenta. σταγονόμετρο [stagonómetro] (nVn.) cuentagotas ·με το σταγονόμετροa cuentagotas, σταδιακά [stadiacá] (adv.) paulatina mente, gradualmente, σταδιακός [stadiacós] (adj.) paulatino • σταδιακή επιδείνωση- empeora miento paulatino, στάδιο [stádio] (n7n.) 1: (lugar) esta dio, 2: (tiempo) fase, etapa.
925
σταδιοδρομία σταδιοδρομία [stadiodromía] (n./f.) carrera, στάζω [stádso] (v.) gotear, σταθερά [stacerá] (adv.) sin parar, fi jamente. σταθεροποίηση [staceropíisi] (n./f.) estabilización, σταθεροποιητής [staceropiitís] (n./m.) estabilizador, σταθεροποιώ [staceropió] (v.) estabi lizar. σταθερός [stacerós] (adj.) estable, constante, firme, fijo ·είναι σταθε ρός στις απόψεις του- ser constante en sus ideas, σταθερότητα [stacerótita] (ηΛ) esta bilidad, constancia, firmeza, fijeza, σταθμά [stazmá] (nVn.) pl. pesas, σταθμάρχης [stazmárjis] (n./m.) jefe de estación, στάθμευση [stázmefsi] (n./f.) estacio namiento, aparcamiento, σταθμεύω [stazmévo] (v.) estacio narse), aparcar, parar(se). στάθμη [stázmi] (ηΛ.) 1: nivel, ploma da, 2: grado, estrato, σταθμίζω [stazmídso] (v.) pesar, sope sar, tantear, nivelar, σταθμός [stazmós] (ηΛη.) 1: estación, 2: terminal, parada, 3: escuela ·ρα διοφωνικός σταθμός- estación de radio ·τελικός σταθμός- última es tación ·βρεφικός σταθμός- escuela de párvulos, στάλα [stála] (ηΛ.) 1: gota, 2: pizca, chispa. σταλαγμίτης [stalagmítis] (n./m.) es talagmita, σταλακτίτης [stalactítis] (n./m.) esta lactita. σταματώ [stamató] (v.) 1: parar(se), detener(se), 2: callar(se). στάμνα [stámna] (n./f.) cántaro, cánta ra, jarra, botijo.
στάμπα [stámba] (n./f.) marca, huella, estampa, estampilla, σταμπάρω [stambáro] (v.) 1: marcar, estampar, 2: distinguir, στάνη [stáni] (n./f.) redil, στανιό [stañó] (n./n.) obligación ·με το στανιό- por fuerza, στάξιμο [stáksimo] (n./n.) goteo, infil tración. σταρ [star] (n./m.)/(n./f.) estrella, σταράτος [starátos] (adj.) 1: (metáf.) franco, honrado, sincero, 2: trigueño, στάση [stási] (n./f.) 1: (vehículos) para da, terminal, 2: (cuerpo) postura, 3: (comportamiento) actitud, 4: (huelga) sublevación, alzamiento, στασιάζω [stasiádso] (v.) rebelarse, su blevarse, amotinarse, στασιαστής [stasiastís] (n7m.) rebel de, revolucionario, insurrecto, στασιαστικός [stasiasticós] (adj.) amo tinado, rebelde, desobediente, στασίδι [stasídi] (n./n.) banco de igle sia. στάσιμος [stásimos] (adj.) estaciona rio, estancado, detenido, inmóvil, parado, fijo, στασιμότητα [stasimótita] (n./f.) esta cionamiento, estancamiento, στατικός [staticós] (adj.) estático · στατικός ηλεκτρισμός- electricidad estática. στατιστική [statistiquí] (ηΛ) estadí stica. στατιστικός [statisticós] (adj.) esta dístico · στατιστική υπηρεσία- a) servicio estadístico, b) servicio de Estadística, σταυροδρόμι [stavrodrómi] (nVn.) cruce, encrucijada, σταυροειδής [stavroidís] (adj.) cruci forme. σταυρόλεξο [stavrólekso] (ηΛι.) cruci grama ·λι>νωτο σταυρόλεξο- hacer
926
στερεοποιώ un crucigrama, σταυρός [stavrós] (n./m.) cruz ·κάνω τον σταυρό μου- hacerse la cruz · Ερυθρός Σταυρός- Cruz Roja, σταυροφορία [stavroforía] (nVf.) cru zada. σταυροφόρος [stavrofóros] (adj.) cru zado. σταυρώνω [stavróno] (v.) 1: crucificar, 2: cruzar, hacer la cruz, 3: santiguar, σταύρωση [stávrosi] (n./f.) crucifixión, σταυρωτός [stavrotós] (adj.) cruzado, σταφίδα [stafida] (nVf.) uva seca, pasa, σταφύλι [stafíli] (n7n.) uva. στάχτη [stájti] (nVf.) ceniza, σταχτοδοχείο [stajtodojío] (n./n.) ce nicero. στάχυ [stáji] (n./n.) espiga, στεγάζω [stegádso] (v.), alojar, hospe dar, albergar, acoger, στεγανός [steganós] (adj.) hermético, impermeable, aislado, στέγαση [stégasi] (n./f.) alojamiento, albergue, hospedaje, cobijo, στεγαστικός [stegasticós] (adj.) de alojamiento · στεγαστικό δάνειοpréstamo de alojamiento, στέγη [stégui] (n./f.) 1: techo, 2: vivien da, alojamiento, στεγνός [stegnós] (adj.) seco, στέγνωμα [stégnoma] (n7n.) secado, στεγνώνω [stegnóno] (v.) secar(se). στεγνωτήρας [stegnotíras] (n7m.) se cador. στείρος [stíros] (adj.) estéril, infecun do, árido, improductivo, στειρότητα [stirótita] (n./f.) esterili dad, infructuosidad, στειρώνω [stiróno] (v.) esterilizar, στείρωση [stírosi] (n./f.) esterilización, στέκα [stéca] (n./f.) taco, στέκομαι [stécome] (v.) 1: tenerse, sostenerse, mantenerse, 2: detener se, pararse, estar de pie.
στέλεχος [stélejos] (n./n.) 1: órgano directivo, miembro, 2: (Bot.) matriz, στέλνω [stélno] (v.) enviar, mandar, ex pedir, despachar, remitir, στέμμα [stéma] (n./n.) corona, diade ma. στεναγμός [stenagmós] (n./m.) suspi ro, gemido, lamento, στενάζω [stenádso] (v.) suspirar, ge mir, lamentarse, quejarse, στενεύω [stenévo] (ν.) 1: estrechar(se), angostar(se), 2: apretar, ceñir, enco ger. στενό [stenó] (nVn.) 1: (mar) estrecho, 2: (calle) callejón, στενογραφία [stenografía] (nVf.) ta quigrafía. στενογραφικός [stenograficós] (adj.) taquigráfico, στενογράφος [stenógrafos] (n7m.+f.) taquígrafo, taquígrafa, στενόμακρος [stenómacros] (adj.) rectangular, στενός [stenós] (adj.) 1: estrecho, an gosto, 2: ceñido, ajustado, apretado, 3: (relación) íntimo, cercano, στενότητα [stenótita] (nVf.) 1: estre chez, estrechamiento, angostura, 3: cercanía. στενοχωρημένος [stenojoriménos] (adj.) triste, preocupado, afligido, angustiado, στενοχώρια [stenojória] (n./f.) disgu sto, preocupación, angustia, aflic ción. στενόχωρος [stenójoros] (adj.) moles to, penoso, incómodo, desacomoda do. στενοχωρώ [stenojoró] (v.) disgustar, preocupar, angustiar, afligir, apenar, στέπα [stépa] (n./f.) estepa, στερεό [stereó] (n7n.) sólido, στερεοποιώ [stereopió] (v.) solidificar, consolidar, hacer sólido.
927
στερεός στερεός [stereós] (adj.) sólido, firme, consistente, στερεότητα [stereótita] (n./f.) solidez, firmeza, consistencia, στερεότυπος [stereótipos] (adj.) este reotipo. στερεύω [sterévo] (v.) 1: gastarse, ter minarse, agotarse, 2: secar comple tamente, deshidratar, στερεώνω [stereóno] (v.) fijar, afirmar, asegurar, afianzar, consolidar, στερέωση [steréosi] (nyf.) fijación, fi jeza, afianzamiento, consolidación, στερεωτικό [stereoticó] (n./n.) fijador, στερημένος [steriménos] (adj.) nece sitado, privado, carente, falto ·στε ρημένη ζωή- vida carente, στέρηση [stérisi] (nVf.) privación, falta, necesidad, carencia, abstinencia · στέρηση των δικαιωμάτων- priva ción de derechos, στεριά [steriá] (nyf.) tierra firme, στέρνα [stérna] (n./f.) cisterna, aljibe, depósito. στερνός [sternós] (adj.) último, final, postremo, στέρφος [stérfos] (adj.) estéril, στερώ [steró] (v.) privar, despojar, στεφάνι [stefáni] (nVn.) 1: corona, guirnalda, 2: (matrimonio) boda, στεφανιαίος [stefaniéos] (adj.) coro nario ·στεφανιαία νόσος- enferme dad coronaria, στεφανώνω [stefanóno] (ν.) 1: coro nar, 2: (matrimonio) casar, στέφω [stéfo] (v.) coronar, στέψη [stépsi] (nVf.) 1: coronación, 2: boda, casamiento, στηθάγχη [stizánji] (n7f.) angina de pecho. στηθαίο [sticéo] (nVn.) parapeto, στηθόδεσμος [stizódesmos] (nVm.) sujetador, στήθος [stízos] (n7n.) 1: pecho, 2: (po
llo) pechuga, στηθοσκόπηση [stizoscópisi] (nyf.) auscultación, στηθοσκόπιο [stizoscópio] (n./n.) es tetoscopio, fonendo. στηθοσκοπώ [stizoscopó] (v.) auscul tar. στήλη [stíli] (n./f.) columna, pilar · σπονδυλική στήλη- columna verte bral. στήνω [stíno] (v.) montar, instalar, ar mar, levantar, dejar plantado, στήριγμα [stírigma] (n./n.) soporte, apoyo, sostén, base, στηρίζω [stirídso] (v.) apoyar, sostener, basar, dar soporte (a), στήριξη [stíriksi] (n7f.) apoyo, sopor te. στητός [stitós] (adj.) vertical, erecto, στιβάδα [stiváda] (nVf.) montón, pila, στιβαρός [stivarós] (adj.) robusto, fuerte, vigoroso, στιβαρότητα [stivarótita] (nyf.) vigor, fuerza, firmeza, στίβος [stívos] (n./m.) pista, στίγμα [stlgma] (nVn.) marca, mancha, estigma, tacha ·δίνω στίγμα- dejar mi marca/huella, στιγματίζω [stigmatídso] (ν.) 1: marcar, estigmatizar, 2: manchar, 3: tildar, στιγμή [stigmí] (nyf.) 1: momento, in stante, rato, segundo, 2: punto ·την κατάλληλη στιγμή- en el momento adecuado · από στιγμή σε στιγμήdentro de un rato · περ/μενε μια στιγμή- espera un segundo, στιγμιαίος [stigmiéos] (adj.) mome ntáneo, instantáneo, στιγμιότυπο [stigmiótipo] (n./n.) ima gen, secuencia, στικτός [stictós] (adj.) de puntos, go teado. στιλβώνω [stilvóno] (v.) sacar brillo, lustrar, pulir, abrillantar, acicalar.
928
στομωμένος στιλβωτής [stilvotís] (n./m.) limpia botas. στιλέτο [stiléto] (n./n.) puñal, daga, estilete. στιλπνός [stilpnós] (adj.) lustroso, pu lido, brillante, acicalado, στίξη [stiksi] (nVf.) puntuación, atilda miento · σημεία στίξης- signos de puntuación, στίφος [stífos] (n./n.) horda, στίχος [stíjos] (n./m.) verso, linea, ren glón. στιχουργός [stijurgós] (n./m.+f.) ver sificador. στιχουργώ [stijurgó] (v.) versificar, com poner versos, στοά [stoá] (n./f.) galería, pasaje, so portal. στοίβα [stíva] (n./f.) pila, montón, cú mulo ·μια στοίβα βιβλία- un mon tón de libros, στοιβάζω [stivádso] (v.) apilar, amon tonar, apiñar, abarrotar, στοιχείο [stijío] (n./n.) 1: elemento, dato, 2: carácter, 3: ingredient, evi dencia. στοιχειοθεσία [stijiocesía] (n./f.) com posición tipográfica, στοιχειοθέτης [stíjiocétis] (n./m.) com positor. στοιχειοθετώ [stijiocetó] (v.) compo ner. στοιχειώδης [stijiódis] (adj.) eleme ntal, básico, esencial, fundamental, στοιχειωμένος [stijioménos] (adj.) embrujado · στοιχειωμένο aithtcasa embrujada, στοίχημα [stíjíma] (n./n.) apuesta · βάζω στοίχημα- a)hacer una apue sta, b) apostar* κερδίζω το στοίχη μα- ganar en una apuesta, στοιχηματίζω [stijimatídso] (v.) apos tar, hacer una apuesta, στοιχίζω [stíjídso] (v.) 1: costar, valer, 2:
(poner en línea) alinear ·πόσο στοι χίζει το πουλόβερ;- ¿cuánto cuesta el jersey? ·της κόστισε o χωρισμόςle ha costado el divorcio, στοίχος [stíjos] (n./m.) fila, hilera, an dana, cola, hila, στόκος [stócos] (nVm.) 1: estuco, 2: (coloq.) tonto, estúpido, στολή [stolí] (n./f.) 1: uniforme, 2: traje •στρατιωτική στολή- uniforme mi litar · αποκριάτικη στολή- disfraz/ traje. στολίδι [stolídi] (n./n.) adorno, ornato, ornamento, joya, στολίζω [stolídso] (v.) adornar, deco rar, embellecer, aderezar, engalanar, acicalar. στολίσκος [stolíscos] (n7m.) flotilla, στολισμός [stolismós] (n./m.) decora ción, embellecimiento, adorno, or namentación, acicalamiento, στόλος [stólos] (n./m.) flota, armada, escuadra. στόμα [stóma] (n7n.) boca ·από στό μα σε στόμα- de boca en boca ·μένω με το στόμα ανοιχτό- quedarse con la boca abierta, στοματικός [stomaticós] (adj.) 1: bu cal, oral, 2: verbal, vocal ·στοματικό διάλυμα- enjuague bucal ·στοματι κός έρωτας- sexo oral, στομάχι [stomájí] (n./n.) estómago, στομαχικός [stomajicós] (adj.) esto macal · στομαχικές διαταραχέςtrastorno estomacal, στόμιο [stómio] (n./n.) 1: boca, orificio, apertura, 2: entrada, στόμφος [stómfos] (n./m.) grandilo cuencia, pomposidad, desemboca dura. στομφώδης [stomfódis] (adj.) gran dilocuente, rimbombante, farolero, pomposo, altisonante, στομωμένος [stomoménos] (adj.) de
929
στομώνω safilado. στομώνω [stomóno] (ν.) tapar, embo tar, despuntar, στοργή [storguí] (n./f.) cariño, ternura, afecto, afectuosidad, στοργικός [storguicós] (adj.) cariñoso, tierno, afectuoso, afectivo, στόρι [stóri] (n7n.) persiana, στουμπίζω [stumbídso] (v.) golpear, machacar, στούμπος [stúmbos] (n7m.) mano de mortero, mano de almirez, στουμπώνω [stumbóno] (v.) llenar de. στοχάζομαι [stojádsome] (v.) pensar, reflexionar, meditar, contemplar, στοχασμός [stojasmós] (n./m.) 1: pen samiento, reflexión, meditación, ca vilación, 2: concepto, idea, στοχαστικός [stojasticós] (adj.) pensa tivo, reflexivo, στόχος [stójos] (n./m.) 1: blanco, dia na, 2: meta, propósito, fin, objetivo, στραβοκοιτάζω [stravoquitádso] (v.) mirar con recelo, στραβοπατώ [stavopató] (v.) dar un traspié, dar un paso en falso, στραβός [stravós] (adj.) 1: torcido, ar queado, 2: (vista) ciego, tuerto, στραβώνω [stravóno] (ν.) 1: torcer, arquear, curvar, 2: cegar, obcecar, ofuscar. στραγάλι [stragáli] (n7n.) garbanzo tostado. στραγγαλίζω [stragkalídso] (v.) es trangular, στραγγαλισμός [stragkalismós] (n7n.) estrangulación, estrangulamiento. στραγγαλιστής [stragkalistís] (nVm.) estrangulador. στραγγίζω [stragkídso] (v.) escurrir, gotear. στράγγισμα [strágkisma] (n./n.) escurrimiento, apretón.
στραμπούληγμα [strambúligma] (n7n.) torcedura, στραμπουλώ [strambuló] (v.) torcer se. στρατάρχης [stratárjis] (n./m.) mari scal. στράτευμα [strátevma] (n./n.) tropa, ejército, armada, legión, στρατηγείο [stratiguío] (n./n.) cuartel general. στρατηγική [stratiguiquí] (nVf.) 1: es trategia, táctica militar, 2: método, procedimiento, στρατηγικός [stratiguicós] (adj.) es tratégico, στρατηγός [stratigós] (nVm.) general, στρατιά [stratiá] (n./f.) ejército, tropa, στρατιώτης [stratiótis] (n./m.) solda do, recluta, guerrero, στρατιωτικός [stratioticós] (adj.) mi litar · στρατιωτική θητεία- servicio militar · στρατιωτική βάση- base militar · στρατιωτική εκπαίδευσηentrenamiento militar · στρατιωτι κός νόμος- ley militar, στρατοδικείο [stratodiquío] (n./n.) consejo de guerra, tribunal militar, στρατοκρατία [stratocratía] (nVf.) mi litarismo. στρατολογία [stratologuía] (n./f.) re clutamiento, alistamiento, στρατολογώ [stratologó] (v.) reclutar, στρατονομία [stratonomía] (n./f.) po licía militar, στρατοπεδεύω [stratopedévo] (v.) acampar. στρατόπεδο [stratópedo] (n7n.) cam pamento, campo, στρατός [stratós] (n7m.) ejército, ar mada, milicia · στρατός μισθοφό ρων- ejercito mercenario, στρατώνας [stratónas] (n./m.) cuartel, barracón. στρεβλός [strevlós] (adj.) 1: torcido,
930
συγγένεια encorvado, corvo, 2: defectuoso, στρεβλώνω [strevlóno] (v.) torcer, cur var, enroscar, retorcer, στρέβλωση [strévlosi] (n7f.) distor sión, torcimiento · στρέβλωση της αλήθειας- distorsión de la realidad, στρείδι [strídi] (nVn.) ostra, στρέμμα [stréma] (n./n.) medida de superficie equivalente a mil metros, στρες [stres] (n./m.) estrés, στρέφω [stréfo] (v.) girar, virar, στρίβω [strívo] (v.) girar, torcer ·στρί βω τσιγάρο- hacer un cigarillo · στρίβε! (φύγε)- ¡lárgate!, στρίγκλα [strígkla] (n./f.) vieja fea, ta rasca, bruja, hechicera, στριγκλιά [strigkliá] (n./f.) chillido, στριγκλίζω [strigklídso] (v.) chillar, στριμμένος [striménos] (adj.) 1: retor cido, 2: (coloq.) antipático, στρίμωγμα [strímogma] (n7n.) embo tellamiento, apretura, aprieto, στριμώχνω [strimójno] (v.) acorralar, arrinconar, apretar, estrujar, presio nar. στριφογυρίζω [strifoguirídso] (v.) dar vueltas, rodar, hacer girar, στρίφωμα [strífoma] (nVn.) dobladi llo. στριφώνω [strifóno] (v.) poner/coser el dobladillo a. στρίψιμο [strípsimo] (nVn.) torsión, torcimiento, retorcimiento, στροβιλίζω [strovilídso] (v.) girar, dar vueltas. στρόβιλος [stróvilos] (n7m.) torbelli no, remolino, huracán, ciclón, στρογγυλάδα [strogkiláda] (n./f.) re dondez. στρογγυλεύω [stroguilévo] (v.) redon dear. στρογγυλός [strogkilós] (adj.) redon do, circular, στρουθοκάμηλος [struzocámilos] (nyf.)
avestruz. στρόφαλος [strófalos] (n./m.) mani vela. στροφή [strofí] (nVf.) 1: (general) giro, vuelta, 2: (calle) cuerva, 3 (Mar.) vira je. στρόφιγγα [strófigka] (nyf.) grifo, lla ve de paso, στρυφνός [strifnós] (adj.) áspero, agrio, austero, sobrio, acebro, adusto, στρώμα [stróma] (n7n.) 1: capa, es trato, 2: (cama) colchón · κοιμάμαι στρωματσάδα- dormir en el suelo, στρώνω [stróno] (v.) tender, cubrir, στρώση [strósi] (n./f.) capa, στρωσίδια [strosídia] (n7n.) pl. ropa de cama. στρωτός [strotós] (adj.) 1: liso, terso, llavo, refinado, 2: tranquilo, suave, στύβω [stívo] (v.) exprimir, estrujar, στυγερός [stiguerós] (adj.) abomi nable, horrible, atroz, aborrecible, temible, στυλ [stil] (n7n.) estilo, στυλοβάτης [stilovátis] (n./m.) pedes tal. στυλογράφος [stilográfos] (n./m.) bo lígrafo. στύλος [stílos] (nVm.) columna, poste, pilar, estilo, στυλώνω [stilóno] (v.) 1: sostener, apoyar, 2: (metáf.) retorzar. στυπόχαρτο [stipójarto] (n./n.) papel secante. στυπτικός [stipticós] (adj.) astringe nte. στύση [stísi] (n./f.) erección, στυφός [stifós] (adj.) áspero, acerbo, amargo, acre, στωικός [stoicós] (adj.) estoico, inmu table, insensible, στωικότητα [stoicótita] (nVf.) estoicis mo, impasibilidad, insensibilidad, συγγένεια [sigkénia] (n7f.) 1: paren
931
συγγενεύω tesco, 2: acercamiento, cognación · βαθμός συγγένειας- grado de pa rentesco. συγγενεύω [sigkenévo] (v.) 1: empa rentar, ser pariente, 2: relacionar, conectar. συγγενής [sigkenís] (adj.) pariente, familiar. συγγενικός [sigkenicós] (adj.) familiar, parecido (a) · συγγενικές σχέσειςrelaciones familiares, συγγενολόι [sigkenolói] (n./n.) parien tes, familia, familiares, συγγνώμη [signómi] (n./f.) perdón, disculpa · συγγνώμη!- ¡perdón! · ζητώ συγγνώμη- a) pedir perdón, b) disculparse, σύγγραμμα [sígkrama] n. escrito, obra, συγγραφέας [sigkraféas] (nVm.) escri tor, autor, redactor, narrador, συγγράφω [sigkráfo] (v.) escribir, componer, συγκαίομαι [sigkéome] (v.) rozarse, συγκαλύπτω [sigkalípto] (v.) encubrir, cubrir, disimular, distrazar ·οι αρχές συγκάλυψαν την υπόθεση- la policiá encubrió el asunto, συγκαλώ [sigkaló] (v.) convocar, citar, congregar, llamar · συγκαλώ συμ βούλιο· convocar a una reunión, συγκατάβαση [sigkatávasi] (n./f.) con descendencia, complacencia, συγκαταβατικός [sigkatavaticós] (adj.) condescendiente, complaciente, συγκατάθεση [sigkatácesi] (n./f.) con sentimiento, asentimiento, confor midad, aprobación, accesión, συγκαταλέγω [sigkatalégo] (v.) eng lobar, concluir, comprender, incluir, adjuntar. συγκατανεύω [sigkatanévo] (v.) con sentir, asentir, acceder, συγκατατίθεμαι [sigkatatíceme] (v.) acceder, consentir (en), estar de 932
acuerdo (con), συγκατέχω [sigkatéjo] (v.) compartir, συγκατοίκηση [sigkatíquisi] (n7f.) convivencia, συγκάτοικος [sigkáticos] (n./m.+f.) persona que convive con otra, compañero/a de piso, συγκατοικώ [sigkaticó] (v.) convivir, compartir casa, συγκεκριμένα [sigkecriména] (adv.) concretamente, en concreto, συγκεκριμένος [sigkecriménos] (adj.) concreto, específico, preciso, deter minado. συγκεντρώνω [sigkentróno] (v.) con centrar, reunir, agrupar, acumular, acopiar. συγκέντρωση [sigkéndrosi] (nyf.) 1: concentración, reunión, centraliza ción, acumulación, 2: (personal) aten ción, interés, συγκεντρωτικός [sigkendroticós] (adj.) centralista, συγκεφαλαιώνω [sigkefaleóno] (v.) re capitular. συγκεφαλαίωση [sigkefaléosi] (n7f.) recapitulación, συγκεχυμένος [sigkejiménos] (adj.) confuso, confundido,desorientado, συγκίνηση [sigkínisi] (n7f.) emoción, conmoción, συγκινητικός [sigkiniticós] (adj.) con movedor, emocional, emocionante, emotivo. συγκινώ [sigkinó] (v.) conmover, en ternecer, emocionar, σύγκληση [sígklisi] (n./f.) convocato ria, llamamiento, σύγκλητος [sígklítos] (n./f.) senado, συγκλίνω [sigklíno] (v.) converger, συγκλονίζω [sigklonídso] (v.) estre mecer, sacudir, conmover, συγκοινωνία [sigkínonía] (n./f.) co municación, transporte público ·
συζητήσιμος
αστικές συγκοινωνίες- transporte urbano ·Υπουργείο ΣυγκοινωνιώνMinisterio de Transportes, συγκοινωνώ [sigkinonó] (ν.) comuni car. συγκολλώ [sigkoló] (ν.) pegar, soldar, unir. συγκομιδή [sigkomidí] (n./f.) cosecha, recolección, συγκομίζω [sigkomídso] (v.) cosechar, recolectar, recoger, συγκοπή [sigkopí] (nyf.) 1: (Gram.) síncope, 2: (Med.) insuficiencia car díaca. συγκροτώ [sigkrató] (v.) contener, retener, refrenar, reprimir, sugetar, mantener, συγκρίνω [sigkríno] (v.) comparar, contrastar, confrontar, equiparar, paragonar. σύγκριση [sígkrisi] (nyf.) compara ción, parangón, confrontación, συγκριτικός [sigkriticós] (adj.) com parativo, comparable, equiparable •συγκριτικός βαθμός- el compara tivo. συγκρότημα [sigkrótima] (nyn.) con junto, grupo, agrupación, agrupamiento, complejo, συγκρότηση [sigkrótisi] (nyf.) com posición, constitución, formación, creación. συγκροτώ [sigkrotó] (v.) componer, constituir, formar, crear, συγκρούομαι [sigkrúome] (v.) chocar, colisionar, enfrentarse, σύγκρουση [sígkrusi] (nyf.) choque, colisión, enfrentamiento ·μετωπική σύγκρουση- choque frontal, σύγκρυο [sígkrio] (nyn.) frío, estreme cimiento, escalofrío, συγκυρία [sigkiría] (n./f.) coincidencia, casualidad ·ευτυχής συγκυρία- co incidencia feliz.
συγυρίζω [siguirídso] (v.) poner en or den, arreglar, συγχαίρω [sigjéro] (v.) felicitar, συγχαρητήρια [sigjaritíria] (n./n.) pl. felicitaciones, enhorabuena ·συγχαρητήριαΙ- ¡felicitaciones!· δίνω συγ χαρητήρια- a) dar la enhorabuena a alguien, b) felicitar a alguien, συγχαρητήριος [sigjaritírios] (adj.) de felicitación, congratulatorio, συγχέω [sigjéo] (v.) confundir, mezclar, atolondrar, desconcentrar, συγχρονίζω [sigjronídso] (v.) sincroni zar, ajustar al tiempo, συγχρονισμός [sigjronismós] (n./m.) sincronismo, σύγχρονος [sígjronos] (adj.) actual, contemporáneo, sincrónico, simultá neo, coexistente. συγχρόνως [sigjrónos] (adv.) simul táneamente, al mismo tiempo, a la vez. συγχύζω [sigjídso] (v.) 1: confundir, abrumar, aturdir, turbar, trastornar, 2: abochornar, poner nervioso, σύγχυση [sígjisi] (n./f.) 1: confusión, desconcierto, aturdimiento, trastor no, perturbación, 2: desquiciamie nto, nerviosismo, συγχώνευση [sigjónefsi] (nyf.) fusión, unificación, συγχωνεύω [sigjonévo] (v.) 1: fun dir, fusionar, amalgamar, 2: unificar, alear. συγχώρηση [sigjórisi] (nyf.) perdón, exculpación, absolución, συγχωρώ [sigjoró] (v.) perdonar, redi mir, absolver, disculpar, σύδεντρο [sídendro] (nyn.) arboleda, συζήτηση [sidsítisi] (nyf.) 1: conver sación, charla, diálogo, 2: debate, discusión, συζητήσιμος [sidsitísimos] (adj.) dis cutible, cuestionable.
933
συζητώ συζητώ [sidsitó] (ν.) 1: conversar, char lar, conferenciar (sobre), dialogar, 2: debatir, discutir, συζυγικός [sidsiguicós] (adj.) conyu gal, matrimonial ·συζυγική στέγηhogar conyugal, σύζυγος [sídsigos] (n./m.+f.) cónyuge, esposo/a, marido/ mujer, συκιά [siquiá] (n./f.) higuera, σύκο [síco] (n./n.) higo, συκοφάντης [sicofándis] (n./m.) ca lumniador, difamador, συκοφαντία [sicofandía] (nVf.) calum nia, falso testimonio, denigración, difamación, συκοφαντικός [sicofandicós] (adj.) calumnioso, difamador, difamatorio • συκοφαντική δυσφήμιση- difama ción calumniosa, συκοφαντώ [sicofandó] (v.) calumniar, desdorar, infamar, difamar, denigrar, συκώτι [sicóti] (n./n.) hígado, συλλαβή [silaví] (n./f.) sílaba, συλλαβίζω [silavídso] (v.) silabear, συλλαλητήριο [silalitírio] (n./n.) mitin, concentración, συλλαμβάνω [silamváno] (v.) 1: (de lincuente) detener, arrestar, 2: (ideasnociones) concebir, συλλέγω [silégo] (v.) coleccionar, co lectar, recoger, reunir, recopilar, aco piar, capturar, συλλέκτης [siléctis] (n./m.) coleccio nista, coleccionador, colector, σύλληψη [sílipsi] (n./f.) 1: (delincuente) detención, arresto, encarcelamiento, 2: (ideas- nociones) concepción, συλλογή [siloguí] (n./f.) 1: colección, re cogimiento, 2: (pensar) meditación, συλλογίζομαι [siloguídsome] (v.) ra zonar, pensar, reflexionar, meditar, συλλογικός [siloguicós] (adj.) colecti vo ·συλλογική ευθύνη- responsabi lidad colectiva · συλλογική σύμβα
ση εργασίας- contrato colectivo de trabajo. συλλογισμός [siloguismós] (n./m.) ra zonamiento, reflexión, meditación, σύλλογος [sílogos] (n./m.) asociación, colegio, sociedad, συλλυπητήρια [silipítíria] (n./n.) pl. pésame, condolencia, συλλυπητήριος [silipitírios] (adj.) de pésame, de condolencia, συλλυπούμαι [silipúme] (v.) dar el pé same, condolerse, συμβαίνει [simvéní] (v. impers.) suce de, ocurre, pasa, acontece ·τι συμ βαίνει;· ¿qué pasa/ocurre?, συμβάλλω [simválo] (v.) contribuir, aportar, confluir, συμβάν [simván] (n./n.) suceso, hecho, incidente, evento, acontecimiento, caso. σύμβαση [símvasi] (n./f.) convenio, acuerdo, convención, contrato, pac to ·υπογράφω σύμβαση- firmar un acuerdo · σύμβαση αορίστου/ορι σμένου χρόνου- contrato definido/ indefinido, συμβατικός [simvaticós] (adj.) con vencional, común, συμβιβάζομαι [simvivádsome] (v.) conformarse, contentarse, amoldar se, adaptarse, συμβιβασμός [simvívasmós] (n./m.) compromiso, arreglo ·κάνω συμβι βασμό- hacer un compromiso, συμβίωση [simvíosi] (n./f.) vida en común, convivencia, simbiosis, co habitación, συμβόλαιο [simvóleo] (nVn.) contrato, convenio, acuerdo ·υπογράφω συμ βόλαιο- firmar un contrato, συμβολαιογραφείο [simvoleografío] (n./n.) notaría, συμβολαιογράφος [simvoleográfos] (n./m.+f.) notario.
934
σύμπαν συμβολή [simvolí] (n./f.) 1: confluen cia, 2: coyuntura, 3: aporte, contri bución. συμβολίζω [simvolídso] (v.) simboli zar, representar, συμβολικός [simvolicósj (adj.) sim bólico, representativo · συμβολική πράξη- acción simbólica, συμβολισμός [simvolismós] (n./m.) simbolismo, simbolización, σύμβολο [símvolo] (n./n.) símbolo, signo, figura, distintivo, emblema, imagen. συμβουλεύομαι [simvulévome] (v.) consultar, pedir consejo, preguntar la opinión de alguien, συμβουλευτικός [simvulefticós] (adj.) consultivo · συμβουλευτική διδα σκαλία- enseñanza consultiva, συμβουλεύω [simvulévo] (v.) aconse jar, dar consejo, asesorar, dar conse jo, recoger, συμβουλή [simvulí] (n./f.) consejo, asesoramiento, apercibimiento · δίνω μια συμβουλή- dar un consejo • ζητώ τη συμβουλή κάποιου- pedir un consejo, συμβούλιο [simvúlio] (n./n.) consejo, concilio. σύμβουλος [símvulos] (nVm.+f.) con sejero, asesor · δημοτικός σύμβου λος- consejero municipal ·διευθύνων σύμβουλος- consejero directivo, συμμαζεύομαι [sumadsévome] (v.) contenerse, refrenarse, encogerse, συμμαζεύω [simadsévo] (v.) reunir, ordenar, poner en orden, συμμαθητής [simacitís] (n./m.) com pañero de clase, condiscípulo, συμμαχία [simajía] (n7f.) alianza, liga, asociación, σύμμαχος [símajos] (adj.) aliado, cóm plice, socio, συμμαχώ [simajó] (v.) aliarse, ligarse,
asociarse, συμμερίζομαι [simerídsome] (v.) com partir, aceptar ·συμμερίζομαι τη γνώ μη σου- acepto/comparto tu opinión, συμμετέχω [simetéjo] (ν.) 1: participar, tomar parte, 2: contribuir, συμμετοχή [simetojí] (nVf.) participa ción ·δηλώνω συμμετοχή- registrar se/matricularse, συμμέτοχος [simétojos] (adj.) partici pante, partícipe, concursante, συμμετρία [simetría] (n7f.) simetría, armonía, proporción, συμμετρικός [simétricos] (adj.) simé trico. σύμμετρος [símetros] (adj.) simétrico, armónico, proporcionado, συμμιγής [simiguís] (adj.) entremez clado, revuelto, mixto · συμμιγής αριθμός- número mixto, συμμορία [simoría] (n./f.) banda, cua drilla, grupo, pandilla, συμμορίτης [simorítis] (n7m.) bando lero. συμμορφώνω [simorfóno] (ν.) 1: con formar, amoldar, adaptar, 2: alinear, συμμόρφωση [simórfosi] (n./f.) con formidad, sumisión, acatamiento, συμπαγής [simbaguís] (adj.) compa cto, sólido, macizo, συμπάθεια [simbácia] (n./f.) simpatía, afecto, compasión, afición, συμπαθητικός [simbaciticós] (adj.) 1: simpático, amble, 2: cordial, afe ctuoso. συμπαθώ [simbazó] (v.) tener simpa tía, simpatizar, gustar, συμπαιγνία [simpegnía] (nVf.) con fabulación, colusión, conspiración, complot. συμπαίκτης [simpéctis] (n7m.) com pañero de juego, σύμπαν [simpan] (n./n.) universo, cos mos.
935
συμπαράσταση συμπαράσταση [simbarástasi] (nyf.) apoyo, ayuda, arrimo, συμπαραστέκομαι [simbarastécome] (v.) apoyar, ayudar, arrimar el hombro a alguien, estar al lado de alguien, συμπατριώτης [simbatriótis] (n./m.) compatriota, συμπεθέρα [simbecéra] (ηΛ.) consue gra. συμπέθερος [simbéceros] (nVm.) con suegro. συμπεραίνω [simberéno] (v.) concluir, colegir, deducir, inferir, συμπέρασμα [simbérasma] (ηΛι.) conclusión, deducción, corolario · βγάζω συμπέρασμα- llegar a una conclusión, συμπερασματικός [simberasmaticós] (adj.) concluyente, deducible, congetural. συμπερασμός [simberasmós] (n./m.) deducción, inferencia, συμπεριλαμβάνω [simberilamváno] (v.) comprender, englobar, contener, incluir. συμπεριφέρομαι [simberiférome] (v.) comportarse, portarse, actuar, συμπεριφορά [simberiforá] (ηΛ) comportamiento, comporte, actitud, actuación, conducta, συμπιέζω [simbiédso] (v.) comprimir, aplastar, prensar apelmazar, com pactar. συμπίεση [simbíesi] (n./f.) compre sión, aplastamiento, compactación. συμπιεστής [simbiestís] (nVm.) com presor. συμπίπτω [simblpto] (v.) coincidir, concordar, concurrir, σύμπλεγμα [símblegma] (ηΛι.) com plejo ·σύμπλεγμα κατωτερότηταςcomplejo de inferioridad, συμπλέκτης [simbléctis] (n7m.) em brague.
συμπλέκω [simbléco] (v.) entrelazar, empalmar, συμπλήρωμα [simblíroma] (ηΛι.) com plemento, suplemento, relleno, atijo. συμπληρωματικός [simbliromaticós] (adj.) complementario, adicional, su plementario, συμπληρώνω [simbliróno] (v.) com plementar, completar, rellenar, aña dir. συμπλήρωση [simblírosi] (ηΛ) con clusión, terminación, relleno, συμπλοκή [simploquí] (ηΛ.) conflicto, combate · ένοπλη συμπλοκή- con flicto armado, σύμπνοια [símbnia] (nyf.) acuerdo, consenso, pacto, συμπολεμιστής [simbolemistís] (n./m.) compañero de armas, συμπολιτεία [simbolitía] (n./f.) confe deración, liga, alianza, συμπολίτης [simbolítis] (ηΛη.) con ciudadano, paisano, συμπονετικός [simbonefticós] (adj.) compasivo, comprensivo, συμπόνια [simbóña] (ηΛ.) compa sión, lástima, misericordia, conmi seración. συμπονώ [simbonó] (v.) compadecer se, sentir lástima, condolerse, συμπόσιο [simbósio] (ηΛι.) simposio, banquete, celebración, συμπράγκαλα [simbrágkala] (n./n.) pl. avíos. σύμπραξη [símbraksi] (nyf.) coopera ción, colaboración, συμπράττω [simbráto] (v.) cooperar, colaborar, σύμπτυξη [símbtiksi] (ηΛ.) conden sación, síntesis, acortamiento, abre viación. συμπτύσσω [simbtíso] (v.) condensar, sintetizar. σύμπτωμα [símbtoma] (ηΛι.) sínto-
936
συναινώ ma, síndrome, indicio, συμπτωματικός [simptomaticós] (adj.) sintomático, fortuito, casual, σύμπτωση [símbtosi] (n./f.) coinciden cia, casualidad, συμπυκνώνω [simbicnóno] (v.) con densar, comprimir, espesar, συμπύκνωση [simbícnosi] (nyf.) con densación, συμπυκνωτής [simbicnotís] (nVm.) condensador, συμφέρει [simféri] (v.) interesar, con venir. συμφέρον [simféron] (nyn.) interés, conveniencia, συμφεροντολόγος [simferondológos] (adj.) interesado, συμφιλιώνω [simfilióno] (v.) reconci liar, mediar, συμφιλίωση [simfilíosi] (nyf.) recon ciliación. συμφοιτητής [simfititís] (nym.) com pañero de universidad, συμφορά [simforá] (nyf.) desgracia, desdicha, adversidad, calamidad, συμφόρηση [somfórisi] (n./f.) 1: con gestión, atasco, 2: apoplejía ·κυκλοφοριακή συμφόρηση- atasco, συμφραζόμενα [simfradsómena] (nyn.) pl. contexto, entorno, σύμφυρμα [símfirma] (nyn.) mezcla, σύμφυτος [símfitos] (adj.) inherente, nativo. σύμφωνα [símfona] (adv.) de acuerdo (con), según, conforme (a), con arre glo (a). συμφωνητικό [simfoniticó] (nyn.) contrato, arreglo, convenio ·ιδιωτι κό συμφωνητικό- convenio privado, συμφωνία [simfonía] (nyf.) 1: acuerdo, tratado, convenio, 2: (Mús.) sinfonía, συμφωνικός [simfonicós] (adj.) sin fónico · συμφωνική ορχήστρα- or questa sinfónica.
σύμφωνο [símfono] (nyn.) 1: (Gram.) consonante, 2: (acuerdo) compromi so, pacto. σύμφωνος [símfonos] (adj.) 1: de acuerdo, conforme, 2: acordado, concertado, συμφωνώ [simfonó] (v.) 1: estar de acuerdo, estar conforme, acordar, 2: ponerse de acuerdo, concordar, aceptar, conceder, συμψηφίζω [sumpsifídso] (v.) com pensar. συμψηφισμός [simpsifismós] (nym.) compensación ·συμψηφισμός χρεών- compensación de las deudas, συν [sin] (prep.) con, más. συναγερμός [sinaguermós] (nym.) ala rma, alerta ·σε συναγερμό- en alerta, συναγωγή [sinagoguí] (nyf.) asam blea, reunión, sinagoga, συναγωνίζομαι [sinagonídsome] (v.) competir, concursar, rivalizar, συναγωνισμός [sinagonismós] (n./m.) competición, torneo, rivalidad, emu lación. συναγωνιστικός [sinagonisticós] (adj.) competitivo, competidor, emulador, συναδελφικός [sinadelficós] (adj.) confraternal, de colega · συναδελφική αλληλεγγύη- solidaridad entre colegas. συνάδελφος [sinádelfos] (nym.+f.) co lega, compañero de trabajo, συναδελφοσύνη [sinadelfosíni] (nyf.) compañerismo, συναδέλφωση [sinadélfosí] (nyf.) fra ternización, συναθροίζω [sinazrídso] (v.) reunir, juntar, acopiar, aumular, agrupar, συνάθροιση [sinázrisi] (nyf.) reunión, concentración, acumulación, agrupamiento. συναινώ [sinenó] (v.) consentir, apro bar, dar el visto bueno.
937
συναισθάνομαι συναισθάνομαι [sineszánome] (ν.) sentir, ser consciente (de), estar consciente, συναίσθημα [sinéscima] n. sentimien to, emoción, impresión, συναισθηματικός [sinescimaticós] (adj.) sentimental, emocional, συναισθηματικότητα [sinescimaticótita] (n./f.) sentimentalismo, carácter sentimental, συναίσθηση [sinéscisi] (n./f.) sentido, conocimiento, conciencia ·δεν έχει συναίσθηση των πράξεων του- no tiene conciencia de sus acciones, συναλλαγή [sinalaguí] (n./f.) inter cambio, transacción, conmutación, permuta. συνάλλαγμα [sinálagma] (nVn.) divi sa, cambio, συναλλαγματική [sinalagmatiquí] (nVf.) letra de cambio · συναλλαγματική επιταγή- letra de cambio, συναλλάσσω [sinaláso] (v.) intercam biar. συναναστρέφομαι [sinanastréfome] (v.) relacionarse (con), codearse (con), alternar (con), συναναστροφή [sinanastrofí] (njf.) compañía, relación, συνάντηση [sinándisi] (n./f.) encuen tro. συναντώ [sinandó] (v.) encontrar, topar(se) con. συνάπτω [sinápto] (v.) 1: unir, adjun tar, 2: (relaciones) contraer (con) ·συ νάπτω γάμο- contraer matrimonio, συναρμόζω [sinarmódso] (v.) ensam blar, acoplar, συναρμολόγηση [sinarmológuisi] (nyf.) ensamblaje, acoplamiento, montaje, συναρμολογώ [sinarmologó] (v.) mon tar, armar, συναρπάζω [sinarpádso] (v.) fascinar, συναρπαστικός [sinarpasticós] (adj.)
fascinante, fascinador, συνασπισμός [sinaspismós] (n./m.) coalición, liga, alianza, asociación · συνασπισμός δυνάμεων- coalición de fuerzas, συναυλία [sinavlía] (n7f.) concierto, re cital. συνάφεια [sináfia] (n./f.) relación, co nexión, correspondencia, coheren cia, conexo, συναφής [sinafís] (adj.) relacionado, afín, coherente, συνάχι [sináji] (n7n.) resfriado, resfria miento, catarro, σύνδεση [síndesi] (n./f.) 1: enlace, unión, conexión, 2: liga, ligación · τηλεφωνική σύνδεση- conexión telefónica · δορυφορική σύνδεσηconexión satelital. σύνδεσμος [síndesmos] (n7m.) 1: aso ciación, 2: enlace, conexión, nexo, 3: (Gram.) conjunción, συνδετήρας [sindetíras] (n7m.) suje tapapeles, συνδετικός [sindeticós] (adj.) de unión, conjuntivo ·συνδετικός κρί κος- enlace conjuntivo, συνδέω [sindéo] (v.) 1: enlazar, conec tar, juntar, unir, vincular, encadenar, 2: acoplar, συνδιαλέγομαι [sindialégome] (v.) conversar, dialogar, hablar, conferir, συνδιάλεξη [sindiáleksi] (n./f.) conver sación, coloquio, conferencia, συνδιαλλαγή [sindialaguí] (n./f.) re conciliación, negociación, συνδιάσκεψη [sindiásquepsi] (n7f.) conferencia, junta, συνδικάτο [sindicáto] (n7n.) sindica to. συνδρομή [sindromí] (n7f.) cuota, abo no, suscripción, contribución, ayuda, συνδρομητής [sindromitís] (n7m.) abonado, suscriptor.
938
συνέχεια συνδυάζω [sindiádso] (ν.) 1: combinar, unir, alear, ligar, 2: aparear, acoplar, συνδυασμός [sindiasmós] (n7m.) 1: combinación, correlación, aleación, 2: acoplamiento, unión, συνεδριάζω [sinedriádso] (v.) reunir se. συνεδρίαση [sinedríasi] (nyf.) reunión, sesión, audiencia, junta, συνέδριο [sinédrio] (n./n.) congreso, conferencia, συνείδηση [sinídisi] (n./f.) conciencia, συνειδητοποιώ [siniditopió] (v.) darse cuenta (de), enterarse (de), συνειδητός [siniditós] (adj.) conscien te, juicioso, συνειρμός [sinirmós] (ηΛη.) asocia ción de ideas, συνεισφέρω [sinisféro] (v.) contribuir, aportar, auxiliar, ayudar, συνεισφορά [sinisforá] (ηΛ.) contri bución, aporte, aportación, ayuda, συνεκτικός [sinecticós] (adj.) cohe rente, cohesivo, συνέλευση [sinélefsi] (n./f.) asamblea, junta, cónclave, reunión · συγκαλώ συνέλευση- convocar una reunión · γενική συνέλευση- reunión general, συνεννόηση [sinenóisi] (n./f.) 1: acuer do, 2: entendimiento, συνεννοούμαι [sinenoúme] (v.) en tenderse, estar de acuerdo con. συνενοχή [sinenojí] (n./f.) complici dad, codelincuencia, connivencia, συνένοχος [sinénojos] (ηΛη.) cómpli ce, codelincuente, συνέντευξη [sinéndefksi] (ηΛ) entre vista, cita ·συνέντευξη τύπου- rue da de prensa, συνενώνω [sinenóno] (v.) unir, ligar, fusionar. συνένωση [sinénosi] (n./f.) unión, fu sión. συνεπάγομαι [sinepágome] (v.) aca
rrear, suponer, συνεπαρμένος [sinerparménos] (adj.) encantado, fascinado, exaltado, συνέπεια [sinépia] (n./f.) consecuen cia, resultado, συνεπής [sinepís] (adj.) consecuente, consiguiente, συνεπώς [sinepós] (adv.) en conse cuencia, por tanto, por consiguien te. συνεργάζομαι [sinergádsome] (v.) co laborar, cooperar, συνεργασία [sinergasía] (n./f.) colabo ración, cooperación, συνεργάτης [sinergátis] (n./m.) cola borador, cooperador, compañero de trabajo. συνεργείο [sinerguío] (ηΛι.) taller, equi po ·συνεργείο αυτοκινήτων- taller de coches. συνεργός [sinergós] (n./m.+f.) coau tor, cómplice, colaborador, συνεργώ [sinergó] (v.) cooperar, cola borar, participar, συνέρχομαι [sinérjome] (v.) 1: (perso nas) reunirse, juntarse, 2: (salud) vol ver en sí, recuperarse, aliviarse, σύνεση [sínesi] (nyf.) prudencia, sabi duría, madurez, sensatez, juicio, συνεσταλμένος [sinestalménos] (adj.) reservado, prudente, tímido, humil de, modesto, συνεταιρίζομαι [sineterídsome] (v.) asociarse, cooperar, colaborar, συνεταιρικός [sinetericós] (adj.) so cial, de sociedad, συνεταιρισμός [sineterísmós] (n./m.) cooperativa, sociedad, συνέταιρος [sinéteros] (ηΛη.) socio, compañero, asociado, συνετός [sinetós] (adj.) sensato, razo nable, prudente, cauteloso, cauto, συνέχεια [sinéjia] (ηΛ) continuación, prosecución ·στη συνέχεια- a con
939
συνεχής tinuación. συνεχής [sinejís] (adj.) continuo, con tinuado, seguido, συνεχίζω [sinejídso] (v.) continuar, se guir, proseguir, συνεχόμενος [sinejómenos] (adj.) con tiguo (a), inmediato (a), vecino, συνεχώς [sinejós] (adv.) continua mente, continuadamente, consta ntemente, sin parar, συνήγορος [sinígoros] (n7m.) aboga do defensor, συνηγορώ [sinigoró] (v.) defender, abo gar, interceder, συνήθεια [sinícia] (nVf.) costumbre, há bito. συνηθίζω [sinicídso] (v.) acostumbrar, soler, habituar, συνηθισμένος [sinicisménos] (adj.) 1: acostumbrado, habituado, 2: orinario · συνηθισμένη κατάσταση- si tuación ordinaria, συνήθως [sinízos] (adv.) normalme nte, por regla general, συνημμένος [siniménos] (adj.) adju nto. σύνθεση [síncesi] (nVf.) 1: composi ción, compostura, síntesis, 3: (escrito) redacción, συνθέτης [sincétis] (n./m.) composi tor. συνθετικός [sinceticós] (adj.) sintéti co, elaborado ·συνθετικό ύφασμαtela sintética, σύνθετος [síncetos] (adj.) 1: compue sto, variado, 2: complicado, συνθέτω [sincéto] (v.) componer, crear, sintetizar, συνθήκη [sincíqui] (n./f.) 1: pacto, acuerdo, tratado, convenio, 2: condi ción ·αντίξοες συνθήκες- condicio nes adversas · καιρικές συνθήκεςcondiciones climáticas, συνθηκολόγηση [sincicológuisi] (nyf.)
capitulación, συνθηκολογώ [sincicologó] (v.) pac tar, tratar. σύνθημα [síncima] (n./n.) 1: consigna, 2: contraseña, señal, santo y seña, 3: eslogan. συνθλίβω [sinzlívo] (v.) aplastar, es trujar, comprimir, exprimir, prensar, achuchar, συνιδιοκτήτης [sinidioctítis] (n./m.) copropietario, συνίσταμαι [sinístame] (v.) consistir, estar compuesto, συνιστώ [sinistó] (v.) 1: constituir, for mar, construir, 2: recomendar, pre sentar. συννεφιά [sinefiá] (n./f.) nubosidad, συννεφιάζω [sinefiádso] (v.) nublarse, anublarse, aneblar, σύννεφο [sínefo] (n7n.) nube, συννεφώδης [sinefódis] (adj.) nuboso, nebuloso, nublado, συνοδεία [sinodía] (n./f.) acompaña miento, cortejo, séquito, escolta, συνοδεύω [sinodévo] (v.) acompañar, seguir, escoltar, convoyar, σύνοδος [sínodos] (n./f.) asamblea, sesión, sínodo, concilio · σύνοδος κορυφής- Concilio de Gobiernos Estatales. συνοδός [sinodós] (n./m.+f.) 1: acom pañante, 2: seguidor, escolta, συνοικέσιο [siniquésio] (n./n.) arreglo para un matrimonio de convenien cia. συνοικία [siniquta] (n7f.) barrio, ba rriada, cercanía, συνοικισμός [siniquismós] (n7m.) ur banización, συνολικός [sinolicós] (adj.) total, en tero. σύνολο [sínolo] (n./n.) total, conjunto, suma total, συνομήλικος [sinomílicos] (adj.) de la
940
συντελώ misma edad, συνομιλητής [sinomilitís] (nVm.) in terlocutor, συνομιλία [sinomilía] (n./f.) conversa ción, diálogo, coloquio, plática, συνομιλώ [sinomiló] (v.) conversar, hablar, dialogar, συνομολόγηση [sinomológuisi] (nVf.) conclusión, acuerdo, estipulación, συνομολογώ [sinomologó] (v.) con traer, acordar, concertar, confesar, estipular. συνομοσπονδία [sinomospondía] (nVf.) confederación, coalición, alianza, συνομοσπονδιακός [sinomospondiacós] (adj.) confederal, confederado, συνομοταξία [sinomotaksía] (n/f.) cla se, grupo, agrupación, agrupamiento. συνονθύλευμα [sinoncílevma] (n./n.) mezcla. συνονόματος [sinonómatos] (adj.) to cayo, del mismo nombre, συνοπτικός [sinopticós] (adj.) suci nto, breve, conciso, sinóptico, corto, compendioso, συνοπτικότητα [sinopticótita] (n./f.) brevedad, concisión, συνορεύω [sinerévo] (v.) limitar (con), lindar (con), colindar (con), rayarse, συνοριακός [sinoriacós] (adj.) fronte rizo, limítrofe, colindante, σύνορο [sínoro] (n./n.) frontera, límite, linde, borde, συνουσία [sinusía] (n7f.) coito, acto sexual, contacto sexual, συνουσιάζομαι [sinusiádsome] (v.) unirse carnalmente, copular, συνοφρυώνομαι [sinofriónome] (v.) fruncir el ceño, συνοφρύωση [sinofríosi] (nVf.) frunce, fruncido. συνοχή [sinojí] (n./f.) coherencia, co hesión, adherencia, σύνοψη [sínopsi] (n7f.) sinopsis, resu
men, compendio, συνοψίζω [sinopsídso] (v.) resumir, sintetizar, recapitular, abreviar, συνταγή [sindaguí] (nVf.) 1: (comida) receta, 2: (médico) prescripción, σύνταγμα [síndagma] (n./n.) constitu ción, regimiento, συνταγματάρχης [sindamatárjis] (n7m.) coronel. συνταγματικός [sindagmaticós] (adj.) constitucional · συνταγματικό δί καιο- derecho constitucional, συνταγογραφώ [sintagografó] (v.) re cetar, prescribir, συντάκτης [sindáctis] (n./m.) redactor, persona que edita un texto, συντακτικό [sindacticó] (n7n.) sintaxis, σύνταξη [síndaksi] (nyf.) 1: (escrito) re dacción, sintaxis, 2: jubilación, pen sión, retiro ·βγήκε στη σύνταξη- se jubiló. συνταξιδιώτης [sindaksidiótis] (n./m.) compañero de viaje, συνταξιοδότηση [sindaksiodótisi] (n./f.) jubilación, retiro, pensión, συνταξιοδοτώ [sindaksiodotó] (v.) jubilar(se), retirar(se). συνταξιούχος [sindaksiújos] (adj.) jubilado, pensionista, pensionado, retirado. συνταράζω [sindarádso] (v.)' turbar, agitar, convulsionar, συντάσσομαι [sintásome] (v.) adhe rirse. συντάσσω [sindáso] (v.) redactar, com poner, transcribir, συνταυτίζω [sindaftídso] (v.) identifi car. συντείνω [sindíno] (v.) contribuir, ayu dar. συντελεστής [sindelestís] (n7m.) co eficiente, factor, συντελώ [sindeló] (v.) contribuir, apor tar, ayudar.
941
συντεχνία συντεχνία [sintejnía] (n./f.) gremio, agrupación, συντεχνιακός [sintejniacós] (adj.) cor porativo, comunitario, συντήρηση [sindírisi] (ηΛ.) manteni miento, conservación, συντηρητικό [sindiriticó] (n./n.) con servante. συντηρητικός [sindiriticós] (adj.) 1: conservador, moderado, 2: (política) tradicionalista. συντηρητισμός [sindiritismós] (ηΛη.) conservadurismo, συντηρώ [sindiró] (v.) mantener, con servar, sostener, σύντομα [síndoma] (adv.) breveme nte, en breve, sucintamente, rápi damente, en poco tiempo, a corto plazo. συντόμευση [sindómefsi] (ηΛ.) abre viatura, abreviación, συντομεύω [sindomévo] (v.) abreviar, acortar, compendiar, συντομία [sindomía] (n./f.) brevedad, concisión ·εν συντομία- a) en breve, b) cortamente, σύντομος [síndomos] (adj.) breve, abreviado, corto, conciso, συντονίζω [sindonídso] (v.) sintonizar, coordinar, organizar, συντονισμός [sindonismós] (n./m.) sintonización, coordinación, coordi namiento, συντονιστής [sindonistís] (n./m.) mo derador, coordinador, συντρέχω [sindréjo] (v.) 1: socorrer, asistir, ayudar, 2: concordar, corres ponder. συντριβή [sindriví] (n./f.) colisión, συντρίβω [sindrívo] (v.) fragmentar, romper, arollar. συντρίμμι [sindrími] (ηΛι.) fragme nto, resto, ruinas, συντροφεύω [sindrofévo] (v.) acom 942
pañar, hacer compañía, συντροφιά [sindroñá] (ηΛ.) compa ñía. συντροφικότητα [sintroficótita] (ηΛ.) compañerismo, σύντροφος [síndrofos] (n./m.) 1: compañero, camarada, 2: consorte, pareja. συνύπαρξη [siníparksi] (nyf.) coexis tencia, convivencia, συνυπάρχω [sinipárjo] (v.) coexistir, convivir. συνυπογράφω [sinipográfo] (v.) fir mar juntamente, συνωμοσία [sinomosía] (ηΛ) com plot, conspiración, confabulación, συνωμότης [sinomótis] (ηΛη.) cons pirador, confabulador, colusor, cóm plice. συνωμοτώ [sinomotó] (v.) conspirar, confabular, coludir, συνώνυμος [sinónimos] (adj.) sinóni mo, comparable, συνωστίζομαι [sinostídsome] (v.) aglomerarse, apelotonarse, συνωστισμός [sinostismós] (n./m.) aglomeración, apelotonamiento, apiñamiento, σύξυλος [síksilos] (adj.) pasmado, σύριγγα [sírigka] (n./f.) jeringa, jerin guilla. συριστικός [siristicós] (adj.) sibilante, σύρμα [sírma] (n./n.) alambre, cable, hilo. συρματόπλεγμα [sirmatóplegma] (ηΛι.) alambrada, tela metálica, συρμός [sirmós] (n./m.) tren, moda, σύρραξη [síraksi] (ηΛ) choque, coli sión, conflicto ·πολεμική σύρραξηchoque guerrero, συρρέω [siréo] (v.) afluir, concurrir, acudir, confluir, συρρικνώνομαι [siricnónome] (v.) encogerse, quedar reducido, arru
συχνότητα garse. συρρίκνωση [sirícnosi] (nVf.) encogi miento, reducción, συρροή [siroí] (n./f.) afluencia, con fluencia, concurrencia, συρτάρι [sirtári] (n7n.) cajón, caja, ga veta. σύρτης [sírtis] (n./m.) cerrojo, aldaba, aldabilla. συρφετός [sirfetós] (nVm.) populacho, vulgo, chusma, multitud, συσκέπτομαι [sisquéptome] (v.) deli berar, consultar, coferenciar. συσκευάζω [sisquevádso] (v.) emba lar, envolver, empaquetar, συσκευασία [sisquevasía] (n7f.) 1: embalaje, empaque, paquete, em paquetado, 2: (líquidos) envasado, συσκευή [sisqueví] (nVf.) aparato, σύσκεψη [sísquepsi] (nVf.) conferen cia, reunión, junta, συσκοτίζω [siscotídso] (ν.) 1: oscure cer, ensombrecer, nublarse, ofuscar, 2: confundir, συσκότιση [siscótisi] (n./f.) 1: oscureci miento, apagón, 2: confusión, σύσπαση [síspasi] (nVf.) contracción, espasmo, crispación, contracción, συσπειρώνω [sispiróno] (v.) concen trar, reunir, συσπείρωση [sispírosi] (n./f.) concen tración, reunión, συσπώμαι [sispóme] (v.) contraerse, crisparse, συσσίτιο [sisitio] (nVn.) rancho, συσσωματώνω [sisomatóno] (v.) inte grar, incorporar, unir, συσσωμάτωση [sisomátosi] (n7f.) integración, incorporación, unión, agregación, σύσσωμος [sísomos] (adj.) unido, συσσώρευση [sisórefsi] (nA) acumu lación, acumulamiento, apilamiento. συσσωρευτής [sisoreftís] (n7m.) acu
mulador, pila, batería, συσσωρεύω [sisorévo] (v.) acumular, apilar, amasar, amontonar, σύσταση [sístasi] (nVf.) 1: constitución, composición, formación, 2: reco mendación, referencia, sugerencia, συστατικός [sistaticós] (adj.) de reco mendación · συστατική επιστολήcarta de recomendación, συστέλλω [sistélo] (v.) contraer, estre char, encoger, constreñir, σύστημα [sístima] (n7n.) sistema, mé todo, manera ·ηλιακό σύστημα- sis tema solar ·εκπαιδευτικό σύστημαsistema educativo, συστηματικός [sistimaticós] (adj.) sis temático, metódico, συστηματοποίηση [sistimatopíisi] (nyf.) sistematización, συστηματοποιώ [sistimatopió] (v.) sistematizar, metodizar, συστολή [sistolí] (nyf.) 1: contracción, 2: timidez, vacilación, cortedad, συστρέφω [sistréfo] (v.) torcer, retor cer. συσφίγγω [sisfígko] (v.) apretar, estre char, estrujar, σύσφιξη [sísfiksi] (n./f.) apretón, estre chamiento, estrujamiento, συσχετίζω [sisjetídso] (v.) establecer una relación recíproca, comparar, confrontar, igualar, asemejar, συσχετισμός [sisjetismós] (n7m.) co rrelación, σύφιλη [sífili] (n./f.) sífilis, συχνά [sijná] (adv.) a menudo, con frecuencia, frecuentemente, asidua mente. συχνάζω [sijnádso] (v.) frecuentar, acudir a menudo, συχνός [sijnós] (adj.) frecuente, asi duo, continuo, habitual, συχνότητα [sijnótita] (n./f.) frecuencia, asiduidad, continuidad.
943
σφαγείο σφαγείο [sfaguío] (η./η.) matadero, σφαγή [sfaguí] (n./f.) matanza, carni cería, masacre, σφαδάζω [sfadádso] (v.) convulsio narse, retorcerse, contorsionarse · σφαδάζω από τον πόνο- contorsio narse de dolor, σφάζω [sfádso] (v.) matar, acuchillar, acribillar. σφαίρα [sféra] (n./f.) esfera, bola, glo bo, bala. σφαιρικός [sfericós] (adj.) 1: esférico, globoso, redondo, 2: global, general • σφαιρική άποψη- visión global, σφαιριστήριο [sferistírio] (n./n.) billar, salón de billard. σφαλερός [sfalerós] (adj.) erróneo, falso, falible, σφαλιάρα [sfaliára] (n./f.) guantazo, tortazo, manotada, bofetada ·τρώω σφαλιάρα- recibir un guantazo, σφαλίζω [sfalídso] (v.) cerrar, σφάλλω [sfálo] (v.) cometer un error, equivocarse, errar, fallar, σφάλμα [sfálma] (n./n.) error, fallo, equivocación, culpa, desacierto, σφεντόνα [sfentóna] (n./f.) honda, tirachinas. σφετερίζομαι [sfeterídsome] (v.) usur par, apropiarse (de), apoderarse (de), adueñarse (de), malversar, desfalcar, σφετερισμός [sfeterismós] (n/m.) usur pación, apropiación, adueñamiento. σφετεριστής [sfeteristís] (n./m.) usur pador, malversador, estafador, apropiador. σφήκα [sfíca] (n./f.) avispa, σφήνα [sfína] (n./f.) 1: cuña, 2: (metáf.) indirecta, σφίγγα [sfígka] (n./f.) esfinge, σφίγγω [sfígko] (v.) apretar, ceñir, es trechar, contraer, σφίξη [sfíksi] (n./f.) pulso, latido, σφίξιμο [sfíksimo] (n./n.) apretón. 944
σφιχτά [sfijtá] (adv.) fuertemente, es trechamente, σφιχτός [sfijtós] (adj.) 1: apretado, ajustado, estrecho, ceñido, 2: (avaro) tacaño. σφοδρός [sfodrós] (adj.) violento, in tenso, impetuoso, ardoroso, fuerte · σφοδρός άνεμος- viento impetuo so. σφοδρότητα [sfodrótita] (n./f.) violen cia, intensidad, vehemencia, ímpetu, ardor. σφουγγάρι [sfugkári] (n./n.) esponja, σφουγγαρίζω [sfugkarídso] (v.) fregar, trapear. σφραγίδα [sfraguída] (nVf.) sello, σφραγίζω [sfragídso] (ν.) 1: sellar, pre cintar, lacrar, 2: (diente) empastar, σφράγισμα [sfrágisma] (nVn.) sellado, precinto, lacrado, 2: (diente) empa ste. σφρίγος [sfrígos] (n7n.) lozanía, fre scura, viveza, vigor, σφυγμός [sfigmós] (n./m.) pulso, lati do, pulsación, palpitación, σφυρά [sfíra] (n./f.) martillo, mazo, σφυρηλατώ [sfirilató] (v.) forjar, fra guar. σφυρί [sfirí] (n./n.) martillo, percutor, martinete, σφύριγμα [sfírigma] (nVn.) silbido, chifla, chifladura, pitido, σφυρίζω [sfirídso] (v.) silbar, chiflar, σφυρίχτρα [sfiríjtra] (n./f.) silbato, pito, σφυροκοπώ [sfirocopó] (v.) golpear con martillo, aporrear, batir a gol pes. σχάρα [sjára] (n./f.) plancha, parrilla · κρέας στη σχάρα- carne a la parilla. σχεδία [sjedía] (n./f.) balsa, σχεδιάγραμμα [sjediágrama] (n./n.) esquema, croquis, plano, dibujo, σχεδιάζω [sjediádso] (ν.) 1: dibujar, di señar, 2: planear, planificar.
σωρεία σχεδιαστής [sjediastís] (n./m.) dise ñador. σχέδιο [sjédio] (n./n.) 1: plan, proye cto, plano, 2: diseño, dibujo, σχεδόν [sjedón] (adv.) casi, más o me nos, aproximadamente, apenas, σχέση [sjési] (n./f.) 1: relación, afín, 2: parentesco ·διπλωματικές σχέσειςrelaciones diplomáticas, σχετίζομαι [sjetídsome] (v.) relacio narse, asociarse, σχετίζω [sjetídso] (v.) relacionar, aso ciar, conectar, σχετικά [sjeticá] (adv.) relativamente, en relación a, con respecto a, al res pecto. σχετικός [sjeticós] (adj.) relativo, res pectivo, correspondiente, σχήμα [sjíma] (n./n.) forma, figura, he chura. σχηματίζω [sjimatídso] (v.) formar, conformar, configurar, componer, σχηματισμός [sjimatismós] (n./m.) for mación, conformación, configuración, composición, σχίσμα [sjísma] (n./n.) 1: (Igl.) cisma, 2: desunión, escisión, σχισμή [sjismí] (n./f.) grieta, raja, hen didura, ranura, σχοινοβάτης [sjinovátis] (n./m.) equi librista. σχολαστικός [sjolasticós] (adj.) pe dante, minucioso, escolástico, deta llista. σχολείο [sjolío] (n./n.) escuela, colegio, academia ·διευθυντής σχολείου- di rector de una escuela/de un colegio • ιδιωτικό/δημόσιο σχολείο- escue la privada/pública, σχολή [sjolí] (nVf.) escuela, facultad, academia · σχολή οδηγών- académia de conducción · Ιατρική σχο λή· facultad de Medicina · Νομική σχολή- facultad de Derecho.
σχολιάζω [sjoliádso] (v.) comentar, anotar, apostillar, σχολιασμός [sjoliasmós] (n./m.) co mentario, crítica, σχολιαστής [sjoliastís] (n./m.) come ntarista, anotador, comentador, σχολικός [sjolicós] (adj.) escolar, es colástico, académico, estudiantil · σχολικό έτος- año escolar/académi co ·σχολικός σύμβουλος- consultor estudiantil, σχόλιο [sjólio] (n./n.) comentario, σώβρακο [sóvraco] (n./n.) calzoncillo, σώζω [sódso] (v.) salvar, rescatar, libe rar. σωθικά [socicá] (nVn.) pl. entrañas, σωληνάριο [solinário] (n./n.) tubo, σωλήνας [solínas] (nVm.) tubería, ca nal, tubo. σώμα [sóma] (n./n.) 1: cuerpo, 2: cole gio · δικηγορικό σώμα- colegio de internos · εκλογικό σώμα- colegio electoral. σωματειακός [somatiacós] (adj.) cor porativo. σωματείο [somatío] (n./n.) corpora ción, asociación, σωματίδιο [somatídio] (n./n.) grano, mota, molécula, corpúsculo, glóbu lo, partícula, σωματικός [somaticós] (adj.) corpó reo, corporal, somático · σωματικό βάρος- peso corpóreo · σωματική διάπλαση- tipo somático ·σωματι κή τιμωρία- pena corporal, σωματοφύλακας [somatofílacas] (n7m.) guardaespaldas, σωματώδης [somatódis] (adj.) corpu lento, robusto, fornido, σώος [sóos] (adj.) salvo, intacto, ileso · σώος και αβλαβής- sano y salvo, σωπαίνω [sopéno] (v.) callar(se), aca llar. σωρεία [soría] (n./f.) pila, abundancia
945
σωριάζω (de), montón, cantidad, exceso, σωριάζω [soriádso] (v.) amontonar, apilar, juntar, σωρός [sorós] (n7m.) montón, pila, cúmulo. σωσίβιο [sosívio] (nVn.) salvavidas, flotador. σωστά [sostá] (adv.) correctamente, justamente, exactamente, acertada mente. σωστός [sostós] (adj.) correcto, exa cto, justo, preciso, σωτήρας [sotíras] (n7m.) salvador, re dentor. σωτηρία [sotiría] (nVf.) salvación, sal vamento, rescate, σώφρονας [sófronas] (adj.) sensato, cauto, prudente, sabio.
9 46
σωφρονίζω [sofronídso] (v.) corregir, castigar, reprimir, rectificar, σωφρονισμός [sofronismós] (n7m.) corrección, castigo, enmendación, σωφρονιστήριο [sofronistírio] (nVn.) reformatorio, σωφρονιστικός [sofronisticós] (adj.) reformatorio, correccional, corre ctivo · σωφρονιστική ποινή- pena correccional · σωφρονιστικό ίδρυ μα- institución correccional · σω φρονιστικός υπάλληλος- empleado correccional, σωφροσύνη [sofrosíni] (n7f.) sensa tez, prudencia, cautela, madurez.
Τ, τ [taf ] (ηΛι.) decimonovena letra del alfabeto griego, ταβάνι [taváni] (ηΛι.) techo, techum bre. ταβέρνα [tavérna] (nyf.) taberna, tas ca. τάβλα [távla] (ηΛ.) tabla. τάβλι [távli] (n7n.) tablas reales (juego) •παίζω τάβλι-jugar a tablas reales, ταγάρι [tagári] (n./n.) bolsa, morral, ταγέρ [taguiér] (ηΛι.) traje de cha queta. ταγή [taguí] (n./f.) forraje, ταγκός [tagkós] (adj.) rancio, τάγμα [tágma] (n./n.) batallón, orden, ejército. ταγματάρχης [tagmatárjis] (n./m.) co mandante, sagrento. τάδε [táde] (pron.) tal, fulano, τάζω [tádso] (v.) prometer, hacer vo tos, dar la palabra, ταΐζω [taídso] (v.) alimentar, dar de comer, nutrir, ταινία [tenía] (n./f.) cinta, película, film •αυτοκόλλητη ταινία- cinta adhesi va. ταινιοθήκη [teniocíqui] (ηΛ.) filmo teca. ταίρι [téri] (n./n.) 1: (personas) pareja, 2: (cosas) par, 3: compañero, ταιριάζω [teriádso] (v.) 1: combinar, hacer juego (con), emparejar, 2: co rresponder (a), adecuar, ajustar, ταιριαστός [teriastós] (adj.) 1. que hace juego, 2: adecuado, τάισμα [táisma] (n./n.) alimentación, nutrición. τάκος [tácos] (n./m.) cuña, calza, cal zo. τακούνι [tacúni] (n7n.) tacón ·παπού τσια με τακούνι- a) zapatos de tacón (alto), b) tacones.
τακτ [tact] (n./n.) tacto, discreción, τακτικά [tacticá] (adv.) regularmente, asiduamente, frecuentemente, τακτική [tactiquí] (ηΛ.) táctica, τακτικός [tacticós] (adj.) 1: regular, asiduo, sistemático, permanente, frecuente, 2: ordenado, bien arregla do, bien colocado, τακτικότητα [tacticótita] (ηΛ.) regula ridad, asiduidad, τακτοποίηση [tactopíisi] (ηΛ.) orde nación, arreglo, colocación, τακτοποιώ [tactopíó] (v.) ordenar, po ner en orden, arreglar, τακτός [tactós] (adj.) fijo, estable, firme, clavado · τακτές ημέρες και ώρες- días y horas fijas, ταλαιπωρία [taleporía] (ηΛ.) fatiga, dificultad, penalidad, tormento, su frimiento, ταλαίπωρος [taléporos] (adj.) desgra ciado, infeliz, pobre, miserable, ταλαιπωρώ [taleporó] (v.) fatigar, ha cer sufrir, atormentar, ταλανίζω [talanídso] (v.) deplorar, tor turar, atenazar, atormentar, ταλάντευση [talándefsi] (ηΛ.) balan ceo, oscilación, vaivén, ταλαντεύω [talantévo] (v.) balancear, oscilar, ondular, ταλαντούχος [talandújos] (adj.) tale ntoso, dotado, agraciado, ingenioso, ταλαντώνομαι [talandónome] (v.) oscilarse. ταλάντωση [talándosi] (n./f.) oscila ción, vaivén, balanceo, ταλαντωτής [talandotís] (n7m.) osci lador. ταλέντο [taléndo] (ηΛι.) talento, apti tud, capacidad, τάμα [táma] (n./n.) voto, exvoto, ταμειακός [tamiacós] (adj.) de cajero · ταμειακή μηχανή- caja registradora, ταμείο [tamío] (n./n.) 1: caja, 2: (teatro,
947
ταμίας
cine, estación) taquilla «κάνωταμείοhacer caja ·έκλεψαν το ταμείο- han robado la taquilla, ταμίας [tamlas] (n./m.+f.) cajero, caje ra, tesorero, tesorera, ταμιευτήριο [tamieftírio] (n./n.) caja de ahorros, ταμπακιέρα [tabaquiéra] (n./f.) pitille ra, tabaquera, ταμπέλα [tambéla] (n./f.) cartel, letre ro. ταμπεραμέντο [temperaméndo] (nVn.) temperamento, ταμπλάς [tamblás] (n./m.) apoplejía · του ήρθε ταμπλάς- sufrió un ataque de apoplejía, ταμπλέτα [tabléta] (n./f.) pastilla, ta bleta. ταμπλό [tabló] (nVn.) panel, ταμπόν [tabón] (nVn.) tampón. ταμπού [tambú] (n7n.) tabú, ταμπούρι [tambúri] (nyn.) terraplén, muralla, bastión, baluarte, ταμπούρλο [tambúrlo] (nVn.) tambor, ταμπουρώνω [tamburóno] (v.) fortale cer, cerrar con barricadas, fortificar, τανάλια [tanália] (n./f.) tenaza, τανγκό [tangkó] (n7n.) tango, τανκ [tank] (n./n.) tanque, τανύζω [tanídso] (v.) estirar, τάξη [táksi] (n./f.) 1: orden, 2: (escuela) clase, 3: curso, ταξί [taksí] (nVn.) taxi, ταξιαρχία [taksiarjía] (nyf.) brigada, ταξίαρχος [taksíarjos] (n./m.) general de brigada, brigadier, ταξιδευτής [taksideftís] (nVm.) viaje ro, turista, ταξιδεύω [taksidévo] (v.) viajar, ir de gira, hacer turismo, ταξίδι [taksídi] (nVn.) viaje, excursión, gira, travesía ·ταξίδι αναψυχής- via je de recreo, ταξιδιώτης [taksidiótis] (n./m.) viajero,
viajante, turista, ταξιδιωτικός [taksidioticós] (adj.) de viaje ·ταξιδιωτικό γραφείο- agencia de viajes. ταξιθέτης [taksicétis] (n./m.) acomo dador. ταξικός [taksicós] (adj.) clasista ·ταξι κές διαφορές- diferencias clacistas. ταξίμετρο [taksímetro] (n./n.) taxíme tro. τάξιμο [táksimo] (n7n.) promesa, voto, ταξινόμηση [taksinómisi] (nVf.) clasifi cación, categorización. ταξινόμος [taksinómos] (n./m.) clasi ficador. ταξινομώ [taksinomó] (v.) clasificar, catalogar, archivar, ordenar, ταξιτζής [taksidsís] (n./m.) taxista, τάπα [tápa] (n./f.) tapón, tapa, ταπεινός [tapinós] (adj.) humilde, apocado, modesto, bajo, ταπεινοφροσύνη [tapinofrosíni] (n./f.) humildad, modestia, bajeza, ταπεινόφρων [tapinófron] (adj.) mo desto. ταπεινώνω [tapinóno] (v.) humillar, rebajar, vejar, apocar, ofender, ταπείνωση [tapínosi] (nyf.) humilla ción, vejación, degradación, ofensa, ταπεινωτικός [tapinoticós] (adj.) hu millante, ofensivo, ultrajante, ταπέτο [tapéto] (n./n.) tapete, ταπετσαρία [tapetsaría] (n./f.) tapice ría. τάπητας [tápitas] (n./m.) 1: alfombra, 2: (pequeño) tapete, ταπητουργία [tapiturguía] (n./f.) tapi cería, fábrica de alfombras, ταπί [tapí] (adj.) pelado, sin una perra, sin un duro ·μένω ταπί- quedarse sin un duro, τάρα [tára] (nJf.) tara, τάραγμα [táragma] (nVn.) sobresalto, ταραγμένος [taragménos] (adj.) so-
948
ταχυδρομικός bresaltado. ταράζω [tarádso] (ν.) perturbar, agitar, alterar, disturbar, revolver, alborotar, ταρακούνημα [taracúnima] (n./n.) tre pidación. ταρακουνώ [taracunó] (v.) 1: sacudir, hacer temblar, 2: inquietar, estreme cerse. ταραμάς [taramás] (n./m.) hueva, ταραμοσαλάτα [taramosaláta] (n./f.) entremés de huevas, τάρανδος [tárandos] (nym.) reno, alce. ταραντούλα [tarandúla] (nyf.) tarán tula. ταραξίας [taraksías] (n./m.) perturba dor, agitador, alborotador, ταράτσα [tarátsa] (n./f.) terraza, azo tea. ταρατσώνω [taratsóno] (v.) 1: apiso nar, 2: (coloq.) atizar, ταραχή [tarají] (nyf.) perturbación, des orden, alteración, disturbio, alboroto, ταραχοποιός [tarajopiós] (adj.) agita dor, alborotador, ταραχώδης [tarajódis] (adj.) albotorado, amotinado, rebelde, ταρίφα [tarifa] (nyf.) tarifa, precio, ταρίχευση [taríjefsi] (n./f.) embalsa mamiento, ταριχευτής [tarijeftís] (n./m.) embalsamador. ταριχεύω [tarijévo] (v.) embalsamar, ταρσανάς [tarsanás] (nym.) astillero, τάρτα [tárta] (n./f.) tarta, τασάκι [tasáqui] (nyn.) cenicero, τάση [tási] (nyf.) 1: tendencia, inclina ción, propensión, 2: (Fls.) tensión, τάσι [tási] (n./n.) tazón, copa, τάσσομαι [tásome] (v.) declararse por/ en contra de. τάσσω [táso] (v.) fijar, tomar partido, establecer, τατουάζ [tatuáds] (nyn.) tatuaje. 949
ταυρομαχία [tavromajía] (n./f.) tauro maquia, corrida de toros, ταυρομάχος [tavromájos] (n./m.) to rero, matador de toros, ταύρος [távros] (nym.) toro, ταυτίζω [taftídso] (v.) identificar, igua lar. ταύτιση [táftisi] (n./f.) identificación, ecuación. ταυτόσημος [taftósimos] (adj.) idén tico. ταυτότητα [taftótita] (nyf.) 1: identi dad, 2: carné · αστυνομική ταυτό τητα· (DNI) carné de identidad ·ταυ τότητα μέλους- carné de miembro/ de socio. ταυτόχρονα [taftójrona] (adv.) simul táneamente, a la vez. ταυτόχρονος [taftójronos] (adj.) si multáneo, sincrónico, paralelo, ταφή [taf(] (n./f.) entierro, sepultura, inhumación, ταφόπετρα [tafópetra] (nyf.) lápida, τάφος [táfos] (n./m.) tumba, sepulcro, sepultura, τάφρος [táfros] (nyf.) zanja, cárcava, carcavina, τάχα [tája] (adv.) supuestamente, tal vez, por casualidad, ταχεία [tajía] (nyf.) (tren) expreso, ταχέως [tajéos] (adv.) rápidamente, ταχίνι [tajíni] (n./f.) pasta de sésamo, ταχυγραφία [tajigrafía] (nyf.) taqui grafía. ταχυδακτυλουργία [tajidactilurguía] (n./f.) prestidigitación. ταχυδακτυλουργός [tajidactilurgós] (nym.) prestidigitador, ταχυδρομείο [tajidromío] (nyn.) 1: correo, 2: (establecimiento) Correos • ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (mall)correo electrónico, ταχυδρομικός [tajidromicós] (adj.) de correos, postal ·ταχυδρομικός φά-
ταχυδρομικώς
κελος- sobre postal, ταχυδρομικώς [tajidromicós] (adv.) por correo, ταχυδρόμος [tajidrómos] (n./m.) car tero. ταχυδρομώ [tajidromó] (v.) enviar por correo. ταχυκαρδία [tajicardía] (n./f.) taqui cardia. ταχύμετρο [tajímetro] (n7n.) taquímetro. τάχυνση [tájinsi] (n./f.) aceleración, ταχύνω [tajíno] (v.) acelerar, apurar, apresurar, ταχυπαλμία [tajipalmía] (n./f.) palpi tación. ταχύς [tajls] (adj.) veloz, rápido, ligero, ταχύτητα [tajítita] (n./f.) velocidad, ra pidez, aceleración, aceleramiento, ταψί [tapsí] (n7n.) recipiente metálico, τέζα [tédsa] (adj.) tirante, tenso, agota do, estirado ·πέφτω τέζα- caerse de cansancio, τεζάρω [tedsáro] (v.) tirar, tensar, τεθλασμένη [tezlasméni] (n./f.) torci do, linea quebrada, τεθλιμμένος [tezliménos] (adj.) afligi do, triste, desconsolado, τεθωρακισμένος [tezoraquisménos] (adj.) blindado, acorazado, τείνω [tino] (v.) 1: tender, tener inclina ción, 2: tirar, 3: tensar, τειχίζω [tijídso] (v.) amurallar, fortifi car. τείχος [tíjos] (n7n.) muralla, fortifica ción. τεκμαρτός [tecmartós] (adj.) presumi do, pesunto, supuesto, presumible • τεκμαρτό εισόδημα- ingreso pre sunto. τεκμήριο [tecmírio] (nVn.) evidencia, τεκμηριωμένος [tecmirioménos] (adj.) basado en los hechos, comprobado, τεκμηριώνω [tecmirióno] (v.) confir
mar, comprobar, documentrar, pro bar. τεκμηρίωση [tecmiríosi] (n./f.) com probación, τέκνο [técno] (n./n.) hijo, τέκτονας [téctonas] (n7m.) masón, τεκτονισμός [tectonismós] (n./m.) masonería, τελάρο [teláro] (n./n.) bastidor, cajón para frutas, τελεία [telía] (n./f.) punto, τελειοποίηση [teliopíisi] (nVf.) perfe ccionamiento, τελειοποιώ [teliopió] (v.) perfeccio nar. τέλειος [télios] (adj.) 1: perfecto, exce lente, 2: acabado, completo, τελειότητα [teliótita] (nyf.) perfección, excelencia, τελειόφοιτος [teliófitos] (adj.) licen ciado, graduado, τελείωμα [telíoma] (n./n.) conclusión, terminación, τελειωμός [teliomós] (n./m.) final, fin · δεν έχει τελειωμό- sin ñn. τελειώνω [telíóno] (v.) terminar, finali zar, acabar, concluir, τελείως [telíos] (adv.) completamente, totalmente, τελειωτικός [telioticós] (adj.) definiti vo, final. τέλεση [télesi] (n./f.) perpetración, realización, τελεσιγραφικός [telesigrañcós] (adj.) de ultimátum, τελεσίγραφο [telesígrafo] (nVn.) ulti mátum ·δίνω τελεσίγραφο- dar un ultimátum, τελεσίδικος [telesídicos] (adj.) irrevo cable · τελεσίδικη απόφαση- deci sión irrevocable, τελεσφόρηση [telesfórisi] (n./f.) efica cia, éxito. τελεσφόρος [telesfóros] (adj.) eficaz,
950
τερατόμορφος exitoso, competente, efectivo, logra do · τελέσφορες προσπάθειες- in tentos exitosos, τελεσφορώ [telesforó] (v.) salir bien, lograr. τελετή [teletí] (n./f.) 1: ceremonia, rito, 2: celebración, festejo, τελετουργία [teleturguía] (n7f.) 1: ritual, rito, solemnidad, 2: (Igl.) litur gia. τελετουργικό [teleturguicó] (nyn.) ri tual. τελετουργικός [teleturguicós] (adj.) 1: ritual, ceremonial, 2: (Igl.) litúrgico, τελετουργώ [teleturgó](v.) oficiar, τελευταία [teleftéa] (adv.) últimame nte, recientemente, hace poco, τελευταίος [teleftéos] (adj.) último, final, posterior, postremo, τελικά [telicá] (adv.) finalmente, a fin de cuentas, perentoriamente, al fin. τελικός [telicós] (adj.) final, definitivo, concluyente · τελικός σταθμός- estación terminal ·είμαι στην τελική ευθεία- estar en la línea ñnal ·σε τε λική ανάλυση- en/ a fin de cuentas, τέλμα [télma] (n./n.) pantano, laguna, barrizal. τελματώδης [telmatódis] (adj.) estan cado. τελμάτωση [telmátosi] (nVf.) estanca miento. τέλος [télos] (nVn.) fin, final, conclu sión, acabamiento, acabóse •βάζω τέλος σε- poner fin a. τελώ [teló] (v.) realizar, llevar a cabo, τελωνειακός [teloniacós] 1: (n./m.) (profesión) aduanero, 2: (adj.) de aduana, aduanero, τελωνείο [telonio] (n7n.) aduana, τελώνης [telónis] (n7m.) jefe de adua na. τελώνιο [telónio] (nVn.) duende, dia blillo.
τεμαχίζω [temajídso] (v.) cortar, tajar, rebanar, partir en trozos, τεμάχιο [temájio] (nVn.) pieza, frag mento, prenda, porción, τέμενος [témenos] (n./n.) santuario, sepulcro, templo, τέμνουσα [témnusa] (nVf.) (Geom.) secante. τέμνω [témno] (v.) seccionar, dividir, partir, cortar, τεμπέλης [tembélis] (adj.) perezoso, vago, holgazán, haragán, τεμπελιά [tembeliá] (nVf.) pereza, flo jera, vagancia, holgazanería, τεμπελιάζω [tembeliádso] (v.) holga zanear, vagabundear, ser perezoso, τεμπέλικος [tembélicos] (adj.) holga zán, indolente, τεμπεσίρι [tempesíri] (nVn.) tiza, τέμπλο [témplo] (n7n.) iconostasio, τενεκεδένιος [tenequedéños] (adj.) de estaño, τενεκές [tenequés] (nVm.) bidón de hojalata, lata, τένις [ténis] (n7n.) (Dep.) tenis, τένοντας [ténondas] (nym.) tendón, τενόρος [tenóros] (nVm.) tenor, τέντα [ténda] (nVf.) toldo, tendal, mar quesina. τέντζερης [téndseris] (n./m.) olla, ca cerola, cazuela, τέντωμα [téndoma] (n7n.) estirón, ti rón. τεντωμένος [tendoménos] (adj.) ti rante, estirado, extendido, τεντώνω [tendóno] (v.) tensar, exten der, estirar, alargar, τέρας [téras] (nVn.) monstruo, engen dro, bestia, τεράστιος [terástios] (adj.) enorme, colosal, gigantesco, τερατομορφία [teratomorfía] (n./f.) monstruosidad, τερατόμορφος [teratómorfos] (adj.)
951
τερατούργημα monstruoso, τερατούργημα [teratúrguima] (n7n.) monstruosidad, τερατώδης [teratódis] (adj.) mons truoso, atroz, τερεβινθίνη [terevincíni] (nyf.) tre mentina. τερέβινθος [terévinzos] (n./f.) (Bot.) terebinto, τερετίζω [teretídso] (v.) gorjear, trinar, τερέτισμα [terétisma] (nyn.) gorjeo, trino. τερηδόνα [teridóna] (nyf.) caries, τέρμα [térma] (nyn.) 1: fin, final, termi nal, acabamiento, 2: meta, 3: (fútbol) portería, (adv.) no más, vale, τερματίζω [termatídso] (v.) terminar, concluir, acabar, finalizar, τερματικό [termaticó] (nyn.) terminal, τερματικός [termaticós] (adj.) termi nal ·τερματικός σταθμός- estación terminal. τερματισμός [termatismós] (nyn.) fin, terminación, acabamiento, τερματοφύλακας [termatofílacas] (nym.) portero. τερμίτης [termítis] (nVm.) (Zool.) ter mita. τερπνός [terpnós] (adj.) agradable, placentero, grato, τέρπω [térpo] (v.) dar gusto a, agradar, complacer, entretener, satisfacer, en cantar, divertir, distraer, τερτίπι [tertípi] (n./n.) artimaña, τέρψη [térpsi] (n./f.) placer, gusto, de leite, agrado, complacencia, τεσσαρακοστός [tesaracostós] (adj.) cuadragésimo, τέσσερα [tésera] (núm.) cuatro, τέσσερις [téseris] (adj.) cuatro, τεστ [test] (n./n.) prueba, ensayo, exa men, test, τεταμένος [tetaménos] (adj.) tenso, tirante.
τέτανος [tétanos] (nVm.) tétano. Τετάρτη [tetárti] (n./f.) miércoles, τεταρτημόριο [tetartimório] (nyn.) cua rto. τέταρτο [tétarto] (n./n.) cuarto (hora, kilo, etc.). τέταρτος [tétartos] (adj.) cuarto, τετελεσμένος [tetelesménos] (adj.) realizado, cumplido, hecho, consu mado, acabado, τέτοιος [tétios] (pron.) tal, semejante, parecido. τετραγωνίζω [tetragonídso] (v.) cua drar, cuadricular, τετραγωνικός [tetragonicós] (adj.) cuadrado ·τετραγωνικό μέτρο- me tro cuadrado, τετράγωνο [tetrágono] (nyn.) cuadra do, cuadrilátero, τετράγωνος [tetrágonos] (adj.) cua drado. τετράδα [tetráda] (n./f.) cuádruplo. τετράδιο [tetrádio] (nyn.) cuaderno, libreta. τετράδιπλος [tetrádiplos] (adj.) dobla do en cuatro, τετρακόσιοι [tetracósii] (adj.) cuatro cientos. τετρακοσιοστός [tetracosiostós] (adj.) cuadringentésimo, τετράμηνο [tetrámino] (nyn.) cuatri mestre. τετράπαχος [tetrápajos] (adj.) muy gor do. τετραπέρατος [tetrapératos] (adj.) astuto, sagaz, τετραπλασιάζω [tetraplasiádso] (v.) cuadruplicar, τετραπλάσιος [tetraplásios] (adj.) cuá druple. τετράποδο [tetrápodo] (nyn.) cuadrú pedo. τετριμμένος [tetriménos] (adj.) trilla do, de lo más común.
952
τηλέγραφος τεύτλο [téftlo] (n./n.) (Bot.) remolacha, τεύχος [téfjos] (n./n.) número, fascí culo. τέφρα [téfra] (nVf.) ceniza, τεφροδόχη [tefrodóji] (n./f.) urna, τεφτέρι [teftéri] (n./n.) libro de cuen tas. τέχνασμα [téjnasma] (n./n.) artificio, ardid, treta, truco, τέχνη [téjni] (nVf.) 1: arte, 2: oficio · καλές τέχνες- bellas artes ·γραφικές τέχνες- artes gráficas, τεχνητός [tejnitós] (adj.) artificial, ar tesano. τεχνική [tejniquí] (n7f.) técnica, τεχνικός [tejnicós] (adj.) técnico ·τε χνική εκπαίδευση- enseñanza téc nica. τεχνίτης [tejnítis] (n7m.) técnico, maes tro, artesano, τεχνοκράτης [tejnocrátis] (nVm.) tecnócrata. τεχνολογία [tejnologuía] (n./f.) tecno logía. τεχνολογικός [tejnologuicós] (adj.) tecnológico · τεχνολογική εκπαί δευση- enseñanza tecnológica, τεχνοτροπία [tejnotropía] (nVf.) estilo, método. τεχνουργία [tejnurguía] (n./f.) hechu ra, arte, artesanía, τεχνουργός [tejnurgós] (nVm.) arte sano. τεχνουργώ [tejnurgó] (v.) fabricar, τέως [téos] (adv.) ex, anterior, τζάκι [dsáqui] (n7n.) chimenea, τζαμαρία [dsamaría] (n./f.) cristalera, ventanal, τζάμι [dsámi] (nVn.) vidrio, cristal, τζαμί [dsamí] (n7n.) mezquita, τζάμπα [dsámba] (adv.) 1: gratis, gra tuito, gratuitamente, de balde, 2: en vano, en balde, τζαμπατζής [dsabadsís] (nym.) go
rrón, abusador, τζαναμπέτης [dsanambétis] (adj.) aris co. τζατζίκι [dsadsíqui] (n./n.) pasta de yogur, pepino y ajo. τζιν [dsin] (n./n.) 1: (prenda de vestir) pantalones vaqueros, 2: (bebida) gi nebra ·φοράω τζιν- llevar vaqueros • τζινμετόνικ- ginebra con tónica, τζιπ [dsip] (n./n.) jeep, coche todo te rreno. τζίρος [dsíros] (n./m.) volumen de ventas, facturación · αυξάνω τον τζίρο της επιχείρησης- aumentar el volumen de ventas en la empresa, τζίτζικας [dsídsicas] (n7m.) cigarra, τζίφος [dsífos] (n./m.) cero, fracaso, τζίφρα [dsífra] (n./f.) firma ·βάζω την τζίφρα μου- firmar, τζογαδόρος [dsogadóros] (adj.) juga dor. τζόγος [dsógos] (n./m.) juego, τήβεννος [tívenos] (n./f.) toga, τηγανητός [tiganitós] (adj.) frito, τηγάνι [tigáni] (n./n.) sartén, τηγανίζω [tiganídso] (v.) freír, τηγανίτα [tiganíta] (n./f.) buñuelo, τήκω [tico] (v.) derretir, fundir, τηλεβόας [tilevóas] (n./m.) altavoz, megáfono, τηλεβόλο [tilevólo] (n./n.) cañón, τηλεγραφείο [tilegrafío] (n7n.) oficina de telégrafos, τηλεγράφημα [tilegráfima] (nVn.) te legrama ·στέλνω τηλεγράφημα- en viar un telegrama, τηλεγραφητής [tilegrafitís] (n./m.) te legrafista. τηλεγραφία [tilegrafía] (nVf.) telegra fía. τηλεγραφικός [tilegraficós] (adj.) te legráfico. τηλέγραφος [tilégrafos] (nyf.) telégra fo.
953
τηλεγραφώ τηλεγραφώ [tilegrafó] (ν.) telegrafiar, τηλεθεατής [tileceatís] (n./m.) tele spectador, τηλεκάρτα [tilecárta] (nVf.) tarjeta te lefónica. τηλεκοντρόλ [tilecontról] (n./n.) man do a distancia, telemando, τηλεοπτικός [tileopticós] (adj.) tele visivo, de televisión · τηλεοπτική μετάδοση- transmisión televisiva · τηλεοπτικός σταθμός- cadena tele visiva. τηλεόραση [tileórasi] (n./f.) 1: televi sión, 2: (aparato) televisor, τηλεπάθεια [tilepácia] (nA) telepatía, τηλεπικοινωνία [tilepiquínonía] (n./f.) telecomunicación, τηλεσκόπιο [tilescópio] (n7n.) tele scopio. τηλεφωνείο [tilefonío] (nVn.) oficina de teléfonos, τηλεφώνημα [tilefónima] (n./n.) lla mada telefónica, τηλεφωνητής [tílefonitís] (nVm.) tele fonista · αυτόματος τηλεφωνητήςbuzón de voz. τηλεφωνικός [tilefonicós] (adj.) tele fónico ·τηλεφωνικός θάλαμος- ca bina telefónica ·τηλεφωνικός κατά λογος· a) catálogo telefónico, b) lista telefónica, τηλέφωνο [tiléfono] (nVn.) teléfono · κινητό τηλέφωνο- (teléfono) móvil, τηλεφωνώ [tilefonó] (v.) telefonear, llamar por teléfono, τηλεχειριστήριο [tilejiristírio] (n./n.) mando a distancia, telemando, τήξη [tíksi] (n./f.) fusión, τήρηση [tírisi] (n./f.) cuidado, cumpli miento, observancia, τηρητής [tiritís] (adj.) preservador. τηρώ [tiró] (v.) guardar, observar, aca tar, realizar, cumplir ·τηρώ τη συμ φωνία- cumplir el acuerdo.
τι [ti] (pron.) que, como ·τι λες;- ¿qué dices? ·τι ωραίοΙ- ¿qué bonito! ·τι άλλο;- ¿qué más?, τίγρης [tígris] (n./m.) tigre, τιθασεύω [tizasévo] (v.) domesticar, amansar, domar, τίθεμαι [tíceme] (v.) colocarse, poner se. τίκτω [tícto] (v.) parir, dar a luz. τιλιά [tiliá] (n./f.) (Bot.) tilo, τίλιο [tílio] (n./n.) tila, τιμαλφή [timalfí] (nVn.) pl. alhajas, jo yas, objetos preciosos, τιμάριθμος [timárizmos] (n./m.) índi ce del precio al consumo, coste de la vida. τιμή [timí] (n./f.) 1: (coste) precio, valor, 2: honor, honra, τίμημα [tímima] (n./n.) coste, costo, precio, valor, τιμητικός [timiticós] (adj.) de honor, honorífico ·τιμητική διάκριση- dis tinción honorífica, τίμιος [tímíos] (adj.) honesto, decente, honrado, digno, τιμιότητα [timiótita] (n./f.) honesti dad, honradez, τιμοκατάλογος [timocatálogos] (n./m.) lista de precios, tarifa, τιμολόγηση [timológuisi] (n./f.) tasa ción, facturación, τιμολόγιο [timológuio] (n./n.) factura, cuenta. τιμολογώ [timologó] (v.) tasar, poner precio, facturar, τιμόνι [timóni] (n./n.) 1: (coche) vola nte, 2: timón, τιμονιέρης [timoñéris] (nVm.) timo nel. τιμώ [timó] (v.) honrar, premiar, τιμωρία [timoría] (nVf.) castigo, san ción, pena, escarmiento ·επιβάλλω τιμωρία- imponer un castigo, τιμωρός [timorós] (nym.) vengador,
954
τονώνω castigador, τιμωρώ [timoró] (ν.) castigar, sancio nar. τίναγμα [tínagma] (n./n.) 1: sacudida, agitación, golpe, 2: sobresalto, susto, τινάζω [tinádso] (v.) sacudir, agitar, cimbrear, τίποτα [típota] (pron.) nada, τιποτένιος [tipotéños] (adj.) insignifi cante, nulo, τιράντες [tirándes] (n./n.) pl. tirantes, τιρκουάζ [tircuáds] (n./n.) turquesa, τιρμπουσόν [tirbusón] (n7n.) sacacor chos. τιτάνας [titán] (n./m.) titán, τιτάνιος [titánios] (adj.) titánico, gi gantesco, colosal, τιτιβίζω [titivídso] (v.) piar, trinar, τιτίβισμα [titívisma] (nVn.) pío, trino, τίτλος [títlos] (n7m.) título, certifica ción, diploma ·ακαδημαϊκός τίτλοςtítulo universitario ·τίτλος ευγενείας- título nobiliario, τιτλούχος [titlújos] (adj.) dignatario, titular. τιτλοφορώ [titloforó] (v.) titular, τμήμα [tmíma] (n7n.) 1: sección, de partamento, zona, 2: fragmento, división · αστυνομικό τμήμα- esta ción de policía ·τμήμα πωλήσεωνdepartamento de ventas · τμήμα ηθών- brigada antivicio, τμηματάρχης [tmimatárjis] (n7m.) jefe de sección, jefe de división, τμηματικός [tmimaticós] (adj.) parcial, fragmentario, τοιούτος [tiútos] (pron.) 1: tal, 2: (co loq.) homosexual, τοιχογραφία [tijografía] (n./f.) fresco, τοιχοκόλληση [tijocólisi] (n./f.) pega dura de carteles, fijación de carteles, τοιχοκολλώ [tijocoló] (v.) pegar car teles. τοίχος [tíjos] (n./m.) pared, muro.
τοίχωμα [tíjoma] (n./n.) pared, muro, τοκετός [toquetós] (n./m.) parto, alumbramiento, τοκίζω [toquídso] (v.) prestar con in terés. τοκογλυφία [tocoglifía] (n./f.) usura, τοκογλύφος [tocoglífos] (n./m.+f.) usurero, prestamista, τοκομερίδιο [tocomerídio] (n./n.) di videndo. τόκος [tóeos] (nym.) interés. , τοκοχρεολύσιο [tocojreolísio] (nVn.) renta vitalicia, anualidad, τόλμη [tólmi] (n7f.) atrevimiento, in trepidez, temeridad, osadía, τολμηρός [tolmirós] (adj.) atrevido, in trépido, temerario, osado, valiente, τολμώ [tolmó] (v.) atreverse, osar, te ner valor. τομάρι [tomári] (nVn.) pellejo ·σώζω το τομάρι μου- salvar mi pellejo, τομάτα [tomáta] (nyf.) (Bot.) tomate, τομέας [toméas] (n7m.) sector, depar tamento, sección, τομή [tomí] (n./f.) 1: sección, cisura, corte, cercenadura, 2: (Mús.) cesura, cese · καισαρική τομή- operación cesárea. τόμος [tómos] (n./m.) volumen, tomo, τόμπολα [tómbola] (nyf.) tómbola, rifa. τονίζω [tonídso] (v.) acentuar, dar én fasis, hacer hincapié, recalcar, τονικός [tonicós] (adj.) tónico, ace ntuado. τονικότητα [tonicótita] (nyf.) tonali dad. τονισμός [tonismós] (nym.) acentua ción. τόνος [tónos] (n./m.) (Zool.) atún, τόνος [tónos] (n./m.) 1: (gráfico de una palabra) acento, tilde, 2: (música/voz) tono, 3: (peso) tonelada, τονώνω [tonóno] (v.) tonificar, fortale
955
τόνωση cer, robustecer, τόνωση [tónosi] (nyf.) tonificación, fortalecimiento, robustecimiento, τονωτικός [tonoticós] (adj.) tonifica nte, tonificador, tónico, reconstitu yente, estimulante, que da vigor, τοξεύω [toksévo] (v.) disparar con arco y flecha, tirar con arco, τοξικομανής [toksicomanís] (nym.) dro gadicto. τοξικομανία [toksicomanía] (nyf.) drogadicción. τοξικός [toksicós] (adj.) tóxico, vene noso · τοξικά απόβλητα- desechos tóxicos · τοξικές ουσίες- sustancias tóxicas. τοξίνη [toksíni] (nyf.) toxina, veneno, τόξο [tókso] (nyn.) arco · ουράνιο τόξο- a) arco de colores, b) arco iris, τοξοβολία [toksovolía] (nyf.) tiro al arco. τοξοειδής [toksoidís] (adj.) arqueado, τοξότης [toksótis] (nym.) 1: arquero, 2: (Zod.) Sagitario, τοξωτός [toksotós] (adj.) arqueado, τοπάζι [topádsi] (nyn.) topacio, τόπι [tópi] (nyn.) pelota, τοπικισμός [topiquismós] (nym.) lo calismo, regionalismo, τοπικιστής [topiquistís] (nym.) loca lista, regionalista. τοπικιστικός [topiquisticós] (adj.) pa rroquial, regional, τοπικός [topicós] (adj.) local, tópico, τοπίο [topío] (n./n.) paisaje, vista(s). τοπογραφία [topografía] (nyf.) topo grafía. τοπογράφος [topográfos] (nym.+f.) topógrafo, τοποθεσία [topocesía] (nyf.) lugar, área, zona, sitio, puesto, localidad, τοποθέτηση [topocétisi] (nyf.) coloca ción, situación, disposición, τοποθετώ [topocetó] (v.) colocar, si
tuar, poner, depositar, ubicar, τόπος [tópos] (n./m.) lugar, sitio, pue sto, territorio, área, local ·επί τόπουen el acto, τοπωνυμία [toponimia] (nyf.) topo nimia. τορνευτός [torneftós] (adj.) torneado, τορνεύω [tornévo] (v.) tornear, τόρνος [tórnos] (nym.) torno, τορπίλη [torpíli] (n./f.) torpedo, τορπιλίζω [torpilídso] (v.) torpedear, τορπιλοβόλο [torpilovólo] (nyn.) lan zatorpedos, τόσος [tósos] (pron.) tan, tanto, τοστ [tost] (nyn.) tostada, bocadillo, τότε [tóte] (adv.) 1: entonces, en aque lla época, en aquel entonces, 2: des pués, 3: además, τουαλέτα [tualéta] (n./f.) 1: aseo, lava bo, servicio, 2: (mueble) tocador, τούβλο [túvlo] (nyn.) 1: ladrillo, 2: (me táf.) zoquete, τουλάχιστον [tulájiston] (adv.) al me nos, por lo menos, como mínimo, τούλι [túli] (nyn.) tul. τουλίπα [tulipa] (nyf.) tulipán, τουλούμι [tulúmí] (nyn.) pellejo · κάνω κάποιον τουλούμι στο ξύλοgolpear/pegar a alguien con toda mí fuerza ·βρέχει με το τουλούμι- llover a cántaros, τούμπα [túmba] (n./f.) salto mortal, vuelco, caída, τούμπανο [túmbano] (nyn.) tambor • o κόσμος το έχει τούμπανο- es el secreto de todo el mundo, τουμπάρω [tumbáro] (v.) 1: volcar, girar, voltear, zobrar, 2: camelar, con vencer. τουναντίον [tunandíon] (adv.) por el contrario, al contrario, en sentido opuesto, τούνελ [túnel] (nyn.) túnel, τουπέ [tupé] (n./n.) altanería.
956
τραντάζω τουρισμός [turismós] (n./m.) turismo, τουρίστας [turistas] (n./m.) turista, τουριστικός [turisticós] (adj.) turístico, de turismo · τουριστικός οδηγόςguía turística ·τουριστικό γραφείοagencia de turismo, τούρκικα [túrquica] (n./n.) pl. turco (idioma). τουρκικός [turquicós] (adj.) turco, τουρκοκρατία [turcocratía] (n./f.) do minación turca. Τούρκος [túrcos] (adj.) turco (gentili cio). τουρλώνω [turlóno] (v.) hinchar el pe cho. τουρλωτός [turlotós] (adj.) abomba do, hinchado, τουρνέ [turné] (nyn.) gira de espectá culos. τουρσί [tursí] (nyn.) encurtido, τούρτα [túrta] (nyf.) torta, pastel, τουρτουρίζω [turturídso] (v.) tiritar, τούτος [tútos] (pron.) éste, ese. τούφα [túfa] (n./f.) 1: (cosa) manojo, 2: .(pelo) mechón, τουφέκι [tuféqui] (n./n.) fusil, τουφεκιά [tufequiá] (n./f.) tiro, esco petazo, disparo, τουφεκισμός [tufequismós] (n./m.) fusilamiento, τουφεκίδι [tufequídi] (nyn.) disparos, τουφεκίζω [tufequídso] (v.) fusilar, τράβηγμα [trávigma] (nyn.) tirón, τραβολογώ [travologó] (v.) maltratar, tirar bruscamente, zamarrear, τραβώ [travo] (ν.) 1: tirar, 2: (extraer) sacar, 2: (sacudir) atraer, 3: (padecer) sufrir, 3: (tiempo) durar, τραγανίζω [traganídso] (v.) ronzar, roer, crujir, τραγάνισμα [tragánisma] (nyn.) roedu ra. τραγανιστός [traganistós] (adj.) cru jiente.
τραγανός [traganós] (adj.) crujiente, τραγελαφικός [tragelaficós] (adj.) ex traño, grotesco, τραγί [traguí] (n./n.) (Zoo!.) cabrito, τραγικός [tragicós] (adj.) trágico, τράγος [trágos] (nym.) macho cabrío, τραγούδι [tragúdi] (nyn.) canción, canto · δημοτικό τραγούδι- canto popular. τραγουδιστής [tragudistís] (nym.) can tante. τραγουδίστρια [tragudístria] (n/f.) can tante. τραγουδιστός [tragudistós] (adj.) can tado. τραγουδοποιός [tragudopiós] (nym.) compositor de canciones, τραγουδώ [tragudó] (v.) cantar, τραγωδία [tragodía] (n./f.) tragedia, τραγωδός [tragodós] (nym.) poeta trágico. τρακ [trak] (n./n.) nerviosidad, τρακάρισμα [tracárisma] (n./n.) cho que, accidente, colisión, τρακάρω [tracáro] (v.) chocar, colisio nar, tropezarse, τρακατρούκα [tracatrúca] (n./f.) pe tardo. τράκο [tráco] (nyn.) choque, τρακτέρ [tractér] (nVn.) tractor, τραμ [tram] (n./n.) tranvía, τραμπάλα [trambála] (nyf.) balancín, τραμπολίνο [trambolíno] (n./n.) tram polín. τραμπούκος [trambúcos] (nym.) bra vucón. τρανζίστορ [trandsístor] (nyn.) tran sistor. τράνζιτ [trándsit] (nyn.) tránsito, τρανός [tranós] (adj.) poderoso, fuer te. τράνταγμα [trándagma] (nyn.) sacu dida, agitación, convulsión, τραντάζω [trandádso] (v.) sacudir, agi-
957
τράπεζα tar, convulsionar, τράπεζα [trápedsa] (ηΛ.) banco, τραπεζαρία [trapedsaría] (ηΛ) come dor. τραπέζι [trapédsi] (n./n.) mesa, τραπεζικός [trapedsicós] (adj.) bancario. τραπέζιο [trapédsío] (ηΛι.) (Geom.) trapecio. τραπεζίτης [trapedsítis] (n./m.) 1: (pro fesión) banquero, 2: (dientes) muela, τραπεζιτικός [trapedsicós] (adj.) bancario. τραπεζομάντιλο [trapedsomándilo] (n./n.) mantel, mantelería, τράπουλα [trápula] (n./f.) baraja, nai pes. τραπουλόχαρτο [trapulójarto] (nVn.) naipe. τράτα [tráta] (nyf.) traína, τρατάρω [tratáro] (v.) agasajar, invitar, convidar con, brindar, τραυλίζω [travlídso] (v.) tartamudear, balbucear, balbucir, τραυλός [travlós] (adj.) tartamudo, τραύμα [trávma] (n./n.) herida, lesión, daño. τραυματίας [travmatías] (n./m.+f.) he rido, damnificado, lesionado, τραυματίζω [travmatídso] (v.) herir, le sionar, traumatizar, damnificar, τραυματικός [travmaticós] (adj.) trau mático, traumatizante ·τραυματική εμπειρία- experiencia traumática, τραυματιοφορέας [travmatioforéas] (n./m.) socorrista, τραυματισμός [travmatismós] (ηΛη.) herida, traumatismo, τραχεία [trajía] (ηΛ) tráquea, τράχηλος [trájilos] (n./m.) cuello, τραχύνω [trajino] (v.) irritar, volver ás pero. τραχύς [trajís] (adj.) rudo, áspero, to sco, duro, adusto, bronco.
τραχύτητα [trajítita] (n./f.) rudeza, as pereza, dureza, τράχωμα [trájoma] (n./n.) tracoma, τρεις [tris] (núm.) tres, τρέλα [tréla] (n./f.) locura, demencia, aturdimiento, chaladura, trastorno, manía. τρελαίνομαι [trelénome] (v.) volverse loco, enloquecerse, τρελαίνω [treléno] (v.) volver loco, en loquecer. τρελοκομείο [trelocomío] (ηΛι.) ma nicomio. τρελός [trelós] (adj.) loco, demente, chiflado, insensato, alienado, lunáti co, alunado, τρεμάμενος [tremámenos] (adj.) tem bloroso. τρεμολάμπω [tremolámbo] (v.) par padear, vacilar, τρεμοπαίζω [tremopédso] (v.) parpa dear, oscilar, τρεμοσβήνω [tremosvíno] (v.) parpa dear, oscilar, τρεμούλα [tremúla] (nyf.) temblor, tiritona. τρεμουλιάζω [tremuliádso] (v.) 1: tem blar, estremecerse, 2: (voz) hacer tri nos, trinar, τρεμούλιασμα [tremúliasma] (n./n.) estremecimiento, escalofrío, τρεμουλιαστός [tremuliastós] (adj.) tembloroso, τρέμω [trémo] (v.) temblar, tiritar · τρέμω για τη ζωή μου- temblar por mi vida. τρενάρισμα [trenárisma] (v.) demora, retraso. τρενάρω [trenáro] (v.) demorar, apla zar, retrasar, τρένο [tréno] (n./n.) tren, τρέξιμο [tréksimo] (n./n.) 1: carrera, 2: (líquidos) derrame, τρέπω [trépo] (v.) volver, convertir,
958
τρίκλωνος transformar, τρέφω [tréfo] (ν.) alimentar, nutrir, dar de comer (a) · τρέφω ελπίδες- ali mentar esperanzas, τρεχάλα [trejála] 1: (nVf.) carrerra, co rrida, 2: (adv.) a la carrera, τρεχάματα [trejámata] (n./n.) pl. apu ros, ajetreos, τρεχάμενος [trejámenos] (adj.) co rriente. τρεχαντήρι [trejandíri] (nVn.) velero pequeño y veloz, τρεχάτος [trejátos] (adj.) apurado, co rredor, que corre, τρεχούμενος [trejúmenos] (adj.) co rriente. τρέχω [tréjo] (v.) 1: correr, acelerar, 2: (tiempo) pasar, 3: (líquidos) fluir, de rramarse. τρέχων [tréjon] (adj.) al corriente, en curso, τρία [tría] (núm.) tres, τριάδα [triáda] (n./f.) 1: (Igl.) Trinidad, 2: trío. τρίαινα [tríena] (n./f.) tridente, τριακονταετία [triacontaetía] (n./f.) espacio de treinta años, τριακόσιοι [triacósii] (adj.) trescien tos. τριακοσιοστός [triacosiostós] (adj.) tri centésimo, τριακοστός [triacostós] (adj.) trigési mo. τριανδρία [triandría] (n./f.) triunvirato, τριάντα [triánda] (núm.) treinta, τριαντάρης [triantáris] (adj.) treintón. τριανταριά [tríantariá] (n7f.) treinte na. τριανταφυλλής [triantafilís] (adj.) ro sado. τριανταφυλλιά [triantafiliá] (nVf.) ro sal. τριαντάφυλλο [triantáfilo] (nVn.) rosa, τριάρι [triári] (n./n.) 1: el número tres,
2: piso de tres habitaciones princi pales. τριβείο [trivio] (n./n.) lijadora. τριβελίζω [trivelídso] (ν.) 1: taladrar, 2: molestar, acosar, τριβή [triví] (n./f.) rozamiento, roce, fricción, desgaste, frotación, τρίβω [trívo] (v.) frotar, friccionar, res tregar, rallar, rozar ·τρίβω τα χέρια μου- frotar las manos, τριγμός [trigmós] (n7m.) crujido, chi rrido, rechinamiento, τριγυρίζω [triguirídso] (v.) rondar, me rodear, andorrear, deambular, rodear, τριγύρω [triguíro] (adv.) alrededor, alderredor, τριγωνικός [trigonicós] (adj.) triangu lar. τριγωνισμός [trigonismós] (n7m.) trian gulación, τρίγωνο [trígono] (n./n.) triángulo, τριγωνομετρία [trigonometría] (n./f.) trigonometría, τρίγωνος [trígonos] (adj.) triangular, τρίδυμος [trídimos] (adj.) trillizo. τριετία [trietía] (nVf.) trienio, τριζάτος [tridsátos] (adj.) crujiente, τριζόνι [tridsóni] (n./n.) (Zool.) grillo, τρίζω [trídso] (v.) crujir, rechinar, chi rriar. τριήμερο [triímero] (n7n.) periodo de tres días, τριήρης [triíris] (n./f.) trirreme, τρικαντό [tricandó] (n./n.) tricornio, sombrero de tres picos, τρικλίζω [triclídso] (v.) tambalearse, ascilar. τρίκλινος [tríclinos] (adj.) de tres ca mas. τρικλοποδιά [triclopodiá] (nVf.) zan cadilla ‘ βάζω τρικλοποδιά σε κά ποιον- poner la zancadilla a alguien, τρίκλωνος [tríclonos] (adj.) de tres ramas.
959
τρικούβερτος τρικούβερτος [tricúvertos] (adj.) de tres cubiertas, τρίκυκλο [tríquiclo] (n./n.) triciclo, τρικυμία [triquimía] (n./f.) tempestad, marejada, oleaje, τρικυμιώδης [triquimiódis] (adj.) tem pestuoso, agitado, τρίλια [trília] (n./f.) gorjeo, trino, τριλογία [triloguía] (n7f.) trilogía, τριμελής [trimelís] (adj.) de tres miem bros ·τριμελής επιτροπή- comisión de tres miembros, τριμηνία [triminía] (n7f.) trimestre, paga trimestral, τριμηνιαίος [triminiéos] (adj.) trimes tral. τρίμηνο [trímino] (n7n.) trimestre, τρίμηνος [tríminos] (adj.) trimestral, τρίμμα [tríma] (nVn.) miga, migaja, pedazo. τριμμένος [triménos] (adj.) rallado, τρίξιμο [tríksimo] (nVn.) crujido, chi rrido. τρίο [trío] (nVn.) (Mús.) trío, τριπλασιάζω [triplasiádso] (v.) tripli car. τριπλάσιος [triplásios] (adj.) triple, τριπλός [triplós] (adj.) triple, τρίποδας [trípodas] (nVm.) trípode, τριποδίζω [tripodídso] (v.) trotar, τρίποδο [trípodo] (nVn.) trípode, τρις [tris] (adv.) tres veces, τρισάθλιος [trisázlios] (adj.) desventu rado, desdichado, miserable, τρισδιάστατος [trisdiástatos] (adj.) tri dimensional, de tres dimensiones, τρισέγγονο [triségkono] (n./n.) tata ranieto. τρισεκατομμύριο [trisecatomírio] (n7n.) trillón. τρισκατάρατος [triscatáratos] (adj.) abyecto. τρισύλλαβος [trisílavos] (adj.) trisíla bo.
Τρίτη [tríti] (n./f.) martes, τριτοβάθμιος [tritovázmíos] (adj.) de tercer grado, τριτογενής [tritoguenís] (adj.) tercia rio, en tercer grado, τριτοκοσμικός [tritocosmicós] (adj.) tercermundista. τρίτος [trítos] (adj.) tercer(o). τρίφτης [tríftis] (n./m.) rallador, rallo, raspador, τριφύλλι [trifíli] (n./n.) trébol, τρίχα [tríja] (n./f.) 1: pelo, cabello, 2: (cuerpo) vello, 3: (animales) cerda, τριχιά [trijiá] (n./f.) cuerda, τριχοειδής [trijoidís] (adj.) capilar, τριχόπτωση [trijóptosi] (n./f.) caída del cabello/del pelo, τριχοφυΐα [trijofiía] (n./f.) crecimiento capilar. τρίχρωμος [tríjromos] (adj.) tricolor, τρίχωμα [tríjoma] (n./n.) pelaje, τριχωτός [trijotós] (adj.) peludo, vellu do, cabelludo, τριψήφιος [tripsífios] (adj.) de tres cifras. τρίψιμο [trípsimo] (n./n.) fricción, frie ga, rozamiento, roce, frotamiento, 2: masaje. τρόλεϊ [trólei] (n./n.) trolebús, τρόμαγμα [trómagma] (n./n.) sobre salto, susto, τρομάζω [tromádso] (v.) asustar(se), dar(se) un susto, atemorizar(se). τρομακτικός [tromacticós] (adj.) ate.rrador, horroroso, terrible, espanto so, terrorífico, horroroso, τρομάρα [tromára] (nVf.) susto, terror, espanto, asombro, τρομερός [tromerós] (adj.) terrible, tremendo, atroz, τρομοκράτης [tromocrátis] (n./m.) terrorista, τρομοκράτηση [tromocrátisi] (n./f.) intimidación.
960
τροχοφόρο τρομοκρατία [tromocratía] (nyf.) te rrorismo. τρομοκρατικός [tromocraticós] (adj.) terrorrista ·τρομοκρατική οργάνω ση- organización terrorista, τρομοκρατώ [tromocrató] (v.) aterro rizar, itimidar. τρόμος [trómos] (nym.) terror, espa nto, amedrentamiento, τρόμπα [trómba] (nyf.) trompa, bom ba. τρομπέτα [trombéta] (ηΛ) trompeta, τρομπόνι [trombóni] (n./n.) (Mús.) trombón, τρόπαιο [trópeo] (nyn.) trofeo, τροπάριο [tropário] (nVn.) himno, τροπή [tropí] (nyf.) giro, cambio, vuel ta, alteración, vuelco, turno, τροπικός [tropicós] (adj.) 1: trópico, 2: (Gram.) tropical ·τροπικό κλίμα- cli ma tropical, τροπολογία [tropologuía] (ηΛ.) modi ficación, enmienda, τροπολογώ [tropologó] (v.) modificar, enmendar, τροποποίηση [tropopíisi] (ηΛ.) mo dificación, alteración, reforma, cam bio. τροποποιώ [tropopió] (v.) modificar, alterar, reformar, cambiar, τρόπος [trópos] (nym.) 1: manera, modo, forma, medio, método, 2: (pl.) modales ·έχει καλούς τρόπους- tie ne modales, τρούλος [trúlos] (n./m.) cúpula, τρουλωτός [trulotós] (adj.) aboveda do. τροφαντός [trofandós] (adj.) rechon cho, rollizo, robusto, fornido, τροφή [trofí] (ηΛ.) alimento, alimenta ción, comida, τροφικός [troficós] (adj.) alimenticio, alimental · τροφική δηλητηρίασηintoxicación alimenticia.
τρόφιμα [trófima] (n./n.) pl. comesti bles, alimentos, víveres, suministros, τρόφιμος [trófimos] (adj.) interno, pensionista, τροφοδοσία [trofodosía] (n./f.) aba stecimiento, alimentación, aprovi sionamiento, τροφοδότης [trofodótis] (adj.) abaste cedor, alimentador. τροφοδότηση [trofodótisi] (ηΛ.) abastecimiento, alimentación, τροφοδοτώ [trofodotó] (v.) abastecer, alimentar, dar de comer, τροφός [trofós] (nyf.) ama de cría, no driza. τροχάδην [trojádin] (adv.) deprisa, co rriendo, apresuradamente, τροχάζω [trojádso] (v.) trotar, τροχαίος [trojéos] (adj.) de tráfico, de circulación, τροχαλία [trojalía] (n./f.) polea, garru cha. τροχασμός [trojasmós] (n./m.) trote, τροχιά [trojiá] (n./f.) órbita, trayecto ria. τροχιακός [trojiacós] (adj.) orbital . τροχίζω [trojídso] (v.) afilar, agudizar, aguzar, amolar, τροχιόδρομος [trojiódromos] (nym.) ferrocarril, vía férrea, τρόχισμα [trójisma] (n./n.) afilado, τροχονόμος [trojonómos] (n7m.+f.) guardia de tráfico, τροχοπέδη [trojopédi] (n./f.) freno, obstáculo, τροχοπέδιλο [trojopédilo] (nyn.) pa tín. τροχοπεδώ [trojopedó] (v.) frenar, obstaculizar, τροχός [trojós] (nym.) rueda, llanta · οδοντωτός τροχός- rueda dentada, τροχόσπιτο [trojóspito] (n./n.) tráiler, caravana. τροχοφόρο [trojofóro] (nyn.) vehícu-
961
τρυγητής lo. τρυγητής [triguitís] (n./m.) vendimia dor. τρυγητός [triguitós] (n./m.) vendimia, τρυγόνι [trigóni] (n./n.) (Zool.) tórtola, τρύγος [trigos] (n./m.) cosecha, reco lectación, vendimia, τρυγώ [trigó] (v.) cosechar, recolectar, vendimiar, τρύπα [tripa] (n./f.) agujero, hueco, hoyo, orificio · τρύπα του όζοντοςcapa de ozono · κάνω μια τρύπαhacer un agujero, τρυπάνι [tripáni] (n./n.) taladro, τρυπανίζω [tripanídso] (v.) taladrar, τρύπημα [trípima] (n7n.) perforación, pinchazo, picadura, τρυπητήρι [tripitíri] (n7n.) taladro, punzón. τρυπητός [tripitos] (adj.) agujereado, perforado, calado, τρύπιος [trípios] (adj.) agujereado, calado. τρυποκάρυδο [tipocárido] (n./n.) (Zool.) cascanueces, τρυπώ [tripó] (v.) agujerear, pinchar, picar, perforar, τρύπωμα [trípoma] (n./n.) 1: hilván, hilvanado, 2: escondida, τρυπώνω [tripóno] (v.) refugiarse, es conderse, τρυφεράδα [triferáda] (nyf.) ternura, suavidad. τρυφερός [triferós] (adj.) tierno, afe ctuoso, cariñoso, sensible, afectivo, τρυφερότητα [triferótita] (nVf.) ternu ra, cariño, delicadeza, sensibilidad, afecto. τρυφή [trifí] (n./f.) lujo, comodidad, confort, voluptuosidad, τρυφηλός [trifilós] (adj.) voluptuoso, lujoso, de lujo, lujurioso, τρώγλη [trógli] (n./f.) caverna, cueva, τρώγω [trógo] (v.) 1: comer, ingerir, 2:
almorzar, cenar, τρωκτικό [trocticó] (n./n.) roedor, τρωτός [trotós] (adj.) vulnerable, frá gil, débil, τσαγιέρα [tsaguéra] (nVf.) tetera, τσαγκάρης [tsagkáris] (nVm.) zapa tero. τσάι [tsái] (n./n.) té ·πράσινο τσάι- té verde. τσακάλι [tsacáli] (n./n.) coyote, chacal, τσακίζω [tsaquídso] (v.) 1: romper, quebrar, 2: partir, 3: doblar, τσάκιση [tsáquisi] (n7f.) pliegue, raya, arruga. τσακμάκι [tsacmáqui] (n./n.) mechero, encendedor, τσακωμός [tsacomós] (n7m.) pelea, riña, altercado, τσακώνομαι [tsacónome] (v.) pelear se, reñir. τσακώνω [tsacóno] (ν.) 1: atrapar, pi llar, agarrar, coger, 2: pillar, arrestar, τσαλαβουτώ [tsalavutó] (v.) chapo tear. τσαλάκωμα [tsalácoma] (n./n.) arru gamiento, arruga, τσαλακωμένος [tsalacoménos] (adj.) raído, desarreglado, con pliegues, τσαλακώνω [tsalacóno] (v.) arrugar, plegar. τσαλαπατώ [tsalapató] (v.) pisotear, pisar. τσαμπί [tsambí] (n./n.) racimo, τσαμπουκαλής [tsambucalís] (adj.) valentón, matón, τσαμπουκάς [tsambucás] (nVm.) inti midación, τσαμπουνάω [tsambunáo] (v.) farfu llar. τσάντα [tsánda] (n/f.) 1: (plástico y en general) bolsa, 2: (accesorio de mujer) bolso. τσαντίζω [tsadídso] (v.) irritar, cabrear, desquiciar, rabiar, fastidiar, enojar.
962
τσιφλικάς τσαντίλα [tsadíla] (n./f.) irritación, ca breo, ira, cólera, τσάπα [tsápa] (n./f.) azada, azadón, τσαπατσούλης [tsapatsúlis] (adj.) de sastrado, chapucero, farfullero, τσάρκα [tsárca] (n./f.) paseo, vuelta, caminata ·βγαίνω τσάρκα- salir de paseo. τσαρλατάνος [tsarlatános] (nym.) char latán, bocazas, τσαρούχι [tsarúji] (n./n.) zapato rústi co con pompón, τσάρος [tsáros] (n./m.) zar. τσατσάρα [tsatsára] (n./f.) peine, τσαχπινιά [tsajpiñá] (n./f.) picardía, pillería, τσεκ [tsec] (n./n.) cheque, τσεκάρω [tsecáro] (v.) comprobar, confrontar, revisar, chequear, τσεκούρι [tsecúri] (n./n.) hacha, τσεμπέρι [tsebéri] (n./n.) pañoleta, τσέπη [tsépi] (nyf.) bolsillo ·υπολογι στής τσέπης- ordenador de bolsillo •λεξικό τσέπης- diccionario de bol sillo · έκδοση τσέπης- edición de bolsillo. τσεπώνω [tsepóno] (v.) meter en el bolsillo, embolsar, τσιγαρίζω [tsigarídso] (v.) dorar, τσιγάρο [tsigáro] (n./n.) cigarro, ciga rrillo, pitillo, τσιγαροθήκη [tsigarocíqui] (nyf.) pi tillera. τσιγγάνος [tsigkános] (nym.) gitano, τσιγκέλι [tsigkéli] (n./n.) gacho, τσίγκινος [tsígkinos] (adj.) de estaño, τσιγκλώ [tsigkló] (v.) aguijonear, τσίγκος [tsígkos] (nym.) estaño, τσιγκούνης [tsigkúnis] (adj.) tacaño, avaro, roñoso, mezquino, τσιγκουνιά [tsigkuñá] (n./f.) tacañería, avaricia. τσίκνα [tsícna] (n./f.) olor a quemado/ a chamusquina. 963
τσικνίζω [tsicnídso] (v.) quemar, cha muscar. τσικουδιά [tsicudíá] (n./f.) aguardie nte. τσίλι [tsíli] (nyn.) tabasco. τσιμέντο [tsiméndo] (nyn.) cemento, τσιμεντώνω [tsimendóno] (v.) ceme ntar. τσιμουδιά [tsímudiá] (n./f.) silencio, omisión, callada, mudez ·μη βγάλεις τσιμουδιά/- ¡no digas nada!, τσίμπημα [tsímbima] (n./n.) pinchazo, pellizco, picadura, τσιμπιά [tsimbiá] (n./f.) pellizco, τσιμπίδα [tsimbída] (n./f.) pinza, τσιμπιδάκι [tsimbidáqui] (nyn.) 1: pin za de depilación, 2: (pelo) horquilla, τσίμπλα [tsímbla] (nyf.) légaña, τσιμπολογώ [tsimbologó] (v.) picar comida, comer sin apetito, τσιμπούκι [tsimbúqui] (nyn.) pipa, τσιμπούρι [tsimbúri] (n./n.) garrapata, τσιμπούσι [tsimpúsi] (n./n.) banque te. τσιμπώ [tsimbó] (v.) pinchar, pellizcar, picar, aguijonear, τσίνορο [tsínoro] (n./n.) párpado, τσίπα [tsípa] (n./f.) vergüenza, pudor, τσιράκι [tsíráqui] (nyn.) secuaz, apren diz. τσίριγμα [tsírigma] (n./n.) chillido, τσιρίζω [tsirídso] (v.) chillar, τσίρκο [tsírco] (n./n.) circo, τσίρλα [tsírla] (n./f.) diarrea, τσιρότο [tsiróto] (n./n.) esparadrapo, τσίτα [tsíta] (adv.) con tirantez, apreta damente, τσιτσίδι [tsitsídi] (adv.) desnudo, τσίτσιδος [tsítsidos] (adj.) desnudo, τσιτσιρίζω [tsitsirídso] (v.) crepitar, chisporrotear, τσίτωμα [tsítoma] (n./n.) tensión, τσιτώνω [tsitóno] (v.) estirar, τσιφλικάς [tsiflicás] (n./m.) terrate
τσιφλίκι niente, latifundista, τσιφλίκι [tsiflíqui] (n7n.) latifundio, τσιφούτης [tsifútis] (adj.) tacaño, ava ro, roñoso, usurero, τσίχλα [tsíjla] (n7f.) 1: (masticar) chicle, 2: (Zool.) tordo, τσόκαρο [tsócaro] (nVn.) 1: zueco, chanclo, 2: (coloq.) marrana, zorra, τσολιάς [tsoliás] (nVm.) soldado grie go con uniforme tradicional, τσόντα [tsónta] (nVf.) película porno. τσοντάρω [tsondáro] (ν.) 1: (ropa) en sanchar, 2: (coloq.) contribuir con los gastos. τσοπάνης [tsopánis] (n./m.) pastor, τσοπανόσκυλο [tsopanósquilo] (nJn.) (Zool.) perro pastor, τσουβάλι [tsuváli] (n7n.) saco, τσουγκράνα [tsugkrána] (nyf.) rastri llo. τσουγκρανίζω [tsugkranídso] (v.) ras trillar. τσουγκρίζω [tsugkrídso] (v.) chocar, estrellar. τσούζω [tsúdso] (v.) picar, escocer ·τα τσούζω- emborracharse, τσουκάλι [tsucáli] (nVn.) olla de barro, marmita, τσουκνίδα [tsucnída] (nVf.) ortiga, τσούλα [tsúla] (nVf.) puta, marrana, τσουλήθρα [tsulízra] (n./f.) tobogán, τσουλούφι [tsulúfi] (n7n.) mechón de pelo, flequillo, τσουλώ [tsuló] (v.) correr, deslizar, res balarse. τσούξιμο [tsúksimo] (n./n.) escozor, escocedura, τσουρέκι [tsuréqui] (nyn.) bollo, mul titud. τσούρμο [tsúrmo] (nVn.) manojo, gru po. τσουρουφλίζω [tsuruflídso] (v.) cha muscar, quemar, abrasar, τσουχτερός [tsujterós] (adj.) pene
trante, acre, τσούχτρα [tsújtra] (n7f.) medusa, agua mala. τσόφλι [tsófli] (n./n.) cáscara, piel, τσόχα [tsója] (nVf.) fieltro, paño, envol vimiento. τύλιγμα [tíligma] (nVn.) envoltura, enrollamiento, envoltorio, enrosca dura. τυλίγω [tilígo] (v.) envolver, enrollar, enroscar, liar, τύμβος [tímvos] (n7m.) tumba, mau soleo, túmulo, τυμβωρυχία [timvorijía] (nVf.) saqueo de tumbas, τυμβωρύχος [timvoríjos] (nVm.) sa queador de tumbas, τυμπανίζω [timbanídso] (v.) tocar el tambor, tamborilear, τυμπανιστής [timbanistís] (n7m.) tam borilero. τύμπανο [tímbano] (n./n.) 1: (Mús.) tambor, tamboril, 2: (oreja) tímpano, τυπικός [tipicós] (adj.) 1: formal, recto, 2: típico, peculiar, distintivo, τυπικότητα [tipicótita] (n./f.) formali dad, rectitud, τυπογραφείο [tipografío] (n./n.) im prenta. τυπογραφία [tipografía] (nVf.) im prenta, tipografía, τυπογράφος [tipográfos] (nym.) im presor, tipógrafo, τυποποίηση [tipopíisi] (nVf.) tipifica ción, estandardización, τυποποιώ [tipopió] (v.) tipificar, estan darizar, normalizar, τύπος [tipos] (n./m.) 1: modelo, tipo, figura, 2: fórmula, 3: (periódico) pren sa. τυπώνω [tipóno] (v.) imprimir, τύπωση [típosi] (n7f.) impresión, τυραννία [tiranía] (n7f.) 1: tiranía, des potismo, 2: avasallamiento, opresión,
964
τωρινός 3: tortura, tormento, τυραννικός [tiránicos] (adj.) 1: tirá nico, despótico, 2: opresivo, 3: ator mentador, τυράννισμα [tiránisma] (n7n.) tortura, τύραννος [tíranos] (nVm.) tirano, opre sor, déspota, dictador, verdugo, τυραννώ [tiranó] (v.) tiranizar, domi nar, avasallar, oprimir, torturar, ate nazar. τύρβη [tírvi] (nVf.) bullicio, movimie nto, tumulto, τυρί [tirí] (n./n.) queso ·τυρίτρψμένοqueso rallado, τυροκομείο [tirocomío] (n7n.) que sería. τυρόπιτα [tirópita] (n7f.) empanada de queso, τύρφη [tírfi] (n./f.) turba, τύφλα [tifia] (nyf.) ceguera · τύφλα στο μεθύσι- borracho como una cuba. τυφλόμυγα [tiflómiga] (n./f.) la gallina ciega (juego). τυφλοπόντικας [tiflopóndicas] (n./m.) (Zool.) topo, τυφλός [tiflós] (adj.) ciego · τυφλή εμπιστοσύνη- confianza ciega, τυφλότητα [tiflótita] (n./f.) ceguera, τυφλώνω [tiflóno] (v.) cegar, dejar ciego.
τυφλώνομαι [tiflónome] (v.) quedarse ciego. τύφλωση [tíflosi] (n./f.) ceguera, τύφος [tifos] (n./m.) tifus, τυφώνας [tifónas] (n./m.) tifón, torbe llino, huracán, τυχαία [tijéa] (adv.) por casualidad, ca sualmente, accidentalmente, even tualmente, de paso, τυχαίνω [tijéno] (v.) suceder, avenir, ocurrir, acontecer, acaecer, τυχαίος [tijéos] (adj.) fortuito, casual, accidental, común, τυχερός [tijerós] (adj.) 1: afortunado, de suerte, 2: (juego) de azar ·τυχερά παιχνίδια-juegos de azar, τύχη [tíji] (n./f.) 1: suerte, azar, destino, fortuna, 2: casualidad, abur, acaso · κατά τύχη- por casualidad · καλή τύχηΐ- ¡mucha suerte!, τυχοδιώκτης [tijodióctis] (nym.) aven turero. τυχοδιωκτικός [tijodiocticós] (adj.) aventurero, τυχόν [tijón] (adv.) por casualidad, τύψη [típsi] (n./f.) remordimiento, de sazón. τώρα [tóra] (adv.) ahora, en este mo mento. τωρινός [torinós] (adj.) actual, con temporáneo, presente.
965
Y, u [ípsilon] (nyn.) vigésima letra del alfabeto griego, ύαινα [íena] (nyf.) hiena, υάκινθος [iáquinzos] (nym.) (Bot.) ja cinto. υαλικά [ialicá] (nyn.) pl. cristalería, υαλοβάμβακας [ialovámvacas] (nym.) fibra de vidrio, υαλοπωλείο [ialopolío] (nyn.) (tienda) cristalería, ύαλος [íalos] (nVm.) vidrio, υαλουργία [ialurguía] (nyf.) vidriería, cristalería, υαλουργός [ialurgós] (nym.) vidriero, cristalero, υάρδα [iárda] (n./f.) yarda, ύβος [ívos] (n./m.) giba, joroba, υβρεολόγιο [ivreológuio] (n./n.) in vectiva, diatriba, υβρίζω [ivrídso] (v.) insultar, ofender, ultrajar, faltar al respeto, decir gro serías. ύβρις [ívris] (n./f.) injuria, invectiva, insulto. υβριστής [ivristís] (n./m.) insultador, υβριστικός [ivristicós] (adj.) insulta nte, ofensivo, ultrajante, υγεία [¡guía] (nyf.) salud, υγειονομία [iguionomía] (n./f.) sani dad, salud, υγειονομικός [iguionomicós] (adj.) sa nitario, de salud ·υγειονομικός έλεγ χος· control sanitario, υγιαίνω [iguiéno] (v.) gozar de buena salud, estar sano, υγιεινή [iguiiní] (nyf.) sanidad, higie ne, saneamiento, υγιεινός [iguiinós] (adj.) saludable, sano, higiénico, υγιής [iguiís] (adj.) sano, bien de sa lud. υγραίνω [igréno] (v.) humedecer, mo
jar, humectar, hidratar, υγρασία [igrasía] (nyf.) humedad, υγρό [ígró] (nyn.) líquido, fluido, υγρομόνωση [igromónosi] (nyf.) prue ba de humedad, υγροποιώ [igropió] (v.) licuar, derretir, descoagular, υγρός [igrós] (adj.) 1: húmedo, moja do, 2: líquido ·υγρό σαπούνι- jabón líquido. υδαταγωγός [idatagogós] (n./m.) ca ñería. υδατάνθρακας [idatánzracas] (nym.) (Quím.) hidrato de carbono, υδατικός [idaticós] (adj.) hidratante, υδάτινος [idátinos] (adj.) acuoso, de agua, acuático, υδατογραφία [idatografía] (n./f.) acua rela. υδατόπτωση [idatóptosi] (n./f.) ca scada. υδατοστεγής [idotosteguís] (adj.) im penetrable, impermeable, υδατοφράκτης [idatofráctis] (nym.) presa. υδατώδης [idatódis] (adj.) acuoso, hídrico. υδραγωγείο [idragoguío] (nyn.) acue ducto. υδραγωγός [idragogós] (n./m.) cañe ría de agua, υδραντλία [idrandlía] (n./f.) bomba de agua. υδράργυρος [idrárguiros] (nym.) (Quím.) mercurio. υδρατμός [idratmós] (n./m.) vapor de agua, exhalación, υδραυλικός [idravlicós] 1: (nym.) (pro fesión) fontanero, 2: (adj.) hidráulico •υδραυλικό τιμόνι- volante hidraúlico. υδρεύομαι [idrévome] (v.) abastecer se de agua, υδρευτικός [idrefticós] (adj.) de aba
966
υπαίθριος stecimiento ·υδρόβια φυτά- plantas acuáticas, ύδρευση [ídrefsi] (n./f.) abastecimie nto de agua, υδρόβιος [idróvios] (adj.) acuático, acuoso ·υδρευηκό κανάλι- canal de abastecimiento, υδρόγειος [idróguios] (adj.) terráqueo, υδρογόνο [idrogóno] (nVn.) (Quím.) hidrógeno, υδρογραφία [idrografía] (n./f.) hidro grafía. υδροηλεκτρικός [idroilectricós] (adj.) hidroeléctrico, υδρόθειο [idrócio] (n7m.) (Quím.) áci do sulfúrico, υδροθεραπεία [idrocerapía] (n7f.) hi droterapia, υδροκίνητος [idroquínitos] (adj.) hi dráulico, hidromovido. υδροκυάνιο [idroquiánio] (n./n.) (Quím.) ácido prúsico, υδρόμυλος [idrómilos] (nVm.) molino de agua. υδροπλάνο [idropláno] (nVn.) hidroa vión. υδρορροή [idroroD (n./f.) gotera, ca nal. υδροστάθμη [idrostázmi] (n./f.) nivel de agua. υδροστατικός [idrostaticós] (adj.) hidrostático. υδροστρόβιλος [idrostróvilos] (n./m.) remolino de agua, hidroturbina. υδρόφιλος [idrofilos] (adj.) hidrófilo, υδροφοβία [idrofovía] (n./f.) hidrofo bia. υδροχόος [idrojóos] (n./m.) (Zod.) Acuario. υδρόχρωμα [idrójroma] (n./n.) pintu ra al temple, υδρωπικία [idropiquía] (n./f.) hidro pesía. ύδωρ [ídor] (n./n.) agua.
υιοθεσία [iocesía] (n./f.) adopción, prohijamiento, υιοθέτηση [iocétisi] (n./f.) 1: adopción, ahijar, prohijar, 2: arrogar, υιοθετώ [iocetó] (v.) adoptar, υιός [iós] (n./m.) hijo, ύλη [íli] (n7f.) materia ·διδακτέα ύληmeteria de los cursos · πλαστική ύλη- materia plástica, υλικό [ilicó] (n./n.) material, υλικός [ilicós] (adj.) material, corporal •υλικές ζημιές- daños materiales, υλισμός [ilismós] (nVm.) materiali smo. υλιστής [ilistís] (n./m.) materialista, υλοποίηση [ilopíisi] (nVf.) materializa ción, realización, ejecución, υλοποιώ [ilopió] (v.) materializar, reali zar, llevar a cabo, hacer, ejecutar, υλοτομία [ilotomía] (n./f.) tala, υλοτόμος [ilotómos] (n7m.) leñador, talador, υλοτομώ [ilotomó] (v.) talar, υμένας [iménas] (n./m.) membrana, himen. ύμνηση [ímnisi] (n./f.) glorificación, υμνητής [imnitís] (n7m.) elogiador, alabador. ύμνος [ímnos] (n./m.) himno, canto, elogio, alabanza, υμνώ [imnó] (v.) elogiar, alabar, uvi [iní] (n./n.) arado, υπάγομαι [ipágome] (v.) someterse, subordinarse, υπαγόρευση [ipagórefsi] (n./f.) 1: di ctado, 2: consejo, sugerencia, υπαγορεύω [ipagorévo] (v.) dictar, υπάγω [ipágo] (v.) 1: someter, subordi nar, 2: clasificar, υπαγωγή [ipagoguí] (n./f.) sumisión, subordinación, ύπαιθρο [ípezro] (n./n.) aire libre, υπαίθριος [ipézrios] (adj.) al aire libre • υπαίθρια αγορά- mercado al aire
967
ύπαιθρος libre. ύπαιθρος [ípezros] (n./f.) campo, aire libre. υπαινιγμός [ipenigmós] (n7m.) alu sión, insinuación, indirecta, υπαινίσσομαι [ipenísome] (v.) aludir, insinuar. υπαίτιος [ipétios] (adj.) culpable, cul pado, responsable, υπαιτιότητα [ipetiótita] (nyf.) culpabi lidad, responsabilidad, υπακοή [ipacoí] (nVf.) obediencia, su misión, acatamiento, docilidad, υπάκουος [ipácuos] (adj.) obediente, sumiso, dócil, υπακούω [ipacúo] (v.) obedecer, escuchar. υπαλλαγή [ipalaguQ (nVf.) sustitución, υπάλληλος [ipálilos] (n7m.+f.) em pleado, dependiente, asalariado, · υπάλληλος γραφείου- empleado de collar blanco, υπανάπτυκτος [ipanáptictos] (adj.) subdesarrollado, retrasado, atrasa do. υπανάπτυξη [ipanáptiksi] (nyf.) subdesarrollo. υπαναχώρηση [ipanajórisi] (n7f.) reti rada, huida, ida, repliegue, υπαναχωρώ [ipanajoró] (v.) volverse atrás, retirarse, retraerse, retractarse de. υπαξιωματικός [ipaksiomaticós] (n7m.) suboficial, υπαρκτός [iparctós] (adj.) existente, actual. ύπαρξη [íparksi] (nVf.) existencia, ser, vida. υπαρξισμός [iparksismós] (n./m.) existencialismo. υπαρξιστής [iparksistís] (n_/m.) existencialista. υπαρχηγός [iparjigós] (nVm.) subjefe, υπάρχω [ipárjo] (v.) 1: existir, ser, 2:
(impersonal) hay. υπασπιστής [ipaspistís] (nVim.) ayu dante, edecán, υπαστυνόμος [ipastinómos] (n./m.) subinspector de policía, ύπατος [ípatos] (adj.) 1: supremo, 2: (n./m.) cónsul, ύπατος [ípatos] (n./m.) cónsul, υπεγγύηση [ipegkíisi] (nVf.) garantía, fianza. υπέδαφος [ipédafos] (nVn.) subsuelo, υπεισέρχομαι [ipisérjome] (v.) des lizarse, colarse, introducirse, entrar (en). υπεκμισθώνω [ipecmiszóno] (v.) sub arrendar, realquilar, υπεκμίσθωση [ipecmíszosi] (nVf.) subarriendo, υπεκφεύγω [ipecfévgo] (v.) eludir, evadir, rehuir, esquivar, υπεκφυγή [ipecfiguí] (n./f.) rehuida, evasión. υπενθυμίζω [ipencimídso] (v.) notifi car, recordar, traer a la memoria, υπενθύμιση [ipencímisi] (nVf.) notifi cación. υπενοικιάζω [ipeniquiádso] (v.) real quilar. υπεξαγωγή [ipeksagoguí] (n7f.) resta, sustracción, υπεξαίρεση [ipekséresi] (n./f.) sustra cción, hurto, robo, malversación, υπεξαιρώ [ipekseró] (v.) sustraer, hur tar, malversar, υπέρ [ipér] (prep.) a favor de, por, en pro de, sobre, más. υπεραγαπώ [iperagapó] (v.) amar mu cho, querer mucho, adorar, υπεραγορά [iperagorá] (n./f.) super mercado. υπεραιμία [iperemía] (nyf.) hipere mia. υπεραμύνομαι [iperamínome] (v.) de fender, mantener.
968
υπερθερμαίνω υπεράνθρωπος [iperánzropos] 1: (n./m.) superhombre, 2: (adj.) sobre humano. υπεράνω [iperáno] (adv.) por encima de · υπεράνω πόσης υποψίας- por encima de toda sospecha, υπεραξία [iperaksía] (n./f.) plusvalía, υπεράριθμος [iperárizmos] (adj.) muy numeroso, abundante, υπεραρκετός [iperarquetós] (adj.) más que suficiente, υπερασπίζω [iperaspídso] (v.) defen der, abogar, υπεράσπιση [iperáspisi] (nyf.) 1: de fensa, protección, 2: muralla, υπερασπιστής [iperaspistís] (n./m.) defensor. υπεραστικός [iperasticós] (adj.) inter urbano · υπεραστικό λεωφορείοautobús interurbano, υπερατλαντικός [iperatlandicós] (adj.) transatlántico, υπεραφθονία [iperafzonía] (n./f.) so breabundancia, υπερβαίνω [ipervéno] (v.) 1: sobrepa sar, exceder, 2: traspasar, υπερβάλλω [iperválo] (v.) 1: exagerar, 2: excederse, extralimitarse, υπέρβαρος [ipérvaros] (adj.) obeso, demasiado gordo/pesado, υπέρβαση [ipérvasi] (nyf.) 1: exceso, extralímitación, 2: transgresión · κάνω υπέρβαση- hacer un exceso · υπέρβαση βάρους- exceso de peso, υπερβατικός [ipervaticós] (adj.) tra scendente, trascendental, υπερβολή [ipervolí] (n./f.) 1: exagera ción, exceso, 2: (Mat.) hipérbola, υπερβολικός [ipervolicós] (adj.) exa gerado, desmedido, excesivo, des orbitado, hiperbólico · υπερβολική ταχύτητα- velocidad excesiva, υπέργηρος [ipérguiros] (adj.) decrépi to, anciano, viejo.
υπεργολαβία [ipergolavía] (n./f.) subcontratación. υπερδιέγερση [iperdiérguersi] (n./f.) sobreexcitación · βρίσκομαι σε υπερδιέγερση- estar sobreexcitado, υπερδύναμη [iperdínami] (n./f.) superpotencia. υπερεκτίμηση [íperectímisi] (n./f.) sobrestimación. υπερεκτιμώ [iperectimó] (v.) sobr(e) estimar. un8pévra
969
υπερθετικός υπερθετικός [iperceticós] (adj.) su perlativo · υπερθετικός βαθμός- el superlativo, υπέρθυρο [ipérciro] (n./n.) dintel, υπερίπταμαι [iperíptame] (v.) sobre volar, planear, υπερίσχυση [iperísjísi] (n./f.) predomi nio, preponderancia, υπερισχύω [iperisjío] (v.) prevalecer, prevaler, predominar, υπεριώδης [iperiódis] (adj.) ultraviole ta · υπεριώδης ακτινοβολία- radia ción ultravioleta, υπερκόπωση [ipercóposi] (nyf.) exte nuación, agotamiento físico, υπερκόσμιος [ipercósmios] (adj.) ce lestial, divino, υπέρμαχος [ipérmajos] (adj.) defen sor, militante, υπερμεγέθης [ipermeguécis] (adj.) enorme, descomunal, imponente, colosal. υπέρμετρος [ipérmetros] (adj.) des mesurado, desmedido, despropor cionado. υπερμέτρωπας [ipermétropas] (n./m.) hipermétrope. υπερμετρωπία [ipermetropía] (n./f.) hipermetropía. υπερνικώ [ipernicó] (v.) superar, so brepasar. υπέρογκος [ipérogkos] (adj.) 1: muy voluminoso, abultado, 2: excesivo, exorbitante, υπερόπτης [iperóptis] (nVm.) altane ro, presumido, υπεροπτικός [iperopticós] (adj.) pre sumido, arrogante, altanero, ύπερος [íperos] (n7m.) (Bot.) pistilo, υπεροχή [iperojí] (n./f.) superioridad, supremacía, superación, υπέροχος [ipérojos] (adj.) excelente, maravilloso, extraordinario, υπεροψία [iperopsía] (nVf.) presun
ción, arrogancia, soberbia, altanería, υπερπαραγωγή [iperparagoguí] (nVf.) superproducción, υπερπέραν [iperpéran] (nVn.) de más allá, muy lejos ·η φωνή του ακούγεται από το υπερπέραν- su voz se escucha desde muy lejos, υπερπηδώ [iperpidó] (v.) saltar, sobre pasar, superar, υπερπλήρης [iperplíris] (adj.) colma do, repleto, υπερπληθυσμός [iperplicismós] (nVm.) superpoblación, υπερπληρώ [iperpliró] (v.) colmar, υπερπολυτελής [iperpolitelís] (adj.) suntuoso, lujoso, υπερπόντιος [iperpóndios] (adj.) de ultramar. υπερρεαλισμός [iperealismós] (n./m.) surrealismo, υπερσιτίζω [ipersitídso] (v.) sobreali mentar. υπερσιτισμός [ipersitismós] (n7m.) sobrealimentación, υπερσύγχρονος [ipersíjronos] (adj.) muy moderno, υπερσυντέλικος [ipersindélicos] (nVm.) (Gram.) pretérito pluscuamperfecto, υπέρταση [ipértasi] (nVf.) hiperten sión. υπέρτατος [ipértatos] (adj.) supremo, sumo, superlativo, υπέρτερος [ipérteros] (adj.) superior, υπερτερώ [iperteró] (v.) ser superior, destacar, superar, υπερτίμημα [ipertímima] (nVn.) au mento, incremento, υπερτίμηση [ipertímisi] (n7f.) 1: sobrestimación, 2: revalorización, en carecimiento, alza, υπερτιμώ [ipertimó] (v.) 1: sobrestimar, 2: revalorizar, encarecer, υπερτροφία [ipertrofía] (nVf.) hiper trofia, sobrealimentación.
970
υποβαθμίζω υπέρυθρος [ipérizros] (adj.) infrarrojo •υπέρυθρες ακτίνες- rayos infrarro jos. υπερυψώνω [iperipsóno] (v.) alzar, re alzar, ensalzar, exaltar, υπερφορτώνω [iperfortóno] (v.) so brecargar, recargar, υπερφόρτωση [iperfórtosi] (n./f.) so brecarga. υπερφυσικός [iperfisicós] (adj.) so brenatural, extraordinario · υπερ φυσικές δυνάμεις- fuerzas sobrena turales. υπερχειλίζω [iperjilídso] (v.) rebosar, derramar, υπερχείλιση [iper] (nyf.) rebosamie nto. υπερψηφίζω [iperpsifídso] (v.) votar a favor de. υπερώα [iperóa] (n./f.) paladar, υπερωκεάνιο [iperoqueánio] (n./n.) transatlántico, υπερωκεάνιος [iperoqueánios] (adj.) transatlántico, υπερώο [iperóo] (n./n.) buhardilla, υπερωρία [iperoria] (nyf.) hora ex traordinaria ·κάνω υπερωρίες- tra bajar horas extraordinarias, υπεύθυνος [ipéfcinos] (adj.) 1: respon sable, 2: culpable, υπευθυνότητα [ipefcinótita] (nyf.) re sponsabilidad, υπήκοος [ipícoos] (n7m.+ f.) súbdito, ciudadano, υπηκοότητα [ipicoótita] (n./f.) ciuda danía, nacionalidad, υπήνεμος [ipínemos] (adj.) sotavento, υπηρεσία [¡piresia] (n./f.) 1: servicio, 2: sección, 3: (mujer) criada, camarera, υπηρεσιακός [ipiresiacós] (adj.) ofi cial, oficioso · υπηρεσιακό έγγρα φ ο- documento oficial, υπηρέτης [ipirétis] (nVm.) sirviente, criado.
υπηρέτρια [ipirétria] (n./f.) sirvienta, criada, asistenta, υπηρετώ [ipiretó] (v.) 1: servir, estar al servicio de, 2: hacer la mili, υπναλέος [ipnaléos] (adj.) soñoliento, υπναράς [ipnarás] (adj.) dormilón, υπνηλία [ipnilía] (n./f.) soñolencia, modorra, somnolencia, adormeci miento, sopor, υπνοβασία [ipnovasía] (n./f.) sonam bulismo. υπνοβάτης [ipnovátis] (n./m.) sonám bulo. υπνοδωμάτιο [ipnodomátio] (n./n.) dormitorio, habitación, cuarto, ύπνος [ípnos] (n./m.) 1: sueño, 2: (des pués de la comida) siesta, υπνόσακος [ipnósacos] (nVm.) saco/ bolsa de dormir, ύπνωση [ípnosi] (n./f.) hipnosis, υπνωτήριο [ipnotírio] (n7n.) dormi torio. υπνωτίζω [ipnotídso] (v.) 1: hipnotizar, 2: seducir, encantar, υπνωτικό [ipnoticó] (n7n.) somnífe ro, sedante, hipnótico, pastilla para dormir. υπνωτικός [ipnoticós] (adj.) hipnótico, somnífero · υπνωτικό χάπι- pastilla para dormir, υπνωτισμός [ipnotismós] (n./m.) hip notismo. υπό [ipó] (prep.) bajo, por · υπό την προστασία κάποιου- bajo la cu stodia de alguien ·υπό την επίβλε ψη- bajo la supervisión ·υπό κατα σκευή- bajo reconstrucción · υπό την επήρεια- bajo la influenza ·υπό περιορισμό- bajo restricciones ·υπό σκέψη- bajo consideración ·υπό την αιγίδα- bajo el patrocinio ·υπό πα ραίτηση- por renuncia voluntaria · υπό τον όρο- bajo la condición, υποβαθμίζω [ipovazmídso] (v.) infra
971
υποβάθμιση valorar, subestimar, υποβάθμιση [ipovázmisi] (nyf.) infravaloración, degradación, υποβαθμισμένος [ipovazmisménos] (adj.) degradado, υπόβαθρο [ipóvazro] (n./n.) base, pe destal, apoyo, υποβάλλω [ipoválo] (v.) someter, presentar, sugestionar ·υποβάλλω/ απορρίπτω μια αίτηση- presentar/ denegar una solicitud, υποβαστάζω [ipovastádso] (v.) 1: sos tener, soportar, apoyar, llevar, aguan tar, sobrellevar, υποβιβάζω [ipovivádso] (v.) 1: descen der, degradar, rebajar, 2: humillar, υποβιβασμός [ipovivasmós] (nym.) 1: descenso, degradación, 2: humilla ción. υποβλέπω [ipovlépo] (v.) mirar con desconfianza, mirar de reojo, υποβλητικός [ipovliticós] (adj.) suge stivo, evocador, υποβοηθώ [ipovoizó] (v.) asistir, ayu dar, apoyar, auxiliar, υποβολέας [ipovoléas] (nym.) apu ntador. υποβολή [ipovolí] (nyf.) sometimie nto, presentación, sugestión, υποβόσκω [ipovósco] (v.) estar late nte. υποβρύχιο [ipovríjio] (nyn.) submari no, subacuático, υποβρύχιος [ipovrljios] (adj.) subma rino. υποβρυχίως [ipovrijíos] (adv.) bajo agua, bajo el mar. υπογαστρικός [ipogastricós] (adj.) abdominal, υπογάστριο [ipogástrio] (nyn.) abdo men. υπογεγραμμένος [ipoguegraménos] (adj.) el que suscribe, υπόγειο [ipóguio] (nyn.) sótano.
υπόγειος [ipóguios] (adj.) subterrá neo. υπογραμμίζω [ipogramídso] (v.) su brayar, resaltar, υπογράμμιση [ipográmisi] (n./f.) su brayado, υπογραφή [ipografí] (n./f.) firma, υπογράφω [ipográfo] (v.) firmar, su scribir, refrendar, υποδαυλίζω [ipodavlídso] (v.) atizar, avivar. υποδεέστερος [ipodeésteros] (adj.) inferior, ínfimo · υποδεέστερη ση μασία- ínfima importancia, υπόδειγμα [ipódigma] (nyn.) modelo, ejemplo, protótipo. υποδειγματικός [ipodigmaticós] (adj.) ejemplar, modélico, υπόδειξη [ipódiksi] (nyf.) indicación, sugerencia, υποδεικνύω [ipodicnío] (v.) indicar, su gerir, recomendar, apuntar, denotar, υποδεκάμετρο [ipodecámetro] (nyn.) decímetro, υποδερμικός [ipodermicós] (adj.) hipodérmico, subcutáneo, υποδέχομαι [ipodéjome] (v.) recibir, acoger, dar la bienvenida (a), υποδηλώνω [ipodilóno] (v.) aludir, mencionar, sugerir, υπόδημα [ipódigma] (nyn.) calzado, zapato. υποδηματοποιείο [ipodimatopiío] (nyn.) zapatería. υποδηματοποιός [ipodimatopiós] (nym.) zapatero, botinero, υποδιαίρεση [ipodiéresi] (nyf.) subdi visión. υποδιαιρώ [ipodieró] (v.) subdividir. υποδιαστολή [ipodiastolí] (nyf.) coma decimal. υποδιεύθυνση [ipodiéfcinsi] (nyf.) subdirección · υποδιεύθυνση τρο χαίας· subdirección de policía.
972
υποκόμης υποδιευθυντής [ipodiefcindís] (n./m.) subdirector, υπόδικος [ipódicos] (adj.) procesado, acusado, inculpado, υποδομή [ipodomfl (nyf.) infraestru ctura ·οικονομική/πνευματική υπο δομή- infraestructura económica/ espiritual, υποδόριος [ipodórios] (adj.) subcu táneo. υπόδουλος [ipódulos] (adj.) vasallo, esclavo. υποδουλώνω [ipodulóno] (v.) subyu gar, esclavizar, avasallar, υποδούλωση [ipodúlosi] (nyf.) escla vitud, sometimiento, υποδοχή [ipodojí] (nyf.) recepción, recibimiento, acogida, acogimiento, bienvenida, υποδύομαι [ipodíome] (v.) hacerse pasar por, hacer el papel de. υποζύγιο [ipodsíguio] (nyn.) (Zool.) acémila, animal de carga, muía, asno, bestia de carga, υποθαλάσσιος [ipozalásios] (adj.) submarino, υποθάλπω [ipozálpo] (v.) 1: alimentar, fomentar, incubar, dar asilo, 2: alca huetear, υπόθεμα [ipócema] (nyn.) base, υποθερμαίνω [ipocerméno] (v.) tem plar. υπόθεση [ipócesi] (n./f.) 1: suposición, sospecha, 2: hipótesis, caso, asunto, tema, cuenta · κάνω μια υπόθεσηhacer una suposición ·δεν είναι δική μου υπόθεση- no es mi problema/ asunto. υποθετικός [ipoceticós] (adj.) 1: su puesto, hipotético, imaginario, 2: (Gram.) condicional, υπόθετο [ipóceto] (n./n.) supositorio, υποθέτω [ipocéto] (v.) suponer, presu mir, conjeturar.
υποθηκεύω [ipociquévo] (v.) hipote car. υποθήκη [ipocíqui] (nyf.) hipoteca, precepto. υποθηκοφυλακείο [ipocicofilaquío] n. registro de propiedad, υποκαθιστώ [ipocacistó] (v.) sustituir, reemplazar, subrogar, υποκατανάλωση [ipocatanálosi] (nyf.) consumismo bajo, υποκατάσταση [ipocatástasi] (nyf.) sustitución, subrogación, υποκατάστατο [ipocatástato] (nyn.) sustituto, sucedáneo, υποκατάστατος [ipocatástatos] (adj.) sustituto, sucedáneo, reemplazante, υποκατάστημα [ipocatástima] (nyn.) sucursal, filial, υπόκειμαι [ipóquime] (v.) estar some tido o sujeto (a), encontrarse bajo, υποκειμενικός [ipoquimenicós] (adj.) subjetivo, υποκειμενικότητα [ipoquimenicótita] (nyf.) subjetividad, υποκείμενο [ipoquímeno] (nyn.) su jeto. υποκίνηση [ipoqulnisi] (nyf.) incita ción, instigación, υποκινητής [ipoquinitís] (nyf.) incita dor, instigador, promotor, provoca dor. υποκινώ [ipoquinó] (v.) incitar, insti gar, promover, azuzar, υποκλέπτω [ipoclépto] (v.) intercep tar. υποκλίνομαι [ipoclínome] (v.) incli narse, hacer reverencia, υπόκλιση [ipóclisi] (nyf.) reverencia, υποκλοπή [ipodopí] (nyf.) intercep tación, intervención · τηλεφωνική υποκλοπή- interceptación telefóni ca. υποκόμης [ipocómis] (nym.) vizcon de.
973
υποκόπανος υποκόπανος [ipocópanos] (n7m.) cu lata. υποκοριστικό [ipocoristicó] (n7n.) di minutivo. υποκοριστικός [ipocoristicós] (adj.) diminutivo, υπόκοσμος [ipócosmos] (n7m.) ham pa, bajos fondos, inframundo, delicuentes. υποκρίνομαι [ipocrínome] (v.) fingir, disimular, simular, hacer el papel de. υποκρισία [ipocrisía] (nVf.) hipocresía, fingimiento, simulación, camandu lería. υποκριτής [ipocritís] (n./m.) hipócrita, falso, simulado, camandulero, υποκριτική [ipocritiquí] (n./f.) arte dramático, υποκριτικός [ipocriticós] (adj.) fingi do. υπόκρουση [ipócrusi] (nyf.) acompa ñamiento · μουσική υπόκρουσηacompañamiento musical, υποκρύπτω [ipocrípto] (v.) ocultar · υπέκρυπτε την αλήθεια- ocultaba la verdad, υποκύπτω [ipoquípto] (v.) ceder, su cumbir, avasallarse, υπόκωφος [ipócufos] (adj.) sordo, υπολανθάνω [ipolanzáno] (v.) estar latente. υπολανθάνων [ipolanzánon] (adj.) la tente. υπόλειμμα [ipólima] (n./n.) resto, resi duo, deshecho, remanente, υπολείπομαι [ipolípome] (v.) restar, quedar. υπολήπτομαι [ipolíptome] (v.) esti mar, apreciar, considerar, respectar, υπόληψη [ipólipsi] (n./f.) estima, apre cio, consideración, admiración, υπολογίζω [ipologuídso] (v.) 1: calcu lar, contar, computar, 2: (para perso nas) contar con.
υπολογίσιμος [ipologuísimos] (adj.) calculable, considerable, apreciable. υπολογισμός [ipologuismós] (n./m.) cálculo, cuenta, avalúo, υπολογιστής [ipologuistís] (n./m.) 1: ordenador, 2: (para cálculos) compu tadora, calculadora, υπόλογος [ipólogos] (adj.) responsa ble. υπόλοιπο [ipólipo] (n./n.) resto, saldo, remanente, υπόλοιπος [¡pólipos] (adj.) restante, υπολοχαγός [ipolojagós] (n7m.) te niente. υπομένω [ipoméno] (v.) soportar, aguan tar, sufrir, padecer, conllevar, υπομισθώνω [ipomiszóno] (v.) sub arrendar. υπόμνημα [ipómnima] (nVn.) me morándum, informe, memoria · υποβάλλω υπόμνημα- someter un memorándum, υπόμνηση [ipómnisi] (n7f.) recuerdo, notificación, aviso, recordatorio, υπομονετικός [ipomoneticós] (adj.) paciente. υπομονή [ipomoní] (n./f.) paciencia · κάνω υπομονή- ser paciente, υποναύαρχος [iponávarjos] (n./m.) vicealmirante, υπόνοια [ipónia] (n7f.) sospecha, ba rrunto ·έχω την υπόνοια ότι- tengo la sospecha de que. υπονομεύω [iponomévo] (v.) 1: soca var, minar, 2: menoscabar, υπόνομος [ipónomos] (nVm.) alcan tarilla. υπονοούμενο [iponoúmeno] (nVn.) indirecta, insinuación, reticencia · πιάνω το υπονοούμενο- entender la indirecta, υπονοούμενος [iponoúmenos] (adj.) implícito, concomitante, sobreen tendido.
974
υποτιμώ υπονοώ [iponoó] (ν.) insinuar, dar a entender, υποπίπτω [ipopípto] (v.) caer, incurrir, υποπροϊόν [ipoproión] (n./n.) subpro ducto, derivado, υποπρόξενος [ipopróksenos] (n./m.) vicecónsul, υποπτεύομαι [ipoptévome] (v.) sos pechar, desconfiar, ύποπτος [ípoptos] (adj.) sospechoso, υποσημειώνω [iposimióno] (v.) 1: anotar, apostillar, 2: (escrito) apuntar, υποσημείωση [iposimíosi] (n./f.) nota, anotación, apostilla, apunte, υποσιτισμός [ipositismós] (nVm.) des nutrición. υποσκάπτω [iposcápto] (v.) socavar, minar. υποσκελίζω [iposquelídso] (v.) suplan tar, desbancar, υποστάθμη [ipostázmi] (n7f.) sedi mento, poso, depósito, υπόσταση [ipóstasi] (ηΛ) existencia, fundamento, base. Οποστατικό [ipostaticó] (n7n.) finca, υπόστεγο [ipóstego] (n./n.) cobertizo, υποστέλλω [ipostélo] (v.) arriar, bajar, υποστήριγμα [ipostírigma] (ηΛι.) soporte, apoyo, base, pedestal, arri madero. υποστηρίζω [ipostirídso] (v.) apoyar, sostener, mantener, υποστήριξη [ipostíriksi] (n./f.) apoyo, sostén, arrimadero, arrimo, υποστιγμή [ipostigmí] (ηΛ) (punto) coma. υποστολή [ipostoli] (n./f.) arriamiento. υπόστρωμα [ipóstroma] (n./n.) sustra to, substrato, estrato, base, capa, υποστύλωμα [ipostíloma] (n./n.) base, soporte. υποσυνείδητο [iposinídito] (ηΛι.) sub consciente, subconsciencia.
υποσυνείδητος [iposiníditos] (adj.) sub consciente, υπόσχεση [ipósjesi] (n./f.) promesa, compromiso, palabra · υπόσχεση γάμου- compromiso matrimonial · αθετώ μια υπόσχεση- faltar a una promesa. υπόσχομαι [ipósjome] (v.) prometer, comprometerse, dar la palabra, υποταγή [ipotaguí] (n./f.) sumisión, avasallamiento, obediencia, υποταγμένος [ipotagménos] (adj.) su miso. υποτακτική [ipotactiquí] (n./f.) (Gram.) Subjuntivo, υποτακτικός [ipotacticós] (adj.) subor dinado, sumiso, obediente · (Gram.) υποτακτικός σύνδεσμος- conjunción subordinada, υπόταξη [ipótaksi] (ηΛ) subordina ción. υποτάσσομαι [ipotásome] (v.) some terse, avasallarse, υποτάσσω [ipotáso] (v.) someter, sub yugar, avasallar, υποτείνουσα [ipotínusa] (nyf.) hipo tenusa. υποτέλεια [ipotélia] (n./f.) subordina ción, sumisión, sometimiento, ava sallamiento, υποτελής [ipotelís] (adj.) subordinado, sometido, tributario, subafluente, υποτίθεται [ipotícete] (v. impers.) se supone. υποτιθέμενος [ipoticémenos] (adj.) supuesto, presunto, υποτίμηση [ipotímisi] (n./f.) deprecio, devaluación, menosprecio, apoca miento. υποτιμητικός [ipotimiticós] (adj.) des pectivo, despreciativo ·υποτιμητικό σχόλιο- comentario despectivo, υποτιμώ [ipotimó] (v.) depreciar, devaluar, subestimar, menospreciar.
975
υποτιτλισμός υποτιτλισμός [ipotitlismós] (nym.) subtitulación. υπότιτλος [ipótitlos] (nym.) subtitulo, υποτροπή [ipotropí] (n./f.) recaída, reincidencia, υποτροπιάζω [ipotropiádso] (v.) re caer, reincidir, volver a caer, υπότροπος [ipótropos] (adj.) reinci dente. υποτροφία [ipotrofía] (nyf.) beca · σπουδάζει με υποτροφία- estudia con beca. υπότροφος [ipótrofos] (nym.+f.) be cario. υποτυπώδης [ipotipódis] (adj.) rudi mentario. υποτύπωση [ipotíposi] (n./f.) dibujo, esbozo, bosquejo, ύπουλος [ípulos] (adj.) vil, ruin, mali gno, capcioso, υπουλότητα [ipulótita] (nyf.) traición, capciosidad, υπουργείο [ipurguío] (nyn.) ministerio • Υπουργείο Εξωτερικών-Ministerio de Relaciones Exteriores ·Υπουργείο Παιδείας- Ministerio de Educación · Υπουργείο Δικαιοσύνης- Ministerio de Justicia, υπουργικός [ipurguicós] (adj.) mini sterial · υπουργικό συμβούλιο- a) consejo de ministros, b) consejo mi nisterial. υπουργός [ipurgós] (nym.+f.) minis tro, ministra, υποφαινόμενος [ipofenómenos] (adj.) infrascrito, el que suscribe, υποφερτός [ipofertós] (adj.) soporta ble, tolerable, aguantable, υποφέρω [ipoféro] (v.) 1: sufrir, sopor tar, aguantar, 2: (enfermedad) pade cer, adolecer, υπόφυση [ipófisi] (nyf.) hipófisis, υποχείριος [ipojírios] (adj.) sometido, sumiso.
υποχθόνιος [ipojzónios] (adj.) 1: sub terráneo, enterrado, 2: infernal, vil. υποχονδρία [ipojondría] (nyf.) hipo condría. υποχόνδριος [ipojóndrios] (adj.) hipo condríaco, υπόχρεος [ipójreos] (adj.) obligado, agradecido, en deuda · σου είμαι υπόχρεος- te estoy agradecido, υποχρεώνω [ipojreóno] (v.) obligar, provocar agradecimiento, compla cer. υποχρέωση [ipojréosi] (nyf.) obliga ción, deber ·έχω υποχρέωση- tengo obligación, υποχρεωτικός [ipojreoticós] (adj.) obli gatorio. υποχώρηση [ipojórisi] (nyf.) retroce so, retirada, υποχωρητικός [ipojoriticós] (adj.) su miso, conforme, υποχωρώ [ipojoró] (v.) retroceder, re tirarse, dar un paso atrás, ceder, υπόψη [ipópsi] (adv.) a la atención (de), en cuenta ·μην ανησυχεί το έχω υπόψη μου- no te preocupes, lo tengo en cuenta, υποψήφιος [ipopsífios] (adj.) candida to, aspirante, aplicante, υποψηφιότητα [ipopsifiótita] (nyf.) candidatura, υποψία [ipopsía] (n./f.) sospecha, re celo, presentimiento ·υπεράνω πό σης υποψίας- por encima de toda sospecha, υποψιάζομαι [ipopsiádsome] (v.) sos pechar, recelar, desconfiar, ύπτιος [íptios] (adj.) tendido boca arri ba, supino, υπώρεια [ipória] (n./f.) (montaña) pie. ύστατος [ístatos] (adj.) último, extre mo · έκανε την ύστατη προσπά θεια- hizo su último intento, ύστερα [ístera] (adv.) después, luego,
976
ύψωση más tarde, υστέρημα [istérima] (n./n.) ahorros, υστερία [istería] (n./f.) histeria, histe rismo. υστερικός [istericós] (adj.) histérico, υστεροβουλία [isterovulía] (n./f.) se gunda intención, υστερόγραφο [isterógrafo] (nVn.) post data. ύστερος [ísteros] (adj.) posterior, últi mo, final. υστερόχρονος [isterójronos] (adj.) pos terior, ulterior, υστερώ [isteró] (v.) ser inferior, υφάδι [ifádi] (nVn.) trama, υφαίνω [iféno] (v.) tejer, urdir, zurcir, υφαίρεση [iféresi] (nVf.) descuento, malversación, desfalco, υφαλοκρηπίδα [ifalocripída] (n7f.) plataforma continental, arrecite, ύφαλος [ífalos] (nVm.) roca, escollo, ύφανση [ífansi] (n./f.) tejedura, υφαντική [ifandiquí] (n7f.) arte de tejer. υφαντό [ifandó] (n./n.) tejido, υφαντός [ifandós] (adj.) tejido en te lar. υφαντουργία [ifandurguía] (n./f.) in dustria textil, υφαντουργικός [ifandurguicós] (adj.) textil. υφαντουργός [ifandurgós] (n7m.) te jedor. υφαρπαγή [ifarpaguí] (n./f.) robo, υφαρπάζω [ifarpádso] (v.) arrebatar, agarrar. ύφασμα [ífasma] (n7n.) tela, tejido · μεταξωτό ύφασμα- tela de seda, υφασματεμπόριο [ifasmatembório] (nVn.) mercado de telas, ύφεση [ífesi] (nVf.) depresión, degra dación, decadencia · οικονομική ύφεση- decadencia económica, υφή [iff] (nVf.) textura, tejido, contex
tura. υφηγητής [ifiguitís] (n./m.) agregado, υφήλιος [ifílios] (n./f.) tierra, globo te rráqueo. υφίσταμαι [ifístame] (v.) someter, sufrir, pasar por una situación ·υφί σταμαι πιέσεις- someter presiones, υφιστάμενος [ifistámenos] (n./m.) su bordinado, súbdito, ύφος [ífos] (nVn.) 1: estilo, 2: tono, 3: aire ·ποιητικό ύφος- tono poético · παίρνω ύφος- tener aire (de), υφυπουργός [ifipurgós] (n7m.) vicemi nistro. υψηλός [ipsilós] (adj.) alto, elevado, υψηλότητα [ipsilótita] (nyf.) alteza, υψηλόφρων [ipsilófron] (adj.) arro gante, orgulloso, υψικάμινος [ipsicáminos] (nyf.) horno alto. υψίπεδο [ipsípedo] (n./n.) meseta, ύψιστος [ípsistos] (adj.) sublime, υψίφωνος [ipsífonos] (n7m.+f.) so prano. υψόμετρο [ipsómetro] (n./n.) altitud, altura. ύψος [ípsos] (n./n.) altura, estatura · τι ύψος έχεις;- ¿cuánto mides? · oí τιμές έφτασαν στα ύψη- los precios están por las nubes, ύψωμα [ípsoma] (n./n.) elevación, al tura. υψώνω [ipsóno] (v.) 1: elevar, ascen der, levantar, alzar, subir, 2: (bandera) izar. ύψωση [ípsosi] (n./f.) elevación, alza, ascenso.
977
rentemente, con apariencia, según se ve, al parecer, φαινομενικός [fenomenicós] (adj.) Φ, Φ [fi] (n./n.) vigésima primera letra del alfabeto griego, aparente, ostensible · φαινομενικές φα [fa] (Mús.) fa. διαφορές- diferencias aparentes, Φάβα [fáva] (n./f.) fabada, φ αινομενικότητα [fenomenicótita] φαβορίτα [favorita] (nVf.) patilla, (nyf.) apariencia, φαγάνα [fagána] (nVf.) draga, φαινόμενο [fenómeno] (n7n.) fenó φαγάς [fagás] (adj.) comilón, glotón, meno, apariencia · μετεωρολογικό φαινόμενο- fenómeno meteoroló tragón, goloso. gico · γραμματικό φαινόμενο- fe φαγγρ( [fagkrí] (n7n.) (Zool.) dentón, φαγητό [faguitó] (n./n.) comida · με nómeno gramatical · αυτό ro παιδί είναι φαινόμενο ευφυΐας- este chico ρίδα φαγητού- ración de comida · es un fenómeno de inteligencia, σπιτικό φαγητό- comida casera · φαιός [feós] (adj.) gris, πρόχειρο φαγητό- comida rápida • μεσημεριανό φαγητό- comida · φάκα [fáca] (n7f.) ratonera, βραδινό φαγητό- cena, φάκελος [fáquelos] (n./m.) sobre, ex φαγοπότι [fagopóti] (n7n.) comilona, pediente · ταχυδρομικός φάκελοςbanquete, sobre de correos, φαγούρα [fagúra] (n./f.) picor, come φακελώνω [faquelóno] (v.) abrir ex zón, picazón, pediente, φακή [faquí] (n./f.) lenteja, φάγωμα [fágoma] (nVn.) desgaste, co rrosión. φακίδα [faquída] (n./f.) peca, φαγωμάρα [fagomára] (n7f.) lucha in φακιόλι [faquióli] (n./n.) turbante, φακίρης [faquíris] (n./m.) faquir, terna. φακός [facós] (n./m.) 1: lente, 2: (luz) φαγωμένος [fagoménos] (adj.) corroí linterna · φακοί επαφής- lentes de do, erosionado, contacto, φαγώνομαι [fagónome] (v.) desgas φάλαγγα [fálagka] (n./f.) falange, tarse, corroerse, atormentarse, φαλαγγίτης [falagkítis] (n7m.) falan φαγώσιμα [fagósima] (n./n.) pl. ali mentos, comestibles, gista. φάλαινα [fálena] (n./f.) ballena, φαγώσιμος [fagósimos] (adj.) come φαλαινοθηρικό [falenociricó] (n7n.) stible, comible, que se puede comer, ballenero, φαεινός [fainos] (adj.) brillante · φαει φαλάκρα [falácra] (n./f.) calva, νή ιδ έα -idea brillante. φαλακρός [falacrós] (adj.) calvo, q>aT[faí] (n./n.) comida, φαιδρός [fedrós] (adj.) alegre, airoso, φαλιρίζω [falirídso] (v.) arruinarse, caer en bancarrota, jovial, gracioso, ridículo, fausto, φαλακρότητα [falacrótita] (n/f.) calvi φαιδρότητα [fedrótita] (n./f.) alegría, jovialidad, ridiculez, cie. φαλλικός [falicós] (adj.) fálico. φαιλόνιο [felónio] (n./n.) casulla, φαλλοκρατία [falocratía] (n./f.) maφαίνομαι [fénome] (v.) parecer, apare chismo. cer, verse, ser visible, asomar, φαλλός [falós] (n7m.) falo, miembro φαινομενικά [fenomenicá] (adv.) apa 978
φαρδύς viril. φαλτσάρω [faltsáro] (ν.) desafinar, φάλτσο [fáltso] η. falsete, disonancia, φάλτσος [fáltsos] (adj.) disonante, de safinado, desacorde, φαμίλια [familia] (n./f.) familia, φάμπρικα [fábrica] (n./f.) fábrica, φανάρι [fanári] (n./n.) 1: farol, farola, 2: (calle) semáforo · άναψε το φανάριel semáforo encendió · ('metáf.) κρατάω το φανάρι- a) acompañar a una pareja, b) ser irrelevante · είναι φως φανάρι- es obvio, φαναρτζής [fanardsís] (n./m.) farole ro. φανατίζω [fanatídso] (v.) fanatizar, φανατικός [fanaticós] (adj.) fanático • φανατικός οπαδός- (seguidor) fa nático. φανατισμός [fanatismós] (n./m.) fa natismo. φανέλα [fanéla] (n./f.) camiseta, fra nela. φανελάκι [faneláqui] (n./n.) camiseta, φανερά [fanerá] (adv.) visiblemente, a la vista, abiertamente, claramente, desnudamente, φανερός [fanerós] (adj.) visible, evi dente, claro, obvio, marcado, apa rente. φανερώνω [faneróno] (v.) poner en evidencia, revelar, desvelar, sacar a la luz. φανέρωση [fanérosi] (n./f.) revelación, aparición, φανοστάτης [fanostátis] (n7m.) farol, poste de farol, φαντάζομαι [fandádsome] (v.) imagi narse, idear, fantasear, φαντάζω [fantádso] (v.) destacar, im presionar, φαντάρος [fandáros] (nVm.) soldado, φαντασία [fandasía] (n7f.) imagina ción, fantasía, ficción, creatividad.
φαντασιόπληκτος [fandasióplictos] (adj.) fantaseador, iluso, ensoñador, soñador. φαντασιώδης [fandasiódis] (adj.) ima ginario, fantástico, imaginativo, φαντασίωση [fandasíosi] (n7f.) fanta sía, imaginación, φάντασμα [fándasma] (n./n.) fantas ma, espectro, aparecido, φαντασμαγορία [fandasmagoría] (n^f.) fantasmagoría, φαντασμαγορικός [fandasmagoricós] (adj.) fantasmagórico, φαντασμένος [fandasménos] (adj.) pre sumido, arrogante, φανταστικός [fandasticós] (adj.) fan tástico, imaginario, magnífico, ilu sorio. φανταχτερός [fandajterós] (adj.) os tentoso, vistoso, extravagante, fla mante. φάντης [fándis] (n7m.) sota · παρου σιάστηκε φάντης μπαστούνι- se apareció muy de repente, φανφάρα [fanfára] (nyf.) fanfanrria. φανφαρονισμός [fanfaronismós] (n7m.) fanfarronada, φανφαρόνος [fanfarónos] (n./m.) ja ctancioso, φάουλ [fául] (n7n.) falta, φάπα [fápa] (nVf.) palmada, bofetada, manotada, tortazo, φάρα [fára] (n./f.) familia, clan, tribu • αυτός o άνθρωπος είναι άτιμη φάρα- esta persona viene de una familia peligrosa, φαράγγι [farágki] n. desfiladero, gar ganta. φαράσι [farási] (n./n.) cogedor, φαρδαίνω [fardéno] (v.) ensanchar(se). φάρδος [fárdos] (n7n.) ancho, anchu ra, latitud, φαρδύς [fardís] (adj.) ancho, amplio, lato, extenso.
979
φαρέτρα φαρέτρα [farétra] (n./f.) carcaj, φάρμα [fárma] (nVf.) granja, finca, al quería, cortijo, φαρμακείο [farmaquío] (nVn.) farma cia. φαρμακερός [farmaquerós] (adj.) ve nenoso · φαρμακερά λόγια- frases venenosas, φαρμακευτική [farmaqueftiquQ (nVf.) (ciencia) Farmacia, φαρμακευτικός [farmaquefticós] (adj.) farmacéutico, medicinal «φαρμακευ τική εταιρεία- empresa farmacéuti ca. φαρμάκι [farmáqui] (n./n.) veneno, poción, ponzoña, φαρμακίλα [farmaquíla] (n./f.) amar gura. φάρμακο [fármaco] (n7n.) medicina, medicamento, fármaco · χορηγώ φάρμακο- recetar un medicamiento παρενέργειες ενός φαρμάκου- efe ctos secundarios de un medica miento. φαρμακομύτης [farmacomítis] (n./m.) persona malévola, φαρμακοποιός [farmacopiós] (nVm.+f.) farmacéutico, boticario, φαρμακώνω [farmacóno] (v.) enve nenar. φάρος [fáros] (n7m.) faro, φαροφύλακας [farofílacas] (n./m.) to rrero, farero. φάρσα [fársa] (n7f.) farsa, chiste · κάνω φάρσα- hacer un chiste, φαρσέρ [farsér] (n7m.) chistoso, φαρσοκωμωδία [farsocomodía] (nyf.) comedia de golpe y porrazo, φάρυγγας [fárigkas] (n7m.) faringe. φαρυγγίτιδα [farigkítida] (n./f.) farin gitis. φασαρία [fasaría] (nVf.) jaleo, ruido, alboroto, barullo, bullicio · κάνω φαaapía- hacer ruido.
φασαρίας [fasarías] (nVm.) exigente, ruidoso, pendenciero, revoltoso, φάση [fási] (n./f.) fase, etapa · σε κρίσι μη/δύσκολη φάση- está en una eta pa peligrosa/difícil · τελική φάσηúltima fase, φασιανός [fasianós] (n7m.) (Zool.) faisán. φασίνα [fasína] (n./f.) fregado, φασισμός [fasismós] (nVm.) fascismo, φασίστας [fasístas] (nVm.) fascista, φασιστικός [fasisticós] (adj.) fascista, φασκιά [fasquiá] (nyf.) pañal, φασκόμηλο [fascómilo] (n./n.) salvia, φάσμα [fásma] (nVn.) espectro, φασματικός [fasmaticós] (adj.) espec tral. φασματοσκόπιο [fasmatoscópio] (n7n.) espectroscopio, φασολάκια [fasoláquia] (n7n.) pl. (Bot.) judías verdes, φασόλι [fasóli] (n./n.) alubia, judía, ha bichuela, fréjol, frijol, φάτνη [fátni] (n./f.) pesebre, φατνιακός [fatniacós] (adj.) alveolar, φατνίο [fatnío] (nVn.) alvéolo, φάτνωμα [fándoma] (n./n.) panel, φατρία [fatría] (nyf.) facción, φατριάζω [fatriádso] (v.) actuar de for ma partidista, φάτσα [fátsa] (n./f.) 1: (edificios) facha da, 2: (rostro) cara, 3: (expresión del rostro) mueca, mohín, 4: (adv.) en frente, al otro lado de. φαύλος [fávlos] (adj.) sin escrúpulos, disoluto, libertino, villano, bellaco, vicioso, depravado · φαύλος κύκλοςcírculo vicioso, φαυλότητα [favlótita] (nVf.) deprava ción, vicio, corrupción, denegación, φαφλατάς [faflatás] (nVm.) fanfarrón, charlatán, parlanchín, charlador, φαφούτης [fafútis] (n7m.) persona sin dientes.
φεύγω Φεβρουάριος [fevruários] (n./m.) fe brero. φεγγαράδα [fegkaráda] (n./f.) luz de la luna. φεγγάρι [fegkári] (n./n.) luna · ολό γιομο φεγγάρι- luna llena · είναι με τα φεγγάρια του- es una persona de lunas. φεγγαριάτικος [fegkariáticos] (adj.) lunar. φεγγαρόλουστος [fegkarólustos] (adj.) de luna. φεγγαρόφως [fegkarófos] (n./n.) luz de la luna, φεγγίζω [fegkídso] (v.) 1: lucir, 2: (ropa) ser transparente, φεγγίτης [fegkítis] (nym.) claraboya, tragaluz. φεγγοβόλημα [fegkovólima] (nyn.) bri llo, lustre. φεγγοβολώ [fegkovoló] (v.) brillar, lu cir, relucir, φεγγρίζω [fegkrídso] (v.) transparen tar. φέγγω [fégko] (v.) alumbrar, lucir, φείδομαι [fídome] (v.) escatimar, guar dar, ahorrar, economizar · δεν φείδε ται χρημάτων- no es avaro · χρόνου φείδου- aprovecha el tiempo, φειδώ [fidó] (n./f.) economía, φειδωλεύομαι [fidolévome] (v.) esca timar. φειδωλός [fidolós] (adj.) 1: económi co, 2: avaro, tacaño, φελλόδρυς [felódris] (nyf.) (Bot.) al cornoque, φελλός [felós] (nym.) corcho, tapón, φεμινισμός [feminismós] (n./m.) fe minismo. φεμινιστής [feministís] (nym.) femi nista. φενάκη [fenáqui] (nyf.) 1: peluca, 2: (coloq.) mentira, engaño, φεουδάρχης [feudárjis] (nym.) señor
feudal. φεουδαρχία [feudarjía] (nyf.) feuda lismo. φεουδαρχικός [feudarjicós] (adj.) feu dal. φέουδο [féudo] (n./n.) feudo, φερέγγυος [ferégkios] (adj.) solvente, confiable, cumplidor, φερεγγυότητα [feregkiótita] (nyf.) sol vencia. φέρελττις [férelpis] (adj.) prometedor, φερετζές [feredsés] (n./m.) velo de las mujeres musulmanas, φέρετρο [féretro] (nyn.) ataúd, fére tro, caja. φερέφωνο [feréfono] (nyn.) portavoz, φερμουάρ [fermuár] (nyn.) crema llera, cierre de cremallera · ανοίγω/ κλείνω το φερμουάρ- subir/bajar la cremallera, φέρνω [férno] (v.) llevar, traer, aportar • μου φέρνετε τον λογαριασμό;¿me trae (usted) la cuenta? · φέρνω σε αμηχανία- hacer sentir incómo do (a alguien) · η επιχείρηση έφερε μεγάλα κέρδη- la empresa aportó ganancias, φέρομαι [férome] (v.) comportarse, φέρσιμο [férsimo] (nyn.) comporta miento, φέρω [féro] (v.) llevar, traer, φέσι [fési] (n./n.) 1: fez, 2: (coloq.) estar borracho. φέτα [féta] (n./f.) 1: rebanada, loncha, rodaja, tajada, 2: queso blanco, φετινός [fetinós] (adj.) de este año. φέτος [fétos] (adv.) este año. φευγάλα [fevgála] (nyf.) huida, fuga, φευγαλέος [fevgaléos] (adj.) fugaz, bre ve, efímero, de corta duración, φευγάτος [fevgátos] (adj.) ido, huido, ausente, perdido, φεύγω [févgo] (v.) 1: irse, marcharse, partir, 2: retirarse.
981
φήμη φήμη [fími] (n./f.) fama, reputación, rumor, popularidad · έχει φήμη- te ner fama. φημίζομαι [fimídsome] (v.) ser famo so, tener reputación de. φημισμένος [fimisménos] (adj.) famo so, célebre, renombrado, afamado, bien conocido, φημολογούμαι [fimologúme] (v.) ru morearse, φθάνω [fzáno] (v.) 1: llegar, venir, arri bar, 2: alcanzar, cumplir, lograr, φθαρμένος [fzarménos] (adj.) gasta do, agotado, acabado, φθαρτός [fzartós] (adj.) perecedero, corruptible, destruible, destructible, φθείρω [fcíro] (v.) deteriorar, desgas tar, gastar, corromper, degenerar, degradar, φθήνια [fcínia] (n./f.) precios baratos, φθινοπωρινός [fcinoporinós] (adj.) otoñal. φθινόπωρο [fcinóporo] (n./n.) otoño, φθίνω [fcíno] (v.) decaer, disminuir, φθίση [fcísi] (n7f.) 1: reducción, 2: (Med.) tuberculosis, tisis, φθισικός [fcisicós] (adj.) tísico, tuber culoso. φθόγγος [fzógkos] (n7m.) sonido, voz. φθονερός [fzonerós] (adj.) envidioso, receloso. φθόνος [fzónos] (n./m.) envidia, re celo. φθονώ [fzonó] (v.) envidiar, tener en vidia (de), φθορά [fzorá] (n./f.) 1: deterioro, des gaste, erosión, 2: descomposición, putrefacción, φθόριο [fzório] (n7n.) flúor, φθοριούχος [fzoriújos] (adj.) fluorhí drico. φθορισμός [fzorismós] (n7m.) fluore scencia. φιάλη [fiáli] (n./f.) 1: envase, botella,
bote, 2: frasco, jarro, φιαλίδιο [fialídio] (n./n.) botellín, fra sco. φιάσκο [fiásco] (n./n.) fiasco, fracaso, desengaño, φιγούρα [figura] (n./f.) figura, forma, φιγουράρω [ñguráro] (v.) mostrarse, φιγουρατζής [figuradsís] (n./m.) pre sumido. φιγουρατζίδικος [figuradsídicos] (adj.) ostentativo, pretencioso, aparatoso, φιδές [fidés] (n./m.) fideo, φ ίδι [fídi] (n./n.) serpiente, culebra · με τρώνε τα φίδια (sentirse peligro)estar nervioso · τον έστειλε va βγά λει τα φίδι από την τρύπα (aclarar un asunto)- le ha mandado a encon trar la solución, φιδωτός [fidotós] (adj.) serpenteante, φίκος [fíeos] (n./m.) sicómoro, φίλαθλος [fílazlos] (n./m.) seguidor, hincha, forofo, partidiario. φιλαλήθεια [filalícia] (n./f.) veracidad, sinceridad, φιλαλήθης [filalícis] (adj.) sincero, fran co, veraz, fidedigno, verdadero, φιλανθρωπία [filanzropía] (n./f.) 1: fi lantropía, caridad, 2: benevolencia, generosidad, dadivosidad, φιλανθρωπικός [filanzropicós] (adj.) filantrópico · φιλανθρωπικός έρα νος- colecta filantrópica, φιλάνθρωπος [filánzropos] (adj.) fi lántropo, caritativo, φιλαράκος [filarácos] (n./m.) compin che, compañero, φιλαργυρία [filarguiría] (nyf.) avaricia, codicia, tacañería, mezquindad, φιλάργυρος [filárguiros] (adj.) avaro, codicioso, tacaño, mezquino, mise rable, misero, φιλαρέσκεια [filarésquia] (n7f.) co quetería, vanidad, φιλάρεσκος [filárescos] (adj.) coque-
982
φιλόμουσος to, presumido, vanidoso, φιλαρμονική [filarmoniquí] (n./f.) fi larmónica, φιλαρχία [filarjía] (n./f.) ambición de poder. φίλαρχος [fílarjos] (adj.) ansioso de po der. φιλάσθενος [filáscenos] (adj.) enfer mizo, frágil, delicado, débil, valetudi nario, achacoso, φιλαυτία [filaftía] (nVf.) egoísmo, vani dad, individualismo, φιλειρηνικός [filirinicós] (adj.) pacifi sta, adepto a la paz. φιλελευθερισμός [filelefcerismós] (n./m.) liberalismo, φιλελεύθερος [fileléfceros] (adj.) libe ral, librepensador, φιλέλληνας [ñlélinas] (n./m.) que ama/ estima a los griegos, φίλεμα [fílema] (n./n.) regalo, φιλενάδα [filenáda] (n./f.) amiga, no via. φιλεργατικός [ñlergaticós] (adj.) tra bajador. φίλεργος [fílergos] (adj.) trabajador, emprendedor, laborioso, φιλές [filés] (n./m.) red, malla, φιλέτο [filéto] (nVn.) filete, entrecot • καλοψημένο φιλέτο- filete/entrecot bien cocido, φιλεύσπλαχνος [filéfsplajnos] (adj.) compasivo, φιλεύω [filévo] (v.) tratar, ofrecer, φ ίλη [fíli] (n./f.) amiga, φιληδονία [filidonía] (ηΛ.) sensuali dad, voluptuosidad, φιλήδονος [filídonos] (adj.) sensual, voluptuoso, erótico, φίλημα [fílima] (n./n.) beso, ósculo, φιλήσυχος [filísijos] (adj.) apacible, tran quilo, pacífico, φ ιλί [filQ (n./n.) beso, ósculo, φιλία [filia] (ηΛ ) amistad, camarade
ría · πιάνω φιλίες με κάποιον- hacer amistades con alguien · υπογράφω σύμφωνο φιλίας- firmar contrato de amistad. φιλιγκράν [filigkrán] (n./n.) filigrana, φιλικός [filicós] (adj.) 1: amistoso, ami gable, 2: afectuoso, afable · φιλική τιμή- precio mejor/para amigos, φ ιλικότητα [filicótíta] (n./f.) simpatía, φίλιττπος [fílipos] (adj.) aficionado a los caballo, φ ιλιστρίνι [filistríni] (nVn.) portilla, φίλιω μα [fílioma] (nVn.) conciliación, reconciliación, φιλιώνω [filióno] (v.) reconciliar, φιλντισένιος [fildiséños] (adj.) de mar fil. φ ίλντισι [fíldisi] (n./n.) marfil, φιλοδοξία [filodoksía] (ηΛ ) ambición, aspiración, anhelo, deseo fuerte, φιλόδοξος [filódoksos] (adj.) ambicio so, deseoso, con anhelo, φιλοδοξώ [filodoksó] (v.) ambicionar, aspirar. φιλοδώρημα [filodórima] (ηΛι.) pro pina, gratificación, adehala · δίνω φιλοδώρημα- dar una propina, φιλοδωρώ [filodoró] (v.) dar una pro pina a, gratificar, φιλοκέρδεια [filoquérdia] (ηΛ.) codi cia, avaricia, φιλοκερδής [filoquerdís] (adj.) avaro, φιλολογία [filologuía] (ηΛ ) filología, literatura, estudios de letras, φιλολογικός [filologuicós] (adj.) filoló gico, literario, lingüístico, φιλόλογος [filólogos) (n7m.+f.) filólo go, filóloga, φιλομάθεια [filomácia] (n./f.) deseo de aprender, estudiosidad, φιλομαθής [filomacís] (adj.) estudio so, deseoso de aprender, aplicado, erudito. φιλόμουσος [filómusos] (adj.) amante
983
φιλονικία de la música, aficionado a la música, φιλονικία [filoniquía] (n./f.) disputa, riña, discusión, controversia, argu mentación, φιλονικώ [filonicó] (v.) disputar, reñir, discutir, argüir, litigar, φ ιλοξενία [filoksenía] (n./f.) hospitali dad, acogimiento, acogida, φιλόξενος [filóksenos] (adj.) hospita lario, hospitalicio, acogedor, φιλοξενούμενος [filiksenúmenos] (n7m.) invitado, huésped, φιλοξενώ [filiksenó] (v.) hospedar, acoger, recibir, φιλοπατρία [filopatría] (n./f.) patriotis mo, civismo, φιλόπατρις [filópatris] (nVm.) patrio ta. φιλοπόλεμος [filopólemos] (adj.) beli coso, guerrero, agresivo, φιλόπονος [filóponos] (adj.) trabaja dor, laborioso, φιλόπτωχος [filóptojos] (adj.) carita tivo. φίλος [filos] (n./n.) 1: amigo, camara da, 2: amante, aficionado · επιστή θιος φ ίλος- amigo íntimo/del cora zón. φιλοσοφία [filosofía] (nVf.) filosofía, φιλοσοφικός [filosoficós] (adj.) filo sófico. φιλόσοφος [filósofos] (n./m.) filósofo, φιλόστοργος [filóstorgos] (adj.) cari ñoso, afectivo, φιλοτελικός [filotelicós] (adj.) filatilico. φιλοτελισμός [filotelismós] (n./m.) filatelia. φιλοτελιστής [filotelistís] (nVm.) fila telista. φιλοτέχνημα [filotéjnima] (n7n.) obra de arte. φιλότεχνος [filótejnos] (adj.) amante de las artes, φ ιλοτιμία [filotimía] (n./f.) amor pro
pio, pundonor, orgullo, altivez, arro gancia. φιλότιμος [filótimos] (adj.) que tiene amor propio, generoso, orgulloso, arrogante, pundonoroso, φιλοτιμούμαι [filotimúme] (v.) estar dispuesto a. φιλοφρονητικός [filofroniticós] (adj.) lisonjero, adulador, zalamero, lame culos, obsequioso, φιλοφρόνηση [filofrónisi] (n./f.) cum plido, loa, elogio, φιλοφροσύνη [filifrosíni] (n7f.) corte sía, gentileza, φιλόφρων [filófron] (adj.) cortés, φιλοχρηματία [filojrimatía] (n./f.) co dicia, avaricia, φιλοχρήματος [filojrímatos] (adj.) co dicioso, avaricioso, avaro, tacaño, φίλτατος [fíltatos] (adj.) muy querido, bien amado, apreciado, estimado.
984
φοβερά φιορίνι [fioríni] (η7η.) florín, φις [fis] (n./n.) (siempre en singular) 1: enchufe 2: clavija, φισέκι [fiséqui] (n./n.) cartucho, φίσκα [físca] (adv.) lleno, pleno, reple to, hasta la bandera, φισ τίκι [fistíquí] (n./n.) pistacho, caca huete. φ ιτίλι [fitíli] (n./n.) mecha, torcida, es poleta. φ ιτιλιά [fitiliá] (nVf.) intriga, φλαμούρι [flamúri] (nVn.) (Bot.) tila, φλαμουριά [flamuriá] (nVf.) (Bot.) tilo, φλάμπουρο [flámburo] (nVn.) estan darte. φλάουτο [fláuto] (n./n.) flauta, φλας [fias] (n7n.) 1: (coche) intermi tente, 2: (cámara fotográfica) deste llo, flash. φλέβα [fléva] (n./f.) 1: vena, 2: (coloq.) filón, veta · χτυπά ω φ λέβ α - encon trar algo precioso · έχει φ λέβα η θ ο π οιού - tiene vena de actor. Φλεβάρης [fleváris] (nym.) febrero, φλεβικός [flevicós] (adj.) venoso, φ λεβίτιδα [flevítida] (nVf.) flebitis, φλέγμα [flégma] (n./n.) flema, mucosidad. φλεγματικός [flematicós] (adj.) flemá tico, flemoso, φλεγμονή [flegmoní] (n7f.) inflama ción, flemón, hinchazón, φλεγμονώδης [flegmonódis] (adj.) flemonoso, inflamatorio, φλέγομαι [flégome] (v.) quemarse, ar der, incendiarse, llamear, flamear, φλέγω [flégo] (v.) quemar, arder, in cendiar, φλερτ [flert] (n7n.) coqueteo, φλερτάρισμα [flertárisma] (n./n.) co queteo, flirteo, φλερτάρω [flertáro] (v.) coquetear, flirtear, ligar, φλιπάρω [flipáro] (v.) flipar.
φλιτζάνι [flitdsáni] (n./n.) taza, vasija, φλόγα [flóga] (n./f.) 1: llama, flama, 2: ardor. φλογέρα [floguéra] (nVf.) flauta, φλογερά [floguerá] (adv.) ardiente mente, apasionadamente, ardorosa mente, vehementemente, φλογερότητα [floguerótita] (n7f.) fer vor, ardor, φλογερός [floguerós] (adj.) 1: ardiente, flamígero, 2: apasionado, llameante, φλογίζω [floguídso] (v.) incendiar, in flamar. φλογοβόλο [flogovólo] (n7n.) lanza llamas. φλογοβολώ [flogovoló] (v.) llamear, φλογώδης [flogódis] (adj.) ardiente, flameante, φλόγωση [flógosi] (n./f.) inflamación, hinchazón, φλοιός [fliós] (n7m.) corteza, φλοίσβος [flísvos] (n7m.) murmullo de las olas. φλόκος [flócos] (n./m.) foque, φλομώνω [flomóno] (v.) apestar, in festar, sofocar con humo · φ λομώ νω σ το ψέμα- entorpecer con mentiras, φλούδα [flúda] (nVf.) 1: (árbol) cáscara, corteza, 2: hollejo, pellejo, φλουρί [flurí] (n7n.) florín, moneda de oro. φλυαρία [fliaría] (nyf.) cháchara, char la, cotorreo, charloteo, φλύαρος [flíaros] (adj.) charlatán, co torra, parlanchín, hablador, φλυαρώ [fliaró] (v.) charlar, charlata near, cotorrear, φλύκταινα [flictena] (nVf.) ampolla, φοβάμαι [fováme] (v.) temer, tener miedo, asustarse, espantarse · φ ο βάμαι κά π ο ιο ν· temer a alguién. φοβέρα [fovéra] (nVf.) amenaza, inti midación, φοβερά [foverá] (adv.) horriblemente,
985
φοβερίζω terriblemente, φοβερίζω [foverídso] (ν.) amenazar, intimidar, atemorizar, φοβέρισμα [fovérisma] (n7n.) intimi dación, amenaza, φοβερός [foverós] (adj.) terrible, es pantoso, horroroso, horrible, tre mendo, pavoroso, φόβητρο [fóvitro] (nVn.) 1: espantajo, espantapágaros, 2: terror, φοβητσιάρης [fovitsiáris] (adj.) asus tadizo, miedoso, cobarde, φοβία [fovía] (n./f.) fobia. φοβίζω [fovídso] (v.) asustar, espantar, atemorizar, φόβος [fóvos] (n7m.) miedo, temor, susto, horror, terror, pavor, φόδρα [fódra] (n./f.) forro, revesti miento, φοδράρω [fodráro] (v.) forrar, φοίνικας [fínicas] (n7m.) palmera, palma. φοινικικός [finiquicós] (adj.) fenicio · φοινικικό αλφάβητο- alfabeto feni cio. φοίτηση [fítisi] (n./f.) estudios, φ οιτητής [fititís] (n./m.) estudiante, φ οιτητικός [ñtiticós] (adj.) estudiantil, φοιτώ [fitó] (v.) estudiar, cursar, ser estudiante, φόλα [fóla] (n./f.) (perros, ratas) vene no. φολίδα [folída] (n./f.) escama, φονεύω [fonévo] (v.) asesinar, matar, ejecutar, dar muerte, φονιάς [foñás] (n./m.) asesino, delin cuente, homicida, criminal, φονικό [fonicó] (nVn.) asesinato, ho micidio. φονικός [fonicós] (adj.) asesino, crimi nal, delincuente, mortífero, φόνος [fónos] (n./m.) asesinato, cri men, delito, homicidio, φόντο [fóndo] (n./n.) fondo.
φόρα [fóra] (n./f.) impulso, ímpetu, velocidád. φορά [forá] (n7f.) vez, curso, marcha · καμιά φορά- a) a veces, b) algunas veces · κάθε φορά- cada vez · μια φορά και έναν καιρό- Érase una vez. φοράδα [foráda] (nyf.) yegua, φορατζής [foradsís] (nVm.) recauda dor. φορέας [foréas] (n./m.) portador, da dor. φορείο [forío] (nVn.) camilla, φόρεμα [fórema] (n./n.) vestido, traje, atavío, atuendo, φορεσιά [foresíá] (n./f.) vestimenta, atuendo. φορητός [foritós] (adj.) portátil, movi ble, móvil · φορητός υπολογιστήςordenador portátil, φόρμα [fórma] (n./f.) 1: forma, molde, 2: (prenda de vestir) a) (trabajo) mono, b) (gimnasia) chandal. φορμάρω [formáro] (v.) formar, mol dear. φοροδιαφεύγω [forodiafévgo] (v.) eva dir impuestos, φοροδιαφυγή [forodiafiguí] (n./f.) evasión de impuestos, fraude de im puestos. φοροεισπράκτορας [foroispráctoras] (n./m.) recaudador, φορολογητέος [forologuitéos] (adj.) imponible, φορολογία [forologuía] (n./f.) impue sto, contribución, tributo, φορολογικός [forologuicós] (adj.) de impuesto, tributario, φορολογούμενος [forologúmenos] (n./m.) contribuyente, φορολογώ [forologó] (v.) poner im puestos. φόρος [fóros] (n./m.) 1: impuesto, 2: tributo · φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ .Π Α )- impuesto al valor
986
φούστα agregado · φόρος εισοδήματοςimpuesto a las ganancias · φόρος τιμής- tributo honorífico, φορτηγάκι [fortigáqui] (n./n.) furgo neta, camioneta, φορτηγατζής [fortigadsís] (n./m.) camíonero. φορτηγό [fortígó] (n./n.) camión, car guero. φορτηγός [fortigós] (adj.) carguero, φορτίζω [fortídso] (v.) cargar, φορτικός [forticós] (adj.) pesado, in soportable, aburrido, φορτικότητα [forticótita] (nVf.) im portunidad, φορτίο [fortío] (n7n.) carga, cargame nto · μέγιστο φορτίο- carga máxima • πλήρες φορτίο- plena carga, φορτοεκφόρτωση [fortoecfórtosi] (nyf.) carga y descarga, φορτοεκφορτωτής [fortoecfortotís] (nym.) estibador, φόρτος [fórtos] (n./m.) carga, φορτσάρω [fortsáro] (v.) forzar, esfor zar, aplicar fuerza (a), φόρτωμα [fórtoma] (n./n.) carga, φορτώνω [fortóno] (v.) cargar, llenar, colmar. φόρτωση [fórtosi] (nVf.) carga, φορτωτής [fortotís] (nVm.) cargador, φορώ [foró] (ν.) 1: llevar, ponerse, 2: (zapato) calzar · τι νούμερο παπού τσι φοράς;- ¿qué numero calzas?, φουγάρο [fugáro] (nVn.) chimenea, φουκαράς [fucarás] (n7m.) pobre, in feliz, desdichado, ínfimo, miserable, φούμαρα [fúmara] (nVn.) pl. fanfarro nadas. φουμάρω [fumáro] (v.) 1: fumar, 2: ahumar, φούμο [fúmo] (nVn.) hollín, φούντα [fúnda] (n./f.) borla, φουντάρω [fundáro] (v.) hundir, echar a pique, anclar, sumir.
φουντούκι [fundúqui] (n./n.) avella na. φουντώνω [fundóno] (v.) dilatarse, hincharse, brotar, estallar, φουντωτός [fundotós] (adj.) frondo so, tupido, denso, φούρια [fúria] (n./f.) prisa · σε φούριαa prisa. φουριόζος [furiódsos] (adj.) impetuo so, que tiene prisa, φούρκα [fúrca] (n./f.) horca, φουρκέτα [furquéta] (n./f.) horquilla, φουρκίζω [furquídso] (v.) ahorcar, φούρναρης [fúrnaris] (n./m.) pana dero. φουρνέλο [furnélo] (n./n.) mina, φουρνιά [furñá] (nVf.) hornada, φούρνος [fúrnos] (n./m.) 1: horno, 2: (tienda) panadería · φούρνος μι κροκυμάτων- horno microondas · φουρνάκι γκαζιού- hornillo eléctri co/ de gas. φουρτούνα [furtúna] (n./f.) tempes tad. φουρτουνιασμένος [furtuñasménos] (adj.) tempestuoso, turbulento, φούσκα [fusca] (n./f.) 1: vejiga, ampo lla, 2: (líquidos/jabón) burbuja, pom pa, 3: globo, φουσκάλα [fuscála] (n./f.) 1: ampolla, vejiga, 2: (líquidos) burbuja, φουσκί [fusquí] (n./n.) estiércol, abo no. φουσκοθαλασσιά [fuscozalasiá] (nVf.) fuerte oleaje, marejada, φούσκος [fúscos] (n./m.) golpe, pal mada, bofetada, manotazo, tortazo, φούσκωμα [fúscoma] (n./n.) inflación, bulto, hincazón. φουσκώνω [fuscóno] (v.) hinchar(se), inflar(se). φουσκωτός [fuscotós] (adj.) inflado, hinchado, φούστα [fústa] (n./f.) falda · μίνι φού
987
φουστάνι στα- mini falda, φουστάνι [fustáni] (n./n.) vestido, φουφού [fufú] (nyf.) brasero, φούχτα [fújta] (n./f.) palma, puñado, φραγγέλιο [fragkélio] (n./n.) látigo, φράγκο [frágko] (nVn.) franco, duro • δεν έχω φ ρ ά γκο- no tengo ni un duro. φραγκόκοτα [fragkócota] (nyf.) (Zool.) pintada. Φράγκος [frágkos] (n./m.) europeo, franco. φραγκοστάφυλο [fragkostáfilo] (nVn.) grosella espinosa, φραγκοσυκιά [fragkosiquiá] (nyf.) chumbera, φραγκόσυκο [fragkósico] (n./n.) higo chumbo. φράγμα [frágma] (n./n.) presa, barre ra. φραγμός [fragmós] (n./m.) 1: barrera, barreda, barricada, valla, 2: impedimiento, obstáculo, φράζω [frádso] (v.) obstruir, bloquear, atascar. φρακάρισμα [fracárisma] (nyn.) em botellamiento, atasco, φρακάρω [fracáro] (ν.) 1: obstruir, ce rrar, tapar, 2: atascar, φράκο [fráco] (nyn.) frac, φραμπαλάς [frambalás] (nym.) faralá, volante. φράντζα [frándsa] (n./f.) flequillo, φραντζόλα [frantdsóla] (nyf.) barra de pan. φράξια [fráksia] (nyn.) facción, φράξιμο [fráksimo] (nyn.) 1: atasco, 2: obstrucción, impedimiento. φράουλα [fráula] (nyf.) fresa, φρασεολογία [fraseologuía] (nyf.) fra seología. φράση [frási] (nyf.) frase, oración, lo cución · φράση σ ύνθετη - frase com pleja. 988
φράσσω [fráso] (ν.) 1: cercar, obstruir, atajar, 2: bloquear, atascar, φράχτης [frájtís] (nym.) cerca, valla, φρέαρ [fréar] (nyn.) fuente, pozo, φρεάτιο [freátio] (n./n.) fuente, pozo, φρεγάτα [fregáta] (nyf.) fragata, φρενάρισμα [frenárisma] (nyn.) fre nazo. φρενάρω [frenáro] (v.) frenar, φρενήρης [freníris] (adj.) frenético, φρενιάζω [freñádso] (v.) enfurecerse, φρένιασμα [fréñasma] (n./n.) frenesí, φρενίτιδα [frenítida] (nyf.) frenesí, de lirio, furor, histeria, locura, φρένο [fréno] (nyn.) freno, φρενοβλάβεια [frenovlávia] (nyf.) frenopatía, demencia, locura, alie nación. φρενοβλαβής [frenovlavís] (adj.) loco, demente, alienado, alunado, φρενοκομείο [frenocomio] (nyn.) ma nicomio. φρεσκάδα [frescáda] (nyf.) frescor, frescura. φρεσκάρω [frescáro] (v.) refrescar, re novar. φρέσκος [fréseos] (adj.) fresco, recie nte, recién hecho, nuevo, φρικαλέος [fricaléos] (adj.) atroz, ho rrible, terrible, infame, cruel, bárba ro. φρικαλεότητα [fricaleótita] (nyf.) atro cidad, barbaridad, φρίκη [fríqui] (nyf.) horror, terror, φρικιάζω [friquiádso] (v.) horrorizar se. φ ρικιαστικός [friquiasticós] (adj.) ho rripilante, horroroso, tremendo, φρικτός [frictós] (adj.) horrible, horro roso, terrible, atroz, φρίττω [friso] (v.) horrorizarse, tem blar, estremecerse, φρόκαλο [frócalo] (nyn.) basura, φρόνημα [frónima] (n./n.) opinión,
φτενός parecer, convecimiento, juicio, φρονηματίζω [fronimatídso] (v.) ha cer sensato, hacer juicioso, φρόνηση [frónisi] (n./f.) prudencia, madurez, sabiduría, cordura, φρόνιμα [frónima] (adv.) prude ntemente · κάτσε φρόνιμα- estáte quieto. φρονιμάδα [fronimáda] (nyf.) pruden cia, juicio, sensatez, decencia, madu rez. φρονιμεύω [fronimévo] (v.) volverse prudente/juicioso/sensato, φρονιμίτης [fronimítis] (nVm.) muela del juicio. φρόνιμος [frónimos] (adj.) prudente, juicioso, sensato, maduro, tranquilo, φροντίδα [frondída] (n./f.) cuidado, atención, preocupación, φροντίζω [frondídso] (v.) cuidar, ocu parse (de), guardar, φροντισμένος [frondisménos] (adj.) •cuidado. φροντιστήριο [frondistírio] (n7n.) aca demia. φροντιστής [frondistís] (ηΛη.) tutor, profesor particular, φρονώ [fronó] (v.) opinar, creer, consi derar, pensar, racionar, razonar, φρούδος [frúdos] (adj.) vano, φρουρά [frurá] (n./f.) guardia, guar nición, custodia, vigilancia · αλλαγή φρουράς- cambio de guadria. φρούρηση [frúrisi] (ηΛ ) guardia, cu stodia. φρούριο [frúrio] (ηΛ.) fortaleza, fuer te. φρουρός [frurós] (nym.) guardia, guar dián, centinela, φρουρώ [fruró] (v.) guardar, custodiar, defender, preservar, φρουτιέρα [frutiéra] (ηΛ ) frutero, φρούτο [frúto] (n./n.) 1: fruta, 2: fruto · φρούτα εποχής- frutas estacionales.
φρουτοσαλάτα [frutosaláta] (n./f.) macedonia, ensalada de frutas, φρυγανιά [frugañá] (n./f.) tostada, φρυγανιέρα [frigañéra] (ηΛ.) tosta dor, tostadora, φρυγανίζω [friganídso] (v.) tostar, φρυγανισμένος [fríganisménos] (adj.) tostado. φρύδι [frídi] (n7n.) ceja · πυκνά φρύ δια- cejas probladas · σηκώνω τα φρύδια- arquear las cejas, φρύνος [frínos] (ηΛη.) sapo, φταίξιμο [ftéksimo] (nVn.) culpa · ρί χνω το φταίξιμο σε κάποιον- echar la culpa a uno · δικό μου το φταίξι μο- tener la culpa, φταίχτης [ftéjtis] (n./m.) culpable, delinquente. φταίω [ftéo] (v.) tener la culpa, ser cul pable. φτάνει [ftáni] (excl.) ¡basta!, ¡ya!, φτάνω [ftáno] (v.) 1: llegar, 2: bastar, ser suficiente, 3: alcanzar, lograr, conseguir, 4: competir, 5: alcanzar • τι ώρα φτάνει το τρένο;- ¿a qué hora llega el ten? · οι τιμές έφτασαν στα ύφη- los precios llegaron a las nubes · φτάνω στα άκρα- llegar al límite · φτάνει και περισσεύει- es más que suficiente · αν συνεχίσει έτσι, θα φτάσει πολύ ψηλά- si sigue así, llegará muy alto · δεντονφτάνει κανείς στη μαγειρική- nadie le com pite en cocinar · μην τρέχεις, δεν σε φτάνωΙ- no corras, ¡no te alcanzo! · φτάνει πια/, με ζάλησεςΙ- ¡basta!, !no te aguanto!, φταρνίζομαι & φτερνίζομαι [ftarnídsome & ftérnisma] (v.) estornudar, φτάρνισμα & φτέρνισμα [ftárnisma & ftérnisma] (ηΛι.) estornudo, φτάσιμο [ftásimo] (ηΛι.) llegada, φτελιά [fteliá] (nyf.) (Bot.) olmo, φτενός [ftenós] (adj.) delgado.
989
φτέρη φτέρη [ftéri] (n./f.) (Bot.) helecho. φτέρνα [ftérna] (nyf.) talón, φτερό [fteró] (nyn.) pluma, ala. φτεροκόπημα [fterocópima] (n./n.) aletazo. φτεροκοπώ [fterocopó] (v.) aletear, φτερούγα [fterúga] (n./f.) ala, alón, φτερουγίζω [fteruguídso] (v.) aletear, φτερούγισμα [fterúgisma] (n./n.) ale teo. φτέρωμα [ftéroma] (n./n.) plumaje, φτερωτή [fterotí] (nyf.) aspa, φτερωτός [fterotós] (adj.) alado, φτηναίνω [ftinéno] (v.) bajar el precio, rebajar. φτήνια & φθήνια [ftíña & fcíña] (nyf.) baratura. φτηνός & φθηνός [ftinós & fcinós] (adj.) barato, φτιασιδώνω [ftiasidóno] (v.) maqui llar. φτιάχνω [ftiájno] (v.) 1: crear, preparar, 2: (algo estropeado) arreglar, reparar, 3: (edificio) construir, erigir, φτυάρι [ftiári] (n./n.) pala, φτυαρίζω [ftiarídso] (v.) mover con pala. φ τύμα [ftíma] (n./n.) escupitajo, es puto. φτύνω [ftíno] (v.) escupir, esputar, φτύσιμο [ftísimo] (n./n.) escupitajo, escupida. φτυστός [ftistós] (adj.) idéntico, igual, de asombrosa semejanza, φτωχαίνω [ftojéno] (v.) empobrecer, hacerse pobre, φτώχεια [ftójia] (nyf.) pobreza, mise ria. φτωχικός [ftojicós] (adj.) pobre, esca so, humilde, φτωχογειτονιά [ftojoguitoñá] (n./f.) barrio bajo/pobre, φτωχός [ftojós] (adj.) pobre, misero, φυγάδευση [figádefsi] (nyf.) oculta-
miento. φυγαδεύω [figadévo] (v.) facilitar la huida, ayudar a alguien a huir, es conder, ocultar, φυγάς [figás] (n./m.) fugitivo, desertor, φυγή [figuí] (n./f.) fuga, huida, eva sión. φ υγοδικία [figodiquía] (n./f.) contu macia. φ υγόδικος [figódicos] (adj.) contu maz, rebelde, φυγοδικώ [figodicó] (v.) no presentar se ante el judgado, desaparecerse, φυγόκεντρος [figóquendros] (adj.) cen trífugo. φυγομαχώ [figomajó] (v.) evitar la lu cha, desertar, φυγοπονία [figoponía] (n./f.) pereza, holgazanería, gandulería, φυγόπονος [figóponos] (adj.) perezo so, holgazán, vago, haragán, gandúl. φ ύκι [fíqui] (n./n.) alga, φυλάγω [filágo] (v.) 1: guardar, prote ger, reservar, conservar, custodiar, 2: preservar, φύλακας [fílacas] (nym.) 1: guardián, guardia, 2: custodio, tutor · φύλακας ά γγελος- ángel custodio, φυλακή [filaquí] (n./f.) cárcel, prisión, presidio, mazmorra, celda, encierro • μπαίνω σ τη φυλακή- entrar en la cárcel. φυλακίζω [filaquídso] (n./f.) encarce lar, recluir, aprisionar, detener, φυλάκιο [filáquio] (n./n.) puesto de guardia. φυλάκιση [filáquisi] (nyf.) encarcela miento, reclusión, aprisonamiento, arresto, captura, φυλακισμένος [filaquisménos] (adj.) encarcelado, recluso, φύλαξη [fílaksi] (nyf.) guardia, protec ción, conservación, φυλαχτό [filajtó] (nyn.) talismán, amu-
990
φυτοφάγος leto. φυλάω [filáo] (ν.) vigilar, guardar, φυλετικός [fileticós] (adj.) racial · φυ λετικές διακρίσεις- descriminacio nes raciales, φυλή [filí] (nyf.) raza, tribu, φυλλάδα [filáda] (nyf.) folleto, pan fleto. φυλλάδιο [filádio] (nyn.) folleto, fa scículo. φύλλο [filo] (n./n.) hoja, carta, φυλλοβόλος [filovólos] (adj.) de hoja caduca · φυλλοβόλο δέντρο- árbol de hoja caduca, φυλλομετρώ [filometró] (v.) hojear, echar una ojeada, φύλλωμα [fíloma] (nyn.) follaje, φύλο [filo] (η7η.) sexo, raza, φυματικός [fimaticós] (adj.) tubercu loso, tísico, φυματίωση [fimatíosi] (nyf.) tubercu losis. φύρα [fíra] (nyf.) derroche, φυραίνω [firéno] (v.) adelgazar, φύραμα [fírama] (n./n.) mezcla, pasta, φυρονεριά [fironeriá] (nyf.) reflujo, φυσαλίδα [fisalída] (n./f.) burbuja, pompa, ampolla, φυσαρμόνικα [fisarmónica] (n./f.) ar mónica. φυσερό [fiseró] (nyn.) soplillo, fuelle, φύση [físí] (n./f.) naturaleza · νεκρή φύση- naturaleza muerta · πόσης φύσεως- todo tipo, φύσημα [físima] (nyn.) soplo, soplido, φυσίγγιο [fisígkio] n. cartucho, φυσιγγιοθήκη [fisigkiocíqui] (nyf.) cartuchera, φυσικά [físicá] (adv.) 1: naturalmente, 2: desde luego, claro, por supuesto, efectivamente, φυσική [fisiquí] (nyf.) física, φυσικοθεραπεία [fisicocerapía] (nyf.) fisioterapia. 991
φυσικός [fisicós] 1: (n./m.+f.) (profe sión) físico, 2: (adj.) natural, físico · φυσικός επιστήμονας- científicofísico · φυσικό φαινόμενο- fenóme no natural, φυσικότητα [fisicótita] (n./f.) natura lidad. φυσιογνωμία [fisiognomía] (n./f.) fiso nomía, semblante, personalidad, φυσιοδίφης [fisiodífis] (nym.) natu ralista. φυσιοδιφικός [fisiodíficós] (adj.) na turalista. φυσιοθεραπεία [ñsiocerapía] (n./f.) fisioterapia, φυσιολάτρης [fisiolátris] (n./m.) ama nte de la naturaleza, φυσιολογία [fisiologuía] (nyf.) fisio logía. φυσιολογικός [fisiologuicós] (adj.) fi siológico, natural, normal, regular, φυσομανώ [fisomanó] (v.) bramar, φυσώ [fisó] (v.) soplar · φυσώ τη μύτη μου- soplar la nariz, φυτεία [fitía] (n./f.) plantación, φύτεμα [fítema] (nyn.) plantación, φυτεύω [fitévo] (v.) plantar, cultivar, sembrar. φυτικός [fiticós] (adj.) vegetal, vege tativo · φυτικές ουσίες- substancias vegetales, φυτό [fitó] (n./n.) planta, vegetal, φυτοζωώ [fitodsoó] (v.) vegetar, φυτοκομείο [fotocomío] (n./n.) inver nadero. φυτοκομία [fitocomía] (n./f.) horticul tura. φυτοκόμος [fitocómos] (n./m.+f.) hor ticultor, horticultora. φυτολογία [fotologuía] (n./f.) botáni ca. φυτολόγος [fitológos] (nym.+f.) bo tánico. φυτοφάγος [fitofágos] (adj.) herbívoro.
φυτοφάρμακο φυτοφάρμακο [fitofármaco] (n./n.) pesticida, herbicida, φύτρα [fítra] (n./f.) germen, grano, φύτρωμα [fítroma] (nyn.) germina ción. φυτρώνω [fitróno] (v.) germinar, bro tar. φυτώριο [fitório] (n./n.) vivero, cria dero. φώκια [fóquia] (nyf.) foca, carnerro, marino. φωλιά [foliá] (nyf.) nido, madriguera · ερωτική φωλιά- un nido de amor, φωλιάζω [foliádso] (v.) anidar, acurru carse. φωνάζω [fonádso] (v.) 1: llamar, 2: gritar, dar gritos/voces, chillar, 3: convocar. φωνακλάδικος [fonacládicos] (adj.) vo ciferante. φωνακλάς [fonadás] (adj.) chillón, gri tón, vocinglero, estruendoso, φωνασκώ [fonascó] (v.) chillar, voci ferar. φωναχτά [fonajtá] (adv.) en voz alta, φωναχτός [fonajtós] (adj.) fuerte, es trepitoso. φωνή [foní] (n./f.) 1: voz, 2: grito · βάζω τις φωνές- echar una bronca . υψώνω τη φωνή μου- alzar el tono de mi voz. φωνήεν [foníen] (nyn.) vocal, φωνητική [fonitiquí] (nyf.) fonética, φωνητικός [foniticós] (adj.) fonético, φωνοληψία [fonolipsía] (n./f.) graba ción. φως [fos] (n./n.) luz, claridad · έτος φωτός- año de luz· φέρνω στο φωςsacar a la luz ·φ ω ς της ημέρας- la luz del día. φωστήρας [fostíras] (n./m.) lumbrera, φωσφορίζω [fosforídso] (v.) fosfore cer. φώσφορος [fósforos] (nym.) (Quím.)
fósforo. φωταγώγηση [fotagóguísi] (nyf.) iluminación, alumbrado, alumbra miento. φωταγωγός [fotagogós] (nym.) traga luz, lumbrera, claraboya, φωταέριο [fotaério] (nyn.) gas. φωταψία [fotapsía] (n./f.) alumbrado, iluminación, alumbramiento, φωτεινός [fotinós] (adj.) 1: lumino so, iluminado, radiante, 2: claro · φωτεινός σηματοδότης- semáforo luminoso · φωτεινό παράδειγμαejemplo claro, φωτεινότητα [fotinótita] (nyf.) 1: bri llo, brillantez, lucidez, luminosidad, 2: claridad, φωτιά [fotiá] (nyf.) fuego, incendio · πιάνω φωτιά- a) incendiar, b) pren der fuego, φωτίζω [fotídso] (v.) alumbrar, ilumi nar, dar luz. φώτιση [fótisi] (n./f.) iluminación divi na, aclaración, φωτισμός [fotismós] (nym.) alumbra do, iluminación, encendimiento, φωτοαντίγραφο [fotoandígrafo] (nyn.) fotocopia, φωτοβολία [fotovolía] (nyf.) radiación, emisión de luz. φωτοβολίδα [fotovolída] (n./f.) llama rada, bengala, φωτοβολώ [fotovoló] (v.) radiar, bri llar, lucir. φωτογένεια [fotoguénia] (nyf.) fotogen ia · έχω φωτογένεια- ser fotógeno. φωτογραφείο [fotografío] (n./n.) es tudio fotográfico, φωτογραφία [fotografía] (n./f.) foto grafía, foto, φωτογραφίζω [fotografídso] (v.) foto grafiar, hacer una foto, φωτογραφικός [fotograficós] (adj.)
992
φωτοχυσία fotográfico · φ ω τογραφ ική μηχανήcámara fotográfica, φωτογράφος [fotográfos] (n./m.+f.) fotógrafo/a. φωτοκύτταρο [fotoqultaro] (n7n.) cé lula fotoeléctrica, φωτόμετρο [fotómetro] (n7n.) fotó metro. φωτοσκιάζω [fotosquiádso] (v.) dar sombra a, sombrear, φωτοσκίαση [fotosquíasi] (nVf.) cla roscuro, sombreado, φωτοστέφανο [fotostéfanos] (nyn.) aureola, halo, φωτοσύνθεση [fotosfncesi] (n./f.) fo tosíntesis, fotocomposición. φωτοτυπία [fototipia] (nVf.) fototipia, fotocopia, φωτοφράκτης [fotofráctis] (nVm.) obturador, φωτοχυσία [fotojisía] (n./f.) ilumina ción, luminaria, inundación de luces.
993
X, X [ j¡] (n./n.) vigésima segunda letra del alfabeto griego, χαβάς [javás] (n./m.) melodía · (metáf.) συνεχίζει το ν χαβά τ ο υ - sigue en su mundo, χαβιάρι [javiári] (nyn.) caviar, χαβούζα [javúdsa] (n./f.) cisterna, de pósito, fosa séptica, χάβρα [jávra] (nyf.) sinagoga, barullo, χάδι [jádi] (nyn.) caricia, mimo, zala mería, carantoña, χαδιάρης [jadiáris] (adj.) acariciador, mimoso, carantoñero, melindroso, χαδιάρικος [jadiáricos] (adj.) cariñoso, mimoso. χάζεμα [jádsema] (n./n.) holgazane ría. χαζεύω [jadsévo] (v.) pasar el tiempo, tontear. χάζι [jádsi] (n./n.) placer, gusto, diver sión. χαζομάρα [jadsomára] (n./f.) estupi dez, tontería, χαζός [jadsós] (adj.) tonto, bobo, idio ta. χαϊβάνι [jaiváni] (n./n.) asno, burro, 2: (coloq.) tonto, idiota, χάϊδεμα [jáidema] (nyn.) caricia, mimo, χαϊδεμένος [jaideménos] (adj.) mima do. χαϊδευτικός [jaidefticós] (adj.) acari ciante, cariñoso · χαϊδευτικό ό ν ο μ α · sobrenombre cariñoso, nombre cariñoso. χαϊδεύομαι [jaidévome] (v.) hacerse el mimoso. χαϊδεύω [jaidévo] (v.) acariciar, mimar, χαϊμαλί [jaimalí] (n./n.) amuleto, chu chería, baratija, χαιρεκακία [jerecaquía] (n./f.) maldad, mala intención, malicia, χαιρέκακος [jerécacos] (adj.) malo,
malintencionado, maligno, malvado, malévolo, malicioso, χαίρετε [jérete] (v.) hola, χαιρετίζω [jeretídso] (v.) saludar, χαιρέτισμα [jerétisma] (n/n.) saludo, χαιρετίσματα [jeretísmata] (nyn.) pl. saludos, recuerdos · δώσε χα ιρετί σματα - a) da (a alguien) mis recuer dos, b) saluda (a alguien) por mi parte. χαιρετισμός [jeretismós] (nym.) salu do, salutación, χαίρομαι [jérome] (v.) alegrarse, χαίτη [jéti] (n./f.) crin, melena, χακί [jaquí] (nyn.) caqui, χαλάζι [jaládsi] (n./n.) granizo, χαλαζίας [jaladsías] (nym.) cuarzo, χαλαζοβρόχι [jaladsovróji] (n./n.) gra nizada. χαλάκι [jaláqui] (n./n.) felpudo, χαλάλι [jaláli] (adv.) merecidamente · χ α λά λι σου/- ¡te merece!, χαλαλίζω [jalalídso] (v.) malgastar, de rrochar, perder, χαλαρός [jalarós] (adj.) relajado, flojo, χαλάρωμα [jalároma] (n./n.) flojedad, relajamiento, relajación, χαλαρώνω [jalaróno] (ν.) 1: relajar(se), calmar, aflojar, distender, 2: soltar, χαλάρωση [jalárosi] (n./f.) relajamie nto, relajación, flojedad, χάλασμα [jálasma] (n./n.) decadencia, destrucción, χαλάσματα [jalásmata] (n./n.) pl. arrui nas, ruinas, restos, χαλασμένος [jalasménos] (adj.) 1: da ñado, roto, estropeado, 2: podrido, pasado. χαλασμός [jalasmós] (n./m.) 1: caos, barahúnda, desorden, 2: tumulto, confusión, alboroto, 3: demolición, catástrofe, χαλαστής [jalastís] (n./m.) destructor, demoledor.
994
χαμόγελο χαλάστρα [jalástra] (nVf.) trastorno, daño. χαλάω [jaláo] (ν.) 1: dañar, estropear, 2: (electrodomésticos) estropearse, 3: (tiempo) empeorar, 4: (dinero) cam biar, 5: (carácter) corromper · χάλα σε η τηλεόραση- se estropeó la tv · χαλάει o καιρός- el tiempo se em peora · μου χάλασε το κέφι- me ha cambiado el humor · δεν με χαλάει η πρότασή σου- tu propuesta no me parece mal · δεν του χαλάω χατίριnunca le digo no · έχεις va μου χα λάσεις ψιλά;- ¿me cambias dinero? · τον χάλασαν οι κακές παρέες- le han corrumpido sus amigos, χαλεπός [jalepós] (adj.) arduo, peno so, difícil. χάλι [jáli] (nVn.) condición difícil, en malas condiciones, apuro, aprieto, χαλί [jalí] (n7n.) 1: alfombra, estera, 2: (pequeño) tapiz, tapete, χαλίκι [jalíqui] (nVn.) 1: grava, gravilla, 2: guijarro, χαλιναγωγώ [jalinagogó] (v.) domar, tirar de la rienda, refrenar, contener, χαλινάρι [jalínári] (n7n.) rienda, freno, brida · λασκάρω τα χαλινάρια- aflo jar las riendas, χαλινός [jalinós] (n7m.) rienda, freno, χαλιφάτο [jalífáto] (nVn.) califato, χαλίφης [jalífis] (n./m.) califa, χαλκάς [jalcás] (n./m.) aro, anilla, ani llo. χαλκέντερος [jalquénderos] (adj.) in fatigable, trabajador, χάλκινος [jálquinos] (adj.) de cobre, χαλκογραφία [jalcografía] (n./f.) cal cografía. χαλκομανία [jalcomanía] (n./f.) calco manía. χαλκός [jalcós] (n./m.) cobre · η Εποχή του Χαλκού- la era del cobre, χαλκωματένιος [jalcomatéños] (adj.)
cobrizo, χάλυβας [jálivas] (n./m.) acero, χαλύβδινος [jalívdinos] (adj.) de ace ro. χαλώ [jaló] (ν.) 1: (dispositivos) estropear(se), romper(se), averiar se, 2: (dinero) gastar, cambiar, 3: (algo) dmoler, destruir, deshacer, 4: (carácter) corromper, 5: (tiempo) empeorar, 6: (plan) chafar, χαμαιλέοντας [jameléondas] (n./m.) (Zool.) camaleón, χαμαιτυπείο [jametipío] (n./n.) burdel, garito, χαμάλης [jamális] (n./m.) 1: maletero, 2: esclavo del trabajo, estibador, χαμαλίκι [jamalíqui] (n7n.) esclavitud, abuso. χαμάμ [jamám] (n./n.) baño turco, χαμένος [jaménos] (adj.) perdido, ido, ausente · χαμένο κορμί- persona ruin. χαμέρπεια [jamérpia] (nVf.) bajeza, maldad, mezquindad, χαμερπής [jamerpís] (adj.) rastrero, ruin, vil. χαμηλά [jamila] (adv.) abajo, bajo, χαμηλός [jamílós] (adj.) bajo · άν θρωπος χαμηλών τόνων- persona humilde. χαμηλόφωνα [jamilófona] (adv.) en voz baja · μιλάω χαμηλόφωνα- ha blar en voz baja, χαμηλόφωνος [jamilófonos] (adj.) de voz baja. χαμηλώνω [jamilóno] (ν.) 1: bajar, re bajar, 2: disminuir, aminorar, descen der · χαμηλώνω τα μάτια- bajar los ojos · χαμηλώνω τις τιμές- rebajar los precios, χαμίνι [jamíni] (n7n.) pihuelo, χαμογελαστός [jamoguelastós] (adj.) sonriente, χαμόγελο [jamóguelo] (n/n.) sonrisa.
995
χαμογελώ χαμογελώ [jamogueló] (ν.) sonreír, χαμόδεντρο [jamódendro] (η./η.) ar busto. χαμομήλι [jamomíli] (n7n.) manzani lla, camomila, χαμός [jamós] (n./m.) 1: pérdida, daño, 2: jaleo, confusión · γίνεται χαμόςhay mucho jaleo, χαμόσπιτο [jamóspito] (n7n.) casucha, choza, chabola, χαμούρα [jamúra] (ηΛ ) puta, zorra, χάμουρα [jámura] (n7n.) pl. arreos, χαμπάρι [jambári] (nVn.) una noticia, noticias, novedades · παίρνω χα μπάρι- enterarse de una noticia, χάμπουργκερ [jámburguer] (nVn.) hamburguesa, χάμω [jámo] (adv.) abajo, hacia abajo, por/en tierra, χάνι [jáni] (n./n.) posada, fonda, me són. χάνομαι [jánome] (v.) perderse, χαντάκι [jandáqui] (nVn.) zanja, trin chera. χαντακώνω [jandacóno] (v.) desacher, destruir, destrozar, χάντρα [jándra] (ηΛ ) cuenta, χάνω [jáno] (v.) perder · τa χάνω- estar perdido · χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου- la tierra tiembla bajo mis pies · χάνω τα λόγια μου- confundir mis palabras · έχασα τον δρόμοperderel camino, χάος [jáos] (n7n.) caos, χαοτικός [jaoticós] (adj.) caótico, χάπι [jápi] (n./n.) píldora, pastilla, ta bleta · αντισυλληπτικόχάπι- pastilla anticonceptiva, χαρά [jará] (ηΛ ) alegría, placer, dicha • παιδική χαρά- parque de niños, χάραγμα [járagma] (nyn.) raya, trazo, χαραγματιά [jaragmatiá] (ηΛ ) mue sca, corte, incisión, raja, χαραγμένος [jaragménos] (adj.) gra
bado. χαράδρα [jarádra] (ηΛ ) precipicio, tajo, barranco, χαράζω [jarádso] (v.) 1: rayar, trazar ra yas, grabar, 2: (día) amanecer, χάρακας [járacas] (n7m.) regla, χαρακιά [jaraquiá] (ηΛ ) corte, corta dura, línea, raya, χαρακτήρας [jaractíras] (n./m.) ca rácter · κρατάω χαρακτήρα- ser resistente · γραφικός χαρακτήραςcarácter gráfico/escritura, χαρακτηρίζω [jaractirídso] (v.) cara cterizar, calificar, χαρακτηρισμός [jaractirismós] (n./m.) caracterización, χαρακτηριστικό [jaractirísticó] (nVn.) característica, χαρακτηριστικός [jaractiristicós] (adj.) característico, típico · χαρακτηριστι κό παράδειγμα- ejemplo típico, χαράκτης [jaráctis] (nVm.) grabador, χαρακτική [jaractiquí] (ηΛ ) grabado, χαρακτικός [jaracticós] (adj.) de gra bado. χαράκωμα [jarácoma] (n./n.) 1: trin chera, 2: trazado, rayado · στα χα ρακώματα του πολέμου- en las trin cheras de la guerra, χαρακώνω [jaracóno] (v.) rayar, χάραμα [járama] (ηΛι.) alba, amane cer. χαραμάδα [jaramáda] (ηΛ) grieta, fi sura, hendedura, ranura, χαράματα [jarámata] (n./n.) pl. ama necer, alba · ξυπνώ από τα χαράμα τα- pegarse un madragón. χαράμι [jarámi] (adv.) en vano, χαραμίζω [jaramídso] (v.) derrochar, malgastar, χάραξη [járaksi] (n./f.) grabado, χαράτσι [jarátsi] (nVn.) contribución, impuesto, tasa alta, χαρατσώνω [jaratsóno] (v.) imponer
996
χαρτοπώλης impuestos, tasar, χαραυγή [jaravguí] (n./f.) amanecer, alba. χάρβαλο [járvalo] (n./n.) ruina, χαρέμι [jarémi] (n7n.) harén, χάρη [jári] (n7f.) 1: favor, 2: gracia, en canto · σου κάνω χάρη- te hago un favor · για χάρη σου- para ti · χάρη στη βοήθεια των άλλων- gracias a la auyda de otros, χαριεντίζομαι [jariendídsome] (v.) en tretenerse, χαριεντισμός [jariendismós] (n7m.) entretenimiento, lisonja, zalamería, χαρίζω [jarídso] (v.) regalar, obse quiar. χάρισμα [járisma] 1: (n7n.) carisma, don, cualidad, regalo, 2: (adv.) gratis, de balde. χαρισματικός [jarismaticós] (adj.) carismático. χαριστικός [jaristicós] (adj.) parcial, predispuesto · χαριστική βολή- tiro decisivo. χαριτολογώ [jaritologó] (v.) 1: hablar con gracia, 2: bromear, decir chistes, χαριτωμένος [jaritoménos] (adj.) en cantador, agradable, gracioso, χάρμα [járma] (n7n.) delicia, maravilla • χάρμα οφθαλμών- maravilla para los ojos. χαρμάνι [jarmání] (nVn.) mezcla, χαρμόσυνη [jarmosíni] (n./f.) regocijo, χαρμόσυνος [jarmósinos] (adj.) ju biloso, alegre, festivo · χαρμόσυνη είδηση- buena noticia, χαροκόπι [jarocópi] (n7n.) juerga, χαροκόπος [jarocópos] (nVm.) juer guista. χαροπαλεύω [jaropalévo] (v.) agoni zar, luchar contra la muerte, χαροποιώ [jaropió] (v.) alegrar, regoci jar, deleitar, χάρος [járos] (n7m.) muerte.
χαρούμενος [jarúmenos] (adj.) feliz, alegre, contento, χαρούπι [jarúpi] (n./n.) algarroba, χαρουπιά [jarupiá] (n7f.) algarrobo, χάρτα [járta] (n./f.) carta, χαρταετός [jartaetós] (n./m.) cometa, χαρτζιλίκι [jartdsilíqui] (n7n.) dinero de bolsillo, para gastos personales · δίνω χαρτζιλίκι- dar dinero de bol sillo. χάρτης [jártis] (n./m.) mapa, χαρτί [jartí] (nVn.) 1: papel, hoja, 2: (baraja) naipe, carta · χαρτί περιτυ λίγματος- papel de envoltura · κάνω τα χαρτιά μου- solicitar los papeles · παίζω χαρτιά- jugar a las cartas, χαρτικά [jarticá] (nVn.) pl. artículos de escritorio, χάρτινος [jártinos] (adj.) de papel, χαρτοβασίλειο [jartovasílio] (n7n.) papeleo, burocracia, χατοβιομηχανία [jartoviomijanía] (nVf.) industria papelera, χαρτογραφώ [jartografó] (v.) trazar el mapa de. χαρτοκόπτης [jartocóptis] (n7m.) cor tapapeles, χαρτομάντιλο [jartomándilo] (nVn.) pañuelo, χαρτόνι [jartóni] (n./n.) cartón, χαρτονόμισμα [jartonómisma] (nVn.) billete. χαρτοπαίγνιο [jartopégnio] (nVn.) (naipes) juego, χαρτοπαίχτης [jartopéjtis] (n./m.) ju gador de cartas, χαρτοπετσέτα [jartopetséta] (nVf.) ser villeta. χαρτοπόλεμος [jartopólemos] (n./m.) batalla con serpentinas y confeti, χαρτοπωλείο [jartopolío] (n7n.) pa pelería. χαρτοπώλης [jartopólis] (n./m.) pa pelero.
997
χαρτοσημαίνω χαρτοσημαίνω [jartosiméno] (ν.) tim brar. χαρτόσημο [jartósimo] (n./n.) timbre fiscal, póliza, χαρτοφύλακας [jartofílacas] (n./m.) cartera, portafolios, χαρχαλεύω [jarjalévo] (v.) revolverlo todo. χαρωπός [jaropós] (adj.) alegre, con tento, feliz, animoso, jovial, χασάπης [jasápis] (n./m.) carnicero, χασάπικο [jasápico] (n./n.) carnicería, χάση [jási] (n./f.) (fase lunar) mengua, χάσιμο [jásimo] (nVn.) pérdida · δεν έχω καιρό για χάσιμο- no tengo tiempo para pedrer · χάσιμο χρό νου - pérdida de tiempo, χασίσι & χασίς [jasísi & jasís] (n./n.) hachís. χάσκω [jásco] (v.) mirar boquiabierto, χάσμα [jásma] (n./n.) precipicio, abis mo, sima · χάσμα γενεών- bache de generaciones, χασμουρητό [jasmuritó] (n7n.) bo stezo. χασμουριέμαι [jasmuriéme] (v.) bo stezar. χασμωδία [jasmodía] (n./f.) hiato, χασομέρης [jasoméris] (adj.) holga zán. χασομερώ [jasomeró] (v.) perder el tiempo, holgazanear, χασούρα [jasúra] (nVf.) pérdida, χαστούκι [jastúqui] (n7n.) bofetada, tortazo · δίνω χαστούκι- dar una bofetada. χαστουκίζω [jastuquídso] (v.) abofe tear. χατίρι [jatíri] (nVn.) favor · του έκανα το χατίρι- lo hice en favor de él · για χατίρι σου- para ti. χαυλιόδοντας [javliódondas] (n7m.) colmillo, χαύνος [jávnos] (adj.) lánguido.
χαύνωση [jávnosi] (n7f.) languidez, estupor, χαφιές [jafiés] (n./m.) delator, χάφτω & χάβω [jáfto & jávo] (ν.) 1: tragar, engullir, 2: engañarse · δεν τα χάφτω αυτά!- ¡no me engañas con ésto!. χαχανίζω [jajanídso] (v.) reírse a carca jadas, reírse tontamente, χάχανο [jájano] (n./n.) carcajada, χάχας [jájas] (n./m.) inocentón, creti no. χαψιά [japsiá] (n./f.) bocado, buche, χαώδης [jaódis] (adj.) caótico, χέζω [jédso] (v.) cagar, χείλι [jíli] (n./n.) labio, χειλικός [jilicós] (adj.) labial, χείλος [jilos] (nVn.) 1: (rostro) labio, 2: borde, margen · κρέμομαι από τα χείλη σου- estoy pendiente de tus labios · στο χείλος του γκρεμού- al borde del abismo, χείμαρρος [jímaros] (n./m.) torrente, aluvión · χείμαρρος καταχρήσεωνaluvión de abusos, χειμαρρώδης [jimaródis] (adj.) torren cial. χειμερινός [jimerinós] (adj.) de invier no, invernal · χειμερινός κολυμβη τής- nadador invernal, χειμώνας [jimónas] (n./m.) invierno, χειμωνιάτικος [jimoñáticos] (adj.) in vernal. χειραγώγηση [jiragóguisi] (nVf.) di rección, orientación, conducción, consejos, guía, χειραγωγώ [jiragogó] (v.) llevar de la mano, guiar, dirigir, χειράμαξα [jirámaksa] (nVf.) carretilla (de mano).
χειραφέτηση [jirafétisi] (nVf.) eman cipación, χειραφετώ [jirafetó] (v.) emancipar, χειραψία [jirapsía] (n./f.) apretón de
998
χειρωνακτικός manos. χειρίζομαι [jirídsome] (ν.) manejar, manipular, χειρισμός [jirismós] (n./m.) manejo, manipulación, χειριστήριο [jiristírio] (nVn.) control, tablero de instrumentos, χειριστής [jiristís] (nym.) 1: (máquina) manipulador, operador, 2: (avión) pi loto -χειριστής αεροσκάφους- pilo to de aeronave, χειροβομβίδα [jirovomvída] (n./f.) granada de mano, χειρόγραφο [jirógrafo] (n./n.) manus crito. χειρόγραφος [jirógrafos] (adj.) escrito a mano. χειροδικώ [jirodicó] (v.) abofetear, χειροθεσία [jirocesía] (n./f.) imposi ción de manos, χειροκίνητος [jiroquínitos] (adj.) ma nual. χειροκρότημα [jirocrótima] (n./n.) aplauso, ovación, χειροκροτώ [jirocrotó] (v.) aplaudir, batir palmas, χειρολαβή [jirolaví] (n./f.) asa, asidero, asimiento, χειρομαλάκτης [jiromaláctis] (n./m.) masajista, χειρομάλαξη [jiromálaksi] (n./f.) masage. χειρομαντεία [jiromandía] (n./f.) qui romancia, χειρομάντης [jiromándis] (n./m.) quiromántico. χειρονομία [jironomía] (n7f.) gesto, gesticulación, ademán · ευγενική χειρονομία- gesto de cortesía, χειρονομώ [jironomó] (v.) gesticular, χειροπέδες [jiropédes] (ηΛ ) pl. espo sas · φοράω χειροπέδες σε κάποιονponer a alguien las esposas, χειροπιαστός [jiropiastós] (adj.) pal
pable, tangible · χειροπιαστή από δειξη· prueba palpable, χειροπόδαρα [jiropódara] (adv.) de píes y manos, χειροποίητος [jiropíitos] (adj.) hecho a mano. χειροσφαίριση [jirosférisi] (n./f.) ba lonmano, χειρότερα [jirótera] (adv.) peor, χειροτέρευση [jirotérefsi] (n./f.) em peoramiento, χειροτερεύω [jiroterévo] (v.) empeo rar. χειρότερος [jiróteros] (adj.) peor, pési mo · στη χειρότερη περίπτωση- en el peor caso, χειροτέχνημα [jirotéjnima] (n./n.) tra bajo manual, χειροτέχνης [jirotéjnis] (n./m.) arte sano. χειροτεχνία [jirotejnía] (n./f.) manualidad. χειροτονία [jirotonía] (n./f.) consagra ción, ordenación, χειροτονώ [jirotonó] (v.) consagrar, ordenar. χειρουργείο [jirurguío] (n./n.) quirófa no, sala de operaciones, χειρουργική [jirurguiquí] (n./f.) ciru gía. χειρουργικός [jirurguicós] (adj.) qui rúrgico · χειρουργική επέμβασηoperación quirúrgica, χειρούργος [jirúrgos] (n./m.+f.) cirujano/a. χειρουργώ [jirurgó] (v.) operar, χειροφίλημα [jirofílima] (ηΛι.) besa manos. χειρόφρενο [jirófreno] (n./n.) freno de mano · τραβάω χειρόφρενο- tirar el freno de mano, χειρωνακτικός [jironacticós] (adj.) manual · χειρωνακτική εργασίαtrabajo manual.
999
χέλ. χέλι [jélí] (nVn.) anguila, χελιδόνι [jelidóni] (n/n.) golondrina, χελώνα [jelóna] (nyf.) tortuga, χέρι [jéri] (n./n.) mano · χέρι βοηθείας- echar una mano, χερούλι [jerúli] (nyn.) asa, asidor, ma ngo. χερσαίος [jerséos] (adj.) terrestre, χερσόνησος [jersónisos] (nyf.) penín sula. χέρσος [jérsos] (adj.) baldío, árido, sin cultivo. χέσιμο [jésimo] (n./n.) cagada, χημεία [jimia] (nyf.) química · οργανι κή/ανόργανη χημεία- Química orgá nica/inorgánica, χημείο [jimio] (nyn.) laboratorio de química. χημικός [jimicós] (adj.) químico •χημι κή αντίδραση- contracción química, χήνα [jína] (n./f.) ganso, oca. χήρα [jira] (n./f.) viuda, χηρεύω [jirévo] (v.) enviudar, χήρος [jiros] (nym.) viudo, χβες [jces] (adv.) ayer, χθεσινός [jcesinós] (adj.) de ayer, pa sado. χθόνιος [jzónios] (adj.) infernal, χιαστί [jiastí] (ad(v.) en cruz, χίλια [jília] (núm.) mil. χιλιάδα [jiliáda] (nyf.) millar, mil. χιλιάκριβος [jiliácrivos] (adj.) querido, amado. χιλιετηρίδα [jilietirída] (nyf.) milena rio, milenio, χιλιετία [jilietía] (nyf.) milenio, χιλιόγραμμο [jiliógramo] (nyn.) kilo, kilogramo, χιλιοειπωμένος [jilioipoménos] (adj.) gastado, raído, χίλιοι [jílii] (adj.) mil. χιλιόμετρο [jiliómetro] (nyn.) kilóme tro. χιλιοστόμετρο [jiliostómetro] (nyn.)
milímetro, χιλιοστός [jiliostós] (adj.) milésimo, χίμαιρα [jímera] (n./f.) quimera, χιμαιρικός [jimaricós] (adj.) quiméri co. χιμπαντζής [jibandsís] (nym.) chim pancé, mono, χιονάνθρωπος [jionánzropos] (n./m.) figura de nieve, muñeca de nieve. Χιονάτη [jionáti] (nyf.) Blancanieves. χιονάτος [jionátos] (adj.) niveo, blan co. χιόνι [jióni] (nyn.) nieve, χιονιά [jioñá] (nyf.) nevada, χιονιάς [jioñás] (n./m.) nevasca, χιονίζει [jionídsi] (v. impers.) (infiniti vo- nevar), nieva, está nevando, χιονισμένος [jionisménos] (adj.) ne vado. χιονίστρα [jionístra] (nyf.) sabañón · βγάζω χιονίστρες- tener sabañones, χιονόβροχο [jionóvrojo] (n./n.) nevi sca. χιονοδρόμος [jionodrómos] (n./m.) esquiador, χιονοθύελλα [jionocíela] (nyf.) venti sca, nevada, χιονόνερο [jionónero] (nyn.) agua nieve · ρίχνει χιονόνερο- cae/hay aguanieve, χιονονιφάδα [jiononifáda] (nyf.) copo de nieve. χιονόπτωση [jionóptosi] (nyf.) neva da. χιονοστιβάδα [jionostiváda] (nyf.) alud, avalancha, χιονοστρόβιλος [jionostróvilos] (nym.) torbellino de nieve, χιούμορ [jiúmor] (nyn.) humor, χιουμορίστας [jiumorístas] (nym.) humorista, χιουμοριστικός [jiumoristicós] (adj.) humorístico, humoristra. χιτώνας [jitónas] (nym.) 1: túnica,
1000
χοντραίνω manto, 2: (Med.) retina, χιτώνιο [jitónio] (nyn.) chaqueta ame ricana, chaquetón, túnica, χλαμύδα [jlamída] (nyf.) clámide, capa, manto. χλευάζω [jlevádso] (v.) burlarse, gua searse, cachondearse, χλευασμός [jlevasmós] (nyn.) irrisión, mofa, burla, guasa, χλευαστής [jlevastís] (n7m.) burlón, guasón, socarrón, χλευαστικός [jlevasticós] (adj.) bur lador. χλιαρός [jliarós] (adj.) tibio, templado, χλιαρότητα [jliarótita] (nyf.) tibieza, χλιδή [jlidí] (n./f.) lujo, voluptuosidad, opulencia, χλιμιντρίζω [jlimindrídso] (v.) relin char. χλιμίντρισμα [jlimíndrisma] (nyn.) re lincho. χλοερός [jloerós] (adj.) verde, cubier to de hierba, verdeante, χλόη [jlói] (ηΛ ) hierba, césped, χλωμάδα [jlomáda] (nyf.) palidez, χλωμιάζω [jlomiádso] (v.) palidecer, χλωμός [jlomós] (adj.) pálido, dema crado, decolorido, amarillo, amari llento. χλωρίδα [jlorída] (n./f.) flora, χλωρίνη [jloríni] (nyf.) lejía, χλώριο [jlório] (nyn.) cloro, χλωριούχος [jloriújos] (adj.) dórico, χλωρός [jlorós] (adj.) tierno, verde, fresco. χλωροφόρμιο [jlorofórmio] (nyn.) cloroformo, χλωροφύλλη [jlorofíli] (nyf.) clorofila, χνάρι [jnári] (nyn.) rastro, huella · βαδίζω σ τα χνά ρ ια το υ - seguir sus huellas. χνουδάτος [jnudátos] (adj.) afelpado, χνούδι [jnúdi] (nyn.) pelusa, vello, χνουδωτός [jnudotós] (adj.) velloso,
peludo, afelpado, χνότο [jnóto] (nyn.) aliento, χοάνη [joáni] (nyf.) crisol, χόβολη [jóvoli] (n7f.) ascua, rescoldo, χοιρινός [jirinós] (adj.) porcino, de cerdo. χοιρομέρι [jiroméri] (n./n.) jamón, χοίρος [jiros] (nym.) cerdo, puerco, cochino. χοιροστάσιο [jirostásio] (nyn.) pocil ga. χόκεϊ [jóquei] (nyn.) (Dep.) hockey, χολ [jol] (nyn.) recibidor, salón, vestí bulo. χολέρα [joléra] (nΛ ) cólera, χολή [jolQ (ηΛ ) bilis, χοληστερίνη [jolisteríni] (nyf.) cole sterina. χοληστερόλη [jolisteróli] (nyf.) colesterol. χολιάζω [joliádso] (v.) fastidiar, moles tar, enojar(se). χόλιασμα [jóliasma] (nyn.) dolor, mo lestia. χολολιθίαση [jololicíasi] (nyf.) litiasis biliar. χολοσκάω [joloscáo] (v.) preocuparse, inquietar. χολώνω [jolóno] (v.) fastidiar, moles tar. χονδρέμπορος [jondrémboros] (n./m.) mayorista, χονδροειδής [jondroidís] (adj.) grue so, desmañado, grosero, maleduca do, tosco, χόνδρος [jóndos] (nym.) cartílago, χοντράδα [jondráda] (nyf.) ordinariez, vulgaridad, tosquedad, grosería, χοντράδι [jondrádi] (nyn.) terrón, tro zo. χοντραίνω [jondréno] (v.) 1:engordar(se), 2: espesar, apretar · χ ο ν τ ρ α ίν ε ι το π α ιχ ν ίδ ι- el juego se pone peligro so.
1001
χοντρικός χοντρικός [jondricós] (adj.) al por ma yor. χοντροκέφαλος [jondroquéfalos] (adj.) 1: terco, testarudo, cabezota, cabeza cuadrada, 2: estúpido, tonto, χοντροκομμένος [jondrocoménos] (adj.) tosco, χοντροκοπιά [jondrocopiá] (ηΛ ) tos quedad, grosería, trabajo tosco, χοντρός [jondrós] (adj.) gordo, grue so. χορδή [jordí] (njf.) cuerda, χορδίζω [jordídso] (v.) afinar, χορευτής [joreftís] (n./m.) bailarín, χορευτικός [jorefticós] (adj.) de baile, de danza, χορεύτρια [joréftria] (n./f.) bailarina, χορεύω [jorévo] (v.) bailar, danzar, χορήγηση [joríguisi] (ηΛ ) concesión, prestación, otorgamiento, χορηγία [joriguía] (ηΛ ) donación, χορηγός [jorigós] (ηΛη.) patrocina dor, donante, donador, χορηγώ [jorigó] (v.) conceder, prestar, patrocinar, χορογραφία [jorografía] (n./f.) coreo grafía. χοροδιδασκαλείο [jorodidascalío] (ηΛι.) escuela de baile, χοροδιδάσκαλος [jorodidáscalos] (ηΛη.) profesor de baile, χοροεσπερίδα [joroesperída] (ηΛ) fie sta nocturna, baile, χοροπήδημα [joropídima] (ηΛι.) brin co. χοροπηδώ [joropidó] (v.) brincar, sal tar, dar saltos, χορός [jorós] (n./m.) baile, danza, χορταίνω [jorténo] (v.) hartarse, sa ciar, estar lleno, χορταποθήκη [jortapocíqui] (nyf.) gra nero, cuadra, χορτάρι [jortári] (n./n.) hierba, χορταρικά [jortaricá] (n./n.) pl. verdu
ras. χόρταση [jórtasi] (n./f.) saciedad, har tura. χορτασμός [jortasmós] (nVm.) sacie dad. χορταστικός [jortasticós] (adj.) copio so, abundante, suculento, χορτάτος [jortátos] (adj.) harto, satis fecho, lleno, χόρτο [jórto] (ηΛι.) 1: hierba, heno, 2: (coloq.) marijuana, χορτονομή [jortonomí] (n./f.) forraje, pienso. χορτοτάπητας [jortotápitas] (n./m.) césped. χορτοφάγος [jortofágos] (adj.) 1: (persona) vegetariano, 2: (animal) herbívoro, χορωδία [jorodía] (ηΛ.) coro, χορωδιακός [jorodiacós] (adj.) coral, χούι [júi] (n./n.) hábito, costumbre, χουζούρι [judsúri] (ηΛι.) molicie, χουνέρι [junéri] (ηΛι.) fiasco, χουρμαδιά [jurmadiá] (ηΛ.) palmera, χουρμάς [jurmás] (nVm.) dátil, χούφτα [júfta] (n./f.) puñado, χούφταλο [júftalo] (n7n.) carcamal, vejete. χουφτιάζω [juftiádso] (v.) asir, coger, agarrar. χρεία [jría] (n./f.) necesidad, utilidad, χρειάζομαι [jriádsome] (v.) necesitar, 2: (impers.) precisarse, hacer falta, χρειώδης [jriódis] (adj.) necesario, pre ciso. χρεμετίζω [jremetídso] (v.) relinchar, χρεμέτισμα [jremétisma] (nVn.) relin cho. χρεόγραφο [jreográfo] (n./n.) bono, reserves. χρεοκοπία [jreocopía] (ηΛ ) quiebra, bancarrota, suspensión de pagos, χρεοκοπώ [jreocopól (v.) quebrar, sus pender pagos, arruinarse, hundirse.
1002
χρονολογία χρεολυσία [jreolisía] (n7f.) amortiza ción. χρέος [jréos] (n./n.) 1: (Econ.) deuda, débito, 2: deber, obligación, encargo • κάνωτο χρέος μου- hacer mi deber/ obligación · εκτελώ χρέη διευθυντήejecutar el cargo del director, χρεοστάσιο [jreostásio] (nyn.) mora toria. χρεοφειλέτης [jreofilétis] (nym.) deu dor. χρεώνομαι [jreónome] (v.) cargarse, adeudar. χρεώνω [jreóno] (v.) cargar, cobrar, facturar. χρέωση [jréosi] (nyf.) cargo, cobro, facturación, factura · χρέωση λογα ριασμού- facturación en cuenta, χρεώστης [jreóstis] (nym.) deudor, χρήμα [jríma] (nyn.) 1: dinero, plata, moneda, 2: pl. dinero, χρηματίζω [jrimatídso] (v.) sabornar, corromper, cohechar, χρηματικός [jrimaticós] (adj.) de dine ro, pecuniario, χρηματιστήριο [jrimatistírio] (nyn.) bolsa. χρηματιστής [jrimatistís] (nym.) bol sista, agente de bolsa, χρηματιστικός [jrimatisticós] (adj.) de bolsa, financiero, χρηματοδότης [jrimatodótis] (nym.) financiador. χρηματοδότηση [jrimatodótisi] (nyf.) financiación, χρηματοδοτώ [jrimatodotó] (v.) fi nanciar. χρηματοκιβώ τιο [jrimatoquivótio] (n./n.) caja fuerte, caja de caudales, χρήση [jrísi] (n./f.) 1: uso, función, utili zación, 2: empleo, consumo · γενική χρήση- de uso común · οδηγίες χρή σης- instrucciones de uso · χρήση ναρκωτικών- consumo de drogas.
χρησιμεύω [jrisimévo] (v.) servir, ser útil. χρησιμοποίηση [jrisimopíisi] (n./f.) utilización, χρησιμοποιώ [jrisimopió] (v.) utilizar, usar, emplear, χρήσιμος [jrísimos] (adj.) útil, práctico, conveniente, χρησιμότητα [jrisimótita] (nyf.) utili dad, eficacia, χρησμός [jrismós] (nym.) oráculo, χρήστης [jristis] (n./m.) usuario, χρίζω [jrídso] (v.) cubrir, revestir, ungir, confirmar, untar, χρίσμα [jrísma] (n./n.) unción, confir mación. χριστιανικός [jristianicós] (adj.) cri stiano. χριστιανισμός [jristianismós] (nym.) cristianismo, χριστιανός [jristianós] (nym.) cristia no. Χριστός [Jristós] (n./m.) Jesús Cristo. Χριστούγεννα [jristúguena] (nyn.) pl. Navidad. χριστουγεννιάτικος [jristugueñáticos] (adj.) de navidad, navideño •χριστου γεννιάτικο δέντρο- árbol navideño, χροιά [jriá] (nyf.) matiz, tono, tez. χρονιά [jroñá] (nyf.) año. χρονικό [jronicó] (nyn.) crónica · ποτέ στα χρονικά δεν ξανάγινε- no suce dió nunca antes, χρόνιος [jrónios] (adj.) crónico, habi tual, perdurable, χρονικός [jronicós] (adj.) de tiempo · χρονικό διάστημα- periodo de tiem po · (Gram.) χρονικός σύνδεσμοςconjunción de tiempo, χρονογράφημα [jronográfima] (nyn.) crónica. χρονογράφος [jronográfos] (nym.+f.) cronista. χρονολογία [jronologuía] (nyf.) fecha,
1003
χρονολογικός cronología, χρονολογικός [jronologuicós] (adj.) cronológico, χρονολογώ [jronologó] (v.) fechar, datar. χρονόμετρο [jronómetro] (n./n.) cro nómetro, χρόνος [jrónos] (n./m.) tiempo, año. χρονοτριβή [jronotriví] (nyf.) demora, pérdida de tiempo, χρονοτριβώ [jronotrivó] (v.) demorar se, perder el tiempo, tardar, χρυσάνθεμο [jrisáncemo] (n./n.) cri santemo, χρυσάφι [jrisáfi] (n7n.) oro. χρυσαφικό [jrisaficó] (nVn.) joya, χρυσή [jrisí] (nyf.) ictericia, χρυσίζω [jrisídso] (v.) dorar, brillar como el oro. χρυσοθήρας [jrisocíras] (nVm.) busca dor de oro. χρυσοκέντητος [jrisoquénditos] (adj.) bordado en oro. χρυσός [jrisós] (adj.) de oro, dorado, χρυσός [jrisós] (n7m.) oro. χρυσοχοείο [jrisojoío] (n7n.) joyería, χρυσοχόος [jrisojóos] (n7m.+f.) joye ro, joyera. χρυσώνω [jrisóno] (v.) dorar •χρυσώ νω το χάπι- dorar la pildora, χρυσωρυχείο [jrisorijío] (n./n.) mina de oro. χρώμα [jróma] (nVn.) 1: (general) color, tinte 2: (para pintar) pintura, χρωματίζω [jromatídso] (ν.) 1: colo rear, pintar, 2: (voz) modular, χρωματισμός [jromatismós] (nym.) coloración, colorido, color, χρωματιστός [jromatistós] (adj.) de color, colorado, χρώμιο [jrómio] (n./n.) (Qulm.) cromo, χρωστικός [jrosticós] (adj.) colorante, χρωστώ [jrostó] (v.) deber · σου χρω στάω χάρη- te debo un favor · του
χρωστάω τη ζωή μου- le debo mi vida. χταπόδι [jtapódi] (nVn.) pulpo, χτένα [jténa] (n7f.) peine, χτενίζομαι [jtenídsome] (v.) peinarse, χτενίζω [jtenídso] (v.) peinar, χτένισμα [jténisma] (nVn.) peinado, χτες & χθες [jtes & jces] (adv.) ayer, χτίζω [jtídso] (v.) 1: edificar, construir, 2: crear, χτικιό [jtiquió] (n7n.) tisis, χτύπημα [jtípima] (nVn.) 1: golpe, choque, batido, 2: campanada, 3: desdicha, infortunio, χτυπητός [jtipitós] (adj.) 1: batido, chi llón, 2: (colores) llamativo · χτυπητά αυγά- huevos batidos · χτυπητά (έντονα) χρώματα- colores llamati vos. χτυποκάρδι [jtipocárdi] (nVn.) latido, χτύπος [jtípos] (n./m.) 1: golpe, 2: (co razón) latido, 3: (teléfono) llamada, χτυπώ [jtipó] (v.) 1: golpear, pegar, batir, 2: (corazón) latir, 3: (teléfono) llamar. χυδαιολογία [jideologuía] (nVf.) ob scenidades, grosería, χυδαίος [jidéos] (adj.) vulgar, grosero, χυδαιότητα [jideótita] (nVf.) vulgari dad, grosería, χύμα [jíma] (adv.) a granel, χυμός [jimós] (nVm.) zumo, jugo, χυμώδης [jimódis] (adj.) jugoso, χύνω [jíno] (v.) 1: verter, derramar, echar, 2: (coloq.) eyacular, χυτήριο [jitírio] (n7n.) fundición, χυτοσίδηρος [jitosídiros] (nym.) hie rro colado, χύτρα [jítra] (n7f.) olla · χύτρα ταχύτη τας- olla a presión, χωλαίνω [joléno] (v.) cojear, χώμα [jóma] (n./n.) tierra, χωμάτινος [jomátinos] (adj.) de tierra, terroso.
1004
χωρώ χωνευτικός [jonefticós] (adj.) digeri ble, digestivo, χωνεύω [jonévo] (v.) digerir · δ εν μ π ο ρ ώ v a το χω νέψ ω - no puedo digerir a esé tío. χώνεψη [jónepsi] (nyf.) digestión, χωνί [joní] (n./n.) embudo, χώνω [jóno] (v.) meter, hincar, ente rrar. χώρα [jóra] (n./f.) 1: país, 2: lugar, re gión. χωρατατζής [joratatdsís] (nVm.) chi stoso, bromista, bufón, χωρατεύω [joratévo] (v.) bromear, burlarse. χωράφι [joráfi] (ηΛι.) huerto, campo, vergel. χωρητικότητα [joriticótita] (ηΛ.) ca pacidad, cabida, χώρια [jória] (adv.) aparte, separada mente. χωριάτης [joriátis] (nym.) pueblerino, aldeano, campesino, paleto, χωριατιά [joriatiá] (ηΛ ) grosería, χωριάτικος [joriáticos] (adj.) de pue blo · χω ριάτικο ψω μί- pan de pue blo. χωρίζω [jorídso] (ν.) 1: separar(se), dividir, 2: (pareja) divorciar(se), de jarse.
χωρικός [joricós] (adj.) aldeano, cam pesino, χωρίο [jorío] (ηΛι.) pasaje, χωριό [jorió] (n./n.) pueblo, χωριουδάκι [joriudáqui] (n./n.) aldea, χωρίς [jorís] (adv.) sin. χώρισμα [jórisma] (ηΛι.) 1: separa ción, 2: tabique, χωρισμός [jorismós] (ηΛη.) separa ción, división, χωριστικός [joristicós] (adj.) separa dor. χωριστά [joristá] (adv.) separadame nte, por separado, aparte, χωριστός [joristós] (adj.) separado, apartado, χωρίστρα [jorístra] (n./f.) raya (del pelo). χώρος [jóros] (n./m.) espacio, lugar, sitio. χωροταξία [jorotaksía] (ηΛ.) planifi cación. χωροταξικός [jorotaksicós] (adj.) pla nificador. χωροφύλακας [jorofflacas] (n7m.) gen darme, guardia civil, gendarme, χωροφυλακή [jorofilaquí] (ηΛ ) guar dia civil, gendarmería, χωρώ [joró] (v.) 1: caber, 2: hay sitio.
1005
Ψ, Ψ [psi] (η./η.) vigésima tercera letra del alfabeto griego, ψάθα [psáza] (nyf.) esparto, paja, ψάθινος [psácinos] (adj.) de esparto, de paja, ψαλίδα [psalída] (nyf.) tijeras, ψαλίδι [psalídi] (nyn.) tijera, ψαλιδιά [psalidiá] (nyf.) tijeretazo, ψαλιδίζω [psalidídso] (v.) tijeretear, ψάλλω [psálo] (v.) cantar, entonar un himno, salmodiar, ψαλμός [psalmós] (nym.) salmo, can to. ψαλμωδία [psalmodía] (nyf.) salmo dia. ψάλτης [psáltis] (nym.) salmista, ψάξιμο [psáksimo] (nyn.) búsqueda, busca, averiguación, inquisición, ψαραγορά [psaragorá] (nyf.) mercado de pescado, ψαράδικο [psarádico] (n./n.) pesca dería. ψαράδικος [psarádicos] (adj.) de pe sca, relativo a la pesca, ψαραίνω [psaréno] (v.) salirle canas, ψαράς [psarás] (n./m.) pescador, pe scadero, ψάρεμα [psárema] (n./n.) pesca, ψαρεύω [psarévo] (v.) pescar, ψαρής [psarís] (adj.) canoso, que tiene canas. ψάρι [psári] (n./n.) 1: (animal) pez, 2: (comida) pescado, ψαρόβαρκα [psaróvarca] (n./f.) barca de pesca. ψαροκόκαλο [psarocócalo] (n./n.) es pina, raspa, ψαχνό [psajnó] (n./n.) carne deshue sada, carne magra, ψάχνω [psájno] (v.) 1: buscar, pregun tar, explorar, 2: averiguar, inquirir, 3: (Inform.) navegar · τι ψάχνεις;- ¿qué
estás buscando? · μ η ν το ψάχνειςa) no lo busques, b) (coloq.) ¡déjalo caer!. ψαχούλεμα [psajúlema] (nyn.) mano seo. ψαχουλεύω [psajulévo] (ν.) 1: mano sear, 2: rebuscar, ψεγάδι [psegádi] (nyn.) defecto, man cha, tacha, ψείρα [psíra] (nyf.) piojo, ψειριάρης [psiriáris] (adj.) piojoso, ψεκάζω [psecádso] (ν.) 1: rociar, salpi car, 2: pulverizar, ψεκασμός [psecasmós] (nym.) pulve rización. ψεκαστήρας [psecastíras] (nym.) pul verizador, ψελλίζω [pselídso] (v.) balbucear, tar tamudear, titubear, ψελλισμός [pselismós] (nym.) balbu ceo, tartamudeo, titubeo, ψέλνω & ψάλλω [psélno & psálo] (v.) salmodiar, entonar un himno, ψέμα [pséma] (nyn.) 1: mentira, 2: fal sedad · μ ου είπε ψέματα- me dijo mentiras · κακά τα ψέματα- es mejor admitir la verdad, ψευδαίσθηση [psevdéscisi] (nyf.) ilu sión · τρέφω ψευδαισθήσεις- tener ilusiones. ψευδαισθητικός [psevdesciticós] (adj.) ilusorio. ψευδάργυρος [psevdárguiros] (n./m.) (Quím.) zinc, ψευδής [psevdís] (adj.) falso, engaño so, ficticio, deshonesto, ψευδίζω [psevdídso] (v.) cecear, bal bucear, tartajear, ψεύδισμα [psévdisma] (n./n.) ceceo, balbuceo, tartajeo, ψευδολόγημα [psevdológuima] (n./n.) mentira, falsedad, ψευδολογία [psevdologuía] (n./f.) fal sedad.
1006
ψηφοφόρος ψευδολόγος [psevdológos] (adj.) men tiroso. ψεύδομαι [psévdome] (v.) mentir, de cir mentiras, fingir, ψευδομάρτυρας [psevdomártiras] (n7 m.+f.) testigo falso, ψευδομαρτυρία [psevdomartiría] (nyf.) falso testimonio, ψευδορκία [psevdorquía] (ηΛ ) perju rio, falso testimonio/juramento, ψευδός [psevdós] (adj.) ceceoso, bal buciente, tartajoso, ψεύδος [psévdos] (n./n.) mentira, fal sedad · ασύστολα ψεύδη- mentiras desvergonzadas, ψευδώνυμο [psevdónimo] (nVn.) seu dónimo, sobrenombre, ψεύτης [pséftis] (n7m.) mentiroso, embustero, ψευτιά [pseftiá] (ηΛ.) mentira, false dad. ψεύτικος [pséfticos] (adj.) 1: falso, fingido, 2: simulado, 3: postizo, ar tificial · ψεύτικα δάκρυα- lágrimas simuladas · ψεύτικο όνομα- nombre fingido. ψευτοκλαίω [pseftocléo] (v.) lloriquear, ψευτοφτιάχνω [pseftoftiájno] (v.) cha pucear. ψευτοφυλλάδα [psetofiláda] (nyf.) periodicucho. ψήγμα [psígma] (n7n.) grano, mota, ψήκτρα [psíctra] (n./f.) cepillo, escoba, brocha, pincel, ψηλά [psila] (adv.) en alto, a lo alto, ψηλάφηση [psiláfisi] (n./f.) palpación, tiento. ψηλαφητός [psilañtós] (adj.) 1: palpa ble, tangible, 2: claro, evidente, ψηλαφίζω [psilafídso] (v.) palpar, ten tar. ψηλαφιστά [psilañstá] (adv.) buscar a tientas. ψηλολέλεκας [psilolélecas] (n./m.) lar
guirucho. ψηλόλιγνος [psilólignos] (adj.) largui rucho, alto y delgado, ψηλός [psilós] (adj.) 1: (persona) alto, 2: (cosa) elevado, ψηλοτάκουνα [psilotácuna] (ηΛι.) pl. zapatos de tacón alto, ψήλωμα [psíloma] (ηΛι.) altura, ele vación. ψηλώνω [psilóno] (v.) 1: subir, 2: alzar, crecer. ψημένος [psiménos] (adj.) asado, to stado , cocido, ψήνω [psíno] (ν.) 1: asar, tostar, 2: (co loq.) a) convencer, b) ligar, ψήσιμο [psísimo] (n7n.) 1: asado, tueste, cocción, 2: (coloq.) convenci miento. ψησταριά [psistariá] (ηΛ ) 1: barba coa, 2: asador, parilla. ψητό [psitó] (n./n.) asado, ψητός [psitós] (adj.) asado, tostado, ψηφιακός [psifiacós] (adj.) digital · ψηφιακά κανάλια- canales digitales, ψηφιδωτό [psifidotó] (ηΛι.) mosaico, ψηφιδωτός [psifídotós] (adj.) de mo saico. ψηφίζω [psifídso] (v.) votar, ψηφίο [psifío] (n./n.) dígito, letra · δε καδικό ψηφίο- número dígito, ψήφισμα [psífisma] (ηΛι.) resolución, decreto. ψηφοδέλτιο [psifodéltio] (n./n.) pa peleta. ψηφοδόχος [psifodójos] (nyf.) urna, ψηφοθήρας [psifocíras] (n./m.) que busca los votos, ψηφοθηρία [psifociría] (ηΛ.) búsque da de votos, ψήφος [psífos] (n./f.) voto · ψήφος εμπιστοσύνης- voto de confianza, ψηφοφορία [psifoforía] (ηΛ ) vota ción, elección, ψηφοφόρος [psifofóros] (n7m.+f.) vo
1007
ψιθυρίζω tante, elector, ψιθυρίζω [psicirídso] (v.) susurrar, murmurar, musitar, cuchichear, ψιθυρισμό [psicírisma] (n./n.) susurro, murmullo, cuchicheo, ψιθυριστής [psiciristís] (n./m.) mur murador. ψιθυριστός [psiciristós] (adj.) murmu rado. ψίθυρος [psíciros] (n./m.) susurro, mur mullo, rumor, ψιλά [psilá] (n./n.) pl. dinero suelto, metálico, monedas · έχεις ψιλά;¿tienes monedas? · αυτά είναι ψιλά γράμματα- eso es detalle · παίρνω κάποιον στο ψιλό- burlarse de al guien. ψιλικά [psilicá] (nyn.) pl. mercería, ar tículos menudos, ψιλοβρέχει [psilovréji] (v. impers.) (infinitivo- lloviznar), lloviznar, está lloviznando, ψιλοκόβω [psilocóvo] (v.) picar, ψιλοκουβέντα [psilocuvénda] (nyf.) chismes, habladurías, ψιλοπράγματα [psiloprágmata] (nyn.) pl. bagatelas, cosas de poca impor tancia. ψιλός [psilós] (adj.) delgado, fino, me nudo. ψίχα [psíja] (nyf.) miga, pulpa, ψιχάλα [psijála] (n./f.) llovizna, chispa, ψιχαλίζει [psijalídsi] (v. impers.) (infi nitivo- lloviznar), llovizna, está lloviz nando. ψίχουλο [psíjulo] (n./n.) migaja, miaja, miga. ψιψίνα [psipsína] (n./f.) minino, ψόγος [psógos] (n./m.) culpa, repro che, censura, ψοφίμι [psofími] (nyn.) carroña, ψόφιος [psófios] (adj.) 1: muerto, 2: (coloq.) agotado, cansado, ψόφος [psófos] (n./m.) muerte.
ψοφώ [psofó] (v.) 1: morirse, 2: (coloq.) agotarse, cansarse, ψυγείο [psiguío] (nyn.) frigorífico, ne vera, refrigerador, ψύκτης [psíctis] (n./m.) 1: nevera por tátil, 2: congelador, ψυκτικός [psicticós] 1: (n./m.) (profe sión) especialista en la refrigeración, 2: (adj.) helado, congelado, ψύλλος [psílos] (n./m.) pulga, ψύξη [psíksi] (nyf.) 1: enfriamiento, 2: congelación, ψυχαγωγία [psijagoguía] (nyf.) recreo, entretenimiento, diversión, ψυχαγωγικός [psijagoguicós] (adj.) recreativo, entretenido, de entrete nimiento · ψυχαγωγική εκπομπήprograma de entretenimiento, ψυχαγωγώ [psijagogó] (v.) recrear, en tretener, divertir, distraer, ψυχανάλυση [psijanálisi] (n./f.) psi coanálisis, ψυχασθένεια [psijascénia] (nyf.) psi cosis, psicopatía, ψυχή [psijí] (nyf.) alma, anima, psique, ψυχιατρείο [psijiatrío] (n./n.) clínica psiquiátrica, ψυχιατρική [psijiatriquí] (nyf.) psiquia tría. ψυχιατρικός [psijiatricós] (adj.) psi quiátrico · ψυχιατρική κλινική- clíni ca psiquiátrica, ψυχίατρος [psijíatros] (n./m.+f.) psi quiatra. ψυχικός [psijicós] (adj.) 1: psíquico, de ánimo, 2: mental · ψυχικό τραύμαtrauma psíquico, ψυχισμός [psijismós] (n./m.) 1: psique, ánima, 2: mente, ψυχοθεραπεία [psijocerapía] (nyf.) psicoterapia · κάνω ψυχοθεραπείαhacer psicoterapia, ψυχολογία [psijologuía] (n./f.) psico logía.
1008
ψωριάζω ψυχολογικός [psijologuicós] (adj.) psicológico · ψυχολογική υποστήρι ξη- apoyo psicológico · ψυχολογική βία- violencia psicológica, ψυχολόγος [psijológos] (n7m.+f.) psicólogo/a. ψυχοπαθής [psijopacís] (adj.) psicó pata. ψυχορραγώ [psijoragó] (v.) expirar, ago nizar. ψύχος [psíjos] (n./n.) frío, hielo, ψυχαναλυτικός [psijanaliticós] (adj.) psicoanalítico. ψυχρά [psijrá] (adv.) fríamente, con frialdad. ψύχρα [psíjra] (n./f.) fresco, frío · κάνει ψυχρά· hace fresco, ψυχραιμία [psijremía] (n./f.) sangre fría, serenidad, aplomo, impavidez, ψύχραιμος [psíjremos] (adj.) que tiene sangre fría, sereno, impávido, calma do. ψυχραίνω [psijréno] (v.) enfriar, re frescar. ψυχρολουσία [psijrolusía] (nVf.) du cha de agua fría, ψυχρός [psijrós] (adj.) frío, apático, indiferente, frígido · εν ψυχρώ- con alevosía.
ψυχρότητα [psijrótita] (n./f.) frialdad, apatía, indiferencia, frigidez, ψυχρούλα [psijrúla] (n./f.) frío, fresquito · κάνει ψυχρούλα- hace fresquito. ψυχώ [psijó] (v.) congelar, enfriar, he lar. ψύχωση [psíjosi] (nyf.) psicosis · έχω ψύχωση με κάτι- tener psicosis con algo. ψωμάδικο [psomádico] (nVn.) pana dería. ψωμάς [psomás] (n./m.) panadero, ψωμί [psomí] (nVn.) pan · μαύρο ψωμί- pan integral, ψώνια [psóña] (nVn.) pl. compras · κάνω ψώνια- hacer compras · πάω για ψώνια- ir de compras, ψωνίζω [psonídso] (v.) comprar, hacer la compra, ψώνιο [psóño] (n7n.) 1: compra, 2: (coloq.) locura, pasión, 3: (coloq. per sona) chiflado, bobo · έχω ψώνιο με κάτι- estoy apasionado de algo · εί ναι ψώνιο- es muy chiflado, ψώρα [psóra] (n./f.) sarna, ψωραλέος [psoraléos] (adj.) sarnoso, ψωριάζω [psoriádso] (v.) tener sarna.
1009
Ω, ω [oméga] (η./η.) vigésima cuarta letra del alfabeto griego, ω [o] (interj.) ¡oh!, ¡ay!, ωάριο [oário] (nVn.) óvulo, ωδείο [odio] (nyn.) conservatorio, ωδή [odí] (nA ) oda. ωδική [odiquí] (nyf.) 1: arte de cantar, 2: clase de música, ωδικός [odicós] (adj.) cantor, canta nte, cantable, ωδίνες [odínes] (nyf.) pl. dolores de parto. ώθηση [ócisi] (nyf.) 1: empuje, 2: im pulso, impulsión, ωθώ [ozó] (ν.) 1: empujar, 2: impulsar · ωθώ κάποιον va κάνει κάτι- impul sar a alguien a hacer algo, ωκεάνιος [oqueánios] (adj.) del océa no, oceánico, ωκεανογραφία [oqueanografía] (nyf.) oceanografía, ωκεανογραφικός [oqueanograficós] (adj.) oceanográfico. ωκεανογράφος [oqueanográfos] (n./ m.+f.) oceanógrafo, ωκεανολογικός [oqueanologicós] (adj.) oceanográfico. ωκεανός [oqueanós] (n./m.) océano • Ειρηνικός ωκεανός- océano Pací fico · Ατλαντικός ωκεανός- océano Atlántico, ωλένη [oléni] (n./f.) (Anat.) antebrazo, ωμοπλάτη [omopláti] (n./f.) omópla to. ώμος [ómos] (n./m.) hombro · (metáf.) σηκώνω το βάρος στους ώμους μου- encargarse de un asunto di fícil · γέρνω τον ώμο μου (συμπα ραστέκομαι)· arrimar el hombro (a alguien). ωμός [omós] (adj.) 1: crudo, 2: áspero, duro · ωμή πραγματικότητα- dura
realdad. ωμότητα [omótita] (ηΛ ) 1: crudeza, 2: aspereza, dureza, ωοειδής [ooidís] (adj.) oval, ovalado, ovoide. ωοθήκη [oocíqui] (n./f.) ovario, ωόν [oón] (n./n.) huevo, ωορρηξία [ooriksía] (nyf.) ovulación, ωοτόκος [ootócos] (adj.) ovíparo, ώρα [óra] (nyf.) 1: hora, 2: tiempo · ώρες εργασίας- a) horas laborales, b) horas de trabajo · ώρα ανάγκηςestado de emergencia · πάνω στην ώρα- a la hora · ώρες κοινής ησυ χίας· horas de silencio común · ώρες-ώρες- a veces · φαγητά της ώρας- comida a la parida · επί ώρεςdurante horas · πληρώνεται με την ώρα- cobra por hora, ωραία [oréa] (adv.) muy bien, estu pendamente, ωραίος [oréos] (adj.) 1: guapo, her moso, bello, bonito, bueno, 2: agra dable. ωραιότητα [oreótita] (nyf.) belleza, hermosura, ωράριο [orário] (n./n.) horario · ελα στικό ωράριο- horario flexible · πλή ρες ωράριο- horario completo, ωριαίος [oriéos] (adj.) de una hora, a cada hora, por hora · ωριαίο πρό γραμμα· programa por hora, ωριμάζω [orimádso] (v.) madurar, ωρίμανση [orímansi] (n./f.) madura ción. ώριμος [órimos] (adj.) 1: maduro, de sarrollado, 2: juicioso, ωριμότητα [orimótita] (n./f.) madu rez. ωροδείχτης [orodíjtis] (n./m.) maneci lla del reloj, ωρολογιακός [orologuiacós] (adj.) del tiempo · ωρολογιακή βόμβαa) bomba de relojería, b) bomba de
1010
ωώδης tiempo. ωρολόγιο [orológuio] (n./n.) reloj · ω ρ ολό γιο πρόγρα μμα- programa académico, ωρολογοποιείο [orologopiío] (nVn.) relojería. ωρολογοποιός [orologopiós] (n./m.) relojero. ωρομίσθιο [oromíscio] (n7n.) un hora de salario, sueldo, ωροσκόπιο [oroscópio] (n7n.) horó scopo, zodíaco, ωροσκόπος [oroscópos] (nVm.) ascendente. ωρύομαι [oríome] (v.) aullar, chillar, gritar. ως [os] (adv.) como · ως σ υνήθω ςcom o siempre · ως πρ ος- en cuanto a · ως εκ το ύ το υ - por eso · ως εξήςdesde ahora, ωσότου [osótu] (conj.) hasta que. ώστε [óste] (conj.) de modo que, para que, hasta que. ωστόσο [ostóso] (conj.) sin embargo, a pesar de todo, no obstante, ωταλγία [otalguía] (n./f.) otalgia, dolor de orejas, dolor de oídos, ωτίτιδα [otítida] (n./f.) otitis.
ωτορινολαρυγγολόγος [otorinolarigkológos] (nVm.+f.) otorrinolaringólogo. ωφέλεια [ofélia] (n7f.) provecho, utili dad, beneficio, ωφέλημα [ofélima] (n./n.) beneficio, ventaja. ωφελιμισμός [ofelimismós] (nVm.) uti litarismo. ωφελιμιστής [ofelímistís] (nVm.) uti litarista. ωφελιμιστικός [ofelimisticós] (adj.) uti litario. ωφέλιμος [ofélimos] (adj.) provecho so, útil, beneficioso, ωφελιμότητα [ofelimótita] (n./f.) uti lidad. ωφελώ [ofeló] (v.) ser útil, servir, bene ficiar, ayudar, ωχ [oj] (interj.) ¡ay!, ¡oh!, ώχρα [ójra] (nyf.) ocre, ωχριώ [ojrió] (v.) palidecer, ωχρός [ojrós] (adj.) 1: (color) pálido, descolorido, demacrado, 2: débil · ωχρή α νά μ νησ η- recuerdo lejano, ωχρότητα [ojrótita] (nVf.) palidez, ωώδης [oódis] (adj.) oval, ovoide.
1011
ΜίΙίΜ Μ ΗΠΒΜ Ι Β Β Ξ 1 9 · ACERTAR acierto ACORDAR acuerdo ADVERTIR advierto agradezco AGRADECER APARECER parezco APROBAR apruebo ATRAVESAR atravieso quepo CABER CAER caigo CALENTAR caliento CERRAR cierro COMER como CONOCER conozco CONTAR cuento COSTAR cuesto DAR doy DECIR digo DESPERTARSE me despierto DIVERTIRSE me divierto DORMIR duermo EMPEZAR empiezo ENCONTRAR encuentro ENTENDER entiendo ESTAR estoy HABER he HABLAR hablo HACER hago IR voy JUGAR juego LEER leo MORIR muero MOSTRAR muestro MOVER muevo NEGAR niego ofrezco OFRECER OÍR oigo OLER huelo PARECER parezco
Ι · ί Ι Ι ι ιΗ ( ί · · Ε 1 Ι ϊ 1 Ι Ι 5 · 1 · 3 > 1 4 * 1 » ] ί Μ acerté acordé advertí agradecí aparecí aprobé atravesé cupe caí calenté cerré comí conocí conté costé di dije me desperté me divertí dormí empecé encontré entendí estuve hube hablé hice fui jugué leí morí mostré moví negué ofrecí oí olí parecí 1012
acertaré acordaré advertiré agradeceré apareceré aprobaré atravesaré cabré caeré calentaré cerraré comeré conoceré contaré costaré daré diré me despertaré me divertiré dormiré empezaré encontraré entenderé estaré habré hablaré haré iré jugaré leeré moriré mostraré moveré negaré ofreceré oiré oleré pareceré
acierte acuerde advierta agradezca aparezca apruebe atraviese quepa caiga caliente cierre coma conozca cuente cueste dé diga me despierte me divierta duerma empiece encuentre entienda esté haya hable haga vaya juegue lea muera muestre mueva niegue ofrezca oiga huela parezca
PEDIR PENSAR PERDER PODER PONER PREFERIR QUERER REPETIR ROGAR SABER SALIR SEGUIR SENTARSE SENTIRSE SER SERVIR SOÑAR TENER TRAER VENIR VER VESTIRE VIVIR VOLVER
pido pienso pierdo puedo pongo prefiero quiero repito ruego sé salgo sigo me siento me siento soy sirvo sueño tengo traigo vengo veo me visto vivo vuelvo
ABRIR ABSOLVER BENDECIR CUBRIR DECIR DESCRIBIR DESCUBRIR DESPERTAR DEVOLVER DISOLVER DISPONER ENCUBRIR ENVOLVER ESCRIBIR
: abierto : absuelto : bendito : cubierto : dicho : descrito : descubierto : despierto : devuelto : disuelto : dispuesto : encubierto : envuelto : escrito
1
pedí pensé perdí pude puse preferí quise repetí rogué supe salí seguí me senté me sentí fui serví soñé tuve traje vine vi me vestí viví volví
pediré pensaré perderé podré pondré preferiré querré repetiré rogaré sabré saldré seguiré me sentaré me sentiré seré serviré soñaré tendré traeré vendré veré me vestiré viviré volveré
pida piense pierda pueda ponga prefiera quiera repita ruegue sepa salga siga me siente me sienta sea sirva sueñe tenga traiga venga vea me vísta viva vuelva
ΠΙΝΑΚΑΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ME ΑΝΩΜΑΛΗ ΜΕΤΟΧΗ FREÍR HACER IMPRIMIR MALDECIR MORIR PONER PRENDER RESOLVER ROMPER SATISFACER SOLTAR VER VOLVER
1013
: frito : hecho : impreso : maldito : muerto : puesto : preso : resuelto :roto : satisfecho : suelto : visto : vuelto
rPAMMATIKH/GRAMATICA
Στην ισπανική γλώσσα, τα ρήματα χωρίζονται σε 3 συζυγίες. Για να αναγνωρί σουμε σε ποια συζυγία ανήκει κάθε ρήμα, ελέγχουμε την κατάληξη του απαρεμ φάτου. Τα ρήματα της 1ης συζυγίας έχουν κατάληξη: -AR, όπως: cantar. Τα ρήματα της 2ης συζυγίας έχουν κατάληξη: -ER, όπως: comer. Τα ρήματα της 3ης συζυγίας έχουν κατάληξη: -IR, όπως: vivir.
OPimKH/INDICATlVO ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ (PRESENTE)
Τα ρήματα στον ενεστώτα χωρίζονται στις εξής κατηγορίες: 1. Ομαλά ρήματα Στα ομαλά ρήματα διατηρούμε το θέμα του ρήματος και προσθέτουμε τις πα ρακάτω καταλήξεις:
Υο
canto
como
Tú
cantas
comes
vivo vives
Él/Ella/Usted
canta
come
vive vivimos
Nosotros/as
cantamos
comemos
Vosotros/as
cantáis
coméis
vivís
Ellos/ Ellas/ Ustedes
cantan
comen
viven
1014
Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας που τελειώνουν σε -cer/ - cir στο α' ενικό έχουν την εξής ιδιομορφία: Για παράδειγμα: ofrecer, conocer, traducir, conducir. OFRECER Yo
TRADUCIR
ofrezco
traduzco
Tú
ofreces
traduces
Él/Ella/Usted
ofrece
traduce
Nosotros/as
ofrecemos
traducimos
Vosotros/as
ofrecéis
traducís
Ellos/ Ellas/ Ustedes
ofrecen
traducen
2. Ανώμαλα ρήματα
Τα ανώμαλα ρήματα, όπως τα estar, dar, ser, tener, hacer, poner, saber, decir, ir, venir σχηματίζουν τους εξής τύπους: ESTAR
DAR
Yo
estoy
doy
soy
Tú
estás
das
eres
I
SER
Él/Ella/Usted
está
da
es
Nosotros/as
estamos
damos
somos
Vosotros/as
estáis
dais
sois
Ellos/ Ellas/ Ustedes
están
dan
son
TENER
HACER
PONER
Yo
tengo
hago
pongo
Tú
tienes
haces
pones
Él/Ella/Usted
tiene
hace
pone
Nosotros/as
tenemos
hacemos
ponemos
Vosotros/as
tenéis
hacéis
ponéis
Ellos/ Ellas/ Ustedes
tienen
hacen
ponen
1015
Yo
sé
digo
voy
Tú
sabes
dices
vas
Él/Ella/Usted
sabe
dice
va
Nosotros/as
sabemos
decimos
vamos
Vosotros/as
sabéis
decís
vais
Ellos/ Ellas/ Ustedes
saben
dicen
van
3. Ρήματα με διφθογγισμό Τα ρήματα αυτά παρουσιάζουν διφθογγισμό στο θέμα τους (σε όλα τα πρόσω πα εκτός από το β' και γ' πληθυντικό) και σχηματίζουν ομαλά τις καταλήξεις τους ανάλογα με τη συζυγία που ανήκουν (βλέπε ομαλά ρήματα). Στην 1η συζυγία υπάρχουν δύο είδη διφθογγισμού: • -AR e —►/e, όπως: pensar, empezar o —» u e , όπως: volar, recordar
Yo
pienso
vuelo
Tú
piensas
vuelas
Él/Ella/Usted
piensa
vuela
Nosotros/as
pensamos
volamos
Vosotros/aS
pensáis
voláis
Ellos/Ellas/Ustedes
piensan
vuelan
1016
• -ER e —*¡e, όπως: entender, querer o — >u e , όπως: poder, volver
ENTENDER (e Yo
entiendo
■ie)
VOLVER vuelvo
Tú
entiendes
vuelves
Él/Ella/Usted
entiende
vuelve
Nosotros/as
entendemos
volvemos
Vosotros/as
entendéis
volvéis
Ellos/Ellas/Ustedes
entienden
vuelven
Yo
prefiero
duermo
Tú
prefieres
duermes
Él/Ella/Usted
prefiere
duerme dormimos
• -IR e —►ie , όπως preferir o —>υβ,όπως dormir e —►i, όπως pedir
Nosotros/as
preferimos
Vosotros/as
preferís
dormís
Ellos/ Ellas/ Ustedes
prefieren
duermen
4. Αυτοπαθητικά ρήματα Μια ακόμα πολύ σημαντική κατηγορία ρημάτων είναι τα αυτοπαθητικά ρή ματα. Αυτά μπορεί να είναι ομαλά, ανώμαλα ή με διφθογγισμό και συνοδεύ ονται πάντα από τις αυτοπαθητικές αντωνυμίες. Για παράδειγμα: llamarse, sentirse, irse.
1017
LLAMARSE
IRSE
SENTIRSE
Υο
me llamo
me siento
me voy
Τύ
te llamas
te sientes
te vas
Él/Ella/Usted
se llama
se siente
se va
Nosotros/as
nos llamamos
nos sentimos
nos vamos
Vosotros/as
os llamáis
os sentís
os vais
Ellos/ Ellas/ Ustedes
se llaman
se sienten
se van
ΓΕΡΟΥΝΔΙΟ (GERUNDIO) Κλίνουμε το βοηθητικό ρήμα estar στον ενεστώτα και το ρήμα στο γερούνδιο. Το γερούνδιο σχηματίζεται αν προσθέσουμε στο θέμα του ρήματος τις εξής καταλήξεις: • -AR —►ando π.χ.
cantar— *cantando
• -ER/ -IR —►iendo π.χ. comer —►comiendo vivir —►viviendo ESTAR (Yo)
estoy
(Tú)
estás
(Él/ Ella/ Usted)
está
(Nosotros/as)
estamos
(Vosotros/as)
estáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
están
CANTAR
COMER
cantando
comiendo
viviendo
Το γερούνδιο των ρημάτων της 3ης συζυγίας (-IR) που παρουσιάζουν διφθογγισμό τον ενεστώτα σχηματίζεται ως εξής:
1018
• Όσα ρήματα μετατρέπουν στον ενεστώτα το e σε ie και το ο σε ue στο γε ρούνδιο μετατρέπουν το e σε i και το ο σε u. Για παράδειγμα: preferir —»prefiriendo, dormir —»durmiendo, pedir —►pidiendo, decir —►diciendo.
Σε όσα ρήματα το θέμα τους λήγει σε φωνήεν, σχηματίζουν το γερούνδιο σε -yendo. Για παράδειγμα: leer —►leyendo, ir -+ yendo, oír —►oyendo.
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ (PRETÉRITO PERFECTO) O παρακείμενος σχηματίζεται όπως και στα ελληνικά με το βοηθητικό ρήμα haber (έχω) και τη μετοχή. Οι μετοχές σχηματίζονται ως εξής: • -AR —►-ado π.χ. cantar -+ cantado • -ER —►-ido π.χ. comer —►comido • -IR —►-ido π.χ. vivir —►vivido
1019
üqSSIESS&3ES!3S3^^^9 (Yo)
he
Tú)
has
(Él/ Ella/Usted)
ha
(Nosotros/as)
hemos
(Vosotros/as)
habéis
(Ellos/Ellas/Ustedes)
han
cantado
abrir - » abierto decir - » dicho escribir —»escrito morir —* muerto resolver —►resuelto ver —►visto cubrir —►cubierto descubrir -* descrito hacer —►hecho poner —*■puesto romper -+ roto volver —►vuelto
1020
comido
vivido
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ (FUTURO IMPERFECTO) O μέλλοντας σχηματίζεται αν προσθέσουμε στο απαρέμφατο (ανεξαρτήτως συζυγίας) τις εξής καταλήξεις: -é, -ás, -á, -emos, -éis, -án. CANTAR
COMER
(Yo)
cantaré
comeré
viviré
(Tú)
cantarás
comerás
vivíirás
(Él/Ella/Usted)
cantará
comerá
(Nosotros/as)
cantaremos comeremos
vivirá viviremos
(Vosotros/as)
cantaréis
comeréis
viviréis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
cantarán
comerán
vivirán
Παρατήρηση: Ορισμένα ρήματα αλλάζουν το θέμα τους στον μέλλοντα. Οι καταλήξεις παρα μένουν ίδιες. Αυτά είναι τα εξής: caber -* cabr- é
decir - » dir- é
haber -+ habr- é
hacer - » har-é
poder —*· podr- é
poner —►pondr- é
querer —►querr- é
salir —*· saldr- é
saber -»sabr-é
tener -► tendr- é
valer —►valdr- é
venir —►vendr- é
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ (PRETÉRITO IMPERFECTO) O παρατατικός σχηματίζεται αν προσθέσουμε στο θέμα του ρήματος τις πα ρακάτω καταλήξεις. Παρατήρηση: Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας έχουν όμοιες καταλήξεις.
1021
CANTAR
COMER
VIVIR
cantaba
comía
vivía
σύ)
cantabas
comías
vivías
(Él/ Ella/ Usted)
cantaba
comía
vivía
(Nosotros/as)
cantábamos comíamos
vivíamos
(Vosotros/as)
cantabais
comíais
vivíais
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) cantaban
comían
vivían
(Υο)
Το ρήμα ser (είμαι) είναι ανώμαλο στον παρατατικό:
(Yo)
era
σύ)
eras
(Él/Ella/Usted)
era
(Nosotros/as)
éramos
(Vosotros/as)
erais
(Ellos/Ellas/Ustedes)
eran
ΑΟΡΙΣΤΟΣ (PRETÉRITO INDEFINIDO) Τα ρήματα στον αόριστο χωρίζονται σε 4 κατηγορίες: 1. Ομαλά ρήματα Τα ομαλά ρήματα στον αόριστο διατηρούν το θέμα του ρήματος και σχηματί ζουν καταλήξεις ανάλογα με τη συζυγία που ανήκουν. Προσοχή: Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας σχηματίζουν όμοιες καταλήξεις.
1022
CANTAR
COMER
canté
(Υο)
VIVIR
comí
viví
cantaste
comiste
viviste
(Él/ Ella/ Usted)
cantó
comió
vivió
(Nosotros/as)
cantamos
comimos
vivimos
(Vosotros/as)
cantasteis
comisteis
vivisteis
(Ellos/Ellas/Ustedes)
cantaron
comieron
vivieron
2. Ανώμαλα ρήματα Στην κατηγορία αυτή ανήκουν 3 ρήματα: το ser (είμαι), το ir (πηγαίνω) και το dar (δίνω). Παρατήρηση: Το ser και το ir κλίνονται όμοια στον αόριστο.
HEB (Yo)
fui
(Tu)
fuiste
di diste
(Él/ Ella/ Usted)
fue
dio
(Nosotros/as)
fuimos
dimos
(Vosotros/as)
fuisteis
disteis
(Ellos/ Elias/ Ustedes)
fueron
dieron
3. Ρήματα με ανώμαλο θέμα Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν όσα ρήματα έχουν διαφορετικό θέμα στον αόριστο. Οι καταλήξεις αυτής της κατηγορίας είναι όμοιες για όλες τις συζυ γίες. Παρατήρηση: Τα ρήματα που έχουν ανώμαλο θέμα δεν παίρνουν τόνο.
1023
ESTAR
TENER
VENIR
vine
(Yo)
estuve
tuve
(Tú)
estuviste
tuviste
viniste
(Él/Ella/Usted)
estuvo
tuvo
vino
(Nosotros/as)
estuvimos
tuvimos
vinimos
(Vosotros/as)
estuvisteis
tuvisteis
vinisteis
(Ellos/Ellas/Ustedes)
estuvieron
tuvieron
vinieron
1
ANDAR
QUERER
(Yo)
anduve
quise
dije
σύ)
anduviste
quisiste
dijiste
(Él/ Ella/ Usted)
anduvo
quiso
dijo
(Nosotros/as)
anduvimos
quisimos
dijimos
(Vosotros/as)
anduvisteis
quisisteis
dijisteis
(Ellos/Ellas/Ustedes)
anduvieron
quisieron
dijeron*
I
PODER
PONER
(Yo)
pude
puse
traje
σύ)
pudiste
pusiste
trajiste
(Él/ Ella/ Usted)
pudo
puso
trajo
(Nosotros/as)
pudimos
pusimos
trajimos
(Vosotros/as)
pudisteis
pusisteis
trajisteis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
pudieron
pusieron
trajeron*
I
SABER
HACER
TRADUCIR
(Yo)
supe
hice
traduje
σύ)
supiste
hiciste
tradujiste
(Él/ Ella/Usted)
supo
hizo
tradujo
(Nosotros/as)
supimos
hicimos
tradujimos
(Vosotros/as)
supisteis
hicisteis
tradujisteis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
supieron
hicieron
tradujeron*
1024
Τα ρήματα που έχουν απαρέμφατο σε -cir και -aer στον αόριστο έχουν ανώμαλο θέμα και παίρνουν ένα j. Αυτά κατ' εξαίρεση σε όσα προαναφέρθηκαν, σχηματίζουν το γ' πληθυντι κό σε - eron και όχι σε -ieron.
4. Ρήματα με ανώμαλο γερούνδιο Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα ρήματα της 3ης συζυγίας (-IR) που παρου σιάζουν ανωμαλία και στον σχηματισμό του γερουνδίου. Για παράδειγμα: pedir —*· pidiendo
dormir —►durmiedo
preferir —►prefiriendo
morir —►muriendo
sentir -♦ sintiendo seguir —>siguiendo
Αυτά τα ρήματα στον αόριστο σχηματίζονται με ομαλές καταλήξεις της 3ης συζυγίας αλλά στο γ' ενικό και γ' πληθυντικό κρατούν στο θέμα τους την ανω μαλία του γερουνδίου. Για παράδειγμα:
(Yo)
pedí
sentí
dormí
σύ)
pediste
sentiste
dormiste
(Él/ Ella/ Usted)
pidió
sintió
durmió
(Nosotros/as)
pedimos
sentimos
dormimos
(Vosotros/as)
pedisteis
sentisteis
dormisteis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
pidieron
sintieron
durmieron
1025
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ (PRETÉRITO PLUSCUAMPERFECTO) O υπερσυντέλικος, όπως και στα ελληνικά, σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα haber (έχω) στον παρατατικό και τη μετοχή. Παρατήρηση: Στον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον σχηματισμό του παρακειμένου. HABER (Yo)
había
(Tú)
habías
(Él/Ella/Usted)
había
(Nosotros/as)
habíamos
(Vosotros/as)
habíais
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
habían
CANTAR
cantado
COMER
comido
VIVIR
vivido
ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ (FUTURO PERFECTO) O συντελεσμένος μέλλοντας σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα haber (έχω) στον μέλλοντα και τη μετοχή. Παρατήρηση: Για τον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον παρακείμενο. HABER (Yo)
habré
(Tú)
habrás
(Él/Ella/Usted)
habrá
(Nosotros/as)
habremos
(Vosotros/as)
habréis
(Ellos/ Elias/ Ustedes)
habrán
CANTAR
cantado
1026
COMER
comido
VIVIR
vivido
CONDICIONAL SIMPLE O Condicional σχηματίζεται αν προσθέσουμε στο θέμα του μέλλοντα τις κατα λήξεις του παρατατικού της 2ης και της 3ης συζυγίας. HABLAR
COMER
hablaría
CTú)
hablarías
comerías
vivirías
(Él/ Ella/ Usted)
hablaría
comería
viviría
(Nosotros/as)
hablaríamos
comeríamos
viviríamos
(Vosotros/as)
hablaríais
comeríais
viviríais
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
hablarían
comerían
vivirían
I
PODER
comería
VIVIR
(Υο)
QUERER
viviría
HACER
(Yo)
podría
querría
haría
(Tú)
podrías
querrías
harías
(Él/Ella/Usted)
podría
querría
haría
(Nosotros/as)
podríamos
querríamos
haríamos
(Vosotros/as)
podríais
querríais
haríais
(Ellos/Ellas/Ustedes)
podrían
querrían
harían
CONDICIONAL COMPUESTO O Condicional Compuesto σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα haber (έχω) στον Condicional Simple και τη μετοχή. Παρατήρηση: Για τον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον παρακείμενο.
1027
HABER (Yo)
habría
σύ)
habrías
(Él/ Ella/ Usted)
habría
(Nosotros/as)
habríamos
(Vosotros/as)
habríais
(Ellos/Ellas/Ustedes)
habrían
cantado
comido
vivido
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ (IMPERATIVO) Η προστακτική σχηματίζει 4 πρόσωπα. I
CANTAR
COMER
σύ)
canta
come
(Él/Ella/Usted)
cante
coma
escribe escriba
(Vosotros/as>
cantad
comed
escribid
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
canten
coman
escriban
Αρνητική προστακτική
σύ)
no cantes
no comas
(Él/ Ella/ Usted)
no cante
no coma
no escriba
(Vosotros/as)
no cantéis
no comáis
no escribáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
no canten
no coman
no escriban
1028
no escribas
Στην προστακτική υπάρχουν ορισμένα ρήματα που σχηματίζουν το β' πρόσω πο ενικού μονοσύλλαβα:
^09!ΟΞ1ΙΙΞΒίΙΕ3ΗΗ3ΒΙ da
haz
di
ve
(Él/ Ella/ Usted)
dé
haga
diga
vaya
oiga
(Vosotros/as)
dad
haced
decid
id
oíd
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
den
hagan
digan
vayan
oigan
σύ)
oye
Αρνητική προστακτική
I3 Q Ü E IZ3 3 E S !^ H ^ ^ H K 3 0 I (Tú)
no des
no hagas
no digas
no vayas
no oigas
(Él/ Ella/ Usted)
no dé
no haga
no diga
no vaya
no oiga
(Vosotros/as)
no deis
no hagáis no digáis
no vayáis
no oigáis
no hagan
no vayan
no oigan
(Ellos/ Ellas/ Ustedes) no den
no digan
Αντίστοιχα: poner -► pon / no pongas
salir -+ sal / no salgas
ser - * sé / no seas
tener —♦ten / no tengas
traer -> trae / no traigas
venir -► ven / no vengas
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ (SUBJUNTIVO) ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ (PRESENTE) • O ενεστώτας της υποτακτικής σχηματίζεται βάζοντας στο θέμα τις αντίθετες καταλήξεις από τον ενεστώτα της οριστικής.
1029
CANTAR
COMER
VIVIR
(Yo)
cante
coma
viva
σύ)
cantes
comas
vivas
(Él/ Ella/ Usted)
cante
coma
viva
(Nosotros/as)
cantemos
comamos
vivamos
(Vosotros/as)
cantéis
comáis
viváis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
canten
coman
vivan
• Όσα ρήματα παρουσιάζουν διφθογγισμό στον ενεστώτα οριστικής τον εμφα νίζουν και στην υποτακτική έγκλιση. I
CERRAR
VOLVER
DORMIR
cierre
vuelva
(Tú)
cierres
vuelvas
duermas
(Él/ Ella/ Usted)
cierre
vuelva
duerma
(Yo)
duerma
(Nosotros/as)
cerremos
volvamos
durmamos
(Vosotros/as)
cerréis
volváis
durmáis
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
cierren
vuelvan
duerman
Τα ρήματα που παρουσιάζουν ανωμαλία στο α' ενικό του ενεστώτα της ορι στικής, εμφανίζουν την ίδια ανωμαλία σε όλα τα πρόσωπα του ενεστώτα της υποτακτικής. Για παράδειγμα: Απαρέμφατο [ Ενεστώτας Οριστικής | Ενεστώτας Υποτακτικής Poner
pongo
Conocer
conozco
ponga conozca
Hacer
hago
haga
Traducir
traduzco
traduzca
1030
PONER (Υο)
ponga
(Τύ) (Él/ Ella/ Usted) (Nosotros/as) (Vosotros/as) (Ellos/ Ellas/ Ustedes)
CONOCER
ιε β ξ β ι
TRADUCIR
conozca
haga
traduzca
pongas
conozcas
hagas
traduzcas
ponga
conozca
haga
traduzca
pongamos
conozcamos
hagamos
traduzcamos
pongáis
conozcáis
hagáis
traduzcáis
pongan
conozcan
hagan
traduzcan
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ (PRETÉRITO PERFECTO) O παρακείμενος της υποτακτικής σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα haber (έχω) στον ενεστώτα της υποτακτικής και τη μετοχή. Παρατήρηση: Για τον σχηματισμό των μετοχών ισχύει ότι ακριβώς και στον παρακείμενο της οριστικής.
(Yo)
haya
σύ)
hayas
(Él/ Ella/ Usted)
haya
(Nosotros/as)
hayamos
(Vosotros/as)
hayáis
Ellos/ Ellas/ Ustedes
hayan
cantado
comido
vivido
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ (IMPERFECTO) • Ο παρατατικός της υποτακτικής σχηματίζεται αν στο θέμα του ρήματος προ σθέσουμε τις παρακάτω καταλήξεις: Παρατηρήσεις: Τα ρήματα της 2ης και 3ης συζυγίας έχουν όμοιες καταλήξεις. 1031
Ο παρατατικός υποτακτικής σχηματίζει δύο τύπους για κάθε πρόσωπο. HABLAR
COMER
SALIR
comiera/iese
saliera/iese
hablaras/ases
comíeras/ieses
salieras/ieses
hablara/ase
comiera/iese
saliera/iése
habláramos/ásemos
comiéramos/iésemos
saliéramos/ iésemos
(Vosotros/as)
hablarais/aseis
comierais/ieseis
salierais/ieseis
(Ellos/Ellas/Ustedes)
hablaran/asen
comieran/iesen
salieran/iese
(Υο)
hablara/ase
ctú)
(Él/Ella/ Usted) (Nosotros/as)
• Όσα ρήματα έχουν ανώμαλο θέμα στον αόριστο της οριστικής κρατούν το ίδιο θέμα στον παρατατικό της υποτακτικής.
I (Yo)
ESTAR
SABER
estuviera/iese
DECIR
supiera/iese
dijera/ese
m
estuvieras/ieses
supieras/ieses
dijeras/eses
(Él/Ella/ Usted)
estuviera/iese
supiera/iese
dijera/ese
(Nosotros/as)
estuvíéramos/iésemos
supiéramos/iésemos
dijéramos/ ésemos
(Vosotros/as)
estuvierais/ieseis
supierais/ieseis
dijerais/eseis
(Ellos/Ellas/Ustedes)
estuvieran/iesen
supieran/iesen
dijeran/esen
1
SER/IR
HACER
DORMIR
(Yo)
fuera/ese
hiciera/iese
durmiera/iese
(Tú)
fueras/eses
hicieras/ieses
durmieras/ieses
(Él/ Ella/ Usted)
fuera/ese
hiciera/iese
durmiera/iese
(Nosotros/as)
fuéramos/ésemos
hiciéramos/iésemos
durmiéramos/ iésemos
(Vosotros/as)
fuerais/eseis
hicierais/ieseis
durmierais/ieseK
(Ellos/ Ellas/ Ustedes)
fueran/esen
hicieran/iesen
durmieran/ies^n
1032
DAR
QUERER
VENIR
Yo
diera/iese
quisiera/iese
viniera/iese
Tú
dieras/ieses
quisieras/ieses
vienieras/ieses
Él/Ella/Usted
diera/iese
quisiera/iese
viniera/iese
Nosotros/as
diéramos/iésemos
quisiéramos/iésemos viniéramos/iésemos
Vosotros/as
dierais/ieseis
quisierais/ieseis
vinierais/ieseis
Ellos/Ellas/Ustedes dieran/iesen
quisieran/iesen
vinieran/iesen
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ (PRETÉRITO PLUSCUAMPERFECTO) O υπερσυντέλικος της υποτακτικής σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα haber (έχω) στον παρατατικό υποτακτικής και τη μετοχή. Παρατήρηση: Οι μετοχές είναι ίδιες με αυτές του παρακειμένου οριστικής.
(Υο)
hubiera/iese
σύ)
hubieras/ieses
(Él/ Ella/ Usted)
hubiera/iese
(Nosotros/as)
hubiéramos/iésemos
(Vosotros/as)
hubierais/ieseis
Ellos/ Ellas/ Ustedes
hubieran/iesen
1033
cantado
comido
vivido
ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ www.elMnoekdotiki.gr
Για αναλυτική παρουσίαση και online ξεφύλλισμα όλων των βιβλίων μας επισκεφθείτε την ιστοσελίδα μας: w w w .e llin o e k d o tik i.g r
Ενημερωθείτε για τα νέα μας εκδηλώσεις και διαγωνισμούς στη σελίδα μας στο facebook: w w w .f a c e b o o k . c o m / e llin o e k d o t ik i